ΜΑΥΡΟ ΣΑΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ, του Ι. Ν. ΚΥΡΙΑΖΗ

Post on 15-Nov-2014

806 views 4 download

description

"Πίσω από τα λόγια ο σαρκασμός της Σιωπής".Ι.Ν.Κυριαζής

Transcript of ΜΑΥΡΟ ΣΑΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ, του Ι. Ν. ΚΥΡΙΑΖΗ

2

ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΚΥΡΙΑΖΗΣ

ΜΑΥΡΟ ΣΑΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ

ΑΛΕΞΙΣΦΑΙΡΟ, 1992

3

Σελιδοποίησις δακρύων

4

"Πίσω από τα λόγια ο σαρκασµός της σιωπής."

5

Από την κόλαση γυρνώ

µ' ένα σακί γεµάτο κεραυνούς,

σκισµένες σάρκες,

ψυχές που δεν έχουν άλλο να δώσουν.

Από την κόλαση γυρνώ

µ' ένα σακί γεµάτο ποιήµατα,

από την κόλαση που τηνε λένε άνθρωπο.

6

Για πόσα χρόνια,πόσους αιώνες

να 'σουν εξόριστη µες στα παλάτια της Νύχτας...

Πόσα ατελείωτα βράδια

δάσκαλοι σκοτεινοί που δε δείξαν πρόσωπο ποτέ

σου µάθαιναν πώς ν' ασκητεύει το βλέµµα σου σ' ένα αστέρι

και πώς η ψυχή σου να χάνει το βάρος της

κάθε φορά που χανόσουν

στα σεληνιακά τοπία της µελαγχολίας σου:

αβυσσαλέοι κρατήρες που σου άνοιξε ο έρωτας

-σκύβεις να δεις και βυθίζεσαι στον ίλιγγο των δακρύων σου-

έδαφος µαλακό

σαν να περπάτησε πάνω του ο Θεός

και οµίχλη πυκνή

για να µη βλέπεις πού ζεις και πού πεθαίνεις.

Για πόσα χρόνια λοιπόν,καρτερική,συµπλήρωνες τους αιώνες

και για πόσους αιώνες,βιαστική,καταργούσες τα χρόνια...

7

Είχες φύγει.

Κι η Άνοιξη κοιµόταν

δίπλα στη λίµνη µε τους σκοτωµένους κύκνους.

(Ποιος ταξιδεύει

κι αφήνει πίσω του βροχή;...)

8

ΤΗΣ ΑΛΓΕΒΡΑΣ

Και δεν σου 'µεινε τίποτε πια για να γνοιαστείς

τίποτε για ν' αγαπήσεις.

Ο κόσµος,αχνός

σαν µόλις µισοσβησµένος από γοµολάστιχα

απελπισµένου µαθητή

που δεν ξέρει να λύσει την εξίσωση-

σβήνεσαι κι εσύ µαζί του...

Πολλαπλασιασµός:

τ' άσπιλα πέπλα των θεών

οι σπηλιές οι απάτητες των ανθρώπων

και τ' αθόρυβα πέταλα των λουλουδιών καθώς ανοίγουν.

Ποιος θεός µας αρχινά

και ποια ζωή µας αποζηµιώνει;...

Άγνωστος Χ, άγνωστος Χ

το χυ

µένο µυαλό του ∆ηµόκριτου.

9

ΗΤΑΝ

Ήταν

η πόλη κάτω απ' το σύννεφο

τα λόγια κάτω απ' τη βροχή

το δάκρυ κάτω απ' τη µάσκα.

Κι αν όλα τ' αναποδογύριζες

ήταν

ο αποχωρισµός.

10

Τίποτε πια που θα µπορούσες εύκολα να εξηγήσεις

κι ούτε λιγάκι τόπος για να σταθεί στα πόδια του ο πόνος σου

κι ούτε λιγάκι πόνος για να σταθεί στα µάτια τους το δάκρυ

αυτός ο κόσµος που σε κυνηγά

αυτό το όνειρο που σ' ερηµώνει

αυτά τα µάτια που σε αναστηλώνουν κάθε πρωί

µπροστά στον ίδιο θρόνο µιας πανάρχαιας µοίρας

και σ' αφήνουν το βράδυ τυφλό

να ψάχνεις να βρεις τα κοµµάτια σου

ανάµεσα στα τόσα κοµµάτια των άλλων

Τίποτε πια που θα µπορούσες να ξαναγίνεις

Κι όλα γίναν µεµιάς στόχοι που θα µπορούσες να σκοτώσεις

ζωές που θα µπορούσες ν' αστοχήσεις.

