ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

59
ΤΕΟΣ ΡΟΜΒΟΣ ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ ΑΘΗΝΑ 1993

Transcript of ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

Page 1: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

ΤΕΟΣ ΡΟΜΒΟΣ

ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ

ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

ΑΘΗΝΑ 1993

Page 2: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

1. ΣΤΟ ΒΟΡΡΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΝΟΤΟ

Το ταξίδι του γραψίματος, η αυτοσυγκέντρωση, η στιγμή της δημιουργίας, το αργό ξεδίπλωμα του χρόνου μέσα στις κλειδώσεις των δαχτύλων, το ανασκάλεμα της μνήμης που τη μια φωτίζεται και την άλλη σβήνει και ξεθωριάζει ... Ο λαβύρινθος των σκέψεων, το ποτάμι του μυαλού, το τραγούδι που φουσκώνει σιγανά στις ρώγες των δαχτύλων, σκιές γραμμωτές, έντονες διεισδύουνε στα απόκρυφα και στα σκοτεινά, στα σπλάχνα του εγκεφάλου, στα έγκατα των σκέψεων, στα πηγάδια των πιο μύχιων επιθυμιών και στο μεδούλι των κοκάλων, εκεί που βρίσκεται η ουσία και η ψυχή των πραγμάτων, το νόημα της ύπαρξης και ο λόγος του είναι. Εκεί που ο καθένας κρατάει κρυφή κι ανείπωτη τη μέσα πλευρά του εαυτού του, στην πιο εσωτερική πτυχή της απροσπέλαστης και γεμάτης αμυντικούς μηχανισμούς ύπαρξής του. Βαθιά και μέσα στα εντόσθια της Γης, στις αμέτρητες φλούδες και επιστρώσεις της που σκέπασαν τόσες και τόσες παρουσίες ζωής, ιστορίες μικρές, καθημερινές που χάθηκαν και χάνονται μέσ' στο χρόνο. Στο μυαλό μου ανάκατα τα πρόσωπα, οι σχέσεις, οι φιλίες, οι πράξεις, οι ημερομηνίες, τα γεγονότα ... Απομακρύνομαι από την πόλη με το παλιό σαραβαλιασμένο λεωφορείο, μπροστά πάνω απ' τη θέση του οδηγού χάντρες και πολύχρωμα κρόσσια που γέρνουνε σε κάθε στροφή του

Page 3: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

δρόμου. Μέσα από το άπλυτο τζάμι βλέπω τη γη, επίπεδες εκτάσεις, κάμπους, μουντά καφετιά χρώματα, λαμπερά κίτρινα, φωτεινά μπλε, τους όγκους των μουσουλμανικών τζαμιών, των σπιτιών που χάνουν τα σχήματά τους και τρεμουλιάζουν όσο μακραίνουνε. Μέσ' στην ανακατεμένη λάσπη και στα σπάρτα που πετάγονται σαν άγριες νυχιές αισθάνομαι το χειμώνα, μοναχικοί άντρες περπατάνε στα χωράφια, γυναίκες στα αγροτόσπιτα, καθώς περνάει το λεωφορείο κουνάνε τα χέρια σε χαιρετισμό. Δαμάλια μασουλάνε στα λιβάδια τριφύλλι. Οι λίμνες ενώνονται με τη θάλασσα, αργυροπελεκάνοι, γερανοί που πετάνε χαμηλά πάνω απ' τα νερά, ατέλειωτες διακλαδώσεις δρόμων και δρομίσκων που δεν οδηγούν πουθενά, έτσι όπως οι αδιέξοδες σκέψεις για την αιτία της ύπαρξης. Παντού ο τόπος τριγυρισμένος από νερά, στο βάθος θαμπά υπολείμματα μιας βυζαντινής πολιτείας, το Νερόκαστρο, στέκει υποχθόνιο, αρρωστημένο, θανατερό, σαν μια παραίσθηση. Νιώθω ότι ταξιδεύω σε νησί, δεξιά κι αριστερά στην άσφαλτο νησίδες, αμμούδες, αλίπεδα, μόλις εξέχουνε από την επιφάνεια της θάλασσας, απ' τη μια κι απ' την άλλη τα γλυφά νερά, όλες οι αποχρώσεις της γκρίζας τίντας μέχρι το μαύρο της σινικής ανοίγουν σαν βεντάλια μπροστά στα μάτια, ο ήλιος, μια αιωρούμενη πορφύρα που βουτάει στο μούχρωμα του μελιού και των πορτοκαλιών, των ηφαιστειωδών εκρήξεων, μπουκωμένες απ' την αντηλιά σκιές γλάρων που κρώζουν πάνω στις χρυσοκόκκκινες λακκούβες των κυμάτων, λαρυγγισμοί από κουρούνες που διεκδικούν το φαγητό τους θυμωμένα στο σκουπιδότοπο έξω απ' το δρόμο, στην άμμο απολιθώματα, ψόφια ζώα, νυφίτσες, γλάροι, ταριχευμένα φυσικά από τον ήλιο και τ' αλάτι σε κινήσεις χορευτικές, μια φουντωτή ουρά αλεπούς που εξέχει από τα λασπόνερα, το παγωμένο μάτι του θανάτου της κοιτάζει λοξά, όστρακα σαν την άμμο, αυτιά της θάλασσας, ματάκια της θάλασσας, αστερίες διπλωμένοι σε αγωνία ασφυξίας, αχινοί ξεραμένοι μωβ και μαύροι, γουρουνίτσες πιτσιλωτές, σωροί σάπια φύκια και αρμύρα που τρίζει κάτω από τα πόδια, πεθαμένα ανθόζωα και λειχήνες στις τσακισμένες πλάτες των βράχων, πάνω τους τρέχουνε καβούρια σαν μάσκες διαβολικές, με μακριά λεπτά πόδια και γουρλωτά ερευνητικά μάτια ... Το Πόρτο Λάγος. Στην άκρη του Δίαυλου, μια σειρά πάσσαλοι μπηγμένoι στα νερά καθρεφτίζονται μαζί με τις τεράστιες άσπρες πέτρες του κυματοθραύστη, ίδιο προϊστορικό κήτος που έχει εκβραστεί, το φανάρι πλέει πάνω στο νερό, λικνίζεται, ριγάει, τρεμουλιάζει, σκουριάζει στα μελανά νερά, οι καλαμιώνες, τα στρογγυλά φύλλα με τις κορώνες των

Page 4: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

λευκών νούφαρων, δίπλα στις αμμούδες τ' αρμυρίκια με τη λιγδερή ερωτική τους μυρωδιά, σκελετοί από σαπισμένες ξύλινες βάρκες τραβηγμένες στις ξέρες, καΐκια με τσακισμένες τις τρόπιδες πεθαίνουνε βουλιαγμένα στα ρηχά, ο φάρος αναβοσβήνει στην είσοδο του παρατημένου λιμανιού που έχει κλείσει από προσχώσεις κι έχει γεμίσει βούρλα που εξέχουνε από το νερό. Το παλιό λιμάνι στοιχειώνει με την παρουσία τριών φορτηγών που σκουριάζουνε άβαφτα, τσαμπιά τα μύδια στα ύφαλα, χωρίς πληρώματα, δεμένα στην προκυμαία με λιωμένους κάβους, οι μπίγες τους για χρόνια αδούλευτες, ο άνεμος περνάει ανάμεσα στα συρματόσχοινα, σφυρίζει κι οι γλάροι κουτσουλάνε τις αματσακόνιστες κουβέρτες των πεθαμένων καραβιών. Έξω μπροστά στην προβλήτα, στα μεγάλα νεοκλασικά κτίρια, το Λιμεναρχείο -το σήμα που 'χει έρθει μιλάει για δεκαέξι αγνοούμενους - δίπλα το Τελωνείο, με πεσμένους τους σοβάδες, ξεβαμμένα παράθυρα, το γαλάζιο σκουφί του μιναρέ που λογχίζει σαν βέλος ένα καφετί ουρανό, τα παιδιά που βγαίνουνε από το Μεντρεσέ τρέχουνε με τις σχολικές τσάντες ξεφωνίζοντας, μέσα στον παλιό καφενέ καθισμένοι οι γέροντες σφίγγουνε τα μπαστούνια τους σαν σκήπτρα, μπεγλεράνε μία μία τις κεχριμπαρένιες χάντρες, κοιτάνε ολόισια μπροστά στην ξυλόσομπα που καπνίζει τις μορφές που φτιάχνονται στιγμιαία, αγαπημένα πρόσωπα που χάθηκαν στη διαδομή της ζωής, απ' τη μεριά της θάλασσας αντηχεί η βραχνή μπουρού του ρυμουλκού που ψάχνει ανοιχτά στο πέλαγος τους δεκαέξι αγνοούμενους ναυτικούς ... τ' απόνερα αφρίζουν και φουσκώνουν στα ύφαλα του μικρού σκάφους ενώ η μηχανή κάνει κράτει, η τρικυμία το ανασηκώνει πάνω στους λόφους, στα φρύδια των κυμάτων και το βυθίζει μέσα σε λάκκους. Στη γέφυρα, ο καπετάνιος με άχρωμη φωνή μιλάει στο σωλήνα: ΔΕΞΙΑ, ΜΠΡΟΣ, ΤΙΜΟΝΙ ΔΕΞΙΑ, ΚΡΑΤΕΙ, ΑΝΑΠΟΔΑ, ΜΠΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ… τα κύματα κι η φουρτούνα χτυπάνε στον καθρέφτη του ρυμουλκού που μπαντάρει αριστερά κι ο τιμονιέρης βλαστημάει ... Ανθισμένες οι φούντες μέσ' στις καλαμιές στο δέλτα του ποταμού, χτισμένες κάτω και γύρω από το μεσαιωνικό κάστρο του Διδυμότειχου οι κατοικίες-σπηλιές με τα πολύχρωμα ασβεστωμένα ντουβάρια, τα παιδάκια των μουσουλμάνων με τα μεγάλα μάτια περπατάνε κάνοντας θόρυβο πάνω στις στραβωμένες κονσέρβες, η καταχνιά σκεπάζει και κρύβει τους μικρούς αγροτικούς δρόμους, μέρες χειμώνα, τα ατλαζιά, τα ολομέταξα και τα αστραχάν της Λυκαυγής, τα μυστικά νυχτερινά περάσματα των κοντραμπαντιέρηδων, οι σποραδικοί ανεξιχνίαστοι

Page 5: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

πυροβολισμοί τις νύχτες, ο καταυγασμός των μυριάδων άστρων που καθρεφτίζονται πάνω στα νερά του ποταμού, οι σουβλερές μύτες των μιναρέδων, η μακρόσυρτη φωνή του μουεζίνη που την ταξιδεύει ο αέρας, τα δάκρυα που κυλάνε στα μάτια της νεαρής πομάκας, ο αντίλαλος από τις στριγγλιές στη θέα του νεκρού της άντρα σε μετωπική σύγκρουση, το μοιρολόι των ανθρώπων στη θέαση του επέκεινα, τα μάτια του νεκρού κλειστά σαν να κοιμάται - τίποτα δε μαρτυράει ότι εκείνος ο άνθρωπος βρίσκεται αλλού. Ο αμανές λάγνος, θείος, ερωτικός. Οι ψίθυροι και τα πνιχτά γελάκια που ακούγονται να έρχονται με αντήχηση από το Σπήλαιο των Νυμφών στην Καβάλα, σαν χάδια ερεθιστικά με τα νύχια στη σπονδυλική στήλη. Ο χορός των τυφλών μαύρων φιδιών πάνω στα σαπισμένα φύλλα στα μικρά ποταμάκια που εκβάλλουνε στα νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου. Μόλις ακούνε το θόρυβο απ' τα βήματα πάνω στην άμμο γλιστράνε στις πρασινίλες του νερού και κρύβονται. Όταν σουρουπώνει, τα χέλια βγαίνουν έξω απ' τα στάσιμα νερά, στα χορτάρια και σέρνονται σαν τα φίδια πάνω στην άμμο για να φτάσουνε στο νερό και να κολυμπήσουνε στην ανοιχτή θάλασσα. Πιο δίπλα, στον καταυλισμό που στήνουνε οι ορεινοί Αρκάδες τα καλοκαίρια, ανάβουνε μεγάλες φωτιές και τα παιδιά ολόγυρα στημένα παίρνουνε φόρα, πηδάνε μέσα απ' τις μεγάλες φλόγες σταυρωτά, ξεφωνίζουνε, χειροκροτάνε, γελάνε και είναι η στιγμή της ενηλικίωσής τους. Στο μικρό κεντράκι που είναι ένα μπαλκόνι πάνω στη θάλασσα, οι λίγοι πελάτες ρεμβάζουνε τις τελευταίες αναλαμπές του ήλιου που σβήνει στο Ιόνιο, τις μεγάλες φωτιές, τις παράγκες με τις κουρελούδες και χαίρονται με τα παιδιά που σαλτάρουνε μέσα στις φλόγες σαν δαίμονες. Σ' ένα κασετόφωνο που χάνει στροφές ακούγονται τραγούδια ρεμπέτικα. Κοιτάζω μια φωτογραφία. Ένας λόφος, πάνω του τρέχουνε παιδιά που παίζουνε, πίσω τους κι όσο φτάνει η ματιά, μια πολιτεία υπερφωτισμένη και χαμένη μέσα στο λευκό φως, λόφοι που εξέχουνε με κοκκινόχωμα και πεύκα και μονοπάτια μικρά, ζευγάρια αγκαλιασμένα περπατάνε, η Ακρόπολη, το καυτό μαγικό, εξουθενωτικό, κυρίαρχο άγγιγμα, το άρπαγμα, το μεσουράνημα του ήλιου, η φυλακή του Σωκράτη, στο βάθος η θάλασσα, φορτηγά καράβια στριφογυρίζουνε αργά σπρωγμένα από υπόγεια ρεύματα γύρω από την αλυσίδα και την άγκυρα που χάνεται καρφωμένη στη λάσπη του βυθού. Μοναδική αίσθηση φλόγας που πυρπολεί και καίει, το κατακόκκινο απαύγασμα του ήλιου, το χρύσισμα πάνω στα

Page 6: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

απόνερα και στις αφρίλες των πλοίων, σημάδια από χαμένες παραλίες και αμμούδες που διαγράφονται αχνά, τρεμοπαίζουνε υποθετικά, το κόκκινο των βλεφάρων όταν κλείνουμε τα μάτια βυθισμένοι σ' ένα τεράστιο καυτερό καζάνι είναι το ΑΙΜΑ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ ΜΑΣ, στραμμένοι σαν ηλιοτρόπια προς τον ήλιο, ο ήχος των νερών που χτυπιούνται απ' την προπέλα, ο βόμβος της μηχανής του πλοιάριου, κρωγμοί απ' τα θαλασσοπούλια, κάποιες ομιλίες, το πλατάγισμα της σημαίας ... Δειλινό. Το φάσμα του ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΗΛΙΟΥ χάνεται προτού ακουμπήσει το περίγραμμα των λόφων και το τελειωτικό πυκνό σκοτάδι σφίγγει τα κορμιά μας και τα πνίγει μέσα στην αφροδίσια μέθη που πίνει ο ένας από το στόμα του άλλου, στις μυρωδιές των νυχτολούλουδων, της γαζίας, του γιασεμιού, του υάκινθου, του αγιοκλήματος. Η πυρακτωμένη βάλανος, το αντεστραμμένο είδωλο του ήλιου που ανατέλλει αντί να δύει πίσω από τα βουνά. Σβήνει αργά, εξαφανίζεται ολότελα μόλις ακουμπάει στις βουνοκορφές. Τα πετρελαιοφόρα πλοία, αγκυροβολημένοι βλοσυροί όγκοι, απόμακροι, ακίνητοι. Γλάροι. Ψαρόνια. Στιγμές κατανυκτικές. Πέφτει το παχύρρευστο σκοτάδι, μας τυλίγει η καλοκαιρινή κουφόβραση και ντύνει σαν ρούχο το γυμνό μας κορμί, δίπλα μια πνοή ανέμου κουνάει τα γυναικεία εσώρουχα που απλωμένα στεγνώνουνε, στο βάθος το φωτισμένο περίγραμμα των λόφων κι οι πιο τελευταίες αναλαμπές από τον ζωοδότη ήλιο, τα πριονωτά φύλλα της χουρμαδιάς λικνίζονται μ' ένα μικρό θρόισμα κι απλώνει τα κλαδιά της όσο φτάνουνε για να μ' αγκαλιάσει ... ουριά και χανούμισσες γύρω τραγουδάνε και παίζουνε μουσική ... "Μέσ' στης πόλης τ' ακρογιάλια ... " Οι γυναίκες σηκώνονται και κουνάνε απαλά τα κορμιά τους στους ήχους της μουσικής. Κρουστό κέντημα των χορδών του μπουζουκιού, το ηδονικό χάιδεμα των αυτιών, το πλημμύρισμα των ανοιχτών πόρων του ερεθισμένου σώματος στα ακραγγίγματα των εγχόρδων από τα μακριά, διαφανή γυναικεία δάχτυλα, οι φιοριτούρες κι οι γιρλάντες απ' το μπαγλαμαδάκι, το αισθησιακό μαστίγωμα απ' το τουμπερλέκι, οι μυρωδιές από ιδρωμένα, ηλιοψημένα κορμιά που σπαρταράνε και ριγάνε κάτω από το τρεμουλιάρικο χλιμίντρισμα του ντεφιού, η μελωδία του τραγουδιού, το καλοκαίρι, η νύχτα, η μέθεξη τ' αγκαλιάζουν και τα τυλίγουν όλα, ο φοίνικας εξακολουθεί ν' απλώνει τα πριονωτά του κλαριά για να με χαϊδέψει ... Τα μάτια των γυναικών κλειστά, τα χείλη ανοιγοκλείνουνε υγραμένα, τα πρόσωπα συνεπαρμένα, τα χέρια τεντώνονται ψηλά πάνω

Page 7: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

απ' το κεφάλι, τα δάχτυλα ακουμπιώνται και μπλέκονται, οι ανάσες βαραίνουν και τα ρουθούνια ανοίγουν από καυτά κύματα αέρα, οι γοφοί ανεβαίνουν στη μια πλευρά, στριφογυρίζουνε, τα πόδια λυγισμένα κάνουν μικρά βηματάκια, η λεκάνη τινάζεται, τα στήθια τρέμουνε και χοροπηδάνε, το πρόσωπο χαμηλώνει και αργά στριφογυρίζει για να δειχτεί απ' όλες τις πλευρές, τα χείλη προφέρουν ακατάληπτες υγρές λέξεις. Σαν παλιρροϊκό κύμα ανεβαίνει η ένταση του χορού, τα κορμιά δοσμένα στο ρυθμό, η επιθυμία του χορού απλώνεται σαν την άγρια φωτιά που τη φυσάει αυγουστιάτικο μελτέμι, τα πρόσωπα μεταμορφώνονται, κάτω από κάθε πρόσωπο εμφανίζεται ένα άλλο άγνωστο, μορφασμοί επώδυνοι, κάτι πολύ παλιό βγαίνει σιγά σιγά, μια αγριάδα, μια έκσταση, ξαφνικά οι χορευτές ελευθερώνονται από κάτι αόρατο, γυμνώνονται απ' τα ρούχα τους, οι γυναίκες ρίχνουνε τα μακριά μαλλιά τους μπροστά στο πρόσωπο, ο ιδρώτας μουσκεύει το χώμα, τα μαλλιά τους φλόγες που καίνε στο κεφάλι τους, δεν υπάρχει πια ο χρόνος, ο χώρος, κανένα όριο. Σκιές και μύθοι που έχουμε μέσα μας, ποιήματα, τραγούδια, έπη κι ιστορίες, πέτρες, φωτιές, σεισμοί, η θάλασσα που, όταν την κοιτάς, γεννάει κάποια βουβά πρόσωπα με μια αγωνία στην άκρη των χειλιών, πρόσωπα αγαπημένα, πρόσωπα με χαρακτηριστικά έντονα, οικεία, μάτια που κοιτάνε με ένταση, με τρυφεράδα, με αγάπη, νεκροκεφαλές με αδειανές κόγχες, πρόσωπα με χαρακτηριστικά φαγωμένα απ' το δυνατό της λήθης οξύ, άνθρωποι που μοιραστήκαμε μαζί μέρες και νύχτες, χρόνια κοινής ζωής που ξεχάστηκαν και έσβησαν από μέσα μου σαν νεροφαγωμένα επιτύμβια επιγράμματα. ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΣΙΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΜΟΥ ... Μεγάλες επίπεδες εκτάσεις που ποτίζονται με τεχνητή βροχή, εδώ βρίσκεται η μυστηριώδης λαγκάδα του Αχέροντα. Γύρω, σκόρπια πελασγικά ερείπια, αιχμές από δόρατα, σαΐτες, οστά, ίχνη από κυκλώπεια τείχη, βοσκοτόπια, μέσα από τα πηγάδια και τις στέρνες ακούγονται μουγκρητά με αντίλαλο, πιο πέρα στα ριζά του βουνού η σπηλιά του Φοβερού, μέσα ζωντανά τσαμπιά οι νυχτερίδες, στις πλαγιές του μεγάλου βουνού επιβλητικές κατολισθήσεις και ολοστρόγγυλες τρύπες από πτώσεις μετεωριτών, στα πιο απόκρημνα σημεία τα γεράκια έχουν φτιάξει τις φωλιές τους. Εδώ στις θαμμένες πολιτείες, οι ναοί ήταν τα λατρευτικά σπίτια του Έρωτα, όπου οι γυναίκες περίμεναν τους άντρες κι όταν εκείνοι έρχονταν τους καβαλούσανε σαν φρενιασμένες μαινάδες και οι άντρες νιώθανε ότι είχανε μόνο μπράτσα και δύναμη και καθόλου μυαλό κι οι γυναίκες τούς κατευθύνανε με τα βογκητά τους και τους κράταγαν με τα υγραμένα αιδοία τους αιχμάλωτους μιας ηδονής που δεν έχει αρχή και τέλος. Οι μικρές κραυγές

