100 μύθοι από τον Αίσωπο

121

description

Κλασική λογοτεχνία για παιδιά

Transcript of 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Page 1: 100 μύθοι από τον Αίσωπο
Page 2: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

100 ΜΎθΟΙ ΑΙΣΩΠΟΥ

Page 3: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

100 ΜΥθΟΙ ΑΙΣΩΓΙΟΥ Διασκευή: /ψ(tJρώ Γlιπfνη Διόρθωση: Ηλια; Αλικάκοs Εικονογράφηση: Αλεξάνδρα Ιlαπαφωτ(οu

Εξώφυλλο: Κατερ(να Ιlαϊσ(ου

() 2006, Εκδ6σtις Κι.ρώκος Γlωιαδόποu).ος ΑΕ. Υ"' τψ παρούσα €κδοση

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΙΑΓΙΑΔΟΓΙΟΥ ΛΟΣ Καποδιιπρfοu 9, 144 52 Μετι:ιμ6ρψοοη Αmκής τηλ.: 210 28161 34, e-ιnail: i ιι[email protected]

ΒΙΒΛ!ΟΓΙΩΛΕ!Ο Μασσc:ιλια; 14, 106 80 Αθιjw.ι, η)λ.: 210 3615334

W\V\ν.picturcbooks.gr

JSBN 960-412-596-6

Page 4: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

100 ΜΥΘΟΙ ΑΙΣΩΠΟΥ

Διασκευή

ΑΡΓΥΡΩ ΠΙΠ ΙΝΗ

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Page 5: 100 μύθοι από τον Αίσωπο
Page 6: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Το λιοvτιf.eι και το ποντίκι

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα μεγαλόσωμο, αρ­

σενιΥ.ό λιοντάρι. Αυτό το υπερήφω•ο ζώο περνούσε

τον καιρό του με το να ΚΙΜ1γάει, να τρώει και \'α κοιμάται. Μια μέρα πσu είχε φάει και είχε πιει παρά πολύ -ένα ο­

λόκληρο βόδι και αρκετό \•ερό- αποσύρθηκε στη σπηλιά

του για να κοιμηθεί. Και πράγματι, βυθίστηκε σ' έ\•αν ύm•ο γεμ<'.ιτο ωραία όνειρα. Κάποια στιγμή, όμως, μέσα στον ύ­

m•ο τσu, ένιωσε πως κάτι περπατούσε π6νω <πην πλάτη του κι επειδή το λιοντ<'.ιρι γαργαλιόταν, 6\•οιξε τα μάτια του και

τι να δει: έ\•α μικρό ποντίκι! Το λιοντάρι &ύμωσε, <'.ιρπαξε

το ποντίκι απ' την ουρά και τσu είπε:

-Πώς τόλμησες, μικρό κι ανόητο ζώο, να διακόψεις τον

ύπνο μσu; Παρόλο που είμαι χορτ{rτο, θα σε καταβρ<r,<θί­

σωκι εσένα.

-Όχι, βασιλι<'.ι των ζώων, σε παρακαλώ, μη με φας! είπε

τρέμοντας το ποντίκι. Άσε με να ζιjσω και μπορεί \'α έρθει μια μέρα που θα σσu ξεπληρώσω το καλό πσu θα μου Υ.6-

νεις.

Το λιοντάρι έβαλε τα γέλια ότα\• ά.κουσε τα λόγια τσu

μιΥ.ρσύ ποντιΥ.ού, αλλό επειδιj η κοιλι<'.ι τσu είχε βαρύνει

απ' το πολύ φαγητό, <'.ιφησε το ΠΟ\'tικάκι να ζήσει. -Άντε, πψ(αινε cπο καλό, του είπε, αν και δεν πιcπεύω

ότι θα χρειαστώ ποτέ τη βοιjθειά σου. Και το ποντίκι ευχαρίστησε το λιο\'tάρι και έφυγε τρέ­

χοντας.

Ο καιρός περ\•ούσε και το λιοντάρι είχε ξεχάσει στο με­

ταξύ τόσο το ποντίκι όσο Υ.αι το αστείο αυτό επεισόδιο.

Page 7: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Μια μέρα, όμως, κάποιοι κυνηγοί τού έστησαν μια πα­

γίδα. 'ΕσΥ.αψαν ένα λά.κκο και όταν το περ1jφανο ζώο έπε­

σε μέσα, το σκέπασα\• μ' έ\•α δίχτυ. Όσο κι αν προσπαθού­

σε το λι<!\>τάρι να ελευθερωθεί από το δίχτυ, αυτό ήταν α­δύνατον: τόσο περισσότερο μπερδευόταν σ' αυτό. Τότε οι

κυνηγοί, ψ:nr,<οι έτρεξαν <no χωριό τους να φέρουν κι άλ­

λους ανθρώπους να τους βοηθήσουν \'α κουβαλ1jσουν το

λιοντάρι, επειδή ήταν πολύ βαρύ.

Το δυνατό ζώο άρχισε να φωνάζει και \'α ζητά.ει βrnj­θεια. Το ποντίκι που έηr,<ε να περ\•άει από εκεί άκουσε τις

κραυγές του και κατέβηκε στο λά.κκο. Μόλις είδε το λιο­

ντάρι, το γνώρισε αμέσως και του είπε:

-Δεν έχω ξεχάσει πως κάποτε με άφησες να ζ1jσω. Τώ­

ρα ήρθε η ώρα \'α σου ξεπληρώσω το Υ.αλό που μου έκα­νες.

Κι άρχισε αμέσως \'α ροκανίζει με τα κοφτερά του δό­ντια το σκοινί από το δίχτυ, ώσπου {.ινοιξε σ' αυτό μια τε­

ράστια τρύπα και το άγριο ζώο ελευθερώθηκε.

-Σ' ευχαριστώ πολύ, καλό μου ποντίκι, του είπε συγκινη­

μένο το λι<!\>τάρι ότα\• βγήκαν και οι δύο απ' το λάκκο.

-Ότα\• σου είχα πει πως μπορεί να ερχότω• μια μέρα

που θα σου ξεπλήρωνα το Υ.αλό που μου έκανες, δε με πί­

mεψες κι έβαλες τα γέλια. Δε φανταζόσουν ότι εγώ, το α­

δύναμο πm>τίκι, θα μπορούσα να βοηθ!jσω το βασιλιά των ζώων. Έρχονται όμως mιγμές που και οι πιο δυνατοί έ­

χουν την ω•άγκη των άλλων, όσο μικροί κι αδύναμοι κι αν

είναι. αυτοί.

Page 8: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Το λιοvτιf.eι, η αλεπού και ο γιiιδαeος

Μια φορά κι έ\•αν καιρό ζούσε ένα λιοντάρι που 1jταν

πια μεγάλο cπην ηλικία. Σκέφτηκε λοιπόν πως, μιας και εί­

χε αρχίσει να γερνάει, θα -του χρειάζονταν σύντροφοι για

\'α τον βοηθούν cπο κm~jγι. Το λιοντάρι προβληματίστηκε πολύ προτού διαλέξει τους σm•τρόφους του: δεν τους ήθε­

λε ούτε πολύ άγριους, ούτε πολύ aπαιτητικούς, γιατί φοβό­

ταν μήπως -το έριχναν ότω• θα ερχόταν η ώρα της ~ιοιρα­

σιάς της -τροφtjς. Κατέληξε λοιπόν σε δύο ζώα -σ' ένα γάι­

δαρο που το\• διάλεξε γιατί κλότσαγε δυνατά και τρόμαζε

τους πάντες με την αγριοφω\•άρα του, και σε μια αλεπού

που ήταν πολύ ΠΟ\'ηl»l και γρήγορη στο τρ{ξιμο, όπως ό­

λες οι αλεπούδες.

Την πρώτη μέρα τα -τρία ζώα βγιjκα\• για κυνήγι κι έπια­

σαν αρκετά θηράματα. Μόλις τέλειωσαν, το λιοντάρι που

1jταν κατάκοπο γύρισε και είπε στο γάιδαρο:

-Μοιράζεις, σε παρακαλώ, όσα ζώα πιάσαμε;

Και ο γάιδαρος με προσοχή μοίρασε δίκαια -το κυνήγι

στα τρία, ώστε να φ(.ινε όλοι το ίδιο. Το λιοντάρι όμως έγι­

\'ε έξαλλο όταν είδε αυτιj τη μοιρασιά. -Δεν ξέρεις καθόλου να μοιράζεις σωστά, άρχισε να

φωνάζει και έπεσε πάνω στο γάιδαρο. Κι αφού τσν έφαγε

ολόκληρο, ξάπλωσε κάτω από έ\•α δέντρο και είπε στην α­

λεπού: -Κυρα-αλεπού, μοιράζεις, σε παρακαλώ, εσύ το κυνήγι;

Η αλεπού τότε έβαλε μπροστά στο λιοντάρι όλη την

τροφή, εκτός από δύο μόνο κότες που κράτησε για τον ε­

αυτότης.

Page 9: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

-Μπράβο, κυρα-αλεπού! είπε το λι<!\-tάρι έκπληκτο και

παραξενεμένο. Ποιος σ' έμαθε να μοιράζεις τόσο σω<nά;

τη ρώτησε.

-Η συμq;ορά που βρήκε το γάιδαρο, καλό μσυ λιοντάρι!

του απ{Ι\-τησε η παμπό\•tκ>η αλεπού.

Το ερωτευμtνο λuwτιίρι και η κόρη του yεωρyού

' Ε\•ας γεωργός είχε ~uα κόρη πάρα πολύ όμορφη. Μια μέ­

ρα το κορίτσι αυτό πήγε περίπατο στο δάσος, για να μαζέψει

άγρια ~ιανιτάρια και βατόμουρα. Εκεί την είδε ένα λιοντάρι

και τα έχασε τόσο από την ομορφιά της, που (Ι\-tί \'α χιμtjξει

πάνω της και να τη φάει, απόμεινε ακί\'ητΟ και τη θαύ~ιαζε.

Αυτό έγινε και την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα,

που η πεντάμορφη Υ.σπέλα mjγε στο δάσος, αq;ού Υ.ατάλα­

βε πως το άγριο θηρίο δεν είχε σκοπό \'α την πειράξει.

Οι μέρες περνούσαν και το λιο\-tάρι που δεν είχε ξω•α­

δεί Υ.άποια λιο\-ταρίνα τόσο όμορφη όσο tjτα\• η κόρη του

γεωργού, την ερωτεύτηκε βαθιά και αποφάσισε να τη ζη­

τtjσει σε γάμο. Μια μέρα λοιπόν της είπε: -Αποφάσωα να μην παντρευτώ κάποια λιm-ταρίνα. Ε­

σένα αγαπώ και θέλω να γίνεις γυναίκα μου.

Η κόρη του γεωργού τα 'χασε και τρόμαξε. Προσπάθη­

σε όμως \'α συγy.ρατηθεί και για να κερδίσει χρό\•ο είπε

στο λιοντάρι:

-Αν θέλεις να σε πα\-tρευτώ, πρέπει να έρθεις Υ.αι να με

ζητtjσει.ς απ' τον πατέρα μσυ!

Page 10: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

-Αυτό θα κ6νω, είπε το λιο\'t6ρι.

Και η κοπέλα όχι μόνο έφυγε από το δάσος, αλλά από

τότε σταμ{.ιτησε και τις επισκέψεις της εκεί, γιατί φοβόταν

μήπως συνω'tήσει το ερωτευμένο λιοντάρι. Εκείνο όμως

δεν ξέχασε την πεντάμορφη και πήγε να βρει τον πατέρα

της. Του ζ1jτησε το χέρι της κόρης του κι ο γεωργός, που

τρόμαξε πολύ, το παρακάλεσε να κάνει υπομο\'tj για να μι­

λήσει για την πρότασιj του στο Υ.ορίτσι.

-Μα της το έχω 1jδη πει, είπε το λιοντάρι, κι εκείνη με

συμβούλευσε να έρθω και \'α τη ζητιjσω από εσένα.

-Ναι, έτσι κ6νουμε εμείς οι {.ινθρωποι, απάντησε ο γε­

ωργός. Αλλά χρειάζομαι λiγο χρόνο για να το συζητιjσω

μαζί της.

-Ε\'tάξει. Θα ξανάρθω αύριο την ίδια ώρα για να μου

πεις τι aποφάσισες, είπε το λιοντάρι κι έφυγε, αφιj\•οντας

έ\•r.ιν άγριο βρυχηθμό.

Ο γεωργός τα 'βαλε Υ.άτω και είδε ότι δε\• υπήρχε άλλη λύση από την πονηριά. Ούτε να το σκάσουν αυτός και η κό­

ρη του μπορούσαν -μια και ο δρόμος διαφυγιjς περνούσε

από το δάσος- ούτε ν' αρνηθεί την πρόταση του λιονταριού.

Η μόνη λύση ήταν η πονηριά .. Την επόμενη μέρα λοιπό\• που τον επισκέφθηκε το λιο­

\'tάρι, ο γεωργός τού είπε:

-Η κόρη μου δέχεται να σε παντρευτεί. Πρέπει όμως

πρώτα να βγάλεις τα δm'tια σου και να κόψεις τα νύχια

σου, γιατί είσαι άγριο και σε φοβάται. Και το λιοντάρι, που ήταν τόσο ερωτευμέ\•ο που είχε χά­

σει τα λογικά του, έφυγε από το σπίτι του γεωργού και, χω­

ρίς δεύτερη σκέψη, έβγαλε τα δό\'tια του και έκοψε τα νύ-

Page 11: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

χια -του. 'Οrαν όμως επέστρεψε στο σπίτι της αγαπημένης

-του, ο γεωργός, που δεν το φοβόταν πια, όρμησε πάνω του με

μια aξίνα και άρχισε \'α w χruπάει δυναrά. Το ερωτευμένο λιοντάρι, που δεν είχε πια όπλα για \'α αμυνθεί, πλήρωσε με

τη ζιιnj του ΤΟ\' έρωτά του για την κόρη -του γεωργού.

Το λιοντάρι και τα τρία αγαπημένα β6δια

Μια φορά κι έ\•αν καιρό, σ' ένα λιβάδι που βρισκόταν

ΚΟ\'tά ο' ένα άγριο Υ.αι πυκνό δάσος ζούσαν τρία βόδια.

Τα ζώΗ αυτά 1jταν μεγαλόσωμα, δm•ατά, είχαν μεγάλα κέ­

ρατα και Ιjταν τόσο αγαπημένα μεταξύ -τους, που δε χώρι­

ζαν ποτέ. Μαζί σrη βοσκή του χορταριού στο λιβάδι, μαζί

στο μικρό ποταμάκι με το δροσερό \•ερό, μαζί στψ• ξεκού­ραση κ{rτω απ' -το μεγάλα δέντρο με το πυκ\•ό φύλλωμα,

που βρισχότα\• στο μέσον -του λιβαδιού.

Στο πυκνό δάσος δίπλα στο λιβάδι ζούσε ένα λιοντάρι.

Μια μέρα, την ώρα που το άγριο ζώο γύριζε σrη σπηλιά

του στην άΥ.ρη του δάσους για να αναπαυτεί, είδε τα τρία

βόδια και χάρηκε γιατί σκέφτηκε πόσο καλό φαγητό θα ή­

ταν.

Α\-τί λοιπόν να πάει στη σπηλιά του, το λι<!\-τάρι κρύ­

φτηκε στους θάμνους κι άρχισε να παρακολι>υθεί τα βόδια.

Το άγριο ζώσ έμεινε στο πόστο του άγρυm•ο σχεδό\• όλη

την ημέρα και πρόσεξε πως τα τρία βόδια 1jταν τόσο αγα­

πημένα, που δε χώριζαν ούτε όταν έβοσκαν, ούτε όταν πή­

γαιναν για νερό, ούτε όταν έπεφταν για ύπνο. Το λιο\-τάρι

Page 12: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ιjξερε παις όσο καλή τροφή κι αν αποτελούσα\• τα βόδια, θα ήταν αδύl•rrτο να τσuς επιτεθεί όση ώρα βρίσκο\"fα\• και

τα τρία μαζί, γιrrτί δε θα μπορούσε \'α τα βγάλει πέρα -θα

το χτυπούσαν με τα κέρατά τους και θα το ποδοπατούσαν με τις οπλές τους. Σκέφτηκε λοΙJtό\• πως έπρεπε να χρησι­

μοποιήσει την πονηριά για να πετύχει το σκοπό του, γιατί

η δύναμή του εδώ δεν ήταν αρκετή.

Από εκείνη τt]\' ημέρα το λιοντάρι παρακολουθούσε συ­

\•εχώς τα βόδια, κρυμμέ\•ο πίσω απ' τους θάμ\•ους του δά­

σους. Ώσπου μια μέρα πρόσεξε ότι το ένα απ' αυτά είχε

χωριστεί απ' τσuς συντρόφους του για να βοσκ1jσει το φρέ­

σκο χορτάρι που φύτρω\•ε κοντά στο δάσος. Το λιοντάρι τότε το φώναξε και του είπε:

-Φίλε μου, οι δύο σύ\"fροφοί σου έμαθα πως θέλουν να

σε σκοτώσουν, για \'α έχουν στη διάθεσ1j τους περισσότε­

ρο χόρτο για βοσκ1j. Γι' αυτό έχε το νου σσu και πάρε τα

μέτρα σσu. Κοίταξέ τσuς: μιλά\•ε σιγανά και σε Υ.οιτάζουν.

Το αγαθό βόδι γύρισε και κοίταξε τα άλλα δύο ζώα και

του φάνηκε παις πρ{.ιγματι το κοίταζαν παράξενα. Γι' αυτό

πίστεψε τα λόγια του λιονταριού κι από εκείνη την ημέρα

άρχισε να βόσκει μόνο του, να πίνει νερό και να κοιμ{rται

μακριά από τ' άλλα δύο ζώα.

Το λι<Ι\-τάρι, ευχαριστημένο από τον εαυτό του παραφύ­

λαγε κι όταν βρήκε ευκαιρία, είπε την ίδια ιστορία και στο δεύτερο βόδι. Το κουτό ζώο πίστεψε το λιο\-τάρι και ξεμά­

Υ.ρυνε κι αυτό από το σύντροφό του.

Έτσι τώρα πια στο μεγάλο λιβάδι τα τρία βόδια, πσu κάποτε ήταν τόσο αγαπημένα, ζούσαν χωριστά. Μόνα τσuς

βοσκούσαν, μόνα τους πήγαιναν για νερό στο ποτάμι, μό-

Page 13: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

να τους πλάγιαζαν κάτω απ' το δέντρο. Και το λιοντάρι κα­

τάφερε αυτό που Ι\θελε. Μια μέρα πετάχτηκε μέσα απ' το

δάσος, σκότωσε το ένα βόδι και το 'φαγε, χωρίς \'α μπορέ­

σουν τ' άλλα δύο να το εμποδίσουν. Την επόμ~νη μέρα

σκότωσε κι έφαγε και το δεύτερο βόδι και τη μεθεπόμενη

το τρίτο.

Έτσι πέθανα\• τα τρία κουτά βόδια που πίστεψα\• τα

ψεύτικα λόγια του εχθρού τους και ξέχασαν τ'Ι]\' αγάπη που

αισθάν<η'tαν το ένα για το άλλο, την αγάπη που τα ένωνε

και τα προφύλασσε από το\• κίνδυνο.

Το λωvτάρι και το κουνούπι

Μια μέρα ένα λιοντάρι έπεσε \'α κοιμηθεί, αλλά δεν τα κατάφερε γιατί ένα κουνούπι βούιζε και το ενοχλούσε. Ό­

σο κι αν τί\•αξε το άγριο ζώο την ουρά του, το κουνούπι δεν

έλεγε \'α το βάλει κ{.ιτω και πtjδαγε πότε από 'δω και πότε

από 'κει, και ζουζού\•ιζε κοντά στο αυτί του.

-Φύγε από ΚΟ\'tά μου ΠQL\' σε σκοτώσω! είπε το λιοντά­

ρι στο κουνούπι.

-Δε σε φοβάμαι, είπε το κουνούπι. Μπορεί να είσαι ο

βασιλιάς τω\• ζώω\• αλλά, α\• πολεμήσουμε, θα δεις ότι εγώ

εί~ιαι πιο δυνατό από εσέ\•α.

-Εντάξει, λοιπό\•. Ας πολεμήσουμε, είπε το λιιl\-τάρι και

τίναξε το μπροστινό του πόδι για \'α χτυmjσει το κουνούπι.

Εκείνο όμως του ξέφυγε εύκολα πετώ\'tας και πtjγε και

το τσίμπησε στη μύτη, όπου δεν είχε καθόλου τρίχωμα.

Page 14: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Το λιοντάρι πό'Ι'εοε, αλλά προσπάθησε και πάλι \'α πιάσει

το κουνούπι. Εκεί\•ο όμως πέταξε μακριά και πρι\• προλάβει το λιοντάρι να γλείψει τα ρουθούνια του, το κουνούπι όρμη­

σε και το τσίμπησε ξανά. Αυτό έγι\•ε τρεις-τέσσερις φορές.

Το λιοντάρι χτυπούσε με την ουρά του τον αέρα, πtjδα­

γε εδώ κι εκεί σαν τρελό για να πιάσει το μικρό του εχθρό που πετούσε μπροστά του, αλλά το μόνο που κατάφερ\•ε 1]­ταν να γδέρ\•ει με τα νύχια του το πρόσωπό του. Κάποια

στιγμή qχi)ναξε <<Παραδίνομαι!>> κι έτρεξε στο ρυάκι για να

χώσει τη μουσούδα του στο κρύο νερό, μ1jπως κι αλαφρώ­

σει το τσούξιμο απ' τα τσιμπήματα.

Το κουνούπι, περψpανο για το\• εαυτό του κι ευχαριστη­

μένο που νίκησε το λι<!\>τάρι πέταξε μακριά. Αλλά ήταν τό­

σο μεθυσμένο απ' την επιτυχία του που δεν πρόσεχε, με α­

ποτέλεσμα να πέσει πά\•ω στο δίχτυ μιας aράχνης Υ.αι να

μην μπορεί να ξεφύγει. -Αχ, τι δυστυχία! μουρμούρισε κλαίγοντας. Εγώ που νί­

κησα το βασιλιά των ζώων να έχω αυttj την κατάληξη. Να

με φάει αυτό το φρικτό ζωύφιο, η σιχαμένη αράΧ''rι·

Το λιοντάρι, ο λύκος και η αλεπού

Ένα λιm>τάρι, που είχε ζ1jσει 1jδη τα περισσό'τερα χρό­

\•ια της ζω1jς του, αρρώστησε και δεν μπορούσε να βγει για

κm>ήγι. Έμενε λοιπό\• ξαπλωμένο στη σπηλιά και δεχόταν

τις επισκέψεις των άλλων ζώων του δάσους, που mjγαιναν

\'α το δουν και να του ευχηθούν να γίνει γρ1jγορα καλά.

Page 15: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Όλα τα ζώα είχαν επισκεφθεί το λι<η-τάρι εκτός από την α­

λεπού.

Μια μέρα που πιjγε στη σπηλιά του λιο\-ταριού ο λύκος

βριjκε την ευκαιρία να την Υ.ακολογιjσει.

-Όλοι εμείς, βασιλιά των ζώων, σε σεβόμαστε κι ευχό­

μαστε να γίνεις γρήγορα καλά. Απ' όλα τα ζώα, μόνο η α­

λεπού, που είναι κακιά και μοχθηρή, δεν 1jρθε να δει ούτε

πώς είσαι, ούτε αν χρειάζε(J(Ιι κάτι, είπε ο λύκος.

Εκείνη τη στιηι1] όμως έμπαινε στη σπηλιά του λιοντα­

ριού και η αλεπού. Απ' την είσοδο όπου στεκότα\• ά.κουσε

τι είπε ο λύΥ.ος, αλλά προσποι1jθηκε πως μόλις είχε φτάσει και δεν είχε ακούσει λέξη.

-Αχ, βασιλιά μου, συηώρεσέ με που άργησα \'α 'ρθω να

σε δω, είπε δ1jθεν λαχανιασμέ\'η. Αλλά θεώρησα σωστότε­

ρο πρι\• έρθω \'α πάω να συμβουλευτώ ένα γιατρό, για να

μου πει τι πρέπει να κά\•εις για \'α γίνεις γρήγορα καλά. -Και τι σου είπε ο γιατρός; ρώτησε με αγωνία το λιοντάρι.

-Μου είπε πως για να γίνεις καλά, πρέπει \'α σκοτώσεις

ένα λύκο, να τον γδάρεις και να τυλιχτείς με το τομάρι του

όσο είναι ακό~ια ζεστό!

Και τότε το λιοντάρι όρμησε στο λύκο, πριν εκείνος

προλάβει \'α το βάλει στα πόδια, τον σκότωσε κι άρχισε να το\• γδέρνει.

' Ετσι ο λύκος πλήρωσε με τη ζω1j του την κακ<ηjθειά του

απέ\•αντι στην αλεπού.

Page 16: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Το λιοντάρι που γ{ρασε και η αλεπού

Το λιοντάρι εί\•αι το πιο δυνατό απ' όλα τα ζώα κι όλα

το τρέμου\•ε. Μια μέρα, όμως, ο βασιλιάς των ζώω\• αναΥ.ά­

λυψε πως οι δυνάμεις του είχω• λιγοστέψει, ότω• δεν κατά­

φερε πά\•ω στο κυνήγι να πιάσει ένα ελάφι. ΣτενοχωρΙjθη­

κε, αλλά σκέφτηκε ότι το ελάφι ψω• από τα πιο γρήγορα

ζώα. Σε λίγες μέρες, όμως, του ξέφυγε μια ζέβρα Υ.αι τψ• ε­

πόμενη μέρα δυmωλεύτηκε \'α πιάσει ακόμα κι ένα\• βού­

βαλο. Τότε το λιοντάρι συνειδητοποίησε πως είχε γεράσει

και δε\• μπορούσε να Κ\1\'1]'(1\σει πια τόσο ωωτελεσματικά

όσο παλιά, και φοβήθηκε πως θα κατέληγε να πεθάνει απ'

την πείνα. Κάθισε λοιπόν λυπημένο στη σπηλιά του, μέχρι που σκέφτηκε έ\•α ΠΟ\'ηρό σχέδιο για να βρίσκει τροφή.

Κάλεσε κοντά του το κοράκι και του ζήτησε \'α επισκεφθεί όλα τα ζώα του δάσους και να τους πει πως ήθελε να πά\•ε

\'α το δουν στη σπηλιά του, για να τους δώσει ένα σημω-τι­

κό ~ηjνυμα πριν το θάνατό του.

Το πρώτο ζώο που επισκέφθηκε το λιοντάρι 1jταν το ε­

λάφι. Ο βασιλιάς των ζώων όρμησε πάνω του μ' ένω• άγριο

βρυχηθμό Υ.αι το κατασπάραξε. Το ίδιο έγινε και την επό­

μενη μέρα με το λαγό, τη μεθεπόμενη με το {.ιγριο άλογο,

την τρίτη μέρα με το λύκο ... Έτσι περνούσαν οι μέρες και το λιοντάρι έτρωγε πλου­

σιοπάροχα χωρίς ,,, ω•αγκάζεται \'α βγαί\•ει για κυνήγι. Μια μέρα πtjγε να επισκεφθεί το λιο\-τάρι Υ.αι η αλεπού

α).λά, όταν έφτασε στη σπηλιά δεν μπtjκε μέσα, παρά στά­

θηκε στψ• είσοδο.

-Βασιλιά μου, πώς είσαι; ρώτησε το λιο\-τάρι.

Page 17: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

-Άσχημα, κυρα-αλεπού, απάντησε αυτό. Γιατί δεν έρχε­

σαι μέσα να με δεις; -Γιατί βλέπω πολλά αχνάρια ζώων που μπΙjΥ.α\• στη σπη­

λιά, αλλά δε διακρί\•ω κανέ\•α αχνάρι που να λέει πως βγή­

καν, απά\'τησε η αλεπού πριν απομακρυνθεί.

Από τα ίχνη των ζώων, η φρόνιμη αλεπού κατάλαβε τον κίνδυνο που παραμόνευε και γλίτωσε.

Το λιιwτaeι κι ο λαγ6ς

Μια φορά κι έναν καιρό ένα λιοντάρι, που κυνηγούσε

ολόΥ.ληρη τη νύχτα, δεν κατάφερε να πιάσει κάποιο ζώο

και να το φάει. Ξεκίνησε λοΙJτόν για τη σπηλιά του πεινα­

σμέ\•ο, με την ελπίδα να βρει κάτι -<Jτιδ1jποτε- στο δρόμο

της επιστροφής του μέσα στο δάσος, για να ξεγελάσει το ά­

δειο του στομάχι.

Και πράγματι, είδε έ\•α λαγό που κοιμόταν μέσα σε κά­

τι θάμνους κι ετοιμάστηκε να το\• αρπάξει. Εκεί\'!] τη στιγ­

~11], όμως, άκουσε ξερά κλαδιά \'α σπάζοm• και γύρισε να δει τι ήταν. Ένα μεγάλο ελάφι βρισκότα\• στο δρόμο του.

Το λι<Ι\-τάρι παράτησε στη στιγμ1j το λαγό και όρμησε πά­

νω στο ελάφι. Εκεί\•ο όμως κατάφερε να του ξεφύγει. Το

λιοντάρι το mjρε στο κατόπι και το κm~jγι κράτησε αρκετή

ώρα. Επειδή όμως το λιοντάρι ψω• κουρασμένο, αφού κυ­

νηγούσε ολόκληρη τη νύχτα, το ελάφι κατάφερε \'α του ξε­φύγει κι έτσι το άγριο ζώο ξαναγύρισε στους θάμνους, ό­

που κοψότα\• ο λαγός, για να ΤΟ\' φάει.

