Download - Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

Transcript
Page 1: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

ΒΒΑΑΣΣΙΙΛΛΗΗΣΣ ΡΡΙΙΤΤΣΣΟΟΣΣ

ΣΣΚΚΗΗΝΝΕΕΣΣ ΞΞΕΕΝΝΩΩΝΝ ΘΘΕΕΑΑΤΤΡΡΙΙΚΚΩΩΝΝ ΕΕΡΡΓΓΩΩΝΝ

ΑΑΘΘΗΗΝΝΑΑ

Page 2: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

2

ΖΑΝ ΑΝΟΥΙΓ Μετάφραση: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΕΕΥΥΡΡΙΙΔΔΙΙΚΚΗΗ

Πράξη 3η – Εικόνα 1η

(Η Ευρυδίκη μπαίνει και στέκεται στην πόρτα) ΟΡΦΕΑΣ: (χωρίς να την κοιτάξει, χαμηλόφωνα) Ήρθες ; ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ναι, αγάπη μου. Άργησες τόσο πολύ ! ΟΡΦΕΑΣ: Μου δώσανε την άδεια να ’ρθω και να σε πάρω πίσω. Αλλά δεν πρέπει να γυρίσω να σε κοιτάξω πριν έρθει η αυγή, γιατί τότε θα σε χάσω για πάντα. ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ναι, αγάπη μου ! Ξέρω ! Μου το είπαν ! (Ο Ορφέας, χωρίς να την κοιτάξει, την παίρνει απ’ χέρι και την πηγαίνει στο τραπέζι, όπου καθόταν πριν. Η Ευρυδίκη κάθεται, κι εκείνος σε μιαν άλλη καρέκλα, έχοντάς της γυρισμένη

την πλάτη) ΟΡΦΕΑΣ: Έλα. Θα περιμένουμε εδώ την αυγή. Όταν θα ‘ρθουν τα γκαρσόνια για το πρώτο πρωινό τραίνο, θα είμαστε ελεύθεροι. Θα τους ζητήσουμε λίγο ζεστό καφέ και κάτι να φάμε ! Και... θα είσαι πάλι ζωντανή... Κρύωνες πολύ ; ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ω ! Ναι... Αυτό ήταν το χειρότερο. Το φοβερό κρύο. (Θυμάται) Όμως, μου απαγόρευσαν να μιλήσω για ο,τιδήποτε. Μπορώ μονάχα να σου πω τι έγινε ως την ώρα που ο σωφέρ χαμογέλασε μέσ’ από το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου και το φορτηγό έπεσε απάνω μας σαν τρελό ζώο... ΟΡΦΕΑΣ: Είσαι καλά εκεί ; ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ω, ναι, είμαι εδώ, κοντά σου. (Ακουμπάει το κεφάλι της στην πλάτη του) ΟΡΦΕΑΣ: Ρίξε το παλτό μου. (Της δίνει το παλτό του, κ εκείνη το ρίχνει στους ώμους της. Παύση. Είν’ ευτυχισμένοι) ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Θυμάσαι το γκαρσόνι ; ΟΡΦΕΑΣ: Θα το ξαναδούμε αύριο. ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Και την αμίλητη ταμία ; Ίσως μάθουμε, επιτέλους, τι σκεφτόταν για μας... Είναι τόσο ωραία να ξαναγυρίζει κανείς στη ζωή... Σα να βλεπόμαστε για πρώτη φορά. (Ρωτάει, όπως την πρώτη φορά) Είσαι καλός ; Είσαι κακός ; Πώς σε λένε ; ΟΡΦΕΑΣ: (μπαίνει στο παιχνίδι, χαμογελώντας) Ορφέα. Και σένα ; ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ευρυδίκη... (Απαλά προσθέτει) Μόνο αυτή τη φορά, ξ έ ρ ο υ μ ε... (Παύση) Συχώρεσέ με ! Θα τρόμαξες τόσο... ΟΡΦΕΑΣ: Ναι! Όταν σε είδα ξαπλωμένη στο αυτοκίνητο, το καθετί σταμάτησε μέσα μου. Δε φοβόμουν πια ! ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Πόνεσες πολύ ; ΟΡΦΕΑΣ: Ναι ! ΕΥΡΥΔΙΚΗ: (ακουμπάει πάλι στην πλάτη του) Συχώρεσέ με. ΟΡΦΕΑΣ: Σσσς ! (Παύση) ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Θα μ’ έφεραν στο ξενοδοχείο, επειδή κρατούσα ακόμα στα χέρια μου το γράμμα. Στο είχα γράψει μέσα στο λεωφορείο, πριν ξεκινήσει ! Σου το ‘δωσαν ; ΟΡΦΕΑΣ: Όχι ! Θα το κράτησαν στην Αστυνομία !

Page 3: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

3ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Α ! (Ανασηκώνεται ανήσυχη, ξαφνικά) Λες να το διαβάσουν ; ΟΡΦΕΑΣ: Ίσως. ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Δεν μπορούμε να τους εμποδίσουμε ; Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, τώρα αμέσως ; ΟΡΦΕΑΣ: Είναι πολύ αργά πια ! ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Μα εγώ έγραψα σε ε σ ε ν α ! Αυτά που έλεγα ήταν μονάχα για σένα ! Πώς μπορεί να το διαβάσει ένας άλλος ; Θα γελάσουν... Το δίχως άλλο, θα γελάσουν μαζί μου... Ω, σε παρακαλώ, εμπόδισέ τους, σε παρακαλώ ! Μου φαίνεται σαν να με βλέπουν ολόγυμνη με τα βρόμικα μάτια τους... ΟΡΦΕΑΣ: Μπορεί να μην άνοιξαν ούτε το φάκελο ! ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Μα δεν πρόφτασα να τον κλείσω. Εκείνη τη στιγμή, ακριβώς, έπεσε το φορτηγό απάνω μας. Κι ίσως γι’ αυτό να με κοίταξε ο σωφέρ μέσ’ από τον καθρέφτη. Έβγαλα τη γλώσσα μου, εκείνος με κοίταξε. χαμογέλασε, χαμογέλασα κι εγώ. ΟΡΦΕΑΣ: Χαμογέλασες και συ ! Ώστε μπορούσες, λοιπόν, να χαμογελάς ; ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Όχι, όχι ! Δεν μπορούσα. Δεν καταλαβαίνεις… Μόλις είχα τελειώσει αυτό το γράμμα, σου έλεγα πω; σ αγαπώ, πως πονούσα, αλλά έπρεπε να φύγω... Έβγαλα τη γλώσσα μου για να κολλήσω το φάκελο — εκείνος, είπε: «Ελπίζω πως ο φίλος σας αξίζει το χαρτί που ξοδέψατε για να του γράψετε». Κι όλοι γύρω χαμογέλασαν. (Σταματάει, κουρασμένη) Α, δεν είναι το ίδιο όταν τα διηγείσαι ύ σ τ ε ρ α... ΟΡΦΕΑΣ: (υπόκωφα) Τι γύρευες στο λεωφορείο της Τουλόν ; ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Έφευγα ! ΟΡΦΕΑΣ: Είχες πάρει το γράμμα του Ντελάκ ; ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ναι. Γι’ αυτό έφευγα ! ΟΡΦΕΑΣ: Γιατί δε μου το ’δειξες αυτό το γράμμα, όταν γύρισα ; ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Δεν μπορούσα ! ΟΡΦΕΑΣ: Τι σου έγραφε ; ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Να τον συναντήσω στο τραίνο των 8 και 12’. Αλλιώτικα Θα ‘ρχόταν, λέει, να με πάρει μόνος του ! ΟΡΦΕΑΣ: Και γι’ αυτό έφυγες ; ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ναι ! Δεν ήθελα να τον δεις ! ΟΡΦΕΑΣ: Δε σκέφτηκες πως θα ‘ρχόταν και πως, έτσι κι αλλιώς, θα τον έβλεπα. ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ναι, αλλά ήμουν δειλή. Δεν ήθελα να είμαι μπροστά ! ΟΡΦΕΑΣ: Ήσουν ερωμένη του ; ΕΥΡΥΔΙΚΗ: (φωνάζει) Όχι... Έτσι σου είπε ; Το ήξερα, κι ήξερα πως θα τον πίστευες. Με κυνηγάει από καιρό, με μισεί. Ήξερα πως θα σου μιλούσε για μένα. Φοβήθηκα ! ΟΡΦΕΑΣ: Γιατί δε μου τ’ ομολόγησες χτες, όταν σου ζήτησα να μου τα πεις όλα ; Γιατί δε μου είπες πως ήσουν ερωμένη του ; ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Δεν ήμουν ! ΟΡΦΕΑΣ: Ευρυδίκη ! Τ ώ ρ α είναι καλύτερα να μου τα πεις όλα ! ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Τι πρέπει λοιπόν να σου πω για να με πιστέψεις ; ΟΡΦΕΑΣ: Δεν ξέρω ! Βλέπεις, αυτό είναι το τρομερό ! Δεν ξέρω πια πώς θα μπορέσω ποτέ να σε πιστέψω. (Παύση. Ρωτάει απαλά, ταπεινά) Ευρυδικη, για να μπορώ να μην ανησυχώ, έπειτα, όταν θα μου λες τα πιο απλά πράγματα — πως βγήκες έξω, πως ο καιρός ήταν ωραίος, πως τραγουδούσες — πες μου την αλήθεια τώρα, όσο τρομερή και αν είναι, όσο κι αν με πληγώσει. Δε θα με πληγώσει περισσότερο απ’ αυτήν την ασφυξία, που με πνίγει απ’ την ώρα που έμαθα πως μου είπες ψέματα... Αν είναι πολύ δύσκολο να ομολογήσεις, μη μου αποκριθείς, αλλά σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, μη μου πεις ψέματα... Αυτός ο άνθρωπος έλεγε την αλήθεια ; ΕΥΡΥΔΙΚΗ: (ύστερα από αδιόρατο δισταγμό) Όχι ! ΟΡΦΕΑΣ: Δεν ήσουν ποτέ ερωμένη του ; ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Όχι. (Παύση)

Page 4: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

4 ΟΡΦΕΑΣ: (υπόκωφα, κοιτώντας ίσια εμπρός) Αν λες την αλήθεια, θα ήταν πολύ εύκολο να το καταλάβω. Τα μάτια σου θα είναι καθαρά σαν το νερό της πηγής. Αν λες ψέματα, ή αν δεν είσαι βέβαιη για τον εαυτό σου, ένας σκούρος, πράσινος κύκλος θα σκεπάζει τις κόρες σου. ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Σε λίγο θα ξημερώσει αγάπη μου και θα μπορείς να με κοιτάξεις... (Απαλά) Όμως, σε παρακαλώ. μη μιλάς άλλο, μη σκέφτεσαι. Άσε το χέρι σου να με χαϊδέψει. Όλα θα γίνουν τόσο απλά, αν αφήσεις το χέρι σου να μ’ αγαπήσει, μόνο του, χωρίς να μιλήσουμε άλλο ! ΟΡΦΕΑΣ: (χαϊδεύοντάς την) Νομίζεις πως α υ τ ό είναι που ο κόσμος λέγει ευτυχία ; ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ναι. Το χέρι σου είναι ευτυχισμένο, αυτή την ώρα. Δε ζητάει από μένα, παρά να είμαι εδώ, ζεστή και υπάκουη, κάτω απ’ την παλάμη του. Κι εσύ, μη μου ζητάς τίποτ’ άλλο. Αγαπιόμαστε. Είμαστε νέοι. Θα ζήσουμε. Δέξου την ευτυχία, σε παρακαλώ. ΟΡΦΕΑΣ: Δεν μπορώ !... ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Αν μ’ αγαπάς;... ΟΡΦΕΑΣ: Δεν μπορώ !... ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Τότε, μη μιλάς, τουλάχιστον. ΟΡΦΕΑΣ: (σηκώνεται) Δεν το μπορώ, ούτ’ αυτό ! Ένα κοπάδι λόγια φτερουγίζουν από χτες ολόγυρά μας. Τα λόγια του Ντελάκ, τα δικά σου, τα δικά μου, κι όλα τα λόγια μας έφεραν εδώ. Τα λόγια που δεν ειπώθηκαν, μα που βρίσκονται εκεί και περιμένουν μαζί με τ’ άλλα. Θα τα πούμε όλα, ένα-ένα, π ρ έ π ε ι να τα πούμε. Πρέπει να πάμε ως το τέλος. ΕΥΡΥΔΙΚΗ: (σηκώνεται και φωνάζει) Αγάπη μου ! ΟΡΦΕΑΣ: Όχι, όχι ! Φτάνουν πια τα λόγια ! Λασπωθήκαμε με τα λόγια από χτες ! Τώρα πρέπει να σε κοιτάξω. ΕΥΡΥΔΙΚΗ: (τρέχει κοντά του κα του κλείνει τα μάτια με τα χέρια της) Περίμενε, περίμενε, σε παρακαλώ. Το μόνο που π ρ ε π ε ι, είναι να βγούμε απ’ τη νύχτα. Σε λίγο ξημερώνει. Κιόλα θα γίνουν απλά πάλι ! ΟΡΦΕΑΣ: Δε μπορώ να περιμένω ώσπου να ξημερώσει. ΕΥΡΥΔΙΚΗ: (τον αγκαλιάζει, σφιχτά, ακουμπώντας το κεφάλι της στην πλάτη του. Ικετευτικά) Ω, σε παρακαλώ, αγάπη μου, μη γυρίσεις, μη με κοιτάξεις. Μπορεί να μην είμαι ό π ω ς με ήθελες, μπορεί να μην είμαι εκείνη που έπλασες με τη φαντασία σου μέσα στην ευτυχία της πρώτης μέρας... Όμως, με ν ι ώ θ ε ι ς κοντά σου, δεν είν’ έτσι; Είμ’ εδώ, είμαι ζεστή. είμαι απαλή και σ’ αγαπώ. Θα σου δώσω όλη την ευτυχία που μπορώ. Αλλά μη μου ζητάς περισσότερα... Άφησέ με να ζήσω ! ΟΡΦΕΑΣ: Να ζήσεις !... ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Θέλω τόσο πολύ να ζήσω !... ΟΡΦΕΑΣ: Να ζήσεις ! Όπως η μητέρα σου κι ο ερωμένος της ίσως, με παιδιαρίσματα, με σαλιαρίσματα, με βρομιές... κι έπειτα ένα καλό φαΐ, λίγος «έρωτας» κι όλα είναι εντάξει. Α, όχι ! Σ’ α γ α π ώ πάρα πολύ για να σ’ αφήσω να ζήσεις ! (Γυρίζει απότομα, την κοιτάζει. Μια τρομακτική σιωπή τους χωρίζει. Έπειτα εκείνος ρωτάει υπόκωφα) Σε κράτησε στην αγκαλιά του εκείνος ο απαίσιος άνθρωπος ; Σ’ άγγιξε με τα χέρια του, που είναι φορτωμένα δαχτυλίδια; ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ναι ! ΟΡΦΕΑΣ: Πόσον καιρό ήσουν ερωμένη του ; ΕΥΡΥΔΙΚΗ: (του απαντάει τώρα με την ίδια μανία αυτοβασανισμού) Ένα χρόνο ! ΟΡΦΕΑΣ: Είναι αλήθεια πως πέρασες μαζί του την προχτεσινή νύχτα ; ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ναι, τη νύχτα πριν σε συναντήσω ! Ήρθε και με πήρε μετά την παράσταση ! Με εξεβίασε ! Με εξεβίαζε κάθε φορά.

(Μπαίνει άξαφνα ο Ντελάκ)

Page 5: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

5

ΒΟΛΦΓΚΑΝ ΓΚΓΚΑΙΤΕ Μετάφραση: Κ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΦΦΑΑΟΟΥΥΣΣΤΤ

Φυλακή

(Ο Φάουστ εμπρός σε μια σιδερένια πόρτα, κρατώντας ένα μάτσο κλειδιά κ’ ένα λύχνο) ΦΑΟΥΣΤ: Ρίγος πια ξεσυνήθιστο με πιάνει, του κόσμου η συμφορά όλη με βαραίνει. Πίσω απ’ αυτόν τον υγρό τοίχο μένει, και το έγκλημά της μια γλυκιά είταν πλάνη ! Να τη ζυγώσεις δειλιάζεις ! Να την ιδείς ξανά τρομάζεις ! Μπρος ! πιο γοργά, όσο αργείς, ο χάρος φτάνει ! (Πιάνει τον κλειδαριά. Από μέσα ακούγεται τραγούδι) ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Η μάνα μου η πόρνη πού μ’ έχει σκοτωμένο ! Ο κατεργάρης ό πατέρας πού μ’ έχει φαγωμένο ! Η αδερφούλα μου ή μικρούλα μου φύλαξε τα κόκαλα σε δροσερή μεριά· έτσι έγινα άγριο ωραίο πουλάκι· πέτα μακριά, πέτα μακριά. ΦΑΟΥΣΤ (ανοίγοντας): Πώς την ακούει ο καλός της πού να το νομίζει ! Ακούει βροντούνε τα δεσμά, το άχερο τρίζει. (Μπαίνει μέσα) ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ (κρύβεται στο στρώμα της): Έρχονται· θάνατος πικρός ! αλίμονό μου ! ΦΑΟΥΣΤ (σιγά): Σώπα ! να σε γλιτώσω έρχομαι, δες ! ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ (σέρνεται μπροστά του): Αν είσ’ άνθρωπος, νιώσε το κακό μου ! ΦΑΟΥΣΤ: Τους φρουρούς θα ξυπνήσουν σι φωνές

Page 6: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

6(Παίρνει να της λύσει τα δεσμά) ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ (γονατιστή): Την εξουσία σε μένα αυτή, μπόγια, ποιος σου έχει δώσει ; Μεσάνυχτα έρχεσαι· γιατί ; Θα ‘ταν αργά, σαν ξημερώσει ; Σπλαχνίσου με, να ζήσω δος μου ! (Σηκώνεται) Αχ, είμαι ακόμα τόσο, τόσο νέα ! Και να πεθάνω ! Είμουν κι ωραία, κι αυτό είταν ό χαμός μου. Κοντά μου είταν ο φίλος, τώρα είναι μακριά μου, σπασμένο το στεφάνι, τ’ άνθη σκόρπια χάμου. Ω μη με πιάνεις τόσο δυνατά ! Λυπήσου με ! Τι σου έχω καμωμένο ; Σκληρή μην έχεις την καρδιά, δε σ’ έχω στη ζωή μου εγώ ιδωμένο ! ΦΑΟΥΣΤ: Πώς να υπομείνω τόση σύμφορά ! ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ Στην εξουσία σου τώρα μένω. Μόνο άσε πρώτα να βυζάξω το μικρό. Τη νύχτα αυτή το χάιδευα οληνώρα· μου το πήραν, να μου κάμουν κακό, και το ‘χω γω σκοτώσει, λένε τώρα. Δε θα χαρώ ποτέ ξανά. Κόσμος κακός ! μου έχει τραγούδια βγαλμένα ! Έτσι τελειώνει μια ιστορία παλιά, τι τη λεν για μένα ; ΦΑΟΥΣΤ (πέφτει στα πόδια της): Ο αγαπημένος πέφτει εδώ μπροστά σου, να σε λύσει απ’ την άθλια σκλαβιά σου. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ (Πέφτει κοντά του): Γονάτισε, τους άγιους να κράξουμε ! Τήρα κάτω απ’ αυτή τη θύρα, στα σκαλιά εμπρός ο Άδης βράζει ! Ο Πονηρός με οργή δεινή τη γη ταράζει. ΦΑΟΥΣΤ (δυνατά): Γκρέτα ! Γκρέτα

Page 7: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

7 ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ (τεντώνει το αφτί): Του αγαπημένου μου η φωνή ! (Πηδά απάνω· οι αλυσίδες πέφτουν) Πού είναι ; τον άκουσα να με κράξει. Είμαι ελεύτερη ! Ποιος θα με βαστάξει ; Πάω στο λαιμό του να ριχτώ, στο στήθος του ν’ αναπαυτώ ! Φώναξε: Γκρέτα ! στεκόταν στη θύρα. Μέσα στα ουρλιάσματα του Άδη ολογύρα, μες στην άγρια χλεύη τη δαιμονική, την ήμερη γνώρισα γλυκιά του φωνή. ΦΑΟΥΣΤ: Εγώ είμαι ! ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Εσύ ! Ω πες το άλλη μια φορά ! (Τον αγκαλιάζει) Αυτός ! αυτός ! Οι πόνοι πού είναι πια; Που είναι οι τρόμοι των δεσμών της φυλακής μου; Εσύ είσαι ; Έρχεσαι λυτρωτής μου ! Είμαι λυτρωμένη ! Να τος ο δρόμος πάλι εκεί, πρώτη φορά πού σε είχα δει· κι ο κήπος ο φαιδρός που βγαίναμε με τη Μάρθα και σε προσμέναμε. ΦΑΟΥΣΤ (τραβώντας τη): Έλα! έλα, πάμε! ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Ω στάσου Είμαι κοντά σου τόσο καλά. (Τον χαϊδεύει) ΦΑΟΥΣΤ: Βιάσου ! Τι αν δε βιαστείς, θα το πληρώσουμε ακριβά. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Πως, δεν μπορείς πια να φιλείς ; Καλέ μου, μόλις μ’ έχεις παρατήσει, κ’ έχεις πια να φιλείς ξεσυνηθίσει : Τι με πιάνει έτσι τρόμος μες στην αγκαλιά σου,

Page 8: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

8εμένα που τα ουράνια πριν μου ανοίγαν τα λόγια σου, τα βλέμματά σου, και τα φιλιά σου λες με πνίγαν, λες με πνίγαν—! Φίλα με ! σε φιλώ αλλιώς εγώ. (Τον αγκαλιάζει) Οϊμέ τα χείλη σου είναι κρύα, είναι,. βουβά. Η αγάπη σου η περασμένη Πού μένει ; Ποιος μου την πήρε πια ; (Γυρίζει εκείθε) ΦΑΟΥΣΤ: Έλα ! πάμε ! καλή μου, καρδιά κάμε ! με χιλιόδιπλη φλόγα σε φιλώ· αυτό μονάχα σου γυρεύω : πάμε. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ (ξαναγυρισμενη σ’ αυτόν): Μα εσύ είσαι ; εσύ ; Είναι τάχα αληθινό ; ΦΑΟΥΣΤ: Εγώ είμαι ! πάμε ! ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ:

Τα δεσμά μου λυείς, στην αγκαλιά σου με ξανακλείς. Μα πώς μπορείς και δίχως τρόμο με ζυγώνεις ; Ξέρεις, καλέ μου, ωστόσο ποια γλιτώνεις ; ΦΑΟΥΣΤ: Έλα ! έλα παίρνει πια να ξημερώσει. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Τη μάνα μου έχω γω σκοτώσει και το παιδί μου έχω πνιγμένο. Εσέ κ’ εμέ δεν είτανε δοσμένο ; Κ’ εσέ ! — Εσύ είσαι ! ψέμα ό νους μου το ’χει. Δος το χέρι σου ! Δεν είν’ όνειρο, όχι ! Το αγαπημένο χέρι ! Μα είν’ υγρό ! Αχ σφούγγισε το ! και θαρρώ πως είναι ματωμένο. Αχ Θεέ μου ! τι έχεις καμωμένο ! Βάλ’ το σπαθί σου στο φηκάρι, σου το γυρεύω χάρη ! ΦΑΟΥΣΤ: Τα περασμένα μην ξανανιώνεις !

Page 9: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

9Με θανατώνεις ! ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Όχι, δεν πρέπει να πεθάνεις.! Τα μνήματα άκου πώς θα κάνεις. Πρέπει να τα φροντίσεις όλα, αύριο κιόλα· στην πρώτη θέση βάλε τη μητέρα, τον αδερφό μου εκεί πλευρά, ξέχωρα εμένα, λίγο πιο πέρα, μα όχι και πολύ μακριά ! Και το μικρό μου στο δεξί μου στήθος. Κοντά δε θέλω άλλον κανένα ! Να σφίγγουμαι κοντά σε σένα είτανε μια γλυκιά ευτυχία που πια δε θα την ξαναβρώ ! Τώρα σε ζυγώνω λες με βία, και συ με σπρώχνεις απ’ το πλευρό. Κι όμως εσύ είσαι και κοιτάς τόσο γλυκά. ΦΑΟΥΣΤ: Εγώ πως είμαι αν νιώθεις, έρχεσαι κοντά ! ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Εκεί έξω ; ΦΑΟΥΣΤ:

Ναι !

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Αν έξω είναι το μνήμα, κι ό Θάνατος προσμένει, πάμε ! Αποδώ στην αιώνια ησυχία και παραπέρα μήτε βήμα !— Φεύγεις τώρα ! Ω να μπορούσα, Ερρίκο, να σε ακολουθούσα ! ΦΑΟΥΣΤ: Μπορεί ! Θέλησε μόνο ! η πόρτα είν’ ανοιγμένη. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Δεν το μπορώ· τι ελπίδα πια μου μένει ; Να φύγω τι ωφελεί ; Παραμονεύουν ! Είναι φριχτό ζητιάνα να γυρνώ και να ‘χω κιόλας μέσα βάρος τόσο ! Είναι φριχτό στην ξενιτιά να περπατώ και στα στερνά απ’ αυτούς να μη γλιτώσω ! ΦΑΟΥΣΤ: Θα μείνω μαζί σου.

Page 10: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

10ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Τρέξε ! τρέξε ! γλίτωσε το άμοιρο παιδί σου ! Πάρ’ το δρόμο που πάει στο ρυάκι πλάι, στο γεφυράκι μέσα στο δάσος, πού είναι στ βάλτο αριστερά. Πιάσ’ το γοργά ! Σαλεύει ακόμα, σπαράζει δες ! Γλίτωσ’ το ! γλίτωσ’ το ! ΦΑΟΥΣΤ: Το νου σου βρες ! Μόνο ένα βήμα κ’ είσαι λυτρωμένη ! ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Τη ράχη να ‘χαμε μονάχα περασμένη ! Κάθεται κει η μάνα μου σ’ ένα λιθάρι, με πιάνει κρύο στα μαλλιά ! Κάθεται κει η μάνα μου σ’ ένα λιθάρι και το κεφάλι της κουνά· δε νεύει, δε σαλεύει, βαρύ έχει το κεφάλι, κοιμήθηκε πολύ, δεν ξυπνά πια πάλι. Κοιμήθηκε, να χαίρουμαι μαζί σου. Καλότυχος καιρός, θυμήσου ! ΦΑΟΥΣΤ: Παρακάλια και λόγια όλα χαμένα ! Τότε ας σε πάρω με τη βία αποδώ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Άσε με ! Όχι, τη βία δεν τη βαστώ ! Μη, μη με πιάνεις τόσο αγριεμένα ! Μια φορά όλα δεν τα ‘κανα για σένα ; ΦΑΟΥΣΤ: Η μέρα φέγγει ! αγάπη μου! Αγάπη ! ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Ναι, η μέρα φέγγει ! η στερνή μέρα μέσα μπαίνει ! Σήμερα ό γάμος μου είτανε να γένει. Κανενός μην πεις σπίτι μου πως είσουν. Το στεφάνι, αχ, ποιος το ‘χει ; Τώρα έχει γίνει πια ! Θα ιδωθούμε ξανά ! Στο χορό όμως όχι. Ο κόσμος στριμώχνεται, είν’ όλοι βουβοί.

Page 11: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

11Πλατεία και στράτες όλες γεμάτες. Κράζει η καμπάνα, σπα το ραβδί. Πώς με δένουν και μ’ αρπάζουν ! στα σκαλιά μ’ ανεβάζουν. Κάθε λαιμός πώς σπαρταρά, στο δικό μου η κόψη όπως γλιστρά. Βουβός ό κόσμος σα· τάφος μένει ! ΦΑΟΥΣΤ: Ω να μην είχα γεννηθή ! ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Αφήνομαι σε σένα, κρίση Θεία ! Δική σου είμαι, πατέρα ! Λύτρωσε με ! Σεις άγγελοι, εσείς ουράνια πλήθια, κυκλώστε με, δόστε μου βοήθεια ! Ερρίκο, σε φοβάμαι. ΦΑΟΥΣΤ! Σώθηκε ! ΦΑΟΥΣΤ: Ερρίκο ! Ερρίκο !

Page 12: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

12

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΓΚΙΜΠΣΟΝ Μετάφραση: ΑΛΕΞΗΣ ΣΟΛΟΜΟΣ

ΤΤΟΟ ΠΠΑΑΙΙΧΧΝΝΙΙΔΔΙΙ ΤΤΗΗΣΣ ΜΜΟΟΝΝΑΑΞΞΙΙΑΑΣΣ

Πράξη 2η – Εικόνα 6η

(Το δωμάτιο της Γκιτλ. Είναι πια Φεβρουάριος, αργά ένα Σαββατόβρα8ο. Ακούγεται ο θόρυβος του κλειδιού στο δωμάτιο της Γκιτλ και ανοίγει με ορμή η πόρτα. Η σιλουέτα της Γκιτλ διακρίνεται στο άνοιγμα. Είναι μόνη και ακίνητη και ακουμπάει, από το μέτωπο ίσαμε τη λεκάνη, στο κούφωμα της πόρτας. Ύστερα παίρνει φόρα και βαδίζει μέσα στο δωμάτιο με αστάθεια. Γυαλίζει λίγο χιόνι στα μαλλιά της και στο παλτό της. Αφήνει την τσάντα της να πέσει στο πάτωμα, προχωρεί ψηλαφητά γύρω από το κρεβάτι δίχως άλλο φως από το φως το χωλ, και πηγαίνει στην κουζίνα όπου παίρνει ένα ποτήρι νερό. Γεμίζει άλλο ένα, το

φέρνει μέσα και κάθεται στο κρεβάτι, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι. Ύστερα από λίγο ανάβει η λάμπα, παίρνει το καρνέ της — όλα με κουρασμένες κινήσεις — και γυρεύει έναν αριθμό. Τον παίρνει στο τηλέφωνο και περιμένει. Η φωνή της είναι κουρασμένη και

μεθυσμένη) ΓΚΙΤΛ: Ο Δόκτωρ Σήγκαν, παρακαλώ;... Τηλεφωνώ... Τι είν’ εκεί; Θέλω το γιατρό. Εσείς Τι είσθε;... Δεν καταλαβαίνω... χωρατεύετε; Μπορείτε να βρείτε το γιατρό;… Ναι, είναι μεγάλη ανάγκη... Γκιτλ Μόσχα... Ήμουνα πελάτισσά του... Πέστε του Πώς είμαι πολύ άρρωστη,.. Παρακαλώ, να μου τηλεφωνήσει.. Το τηλέφωνό μου είναι Κανάλ 62Ο98... Ευχαριστώ.

(Αφήνει το τηλέφωνο και δίχως να βγάλει το παλτό της πέφτει ανάσκελα στο κρεβάτι. Το φως την ενοχλεί στα μάτια. Απλώνει το χέρι και ψάχνει το διακόπτη, ίσαμε που σβήνει. Μένει ακίνητη στο σκοτάδι με το χέρι απάνω στο πρόσωπο. Μετά από λίγο εμφανίζεται ο Τζέρρυ απ’ τα κάγκελα και το χωλ και μπαίνει σιγά. Φοράει παλτό και καπέλο. Στέκει στην πόρτα. Το χιόνι τον σκεπάζει. Βλέπει το κλειδί στην κλειδαριά και το βγάζει. Ο τρόπος

αυτός κάνει την Γκιτλ ν’ ανασηκωθεί στον αγκώνα της τρομαγμένη)

ΓΚΙΤΛ: Α, γεια σου, Τζέρρυ... Ποιος άνεμος σ’ έφερε κατά δω;

(Ο Τζέρρυ την κοιτάζει σοβαρά - σκυθρωπά. Εκείνη αντίθετα παίρνει πιο ελαφρό τόνο) Πώς τα πέρασες στο πάρτυ; Διασκέδασες; ΤΖΕΡΡΥ: Όχι όσο εσύ στο δικό σου. Είσαι μεθυσμένη τουλάχιστον; ΓΚΙΤΛ: (μ’ ένα γελάκι) Ναι, τράβηξα καναδυό ποτηράκια... Είχα αυτή τη φοβερή δίψα... ξέρεις... κόλλαγε το στόμα μου όλο το βράδι... Δε σταμάτησα να σκέπτομαι... Θέλω να πω... Δε σκέφτηκα να σταματήσω να πίνω.

(Ο Τζέρρυ ρίχνει το κλειδί μέσα στην τσάντα της, πετά την τσάντα στο κρεβάτι και κλείνει την πόρτα. Βγαίνει στο παράθυρο αμίλητος και ακουμπάει δίχως να βγάλει το καπέλο του)

ΤΖΕΡΡΥ: Έλα τώρα.. Πες τα μια κι έξω... Ποιος ήταν ο αθληταράς; ΓΚΙΤΛ: Ποιος; ΤΖΕΡΡΥ: Αυτός με το χοντρό σβέρκο που σ’ έφερε τώρα δα σπίτι. ΓΚΙΤΛ: Ο Τζάκκυ... Μα δεν είναι αθλητής. Είναι. μοντέρνος ζωγράφος.

Page 13: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

13ΤΖΕΡΡΥ: Α, γι’ αυτό τον φίλησες, όταν τον καληνύχτισες; Προστατεύεις τις εικαστικές τέχνες; ΓΚΙΤΛ: (τον ατενίζει) Μα εσύ πού ήσουν; ΤΖΕΡΡΥ: Ερχόμουν πίσω σου... καθυστερημένος, όπως σε όλα. ΓΚΙΤΛ: Δεν τον φίλησα εγώ. Εκείνος με φίλησε. Δεν πήγες στο πάρτυ του Φρανκ Τόμσον;

(Κάνει μια προσπάθεια να σηκωθεί, αλλάζει γνώμη και ξανακάθεται) Άναψε τη σόμπα, σε παρακαλώ, χρυσό μου. Κρυώνω.

(Ο Τζέρρυ μετά από ένα δευτερόλεπτο, βγάζει τα σπίρτα του και γονατίζει στη σόμπα του γκαζιού. Όταν η σόμπα ανάψει, φωτίζει χλωμά την Γκιτλ που πίνει νερό μονορούφι. Ο

Τζέρρυ τη βλέπει και της πιάνει το χέρι από τον καρπό) ΤΖΕΡΡΥ: Αρκετά ήπιες! ΓΚΙΤΛ: Είναι νερό.

(Ο Ίζέρρυ της παίρνει το ποτήρι, δοκιμάζει και της το ξαναδίνει. Η Γκιτλ χαμογελάει) Τι έπαθες; Δε μου ‘χεις πια εμπιστοσύνη; ΤΖΕΡΡΥ: Εμπιστοσύνη! Έμεινες μια ολόκληρη ώρα στην τρώγλη αυτουνού του... ΓΚΙΤΛ: Πώς το ξέρεις; ΤΖΕΡΡΥ: Τι σου ‘δειχνε; Ζωγραφικούς πίνακες; Ή παλαιστικές λαβές;

(Η Γκιτλ δεν απαντάει και ο Τζέρρυ ανάβει τη λάμπα, κάθεται αντίκρυ στο κρεβάτι) Λέγε! (Διαβάζει ο ένας τα μάτια του άλλου γι’ αρκετή ώρα. Εκείνη Θα ‘θελε να κλάψει στον ώμο

του, αλλά καταφεύγει σ’ ένα κοροϊδευτικό γέλιο) ΓΚΙΤΛ: Τι με κοιτάς στα μάτια; Διαβάζεις τη μοίρα σου: ΤΖΕΡΡΥ: Τη δικιά σου. Και δεν είναι και τόσο ευχάριστο θέαμα. Άρχισες να παραπατάς για τα καλά. ΓΚΙΤΛ: (νευριασμένη) Ε, ήπια έξι ποτήρια... ΤΖΕΡΡΥ: Το πιοτό δεν είναι τίποτα. Μήπως έκανες άλλο πιο ευγενικό;... Κοιμήθηκες μαζί του, πες μου την αλήθεια. ΓΚΙΤΛ: (μετά από μεγάλη παύση) Γιατί δεν βγάζεις το καπέλο σου; Δε Θα μείνεις λίγο;

(Του σπρώχνει το καπέλο και του αγγίζει τον κρόταφο και το μάγουλο) Καημένε Τζέρρυ! ΤΖΕΡΡΥ: (κατεβάζοντας το χέρι της) Κοιμήθηκες μαζί του; ΓΚΙΤΛ: Θα ‘θελες να κλάψεις; Εγώ θέλω πολύ να κλάψω. ΤΖΕΡΡΥ: Τα δάκρυα δεν ξεπλένουν το βσύρκο! ΓΚΙΤΛ: Αφού ξέρεις πως είμαι κσυτή, γιατί μου μιλάς μπερδεμένα; Μίλα μου απλά, να σε καταλάβω. ΤΖΕΡΡΥ: Πόσο απλά; Μονολεκτικά; ΓΚΙΤΛ: Ναι. ΤΖΕΡΡΥ: Σε χάρηκε;

Page 14: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

14

(Μεγάλη παύση) ΓΚΙΤΛ: Ε, κι αν το ’κανε, τι μ’ αυτό; Δε χάλασ’ ο κόσμος !

(Σηκώνεται για να φύγει από κοντά του αλλά ζαλισμένη Πέφτει σε καρέκλα. Ο Τζέρρυ σκεπάζει τα μάτια του με τα δάχτυλά του και μένει στο κρεβάτι. Ύστερα από λίγο καταφέρνει

να συμβιβαστεί) ΤΖΕΡΡΥ: Ο δικός μας κόσμος χάλασε.

(Δεν μπορεί να συγκρατήσει το θυμό του. Πετάει το ποτήρι από το κομοδίνο και πετάγεται όρθιος, άγριος και παραζαλισμένος να την αντιμετωπίσει)

Γιατί; Γιατί; ΓΚΙΤΛ: (κουρασμένη) Και τι πειράζει; ΤΖΕΡΡΥ: Μα γιατί το ‘κανες αυτό; Πώς μπόρεσες να το κάνεις; ΓΚΙΤΛ: Δεν ξέρω γιατί. Κι ύστερα ποιος σου είπε πως το ’κανα; ΤΖΕΡΡΥ: (έντονα) Το ‘κανες ή δεν το ‘κανες; Κοιμήθηκες μαζί του; ΓΚΙΤΛ: Μπορεί να κοιμήθηκε εκείνος μαζί μου αλλά όχι εγώ μαζί του.

(Ο Τζέρρυ την κοιτάζει με σφιγμένα χείλια, προσπαθεί να συγκρατήσει τον εαυτό του)

ΤΖΕΡΡΥ: Πες μου τα απ’ την αρχή. Γιατί πήγες μαζί του; ΓΚΙΤΛ: Είναι μια παλιά ιστορία... Γνώρισα τον Τζάκκυ πριν από τρία χρόνια. ΤΖΕΡΡΥ: Άσε τα περασμένα. Απόψε γιατί πήγες; ΓΚΙΤΛ: Ε, είχα πιει καναδυό ποτηράκια παραπάνω και... ΤΖΕΡΡΥ: Γιατί ήπιες; ΓΚΙΤΛ: (κουρασμένα) Εσύ ήσουνα στου Φρανκ Τόμσον και γλεντούσες. ΤΖΕΡΡΥ: Αυτός είν’ ο λόγος; ΓΚΙΤΛ: (πειραγμένη) Ήμουνα πιωμένη, στο ‘πα. Θες μήπως γραπτή ομολογία; ΤΖΕΡΡΥ: Μα για να πιεις;

(Εκείνη σηκώνεται βαριεστημένα για να φύγει από κοντά. Εκείνος την πιάνει) Μη φεύγεις. Σου μιλάω... ΓΚΙΤΛ: Ε, άντε λοιπόν μίλα... Δικολάβε! ΤΖΕΡΡΥ: Θέλω να ξέρω το γιατί. Ψάχνω να βρω την αιτία. Εσένα τι σου ‘φταιξα αυτή τη φορά; Ποιο είναι το παράπονό σου. ΓΚΙΤΛ: Ποιος παραπονιέται; Εγώ; Εσύ! ΤΖΕΡΡΥ: Έχω άδικο; ΓΚΙΤΛ: Μην αλλάζεις κουβέντα. ΤΖΕΡΡΥ: Δεν αλλάζω κουβέντα. Μιλάω για σένα και για μένα. ΓΚΙΤΛ: Εγώ μιλάω για σένα και τη γυναίκα σου.

(Σιγή. Η Γκιτλ βηματίζει, τρίβοντας το στομάχι της με την παλάμη της. Ο Τζέρρυ ηρεμεί) ΤΖΕΡΡΥ: Καλά λοιπόν! Ας μιλήσουμε και γι’ αυτήν. Δείχνει κι αυτή μεγάλο ενδιαφέρον για σένα κι εγώ είμαι ο μεσάζων ανάμεσά σας. Λοιπόν: Τι Θες να πούμε; ΓΚΙΤΛ: Είδα το λογαριασμό του τηλεφώνου σου του περασμένου μηνός: Νεμπράσκα: Εννέα δολάρια και 89 σεντς; Νεμπράσκα: Δώδεκα δολάρια και 65 σεντς. Νεμπράσκα:

Page 15: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

15 Δέκα τρία δολάρια. Δεν ήξερα ότι η γυναίκα σου κι εσύ διεκδικείτε το παγκόσμιο ρεκόρ στα τηλεφωνήματα. ΤΖΕΡΡΥ: Πρέπει να της τηλεφωνάω, Γκιτλ. Περνάει δύσκολες ώρες. ΓΚΙΤΛ: Και ποιος δεν περνάει; Έχω πονοκέφαλο. Πήγαινε, σε παρακαλώ. ΤΖΕΡΡΥ: Δηλαδή τι Θες να πεις; Ότι σου κάνω απιστίες με τη γυναίκα μου απ’ το τηλέφωνο; Ο λογαριασμός του τηλεφώνου σ’ έκανε να πας να κοιμηθείς μ’ αυτόν τον... πώς τον λένε; ΓΚΙΤΛ: Τον Τζάκκυ. ΤΖΕΡΡΥ: Και δε σκέφτηκες πως αυτό που έκανες μπορούσε να με οδηγήσει στο πρώτο τραίνο και να σηκωθώ να φύγω από δω; Για να μπορείς να κοιμηθείς μ’ όλους τους αρσενικούς τη Νέας Υόρκης που σου ξέφυγαν ως τώρα;

(Η Γκιτλ έχει πέσει στο κρεβάτι μπρούμυτα κα μένει ασάλευτη και κακομοιριασμένη. Ο Τζέρρυ την κοιτάζει και ο θυμός του δίνει τόπο στη συμπόνια. Πετάει το καπέλο του σε μα καρέκλα, πλησιάζει στο κρεβάτι, γονατίζει και αρχίζει της λύνει τα παπούτσια. Αυτή η καλοσύνη έχει ένα θλιβερό αντίκτυπο για τη Γκιτλ. Οι ώμοι της τρέμουν και τραυλίζει)

ΓΚΙΤΛ: Ω, Τζέρρυ! ΤΖΕΡΡΥ: Τι είναι; ΓΚΙΤΛ: Δε μ’ αγαπάς πια. ΤΖΕΡΡΥ: Σε μισώ! Δεν είναι πάθος και το μίσος; Δε σου φτάνει; Γύρνα!

(Η Γκιτλ γυρίζει ανάσκελα κι αυτός της ξεκουμπώνει το παλτό) ΓΚΙΤΛ: Ξεκουμπώνομαι και μόνη μου. ΤΖΕΡΡΥ: Κάνε μου τη χάρη. Άσε με να σε ξεκουμπώσω. Σε παρακαλώ. ΓΚΙΤΛ: Δε με μισείς, ε; ΤΖΕΡΡΥ: Δεν ξέρω! ΓΚΙΤΛ: Με λυπάσαι! ΤΖΕΡΡΥ: Τι σε κάνει να νομίζεις ότι είσαι τόσο αξιολύπητη; ΓΚΙΤΛ: Αν μ’ έβλεπες καμιά φορά να χορεύω σ’ εκείνη την παλιοσοφίτα, Θα καταλάβαινες πόσο αξιολύπητη είμαι. Κάθομαι εκεί με τις ώρες και περιμένω να μου ‘ρθει καμιά έμπνευση σαν το ναυαγό πάνω σ’ ένα έρημο νησί. Ύστερα από τόσα χρόνια, φωτίστηκα, κατάλαβα! Ξέρεις τι φταίει; ΤΖΕΡΡΥ: Ναι. Δεν είσαι φτιαγμένη για χορεύτρια. ΓΚΙΤΛ; Πώς το ξέρεις; ΤΖΕΡΡΥ: Το κατάλαβα! Γύρισε!

(Η Γκιτλ ξαναγυρίζει μπρούμυτα. Της τραβάει το παλτό από το άλλο μπράτσο και της το παίρνει. Αρχίζει να της ξεκουμπώνει τη μπλούζα)

ΓΚΙΤΛ: Αφού δεν είμαι ούτε χορεύτρια, τι είμαι; ΤΖΕΡΡΥ: Θες να σου κάνω λίγον καφέ να πιεις; ΓΚΙΤΛ: Όχι. ΤΖΕΡΡΥ: Να σου δώσω λίγη σόδα να... ΓΚΙΤΛ: Να κάνω εμετό; ΤΖΕΡΡΥ: Ναι. Να ξαλαφρώσει το στομάχι σου.

(Η Γκιτλ ελευθερώνεται απ’ τα χέρια του με απότομο εκνευρισμό. Κουλουριάζεται και τον κοιτάει στο πρόσωπο)

Page 16: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

16 ΓΚΙΤΛ: Γιατί μιλάμε όλη την ώρα για το στομάχι μου Δε έχω άλλες χάρες;

(Ο Τζέρρυ απλώνει Τα χέρια του να τη βοηθήσει ξανά) Φεύγα!

(Βγάζει τη μπλούζα πάνω απ’ το κεφάλι της, μα μπλέκει και 8εν καταφέρνει να τη βγάλει παρόλες τις προσπάθειές της)

ΤΖΕΡΡΥ: Λυπάμαι που δε με χρειάζεσαι

(Μαζεύει τη μπλούζα και την κρεμάει σε μια καρέκλα. Ύστερα στέκει και την κοιτάει) Θες να μείνω ή να φύγω; Να φύγω! Ν’ αφήσω τη σόμπα αναμμένη; (Καμιά απάντηση) Με χρειάζεσαι τίποτα; (Περιμένει) Όχι φυσικά!

(Σβήνει τη λάμπα. Πηγαίνει γύρω απ’ το κρεβάτι προς την πόρτα και την ανοίγει. Σταματάει. Ύστερα κλείνει με βρόντο την πόρτα και πετάει το καπέλο του στην καρέκλα. Η Γκιτλ ακούγοντας την πόρτα να κλείνει, νομίζει πως ο Τζέρρυ έχει φύγει. Ανακάθεται μ’ ένα

λυγμό εγκαταλείψεως) ΓΚΙΤΛ: Τζέρρυ! Τζέρρυ!..

Page 17: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

17

ΚΑΡΟΛΟΣΓ ΚΟΛΝΤΟΝΙ Μετάφραση: Ν. ΠΟΡΙΩΤΗΣ

ΗΗ ΛΛΟΟΚΚΑΑΝΝΤΤΙΙΕΕΡΡΑΑ

Πράξη 1η – Σκηνή 15η

(Η Μιραντολίνα με σεντόνια και τραπεζομάντηλα) ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Με την άδειά σας, εκλαμπρότατε ; (Εισερχομένη με κάποιαν συστολήν) ΙΠΠΟΤΗΣ: (Με τραχύτητα) Τι θέλεις ; ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Σας έφερα καλλίτερα σεντόνια και πετσέτες. (Προχωρεί λιγάκι) ΙΠΠΟΤΗΣ: Καλά ! Βάλε τα εκεί. (Δείχνει το τραπεζάκι) ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Σας παρακαλώ πολύ να καταδεχτείτε να δείτε τουλάχιστον αν είνε της αρεσκείας σας. ΙΠΠΟΤΗΣ: Τι πράμματα είνε ; ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Τα σεντόνια είνε από φίνο λινό. (Προχωρεί ακόμα περισσότερο) ΙΠΠΟΤΗΣ: Από λινό ; ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Ναι, άρχοντά μου, πέντε σφάντζικες η πήχη. Κυττάξτε. ΙΠΠΟΤΗΣ: Δεν είχα τόση απαίτηση. Μου αρκούσε κάτι τι καλλίτερο απ’ ό,τι μου βάλανε στην κάμαρα προτήτερα. ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Αυτά τα λινά τάχω επίτηδες για τα μεγάλα πρόσωπα. Για κείνους που ξέρουν να τα εκτιμήσουν. Και να σας πω την αλήθεια, εκλαμπρότατε, σας τα φέρνω γιατί είστε η ευγενία σας, σ’ άλλονε δεν θα τάδινα. ΙΠΠΟΤΗΣ: Γιατί είστε ευγενία σας ! Παληό και συνηθισμένο κομπλιμέντο. ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Κυτάξτε το σερβίτσιο του τραπεζιού. ΙΠΠΟΤΗΣ: Ω ! αυτά τα πανικά της Φλάνδρας, όταν πλένωνται χάνουν αρκετά., Δεν είναι αγάγκη να τα λερώσεις για μένα.. ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Για έναν άρχοντα σαν εσάς δεν κυττάζω τέτοια μικροπράμματα, Από αυτές τις πετσέτες έχω μερικές και θα φυλάξω για την εκλαμπρότατη ευγενία σας. ΙΠΠΟΤΗΣ: (Ιδία) Δεν μπορεί ως τόσο κανένας να πει, πως δεν είναι υποχρεωτική γυναίκα. ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: (Ιδία) Για δες εκεί μούτρα κατσουφιασμένα που τ’ αρέσουν οι γυναίκες ! ΙΠΠΟΤΗΣ: Δώσε αυτά τα ρουχικά στον καμαριέρη μου, καλλίτερα βάλε τα εκεί· κάπου, όπου θέλεις. Δεν είναι ανάγκη να μπαίνεις σε κόπο για τέτοια πράμματα. ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Ω ! εγώ ποτέ δεν κοπιάζω, όταν δουλεύω για άρχοντες τόσο ψηλούς και μεγάλους. ΙΠΠΟΤΗΣ: Καλά, καλά, δεν μου χρειάζεται τίποτε άλλο. (Ιδία) Του λόγου της γυρεύει να με πλανέσει με κολακείες. Γυναίκες ! Όλες τέτοιες είστε ! ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Θα τα βάλω στην κάμαρά σας. ΙΠΠΟΤΗΣ: (Με σοβαρότητα) Ναι, όπου θέλεις,. ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: (Ιδία) Ω ! δύσκολα τα πράγματα φοβούμαι μήπως δεν κάνω τίποτα !

(Πηγαίνει να τοποθετήσει εις το δωμάτιον του Ιππότη τα ρουχικά)

Page 18: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

18 ΙΠΠΟΤΗΣ: (Ιδία) Οι ελαφρόμυαλοι ακούνε αυτά τα ωραία λογάκια, πιστεύουν όποιαν τους τα λέγει, και πέφτουν στην απόχη. ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: (Επιστρέφουσα χωρίς τα ρουχικά) Για το γεύμα τι διατάσσει η ευγενία σας ; ΙΠΠΟΤΗΣ: Θα φάγω ό,τι κι αν είνε. ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Ήθελα όμως, νάξερα τη γνώμη σας. Αν σας αρέσει κανένα φαγητό καλλίτερα απ’ άλλο, πέστε το ελεύθερα. ΙΠΠΟΤΗΣ: Αν θελήσω τίποτε θα το πω στον καμαριέρη. ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Μα σε τέτοια ζητήματα οι άνδρες δεν έχουν την προσοχή και την υπομονή που έχουμε εμείς αι γυναίκες. Αν σας αρέσει κανένα μεζεδάκι, καμμιά ιδιαίτερη σαλτσίτσα, καταδεχτείτε να μου το πείτε. ΙΠΠΟΤΗΣ: Ευχαριστώ.. Μα ούτε μ’ αυτό το μέσο δε θα τα καταφέρεις να κάνεις σ’ εμένανε αυτό πόκαμες στον Κόντε και στον Μαρκέζο. ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Μιλάτε για τις τρελλές ιδέες πόχουν εκείνοι οι δυο αφέντες ; Έρχονται στη λοκάντα να καθίσουν και εννοούν σώνει και καλά να κάνουν κόρτε με τη λοκαντιέρα. Άλλο δεν έχουμε στο κεφάλι μας παρά να καθώμαστε ν’ ακούμε τις σάχλες των. Εμείς γυρεύομε το συμφέρο μας να τους γλυκομιλάμε, το κάνομε για να τους κρατούμε στο μαγαζί πελάτες και έπειτα, πρώτο και κύριο, άμα βλέπω πώς κολακεύονται και τα δένουν στο ψιλό μαντήλι σπαρταρώ στα χάχανα. ΙΠΠΟΤΗΣ: Μπράβο σου ! μ’ αρέσει η ειλικρίνειά σου. Μ1ΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Ω ! δεν έχω άλλο καλό επάνω μου παρά την ειλικρίνεια. ΙΠΠΟΤΗΣ: Αγκαλά και μ’ αυτούς που σου κάνουν κόρτε, ξέρεις να κάνης ψεντοκαμώματα. ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Εγώ ψευτοκαμώματα ; Ο Θεός να με φυλάει. Ρωτήστε αυτούς τους δυο κυρίους που κάνουν τους ξεψυχισμένους για μένα, να τους έδωκα ποτέ ένα σημαδάκι αγάπης, αν εχωράτεψα μαζί τους σε τρόπο που να μπορούν στα σωστά να πιστέψουν πως ανταποκρίνομαι στο αίτημά των. Δεν τους αποπαίρνω, γιατί το συμφέρον μου δεν μ’ αφίνει αλλά το ίδιο κάνει. Αυτούς τους γυναικάκηδες, δεν μπορώ ούτε να τους δω στα μάτια μου, το ίδιο, καθώς συχαίνομαι και τις γυναίκες που τρέχουν το κατόπιν στους άνδρες, Βλέπετε ; Δεν είμαι κανένα τρελλοκόριτσο. Έχω τα χρονάκια μου. Όμορφη δεν είμαι, αλλά μου έτυχαν καλές ευκαιρίες,.. και όμως δεν θέλησα ποτέ να παντρευτώ, γιατί με τίποτα στον κόσμο δεν αλλάζω την ελευθερία μου. ΙΠΠΟΤΗΣ: Ω ναι, Η ελευθερία στον άνθρωπο είναι μεγάλος θησαυρός. ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Και τόσοι, τη χάνουν με την κουταμάρα των. ΙΠΠΟΤΗΣ: Ξέρω καλά εγώ τι κάνω. Αλάργα ! ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Έχει... οικογένειαν, η εκλαμπρότατη ευγενία σας ; ΙΠΠΟΤΗΣ: Ο Θεός να με φυλά. Δε θέλω νταραβέρια με γυναίκες ! ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Έξοχα. Έτσι πάντα να μείνετε. Αι γυναίκες, αφέντη μου., Φτάνει όμως, δεν ταιριάζει σε μένα να τις κακολογήσω. ΙΠΠΟΤΗΣ: Είσαι ως τόσο η πρώτη γυναίκα που άκουσα να μιλάει έτσι. ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Να σας πω.., εμείς οι λοκαντιέρες βλέπουμε κι ακούμε πολλά· και αληθινά, δικαιώνω εγώ τους άντρες που φοβούνται το γυναικείο φύλλον. ΙΠΠΟΤΗΣ: (Ιδία) Πολύ περίεργη γυναίκα ! ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: (Υποκρινομένη ότι θέλει να φύγει) Με την άδειαν της ευγενίας σας, ΙΠΠΟΤΗΣ: Βιάζεσαι να φύγεις ; ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Δεν θέλω να σας δίνω ενόχληση. ΙΠΠΟΤΗΣ: Όχι, μου κάνεις ευχαρίστηση, με διασκεδάζεις. ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Το βλέπετε, αφέντη ; Έτσι κάνω και με τους άλλους. Στέκομαι λίγο και τους κουβεντιάζω. Είμαι αρκετά αλλέγρα, λέγω μερικά αστεία για να τους διασκεδάζω, και αυτοί στη στιγμή φαντάζονται… με καταλαβαίνετε· και μου λιώνονται από έρωτα.

Page 19: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

19ΙΠΠΟΤΗΣ: Αυτό συμβαίνει, γιατί έχεις ευγενικούς τρόπους. ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: (Με μίαν ρεβερέντσα) Μεγάλη η καλωσύνη σας, εκλαμπρότατε. ΙΠΠΟΤΗΣ: Έτσι λοιπόν, ερωτοπιάνονται αμέσως. ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Βλέπετε τι αδυναμία ! να ερωτοπιάνωνται αμέσως για μια γυναίκα ! ΙΠΠΟΤΗΣ: Αυτό το πράμμα εγώ ποτέ μου δεν μπόρεσα να το νοιώσω. ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Τι ωραία που είναι η δύναμις, η αξιοπρέπεια, το μεγαλείον στον άνδρα ! ΙΠΠΟΤΗΣ: Αδυναμίες! Ελεεινότητες ! Σαχλές αυτές οι αγάπες ! ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Έτσι πρέπει να σκέπτωνται οι σωστοί άνδρες. Κύριε ιππότη, δώστε μου το χέρι σας. ΙΠΠΟΤΗΣ: Γιατί θέλεις να σου δώσω το χέρι μου ; ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Κάντε μου τη χάρι, καταδεχτείτε. Κυττάξτε, είμαι πλυμένη και καθαρή. ΙΠΠΟΤΗΣ: Να λοιπόν το χέρι μου. ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Είνε πρώτη φορά αυτή που έχω την τιμή να κρατώ απ’ το χέρι έναν άνδρα που σκέπτεται αληθινά σαν άνδρας. ΙΠΠΟΤΗΣ: Αι ! φτάνει, άσε το ! (Αποσύρει το χέρι του) ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Να η διαφορά. Αν έπιανα απ’ το χέρι έναν απ’ αυτούς τους δύο ελαφρόμυαλους, θα του περνούσε αμέσως η ιδέα πως είμ’ ερωτευμένη μαζή του. Θα λιγοθυμούσε απ’ τη χαρά του. Αλλά σ’ αυτούς τέτοιο θάρρος δεν θάδινα για όλα τα πλούτη του κόσμου. Δεν ξέρουν αυτοί να φερθούν όπως πρέπει. Ω ! τι ευλογημένη που είναι η ανοιχτόκαρδη, η ελεύθερη κουβέντα, χωρίς υποκρισίες, χωρίς πανουργίες, χωρίς τόσα γελοία μωρολογήματα. Εκλαμπρότατε, να με συμπαθήστε για την αδιακρισία μου,,. σε τι μπορώ να σας δουλέψω ; διατάξτε με ξέννοιαστα, κι εγώ για σας θα φροντίσω με τόση προθυμία, όση δεν έδειξα ποτέ μου σε κανέναν άνθρωπο στον κόσμο... ΙΠΠΟΤΗΣ: Και για ποια αιτία έχεις τόσο ενδιαφέρον για μένα ; ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Διότι εκτός από την αξία και την κοινωνική σας θέσι, είμαι τουλάχιστον βεβαιωμένη πως με την ευγενία σας μπορώ να μιλώ ελεύθερα, χωρίς καμμιά υποψία πως θα παρεξηγηθούν αι περιποιήσεις μου από μέρους σας, είμαι βεβαιωμένη πως θα κρατήτε τη θέσι σας, χωρίς να ξεχνάτε πως είμαι. η δούλα σας, χωρίς να με βασανίζετε με γελοία ερωτολογήματα, με άνοστα καμώματα. ΙΠΠΟΤΗΣ: (ιδία) Τι διάβολο έχει αυτή μέσα της το αλλοιώτικο, που δεν το καταλαβαίνω ! ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: (ιδία) Ο αρκουδάνθρωπος σιγά και με το καλό δεν θ’ αργήσει να ημερέψει. ΙΠΠΟΤΗΣ: Έλα τώρα ! αν έχεις να κυττάξεις τις δουλειές σου, μην κάθεσαι πειά με μένα. ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Ναι, αφέντη μου. Πηγαίνω να φροντίσω για τις δουλειές του σπιτιού. Αυτές είναι το κόρτε μου, η διασκέδασή μου. Αν διατάξει η ευγενία σας τίποτε, θα στείλω τον καμαριέρη, ΙΠΠΟΤΗΣ: Καλά, καλά... Αν καμμιά φορά έρθεις και συ, δεν πειράζει. ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Εγώ, να σας πω την αλήθεια, δεν πηγαίνω ποτέ στις κάμαρες των ξένων, μα σε σας θάρχωμαι καμμιά φορά. ΙΠΠΟΤΗΣ: Σ’ εμένα... και γιατί ; ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Γιατί, Εκλαμπρότατε άρχοντά μου, είστε λιγάκι… λιγάκι της αρεσκείας μου. ΙΠΠΟΤΗΣ: Εγώ, της αρεσκείας της δικής σου ; ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑ: Μ’ αρέσετε, γιατί δεν είστε υπογυναικωμένος, γιατί δεν είστε από κείνους που ερωτοφλογίζονται, (Ιδία) Να μου κόψουν τη μύτη, αν ίσα μ’ αύριο δεν τον κάνω ν’ ανάψει και να κορώσει από έρωτα.

(Φεύγει)

Page 20: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

20

ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΚΟΛΝΤΟΝΙ Mετάφραση: ΓΕΡ. ΣΠΑΤΑΛΑΣ

ΥΥΠΠΗΗΡΡΕΕΤΤΗΗΣΣ ΔΔΥΥΟΟ ΑΑΦΦΕΕΝΝΤΤΑΑΔΔΩΩΝΝ

Πράξη 2η – Συμφυρμός από τη 16η και 17η Σκηνή

(Δρόμος με θέα το ξενοδοχείο) ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Κοιτάτε εκεί διάκριση κι η Κυρά μου! Να με στείλει με γραμματάκι σ’ ένα ξενοδοχείο! Σ’ ένα ξενοδοχείο μια κοπέλα σαν κι εμέ! Να υπηρετάς μια γυναίκα ερωτεμένη, πολύ κακό πράμα. Αυτή η κυρά μου κάνει χίλιες αναποδιές, μ’ αυτό που δε μπορώ να καταλάβω είναι πως στέρνει γραμματάκι και σ’ έναν άλλονε, τη στιγμή που είναι τόσο ερωτεμένη με τον κυρ-Σίλβιο, που Θέλει να σκοτωθεί για την αγάπη του. Εξόν κι αν θέλει ένανε για το καλοκαίρι κι ένανε για το χειμώνα. Σταμάτα... Εγώ στο ξενοδοχείο δε μπαίνω σίγουρα. Θα κράξω, και κάποιος Θα βγει Ώι, νοικοκυραίοι! Ε, ξενοδόχοι! Αν με ιδεί ο αφέντης, τι θα του πω; Θα του πω πως έρχομαι γι’ αυτόνε, νάτο, μπαλώνεται μια χαρά. Ω, δε μου λείπουνε δικαιολογίες. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (με μια μπουκάλα στο χέρι κα με μια πετσέτα) Ποιος με χαλεύει; ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Εγώ είμαι, κύριε. Μου κακοφαίνεται πως σας Ανησύχησα. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τίποτα, τίποτα· είμαι στον ορισμό σας. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Μου φαίνεται πως σας εσήκωσα από το τραπέζι, καθώς βλέπω. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Είμαι στο τραπέζι και θα ξανακάτσω. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Πραγματικά μου κακοφαίνεται. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: ΚάΘομ’ έτσι για όρεξη. Να σας πω την αλήθεια, την έχω γιομίσει, κι αυτά τα όμορφα μάτια ήρθανε για να με κάμουνε να χωνέψω. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: (μόνη) Είναι χαριτωμένος ! ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Βάνω κάτω το μπουκάλι, αγαπητή μου, κι είμαι στον ορισμό σας. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: (μόνη) Μ’ είπε αγαπητή του. (Στον Τρουφαλδίνο). Η Κυρά μου στέρνει τούτο το γραμματάκι στον κυρ-Φρεντερίκο Ρασπόνη· εγώ δε Θέλω να μπω στο ξενοδοχείο γι’ αυτό θα δώκω σ’ εσάς αυτή την πείραξη, που είσαστε υπηρέτης του. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μετά χαράς, να του το δώκω· μα πρώτα να ξέρεις, θα σας κάμω κι εγώ μια προξενιά. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Από μέρους ποιανού; ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Από μέρους μιανού καθώς πρέπει. Πέστε μου, ξέρετε κάποιον Τρουφαλδίνο Μπατόκιο; ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Μου φαίνεται πως κάποτ’ άκουσα τ’ όνομά του, μα δε θυμάμαι πού. (μόνη) Αξίζει να ’ν’ ο ίδιος. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Είν’ ένας όμορφος άντρας· κοντούλης, παχουλός, έξυπνος, που μιλεί καλά. Μάστορας για περιποιήσεις. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Δεν τόνε ξέρω καθόλου. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Κι ωστόσο, εκείνος σας ξέρει, κι είν’ ερωτεμένος μαζί σας. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Ω! με κοροϊδεύετε. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Αν μπορούσε να ορπίζει το ίδιο λιγάκι από μέρους σας, θα σας τον εγνώριζα. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Να σας πω, Κύριε, αν τον έβλεπα και μ’ άρεσε Θα ‘ταν εύκολο να τόνε συμπαθήσω κι εγώ. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Θέλετε να σας τόνε δείξω; ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Θα τον έβλεπα με χαρά μου.

Page 21: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

21ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δελέγγου.

(Μπαίνει στο ξενο8οχείο) ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Δεν είν’ αυτός λοιπόν.

(Ο Τρουφαλδίνος βγαίνει από το ξενοδοχείο, κάνει υποκλίσεις στη Σμεραλδίνα, περνάει κοντά της, έπειτ ‘αναστενάζει, και μπαίνει στο ξενο8οχείο)

ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Ετούτη την ιστορία δεν την καταλαβαίνω. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (βγαίνοντας πάλι από το ξενοδοχείο) Τον είδατε; ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Ποιόνε; ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Εκείνονε που είναι ερωτεμένος με τσι ομορφιές σας. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Εγώ δεν είδα παρά εσάς μονάχα. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (αναστενάζει) Μα! ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Μήπως είσαστ’ εσείς εκείνος που λέτε πως μ’ αγαπάει; ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (αναστενάζει) Εγώ είμαι. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Και γιατί δε μου το ‘πατε αμέσως; ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Γιατί είμαι λιγάκι ντροπιάρης. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: (μόνη) Κάνει να τον ερωτευτούνε Κι οι πέτρες. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Και λοιπόν, τι μου λέτε; ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Λέω πως... ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Εμπρός, πέστε το. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Α, κι εγώ είμαι λίγο ντροπιάρα. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Αν επαντρευόμαστε μαζί, θα κάναμε το γάμο από τσου δυο ντροπιάρηδες. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Με τα σωστά, μου αρέσετε πολύ. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Είσαστε κορίτσι εσείς; ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Ω, μήτε να ρωτάτε. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Που θα πει, όχι. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Κάθε άλλο, θα πει βεβαιότατα ναι. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Κι εγώ ελεύτερος είμαι. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Εγώ θα ‘χα παντρευτεί εκατό φορές, μα δεν εύρισκα έναν άνθρωπο τση αρεσκιάς μου. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Μπορώ να ορπίζω πως δεν είμαι κι εγώ από τσου ίδιους; ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Αληθινά, σας λέω, έχετ’ ένα κάτι, δεν ξέρω κι εγώ... σώνει, δε λέω άλλο. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ένας που θα σας ήθελε για γυναίκα του, τι πρέπει να κάμει; ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Εγώ δεν έχω μήτε πατέρα μήτε μητέρα. Πρέπει να το πει στον αφέντη μου ή στην Κυρά μου. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Πολύ καλά, αν τσου το πω, τι θα πούνε; ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Θα πούνε, πως αν είμ’ ευχαριστημένη εγώ... ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Κι εσείς τι Θα πείτε; ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Θα πω... πως αν είν’ εκείνοι ευχαριστημένοι. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δε χρειάζετ’ άλλο. Θα μείνουμ’ όλοι ευχαριστημένοι. Δώστε μου το γράμμα, και τόμου Θα σας φέρω την απάντηση, κουβεντιάζουμε. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Πάρτε το. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ξέρετε τάχα τι λέει ετούτο το γράμμα; ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Δεν ξέρω, μα και να ‘ξερα, τι περιέργεια έχετε το μάθετε; ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Δε Θα ‘θελα να ‘ναι κανένα γράμμα χωλιασμένο, και να βρω εγώ τον μπελά μου. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Ποιος ξέρει; Ερωτικό δε φαίνεται να ‘ναι.

Page 22: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

22ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Εγώ δε θέλω σκουτούρες. Αν δε μάθω τι λέει, δεν το παίρνω. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Θα μπορούσε να τ’ ανοίξετε... μα έπειτα σας Θέλω να το κλείσετε. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Αφήστε την έγνοια σε με. Για να κλειώ γράμματα είμαι μαέστρος, δε Θα καταλάβει κανένας το παραμικρό. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Ας τ’ ανοίξουμε λοιπόν. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ξέρετ’ εσείς να διαβάζετε; ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Λιγάκι. Μα σεις Θα ξέρετε καλά. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Ως κι εγώ μια σταλιά. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Ας δούμε λοιπόν. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Να το ανοίξουμε προσεχτικά.

(Σχίζει ένα κομματάκι) ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Ωχ! τι κάματε; ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Τίποτα. Ξέρω το μυστικό και το κολλάω. Νάτο, ανοίχτηκε. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Έλα, διαβάστε το. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Διαβάστε το εσείς. Το χαρακτήρα τση κυράς σας τόνε καταλαβαίνετε καλύτερ’ από με. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: (κοιτάζοντας τα γράμματα) Για να σας πω την αλήθεια, δεν καταλαβαίνω γρι. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (κοιτάζει κ αυτός την επιστολή) Κι εγώ μήτε λέξη. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Τι χρειαζότανε λοιπόν που τ’ ανοίξαμε; ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: (παίρνει αυτός την επιστολή) Σταθείτε να δοκιμάσουμε· κάτι καταλαβαίνω. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Κι εγώ ξέρω κάποια γράμματα. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Να δοκιμάσουμε μια στιγμή για ένα. Ετούτο δεν είναι φι; ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Ώι, ώι, αυτό είναι ρο. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Από το ρο στα φι, μικρή διαφορά. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Ρι, ρι, α, ρλη. Όχι, όχι, σταθείτε, μου φαίνεται πως είναι φι, φι, φι, α, φίλη. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Όχι, δεν μπορεί να λέει φίλη, θα λέει φίλε. ΣΜΕΡΑΛΔΙΝΑ: Όχι, γιατί έχει ήτα. ΤΡΟΥΦΑΛΔΙΝΟΣ: Σωστά, σωστά, λέει φίλε.

Page 23: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

23

ΖΑΝΖ ΕΝΕ Μετάφραση: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

ΤΤΟΟ ΜΜΠΠΑΑΛΛΚΚΟΟΝΝΙΙ

Εικόνα 5η

(Το δωμάτιο της Ίρμας. Πολύ κομψό. Είναι το δωμάτιο πού βλέπαμε να καθρεφτίζεται στους καθρέφτες στις τρεις πρώτες εικόνες. Ό ίδιος πολυέλαιος. Μεγάλες δαντελένιες κουρτίνες (γκιπύρ) κρέμονται από ψηλά. τρεις πολυθρόνες. Μεγάλο παράθυρο αριστερά, δίπλα στο οποίο είναι τοποθετημένο ένα μηχάνημα με το οποίο ή Ίρμα μπορεί να βλέπει τι γίνεται στα σαλόνια της. Πόρτα δεξιά. Πόρτα αριστερά. Κάνει τούς λογαριασμούς της, καθισμένη στην τουαλέτα της (έπιπλο). Δίπλα της ένα κορίτσι: η Κάρμεν. Θόρυβος

πολυβόλου) ΚΑΡΜΕΝ (μετρώντας): Ο Επίσκοπος... δύο χιλιάδες... Δύο χιλιάδες του Δικαστή... (Σηκώνει το κεφάλι) Όχι, κυρία, ακόμα τίποτα. Κανείς δεν θέλει να υποδυθεί τον Αρχηγό της Αστυνομίας. ΙΡΜΑ: (εκνευρισμένη) Όταν έρθει... εάν έρθει... ποιος τον ακούει πάλι! Κι όμως... ΚΑΡΜΕΝ: Όλα τα χρειάζεται ένας κόσμος για να είναι κόσμος, - όπως λέτε κι εσείς, όχι όμως κι έναν Αρχηγό της Αστυνομίας. (Ξαναρχίζει το μέτρημα) Δύο χιλιάδες του Στρατηγού... Δύο του Ναύτη... Τρεις απ’ το Μυξιάρικο... ΙΡΜΑ: Σας το έχω ξαναπεί, Κάρμεν, αυτό δε μου αρέσει. Απαιτώ να σέβονται τους επισκέπτες. Ε-πι-σκέ-πτες! Δεν επιτρέπω ούτε καν σ’ εμένα την ίδια (τονίζει αυτό το «εμένα την ίδια») να τους λέει πελάτες. Ωστόσο...

(Χτυπάει στον αέρα πρόστυχα τα καινούργια χιλιάρικα που κρατάει στο χέρι της) ΚΑΡΜΕΝ: (γυρίζει κα κοιτάζει κατάματα την ‘Ιρμα, σκληρή) Ναι, εσείς η ίδια: παράς και αβρότητες! ΙΡΜΑ: (Θέλει να είναι συμβιβαστική) Αυτά τα μάτια σου! Μην είσαι άδικη. Τώρα τελευταία έχεις γίνει ευερέθιστη. Τα γεγονότα μας έχουν τσακίσει τα νεύρα. Θα ηρεμήσουν όμως τα πράγματα. Θα ανατείλει πάλι η ομορφιά. Ο κύριος Ζορζ. Κ4ΡΜΕΝ: (το ίδιο ύφος όπως πριν) Τώρα μάλιστα! ΙΡΜΑ: Δεν θέλω ν’ ακούσω ούτε λέξη εναντίον του Αρχηγού της Αστυνομίας. Χωρίς αυτόν, θα την είχαμε άσχημα τώρα εμείς. Ναι, εμείς. Γιατί είσαι δεμένη με μένα. Και μ’ αυτόν. (Μεγάλη σιωπή) Εκείνο προπαντός που με κάνει ν’ ανησυχώ, είναι ή δική σου θλίψη. (Σαν παντογνώστρια) Έχεις αλλάξει, Κάρμεν. Πολύ πριν απ’ την εξέγερση... ΚΑΡΜΕΝ: Δεν έχω και πολλά πράγματα να κάνω πια στο σπίτι σας, μαντάμ Ίρμα. ΙΡΜΑ: (ταραγμένη) Μα... Σου εμπιστεύτηκα τα λογιστικά μου. Κάθεσαι στο γραφείο μου. Ή ζωή μου όλη, από τη μια στιγμή στην άλλη, ανοίγεται μπροστά σου σαν βιβλίο. Από σένα δεν έχω πια μυστικά. Αυτό δεν σε κάνει ευτυχισμένη; ΚΑΡΜΕΝ: Φυσικά, σάς ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σας, αλλά... δεν είναι το ίδιο. ΙΡΜΑ: Σου λείπει ε κ ε ί ν ο; (Η Κάρμεν σωπαίνει) Έλα τώρα, Κάρμεν. Όταν ανέβαινες στον ψεύτικο χιονισμένο βράχο με την ανθισμένη τριανταφυλλιά από κίτρινο χαρτί — καλά που το θυμήθηκα, Πρέπει να τα κατεβάσω κάποια ώρα στο υπόγειο — κι ο παραλυτικός λιποθυμούσε μόλις εσύ εμφανιζόσουν και ως εκ θαύματος γινόταν καλά, έπαιρνες στα σοβαρά τον εαυτό σου; Πες μου, Κάρμεν.

Page 24: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

24

(Μικρή σιωπή) ΚΑΡΜΕΝ: Μαντάμ ‘Ιρμα, όταν τελειώνουμε το κομμάτι μας, δεν μάς επιτρέπετε ποτέ να μιλάμε γι’ αυτό. Επομένως, δεν έχετε ιδέα ποια είναι τα αληθινά μας αισθήματα. Εσείς, κυρία, όλ’ αυτά τα παρακολουθείτε από μακριά. Αν όμως, έστω και για μια φορά, φορούσατε το φόρεμα και το γαλάζιο πέπλο, ή αν γινόσασταν αυτή που εξομολογείται και την ξεκουμπώνουν, ή η φοράδα του Στρατηγού, ή η χωριατοπούλα που τη βιάζουν στον αχερώνα. ΙΡΜΑ: (σοκαρισμένη) Εγώ; ΚΑΡΜΕΝ: Ή το δουλικό με τη ροζ ποδιά, ή η Αρχιδούκισσα πού την ξεπαρθενεύει ό χωροφύλακας, ή... τέλος πάντων, δεν πρόκειται να εξαντλήσω όλο το πρόγραμμα, τότε θα ξέρατε τι αφήνει στην ψυχή αυτό το πράγμα, κι ότι χρειάζεται κάποια δόση ειρωνείας για να το αντέξει κανείς. Εσείς όμως δεν θέλετε ούτε καν να το συζητήσουμε μεταξύ μας. Σας φοβίζει ‚ένα χαμόγελο, ένα αστείο. ΙΡΜΑ: (πολύ σοβαρή) Πράγματι, δεν μου αρέσει να κάνετε αστεία. Το ξέσπασμα ενός γέλιου, ακόμα κι ‘ένα χαμόγελο, μπορεί να τα γκρεμίσει όλα. Όπου υπάρχει χαμόγελο, υπάρχει αμφιβολία. Οι πελάτες θέλουν βαρυσήμαντες τελετουργίες. Με στεναγμούς. Το σπίτι μου είναι σοβαρή υπόθεση. Σας επιτρέπω να παίζετε χαρτιά. ΚΑΡΜΕΝ: Τότε μην απορείτε με τη θλίψη μας. (Παύση) Σκέφτομαι την κόρη μου, και σφίγγεται ή καρδιά μου.

(Η Ίρμα σηκώνεται, γιατί ακούστηκε ένα κουδούνισμα, και πηγαίνει σ’ εκείνο το περίεργο έπιπλο που είναι τοποθετημένο αριστερά, είδος σύνθετου εξοπλισμένου με μια διόπτρα, ένα

ακουστικό και πολυάριθμες λαβές. Καθώς μιλάει, κοιτάζει στη διόπτρα, αφού προηγουμένως κατέβασε μια λαβή)

ΙΡΜΑ: (χωρίς να κοιτάζει την Κάρμεν) Κάθε φορά πού σου κάνω μια κάπως προσωπική ερώτηση, κλειδώνεις το πρόσωπό σου, και μου πετάς καταπρόσωπο την κόρη σου. Θες ακόμα να πας να την δεις; Μην είσαι ανόητη. Ανάμεσα σ’ αυτό το σπίτι και στην εξοχή που βρίσκεται ή παραμάνα της κόρης σου, υπάρχει φωτιά, νερό, εξέγερση και σίδερο. Αναρωτιέμαι, μάλιστα, μήπως... (Καινούργιο κουδούνισμα. Η μαντάμ Ίρμα σηκώνει μια λαβή και κατεβάζει μια άλλη) . . .μήπως καθάρισαν στο δρόμο τον κύριο Ζόρζ. Αν και, ένας Αρχηγός τής ‘Αστυνομίας ξέρει να πάρει τα μέτρα του. Είναι πονηρός ο Ζοζό μου! (Κοιτάζει την ώρα σ’ ένα ρολόι πού τράβηξε μες απ’ το κορσάζ της) Έχει αργήσει. (Μοιάζει ανήσυχη) Ή δεν τόλμησε να βγει. Είναι πονηρός και χέστης. ΚΑΡΜΕΝ: Όλοι αυτοί οι Κύριοι, για να φτάσουν στα σαλόνια σας, διασχίζουν άφοβα το τουφεκίδι, ενώ εγώ, για να δω την κόρη μου... ΙΡΜΑ: Άφοβα; Χεσμένοι απ’ το φόβο τους, ένα φόβο όμως πού τούς ηδονίζει. Με διεσταλμένα τα ρουθούνια, οσμίζονται, πίσω απ’ το τείχος της φωτιάς και του σίδερου, το όργιο. Συνεχίζουμε, αν θες, τούς λογαριασμούς μας; ΚΑΡΜΕΝ: (έπειτα από σιωπή) Σύνολο, με το Ναύτη και τις απλές ταρίφες, τριάντα δύο χιλιάδες. ΙΡΜΑ: Όσο πιο πολλούς σκοτώνουν στα περίχωρα, τόσο πιο πολλοί άντρες κυλιούνται στα σαλόνια μου... ΚΑΡΜΕΝ: Άντρες; ΙΡΜΑ: (έπειτα από σιωπή) Μερικοί. Τρέχουν στο κάλεσμα πού τούς στέλνουν τα κάτοπτρά μου κι οι πολυέλαιοί μου. Κι είναι πάντα οι ίδιοι. Για τους άλλους, ό ηρωισμός αντικαθιστά τη γυναίκα. ΚΑΡΜΕΝ: (πικρόχολη) Τη γυναίκα;

Page 25: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

25 ΡΜΑ: Πώς αλλιώς να σας ονομάσω, μεγάλες μου, μακροσκελείς μου στείρες; Δεν σας γονιμοποιούν ποτέ αυτοί, κι ωστόσο... αν δεν ήσασταν εσείς εδώ; ΚΑΡΜΕΝ: (συγχρόνως με θαυμασμό και δουλοπρέπεια) Εσείς έχετε τις γιορτές σας, μαντάμ Ίρμα. ΙΡΜΑ: Η θλίψη μου, η μελαγχολία μου προέρχονται απ’ αυτό το παγερό παιχνίδι. Ευτυχώς, έχω τα μπιζού μου. Που κινδυνεύουν, άλλωστε, πολύ. (Ονειροπόλα) Έχω τις γιορτές μου εγώ... κι εσύ τα όργια της καρδιάς σου... ΚΑΡΜΕΝ: . . . αυτά δεν διευκολύνουν τα πράγματα, κυρία. Η κόρη μου μ’ αγαπάει. ΙΡΜΑ: (εδώ έχει πολύ διδακτικό ύφος) Είσαι ή πριγκίπισσα πού, με παιχνίδια κι αρώματα, έρχεται από μακρυά για να τη δει. Η κόρη σου σε τοποθετεί στον Ουρανό. (Ξεσπάει σε γέλια) αυτό πια παραπάει! Υπάρχει, τελικά, κάποιος για τον οποίο το μπορντέλο μου, δηλαδή ή Κόλαση, είναι ό Παράδεισος! Για τη μικρή σου, αυτή ή Κόλαση είν’ ό Παράδεισος! (Γελάει) Θα την κάνεις αργότερα πουτάνα; ΚΑΡΜΕΝ: Μαντάμ Ίρμα! ΙΡΜΑ: Έχεις δίκιο. Πρέπει να σ’ αφήσω στο κρυφό μπορντέλο σου, στο πολύτιμο και ροδαλό πουταναριό σου, στο συναισθηματικό σου κωλάδικο... Πιστεύεις Πως είμαι ωμή; Και τα δικά μου νεύρα τα ‘χει κάνει κουρέλι αυτή η εξέγερση. Περνώ περιόδους φόβου, πανικού, χωρίς εσύ να το καταλαβαίνεις... Μου φαίνεται πώς η εξέγερση δεν έχει στόχο την άλωση των Ανακτόρων αλλά τη λεηλασία των δικών μου σαλονιών. Φοβάμαι, Κάρμεν. Κι όμως, τα έχω δοκιμάσει όλα, ακόμα και την προσευχή. (Χαμογελά βεβιασμένα) Όπως ο παραλυτικός σου που τον θεράπευσε το θαύμα. Σε πληγώνω; ΚΑΡΜΕΝ: (αποφασιστική) Δύο φορές τη βδομάδα, Τρίτη και Παρασκευή, εμφανιζόμουν, γιατί έτσι έπρεπε, ως Άχραντη Παρθένος τής Λούρδης σ’ ένα τραπεζικό υπάλληλο. αυτό για σας σήμαινε λεφτά στο ταμείο σας και δικαίωση του μπορντέλου. Για μένα όμως... ΙΡΜΑ: (έκπληκτη) Το είχες δεχτεί αυτό. Δεν έδειχνες να σε πειράζει. ΚΑΡΜΕΝ: Ήμουν ευτυχισμένη. ΙΡΜΑ: Τότε; Πού βλέπεις το κακό; ΚΑΡΜΕΝ: Είδα την επίδραση πού είχα στο λογιστή μου. Είδα τους σπασμούς του, είδα τον ιδρώτα του, άκουσα τα αγκομαχητά του... ΙΡΜΑ: Αρκετά. Αυτός δεν έρχεται πια. Αναρωτιέμαι, μάλιστα, γιατί. ‘Ο κίνδυνος ίσως. Έμαθε τίποτα ή γυναίκα του; (Παύση) Μπορεί και να πέθανε. Ασχολήσου με τους λογαριασμούς μου. ΚΑΡΜΕΝ: Τη δική μου εμφάνιση δεν πρόκειται ποτέ να την αντικαταστήσουν τα λογιστικά σας. Είχε γίνει τόσο αληθινή όσο ή Λούρδη. Τώρα, μαντάμ Ίρμα, λα μέσα μου στρέφονται προς την κόρη μου. Είναι σ’ έναν αληθινό κήπο... ΙΡΜΑ: Δε θα μπορέσεις να πας κοντά της, και σε λίγο ό κήπος θα βρίσκεται μέσα στην καρδιά σου. ΚΑΡΜΕΝ: Πάψτε! ΙΡΜΑ: (ανελέητη) Η πόλη έχει γεμίσει πτώματα. Όλοι οι δρόμοι είναι κομμένοι. Έχουν εξεγερθεί και οι αγρότες. Για ποιο λόγο, άραγε; Κολλητική αρρώστια; Η εξέγερση είναι μια επιδημία. Έχει της επιδημίας τον μοιραίο και ιερό χαρακτήρα. Έτσι κι αλλιώς, η δική μας απομόνωση θα γίνεται όλο και πιο μεγάλη. Οι επαναστάτες τα ‘χουν βάλει με τον Κλήρο, με το Στρατό, τη Δικαστική Αρχή, μ’ εμένα, την Ίρμα, μάνα ρουφιάνα και μαντάμ μπορντέλου. Εσένα, θα σε σκοτώσουν, θα σε ξεκοιλιάσουν, και την κόρη σου θα την υιοθετήσει κάποιος ενάρετος αντάρτης. Αυτά θα είναι τα στερνά μας. (Ανατριχιάζει)

(Ξαφνικά κουδούνισμα. Ή Ίρμα τρέχει στο μηχάνημα, κοιτάζει κι ακούει όπως προηγουμένως)

Page 26: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

26ΙΡΜΑ: Σαλόνι 24, το Σαλόνι τής Άμμου. Τι δεν πάει καλά;

(Κοιτάζει προσεχτικά. Μεγάλη σιωπή) ΚΑΡΜΕΝ: (πού είχε καθίσει στην τουαλέτα τής Ίρμας και ξανάρχισε τούς λογαριασμούς. Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι) Η Λεγεώνα των Ξένων; ΙΡΜΑ: (με το μάτι κολλημένο στο μηχάνημα) Ναι. Ο ηρωικός Λεγεωνάριος που σωριάζεται νεκρός στην άμμο. Η Ραχήλ του κάρφωσε η ανόητη στο αυτί ένα μικρό βέλος. Παραλίγο να τον παραμορφώσει. Τι ιδέα κι αυτή, να κάθεσαι να σε σημαδεύει ένας δήθεν Άραβας κι εσύ να πεθαίνεις — τρόπος του λέγειν, βέβαια! — σε στάση προσοχής πάνω σ’ έναν αμμόλοφο! (Σιωπή. Κοιτάζει προσεχτικά) Α, τον περιποιείται ή Ραχήλ. Του ετοιμάζει έναν επίδεσμο, κι αυτός μοιάζει ευτυχισμένος. (Κοιτάζει με πολύ ενδιαφέρον) Μπα, μπα! Σα να του αρέσει αυτό. Κάτι μου λέει πως θέλει ν’ αλλάξει. το σενάριο, κι από σήμερα να πεθαίνει σε στρατιωτικό νοσοκομείο, με μια νοσοκόμα στο πλευρό του... Θα χρειαστούμε καινούργια στολή. Πάλι έξοδα. (Ξαφνικά ανήσυχη) Όχι, αυτό δε μ’ αρέσει. Δε μ’ αρέσει καθόλου. αυτή ή Ραχήλ μ’ ανησυχεί όλο και περισσότερο. Το καλό που της θέλω, μη μου παίξει το παιχνίδι τής Σαντάλ. (Γυρίζει την πλάτη της στο μηχάνημα. Στην Κάρμεν) Αλήθεια, απ’ τη Σαντάλ τίποτα; ΚΑΡΜΕΝ: Τίποτα. ΙΡΜΑ: (ξαναγυρίζει στο μηχάνημα) Κι αυτό το μηχάνημα δε δουλεύει καλά! Τι της λέει; Κάτι. της εξηγεί... Τον ακούει... Τον καταλαβαίνει. Φοβάμαι πώς κι αυτός καταλαβαίνει. (Καινούργιο κουδούνισμα. Τραβάει μια άλλη λαβή και κοιτάζει) Ψευδής συναγερμός. Φεύγει ό υδραυλικός. ΚΑΡΜΕΝ: Ποιος υδραυλικός; ΙΡΜΑ: Ο αληθινός. ΚΑΡΜΕΝ: Ποιος είν’ ό αληθινός; ΙΡΜΑ: Εκείνος πού φτιάχνει τούς νεροχύτες. ΚΑΡΜΕΝ: Ο άλλος είναι ψεύτικος; ΙΡΜΑ: (σηκώνει τούς ώμους, τραβάει την πρώτη λαβή) Α, το είπα εγώ. Οι τρεις-τέσσερις σταγόνες αίμα πού έτρεξαν απ’ το αυτί του, τον ενέπνευσαν. Τώρα νανουρίζεται. Αύριο το πρωί, θα πάει περδίκι στην πρεσβεία του. ΚΑΡΜΕΝ: Είναι παντρεμένος, ε; ΙΡΜΑ: Το έχω σαν αρχή να μη μιλώ για την ιδιωτική ζωή των επισκεπτών μου. Το Μεγάλο Μπαλκόνι είναι παγκόσμια γνωστό. Είναι ο πιο έμπειρος αλλά κι ό πιο έντιμος οίκος ψευδαισθήσεων... ΚΑΡΜΕΝ: Έντιμος; ΙΡΜΑ: Διακριτικός. Αδιάκριτη! Καλύτερα να μιλάμε μεταξύ μας μ’ ανοιχτά χαρτιά: σχεδόν όλοι είναι παντρεμένοι.

(Σιωπή) ΚΑΡΜΕΝ: (σκεφτική) Όταν είναι με τις γυναίκες τους, και κάνουν έρωτα μαζί τους, διατηρούν άραγε τη γιορτή, την πολύ περιορισμένη, τη μικροσκοπική, πού γιορτάζουν μέσα σ’ ένα μπορντέλο… ΙΡΜΑ: (την επαναφέρει στην τάξη) Κάρμεν! ΚΑΡΜΕΝ: Με συγχωρείτε, κυρία... σ’ έναν οίκο ψευδαισθήσεων. Έλεγα, διατηρούν άραγε τη μικροσκοπική γιορτή πού γιορτάζουν μέσα σ’ έναν οίκο ψευδαισθήσεων, κάπου μακρυά στα βάθη του μυαλού τους, αλλά παρούσα;

Page 27: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

27 ΙΡΜΑ: Δεν αποκλείεται, μικρό μου. Πρέπει να υπάρχει κάτι εκεί μέσα. Σαν ένα λαμπιόνι πού ξέμεινε από μια Εθνική Γιορτή και περιμένει την επόμενη. Ή, αν προτιμάς, σαν ένα αδιόρατο φως σ’ ένα αδιόρατο παράθυρο ενός αδιόρατου πύργου που αυτοί μπορούν αστραπιαία να τον μεγεθύνουν και να παν εκεί ν’ αναπαυθούν. (Θόρυβος πολυβόλου) Τους ακούς; Πλησιάζουν. Με ψάχνουν για να με σφάξουν. ΚΑΡΜΕΝ: (συνεχίζει τη σκέψη της) Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να είν’ ευχάριστα μέσα σ’ ένα αληθινό σπίτι. ΙΡΜΑ: (όλο και πιο τρομοκρατημένη) Θα καταφέρουν να περικυκλώσουν το μπορντέλο προτού φτάσει ό κ. Ζόρζ... Ένα πρέπει να ‘χουμε στο μυαλό μας — αν τη γλυτώσουμε. Το καπιτονέ πού ντύσαμε τούς τοίχους, δεν φτάνει, οι χαραμάδες στα παράθυρα δεν είναι αρκετά βουλωμένες. Ακούμε όσα γίνονται στο δρόμο. Άρα, κι απ’ το δρόμο θα πρέπει ν’ ακούγονται όσα γίνονται στο σπίτι... ΚΑΡΜΕΝ: (πάντα σκεφτική) Μέσα σ’ ένα αληθινό σπίτι, θα πρέπει να είν’ ευχάριστα... ΙΡΜΑ: Ποιος ξέρει! Αν αρχίσουν όμως τα κορίτσια μου να βάζουν τέτοιες σκέψεις στο μυαλό τους, Κάρμεν, αυτό θα είναι ή καταστροφή του μπορντέλου. Πραγματικά, το πιστεύω πως σου λείπει η εμφάνισή σου. Άκου, μπορώ να κάνω κάτι για σένα. Το είχα υποσχεθεί στη Ρεζίν, το χαρίζω όμως σε σένα. Αν θέλεις, βέβαια. Χτες, μου ζήτησαν τηλεφωνικώς μία Αγία Τερέζα... (Σιωπή) Α, εξυπακούεται, από την Άχραντη Παρθένο στην Αγία Τερέζα, είναι ξεπεσμός, απ’ το τίποτα όμως... (Σιωπή) Δε μιλάς; Πρόκειται για έναν τραπεζίτη. Ξέρεις, πολύ καθαρός. Καθόλου απαιτητικός. Σου τον χαρίζω. Αν, φυσικά, εξοντωθούν οι αντάρτες. ΚΑΡΜΕΝ: Αγαπούσα το φόρεμά μου, το πέπλο μου και την τριανταφυλλιά μου. ΙΡΜΑ: Και στην Αγία Τερέζα’ υπάρχει τριανταφυλλιά. Σκέψου το.

(Σιωπή) ΚΑΡΜΕΝ: Και ποια θα είναι η αυθεντική λεπτομέρεια; ΙΡΜΑ: Το δαχτυλίδι. Αυτός τα έχει προβλέψει όλα. Η βέρα του γάμου. Ξέρεις πώς κάθε μοναχή, ως νύμφη τού Θεού, φοράει βέρα. (Κίνηση απορίας της Κάρμεν) Ναι. Από κει θα ξέρει πώς έχει να κάνει με μια αληθινή καλόγρια. ΚΑΡΜΕΝ: Κι ή ψεύτικη λεπτομέρεια; ΙΡΜΑ: Σχεδόν πάντα ή ίδια. Κάτω απ’ το μάλλινο ράσο, μαύρες δαντέλες. Λοιπόν; Δέχεσαι; Έχεις την τρυφερότητα που του αρέσει, θα ευχαριστηθεί. ΚΑΡΜΕΝ: Είστε πραγματικά καλή πού τον σκεφτόσαστε. ΙΡΜΑ: Εσένα σκέφτομαι. ΚΑΡΜΕΝ: Μαντάμ Ίρμα, το έλεγα χωρίς ειρωνεία ότι είστε καλή. Το σπίτι αυτό είναι μια παρηγοριά. Ανεβάζετε τις παράνομες παραστάσεις όλων αυτών... Είστε προσγειωμένη. Απόδειξη: γεμίζετε τις τσέπες σας. Εκείνοι... θα πρέπει να είναι δυσάρεστο όταν ξυπνούν. Μόλις τελειώνουν, πρέπει να τα πιάσουν πάλι όλα απ’ την αρχή. ΙΡΜΑ: Ευτυχώς για μένα. ΚΑΡΜΕΝ: …όλα απ’ την αρχή, και πάντα την ίδια περιπέτεια. Απ’ την οποία δεν θα ‘θελαν ποτέ ν’ απαλλαγούν. ΙΡΜΑ: Δεν έχεις καταλάβει τίποτα εσύ. Εγώ το βλέπω στα μάτια τους: το μυαλό τους είναι καθαρό μετά. Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, αρχίζουν να καταλαβαίνουν τα μαθηματικά. Αγαπούν τα παιδιά τους και την πατρίδα τους. Όπως εσύ. ΚΑΡΜΕΝ: (επαίρεται) Κόρη ανώτερου αξιωματικού... ΙΡΜΑ: Ξέρω. Χρειάζεται πάντα μια τέτοια στο μπορντέλο. Μην ξεχνάς όμως πως, στη ζωή, ό Στρατηγός, ό Επίσκοπος κι ό Δικαστής είναι... ΚΑΡΜΕΝ: Για ποιους μιλάτε; ΙΡΜΑ: Για τους αληθινούς.

Page 28: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

28ΚΑΡΜΕΝ: Ποιοι είναι οι αληθινοί; Οι δικοί μας; ΙΡΜΑ: Οι άλλοι. Στη ζωή, είναι στυλοβάτες μιας θεαματικής λιτανείας που οφείλουν να τη σύρουν στη λάσπη της πραγματικότητας και της καθημερινότητας. Εδώ μέσα, ή Θεατρικότητα, ή Φαινομενικότητα, διατηρούνται καθαρές. Διατηρείται ανέπαφη ή Γιορτή. ΚΑΡΜΕΝ: Οι γιορτές που μου δωρίζω εγώ, είναι... ΙΡΜΑ: (τη διακόπτει) Τις ξέρω. Είναι να ξεχνάς τις δικές τους. ΚΑΡΜΕΝ: Με κατηγορείτε γι’ αυτό; ΙΡΜΑ: Οι δικές τους γιορτές είναι να ξεχνούν τις δικές σου. Κι αυτοί αγαπούν τα παιδιά τους. Μετά.