Page 8: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

του έρωτα στην αρχή που προσπαθούν να κρυφτούν, να μην ακουστούν, η στάση της γυναίκας, όταν ξαπλωμένη ανάσκελα περιμένει τον άντρα, το πρόσωπό της αναψοκοκκινισμένο, πιτσιλιές, αποτυπώματα κάβλας, παραλήρημα άγνωστων λέξεων με κλαυθμούς, αμετάφραστοι διεγερτικοί ήχοι, λυτρωμός στο τέλος της ερωτικής τελετής με άγριες δυνατές κραυγές που δεν κρύβονται, σπαρακτικά ουρλιαχτά παροξυσμού και κινήσεις επιληπτικές του κεφαλιού, σφίξιμο δοντιών, κόψιμο χειλιών, αίματα στις άκρες του στόματος, σταγόνες στο γυμνό στήθος του άντρα που τον καβαλάει η γυναίκα και βιδώνει το σώμα της πάνω στο πέος του, φρενιασμένος στριφογυριστός καλπασμός, το κορμί της τεντωμένο πάλλεται, τα χέρια της χορεύουνε κι αγκαλιάζονται πάνω από το κεφάλι της, κατεβαίνουνε και τρίβουνε τα στήθη της, γλιστράνε στους γοφούς που ανασηκώνονται πάνω στον άντρα και τρίβουνε τα χείλη του κόλπου μαζί με το πέος που γλιστράει ενώ μπαινοβγαίνει στο λιωμένο μουνί της γυναίκας, οι μυρωδιές μπλέκονται μέσα στους γλιστερούς ήχους κι οι ανοιχτοί πόροι του σώματος ζητάνε μερίδιο στην ηδονή, το μυαλό χυμένο στις αισθήσεις, στις άκρες των δαχτύλων, στα χείλη, στη γλώσσα, στη βάλανο του πέους, στην κλειτορίδα, στις απολήξεις των νεύρων της πατούσας, της παλάμης, στην κόρη του ματιού που θολώνει και στις ελικοειδείς διαδρομές του μυαλού, στα τύμπανα των αυτιών, στο αίμα που εξακοντίζεται στις αρτηρίες και επιστρέφει απ' τις φλέβες, αυτός τινάζεται ψηλά για να μπει μέσα στο κορμί της, εκείνη ανεβοκατεβαίνει με δύναμη για να τον πάρει τελειωτικά μέσα της, σφαδάζουνε στην αναπαράσταση της ένωσης, σπαρταράνε στην ενσωμάτωση, σπαράζουνε στην ολοκλήρωση του αρχέγονου πόθου, μέσα στην έξαρση, στην αγωνία να συμπληρώσει ο καθένας αυτό που του λείπει, ένα ολοκληρωμένο σύμπλεγμα, το πάθος του ανδρογύναιου σώματος που στροφιλίζεται και σαλεύει σαν παχύρρευστη λάβα, κυλάει, εισχωρεί σε κάθε κοιλότητα και την κατακαίει, λιωμένος χαλκός που χύνεται στο καλούπι, οι Δροσουλίτες σκιές, οι Λεμούριες ψυχές, τα ιδρωμένα πρόσωπα των Ασσασίνων, οι άγνωστες δυνάμεις που σπρώχνουνε τα Λέμινγκ στο βορρά ν' αυτοκτονήσουν ομαδικά κάποια εποχή του χρόνου και στέλνουνε τα χέλια αφού διασχίσουνε όλες τις θάλασσες να βρεθούνε για μια τελευταία φορά προτού πεθάνουν στη θάλασσα των Σαργασσών και να χορέψουνε το χορό του έρωτα, γυναικεία πρόσωπα ισάξια σε αρμονία με το κεφάλι της Νεφερτίτης, αναψοκοκκινισμένες γυναίκες που μετεωρίζονται πάνω σε ανδρικά κορμιά, διονυσιασμένα πρόσωπα, σάτυροι, μαινάδες σε ακροβατικούς ελιγμούς αγκομαχούνε για χιλιάδες χρόνια πάνω στις ερυθρόμορφες παραστάσεις των αγγείων, σε τοιχογραφίες με φρέσκο, σε

Page 9: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

βουλιαγμένες τριήρεις στα βάθη του Αιγαίου, σε αόρατες πόλεις αρχαϊκές, στα μικρά πέτρινα ειδώλια με τις ανδρογύναιες μορφές, που βρίσκονται θαμμένα κάτω από το χώμα στις παρυφές των σημερινών πόλεων, στις ερωτικές περιπτύξεις, στους οργασμούς που μαρτυρούνε τα μισόκλειστα βλέφαρα των γυναικών στα σκαλισμένα ή σχεδιασμένα συμπλέγματα, οι καμπυλωτές στάσεις των σωμάτων τους, τοξοειδείς γυναίκες, χαριτωμένες κινήσεις των ποδιών με μια ελαφριά κλίση προς τα μέσα, οι γοφοί φουσκωτοί, τουρλωτοί, τα στήθια δυο τόπια που χοροπηδάνε στον αέρα, το εφηβαίο ένα αινιγματικό σκούρο σύννεφο, οι φαλλικές στύσεις, επισκοπικές τιάρες, βασιλικά σκήπτρα, ανάγλυφα φτιαγμένα από επιδέξια χείλη και στόματα που ξεφυσάνε καυτό αέρα μέσα από σπλάχνα ανυπόμονα, πυρετικά βλέμματα, κοίλες εσοχές, σκοτεινιασμένες, μυστηριώδεις, αλαφιασμένες οι κινήσεις, απόκρυφοι ψίθυροι, αναστεναγμοί που υπόσχονται την πραγμάτωση των πιο αμυδρά φωτισμένων επιθυμιών, βαλανικά μανιτάρια εκσπερματίζουν έκπαγλα μαργαριτάρια, υγραμένα σχεδιάσματα μυθολογικής ταρταρούγας από αλαβάστρινες σχισμές, σαρκώδη λειριά ροδόχρωμων κοκκινισμένων αιδοίων σε μουσκεμένες μυρωδάτες μασχάλες, σε μικρές τρυφερές πατούσες, σε απαλές ζάρες του δέρματος που ταράσσονται και ριγούν ηδονικά, στην ευωχία της μεταρσίωσης, ζωής και θανάτου ... στους λασπότοπους, στους σκουπιδότοπους, στους θλιβερούς αυτοκινητόδρομους με τα πεθαμένα κουφάρια των λιωμένων ζώων, διαμελισμένων ανθρώπων, ανθρώπων παγιδευμένων μέσα στ' αυτοκίνητά τους που καίγονται σε μετωπικές συγκρούσεις, τσακισμένες λαμαρίνες, συνθλιμμένα σώματα, πετσοκομμένα, άνθρωποι που ξεψυχάνε πάνω σε πλαστικά καθίσματα, σε μπλοκαρισμένα τιμόνια, στα πρόσωπα γεωγραφία θανάτου στάζει το πιο προσωπικό τους κόκκινο υγρό, κι ένας τελευταίος σπασμός στα μάτια που θολώνουν κοιτάζοντας τη ροζ πικροδάφνη στην άκρη του δρόμου, το έρεβος της νύχτας υποχωρεί, απαλόχρωμα σπρέι βάφουνε γκρι κι ασημί τον ουρανό πάνω από το Καστέλλο Ρόσσο, τα μαύρα βουνά της Καρύστου ροδίζουν, γύρω η ανυπαρξία, το Χάος, το άπειρο, σ' ένα μοναδικό σημείο συναντιώνται το μενεξεδί της χαραυγής με το ακαθόριστο σταχτογκρί της απεραντοσύνης, εκεί που υλοποιείται ή εξαφανίζεται ο ορατός κόσμος.

Page 10: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

1. ΡΟΔΟ ΑΜΑΡΑΝΤΟ

Θα σου μιλήσω για τη γειτονιά μου. Μια συνοικία της Αθήνας σαν τόσες άλλες και θα σου πω μερικά από τα μικρά μυστικά της που για μας που μένουμε εδώ είναι κοινά μυστικά. Τ' ακούς τις ταπεινές κι ασήμαντες μέρες, στα διαμερίσματα που βρίσκονται δίπλα δίπλα κι αντίκρυ, την ώρα που οι γυναίκες απλώνουνε τα ρούχα στις βεράντες και τα φωνάζουν η μια στην άλλη από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, κι αργά τα βράδια μέσα στους στενούς δρόμους στο μεθυσμένο ψεύδισμα του τσαγκάρη της γωνίας που κάθεται και τα κουτσοπίνει μόνος, κι είναι θρυμματισμένες λέξεις και τσακισμένες κουβέντες που σκορπίζουνε σαν τις φυσαλίδες που φυσάνε τα παιδάκια μέσα στο στρογγυλό σύρμα και τις παίρνει το αεράκι και τις ταξιδεύει εδώ κι εκεί, μέχρι να σπάσουνε, να χαθούνε στην ανυπαρξία και στο τίποτα, έτσι ακριβώς όπως κυλάνε και τελειώνουνε οι ζωές μας, χωρίς βαθύτερο λόγο και οι γέροι στέκουνε και παρακολουθούνε πίσω από τις μισόκλειστες γρίλιες, χαζεμένοι από την αρτηριοσκλήρωση και την άνοια με μια μόνιμη απορία για τη ζωή που τελειώνει. Κάπου στον πρώτο όροφο ένας γείτονας ακούει κάθε μεσημέρι τις ίδιες πάντα όπερες του Βέρντι, Αΐντα και Ριγολέτο. Στο απέναντι διαγώνια διαμέρισμα μια νέα γυναίκα ζούσε πριν από λίγο καιρό με το μωρό της. Την έβλεπα όταν το κοίμιζε, του άλλαζε πάνες, το έπαιρνε αγκαλιά κι έβγαινε στο μπαλκόνι νανουρίζοντάς το. Κάποια μέρα βγήκε με το μωρό κι έμεινε στο μπαλκόνι ακίνητη για ώρες κι όταν κάποιοι γείτονες της φώναξαν, «έ, τι στέκεις εκεί;» εκείνη δεν αντέδρασε μόνο κοίταζε κάτω, στα

Page 11: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

τέσσερα πατώματα κι έσφιγγε το μωρό στην αγκαλιά της. Μετά από ώρες πολλές κι ενώ οι γείτονες από τα άλλα μπαλκόνια της μιλάγανε κι εκείνη δεν αποκρινότανε, κάποιοι από το δρόμο άρχισαν να της φωνάζουνε: «Πήδα επιτέλους, πήδα!» Η κοπέλα έμεινε δύο εικοσιτετράωρα στην ίδια στάση, ακίνητη, κρατώντας στην αγκαλιά της το μωρό που στρίγγλιζε. Το διαμέρισμά της κλειδωμένο από μέσα κι όταν η αστυνομία πήγε και χτύπησε, εκείνη δεν κουνήθηκε. Ένας γείτονας από το διπλανό διαμέρισμα κρατώντας το δικό του μωρό στην αγκαλιά της μιλούσε προσπαθώντας να τη συγκινήσει, εκείνη τον αγνόησε. Όλη η γειτονιά παρακολουθούσε την κοπέλα που έστεκε εκεί κι έσφιγγε το μωρό πάνω της, ενώ κοίταζε κάτω το δρόμο. Το τρίτο πρωινό πηδήσανε οι αστυνομικοί από την ταράτσα και την πιάσανε. Από κείνη την ημέρα τα ρολά στο σπίτι μείνανε κατεβασμένα. Την κοπέλα την πήγανε στο ψυχιατρείο. Κάποιες γλάστρες στο μπαλκονάκι έχουνε ξεραθεί. Από πάνω, στην ταράτσα, μένει το ζευγάρι των συνταξιούχων. Τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού ακούμε τη διαπεραστική φωνή της γυναίκας που ξεφωνίζει, σκούζει ότι θέλει άντρα: «Είσαι γέρος, βρε, και δε σου σηκώνεται, κοίτα δω μπούτια, κοίτα σφιχτό δέρμα, σαν κορίτσι, τα στήθια μου όρθια, βρε, θα σκάσω, δεν αντέχω, τ' ακούς ... » κι η φωνή της πνίγεται, σπάει, κομπιάζει, κλαίει ... Στο διπλανό διαμέρισμα μένει ένας γέρος καπετάνιος. Έχει έρθει κανένα χρόνο τώρα και μαζί του έφερε μια μικροσκοπική φιλιππινέζα που θα 'ναι δε θα 'ναι δεκαέξι χρονών. Τ' απογεύματα κάθονται μαζί στο μπαλκόνι και πίνουνε καφέ. Εκείνος γυμνός από τη μέση και πάνω με τατουάζ στο στήθος και στα μπράτσα, εκείνη καθισμένη αντίκρυ του κάνει αέρα με μια βεντάλια. Δε μιλάνε, μόνο πότε πότε εκείνος χαϊδεύει το κεφάλι της κοπέλας ή σκύβει και χαϊδεύει το μικρό πεκινουά που ξαπλώνει στα πόδια του. Τα βράδια αργά βγαίνουνε οι δυο τους με το σκυλάκι και κάνουνε βόλτα. Μια νύχτα, έχουν περάσει μήνες από τότε, το σκυλάκι σταμάτησε σε κάτι σακούλες με σκουπίδια και γαύγιζε. Δεν έφευγε με κανένα τρόπο από εκεί. Ο καπετάνιος έσκυψε και κοίταξε στο σωρό με τα σκουπίδια κι ανακάλυψε σε πακέτα καλοδιπλωμένα που τα 'χαν ξεσκίσει οι γάτες, κομμάτια από το πτώμα μιας γυναίκας, πετσοκομμμένο, ακρωτηριασμένο, πεταμένο μέσ' στις σακούλες.

Page 12: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

Δυο μέρες αργότερα συλλάβανε τον άντρα της. Την είχε σκοτώσει και την κομμάτιασε μ' ένα πριόνι στην μπανιέρα. Τα κομμάτια τα πέταξε στα σκουπίδια σίγουρος ότι δε θα τα βρούνε. Στον πρώτο όροφο, έμενε ο ποιητής με τη μάνα του. Μια σταφιδιασμένη ξανθιά που καθότανε στην κουζίνα και έπαιζε μόνη της τάβλι. Έλεγε ότι παίζει την τελευταία παρτίδα με το Χάρο. Πέρσι, με τη μεγάλη ζέστη, ο ποιητής γύρισε μεσημεράκι και τη βρήκε πεσμένη στα πλακάκια. Το τάβλι αναποδογυρισμένο στο πάτωμα. Απέναντι, στο δεύτερο, πάνω από την ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΑΡΑΜΕΛΑ, μένει η Κυρία με τα Μαύρα Καπέλα. Στο σαλόνι της, πάνω στο σερβάν, έχει μια γυάλα με φορμόλη. Μέσα αναδεύονται το κομμένο πέος με τ' αρχίδια του εραστή της που του τα 'κοψε εκείνη επειδή την παράτησε, καθώς λένε, αφού της έφαγε τα λεφτά, για να παντρευτεί μιαν άλλη. Ο γάτος ανασκελώνεται στο πάτωμα και χασμουριέται, το καλοριφέρ μπροστά μου γουργουρίζει, έξω το μιισόφωτο σαν παχιά σάλτσα τα τυλίγει όλα, σπίτια κι ανθρώπους, γεννάει φωτισμένα παράθυρα με σιωπηλές ανθρώπινες σκιές που ανασκαλεύουν στους καταψύκτες για να ετοιμάσουνε το βραδινό φαγητό. Άνθρωποι που στέλνουνε το πάθος τους, την ύπαρξή τους ολόκληρη να κατρακυλήσει μέσα στο σιφόνι του νεροχύτη μόλις ανοίγουνε τη βρύση με το ζεματιστό νερό για να ξεπαγώσουνε τον αρακά με τα καρότα. Και κει, κάτω στο δρόμο, το βλοσυρό σκοτάδι που πέφτει από τις ταράτσες και τα κεραμίδια των σπιτιών, μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε φωτεινές σκιές, σε φαντάσματα ηλεκτρικά που κολυμπάνε στις λουρίδες ψυχρών φθοριούχων φώτων που τσιτσιρίζουνε αναβοσβήνοντας μπροστά σ' επιγραφές, μπαρ και ντίσκο. Μέσα στους στενούς ασφυκτικούς δρόμους, σειρές παρκαρισμένα αυτοκίνητα, σειρές πολυκατοικίες με βρωμισμένες προσόψεις, σκουριασμένες σκάλες υπηρεσίας, τηγανίλα από ταβέρνες, αποφορά σαπίλας απ' τους υπονόμους, σκουπίδια και ουρίνη. Πράσινες και μπλε χαρακιές από το παγερό φως στα ιδρωμένα μούτρα μιας παρέας νέων που ανεβαίνουν τα σκαλιά του υπόγειου. Έξω, στο δρόμο, λίγες σταγόνες βροχής ραντίζουνε τα τζάμια στ' αυτοκίνητα, πάνω στις λείες λαμαρίνες κυλάνε και διαλύονται τα πράσινα μπλε φώτα. Η ροζ επιγραφή αναβοσβήνει: ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΑΡΑΜΕΛΑ. ΚΑΡΑΜΕΛΑ ΚΟΚΚΙΝΗ. Η άσφαλτος γυαλίζει σαν πολύχρωμο χαλί. Μια μηχανή ρολάρει αργά δίπλα στο πεζοδρόμιο της Δημοτικής Αγοράς και σταματάει μπροστά σε μια γιγάντια διαφήμιση

Page 13: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

όπου περιμένουν καμιά δεκαριά νεαροί με φόρμες και κράνη καβάλα στις μηχανές. «Πού ήσασταν ρε μαλάκες και σας έψαχνα.» «Γάμησέ τα, ξεκάναμε μια κασόνα μπίρες. Καλοί οι μάγκες, ο ήχος όμως μάπα. Φωνάξαμε, δώστα όλα ρε μαλάκα, τίποτα αυτός. Του λέμε, θα μπούμε μέσα να σε γαμήσουμε, αυτός τίποτα, κάναμε ντου, τον πλακώσαμε, μας την πέσανε οι μπάτσοι, πλακωθήκαμε και μ' αυτούς, γάμησέ τα. Εσείς τι κάνατε;» «Να, η Μαργαρίτα μάς έφερε ένα ψοφίμι. Αυτήν που χάραξε τα χέρια της προλίγου. Την πήρε ο Ψηλός και πάει να την τρέξει λίγο.» «Την είδα, γαμησερή ... τι έγινε; Την πήρατε όλοι μαζί;» «Ούου, και να δεις πώς έκανε η μαλάκω ... της κατέβασα λίγο το τζην και τον έβγαλα έξω ... Να σ' είχα εκεί ... της τράβηξα το χέρι απ' το μουνί, το 'σφιγγε με λύσσα, της έχωσα μια με το γόνατο στην κοιλιά και μια με τον αγκώνα στη μάπα, την πήρανε τα πετιμέζια ... » «Έτσι είναι όλες τους μωρέ, οι καργιόλες, μέχρι να τον φάνε, όλο «μη και μη». Και μετά σου φωνάζουνε, βάλε και τ' αρχίίίδια μέσα!» Μουσική δυνατή, τσιγαρίλα, κλεισούρα βγαίνει από το υπόγειο μαγαζί καθώς η πόρτα ανοίγει. Η παρέα των νεαρών βγαίνει στο δρόμο. Ο Κατσαρομάλλης είναι χτυπημένος στο πρόσωπο, από τη μύτη του τρέχουνε αίματα που βάφονται πράσινα, μπλε, κίτρινα απ' τα φώτα και στάζουνε κόκκινο πάνω στο άσπρο φανελάκι. Τον βοηθάει ένας κοντός από την παρέα του να κρατήσει το κεφάλι του πίσω για να σταματήσει το αίμα. Ο Κοντός που κρατάει τον Κατσαρομάλλη κοιτάζει την παρέα με τις μηχανές μπροστά στην Αγορά και τους ρωτάει επιθετικά: «Έχετε αρχίδια ρε μαλάκες; Δέκα μαζί τα βάλατε μ' ένα παιδί!» Ένας γεροδεμένος ξεχωρίζει και αργά, μάγκικα, προκλητικά πάει προς το μέρος της παρέας με τον χτυπημένο κατσαρομάλλη. «Εγώ ρε καργιόληδες τον πλάκωσα το μαλάκα το δικό σας, είμαι παλαιστής κι άμα λάχει θα σας γαμήσω κι εσάς.» Απ' την παρέα με τον χτυπημένο ένας κοκαλιάρη ς βγαίνει μπροστά από τον παλαιστή και κορδώνεται. «Θα μας κλάσεις τ' αρχίδια.» Την ώρα που μίλαγε αυτός οι δέκα μπροστά στη

Page 14: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

γιγαντοαφίσα γίνανε δεκαπέντε, εικοσιπέντε. Πρόσωπα με γωνίες, μάτια συνοφρυωμένα, κορμιά γυμνασμένα, κινήσεις κοφτές, νευρικά φέρνουνε το τσιγάρο στο στόμα, φτύνουνε μηχανικά, τα δάχτυλα παίζουνε ντραμς πάνω στα τζην. Στα χέρια αλυσίδες, σιδερολοστοί, χοντρά ξύλα και καπάκια από τους σκουπιδοντενεκέδες. Ο Σπόρος κρατάει μια σκούπα, την κουνάει προς το μέρος της παρέας και τους λέει: «Μπάσταρδοι, φύγετε γιατί θα σας λιανίσουμε ... » Ένας ξανθός που στριφογυρνάει πάνω από το κεφάλι του μια χοντρή αλυσίδα λέει στους άλλους: «Τι κάθεστε ρε μαλάκες, ελάτε να τους φτιάξουμε ... » Όρμησαν με αλαλαγμούς πάνω τους. Δυο τρεις καβαλάνε στις μηχανές και μαρσάρουνε γύρω τους. «Πουσταράδες ... το Χριστό σας ... » Χτυπούσαν όπου εύρισκαν. Καρεκλοπόδαρα, αλυσίδες, λοστοί. «Θα σας γαμήσουμε ρέέε » «Θα πεθάνετε καριόληδες » Σκοτάδι που αυλακώνεται από τα φθοριούχα φώτα της ντίσκο που αναβοσβήνουν. Κραυγές πόνου, στριγγλιές, βλαστήμιες. Ο θόρυβος της αλυσίδας πάνω στα κορμιά. Μπουκάλια που σπάνε με εκκωφαντικό θόρυβο πάνω στους τοίχους. Η παρέα του Κατσαρομάλλη προσπαθεί ν' ανταποδώσει, μα έτσι που είναι λίγοι, είναι άνισο, επιχειρούν να ξεφύγουν, όμως τους έχουνε κυκλώσει από παντού. Ο Κοντός τραβάει από την κάλτσα ένα σουγιά και πάει να χτυπήσει τον Παλαιστή, εκείνος τον βλέπει, προλαβαίνει και τον βαράει μ' όλη του τη δύναμη στα μούτρα. Ο Κοκαλιάρης αρπάζει ένα λοστό και κοπανάει στην πλάτη τον Παλαιστή. Ο Κοντός βρίσκει την ευκαιρία για να φύγει. Πίσω του τρέχουνε οι φίλοι του και όλοι μαζί στρίβουνε στη γωνιά του δρόμου. Ποδοβολητά απ’ τα τρεξίματα. Τους ακολουθούν τα δύο αδέρφια με τους λοστούς, ο γκόμενος της Μαργαρίτας κρατώντας το πέταλο της μηχανής στο χέρι, ο Παλαιστή ς, ο Ξανθός με την αλυσίδα, ο Σπόρος με τη σκούπα κι ο Ποντικός με το καδρόνι. Η παρέα των κυνηγημένων στρίβοντας χωρίζει σε δυο ομάδες. Η μια ομάδα έφυγε αριστερά στο στενό, τους κυνήγησαν πέντε έξι αλλά γρήγορα τους έχασαν. Στην άλλη ομάδα ήταν τέσσερις και φύγανε στα δεξιά του δρόμου. Ο Ψηλός φτάνει εκείνη τη στιγμή με τη μηχανή και τους κλείνει το δρόμο διαφυγής. Πίσω του έρχονται καμιά δεκαριά ακόμη. Ο Ξανθός προλαβαίνει τον Κοκαλιάρη και τον χτυπάει με την αλυσίδα στο κεφάλι, εκείνος πέφτει κάτω. Από τους κυνηγημένους, ο Κατσαρομάλλης σταματάει

Page 15: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

και γυρνάει να βοηθήσει το φίλο του που έπεσε. Γύρω τους, κάνουνε κύκλο οι διώκτες τους και τους χτυπάνε. Μπροστά στην Αγορά τρέχει η Μαργαρίτα φωνάζοντας: «ΠΙΣΩ ΣΤΗ ΣΤΡΟΦΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΑΚΕΛΕΙΟ!» Πιο πέρα ο Κοντός πέφτει κάτω από τα χτυπήματα του Παλαιστή που τον έφτασε. Πεσμένο κάτω συνεχίζει να τον κλωτσάει, ο Κοντός καταφέρνει να σηκωθεί και τρέχει στους φίλους του. Τον προλαβαίνουν τα αδέρφια και τον χτυπάνε με το καδρόνι και με το λοστό στα χέρια, στην πλάτη. Βάζει τα χέρια και προστατεύει το κεφάλι του. Δίπλα από τον Κοκαλιάρη που είναι πεσμένος κάτω επτά οκτώ άτομα βαράνε τον Κατσαρομάλλη και ουρλιάζουνε. Ο Ψηλός τον χτυπάει με το πέταλο της μηχανής στο κεφάλι. Με το πρώτο χτύπημα πέφτει πάνω σ' ένα παρκαρισμένο αμάξι, με το δεύτερο γλιστράει, δεν μπορεί να κρατηθεί στο λείο καπό και με το τρίτο πέφτει κάτω στην άσφαλτο.463 βήματα από την ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΑΡΑΜΕΛΑ. Όλη η γειτονιά έχει βγει και παρακολουθεί από τα μπαλκόνια. Οι στιγμές κι οι εικόνες φωτίζονται ελάχιστα απ' τα γαλαζωπά δημόσια φώτα. Ο Παλαιστής κλωτσάει τον πεσμένο Κατσαρομάλλη. Ο Ψηλός ξανάρχεται, τον χτυπάει με το πέταλο στη μούρη και τον φτύνει: «Άντε ψόφα ρε μουνί!» Από το ανοιχτό στόμα του ο Κατσαρομάλλης ξερνάει το αίμα κόμπους κόμπους κι ένα ρόγχο σαν ροχαλητό. Ο Κοντός ξεφεύγει από τ' αδέρφια που τον χτυπάνε, τρέχει κοντά του, σπρώχνει αυτούς που τον βαράνε με τις αλυσίδες, τα ξύλα, τις μπουνιές και τις κλωτσιές, πέφτει πάνω του, βάζει τα χέρια του να τον προστατέψει ενώ ουρλιάζει: «Σταματήστε, φτάνει πια.» Από πίσω του, από πάνω του, από παντού, τον χτυπάνε τα αδέρφια, ο Ποντικός, ο Ψηλός, ο Παλαιστής, ο Ξανθός, ο Σπόρος. Ματώνει στα χέρια, στο κεφάλι, στην πλάτη. Ο Ψηλός φωνάζει: «Γαμημένοι, να μην ξαναπατήσετε το ποδάρι σας στη γειτονιά!» Η αδερφή του η Μαργαρίτα έχει τρέξει κοντά και τον τραβάει. Ο Σπόρος, τελευταίος, πλησιάζει και πετάει τη σκούπα του πάνω στον χτυπημένο που πνίγεται απ' το αίμα. Ο Κοντός με τον Κοκαλιάρη προσπαθούνε να σηκώσουνε τον Κατσαρομάλλη αλλά δεν μπορούνε. Γύρω εξακολουθούν να τους χτυπάνε κι εκείνοι φωνάζουνε: «Ένα αυτοκίνητο να τον πάμε στο νοσοκομείο.»

