Τα κλέφτικα

20
ΤΑ ΚΛΕΦΤΙΚΑ Χ.Δ.Π. έγραφον

description

greek

Transcript of Τα κλέφτικα

Page 1: Τα κλέφτικα

ΤΑ ΚΛΕΦΤΙΚΑ

Χ.Δ.Π. έγραφον

Page 2: Τα κλέφτικα

Περιεχόμενα

1 . Tού Αϊ-Μηνά ......................................4

2 . Τού Βάγια .............................................5

3 . Ένα πουλάκι πλουμιστό ................6

4 . Ανώνυμο ...........................................10

5 . Τού Βελήμπεη ................................11

6 . Τού Μπραῒμη ...................................12

7 . Τού Θανασάκη ................................14

8 . Τού γέρο-Λάμπη .............................16

9 . Τής Ρηνιώς .......................................18

ΤΑ ΚΛΕΦΤΙΚΑ

Page 3: Τα κλέφτικα

ΤΑ ΚΛΕΦΤΙΚΑ

Πρόλογος

Ή μήπως απολογία;Όπως και νά’ χει, αυτά που ακολουθούν έρχονται από πολύ μακριά, τόσο μακριά

που δεν ήμουνα γι’ αυτά παρά μόνονένα γραμμόφωνο. -

Page 4: Τα κλέφτικα

Tού Αϊ-Μηνά

Τόν Αϊ-Μηνά τόν ζώσανε τούρκοι καβαλλαρέοι,

μωρέ στούς κλέφτες δίνανε χαρτί γιά φυσεκλίκια.

Καί λέει ο άϊ-γούμενος, ο γέρο-Θεοδόσης:

“Παιδιά, δέν είναι τού Θεού αντάρες καί φοβέρες

κι άν πληρωθεί η πίστη μας, βλέπει ο Θεός καί σώζει”.

“Σχώρνα με, άγιε γούμενε”, πετιέται ένας διάκος,

“προσκύνα καί προσκύνα τους καί λυτρωμό δέν έχει

κι άμα τούς βλέπει ο Θεός κρατάει γιαταγάνι.

Πιάστε δικράνια καί δαδιά, δρεπάνια καί μαχαίρια,

άς πληρωθεί η πίστη μας, βλέπει ο Θεός καί σώζει”.

Σφαλίξαν πόρτες στά γερά καί πιάσαν μετερίζια.

Δυό μήνες τούς αντέκοφταν, τόν τρίτο μήνα πάνε.

Κρεμάσαν τούς καλόγερους, άχ, κάψαν τό μοναστήρι

καί μόνο τό καμπαναριό ακούγεται καί κλαίει:

“Πληρώθηκε η πίστη μας, βλέπει ο Θεός καί κρίνει”. -

ΤΑ ΚΛΈΦΤΙΚΑ 4

Page 5: Τα κλέφτικα

Τού Βάγια

Απά στής μάχης τόν αχό κι απάνω στό μεθύσι,

αντίκρυ αντιματιάζονται δυό άγριοι αρβανίτες,

ο Χασεκή Τόσκας Βελής κι ο Βάγιας ο Καμπόλης.

Ρίχνουν τά χέρια στά πλευρά, μέ πίκρα απολογιώνται.

“Βάγια, πού πάς, ποιόν πολεμάς, μέ ποιόν τά

αντιβάζεις;”

“Βρέ Χασεκή, δέν μπούχτισες σαράντα χρόνους

σκλάβος;”

“Βάγια μου, αναμέρισε, πήγαινε καί ξεχνάω,

κεφάλι όποιο σηκώνεται τό παίρνει γιαταγάνι,

πρόσπεσε στόν Αλή-Πασά, τής φάρας τό λιοντάρι.”

“Βαριέστισα, βρέ Χασεκή, κι άλλο δέν προσκυνάω

κι ο λιόντας σου τρώει παιδιά, τής φάρας παλλικάρια

βαθύ φαράγγι άνοιξε, μ’ αίμα μόνο περνιέται”.

Κι ως αποσώσαν, σύρανε βαριά τά γιαταγάνια

κι οι χτύποι αντικρότησαν μέχριν τήν Άγια-Άννα,

ξημέρωμ’ αξημέρωτους τούς βρήκε καί τούς δύο. -

ΤΑ ΚΛΈΦΤΙΚΑ 5

Page 6: Τα κλέφτικα

Ένα πουλάκι πλουμιστό

Σαράντα δυό πηγαίνανε

τό κάστρο γιά νά πάρουν,

λάμπουνε τά τσαπράζια τους,

βροντούν τά γιαταγάνια.