(Καινούργιο κουδούνισμα, όπως τα προηγούμενα. Η Ίρμα, που, εξακολουθεί να κάθεται δίπλα στο μηχάνημα, γυρίζει, κολλάει το μάτι της στη διόπτρα και φέρνει στο αφτί της το

ακουστικό. Η Κάρμεν ξαναρχίζει τους λογαριασμούς της) ΚΑΡΜΕΝ: (χωρίς να σηκώσει το κεφάλι) Ο κύριος Αρχηγός της Αστυνομίας; ΙΡΜΑ: (περιγράφοντας τη σκηνή) Όχι. Το γκαρσόνι. Μόλις ήρθε. θ’ αρχίσει πάλι τη γκρίνια... Ορίστε, να, βάζει τις φωνές επειδή ή Ελυάν παρουσιάστηκε μ’ άσπρη ποδιά. ΚΑΡΜΕΝ: Σας είχα προειδοποιήσει Πως τη θέλει ροζ. ΙΡΜΑ: Θα πας αύριο στο παζάρι, αν είν’ ανοιχτό. Θ’ αγοράσεις κι ένα φτερό για τον υπάλληλο των σιδηροδρόμων. Ένα πράσινο. ΚΑΡΜΕΝ: Αρκεί να μην ξεχάσει η Ελυάν ν’ αφήσει να της πέσει καταγής το πουρμπουάρ. Αυτός απαιτεί μια αληθινή εξέγερση. Και βρώμικα ποτήρια. ΙΡΜΑ: Όλοι τα θέλουν όλα όσο γίνεται πιο αληθινά... Μαζί με κάτι απροσδιόριστο που θα τα κάνει να μην είν’ αληθινά. (Αλλάζει τόνο) Κάρμεν, εγώ η ίδια αποφάσισα να ονομάσω οίκο ψευδαισθήσεων την επιχείρησή μου, δεν είμαι όμως παρά η διευθύντριά του. Ο κάθε ένας απ’ αυτούς, όταν χτυπάει το κουδούνι και μπαίνει μέσα, φέρνει μαζί του το τέλεια οργανωμένο του σενάριο. Σε μένα, το μόνο πού απομένει, είναι να νοικιάζω το δωμάτιο και να προμηθεύω τα σύνεργα και τους ηθοποιούς, αρσενικούς και θηλυκούς. Κατάφερα, κορίτσι μου, να αποσπάσω αυτό το σπίτι απ’ το χώμα — καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Εδώ και πολύ καιρό το έχω ξαμολύσει, κι αυτό πετάει. Έχω κόψει τα σχοινιά. Κι αυτό πετάει. Ή αν προτιμάς, αρμενίζει στον ουρανό όπου με παίρνει κι μένα μαζί του. Λοιπόν, αγάπη μου... — αν μου επιτρέπεις κάποια τρυφερόλογα — κάθε πατρόνα έχει πάντα, κατά παράδοση, μια ιδιαίτερη αδυναμία σε κάποια απ’ τις κοπέλες της... ΚΑΡΜΕΝ: Το είχα προσέξει, κυρία. Κι εγώ μερικές φορές... (Κοιτάζει με περιπάθεια τη μαντάμ Ίρμα) ΙΡΜΑ: (σηκώνεται και την κοιτάζει) Μ’ αναστατώνεις, Κάρμεν. (Μεγάλη σιωπή) Ας επανέλθουμε όμως. Αγάπη μου, το σπίτι πραγματικά αποκολλάται, απογειώνεται, απέρχεται στους ουρανούς όταν, κρυφά μες στην καρδιά μου αλλά με απόλυτη ακριβολογία, ονομάζω τον εαυτό μου μαντάμ ενός μπορντέλου. Αγάπη μου, όταν, κρυφά, μέσα στη σιωπή, σιωπηλά επαναλαμβάνω στον εαυτό μου, Είσαι μια ρουφιάνα, μια πατρόνα πουταναριού και γαμηστρώνα’, όλα αγάπη μου, (ξαφνικά, λυρική) όλα υπερίπτανται: πολυέλαιοι, καθρέφτες, χαλιά, πιάνα, καρυάτιδες, και τα σαλόνια μου, τα διάσημα σαλόνια μου: το σαλόνι-Αχυρώνας, διακοσμημένο μ’ αγροτικές σκηνές, το σαλόνι των Βασανιστηρίων, πιτσιλισμένο με αίμα και δάκρυα, το σαλόνι-αίθουσα του Θρόνου, στρωμένο με βελούδο βασιλικό, το σαλόνι των Κατόπτρων, το σαλόνι της Επίδειξης, το σαλόνι με τους αρωματισμένους Πίδακες, το σαλόνι-Ουρητήριο, το σαλόνι της Αμφιτρίτης, το σαλόνι-Σεληνόφως, όλα: σαλόνια, πετάνε στον αέρα. — Α, ξέχασα το σαλόνι των Ζητιάνων, των Κουρελήδων, όπου μεγαλύνονται ή ρυπαρότητα και η αθλιότητα. Ξαναρχίζω: σαλόνια, κορίτσια... (Συνέρχεται) Α, ξέχασα, το ωραιότερο απ’ όλα, κόσμημα ύψιστο, στέμμα του οικοδομήματος — αν κάποια μέρα τελειώσει η

Page 29: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

29 κατασκευή του. Μιλώ για το νεκρώσιμο σαλόνι, στολισμένο με μαρμάρινες τεφροδόχους, το σαλόνι μου τού πανηγυρικού θανάτου, ό Τάφος! Το σαλόνι Μαυσωλείο... Ξαναρχίζω: σαλόνια, κορίτσια, κρύσταλλα, δαντέλες, μπαλκόνι, όλα το βάζουν στα πόδια, ανυψώνονται και μ’ ανυψώνουν!

(Μεγάλη σιωπή. 0ι δύο γυναίκες στέκονται ακίνητες, όρθιες, ή μία απέναντι στην άλλη) ΚΑΡΜΕΝ: Τι όμορφα που μιλάτε! ΙΡΜΑ: (σεμνή) Είμαι του Δημοτικού. ΚΑΡΜΕΝ: Το είχα καταλάβει. Εμένα, ό πατέρας μου, συνταγματάρχης του πυροβολικού. ΙΡΜΑ: (τη διορθώνει μ’ αυστηρότητα) Ιππικού, αγαπητή μου. ΚΑΡΜΕΝ: Συγνώμη. Έχετε δίκιο. Συνταγματάρχης του ιππικού, ήθελε να με μορφώσει. Δυστυχώς!... Εσείς τα καταφέρατε. Γύρω απ’ το ωραίο άτομό σας μπορέσατε να οργανώσετε ένα μεγαλειώδες θέατρο, μία γιορτή που ή αίγλη της σας τυλίγει και σας κρύβει απ’ τον κόσμο. Ο πουτανισμός σας χρειαζόταν αυτή τη θεαματικότητα. Εγώ όμως; θα έχω μόνο τον εαυτό μου, και θ είμαι μόνο ό εαυτός μου; Όχι, κυρία. Με τη βοήθεια τής διαστροφής και της μιζέριας των αντρών, είχα κι εγώ την ώρα της δικής μου δόξας! Από δω μέσα, με το ακουστικό στο αυτί και στο μάτι τη διόπτρα, μπορούσατε να με βλέπετε ορθωμένη, δεσποτική και συγχρόνως καλή, μητρική και τόσο πολύ θηλυκή, με το τακούνι μου πάνω στο ερπετό από χαρτόνι και στα τριαντάφυλλα από τριανταφυλλί χαρτί. Μπορούσατε να δείτε και τον τραπεζικό υπάλληλο να γονατίζει μπροστά μου, και να λιποθυμάει μόλις εμφανιζόμουν. Δυστυχώς, σας είχε γυρισμένη την πλάτη, και δεν είδατε ούτε το εκστατικό του βλέμμα, ούτε τούς ξέφρενους χτύπους τής καρδιάς μου. Το γαλάζιο πέπλο μου, το γαλάζιο μου φόρεμα, τη γαλάζια ποδιά μου, τα γαλάζια μου μάτια... ΙΡΜΑ: Καστανά! ΚΑΡΜΕΝ: Γαλάζια, εκείνη τη μέρα. Γι’ αυτόν, ήμουν σα να κατέβαινε ο Ουρανός ο ίδιος και τον άγγιζε στο μέτωπο ευλογώντας τον. Ήμουν ή Παναγία, μια Παναγία που μπροστά της ένας Ισπανός θα μπορούσε να προσευχηθεί και να πάρει όρκο. Μού τραγουδούσε, γιατί με ταύτιζε με το χρώμα πού αγαπούσε, κι όταν με κουβαλούσε στο κρεβάτι, εισχωρούσε μέσα στο γαλάζιο. Άλλη εμφάνιση όμως δεν πρόκειται να ξανακάνω. ΙΡΜΑ: Σου πρότεινα την Αγία Τερέζα. ΚΑΡΜΕΝ: Δεν είμαι έτοιμη, κυρία Ίρμα. Πρέπει να ξέρω τι θα απαιτήσει ό πελάτης. Είναι ρυθμισμένα όλα; ΙΡΜΑ: Κάθε πουτάνα πρέπει — με συγχωρείς αλλά εκεί που φτάσαμε, ας μιλήσουμε άντρας προς άντρα — κάθε πουτάνα πρέπει να μπορεί να αντιμετωπίζει οποιαδήποτε κατάσταση. ΚΑΡΜΕΝ: Είμαι μια απ’ τις πουτάνες σας, μαντάμ, και μια απ’ τις καλύτερες, καυχιέμαι γι’ αυτό. Μέσα σε μια βραδυά μου έτυχε να κάνω... ΙΡΜΑ: Τις επιδόσεις σου τις ξέρω... Όταν όμως ενθουσιάζεσαι με τη λέξη πουτάνα, όταν την επαναλαμβάνεις στον εαυτό σου και τη στολίζεσαι σαν... σαν... σαν... (ψάχνει κα βρίσκει)... σαν ένα κόσμημα, αυτό δεν είναι όπως όταν χρησιμοποιώ εγώ την ίδια λέξη για να προσδιορίσω ένα λειτούργημα. Έχεις όμως δίκιο, αγάπη μου, που εξυψώνεις το επάγγελμά σου και το μετατρέπεις σε δόξα. Κάντο να λάμψει. Λάμψε κι εσύ απ’ αυτό, αν δεν έχεις παρά μόνο αυτό. (Τρυφερή) Θα κάνω τα πάντα για να σε βοηθήσω σ’ αυτό... Δεν είσαι μόνο, απ’ όλα τα κορίτσια μου, το πιο πολύτιμο πετράδι. Είσαι κι αυτή στην οποία εναποθέτω όλη μου την τρυφερότητα. Μείνε όμως μαζί μου... Θα τολμούσες να μ’ εγκαταλείψεις τη στιγμή πού από παντού τα πάντα τρίζουν; Ο Θάνατος — ο αληθινός, ο

Page 30: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

30 οριστικός είναι μπροστά στην πόρτα μου, είναι κάτω απ’ τα παράθυρά μου... (Θόρυβος πολυβόλου) Ακούς; ΚΑΡΜΕΝ: Ο Στρατός μάχεται θαρραλέα. ΙΡΜΑ: Ακόμα πιο θαρραλέα οι επαναστάτες. Κι είμαστε δίπλα στην Μητρόπολη, δυο βήματα απ’ την Αρχιεπισκοπή. Το κεφάλι μου δεν έχει επικηρυχτεί, όχι, θα ήταν πολύ ωραίο αυτό, ξέρουν όμως ότι κάνω το τραπέζι σε προσωπικότητες. Άρα, μ’ έχουν στο σημάδι. Και μέσα στο σπίτι δεν υπάρχουν άντρες. ΚΑΡΜΕΝ: Ο κύριος Αρτύρ; ΙΡΜΑ: Με δουλεύεις; Αυτό το πράμα δεν είναι άντρας. Είναι εργαλείο. Εξάλλου, μόλις τελειώσει το κομμάτι του, θα τον στείλω να δει τι γίνεται ό κ. Ζόρζ. ΚΑΡΜΕΝ: Στη χειρότερη περίπτωση... ΙΡΜΑ: Αν δηλαδή νικήσουν οι επαναστάτες; Είμαι χαμένη. Εργάτες είναι. Χωρίς φαντασία. Σεμνότυφοι. Μπορεί κι ενάρετοι. ΚΑΡΜΕΝ: Θα συνηθίσουν γρήγορα στην ακολασία. Λίγη πλήξη αρκεί... ΙΡΜΑ: Κάνεις λάθος. Ή δε θα επιτρέψουν στον εαυτό τους να πλήξει. Ή πιο εκτεθειμένη όμως απ’ όλους είμαι εγώ. Μ’ εσάς τα κορίτσια είν’ αλλιώς. Σε κάθε επανάσταση υπάρχει ή μεταρσιωμένη πόρνη πού ψάλλει τον Εθνικό Ύμνο και ξαναγίνεται παρθένα. Θα είσαι εσύ αυτή; Οι άλλες θα δίνουν σαν αγίες νερό στους ετοιμοθάνατους. Μετά... θα σας παντρευτούν. Θα σου άρεσε να γίνεις νύφη; ΚΑΡΜΕΝ: Άνθη λεμονιάς, τούλια... ΙΡΜΑ: Μπράβο σου, σκρόφα! Για σένα, παντρεμένη σημαίνει μεταμφιεσμένη. Αγάπη μου, ανήκεις στο δικό μας Κόσμο εσύ. Όχι, ούτ’ εγώ σε φαντάζομαι παντρεμένη. Εξάλλου, εκείνο, το μόνο που έχουν στο μυαλό τους είναι να μας δολοφονήσουν. Θα έχουμε ωραίο θάνατο, Κάρμεν. Θα είναι τρομερός ό θάνατος αυτός και μεγαλοπρεπής. Δεν αποκλείεται να παραβιάσουν τα σαλόνια μου, να σπάσουν τα κρύσταλλά μου, να ξεσχίσουν τα μπροκάρ μου, και να μας σφάξουν... ΚΑΡΜΕΝ: Θα δείξουν έλεος... ΙΡΜΑ: Το μόνο που δε θα δείξουν. Η φρενίτιδά τους φτάνει στο παραλήρημα όταν ξέρει πως γίνεται ιερόσυλη. Με κράνη και μπότες, με κασκέτα και ξεκούμπωτοι, θα μας ξεκάνουν δια πυρός και σιδήρου. Θα είναι πάρα πολύ όμορφο αυτό. Δεν πρέπει να ποθούμε διαφορετικό τέλος. Και συ σκέφτεσαι να φύγεις... ΚΑΡΜΕΝ: Μα, Κυρία Ίρμα... ΙΡΜΑ: Εδώ το σπίτι πάει να γίνει στάχτη, το ρόδο να μαχαιρωθεί, κι εσύ, Κάρμεν, ετοιμάζεσαι να πάρεις πόδι! ΚΑΡΜΕΝ: Το λόγο τον ξέρετε. ΙΡΜΑ: Η κόρη σου είναι νεκρή. ΚΑΡΜΕΝ: Κυρία! ΙΡΜΑ: Νεκρή ή ζωντανή, ή κόρη σου είναι νεκρή. Φαντάσου τον τάφο της, στολισμένο με μαργαρίτες και στέφανα από μαργαριτάρια, στο βάθος ενός κήπου... κι αυτόν τον κήπο στο βάθος της καρδιάς σου όπου θα μπορείς να τον περιποιείσαι... ΚΑΡΜΕΝ: Θα ήθελα πολύ να την ξαναδώ... ΙΡΜΑ: (συνεχίζει την προηγούμενη φράση της) . . .την εικόνα της μέσα στην εικόνα του κήπου και τον κήπο μέσα στην καρδιά σου κάτω απ’ το φλογισμένο φόρεμα τής Αγίας Τερέζας. Διστάζεις; Σου χαρίζω τον πιο ποθητό θάνατο, κι εσύ διστάζεις; Είσαι δειλή; ΚΑΡΜΕΝ: Ξέρετε πολύ καλά πως σας είμαι αφοσιωμένη. ΙΡΜΑ: Τους αριθμούς θα σου διδάξω! Τους υπέροχους αριθμούς που θα μας κάνουν να περνάμε μαζί τις νύχτες καλλιγράφοντάς τους. ΚΑΡΜΕΝ: (γλυκά) Ο πόλεμος μαίνεται. Το είπατε κι ή ίδια. Έρχονται τα στίφη. ΙΡΜΑ: (θριαμβεντικά) Τα στίφη! Εμείς όμως έχουμε τις κουστωδίες μας, τα στρατεύματά μας, τις πολιτοφυλακές μας, λεγεώνες, τάγματα, σκάφη, αγγελιοφόρους, σάλπιγγες,

Page 31: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

31 τρομπέτες, Τα χρώματά μας, φλάμπουρα, λάβαρα, παντιέρες... και τούς αριθμούς μας, για να μάς οδηγήσουν στην καταστροφή! Μήπως στο θάνατο; Βέβαιος είναι ό θάνατος, αλλά ποιος θάνατος και πώς θάνατος; (Μελαγχολικά) Εκτός κι αν ό Ζόρζ είν’ ακόμα παντοδύναμος... Κυρίως, αν μπορέσει να διασχίσει τα στίφη και ‘ρθεί μας σώσει. (Πολύ βαθύς αναστεναγμός) Θα με ντύσεις. Προηγουμενως όμως, θα επιτηρήσω τη Ραχήλ.

(Ίδιο κουδούνισμα όπως και πριν. Η Ίρμα κολλάει το μάτι της στη διόπτρα) Μ’ αυτό το μηχάνημα τούς βλέπω, ακούω μάλιστα και τούς αναστεναγμούς τους.

(Σιωπή. Κοιτάζει) Βγαίνει ό Χριστός με τη συνοδεία του. Ποτέ δεν κατάλαβα για ποιο λόγο βάζει να τον δένουν στο σταυρό με σχοινιά που τα φέρνει σε μια βαλίτσα. Λες να είναι αγιασμένα; Κι όταν γυρίζει σπίτι, πού τα βάζει; Σκασίλα μου! Για να δούμε και τη Ραχήλ. (Τραβάει μια άλλη λαβή) Α, τέλειωσαν. Κουβεντιάζουν. Τακτοποιούν τα βέλη, το τόξο, τους επιδέσμους, το άσπρο πηλίκο... Όχι, δεν μου αρέσει καθόλου ό τρόπος πού κοιτάζονται. Το μάτι τους είναι καθαρό. (Στρέφεται προς την Κάρμεν) Ιδού οι κίνδυνοι απ’ τις περιποιήσεις. θα ‘ταν καταστροφή αν σι πελάτες μου αντάλλασσαν με τα κορίτσια μου ένα φιλικό χαμόγελο, ένα βλέμμα, ένα σκούντημα, ένα καλαμπούρι. αυτό θα ήταν πιο ολέθριο κι από τον έρωτα. (Τραβάει μηχανικά τη λαβή κι αφήνει το ακουστικό. Σκεφτική) Θα πρέπει να τέλειωσε ο Αρτύρ το κομμάτι του. Όπου να ‘ναι έρχεται... Ντύσε με. ΚΑΡΜΕΝ: Τι θα βάλετε; ΙΡΜΑ: Το κρεμ ντεζαμπιγιέ. (Η Κάρμεν ανοίγει την πόρτα μιας ιματιοθήκης και βγάζει το ντεζαμπιγιέ, ενώ η Ίρμα λύνει

τη ζώνη του ταγιέρ της) ΙΡΜΑ: Για πες μου, Κάρμεν, η Σαντάλ;... ΚΑΡΜΕΝ: Κυρία; ΙΡΜΑ: Ναι. Πες μου για τη Σαντάλ, τι ξέρεις; ΚΑΡΜΕΝ: Εξέτασα όλα τα κορίτσια. Τη Ροζίν, την Ελυάν, τη Φλοράνς, τη Μαρλύζ. Έχουν ετοιμάσει την αναφορά τους. Θα σας τη δώσω. Δεν έμαθα όμως τίποτα σπουδαίο απ’ αυτές. Πριν ξεσπάσει ένας καβγάς, είναι εύκολο να κατασκοπεύεις. Στη διάρκειά του, αυτό γίνεται πιο δύσκολο. Οι παρατάξεις είναι πιο σαφείς στην αρχή, μπορείς να διαλέξεις. Όταν η ειρήνη είναι απόλυτη, η κατάσταση γίνεται πολύ συγκεχυμενη. Κανείς δεν ξέρει ποιος προδίδει ποιόν. Ούτε καν αν προδίδει. Για τη Σαντάλ, Τίποτα πια. Δεν ξέρουμε αν ζει η αν πέθανε. ΙΡΜΑ: Πες μου όμως, εσένα δε σ’ απασχολεί αυτό καθόλου; ΚΑΡΜΕΝ: Καθόλου. Μπαίνω σε μπορντέλο σημαίνει απαρνούμαι τον Κόσμο. Εδώ είμαι, εδώ θα μείνω. Η πραγματικότητά μου είναι οι καθρέφτες σας, οι διαταγές σας και τα ανθρώπινα πάθη. Ποια μπιζού; ΙΡΜΑ: Τα διαμαντικά. Τα μπιζού μου! Το μόνο αληθινό πού έχω. Τώρα που είμαι σίγουρη πώς όλα τ’ άλλα είναι σκάρτα, έχω τα μπιζού μου. Όπως άλλοι έχουν ένα κοριτσάκι στον κήπο. Ποιος προδίδει; Διστάζεις; ΚΑΡΜΕΝ: Όλες αυτές οι κυρίες είναι επιφυλακτικές μαζί μου. Εγώ καταγράφω την αναφορά τους, τη μεταβιβάζω σ’ εσάς, εσείς τη μεταβιβάζετε στην Αστυνομία, η Αστυνομία την ελέγχει... Δεν ξέρω τίποτα εγώ. ΙΡΜΑ: Είσαι νουνεχής. Δώσ’ μου ένα μαντήλι...

Page 32: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

32 ΚΑΡΜΕΝ: (φέρνοντας ένα δαντελένιο μαντήλι) Η ζωή, όταν την κοιτάζει κανείς από δω μέσα, όπου οι άντρες έτσι ή αλλιώς ξεγυμνώνονται, μου φαίνεται τόσο απόμακρη, τόσο βαθιά, ώστε γίνεται το ίδιο εξωπραγματική με μια ταινία με τη γέννηση του Χριστού στη φάτνη. Όταν ένας άντρας, μέσα σ’ ένα δωμάτιο, ξεχνιέται σε σημείο πού να λέει: Αύριο βράδυ θα καταλάβουμε το Οπλοστάσιο’, έχω την εντύπωση ότι διαβάζω μια πρόστυχη φράση γραμμένη στον τοίχο. Η πράξη του γίνεται τόσο παλαβή, τόσο... ογκώδης, όσο κι αυτά πού κατά κάποιον τρόπο περιγράφονται σε κάποιους τοίχους... Όχι, δεν είμαι μυαλωμένη.

Page 33: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

33

ΖΑΝ ΖΕΝΕ Μετάφραση: ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΟΟΙΙ ΔΔΟΟΥΥΛΛΕΕΣΣ

Μονόπρακτο

ΚΛΑΙΡΗ: (μόνη) Γιατί ή Κυρία είναι καλή! Ή Κυρία είναι ωραία! Ή Κυρία είναι γλυκιά! Αλλά κι εμείς δεν είμαστε αχάριστες, και κάθε βράδι, εκεί πάνω στη σοφίτα μας, όπως ρητά το διέταξε η Κυρία, προσευχόμαστε γι’ αυτήν. Ποτέ δεν υψώσαμε φωνή και, μπροστά της, δεν τολμάμε καν να μιλήσουμε στον ενικό. Έτσι μας σκοτώνει η Κυρία με τη γλυκύτητά της! Μας δηλητηριάζει με την καλωσύνη της. Γιατί ή Κυρία είναι καλή! Ή Κυρία είναι ωραία! Η Κυρία είναι γλυκιά! Μας επιτρέπει να κάνουμε ένα μπάνιο κάθε Κυριακή, και μέσα στην ίδια της τη μπανιέρα. Μας πετάει που και που καμιά καραμέλα. Μας πνίγει στα μαραμένα λουλούδια. Η Κυρία ετοιμάζει το ζεστό μας. Η Κυρία μας μιλάει για τον Κύριο μέχρι να κιτρινίσουμε από τη ζήλεια. Γιατί ή Κυρία είναι καλή! Η Κυρία είναι ωραία! Ή Κυρία είναι γλυκιά! ΣΟΛΑΝΖ: (που μόλις γύρισε) Δεν ήπιε; Θέλει και ρώτημα; Έπρεπε να το περιμένω. Ωραία τα κατάφερες. ΚΛΑΙΡΗ: Ήθελα να σ’ έβλεπα στη θέση μου. ΣΟΛΑΝΖ: Εμένα ήξερες να με ειρωνεύεσαι. Η Κυρία μάς ξέφυγε, Κλαίρη ! Η Κυρία μάς γλίτωσε. Μα πώς μπόρεσες να την αφήσεις να φύγει; Τώρα πάει να βρει τον Κύριο, Θα καταλάβουν τα πάντα. Είμαστε χαμένες, Καταλαβαίνεις; ΚΛΑΙΡΗ: Μη μου φορτώνεσαι. Έριξα στο τήλιο της το γκαρντενάλ. Δεν ήθελε να το πιει. Τι φταίω εγώ... ΣΟΛΑΝΖ: Όπως πάντα! ΚΛΑΙΡΗ: … αν εσένα σ’ έκαιγε ή γλώσσα σου να αναγγείλεις τη μεγάλη είδηση, την απελευθέρωση τού Κυρίου. ΣΟΛΑΝΖ: Η φράση άρχισε στο δικό σου το στόμα... ΚΛΑΙΡΗ: Για να συμπληρωθεί στο δικό σου. ΣΟΛΑΝΖ: Έκανα ό,τι μπορούσα. Προσπάθησα να συγκρατήσω τις λέξεις. Α, όχι! Μην αντιστρέφεις την κατηγορία. Σου είχα προετοιμάσει την επιτυχία. Είχα υπολογίσει τα πάντα. Για να σου δώσω καιρό, κατέβηκα τις σκάλες όσο πιο αργά μπορούσα, πήρα τους πιο έρημους δρόμους, που απόψε βρήκανε να έχουν πλημμυρίσει στα ταξί. Ήταν αδύνατο πια να τ’ αποφύγω. Στο τέλος σταμάτησα ένα ασυναίσθητα. Και την ώρα που εγώ κέρδιζα χρόνο, εσύ κατάστρεφες το παν. Άνοιγες την πόρτα στην Κυρία. Δεν μένει πια παρά να φύγουμε. Γρήγορα... να μαζέψουμε τα πράγματά μας... να σωθούμε. ΚΛΑΙΡΗ: Όλες οι σκευωρίες μας στάθηκαν ανώφελες. Είμαστε καταραμένες. ΣΟΛΑΝΖ: Καταραμένες! Άρχισες πάλι τις αηδίες. ΚΛΑΙΡΗ: Ξέρεις καλά Τι εννοώ. Το ξέρεις καλά ότι τα πράγματα μάς εγκαταλείπουν. ΣΟΛΑΝΖ: Ναι! Δουλειά δεν είχαν να κάνουν τα πράγματα και βάλθηκαν ν’ ασχολούνται μαζί μας! ΚΛΑΙΡΗ: Μόνο αυτό κάνουν. Μας προδίνουν. Και πρέπει να ‘μαστε καταραμένες για να μας καταγγέλουν με τέτοια μανία. Τα είδα, Σολάνζ, τα είδα πού έτρεχαν να μαρτυρήσουν Τα πάντα στην Κυρία. Μετά το τηλέφωνο, ήταν η σειρά των χειλιών μας. Εσύ δεν ήσουν εδώ, δεν παρακολούθησες, όπως εγώ, όλες τις ανακαλύψεις της Κυρίας. Γιατί εγώ την

Page 34: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

34 είδα να βαδίζει σταθερά προς την αποκάλυψη. Δεν υποψιάστηκε τίποτα ακόμη, αλλά δεν θ’ αργήσει. ΣΟΛΑΝΖ: Και την άφησες να φύγει! ΚΛΑΙΡΗ: Είδα την Κυρία, Σολάνζ, την είδα να ανακαλύπτει το ξυπνητήρι που ξεχάσαμε να βάλουμε πίσω στη θέση του, να ανακαλύπτει την πούδρα πάνω στην τουαλέτα, να ανακαλύπτει τα υπολείμματα του ρουζ στο πρόσωπό μου, να ανακαλύπτει πως διαβάζουμε αστυνομικά, να μας ξεσκεπάζει. Και βρέθηκα ολομόναχη να δέχομαι τα απανωτά χτυπήματα, ολομόναχη να παρακολουθώ την πτώση μας. ΣΟΛΑΝΖ: Πρέπει να φύγουμε. Αμέσως. Να μαζέψουμε τα πράγματά μας και να φύγουμε. Θα πάρουμε το τραίνο... το καράβι. ΚΛΑΙΡΗ: Και θα πάμε πού; Για να βρούμε ποιον; Δεν έχω δύναμη ούτε τη βαλίτσα να σηκώσω. ΣΟΛΑΝΖ: Αρκεί να φύγουμε. Για όπου να ‘ναι. Με ό,τι να ‘ναι. ΚΛΑΙΡΗ: Και πού θα πάμε; Πώς θα ζήσουμε; Δεν έχουμε δεκάρα. ΣΟΛΑΝΖ: (κοιτάζοντας γύρω της) Να πάρουμε... να πάρουμε... ΚΛΑΙΡΗ: Τα λεφτά; Δεν θα σ’ αφήσω. Δεν είμαστε κλέφτρες. Κι έπειτα, η αστυνομία θα μας έβρισκε γρήγορα. Τα λεφτά τα ίδια θα μας πρόδιναν. Από την ώρα που είδα τα πράγματα, το ένα μετά το άλλο, να μας ξεσκεπάζουν, τα φοβάμαι, Σολάνζ. Το παραμικρό λάθος θα μας καταδώσει. ΣΟΛΑΝΖ: Στο διάβολο! Ας πάνε όλα στο διάβολο! Πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να φύγουμε. ΚΛΑΙΡΗ: Πολύ αργά... Χάσαμε. ΣΟΛΑΝΖ: Και θαρρείς πως θα καθήσουμε έτσι τρέμοντας να περιμένουμε το γυρισμό της; θα καταφθάσουν αύριο κι οι δυο μαζί. Θα μάθουν ποιος έστειλε τα γράμματα. Όλα θα τα μάθουν! Όλα! Δεν είδες πώς έλαμπε το πρόσωπό της; Με τι αέρα κατέβαινε τη σκάλα! Δεν είδες το θριαμβευτικό της βάδισμα! Το απάνθρωπο χαμόγελό της! Η ευτυχία της είναι ο εξευτελισμός μας! Ο θρίαμβός της είναι το κοκκίνισμα τής ντροπής μας! Το φόρεμά της είναι το κόκκινο της ντροπής μας! Η γούνα της... είδες... την πήρε πίσω τη γούνα της! ΚΛΑΙΡΗ: Είμαι πολύ κουρασμένη. ΣΟΛΑΝΖ: Μόνο αυτό μας έλειπε. Η ντελικάτη δεσποινίς βρήκε την ώρα να εκδηλώσει την υπερευαισθησία της. ΚΛΑΙΡΗ: Είμαι πτώμα! ΣΟΛΑΝΖ: Βέβαια, δεν χωράει συζήτηση, όταν η Κυρία είναι αθώα, οι ένοχες είναι οι δούλες. Είναι τόσο απλό πράγμα η αθωότητα, Κυρία! Αλλά αν είχα αναλάβει εγώ την εκτέλεσή σας —σας τ’ ορκίζομαι— θα την έβγαζα πέρα! ΚΛΑΙΡΗ: Μα, Σολάνζ... ΣΟΛΑΝΖ: Θα την έβγαζα πέρα! Αυτό το τήλιο, αυτό το δηλητήριο που τολμήσατε να μη μ’ αφήσετε να πιω —θα σας κρατούσα τις μασέλες ανοιχτές στην ανάγκη, αλλά θα το κατεβάζατε άσπρο πάτο! Να μου στερείτε το θάνατό μου, εσείς! Ενώ ήμουν έτοιμη να σας τον ζητήσω γονατιστή, να συρθώ στα πόδια σας, να φιλήσω την άκρη τής φούστας σας! ΚΛΑΙΡΗ: Δεν ήταν τόσο εύκολο να τα βγάλεις πέρα! ΣΟΛΑΝΖ: Έτσι λέτε; Έννοια σας και θα ‘βρισκα εγώ τον τρόπο να σάς κάνω το βίο αβίωτο. Θα σας ανάγκαζα να με ικετεύετε για να σάς δώσω αυτό το δηλητήριο πού μπορεί, αν μου ‘κανε κέφι, και να μη σας το έδινα. Αλλά όπως και να ‘χει, θα βλαστημάγατε την ώρα και τη στιγμή πού γεννηθήκατε. ΚΛΑΙΡΗ: Είστε εκνευριστική, Κλαίρη ή Σολάνζ —γιατί σάς μπερδεύω, ξέρετε, Κλαίρη ή Σολάνζ— είστε εκνευριστική και αρχίζετε να μ’ εξοργίζετε. Γιατί είστε υπεύθυνη για τη δυστυχία μας. ΣΟΛΑΝΖ: Για τολμήστε να το επαναλάβετε.

Page 35: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

35

(Η Κλαίρη φοράει την άσπρη τουαλέτα πάνω απ’ το δικό της μαύρο φόρεμα) ΚΛΑΙΡΗ: Σας κατηγορώ για το ειδεχθέστερο των εγκλημάτων. ΣΟΛΑΝΖ: Είστε τρελή! Ή μεθυσμένη. Γιατί δεν υφίσταται έγκλημα, Κλαίρη. Βρες, αν μπορείς, ένα έγκλημα συγκεκριμένο. ΚΛΑΙΡΗ: Αν δεν υπάρχει, θα το επινοήσουμε, γιατί... Ώστε θέλατε να με προσβάλετε. Με την ησυχία σας! Φτύστε με κατάμουτρα! Γεμίστε με λάσπη και βρωμιές ! ΣΟΛΑΝΖ: (γυρίζει και βλέπει την Κλαίρη με το φόρεμα της Κυρίας) Είστε ωραία! ΚΛΑΙΡΗ: Παραλείψτε το τυπικό της εισαγωγής. Έχετε από καιρό αχρηστέψει τις αναστολές και τα ψέματα πού οδηγούν στη μεταμόρφωση. Κάνε γρήγορα. Γρήγορα! Δεν αντέχω πια τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις. Ας μας ακούσει όλος ο κόσμος, ας χαμογελάσει, ας σηκώσει τούς ώμους, ας μας πάρει για τρελές και φθονερές, ανατριχιάζω, σπαρταράω από ηδονή, Κλαίρη, Θέλω να ουρλιάξω απ’ τη χαρά μου! ΣΟΛΑΝΖ: Είστε ωραία! ΚΛΑΙΡΗ: Πέρνα στις βρισιές. ΣΟΛΑΝΖ: Είστε ωραία! ΚΛΑΙΡΗ: Πήδα το. Πήδα το πρελούδιο. Στις βρισιές. ΣΟΛΑΝΖ: Μου είναι αδύνατο. Με μαγεύετε. ΚΛΑΙΡΗ: Είπα βρισιές! Μήπως φανταστήκατε πως έκανα τον κόπο να ξαναβάλω τούτο το φόρεμα για να μ’ ακούω να υμνώ την ομορφιά μου; Θέλω μίσος! Βρισιές! Φτυσιές! ΣΟΛΑΝΖ: Βοηθήστε με. ΚΛΑΙΡΗ: Σιχαίνομαι τους υπηρέτες. Σιχαίνομαι αυτή τη βδελυρή και χυδαία φάρα. Οι υπηρέτες δεν ανήκουν στο ανθρώπινο γένος. Οι υπηρέτες σέρνονται. Είναι μια αποφορά που κυλάει στα δωμάτιά μας, στους διαδρόμους μας, που μπαίνει στα σωθικά μας, μας μπαίνει από το στόμα, μας δηλητηριάζει. Εγώ σας ξερνάω. (Κίνηση της Σολάνζ προς το μπαλκόνι) Μη φεύγεις. ΣΟΛΑΝΖ: Παίρνω πάνω... παίρνω πάνω... ΚΛΑΙΡΗ: (συνεχίζοντας να μιλάει για τους υπηρέτες) Ξέρω πως δεν γίνεται χωρίς αυτούς, όπως δεν γίνεται χωρίς τους νεκροθάφτες, τους καθαριστές των βόθρων, τους χωροφύλακες. Πράγμα που δεν εμποδίζει την όμορφη αυτή συντροφιά να βρομοκοπάει. ΣΟΛΑΝΖ: Συνεχίστε. Συνεχίστε. ΚΛΑΙΡΗ: Τα έντρομα ικετευτικά σας μούτρα, οι μαραγκιασμένοι σας αγώνες, τα προϊστορικά σας ρούχα, το σώμα σας κομμένο και ραμμένο για τα αποφόρια μας. Είστε οι παραμορφωτικοί μας καθρέφτες, το αίσχος μας, η βρωμερή βαλβίδα μας, το κατακάθι μας. ΣΟΛΑΝΖ: Συνεχίστε, συνεχίστε. ΚΛΑΙΡΗ: Δεν μπορώ άλλο, κάνε γρήγορα, σε παρακαλώ. Είστε... είστε... Ω, Θεέ μου, το μυαλό μου σταμάτησε, δεν βρίσκω άλλα. Ο βρισιές μου εξαντλήθηκαν. Κλαίρη, μ’ εξουθενώνετε. ΣΟΛΑΝΖ: Αφήστε με να βγω. Θα μιλήσουμε στον κόσμο. Να βγουν όλοι στα παράθυρα, να μας δουν, να μας ακούσουν.

(Ανοίγει τη μπαλκονόπορτα αλλά η Κλαίρη την τραβάει πίσω) ΚΛΑΙΡΗ: Θα μας δουν οι απέναντι. ΣΟΛΑΝΖ: (έχει βγει στο μπαλκόνι) Μακάρι. Ο καιρός είναι εξαίσιος. Ο άνεμος με μεθάει! ΚΛΑΙΡΗ: Σολάνζ! Σολάνζ! Έλα μέσα, μη φεύγεις! ΣΟΛΑΝΖ: Τα κατάφερα. Η Κυρία είχε τα χάδια της, τους εραστές της, το γαλατά της. ΚΛΑΙΡΗ: Σολάνζ...

Page 36: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

36 ΣΟΛΑΝΖ: Σιωπή! Τον πρωινό της γαλατά, τον αγγελιοφόρο της αυγής, το γλυκό της καμπανάκι, τον πεντάμορφο χλωμό αγαπημένο. Αλλά ως εδώ! Λάβετε θέσεις, αρχίζει ο χορός! ΚΛΑΙΡΗ: Τι πας να κάνεις; ΣΟΛΑΝΖ: (επίσημα) Να θέσω τέρμα. Γονατίστε! ΚΛΑΙΡΗ: Το παρακάνεις! ΣΟΛΑΝΖ: Γονατίστε! Τώρα πια ξέρω τον προορισμό μου. ΚΛΑΙΡΗ: Θα με πεθάνετε! ΣΟΛΑΝΖ: (βαδίζοντας κατά πάνω της) Ακριβώς. Η απελπισία μ’ έχει κάνει αδίστακτη. Είμαι ικανή για όλα. Α, ώστε είμαστε καταραμένες! ΚΛΑΙΡΗ: Πάψε! ΣΟΛΑΝΖ: Δεν θα χρειαστεί να φτάσετε ως το έγκλημα. ΚΛΑΙΡΗ: Σολάνζ! ΣΟΛΑΝΖ: Ακίνητη! Ή Κυρία θα καθήσει ήσυχα και θα μ’ ακούσει. Την αφήσατε να σας ξεφύγει. Εσείς! Α, τι κρίμα! Κι εγώ που ήθελα να της ξεβράσω όλο μου το μίσος! Να της διηγηθώ όλες μας τις ψευτιές! Αλλά εσύ, δειλό, ηλίθιο πλάσμα, την άφησες να φύγει. Αυτή τη στιγμή κολυμπάει στη σαμπάνια! Ακίνητη! Ακίνητη, είπα! Ο θάνατος είναι παρών και μας παραμονεύει. ΚΛΑΙΡΗ: Άσε με. Θέλω να βγω έξω. ΣΟΛΑΝΖ: Ακίνητη! Ίσως βρήκαμε πια τον τρόπο, τον πιο απλό, και το κουράγιο, Κυρία, για να χαρίσουμε μεμιάς στην αδελφή μου την ελευθερία και σε μένα το θάνατο. ΚΛΑΙΡΗ: Τι θες να κάνεις; Πού θα μας βγάλουν όλα αυτά; ΣΟΛΑΝΖ: Σε ικετεύω, Κλαίρη, απάντησε μου. ΚΛΑΙΡΗ: Φτάνει, Σολάνζ. Δεν αντέχω. Άσε με. ΣΟΛΑΝΖ: Καλά λοιπόν. Μπορώ να συνεχίσω και μόνη μου, αγαπητή μου, μόνη μου. Ακίνητη. Αν είσαστε λίγο καλύτερη, η Κυρία δεν θα είχε γλιτώσει. (Προχωρώντας καταπάνω της) Αλλά τώρα θα ξεμπερδέψω μια και καλή μ’ αυτό δειλό πλάσμα. ΚΛΑΙΡΗ: Σολάνζ! Σολάνζ! Βοήθεια! ΣΟΛΑΝΖ: Ουρλιάξτε όσο Θέλετε! Βγάλτε την επιθανάτια κραυγή σας, Κυρία. (Σπρώχνει την Κλαίρη, πού μένει πια σκυμμένη σε μια γωνιά) ‘Επιτέλους! ‘Η Κυρία πέθανε! ‘Η Κυρία κοίτεται στο περσικό χαλί... στραγγαλισμένη από τα γάντια της κουζίνας. ‘Η Κυρία δεν χρειάζεται να σηκωθεί. Η Κυρία μπορεί να με αποκαλεί Δεσποινίδα Σολάνζ. Μάλιστα, χάρη σ’ αυτό πού έκανα. Ο Κύριος και η Κυρία θα με αποκαλούν Δεσποινίδα Σολάνζ Λεμερσιέ... Η Κυρία έπρεπε να έχει βγάλει αυτό το μαύρο φόρεμα, είναι γκροτέσκο. Ω! Κυρία… Είμαστε ίσες τώρα, Κυρία, και βαδίζω με το κεφάλι ψηλά... (Γελάει) Όχι, κύριε επιθεωρητά, όχι... Δεν θα μάθετε τίποτα για το έργο μου. Τίποτα για το κοινό μας έργο, για τη συνεργασία μας σε τούτο το φόνο…... Είμαι ή στραγγαλίστρια. Η Δεσποινίς Σολάνζ, εκείνη πού στραγγάλισε την αδελφή της! Να πάψω; Ή Κυρία είναι πολύ ευαίσθητη, πράγματι. Αλλά εγώ τη λυπάμαι την Κυρία. Όχι, κύριε επιθεωρητά, δεν έχω να εξηγήσω τίποτα μπροστά τους. Αυτά τα πράγματα αφορούν μονάχα εμάς... Δεν θα μάθετε τίποτα, ούτε εσείς ούτε κανένας άλλος. Θα ξέρετε μόνο πώς αυτή τη φορά η Σολάνζ προχώρησε ως το τέλος. Τη βλέπετε ντυμένη στα κόκκινα. Είναι έτοιμη να βγει.

(Η Σολάνζ πηγαίνει στη μπαλκονόπορτα, την ανοίγει και βγαίνει έξω. Θα πει το μονόλογο που ακολουθεί με την πλάτη γυρισμένη στο κοινό. Οι κουρτίνες σαλεύουν από ένα ελαφρό

αέρα...) Βγείτε στα μπαλκόνια να τη δείτε να περνά. Την έχουν στη μέση μαυροντυμένοι καλόγεροι. Είναι δώδεκα το μεσημέρι. Κρατάει μια μεγάλη δάδα. Πλάι της ό δήμιος... να

Page 37: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

37 της λέει και να της λέει στ’ αυτί ερωτόλογα. Με συνοδεύει ό δήμιος, Κλαίρη! Με συνοδεύει ό δήμιος! (Γελάει) Πίσω της ή πομπή. Όλες οι υπηρέτριες της γειτονιάς, όλοι οι υπηρέτες που συνόδευσαν την Κλαίρη στην τελευταία της κατοικία. (Κοιτάζει κάτω) Κρατούν λουλούδια, στεφάνια, κορδέλες, λάβαρα, χτυπούν την πένθιμη καμπάνα. Η νεκρική πομπή προχωράει αργά, επίσημα. Δεν είναι πολύ όμορφα; Μπροστά πάνε ο μπάτλερ, με φράκο χωρίς μεταξωτή φόδρα. Έπειτα έρχονται ο θαλαμηπόλοι. Ακολουθούν οι θυρωροί και τέλος οι απεσταλμένοι του ουρανού. Κι εγώ τούς οδηγώ. Ο δήμιος με γλυκονανουρίζει. Με χειροκροτούν. Είμαι χλωμή, θα πεθάνω. (Ξαναμπαίνει) Πόσα λουλούδια, Θεέ μου! Της έκαναν πολύ όμορφη κηδεία. Κλαίρη!

(Ξεσπάει σε λυγμούς και σωριάζεται σε μια πολυθρόνα... Ξανασηκώνεται) Δεν χρειάζεται, Κυρία. Ακολουθώ τους αστυνομικούς. Μόνο αυτοί με καταλαβαίνουν. Ανήκουν κι αυτοί στους απόκληρους.

(Εδώ και λίγη ώρα, ή Κλαίρη είναι ακουμπισμένη στο κούφωμα της πόρτας της κουζίνας και, ορατή μόνο από το κοινό, ακούει προσεχτικά την αδελφή της)

Τώρα είμαστε ή Δεσποινίς Σολάνζ Λεμερσιέ. Η γνωστή Λεμερσιέ. Η Λεμερσιέ. Η διάσημη δολοφόνος. (Αποκαμωμένη) Κλαίρη, είμαστε χαμένες. ΚΛΑΙΡΗ: (φωνή της Κυρίας, θλιμένη) Κλείστε τη μπαλκονόπορτα και τραβήξτε τις κουρτίνες. ΣΟΛΑΝΖ: Είναι αργά. Ο κόσμος κοιμάται. Μη συνεχίζεις. ΚΛΑΙΡΗ: (της κάνει νόημα με το χέρι να πάει) Κλαίρη, παρακαλώ να σερβίρετε το τήλιο μου. ΣΟΛΑΝΖ: Μα... ΚΛΑΙΡΗ: Είπα το τήλιο μου. ΣΟΛΑΝΖ: Είμαστε πεθαμένες απ’ την κούραση. Μη συνεχίζεις. (Κάθεται στην πολυθρόνα) ΚΛΑΙΡΗ: Α, όχι! Η αγαπητή μου δούλα νομίζει πως θα τη γλιτώσει έτσι φτηνά; Είναι εύκολο να συνομωτείς με τον άνεμο, να ‘χεις για συνεργό σου τη νύχτα. ΣΟΛΑΝΖ: Μα... ΚΛΑΙΡΗ: Να λείπουν τα λόγια. Αυτές τις τελευταίες στιγμές θα τις διευθύνω εγώ. Σολάνζ, θα με φυλάξεις μέσα σου. ΣΟΛΑΝΖ: Όχι! Όχι σου λέω! Είσαι τρελή! Γρήγορα, Κλαίρη. Πάμε να φύγουμε από δω μέσα. Ο αέρας είναι μολυσμένος. ΚΛΑΙΡΗ: Κάτσε κάτω. ΣΟΛΑΝΖ: Μα, Κλαίρη, δεν με λυπάσαι; Είμαι κουρασμένη, είμαι άρρωστη. ΚΛΑΙΡΗ: Είσαι δειλή. Θα κάνεις αυτό που σου λέω. Δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω, Σολάνζ. Πρέπει να φτάσουμε ως το τέλος. Θα αναλάβεις εσύ τώρα, ολομόναχη, να συνεχίσεις τη ζωή και των δύο μας. Θα πρέπει να δειχτείς πολύ δυνατή. Στη φυλακή κανείς δεν θα ξέρει πώς είμαι μαζί σου. Και προπαντός, όταν θα έχεις καταδικαστεί, να μην ξεχνάς ότι με φέρνεις μέσα σου. Για πάντα. Θα είμαστε όμορφες, ελεύθερες κι ευτυχισμένες. Έλα, Σολάνζ, δεν έχουμε ούτε λεπτό για χάσιμο. Λέγε ό,τι σου λέω.. ΣΟΛΑΝΖ: Άρχισε, αλλά μίλα σιγά. ΚΛΑΙΡΗ: (μηχανικά) Η Κυρία πρέπει να πάρει το τήλιο της. ΣΟΛΑΝΖ: (σκληρά) Όχι, δεν θέλω. ΚΛΑΙΡΗ: (πιάνοντάς την απ’ τους καρπούς) Θα το πιεις παλιοκουφάλα! ‘Η Κυρία θα πάρει το τήλιο της.

Page 38: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

38ΣΟΛΑΝΖ: ‘Η Κυρία θα πάρει το τήλιο της... ΚΛΑΙΡΗ: Γιατί πρέπει να κοιμηθεί. ΣΟΛΑΝΖ: Γιατί πρέπει να κοιμηθεί... ΚΛΑΙΡΗ: Κι εγώ να ξαγρυπνήσω. ΣΟΛΑΝΖ: Κι εγώ να ξαγρυπνήσω. ΚΛΑΙΡΗ: (ξαπλώνει στο κρεβάτι τής Κυρίας) Το ξαναλέω. Μη με διακόψεις. Μ’ ακούς; Θα μ’ ακούσεις; (Η Σολάνζ νεύει ναι με το κεφάλι) Επαναλαμβάνω! Το τήλιο μου! ΣΟΛΑΝΖ: (διστάζοντας) Μα... ΚΛΑΙΡΗ: Είπα το τήλιο μου! ΣΟΛΑΝΖ: Μα, Κυρία... ΚΛΑΙΡΗ: Ωραία, συνέχισε. ΣΟΛΑΝΖ: Μα, Κυρία, έχει κρυώσει. ΚΛΑΙΡΗ: Δεν πειράζει, θα το πιω. Δος μου το. (Η Σολάνζ φέρνει το δίσκο) Και σερβιρισμένο στο πιο επίσημο, στο πιο ακριβό σερβίτσιο... (Παίρνει το φλιτζάνι και πίνει, ενώ ή Σολάνζ, γυρισμένη προς το κοινό, μένει ακίνητη με τα

χέρια σταυρωμένα σα να φοράει χειροπέδες)

Page 39: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

39

ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ Μετάφραση: ΟΜΗΡΟΣ ΜΠΕΚΕΣ

ΠΠΕΕΕΕΡΡ ΓΓΚΚΥΥΝΝΤΤ

Πράξη 3η

(Ένας τόπος με φουντωμένα δέντρα, κοντά στο υποστατικό της Ώζε. Προς τα κάτω, κυλάει ένα ποταμάκι. Από το άλλο μέρος, ένας παλιός νερόμυλος. Ζεστή και κιιλοκαιριάτικη μέρα. Ο Πέερ Γκυντ, είκοσι χρονώ παλικάρι, γερό και καλοφτιασμένο, κατεβαίνει το μονοπάτι. Καταπόδι του η μάνα του Ώζε, μικρόσωμη και λιγνή. Είναι φουρκισμένη και βλαστημά)

ΩΖΕ: Ψέματα, Πέερ, μου κραίνεις ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: (χωρίς να σταματήσει) Όχι, δεν κραίνω ψέματα ! ΩΖΕ: Αν είν’ έτσι, ορκίσου ντε πως είν’ αλήθεια ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Γιατί να τ’ ορκιστώ ; ΩΖΕ: Δε σου βαστάει. Ου, να χαθείς ! Είν’ όλα τούτα παραμύθια ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: (σταματώντας) Όχι, είν’ αλήθεια - πέρα ως πέρα ! ΩΖΕ: (σταματώντας μπροστά του) Δε ντρέπεσαι τη μάνα σου εγώ λέγω ! Μια, ξεπορτίζεις τόσους μήνες να κυνηγήσεις ζωντανά στα βουνοτόπια χωρίς να σκοτιστείς και για το θέρο. Ξανακοπιάζεις έπειτα δίχως τουφέκι, δίχως κυνήγι, με τη γούνα ξεσκισμένη, και τώρα λες πως θα με κάνεις να ιδώ μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια τις ψευτοφαντασιές του κυνηγιού σου ! – Λοιπόν, και πού το πέτυχες το αγρίμι ; ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Στα δυτικά του Γκέντιν. ΩΖΕ: (κοροϊδευτικά)

Page 40: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

40Έτσι μπράβο ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Από το μέρος του φυσούσε το μανιασμένο ξεροβόρι. Πίσω από ρέπιο έναν κορμό, κάτω απ’ το χιόνι γρασίδι ζήταγε να βρει. ΩΖΕ: (το ίδιο) Έτσι, μπράβο ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Βαστώντας την ανάσα μου πνιγμένη σταμάτησα, ακουρμάστηκα. Γροικούσα το χιόνι που τριζοκοπούσε

κάτω απ’ τα νύχια των ποδιών του. Το μάτι μου έπαιρνε μονάχα απάνω απ’ τα κλαδιά το κέρατό του. Με προσοχή τότες ξεσέρνουμαι και πάω μεσ’ απ’ τις πέτρες κατά κείνο. Κρυμμένος απ’ το τρόχαλο χωσιάζω. Μα την αλήθεια, δεν αντίκρισες ποτέ σου τέτοιο έν’ αγρίμι, παχουλό, λουστράτο. Όχι. ο Θεός φυλάξει ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Ρίχνω ! Αυτό κυλιέται. Στη στιγμή πηδώ στη ράχη του μ’ ορμή, αρπώ το αυτί του το ζερβί με το ‘να χέρι κ’ είμ’ έτοιμος να χώσω το μαχαίρι ανάμεσα στις πλάτες του μπηχτό. Ξάφνω, πατάει έν’ άγριο μουγκρητό, ορθώνεται στα τέσσερα, τινάζει μ’ οργή, με ξεπετάει στη γη, κάνει απ’ το χέρι και θηκάρι και μαχαίρι να μου πέσει, κι αδράχνοντάς με με τα κέρατ’ απ’ τη μέση, το ζωντανό ορμά στου Γκέντιν το βουνό. ΩΖΕ: (χωρίς να το θέλει) Χριστός και Παναγιά ! Κατόπι ; ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Το ‘δες αυτό το βουνοτόπι ; Μίλι μισό στο μάκρος πιάνει. Μια ράχη κοφτερή σαν το δρεπάνι. Απ’ όξω της, μες σε γκρεμό, κατρακυλάνε σερνάνεμ’ οι παγώνες και τραβάνε

Page 41: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

41σε βάθια νυχτωμένα. Και βλέπεις κι απ’ τις δυο μεριές, χίλιες τρακόσιες κάτω οργιές, τα μαύρα, τα βαριά νερά, τα κοιμισμένα. Στο ραχοβούνι πέρα ως πέρα εγώ κ’ εκείνο σκίζαμε λακώντας τον αγέρα. Ποτές μου τέτοιο ζωντανό δεν είχα καβαλήσει ! Θα ‘λεγες πως δρομίζαμε στης λιοβολιάς τη βρύση. Κάτω μας, μες στην άβυσσο απλωτοί, φαινόνταν να πετάνε πίσω πέρα, σα ράπες λιχνισμένες στον αγέρα, οι μαυροφτέρουγοι αετοί. Κι είδα στο βάθος, πάνω στη ρίζα του γκρεμού, να σπάζει. ένα παγόβουνο, χωρίς του βροντηγμού ο σαματάς ν’ ανέβει ως με τ’ αυτιά μου. Οι δαίμονες τού σίφουνα μονάχα ολόγυρά μου στριφογυρνώντας με χορούς και ξελαρυγγητιά μου ζώνανε τα μάτια και τ’ αυτιά. ΩΖΕ: (σαστισμένη) Θε, βόηθα ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Ξάφνω, σε Κάποιο εκεί ακρινάρι της ράχης της απόγκρεμης, σε μια σκασιά κρυμμένος, τινάζετ’ ένας πέρδικος και κράζει ξιπασμένος κάτω απ’ τα νύχια του αγριμιού. Αυτό στραβοαλαργάρει, και μ’ ένα σάλτο ξώμακρο που σκάει θανατερό γκρεμίζεται μαζί μου. (Η Ώζε κοντυλά και πιάνεται από ένα δέντρο. Ο Πέερ εξακολουθεί δίχως να σταματήσει) Μπρος, κάτω, το νερό μέσα στην άπατη άβυσσο και πίσω η σκοτεινή που κατεβαίνει σάρα. Σκίσαμε στην αρχή μια καταχνιά πυκνή, κατόπι γλάρους σύγνεφο που χύθηκαν μ’ αντάρα μέσα στα πλάτια σκούζοντας στριγγά ξεφωνητά. Ωστόσο ροβολούσαμε γραμμή, χαντακωτά. Κατάβαθα είδα τότες ν’ ανεβαίνει ασπρειδερή, γυαλιστερή μια μουντζαλιά, σαν λαφιού κοιλιά. Η ζουγραφιά μας είταν, μάνα ! ξοπλιασμένη μες στη λιμνιά και στου νερού την όψη ανηφορούσε με την ορμή την άγρια που μας κατρακυλούσε. ΩΖΕ: (με κομμένη ανάσα) Πέερ ! Θε μου ! Τέλειωνε ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Τ’ αγρίμι

Page 42: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

42ενάντια στο τραγί, του αγέρα το ‘να, τ’ άλλο στη λίμνη βουλιαγμένο, σμίξαν στο τέλος. Το νερό τινάχτηκε αφρισμένο. Και να μας δέρνοντας το κύμα πολλήν ώρα, εκείνο κολυμπώντας μπρος, απάνω του εγώ τώρα γραπώνοντας, και φτάνουμε στο βορινό ακρογιάλι. Πήρα το δρόμο τότες κι ήρθα πάλι. ΩΖΕ: Αμέ τ’ αγρίμι, Πέερ ; ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Τ’ αγρίμι; Κάνει κάβο. (Κροταλίζει Τα δάχτυλά του κα στρφιφογυρνά) Και τρέχα γύρευε, γριά, κι αν το τσακώσεις, μπράβο ! ΩΖΕ: Και δε γκρεμοτσακίστηκες; Δεν πάθαν τα πόδια σου; Δε σου ‘σπασε ούτε η ράχη ; Σ’ ευχαριστώ, και σε δοξάζω, Θε μου, που παραστάθηκες το γιο μου ! — Το παντελόνι σου όμως σκάλωσε. Ούτε λόγος. Τι θα μπορούσε ακόμα να σου λάχει ! (Άξαφνα σταματά, τον βλέπει χάσκοντας, μένει πολλήν ώρα δίχως να πει λέξη και στο τέλος φωνάζει:)

Μπρε σατανά! συχώρα Θε μου, μπρε πώς μπορείς να λες ψευτιές ! Τι παραμύθια που κοπανάς, μα τα ‘χω ακούσει σαν είμουν εικοσάχρονο κορίτσι. Αυτό δε σου ‘λαχε σ’ εσένα, του Γκούτμπραντ του ‘λαχε του Γκλέσνε. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Μας έλαχε, τι τάχα ! και στους δυο μας. Έπειτα τέτοιες ιστορίες μπορούν να ξαναγένουν πότε πότε. ΩΖΕ, με λύσσα: Το ξέρω βέβαια, μια παλάβρα μπορείς να τη γυρίσεις όπως θέλεις, να τη χρυσοπρεπίσεις, να τη ντύσεις καινούργια, κι έτσι που κανένας να μην μπορεί να ξεχωρίσει τον πρωτινό λιγνό σκαρί της. Αυτά μου κάνεις κ’ εσύ τώρα. Τήνε γιομίζεις μεγαλόπρεπη αγριάδα, φτερούγες αετού κολνάς απ’ όξω,

Page 43: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

43και πιάνουνται στο τέλος όλοι ομάδι μες στο παραμυθένιο σου το φάδι. Σου κόφτει τη λαλιά, σ’ ανατρομάζει. Κανένας πια. δεν ξεχωρίζει τι έχει ακούσει και τι έχει μάθει, χρόνια τώρα. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Αν άλλος με κουβέντιαζ’ έτσι θα τον ψοφούσα στα χαστούκια. ΩΖΕ, κλαίοντας: Ας ήταν, Θε μου, να ησυχάσω στο μαύρο χώμα. Δεν τον πιάνεις με τίποτις, μηδέ με δάκρυα μηδέ με παρακάλια. Πέερ, είσαι χαμένος, παντοτινά χαμένος, να το ξέρεις. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Αγαπημένη μου, γλυκιά μου μητερούλα, σ’ ό,τι κι αν κραίνεις έχεις δίκιο. Μη μου θυμώνεις. Θέλω να σε βλέπω να χαίρεσαι μαζί μου ευτυχισμένη. ΩΖΕ: Σώπα ! Μπορώ να χαίρουμαι, κι αν θέλω, μια κι έχω για παιδί μου ένα γουρούνι ; Ωστόσο, είναι καημός να ‘μαι φτωχιά και χήρα και να ‘μαι βουτηγμένη στη ντροπή μου. Αυτό ‘ναι το σπολλάτη σου. (Ξανακλαίει) Τι μνέσκει από το βιος που ‘χε ο παπούς σου ; Πού ‘ν’ τα πιθάρια το χρυσάφι του γέρου Ράσμου Γκυντ ; Πού ‘ν’ τα φλουριά του ; Τα ‘δωσε δρόμ’ ο κύρης σου. Σαν άμμο τα σκόρπισε αγοράζοντας χωράφια στα τριγυρνά, μες σε χρυσές γυρνώντας σούστες. Και τα λεφτά που πεταχτήκανε σ’ εκείνο Το χειμωνιάτικο μεγάλο φαγοπότι, όπου δικοί και καλεσμένοι τα σπούσαν τα ποτήρια και σβουρούσαν και τις μπουκάλες πίσω τους, στον τοίχο ; Πού ‘ναι τα κείνα τα λεφτά μας ; ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Πού ‘ν’ τα στέφανα του γάμου ; Πού ‘ν’ τα ρόδα κι σι μυρτιές ; ΩΖΕ:

Page 44: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

44Σκασμός μπροστά στη μάνα σου ! Για τήρα, το σπίτι, το περβόλι ! Σε δυο τζάμια το ‘να κουρέλια το στουμπώνουν. Οι φράχτες, οι φραγές είναι πεσμένα, μαντρί δεν έχει το κοπάδι, χέρσ’ απομένουν τα χωράφια και κάθε μήνα κι ένα ενέχυρο μάς παίρνουν. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Σώνουν οι κλάψες. Κάποτες η τύχη γυρνά κι ας μην το καρτερούσες. ΩΖΕ: Η τύχη ; Πέρασαν πια χρόνια που δεν τη σπέρνουν κατά δώθε. Δε σου ‘μεινε ανθρωπιά, μα την αλήθεια. Κι ωστόσο να ‘σαι πάντα το ίδιο, το δυνατό και τ’ άξιο παλικάρι, που βλέποντάς σε κάποια μέρα εκείνος ο παπάς της Κοπεγχάγης, εκείνος ντε που ρώταε τ’ όνομά σου, έλεγε πως δεν είταν να σου μοιάζει μηδέ και βασιλόπουλο εκεί πέρα. Και μάλιστα, γι’ αυτά τα φιλικά του λόγια, του χάρισε κ’ έν’ άλογο ο μπαμπάς σου και χώρια που του χάρισ’ ένα αμάξι. Αι ! κείνο τον καιρό τα πάντα ήταν ξεφάντωμα στο σπίτι. Ο καπετάνιος, ο πρωτόγερος, το τσούρμο δε λείπαν από κει. Τρώγανε, πίναν, περιδρομιάζανε. Στο ξέσπασμα μονάχα γνωρίζεις τους ανθρώπους. Απ’ τη μέρα π’ ο «Γιάννης ο πραματευτής» πήρε τους δρόμους με το σακί στον ώμο, όλα λουφάξαν, ψυχή πια γεννητή δεν πάτησ’ εδώ πέρα. (Σκουπίζει τα μάτια της με την ποδιά της) Είσαι μεγάλος, αχ ! μεγάλος, γέρος και χρέος σου να γένεις στην άρρωστη τη μάνα σου αποκούμπι, να συμμαζέψεις το περβόλι και να σώσεις του βιου σου τα στερνά τ’ απομεινάρια. (Ξαναρχίζει να κλαίει) Ένας Θεός το ξέρει, προκομμένε, αν με βοήθησες ποτέ σου. Στο σπίτι τεμπελιά, δεν ξέρεις άλλο παρά να ξαπλαρώνεσαι στο τζάκι και να σκαλίζεις στάχτες. Όξω,

Page 45: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

45όταν βρεθείς μες σε παρέα, κάνεις να φεύγουν τα κορίτσια και τα βάζεις με τους αρχιμπερμπάνταρους του τόπου. Για σένα γένηκα περίγελο του κόσμου. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: (κάνει να φύγει) Μη με σκοτίζεις. ΩΖΕ: (τον ακολουθεί) Μπρε τ’ αρνιέσαι πως σήκωσες πριν από μέρες μες στο Λούντε εκείνο τον τρικούβερτο καυγά π’ ανάμεσό σας μαλλιαρπαχτήκατε σα σκύλοι λυσσασμένοι ; Δεν είσ’ εσύ που τσάκισες το χέρι του σιδερά του Ασλάκ ή, σα να λέμε, που του στραγγούλησες το δάχτυλο ; ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Ποιος ήρθε να σου φουσκώσει τα μυαλά με τέτοιες σάχλες ; ΩΖΕ: (αγριεμένη) Ποιος ; Η γυναίκα του κολήγα που τον γρικούσε να μουγγρίζει. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: (τρίβοντας τον αγκώνα του) Ήμουν εγώ που μούγγριζα, όχι εκείνος. ΩΖΕ: Εσύ ; ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Ναι, μάνα, εγώ τις είχα μάσει. ΩΖΕ: Τι λες ; ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Αι, βλέπεις, παλικάρι... ΩΖΕ: Ποιος είναι παλικάρι ; ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Ο Ασλάκ. ΩΖΕ: Φτου ! να σε φτύσω ! Ακούς εκεί να σου τις βρέξει ένα παλιόσκυλο, μια τέτοια κρασοκανάτα, σαν αυτόνε

Page 46: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

46τον παλιογυναικά ! (Ξαναρχίζει να κλαίει) Κατάπια πολλές ντροπές κι ατιμοσύνες, μ’ αυτή ’ναι τρισχειρότερη απ’ τις άλλες. Κι αν είναι παλικάρι, τι με τούτο ; Έπρεπε να τα βάλεις εσύ κάτω ; ΓΚΥΝΤ: Και να τις φάγω κλαις, και να τις βρέξω το ίδιο. (Γελώντας) Έννοια σου, μάνα. ΩΖΕ: Πάλι ψέματα είπες ; ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Ναι. τούτη τη φορά δεν αντιλέγω. Σούπισε το λοιπόν τα δάκρυά σου. (Σφίγγοντας την αριστερή γροθιά του) Το σιδερά σου, σου τον άρπαξα έτσι μέσα σε τούτο το μαγγάνι. Και βαρούσα σφυρί με τη γροθιά την άλλη. ΩΖΕ: Αχ, βρωμοκαυγατζή ! Θα με πεθάνεις με τα καμώματά σου ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Όχι μανούλα, χρυσή μου μητερούλα, σου ταιριάζει χίλιες φορές καλύτερη μια τύχη. Έννοια σου ! Πίστεψε σ’ εμένα. Όλοι στον τόπο μας μια μέρα θα σκύψουνε μπροστά μου. Μόνο, καρτέρα μια να κάνω κάτι, μα κάτι αληθινά μεγάλο ! ΩΖΕ: (κοροϊδευτικά) Εσύ ; ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Κανείς δεν ξέρει τι θα του ‘ρθει. ΩΖΕ:

Page 47: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

47Ας μπόρειες να μπαλώσεις το βρακί σου, δε θα ‘θελ’ άλλο τίποτα. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: (αγριεμένος) Θα γένω και βασιλέας κι αυτοκράτορας θα γένω ! ΩΖΕ: Αχ, Θε μου, παρηγόρα με, φοβάμαι πως του ‘στριψε όλως διόλου το μυαλό του ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Εκείνο που σου λέγω. Μόνο καρτέρα με λιγάκι. ΩΖΕ: Ναι, τι λόγος ! «Καρτέρα με να γένω βασιλέας». ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Έννοια σου, μάνα, θα το ιδούμε. ΩΖΕ: Μπρε πάψε ! Είσαι για δέσιμο, σου λέγω. Ωστόσο αλήθεια θα μπορούσες να γένεις κάτι, αν όλη μέρα δεν είχες δα το νου σου στις ψευτιές, στις σάχλες, Να, το κορίτσι πέρ’ από το Έγκστατ σε γλυκοκοίταζε. Θα μπόρειες να την πάρεις, αν το ‘θελες με τα σωστά σου. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Λες ; ΩΖΕ: Ο μπαμπάς της δε βαστάει να την κακοκαρδίσει. Έχει και τούτος τα πείσματά του, μα στο τέλος τον καταφέρνει πάντοτ’ η Ίγγριτ. Γρινιάζει ο γέρος, μουρμουρίζει, μα κάνει ωστόσο το δικό της. (Ξαναρχίζει να κλαίει) Τέτοιο κορίτσι, αχ ! Πέερ, παιδί μου, που τον φυσά, μια θυγατέρα χτηματία ! Όσο στοχάζουμαι π’ αν το ‘θελες μονάχα, ευτυχισμένος θα ‘σουνε μαζί της, αντίς να σέρνεσ’ εδωπέρα, βρωμιάρης, κουρελιάρης.

Page 48: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

48ΣΕΡ ΓΚΥΝΤ: (ζωηρά) Έλα ! να πάμε να το πούμε Το ναι. ΩΖΕ: Να πάμε ; πού να πάμε ; ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Στο Έγκστατ. ΩΖΕ: Ορίστε σού ’πανε. Κακόμοιρο ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Κι ο λόγος ; ΩΖΕ: Πέταξε τώρα το πουλί και πάει. Αλίμονό μου ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Παρακάτω. ΩΖΕ: (κλαίοντας με αναφυλλητό) Όταν εσύ μες στους ανέμους πηλαλούσες καβάλα πα στ’ αγρίμι σου, ο Ματς Μόεν κατάφερε να πάρει το κορίτσι ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Τι λες ! Το σκιάχτρο αυτό που το φοβόνταν οι κοπελιές ; αυτός ! ΩΖΕ: Αυτόνε παίρνει. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Περμενέ με, πάω να ζέψω. (Κάνει να φύγει) ΩΖΕ: Άδικ’ οι κόποι σου, κι ο γάμος αύριο θα γίνει. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Μπα ! εγώ θα ‘μαι απόψ’ εκεί. ΩΖΕ: Μπρε κακορίζικε ! δε φτάνει η λύπη μου, μα θες και να με κάνεις

Page 49: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

49περίγελο του κόσμου ; ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Μη σκανιάζεις, μανούλα ! (Φωνάζει κα γελά μαζί) Τι το θέλουμε το αμάξι ; Πάγω να φέρω τη φοράδα. (Σηκώνει την Ώζε στα χέρα του) ΩΖΕ: Παράτα με ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Όχι. Θα σε πάγω ίσια στο γάμο. (Προχωρεί μέσα στο ποτάμι) ΩΖΕ: Θεός φυλάξει ! Βοήθεια ! Πέερ ! Μα θα πνιγούμε. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Γεννήθηκα για να πεθάνω με θάνατο παλικαρίσιο ! ΩΖΕ: Μένα μου λες ; με την κρεμάλα. (Πιάνεται απ’ τα μαλλιά του) Παλιόπαιδο ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Έχει γλίστρα. Μην κουνιέσαι. ΩΖΕ: Γαϊδούρι ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Ας κόφτ’ η γλώσσα σου όσο θέλει, αυτό κανένα δεν πειράζει. Ωραία ! ανηφορούμε τώρα. ΩΖΕ: Το νου σου, μη με παραιτήσεις !

Page 50: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

50ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Χόπλα ! Θα παίξουμε τον Πέερ πάνω στ’ αγρίμι. (Καλπάζοντας) Εσύ ‘σαι ο Πέερ κι εγώ τ’ αγρίμι. ΩΖΕ: Τι έπαθα η δύστυχη ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Το βλέπεις; διαβήκαμε το πέρασμα. (Βγαίνει αντίπερα) Έλα, ένα φιλάκι για τ’ αγρίμι, που σ’ έκαν’ έτσι να περάσεις. ΩΖΕ: (δίνοντάς του ένα μπάτσο) Άρπα το, να ! για πλερωμή σου ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Ωχ ! Ωχ ! δεν έχει πέραση ο παράς σου ! ΩΖΕ: Παραίτα με ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Να πάμε πρώτα στα γονικά της νύφης. Θα μιλήσεις για μένα. Εσύ ‘σαι μυαλωμένη. Κουβέντιασε το γέρο ξεκουτιάρη. Πες του πως είναι τιποτένιος ο Ματς Μόεν. ΩΖΕ: Παραίτα με ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Και πες του ακόμα πως ο Πέερ Γκυντ είναι άξιο παλικάρι. ΩΖΕ: Όσο γι’ αυτό, να μη σε νοιάζει ! Θα σε καλοσυστήσω. Θα σε μάθουν απ’ όλες τις μεριές σου. Δε θ’ αφήσω καμιά σου τρέλα ή χαζομάρα. Θα σε ξομπλιάσω πέρα ως πέρα.

Page 51: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

51ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Αλήθεια ; ΩΖΕ: (κλωτσώντας με λύσσα) Θα μιλάω ως που να κάνω να σου αμολήσει ο γέρος τα σκυλιά του, καθώς σε νυχτοπάτη απάνω. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Χμ... Προτιμώ να πάγω μόνος. ΩΖΕ: Θα ‘ρθω από πίσω. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Όχι, μανούλα, δεν έχεις τόση δύναμη. ΩΖΕ: Δεν έχω ! Είμ’ έτσι μανιασμένη που βαστάω να σπάσω με τα δάχτυλά μου πέτρες, και με τα δόντια μου ! Άφησέ με ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Σ’ αφήνω, μ’ αν υπόσκεσαι... ΩΖΕ: Καθόλου ! Θα ‘ρθω μαζί σου, να τους μάθω ποιος είσαι ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Εδώ θα μείνεις, όχι ! ΩΖΕ: Ποτές ! Θα σύρω εκεί, το θέλω ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Δε θα σύρεις. ΩΖΕ: Και πώς θα μ’ εμποδίσεις ; ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Βάζοντάς σε απάνω στη σκεπή του μύλου. (Την ανεβάζει με το στανιό απάνω στη σκέπη. Η Ώζε φωνάζει κα παλεύει)

Page 52: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

52ΩΖΕ: (απάνω στη σκεπή) Κατέβασέ με ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Ναι, μα θα μ’ ακούσεις ; ΩΖΕ: Με σκότισες ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Παρακαλώ σε, μανούλα μου... ΩΖΕ: (ρίχνοντάς του ένα σβώλο χώμα) Κατέβασέ με, σου λέγω, γρήγορα ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Το θέλω, μα δεν κοτώ. (Τη σιμώνει) Κάτσε ήσυχα. Αν λαχτίζεις, αν ρίχτεις πέτρες, πρόσεχε μη σου ‘βγει και σε κακό. Να μην κατρακυλήσεις. ΩΖΕ: Βρωμόσκυλο ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Πολύ σαλεύεις. ΩΖΕ: Που να σε σκούπιζε απ’ τη μέση ο χάρος, τέτοια βρώμα που ‘σαι ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Το παρακάνεις, μάνα ! ΩΖΕ: Φτου σου ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Καλύτερα εγώ λέγω να μου δώσεις σα μάνα την ευχή σου. Δεν το θέλεις ; ΩΖΕ: Το ξύλο που σου πρέπει στα κωλιά σου, ας είσαι και μεγάλος.

Page 53: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

53ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Αν είν’ έτσι, γεια σου, μανούλα μου, εγώ φεύγω ! Υπομονή, δε θα χρονίσω να ξαναρθώ. (Απομακρύνεται, γυρνά κι με μια χειρονομία προσθέτει) Το νου σου, μη σαλεύεις. Φεύγει) Πέερ ! Πέερ ! Βοήθεια, φεύγει στα σωστά του ! Αχ ! τραγοκαβαλάρη, παλιοψεύτη, άκουσ’ εδώ! Για ‘δε τον που το σκάζει ! (Φωνάζει) Βοήθεια! Χάνουμαι !

Page 54: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

54

ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ Μετάφραση: ΟΜΗΡΟΣ ΜΠΕΚΕΣ

ΠΠΕΕΕΕΡΡ ΓΓΚΚΥΥΝΝΤΤ

Πράξη 3η

(Στο σπίτι της Ώζε. Νύχτα. Μέσα στο τζάκι καίνε κούτσουρα και φωτίζουνε την κάμαρα. Η γάτα είναι κουλουριασμένη πάνω σε μια καρέκλα, στα πόδια του κρεβατιού. Η Ώζε κρεβατωμένη, πασπατεύει με τα χέρια

το σκέπασμά της. Είναι ανήσυχη) ΩΖΕ: Δε θα ‘ρθει Θε μου; Τι καρτέρι, τι ατέλειωτο καρτέρι... Κι έχω τόσα για να του πω, μα ποιον να στείλω, Ούτε στιγμή να χάνεται δεν πρέπει. Τι ξαφνικά! ποιος να μου το ‘λεγε! Αχ, μονάχα Να το ‘ξερα, δε θα στεκόμουν τόσο αυστηρή για το παιδί μου! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: (μπαίνοντας) Καλησπέρα. ΩΖΕ: Ας έχει δόξα ο Κύριος! Επιτέλους ήρθες αγόρι μου, παιδί μου! Πώς έκανες την τόλμη αυτή; Εδωκάτω δεν είναι σίγουρ’ η ζωή σου. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Τι να την κάνω; Έπρεπε να ‘ρθω κι ήρθα. ΩΖΕ: Θα μείνει με τα λόγια της η Κάρη και θα μπορέσω πια να φύγω ησυχασμένη. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Να φύγεις; Πού να πας; Τι κουβεντιάζεις; ΩΖΕ: Αχ! Πέερ, κοντεύει η τελευταία μου ώρα. Σωθήκανε πια τα ψωμιά μου. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: (κάνει ένα κίνημα ανησυχίας κα μερικά βήματα μέσα στην κάμαρη) Κι εγώ που ξαλαφρώθηκ’ απ’ το φόρτο κι ερχόμουν ν ανασάνω εδώ λιγάκι... Και να!... Κρυώνουνε τα πόδια σου, τα χέρια;

Page 55: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

55ΩΖΕ: Ναι, Πέερ, σε λίγο πια τελειώνω... Όταν Θα δεις τα μάτια μου να σβήσουν, προσεχτικά να τα σφαλίσεις. Κι ύστερα να νοιαστείς για το σεντούκι, μα να ‘ναι ωραίο νεκροσέντουκο. Όχι, ξέχασα... ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Σώπα! Δεν είναι ώρα Να συλλογιόμαστε τα τέτοια. ΩΖΕ: Ναι. (Κοιτάζει ανήσυχα γύρω στην κάμαρη) Βλέπεις σι σκληροί τι μας αφήσαν... ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: (με κακοφανισμό) Μα πάλι τα ίδια; (Σκληρά) Είναι το φταίξιμο δικό μου. Το ξέρω. Τι μου το θυμίζεις; ΩΖΕ: Δικό σου φταίξιμο; Ποιος το ‘πε; Εκείνο το καταραμένο πιοτό τα φταίει. Ήσουν πιωμένος, κακόμοιρο παιδί μου. Δεν κατείχες τι έκανες. Σου ‘χε στρίψει το κεφάλι και το πιλάλημά σου με τ’ αγρίμι! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Καλά. Παράτα τούτη την κουβέντα. Ας τα όλ’ αυτά! Μιαν άλλη μέρα τα λέμε τα δυσάρεστα. Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού) Έλα τώρα να κουβεντιάσουμε μονάχα για ό,τι λάχει και να ξεχάσουμε σκοτούρες, στεναχώριες, και κάθε πράμα που μας βγήκε στραβό κι ανάποδο. - Μπρε, να ‘τος! βρίσκεται ακόμα ο γερογάτης; ΩΖΕ: Κάνει τη νύχτα τόσο ταβατούρι! Ξέρεις αυτό τι προμηνάει...

Page 56: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

56ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: (αλλάζοντας την κουβέντα) Τι νέα απ’ το χωριό; ΩΖΕ, χαμογελώντας: Λένε πως έχει κρυφό καημό με το βουνό κάποιο κορίτσι... ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: (απότομα) Και δε μου λες; παρηγορήθηκε ο Ματς Μόεν; ΩΖΕ: Του κάκου κλαιν τα γονικά της, αυτή δεν τους ακούει. Ωστόσο, θα ‘πρεπε να νοιαστείς, παιδί μου, κι ίσως να ‘βρισκες, Πέερ, εσύ τον τρόπο... ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Κι ο σιδεράς; Τι φκιάνει τούτος; ΩΖΕ: Δεν τον αφήνεις το βρωμιάρη. Δε μου ρωτάς καλύτερα κι εμένα για ποιο κορίτσι σου μιλάω... ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Όχι, ας μιλήσουμε μονάχα για ό,τι λάχει και να ξεχάσουμε σκοτούρες, στεναχώριες, και κάθε πράμα που μας βγήκε στραβό κι ανάποδο. - Διψάς; Θέλεις να φέρω κάτι να πιεις; Δε σου βολεί για να ξαπλώσεις; Κοντό σου πέφτει το κρεβάτι. Στάσου να δω! Δεν είναι τούτο το παιδιακίσιο μου κρεβάτι; Θυμάσαι τον καιρό που ανακαθόσουν κοντά στο προσκεφάλι μου, το βράδυ; Άπλωνες πάνω την κουβέρτα και κατόπι, για να με πάρει ο ύπνος, τραγουδούσες ένα σωρό παλιά στιχάκια. ΩΖΕ: Πώς τα θυμάσαι; Κι όταν έφευγε ο μπαμπάς σου για μακρινή πορειά, το βράδυ, παίζαμε το έλκηθρο. Η κουβέρτα ήτανε τ’ αμαξιού η κουκούλα, το πάτωμα ήταν το βουνό το παγωμένο. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Ναι, ναι, μα το καλύτερο μες σ’ όλα, ποιο να ‘ταν; το θυμάσαι, μάνα; Ήταν το σερτικό μας το άτι. ΩΖΕ: θαρρείς πως το λησμόνησα, παιδί μου;

Page 57: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

57Μας δάνειζε Το γάτο της η Κάρη κι εμείς τον βάζαμε το γάτο απάνω σε σκαμνί. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Και μπρος! στον Πύργο του Σόρια Μόρια, εκεί κάτω, στα δυτικά από το φεγγάρι και στ’ ανατολικά απ’ τον ήλιο. Διαβαίνουμε βουνά και κάμπους. Καμτσίκι σου έπαιρνες μια βέργα που βρήκαμε στο παραγώνι. ΩΖΕ: Ολόρθη εγώ μπροστά... ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Ναι, ναι, και πότε πότε άφηνες τα λουριά να χαλαρώσουν και γύριζες να με ρωτήσεις μήπως και κρύωνα. Μαζί σου να ‘ναι ο Θεός, γριά μουρμούρα. Ωστόσο ήσουν πονόψυχη. Μα τι έχεις κι έτσι αγκομαχάς; ΩΖΕ: Με σφάζ’ η ράχη, με κόβουν τα σκληρά σανίδια. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Έλα, ξαπλώσου, σε κρατάω. Έτσι, για δες, καλά ‘σαι τώρα. ΩΖΕ: (ανήσυχη) Αχ! όχι, Πέερ, Θέλω να φύγω! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Να φύγεις; ΩΖΕ: Ναι. Σ’ αυτό να βοηθήσεις. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Ορίστε λόγια! Για τυλίξου στην κουβέρτα. Ας κάτσω εγώ μπροστά στα πόδια του κρεβατιού κι έλα να πούμε για να περάσ’ η ώρα δυο στιχάκια. ΩΖΕ: Δεν πας καλύτερα να φέρεις τη σύνοψη απ’ το παραγώνι; Έχω μια ταραχή μες στην ψυχή μου...

Page 58: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

58 ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Στου Σόρια Μόρια το παλάτι γλεντάει ο Βασιλιάς και πάμε. Ξαπλώσου μάνα με ραχάτι πάνω στη στρώση, ξεκινάμε! ΩΖΕ: Παιδί μου, με καλέσανε κι εμένα; ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Μα βέβαια, μας καλέσαν και τους δυο μας. (Περνά ένα σκοινί στην καρέκλα όπου κάθεται κουλουριασμένη η γάτα, παίρνει μια βέργα και στέκεται μπροστά στα πόδια του κρεβατιού) Αι, ντε. Μαυρή, τράβα γερά! Μήπως κρυώνεις, μάνα, τώρα; Είναι ο Μαυρής στα χαλινά, Το νιώθεις μόλις πάρει φόρα! ΩΖΕ: Καλέ μου, Πέερ, τι να ‘ναι αυτό που κουδουνίζει; ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Τ’ ασημοκούδουνα, μητέρα. ΩΖΕ: Ω! πόσο απόκουφ’ αντηχάνε! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Περνάμε απ’ ένα φιόρδι παγωμένο. ΩΖΕ: Φοβάμαι. Τ’ είναι αυτό που αναστενάζει και που παράξενα βογκάει κι αγριεμένα; ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Στα πλάγια τα έλατα βογκάνε. Ησύχασε, μητέρα. ΩΖΕ: Κι εκεί κάτω αστράφτει μακριά, σπιθίζει. Πούθ’ έρχεται μια τέτοια λάμψη; ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Απ’ το παλάτι, από τα τζάμια κι απ’ τις πόρτες. Χορεύουν, δεν ακούς;

Page 59: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

59ΩΖΕ: Ναι. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Βλέπω τον Άγιο Πέτρο μπρος στην πόρτα. Και σε καλωσορίζει να ‘μπεις. ΩΖΕ: Μας χαιρετάει; ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Μα ναι, μας διπλοχαιρετάει και μάλιστα κερνά το πιο γλυκό κρασί του. ΩΖΕ: Κρασί; Και δίνει και γλυκά; ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Ούτε λόγος. Βαστά ένα δίσκ’ ολόγεμο. Κι η μακαρίτρα η παπαδιά μας ετοιμάζει τους καφέδες με τα βουτήματα. ΩΖΕ: Αχ, Θε μου! Θε μου! Θα ξανανταμωθούμε οι δυο μας; ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Όσο συχνά κι όση ώρα θέλεις. ΩΖΕ: Σε τι χαρές και πανηγύρια με πηγαίνεις εμένα τη γριούλα, Πέερ ! ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ, ξαναδίνει μια καμτσικιά: Αι, ντε, Μαυρή μου! τράβα γερά! ΩΖΕ: Σωστά πηγαίνεις; ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: (άλλη καμτσικιά) Αυτός είν’ ο μεγάλος δρόμος. ΩΖΕ: Ρημάχτηκ’ απ’ το κούνημα, παιδί μου. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Να το παλάτι. Φτάνουμε σε λίγο. Καλά. Σφαλνώ τα μάτια μου και κάνε,

Page 60: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

60παιδάκι μου, κατά πως ξέρεις. ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: Αι, ντε, Μαυρή, τράβα γερά! Μωρέ τι κόσμος στο παλάτι! Στη μπασιά του στριμώνουνται και κράζουν: Να, μας έρχεται ο Πέερ Γκυντ με τη γριά του. Αφέντη μου Άγιε Πέτρε, πώς το λες; Μπορεί κι η μάνα μου να μπει; και να της ταιριάζει! Ψάξε να βρεις μες στις πολλές ένα κορμί που να της μοιάζει. Δε σου μιλάω για σένα. Συφωνώ να μείνω εγώ έξω απ’ το παλάτι. Σπολλάτη σου, αν μου πεις: κερνώ. Αν όχι, φεύγω και σπολλάτη. Έχω σκαρώσει μπαμπεσιές που μήτε ο Σατανάς γνωρίζει. Είπα στη μάνα μου βρισιές. Σαν άρχιζε να κακανίζει, να δέρνει, να τσιρίζει αράδα, πάψε, της έλεγα, πουλάδα! Μα πρέπει εδώ να τη συντρέχετε πολύ, να την τιμάτε, να τη σέβεστ’ εδωπέρα. Απ’ το χωριό μας μην προσμένεις πιο καλή να ‘ρθει τη σήμερον ημέρα. Να κι ο Πατήρ ημών Θεός! Τώρα, Άγιε Πέτρε, θα σου φέξει! (Χοντραίνει τη φωνή του, σα να ‘τανε τάχα του Θεού) «Άσε της πόρτας τις κουβέντες. Μπρος, πάρε την Ώζε μέσα κι ούτε λέξη!» (Σκάζε στα γέλια κα γυρνά στη μάνα του) Άλλαξε στη στιγμή ο σκοπός, το βλέπεις; (Με τρόμο) Μα τι έχεις και κοιτάζεις έτσι, σα να ‘σπασε η λαμπήθρα του ματιού σου; Μάνα μου, δε μ’ ακούς; (Πλησιάζει στο προσκεφάλι) Μη στέκεσ’ έτσι μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια. Μίλησε μου, μανούλα! Εγώ ‘μαι, το παιδί σου! (Αγγίζει με προφύλαξη το μέτωπο και τα χέρια της Ώζε. Πετάει μονομιάς το σκοινί πάνω στην καρέκλα κα λέγει με λυγισμένη φωνή)

Page 61: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

61 Αυτό ‘τανε λοιπόν! Άιντε, Μαυρή μου, μπορείς να ξαποστάσεις τώρα. Φτάσαμε πια. (Σφαλνά τα μάτια της νεκρής και σκύφτει απάνω της) Σ’ ευχαριστώ για καθετί σου, για τις ξυλιές και για τα χάδια! Και τώρα να μ’ ευχαριστήσεις κι εσύ. (Σφίγγει το μάγουλό του στα χείλια της νεκρής)

Page 62: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

62

ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ Μετάφραση: Γ. Ν. ΠΟΛΙΤΗΣ

ΒΒΡΡΥΥΚΚΟΟΛΛΑΑΚΚΕΕΣΣ

Πράξη 3η – Τέλος

(Μόλις Έφυγε η Ρεγγίνα)

ΟΣΒΑΛΤ : (κοιτάζοντας όξω, από το παράθυρο) Έφυγε; ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Ναι. ΟΣΒΑΛΤ : (μεσ’ απ’ τα δόντια του) Ωραία δουλειά κι αυτή, λέω. ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: (Πηγαίνοντας από πίσω του και ακουμπώντας τα χέρια της στους ώμους του) Όσβαλτ, παιδί μου... Θα ταράχτηκες, πάρα πολύ; ΟΣΒΑΛΤ : (γυρίζοντας το κεφάλι του κατ’ αυτήν) Μ’ όλ’ αυτά για τον πατέρα, θέλεις να πεις; ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : Ναι, για το δυστυχισμένο τον πατέρα σου. Φοβάμαι πώς θα σε πείραξαν πολύ. ΟΣΒΑΛΤ : Πώς σου ‘ρθε αυτή ή ιδέα; Η αλήθεια είναι πώς μου ήρθε πάρα πολύ ξαφνικό, μα το κάτω-κάτω τι με νοιάζει εμένα; ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : (τραβώντας τα χέρια της από τούς ώμους του) Τι σε νοιάζει! που ό πατέρας σου ήταν τόσο αφάνταστα δυστυχισμένος; ΟΣΒΑΛΤ : Φυσικά τον λυπάμαι, όπως κα κάθε άλλον, ωστόσο... ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : Μονάχα! Μα ήταν Πατέρας σου! ΟΣΒΑΛΤ : (νευρικά) Πατέρας μου! ...Πατέρας μου! Μήπως τον εγνώρισα καθόλου; Η μόνη ανάμνηση που έχω από τον πατέρα είναι πώς έγινε αφορμή να μου ‘ρθει μια φορά αναγούλα. ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Φρίκη! Φρίκη! Μα δεν πρέπει το παιδί να αισθάνεται αγάπη για τον πατέρα του, -ό,τι κι αν γίνει; ΟΣΒΑΛΤ: Όταν όμως ό πατέρας δεν έχει κάμει τίποτα για το παιδί του; Και το παιδί ούτε καν τον εγνώρισε; Μ’ αλήθεια μένεις ακόμα ριζωμένη στην παλιά αυτή πρόληψη, εσύ, πού δεν έχεις καθόλου σκουριασμένες ιδέες; ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : Λες να είναι πρόληψη ;... ΟΣΒΑΛΤ: Μα και μόνη σου δα το καταλαβαίνεις, μητέρα. Είναι κι αυτή μια από κείνες τις ιδέες πού έχουν μεγάλη πέραση στον κόσμο, λες κι είναι... ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: (συγκλονισμένη) Βρικόλακες ! ΟΣΒΑΛΤ : (πηγαίνοντας στην άλλη άκρη τής κάμαρας) Μμ, πες τες και βρικόλακες, αν θέλεις. ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : (ξεσπώντας) Όσβαλτ... Τότε λοιπόν ούτε και μένα δε θα μ’ αγαπάς. ΟΣΒΑΛΤ : Εσένα, όσο να ‘ναι σε γνωρίζω... ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Ναι, με γνωρίζεις... μ’ αυτό είν’ όλο; ΟΣΒΑΛΤ: Και ξέρω ακόμα, πόσο μ’ αγαπάς· και μόνο γι’ αυτό πρέπει να σου χρωστώ μεγάλη χάρη. Τώρα μάλιστα πού είμαι άρρωστος, μπορείς να μου φανείς πάρα πολύ χρήσιμη. ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Αχ, αλήθεια, Όσβαλτ! Ναι, έτσι μου ‘ρχεται να ευλογήσω την αρρώστια σου, πού σ’ έφερε πάλι εδώ κοντά μου. Γιατί, το βλέπω : δεν είσ’ ακόμα δικός μου, Πρέπει να σε κερδίσω.

Page 63: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

63 ΟΣΒΑΛΤ: (βαριεστημένος) Ναι, καλά, καλά· αυτά είναι ωραία λόγια. Μην ξεχνάς, μητέρα, πως είμαι άρρωστος άνθρωπος. Δε μπορώ να νοιάζουμαι και πολύ για τους άλλους. Με φτάνουν οι έγνοιες οι δικές μου. ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : (σιγά) Μη σε μέλει, θα ‘μαι καλή κι υπομονετική. ΟΣΒΑΛΤ: Και χαρούμενη, μητέρα! ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Ναι, αγόρι μου, δίκιο έχεις. (πηγαίνοντας κοντά τον) Τι λες, δεν έδιωξα τώρα απ’ την καρδιά σου το σαράκι πού σ’ έτρωγε; ΟΣΒΑΛΤ: Ναι, το ‘διωξες. Μα ποιος θα με γλυτώσει τώρα από την τρομάρα; ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Από την τρομάρα; ΟΣΒΑΛΤ: (πηγαίνοντας στην άλλη άκρη τής σκηνής) Η Ρεγγίνα θα το κατάφερνε μ’ έναν καλό της λόγο. ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : Δε σε καταλαβαίνω. Τι πάει να πει ή τρομάρα... ή Ρεγγίνα; ΟΣΒΑΛΤ: Είναι πολύ περασμένη ή ώρα μητέρα; ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : Κοντεύει να ξημερώσει. (Κοιτάζει από τη τζαμαρία τής σερας) Πέρα στα βουνά αρχίζει κι όλας να γλυκοχαράζει. Θα ‘χουμε ωραία μέρα, Όσβαλτ. Όπου να ‘ναι, θα δεις πια και τον ήλιο. ΟΣΒΑΛΤ : Θα μου κάμει μεγάλη χαρά. Α! είναι κάμποσα πράματα ακόμα που με γεμίζουν χαρά, που με δένουν στη ζωή... ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Αυτό δα έλειπε να μην ήταν! ΟΣΒΑΛΤ: Κι ας μη μπορώ να εργαστώ, όμως... ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : Μπα, πολύ γλήγορα θα μπορέσεις να ξαναρχίσεις τη δουλειά σου, αγόρι μου. Τώρα πάει, δε θα σε βασανίζουν πια μαύροι στοχασμοί. ΟΣΒΑΛΤ: Αλήθεια, τι καλά που μου έβγαλες αυτές τις ιδέες από το μυαλό μου! Κι άμα θα ησυχάσω πια και για τ’ άλλο... (κάθεται στον καναπέ) Έλα τώρα να κουβεντιάσουμε, μητέρα... ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Ναι, μπράβο, έλα.

(Φέρνει μια πολυθρόνα δίπλα στον καναπέ και κάθεται κοντά-κοντά με τον Όσβαλτ) ΟΣΒΑΛΤ: Κι ωστόσο θα βγει ό ήλιος. Και θα το μάθεις εσύ. Και θα φύγει από πάνω μου αυτή ή τρομάρα. ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Τι θα μάθω, είπες; ΟΣΒΑΛΤ: (δίχως να προσέξει τι του ‘πε) Μητέρα, δε μου ‘πες πρωτύτερα πως θα ‘κανες για μένα ό,τι κι αν σου ζητούσα; ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Ναι, βέβαια. ΟΣΒΑΛΤ: Δεν άλλαξες γνώμη μητέρα; ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Μη φοβάσαι, χρυσό μου παιδί. Το ξέρεις δα πώς είσαι ή μονάκριβη λαχτάρα μου σ’ αυτόν τον Κόσμο. ΟΣΒΑΛΤ: Καλά, καλά. Λοιπόν άκουσε... Εσύ, μητέρα, έχεις καρδιά, είσαι δυνατή, το ξέρω. Πρέπει λοιπόν να καθίσεις φρόνιμα, όταν θα σου το πω. ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : Μα τόσο πια τρομερό είναι...! ΟΣΒΑΛΤ Να μη βάλεις τις φωνές. Ακούς; Μου το υπόσχεσαι; Θα καθίσουμε και θα μιλήσουμε ήσυχα ήσυχα. Μου το υπόσχεσαι, μητέρα; ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : Ναι., ναι, σου το υπόσχομαι, μίλα μόνο. ΟΣΒΑΛΤ: Λοιπόν πρέπει να μάθεις πώς ή κούρασή μου... και ή αδυναμία μου να στρωθώ στη δουλειά... όλ’ αυτά δεν είναι ή καθαυτό αρρώστια μου... ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : Μα ποια λοιπόν είναι ή αρρώστια σου; ΟΣΒΑΛΤ : Η αρρώστια που μου ‘λαχε κληρονομά, αυτή... (βάζει το δάχτυλο στο μέτωπό του και προσθέτει πολύ σιγά) αυτή εδώ-μέσα φωλάζει.