Page 16: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

Ο Κατσαρομάλλης πεσμένος στην άσφαλτο τινάζει το πόδι του, το χέρι του σφίγγεται γύρω από κάτι αόρατο. Μακριά ακούγεται σειρήνα περιπολικού. Η ώρα δύο και δέκα μετά τα μεσάνυχτα. Οι διώκτες φεύγουνε τρέχοντας προς όλες τις μεριές και εξαφανίζονται. Τα δυο παιδιά γονατισμένα δίπλα στο φίλο τους. Ο δρόμος έρημος. Καπάκια σκουπιδοντενεκέδων κατρακυλάνε και κάνουνε σαματά, γύρω πεταμένα ξύλα, λοστοί, καρεκλοπόδαρα. Από τη Δημοτική Αγορά ξεχωρίζει ο θόρυβος των ψυγείων του κρέατος, η σειρήνα του περιπολικού πλησιάζει. Οι δύο πλάι στον σκοτωμένο φωνάζουνε: «Κυνηγήστε τους ... » «Πιάστε τους δολοφόνους.» Το περιπολικό φρενάρει μπροστά τους. Οι αστυνόμοι τους λένε: «Για να κυνηγήσουμε όλους αυτούς πρέπει να είμαστε τουλάχιστον είκοσι.» Το κεφάλι του Κατσαρομάλλη, ένα τριαντάφυλλο κόκκινο από τις πληγές και τα αίματα, η μύτη τσακισμένη, οι φλέβες ανοιχτές, τα χέρια, τα πόδια μελανιασμένα από τα χτυπήματα, το αίμα του τρέχει στην άσφαλτο. Ξημερώνει σ' αυτή τη μεριά ίδια κι απαράλλαχτα όπως παντού. Οι πολύ πρωινοί θόρυβοι, σκιές ανθρώπων πίσω από φωτισμένα παράθυρα, πόρτες που ανοιγοκλείνουνε, βραστήρες του καφέ, καζανάκια που αδειάζουνε με θόρυβο στις τουαλέτες, ρολά που ανεβαίνουνε, στ' ανατολικά το φωτεινό μπλε της νύχτας φυλακισμένο στο πρώτο ρόδισμα της αυγής διαλύεται, ο πρώτος σκουπιδιάρης σπρώχνει βαριεστημένα το καρότσι του, στις άκρες των πεζοδρομίων η σκούπα του σαρώνει καραμελόχαρτα, σκατά σκύλων, βρωμισμένα νερά που κυλάνε ανακατεμένα με αίματα, ξεσκισμένες πλαστικές σακούλες, στα πεζοδρόμια πληγιασμένοι γάτοι γλείφονται κι ανήσυχοι τεντώνουνε τ' αυτιά στο γνώριμο ανακάτεμα των σκουπιδιών που κάνει καθώς πλησιάζει το απορριμματοφόρο. Ολόγυρα στο μικρό δρόμο πεταμένα τα πρόχειρα όπλα από τη συμπλοκή της νύχτας, καπάκια από σκουπιδοντενεκέδες, καρεκλοπόδαρα, αλυσίδες, σπασμένα μπουκάλια. Η μεγάλη κηλίδα αίμα στη μέση του δρόμου κυλάει στην άκρη του ρείθρου, κυλάει και χάνεται μέσα στα βρωμόνερα που τα σαρώνει η σκούπα, ένας σταχτής γάτος βγάζει ένα βαθύ νιαούρισμα και καμπουριάζει πάνω σε μια σκισμένη πλαστική σακούλα με χυμένα ολόγυρα τα σκουπίδια και απειλεί ένα μαύρο σακάτη

Page 17: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

γάτο που με το πόδι του τραβάει να κλέψει ένα ψαροκόκαλο. Από πέρα ακούγεται σειρήνα ασθενοφόρου που μακραίνει και χάνεται. Ο ουρανός ξανοίγει, μια καμπύλη γραμμή από ήχο κλαρίνου που βγαίνει από ένα ανοιχτό παράθυρο ανεβαίνει πάνω από τις πολυκατοικίες, τις ταράτσες, τα πλυσταριά, τους πρώτους καπνούς των φούρνων, πάνω απ' τις γλάστρες με τους κισσούς και τις μπουγάδες που στεγνώνουνε, μπλέκεται στο διοξείδιο και την αιθάλη, στροφιλίζεται για λίγο στο πρώτο μπέρδεμα μιας πνοής αέρα και ταξιδεύει πάνω από το ξημέρωμα της πόλης. Τα ψαρόνια που κουρνιάζουνε στα φυλλώματα των μεγάλων ευκαλύπτων στη Φωκίωνος Νέγρη αρχίζουνε τις τσιρίδες και τα πεταρίσματα τινάζοντας τα μακριά φύλλα, ένας αδέσποτος σκύλος κατεβαίνει την οδό Ζακύνθου βλέπει τα αίματα στην άσφαλτο, σταματάει, τα μυρίζει, τα γλείφει, τεντώνει τ' αυτιά του, κοιτάζει γύρω και φεύγει βιαστικός προς την οδό Σύρου.

Page 18: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

3. ΟΙ ΤΡΟΠΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Όταν ανασκαλεύω το μυαλό μου ξεπηδάνε κυρίαρχοι κάποιοι πετρότοποι, μέρη γεμάτα βράχια απόκρημνα, χαρακωμένα, τιναγμένα στον αέρα, τοπία γεμάτα θρυψαλιασμένες πέτρες και φρύγανα, μαύρες κοτρώνες που ίσως τις έχει βρέξει ο ουρανός, πέτρες με μια θηλυκιά χάρη σαν τορνεμένα βυζιά, σαν τουρλωτοί κώλοι που λάμπουνε στ' απομεσήμερα και λαμπαδιάζουνε στα πορφυρά ματοκυλίσματα, σ' εκείνες τις στιγμές προτού ο ήλιος σβήσει, στις πιο τελευταίες του αναλαμπές που στραφταλίζουνε πάνω στις γκριζοπράσινες θάλασσες. Σ' εκείνα τα μέρη το ένα βουνό σμίγει μέσα στ' άλλο και στα χωρίσματα που φτιάχνονται ανάμεσα στους σιωπηλούς, ανάγλυφους όγκους υπάρχουνε μικρές γούρνες με σταματημένα πρασινωπά νερά, πέτρες νεροφαγωμένες, λυγαριές, καλάμια και βατράχια που φουσκώνουνε και κρώζουνε χαιρετίζοντας την αλλαγή της μέρας σε νύχτα ή το σβήσιμο της νύχτας στο πρώτο φως. Στον αέρα παχιές λιγδερές μυρωδιές από σαπισμένα φύλλα, τιτιβίσματα, ζουζουνίσματα, πεταλούδες, βάτα, πικροδάφνες άσπρες, ροζ, οσμές από βοϊδιές και καβαλίνες, μαύρες χάντρες οι βιρβιλιές από τ' αόρατα αγριοκάτσικα, γυναικείες φωνές που τα καλούνε και τις ταξιδεύει ο αέρας μια μακριά και μια κοντά «ούουουραπάαα ούου, έεεεραπάαα έε», σπάρτα, βρύα, αγριολούλουδα ροζ, μωβ, κίτρινα, σουσουράδες, σπίνοι, τερετίσματα απ' τα τζιτζίκια, ψηλά φτερουγίζουνε θαμπές σκιές τα όρνια και οι κουρούνες, κάποιο γεράκι χτυπάει αγριεμένο τα φτερά του και ζυγιάζεται πάνω από ένα περιστεριώνα.

Page 19: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

Η εικόνα ενός θαλασσόβραχου που όταν τον φέρνω στο μυαλό μου, κινείται, μυρίζει, ηχεί και δονείται κι ο ήλιος πανταχού παρών ζεματάει και τσουρουφλίζει τα μάτια. Ένα νησί στο Αιγαίο ... Στον πλακόστρωτο δρόμο του χωριού, άνθρωποι πεσμένοι στα τέσσερα με αυλάκια ιδρώτα στα πρόσωπα βασανίζονται, μπουσουλάνε, βογκάνε, προχωράνε με αργές κοπιαστικές κινήσεις, κρατώντας κίτρινες λαμπάδες, ανηφορίζουνε ταμένοι στη μεγάλη λευκή εκκλησία. Στο μαρμάρινο σιντριβάνι ένας μεγαλόσωμος άσπρος πελεκάνος με ψαλιδισμένα φτερά πλατσουρίζει στα νερά και κοιτάζει περίεργα το πλήθος ....

Το ζευγάρι των Ιταλών περπάτησε με δυσκολία στο έρημο πέταλο της παραλίας. Ο ήλιος αυτή την ώρα κοιτάζει κατακόρυφα κι οι σκιές των ανθρώπων μπερδεύονται στα πόδια τους. Περάσανε δίπλα από τη μικρή λίμνη κι οι νεροχελώνες ανήσυχες βουλιάξανε στο καφεκίτρινο νερό, τα μούσκλα κι οι πρασινίλες αναδεύτηκαν απ' τα τυφλά νερόφιδα που συρθήκανε για να κρυφτούνε. Πιο πέρα ένα αγόρι μοναχικό δουλεύει τη βρεγμένη άμμο και της δίνει τη μορφή ενός μεγάλου ανάγλυφου καρχαρία. Στη ράχη έχει καρφώσει ένα ξεραμένο πτερύγιο και τώρα γονατιστός στερεώνει στο τεράστιο στόμα δόντια αληθινού καρχαρία. Το ζευγάρι των Ιταλών σταμάτησε για να περιεργαστεί το γλυπτό. «C' e un pescecane, bellissimo». Το αγόρι σήκωσε το κεφάλι. Ο Ιταλός τον ρώτησε δείχνοντας μια το ψάρι και μια το πέλαγος, αν υπάρχουνε καρχαρίες στην περιοχή. Το αγόρι έκανε «όχι» με το κεφάλι, και πιο πολύ για τον ίδιο είπε: «Είναι το πιο θαυμαστό, το πιο δυνατό απ' όλα τα ζώα. Κάθε μέρα έρχομαι εδώ και φτιάχνω έναν τίγρη του πελάγου να κοιτάει πάντα στ' ανοιχτά ... » Η κοπέλα έδειξε στο σύντροφό της μια πορφύρα που είχε μαζέψει απ' την άμμο. Δε δείχνανε πια να τον ακούνε, του είπανε «τσάο» και συνεχίσανε το δρόμο τους. Η κοπέλα έβγαλε τα παπούτσια της και περπατούσε στα άβαθα, χτυπούσε το νερό με τα πόδια και ξεφώνιζε. Μετά από λίγο φτάσανε στο τέλος της αμμουδιάς εκεί που υψώνονται τα βράχια. Κι αρχίσανε να στήνουνε τη σκηνή τους κάτω από

Page 20: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

τις ισχνές σκιές που έφτιαχναν τα λιγοστά αρμυρίκια ...

Ναι, υπάρχουνε στη μνήμη μου κάποιοι τόποι που είναι κυρίαρχοι κι εκεί τα πρόσωπα των ανθρώπων σκιάζονται, ξεθωριάζουν, μόλις που αχνοφαίνονται στο εκτυφλωτικό φως του ήλιου, τις νύχτες πάλι μεταλλάζουνε σε σκοτεινά περιγράμματα που κινούνται και αναδεύονται μυστηριακά μέσα στο σεληνόφως ...

Το ζευγάρι των Ιταλών είχε στήσει τη σκηνή του λίγα μόλις μέτρα από τη θάλασσα. Δυο νέοι άνθρωποι που βούταγαν στο νερό, αγκαλιάζονταν και φιλιόντουσαν, κυνηγιόντουσαν πέρα δώθε στην έρημη αμμουδιά, βρεχόντουσαν και ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Μόλις σουρούπωσε ανάψανε μια φωτιά και καθισμένοι κοιτάζανε τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου που χάνονταν πίσω από την ξέρα που έφραζε σχεδόν τον όρμο. Ο φάρος άναψε, μια τελευταία βάρκα ξεπρόβαλε πίσω από το νησάκι. Πήγαινε αργά σαν να ρέμβαζε ο βαρκάρης την ώρα και το χώρο. Ο θόρυβος της μηχανής γέμισε τον κόλπο. Όλα γύρω φαίνονταν να κυλάνε μ' έναν απίστευτα αργό ρυθμό. Σχεδόν σταματημένα κι αιώνια. Απ' τα γύρω βουνά μια στεριανή αύρα κατέβηκε μέχρι κάτω στο γιαλό κι άρχισε τα παιχνίδια πάνω στην άμμο. Η κοπέλα έβγαλε από το σακίδιο το πουλόβερ της και το φόρεσε. Το αεράκι έσπρωχνε την άμμο στην παραλία και το σχήμα του σκυλόψαρου που 'χε φτιάξει το αγόρι άρχισε να σβήνει. Η επιφάνεια της θάλασσας ρίγησε. Εκεί μπροστά στο βυθό, σε λίγους πόντους νερό, δυο μικρά ψαράκια με μεγάλες φτερούγες στριφογύρναγαν πάνω στην κυματιστή άμμο και την ανακατεύανε. Από πάνω ήταν μπλε ασημιά κι από κάτω ασημοκόκκινα. Το σκοτάδι αγκάλιασε τον τόπο. Στον ουρανό βουτήξανε τ' αστέρια, οι ουρές των κομητών, άσπρες πινελιές σε γαλακτερό φόντο, σκορπίζονται και σβήνουνε. Δίπλα στις μαυροπράσινες σιλουέτες των κυπαρισσιών τα πριονωτά φύλλα των φοινίκων έχουνε στήσει χορό με το φύσημα της αύρας. Μονότονο κρώξιμο από νυχτοπούλι κρυμμένο στο στρογγυλό άνοιγμα πάνω από την πόρτα της εκκλησίας. Μπροστά το νεκροταφείο με τις μαρμάρινες άσπρες ταφόπλακες. Χορός από φλόγες κεριών που μεγαλώνουνε και μικραίνουνε πίσω από τα χρωματιστά τζάμια της εκκλησίας. Θρόισμα του αέρα που γλιστράει ανάμεσα στα καλάμια, μακρινό γαύγισμα σκύλου, ψηλά το φεγγάρι μια μικρή χαραμάδα φως στο μπλάβο ουρανό. Πάνω στο λευκό μάρμαρο σκαλισμένο τ' όνομα του νεκρού, από κάτω σκαλισμένο από μάστορα ένα καΐκι που χοροπηδάει σε κατσαρά κύματα, ψάρια και μια γοργόνα. Στο

Page 21: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

διπλανό μνήμα κάτω από τ' όνομα σκαλισμένη μια βούρτσα, ένα ψαλίδι, μια χτένα. Μια γυναίκα του χωριού ξαπλωμένη, ανασκελωμένη πάνω σ' έναν τάφο. Το φουστάνι της μαζεμένο ψηλά στη μέση της, τα πόδια της ανοιχτά, τα σκέλια της γυμνωμένα, όλος ο τόπος χαμένος στο υπόγειο μπλε ασημί φως του ονείρου. Το κορμί της σαλεύει, τα χέρια της παλεύουνε με τον εαυτό της, χαϊδεύει μανιασμένα και γρατζουνάει τη σάρκα της, βογκητά, ανάσες βαριές και λυγμοί βγαίνουν από το λαρύγγι της, όλο της το σώμα χορεύει πάνω στο λευκό μάρμαρο σ' ένα ερωτικό κάλεσμα, κάποιο αεροπλάνο βουίζει ψηλά στον ουρανό, απ' το στόμα της βγαίνει ένας ψίθυρος, ριγάει ολόκληρη στο φύσημα της δροσιάς, η αύρα μπλέκεται στα μαλλιά της. Κάτω στην αμμουδιά το αεράκι σβήνει και τα τελευταία ίχνη του καρχαρία. Το πτερύγιο γέρνει και πέφτει στο πλάι. Μπροστά στη σκηνή των Ιταλών η φωτιά κοντεύει να σβήσει. Η κοπέλα, σκοτεινή σιλουέτα στα βράχια, παρακολουθεί το φίλο της που ψαρεύει υποβρύχια, μια φωτεινή δέσμη μέσ' στο νερό που κατευθύνεται προς την ξέρα. Στους έρημους δρόμους του χωριού ο Μαροκινός Αλή παραπατάει ζαλισμένος απ' το κρασί. Σταματάει στο μαρμάρινο σιντριβάνι και ρίχνει με τις χούφτες νερό στο πρόσωπό του. Βλέπει τον πελεκάνο που στέκεται δίπλα στο αγιόκλημα και του λέει ερωτόλογα. Τον πιάνει από το μακρύ λαιμό και τον σφίγγει, με το άλλο χέρι κατεβάζει το φερμουάρ του παντελονιού του και τον γαμάει. Το πουλί χτυπάει τα ψαλιδισμένα φτερά του για να ελευθερωθεί, ο Αλή σφίγγει το λαρύγγι και σπρώχνει, σπρώχνει. Κάποια στιγμή το πουλί τινάζεται και μένει ξέπνοο. Ο Αλή σφυρίζοντας φτιάχνει το παντελόνι του, ρίχνει νερό στα μαλλιά του για να τα στρώσει και προχωράει με ζαλισμένα βήματα στην ανηφόρα ...

Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου βρήκανε το ζωγράφο με τη βάρκα του στη μέση του κόλπου. Το πατ-πατ της μηχανής γεμίζει το χώρο. Παρακολουθεί για λίγο την κοπέλα που στέκει ακίνητη πάνω στο μαύρο βράχο κοιτάζοντας τις ξέρες. Στο βάθος της παραλίας μια κουκίδα, το αγόρι που φτιάχνει τα σκυλόψαρα. Γελάει και δυναμώνει τις στροφές στη μηχανή ενώ στρίβει το τιμόνι. Όταν έφτασε πίσω από τις ξέρες κι έπαψε πια να βλέπει το χωριό και τον κόλπο, έσβησε τη μηχανή. Μανουβράρισε μέχρι το σκόπελο που κούρνιαζαν οι γλάροι κι εκεί φούνταρε την άγκυρα. Γδύθηκε, φόρεσε την μπουκάλα του οξυγόνου

Page 22: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

και καταδύθηκε. Στα δώδεκα μέτρα έχει ποντισμένα τα εργαλεία του. Ένα μολυβένιο καβαλέτο, τελάρο, χρώματα ακριλικά, σπάτουλες και πινέλα. Σ' αυτή τη μεριά της θάλασσας δίνες και ρεύματα ρευστοποιούνε την εικόνα. Το φως που διαθλάται αγγίζει το βυθό σαν χέρι μαγικό και τον κάνει απόκοσμο. Οι λειχήνες στους βράχους, τ' ανθόζωα που κινούν τις λεπτές και μακριές απολήξεις τους, οι θαλασσινές ανεμώνες, κάποια μέδουσα που αιωρείται, η απόλυτη σιωπή, η άμμος που σηκώνεται μόλις την ακουμπήσει, η πίεση του νερού που νιώθει στις πλάτες του, τα ψαράκια που μόλις τον βλέπουνε σκορπίζονται φοβισμένα, τα παγωμένα μάτια του νεκρού άντρα που 'ναι σφηνωμένος στους βράχους, το μισάνοιχτο στόμα του σαν να θέλει κάτι να πει, τα μαλλιά του που κουνιώνται ξέπλεκα πάνω απ' το κεφάλι του, στα πόδια του μπερδεμένο το ψαροντούφεκο. Τα μικρά ψαράκια ξαναγυρνάνε τώρα για να συνεχίσουνε να τσιμπολογάνε τις άκρες των δαχτύλων, το πέος, την ανοιγμένη σαν λουλούδι κοιλιά του, τα έντερα που μπλέκονται κι απλώνονται ολόγυρα, μια σμέρνα τυλίγεται μέσα τους, όλα αυτά του είναι οικεία κι αλλόκοτα μαζί. Είναι ο πίνακάς του.