κι ένα πουλάκι πλουμιστό,

ένα πουλάκι κλαίει:

“Σαράντα δυό πηγαίνουνε

καί δύο θά γυρίσουν”.

Ακούει το ο Θοδωρής,

ο νεραϊδοπαρμένος

κι αμάν, λυγάει κι ανακρατεί

τό μαύρο τό φαρί του.

“Πουλάκι, έλα καί μίλα μου,

έλα κελάϊδησε μου,

είμαι, πουλάκι μου, κι εγώ

μέσα σ’ αυτούς τούς δύο;”

“Σαράντα δυό πηγαίνουνε

καί δύο θά γυρίσουν

κι ο Θοδωρής τού Δημητρού

μ’ αυτούς δέν περπατάει”.

ΤΑ ΚΛΈΦΤΙΚΑ 6

Page 7: Τα κλέφτικα

Ένα πουλάκι πλουμιστό

Τά αδέρφια αγγελοσκιάχτηκαν,

πισωτραβούν τά γκέμια,

τόν Θοδωρή αναρωτούν,

τόν νεραϊδοπαρμένο.

“Βρέ Θοδωρή, πές μας κι εμάς,

τ’ αερικά τί κραίνουν;

Μήνα τού δάσους ξωτικά

τά βάλανε μαζί μας;”

Μήτε μιλάει ο Θοδωρής,

μήτε καί τούς θωράει,

μόνο τή δόλια μάνα του

στοχάζεται, τήν μαύρη.

“Πές μου, πουλάκι μου πικρό,

πουλάκι τού θανάτου,

μανούλες πόσες τής Τουρκιάς

θά κλάψουνε καί θά μαυροφορέσουν

άμα από τά θηκάρια μας

βγούν τ’ άγια γιαταγάνια;”

ΤΑ ΚΛΈΦΤΙΚΑ 7

Page 8: Τα κλέφτικα

Ένα πουλάκι πλουμιστό

“Τριακόσιες κι εικοστέσσερες

θά κλάψουνε μανούλες,

τριακόσιες κι εικοστέσσερες

ψυχές στόν κάτω κόσμο,

τριακόσιες κι εικοστέσσερες

χήρες καί μικροχήρες,

τού κάστρου η καμπάνα, ώχ,

ρωμέϊκα αντηχάει”.

Καί τό φαρί τσιγκλά ο Θοδωρής,

ο νεραϊδοπαρμένος,

“ελάτε πάμε, βρέ παιδιά,

τό κάστρο περιμένει,

τά ξωτικά μαζί μας κι οδηγός

ο άρχοντας Χριστός μας.

Κι όσοι μετρήσουμε τή γής,

τήν λευτεριά μετράμε”. -

ΤΑ ΚΛΈΦΤΙΚΑ 8

Page 9: Τα κλέφτικα

ΤΑ ΚΛΈΦΤΙΚΑ 9

Page 10: Τα κλέφτικα

Ανώνυμο

“Πού πάτε, κατσαπλιάδες, πού τρέχετε;

ως πότε σάν κουνάβια θά κρύβεστε;”

“Η ώρα μας δέν ήρθε καί καρτερά,

ως τότε γειά στούς λόγγους καί στά βουνά”.

“Πού πάτε, ορέ Χουρσίτες, πού χάνεστε;

ως πότε σά λαγούδια θά σκιάζεστε;

Ήρθε η κακιά σας ώρα καί καρτερά

κι οι λόγγοι δέν σάς ξέρουν καί τά βουνά”.-

ΤΑ ΚΛΈΦΤΙΚΑ 10

Page 11: Τα κλέφτικα

Τού Βελήμπεη

“Σύρε, μωρέ Βελήμπεη, τή Μάνη νά μού πάρεις,

πού’ χει τούς άντρες ξακουστούς καί τά καλά

κορίτσια,

πού’ χει τούς πύργους τρίπατους καί τ’ άξια

καριοφύλλια

καί δέν ακούν μήτε πασά, μήτε καί τό Σουλτάνο”.

Ξεκίνησε ο Βελήμπεης μέ βούλα τού Σουλτάνου,

καβαλλαριά ξοπίσω του ως είκοσι χιλιάδες,

γενιτσαριά, ντερβίσηδες κι ογδόντα μπαϊράκια.

Στήν Μάνη τούς χαντάκωσαν, τά μπαϊράκια χάσαν.