Page 64: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

64ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: (Με φωνή σβησμένη) Όσβαλτ! Όχι... όχι! ΟΣΒΑΛΤ: Μη φωνάζεις. Δεν μπορώ ν’ ακούω φωνές. Ναι, σου λέω, εδώ μέσα φωλιάζει και παραφυλάει. Και μπορεί να ξεσπάσει όποια ώρα και να ‘ναι, όποια στιγμή... ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Ω, φρίκη. . .! ΟΣΒΑΛΤ: Ήσυχα λοιπόν! Να ποια είναι ή κατάστασή μου... ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : (που πετιέται απάνω) Δεν είν’ αλήθεια, Όσβαλτ! Δεν μπορεί! Δε γίνεται! ΟΣΒΑΛΤ: Στο Παρίσι έπαθα κιόλας μια κρίση. Μα πέρασε γρήγορα. Σαν έμαθα όμως, ποια ήταν ή κατάστασή μου, μ’ έπιασε τέτοια τρομάρα, που κόντεψα να τρελαθώ, κι έτρεξα εδώ κοντά σου, όσο πιο γρήγορα μπορούσα. ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Αυτό λοιπόν είναι ή τρομάρα...! ΟΣΒΑΛΤ Ναι, τι τα θέλεις, δε λέγεται πόσο φριχτό είναι. Να ήταν μια συνηθισμενη αρρώστια, που να μην έχει γλυτωμό... Τον θάνατο δεν τον τρομάζω τόσο, μόλο που θα ‘θελα να ζήσω όσο γίνεται περισσότερο. ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Ναι, Όσβαλτ έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου! ΟΣΒΑΛΤ : Αυτό όμως είναι τόσο φριχτό, τόσο τρομερό. Να ξαναγίνεις πάλι σα μωρό παιδί, να σε ταΐζουν, να σε... Αχ, δεν πηγαίνει ή γλώσσα μου να το πω! ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Το παιδί έχει τη μάνα του να το φροντίσει. ΟΣΒΑΛΤ : (πετιέται απάνω) Όχι, ποτέ, ποτέ! Αυτό ίσια-ίσια δε θέλω! Τρέμω και να το συλλογιστώ πως μπορεί να κοίτομαι έτσι χρόνια ολόκληρα... να γεράσω έτσι, ν’ ασπρίσω. Και το κάτω-κάτω μπορεί να πεθάνεις εσύ πριν από μένα. (Κάθεται απάνω στην πολυθρόνα της κυρίας Άλβιγκ) Γιατί απ’ αυτή την αρρώστια, δεν πεθαίνει κανείς πάντα αμέσως, είπε ό γιατρός. Την ονόμασε μαλάκυνση του εγκεφάλου ή κάτι τέτοιο. (με πικρό χαμόγελο) Βρίσκω πως ή έκφραση αυτή χτυπάει πολύ όμορφα. Μου φέρνει πάντα στο νου βελουδένιες βυσσινιές κουρτίνες... κάτι που το νιώθεις απαλό - απαλό στο χέρι, σαν το χαϊδεύεις. ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : (ξεφωνίζοντας) Όσβαλτ! ΟΣΒΑΛΤ : (πετιέται πάλι απάνω και πηγαίνει στην άλλη άκρη) Κι εσύ μου ‘διωξες και τη Ρεγγίνα! Να ‘χα τη Ρεγγίνα τουλάχιστο... Εκείνη θα μου ‘κανε τη χάρη που θα της ζητούσα. ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : (πηγαίνοντας κοντά του) Τι θέλεις να πεις χρυσό μου παιδί; Υπάρχει καμιά χάρη στον κόσμο, που δεν είμαι πρόθυμη να σου την κάμω εγώ; ΟΣΒΑΛΤ: Άμα ξανάγινα καλά από κείνη την κρίση στο Παρίσι, μου είπε ό γιατρός πώς αν με ξαναπιάσει - και θα με ξαναπιάσει - δε γλυτώνω πια. ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Κι είχε την καρδιά να σου το... ΟΣΒΑΛΤ: Εγώ τον ανάγκασα. Του είπα πώς είχα να κανονίσω μερικές δουλειές μου... (Με πονηρό χαμόγελο) Και δεν του ‘πα ψέματα. (Βγάζοντας ίνα κουτάκι από τη μέσα τσέπη του σακακιού του) Μητέρα, το βλέπεις αυτό; ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Τι ‘ναι; ΟΣΒΑΛΤ: Μορφίνη. ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: (κοιτάζοντάς τον περίτρομη) Όσβαλτ... παιδί μου; ΟΣΒΑΛΤ: Ένα-ένα τα μάζεψα, δώδεκα σκονάκια... ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : (απλώνοντας το χέρι για να του τα πάρει) Δώσ’ μου αυτό το κουτί, Όσβαλτ! ΟΣΒΑΛΤ: Όχι ακόμα, μητέρα. (ξαναβάζει το κουτί στην τσέπη του) ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Δε θα βαστάξω να το δουν αυτό τα μάτια μου! ΟΣΒΑΛΤ : Μπα, θα βαστάξεις. Αν είχα τώρα εδώ τη Ρεγγίνα, θα τής έλεγα τι με περιμένει... και θα της ζητούσα τη στερνή αυτή χάρη, Κι εκείνη δε θα μου την αρνιόταν, το ξέρω καλά. ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Ποτέ!

Page 65: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

65 ΟΣΒΑΛΤ : Όταν θα με χτυπούσε το φριχτό κακό και θα μ’ έβλεπε ξαπλωμένον μπροστά της, ανήμπορον σα μωρό παιδί... έρημον, συφοριασμένον, δίχως ελπίδα... δίχως γλυτωμό... ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ ‘Ο Κόσμος να χαλούσε δε θα το ‘κανε αυτό ή, Ρεγγίνα! ΟΣΒΑΛΤ: Θα το ‘κανε ή Ρεγγίνα. ‘Η Ρεγγίνα ήταν μια ξένοιαστη τρελή πεταλούδα. Και πολύ γρήγορα θα βαριόταν να νταντεύει έναν άρρωστο σαν και μένα. ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : Τότε δόξα να ‘χει ό μεγαλοδύναμος πού έφυγε! ΟΣΒΑΛΤ: Ναι, μα τώρα εσύ πια, μητέρα, θα μου κάμεις αυτή τη χάρη. ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: (ξεφωνίζοντας δυνατά) Εγώ! ΟΣΒΑΛΤ: Σ’ εσένα πιο πολύ δεν πέφτει το βάρος; ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : Σ’ εμένα! τη μάνα σου! ΟΣΒΑΛΤ : Ίσια-ίσια γι’ αυτό. ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Εμένα, που σε γέννησα; ΟΣΒΑΛΤ: Δε σ’ τη ζήτησα εγώ τη ζωή. Και τέτοια ζωή μάλιστα! Δεν τη θέλω πια! Πάρ’ την Πίσω! ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Βοήθεια! Βοήθεια!

(Βγαίνει τρέχοντας από την πόρτα της εισόδου) ΟΣΒΑΛΤ : (τρέχοντας από πίσω της) Μη μ’ αφήνεις μονάχον! Πού πας; ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : (στην είσοδο) Να φωνάξω έναν γιατρό, Όσβαλτ! Άσε με να βγω! ΟΣΒΑΛΤ : (στην είσοδο κι εκείνος) Δε θα βγεις όξω. Κι ούτε κανείς άλλος θα μπει εδώ μέσα.

(ακούγεται που κλειδώνει την πόρτα) ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : (ξαναμπαίνοντας μέσα) Όσβαλτ, Όσβαλτ... παιδί μου! ΟΣΒΑΛΤ : (πηγαίνοντάς της από κοντά) Λες πώς έχεις καρδιά μάνας... Κι όμως μπορείς να με βλέπεις να σπαράζω μες στην ανείπωτη αυτή χαροτρομάρα ; ! ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: (ύστερ’ από μικρή σιωπή, ξαναβρίσκοντας την ψυχραιμία της και δίνοντάς του το χέρι) Το λόγο μου, ‘Οσβαλτ! ΟΣΒΑΛΤ: Δέχεσαι να;... ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Αν παρουσιαστεί ανάγκη. Μα δε θα παρουσιαστεί. Όχι, όχι, δεν μπορεί! ΟΣΒΑΛΤ : Ας το ελπίσουμε. Κα θα ζήσουμε αχώριστοι, όσο περισσότερο μπορούμε. Σ’ ευχαριστώ μητέρα.

(Κάθεται στην πολυθρόνα που έχει φέρει ή Κυρία Άλβιγκ δίπλα στον καναπέ. Αρχίζει να φωτάει· η λάμπα απάνω στο τραπέζι εξακολουθεί να είναι αναμμένη)

ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: (ζυγώνοντας προσεχτικά) Είσαι πιο ήσυχος τώρα; ΟΣΒΑΛΤ: Ναι ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: (γέρνοντας απάνω του) Ήταν γέννημα φριχτό τής φαντασίας σου, Όσβαλτ. Της φαντασίας σου μονάχα. Με τη μια συγκίνηση απάνω στην άλλη τσακίστηκαν τα νεύρα σου. Μα τώρα θα ξεκουραστείς. Εδώ, σιμά στη μανούλα σου, καμάρι μου. Ό,τι ποθήσ’ η ψυχή σου θα το ‘χεις... όπως τον παλιό καιρό, που ήσουν μικρούλι ακόμα. Να, είδες; πέρασε ή κρίση. Το βλέπεις που δεν ήταν τίποτα; Στο ‘λεγα εγώ. Και βλέπεις, Όσβαλτ, τι ωραία μερα που θα μας κάμει; Ήλιος, χαρά Θεού. Τώρα θα δεις τι χάρες έχει ό τόπος σου.

Page 66: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

66

(Η Κυρία Άλβιγκ πηγαίνει στο τραπέζι κα σβήνει τη λάμπα. ‘Ο ήλιος βγαίνει. Στο βάθος φαίνονται τα χιονισμένα κορφοβούνια λουσμένα στο πρωινό φως. Ο Όσβαλτ κάθεται ακίνητος στην πολυθρόνα έχοντας γυρισμένη την πλάτη του στο βάθος τής σκηνής)

ΟΣΒΑΛΤ: Μητέρα, δώσ’ μου τον ήλιο. ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: (κοντά στο τραπέζι, αλαφιασμένη κοιτάζοντάς τον) Τι ‘πες; ΟΣΒΑΛΤ : (ξαναλέει με φωνή βραχνή και άτονη) Τον ήλιο. Τον ήλιο. ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: (τρέχοντας κοντά του) Όσβαλτ, τι. έχεις; (Ο Όσβαλτ μοιάζει σα να σούρωσε μες στην πολυθρόνα, οι σάρκες του γίνονται πλαδαρές, το πρόσωπό τον δεν έχει καμιά έκφραση και τα μάτια του στυλώνονται μπροστά του

αποβλακωμένα) ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : (τρέμοντας σύγκορμη απ’ τη φρίκη της) Τι είν’ αυτό; (ξεφωνίζοντας) Όσβαλτ! Τι έπαθες! (Γονατίζει μπροστά του και τον τραντάζει) Όσβαλτ! Όσβαλτ! Κοίταξέ με! Δε με γνωρίζεις; ΟΣΒΑΛΤ : (άτονα, όπως πριν) Τον ήλιο - τον ήλιο.

(Η Κυρία Άλβιγκ τινάζεται απάνω απελπισμένη, τραβώντας με τα δυο χέρια τα μαλλιά της και φωνάζει)

ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : Δε βαστιέται αυτό! (μουρμουρίζοντας σαν αποσβολωμένη) Δε βαστιέται αυτό. Όχι, ποτέ! (ξαφνικά) Πού το ‘βαλε! (Ψαχουλεύει γλήγορα-γλήγορα στο στήθος του) Να τα! (Τραβιέται λίγα βήματα πίσω και ξεφωνίζει) Όχι, όχι, όχι !... Ναι !... όχι... όχι!

(Στέκεται λίγα βήματα μακριά του, με τα χέρια χωμένα στα μαλλιά της, και καρφώνει τα μάτια της απάνω του με βουβή φρίκη)

ΟΣΒΑΛΤ : (ακίνητος πάντα στην πολυθρόνα) Τον ήλιο - τον ήλιο.

Page 67: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

67

ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ Μετάφραση: ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ

ΤΤΖΖΩΩΝΝ ΓΓΑΑΒΒΡΡΙΙΗΗΛΛ ΜΜΠΠΟΟΡΡΚΚΜΜΑΑΝΝ

Πράξη 1η

(Η Έ λ λ α Ρ έ ν τ χ α ϊ μ μπαίνει μέσα. Μοιάζει πολύ της αδερφής της, ωστόσο το πρόσωπό της έχει μιαν έκφραση περισσότερο πονεμένη παρά σκληρή. Φέρνει ακόμα τα ίχνη μιας περασμένης εξαιρετικής και χαραχτηριστικής ομορφιάς. Τα πλούσια μαλλιά της που,

πέφτουνε με φυσικό κυματισμό στο μέτωπό της έχουνε μιαν ασημένια λευκότητα. Φορεί ένα μαύρο βελουδένιο φόρεμα με καπέλλο και φουρέ πανωφόρι από το ίδιο ύφασμα. Ο δυο αδερφές στέκονται λίγες στιγμές αμίλητες, κοιτάζοντας ερευνητικά η μια την άλλη. Καθώς

φαίνεται, καθεμιά περιμένει την άλλη να μιλήσει πρώτη) ΕΛΛΑ: (που στέκεται κοντά στην πόρτα) Βέβαια, παραξενεύεσαι πολύ πού με βλέπεις, Γκούνχιλδ. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (μένει ορθή ανάμεσα τον καναπέ και στο τραπέζι και μόλις ακουμπά τα δάχτυλά της πάνω στο τραπεζομάνιηλο) Μήπως έκανες λάθος στο δρόμο; Ο οικονόμος κάθεται στο διπλανό σπίτι. ΕΛΛΑ: Σήμερα δεν έχω να πω τίποτα στον οικονόμο. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Έχεις λοιπόν να πεις σε μένα τίποτα; ΕΛΛΑ : Ναι. Θάθελα να πούμε δυο λόγια. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (προχωρώντας λίγο) : Τότε—κάθησε. ΕΛΛΑ: Ευχαριστώ, μπορώ να μείνω κι ορθή. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Όπως θέλεις. Ξεκούμπωσε τουλάχιστο το πανωφόρι σου. ΕΛΛΑ: (ξεκουμπώνει το πανωφόρι της) Κάνει, αλήθεια, πολλή ζέστη εδώ μέσα— ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ : Κρυώνω πάντα. ΕΛΛΑ: (στέκεται λίγο κα την κοιτάζει, ακουμπώντας το χέρι της στο στήριγμα της πολυθρόνας) Ναι,—Γκούνχιλδ, πάνε κι όλας οχτώ χρόνια που δεν ιδωθήκαμε. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (ψυχρά) Που δε μιλήσαμε θέλεις να πεις. ΕΛΛΑ: Ναι, που δε μιλήσαμε θάπρεπε να πω—. Γιατί σίγουρα θα μέβλεπες κάπου-κάπου,—όταν μια φορά το χρόνο ερχόμουνα να δω τον οικονόμο. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ερχόσουνα, θαρρώ, μια ή δυο φορές το χρόνο. ΕΛΛΑ: Κ’ εγώ σ’ είδα μια δυο φορές στα πεταχτά. Εκεί στο παράθυρο. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Πίσω απ’ τις κουρτίνες, σίγουρα. Ω, έχεις καλά μάτια εσύ ! (Κοφτά και σκληρά) Όμως μ ι λ ή σ α μ ε για τελευταία φορά εδώ, μες στο δωμάτιό μου— ΕΛΛΑ: (ξεφεύγοντας) Ναι, ναι, Γκούνχιλδ, θυμάμαι ! ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ:—μια βδομάδα προτού,—προτού βγει έξω. ΕΛΛΑ: (κάνοντας λίγα βήματα) Ω, δεν τ’ αφήνεις τώρα α υ τ ά ! ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (με σταθερή και υπόκωφη φωνή) Είτανε μια βδομάδα προτού,—προτού αφήσουν ελεύθερο το διευθυντή της Τραπέζης. ΕΛΛΑ: (έρχεται στο προσκήνιο) Βέβαια, βέβαια. Α υ τ ή την στιγμή δε θα την ξεχάσω ! Η θύμησή της είναι καταθλιπτική. Και μ ι α μ ό ν ο στιγμή να την ξαναφέρεις στο νου σου— ω! ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (υπόκωφα) Κι όμως είναι αδύνατο να γλυτώσεις απ’ αυτές τις αναμνήσεις ! (Μ’ έξαψη σταυρώνοντας το χέρια της) Όχι, δεν το καταλαβαίνω Ούτε θα το καταλάβω ποτέ. Δεν καταλαβαίνω πώς ένα,—ένα τόσο τρομερό πλήγμα μπορεί να βρει

Page 68: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

68 μ ι α ν οικογένεια. Και μάλιστα τη δ ι κ ή μ α ς οικογένεια,—για συλλογίσου το. Μια τίμιαν οικογένεια σαν τη δική μας. Ποιος να τόλεγε ποτέ πως ακριβώς α υ τ ή ν θα χτυπούσε ! ΕΛΛΑ : Αχ Γκούνχιλδ,—το χτύπημα το δεχτήκανε και πολλές ά λ λ ε ς οικογένειες. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Πολύ πιθανόν, μ’ αυτές οι άλλες οικογένειες δε μ’ ενδιαφέρουν καθόλου. Γιατί αυτές μόνο λίγα λεφτά—ή μερικές ομολογίες χάσανε Όμως εμείς—! Εγώ ! Κ’ έπειτα ο Έρχαρτ—, που τότε είταν ακόμα παιδάκι ! (Με περισσότερη έξαψη) Η ντροπή που έκανε σε μας τους αθώους ! Το αίσχος ! Αυτό το φοβερό, το βδελυρό αίσχος ! Και μέσα σ’ όλα η καταστροφή, η καταστροφή των πάντων. ΕΛΛΑ: (δισταχτικά) Πες μου, Γκούνχιλδ,—πώς υποφέρει την κατάσταση; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: 0 Έρχαρτ, θέλεις να πεις ; ΕΛΛΑ: Όχι,—αυτός ο ίδιος. Πώς τα υποφέρει όλ’ αυτά ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (με περιφρονητική ειρωνεία) Και θαρρείς πως ρωτώ γι’ αυτόν ; ΕΛΛΑ: Αν ρωτάς; Εσύ δε χρειάζεται να ρωτήσεις - ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (τι βλέπει με απορία) Μήπως θαρρείς πως ερχόμαστε σε συνάφεια ; Πως του μιλώ ; Πως τονε βλέπω ; ΕΛΛΑ: Δ ε ν τονε βλέπεις ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (όπως πριν) Α υ τ ό ν που έμεινε πέντε χρόνια πίσω απ’ τα κάγκελα της φυλακής; (Κρύβει το πρόσωπό της με τα χέρια της) Ω, αυτός ο ανήκουστος εξευτελισμός ! (Ξεσπά) Όταν συλλογίζεται κανένας τι σήμαινε έναν καιρό τόνομα Τζων Γαβριήλ ΜΠΟΡΚΜΑΝ— Όχι, όχι, όχι,—δε θέλω ποτέ πια να τον ξαναδώ !—Ποτέ! ΕΛΛΑ: (την κοιτάζει κάμποσο) Είσαι σκληρόκαρδη, Γκούνχιλδ. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Μαζί του, ναι. ΕΛΛΑ: Ωστόσο είναι άντρας σου. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Δεν είπε στο δικαστήριο πως ε γ ώ τούδωσα το πρώτο σπρώξιμο προς την καταστροφή ; Πως ξόδευα παραπολλά χρήματα— ; ΕΛΛΑ: (δισταχτικά) Και δεν υπήρχε λίγη αλήθεια σ’ αυτό ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Μήπως αυτός δεν ξόδευε πολλά ; Καμιά πολυτέλεια δεν τον ικανοποιούσε— ΕΛΛΑ: Το ξέρω πολύ καλά. Όμως γι’ αυτό θάπρεπε να τον συγκρατείς. Κι αυτό τόκανες με πολύν κόπο. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Και μήπως ήξερα πως δεν είτανε δικά του,—τα χρήματα που μούδινε να ξοδεύω ; Κ’ έπειτα κι αυτός σπατάλησε πολλά. Δέκα φορές περισσότερα ! ΕΛΛΑ: (ήρεμα) Φαντάζουμαι πως το απαιτούσε η θέση του. Τουλάχιστο για τα περισσότερα έξοδα που έκανε. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (χλευαστικά) Φυσικά, ήθελε πάντα να «κάνει θέατρο». Κι αληθινά, θέατρο έκανε πάντα του. Έβγαινε έξω με τέθριππο,—σα νάτανε βασιλιάς. Ήθελε να υποκλίνεται ο κόσμος μπροστά του καθώς μπροστά σε βασιλιά. (Γελά) Και τόνε μνημονεύανε παντού με το μικρό του όνομα, σ’ όλη τη χώρα —ακριβώς σα νάταν ο βασιλιάς ο ίδιος. «Τζων Γαβριήλ, Τζων Γαβριήλ». Ως και τα παιδιά γνωρίζανε το μεγαλείο του «Τζων Γαβριήλ». ΕΛΛΑ: (σταθερά και θερμά) Κ’ είταν αληθινά μεγάλος και τρανός εκείνο τον καιρό, το ξέρεις. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Φαινομενικά ναι, όμως ποτέ του δε μούπε μ ι α λέξη για την πραγματική του κατάσταση. Ποτέ δε μάφησε να υποψιαστώ πού έβρισκε όλα κείνα τα μέσα. ΕΛΛΑ: Πολύ πιθανόν,—ούτε οι άλλοι το υποψιάζονταν. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Τι έκανε μπροστά στους άλλους δε με νοιάζει, όμως σε μ έ ν α, σε μενα είχε το χρέος να πει την αλήθεια. Και δεν τόκανε ποτέ ! Μόνο ψέματα μούλεγε,— ασύστολα ψέματα πάντα.

Page 69: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

69 ΕΛΛΑ: (διακόπτοντάς την) Δεν είναι αλήθεια, Γκούνχιλδ. Ίσως νάκρυβε μερικά πράματα. Όμως ψέματα, —σίγουρα, ψέματα δε σούπε ποτέ. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Πες το όπως σ’ αρέσει. Η ουσία είναι η ίδια.—Έτσι όμως ήρθε η καταστροφή. Η τελειωτική καταστροφή. Κ’ έγινε καπνός το παλιό μεγαλείο του. ΕΛΛΑ: (σάμπως στον εαυτό της) Ναι, όλα γκρεμιστήκανε—και γ ι.’ α υ τ ό ν—Και γι’ άλλους. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (τινάζεται απειλητική) Όμως αυτό σου τορκίζουμαι, Έλλα,—δε θα υποκύψω ! Θα πάρω την ικανοποίησή μου. Όσο γι’ αυτό νάσαι βέβαιη. ΕΛΛΑ: (σαστισμένη) Την ικανοποίησή σου ; Τι εννοείς ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ν’ αποκατασταθεί τόνομα, η τιμή και η περιουσία μας. Ν’ αποζημιωθώ για τη ζωή μου που χάλασε, να ποια θάναι η ικανοποίησή μου ! Κ’ έχω κάποιον,—ω νάσαι βέβαιη γι’ αυτό —έχω κάποιον που θα τα δ ι ο ρ θ ώ σ ε ι,—που θα καθαρίσει ό,τι λέρωσε ο διευθυντής της Τραπέζης. ΕΛΛΑ: Γκούνχιλδ, Γκούνχιλδ ! ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (με μεγαλήτερη έξαψη) Γνώριζε πως υπάρχει ένας εκδικητής ! Αυτός που θαναστυλώσει ό,τι μου γκρέμισε ο πατέρας του. ΕΛΛΑ: Μιλάς για τον Έρχαρτ ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ναι, για τον Έρχαρτ,—το υπέροχο παιδί μου ! Αυτός θανορθώσει την οικογένεια, το σπίτι και τόνομά μας. Όλα όσα μ π ο ρ ο ύ ν να διορθωθούν.—Κ’ ίσως να κάμει ακόμα περισσότερα. ΕΛΛΑ: (με αλλαγμένο τόνο) Πες μου καθαρά— άλλωστε γι’ α υ τ ό ν το λόγο ήρθα σε σένα— ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Τι θέλεις; ΕΛΛΑ: Ήθελα πολύ να μιλήσουμε για ένα ζήτημα.—Ο Έρχαρτ —νομίζω—--δε μένει εδώ έξω—μαζί σας. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (σκληρά) Ο Έρχαρτ δε μ π ο ρ ε ί να καθίσει μαζί μου. Πρέπει να μένει στην πόλη. ΕΛΛΑ: Μου τόγραψε. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Οι σπουδές του το απαιτούν. Όμως έρχεται κάθε βράδι εδώ έξω κα με βλέπει λίγο. ΕΛΛΑ: Τότε θα μπορούσα ίσως να τον δω κ’ εγώ ε; Και να του μιλήσω αμέσως ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Δεν ήρθε ακόμα. Μα τον περιμένω από στιγμή σε στιγμή. ΕΛΛΑ: Κι όμως Γκούνχιλδ,—π ρ έ π ε ι νάναι εδώ. Γιατί ακούω πάνω εκεί τα βήματά του. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (με μια φευγαλέα ματιά) Πάνω στη σάλα ; ΕΛΛΑ : Ναι, ακούω τα βήματά του από την ώρα που μπήκα εδώ μέσα. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (με αρνητικό κίνημα της κεφαλής) Δεν είναι αυτός, Έλλα. ΕΛΛΑ: (σαστισμένη) Δεν είναι ο Έρχαρτ ; (Με μιαν υποψία) Τότε ποιος είναι ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ : Ο διευθυντής της Τραπέζης, ΕΛΛΑ: (σιγά και με συγκρατημένο πόνο) Ο Μπόρκμαν. Ο Τζων Γαβριήλ ΜΠΟΡΚΜΑΝ ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ : Έτσι περπατάει πάνω-κάτω. Πέρα δώθε. Απ’ το πρωί ως το βράδι. Όλες τις μέρες του χρόνου. ΕΛΛΑ: (την κοιτάζει) Πρέπει νάναι φριχτή η ζωή σας, Γκούνχιλδ. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Η λέξη φριχτή δε λέει τίποτα ! Σε λίγο δε θα μπορώ ν’ ανθέξω πια ! ΕΛΛΑ: Το καταλαβαίνω. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ν’ ακούω αδιάκοπα, ακατάπαυτα τα βήματά του εκεί πάνω ! ΕΛΛΑ: (επφυλαχτικά): Δεν τον επισκέπτεται κανένας από τους παλιούς του φίλους ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Δεν χ ε ι παλιούς φίλους. ΕΛΛΑ: Κ’ έτσι ζει λοιπόν εκεί πάνω ολομόνσχος.

Page 70: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

70 ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Νομίζω ναι. Κι όμως άκουσα να λένε για να γέρο αντιγραφέα που έρχεται καμιά φορά και τον βλέπει. ΕΛΛΑ: Α, σίγουρα θάναι ο Φόλνταλ. Καθώς ξέρω, είταν παιδικοί φίλοι. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ναι, έτσι θαρρώ πως είναι. Άλλωστε δεν τον ξέρω καθόλου. Δε σύχναζε στον κύκλο μας. Όταν ακόμα ε ί χ α μ ε κάποιον κύκλο— ΕΛΛΑ: Όμως τώρα έρχεται και βλέπει τον ΜΠΟΡΚΜΑΝ ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ναι. Δεν είναι και πολύ δύσκολος. Κ’ έπειτα έρχεται μόνο σα σκοτεινιάζει. ΕΛΛΑ: Αυτός ο Φόλνταλ είναι, θαρρώ, από τα θύματα της χρεωκοπίας της Τραπέζης. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (επιπόλαια) Όσο θυμάμαι, νομίζω πως έχασε κι αυτός λίγα χρήματα. Μα το ποσόν είταν πολύ ασήμαντο— ΕΛΛΑ: (με κάποιαν έμφαση) Είταν ολάκερη η περιουσία του. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ω Θε μου—η περιουσία του, που λες, είτανε μηδαμινή. Δεν αξίζει τον κόπο να γίνεται λόγος. ΕΛΛΑ: Κι ούτε έ κ α ν ε, θαρρώ, καθόλου λόγο—ο Φόλνταλ—όταν έγινε η δίκη. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Σε πληροφορώ πως ο Έρχαρτ τον αποζημίωσε με το παραπάνω γι’ αυτή την ασήμαντη υπηρεσία του. ΕΛΛΑ: (σαστισμένη): Ο Έρχαρτ; πώς μπόρεσε ο Έρχαρτ να τον αποζημιώσει ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Παίρνοντας πάνω του τη μικρότερη κόρη του Φόλνταλ. Της δίνει μαθήματα,—έτσι που με τον καιρό ίσως μπορέσει και γίνει κάτι—λυτό ξέρεις,—είναι πολύ περισσότερο από κείνο που μπορούσε να κάνει γι’ αυτήν ο πατέρας της. ΕΛΛΑ: Ο πατέρα ς της,—δε ζει καθόλου άνετα, νομίζω. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Κ’ ύστερα ο Έρχαρτ τα κατάφερε να τη σπουδάσει και μουσική. Προχώρησε τόσο πολύ, που ανεβαίνει καμιά φορά πάνω-—εκεί πάνω στη σάλα, και του παίζει λίγο. ΕΛΛΑ: Ώστε αγαπά πάντα τη μουσική, ε ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ω ναι, έτσι φαίνεται. Έχει πάνω το πιάνο που μας έστειλες—όταν είτανε ν’ αποφυλακιστεί— ΕΛΛΑ: Και σ’ αυτό το πιάνο του παίζει ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ναι,—κάποτε κάποτε. Τα βράδια. Κι αυτό ο Έρχαρτ το κανόνισε. ΕΛΛΑ: Κι αναγκάζεται το καημένο το κορίτσι να κάνει κάθε φορά όλο το δρόμο από την πόλη ως εδώ κι από δω ως την πόλη ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Όχι, δεν είναι ανάγκη. Ο Έρχαρτ φρόντισε να μένει στο σπίτι μιας κυρίας που μένει εδώ κοντά. Σε κάποιας κυρίας Βίλτον— ΕΛΛΑ: (ζωηρά) Κυρία Βίλτον! ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Είναι μια πολύ πλούσια κυρία. Κάθεται πολύ κοντά μας. Κ’ έρχεται καμιά φορά και τα λέμε. ΕΛΛΑ: Και σ’ αρέσει; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Είναι πολύ έξυπνη κ’ έχει μια περίεργη ξαστεράδα στην κρίση της. Τον Έρχαρτ λόγου χάρη τον έχει σπουδάσει. κατά βάθος. Τον ξέρει κατά γράμμα—ως της ψυχής του τα βάθη. Γι’ αυτό και κείνος την αποθεώνει,—και το βρίσκω πολύ φυσικό. ΕΛΛΑ: (κάπως παραπειστικά) Μα τότε είναι περισσότερο γνωστή του Έρχαρτ παρά δική σου, ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Μίλα μου καθαρά. ΕΛΛΑ: Πριν απ’ όλα θα σου πω τ ο ύ τ ο, ότι κ’ ε γ ώ έχω, νομίζω, κάποιο δικαίωμα πάνω στον Έρχαρτ. Ή μήπως το αμφισβητείς; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (διασχίζει το δωμάτιο) Φυσικά ! Ξόδεψες τόσα χρήματα γι’ αυτόν—! ΕΛΛΑ: Ανοησίες ! Δεν είναι γι’ αυτό, Γκούνχιλδ. Είναι γιατί τον αγαπώ. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (μ’ένα ειρωνικό χαμόγελο) Το γιο μ ο υ ; Μπορείς να τον αγαπάς; Εσύ ; Παρ’ όλ’ αυτά ;

Page 71: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

71 ΕΛΛΑ: Ναι, μπορώ. Και γι’ αυτό φυσικά ανησυχώ, όταν αισθάνουμαι πως κάποιος κίνδυνος τον απειλεί. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ : Ο Έρχαρτ απειλείται! Και τι τον απειλεί; Ή μάλλον π ο ι ο ς απειλεί τον Έρχαρτ ; ΕΛΛΑ: Πρώτα-πρώτα ε σ ύ,—με τον τρόπο σ ο υ— ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (ταραγμένη) Εγώ ! ΕΛΛΑ :—κ’ έπειτα αυτή η κυρία Βίλτον,—το φοβάμαι πολύ. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (την κοιτάζει κάμποσο αμίλητη) Και πιστεύεις κάτι τέτιο για τον Έρχαρτ ! Για το γιο μ ο υ. Γι’ α υ τ ό ν που έχει να εκπληρώσει μια τέτιαν αποστολή στη ζωή του ; ΕΛΛΑ: (περιφρονητικά) Ωχ, μη μου μιλάς γι’ αποστολές—! ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (αγαναχτισμένη) Και τολμάς να μου το λες αυτό με τέτια περιφρόνηση ; ΕΛΛΑ: Μα θαρρείς πως ένας άνθρωπος στην ηλικία του Έρχαρτ,—νέος, δροσερός, γεμάτος υγεία, —θαρρείς λοιπόν πως θα πάει να θυσιαστεί για— για μιαν «αποστολή» καθώς τη λες ! ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (δυνατά και σταθερά) Ο Έρχαρτ θα το κάνει. Είμαι σίγουρη. ΕΛΛΑ: (κουνώντας το κεφάλι της) Δεν είσαι σίγουρη κι ούτε το ‘πιστεύεις, Γκούνχιλδ. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Δεν το πιστεύω !; ΕΛΛΑ: Αυτό είναι ένα ό ν ε ι ρ ο που σε λικνίζει ! Γιατί αν δεν έπαιρνες κουράγιο απ’ αυτό το όνειρο, σίγουρα θα σε τσάκιζε η απελπισία. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ναι, θα τσακιζόμουν. (Βίαια) Κ’ ίσως θα το προτιμούσες α υ τ ό, Έλλα. ΕΛΛΑ: (σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι της) Ναι ! Θα το προτιμούσα,—αφού δε βρίσκεις άλλον τρόπο να σωθείς, Παρά θυσιάζοντας τον Έρχαρτ ! ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (απειλητικά) Θέλεις να μπεις ανάμεσά μας ! Ανάμεσα μητέρας και παιδιού ! Αυτό θέλεις ! ΕΛΛΑ: Θέλω να τον γλυτώσω από την επιρροή σου,—από την εξουσία σου,—από την κυριαρχία σου. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (θριαμβευτικά) Δε μπορείς πια να το κάνεις ! Τον κρατούσες στα δίχτυα σου—ίσαμε που έγινε δεκαπέντε χρονών. Όμως τώρα, τώρα τον ξανακέρδισα ! Το βλέπεις. ΕΛΛΑ: Τότε θα σού τον ξαναπάρω. Γιατί εσύ μόνο να τον εξουσιάζεις θέλεις. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Και συ ; ΕΛΛΑ: (θερμά) Εγώ θέλω νάχω την αγάπη του,— την ψυχή του,—την καρδιά του ολάκερη ! ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (παράφορα) Αυτό δε θα το πετύχεις ποτέ σου πια ! ΕΛΛΑ: (κοιτάζοντας την) Μήπως φρόντισες κι όλας γι' αυτό ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (δηχτικά) Εκμεταλλεύτηκα τα οχτώ χρόνια—που τον είχα στα χέρια μου, αγαπητή μου. ΕΛΛΑ: (συγκρατείται) Τι είπες στον Έρχαρτ για μένα ; Δε μπορείς να μου το πεις ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Μόνο την αλήθεια. ΕΛΛΑ: Δηλαδή ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Του καλλιεργούσα επίμονα την ιδέα πώς έπρεπε νάναι καλός μαζί σου, επειδή σε σ έ ν α το χρωστούσαμε και το χρωστάμε που περνάμε όπως περνάμε. Και που βρισκόμαστε κι όλας στη ζωή. ΕΛΛΑ: Δεν τούπες τίποτ’ άλλο ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ω, αυτό φτάνει, προξενεί μεγάλο πόνο. Το ξέρω από δική μου πείρα. ΕΛΛΑ: Όμως αυτά τάξερε ο Έρχαρτ κι από πριν.

Page 72: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

72 ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Όταν ξαναγύρισε κοντά μου, φανταζόταν πως όλ’ αυτά τάκανες από καλωσύνη. (Την κοιτάζει χαιρέκακα) Τώρα πια δεν το πιστεύει, Έλλα. ΕΛΛΑ: Και τι πιστεύει τώρα ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Τώρα πιστεύει την αλήθεια. Τον ρώτησα πώς εξηγεί τ’ ότι ή θεία Έλλα δεν έρχεται ποτέ να μας δει— ΕΛΛΑ: (διακόπτει) Αυτό τόξερε από καιρό ! ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Τώρα ξέρει περισσότερα. Τον είχες πείσει πως δεν ερχόσουν από λεπτότητα σε μένα και —σε κείνον πού περπατάει πάνω στη σάλα—. ΕΛΛΑ: Κι αυτή είταν η αλήθεια. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Τώρα πια ο Έρχαρτ δεν πιστεύει λέξη απ’ όλ’ αυτά. ΕΛΛΑ : Και ποια γνώμη τον έκανες νάχει για μένα ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Πιστεύει αυτό που είναι αληθινό : πως ντρέπεσαι για μάς,—πως μας περιφρονείς. Ή μήπως είναι ψέματα ; Δε σκόπευες κάποτε να μου τον πάρεις για πάντα ; Για σκέψου το, Έλλα. Δε φαντάζουμαι να το ξέχασες. ΕΛΛΑ: (έντονα) Αυτό έγινε όταν το σκάνδαλο είχε κορώσει. Την εποχή που θα γινόταν η δίκη.—Τώρα πια δεν έχω τέτιους σκοπούς. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ε μ έ ν α χρειάζεται ό Έρχαρτ—όχι έ σ έ ν α. Και γι’ αυτό είναι νεκρός για σένα. Και συ για κείνον. ΕΛΛΑ: (ψυχρά, αποφασιστικά) Αυτό θα το δούμε. Γιατί τ ώ ρ α θα μείνω εδώ. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (την κοιτάζει κατάματα) Εδώ στο χτήμα ; ΕΛΛΑ: Ναι, εδώ. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (συνέρχεται) : Σωστά, Έλλα, — το χτήμα σου ανήκει. ΕΛΛΑ: Ανοησίες— ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Όλα σου ανήκουν. Κ’ η καρέκλα που κάθουμαι είναι δικιά σου. Και το κρεββάτι που περνώ άγρυπνη τις νύχτες μου σου ανήκει. Και το ψωμί που τρώμε, μας το δίνεις εσύ. ΕΛΛΑ: Αυτό δε μπορεί να γίνει διαφορετικά. Ο ΜΠΟΡΚΜΑΝ δεν πρέπει νάχει τίποτα δικό του. Γιατί θάρθουν αμέσως να του το πάρουν. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ξέρω, ξέρω. Πρέπει να συνηθίσουμε να ζούμε από την ελεημοσύνη και την ευσπλαχνία σου. ΕΛΛΑ: (ψυχρά) Δε μπορώ να σ’ εμποδίσω να μη βλέπεις έ τ σ ι την κατάσταση, Γκούνχιλδ. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Όχι, ασφαλώς δε μπορείς.— Πότε πρέπει να μετακομίσουμε ; ΕΛΛΑ: (την κοιτάει) Να μετακομίσετε ; ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (ταραγμένη) Δεν πιστεύω να φαντάζεσαι πως θα μείνω μαζί σου κάτω από την ίδια στέγη !—Όχι, τότε καλήτερα στο άσυλο ή στους πέντε δρόμους ! ΕΛΛΑ: Καλά ! Τότε δόσε μου τον Έρχαρτ— ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Τον Έρχαρτ ! Το γιο μ ο υ ! Το παιδί μου ! ΕΛΛΑ: Ναι,—τ ό τ ε θα φύγω αμέσως μαζί του. ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (σκέφτεται λίγο, ύστερα παίρνοντας γλήγορα μιαν απόφαση) Ο Έρχαρτ ας διαλέξει μόνος του μεταξύ των δυο μας.

Page 73: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

73

ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ Μετάφραση: ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ

ΤΤΖΖΩΩΝΝ ΓΓΑΑΒΒΡΡΙΙΗΗΛΛ ΜΜΠΠΟΟΡΡΚΚΜΜΑΑΝΝ

Πράξη 2η

(Κάποιος χτυπά στην πόρτα της εισόδου. Ο ΜΠΟΡΚΜΑΝ ακούει το χτύπημα, κοιτάζει γλήγορα προς την πόρτα, μα σωπαίνει. Ύστερ’ από λίγο ακούγεται και δεύτερο χτύπημα στην πόρτα, πιο δυνατό από το πρώτο. Ο ΜΠΟΡΚΜΑΝ αναπηδά· στηρίζει το αριστερό του χέρι

πάνω στο γραφείο και βάζει το δεξιό στο στήθος του) ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Εμπρός !

(Ο Γουλιέλμος Φόλνταλ μπαίνει μέσα με προφύλαξη. Ένας άνθρωπος με κουρασμένα χαρακτηριστικά, κυρτωμένος, με αγαθά γαλανά μάτια κα μακριά γκρίζα μαλλιά που πέφτουν πάνω στο γιακά του σακκακιού του. Έχει ένα χαρτοφύλακα στην αμασχάλη του. Κρατά μια ρεπούμπλικα και φορεί κάτι μεγάλα ματογυάλια από ταρταρούγα που τα σηκώνει στο μέτωπο. Ο Μπόρκμαν αλλάζει στάση και τον κοιτάζει μ’ ένα ανάκατο αίσθημα

απογοήτευσης και ικανοποίησης) ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ά, το λόγου σου είσαι. ΦΟΛΝΤΑΛ: Καλησπερούδια σου, Τζων Γαβριήλ. Εγώ είμαι, — όλος κι όλος. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (ρίχνοντάς του μιαν αυστηρή ματιά) Κ’ - έπειτα θαρρώ πώς ήρθες πολύ αργά. ΦΟΛΝΤΑΛ : Μα ό δρόμος ως εδώ δεν είναι, ξέρεις, παίξε γέλασε. Προπάντων για κείνον που έρχεται με τα πόδια. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Μα γιατί έ ρ χ ε σ α ι πάντα με τα πόδια, Γουλιέλμε ; Το τραμ είναι πολύ κοντά σου. ΦΟΛΝΤΑΛ: Είναι υγιεινότερο να περπατάς. Κ’ έπειτα κάνω οικονομία μια δεκάρα.—Δε μου λες, ήρθε. πρωτήτερα η Φρίντα και σούπαιξε πιάνο; ΜΠΟΡΚΜΑΝ Ό,τι έφυγε. Δεν την αντάμωσες έξω; ΦΟΛΝΤΑΛ : Όχι. Έχω πολύν καιρό να τη δω. Απ’ τον καιρό που πήγε σ’ αυτής της κυρίας Βίλτον. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (κάθεται στον καναπέ και του κάνει νεύμα να καθήσει κι αυτός σε μια καρέκλα) Κάθησε, Γουλιέλμε. ΦΟΛΝΤΑΛ: (κάθεται στην κώχη μιας καρέκλας) Ευχαριστώ πολύ. (Τον κοιτάζει περίλυπος) Α, δε φαντάζεσαι πόση μοναξιά αισθάνουμαι από τη μέρα που ή Φρίντα έφυγε από το σπίτι. ΜΠΟΡΚΜΑΝ : Έλα δα, — έχεις ένα σωρό παιδιά! ΦΟΛΝΤΑΛ Ναι, δε λέω. Πέντε με το συμπάθειο. Όμως ή Φρίντα είτανε το μόνο παιδί μου πού μ’ ένιωθε λίγο. (Κουνά βαρύθυμα το κεφάλι του) Τα’ άλλα δε με νιώθουν καθόλου. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (κοιτάζει σκυθρωπός μπροστά του και τυμπανίζει το τραπέζι με τα δάχτυλά του) Ναι,—αυτή είναι η ιστορία μας. Α υ τ ή είναι ή κατάρα πού βαραίνει εμάς τούς απόμονους, τους διαλεχτούς ανθρώπους. Ο όχλος, το πλήθος, — ό μέσος όρος, — δε μας νιώθουν καθόλου, Γουλιέλμε.

Page 74: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

74 ΦΟΛΝΤΑΛ: (καρτερικά) Να μάς νιώθουν,—αυτό δεν το απαιτεί κανένας. Με λίγη υπομονή μπορεί κανείς να περιμένει λίγο ώσπου νάρθει κι αυτό. (Με κλαψιάρικη φωνή) Όμως υπάρχει κάτι πού είναι ακόμα πιο πικρό! ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (ζωηρά) Δεν υπάρχει τίποτα πικρότερο από το να μη σε νιώθουν! ΦΟΛΝΤΑΛ: Κι όμως υπάρχει, Τζων Γαβριήλ Να, λίγο προτήτερα—προτού φύγω από το σπίτι — είχα μιαν οικογενειακή σκηνή. Μπι5ρκμαν : Και γιατί; ΦΟΛΝΤΑΛ: (ξεσπώντας) Οι δικοί μου — με περιφρονούν. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (αναπηδώντας) Σε περιφρονούν —; ΦΟΛΝΤΑΛ: (σκουπίζοντας τα μάτια του) Είναι καιρός πού το πρόσεξα. Σήμερα όμως το κατάλαβα για καλά. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (ύστερ’ από μικρή παύση) Δεν έκανες καλή εκλογή, σαν παντρευόσουν. ΦΟΛΝΤΑΛ: Δεν υπήρχε για μένα ζήτημα εκλογής. Κ έπειτα παντρεύεται κανείς ευχάριστα όταν περάσουνε τα χρόνια. Και στην κατάσταση πού είμουν τότε, βουτηγμένος στα χρέη ως το λαιμό— ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (πετιέται πάνω θυμωμένος) Το λες αυτό για μένα; Είναι μομφή —: ΦΟΛΝΤΑΛ: (φοβισμένος) Θεός φυλάξοι, Τζων Γαβριήλ — ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Κι όμως — σκέφτεσαι τώρα την καταστροφή της Τραπέζης —! ΦΟΛΝΤΑΛ: (κατευναστικά) Ξέρεις πολύ καλά πως δε σε θεωρώ διόλου υπεύθυνο για την καταστροφή! Μάρτυς μου ό Θεός —! ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (ανακάθεται μουρμουρίζοντας) Μμ, τότε έχει καλώς. ΦΟΛΝΤΑΛ: Κ’ έπειτα, πίστεψέ με, δεν παραπονιέμαι με τη γ υ ν α ί κ α μου. Δεν είναι πολύ μορφωμένη, μα έχει αλήθεια — καλή ψυχή. Μ’ αυτήν πάει κ’ έρχεται το πράμα. Τα παιδιά, αυτά ξέρεις— ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Το φαντάζουμαι. ΦΟΛΝΤΑΛ: Γιατί τα παιδιά, — αυτά έχουν μεγαλύτερη μόρφωση. Και γι’ αυτό έχουν περισσότερες αξιώσεις από τη ζωή. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (τον· κοιτάζει με συμπάθεια) Και γι’ αυτό σε περιφρονούν τα παλιόπαιδα, Γουλιέλμε; ΦΟΛΝΤΑΛ: (σηκώνοντας τους ώμους) Βλέπεις—δεν έκανα καρριέρα στη ζωή μου. Αυτό πρέπει να τ’ ομολογήσω— ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (τον πλησιάζει κα του πιάνει το μπάτσο) Δεν ξέρουν λοιπόν, πώς όταν είσουνα νέος έγραψες μια τραγωδία; ΦΟΛΝΤΑΛ: Φυσικά το ξέρουν. Όμως δε φαίνεται να τους κάνει εξαιρετικήν εντύπωση. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Τότε θα πει πως δε νιώθουνε καθόλου. Γιατί το έργο σου είναι καλό. Αυτή είναι ή ακράδαντη πεποίθησή μου. ΦΟΛΝΤΑΛ: (που το πρόσωπό τον φωτίζεται) Δεν είναι αλήθεια, Τζων Γαβριήλ, πως έχει μερικά καλά σημεία; Αχ Θε μου, αν τα κατάφερνα μια μέρα να— (Ανοίγει με ζωηρότητα το χαρτοφύλακα και αρχίζει να ξεφυλλίζει τα χαρτιά του) Για κοίτα! θα σου δείξω μερικές αλλαγές Πού κανα— ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Έφερες μαζί σου το χειρόγραφο; ΦΟΛΝΤΑΛ: Ναι,—τόφερα μαζί μου. Πάει πολύς καιρός που δε σου τη διάβασα. Και γι’ αυτό λογάριαζα πως ίσως θα σε διασκέδαζε λίγο, αν σού διάβαζα καμιά δυο πράξεις— ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (σηκώνεται κάνοντας μιαν αρνητική χειρονομία) Όχι, όχι, ας τ’ αφήσουμε για μιαν άλλη φορά. ΦΟΛΝΤΑΛ: Καλά, όπως Θέλεις.

(Ο ΜΠΟΡΚΜΑΝ αρχίζει να βηματίζει. Ο ΦΟΛΝΤΑΛ ξαναμαζεύει τα χειρόγραφά του)

Page 75: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

75 ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (στέκεται μπροστά του) Είναι αληθινό αυτό πού είπες πρωτήτερα—δεν έκανες καρριέρα. Όμως α υ τ ό σου το υπόσχουμαι, Γουλιέλμε: όταν σημάνει κάποτε για μένα ή ώρα της ικανοποίησης— ΦΟΛΝΤΑΛ: (κάνει να σηκωθεί) Ω, σ’ ευγνωμονώ πού—! ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (τον εμποδίζει να σηκωθεί) Μη σηκώνεσαι. (Με ταραχή πολλή, που μεγαλώνει ολοένα) Όταν σημάνει για μένα ή ώρα της ικανοποίησης —όταν θα δούνε πως δε μπορούν να τα βγάλουν πέρα χωρίς εμένα—όταν θαρθούνε να με βρουν, εδώ—και θα σέρνονται μπροστά μου να με παρακαλούν και να μ’ εκλιπαρούνε ν’ αναλάβω πάλι τη διεύθυνση τής Τραπέζης—! Της νέας Τραπέζης πού ίδρυσαν—και πού είναι ανίκανοι να τη διοικήσουν—(Στέκεται όπως πριν μπροστά στο γραφείο κα χτυπά το στήθος του) Ε δ ώ θα κάθουμαι και θα τους υποδεχθώ! Και θ’ ακουστούνε σε όλη τη χώρα σι όροι που θα τους θέσει ο Τζων Γαβριήλ ΜΠΟΡΚΜΑΝ —(σταματά απότομα και κοιτάζει τον ΦΟΛΝΤΑΛ) Με κοιτάζεις σα ν’ αμφιβάλλεις. Δεν το πιστεύεις πώς θάρθουν; Πως μια μέρα πρέπει—πρέπει νάρθουνε. Δεν το πιστεύεις; ΦΟΛΝΤΑΛ: Ω Θε μου, το πιστεύω, Τζων Γαβριήλ. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (ξανακάθεται στον καναπέ) Είμαι βέβαιος. Αν δεν είχα την ακλόνητη πεποίθηση πως θάρθουν—αν δεν την είχα αυτήν την πεποίθηση,—ω θάχα σφηνώσει μια σφαίρα στο κεφάλι μου. ΦΟΛΝΤΑΛ: (τρομαγμένος) Για όνομα του θεού—! ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (θριαμβευτικά) Όμως θάρθουν! Έρχονται κιόλας! Για κοίταξε! Κάθε μέρα, κάθε ώρα τους περιμένω νάρθουν. Και καθώς βλέπεις, είμαι έτοιμος να τους υποδεχθώ. ΦΟΛΝΤΑΛ: (μ’ έναν δισταγμό) Φτάνει μόνο νάρθουνε γλήγορα. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (ανήσυχος) Ναι, σωστά. Ο καιρός περνά· τα χρόνια φεύγουν· ή ζωή,— όχι, όχι,—δεν τολμώ να το συλλογιστώ! (Τον κοιτάζει) Ξέρεις πώς αισθάνουμαι τον εαυτό μου καμιά φορά; ΦΟΛΝΤΑΛ: Όχι, πώς; ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Σαν ένα Ναπολέοντα πού σακατεύτηκε στην πρώτη κιόλας μάχη πού έδωσε. ΦΟΛΝΤΑΛ: (με το χέρι στο χαρτοφύλακα) Το ξέρω κ’ εγώ αυτό το αίσθημα. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Δεν αποκλείεται, όμως σε μικρογραφία. ΦΟΛΝΤΑΛ: (ήρεμα) Ο μικρός μου ποιητικός κόσμος. έχει για μένα μεγάλη αξία, Τζων Γαβριήλ. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (ζωηρά) Ναι, μα προηγούμαι εγώ που θα μπορούσα να δημιουργήσω εκατομμύρια. Που θάβαζα μπροστά ορυχεία. Καινούργια μεταλλεία που δεν τα βάζει ο νους σου. Υδατοπτώσεις! Λατομεία! Που θάνοιγα εμπορικούς δρόμους και θαλάσσιες συγκοινωνίες σ’ όλον τον κόσμο. Όλα, όλ’ αυτά θα μπορούσα να τα κάνω μόνος μου. ΦΟΛΝΤΑΛ: Ναι,—ξέρω. Δεν υποχωρούσες μπροστά σε τίποτα. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (σφίγγοντας τα χέρια του) Κα τώρα είμαι αναγκασμένος να κάθουμαι εδώ σαν ένας αγριοτετεινός που του λαβώσανε τα φτερά και να βλέπω τούς άλλους να με προσπερνάνε—και να μ’ αφήνουν πίσω, βήμα-βήμα ! ΦΟΛΝΤΑΛ: Ω, το ίδιο μου συμβαίνει και μ έ ν α. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (χωρίς να τον προσέξει) Ξανακούστηκε ποτέ τέτοια συμφορά; Ένα βήμα μούμενε για να φτάσω στο σκοπό μου. Οχτώ μέρες προθεσμία μόνο μου χρειάζονταν κι όλες οι καταθέσεις θα πληρώνονταν. Όλες οι αξίες πού είχα την τόλμη να χρησιμοποιήσω, θάμπαιναν πάλι στη θέση τους. Οι κολοσσιαίες εταιρείες πού είχα ονειρευτεί είτανε σχεδόν έτοιμες. Κανένας δε θάχανε ούτε μια πεντάρα— ΦΟΛΝΤΑΛ: Θε μου μεγαλοδύναμε—είχες αλήθεια φτάσει στο σκοπό σου—

Page 76: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

76 ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (με λύσσα) Και ξαφνικά ρίχτηκε πάνω μου ό προδότης! ‘Ακριβώς τις μέρες πού περίμενα την πραγματοποίηση! (Τον κοιτάζει) Ξέρεις ποιο είναι, κατά τη γνώμη μου, το ατιμότερο έγκλημα που μπορεί να διαπράξει ό άνθρωπος; ΦΟΛΝΤΑΛ: Όχι, ποιο είναι; ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Δεν είναι ό φόνος. Ούτε ή ληστεία ή νυχτερινή διάρρηξη. Ούτε καν η επιορκία. Γιατί αυτές τις πράξεις τις κάνει κανένας σε ανθρώπους που τους μισεί, ή που του είναι αδιάφοροι και δεν τον ενδιαφέρουν. ΦΟΛΝΤΑΛ: Τότε, Τζων Γαβριήλ, ποιο είναι το ατιμότερο έγκλημα—; ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (μ’ έμφαση) Όταν ένας φίλος κάνει κατάχρηση της εμπιστοσύνης του φίλου του, αυτό είναι το πιο άτιμο απ’ όλα. ΦΟΛΝΤΑΛ: (κάπως δισταχτικός) Ναι, μα γι’ άκουσε με— ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (αναπηδώντας) Ξέρω τι θα μου πεις. Μα δεν έχει καμιά σχέση. Οι άνθρωποι πού είχαν καταθέσεις στην Τράπεζα, θάπαιρναν πίσω τα λεφτά τους. Όλα, μέχρι πεντάρας·!—Όχι, αγαπητέ μου,— το πιο άτιμο έγκλημα πού μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος είναι να εκμεταλλευθεί τα γράμματα ενός φίλου του,—να παραδώσει στη δημοσιότητα όσα του είχε εμπιστευθεί σε ιδιωτικές κουβέντες τους, έτσι μεταξύ τους, σα να τα ψιθύριζε στο άδειο, σκοτεινό και κλειστό δωμάτιο πού βρίσκονταν. Ο άνθρωπος πού καταφεύγει σε τέτοια μέσα είναι μολυσμένος και δηλητηριασμένος από μιαν εγκληματική ηθική. Έναν τέτοιο φίλο είχα λοιπόν.— Κι α υ τ ό ς με κατέστρεψε. ΦΟΛΝΤΑΛ: Μαντεύω γιό ποιόνε λες. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Δεν υπήρχε πτυχή σ’ όλη μου τη δράση που να μην του την αποκαλύψω. Κι αυτός όταν ήρθε ή στιγμή, έστρεψε κατά πάνω μου τα όπλα πού τούχα βάλει εγώ στα χέρια του. ΦΟΛΝΤΑΛ: Ποτέ μου δε μπόρεσα να καταλάβω γιατί—; Μια φορά ό κόσμος είπε πολλά. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Τι είπε ό κόσμος. Πες μου. Δεν ξέρω τίποτα. Αμέσως ύστερ’ απ’ αυτό—με απομονώσανε. Τι είπε λοιπόν ό κόσμος, Γουλιέλμε; ΦΟΛΝΤΑΛ: Ήθελες, λέει, να γίνεις υπουργός. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Τη θέση μου την προσφέρανε. Μα την αρνήθηκα. ΦΟΛΝΤΑΛ: Ώστε λοιπόν δεν είσουν εμπόδιο στο δρόμο του. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ώ όχι,—κι ούτε με πρόδωσε γι’ αυτό, ΦΟΛΝΤΑΛ: Μα τότε ειλικρινώς δεν καταλαβαίνω— ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Σε σένα μπορώ να το πω, Γουλιέλμε. ΦΟΛΝΤΑΛ: Τι; ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Υπήρχε, ξέρεις, μεταξύ μας—κάποια :γυναικοδουλειά. ΦΟΛΝΤΑΛ: Μια γυναικοδουλειά; Τι λες, Τζων Γαβριήλ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (τον διακόπτει) Ναι, ναι, ναι,—αλλ’ ας μη μιλάμε γι’ αυτές τις παλιές, ιστορίες.—Μια φορά κ α ν έ ν α ς μ α ς δεν έγινε υπουργός. ΦΟΛΝΤΑΛ: Όμως α υ τ ό ς ανέβηκε πολύ ψηλά. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Κ’ εγώ γκρεμίστηκα στο βάραθρο. ΦΟΛΝΤΑΛ: Ω, τι τρομερή τραγωδία— ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (με μια καταφατική κίνηση) Τρομερή σαν τη δ ι κ ή σ ο υ, όταν το καλοσκέφτουμαι. ΦΟΛΝΤΑΛ: (με αφέλεια) Ναι, περίπου. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (γελά ελαφρά) Όταν τη δεις όμως από μιαν άλλη πλευρά, τότε φαίνεται σαν κωμωδία. ΦΟΛΝΤΑΛ: Κωμωδία; Πώς αυτό; ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Όπως τώρα εξελίσσεται,— ναι. Γι’ άκουσε με. ΦΟΛΝΤΑΛ: Λέγε. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Όταν ήρθες, δε βρήκες πια τη Φρίντα εδώ. ΦΟΛΝΤΑΛ: Όχι.

Page 77: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

77 ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ενώ λοιπόν εμείς καθόμαστε εδώ πέρα, εκείνη παίζει για να χορεύουν οι προσκαλεσμένοι του ανθρώπου που με πρόδωσε και με κατέστρεψε. ΦΟΛΝΤΑΛ: Δεν είχα ούτε την παραμικρήν ιδέα! ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ναι, πήρε τις νότες της και πήγε εκεί —στο σπίτι αυτών των κυρίων. ΦΟΛΝΤΑΛ: (σα να θέλει να τη δικαιολογήσει) Για σκέψου, το κακόμοιρο το παιδί— ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Μαντεύεις και για ποιόν άλλον παίζει; ΦΟΛΝΤΑΛ : Όχι. ΜΠΟΡΚΜΑΝ : Για το γιό μου. ΦΟΛΝΤΑΛ: Όχι δα! ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ναι, τι λες λοιπόν γι’ αυτό, Γουλιέλμε; Ο γιος μου είναι απόψε ανάμεσα στους Χορευτές της εσπερίδας του. Δεν έχω λοιπόν δίκιο πού μιλώ για κωμωδία; ΦΟΛΝΤΑΛ: Τότε σίγουρα δε θα ξέρει. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Τι δεν ξέρει; ΦΟΛΝΤΑΛ: Δε θα ξέρει σίγουρα με ποιόν τρόπο – αυτός, ο – ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Έλα ονόμασε τον άφοβα. Τώρα πια δεν ταράζουμαι όταν ακούω τόνομά του. ΦΟΛΝΤΑΛ: Έχω την πεποίθηση πως ο γιος σου δεν ξέρει τα καθέκαστα, Τζων Γαβριήλ. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (κάθεται σκυθρωπός και χτυπά το τραπέζι) Τα ξέρει όλα—όπως σε βλέπω και με βλέπεις! ΦΟΛΝΤΑΛ : Μα τότε πώς είναι δυνατόν να συχνάζει στο σπίτι τ ο υ; ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (κουνώντας το κεφάλι του) Ο γιος μου δε βλέπει τα πράματα με το μάτι που τα βλέπω εγώ. Παίρνω όρκο πώς είναι με το μέρος των εχθρών μου! Τέλος πάντων φρονεί, καθώς αυτές, πώς ό δικηγόρος Χίνκελ έκανε το καθήκον και το χρέος του σαν πήγε και με πρόδωσε. ΦΟΛΝΤΑΛ: Μα προς θεού, ποιος τότε του παρουσίασε έ τ σ ι τα πράματα; ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ποιος; Ξεχνάς λοιπόν ποιος τον μεγάλωσε Πρώτα ή Θεία του—από έξη ή εφτά χρονών. Κι αργότερα—ή μητέρα του! ΦΟΛΝΤΑΛ: θαρρώ πως σ’ αυτό το κεφάλαιο τις αδικείς. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (αναπηδώντας) Δε συνηθίζω ν’ αδικώ κανέναν άνθρωπο! Αυτές σου λέω τον μεγάλωσαν καλλιεργώντας στην ψυχή του το μίσος εναντίο μου. ΦΟΛΝΤΑΛ: (υποχωρητικά) Ναι, ναι, ναι,—έτσι θάναι. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (πικρόχολα) Ω, αυτές οι γυναίκες ! Μάς θλίβουν και μάς τσακίζουν τη ζωή μας! Καταστρέφουν τη μοίρα μας,—μάς φράζουν το δρόμο για τη νίκη μας. ΦΟΛΝΤΑΛ: Όχι όλες, ξέρεις! ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Μπα; Ονόμασε μου μερικές που αξίζουν κάτι. ΦΟΛΝΤΑΛ: Σωστά, έχεις δίκιο, Οι λίγες πού ξέρω δεν αξίζουν τίποτα. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (περιφρονητικά) Ποιο το όφελος λοιπόν ότι υπάρχουν τέτοιες γυναίκες,—όταν δεν τις ξέρει κανένας. ΦΟΛΝΤΑΛ: (με θέρμη) Κι όμως, Τζων Γαβριήλ, υ π ά ρ χ ε ι κάποιο όφελος. Δεν είναι παρήγορο, δεν είναι υπέροχο να σκέφτεσαι πως κάπου εδώ, τριγύρω μας ή έστω και πολύ μακριά μας, υπάρχει ή αληθινή γυναίκα; ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (με χειρονομία ανυπομονησίας) Πάψε λοιπόν με τις ποιητικές φλυαρίες σου! ΦΟΛΝΤΑΛ: (τον κοιτάζει βαθιά απογοητευμένος) Ποιητικές φλυαρίες—έτσι ονομάζεις τις ιερώτερες πεποιθήσεις μου!; ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ναι, παίρνω αυτό το θάρρος! Κι αν δεν πρόκοψες καθόλου στη ζωή,. μάθε πως α υ τ έ ς είταν η αιτία. Αν άφηνες στην μπάντα αυτές τις ανοησίες, θα μπορούσα να σε ξαναστήσω στα πόδια σου—να σ’ ανυψώσω. ΦΟΛΝΤΑΛ: (βράζοντας μέσα του από θυμό) Αχ, δ έ ν .έ χ ε ι ς τη δύναμη να το κάνεις.

Page 78: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

78 ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ας πάρω ξανά την εξουσία στα χέρια μου και τότε βλέπεις αν έ χ ω τη δύναμη. ΦΟΛΝΤΑΛ: Έχεις ακόμα πολύ δρόμο να κάνεις. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (ζωηρά) Μήπως έχεις τη γνώμη πως δε θα το πετύχω ποτέ; Απάντησε μου σ’ αυτό! ΦΟΛΝΤΑΛ: Δεν ξέρω τι να σ’ απαντήσω. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (σηκώνεται, ψυχρός κ’ επιβλητικός, και του δείχνει με μια κίνηση την πόρτα) Τότε είσαι περιττός εδώ μέσα. ΦΟΛΝΤΑΛ: (αναπηδώντας) Περιττός—; ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Όταν δεν πιστεύεις πώς θ’ αλλάξει ή τύχη μου— ΦΟΛΝΤΑΛ: Μα δε μπορώ να πιστεύω κάτι πού είναι ενάντιο στη λογική !—Θάπρεπε ν’ αποκατασταθείς πρώτα— ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Προχώρει! Παρακάτω! ΦΟΛΝΤΑΛ: Δεν τέλειωσα, βέβαια, τα νομικά μου·— ωστόσο από ό,τι έμαθα τότε, φρονώ— ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (γλήγορα) Πώς είναι αδύνατον, έ; ΦΟΛΝΤΑΛ: Δεν υπάρχει κανένα προηγούμενο. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Δε χρειάζεται, όταν πρόκειται για εξαιρετικούς ανθρώπούς. ΦΟΛΝΤΑΛ: Ο νόμος δεν κάνει καμιά διάκριση. ΜΠΟΡΚΜΑΝ (σκληρά κι αποφθεγματικά) Δεν είσαι ποιητής, Γουλιέλμε. ΦΟΛΝΤΑΛ: (σταυρώνοντας άθελα τα χέρια του) Το λες αυτό σοβαρά; ΜΠΟΡΚΜΑΝ:(αποκρουστικά, χωρίς να τού απαντήσει) Εμείς ο δυο χάνουμε τον καιρό μας άδικα. Το καλύτερο είναι να μην ξανάρθεις πια. ΦΟΛΝΤΑΛ: Θέλεις λοιπόν να φύγω; ΜΠΟΡΚΜΑΝ (χωρίς να τον κοιτάξει) Δε σε χρειάζουμαι πια. ΦΟΛΝΤΑΛ: (καλόκαρδα, παίρνοντας το χαρτοφύλακά του) Καλά λοιπόν—ας γίνει κι αυτό! ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ώστε όλον αυτό τον καιρό μούλεγες ψέματα. ΦΟΛΝΤΑΛ: (κουνά το κεφάλι) Ποτέ δεν είπα ψέματα Τζων Γαβριήλ. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ψέματα δεν έλεγες σα μούδινες πάντα ελπίδες κ’ έδειχνες εμπιστοσύνη σε μένα; ΦΟΛΝΤΑΛ: Ενόσω πίστευες και συ στην α π ο σ τ ο λ ή μου, δεν ήταν ψέματα. Πίστευα σε σένα, όσο καιρό πίστευες και συ σε μένα. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ξεγελιόμαστε αμοιβαία. Και στο τέλος απατούσαμε και τον εαυτό μας—ό καθένας για λογαριασμό του. ΦΟΛΝΤΑΛ: Όμως αυτό δεν είναι στο βάθος φιλία Τζων Γαβριήλ; ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (μ’ ένα πικρό χαμόγελο) Βέβαια, ναι, το να ξέρεις ν’ απατάς—αυτό είναι φιλία. Έχεις δίκιο. Έχω πείρα κι από άλλοτε. ΦΟΛΝΤΑΛ: (σηκώνοντας τα μάτια του) Ώστε δεν είμαι ποιητής. Κ’ είχες το κουράγιο να μου το πεις έτσι άκαρδα. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (σε πιο μαλακό τόνο) Μα, δεν είμαι δα κ’ ειδικός σ’ α υ τ ά τα ζητήματα. ΦΟΛΝΤΑΛ : Είσαι περισσότερο από όσο φαντάζεσαι. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Εγώ; ΦΟΛΝΤΑΛ: (σιγά) Ναι, Τζων Γαβριήλ. Γιατί κ’ εγώ είχα τις αμφιβολίες μου—πολλές φορές. Τη φριχτήν αμφιβολία—μήπως σπατάλησα τη ζωή μου για μια φαντασιοπληξία. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Όταν αμφιβάλλεις για τον εαυτό σου, είσαι χαμένος άνθρωπος. ΦΟΛΝΤΑΛ: Γι’ αυτό είτανε μια παρηγοριά για μένα νάρχουμαι εδώ και να παίρνω θάρρος από σένα πού πίστευες. (Παίρνει το καπέλλο τον) —Τώρα όμως είσαι πια ένας ξένος για μένα.

Page 79: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

79ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Και συ για μένα. ΦΟΛΝΤΑΛ: Καληνύχτα, Τζων Γαβριήλ. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Καληνύχτα, Γουλιέλμε.

(Ο ΦΟΛΝΤΑΛ φεύγει αριστερά)

Page 80: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

80

ΕΡΡΙΚΟΣΙΨΕΝ Μετάφραση: ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ

ΤΤΖΖΩΩΝΝ ΓΓΑΑΒΒΡΡΙΙΗΗΛΛ ΜΜΠΠΟΟΡΡΚΚΜΜΑΑΝΝ

Πράξη 4η - Τέλος

(Φτάνουνε σιγά-σιγά στις φυτείες που είναι αριστερά. Οι φυτείες χάνονται λίγο-λίγο από τα μάτια του θεατή, έτσι που στο τέλος δε φαίνονται πια ούτε αυτοί οι ίδιοι. Το σπίτι και το χτήμα φεύγουν από το οπτικό πεδίο του κοινού3. Η τοποθεσία αλλάζει ολοένα αργά-αργά

και γίνεται πιο ανώμαλη κι ορεινή, όσο πάει, και πιο άγρια) Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΣ: (από το δάσος δεξιά) Πού είμαστε, Τζων; Δεν καταλαβαίνω πια. που βρίσκουμαι. Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (από ψηλότερα) Ακολούθα τις πατημασιές μου πάνω στο χιόνι Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΣ: Μα γιατί ν’ ανέβουμε τόσα ψηλά ; Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (κοντήτερα) Πρέπει να βγούμε απ’ το λοξό το μονοπάτι. Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΣ: Αχ, σε λίγο πια δε θα μπορώ να κάνω βήμα. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (στην άκρη του δάσους δεξιά) Έλα, Έλα ! Λίγο θέμε ακόμα για να βγούμε στο ξάγναντο. Εκεί βρισκόταν άλλοτε ένας πάγκος—. ΕΛΛΑ: (φαίνεται ανάμεσα από τα δέντρα) Τον θυμάσαι ακόμα ; ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Εκεί μπορείς να ξεκουραστείς. (Έχουνε φτάσει σ’ ένα μικρό φαλακρό ψήλωμα του δάσους. Πίσω τους μια απότομη πλαγιά. Αριστερά, βαθιά στον ορίζοντα, διακρίνειαι ένα τοπίο με το φγιορδ και κάτι ράχες βουνών μακρύτερα η μια κορυφή πίσω από την άλλη. Στο αποδάσωμα αριστερά ένα ξεραμένο πεύκο μ’ έναν πάγκο μπροστά. Ένα παχύ στρώμα από χιόνι σκεπάζει το μέρος αυτό. Ο Μπόρκμαν

και πίσω του η Έλλα παλεύουν με κόπο ν’ ανοίξουνε δρόμο ανάμεσα απ’ χιόνια) ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (σταματάει αριστερά μπροστά στον γκρεμό) Έλα να κοιτάξεις από δω, Έλλα. ΕΛΛΑ: (κοντά του) Τι θέλεις να μου δείξεις, Τζων ; ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Κοίτα πόσο πλατύς κ’.ελεόθερος απλώνεται ο κόσμος μπροστά μας—ως εκεί που φτάνει το μάτι ! ΕΛΛΑ: Σε κείνον τον πάγκο καθόμαστε άλλοτε συχνά—κι αγναντεύαμε ένα κόσμο πολύ μακρινότερο. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ναι, μιαν ονειροχώρα αγναντεύαμε τότε. ΕΛΛΑ: (κουνώντας με λύπη το κεφάλι της) Την ονειροχώρα της ζωής μας, ναι. Μα τώρα το τοπίο είναι θαμένο μες στο χιόνι.—Και το γέρικο δέντρο ξεράθηκε. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (χωρίς να την ακούει) Διακρίνεις τον καπνό πού βγάζουν τα βαπόρια πέρα στο φγιορδ ; ΕΛΛΑ: Όχι. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Εγώ τον βλέπω. Τα βαπόρια πάνε κ’ έρχονται. Αδερφώνουν τη ζωή από τη μιαν άκρη της γης στην άλλη. Σε χιλιάδες πατρίδες ετοιμάζουνε φως και ζεστασιά για τις ψυχές. Να τι ήθελα να πραγματοποιήσω, να τι. ονειρεύτηκα κάποτε. ΕΛΛΑ: (σιγά) Και τ’ όνειρό σου έμεινε όνειρο.

Page 81: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

81 ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Έμεινε όνειρο,· ναι. (Αφουγκράζεται) Και κάτω στον ποταμό—για άκου ! Τα εργοστάσια δουλεύουν. Τα εργοστάσιά μ ο υ. Όλα τα εργοστάσια που λογάριαζα να βάλω μπροστά ! Άκου τα πώς δουλεύουν. Έχουνε νυχτέρι. Μέρα και νύχτα δουλεύουν έτσι. Άκου, άκου ! Οι ρόδες γυρίζουν, τα κύλιντρα αστράφτουν—όλο γυρίζουν, όλο γυρίζουν. Δεν τ’ ακούς, Έλλα ; ΕΛΛΑ: Όχι. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Εγώ τ’ ακούω. ΕΛΛΑ: (φοβισμένα) Φοβάμαι πως γελιέσαι, Τζων. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (που ανάβει ολοένα και περισσότερο) Μα όλ’ αυτά, ξέρεις,—είναι προφυλακές μονάχα γύρω από το βασίλειό μου. ΕΛΛΑ: Από το βασίλειό σου ; Ποιο βασίλειο εννοείς—;. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Το βασίλειό μου ! Το βασίλειο που λίγο ακόμα ήθελα για να το καταχτήσω, όταν—όταν ξαφνικά πέθανα. ΕΛΛΑ: (σιγά, με συγκίνηση) Αχ Τζων, Τζων ! ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Και τώρα να το—απροστάτευτο κι ακυβέρνητο,—για να μπαίνουν και να το κουρσεύουν οι ληστοσυμμορίτες.—Έλλα ! Βλέπεις τις βουνοσειρές—εκεί μακριά ; Τη μια πάνω από την άλλη ; Γίνονται ψηλότερες. Στοιβάζονται. Εκεί είναι το βαθύ, το απέραντο, το ανεξάντλητο βασίλειό μου. ΕΛΛΑ: Αχ Τζων, είναι πολύ παγερός ο αέρας που έρχεται από κείνο το βασίλειο ! ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Αυτός ο αέρας είναι για μένα σαν πνοή ζωής. Αυτός ο αέρας φτάνει ως εμένα σα χαιρετισμός από υποταχτικά πνεύματα. Τα οσφραίνουμαι τα σκλαβωμένα εκατομμύρια· νιώθω τις φλέβες του μετάλλου, που απλώνουν τα στριφτά, κλαδωτά και πλανερά τους χέρια κατά μένα. Τα έβλεπα όλ’ αυτά μπροστά μου σα ζωντανεμένες σκιές,—κείνη τη νύχτα που κατέβηκα στα υπόγεια της Τραπέζης με το φανάρι στο χέρι. Ήθελα να σας ξεσκλαβώσω τότε. Και το επιχείρησα. Μα δεν τα κατάφερα. Ο θησαυρός ξανακυλίστηκε στα βάθη. (Απλώνοντας τα χέρια του) Όμως τώρα θα σας το ψιθυρίσω μέσα στη σιγαλιά της νύχτας. Σας αγαπώ εσάς που κείτεστε σα νεκρά σε μαύρα βάθη ! Σας αγαπώ, πλούτη που διψάτε τη ζωή—εσείς και τη λαμπρήν ακολουθία σας από μεγαλείο και δύναμη. Σας αγαπώ, σας αγαπώ, σας αγαπώ ! ΕΛΛΑ: (συγκρατώντας την ολοένα αυξανόμενη ταραχή της) Ναι, εκεί κάτω, και τότε όπως και τώρα, βρίσκεται η αγάπη σου, Τζων. Εκεί είταν πάντα. Όμως εδώ πάνω στο φως της ζωής,—εδώ βρισκότανε μια ζεστή, μια ζωντανή ανθρώπινη καρδιά που έπαλλε και σκιρτούσε για σένα. Κι αυτήν την καρδιά την ποδοπάτησες. Κι όχι μονάχα αυτό. Έκανες και κάτι πολύ χειρότερο—την π ο ύ λ η σ ε ς για—για— ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (τρέμοντας σα να τον έπιασε σύνγκρυο) Για το βασίλειο—και για τη δύναμη—και για τη δόξα,— αυτό δε θέλεις να πεις; ΕΛΛΑ: Ναι, αυτό. Σου τόπα και πρωτήτερα. Σκότωσες τη ζωή της αγάπης στην καρδιά της γυναίκας που σ’ αγαπούσε. Και που την αγαπούσες και συ. Όσο τουλάχιστο σου ε ί τ α ν δ υ ν α τ ό ν’ αγαπήσεις έναν άνθρωπο. (Σηκώνοντας το χέρι) Και γι' αυτό σου το προλέγω—Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν,— Ποτέ σου δε θα πληρωθείς το τίμημα που ζήτησες για το φόνο που έκανες. Ποτέ σου δε θα μπεις νικητής στο ψυχρό και σκοτεινό βασίλειό σου. ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (πλησιάζει τρικλίζοντας τον πάγκο και πέφτει πάνω βαρύς) Σα να φοβάμαι πως το προφήτεψες σωστά, Έλλα. ΕΛΛΑ: (τον πλησιάζει) Δεν πρέπει να το φ ο β ά σ α ι, Τζων. Δεν έχεις να περιμένεις τίποτα καλήτερο, ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (βγάζει μια κραυγή και πιάνει το στήθος του) Α—! (Αδύναμα) Τώρα μ’ άφησε. ΕΛΛΑ: (σειόντας τον) : Τι είταν, Τζων ;

Page 82: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

82ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (Πέφτει πάνω στο στήριγμα του πάγκου) Ένα παγωμένο χέρι μούπιασε την καρδιά. ΕΛΛΑ : Τζων ! Ένιωσες αλήθεια ένα χέρι από πάγο να σου σφίγγει την καρδιά ; ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (μουρμουρίζει) Όχι.—Δεν είταν από πάγο—είταν ένα χέρι από σίδερο.

(Σωριάζεται πάνω στον πάγκο. Η Έλλα βγάζει με βία το πανωφόρι της και τον σκεπάζει) Μην το κουνήσεις από δω ! Πηγαίνω να γυρέψω βοήθεια.

(Κάνει λίγα βήματα δεξιά, μα ύστερα σταματά, ξαναγυρίζει και τού πιάνει για πολλήν ώρα με το χέρι της το σφυγμό και το πρόσωπο)

ΕΛΛΑ: (σιγά και σταθερά) Όχι. Καλήτερα έτσι, Τζων Μπόρκμαν. Καλήτερα έτσι για σένα.

(Τον σκεπάζει καλήτερα με το πανωφόρι της και κάθεται μπροστά του πάνω στο χιόνι)

Page 83: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

83

ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ Μετάφραση: ΒΑΣΟΣ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ

ΤΤΑΑ ΑΑΣΣΠΠΡΡΑΑ ΑΑΛΛΟΟΓΓΑΑ ((ΡΡΟΟΣΣΜΜΕΕΡΡΣΣΧΧΟΟΛΛΜΜ))

Πράξη 4η - Τέλος

(Η Ρεβέκκα στέκει στο τραπέζι και τοποθετεί διάφορα μικροπράματα σε μια μικρή βαλιτσούλα. Σιγή ένα λεπτό στη σκηνή)

ΡΕΒΕΚΚΑ: (ανασαίνοντας με δυσκολία) Φφ. Τι αποπνιχτκή ζέστη που είναι δωμέσα ! (πηγαίνει στο παράθυρο, το ανοίγει και στέκει εκεί) ΡΟΣΜΕΡ: (καθίζει στην πολυθρόνα στο τζάκι) Δε γίνεται αλλιώς παρ’ όλ’ αυτά, Ρεβέκκα. Το βλέπω. Πρέπει να φύγεις. ΡΕΒΕΚΚΑ: Ναι, δε διαβλέπω άλλο μέσο. ΡΟΣΜΕΡ: Ας επωφεληθούμε τότε τις λίγες στιγμές που μένουν. Έλα κάθισε δω κοντά μου. ΡΕΒΕΚΚΑ: (πλησιάζει και καθίζει στον καναπέ) Λοιπόν, τι με θες Ρόσμερ ; ΡΟΣΜΕΡ: Πρώτα - Πρώτα να σου πω τούτο για το μέλλον σου δεν είναι ανάγκη να ανησυχείς. ΡΕΒΕΚΚΑ: (χαμογελάει) Χμ. Εμένα το μέλλον μου. ΡΟΣΜΕΡ: Έχω προβλέψει για όλες τις πιθανότητες. Αυτό, εδώ και πολύν καιρό. Λοιπόν οτιδήποτε κι’ αν συμβεί έχει ληφθεί για σένα μέριμνα. ΡΕΒΕΚΚΑ. Κι’ αυτό λοιπόν, αγαπητέ μου ; ΡΟΣΜΕΡ: Θα μπορούσες να το υποθέσεις. ΡΕΒΕΚΚΑ: Είναι πολύς καιρός τότε που μπορούσαν να με απασχολούν τέτια πράματα. ΡΟΣΜΕΡ: Σωστά ναι, — θα έλεγες φυσικά πως ποτέ δε θα μπορούσε να μεταβληθεί η κατάσταση μεταξύ μας. ΡΕΒΕΚΚΑ: Ναι, έτσι έλεγα. ΡΟΣΜΕΡ: Το ίδιο κι’ εγώ. Μα αν συνέβαινε να λείψω από τη μέση — ΡΕΒΕΚΚΑ: Ω, Ρόσμερ, — θα ζήσεις παραπάνω από μένα. ΡΟΣΜΕΡ: Η άθλια τούτη ζωή είναι στο χέρι μου δα να αποφασίσω τι θα γίνει. ΡΕΒΕΚΚΑ: Τι ’ν’ αυτά πού λες ! Δεν πιστεύω δα να σκέπτεσαι ποτέ να —! ΡΟΣΜΕΡ: Βρίσκεις πως θα ήταν τόσο περίεργο ; Έπειτα από την ελεεινή, την αξιοδάκρυτη τούτη ήττα που έπαθα ! Εγώ. Που θα οδηγούσα στο θρίαμβο τους σκοπούς της ζωής μου —. Και να τραπώ σε φυγή, — προτού καλοαρχίσει ακόμα η μάχη ! ΡΕΒΕΚΚΑ: Ανάλαβε τον αγώνα ξανά, Ρόσμερ ! Δοκίμασε μόνο και θα ιδείς, θα νικήσεις, θα κάμεις να εξευγενιστούν εκατοντάδες,— χιλιάδες ψυχές θα κάμεις να εξευγενιστούν. Δοκίμασε μόνο ! ΡΟΣΜΕΡ: Ω, Ρεβέκκα, — εγώ, που ούτε ο ίδιος πια δεν πιστεύω στο σκοπό μου. ΡΕΒΕΚΚΑ: Πάντως είναι δοκιμασμένος, έχει δοκιμαστεί. Έναν άνθρωπο, τον έχεις εξευγενίσει εν πάση περιπτώσει. Εμένα. Για όσο θα ζω. ΡΟΣΜΕΡ: Ναι,—αν ήτανε δυνατό να σε πίστευα. ΡΕΒΕΚΚΑ: (μπλέκει και σφίγγει τα χέρια της) Μα αχ, Ρόσμερ, — δεν υπάρχει τίποτα, δεν ξέρεις τίποτα που θα μπορούσε να σε κάμει να το πιστέψεις;

Page 84: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

84 ΡΟΣΜΕΡ: (σαν να τον πιάνει ένας τρόμος) Μην κάνεις αυτή την ερώτηση ! Μην το θίγεις αυτό, Ρεβέκκα ! Ούτε λέξη άλλη, ούτε λέξη ! ΡΕΒΕΚΚΑ: Ίσα-Ίσα, αυτό ακριβώς πρέπει να ρωτώ. Ξέρεις τίποτα που θα μπορούσε να πνίξει την αμφιβολία ; Γιατί εγώ δεν ξέρω τίποτα, Τίποτα. ΡΟΣΜΕΡ: Καλήτερα, για σένα, που δεν το ξέρεις. Καλήτερα και για τους δυο μας. ΡΕΒΕΚΚΑ: Όχι, όχι, όχι, — αυτό δε με παρηγορεί διόλου εμένα. Αν ξέρεις κάτι, που θα μπορούσε να με εξιλεώσει μπροστά στα μάτια σου, τότε το θεωρώ δικαίωμά μου να απαιτήσω, να το πεις ρητά. ΡΟΣΜΕΡ: (σαν παρασυρμένος με το στανιό αντίθετα σ’ εκείνο που θέλει) Τότε ας δούμε. Λες πως νιόθεις μέσα σου τη μεγάλη αγάπη. Πως με μένα ή ψυχή σου εξευγενίστηκε. Έτσι ; Έκαμες καλά τους λογαριασμούς σου ; Μπορούμε να κάμουμε την επαλήθευση; Ε; ΡΕΒΕΚΚΑ: Είμαι έτοιμη. ΡΟΣΜΕΡ: Πότε θες τότε ; ΡΕΒΕΚΚΑ: Όποτε να ‘ναι. Όσο το γρηγορότερο τόσο καλήτερα. ΡΟΣΜΕΡ: Τότε κάμε με να ιδώ, Ρεβέκκα. — για χάρη μου, — απόψε κιόλας. — (διακόπτει) Α, όχι, όχι, όχι. Όχι ! ΡΕΒΕΚΚΑ: Ναι, Ρόσμερ ! Ναι, ναι ! Πες μου το, και θα ιδείς. ΡΟΣΜΕΡ: Έχεις το κουράγιο, — είσαι πρόθυμη να — πρόσχαρα, όπως το είπε ο Ούρλικ Μπρέντελ, — για χάρη μου, ίδιο απόψε, — πρόσχαρα, — να πάρεις το δρόμο, — που πήρε η Μπεάτα ; ΡΕΒΕΚΚΑ: (αργοσηκόνεται εκεί που κάθεται από τον καναπέ και λέει σχεδόν άναυδη) Ρόσμερ! — ΡΟΣΜΕΡ: Ναι, ξέρεις, — αυτό είναι το ερώτημα που δε θα μπορέσω να απαλλαγώ ποτέ, — σαν θα ’χεις φύγει. Κάθε ώρα και κάθε στιγμή σ’ αυτό θα ξαναγυρίζει ο νους μου. Ω, μου φαίνεται, σα να σε βλέπω μπρος στα μάτια μου. Στέκεις πέρα, απάνω στο γεφύρι. Καταμεσίς του γεφυριού. Σκύβεις πάνω απ’ το κάγκελο ! Ένας ίλιγγος σε τραβάει κάτω, στο νεροσυρμό που βουίζει ! Όχι. Κάνεις πίσω. Δεν το αποφασίζεις, όχι, — εκείνο που αποφάσισε αυτή. ΡΕΒΕΚΚΑ: Μα αν είχα όμως το κουράγιο ; Και την πρόσχαρη τη θέληση ; Τότε ; ΡΟΣΜΕΡ: Τότε θα όφειλα βέβαια να σε πιστέψω. Τότε θα όφειλα βέβαια να ξανάβρω την πίστη μου στον σκοπό μου. Την πίστη στην ικανότητά μου να εξευγενίσω τις ψυχές των ανθρώπων. Την πίστη στην ικανότητα των ανθρώπων να εξευγενιστούν. ΡΕΒΕΚΚΑ: (παίρνει αργά - αργά το σάλι της, το ρίχνει στο κεφάλι και λέει συγκρατημένα) Θα σου αποδοθεί η πίστη σου. ΡΟΣΜΕΡ: Έχεις το κουράγιο και τη θέληση, — γι’ αυτό, Ρεβέκκα ; ΡΕΒΕΚΚΑ: Θα μπορέσεις να κρίνεις αύριο, — ή κι’ αργότερα, — άμα θα με ψαρέψουν και με βγάλουν. ΡΟΣΜΕΡ: (πιάνει το μέτωπό του) Υπάρχει μια ελκυστική φρίκη σ’ αυτό —! ΡΕΒΕΚΚΑ: Γιατί δε θα μου άρεσε βέβαια να με παρατήσουνε κάτω εκεί. Όσο είναι αναγκαίο μονάχα. Πρέπει να κοιτάξουνε να με βρουν. ΡΟΣΜΕΡ: (ξεπετιέται απάνω) Μα τούτα εδώ, τούτα εδώ, — είναι παραφροσύνη. Καθαρή παραφροσύνη. Ή σήκω φύγε, — ή μείνε.—Σε πιστεύω και τούτη τη φορά μοναχά με το λόγο σου. ΡΕΒΕΚΚΑ. Τρόπος του λέγειν, Ρόσμερ. Άφησε, ξέρεις, τις δειλίες και τις φυγές ξανά. Πώς θα μπορούσες να με πιστέψεις με σκέτο το λόγο μου, έπειτα από τη μέρα τη σημερινή ; ΡΟΣΜΕΡ: Μα δε θέλω να ιδώ την ήττα σου, Ρεβέκκα ! ΡΕΒΕΚΚΑ: Δε θα υπάρξει καμιά ήττα. ΡΟΣΜΕΡ: Θα υπάρξει. Δεν είσαι καμωμένη εσύ για να τραβήξεις το δρόμο της Μπεάτας. ΡΕΒΕΚΚΑ: Δεν το πιστεύεις ;

Page 85: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

85 ΡΟΣΜΕΡ: Καθόλου. Δεν είσαι συ σαν τη Μπεάτα. Δεν βρίσκεσαι κάτω από την επίδραση να σε κυβερνάει, μια παραζαλισμένη αντίληψη για τη ζωή. ΡΕΒΕΚΚΑ: Με κυβερνάει όμως η ροσμερική αντίληψη για τη ζωή, — τώρα. Εκείνο που είμαι ένοχη, — οφείλω να το εξιλεώσω. ΡΟΣΜΕΡ: (στυλόνει τα μάτια απάνω της) Επιμένεις αυτού ; ΡΕΒΕΚΚΑ: Ναι. ΡΟΣΜΕΡ: (αποφασισμένος) Καλά. Τότε εγώ, Ρεβέκκα, βλέπω τα πράματα με την απολυτρωμένη δική μας αντίληψη. Κριτής αποπάνω μας δεν υπάρχει. Και γι’ αυτό λοιπόν, ας κοιτάξουμε να κρατήσουμε μόνοι μας δικαιοσύνη. ΡΕΒΕΚΚΑ: (παρεξηγόντας τον) Είναι κι’ αυτό επίσης. Είναι κι’ αυτό. Ο δικός μου θάνατος θα σώσει σε σένα ό,τι καλήτερο έχεις. ΡΟΣΜΕΡ: Ώ, σε μένα δεν υπάρχει τίποτα πια για να σωθεί. ΡΕΒΕΚΚΑ: Υπάρχει. Ενώ εγώ, — από σήμερα και μπρος δε θα ‘μουν, παρά σαν η κακή γοργόνα του παραμυθιού, που θα πιανόταν από το καράβι του πηγαιμού σου μπρός, και θα το μπόδιζε να προχωρήσει. Πρέπει να πεταχτώ στη θάλασσα. Ή μήπως θα ‘πρεπε ίσως να σέρνουμαι εδώ απάνω στον κόσμο, να περιφέρω μια σακάτικη, μισερή ύπαρξη ; Να αναπολώ κι’ όλο να αναπολώ την ευτυχία, που το παρελθόν μου μ’ έκαμε να χάσω ; Πρέπει να φύγω από τη μέση, Ρόσμερ. ΡΟΣΜΕΡ: Αν φύγεις, — θα σ’ ακολουθήσω κι’ εγώ μαζί. ΡΕΒΕΚΚΑ: (χαμογελάει αδιόρατα σχεδόν, τον κοιτάζει και λέει σιγαλότερα) Ναι, έλα μαζί και συ, — να ‘σαι μάρτυρας — ΡΟΣΜΕΡ: Θα σ’ ακολουθήσω είπα. ΡΕΙ3ΕΚΚΑ: Ίσαμε το γεφύρι, ναι. Γιατί απάνω δα δεν έχεις την τόλμη να πατήσεις ποτέ το ποδάρι σου. ΡΟΣΜΕΡ: Το πρόσεξες ; ΡΕΒΕΚΚΑ: (ξεπνοϊσμένα και δύσκολα) Ναι. Αυτό μ’ έκαμε να χάσω κάθε ελπίδα στην αγάπη μου. ΡΟΣΜΕΡ: Ρεβέκκα, — να, ακουμπάω το χέρι στο κεφάλι σου. (κάνει αυτό που λέει) Και σε παίρνω γυναίκα μου νόμιμη κι’ αληθινή. ΡΕΒΕΚΚΑ: (αρπάζει και τα δυο του χέρια και σκύβει το κεφάλι στο στήθος του) Ευχαριστώ, Ρόσμερ. (τον αφήνει) Και τόρα πηγαίνω — χαρούμενη. ΡΟΣΜΕΡ: Άντρας και. γυναίκα οφείλουν να συνακολουθιούνται. ΡΕΒΕΚΚΑ: Μονάχα μέχρι το γεφύρι, Ρόσμερ. ΡΟΣΜΕΡ: Κι’ απάνω επίσης. Όσο μακριά πας, — θα πάω κι’ εγώ μαζί. Γιατί τόρα την έχω την τόλμη. ΡΕΒΕΚΚΑ: Ξέρεις με τόση απόλυτη βεβαιότητα, πως αυτός ο δρόμος είναι ο καλήτερος για σένα ; ΡΟΣΜΕΡ: Ξέρω πως είναι ο μόνος. ΡΕΒΕΚΚΑ. Κι’ αν γελιέσαι σ’ αυτό ; Αν δεν είναι παρά μια πλάνη της φαντασίας σου ; Κανένα απ’ αυτά τα άσπρα άτια του Ρόσμερσχολμ ; ΡΟΣΜΕΡ: Και έτσι έστω. Να τούς ξεφύγουμε εμείς εδώ του αρχοντικού, δε γίνεται. ΡΕΒΕΚΚΑ: Τότε μείνε, Ρόσμερ. ΡΟΣΜΕΡ: Ο άντρας οφείλει να ακολουθεί τη γυναίκα του, όπως η γυναίκα τον άντρα. ΡΕΒΕΚΚΑ: Και για πες μου. Εσύ με ακολουθείς εμένα ; Ή εγώ ακολουθώ εσένα ; Ρ0ΣΜΕΡ: Δε θα το εξακριβόναμε ποτέ αυτό ως το βάθος. ΡΕΒΕΚΚΑ: Θα ήθελα ωστόσο πάρα πολύ να το μάθαινα. Ρ0ΣΜΕΡ: Οι δυο εμείς ακολουθούμε ο ένας τον άλλονε, Ρεβέκκα, Εγώ εσένα και συ εμένα.

Page 86: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

86ΡΕΒΕΚΚΑ: Το ίδιο σχεδόν πιστεύω κι’ εγώ. ΡΟΣΜΕΡ: Γιατί τόρα είμαστε ένα. ΡΕΒΕΚΚΑ. Ναι. Τόρα είμαστε ένα. Έτσι πηγαίνουμε χαρούμενοι.

(Βγαίνουν χέρι με χέρι από το χωλ και διακρίνονται να στρίβουν αριστερά. Η πόρτα απομένει ανοιχτή πίσω τους)

Page 87: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

87

ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ Μετάφραση: ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ

ΕΕΝΝΤΤΑΑ ΓΓΚΚΑΑΜΜΠΠΛΛΕΕΡΡ

Πράξη 1η

(Ο Τσέσμαν φεύγει από το βάθος δεξιά) ΕΝΤΑ: (πλησιάζει την Κα Έλβστετ, χαμογελάει και λέει σιγά) Έτσι ! Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Τι Θέλετε να πείτε ; ΕΝΤΑ: Μα δεν καταλάβατε πως ήθελα να φύγει ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Για να γράψει το γράμμα— ΕΝΤΑ: Και γι’ αυτό και για να μιλήσομε μόνες. ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (ταραγμένη) Για το ίδιο ζήτημα ; ΕΝΤΑ: Ναι, για το ίδιο. ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (φοβισμένη) Μα δεν υπάρχει τ ί π ο τ’ ά λ λ ο, κυρία Τέσμαν ! Τίποτα, σας βεβαιώνω. ΕΝΤΑ: Ω, υπάρχουν πολλά ακόμα—και σοβαρά μάλιστα. Αυτό τουλάχιστο μπόρεσα να το καταλάβω. Ελάτε—θα καθήσομε - όμορφα όμορφα η μια κοντά στην άλλη.