Page 23: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

4. Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΗ ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΦΙΛΙΩΣ

Σαλονίκη. Η νύχτα κυλάει από την πάνω πόλη στην παραλία και φτάνει στα φορτηγά πλοία που είναι δεμένα αρόδου και τα τυλίγει στη μαυρίλα. Και τα δεκάδες λαμπιόνια που ανάβουνε, τα δημόσια νέον φώτα, οι πολύχρωμες διαφημίσεις αποτυπωμένες στους βρεγμένους δρόμους, οι μελαγχολικοί θόρυβοι λάστιχου που γλιστράει στη μουσκεμένη άσφαλτο, το τείχος του λιμανιού, το τελωνείο, η Καμάρα, η Εγνατία οδός, οι μουσικές από τα μπαράκια, οι αίλουροι. Ο Μαξ με περιμένει στη σκάλα, φτιάχνει καφέ ενώ μιλάει στο τηλέφωνο και κανονίζει να πάμε το ίδιο βράδυ σε δυο αδερφές -τη Μάνια και την Ξένια- στην Αλεξάνδρεια, να γαμηθούμε. Μια μικρή δίπλα του στο πάτωμα, κουλουριασμένη από το κρύο σαν κεραμιδόγατα, ρίχνει πασιέντζες. Ο Μαξ τρέχει στο μέσα δωμάτιο, στον καφέ που χύνεται, η μικρή μου εξηγεί ότι με τα λεφτά που θα πάρουνε από το σύνθετο που παίξανε, από καλή πληροφορία, φεύγουνε οι δυο τους αύριο πρωί για Βιέννη, Παρίσι, Λονδίνο, Ρώμη, Βερολίνο. Έχουνε σπίτια παντού. Στον Εύοσμο, το πρωί, τρία αιλουροειδή πέσανε σε μπλόκο και τους πήρανε. Πήγαν στο βενζινάδικο με κλεμμένη μηχανή, πετάξανε τις κομμένες καραμπίνες στη μούρη του βενζινά και το γυάλινο δωμάτιο γέμισε καρακόλια που τα 'χε στείλει ο χαφιές της καφετέριας που το σχεδιάζανε. Τα αιλουροειδή δεν έχουν μυαλό, έχουν μόνο κίνηση. Φαστφουντάδικο στην Προξένου Κορομηλά. Ένα σάντουιτς στα πεταχτά και μπιρίτσες. Ροκαμπίλι και νοσταλγία των '50, φλιπεράκι στη γωνία με λαμπιόνια πολύχρωμα περιστροφικά, μιλάει μαγνητοφωνημένα, επαναλαμβάνει απόκοσμα μηνύματα εχθρικού διαστημόπλοιου, δυο

Page 24: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

δεκαεξάρες με καταρράχτες μαλλιών του γαργαλάνε τα κουμπιά του, μαύρα πέτσινα κορμάκια, υποχθόνιοι ήχοι από το μηχάνημα, η ξανθιά γκαρσόνα μας γεμίζει ξανά τα ποτήρια. Οι πιτσιρίκες γελάνε, η γκαρσόνα γελάει, το φλίπερ γελάει, η Σαλονίκη γελάει. Στην πάνω Πόλη το κρύο είναι εκπληκτικό. Περπατάμε δίπλα στις πορτάρες. Μέσα σ' ένα παλιό σπιτάκι ένας αίλουρος βυθίζει το μαχαίρι στην κοιλιά του ενώ κοιτάζει την κοπέλα του στα μάτια και περιμένει κάτι ν' ακούσει, εκείνη ξετρελαμένη ορμάει πάνω του κι εκείνος τραβάει με όλη του τη δύναμη το μαχαίρι σαν μοχλό προς τα δεξιά και κόβει όλα τα εντόσθιά του. Στου Καφετζίδη το μαγαζί τα τζάμια που βλέπουνε από ψηλά τη Θεσσαλονίκη και το Θερμαϊκό έχουν παγώσει. Οι άχνες φτιάξανε ένα χλωμό σύννεφο, το τζάκι καίγεται, τα πρόσωπα φλογίζονται, οι λαχανοσαρμάδες, η ρετσίνα, το λιωμένο τυρί, οι φίλες από το θέατρο, εγώ κι ο Μαξ γινόμαστε ένα και τραγουδάμε για τη νύχτα μάγισσα εκεί έξω κι ερωτιάρα εδώ μέσα. Με πονάνε τα δόντια από το κρύο, νιώθω να πρήζομαι. Βρήκαμε το Δον Μπούφη στο μαγαζί του, Σουλτάνος καθισμένος σε τέσσερα σκαμπό. Γύρω του κοκκινομάλλες, μαυρομάλλες, κοπέλες με λαμπερά δόντια, ερεθισμένες από τ' αλκοόλια και τη νύχτα που ρουφήξανε στο ίδιο ποτήρι. Ο Δον Μπούφη πνιγότανε από τη βαρεμάρα της επανάληψης, κάτι είπε για να έρθει μαζί. Εγώ κοίταζα τη φίλη που κατάπινε τα Ντραξέν δυο-δυο με βότκα. Βγήκαμε στην παγωνιά του δρόμου και ο Μαξ ούρλιαξε: «ΟΛΟΥΡΜΟ». Κάποια πανκιά που κρατάγανε λοστούς και κατεβάζανε τη βιτρίνα του Ηχοδρόμιου φοβηθήκανε και το βάλανε στα πόδια. Η Προξένου Κορομηλά ξεδιπλωνότανε σαν φίδης. Την ίδια στιγμή προσγειωνότανε στη Μίκρα το Μπόινγκ από το Πακιστάν και σε λίγα λεπτά, οι μπάτσοι θ' ανακάλυπταν στα πιο κρυφά σημεία των δυο αιλουροοειδών συνολικά 250 γραμμάρια ηρωίνη. Ανεβήκαμε στο μπαλκονάκι ν' ακούσουμε τη Φιλιώ. Η νύχτα τράβαγε για το τέλος της κι η φωνή της Φιλιώς με μελαγχόλησε. Έσφιξα πάνω μου τη μοναξιά μου και βγήκα στο δρόμο. Ξημέρωνε. Στην Αλεξάνδρεια ξεχαστήκαμε και δεν πήγαμε. Δε βαριέσαι, αυτή την γκρίζα ώρα, ο αίλουρος στο Ντεπό στραγγαλίζει τη μάνα του και αύριο στις εφημερίδες θα πει: «Δεν μπορούσα άλλο να τη σέρνω μέσα μου». Έκανα νόημα σ' ένα ταξί που περνούσε και χάιδεψα το

Page 25: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

απόστημα με τη γλώσσα ...

Page 26: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

5. Ο ΓΛΥΚΑΜΑΝ

Η αθέατη πλευρά ενός ανθρώπου, η ζωή του, η ψυχή του, η ύπαρξή του η ίδια δεν έχουν τίποτα να κάνουν μ' αυτό το ξεκοκαλιασμένο κουφάρι που κείτεται τώρα σ' ένα δωμάτιο νοσοκομείου και ψήνεται στον πυρετό. Το σώμα που μαζεύει πεθαίνοντας, το πετσί που κολυμπάει στα κόκαλα σαν ρούχο φαρδύ, τα χέρια που κάποτε μπορούσαν ν' αγκαλιάσουνε τον κόσμο όλο, τώρα δυο ξεραμένες γραμμές πάνω στο άσπρο σεντόνι. Αν παραμερίσεις και κομματιάσεις τη θολούρα της μνήμης του, την καταχνιά της λήθης που σκεπάζει τις πράξεις και τα γεγονότα που συνθέσανε τη ζωή του, θα ξεπηδήσει ένα πρόσωπο αλλιώτικο απ' αυτό εδώ το τσακισμένο κι ετοιμοθάνατο που το κατατρώει το χτικιό και που πάνω του αποτυπώνεται η οδύνη κι η απόλυτη μοναξιά μπροστά στο θάνατο. Τώρα είναι ένας μέσ' στις χιλιάδες που ψυχορραγούνε ανώνυμοι, χωρίς καμιά ταυτότητα ζωής, μέσα σε απρόσωπες αίθουσες, πάνω σε κρεβάτια με λευκά αποστειρωμένα σεντόνια, γύρω μυρωδιές ιωδίου, αντισηπτικού, φορμόλης, στις φλέβες τσιμπήματα από σύριγγες μεταγγίσεων, ξερόβηχας στο γειτονικό κρεβάτι, κοριτσίστικες φωνές στο διάδρομο, ανάκατοι μπερδεμένοι θόρυβοι στα σύνορα του εδώ και εκεί ... κι αυτές οι σκόρπιες κουβέντες που βγαίνουνε απ' το ξεραμένο στόμα, ασυνάρτητες φράσεις που μιλάνε για σκοτάδια και για φώτα που ταξιδεύουνε, για στοιχειά και για δαίμονες, όλο αυτό το ονειρικό παραμιλητό βγαλμένο από τη σκοτεινή πλευρά της

Page 27: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

ύπαρξής του ... Το πεθαμένο χρώμα της σάρκας, κιτρινισμένο το ασπράδι των ματιών, η θολούρα στην ίριδα, το τρέμουλο στα χέρια, η ανεπαίσθητη εισπνοή και εκπνοή, το ραγισμένο ανακάτωμα του λόγου του που είναι συνεχής και ακατάληπτος. Και μέσα στα απειροελάχιστα κύτταρα μνήμης που τώρα σβήνουνε, εικόνες κι αισθήματα, χτυποκάρδια, επιθυμίες, ακούσματα, εμπειρίες, φιλίες, τόσες και τόσες αισθήσεις πλημμυρισμένες στον πόθο, στο πάθος, στον έρωτα ... Ο Γλυκαμάν. Ένας μεγαλόσωμος και δυνατός άντρας στα σαράντα του. Τα μαλλιά του ψαρά, τα μούτρα του από φυσικού τους μαυρισμένα. Στα μάτια του έβλεπες τον κόσμο όλο. Είχε περάσει αρκετά χρόνια της ζωής του στη φυλακή. Ας πούμε ότι είχε κάποιο κρίμα πίσω του. Δε χρειάζονται περισσότερα τώρα. Σίγουρα είχε αποζητήσει τη μοναξιά γι' αυτό βρέθηκε σ' αυτή τη μεριά να κάνει τη δουλειά του φύλακα στις σπηλιές. Σ' αυτό τον τόπο τον τραχύ οι άνθρωποι που απομείνανε, μετά τον εμφύλιο και τη μετανάστευση, είχανε ζυμωθεί με τη μοναξιά και τη σκληράδα των βράχων. Η είσοδος της σπηλιάς βρισκόταν σ' ένα μεγάλο κάθετο βράχο που κοίταζε στη θάλασσα. Μπροστά στο άνοιγμα ήταν χτισμένο ένα σπιτάκι, μια κάμαρη όλη κι όλη. Ένα ξύλινο κρεβάτι, στρωσίδια, ένα τραπέζι, δυο καρέκλες, μια στόφα γκαζιού, μια παλιά ξεχαρβαλωμένη ντουλάπα, ένας νιπτήρας μ' ένα σπασμένο καθρέφτη. Αυτό ήτανε το σπίτι του. Η δουλειά του ήτανε να φυλάει μην μπαίνουνε ξένοι στα σπήλαια. Μια φορά το χρόνο, το καλοκαίρι, έρχονταν οι αρχαιολόγοι από την Αθήνα και για ένα μήνα σκάβανε, κρατάγανε σημειώσεις και μαζεύανε τα ευρήματα που τα στοιβάζανε σε σωρούς κοντά στην είσοδο. Όταν εκείνος ήθελε να πάει κάπου, κλείδωνε τη σιδερόπορτα και έφευγε.Η ζωή του, μέχρι που ήρθε εκείνη η γυναίκα, κύλαγε ήρεμα. Κοιμότανε λίγο τις νύχτες, ξυπνούσε νωρίς το πρωί, έπινε τον καφέ του, κάπνιζε, άκουγε τις ειδήσεις από ένα μικρό τρανζίστορ, χάζευε τη θάλασσα. Συχνά καθόταν στα σκαλιά του τουριστικού περίπτερου που το χειμώνα έμενε κλειστό, από κάτω το κύμα άσπριζε πάνω στις πέτρες κι ο παφλασμός αντιβούιζε στις σκισμάδες των βράχων, ψηλά γυροφέρνανε και κρώζανε οι γλάροι, κουτσούλαγαν και στοιχειώνανε τον τόπο. Ο Γλυκαμάν, ίδιος στοιχειό, μάζευε αγριόχορτα, ποτισμένος στ' αλάτι περπάταγε πάνω στα λευκά στρογγυλεμένα βότσαλα, στα γκρεμνά και στις ακροθαλασσιές. Το χωριό ήταν μακριά από τις σπηλιές, με τα πόδια κάπου μισή ώρα δρόμο. Ανέβαινε σπάνια, συνήθως για να κάνει τ' απαραίτητα ψώνια. Δεν είχε πολλά πάρε δώσε με τους ντόπιους. Έξω από κάνα γεια, κι

Page 28: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

αυτό ήταν όλο. Μόνο καμιά φορά πήγαινε στο μπαράκι του ναυτικού και τα 'πινε κι έλεγε και μερικές κουβέντες μαζί του. Κι ο ναυτικός ήταν άνθρωπος λιγόλογος. Έλειπε χρόνια με τα καράβια κι όταν κάποτε γύρισε άνοιξε αυτό το μπαράκι. Πότε πότε ερχόταν μια γυναίκα απ' την Πάτρα και δούλευε στο μαγαζί. Μερικές φορές ο Γλυκαμάν την έπαιρνε στις σπηλιές μαζί του. Πέρναγε πολλές ώρες της μέρας του μέσα στη σπηλιά. Τριγύρναγε με το φακό στο χέρι φωτίζοντας τα πετρώματα και τους σταλακτίτες που χυνόντουσαν από ψηλά για να ενωθούνε με τους σταλαγμίτες στο έδαφος, μοιάζανε σαν τα σπλάχνα του βουνού. Τα χρώματά τους διάφανα, γυάλινα, με αποχρώσεις πρασινογάλαζες, ροζ, κοκκινωπές κι εκθαμβωτικό, στιλπνό, κρυστάλλινο λευκό. Μέσα στα κοιλώματα των βράχων και στις εσοχές που είχαν δημιουργηθεί από εκσκαφές, στις ρίζες των ορυκτών κρυστάλλων, νεκροκεφαλές και ανθρώπινα λείψανα μισολιωμένα, αφημένα εκεί από ανολοκλήρωτες ανασκαφές. Άνθρωποι που ζήσανε και πεθάνανε εδώ πριν χιλιάδες χρόνια. Σε μια σχισμή σαν κρύπτη στο γκριζοκόκκινο βράχο μια άτσαλα σκαλισμένη αράδα που λέει: ΤΣΟΛΙΑΔΕΣ ΓΙΑ ΣΑΣ ΕΥΡΗΚΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 12.7.44. Από κάτω κουβαριασμένος ένας σκελετός, τυλιγμένος στα λιωμένα απομεινάρια μιας στρατιωτικής στολής, στον κρόταφο μια ανοιχτή τρύπα, στα κοκαλιασμένα δάχτυλα του δεξιού χεριού ένα περίστροφο απ' το δεύτερο παγκόσμια πόλεμο, δίπλα ένα σαρακοφαγωμένο ντουφέκι ένφιλντ. Σ' άλλο σημείο η σπηλιά ξανοίγει σε μια πελώρια αίθουσα κι αλλού γίνεται ένα μικρό στενό πέρασμα σκαμμένο μέσα στο βράχο. Σωροί οι πέτρες και τα χώματα από τις κατολισθήσεις και τους σεισμούς. Η αναπνοή βαριά από την υγρασία, το χώμα μουσκεμένο. Μοναδικός μουντός θόρυβος που ακούγεται, το κούφια πλατσούρισμα απ' τις σταλαγματιές του νερού που γλιστράνε και τεντώνονται στις άκρες των σταλακτιτών και ραντίζουν και πιτσιλάνε το μικρό μονοπάτι που ακολουθεί το φωτεινό κουκούλι του άντρα που γυρνάει στα έγκατα της γης. Κάθεται σε μια κόχη και κοιτάζει τις παρατημένες ανασκαφές. Λάκκοι με νούμερα, σε κάθε μια από τις εσοχές ζούσε μια οικογένεια. Ξεχωμένα και φαγωμένα από το χρόνο οστά, σε μικρούς πρόχειρους σωρούς τα σπασμένα πήλινα σκεύη που χρησιμοποιούσανε στην καθημερινή ζωή. Νομάδες που γυρνούσανε εδώ κι εκεί, κάποτε βρήκανε αυτές εδώ τις σπηλιές και αποφάσισαν να μείνουν. Στο μπροστινό μέρος της εσοχής μια μεγάλη πέτρα, στρογγυλεμένη κι επίπεδη για να ζυμώνεται και να ψήνεται πάνω της το ψωμί της οικογένειας. Με το φακό του φωτίζει τους βράχους που

Page 29: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

πάνω τους οι άνθρωποι εκείνοι σχεδιάσανε και σκαλίσανε σκηνές απ' τη ζωή τους. Άνθρωποι και ζώα, σκηνές από κυνήγια, ιστορίες καθημερινές, ειπωμένες με λίγες γραμμές από καφεκόκκινη όμπρα. Κάτω από το ίδιο το χώμα που ζούσαν, θάβανε και τους νεκρούς τους, σκελετοί μικρών παιδιών μέσα σε πήλινα αγγεία, ποιος ξέρει γιατί. Μέσα σ' αυτές τις σπηλιές οι άνθρωποι εκείνοι βρήκανε προστασία. Μια πολιτεία τρωγλοδυτών, ολάκερες φατρίες, άνθρωποι αιμομίκτες που ψηλαφούσανε τα όρια του μυαλού τους κι αγγίξανε τον πολιτισμό της μόνιμης εγκατάστασης, μέσα στα σκοτάδια αυτής της σπηλιάς που τα φωτίζανε με δάδες και λυχνάρια. Εδώ μέσα ακούστηκε το βουητό και η οχλοβοή των πρώτων φθόγγων και οι πρώτες έναρθρες κραυγές συνεννόησης, κάτω από το αδιάκοπο πλατσούρισμα των σταγόνων που γλείφανε τους σταλακτίτες όμοια κι απαράλλαχτα για εκατομμύρια χρόνια. Προχώρησε στο βάθος της σπηλιάς και ο φακός του φώτισε τα σκουροπράσινα νερά μιας υπόγειας λίμνης, στην πίσω πλευρά της ο βράχος ανέβαινε κατακόρυφα και το βάθος των νερών έδειχνε να οδηγεί στα τάρταρα. Έσκυψε και πήρε από κάτω μια σμιλεμένη μαύρη πέτρα, κάποιο εργαλείο εκείνων των ανθρώπων. Έπιασε στα χέρια του μια σταχτόμαυρη νεκροκεφαλή, στη μια της κόγχη είχε στάξει, ποιος ξέρει για πόσα χρόνια, μια μοναδική σταγόνα νερού που πέτρωσε κι έφτιαξε ένα μικρό σταλαγμίτη που εξείχε από την τρύπα κι έμοιαζε με αληθινό βολβό ματιού. Το λιόγερμα έβγαινε έξω από τη σπηλιά κι έκανε βόλτες, μερικές φορές καθότανε στους βράχους και ρέμβαζε. Μετά τα σκοτάδια της σπηλιάς ένιωθε σαν να επέστρεφε από κάπου πολύ μακριά. Ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο. Σαν να ζούσε ο ίδιος ταυτόχρονα σε δύο εποχές. Έστριβε ένα τσιγάρο αργά, το σάλιωνε, το άναβε και στύλωνε το βλέμμα του στο βάθος του πελάγους πέρα κι απ' τους μεγάλους βράχους που στέκονταν αντικριστά στην μπούκα του κόλπου. Με τα μάτια έψαχνε κάποιο καΐκι που πέρναγε ανοιχτά χοροπηδώντας πάνω στην αγριάδα της θάλασσας. Ο θόρυβος της μηχανής του μπερδευόταν με το αλύχτημα του ανέμου και το πλατάγισμα των νερών. Αυτές τις ώρες το γαλάζιο τ' ουρανού ενώνονταν με το τυρκουάζ της θάλασσας. Τα ψαρόνια κρώζανε και βούταγαν πάνω απ' το φλοίσβισμα μέσ' στις δίπλες των κυμάτων. Μπροστά στη σπηλιά ο αέρας κόβει. Όταν ανεβαίνει στο χωριό βλέπει πόσο δυνατά φυσάει. Ο αέρας μαστιγώνει τις ελιές με τα ίδια τους τα κλαριά, περνάει σφυρίζοντας μέσα από τις ξερολιθιές και σκάει πάνω στις γυμνές πέτρες των σπιτιών και στις πλάκες του δρόμου, τσακίζει τους ασφόδελους και τραντάζει τα μεγάλα αθάνατα. Γύρω τοπίο

Page 30: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

ερημιάς, παρατημένα ακαλλιέργητα χωράφια, σκουριασμένα προπολεμικά αυτοκίνητα, αγριάγκαθα που ριγάνε στις σπιλάδες του ανέμου, αμυγδαλιές που χάνουνε τον πρώιμο ανθό τους, μπουγάδες που φουσκώνουνε από αόρατους ανθρώπους, σαραβαλιασμένα τρακτέρ και βαρούλκα που πεθαίνουνε πίσω από γκρεμισμένους φράχτες. Τα πρόσωπα των ανθρώπων που συναντάει τραχιά, σκοτεινά. Οι φωνές τους, όταν χαιρετιώνται, βραχνές και υπόκωφες, τα βλέμματα φευγαλέα. Ο δρόμος του περνάει μπροστά από ένα μεγάλο πυργόσπιτο που μένει κλειστό. Στις εσοχές της πέτρας και στους αρμούς είναι εντοιχισμένα ανθρώπινα κεφάλια, ξεφλουδισμένα απ' τα χρόνια και τον ήλιο κι ασβεστωμένα χάσκουνε σαν παράλογη διακόσμηση. Συχνά πάει στο ταβερνάκι της Χήρας για να φάει τα φασόλια με τ' αγριόχορτα και να κάνει κάποιο υπεραστικό τηλεφώνημα. Κάποια μέρα έφτασε στις σπηλιές μια γυναίκα και έμεινε μαζί του. Ήρθε με τ' αυτοκίνητό της, ένα μικρό λιλά κατρέλ. Σταμάτησε στο βενζινάδικο του χωριού και ρώτησε τον βενζινά πώς πάνε στις σπηλιές. Μια ωραία γυναίκα με τον αέρα της πόλης. Το αμάξι της έμεινε παρκαρισμένο για καιρό στην είσοδο της σπηλιάς. Στο χωριό είπανε ότι είναι γνωστή από την τηλεόραση. Οι δυο τους περνάγανε τις μέρες και τις νύχτες τους μέσ' στη σπηλιά. Γυμνοί, καθισμένοι ανακούρκουδα στο έδαφος, στο φως ενός φακού. Το γυμνό κορμί του Γλυκαμάν, ένας βράχος δίπλα στους μεγάλους βράχους, η γυναίκα -ας την πούμε Αννούλα- λυγερή, τρυφερή σφίγγει τα διπλωμένα πόδια της με τα χέρια. Εκείνος την κοιτάζει βαθιά στα μάτια όση ώρα εκείνη μιλάει. Πότε πότε στρίβει ένα τσιγάρο, το ανάβει, τραβάει μια δυο ρουφηξιές κι έπειτα της το δίνει. Την κοιτάζει που ρουφάει τον καπνό και τον κρατάει για ώρα στο στήθος της, Η Aννoύλα μιλάει και το πρόσωπό της είναι λυπημένο, η φωνή της θαμπή. Κάποια στιγμή πιάνει από δίπλα της ένα κερί, το ανάβει, κι έπειτα σβήνει το φακό. Ένα απαλό κουκούλι φως τους τυλίγει. Φέρνει το κερί κοντά στο στόμα της, η φωνή της ένα χάδι στη φλόγα που τρεμοπαίζει. Μιλάει για τα χρόνια της ζωής της που χαλάλισε μ' έναν άντρα, η φωνή της ανεβαίνει, ανεβαίνει και γίνεται ουρλιαχτό, η φλόγα του κεριού ταράζεται και σβήνει, οι λυγμοί της, τ' αναφιλητά, οι σταγόνες που πέφτουν από ψηλά, ο Γλυκαμάν την ψάχνει στο σκοτάδι, ένα παιδί στην αγκαλιά του, το φιλάει, το χαϊδεύει ... Σιγά της ψιθυρίζει τώρα εκείνος το δικό του όνειρο. Αυτό που για χρόνια ονειρευόταν στη φυλακή. Την ημέρα που θα έφτανε να καταλάβει την ουσία στις ανθρώπινες