Page 18: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ο λαγός, όμως, πσυ στο μεταξύ είχε ξυπνήσει, το 'χε βά­

λει στα πόδια για \'α μην το\• βρει το λιοντάρι. -Καλά να πάθω! είπε αναστε\•άζοντας το λιοντάρι. Άφη­

σα την τροφιj πσυ είχα στα χέρια μου για να κυνηγήσω Υ.ά­

τι καλύτερο και να τα αποτελέσματα: απόμεL\•α νηστικός!

Ο Ανδροκλtίς κω το λιοντάρι

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε έ\•ας δούλος πσυ λεγό­

ταν Ανδροκλ1jς. Ο Ανδροκλ1jς ψα\• εργατικός και δούλευε

απ' το πρωί ως το βράδυ, ο αφέ\'της του όμως, πσυ 1jταν

σκληρός ά\•θρωπος, όχι μόνο τον βασ6νιζε και τον χτυπού­

σε, αλJ.ά του έδινε κι ελάχιστη τροφιj.

Μια μέρα λοιπόν ο Α \•δροΥ.λής, που δεν άντεχε άλλο τη

φτώχεια και την κακομεταχείριση, αποφάσισε να το σΥ.ά­

σει απ' το σπίτι του αφέντη του και \'α πάει \'α ζήσει <no

δάσος. -Μπορεί στο δάσος να κινδυνεύω από τα {.ιγρια θηρία,

η ζω1j όμως εκεί δεν μπορεί να εί\•αι χειρότερη απ' ό,τι εί­

\•αι εδώ, είπε στο\• εαυτό του και την ίδια νύχτα το έσκασε.

Περπατούσε ανάμεσα στους θάμνους και τα ψηλά δέ­

\•τρα, ότα\• ξαφνικά άκουσε ένα Υ.λαψούρισ~ια, έ\•α παρα­πο\•εμένο μούγκρισμα. Προχώρησε προς το μέρος απ' ό­

που ερχόταν ο 1jχος, αλλά π{.ιγωσε <nη θέση του ότα\• είδε

ότι το ζώο που μούγκριζε πο\•εμένα ήταν έ\•α λιοντάρι!

Το λιοντάρι 1jταν ξαπλωμένο κι έγλειφε τt]\' πατούσα

του δεξιού μπροστινού τσυ ποδιού. Ο Α νδροκλ1jς πλησία-

Page 19: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

σε προς το μέρος τσυ ζώου και είδε ότι έ\•α μεγάλο αγκάθι

είχε χωθεί στο πόδι του λιον10αριού. Τότε, προσεκτικά και άφοβα, ο καλός δούλος πλησίασε το λιογτάρι και μαλακά

πήρε στα χέρια τσυ το πληγωμένο του πόδι. Του έβγαλε το

αγκάθι και αφού έσκισε ένα καθαρό κομμάτι πανί από τα

ρούχα του, έφτιαξε έ\•αγ επίδεσμο και έδεσε το πληγωμέ­

νο πόδι τσυ θηρίου.

Το λι<Ι\'tάρι, ανακουφισμένο, άρχισε \'α γλείφει τα χέ­

ρια τσυ Ανδροκλιj. Από εκείνη τη στιγμιj ο Υ.αλός ά\•θρω­

πος Υ.αι το άγριο ζώο έγιναν στενοί φίλοι. Το λιον10άρι εξα­

σφάλιζε την καθημερινιj τροφιj, τόσο τη δική τσυ όσο και

του Α νδροκλιj, και η σπηλιά του ζώου είχε γί\•ει το σπίτι

του καλού δούλου.

Έτσι πέρασε αρκετός καιρός. Μια μέρα, όμως, μια πα­

ρέα κm~1γών που είχε πάει στο δάσος, έπιασε ζωγτω•ό το

λιοντάρι, πσυ βρισκόταν μακριά απ' τη φωλιά τσυ. Την ίδια

δε μέρα, μια στρατιαιτικιj περίπολι>ς συνέλαβε και τον Αν­

δροκλιj. Το\• κατηγορούσαν πως το είχε σκάσει απ' τον α­

φέντη τσυ και για τιμωρία το\• οδήγησαν <nην πόλη για να

το\• ρίξοm• στα άγρια θηρία.

-Τι δυστυχισμέ\•ος που εί~ιαι! σκεφτότα\• ο Ανδροκλής,

όσο ψα\• κλεισμένος <nη φυλακιj. Οι μό\•ες ευτυχισμένες

μέρες της ζωής ~ιου ιjταν οι μέρες που έζησα στο δάσος,

παρέα με το αγαπημένο μου λι<Ι\'tάρι. ' Ηρθε η μέρα της εκτέλεσης και το στάδιο γέμισε με κό­

σμο. Μέχρι Υ.αι ο αuτοκρ{rτορας ιjρθε να παρακολουθήσει

το θέαμα. Οι στψrτιώτες οδήγη(J(ιν τον Ανδροκλιj μέσα

στην αρένα και έλυσα\• ένα λιο\'tάρι.

Ο φτωχός δούλος έΥ.λεισε τα μάτια του τρέ~ιοντας και

Page 20: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

περιμένοντας να του επιτεθεί το άγριο ζώο. τίποτα τέτοιο

όμως δεν έγινε. Το λιοντάρι, που ψα\• το δικό του λι<Ι\>τά­

ρι, ο φίλος του, πήγε και ξάπλωσε στα πόδια του. Ο Α\•δρο­

κλής τότε γονάτισε ΚΟ\>τά του, το αγκάλιασε Υ.αι άρχισε να

κλαίει από χαρά ..

-Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος, που μπορεί να εξημερώ­

\•ει {.ιγρια ζ<ίκ<; φώναξε ο αυτοκρ{rrορας εντυπωσιασμένος.

-Μεγαλειότ(rrε, είπε ο Ανδροκλ1jς και σηκώθηκε. Πλη­

σίασε τον αυτοκράτορα, υποκλίθηκε μπρικπά του, του είπε τ' όνομά του και συνέχισε να μιλάει. Διηγ1jθηκε στον αυτο­

κράτορα τψ• ιστορία της ζωής του και κατέληξε λέγm>τας: -Κάποτε έκανα αυτό το μικρό καλό σ' αυτό το λιοντάρι.

Κι αυτό το άγριο ζώο σ1jμερα ~ιου το ανταπέδωσε με τέτοια

γε\'vαιοδωρία, που δεν έχω συνα\>τήσει στους ανθρώπους. Τότε ο αυτοΥ.ράτορας, που συμπόνεσε τον Α\•δροκλή, ό­

χι μόνο ανέστειλε την πon~j της εκτέλεσης, αλλά του χάρι­

σε και τψ• ελευθερία του. Ο καλός δούλος πήρε μαζί του το στοργικό λιοντάρι και γύρισαν και πάλι ιnο δάσος, όπου έ­

ζησαν και οι δύο, αγαπημέ\•οι και ευτυχισμένοι, μέχρι το

τέλος της ζω1jς τους.

Page 21: 100 μύθοι από τον Αίσωπο
Page 22: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Η αλεπού κι ο κόρακας

Ένα ανοιξιάτικο πρωι\•ό μια πεινασμένη αλεπού έτρε­

χε μέσα ιπο δάσος, ψάχνοντας να βρει Υ.άτι να φάει. Κα­

θώς περ\•ούσε Υ.άτω από ένα δέντρο, το μάτι της έπιασε μια

κί\'Ι')ση και κοιτάζοντας ψηλά είδε έ\•αν κόρακα που είχε

μόλις πετάξει σ' ένα κλαδί, κρατώντας σφιχτά στο ράμφος

του έ\•α μεγάλο Υ.ομμ{.ιτι τυρί, που σίγουρα είχε κλέψει από

κάπου.

-Πολύ θα 'θελα να έτρωγα αυτό το τυρί για πρωι\•ό, σκέ­

φτηκε. Κατάλαβε όμως πως ακόμα κι α\• σΥ.αρφάλωνε ιπο

δέντρο, ο κόπος της θα mjγαινε στράφι, γιατί ο κόρακας

θα πετούσε μακριά, γι' αυτό αποφάσισε να μεταχειριστεί

άλλο μέσο για \'α πετύχει το σκοπό της. Κάθισε λοιπόν κά­

τω από το δέντρο και Υ.οίταξε τον κόρακα δήθεν μαγεμένη από την ομορφιά του.

-Εσύ είσαι, κυρ-Υ.όρακα; τον ρώτησε. Για μια στιγμή δε

σε γνώρισα -τόσο πολύ ομόρφm•ες από τότε που έχω \'α σε

δω. Τα φτερά σου εί\•αι μαύρα όπως η νύχτα. Και πόσο λά­

μπουν! Εί\•αι σαν μεταξένια. Άσε πια τα μάτια σου ! Α­

στραφτερά σω• διαμά\'tια. Εγώ πιστεύω πως εσύ πρέπει

\'α είσαι ο βασιλιάς των πουλιών του δάσους. Το συζητού­

σα ~ιάλι<nα τις προάλλες με τ' άλλα αγρίμια του δάσους. Ε­κείνα όμως δε συμφώνησαν με τη γνώμη μου γιατί έλεγαν

πως, δυ<nuχώς, δεν έχεις όμορφη φωνιj και δεν μπορείς να

τραγουδήσεις.

Ο κόρακας ζαλίστηκε απ' όλες αυτές τις κολακείες και

σκέφτηκε πως, εφόσον ήταν τόσο ξεχωριστό και όμορφο

πουλί, σίγουρα θα μπορούσε και \'α τραγουδήσει με τη φω-

Page 23: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

νή -του. Άνοιξε λοιπόν -το ιnόμα του κι άρχισε να φωνάζει

δυνατά:

-Κρα, κρα, κρα!!! Όμως, το κομμ{.ιτι το τυρί που Υ.ρατσύσε μέχρι εκεί\'η τη

στιηηj <no ράμφος του, έπεσε κ{.ιτω και η πm<ηρή αλεπού

το άρπαξε και το έφαγε με δυο μπουκιές. -Σ' ευχαριστώ για το τυρί, καλέ μου φίλε, είπε στο\• κό­

ραΥ.α. Ωραία φωνή έχεις, δε λέω. Α ν είχες και μυαλό, θα σου άξιζε να γίνεις ο βασιλιάς -τω\• πουλιών του δάσους.

Η αλεπού κω οι φαοιανοί

Μια πεL\•ασμένη αλεπού είδε τέσσερις φασιανούς που

είχαν κουρ\•ιάσει ιnο κλαδί ενός δέντρου. Τους λιγουρεύ­

τηκε και αποφάσισε \'α εφαρμόσει ένα πονηρό σχέδιο για

να -τους φάει. Άρχισε λοιπόν \'α πηδάει σω• -τρελή πάνω κάτω. Συμπεριφερότα\• σΗν η ουρά της να είχε πιάσει φω­

τιά Υ.αι προσπαθούσε να τη σβ1jσει.

Οι φασιανοί την κοίταζω• έκπληκτοι και γελούσαν.

-Πρέπει να είμα<nε προσεκτιΥ.οί, είπε το ένα πουλί στα

υπόλοιπα. Εδώ πάνω ιnο ψηλό αυτό κλαδί, εί~ιαστε ασφα­λείς, ξέρετε όμως πόσο πονηρές είναι οι αλεπούδες!

Η αλεπού συνέχιζε τα τρελά της καμώματα. Κάποια

στιηηj σταμ{.ιτησε να πηδάει πέρα δώθε κι άρχισε να κm<η­

γάειτην ουρά της. Κυνηγώ,-τας t1]\', άρχισε να περιστρέφε­

ται κυκλικά γρήγορα, γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, μέ­χρι που οι φασιανοί που την κοίταζα\• ζαλίcm]Υ.α\•, έχα(J(ιν

Page 24: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

την ισορροπία -τους κι έπεσαν απ' -το κλαδί ιπο έδαφος.

Χωρίς να χάσει καιρό, η πονηρή αλεπού άρπαξε δύο πουλιά και πρι\• το βάλει στα πόδια, είπε ιπους υπόλοιπους

φασιανούς κάνοντας μια υπόκλιση:

-Σας ευχαριιπώ, που είδατε τη μικρή μου παράιπαση !

Αλλά, κυρίως, σας ευχαριιπώ για το υπέροχο γεύμα που

μου προσφέρατε!

Η αλεπού, το λιοντάρι κω η αρκούδα

Μια μέρα μια αλεπού τριγύριζε πεινασμένη ιπο δάσος.

'Η τω• απογοητευμένη, γιατί δεν είχε καταφέρει να πιάσει

τίποτα ιnο κm~jγι και να το πάει στη φωλιά της, όπου την

περίμεναν τα μικρά αλεπουδάκια της. Πλησιάζοντας σ' έ­

\'α ξέφωτο του δάσους, άΥ.σuσε φασαρία και φω\•ές και εί­δε μια αρκούδα κι ένα λιο\'tάρι να παλεύουν άγρια.

-Εγώ θα -το φάω το ελαφά.κι! βρυχ1jθηκε -το λιοντάρι.

-Το ελάφι είναι δικό μου. Εγώ -το σκότωσα! μούγΥ.ρισε

η αρΥ.ούδα. Ήταν φανερό απ' τις πληγές των δύο ζώων, ότι ούτε το

λιιl\-τάρι ούτε η αρκούδα ήταν διατεθειμένοι να υποχωι»1-

σουν, κι ούτε θα δέχο\'tα\• να μοιραιnούν ένα μικρό ελάφι

που κείτονταν λίγο πιο πέρα σκοτωμέ\•ο.

Η πονηρή αλεπού κρύφτηκε ιπους θάμνους Υ.αι περίμε­

\'ε την κατάλληλη ιπιηηj, που δεν άργησε να έρθει. Οι δύο

αντίπαλοι ψω• τόσο aπορροφημένοι απ' τον καβγά, που

δεν έβλεπαν τι γινότα\• γύρω τους.

Page 25: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Τότε η αλεπού όρμησε, άρπαξε το μικρό ελάφι και το έ­σκασε τρέχοντας για τη q;αιλιά της, για να το μοιραστεί με

τα αλεπουδάκια της.

- Καλά \'α πάθουμε! είπε η αρκούδα. - Δίκιο έχεις! Μας άξιζε ό,τι πάθαμε! συμφώνησε το

λιοντάρι. Παλεύαμε τόση ώρα για ένα ελαφάκι, που τώρα

θα το φάει μια αλεπού.

Η αλεπού κι ο πελαeγός

Μια αλεπού που ζήλευε έ\•αν πελαργό για τη χάρη και

τους λεπτούς του τρόπους κατάστρωσε ένα σχέδιο για να

το\• υποχρεώσει να φερθεί με αγένεια. Τον κάλεσε στο

σπίτι της σε δείπνο κι όταν το Υ.ομψό πουλί έφτασε, του εί­

πε μελιστάλαχτα:

-Καλέ μου φίλε, κάθισε. Θα Ιjθελες να με συνοδεύσεις

στο δείπνο μου;

-Μετά χαράς, απάντησε ο πελαργός.

Η αγε\'Υjς αλεπού όμως σέρβιρε το φαγητό -την κρεατό­

σουπα- μέσα σ' ένα ρηχό πιάτο, ώστε ο πελαργός να μην

μπορεί να φάει με το ~ιακρύ του ράμφος. Το δύστυχο που­

λί έμεL\•ε νηστικό, αφού κατάφερε να τσιμπήσει μόνο μερι­

κά μιΥ.ρά κομματάκια κρέας και κάποια κομμέ\•α καρότα.

Αντίθετα, η αλεπού Υ.αταβρόχθισε λαίμαργα το φαγητό

της. Ο πελαργός δε σχολίασε την αγέ\•εια της αλεπούς. Της είπε μόνο:

-Σ' ευχαριστώ τόσο για την πρόσκληση όσο και για το ω-

Page 26: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

ραίο δείπνο. Για να σαυ -το ω-ταποδώσω, κυρα-αλεπού, σε προσκαλώ αύριο ιnο σπίτι μαυ για να φάμε μαζί.

Την επόμενη μέρα η αλεπού έφτασε στην ώρα της <no σπίτι -του πελαργού. Με το που μπήκε μέσα μύρισε το φα­

γητό-{) πελαργός είχε ετοιμάσει ψαρόσουπα- κι άρχισε να

ξερογλείφεται. Όταν όμως κάθισαν στο-τραπέζι, ανακάλυ­

ψε ότι η ψαρόσουπα Ιjταν σερβιρισμένη σ' ένα γuάλι\•ο

μπουΥ.άλι με ψηλό και στε\•ό λαιμό. Ο πελαργός που είχε

μακρύ ράμφος έτρωγε ά\•ετα την ψαρόσουπά του, ενώ η α­

λεπού κατάφερε μόνο να γλείψει λίγο ζωμό απ' το λαιμό

του μπσυκαλιού.

-Γιατί μου το κάνεις αυτό; ρώτησε έξαλλη τον πελαργό. Το βλέπεις πως δεν μπορώ να φάω μέσα απ' το μπουκάλι!

-Καλ1j μου γειτόνισσα, ηρέμησε, της είπε ο πελαργός.

Πιστεύω πως θα aπολαύσεις την ψαρόσουπα που σου προ­

σφέρω, όπως απόλαυσα κι εγώ χτες την κρεατόσουπα που

μου σερβίρισες!

Η αλεπού κι ο ξυλοκόπος

Ένα χεφαι\•ιάτικο πρωινό μια αλεπού, που είχε ξεμα­

κρύνει απ' τη φωλιά της ψάχνοντας για φαγητό, έφτασε σ' έ\•α ξέφωτο ταυ δάσους. Εκεί τα δέ\-τρα ήταν αραιά γιατί

έ\•ας ξυλοκόπος είχε πιάσει δουλειά -έκοβε δέντρα, τα τε­

μάχιζε, τα αποθιjκευε mην ξύλι\'1] καλύβα ταυ κι έπειτα

mjγαινε <m1ν πόλη και τα πουλούσε.

Η αλεπού ετοι~ιάστηκε να γυρίσει <nη φωλιά της στο πυ-

Page 27: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

κνό δάσος, mαν άΥ.ουσε μια τουφεκιά απ' την πλευρά των

δέντρων. Κρύφτηκε πίσω από κάποιους πυκνούς θάμ\•ους

και σε λίγο είδε να έρχονται προς το μέρος όπου στεκmαν

δύσ κυνηγοί, με τα όπλα τους στα χέρια.

Η αλεπού είχε παγιδευτεί: αν πtjγαινε προς το δάσος,

θα έπεφτε πάνω στους κυνηγούς που θα την τουφέκιζαν, α\• πάλι απομαΥ.ρυνόταν απ' το δάσος κι έβρισκε καταφύ­

γιο στα γύρω χωράφια, μπορεί να είχε την ίδια τύχη. ·Η ταν

χειμώνας και τα χωράφια ψω• γυμνά, άρα σίγουρα θα την έβλεπαν οι κυνηγοί. Αποφάσισε λοιπόν να ζητήσει βοή­

θεια από τον ξυλοκόπο. Τον πλησίασε και του είπε:

-Καλέ μου ξυλοκόπε, καλημέρα. Θα 1jθελα \'α σου ζητή­σω μια χάρη, σαν γείτονες που είμαστε.

-Τι θέλεις, κυρα-αλεπού; Πες μου, της είπε ο ξυλοκό­

πος.

-Θέλω \'α με αφtjσεις \'α κρυφτώ μέσα την ξύλL\'η καλύ­βα όπου aποθηκεύεις τα ξύλα σου, του είπε η αλεπού. Εί­

δα κάτι κm'ηγούς να έρχονται προς το μέρος μας και φο­

βάμαι μη με σΥ.οτώσοm•.

-Τότε κρύψου σtην καλύβα μου, κυρα-αλεπού, είπε ο

ξυλοκόπος. -Καλέ μου άνθρωπε, θέλω αΥ.όμα μια χάρη, του είπε η

αλεπού. Α\• σε ραmjσουν οι κυνηγοί πού είμαι, σε παρακα­

λώ, μην τους πεις. -Εντάξει, ησύχασε. Δε\• πρόκειται να τους το πω, της α­

πά\'tησε εκείνος.

Οι δύο κm~1γοί έφτασα\• στο ξέφωτο και ρώτησαν τον ξυλοκόπο αν είχε δει μια αλεπσύ.

-'Ο,<ι, δεν την είδα, απάντησε δυνατά ο ξυλοκόπος για

Page 28: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

\'α τον ακούσει η αλεπού, αλλά ταυτόχρονα έδειξε κρυφά

με το χέρι του προς την καλύβα, ώστε \'α καταλάβουν οι κυ­

'~1γοί πού ή1;αν κρυμμένη η αλεπού.

Οι κυνηγοί όμως δεν κατάλαβαν το \•όημα που τους έκα­

\'ε ο ξυλοκόπος και συνέχισα\• το δρόμο τους.

Όταν aπομακρύνθηκα\•, η αλεπού βγήκε απ' την καλύ­

βα και ξεκίνησε \'α φύγει, χωρίς να πει Υ.συβέντα στον ξυ­

λοκόπο.

-Καλά, φεύγεις χωρίς να μου πεις ούτε έ\•α ευχαριστώ,

που δε σε πρόδωσα; τη ρώτησε ο ξυλοκόπος.

-Θα σου έλεγα ευχαριστώ, αν το χέρι σου έκανε ό,τι έκα­

\'ε και το στόμα σου, είπε η αλεπού και του γύρισε την πλάτη.

Η αλεπού, ο γάιδαρος κω το τομάρι του λιοvταeιού

Μια μέρα ένας γάιδαρος, που τριγυρνούσε στα χωρά­

φια, πέρασε έξω από μια αγροικία. Στην αυλ1j της είδε ένα

τομάρι λι<!\'fαριού, που το είχαν απλώσει εκεί να αεριστεί.

Ο γάιδαρος για μια στιγμ1j τρόμαξε, γιατί νόμισε πως έβλε­

πε μπροστά του λιοντάρι ζωντανό. Όταν κατάλαβε όμως το λάθος του, του πέρασε απ' το μυαλό μια πογηρή ιδέα.

-Το λιοντάρι είναι τρομακτικό αΥ.όμα κι ότα\• είναι ψό­

φιο, είπε <nον εαυτό του. Α ν έριχνα πάνω μου αυτό το το­

μάρι, όλα τα ζώα του δάσους θα τρόμαζαν και θα το έβα­ζαν στα πόδια με το που θα με έβλεπαν.

Βούτηξε λοιπόν απ' την αυλή το τομάρι του λιονταριού,

το q;όρεσε και μπιjκε στο δάσος.

Page 29: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Τα ζώα που CΜ•αντούσε στο δρόμο του ο γάιδαρος τον

περνούσαν όλα για λι<Ι\-tάρι, γι'αυτό κι έτρεχαν να κρυ­φτούν τρομαγμένα, μόλις τον αντίκριζαν.

Ο γάιδαρος ήταl' τόσο ενθουσιασμένος απ' την επιτυχία του σχεδίου του, που δεν μπορούσε να σuγκρατιjσει τη με­

γάλη του χαρά. Άρχισε λοιπόν να γκαρίζει δυνατά.

Δε\• πέρασα\• λίγα λεπτά κι εμφανίστηκε μπροστά του

μια αλεπού. Ο γάιδαρος τότε σηκώθηκε στα δυο του πόδια

κι έκανε πως θα χιμσύσε πάνω της, για να τΙ]\' τρομάξει. Η

αλεπού όμως όχι μόνο δεν κοm~jθηκε απ' "1'11 θέση της, αλ­

λά και του είπε ψυχρά:

-Μη\• κουράζεσαι. Μπορεί κι εγώ \'α σε φοβόμοm•α, αλ­

λά πριν σε δω σε άκουσα, κι απ' το γκάρισ~ια κατάλοβα

πως είσαι γάιδαρος κι όχι λιm-τάρι.

Η αλεπού κω τα σταφύλια

Μια γριά αλεπσύ περπατσύσε σ' έ\•αν εξοχικό δρόμο

γεμάτο σκόνη και πέτρες. Δεξιά κι αριστερά του δρόμου υ­

πήρχαν περιβόλια και κάποια στιγμή είδε Υ.αι μια Υ.ρεβατί­

να γεμ{.ιτη σταφύλια. Τα σταφύλια αυτά ψα\• κατακόκκινα,

δηλαδή γι\•ωμένα, ώριμα και χοντρά. Η αλεπού λαχτάρησε

να τα φάει κι άρχισε να ξερογλείφεται. Πήδηξε λοιπόν ψη­

λάγια \'α τα φτάσει, αλλά δε\• τα κατάφερε, γιατί η Υ.ρεβα­τίνα ήταν σε μεγάλο ύψος. Η αλεπού πήρε φόρα και ξα\•α­

πήδησε, αλλά και πάλι δεν μπόρεσε να φτάσει τα σταφύ­

λια. Τότε σηκώθηκε στα πίσω της πόδια και τέντωσε το χέ-

Page 30: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

ρι της. 'Η~αν μάταιο -και πάλι δεν κατάφερε ούτε να τα αγ­

γίξει. Αφού προσπάθησε κάμποσες φορές ακόμα, η αλε­

πού εγκατέλειψε τις προσπάθειες Υ.αι mjρε και πάλι το

δρόμο της.

-Δεν έχει νόημα \'α προσπαθώ να πιάσω και να φάω έ­

\'α μάτσο {.ιγουρα και ξινά σταφύλια, είπε στο\• εαυτό της. Αφού το είδα -τα σταφύλια αυτά 1jταν ακόμα πράσινα και

σίγουρα θα Ιjτα\• άνοστα. Δεν υπάρχει λόγος να σκοτίζομαι

γι' αυτά.

Και η αλεπού με το κεφάλι ψηλά και ύφος περιφρονητι­

κό συνέχισε το δρόμο της.

Η αλεπού κι.ιι η κατσίκα

Μια ζεστιj μέρα του καλοκαιριού, μια αλεπσύ έψαΧ'•ε δροσερό νερό για να πιει, όταν βρέθηκε στο δρόμο της έ­

\'α σχετικά ρηχό πηγάδι. Απ' τη δίψα και τη λαχτάρα της, η αλεπού έσκυψε ~όσο πολύ πάνω απ' ~ο χείλος του πηγα­

διού, πσu έπεσε μέσα με το κεφάλι. Και νερό βέβαια Ιjπιε, αλλά δεν είχε τρόπο να βγει έξω. Κάθισε λοιπόν εκεί και

περίμενε. Δε\• πέρασε πολλή ώρα και μια κατσίΥ.α έχωσε

το κεφάλι της στο άνοιγμα του πηγαδιού. -τι κάνεις εκεί κάτω, κυρα-αλεπού; τη ρώτησε έκπλη­

κτη η κατσίκα, μόλις την είδε. -Πί\•ω δροσερό νεράκι, απάντησε η αλεπού. Γιατί δεν

κατεβαίνεις να πιεις κι εσύ; τη ρώτησε με πανουργία.

Και η ανόητη Υ.ατσίκα mjδησε κι αυτ~j μέσα <no πηγάδι

Page 31: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

κι αφού Ιjπιε δραιερόνερό και ξεδίψασε, ρώτησε την αλεπού:

-Και τώρα πώς θα βγούμε απ' το πηγάδι;

-Εγώ θα σαυ δείξω πώς θα βγω, απ{Ι\•τησε η αλεπού, Υ.αι

πριν προλάβει η κατσίκα ν' αντιδράσει, ανέβηκε στην πλ<'.ιτη

της κι από 'κει, μ' έ\•α mjδημα, βγ1jκε απ' το ρηχό πηγάδι.

-Κυρα-αλεπσύ, πσύ πας; της φώναξε η κατσίκα. Εγώ τι

θ' aπογίνω; -Αν είχες μυαλό στο κεφάλι σου, δε θα είχες πηδ1jξει μέσα

στο πηγάδι. Ψάξε τώρα και βρες μ&Ι'η σου τρόπο για να βγεις

από εκεί, της απάντησε η αλεπού και το 'βαλε στα πόδια.

Η αλεπού κι ο γάιδαρος που mίγε να ζrίσει ιnο δάσος

Μια φόρα κι ένω• Υ.αιρό ζούσε ένας γάιδαρος που είχε

κουραστεί \'α τον φορτώνουν συνεχώς με πράγματα Υ.αι να τρώει και ξύλο από π<'.ινω. Το έσκασε λοιπόν απ' το αφεντι­

κό του και πήγε \'α ζήσει στο δάσος, ελεύθερος και κύριος του εαυτού του. Εκεί CΜ•άντησε μια αλεπού που τον ρώτη­

σε με περιέργεια τι έκανε μόνος του στο δάσος, κι ο γάιδα­

ρος, χωρίς να χάσει καιρό, της διηγήθηκε την ιστορία του. -Καλά έΥ.α\•ες Υ.αι το 'σy.ασες, του είπε η αλεπού, όταν

τελείωσε. Θέλεις \'α κάνουμε παρέα και \'α βγαίνουμε μα­

ζί για κυνήγι;

-Μετά χαράς, απά\>τησε ο γάιδαρος με ευγνωμοσύνη,

γιατί δεν του πέρασε απ' το μυαλό ότι η αλεπού μπορεί να

είχε άλλα σχέδια.

Και πρ{.ιγματι, το ΠΟ\'ηρό ζώο είχε σκεφθεί πως δε\• εί-

Page 32: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

χε να χωρίσει τίποτα με το γάιδαρο, μιας και εκείνος έτρω­

γε μό\•ο χορτάρι, αλλά μπορεί κάποια μέρα να της φαινό­

ταν χρήσιμος.