(Αναγκάζει την κυρία Έλβστετ να καθήσει στην πολυθρόνα κοντά στη θερμάστρα κι αυτή κάθεται σ’ ένα ταμπουρέτο)

ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (κοιτάζει φοβισμένη το ρολόι της) Μ’ αγαπητή, καλή μου κυρία Τέσμαν—αυτή την ώρα έπρεπε να πηγαίνω. ΕΝΤΑ: Αχ, δε σας βιάζει τίποτα—έτσι ; Για πείτε μου λοιπόν τώρα, πώς τα περνάτε σπίτι σας. ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ίσα - ίσα, γ ι’ α ύ τ ό δε θάθελα να γίνει λόγος. ΕΝΤΑ: Και το λέτε σε μένα, αγαπητή μου—; Θε μου, σε μένα πού γνωριζόμαστε από το λύκειο ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ναι, μα είσαστε μια τάξη παραπάνω από μένα. Κι από τι φόβο σας είχα πάρει τότε ! ΕΝΤΑ: Με φοβόσαστε αληθινά ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ναι, σας έτρεμα. Γιατί όσες φορές με συναντούσατε στις σκάλες, με τραβούσατε απ’ τα μαλλιά. ΕΝΤΑ: Όχι δα. Τόκανα αυτό ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ναι. μια φορά μάλιστα είπατε πώς θα μου τα κάψετε. ΕΝΤΑ: Παιδιάστικες ανοησίες ! ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ναι, Τότε όμως ήμουν τόσο κουτή.—Κι αργότερα χωριστήκαμε—βρεθήκαμε τόσο μακριά η μια από την άλλη. Είταν τόσο διαφορετικός ο κύκλος που ζούσε η καθεμιά μας. ΕΝΤΑ: Τότε λοιπόν, ας προσπαθήσαμε νάρθομε κοντήτερα. Να, γι’ ακούστε. Στο λύκειο μιλούσαμε στον ενικό. Και φώναζε η μια την άλλη με το μικρό της όνομα— ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Όχι, κάνετε λάθος. ΕΝΤΑ: Δεν κάνω καθόλου λάθος ! Το θυμάμαι πολύ καλά. Και γι’ αυτό, πρέπει τώρα να ξαναγίνομε φίλες, όπως τον παλιό καιρό. (Σπρώχνει το ταμπουρέτο της πιο κοντά) Να

Page 88: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

88 έτσι! (Φιλεί την Κα Έλβστετ στο μάγουλο) Τώρα θα μου μιλάς με το «συ» και θα με λες «Έντα». ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (της σφίγγει και της χαϊδεύει τα χέρια) Ω, τόση καλοσύνη, τόση ευγένεια—! Δεν είμαι καθόλου συνηθισμένη. ΕΝΤΑ: Έτσι, λοιπόν, έτσι ! Κ’ εγώ θα σου μιλώ με το «συ» και θα σε λέω όπως άλλοτε «καλή μου Δώρα». ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Τέα με λένε. ΕΝΤΑ: Ναι, σωστά. Φυσικά. Τέα, ήθελα να πω. (Την κοιτάζει με συμπάθεια) Ώστε—δεν είσαι συνηθισμένη σε καλοσύνη και σ’ εγκαρδιότητα, Τέα ; Ούτε στο σπίτι σου το ίδιο ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ω, αν είχα σπίτι ! Μα δεν έχω. Ούτε είχα ποτέ μου. ΕΝΤΑ: (την κοιτάζει λίγο) Το φανταζόμουν πως έτσι θάναι. ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (κοιτάζοντας απελπισμένη μπρος της) Ναι—ναι—ναι ! ΕΝΤΑ: Δε θυμάμαι πια καλά. Στην αρχή όμως δεν πήγες για παιδαγωγός στο σπίτι του ειρηνοδίκη ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Δηλαδή έπρεπε να κάνω την γκουβερνάντα. Επειδή όμως ή γυναίκα του, η τότε γυναίκα του—είταν ασθενική—κ’ έμενε τον περισσότερο καιρό στο κρεβάτι—βρέθηκα στην ανάγκη να πάρω πάνω μου και το νοικοκυριό του σπιτιού. ΕΝΤΑ: Στο τέλος όμως—έγινες η κυρία του σπιτιού. ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (κακοκαρδιασμένα) Ναι, έγινα η κυρία. ΕΝΤΑ: Για στάσου—Πόσος καιρός είναι πάνω – κάτω ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Που παντρεύτηκα ; ΕΝΤΑ: Ναι. ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Πάνε τώρα πέντε χρόνια. ΕΝΤΑ: Σωστά. Τόσα πρέπει νάναι. ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ω αυτά τα πέντε χρόνια—! Ή καλύτερα τα δύο, τα τρία τελευταία. Αν μπορούσατε σεις να φανταστείτε— ΕΝΤΑ: (της δίνει ένα ελαφρό χτύπημα στο χέρι) Σεις ; Δεν ντρέπεσαι, Τέα ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Όχι, όχι, θα προσπαθήσω. Ναι, αν - αν μπορούσες να φανταστείς, να καταλάβεις. ΕΝΤΑ: (πεταχτά) Κι ο Έϋλερτ Λέβμποργκ, θαρρώ, έχει τρία χρόνια που βρίσκεται κει πάνω. ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (την κοιτάζει αβέβαια) Ο Έϋλερτ Λέβμποργκ ; Ναι—βέβαια. ΕΝΤΑ: Τον γνώριζες από την πόλη ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Τόσο λίγο σαν καθόλου. Δηλαδή—τ’ όνομα τόχα ακούσει φυσικά. ΕΝΤΑ: Εκεί πάνω όμως—ερχότανε συχνά σπίτι σας. ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ναι, ερχόταν κάθε μέρα και μας έβλεπε. Έκανε μάθημα στα παιδιά, Γιατί εγώ, φυσικά, δε μπορούσα να τα προφτάσω όλα. ΕΝΤΑ: Ναι, σωστά.—Κι ο άντρας σου-- ; Ταξίδευε συχνά ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ναι, ξέρετε—ξέρεις, σαν ειρηνοδίκης έπρεπε να κάνει συχνά περιοδείες στην περιφέρεια. ΕΝΤΑ: (ακουμπά στην πολυθρόνα) Τέα,.—φτωχή, γλυκιά μου Τέα,—τώρα πρέπει να μου τα διηγηθείς όλα όπως έγιναν. ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Τότε πρέπει να ρωτάς. ΕΝΤΑ: Πώς είναι τέλος πάντων ο άντρας σου, Τέα ; Θέλω να πω—γενικά. Είναι καλός μαζί σου ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (δισταχτικά) Αυτός ο ίδιος, φυσικά, θαρρεί πως ό,τι κάνει είναι το καλύτερο πού γίνεται. ΕΝΤΑ: Μου φαίνεται πως θάναι πολύ μεγαλύτερος από σένα. Καμιά εικοσαριά χρόνια πιο ηλικιωμένος. Ε ;

Page 89: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

89 ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (ταραγμένη) Κι αυτό ακόμα. Είναι όλα μαζί. Δεν έχει τίποτα που να με τραβά. Ούτε μια κοινή σκέψη δεν έχομε. Τίποτα, μα τίποτα, μα τίποτα στον κόσμο—. ΕΝΤΑ: Και μολαταύτα σ’ αγαπά ! Με το δικό του τρόπο, βέβαια. ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Δεν ξέρω αν μ’ αγαπά. Με βλέπει μάλλον σαν κάτι που του είναι χρήσιμο. Κ’ έπειτα τού κοστίζω πολύ λίγο. Δεν ξοδεύω τίποτα σχεδόν. ΕΝΤΑ: Αυτό είναι κουτό από μέρος σου. ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (κουνά το κεφάλι) Δε μπορεί, να γίνει αλλιώς. Όχι πια μαζί του. Αυτός δεν αγαπά τίποτα περισσότερο από τον εαυτό του. Ίσως και τα παιδιά του λίγο. ΕΝΤΑ: Και τον Έϋλερτ Λέβμποργκ, Τέα ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Τον Έϋλερτ Λέβμποργκ ; Τι τον ανακατεύεις αυτόν ; ΕΝΤΑ: Μ’ αγαπητή μου—τη στιγμή που σε στέλνει τόσο μακριά για χάρη του ! (Χαμογελά σχεδόν απαρατήρητα) Κ’ έπειτα τόπες η ίδια στον Τέσμαν. ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (νευρικά) Ώστε τόπα ! Μπορεί. δε λέω. (Με σιγανό τόνο ξεσπώντας) Όχι δε δυσκολεύομαι να στο πω αμέσως. Έτσι κι αλλιώς θα γίνει γνωστό. ΕΝΤΑ: Μ’ αγαπητή μου Τέα— ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Λοιπόν, με δυο λόγια ! Ο άντρας μου δεν ήξερε τίποτα για το ταξίδι μου. ΕΝΤΑ: Πώς ; Ο άντρας σου δεν ήξερε τίποτα ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Φυσικά όχι. Εξ άλλου έλειπε απ’ το σπίτι. Είχε πάει ταξίδι—κι αυτός. Ω, δεν μπορούσα να βαστάξω περισσότερο Έντα ! Είταν αδύνατο ! Έτσι μόνη, έτσι μόνη εκεί πάνω. ΕΝΤΑ: Καλά και ύστερα ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ύστερα ετοίμασα τα πράματά μου, τα πιο απαραίτητα, κ’ έτσι, κρυφά, τόσκασα από το σπίτι. ΕΝΤΑ: Έτσι, χωρίς άλλη διατύπωση ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ναι ! Μπήκα στο σιδηρόδρομο κ’ ήρθα ολόισα εδώ. ΕΝΤΑ: Μ’ αγαπητή, καλή μου Τέα—πώς τόλμησες να το κάνεις αυτό ! ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (σηκώνεται και βηματίζει) Μα τι άλλο μοϋμενε να κάνω στον κόσμο ! ΕΝΤΑ: Κι ο άντρας σου τι φαντάζεσαι πως θα πει όταν γυρίσεις πίσω σπίτι ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (στέκεται μπρος στο τραπέζι και την κοιτάζει) Πίσω, κοντά του, εκεί πάνω; ΕΝΤΑ: Βέβαια, φυσικά. ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Εκεί πάνω, κοντά του, δε θα γυρίσω πια ποτέ. ΕΝΤΑ: (σηκώνεται και την πλησιάζει) Έφυγες λοιπόν— στα σοβαρά—από τον άντρα σου ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ναι. Θαρρώ πως δε μούμενε τίποτ’ άλλο να κάνω. ΕΝΤΑ: Κ’ έπειτα—να φύγεις έτσι, μπροστά στα μάτια όλου τού κόσμου ! ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Δε βαριέσαι. Ένα τέτιο πράμα δε μπορεί να μείνει κρυφό. ΕΝΤΑ: Κι ό κόσμος, δε φαντάζεσαι τι θα πει ο κόσμος, Τέα ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ας πει ό,τι του βαστά η ψυχή του. (Κάθεται κουρασμένη και άθυμη στον καναπέ) Γιατί εγώ έκανα ό,τι έ π ρ ε π ε να κάνω. ΕΝΤΑ: (ύστερα από μια παύση) Και τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα ; Τι έχεις στο νου σου ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Αυτό δεν το ξέρω ακόμα. Ξέρω μόνο πώς πρέπει να ζω εδώ πέρα που ζει κι ο Λέβμποργκ.— Αν πρέπει δηλαδή να ζω καθόλου. ΕΝΤΑ: (τραβά μια καρέκλα πιο κοντά, κάθεται και της χαϊδεύει το χέρι) Πες μου, Τέα—πώς γεννήθηκε αυτή—αυτή η φιλική σχέση ανάμεσα σε σένα και— στον Έϋλερτ Λέβμποργκ ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Να, έτσι, σιγά - σιγά. Σα ν’ αποχτούσα με τον καιρό ένα είδος επιρροής πάνω του.

Page 90: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

90ΕΝΤΑ: Έτσι; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ξέχασε τις παλιές του συνήθειες. Όχι τάχα πως τον παρακάλεσα. Αυτό δεν τόλμησα ποτέ να το κάνω. Έβλεπε μόνο πως η διαγωγή του με δυσαρεστούσε. Κ’ έτσι έδιωξε σιγά - σιγά τις κακές του συνήθειες. ΕΝΤΑ: (πνίγει ένα άθελο χλευαστικό γέλιο) Ώστε λοιπόν τον εξύψωσες πάλι—καθώς λένε—εσύ, η μικρή Τέα. ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Αυτό λέει τουλάχιστο κι ό ίδιος. Κι αυτός πάλι—μ’ έκανε έναν πραγματικόν άνθρωπο. Μ’ έμαθε να σκέφτομαι—και να καταλαβαίνω. ΕΝΤΑ: Μήπως έδινε και σε σένα μαθήματα ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Όχι, ακριβώς μαθήματα, όχι. Μιλούσε όμως μαζί μου. Μιλούσε για ένα σωρό πράγματα. Κ’ ύστερα ήρθε ο όμορφος, ο ευτυχισμένος καιρός που άρχισα να τον βοηθώ, που μπορούσα να τον βοηθώ στη δουλειά του. ΕΝΤΑ: Τον βοηθούσες, αλήθεια, στη δουλειά του ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ναι, σαν είτανε να γράψει κάτι, τότε το γράφαμε μαζί. ΕΝΤΑ: Σα δυο καλοί σύντροφοι λοιπόν. ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (ζωηρά) Σύντροφοι ! Ναι, για σκέψου, Εντα—έτσι είπε και κείνος. Πόσο θάπρεπε νάμαι ευτυχισμένη. Κι όμως δε μπορώ νάμαι. Γιατί δεν ξέρω αν αυτό θα βαστάξει πολύ. ΕΝΤΑ: Ώστε δεν τούχεις εμπιστοσύνη ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (βαρύθυμα) Η σκιά μιας γυναίκας στέκεται ανάμεσό μας. ΕΝΤΑ: (φαίνεται γεμάτη περιέργεια) Και ποια μπορεί νάναι α υ τ ή η γυναίκα ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Δεν έχω ιδέα. Κάποια όμως—από τα περασμένα του χρόνια. Μια που δεν ξέχασε ποτέ του, καθώς φαίνεται. ΕΝΤΑ: Τι σούχει πει γι’ αυτήν ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Μόνο μια φορά—έτσι στα πεταχτά— μούπε κάτι. ΕΝΤΑ: Και τι σούπε—τι ; ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Πως σαν είτανε να χωριστούνε, θέλησε να τον σκοτώσει μ’ να πιστόλι. ΕΝΤΑ: (ψυχρά και συγκρατημένα) Όχι δα ! Αυτά τα πράματα δεν γίνονται. ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Φυσικά όχι. Και γι’ αυτό πιστεύω πως θάταν εκείνη η σαντέζα με τα κόκκινα μαλλιά, που μια φορά— ΕΝΤΑ: Ναι, αυτή θάναι. ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Γιατί θυμάμαι που λέγανε μια φορά πως η γυναίκα αυτή γύριζε μ’ ένα γεμάτο πιστόλι. ΕΝΤΑ: Ε, τότε φυσικά αυτή θάναι. ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (σταυρώνει τα χέρια) Ναι, μα για σκέψου, Έντα—τώρα άκουσα πώς η σαντέζα αυτή γύρισε πίσω στην πόλη ! Ω—είμαι ολότελα απελπισμένη. ΕΝΤΑ: (κοιτάζει κλεφτά στο μέσα δωμάτιο) Σσστ ! Έρχεται ο Τέσμαν. (Σηκώνεται και ψιθυρίζει) Τέα, ό,τι είπαμε να μείνει μεταξύ μας. ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (πηδάει πάνω) Μα βέβαια—για τόνομα του Θεού— !

Page 91: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

91

ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ Μετάφραση: ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ

ΕΕΝΝΤΤΑΑ ΓΓΚΚΑΑΜΜΠΠΛΛΕΕΡΡ

Πράξη 3η

(Η Κα Έλβστετ φεύγει απ’ τον προθάλαμο) ΕΝΤΑ: (ύστερ’ από μια μικρή παύση) Δε θα τη συνοδέψετε σπίτι της, Κύριε Λέβμποργκ ; ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Εγώ ; Ανάμεσ’ απ’ τους δρόμους ; Για να δει τάχα ο κόσμος πως έρχεται μαζί μου ; ΕΝΤΑ: Δεν ξέρω, βέβαια, τι άλλο‚ έγινε χτες τη νύχτα. Μα δεν υπάρχει επί τέλους τρόπος να διορθωθεί ; ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Ό,τι έγινε δεν τελειώνει αυτή τη νύχτα. Το ξέρω πολύ καλά. Κι αυτό είναι τώρα το πιο τρομερό, πως δε μπορώ πια να κάνω μια τέτοια ζωή. Είναι αδύνατο να ξαναρχίσω. Η γυναίκα αυτή τσάκισε μέσα μου τη δύναμη και το θάρρος της ζωής. ΕΝΤΑ: (κοιτάζει μπροστά της) Το γλυκό αυτό και μικρό ανόητο πλάσμα θέλησε να διευθύνει τη μοίρα ενός ανθρώπου. (Τον κοιτάζει) Πώς μπορέσατε ωστόσο να της φερθείτε τόσο άκαρδα; ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Ω, μη λέτε Πως της φέρθηκα άκαρδα. ΕΝΤΑ: Να καταστρέψετε με μιας ό,τι της γέμιζε τόσο και τόσον καιρό την καρδιά και το πνεύμα της ! Αυτό δεν το βρίσκετε σεις άκαρδο; ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Σε σας, μπορώ να πω την αλήθεια, Έντα. ΕΝΤΑ: Την αλήθεια ; ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Υποσχεθείτε μου όμως πρώτα—δόσετέ μου το λόγο σας, πως η Τέα δε θα μάθει ποτέ αυτό που θα σας εμπιστευθώ τώρα. ΕΝΤΑ: Έχετε το λόγο μου. ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Καλά. Μάθετε λοιπόν πως δεν είναι αλήθεια όσα είπα. ΕΝΤΑ: Για τα τετράδια ; ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Ναι. Δεν τα ξέσχισα. Ούτε τα πέταξα στο φγιόρδ. ΕΝΤΑ: Όχι, όχι δα—αλλά-—τότε πού είναι ; ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Κι όμως τα κατάστρεψα. Και για πάντα, Εντα. ΕΝΤΑ: Αυτό δεν το καταλαβαίνω. ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Η Τέα είπε πως ό,τι έκανα της φαίνεται σαν παιδοχτονία. ΕΝΤΑ: Ναι—έτσι είπε. ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Μα το να σκοτώσει το παιδί του— αυτό δεν είναι το πιο φριχτό απ’ όσα μπορεί να κάνει ένας πατέρας. ΕΝΤΑ: Δεν. είναι αυτό το πιο φριχτό ; ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Υποθέσετε, Έντα, πως ένας άντρας— εκεί κατά τα ξημερώματα— ύστερ’ από μιαν άγρια νύχτα οργίων, γυρίζει στη μητέρα του παιδιού του και της λέει : Άκου με—πήγα εδώ κ’ εκεί. Σ’ αυτό και σε κείνο το μέρος. Κ’ είχα και το παιδί μας μαζί μου. Σ’ αυτό και σε κείνο το μέρος. Ξαφνικά το παιδί μας χάθηκε. Χάθηκε δίχως ν’ αφήσει ίχνη. Κι ό διάβολος ξέρει τώρα σε τίνος τα χέρια έπεσε. Και ποιοι και πώς θα το μεταχειριστούνε. ΕΝΤΑ: Α—μα το κάτω - κάτω πρόκειται μόνο για ένα βιβλίο. ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Μες στο βιβλίο αυτό είταν κλεισμένη της Τέας η αγνή ψυχή. ΕΝΤΑ: Ναι, το καταλαβαίνω.

Page 92: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

92ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Κ’ ύστερα θα καταλαβαίνετε ακόμα πως ούτε γι’ αυτήν, ούτε για μένα δεν υπάρχει πια κανένα μέλλον. ΕΝΤΑ: Και τι σκοπεύετε να κάνετε τώρα ; ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Τίποτα. Θα κοιτάξω μόνο να δώσω σ’ όλα ένα τέλος. Όσο πιο γλήγορα τόσο και καλύτερα. ΕΝΤΑ: (τον πλησιάζει ένα βήμα) Έϋλερτ Λέβμποργκ— γι’ ακούστε με—Δε θα μπορούσατε να δώσετε ένα όμορφο τέλος ; ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Όμορφο ; (Χαμογελά) Με το κεφάλι στεφανωμένο με κλήματα—έτσι κάπως φανταζόσαστε κάποτε πως— ΕΝΤΑ: Α όχι. Με κλήματα—σ’ αυτό έπαψα πια να πιστεύω. Και πάλι όμως όμορφα. Αυτή τη μόνη. φορά !—Χαίρετε ! Τώρα πρέπει να φύγετε. Και να μην ξανάρθετε πια ποτέ. ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Χαίρετε, κυρία μου. Τους χαιρετισμούς μου παρακαλώ στο Γιώργη Τέσμαν !

(Κάνει να φύγει) ΕΝΤΑ: Όχι, σταθήτε μια στιγμή ! Πρέπει να πάρετε μαζί σας κ’ ένα ενθύμιο από μένα.

(Πηγαίνει στο γραφείο, ανοίγει το συρτάρι και το κουτί των πιστολιών και παίρνοντας ένα ρεβόλβερ, πλησιάζει τον Λέβμποργκ)

ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: (την κοιτάζει) Αυτό εδώ ; Αυτό είναι το ενθύμιο ; ΕΝΤΑ: (γνέφει. αργά) Δεν το θυμάστε πια αυτό το πιστόλι ; Κάποτε είχε στραφεί εναντίον σας. ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Έπρεπε τότε να το μεταχειριστείτε. ΕΝΤΑ: Δεν πειράζει. Το μεταχειρίζεστε τώρα σ ε ι ς. ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: (Παίρνει το πιστόλι και το κρύβει στην τσέπη του) Ευχαριστώ ! ΕΝΤΑ: Όμορφα μόνο, όμορφα—Έϋλερτ Λέβμποργκ. Αυτό μονάχα υποσχεθείτε μου ! ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Αντίο, Έντα Γκάμπλερ. (Φεύγει από τον προθάλαμο. Η Έντα, αφουγκράζεται λίγο στην πόρτα. Ύστερα πηγαίνει στο γραφείο, παίρνει το πακέτο με τα χειρόγραφα, κοιτάζει το περίβλημα, μισοτραβά μερικά φύλλα και τους ρίχνει μια ματιά. Ύστερα τα παίρνει όλα μαζί και πηγαίνει και κάθεται στην πολυθρόνα κοντά στη θερμάστρα, με το πακέτο στα γόνατα. Λίγο αργότερα ανοίγει την

πόρτα της θερμάστρας, ύστερα το πακέτο) ΕΝΤΑ: (πετά ένα τετράδιο στη φωτιά και ψιθυρίζει) Τώρα καίω το παιδί σου, Τέα ! Εσένα με τα κατσαρά σου τα μαλλιά ! (Ρίχνει ακόμα μερικά τετράδια στη φωτιά) Το παιδί το δικό σου και του Έϋλερτ Λέβμποργκ. (Ρίχνει και τα υπόλοιπα) Τώρα σας καίω— Τώρα σάς καίω το παιδί σας.

Page 93: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

93

ΜΑΡΣΑΛ ΚΑΠΡΟΝ Μετάφραση: ΛΟΥΛΑ ΚΑΣΙΜΑΤΗ

ΤΤΑΑΜΜΠΠΙΙΚΚ -- ΤΤΑΑΜΜΠΠΟΟΚΚ

Μονόπρακτο

(Στις Κάννες βίλλα ευπόρων αστών. Μεγάλο σαλόνι άνετο, έπιπλα με γούστο. Το σαλόνι

βλέπει. σε κήπο ανθισμένο. Καλοκαίρι. Η κ. Καστάν καθισμένη πλέκει. Μπαίνει η Ζυλλιέτ απ’ την πόρτα του κήπου)

ΖΥΛΛΙΕΤ: (Παίζει σαν παιδί) Ουου...... ! ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Αχ’ και συ με τρόμαξες ! ΖΥΛΛΙΕΤ: Καλημέρα θεία μου. Μπήκα από τον κήπο. Ήελα να σας κάνω έκπληξη. Τρελλαίνομαι να σας τρομάζω. Μ’ αρέσει όπως βάζετε το χέρι στην καρ8ιά..... ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: (Γεμάτη επιείκεια) Είσαι ανυπόφορη ! ΖΥΛΛΙΕΤ: Καθόλου. Είμαι χαριτωμένη. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Έτσι. πήγες στην πόλη ; ΖΥΛΛΙΕΤ: Τι έχω ; ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Μ’ αυτό το ντύσιμο ; ΖΥΛΛΙΕΤ: Αν ξέρατε τι άνετο και ευχάριστο που είναι ! ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ : Γιατί άργησες τόσο ; ΖΥΛΛΙΕΤ: Έκανα θαλάσσιο σκι. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ : Δεν ξέρεις τι να βρεις για να πας να σκοτωθείς. ΖΛΛΙΕΤ : Δεν φαντάζεστε πόσο καταπληκτικό, πόσο θαυμάσιο είναι το σκι. Σαν να πετάς πάνω στον άνεμο… ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: (γκρινιάρικα) Είσαι τελείως τρελλή. Σου μιλάω ειλικρινά, θα ευχαριστηθώ πολύ όταν θα φύγεις. ΖΥΛΛΙΕΤ: Δεν είσαστε καθόλου ευγενικιά, θεία μου ! ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Να ανησυχώ μέρα-νύχτα πότε γιατί τρέχεις με το αυτοκίνητο πάνω από τους γκρεμνούς, πότε με τα κολύμπια σου, πότε με τα κοκτέιλς και όλα αυτά τα δηλητήρια που ρουφάς με την παρέα σου. ΖΥΛΛΙΕΤ: Τώρα πίνουμε μόνο χυμό φρούτων. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Χυμό φρούτων ! Καταλαβαίνεις τι είδους ζωή κάνεις ; ΖΥΛΛΙΕΤ: Έχω διακοπές. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Μπα ! Και τι δουλειά κάνεις όλο τον άλλο χρόνο ; ΖΥΛΛΙΕΤ: Την ιατρική μου. Δεν άλλαξα επάγγελμα. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Ένα όμορφο κορίτσι σαν και σένα. Είναι απογοητευτικό ! Στον καιρό μου βγάζαμε το γυμνάσιο και αυτό μας έφτανε με το παραπάνω. Δεν καταλαβαίνω τίποτα από τη σημερινή ζωή. Παντρεύονται μέσα στα νυχτερινά μπαρ, μέσα στα υδροπλάνα... Και όλα αυτά με την κυλόττα και το σουτιέν Ευτυχώς που είσαστε πιο καλοφτιαγμένοι από ότι είμαστε μεις στον καιρό μας. Κάθισε, θέλω να σου μιλήσω. ΖΥΛΛΙΕΤ: Πεθαίνω από την κούραση, και τη ζέστη. Ο λαιμός μου έχει στεγνώσει. Πηγαίνω να πιω ένα ποτήρι νερό στην κουζίνα. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: (σοβαρά) Σου είπα να καθίσης, έχω να σου μιλήσω. ΖΥΛΛΙΕΤ: Να μην πιω πρώτα λίγο νερό ; Θα σας ακούσω καλλίτερα έπειτα. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Δεν έχουμε καιρό.

Page 94: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

94 ΖΥΛΛΙΕΤ : (με έμφαση) Η δευτέρα παρουσία πλησιάζει. Δεν θα πιω νερό και θα μπω στην αιωνιότητα διψασμένη... (κάθεται). ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ : Ζυλλιέτ, ξέρεις γιατί ήρθες εδώ ; ΖΥΛΛΙΕΤ: Γιατί με προσκαλέσατε. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Φυσικά. Μα ξέρεις γιατί σε προσκαλέσαμε ; ΖΥΛΛΙΕΤ: Για να περάσω ευχάριστες διακοπές. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: (ακολουθεί την ιδέα της) Όχι. Ήρθες για να παντρευτείς. ΖΥΛΛΙΕΤ: Για να παντρευτώ ; Τι ιδέα είναι αυτή ; ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Η μητέρα σου γι’ αυτό το λόγο σε έστειλε στις Κάννες και γι’ αυτό σε κάλεσα. Δεν μπορούσα να αρνηθώ αυτή την υπηρεσία στην αδελφή μσν. Πάντα σεβόμουνα τις οικογενειακές υποχρεώσεις. ΖΥΛΛΙΕΤ: Ωραίο πράγμα η οικογένεια ! ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Καιρός είναι να κάνεις και συ. ΖΥΛΛΙΕΤ : Και έπρεπε να περάσω πρώτα από τις Κάννες γι’ αυτή τη δουλειά ; ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Σου μιλάω σοβαρά, Ζυλλιέτ. ΖΥΛΛΙΕΤ: Αμ εγώ ; ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Αν φαντάζεσαι ότι η μητέρα σου και γω θα σ’ αφήναμε να βγαίνεις όπως κάνεις, κάθε μέρα με όλα αυτά τα αγόρια, να κάθεσαι στις ταράτσες των μπαρ, να μπαίνεις στο αυτοκίνητό τους μισόγυμνη και να γυρίζεις τις νύχτες μαζί τους ο Θεός ξέρει ως ποια ώρα, αν δεν ήταν γι’ αυτό τον ιερό σκοπό, είσαι γελασμένη ! ΖΥΛΛ1ΕΤ: Ζήτω η ηθική. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Με εκνευρίζεις μ’ αυτό σου το αηδιασμένο ύφος. Θέλεις λοιπόν να μείνεις γεροντοκόρη ; ΖΥΛΛΙΕΤ: Δεν καταλαβαίνω γιατί ο κόσμος έχει τόσο πολύ αδικήσει αυτή τη χαριτωμένη κατάσταση... ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Κορόιδευε όσο θέλεις, μα εγώ ξέρω τι λέω. Ξέρω και τι επιτυχίες έχεις στους άντρες και ότι δεν σου κακοφαίνεται καθόλου. Φτάνει να σηκώσεις το μικρό σου δαχτυλάκι και θα βρεις αμέσως σύζυγο. ΖΥΛΛΙΕΤ: (ζωηρά) Το πιστεύετε αλήθεια αυτό ; ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Βλέπεις πόσο δίκιο έχω ; ΖΥΛΛΙΕΤ: Ναι, είναι αλήθεια ότι αυτό που λέτε με ευχαριστεί. Μα ο γάμος..... Δεν μπορώ να συνηθίσω σ’ αυτή την ιδέα....το ίδιο όπως και το θάνατο. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Μα το θεό, είσαι ανώμαλη. ΖΥΛΛΙΕΤ: Ακούστε, θεία μου. Ένα πρωί, την ώρα που τα βλέφαρα γίνονται. διάφανα, ονειρεύτηκα ότι παντρευόμουνα. Είχα για μια στιγμή το όραμα μιας ολόκληρης ζωής πλάι στον ίδιο άντρα. Μπρ.... Ακόμα αισθάνομαι ανατριχίλα. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Δεν ξέρεις τι λες. ΖΥΛΛ1ετ: Μια ολόκληρη ζωή με τον ίδιο άντρα Το βάζετε με το νου σας ; ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Τι ανοησίες είναι αυτές ! Όλες το ίδιο δεν κάνουμε ; Η μητέρα σου, η αδελφή σου, εγώ, δεν περνάμε τη ζωή μας με τον ίδιον άντρα ; Είναι φυσικό ! ΖΥΛΛΙΕΤ : Ω ! όχι δεν είναι καθόλου φυσικό ! Τέλος πάντων, όχι για μένα. Αισθάνομαι ότι θα είμαι ανίκανη να μείνω πιστή… ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: (αγανακτισμένη) Ζυλλιέτ ! ΖΥΛΛΙΕΤ: Να είσαι υποχρεωμένη να διαλέξεις, να απαγορέψεις στον εαυτό σου όλα τα άλλα που δεν διάλεξες και που τα επιθυμείς με πάθος από τη στιγμή που δεν τα διάλεξες. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Η αγάπη κάνει εύκολη την εκλογή. ΖΥΛΛΙΕΤ: (ονειροπόλα) Η αγάπη... (ζωηρά) Μα εδώ δεν πρόκειται για αγάπη πρόκειται για σύζυγο. Ένας σύζυγος... Όλη η ζωή καταστρωμένη προσανατολισμένη από πριν σαν μια σιδηροδρομική γραμμή. Βρίσκεσαι μέσα ως το τέρμα, δεν μπορείς να ξεφύγεις.

Page 95: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

95 ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Αχ, τα νέα μοντέρνα κορίτσια, δεν έχετε καθόλου αισθήματα. Την εποχή μου... ΖΥΛΛΙΕΤ: Την εποχή σας ! ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: … όλος ο κόσμος παντρευόταν. Τι στην ευχή θέλεις να κάνεις εσύ ; ΖΥΛΛΙΕΤ: Δηλαδή παντρευόταν γιατί δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν. Πολύ ωραία απασχόληση ! ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Φαντάζεσαι τον εαυτό σου στα σαράντα σου, στα πενήντα, στα εξήντα και νάσαι γεροντοκόρη ; ΖΥΛΛΙΕΤ : Υπάρχει και η αισθητική χειρουργική. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Η μοναξιά Ζυλιέτ, η μοναξιά... η αρρώστια.... ΖΥΛΛΙΕΤ: Ώστε ο γάμος είναι μικρό άνετο νοσοκομείο, με ιδιαίτερη νοσοκόμα ! ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Λες ανοησίες. ΖΥΛΛΙΕΤ: Γηροκομείο με οικείο προσωπικό εχθρό για το υπόλοιπο της ζωής σου. Εμένα δεν με ενδιαφέρει ο γάμος, με ενδιαφέρει η αγάπη. Μια ζωή αμοιβαίας κατανόησης και ειλικρίνειας, μια ζωή ελεύθερη, πλατιά. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: (εκνευρίζεται) Αρκετά ! Με σκότισες στο τέλος. Μπορείς να λες ότι θέλεις μα και γω έχω τις πληροφορίες μου, μικρή μου και ξέρω ότι. μέσα στην παρέα των νεαρών που σε τριγυρίζουν, υπάρχει. ένα αγόρι ‚που σου αρέσει με το παραπάνω. ΖΥΛΛΙΕΤ: Τότε ξέρετε περισσότερα από μένα. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Και τον προσκάλεσες νάρθει σήμερα τ’ απόγευμα... ΖΥΛΛΙΕΤ: Ποιος σας το είπε ; Ποιος σας είπε ότι ο Φρανσουά Ντελαγιέρ μ’ αρέσει ; ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Εσύ η ίδια. ΖΥΛΛΙΕΤ: Είπα γώ τέτοιο πράγμα ; ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Ακριβώς ! Ποτέ δεν μιλάς γι’ αυτόν. ΖΥΛΛΙΕΤ: (συγκινημένη) Θεία μου ! ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Μας έχεις πάρει τ’ αυτιά για τον Αντριέν Σμιτ, για τον Ροζέ Βινκότ, για τον Ανρύ Ζουρντάν και όλους τους άλλους. Για τον Φρανσουά δεν ανοίγεις ποτέ το στόμα σου... ούτε λέξη ! Φανερό σημάδι ότι αυτός σε ενδιαφέρει. Και τώρα απορώ πώς αποφάσισες να τον καλέσεις.. ΖΥΛΛΙΕΤ: Εγώ απορώ πώς δέχτηκα. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Και εγώ σου λέω ότι μόνον αυτό περίμενε. ΖΥΛΛΙΕΤ: Ποτέ δεν με φλερτάρησε. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Καλό σημάδι. ΖΥΛΛΙΕΤ: Προσέχει όλα τα κορίτσια της παρέας, εκτός από μένα. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Τόσο το καλλίτερο. ΖΥΛΛΙΕΤ: Δεν προσπάθησε ποτέ να μείνει μόνος μαζί μου. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Περίφημα. ΖΥΛΛΙΕΤ: Και όταν μου μιλάει έχω την εντύπωση ότι έχει επιθυμία να με χαστουκίσει ή να με δαγκώσει. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: (ενθουσιασμένη) Πάρα πολύ ωραία. ΖΥΛΛΙΕΤ: Δεν είσαστε δύσκολη. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Αυτός ο νέος σε λατρεύει, δεν έχω πια αμφιβολία. ΖΥΛΛΙΕΤ: (με ανησυχία) Πιστεύετε ; Το πιστεύετε αυτό που λέτε ; ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Ενδιαφέρεσαι, βλέπω. ΖΥΛΛΙΕΤ: Δεν ενδιαφέρομαι. Θα ήθελα μόνο να ξέρω. (με ύφος) Θα με ευχαριστούσε αν είχατε δίκιο. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: (ειρωνικά) Μάλιστα ! Θα το ήθελες να σ’ αγαπάει ο Φρανσουά για να μου ρίξεις δίκιο. Πολύ με συγκινείς. ΖΥΛΛΙΕΤ: Μη με κοροϊδεύετε, θεία μου. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Πάντως, αφού απεχθάνεσαι το γάμο......

Page 96: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

96ΖΥΛΛΙΕΤ: Δεν είπα ότι περιφρονώ την αγάπη. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: … και αφού δεν θάχεις τη δύναμη να μείνεις πιστή... ΖΥΛΛΙΕΤ: Αυτόν που θα τον αγαπώ δεν πρόκειται ποτέ να τον βαρεθώ. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: … και ακόμα, αφού σου είναι τόσο δύσκολο να διαλέξεις… ΖΥΛΛΙΕΤ: Όχι όταν με έχουν διαλέξει. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Τότε γιατί με κάνεις να χάνω την ώρα μου ; ΖΥΛΛΙΕΤ: Ο Φρανσουά δεν με διάλεξε. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Εγώ δεν νομίζω ότι του είσαι. αδιάφορη. ΖΥΛΛΙΕΤ: Όχι, η παρουσ1α μου τον νευριάζει. Με βλέπει βέβαια που δείχνομαι. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Έχω ακούσει ότι είναι έξυπνος. ΖΥΛΛΙΕΤ: Ναι, μα δεν με προσέχει. ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Κάνε τον να σε προσέξει. Δεν είσαι πια μικρό κορίτσι. Θα προσπαθήσω να σας αφήσω μόνους όταν θάρθει. Αρκεί ο θείος σου να μην κάνει καμιά γκάφα. Αυτή η συνάντηση πρέπει νάναι. αποφασιστική.

Page 97: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

97

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΛΑΜΠΙΣ Μετάφραση: ΧΑΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΌΛΑ

ΗΗ ΣΣΤΤΑΑΣΣΗΗ ΣΣΑΑΜΜΠΠΩΩΝΝΤΤΕΕ

Πράξη 1η – Συμφυρμός από τη Σκηνή 1η έως την 7η

(Μικρό οκταγωνικό σαλόνι στο διαμέρισμα της κυρίας Σαμπωντέ. Άνετη επίπλωση. Αριστερά σε πρώτο πλάνο, εφάπτεται στον τοίχο ένα τραπέζι-τουαλέτα, πάνω στο οποίο υπάρχουν φιαλίδια, καλλυντικά κι ένα κουδουνάκι. Στο δεύτερο πλάνο, μια πόρτα. Μια εσωτερική πόρτα στον λοξό τοίχο, στ’ αριστερά. Κυρία είσοδος στο βάθος, η οποία οδηγεί στη σκάλα, που βλέπουμε όταν η πόρτα είναι ανοιχτή. Παράθυρο στον λοξό τοίχο δεξιά. Πόρτα στο δεύτερο πλάνο. Τραπέζι πάνω σε χαλί στο πρώτο πλάνο δεξιά. Στους τοίχους,

κρεμασμένες γκραβούρες. Καρέκλες και πολυθρόνες. Η κυρία Σαμπωντέ όρθια, παρατηρώντας τον εαυτό της μέσα σ’ έναν μικρό καθρέφτη του χεριού)

ΣΑΜΙΙΩΝΤΕ Δεν Θέλω να κολακέψω τον εαυτό μου - καθόλου μάλιστα! Αλλά μερικά πρωινά... όταν ο ουρανός είναι καθαρός... κι έχω κάνει την τουαλέτα μου... θα έλεγα πως φαίνομαι το πολύ... το πολύ τριάντα ετών. (Με τσαχπινιά) Η ροζ σκουφίτσα μου στολίζει το κεφάλι μσν σαν μπιζού... Μοιάζω με λουλουδάκι... Σ’ ένα τέταρτο, Θα βρίσκεται εδώ ο Πωλ... ο Πωλ Τακαρέλ, ετών είκοσι έξη... και αρχιτέκτων ! Μ’ ένα μέτωπο καλλιτέχνη!... Τον λέω Πωλ, διότι δεν είναι εδώ... Όταν, όμως, είναι παρών, τον αποκαλώ Κύριο Πωλ... Υπήρξα πάντοτε ευπρεπής! Μια μέρα, αυτός ο νεαρός... που δεν τον είχα δει ποτέ... παρουσιάζεται στο σπίτι μου και μου λέει: “Κυρία μου, είχατε την ατυχία να χάσετε τον Κύριο σύζυγό σας, έναν παλαιό ξυλέμπορο. -Αυτό είν’ αλήθεια, κύριε. “Μήπως σκέπτεσθε να του ανεγείρετε κανένα μνημείο;” -Για να το κάνω τι, κύριε; “Μα, για να τιμήσετε τη μνήμη του.” -Ω Θεέ μου, σας ομολογώ πως δεν το σκέφθηκα... Και στ αλήθεια, δεν μου είχε έρθει ποτέ η ιδέα να... Αλλά αυτός ο νεαρός αρχιτέκτων είναι τόσο καλοβαλμένος, τόσο τακτικός, τόσο αφοσιωμένος... Αναπτύσσει με τόση χάρη τα σχέδιά του, τους προϋπολογισμούς του... τα εξηγεί τόσο γοητευτικά, Που, μα την πίστη μου... αποφάσισα να τιμήσω, τελικά, τη μνήμη τού μακαρίτη Σαμπωντέ... Εδώ και δύο μήνες, ο Πωλ έρχεται καθημερινά, στη μία η ώρα... Πίνω ηδονικά τη μεθυστική πνοή του... διότι με αγαπά! Μια μυστική φωνή μου το λέει.. Αλλά κι αυτός είναι όπως εγώ... δεν τολμάει... δεν τολμάει να εκδηλωθεί... Αχ! Αν ήμουν άνδρας εγώ, μου φαίνεται πως Θα τολμούσα! (Χτυπάει το εκκρεμές) Μία η ώρα!... Όπου να ’ναι, έρχεται. (Χτύπημα κουδουνιού στην εξωτερική πόρτα) Αυτός είναι!.. Τι ακρίβεια!... Αααχ! Είναι σίγουρα έρωτας! ΤΑΚΑΡΕΛ: (μπαίνοντας, μ’ έναν φάκελο για σχέδια κάτω απ’ τη μασχάλη του) Κυρία μου, σας υποβάλλω τα σέβη μου... Μήπως άργησα; ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Ω, όχι!... Και επιτρέψτε μου να σας ευχαριστήσω» με όλες τις δυνάμεις της ψυχής μου... ΤΑΚΑΡΕΛ: Για ποιο πράγμα; ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Μα, για την ακρίβειά σας... (κατ΄ ιδίαν) Ευπρέπεια! Ευπρέπεια! ΤΑΚΑΡΕΛ: Υποχρέωσίς μου... (Κατ’ ιδίαν) Αυτή η γυναίκα πρέπει να ήταν πολύ καλοφτιαγμένη... στην αρχή της δεκαετίας του 1830! (Πάει κι αφήνει το φάκελό του πάνω στο τραπεζάκι, στα δεξιά)

Page 98: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

98 ΣΑΜΠΩΝΤΕ¨: (κατ’ ιδίαν) Δε μου λέει τίποτε για το ροζ καπελάκι μου (Παίζει με τις κορδέλες τον καπέλου, για να τραβήξει την προσοχή του) Χμ! ΤΑΚΑΡΕΛ: Κυρία μου, σας έφερα μερικά καινούργια σχέδια επιτυμβίων μνημείων... ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Αν τα φτιάξατε εσείς, πρέπει να είναι κάτι το μαγευτικό! (Κάθεται) ΤΑΚΑΡΕΛ: Ω, Κυρία μσυ (Κατ’ ιδίαν) Ακούω βήματα από πάνω... Ο σύζυγος της Αγλαΐας δεν έφυγε ακόμη. (Υψηλόφωνα, καθώς κάθεται και δείχνει τα σχέδιά του) Ιδού μία μικρή σαρκοφάγος ελληνικού ρυθμού... με μικρούς κίονες, επιστύλια, αέτωμα και στυλοβάτη... ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Α, είναι εξαίσιο! Τι Θελκτικό, μικρό σαλέ!... Και πόσο θα κόστιζε αυτό; ΤΑΚΑΡΕΛ: Τρεις χιλιάδες φράγκα. ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Είναι πάρα πολύ ακριβό! ΤΑΚΑΡΕΛ: Ιδού ένα άλλο με μαλακότερη τιμή... Μία απλή κολόνα, με μια μαρμάρινη προτομή στην κορυφή της... Είναι πολύ καλόγουστο. ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Δεν θα μπορούσαμε να αφαιρέσουμε την κολόνα; ΤΑΚΑΡΕΛ: Μα, πάνω σε τι θα τοποθετούσαμε την προτομή; Δεν μπορούμε να την κρεμάσουμε σαν φανάρι δρόμου! (Γελάει) ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (γελώντας) Σωστά... Και. .ποια είναι η τιμή; ΤΑΚΑΡΕΛ: Χίλια οκτακόσια φράγκα. ΣΑΜΙΙΩΝΤΕ: Ω! Είναι υπερβολικά ακριβό. ΤΑΚΑΡΕΛ: (κατ’ ιδίαν) Κάνει τσιγκουνιές με τη μνήμη του μακαρίτη του Σαμπωντέ. (Υψηλόφωνα) Μα, τι. στο καλό, όταν θέλει κανείς μάρμαρο… ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (έντονα) Μα εγώ δεν ζητώ μάρμαρο. ΤΑΚΑΡΕΛ: Α, πολύ· ωραία!... Τότε, σας προτείνω τούβλο· Βουργουνδίας. ΣΑΜΙΙΩΝΤΕ: (χαρωπά) Και ο Σαμπωντέ από τη Βουργουνδία ήταν! ΤΑΚΑΡΕΛ: Εξ άλλου. είναι υλικό ευγενές, γελαστό·! Είναι το πιο εύθυμο πράγμα που φτιάχνουν αυτή την εποχή στις κατασκευές μαυσωλείων. ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Αυτό ακριβώς χρειάζομαι! Και... ποια θα ήταν η τιμή, ΤΑΚΑΡΕΛ: Χίλια διακόσια φράγκα! ΣΑΜΙΙΩΝΤΕ: (καθώς σηκώνεται) Α! Είναι πάρα πολύ ακριβό! ΤΑΚΑΡΕΛ: (Κατ’ ιδίαν) Πάλι τα ίδια! ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Ο σύζυγός μου ήταν ένας άνδρας απλός... οικονόμος. έως και τσιγκούνης. (Ξαφνικά, συγκινημένη) Αχ, κύριε Πωλ, με έκανε πολύ δυστυχισμένη, ξέρετε! ΤΑΚΑΡΕΛ: Ε. δεν υπάρχει πλέον! Μπορείτε να παρηγορηθείτε! ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Αν ξέρατε! Μου ήταν αδύνατο να ·κρατήσω μαγείρισσα στο σπίτι. ΤΑΚΑΡΕΛ: Ήταν δύσκολος στο φαγητό του; ΣΑΜΙΙΩΝΤΕ: Όχι. Ήταν ευερέθιστος, γυναικάς, άπιστος!... ΤΑΚΑΡΕΛ: Πολύ ωραία! Αυτό έπρεπε να μου το πείτε νωρίτερα! Θα του βάλουμε, λοιπόν, βότσαλο της Ναντέρ, με δέκα τρία φράγκα το μέτρο... ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Το κυβικό μέτρο; ΤΑΚΑΡΕΛ: Το κυβικό! ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Θα το ξανασυζητήσουμε, κύριε Πωλ.. Δεν έχω αποφασίσει ακόμη. ΤΑΚΑΡΕΛ: Α, όποτε θέλετε,.. Δεν βιάζομαι... ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (κάθεται στ’ αριστερά, κοντά στην τουαλέτα) Λοιπόν, δεν σας ενοχλεί να έρχεστε κάθε μέρα σε μια φτωχή χήρα; ΤΑΚΑΡΕΛ: Αντιθέτως αυτό με βολεύει... διότι.. ΣΑΜΙΙΩΝΤΕ: Διότι;... ΤΑΚΑΡΕΛ: Διότι... αισθάνομαι. απέραντη ευχαρίστηση να συναντώ ένα πνεύμα τόσο γοητευτικό όσο το δικό σας. ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Α! Κύριε Πωλ! (Κατ’ ιδίαν) Τώρα θα το τολμήσει! ΤΑΚΑΡΕΛ: Ευχαρίστησις που αυξάνεται ακόμη περισσότερο, αν μπορώ να το πω...

Page 99: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

99ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (έντονα συγκινημένη) Αχ, κύριε Πωλ! ΤΑΚΑΡΕΛ: . . .από τον σεβασμό που μου εμπνέει η αξιοπρέπεια του... επιβλητικού σας χαρακτήρα. ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (απογοητευμένη) Ω!.. (κατ’ ιδίαν) Δεν το τολμάει! (σηκώνεται) Κύριε Πωλ, το βλέπω καθαρά... δεν μου έχετε εμπιστοσύνη! Νομίζετε πως η καρδιά μου είναι στεγνή... Λάθος! Έχω ακόμη εδώ μέσα... ολόκληρους θησαυρούς από όνειρα! Εσείς με καταλαβαίνετε διότι είσθε καλλιτέχνης. ΤΑΚΑΡΕΛ: Αρχιτέκτων! Και υπό την ιδιότητά μου αυτή, Θα θέλατε να μου επιτρέψετε μίαν ελαφράν παρατήρησιν σχετικήν με το οικοδόμημα της κομμώσεώς σας; ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Η ροζ σκουφίτσα μου!... Πώς τη βρίσκετε; ΤΑΚΑΡΕΛ: Για να είμαι ειλικρινής προτιμώ εκείνη που φορούσατε χθες. ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Τη γαλάζια μου, ΤΑΚΑΡΕΛ: Ακριβώς! Το γαλάζιο είναι Το χρώμα του ουρανού ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (ζωηρά) Ω, θα πάω να τη βάλω! Πάω να τη βάλω! Περιμένετέ με, Πωλ... (Συνέρχεται) Κύριε Πωλ... (κατ’ ιδίαν) Ευπρέπεια προ παντός ευπρέπεια. (Φεύγει)

(Ο Τακαρέλ, μόνος) ΤΑΚΑΡΕΛ: (βγάζοντας απ’ την τσέπη του μια τρομπετούλα πιλανόδιου υδραυλικού) Ας ειδοποιήσουμε στα γρήγορα την Αγλαΐα για την παρουσία μου... Μένει από πάνω, στον τρίτον όροφο... (Βάζει την τρομπέτα στο στόμα του και τη βγάζει) Είναι μια γυναίκα παντρεμένη με κάποιον υπάλληλο του τηλεγραφείου... Ακόμη, βέβαια, δεν έχει ανάψει τελείως τη φλόγα μου... και Θέλω οπωσδήποτε να ξεμπερδεύω μ’ αυτήν την περιπέτεια πριν από το τέλος του τρέχοντος μηνός… διότι σκοπεύουν να με παντρέψουν... Υπάρχει ένας συμβολαιογράφος που ενδιαφέρεται γι’ αυτό... και μπορεί, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη (Βάζει την τρομπέτα στο στόμα του και τη βγάζει) Με το πρόσχημα ενός μαυσωλείου, έκανα τη γνωριμία της χήρας Σαμπωντέ… Το διαμερισματάκι της μου είναι πολύ βολικό Πριν να ανεβώ στον τρίτον όροφο, σταματώ στον δεύτερο.. Είναι ο σταθμός μου... ο «ο σταθμός Σαμπωντέ»... Δέκα λεπτά στάση! (Δείχνοντας την τρομπέτα του) Με τούτο εδώ, δίνω το σινιάλο… και περιμένω την απάντηση... Όταν ο κύριος Γκαραμτουά, ο σύζυγός της, έχει βγει έξω, η Αγλαΐα παίζει το πιάνο της (τραγουδώντας) «Καλό έχω καπνό με στην ταμπακέρα», κι εγώ ανεβαίνω Όταν εκείνος βρίσκεται στο σπίτι κι εγώ δεν πρέπει ν’ ανεβώ, παίζει (τραγουδώντας) «Μαρία, βούτα. το ψωμάκι σου...» Είναι έξυπνο κόλπο… (ολοκληρώνοντας το σκοπό).... «μέσα στη σάλτσα» Για να δούμε τώρα τι θα μου παίξει! (Φυσάει στην τρομπέτα του, και βγάζει δυο-τρεις ήχους. Από πάνω, ακούγεται το πιάνο, που παίζει τον «Καλό καπνό». Ο Τακαρέλ ακούει) Επί τέλους, ξεκουμπίζεται! (Μαζεύει τα σχέδιά του κι είναι έτοιμος να φύγει) ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (μπαίνοντας) Πώς Φεύγετε κιόλας ΤΑΚΑΡΕΛ: Χίλια συγγνώμη, αλλά έχω κάποια υπόθεση να... ΣΑΜΠΩΝΤΕ Αχ! Μείνετε. Δεν αποφασίσαμε ακόμη τίποτε.! ΤΑΚΑΡΕΛ: Θα το κάνουμε αύριο... Έχω ένα πολύ σημαντικό ραντεβού... Με περιμένουν στη μιάμιση. ΣΑΜΠΩΝΤΕ Ω! Τι κρίμα ! Κι εγώ, που είχα ετοιμάσει κάτι να τσιμπήσουμε… ΤΑΚΑΡΕΛ: Αδύνατον! Πολύ λυπάμαι. ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (συνοδεύοντάς τον) Τότε, αύριο οπωσδήποτε! ΤΑΚΑΡΕΛ: Οπωσδήποτε.

(Βρίσκεται ήδη στο κατώφλι της πόρτας, όταν, από πάνω, ακούγεται ο σκοπός «Μαρία,. βούτα το ψωμάκι σου». Ο Τακαρέλ. σταματάει)

Ω, διάβολε!

Page 100: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

100 ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (χωρίς να τον βλέπει) Άντε. πάλι. αυτό το πιάνο! (Ξανακατεβαίνει προς το δωμάτιο) ΤΑΚΑΡΕΛ: (κατ’ ιδίαν) «Μαρία βούτα το ψωμάκι σου»; Αυτό σημαίνει «μην ανεβείτε»! Θα περιμένω! ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (νομίζοντας πως εκείνος έχει φύγει, κάθεται κοντά στην τουαλέτα. της, ονειροπολώντας και μονολογώντας) Μόλις φεύγει, μου φαίνεται πως ο ήλιος δύει και πως αρχίζει να σουρουπώνει! ΤΑΚΑΡΕΛ: (που έχει κατεβεί πάλι και κάθεται δεξιά, κοντά στο τραπέζι) Συγγνώμη, άλλαξα γνώμη. ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (γυρίζοντας προς το μέρος του, με χαρά) Πώς; Εσείς; Μα, το σπουδαίο ραντεβού σας; ΤΑΚΑΡΕΛ: (φλερτόζικα, καθώς σηκώνεται) Υπάρχουν πρόσωπα, κοντά στα οποία ξεχνάει κανείς όλα τα ραντεβού ! ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (παράφορα) Πωλ!. (Ελέγχοντας τον εαυτό της) Κύριε Πωλ! ΤΑΚΑΡΕΛ: (πλησιάζοντάς την) Συγχωρήστε την ειλικρίνειά μου!... ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Δέχεστε, λοιπόν, Το μικρό μου γεύμα; ΤΑΚΑΡΕΛ: Μα... δηλαδή... ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (σηκώνεται και, προχωρώντας προς τα δεξιά, χοροπηδάει χτυπώντας τα χέρια της) Α! Τι ευχαριστημένη που είμαι! Α, πόσο είμαι ευχαριστημένη ! ΤΑΚΑΡΕΛ: (κατ’ ιδίαν, πηγαίνοντας προς τ’ αριστερά) Είναι εγκληματικό να κάνεις μια ηλικιωμένη γυναίκα να χοροπηδάει! ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Το γευματάκι. μας θα το πάρουμε εδώ.

(Από πάνω, ακούγεται το «Καλό έχω καπνό για την ταμπακέρα») ΤΑΚΑΡΕΛ: Μόλις ακούω αυτόν το σκοπό, με χτυπάει στα νεύρα και πρέπει ν’ ανεβώ.. (συνέρχεται) δηλαδή πρέπει να φύγω! ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Είναι ανυπόφορο!... Θα μετακομίσω! ΤΑΚΑΡΕΛ (ζωηρά) Ω, μα όχι! Δεν Θέλω! ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Και γιατί; ΤΑΚΑΡΕΛ: (τρυφερά): Υπάρχουν αναμνήσεις,. που δεν μπορεί κανείς να τις μετακομίσει! Μου επιτρέπετε, κυρία μου; (Τις φιλάει το χέρι) ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Αχ, Πωλ! (Αυτοσυγκρατούμενη) Κύριε Πωλ! (Κατ’ ιδίαν, βγαίνοντας) Είναι ένας άγγελος! Ένας άγγελος !

Page 101: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

101

ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ Μετάφραση: ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

ΜΜΑΑΤΤΩΩΜΜΕΕΝΝΟΟΣΣ ΓΓΑΑΜΜΟΟΣΣ

Πράξη 3η

(Μπαίνουν Ο Λεονάρδο και η Νύφη) ΛΕΟΝΑΡΔΟ: Πάψε! ΝΥΦΗ: Τώρα θα φύγω μόνη μου. Πήγαινε! Θέλω να γυρίσεις. ΛΕΟΝΑΡΔΟ: Πάψε, σου λένε! ΝΥΦΗ: Με τα δόντια, με τα χέρια, όπως μπορείς, βγάλε απ’ τον κοριτσίσιο μου λαιμό τη σιδερένια τούτη αλυσίδα, κι άσε μ’ εμένα να χαθώ στο χωματένιο εδώ το σπίτι μου. Κι άμα δε θέλεις να με σκοτώσεις σα μια μικρούλα δεντρογαλιά, τότε στα χέρια μου τα νυφιάτικα βάλε την κάνη του ντουφεκιού σου. Αχ, τι κακό, τι φωτιά, το κεφάλι μού ανάβει! Τι σπασμένα γυαλιά μου τρυπάνε τη γλώσσα! ΛΕΟΝΑΡΔΟ: Εν’ αργά τώρα πια. Σώπα! Γιατί μας κυνηγάνε, το βλέπεις, κι αλλιώς δε γίνεται. Άειντε, πάμε! ΝΥΦΗ: Μα με το ζόρι θέλεις να ‘ρθω; ΛΕΟΝΑΡΔΟ: Ποιο ζόρι; Ποιος κατέβηκε πρώτος τη σκάλα; ΝΥΦΗ: Εγώ. Το ξέρω.

Page 102: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

102ΛΕΟΝΑΡΔΟ: Ποιος έβαλε καινούργια γκέμια στ’ άλογο; ΝΥΦΗ Εγώ. Είν’ αλήθεια. ΛΕΟΝΑΡΔΟ Ποια χέρια μου φορέσαν τα σπιρούνια; ΝΥΦΗ: Τούτα τα χέρια που είναι δικά σου, μα σα σε βλέπω, θέλω με τούτα όλες τις φλέβες σου τις γαλάζιες και το μουρμούρισμά τους να λιώσω. Σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ! Αλλά φύγε! Γιατί αν μπορούσα να σε σκοτώσω, θα σε σαβάνωνα σε μια κάσα και θα κεντούσα το σάβανό σου με μανουσάκια και με βιολέτες. Αχ, Τι κακό, Τι φωτιά το κεφάλι μού ανάβει! ΛΕΟΝΑΡΔΟ: Τι σπασμένα γυαλιά μου τρυπάνε τη γλώσσα! Γιατ’ έχτισα να σε λησμονήσω πέτρινο τοίχο μπροστά στο σπίτι μου να με χωρίζει από το δικό σου. Αλήθεια λέω. Δεν το θυμάσαι; Κι όταν σε είδα από μακριά έριξα σκόνη μέσα στα μάτια μου. Μα σαν καβάληκα τ’ άλογό μου εκείνο μ’ έφερε μπρος στην πόρτα σου. Τότε καρφίτσες μαλαματένιες μπήκαν στο αίμα μου κι έγινε μαύρο, κι άμα κοιμήθηκα το κορμί μου αγκάθια γιόμισε και τριβόλια. Αν φταίει κάποιος, δεν είμ’ εγώ, αν φταίει κάποιος, είναι ή γη κι η ευωδιά πού ξεχύνεται από τα στήθια και τις πλεξούδες σου. ΝΥΦΗ: Αχ, τι τρελή, τι τρελή! Στο λέω, να μοιραστώ δε θέλω μαζί σου ούτε κρεβάτι ούτε ψωμί, κι όμως δεν είναι μια στιγμή που να μπορώ να ζω μακριά σου. Γιατί με διώχνεις κι εγώ μένω, μου λες να φύγω, μα με σέρνεις σαν αχερόκλωνο του αγέρα.

Page 103: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

103Σκέψου, παράτησα έναν άντρα μ’ όλο το σόι του στη μέση, κι έφυγα πριν τελειώσει ό γάμος με το στεφάνι στο κεφάλι. Όμως εσένα θα σκοτώσουν, εσένα! Κι έρχονται. Δε θέλω! Άσε με μόνη! Φύγε, φύγε! Κανείς δεν είναι να σε σώσει. ΛΕΟΝΑΡΔΟ: Πουλιά της χαραυγής ξυπνήσαν και φτερουγίζουνε στα δέντρα. Η νύχτα αργοπεθαίνει τώρα πάνου στου λιθαριού την κόψη. Πάμε να βρούμε μια γωνιά όπου θα σ’ αγαπώ για πάντα, και δε με νιάζουν οι άνθρωποι με το φαρμάκι που χύνουν. (Την αγκαλιάζει με πάθος) ΝΥΦΗ: Κι εγώ θα κοιμηθώ στα πόδια σου για να φυλάω τα όνειρά σου. Γυμνή, κοιτάζοντας τον κάμπο, σα σκύλα. Γιατί σκύλα είμαι! Γιατί στα μάτια σε θωρώ κι η ομορφάδα σου με καίει. ΛΕΟΝΑΡΔΟ: Η μια φωτιά βρίσκει την άλλη. Η ίδια η φλόγα τα σκοτώνει μαζί δυο στάχια αδερφωμένα. Πάμε! (Την τραβάει) ΝΥΦΗ: Πού με τραβάς; ΛΕΟΝΑΡΔΟ: Εκεί που δεν μπορούν να ‘ρθούνε όσοι μας κυνηγάνε τώρα. Εκεί που θα μπορώ να σε κοιτάζω! ΝΥΦΗ, σαρκαστική: Στα πανηγύρια να με γυρίζεις να ’μαι ντροπή κάθε γυναίκας, κι οι άνθρωποι να με κοιτάνε με τα σεντόνια του γάμου μου σα φλάμπουρα στον αέρα.

Page 104: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

104ΛΕΟΝΑΡΔΟ: Το ξέρω. Έπρεπε να σ’ αφήσω. αν είχα νου για να σκεφτώ. Μα από κοντά σου δεν μπορώ να φύγω πια. Κι εσύ, το ίδιο. Δοκίμασε. Κάν’ ένα βήμα. Καρφιά του φεγγαριού καρφώσαν τη μέση μου με τούς γοφούς σου. (Όλη αυτή η σκηνή είναι βίαιη, γεμάτη μεγάλο αισθησιασμό) ΝΥΦΗ: Ακούς; ΛΕΟΝΑΡΔΟ: Ναι! Περπατάνε. ΝΥΦΗ: Φεύγα! Εγώ θα μείνω να πεθάνω με τα ποδάρια στο νερό και με τ’ αγκάθια στο κεφάλι. Και θα με κλαίνε τα φύλλα βρώμα μαζί και παρθένα. ΛΕΟΝΑΡΔΟ: Πάψε. Ανεβαίνουν. ΝΥΦΗ: Φεύγα! ΛΕΟΝΑΡΔΟ: Σιγά. Να μη μας καταλάβουν. Εσύ μπροστά. Πάμε, σου λέω! (Η Νύφη διστάζει) ΝΥΦΗ: Κι οι δυο μαζί! (την αγκαλιάζει) ΛΕΟΝΑΡΔΟ: Όπως το θέλεις! Θα μας χωρίσουν, όταν μονάχα Θα ’χω πεθάνει. ΝΥΦΗ: Κι εγώ μαζί σου.

(Βγαίνουν αγκαλιασμένοι)

Page 105: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

105

ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ Μετάφραση: ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

ΜΜΑΑΤΤΩΩΜΜΕΕΝΝΟΟΣΣ ΓΓΑΑΜΜΟΟΣΣ

Πράξη 3η - Εικόνα τελευταία

(Μπαίνει η Νύφη. Έχει ρίξει στους ώμους της ένα μαύρο σάλι, και δεν φορεί πια το στεφάνι

της πορτοκαλιάς) ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ, πηγαίνοντας προς τη Νύφη, με λύσσα: Πού πας; ΝΥΦΗ Εδώ έρχομαι. ΜΑΝΑ, στη Γειτόνισσα: Ποιος είναι; ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Δεν τη γνωρίζεις; ΜΑΝΑ: Γι’ αυτό ρωτάω ποιος είναι. Δε θέλω να τη γνωρίσω για να μην της καρφώσω τα δόντια μου στο λαιμό. Οχιά! (Πηγαίνει προς τη Νύφη με ορμή, αλλά συγκρατιέται. Στη Γειτόνισσα) Κάθεται κει και κλαίει, κι εγώ κοιτάζω ήσυχη και. δεν τής βγάνω τα μάτια. Δεν ξέρω τι έπαθα. Δεν αγαπούσα τάχα το γιο μου; Αλλά η τιμή του; Πού είναι ή τιμή του; (Χτυπάει τη Νύφη. Εκείνη πέφτει χάμω) ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Για τ’ όνομα του Θεού! (Προσπαθεί να τις χωρίσει) ΝΥΦΗ, στη Γειτόνισσα: Ασ’ την. Ήρθα να με σκοτώσει και να με βάλουν μαζί τους. (Στη Μάνα) Μα όχι με τα χέρια. Με σιδερένια τσιγκέλια, μ’ ένα δρεπάνι κοφτερό, και να το μπήξεις βαθιά ώσπου να σπάσει στα κόκαλά μου. Ασ’ την! Θέλω να ξέρει μοναχά, πώς είμαι καθαρή, τίμια. Τρελή ναι! Μα τώρα να με θάψουνε αν κανάς άντρας καθρεφτίστηκε ποτέ μες στην ασπράδα των βυζιών μου. ΜΑΝΑ: Πάψε, πάψε! Και τι με νιάζει εμένα γι’ αυτό; ΝΥΦΗ: Γιατί έφυγα με τον άλλο, ναι, έφυγα! (Με αγωνία) Και συ το ίδιο θα ‘κανες. Καιγόμουνα, είμουνα γιομάτη πληγές κι απομέσα κι απόξω, κι ο γιος σου είτανε μια σταλιά νερό, κι εγώ από κείνη τη σταλιά τα καρτέραγα όλα, γη, χώμα, παιδιά, ευτυχία. Αλλά ό άλλος είταν ένα ποτάμι σκοτεινό γιομάτο κλαριά, πού ερχόταν κοντά μου βουίζοντας και τραγουδώντας μουρμουριστά ανάμεσα στα καλάμια. Έτρεχα ν’ ανταμώσω το γιο σου που είτανε σαν παιδάκι από κρύο νερό, κι ο άλλος μόστελνε τότε χιλιάδες πουλιά που δε μ’

Page 106: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

106 αφήναν να περπατήσω, κι έριχναν πάχνη πάνου στις λαβωματιές μου, τις λαβωματιές μιας φτωχής μαραμένης γυναίκας, ενού αδύνατου κοριτσιού που το ‘χε ή φωτιά χαϊδεμενο. Δεν ήθελα, μ’ ακούς; Δεν το ήθελα! Ο γιος σου είταν ή ίδια μου ή ζωή, και δεν τον γέλασα, όχι, δεν τον εγέλασα. Αλλά το χέρι τού άλλου με πήρε σαν ένα κύμα τής θάλασσας, μου ‘δωκε μια σαν κουτουλιά μουλαριού, και δεν μπορούσα να κάμω αλλιώς, Θα μ’ έσερνε κοντά του παντοτεινά, παντοτεινά, παντοτεινά, ακόμα κι αν είχα γίνει γριά κι όλα του γιου σου τα παιδιά κρεμόντανε στα μαλλιά μου! ΜΑΝΑ: Δε φταίει εκείνη, ούτε κι εγώ! (Σαρκαστική) Ποιος φταίει τότε; Ψεύτρα, τεμπέλα, ξεδιάντροπη, πού πέταξες ένα στεφάνι πορτοκαλιάς, για να κερδίσεις μιαν άκρη κρεβατιού, που είταν ακόμα ζεστό από άλλη γυναίκα! ΝΎΦΗ: Πάψε, πάψε! Σκότωσε με αν θέλεις. Εδώ είμαι! Κοίτα τι τρυφερός είν’ ό λαιμός μου. Θα σου στοιχίσει λιγότερο, παρά να κόψεις μια ντάλια μέσα στον κήπο σου. Μα όχι αυτό, όχι αυτό! Είμαι τίμια, τίμια σαν ένα κορίτσι νιογέννητο. Κα μπορώ να στο δείξω. Άναψε τη φωτιά. Θα βάλουμε τα χέρια μας. Εσύ για το γιο σου, εγώ για το κορμί μου. Να ιδείς που θα τα βγάλεις πρώτη εσύ. ΜΑΝΑ: Κα τι με νιάζει εμένα για την τιμή σου; Και τι με νιάζει κι αν πεθάνεις; Και τι με νιάζει εμένα, τίποτα πια, μα τίποτα; Ευλογημένα να είναι τα στάχια πού κρύβουν τα παιδιά μου στις ρίζες τους. Ευλογημένη να είναι ή βροχή που πλένει των πεθαμένων τα πρόσωπα. Κι ευλογημένος ο Θεός που μας ξαπλώνει παντοτεινά τον ένα κοντά στον άλλο. ΝΥΦΗ: Άσε να κλάψω μαζί σου. ΜΑΝΑ: Κλάψε. Αλλά στην πόρτα. (Η Νύφη μένει στην πόρτα. Η Μάνα στο κέντρο τής σκηνής) ΜΑΝΑ: Γειτόνισσες: μ’ ένα μαχαίρι, μ ένα μικρό-μικρό μαχαίρι, μια μέρα αφορεσμένη και πικρή, καν δυο καν τρεις θα ‘ταν ή ώρα, δυο άντρες σκοτωθήκανε γι’ αγάπη. Μ’ ένα μικρό-μικρό μαχαίρι, π’ ούτε το χέρι δεν το πιάνει, μα κείνο μπαίνει παγωμένο στην ξαφνιασμένη μας καρδιά, και σταματάει εκεί που τρέμει θολή κι αξήγητη για πάντα ή σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής. Κι είναι, σας λέω, ένα μαχαίρι, ένα μικρό-μικρό μαχαίρι, ψάρι χωρίς ποτάμι, χωρίς λέπια,

Page 107: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

107π’ ούτε το χέρι δεν το πιάνει. Κι όμως μια μέρα αφορεσμένη, καν δυο καν τρεις θα ‘ταν ή ώρα, με τούτο το μικρό μαχαίρι δυο παληκάρια μείναν ξερά με πανιασμένα τα χείλια τους. Ούτε το χέρι δεν το πιάνει μα κείνο μπαίνει παγωμένο στην ξαφνιασμένη μας καρδιά, και σταματάει εκεί που τρέμει θολή κι αξήγητη για πάντα ή σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής.

Page 108: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

108

ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ Μετάφραση: ΑΛΕΞΗΣ ΣΟΛΟ ΜΟΣ

ΓΓΕΕΡΡΜΜΑΑ

Πράξη 2η – Εικόνα 2η

(Το σπίτι της Γέρμας. Σούρουπο. Ο Χουάν είναι καθισμένος. Οι κουνιάδες όρθιες. Μπαίνει η Γέρμα με δυο κανάτια. Στέκεται στην πόρτα.)

ΧΟΥΑΝ: Είχες πάει στη βρύση; ΓΕΡΜΑ: Για να φέρω κρύο νερό για το δείπνο. Πώς είναι το χτήμα; ΧΟΥΑΝ: Χτες κλάδεψα τα δέντρα.

(Η Τέρμα αφήνει τα κανάτια.. Παύση)

ΓΕΡΜΑ: Θα μείνεις; ΧΟΥΑΝ: Πρέπει να ξενυχτήσω με τα ζωντανά. Αυτή είναι η δουλειά τ’ αφεντικού, το ξέρεις. ΓΕΡΜΑ: Το ξέρω. Δεν είναι ανάγκη να το ξαναπείς. ΧΟΥΑΝ: Έτσι είναι, ο άντρας έχει τη δικιά του ζωή. ΓΕΡΜΑ: Κ’ η γυναίκα τη δικιά της. Δε σου ζητάω να μείνεις. Έχω εδώ Πέρα ό,τι μου χρειάζεται. Οι αδερφάδες σου με προσέχουν μια χαρά. Τρώω ζεστό ψωμί και κάτασπρο τυρί κι αρνί βραστό. Και τα ζωντανά σου στον κάμπο τρώνε χορτάρι νοτισμένο στη δροσιά. Ώστε μπορείς να ‘χεις το κεφάλι σου ήσυχο. ΧΟΥΑΝ: Για να ‘χει κανένας το κεφάλι του ήσυχο, πρέπει να μη έχεις έγνοιες. ΓΕΡΜΑ: Κι έχεις εσύ; ΧΟΥΑΝ: Έχω. ΤΈΡΜΑ: Δε σε καταλαβαίνω. ΧΟΥΑΝ: Δεν ξέρεις τάχα τις ιδέες μου;... Τα γελάδια στο μαντρί και η γυναίκα στο σπίτι. Μα εσύ όλο και στους δρόμους γυρνάς. Μάλλιασε η γλώσσα μου να σ’ το λέω. ΓΕΡΜΑ: Σωστά, οι γυναίκες στα σπίτια τους. Όταν τα σπίτια δεν είναι σαν τάφοι. Όταν οι καρέκλες σπάζουν και τα σεντόνια λιώνουν. Μα όχι εδώ. Κάθε βράδυ που πάω να πέσω, βρίσκω το κρεβάτι μου πιο καινούργιο και πιο λαμπερό, σαν να το ‘χαν φέρει τωραδά απ’ την πολιτεία. ΧΟΥΑΝ: Το ξέρεις και συ πως έχω δίκιο να παραπονιέμαι. Ξέρει ακόμα και για ποιο λόγο πρέπει να ‘χω τα μάτια μου τέσσερα. Ι’ΕΡΜΑ: Τα μάτια σου τέσσερα; Γιατί; Σου ‘δωσα μήπως αφορμή, ποτέ μου; Ζω υποταγμένη σε σένα, και τον καημό που με τρώει τον κρατάω κλειδωμένο μέσα μου. Και κάθε μέρα που περνά θα ‘ναι για μένα και πιο μαύρη. Μα ας μη μιλάμε. Θα βαστάξω το σταυρό μου όσο πιο καλά μπορώ, και συ μη με ρωτήσεις πια τίποτα. Μονάχα αν γινόμουνα μεμιάς γριά, με στόμα σαν πελεκημένο λουλούδι, θα μπόραγα να σου χαμογελάσω και να βαστάξω τη ζωή κοντά σου. Μα τώρα άσε με, άσε με στον πόνο μου. ΧΟΥΑΝ: Δε νιώθω τι θες να πεις. Εγώ πάντα φροντίζω να μη σου λείψει τίποτα. Στέλνω και φέρνουν απ’ τα γύρω χωριά όλα τα πράματα που σ’ αρέσουν. Έχω τα ψεγάδια μου, δε λέω, μα θέλω να βρίσκω ησυχία κι ανάπαψη κοντά σου. Θέλω να κοιμάμαι στον κάμπο και να ξέρω πως και συ κοιμάσαι. Ι’ΕΡΜΑ: Εγώ δεν κοιμάμαι, μήτε μπορώ να κοιμηθώ.

Page 109: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

109ΧΟΥΑΝ: Σου λείπει τίποτα; Πε μου ! Αποκρίσου ! ΓΈΡΜΑ: (λέει με ένταση, κοιτώντας διαπεραστικά τον άντρα της) Ναι, μου λείπει.

(Παύση)

ΧΟΥΑΝ: Πάλι τα ίδια! Πέρασαν πια πέντε ολάκερα χρόνια. Εγώ άρχισα κιόλας να το ξεχνάω. ΓΕΡΜΑ: Εγώ όμως δεν είμαι εσύ Το ‘πες και μόνος σου, οι άντρες έχουν τη δικιά τους ζωή, τα κοπάδια, τα δέντρα, Το κουβεντολόι. Μα εμείς σι γυναίκες ποιαν άλλη ζωή έχομε εξόν απ’ τα παιδιά και τη φροντίδα τους; ΧΟΥΑΝ: Καθένας με το ριζικό του. Γιατί δεν παίρνεις ένα απ’ τα παιδιά του αδερφού σου; Εγώ δε σε μποδίζω. ΓΕΡΜΑ: Δε Θέλω να μεγαλώνω παιδιά αλλωνών. Θα πάγωνε η αγκαλιά μου αν τα κρατούσα. ΧΟΥΑΝ: Και προτιμάς να ζεις σαν μια τρελή, δίχως να συλλογιέσαι το χρέος σου, και να χτυπάς πεισματάρικα το κεφάλι σου σ’ ένα βράχο;... ΤΕΡΜΑ: Σ’ ένα βράχο που είναι ντροπή που ‘ναι βράχος, ενώ Θα ‘πρεπε να ‘ταν όμορφο λιβάδι με λουλούδια και δροσερό νερό. ΧΟΥΑΝ: Η ζωή κοντά σου είναι όλο πίκρα και αγωνία. Στο κάτω κάτω, Θα ‘πρεπε να υποταχτείς στη μοίρα σου. ΤΈΡΜΑ: Μ’ αν διάλεξα να ζήσω μες σ’ αυτούς τους τέσσερις τοίχους, δεν ήταν για να υποταχτώ στη μοίρα μου. Σαν θα ‘ρθει η μέρα να μου δέσουν μαντίλι στο σαγόνι και να μου σταυρώσουν τα χέρια μες στην κάσα, τότε μονάχα θα υποταχτώ στη μοίρα μου. ΧΟΥΑΝ: Τι Θες λοιπόν να κάνεις; ΓΕΡΜΑ: Θέλω να πιω νερό και δεν έχω μήτε νερό μήτε ποτήρι. Θέλω ν’ ανέβω στο βουνό και δεν έχω πόδια. Θέλω να κεντήσω το φουστάνι μου, και δεν έχω κλωστή. ΧΟΥΑΝ: Μια είν’ η αλήθεια: πως δεν είσαι σωστή γυναίκα — και χαντακώνεις τον καλόβουλο άντρα που σου ‘λαχε. ΓΕΡΜΑ: Δεν ξέρω τι είμαι, μήτε και με νοιάζει. Άσε με να βγω λιγάκι έξω ν’ ανασάνω. Ποτέ μου δε σου ‘δωσα αφορμή. ΧΟΥΑΝ: Δε μ’ αρέσει να με δαχτυλοδείχνει ο κόσμος. Γι’ αυτό θέλω την πόρτα αμπαρωμένη και τον καθένα σπιτάκι του. ΤΈΡΜΑ: Να κουβεντιάζει κανένας δεν είν’ αμαρτία. ΧΟΥΑΝ: Μπορεί ο κόσμος να το πάρει αλλιώς. ΧΟΥΑΝ: Σου λέω, δεν αντέχω άλλο! Όταν σου μιλάν στο δρόμο, σφάλνα το στόμα σου και συλλογίσου πως είσαι γυναίκα παντρεμένη. ΓΕΡΜΑ: Παντρεμένη... ΧΟΥΑΝ: Και πως η κάθε φαμελιά έχει την τιμή της, και πως η τιμή είναι φορτίο βαρύ, που το σηκώνουν όλοι αντάμα. Συχώρα με.

(Η Γέρμα κοιτάει τον άντρα της. Εκείνος σηκώνει το κεφάλι κ’ η ματιά της τον κάνει να κλονιστεί)

Αν και δε Θα ‘πρεπε να σου πω «συχώρα με», έτσι που με κοιτάς, μα να σε κλείσω μέσα, με μάνταλο διπλό, σαν άντρας σου που ‘μαι! (Παρουσιάζονται στην πόρτα οι δυο αδερφάδες.) ΓΕΡΜΑ: Φτάνει, σε παρακαλώ. Ας μην πούμε πια ούτε λέξη.

(Παύση) ΧΟΥΑΝ; Πάμε για φαΐ. Δεν ακούς;

Page 110: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

110ΓΕΡΜΑ: (γλυκά) Φάε εσύ με τις αδερφάδες σου. Εγώ δεν πεινάω. ΧΟΥΑΝ: Όπως θες.

(Ο Χουάν Βγαίνει)

Page 111: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

111

ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ Μετάφραση: ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

ΤΤΟΟ ΣΣΠΠΙΙΤΤΙΙ ΤΤΗΗΣΣ ΜΜΠΠΕΕΡΡΝΝΑΑΡΡΝΝΤΤΑΑ ΑΑΛΛΜΜΠΠΑΑ

Πράξη 3η

(Η Μαρτίριο που περιμένει την Αδέλα στην Αδέλα)

ΜΑΡΤΙΡΙΟ: (Χαμηλόφωνα) Αδέλα! (Παύση. Προχωρεί προς την πόρτα. Δυνατά) Αδέλα!

(Μπαίνει η ΑΔΕΛΑ. είναι λίγο ξεχτένιστη) ΑΔΕΛΑ: Τι ζητάς από μένα; Τι φωνάζεις; ΜΑΡΤΙΡΙΟ: Φύγε απ’ αυτόν τον άνθρωπο! ΑΔΕΛΑ: Ποια είσαι συ που θα μου πεις να φύγω; ΜΑΡΤΙΡΙΟ: Μια τίμια γυναίκα δε θα ‘κανε ποτέ τέτοια πράματα ΑΔΕΛΑ: Πόσο θα ήθελες και συ να ήσουνα σαν και μένα! ΜΑΡΤΙΡΙΟ: (Δυνατά) Ήρθε η ώρα μου να μιλήσω! Αυτό πρέπει να σταματήσει. ΑΔΕΛΑ: Αυτό δεν είναι τίποτα! Είναι μονάχα η αρχή! Κι έχω τη δύναμη να το πάω στο τέλος! Την ψυχή και την ομορφιά που εσένα σου λείπει! Αντίκρισα το θάνατο μέσα σε τούτο το σπίτι, και βγήκα να βρω εκείνο πού ήταν δικό μου, πού ήταν η ίδια μου ή ζωή! ΜΑΡΤΙΡΙΟ: Αυτός ό άντρας χωρίς καρδιά ήρθε εδώ μέσα για κάποια άλλη! Τ’ ήθελες εσύ και τον πήρες κοντά σου; ΑΔΕΛΑ: Ήρθε μονάχα για τα λεφτά! Όμως τα μάτια του, άλλη από μένα δεν είδανε ! ΜΑΡΤΙΡΙΟ: Δε θα σ’ αφήσω ποτέ να τον πάρεις! Θα παντρευτεί την Ανγκούστιας ! ΑΔΕΛΑ: Δεν την αγαπάει! Το ξέρεις καλύτερα από μένα! ΜΑΡΤΙΡΙΟ: Το ξέρω, ναι! ΑΔΕΛΑ: Γιατί αγαπάει εμένα! Το είδες με τα μάτια σου και το ξέρεις! ΜΑΡΤΙΡΙΟ: (Απελπισμένη) Ναι ! ΑΔΕΛΑ: (Πλησιάζοντάς την) Εμένα αγαπάει ! Εμένα ! ΜΑΡΤΙΡΙΟ: Κάρφωσε μου ένα μαχαίρι στο λαιμό, μα πάψε πια να μου το λες και να με πεθαίνεις! ΑΔΕΛΑ: Γι’ αυτό θέλεις να φύγω από κοντά του! Δε σε νοιάζει να παντρευτεί εκείνη που δεν αγαπάει! Σάμπως εμένα με νοιάζει; Ας μείνει χρόνια με την Ανγκούστιας! Αλλά σού φαίνεται τρομερό να σφίγγει εμένα στην αγκαλιά του, γιατί κι εσύ τον αγαπάς! Κι εσύ, κι εσύ τον αγαπάς! ΜΑΡΤΙΡΙΟ: (Δραματική) Ναι, είν’ αλήθεια! Τον αγαπώ! Άσε με να το λέω χωρίς να σκύβω πια το κεφάλι ! Ναι ! Άσε να σπάσει το στήθος μου σαν ένα ρόδι τής πίκρας ! Τον αγαπώ ! ΑΔΕΛΑ: (Σ’ ένα ξέσπασμα την αγκαλιάζει) Μαρτίριο, Μαρτίριο, δε φταίω εγώ, δε φταίω... ΜΑΡΤΙΡΙΟ: Μη μ’ αγγίζεις ! Στάσου μακριά! Το αίμα μου δεν είναι πια το ίδιο με το δικό σου! Όσο κι αν θέλω να σε κοιτάζω σαν αδερφή, σε βλέπω σα γυναίκα μονάχα! ΑΔΕΛΑ: Πάει καλά! Όποιας τής μέλλεται να χαθεί, ας χαθεί από τώρα ! Ο Πέπε Ρομάνο είναι δικός μου! Ήμουν μαζί του στην ακροποταμιά! ΜΑΡΤΙΡΙΟ: Ποτέ δε θα γίνει δικός σου!

Page 112: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

112 ΑΔΕΛΑ: Δε μπορώ πια να μένω σ’ αυτή την κόλαση από τότε που μ’ άγγιξε ή φωτιά των χειλιών του! Θα είμαι όπως με θέλει εκείνος να είμαι! Όλο το χωριό θα ριχτεί καταπάνω μου, οι άνθρωποι θα με καίνε με τα φλογισμένα τους δάχτυλα, θα με κυνηγάνε όλοι εκείνοι πού λένε πώς είναι τίμιοι — κι εγώ, η αγαπητικιά ενός παντρεμένου, θα βάλω στο κεφάλι μου το αγκαθένιο στεφάνι τής ντροπής... ΜΑΡΤΙΡΙΟ: Πάψε! ΑΔΕΛΑ: Ναι, ναι ! (Χαμηλόφωνα) Πάμε Τώρα να κοιμηθούμε, κι ας τον αφήσουμε να παντρευτεί την Ανγκούστιας! Τι με νοιάζει εμένα; Εγώ θα πάω να κλειστώ σ’ ένα καλύβι μοναχικό, και θα τον καρτερώ να ‘ρχεται να με βλέπει όποτε εκείνος θα θέλει, όποτε θα του ‘ρχεται ή όρεξη! ΜΑΡΤΙΡΙΟ: Αυτό δε θα γίνει ποτέ, όσο το αίμα θα είναι ζωντανό μες στ φλέβες μου! ΑΔΕΛΑ: Όχι εσένα που είσαι σα μαραμένη καλαμιά, μα κι ένα άγριο άλογο μπορώ να κάμω να γονατίσει με το μικρό μου το δαχτυλάκι μονάχα! ΜΑΡΤΙΡΙΟ: Μη μού σηκώνεις εμένα φωνή, γιατί δεν ξέρω κι εγώ πού θα φτάσω! Ή καρδιά μου είναι γεμάτη από μια δύναμη τόσο κακιά που, χωρίς να το θέλω, κι εμένα την ίδια με πνίγει! ΑΔΕΛΑ: Μάς λένε ν’ αγαπάμε τις αδερφές μας! Αλλά εμένα ό Θεός μ’ άφησε μόνη στη σκοτεινιά! Γιατί σε βλέπω τώρα σα να μη σε είχα ποτέ μου ξαναδεί!

(Ακούγεται ένα σφύριγμα και ή ΑΔΕΛΑ τρέχει προς την πόρτα της αυλής, αλλά ή ΜΑΡΤΙΡΙΟ μπαίνει μπροστά της)

ΜΑΡΤΙΡΙΟ: Πού πας; ΑΔΕΛΑ: Φεύγα απ’ αυτή την πόρτα! ΜΑΡΤΙΡΙΟ: Πέρνα αν μπορείς! ΑΔΕΛΑ: Φεύγα, σού λέω!

(Παλεύουν) ΜΑΡΤΙΡΙΟ: (Δυνατά) Μάνα! Μάνα!

Page 113: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

113 ΦΕΝΤΕ ΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ Μετάφραση: ΑΛΕΞΗΣ ΣΟΛΟΜΟΣ

ΗΗ ΘΘΑΑΥΥΜΜΑΑΣΣΤΤΗΗ ΜΜΠΠΑΑΛΛΩΩΜΜΑΑΤΤΟΟΥΥ

Πράξη 2η

(Ο Μπλαλωματής κρατώντας με τα χέρια το κεφάλι του τρέχει γύρω γύρω στη σκηνή. Όλοι βγαίνουν βιαστικά με επιφωνήματα και στραβοκοιτάγματα για τη Μπαλωματού. Αυτή

κλείνει γρήγορα το παράθυρο και την πόρτα) ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Είδες; Είδες τι άτιμος πού ‘ναι ο κόσμος; Τ’ ορκίζομαι στο άγιο αίμα του Κυρίου Ημών Ιησού πως είμαι αθώα. Α ! Τι να ‘γινε τάχα... Κοίτα, Κοίτα πώς τρέμουν τα χέρια μου ! Λες και δε θέλουν να σταματήσουν. ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Σύχασε, Κυρά μου ! Θα ‘ναι το δίχως άλλο στο δρόμο κι ο άντρας σου. ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (αρχίζει το κλάμα) Ο άντρας μου ;... Αχ Θε μου μεγαλοδύναμε ! ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Τι έπαθες ; ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Ο άντρας μου με παράτησε. Οι κακές γλώσσες τον κάνανε κ’ έφυγε. Και τώρα ζω μονάχη μου, δίχως καμιά στοργή. ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Καημενούλα ! ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Κ’ εγώ τόσο τον αγαπούσα ! Τον λάτρευα ! ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (ξεσπάει) Αυτό είναι ψέμα ! ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (σταματάει απότομα το κλάμα) Τι είπες ; ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (Σαστισμένος)Λέω πως είναι τόσο αλλόκοτη ιστορία, που μοιάζει σαν ψεύτικη. ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Έχεις πολύ δίκιο. Μα εγώ απ’ τη μέρα που ‘φυγε, μήτε τρώω, μήτε κοιμάμαι, μήτε ζω. Γιατί αυτός ήταν η χαρά μου, το στήριγμά μου. ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Τον αγάπαγες τόσο και κείνος σε παράτησε; Πολύ τούβλο θα ‘ταν ο άντρας σου. ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Να μου κάνεις τη χάρη να μαζέψεις τη γλώσσα σου ! Ποιος σου ‘δωσε το δικαίωμα να τον κρίνεις ; ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Με το συμπάθειο — δεν ήθελα να… ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Αυτό που σου λέω... Στο μυαλό κανένας δεν τον παράβγαινε. ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (ειρωνικά) Ναι;;; ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (ζωηρά) Ναι ! Κι όλες αυτές τις ριμάτες και τα παραμύθια, που λαλάς και τραγουδάς γυρνολογώντας στα χωριά. είναι σαπουνόφουσκες κοντά σε κείνα που ‘ξερε αυτός... Ήξερε τρεις φορές τόσα ! ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (σοβαρά) Αδύνατο. ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (ζωηρά) Και τέσσερις φορές τόσα ! Μου τα ‘λεγε Το βράδυ σαν πέφταμε στο κρεβάτι. Παλιές ιστορίες που εσύ μήτε ακουστά δεν τις έχεις !... (Με μούτες)... Κ’ εγώ έτρεμα απ’ το φόβο μου... μα κείνος μου ‘λεγε : «Τζοβαΐρι της ψυχής μου, όλ’ αυτά είναι ψέματα !» ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (αγαναχτισμένος) Ψέματα ! ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (εμβρόντητη) Τι έπαθες ! Σου ‘στριψε ; ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Ψέματα ! Μ11ΑΛΩΜΑΤΟΥ: (αγαναχτισμένη) Μα τι λες τελοσπάντων, καταραμένε Φασουλή ;

Page 114: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

114 ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (όρθιος, με δύναμη) Πως ο άντρας σου είχε δίκιο. Οι ιστορίες αυτές είναι όλες ψέματα. Φαντασίες και τίποτ’ άλλο. ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (θυμωμένη) Και βέβαια, Εξοχότατε ! Φαίνεται πως με παίρνεις για καμιά χήνα ! Μια φορά δεν μπορείς ν’ αρνηθείς πως σι ιστορίες αυτές κάνουν εντύπωση. ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Αυτό είναι άλλη υπόθεση. Κάνουν εντύπωση μονάχα στις αισθηματικές ψυχές. ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Όλοι οι άνθρωποι έχουν αισθήματα. ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Ο καθένας με τον τρόπο του. Στον καιρό μου ήξερα πολλούς ανθρώπους με δίχως αισθήματα. Και στο χωριό μου ζούσε μια γυναίκα... κάποτες... που ‘χε μια πέτρα για καρδιά κι έστηνε ψιλή κουβέντα με τους φίλους της στο παραθύρι, την ώρα που ο άντρας της ξημεροβραδιαζόταν με τις αρβύλες και τα σκαρπίνια. ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (σηκώνεται κι αρπάζει μια καρέκλα) Για μένα το λες αυτό ; ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Τι ; ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Για ξαναπές το να τ’ ακούσουμε ! Μπρος, κουράγιο ! ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (ταπεινά) Έλα τώρα, κυρούλα μου. Τι βάζεις με το νου σου ; Σε ξέρω τάχα εγώ εσένανε ; Δε σε πρόσβαλα, μαθές. Το λοιπόν γιατί μ’ αποπαίρνεις έτσι ; Το ‘χει η μοίρα μου, φαίνεται (Σχεδόν κλαίει) ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (ζωηρά, μα συγκινημένη) Άκου, καλέ μου άνθρωπε. Σου μίλησα έτσι γιατί είμαι στο αμήν. Όλοι στο χωριό με κακογλωσσεύουν και με πολεμάνε. Πώς θες να μην έχω τα μάτια τέσσερα για να υπερασπίσω τον εαυτό μου την πρώτη στιγμή που Θα χρειαστεί ! Είμαι νια κ’ έρημη στον κόσμο, κι η μοίρα μ’ άφησε μονάχα με τις θύμησες... (Κλαίει) ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (πολύ συγκινημένος) Σε νιώθω, μικρούλα μου. Σε νιώθω πιο πολύ απ’ όσο μπορείς να φανταστείς, γιατί... πρέπει ξέρεις — κι αυτό ας μείνει μυστικό — πως η μοίρα σου είναι ολόιδια — μα το Θεό, ολόιδια με τη δικιά μου. ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (με περιέργεια) Αλήθεια ! ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (πέφτει στο τραπέζι) Εμένα... με παράτησε η γυναίκα μου ! ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Ο θάνατος δε θα της είναι αρκετή τιμωρία. ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Ονειρευόταν έναν κόσμο που δεν ήταν ο δικός μου. Ήταν και ζόρικια, φαντασμένη. Έκανε σαν παλαβή για το κουβεντολόι και για τα λουσάκια που δε βάσταγε η τσέπη μου να της ψωνίσω. Κ’ έτσι, μια μέρα συννεφιασμένη, που πέφταν τ’ αστροπελέκια και φυσομανούσε ο αγέρας, με παράτησε για πάντα. ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Και τι κάνεις τώρα που γυρνάς τον κόσμο ; Γυρεύω να τη βρω, για να τη συχωρέσω και να ζήσω μαζί της τα λίγα χρονάκια που μου μένουν. Στην ηλικία μου δε βολεύεται πια κανένας στα βρωμοχάνια της κακιάς ώρας. ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (γρήγορα) Πιες ένα ζεστό καφέ. Ύστερ’ απ’ όλο αυτό το νταβαντούρι, θα σ’ ανακουφίσει.

(Πηγαίνει απ’ το ράφι και χύνει τον καφέ, με τη ράχη γυρισμένη στον Μπαλωματή) ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (σταυροκοπιέται υπερβολικά, κοιτάζοντας την Μπαλωματού με γλαρωμένα μάτια) Απ’ το Θεό να ‘βρεις αντάμοιψη, άλικο γαρουφαλάκι ! ΜΑΛΩΜΑΤΟΥ: (του φέρνει το φλιτζάνι, και κρατάει στα χέρια το πιατάκι όσο εκείνος πίνει με μικρές γουλιές) Είναι καλός ; ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (μελένιος) Αφού τον φτιάξαν τα χεράκια σου. ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (χαμογελώντας) Φχαριστώ πολύ. ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (με τη στερνή γουλιά) Αχ ! Πώς ζηλεύω τον άντρα σου ! ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Γιατί ; ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (λεβέντικα) Γιατί του ‘λαχε να παντρευτεί την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου !

Page 115: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

115ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (λιώνει) Τι ‘ναι αυτά που λες ! ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Και τώρα... σαν να χαίρομαι που πρέπει να φύγω, γιατί εσύ μονάχη, εγώ μονάχος, εσύ έτσι γλυκούλα, εγώ με ξερό το σάλιο, θαρρώ πως δε θα μπόραγα να βασταχτώ και να μη... ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (συνέρχεται) Για το Θεό, πάψε ! Τι σου περνάει απ’ μυαλό ! Εγώ φυλάω την καρδιά μου αγνή για κείνον που ‘χει πάρει τους δρόμους, τον άντρα μου. Σ’ αυτόν τη χρωστάω ! ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (ενθουσιασμένος, πετάει το καπέλο του καταγής) Η καλή ώρα ! Έτσι κάνουν οι πιστές γυναίκες ! Έτσι κάνουν ! ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (με απορία, ειρωνικά) Θαρρώ πως είσαι κομμάτι... (Χτυπάει το κεφάλι της με το δάχτυλο) ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Είμαι ό,τι σου γουστάρει ! Μα και συ θέλω να το ξέρεις και να το καλοχωνέψεις πως δεν αγαπώ άλλον κανένα όσο αγαπώ τη γυναίκα μου, κείνη που πήρα με παπά και με στεφάνι ! ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Κ’ εγώ τον άντρα μου, και δεν αγαπώ άλλον κανένα όσα αγαπώ τον άντρα μου. Το ‘χω φωνάξει τόσες φορές που το ‘μαθαν ακόμα και τα ντουβάρια. (Σταυρώνει τα χέρια) Αχ ! Μπαλωματή, ψυχούλα μου ! ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (κατ’ ιδίαν) Αχ ! Μπαλωματού, καρδούλα μου !... ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (συγκινημένος, πηγαίνει κοντά της) Αχ... ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Ολάκερο το χωριό τα ‘χει μαζί μου. Θέλουν να ‘ρθουν να με σκοτώσουν και, μα την αλήθεια, δε νιώθω σταλιά φόβο. Μαχαίρι Θα σηκώσω στο μαχαίρι και στειλιάρι στο στειλιάρι. Μα σαν πέφτει η νύχτα και κλειδώνω την πόρτα και νιώθω ολομόναχη στην κάμαρά μου... με πιάνει ένας καημός... και τι καημός ! Μου κόβεται η ανάσα... Τρίζει το ντουλάπι : χτυποκάρδι! Πέφτει βροχή στα τζάμια : χτυποκάρδι. Σκουντάω δίχως να το θέλω τα κάγκελα του κρεβατιού : δυο χτυποκάρδια ! Κι όλη αυτή η τρομάρα είναι γιατί ξέρω πως στη μοναξιά βγαίνουνε φαντάσματα. Εγώ δεν τα ‘δα ποτέ μου γιατί δε θέλω να τα δω, μα τα ‘χει δει η μάνα μου κ’ η μάνα της μάνας μου κι όλες οι γυναίκες στο σόι μας που ‘χανε μάτια να βλέπουν. ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Μα για ποιο λόγο δεν αλλάζεις ζωή ; ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Τρελάθηκες ; Τι θες να κάνω; Πού να πάω ; Εδώ θα μείνω κ’ έχει ο Θεός ! ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Μου σφίγγεται η καρδιά, μα πρέπει να πάρω ξανά τη στράτα μου, προτού μ’ εύρει εδωπέρα η νύχτα. Τι χρωστάω ; (Παίρνει το τελάρο του) ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Τίποτα. ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Δεν το δέχομαι. ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Το κέρασμα για την καλή καρδιά. ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Φχαριστώ πολύ. (Λυπημένος φορτώνεται το τελάρο) Και τώρα, αντίο... για πάντα ! γιατί στα χρόνια μου... (Στέκεται συγκινημένος) ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (συχκρατιέται) Δεν ήθελα να χωριστούμε έτσι. Είμαι συνήθως πολύ πιο κεφάτη. (Με καθαρή φωνή) Καλέ μου άνθρωπε, ο Θεός να δώσει να ξαναβρείς τη γυναίκα σου, για να μπορέσεις και πάλι να ζήσεις όμορφα και νοικοκυρεμένα. σαν που ήσουνα συνηθισμένος. (Είναι συγκινημένη) ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Σου εύχομαι παρομοίως για τον άντρα σου. Μα κόσμος είναι μικρός — γι’ αυτό, αν τα φέρει η μοίρα και τον ανταμώσω στη στράτα μου, τι θα ‘θελες να του πω; ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Να του πεις πως τον λατρεύω. ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (σιμώνοντας) Και τι άλλο ; ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Πως μ’ όλα τα πενήντα τόσα του χρονάκια — Τι ευλογημένα αυτά χρονάκια — είναι για μένα πάντα πιο νιος και πιο λεβέντης απ’ όλους τους άντρες του κόσμου.