Page 31: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

σχέσεις, να ανακαλύψει πάλι τη ζωή κοντά στη φύση, μακριά από τη ζωή της μεγάλης πόλης, να ξαναβρεί την αρμονία των παιδικών του χρόνων. Να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του ερωτευμένος. Κι έτσι νανουρίζονταν δυο άνθρωποι μέσα σε μια σπηλιά, στα σπλάχνα της γης, στα σκοτάδια, μακριά από κάθε τι σημερινό. Δυο άνθρωποι που μοιάζανε πρωτόπλαστοι, σαν την αρχή μιας παλιάς ιστορίας. Η Αννούλα σηκώθηκε, κατέβηκε στα βράχια τα λίγα μέτρα μέχρι τα νερά της μαυροπράσινης λίμνης και βούτηξε. Ο Γλυκαμάν της φώτισε το δρόμο με το φακό. Τα νερά της λίμνης σπινθήρισαν, ο αντίλαλος απ' το γέλιο της ταξίδεψε πάνω στους κύκλους της βουτιάς της κι απλώθηκε στις σκοτεινές εσοχές και στις κρυψώνες μέχρι τα όρθια, κάθετα βράχια στο βάθος της σπηλιάς, το σκοτεινό κι ανεξερεύνητο. Η βαριά της ανάσα, καθώς κολύμπησε, ήταν χάδι στ' αυτιά του. Όταν βούτηξε ήταν μια γυναίκα γυμνή που τα πόδια της ακουμπούσανε στο θόλο του ουρανού έτσι όπως την κοίταζε κι όταν εμφανίστηκε πάλι στην επιφάνεια των νερών, ήταν μια βίδρα αλαφιασμένη. Τα μαλλιά της μουσκεμένα κρύβανε το πρόσωπό της, τίναξε τα πόδια της, χτύπησε τα χέρια της, το σώμα της στριφογύρισε στο νερό. Βγήκε από το νερό της λίμνης κι ανέβηκε τα βράχια προσεκτικά. Τα μουσκεμένα μαλλιά της στάζανε νερά, το σώμα της λευκό, τα στήθη της δυο φουσκωτά σύννεφα, οι τρίχες στην ήβη κατσαρωμένες, στάθηκε μπροστά του και τίναξε τα χέρια της, τα στήθια της χορέψανε και τον πιτσίλισαν, το γέλιο της αποκρινόταν κάπου από τα σκοτάδια, σταγόνες νερού λαμπύρισαν στα χείλη της, κάθισε δίπλα του, το λίγο φως του φακού μεγάλωνε τις φωτοσκιάσεις στα βαθουλώματα του κορμιού της, ξάπλωσε πάνω στα βράχια και τέντωσε το κορμί της, τα μαλλιά της τον μούσκεψαν, γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του, έψαξε δίπλα στο βράχο σ' ένα πήλινο πιάτο τα κεράσια, τα κράτησε με τα δάχτυλα και τα σήκωσε ψηλά, τα δάγκωνε ένα ένα, γέμισε το στόμα της και αργά στριφογύρισε τους καρπούς με τη γλώσσα, ώσπου οι άκρες των χειλιών κοκκίνισαν από το χυμό των κερασιών που κύλησε έξω στα μάγουλά της. Εκείνος ερεθισμένος της φανέρωσε τη στύση του, βλέποντάς τον ξανάμπηξε τα γέλια, γελάσανε κι οι δυο. Άπλωσε το χέρι της και τον χάιδεψε ενώ η γλώσσα της πιπίλησε τα κουκούτσια των κερασιών. Δυο άνθρωποι, τυλιγμένοι στα σκοτάδια, ζευγαρώνανε μέσ' στα σπλάχνα της γης. Καμιά φορά τ' απογεύματα βγαίνανε μπροστά στη σπηλιά και κάθονταν στα μεγάλα άσπρα βότσαλα, καπνίζανε και παρακολουθούσανε τη βουτιά του ήλιου στη θάλασσα. Όταν ερχόταν η τράτα, εκείνη πήγαινε στους ψαράδες που

Page 32: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

ξεσκαρτάρανε τα ψάρια κάτω από τους κρωγμούς των μαζεμένων γλάρων και έπαιρνε σπαρταριστά μελανούρια. Μια μέρα κάνανε μια μεγάλη βόλτα. Περπατήσανε μέχρι την άκρη του ακρωτήριου, εκεί που τα παλιά χρόνια λέγανε ότι ήτανε η πύλη του Άδη. Έξω από βράχια άγρια σαν δάχτυλα που θέλανε να πιαστούνε από κάπου, νεροφαγώματα, μαύρες πέτρες και κουρούνες, τίποτα άλλο. Η Αννούλα μάζεψε αγριολούλουδα. Όταν βασίλεψε, σηκώθηκε αέρας και έπιασε ψύχρα. Ένα αγιάζι που ερχόταν από τη θάλασσα. Στο γυρισμό ο Γλυκαμάν την έσφιγγε στα χέρια του για να τη ζεσταίνει. Περπατάγανε πάνω στον έρημο δημόσιο δρόμο. Κάποια στιγμή φάνηκε ένα αγροτικό αυτοκίνητο. Όταν κοντοζύγωσε είδανε ότι ήταν ο ναυτικός. Γυρνούσε απ' το κυνήγι. Η Αννούλα κάθισε μέσα στο αμάξι για να μην κρυώνει, ο Γλυκαμάν πίσω στην καρότσα. Τα πρώτα αστέρια της νύχτας φανερώθηκαν, ο αέρας είχε δυναμώσει, από το ανοιχτό παράθυρο του αμαξιού ερχότανε μουσική, λόγια από ένα τραγουδάκι και το γέλιο της Αννούλας. Κάποια στιγμή το αυτοκίνητο φρέναρε, ο ναυτικός πετάχτηκε έξω με το ντουφέκι στο χέρι κι έριξε σ' ένα λαγό που έτρεχε με πήδους να χωθεί στα βάτα. Απ' την άλλη πόρτα βγήκε η Αννούλα, έβγαλε το παπούτσι της και το πέταξε στον άντρα που πυροβολούσε. Το παπούτσι τον πέτυχε στο κεφάλι. Ο άντρας έσκυψε, Πήρε το παπούτσι από κάτω, το πέταξε στον αέρα και πυροβόλησε. Μετά το μάζεψε και το έδωσε πίσω στην Αννούλα. Η Αννούλα δεν ήθελε πια να πάει με το αυτοκίνητο. Ο ναυτικός είπε να πάνε όλοι μαζί στο μαγαζί του για να τους κεράσει κάτι, η Αννούλα έλεγε όχι, ο Γλυκαμάν δε μιλούσε. Όταν φτάσανε στο μπαράκι του ναυτικού, κατεβήκανε. Εκείνη άρχισε να πίνει. Τα μάτια της άστραφταν, γέλαγε και κορόιδευε ό,τι κι αν έλεγε ο ναυτικός κι εκείνος απαντούσε με τον ίδιο τρόπο. Δυο άνθρωποι που μισούσαν ο ένας τον άλλο ή που έτσι καμώνονταν. Ο Γλυκαμάν της είπε να φύγουνε. Ούτε που τον άκουσαν. Κάποια στιγμή εκείνη γύρισε και του είπε ότι θα μείνει. Ξεκίνησε μόνος για τις σπηλιές. Την άλλη μέρα το λιλά κατρέλ είχε χαθεί από την είσοδο της σπηλιάς. Τώρα ο Γλυκαμάν περνούσε τον περισσότερο καιρό στη σπηλιά. Καθότανε με τις ώρες στη λίμνη. Εκεί που κάθονταν άλλοτε οι δυο τους. Πότε πότε φώτιζε με το φακό τα μαυροπράσινα νερά. Έστριβε τσιγάρο όταν άκουσε το σούρσιμο στις ανασκαφές. Με το φακό στο χέρι πήγε κοντά και είδε ένα φίδι να κουλουριάζεται στα ξεχωμένα λείψανα. Το κεφάλι του μακρύ, τριγωνικό, δυο μικρά στρογγυλά

Page 33: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

μάτια τον κοίταζαν, στην άκρη του ρύγχους ένα μαύρο κέρατο. Τα λέπια στο σώμα του σταχτιά και μια σκούρα τεθλασμένη γραμμή κατέληγε σε μια καφέ ουρά. Γύρω στο μισό μέτρο μήκος. Από το κλειστό στόμα του μπαινόβγαινε η μακριά διχαλωτή γλώσσα. Πήρε ένα κόκαλο κι έσπρωξε μ' αυτό το φίδι, εκείνο ξεδιπλώθηκε αργά, σύρθηκε σ' ένα καύκαλο, γλίστρησε από το άνοιγμα του ματιού μέσα και έμεινε εκεί. Από εκείνη την ημέρα ο Γλυκαμάν έφερνε γάλα, ψωμί, ό,τι του περίσσευε και τ' άφηνε σ' ένα κεσεδάκι, καθότανε πιο πέρα και παρακολουθούσε το φίδι που γλίστραγε αργά έξω από τον κρυψώνα και πήγαινε στον κεσέ να φάει. Όταν τελείωνε, εκείνος του μίλαγε και το φίδι σήκωνε το κεφάλι και τον κοίταζε με τα στρογγυλά ματάκια του. Μια μέρα ο Γλυκαμάν έφερε μαζί του ένα μακρύ ξύλο με μια διχάλα και μια ωμή πατάτα. Όταν τον είδε το φίδι πλησίασε. Με το ξύλο το ακινητοποίησε, το γράπωσε στη βάση του κεφαλιού και του άνοιξε το στόμα, το έφερε κοντά στο φως του φακού και κοίταξε τα μυτερά δόντια. Πήρε την πατάτα και πίεσε τα δόντια τού φιδιού πάνω της για ώρα. Το φίδι τιναζότανε ανήμπορο και τύλιγε την ουρά του στο μπράτσο του Γλυκαμάν. Μετά από αυτό το άφησε. Τις επόμενες μέρες δεν το έβλεπε όταν του πήγαινε φαΐ. Το φίδι έμενε κρυμμένο. Ο Γλυκαμάν τώρα ζει μέσα στη σπηλιά. Έχει ανάψει μια φωτιά που τη συντηρεί αναμμένη με ξύλα που έχει κουβαλήσει απ' έξω. Κι εκεί τρώει, εκεί κοιμάται, και περιμένει το φίδι να βγει. Άγνωστο για πόσο. Στη σπηλιά δεν υπάρχει χρόνος. Κάποια στιγμή το φίδι εμφανίστηκε. Το είδε να βγαίνει από τις ανασκαφές, αργά σερνότανε προς το μέρος του, το κεφάλι του όρθιο, η γλώσσα του αεικίνητη. Τον πλησίασε, σύρθηκε κοντά στα πόδια του και τον κοίταζε. Εκείνος έσκυψε και το έπιασε, το φίδι δεν αντέδρασε, το τράβηξε στο στήθος του κι όπως ήταν ξαπλωμένος έμεινε και το κοίταζε. Το φίδι ακούμπησε τη γλώσσα του στις τρίχες του στήθους, στο δέρμα του, τον έψαχνε προσεκτικά, εκείνος ψηλάφισε με τα δάχτυλα το κέρατο του ρύγχους, ένιωσε το δάγκωμα και είδε μια σταγόνα αίμα στο δάχτυλό του. Το φίδι μαζεύτηκε αργά, δίπλωσε το κεφάλι του στην άκρη της ουράς του κι έμεινε κουλουριασμένο στο στήθος του. Ο Γλυκαμάν καθισμένος γυμνός στον πέτρινο θρόνο του κοντά στη μεγάλη λίμνη, δίπλα η φωτιά τριζοβολάει, στο χέρι του σφίγγει το ορθωμένο πέος του, καπνός σηκώνεται, σκιές χοροπηδάνε πάνω στους μεγάλους κρυστάλλους με τις ζαφειρένιες, αμέθυστες, ζαχαρένιες αποχρώσεις. Τα σχέδια

Page 34: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

των ανθρώπων πάνω στους βράχους με την καφετιά όμπρα ζωντανεύουν. Άντρες με προβιές κρατάνε ρόπαλα στα χέρια, δάδες, τρέχουνε ξυπόλυτοι πάνω στα βράχια, πετάνε ακόντια, σέρνουνε σκοτωμένα αγριογούρουνα, ξεφωνίζουνε, η σπηλιά γεμίζει φωνές και ουρλιαχτά, αγριοκάτσικα βελάζουν, γαυγίσματα από σκυλιά, γυναίκες με λυμένα μακριά μαλλιά, μωρά τυλιγμένα σε δέρματα ζώων σκούζουνε, πρόσωπα αντρών όλο μαλλιά και τρίχες, μάτια κατασκότεινα, τραβολογιούνται μεταξύ τους, φωνάζουν ακατάληπτα λόγια θυμωμένα, η μορφή της Αννούλας έρχεται μέσα από τα σκοτάδια της σπηλιάς, ισχνή, τα μαλλιά της μαζεμένα ψηλά, ο λαιμός της πολύ μακρύς, τα χείλη της μια χαραγματιά στο πρόσωπο, το στήθος της μικροσκοπικό, εφηβικό, το κάτω μέρος του σώματος μια μπάλα χωρίς πόδια που κυλάει, αγριοκάτσικα σκαρφαλώνουνε σβέλτα σε απόκρημνα βράχια, πίσω τους μια ομάδα παιδιών που ξεφωνίζουνε και πετάνε με σφεντόνες πέτρες, σωροί από χώματα που πέφτουν από ψηλά, τσιρίδες τρόμου, κουρνιαχτός που σηκώνεται, οι φλόγες που χορεύουνε, καπνοί, σκόνη, φωνές από ζώα πληγωμένα, βογκητά ανθρώπων που παγιδευτήκανε από την κατολίσθηση, μουγκρητά, πήλινα ειδώλια πέφτουν και σπάνε, η γη κάτω απ' τα πόδια του τραντάζεται, τρίζει, ανοίγει, καρποφορεί, με το χέρι σφίγγει το ορθωμένο πέος, το στρίβει προς τα δεξιά, στ' αριστερά, το άλλο χέρι το κάνει χωνί και φωνάζει τ' όνομά της, γυναίκες με φουσκωμένες τις κοιλιές τους πεσμένες στα τέσσερα σέρνονται και βογκάνε, οι κραυγές, οι τσιρίδες, τα ξεφωνητά, αντίλαλος απ' τα μουγκρητά, ο αχός τον κυκλώνει από όλες τις πλευρές της σπηλιάς, βασιλίσκοι ανεβασμένοι πάνω στους σταλαγμίτες κουνάνε τις μακριές ουρές τους, τις χτυπάνε θυμωμένα, ηχώ από φωνές γυναικών που τραγουδάνε μοιρολόγια, γύρω άνθρωποι που κρατάνε ξινάρια, κέρατα από ελάφια, στα κεφάλια τους ισορροπούνε κιούπια, η Αννούλα έρχεται από άλλα σκοτάδια, στρουμπουλή, γυμνή, τα μαλλιά της βόστρυχοι χυμένοι στους ώμους, τα στήθια της μεγάλα χοροπηδάνε στο κάθε της βήμα, η μέση της λεπτή, οι γοφοί φουσκωτοί, τα μπούτια της ενώνονται ψηλά κι ανοίγουνε στα γόνατα προς τα έξω, άνθρωποι μεταφέρουνε πέτρες, ξύλα, πιθάρια, τους νιώθει, αισθάνεται τον τρόμο τους, τους φόβους για τη βασκανία, την αρρώστια, τη γη που τρέμει, το άγνωστο, η Αννούλα είναι εκεί, ανασηκώνεται φρενιασμένη πάνω του, βογκητά βγαίνουν από το στόμα της, η ανάσα της τον καίει, το σώμα της είναι φίδι που τον τυλίγει ολόκληρο, την ίδια στιγμή τη βλέπει να κάθεται σ' ένα βράχο σκαλισμένο σαν κάθισμα, στα χέρια της κρατάει ένα μωρό, φοράει ένα μακρύ υφαντό φόρεμα με υπέροχα σπειροειδή σχέδια, σφίγγει πάνω της το μωρό, όλο της το σώμα κλείνει γύρω του με τρυφεράδα, το

Page 35: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

μωρό απλώνει το χεράκι του και της κρατάει το στήθος, ενωμένοι οι δυο τους με μια ανείπωτη ευχαρίστηση, φωτιές από πυρσούς δίπλα στη λίμνη, γυναίκες που γεμίζουνε ασκιά με νερό, οι σταγόνες που πέφτουν από τους σταλακτίτες σφυριές στο μυαλό του, ο καπνός, η φωτιά, η υγρασία τον πνίγουνε ... Ο Γλυκαμάν πήγε στο χωριό, στο μικρό μαγειριό της Χήρας. Παράγγειλε μαυρομάτικα φασόλια με μάραθο και καυκαλήθρες. Τρώει αργά τη σούπα του και κοιτάζει τις γυναίκες που κάθονται γύρω στην ξυλόσομπα με ανοιχτά τα πόδια και ζεσταίνονται. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ορμητικά η χήρα κουβαλώντας τρία κούτσουρα ελιάς, τ' ακουμπάει δίπλα στη σόμπα, ανοίγει το καπάκι, ρίχνει μέσα ένα κούτσουρο και σβέλτα πάει πίσω από το μεγάλο ψυγείο στο τηγάνι που τσιτσιρίζει. Μέσα από το πουκάμισό του νιώθει το φίδι που τον δαγκώνει. Τα μάτια της Χήρας παίζουνε, το βλέμμα της ερευνητικό τον κοιτάει, οι γυναίκες κουβεντιάζουνε για τις κότες που δε γεννάνε τελευταία, έξω η νύχτα ασημιά, τα σύννεφα τρέχουνε στον ουρανό κι αλλάζουνε συνέχεια σχήματα, ο Γλυκαμάν πίνει αργά το κρασί του, η Χήρα πάει κι έρχεται πίσω από το ψυγείο. Όταν απόφαγε, άνοιξε το πουκάμισό του κι έπιασε το φίδι, το έβγαλε λίγο και το χάιδεψε. Η Χήρα τον είδε, ήρθε κοντά και τον κοίταξε με όλη της τη σκληράδα, σήκωσε το χέρι και του 'δειξε την πόρτα. Οι γυναίκες στη σόμπα γυρίσανε και κοιτάξανε, μόλις είδανε το φίδι που κουνιότανε νωχελικά στο χέρι του πετάχτηκαν όρθιες ξεφωνίζοντας. Εκείνος σηκώθηκε αργά, χωρίς να τις κοιτάζει έβγαλε από την τσέπη χρήματα, τ' άφησε στο τραπέζι και κίνησε για την πόρτα. Το φίδι τρύπωσε στο πουκάμισό του. Έκλεισε το πανωφόρι του, σήκωσε το γιακά και βγήκε. Οι γυναίκες τον κοίταζαν όλη την ώρα. Έξω η πανσέληνη νύχτα και όλοι οι αέρηδες που του ανακατώνουν τα μαλλιά. Από τα ξεροβούνια κατεβαίνει σφυρίζοντας ο βοριάς, ένας ασπρόμαυρος σκύλος περνάει μπροστά του βιαστικός, ο αέρας του σηκώνει την τρίχα, οι φλογίτσες στα καντήλια των τάφων δίπλα στο δρόμο τρεμοπαίζουνε, ο αέρας περνάει μέσα από τις καμάρες των μισογκρεμισμένων σπιτιών, τρυπολογάει τα πελεκήματα στις πέτρες των εγκαταλειμμένων μανιάτικων πύργων, στριφογυρίζει στα ντουβάρια και στα εντοιχισμένα καύκαλα των ανταρτών, μέσα στις τρύπες των ματιών, στα ανοίγματα της μύτης και σκάει με δύναμη στις μεγάλες πλάκες του δρόμου μπροστά του. Το άλλο πρωί τον βρήκανε οι άνθρωποι του χωριού πεσμένο

Page 36: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

μπρούμυτα στο μονοπάτι, μισοπεθαμένο, στα χέρια του αίματα, δίπλα του η οχιά με λιωμένο το κεφάλι.