“Τί θές, άγιε Σουλτάνε μας, γή πετροκαμωμένη;

εκεί αϊδόνια δέν λαλούν, κοτσύφια δέν μαυρίζουν,

κοπάδια εκεί δέν βόσκουνε, νερά δέν κελαϊδάνε,

παράτα τούς βαριόμοιρους μές στή βαριά τους

μοίρα.”-

ΤΑ ΚΛΈΦΤΙΚΑ 11

Page 12: Τα κλέφτικα

Τού Μπραῒμη

Πουλάκια δυό ξαπόσταιναν πάνω σέ μαύρο βράχο

κι ένα πουλάκι απ’ τ’ Άγραφα τά βλέπει κι αρωτάει:

“Mήν’ έρχεστε απ’ τή Ρούμελη,

μήν’ απ’ τή μαύρη Κρήτη,

μήν’ απ’ τό δόλιο τόν Μωριά,

τό πολυσκλαβωμένο;”

“Εγώ’ ρχομαι απ’ τό Μωριά, τόν πολυσκλαβωμένο,

πού ο Μπραῒμης έκαψε κι έσκυψε τό κεφάλι,

πού πρόδωσαν οι δυνατοί καί όλοι οι αρχόντοι,

όπου αφανίστη η κλεφτουριά κι η λευτεριά πεθαίνει”.

“Κι εγώ’ ρχομαι απ’ τό Μωριά, τόν πολυπαινεμένο,

όπου τού καίνε τίς ελιές κι αυτές πετούν βλαστάρια,

χίλιες φορές σκλαβώνεται, δυό χίλιες ανασταίνει

κι όπου σέρνουν τά σπαθιά οι Κολοκοτρωναίοι.” -

ΤΑ ΚΛΈΦΤΙΚΑ 12

Page 13: Τα κλέφτικα

Τής Μήτσαινας

“Τρεχάτε, ορέ ραγιάδες, ν’ ακούσετε καλό

καί φέρνω σας φιρμάνι σουλτανικό,

γερά αγόρια φέρτε, μέ τό καλό,

κεφάλι κι έξη άσπρα, γιά δές καλό”.

Παιδιά εννέα έκανε η Μήτσαινα,

τά τρία δόλια πήρε της τό χτικιό,

πέντε ακόμα πήρανε, άχ, τό βουνό,

ένα τής μένει, μόνο, μονάκριβο.

“Γιά πού τό πάς, ρέ Μήτσαινα, τ’ άμοιρο;

δώστο μας καί πασά στήν Πόλη θά τόν δείς”.

“Μή σώσει!”, λέει καί παίρνει τον αγκαλιά

καί πήδο ρίχνουνε στού Μούρδακα τά νερά. -

ΤΑ ΚΛΈΦΤΙΚΑ 13

Page 14: Τα κλέφτικα

Τού Θανασάκη

Τό πανηγύρι άναψε καί τά νταούλια κόρωσαν

καί δαχτυλίδι στήσανε γιά τό καλό σημάδι.

“Εγώ στά άδεια δέν βαρώ”, παινεύτηκε ο Σουσάνης

καί βάζει το ‘πά στό σταυρό, στήν άγια τήν καμπάνα.

Τού’ ριξε καί καμπάνισε κι οι Τούρκοι αλλαλάξαν,

κι ο Θανασάκης πήρε το κι ο Θανασάκης λέει:

“Μήτε κι εγώ, μωρέ παιδιά, τ’ αγέρα δίνω βόλια,

μόν’ τρείς φορές μακρύτερα κι απά σέ Τούρκου μάτι”.

Τά γιαταγάνια πιάστηκαν καί μαύρισαν τά μάτια,

μά τσ’ έκοψε ο Σουσάνμπεης κι όλους ανακρατούσε.

“Σύρε, Μαρία, άπιστη καί σκλάβα τού Σουλτάνου

καί στήσου ως τόν πλάτανο καί κάνε τό σημάδι”.

“Σουσάνη, παλλικάρι μου, σέ Τούρκου είπα μάτι,

κι απέ πάνω σέ σκλάβες σου δέ χαραμίζω βόλι.

Μόν’ κάντο, ορέ Σουσάνη μου, πέντε φορές πιό πέρα

κι απά στ’ ωραίο μάτι σου βάλε τό δαχτυλίδι”.

ΤΑ ΚΛΈΦΤΙΚΑ 14

Page 15: Τα κλέφτικα

Τού Θανασάκη

Μάνισε κι άφρισε η Τουρκιά κι άσπρισε ο Σουσάνης

καί παίρνει το καί βάζει το καί πάει ως τό ρέμα.