Page 116: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

116 ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Μωρό μου, με τρελαίνεις ! Τον αγαπάς ολόιδια όπως αγαπάω εγώ τη γυναίκα μου. (Στέκεται κοντά της σε στάση λατρείας) ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Χίλιες φορές περισσότερο ! ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Δε γίνεται. Εγώ είμαι ένα παιχνιδάκι κ’ η γυναίκα είν’ ο αφέντης που με ορίζει. Και πώς ορίζει, Θεούλη μου ! Αυτή είναι η ψυχή του σπιτιού μας. ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Και μην ξεχάσεις να του πεις πως τον περιμένω και πως το χειμώνα οι νύχτες είναι ατέλειωτες. ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Το λοιπόν... θα τον δεχτείς καλά σαν γυρίσει: ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Σαν να ‘ταν αντάμα ο βασιλιάς κ’ η βασίλισσα. ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (τρέμοντας) Κι αν λάχαινε να γυρίσει τούτη τη στιγμή ; ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Θα τρελαινόμουν απ’ τη χαρά μου ! ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Θα τον συχώραγες για την τρέλα του ; ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Πάει πολύς καιρός που τον έχω συχωρέσει. ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Παναπεί, θα ‘θελες να ‘ρχόταν τούτη τη στιγμή ; ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Αχ ! και να ‘ρχόταν ! ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (φωνάζει) Ε, λοιπόν, νάτονε ! ΜΠΑΛΏΜΑΤΟΥ: Τι λες ; ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (βγάζοντας τα γυαλιά του και το μασκάρεμα) Μπαλωματού της καρδιάς μου !

(Η Μπαλωματού στέκει σαν τρελή με τα μπράτσα ανοιγμένα, ο Μπαλωματής τη φιλάει κι αυτή τον κοιτάει με γουρλωμένα μάτια μέσα στην παραζάλη της. Σα να συνέρχεται αρχίζει

και πετάει τις καρέκλες) ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Παλιοσουρτούκη ! Αχ, πόσο χαίρομαι που ξαναγύρισε ! Θα σου κάνω μια ζωή μαρτύριο! Η Ιερή Εξέταση και οι φυλακές του μεσαίωνα δεν είναι τίποτα μπροστά της. ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Σπιτάκι της ευχής μου ! ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Αχ ! τι δυστυχισμένη που είμαι ! Με τέτοιον άντρα που μου ‘δωσε ο Θεός! (Πηγαίνει στην πόρτα) Πάψτε, γλωσσούδες, παρδαλές οβριές ! Και κοπιάστε, κοπιάστε τώρα, αν σας γουστάρει ! Τώρα είμαστε δυο για να διαφεντέψουμε το σπίτι μου ! Δυο ! Δυο ! Εγώ κι ο άντρας μου. (Πηγαίνει προς αυτόν) Αυτός ο μπερμπάντης, αυτό το κάθαρμα !

Page 117: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

117

ΠΡΟΣΠΕΡ ΜΕΡΙΜΕ Μετάφραση: Γ. Ν. ΠΟΛΙΤΗΣ

ΗΗ ΑΑΜΜΑΑΞΞΑΑ

Μονόπρακτο

(Ακούγεται μεγάλη φασαρία έξω από την πόρτα του γραφείου και μπαίνει η Πιρικόλ) ΠΕΡΙΚΟΛ: Το βρίσκω κάπως παράξενο πως για να σας δει κανείς πρέπει να καταλάβει εξ εφόδου την πόρτα του γραφείου σας. Ελπίζω να είναι απλώς παρεξήγηση του μπουνταλά του κλητήρος σας. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: (κακόκεφα) Ενόμιζα πως θα ήσαστε στην τελετή. ΠΕΡΙΚΟΛ: Δεν ξέρω ακόμη, αν θα κάμω την εμφάνισή μου. Αυτό εξαρτάται και λίγο από σας. Μα, πρώτα· πρώτα, πως πάει η ποδάγρα μας ; ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: (όλο και πιο μουτρωμένος) Δεν έχω ποδάγρα. ΠΕΡΙΚΟΛ: Α! Καθώς βλέπω, τα μπουρίνια μας έχουμε πάλι! Ε! τι να γίνει; Είχα κάτι να σας ζητήσω και ήλπιζα να σας εύρισκα σε καλύτερη διάθεση. Μ’ αφού είν’ έτσι, τα σέβη μου. Χαίρετε, τα λέμε άλλη φορά. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Μη φεύγετε τόσο γρήγορα, Καμίγια. Έχω κι εγώ να σας μιλήσω. Να Παρ’ η οργή! Λες και φοβάστε να μείνετε μόνη μαζί μου! ΠΕΡΙΚΟΛ: Ω! δε με φοβίζει και τόσο συχνά η Υψηλότης σας. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Μείνετε. Κάντε μου λίγη συντροφιά, που είμαι άρρωστος... Το ξέρω πως θα προτιμούσατε να κουβεντιάζατε με το λοχαγό Αγκουΐρε... μα μην τα θέλουμε κι όλα πια δικά μας... ΠΕΡΙΚΟΛ: Με τον Αγκουΐρε; Τώρα δα ήμουνα μαζί του. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Τώρα δα ήσαστε μαζί του! Λαμπρά, κυρία μου! Λοιπόν δε μου χρειάζονται προοίμια, μπορώ να μπω κατ’ ευθείαν στο θέμα. ΠΕΡΙΚΟΛ: Εκλαμπρότατε, μου περνά η ιδέα πως μου ετοιμάζετε καμιά σκηνούλα, γιατί έχετε κάπου δύο μήνες ν’ αφήσετε τη ζήλεια σας να ξεσπάσει. Φοβάμαι μήπως πάρει κάμποση ώρα αυτή η σκηνή, γι’ αυτό και, με την άδειά σας, λέω να σας ζητήσω μια και καλή αυτό, που θέλω. Εσείς, βέβαια, δε θα μου αρνηθείτε, κι έτσι μένουνε γι’ αύριο οι γκρίνιες κι σι θυμοί. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Βρήκατε την ώρα να μου ζητάτε χατήρια ! Με ό,τι σας έχω κάνει ως τώρα, τα προκόψατε. ΠΕΡΙΚΟΛ: Ωραία εισαγωγή! Μα τώρα η σειρά μου μιλήσω... Αυτές οι μουσίτσες της Λίμας έχουν βαλθεί να με ταπεινώσουν με κάθε τρόπο, κι αυτό επειδή είμαι πιο όμορφη από δαύτες. Αλήθεια, δεν είμαι όμορφη σήμερα; Έχουμε κηρύξει μεταξύ μας σωστό μικροπόλεμο με μικροσυκοφαντίες και μικροκακίες. Αν δεν ήμουν τόσο βιαστική, θα σας διηγιόμουνα μερικές. Αφήστε που έχουμε βάλει όλα μας τα δυνατά, ποια θα ξεπεράσει την άλλη σε φανταχτερά στολίδια κι όμορφες τουαλέτες και σ’ άλλα πολλά. Έχουν κάμει την τύχη τους μ’ εμάς σι χρυσικοί κι οι μοδίστρες. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Τι στην οργή με νοιάζουν εμένα όλα αυτά τα κουραφέξαλα; Αν δε μπορείτε να παραβγείτε τις κυρίες αυτές με τα διαμαντικά σας, με τους ερωμένους σας όμως... ΠΕΡΙΚΟΛ: (κάνοντας μια μεγάλη υπόκλιση) Όσο για ερωμένους, κάνω ακριβώς το αντίθετο ίσα-ίσα από τις κυρίες αυτές: Προτιμώ το ποιον από το ποσόν. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Περικόλ, αφήστε με να μιλήσω. Δεν αστειεύομαι καθόλου αυτή τη στιγμή.

Page 118: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

118ΠΕΡΙΚΟΛ: (μιλώντας την ίδια ώρα) Ακούστε με, δυο λόγια μόνο να σας πω... ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Είμαι πολύ δυσαρεστημένος μαζί σας. Παντού γίνεται λόγος για τα καμώματά σας, και, να σας πω, πολύ φοβάμαι μήπως με κάνετε και περνάω για κωμικό πρόσωπο... ΠΕΡΙΚΟΛ: (μιλώντας την ίδια ώρα) Σήμερα, ίσα-ίσα, μου ήρθε μια πρώτης τάξεως ιδέα, που θα σκάσουν από το κακό τους όλες αυτές οι κυρίες. Φτάνει μονάχα να φανείτε και σεις καλός, όπως ξέρετε να είσαστε κάποτε- κάποτε. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Μα να πάρ’ η οργή ! Θα μ’ αφήσετε να μιλήσω; ΠΕΡΙΚΟΛ: Μα να πάρ’ η ευχή! Θα μ’ αφήσετε να μιλήσω; Είμαι γυναίκα κι είσαστε Καστιλλιάνος, Πρέπει να με σέβεστε λοιπόν. Σιωπή όταν εγώ μιλώ!.. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Καλά λοιπόν, μιλήστε! Τι τώρα, τι ύστερα; Ό,τι έχετε ν’ ακούσετε, θα τ’ ακούσετε... ΠΕΡΙΚΟΛ: Σήμερα, καθώς ξέρετε, όλες εδώ στη Λίμα βγαίνουν με την καλύτερη τουαλέτα τους και κοιτάν ποια θα πρωτοθαμπώσει με τον πλούτο της. Όλα-όλα τ’ αμάξια στη Λίμα είναι πέντε: τα δύο τα δικά σας, ένα του επισκόπου, ένα του συμβούλου Πέδρο Χινογιόζα και τέλος η καρότσα της Μαρκησίας Αλταμιράνο. της άσπονδής μου εχθράς, σαράβαλο σχεδόν κι αυτή σαν την κυρία της, μα όσα νάναι, καρότσα! Λοιπόν, το πρωί, όταν έμαθα πως δε Θα βγαίνατε σήμερα, μου μπήκε στο νου ότι στο χέρι σας είναι να κατατροπώσω την αντίπαλό μου, φτάνει να μου χαρίζατε την ωραία καρότσα, που σας στείλανε απ’ τη Μαδρίτη... ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Αυτό θέλατε να μου ζητήσετε ;.. ΠΕΡΙΚΟΛ: Μεγαλύτερη χαρά θα μου κάνατε, αν μου δώσετε αυτή την καρότσα, παρά να μου χαρίζατε ένα μεταλλείο ή και μια ινδιάνικη επαρχία. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Δηλαδή μικροπράματα! Μια καρότσα μονάχα θέλει, για να πηγαίνει αμαξάδα στην εκκλησιά, σα μαρκησία! Θα μου φύγει το μυαλό! ΠΕΡΙΚΟΛ: Ξέρετε, δον Αντρές, πως τα λεφτά ούτε τα λογαριάζω. Δεν ξέρω τι σας στοιχίζει αυτό τ’ αμάξι, μα εσείς είσαστε πλούσιος. Αν δεν ήταν για να ταπεινώσω θανάσιμες εχθρές μου, καταλαβαίνετε, πολύ καλά, ως δε θα σας ζητούσα ποτέ δώρο τόσο μεγάλης αξίας. Τώρα, αν σας κακοφάνηκε, ξεχάστε το. Κι αν πάλι έκαμ’ άσκημα, που σας το είπα, σας ζητώ συγγνώμη. Έχω το ελάττωμα, Πρώτα να ενεργώ κι ύστερα να σκέφτομαι. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Καρότσα! Που ακούστηκε θεατρίνα με καρότσα! Μήπως είσαστε επίσκοπος, κυρία μου, ή μήπως σύμβουλος, ή μήπως μαρκησία για να πηγαίνετε με καρότσα; ΠΕΡΙΚΟΛ: Μήπως δεν είμαι η ινφάντα της Καστίλλιας, η βασίλισσα του Σαββά, η θεά Αφροδίτη και η αγία Ιουστίνα, η παρθένος και μάρτυς, όλες μαζί; ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Θεότρελη! ΠΕΡΙΚΟΛ: Όλες αυτές αξίζουν κάτι παραπάνω από μια γριά μαρκησία, που ο Πατέρας της πουλούσε τσόχα γι’ αγωγιάτες στην Κόρδοβα! Ελάτε τώρα, χρυσέ μου Αντρίκο, να, γέλασε το χειλάκι σας, δεν είσαστε πια μουτρωμένος είσαστε πάλι καλός, όπως πάντοτε, και θα μου δώσετε την καρότσα σας, ε; ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Καμίγια, πρώτα-πρώτα μου ζητάτε πράγματα εξωφρενικά. Έπειτα, άσχημη ώρα διαλέξατε, γιατί έχω τώρα να σας κάμω τα παράπονά μου. ΠΕΡΙΚΟΛ: Κι αν ήθελα να κάμω κι εγώ το ίδιο; ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Ακούστε εδώ, δεν κάνετε καλά να τα γυρίζετε όλα στ’ αστεία. Σας δηλώνω πως η διαγωγή σας μου είναι τώρα γνωστή και πως δεν εννοώ να είμαι πια κορόιδο! ΠΕΡΙΚΟΛ: Αν δεν μου δώσετε την καρότσα, δε μου μένει άλλο παρά να πάρω τα μούτρα μου και να γυρίσω σπίτι. Πως να πάω στην τελετή με τα πόδια, σα γυναικούλα, ή με σέδια σαν κυρία της μεσαίας τάξεως, και μάλιστα ύστερ’ απ’ τα όνειρα, που έκανα! Α! Κύριε Αντιβασιλέα του Περού, τι άκαρδος που είσαστε!.. Πόσο σας στοιχίζει αυτή η καρότσα;

Page 119: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

119 ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Ξεχάστε την καρότσα, κυρία μου, και απαντήστε μου: Έχω μάθει με το νι και με το σίγμα όλα σας τα κατορθώματα και θα δείτε πως δεν είμαι πια ο στραβός που ήμουν όπως όταν σας αγαπούσα. Τώρα δε σας αγαπώ. Τ’ ακούτε; Άνοιξαν τα μάτια μου. Σας ξέρω πια! Ωστόσο, είμαι πολύ περίεργος να δω σαν τι Θα σοφιζόταν το μυαλουδάκι σας για να δικαιολογηθείτε... Εμπρός λοιπόν, δοκιμάστε... μιλήστε, διάολε! Μιλήστε!.. Μα, καλά, τι στύλωσε τα μάτια της ψηλά; Που τρέχει ο νους της; ΠΕΡΙΚΟΛ: Τι ωραία καρότσα! ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Εσείς και γάιδαρο μπορείτε να σκάσετε! Να πάρει ο διάολος την καρότσα! Ξέρω καλά πω; ο λοχαγός Αγκουΐρε σας αγαπά... και πως τον αγαπάτε κι εσείς... ναι, κι εσείς... το ξέρω, είμαι βέβαιος... Μα πέστε, λοιπόν, πως δεν είναι αλήθεια... Εμπρός, κουράγιο! Αρνηθείτε, λόγου χάριν, πως σας χάρισε ένα κρεμεζί ατλαζωτό φουστάνι... ΑρνηΘείτε το: δε σας κρατώ! ΠΕΡΙΚΟΛ: Καλά θα έκανε να μου χάριζε και κανένα νταντελένιο σάλι. Το δικό μου σκίστηκε. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Και τον πιάσανε μισόγυμνο μπροστά στην πόρτα σας. Το ξέρω καλά, το είδα... Μα, να πάρ’ η οργή! Πέστε, λοιπόν, πως είναι ψέμα. Εσείς, που είσαστε τόσο καλή θεατρίνα, θα λέτε τα ψέματα με όση ευκολία σι άλλοι λένε την αλήθεια. ΠΕΡΙΚΟΛ: Καλοσύνη σας! ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Καταλαβαίνετε, ωραία μου φίλη, πως δεν μπορεί να τραβήξει το πράμα. Από δω κι εμπρός, διακόπτονται οι σχέσεις μας... Κι έπρεπε να έχει γίνει από καιρό αυτό... γιατί δεν είμαι εγώ καμωμένος για να συντηρώ τις ερωμένες του λοχαγού Αγκουΐρε. Πολύ ατάραχη σας βλέπω... Μήπως θαρρείτε πως Θα πάρω την απάθειά σας για τη γαλήνη της αθωότητος ; ΠΕΡΙΚΟΛ: (με τραγικό τόνο) Είναι η γαλήνη της απελπισίας. Εγώ, μ’ αυτά και μ’ αυτά, δε βλέπω παρά μόνο πως θα χάσω την ευκαιρία να πάω με τ’ αμάξι στην εκκλησία. Θα περάσει η ώρα κι όταν πια θα μου ζητήσετε συγγνώμη, θα είναι πολύ αργά. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Μπα; Να σας ζητήσω συγγνώμη, κούκλα μου; Δε γυρεύετε και πολλά!.. Καλά, λοιπόν, σας ζητώ συγγνώμη, που ανακάλυψα κι άλλη σας ερωτοδουλειά με πολύ σπουδαίο πρόσωπο... ΠΕΡΙΚΟΛ: Δυο για την ώρα. Όταν φτάσουμε στα τρία, τότε δε θα σ’ έχω χρεία!.. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Ούτε λίγο — ούτε πολύ, με το γενναίο Ραμόν, μιγάδα στην εθνικότητα και ματαντόρ στο επάγγελμα. Ξέρετε και διαλέγετε τους ερωμένους σας, κυρία μου. Είναι διάσημος, και ποιος δεν το ξέρει τ’ όνομα του εδώ... ΠΕΡΙΚΟΛ: Σωστά. Και τη φήμη του δεν την έχει κλεμμένη όπως τόσοι και τόσοι! Είναι ο πιο γενναίος ταυρομάχος σ’ όλο το Περού, κι ίσως-ίσως, ο πιο όμορφος κι ο πιο δυνατός! ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Διάολε! Πως φαίνεται ότι δεν είσαστε από κείνες, που αφήνουν έναν αντιβασιλέα για τον πρώτο τυχόντα! Άλλωστε, σαν έξυπνη γυναίκα, έναν ερωμένο αφήνετε και παίρνετε δύο. Αλλάζετε ένα φλουρί και παίρνετε πίσω λιανά! ΠΕΡΙΚΟΛ: Ώστε, σα να λέμε, κατά την εκτίμησή σας ένας λοχαγός κι ένας ταυρομάχος μας κάνουν σε λιανά έναν αντιβασιλέα; Η Υψηλότης σας πέφτει όξω στους λογαριασμούς της. Εγώ λέω πως χρειάζονται τρεις αντιβασιλείς για ένα λοχαγό, και για ένα ματαντόρ, τουλάχιστον έξη! ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Είσαστε αδιάντροπη... ΠΕΡΙΚΟΛ: Εμπρός λοιπόν, θάρρος! ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Μια ξετσίπωτη, που μήτε νοιάζεται καν να κρύψει τις μπομπές της, έτσι για τα μάτια του κόσμου! ΠΕΡΙΚΟΛ: Κουράγιο! (Απαγγέλλοντας) «Φαντασία πλάνα εσύ, που με τις γητιές μας πιάνεις, ποια σου έδωσα αφορμή την καρδιά μου να πικράνεις»; ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Ερωμένον ένα ματαντόρ ! και βρωμοαράπη μάλιστα! Μεσσαλίνα! ΠΕΡΙΚΟΛ: Τι πάει να πει αυτό;

Page 120: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

120ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Είσαστε... ΠΕΡΙΚΟΛ: Ελεύθερα, μην κρατιέστε, Υψηλότατε. Θα σας τόχει βέβαια συστήσει ο γιατρός, να ξεσπάτε έτσι τη φούρκα σας. Ανάβουν τα αίματα και θάναι ένα κι ένα για την ποδάγρα! ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Σιωπή, άτιμη! Έναν μιγάδα ερωμένο ! Να πάρ’ η οργή! Δεν άφησα χάρη, που να μη σας την κάνω... Για χατήρι σας, έχω σχεδόν εκτεθεί στα μάτια του κόσμου... γιατί σκάνδαλο δεν είναι, ο αντιπρόσωπος του βασιλέως της Ισπανίας να παίρνει την ερωμένη του από το παλκοσένικο ;.. Δεν ξέρω τι με κρατάει; . Μα αν δεν ήμουν άγγελος καλοσύνης, θα σας έχωνα σε κανένα σωφρονιστήριο... ΠΕΡΙΚΟΛ: Πού να τολμήσετε! ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Πού να τολμήσω ;.. Γρήγορα, πένα και μελάνι να υπογράψω τη διαταγή! ΠΕΡΙΚΟΛ: Θα είχαμε επανάσταση στη Λίμα, αν έμπαινε η Περικόλ στη φυλακή. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Επανάσταση, μπω, μπω! ΠΕΡΙΚΟΛ: Μάλιστα, επανάσταση. Για κρεμάσετε, για κόψετε όλους σας τους γαλαζοαίματους μαρκήσιους, κόντηδες κι ιππότες εδώ στη Λίμα: φωνή δε θ’ ακουστεί, χέρι δε θα σηκωθεί να τους γλυτώσει... Για σφάξετε καμιά δεκαριά χιλιάδες άμοιρους Ινδούς, για στείλετε καμιά δεκαριά χιλιάδες στα κάτεργα: θα σας πουν μπράβο και θα σας ανακηρύξουν σπουδαίον κυβερνήτη! Για εμποδίστε όμως το λαό, εδώ στη Λίμα, να δει την αγαπημένη του ηθοποιό; με τις πέτρες θα σας σκοτώσουν. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Πως, πως!.. Κι αν απαγορέψω στο θεατρώνη να σας ανανεώσει το συμβόλαιο, που λήγει... ΠΕΡΙΚΟΛ: Ε! Θα βγω κι εγώ με την κιθάρα μου στους δρόμους να τραγουδώ κάτω από τα παράθυρά σας, και τα τραγούδια μου θα τους κάνουν όλους να γελούν με τον αντιβασιλιά και με την ποδάγρα του. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Περίφημα! Και τι θα κάνετε, αν σας στείλω στην Ισπανία με το πρώτο καράβι ; ΠΕΡΙΚΟΛ: Μεγαλύτερη ευχαρίστηση δε θα μπορούσατε να μου κάμετε... Πεθαίνω να δω τη γηραιά Ευρώπη. κι έπειτα στην Ισπανία έχω την πιθανότητα να γίνω ερωμένη του πρωθυπουργού ή και του βασιλιά, οπότε θα σας εκδικηθώ μια χαρά! Θα σας πατήσω μια καταγγελία, θα σας φέρουν δεμένο χειροπόδαρα στην Ισπανία, σαν τον Χριστόφορο Κολόμβο. Και τότε, θα είσαστε πολύ ευχαριστημένος, αν σας γλυτώσω από την κρεμάλα, και σας στείλω μονάχα να ρέψετε στον πύργο της Σεγόβιας. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Ώσπου να γίνουν όμως όλ’ αυτά, να μην ξαναπατήσετε πια το πόδι σας εδώ μέσα! ΠΕΡΙΚΟΛ: Στ’ αλήθεια, πρώτη φορά θα κάνω με τόση ευχαρίστηση τη χάρη στην Υψηλότητά σας. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Μια στιγμή! Αφού είναι η τελευταία φορά, που βλεπόμαστε, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς μας... Αν δε σας καταφρονούσα τόσο πολύ, θα σας χαντάκωνα. Μα ο Αντρές Ριβέρα δεν καταδέχεται να τιμωρήσει μια προσβολή, όταν έρχεται από τόσο χαμηλά! Σας έχω δώσει αρκετά στρογγυλά ποσά και πολύτιμα δώρα... κρατήστε τα. Θα σας πληρωθούν και τρία μηνιάτικα κι ελπίζω έτσι να μπείτε στο φτωχοκομείο, κάνα δυο βδομάδες αργότερα!.. ΠΕΡΙΚΟΛ: Άκουσα με μεγάλη υπομονή τις βρισιές σας και τις φριχτές συκοφαντίες, που ξεστομίσατε. Όλα τάρριχνα στην κατάσταση της υγείας σας· — όμως η τελευταία προσβολή δεν καταπίνεται. Κρατώ από παλιά χριστιανική και καστιλιάνικη οικογένεια, Εκλαμπρότατε, κι επειδή θέλω πάντα να έχω το μέτωπο ψηλά, δε μπορώ να δέχομαι δώρα από άνθρωπο, που δεν τον αγαπώ. Ό,τι μου χαρίσατε, θα σας το δώσω πίσω. Θα πουλήσω το σπίτι μου και τα έπιπλά μου, για να σας ξεπληρώσω και τ’ άλλα. Για την ώρα, πάρτε αυτό το διαμαντένιο περιδέραιο και τα δαχτυλίδια, που μου έχετε χαρίσει... Ως το βράδυ, δε θάχω πια τίποτα δικό σας... (Βγάζει τα διαμαντικά της κι ετοιμάζεται να φύγει)

Page 121: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

121 ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: (συγκινημένος) Περικόλ ! Περικόλ ! μη φεύγετε... Ακούστε... Ακούστε... ακούστε λοιπόν... Θέλετε να σηκωθώ; Ωχ! Ωχ! ΠΕΡΙΚΟΛ: (σταματώντας) Πονέσατε; ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Μιλήσατε για συκοφαντίες; ΠΕΡΙΚΟΛ: Δε θυμάμαι πια τι είπα. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Πες μονάχα πως δεν είν’ αλήθεια, κι όλα θα τα ξεχάσω... ΠΕΡΙΚΟΛ: Και δεν πιστεύετε ό,τι θέλετε... Προσκυνώ. Υψηλότατε! ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Όχι, μη φεύγεις ακόμα... Περικόλ... Ήμουν θυμωμένος... μίλησα απότομα... Μα, έλα τώρα να εξηγηθούμε, ήσυχα-ήσυχα... Λοιπόν, ό,τι μούπανε για σένα ήταν ψέματα! ΠΕΡΙΚΟΛ: Αφήστε με να φύγω. Λίγο με νοιάζει Τι γνώμη έχετε... ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Έλα, έλα, Καμίγια! Να! Θαρρώ πως είχα άδικο! Τι άλλο Θέλεις; ΠΕΡΙΚΟΛ: Όχι, όχι! Έχετε δίκιο... ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Κακιά! Πεισματάρα! Σε σιχαίνομαι· μα έλα πάλι που είσαι τρέλα! Δεν έπρεπε να σ’ αγαπώ τόσο... Το ξέρω πως ό,τι μούπανε είναι ψέματα... Μα πες μου κι εσύ πως είναι ψέματα... μόνο και μόνο... ΠΕΡΙΚΟΛ: Όχι: με προσβάλατε βαριά! Τι να την κάνω πια την καλή σας ιδέα... ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Καλά, Καμίγια! Έλα, μη μιλάμε πια γι’ αυτά... Συγχώρεσέ με... Είχα άδικο... Μα πονούσα τόσο, που δεν ήξερα τι έλεγα... Πάει πια!.. Δώσε μου το χέρι σου... Μα πες μου... ΠΕΡΙΚΟΛ: Να σας πω, Τι; ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Πως δεν είσαι πια θυμωμένη και πως με συγχωρείς, που παραφέρθηκα. ΠΕΡΙΚΟΛ: (δίνοντάς του το χέρι) Καλά, σας συγχωρώ. Γιατί θαρρώ πως μ’ αγαπάτε αληθινά... ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Κάντο, τουλάχιστον, από μεγαλοψυχία... Είμαι σίγουρος για σένα... Δε ζηλεύω πια... Μα τι θα σου κόστιζε να μου πεις πως ήτανε συκοφαντίες ; ΠΕΡΙΚΟΛ: Τι; Πάλι τα ίδια αρχίσαμε ; ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Καλά – καλά ! Τέλειωσα ! Ας μη μιλάμε πια γι’ αυτό... Σε πιστεύω και δίχως να εξηγηθείς... Ωστόσο... κοίτα τι αδύνατο χαραχτήρα που έχω!.. ΠΕΡΙΚΟΛ: Στ’ αλήθεια, Εκλαμπρότατε, είναι ανάγκη να σας δείξω πόσο η ζήλεια σας εθόλωσε το νου ; Εμπρός, λοιπόν, ας θυμηθούμε τις κατηγορίες σας ! Α ! το κρεμεζί ατλαζωτό φουστάνι ;.. Θε και Κύριε, τι ιδέα! ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Ναι, γελοία πράματα· μα... ΠΕΡΙΚΟΛ: Μάλιστα, είναι αλήθεια πως έχω ένα κρεμεζί ατλαζωτό φουστάνι. Μα άλλο τόσο είν’ αλήθεια πως αγόρασα από τη γειτόνισσά μου, μια μαύρη, που την έχει σπιτωμένη ο λοχαγός Αγκουΐρε. Αν της το είχε χαρίσει το φουστάνι ο ερωμένος της ή κανένας άλλος... δεν το ξέρω. Η καμαριέρα μου, εκείνη έκλεισε τη συμφωνία και τη ρωτάτε, αν θέλετε.. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Δεν υπάρχει λόγος, παιδί μου! Σε πιστεύω! (Μέσα του) Α, βρωμοΜαρτινέθ! Θα μου την πληρώσεις τη ψευτιά σου. ΠΕΡΙΚΟΛ: Για την άλλη πάλι ιστορία με το λοχαγό Αγκουΐρε, τι να σας πω; Τέτοια πράματα γίνονται κάθε μέρα στη Λίμα κι ούτε μπορώ να τα εμποδίσω. Μ’ αλήθεια, τώρα που το συλλογίζομαι, θαρρώ πως εκείνη τη νύχτα, ίσα-ίσα, είχατε μείνει πολύ αργά σπίτι. μου και σουπάραμε. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Περικόλ, κούκλα μου, ούτε λέξη πια γι’ αυτά. Ντρέπομαι που τα θυμάμαι... Δόξα σοι ο Θεός, δε ζηλεύω πια... Έλεγες, λοιπόν, πως εκείνος ο ματαντόρ... ΠΕΡΙΚΟΛ: ... Καλές Πληροφορίες σας έδωσαν οι σπιούνοι σας και γι’ αυτόν! Είναι αλήθεια, πως δεν κρατήθηκα από το θαυμασμό μου στην τελευταία ταυρομαχία, όταν είδα την τέχνη του και το θάρρος του, γιατί μόλις έμπηξε το σπαθί του στο σβέρκο του ταύρου, σίγουρος για το αποτέλεσμα και χωρίς να καταδεχτεί καν να κοιτάξει αν τον είχε

Page 122: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

122 αποτελειώσει, έδωσ’ ένα σάλτο και γυρίζοντας τη ράχη του στον ταύρο, μου έκαμε μια χαιρετούρα πολύ χαριτωμένη για άνθρωπο της σειράς του. Εγώ αμέσως κατάλαβα, και έψαξα να βρω το πουγγί μου, για να του το ρίξω· μα δεν το είχα μαζί μου. Άρπαξα λοιπόν το πρώτο πολύτιμο πράγμα, που βρήκα απάνω μου. Ποτέ όμως δε θα μου περνούσε από το νου πως μπορούσαν να δώσουν ερωτική σημασία σ αυτό πούκαμα. Ένα μιγάδα! ένα ματαντόρ! Έναν άνθρωπο που πίνει και τρώει σκόρδο! Ω, Εκλαμπρότατε! ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Ναι, ναι, είχα άδικο, φως μου... Ωστόσο, αν ήμουν εγώ ο ταύρος, θα έβαζα όση δύναμη μου είχε μείνει και θα σου τον συγύριζα για καλά τον κύριο Ραμόν! ΠΕΡΙΚΟΛ: Τότε κι εγώ θα φώναζα: «Ζήτω ο ταύρος». ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Είσαι μούρλια! Ζήτησε μου ό,τι θέλεις... Γιατί δεν πιστεύω καθόλου πως μπάζεις στο σπίτι σου αυτόν τον Ραμόν, που τρώει σκόρδο! ΠΕΡΙΚΟΛ: Με συγχωρείτε ! Η Υψηλότης σας γνωρίζει ότι σε λίγο θα παίξω τον πρώτο ρόλο στην Κωμωδία του ποιητού Παρανσοδρέθ· Θα τραγουδήσω ένα τραγουδάκι, γραμμένο στη διάλεκτο των ανθρώπων αυτών, των μιγάδων· και για να ξεσηκώσω καλά την προφορά τους, φέρνω σπίτι μου τον Ραμόν, που έχει καλούτσικη φωνή βαρυτόνου και θα μπορούσε να τραγουδά όλη μέρα, φτάνει να του δίνεις να πίνει. Δύο λόγια μόνο θα προσθέσω ακόμα: Αν έχει μείνει στην Υψηλότητά σας η παραμικρή αμφιβολία, ας ξαποστείλει στον Παναμά το λοχαγό και το ματαντόρ στο Κούσκο. Μα αν έχει μαθευτεί το πράμα, πολύ φοβάμαι πως η εξορία τους θα δώσει αφορμή στους καλοθελητάδες να γελάσουν εις βάρος σας και εις βάρος μου. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Α! χρυσή μου Περικόλ, πως θα κάμω να ξεχάσεις... ΠΕΡΙΚΟΛ: Η αγάπη συγχωρεί πολλά. Θα συστήσω στην Υψηλότητά σας να φυλάγεται στο εξής από τους υπηρέτες, που δείχνουν τάχα μεγάλη αφοσίωση στους κυρίους των, ενώ, στ’ αλήθεια, μόνο το κακό τους θέλουν. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Πώς είπες ; ΠΕΡΙΚΟΛ: Δε θ’ αναφέρω ονόματα. Εγώ δε θα κάνω ποτέ τον καταδότη. Καθώς είμαι νέα, νόστιμη και θεατρίνα -δε μπορώ ν’ αποφύγω διάφορες αναιδείς προτάσεις. Και μου φαίνεται πως κάποιος νεαρός ξυπασμένος, που τον τιμάτε με την εμπιστοσύνη σας, και που εγώ τον πέταξα όξω από τα παρασκήνια, Θα σας έχει σερβίρει όλα αυτά τα ωραία παραμύθια. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Βρε τον αλιτήριο! Καλά τόλεγα εγώ πάντα! Βρε το κτήνος, ακούς εκεί! Τόλμησε να σου ριχτεί ! Για τον Μαρτινέθ δε μιλούσες; ΠΕΡΙΚΟΛ: Κανενός το κακό δε θέλω. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Α ! Παλιάνθρωπε ! Όχι στο Γκάρθι Βασκέζ. Στη φυλακή του Καλλιάο θα πας, και ο διάβολος να με πάρει, αν θα βγεις από κει μέσα ! ΠΕΡΙΚΟΛ: Εγώ δεν είπα τίποτα κακό για τον άνθρωπο. Από πού το βγάζετε πως αυτόν είχα στο νου μου ; ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Άστα σε μένα. Ξέρω εγώ τι λέω... Μα μου ζήτησες, νομίζω, παιδί μου, την καρότσα μου ;.. Χμ ! Ξέρεις... ΠΕΡΙΚΟΛ: Μην το αναφέρετε πια! Είμαι τόσο ευτυχισμένη τώρα, που δεν έχασα την αγάπη σας... ΛΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Μα αλήθεια, θα σ’ ευχαριστούσε τόσο πολύ ; Κοίτα να δεις, μικρούλα μου... ΠΕΡΙΚΟΛ: Ναι, πολύ θα τόθελα... Μα, ύστερ’ απ’ αυτή τη φοβερή συζήτηση, άλλαξα γνώμη... ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Λογάριαζες πως θα σου την έδινα... Μα να! διάολε! η καρότσα... όχι πως τη θέλω εγώ... όμως, τι στο διάολο θα πουν, όταν... ΠΕΡΙΚΟΛ: Φτάνει πια! Έπειτα, είναι πολύ αργά, για να πάω στην τελετή. Δεν προφταίνω...

Page 123: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

123 ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Έννοια σου και τ’ άλογά μου τρέχουν καλά... Τους συμβούλους φοβάμαι μόνο, π’ ανάθεμά τους. Εκείνος ο Πέδρο Χινογιόζα... Θα τα παρουσιάσει, όπως θέλει αυτός... ΠΕΡΙΚΟΛ: Δε σας χωνεύει, επειδή ο λαός σας αγαπά... Μα θα σου κοστίσει πολύ να σας κάνω να τα χαλάσετε μαζί του. Φαίνεται πως είναι άνθρωπος, που δε χωρατεύει... ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: (αφού σκεφθεί λίγο) Ας πει ό,τι θέλει! Μη δεν είμ’ ελεύθερος να χαρίζω ό,τι μου ανήκει κα σε όποιον μου αρέσει; ΠΕΡΙΚΟΛ: Όχι, για το Θεό! Το καλοσυλλογίστηκα πόσο παράλογη ήταν η αξίωσή μου, και ντρέπομαι τώρα. που σας έγινα φόρτωμα. Κι έπειτα, κρατιόμουνα τόσο πολύ πρωτύτερα, για να μην κλάψω... που μεγαλύτερη όρεξη έχω να πέσω στο κρεβάτι, να ησυχάσουν τα νεύρα μου, παρά να πάω περίπατο. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Την καημενούλα, πως μ’ αγαπάει! Όχι,. κόρη μου, πρέπει να βγεις να πάρεις αέρα, θα σου κάμει καλό. Ο Πινέδα εμένα μου συσταίνει να βγαίνω με τ’ αμάξι, όταν με πιάνουν τα νεύρα μου... Έλα, κούκλα μου, χάρισμά σου η καρότσα. Πες τους έξω, για να ζέψουν αμέσως. ΠΕΡΙΚΟΛ: Για το Θεό, Εκλαμπρότατε, σκεφθείτε το καλά. Παραείσαστε καλός τώρα, όπως πρωτύτερα παραείσαστε άδικος! ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Πες τους, σου λέω! Θέλω να σκάσουν από τη ζήλεια σι εχθροί σου. Άλογα, καρότσα κι αμαξάς ανήκουν πια σε σένα. ΠΕΡΙΚΟΛ: Μα... ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Τέλος πάντων, αν δε δεχθείς το δώρο, θα πει πως μου κρατάς ακόμα κάκια. ΠΕΡΙΚΟΛ: Αφού το παίρνετ’ έτσι, δε μπορώ να σας αρνηθώ... Αλήθεια τα έχω χαμένα... (Πηγαίνει στην πόρτα και φωνάζει προς τα έξω) Να ζέψουν αμέσως τ’ άσπρα τ’ άλογα στην καινούρια καρότσα ! ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Το καημενάκι ! Πως χτυπά η καρδούλα της ! Λοιπόν μου είσαι ακόμα κακιωμενη; ΠΕΡΙΚΟΛ: Πως να μη μου αγγίξει την καρδιά η Τόση σας καλοσύνη, Υψηλότατε!.. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Δεν αφήνεις τα Υψηλότατε! Πες με, όπως με λες καμιά φορά. ΠΕΡΙΚΟΛ: Καλά, Αντρές! Μου έδωσες πολύ μεγάλη πίκρα και πολύ μεγάλη χαρά σήμερα. ΛΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Φίλησε με, άγγελέ μου. Έτσι, σ’ αγαπώ. Να ! Βλέπεις, με την Περικόλ μου δε θέλω νάμαι αντιβασιλιάς. Κακιά, για θυμήσου πόσο λίγο είπες πως αξίζουν οι αντιβασιλιάδες στον έρωτα... ΠΕΡΙΚΟΛ: Έλα, το ξέρεις πολύ καλά πως για μένα είσαι ο Αντρές, κι όχι ο αντιβασιλιάς του Περού. Κοίτα τι ωραία κεντητά γοβάκια μου έφτιαξε ο Μαρίνο... Είναι ο παπουτσής, που σου είχα μιλήσει κάποτε για τον ανεψιό του. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Τι ωραίο ποδαράκι! Χωράει όλο μέσα στη φούχτα μου. Αλήθεια, έλεγες πως ο ανεψιός του είναι πολύ μυαλωμένο παλικάρι. Τον παίρνω στην υπηρεσία μου, στη θέση του Μαρτινέθ. ΠΕΡΙΚΟΛ: Όχι, κανείς δε θέλω να χάσει τη θέση του εξ αιτίας μου. Κι’ έπειτα, ο Μαρτινέθ σας είναι χρήσιμος. Κάνει καλά ραπόρτα. ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Του το φυλάς, κατεργάρα! Έλα, έλα. Στο Καλλιάο θα κοιμηθεί απόψε. Εμπρός, πήγαινε, φως μου, και καλή διασκέδαση! Και να γυρίσεις, μόλις τελειώσει η τελετή. Αν σου κάνει κανείς καμιά προστυχιά, κοίτα μη μου το κρύψεις... Να πάρ’ η οργή. Θα σου τους συγυρίσω εγώ αυτούς τους κυρίους... Στάσου, τα διαμαντικά σου ! Τα ξέχασες; Έλα πιο κοντά, να σου κουμπώσω το περιδέραιο... Αχ, είσαι θεσπέσια σήμερα!

Page 124: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

124 ΠΕΡΙΚΟΛ: Παίρνω μαζί μου, τώρα, κάτι πιο πολύτιμο απ’ τα διαμάντια τούτα: Την αγάπη σου και την εμπιστοσύνη σου.

(Βγαίνει)

Page 125: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

125

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετάφραση: ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

ΟΟ ΜΜΙΙΣΣΑΑΝΝΘΘΡΡΩΩΠΠΟΟΣΣ

Πράξη 1η – Σκηνή 2η

(Ο Φιλώτας κι ο Άλκης – Μισάνθρωπος – μιλούν, μπαίνει ο Ορόντας) ΟΡΟΝΤΑΣ: Έμαθα πως εβγήκε η Σελιμένη μαζί με την Ελιάνθη να ψωνίσουν και πως εσείς εδώ την περιμένετε. Έτρεξα το λοιπόν εφτύς απάνω, για να σας πω με ειλικρινή καρδιά πόσον από καιρό σας εχτιμάω και φίλος σας επιθυμώ να γίνω. Αξίζουν οι καρδιές μας να ενωθούνε με το δεσμό της πιο θερμής φιλίας. Φίλον τόσο πιστό και της δικιάς μου σειράς δε στέκει να τον αρνηθείτε.

(Όσο μιλεί ο Ορόντας, ο Άλκης μένει βυθισμένος στη συλλογή και μοιάζει σα να μην κατάλαβε, πώς σ’ αφτόνε μιλούνε. Τότε μονάχα βγαίνει από τη συλλογή τον, όταν ό

Ορόντας του μιλάει) Κύριε, παρακαλώ, σε σας μιλάω. ΑΛΚΗΣ: Σε μένα, κύριε; ΟΡΟΝΤΑΣ: Ναι ! Σας ενοχλώ; ΑΛΚΗΣ: Όχι, καθόλου! Απόρεσα μονάχα. Τόσο τρανή τιμή δεν την περίμενα. ΟΡΟΝΤΑΣ: Μα γιατί ν’ απορέσετε ; ΙΙοιος άλλος την αξίζει στον κόσμο, όσον εσείς ; ΑΛΚΗΣ: Κύριε... ΟΡΟΝΤΑΣ: Κανείς δεν είναι σ τη Γαλλία καλύτερος από την αφεντιά σας.

Page 126: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

126ΑΛΚΗΣ: Κύριε.... ΟΡΟΝΤΑΣ: Ναι. Με κανένα δε συγκρίνεστε, Απ’ όλους τους σπουδαίους είσαστε πρώτος. Α Λ Κ Η Σ: Κύριε... ΟΡΟΝΤΑΣ: Τ’ αστροπελέκι να με κάψει, αν ψέματα σας λέω. Για να σας δείξω την άμετρην αγάπη μου, δεχτείτε να σας σφιχταγκαλιάσω· και μια θέση δόστε μου μέσα στην καλή καρδιά σας. Το χέρι σας, παρακαλώ. Και φίλοι παντοτινοί κι αχώριστοι. ΑΛΚΗΣ: Μα, κύριε !... ΟΡΟΝΤΑΣ: Αι ; Πώς ; Αρνιέστε ; ΑΛΚΗΣ: Μα πολύ μεγάλη μου κάνετε τιμή κ’ εγώ νομίζω, πως η φιλία δεν είν’ έφκολο πράμα και την προδίνουν όσοι με το πρώτο και σ’ όποιον λάχει την προσφέρνουν έτσι. Χρειάζεται προσοχή πολλή και γνώση. Πριν αγαπήσεις, πρέπει να γνωρίσεις. Μπορεί να μην ταιριάζουν τα αίματά μας κι αντίς για φίλοι εγκάρδιοι, οχτροί να γίνουμε. ΟΡΟΝΤΑΣ: Διάβολε! Γνωστικά πολύ τα λέτε και πιο πολύ από πρώτα σας θαβμάζω. Λοιπόν ας μπιστεφτούμε στον καιρό να μας ενώσει κάποτε. Και τώρα είμαι στους ορισμούς σας. Ό,τι θέλετε ! Θέλετε να μιλήσω στο παλάτι για λόγου σας ; Πολύ με λογαριάζει ό βασιλιάς και πάντοτε μ’ ακούει μ’ εμπιστοσύνη σ’ όλα τα ζητήματα. Σας ξαναλέω : στους ορισμούς σας είμαι. Έχετε τόσο φωτεινό μυαλό, που θέλω — πρώτο δείγμα της φιλίας — να σας διαβάσω ένα σοννέτο. Μόλις το τέλειωσα. Και. θέλω να μου πείτε

Page 127: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

127τη γνώμη σας, πριν το τυπώσω. ΑΛΚΗΣ: Κύριε... Μα δεν καταλαβαίνω εγώ από τέτοια. Άδικα μην κοπιάζετε. ΟΡΟΝΤΑΣ: Γιατί ; ΑΛΚΗΣ: Γιατ’ έχω το κακό συνήθιο να μαι πιότερο απ’ όσο στέκει ειλικρινής. ΟΡΟΝΤΑΣ: Αφτό θέλω κ’ εγώ. Θα πειραζόμουν, αν αντίς να μου πείτε ορθά κοφτά τη γνώμη σας, μου λέγατε άλλ’ αντ’ άλλων. ΑΛΚΗΣ: Αφού το θέλετ’ έτσι, εμπρός ! Ακούω. ΟΡΟΝΤΑΣ: «Ελπίς». Έτσι είναι ό τίτλος. Το έχω γράψει για μια κυρία, που μου δωκεν ελπίδες. Αν οι στίχοι δεν είναι μεγαλόστομοι, είναι όμως τρυφεροί κα μελωμένοι. ΑΛΚΗΣ: Θα ιδούμε. ΟΡΟΝΤΑΣ: Μα δεν ξέρω, αν είναι το ύφος του σοννέτου μου απλό κι εφκολονόητο κι αν οι λέξεις είναι καλά βαλμένες. ΑΛΚΗΣ: Θα ιδούμε, Κύριε. ΟΡΟΝΤΑΣ: Και σας βεβαιώνω, πως το γραψα μονάχα σ’ να τέταρτο. ΑΛΚΗΣ: Η ώρα καμιά δεν έχει σημασία. ΟΡΟΝΤΑΣ (Διαβάζει): Άγει και φέρει με η ελπίς, ματαία ελπίς ! Ώσπερ λεπίς εν τοις εγκάτοις μσυ σφηνούται, αφού ποσώς; δεν πραγματούται.

Page 128: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

128ΦΙΛΩΤΑΣ: Ή πρώτη σας στροφή με καταμάγεψε ! ΑΛΚΗΣ (Χαμηλόφωνα στο Φιλώτα): Τήνε βρίσκεις ωραία ; Δεν κοκκινίζεις ; ΟΡΟΝΤΑΣ: Απέναντί μου, ωραία Φυλλίς, είσαι φιλόφρων, αφελής. Αν ολιγώτερον πως ήσο, θα ήτο δυσχερές να ελπίσω. ΦΙΛΩΤΑΣ: Ω ! Τι λεπτά κ’ εβγενικά τα λέτε! ΑΛΚΗΣ (Στο Φιλώτα): Πώς, διάβολε, παινάς τέτοιες βλακείες ; ΟΡΟΝΤΑΣ: Αν ούτω πως αγωνιών μάτην προσμένω έτη όλα, με της ελπίδος τον ιόν θέλω τινάξει φευ ! τα κώλα. Ελπίς, ω λέξις θεσπεσία, κατάντησες απελπισία! ΦΙΛΩΤΑΣ: Θαβμάσιο τέλος, έξοχο, σπουδαίο ! ΑΛΚΗΣ (Χαμηλόφωνα στο Φιλώτα): Σωστή πανούκλα! Κι άμποτε να σ’ έβρει τέτοια πανούκλα, τρισκαταραμενε ! ΦΙΛΩΤΑΣ: Δε ματάκουσα στίχους τόσο ωραίους. ΑΛΚΗΣ (Χωριστά): Διάβολε! ΟΡΟΝΤΑΣ: Μα, θαρρώ, με κολακέβετε. ΦΙΛΩΤΑΣ: Καθόλου! ΑΛΚΗΣ (Χαμηλόφωνα μόνος του): Τι λοιπόν κάνεις, Ιούδα; ΟΡΟΝΤΑΣ (Στον Άλκη): Και σεις τη συμφωνία μας μην ξεχνάτε. Μιλήστε μου λοιπόν ειλικρινά.

Page 129: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

129 ΑΛΚΗΣ: Πολύ λεπτό και δύσκολο το θέμα. Όλοι θαρρούν, πως είναι ταλαντούχοι. Μα κάποτε σε κάποιον (κρύβω τ’ όνομα) πού μου διάβαζε στίχους του, είπα φόρα, πως πρέπει κάθε κύριος σοβαρός να μπορεί να κρατάει τον εαφτό του, άμα τον πιάν’ η τρομερή φαγούρα να μουντζουρώνει το χαρτί· να βάζει φρένο στη τάχα εσώψυχην ορμή του, που τόνε σπρώχνει στη μωρολογιά· και διόλου να μη βιάζονταν να δείχνει τα γραφτά του, τι καταντάει γελοίος. ΟΡΟΝΤΑΣ: Μου δίνετε μ’ αφτά να καταλάβω, πως δε θα πρεπ’ εγώ... ΑΛΚΗΣ: Δεν είπ’ αφτό. Στον άλλον είπα : τα σαχλά ποιήματα μας θανατώνουν απ’ ανία και πλήξη. Και φτάν’ η λόξα αφτή του, για να χάσει ο κάθε κύριος την υπόληψή του. Ένα κουσούρι αν έχεις και χιλιάδες αρετές, οι άλλοι βλέπουν το κουσούρι. ΟΡΟΝΤΑΣ: Μήπως και το δικό μου το σοννέτο έχει ψεγάδια; ΑΛΚΗΣ: Μα δεν είπ’ αφτό ! Για να του κόψω τη στιχομανία, του δειξα πόσοι καθώς πρέπει κύριοι στα χρόνια μας γενήκανε ρεζίλι. ΟΡΟΝΤΑΣ: Γράφω κ’ εγώ κακά; Τούς μοιάζω τάχα; ΑΛΚΗΣ: Δεν είπ’ αφτό, παρά στον άλλον είπα : τι σ’ αναγκάζει να σκαρώνεις ρίμες ; Ποιος σατανάς σε βάζει και τυπώνεις ; Τον κακομοίρη, που άσκημα βιβλία τυπώνει για να βγάλει το ψωμί του, τoν συχωρνάμε, ας είναι ! Μα τους άλλους ; Στον κακό πειρασμό αντιστάσου, κύριε, μην ενοχλής τον κόσμο, δε σου φταίει. Μην καταστρέφεις την καλή την γνώμη,

Page 130: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

130πού έχουν όλοι για σένα στο παλάτι, μόνα για να σου δώσει ό τυπογράφος του μωρού και γελοίου γραφιά τον τίτλο. Έτσι είπα, αλλ’ αν κατάλαβε, δεν ξέρω ! ΟΡΟΝΤΑΣ: Όλ’ αφτά γνωστικά πολύ τα βρίσκω, μα τι σχέση με το σοννέτο μου έχουν ; ΑΛΚΗΣ: Στο συρτάρι σας κλείστε το για πάντα. Μιμηθήκατε πρότυπα γελοία. Η φράση σας δεν έχει φυσικότητα : Τι ναι τούτο : «ελπίς ώσπερ λεπίς». Και τούτο : «αν ολιγώτερόν πως ήσο» και τ’ άλλο αφτό : «ω ελπίς - απελπισία»; Ύφος μακαρονίστικο, μεγάλη εκζήτηση και ματαιοφροσύνη. Παιχνίδια λέξεων, στόμφος και προσποίηση. Έτσι δεν ομιλεί ποτές η Αλήθεια ! Ω ! Το φριχτό της εποχής μας γούστο ! Είχανε πιο πολύ οι παλιότεροί μας. Ό,τι θαμάζουν οι καιροί μας δε φτάνει ετούτο το παλιό τραγούδι : Αν μου χαοίσει το Παρίσι ο βασιλιάς με το σκοπό παντοτινά να με χωρίσει απ’ τη γυναίκα, π’ αγαπώ, αλλού, θαν του λεγα, να ορίσει και να κρατήσει το Παρίσι κ’ εγώ κρατώ την αγαπώ γι’ αυτήν τρελαίνομαι πω ! πω ! Ύφος απλό και γλώσσ’ απλή, μα πόσο ανώτερον απ’ όλα τα στριμένα τής μόδας, που σου πρήζουν το σηκώτι ! Τι λαγαρό το πάθος αναβλύζει ! Αν μου χαρίσει το Παρίσι ο βασιλιάς με το σκοπό παντοτινά να με χωρίσει απ’ την γυναίκα π’ αγαπώ, αλλού, θαν του λεγα, να ορίσει και να κρατήσει το Παρίσι κ εγώ κρατώ την αγαπώ, γι’ αυτήν τρελαίνομαι, πω, πω ! Έτσι μιλάει καρδιά συγκινημενη. (Στο Φιλώτα που γελά) Τι γελάς και τον έξυπνο μας κάνεις ; Το προτιμώ στ’ αλήθεια απ’ όλα εκείνα τα ψέφτικα και τα γεμάτα πόζα και περιττά στολίδια — τα δικά σας !

Page 131: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

131 ΟΡΟΝΤΑΣ: Ωστόσο είναι καλοί οι δικοί μου στίχοι. ΑΛΚΗΣ: Δικαιωμά σας να τους κρίνετε έτσι, μα πρέπει να δεχτείτε, πως κ εμένα δικαιωμά μου αντίθετα να κρίνω. ΟΡΟΝΤΑΣ: Φτάνει, πού συμφωνούν μ’ εμένα οι άλλοι. ΑΛΚΗΣ: Δεν ξέρω να υποκρίνομαι σα δάφτους. ΟΡΟΝΤΑΣ: Η κρίση σας καθόλου δε λαθέβει ; ΑΛΚΗΣ: Ναι, θα λάθεβεν, αν σας επαινούσα ! ΟΡΟΝΤΑΣ: Δεν έχω ανάγκη από τον έπαινό σας ! ΑΛΚΗΣ: Ανάγκη να μην έχετε, έτσι πρέπει.. ΟΡΟΝΤΑΣ: Είμαι περίεργος να βλεπα τι στίχους θα κάνατε κ’ εσείς σ’ αφτό το θέμα. ΑΛΚΗΣ: Έτσι κακούς θε να κανα χιλιάδες, μα κανενού δεν ήθελα τούς δείξει. ΟΡΟΝΤΑΣ: Μεγάλη αφτοπεποίθηση και ιδέα... ΑΛΚΗΣ: Αλλού να πάτε να σας λιβανίσουν. ΟΡΟΝΤΑΣ: Πιο χαμηλά τον τόνο, μικρέ κύριε. ΑΛΚΗΣ: Ο τόνος μου σωστός, μεγάλε κύριε ! ΦΙΛΩΤΑΣ (Μπαίνει στη μέση): Κύριοι, Το παρακάνετε, ησυχάστε. ΟΡΟΝΤΑΣ:

Page 132: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

132Έκανα λάθος. Τώρα σας αφήνω. Δούλος σας, κύριε, με όλην την καρδιά μου. ΑΛΚΗΣ: Ω ! κ’ εγώ ταπεινότατός σας δούλος.

(Ο Ορόντας φεύγει)

Page 133: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

133

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετάφραση: ΚΩΣΤΗΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

ΟΟ ΜΜΙΙΣΣΑΑΝΝΘΘΡΡΩΩΠΠΟΟΣΣ

Πράξη 2η – Σκηνή 1η

(Ο Άλκης κατακρίνει τη Σελιμένη) ΑΛΚΗΣ : Να σας μιλήσω καθαρά, κυρία ; Καθόλου δε μ’ αρέσ’ ή διαγωγή σας κι ακράτητην οργή βαθιά μου ανάβει και λέω να τα χαλάσουμε, έτσι πρέπει. Συντομ’ αργά, θα γίνει αφτο μια μέρα. Χίλιους όρκους κι αν κάνω, πως δε θέλω, δεν μπορώ ν’ αποφύγω το μοιραίο. Σ Ε Λ Ι Μ Ε Ν Η : Λοιπόν, για να μου στήσετε καβγά, με φέρατε στέκουνο σπίτι μου, όπως βλέπω ; Λ Α Κ Η Σ : Δε σας στήνω καβγά. Σας λέω μονάχα, πως ανοίγετε αμέσως την καρδιά σας σ’ όποιον λάχει. Πολλοί σας ερωτέβονται, σας κυνηγούνε. Δεν τ’ ανέχομαι, όχι ! Σ Ε Λ Ι Μ Ε Ν Η : Κι αν πολλοί μ’ έρωτέβονται, Τι φταίω ; Νά τούς μποδίσω να με βρίσκουν όμορφη ; Κι όταν μπροστά μου βλέπω και λιγώνονται, νά παίρνω το ραβδί και να τους διώχνω ; ΑΛΚΗΣ : Όχι ραβδί ! Η καρδιά σας να μην είταν τόσο πρόθυμη κ’ έφκολη για δάφτους. Όπου να πατε, η χάρη σας μαγέβει κι όσους τραβάνε τα γλυκά σας μάτια, ο τρόπος ο καλός σας τους κρατάει. Ο τρόπος σας αποτελειώνει το έργο της ομορφιάς σας κι όσοι τ’ άρματα τους σας παραδίνουν, σκλάβοι σας για πάντα. Σ’ όλους γέλια χαρίζετε κ’ ελπίδες κ’ έτσι κανείς δε φέβγει από κοντά σας. Άν δείχνατε πιο λίγην καλωσύνη, το κοπάδι τους όλο θα σκορπούσε. Μα πείτε μου, τι βρίσκετ’ επί τέλους του Κλείτανδρου και τόσο σας αρέσει ;

Page 134: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

134Μα ποιαν αξία, ποιαν αρετή σπουδαία μπόρεσε να κερδίσει την καρδιά σας ; Μήπως με κείνο το μακρύ νυχάκι του μικρού δαχτυλιού του σας μαγέβει ; Μήπως και σας, καθώς και τόσες άλλες, η ξανθιά του περούκα σας θαμπώνει ; Μην οι φαρδιές πτυχές της φορεσιάς του κ’ οι πλούσιες του μεταξωτές κορδέλες ή το πλατύ και φουσκωτό βρακί του κατώρθωσαν, κυρία νά σας σκλαβώσουν ; Μην το γέλιο κ’ ή σφυριχτή λαλιά του δονήσανε τις πιο λεπτές χορδές σας ; ΣΕΛΙΜΕΝΗ : Αχ ! άδικα πολύ τον υποψιάζεστε ! Δεν ξέρετε γιατί τόν καλοπιάνω ; Για τη δίκη μου, λέει, θα ξεσηκώσει τούς φίλους του όλους να ενδιαφερθούνε. ΑΛΚΗΣ : Κάλλιο, κυρία, να χάσετε τη δίκη παρα να καλοπιασετ’ ένα εχτρό μου. ΣΕΛΙΜΕΝΗ : Μα εσείς όλο το σύμπαν το ζηλέβετε ! ΑΛΚΗΣ : Σ’ όλο το σύμπαν είσαστε καλόβολη. ΣΕΛΙΜΕΝΗ : Αφτό το πράμα θα πρεπε ίσα ισα να σας καθησυχάσει. Ενώ αν δειχνόμουν καλόβολη σ’ έναν μονάχα, τότε θα χατε πολύ δίκιο να ζηλέβετε. ΑΛΚΗΣ : Ζηλέβω δίκια, αφού σ’ εμέ δε δίνετε τίποτα παραπάνου από τους άλλους. ΣΕΛΙΜΕΝΗ : Την εφτυχία, πως είστε ο αγαπημένος μου. ΑΛΚΗΣ : Και πώς νά το πιστέψει αφτό ηκαρδιά μου ; ΣΕΛΙΜΕΝΗ : Αφού μονάχα σας το λέω, νομίζω, πως τούτ’ η ομολογία σας παραφτάνει. ΑΛΚΗΣ : Πολύ καλά, μα ποιος μέ βεβαιώνει,

Page 135: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

135πως δε λέτε τα ίδια και στους άλλους ; ΣΕΛΙΜΕΝΗ : Χαριτωμένο κομπλιμέντο, άλήθεια, κ’ έβγενικό πολύ το φέρσιμό σας ! Λοιπόν για να σας βγάλω απ’ τη σκοτούρα, ό,τι σας είπα, τώρα τό ξελέω. Κ’ έτσι κανείς δε θα σας απατάει παρά μονάχα έσείς τόν εαφτό σας. Είστ’ εφχαριστημένος ; Α Λ Κ Η Σ : Δεν μπορώ να μη σας αγαπάω. Αν το κατάφερνα την καρδιά μου νά ξαναπάρω πίσω, το Θεό γονατιστός θα εφχαριστούσα ! Ό,τι μπορώ το κάνω, για να σπάσω την άλυσο, που δένει με μαζί σας, μα ως τώρα παν οι κόποι μου χαμένοι θα χω αμαρτίες πολλές και τις πλερώνω. Σ Ε Λ Ι Μ Ε Ν Η : Σεις μ’ αγαπάτε, όσο κανείς στον κόσμο. Α Λ Κ Η Σ : Στην αγάπη κανένας δε με φτάνει. Ο νους δεν το χωράει ! Ποτέ, κανένας δεν αγάπησε τόσο σαν και μένα. Σ Ε Λ Ι Μ Ε Ν Η : Έχετε ωστόσο μέθοδο δικιά σας : να τσακώνεστε μ’ όποιους αγαπάτε. Ξεσπάει όλ’ η φωτιά σας σε πικρόλογα — τέτοια γκρινιάρα αγάπη δε ματαείδα. Α Λ Κ Η Σ : Στο χέρι σας, είναι κυρία, ν’ αλλάξω. Ας πάψουμε, παρακαλώ, τή γκρίνια κ’ ειλικρινά άς μιλήσουμε, να ιδούμε...

Page 136: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

136

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετάφραση: ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ν. ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗΣ

ΟΟ ΚΚΑΑΤΤΑΑ ΦΦΑΑΝΝΤΤΑΑΣΣΙΙΑΑΝΝ ΑΑΣΣΘΘΕΕΝΝΗΗΣΣ

Πράξη 1η – Σκηνή 4η

(Μπαίνει η Αγγελική και με βλέμμα λιγωμένο λέει στην Τουανέττα) ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Τουανέττα ! ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Τι ; ΑΙΤΕΛΙΚΗ : Για κοίταξέ με λιγάκι. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Λοιπόν, σας κοιτάω. ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Τουανέττα ! ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Ε, τι λοιπόν, «Τουανέττα» ;... ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Δε το μαντεύεις για ποιο πράμα θέλω να σου μιλήσω ; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Μα θέλει και ρώτημα ; για το νεαρό μας φίλο. Γιατί, έξη μέρες τώρα, όλο γι’ αυτόν κουβεντιάζοιμε και χαλάει το κέφι σας άμα πάψουμε να μιλάμε γι’ αυτόν. ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Αφού το ξέρεις το λοιπόν, γιατί δεν αρχίζεις πρώτη εσύ να μου μιλάς γι’ αυτόν, να με γλιτώνεις κι απ’ τον κόπο να σε φέρνω στην κουβέντα ; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Δε μου δίνετε τον καιρό. Έχετε πάντα τόση προθυμία ν’ ανοίγετε αυτή την κουβέντα, που δεν μπορώ να σας προλάβω. ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Σου τ’ ομολογώ, πως δε θα κουραζόμουνα ποτές να σου μιλάω γι’ αυτόν, και πως η καρδιά μου βρίσκει αφορμή κάθε στιγμή ν’ ανοίγεται ολόθερμα σε σένα. Μα, πες μου, Τουεννέττα, καταδικάζεις τα αισθήματα που έχω γι’ αυτόν ; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Κάθε άλλο ! ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Έχω δικιο να παραδίνουμαι σ’ αυτές τις γλυκειές συγκινήσεις ; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Δε λέω αυτό. ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Και θα ’θελες να μένω αναίσθητη μπροστά στις τρυφερές του εδηλώσεις και στο φλογερό πάθος που έχει για μένα ; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Θεός φυλάξοι ! ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Πες μου λιγάκι : δε βρίσκεις, όπως κι εγώ, κάτι το Ουράνιο, κάτι σαν ενέργεια της μοίρας στην αναπάντεχη περιπέτεια της γνωριμίας μας ; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Ναι. ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Δε νομίζεις πως αυτή η πράξη του, να αναλάβει θερμά την υπεράσπισή μου χωρίς να με γνωρίζει, δείχνει άνθρωπο ολότελα ξεχωριστό ; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Ναι. ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Και ότι είν’ αδύνατο να φερθεί κανείς πιο ευγενικά ; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Συμφωνώ. ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Και πως έκανε όλα τούτα με την πιο μεγάλη προθυμία ; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Ω ! ναι. ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Δε βρίσκεις, Τουανέττα, πως είναι λεβεντόπαιδο ; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Βεβαιότατα ! ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Πως έχει τρόπους πολύ αριστοκρατικούς ; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Χωρίς αμφιβολία. ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Πως τα λόγια του κ’ οι πράξεις του έχουν κάτι το πολύ εύγενικό ; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Κι αυτό είναι βέβαιο. ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Πως δεν μπορείς ν’ ακούσεις λόγια πιο φλογερά από κείνα που μου λέει ; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Αλήθεια.

Page 137: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

137 ΑΓΓΕΑΛΙΚΗ : Και πως τίποτα δεν είναι πιο σκληρό από τον αναγκαστικό περιορισμό, που δε μας επιτρέπει ν’ ανταμώσουμε κείνος κι εγώ, να πούμε τους φλογερούς πόθους που μας ειμπνέει ο Θεός ; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Έχετε δίκιο. ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Αλλά, καλή μου Τουανέττα νομίζεις πως μ’ αγαπάει όσο μου λέει ; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Ε ! έ ! Τι να σας πω ; Αύτά τα πράματα καμιά φορά., θέλουνε κάποια σιγουριά. Οι προσποιητές αγάπες μοιάζουν πολύ με τις αληθινές. Κι έχω δει ως τώρα μεγάλους ηθοποιούς στα τέτοια. ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Α ! Τσυανέττα. Τ’ είν’ αυτά που μου λες ; Αλίμονο ! με τον τρόπο που μιλάει, είναι ποτέ δυνατό να μη μου λέει την αλήθεια ; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Οπωσδήποτε, αυτό θα το ξεδιαλύνετε πολύ σύντομα. Εκείνο που σας έγραψε χτες, πως θα σας ζητήσει σε γάμο, γρήγορα θα φανεί αν είν’ αλήθεια ή όχι. Αυτό θα είναι η καλύτερη απόδειξη. ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Α ! Τουανέττα, αν αυτός με ξεγελάει, δε θα πιστέψω πια κανέναν άντρα,, στον αιώνα τον άπαντα. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Να. Ξανάρχεται ο πατέρας σας.

Page 138: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

138

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετάφραση: ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ν. ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗΣ

ΟΟ ΚΚΑΑΤΤΑΑ ΦΦΑΑΝΝΤΤΑΑΣΣΙΙΑΑΝΝ ΑΑΣΣΘΘΕΕΝΝΗΗΣΣ

Πράξη 1η – Σκηνή 6η και 7η

(Μπαίνει η Μπελίνα την ώρα που μόλις ο Αργκάν έχει καβγαδίσει με την Τουανέττα) ΑΡΓΚΑΝ : Α, γυναικούλα μου!, έλα κοντά μου. ΜΠΕΛΙΝΑ : Τι έχεις καλέ μου αντρούλη ; ΑΡΓΚΑΝ : Έλα δω, βόηθα με. ΜΠΕΛΙΝΑ : Μα τι τρέχει λοιπόν, παιδάκι μου ; ΑΡΓΚΑΝ : Αγάπη μου ! ΜΠΕΛΙΝΑ : Έρωτά μου ! ΑΡΓΚΑΝ : Με στενοχωρέσανε τώρα δα, κ’ ανέβηκε το αίμα να με πνίξει. ΜΠΈΛΙΝΑ : Ω ! τον καημένο τον αντρούλη μου ! Και πώς γίνηκε αυτό ; ΑΡΓΚΑΝ : Η Τουανέττα σου, το παλιογύναικο έγινε αδιάντροπη όσο ποτές. ΜΠΕΛΙΝΑ : Έλα, λοιπόν. Μη σε παραπαίρνει ό θυμός. ΑΡΓΚΑΝ : Μ’ έκανε να λυσσάξω, αγάπη μου. ΜΠΕΛΙΝΑ : Ήσυχα, παιδάκι μου. ΑΡΓΚΑΝ : Εναντιωνότανε μια ώρα τώρα στα σχέδιά μου. ΜΠΕΛΙΝΑ : Μα, έλα δα. Ησύχασε. ΑΡΓΚΑΝ : Είχε και την αναίδεια να μου πει πως δεν είμαι καθόλου άρρωστος. ΜΠΕΛΙΝΑ : Είναι αδιάντροπη. ΑΡΓΚΑΝ : Εσύ το ξέρεις, αγάπη μου, το τι υποφέρω, ε ; ΜΠΕΛΙΝΑ : Ναι, καρδούλα μου. έχει άδικο. ΑΡΓΚΑΝ : Αγάπη μου. τούτο δώ το παλιογύναικο θα με βγάλει απ’ τη μέση. ΜΠΕΛΙΝΑ : Όχι δα! ... Κούφια, η ώρα που τ’ ακού ! ΑΡΓΚΑΝ : Αυτή είναι ή αιτία για όλη τη χολή που βγάζω. ΜΠΕΛΙΝΑ : Μα, μη στενοχωριέσαι δα τόσο πολύ ! ΑΡΓΚΑΝ : Κι’ οπωσδήποτε, να μου κάνεις τη χάρη να τηνε διώξεις. ΜΠΕΛΙΝΑ : Θεέ μου ! Μα παιδάκι μου, δεν υπάρχουν υπηρέτες και υπηρέτριες που να μην έχουν τα ελαττώματά τους. Είμαστε αναγκασμένοι μερικές φορές να υπομένουμε τα κακά τους φυσικά για τα καλά τους. Τούτη δω είναι άξια, περιποιητική, πρόθυμη και προπάντων τίμια. Και ξέρεις πως χρειάζεται σήμερα μεγάλη προσοχή για να βρεις τον άνθρωπο που θέλεις. (φωνάζει) Τουανέττα ! ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Κυρία ; ΜΠΕΛΙΝΑ : Γιατί λοιπόν κάνεις τον αντρούλη μου να θυμώνει ; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : (Με γλυκό τρόπο) Εγώ, Κυρία ; Αλίμονο ! Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να μου πείτε. Εγώ δε σκέφτομαι τίποτ’ άλλο, παρά πώς να ευχαριστώ τον Κύριο σε όλα ! ΑΡΓΚΑΝ : Βρε ! την κατεργάρα ! ΤΟΥΑΝΈΤΤΑ : Μας είπε πως ήθελε να δώσει την κόρη του για γυναίκα στο γιο του κυρίου Ντιαφουάρου. Και του είπα πως το γαμπρό τονέ βρίσκω καλό για την κόρη, μα πως θάτανε καλύτερα να την κλείσει σε μοναστήρι. ΜΠΕΛΙΝΑ : (Στον Αργκάν) Δεν είναι δα και πολύ κακό αυτό, που σου ’πε. Και νομίζω πως έχει δίκιο η Τουανέττα. ΑΡΓΚΑΝ : Α, αγάπη μου, την πιστεύεις ; Είναι κακούργα ! . . . Μου ’πε χίλιες βρισιές.

Page 139: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

139 ΜΠΕΛΙΝΑ : Ε, λοιπόν, σε πιστεύω, αγάπη μου. Έλα εδώ, ξανακάθισε. Άκουσε Τουανέττα : αν στενοχωρέσεις άλλη φορά τον αντρούλη μου, θα σε διώξω. Έλα, δώσε μου τώρα γρήγορα το πανωφόρι του το γούνινο και τα μαξιλάρια, για να τον ταχτοποιήσω στην πολυθρόνα του. (Στον Αργκάν) Κάθισε πιο καλά. Τράβηξε βαθιά τό σκούφο σου και κουκούλωσε τ’ αυτιά σου: Τίποτα δε φέρνει τόσο εύκολα το συνάχι, όσο το να παίρνεις από τ’ αυτιά σου αέρα. ΑΡΓΚΑΝ : Α, αγάπη μου, πόσο υποχρεωμένος είμαι σε σένα, για τις τόσες περιποιήσεις που μου κάνεις ! ΜΠΕΛΙΝΑ : (Βάζει τα μαξιλάρια και τα ταχτοποιεί γύρω στον Αργκάν) Ανασηκώσου λιγάκι, για να βάλω τούτο δω από κάτω. Ας βάλουμε και τούτο δω έτσι για να σε στηρίζει, και κείνο απ’ το άλλο πλευρό. Ας βάλουμε τούτο δω πίσω από την πλάτη σου και το άλλο έτσι για να σου στηρίζει τό κεφάλι. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : (Του θέτει απότομα ένα μαξιλάρι στο κεφάλι κ’ ύστερα φεύγει) Και τούτο δω, για να σας φυλάει από τ’ αγιάζι. ΑΡΓΚΑΝ : (Σηκώνεται οργισμένος και ρίχνει τα μαξιλάρια στην Τουανέττα, που φεύγει) Α ! κακούργα, γυρεύεις να με σκάσεις ! ΜΠΕΛΙΝΑ : Ε σιγά, σιγά ! Τι τρέχει λοιπόν ; ΑΡΓΚΑΝ : (Καταλαχανιασμένος, πέφτει μέσα στην πολυθρόνα) Α, α, α ! δεν αντέχω άλλο ! ΜΠΕΛΙΝΑ : Μα γιατί παραφέρεσαι τόσο ;Ενόμισε πως σου κάνει καλό. ΑΡΓΚΑΝ : Δεν ξέρεις, εσύ, αγάπη μου, την κακία τούτης της αδιάντροπης. Α ! με αναστάτωσε ! Και θα χρειαστώ το λιγότερο οχτώ φάρμακα και δώδεκα κλύσματα για να πάρω τα επάνω μου. ΜΠΕΛΙΝΑ : Ησύχασε, αγάπη μου, καταλάγιασε λιγάκι. ΑΡΓΚΑΝ : Αγαπούλα μου ! Εσύ είσαι η μόνη μου παρηγοριά. ΜΠΕΛΙΝΑ : Μικρό μου ! Καημενούλι μου ! ΑΡΓΚΑΝ : Και για να σου δείξω την ευγνωμοσύνη μου για την αγάπη σου, καρδούλα μου, θέλω να κάνω τη διαθήκη μου, καθώς σου το ’πα κι άλλοτε. ΜΠΕΛΙΝΑ : Α ! αγάπη μου, ας μη μιλάμε γι’ αυτό, σε παρακαλώ : δε θα μπορούσα να υποφέρω αυτή τη σκέψη. Και μονάχα η λέξη «διαθήκη» με κάνει να σπαράζω από τον πόνο. ΑΡΓΚΑΝ : Σου είχα πει να μιλήσεις γι’ αυτό στο συμβολαιογράφο σου. ΜΠΕΛΙΝΑ : Να τονε κιόλας, εκεί μέσα, που τον έφερα μαζί μου. ΑΡΓΚΑΝ : Πες του λοιπόν να μπει, αγάπη μου. ΜΠΕΛΙΝΑ : Αλιμονο, ψυχούλα μου ! Σαν αγαπάς πολύ τον άντρα σου, δεν είσαι καθόλου σε θέση να σκέφτεσαι τούτα τα πράματα.

(Μπαίνει ο συμβολαιογράφος, Μποννεφού) ΑΡΓΚΑΝ : Ελάτε κοντά, κύριε Μποννεφού, ελάτε. Πάρτε ένα κάθισμα παρακαλώ. Η γυναίκα μου μού είπε, κύριε, πως είσθε πάρα πολύ καθώς πρέπει άθρωπος κι ένας από τους καλούς της φίλους. Και της ανέθεσα να σας μιλήσει για μια διαθήκη που θέλω να κάνω. ΜΠΕΛΙΝΑ : Αλίμονο ! Είμαι ολότελα ανίκανη να μιλάω για τέτοια πράματα. ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ : Μου εξήγηοε, κύριε, τας προθέσεις σας και το σχέδιο που έχετε προς χάριν της. Έχω όμως να σας πω, ως προς αυτό, ότι δε θα μπορέσετε να δώσετε τίποτα στη γυναίκα σας με τη διαθήκη σας. ΑΡΓΚΑΝ : Μα γιατί ; ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ : Το Έ θ ι μ ο ν επικρατεί εδώ. Αν κατοικούσατε σε χώρα του γραπτού δικαίου, θα μπορούσατε να το κάνετε αυτό. Αλλά, στο Παρίσι, και στα μέρη που

Page 140: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

140 επικρατεί το έθιμον, στα περισσότερα τουλάχιστο, είναι πράγμα που δεν μπορεί να γίνει, και η διαθήκη θα ήταν άκυρος. Ή μόνη παραχώρηση, που, άντρας και γυναίκα συνδεδεμένοι δια του γάμου, μπορούν να κάνουν ο ένας προς τον άλλο, είναι μια αμοιβαία δωρεά εν τη ζωή. Αλλά και πάλι θα πρέπει να μην υπάρχουν παιδιά, είτε των δυο συζύγων είτε του ενός εξ αυτών κατά τον θάνατον του πρώτου αποθνήσκοντος. ΑΡΓΚΑΝ : Να ένα Έθιμο πολύ παράλογο ! Να μην μπορεί ένας σύζυγος ν’ αφήσει τίποτα σε μια γυναίκα, που τον λατρεύει τόσο τρυφερά και τον φροντίζει με τόσες περιποιήσεις ! Θα επθυμούσα να συμβουλευτώ και τό δικηγόρο μου, να δω τι θα μπορούσα να κάνω. ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ : Δεν πρέπει να πάτε σε δικηγόρους, γιατί είναι συνήθως αυστηροί στα τέτοια και το θεωρούν μεγάλο έγκλημα να κάνεις διαθήκη, παραβαίνοντας το νόμο. Είναι άνθρωποι δύσκολοι οι δικηγόροι και τελείως ανίδεοι από ελιγμούς της συνειδήσεως. Υπάρχουν άλλα πρόσωπα που μπορείτε να τα συμβουλευθείτε, πρόσωπα πιο συγκαταβατικά, που ξέρουν τερτίπια για να περνούν μαλακά - μαλακά πάνω από το νόμο και να κάνουνε νόμιμο το παράνομο. Που ξέρουν να εξομαλύνουν τις δυσκολίες μιας υποθέσεως και να βρίσκουν τρόπους να παρακάμπτουν το Έθιμο με κάποιο πλάγιο συμφέρον. Χωρίς αυτά, τι θα γινόμασταν εμείς κάθε μέρα ; Χρειάζουνται εύκολίες στα πράματα, ειδ’ αλλοιώς, δε θα κάναμε τίποτα και δε θα ’ξιζε το επάγγελμά μας ούτε μια πεντάρα. ΑΡΓΚΑΝ : Η γυναίκα μου, κύριε, μου είχε πει, πως είσαστε πολύ έμπειρος και πολύ καθώς πρέπει άνρωπος. Τι μπορώ λοιπόν να κάνω, σας παρακαλώ, για να της δώσω την περιουσία μου και να τη στερήσω από τα παιδιά μου ; ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ : Τι μπορείτε να κάνετε ; Μπορείτε ήσυχα - ήσυχα να βρείτε ένα στενό φίλο της συζύγου σας, στον οποίο ν’ αφήσετε με όλους τους νομίμους τύπους δια της διαθήκης σας, ό,τι σας επιτρέπει το Εθιμικόν δίκαιον και κατόπιν αυτός ο φίλος να της τα μεταβιβάσει όλα. Μπορείτε επίσης να υπογράψετε χρεωστικά ομόλογα, όχι ύποπτα, σε διαφόρους δανειστάς, οι οποίοι θα δανείσουν τ’ όνομά τους στη γυναίκα σας και θα της δώσουν συγχρόνως έγγραφον δήλωσιν, ότι αυτό που έκαναν τό έκαναν μόνο και μόνο για να την ευχαριστήσουν. Μπορείτε επίσης, ενόσω βρισκόσαστε στη ζωή, να δώσετε χρήμα ρευστό στα χέρια της ή και γραμμάτια, που τυχόν θα έχετε, πληρωτέα εις τον κομιστήν. ΜΠΕΛΙΝΑ : Θεέ μου ! Δεν πρέπει να βασανίζεστε για όλ’ αυτά ! Αν είναι να μου πεθάνεις, αντρούλη μου, δε θέλω πια να βρίσκομαι στον κόσμο. ΑΡΓΚΑΝ : Αγάπη μου ! ΜΠΕΛΙΝΑ : Ναι, αγαπημένε μου, αν έχω τη δυστυχία να σε χάσω... ΑΡΓΚΑΝ : Ακριβή μου γυναικούλα ! ΜΠΕΛΙΝΑ : Τι να την κάνω πια τη ζωή ; ΑΡΓΚΑΝ : Έρωτά μου ! ΜΠΕΛΙΝΑ : Και θ’ ακολουθήσω το δρόμο σου, για να νιώσεις πόσο τρυφερά σ’ αγαπώ. ΑΡΓΚΑΝ : Μου ραγίζεις την καρδιά, αγάπη μου κάνε κουράγιο, σε παρακαλώ. ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ : (Στη Μπελίνα). Μα αυτά τα δάκρυα είναι παράλογα. Τα πράματα δεν έφτασαν ακόμα ως εκεί ! ΜΠΕΛΙΝΑ : Α ! Κύριε, ξέρετε τι θα πει σύζυγος που να τον αγαπάς με τόσο τρυφερή αγάπη ! ΑΡΓΚΑΝ : Το μόνο μου παράπονο, αν πεθάνω, αγάπη μου, είναι που δεν απόχτησα ένα παιδί μαζί σου. ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ : Μα και τώρα μπορεί να γίνει αυτό. ΑΡΓΚΑΝ : Πρέπει, αγάπη μου, να κάνω τη διαθήκη μου, με τον τρόπο που λέει ο κύριος. Αλλά, για πιο σίγουρα, θέλω να δώσω στα χέρια σου είκοσι χιλιάδες φράγκα χρυσά, που έχω κρυμμένα μέσα σέ μιά τρύπα, στον τοίχο της κάμαράς μου, και δυο γραμμάτια πληρωτέα στον κομιστή, που μου τα χρωστάνε, το ένα ο κύριος Δάμων και τ’ άλλο ο κύριος Γεράντης.

Page 141: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

141 ΜΠΕΛΙΝΑ : Όχι, όχι ! Δε θέλω τίποτα, τίποτα ! Α ! Πόσα είπατε, πως έχετε μέσα στης κάμαρας την τρύπα ; ΑΡΓΚΑΝ : Είκοσι χιλιάδες φράγκα, αγάπη μου. ΜΠΕΛΙΝΑ : Μη μου μιλάτε πια για περιουσίες, σας παρακαλώ. Α ! Και ποιάς άξίας είναι τα δυο γραμμάτιά σας ; ΑΡΓΚΑΝ : Είναι, αγάπη μου, το ένα τεσσάρων χιλιάδων φράγκων και τ’ άλλο έξη χιλιάδων. ΜΠΕΛΙΝΑ : Όλα τα άγαθά του κόσμου, αγάπη μου, δεν αξίζουνε τίποτα μπροστά σε σένα. ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ : (Στον Αργκάν). Θέλετε να προχωρήσουμε στη διαθήκη ; ΑΡΓΚΑΝ : Μάλιστα, κύριε. Μα θα μας είναι πιο βολικό στο μικρό μου γραφείο. Οδήγησέ με, εκεί σε παρακαλώ, αγάπη μου. ΜΠΕΛΙΝΑ : Εμπρός, καημένο μου παιδί.

Page 142: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

142

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετάφραση: ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ

ΟΟ ΤΤΑΑΡΡΤΤΟΟΥΥΦΦΟΟΣΣ

Πράξη 1η – Σκηνή 3η

(Η Ντορίνα και η Μαριάνα μόνες) ΝΤΟΡΙΝΑ : Δε μου λέτε, χάσατε τη λαλιά σας ; Συνέχεια εγώ πρέπει να μπαίνω στη Θέση σας ; Τι πάθατε κι ακούτε ένα τέτοιο σχέδιο χωρίς να λέτε λέξη ; ΜΑΡΙΑΝΑ : Ενάντια σ’ ένα πατέρα τόσο αυταρχικό, πες μου, Τι θες να κάνω ; ΝΤΟΡΙΝΑ : Ό,τι είναι απαραίτητο για να γλιτώσετε τον κίνδυνο. ΜΑΡΙΑΝΑ : Δηλαδή ; ΝΤΟΡΙΝΑ : Να του πείτε πως μια καρδιά δεν μπορεί να αγαπά μέσω τρίτου, ότι μια και παντρεύεστε για σας κι όχι γι’ αυτόν, σε σας πρέπει να αρέσει ο σύζυγος, κι ότι αν τον Ταρτούφο του τον βρίσκει τόσο γοητευτικό, δεν έχει παρά να τον παντρευτεί ο ίδιος. ΜΑΡΙΑΝΑ : Ομολογώ πως ένας πατέρας έχει επάνω μας τόση δύναμη, που ποτέ δε βρήκα το σθένος να του αντιμιλήσω. ΝΤΟΡΙΝΑ : Για να βάλουμε τα πράματα στη θέση τους, ο Βαλέριος ήρθε και ζήτησε το χέρι σας· εσείς, Τώρα τον αγαπάτε, ναι ή όχι ; ΜΑΡΙΑΝΑ : Γιατί είσαι τόσο άδικη, Ντορίνα ; Μα θέλει και ρώτημα ; Χίλιες φορές δε σου άνοιξα την καρδιά μου να δεις τη φλόγα που την καίει ; ΝΤΟΡΙΝΑ : Και που θέλετε να ξέρω αν τα λόγια σας φανέρωναν τα πραγματικά σας αισθήματα, Κι αν ο έρωτας του Βαλέριου σας συγκινεί αληθινά ; ΜΑΡΙΑΝΑ : Α, πόσο με πληγώνεις, Ντορίνα, ν’ αμφιβάλλεις, όταν εγώ σου έχω φανερώσει τα αισθήματά μου πολύ περισσότερο κι απ’ όσο ταιριάζει ! ΝΤΟΡΙΝΑ : Ωραία, λοιπόν, τον αγαπάτε. ΜΑΡΙΑΝΑ : Με όλη μου τη δύναμη. ΝΤΟΡΙΝΑ : Και όπως δείχνουν τα πράματα, σας αγαπάει Κι αυτός το ίδιο. ΜΑΡΙΑΝΑ : Έτσι πιστεύω. ΝΤΟΡΙΝΑ : Κι άλλο δε θέλετε κι οι δυο, παρά να παντρευτείτε. ΜΑΡΙΑΝΑ : Σίγουρα. ΝΤΟΡΙΝΑ : Και με το δεύτερο αυτό γάμο, τι σκοπεύετε να κάνετε ; ΜΑΡΙΑΝΑ : Αν θελήσει ο πατέρας να με εξαναγκάσει, θα ζητήσω από το θάνατο τη σωτηρία μου. ΝΤΟΡΙΝΑ : Θαύμα ! Να λοιπόν μια λύση που δεν την είχα σκεφτεί, να πας στον άλλο κόσμο για να γλιτώσεις τους μπελάδες αυτουνού εδώ. Ωραίο φάρμακο βρήκατε, μα την αλήθεια ! Λυσσάω όταν ακούω τέτοιες αηδίες. ΜΑΡΙΑΝΑ : Ω Θεέ μου, πόσο εύκολα θυμώνει ! Δε μπορείς να συμπονέσεις λιγάκι, Ντορίνα, την απελπισία των άλλων ; ΝΤΟΡΙΝΑ : Δε συμπονάω κανένα όταν λέει αρλούμπες, όπως του λόγου σας, και μόλις τα δει λιγάκι σκούρα, βάζει την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια. ΜΑΡΙΑΝΑ : Μα τι θέλεις, τέλος πάντων ; Με το δειλό μου χαρακτήρα... ΝΤΟΡΙΝΑ : Ο έρωτας χρειάζεται και δύναμη και θάρρος. ΜΑΡΙΑΝΑ : Μα δεν είναι χρέος του Βαλέριου, αυτός να με κερδίσει απ’ τον πατέρα μου ; ΝΤΟΡΙΝΑ : Νάτα μας ! Ώρες είναι να φταίει ο Βαλέριος για τις παλαβομάρες του αφέντη Οργκόν !

Page 143: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

143 ΜΑΡΙΑΝΑ : Μα αν αρνιόμουνα πεισματικά την πρόταση του πατέρα, θα έδειχνα ολοφάνερα πόσο η καρδιά μου είναι δοσμένη αλλού. Μπορώ να παραβλέψω τη συστολή που ταιριάζει σε μια γυναίκα, και το χρέος μιας κόρης ; Θέλεις λοιπόν να φανερώσω μπροστά σε όλους τον έρωτά μου ; ΝΤΟΡΙΝΑ : Όχι, δε θέλω τίποτα. Βλέπω ότι επιθυμία σας είναι να πάρετε τον κύριο Ταρτούφο. Και Τώρα που το σκέφτομαι καταλαβαίνω πόσο άδικο θα ’χα να σας αλλάξω τα μυαλά. Γιατί να πάω ενάντια στη θέλησή σας ; Λίγο το ’χεις, έναν τέτοιο γαμπρό ; Ο κύριος Ταρτούφος δεν είναι όποιος κι όποιος ! δεν είναι, μα την πίστη μου, ούτε κουτσός ούτε στραβός. Μεγάλη σας τιμή, νά ’χετε για άντρα τον κύριο Ταρτούφο, που όλος ο κόσμος τον παινεύει κι είναι το καμάρι του χωριού του. Τι κορμοστασιά, τι λεβεντιά, τι χάρη ! Φτου να μην αβασκαθεί ! Οι δυο σας θα περάστε ζωή χαρισάμενη. ΜΑΡΙΑΝΑ : Ω Θεέ μου ! ΝΤΟΡΙΝΑ : Τι άλλο θέλει μια γυναίκα από έναν άντρα κοιλαρά και με αυτιά κόκκινα σαν τα παντζάρια ; ΜΑΡΙΑΝΑ : Α, φτάνει ! Σε παρακαλώ ! Μη συνεχίζεις άλλο και κάνε ό,τι μπορείς, για να με γλιτώσεις απ’ αυτό το γάμο. Δεν αντέχω πια και είμαι έτοιμη να σ’ ακούσω και να κάνω ό,τι μου πεις. ΝΤΟΡΙΝΑ : Α μπα ! Μια κόρη πρέπει πάντοτε να υπακούει στον πατέρα της, ακόμη κι αν της έδινε για άντρα ένα γορίλα. Και γιατί παραπονιέστε τάχα ; Η τύχη σας είναι βουνό· Θα βγαίνετε με τ’ αμάξι σας σεργιάνι στο χωριό του, ο αστυνόμος κι ο φορατζής αμέσως θα στείλουν τις γυναίκες τους να σας καλωσορίσουν, όλοι οι καλοζωισμένοι χωριάτες αμέσως θα τρέξουν να κάνουν τη γνωριμία σας, κι ολόκληρο ασκέρι από θειάδες, ξαδέλφια κι ανεψιούς δε Θα σας αφήνει στιγμή χωρίς παρέα. Αν πάλι ο άντρας σας... ΜΑΡΙΑΝΑ : Θάνατος είναι τα λόγια σου! Δωσ’ μου καλύτερα μια συμβουλή να δω πώς θα γλιτώσω. ΝΤΟΡΙΝΑ : Να μου λείπει. ΜΑΡΙΑΝΑ : Έλεος, Ντορίνα ! ΝΤΟΡΙΝΑ: Για τιμωρία σας, πρέπει ο γάμος αυτός να γίνει. ΜΑΡΙΑΝΑ : Αυπήσου με ! ΝΤΟΡΙΝΑ : Όχι. ΜΑΡΙΑΝΑ : Κι αν δεν πιστεύεις... ΝΤΟΡΙΝΑ : Δεν ακούω λέξη. Ο Ταρτούφος είναι ο άντρας σας, με τις υγείες σας ! ΜΑΡΙΑΝΑ : Σ’ άλλον, έξω από σένα, δεν άνοιξα την καρδιά μου. Γιατί τώρα λοιπόν... ΝΤΟΡΙΝΑ : Για να ταρτουφωθείτε ! ΜΑΡΙΑΝΑ : Καλά τότε. Αφού η μοίρα μου σ’ αφήνει ασυγκίνητη, άφησέ με μόνη στην απελπισία μου. Αυτή θα μου δώσει τη δύναμη να χρησιμοποιήσω το μόνο αλάθητο φάρμακο για κάθε καημό. (Κάνει να φύγει) ΝΤΟΡΙΝΑ : Για εγ τηνε ! Εμπρός, ελάτε πίσω. Μου πέρασε ο θυμός μου. Και θα σας βοηθήσω, μόλο που δεν το αξίζετε. ΜΑΡΙΑΝΑ : Στο λέω, Ντορίνα, δε θα μπορέσω ποτέ ν’ αντέξω ένα τέτοιο μαρτύριο. ΝΤΟΡΙΝΑ : Έννοια σας, και με λίγη καπατσοσύνη θα τα καταφέρουμε... Μα να, ο Βαλέριος που έρχεται να σας δει.

Page 144: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

144

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετάφραση: ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ

ΟΟ ΤΤΑΑΡΡΤΤΟΟΥΥΦΦΟΟΣΣ

Πράξη 3η – Σκηνή 3η

(Μπαίνει η Ελμίρα) ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Είθε ο πανάγαθος Θεός να δίνει πάντα υγεία και στην ψυχή και στο σώμα σας, και μακάρι να έχετε τόσες ευλογίες όσες ποθεί για σας ο ταπεινότερος δούλος του. ΕΛΜΙΡΑ : Μένω υπόχρεη για μια ευχή γεμάτη ευλάβεια. Αλλ’ ας καθίσουμε, θα συζητήσουμε πιο άνετα. ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Πώς νιώθετε μετά την αδιαθεσία σας ; ΕΛΜΙΡΑ : Πολύ καλά. Ο πυρετός μου έπεσε αμέσως και ο πονοκέφαλος πέρασε. ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Δίχως άλλο οι προσευχές μου δεν έχουν τη δύναμη να φθάσουν ως τον Πανάγαθο, αλλά θα’ θελα να βεβαιωθείτε πως δεν έπαψα στιγμή να προσεύχομαι για σας. ΕΛΜΙΡΑ : Λυπούμαι που σας έφερα τόση αναστάτωση. ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Μα υπάρχει τίποτα πιο πολύτιμο απ’ την πολύτιμη υγεία σας ; Αν το καλούσε η ανάγκη, με χαρά θα σας έδινα τη δική μου. ΕΛΜΙΡΑ : Νομίζω πως το παρακάνει η χριστιανική φιλανθρωπία σας, και σας είμαι ευγνώμων για την τόση αυταπάρνηση. ΕΛΜΙΡΑ : Κάνω πολύ λιγότερα απ’ όσα σας αξίζουν. ΕΛΜΙΡΑ : Ήθελα να σας μιλήσω ιδιαιτέρως για κάτι και χαίρομαι που εδώ κανείς δε μας ακούει. ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Είμαι κι εγώ γοητευμένος, Κυρία, και είναι μεγάλη ευτυχία για μένα να βρίσκομαι μόνος μαζί σας. Είναι μια χάρη που πολύ συχνά ζήτησα στις προσευχές μου, χωρίς, μέχρι τώρα, ο Πανάγαθος να μου την έχει παραχωρήσει. ΕΛΜΙΡΑ : Εγώ, αυτό που θέλω είναι δυο λόγια να σας πω, αλλά κι εσείς να μου ανοίξτε την καρδιά σας και να μη μου κρύψετε τίποτε. ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Κι εγώ, άλλη χάρη δε ζητώ παρά να σας φανερώσω ό,τι έχω μέσα στην ψυχή μου. Θέλω να σας ορκιστώ πως όλη η φασαρία που κάνω ενάντια στους επισκέπτες που προσελκύει εδώ η χάρη σας δεν προέρχεται από κακία ή από μίσος, αλλά από ένα είδος θέρμη, από ένα αυθόρμητο αίσθημα... ΕΛΜΙΡΑ : Μα έτσι το βλέπω κι εγώ, και ξέρω καλά πόσο φροντίζετε για τη σωτηρία της ψυχής μου. ΤΛΡΤΟΥΦΟΣ : (Της σφίγγει την άκρη των δακτύλων) Ω ναι, Κυρία, φυσικά... και νιώθω τόσο ζήλο... ΕΛΜΙΡΑ : Με παρασφίγγετε, θαρρώ ! ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Μα... είν’ από το ζήλο ! Να σας πονέσω, φυσικά, ποτέ δε θα τολμούσα.