Page 37: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

6. ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

Η παγωνιά είναι φοβερή σε κάθε γωνιά του τρένου. Οι ανάσες μου ξεπηδάνε και υλοποιούνται σαν πράμα ζωντανό και μ' ακολουθούνε καθώς προχωρώ στο διάδρομο. Βρώμα και μιζέρια παντού. Στρατιώτες χακί, κουρεμένοι πολίτες, φοιτητές, πομάκοι, Τούρκοι της Θράκης, Έλληνες. Εκεί έξω, τα μελανιά νερά του Νέστου που κυλάνε δίπλα μας, ξεμαλλιασμένα δάση σε τουρλωτά βουνά και μοναξιάρηδες αργυροπελεκάνοι που φτερουγίζουνε μαζί μας. Παρανέστιον, Σταυρούπολις, Κυψέλη, Ίασμος, Σώστης. Φωνές και βλαστήμιες. Νυχτώνει σ' έναν επίπεδο τόπο. Μουντά χρώματα, σπάρτα και λάσπη. Ο πομάκος δίπλα μου ξαπλωμένος μ' ανοιχτά τα πόδια σφίγγει και τρίβει ηδονικά τ' αρχίδια του ενώ μουρμουράει λαγγεμένα και λιγωμένα λόγια. Τα φώτα της Κομοτηνής λαμπαδιάζουνε στο βρωμισμένο τζάμι της δεύτερης θέσης. Ελπίζω να με περιμένει στο σταθμό... Με περίμενε σκοτεινή και ξεπαγιασμένη. Αγκαλιαστήκαμε και μετά από μια αιωνιότητα χωρίσαμε και κοιταχτήκαμε στα μάτια. Δεκατρείς ώρες ταξίδι. Τη βρήκα λίγο ωχρή και αδυνατισμένη. Περπατήσαμε στην παγωνιά, στο θαμπό φως του δρόμου, ενώ πέρα ακουγότανε το σφύριγμα του τρένου που ξεμάκραινε. Περιπλανηθήκαμε για λίγο στους

Page 38: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

λιθόστρωτους δρόμους της παλιάς τούρκικης συνοικίας. Τζαμιά, μιναρέδες, μικρομάγαζα. Κι ένιωσα επιτέλους καλά ... Κάτσαμε σ' ένα καφενέ μ' όλες τις φάτσες των αρσενικών γυρισμένες πάνω μας και παραγγείλαμε κάτι ζεστό. Είχα παρατηρήσει κάτι περίεργο στο βάδισμά της καθώς και κάποιες μικρές συσπάσεις στο πρόσωπό της που με βάλανε σε σκέψεις, γι' αυτό και τη ρώτησα. Εκείνη κοκκίνισε και θέλησε ν' αλλάξει κουβέντα. Επέμενα και την πίεσα να μου υποσχεθεί ότι θα μιλούσαμε αργότερα. Γελάσαμε με το γκαρσόνι που μπερδεύτηκε κι έχυσε το κρασί του Ισλάμ που μας έφερνε και μετά από λίγο ζεσταμένος κι ερεθισμένος θέλησα να πάμε στο δωμάτιό της. Ξαφνικά έγινε πολύ αμήχανη, σαν να μην ήξερε πια να μιλάει και στριφογύριζε τα δάχτυλά της, ενώ στεκόταν όρθια και με κοιτούσε. Κάποια στιγμή, επιτέλους, το αποφάσισε, μου είπε όμως ότι θα κοιμόμασταν σε χωριστά κρεβάτια. Η νύχτα ήταν μια μεγάλη σκοτεινή τρύπα που μας ρούφηξε και μας στριφογύρισε σε τούνελ ερωτικής έξαψης και παράκρουσης. Μακριά ακουγότανε το σφύριγμα του τρένου. Κατά το πρωί, γυρισμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι, μου πρόσφερε τα οπίσθιά της. Ήταν ανένδοτη σε κάθε κουβέντα μου για μετωπική διείσδυση, ακόμα και για να της χαρίσω το αγαπημένο της, παλιά, κουδούνισμα της γλώσσας μου πάνω στο σήμαντρο της ηδονής της. Με κανένα τρόπο δε μ' άφηνε να τη δω και να την αγγίξω στο μουνάκι της. Αισθάνθηκα απογοητευμένος, αλλά οδηγημένος και από το ένστικτο το γενεσιουργό πασάλειψα την ψωλή μου με βαζελίνη που μου έδωσε εκείνη από το κομοδίνο -κάτι μικρό που μ' έκανε για μια στιγμή να τα χάσω- και γλίστρησα μέσα της, ενώ εκείνη είχε τεντωθεί στα γόνατα και έσκουζε, βέλαζε, γαύγιζε, έκρωζε, νιαούριζε, μουγκάνιζε, μέχρι που της χάρισα τον ύστατο ρόγχο θανάτου. Μετά, μαραμένοι κι οι δυο μας, αποκοιμηθήκαμε. Το πρωινό, ο ήλιος επιτέθηκε πρώτα σ' εμένα. Κοίταξα έξω από το μισοκατεβασμένο στόρι και είδα μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα να με χαιρετάει. Γύρισα δίπλα στην κοπέλα και χάζεψα το τρυφερό κοιμισμένο πρόσωπό της. Τράβηξα λίγο την κουβέρτα και κοίταξα τα βαριά της στήθια, το ροδαλό δέρμα και τις ακανόνιστες κοκκινίλες που της είχε αποτυπώσει η σκληρή κουβέρτα στα πλευρά και στην κοιλιά της. Τράβηξα λίγο ακόμα την κουβέρτα, ενώ ανασηκώθηκα και θαύμασα τα δυνατά πόδια της και την τούφα τις τρίχες που ξεπετάγονταν αγριεμένες και κει πάγωσα ...

Page 39: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

Τα χείλη του κόλπου της ήταν κοκκινισμένα, φουσκωμένα και ραμμένα, ναι, ραμμένα. Έσκυψα πιο κοντά, μέχρι που μύρισα την ιδιαίτερη μυρωδιά από τα κολπικά υγρά, ζευγαρωμένα με την αμμωνία του κάτουρου και κοίταξα ξανά, πιο προσεκτικά. Μια λεπτή πετονιά έπιανε και τις δυο πλευρές στα χείλη του κόλπου, σφιχτά ραμμένη από κάποιον που ήξερε τι έκανε, χωρίς ν' αφήνει καμιά σχισμή ελεύθερη. Μου ήρθε εμετός. Η τάση για εμετό μου προκάλεσε ακατάσχετο βήχα κι ο θόρυβος που έκανα ξύπνησε την κοπέλα που με κοίταξε, μόνο για μια στιγμή, κι αμέσως πετάχτηκε πάνω κι άρχισε να ουρλιάζει πριν σωριαστεί στο πάτωμα. Έπεσα πάνω της και την κράτησα σφιχτά στην αγκαλιά μου για ώρα. Μακριά ακούστηκε το σφύριγμα του τρένου που έμπαινε στο σταθμό.

Page 40: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

7. ΤΟ ΚΑΣΤΕΛΛΙ ΤΩΝ ΠΕΘΑΜΕΝΩΝ ΣΚΙΩΝ

Αχλή πλανιέται πάνω από το πέλαγος, καταχνιά που γεννάει ανθρώπους, πόλεις, ερήμους, όλος ο ορίζοντας καίγεται, φλόγες τα κύματα της θάλασσας, η εικόνα τρεμοπαίζει, αντικατοπτρισμός μιας πυρακτωμένης καλοκαιρινής μέρας που κυλάει στο τέλος της. Την ώρα που η κοπέλα έφτασε στο Καστέλλι ήταν σούρουπο πια και ο ήλιος ακούμπαγε στη θάλασσα. Ο Πέτρος κι η Χρυσή κάθονταν στο σκιερό του σπιτιού τους στη μεριά του δρόμου. Αντίκρυ τα σπίτια του μικρού χωριού, πίσω τους τα μεγάλα βουνά, ένα ήσυχο τοπίο. Πάνω στο τραπέζι ένα ταψί με καθαρισμένες αγριαγκινάρες. Η κοπέλα σταμάτησε μπροστά τους, χαιρέτησε και ζήτησε νερό. Το ξανθό πρόσωπό της κοκκινισμένο απ' τον ήλιο, ιδρώτας στα μαλλιά της, στο μέτωπο, στο λαιμό. Φαινόταν ότι είχε δρόμο πολύ πίσω της. Η Χρυσή πήγε μέσα στο μαγαζί και γύρισε μ' ένα ποτήρι νερό. Η κοπέλα ξεφόρτωσε το βαρύ σακίδιο, το βαθυκόκκινο μπλουζάκι που φόραγε ήταν μουσκεμένο στον ιδρώτα, τα στήθια της όπως έσκυψε φάνηκαν μαυρισμένα. Ήπιε μονορούφι το νερό. Στην άλλη πλευρά του δρόμου μια κατσίκα κοίταζε τους ανθρώπους με περιέργεια ενώ μασούσε χόρτα. Ο Πέτρος είπε στην κοπέλα να κάτσει. Εκείνη τσίτωσε λίγο το μπλουζάκι που 'χε κολλήσει πάνω της και κάθισε. Παρακολούθησε τους δυο που βγάζανε τις αγριαγκινάρες

Page 41: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

από ένα τσουβάλι, ξεφύλλιζαν τα φύλλα ένα ένα, τις τρίβανε με μια λεμονόκουπα και τις βάζανε στο ταψί. Ρώτησε δείχνοντας να μάθει τι καρπός είναι και πώς τον λένε. Ο Πέτρος προσποιήθηκε ότι τρυπήθηκε στο δάχτυλο απ' τ' αγκάθια της αγκινάρας. «Αυτό το λένε, ούουχου ... » είπε, κι έμπηξαν τα γέλια με τη Χρυσή. «Ούουκου,!» επανέλαβε η κοπέλα με ξενική προφορά κι έσκασε στα γέλια. Ένας τσομπάνης κατέβαινε απ' το μονοπάτι των βουνών μ' ένα κοπάδι τραγιά και πρόβατα. Ο τόπος γέμισε τροκάνες, κουδουνίσματα και βελάσματα. Τα μικρά βελάζανε στριγγλιάρικα και τρέχανε με τα λεπτά ποδαράκια τους να προλάβουνε να χωθούνε κάτω από τις προβατίνες για να θηλάσουνε. Κότες τρέχανε εδώ κι εκεί κυνηγημένες από έναν κόκορα που όταν τις προλάβαινε τις τσίμπαγε στο κεφάλι, σταμάταγε, τέντωνε πίσω το λαρύγγι του σαν κορνέτα και κακάριζε την ιαχή του. Ένας γάιδαρος δεμένος από ένα βάτο μ' ένα σκοινί που 'χε μπερδευτεί και δεν του επέτρεπε να κινηθεί, είχε κατεβασμένη την ψωλή του σχεδόν μέχρι το χώμα και κοίταζε γύρω του τα τραγιά που τρέχανε. Ξάφνου, σήκωσε στον αέρα τη μουσούδα του, άνοιξε τα μεγάλα σαγόνια του κι έμπηξε κραυγή φοβερή. Για λίγες στιγμές όλα τα άλλα ζώα σταμάτησαν και τεντώσανε τ' αυτιά τους ανήσυχα. Ο τσομπάνης, ένας άντρας στα εξήντα, ήρθε και κάθισε μαζί. Ο Πέτρος σηκώθηκε, μπήκε στο μαγαζί και γύρισε μ' ένα μπουκάλι ρακί κι ένα νεροπότηρο. Ο τσομπάνης μίλαγε κομπιαστά και κάποια στιγμή σήκωσε το ποτήρι και τ' άδειασε μια κι έξω. Ο Πέτρος του το ξαναγέμισε μέχρι πάνω. Μιλούσε για τη γυναίκα του που είναι στο νοσοκομείο με αρρώστια ανίατη. Οι γιατροί δεν της δίναν ζωή πάνω από μήνα. Ο άντρας πιστεύει ότι έχει ζυγώσει και η δική του ώρα. Γι' αυτό έχει παραγγείλει στον ξυλουργό να του φτιάξει στα μέτρα του ένα κιβούρι και την ερχόμενη Παρασκευή, κατά τις έξι τ' απόγευμα, θα τους περιμένει στο σπίτι του, να πιούνε καφέ και να τον συντροφέψουνε στο θάνατό του. Σε μια ξεφτισμένη καρέκλα δίπλα του ήταν ξαπλωμένα δυο γατάκια, το ένα μαύρο και το άλλο κόκκινο που γλείφονταν μεταξύ τους. Την ίδια ώρα που ο άντρας μίλαγε, τα χάιδεψε κι εκείνα ανασκελωθήκανε ευχαριστημένα και γουργουρίσανε. Η κοπέλα πήρε το κόκκινο γατάκι στα χέρια της και το έσφιξε τρυφερά πάνω της. Σουρούπωνε όταν η κοπέλα πήγε στην αμμουδιά κι έστησε τη μικρή σκηνή της. Ξάπλωσε πάνω στην άμμο κι αφέθηκε

Page 42: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

να κοιτάζει την αστροπλημμύρα και την ουράνια κίνηση. Η δροσιά της νύχτας την έκανε ν' ανατριχιάζει, η μυρωδιά της θάλασσας τη ζάλιζε. Γύρω της την περικυκλώνανε οι θόρυβοι της νύχτας, τριζόνια, ένας απειροελάχιστος κυκλικός ήχος από κάποια αόρατα ζωύφια, βαριά πατήματα στο γαρμπίλι του δρόμου, χοντρά μπάσα γαυγίσματα σκύλου που σέρνει την αλυσίδα του, μακρινές ομιλίες και γέλια από μια παρέα σε κάποιο σπίτι του χωριού, το ελαφρύ φύσημα του αέρα μέσα στις καλαμιές, το κρώξιμο των βατράχων στα λίγα νερά, συνεχής βουή από κύματα που πρώτα σκάνε ανοιχτά στις νησίδες κι ύστερα έρχονται και σβήνουνε στην παραλία, σποραδικά τσιρίγματα απ' τα νεογέννητα χελιδόνια στις φωλιές τους πάνω στις κολώνες του ηλεκτρικού, κουδούνες από τις προβατίνες που προσπαθούν να βολευτούν στον ύπνο τους, το βέλασμα κάποιου μικρού που έχασε το βυζί που θήλαζε, το ερωτικό κάλεσμα του γαϊδάρου. Ο αέρας δυναμώνει. Η κοπέλα αισθάνθηκε ότι κι η ίδια είναι ένα απειροελάχιστο κάτι μέσα στο πελώριο όλο κι ένιωσε καλά. Μ' αυτή τη σκέψη αποκοιμήθηκε. Το πρώτο ρόδισμα του ήλιου πίσω από τα μεγάλα βουνά. Ο αέρας της νύχτας έχει καταλαγιάσει, το κύμα της θάλασσας, το απαλό γλίστρημα του νερού πάνω στα πολύχρωμα βότσαλα, η παλινδρόμηση γεννάει μικρούς ήχους, σαν μακρινά σήμαντρα. Τα βάθη του Λιβυκού πελάγους φωτίζονται από αστραπές αφρικάνικης μπόρας. Μια μωβ πεταλούδα πέταξε και κάθισε στο γυμνό μπράτσο της κοπέλας και περιεργάστηκε με τις κεραίες της το δέρμα, η δροσιά της νύχτας έχει αφήσει πάνω στον υπνόσακό της δροσοσταλίδες που λαμπυρίζουνε στο χάραμα. Πέρα στο βάθος αχνοφαίνεται εικόνα μυθική το Καστέλλο με τις πολεμίστρες του. Στο χωριό λαλούνε τα πρώτα κοκόρια. Μπροστά της τα χαλάσματα μιας μεσαιωνικής εκκλησίας, πίσω το μεσαιωνικό κάστρο. Από τις πολεμίστρες ξεπηδήσανε αραχνοΰφαντες φιγούρες ανθρώπων, οπτασίες στη σειρά, καβαλάρηδες και πεζικάριοι κρατάνε όπλα μεσαιωνικά, καριοφίλια, χατζάρες. Άνθρωποι και άλογα μοιάζουνε ν' ανοίγουνε δρόμο στον ουρανό και όλοι τους βαδίζουνε προς τα μεγάλα βουνά. Από μακριά ακούγεται ο απόηχος μιας φοβερής βροντής. Βελάσματα και κουδούνες από τα γιδοπρόβατα που σιμώνουνε. Φωτίζει πια για τα καλά. Η κοπέλα έτριψε τα μάτια της και τανύστηκε, η πεταλούδα πέταξε κι έφυγε, οι σκιές των ανθρώπων στον ουρανό χάνονταν πάνω στ' απόκρημνα ανοίγματα μιας χαράδρας, τα βουνά διαγράφονταν τώρα καθαρά στο ρόδινο περίγραμμα του ήλιου. Εκείνη σηκώθηκε, πήγε στο νερό και βούτηξε. Όταν βγήκε από τη θάλασσα τα γίδια και τα πρόβατα είχαν

Page 43: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

κυκλώσει τη σκηνή της. Ο ήλιος ανέτειλε εκείνη την ώρα, πιο πέρα σ' ένα βράχο ο τσομπάνης καθόταν και κάπνιζε. Τη χαιρέτησε με μια κίνηση του χεριού. Η κοπέλα έφτιαξε καφέ σ' ένα μικρό καμινέτο, τα ζώα είχανε σκαρφαλώσει σε μια χαρουπιά και τραβάγανε τα κλωνάρια για να μασήσουνε τα φύλλα. Είπε στον άντρα να έρθει να πιούνε καφέ. Ήθελε να μάθει για τις σκιές που είχε δει στον ουρανό, εκείνος φάνηκε να μη θέλει να μιλήσει γι' αυτό. Της έδειξε όμως το δρόμο που ανέβαινε ψηλά στα βουνά. Ακολούθησε το μονοπάτι δίπλα στο φαράγγι, κάτω βούιζε το γιγαντωμένο κύμα που έσκαγε πάνω στα βράχια, δυο κατσίκια με δεμένα τα πόδια μεταξύ τους τρομάξανε μόλις την είδανε και σαλτάρανε στο γκρεμό. Η κοπέλα ζύγωσε στην άκρη κι έκοψε ένα μικρό κίτρινο λουλούδι, λίγα μέτρα πιο κάτω τα κατσικάκια την κοιτάζανε από ένα φυσικό σκαλοπάτι. Απ' το κοτσάνι του λουλουδιού βγήκε ένα γαλακτώδες υγρό. Το πίεσε μερικές φορές πάνω στο μπράτσο της και σε λίγες στιγμές στέγνωσε από τον ήλιο κι έμειναν τ' αποτυπώματα σαν μαύρες ελιές στο δέρμα. Η κοπέλα γέλασε με το παιδικό αστείο και συνέχισε την πορεία της στο χωματόδρομο. Βράχια, πεύκα, ελιές, κάτω στη θάλασσα άσπρες αφρίλες, το πέλαγος υπερφωτισμένο χανόταν στην καταχνιά, το μπλε τ' ουρανού πασπαλισμένο μ' άσπρες αερογραφίες, το σύριγμα των τζιτζικιών κυκλωτικό σαν μονωδία περιστρεφόμενων σούφηδων, ζαλιστικές οι μυρωδιές απ' τ' ανθισμένα θυμάρια, τις λυγαριές, τα ρείκια. Περπάταγε ξυπόλυτη, τα πόδια της σκονισμένα, στα χέρια της μια πετσέτα και τα σκοινένια παπούτσια της. Πότε πότε σκούπιζε τον ιδρώτα στο πρόσωπο. Έκανε στάση σε μια συκιά για να κόψει σύκα. Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά, τα συρίγματα των τζιτζικιών τρυπώνανε σε κάθε σκέψη. Πίσω της φάνηκε ένα τρακτέρ που ανέβαινε αγκομαχώντας την ανηφόρα. Η κοπέλα κάθισε στη σκιά της συκιάς. Το τρακτέρ φρέναρε μπροστά της, δυο νέοι άντρες τη χαιρέτησαν και τη ρώτησαν αν θέλει να την πάρουνε μαζί. Εκείνη γέλασε και είπε «όχι». Οι νεαροί φουσκώσανε τα χείλη τους και κάνανε έναν πλαταγιστό ήχο που σήμαινε ότι της στέλνανε φιλιά, βάλανε μπρος και φύγανε. Ανέβαινε για ώρα πολλή και μέχρι να φτάσει στην κορυφή δε συνάντησε άνθρωπο. Πολλές φορές αναγκαζότανε να πιάνεται από κλαριά και ρίζες για να σκαρφαλώσει. Χάθηκε όταν επιχείρησε να κόψει δρόμο ανεβαίνοντας μια πολύ απότομη πλαγιά. Όταν πια έφτασε επάνω σταμάτησε βαριανασαίνοντας και κοίταξε γύρω της ... Έβλεπε πανοραμικά, μπροστά στα πόδια της το χάος, θέαμα ζαλιστικό. Ρούφηξε βαθιά τις έντονες μυρωδιές, σκίνα, βάτα, έλατα, μοναδικοί ήχοι το ελαφρύ θρόισμα του αέρα στα

Page 44: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

φύλλα και το βούισμα των μελισσών. Οι πόροι του σώματος αισθάνονται, μυρίζουνε, ακούνε, γίνονται αρμονία και μέρος του όλου. Έκλεισε τα μάτια της και φώναξε μ' όλη της τη δύναμη. Τεράστια βράχια, αγριάδα, φοβερά γκρεμνά, πανύψηλα δέντρα, βουνοκορφές απλησίαστες, η φωνή της στριφογύριζε στους λόγγους και στα φαράγγια. Άνοιξε τα μάτια της, ψηλά πέταγε ένας αετός, ο γαλάζιος θόλος ενωνόταν με το μπλε σκούρο πέλαγος και το γαλαζοπράσινο χρώμα στα ρηχά της θάλασσας. Έντονη μυρωδιά σαπισμένων φύλλων απ' τις ανήλιαγες μεριές του δάσους. Ξαφνικά είδε έναν άντρα που ερχόταν προς το μέρος της. Της έκανε εντύπωση που δεν τον είχε προσέξει νωρίτερα, είχε ξεφυτρώσει μέσα από τις σκιές και τους κορμούς των ελάτων. Περπατούσε αργά και την περιεργαζότανε, είχε μακριά μαύρα μαλλιά και κατάμαυρα γένια. Στα χέρια του κράταγε ένα ντουφέκι. Παντού εκτυφλωτικός ήλιος. Ακόμα κι όταν έκλεινε τα μάτια της ο ήλιος έλαμπε πίσω από τις μεμβράνες κι έβαφε το σκοτάδι κόκκινο. Τα σκοινένια παπούτσια της είχαν λιώσει από το περπάτημα στα κατσάβραχα, τα πόδια της ήταν πληγιασμένα, κούτσαινε, η πλάτη της είχε ξεφλουδίσει κι έτσουζε, το πρόσωπό της μουσκεμένο στον ιδρώτα, όπου κι αν το άγγιζε το ένιωθε τσουρουφλισμένο και πρησμένο απ' τα χτυπήματα του άντρα. Το αλάτι της θάλασσας την έτσουζε στις μασχάλες και στα μπούτια. Πίσω τους είχανε μια εξαντλητική πορεία. Κάθε φορά που σταμάταγαν, ο άντρας τη βίαζε. Αν επιχειρούσε από μόνη της να σηκωθεί, ο άντρας την άρπαζε βίαια, τη χαστούκιζε και την έριχνε πάλι κάτω. Στο αριστερό του χέρι κράταγε συνέχεια την καραμπίνα που τη σήκωνε απειλητικά για να της δείξει πως θα πυροβολούσε αν δεν έκανε ό,τι της έλεγε. Αυτό που ήθελε της το εξηγούσε με κινήσεις. Ένιωθε εξαντλημένη από την αϋπνία. Πονούσε ολόκληρο το κορμί της, ο λαιμός της έκαιγε απ' το σφίξιμο. Μόλις σταμάταγαν την έπαιρνε ο ύπνος αμέσως, ο άντρας έπεφτε πάνω της, της έσφιγγε το λαιμό και τη βίαζε. Αν προσπαθούσε ν' αντιδράσει τη χαστούκιζε μ' όλη του τη δύναμη, της ξερίζωνε τα μαλλιά, τη χτύπαγε όπου έβρισκε. Κάποια στιγμή ακούστηκαν μακρινές φωνές. Της φάνηκε ότι άκουσε να φωνάζουν τ' όνομά της αλλά δεν ήταν σίγουρη. Ο άντρας τη σήκωσε αμέσως για να προχωρήσουνε κι όταν εκείνη έπεσε κάτω από την εξάντληση, άρπαξε μια μεγάλη πέτρα και τη σήκωσε απειλητικά πάνω απ' το κεφάλι της. Να προχωρήσουνε, να περπατήσουνε κι άλλο, κι άλλο, ώρες αμέτρητε ς, είχε χάσει πια κάθε αίσθηση του χρόνου. Έγινε η ίδια μέρος μιας παραίσθησης. Ο άντρας επέμενε να περπατάνε, να μην μένουνε για πολύ σ' ένα μέρος. Όταν