Για λίγο καιρό τα δύο ζώΗ ζούσαν παρέα και ήταν ευru­

χισμένα. Ώσπου μια μέρα συν<'.rντησαν ένα λι<Ι\-tάρι. Ο γά­

ιδΗρος τρόμαξε τόσο πολύ που 1jθελε να το βάλει στα πό­

δια, η αλεπού όμως το\• καθησύχασε και του είπε:

-Μην κάνεις βιαστικές ΚL\'tjσεις. Το λιοντάρι τρέχει π»\­

γορα και θα σε φτάσει. Περίμε\•ε εδώ -θα πάω εγώ να τσυ

μιλήσω.

Η αλεπού πλησίασε το λLΟ\-tάρι που την κοίταζε με απο­

ρία και το χαιρέτησε.

-Βασιλιά των ζώων, θέλω να σου παραδώσω το γάιδαρο

για \'α τον φας, του είπε έπειτα χαμηλόφωνα, για \'α μην την ακούσει ο φίλος της. Λίγο πιο Υ.άτω, ανάμεσα στα δέ­

\-tρα, κάποιοι κυνηγοί έχουν στήσει μια παγίδα για να πιά­

σουν κανέ\•α λύκο Ι\ εμένα. Θα οδηγtjσω λοιπόν το γάιδα­

ρο εκεί, για να πιαστεί στην παγίδα και \'α έρθεις εσύ να

τον φας με την ησυχία σου.

-Ε\-tάξει, δέχομαι, απά\-τησε το λιοντάρι.

Και η αλεπού γύρισε ΚΟ\-tά στο σύντροφό της πσυ την

κοίταζε με περιέργεια και απορία. -Τη γλιτώσαμε, φίλε μου, είπε στο γάιδαρο. Είπα στο

λιο\-tάρι πως εμείς οι δύο το σεβό~ιαστε κι αυτό συμφώνη­

σε \'α μη μας πειράξει, φτάνει να φύγουμε απ' αυτό το μέ­

ρος του δάσους γιατί ανήκει, λέει, στη δική του περιοχή.

Έλα, πάμε \'α φύγουμε από 'δω, κι εγώ θα σε πάω σ' ένα

μέρος όπου το χορτάρι εί\•αι πιο φρέσκο, πρόσθεσε και ο­

δήγησε το γάιδαρο στο μέρος όπου βρισκόταν η παγίδα.

Page 33: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ο γάιδαρος άρχισε \'α βόσκει αμέριμνος αλλά κάπσια ιπιηη1 πάτησε την παγίδα και το πόδι του πιάιπηκε ιπο δό­

κανο.

Αμέσως η αλεπού έορεξε γεμάτη χαρά να φέρει το λιο­

ντάρι. Το άγριο ζώο είδε το γάιδαρο, αλλά δε\• όρμησε να

τον φά.ει.

-Τ ι περιμένεις; τm• ρώτησε η αλεπού. Π1jγαινε να τm• φας!

-Πρώτα θα φάω εσένα γιατί είσαι προδότρια Υ.αι άπι-

στη, της είπε το λιοντάρι. Ο γάιδαρος μπορεί \'α περιμένει, αφού έτσι κι αλλιώς είναι πιασμένος ιπο δόκανο.

Και το λιοντάρι έφαγε πρώτα την αλεπού Υ.αι μετά το

γάιδαρο.

Έτσι η αλεπού τιμωρήθηκε και πλ1jρωσε με τη ζωή της

την παγίδα που έιπησε ιπο φίλο Υ.αι σύντροφό της.

Η αλεπού κι ο γεωργός

Κάποτε ζούσε ένας γεωργός που τα είχε βάλει με μια

συγκεκριμένη αλεπού. Αυτό το ζώο τού είχε αρπάξει κά­

ποιο βράδυ ένα κοτόπουλο κι ο γεωργός το είχε κυνηγήσει,

αλλά δε\• είχε καταφέρει να το πιάσει. Είχε προσ{ξει όμως

πως αυτtj η αλεπού είχε μια τούφα άσπρες τρίχες ανάμεσα

ιπ' αυτιά της κι έοσι θα μπορούσε να την ξεχωρίσει απ' τις

άλλες αλεπούδες, όταν θα την έβρισκε. Ο γεωργός ορκί­

στηκε λοιπό\• \'α την εκδικηθεί και μήνες ολόκληρους τής έ­

στηνε παγίδες.

Και το καλοΥ.αίρι, το δύστυχο αυτό ζώο έπεσε σε μια

Page 34: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

παγίδα τσυ γεωργού -το πόδι της πιάστηκε στο δόκανο.

Όταν την είδε ο γεωργός, γέλασε με κακία και της είπε: -Ήρθε η ώρα να σε εκδικηθώ. Σου το είπα ότι θα σ' έ­

πια\•α. Αλλ.ά δε θα σε σκοτώσω. Ο θ<'.ινατος μού φαίνεται

μιΥ.ρή τιμωρία για ό,τι μου έκανες. Θα σε κ<'.ι\•ω να πεθ<'.ι­

\•εις αργ<'.ι και βασανιστικ<'.ι.

Κι έτρεξε στο σπίτι του, όπου ιηjρε έ\•α πανί, το βούτη­

ξε στο λάδι, το έδεσε στψ ουρ<'.ι της αλεπούς και τσυ έβα­

λε φωτι<'.ι.. ΊΞπειτα άνοιξε το δόκω•ο της παγίδας και άφη­

σε το ζώο ελεύθερο.

Η αλεπού το 'σκασε τρέχ<!\-tας για να γυρίσει στη φωλιά

της, αλλά σε λίγο η φωτιά <no στουπί φούντωσε κι άρχισε \'α καίγεται. Το δύστυχο ζώο ούρλιαζε απ' τους πόνους κι έ­

τρεχε πέρα δώθε στα χωράφια με το mτάρι, προσπαθώντας

\'α πετ<'.ι.ξει από πάνω του το στουπί που το έκαιγε. Όμως,

έτm όπως τιναζόταν, τα ξερά στάχυα που ήταν έτοιμα για

θέρισμα έπιασαν φωτιά απ' την ουρά της αλεπούς. Η αλε­

πού κατάφερε, τελιΥ.ά, να σωθεί -πέταξε το <nουπί και πλη­

γωμένη γύρισε στη φωλιά της για να γλείψει τις πληγές της

ώστε να γι{.rl'ουν. Η φωτιά όμως μεταδόθηκε πολύ γρ1jγορα

σ' όλα τα γύρω χωράφια και τα στάχυα έγινω• κάρβουνο.

Την άλλη μέρα ο γεωργός που είχε δέσει το αναμμέ\•ο

στουπί στην ουρά της αλεπούς mjγε \'α θερίσει τα στάχυα

του γιατί εκείνα τα χωράφια 1jταν δικά τσυ, βρ1jκε όμως μόνο καμέ\'1] γη -ούτε έ\•α στάχυ δεν είχε απομεί\•ει. Έτσι

ο γεωργός τψωρ1jθηκε για τη μεγάλη σκληρότητά του.

Page 35: 100 μύθοι από τον Αίσωπο
Page 36: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Το βοσκόπουλο που aστειευόταν κω ο λύκος

Μια φορά κι έ\•αν καιρό ένας φτωχός βοσκός, πσυ είχε

λίγα πρόβατα, CΜ~\θιζε \'α -τα cπέλ\•ει για βοοκή με το γιο

του, ένα νεαρό αγόρι.

Κάθε μέρα το μικρό βοσκόπουλο έπαιρνε τα πρόβατα και τα π1jγαινε σ' ένα λιβάδι, ιπην πλαγιά ενός ΚΟ\'tινσύ

λόφου, γιατί εκεί το χορτάρι ljl;αν παχύ Υ.αι τα πρόβατα βο­

σκούσαν καλά .. Το βοσκό:ιτουλο καθόταν στη ρίζα ενός δέ­

\'tροu και -τα παρατηρούσε, παίζοντας τη φλογέρα του, αλ­λά η ώρα δεν περνούσε και βαριόταν. Έτσι μια μέρα τσύ

πέρασε απ' το μυαλό μια ιδέα και α:ιτοφάσισε \'α διασκε­

δάσει. Σηκώθηκε λοι:ιτόν όρθιος κι άρχισε να φω\•άζει δυ­

νατά:

-Λύκοι, λώωι! Τρέξτε, χωριανοί!

Και πράηιατι, μερικοί χωρικοί έτρεξα\• στην πλαγιά

κρατώντας σκε:ιτάρ\•ια Υ.αι aξίνες. Όταν όμως έφτασαν στο

λιβάδι, βρΙ\Υ.α\• το βοοκόπουλο ξεΥ.αρδισμένο cπα γέλια. -Πού εί\•αι οι λύκοι; -το ρώτησαν.

-ΠλάΥ.α σάς έκω•α! τους α:ιτά\'tη<ιε ο μιΥ.ρός βοσκός.

Δε\• ήρθε κω•ένας λύκος.

Οι χωρικοί θύμωσαν και μάλωσα\• -το βοσκόπσυλο, πριν

ξαναγυρίσουν στις δουλειές τους.

Ο φτωχός βοσκός μάλωσε κι αυτός -το γιο του, όταν -τον

είδε το ίδιο βράδυ, και τον έβαλε να -του υποσχεθεί παις δε

θα ξανάκανε τέ-τοια χm'fρά αστεία.

Το βοοκόπουλο -τού έδωσε το λόγο -του, λίγες όμως μέ­

ρες αργότερα, αποφάσισε \'α ξαναπαίξει το ίδιο παιχνίδι. Άρχισε λοΙJtόν να φω\•άζει:

Page 37: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

- Τρ{ξτε, τρέξτε! Οι λύκοι θα φά\•ε τα πρόβατα! Οι χωρικοί έτρεξαν και πάλι \'α βοηθιjσουν, αλλά έγι­

νω• {ξαλλοι όταν διαπίστωσα\• πως το βοσκόπουλο τούς εί­

χε εξαπατtjσει ακόμα μια φορά .. -Δύο λύκοι ήταν εδώ πριν από λίγο. Το 'σκασαν όμως ό­

ταν σας άκουσω• \'α πλησιάζετε, διΥ.αιολογ1jθηκε το βο­

σκόπουλο, για \'α τους ηρεμήσει. Την επόμενη μέρα, ακριβώς λίγη ώρα αφότου το βοσκό­

πουλο οδtjγησε τα πρόβατά του στο λιβάδι, παρουσιά<nη­

καν στ' αλήθεια δύο λύκοι. Ο νεαρός βοσκός άρχισε να

φωνάζει όσο πιο δm•(.ιτά μπορούσε:

-Λύκοι, λύκοι, τρέξτε!

Κανείς όμως χωρικός δεν έτρεξε να βοηθήσει το τρομαγ­

μένο βοσκόπουλο και οι λύκοι άρπαξα\• κ{Ι\•α δυο πρόβατα.

Όταν το νεαρό αγόρι γύρισε Υ.λ.αίγ<Ι\'tας στο χωριό και

παραπσνέθηκε στους χωρικούς πσu δε\• είχαν τρέξει να το

βοηθήσουν, εκείνοι του είπαν:

-Εσύ φταις κι όχι εμείς. Μας είπες δύο φορές ψέματα,

ώστε όταν είπες την αλ1jθεια, εμείς δεν είχαμε πια Υ.α\•ένα

λόγο \'α σε πιστέψουμε.

Τα πρόβατα και ο λύκος

Κάποτε ζούσε έ\•ας βοσκός που είχε ένα πολύ μεγάλο

κοπάδι πρόβατα και δύο μεγάλα και άγρια μαντρόσκυλα να τα φυλά\•ε. Τα σκυλιά όμως αυτά κάποια στιγμή αρρώ­

στησαν και πριν προλάβει ο βοσκός \'α τα φροντίσει, μιας

Page 38: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

και Υ.αμιά στ6νη δε βρισΥmαν εκεί κον10ά, ψόφησαν και τα

δύο.

Ο βοσκός στενοχωρ1jθηκε πολύ, τόσο επειδή έχασε τα

αγαπημένα του σκυλιά, όσο κι επειδή φοβόταν μην επιτε­

θούν στο κοπάδι του οι λύκοι. · Επρεπε λοιπόν να πάρει την

απόqχ:ιση να κατεβάσει το κοπάδι του σε άλλα λιβάδια, ό­που θα συναντούσε κι άλλους βοσκούς Υ.αι θ' αγόραζε από

κείνους Υ.6ποιο μαντρόοκυλο.

Ξεκίνησε την ίδια κιόλας μέρα \'α πάει τα πρόβατά του στη βοσκή, όταν ξαφνικά είδε ένα λύκο να τ' ακολουθεί. Ο

βοσκός φοβήθηκε κι άρχισε να μαζεύει πέτρες για να τις

πετάξει στο λύκο, όταν πρόσεξε ότι το άγριο ζώο δεν έδει­

χνε διάθεση να πειράξει τα πρόβατα. Αντίθετα, τ' ακολου­

θούσε πειθιjνια σαν \'α ήταν τσοπα\•όσκυλο κι ότα\• έβλεπε κάποιο απ' αυτά να ξεΥ.όβει από το κοπάδι, έτρεχε και το

ξανάφερνε πίσω. Ο βοσΥ.ός παραξενεύτηκε από τη συμπε­

ριφορά του λύκου κι όλη τη μέρα πρόσεχε πού πήγαινε το

αγρίμι και τι έκανε, γιατί φοβόταν μιjπως ο λύκος αρπάξει

ξαφνικά κω•ένα πρόβατο. Το ίδιο έκανε Υ.αι το βράδυ. Ό­

λη τη \'ΙJχτα ο βοσΥ.ός παραφύλαγε μήπως κι εμφανισθεί ο

λύκος, που το απόγευμα είχε ακολουθήσει τα πρόβατα μέ­

χρι το μαντρί κι έπειτα είχε φύγει σαν να 'χε κάνει το κα­

θήκον του.

Το επόμε\•ο πρωι\•ό ο λύκος περίμε\•ε το βοσκό Υ.αι το κοπάδι του και τους αΥ.ολούθησε και πάλι σω• τσοπανό­

σκυλο μέχρι το λιβάδι. Το δειλινό τούς συνόδευσε ξανά μέ­

χρι το μαντρί κι έπειτα έφυγε.

-τι παράξε\•ο ζώο! είπε στον εαυτό του ο βοσκός. Συ­

μπεριφέρεται περισσότερο σαν σκύλος παρά (J(!ν λύκος.

Page 39: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Με-τά από δεΥ.απέγτε μέρες ο βοσΥ.ός είχε πια πειστεί

παις ο λύκος 1jταν ακίνδυνος και μάλιστα είχε αρχίσει να

το\• ταίζει, όπαις -τάιζε παλιά και τα σκυλιά του. Δε\• έψα­

χνε πια για τσοπανόσκυλο, αφού ο λύκος εκτελούσε <πην εντέλεια τα καθιjκογτα του φύλακα.

Με-τά από λίγο καιρό ο βοσκός α\•r.ιγκάστηκε να πάει

στην πόλη για μια δουλειά .. ΊΞφυγε Ιjσυχος από τη στάνη του κι άφησε το λύκο να -του φυλά.ει τα πρόβατα. Όταν ό­

μως γύρισε πίσω, δε βρήκε ζω\'tα\•ό ούτε έ\•α πρόβατο. -Τι βλά.κας που είμαι! Καλά να πάθω! άρχισε να φωνά­

ζει και να χτυπάει -το κεφάλι του στον τοίχο. Είμαι τόσο

κουτός που εμπιστεύτηκα τη φύλαξη των προβ<Όιτων μου σ' ένα λύΥ.ο.

Ο λύκος και ο πελαργός

Μια φορά κι έναν καιρό ένας λύκος που έτρωγε -το φα­

γητό του με λαιμαργία π1jγε να πνιγεί, κι όταν Υ.ατάπιε, έ­

να μικρό Υ.όκαλο τού στάθηκε στο λαιμό και όσο κι α\• έβη­

χε κι όσο κι αν έφτm•ε, δεν μπορούσε να το βγάλει. Τριγύ­

ριζε λοιπό\• στο δάσος και παρακαλούσε όποιο ζώο συ\•α­

ντούσε \'α τον βοηθιjσει. Κανένα όμως ζώο δεν τολμούσε να πλησιάσει το αγρίμι, πόσο μάλλον να χώσει το πόδι -του

στο στόμα του.

Τότε ο λύκος φώναξε απελπισμένος:

-Όποιος με βοηθΊjσει, θα αγταμειφθεί πλουσιοπάροχα.

Σας δίνω το λόγο της τιμής μου.

Page 40: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ένας πελαργός πσυ 1jταν τολμηρός Υ.αι θαρραλέος και 1jξερε πως ο λύκος ήταν πολύ πλούσιος, τον πλησίασε κι ό­

ταν ο λύκος άνοιξε διάπλατα το στόμα -του, εκείνος με το

μακρύ του ράμφος τράβηξε το κόΥ.αλο με προσοχή. Α νακσυφισμένος ο λύκος είπε:

-Επιτέλους, είμαι καλά. Και γύρισε να φύγει.

-Πού είναι η ανταμοιβή που μου υποσχέθηκες; -τον ρώ-

τησε τότε ο πελαργός.

-Δε σου φτάνει που έζησες αυτή την εμπειρία; του απά­

\'tησε -το aχάριστο αγρίμι. • Εβαλες το ράμφος σου στο στό­

μα -του λύκου και επέζησες. Θέλεις και ανταμοιβ1j; Άντε,

φύγε από μπρο<nά μου.

Και ο πελαργός δεν είπε τίποτα γιατί ήξερε πως δεν

μπορούσε να απαιτήσει το δίκιο του από κάποιον που 1jταν

πιο δm•ατός απ' αυτόν.

Ο πειναιτμέvος λ·ύκος και ο κατοικίδιος οκύλος

Μια φορά κι έ\•αν καιρό ένας γέρος λύκος πσυ ζούσε σ'

έ\•α δάσος δυσκολευόταν να βρει φαγητό, με αποτε'λεσμα

\'α αδυνατίσει τόσο πολύ, που τα πλευρά του ξεχώριζαν

απ' τη γούνα του. Ο λύκος Ιjταν aπελπισμένος και για να

μην πεθάνει της πείνας, αναγκάστηκε να βγει απ' το δάσος

και να πλησιάσει το χωριό. Εκεί συν{Ι\'tησε έναν οικόσιτο

σκύλο, καλοθρεμμένο και mρουμπουλό. -Μια χαρά είσαι! του είπε ο λύκος με απορία. Πού βρί­

σκεις φαγητό όταν -το κυνήγι έχει γί\•ει τόσο σπάνιο;

Page 41: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

-Εγώ δε βγαίνω για κυνtjγ~ του είπε ο σκύλος. Κάθε μέ­ρα το αφε\'ttΚό μου με ταίζει Υ.ρέας και πουλερικά. Εγώ το

μόνο που πρέπει να κάνω είναι να προσέχω το σπίτι Υ..αι να

γαβγίζω σ' όποιον το πλησιάζει. Γιατί δε\• έρχεσαι, φίλε λύ­

κε, κι εσύ στο χωριό να βρεις μια οικογένεια να την πρ<χπα­

τεύεις κι εκείνη να σε ταίζει; πρόσθεσε ο χοντρός οκύλος.

-Μετά χαράς, είπε ο λύκος και ξεκίνησαν και οι δύο για

το χωριό.

Όμως ο λύκος, όπως περπατούσα\• άκουγε έ\•α γκλιν­

γκλαν και γυρίζ<Ι\<τας προς το μέρος του σκύλου, είδε γύρω

απ' το λαψό του μια λαιμαριά.

- Τι είναι αυτό που φοράς, φίλε ~ιου; το\• ρώτησε. -Α, αυτό είναι λαιμαριά, του απ{Ι\<τη<ιε ο σκύλος. Απ'

αυτό με δένουν τη νύχτα με μια αλυσίδα, για να μψ• το

σκάω.

-Τότε εγώ δε\• πρόκειται να σε ακολουθήσω στο χωριό,

του είπε ο γερο-λύκος. Προτιμώ να μείνω στο δάσος ελεύ­

θερος Υ.αι νηστικός, παρά να τρώω πλσυσιοπάρ<r,<α και να

'μαι σκλάβος!

Το τζιτζίκι και το μυρμrftκι

Ήτα\• Υ.αλοκαίρι και οι μέρες 1jτα\• φωτεινές και ηλιό­

λουστες. Το τζιτζίκι περνούσε το\• καιρό του τραγουδώ­

ντας, ε\•ώ τα μυρ~ηjγκια κουβαλούσαν χωρίς <nαματημό

σπόρους, ψίχουλα κι ό,τι άλλο έβρισκαν για να το αποθη­

κεύσουν <nη φωλιά τους.

Page 42: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

-Το καλοκαίρι πρέπει \'α διασκεδάζουμε, τους είπε ο τζίτζικας γελώντας δυνατά. Ήλιος, ζέστη ... Δε γίνεται να δουλεύετε -τόσο σΥ.ληρά. Αφήστε τις βαριές δουλειές για το

χειμώνα.

Τα μυρμ1jγκια όμως δε\• του απάντησα\• και συνέχισαν

τη δουλειά -τους.

Και πράγματι Ιjρθε το φθινόπωρο, ακολούθησε ο χειμώ­\•ας, άρχισαν τα μεγάλα κρύα, έπεσα\• και χιόνια. Το τζιτζί­

κι δεν έβρισκε τίποτα να φάει. Π1jγε λοιπό\• στη φωλιά των

μυρμηγκιών και -τους είπε:

-Δώστε μου, καλά μου μυρμ1jγκια, κ{.ιτι να q;άω. Σας πα­

ρακαλώ! Πεινάω πολύ.

-Δυστυχώς, δεν μπορούμε να σου δώσουμε τίποτα, του

απά\'τησαν τα μυρ~ηjγκια. Δουλέψαμε σκληρά όλο -το Υ.α­

λοκαίρι, ε\•ώ εσύ τραγούδαγες και γέλαγες. Ε, συνέχισε

\'α κάνεις το ίδιο Υ.αι τώρα!

Το δεμάτι με τις β{ρyες

Μια φορά κι ένω• καιρό ζούσε ένας αγρότης που είχε

τρεις γιους. Αυτά τα παιδιά δεν υπήρχε μέρα που να μη μά­

λωναν μεταξύ -τους. Τα χρό\•ια πέρασαν κι ο αγρότης γέρα­

σε. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε πως πλησίαζε ο θάν(.ιτός

του. Τότε κάλεσε Υ.οντά του Υ.αι τα τρία του παιδιά, γιατί 1\­θελε να τα συμφιλιώσει. Αq;ού ζ1jτησε και του έφεραν ένα

δεμάτι από λεπτές βέργες, είπε στο μεγάλο γιο του να σπά­

σει τις βέργες στα δύο.

Page 43: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Όσο κι ω• προσπάθησε όμως ο νεαρός, δεν κατάφερε να σπάσει το δεμάτι με τις βέργες.

Τότε ο γέρος αγρότης ζψησε από το δεύτερο γιο τσυ,

που όλη αυτή την ώρα κορόιδευε τον αδερq;ό του, να σπά­

σει εκείνος τις βέργες. Όμως ούτε ο δεύτερος γιος κατά­

φερε να σπάσει το δεμ{.ιτι με τις βέργες.

Στη συνέχεια προσπάθησε κι ο τρίτος γιος, αλλά απέτυ­

χε κι εκεί\•ος.

Τότε ο αγρότης τράβηξε απ' το δεμ{.ιτι τρεις βέργες και

έδωσε από μία σε κάθε του γιο, ζητώντας του \'α τη σπάσει.

Και, βέβαια, αυτές τις βέργες τις έσπασα\• πανεύκολα και

οι τρεις.

-Είδατε πόσο δm•ατοί είστε, όπως αυτό το δεμάτι με τις

βέργες, όταν είσαστε ενωμένοι και πόσο εύΥ.ολα μπορεί

κάποιος \'α σας σu\-τρίψει, ότω• είστε μόνοι σας, είπε ο πα­

τέρας στους τρεις γιους τσυ.

Η βελανιδιά και οι καλb.μιές

Δίπλα σε μια λίμνη βριοκότω• μια μεγάλη βελω•ιδιά με κλαδιά που απλώνο\'tα\• προς όλες τις κατευθύνσεις, ενώ

δίπλα της φύτρωναν πολλές κι αδύναμες Υ.αλαμιές. 'Οταν

φυσούσε, οι καλαμιές έγερνα\• και λύγιζαν, η βελανιδιά ό­

μως στεκόταν περήφανη και τα κλαδιά της μόλις που σά­

λευα\• στο φύσημα του αέρα. -Ούτε ο αέρας δεν μπορεί να με κά\•ει να λυγίσω, έλεγε

με έπαρση η βελανιδιά.

Page 44: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

-Αυτό θα το δούμε, αυτό θα το δούμε, ψιθύριζω• τα κα­

λάμια.

Μια μέρα <πην περιοχ1j της λίμνης ξέσπασε μια δm•ιmj

καταιγίδα. Αστραπόβρον10α χαράκωνα\• τον ουρανό και ο

άνεμος, που φυσούσε μανιασμέ\•α, κουνούσε τις καλαμιές

πότε από 'δω και πότε από 'κει. Ήταν δε τόσο δυνατός,

που τελικά ξερίζωσε από τη γη την πελώρια βελανιδιά και την έριξε κ(.ιτω με τρομερό θόρυβο.

Κάποια στιγμή που η καταιγίδα κόπασε, οι αδύναμες

καλαμιές που βρίσκ<η-ταν ακόμα στη θέση τους, γύρισαν

και είπαν στην πεσμένη βελα\•ιδιά:

-Εμείς επιζ1jσαμε γιατί λυγίζαμε <no φύσημα του αέρα, ε\•ώ εσύ που αντι<nεΥ.όσουν, ξεριζώθηκες και καταστρά­

φηκες.

Η χελώνα κι ο λαyός

Ένας λαγός δεν έχανε ευΥ.αιρία να καυχιέται <nα ζώα

του δάσους για το πόσο γρήγορα έτρεχε.

- Είμαι πιο γρ1jγορος κι απ' το\• αέρα, έλεγε όπου στε­κόταν κι όπου βρισκόταν.

Μια χελώ\•α είχε ενοχληθεί φοβερά απ' τις καυχησιές του λαγού και μια μέρα δεν άντεξε και του είπε:

-Κυρ-λαγέ, σε καλώ \'α με συναγωνιmείς στο τρ{ξιμο

και τότε θα δούμε ποιος εί\•αι γρηγορότερος.

Ο λαγός διασκέδασε τόσο πολύ με τΙ]\' πρόταση της χε­

λώνας, που δέχτηκε το στοίχη~ια.

Page 45: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Τα δύο ζώΗ συμφώνησαν \'α ψέξουν μέχρι τη φτελιά, έ­

να μεγάλο δέ\"fρο που βρισκόταν στη στροφtj του δρόμου. Δόθηκε το σύνθημα και τα δύο ζώΗ ξεκίνησαν. Ο λαγός

εξαφανίστηκε στη στιγμή, ε\•ώ η χελώνα mjρε αργά και

σταθερά το δρόμο.

Μόλις ο λαγός έφτασε <nη στροφtj του δρόμου, είπε

στο\• εαυτό του: <<ΒρίσΥ.ομαι ένα πtjδημα απ' το τέρμα.

Στη\• πραγματικότητα, την έχω νικήσει τη χελώνα. Δε\• ξα­

πλώνω κάτω απ' αυτό το δέ\"fρο, να κοιμηθώ λιγάκι και με

το που θα τη δω να έρχεται, πετάγομαι και τερματίζω>> . Κι αυτό έΥ.α\•ε. Τεντώθηκε φαρδύς πλατύς στη σκιά του

δέντρου και ΠQL\' καλά Υ.αλά το καταλάβει αποκοιμήθηκε

βαθιά.

Η χελώνα, στο μεταξύ, συνέχιζε το περπάτημα. Κάποια

στιηη\ έφτασε <nη στρσφtj του δρόμσυ και ξεπέρασε το λα­

γό που κοιμόταν του καλού καιρού. Βρισκόταν λίγα εκατο­

στά πριν από τη φτελιά, όταν ο λαγός ξύm'ησε, είδε τι έγι­νε και πετάχτηκε όρθιος.

Ήτω• όμως 1jδη πολύ αργά. Η χελώνα είχε τερματίσει

και τα ζώΗ του δάσους τη ζητωκραύγαζα\•. Το σοφό ζώο

δε\• είχε επαναπαυτεί, αλλά αργά και σταθερά είχε παλέ­

ψει για τη νίκη.

Page 46: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Η αλεπού και ο κάβουρας

Σε μια όμορφη ακρογιαλιά ζούσε κάποτε έ\•ας νεαρός

κάβουρας ~ιαζί με την παρέα του -πολλά άλλα καβούρια.

Εκεί, ανάμεσα στους βράχους που πότε τους σκέπαζε και

πότε τους ξεσκέπαζε το κύμα, τα καβούρια έτρωγαν, έπαι­

ζαν, κοιμούνταν.

Ο \•εαρός Υ.άβουρας όμως είχε βαρεθεί τα ίδια και τα ί­δια Υ.αι Ιjθελε να γνωρίσει και τον κόσμο της στεριάς. Ό­

ταν λοιπόν τα καβούρια έβγαιναν στην αμμουδιά, εκεί που

έσΥ.αγε το κύ~ια της θάλασσας, ο νεαρός κάβουρας καθυ­στερούσε λιγάκι παραπάνω και προχωρούσε μερικά μέτρα

κοιτάζ<Ι\-tας γύρω του, πρι\• τρέξει \'α κρυφτεί Υ.αι πάλι στα

βράχια ή στις σπηλιές, όπου ήταν το σπίτι του.