(Βάζει το χέρι τον στο γόνατό της) ΕΛΜΙΡΑ : Το χέρι σας τι θέλει εκεί ; ΤΛΡΤΟΥΦΟΣ : Κυρία, προσπαθούσα να δω αυτό το ύφασμα πόσο απαλά γλιστράει. ΕΛΜΙΡΑ : Α, πάρτε το, για το Θεό, γιατί με γαργαλάει ! (Απομακρύνει την καρέκλα της, ο Ταρτούφος πλησιάζει τη δική τον) ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Ω Θεέ μου ! Πόσο όμορφη είναι αυτή η δαντέλα ! Α, σήμερα, ό,τι φτιάχνουνε, Κυρία μου, εναι τρέλα ! Φροντίζουνε στο κάθε τι να χαίρεται το βλέμμα.

Page 145: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

145 ΕΛΜΙΡΑ : Σίγουρα. Μα ας μιλήσουμε για το δικό μας θέμα. Άκουσα πως ο άντρας μου θέλει να πάρει πίσω την υπόσχεση που έδωσε στο Βαλέριο και να δώσει την κόρη του σε σας. Πείτε μου, είν’ αλήθεια ; ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Ναι ίσως... ναι, μου φαίνεται... κάτι άκουσα, Θαρρώ... Αλλά, Κυρία, δεν είν’ αυτό εκείνο που ποθώ. Αλλού βλέπω τα θέλγητρα και την εξαίσια χάρη που και καρδιά και θέληση και νου μου έχουν πάρει. ΕΛΜΙΡΑ : Εσάς, που για τους πειρασμούς παίρνετε τόσα μέτρα ; ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Έχω, Κυρία, και καρδιά, δεν είμαι από πέτρα ! ΕΛΜΙΡΑ : Νόμιζα πως φροντίζετε μονάχα για τα Θεία, και πως για κάθε εγκόσμιο νιώθετε αηδία. ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Άλλη η ορμή που μας ωθεί προς τα ουράνια κάλλη κι άλλη προς τα εγκόσμια. Δε σβήνει η μια την άλλη ! Τα θεία δημιουργήματα που είναι γεμάτη η κτίσις εύκολα γοητεύουνε κι εξάπτουν τις αισθήσεις. Κι αν η γυναίκα, εδώ στη γη, το Θεό απεικονίζει, ό,τι πιο ωραίο έχει ο Θεός εσάς, Κυρία, στολίζει. Σε σας, στο πρόσωπό σας, έδωσε ομορφιές που ανάβουνε τα βλέμματα και καίνε τις καρδιές. Μόλις σας πρωτοαντίκρισα, ο νους μου αποξεχάστει κι αμέσως εγονάτισα κι ευλόγησα τον Πλάστη, κι ένιωσα ερωτική φωνή μέσα μου να στενάζει γι’ αυτήν που μόνη, εδώ στη γη, τόσο πολύ του μοιάζει. Έξαφνα εφοβήθηκα κι είπα πως, δίχως άλλο, ο Σατανάς με έσπρωχνε σε αμάρτημα μεγάλο, και μάλιστα, τον πειρασμό θέλοντας να εμποδίσω, σκέφθηκα πως δεν έπρεπε να σας ξαναντικρίσω. Μα τέλος ανακάλυψα πως είχα κάνει λάθος, κι ότι δεν είναι ένοχο αυτό το εξαίσιο πάθος. Ότι εύκολα μπορώ να βρω κάποιο συμβιβασμό : Τα του έρωτα στον έρωτα, τα τ’ ουρανού στον ουρανό. Ίσως δεν περιμένατε μπροστά σας να τολμάω ν’ ανοίγω την καρδιά μου, κι ούτε να σας μιλάω για έρωτα. Μα θα ’θελα να ξέρετε, Κυρία, πως σεις είσθε του πάθους μου η μόνη σωτηρία. Σεις είσθε η Κυρία των δικών μου λογισμών, σεις η αφετηρία όλων μου των στεναγμών, σεις, τέλος, θα μου δώσετε όποια μου πρέπει θέση, αφέντη, αν το θέλετε, δούλου αν σας αρέσει. ΕΛΜΙΡΑ : Να μια εξομολόγηση γεμάτη φιλοφροσύνη, που όμως διόλου δεν περίμενα και μου κάνει κατάπληξη. Θαρρώ πως έπρεπε να δείξετε περισσότερη φρόνηση και πολύ να το σκεφθείτε πριν αποφασίσετε κάτι τέτοιο. Και μάλιστα εσείς, που φέρει κάθε πράξη σας της ευλαβείας τη μάρκα. ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Είμαι, Κυρία, ευλαβής, αλλά είμαι κι από σάρκα ! Τ’ αμέτρητά σας θέλγητρα, όποιος και να τα δει, ο νους του αναστατώνεται, δεν μπορεί να σκεφθεί. Κι εμένα με συγκλόνισε έρωτας φοβερός, γιατί, στο κάτω κάτω, δεν είμαι και Θεός ! Αν αξιοκατάκριτο βρίσκετε αυτό το πάθος, φταίνε τα χίλια κάλλη σας, δεν είν’ δικό μου λάθος.

Page 146: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

146Μόλις τα είδα να λάμπουνε σαν φως μες στο σκοτάδι, άναψε μέσα μου φωτιά, κι αυτά της ρίχναν λάδι. Το βλέμμα σας, ελκυστικό σαν θεία οπτασία, νίκησε κάθε αντίσταση, κι όλος απελπισία παράτησα και προσευχές, και δάκρυα και νηστεία, και μόνο εσάς αποζητώ, συνέχεια, μ’ απληστία. Χίλιες φορές σας μίλησαν οι αναστεναγμοί μου, τα μάτια μου, οι πράξεις μου· τώρα μιλά η φωνή μου : Αν δείξτε κάποια εύνοια για τον ανάξιο σκλάβο που έχετε στα πόδια σας, αν δω και καταλάβω πως κι η δική σας η καρδιά, Κυρία, θα θελήσει με τη δική μου να ενωθεί, να την παρηγορήσει, τότε θα σας λατρεύω εγώ, γλυκύτατόν μου κάλλος, όσο δεν σας ελάτρεψε ποτέ κανένας άλλος ! Η τιμή σας δε διατρέχει εδώ κίνδυνο κανένα. Το όνομα κι η φήμη σας είναι ασφαλή με μένα. Οι αυλικοί, που πίσω τους τρέχει κάθε γυναίκα, για ένα τους κατόρθωμα του λένε λόγια δέκα, κάθε επιτυχία τους άσκεπτα τη φωνάζουν, όπου σταθούν κι όπου βρεθούν ανόητα κομπάζουν, κι η γλώσσα τους σ’ όποιον βρεθεί λέει μ’ αδιακρισία σε ποίας βωμό προσφέρουνε του έρωτα θυσία. Μα όσοι σε μένα μοιάζουνε, το στόμα πάντα κλείνουν κι ένα όνομα αστόχαστα ποτέ τους δε μολύνουν. Τη φήμη μας τόσο πολύ, τόσο άγρυπνα φρουρούμε που δε φοβάται τίποτα εκείνη που αγαπούμε. Κι όποια θελήσει να πεισθεί απ’ το δικό μας λόγο βρίσκει έρωτα ανεμπόδιστο, αγάπη δίχως φόβο. ΕΛΜΙΡΑ : Σας ακούω, και βλέπω πως η ρητορική σας τα καταφέρνει μια χαρά ! Λέτε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Μα δε φοβάστε μην πάω και τα φανερώσω όλα στον άντρα μου, πράγμα που σίγουρα θ’ άλλαζε τα αισθήματά του απέναντί σας ; ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Ξέρω, Κυρία, πως η τόση καλοσύνη σας θα συγχωρήσει το θράσος μου. Πως θα μου δώσετε άφεση για την ανθρώπινη αδυναμία μου και για έναν έρωτα που ίσως σας θίγει, και πως, γνωρίζοντας τα τόσα σας θέλγητρα, θα παραδεχτείτε πως δε φταίω αν έχω κι εγώ μάτια να τα βλέπω. ΕΛΜΙΡΑ : Ίσως μια άλλη δε θα τα βλεπε έτσι τα πράματα. Αλλά εγώ είμαι πολύ διακριτική και θα σας το αποδείξω, δε θα πω λέξη στον άντρα μου. Αλλά γι’ αντάλλαγμα, Θέλω κι εγώ μια χάρη : να τον σπρώξετε να δώσει τη συγκατάθεσή του στο γάμο της Μαριάνας με το Βαλέριο και να παραιτηθείτε από κάθε σχέδιο που θα έδινε σε σας την ελπίδα.

Page 147: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

147

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετάφραση: ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ

ΟΟ ΤΤΑΑΡΡΤΤΟΟΥΥΦΦΟΟΣΣ

Πράξη 4η – Σκηνή 3η – 4η – 5η – 6η – 7η και 8η

(Όρων, Ελμίρα, Μαριάνα, Κλεάνθης, Ντορίνα, Ταρτούφος) ΟΡΓΚΟΝ : Πολύ χαίρομαι που είστε όλοι σας μαζεμένοι εδώ. (Στη Μαριάνα, δείχνοντάς της το συμβόλαιο.) Εδώ μέσα, είναι γραμμένα πράματα που πολύ θα σε διασκεδάσουν, Κόρη μου ! Καταλαβαίνεις, πιστεύω, τι θέλω να πω. ΜΑΡΙΑΝΑ : (Πέφτει στα γόνατα) Σας εξορκίζω, Πατέρα, στ’ όνομα του Θεού που ξέρει τον πόνο μου, και σ’ ό,τι άλλο μπορεί να μαλακώσει την καρδιά σας. Μη χρησιμοποιήσετε τα δικαιώματα που έχετε σαν πατέρας, και με υποχρεώνουν σε όλα να σας υπακούω. Μη με κάνετε να μετανοιώσω για ό,τι σας χρωστάω. Μην κάνετε αβάσταχτη τη ζωή που μου χαρίσατε. Κι αν είστε ενάντιος στη γλυκιά μου ελπίδα, κι αν μου απαγορεύετε ν’ ανήκω σ’ αυτόν που τόλμησα να αγαπήσω, δείξτε τουλάχιστο τη λίγη καλοσύνη που σας ζητώ γονατιστή, και γλιτώστε με από έναν άντρα που τον σιχαίνομαι. Μη με σπρώχνετε στην απελπισία χρησιμοποιώντας επάνω μου, τη δύναμή σας ! ΟΡΓΚΟΝ : (Νιώθει ότι συγκινείται) Καρδιά μου, μη λυγίζεις ! Όχι ανθρώπινες αδυναμίες ! ΜΑΡΙΑΝΑ : Εγώ δε λέω τίποτα για την αγάπη που του ’χετε. Δείξτε τη σ’ όλους. Χαρίστε του ό,τι έχετε. Κι αν δε φτάνουν αυτά, χαρίστε του και τη δική μου περιουσία. Με χαρά σας τη δίνω, να την κάνετε ό,τι θέλετε. Αλλά μη θυσιάσετε κι εμένα ! Προτιμώ χίλιες φορές, κλεισμένη σ’ ένα μοναστήρι, να περιμένω να τελειώσουν οι θλιβερές μέρες που μου ’χει ορίσει ο Θεός. ΟΡΓΚΟΝ : Μάλιστα ! Μόλις δουν πως ένας πατέρας έχει αντίρρηση στους έρωτές τους, μου γίνονται καλόγριες ! Σήκω επάνω ! Όσο λιγότερο τον θέλεις, τόσο μεγαλύτερη αξία θα ’χει η πράξη σου στα μάτια του Θεού. Ο γάμος αυτός ας είναι μια απονέκρωση για τις αισθήσεις σου, και πάψε να με ζαλίζεις άλλο ! ΝΤΟΡΙΝΑ : Μα, Αφέντη !.. ΟΡΓΚΟΝ : Πάψε συ ! Μόνο σ’ ανθρώπους της σειράς σου να μιλάς ! Εδώ μέσα, σου απαγορεύω ν’ ανοίγεις το στόμα σου. ΚΛΕΑΝΘΗΣ : Αν μου επιτρέπεις να σου απαντήσω με μια συμβουλή... ΟΡΓΚΟΝ : Αδελφέ μου, οι συμβουλές σου είν’ οι καλύτερες του κόσμου. Δείχνουν πως έχεις πολύ μυαλό, και πολύ τις σέβομαι. Αλλά, με την άδειά σου, δε θα τις ακολουθήσω. ΕΛΜΙΡΑ : (Στον άντρα της) Εγώ δεν ξέρω τι να πω με όλ’ αυτά που βλέπω ! Η στενοκεφαλιά σας δεν έχει όρια, και, για να μας διαψεύσετε προηγουμένως, θα πει πως κάτι στο μυαλό σας δεν πάει καλά. ΟΡΓΚΟΝ : Δούλος σας, αλλά πιστεύω αυτό που βλέπω. Ξέρω καλά την αδυναμία που έχετε για το γιο μου. Φοβηθήκατε πρωτύτερα να τον βγάλετε ψεύτη φανερώνοντας την παλιοδουλειά που είχε σκαρώσει. Αλλά ήσαστε πολύ ήρεμη για να σας πιστέψω, και το πρόσωπό σας θα έδειχνε πολύ περισσότερη ταραχή αν όλα αυτά ήταν αλήθεια. ΕΛΜΙΡΑ : Ώστε, κατά τη γνώμη σας, για μια απλή εξομολόγηση που μας κάνουν, πρέπει να αναστατώνουμε τον κόσμο; Άλλος τρόπος ν’ αντιδράσουμε, έξω από τις φωνές και τη σύγχυση δεν υπάρχει ; Ε λοιπόν, εγώ προτιμώ ν’ απαντώ με το χαμόγελο γιατί σιχαίνομαι τις φασαρίες, και μπορώ κάλλιστα, με ψυχραιμία, να δείξω τη φρονιμάδα μου. Δε συμπαθώ καθόλου αυτές τις εξαγριωμένες σεμνότυφες που αρματώνουν την τιμή τους με

Page 148: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

148 νύχια και με δόντια, έτοιμες να κατασπαράξουν τον άλλο για μια κουβέντα που είπε. Ο Θεός να με φυλάει από τέτοιου είδους φρονιμάδα! Δεν έχω καμιά εμπιστοσύνη σ’ αυτή τη δαιμονισμένη ηθική, και πιστεύω πως μια αρνητική απάντηση δοσμένη ψυχρά και σταθερά φέρνει το ίδιο αποτέλεσμα. ΟΡΓΚΟΝ : Τέλος ! Ξέρω καλά τι μου γίνεται, κι ο δρόμος που εχάραξα είναι και ο σωστός. ΕΛΜΙΡΑ : Ε λοιπόν, ακόμη μια φορά, σας θαυμάζω ! Τι θα λέγατε όμως αν εγώ κατάφερνα να σας κάνω να δείτε ότι σας λέμε την αλήθεια ; ΟΡΓΚΟΝ: Να δω ; ΕΛΜΙΡΑ : Ναι. ΟΡΓΚΟΝ: Κουραφέξαλα ! ΕΛΜΙΡΑ : Μα τέλος πάντων, αν μπορέσω να σας κάνω να το δείτε, εδώ μέσα ; και να 'ναι μέρα μεσημέρι ; ΟΡΓΚΟΝ : Παραμύθια ! ΕΛΜΙΡΑ : Τι άνθρωπος ! Απαντήστε μου, επιτέλους ! Δε σας ζητώ να μας πιστέψετε. Αλλ’ ας υποθέσουμε ότι εδώ μέσα βρίσκουμε μια κρυψώνα απόπου μπορείτε να τα δείτε και να τ’ ακούσετε όλα. Τότε τι θα λέγατε για τον προστατευόμενό σας ; ΟΡΓΚΟΝ : Θα ’λεγα... Θα ’λεγα... δε θα ’λεγα τίποτα γιατί δεν είναι δυνατόν. ΕΛΜΙΡΑ : Σαν να παρατράβηξε αυτό το αστείο, και βρίσκω πως αρκετά ανέχτηκα να με κατηγορείτε για ψευτιά. Γι’ αυτό και μόνο, πρέπει εσείς ο ίδιος να σταθείτε μάρτυρας ότι σας λέμε την αλήθεια. ΟΡΓΚΟΝ : Σύμφωνοι ! Θέλω πολύ να δω την καπατσοσύνη σας, και τι τρόπο θα βρείτε για να κερδίσετε το στοίχημά σας. ΕΛΜΙΡΑ : Φέρτε τον μου εδώ. ΝΤΟΡΙΝΑ : Κυρία, είναι πονηρός, και δύσκολα θα τον γελάσετε. ΕΛΜΙΡΑ : Μόνος του, αυτός που αγαπά, γελάει τον εαυτό του, σπρωγμένος απ’ τον έρωτα κι απ’ τον εγωισμό του. Φωνάξτε τον να κατεβεί. (Στον Κλεάνθη και στη Μαριάνα) Σεις, αποτραβηχτείτε. Ας φέρουμε πιο εδώ ετούτο το τραπέζι, κι εσείς μπείτε από κάτω. ΟΡΓΚΟΝ : Πώς ΕΛΜΙΡΑ : Είναι απαραίτητο να είστε καλά κρυμμένος. ΟΡΓΚΟΝ: Μα... κάτω απ’ το τραπέζι ; ΕΛΜΙΡΑ : Ω, Θεέ μου, αφήστε με να κάνω όπως ξέρω. Έχω το σχέδιό μου. Θα πείτε τη γνώμη σας μετά. Μπείτε λοιπόν από κάτω και προσέξτε καλά, ούτε να φανείτε ούτε να ακουστείτε. ΟΡΓΚΟΝ : Μου φαίνεται πως παραείμαι βολικός. Μα θέλω να δω πώς θα τα βγάλετε πέρα. ΕΛΜΙΡΑ : Ακριβώς. Και να δούμε τι θα πείτε τότε. (Ο Οργκόν είναι κάτω απ το τραπέζι) Και να ’χετε υπόψη σας πως, αν μιλήσω λίγο παράξενα, δεν πρέπει με κανένα τρόπο να σκανταλιστείτε. Πρέπει να έχω την άδεια να πω ό,τι θελήσω, Θα ’ναι για να πεισθείτε εσείς, όπως σας το υποσχέθηκα. Αφού δεν υπάρχει άλλη λύση, Θα προσπαθήσω, με γλυκόλογα, να κάνω αυτόν τον υποκριτή να ρίξει τη μάσκα του. Θα κολακέψω την αγάπη του και τις πρόστυχες επιθυμίες του. Θα του δείξω πως είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει. Κι επειδή για σας και μόνο θα κάνω πως ανταποκρίνομαι στα αισθήματά του, δε θα σταματήσω παρά μόνο όταν πεισθείτε. Τα πράματα δε θα τραβήξουν παρά μόνο ως εκεί που θα τ’ αφήσετε εσείς να τραβήξουν. Εσείς Θα πρέπει να σταματήσετε τις τρελές διαχύσεις του μόλις δείτε ότι το παράκανε. Εσείς θα με γλιτώσετε από τα χέρια του μόλις νιώσετε ικανοποιημένος. Είναι δικό σας το συμφέρον, κάντε ό,τι νοίζετε. Κι όταν... Μα έρχεται. Σιωπή ! Προσέξτε μη σας δει !

(Ο Οργκόν κάτω απ το τραπέζι)

Page 149: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

149 ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Μου είπαν να κατέβω, πως θέλετε να μου μιλήσετε. ΕΛΜΙΡΑ : Ναι, υπάρχει κάποιο μυστικό που θέλω να σας πω. Αλλά κλείστε πρώτα εκείνη την πόρτα και κοιτάξτε παντού μην κρυφακούει κανείς. Περιττό να ξανασυμβεί ό,τι και προηγουμένως. Που ακούστηκε να κρυφακούνε έτσι ! Ο Δάμις με κατατρόμαξε. Φοβήθηκα για σας ! Και είδατε τι προσπάθειες έκανα για να τον πείσω να μη μιλήσει. Είχα τόσο πολύ αναστατωθεί, είναι αλήθεια, που ούτε σκέφτηκα να τον διαψεύσω. Αλλ’ ευτυχώς, η εκτίμηση που σας έχει ο άντρας μου διέλυσε κάθε υποψία. Θέλει μάλιστα συνεχώς να είμαστε μαζί. Κι έτσι, μπορώ, χωρίς καμιά έγνοια, να βρίσκομαι κλεισμένη εδώ, μαζί σας, και να σας προσφέρω μια καρδιά που ίσως πολύ γρήγορα φανερώνει τι νιώθει... ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε, Κυρία ! Πρωτύτερα μιλούσατε πολύ διαφορετικά. ΕΛΜΙΡΑ : Α ! Πόσο λίγο ξέρετε τη γυναικεία καρδιά ! Δεν καταλαβαίνετε, λοιπόν, τι σημαίνει μια άρνηση τόσο χλιαρή ; Πάντα, σε τέτοιες στιγμές, η σεμνότητά μας θα φέρει κάποια αντίσταση στα τρυφερά λόγια που ακούμε, και, όποιο αίσθημα κι αν μας κυριεύει, νιώθουμε κάποια ντροπή να το φανερώσουμε. Η πρώτη μας λέξη Θα είναι πάντα αρνητική, μα ο τρόπος που αρνιόμαστε δείχνει πως η καρδιά μας έχει κιόλας παραδοθεί. Το στόμα μας, από ντροπή, μιλάει πάντα ενάντια στην καρδιά μας. Μα τέτοιου είδους αρνήσεις υπόσχονται τα πάντα. Ίσως μιλάω πολύ ανοιχτά, παραβλέποντας τη συστολή του φύλου μου. Αλλά, μια και έγινε η αρχή, για σκεφθείτε λίγο : Θα είχα κάνει τόσες προσπάθειες για να συγκρατήσω το θυμό του Δάμι ; Θα είχα ποτέ καθίσει τόσο ήρεμη να σας ακούω να μου προσφέρετε την καρδιά σας, αν αυτή η προσφορά δε μου άρεσε ; Κι όταν με είδατε να επιμένω να αρνηθείτε το γάμο που σας πρότειναν, τι άλλο έδειχναν τα λόγια μου, παρά ενδιαφέρον για σας, και φόβο μήπως χρειαστεί να μοιραστώ με μια άλλη μια καρδιά που τη θέλω ολόκληρη ; ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηδονή, Κυρία, παρά ν’ ακούει κανείς αυτά τα λόγια από ένα στόμα που αγαπά. Κάνουν να κυλάει στις φλέβες μου μια γλύκα που δε γεύτηκα ποτέ. Η πιο μεγάλη μου φροντίδα είναι πως θα σας αρέσω, και όλη η ευτυχία της καρδιάς μου κρέμεται από τα λόγια σας. Αλλά η καρδιά αυτή, Κυρία, σας ζητάει την άδεια να αμφιβάλλει λιγάκι για την ευτυχία της. Γιατί να μην υποθέσω πως ό,τι’ μου λέτε δεν έχει άλλο σκοπό παρά να με κάνει να διαλύσω το γάμο που ετοιμάζεται ; Και για να σας μιλήσω καθαρά, δεν μπορώ να πιστέψω τα τόσο όμορφα λόγια σας αν και κάποια πράξη, που τόσο λαχταρώ, δεν έρθει να μου τα επιβεβαιώσει. ΕΛΜΙΡΑ : (Βήχει για να ειδοποιήσει τον άντρα της) Τι ; Θέλετε να προχωρήσετε τόσο γρήγορα και να πάρετε όλο μεμιάς όλη την τρυφερότητα που σας δείχνουν ; Έβαλα τα δυνατά μου να σας κάνω μια εξομολόγηση που να φανερώνει όλα μου τα αισθήματα και, σαν να μην έφτανε αυτό, θέλετε, από την πρώτη κιόλας στιγμή, να σας τα δώσω όλα ! ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Πιότερο νιώθω ανάξιος, λιγότερο ελπίζω και δύσκολα τους πόθους μου σε λόγια τους βασίζω. Τόσες υπόνοιες γεννά η ευτυχία στη σκέψη, που πρώτα θέλει να γευτεί, κι ύστερα να πιστέψει. Ξέρω πως δεν αξίζω εγώ την τόση εύνοιά σας, γι’ αυτό είμαι διστακτικός. Και, με την άδειά σας, δε θα μπορέσω να πειστώ, τίποτα δε θ’ αλλάξει, αν την πραγματικότητα δε δω με κάποιοι πράξη. ΕΛΜΙΡΑ : Ω Θεέ μου, πόσο τυραννική είναι η αγάπη σας ! Πόσο με αναστατώνει ! Γιατί ζητάτε τόσο επίμονα αυτό που θέλετε ; Ούτε ανάσα δε μ’ αφήνετε να πάρω ! Είναι ωραίο να δείχνεται κανείς τόσο απαιτητικός ; Να μην κάνει την παραμικρή υποχώρηση ; Και να επωφελείται τόσο πολύ από την αδυναμία που του δείχνουν ;

Page 150: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

150 ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Αν νιώθετε ακριβώς κι εσείς όπως εγώ, Κυρία, γιατί να μη μου δώσετε έμπρακτη μαρτυρία ; ΕΛΜΙΡΑ : Μα πώς να συγκατατεθώ σ’ αυτό που μου ζητάτε χωρίς να θίξω τον Θεό, που όλο γι’ αυτόν μιλάτε ; ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Αν είναι μόνο ο Θεός, Κυρία, που εμποδίζει, πιστέψτε με, το κώλυμα αυτό μη σας φοβίζει. Μη βάζει φράγμα απέραστο στης ευτυχίας το δρόμο. ΕΛΜΙΡΑ : Κι όμως, εγώ, σας βεβαιώ, είμαι γεμάτη τρόμο ! ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Φόβοι, αγωνίες, ενδοιασμοί... όλ’ αυτά είν’ γελοία ! Να διώξω κάθε έγνοια σας μπορώ με ευκολία. Απαγορεύει ο Θεός κάποιες ευχαριστήσεις, αλλά, Κυρία, με το Θεό υπάρχουν πάντα λύσεις ! (Πρόκειται για λόγια ενός παλιανθρώπου) Ξέρω μια τέχνη χρήσιμη, που εύκολα καταφέρνει τα όρια της συνείδησης στα μέτρα μας να φέρνει και να διορθώνει το τυχόν κακό των πράξεών μας με το άσπιλο των σκέψεων και των προθέσεών μας. Γρήγορα θα τα μάθετε, Κυρία, τα μυστικά, να δείτε πόσο κάθε τι γίνεται βολικά. Σεις, ικανοποιήσετε κάθε μου επιθυμία, και είμαι για όλα υπεύθυνος. Πάνω μου η αμαρτία ! (Η Ελμίρα βήχει πιο δυνατά) Μα βήχετε πολύ, θαρρώ... ΕΛΜΙΡΑ : Ναι... ξέρετε, υποφέρω ! ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Θα θέλατε λίγο νερό να πάω να σας φέρω ; ΕΛΜΙΡΑ : Όχι, δεν πρέπει. Αν πιω νερό, θα βήχω όλη μέρα, και πια δεν ξέρω ούτε κι εγώ πώς θα τα βγάλω πέρα ! ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Είναι πολύ δυσάρεστο ! ΕΛΜΙΡΑ : Ναι, δεν αντέχω άλλο ! ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Τέλος, από κάθε έγνοια σας, εύκολα θα σας βγάλω. Όλα θα γίνουν μυστικά, σας βεβαιώ και πάλι. Και δεν υπάρχει καν κακό, αν δεν το ξέρουν οι άλλοι. Το σκάνδαλο που γίνεται είν’ του κακού η αιτία, και μια αμαρτία φρόνιμη δεν είναι αμαρτία. ΕΛΜΙΡΑ : (Αφού ξαναβήξει) Κατάλαβα ! Κατάλαβα πως πρέπει να τ’ αποφασίσω και να δεχτώ να σας τα παραχωρήσω όλα. Πως διαφορετικά δεν πρέπει να ’χω απαίτηση να ’ναι κανείς ευχαριστημένος. Το δίχως άλλο, η ανάγκη με σπρώχνει και το κάνω ενάντια στη θέλησή μου. Μα αφού βλέπω τόση επιμονή, πρέπει να υποχωρήσω. Αφού τα λόγια δε γίνονται πιστευτά και χρειάζονται πιο χειροπιαστές μαρτυρίες, Πρέπει να το πάρω απόφαση, και να δώσω την ικανοποίηση που μου ζητούν. Ας όψετε αυτός που με αναγκάζει να υποχωρήσω. Το λάθος, σίγουρα, δεν είναι δικό μου. ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Και βέβαια δεν είναι δικό σας ! Τα παίρνω όλα επάνω μου. ΕΛΜΙΡΑ : Πηγαίνετε, παρακαλώ ώς την πόρτα να δείτε μην είναι πουθενά ο άντρας μου και μας ακούει.

Page 151: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

151 ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Ποιος ο λόγος ; Ο άντρας σας, μεταξύ μας, είναι άνθρωπος που πολύ εύκολα τον σέρνει κανείς από τη μύτη. Θα το ’χε και καμάρι του να μας βρει εδώ μαζί. Έτσι που τον έκανα, είναι ικανός όλα να τα βλέπει και τίποτα να μην πιστεύει. ΕΛΜΙΡΑ : Ας είναι. Πηγαίνετε μισό λεπτό και ρίξτε μια προσεκτική ματιά παντού.

(Ο Οργκόν βγαίνοντας κάτω απ το τραπέζι) ΟΡΓΚΟΝ : Άνθρωπο πιο σιχαμερό δεν έχω δει ουτ’ ένα ! Δεν ξέρω τι μου γίνεται ! Τα έχω τελείως χαμένα ! Ομολογώ το λάθος μου, και είμαι άνω κάτω ! ΕΛΜΙΡΑ : Τι βλέπω ; Κιόλας βγαίνετε ; Μπείτε πάλι από κάτω ! Να βγάλετε συμπέρασμα δεν είν’ ακόμα ώρα. Δεν έχετε δικαίωμα να κρίνετε από τώρα, κι αν όλα αυτά είν’ ιδέα σας ; κι αν βγείτε γελασμένος ; ΟΡΓΚΟΝ : Ιδέα μου πως σας ρίχτηκε αυτός ο κολασμένος ; ΕΛΜΙΡΑ : Πρώτα να περιμένετε σίγουρα να πεισθείτε. Μη βιάζεστε τόσο πολύ, μην πάει κι γελαστείτε.

(Κρύβει τον άντρα της από πίσω της) ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Κυρία, όλα είναι με το μέρος μου. Κοίταξα παντού, σ’ όλο το σπίτι. Δεν υπάρχει ψυχή. Και μπορώ επιτέλους... ΟΡΓΚΟΝ : Σιγότερα παρακαλώ ! Για πού το βάλατε ; Σαν να παραπήρατε φόρα ! Για δες τονε τον ενάρετο άνθρωπο ! Αλλού αυτά ! Πολύ εύκολα υποκύπτουμε στους πειρασμούς, βλέπω ! Απ’ τη μια παντρεύεται την κόρη μου, κι απ’ την άλλη ξελογιάζει τη γυναίκα μου ! Μωρέ μπράβο ! Κρατιόμουνα... κρατιόμουνα... κι όλο έλεγα πως θ’ άλλαζε τόνο. Μα πού ; Παρατράβηξε, Κύριε, το αστείο. Φτάνει ! Ξεστραβώθηκα. ΕΛΜΙΡΑ : (Στον Ταρτούφο) Από ανάγκη, κι ενάντια στη θέλησή μου έκανα ό,τι έκανα. ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Τι ; Ώστε πιστεύετε... ΟΡΓΚΟΝ : Εμπρός ! Φτάνουν τα λόγια. Ξεκουμπίδια αποδώ μέσα, χωρίς δεύτερη κουβέντα ! ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Σκοπός μου ήταν... ΟΡΓΚΟΝ : Είπα, φτάνουν τα λόγια ! Μαζεύτε τα και δρόμο. ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Εσείς να τα μαζέψετε. Μας κάνει και τ’ αφεντικό ! Το σπίτι μου ανήκει και Θα σας δείξω αμέσως πως άδικα προσπαθείτε να τα βάλετε μαζί μου. Δε βρίσκεστε στο σπίτι σας για να ’χετε το δικαίωμα να μου μιλάτε σ’ αυτό τον τόνο. Έχω τη δύναμη να σας τιμωρήσω γι’ αυτή σας την ξετσιπωσιά. και για την προσβολή που κάνετε στο Θεό. Να ξέρετε πως θα το μετανοιώσει πικρά αυτός που θέλει να με διώξει. ΕΛΜΙΡΑ : Μα τι είναι αυτά που λέει ; Τι εννοεί ; ΟΡΓΚΟΝ : Μα την πίστη μου, τα ’χω τελείως χαμένα, αλλά δε μου φαίνεται καθόλου αστεία αυτή η ιστορία. ΕΛΜΙΡΑ : Δηλαδή ; ΟΡΓΚΟΝ : Τώρα καταλαβαίνω το σφάλμα μου, κι αυτό που με φοβίζει είναι η δωρεά ! ΕΛΜΙΡΑ : Η δωρεά ; ΟΡΓΚΟΝ: Ναι, έχω υπογράψει. Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο ακόμη που με αναστατώνει.

Page 152: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

152 ΕΛΜΙΡΑ: Τι άλλο πάλι ! ΟΡΓΚΟΝ: Σε λίγο όλα θα σας τα πω, χαρτί και καλαμάρι, μα πρώτα πάω επάνω, τρέχω αμέσως για να δω αν κάποια κασελίτσα μου βρίσκεται ακόμα εδώ.

Page 153: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

153

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετάφραση: ΔΗΜ. Ι. ΛΑΜΨΑΣ

ΓΓΙΙΑΑΤΤΡΡΟΟΣΣ ΜΜΕΕ ΤΤΟΟ ΣΣΤΤΑΑΝΝΙΙΟΟ

Πράξη 2η – Σκηνή 5η – 6η και 7η

(Η σκηνή σ’ ένα δωμάτιο του Γερόντιου)

ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Κύριε, σε λίγο θα σας φέρουν την κόρη μου. ΣΓΑΝΑΡΕΛΚΟΣ : Την περιμένω, Κύριε, με όλη μου την Ιατρική. ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ: Και πού είναι την ; ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : (Αγγίζοντας το μέτωπο του) Εδώ μέσα. ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Πάει καλά. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Μα, επειδή ενδιαφέρομαι για όλη σας την οικογένεια, πρέπει να δοκιμάσω λίγο και το γάλα της παραμάνας σας και να εξετάσω το στήθος της. (Πλησάζει τη Ζακελίνα) ΛΟΥΚΑΣ : (Τραβώντας τον και αναγκάζοντάς τον να κάνει επί τόπου μια στροφή πάνω στις μύτες του ενός ποδιού του) Όγεσκε, όγεσκε, δε χρειαζόμαστε τέτοιο πράμα. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Έχει καθήκον ο γιατρός να εξετάζει το στήθος στις παραμάνες. ΛΟΥΚΑΣ : Δεν είναι δική σας δουλειά αυτό, και να με συμπαθάτε. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Κι έχεις την αναίδεια να φέρνεις αντίσταση στο γιατρό ; Έξω απ’ εδώ ! ΛΟΥΚΑΣ : Δεν τα ακούω εγώ αυτά ! ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : (Κοιτάζοντάς τον λοξά) Θα σε κάμω να ψηθείς απ’ τον πυρετό! ΖΑΚΕΛΙΝΑ : (Πιάνοντας τον Λουκά από το χέρι κι αναγκάζοντάς τον να κάμει κι αυτός μια στροφή επί τόπου) Τραβήξου κι εσύ απ’ αυτού ! Δεν είμαι αρκετά μεγάλη να επιστηρίξω η ίδια τον εαυτό ου, αν μου κάνει κάτι που δεν πρέπει ; ΛΟΥΚΑΣ : Δε θέλω να σε μαλάξει ! ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Κοίτα το μασκαρά που ζηλεύει τη γυναίκα του ! ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Να η κόρη μου ! ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Αυτή είναι η άρρωστη ; ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ: Ναι. Δεν έχω παρά αυτή μόνο την κόρη και θα εδοκίμαζα κάθε θλίψη αν μου πέθαινε. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Ας φυλαχτεί λοιπόν απ’ αυτό ! Δεν πρέπει να πεθάνει χωρίς τη διαταγή του γιατρού. ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Εμπρός, ένα κάθισμα ! ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : (Καθίζοντας ανάμεσα στον Γερόντιο και την Λουτσίντα) Να μια άρρωστη που είναι αρκετά ορεκτική, και θαρρώ, πως ένας άντρας ολωσδιόλου υγιής θα την έπαιρνε με μεγάλη του ευχαρίστηση. ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Την εκάνατε να γελάσει, γιατρέ μου. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Τόσο το καλύτερο ! Όταν ο γιατρός κάνει τον άρρωστο να γελάσει, είναι το καλύτερο σημάδι του κόσμου. (Στην Λουτσίντα). Ε, καλά ! Και περί τίνος πρόκειται ; Τι έχετε ; Από τι καταλαβαίνετε πως υποφέρετε ; ΛΟΥΤΣΙΝΤΑ : (Βάζοντας το χέρι της στο στόμα της, στο κεφάλι της και κάτω από το πηγούνι της) Χαν, χι, χον, χαν. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Ε ! Τι λέτε ; ΛΟΥΤΣΙΝΤΑ: (Εξακολουθώντας τις ίδιες κινήσεις) Χαν, χι, χον, χαν, χαν, χι, χον. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Τι ;

Page 154: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

154ΛΟΥΤΣΙΝΤΑ : Χαν, χι, χον. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Χαν, χι, χον, χα. Δεν σας καταλαβαίνω. Τι διαβολογλώσσα είναι αυτή ; ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Κύριέ μου, αυτή είναι η αρρώστια της. Έγινε μουγκή, χωρίς να μπορέσει κανείς ως τα τώρα να νιώσει την αιτία· και το πάθημά της αυτό μας ανάγκασε να αναβάλουμε και το γάμο της. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Και γιατί ; ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Γιατί εκείνος που πρέπει να πάρει, θέλει να περιμένει τη γιατρειά της για να τελειώσει την υπόθεση. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Και ποιος είναι ο ανόητος αυτός, που δε θέλει να είναι η γυναίκα του μουγκή ; Να ’δινε ο Θεός να είχε κι η δικιά μου αυτή την αρρώστια ! Ποτέ μου δε θα κοίταζα να τη γιατρέψω. ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Τέλος πάντων, Κύριε, σας παρακαλούμε να μεταχειρισθείτε όλα σας τα μέσα για να τη γιατρέψετε. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Α, μη σας νοιάζει ! Πέστε μου, σας παρακαλώ, η αρρώστια της τη στενοχωρεί πολύ ; ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Μάλιστα, Κύριε. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Τόσο το καλύτερο ! Νιώθει μεγάλους πόνους ; ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Πολύ μεγάλους. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Πάρα πολύ ωραία ! Πηγαίνει στο μέρος που ξέρετε ; ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Ναι. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ: Ε, μπόλικα ; ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Δε νιώθω απ’ αυτά τα πράματα. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Καλά ; ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Δεν ξέρω, σας είπα. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : (Στην Λουτσίντα) Δώστε μου το χέρι σας! (Στον Γερόντιο) Να σφυγμός, που δείχνει πως η κόρη σας είναι μουγκή. ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Ναι, γιατρέ μου, αυτή είναι η αρρώστια της! Την εβρήκατε μονομιάς ! ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Χα, χα ! ΖΑΚΕΛΙΝΑ : Για δες, πώς την εμάντεψε την αρρώστια της ! ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Εμείς οι μεγάλοι γιατροί καταλαβαίνουμε εξαρχής τα πράγματα. Ένας αμαθής θα τα ’βρισκε σκούρα και θα σας έλεγε : Είναι εκείνο, είναι τούτο. Μα εγώ καταλαβαίνω τι τρέχει, μονομιάς, και σας κάνω γνωστό πως η κόρη σας είναι μουγκή. ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Ναι. Μα θα ήθελα να μπορούσατε να μου πείτε από πού προέρχεται η μουγκαμάρα της. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Δεν είναι τίποτα ευκολότερα απ’ αυτό. Προέρχεται από το ότι έχασε την ομιλία της. ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Πολύ καλά. Μα ποια είναι η αιτία, σας παρακαλώ, που έχασε την ομιλία της; ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Όλοι σι καλύτεροί μας συγγραφείς θα σας πουν πως αιτία είναι το εμπόδισμα της ενέργειας της γλώσσας της. ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Μα ποια είναι η γνώμη σας γι’ αυτό το εμπόδισμα της ενέργειας της γλώσσας της; ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Ο Αριστοτέλης όσο γι’ αυτό λέει... πολύ ωραία πράγματα. ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Το πιστεύω. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Α, ήταν μεγάλος άνθρωπος ! ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Χωρίς αμφιβολία. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Πραγματικά μεγάλος άνθρωπος! (Σηκώνοντας το χέρι του από τον αγκώνα κα δείχνοντας το σηκωμένο μέρος) Ήτανε μεγαλύτερος από μένα, όσο είναι όλο αυτό ! Για να επανέλθουμε λοιπόν στο συλλογισμό μας, νομίζω πως αυτό το εμπόδισμα της ενέργειας της γλώσσας της έχει την αιτία του σε ορισμένους χυμούς, που τους

Page 155: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

155 ονομάζουμε εμείς οι σοφοί κακοχυμίες, δηλαδή... κακοχυμίες. Γιατί σι ατμοί, που σχηματίζονται από τις αναθυμιάσεις των επιρροών, που παρουσιάζονται στη χώρα της αρρώστιας, καθώς πάνε... ούτω ειπείν... απ’ την... Καταλαβαίνετε Λατινικά ; ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Διόλου. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : (Πετιέται απότομα από το κάθισμά του) Δεν καταλαβαίνετε Λατινικά ; ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Όχι. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : (Με ενθουσιασμό) Cabricias arci thuram, catalanus, signulariter, nominativo, haec musa, η μούσα, bonus, bona, bonum. Deus sanctus, est-ne oratio ? Etiam, ναι. Quare, γιατί ; Quia substantivo et adjctivum in generi, numbered, et casus. ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Αχ, να μην έχω σπουδαγμένα ! ΖΑΚΕΛΙΝΑ : Μπρε, τι επιτήδειος άνθρωπος ! ΛΟΥΚΑΣ : Ναι, αυτά που κραίνει, είναι τόσο όμορφα, που δεν τα καταλαβαίνω ολότελα ! ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ: Λοιπόν αυτοί οι ατμοί που σας λέω, καθώς πάνε να περάσουν απ’ την αριστερή μεριά, που είναι το συκώτι, στη δεξιά μεριά, που είναι η καρδιά, συμβαίνει, ώστε ο πνεύμων, που εμείς τον λέμε Λατινικά armyam, έχοντας συγκοινωνα με τον εγκέφαλο, pου τον λέμε Ελληνικά nasmus, δια μέσου της κοίλης φλέβας, που την λέμε Εβραϊκά cubile, συναντάει στο δρόμο του τους περί ων ο λόγος ατμοί... Παρακολουθήστε καλά αυτό το συλλογισμό, σας παρακαλώ ! Κι επειδή οι περί ων ο λόγος ατμοί είναι κάπως κακοήθεις... Προσέξτε καλά σ’ αυτό, σας εξορκζω ! ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Μάλιστα. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Είναι κάπως κακοήθεις, πράγμα που οφείλεται... Προσέξτε, σας παρακαλώ ! ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Προσέχω. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Οφείλεται στη δριμύτητα των χυμών που αναπτύσσονται στην κοιλότητα του διαφράγματος, συμβαίνει ώστε οι ατμοί αυτοί... Ossabundus, nequer, potarinnum, quipsa, milus. Να ακριβώς τι κάνει την κόρη σας να είναι μουγκή ! ΖΑΚΕΛΙΝΑ : Αχ, τι ωραία που τα είπε, άντρα μου ! ΛΟΥΚΑΣ : Αχ ! Να μην μπορώ κι εγώ να μιλάω τόσο εύκολα ! ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Δεν μπορεί κανείς να κάνει καλύτερο συλλογισμό, χωρίς αμφιβολία. Μόνο σε ένα πράγμα σκόνταψα· στη θέση του συκωτιού και της καρδιάς. Μου φαίνεται πως τα τοποθετείτε διαφορετικά από ό,τι είναι : η καρδιά είναι αριστερά και το συκώτι δεξιά. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Ναι, αυτό ήταν άλλοτε έτσι· μα εμείς τα αλλάξαμε όλα αυτά και κάναμε σήμερα την ιατρική με ολωσδιόλου νέα μέθοδο. ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Δεν το ’ξερα αυτό και σας ζητώ συγγνώμη για την αμάθειά μου. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Δεν πειράζει ! Δεν είσαστε υποχρεωμένος να είσαστε τόσο ξεσκολισμένος σαν κι εμάς. ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Βέβαια. Μα, Κύριε, σαν τι πιστεύετε πως πρέπει να κάνουμε στην αρρώστια αυτή ; ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Τι πιστεύω πως πρέπει να κάνουμε ; ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Ναι. ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Η γνώμη μου είναι να την ξαναβάλετε πάλι στο κρεβάτι της και να της δώσετε να πάρει για γιατρικό κάμποσο ψωμί βουτηγμένο σε κρασί. ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Και γιατί αυτό, Κύριε ; ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Γιατί υπάρχει μέσα στο κρασί και στο ψωμί, ανακατεμένα μαζί, κάποια δύναμη συμπαθητική που φέρνει την ομιλία. Δε βλέπετε πως δε δίνουν τίποτα άλλο στους παπαγάλους και πως τρώγοντας μόνον αυτό μαθαίνουν να μιλάνε ; ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Αλήθεια ! Α, τι μεγάλος άνθρωπος ! Γρήγορα ετοιμάστε κάμποσο ψωμί με κρασί ! ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Θα ξανάρθω προς το βράδυ να δω σε ποια κατάσταση θα βρίσκεται.

Page 156: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

156

(Ο Βαλέρης κι ο Λουκάς φεύγουν με τη Λουτσίντα) ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : (Στη Ζακελίνα, που πάει κι αυτή να φύγει) Στάσου του λόγου σου ! (Στον Γερόντιο) Κύριε, της παραμάνας σας εδώ πρέπει να της κάνω μια μικρή θεραπεία. ΖΑΚΕΛΙΝΑ : Ποιανής ; Εμένα ; Η υγεία μου είναι η καλύτερη του κόσμου ! ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ: Τόσο το χειρότερο, παραμάνα, τόσο το χειρότερο ! Αυτή τη μεγάλη υγεία πρέπει να τη φοβάται κανείς. Και δε θα είναι κακό να σου κάνω κάποια μικρή φλεβοτομούλα και να σου δώσω κανένα μαλαχτικό κλυστηράκι. ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Μα, Κύριε, αυτό είναι ένα σύστημα, που δεν το καταλαβαίνω. Γιατί να φλεβοτομηθεί κανείς όταν δεν είναι άρρωστος ; ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Δεν έχει σχέση αυτό, και το σύστημα που εφαρμόζω είναι σωτήριο. Όπως πίνει κανείς νερό, για να προλάβει τη δίψα, έτσι πρέπει και να φλεβοτομείται, για να προλάβει την αρρώστια. ΖΑΚΕΛΙΝΑ : (Φεύγοντας) Μα την πίστη μου, δεν τα ακούω εγώ αυτά και δεν έχω καμιά όρεξη να κάνω το κορμί μου φαρμακαποθήκη.

(Φεύγει)

ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Εναντιώνεσαι στα γιατρικά. Μα θα βρούμε τρόπο να σε κάνουμε λογική.

Page 157: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

157

ΑΡΘΟΥΡ ΜΥΛΛΕΡ Μετάφραση: ΜΑΝΘΟΣ ΚΡΙΣΠΗΣ

ΑΑΠΠΟΟ ΔΔΕΕΥΥΤΤΕΕΡΡΑΑ ΣΣΕΕ ΔΔΕΕΥΥΤΤΕΕΡΡΑΑ

Ιντερμέτζο

(Ο Κεν γυρίζει ξαφνικά στον Μπερτ) ΚΕΝ: Μπερτ! Τι λες, πιάνουμε μαζί να καθαρίσουμε αυτά τα τζάμια; Να μπει λίγο φως θεού εδώ μέσα; ΜΠΕΡΤ: (με ενθουσιασμό) Θέλεις; ΚΕΝ: Εσύ; ΜΠΕΡΤ: Άκου, λέει. Ένα κομμάτι την ημέρα να κάνουμε, σ’ ένα - δυο μήνες θ’ αστράφτουν! Να δούμε και λίγο ήλιο πια. ΚΕΝ: Επ, κοίτα κει πέρα στο βάθος. Βλέπεις το γεροντάκο στήν πολυθρόνα; Και τριαντάφυλλα ολόγυρα στο φράχτη; Είναι ένας κηπάκος, ανθισμένος.

(Μ’ ένα ξεσκονόπανο στο χέρι, ό Μπέρτ ανεβαίνει στο τραπέζι. Καθαρίζουν αργά ένα τετράγωνο παραθυράκι μπροστά τους, και αυτόματα, απ’ όλα τα παράθυρα, χύνεται στο

δωμάτιο άπλετο το καλοκαιριάτικο φως του ήλιου) ΜΠΕΡΤ: Κοίτα! ;Eνα δέντρο! Και γάτες - Θεέ μου πόσες γάτες! ΚΕΝ: Αχ, είναι ωραίο να βλέπεις τις εποχές να διαβαίνουν. Πες μου, δε σ’ αρέσει αυτός ό ανοιχτός καλοκαιριάτικος ουρανός, με κείνο το μικρό άσπρο σύννεφο πού εύγει; Εγώ θαρρώ πώς βλέπω κιόλας το φθινόπωρο να ‘ρχεται. Βλέπω τα φύλλα να πέφτουν, κι εκείνες τις μέρες που σου σφίγγουν την καρδιά. Α. πρέπει να υπάρχει ένας ουρανός, να πλανιέται το μάτι σου!

(Σιγά σιγά, καθώς μιλάνε, το φως αλλάζει - για να γίνει, τέλος χειμωνιάτικο) ΜΠΕΡΤ: Κέννυ, σ’ έδιωξαν ποτέ απ’ τη δουλειά σου; ΚΕΝ: Ου! Δυο - τρεις φορές. ΜΠΕΡΤ: Σου κακοφάνηκε; ΚΕΝ: Στην αρχή, Ίσως. Θες δε θες όμως συνηθίζεις σιγά σιγά. Πάω στοίχημα, ότι ποτέ δε θα πείνασες στη ζωή σου, Μπέρτ. ΜΠΕΡΤ: Όχι, ποτέ. Εσύ; ΚΕΝ: Φσσ! Μια και δυο φορές μόνο; Κι αυτό συνηθίζεται. ΜΠΕΡΤ: Το δέντρο κοκκινίζει. ΚΕΝ: Τώρα στήν έξοχή θα ‘ναι όνειρο. ΜΠΕΡΤ: Αλήθεια, πώς περνάει το κρύο απ’ τούς τοίχους; Μου τρυπάει το κόκαλο εδώ μέσα. ΚΕΝ: Κοίτα πώς περπατάν οι γάτες στο χιόνι! ΜΠΕΡΤ: Σαν να μην είναι ό ίδιος τόπος.

Page 158: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

158Τι καθαρά πού ναι όλα όταν χιονίζει! ΚΕΝ: Τα ‘ριξε. Είναι γέρος ό Γκας. Πότε θα βγάλεις το εισιτήριό σου; ΜΠΕΡΤ: Το ‘βγαλα κιόλας. ΚΕΝ: Σε χάνουμε δηλαδή! ΟΙ καθηγητές σου θα μείνουν μ ανοιχτό το στόμα. Θα δεις. (Τραγουδάει) «Κι ό νέος τραγουδιστής πήγε στο μέτωπο...» (Ο Μπέρτ πάει λίγο πιο πέρα, αισθάνεται μόνος. Ο Κεν μένει στο παράθυρο, κοιτάζει έξω,

το γυαλίζει και σιγοτραγουδάει) ΜΠΕΡΤ: Κάτι φρικτό λες και πλανιέται εδώ μέσα! Πάντα ήταν εδώ. Τι; Κι εγώ δεν ξέρω. Ο Γκας κι η Αγνή, ο Τόμμυ κι ό Λάρρυ, ό Τζιμ κι η Πατ - γιατί ν’ αρρωσταίνω κάθε πρωί όταν τούς βλέπω; Έτσι και στον ηλεκτρικό. Κάθε μέρα βλέπεις τα ίδια πρόσωπα να μπαίνουν και τα ίδια πρόσωπα να βγαίνουν. Τίποτ’ άλλο δε γίνεται. Μόνο πού μέρα τη μέρα γερνάνε - Θεέ μου! Καμιά φορά με πιάνει τρόμος: λες κι όλοι εδώ στον κόσμο, πάμε πάνω κάτω, πάνω κάτω, σ’ ένα πελώριο δωμάτιο. Απ’ τον ένα τοίχο στον άλλο και πάλι πίσω. Χωρίς τελειωμό. Αυτό μόνο. Χωρίς τελειωμό.

(Γυρίζει στον Κεν, χωρίς να τον κοιτάζει κατάματα και με βαθιά αγωνία) Κέννεθ, σκέφτηκες ποτέ να γίνεις τίποτα σπουδαίο; ΚΕΝ: Άλλαζα γνώμες κάθε τόσο, Μπέρτ... Δεν έπρεπε ν’ ανοίξω αυτή την τρύπα στο παπούτσι μου. Τώρα με το χιόνι, το πόδι μου είναι μούσκεμα. ΜΠΕΡΤ: Αν μελετήσεις, Κέννεθ. Αν βάλεις το νου σου σε κάτι μεγάλο, είμαι βέβαιος πως θα προκόψεις. Είσαι έξυπνος, πολύ πιο έξυπνος από μένα. ΚΕΝ: Ναι, αλλά συ έβαλες ένα σκοπό στη ζωή σου, Μπέρτ. Κυνηγάς με πείσμα ένα αλαργινό φως. Εγώ ποτέ δεν είπα: «θα πάω εκεί, κι ας αργήσω...» (Ο τόνος του αλλάζει σαν ν αποτείνεται σ’ ένα πλήθος ανθρώπων. Ο τρόπος πού μιλάει κάτι

σκληρόπετρο έχει. πιο εξοργισμένο μέσα του, αδιαφορεί για τις αναλογίες) Δε μου δίνει τη ζεστασιά που μού λείπει. Τής πληρώνω έντεκα δολλάρια τη βδομάδα, φαΐ και ύπνο. Κι εκείνη μού κάνει ένα ψωροσάντουϊτς με χοιρινό. Κάθε μέρα το ίδιο. Καμιά αλλαγή. Είναι σωστό; Πες μου είναι σωστό; Ζωή είν’ αυτή; Να τρέμεις ολημέρα μέσα σ’ αυτό τον Πύργο τής Σκόνης Και να βρίσκεις το βράδυ ένα παράθυρο κι ένα κρεβάτι Κι σι δρόμοι να ‘ναι γεμάτοι ξένους. Και κανένας από δαύτους να μη διαβάζει ένα ολόκληρο βιβλίο, Κανένας να μην ξέρει ένα ποίημα, Κανένας να μη λέει ένα όμορφο τραγούδι. Αχ, μάνα, φτάσαμε στήν παγωμένη πόλη.

Page 159: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

159Κι ό Ρούζβελτ δεν μπορεί να την κάνει πιο ζεστή.

(Κάθεται πάνω στο τραπέζι, κρατώντας το κεφάλι του) Κι άλλη μια Δευτέρα Παθών! (Το φως τώρα πέφτει φυσικότερο απάνω τους. Είναι ένα ψυχρό χειμωνιάτικο φως πού έχει αντικαταστήσει το καλοκαιρινό. Ο Μπέρτ πηγαίνει στην κρεμάστρα να βάλει το σουέτερ του) Πω, πω, παν να σπάσουν τα μηνίγγια μου. Πρώτη φορά στη ζωή μου έχω αυτό τον πονοκέφαλο. ΜΠΕΡΤ: (με λεπτότητα) Δε φαντάζομαι να το ‘ριξες στο πιστό, Κεν;

(Ο Κεν δεν απαντάει. Ξαφνικά σηκώνεται όρθιος και απαγγέλλει πολύ δυνατά) ΚΕΝ: «Το καράβι τού Κράτους» τού Γουώλτ Χουΐτμαν! Καπετάνιε! Καπετάνιε μου! Τέλειωσε πια τ’ απάνθρωπο ταξίδι μας! Το καράβι μας κράτησε στήν αντάρα και τη φουρτούνα. Μπήκαμε πια στο πολυπόθητο λιμάνι…» Κι έπειτα; Τι να ‘ναι έπειτα; ΜΠΕΡΤ Δεν το ξέρω αυτό το ποίημα. ΚΕΝ: Ασ’ τα να παν στο διάολο όλα! Δεν τα θυμάμαι πια αυτά τα ποιήματα όπως πρώτα! Θα ‘ναι το πιστό. Πρέπει να το κόψω. ΜΠΕΡΤ: Γιατί πίνεις Κέννυ, αφού σε φέρνει - ΚΕΝ: Αν ήταν Μπέρτ, να κάνεις πάντα εκείνο πού ‘πρεπε... Αλίμονο... Δεν ξέρεις πόσα ξαφνικά γυρίσματα έχει η ζωή. Τι αναποδιές!... Πώς στο διάολο είναι ή άλλη στροφή; «Μπήκαμε πια στο πολυπόθητο λιμάνι»... Ποτέ δε θα το πίστευα ότι θα ξεχνούσα μια μέρα αυτό το ποίημα. Ξέρεις, Μπέρτ, σκέφτομαι να πάω σε καμιά Δημόσια Υπηρεσία. Το μόνο κακό είναι ότι δεν υπάρχουν κενές θέσεις εκτός από μια - να γίνω φύλακας στο φρενοκομείο. Φοβάμαι Πώς θα με πειράζει στην ψυχή. ΜΠΕΡΤ: Μπορεί να ‘χει όμως κάποιο ενδιαφέρον. ΚΕΝ: Μπορεί, βέβαια. Λένε ότι μόνο οι διανοούμενοι τρελαίνονται. Εκείνο πού με φοβίζει, Μπέρτ, είναι ότι πληρώνουν καλά, εξακόσια δολλάρια το χρόνο, και δε θα ‘χω τη δύναμη να τα παρατήσω. Κι εγώ βλέπεις, δε θέλω να πιάσω από τώρα την τελευταία μου δουλειά. Δηλαδή, ποτέ δε θα ‘θελα να πω για μια δουλειά «αυτή είναι ή τελευταία».

Page 160: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

160

ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΝΑΣ Μετάφραση: ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ

ΟΟ ΒΒΡΡΟΟΧΧΟΟΠΠΟΟΙΙΟΟΣΣ

Πράξη 2η

(Το σεληνόφως και μόνον φωτίζει το εσωτερικό της αποθήκης. Είναι ένα πρωτόγονο γραφικό δωμάτιο πίσω απ’ το σπίτι. Ένα ταβάνι με απότομη κλίση από χοντρά δοκάρια.

Μεγάλα παράθυρα, που φέρνουν τον ουρανό μέσο στο δωμάτιο. Ένας τροχός ακουμπισμένος στον τοίχο—διάφορα πέτσινα είδη—σέλλες κλπ. Ένα κάθισμα αμαξιού

χρησιμεύει σαν πάγκος, σκεπασμένος με ξέθωρα μαξιλάρια. Μια παλιά κούνια κοντά στον τοίχο. Ένα δωμάτιο τυχαία ρομαντικό... Ο Αστρολέοντας ετοιμάζεται να απλώσει. Βγάζει τις μπότες του και το μαντήλι απ’ το λαιμό του και στέκει στη μέση του δωματίου ακίνητος, σαν να σκέφτεται εντατικά. Ξαφνικά πάει στην πόρτα, την κλείνει και την αμπαρώνει με τον πάγκο. Πάει στα παράθυρα και προσπαθεί να τ’ ανοίξει αλλά είναι καρφωμένα. Η ζέστη είναι αφόρητη. Βγάζει το πουκάμισό του και κάθεται στην άκρη της κούνιας, υποφέροντας

από τη ζέστη. Κουνάει το πουκάμισό του, για να κάνει αέρα. Τότε αποφασίζει να εξουδετερώσει τα προφυλακτικά του μέτρα—και ξαμπαρώνει την πόρτα. Την ανοίγει και ξαπλώνει πάνω στην κούνια. Η ησυχία είναι σαν ζωντανό πράμα... .ενώ αναπαύεται, ενώ γλιστράει μέσα στην μοναξιά του, μουρμουρίζει ίνα λυπητερό τραγουδάκι. Σιγά-σιγά

δυναμώνει, ώστε ν’ ακούγεται και καμμιά λέξη. Ξαφνικά ακούει Κάτι και τινάζεται πάνω) ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Ποιος είναι ; (Σηκώνεται νευρικά) Ποιος είναι;

(Η Μάγκυ γλιστράει και στέκει στο άνοιγμα τής πόρτας χωρίς να κοιτάει προς τα μέσα. Χτυπά με το δάχτυλο την άκρη τής πόρτας. Με προσπάθεια ηρεμίας)

ΜΑΓΚΥ: Εγώ είμαι, ή Μάγκυ. (Ο Αστρολέοντας βάζει το πουκάμισό του. Μια νευρική παύση. Χωρίς να περάσει το κατώφλι η Μάγκυ απλώνει να του δώσει τα σεντόνια) Σούφερα αυτά εδώ. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ Τι είναι; ΜΑΓΚΥ : Σεντόνια. Πάρτα. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ : Γι’ αυτό ήρθες; ΜΑΓΚΥ: (Διστακτικά) Όχι.. ήρθα γιατί... (Δε μπορεί να συνεχίσει) ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: (Απαλά) Ακούω, Μάγκυ. ΜΑΓΚΥ: Ήρθα για να σ’ ευχαριστήσω γι’ αυτό που είπες στο Θωμά. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ : Αν δεν το πίστευα, δεν θα τόλεγα. ΜΑΓΚΥ: Αυτό, πού είπες για το ΤζΙμ, αυτό βέβαια το πιστεύεις. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ Κι αυτό, πού είπα για σένα, Μάγκυ. ΜΑΓΚΥ: Δε λες αλήθεια. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ : Μάγκυ. Υπάρχει κάτι, που σε τρομάζει. Τι; ΜΑΙ’ΚΥ: Εσύ. Δεν σ’ εμπιστεύομαι. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Γιατί; Τι σε κάνει και δεν μ’ εμπιστεύεσαι; ΜΑΓΚΥ: Όλα σου.. Ο τρόπος πού μιλάς, πού καυχιέσαι όλη την ώρα—ακόμα κι αυτό το όνομά σου. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Τι έχει τ’ όνομά μου; ΜΑΓΚΥ: Μυρίζει απάτη. Έχει κάτι το ψεύτικο, το φτιαχτό. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Έχεις απόλυτα δίκιο. Είναι φτιαχτό...

Page 161: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

161ΜΑΓΚΥ : Να λοιπόν, βλέπεις;.. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Και γιατί όχι; Ξέρεις με τι όνομα γεννήθηκα; Σμιθ... Σμιθ, στο Θεό σου, Σμιθ. Τι σόι ετικέττα είν’ αυτή για έναν τύπο σαν κι εμένα; Εγώ ήθελα ένα όνομα, πού νάχει μέσα του την άπλα τ’ ουρανού και την παλληκαριά. Αστρολέοντας... Να ένα υπέροχο όνομα... Κι είναι δικό μου. ΜΑΓΚΥ: Όχι—δεν είναι. Γεννήθηκες Σμιθ—κι αυτό είναι τ’ όνομά σου. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Εδώ πέφτεις έξω, Μάγκυ. Τ’ όνομα, πού διαλέγεις για τον εαυτό σου είναι πολύ πιο δικό σου απ’ αυτό, πούχεις από γεννησιμιού σου. Κι αν ήμουνα εγώ στη θέση σου, θα πέταγα αυτό το Μάγκυ και θα διάλεγα κάτι άλλο. ΜΑΓΚΥ: Καλωσύνη σου—αλλά είμαι εγώ πολύ ευχαριστημένη με τ όνομά μου. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: ΔΕ λες αλήθεια. Με τίποτα δικό σου δεν είσαι ευχαριστημένη. Κι είμαι σίγουρος πως το Μάγκυ δε σ’ αρέσει καθόλου. ΜΑΓΚΥ: Μπορεί να μην αρέσει σε σένα, Αστρολέοντα, αλλά εμένα μ’ αρέσει. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Μάγκυ...Πώς να στο πω, δεν αντιπροσωπεύει τίποτα. ΜΑΓΚΥ: Αντιπροσωπεύει εμένα. «Εμένα». Δεν είμαι ούτε η Ελένη τής Τροίας, ούτε η Λουκρητία Βοργία—ούτε ή πριγκίπισσα του παραμυθιού. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Θάθελες νάσαι; ΜΑΓΚΥ: Αστρολέοντα, λες ανοησίες ! ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Πού τις βλέπεις τις ανοησίες; Αν ονειρευτείς πως είσαι κάτι - θα γίνεις κάτι. Αλλά—«Μάγκυ» - δεν είναι τίποτα. Υπάρχουν τόσες και τόσες υπέροχες γυναίκες με υπέροχα ονόματα : Ελεονώρα, Δυσδαιμόνα, Λάουρα, Εσμεράλδα, Αριάδνη, Ντουλτσινέα. (Σηκώνει τους ώμους ελαφρά σαν ν’ ανατριχιάζει) Μάγκυ... ΜΑΓΚΥ : Καληνύχτα, Αστρολέοντα. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: (Με ξαφνική έμπνευση) Μια στιγμή, Μάγκυ, κάτσε μια στιγμούλα. Σου βρήκα το ωραιότερο—το πιο υπέροχο όνομα απ’ όλα. Άκου. (Με λυρισμό) Μελισάνθη. ΜΑΓΚΥ: (Ξερά) Δε μ’ αρέσει. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ Πάω στοίχημα πως δεν ξέρεις το ιστορικό αυτής τής κυρίας, γι’ αυτό δε σ’ αρέσει. Αν ήξερες όμως ποια ήτανε. Τι αριστούργημα ήταν αυτή ή γυναίκα... ΜΑΓΚΥ: Για πες μου. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ : Ήταν η πιο όμορφη—ήταν η πεντάμορφη γυναίκα του Βασιλιά Άμλετ. Ξέρεις ποιος ήταν αυτός; ΜΑΓΚΥ: (Ενθαρρύνοντας τον) Για λέγε. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ : Αυτός, μάτια μου, ήταν ο λεβέντης, που πέρασε ωκεανούς και θάλασσες Κι έφερε πίσω το χρυσόμαλλο δέρας. Και ξέρεις, γιατί τόκανε αυτό; Ι’ιατί του το ζήτησε η βασίλισσα Μελισάνθη. Αυτή η Μελισάνθη, που λες, ήταν άλλο πράμα. Σωστό πανόραμα. Είχε μακριά, σγουρά μαλλιά, και κάθε φορά που την έβλεπε ό Άμλετ, του ρχόταν τέτοια ζαλάδα, που έπεφτε χάμω. Ό,τι του ζητούσε, της τόδινε—χατήρι δεν της χαλούσε. Και μια μερα του λέει: «Άμλετ, γουστάρω για τη γιορτή μου ένα χρυσόμαλλο δέρας». Αυτός λοιπόν, μόλις τ’ άκουσε, πηδάει μέσα στο καράβι του και παίρνει δρόμο για να της το φέρει. Κι όταν ξαναγύρισε—ματωμένος και κουρελής—έτρεξε αμέσως κι άπλωσε το δέρας αυτό το χρυσόμαλλο μπροστά στα κάτασπρα ποδαράκια της Μελισάνθης. Και κείνη έσκυψε και το σήκωσε, το τύλιξε γύρω στους ολόγυμνους τριανταφυλλένιους ώμους της και λέει: «Έχω το χρυσόμαλλο δέρας. Από δω κι εμπρός δεν θα τουρτουρίσω ποτέ»,.. Μελισάνθη! Τι γυναίκα! Τι όνομα! ΜΑΓΚΥ: (Σκεφτικά) Αστρολέοντα, είσαι για τα σίδερα. Έπιασες ένα σωρό ιστορίες, που έχω διαβάσει σ’ εκατό διαφορετικά βιβλία, τις ανακάτεψες καλά-καλά και σκάρωσες το πιο χοντρό και γελοίο ψέμα, Πού άκουσα ποτέ μου... ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: (Με θυμό) Δεν ήταν ψέμα—ήταν μια ιστορία, ένα όνειρο. ΜΑΓΚΥ: Ποια είναι ή διαφορά;

Page 162: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

162 ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Άμα δε βλέπεις τη διαφορά, παίρνω πίσω αυτό, που είπα για τ’ όνομά σου. Το Μάγκυ, σού πάει θαύμα... Να σου πω κι ένα άλλο όνομα, που θα σουρχότανε γάντι;— Θωμάς... Γιατί εσύ κι ο αδερφός σου είσαστε ένα—δε νοιώθετε από όνειρα. ΜΑΓΚΥ: (Έντονα) Και ποιος σούπε πώς όλα τα όνειρα πρέπει νάναι σαν και τα δικά σου; Μελισάνθες, αστροπελέκια και πράσιν’ άλογα;.. Υπάρχουν κι άλλης λογής όνειρα, Αστρολέοντα... Απλά και ταπεινά όνειρα, σαν κι αυτά, που κάνει μια γυναίκα, όταν μαντάρει κάλτσες η όταν συγυρίζει την κουζίνα... ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Τι όνειρα, Μάγκυ; ΜΑΓΚΥ: (Κλαίγοντας) Να, πως ξαφνικά ακούει μια ανδρική φωνή να λέει: «Μάγκυ, είν’ έτοιμο το πουκάμισό μου;» Πώς μπαίνει μέσα ό άντρας της κι ακούει πάλι την ίδια φωνή να τη ρωτάει: «Πούν’ σι παντούφλες μου;». Όνειρα πώς ακούει παιδιά να παίζουν και να φωνάζουν και να γελάνε... Υπάρχουν όλων των ειδών όνειρα, κύριε Αστρολέοντα. Τα δικά μου είναι μικρά—σαν και τ’ όνομά μου – Μάγκυ —είναι όμως και γνήσια σαν και τ’ όνομά μου—-ναι γ ν ή σ ι α. Λοιπόν μπορείς να κρατήσεις εσύ τα δικά σου όνειρα—κι εγώ τα δικά μου... (Μη μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της ξεκινάει να φύγει, αλλά την αρπάζει και τη

φέρνει κοντά του, σχεδόν στην αγκαλιά του) ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Μάγκυ. ΜΑΓΚΥ: Σε παρακαλώ. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Συγχώρεσε με, Μάγκυ... ΜΑΓΚΥ : Δεν πειράζει... Άσε με να φύγω... ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ : Εύχομαι τα όνειρά σου να γίνουν αληθινά, Μάγκυ—το εύχομαι μ’ όλη μου την καρδιά. ΜΑΓΚΥ: Ποτέ δε θα γίνουν αληθινά—ποτέ. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Πίστευε στον εαυτό σου και θα γίνουν. ΜΑΓΚΥ: Είν’ αργά. Δεν πιστεύω σε τίποτα πια. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Είσαι γυναίκα. Πίστεψε σ’ αυτό. ΜΑΓΚΥ: Πώς μπορώ όταν κανένας άλλος δεν το πιστεύει; ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: ‘Εσύ π ρ ώ τ η πρέπει να το πιστέψεις. (Αμέσως) Πες μου, Μάγκυ—είσαι όμορφη; ΜΑΓΚΥ: (Με πόνο) Όχι—είμαι άσχημη. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Βλέπεις; Βλέπεις; Δεν το ξέρεις Πώς είσαι γυναίκα. ΜΑΓΚΥ Το ξέρω. Είμαι. Μια άσχημη γυναίκα. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ Δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες, Μάγκυ. Μια πραγματική γυναίκα δε μπορεί ποτέ νάναι άσχημη. Είναι όλες όμορφες—ή κάθε μια με το δικό της τρόπο—αλλά είν’ όλες όμορφες. ΜΑΓΚΥ: Εγώ δεν είμαι. Όταν κοιτάω στον καθρέφτη. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Μην αφήνεις το Θωμά να είναι ο καθρέφτης σου. Για να δεις αυτό, που θέλεις, πρέπει πρώτα να το νοιώσεις μέσα σου. Και τότε θάρθει μια μέρα, πού ό καθρέφτης σου θάναι ό άντρας, που σ’ αγαπά. Τα μάτια του θάναι ό καθρέφτης σου. Κι όταν κοιτάς εκεί μέσα—θάσαι κάτι παραπάνω απ’ όμορφη. Θάσαι ωραία. ΜΑΓΚΥ: (Με κραυγή) Αυτό δε θα γίνει ποτέ. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Κάντο να γίνει, Μάγκυ. Γιατί δεν κάνεις την αρχή τώρα... Άσε με να λύσω τα μαλλιά σου. (Απλώνει το χέρι του) ΜΑΓΚΥ: (Πανικόβλητη) Όχι. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Μη φοβάσαι, Μάγκυ... (της βγάζει τις φουρκέτες και την παίρνει στην αγκαλιά του) Τώρα κλείσε τα μάτια σου, Μάγκυ—κλείστα. (Εκείνη υπακούει) Και τώρα πες—είμαι όμορφη!

Page 163: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

163ΜΑΓΚΥ: (Με προσπάθεια) Είμαι—είμαι—... δε μπορώ. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Πες το Μάγκυ... πες το! ΜΑΓΚΥ: Είμαι... όμορφη. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Ξαναπέστο. ΜΑΓΚΥ: (Με μικρή κραυγή) Όμορφη. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Πες το—και πίστεψέ το. ΜΑΓΚΥ: (Με ανάταση) Είμαι όμορφη... Είμαι όμορφη... όμορφη..

(Τη φιλά. Η Μάγκυ σφίγγεται πάνω του. Το φιλί διαρκεί ώρα. Όταν τελειώνει, η Μάγκυ σωριάζεται πάνω στην κούνια κλαίγοντας με λυγμούς)

Γιατί τόκανες αυτό; ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: (Πηγαίνοντας κοντά της) Γατί, όταν είπες πως είσαι όμορφη, ήταν αλήθεια.

(Οι λυγμοί της γίνονται πια δυνατοί, πιο σπαραχτικοί, γιατί για πρώτη φορά ένοιωσε ευτυχισμενη)

Κοίταξέ με, Μάγκυ... ΜΑΓΚΥ: Δε μπορώ.. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: (Γυρίζοντάς την προς αυτόν) Πάψε να κλαις και κοίταξέ με. Κοίταξέ με στα μάτια. Τι βλέπεις; ΜΑΓΚΎ: (Κοιτάζοντάς τον μεσ’ απ τα δάκρυά της) Δε μπορώ να το πιστέψω.. ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Πες μου τι βλέπεις; ΜΑΓΚΥ: (Μ’ ένα λυγμό ευτυχίας) Εγώ είμ’ αυτή; Αλήθεια είμ’ εγώ; Εγώ;

(Πάει κοντά τον, έτοιμη να του δοθεί)

Page 164: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

164

ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο’ ΝΗΛ Μετάφραση: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΑΝΝΝΝΑΑ ΚΚΡΡΙΙΣΣΤΤΙΙ

Πράξη 4η

(Ένας παράξενος τρόμος φαίνεται να πιάνει ξαφνικά την Άννα. Ορμάει στο τραπέζι, παίρνει απ’ το συρτάρι το περίστροφο και μαζεύεται στη γωνιά αριστερά, πίσω απ’ το μπουφέ. Ύστερ’ από λίγο η πόρτα ανοίγει διάπλατα και στο άνοιγμα παρουσιάζεται ο Ματ Μπερκ. Είναι σε κακή κατάσταση - τα ρούχα του σκισμένα και βρώμικα, σκεπασμένα με πριονίδι, σα να είχε συρθεί ή να είχε κοιμηθεί κατάχαμα σε κανένα μπαρ. Έχει ένα κόκκινο σημάδι στο μέτωπό του, πάνω απ’ το ένα του μάτι, άλλο ένα στο μάγουλό του, πάνω στο μήλο, και οι κόμποι των χεριών του είναι γδαρμένοι και ματωμένοι—φανερά σημάδια πάλης. Τα μάτια του είναι κόκκινα, τα βλέφαρά του βαριά και το πρόσωπό του φαίνεται πρισμένο.

Αλλά, εκτός απ’ αυτά τα φαινόμενα, που έχουν την αιτία τους σε βαρύ μεθύσι, τα μάτια του μαρτυράνε άγριο διανοητικό τυράννισμα, ανίσχυρο θυμό ζώου που το περιορίζει η ίδια η

κακομοιριά κ’ η δυστυχία του) ΜΠΕΡΚ: (κυττάζει γύρω, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, και λέει τραχιά) Όποιος κι αν είν’ εδώ μέσα, ας μην κρύβεται από μένα—αν και θάπρεπε να ξέρεις πως είχα κάθε δίκιο να γυρίσω και να σε σκοτώσω. (Στέκεται κι ακούει. Μην ακούγοντας τίποτα κλείνει την πόρτα και προχωρεί προς το τραπέζι. Πέφτει στην πολυθρόνα και λέει αποκαμωμένος) Κανένας δεν είν’ εδώ, μου φαίνεται, κ’ εγώ είμαι πολύ κουτός που ξεκίνησα κ’ ήρθα. (Με κάποια βουβή αγωνία, ανίκανος να καταλάβει τι νόημα έχουν τα πράματα) Μάλιστα, Ματ Μπερκ, κατάντησες ένας μεγάλος γάιδαρος. Τι σου μπήκε τώρα στο νου —δε μου λες : Είναι καιρός που εκείνη έφυγε από δω, σου λέω, κι ούτε θα ξαναδείς πια την όψη της. (Η Άννα ορθώνεται, διστακτική, παλεύοντας ανάμεσα στη χαρά και στο φόβο. Τα μάτια του Μπερκ πέφτουνε στη βαλίτσα της. Σκύβει, για να δει καλλίτερα) Τι είναι τούτο (Χαρούμενα) Δική της είναι. Δεν έφυγε ! Όμως πού είναι ; Βγήκε στη στεριά ; (Κατσουφιάζοντας) Τι πάει να κάμει στη στεριά, νύχτα ώρα, με τέτοιον παλιό-καιρο ; (Πόνος και θυμός προκαλούν ξαφνική σύσπαση στο πρόσωπό του) Αυτό είναι, ε ; Η κατάρα του θεού να πέσει στο κεφάλι της (Παράφορα) θα κάτσω να περιμένω ώσπου νάρθει να την πνίξω—να της πάρω τη βρωμερή της τη ζωή. (Η Άννα κάνει ξαφνιασμένη κίνηση, η όψη της σκληραίνει. Προχωρεί προς το κέντρο κρατώντας με το δεξί χέρι το περίστροφο στο πλευρό της) ΑΝΝΑ: (με ψυχρό, σκληρό τόνο) Τι γυρεύεις εδώ ; ΜΠΕΡΚ: (γυρίζει, ανοίγοντας το στόμα από τρομάρα) Έλα, Θε μου ! (Μένουν για μια στιγμή ακίνητοι κι αμίλητοι, έχοντας καρφωμένα τα μάτια τους ο ένας στου άλλου) ΑΝΝΑ: (με την ίδια τραχιά φωνή) Λοιπόν—έχασες τη λαλιά σου ; ΜΠΕΡΚ: (προσπαθώντας να πάρει ξέγνοιαστο, φυσικό τόνο) Μούκοψες το αίμα, έτσι που μου παρουσιάστηκες ξαφνικά, τη στιγμή που νόμιζα πως ήμουν ολομόναχος. ΑΝΝΑ : Αδιαντροπιά που την έχεις όμως, να μπαίνεις εδώ μέσα χωρίς ούτε να χτυπήσεις ! Τι γυρεύεις; ΜΠΕΡΚ: (αόριστα) Α, τίποτα. Ήθελα μόνο να σου πω δυο λόγια, για τελευταία φορά —αυτό ήταν. (Κάνει ένα βήμα προς το μέρος της) ΑΝΝΑ: (κοφτά, σηκώνοντας το περίστροφο) Το νου σου ! Μην κάνεις πως έρχεσαι κοντά μου. Άκουσα τι λογάριαζες πριν να μου κάμεις.

Page 165: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

165 ΜΠΕΡΚ: (βλέποντας τώρα μόλις το περίστροφο) Ώστε τώρα θες να με σκοτώσεις ; Ο Θεός να μη σου το χρωστάει ! (Με περιφρονητικό γέλιο) Ή μπας και σου περνάει ιδέα πώς θα τη φοβηθώ αυτή την τενεκεδένια παλιοσφυρίχτρα ; (Πάει ολόισα προς το μέρος της) ΑΝΝΑ: (άγρια) Έχε το νου σου, είπα ! ΜΠΕΡΚ: (έχει πλησιάσει τόσο, που το περίστροφο ακουμπάει σχεδόν στο στήθος του) τράβα λοιπόν ! (Με ξαφνική άγρια λύπη) Ρίξε, σου λέω, να ξεμπερδεύουμε ! Τελείωσέ με με μια σφαίρα και θα σου το χρωστάω χάρη. Γιατί ήταν σκυλίσια ή ζωή που έζησα τούτες τις δυο μέρες, απ’ τη στιγμή που έμαθα τι είσαι. Μακάρι να μην είχα γεννηθεί σ’ αυτό τον κόσμο ! ΑΝΝΑ: (ανίκανη ν’ αντισταθεί στη συγκίνησή της, αφίνει το περίστροφο να πέσει στο πάτωμα, λες και τα δάχτυλά της δεν είχαν τη δύναμη να το κρατήσουν, και λέει υστερικά) Τι ήθελες και ήρθες; Γιατί δε φεύγεις ; Φύγε σου λέω (Τον προσπερνάει και σωριάζεται στην κουνιστή πολυθρόνα) ΜΠΕΡΚ: (ακολουθώντας την—με βαθιά θλίψη) Έχεις δίκιο να με ρωτάς γιατί ήρθα. (Με θυμό) Γιατί είμαι ένας μεγάλος βλάκας—να κάθομαι να βασανίζομαι για τη σαπίλα που μου φανέρωσες και να πίνω ολόκληρον ωκεανό για να ξεχάσω. Να ξεχάσω ; Ο διάολος να με πάρει αν μπορώ να ξεχάσω—τη στιγμή που όλη ώρα, και στον ύπνο και στον ξύπνο μου, έχω μπροστά στα μάτια μου τη φάτσα σου με το διαβολικό της γέλιο—έτσι πού κατάντησα να λέω πως το τρελλοκομείο είναι το μέρος που σου ταιριάζει. ΑΝΝΑ: (ρίχνοντας ματιές στα χέρια και στο πρόσωπό του—περιφρονητικά) Στην κατάσταση πού βρίσκεσαι, κάπου έπρεπε να σ’ έχουν βάλει. Δε μπορώ να καταλάβω πώς δε σ’ έχωσαν μέσα. Με κάποιον έστησες καυγά, ε ; ΜΠΕΡΚ: Ναι—με τον καθέναν που θέλησε να μου κάμει τον καμπόσο. (Άγρια) Και κάθε φορά που έσκαγα μια γροθιά κατάμουτρα σε κάποιον, δεν έβλεπα το δικό του παρά το δικό σου το πρόσωπο—κ ήθελα να σου δώσω μια που να σε στείλω στον άλλο κόσμο, για να μη σε βλέπω και να μη σε συλλογιέμαι πια. ΑΝΝΑ: (τα χείλη της τρέμουν, αξιολύπητα) Ευχαριστώ ! ΜΠΕΡΚ: (περπατώντας πάνω-κάτω, στενόχωρα) Ωραία, παίξε μ’ εμένα τώρα ! Αχ, σίγουρα δεν είμαι άντρας, αφού γυρίζω και σου μιλάω. Έχεις δίκιο να γελάς μαζί μου. ΑΝΝΑ: Δε γελάω μαζί σου, Ματ. ΜΠΕΡΚ: Εσύ να είσαι τέτοια πού είσαι κ’ εγώ να είμαι ο Ματ Μπερκ—και να γυρίζω πίσω και να ξαναρίχνω τα μάτια μου απάνω σου ! Ντροπή μου ! ΑΝΝΑ: (κακιωμένη) Τότε σήκω και φύγε. Κανένας δε σε κρατάει ! ΜΠΕΡΚ: (σε σύγχυση) Να κάθομαι εγώ ν’ ακούω τέτοια λόγια από μια γυναίκα σαν εσένα και να φοβάμαι να της κλείσω το στόμα μ’ ένα μπάτσο ! Αχ, Θε μου, είμ’ ένα παλιοτόμαρο, που θάπρεπε να το φτάνει ο καθένας ! (Παράφορα) Όμως δε θα φύγω από δω, πριν να τον πω το λόγο μου ! (Σηκώνει τη γροθιά του απειλητικά) Κ’ έχε το νου σου να μη με φέρεις στην άκρη ! (Αφίνοντας να πέσει η γροθιά του, απελπισμένα) Μη θυμώνεις ! Μου φαίνεται πως λέω παλαβομάρες, σα νάμαι τρελλός για δέσιμο. Είναι τέτοια ή λύπη που μούβαλες στην καρδιά, που έχω χάσει τα λογικά μου. (Σκύβει ξαφνικά και την πιάνει δυνατά απ’ το μπράτσο) Πες μου πως είναι ψέμα., σου λέω ! Αυτό ήρθα γυρεύοντας ν’ ακούσω από σένα. ΑΝΝΑ: (άχρωμα) Ψέμα ; Ποιο ; ΜΠΕΡΚ: (με παθητικά παρακλητικό τόνο) Όλα εκείνα τα κακά πράματα που μου είπες εδώ και δυο μέρες. Σίγουρα πρέπει να είναι ψέμα ! Ήθελες να παίξεις μαζί μου, ε ; Πες μου πως ήτανε ψέμα, Άννα, και θα γονατίσω να κάμω την προσευχή μου στον Παντοδύναμο και να του πω «σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου !» ΑΝΝΑ: (φοβερά ταραγμένη - αδύναμα) Δε μπορώ, Ματ. (Παρακλητικά, καθώς εκείνος γυρίζει αλλού) Ω, Ματ. δε μπορείς να καταλάβεις πως δεν έχει καμιά σημασία το τι ήμουν, αφού δεν είμαι πια ; Άκουσέ με ! Ετοίμασα τη βαλίτσα μου τ’ απόγεμα και βγήκα στη

Page 166: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

166 στεριά. Κάθησα εδώ και περίμενα ολομόναχη δυο μέρες, με την ιδέα πως ίσως να γύριζες —πως ίσως να τα ξανασκεφτόσουν όσα σου είπα—κ’ ίσως—ωχ, κ’ εγώ δεν ξέρω τι ελπίδες είχα Αλλά φοβόμουν, ακόμα και να βγω για μια στιγμή απ’ την καμπίνα—αλήθεια σου το λέω—φοβόμουνα μην έρθεις και δε με βρεις εδώ. Ύστερα έχασα κάθε ελπίδα, αφού δε φάνηκες, και πήγα στο σταθμό. Έφευγα για τη Νέα Υόρκη—έφευγα για να ξαναπάω— ΜΠΕΡΚ: (τραχιά) Η κατάρα του Θεού να πέσει στο κεφάλι σου ! ΑΝΝΑ: Άκουσε, Ματ! Εσύ δεν είχες έρθει κ’ εγώ είχα χάσει κάθε ελπίδα. Αλλά—σαν έφτασα στο σταθμό—δε μπόρεσα να τραβήξω μπρος. Είχα πάρει το εισιτήριό μου, ήμουν έτοιμη σε όλα. (Βγάζει το εισιτήριο από την τσέπη της κα προσπαθεί να του το βάλει μπροστά στα μάτια) Όμως άρχισα να συλλογιέμαι σένα—και δε μπορούσα να πάρω το τραίνο—δε μπορούσα ! Κ’ έτσι ξαναγύρισα εδώ’—για να περιμένω ακόμα. Ω, Ματ, δε βλέπεις πως άλλαξα ; Δε μπορείς να συχωρέσεις κάτι πού είναι. φευγάτο και νεκρό—και να το ξεχάσεις ; ΜΠΕΡΚ: (γυρίζοντας κατά πάνω της, πνιγμένος και πάλι από θυμό) Να ξεχάσω ; Δε θα ξεχάσω ως την ώρα πού θα πεθάνω, σου λέω—και θα με τυραννάνε οι σκέψεις μου. (Ξεφρενιασμένος) Ω, θα ήθελα να βρισκόταν μπροστά μου αντίπαλος ένας από κείνους τούτη τη στιγμή· θα τον κοπάναγα με τις γροθιές μου, ώσπου να τον καταντήσω ένα ματωμένο κουφάρι ! Να δώσει ό Θεός να ψηθούν ούλοι τους στην Κόλαση ως τη Δεύτερη Παρουσία—και συ μαζί τους, γιατί και συ δεν είσαι καλλίτερη από κείνους ! ΑΝΝΑ: (τρεμουλιάζοντας) Ματ ! (Ύστερ’ από μικρή παύση, με φωνή που φανερώνει νεκρική, παγερή ηρεμία) Πάει καλά—είπες ό,τι είχες να πεις—τώρα μπορείς να του δίνεις. ΜΠΕΡΚ: (ξεκινάει σιγά για την πόρτα - διστάζει—κ’ ύστερα από μικρή παύση της λέει) Και συ τι θα κάμεις ; ΑΝΝΑ: Τι σε νοιάζει εσένα ; Μπερκ: Σε ρωτάω. ΑΝΝΑ: (στον ίδιο τόνο) Η βαλίτσα μου είν’ έτοιμη και το εισιτήριό μου τόχω παρμένο. Αύριο θα πάω στη Νέα Υόρκη. ΜΠΕΡΚ: (μ’ απόγνωση) Πάει να πει—θα ξαναρχίσεις τα ίδια ; ΑΝΝΑ: (παγερά) Ναι. ΜΠΕΡΚ: (με αγωνία) Όχι ! Μη με βασανίζεις με τέτοιες κουβέντες ! Είσαι ένας δαίμονας, σταλμένος για να με κάμει ολότελα παλαβό! ΑΝΝΑ: (η φωνή της τσακίζει) Ω, για τ’ όνομα του θεού, Ματ, άφησέ με στην ησυχία μου ! Φύγε ! Δε βλέπεις πως δεν αντέχω πια; Γιατί θέλεις να με τυραννάς ; ΜΠΕΡΚ: (μ’ αγανάχτηση) Ο Θεός να σου δώσει συχώρεση—Και το χειρότερο που θα σου πω, δε σου αξίζει ; ΑΝΝΑ: Πολύ καλά. Μπορεί να είν’ έτσι. Αλλά μην το λες και το ξαναλές, όλη την ώρα. Γιατί δεν κάνεις εκείνο που έλεγες να κάμεις; Γιατί δεν παίρνεις εκείνο το πλοίο, που θα σε πάει στην άλλη άκρη του κόσμου—κ’ έτσι να μη με ξαναδείς άλλη φορά ; ΜΠΕΡΚ: Θα το πάρω. ΑΝΝΑ: (ξαφνιασμένη) Πώς—ώστε φεύγεις—αληθινά ; ΜΠΕΡΓΚ: Υπόγραψα σήμερα το μεσημέρι—μεθυσμένος καθώς ήμουν, και το πλοίο φεύγει αύριο. ΑΝΝΑ: Και που πάει ; ΜΠΕΡΚ: Στο Κέηπ Τάουν. ΑΝΝΑ: (θυμάται πως το όνομα αυτό το άκουσε λίγο πριν και τον ρωτάει ξαφνιασμένη και συγχυσμένη) Στο Κέηπ Τάουν ; Πού βρίσκεται ; Πολύ μακριά ; ΜΠΕΡΚ: Στην άκρη της Αφρικής. Πολύ μακριά για σένα. ΑΝΝΑ: (με βιασμένο γέλιο) Ώστε τον κρατάς το λόγο σου, (Ύστερ’ από μικρή παύση, με περιέργεια) Πώς το λένε το πλοίο.

Page 167: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

167ΜΠΕΡΚ: Λόντονντέρρυ. ΑΝΝΑ: (θυμάται ξαφνικά πως μ’ αυτό το ίδιο πλοίο φεύγει κι ο πατέρας της) Λόντονντέρυ ! Είναι το ίδιο— ω. αυτό πια παρα είναι ! (Ξεσπάει σε άγριο, ειρωνικό γέλιο) Χα—χα—χα ! ΜΠΕΡΚ: Τι σ’ έπιασε τώρα ; ΑΝΝΑ: Χα—χα- χα ! Είναι αστείο, πολύ αστείο ! Είναι για να πεθάνει κανείς από τα γέλια ! ΜΠΕΡΚ: (ερεθισμένος) Από τα γέλια—για τι πράμα ; ΑΝΝΑ: Αυτό είναι μυστικό. Δε θ’ αργήσεις να το μάθεις. Αστείο είναι, μα την αλήθεια! (Συγκρατεί το γέλιο της κ’ ύστερ’ από κάποια παύση, το λέει κυνικά) Τι λογής τόπος είναι αυτό το Κέηπ Τάουν : θάχε πολλές κυρίες, φαντάζομαι ; ΜΠΕΡΚ: Στο διάβολο να .πάνε ! Ποτέ μου να μη δω γυναίκα, ως τη στιγμή που θα πεθάνω ! ΑΝΝΑ: Αυτό το λες τώρα. Αλλά βάζω στοίχημα πως, ώσπου να φτάσεις εκεί, θα μ’ έχεις ολότελα ξεχάσει και θ’ αρχίσεις να λες σε κάποιαν άλλη τις ίδιες καυχησιάρικες κουβέντες που μου είπες εμένα την πρώτη φορά πού μ’ απάντησες. ΜΠΕΡΚ: (πειραγμένος από την προσβολή) Ε λοιπόν όχι ! Τι διάβολο—λες πως σου μοιάζω—πως μοιάζω με σένα, που σ’ ούλη σου τη ζωή παρατάς τον έναν για να πιάσεις τον άλλον ; ΑΝΝΑ: (θυμωμένη κ’ επιθετική) Ναι, αυτό ίσα-ίσα θέλω να σου πω ! Το ίδιο έκανες και συ σ’ όλη σου τη ζωή—σε κάθε λιμάνι έπιανες κ’ ένα καινούργιο κορίτσι. Γιατί λες πως είσαι καλλίτερος από μένα ; ΜΠΕΡΚ: (σε τέλεια απόγνωση) Μα δεν έχεις καμιά ντροπή ; Είμαι βλάκας πού κάθομαι και κουβεντιάζω μαζί σου—με μια γυναίκα που έχει πετρώσει στην αμαρτία. θα φύγω από δω και θα σ’ αφήσω για πάντα (Ξεκινάει προς τη πόρτα, ύστερα σταματάει και γυρίζει φρενιασμένος κατά πάνω της) Πιστεύω πως τις ίδιες ψευτιές που μου είπες εμένα θα είπες και σ’ ούλους τους άλλους πριν από μένα ; ΑΝΝΑ: (με αγανάκτηση) Αυτό είναι ψέμα ! Ποτέ δεν είπα τέτοιο πράμα ! ΜΠΕΡΚ: (αξιοθρήνητα) Όμως μπορεί και να τάλεγες. ΑΝΝΑ: (ορμητικά, με ένταση που όλο και μεγαλώνει) Ζητάς να μου ρίξεις την κατηγόρια πώς ήμουν ερωτευμένη—αληθινά ερωτευμένη—μ’ εκείνους ; ΜΠΕΡΚ: Σίγουρα, την έχω αυτή την ιδέα. ΑΝΝΑ: (παράφορα, σαν αυτή να είναι η τελευταία προσβολή —προχωρώντας απειλητικά κατά πάνω του) Βούλωσέ το λοιπόν ! Φτάνει πια—αρκετά σ’ άφησα κ’ είπες ! Μην τολμήσεις να πεις λέξη πια ! Να τους ερωτευτώ, ε ; Ω, Θε μου ! Μα τι κούτσουρο είσαι συ ; Να τους ερωτευτώ ; (Άγρια) Τους μισούσα, σου λέω ! Τους μισούσα—τους μισούσα ! Ο Θεός να ρίξει φωτιά να με κάψει τούτη τη στιγμή, ο Θεός να παιδέψει την ψυχή της μάννας που με γέννησε. αν δε σου λέω την καθαρή αλήθεια ! ΜΠΕΡΚ: (άφταστα ευχαριστημένος από τον ορμητικό της τρόπο, με όψη που αρχίζει και φωτίζεται, αλλά αβέβαιος ακόμα, αμφίρροπος ανάμεσα στην αμφιβολία και στον πόθο του να την πιστέψει, της λέει μ’ απόγνωση) Αχ, αν μπορούσα να σε πιστέψω ! ΑΝΝΑ: (αποκαμωμένη) Ω, τι ωφελεί που κάθομαι και σου μιλάω; Ανώφελα είν’ όλα. (Παρακλητικά) Ω Ματ, αυτό ούτε για μια στιγμή δεν πρέπει να σου περνάει από το μυαλό ! Δεν πρέπει ! Βάλε στο νου σου για μένα ό,τι άλλο κακό θέλεις—κ’ εγώ δε θα πω λέξη, γιατί θάχεις δίκιο. Όμως, αυτό όχι ! (Έτοιμη να ξεσπάσει σε κλάματα) Δε μπορώ να το υποφέρω ! Θα μου ήταν αβάσταχτο να ξέρω πως φεύγεις τόσο μακριά, που δε θα σε ξαναδώ πια ποτέ. και πως έχεις τέτοια ιδέα για μένα ! ΜΠΕΡΚ: (ύστερ’ από ενδόμυχη πάλη—μ’ ένταση—αναγκάζοντας με δυσκολία τα λόγια να βγουν από το στόμα του) Αν το πίστευα—πως ποτέ σου δεν αγάπησες άλλον άντρα στον κόσμο εξόν από μένα—τα άλλα ίσως και να μπορούσα να σου τα συχωρέσω. ΑΝΝΑ: (με χαρούμενο ξεφωνητό) Ματ !