Page 45: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

ξημέρωσε στριμωχτήκανε σε μια σχισμή των βράχων. Της μιλούσε, δεν καταλάβαινε τα λόγια, ήξερε όμως τι εννοούσε, είχανε αποκτήσει μια επικοινωνία μετά από τόσες ώρες που περάσανε μαζί. Τον κοίταζε που τέντωνε τ' αυτιά του στον παραμικρό αλλιώτικο θόρυβο κι αμέσως τη σκούνταγε για να προχωρήσουνε. Στην άλλη πλαγιά του βουνού είδανε μια ομάδα ανθρώπων οπλισμένων και τους ακούσανε καθαρά που φωνάζανε τ' όνομά της. Δεν ήξερε πια τι ήταν πραγματικότητα και τι ψευδαίσθηση. Είδε σε μια στιγμή τον εαυτό της να κατρακυλάει σε μια ρεματιά, ένιωσε, καθώς κουτρουβαλούσε, τον πόνο από τα αγριάγκαθα που την τρυπάγανε, τις πέτρες να την ξεσκίζουνε, τις φωνές του άντρα, το παγωμένο νερό καθώς έπεφτε μέσα, τη λάσπη που γαντζώθηκαν τα χέρια της, την αίσθηση του πνιγμού, την ασφυξία, την προσπάθειά της να κρατηθεί από κάποιο κλαρί. Να πιάνεται από τις ρίζες ενός δέντρου, να βγαίνει από το νερό, να μαζεύει τα μαλλιά μπροστά από το πρόσωπό της, να στάζει ολόκληρη, να βλέπει τον άντρα από πάνω της, ο ήλιoς να την τυφλώνει, ο άντρας να υψώνει το χέρι κρατώντας τη μεγάλη πέτρα, τα μάτια της να κλείνουνε από τον τρόμο, τυφλωμένη, να βλέπει το σκοτάδι να βάφεται κόκκινο από το αίμα της, τον πόνο από το πρώτο χτύπημα, το δεύτερο, το κρανίο της να τσακίζεται, την πτώση της στο χώμα, να προσπαθεί να προστατευτεί από τα χτυπήματα με τα υψωμένα χέρια της, τις κλωτσιές του άντρα, τις λυσσασμένες φωνές του, τα δάχτυλά της να καρφώνονται στο χώμα, μια τελευταία προσπάθεια να ανασηκωθεί, το τελευταίο χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, τα αίματα στα μάτια της, την τελική πτώση της. Ομιλίες ανθρώπων, ο άντρας σταματάει να χτυπάει, την ίδια στιγμή ακούγονται πυροβολισμοί, ο άντρας πέφτει πάνω στη γυναίκα σαν άδειο σακί, η ματωμένη πέτρα κατρακυλάει στην κατηφοριά, ένα κομμάτι καύκαλο από το διαλυμένο κρανίο του πετάχτηκε πάνω στο γυμνό της στήθος, τα αίματά τους κυλήσανε, ενώθηκαν και παγώσανε μαζί. Σ' εκείνη τη μεγάλη σειρά των οπτασιών που περνάνε τα χαράματα, τις πρώτες μέρες του Ιούνη, τώρα έχει πάρει τη σειρά της και το κορίτσι της ιστορίας. Εμφανίζεται σαν μια οπτασία δίπλα στις άλλες σκιές. Βγαίνουν από τις πολεμίστρες του Καστέλλου που εξέχουν σαν δόντια μυθικού τέρατος και βαδίζουν στον ουρανό πάνω απ' τη βυζαντινή εκκλησία του Άγιου Χαράλαμπου με κατεύθυνση το βουνό. Τα μαλλιά της κοπέλας ξέπλεκα στους ώμους της, τα χέρια της υψωμένα για να προστατέψουν το κεφάλι της, πότε πότε γυρίζει και κοιτάζει πίσω της προς το Καστέλλι των Πεθαμένων Σκιών. Την ακολουθεί η σκιά του άντρα με το χέρι που σφίγγει την πέτρα υψωμένο.

Page 46: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

Κι όπως οι δροσοσταλίδες του πρωινού εξαφανίζονται με το πρώτο φως του ήλιου, έτσι διαλύονται κι αυτές οι μορφές μαζί μ' όλες τις άλλες σκιές της νύχτας, όταν η πρώτη ηλιαχτίδα ξεπηδήσει πίσω από τα Λευκά Όρη, για να ξαναεμφανιστούν την επόμενη χρονιά.

Page 47: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

8. ΟΙ ΦΩΝΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Εκεί, έξω από το σπίτι, στο σκοτάδι, πέρα από τις στέγες και τις ταράτσες των άλλων σπιτιών, πέρα από τις κοιμισμένες συνειδήσεις, τις μικρότητες, τις μιζέριες και τις απρέπειες των ζευγαριών που βιώνουνε την καθημερινότητα με πιτσιλιές αποστροφής, πέρα απ' αυτό το τείχος της σιωπής, υπάρχει μια αόρατη πόλη και κάποιοι άνθρωποι της νύχτας και γι' αυτούς θα σου μιλήσω απόψε μέχρι να νυστάξεις και ν' αποκοιμηθείς ... Σ' αυτόν λοιπόν τον αόρατο τόπο υπάρχουν λόφοι ψηλοί που πάνω και γύρω τους έχει χτιστεί η πόλη. Στην πάνω πόλη, παλιά, χτίζανε τα σπίτια τους οι ταπεινοί και οι μικροί δρόμοι φαντάζουνε γραφικοί καθώς καταλήγουνε στα αμέτρητα σκαλοπάτια που κατεβαίνουνε για την κάτω πόλη. Στη μεγάλη πλατεία έχει δέντρα, νεραντζιές, που κάθε άνοιξη ευωδιάζουνε και το καλοκαίρι σκορπάνε τα ώριμα φρούτα τους που κατρακυλάνε στις κατηφοριές και καταλήγουνε σκαλί σκαλί στην κάτω πόλη, την ώρα που η Εύα κατεβαίνει για να συναντήσει την παρέα της και τον έρωτα στα τρυφερά μάτια του Πέτρου. Εικόνα του Πέτρου στο παλιό φρούριο του Ρίου, μαζί με το παιδί, που τώρα σφίγγεται στην παγωμένη αγκαλιά και βγάζει μικρούς στεναγμούς στον ανήσυχο ύπνο του. Λαχανιασμένοι από τα σκαλιά, πάνω στο πέτρινο πλάτωμα του ενετικού φυλάκιου, τα γελάκια στα μούτρα του παιδιού, το δάχτυλο του Πέτρου, συνωμοτικά, μπροστά στο στόμα, οι φωνές και τα βογκητά που ανεβαίνουνε από κάτω, από τις πλάκες της ταράτσας, στη μεγάλη αίθουσα, τη χτισμένη με τεράστιους πωρόλιθους φερμένους από τη Ζήρια, που στέλνει μια παγωμένη εικόνα καθώς τα σύννεφα μπλέκονται

Page 48: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

στο τελευταίο χιόνι. Ο ήλιος πυρακτώνει πέρα το Ιόνιο, τα μάτια του παιδιού ανοίγουνε από τις ιστορίες που ακούει, ο Πατραϊκός στραφταλίζει και λογχίζει τα μάτια, το σούρσιμο της θάλασσας στα χαλίκια επαναλαμβάνει τις φωνές και τα βογκητά ανθρώπων που βασανίζονται στη μεγάλη θολωτή αίθουσα, η Εύα κατεβαίνει σαν φτερό, αργά, λικνιστά τα σκαλοπάτια από την πάνω πόλη, στη γωνία βγαίνει η γνώριμη φιγούρα του ψηλού και κάνει νόημα, τη νύχτα στην κουζίνα ο Πέτρος βράζει τη σύριγγα, ακούει στο μέσα δωμάτιο τα τζάμια που σπάνε, ο μικρός ρωτάει, τη βρίσκει πεσμένη στο πάτωμα μέσα στα γυαλιά, ο μικρός θέλει να μάθει, εκείνος κόβει τη φλέβα της και την παίρνει στα χέρια, τα αίματα στάζουνε, το παιδί ρωτάει, το τρέξιμο στις σκάλες. Το μικρό δωμάτιο με τα πρόχειρα ριγμένα εδώ κι εκεί πράγματα, δίπλα στην κουζίνα ο μονότονος ήχος της σταγόνας που στάζει από την κακοσφιγμένη βρύση, η μισοτραβηγμένη κουρτίνα, τα βρώμικα τζάμια, οι αόριστοι και υπόκωφοι θόρυβοι που βγαίνουν και ζωντανεύουνε πάνω στα ντουβάρια από τα διπλανά διαμερίσματα, μυρωδιά κλεισούρας ανακατεμένη με ξινισμένα υπόλοιπα αφάγωτης πίτσας, στο πάτωμα τα τασάκια γεμάτα αποτσίγαρα καπνισμένα μέχρι το φίλτρο. Το στρώμα στη γωνιά του δωματίου χωρίς σεντόνια, πάνω του μαζεμένο σε εμβρυακή στάση το κορμί του Πέτρου, στο αριστερό χέρι με το μαζεμένο μανίκι απλωμένο ανάστροφα αποκαλύπτονται ουλές, φουσκωμένες και μελανιασμένες φλέβες, τα πρησμένα δάχτυλα σφίγγουνε το αγόρι. Το αξύριστο πρόσωπο, ξεραμένα σάλια και υγρά στο μισάνοιχτο μπλάβο στόμα, στα ακίνητα πεθαμένα μάτια καθρεφτίζονται ανάκατα εικόνες περασμένες. Τη μέρα που βγήκε από τη φυλακή ο αίλουρος περπάτησε χωρίς σκοπό μέσα στην πόλη εδώ και κει μέχρι που ένιωσε στα χείλη του τη γνώριμη πικρόστυφη γεύση, ανακάτεμα από τσιγάρα, αλκοόλ, μοναξιά και ντάγκλα πάνω στο κορμί του, μέσα στο μυαλό του γυροφέρνανε κι αναρρριχόντουσαν σαν κισσοί, το αδιέξοδο, ο θάνατός της και η απελπισία. Τέλος, βάδισε προς την πλατεία για να ξαναδεί τα πρόσωπα και να ξανακούσει τις φωνές. Οι φωνές και τα πρόσωπα. Στο σύθαμπο της πλατείας, την ώρα του λυκόφωτος, όταν οι όγκοι παραλλάζουνε κι οι σκιές γεννάνε πρόσωπα κι οι αναμνήσεις φωνές με κουβέντες παθιασμένες και ενορατικές, την ώρα που τα νέον φώτα πρωτανάβουνε και σβήνουνε σε πράσινο και κίτρινο χρώμα πάνω στην πόρτα του γωνιακού μπαρ απ' όπου ακούγεται το Υou don't know how του Μπομπ Άντυ. Ο Αρίστος είναι ο πρώτος που ρωτάει τον Πέτρο για τη φυλακή και πώς την

Page 49: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

έβγαλε. Το χέρι της Κατερίνας πάνω στον ώμο του τον σφίγγει, τα αστεράκια που έχουν σχεδιαστεί στην άκρη της εφημερίδας και κάποιο συγκεχυμένο άνθος λωτού, το σφίξιμο στο στομάχι, οι πόνοι που αρχίζουνε στα κόκαλα, τα πόδια του που τα νιώθει να παγώνουνε το Slaving so hard του Λόυντ Παρκς, ο Αντρέας θέλει να μάθει πώς ήταν η ζωή μέσα, ο Αρίστος αναρωτιέται πόση δύναμη χρειάζεται για να κάνεις οχτάρια στο κλουβί, ο Ψηλός εμφανίζεται μακριά στη γωνία, σκιά σε άλλες σκιές και του γνέφει να πάει ... Που λες λοιπόν, στην αόρατη πόλη οι μέρες ακολουθούνε τις νύχτες και οι νύχτες απαράλλαχτα όμοιες εξαϋλώνουν τις επιθυμίες όλων μας και τ' αναφιλητά που γίνονται κλάμα και το ουρλιαχτό της Εύας ξυπνάει τους γείτονες που άκουγαν μέσα απ' τους τοίχους τον πόνο της. Το αγόρι κοιμάται πάνω στο γυμνό στρώμα. Η Εύα έβγαινε κάθε βράδυ έξω για να φέρει λεφτά κι απόψε ο Πέτρος ζέστανε το κουτάλι μόνο γι' αυτόν.

Page 50: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

9. ΟΙ ΤΡΟΠΕΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Η μέρα ήταν γκρίζα και ψιχάλιζε. Πότε πότε έβγαινε ο ήλιος λαμπερός κι ο δρόμος γυάλιζε και γλίστραγε επικίνδυνα. Λίγο μετά το Λουτράκι αποφασίσαμε να σταματήσουμε ... Εκείνη ήξερε καλά την περιοχή. Μεγαλωμένη με νομάδες τσιγγάνους είχε γυρίσει με τη μάνα της και τον Αλφόνσο -τον άντρα που συζούσε μαζί της- σχεδόν όλη την Ελλάδα. Ο Αλφόνσος τους φόρτωνε όλους μαζί πάνω στ' αμάξι, ανθρώπους, πουλερικά, καλάθια, πλεξούδες κρεμμύδια, σκόρδα, αγκινάρες και ταξιδεύανε. Έτσι πέρασαν κι από δω κι έζησαν κάποιο διάστημα σ' αυτή την περιοχή του Κιθαιρώνα, όπου η Βαρβάρα πήγε σχολείο μέχρι τα δεκατέσσερά της. Άφησα την άσφαλτο κι ακολούθησα ένα χωματόδρομο που μου έδειξε εκείνη, ένας πολύ άσχημος δρόμος για ταξιδιάρα μηχανή που μας έκανε να χοροπηδάμε στη σέλα. Ο δρόμος μας έβγαλε σ' ένα πέτρινο πλάτωμα, κάτω η θάλασσα, ένας κοκκινογκρί βράχος στο αρχίνισμα του δάσους των κατσιασμένων απ' τον αέρα πεύκων, μια μικρή σκηνή κουρελιασμένη από τον αέρα και ξασπρισμένη από τον ήλιο σίγουρα από καιρό παρατημένη, σπασμένα γυαλιά, μια σκουριασμένη λάμπα, ένα στραβωμένο τηγάνι, μαυρισμένες πέτρες, ίχνη σβησμένη ς φωτιάς. Στάθηκα στην άκρη του βράχου και κοίταξα το άγριο τοπίο. Ο ουρανός ήταν μεριές

Page 51: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

μεριές σταχτής, τα σύννεφα ασπρογκρίζα κι ανάλαφρα κυνηγιόντουσαν και διαλύονταν σχεδιάζοντας μοιραία χνάρια στον ουρανό που σκιάζανε σαν μεγάλες μπαλωματιές τις πλαγιές του μεγάλου βουνού, τα κλαδιά των κερασόδεντρων και τα φουντωτά κλαριά των μουριών τελείως ξεγυμνωμένα, από τη μεριά του κάμπου ξεπήδησαν μέσα απ' τη γη τα χρώματα της ουράνιας καμπύλης και καρφώθηκαν στον ουράνιο θόλο. Μέσα από το ουράνιο τόξο διακρίνονταν οι χιονισμένες κορφές των μεγάλων βουνών και πίσω τους χάνονταν τα σταχτιά σύννεφα, τα νησάκια που ταξιδεύανε στο πέλαγος, τα κύματα που αφρίζανε πάνω στα βράχια ... εικόνα γεμάτη ένταση, δύναμη, προσδοκία… «Μια μέρα σαν κι αυτή, μετά τη βροχή, είχα βγει και μάζευα ανεμώνες, είχα φτιάξει ένα μικρό ματσάκι ... μια παρέα παιδιών του χωριού τρέχανε με τους χαρταετούς τους και ξεφωνίζανε, όταν τον είδα, σταμάτησα και τον κοίταζα, ένας άνθρωπος που έμενε ολομόναχος εδώ έξω στην ερημιά, εγώ θα 'μουνα δεκατριώ τότε, με ρώτησε πώς με λένε, Βαρβάρα, του είπα. Ήτανε γύρω στα σαράντα, δεν ξέρω πώς μου ήρθε και του χάρισα τα λουλουδάκια που είχα μαζέψει. Μ' άρεσε ο τρόπος που περπατούσε, περπατούσε και κλυδωνιζότανε, σαν τους ναυτικούς. Είχε έρθει, λίγο καιρό πριν, με το μηχανάκι του, ένα παπάκι. Πέρασε απ' το χωριό, έκανε μια βόλτα κι ακολούθησε το δρόμο μέχρι εδώ κάτω όπου έστησε τη σκηνούλα του σ' αυτό εδώ το πλάτωμα ... » Καθώς η Βαρβάρα μιλούσε έφερνε βόλτες γύρω από την κουρελιασμένη σκηνή. Κλώτσησε με το πόδι της ένα μισολιωμένο άσπρο χράμι, έσκυψε και σήκωσε από κάτω το σπασμένο μπράτσο και την ταστιέρα ενός μπαγλαμά, και τέλος κάθισε στο μικρό βράχο και κοίταζε ένα παλιό τετράδιο που το φυλλομετρούσε ο αέρας. «Όταν είχε λιακάδα καθότανε στο μεγάλο βράχο δίπλα στη σκηνή του» ... ο κρύος αέρας που κατέβαινε από τον Κιθαιρώνα φύσαγε την απλωμένη μπουγάδα του, τα κύματα άσπριζαν πέρα στις Αλκυονίδες και η μικρή Βαρβάρα του χόρευε κάνοντας το λυγερό κορμί της τόξο στο μπαγλαμαδάκι που έπαιζε εκείνος. Το ντέφι ανέβαινε αργά πάνω απ' το κεφάλι της τρέμοντας και ριγώντας, πίσω της το περίγραμμα του χιονισμένου βουνού, όταν το χέρι της έφτανε σε ευθεία πάνω απ' το μέτωπο έσπαγε τον καρπό, το τίναζε προς τα πίσω και ξανακατέβαινε σαν φίδι που μαζεύεται για να κουλουριαστεί στα μάτια της μπροστά, το οδηγούσε αργά πάνω στα μικρά της στήθη, στην κοιλιά, στους γοφούς, στις δίπλες της φούστας, το έτριβε αργά, ηδονικά και τέλος το βροντούσε ψηλά στα μπούτια, ενώ το άλλο χέρι που κράταγε ψηλά σηκωμένη την κόκκινη με άσπρες βούλες φούστα, την άφηνε για ν' ανέβει στην κοιλιά

Page 52: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

της. Η μικρή Βαρβάρα χορεύει ξυπόλυτη με τα μακριά στο χρώμα του μελιού μαλλιά της, τις δυνατές κεχριμπαρένιες ζωγραφιές στα αμύγδαλα των ματιών που σκιάζονται και γίνονται μυστήρια πράσινα και ακτινωτά σαν του φιδιού, τα ηδονικά μήλα του παιδικού προσώπου της, το στόμα που βγάζει στεναγμούς και φουσκώνει από κάτι ακαθόριστο και υπόγειο που τη βασανίζει και την κάνει να μυρμηγκιάζει με το ίδιο της το κορμί και με τις ματιές του άντρα που τη χαϊδεύουν ολόκληρη ενώ παίζει το μπαγλαμαδάκι του. Ο άντρας έζησε εδώ έξω μερικούς μήνες και κοιμότανε στη μικρή σκηνή που τώρα κουνιότανε κουρελιασμένη στον αέρα. Στο χωριό είπανε ότι έχει μια ασθένεια ανίατη και κολλητική. Μόνο η μικρή Βαρβάρα πήγαινε και τον έβλεπε. Όσο κι αν την απειλούσε και την έδερνε ο Αλφόνσος εκείνη συνέχιζε να πηγαίνει να τον βλέπει, να του πηγαίνει φαΐ, να του χορεύει. Αλλά κι ο άντρας μόνο μαζί της φαινότανε να τα 'χει βρει. Χαιρόταν όταν την έβλεπε να 'ρχεται. Τις πιο πολλές ώρες της μέρας του τις περνούσε καθισμένος στο βράχο. Κοίταζε τη θάλασσα, το πλοίο της γραμμής που όταν είχε φουρτούνα πέρναγε χοροπηδώντας πάνω στα χειμωνιάτικα κύματα. Στην πλώρη έγραφε με μπρούντζινα ανάγλυφα γράμματα ΜΟΣΧΑΝΘΗ, ήταν ένα παλιό φαλαινοθηρικό σκαρί που το είχαν μετατρέψει σε επιβατικό, μαύρο γυαλιστερό το χρώμα του, τα παραπέτα κάτασπρα βαμμένα, στην πλώρη ένα μυτερό κοντάρι λόγχιζε την πορεία του, πλώρα ένα μικρό άλμπουρο με τα φλάμπουρα και τα σκοινιά, πρύμνα πλατάγιζε η σημαία, ξενέριαζε η προπέλα, οι γλάροι κάθονταν πάνω στους κάδους με τα σκουπίδια και τσακώνονταν. Καμιά φορά πίσω από τα φινιστρίνια έβλεπε κάποιο παιδί να του κουνάει το χέρι ... Τις νύχτες η μικρή σκηνή έφεγγε από μέσα από τη λάμπα θυέλλης. Στο βάθος τα φώτα της πόλης ξεπηδάγανε απ' τα σκοτάδια, κι απλώνονταν σαν χαλί από μυριάδες λαμπιόνια. Εκείνος άναβε μια μικρή φωτιά κι έψηνε κανένα ψάρι που είχε ψαρέψει από νωρίς, έτρωγε αργά κι έπινε το κρασί του με ηδονικό, αργό τρόπο, άναβε την πίπα του και ρούφαγε βαθιά, το πρόσωπό του άρπαζε την κοκκινίλα της φωτιάς. Εκείνες τις ώρες ακουγόταν το στριγγλοπούλι και τότε έπαιρνε το μπαγλαμαδάκι στο χέρι του κι έπαιζε κάτι χαρούμενο, πηδηχτό και συνάμα λυπητερό, δεν ξέρω πώς να το πω ... Μ' άρεσε να τον κοιτάζω, ένα πρόσωπο με λίγο ακάλυπτο από τρίχες δέρμα στο χρώμα του χώματος, μάτια που φουσκώνανε από κάτω, μαλλιά μπροστά αραιά κι αχτένιστα που πέφταν στο μέτωπο και στα μούτρα, τα μάγουλα σκεπασμένα από γκρίζα άταχτα γένια, στριφογυριστά, κατσαρωμένα, το στόμα χαμένο μέσ' στις τρίχες, όταν άναβε την πίπα του, καπνοί βγαίνανε μέσα απ'