11

Είναι φορές που η ζωή µας τρεµοπαίζει επικίνδυνα

σαν φύλλο στο έλεος του ανέµου

σαν πόδι στο γλίστρηµα του γκρεµού

σαν ψυχή στο τσάκισµα της αγάπης.

Η ζωή µας πάντα ξεκινά µε κάποιο φύσηµα του ανέµου

που συνεχίζει κι ύστερα από εµάς.

Η ζωή µας πάντα συνεχίζει µ' έναν γκρεµό

που δεν τελειώνει πουθενά.

Η ζωή µας πάντα τελειώνει µε µιαν αγάπη

που δεν άρχισε ποτέ.

12

Μια πυρποληµένη Τροία

τα µάτια σου-

µε την Ελένη καλπάζοντας για µακριά,

τον Πάτροκλο στη στάχτη

και µιαν ατέλειωτη βροχή, σαν Ιλιάδα...

Αν οι θεοί είχανε δει τα µάτια σου

δεν θα τυφλώναν τους ανθρώπους.

13

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟ

Γέµισε κι η µνήµη νάρκες.

Όπου και να πατήσεις

θ' ανατιναχτείς.

14

"ΩΠΟΛΛΟΝ ΩΠΟΛΛΟΝ"

Κι όταν η θάλασσα τελειώσει

θα περπατήσουµε

πάνω στα κόκκινα χαλιά

που θα µας έχει στρώσει

η Μνήµη για την επιστροφή.

Κι από την κούραση του δρόµου

θα 'ναι η νύστα δυνατή

και στο λουτρό αργό θα τρέχει το νερό

µε τους ατµούς µία συνέχεια της σκόνης απ' την Τροία.

Το πέπλο που θα µας τυλίξει,σπλάχνο µητρικό,

κι αυτό που µε τα µάτια µας θα δούµε

άλλο δεν θα 'ναι

απ' της Ελένης το σώµα µίας καµπύλης το χάδι µας.

Μες στο νερό αγκαλιασµένα το σπέρµα και το αίµα

έτσι

που από τρεις πηγές να ερωτευόµαστε

έτσι

που από τρεις πληγές να ξεψυχούµε.

15

Τι να σκεφτείς και τι να λογαριάσεις...

Πού στέκει ένας άνθρωπος θ ν η τ ό ς και πού α θ ά ν α τ ο ς;

Με ποιο µαστίγιο πάνω απ' την πλάτη σου ξεκινάς το ταξίδι

και ποιο δάκρυ σε ξαναφέρνει πίσω;

Ποια έρηµος σε ξεδιψά,

ποια λίµνη σε στερεύει;

Σιωπή,κλειδί της πόρτας µου...

Μόνο,

µία λεξούλα-ασηµόφυλλο

που πήρε το ποτάµι

κι έρχεται προς τα δω:

πάνω της, τραβά κουπί ο Έρωτας.

16

ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

Βάλε λίγη βροχή στο γραµµόφωνο

να πέφτει

κι άσε τη µουσική στα κεραµίδια µας

να παίζει όσο θέλει...

Εµείς θα χορέψουµε

σύµφωνα µε τις νότες µιας ψιχάλας

σύµφωνα µε τις ψυχές µιας µουσικής.

17

ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Είσαι ωραία

σαν το πολεµικό χαράκωµα των χαµογέλιων

σαν µια λιποταξία δακρύων

σαν τις χειροπέδες της Άνοιξης περασµένες σε παιδικά χέρια.

Είσαι ωραία

σαν τον αλύπητο βοµβαρδισµό µια ακατοίκητης ζωής

της ζωής µου.

18

ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ

Τους κόσµους που µια για πάντα φύγανε

πακεταρίσαµε

στις µνήµες ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Κι όµως,

πίσω απ' το τζάµι του διαστηµόπλοιου

που ξεµακραίνει απ' τη γη

µε τ' άδεια του µάτια µας κοιτά ο Όµηρος.

19

ΞΑΝΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

Και η βροχή

να πέφτει βαριά στην πολιτεία

µε το βάρος που πέφτει το χώµα

πάνω στο φέρετρο ενός µικρού παιδιού.

Γι' αυτό και

το νοτισµένο χώµα

έχει τη µυρουδιά

µια τρυφερής καρδιάς που δεν µπορεί να σαπίσει;...

20

ΕΡΩΤΙΚΟ

Όπου και να πας

θα σε ακολουθώ.

Γιατί είµαι η έρηµος.

Και την έρηµο

την κουβαλάς µέσα σου.

21

Σ' αγαπώ

σαν µια θάλασσα που απαγγέλλει Ελύτη

σαν ανάσα του ανέµου που ζωές ξεφυλλίζει

σαν κουβέντα βροχούλας που κανείς δεν κατάλαβε

σαν λουλούδι στο πέτο µιας αλήτισσας θλίψης.

Σ' αγαπώ

σαν το ∆ιόνυσο στις αρχές φθινοπώρου

που δακρύζει.

22

Άλλη µια µέρα γεµάτη ποιήµατα.

Κι απορώ αν βρίσκοµαι πράγµατι στή ζωή

ή κλεισµένος µέσα σ' εκείνο το κουτί

µε τα ξεχασµένα παραµύθια:

αν το ανοίξεις,θα δεις τη Χιονάτη

να δραπετεύει, µε τα µάτια της δακρυσµένα

και θα 'ναι το κάθε της δάκρυ

µία νιφάδα χιονιού που δε θα λιώνει

παρά µονάχα πάνω στο µέταλλο της ψυχής σου.

23

ΣΑΝ ΑΠΟ ΧΟΡΙΚΟ ΜΙΑΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΤΡΑΓΩ∆ΙΑΣ

Μέσα στο φως της άνοιξης

σα µιαν αχτίνα του

ακάλεστος περνώ,ω Αφροδίτη,

στα µυστικά σου δώµατα του ύπνου

και στο κρεβάτι σου κεντώ

το καθαρό το µέτωπο,τα χείλη σου-

πύλες της αθανασίας-,

τα νεύρα του λαιµού,

το στήθος σου το στρογγυλό σαν µια πανσέληνος

κι αυτά τα πόδια σου που ανοίγοντας

µοσχοβολάει ο Άδης,

πλαντάζει ο Αχέροντας

κι οι βάρκες άνω-κάτω,

µε τους νεκρούς να πνίγονται στα σκοτεινά νερά της λίµνης

διπλά νεκροί.

Έτσι βαθιά που κοιµάσαι και το κορµί σου χαράζω

λες πως χαράζω τον παγκόσµιο χάρτη της κάθε ανδρικής επιθυµίας.

(Ω,Έρωτα,Έρωτα…

Αν ήσουν παιδί µου,θα στις έβρεχα.

Όµως,σ’ έχω πατέρα µου-

και σε υπακούω.)

24

∆εν είχα ύπνο χθες

και πήρα τους δρόµους

ψάχνοντας φίλους.

Με βρήκε το ξηµέρωµα

να κοιµούµαι

έξω απ' την πορτούλα µιας λέξης

που δεν θα µου άνοιγε ποτέ.

Γι' αυτό κι εγώ την ένιωθα

τόσο πολύ δική µου.

25

ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΡΟΦΗ

Είναι που άλλαξαν απότοµα οι µέρες

κι ούτε τα φύλλα του φθινοπώρου ξέρουνε πια τη µοίρα τους.

Κι όµως

πάει καιρός που χαµηλώσαµε το φως

για να µπορέσουµε να δούµε

πάει καιρός που χαµηλώσαµε και τα µάτια

για να µπορέσουµε να υπάρξουµε.

Τόσον καιρό κανεις δε λογάριασε τ' αγάλµατα

και τις σκιές που άπλωναν πεισµατικά

νοηµατοδοτώντας κι αλλιώς τους ανθρώπους.

Τόσον καιρό,κανείς...

Κι ήρθε τώρα η στιγµή να συλλογιστούµε

πάνω απ' τα πτώµατά µας

για τη ζωή µας.

Ποια σηµασία να 'χαν άραγε

τα σκυφτά εκείνα απογεύµατα πάνω από στοίβες βιβλία,

το αργό ξεφύλλισµα των δακρύων

κι η συσπείρωση της ψυχής

σαν φίδι

γύρω από ένα κέντρο που συνεχώς µετατοπιζόταν

έξω από εµάς;

Ποια σηµασία

κι αυτός ο άνθρωπος που φωσφορίζει µες στη νύχτα

από τη λύπη του;

Το φως κυρτώνει

λυγίζει σαν τόξο

στα χέρια γνώριµου θεού

µας παρακάµπτει

για να φωτίσει το άλλο µισό του φόνου

που τόσον καιρό µελετούσαµε

µα στο τέλος διστάσαµε.

Τόσον καιρό,για τη ζωή µας,ποια σηµασία;...

Ο κόσµος άλλωστε δεν έπαψε ποτέ να βουλιάζει

µε το δικό του ρυθµό

µες στο δικό µας σκοτάδι.

Κι αν υπάρχει µια ελπίδα

είναι που αλλάζουν απότοµα οι µέρες

και δεν προλαβαίνουµε να συλλογιστούµε

τόσον καιρό,για τη ζωή µας, µια σηµασία...

26

Η σιωπή µου είναι ένας λυπηµένος λόγος

που δεν φτάνει σε κανενός το αφτί.

Και το δάκρυ µου είναι ένα σοφό χαµόγελο

που δεν το βλέπει κανενός το µάτι.

27

ΤΟΥ ΧΑΜΟΥ

Τόσα και τόσα λόγια κάτω απ’ τα σύννεφα

τόσα και τόσα βλέµµατα πάνω στη σάρκα

και η βαρκούλα που την τράβηξε στ’ ανοιχτά

η νοσταλγία µας,

χωρίς κουπί χωρίς πανί δίχως βαρκάρη

πήγανε όλα του χαµού.

Κι εσύ που δεν ήξερες καµία προσευχή

για να σώσεις τη ζωή σου

κι εσύ που δεν είχες καµιά ζωή

να προσευχηθείς γι’ αυτήν,

πήγατε όλοι του χαµού.

Και µη µιλήσετε για την αγάπη ή τη βροχή

για ένα αστέρι ή για το ∆ιόνυσο.

Κρατήστε µόνο τη σιωπή

αν θέλετε µονάχα αυτή

να πάει του χαµού.

28

Τα χέρια σου...

Αν ήταν όλος ο κόσµος να καεί

θά ‘µεναν µόνο τα χέρια σου

για να σκαλίζουν τις στάχτες.

Τα µάτια σου...

Αν ήταν όλος ο κόσµος να χαθεί

θά ‘µεναν µόνο τα µάτια σου

για να διηγούνται πόσο υπέροχη είναι

αυτή η καταστροφή.

29

Είναι µια οµίχλη που µας εξαφανίζει

κι ένας καταραµένος άνεµος που µας επιστρέφει πίσω.

Κανείς δεν ζήτησε τη νύχτα-

κι όµως,ολοένα το φως λιγοστεύει.

Κανείς δεν κάλεσε τα όνειρα-

κι όµως,πάλι εκείνη µπροστά σου έχεις.

Είναι µια οµίχλη που µας καταπίνει

κι ένας ευλογηµένος άνεµος που µας ξερνά πάλι στον κόσµο.

Και τριγυρνάς µια ζωή

σαν βέλος ζαλισµένο από τους τόσους στόχους.

Και τριγυρνάς

σαν έρωτας µέσα στην ήσυχη απελπισία του.

Κοίτα τα µάτια σου...Κοίτα τα µάτια σου...

Μέσα στην πάχνη των µατιών σου

έχασα τη ζωή µου.

30

Πάνω στο δέρµα σου ξάπλωσε τη στάχτη της η ηδονή

και δεν µου ‘µειναν πια χέρια για να σ’ αγγίζω

µόνο λίγη πνοή

να φυσώ και να σβήνοµαι

µόνο λίγη πνοή

ν’ αγαπώ και να ρέω

παραµύθι παλιό στις ψυχές των παιδιών

φθινοπώρου βροχή στα µανίκια της θλίψης.

Είναι µια θάλασσα που δεν µάθαµε να εξαντλούµε

κι ένας Σεφέρης που δεν χρειάζεται να εξηγούµε.

Πάνω στο δέρµα σου το χιόνι της τώρα ξαπλώνει η µουσική.

31

Αυτό το πρόσωπο µοιάζει µε τη νότα λα

κι αυτή η βροχή θυµίζει κάτι από Βιβάλντι.

Αποµένει να µελοποιηθεί

η απουσία σου.

32

Έβηχε τ’ όνειρο στην άκρη χλωµιασµένο

έφτυνε αίµα-

αναιµικές γεννιόντουσαν

οι πραγµατικότητες.

33

Κι ο χτύπος της καρδιάς µας

ένας παλιάτσος µεθυσµένος

που τρεκλίζει µέσα µας.

Όταν ο παλιάτσος ξεµεθύσει

η καρδιά µας θα έχει πάψει να χτυπά.

34

Πίσω από τα τεντωµένα χαµόγελα

ποιο δάκρυ υπονοείται;

Πίσω από την κουρντισµένη γλώσσα

ποια σιωπή ανυποµονεί;

Πίσω από τη µαραµένη σου ζωή

ποιος θάνατος ανθίζει;

...............................................................

Μ’ ένα ερωτηµατικό αποσιώπησατην τελεία µου.

35

Το τρένο σφύριξε µια φορά.

Από το τζάµι ενός βαγονιού

κοίταζα έξω

τον καπνό και τη σκόνη

που αφήνουν τα όνειρα

πάνω στις ράγες της πραγµατικότητας.

Πόσο αληθινό το δάκρυ

πάνω στο µάγουλο

µιας διεψευσµένης ελπίδας...

36

Μικρή σουίτα της πρώτης βροχής του φθινοπώρου

η ελεγεία ενός απογεύµατος

που ευτυχισµένο ξεψυχά αφού πολύ µας κούρασε

η λυρικότητα ενός βλέµµατος καθώς αναδύεται

την ώρα που εµείς ανύποπτοι δύουµε

και µέσα στο εργαστήρι του

ο Ήφαιστος

να µαστορεύει για µένα

την ασπίδα που θ’ άντεχε στην επιτιθέµενη απουσία σου.

37

Ποταµάκι,κύλησε πάλι!

Γιατί µόνος µου

δεν έχω κουράγιο ν’ αγαπώ.

Σύννεφο,απλώσου πάλι!

Γιατί από σένα

θα µάθω κάποτε να δακρύζω.

Φεγγάρι,λιγόστεψε!

Γιατί κάπου

πρέπει κι εγώ να ανήκω.

38

Κάθισαν και πάλι

γύρω απ’ την αναµµένη φωτιά της καρδιάς µου

οι σκέψεις,για να ζεστάνουν τα χέρια τους.

-Ρίξτε κι άλλη µιαν ελπίδα στη φωτιά!Είναι

καλό προσάναµµα.

39

Μου είπε πως µέχρι αύριο

θα ‘χε πεθάνει.

∆εν την πίστεψα.

Έφυγα

και την άφησα µόνη της στο κρεβάτι

να χαϊδεύει την πορτοκαλένια χαίτη

ενός ατίθασου απογεύµατος.

Το ίδιο βράδυ

ονειρεύτηκα τη Μνήµη

σαν ένα δωµάτιο σκοτεινό

γεµάτο έρποντα σκουλήκια.

40

Μπροστά από ένα πρόσωπο παιδικό

έχω πάντοτε µια θλίψη-

ίσως γιατί θυµίζει

καταπράσινο δάσος

λίγο πριν από την πυρκαγιά.

(Κι η ποίηση

τι άλλο µπορεί να είναι

παρά ο τρόπος

να µελετούµε τις στάχτες µας

πριν ακόµη καούµε;...)

41

ΑΚΟΜΗ Ε∆Ω

Τι να πεις;

Ποια τα λόγια να λυτρωθείς

πού οι θάλασσες να ξανοιχτείς κι οι άνθρωποι

να ναυαγήσεις;

Κι όµως, κάποιοι µιλούνε για τον έρωτα-

δυο µάτια που τρεµοσβήνουν

κι εκσπερµατώνουν δάκρυ,

µια Νύχτα που ξεστράτισε

αφού άφησε λίγο απ’ το κραγιόν της

στο µάγουλο του Ύπνου

κι όλα τ’ αστέρια σαν να µας τραγουδούν

άλλοτε Βαµβακάρη κι άλλοτε Dylan.

Μα εγώ, είµαι εδώ.Κι αν δεν µε βρήκατε ακόµη

είναι γιατί πάντα νοιαζόσασταν να µη χαθείτε.

Όµως,

δεν ξέρω κανέναν που να χάθηκε

ψάχνοντας για την Κόλαση.

42

Νύχτα απαλή,σαν περίπατος δολοφόνου.

Κανείς.Μονάχα εσύ.Κι εκείνη.Απολύτως κανείς.

Και η σιωπή,για να θυµόµαστε

πώς θορυβεί ο Παράδεισος

µες στις καρδιές των ερωτευµένων.

(Κάτω απ’ το δέρµα ψιχαλίζει µουσική.

«Πότε θα ξαναπεθάνουµε;»).

43

ΓΙΑΓΙΑ ΣΕΛΗΝΗ

Άλλη µια µέρα που έφυγε

φύγαµε κι εµείς µαζί της

Τι κερδίσαµε

τι κέρδισε κι αυτή από εµάς

Νοµίσµατα που πέφτουν από τρύπιες τσέπες

Κι οι δυο τώρα βαδίζουµε

χρεωκοπηµένοι βασιλιάδες

προς την πανσέληνο των δακρύων µας.

-Γιαγιά Σελήνη,

φώτιζέ µας το δρόµο

κι όπως γυρνάµε πάντοτε πίσω

ίσως να βρούµε

ένα νόµισµα να σε πληρώσουµε

ίσως να βρούµε

και µια ζωή κάποτε για να πεθάνουµε.

∆εν µπορούµε να ζούµε έτσι πάντοτε

έχει κι ο άνεµος την τρυφερή αγένειά του

για να γδύνει τις ψυχές µας

όπως τα δάκρυα έχουν την πανσέληνό τους

για να τυφλώνουν τα µάτια µας...

Γιαγιά Σελήνη,

γυµνέ φλοιέ της τοσοδούλας απεραντοσύνης µας...

∆εν µπορούµε να ζούµε έτσι πάντοτε.

44

Πιότερο κι απ’ το νερό

τα µάτια σου µε ξεδίψαγαν.

Λιαχτίδες βροχής πευκοβελόνες

σκουπίδια στα µάτια των Κούρων

λαχάνιασµα της πένας σ’ αµέτρητα «Σ’ αγαπώ»

σκουπίδια

κι η Νόηση

ένα τετράδιο που ξέχασε να γράψει

ο µαθητής

το αυριανό του µάθηµα.

(Έπειτα από τόσους χωρισµούς

νιώθω φτωχό σε πρωτεΐνες το φεγγάρι-

σκουπίδια.)

45

Ποια λιαχτίδα να σ’ έβρεξε

κι έτσι µουσκεµένη από φως

έγειρες πάνω στον ώµο του φθινοπώρου;

(∆εν θέλουν λόγια οι έρωτες

µόνο λευκές σελίδες-

για να ξαπλώνεις πάνω τους

γυµνός.)

46

ΜΑΥΡΟ-ΣΑΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ

Φόρεσες τον ήλιο δαχτυλίδι

έπλεξες στα µαλλιά σου την κοσµογονία

και ταξιδεύεις

πάνω στη ράχη ενός µυρµηγκιού

και ταξιδεύεις

πάνω στη ράχη ενός κοµήτη

Ήσουνα πάντοτε δεκαεφτά χρονών συν µία άνοιξη

παρ’ όλα αυτά το χιόνι έπεφτε πυκνό

∆εν αναγνώριζες τα χρώµατα

το µαύρο έλεγες πως ήταν η ψυχή του χιονιού

το άσπρο η ρυτίδα στο µέτωπο µιας νύχτας

∆εν αναγνώριζες τις σηµασίες

ο άνθρωπος ήταν για σένα

η ασπρόµαυρη εικόνα του «τίποτα»

κι η µόνη λέξη που τόσο γ έ µ ι σ ε τη ζωή σου

ήτανε πάλι « τ ί π ο τ α »

και σ’ όσους ρώταγαν τον τόπο σου έλεγες

«Πάνω απ’ τον ουρανό µια παγωµένη θάλασσα

στέκει,

κάτω απ’ τη σάρκα άλλο ταξίδι, πιο µακρινό

ξανοίγεται,

η µισή µας ζωή χτίζεται πάνω στα όνειρα

κι η άλλη µισή

πάνω στα συντρίµµια τους.»

Ήσουν πάντα

µια πεταλούδα χιόνι

στο µαύρο ορίζοντα…

47

Τι ηλικία έχουν τα µάτια σου

και τι χρώµα έχουν τα χρόνια σου;

Από ποιο ποτάµι ξέφυγαν τα µαλλιά σου

και µουσκεµένα

µε ράντισαν δάκρυα;

Μουσική να ‘ναι αυτό

ή το ψιχάλισµα της φωνής σου

πάνω στην οµπρέλα της σιωπής µου;...

48

Ίσως να µάθαινα κάποτε να µιλώ

αν µαθήτευα απέναντι από µια ρυτίδα του προσώπου σου

δίπλα στις δύσκολες αναπνοές των πόρων σου

στην ανυπεράσπιστη βροχή που έφερναν τα µάτια σου

ίσως και να µιλούσα

όπως µιλά το νερό στις ρίζες της σιωπής σου

και το µαστίγιο του Θεού στις γυµνές πλάτες των ονείρων µου

αν µε κλειδώναν µέσα στη µουσική

κι έχανα το κλειδί του σολ

µια για πάντα

έγκλειστος

στους ήχους που σε γυρνούσαν πλάι µου

κι ας µη σε είχα,

στα οράµατα που σε γεννούσαν πάλι να κλαις

γονατιστή έξω απ' τη χαµηλή θύρα των παραµυθιών

τι γλώσσα να µιλούσες τότε

ποια Σταχτοπούτα να χάσει το γοβάκι της

και να βρω τα λογικά µου

πώς να µιλήσω

τώρα που ο Κοντορεβυθούλης ξανάχασε το δρόµο του

στο λαβύρινθο που φτιάξαν τα δάκρυά σου

κι εσύ µονάχα ξέρεις πώς θα βγεις από εκεί

ακολουθώντας

επτά σκουφάκια κόκκινα κι ένα λευκό φουστάνι

από τους νάνους που γδύσαν τη Χιονάτη

κι έτσι γυµνή την κυνηγούν,γελούνε και φωνάζουν...,

πώς να µιλήσω...

Ίσως να µάθαινα κάποτε να µιλώ

αν ασκήτευα χαµηλά στα λουλούδια

που µόλις πατήσαν τα πόδια σου.

49

∆εν φοβάµαι τα µάτια σου

αλλά εκείνη τη θάλασσα

που ανεβαίνει.

Πόσες υπέροχες ανηφόρες σχηµατίζει το κορµί σου

για να λαχανιάζει ο θάνατος...

50

Κάποτε γίνονται και τα µάτια

Ικανά ν’ αγναντεύουν

Έναν πόντο ψηλότερα απ’ την ίσαλο του Θανάτου

Γεννηµένοι µέσα στα παραµύθια

Ωριµάσαµε ψάχνοντας µια πόρτα να βγούµε έξω

Σ’ έναν κόσµο που να ζει

Αληθινά

Για ν’ αγαπάει ψεύτικα.

Ανήλικο

Παραµυθάκι που µας κλείδωσες µέσα στο θαύµα,

Ωραία που πέταξες τα κλειδιά σου µακριά από εµάς,µες στις καρδιές µας...

51

∆εν έπρεπε να φύγεις από εδώ.

Όταν η µουσική µεταναστεύει µέσα στον κόσµο

γερνάει πιο εύγλωττα η σιωπή µας.

Υγραίνουν τα χείλη,θολώνουν τα µάτια,

πληθαίνουν τα κύµατα απ’ τις συσπάσεις.

-Έτσι ναυαγήσαµε κάποτε µακριά από τα πρόσωπά µας

απέναντι από ένα ζευγάρι µάτια

που µας στεγνώσαν απ’ το σκοτάδι µας-

Ν’ αγαπάς περισσότερο τις ρυτίδες σου, µου είπες,

γιατί µ’ αυτές βαθαίνεις την ψυχή σου...

Στρίβει τις ρίζες του το φως

και φτιάχνει θρόµβους

µες στα αγγεία της νύχτας.

Εγκεφαλικά επεισόδια του ύπνου

-γι’ αυτό δεν καταλάβαµε ποτέ τα όνειρά µας;-

Στρίβει τσιγάρο η βροχή

καπνίζει

µ’ ένα δαχτυλιδάκι από καπνό

θα τάξει πάλι γάµο στους µελλοντικούς αυτόχειρές της.

Μην αποφεύγεις τη βροχή-

χωρίς την υγρασία του θανάτου σου

θα πεθάνεις

χωρίς την έρηµο της ζωής σου

θα ζήσεις...

∆εν έπρεπε να φύγεις από εδώ.

52

Πάντοτε οι λέξεις

µου φάνταζαν φανταράκια

που ανυποµονούσαν για µιαν άδεια,

να συναντήσουν το κορίτσι τους

τη Σιωπή.

Λοιπόν,

τους ζυγούς λύσατε...

53

Με άνω τελείες για άνω-κάτω ζωές

54

Άδειο µυαλό ·µαταιότητα κορεσµένη· δάκρυ που ανασαίνει· κι οι πόροι µιας ευτυχίας

που ανοιγοκλείνουν µακριά µας· η θάλασσα να σταµατά µπροστά στα πόδια σου· ο

ουρανός να ξεκινά µεσ’ απ’ τα µάτια σου· οι λέξεις που χάιδεψαν τα πράγµατα και

αποθησαυρίστηκε η οµορφιά της ζωής.

55

Παρέες παιδιών που ξεχύνονται στις αλάνες· κατρακυλώντας στις κυλιόµενες σκάλες

της µνήµης µου· εφευρίσκοντας τον Παράδεισο· παρέες παιδιών να θηλάζουν το φως·

ρόγα στητή,διογκωµένη ·παραπέρα,µες στο σκοτάδι να ερεθίζεται ο θάνατος· µην

ψηλαφίσετε τα πρόσωπά σας· θα τα βρείτε γλοιώδη-υγραµένα από το σπέρµα του· γι’

αυτό τα παιδιά να κοιτάνε συχνά µε απέχθεια τα πρόσωπα των µεγάλων;

56

Πρωινό· ανοίγοντας τα παραθυρόφυλλα να θρυµµατίζονται ίνες φωτός· σπηλαιώδης

πόνος· πρωτόγονο µουγκρητό· µε µια σφενδόνα σηµαδεύοντας τους όρχεις του

θανάτου· πάντα τα µάτια σου µου λέγαν πως απ’ αλλού ο κόσµος αδειάζει και η ψυχή

γεµίζει.

57

Η σιωπή που σηµάδεψε,τα λόγια που αστόχησαν,οι ζωές που παραλληλίστηκαν ·

στόµα γεµάτο από µπουκιές ανθρώπινου µυαλού· κρέας σκληρό, αµάσητο· κι ένα δόντι

να κρέµεται από µια µονάχα ρίζα· δέντρο που το πλήγωσαν οι ξυλοκόποι και τώρα

τρίζει και απειλεί: «κάντε πιο πέρα, κάντε πιο κει, να πέσω κάπου µαλακά...»

58

Εναλλασσόµενα συναισθήµατα· µορφές που φεύγουν κι έρχονται σαν καράβια που

απέλπισαν όλα τα λιµάνια· κι αυτός ο άνεµος που δεν λέει κάποτε να σταµατήσει-

άλλοθι πειστικό για τα βουρκωµένα µάτια σου· η ζωή, συλλογίζεσαι η ζωή: νόµισµα

που στροβιλίζεται πάνω στο τραπέζι του χειρουργείου και κουδουνίζει µες στο κεφάλι

του υπνωτισµένου αρρώστου· ποιος µπορεί να το σταµατήσει;...

59

Χειµωνιάτικο δειλινό χαµηλωµένο στη θλίψη· µεθυσµένο παραµυθάκι που

τρεκλίζοντας χάνεται στο χιόνι· κι εκείνος ο άγγελος που δεν πιστέψαµε και

κρεµάστηκε από ένα κλωνί χριστουγεννιάτικου δέντρου· µόνο, τις νύχτες που σε

συλλογιόµουν, γέµιζε το δωµάτιο από τους ίσκιους των φτερών του που ανοίγανε

σιγά-σιγά.

60

Αφόρητη ανάγκη για τον άλλον· ο κόσµος που βουλιάζει, ο λυγµός του που ανεβαίνει ·

κι εσύ να µην έχεις από πού να πιαστείς· δωσ’ µου το χέρι σου· δώσ’ µου το χέρι σου·

να πνιγούµε,έστω,µαζί...

61

∆ευτέρα,13 Φεβρουρίου · νύχτα· παραµονή της «Μέρας των ερωτευµένων» · µες στο

σκοτάδι· λόγω διακοπής ρεύµατος· λόγω διαρροής θανάτου µέσα µας· µαύρα ποτάµια

στοχασµοί, κόλαση ανυπόταχτη· κι ο λόγος µου, λεπτή ανάκρουση κοκκάλων που

θρυµµατίζονται σε σιωπή · δεν αποµένει τίποτε· µόνο το χρυσό δοντάκι του Αγίου

Βαλεντίνου πάνω στα µισοσπασµένα κεραµίδια της Μνήµης µας...

62

Νυχτερινός ουρανός ανυπόφορος· αργόσυρτος ίλιγγος που σε λίγο θα τρέξει στο

τέρµα· το ποτάµι των εικόνων, ο τρελός σφυγµός της όρασης και το χάσµα της µνήµης

· εκείνη, ποιος ξέρει πού και για ποιον· κι εγώ,ποιος ξέρει ποιος και γιατί.

Με τη σιωπή για κέντρο

και ακτίνα τη θάλασα

φτιάχνετε έναν άνθρωπο.

63

ΙΣΩΣ ΠΑΝΤΟΤΕ,ΙΣΩΣ ΠΟΤΕ

Όλα ξεκινούν από ένα προαίσθηµα· ακολουθεί η οµίχλη · κι ύστερα πια δεν γνωρίζεις·

τα βήµατά σου ανακόλουθα· αλλού χτυπα η καρδιά, όµως εδώ σκοτώνονται τα όνειρα·

ο κόσµος αγοράζει εφηµερίδες για να µάθει πόσο ηλίθιος είναι· εβδοµήντα δραχµές το

φύλλο· ποιος ξέρει πόσο µια ζωή;... · στ’ αλήθεια,ποτέ δεν κατάλαβα ένα πρόσωπο-κι

ας το συνέχιζα πάντοτε µέσα από το δικό µου· φίλε µου, µη ρωτάς · µόνο, άκου το

ποδοβολητό · ένα άλογο καλπάζει κατά µήκος µιας παραλίας · µόνο, άκου τον

αναστεναγµό · ένας έρωτας αφηνιάζει κατά µήκος της Απελπισίας·

κάποτε,αγαπούσαµε τη θάλασσα· τώρα, µονάχα το δάκρυ µας· ποιος µιλάει πια για τον

άνεµο;...

64

Ο καιρός περνάει αδιάφορα· τα πάντα µοιάζουν φυσιολογικά· το καναρίνι που

σωπαίνει, το κλουβί που κελαηδά,οι βροχές που ποτέ δεν στοχάστηκαν την έρηµο των

ανθρώπων, οι ποιητές που ποτέ τους δεν χωρεσαν να µπουν απ’ την πορτούλα της

ζωής- γιατί περίσσευε πάντοτε η αθανασία τους· τέτοιος ο θάνατος, που να σκέφτεσαι

τι να πρωτορίξεις µέσα του.

65

Ισοπέδωση· συναισθήµατα χαλκοµανίες · σαν να πέρασε από πάνω µου µε όλο το

βάρος της ανυπαρξίας του, ο Θεός.