Μια ιστορία για ένα Κομφετί και μια Σερπαντίνα

Post on 30-Jul-2015

810 views 4 download

Transcript of Μια ιστορία για ένα Κομφετί και μια Σερπαντίνα

Στο Καρναβάλι έτσι όπως πετάει ένα μικρό παιδί μια χούφτα από εκείνα τα ελάχιστα πολύχρωμα, ολοστρόγγυλα

κομφετί στον αέρα, μπορεί να ξεκινήσουν ατέλειωτες ιστορίες που ποτέ δεν μάθαμε αν είναι αληθινές ή

ψεύτικες.Μια τέτοια ιστορία σας γράφουμε εδώ, και ποιός νοιάζεται αν είναι

αληθινή ή ψεύτικη. Είναι όμως καρναβαλική, δηλαδή

απόλυτα παραμυθένια.

...σε όλους όσους βρέθηκαν όλο χάρη σ' αυτό το μεγάλο πανηγύρι του "'Καρναβαλιού των Μικρών"

του 1996

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα μικρό-μικρό, κατακόκκινο, ολοστρόγγυλο κομφετί.

Μια φορά και ένα καιρό λοιπόν, ήταν που ένα χέρι πέταξε το κατακόκκινο κομφετί στον αέρα μαζί με

άλλα μικρά ολοστρόγγυλα κομφετί.

Και έτσι όπως το πέταξε και το πήρε ο αέρας, έπεσε πάνω σε μια σερπαντίνα.

Γύρισε το κομφετί να δει, και ήταν μία μεγάλη καταπράσινη όμορφη σερπαντίνα.

Ωω! με συγχωρείτε είπε το κομφετί, η καρδιά του χτύπησε δυνατά και τα κόκκινα μάγουλα του γίνανε

πιο κόκκινα.

Η μεγάλη πράσινη σερπαντίνα έκανε μια φούρλα γύρω από το κομφετί σαν να το αγκάλιαζε και του απάντησε ευγενικά: "Παρακαλώ, τι λέτε. Άλλωστε

συμβαίνουν αυτά στο καρναβάλι με τόσο κόσμο". Το κομφετί δεν μίλησε και έκανε να φύγει με το πρώτο

αεράκι.Η σερπαντίνα έμεινε λίγο πίσω και ξαφνικά

πετάχτηκε, έκανε πάλι μια φούρλα και αγκάλιασε το κομφετί.

Που πας κομφετί μου, κάτσε να χορέψουμε εδώ στον αέρα πάνω απ’ τη μεγάλη πλατεία με �

τα σιντριβάνια. Το κομφετί, που τα μάγουλα του ήταν ακόμα πιο κόκκινα, δέχτηκε χωρίς να

πει κουβέντα.Έτσι άρχισε ο χορός με τη μουσική που έπαιζε

η μπάντα του δήμου απ’ την πλατεία.�Η σερπαντίνα λίκνισε το σώμα γύρω απ’ το

κομφετί και αυτό μια πηδούσε εδώ, μια πηδούσε εκεί, μια παραπέρα.

Κάποια στιγμή κουράστηκαν απ’ το χορό και στάθηκαν να ξαποστάσουν πάνω σε ένα μεγάλο

κεφάλι, που μάλλον δεν ήταν αληθινού ανθρώπου, αλλά ενός αγάλματος στην κορυφή του

σιντριβανιού της μεγάλης πλατείας. Ήταν την ώρα που ξεκινούσε η μεγάλη παρέλαση του

καρναβαλιού και η πλατεία ήταν γεμάτη από κόσμο μασκαρεμένο και χαρούμενο, που πετούσε κομφετί

και σερπαντίνες που χόρευαν στον αέρα.

Ε! Κοίτα εκεί, λέει κάποια στιγμή το κομφετί στη μεγάλη πράσινη σερπαντίνα, κοίτα εκείνο το μικρό αγόρι στην άκρη της πλατείας που είναι ντυμένο κλόουν μικρό αγόρι κλαίει, ενώ γύρω είναι όλοι

χαρούμενοι.

Η σερπαντίνα, που είχε ξαπλώσει ολόκληρη πάνω στο κεφάλι του αγάλματος, ανασηκώθηκε και

κοίταξε προς τη μεριά που του έδειξε το κόκκινο κομφετί. Αχ! ναι, αλήθεια, ο μικρός κλόουν κλαίει, μα γιατί αφού όλοι γύρω του γελάνε και χορεύουν;

Πέταξαν λοιπόν αμέσως με το πρώτο αεράκι και βρέθηκαν πάνω στη μεγάλη μύτη του βασιλιά

Καρνάβαλου που εκείνη την ώρα περνούσε καμαρωτός - καμαρωτός, χαιρετώντας τον κόσμο.

Ε! Βασιλιά Καρνάβαλε. Ε! Βασιλιά Καρνάβαλε, φώναξαν το κομφετί και η σερπαντίνα. Μα που να

ακούσει αυτός. Δύο τόσο δα φωνούλες μέσα σε τόση φασαρία και μουσική...

Μα πρέπει να μας ακούσει είπε η σερπαντίνα. Και πρέπει να κάνει κάτι για να γελάσει ο μικρός

κλόουν.Φώναζαν, φώναζαν, μα ο βασιλιάς Καρνάβαλος

δεν τους άκουγε.