Page 168: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

168 ΜΠΕΡΚ: (αργά) Αν είν’ αλήθεια αυτό που λες, μπορεί με το δίκιο μου να πίστευα πως άλλαξες— και πως κ’ εγώ ο ίδιος θα σ’ έκανα ν’ αλλάξεις, όσπου να πάψεις πια ολότελα να είσαι εκείνο που ήσουν σ’ όλη σου τη ζωή. ΑΝΝΑ: (αρπάζεται από τα λόγια του -με κομένη ανάσα) Ω, Ματ ! Αυτό προσπαθούσα να σου πω, τόση ώρα ! ΜΠΕΡΚ: (απλά) Γιατί εγώ έχω μέσα μου τη δύναμη να κάνω τους άντρες να παίρνουν το δρόμο που θέλω—μπορεί και τις γυναίκες. Και λέω πως θα σ’ έκανα ν’ αλλάξεις και να γίνεις μια ολότελα καινούργια γυναίκα—έτσι πού ούτ’ εγώ ούτε και συ η ίδια να μπορούμε πια να καταλάβουμε τι λογής γυναίκα στάθηκες στα περασμένα σου. ΑΝΝΑ: Ναι, θα μπορούσες, Ματ ! Είμαι βέβαιη πως θα μπορούσες ! ΜΠΕΡΚ: Και λέω πώς μπορεί το φταίξιμο να μην ήταν δικό σου — μόνο έγινες αυτό που έγινες εξαιτίας από κείνον το γέρο χιμπαντζή τον πατέρα σου που σ’ άφησε και μεγάλωσες ολομόναχη. Αν μπορούσα να πιστέψω πως εσύ μονάχα εμένα— ΑΝΝΑ: (σε αμήχανη στενοχώρια) Πρέπει να το πιστέψεις, Ματ! Τι θέλεις να κάμω ; Είμ’ έτοιμη να κάμω ό,τι θελήσεις—ό,τι κι αν θελήσεις—για να σου δείξω πως δε λέω ψέματα ! ΜΙΙΕΡΚ: (σα να βρήκε ξαφνικά μια λύση, ψάχνει στην τσέπη του σακκακιού του, χουφτώνει κάτι και της λέει επίσημα) Δέχεσαι να πάρεις έναν όρκο—έναν όρκο φοβερό και τρομερό, που θα παράδινε την ψυχή σου στους διαβόλους της Κόλασης, αν έλεγες ψέματα ; ΑΝΝΑ: (ζωηρά) Ό,τι όρκο θέλεις, Ματ—είμ’ έτοιμη να τον πάρω. ΜΙΙΕΡΚ: (βγάζει από την τσέπη του ένα φτηνό και παλιόν Εσταυρωμένο και της τον δείχνει κρατώντας τον ψηλά) Ορκίζεσαι σ’ αυτόν ; ΑΝΝΑ: (απλώνοντας το χέρι της να τον πάρει) Ναι— είμαι πρόθυμη. Δος μου τον. ΜΠΕΡΚ: (κρατώντας το σταυρό μακρυά της) Είν’ ένας σταυρός, που μου τον είχε δώσει η μάννα μου—ο Θεός ν’ αναπάψει την ψυχή της ! (Σταυροκοπιέται μηχανικό) Ήμουν παιδί τότε κ’ εκείνη μου είπε να μη τον χάσω παρά να τον έχω κοντά μου και στον ύπνο και στον ξύπνο μου, για να με φυλάει. Ή μάννα μου πέθανε ύστερ’ από λίγο. Όμως από τότε τον φυλάω απάνω μου ως τα τώρα. Και σου λέω πως έχει μεγάλη δύναμη, και πως, στις θάλασσες που πλανιέμαι. με γλύτωσε από μεγάλες συφορές. Την τελευταία φορά, που βούλιαξε το καράβι μου, τον είχα κρεμασμένον στο λαιμό μου—και μ’ έβγαλε σίγουρα στη στεριά, τη στιγμή που οι άλλοι χαθήκανε. (Πολύ σοβαρά) Και να το ξέρεις πως, αν πάρεις όρκο σ’ αυτόν, η ίδια η μάννα μου θα σε βλέπει από τον ουρανό και θα παρακαλέσει τον Παντοδύναμο και τους Άγιους να σου δώσουνε την πιο μεγάλη κατάρα τους. αν σ’ ακούσει να ορκιστείς ψέματα ΑΝΝΑ: (επηρεασμένη από τον τρόπο του—με δεισιδαιμονία) Αν ήτανε ψέμα, δε θα τολμούσα—πίστεψέ με. Αλλά σού λέω την αλήθεια και γι’ αυτό δε φοβάμαι να ορκιστώ. Δόστο μου. ΜΠΕΡΚ: (δίνοντάς της το σταυρό, σχεδόν ταραγμένος, σα να φοβάται για τη δική της την ασφάλεια) Έχε το νου σου τι όρκο θα πάρεις, σου λέω ! ΑΝΝΑ: (κρατώντας με προσοχή το σταυρό) Έλα—τι όρκο θέλεις να πάρω ; Πες μου τον εσύ. ΜΠΕΡΚ: Ορκίσου πως εγώ είμαι ο μόνος άντρας στον κόσμο, που αγάπησες ποτέ σου. ΑΝΝΑ: (κυττάζοντάς τον σταθερά στα μάτια) Τ’ ορκίζομαι. ΜΠΕΡΚ: Και πως από τη μέρα τούτη θα ξεχάσεις όλο το κακό πούκαμες και ποτέ δε θα το ξανακάμεις. ΑΝΝΑ: (ζωηρά) Τ ορκίζομαι ! Τ’ ορκίζομαι στο Θεό ! ΜΠΕΡΚ: Κι αν λες ψέματα, η πιο βαρειά κατάρα του Θεού να πέσει στο κεφάλι σου. Πες το. ΑΝΝΑ: Η πιο βαρειά κατάρα του Θεού να πέσει στο κεφάλι μου, αν λέω ψέματα ! ΜΠΕΡΚ: (με βαθύτατο στεναγμό) Ω, δόξα νάχει ο Θεός ! Τώρα σε πιστεύω !

Page 169: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

169

(Της παίρνει το σταυρό, με πρόσωπο που λάμπει από χαρά, και τον ξαναβάζει στην τσέπη του. Περνάει το μπράτσο του γύρω απ’ τη μέση της κ’ είναι έτοιμος να τη φιλήσει, όταν

σταματάει τρομαγμένος κάποια τρομερή αμφιβολία) ΑΝΝΑ: (ανήσυχη) Τι έπαθες ; ΜΠΕΡΚ: (τη ρωτάει αγριεμένος ξαφνικά) Είσαι Καθολική; ΑΝΝΑ: (ταραγμένη) Όχι. Γιατί ; ΜΠΕΡΚ: (με κάποιο ανήσυχο προμάντεμα) Αχ, ο Θεός να με βοηθήσει ! (Ρίχνοντάς της ματιά που τη σκοτεινιάζει η υποψία) Διαβολικό κόλπο είναι τούτο—να παίρνεις όρκο σε Καθολικό σταυρό, τη στιγμή που είσαι από τους άλλους. ΑΝΝΑ: (στενοχωρημένη) Μα δε με πιστεύεις, Ματ ; ΜΠΕΡΚ: (αξιολύπητα) Αν δεν είσαι Καθολική— ΑΝΝΑ: Δεν είμαι. Αλλά Τι πειράζει ; Δε μ’ άκουσες που ορκίστηκα ; ΜΠΕΡΚ: (με πάθος) Ω είχα όλα τα δίκια να κρατηθώ μακρυά από σένα—αλλά δε μπόραγα ! Εγώ σ’ αγαπούσα, μ’ όσα κι αν έμαθα για σένα, κ’ ήθελα να είμαι μαζί σου, ό,τι κι αν είσαι—ο Θεός να με συχωρέσει ! Θα τρελλαινόμουν αν δε γινόσουνα δική μου ! Θα σκότωνα τον κόσμο ούλο—(την αρπάζει στην αγκαλιά του και τη φιλεί άγρια) ΑΝΝΑ: (της πιάνεται η ανάσα κι ανοίγει το στόμα απ’ τη χαρά της) Ματ ! ΜΠΕΡΚ: (ξαφνικά την κρατεί μακρυά του και την κυττάζει κατάματα, σα να θέλει να την ψάξει μέσα στην ψυχή τη και της λέει αργά) Αν ο όρκος σου δεν είναι σωστός όρκος, εγώ θα στηριχτώ στο σκέτο λόγο σου και θα σε κάμω δική μου, όπως και νάναι—τόσο πολύ μου χρειάζεσαι ! ΑΝΝΑ: (πειραγμένη.—επιτιμητικά) Ματ, ορκίστηκα— δεν ορκίστηκα ; ΜΠΕΡΚ: (μ’ αψηφησιά, σα να προκαλεί τη μοίρα) Όρκο, ξεόρκο—δεκάρα δε δίνω. Θα παντρευτούμε το πρωί— με τη βοήθεια του Θεού. (Μ’ ακόμα πιο μεγάλη αψηφησιά) Ο διάολος να σκάσει, εμείς οι δυο θα γίνουμε ευτυχισμένοι τώρα !

(Τη σφίγγει απάνω του και την ξαναφιλεί)

Page 170: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

170

ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο’ ΝΗΛ Μετάφραση: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ

ΤΤΟΟ ΠΠΕΕΝΝΘΘΟΟΣΣ ΤΤΑΑΙΙΡΡΙΙΑΑΖΖΕΕΙΙ ΣΣΤΤΗΗΝΝ ΗΗΛΛΕΕΚΚΤΤΡΡΑΑ

Πράξη 2η

(Μέσα στο γραφείο τού Έζρα Μαίινον βασιλεύει ψυχρή, αυστηρή ατμόσφαιρα. Τα έπιπλα είναι παλιάς μόδας. Οι τοίχοι έχουν σταχτύ χρώμα και λευκές γαρνιτούρες, πού σκορπάνε ανέκφραστη μελαγχολία. Δεξιά μια πόρτα οδηγεί στο χωλλ στα δεξιά μια φωτογραφία τού Ουάσιγκτον και τα πορτραίτα των Χάμιλτον και Μάρσαλ. Στο βάθος, ακριβώς στη μέση, το τζάκι. Δεξιά μια βιβλιοθήκη με νομικά βιβλία. Πάνω από το τζάκι ένα μεγάλο πορτραίτο τού

Εζρα Μαίινον. Αμέσως καταλαβαίνει κανείς τη μεγάλη του ομοιότητα με τον Άνταμ Μπράντ. Η φωτογραφία τον δείχνει μεγαλόσωμο, σαραντάρη σχεδόν, καθισμένο

μεγαλόπρεπα σε μία πολυθρόνα, ν’ ακουμπάει με σταθερότητα τα χέρια του στα στηρίγματά της και με την επίσημη δικαστική τήβεννο. Είναι όμορφος άντρας, με βλοσυρό κι αυτός μυστικόπαθο βλέμμα. Το πρόσωπό του ψυχρό, χωρίς να διαγράφεται στα χαραχτηριστικά του κανένα απολύτως συναίσθημα. Νομίζει κανείς πάλι πως φορεί το ίδιο προσωπείο που είδαμε στο πρόσωπο της γυναίκας του, τής κόρης του και τού Μπράντ. Αριστερά δυο

παράθυρα και στη μέση ένα τραπεζάκι. Λίγο προς τα αριστερά ένα μεγάλο τραπέζι και δυο πολυθρόνες. Προς ταδεξιά κι άλλη πολυθρόνα. Παχιά χαλιά στο πάτωμα. Ενώ ο ήλιος κοντύει να βασιλέψει. Μια άσπρη χρυσαφένιαανταύγεια πλημμυρίζει το γραφείο. Για μία

στιγμή οι αχτίδεςτου γραφείου γίνονται πιο ζωηρές, ύστερα ξεχύνουν πορφυρένια απόχρωση και τέλος απλώνονται οι πρώτοι ίσκιοι του δειλινού σκορπώντας μεγαλείτερη μελαγχολία στη μυστικόπαθη ατμόσφαιρα του γραφείου. Η Λαβίνια στέκεται μπρος στο τραπέζι. Μάταια προσπαθεί να κρύψει τη μεγάλη της ψυχική αγωνία. Το πρόσωπό της είναι καταβεβλημένο. Ρίχνει με τρυφερότητα τη ματιά της στο πορτραίτο του πατέρα της κι απομένει καθηλωμένη σ' αυτή τη στάση. Ύστερα πλησιάζει περισσότερο και χαϊδεύει το ζωγραφισμένο χέρι που ακουμπάει στο στήριγμα τής πολυθρόνας, σα να θέλει μ αυτή τη χειρονομία να τον

προστατέψει και να τού δώσει θάρρος)

ΛΑΒΙΝΙΑ : Άμοιρε, πατέρα !

(Ακούει θόρυβο στο χωλλ κι απομακρύνεται αμέσως απ’ την προσωπογραφία. Η πόρτα άνοίγει κ’ έρχεται η Κριστάιν. Προσπθαθεί να κρύψει τη μεγάλη της ανησυχία αφίνοντας νι

διαγράφεται στό πρόσωπό της περιφρόνηση κα γανάχτηση) ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Ασφαλώς θα τρελλάθηκες για να στείλεις την Άννυ να με ανησυχήσει τη στιγμή που ήξερες πολύ καλά πως αναπαυόμουν. ΛΑΒΙΝΙΑ : Όπως σου είπα πριν από λίγο στον κήπο, έχουμε να πούμε πολλά εμείς οι δυο. ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Κοιτάζει με αποστροφή γύρω της) Και βρήκες αυτό το απαίσιο δωμάτιο για να;... ΛΑΒΙΝΙΑ : (Δείχνει ψύχραιμα το πορτραίτο) Ναί, ναί έδώ είναι τό κατάλληλο μέρος. Εδώ, μέσα στήν ιερή ατμόσφαιρα που απλώνεται στο γραφείο του πατέρα, θα ξεδιαλύνουμε μερικά μυστήρια οί δυό μας.

Page 171: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

171

(Η Κριστάιν ανατριχιάζει, ρίχνει μιά ματιά οτέ πορτραίτο του άντρα της και παίρνει από κει τρομαγμένη το βλέμμα της. Η Λαβίνια πηγαίνει και κλείνει την πόρτα. Η Κριστάιν της λέει

με μεγάλη περιφρόνηση) : ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Αχ ! αυτά τα μυστήρια θα με σκοτώσουν ! ΛΑΒΙΝΙΑ : Καλλίτερα ν’ αφήσεις κατά μέρος τα κακά προαισθήματα και να κάτσεις ήσυχα σ’ αυτή την καρέκλα. (Η Κριστάιν υπακούει) ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Σ’ ακούω. Μμορείς να μου κάμεις οποιαδήποτε ερώτηση θέλεις. ΛΑΒΙΝΙΑ : Ασφαλώς θα σου είπε η Άννυ πως στο διάστημα που έλειπες στή Ν. Υόρκη έμεινα λίγες μέρες στο σπίτι του Πήτερ καί τής Χέιζελ. ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Ναι. Το φαντάστηκα ! Ασφαλώς έπληττες μόνη μέσα σ’ αύτό το κρύο, το αποκρουστικό σπίτι... Αλλ’ εσύ δε συνηθίζεις να ξενοκοιμάσαι. Πώς αποφάσισες να κοιμηθείς στο σπίτι των φίλων σου ; ΛΑΒΙΝΙΑ : Δεν πήγα καθόλου στο γειτονικό σπίτι ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Ώστε δεν έμεινες ; ΛΑΒΙΝΙΑ : Όχι ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Τότε που πήγες αυτές τις μέρες που εγώ ;... ΛΑΒΙΝΙΑ : (Με τραχιά φωνή σα να την ενοχοποιεί με τα λόγια της) Στή Ν. ‘Υόρκη ! !... (Η Κριστάιν τρομάζει. Η Λαβίνια συνεχίζει με ταραγμένη φωνή προσπαθώντας να φανεί όσο πιο σκληρή μπορεί) Είχα άρχίσει να σε υοπτεύουμαι από πέρυσι. Πήγαινες τόσο συχνά στη Ν. Υόρκη με τη δικαιολογία νά δεις τον άρρωστο παπού... (Η Κριστάιν προσπαθεί μ’ αγανάχτηση να διαρτυρηθεί) Κατάλαβα όμως γρήγορα πώς δε σε τραβούσε σα μαγνήτης στη Ν. Υόρκη η φανταστική αρώστια του παπού. Θα σου το αποδείξω αμέσως. Σε παρακολούθησα στή Ν. Υόρκη και σε είδα να πηγαίνεις να συναντήσεις τον Μπράντ ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Προσπαθώντας να κρύψει τον τρόμο της) Και τι μ’ αυτό ; Δε σου έξήγησα πως μια μέρα τον συνάντησα έντελώς τυχαία στό δρόμο ; ΛΑΒΙΝΙΑ : Λες ψέματα ! Πήγες στην κάμαρά του σα μια κοινή γυναίκα ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Ο τρόμος της φτάνει στό κατακόρυφο) Με παρακάλεσε να τον συνοδέψω στο σπίτι μιας πολύ γνωστής του κυρίας, μιας κυρίας μέ σπάνια ψυχή, όπτως την παράστηνε, για να μου τη συστήσει και να του πω τη γνώμη μου. Απλούστατα πήγαμε στο σπίτι εκείνης της κυρίας και της κάναμε μια τυπική επίψη... ΛΑΒΙΝΙΑ : Μην προσπαθείς να με ξεγελάσεις μ’αυτες τις ανόητες δικαιολογίες. Πρόβλεψα καί ρώτησα τη θυρωρό. Μου είπε πως κάτοιος Μπράντ είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο σ’ εκείνο το χτίριο με ψεύτικο όνομα. Δεν άργησε όμως να καταλάβει κείνη η γυναίκα πως ο φίλος σου ήταν πλοίαρχος. Αλλά κ’ εσένα σε είχε δει πολλές φορές· κι άλλοτε να δρασκελίζεις το αμαρτωλό κατώφλι της κάμαράς του ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Μ’ απελπισία) Όχι ! όχι, είταν ή πρώτη και τελευταία φορά που πήγα να τον συναντήσω στο δωμάτιό του. Επέμενε πολύ να του κάνω μιά επίσκεψη. Μου είπε πως ήθελε να μου μιλήσει έμπιστευτικά για σένα... Χρειαζόταν και τή δική μου βοήθεια προτού σε ζητήσει επίσημα σε γάμο από τον πατέρα σου... ΛΑΒΙΝΙΑ : (Τρέμοντας από θυμό) Σε θαυμάζω που μιτορείς και βρίσκεις τέτοια τερατώδη ψέματα ! Είσαι, λοιπόν, τόσο τιποτένια μητέρα ώστε κηλιδώνοντας το δικό μου όνομα να κρόβεις τη δική σου μοιχεία ; ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Σηκώνεται όρθια — δυσκολεύεται να δικαιολογηθεί) Λαβίνια ! ΛΑΒΙΝΙΑ : Ναι, ναι, άπάτησες τον πατέρα ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Ψέματα ! ΛΑΒΙΝΙΑ : Πάψε πιά νά ύποκρίνεσαι ! Βρήκα το θάρρος ν’ ανεβώ στη σκάλα. Κόλλησα τ’ αυτί μου απ’ έξω απ’ την κλειδωμένη πόρτα. Σ’ άκουσα να του λες μ’ ερωτιάρικη φωνή

Page 172: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

172που έτρεμε από τον πόθο : «Σ’ αγαπώ, σε λατρεύω, Άνταμ, και τον φιλούσες παράφορα. (Αγριεμέη και με κρύα φωνή που ξεχειλίζει ανείπωτη πίκρα) Είσαι κάτι χειρότερο από τιποτένια !... Είσαι μια πρόστυχη γυναίκα χωρίς το παραμικρό ίχνος ντροτιής !... Αδιαφορώ αν είσαι μητέρα μου, αν εσύ μ’ φερες στον κόσμο !... Εσύ μ’ έκανες τόσο δυστυχισμένη σήμερα ! (Η Κριστάιν προσπαθεί να βρει θάρρος. Τα τελευταία λόγια της κόρης της είναι μια επίθεση που δε μπορεί πια να την αναχαιτίοει. Προοπαθεί να δώσει ήρεμο τόνο στη φωνή της, όπως

θα έκανε μια αθώα γυναίκα) ΚΡΙΣΤΙΑΝ : Ξέρω πολύ καλά, Λαβίνια, πως από τότε πού ένιωσες τον εαυτό σου, μισείς τη δυστυχισμένη μητέρα σου. Δε φανταζόμουν όμως ποτέ πως το απέραντο μίσος σου θάφτανε ως αυτό το σημείο !... (Σαν έτοιμη ν’ αποκρούσει και νέα πίεσή της) Πολύ καλά ! Λοιπόν, αγαπώ τον Άνταμ Μπραντ ! Τι σκοπεύεις να κάμεις ; ΛΑΒΙΝΙΑ : Τολμάς, χωρίς την παραμικρή ντροπή, να ξεστομίζεις μια τέτοια λέξη ! Απάτησες με τον πιο αισχρό τρόπο τον καλό μου πατέρα, αυτόν τό χρυσό άνθρωπο που σου έχει απόλυτη εμιτιστοσύνη, σε λατρεύει τόσο ! Πώς τόλμησες καί να σκεφτείς μονάχα κάτι τέτόιο ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Με έξαψη) Θά με καταλάβαινες αμέσως αν είσουνα καταδικασμένη από τη μοίρα νά ζεις μαζί μ’ έναν άντρα που μισείς : ΛΑΒΙΝΙΑ : (Τρομοκραιημένη κοιτάζει με θολό θλιμένο βλέμμα το πορτραίτο του πατέρα της) Πάψε, πάψε ! Δε μπορώ να σ’ ακούω ! Πώς τολμάς να δηλητηριάζεις με τα φαρμακερά λόγια σου αυτή την άγια εικόνα ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Την πιάνει βάναυσα απ’ το μπράτσο) Θέλω άκούσεις! Έχω τήν άιταίτηση νά μέ προσέξεις Δε θα σου μιλήσω σα μητέρα στο παιδί της. Ας υποθέσουμε πως αυτή τη στιγμή είμαστε δυο γυναίκες, πως δε μας συνδέει καμιά συγγένεια. Άλλωστε αποξενωθήκαμε κιόλας με τα πικρά λόγια που ξεστόμισες σα νάμουνα η χειρότερη γυναίκα του κόσμου ! Μην ξεχνάς πως αποκάλεσες έκείνη που σ’ έφερε στον κόσμο τιποτένια, πόρνη ! Δε βρίσκω λόγια να σου περιγράιμω τη φρίκη που ένιωθα όλα αυτά τα περασμένα είκοσι χρόνια που είμουν αναγκασμένη ν’ αφίνω τό κορμί μου στήν αγκαλιά ένός ! . . . ΛΑΒΙΝΙΑ : (Προσπαθεί να της ξεφύγει. Βάζει τα χέρια στ’ αυτιά της) Πάψε, πάψε ! Τα λόγια σου μέ σκοτώνον με τον πιο απάνθρωπο τρόπο ! Άσε με να φύγω ! (Φεύγει από κοντά της σα θηρίο που διστάζει να χυμήξει στο θύμα του. Ψελλίζει με στεγνή φωνή) Ώστε αντιπαθούσες, μισούσες, τον πατέρα απ’ την πρώτη στιγμή που τον παντρεύτηκες ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Με πίκρα) Όχι ! Πριν παντρευτούμε είμουνα τρελλά ερωτευμένη μαζί του. Σου φαίνεται παράξενο ε ; Η στολή του ύπολοχαγού τον εκανε άληθινό πριγκιπόπουλο στη φαντασία μου ! Στο πρόσωπό του απλωνόταν ασυνήθιστη μυστικοπάθεια, μια γαλήνη, μια ρωμαντικότητα... Από τη στιγμή όμως που παντρευτήκαμε άρχισα να νιώθω αηδία γι’ αυτόν ! ΛΑΒΙΝΙΑ : (Ανοιγοκλείνει μ’ έκπληξη τα μάτια και ψελλίζει με την τραχειά φωνή της) Ώστε τήν έποχή που μέσα σου φώλιαζε η αηδία και το μίσος γεννήθηκα εγώ η άτυχη κόρη σόυ ; Πάντοτε με τυραννούσε αυτή η ύποψία. Από τότε ακόμα, μητέρα, που είμουν μικρό κοριτσάκι και σε πλησίαζα με μεγάλη άγάπη εσύ μ’ έσπρωχνες με αηδία από κοντά σου. Ποτέ δε μ’ αγκάλιασες με τρυφερότητα, ποτέ δε μου είπες όμορφα. λόγια... Απ’ τη στιγμή που μπόρεσα να σε φωνάζω «μαμά, μανούλα» στο πρόσωπό σου απλωνόταν η άηδία κι ούτε μπορούσα να ξεχωρίσω το φαρμάκι που ξεχείλιζε η καρδιά σου ! (Με ανείπωτο μίσος) Ω ! σε μισώ, σε μισώ αφάνταστα ! Σε μισώ όσο δε φαντάζεσαι ! Έχώ το δικαίωμα να σε μισώ τώρα, γιατί αυτό επιβάλλει η δικαιοσύνη !

Page 173: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

173ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Κλονίζεται — πρσσπαθεί πάλι ν’ αμυνθεί) Προσπάθησα να σ’ αγάπήσω μόλις σ’ έφερα στον κόσμο. Προσπάθησα να επιβληθώ στον εαυτό μου να νιώσω πως είχα καθήκον ν’ αγαπήσω το δικό μου το σπλάχνο, το ίδιο μου το αίμα ! Χαμένος όμως πήγε ο κόπος μου ! Δυσκολευόμουν να πιστέψω ακόμα πως εσύ ήσουν δικό μου παιδί ! Εσύ μόνο μου θύμιζες με φρίκη την πρώτη νύχτα του γάμου μου κα το άχαρο ταξίδι του γάμου που έκαμα με τον πάτέρα σου ! ΛΑΒΙΝΙΑ : Πάψε επιτέλους ! Κλείσε αυτό το στόμα που χύνει δηλητήριο. Πώς μπορείς νάσαι τόσο άσπλαχνη έσύ η... (Μέ δόση παράξενης ζήλειας κα μέ παραπονεμένη φωνή) Κι όμως τον αδελφό μου τον Όριν όχι μόνο δεν τον μισείς, αλλά τον λατρεύεις πραγματικά ! Πώς συμβαίνει σύτό ; ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Γιατί το παιδί αυτό ήρθε στον κόσμο τη στιγμή ακριβώς που χρειαζόμουν ένα ηθικό στήριγμα. Είχα πάρει κιόλας την απόφαση να γίνω άλλη γυναίκα. Στο διάστημα της εγκυμοσύνης μου ο πατέρας σου πάσχιζε ν’ αποδειχτεί ήρωας στις μάχες στο Μεξικό. Τον αντιπαθούσα τόσο που είχα σχεδόν σβήσει τη μορφή του απ’ τη σκέψη μου. Μόλις γεννήθηκε όμως ο Οριν νόμισα για μιά στιγμή πώς απόχτησα άλλον άντρα, έναν άντρα όπως άκριβώς τον ήθελα έγώ, γιο που θα με παρηγορούσε στις θλιμένες στιγμές της κατοπινής άχαρης ζωής μου. Η αγάπη μου για τον Όριν δεν έχει όρια. (Μέ πίκρα) Στο τέλος όμως έσύ κι ο άκαρδος πατέρας σου με αποξενώσατε από από το λατρευτό μου παιδί. Ο πατέρας σου θέλησε να τον κάνει κι αυτόν ήρωα και τον έστειλε στον πόλεμο για να γίνει σακάτης και δυστυχισμένος. Ούτε και καταδέχτηκε ν’ ακούσει τα παρακάλια μου, να προσέξει πόσο υπόφερε η γυναίκα του για το παιδί της, που ίσως να μην το ξανάβλεπε ποτέ πια. (Κοιτάζει τι Λαβίνια μέ μεγαλείτερο μίσος) Ξέρω καλά, Λαβίνια, πως εσύ χάλασες τόν κόσμο για ν’ ατιομακρύνεις απ’ τη μαύρη ζωή μου το παιδί μου, τη μόνη έλπίδα που μου άπόμεινε. ΛΑΒΙΝΙΑ : (Βλοσυρά) Είχε καθήκον κ’ είταν τιμή του να υπηρετήσει την πατρίδα ! Έπειτα, μην ξεχνάς πως το τιμημένο όνομα των Μαίινονς ! Δε θα ένιωθε τύψεις η περήφανη ψυχή του αν ένας Μαίινον φρόντιζε με τα μέσα να μην πάει στον πόλεμο τον αδελφό μου ! Μέρα νύχτα τον σκέφτουμαι ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Όπως καταλαβαίνεις πολύ καλά δέ θα ερωτευόμουνα ποτε τον Άνταμ αν είχα κοντά μου τον Όριν. Οταν έφυγε άπό κοντά μου ένιωσα μεγάλο κενό στην ψυχή μου. Σιγά-σιγά πλημμύρισε μέσα μου τό μίσος, ο πόθος για έκδίκηση κ’ η λαχτάρα για ένα μεγάλο έρωτα που στερήθηκα ύστερα απ΄ το γάμο μου. Ακριβώς εκείνη την εποχή συνάντησα τον Μρνατ. Κάτι μούλεγε μέσα μου πως είταν τρελλά έρωτευμένος μαζί μου. ΛΑΒΙΝΙΑ : (Μ αυστηρότητα και περιφρόνηοη στη φωνή της) Κάθε άλλο παρά έρωτευμένος είναι μαζί σου. Σε βεβαιώνω εγώ γι’ αυτό. Καμώνεται τον έρωτευμένο με σένα για να εκδικηθεί πιο εύκολα τον πατέρα ! Ξέρεις πρώτ’ άπ’ όλα ποιός είναι αυτός ο Μπράντ ; Είναι, ο γιος εκείνης της γκουβερνάντας που κάποτε έδιωξε ό’ιτατέρας ! . . . ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Προσπαθεί να κρύψει την έκπληξή της — με ψυχρή φωνή) Ωστε μπόρεσες να μάθεις κι αυτή τή λεπτομέρεια; Φαντάστηκες πως μ’ αυτά που μου είπες θα μ’ έκανες ν’ άλλάξω γώμη, ν’ απογόητευτώ. Εγώ το ήξερα αυτό πολύ πριν άπό σένα. Μου εμπιστεύθήκε τις είλικρινείς του προθέσεις άπ’ την πρώτη στιγμή που μου εκμυστηρεύθηκε τον μεγάλο του έρωτα. ΛΑΒΙΝΙΑ : Ω ! Ωστε τα μακάβρια σχέδια σ έκαναν τόσο χαρούμενη τον τελευταίο καιρό ; Καταλαβαίνω... Πλησίαζε ή μεγάλη στιγμή !... ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Ξερά κι άποφασισιστικά) Για εξήγησέ μου σε παρακαλώ : Τι σκοπεόεις να κάνεις ; Καταλαβαίνω ! Προτού ακόμα ο πατέρας σου μπει στο σπίτι θα τρέξεις να του βάλεις ψύλλους στ’ σύτιά... ΛΑΒΙΝΙΑ : (Με σιγανή ψυχρή φωνή) Όχι ! Εκτός αν εσύ με αναγκάσεις ! (Προσέχει κάποια έκπληη που ζωγράφίζεται στό πρόσώπο της μητέρας της. Συνεχίζει μέ βλοσυρό βλέμμα) Μην προσπαθεϊς νά μέ ξεγελάσεις μ’ αυτή τη βλακώδη έκπληξη που τόσο

Page 174: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

174πετυχημένα άφησες ν’ απλωθεϊ στο πρόσωπό σου !. . . Ξέρεις πολύ καλά κ’ έσύ ή ίδια πως σου αξίζει η μεγαλείτερη τιμωρία, τα πιο φριχτά βασανιστήρια για τις κσταχθόνιες σκέψεις σου. Ο πατέρας είναι απ’ τους άνθρώπους που δε διστάζει να ξευτελίσει και το πιο σεβαστό ακόμα πρόσωπο αψηφώντας τά σκάνδαλα και τα κουτσομττολιά που ακολουθούν αυτά τα ρεζιλίκια σαν έχει τό δίκιο μέ τό μέρος του. ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Σ’ αυτό έχεις μεγάλο δίκιο. Ξέρω τον πατέρα σου πολύ καλλίτερα ατιό σένα. ΛΑΒΙΝΙΑ : Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο θα εύχαριστηθώ πολύ να τιμωρηθείς για τη μεγάλη σου κακοήθεια. Αλλά, σέ παρακαλώ, άς προσπαθήσουμε να συνεννοηθούμε για ν’ αποφύγουμε δυσάρεστες συνέπειες. Όπως ξέρεις, η ύγεία του πατέρα δεν είναι καλή τώρα τελευταία. Δε θέλω με κανέναν τρόπο να χειροτερέψει η κατάστασή του ! Έχω καθήκον να τον υπερασπίσω από τα νύχια σου! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Μεγάλη η γενναιοδωρία σου. Μου την προσφέρεις μάλιστά με το γάντι ! ΛΑΒΙΝΙΑ : Δε θα του πω απολύτως τίποτα για να μην τον συγχίσω. Με τη διαφορά πως θα μου υποσχεθείς και συ πως δε θα ξαναδείς τον Μπράντ, πως θα κοιτάξεις στο μέλλον ν’ αφοσιωθεϊς στήν οίκογένειά σου και πως θα προσπαθήσεις να χαρίσεις στόν πατέρα τη μεγάλη ευτυχία που τόσα χρόνια στερήθηκε εξ αιτίας σου ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Την κοιτάζει μέ προσοχή. Παύση. Κατόπι με καταταχθόνιο γέλιο) Τι πανούργα που είσαι ! Με προσποίηση εκφράζεσαι για το καθήκον μας μέσα σ’ αυτό το σπίτι και για τη μεγάλη αγάιτη πού τρέφεις για τον πατέρα σου... Καταλαβαίνω, καταλαβαινω. Είσαι αποφασισμένη να κάνεις το παν, να θυσιαστείς ακόμα, για να κρατήσεις στα ύψος του το γόητρο του πατέρα σου και ν’ αποφύγεις ένα σκάνδαλο ! Υποκρίνεσαι πως με λυπάσαι και με συχωρείς, χωρίς νάναι αυτός ο πραγματικός λόγος ! ΛΑΒΙΝΙΑ : (Συγκεχυμένα) Όχι, αυτός είναι ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Όχι, θέλεις να μου πάρεις τον Άνταμ και να τον κάνεις ερωμένο σου ! Αυτό είναι όλο ! ΛΑΒΙΝΙΑ : Ψέματα ! Σε παρασύρει το πάθος σου και φτάνεις σ’ αύτά τά συμπεράσματα ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Και τώρα που βλέπεις πως είναι μάταια να έπιμένεις να τον κρατήσεις για λογαριασμό σου, αποφάσισες να τον βγάλεις κι από τη δική μου ζωή ; ΛΑΒΙΝΙΑ : Όχι ! Όχι ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Κιαν ακόμα έλεγες στον πατέρα σου πως σκόπευα να φύγω με τον Μπράντ, τι θα κέρδιζες ; Πάλι δικός μου δε θάταν; Πες καλλίτερα πώς δέ μπορείς να υποφέρεις τη σκέψη πως μπορεί να σου τον πάρω εγώ αψηφώντας ακόμα και την αξιοπρέπειά μου. ΛΑΒΙΝΙΑ : Παραλογίζεσαι ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Σε ξέρω πολύ καλά, Λαβίνια ! Θυμάμαι πως από τότε πού είσουνα μικρό κορίτσι κοίταζες πώς να με τυραννάς. Ο πόθος σου είταν να με παραμερίσεις, να γίνεις εσύ κυρά εδώ μέσα και να εξουσιάζεις με το δικό σου τρόπο τον πατέρα σου και τον Όριν. Αυτός είναι ο απραγματοποίητος πόθοςσου ! ΛΑΒΙΝΙΑ : (Αγριεμένη) Όχι ! Αντίθετα, εσύ με την ανάρμοστη διαγωγή σου μ’ έκανες να ξεχάσω τη σημασία της γλυκειάς λέξης άγάπη, από τότε που ήρθα στον κόσμο. (Την απειλεί) Είναι περιττό να μου αραδιάσεις κι άλλα ψέματα καί δικαιολογίες ! Θέλω να μου πεις καθαρά και ξάστεραι : Θα κάμεις όπως σου είπα ή όχι ; ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Κι αν αρνηθώ ; Αν φύγω με τον Άνταμ χωρίς να δώσω λόγο σε κανέναν ; Ποια ντροπή περιμένει το τιμημένο όνομα τών Μαίινανς με το σκάνδαλο που θα ξεσπάσει ; Και τι αν ξευτελιστώ εγώ μ’ αυτή την πράξη μου ; Θα κερδίσω η όχι τον άντρα που λατρεύω ; Ασφαλώς θα κερδίσω την ευτυχία που τόσο νοσταλγώ ! ΛΑΒΙΝΙΑ : (Με το ίδιο ύφος) Μια τέτοια παράνομη εύτυχία δε θάναι παντοτινή ! Ο πατέρας θα εξαντλήσει όλη του τη μεγάλη επιρροή για να χάσει ο Μπραντ τη θέση του χωρίς έλπίδα να γίνει πάλι καπετάνιος σ’ άλλο καράβι. Ξέρεις καλά τί είναι γι αυτόν τό καράβι που κυβερνάει. Έπειτα, ο πατέρας, για να σε τυραννεί, δε θα σου δώσει ποτέ το πολυπόθητο διαζύγιο. Δε θα μπορέσεις ποτέ να νομιμοτοιήσεις την ευτυχία σου με το

Page 175: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

175γάμο που θα σε συνδέσει περισσότερο μ’ αυτόν το σιχαμερό άντρα. Αργότερα θα του γίνεις, βάρος καί θα σε ξεφορτωθεί εύκολα. Μην ξεχνάς επίσης πως τον περνάς στην ηλικία, πέντε ολοστρόγγυλα χρόνια ! Αυτό σημαίνει πως όταν θα σ’ αφίνει ή δική σου ομορφιά, αυτός θα βρίοκεται στο άνθος της ηλικίας του ! Οι πρώτες ρυτίδες στα όμορφα χαραχτηριστικά σου θα τον κάνουν γλυκοκοιτάζει άλλες γυναϊκες... ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Γίνεται έξω φρενών — παίρνει απειλητική στάση, σα να ετοιμάζεται να χτυπήσει τν κόρη της) Τι είν’ αυτά που λες, πώς σου κατεβαίνουν στο νου τέτοιες ανοησίες ;... (Η Λαβίνια την κοιτάζει με βλέμμα αετού και σηκώνοντας απειλητικά το δάχτυλο της λέει)

ΛΑΒΙΝΙΑ : Αν δεν είμουνα κόρη σου θα σε φώναζα με μια λέξη που θα σου κόστιζε σ’ όλη σου τη ζωή ! ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Γυρίζει αλλού το πρόσωπο - - η φωνή της εξακολουθεί να τρέμει) Είμαι ανόητη που κάθόυμαι και σ’ ακούω και συγχίζουμαι εξ αιτίας σου. Με ζηλεύεις και με εχθρεύεσαι ! Ναι, ζηλεύεις εκείνη που σου χάρισε το φως της ζωής ! (Σιωπή. Η Λαβίνια την προσέχει. Η Κριστάιν φαίνεται σαν κάτι να σκέφτεται. Το πρόσωπό της παίρνει απαίσια έκφραση. Απευθύνεται με κρύα, παγωμένη φωνή στη Λαβίνια) Λοιπόν, περιμένεις την τελική μου απάντηση, ε ; Σου υπόσχουμαι να κάμω όπως με πρόσταξες ! Σου υπόσχουμαι πως από απόψε, που θα μας επισκεφθεί ο Άνταμ, δε θα τον ξαναδώ ποτέ πια ! Είσαι ευχαριστημένη ; ΛΑΒΙΝΙΑ : (Την προσέχει καχύποπτα) Καλά έλεγα εγώ πως ερωτεόεσαι παράφορα καί ξεχνάς εύκολα... ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Βιάζεται να μιλήσει) Μήπως φαντάστηκες πως θα σου κάνω τη χάρη να με δεις να μαραζώνω από θλίψη κι απελπισία για τη χαμένη αγάπη μου ; Α ! όχι, Λαβίνια ! Εγώ δεν είμαι σα μερικές γυναίκες.... Εγώ μπορώ κ’ επιβάλλουμαι στον εαυτό μου κ’ έχω ατσλένια θέληση ! Σε. βεβαιώνω πως μια τέτοια χαρά δε θα τη νιώσεις ποτέσου ! ΛΑΒΙΝΙΑ : (Εξακολουθεί να την υποψιάζεται – με μεγάλη περιφρόνηση) Αν εγώ αγαπούσα πραγματικά έναν άντρα !. ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Πειράζεται) Ναι, αν αγαπούσες στα σοβαρά;... Είμαι σίγουρη πως εσύ τον αγαπάς μ’ όλο το σφοδρό πάθος που ξεχειλίζει απ’ την καρδιά σου ! (Φαίνεται πολύ καλά τώρα η μεγάλη της ζήλεια) Τι ανόητη που είσαι ! Δεν κατάλαβες, κόρη μου, πως εγώ του είπα να σου κάνει γλυκά μάτια για να μην υποψιαστείς... ΛΑΒΙΝΙΑ : (Αηδιάζει — ξεσπώντας) Φαντάστηκες πως μ’ εξαπάτησε με τις προσποιήσεις του; Τον ψυχολόγησα απ’ την πρώτη στιγμή. Κατάλαβα πως είχα νά κάμω μ’ έναν μεγάλο ψεύτη. Στην αρχή του έδωσα θάρρος. Είχα υπ’ όψη μου να εξακριβώσω ορισμένες λεπτομέρειες. Απ’ την πρώτη στιγμή που τον αντίκρυσα ένιωσα θανάσιμο μίσος γι αύτόν. (Η Κιστάιν χαμογελάει εμπαιχτικά και γυρίζει τάχα για να φύγει. Η Λαβίνια γίνεται πάλι απειλητική) Περίμενε ! Δε σου έχω καμιά. Εμιτιστοσύνη ! Ξέρω πολύ καλά πως άρχισες κιόλας να σχεδιάζεις το μέσο που θα σε απαλλάξει απ’ την υπόσχεση που μου έδωσες ! Όμως μην κοπιάζεις άδικα ! Θα σε παρακολουθώ σε κάθε βήμα σου ! Θάχω μάλιστα καί συνεργάτες στο δύσκολο έργο μου... Έγραψα κιόλας στον πατέρα και στόν Όριν μόλις γύρισα απ’ τη Ν. Υόρκη. ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Τρομαγμένη) Τους έγραψες πως με υποψιάζεσαι με τον Άνταμ ;... ΛΑΒΙΝΙΑ : Στο γράμμα μου εκείνο εκφράστηκα με υπονοούμενα, για να λάβουν κι αυτοί τα μέτρα τους και να σε προσέχουν σα γυρίσουν. Τους έγραψα πως σχετίστηκες με κάποιον πλοίαρχο Μπραντ και πως ο κόσμος είχε κιόλας αρχίσει τα κουτσσμπολιά. ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Α! Καλά τα κατάφερες ! Νομιζεις τώρα πως πέτυχε το σχέδιο σου ; Φαντάζεσαι πως μ’ αυτό που σκάρωσες θα μ΄έχεις στη διάθεσή σου και θα.μπορείς να με κάνεις ό,τι θέλεις; (Δε μπορεί άλλο να συγκρατήσει την οργή της – απειλητικά) Λάβε τα

Page 176: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

176μέτρα σου, Λαβίνια ! Θάσαι υπεύθυνη αν συμβεί... (Μετανοιώνει αμέσως με τα λόγια αυτά) ΛΑΒΙΝΙΑ : (Αρχίζει να ιην υποπτεύεται σοβαρά) Τι να συμβεί ; ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Βιαστικά) Τίποτα, τίποτα !. . .Ήθελα να πω, αν έφευγα με τον Άνταμ. . . Μα όταν εγώ δώσω υπέσχεση, εννώ να κρατώ τό λόγο μου... Ξέρεις πολύ καλά πως μ’ έχεις τώρα άλυσοδεμένη και δε μου απομένει τίποτ’ άλλο να κάνω παρά να υτακούω στις προσταγές σου!. ΛΑΒΙΝΙΑ : (Εξακολουτθεί να την κοιτάζι καχύποπτα) Αν είσουν τίμια καί καθώς πρέπει γυναίκα θα καταλάβαινες απ’ την πρώτη στιγμή πως είναι πολύ ταπεινωτικό για σένα νάσαι κάτω απ’ την επίβλεψη της κόρης σου ντροπιάζσντας με τις αμαρτωλές σκέψεις σου την τιμή και την υπόληψη του πατέρα μου ! (Βιαστικά) Ο Μπραντ περιμένει στον κήπο. Μπορείς να πας κοί να του πεις πως αποφάσισες να μήν τον ξαναδείς. Του λες ακόμα από μέρος μου πως αν τολμήσει πάλι να πατήσει εδώ το πόδι του θάχει να κάνει με μένα !... (Προσπαθώντας να συγκρατήσει το θυμό της) Πρέπει να τον διώξεις το συντομώτερο ! Έγώ θα κάνω μια βόλτα έξω για να μάθω αν είναι αλήθεια τα νέα για την ανακωχή. Σε μισή ώρα θα γυρίσω. Πρόσεχε καλά ! Δε θέλω να τον δω εδώ μ’ ακούς ; Αν τον συναντήσω εδώ, γυρίζοντας, θα γράψω αμέσως τα καθέκαστα ατόν πατέρα. Δε θα έχω τήν υπομονή να γυρίσει πρώτα κ’ ύστερα ν μάθει τα κατορθώματα της γυναίκας του !

(Γυρίζει με περιφρόνηση τς πλάτες της στη μητέρα της και βγαίνει έξω από το γραφείο μ’ επιβλητικότητα, χωρίς να καταδεχτεί να της ρίξει μια τελευταία ματιά. Η Κριστάιν την

παρακολουθεί με το βλέμμα της κι απομένει στην ίδια στάση ως που ακούει την εξώπορτα να κλείνει με πάταγο. Ύστερα βυθίζεται σε παράξενες. σκέψεις. Το πρόσωπό της παίρνει απαίσια διαβολεμένη έκφραση. Τέλος παίρνοντας μιά τελική απόφαση πλησιάζει στο τραπέζι, κόβει ένα κομμάτι χαρτί απ’ το μπλόκ και γράφει μερικές λέξεις. Πετάει τό

σημείωμα μέσα στό μακρύ ευρύχωρο μανίκι της κα πλησιάζοντας στο αοιχτό παράθυρο φωνάζει)

ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Άνταμ ! (Πηγαίνει στήν πόρτα νά τόν υποδεχτεί. Ξαφνικά χωρίς να θέλει η ματιά της καρφώνεται στο πορτραίτο του άντρα της. Κοιτάζει την εΙκόνα μέ ανείπωτο μίσος και με γλώσσα που, στάζει φαρμάκι ζητώντας κδίκηση ψιθυρίζει με μανία) Μπορείς να ευχαριστήσεις την πολυαγαπημένη σου κόρη, Έζρα.

(Πλησιάζει την πόρτα τη στιγμή ακριβώς που ετοιμάζεται να μπει μέσα ο Μπραντ. Τον πιάνει απ’ το χέρι και τον τραβάει στη μέση του γραφείου κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Είναι καταπληχτική η ομοιότητα του νέου με την προσωπογραφία που, κρέμεται πάνω απ’

το τζάκι)

Page 177: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

177

ΤΖΩΝ ΟΣΜΠΟΡΝ Μετάφραση: ΔΕΣΠΩ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΟΥ

ΟΟΡΡΓΓΙΙΣΣΜΜΕΕΝΝΑΑ ΝΝΙΙΑΑΤΤΑΑ

Πράξη 3η – Σκηνή 2η

(Απ’ το δωμάτιο του Κλιφφ έρχεται ο ήχος μιας κορνέτας της τζαζ, που παίζει ο Τζίμμυ. Μόλις ανοίγει η αυλαία, η Έλενα είναι αριστερά και σερβίρει τσάι στην Άλισον. Η Άλισον κάθεται στην πολυθρόνα δεξιά. Σκύβει και πιάνει την πίπα του Τζίμμυ. Έπειτα, μαζεύει μια

στάχτη από κάτω και τη βάζει στο τασάκι που είναι στο μπράτσο της πολνθρόνας) ΑΛΙΣΟΝ : Ακόμα καπνίζει αυτόν το φτηνό καπνό. Στην αρχή δεν τόν υπόφερα, όμως έπειτα τόν συνήθισα. ΕΛΕΝΑ : Ναι. ΑΛΙΣΟΝ : Την περασμένη βδομάδα πήγα στον κινηματογράφο, και ένας γέρος πού καθότανε κάμποσες σειρές πιο μπροστά, κάπνιζε αυτό τον καπνό. Σηκώθηκα και πήγα και κάθισα πίσω του. ΕΛΕΝΑ : (Πλησιάζει. με το φλιτζάνι) Έλα, πιες το, θα σου κάνει καλό. ΑΛΙΣΟΝ : (Το παίρνει) Ευχοφιστώ. ΕΛΕΝΑ : Αισθάνεσαι καλύτερα τώρα ; ΑΛΙΣΟΝ : (Κατανεύει) Ήταν το. . .να, όλα φταίξανε. Δηλαδή το λάθος είναι δικό μου — πέρα για πέρα. Πρέπει να ’μαι τρελή που κουβαλήθηκα έτσι, εδώ πέρα. Λυπάμαι, Έλενα. ΕΛΕΝΑ : Εσύ λυπάσαι ; Εσύ, απ’ όλους ; ΑΛΙΣΟΝ : Δεν ήταν σωστό, ήταν σκληρό να ξαναγυρίσω. Ο Τζίμμυ μ’ έμαθε πως όλα τα πράματα πρέπει να γίνονται στην ώρα τους. Αυτό που έκανα, δεν ήταν σωστό. (Πίνει το τσάι της) Πολλές φορές συγκρατήθηκα και δεν ήρθα — την τελευταία στιγμή. Ακόμα και απόψε. Όταν βρέθηκα στο σταθμό του Σαιντ Πάκρας, είχε πολύ κόσμο, και καθώς πήγαινα να βγάλω εισιτήριο, δεν πίστευα πως θα ’μπαινα τελικά σ’ αυτό το τρένο. Κι όταν βρέθηκα μέσα στο τρένο, μ’ έπιασε πανικός. Ένιωσα σαν εγκληματίας. Έλεγα μέσα μου, πως θα ’μενα μέσα να γυρίσω με το ίδιο τρένο. Δεν πίστευα πως υπήρχε αυτό το σπίτι. Έπρεπε να πείσω τον εαυτό μου, πως ύπάρχει αυτό το μέρος, και πως ό,τι μου συνέβηκε είχε σχέση με την πραγματικότητα.

(Κατεβάζει το φλιτζάνι της, και το πόδι της παίζει με τις εφημερίδες) ΑΛΙΣΟΝ : Πόσες φορές αυτούς τους μήνες, αναλογιζόμουνα τα βράδια που περνούσαμε σ’ αυτό το δωμάτιο. Όλα πρόσκαιρα κι απόμακρα. Κάνεις ώραίο τσάι. ΕΛΕΝΑ : (Κάθεται στο τραπέζι αριστερά) Κάτι που μ’ έμαθε ο Τζίμμυ. ΑΛΙΣΟΝ : (Σκεπάζει το πρόσωπό της) Άχ, γιατί να ’μαι εδώ. Όλοι θα προτιμούσατε να βρισκόμουνα μίλια μακριά ! ΕΛΕΝΑ : Ποτέ δε σκέφτηκα κάτι τέτοιο. Εσύ έχεις κάθε δικαίωμα να βρίσκεσαι εδώ κι όχι εγώ. ΑΛΙΣΟΝ : Άσ’ τα αυτά Έλενα, δεν υπάρχουν κανόνες. ΕΛΕΝΑ : Μα εσύ, δεν είσαι η γυναίκα του ; Ό,τι κι αν συνέβη, ποτέ δεν μπόρεσα να το ξεχάσω αυτό. Εσύ έχεις κάθε δικαίωμα. ΑΛΙΣΟΝ : Έλενα, ακόμα κι εγώ έχω πάψει να πιστεύω στα θεία δικαιώματα που σου δίνει ο γάμος, εδώ και πολύν καιρό. Ακόμα πριν να συναντήσω τον Τζίμμυ. Τώρα είναι

Page 178: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

178 διαφορετικά τα πράματα — συνταγματική μοναρχία. Ο γάμος κρατάει, με βάση την αμοιβαία συμφωνία. Άμα αγριέψεις, πας, έφυγες. Κι εγώ βρέθηκα στην απέξω. ΕΛΕΝΑ : Ο Τζίμμυ σ’ τα έμαθε αυτά ; ΑΛΙΣΟΝ : Σε παρακαλώ, μη με κάνεις να νιώθω σαν εκβιαστής η κάτι παρόμοιο ! Αυτό που έκανα, να σας κουβαληθώ εδώ, είναι επιπόλαιο και χυδαίο. Το μετανοιώνω και μισώ τον εαυτό μου, γι’ αυτή μου την πράξη. Μα δεν ήρθα για να κερδίσω κάτι. Πες το αν θες υστερία ή μακάβρια περιέργεια, μα δεν είχα πρόθεση να χαλάσω τη σχέση σας με τον Τζίμμυ. Πρέπει να με πιστέψεις. ΕΛΕΝΑ : Και βέβαια σε πιστεύω. Κι αυτό είναι το χειρότερο. Ούτε καν μου παραπονέθηκες. Θα ’πρεπε να νιώθεις πως σε έχω προσβάλλει, πως έκανα μια κακοήθεια, μα εσύ δεν έχεις θιγεί καθόλου. (Ξαπλώνει σαν να ’θελε να κρυφτεί από τον εαυτό της) ΑΛΙΣΟΝ : Μιλάς γι’ αυτόν, σαν να ’τανε κάτι που για να μου το πάρεις με εξαπάτησες. ΕΛΕΝΑ : (Με σκληράδα) Και συ μιλάς γι’ αυτόν, λες και είναι κανένα βιβλίο ή κάτι, που το δανείζεις σε άλλους άμα το χρειαστούνε για πέντε λεπτά. Τι έχεις πάθει ; Μιλάς, σαν να τον μνημονεύεις συνέχεια. Κάποτε μου είπες πως δεν τα κατάφερνες να πιστέψεις σ’ αυτόν. ΑΛΙΣΟΝ : Δεν είχα ποτέ μου τα ίδια πιστεύω με σένα. ΕΛΕΝΑ : Εγώ τουλάχιστον, πιστεύω στο καλό και το κακό. Οι μήνες εδώ μέσα, σ’ αυτό το τρελοκομείο, δε με άλλαξαν. Αυτό που έκανα ήταν μια κακή πράξη, όμως το ’ξερα πως ήταν κακή. ΑΛΙΣΟΝ : Τον αγάπησες, έτσι δεν είναι ; Αυτό μου έγραψες και μου είπες. ΕΛΕΝΑ : Ήταν άλήθεια. ΑΛΙΣΟΝ : Τότε μου ήταν πολύ δύσκολο να το πιστέψω. Δεν μπορούσα να καταλάβω. ΕΛΕΝΑ : Μήπως μπορούσα να το πιστέψω κι εγώ η ίδια ; ΑΛΙΣΟΝ : Αργότερα, δε μου ’τανε τόσο δύσκολο. Μιλούσες τότε με βαναυσότητα γι’ αυτόν. Όχι πως με στεναχωρούσε να τ’ ακούω — τότε μου έκανες καλό. Πολλές φορές όμως πάθαινα σοκ ακούγοντάς σε. ΕΛΕΝΑ : Υποθέτω πως ήμουνα λίγο περισσότερο κατηγορηματική απ’ ό,τι έπρεπε. Δεν υπάρχει λόγος ούτε είναι δυνατό να δίνεις μια εξήγηση για το κάθε τι, δεν μπορείς ε ; ΑΛΙΣΟΝ : Όχι, δε γίνεται. ΕΛΕΝΑ : Ξέρεις — ανακάλυψα τι ειν’ αυτό που πάει στραβά με τον Τζίμμυ. Είναι κάτι πολύ απλό. Γεννήθηκε έξω από την έποχή του. ΑΛΙΣΟΝ : Ναι. Το ξέρω. ΕΛΕΝΑ : Δεν υπάρχει θέση γι’ αυτούς τους ανθρώπους στην εποχή μας, ούτε στο σεξ, ούτε στην πολιτική, ούτε πουθενά. Γι’ αυτό, ό,τι λέει είναι τόσο μάταιο, τόσο ανώφελο. Πολλές φορές, κάθομαι και τον ακούω και αισθάνομαι ότι νομίζει πως ζει στην έποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Κι ίσως τότε θα ’πρεπε να ζει. Δεν ξέρει ούτε πού βρίσκεται, ούτε πού κατευθύνεται. Δε θα κάνει τίποτα ποτέ του, τίποτα το εποικοδομητικό. ΑΛΙΣΟΝ : Εγώ πάλι, υποθέτω πως είναι ένας διαπρεπής Βικτωριανός. Λίγο κωμικός, κατά κάποιον τρόπο... Μα νομίζω πως έχουμε ξανακάνει αυτήν τη συζήτηση. ΕΛΕΝΑ : Ναι, θυμάμαι το καθετί που μου έχεις πει γι’ αυτόν. Ένιωθα φρίκη. Δεν ήθελα να καταλάβω πώς μπόρεσες να παντρευτείς έναν τέτοιον άνθρωπο. Άλισον, όλα τελειώσανε ανάμεσα στον Τζίμμυ και σε μένα. Τώρα το βλέπω. Πρέπει να φύγω. Όχι — άκουσέ με. Απόψε, όταν σε είδα να στέκεσαι εκεί στην πόρτα, κατάλαβα πως είχα κάνει λάθος, πέρα για πέρα. Πως δεν πίστευα τίποτα απ’ όλ’ αυτά, ούτε και τον ίδιο τον Τζίμμυ, και κατάλαβα, πως κανένας δε θα κατάφερνε να με κάνει να πιστέψω κάτι το αλλιώτικο. (Σηκώνεται) Απορώ πώς πίστεψα ότι θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο ατιμώρητα. Αυτός θέλει έναν κόσμο, κι εγώ θέλω έναν άλλον κόσμο, και με το να πλαγιάζουμε σ’ αυτό το κρεβάτι, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει ! Εγώ πιστεύω στο καλό και το κακό και δεν απολογούμαι γι’ αυτό. Αυτή είναι μια, μάλλον σύγχρονη, επιστημονική άποψη, έτσι

Page 179: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

179 άκουσα. Σύμφωνα μ’ αυτά που πίστεψα και υποστήριξα στη ζωή μου, αυτό που έκανα είναι λάθος και κακοήθεια συνάμα. ΑΛΙΣΟΝ : Έλενα, δε θα τον αφήσεις ! ΕΛΕΝΑ : Μάλιστα — αυτό θα κάνω. (Πριν προφτάσει η Άλισον να τη διακόψει, συνεχίζει) Δεν παραμερίζω για να ξαναγυρίσεις εσύ. Να κάνεις ό,τι θέλεις. Ειλικρινά σου λέω, πως θα ’σουνα ανόητη, μα βέβαια, αυτό είναι δική σου δουλειά. Άλλωστε, σου έδωσα αρκετές συμβουλές. ΑΛΙΣΟΝ : Μα δε θα ’χει κανέναν. ΕΛΕΝΑ : Αχ, χρυσή μου, κάποια θα βρει. Μπορεί και να αρχίσει να διατηρεί ένα είδος αυλής, όπως έκανε ένας πάπας στην Αναγέννηση. Ξέρω, θα μου πεις, πως σου μιλάω και πάλι για θεσμούς, νόμους και κανόνες, μα πίστεψέ με, κανείς δεν μπορεί να ευτυχήσει έξω απ’ αυτούς. Μόλις φάνηκες στο κατώφλι, άρρωστη, κουρασμένη και πληγωμένη, όλα τελειώσανε για μένα. Βλέπεις, δεν ήξερα για το παιδί. Έπαθα σοκ. Αυτό ήταν ένα είδος τιμωρίας για όλους μας. ΑΛΙΣΟΝ : Με είδες και έπρεπε να σου πω τι έγινε. Εχασα το παιδί. Είναι ένα γεγονός. Δεν είναι ούτε μομφή, ούτε τιμωρία. Τίποτα. ΕΛΕΝΑ : Ίσως να μην είναι. Μα εγώ έτσι αίσθάνομαι. ΑΛΙΣΟΝ : Μα δεν καταλαβαίνεις ; Δεν είναι λογικό. ΕΛΕΝΑ : Όχι, δεν είναι. (Ήρεμα) Μα ξέρω πως είναι το σωστό. ΑΛΙΣΟΝ : Έλενα, (Πάει κοντά της) δεν πρέπει να τον αφήσεις. Σε χρειάζεται, το ξέρω, σε έχει ανάγκη... ΕΛΕΝΑ : Έτσι νομίζεις ; ΑΛΙΣΟΝ : Μπορεί να μην είσαι η πιο κατάλληλη γι’ αυτόν, μα καμιά μας δεν του ταίριαζε. ΕΛΕΝΑ : (Πάει στο βάθος) Γιατί δε σταματάει αυτός ο διαολεμένος θόρυβος ; ΑΛΙΣΟΝ : Ζητάει κάτι πολύ διαφορετικό από μας τις δυο. Τι ακριβώς, δεν ξέρω — ένα είδος διασταύρωσης ανάμεσα στη μητέρα και σε μια ελληνίδα εταίρα, μια οπαδό, ένα μίγμα Κλεοπάτρας και Μπόζουελ. Άσε να περάσει λίγος καιρός. ΕΛΕΝΑ : (Ανοίγει διάπλατα την πόρτα) Σε παρακαλώ ! Πάψε πια ! Δεν μπορώ να σκεφτώ ! (Μια μικρή παύση και η κορνέτα ξαναρχίζει. Βουλώνει τα αυτιά της) Για τ’ όνομα του Θεού, Τζίμμυ ! (Σταματάει) Τζίμμυ, θέλω να σου μιλήσω ! ΤΖΙΜΜΥ : (Απ’ έξω) Είναι ακόμα μέσα η φίλη σου ; ΕΛΕΝΑ : Έλα, μην είσαι ανόητος, έλα δω. (Πάει προς τ’ αριστερά) ΑΛΙΣΟΝ : (Σηκώνεται) Δε θέλει να με δει. ΕΛΕΝΑ : Κάτσε εκεί. Μην είσαι κουτή ! Λυπάμαι. Δε θα είναι πολύ ευχάριστα, μα εγώ τ’ αποφάσισα να φύγω και πρέπει να του το πω, και τώρα μάλιστα.

(Μπαίνει ό Τζίμμυ) ΤΖΙΜΜΥ : Κι άλλη σκοτεινή συνομωσία ; (Κοιτάζει τήν Άλισον) Γιατί αυτή δεν κάθεται ; Είναι σαν φάντασμα. ΕΛΕΝΑ : Με συγχωρείς χρυσή μου. Μήπως θέλεις κι άλλο τσάι ή μια ασπιρίνη. Πες μου. (Η Άλισον κουνάει αρνητικά το κεφάλι της και κάθεται. Δε σηκώνει τα μάτια της. Η Έλενα μιλάει στον Τζίμμυ, παίρνοντας το παλιό εκείνο ύφος, σαν να δίνει διαταγές) Γιατί εκπλήττεσαι; Ήτανε πολύ άρρωστη. Ήτανε — ΤΖΙΜΜΥ : (Ήρεμα) Δεν έχω ανάγκη από ιστορική έκθεση. Καταλαβαίνω την κατάστασή της. ΕΛΕΝΑ : Και δε σου κάνει εντύπωση ;

Page 180: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

180 ΤΖΙΜΜΥ : Δεν μπορώ να πω πως χαίρομαι με την ιδέα πως κάποιος είναι άρρωστος και υποφέρει. Το παιδί ήταν και δικό μου, ξέρεις. Μα (Σηκώνει τοή ώμους του) δεν είναι η πρώτη φορά που χάνω κάποιον. ΑΛΙΣΟΝ : (Σχεδόν σαν ανάσα) Για μένα είναι η πρώτη.

(Της ρίχνει μια ματιά, όμως ξαναγυριζει στην Έλενα) ΤΖΙΜΜΥ: Γιατί έχεις τόσο σοβαρό, επίσημο ύφος ; Τι θέλει αυτή εδώ ; ΑΛΙΣΟΝ : Λυπάμαι. Εγώ - (Βάζει το χέρι στο στόμα της. Η Έλενα πλησιάζει τον Τζίμμυ, που είναι στο κέντρο και του πιάνει το χέρι) ΕΛΕΝΑ : Μη, σε παρακαλώ. Δε βλέπεις την κατάστασή της ; Δεν έκανε τίποτα, δεν είπε τίποτα, δεν έφταιξε σε τίποτα.

(Τραβάει το χέρι του και πάει μπροστά) ΤΖΙΜΜΥ : Σε τι δεν έφταιξε ; ΕΛΕΝΑ : Τζίμμυ δεν έχω όρεξη για καυγά, λοιπόν σε παρακαλώ. ΤΖΙΜΜΥ : Ας τ’ ακούσουμε λοιπόν, λέγε ! ΕΛΕΝΑ : Πολύ καλά. Θα κατέβω κάτω να μαζέψω τα πράματά μου. Αν βιαστώ, θα προφτάσω το τρένο για το Λονδίνο, που φεύγει στις 7.15. (Τον κοιτάζουν και οι δυο τους, όμως αυτός γέρνει λίγο στο τραπέζι και αποφεύγει να τις κοιτάζει) Δε με επηρέασε σε τίποτα η Άλισον — πρέπει να το καταλάβεις. Εγώ τ’ αποφάσισα, μόνη μου. Ίσια ίσια μάλιστα, προσπάθησε να με κάνει ν’ αλλάξω γνώμη. Μονάχα που, απόψε ξαφνικά, συνειδητοποίησα κάτι που το ’ξερα από καιρό. Πως δεν μπορείς να ευτυχίσεις άμα έχεις κάνει μια κακή πράξη ή έχεις πληγώσει κάποιον άλλον. Υποθέτω πως δε θα πήγαινε μακριά αυτή η υπόθεση, όμως σ’ αγαπώ Τζίμμυ. Ποτέ δε θ’ αγαπήσω κανέναν όσο αγάπησα εσένα. (Τους γυρίζει την πλάτη και πάει αριστερά) Μα δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο. Δεν αντέχω να βλέπω ανθρώπους να υποφέρουν τόσο πολύ. Αδύνατον. Δεν μπορώ να συμμετέχω.

(Κατενθύνεται στην πόρτα μα η φωνή του Τζίμμυ τη σταματάει) ΤΖΙΜΜΥ : (Με σιγανή, παραδομένη φωνή) Όλες σας θέλετε να ξεφύγετε από τον πόνο του να είναι κανείς ζωντανός. Και πάνω άπ’ όλα, θέλετε να ξεφύγετε από τον έρωτα. (Προχωρεί στο τραπέζι της τουαλέτας) Το ’ξερα πως κάτι τέτοιο θα ’βγαινε στη μέση — κάποιο πρόβλημα, όπως μια άρρωστη σύζυγος — κάτι που δε θα το άντεχαν τα λεπτεπίλεπτά σου αισθήματα. (Πετάει τα πράματα της Έλενας απ’ το τραπέζι της τουαλέτας και πάει στην ντουλάπα. Εδώ, αρχίζουν να χτυπάνε οι καμπάνες) Είναι ανώφελο να ξεγελάς τον εαυτό σου, σχετικά με τον έρωτα. Στον έρωτα δε βουτάς στα μαλακά, δίχως να λερώσεις τα χέρια σου. (Της δίνει τα σύνεργα του μακιγιάζ της, κείνη τα παίρνει. Ανοίγει την ντουλάπα) Χρειάζεσαι κουράγιο και μυική δύναμη. Κι άν δεν αντέχεις στη σκέψη πως θα αναστατωθεί η καλοσυνάτη και καθαρή ψυχή σου, (Πάει πίσω της) τότε απαρνήσου την όλη ιδέα της ζωής και γίνε αγία. (Της βάζει το φόρεμα στο χέρι) Γιατί δε θα πετύχεις ποτέ σαν ανθρώπινο ον. Διαλέγεις ή ετούτο τον κόσμο ή την αιώνια ζωή.

(Τον κοιτάζει για μια στιγμή και φεύγει βιαστική. Εκεινος είναι ταραγμένος, αποφεύγει το βλέμα της Άλισον και πάει στο παράθυρο. Ακουμπάει σαν για να ξεκουραστεί, κι έπειτα

κοπανάει το χέρι του) ΤΖΙΜΜΥ : Αχ, κι αυτές οι καμπάνες !

Page 181: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

181 (Σκοτείνιασε γύρω τους. Ο Τζίμμυ ακουμπάει το μέτωπό του στο παράθυρο. Η Άλισον έχει κουβαριαστεί στην πολυθρόνα δεξιά. Σπάει τη σιωπή και πηγαίνει κοντά στο τραπέζι)

ΑΛΙΣΟΝ : Λυπάμαι. . . να πηγαίνω κι εγώ.

(Ξεκινάει για να πάει στο βάθος. Μα η φωνή του τη σταματάει) ΤΖΙΜΜΥ : Ούτε ένα ματσάκι λουλούδια δεν έστειλες στην κηδεία της. Ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια. Κι αυτό ακόμα, μου το αρνήθηκες, έτσι δεν είναι ; (Κάνει πάλι να ξεκινήσει, μα αυτός μιλάει πάλι) Αδικία πέρα για πέρα. Αυτοί που δε θα ’πρεπε, πεινάνε, αυτοί που δε θα ’πρεπε αγαπιούνται, αυτοί που δε θα ’πρεπε, πεθαίνουν ! (Εκείνη πλησιάζει στη σόμπα. Τώρα γυρίζει και την κοιτάζει) Είχα άδικο να πιστεύω πως υπάρχει κάτι, ένα είδος δύναμης φλογερής στο μυαλό και στο πνεύμα, που ψάχνει κάτι πολύ δυνατό, ανάλογο με το δικό της ! Τα πιο σημαντικά, τα πιο δυνατά πλάσματα σ’ αυτό τον κόσμο είναι και τα πιο μοναχικά. Σαν τη γέρικη αρκούδα που ακολουθεί τη δική της ανάσα μέσα στο κατασκότεινο δάσος. Δεν υπάρχει κοπάδι για να την ανακουφίσει. Αυτή η φωνή που κραυγάζει, δεν είναι απαραίτητο να βγαίνει από ένα αδύνατο πλάσμα, πες μου ! (Πλησιάζει λίγο) Θυμάσαι την πρώτη φορά που σε είδα, σ’ αυτό το αποτρόπαιο πάρτυ ; Δε με είχες προσέξει, εγώ όμως δεν ξεκόλλησα τα μάτια μου από πάνω σου, όλο το βράδυ. Έμοιαζες να ’χεις μια ηρεμία αναπαυτική στην ψυχική σου διάθεση. Αυτό ζητούσα. Πρέπει κανείς να ’ναι αφάνταστα δυνατός, για να πετύχει αυτή την ηρεμία, για να ’χει τη δύναμη να ηρεμήσει. Μονάχα όταν παντρευτήκαμε, κατάλαβα πως αυτό δεν ήτανε ηρεμία, ούτε άνεση. Για να ηρεμήσει και να ανακουφιστεί η ψυχή του ανθρώπου, πρέπει πρώτα να ιδρώσει και να σπαράξει. Όσο για σένα, δε σε είδα ποτέ να αναστατωθείς, ούτε μια σταγόνα ιδρώτα δεν είδα στο μέτωπό σου.

(Της ξεφεύγει μια κραυγή και φέρνει τη γροθιά της στο στόμα της, για να τη σταματήσει. Πλησιάζει στο τραπέζι, και κουμπάει)

ΤΖΙΜΜΥ : Μπορεί να ’μαι μια χαμένη υπόθεση, μα πίστευα πως αν μ’ αγαπούσες τίποτα δε θα ’χε σημασία.

(Εκείνη κλαίει βουβά. Αυτός πλησιάζει κοντά της για να την αντιμετωπίσει) ΑΛΙΣΟΝ : Δεν έχει σημασία ! Είχα άδικο, άδικο ! Δε θέλω να ’μαι αμέτοχη, δε θέλω να ’μαι αγία. Θέλω να ’μαι κι εγώ μια χαμένη υπόθεση. Θέλω να ’μαι χαλασμένη και ασήμαντη ! (Αυτός, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι, να την παρακολουθεί. Η φωνή της δυναμώνει λιγάκι, υψώνεται) Μα καταλαβαίνεις ; Πάει ! Πάει ! Έφυγε. Αυτό το αβοήθητο πλασματάκι που είχα μέσα μου. Νόμιζα πώς εκεί μέσα δεν κινδύνευε, πως είχε κάθε ασφάλεια. Νόμιζα πως τίποτα δεν μπορεί να μου το πάρει. Ήτανε δικό μου, εγώ είχα κάθε ευθύνη. Μα πάει. Το ’χασα. (Κυλάει κάτω, στα πόδια του τραπεζιού) Το μόνο που αναζητούσα ήτανε ο θάνατος. Δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ μου. Δεν φανταζόμουνα πως θα ’ναι έτσι ! Πονούσα και μονάχα εσένα σκεφτόμουνα, εσένα κι αυτό που έχασα. (Μόλις που καταφέρνει να μιλήσει) Σκεφτόμουνα : αν μπορούσε — αν μπορούσε να με δει τώρα, έτσι ήλίθια, άσκημη, ξεφτελισμένη. Έτσι αποζητούσε να με δει. Σ’ αυτό ήθελε να τσαλαβουτήσει μέσα ! Είμαι μέσα στη φωτιά, καίγομαι και το μόνο που ζητάω, είναι να πεθάνω ! Του κόστισε το παιδί του, κι όλα όσα θα μπορούσα ίσως να αποχτήσω ! Μα τι σημασία έχει — αυτό ζητούσε από μένα ! (Σηκώνει το κεφάλι της και τον κοιτάζει) Μα δεν το βλέπεις ; Επιτέλους, χώθηκα μέσα στη λάσπη. Σούρνομαι στο χώμα. Αχ, Θε μου —

Page 182: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

182

(Σωριάζεται στα πόδια του. Αυτός παγώνει για μια στιγμή, έπειτα σκύβει και την παίρνει στην αγκαλιά του, εκείνη τρέμει σύγκορμη. Εκείνος κουνάει το κεφάλι του και ψιθυρίζει)

ΤΖΙΜΜΥ : Μη, σε παρακαλώ. . . Μη. . . δεν το μπορώ. (Εκείνη, κολλημένη απάνω του, προσπαθεί να πάρει ανάσα) Είσαι πολύ καλά μαζί μου. Τώρα είσαι καλά. Σε παρακαλώ... Εγώ... όχι πια... (Εκείνη ξαφνικά χαλαρώνει. Εκείνος την κοιτάζει, κατάκοπος και λέει με τρυφερή ειρωνία) Θα φωλιάσουμε μαζί στης αρκούδας μας τη σπηλιά, και στη μικρή φωλίτσα του σκίουρου και θα ζούμε με καρύδια και μέλι — πολλά πολλά καρύδια. Θα τραγουδάμε τραγούδια για μας — για τις γεμάτες θαλπωρή σπηλιές και τη ζέστα των δέντρων και θα λιαζόμαστε. Κι εσύ, με τα μεγάλα σου μάτια, θα με κοιτάς. Και θα φροντίζεις τη γούνα μου, θα με βοηθάς να κρατάω πάντα σε καλή κατάσταση τα νύχια μου, γιατί είμαι αγαπησιάρα και ψωραλέα αρκούδα. Κι εγώ θα φροντίζω τη φουντωτή ουρίτσα σου, να ’ναι γυαλιστερή, γιατί είσαι ένα πολύ όμορφο σκιουράκι, μα είσαι και συ κουτούτσικο, και πρέπει να ’σαι προσεχτικό. Υπάρχουν στημένες φριχτές παγίδες ολούθε, ατσάλινες και παραμονεύουνε να τσακώσουνε τα τρελούτσικα, λιγουλάκι σατανικά και ντροπαλούτσικα μικρά ζωάκια. Σωστά ; (Με πόνο και συγκίνηση) Καημένα σκιουράκια ! ΑΛΙΣΟΝ : (Με την ίδια κωμική υπερβολή) Καημένες αρκούδες ! (Γελάει λιγάκι, έπειτα τον κοιτάζει με τρυφερότητα και προσθέτει πολύ πολύ απαλά) Αχ καημένες, καημένες αρκούδες.

(Τον αγκαλιάζει)

Page 183: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

183

ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΙΛΝΤ Μετάφραση: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΟ ΣΣΟΟΒΒΑΑΡΡΟΟΣΣ ΚΚοοςς ΕΕΡΡΝΝΕΕΣΣΤΤΟΟΣΣ ((ΗΗ ΣΣΗΗΜΜΑΑΣΣΙΙΑΑ ΝΝΑΑ ΕΕΙΙΝΝΑΑΙΙ ΚΚΑΑΝΝΕΕΙΙΣΣ ΣΣΟΟΒΒΑΑΡΡΟΟΣΣ))

Πράξη 2η

(Ο Μέρριμαν ο υπηρέτης αναγγέλλει) ΜΕΡΡΙΜΑΝ: Η Μις Φέαρφαξ.

(Μπαίνει η Γκουέντολην. Βγαίνει ο Μέρριμαν) ΣΕΣΙΛΥ: (Προχωρώντας να τη συναντήσει) Επιτρέψατέ μου, παρακαλώ, να συστηθώ. Τ’ όνομά μου είναι Σέσιλυ Κάρντιου. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Σέσιλυ Κάρντιου ; (Πηγαίνοντας κοντά της και σφίγγοντάς της το χέρι) Τι γλυκύτατο όνομα ! Κάτι μου λέει πως θα γίνουμε στενές φίλες. Σας συμπαθώ κιόλα περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσα να σας πω. Οι πρώτες μου εντυπώσεις από τους ανθρώπους δεν είναι ποτέ λανθασμένες. ΣΕΣΙΛΥ: Τι ευγενικό από μέρους σας να με συμπαθήσετε τόσο πολύ, αν και το διάστημα που γνωριζόμαστε είναι σχετικά τόσο σύντομο ! Καθήστε, παρακαλώ. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Ορθή ακόμη) Μπορώ να σας λέω Σέσιλυ — δε μπορώ ; ΣΕΣΙΛΥ: Ευχαρίστως ! ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Και συ θα με λες πάντοτε Γκουέντολην — έτσι ; ΣΕΣΙΛΥ: Αν το θέλεις. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: .Ώστε αυτό το ζήτημα είναι τελειωμένο — σύμφωνοι ; ΣΕΣΙΛΥ: Το ελπίζω.

(Παύση. Κάθονται και οι δυο) ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ:. Ίσως αυτή να είναι μια ευνοϊκή ευκαιρία για ν’ αναφέρω ποια είμαι. Ο πατέρας μου είναι ο Λόρδος Μπράκνελ. Δε θ’ άκουσες ποτέ, φαντάζομαι, να μιλούν για το μπαμπά ΣΕΣΙΛΥ: Δε νομίζω. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Έξω απ’ τον οικογενειακό μας κύκλο, ο μπαμπάς, μ’ ευχαρίστησή μου το λέω, είναι εντελώς άγνωστος. Έχω την ιδέα πως αυτό είναι και το σωστό. Μου φαίνεται πως το σπίτι είναι η κατάλληλη σφαίρα για τον άνδρα. Και βέβαια όταν ένας άνδρας αρχίσει να παραμελεί τα οικιακά του καθήκοντα, καταντάει θλιβερά θηλυπρεπής, δεν είν’ έτσι ; Κι’ εμένα δε μου αρέσει αυτό. Κάνει τούς άνδρες πάρα πολύ ελκυστικούς. Η μαμά, Σέσιλυ, που οι αντιλήψεις της στα ζητήματα της ανατροφής είναι αξιοσημείωτα αυστηρές, μ’ ανάθρεψε με τρόπο που να γίνω εξαιρετικά μύωψ· είναι κι’ αυτό ένα μέρος από το σύστημά της· δεν πιστεύω λοιπόν να σε πειράζει αν σε κοιτάζω με τα γυαλιά μου ; ΣΕΣΙΛΥ: Ω. καθόλου, Γκουέντολην. Μ’ αρέσει πολύ να με κοιτάζουν. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Αφού κοιτάξει εξεταστικά τη Σέσιλυ με τα φασαμαίν της) Θα βρίσκεσαι εδώ για καμιά σύντομη επίσκεψη, υποθέτω ; ΣΕΣΙΛΥ: Α, όχι! Εδώ μένω.

Page 184: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

184 ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Αυστηρά) Αλήθεια ; Δεν αμφιβάλλω πως θα μένει εδώ και ή μητέρα σου ή καμιά συγγενής σου περασμένης ηλικίας ; ΣΕΣΙΛΥ: Α, όχι ! Δεν έχω μητέρα και μάλιστα ούτε κι’ άλλους συγγενείς. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Σοβαρά ; ΣΕΣΙΛΥ: Ο αγαπητός μου κηδεμόνας, με τη βοήθεια της Μις Πρισμ, έχει αναλάβει το κοπιαστικό καθήκον να φροντίζει για μένα. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Ο κηδεμόνας σου ; ΣΕΣΙΛΥ: Ναι, είμαι υπό την κηδεμονία του κυρίου Ουόρδινγκ. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Ω ! Παράξενο πώς δε μου ανέφερε ποτέ ότι κηδεμονεύει κάποιον. Τι εχεμύθεια ! Ώρα με την ώρα γίνεται και πιο ενδιαφέρων. Εν τούτοις δεν είμαι βέβαιη πως αυτό το νέο μου εμπνέει αμιγώς ευχάριστα συναισθήματα. (Σηκώνεται και πηγαίνει κοντά της) Σε συμπαθώ πολύ, Σέσιλυ· σε συμπάθησα απ’ την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα ! Οφείλω όμως να σου δηλώσω ότι, τώρα πού ξέρω πως σ’ έχει στην κηδεμονία του ο κύριος Ουόρδινγκ, δε μπορώ να μην εκφράσω την ευχή να ήσουν – να, λιγάκι πιο μεγάλη απ’ όσο φαίνεσαι — και να μην ήσουν και τόσο πολύ ελκυστική στην εμφάνιση. Δηλαδή, αν μπορώ να μιλήσω ειλικρινώς — ΣΕΣΙΛΥ: Σε παρακαλώ ! Νομίζω πώς, όταν έχει κανείς να πει κάτι δυσάρεστο, Πρέπει να είναι πάντοτε εντελώς ειλικρινής. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Λοιπόν, για να μιλήσω με απόλυτη ειλικρίνεια, Σέσιλυ, θα επιθυμούσα να είχες κλεισμένα τα σαρανταδύο και να ήσουν άσχημη παραπάνω απ’ όσο είναι συνήθως η γυναίκα σ’ αυτή την ηλικία. Ο Έρνεστ έχει πολύ ευθύ χαρακτήρα. Είναι η ενσάρκωση της αλήθειας και της τιμής. Του είναι αδύνατο να κάμει, τόσο μια ατιμία όσο και μια απάτη. Αλλ’ ακόμη και οι άνθρωποι με τον ευγενέστερο ηθικό χαρακτήρα που γίνεται, είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι στην επίδραση των φυσικών θελγήτρων των άλλων. Η σύγχρονη, όπως και η Αρχαία Ιστορία, μας παρέχει πολλά θλιβερότατα παραδείγματα αυτού που αναφέρω. Αν δηλαδή δεν ήταν κι’ αυτό, η Ιστορία δε θα ήταν καθόλου για διάβασμα. ΣΕΣΙΛΥ: Με συγχωρείς, Γκουέντολην, για τον Έρνεστ μιλάς ; ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Ναι. ΣΕΣΙΛΥ: Ώ, μα ο κηδεμόνας μου δεν είναι ο κύριος Έρνεστ Ουόρδινγκ. Είναι ο αδελφός του — ο μεγαλύτερος αδελφός του. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Ξανασηκώνεται) Ο Έρνεστ ποτέ δε μου είπε πως έχει αδελφό. ΣΕΣΙΛΥ: Με λύπη μου πρέπει να πω πως εδώ και πολύν καιρό δε βρίσκονται σε καλές σχέσεις. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Α ! έτσι εξηγείται. Και τώρα που το σκέπτομαι, ποτέ μου δεν άκουσα άνθρωπο ν αναφέρει τον αδελφό του. Αυτό το θέμα φαίνεται αποκρουστικό στους πιο πολλούς. Σέσιλυ, μούβγαλες ένα βάρος από τη σκέψη μου. Είχα σχεδόν αρχίσει ν’ ανησυχώ. Θα ήταν τρομερό αν κάποιο σύννεφο σκίαζε μια φιλία σαν τη δική μας — δεν είν’ έτσι ; Χωρίς αμφιβολία, είσαι εντελώς, μα εντελώς βέβαιη πως ο κηδεμόνας σου δεν είναι ο κ. Έρνεστ Ουόρδινγκ ; ΣΕΣΙΛΥ: Εντελώς βέβαιη. (Παύση) Για να πω την αλήθεια, πρόκειται να γίνω δικός του κηδεμόνας. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Εξεταστικά) Παρντόν ; ΣΕΣΙΛΥ: (Κάπως δειλά κι’ εμπιστευτικά) Πολυαγαπημένη μου Γκουέντολην, δεν υπάρχει λόγος να το κρατήσω μυστικό από σένα. Είναι βέβαιο πως η εφημεριδούλα της κομητείας μας θ’ αναγράψει το γεγονός την ερχόμενη βδομάδα. Ο κ. Έρνεστ Ουόρδινγκ κι’ εγώ αρραβωνιαστήκαμε. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Σηκώνεται, με απόλυτη ευγένεια) Αγαπητή μου Σέσιλυ, υποθέτω πως θα υπάρχει κάποιο μικρό λάθος. Ο κ. Έρνεοτ Ουόρδινγκ είναι αρραβωνιασμένος μαζί μου. Η αναγγελία θα δημοσιευτεί στο Μόρνινγκ Πόστ το Σάββατο, το αργότερο.

Page 185: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

185 ΣΕΣΙΛΥ: (Σηκώνεται, πολύ ευγενικά) Φοβάμαι πως θα έχεις κάμει κάποια παρανόηση. Ο Έρνεστ μου έκαμε πρόταση ακριβώς προ δέκα λεπτών. (Δείχνει το ημερολόγιό της) ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Εξετάζει προσεχτικά το ημερολόγιο με τα φασαμαίν της) Είναι ασφαλώς πολύ περίεργο, γιατί εμένα μου ζήτησε να γίνω γυναίκα του χτες στις 5.30’ το απόγευμα. Αν σ’ ενδιαφέρει να πιστοποιήσεις το γεγονός, ορίστε παρακαλώ. (Βγάζει το δικό της ημερολόγιο) Δεν ταξιδεύω ποτέ χωρίς το ημερολόγιό μου. Πρέπει να έχει κανείς πάντοτε κάτι εντυπωσιακό να διαβάζει στο τραίνο. Λυπάμαι, αγαπητή Σέσιλυ, αν αυτό αποτελεί απογοήτευση για σένα, φοβάμαι όμως πως έχω προτεραιότητα. ΣΕΣΙΛΥ: Θα με στενοχωρούσε περισσότερο απ’ όσο μπορώ να σου πω, αγαπητή Γκουέντολην, αν το πράγμα σου προξενούσε ψυχικό ή φυσικό πόνο, ασ8άνομαι όμως την υποχρέωση να δηλώσω ότι, από τότε που ο Έρνεστ σου έκαμε την πρότασή του, είναι φανερό πως άλλαξε γνώμη. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Στοχαστικά) Αν ό καημένος ό νέος πιάστηκε σε καμιάν ανόητη υπόσχεση, θα το θεωρήσω καθήκον μου να τον γλυτώσω αμέσως και με σταθερό χέρι. ΣΕΣΙΛΥ: (Σκεπτικά και λυπημένα) Σε όποιο άτυχο μπλέξιμο κι αν βρέθηκε μπερδεμένο το αγοράκι μου, εγώ δε θα τον μαλώσω ποτέ γι’ αυτό μετά το γάμο μας. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Μήπως υπονοείτε εμένα, Μις Κάρντιου, όταν μιλάτε για μπλέξιμο ; Είσαστε φαντασμένη. Σε μια περίσταση σαν κι’ αυτή, το να πει κανείς εκείνο που σκέπτεται, είναι κάτι παραπάνω από ηθικό καθήκον. Είναι ευχαρίστηση. ΣΕΣ1ΛΥ. Μήπως εννοείτε, Μις Φέαρφαξ, ότι εγώ έκαμα τον Έρνεστ να πιαστεί σε κάποια υπόσχεση ; Πώς τολμάτε ; Σε τέτοιες ώρες, δε φορεί κανείς το επιφανειακό προσωπείο της καλής συμπεριφοράς. Λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Σαρκαστικά) Με χαρά μου το λέω, πως δεν έχω δει ποτέ μου σκάφη. Είναι ολοφάνερο πως οι κοινωνικές μας σφαίρες υπήρξαν πάρα πολύ διαφορετικές. (Μπαίνει ό Μέρριμαν. Φέρνει δίσκο, τραπεζομάντιλο και σερβίτσιο. Η Σέσιλυ είναι έτοιμη να απαντήσει. Η παρουσία του υπηρέτη ασκεί ανασταλτική επίδραση, που κάνει και τα δυο

κορίτσια να βράζουν μέσα τους) ΜΕΡΡΙΜΑΝ: Να σερβίρω εδώ το τσάι, όπως συνήθως, Μις ; ΣΕΣΙΛΥ. (Στεγνά, με ήρεμη φωνή) Ναι, όπως συνήθως.

(Ο Μέρριμαν αρχίζει να σηκώνει τα πράγματα από το τραπέζι και να στρώνει το τραπεζομάντιλο. Μεγάλη παύση. Η Σέσιλυ και η Γκουέντολην αγριοκοιτάζουν ή μία την

άλλη) ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Έχει πολλά ενδιαφέροντα μέρη για περίπατο στα γύρω, Μις Κάρντιου; ΣΕΣΙΛΥ: Ω, ναι ! Πάρα πολλά. Από την κορυφή κάποιου πολύ κοντινού λόφου, μπορεί κανείς να δει πέντε κομητείες. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Πέντε κομητείες ! Δεν πιστεύω να μου άρεσε αυτό. Μισώ το συνωστισμό. ΣΕΣΙΛΥ: (Με γλύκα) Γι’ αυτό, φαντάζομαι, θα κατοικείτε στην πόλη ;

(Η Γκουέντολην δαγκώνει το χείλος της και χτυπάει νευρικά το πόδι της με την ομπρέλλα της)

ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Κοιτάζοντας γύρω) Πολύ περιποιημένος ο κήπος, Μις Κάρντιου. ΣΕΣΙΛΥ: Χαίρομαι που σας αρέσει, Μις Φέαρφαξ. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Δεν είχα ιδέα πως υπάρχουν λουλούδια στην εξοχή.

Page 186: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

186 ΣΕΣΙΛΥ: Ώ, τα λουλούδια είναι τόσο κοινά εδώ, Μις Φέαρφαξ, όσο οι άνθρωποι στο Λονδίνο. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Εγώ προσωπικώς δεν μπορώ να καταλάβω πώς τα καταφέρνει κανείς να ζει στην εξοχή, αν δηλαδή υπάρχει στην εξοχή άνθρωπος που να είναι κάποιος. Η εξοχή μου είναι πάντοτε θανάσιμα βαρετή. ΣΕΣ1ΛΥ: Α ! Αυτό είν’ εκείνο που ονομάζουν οι εφημερίδες αγροτική κατάπτωση, δεν είν’ έτσι ; Πιστεύω πως η αριστοκρατία, τη σημερινή ακριβώς εποχή, υποφέρει πάρα πολύ απ’ αυτό. Είναι σχεδόν επιδημική αρρώστια μεταξύ τους, όπως μου είπαν. Μπορώ να σας προσφέρω ένα τσάι, Μις Φέαρφαξ ; ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Με εξεζητημένη ευγένεια) Ευχαριστώ. (Ιδιαίτερα) Σιχαμένο κορίτσι.! Αλλά έλα που το θέλω το τσάι ! ΣΕΣΙΛΥ: (Με γλύκα) Ζάχαρη ; ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Υπεροπτικά) Όχι, ευχαριστώ. Η ζάχαρη δεν είναι πια της μόδας.

(Η Σέσιλυ την κοιτάζει με θυμό, παίρνει τη ζαχαρολαβίδα και της βάζει τέσσερα κομμάτια ζάχαρη στο φλιτζάνι)

ΣΕΣΙΛΥ: (Στεγνά) Κέηκ ή ψωμί με βούτυρο ; ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Με βαρετό ύφος) Ψωμί με βούτυρο, παρακαλώ. Το κέηκ σπάνια το βλέπει κανείς σήμερα στα πολύ καλά σπίτια. ΣΕΣΙΛΥ: (Κόβει μια μεγάλη φέτα κέηκ και το βάζει στο δίσκο) Δώσ’ το στη μις Φέαρφαξ.

(Ο Μέρριμαν το δίνει και βγαίνει με τον υπηρέτη. Η Γκουέντολην πίνει τσάι και κάνει μορφασμό. Αφήνει αμέσως το φλιτζάνι, απλώνει το χέρι της να πάρει το ψωμί με βούτυρο,

το κοιτάζει και βλέπει πώς είναι κέηκ. Σηκώνεται με αγανάκτηση)

ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Μου γεμίσατε το φλιτζάνι μου μ’ ένα σωρό κομμάτια ζάχαρη, κι’ ενώ ζήτησα ολοκάθαρα ψωμί με βούτυρο, μου δώσατε κέηκ. Είναι γνωστή η ευγένεια του χαρακτήρος μου και το εξαιρετικά μειλίχιο φυσικό μου, σας ειδοποιώ όμως, Μις Κάρντιου, πως ίσως το παρακάνετε. ΣΕΣΙΛΥ: (Σηκώνεται) Για να σώσω το φτωχό, το αθώο, το απονήρευτο αγόρι μου από τις μηχανορραφίες οποιουδήποτε κοριτσιού, δεν ξέρω κι’ εγώ πού θα μπορούσα να φτάσω. ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Από τη στιγμή που σας είδα, ένιωσα δυσπιστία απέναντί σας. Αισθάνθηκα πως είσαστε όλο ψευτιά και ανειλικρίνεια. Δε γελιέμαι ποτέ σε τέτοια ζητήματα. Οι πρώτες μου εντυπώσεις από τους ανθρώπους είναι, χωρίς εξαίρεση, σωστές. ΣΕΣΙΛΥ: Μου φαίνεται, Μις Φέαρφαξ, πώς κάνω κατάχρηση της πολύτιμης ώρας σας. Χωρίς αμφιβολία, θα έχετε πολλές άλλες επισκέψεις τέτοιου είδους να κάμετε στα περίχωρα.

(Μπαίνει ο Τζακ)

Page 187: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

187

ΘΟΡΤΟΝ ΟΥΑΙΛΝΤΕΡ Μετάφραση: ΝΙΚΟΣ ΣΙΟΥΕΡ

ΒΒΑΑΣΣΙΙΛΛΙΙΣΣΣΣΕΕΣΣ ΤΤΗΗΣΣ ΓΓΑΑΛΛΛΛΙΙΑΑΣΣ

Μονόπρακτο

(Ένα δικηγορικό γραφείο στη Νέα Ορλεάνη, 1869. Στην πόρτα του δρόμου κρέμεται μια κουρτίνα από καλάμια, μέσα από την οποία διακρίνει κανείς το ηλιόλουστο δημόσιο πάρκο. Ακούγεται ένα κουδουνάκι. Σε λίγο ξανακτυπά. Η Μαρί Σιντονί Κρεσώ,. παραμερίζει τα καλέμια και ρίχνει μι ματιά στο γραφείο. Είναι μια ελκυστική κοπέλα που μπορεί ν’ αντιμετωπίσει ο,τιδήποτε στη ζωή, εκτός από μια κλήση σε δικηγορικό γραφείο. Ο κ. Καϋζάκ, ένας ξερακιανός ανθρωπάκος με διαπεραστικά μαύρα μάτια, μπαίνει από ένα

εσωτερικό δωμάτιο) ΜΑΡΙ-ΣΙΝΤΟΝΙ (δείχνοντας ένα γράμμα που κρατά στο χέρι της) Με ... καλέσατε ... ναρθώ να. σας δω. ΚΑΫΖΑΚ: (αυστηρά και σύντομα) Το όνομά σας, κυρία μου ; ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Δεσποινίς Μαρί Σιντονί Κρεσώ, κύριε. ΚΑΫΖΑΚ: (μετά από μια παύση) Μάλιστα. Καθήστε, παρακαλώ, δεσποινίς. (Πηγαίνει στο γραφείο του κι ανοίγει πολλά συρτάρια παίρνοντας έγγραφα από το καθένα. Αφού μαζεύει μια μεγάλη δέσμη από έγγραφα επιστρέφει. στο κέντρο του δωματίου. και λέει

απότομα) Δεσποινίς, πρέπει θεωρήσετε την συνέντευξη αυτήν αυστηρώς απόρρητον. ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Μάλιστα, κύριε. ΚΑΫΖΑΚ: (αφού την κοιτάζει αυστηρά για μια στιγμή) Μου επιτρέπετε να ερωτήσω εάν η δεσποινίς είναι εις θέσιν να ανθέξει εις τον κλονισμόν της εκπλήξεως, καλών η κακών ειδήσεων ; ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Μα... βεβαίως, κύριε. ΚΑΫΖΑΚ: Τότε, εάν είσθε η Μαρί—Σιντονί Κρεσώ, η θυγάτηρ του Μπαπτίστ— Αντενόρ Κρεσώ, είναι καθήκον μου να σας πληροφορήσω ότι κινδυνεύετε. ΜΑΡΙ·-ΣΙΝΤΟΝΙ: Κινδυνεύω, κύριε ; (Επιστρέφει στο γραφείο του, ανοίγει κι άλλα συρτάρια, και γυρίζει με περισσότερα χαρτιά.

Αυτή τον παρακολουθεί με μάτια γεμάτα ταραχή) ΚΑΫΖΑΚ: Δεσποινίς, επιπροσθέτως προς τα καθήκοντά μου ως δικηγόρου εις την πόλην αυτήν, εκπροσωπώ και μια Ιστορικήν Εταιρείαν των Παρισίων. Παρακαλώ, προσπαθήστε, να με καταλάβετε δεσποινίς. Η Ιστορική αυτή Εταιρεία ασχολείται με την ανακάλυψιν του Γαλλικού Θρόνου. Ως γνωρίζετε, την εποχήν της Επαναστάσεως… το 1795, δια την ακρίβειαν, δεσποινίς, εξηφανίσθει ο πραγματικός και νόμιμος διάδοχος του Γαλλικού Θρόνου. Εκυκλοφόρησε η φήμη ότι το αγόρι αυτό, το οποίον ήτο τότε 10 ετών, ήλθε εις την Αμερικήν και δια μίαν περίοδον έζησε εις Νέαν Ορλεάνην. Τώρα γνωρίζομεν ότι ή διάδοσις αντεπεκρίνετο εις την πραγματικότητα. Γνωρίζομεν επίσης ότι εδώ απέκτησεν νόμιμον απόγονον, ο οποίος εν συνεχεία απέκτησεν νόμιμον απόγονον, και ότι (ξαφνικά η Μαρί Σιντονί αρχίζει να ψάχνει κάτι μέσα στην τσάντα της αγοράς) ... Δεσποινίς, μπορείτε να με τιμήσετε με την προσοχή σας επί τινα ακόμη χρόνον ;

Page 188: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

188 ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: (μ’ αγωνία) Η βεντάλια μου, η βεντάλια μου, κύριε. (Τη βρίσκει κι αμέσως αρχίζει να .κάνει αέρα δαιμονισμένα. Ξαφνικά φωνάζει) Κύριε, από τι κινδυνεύω ; ΚΑΫΖΑΚ: (αυστηρά) Εάν η δεσποινίς κάνει μιας στιγμής, μιας στιγμής μόνον υπομονήν, θα τα μάθει όλα… Λοιπόν ως έλεγον ο, νόμιμος απόγονος απέκτησε εδώ νόμιμον απόγονον, και η βασιλική γραμμή διαδοχής της Γαλλίας καταλήγει (συμβουλεύεται τα έγγραφά του) εις κάποιον Μπαπτίστ— Αντενόρ Κρεσώ. ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: (σταματά τη βεντάλια της και τον κοιτάζει) Μπα— Μπαπτίστ... ΚΑΫΖΑΚ: (σκύβοντας μπροστά με τρομακτική έμφαση) Δεσποινίς, μπορείτε ν αποδείξετε ότι είσθε η θυγάτηρ του Μπαπτίστ— Αντενόρ Κρεσώ ; ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Γιατί... γιατί... ΚΑΫΖΑΚ: Δεσποινίς, έχετε πιστοποιητικόν γάμου των γονέων σας ; ΜΑΡΙ—ΣΊΝΤΟΝΊ: Μάλιστα, κύριε. ΚΑΫΖΑΚ: Εάν αποδειχθεί έγκυρον, και εάν είναι αληθές ότι δεν έχετε πραγματικούς και νομίμους αδελφούς... ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΊ: Όχι, κύριε... ΚΑΫΖΑΚ: Τότε ; δεσποινίς, δεν· έχω τίποτε άλλο να πράξω από το να σας αναγγείλω ότι είστε η πραγματική και από πολλού χαμένη διάδοχος του θρόνου της Γαλλίας.