Page 53: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

τα γένια του κι έμοιαζε με τζίνι που εμφανιζότανε μέσα από καπνούς. Ένα τρέμουλο μέσα στη ματιά του, μια ένταση που έκανε μαγνητικό το βλέμμα, οι ρυτίδες στο μέτωπο, τα ανήσυχα δάχτυλα, η σιωπή που διακρίνεται στο πρόσωπο, τα σφιγμένα χείλη χωμένα μέσ' στα γένια, τα δυνατά χέρια δουλεμένα στο χώμα και στα καράβια με τους κάβους, τα ματσακονίσματα, τις φορτοεκφορτώσεις, τα μπάρκα βαραίνουν πάνω στα μπράτσα, στις φλέβες που διαγράφονται ανάγλυφες, στις μεγάλες σκληραμένες πέτσες στις παλάμες, στους ξεροψημένους καρπούς, στις τρίχες που πετάγονται σαν πινελιές πάνω στα δάχτυλα, στις ζάρες και στα δεσίματα των κλειδώσεων, στα σκληρά σαν οπλές ζώου νύχια, στα σημάδια από τις πληγές που γίνανε στην παιδική ηλικία. Μου εξομολογήθηκε ότι δεν ήθελε να τον βλέπουν οι άνθρωποι καθώς θα βυθιζόταν στο θάνατο, ένιωθε ότι τις τελευταίες μέρες της ζωής του έπρεπε να τις περάσει μόνος και να προετοιμαστεί για το θάνατο, να συμφιλιωθεί μαζί του. Να πάψει ο θάνατος να είναι ένα αποτρόπαιο και ξορκισμένο συναίσθημα, να γίνει κατάσταση αποδεκτή κι η ιδέα ότι εκείνος θα έπαυε πια να υπάρχει να γίνει κάτι τελείως αυτονόητο, όπως ήταν από πάντα, προτού εκείνος γεννηθεί, έτσι απλά να αισθανθεί το φυσικό φαινόμενο του θανάτου. Είχε πια μπει για καλά το καλοκαιράκι, εγώ συνέχιζα να πηγαίνω να τον βλέπω και να του χορεύω. Εκείνο το βράδυ, περίμενε ν' αρχίσει το στριγγλοπούλι το κρώξιμό του κι έπειτα έπιασε το μπαγλαμαδάκι κι άρχισε να παίζει, έπαιξε φοβερά, κάθε πενιά με πλήγωνε, μου είπε ότι δεν ήθελε να χορέψω, μίλαγε στο όργανο κι εκείνο απάνταγε με τη σειρά του, όταν σταμάτησε εγώ έκλαιγα, σηκώθηκε κι έσβησε τη φωτιά, έσπασε το μπαγλαμαδάκι, με χάιδεψε στο κεφάλι και μου είπε να φύγω, περίμενε να χαθώ στα πεύκα. Εκεί κρύφτηκα και κοίταζα. Καβάλησε το παπάκι γυμνός απ' τη μέση και πάνω, έσκυψε και πήρε από κάτω ένα πλαστικό δοχείο, το σήκωσε πάνω απ' το κεφάλι του και τ' άδειασε στα μαλλιά και στο σώμα του. Όταν το δοχείο άδειασε το πέταξε μακριά, έπιασε τη λάμπα θυέλλης και την έσπασε με δύναμη στα πόδια του, αμέσως λαμπάδιασε ολόκληρος, ο τόπος πάνω στο πλάτωμα φωτίστηκε, έσφιξε το τιμόνι κι άφησε το αμπραγιάζ, απ' το σώμα του ανέβαιναν φλόγες που σκέπαζαν κι έκρυβαν το πρόσωπό του, το μηχανάκι τινάχτηκε μπροστά, πίσω του μια γραμμή από φλόγες κι όπως καιγόντουσαν άνθρωπος και μηχανή εκτινάχτηκαν στο σκοτάδι διαγράφοντας μια μεγάλη φωτεινή τροχιά στον αέρα. Τυλιγμένα στις φλόγες ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΣΙΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΜΟΥ, πύρινοι

Page 54: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

άγγελοι που κατεβαίνουνε αργά πάνω στις σκοτεινές αφρίλες των νερών στους βράχους, στο βουητό της καλοκαιρινής νύχτας, στην αρμύρα που τρυπώνει απ' τους ανοιχτούς πόρους και γαργαλάει τις αισθήσεις, στα μαυρομώβ του σκοταδιού, στα μπλε του κοβαλτίου της νύχτας, στις σειρές των κόκκινων φώτων αριστερά και δεξιά, η νύχτα κομματιάζεται, τ' αστέρια πυγολαμπίδες που διαλύονται στον ουρανό, στο βάθος τα φώτα της πόλης ξεπηδάγανε απ' τα σκοτάδια κι απλώνονται σαν χαλί από εκατομμύρια λαμπιόνια, οι παραλίες φωτεινά κεντήματα, κρόσσια με μπορντούρες και φιοριτούρες, γιρλάντες και σερπαντίνες που ξεδιπλώνονται σαν εκρήξεις, τα φωτισμένα τριγωνικά σχήματα αγκυροβολημένων καραβιών στην υποθετική θάλασσα, φώτα αναβοσβήνουνε σαν άηχη μουσική, το πολύ αχνό ρόδισμα μιας χαραυγής, μια κάμπια στη νύχτα τα στοιχημένα φώτα ενός αυτοκινητόδρομου, αθόρυβα πλοία περνάνε το ένα πίσω απ' τ' άλλο ακολουθώντας την ίδια ρότα, φαντάσματα της νύχτας κυλάνε σε σκοτεινά χαλιά, στο βάθος αεροπλάνα που προσγειώνονται στους μπλε πένθιμους αεροδιαδρόμους, στις μαύρες πλαγιές των βουνών φώτα αυτοκινήτων στριφογυρνάνε και καρφώνονται σαν φωτεινά μαχαίρια, στο ουράνιο στερέωμα αεροπλάνα με αναμμένους τους προβολείς κάνουν μεγάλους κύκλους περιμένοντας τα τρίλεπτα των προσγειώσεων και των απογειώσεων, γαλαξίες φώτων, κίτρινες, λευκές, καναρινί χάντρες το κολιέ στο σκοτεινό λαιμό της υποχθόνιας θεάς νύχτας, όλα άηχα, σιωπηλά, υποθετικά ...

Page 55: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

10. ΟΙ ΤΡΟΠΕΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ

Τις νύχτες, στις μεγάλες πόλεις του Νότου και του Βορρά, μέσα στις ζώνες των φθοριούχων φώτων, στις λουρίδες των σκοταδιών και στο ενδιάμεσο ημίφως, κυκλοφορούνε κάποιες άηχες πλασματικές μορφές που μοιάζουνε άνθρωποι αλλά δεν είναι. Εφήμερα πλάσματα, γεννήματα του ύπνου, είναι οι επιθυμίες της νύχτας, οι απόκρυφες σκέψεις των κοιμισμένων, είναι οι άλλες στιγμές μιας ζωής που εξιστορείται με τη δική της σειρά. Μέσα στην κλειδαρότρυπα γλιστράει μια πνοή του αέρα, μαζί τρυπώνει και μπαίνει ο Όνειρος, η ονειρική μορφή που σκύβει πάνω απ' τον κοιμισμένο και του ψιθυρίζει: «Είσαι ο Μαρσύας κι όλο το κορμί σου ξεπετσιασμένο και γδαρμένο στάζει το αίμα σου. Ήσουν ο Πάλλαντας κι η Αθηνά σε σκότωσε και φόρεσε το δέρμα σου για ρούχο. Ήσουν ο Προμηθέας κι αγνόησες τους Ολύμπιους γι' αυτό και το Κράτος κι η Βία σε αλυσόδεσαν σ' εκείνο το βράχο του Καυκάσου. Ήσουν γιος μάγισσας που την κάψανε το μεσαίωνα στην Κρήτη μετά από βασανιστήρια, ήσουν ο αντάρτης του ΕΛΑΝ που έδρασε την κατοχή στην Αργολίδα και πέρασες την υπόλοιπη ζωή σου σ' εξορίες και φυλακές. Είσαι η διαχρονική οδύνη όλων αυτών που εξεγερθήκανε με τη μόνιμη γεύση της πίκρας στα χείλη τους. Γεννήθηκες πολλές φορές και κάθε φορά ξεψυχούσες μέσα σε τρομερούς πόνους, στη φρίκη των βασανιστηρίων, στον παροξυσμό της λυτρωτικής τρέλας, σε παρακρούσεις που σου ματώναν το

Page 56: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

μυαλό και σε σπασμούς που κουρελιάζαν το κορμί σου. Είσαι το ένστικτο ζωής κι είσαι το πάθος, είσαι η ταύτιση κι η συγκίνηση, είσαι ο νεκρός και το ξόδι του, είσαι οι θάλασσες κι ο ουρανός, είσαι οι στεριές, τα βουνά, η φύση, είσαι οι αισθήσεις όλες ... Ήσουν το πεθαμένο κουφάρι του Ρήγα που αντίκρισαν οι διαβάτες εκείνο το καλοκαιρινό πρωινό να επιπλέει στο Δούναβη κι ήσουν οι πιτσιλιές από το αίμα του γιατρού Τσιρώνη στους τοίχους του σπιτιού του, τη στιγμή της εκτέλεσής του, ήσουν Αρματολός και Κλέφτης, υπερασπιστής των Θερμοπυλών, Μαραθωνομάχος και Αλβανομάχος ... Ήσουν ο Χαϊδούκος που εκδικιόταν για τους καταπιεσμένους κι είσαι μια βόμβα προγραμματισμένη να σκάσει όταν η αντοχή εξαντλείται, είσαι το ξεχείλισμα και το απαύδισμα, είσαι η οργή και η τυφλή λύσσα, είσαι το διττό πρόσωπο της ομορφιάς και της ασχήμιας, είσαι η σκοτεινή κάννη του περιστρόφου που αντικρίζει αυτός που πρόκειται να πυροβοληθεί λίγες στιγμές πριν το θάνατό του, είσαι οι κομπιαστές λέξεις αγανάκτησης που ξεστομίζει ο αδικημένος, είσαι ένας άνθρωπος που θέλει να ζήσει ελεύθερος κι είσαι γι' αυτό έτοιμος να πεθάνεις ... Ήσουν μ' αυτούς που είπαν ΟΧΙ στις γενοκτονίες, ΟΧΙ στα πειράματα με τους ανθρώπους, ΟΧΙ στον εγκλεισμό στις φυλακές και τα ψυχιατρεία, ΟΧΙ στα βασανιστήρια, ΟΧΙ στα πειράματα με τα ζώα. Βρέθηκες ανάμεσα στους αντάρτες των πόλεων και στους επαναστάτες που ουρλιάξανε το ΟΧΙ. Είσαι όλος σε φοβερή ένταση, στις αρτηρίες σου τινάζεται το αίμα, τα σφαλισμένα μάτια σου ενορατικά, στο μυαλό σου, στην πυρετική έδρα του λόγου μικροεκρήξεις, τα κόκαλά σου τρίζουνε, πονάνε οι κλειδώσεις, αργός ο χρόνος, πλαδαρός, οι στιγμές μεγάλες, η ανάσα σου βαριά, νιώθεις ένα φοβερό σφίξιμο στα σπλάχνα, χιλιάδες βελονίτσες σε τρυπάνε σ' όλο σου το σώμα, ψίθυροι από κάποιους που μιλάνε χαμηλόφωνα, τους ακούς; Έξω απ' την κλειστή πόρτα, στο διάδρομο, άκου ... Μπαίνουνε τα κουρασμένα πρόσωπα, σε παίρνουνε μαζί, σε οδηγούνε σε αίθουσες γεμάτες καπνούς, τα πατώματα γεμάτα αίματα, μέσα από στενούς διαδρόμους πλημμυρισμένους στο αίμα, οι οπλές γλιστράνε πάνω στο αχνιστό αίμα, γύρω τα τοιχώματα από ατσάλι σφίγγουνε, είναι κι άλλοι μαζί, δεν έχεις προλάβει να δεις τα πρόσωπά τους, περπατάτε ο ένας πίσω απ' τον άλλο, τρεκλίζεις και γλιστράς πάνω στη γλίτσα του αίματος, ο διάδρομος χωράει μόνον ένα κάθε φορά, τα κουρασμένα πρόσωπα σας

Page 57: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

κοιτάζουνε από ψηλά, η ανάσα σου βαριά, τα σπλάχνα σου σε πονάνε, το παράθυρο, πρέπει να τ' ανοίξεις, να κοιτάξεις έξω, να φύγεις από δω μέσα, να δεις χρώματα, ν' ακούσεις γέλια μέσα σε ταβέρνες, να μυρίσεις ιδρώτα κοριτσιών στα λεωφορεία, να δεις τους τυφλούς με τα ακορντεόν στις γωνίες, να κοιτάξεις τα περιστέρια στην πλατεία, τη φωτιά που ανάβουνε οι αλήτες των πόλεων τη νύχτα για να ζεσταθούνε. Εκεί έξω, άνθρωποι πεθαίνουν μέσα σε αφιλόξενες αίθουσες νοσοκομείων, στα άσυλα των μεγαλουπόλεων, άνθρωποι εξοστρακισμένοι από την υπόλοιπη κοινωνία, ψυχοπαθείς αιχμάλωτοι, ξεχασμένοι στα ψυχιατρικά στρατόπεδα, απελπισμένοι στις φυλακές, στις βιομηχανικές κοινωνίες εξευτελισμένες ορδές ανέργων, στρατιές αστέγων, το κτηνώδες καθημερινό πηγαινέλα σ' ένα απρόσωπο τοπίο εργασίας, η μετακίνηση εκατομμυρίων ανθρώπων από την Ανατολή στη Δύση κι από το Νότο στο Βορρά στις κοινωνίες της παραγωγής, ο κυρίαρχος και ψυχοβόρος κι αλλοτριωτικός καταναλωτισμός, ο ευνουχιστικός τρόπος ζωής που εξαφανίζει την ανθρώπινη υπόσταση ... Σ' ένα σύστημα που νοσεί, που προάγει τον κτηνώδη ανταγωνισμό, ευνοεί τον απάνθρωπο εγωκεντρισμό, τις φυλετικές διακρίσεις, την κοινωνική κακοποίηση των νέων μέσα από το σχολείο, αποχαυνωμένοι θεατές κοιτάζουν αδιάφορα στις οθόνες των τηλεοράσεων τις εικόνες ανθρώπων που λιμοκτονούν στην Αφρική, τις χιλιάδες των νεκρών από επιδημίες στην Ασία, το βάσανο της μόλυνσης του πλανήτη ολόκληρου, τις πυρηνικές δοκιμές, την κλαγγή των όπλων, τις διαρροές στα εργοστάσια ατομικής ενέργειας, τις ορμόνες, την καταστροφή του περιβάλλοντος, το θόρυβο που τρελαίνει, το ραδιενεργό ιώδιο, το καίσιο, το στρόντιο, το ραδόνιο, την απειλή του πολέμου, τη βία και τον αυταρχισμό κάθε εξουσίας σ' όποιον εναντιώνεται σ' όλα αυτά. Ζώα κλεισμένα σε κλουβιά, θα χρησιμοποιηθούν σε πειράματα, χιλιάδες άνθρωποι πουλάνε το μολυσμένο με έιτζ αίμα τους για να μπορέσουνε να φάνε, ακουμπάς στον τοίχο, τον σπρώχνεις με τα δυο σου χέρια, τον ανοίγεις, στέκεσαι και κοιτάζεις, καρφώνεις με τις ώρες το βλέμμα σου μακριά, κοιτάζεις με πάθος, βλέπεις με ανακούφιση ανθρώπους, ζώα, αυτοκίνητα, σπίτια, δέντρα, βουνά, πέτρες, χώμα, σκαθάρια, ο αέρας στριφογυρίζει χαρτάκια, σηκώνει γυναικείες φούστες, μπουγάδες, τραγουδάκια που έρχονται από κοριτσίστικα χείλη, σιγομουρμουρίζεις κι εσύ μαζί το σκοπό, μυρωδιές φτάνουνε στη μύτη σου από πίτα που ψήνεται στο φούρνο, από κάτω η ζωή της πόλης, άνθρωποι σε εργοστάσια, σε λέσχες φοιτητικές, σε σχολές, σε διαμερίσματα, σε μεγάλους δρόμους με πρασιές, σε πάρκα, ποδοβολητά από παιδιά που τρέχουνε, φωνές από παιδιά που παίζουνε, ΟΛΑ στο μυαλό

Page 58: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

σου, ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΟΥ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΟΛΟΣ, τον σχεδιάζεις, τον φτιάχνεις, τον βλέπεις να ζει, να κινείται, ν' αναπνέει κι αυτό το αφηρημένο αίσθημα γίνεται πράγμα συγκεκριμένο, αυτές οι βαθιές ανάσες που ρουφάς είναι οι αισθήσεις σου οι ίδιες, μέσα στο κορμί σου, στο μυαλό σου, που αντιλαμβάνονται και υποθέτουν, που μαγεύονται κι αποξεχνιούνται, στιγμή υπέρτατη, χρόνος απροσδιόριστος, εντελώς ξαφνικά αρπάζει φωτιά σαν εργαστήρι βεγγαλικών κι όλα εκτινάσσονται στα ουράνια, φλόγες, χρώματα, αισθήσεις, νερά, σιντριβάνια, ανθρώπινα σώματα ενωμένα σε απίστευτα όμορφες υδατογραφημένες συνθέσεις που σβήνουν στη νύχτα κι όπου τα χρώματα αγκαλιάζονται και γίνονται ένα, σαν την ανθρώπινη υπαρξιακή αγωνία στη σπαρακτική ένωση του έρωτα, στην απελπισμένη προσπάθεια να ξεφύγουμε από την κατάρα του ενός και την τραυματική μοναξιά μας ... Όλα αυτά είναι η ζωή σου, χαίρεσαι γιατί πίσω απ' αυτά τα κουρασμένα πρόσωπα υπάρχουν πυρετικές σκέψεις παρόμοιες με τις δικές σου, γιατί ακόμη και πίσω απ' τα αδιάφορα μάτια, πίσω απ' τις χειρονομίες του μίσους υπάρχουν ανάγκες σαν τις δικές σου ... Ο τρόμος σου είναι μια κατάσταση που έχει νιώσει ο καθένας απ' αυτούς αντίκρυ σου, αυτούς που τώρα μιλάνε επαγγελματικά, μιλάνε για κάτι που δεν τους αφορά, μιλάνε νερόβραστα για καταστάσεις που για σένα είναι η ίδια σου η ζωή, το υλικό απ' το οποίο είσαι φτιαγμένος ... Μια πλημμυρίδα, ένα αίσθημα πανικού, ο τρόμος που ανεβαίνει γοργά κι εσύ βουλιάζεις μέσα, έλος, κινούμενη άμμος κάτω από τα πόδια σου που ξαφνικά σε παγιδεύει και σε καταπίνει κι ο χρόνος αλλάζει αργά, τόσο που να παρακολουθείς σχεδόν αμέτοχος, σε βυθίζει και σε σπρώχνει στο θάνατο της ψυχής, στην παράνοια, στις παρακρούσεις, στο κυνηγητό των φαντασμάτων, στην τροχιά του αλαφροΐσκιωτου, στη μοναξιά του δύσπιστου, στο φόβο του αναπάντεχου ... Το μηχανικό μπράτσο με το προτεταμένο σφυρί τεντώνεται με κατεύθυνση το μέτωπό σου και πυροδοτεί με τον πεπιεσμένο αέρα το καρφί στο μέτωπο. Τα κουρασμένα πρόσωπα κοιτάζουν μπουχτισμένα, αδιάφορα, κάθε μέρα παρακολουθούν αμέτοχοι την παρέλαση του θεαματικού τρόμου ενός ξώπετσου θανάτου των οπτικοποιημένων ειδήσεων, ταριχευμένα συναισθήματα, καλοκουρδισμένοι έλικες εγκεφάλου, κατεψυγμένη λογική, ψυχορραγούν τα αισθήματα, τα εκρηκτικά, απρόβλεπτα για το πότε θα εκραγούν, συναισθήματα ... Ανοίγεις το παράθυρο. Τα χέρια σου στάζουνε μελάσα, στα μάτια αμβροσία, στις άκρες των μεθυσμένων χειλιών ερωτόλογα καμωμένα από μωβ αμέθυστο, αλάβαστρο κι ό,τι πιο

Page 59: ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

πολύτιμο φερμένο απ' τα έγκατα της γης, σχεδιασμένο αδρά με κάρβουνο, πορφύρες ζαχαρόχρωμες, βελούδινα αγκαλιάσματα, σιντεφένια, ακτινωτά με μεγάλα πολύχρωμα κι αρωματισμένα φτερά, όλα είναι ρευστά κι όλα λιώνουν και χάνουνε το προηγούμενο σχήμα τους, γεννιούνται νέες χρωματικές συνθέσεις, η γκάμα του πράσινου, του κόκκινου της φωτιάς, του σκούρου μπλε της νύχτας, όλων των χρωμάτων που στάζουν, χύνονται, διαλύονται, διαχέονται, στη μεγάλη ορθοχρωματική ρόδα και γίνονται άπλετο, αξεδιάλυτο, μοναδικό λευκό. Οι πολυσχιδείς διάδρομοι του εγκεφάλου πήζουνε, θρομβοποιούνται οι σκέψεις, αυτά τα ζουζούνια που τριγυρνάνε χωρίς αίσθημα στον ανθρώπινο εγκέφαλο, το σώμα απελευθερώνεται από τη δυνάστευση των φαύλων κυκλικών σκέψεων που οδηγούν στο τραγούδι των Σειρήνων ... Αλίμονο στην πολιτεία που θα βρεθεί χωρίς εξεγερμένους. Με βωβούς, συμβιβασμένους, ταπεινωμένους πολίτες. Αλίμονο στην πολιτεία που δε θα ξαναδεί εξέγερση κι εξεγερμένους. Μέλλει να γίνει νεκροταφείο. Αλίμονο στην πολιτεία που δε θα βρεθούνε οι άνθρωποι να πούνε το όχι όταν πρέπει, αλίμονο στις συμβιβασμένες πολιτείες κι αλίμονο στους πολίτες τους ... Δε θα ξαναβρεθούμε, κοιμάσαι. Δεν ξέρω κι αν θα ξαναδείς το φως. Δεν ξέρω αν υπάρξει άλλη μέρα πια για σένα. Είναι η σειρά σου τώρα. Θα έρθουν τα κουρασμένα πρόσωπα, θα κοιταχτείτε στα μάτια, δε θα πείτε πολλά. Τα κουρασμένα πρόσωπα δεν έχουν σκέψεις δικές τους, ούτε ιδεολογία, μπορείς να κοιτάξεις μέσα απ' αυτά τα πρόσωπα γιατί είναι διάφανα, τώρα βρίσκονται έξω από την πόρτα σου, από στιγμή σε στιγμή θ' ακούσεις τους σκληρούς χτύπους και θα ξυπνήσεις. Θέλουνε να σ' αιφνιδιάσουνε, θέλουνε να δούνε τον τρόμο στ' αγουροξυπνημένο πρόσωπό σου, να σε δουν ταπεινωμένο, να εξευτελίζεσαι, να σέρνεσαι, να παρακαλάς. Θα αισθανθείς παγιδευμένο ζώο και θα πηδήσεις για να τσακίσεις το κρανίο σου, να δραπετεύσεις, κανείς δε θα μπορέσει να σε κρατήσει, εσύ θ' αποφασίσεις για τον εαυτό σου, ακόμη και πεθαίνοντας. Ό,τι βασανιστήρια κι αν σου κάνουνε εσύ ξέρεις το δρόμο ... » Στην πόρτα ακούστηκαν χτύποι. Ο άνθρωπος που κοιμόταν, στριφογύρισε στο κρεβάτι του κι έβγαλε μέσ' στον ύπνο του ένα μικρό στεναγμό, επέστρεφε στον κόσμο της εγρήγορσης, κι ο Όνειρος, η ονειρική οπτασία που τρυπώνει στα σπίτια και ψιθυρίζει στους κοιμισμένους τις νύχτες, διαλύθηκε και χάθηκε ...