Κάτι πρέπει να κάνουμε, λέει η σερπαντίνα.

Το βρήκα! φώναξε το κομφετί.Εσύ, που είσαι μεγάλη και

μακρόστενη, θα πας να γαργαλίσεις τη μύτη του

βασιλιά Καρνάβαλου, αυτός θα φτερνιστεί και θα είναι τόσο

αστείος που σίγουρα θα κάνει το μικρό κλόουν να γελάσει.

Ωραία! είπε η σερπαντίνα και κύλισε σιγά - σιγά στο ρουθούνι

του Καρνάβαλου. Αυτός γαργαλήθηκε, φτερνίστηκε και ήταν τόσο αστείος που όλος ο κόσμος άρχισε να γελάει, πιο

δυνατά. Μα πιο δυνατά γέλασε ο μικρός κλόουν.

Το κόκκινο κομφετί πάνω στη μύτη του βασιλιά , χαμογέλασε ικανοποιημένο, και μόλις που

πρόλαβε να κρατηθεί για να μην πέσει απ’ το �ταρακούνημα που έκανε η μύτη του. Γύρισε να

δει την πράσινη σερπαντίνα. Μα εκείνη, που είχε χωθεί στη μύτη του καρνάβαλου, πετάχτηκε

πολύ μακριά από το φτέρνισμα και χάθηκε στον αέρα.

Το κομφετί ξαφνικά έχασε το κόκκινο χρώμα απ’ �τα μάγουλα του. Πήρε το πρώτο αεράκι και

άρχισε να πετά πάνω απ’ την πλατεία και τον �κόσμο ψάχνοντας για την πράσινη φίλη του.

Είχε πάρει να νυχτώνει, όταν μετά από ώρα περιπλάνησης, το αεράκι έριξε το κομφετί πάνω σε μια αφίσα στον τοίχο. Το κομφετί

κουρασμένο γαντζώθηκε από την αφίσα να ξεκουραστεί, χωρίς να προσέξει τι έγραφε αυτή.

Τότε ακούστηκε μια φωνή απ’ την αφίσα: Ε! κύριέ μου, τι έπεσες πάνω �στην κιθάρα μου; θα μου την ξεκουρδίσεις. Γύρισε το κομφετί και είδε

πάνω στην αφίσα ζωγραφισμένο ένα τζίτζικα που κρατούσε μία κιθάρα.

Ω! συγνώμη, κυρ τζίτζικα. Είμαι τόσο κουρασμένος, που στα αλήθεια δεν πρόσεξα που κάθισα. Ε, καλά ντε, δεν είπαμε και τίποτα, είπε το αγαθό τζιτζίκι. Μα γιατί είσαι

έτσι στεναχωρημένο; Πρώτη μου φορά βλέπω στεναχωρημένο κομφετί.

Τότε το κομφετί είπε την ιστορία του στον κυρ τζίτζικα.Α! πολύ εύκολο, πάρα πολύ εύκολο, είπε ο τζίτζικας συγκινημένος. Όλα τα προβλήματα λύνονται μ’ ένα �

όμορφο τραγούδι.Μα πώς; λέει το κομφετί.

Θα γράψω γρήγορα - γρήγορα ένα τραγούδι, θα σε πάρω πάνω στη πλάτη μου και θα γυρίσουμε όλες τις γειτονιές κι όλες τις

πλατείες να το τραγουδάω. Και τι θα λέει το τραγούδι; ρωτά το κομφετί.

Τότε ο τζίτζικας άρχισε να τραγουδά:

Ζει, ζει, ζει και ζει, ζει, ζωΕ, σερπαντίνα σε ζητώ

Ζει, ζει, ζει και ζει, ζει, ζειτο κομφετί σου να σε δειΖει, ζει, ζει και ζει, ζει, ζει

που ψάχνει ώρες να σε βρει. Μετά βγήκε απ’ την αφίσα, και

αφού τεντώθηκε καλά - καλά για να ξεμουδιάσει, πήρε το

κομφετί στην πλάτη του και πέταξαν τραγουδώντας.

Είχε νυχτώσει για τα καλά και οι δρόμοι είχαν αδειάσει, όταν κάπου στην άκρη της πόλης, μια μικρή φωνούλα

απάντησε στο κάλεσμα του τραγουδιού του κυρ τζίτζικα. Ήταν η πράσινη σερπαντίνα, που όπως έκανε

να τεντωθεί για να ακουστεί η φωνούλα της, ένας γλυκός μαΐστρος τη σήκωσε λίγο παραπάνω. Πήδηξε

και το κομφετί απ’ την πλάτη του τζίτζικα, και στήθηκε �εκεί στην άκρη της πόλης ο πιο όμορφος καρναβαλικός

χορός.

Το παραμύθι "ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΟΜΦΕΤΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΕΡΠΑΝΤΙΝΑ" έγραψε ο Παύλος Σκούρας, ζωγράφισε η Έφη Σωτηροπούλου και δημιουργήθηκε από το Τυπόραμα στην Πάτρα στα πλαίσια του

"Καρναβαλιού των Μικρών" του 1996.