“Ραγιά, φύλα μήν αστοχάς κι ήλιο δέν ματαβλέπεις”

κι ως ν’ αποσώσει τού’μεινε μονάχα τ’ ένα μάτι. -

ΤΑ ΚΛΈΦΤΙΚΑ 15

Page 16: Τα κλέφτικα

Τού γέρο-Λάμπη

Ξημέρων’ άγια Πασχαλιά, τά Πάθη γίναν άνθια

καί πιάσαν τά κλεφτόπουλα χορούς, χαρές,

τραγούδια.

Τά κράζει ο καπετάνιος τους καί τάζει τους πεσκέσια,

γιά νά ξεβγούν στό πάλεμα, σημάδι καί στό δρόμο.

Κι ο Κυριακούλης έρριξε καί πήρε δυό πιτσούνια

κι άλλος δέν εκουνήθηκε γιά νά τόν δευτερώσει.

Καί ο Φωτάκιας σήκωσε γκωνάρι ίσαμε βόϊδι,

κανένας δέν σηκώθηκε νά τόν αντιπαλαίψει.

Καί ξαμολάει ένα φαρί στό δρόμο ο Άγις Μένιος,

μέχρι νά πάει δυό στροφές, αρπάει τήν ουρά του.

Κι άλλος κανείς δέν κούνησε γιά αγώνες καί τρεχάλες

κι ο καπετάνιος σίμωσε νά δώσει τά πεσκέσια.

Καί τότε ασηκώθηκε ο γέρο-Χαραλάμπης:

“Σταμάτα, καπετάνιο μου, καί δόσμου τά πεσκέσια”,

είπε καί τά κλεφτόπουλα διπλώσαν απ’ τά γέλια.

Μά ο καπετάνιος έγνεψε, τά γέλια ανακρατήσαν.

ΤΑ ΚΛΈΦΤΙΚΑ 16

Page 17: Τα κλέφτικα

Τού γέρο-Λάμπη

“Είν’ ο Φωτάκιας δυνατός κι αϊτός ο Κυριακούλης

κι ο Άγις Μένιος, αδερφός, μόνο μ’ ελάφια τρέχει

κι εγώ σέ μαύρα γερατειά, δέν ρίχνω, δέν παλεύω,

άχ, καί μέ κόπο μέ βαστούν τά έρημα μου πόδια.

Μά επά στό γιαταγάνι μου ογδόντα-δυό χαράκια

κι εξήντα-δύο γνώρισαν τό καυτερό μου βόλι,

κρίντε, μωρέ κλεφτόπουλα, τά δώρα ποιός αξίζει”.

Κι ο καπετάνιος μοίρασε διπλές φορές πεσκέσια. -

ΤΑ ΚΛΈΦΤΙΚΑ 17

Page 18: Τα κλέφτικα

Τής Ρηνιώς Στή βρύση πήγαινε η Ρηνιώ μέ τό σταμνί στόν ώμο,

εκεί είδε τόν Χασάν Αγά κι αυτός εκείνη είδε.

Καί σάν τήν καλοκοίταξε, τού’ ρθε στόν νού του ζάλη.

Κι η κόρη εφοβήθηκε καί τό σταμνί της σπάει.

Κι αυτός ταχιά ξεκίνησε στό κύρη της νά πάει.

“Τήν παίρνω γιά γυναίκα μου, χαρέμι δέν ματάχω,

κι άν αρνηθείς μέ τό καλό, τήν παίρνω μέ τό ζόρι.”

Μέ τό καλό δέν δέχτηκαν, στό ζόρι γονατίσαν.

Σέ μήνους τρείς θυμάται της αδέρφια καί μητέρα.

Πεσκέσια πάει πλουμιστά, όλο φλουριά κι ασήμια.

Κι αυτοί τήν καλοδέχονται καί τήν καλοπαινεύουν.

Καί πήρε η νύχτα κι η Ρηνιώ πλάγιασε κι εκοιμήθη.

Καί τήν αυγούλα, τό πρωί, -μαύρη αυγή καί μέρα-

η κόρη δέν κουνήθηκε καί σηκωμό δέν είχε,

ότι τής κόψαν τή ζωή τ’ αδέρφια της καί πάνε. -

ΤΑ ΚΛΈΦΤΙΚΑ 18

Page 19: Τα κλέφτικα

ΤΑ ΚΛΈΦΤΙΚΑ 19

Page 20: Τα κλέφτικα

Χ.Δ.Π. έγραφον