Ώσπου μια μέρα αποφάσισε να μην ξαναγυρίσει στη

θάλασσα. Προχωρώ\-τας σtΙ]\' αμμουδιά, βρήκε έ\•α ποτα­μάκι που χυνόταν στη θάλασσα και άρχισε να το ανεβαίνει,

μέχρι που έφτασε στην κοίτη του. Εχεί Ιjταν ένα δάσος. Ο

κάβουρας δε\• είχε ξαναδεί δέντρα στη ζωή του κι απόμει­

\'ε \'α τα κοιτάζει έκθαμβος. Τότε, όμως, μια αλεπού τον εί­δε και τον έπιασε για να τον φάει.

-τι γυρεύει <nη στεριά έ\•α πλάσ~ια της θάλασσας σαν κι

εμένα; είπε ο κάβουρας στο\• εαυτό του. Καλά να πάθω, α­

φού Ι\ θελα ταξίδια και νέες εμπειρίες!

Page 47: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Η νυχτερίδα και οι γάτ~

Μια \'U',(fερίδα κάπστε πληγώθηκε <nα πτερύγιά της και δε\• μπορούσε να πετάξει. Σερνότα\• λοιπόν στο χώμα κι έ­

ψαχνε \'α βρει ένα μέρος για να κρυφτεί, μέχρι \'α γιά\•ει η

πληγιj της. Εκείνη τη στιγ~ηj όμως έτυχε \'α περνάει από 'κει ένας αγριόγατος που μόλις την είδε, όρμησε πά\•ω της

για να τη φάει.

-Σε παρακαλώ, άσε με \'α ζιjσω! Μη με φας, του είπε η

νυχτερίδα.

-Εγώ τρώω όλα τα πουλιά, της είπε ο αγριόγατος.

-Μα εγώ δεν είμαι πουλί, του απάντησε η νυχτερίδα. Εί-

μαι ποντικός της εξοχιjς.

Ο αγριόγατος την περιεργάιnηκε με προσοχή, είδε πως

έμοιαζε <n' αλιjθεια με ΠΟ\'tικό και γι' αυτό την άφησε να

ζήσει. Πριν όμως προλάβει ν' ανασά\•ει από αναΥ.ούφιση η

πληγωμένη νυχτερίδα, εμqχινίστηκε μπροστά της μια γάτα,

που ετοιμάστηκε να τη φάει.

-Σε παρακαλώ, άσε με να ζήσω! Μη με φας, είπε στη

γάτα η νυ-,crερίδα. -Εγώ τρώω όλα τα ΠΟ\'tίκια, της απάντησε η γάτα.

-Μα εγώ δε\• είμαι ποντίκι, της είπε το πληγωμένο ζωά-

κι. Είμαι νυχτερίδα, δεν το βλέπεις; 'Ε χω φτερά και πετάω.

Η γάτα την Υ.οίταξε με προσοχιj, είδε πως είχε πράγματι

φτερά -τα πτερύγιά της- και της είπε πριν απομακρυνθεί:

-Εντάξει, δε θα σε φάω. Δε\• είσαι ποντικός.

Έτσι η έξυπνη νυ-,crερίδα γλίτωσε δύο φορές από το θά­

νατο, αλλάζοντας το ό\•ομά της.

Page 48: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ο ποντικός της πόλης και ο ποντικός της εξοχ,ιίς

Ένας ποντικός που ζούσε στην εξοχή κάλεσε στα γε­

\•έθλιά του το\• ξάδελφό του από την πόλη για δείπνο.

Κουράστηκε όλη μέρα με τις ετοιμασίες, κι όταν 1jρθε η

ώρα του δείπνου πρόσφερε στον καλεσμένο του λίγο α­

ρακά, λίγο ξερό ψωμί, λίγους σπόρους κριθαριού.

Ο ποντικός της πόλης, αφού έφαγε λίγο αρακά και λί­γο ξερό ψωμί, γύρισε και είπε στον ξάδελφό του:

-Καλέ μου ξάδελφε, α\•αρωτιέμαι πώς μπορείς και ζεις

τόσο φτωχικά! Σε προσκαλώ να έρθεις μαζί μου στην πό­

λη για να σου δείξω πώς πρέπει \'α ζει ένας ΠΟ\'"fικός.

Και πράγματι, το ίδιο κιόλας βράδυ τα δύο ποντίκια π1jγα\• στην πόλη, όπου ο ποντικός της πόλης οδήγησε τον

ξάδελφό του σ' ένα υπέροχο αρχοντικό. Οι δύο ποντικοί μmjκαν στην τραπεζαρία και πάνω στο μεγάλο ξύλι\•ο

τραπέζι βρήκα\• όλα τα καλά -απομεινάρια ενός πλού­

σιου δείπνου. Ο ποντικός της πόλης πρόσφερε στον ξά­

δελφό του τυρί, φρέσκο άσπρο ψωμί, μιΥ.ρά κομματάκια

λουκάνικο. Τα δύο ΠΟ\'"fίκια δεν είχα\• προλάβει να αποφάνε, όταν

ακούστηκε ένα νιαούρισμα και μια γκρίζα γ<'.ιτα πήδηξε

πά\•ω στο τραπέζι. Τα ΠΟ\'"fίκια μόλις που πρόλαβαν να

κουτρουβαλ1jσουν απ' το τραπέζι και να κρυφτούν σε μια

τρύπα στο\• τοίχο.

-Μη φοβάσαι, είπε ο π<η"Ιικός της πόλης. Σε λίγο η γά­

τα θα φύγει και εμείς μπορούμε να aποτελειώσουμε το

δείπνο μας.

-Αγαπητέ μου ξάδελφε, εού μπορείς να aποτελειώσεις

Page 49: 100 μύθοι από τον Αίσωπο
Page 50: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

το φαγητό σου. Εγώ προτιμώ να γυρίσω στο σπίτι μου

στην εξοχή και \'α δειm~jσω φτωχικά, αλλά με ασφάλεια,

απάντησε ο ποντικός της εξοχ-ιjς και το 'βαλε στα πόδια.

Το καμπανάκι της γάτας

Μια οιΥ.ογένεια ποντικώ\• ζούσε σ' ένα ωραίο παλιό

σπίτι με πολλά δωμάτια. Τα ποντίκια περνούσα\• υπέροχα,

αλλά θα περ\•ούσαν πολύ καλύτερα αν δε ζούσε στο ίδιο

σπίτι και ~u.α γ{.ιτα, πονηρή και επικίνδυνη. Το ζώο αυτό γλίστραγε στους χώρους του σπιτιού σιωπηλό και αιψ\•ιδί­

αζε τα θύματά του πριν αυτά προλάβουν να το βάλοm• στα

πόδια. Έτm είχε καταφέρει και είχε πιάσει πολλά ποντί­

κια και τα είχε σκοτώσει. Τα ποντίκια λοιπόν αποφάσισαν να κάνουν μια συνέ­

λευση, για να δουν με τι τρόπο μπορούσαν να αντιμετωπί­

σουν τον τρομερό τους εχθρό. Στη συνέλευση μίλησα\• ό­

λοι, μικροί και μεγάλοι, ώσπου ένα μικρό ΠΟ\'tίκι πρότεL\•ε

το εξ!jς σχέδιο:

-Νομίζω πως βρ1jκα τη λύση <no πρόβλημά μας. Πρστεί­

''ω να δέσουμε ένα Υ.αμπανάκι στο λαιμό της γάτας! 'Ετσι

θα την ακούμε ότα\• θα έρχεται προς το μέρος μας.

Τα ποντίκια ενθουσιά<nηκαν με την ιδέα του μικρού πο­

\'tικσύ και άρχισαν \'α του δίνουν ΟU'(',(αρητήρια. Τότε, ό­μως, ένα γέρικο σαρό ποντίκι που δεν είχε μιλ1jσει μέχρι

τότε, ζήτησε το λόγο και είπε τα εξής:

-Πολύ ωραία ιδέα, φίλοι μου. Τα λόγια όμως είναι εύκο-

Page 51: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

λα, ενώ οι πράξεις δύσκολες. Μου λέτε ποιος από μας θα

βρει το θάρρος να πάει να δέσει το Υ.αμπανάκι στο λαιμό

της γάτας;

Ο μικρός σκύλος του κηπουρού

Μια μέρα, ένας κηπουρός βρισκότω• <ΠΟ\' κtjπο του και

φύτευε βολβούς. Λίγο πιο πέρα, ιπα παρτέρια, έπαιζε το

κουτάβι του κηπουρού -κm~1γούσε μια πεταλούδα. Το νε­αρό ζώο ήταν τόσο χαρούμενο και απορροφημένο από το

παιχνίδι, που δεν πρόσεχε πού πατούσε, με αποτέλεσμα να

γλιστρ1jσει και να πέσει μέσα σ' ένα πηγάδι, ιπεγνό αλλά

βαθύ, απ'το οποίο δε\• μπορούσε να βγει.

Ο σκυλάκος άρχισε να γαβγίζει και το αφε\'tιΥ.ό του τον

άκουσε κι έτρεξε να τον βοη θήσει. Ο κηπουρός έσκυψε και άπλωσε το χέρι του για να τον πιάσει, το σκυλάκι όμως

φοβ1jθηκε και του δάγκωσε το χέρι. -Δεν ντρέπεσαι, βρε; του είπε ο κηπουρός. Δαγκώ\•εις

το χέρι που σε ταlζει; Εγώ τρέχω να σε σώσω κι αυτό είναι

το εuχαριιπώ; Βρες λοιπόν τρόπο και βγες απ' το πηγάδι

μό\•ος σου !

Page 52: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Οι δύο ταξιδιώτες και η αρκούδα

Δύο φίλοι ξεκίνησαν \'α κάνουν έ\•α ταξίδι -mjγαιναν στην πόλη για δουλειές. Καθώς περπατούσαν σ' ένα <Πε\•ό

μονοπάτι ιπο δάσος, το οποίο διέσχιζαν για \'α κόψουν δρόμο, άκουσαν ένα θόρυβο και είδαν μέσα απ' τα δένψα

έ\•α τεράστιο ζώο να έρχεται προς το μέρος τους.

-Αρκούδα! Τρε'ξε να σωθούμε! φώναξε ο έ\•ας απ' τους

δύο φίλους και παρατώντας το miντροφό του, σκαρφάλω­

σε όσο πιο γρ1jγορα μπορούσε σ' ένα ψηλό δέντρο και κρύ­

φτηκε μέσα στο πυκνό του φύλλω~ια. Ο δεύτερος άντρας όμως δε\• πρόλαβε ν' α\•εβεί ιπο δέ­

\'tρο, αφού δεν τον βrnjθησε κι ο σύντροφός του, παρά κοί­

ταξε να προστατεύσει το τομάρι του. Ο δύστυχος άντρας έ­

πεσε λοιπό\• στο χώ~ια και παρίστανε τον πεθαμένο, περι­

μένοντας το τέλος του. Η αρκούδα πλησίασε τον ξαπλωμένο άντρα και άρχισε

\'α τον μυρίζει. Τον μύρισε αρκετtj ώρα από τψ• κορυφtj μέχρι τα \.,)χια και έπειτα, προς έκπληξη και τω\• δύο α­

\'tρών, γύρισε κι έφυγε. -Μου φ(.ινηκε πως η αρΥ.ούδα κάτι σου είπε στο αυτί, εί­

πε ο ταξιδιώτης που είχε ανεβεί στο δέ\'tρο στο φίλο του,

μόλ.ις κατέβηκε.

-Δίκιο έχεις, του απάντησε ο συνταξιδιώτης του.

-Και τι σου είπε; το\• ρώτησε ο πρώτος ταξιδιώτης.

-Με συμβούλεψε την επόμενη φορά που θα ταξιδέψω,

\'α διαλέξω πιο προσεκτικά το φίλο που θα με συνοδεύσει,

ώστε να μη με παραηjσει όταν θα παρουσιαστεί κίνδυνος.

Page 53: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ο βοριάς κω ο ήλιος

Μια φορά κι έναν καιρό ο βοριάς και ο Ιjλιος άνοιξαν

μια μεγάλη κουβέντα για -το ποιος απ' τους δύο ψω• ο πιο

δυνατός. Ο βοριάς ισχυριζόταν πεισματικά παις ήταν ο δυ­

νατότερος, ώσπου ο Ιjλιος, που δε\• άντεχε να ακούει άλλο

τις καυχησιές του, του ζψησε να βάλουν ένα στοίχημα: -του

πρότεL\•ε να διαλέξουν στην τύχη έναν ταξιδιώτη και να

προσπαθήσουν ο ένας μετά τον άλλον στη σειρά να τον κά­

νουν να βγάλει τα ρούχα του. Ο βοριάς δέχτηκε, κι όταν εί­

δαν έ\•αν {.ινθρωπο σ' έ\•αν εξοχικό δρό~ιο, έναν άντρα που

περπατούσε ολομόναχος, ο βοριάς άρχισε να φυσάει δm•α­

τά για \'α το\• αναγκάσει να βγάλει τη ζακέ-τα του. Ο ταξι­διώτης όμως όχι μόνο δεν την έβγαλε, αλλά ά\•οιξε το σά­

κο -του, πήρε από 'κει μια κουβέρ-τα και τυλίχτηκε μ' αυτή

όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Ο βοριάς φύσηξε ακόμα πιο δυ­νατά, αλλά και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Γύρισε τότε και εί­

πε στον ήλιο:

-Ήρθε η σειρά σου. Για να δούμε - θα μπορέσεις \'α κά­

νεις τον ταξιδιώτη να βγάλει τα ρούχα του;

Και ο Ιjλιος άρχισε να λάμπει στο στερέωμα και να

στέλνει καυτές ακτίνες φωτός <nη γη. Σε λίγη ώρα ο ταξι­

διώτης, που είχε αρχίσει να ιδρώνει, έβγαλε σιγά σιγά τα

ρούχα του κι απόμεινε ολόγuμ\•ος.

-Τελικά, εσύ είσαι ο πιο δυνατός, παραδέχτηκε με βα­

ριά καρδιά ο βοριάς.

Page 54: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ο γ{ρος και ο θάνατος

Κώτοτε, σ' ένα χωριό ζούσε ένας γέρος -και ζούσε ο­

λομόναχος. Δεν είχε κανέναν στον κόσμο να τον φρ<!\>τί­

ζει, ούτε παιδιά ούτε συγγε\•είς, κι αναγκαζόταν να κάνει

όλες τις δουλειές μόνος του.

Είχε έρθει το φθινόπωρο και πολύ σύντομα θα ερχόταν

ο χειμώ\•ας με τα κρύα του. Ο γέρος λοιπόν ξεκίνησε να πάει στο δάσος να μαζέψει ξύλα, για να 'χει το χειμώνα

ζεστασιά .. Στο δάσος βρήκε πολλά ξερόκλαδα, τα μάζεψε, τα έκανε ένα μεγάλο δεμάτι, τα φορτώθηκε στψ πλ<'.ιτη

του και ξεκίνησε για το σπίτι του. Στο δρόμο όμως ο γέρος

κουράστηκε, γιατί το δάσος βρισκότα\• μακριά απ' το σπι­

τικό του, στα~ιάτησε δίπλα σ' ένα ποταμάκι, ξεφόρτωσε τα

ξύλα από την πλ<'.ιτη του και κάθισε σε μια πέτρα να ξεκου­

ραστεί. Δεν είχε πια κουράγιο \'α κάνει βήμα, δεν ήθελε

\'α παλεύει <'.ιλλο με τη ζωή. Γι' αυτό και είπε α\•αστενάζο­

\>τας:

-Μακ<'.ιρι να ερχόταν ο θά\•ατος να με πάρει!

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του κι έ\•ας άντρας

εμφανίστηκε μπροστ<'.ι του.

-Ποιος είσαι εού; τον ρώτησε ο γέροντας.

-Είμαι ο Θάνατος, γέρ<η-τα. Σε άκουσα που με ζήτησες

και ήρθα, είπε ο ά\>τρας. Τι με θέλεις;

Μόλις όμως είδε το θάνατο μπροστά του ο γέρ<η-τας ξέ­

χασε αμέσως και την κούραση της επιβίωσης, και τη μονα­

ξι<'.ι, και τα βάσα\•α της Υ.αθημερινότητας, γιατί σκέφτηκε

πως η ζω1j είναι γλυκιά, και είπε στο θ<'.ινατο χαμογελώ­

\>τας:

Page 55: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

-Αχ, σε φώναξα πράγματι, Θάνατε. Ήθελα \'α κουβα­λ1jσεις ιπο σπίτι μου, αν μπορείς, αυτό το δεμ{.ιτι με τα ξύ­

λα, γι(.ιτί για μένα εί\•αι πολύ βαρύ ...

Το παιδί και το ζωyραφιστ6 λιοντάeι

Μια φορά κι ένα\• καιρό ζούσε έ\•ας πλούσιος κτηματί­

ας, που δεν είχε κανέναν στον Κ·όσμο ~ύτε γυναίκα, σύτε

άλλον συγγενή- πέρα από ένα γιο, μ<Ι\•άκριβο. Ο ά\•θρω­

πος αυτός 1jταν πολύ φοβητσιάρης -έτρεμε και το\• ίσκιο

του. Ένα βράδυ είδε ένα παράξενο όνειρο: πως το γιο του

το\• έφαγε ένα λι<Ι\'tάρι. Ο κτηματίας φοβ1jθηκε πάρα πο­λύ κι επειδ1j δεν ήθελε το όνειρο αυτό να βγει αληθινό, κά­

λεσε τους καλύτερους ~ιαστόρους κι έχτισε ένα σπίτι με πολλά δωμάτια, σωιπό παλ{.ιτι. Το μέγαρο αυτό όμως είχε

τα παράθυρά του πολύ ψηλά, τις πόρτες του πάντα κλειδω­

μένες Υ.αι περιστοιχιζόταν από έναν ψηλό μαντρότοιχο. Ε­

κεί μέσα κρ(.ιτούσε κλειδωμένο το μοναχογιό του ο κτημα­

τίας. Και για \'α μη στεν<r,<ωριέται το παιδί, ο κτηματίας

κάλεσε ένα σπουδαίο ζωγράφο και του ζήτησε \'α ζωγρα­

φίσει όλους τους τοίχους του σπιτιού.

Ο ζωγράφος γέμισε τους τοίχους με όλω\• των ειδώ\• τις ζωγραφιές: με θάλασσες όπου κολυμπούσαν φάλαινες και

δελφίνια, με τm• ουρf.t\•ό όπου πετούσαν πλ1jθος πουλιά, με

άγρια και πυκ\•ά δάση όπου τριγυρνούα.t\• δεκάδες αγρίμια.

Ο νεαρός γιος του κτη~ιατία βαριόταν κι έπληττε κλει­

σμέ\•ος μέρα \'\)χτα μέσα στο σπίτι. Τριγύριζε λοιπόν στα

Page 56: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

δωμάτια και κοίταζε τις πανέμορφες ζωγραφιές. Μια μέρα

μπήκε σ' ένα δωμάτιο και στάθηκε μπρικπά σ' έναν τοίχο,

στον οποίο ο ζωγράφος είχε ζωγραφίσει ένα άγριο δάσος

κι ανάμεσα στα δέντρα ένα μεγάλο και περήφανο λιοντάρι.

-Παλιολι<Ι\'tάρι, σε μισώ! είπε το αγόρι θυμωμέ\•ο. Ε­

πειδή ο πατέρας μου φοβtjθηκε ότα\• σε είδε μια νύχτα στον ύπνο τσu, βρίσκομαι τώρα εγώ εδώ μέσα, κλειδωμέ­

\'ος και ολομόναχος.

Και πάνω στο θυμό του το αγόρι άπλωσε τα χέρια του κι άρχισε να ξύνει με μανία τη ζωγραφιά τσu λιο\'tαριού στον

τοίχο. Όμως μια αγκίδα από την ξύλL\>η επένδυση χώθηκε

στο χέρι του και το πόνεσε πάρα πολύ. Το αγόρι πήγε αμέ­

σως στο Υ.ρεβάτι του και περίμε\•ε \'α γυρίσει την επόμενη

μέρα ο πατέρας του απ' την πόλη όπου είχε πάει, για να

καλέσει το γιατρό.

Το παιδί όλη \>ύχτα δεν έκλεισε μ{.ιτι απ' τους πόνους και

την άλλη μέρα το πρωί είδε πως το χέρι του, στο σημείο πσu

είχε χωθεί η αγκίδα, tjταν κατάμαυρο και είχε πρηστεί.

Μόλις γύρισε ο κτηματίας, φώναξε αμέσως ένα σπουδαίο

γιατρό, αλλά παρά τα φάρμακα Υ.αι τα βοτάνια, ο γιατρός

δεν κατάφερε τίπστα, γιατί η πληγt\ είχε ήδη κακοφορμί­σει, με απστέλεσμα το αγόρι να πεθάνει την επόμενη μέρα.

Ο πλσύσιος κτηματίας tjταν aπαρηγόρητος. Το ό\•ειρο

που 'χε δει είχε βγει αληθL\•ό κι ο αγαπημένος του γιος,

παρ' όλα όσα είχε κ<'.ινει για \'α τον προφυλάξει από τα

πραγματικά λι<Ι\'tάρια, είχε πεθά\•ει εξαιτίας ε\•ός λιο\'tα­

ριού ζωγραφιστού.

Page 57: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ο γεωρyός και τα τέσσερα παιδιά τσv

Κάποτε ζούσε ένας γεωργός που είχε τέσσερις γιους. Ε­

νώ όμως ο πατέρας ήταν άνθρωπος προκομμένος και δου­

λευηjς, τα παιδιά του Ιjταν τεμπέληδες κι ό,τι άρχιζαν, το

άφηναν στη μέση. Α ν δεν ήταν ο γεωργός, τα κτήματά τους

θα ρήμαζαν.

Ο πατέρας σtε\•οχωριόταν με τη συμπεριφορά των παι­διών του και φοβότω• πως μόλις εκείνος θα πέθαινε, αφού

είχε πια γεράσει και Ιjταν άρρωστος, τα παιδιά του θα κα­

ταντούσαν ζητιά\•οι. Όταν έπεσε λοιπό\• στο κρεβάτι κατάκοιτος και κατά­

λαβε πως πλησίαζε το τέλος του, κάλεσε κο\τά του και τους

τέσσερις γιους του και τους είπε:

-Αγαπημένα μου παιδιά, θέλω να σας εξομολογηθώ κά­

τι, που σας έκρυβα ως τα τώρα. Όπως ξέρετε, δούλεψα σκληρά σ' όλη μου τη ζω1j κι έβγαλα πολλά χρήματα. Έχω

αμύθητα πλούτη. Για \'α προστατέψω απ' τους κλέφτες αυ­

τό\• το θησαυρό μας, τα χρυσά \•ομίσματα, και να μην τα

σπαταλ1jσουμε, τα έχω Υ.ρύψει σ' ένα μεγάλο λαγψι, που έ­

θαψα έπειτα στο μεγάλο αμπέλι μας.

-Πού ακριβώς το έθαψες, πατέρα; ρώτησα\• τα παιδιά

με μια φωνή.

-Έχοm• περάσει τόσα χρόνια, παιδιά μου, που πια δεν

το θυμάμαι. Αν σκάψετε όμως στις ρίζες των κλημάτων, σί­

γουρα θα το βρείτε.

Ο γεωργός πέθανε και τα παιδιά του, αφού τον έθαψαν,

πήγαν στο μεγάλο αμπέλι κι άρχισα\• \'α σκάβουν γύρω α­πό τις ρίζες όλων των κλημάτων. Έσκαβαν, έσκαβαν, αλλά

Page 58: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

πουθενά λαγήνι και θησαυρός. Χάρη ιπο σκάψιμο, όμως, τα κλήματα φούντωσαν και γέμισαν ιπαφύλια.

Η παραγωγ1j εκείνης της χρονιάς ψω• τόσο μεγάλη,

που τα παιδιά του γεωργού έβγαλαν πάρα πολλά χρ1jματα. Κι όχι μόνο: συνειδητοποίησαν για ποιο θησαυρό τούς εί­

χε μιλ1jσει ο πατέρας τους, το σίγουρο θησαυρό της εργα­

σίας, κι από τότε ρίχτψ.α\• Υ.αι οι τέσσερις στη δουλειά.

Η σuμφιλίωιnι των λύκων καl των σκύλων

Οι λύκοι και οι σκύλοι μισοm>ται μεταξύ τους από τα πο­

λύ παλιά χρόνια. Κάποτε οι λύΥ.οι συγκε\>τρώθηκαν και

σκέφn]Υ.α\• έναν τρόπο \'α σuμφιλιαιθούν με τους σκύλους

και να γλιτώσουν απ' το ανελέητο κυγηγητό τους, όταν

πλησίαζω• τα Υ.οπάδια με τα πρόβατα. Π1jγαν λοιπόν, βρήκαν τους σκύλους και τους είπαν:

-Δεν υπάρχει λόγος, φίλοι μου, \'α είμαστε θανάmμοι ε­χθροί. Εμείς μοιάζουμε μεταξύ μας. Γιατί να μη ζούμε μονοια­

σμένοι; Η μόνη μας διαφορά είναι η m>τίληψη που έχουμε για

τη ζιιnj. Εμείς ζούμε ελεύθεροι, ενώ εσείς ζείτε κοντά <πους ανθρώπους. Αυτοί όμως δε σας συμπεριφέρm>ται π{.ινrοrε σω­

στά: σας δέρνουν, σας δένοm• με λουριά από το λαιμό, σας βά­

ζουν να φυλάτε τα πρόβατά τους, κι όταν σφάζουν κ{.ΓΙ•α πρό­

βατο, αυτοί τρώνε το ψαχνό, ενώ σε σας δίνουν τα κόκαλα.

Γιατί λοιπό\• να μη μας παραδώσετε τα κοπάδια και ν' αρχί­

σουμε να ζούμε όλοι μαζί σαν σύντροq;οι; Κι εσείς θα είιπε ε­

λεύθεροι κι όλοι μαζί θα τρώμε σαν βασιλιάδες. Τι λέτε;

Page 59: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Οι σκύλοι βρ1jκαν παις η πρόταση τω\• λύκων 1jταν λογι­κtj και τους παρέδωσαν όλα τα πρόβατα. Τότε εκείνοι έπε­

σα\• πάνω στους σκύλους, τους σκότωσαν και στη συνέχεια

κάθισα\• κι έφαγαν και τα πρόβατα με την ησυχία τους. Αυ­

τό εννοούσω• τα αγρίμια ότα\• μιλούσαν για συμφιλίαιση.

Ο γιατρός κι ο ιiρρωοτος

Μια φορά κι ένα\• καιρό ένας γιατρός κσuράριζε έ\•αν

ασθενή. Κάθε μέρα τον επισκεπτόταν στο σπίτι του, τον ε­

ξέταζε μ~ προσοχή ώρα πολλή, έπαιρνε την πλουσιοπάρο­

χη αμοιβ1j του κι έφευγε. Ότα\• οι συγγενείς του ασθε\•ούς

έπαιρναν το θάρρος \'α τον ρωτήσουν ποια ήταν η διάγνω­

σή του κι ω• θα γL\•όταν Υ.αλά ο άνθρωπός τους, ο γιατρός

τούς έλεγε με ύφος σοβαρό και αυστηρό:

-τίποτα δεν είναι σίγουρο ακόμα. Θα δείξει!

Και οι συγγε\•είς τον πίστευαν -έκαναν υπομο\>ή και τον

πλήρω\•αν αΥ.ριβά, περιμένοντας να δείξει από ποια αρρώ­

στια έπασχε ο ασθε\>ής. Αλλά μια μέρα ο ασθενtjς πέθανε.

Στην κηδεία τσu ο λιγομίλητος γιατρός δεν έπαυε \'α λέ­

ει και \'α ξα\•αλέει: -Αν έκοβε το κρασί κι έτρωγε συνετά, ο άνθρωπος αυ­

τός μπορεί να ζούσε ακόμα! Ώσπου ένας συγγε,~jς του πεθαμένσu δεν κρατήθηκε

και γύρισε και είπε στο γιατρό:

-Οι συμβσuλές σου είναι άχρηστες τώρα, κυρ-γιατρέ. Ας

Page 60: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

μας τις έδινες, όταν κουράριζες τον άρρωστο. Πρέπει να

βοηθάς κάποιον όταν έχει την ανάγκη σου κι όχι Υ.ατόπιν εορηjς, οπότε ό,τι Υ.αι αν πεις είναι περιττό.

Η χ,ιίνα που €κανε χρυιτιi. αυγά

Μια q;ορά κι ένω• καιρό ζούσε ένας φτωχός αγρότης με

τη γυναίκα τσu. Μια μέρα, την ώρα που ιηjγε να ταlσει τα

πουλερικά του, βρήκε ανάμεσά τους και μια χψα που δεν

1jταν δικιά του. Παρ' όλα αυτά τΙ]\' τάισε, γιατί ο αγρότης

1jταν καλόψυχος άνθρωπος.

Την επόμενη μέρα το πρωί ο αγρόη]ς και η γυναίκα τσu

βρήκαν στα άχυρα τ11ς φωλιάς της χήνας ένα χρυσό αυγό.

Κι από τότε, Υ.άθε μέρα, γινόταν το ίδιο πράγμα: η χήνα

γε\'\•ούσε ένα ολόχρυσο αυγό.

Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο αγρότης με τη γυναίκα του

απέκτησα\' αμύθηw πλούτη, περισσότερα απ' όσα θα μοορού­σαν ποτέ να ονειρευτούν. Αλι.fτ. ήτm• {.ιπληστοι και δεν έμεναν

ικανοποιημένοι με όσα τους πρόσφερε η ζιιnj. Αποq:άmσΗν

λοιπό\• να σφάξουν τη χήνα κι έπειτα \'α τψ ανοίξουν, ώστε να

πάρmΝ μεμιάς όσα αυγά θα έβρισκm• στην κοιλιά της. Όταν

όμως σκότωσαν τη χήνα, δε βρήκαν μέσα της ούτε έ\•α αυγό. -Καλά να πάθουμε, είπε η γυναίκα τσu αγρότη. Πά\•ε

πια τα μεγαλεία και τα πλούτη. Τώρα aπομείναμε και πά­

λι φτωχοί αγρότες. -Μας άξιζε αυτό που πάθαμε ! είπε ο αγρόη]ς. Όοοιος

πάει για τα πολλά, χάνει και τα λίγα.

Page 61: 100 μύθοι από τον Αίσωπο
Page 62: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ο σκύλος και το κόκαλο

Ένας σχύλος κατάφερε Υ.αι βούτηξε ένα κόκαλο. Το

κρατούσε στο στόμα -του κι έψαχνε ένα 1jσυχο μέρος για να

το ξεκοκαλίσει. Όπαις περ\•ούσε όμως από ένα γεφυράκι, είδε το είδωλό -του στο \•ερό και ιnαμάτησε ξαψ\•ιασμένος.

-Κοίτα αυτό\• το σκύλο, είπε στο\• εαυτό -του. Το κόΥ.αλο

που κρατάει στο στόμα του είναι μεγαλύτερο από -το δικό

μου και εί\•αι γεμ{.ιτο ψαχνό. Και τι δε θα 'δL\•α για \'α 'χα

αυτό το κόκαλο. Αν γαβγίσω δυνατά ίσως τρομάξει και πε­

τάξει το κόκαλο που Υ.ρατάει πριν φύγει τρέχ<Ι\>τας. Και ο σχύλος ά\•οιξε το στόμα του για να γαβγίσει το

φανταστικό σκύλο. Το κόΥ.αλο όμως που κρατούσε στο στόμα του τού έφυγε κι έπεσε μέσα στο νερό. Έτσι ο λαί­

μαργος σκύλος απόμεL\•ε χωρίς φαγητό, αφού άφησε το σί­

γουρο για κάτι αβέβαιο.

Ο ψαράς και το Ψάeεμα

Ένας φτωχός ψαράς, που εργαζότω• σκληρά για \'α τα

βγάλει πέρα και να ζήσει t1]\' οικογένειά -του, μια μέρα

στάθηκε άτυχος κι έπιασε έ\•α μό\•ο ψάρι Υ.αι, μάλιιnα, μι­

κρό.

-Σε παρακαλώ, χάρισέ μου τη ζιιnj, άρχισε να λέει το

ψαρά.κι σπαρταρώ\>τας. Είμαι τόσο μικρό, που δεν υπάρχει

περίπτωση να χορτάσει η οικογένειά σου με μένα. Αύριο

θα ψαρέψεις κά\•α μεγαλύτερο ψάρι.

Page 63: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ο ψαράς όμως αγνόησε -τα παρακάλια του, το έβαλε στο

καλάθι του και ξεκίνησε για το σπίτι -του.

-Μπορεί \'α είσαι μια σταλιά, αλλά είσαι φαγητό, είπε στο

ψάρι. Κάλλιο πέντε και στο χέρ~ παρά δέκα και καρτέρει.

Το ποντικάκι, η γάτα και ο κόκορας

Μια μέρα, έ\•α μικρό ποντίκι ζήτησε την άδεια από τη

μαμά -του να βγει για λίγο απ' την ποντικότρυπα, για να δει

το\• κόσμο.

-Εντάξει, μπορείς να πας μια βόλτα, αλλά μόνο για λίγη ώ­

ρα, του είπε η πm'tιΚί\•α και w ποντιΥ.άκι έτρεξε έξω με χαρά. Δε\• πέρασαν όμως παρά πέ\'tε λεπτά και το ποντικάκι

γύρισε στο σπίτι -του τρέμ<Ι\-tας.

-Μαμά μου, καλ1j μου μαμά, δεν μπορείς να φω'tαστείς

τι είδα εκεί έξω! Συναντήθηκα μ' ένα ζώο πάρα πολύ ό­

μορφο: είχε μεταξένιο τρίχωμα, κατακίτρινα μάτια, μελιυ­

δικΙj φω\>ή, κι όταν με πρόσεξε, σιjΥ.ωσε χαρούμενο τη με­

γάλη και φου\'tωτtj-του ουρά. Πριν προλάβω όμως να -του

μιλ1jσω, είδα ένα -τρομερό τέρας με κόκκl\•α πούπουλα και

μακριά \>ύχια. Μόλις με είδε, άνοιξε το στόμα του Υ.αι φώ­

ναξε: κικιρίκου, κικιρίΥ.συ. Η φω\~j-του ψα\• απαίσια κι ε­

γώ φοβ1jθηκα και το 'βαλα στα πόδια.

-Αχ, αθώο μου παιδάκι! είπε ω•αστε\•άζοντας η ποντικί­

να στο μικρό τt]ς. Τα φαινόμε\•α απατούν. Το όμορφο ζώο

που σου άρεσε ή1;αν μια γ{.ιτα, που δε χάνει ευκαιρία να

καταβροχθίζει ποντικάκια σα\• κι εσένα, ενώ το τρομερό

Page 64: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

τέρας δεν 1jταν παρά ένας κόκορας, πσυ τρέφεται με σιτά­

ρι. Όταν λοιπόν συνα\οτάς κάποιον για πρώτη φορά, να θυ­

μάσαι πως δεν πρέπει να τον κρίνεις απ' την εξωτερικ1j του

εμφ6νιοη .

Η γαλατού και ο κάδος της

Μια νεαρή γαλατού γύριζε στο σπίτι της από τη στάνη .

Στο κεφάλι της ισορροπούσε ένα\• κάδο γεμάτο q;vέσκο

γάλα Υ.αι σ' όλη τη διαδρομή έκα\•ε όνειρα.

-Το γάλα αυτό είναι τόσο καλό, που σίγουρα θα έχει

πολλή κρέμα, έλεγε στον εαυτό της. Θα χτυπήσω αυτή την

Υ.ρέμα για \'α την Υ.ά\•ω καλής ποιότητας βούτυρο και έπει­

τα θα πάω \'α πουλήσω το βούτυρο στην αγορά. Με τα λε­φτά που θα πάρω, θ' αγοράσω αυγά Υ.αι σύντομα θα έχω

στην αυλ1j μου αρκετά κοτόπουλα. Όταν πουλ1jσω τα κοτό­

πουλα, θ' αγοράσω ένα Υ.αινούριο φόρεμα με βολά\• και με δα\οτέλες, για να το φορέσω στο πανηγύρι του χωριού το

καλοκαίρι. Σίγουρα ο γιος του μυλωνά, μόλις με δει μ' αυ­

τό το φόρε~ια, θα μου ζητήσει \'α χορέψουμε. Εγώ όμως θα

αρνηθώ. Ούτε πσυ θα του μιλήσω! Θα τινάξω απλώς το κε­

φάλι ~ιου περιφρονητιΥ.ά. Και η επιπόλαιη γαλατού τίναξε το κεφάλι της. · Ετσι ό­

μως ο κάδος έπεσε στο χώ~ια και όλο το γάλα χύθηκε. Και

δεν ~όρεσε \'α πάρει μψε φόρεμα, μψε κοτόπουλα, μήτε

αυγά, αφού έχασε ακόμα και το γάλα που είχε αρχικά ..

Page 65: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Τα κοράκια και η ιττιi.μνα

Ήτω• το τέλος του καλοκαιριού και είχε να βρέξει πά­

νω από δύο μ1jνες. Τα ποτά~u.α και οι λίμνες είχαν ξεραθεί,

και όλα τα ζώα τριγύριζαν διψασμένα. Δύο κοράκια πε­

τούσαν κι έψαχναν για νερό, όταν πρόσεξαν πά\•ω σε μια

μάντρα, παρατημένη μια πήλινη στάμνα. Πλησίασαν και

είδαν πως είχε νερό περίπου μέχρι τη μέση. Δυιπυχώς, ό­

μως, ούτε του ενός ούτε του άλλου το ράμφος μπορούσε να

φτάσει το νερό.

-Κάποιος τρόπος θα υπάρχει να πιούμε νερό απ' τη ιπά­

μνα, είπε το ένα κοράκι..

-Μ1jπως \'α τη σπρώξουμε για \'α πέσει; πρότεινε το δεύτερο κοράκι κι άρχισε να σπρώχνει τη ιπάμνα με όση

δύναμη είχε.

Μάταια όμως -η <nάμ\•α ήταν βαριά και δεν έπεφτε, γι'

αυτό και το κορά.κι εγκατέλειψε την προσπάθεια και το φί­

λο του και πέταξε μακριά για να βρει νερό \'α πιει. Το πρώτο κοράκι, όμως, που ψα\• υπομο\•ετικό, αντα­

μείφθηκε. Είχε την ιδέα να μαζέψει μερικά χαλίκια και να

τα πετάξει με το ράμφος του ένα ένα μέσα ιπη ιπάμνα. Μ'

αυτό τον τρόπο η στάθμη του νερού ανέβηκε και το έξυπνο

και υπομο\•ετικό πουλί μπόρεσε να πιει νερό και \'α σβήσει

τη δίψα του.

Page 66: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Το πουλί και η νυχτερίδα

Είχε έρθει η άνοιξη και οι κάτοικοι ενός μεγάλου σπι­

τιού με κ1jπο, μέσα στψ• πόλη, είχω• κρεμάσει δίπλα στο α­

\•οιχτό παράθυρο ένα κλουβί μ' ένα πουλί. Όλη η φύση Ιj­ταν ω•θισμένη και θύμιζε στο πουλί τη ζω1j που ζούσε μέ­

σα στο δάσος, όταν 1jταν ελεύθερο και μπορούσε να πετά­

ει από κλαδί σε κλαδί. Το πουλί όμως δεν κελαηδούσε πστέ την ημέρα, ότα\• οι

κ{.ιτοικοι του σπιτιού ήταν ξύπνιοι και τριγύριζαν μέσα <no σπίτι. Έμενε σιωπηλό και καθόταν φοβισμένο σε μια γω­

\•ιά του κλουβιού του.

Όταν όμως έπεφτε η νύχτα και οι άνθρωποι έπεφταν για ύm•ο, το πουλί έπαυε να φοβάται και κελαηδούσε κι έ­

λεγε το\• πόνο του. Μια νυχτερίδα που είχε τη q;αιλιά της σ' ένα εγκ(.ιταλε­

λειμμένο σπίτι εκεί κ<η'tά κι έβγαινε τη \<ύχτα για κυνtjγι,

είχε παραξενευτεί απ' αυτό το γεγονός. Έτσι, ένα βράδυ,

πέταξε μέχρι το παράθυρο όπου ψω• κρεμασμένο το κλου­

βί και ρώτησε το πουλί, γιατί όλη τη μέρα έμενε σιαιπηλό

και κελαηδούσε μόνο τη νύχτα. -Την ημέρα φοβάμαι, γιατί μέρα Ιjτα\• ότω• μ' έπιασαν

οι άνθρωποι και με φυλάκισα\• σ' αυτό το κλουβί, της είπε το πουλί. Από τότε όμως έβαλα μυαλό, γι' αυτό και τώρα

τραγουδάω μόνο τη νύχτα.

-Αχ, δύστυχο, τώρα πια εί\•αι αργά, του είπε η νυχτερί­

δα. Έπρεπε να προσέχεις, όταν 1jσουν ελεύθερο. Τώρα

δε\• έχει κανένα νόημα. Στειη'Υj μου '(\'ώση \'α σ' είχα πρώτα.

Page 67: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ο yιiιδαeος και το σκυλάκι

Ένας χωρικός είχε ένα γάιδαρο κι ένα σκυλά.κι. Ήταν

καλσκαίρι και καθόταν μαζί με το σκυλάκι έξω στην αυλή

του για δροσιά, κάτω απ' την κληματαριά. Έτρωγε και πό­τε πότε έπαιρνε απ' το πιάτο του μnουκίτσες φαγητό και τις

έδινε στο σκυλάκι του, πσυ κουνούσε χαρούμενο τψ• ουρά

του 1] πηδούσε στα γό\•(.ιτά του και τον έγλειφε. Ο γάιδαρος, που ψαν κι αυτός στψ αυλ1j, έβλεπε όλα αυ­

τά τα καμώματα του νεαρού σκυλιού και τις περιποηjσεις του

αφεντικού του και ζ1jλευε, γιατί ο ίδιος έτρωγε μό'Ι'ο σαl'ό.

-Εγώ κάθε μέρα σκίζομαι <nη δουλειά για λογαριασμό

του αφέντη μου και δε μου δί\•ει σημασία, έλεγε στο\• εαυ­τό του, ενώ το σκυλί κοιμάται ότω• λείπει ο αφέντης και χο­

ροπηδάει μόνο όταν τον βλέπει.

Ο γάιδαρος αποφάσισε λοιπόν ν' αρχίσει χι εκείνος τα

χάδια και τα πηδ1j~ιατα, για να τον προσέξει το αφεντικό του.

Έτσι, μόλις κάθισε ο αφέ\'Πjς του στο τραπέζι, ο γάιδα­

ρος τον πλησίασε κι άρχισε \'α κουνά.ει τψ• ουρά του χα­

ρούμενα. Δε\• πρόσεξε όμως και πέταξε κάτω πιάτα και

ποτιjρια.

-Μπα, σε καλό του! τι έπαθε ο γάιδαρός μου; α\•αρωτή­

θηκε το αφε\'tικό του. Στη συνέχεια, ο γάιδαρος aπτόητος προσπάθησε να πη­

δΙjσει στα γό\•(.ιτα του αφε\-τικού του, αλλά εκείνος πετά­

χτηκε απ' την καρέΥ.λα του θυμωμένος και φώναξε στον

παραγιό του:

-Μάζεψε το γάιδαρο αμέσως και δέσ' τον στο παχνί του,

γιατί τρελάθηκε για τα καλά.

Page 68: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Και τότε, επιτέλους, ο δύστυχος γαϊδαράκος κατάλαβε

πως στη ζωή δεν είναι όλοι πλασμέ\•οι για το ίδιο, δεν έ­

χουν δηλαδ1j όλοι τον ίδιο σκοπό.

Το λιιwτιίρι και το δελφίνι

Κάποτε ένα λι<Ι\"fάρι, που περνούσε από μια ακρογια­λιά, είδε έ\•α δελφίνι που Υ.<>λυμπούσε στα ρηχά .. Του έΥ.α­\•αν μεγάλη ε\"fύπωση η χάρη και η ομορφιά αυτσύ του ζώ­

ου, γι' αυτό στάθηκε και το θαύμαζε. -Ποιο ζώο είσαι εσύ; το ρώτησε .

-Εγώ είμαι το δελφίνι, ο βαmλιάς της θάλασσας, απά-

\"fησε εκείνο. Κι εσύ ποιο ζώο είσαι;

-Εγώ είμαι το λιο\"fάρι, ο βασιλιάς της ζούγκλας, απά­

\"fησε το άγριο θηρίο. -Φαίνεται παις είσαι βασιλιάς, είπε το δελφίνι.

-Κι εσύ φαίνεται πως είσαι βαmλιάς, πρόσθεσε το λιο-

\"fάρι. Θα 'θελες να γίνουμε φίλοι, μια και είμαστε και οι

δύο βασιλιάδες;

-Μετά χαράς, απάντησε το δελφίνι.

Έτσι τα δύο ζώα άρχισα\• να Υ.ά\•οm• παρέα κι έδωσαν

το λόγο τους να βοηθούν ο ένας το\• άλλον, αν παρουσια­

ζόταν κάποιο πρόβλημα.

Κάποια μέρα, το λιο\-τάρι άρχισε να τσακώνεται κι έ­

πειτα \'α παλεύει μ' έ\•αν ταύρο. Ζήτησε λοιπόν απ' το δελ­φίνι να το βοηθιjσει για να τον νικ1jσει.

Το δελφίνι έτρεξε αμέσως αλλά όταν έφτασε στα ρηχά,

Page 69: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

δε\• μπόρεσε να βγει από το νερό, γιατί λίγο έλειψε να πε­

θάνει από ασφυξία. Αναγκάστηκε λοιπό\• να κολυμπήσει

και πάλι προς τα βαθιά.

-Προδότη, γιατί μ' εγκαταλείπεις; του φώ\•αξε το λιο­

ντάρι έξαλλο.

-Δεν είμαι προδότης, του αποΥ.ρίθηκε το δελφίνι. Η φύ­

ση μ' έφτιαξε έτσι ώστε να ζω μό\•ο στη θάλασσα και να

μην μπορώ \'α βγω στη στεριά .. Τότε το λιοντάρι κατάλαβε πως ούτε και το ίδιο δε θα

μπορούσε να βοηθΊjσει το δελφίνι, γιατί δεν μπορούσε \'α

μπει στη θάλασσα Υ.αι να κολυμπήσει. Αποq;άσισε λοιπόν από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα να διαλέγει κατάλληλους φί­

λους, που θα μπορού(J(ιν να το βοηθήσουν σε ώρα ανάγκης.

Οι ταξιδιώτες κω ο πλάτανος

Ξεκίνησα\• κάποτε τέσσερις αγρότες για να πάνε στην

πόλη, να τακτοποιήσουν τις δουλειές τους.

Ήταν καλοκαίρι και η ζέστη ψαν αφόρητη . Ο δρόμος τον οποίο ακολουθούσα\• περνούσε ανάμεσα από χωρά­

φια χωρίς καθόλου δέ\>τρα.

Οι τέσσερις άντρες είχαν κουραστεί μετά από αρκε­

τών ωρών περπάτημα και δε\• έβλεπα\• την ώρα να βρουν

καμιά σκιά, για να κάνουν μια στάση και να ξεκουρα­

στούν. Και πράγματι, κάποια στιγμ1j είδαν από μακριά έ­να μεγάλο πλατάνι. Αμέσως αναθάρρησα\• κι άρχισα\• να

Page 70: 100 μύθοι από τον Αίσωπο
Page 71: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

περπατούν πιο γρ1jγορα, ώσπου έφτασαν στον πλάτανο.

Το δέντρο ή1;αν θεόρατο: -το φύλλωμά του ψα\• -τόσο πυ­

κνό, πσu δε\• το διαπερνούσω• οι ακτίνες του 1jλιου κι από

τη ρίζα του κυλούσε \•ερό γάργαρο και κρύο. Οι τέσσερις ταξιδιώτες 1jπιαν απ' το πε\-τακάθαρο νερό,

έq;αγαν ό,τι είχω• πάρει μαζί τους και ξάπλωσαν για \'α ξε­κουραστούν λίγη ώρα, πρι\• συνεχίσουν το ταξίδι τους. Έ­

τσι όπως ψω• ξαπλωμένοι και κοίταζαν το\• πράσινο θόλο

απ' τα κλαδιά και -τα φύλλα του πλάτανου, ο έ\•ας αγρότης

είπε:

-Εί\•αι κρίμα ένα τόσο μεγάλο δέντρο \'α εί\•αι άχρηστο. Ούτε καρπούς μάς δί\•ει, ούτε ρετσίνι βγάζει, ούτε απ' τα

φύλλα του μπορούμε \'α φτιάξουμε κάποιο γιατροσόφι ... Τότε ο πλ{.ιτανος έγειρε τα κλαδιά του προς το μέρος

tω\' τεσσάρων αντρών Υ.αι τους είπε, εν<r,<λημένος και πι­

κραμένος:

-Εσείς οι άνθρωποι είστε πολύ αχάριστοι και αγνώμο­

νες. Αν δε\• 1jμουν εγώ, πού θα καθόσασταν να ξαποοτάσε­

τε και \'α ανακt1jσετε τις δυνάμεις σας; Σας προσφέρω τον

ίσκιο ~ιου και το δροσερό νερό απ' τη ρίζα μου, κι εσείς λέ­

τε πως είμαι ένα δέντρο άχρηοτο!

Page 72: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Το κατσίκι και ο λύκος που ιfπαιζε φλογέρα

Ένας λύΥ.ος είχε μάθει \'α παίζει φλογέρα από τότε πσυ

1jταν μικρό λυκά.κι. Συνέχιζε \'α παίζει κι όλα τα ζώα πσυ

ζούσα\•ε ιπο ίδιο δάσος, είτε ή1;αν άγρια είτε ήμερα, ήξε­

ραν πως αγαπούσε τη μουσική και πότε πότε κάθο\-tα\• και τον άκουγαν.

Μια μέρα ο λύΥ.ος αυτός σuνά\-tη<ιε ένα κατσικάκι και

πεινασμένος καθώς 1jταν, όρμησε πάνω του για να το φά­

ει. Το κατσικάκι όμως ήταν γρ1jγορο και πρόφτασε να του

ξεφύγει και να το βάλει στο πόδια. Ο λύκος το πήρε στο κατόπι και σε λίγη ώρα κατάφερε να το φτάσει.

Το κατσίκι φοβ1jθηκε πως δε θα γλίτω\•ε, γι' αυτό γύρισε

και είπε στο λw.ο:

-Κυρ-λύκε, το ξέρω πως Ιjρθε η ώρα \'α με φας! Θα 'θε­λα όμως προηγουμένως να σου ζl'j'tljσω μια χάρη.

-τι χάρη; ρώτησε ο λύκος, ποu δεν είχε πάψει \'α ξερο­

γλείφεται. -Ξέρω πως παίζεις φλογέρα, αν κι εγώ δε\• έχει τύχει να

σ' ακούσω ποτέ. Μ1jπως θα μπορούσες να μοu παίξεις Υ.α­

μιά μελωδία, για να σ' ακούσω κι εγώ πριν πεθάνω;

Ο λύκος κολακεύτηκε από την πρόταση του κατmκιού κι

αποq;άσισε \'α τοu κά\•ει τη χάρη . Κάθισε λοιπόν στα πίσω τοu πόδια, έβγαλε τη φλογέρα του, την έφερε στο στόμα κι

άρχισε να παίζει με τα μπροστινά του πόδια μια ωραία με­

λωδία, ενώ το κατσικάκι βολεύτηκε σ' ένα βραχάκι για να

τον ακούσει.

Ο γιδοβοσκός όμως ά.κουσε τη φλογέρα τοu λύκου κι έ­

τρεξε μαζί με τα μαντρόσκυλά του και τη μαμά του μιΥ.ρού

Page 73: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

κατσικιού κοντά στο κατσικάκι για να το σώσσυν. Π1jραν

στο κυνtjγι το λύκο και δε σταμάτησαν παρά μόνο όταν τον

έχασΗν απ' τα μάτια τσυς.

Το αγρίμι, λαχανιασμένο κρύφτηκε στη σπηλιά του και

είπε στον εαυτό τσυ :

-Μου άξιζε ό,τι έπαθα! Τι το 'θελα να παριστάνω το μουmκό, αφού στην πραηιατικότητα εiμαι αγρίμι; Τώρα

θα μείνω νηστικός και ζημιωμένος.

Το λuwτιίρι, ο Προμηθέας κω ο ελέφαντας

Μια μέρα, ο βα<ηλιάς των ζώων, το λιοντάρι, πήγε και

βρ1jκε τον Προμηθέα και του είπε:

-'Ε χω πολλά παράπονα από εσέ\•α π συ μ' έπλασε ς!

-Και γιατί τα 'χεις μαζί μου, μου λες; Ποια είναι τα παρά-

πm•ά σου; Δεν είσαι μεγαλόσωμος και επιβλητικός, δεν έχεις

πόδια δυνατά και γρήγορα, νύχια μεγάλα και γαμψά, καθώς και δόντια Υ.οφτερά για να κομματιάζεις την τροφή σου;

-Ναι, όλα αυτά τα έχω, απάντησε το λιοντάρι. Τότε γιατί παραπονιέσαι, ε;

-Γιατί, παρόλο πσυ είμαι το πιο όμορφο ζώο, ο βασιλιάς

της ζούγκλας, φοβάμαι τον πετεινό! -Τότε έχεις άδικο που τα βάζεις μαζί μου -με την ψυχή

σσυ πρέπει να τα βάλεις, που φοβάται τον πετεινό. Κι εγώ

δε\• έπλασα την ψυχή σου.

Και το λιοντάρι γύρισε καταστεν<r,<ωρημέ\•ο <no δάσος

όπσυ ζούσε, αφού πεiστηκε πως δεν έφταιγε ο Προμηθέας

Page 74: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

για το πρόβλημά του. Άρχισε ν' αναρωτιέται γιατί φοβόταν

τον πετεινό και να ψάχνει να βρει τρόπο για να ξεπεράσει

το φόβο του. Μέρες ολόκληρες προβληματιζόταν, επειδ1j

όμως δεν έβγαλε άκρη, aπελπίστηκε. Μια μέρα που

περπατούσε σκυφτό, συνάντησε στο δρόμο του έναν ελέ­

φαντα που περπατούσε κουνώντας συνεχώς τα μεγάλα του

αυτιά.

-Γιατί κουνάς διαρκώς τ' αυτιά σου; το\• ρώτησε με πε­

ριέργεια το λι<Ι\<τάρι. Δεν κουράζεσαι; -Αν κουράζομαι, λέει! του απάντησε ο ελέφαντας. Αλ­

λά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, γιατί φοβάμαι το κουνού­

πι. Σίγουρα δεν το πιστεύεις πως μπορεί εγώ, ο μεγαλο­

πρεπής ελέφα\<τας, να φοβάμαι ένα μικροσκοπικό έντο­

μο, αλλά τρέμω στην ιδέα ότι μπορεί \'α χωθεί βαθιά μέ­

σα στο αυτί μου.

Μόλις το λι<Ι\'tάρι άκουσε αυτά τα λόγια, γύρισε ανα­

κουφισμένο στη σπηλιά του, λέγοντας στον εαυτό του: -Τι χαζός που είμαι! Ολόκληρος ελέφω<τας και να φο­

βάται ένα κουνούπι. Εγώ τουλάχιστον φοβάμαι το\• πε­

τεινό!

Βλέπο\-τας το φόβο του άλλου, το λιοντάρι είχε πάρει θάρρος γ' αντιμετωπίσει και το δικό του φόβο.

Page 75: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ο λύκος που ντύθηκε αρνί

Μια q;ορά κι ένω• Υ.αιρό, ένας λύκος που είχε μέρες να

φάει είχε στήσει καρτέρι Υ.οντά στη στάνη ενός βοσΥ.ού.

Πεινούσε πολύ και περίμενε να βρει ευκαιρία να ορμήσει

και ν' αρπάξει κανένα αρνά.κι. ·Ε να βράδυ, εκεί που τριγύ­

ριζε, βρήκε πεταμέ\'η μια φθαρμέ\'η προβιά aρνιού. Πα­

νευτυχής ο λύκος τη μάζεψε, γιατί αμέσως σκέφτηκε ένα πονηρό σχέδιο, για να ξεγελάσει το βοσκό του κοπαδιού.

Το επόμενο απόγευμα λοιπόν τη φόρεσε Υ.αι, μεταμφιε­

σμέ\•ος σε πρόβατο, χώθηκε κρυφά στο μαντρί με τα πρό­

βατα. Είχε σκοπό μόλις ο βοσΥ.ός θα έπεφτε για ύm•ο, να

άρπαζε όσα πρόβατα μπορούσε και να το 'σκαγε. Τα σχέ­

διά του όμως δεν είχαν αίσια Υ.ατάληξη. Δεν ήξερε πως ο

βοσΥ.ός το ίδιο κιόλας βράδυ ετοι~ιαζόταν να σφάξει ένα

αρ\•ί, για \'α κάνει το τραπέζι σε κάποιους φίλους του που φιλοξενούσε. Μmjκε λοιπόν στο μαντρί, άρπαξε το πιο κο­

ντινό σ' αυτό\• αρνί κι ετοιμάστηκε να το σφάξει. Έκπλη­

κτος όμως έμεL\•ε με την προβιά στο χέρι και είδε πως το

ζώο που είχε πιάσει ήταν ένας λύκος.

-Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ ανάμεσα στα ζώα μου; ρώτη­

σε το λύκο. Φύγε αμέσως, γιατί θα σε σφάξω. Και μην τολ­

~ηjσεις \'α πλησιάσεις ξανά το μαντρί μου, γιατί θα το πλη­

ρώσεις πολύ ακριβά.

'Ετσι ο λύκος έμει\•ε νηστικός και παραλίγο \'α χάσει Υ.αι

τη ζωή του, εξαιτίας της πονηριάς και της πανουργίας του.

Page 76: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ο λύκος κι ο βοσκός

Ένας λύΥ.ος που πει\•ούσε πολύ, γιατί είχε μέρες να φά­

ει, παραμόνευε κρυμμένος Υ.οντά στο σπίτι ενός βοσκού.

Ήτα\• βραδάκι και τον αέρα είχε πλημμυρίσει η θαυμάσια μυρωδιά του φαγητού, που μαγείρευε η γυναίκα του βο­

σΥ.ού. Του πεL\•ασμέ\•ου λύκου τού έτρεχαν τα σάλια, γι'

αυτό και πλησίασε κλεφτά στο παράθυρο της κουζίνας, για

\'α ρίξει μια ματιά. Η νοικοκυρά Ιjταν έτοιμη να σερβίρει

στο βοσκό και στα παιδιά της, ψητό αρνί με πατάτες. -Αχ, εσείς οι άνθρωποι είστε φοβερά άδικοι, είπε ο λύ­

κος. Αν κλέψω εγώ Υ.α\•ένα πρόβατό σας για να το φάω,

βάζετε τα σκυλιά σας \'α με κυνηγήσουν. Τώρα όμως που εσείς κάνετε το ίδιο, κανείς δεν ενοχλείται κι ούτε σας τι­

μωρεί.

Το μικρ6 καβούρι και η yιαyιά του

Η γιαγιά ενός μικρού Υ.αβουριού ξεκουραζόταν αμέρι­

μνη στον Ιjλιο, όταν το εyγόνι της έτρεξε προς το μέρος της,

για να τη ρωτήσει κάτι.

-Παιδί μου, γιατί περπατάς έτσι πλάγια; το ρώτησε εκείνη

θυμωμέ\'η. Πρέπει πάντα \'α περπατάς ίσια, για \'α δείχνεις σ' όλους πόσο πειηjφανο είσαι που γεννήθηχες καβούρι.

-Μα, γιαγιά, εί~ιαι περήφανο που είμαι Υ.αβούρι! είπε το

μικρό. Δείξε μου όμως εσύ πώς να περπατάω κι εγώ δεν

πρόκειται \'α περπατιjσω ποτέ με άλλον τρόπο.

Page 77: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Η γιαγιά του μιΥ.ρού καβουριού σηκώθηκε απ' τη θέοη

της στο βράχο κι έκανε έ\•α β1jμα. Όσο κι α\• προσπάθησε όμως να περπατήσει ίσια, δε\• τα κατάφερε. Περπατούσε

κι αυηj πλάγια, όπως και το ~u.κρό καβούρι. ' Εκανε άλλο έ­

να βήμα, αλλά σκόνταψε και παραλίγο να πέσει από το

βράχο. Γύρισε τότε και είπε στο μικρό καβούρι, σοβαρά

και επίσημα:

-Αγαπημένο μου παιδί, τώρα που το ξανασκέφτομαι, πι­

στεύω παις έ\•ας πραγματικός κάβουρας θα πρέπει να είναι

πειηjφανος, που μπορεί και περπατάει μόνο πλάγια.

Ο γερο-κόκορας κω η αλεπού

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας κόκορας, γέρος και

σοφός. Κάθε μέρα, την ώρα που ο ήλιος έδυε, αυτός ο κό­κορας σm~jθιζε ν' α\•εβαίνει σ' ένα ψηλό Υ.λαδί στο πεύκο

της αυλ1jς. 'Ετσι είχε κάνει κι αυτό το απόγευμα, αλλά πριν

προλάβει να κουρνιάσει και ν' aποκοιμηθεί, είδε ~u.α αλε­

πού να πλησιάζει το δέντρο και \'α κοιτάζει προς το μέρος

του.

-Γεια σου Υ.αι χαρά σου, φίλε κόκορα, του είπε η αλε­

πού. Τα έμαθες τα \•έα;

-Ποια νέα; τη ρώτησε ο κόκορας φιλύποπτα.

-Κηρύξαμε α\•ακωχή! του απά\>τησε η αλεπού. Μαζευ-

τΙjκαμε όλα τα ζώα κι αποqχωί.σαμε από 'δω και στο εξής να ζήσουμε με ομό\•οια Υ.αι ειρ1jνη μεταξύ μας. Συμφώ\>η­

σα\• όλοι ~κόμα κι ο λύκος και το λιοντάρι. Εγώ έτρεξα α-

Page 78: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

μέσως να σου πω τα νέα. Άντε, κατέβα απ' το δέγτρο γ' αγκα­

λιαcπούμε επιτέλους και \'α φιληθούμε, σαν φΟ .. οι αληθινοί. Ο κόκορας όμως που ήταγ καχύποπτος, γιατί είχαν δει

πολλά τα μάτια του, δε\• εμπιστευόταν την αλεπού κι απο­φάσισε να τη δοκιμάσει. Της είπε λοιπόν:

-ΕΥrάξει, θα κατέβω. Δε μου λες όμως, κυρα-αλεπού, ο σκύλος συμφώνησε μ' αυτή την ω•ακUΥ',Qj;

-Αν συμφώγησε, λέει, είπε η αλεπού κι άρχισε να ξερο­

γλείφεται. -Α, qχιίνεται πως γι' αυτό έρχονται προς τα 'δω αυτοί οι

δύο σκύλοι, είπε ο κόκορας. Για να γιορτάσουν μαζί μας

την ω•ακωχή! Ε, παιδιά, ελάτε. Εδώ είμαcπε με την αλε­

πού, πρόσθεσε δυνατά.

-Κυρ-κόκορα, λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να μεί\•ω, τελικά, είπε η αλεπού. Τα αλεπουδάκια μου με περιμένουν στη φωλιά

μου. Άσε, θα γιορτάηοuμε την ανακωχή μια άλλη φορά, πρό­

σθεσε τρομαγμέγη και το 'σκασε όσο πιο γριjγορα μπορούσε.

Ο γάιδαρος που παρίuταvε πως κούτσωvε κι ο λ·ύκος

Μια μέρα του Υ.αλοκαιριού που έκα\•ε πολλιj ζέστη, έ­

\•ας νεαρός γάιδαρος είχε δουλέψει πάρα πολλές ώρες κουβαλώντας μεγάλο δεμάτια με σανό, απ' τα χωράφια

cπο σπίτι του αφεντικού του. Είχε κ{ινει την ίδια διαδρο~ηj

πολλές φορές και ψα\• φοβερά κουρασμένος. Το αφεντικό

του, όμως, που ήταν καλόψυχος άνθρωπος, τον λυπιjθηκε

κι αποφάσισε να τον αφιjσει να ξεκουραcπεί και να συνε-

Page 79: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

χίσει τψ• επόμε\'η μέρα το κουβάλημα -του υπόλοιπου σα­

νού.

Αφού του έβγαλε λοιπόν -τα χαλινάρια και το σαμάρι,

το\• οδήγησε σ' ένα λιβάδι με q;vέσκο και παχύ χορ-τάρι,

που βρισχότα\• κοντά στο δάσος, Υ.αι τον άφησε να βοσκή­

σει ελεύθερος. -Άντε, φάε -τώρα Υ.αι ξεκουράσου, του είπε και ξεκί\'η­

σε για να γυρίσει ιnο χωριό.

Ο γα:ίδαράκος, ευτυχισμένος άρχισε να τρώει το \•όστι­

μο και φρέσκο χορτάρι και χωρίς να το καταλάβει, πλησί­

ασε προς το δάσος. Βρήκε κι εκεί άφθονο χορτάρι κι άρχι­σε να γκαρίζει χαρούμενος.

Τον άκουσε όμως ένας λύκος, που ζούσε σ' αυτό το δά­

σος, και πήγε προς το μέρος του.

Ο γάιδαρος ΤΟ\' είδε και κατάλαβε πως Ιjταν χαμένος,

γιατί -το χωριό ψα\• μακριά και -το αφεντικό του δε θα τον άκουγε, ακόμα κι αν φώναζε δυνατά. Ούτε και να τρέξει

ωφελούσε, γιατί ο λύκος ήταν πολύ γρ1jγορος και θα τον έ­

φτανε. Ο γάιδαρος όμως ψω• έξυπνος και προσποιήθηκε πως δεν είχε δει -το λύκο. Συνέχισε να βόσκει το παχύ χορ­

τάρι, έκανε όμως πως Υ.ούτσαL\•ε.

Ο λύκος, που ήταν περίεργος, Ιjθελε να μάθει για ποιο

λόγο Υ.ούτσαL\•ε και του είπε:

-Κυρ-γάιδαρε, βλέπω ότι κουτσαίνεις. Τι έπαθες;

-Καλημέρα, κυρ-λύκε, απάντησε άφοβα ο γάιδαρος.

Ναι, είναι αλ1jθεια, κουτσαίνω, γιατί μπήκε ένα αγκάθι στο

πόδι μου Υ.αι πονάω πολύ.

-Μψ aνησυχείς, σύντομα θα πάψεις να πονάς, γιατί θα

σε φάω, είπε ο λύκος στο γάιδαρο.

Page 80: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

-Το ξέρω πως θα με φας, κυρ-λύκε, απάντησε εκείνος,

αλλά πρόσεχε, γιατί κινδυνεύεις να δηλητηριαστείς, ά~ια με φας. Το αγκάθι που χώθηκε στο πόδι μου ήτα\• δηλητηρια­

σμένο. Εγώ έτσι κι αλλιώς εί~ιαι χαμένος, εσέ\•α σκέφτομαι όμως. Γι' αυτό, λέω, μtjπως θα 'ταν Υ.αλύτερα πριν με φας να

βγάλεις το δηλητηριασμένο αγκάθι απ' το πόδι μου. -Σ' ευχαριστώ για την προειδοποίηση, είπε ο λύκος. Και

δε μου λες, σε ποιο πόδι σου έχει χωθεί το αγκάθι;

-Στο δεξί πίσω πόδι μου. Για δες πώς θα το βγάλεις, α­

πάντησε ο γάιδαρος και σιjΥ.ωσε το πίσω του πόδι.

Ο λύκος π:ιjγε προς το μέρος του γαϊδάρου κι έσκυψε να δει

πού ήτm• χωμένο το αγκάθι. Εκείνη τη <mγμtj όμως ο γάιδα­

ρος τού έδωσε μια δm•ατή Υ.λοτσιά και του έσπασε το κεφάλι.

Ο λύκος σωριάστηκε στο χώ~ια και λίγο πριν αφήσει την

τελευταία του πvotj μουρμούρισε:

-Καλά να πάθω, αφού μου 'ρθε να παρασηjσω το για­

τρό, ενώ <m1ν πραγματικότητα εί~ιαι κυνηγός και χασάπης!

Το ελάφι και το αμπέλι

Μια καλοκαιρL\~l μέρα, ένα ελάφι έτρωγε χορτάρι σ' έ­

\'α λόγκο, όταν παρουσιάστηκαν ξαφνιΥ.ά μπροστά του τρεις κυνηγοί. Το ελάφι πέρασε αμέσως μ' ένα πήδημα έ­

\'α μικρό ποταμάκι που διέσχιζε το λόγκο, για να γλιτώσει

απ' τους κυνηγούς, και βρέθηκε στην αντίπερα όχθη. Οι κυνηγοί όμως δεν το 'βαλαν κάτω: κατηφόρισαν το

λόγκο, βρtjκαν ένα σημείο όπου το ποταμάκι στέ\•ευε πολύ

Page 81: 100 μύθοι από τον Αίσωπο
Page 82: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

και βρέθψ.α\• κι αmοί στην αντικρινtj όχθη, για να συνεχί­

σουν \'α κυνηγού\• το ελάφι. Για να τους ξεφύγει το ελάφιαποφάmσε να μην τρέξει μέ­

σα <πο W'(ΚΟ, αλλά να κατέβει την πλαγιά του βουνού. Φοβό­

ταν πως στο Ί.fr.rκ.o όπου η βλάσn1<111 ψrCΙ• πυκνή, τα κλαδιά

τιιrl' δέντρ<.ιrl' θα του έκλεινm• το δρόμο ή μπορεί να μm;ρδεύ­

ονταν σ' αmά τα κέρατά του και τότε θα !]ταν καταδικασμένο.

Τρέχοντας λοιJtό\• <πην πλαγιά, το ελάφι βρέθηκε μπρο­

στά σ' ένα αμπέλι με κλήματα, που ψω• ψηλά και είχαν

πολλά Υ.αι πράσινα φύλλα. Κρύφτηκε ανάμεσά τους και α­

κούμπησε το κορμί του σ' ένα απ' αmά, μέχρι να συνέλθει

απ' το τρέξιμο και να περάσει η ώρα, ώστε να φύγουν απ'

το λόγκο οι κυνηγοί. Όπως στεκότα\• δίπλα σ' έ\•α κλ1jμα,

πρόσεξε τα καταπράσινα και τρυφερά φυλλαράκια του. Έκοψε ένα, το έφαγε και το βρ1jκε πολύ νόστιμο. Έκmμε

κι ένα δεύτερο αλλά, πριν το βάλει στο στόμα του, άκουσε το κλήμα να του λέει με παράπο\•ο:

-Σε παρακαλώ, ελάφι, μην τρως τα φύλλα μου. Εγώ απ'

αυτά ανασαίνω.

Το ελάφι όμως δεν έδωσε σημασία στα λόγια του Υ.λ1j­

ματος και συνέχισε \'α κόβει τα φύλλα του και να τα τρώει με όρεξη. Έτσι όπως τα τραβούσε, όμως, το φmό κουηό­

ταν δm•ατά, με αποτέλεσμα οι κυνηγοί να δουν το κλήμα

που τρανταζότω• και να καταλάβουν πως εκεί, στο αμπέλι,

1jταν κρυμμένο το ελάφι.

Οι κυνηγοί πυροβόλησω• ενω-τίον του ελαφιού και το πέτυχαν.

Το ελάφι σωριάστηκε στο χώμα και λίγο πριν ξεψυχtj­

σει μουρ~ι.ούρισε:

Page 83: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

-Καλά να πάθω! Δίκαια τιμωρσύ~ιαι, αφσύ δε σεβάστη­

κα τσ σωτ1jρα μου, -το κλήμα, που μου έσωσε τη ζιιnj κρύβο­V10άς με απ' τα μάτια αυτών που με κυνηγούσα\•.

Ο γεωργός και το αUJΥΙΙ6βιο δέντρο

Στο χωράφι ενός γεωργού βριοκόταν εδώ και πολλά

χρόνια ένα τεράστιο δέ\-τρο με χοντρό Υ.ορμό, μεγάλα κλα­

διά Υ.αι πλούσια φυλλωσιά. Πά\•ω σ' αυτό το δέντρο ζού­

σα\• δεκάδες πουλιά που φτεροκοπούσαν όλο το χρόνο και

έ-τρωγαν το σπόρο του γεωργού, καθώς κι εκατοντάδες τζι­

τζίκια, που όλο το καλοκαίρι τσιτσίριζαν και -τον ξεκσύφαι­νω• με το μονότονο τραγούδι τους.

Γι' αυτό κι αυτός αποφάσισε \'α κόψει το δέντρο Υ.αι ν'

απαλλαγεί μια και καλή απ' τα προβλήματά του. Μια μέρα

λοιπόν, πtjρε το τσεκούρι του κι ετοι~ιάστηκε \'α το πελεκή­

σει. Τψ ώρα που το πλησίαζε, όμως, τα σπουργίτια άρχι­

σαν να φωνάζοmι Υ..αι. να τον παρακαλούν.

-Μψ κόψεις το δέ\-τρο μας, του έλεγαν. Πάνω σ' αυτό

είναι οι φωλιές μας και πά\•ω σ' αυτό μεγαλώνουμε τα

σπουργιτάκια μας.

-Μη\' κόψεις το δέντρο, άρχισαν να του λένε Υ.αι τα τζι­τζίκια. Σε παρακαλούμε ! Εμείς δε σε πειράζουμε. Απλώς,

καθόμα<nε στα κλαδιά και τραγουδάμε απ' τη χαρά ~ιας που εί\•αι καλοκαίρι κι όλη η φύση είναι χαρούμενη.

Ο γεωργός όμως αγνόησε τα παρακάλια των πουλιών

και των τζιτζικιώ\•, κι άρχισε μεθοδικά να πελεκάει το χο-

Page 84: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

\•τρό κορμό τσυ δέντρου. Σ' ένα σημείο αναΥ.άλυψε πως ο

κορμός είχε μια σχισμ1j κι από μέσα Ιjταν κούφιος. Εκεί, σ'

αυτή την κουφάλα, αποδείχτηκε πως είχαν μαζευτεί αρκε­

τές μέλισσες και είχαν στήσει την κυψέλη τους.

Ο γεωργός έβγαλε ένα κομμάτι απ' το φλοιό τσυ δέντρου

και τότε αντίκρισε την κυψέλη, που ήτω• γεμ{rτη μέλι. Άφη­

σε λοιπό\• στην ά.κρη το τσεΥ.σύρι του και πήρε την απόφαση

\'α μην κόψει το δέντρο, μια που εκεί βρισκόταν το μελίσσι,

που θα του έδινε μέλι για να το τρώει και να το πουλάει.

Άλλωστε, είναι Υ''ωσtό πως οι άνθρωποι εκτιμούν πιο πο­

λύ τα Υ.έρδη από τα δίκαια αιτιjματα των άλλων πλασμ<'.ιτων.

Το λιοντtJeι που τρόμαζε από {vav ποντικό και η αλεπού

Μια φορά κι έ\•r.ιν καιρό, έ\•α λιοντάρι που ζούσε σ' ένα

<'.ιγριο και πυκνό Μσος, είχε περάσει όλη τη \.,)χτα κυνηγώ­

\'fας άλλα ζώα. Το κm'tjγι είχε πάει πολύ καλά Υ.αι το λιο­

\'f<'.ιρι είχε φά.ει πλουσιοπάροχα, είχε χορτ<'.ισει και τώρα το

'χε ρίξει στο\• ύπνο. Ήταν ξαπλωμένο φαρδύ πλατύ στη

σπηλι<'.ι του και ροχάλιζε τσυ καλού καιρού. Όσα ζώα έτυ­

χε να περνάνε από εκεί και ν' ακούνε το βρο\'fερό ροχα­

λητό του αγριμιού, το 'βαζr.ιν στα πόδια, γιατί ακό~ια και

κοιμισμένο το θεωρούσr.ιν επικίνδm•ο και το έτρε~ια\•.

Μια αλεπού, όμως, που ψω• περίεργη, στάθηκε στην εί­

σοδο της σπηλώς και παρατηρούσε το βασιλιά των ζώων,

που κοιμόταν αν<'.ισκελα.

Page 85: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Επίσης, στη σπηλιά είχε τρυπώσει aποβραδίς κι ένας

ποντικός, που τώρα ήθελε \'α φύγει, αλλά το σώμα του λιο­

νταριού τού έκλεινε το δρόμο. Γι' αυτό, αν και η Υ.αρδιά

του έτρεμε, αποφάσισε να περπατήσει πάνω στο κορμί του

άγριου θεριού, για να βγει από τη σπηλιά.

Τη στιγμή εκεί\'!], όμως, το λιοντάρι ξύπνησε και τινά­

χτηκε πάνω τρομαγμένο. Άρχισε να κοιτάζει γύρω του επι­

φυλακτικά, ψάχνοντας να βρει τι 1jταν εκείνο που είχε τολ­

~ηjσει \'α περπατιjσει πάνω του.

Η αλεπού, που στεκότα\• αΥ.όμα <πην είσοδο της σπη­

λιάς και είχε δει τη σκηνιj, άρχισε να γελάει και να κορο'ί­

δεύει το λιοντάρι. -Αχ, βρε βασιλιά των ζώων, του είπε ειρωνικά. Δε\• το

qχη-ταζόμοuνα ποτέ πως ακόμα κι εσύ, το τρομερότερο απ'

όλα τα θηρία, υπάρχει περίπτωση να τρομάξεις.

-Μα δε\• τρόμαξα, της είπε το λιοντάρι. Αστείο πράγμα!

Εγώ δε φοβάμαι τίποτα! Εί\•αι δυνατόν να τρομάξω εγώ από

έναν ποντικό; Απλώς ξαφνιάστηκα που κάποιο ζώο τόλμησε

να περπατιjσει π(n•ω στο κορμί ενός κοιμισμένου λιονταριού.

Ο πόλΕμος των ποντικών μΕ τις νυφίτσες

Μια φορά κι έ\•r.ιν καιρό, σ' ένα δάσος ζούσαν πολλά

ποντίκια. Τα ζωάκια αυτά καλοπερνούσr.ιν κι αν δεν ήταν

οι νυφίτσες, που τα κυνηγούσαν μ<Ι\•ίμως για να τα φάνε,

θα ήταν ευτυχισμένα.

Το καΥ.ό είχε παραγίνει, γι' αυτό τα ποντίκια κάλεσr.ιν έ-

Page 86: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

κτακτο συμβούλιο, cπο οποίο αποφάσισαν \'α κηρύξουν

τον πόλεμο <nους άσπονδους εχθρούς τους. -Εμείς οι ποντικοί είμαστε περισσότεροι απ' τις νυφί­

τσες, φίλοι μου, είπε ένας ποντικός, γέρος και σοφός. Α ν ο

cπρατός μας πέσει πάνω cπις \>υφίτσες κι αρχίσει \'α τις δα­

γκώνει, σίγουρα αυτές θα το βάλουν στα πόδια.

-0 στρατός μας χρειάζεται αρχηγό, πρότει\•ε έ\•ας άλλος ποντικός. Χρειαζόμαστε αξιωματικούς, που θα καταστρώ­

\•ουν <r,<έδια για τις μάχες και θα κυβερνάνε το στρατό μας. Τα ποντίκια ενθουσιάστηκαν μ' αυnj την ιδέα και ψήφι­

(J(Ι\' την πρόταση.' Υ στερα επέλεξαν τα πιο γενναία ποντίκια

για αξιωματικούς του στρατού τους και το ποντίκι, που είχε

Υ.άνει την αντίcποιχη πρόταση, το ονό~ιασαν στρατηγό τους.

Ένα άλλο ποντίκι τότε mjρε το λόγο Υ.αι πρότεινε τόσο

οι αξιω~ιατικοί, όσο και ο στρατηγός, να φορ<'.ινε <nολές και

κράνη, ώστε να ξεχωρίζουν απ' τους απλούς cπρατιώτες.

Όλοι συμφώνησαν Υ.αι τα ποντίκια ετοίμασαν για τους

αρχηγούς τους μικρά κράνη, <nην κορυφή των οποίαιν κόλ­

λησα\• κόκκινα φτερά.

Ο στρατηγός τω\• ποντικώ\• κήρυξε επίσημα τον πόλεμο

cπις νυφίτσες και η μέρα της μεγάλης μάχης, επιτέλους έ­

φτασε. Ο cπρατός τω\• ποντικώ\• είχε κρυφτεί και παραφύ­

λαγε ω•άμεσα cπο χορτάρι, αλλά οι νυφίτσες εντόπισαν

πολύ εύκολα τη θέση του, γιατί τα φτερά cπα κράνη των

αρχηγώ\• τούς πρόδωσω•. Επιτέθψ.α\• λοιπό\• cπα πσντί­

κια, που αιφνιδιά<nηκαν κι έτρεξα\• να κρυφτσύν <nις τρύ­πες τους, για να σωθσύν.

Τα περισσότερα ποντίκια, οι απλοί στρατιώτες, κατάφε­

ραν να σωθούν. Οι αξιαιματικοί όμως και ο στρατηγός τους

Page 87: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

δε\• τη γλίτωσαν: όταν mjγαν να χωθούν στις τρύπες τους,

α\•ακάλυψαν πως δε χώραγαν, γιατί τους εμπόδιζαν τα

κράνη με τα φτερά. Και πριν προλάβοιΝ να τα πετάξουν,

οι νυφίτσες τούς έπιασα\• και τους έφαγαν.

' Ετσι πλήρωσα\• την ξιπασιά τους και την επιδειξιομανία

τους με τη ζωή τους.

Τα βόδια που ψαv ζεμένα σ' tvα κtf.eo

Δύο βόδια που δούλευαν πολύ σκληρά, ~u.α μέρα ανέλα­βαν να κουβαλιjσοm• ένα κάρο σ' ένα μο\•οπ{.ιτι. Το κάρο

όμως αυτό ψαν πολύ βαρύ και το μονοπάτι ήταν γεμάτο

λάσπες και κοπριές. Τα βόδια τραβούσαν με δυσκολία το

κάρο, με τα πόδια τους χωμένα μέσα στις λάσπες, αλλά ού­τε γκρίνιαζαν ούτε βαρuγκωμούσαν.

Α\'tίθετα απ' αυτά, όμως, οι ρόδες του κάρου έτριζαν

χωρίς στα~ιατημό και γκρί\•ιαζαν σε κάθε καθυστέρηση.

Τα βόδια δεν ά\'tεχα\• άλλο τ1]\' γκρίνια τους και είπαν

στις ρόδες θυ~ιωμέ\•α: -Γιατί παραπο\•ιέστε όλη την ώρα; Η μόνη σας δουλειά

είναι να γυρίζετε, ε\•ώ εμείς που κουβαλάμε και το κάρο

και το φορτίο του και είμαστε βουτηγμένοι στη λάσπη, δε

λέμε λέξη ! Καλά λένε πως όσοι έχουν μικρά προβλιjμ(.ιτα

γκρινιάζουν και παραπονιούνται πιο πολύ απ' όσους βα­

σα\•ίζονται στ' αλιjθεια.

Page 88: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Τα μικρά παιδιά και οι βάτραχοι

Μια καλοκαιρινtj μέρα που έκανε ζέστη, μια παρέα παι­

διών πήγε σε μια λίμνη για να παίξει και να Υ.ολυμπtjσει.

Τα παιδιά, αφού έκανα\• -το μπάνιο -τους, κάθισαν στψ• πα­

ραλiα και άρχισαν να πετάνε πέτρες στο \•ερό. Προσπα­

θούσαν \'α κάνουν τις πέτρες να αναπηδήσουν δύο και

τρεις φορές πριν βυθιστούν. Όποιος τα κατάφερ\•ε, δεχό­

ταν τα χειροΥ.ροτήματα των άλλων παιδιών.

Μια παρέα βατράχων όμως που ζούσε στη λίμνη κινδύ­

\•ευε απ' τα -τρελά παιχνίδια των παιδιών. Όλα τα βατρά­

χια, μικρά και μεγάλα, είχαν κρυφτεί πίσω απ' τα \•ερόχορ­

τα. Οι πέτρες όμως συνέχιζαν \'α πέφτουν και να τL\•άζουν \•ερά τριγύρω. Τότε ένας μεγάλος βάτραχος, γενναίος και

σοφός, είπε στα παιδιά:

-Σας παρακαλώ, βρε παιδιά, σταματtjστε! Εσείς μπορεί

\'α παίζετε και να χαίρεστε, αυτό το παιχνίδι όμως εμάς

μας επηρεάζει και ΚL\•δυνεύουμε.

Ο σκύλος και τα βόδια

Ένας σκύλος έψαχνε \'α βρει ένα ήσυχο Υ.αι ζεστό μέ­

ρος για \'α κοιμηθεί. Τελικά, φτ{ΙV<Ι\'tας στον αχυρώνα α­ποφάσισε να ξαπλώσει και να αναπαυθεί μέσα στο παχνί

των βοδιών, που ψα\• γεμάτο απαλό σανό.

Όταν γύρισαν -τα βόδια στον αχυρώνα, Υ.ουρασμένα α­

πό το ολο1jμερο όργωμα, πήγαν \'α φάνε το σανό τους.

Page 89: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ο σκύλος, όμως, που δεν ήθελε να χάσει τη βολή -του, άρ­

χισε να τα απειλεί και \'α -τους δείχνει τα δόντια του. -Φίλε μου, είσαι q;οβερά εγωιστής! του είπε έ\•α θαρρα­

λέο βόδι. Δε σκέψτε(J(ιι πόσο κουρασμένοι είμαστε Υ.αι πό­

σο πεL\•άμε, αλλά σε απασχολεί μόνο ο ύπνος σου. Εσύ τι

θα έκανες αν εμείς σ' εμποδίζαμε να φας το φαγητό σου ε­

νώ θα πεινούσες;

Ο ταύρος και η οκvίπα

Μια ΟΚ\•ίπα που πετούσε μέσα σε ένα λιβάδι κάποια

στιηηj Υ.συράστηκε κι αποφάσισε να καθίσει στα κέρατα

ενός ταύρου, που βοσΥ.ούσε ήσυχα εκεί ΚΟ\'tά.

Με-τά από λίγη ώρα ξεκούρασης, η σκνίπα ψα\• έτοιμη να φύγει αλλά πριν πετάξει μακριά έσκυψε και είπε στο

αυτί του ταύρου, θεωρώ\-τας πως η παρουσία της είχε γίνει

αισθητtj και ίσως να τον είχε πειράξει: -Συγνώμη, κύριε ταύρε. Ελπίζω να μη σας ενόχλησε το

βάρος μου όση ώρα κάθισα στα κέρατά σας.

-Τι λέτε, κυρία ΟΚ\•ίπα; Ούτε που κατάλαβα πως καθό­σαστα\• πάνω μου τόση ώρα.

Page 90: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ο καβyάς του ανθρώπου και του λιονταριού

Μια φορά και έναν καιρό ένας άνθρωπος συνάντησε

στο δρόμο ένα λιοντάρι κι άρχισε να κουβεντιάζει μαζί

του. Το θέμα της Υ.ουβέντας τους είχε να κ<'.ινει με το ποιος

είναι πιο δυνατός.

-Το λιοντάρι είναι ο βασιλιάς της ζούγκλας! καυχ1jθηκε

το λιοντάρι. Πρέπει \'α παραδεχτεί.ς, φίλε μου, παις είμαστε

πιο δm•ατοί απ' τους ανθρώπους.

-Δεν έχω α\'tίρρηση, είπε ο <'.ινθρωπος. Μπορεί το λιm'tάρι

\'α είναι δυνατότερο, ο άνθρωπος όμως είναι πιο έξυπνος και πιο δημιουργικός. Να, κοίταξε αυτό το {.ιγαλμα, πρόσθεσε κι

έδειξε ιπο {.ιγριο ζώο ένα μαρμάρινο άγαλμα πσυ παρίστανε

έναν άντρα ο οποίος κρατούσε απ' το λαιμό ένα λιοντάρι.

-Το επιχείρημά σου, φίλε μου, δεν είναι Υ.αι τόσο ατρά­

\'tαχτο, απάντησε το λιοντάρι. Μψ ξε;{\•άμε πως αυτό το ά­γαλμα το έφτιαξε άνθρωπος. Αν το σκάλιζε λιοντάρι, σί­

γουρα θα ή1;αν πολύ διαφορετικό!

Το αyόρι που κινδύνεψε να πνιyεί

Μια ζεστή καλοκαιριVΙj μέρα, έ\•α αγόρι πήγε ιπο ποτάμι

\'α κολυμπήσει, χωρίς να ζητήσει άδεια απ' τη μητέρα του. Δεν τα 'χε υπολογίσει όμως καλά και σύντομα κατάλα­

βε ότι το ρεύμα του ποταμού ψα\• πολύ δm•ατό και το\• πα­

ρέσυρε. Το αγόρι πάλευε κολυμπώντας με δύναμη να βγει

απ' το \•ερό, το ρεύμα όμως το\• παράσερνε προς τα βράχια.

Page 91: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Εκείνη τη cπιγμή έτυχε να κάνει έναν περίπατο στην ό­

χθη του ποταμού ένας 6νθρωπος. Μόλις το\• είδε το αγόρι,

6ρχισε \'α φωνάζει:

-Βrnjθεια, βοήθεια! Σώστε με! Πνίγομαι.

-Τι χαζό παιδί που είσαι! του είπε ο 6γνωcπος άντρας.

Είναι δυνατόν να κολυμπάς σε αυτό το ποτ6μι; Όλοι ξέ­

ρουν πόσο επικίνδυνο είναι. Τι θα γινότα\•, αν δεν εμφανι­

ζόμουν εγώ, μου λες; Μη \•ομίζεις πως θα κρύψω απ' τους

γονείς σου τι έκανες! Όταν εγώ 1jμουν παιδί ... -Κύριε, κύριε, σας παρακαλώ! 6ρχισε να φων6ζει τρο­

μαγμένο το αγόρι. Βγάλτε με απ' το \•ερό κι έπειτα με μα­

λώνετε και με δασΥ.αλεύετε όση ώρα θέλετε. Κάθε πράγμα

στην ώρα του!

Οι δύο φίλοι καl ο σάκος με τα χρυσό. νομίοματα

Δύο φίλοι ξεκί\'ησω• να π6νε ταξίδι στψ πόλη, για να

τακτοποιήσουν κάποιες υποθέσεις τους. Στο δρόμο που

πηγαί\•ανε ο έ\•ας απ' τους δύο είδε πεταμέ\•ο ένα δερμάτι­

νο σάκο. Έσκυψε και τον σήκωσε. Ο σ6κος ήταν βαρύς κι

όταν τον {.ινοιξε, ανακ6λuψε ότι ήταν γεμάτος με χρυσά νο­

μίσματα.

-Τι τυχερός άνθρωπος που είμαι! 6ρχισε να φωνάζει

και να χοροπηδάει! Είμαι πλούσιος! Βρήκα ένα θησαυρό!

-Βρήκαμε έ\•α θησαυρό, το\• διόρθωσε ο σύντροφός του.

Δε συμφωνιjσαμε να μοιραζόμαστε τα πάντα σε αυτό το

ταξίδι;

Page 92: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

-Μα εγώ τον είδα πeώτος το θησαυρό, είπε ο πρώτος τα­ξιδιώτης. Γι' αυτό και θα τον κρατήσω. Εί\•αι μόνο δικός μσυ.

Εκείνη τη στιγμιj, μια ομάδα εξαγριωμένων ανθρώπων, με

ξύλα και aξίνες <πα χέρια, φάνηκε mη στροφή ταυ δρόμου. -Κλέφτη, θέλουμε πίσω το χρυσάφι μας! φώναζαν. Στα­

μ{.ιτα, κλέφτη!

-Δυστυχία μου, αχ δυστυχία μου, άρ",<ισε να λέει ο ταξι­

διώτης που είχε βρει το σάκο και ιjθελε να τον κρατιjσει

για το\• εαυτό του. Νομίζουν πως είμαστε κλέφτες. Φοβά­

μαι παις θα μας σκοτώσουν και τους δύο.

-Όχι δα! του απά\'τησε ο φίλος Υ.αι συνταξιδιώτης του.

Εσύ βρήκες το θησαυρό. Δεν είπες ότι είναι μόνο δικός

σου; Ε, δικιj σου θα 'ναι τώρα και η τιμωρία. Δε γίνεται να

θέλεις να μοιραστείς μαζί μου τα προβλ1jματα, αλλά την

καλ1j τύχη \'α την κρατάς μόνο για το\• εαυτό σου.

Το μ.υρμ,ίyκι κω το περιοτ{ρι

Ήταν καλοκαίρι, έΥ.α\•ε φοβερ1j ζέστη, κι ένα μυρ~ηjγκι

δούλευε κουβαλώντας στη φωλιά του καρπούς σιταριού

και κριθαριού, για να έχει το χειμώ\•α να τρώει. Κάποια

στιγμή έκανε ένα διάλειμμα και mjγε μέχρι το ρυάκι για να

πιει λίγο νερό. Γλίστρησε όμως καθώς έσκυβε κι έπεσε μέ­

σα <πο νερό. Το μυρ~ηjγκι δε\• ήξερε κολύμπι και παρόλο που πάλευε σα\• τρελό, ήταν αδύνατο να βγει στην όχθη.

Ένα περιστέρι που καθόταν σ' έ\•α δέντρο είδε το μυρ­

μήγκι, το λυπήθηκε και αποφάσισε να το βοηθήσει. Έκο-

Page 93: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

ψε λοιπόν ένα κλαδάκι ελιάς, πέ-ταξε και το άφησε απαλά μέσα στο ρυάκι, για να μπορέσει το μυρμήγκι να σκαρφα­

λώσει πάνω του. Και πράγματι το μυρμήγκι α\•έβηκε στο

κλαδί και κατάφερε να σωθεί. Το μυρμήγκι δε\• ξέχασε την Υ.αλιj πράξη που έκανε το

περιστέρι κι ότα\• παρουσιάστηκε η ευκαιρία τού την αντα­

πέδωσε.

Μια μέρα, έ\•ας κυνηγός πιjγε στο δάσος κι άρχισε να

στιjνει παγίδες με ξόβεργες δίπλα στο ρυάκι, για να πιάσει περιστέρια και άλλα πουλιά ..

Το μuρ~ι1jγκ~ όμως, που είδε πως κι\•δύ\•ευε ο σωτιjρας του σκαρφάλωσε στο πόδι του κυνηγού και τον τσίμπησε τόσο δυ­

νατά, που ο κυνηγός τινάχτηκε ξεφωνίζοντας απ' τον πόνο.

Το περιστέρι τρόμαξε απ' τις κραυγές -του κυνηγού, πέ­

ταξε μακριά Υ.αι γλίτωσε.

' Ετσι, το μυρμήγκι α\'tαπέδωσε την καλ1j πράξη που -του

'χε Υ.ά\•ει το περιστέρι και -του έσωσε κι εκείνο τη ζωή.

Ο βοσκός και τα αyριοκάτοικα

Ένας βοσκός έβγαλε το κοπάδι του για βοσκ1j σ' ένα λι­

βάδι, αλλά ξέσπασε ένα ξαφνικό μπουρίνι και αναγκάστη­

κε να ψάξει έ\•α προσωρινό Υ.αταφύγιο τόσο γι' αυτόν, όσο

και για τα ζώα του. Οδήγησε λοιπόν τα ζώα του σε μια σπη­

λιά, εκεί όμως διαπίστωσε πως είχαν πάει για να πρσφυλα­

χτούν και αρκετά αγριοκάτσικα.

-Αν δώσω τροφή σ' αυτά τα αγριοκ{rτσικα, είπε ιnον ε-

Page 94: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

αυτό του ο βοσκός, ίσως μείνουν Κ<!\"fά μου κι έτσι θα με­

γαλώσει το Υ.οπάδι μου.

Και ο βοσκός τάισε τα αγριοΥ.άτσιΥ.α και τους έδωσε κι

όσο \•ερό είχε για να πιοm•. Επειδή όμως δεν είχε αποθέ­

ματα τροφtjς μαζί του, στο δικό του κοπάδι έδωσε μόνο ε­

λάχιστο σανό.

Κάποια στιγμ1j το μπουρίνι κόπασε και βγήκε πάλι ο 1]­λιος. Ο βοσκός, το κοπάδι του και τα αγριοΥ.άτσιΥ.α βγιj­

καν από τη σπηλιά, αλλά τα αγριοκάτσικα χωρίς να πουν

ούτε ένα ευχαριστώ το 'σκασαν κι άρχισαν να σκαρφαλώ­

νουν στην πλαγιά. -Πού π(.ιτε, βρε; Περιμένετε! τους φώναξε ο βοσκός. Έτσι

μ' αφήνετε εμένα που σας φρόντισα; Γιατί δε μένετε μαζί μου;

-Γιατί είδαμε πώς φέρεσαι στο ίδιο σου το κοπάδι, του

είπε ένα αγριοκάτσικο. Α ν όταν κάνεις καινούριους φί­

λους ξεχνάς τους παλιούς, γιατί να μείνουμε μαζί σου; Σί­

γουρα δε\• πρόκειται να μας φερθείς διαφορετικά ..

Η αγελάδα και το βόδι

Μια φορά και έ\•αν καιρό ζούσαν σ' ένα αγρόκτημα μια

\'Efψ1j αγελάδα κι έ\•α γέρικο βόδι. ΑΠ το πρωί ως το βρά­

δυ το βόδι δούλευε <nα χωράφια πολύ σκληρά, ενώ η νεα­

ρΙj αγελάδα περνούσε τη μέρα της βόσκ<η"fας στο λιβάδι με

το πράσι\•ο χοιnάρι.

Μια μέρα που το γέρικο βόδι γύριζε απ' τα χωράφια,

σέρνοντας πίσω του το αλέτρι, η αγελάδα τού είπε:

Page 95: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

-Καημέ\•ο βόδι, σε λυπάμαι! Δουλεύεις τόσο σκληρά! Είναι κρiμα που δε ζεις κι εσύ όπως εγώ, ξέγνοιαστα κι ευ­

τυχισμένα.

-Είμαι ειr,<αριστημένο απ' τη ζωή μου, της είπε το βόδι. Όλα έχοm• γίνει όπως έχουν γίνει, για κάποιο σκοπό.

Μερικές μέρες αργότερα, ο αγρότης έβαλε να πλύνουν

και να βουρτσίσουν την αγελάδα και έπειτα της κρέ~ιασε ο ίδιος γύρω απ' το λαιμό ένα στεφάνι με λουλούδια.

Η αγελάδα δε\• μπορούσε να συγκρατήσει τη χαρά της.

-Καλό μου βόδι, κοίταξέ με! φώναξε. Δε θα 'θελες να

είσαι στη θέση ~ιου; -Δεν τελείωσε ακόμα η μέρα, απάντησε σοφά το βόδι.

Ας δούμε πρώτα τι θα φέρει.

Και την ίδια μέρα ο αγρότης οδ!jγησε την αγελάδα στην

αγορά, όπου πολλοί τη θαύ~ιασαν. Ένας απ' αυτούς μάλι­

στα είπε:

-Πολύ ωραία αγελάδα! Ό,τι πρέπει για το αποψινό ~ιας

δείπνο στο πανηγύρι!

Την ώρα πσυ οδηγούσαν την αγελάδα στη σφαγή, εκεί­νη έλεγε στο\• εαυτό της:

-Πόσο δίκιο είχε το βόδι! Καλύτερα να ζού(J(t μια ζωή

κουραστικιj αλλά πολύχρονη, παρά τα λίγα χρόνια που έ­

ζησα άνετα αλλά σύντομα.

Page 96: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ο ενοχλητικός σκύλος

Ένας αγρότης είχε ένα σκύλο που μπερδευόταν πα­

\'tού: κυνηγούσε τα πρόβατα και τα πουλερικά, άνοιγε

λάκΥ.ους στον κtjπο, έκανε ζημιές. Για να προειδοποιεί λοι­

πό\• ο αγρότης τα ζωντανά του για την παρουσία του ενο­

χλητικού σκύλου, του έδεσε στο λαιμό ένα μεγάλο κουδού­

νι.

Έτσι ο σκύλος κυκλοφορούσε στο αγρόκτη~ια καμαρω­

τός κι έλεγε σ' όποιον συναντούσε:

-Κοιτάξτε τι μου έδωσε το αφεντικό! Κω•ένα άλλο ζώο

δεν έχει τέτοιο κουδούνι.

-Γιατί κανέ\•α άλλο ζώο δεν Υ.ά\•ει τόση φασαρία όση

κ<'.ινεις εσύ, του είπε ένας γέρος σκύλος. Αν είχες μια στά­

λα μυαλό, θα καταλάβαL\•ες ότι το κουδού\•ι αυτό σε ντρο­

πιάζει και δε σε διαφημίζει.

Ο αετός και ο κόκορας

Ένας αγρότης είχε στο κοτέτσι του δύο κοκόρια, που

μάλω\•αν απ' το πρωί μέχρι το βράδυ για το ποιος θα έΥ.α­

\'ε κουμάντο στην αυλ1j. Για \'α λύσουν οριστιΥ.ά τις διαφο­

ρές τους, τα δύο ζώα αποφάσισαν να κάνουν ~u.α κοΥ.ορο­

μαχία. Άρχισαν λοΙJτόν \'α παλεύουν, ώσπου ο ένας κόκο­ρας σουρομάδησε το\• άλλο και τον νίκησε.

Ο νικηηjς ανέβηκε στο φράχτη της αυλ1jς και κακ{.ιρισε

δυνατά:

Page 97: 100 μύθοι από τον Αίσωπο
Page 98: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

-Είμαι ο νικητής!

Ένας αετός όμως που πετούσε εκεί κοντά είδε τον κό­

κορα και, ορμώντας ξαφνικά κάτω, το\• άρπαξε με τα γαμ­

ψά του νύχια Υ.αι πέταξε μακριά .. Έτσι ο Υ.όκορας πλήρω­

σε με τη ζωή του την περηφάνια του.

Τα αληθινό. προσόντα του ελb.φιού

Μια μέρα έ\•α ελάφι περπατούσε στο ξέφωτο του δά­

σους, δίπλα από μια λίμνη με βαθιά και ήσυχα νερά. Στα­μ{.ιτησε λοιπόν και κοίταξε το είδωλό του, που καθρεφτιζό­

ταν στα \•ερά της λίμνης.

-τι όμορφα που είναι τα κέρατά μου! είπε ιnον εαυτό

του. Τα πόδια μου όμως εί\•αι πολύ αδύ\•r.ιτα και άσχη~ια. Εκείνη τη στιγμή αΥ.ούστηκω• από μακριά γαβγίσματα

σκύλων και το ελάφι κατάλαβε ότι σύντομα θα έφταναν

στη λίμνη κυνηγοί. Έτρεξε λοιπόν προς το δάσος για να

κρυφτεί και να γλιτώσει, αλλά τα κέρατά του μπλέχτηκαν

στα χαμηλά κλαδιά και με δυσκολία Υ.ατάφερε να απε­

γκλωβιστεί και να φύγει ~ιαΥ.ριά. -Αυτά τα φρικτά κέρr.ιτα παραλίγο να με καταστρέ­

ψουν, είπε στο\• εαυτό του. Ευτυχώς που τα πόδια μου εί­

\•αι δυνr.ιτά και γιηjγορα, αλλιώς δε θα τα κατάφερνα να

ξεφύγω και οι κυνηγοί θα με πιά\•ανε.

Page 99: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Τα πρόβατα και το γουρούνι

Ένας βοσκός αναΥ.άλυψε μια μέρα α\•άμεσα ιπα πρό­

βατα του κοπαδιού -του έ\•α γουρούνι.

-Είμαι πολύ τυχερός άνθρωπος, σκέφτηκε. Ποιος ξέρει παις βρέθηκε εδώ αυτό -το γουρούνι. Είμαι σίγουρος όμως

πως θα -το πουλtjσω ακριβά <ΠΟ\' Υ.ρεοπώλη. Και παίρνο­ντας το γουρούl•ι ιπο χέρια του, ε-τοιμάστηκε να βγει απ' το

μαντρί.

Το γουρούνι όμως άρχισε να στριγκλίζει Υ.αι να τl\•άζε­

ται φοβισμένο.

-Σταμ{.ιτα τις φω\•ές, του είπε τότε έ\•α γέρικο πρόβ(.ιτο.

Κι εμάς μας βγάζει απ' το μαντρί ο βοσΥ.ός αλλά δεν κά­

νουμε έτσι. Θάρρος!

-Εσάς ο βοσκός σάς βγάζει απ' το μω'fρί γιατί θέλει να κουρέψει το μαλλί σας, εμένα όμως θέλει το κρέας μου. Εί­

ναι εύκολο να μιλάς για θάρρος όταν δεν κινδυνεύεις.

Τα περιστέρια και η καλιακούδα

Μια καλιακούδα που ζούσε στα χωράφια κατάφερνε με

δυσκολία, τόσο αυτtj όσο και οι φίλες της, να χορτάσουν

την πεί\•α -τους. Τmμπολόγαγα\• κάθε τόσο κά\•α σπόρο, ε­

νώ τα περιστέρια που ζούσαν στην αuλ1j ενός χωρικού έ­

τρωγαν κάθε μέρα πλουσιοπάροχα. Η Υ.αλιακούδα αναρω­

τιόταν για ποιο λόγο ο χωρικός την έδιωχνε με πέτρες όπο­

τε την έβλεπε και τελικά αποφάσισε πως έφταιγε το χρώ-

Page 100: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

μα της -ψα\• Υ.ατάμαυρη ενώ τα περιστέρια άσπρα. Βάλθη­

κε λοΙJtόν να βρει τρόπο ν' ασπρίσει, Υ.αι μια μέρα που έ­

\•ας γείτονας του χωρικού έβαφε το σπίτι του, η καλιακού­

δα βουτήχτηκε στον Υ.ουβά με το χρώμα κι έγινε κάτασπρη.

Πέταξε χαρούμενη σ' ένα δέ\-τρο κι όταν στέγνωσε, χώ­

θηκε α\•άμεσα στα περιστέρια κι άρχισε να τρώει λαίμαργα.

Τον πρώτο καιρό η Υ.αλιακούδα έτρωγε όσο~ σπόρους ή­

θελε, γιατί τα περιστέρια δε\• την είχαν καταλάβει. Όταν ό­

μως άνοιξε το στόμα της, τα περιστέρια Υ.ατάλαβαν πως ήτα\• ξένο πουλί και την έδιωξαν κακή\• κακώς, ραμφίζοντάς την.

Η καημέ\'1] η καλιακούδα γύρισε και πάλι στα χωράφια, αλλά την έδιωξαν κι από 'κει οι άλλες καλιακούδες, γιατί

\•όμισαν πως 1jτα\• περιστέρι. Έτσι απόμεινε μόνη και πει­

\•ασμέ\'1].

Το ελάφι και το άλογο

Τα παλιά χρόνια το ελάφι και το άλογο ζoύ(J(.rl' μαζί μέσα

στο δάσσς, αλλά πολύ συχνά καβγάδιζαν για το ποιος είχε το

δικαίωμα να βιχικ1jσει πρώτος στο φρέσκο χορτάρι του λιβα­

διού 1j να πιει δροσερό \•ερό απ' τη λιμνούλα. Τα χρόνια περ­

\•ούσαν και τα δύο ζώα δε μιλιό\-ταν πια μεταξύ τους.

Τότε το άλογο ζψησε τη βιηjθεια του ανθρώπου για να

διώξει το ελάφι απ' την περιοχtj του κι εκείνσς δέχτηκε με

έναν όρο: να τον αφήσει. να τοu q;ορέσει. σέλα και. να τσυ

περάσει χαλινάρι. Το άλογο συμφώ\'ησε και ο άνθρωπος

τελικά α\•έβηκε πά\•ω του Υ.αι mjγαl' \'α βρουν το ελάφι.

Page 101: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Μόλις τσuς είδε εκείνο φοβ1jθηκε κι έτρεξε μαΥ.ριά, γιατί ο {.ιγτρας το 'χε κυνηγήσει πολλές φορές μαζί με τα σ.ιυλιά του.

-Σ' ειr,<αριmώ, είπε το άλογο mον άνθρωπο. Μια μέρα

θα σσu ξεπληρώσω το Υ.αλό που μσυ έκανες. Βγάλε μου ό­

μως τώρα τη σέλα και το χαλL\•άρι.

-Μιας και μ' άφησες να σου τα φορέσω, τώρα πια δεν

πρόκειται να σσu τα βγάλω, είπε ο άνθρωπος χαμογελώγτας.

Έτσι το άλογο, που δεν υπολόγισε ότι η συμμαχία με

κάποιον πιο δυνατό είναι επικί\•δυνη, καταδικάιnηκε γα υ­

πηρετεί τογ άνθρωπο για όλη τη ζιιnj τσu.

Το πρόβατο κι ο πληγωμt!ιος λύκος

Μια νύχτα ένας λύκος μπήκε σ' έ\•α μαντρί για ν' αρπά­

ξει κάνα πρόβατο, τον Υ.ατάλαβαν όμως τα δύο σκυλιά και

του όρμησα\•. Ο λύκος με δυσκολία κατάφερε να γλιτώσει

απ' τα νύχια και τα δόγτια τους. Πληγωμένος, νιιiJθ<Ι\'tας

να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του επειδ1j έχανε αίμα,

προσπάθησε να φτάσει μέχρι το ρυά.κι, για \'α πιει λίγο νε­

ρό, αλλά δεν μπορούσε. Εκείνη τη στιγμ1j έτυχε να περγάει από 'κει ένα πρόβα­

το κι ο λύκος τού είπε:

-Σε παρακαλώ, μπορείς να ~ιου φέρεις λίγο νερό απ' το

ρυάκι, κι έπειτα εγώ θα βρω φαγητό.

-Δε θα σου φέρω νερό \'α πιεις γιατί όταν θα ξεδιψά­

σεις, μπορεί \'α θελ1jσεις να με φας για να χορτάσεις, του

είπε το πρόβατο πριν το βάλει γρ1jγορα mα πόδια.

Page 102: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Η ουρά του παγονιού

Τα παλιά τα χρόνια το παγόνι μπορούσε να πετάει ψη­

λά στον ουρανό, όπαις όλα τα πουλιά. Μια μέρα, πετώντας

πάνω από μια λίμ\'1}, είδε το είδωλό του στα ήσυχα νερά

της και απογοητεύτηκε, γιατί βρ1jκε παις το χρώμα των φτε­

ρώ\• του ήταν θαμπό και μουντό.

-Και τι δε θα 'δινα για να άλλαζε το φτέρωμά μου και να

γινόμουν ένα πεντάμορφο πουλί, είπε στον εαυτό του λυ­

πημένο πριν πέσει για ύπνο.

Όταν ξύm't}σε την άλλη μέρα το πρωί, το παγόνι αναΥ.ά­

λuψε πως η ευχή του είχε πραγματοποιηθεί και τα φτερά

του είχαν αλλάξει και είχω• γίνει σμαραγδένια, τιρκουάζ

και κόκκL\•α. Το παγό\•ι ε\•θουσιάστηκε και περιφερόταν

απλών<!\'tας την ουρά του, όπως ο βασιλιάς το μανδύα του. Κάποια στιγ~ηj όμως θέλησε να πετάξει ψηλά για να ε­

πιδείξει σ' όλους την ομορφιά του. ΑλλfJ. όταν άνοιξε τα

φτερά του, διαπίστωσε πως η ουρά του ψα\• τόσο βαριά,

που το καθιjλωνε στο έδαφος.

-Μη στε\•οχωριέσαι. Έχεις αυτό που 1jθελες. Πες μου, όμως, αξίζει η ομορφιά αυτό το βαρύ τίμημα; το ρώτησε έ­

\'α σπουργιτάκι που καθόταν σ' έ\•α δέ\•δρο πριν πετάξει

μακριά ..

Page 103: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Οι λύκοι και τα πρόβατα

Κάποτε, σ' ένα δάσος ζού(J(ιν δύο λύκοι που κάθε βρά­

δυ έβγαιναν για κυνήγι πότε ο καθένας μόνος του πότε και

οι δύο ~ιαζί. Εκεί ΚΟ\'tά έβοσκε κι ένα Υ.σπάδι με παχιά πρόβατα. Οι λύκοι τα 'χω• βάλει στο μ<Ίτι, αλλά δεν τολ­

μούσαν να πλησιάσουν γιατί το κοπάδι το φύλαγαν πέντε

άγρια ~ιαντρόσκυλα, έτοιμα να τους επιτεθούν. Οι λw.σι λοιπό\• αποφάσι(J(ιν να μεταχειριστούν την

πονηριά για να πλησιάσουν το κοπάδι.' Ετσι, όταν έβλεπαν

κάποια πρόβατα ν' απ.ομακρύνο\'tαι απ' τα άλλα, τα πλησί­

αζαν και τους μιλού(J(ιν γλυκά ..

-Δεν υπάρχει λόγος \'α ~ιας q;οβάστε, τους έλεγαν. Εμείς δε\• τα 'χουμε με τα πρόβατα, τα 'χουμε με τους σκύλους.

-Τα πρόβατα όμως τρώτε, τους είπε ένα αρνί.

-Ότα\• πέφτουμε μέσα <no κοπάδι για \'α σκοτώσουμε τους σκύλους, μέσα <nην αναμπουμπούλα δαγΥ.ώνουμε και

κάνα πρόβατο. Διώξτε τους σκύλους κι εμείς δε θα σας ξα­ναπειράξουμε.

Έτσι, τα μιλημένα πρόβατα ιruνεV\•οήθηκαν και με τα

άλλα και μια μέρα έδιωξαν τα μω'tρόσκυλα.

Οι σκύλοι τότε έπεσαν στα νύχια των λύκων, που τους

σκότωσαν τον έναν μετά τον άλλον.

Έπειτα τα αγρίμια ρίχτηκαν μέσα στο κοπάδι και δε\• ά­

φησαν ζω\'tανό ούτε έ\•α πρόβατο.

' Ετσι τα πρόβατα πλ1jρωσαν με τη ζιιnj τους '11]\' αφέλειά τους-παραδί\•οντας τους αρχηγούς τους, δεν είχα\• σκεφτεί

πως θα 'με\•αν aπροστάτευτα και θα πέθαιναν.

Page 104: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ο ταξιδιώτης που καvχιόταν

Ένας πολυταξιδεμένος άντρας γύρισε κάποτε <m1ν πα­τρίδα του. Όπου στεκότω• κι όπου βρισκόταν έλεγε σ' ό­

λους πού είχε πάει, τι είχε δει και τι είχε ζήσει. -Μια μέρα σε μια παραθαλάσσια πόλη, ένας ω•όητος με

κάλεσε \'α παραβγούμε στο άλμα κι εγώ τον νίκησα κι έκα­

\'α -πιστέψτε με- το μεγαλύτερο άλμα απ' όλους, το μεγα­

λύτερο <nον κόσμο, ε'λεγε ο ταξιδw)της.

-Για να σε πι<nέψουμε, φίλε μου, δεν έχεις παρά να Υ.ά­

\•εις το ίδιο άλμα εδώ, μπροστά μας, του είπε κάποιος. Τα

έργα μετρά\•ε κι όχι τα λόγια.

Ο πελαqyός και οι γερανοί

Μια παρέα γερανών είδε έ\•αν πελαργό να κάθεται σ' έ­

\'α δένψο και του είπε:

-Έλα μαζί μας, πάμε σ' έ\•α χωράφι με ωραίους Υ.αρ­

πούς. Μπορείς να φας όσους θέλεις.

Κι ο πελαργός που πεινούσε πέταξε με τους γερανούς

στο χωράφι κι άρχισε να ψώει.

Ο αγρότης όμως που παραφύλαγε τα πουλιά, τα πλησί­

ασε αθόρυβα και τα σκέπασε μ' έ\•α μεγάλο δίχτυ.

-Αφήστε με να φύγω, σας παρακαλώ, του είπε ο πελαρ­γός. Εγώ δεν ανtjΥ.ω σ' αυτή την παρέα, δε\• είμαι γερανός.

-Το βλέπω, του απάντησε ο αγρότης. Οι φίλοι σου όμως

είναι κλέφτες, γι' αυτό θα τιμωρηθείς κι εσύ όπως κι αυτοί.

Page 105: 100 μύθοι από τον Αίσωπο
Page 106: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ο γιiιδαeος και η οκιιi του

Κάποτε, ένας ταξιδιώτης \•οίκιασε ένα γάιδαρο και το α­

φεγτικό τσυ, για να τογ βοηθήσουν να διαcr,<ίσει μια έκταση

έρημη. Ξεκί\•η<ιαν πολύ πρωί, ο ταξιδιώτης πάνω στο γάιδα­

ρο και το αφεγτικό του γaίδάρσυ δίπλα του, με τα πόδια.

Το μεσημέρι πσυ η ζέστη είχε γίνει αφόρητη έκανα\• μια

στάση. Ο ταξιδιώτης κατέβηκε απ' το γάιδαρο Υ.αι κάθισε

\'α ξεκουραστεί στη σκιά του, μια κι εκεί γύρω δεν υπιjρχε

ίχνος βλάστησης. -Σήκω αμέσως από 'κει, φώl'αξε το αφεντικό τσυ γα'ίδά-

ρου. Αυτή η θέση εί\•αι δικιj μου.

-Αφού σε πλιjρωσα! είπε ο ταξιδιώτης.

-Με πλήρωσες για το γάιδαρο κι όχι για τη σκιά του.