(Σηκώνεται την πλησιάζει με μεγάλη αξιοπρέπεια, και φιλά το χέρι της. Η Μαρι—Σιντονί αρχίζει να κλαίει. Ο κ. Καϋζακ πηγαίνει στο γραφείο, γεμίζει ένα ποτήρι νερό και

ψυθιρίζοντας «Υψηλοτάτη» της το προσφέρει) ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Κύριε Καϋζάκ, λυπούμαι πολύ...,,,Θα πρέπει· νάχει γίνει κάποιο λάθος. Ο πατέρας μου ήταν ένας φτωχός ναύτης... ένας... ένας φτωχός ναύτης. ΚΑΫΖΑΚ: (διαβάζοντας από το χαρτί του)... Ένας διακεκριμένος και σεβαστός θαλασσοπόρος. ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: ...Ένας φτωχός ναύτης… ΚΑΫΖΑΚ: (σταθερά)... Θαλασσοπόρος...

(Παύση. Κοιτάζει γύρω της, φοβισμένη) ΜΑΡΙ – ΣΙΝΤΟΝΙ: (όπως προηγουμένως, ξαφνικά. και δυνατά) Κύριε, από τι κινδυνε5ω ; ΚΑΫΖΑΚ: (πλησιάζοντάς την και χαμηλώνοντας τη φωνή του) Ως γνωρίζει η Υμετέρα Βασιλική Υψηλότης υπάρχουν αρκεταί οικογένειαι εις την Νέαν Ορλεάνην αι οποίαι, ισχυρίζονται, άνευ εγγράφων (κουνά την περγαμηνή και τις σφραγίδες στο χέρι του), άνευ αποδείξεων ότι ρέει εις τας φλέβας των βασιλικόν αίμα. Ο κίνδυνος εξ αυτών, πάντως, δεν είναι μέγας. Ο μέγας κίνδυνος προέρχεται εκ Γαλλίας. Εκ των φανατικών Δημοκρατικών... ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Φανατ.... ΚΑΫΖΑΚ: Όμως υμείς, Υψηλοτάτη, είναι ανάγκη να εμπιστευθήτε τον εαυτό σας εις τας χείρας μου. ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: (κλαίοντας και πάλι) Σας παρακαλώ μη με λέτε «Υψηλοτάτη». ΚΑΫΖΑΚ: Μου... επιτρέπετε να σας αποκαλώ κυρία Ντε Κρεσώ ; ΜΑΡΙ – ΣΙΝΤΟΝΙ: Μάλιστα, κύριε, δεσποινίς Κρεσώ. Είμαι η Μαρί— Σιντονί Κρεσώ. ΚΑΫΖΑΚ: Λανθάνομαι... χμ. ... αν πω ότι έχετε παιδιά ; ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ (ξεψυχισμένα) Μάλιστα, κύριε. Έχω τρία παιδιά.

(Ο κ. Καϋζάκ την κοιτάζει σκεφτικά για μια στιγμή και επιστρέφει στο γραφείο του)

Page 189: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

189 ΚΑΫΖΑΚ: Κυρία μου, από τούδε και εις το εξής θα σας κοιτάζουν χιλιάδες μάτια, τα μάτια ολοκλήρου του κόσμου. Πρέπει να σας τονίσω ότι είναι ανάγκη να είστε πολύ διακριτική, πολύ προσεκτική. ΜΑΡ1—ΣΙΝΤΟΝΙ: (σηκώνεται, απότομα, νευρικά) Κύριε Καϋζάκ, δε θέλω να έχω καμιά σχέση με όλα αυτά… Κάπου υπάρχει κάποιο λάθος. Σας ευχαριστώ πολύ, αλλά κάπου υπάρχει κάποιο λάθος, δεν ξέρω πού. Πρέπει να πηγαίνω τώρα. ΚΑΫΖΑΚ: (ορμά μπροστά) Κυρία μου δεν γνωρίζετε τι πράττετε. Δεν είναι τόσο εύκολο να αποποιηθήτε το αξίωμά σας. Δεν γνωρίζετε ότι εντός ενός ή δύο μηνών, όλαι αι εφημερίδες, του κόσμου, περιλαμβανομένης και της Τάιμς—Πικαίην της Νέας· Ορλεάνης, θα δημοσιεύσουν το όνομά σας ; Οι μεγαλύτεροι ευγενείς της Γαλλίας θα περάσουν τον ωκεανό δια να σας επισκεφθούν. Θα σας επισκεφθεί ο Επίσκοπος της Λουιζιάνας... Ο Δήμαρχος... ΜΑΡΙ – ΣΙΝΤΟΝΙ: Όχι, όχι... ΚΑΫΖΑΚ: Θα σας δοθούν πολλά χρήματα, και αρκετά ανάκτορα. ΜΑΡΙ—ΣΊΝΤΟΝΊ: Όχι, όχι. ΚΑΫΖΑΚ: Και στρατιωτική φρουρά. δια να σας προστατεύει. ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Όχι, όχι. ΚΑΫΖΑΚ: Θα καταστήτε πρόεδρος του Λε Πετί Σαλόν και Βασίλισσα του Μαρντί Γκρα… Ακόμα μια γουλιά νερό, Υψηλοτάτη. ΜΑΡΙ—ΣΊΝΤΟΝΊ: Ω, κύριε, τι να κάνω ; .... Ω, κύριε, σώστε με ! Δε θέλω τον Επίσκοπο, ούτε το Δήμαρχο. ΚΑΫΖΑΚ: Επιθυμείτε να σας υποδείξω τι να πράξετε ; ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Ω, ναι, ω, Θεέ μου ! ΚΑΫΖΑΚ: Επί του παρόντος, επιστρέψτε εις την οικίαν σας και ξαπλώστε. Ολίγη ανάπαυσις και ολίγη σκέψις θα σας βοηθήσουν να αποφασίσετε περί του τι πρέπει να πράξετε. Ελάτε να με ιδείτε την Πέμπτη το πρωί. ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Νομίζω κάπου υπάρχει κάποιο λάθος. ΚΑΫΖΑΚ: Μου επιτρέπετε να υποβάλω μιαν ερώτησιν προς την κυρίαν Ντε Κρεσώ ; Μπορώ να έχω το προνόμιον να δώσω εις Αυτήν - μέχρις ότου γίνει η μεγάλη ανακοίνωσις — ένα μικρό... χρηματικόν δώρον ; ΜΑΡΊ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Όχι, όχι. ΚΑΫΖΑΚ: Η Ιστορική Εταιρεία δεν είναι πλουσία. Η Ιστορική Εταιρεία αντιμετωπίζει δυσχερείας εις την αναζήτησιν των τελευταίων εγγράφων, άτινα θα επιβεβαιώσουν το υψηλόν αξίωμα της Κυρίας. Θα ήτο, όμως, ευτυχής να παραχωρήσει εις την κυρίαν ένα ορισμένον ποσόν, το οποίον συνέλεξαν οι αφοσιωμένοι υπήκοοι της. ΜΑΡΙ – ΣΙΝΤΟΝΙ: Σας παρακαλώ, όχι. Δε θέλω τίποτα. Πρέπει, να πηγαίνω τώρα. ΚΑΫΖΑΚ: Ας μου επιτραπεί να παρακαλέσω την κυρίαν να μην τρομάξει. Επί του παρόντος ολίγη ανάπαυσις και σκέψεις.., Ευπειθής, θεράπων και αφοσιωμένος υπήκοος. ΜΑΡΙ – ΣΙΝΤΟΝΙ: Χαίρετε, καλημέρα σας, κύριε Καϋζάκ. (σταματά για. λίγο στην πόρτα, ύστερα γυρίζει και λέει με πολλή ειλικρίνεια) Ω, κύριε Καϋζάκ, μην αφήσετε τον Επίσκοπο να με επισκεφθεί. Τον Δήμαρχο ναι — μα όχι τον Επίσκοπο.

(Φεύγει)

Page 190: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

190

ΘΟΡΤΟΝ ΟΥΑΙΛΝΤΕΡ Μετάφραση: ΜΙΝΟΣ ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ

ΗΗ ΜΜΙΙΚΚΡΡΗΗ ΜΜΑΑΣΣ ΠΠΟΟΛΛΗΗ

Πράξη 2η

(Ο Τζωρτζ και η Έμιλυ μπαίνουν στο μαγαζί και κάθονται απάνω στα σκαμνιά) ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ : (Ως κ. Μόργκαν) Γεια σου Τζωρτζ. Καλώς την Έμιλυ. Τι θα πάρουμε ; Εϊ, Έμιλυ Γουέμπ, τί έπαθες κι ε1σαι κλαμένη ; ΤΖΩΡΤΖ : (Ψάχνει να βρει μια εξήγηση) Να.. να, τώρα δα, Τώρα δα, πήρε μια τρομάρα, κ. Μόργκαν. Κόντεψε να την πατήσει εκείνο το φορτηγό τού εργοστασίου. Όλος ο κόσμος το λέει πως εκείνος ο Τομ Χάνκινς οδηγεί σαν παλαβός. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ : Έλα, πιες ένα ποτήρι νερό, Έμιλυ. Φαίνεσαι άνω – κάτω. Ορίστε! Ωραία, τι θα πάρουμε τώρα ; ΕΜΙΛΥ : Εγώ θα πάρω μια λεμονάδα, παρακαλώ, κ. Μόργκαν. ΤΖΩΡΤΖ : Όχι, όχι. Έλα να πάρουμε από ένα παγωτό, Έμιλυ. — Δύο παγωτά φράουλα με σόδα, κ. Μόργκαν. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ : (Σερβίροντας τα παγωτά) Αμέ για να περάσει κανείς το δρόμο πρέπει να ’χει τα μάτια του τέσσερα την σήμερον ημέρα. Κάθε πέρσι και καλύτερα. Εκατόν εικοσιπέντε άλογα έχει το Γκρόβερ Κόρνερς αυτή τη στιγμή που σας μιλώ. Και τώρα που μας κουβαλήσαν κι αυτά τα αυτοκίνητα, το καλύτερο πού έχει να κάνει κανείς είναι να κάθεται σπιτάκι του. Εγώ πού με βλέπετε, θυμάμαι έναν καιρό πού ένας σκύλος μπορούσε να ξαπλώσει όλη μέρα καταμεσής στη δημοσιά, και να μην τον πειράξει ούτε κουνούπι. Αμέσως, δεσποινίς Έλλις, έφθασα αμέσως ! Να τα παγωτά σας. Φάτε τα να τα ευχαριστηθείτε.

(Βγαίνει) ΕΜΙΛΥ : Είναι πολύ ακριβά. ΤΖΩΡΤΖ : Όχι, όχι... αυτό να μην το σκέφτεσαι. Σήμερα γιορτάζουμε την εκλογή μας. Κι ύστερα ξέρεις τι άλλο γιορτάζω ; ΕΜΙΛΥ : Τι ; ΤΖΩΡΤΖ : Γιορτάζω τη μέρα που βρήκα έναν φίλο που μου λέει όσα πρέπει να μου πούνε. ΕΜΙΛΥ : Τζώρτζ, σε παρακαλώ ξέχασέ το. Δεν ξέρω πώς μού ήρθε και το είπα. Δεν είναι αλήθεια. Είσαι... ΤΖΩΡΤΖ : Όχι, μην τ’ αλλάζεις, Έμιλυ. Σου χρωστάω χάρη που μου μίλησες έτσι. Όμως θα δεις. Θ’ αλλάξω τόσο γρήγορα, θα γίνω αγνώριστος. Όμως, Έμιλυ, θα μου κάνεις και συ μια χάρη. ΕΜΙΛΥ : Τι χάρη ; ΤΖΩΡΤΖ : Έμιλυ, αν πάω στη Γεωπονική Σχολή του χρόνου, θα μου γράφεις κανένα γράμμα πότε – πότε ; ΕΜΙΛΥ : Και βέβαια θα σου γράφω. Και βέβαια θα σου γράφω, Τζωρτζ... (Παύση) Βέβαια, αν λείψεις τρία χρόνια. θα χάσεις την επαφή σου με τη ζωή εδώ.

Page 191: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

191 ΤΖΩΡΤΖ : Όχι. Όχι. Αυτό δεν πρέπει να γίνει. Βλέπεις εγώ δεν πρόκειται να γίνω ένας απλός γεωργός. Ύστερα από λίγον καιρό μπορεί να βάλω υποψηφιότητα για την πολιτική. Γι’ αυτό τα γράμματά σου θα είναι πολύτιμα για μένα. Ξέρεις, θα μου γράφεις τι γίνεται και τι δεν γίνεται εδώ πέρα, Κι όλα αυτά... ΕΜΙΛΥ : Όπως και να ’ναι, τρία χρόνια είναι πολύς καιρός· Ίσως τα γράμματα από το Γκρόβερς Κόρνερς να μην είναι και τόσο πολύτιμα ύστερα από λίγους μήνες. Το Γκρόβερς Κόρνερς δεν είναι και σπουδαίο μέρος όταν το συγκρίνεις με όλο το Νιου Χάμσαϊαρ· όμως εγώ το βρίσκω πολύ ωραίο μέρος. ΤΖΩΡΤΖ : Ποτέ δε θα ’ρθει η μέρα που δε θα με νοιάζει τι γίνεται εδώ. Αυτό το ξέρω καλά, Έμιλυ. ΕΜΙΛΥ : Τέλος πάντων, εγώ θα προσπαθήσω να ’ναι Τα γράμματά μου ενδιαφέροντα.

(Παύση) ΤΖΩΡΤΖ : Έμιλυ, ξέρεις, όποτε βρίσκω κανένα γεωργό τόν ρωτάω αν νομίζει πως είναι απαραίτητο να πάει κανείς στη Γεωπονική Σχολή, για να γίνει ένας γεωργός της προκοπής. ΕΜΙΛΥ : Μα, Τζωρτζ. ΤΖΩΡΤΖ : Ναι, και πολλοί μάλιστα μου είπανε πως είναι χαμένος καιρός. Όλα αυτά μπορείς να τα μάθεις κι απ’ τα φυλλάδια τού στέλνει ή κυβέρνηση. Και ο θείος Λουκ γερνάει· είναι έτοιμος να μου παραδώσει το χτήμα του και αύριο ακόμα. αν μπορούσα εγώ να πάω. ΕΜΙΛΥ : Ώ, Θεέ μου ! ΤΖΩΡΤΖ : Και έπειτα, όπως λες κι εσύ, να λείψω όλο αυτό τον καιρό... να ’μαι σ’ άλλα μέρη, να γνωρίσω άλλο κόσμο... Αν αυτό μπορεί να γίνει. Τότε δε θέλω να φύγω. Οι καινούργιοι φίλοι δεν είναι ποτέ καλύτεροι από τούς παλιούς. Ασφαλώς, ποτέ δεν είναι δυνατόν να είναι καλύτεροι. Έμιλυ... νομίζω πως είσαι ο πιο καλός μου φίλος. Δεν χρειάζεται να πάω και να γνωρίσω άλλους σε άλλα μέρη. ΕΜΙΛΥ : Ναι, Τζωρτζ, όμως μπορεί να είναι απαραίτητο να πας να μάθεις πώς να ξεχωρίζεις τα ζωντανά και το χώμα και όλα τα πράγματα. Κι έπειτα, αν θα μπεις στην πολιτική, ίσως να πρέπει να γνωρίσεις κόσμο κι από άλλα μέρη τής πολιτείας... πάλι, εγώ δεν ξέρω. ΤΖΩΡΤΖ : (Ύστερα από παύση) Έμιλυ, θα πάρω μια απόφαση τώρα αμέσως. Δεν θα πάω. Θα το πω στον μπαμπά απόψε κιόλας. ΕΜΙΛΥ : Μα, Τζωρτζ, δεν βλέπω γιατί πρέπει ν’ αποφασίσεις τώρα αμέσως. Έχεις ακόμα μπροστά σου ένα ολόκληρο χρόνο. ΤΖΩΡΤΖ : Έμιλυ, σε ευχαριστώ πού μου μίλησες πριν για το... για το ελάττωμά μου. Και αυτό που μου είπες ήταν σωστό· όμως σε ένα έπεσες έξω, όταν είπες πως ένα χρόνο τώρα δεν έδινα σημασία στους άλλους, και... να, σ’ εσένα, παραδείγματος χάρη. Άκουσε, Έμιλυ... μου λες πως παρακολουθούσες, ό,τι και αν έκανα... Μα κι εγώ έκανα το ίδιο για σένα, όλη την ώρα. Μα, βέβαια, εγώ πάντα σε λογάριαζα σαν ένα απ’ τα πρόσωπα που... λογάριαζα περισσότερο. Πάντα κοίταζα να δω αν ήσουνα στο γήπεδο, και με ποιον ήσουνα. Και πάντοτε κουβεντιάζαμε... κι αστειευόμασταν στο σχολείο, και για μένα αυτό είχε μεγάλη σημασία, Βέβαια δε μιλήσαμε ποτέ όπως μιλούμε τώρα. Τελευταία πρόσεξα πως μου φερνόσουνα παράξενα, και τρεις μέρες τώρα προσπαθώ να ’ρθω μαζί σου καθώς γυρίζουμε σπίτι, όμως πάντα κάτι βγαίνει στη μέση. Χτες σε περίμενα εκεί, ακυυμπώντας στον τοίχο. κι εσύ πέρασες πηγαίνοντας σπίτι σου μαζί με τη Μις Κόρκοραν. ΕΜΙΛΥ : Τζωρτζ !... Τι αστεία που είναι η ζωή ! Πού να το ’ξερα ; Εγώ μάλιστα, νόμιζα πως...

Page 192: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

192 ΤΖΩΡΤΖ : Έμιλυ, άκουσε, θα σου πω γιατί δε θέλω να πάω στη Γεωπονική Σχολή. Νομίζω πως όταν κανείς βρει ένα πρόσωπο που να το συμπαθεί πολύ, και που κι εκείνο τον συμπαθεί, τουλάχιστον αρκετά για να ένδιαφέρεται για τον χαρακτήρα του, να λοιπόν, θαρρώ πως αυτό είναι σπουδαίο σαν τη Γεωπονική Σχολή και μάλιστα σπουδαιότερο. Έτσι θαρρώ εγώ. ΕΜΙΛΥ : Κι εγώ πιστεύω πως είναι φοβερά σπουδαίο. ΤΖΩΡΤΖ : Έμιλυ. ΕΜΙΛΥ : Ναι, Τζωρτζ. ΤΖΩΡΤΖ : Έμιλυ αν διορθωθώ και αλλάξω όλως διόλου... ήθελες να γίνεις... δηλαδή θα μπορούσες να είσαι... ΕΜΙΛΥ : Είμαι και τώρα· πάντα ήμουν...

(Παύση) ΤΖΩΡΤΖ : Θαρρώ πως είναι πολύ σοβαρό αυτό που είπαμε ΕΜΙΛΥ : Ναι, είναι. ΤΖΩΡΤΖ : (Παίρνει βαθειά αναπνοή και ισιώνει την πλάτη του) Περίμενε μια στιγμή και ύστερα θα σε πάω ως το σπίτι. (Σηκώνεται και πηγαίνει προς τον Διευθυντή Σκηνής που μπαίνει εκείνη τη στιγμή) Κύριε Μόργκαν, πρέπει να πεταχτώ ως το σπίτι να πάρω χρήματα για να σας πληρώσω. Σ ένα λεπτό θα ’μαι εδώ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ : Τι έκανε λέει ; Τζώρτζ Γκιμπς, τι θα πει αυτό ; Μήπως... ΤΖΩΡΤΖ : Ναι ναι, αλλά είχα λόγους, κ. Μόργκαν. — Να ακούστε, κρατείστε το ρολόι μου το χρυσό ώσπου να γυρίσω με τα χρήματα. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ : Δεν πειράζει. Κράτα το ρολόί . Σου έχω εμπιστοσύνη. ΤΖΩΡΤΖ : Θα γυρίσω το πολύ σε πέντε λεπτά. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ : Θα σε περιμένω δέκα χρόνια Τζωρτζ, ούτε μέρα παραπάνω. Σου πέρασε, Έμιλυ ; ΕΜΙΛΥ : Μάλιστα, ευχαριστώ, Κύριε Μόργκαν. Δεν ήταν τίποτα. ΤΖΩΡΤΖ : (Παίρνει τα βιβλία από το τραπέζι) Έτοιμος είμαι. (Περπατούν σιωπηλά και επίσημα προς το προσκήνιο, γυρνούν και περνούν από το πλαίσιο

που παριστάνει την πόρτα των Γουέμπ και βγαίνουν)

Page 193: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

193

ΤΕΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετάφραση: ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ

ΛΛΕΕΩΩΦΦΟΟΡΡΕΕΙΙΟΟΝΝ ΟΟ ΠΠΟΟΘΘΟΟΣΣ

Εικόνα 10η

(Βράδυ. Η Μπλανς έχει ανοίξει την «μαλ-καμπίνα» της στη μέση της κρεβατοκάμαρας – έχει απλώσει στο πάνω μέρος κάτι φουστάνια κλαρωτά, με λουλούδια. Όσο ταχτοποιούσε τα ρούχα δε σταμάτησε να πίνει. Κατέχεται από υστερικό κέφι. Στολίστηκε με μια παλιά στραπατσαρισμένη τουαλέττα από λευκό σατέν. Φοράει κι ένα ζευγάρι ασημένια

πασουμάκια μ’ αστραφτερά μπιχλιμπίδια στα τακούνια. Τώρα βάζει ένα καπέλλο με φτερά. Κοιτάζεται στον καθρέφτη της τουαλέττα και μιλάει σιγά, μ’ έξαρση, σα να ’χει μπροστά της

συντροφιά από φανατικούς θαυμαστές της) ΜΠΛΑΝΣ: Τι θα λέγατε αν πηγαίναμε να κολυμπήσουμε με φεγγάρι στο παλιό λατομείο; Φυσικά, πρέπει να ‘ναι και κάποιος απ’ όλους μας ξεμέθυστος για να μας πάει ως εκεί... Χα, χα ! Έτσι θα πάψει να βουίζει το κεφάλι μου ! Το νου σου, όμως, να βουτήξεις στα βαθειά της λίμνης… Έτσι και χτυπήσεις στα βράχια, δε γλυτώνεις.

(Παίρνει τρέμοντας τον καθρέφτη του χεριού για να κοιταχτεί από πιο κοντά. Ανασαίνει βαθειά κι αφήνει τον καθρέφτη με δύναμη, γυρισμένο ανάποδα – σπάει το κρύσταλλο. Ο Στάνλεϋ στρίβει τη γωνιά του σπιτιού, φορώντας ακόμα το παρδαλό πράσινο πουκάμισο. Ακούγεται μουσική που συνεχίζεται σ’ όλη τη διάρκεια της σκηνής. Εκείνος μπαίνει στην κουζίνα κλείνοντας με θόρυβο την πόρτα. Καθώς όρμισε μέσα κι αντίκρισε τη Μπλανς, πετάει ένα σιγανό σφύριγμα. Στο δρόμο κατέβασε τα ποτηράκια του. Κρατάει μερικά

μπουκάλια μπύρα) ΜΠΛΑΝΣ: Πώς είναι ή αδερφή μου; ΣΤΑΝΛΕΫ: Φίνα τα πάει. ΜΠΛΑΝΣ: Και το μωρό: ΣΤΑΝΛΕΫ: Το πρωί το περιμένουμε. Γι’ αυτό μου ‘πανε να γυρίσω σπίτι, να πάρω κάναν υπνάκο. ΜΠΛΑΝΣ: Και θα μείνουμε μόνοι μας εδώ τη νύχτα; ΣΤΑΝΛΕΫ: Ναι, μόνον εγώ κι’ εσύ, Μπλανς, Εξόν κι’ αν έχεις κρύψει κανέναν κάτω απ’ το κρεβάτι. Τι σούρθε κι έβαλες αυτά τα φτερά; ΜΠΛΑΝΣ: Α ναι, ξέχασα. Έφυγες πριν έρθει το τηλεγράφημα. ΣΤΑΝΛΕΫ: Είχες τηλεγράφημα; ΜΠΛΑΝΣ: Έλαβα τηλεγράφημα από έναν παλιό θαυμαστή μου. ΣΤΑΝΛΕΫ: Τίποτα ευχάριστο; ΜΠΛΑΝΣ: Μάλλον Είναι μια πρόσκληση. ΣΤΑΝΛΕΫ: Για πού; Για κάνα πανηγύρι; ΜΠΛΑΝΣ: (Ρίχνοντας πίσω το κεφάλι της) Κρουαζιέρα στην Καραϊβική με γιωτ. ΣΤΑΝΛΕΫ: Μπα, μπα; ΜΠΛΑΝΣ: Πρώτη φορά στη ζωή μου δοκίμασα τέτοια συγκίνηση. ΣΤΑΝΛΕΫ: E, βέβαια ! ΜΠΛΑΝΣ: Ήρθε σαν ούρανοκατέβατο. ΣΤΑΝΛΕΫ: Ποιος είπες πως σου το στέλνει; ΜΠΛΑΝΣ: Ένας παλιός θαυμαστής μου.

Page 194: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

194ΣΤΑΝΛΕΫ: Αυτός που σου χάρισε την άσπρη γούνα; ΜΠΛΑΝΣ: Ναι. Ο κύριος Σεπ Xάντλεϋ. Είχα να τον δω απ’ τα Χριστούγεννα. Συναντηθήκαμε τυχαία σ’ ένα μεγάλο κατάστημα. Και να τώρα, με προσκαλεί για ένα ταξιδάκι στην Καραϊβική. Το πρόβλημα είναι τι θα φορέσω. Γι’ αυτό ψάχνω στο μπαούλο μου να δω αν έχω κατάλληλα ρούχα, για το τροπικό κλίμα. ΣΤΑΝΛΕΫ: Και ξετρύπωσες αυτή τη βασιλικιά κορώνα; ΜΠΛΑΝΣ: Είναι παμπάλαιη ! Και τα μαργαριτάρια ψεύτικα. ΣΤΑΝΛΕΫ: Μπα κι εγώ τα νόμιζα γι’ αληθινά (ξεκουμπώνει το πουκάμισό του) ΜΠΛΑΝΣ: Πάντως θα διασκεδάσω μεγαλοπρεπώς ! ΣΤΑΝΛΕΫ: Ε, βέβαια δεν ξέρεις πώς έρχονται τα πράματα. ΜΠΛΑΝΣ: Πάνω στην ώρα που έλεγα πως η τύχη έπαψε να μου χαμογελάει. ΣΤΑΝΛΕΫ: (Συνεχίζοντας τη φράση της) Να σου στην οθόνη ο εκατομμυριούχος απ’ το Μαϊάμι ΜΠΛΑΝΣ: Δεν είναι απ’ το Μαϊάμι, είναι απ’ το Ντάλλας. ΣΤΑΝΛΕΫ : Απ’ το Ντάλλας είναι; ΜΠΛΑΝΣ: Ναι, απ’ το Ντάλλας. Εκεί, ξέρεις, το χρυσάφι κυλάει στους δρόμους σαν το νερό. ΣΤΑΝΛΕΫ: Τέλοσπάντων, ας είναι απ’ όπου θέλει! (Αρχίζει να βγάζει το πουκάμισο) ΜΠΛΑΝΣ: Τράβα τις κουρτίνες, αν συνεχίσεις να γδύνεσαι. ΣΤΑΝΛΕΫ: (Φιλικά) Όχι, τώρα μόνο αυτό θα βγάλω. (Παίρνει απ’ τη χαρτοσακκούλα μια μπουκάλα) Μπας κι είδες το ανοιχτήρι;

(Η Μπλανς πηγαίνει αργά προς την τουαλέτα και σταυρώνει τα χέρια της) ΣΤΑΝΛΕΫ: Είχα έναν ξάδερφο, πού άνοιγε τα μπουκάλια της μπύρας με τα δόντια του. (Χτυπάει το στόμιο του μπουκαλιού στην κώχη του τραπεζιού) Τίποτ’ άλλο δεν ήξερε να κάνει, αλλά σ’ αυτό ήτανε άσσος! Ήταν ο άνθρωπος-ανοιχτήρι! Ώσπου μια βραδιά, σ’ ένα γάμο, καθώς πήγε ν’ ανοίξει ένα μπουκάλι του σπάει το μπροστινό δόντι. Το πήρε τόσο κατάκαρδα, πού άμα ερχόταν καμιά παρέα στο σπίτι, αυτός το ‘σκαγε απ’ την πίσω πόρτα . (Τινάζεται το πώμα τής μπύρας και ξεχύνεται ο αφρός. Ο Στάνλεϋ γελάει χαρούμενα, υψώνοντας το μπουκάλι πάνω απ’ το κεφάλι του) Χα! χα! Βροχή απ’ τον ουρανό (Της προτείνει το μπουκάλι) Δεν αφήνουμε τώρα τη γκρίνια στην μπάντα, να πιούμε κάνα ποτηράκι; ΜΠΛΑΝΣ: Όχι, ευχαριστώ. ΣΤΑΝΛΕΫ: Λοιπόν, ή νύχτα τούτη θα μείνει αξέχαστη και στους δυο μας! (Πηγαίνει στη ντουλάπα, σκύβει να πάρει κάτι) Εσύ θα ‘χεις τον εκατομμυριούχο Κι’ εγώ το γιό μου! ΜΠΛΑΝΣ: (Οπισθοχωρώντας) Τι. κάνεις εκεί; ΣΤΑΝΛΕΫ: Θα βάλω κάτι που το ‘χω μόνο για τις εξαιρετικές περιπτώσεις σαν τη σημερινή. Οι μεταξωτές πυτζάμες που φορούσα την πρώτη νύχτα του γάμου μου (Τις βγάζει απ’ το συρτάρι) ΜΠΛΑΝΣ: Ω!. ΣΤΑΝΛΕΫ: Άμα χτυπήσει το τηλέφωνο και μου πούνε «γεννήθηκε αγόρι ! » θα σκίσω ένα κομμάτι και θα το σηκώσω ψηλά σα σημαία ! (Ανεμίζει το φανταχτερό σακάκι της πυτζάμας) Μου φαίνεται πως είμαστε κι οι δυο τυχεροί ... (Περνάει στην κουζίνα, κρατώντας το σακάκι της πυτζάμας ριγμένο στο μπράτσο του) ΜΠΛΑΝΣ: Όσο σκέφτομαι —πως σε λίγο θα ξανάβρω την ησυχία μου μού ‘ρχεται να κλαίω από χαρά.

Page 195: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

195ΣΤΑΝΛΕΫ: Καλά, ό εκατομμυριούχος απ’ το Ντάλλας δε θα σου ταράζει την ησυχία σου; ΜΠΛΑΝΣ: Δεν είναι από εκείνους που ξέρεις! Είναι κύριος πολύ καθώς πρέπει και μ’ εκτιμά. (Αυτοσχεδιάζοντας μ’ έξαψη) Του αρέσει μόνο ή συντροφιά μου . . Καμιά φορά το χρήμα κάνει τούς ανθρώπους να νοιώθουν μεγάλη μοναξιά . . . Μια γυναίκα έξυπνη, καλλιεργημενη και με ανατροφή, μπορεί να γεμίσει αφάνταστα τη ζωή ενός άντρα! Αυτά τα προσόντα εγώ τα έχω δεν είναι πράγματα που χάνονται με τα χρόνια. Η φυσική ομορφιά περνάει γρήγορα, είναι κάτι προσωρινό. Αλλά η ομορφιά του νου, ο ψυχικός πλούτος, η τρυφερότητα της καρδιάς—κι αυτά εγώ τα έχω ! - δε σβύνουν εύκολα! Ίσα - Ίσα, δυναμώνουν με τον καιρό παράξενο να λέω πως είμαι φτωχή, ενώ κρύβω τόσους θησαυρούς στην καρδιά μου!... (Ένας συγκρατημένος λυγμός) Πιστεύω πώς είμαι μια πολύ-πολύ πλούσια γυναίκα! Αλλά φέρθηκα κουτά Κι έρριξα τα μαργαριτάρια μου στα … ΣΤΑΝΛΕΫ: Στα γουρούνια… ΜΠΛΑΝΣ: Γουρούνια, ναι, γουρούνια και δεν το λέω μόνο για μένα. Το λέω και για το φίλο σου, τον κύριο Μίτσελ! Ήρθε να με δει απόψε. Τόλμησε να παρουσιαστεί μπροστά μου με τα ρούχα της δουλειάς, για να μου πει ένα σωρό συκοφαντίες, όλες τις βΡΩΜΑΙΟΣερές ιστορίες που είχε ακούσει από σένα. Όμως τον έστειλα από κει που ‘ρθε! ΣΤΑΝΛΕΫ: Μπα; ΜΠΛΑΝΣ: Αργότερα ξαναγύρισα. Ήρθε μ’ ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα να με παρακαλέσει να τον συγχωρήσω. Με ικέτευε να τον συγχωρήσω! Αλλά υπάρχουν και πράγματα που δεν τα συγχωρεί κανείς εύκολα. Την προστυχιά που γίνεται με υπολογισμό, δε μπορεί κανείς να τη συγχωρήσει! Είναι η πιο ασυγχώρητη πράξη—το μόνο που ποτέ, μα ποτέ δεν έκανα . . . Σ’ ευχαριστώ, φίλε μου, του είπα, ήμουν κουτή πού νόμισα πως ταιριάζουμε ο ένας στον άλλο. Οι δρόμοι μας στη ζωή είναι πολύ διαφορετικοί. Δε συμβιβάζονται οι αντιλήψεις μας, οι ιδέες μας, η καταγωγή μας. Πρέπει να ‘μαστε ρεαλιστές. Αντίο, λοιπόν, φίλε μου, κι ας μην κρατάμε κακία μεταξύ μας. ΣΤΑΝΛΕΫ: Αυτό έγινε πριν ή μετά πού πήρες το τηλεγράφημα; ΜΠΛΑΝΣ: Ποιο τηλεγράφημα; Α, όχι, όχι. Μετά! Το τηλεγράφημα ήρθε ακριβώς. ΣΤΑΝΛΕΫ: Ακριβώς, δεν ήρθε κανένα τηλεγράφημα! ΜΠΛΑΝΣ: Ω, ω! ΣΤΑΝΛΕΫ: Δεν υπάρχει εκατομμυριούχος! Ούτε ο Μιτς γύρισε πάλι εδώ με τριαντάφυλλα, γιατί ξέρω πού είναι! ΜΠΛΑΝΣ: Ω ! ΣΤΑΝΛΕΫ: Όλ’ αυτά είναι φαντασίες και κόλπα και ψευτοκαμώματα ! ΜΠΛΑΝΣ: Ω! ΣΤΑΝΛΕΫ: Δε βλέπεις τα χάλια σου; Δε βλέπεις που έγινες σαν καρνάβαλος με τούτο το φουστάνι, πού το νοικιάζουνε τα παλιατζήδικα τις απόκρηες για πενήντα σεντια; Κι αυτή ή κορώνα στο κεφάλι; Καμιά βασίλισσα θαρρείς πώς είσαι; ΜΠΛΑΝΣ: Ω, Θεέ μου!. ΣΤΑΝΛΕΫ: Απ’ την αρχή σε κατάλαβα! Ούτε μια φορά δε σε πίστεψα. Ήρθες εδώ, μας γέμισες με πούντρες και μυρουδιές, έβαλες χάρτινο αμπαζούρ στη λάμπα - και να! Το σπίτι έγινε μονομιάς Αίγυπτος και συ βασίλισσα του Νείλου! Κάθεσαι στο θρόνο σου και μου ρουφάς το ουίσκυ! Αυτά κάνεις! Χα, χα Μ’ ακούς; Χα, χα, χα !

(Πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα) ΜΠΛΑΝΣ: Φύγε από δω!

(Στον τοίχο, πίσω απ’ τη Μπλανς, πέφτουνε ανταύγειες με πένθιμα χρώματα : Σκιές σε σχήμα απειλητικό, τραβηγμένο. Η Μπλανς ανασαίνει βαρειά και πάει στο τηλέφωνο. Καλεί

το Κέντρο. Ο Στάνλεϋ περνάει στο μπάνιο κλείνοντας πίσω του την πόρτα)

Page 196: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

196 ΜΠΛΑΝΣ: Εμπρός ! Εμπρός ! Κέντρον; Υπεραστικά, παρακαλώ. Συνδέστε με με το Ντάλλας! Με τον κύριο Σεπ Χάντλεϋ ! Είναι πασίγνωστο, δε χρειάζεται διεύθυνση. Όλος ο κόσμος τον ξέρει… Περιμένετε ! Όχι, δε μπορώ να τη βρω τώρα... Σας παρακαλώ, προσπαθείστε να με καταλάβετε Όχι, όχι! Περιμένετε μια στιγμή! Κάποιος εδώ με – τίποτα! Ακούστε, παρακαλώ…

(Αφήνει τ’ ακουστικό και πάει με προφυλάξεις στην κουζίνα. Η νύχτα είναι γεμάτη άγριες φωνές, σαν τις κραυγές της ζούγκλας. Οι σκιές κι οι ανταύγειες με τα πένθιμα χρώματα

σαλεύουνε στον τοίχο ελικοειδώς, απλώνονται σα φλόγες, Ο τοίχος του βάθους γίνεται τώρα διαφανής. Προβάλλει το πεζοδρόμιο πίσω απ’ το σπίτι. Εκεί μια π ό ρ ν η ξεγέλασε κάποιον μ ε θ υ σ μ έ ν ο πού την κυνηγάει, την αρπάζει και συμπλέκονται. Ακούγεται απότομα η διαπεραστική σφυρίχτρα ενός α σ τ υ φ ύ λ α κ α. Ο μεθυσμένος κι η πόρνη εξαφανίζονται. Σε λίγο στρίβει τη γωνιά η Ν έ γ ρ α, κρατώντας ένα επίχρυσο τσαντάκι. Το ψάχνει με

φούρια. Η Μπλανς ξανάρχεται στο τηλέφωνο έχει τα δάχτυλά της ανάμεσα στα χείλια, σα να δαγκώνει)

ΜΠΛΑΝΣ: (Με φωνή, σα βραχνό ψιθύρισμα) Εμπρός! Εμπρός! Κέντρον. Αφείστε τα υπεραστικά. Δώστε μου τη Γουέστερν Γιούνιον ! Δεν έχω καιρό. Εμπρός Γουέστερν - Γουέστερν Γιούνιον! (Περιμένει με αγωνία) Γουέστερν Γιούνιον ; Ναι, Θέλω να , . , Ι’ράφτε αυτό το τηλεγράφημα: «Βρίσκομαι εις απελπιστικήν - απελπιστικήν θέσιν. Βοηθείστε με ! Έπεσα σε παγίδα! Έπεσα - ώ ! . . .»

(Ανοίγει ορμητικό η πόρτα του μπάνιου και βγαίνει ό Στάνλεϋ φορώντας τις φαινταχτερές πυτζάμες του. Γυρίζει μ’ ένα χαμόγελο προς το μέρος της, καθώς δένει το κορδονέττο της πυτζάμας στη μέση του. Η Μπλανς ανασαίνει δύσκολα, τραβιέται απ’ το τηλέφωνο πηγαίνοντας πλάγια, παράλληλα με τον τοίχο. Τον κοιτάζει επίμονα - όσο διαρκεί το

μέτρημα ως το δέκα. Απ’ το παρατημένο ακουστικό του τηλεφώνου ηχεί το γνωστό σήμα της ελεύθερης γραμμής, επίμονα κι εκνευριστικά)

ΣΤΑΝΛΕΫ: Άφησες ανοιχτό το τηλέφωνο… (Πηγαίνει και βάζει στη θέση του τ’ ακουστικό. Αμέσως γυρίζει και την κοιτάζει κατάματα. ΙΙεριφέρεται ανάμεσα στη Μπλανς και στην εξώπορτα, ενώ το χείλι του καμπυλώνεται σ’ ένα χαμόγελο. Το σιγανό πιάνο, που μόλις ακουγότανε, αρχίζει να δυναμώνει. Ο τόνος του παραλλάζει και φτάνει στο αγκομαχητό, σα μια ατμομηχανή που έρχεται κοντά μας. Η Μπλανς γέρνει σφραγίζοντας τ’ αυτιά με τις γροθιές της, ώσπου σβήνει ό θόρυβος)

ΜΠΛΑΝΣ: (Ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία της) Άσε με! Άσε με να περάσω! ΣΤΑΝΛΕΫ: Να περάσεις; Και βέβαια! Πέρνα! (Τραβιέται ένα βήμα απ’ την εξώπορτα) ΜΠΛΑΝΣ: Εκεί στάσου! (Τού δείχνει μια άλλη θέση) ΣΤΑΝΛΕΫ: (Χαμογελώντας) Έχει τόπο για να περάσεις. ΜΠΛΑΝΣ: Μη στέκεσαι μπροστά μου! Έννοια σου κι εγώ θα περάσω! ΣΤΑΝΛΕΫ: Νομίζεις πώς θα σ’ εμποδίσω ; Χα, χα!

(Ακούγεται απαλά το σιγανό πιάνο. Η Μπλανς γυρίζει σαστισμένη με μια αδιόρατη χειρονομία. Δυναμώνουν οι άγριες κραυγές της ζούγκλας. Ο Στάνλεϋ κάνει ένα βήμα προς

το μέρος της—έχει δαγκώσει τη γλώσσα καθώς εξέχει ανάμεσα στα χείλια του) ΣΤΑΝΛΕΫ: (Απαλά) Αν κι εδώ που τα λέμε, δε θα ‘τανε κι άσχημα, να σ’ εμποδίσω.

Page 197: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

197ΜΠΛΑΝΣ: (Υποχωρεί στην κρεβατοκάμαρα) Στάσου εκεί! Μην προχωρήσεις άλλο γιατί θα… ΣΤΑΝΛΕΫ: Τι; ΜΠΛΑΝΣ: Θα γίνει μεγάλο κακό! Μεγάλο κακό! ΣΤΑΝΛΕΫ: Τι θες να μου παραστήσεις τώρα;

(Είναι κι οι δυο στην κρεβατοκάμαρα) ΜΠΛΑΝΣ: Πρόσεξε! Μη! . Πρόσεξε, είμαι επικίνδυνη!

(Ο Στάνλεϋ προχωρεί ακόμα ένα βήμα. Τότε ή Μπλανς σπάει ένα μπουκάλι στη γωνιά του τραπεζιού και τον αντιμετωπίζει προτείνοντας το κομμάτι που της έμεινε στο χέρι)

ΣΤΑΝΛΕΫ: Γιατί το ‘κανες αυτό; ΜΠΛΑΝΣ: Θα σου ξεσκίσω το πρόσωπο! ΣΤΑΝΛΕΫ: Όσο γι’ αυτό, βάζω στοίχημα πώς μπορείς να το κάνεις. ΜΠΛΑΝΣ: Θα το κάνω! Θα το κάνω αν... ΣΤΑΝΛΕΫ: Α, ώστε θες με το άγριο; Εντάξει! Με το άγριο! (Ορμάει πάνω της, αναποδογυρίζοντας το τραπέζι. Η Μπλανς αφήνει μια κραυγή και κάνει

να τον χτυπήσει με την άκρη του μπουκαλιού. Εκείνος όμως της πιάνει το χέρι) ΣΤΑΝΛΕΫ: Τίγρισσα ! Ε τίγρισσα ! Παράτα το μπουκάλι! Άστο, σου λέω. Αυτό έπρεπε να ‘χε γίνει απ’ την αρχή!

(Η Μπλανς γονατίζει βογγώντας, ενώ το μπουκάλι της έπεσε απ’ το χέρι. Ο Στάνλεϋ σηκώνει το άψυχο σώμα της και το πηγαίνει στο κρεβάτι. Απ’ το γειτονικό κέντρο ακούγεται

δυνατά ή κορνέττα κι ο ρυθμικός ήχος των «ντράμς»)

Page 198: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

198

Μετάφραση: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ ΤΕΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ

ΚΚΑΑΛΛΟΟΚΚΑΑΙΙΡΡΙΙ ΚΚΑΑΙΙ ΚΚΑΑΤΤΑΑΧΧΝΝΙΙΑΑ

Μέρος 2ο - Εικόνα 8η «Το ιατρείο»

(Ο Άγγελος αχνοφαίνεται στο σκοτάδι) (Στο φωτισμένο ιατρείο, ο Τ ζ ω ν κάθεται καμπουριασμένος μπροστά στο γραφείο. Μπαίνει η Ά λ μ α κρατώντας ένα δίσκο με ένα φλυτζάνι καφέ. Απ’ το γειτονικό δωμάτιο ακούγεται η

προσευχή του Αιδ. Γουαϊνμίλλερ) ΤΖΩΝ: Τι μουρμουρίζει εκεί μέσα ο πατέρας σου; ΑΛΜΑ: Προσεύχεται. ΤΖΩΝ: Πες του να πάψει ! Δε θέλω σολομωνικές εδώ μέσα ! ΑΛΜΑ: Μπορεί να μη θέλετε — αλλά, τώρα πια, εν έχει σημασία τ ι θέλετε ε σ ε Ι ς... Σας έφερα λίγο καφέ... ΤΖΩΝ: Δε θέλω ! ΑΛΜΑ: Ακουμπήστε πίσω... κι άστε με να πλύνω το πρόσωπό σας... (Σκουπίζει τις κόκκινες κηλίδες απ’ το πρόσωπό του) Ένα τόσο όμορφο πρόσωπο... λεπτό κι ευαίσθητο... γεμάτο δύναμη που δεν πρέπει να πάει χαμένη... ΤΖΩΝ: Αφήστε με ! (Της σπρώχνει βίαια το χέρι) ΑΛΜΑ: Πρέπει να πάτε μέσα... να τον δείτε.. ΤΖΩΝ: Δεν μπορώ... Δε θα με θέλει. ΑΛΜΑ: Όλα αυτά έγιναν, επειδή σ α ς α γ α π ά ε ι. ΤΖΩΝ: Έγιναν, επειδή κάποιος προκομμένος ηλίθιος του τηλεφώνησε να γυρίσει πίσω ! Ποιος το ‘κανε αυτό ; Ποιος…; ΑΛΜΑ: Εγώ !.. ΤΖΩΝ: Εσύ ;.. ΑΛΜΑ: Ναι... μόλις έμαθα τι πηγαίνατε να κάνετε... Του τηλεφώνησα να ‘ρθει και να σας εμποδίσει. ΤΖΩΝ: Τον έφερες εδώ και σκοτώθηκε. ΑΛΜΑ: Ο μόνος ένοχος είν’ η δική σας αδυναμία. ΤΖΩΝ: Ε σ ύ με λες αδύναμο ε μ έ ν α ; ΑΛΜΑ: Καμιά φορά, χρειάζεται μια τραγωδία σαν κι αυτήν, για να γίνει ένας αδύνατος άνθρωπος, δυνατός. ΤΖΩΝ: Καταραμένη, άκαρδη γεροντοκόρη !.. Κι εγώ προσπαθούσα να σε γιατρέψω, να σε δυναμώσω — για να γυρίζεις εδώ κι εκεί, και να σκοτώνεις τον κόσμο με την αγιαστούρα και την κατήχηση ! ΑΛΜΑ: Μπορείτε να με βρίσετε όσο θέλετε... φτάνει να μη σας ακούσει ο πατέρας σας.

(Κάνει να φύγει από κοντά του) ΤΖΩΝ: (την αρπάζει) Κάτσε εδώ ! Θέλω να δεις κάτι ! (Τη γυρίζει προς τον τοίχο) Αυτόν τον πίνακα ! Κοίτα ! (Τη σπρώχνε προς τον πίνακα) ΑΛΜΑ: Τον ξέρω... (Γυρίζει αλλού το κεφάλι)

Page 199: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

199ΤΖΩΝ: Ποτέ σου δεν τόλμησες να του ρίξεις μια ματιά ! ΑΛΜΑ: (παλεύοντας) Είστε τρελός ! ΤΖΩΝ: (κρατώντας την) Με λες εμένα «αδύναμο», και συ δεν μπορείς να κοιτάξεις ούτε μια ζωγραφιά με τα εντόσθια του ανθρώπου... ΑΛΜΑ: Δεν έχουν καμιά σημασία... ΤΖΩΝ: Α υ τ ό είναι το λάθος σου ! Νομίζεις πως το σώμα σου εσένα είναι παραγεμισμένο με ροδοπέταλα ! Γύρνα και κοίταξε δω — θα σου κάνει καλό ! (Την αναγκάζει να κοιτάξει τον πίνακα) ΑΛΜΑ: Πώς μπορείτε να μιλάτε έτσι, την ώρα που ο πατέρας σας πεθαίνει—; (Προσπαθεί να του ξεφύγει) ΤΖΩΝ: Κάτσε ήσυχα ! ΑΛΜΑ: …εξαιτίας σας ! ΤΖΩΝ: Κι εξαιτίας σου ! ΑΛΜΑ: Αυτή την ώρα τουλάχιστον — ΤΖΩΝ: Κοίτα ! ΑΛΜΑ: ... θα μπορούσατε να νιώσετε λίγη ντροπή !Λ ΤΖΩΝ: (με τρελή μανία, μορφάζοντας) Φτάνει ! Τώρα, άκου το μάθημα της ανατομίας. (Την κρατάει με το ‘να χέρι, με τ’ άλλο δείχνει τον πίνακα) Εκεί πάνω είν’ ο εγκέφαλος, που διψάει γι’ Α λ ή θ ε ι α, και ποτέ δεν του δίνουν αρκετή, και ποτέ δεν χορταίνει ! Εδώ στη μέση, είν’ η Κ ο ι λ ι ά, που διψάει για τροφή. Κι αυτό εδώ κάτω είναι το Φ ύ λ ο, που διψάει για έρωτα, επειδή νιώθει μοναξιά πότε πότε... Εγώ τα ‘θρεψα, τα χόρτασα και τα τρία, όσο μπορούσα κι όπως ήθελα... Εσύ, δε χόρτασες κανένα.. Μπορεί την κοιλιά σου, λίγο, με φασκόμηλο !.. Αλλά από έρωτα, από αλήθεια — τίποτα, τίποτα, τίποτα... μόνο φουσκωμένα λόγια... και καμώματα και πόζες ! (Της αφήνει το χέρι) Τώρα μπορείς να πηγαίνεις. Το μάθημα τελείωσε. ΑΛΜΑ: Έ τ σ ι, λοιπόν, βλέπετε εσείς τους ανθρώπινους πόθους; Αυτό εκεί πέρα (δείχνει τον πίνακα) δεν είναι η ανατομία ενός ζώου, αλλά ενός α ν θ ρ ώ π ο υ. Ο έρωτας δε βρίσκεται εκεί που νομίζετε.. και το μυαλό ζητάει μιαν άλλη αλήθεια απ’ τη δική σας... Λείπει κάτι απ’ αυτόν τον πίνακα ! ΤΖΩΝ: Αυτό που λένε ισπανικά «Άλμα», δεν είν’ έτσι ; ΑΛΜΑ: Ναι, αυτό δεν το δείχνει ο πίνακας ! Αλλά, υ π ά ρ χ ε ι ωστόσο, κάπου εκεί, δε φαίνεται... μα υ π ά ρ χ ε ι ! Και μ’ α υ τ ό σας αγαπούσα εγώ... μ’ αυτό ! Κι όχι με κείνο που είπατε πριν ! Ναι, σας αγαπούσα με την ψυχή μου, Τζων, και π έ θ α ι ν α από αγάπη την ώρα που με βασανίζατε και με πληγώνατε… ΤΖΩΝ: (γυρίζει αργά προς αυτήν και της μιλάει απαλά, ευγενικά) Δε θα σας άγγιζα. ΑΛΜΑ: (δεν καταλαβαίνει) Τι ; ΤΖΩΝ: Εκείνη τη νύχτα στο Καζίνο... δε θα σας άγγιζα… ακόμα κι αν δεχόσαστε ν’ ανεβείτε α π ά ν ω... δεν... δε θα μπορούσα…

(Η Άλμα τον κοιτάει σαν να προαισθάνεται κάποιον αβάσταχτο πόνο) . Ναι, ναι !.. Δεν είν’ αστείο ; Πιο πολύ φοβάμαι εγώ την ψυχή σας, απ’ ό,τι εσείς το σώμα μου... Μαζί μου θα ήσαστε πιο εξασφαλισμένη κι απ’ τον Άγγελο της βρύσης... γιατί δεν ένιωθα ά ξ ι ο ς να σας αγγίξω...

(Μπαίνει ο Αιδ. .Γουαϊνμίλλερ)

Page 200: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

200

ΤΕΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετάφραση: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΚΚΑΑΛΛΟΟΚΚΑΑΙΙΡΡΙΙ ΚΚΑΑΙΙ ΚΚΑΑΤΤΑΑΧΧΝΝΙΙΑΑ

Μέρος 2ο - Εικόνα 11η «Το ιατρείο»

(Ένα απαλό χρυσό φως χαϊδεύει κάποιον ανεμοδείχτη και τα φτερά του πέτρινου Αγγέλου. Ο αέρας δυναμώνει και πέφτει, κάθε τόσο, σ’ όλη τη σκηνή. Το ιατρείο έχει αλλάξει ριζικά. Όλα είναι βαμμένα κάτασπρα. Και μοντέρνα. Μόνο ο ανατομικός πίνακας βρίσκεται στην παλιά του θέση. Ο Τ ζ ω ν κάθεται μπρος σ’ ένα τραπέζι κι εξετάζει ένα «δείγμα» με το

μικροσκόπιο. Κάποιο ρολόι, μακριά, χτυπάει 5. Ο ήλιος χάνεται πίσω από ένα σύννεφο, όσο χτυπάει η καμπάνα. Έπειτα, βγαίνει πάλι. Με τον τελευταίο χτύπο, μπαίνει στο γραφείο ο δισταχτικά η Ά λ μ α. Φοράει κοκκινωπό φόρεμα και «ασσορτί» καπέλο με φτερό)

ΑΛΜΑ: Λοιπόν; Δε θα μου πείτε ούτε μια «καλησπέρα» ; ΤΖΩΝ: Καλησπέρα, δεσποινίς Άλμα. ΑΛΜΑ: (μιλάει ζωηρά για να κρύψει την ταραχή της) Άλλαξαν όλα εδώ μέσα !.. Λάμπουν σα χιόνι !.. Θαμπώνουνε τα μάτια ! (Σκεπάζει τα μάτια της με τα χέρια, γελώντας) ΤΖΩΝ: Καινούργια επίπλωση... ΑΛΜΑ: Όλα καινούργια — εκτός απ’ τον Πίνακα ! ΤΖΩΝ: Το ανθρώπινο σώμα μένει πάντα το ίδιο ! ΑΛΜΑ: Πάντα το ίδιο κουραστικό ! Ο λαιμός μου με πονάει όλη την ώρα. ΤΖΩΝ: Είν’ η εποχή... (Ο αέρας δυναμώνει) ΑΛΜΑ: Παράξενος καιρός, σήμερα. ΤΖΩΝ: Ναι;.. Δε βγήκα έξω, καθόλου... ΑΛΜΑ: Ο αέρας είναι τρομερός... και κυνηγάει κάτι μεγάλα άσπρα σύννεφα... πώς τα λένε ; «Σωρείτες» ! Χα, Χα ! ΤΖΩΝ: Καθήστε, δεσποινίς Άλμα. ΑΛΜΑ: Μήπως σας ενοχλώ ; ΤΖΩΝ: Καθόλου ! Τηλεφώνησα στο Πρεσβυτέριο, όταν έμαθα πως ήσαστε άρρωστη. Ο πατέρας σας μου είπε πως δε θέλατε να δείτε κανένα γιατρό. ΑΛΜΑ: Ανάπαυση μου χρειαζόταν — τίποτ’ άλλο... Λείπατε από την πόλη τον περισσότερο καιρό... ΤΖΩΝ: Ήμουνα στο Λάυον, στην κλινική... για να τελειώσω ό,τι είχε αρχίσει ο πατέρας μου. ΑΛΜΑ: Και να δοξαστείτε μεμιάς ! ΤΖΩΝ: Να ε ξ ι λ ε ω θ ώ με καλές πράξεις ! ΑΛΜΑ: Δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι γι’ αυτό... και πόσο είμαι περήφανη... Νιώθω... σχεδόν όπως θα ‘νιωθε ο πατέρας σας — αν. Και σεις... είστε... ευτυχισμένος τώρα, Τζων ; ΤΖΩΝ: (αμήχανα χωρίς να την κοιτάει) Συμβιβάστηκα με τη ζωή και με αρκετά καλούς όρους. Τι άλλο μπορεί να ζητήσει ένας λογικός άνθρωπος ; ΑΛΜΑ: Πολύ περισσότερα : να πραγματοποιηθούν τα πιο τρελά του όνειρα ! ΤΖΩΝ: Καλύτερα να μη ζητάει κανείς τόσο πολλά. ΑΛΜΑ: Δε συμφωνώ. Εγώ λέω : «Ζήταγε τα πάντα — αλλά δέξου και το τίποτα !..» (Σηκώνετα απότομα και πάει στο παράθυρο) Ναι ήμουν, άρρωστη. Για ένα διάστημα νόμισα πως πέθαινα — πως α υ τ ή ήταν η αλλαγή που γινόταν μέσα μου. ΤΖΩΝ: Πότε το νιώσατε αυτό ;

Page 201: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

201 ΑΛΜΑ: Τον Αύγουστο, το Σεπτέμβρη... Τώρα όμως ο Θαλασσινός αέρας το σάρωσε σαν βραδινή καταχνιά... και ξέρω τώρα πως δεν θα πεθάνω... πως ο θάνατος δε θα είναι τόσο απλός κι εύκολος... ΤΖΩΝ: Υποφέρατε πάλι απ’ την καρδιά σας; (Παίρνει το επαγγελματικό του ύφος, βγάζει ένα ασημένιο ρολόι και της πιάνει το σφυγμό) ΑΛΜΑ: Και τώρα, το στηθοσκόπιο !

(Ο Τζων παίρνει το στηθοσκόπιο απ’ το τραπέζι, καθίζει κοντά της κι αρχίζει να ξεκουμπώνει τη ζακέτα της. Η Άλμα κοιτάει το σκυμμένο κεφάλι του. Αργά, άθελά της, το γαντοφορεμένο χέρι της σηκώνεται και του χαϊδεύει το κεφάλι. Ο Τζων ορθώνεται αμήχανα. Ξαφνικά, εκείνη σκύβει κοντά του και κολλάει τα χείλια της στο στόμα του. Αυτός μένει

ασάλευτος. Αργά, η Άλμα τον αφήνει) ΑΛΜΑ: Γιατί δε λέτε τίποτα; Σας έφαγε η γάτα τη γλώσσα ; ΤΖΩΝ: Δεσποινίς Άλμα... Τι μπορώ να πω ; ΑΛΜΑ: Με λέτε πάλι «Δεσποινίς Άλμα». ΤΖΩΝ: Ποτέ δεν είχαμε αληθινή οικειότητα μεταξύ μας. ΑΛΜΑ: Ω, ναι ! Είχαμε !... Ήμαστε τόσο κοντά, που μπερδεύονταν οι αναπνοές μας ! ΤΖΩΝ: (αμήχανα) Δεν το ήξερα. ΑΛΜΑ: Αλήθεια ; Εγώ όμως το ήξερα. (Το χέρι της αγγίζει τρυφερά το πρόσωπό του) Δεν έχετε πια εκείνα τα σημαδάκια απ’ το ξυράφι, που τα σκεπάζατε με πούντρα γαρδένιας ! ΤΖΩΝ: Ξυρίζομαι πιο προσεχτικά τώρα. ΑΛΜΑ: (γελώντας) Γι’ αυτό λοιπόν ;... (Τα δάχτυλά της μένουν πάνω στο πρόσωπό του, σαλεύοντας απαλά απάνω-κάτω, όπως τα χέρια ενός τυφλού που διαβάζει «Μπράιγ». Ο Τζων, πολύ αμήχανος, της κατεβάζει ευγενικά

τα χέρια) Είναι... είναι α δ ύ ν α τ ο, τώρα πια; ΤΖΩΝ: Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε. ΑΛΜΑ: Καταλαβαίνετε πολύ καλά ! Λοιπόν, μιλήστε μου ελεύθερα... Κάποτε σας είπα «όχι», όταν μου ζητήσατε κάτι... Θυμάστε, κείνο το βράδυ και τα ουρλιαχτά απ’ την κοκορομαχία ;... Αλλά τώρα άλλαξε, η κοπέλα που σας είπε «όχι» δεν υπάρχει πια, πνίγηκε απ’ τον καπνό μιας φωτιάς που είχε ανάψει μέσα της... Αλλά μου άφησε το δαχτυλίδι της... Βλέπετε ; Εκείνο που. σας άρεσε, το τοπάζι με τις πέρλες... Και καθώς μου το πέρναγε στο δάχτυλο, μου είπε : «Μην ξεχνάς πως εγώ πέθανα με — τα χέρια μου άδεια — γι’ αυτό, κοίταξε εσύ να ‘χεις κ ά τ ι μ έ σ α σ τ α δ ι κ ά σ ο υ χ έ ρ ι α !» (Αφήνει να πέσουν τα γάντια της. Ξαναπαίρνε το κεφάλι του στα χέρα της) «Και η περηφάνια μου ;» ρώτησα — Κι εκείνη μου είπε : «Ξέχασε την περηφάνια σου, όποτε στέκεται ανάμεσα σε σένα... και σε κείνο που πρέπει ν αποκτήσεις».

(Ο Τζων της πιάνει τους καρπούς) Τότε τη ρώτησα : «Κι αν εκείνος δε με θέλει πια» ; Δεν είμαι βέβαιη αν είπε τίποτα... τα χείλια της έπαψαν να σαλεύουν... ναι, μου φαίνεται πως έπαψε ν’ ανασαίνει !

(Ο Τζων, απαλά, κατεβάζει τα ικετευτικά χέρια της απ’ το πρόσωπό του) Όχι ;

Page 202: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

202(Ο Τζων δεν αποκρίνεται)

Τότε η απάντηση είναι «όχι» ! ΤΖΩΝ: (πιέζει τον εαυτό του να μιλήσει) Σέβομαι την αλήθεια και σ α ς... Γι’ αυτό θα σας μιλήσω ελεύθερα...

(Η Άλμα κουνάει το κεφάλι της ελαφρά) Κερδίσατε το παιχνίδι μας... ΑΛΜΑ: Ποιο παιχνίδι ; ΤΖΩΝ: Το παιχνίδι με τον Πίνακα. (Τον δείχνει) ΑΛΜΑ: Α ! Τον Π ν α κ α ! (Γυρίζει και πάει προς τον Πίνακα. Τον κοιτάει, έπειτα κλείνει τα μάτια και σφίγγει τα χέρια της μπροστά της) ΤΖΩΝ: Ναι ! Τώρα πια, σκέφτομαι όπως εσείς : ότι υπάρχει και κ ά τ ι ά λ λ ο ε κ ε ί . . . κάτι αόρατο και άυλο... και πως μ ό ν ο γ ι α κ ε ί ν ο δουλεύουν όλες αυτές οι άσχημες μηχανές. Και, τώρα που ξέρω ότι υ π ά ρ χ ε ι, η παράξενη ιστορία που ζήσαμε εμείς οι δυο... παίρνει ένα καινούριο νόημα... μιαν αληθινή αξία !... Καταλαβαίνετε ; (Ο αέρας δυναμώνει ακόμα πιο πολύ, σαν άγριο κόρο από φωνές. Κι οι δυο τους γυρίζουν λίγο προς το παράθυρο. Η Άλμα πιάνει το καπέλο της, σα να φοβήθηκε μην της το πάρει ο

αέρας) ΑΛΜΑ: Ναι, καταλαβαίνω ! Τώρα, που δε θέλετε πια τίποτ’ άλλο από μένα, βρίσκετε ότι μπορεί να υπάρξει ένας... π ν ε υ μ ι τ ι κ ό ς δεσμός μεταξύ μας ! ΤΖΩΝ: Δε με πιστεύετε ; ΑΛΜΑ: (ένας τραχύς τόνος ανεβαίνει στη φωνή της) Μην προσπαθείτε να μου δώσετε κουράγιο, σα να ‘μουνα καμιά απ’ τις πελάτισσές σας. Δε χρειάζεται. Είμαι δυνατή τώρα. Ήρθα εδώ σαν ίσος προς ίσον... Είπατε να μιλήσουμε μ’ ανοιχτά χαρτιά. Εμπρός, λοιπόν, ας μιλήσουμε, χωρίς ψέματα — χωρίς έλεος — ακόμα και χωρίς ντροπή. Όλος ο κόσμος το ξέρει πως σας αγαπώ... Πάντα το ‘ξερε... Σας αγαπούσα από παιδί, από τότε που συναντιόμαστε μπροστά στο σιντριβάνι, και διαβάζαμε την επιγραφή κάτω απ’ τον Άγγελο : «Αιωνιότης»... Ναι, θυμάμαι τ’ ατέλειωτα απογέματα, που έπρεπε να μένω σπίτι για να διαβάσω μουσική κι οι φίλοι σας απ’ έξω φώναζαν : «Τζόννυ ! Τζόννυ !» Πώς τρεμούλιαζα, και μόνο που άκουγα τ’ όνομά σας ! Και πώς... έτρεχα στο παράθυρο, για να σας δω να πηδάτε τα κάγκελα ! Σας έπαιρνα από πίσω, ως τα μισά του δρόμου, μόνο και μόνο για να μπορώ να βλέπω το παλιό κόκκινο πουλόβερ σας, να τρέχει στο οικόπεδο όπου παίζατε !.. Ναι, τόσο νωρίς άρχισε αυτή η θλιβερή αγάπη και δε μ’ άφησε στιγμή από τότε, μα όλο και μεγάλωνε, μεγάλωνε... Έζησα, δυο βήματα απ’ την πόρτα σας, όλες τις μέρες της ζωής μου, αδύναμη και χαμένη, γεμάτη λατρεία και φόβο, για την πρωτόγνωρη δύναμή σας... Αυτή είναι η ιστορία μου !.. Και τώρα, πείτε μου ε σ ε ί ς : γ ι α τ ί δ ε ν έ γ ι ν ε τ ί π ο τ α μ ε τ α ξ ύ μ α ς ; Γιατί απότυχα; Γιατί ήρθατε τ ό σ ο κοντά — κι όμως, ό χ ι ο λ ό τ ε λ α κοντά μου ; ΤΖΩΝ: Όποτε βρεθήκαμε μαζί... εκείνες τις τρεις-τέσσερις φορές — ΑΛΜΑ: Τόσες μόνο ; ΤΖΩΝ: Ναι, μόνο τόσες !.. Κάθε φορά... σα να γυρεύαμε κάτι ο ένας απ’ τον άλλον... χωρίς να ξέρουμε κι οι ίδιοι τι θέλαμε... Όμως, δεν ήτανε σωματικός πόθος... Εκείνο το βράδυ στο Καζίνο... σας φέρθηκα «πρόστυχα»... αλλά στην πραγματικότητα δεν ποθούσα το σ ώ μ α σας! ΑΛΜΑ: Το ξέρω, μου το είπατε... ΤΖΩΝ: Ούτε και σεις μπορούσατε να μου το δώσετε.

Page 203: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

203ΑΛΜΑ: Τότε... όχι ! ΤΖΩΝ: Είχατε να μου δώσετε κάτι άλλο... ΑΛΜΑ: Τι ; (Ο Τζων ανάβει ένα μεγάλο σπίρτο. Άθελά του, κρατάει τη διπλωμένη παλάμη του πάνω απ’ τη φλόγα του κεριού, για να τη ζεστάνει. Κοιτάνε κι οι δυο τη φλόγα θλιβερά, χωρίς ακόμα να ‘χουν ξεκαθαρίσει ολότελα τις σκέψεις τους. Η φλόγα φτάνει ως τα δάχτυλα του Τζων. Η

Άλμα σκύβει και τη σβήνει με ένα φύσημα. Έπειτα, αρχίζει να βάζει τα γάντια της) ΤΖΩΝ: Δεν το ξέρατε ούτε και σεις η ίδια, κι εγώ δεν μπορούσα να ανακαλύψω. Νόμιζα πως ήταν ένας πάγος, που έλαμπε σαν φλόγα. Τώρα όμως, πιστεύω πως αληθινά ή τ α ν φ λ ό γ α, που εγώ την έπαιρνα για πάγο ! Ακόμα δεν το καταλαβαίνω, αλλά ξέρω πως υπήρχε, όπως ξέρω πως τα μάτια σας κι η φωνή σας είναι τα πιο όμορφα πράγματα που γνώρισα στη ζωή μου... και τα πιο ζεστά... Κι ωστόσο, λες και δεν είναι μέρος του κορμιού σας... ΑΛΜΑ: Μιλάτε σα να ‘χει πάψει το κορμί μου να υπάρχει για σας. Ναι, α υ τ ό ε ί ν α ι. Προσπαθήσατε να μου το κρύψετε αλλά μου το ‘πατε καθαρά. Οι ρόλοι αντιστράφηκαν — και με τι τραγική ειρωνεία ! Ε σ ε ί ς σκέφτεστε τώρα, όπως σκεφτόμουν ε γ ώ άλλοτε — κι εγώ, όπως εσείς τότε. (Γελάει) Ήρθα να σας πω, ότι σήμερα δε μου φαίνεται πια τόσο σπουδαίο, να ‘ναι κανείς κ α θ ω σ π ρ έ π ε ι κ ύ ρ ι ο ς και σεις μου λέτε πως πρέπει να μείνω καθωσπρέπει κυρία. (Γελάει βίαια) Οι ρόλοι αναποδογυρίστηκαν σαρκαστικά !.. (Προσπαθεί να κυριαρχήσει πάνω στην ταραχή της) Μυρίζει αιθέρα εδώ μέσα... με ζαλίζει... ΤΖΩΝ: Ν’ ανοίξω το παράθυρο... (Σηκώνεται και πάει στο παράθυρο) ΑΛΜΑ: Ευχαριστώ. ΤΖΩΝ: (τ’ ανοίγει) Νιώθετε καλύτερα ; ΑΛΜΑ: Ναι... Θυμάστε κείνα τα άσπρα χαπάκια που μου δώσατε κάποτε ; Μου τέλειωσαν και θα ‘θελα μερικά... ΤΖΩΝ: Θα σας γράψω μια συνταγή. (Καθίζει στο γραφείο του και γράφειο)

(Απ’ το χωλλ ακούγεται η φωνή της Νέλλι)

Page 204: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

204

ΤΕΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετάφραση: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΚΚΑΑΛΛΟΟΚΚΑΑΙΙΡΡΙΙ ΚΚΑΑΙΙ ΚΚΑΑΤΤΑΑΧΧΝΝΙΙΑΑ

Μέρος 2ο - Εικόνα 12η «Το σιντριβάνι»

(Σούρουπο. Μπαίνει η Ά λ μ α, πάει αργά προς το σιντριβάνι και σκύβει να πιει. Σταματάει, βγάζει ένα μικρό άσπρο πακέτο απ’ την τσάντα της και αρχίζει να το ξετυλίγει. Αυτή τη στιγμή, παρουσιάζεται ένας Ν έ ο ς. Φοράει καρρώ κοστούμι και «μελών». Κοιτάει τον Άγγελο κι έπειτα βλέπει την Άλμα. Σταματάει κοντά στον πάγκο. Η Άλμα τον κοιτάει. Μακριά, ένα τραίνο σφυρίζει. Ο Νέος ξεροβήχει. Το τραίνο ξανασφυρίζει. Ο Νέος πάει

προς το σιντριβάνι, με μάτια καρφωμένα στην Άλμα. Εκείνη διστάζει λίγο, με το μισανοιγμένο πακέτο στο χέρι. Έπειτα, πάει και στέκεται διστακτικά μπροστά στον πάγκο. Αυτός βάζει τα χέρια στις τσέπες σιγοψιθυρίζοντας. Την κοιτάει πάνω απ’ τον ώμο του, προσπαθώντας να κάνει τον αδιάφορο. Η Άλμα με μιαν αβέβαιη κίνηση σηκώνει το βέλο της. Το σφύριγμα του Νέου σβήνει. Κουνιέται μπρος-πίσω πάνω στα τακούνια του, καθώς το τραίνο σφυρίζει πάλι. Ξαφνικά, σκύ6ει στο σιντρι6άνι και πίνει. Η Άλμα τρυπώνει το πακέτο στην τσάντα της. Καθώς ο Νέος ορθώνεται, εκείνη μιλάει με φωνή που μόλις

ακούγεται)

ΑΛΜΑ: Το νερό... είναι πολύ κρύο... ΝΕΟΣ: (γυρίζει προς αυτήν, ζωηρά) Είπατε τίποτα ; ΑΛΜΑ: Λέω, Το νερό είναι πολύ κρύο... ΝΕΟΣ: Ω, ναι, πολύ. ΑΛΜΑ: Έτσι είναι πάντα. ΝΕΟΣ: Αλήθεια ; ΑΛΜΑ: Ναι. Ακόμα και το καλοκαίρι. Έρχεται βαθιά απ’ τη γη... ΝΕΟΣ: Γι’ αυτό είναι έτσι κρύο. ΑΛΜΑ: Το Γκλόριους Χιλλ είναι ονομαστό για τα αρτεσιανά του φρέατα... ΝΕΟΣ: Α !.. Δεν το ήξερα... (Βγάζει απότομα τα χέρια του απ’ τις τσέπες) ΑΛΜΑ: (η αδεξιότητά του της δίνει κουράγιο) Είστε ξένος ; ΝΕΟΣ: Είμαι περιοδεύων πλασιέ. ΑΛΜΑ: Α, «ταξιδιάρικο πουλί» ε ; (Γελάει ευγενικά) Όμως είστε πιο νέος απ’ τους άλλους πλασιέ, κι όχι τόσο παχύς! ΝΕΟΣ: Εγώ, τώρα αρχίζω. Είμαι «νεοφώτιστος». ΑΛΜΑ: (ακουμπάει πίσω και τον κοιτάζει με μισόκλειστα μάτια — Θα μπορούσες να πεις και με κάποιο νόημα) Θα ‘χει ενδιαφέρον η ζωή του πλασιέ... αλλά και πολλή μοναξιά. ΝΕΟΣ: Ναι, σωστά. Τα δωμάτια των ξενοδοχείων μοιάζουν τόσο άδεια...

(Παύση. Μακριά, το τραίνο σφυρίζει πάλι) ΑΛΜΑ: Όλα τα δωμάτια μοιάζουν άδεια, όταν είναι κανείς μόνος. (Τα μάτια της κλείνουν) ΝΕΟΣ: (ευγενικά) Είσαστε κουρασμένη ; ΑΛΜΑ: Εγώ ; Κουρασμένη ; (Πάει να το αρνηθεί, έπειτα γελάει αδύναμα κι ομολογεί την αλήθεια) Ναι... λιγάκι... Αλλά θα μου περάσει. Μόλις πήρα ένα χαπάκι για τον ύπνο. ΝΕΟΣ: Τόσο νωρίς ;

Page 205: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

205ΑΛΜΑ: Ω, δε θα με κοιμήσει. Μόνο θα μου καλμάρει τα νεύρα. ΝΕΟΣ: Γιατί είσαστε ταραγμένη ; ΑΛΜΑ: Κέρδισα ένα παιχνίδι τα’ απόγεμα. ΝΕΟΣ: Αυτό δεν είναι λόγος. Αν χ ά ν α τ ε, μάλιστα ! ΑΛΜΑ: Αυτό το παιχνίδι δ ε ν ήθελα να το κερδίσω. ΝΕΟΣ: Λοιπόν, κι εγώ είμαι ταραγμένος. ΑΛΜΑ: Γιατί ; ΝΕΟΣ: Πρώτη φορά εργάζομαι και φοβάμαι μη δεν τα καταφέρω.

(Εκείνη η ανεξήγητη, ξαφνική οικειότητα, που γεννιέται, καμιά φορά, ανάμεσα σε δυο ξένους, πιο πολύ παρά ανάμεσα σε παλιούς φίλους ή εραστές, τους αναταράζει και τους δυο) ΑΛΜΑ: (του απλώνει το κουτί με τα χάπια) Τότε, πάρτε ένα χαπάκι... ΝΕΟΣ: Μπορώ ;... ΑΛΜΑ: Φυσικά ! ΝΕΟΣ: Ευχαριστώ, Θα πάρω. ΑΛΜΑ: Θα δείτε τι αποτελεσματικό που είναι. Η συνταγή έχει αριθμό 96.814. Για μένα, είναι ο αριθμός τηλεφώνου του Θεού !

(Γελάνε κι οι δυο) ΝΕΟΣ: (βάζει ένα χαπάκι στο στόμα του, πάει στο σιντριβάνι και πίνει νερό. Έπειτα, λέει στον πέτρινο Άγγελο) Ευχαριστώ, Άγγελε ! (Του κάνει ένα μικρό χαιρετισμό και ξαναγυρίζει κοντά στην Άλμα) ΑΛΜΑ: Η ζωή είναι γεμάτη από μικρές ευλογίες σαν κι αυτήν — όχι μ ε γ ά λ ε ς και σπουδαίες ευλογίες, αλλά μ ι κ ρ έ ς και βολικές... Έτσι, μπορούμε και συνεχίζουμε το δρόμο μας... (Έχει ακουμπήσει πίσω, με μισόκλειστα μάτια) ΝΕΟΣ: (γυρίζοντας κοντά της) Νυστάξατε ; ΑΛΜΑ: Ω, όχι, καθόλου ! Έκλεισα μόνο τα μάτια μου. Ξέρετε πως νιώθω αυτή τη στιγμή ; Σα νούφαρο. ΝΈΟΣ: Νούφαρο ; ΑΛΜΑ: Ναι, σαν άσπρο νούφαρο πάνω σε μια κινέζικη λίμνη... Δεν κάθεστε ; (Ο Νέος &στάζει μια στιγμή, έπειτα βγάζει το καπέλο του και κάθεται, κρατώντας το αδέξια

πάνω στα γόνατά του) Με λένε Άλμα. Θα πει «Ψυχή» ισπανικά ! Και σας ; ΝΕΟΣ: Χα, χα ! Άρτσι Κραίμερ. Μucho gusto, όπως λένε στην Ισπανία. ΑΛΜΑ: Usted habla aspagnol, senor ; ΝΕΟΣ: Un poquito ! Usted habla espagnol senorita ; ΑΛΜΑ: Me tambien. Un poquito ! ΝΕΟΣ: (ενθουσιασμένος, γελάει) Χα... χα... χα ! Καμιά φορά un poquito, φτάνει και περισσεύει ! (Η Άλμα γελάει, όπως δεν είχε γελάσει ποτέ ως τώρα: λίγο κουρασμένα αλλά πολύ φυσικά)

ΝΕΟΣ: (σκύβει προς αυτήν, εμπιστευτικά) Πώς μπορεί να περάσει κανείς τη περάσει τη βραδιά του, στην πόλη σας ; ΑΛΜΑ: Στην πόλη δεν υπάρχει τίποτα, αλλά κάτω στη Λίμνη έχει ένα σωρό κέντρα, που προσφέρουν κάθε είδους νυχτερινές διασκεδάσεις. Υπάρχει ένα που το λένε : «Το Καζίνο

Page 206: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

206της Λίμνης». Άλλαξε διευθυντή τώρα τελευταία, αλλά δε νομίζω ν’ άλλαξε και ατμόσφαιρα. ΝΕΟΣ: Και πώς ήταν η ατμόσφαιρά του ; ΑΛΜΑ: Εύθυμη, πολύ εύθυμη, κύριε Κράμερ. ΝΕΟΣ: Μα τότε, τι καθόμαστε κα κάνουμε σε τούτον τον πάγκο ; Vamonos. ALΜΑ: Como no senor ! ΝΕΟΣ: Χα, χα, χα ! (Πηδάει απάνω) Θα φωνάξω ένα ταξί ! (Βγαίνει φωνάζοντας) Ταξί ! Ταξί! Ταξί ! (Η Άλμα σηκώνεται. Καθώς πάει προς το σιντριβάνι, μια μουσική φράση ξαναφέρνει πίσω το δραματικό τόνο του έργου. Η Άλμα κοιτάει τον πέτρινο Άγγελο κα σηκώνει το γαντωμένο χέρι της, σα να τον αποχαιρετάει. Έπειτα, γυρίζει αργά προς το Κοινό, με το χέρι σηκωμένο

ακόμα — σα ν’ απορεί και σα να δίνει τέλος σε μιαν ιστορία)

Page 207: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

207

ΤΕΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετάφραση: ΑΛΕΞΗΣ ΣΟΛΟΜΟΣ

ΚΚΑΑΜΜΙΙΝΝΟΟ ΡΡΕΕΑΑΛΛ

Συμφυρμός από την 6η και 11η Στάση

(Ο μικροπωλητές έχουν περιζώσει τη Μαργαρίτα Γκωτιέ) ΡΟΖΙΤΑ: Καμέλιες ! Καμέλιες ! Κόκκινες, άσπρες — ό,τι προτιμά η κυρία. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Θ’ αγοράσω μια καμέλια. ΡΟΖΙΤΑ: Τ χρώμα θέλετε απόψε; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Άσπρη... Μόνον άσπρες τώρα πια...

(Ο Καζανόβας καταφέρνει ν’ ανοίξει δρόμο ίσαμ’ αυτήν) ΙΑΚΩΒΟΣ: Μία κάρα!... Φύγετε, φύγετε... Μην ενοχλείτε την κυρία! ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Α!... ΙΑΚΩΒΟΣ: Τι συμβαίνει; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Μου το ‘κλεψαν... Το τσαντάκι πάει... Μαζί μ’ όλα μου τα χαρτιά... ΙΑΚΩΒΟΣ: Και το διαβατήριό σου; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Ναι, και την άδεια παραμονής.

(Ακουμπάει ζαλισμένη στην αψίδα) ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Γεράκι! Τυραννισμένο γεράκι!

(Φιλάει τα δάχτυλά της, κι αγγίζει το στόμα του) ΙΑΚΩΒΟΣ: Φιλί τ’ ονομάζεις αυτό; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Τ’ ονομάζω φάντασμα φιλιού. Αρκεί για την ώρα.

(Ακουμπάει πίσω, Κλείνοντας τα βαμμένα της βλέφαρα. Η κιθάρα του Ονειροπόλου συνοδεύει το διάλογό τους)

ΙΑΚΩΒΟΣ: Δεν ξεκουράστηκες τ’ απόγευμα, Μαργαρίτα. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Ξεκουράστηκα. ΙΑΚΩΒΟΣ: Στου Αχμέτ; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Ναι! Πίνοντας τσάι με μέντα. ΙΑΚΩΒΟΣ: Στην κάτω αίθουσα; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Στην απάνω! ΙΑΚΩΒΟΣ: Εκεί που καίνε το όπιο; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Εκεί που κάνει δροσιά και παίζει μουσική κι ο θόρυβος της αγοράς ακούγεται σα φτερούγισμα περιστεριών. ΙΑΚΩΒΟΣ: Ανάμεσα στις κουρτίνες, στο ντιβάνι με τα μεταξωτά μαξιλάρια; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Ξεχνώντας για λίγο πού βρίσκομαι — ή πως δεν ξέρω πού βρίσκομαι... ΙΑΚΩΒΟΣ: Μόνη σου; Ή με κάποιο νεαρό σύντροφο που έπαιζε λαούτο ή φλάουτο; Γιατί φαίνεται σαν να μην ξεκουράστηκες καλά.

Page 208: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

208ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Αν είναι κάτι που με κουράζει, είναι ο προβληματικός σου υπαινιγμός πως φαίνομαι κουρασμένη. ΙΑΚΩΒΟΣ: Είναι προβληματικό να ενδιαφέρομαι για την ασφάλειά σου σ’ αυτόν εδώ τον τόπο; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Ναι, όταν το ενδιαφέρον σου συνοδεύεται από υπομνήσεις. ΙΑΚΩΒΟΣ: Τι υπομνήσεις; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Το ξέρεις πολύ καλά. Πως είμαι μια φιλήδονη που άρχισαν να την παίρνουν τα χρόνια... Που άλλοτε πληρωνόταν για να κάνει το κέφι της... Και που τώρα πληρώνει για να το κάνει... Ιάκωβε, δεν εννοώ να με παρακολουθούν... Έχω προχωρήσει πολύ, για να με παρακολουθούν... Είχα ένα γράμμα σήμερα. ΙΑΚΩΒΟΣ: Τι γράμμα; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Τίποτα ιδιαίτερο, μια εικονογρα4ημενη διαφήμιση για ένα ξενοδοχείο στο βουνό. ΙΑΚΩΒΟΣ: Πώς το λένε; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: «Υπομονή».... ΙΑΚΩΒΟΣ: Το ξέρεις; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Ναι. Έμεινα κάποτε. Είναι ένα από κείνα τα κτίρια που βρίσκονται μέσα στα έλατα. Με μεγάλες βεράντες — όλο κρεβάτια... Σειρές από άσπρα σιδερένια κρεβάτια — σα μνήματα… Οι άρρωστοι χαμογελούν ο ένας στον άλλον... κι ανοίγουν τα γράμματα που λαβαίνουν... Οι φίλοι που σου έγραφαν άλλοτε δέκα σελίδες, αρκούνται τώρα σε μια χρωματιστή καρτ-ποστάλ με τρεις λέξεις: Γίνε γρήγορα καλά!.. Κι όταν φτάσει η τελευταία αιμόπτυση — ούτε πολύ αργότερα ούτε πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι την περίμενες — σε τσουλάνε διακριτικά πίσω από μια κουρτίνα από άσπρο τουλπάνι... Και η στερνή σου εντύπωση απ’ αυτόν τον κόσμο — που τον γνώρισες τόσο λίγο κι όμως τόσο πολύ — είναι η μυρωδιά ενός άδειου ψυγείου. ΙΑΚΩΒΟΣ: Δεν πρόκειται να ξαναπάς εκεί. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Δεν είχε τελειώσει η θεραπεία μου. Έφυγα χωρίς την άδειά τους. Μου στέλνουν αυτό, για να μου το θυμίσουν. ΙΑΚΩΒΟΣ: Από δω και μπρος, Μαργαρίτα, πρέπει να προσέχεις πιο πολύ. Μ’ ακούς; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Σ’ ακούω. Καμιά διασκέδαση πια; Κανένα όνειρο μες στους καπνούς και τη σιγανή μουσική; Κανένα παλικάρι που η παρουσία του σου μένει αξέχαστη, όταν σε ζορίσει το κάπνισμα της μαγικής σκόνης; ΙΑΚΩΒΟΣ: Τίποτα πια απ’ αυτά. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Και τότε τι μένει, γέρικο γεράκι μου: ΙΑΚΩΒΟΣ: Η ανάπαυση. Η γαλήνη. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Αναπαύεται εις γαλήνην γράφουν στους τάφους. Και δεν είμαι ακόμα έτοιμη γι’ αυτό. Είσαι μήπως εσύ; Είσαι; Γιάκωβε — πότε θα φύγουμε από δω; Πότε Θα φύγουμε; Πες μου; ΙΑΚΩΒΟΣ: Ό,τι ξέρω, στο είπα! ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Δεν μου είπες τίποτα. Εγκατέλειψες κάθε ελπίδα. ΙΑΚΩΒΟΣ: Όχι. Δεν είναι αλήθεια. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Πότε πήγες για τελευταία φορά στο πρακτορείο ταξιδίων; ΙΑΚΩΒΟΣ: Σήμερα το πρωί. Πήγα σ’ όλα τα πρακτορεία που υπάρχουν εδώ πέρα. Και παντού η ίδια απάντηση. Όλες οι πτήσεις έχουν ανασταλεί, μέχρι νεωτέρας διαταγής. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Δεν υπάρχει Τίποτα; ΙΑΚΩΒΟΣ: Τίποτα. Μόνον, απ’ ό,τι κατάλαβα, ένα μέσον που το λένε «Ο Δραπέτης». ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Πώς; ΙΑΚΩΒΟΣ: «Ο Δραπέτης»... Μα δεν ακολουθάει συγκεκριμένο ωράριο. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Πότε φεύγει; Από πού; ΙΑΚΩΒΟΣ: Αυτό ακριβώς σου εξηγώ. Δεν έχει συγκεκριμένο ωράριο, που σημαίνει...

Page 209: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

209ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Δε χρειάζεται να μου εξηγήσεις τι σημαίνει. Εκείνο που χρειάζεται είναι να πληρώσεις, να δωροδοκήσεις, να τους προσφέρεις όσα όσα. Το ‘κανες; Όχι, βέβαια. Και ξέρω γιατί. Γιατί στο βάθος δεν θες να φύγεις από δω. Δεν θες, για ν’ αποδείξεις πως είσαι τολμηρός, ηρωικός — πως έχεις μείνει γεράκι — αυτή τη δικαιολογία δίνεις στον εαυτό σου. Μα πίσω απ’ αυτήν κρύβεται ο αληθινός λόγος. Ο φόβος. Φοβάσαι ν’ αντικρίσεις την άγνωστη γη που ξανοίγεται πίσω απ’ αυτά. ΙΑΚΩΒΟΣ: Πέτυχες διάνα. Φοβάμαι αυτό που ανοίγεται πίσω απ’ τα τείχη κι αυτό που υπάρχει μέσα στα τείχη. Φοβάμαι παντού, όπου δεν είσαι συ κοντά μου. Ο μόνος τόπος που αναπνέω, είναι ο τόπος που σμίγουν οι αναπνοές μας. Τη στιγμή αυτή πάνω απ’ αυτό το παγκάκι. Αργότερα, ακόμα πιο κοντά, στο πορτοκαλένιο φως της λάμπας, στη γλυκιά δροσιά του κρεβατιού σου. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Μικρή η παρηγοριά του έρωτα! ΙΑΚΩΒΟΣ: Μικρή παρηγοριά τη λες; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Τα φυλακισμένα πουλιά φιλιούνται μεταξύ τους μα κείνο που ποθούν είναι η λευτεριά. ΙΑΚΩΒΟΣ: Θέλω να μείνω εδώ μαζί σου, να σ’ αγαπώ και να σε προστατεύω, ώσπου να ‘ρθει η ώρα για μια έντιμη φυγή. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Έντιμη φυγή;... Οι φράσεις που μεταχειρίζεσαι είναι τόσο ξεπερασμένες όσο η μπέρτα σου και τ μπαστουνάκι σου!... Πώς θα φύγουμε ποτέ «έντιμα» απ’ τον τόπο αυτό, όπου μέρα με τη μέρα σαπίζει ό,τι τίμιο κι άξιο υπάρχει ακόμα μέσα μας; Πώς Θα γλιτώσουμε απ’ την απόγνωση — απ΄ τον ολοένα και καινούργιον άνεμο της απόγνωσης που ‘ρχεται μόλις ο περασμένος κοπάσει — και που τα σαρώνει όλα;...

(Ακούγονται τραγούδια απ’ τη φιέστα. Η Μαργαρίτα ταράζεται και σηκώνεται) ΙΑΚΩΒΟΣ: Στηρίξου στο μπράτσο μου, αγαπημένη. Ηρέμησε. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Καμιά ελπίδα... ΙΑΚΩΒΟΣ: Προσπάθησε ν’ ανασάνεις αργά... Κοίτα τον ουρανό... ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Καμιά ελπίδα... ΙΑΚΩΒΟΣ: Είναι τόσο ξάστερες οι νύχτες των τροπικών… Να ο Σταυρός του Νότου... Τον βλέπεις, Μαργαρίτα; Κι εκεί ο Ωρίων, κολυμπάει στο άπειρο σαν καλοφαγωμένο ψάρι... Κι εμείς οι δυο είμαστε μαζί, ενωμένοι, δεν νιώθουμε πια μοναξιά, ούτε φόβο — για πάντα μαζί…

(Κάθονται στον πάγκο) ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Θα ‘χα φύγει, χωρίς εσένα... ΙΑΚΩΒΟΣ: Ναι, ναι, το ξέρω... ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Λοιπόν, πώς μπορείς ακόμα και... και...; ΙΑΚΩΒΟΣ: Μένω κοντά σου;

(Εκείνη κάνει «ναι») Γιατί μου ‘μαθες τι σημαίνει τρυφερότητα στον έρωτα. Δεν το ‘ξερα πριν. Πήδαγα απ’ τη μια κρεβατοκάμαρα στην άλλη — σαν ένας κουβάς νερό που τον χώνουν σε διάφορες φωτιές. Ποτέ ωστόσο δεν είχα ερωτευθεί, προτού ανακαλύψω πως ο έρωτας μπορεί να ‘ναι κάτι τόσο τρυφερό. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Σου ‘γινα συνήθεια. Κι αυτό το θαρρείς έρωτα... Καλύτερα να με παρατήσεις, καλύτερα να χωρίσουμε και να μ’ αφήσεις να φύγω, γιατί ένας κρύος άνεμος φυσάει απ’ τα βουνά — πάνω απ’ την ερημιά — ίσαμε μέσα στην καρδιά μου... Αν

Page 210: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

210μείνεις κοντά μου, θ’ ακούσεις λόγια σκληρά όλο κακία — Θα σε πληγώσω στην περηφάνια σου — Θα ματώσω τον ανδρισμό σου που πήρε το δρόμο της παρακμής. ΙΑΚΩΒΟΣ: Άραγε, γιατί η απογοήτεψη κάνει εκδικητικούς τους ανθρώπους; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Γιατί, στο βάθος, ο καθένας μας νιώθει πως είναι ολομόναχος. ΙΑΚΩΒΟΣ: Ναι, όταν υπάρχει δυσπιστία ανάμεσά μας. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Πρέπει να υπάρχει. Αυτή μας προστατεύει απ’ την προδοσία των άλλων. ΙΑΚΩΒΟΣ: Θαρρώ πως πιο καλά μας προστατεύει η αγάπη. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Στο ξαναλέω, Ιάκωβε, είναι η συνήθεια... Είμαστε ένα ζευγάρι γέρικα γεράκια στο ίδιο κλουβί... έχομε γίνει σαν ένα πλάσμα σι δυο μας. Αυτό είναι που μας κάνει να βλέπουμε σαν έρωτα τη συνήθεια, σ’ αυτό το σκοτεινό τέλος του Καμίνο Ρεάλ... Για ποιο πράμα μπορούμε να ‘μαστε βέβαιοι; Ούτε ακόμα και για την ύπαρξή μας, καλέ μου φίλε. Κι από ποιον μπορούμε να ελπίζουμε μια απάντηση στις ερωτήσεις που μας βασανίζουν: «Πού βρίσκομαι; Τι μέρος είναι αυτό;»… Μονάχα από ένα χοντροξενοδόχο που μιλάει με γρίφους και μια γύφτισσα που κάνει πως διαβάζει χαρτιά. Τι άλλο μας προσφέρει αυτή η ζωή; Μιαν ατέλειωτη σειρά από μικρογεγονότα, που μαρτυρούν μονάχα πως η πορεία μας, κι η πορεία όλων των άγνωστων ολόγυρά μας, συνεχίζεται. Για πού; Ως πότε; Γιατί;… Κι φύγουμε ποτέ, πού μας μένει να πάμε;.. Στο μοιραίο σανατόριο; Στο φρικαλέο «Ριτς»; Ή απ’ την αυτή στην άγνωστη έρημο;... Είμαστε ολομόναχοι φοβισμένοι... Ακούμε τους Οδοκαθαριστάς με το καμπανάκι τους — όχι πολύ μακριά μας... Και μ’ όλο που πληγώσαμε τόσες φορές τους άλλους, απλώνουμε τα χέρια μας σ’ αυτούς για βοήθεια — για συντροφιά — για διέξοδο απ’ το σκοτάδι που μας σκεπάζει... Κουρνιάζουμε ο ένας κοντά στον άλλο για να βρούμε λίγη κοινωνική ζεστασιά... Κι αυτό τ’ ονομάζουμε αγάπη... Το φανταζόμαστε σαν ένα λουλούδι που βλασταίνει στο φεγγάρι... σαν τους άγριους μενεξέδες που ξεπετάγονται δειλά στο βουνό... Τρυφερότητα... Έρωτας... Όχι, Ιάκωβε, οι μενεξέδες του βουνού δεν ραγίζουνε τους βράχους! ΙΑΚΩΒΟΣ: Τους ραγίζουν, αν δεν τους εμποδίσεις να φυτρώσουν. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Δεν το νιώθεις πως απόψε θα σε απατήσω; ΙΑΚΩΒΟΣ: Γιατί Θα το κάνεις; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Γιατί έχω ξεπεράσει την τρυφερότητα του έρωτα.

Page 211: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

211

ΤΕΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετάφραση: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΤΤΡΡΙΙΑΑΝΝΤΤΑΑΦΦΥΥΛΛΛΛΟΟ ΣΣΤΤΟΟ ΣΣΤΤΗΗΘΘΟΟΣΣ

Πράξη 1η – Εικόνα 1η

(Η Σεραφίνα καθισμένη στον καναπέ, περιμένει να γυρίσει ο άντρας της, ο Ροζάριο) ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Ακούω την Ασσούντα ! (Φωνάζει) Ασσούντα !

(Η Α σ σ ο ύ ν τ α παρουσιάζεται κα μπαίνει στο σπίτι. Είναι γριά, φοράει ένα γκρίζο σάλι και κουβαλάει ένα καλάθι με χορταρικά, γιατί είναι «φαττουκιέρε» κομπογιαννίτισα)

ΑΣΣΟΥΝΤΑ: «Βένγκο, βένγκο. Μπουόνα σέρα. Μπουόνα σέρα». Κάτι κακό αναδεύει στον αέρα... Όχι άνεμος, μα όλα σαλεύουν... ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Δεν βλέπω τ ί π ο τ α να σαλεύει — κι ούτε και συ βλέπεις... ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Τίποτε δε σαλεύει, γ ι α ύ τ ό και. δεν το βλέπεις. