προοιμιο ιλιαδα

Post on 30-Jun-2015

173 views 0 download

Transcript of προοιμιο ιλιαδα

ΙΛΙΑΔΑΡΑΨΩΔΙΑ Α, 1-53

προοίμιο

Η ιστορία της φιλονικίας του Αγαμέμνονα και του Αχιλλέα.

Ο ρόλος των θεών

Ψάλλε, θεά, τον τρομερό θυμό του Αχιλλέωςπώς έγινε στους Αχαιούς αρχή πολλών δακρύων

που ανδράγαθες ροβόλησε πολλές ψυχές στον Άδηηρώων, κι έδωκεν αυτούς αρπάγματα σκύλων

και η βουλή γένονταν του Κρονίδη

απ’ όταν φιλονίκησαν κι εχωρίστηκαν πρώταο Ατρείδης, άρχων των αντρών, κι ο θείος Αχιλλέας,

Και απ’ τους θεούς ποιος άναψε την έχθραν μεταξύ τους;Ο Απόλλων, όπου οργίσθηκε του Ατρείδη βασιλέως

κι έφερε λώβαν στο στρατόν που εθέριζε τα πλήθη,

ότι του καταφρόνεσε τον Χρύση ιερέα. Στων Αχαιών τα γρήγορα καράβια τούτος ήλθε,με λύτρα πλουσιοπάροχα την κόρη του να λύσει,

στο χρυσό σκήπτρο τυλικτό του Φοίβου το στεφάνιεκράτει, και τους Αχαιούς παρακαλούσε όλους, μα από όλους πιο πολύ τους δύο γιους του Ατρέα:

«Ω γενναιόκαρδοι Αχαιοί, ω βασιλείς Ατρείδες,

του Ολύμπου ας κάμουν οι θεοί, την πόλιν του Πριάμουαφού πορθήσετε ευτυχείς να πάτε στην πατρίδα,

Αλλ’ αποδώσετε σ’ εμέ την ποθητή μου κόρη, δεχτείτε αυτά τα λύτρα της, αν τον υιο του Δίατον μακροβόλο τοξευτήν Απόλλωνα ευλαβείσθε».

Όλοι αλαλάξαν οι Αχαιοί, κι είπαν τον ιερέα να σεβασθούν και τα λαμπρά λύτρα δεκτά να γίνουν,

Μόνος ο Αγαμέμνονας δεν το στεργεν ο Ατρείδης, αλλά κακά τον έδιωχνε και βαρύν λόγον είπε:

«Μη σ’ απαντήσω γέροντα σιμά στα κοίλα πλοίαή τώρα εδώ ν’αργοπορείς ή πάλιν να γυρίσεις, και μη θαρρεύεις στου θεού το σκήπτρο και το στέμμα.

Αυτήν, δε θ’απολύσω εγώ, το γήρας θα την εύρειστο Άργος μες στο σπίτι μου μακράν απ’την πατρίδα

Να υφαίνει αυτού και σύντροφον της κλίνης να την έχω.

Μη μ’ ερεθίζεις, σύρ’ ευθύς, αν θέλεις να μη πάθεις».

Τον λόγο του φοβήθηκε και υπάκουσεν ο γέρος, την άκρας πήρε σιωπηλός της ηχερής θαλάσσης

κι όταν ευρέθη ανάμερα, τον γόνο της ωραίαςΛητούς, μέγαν Απόλλωνα, θερμά παρακαλούσε:

«Άκουσέ με, αργυρότοξε, της Χρύσης και της θείαςΚίλλας προστάτη, κύριε στην Τένεδο, Σμινθέα,

εάν σου έκτισα ναόν να χαίρεται η καρδιά σου, εάν ποτέ σου έκαψα μεριά καλοθρεμμέναταύρων κι ερίφων, τούτον μου τον πόθο τέλειωσέ μου:

Τα βέλη σου στους Δαναούς τα δάκρυά μου ας πλερώσουν».

Ευχήθη και τον άκουσε ο Φοίβος ο Απόλλων,

κατέβη από τις κορυφές του Ολύμπου θυμωμένος, με τόξο και μ’ολόκλειστη φαρέτρα εις τους ώμους, εβρόντησαν επάνω του τα βέλη ως εκινήθη, ο χολωμένος και όμοιαζε τη νύχτα ως προχωρούσε.

Των πλοίων κάθισε άντικρυ και απόλυσε το βέλοςκαι αχός εβγήκε τρομερός απ’ τ’ασημένιο τόξο,κι αφού τους σκύλους έπληξε και τα μουλάρια πρώτα, εις τους ανθρώπους έριχνε τα πικροφόρ’ ακόντια αδιάκοπα και των νεκρών παντού πυρές εκαίαν.