Κι ε\•ώ οι δύο άγτρες μαλώ\•ανε, ο γάιδαρος, που δε\• ά­

\'tεχε άλλο τις φωνές τους, το' σκασε και τους άφησε χωρίς

σκιά και χωρίς μέσο να διαcr,<ίσουν την έρημο.

Αυτά παθαί\•ει όποιος χ<'.ινει την ουσία κι αcr,<ολείται με

λεπτομέρειες.

Ο γιiιδαeος και το αλάτι

Ένας έμπορος φόρτωσε στο γάιδαρό του πολλά σακι<'.ι με

αλ{m και ξεκίνησε για την αγορά, όπου ιjθελε να τα πουλή­

σει. Καθώς πειJ\•ούσw δίπλα από ένα ποταμάκι, ο γάιδαρος

γλίστρησε κι έπεσε μέσΗ ιπο νερό. Μέχρι να σηΥ.ωθεί και να

βγει απ' το ποτα~ιάκι, το περισσότερο αλάτι είχε χαθεί.

Page 107: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ο έμπορος έγινε έξαλλος, αλλά ο γάιδαρος χάρηκε ό­ταν διαπίστωσε πως το βάρος που κουβάλαγε είχε λιγοστέ­

ψει αισθητά .. Στην αγορά ο έμπορος πούλησε όσο αλ{.ιτι τού είχε απο­

μείνει και αγόρασε σφουγγάρια. Τα έβαλε στα σακιά, τα

φόρτωσε στο γάιδαρο και ξεκίνησε για το σπίτι του. Όταν

έφτασαν στο ποταμάκι, ο γάιδαρος, που δεν είχε ξεχάσει

τι είχε γί\•ει με το αλάτι, έΥ.α\•ε παις γλίστρησε κι έπεσε και

πάλι <no νερό για να απαλλαγεί απ' το φορτίο του. Αυτιj τη φορά όμως τα σφουγγάρια πότισαν με το νερό

και το φορτίο έγινε πολύ βαρύτερο αντί να ελαφρώσει. ·Ε­

τσι ο γάιδαρος έφτασε Κ(.ιτάκοπος <no σπίτι του εμπόρου, αφού το φορτίο που κουβαλούσε ήταν πολύ πιο βαρύ απ'

το προηγούμε\•ο.

Το λαίμαργο πωδί

' Ε\•α μικρό αγόρι ζήτησε από τη μητέρα του λίγα καρύδια,

που τα 'βλεπε σ' ένα βάζο της κουζίνας και τα λιγουρευότα\•.

-Πάρε, αλλά μια χούφτα μόνο, του είπε η μητέρα του. Σε

λίγη ώρα θα φάμε.

Το αγόρι έχωσε το χέρι του στο βάζο κι άρπαξε όσα περισσότερα καρύδια μπορούσε. Δε γινόταν όμως να

τραβ1jξει το χέρι του από το βάζο, όσο κι αν προσπαθούσε.

-Αν δεν aφήσεις τα μισά απ' τα καρύδια που Κ(_)(.ιτάς, δε

θα καταφέρεις να φας κανένα, του είπε η μητέρα του.

Καλύτερα λίγα παρά καθόλου!

Page 108: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ο φιλάργυρος

Ένας άντρας πούλησε όλο του το βιος και το 'κανε χρυ­

σάφι. ΊΞm:ιτα έβαλε όλα του τα χρυσά νομίσματα σε ~uα -τσά­

ντα και -τα 'κρυψε στο\• κιjπ.ο. Κάθε δεύτερη μέρα ο άνθρω­

πος αυτός ξέθαβε την τoc.t\'tα και μέτραγε -το θησαυρό του.

Κάποια μέρα όμως ένας κλέφτης που τον παρακολου­

θούσε, ξέθαψε την τσάντα και -του έκλεψε -το θησαυρό. Ό­ταν ο φιλάργυρος α\•ακάλυψε την κλοπή κόντεψε να τρε­

λαθεί -έκλαιγε, τραβούσε τα μαλλιά του. Τότε ένας υπηρέτης του τον πλησίασε, του έδωσε μια

μεγάλη πέτρα και του είπε:

-Κύριε, μην κάνετε έτσι. Μπορείτε ν' ω'tιΥ.αταστήσετε

το χρυσάφι σας μ' αυτήν εδώ την πέτρα.

-Μα αυτιj δεν είναι χρυσάφι, aνόητε, του είπε ο φιλάρ­

γυρος.

-Εσείς, κύριε, δε χρησιμοποιούσατε, δεν ξοδεύατε το

χρυσάφι σας, του απά\'tησε ο υπηρέτης. Οπότε, είτε πέτρα έχετε είτε \•ομίσματα είναι ένα και το αυτό. Για σας έχουν

την ίδια αξία.

Η αλεπού κω η μο.ίjιού

Μια μέρα μαζεύτηκαν όλα τα ζώα του δάσους σ' ένα ξέ­

φωτο για να διαλέξουν βασιλιά.

Πρώτο ζήτησε το θρόνο το λιοντάρ~ αλλά -τα {.ιλλα ζώα α­

ποφάσισαν πως δεν το ήθελαν για βασιλιά γιατί το φοβούνταν.

Page 109: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Έπει~α ζήτησε ~ο θρόνο ο ελέφαντας, αλλά ούτε κι αυ­

τό\• τον επέλεξαν γιατί τα μικρότερα αγρiμια έτρε~ιαν μην

τα πατήσει με τις ποδάρες του.

Τότε πήρε το λόγο η αλεπού Υ.αι είπε:

-Εγώ πρέπει \'α καθίσω στο θρόνο γιατί είμαι έξυπνη

και Υ.απάτσα!

-Είσαι πονηρ1j Υ.αι φοβητσιάρα, της είπαν τα αγρίμια και της αρνήθηκαν το θρόνο.

Όλη αυτή την ώρα, σ' ένα δέντρο καθόταν η ~ιαϊμού και δε μιλούσε. Ξαψ~•ικά, άρχισε να χορεύει, να ξύνει το κεφά­

λι της, να βγάζει τη γλώσσα της ... Όλα τ' αγρίμια γέλασΗν με τα καμώματά της και επ.ειδtj είχαν κουραστεί κιόλας,

διάλεξα\• αυτή για βασίλισσα.

Η αλεπού όμως !]τα\• έξαλλη και είχε αποφασίσει να

βρει τρόπο \'α την εκδικηθεί. Μια μέρα λοΙJtό\• που βρ1jκε

μια παγίδα που 'χαν στήσει κάποιοι κυνηγοί, πtjγε και είπε

στη μαϊμού:

-Βασίλισσά μου, βρ1jκα ένα υπέροχο κομμάτι Υ.ρέας και

δε\• το 'φαγα για να το προσφέρω σ' εσένα.

- Πού είναι; ρώτησε η μαϊμού. Τότε η αλεπού την οδtjγησε στο μέρος όπου !]τα\• η πα­

γίδα κι όταν η ~ιαϊμού άπλωσε το χέρι της για ν' αρπάξει το κρέας, το δόκα\•ο έκλεισε κι εκείνη παγιδεύτηκε.

-Γιατί μου το 'καν ες αυτό; ρώτησε τψ• αλεπού.

-Γιατί έγινες βασίλισσα, ενώ είσαι ηλίθια, της απάντησε

η αλεπού.

Page 110: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Μια μέρα, μια κατσίκα που έβοσκε, ανέβηκε σ' έναν α­

πόΥ.ρημνο βράχο για να φτάσει κ{rτι άγρια βλαστάρια που

της άρεσε να τρώει.

Ένας λύκος που περνούσε από 'κει, την είδε Υ.αι σκέ­

φτηκε πως έτσι παχιά που Ιjταν θα αποτελούσε ωραίο φα­

γητό. ΑλλfJ. πώς θα την έπιω•ε; -Κυρα-κατσίκα, της είπε με πονηριά, είναι επικίνδυνα

εκεί π<'.rνω. Μπορεί \'α πέσεις και \'α χτuπιjσεις.

-Μη φοβάσαι, κυρ-λύκε, μόλις φάω τα βλαστάρια θα

Κ(rtέβω.

-Έχει κι εδώ κάτω βλαστάρια, φρέσΥ.α και νόστιμα.

Γι(rtί δεν κατεβαίνεις να τα φας;

-Γιατί πρι\• προλάβω να τα φάω θα με φας εσύ, του απά­

\'tησε η κατσίκα κι ο λύΥ.ος έφυγε με την ουρά κώω απ' τα

σκέλια, γιατί κατάλαβε παις δε θα πέρ\•αγε η πονηριά του.

Ο λύκος και η γριά

Ένα βράδυ, ένας λύκος, παρόλο που κυνηγούσε πολλ1j

ώρα, δεν καrάφερε \'α βρει κ{rτι να φάει. Αποφάσισε λοιπό\•

\'α γυρίσει στη σπηλιά του, καθώς όμως περνούσε ε'ξω από μια αγροικία, άκουσε μια γιαγιά να λέει στο εγγόνι της:

-Αν δε φας το φαγητό σου, θα σε δώσω στο λύκο να σε

φάει!

Ο λύκος χάρηκε και θρονιάστηκε <πην πόρτα της αγροι-

Page 111: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

κίας περιμέν<η-τας \'α βγει η γιαγιά και να του δώσει το παιδί για να το φάει. Όμως οι ώρες περνού(J(ιν και η πόρ­

τα της καλύβας δε\• άνοιγε. Κατά τα χαράματα ο λύκος ά­

κουσε κλά~ιατα απ' την αγροικία Υ.αι τη φω\~l της γιαγιάς

που έλεγε:

-Μη φοβάσαι, καλό μου. Όνειρο είδες. Α\• έρθει ο λύ­

κος \'α σε φάει, εγώ θα ΤΟ\' σκοτώσω. Τότε ο λύκος σηκώθηκε aπελπισμένος Υ.αι mjρε το δρό­

μο για τη σπηλιά του μουρμουρίζοντας: -Οι άνθρωποι άλλα λέ\•ε κι άλλα κ{ινουν.

Ο λύκος και το αρνί

Μια μέρα, έ\•ας λύκος πήγε να πιει νερό στο ποτάμι κι

εκεί, στην απένα\'tι &,<θη, είδε ένα αρνί που έπινε κι αυτό νερό. Σ' εκεί\•ο το σημείο το ποτάμι ήταν πλατύ κι ο λύκος

δε\• μπορούσε \'α περάσει απέ\•αντι και να φάει το αρνί, αλλά πιο κάτω στένευε και το π1jδημα θα ήταν εύκολο. Το

αγρίμι λοιπό\• άρχισε \'α μιλάει στο αρ\•ί για να το φοβίσει

και \'α μην κουνηθεί απ' τη θέση του. -Έτσι όπως πίνεις, θολώνεις το νερό κι εγώ δεν μπορώ

να πιω, είπε στο έκπληκτο αρ\•ί ο λύκος, ενώ είχε αρχίσει

να προχωράει προς το μέρος όπου το ποτάμι στένευε.

-Καλά, δε θα πιω άλλο νερό, είπε το αρνί φοβιομέ\•ο.

-Έμαθα πως πέρυσι έβρισες ΤΟ\' πατέρα μου, είπε ο λύ-

κος προχωρώντας λίγο ακό~ια.

-Μα εγώ πέρυσι δεν είχα γεννηθεί, είπε το αρνί.

Page 112: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Στο μεταξύ όμως ο λύκος έφτασε στο στενό πέρασμα, mjδησε στην απέ\•rΝτι όχθη Υ.αι βρέθηκε δίπλα στο ψο­

μαγμέ\•ο αρ\•ί.

-Όσες δικαιολογίες κι αν μου πεις, αποκλείεται να τη γλιτώσεις-θα σε φάω, είπε στο αρνί, γιατί ψα\• aποφασι­

σμένος να κάνει το κακό και τίποτα δεν τον σταματούσε.

Το θηλυκό σπουργίτι

Ένα σπουργίτι έφτιαξε τη φωλιά του σ' έ\•α δέντρο πσu 1jταν μέσα σ' ένα χωράφι με σιτάρι. Το θηλυκό σπουργίτι

κλώσησε τ' αυγά του και βγήκαν πουλάκια. Στο μεταξύ το

σιτάρι μεγάλωνε και ωρίμαζε, όπως και τα πουλά.κια.

Όταν 1jρθε η ώρα τα πουλιά να εγκαταλείψουν τη φω­

λιά τους, το σιτάρι Ιjταν έτοιμο για θερισμό. Μια μέρα άΥ.ουσαν τον αγρότη να λέει στα παιδιά του

πως θα καλούσε τους φίλους του να τον βοηθήσοm• \'α θε­ρίσει το σιτάρι, και τα μικρά πουλά.κια φοβΙjθψ.α\•. Η μα­

μά τους όμως τα καθησύχασε λέγοντάς τους:

-Δεν πρέπει \'α q;οβάστε, μικρά μου. Έχουμε ακόμα λί­

γο καιρό στη διάθεσ1j μας.

Μερικές μέρες αργότερα άκουσαν τον αγρότη να λέει

πως δεν μπορούσε \'α περφέ\•ει άλλο τους φίλους του να

τον βοηθ1jσουν στο θερισμό, αλλά σκόπευε ν' αρχίσει μαζί με τα παιδιά του τη δουλειά απ' την επόμενη κιόλας μέρα.

Τότε το σπουργίτι είπε στα πουλάκια του:

-Παιδιά μου, Ιjρθε η ώρα να φύγουμε. Όταν ένας ά\•-

Page 113: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

θρωπος αποφασίζει ,,, αναλάβει μια δουλειά μόνος του, τί­

πmα δε\• πρόκειται να τον σταματιjσει.

ΟαιnροΜyος

Ένας άνθρωπος είχε το χάρισμα να προβλέπει το μέλ­

λον, παρατηρώντας τις κινιjσεις τω\• άστρων. Πολύ γριjγο­

ρα έγινε διάσημος και πλούσιος κι όλοι ζητούσα\• τις συμ­

βουλές του. Ένα βράδυ, ο άντρας αυτός έκανε έναν περίπατο <πην

εξοχιj κοιτάζ<!\<τας τον έ\•αστρο ουρανό, αλλά καθώς δεν

πρόσεχε, δεν είδε ~u.α λακκούβα με νερό στο μονοπάτι κι

έπεσε μέσα.

Ο αστρολόγος άρχισε να φω\•άζει και άνθρωποι απ' τις

γύρω αγροικίες έτρεξα\• \'α τον βοηθιjσοm•.

-Αφού προβλέπει το μέλλον, πώς δεν μπόρεσε \'α το

προβλέψει αυτό; είπε ειρωνικά έ\•ας γείτι!\•άς του. -Μην ξοδεύεις το χρόνο σσu μόνο στ' άστρα, του είπε έ­

νας άλλος ενώ τον βοηθούσε να σψ.ωθεί. Αφιέρωσε και λί­

γο χρό\•ο στα καθημερινά πράγματα και κοίτα Υ.άτω στη γη.

Page 114: 100 μύθοι από τον Αίσωπο
Page 115: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Το μοv6φθαλμο ελάφι

Ένα ελάφι είχε χάσει το ένα του μάτι μια μέρα που το

κυνηγούσαν κάποιοι κυνηγοί κι έτρεχε να σωθεί. Προσπα­

θώντας να τους ξεφύγει, ένα ξερόκλαδο είχε μπει στο μά­

τι του και είχε τυφλωθεί. Από τότε έπρεπε \'α 'ναι πολύ προσεκτικό και να γυρίζει το κεφάλι του δεξιά κι αριστε­

ρά για να βλέπει μήπως το κυνηγάνε.

Μια μέρα έφτασε σε μια πυκ\•οφυτεμέ\'1] πλαγιά που

κατέβαινε μέχρι την άκρη της θάλασσας. -Ωραίο μέρος, σκέφτηκε το ελάφι. Εδώ μπορώ να βό­

σκω με ασφάλεια. Δε χρειάζεται να γυρίζω το κεφάλι μου

δεξιά κι αριστερά. Θα στέκομαι π{Ντα με το γερό μου μά­

τι προς τη στεριά, αφού μόνο από εκεί ΚL\•δuνεύω.

Πέρασε Υ.αιρός και το ελάφι ζούσε εκεί εUW',<ισμέ\•ο, ώ­σπου μια μέρα έτυχε να περ\•άει από εκείνη την ακρογια­

λιά μια βάρκα με ΚU\~1γούς που mjγαινα\• σ' έ\•α διπλανό

νησί. Οι ΚU\~1γοί είδαν το ελάφι που έβοσκε αμέριμ\•ο και του έριξαν ένα βέλος.

Το δύστυχο ζώο σωριάστηκε στο χώμα και καθώς ξεψυ­

χούσε μουρμούρισε:

-Εγώ φυλαγόμουν από τη στεριά κι ο θά\•r.ιτος Ιjρθε απ'

τη θάλασσα.

Page 116: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ο βοιτκός κω το λ·υκόπουλο

Κάποτε ένας βοσκός βρήκε στο δάσος ένα νεογέννητο

λυκόπουλο που είχε χάσει προqχινώς τη μά\•α του. Ήταν

τόσο χαριτωμέ\•ο που ο βοσκός το mjρε μαζί του και το 'βα­

λε να θηλάζει από μια σκύλα του που είχε μόλις γεννήσει.

Ο καιρός πέρασε, το λυκάκι μεγάλωσε μαζί με τα σκυ­

λιά κι άρχισε να φυλάει κι αυτό τα πρόβατα από τους λύ­

κους σαν να 'ταν αληθL\•ό τσοπανόσκυλο.

Από τότε που το λυΥ.όπουλο έγL\•ε φύλακας του Υ.σπα­

διού, οι λύκοι εξαqχινίστηκαν σχεδό\• απ' την περιοχή . Ό­

μως ο βοσκός ανακάλυπτε κατά καιρούς ότι του έλειπε Υ.ά­

ποιο πρόβατο κι αναρωτιόταν ποιος το είχε αρπάξει. Ώ­

σπου μια μέρα είδε με τα ίδια του τα μάτια το λυκόπουλο

,,, αρπάζει ένα πρόβατο και \'α το τρώει. Συνειδητοποίησε

λοιπόν ότι ο λύκος παραμέ\•ει λύκος ακόμα κι αν ανατρα­

φεί μαζί με σκυλιά, κι αφού έδιωξε το λυκόπουλο, ορκίστη­

κε να μην ξαναλuπηθεί αγρίμι.

Το άλογο κι ο γάιδαρος

Ένας άντρας είχε ένα άλογο κι ένα γάιδαρο. Το γάιδα­

ρο το\• είχε για να κουβαλάει πράγματα, ενώ το άλογο για

\'α το καβαλικεύει. Ο γάιδαρος, είτε έβρεχε είτε έκανε ζέ­στη τριγύριζε φορτωμένος, ενώ το άλογο έμενε στο στάβλο

και ξεκουραζόταν όταν δεν το καβαλίκευε ο αφέντης του.

Τα χρόνια περνούσαν κι από τις ταλαιπωρίες ο γάιδαρος

Page 117: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

είχε γίνει πετσί Υ.αι κόκαλο, ενώ το άλογο ήτα\• πάντα καλο­

θρεμμένο και ακμαίο. Ο γάιδαρος παραπονιόταν στο {.ιλογο

και του έλεγε πως δεν άντεχε άλλο, ήθελε και λίγη ξεΥ.ούρα­

ση, εκείνο όμως του απαντσύσε πως τα γαϊδούρια είναι προ­

ορισμένα για υποζύγια κι έπρεπε να κάνει υπομ<Μj.

Ώσπου μια μέρα ο άντρας φόρτωσε υπερβολικά το κου­

ρασμένο γα:ίδούρι και ξεκίνησε πάνω στ' άλογό τσυ για να

πάει στη χώρα. Ο γάιδαρος δε\• ά\'tεχε και ζήτησε απ' το

άλογο να κουβαλ1jσει κι εκεί\•ο ένα μέρος του φορτίου. Το

άλογο όμως αρνήθηκε. ' Ετσι, λίγο πριν φτάσουν στη χώρα,

ο γάιδαρος σωριάστηκε στο χώμα και ψόφησε.

Τότε ο άντρας φόρτωσε τα πράγματα πσυ κουβαλούσε

ο γάιδαρος στο άλογο κι αφού παράτησε το Υ.συφάρι του

πεθαμένου ζώσυ στο\• ήλιο, ξεκίνησε για τη χώρα. Και τότε το άλογο κατάλαβε πόσο σκληρά είχε φερ­

θεί στο φίλο του. Ήταν όμως πια αργά -τώρα 1jτα\• υπο­

χρεωμέ\•ο να κουβαλάει όλα τα βάρη του γαϊδάρου, για­τί ότα\• έπρεπε δε\• είχε δεχτεί να σηκώσει ένα μέρος

απ' αυτά.

Ο χορτάτος λύκος

Μια μέρα, ένας λύκος έφαγε τόσα πολλά πρόβατα που

με δυσκολία περπατούσε στο μο\•οπ{.ιτι που οδηγσύσε στη

σπηλιά του. Στο δρόμο του συν{Ι\'tησε ένα πρόβατο, που

μόλις τον είδε σωριάστηκε καταγής φοβισμέ\•ο.

-Μη φοβάσαι, του είπε ο λύκος, δε θα σε φάω γιατί εί-

Page 118: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

μαι χορtάτος. Για να μη σε πειράξω όμως και να σ' αφ1jσω

\'α φύγεις, θέλω να μου πεις ψεις αλ1jθειες. Το πρόβατο δέχτηκε θέλοντας και μη κι αποφάσισε να

μιλήσει ειλικρινά .. 'Ετσι κι αλλuίiς δεν είχε \'α χάσει τίποτα. -Θα 'θελα να μη σ' έβρισκα στο δρόμο μου, είπε το πρό­

βατο. AΊ.J.fJ. αφού σε βρ1jκα θα 'θελα να 'σουν τυφλός και

\'α μη μ' έβλεπες, συνέχισε. Θα 'θελα αΥ.όμα να ψοψ1jσουν

όλοι οι λύκοι για να μην ΚL\•δυνεύουμε εμείς τα πρόβατα,

πρόσθεσε με θάρρος.

Και ο λύκος πίστεψε το πρόβατο και το άφησε να φύγει,

όπως του είχε υποσχεθεί, γιατί και οι κακοί παραδέχονται

την αλήθεια.

Η προκομμ&η γυναίκα

Κάποτε ζούσε μια πλούσια χ1jρα που είχε πολλές υπηρέ­

τριες. Η χ1jρα α\J't'!j ήταν πολύ εργατικ1j και απαιτούσε κι

απ' αυτές το ίδιο. Ξύπναγε μόλις λαλούσε ο πετεινός και δε

σταματούσε \'α δουλεύει μέχρι το βράδυ. Οι υπηρέtριές της όμως δεν {Ντεχαν άλλο -όταν δε ζύμωναν έκαναν

μπουγάδα κι όταν δε μαγείρευαν σκάλιζαν το\• κήπο. Ώ­

σπου μια υπηρέτρια πρότεL\•ε στις άλλες να πνίξουν το\• πε­

τεινό, γιατί εξαιτίας του ξύm•αγα\• τόσο πρωί. Αν ξύπνα­

γαν λίγο πιο αργά, θα δούλευαν λιγότερες ώρες.

Το ίδιο κιόλας βράδυ οι υπηρέψιες π1jγαν στο Υ.οtέtσι

κι έπνιξαν τον πετεινό.

Από την επόμε\'1'\ μέρα όμως η χήρα, που δε\• είχε πια

Page 119: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

το\• πετεινό να την ξυm•άει, σηκωνότα\• απ' το κρεβάτι πο­

λύ πιο \•ωρίς, γιατί φοβόταν πως δε θα προλάβαι\•ε \'α κά­νει τις δουλειές της.

' Ετσι το σχέδιο της υπηρέτριας δεν ωφέλησε τις υπόλοιπες

και συνέχισαν να ξωινάνε απ' τα άγρια χαράματα.

Ο μελwσοκόμος

Ένας αγρότης ψω• γνωστός για το καλό μέλι του. Είχε

πολλές κυψέλες και η περιοχιj στην οποία τις είχε εγκατα­

στιjσει ή1;αν γεμάτη αγριολούλουδα και θυμάρια.

Μια μέρα πήγε στη χώρα για ,,, αγοράσει κάποια πράγ­

ματα. Ότα\• γύρισε όμως το απόγευμα, βρήκε ανοιχτές τις

κυψέλες του και τις κερήθρες με το μέλι άqχΝτες. Κάποιος

κλέφτης προqχινώς τις είχε κλέψει. Ο αγρότης λυπήθηκε αλλά αποφάσισε να ξαναστιjσει τις αναποδογυρισμένες

κυψέλες και \'α τις καθαρίσει. Κάποια στιγμή άκουσε ένα βουητό που δυνάμωνε και χαρούμενος αντίκρισε τα σμά­

ρια των μελισσών του που γύριζαν στις κυψέλες τους.

Ότ(Ν όμως οι μέλισσες εί&Ν τον αγρότη να πασπατεύ­

ει τα σπιτάκια τους, έπεσαν πάνω του κι άρχισαν να τον

τσιμπάνε.

Ο αγρότης το 'βαλε στα πόδια για να τους ξεφύγει, χει­

ρονομώντας σ(!\' τρελός.

-Αφιjσατε τον Υ.λέφτη να πάρει τις κερήθρες σας κι εμέ­

να που σας βοηθούσα με κατατσιμπήσατε με τα κε\•τριά

σας, φώναξε θυμωμένος ο αγρότης. Α, να χα θ είτε !

Page 120: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ο γεωργός και το φίδι

Μια χειμωνιάτικη μέρα, ένας γεωργός βριjκε στο χωρά­

φι του ένα φίδι παγωμέ\•ο. Ο γεωργός ψα\• πονόψυχος και

το λυιηjθηκε. Το πήρε λοιπόν, το 'βαλε στον κόρφο -του για

\'α το ζεστάνει και συνέχισε τις δουλειές του. Πέρασε αρ­

κετιj ώρα κι ο γεωργός ξεχάστηκε δουλεύ<Ι\>τας. Στο μετα­

ξύ -το φίδι ζεστάθηκε, συνιjλθε από τη \•άρκη του και δά­

γκωσε -το γεωργό στο στήθος.

Ο καημένος ο ά\•θρωπσς σωριάιnηκε στο χώμα με φρι­

χτούς πόνους.

-Καλά να πάθω αφού εμπιστεύτψ.α ένα aχάριστο ερπε­

τό, είπε ο γεωργός λίγο ΠQL\' ξεψυχήσει.

Η πρΟΟκληmι του σκύλου

'Ε να ς σκύλος κάλεσε -τον καλύτερό του φίλο σε δείπνο στο

σπίτι wu αφέντη wu. 'Εμαθε πως w αφεντικό θα 'χε καλεσμέ­

νους και σκέφτηχε να επωφεληθούν κι αυτός και η παρέα του.

Όταν έφτασε στο σπίτι του φίλου ο καλεσμένος σκύλος

και μπήκε στην κουζίνα, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί κι

άρχισαν να του -τρέχουν τα σάλια. Τι ψητά, τι πουλερικά, τι

γλυκίσματα! Άρχισε λοιπόν να κουνάει την ουρά -του και

\'α γαβγίζει χαρούμενα. Ο μάγειρας όμως εκνευρίστηκε, τον άρπαξε απ' την ου­

ρά και το\• πέταξε έξω απ' το παράθυρο, πριν προλάβει ο φίλος του σκύλου να τον εμποδίσει.

Page 121: 100 μύθοι από τον Αίσωπο

Ο δύστυχος σκύλος έφυγε λυπημένος και γτροπιασμέ­

νος απ' το σπίτι του φίλου του. Στο δρόμο βρ1jκε ένα\• άλ­

λο σκύλο που 1jξερε ότι ήταν καλεσμέ\•ος σε δείπγο κι όταν

εκείγος τον ρώτησε πώς τα πέρασε, του απάγτησε:

-Φίλε μου, έφαγα και 1jπια τόσο πολύ, που μέθυσα και

δε\• κατάλαβα αν βγ1jκα απ' την πόρτα ή απ' το παράθυρο!

Ο γιδοβοσκός και η γίδα

Ένα νεαρό αγόρι δούλευε σω• γιδοβοσκός. Μια μέρα

είχε πά.ει το Υ.οπάδι του στην πλαγιά ενός βουνού όπου υ­

πήρχε άφθο\•ο χορτάρι. Οι γίδες σκόρπισαν για να βοσκή­

σουν, ο γιδοβοσκός έπαιξε τη φλογέρα του ξαπλωμένος

στη ρίζα ενός πλάτανου και όταν άρχισε να πέφτει ο 1jλιος,

φώναξε τα γίδια για να γυρίσει στο ~ια\•τρί. Μια κατσίΥ.α όμως δεν έλεγε να κατέβει από ένα βρα­

χάκι όσο κι αν σφύριζε ο γιδοβοσκός. Θύμωσε κι εκείνος,

πήρε μια πέτρα και την πέταξε προς το μέρος της. Η πέτρα

όμως βρήκε τη γίδα στο κέρατο Υ.αι της το Όπασε. Ο γιδοβοσκός φοβ1jθηκε πως το αφεγτικό του θα τον έ­

διωχνε μόλις θα 'βλεπε το σπασμένο κέρατο.

-Σε παραΥ.αλώ, είπε στη γίδα aπελπισμένος, μη μιλ1jσεις

στο αφεγτικό μας γι' αυτό που έγινε.

-Εγώ δε θα μιλ1jσω, του είπε η γίδα, αλλά εκείνος θα δει

το σπασμέ\•ο κέρατο. Δε γίνεται να το κρύψω.

Και η γίδα είχε δίκιο -ένα Υ.αΥ.ό που φαί\•εται δεν

κρύβεται με τίποτα.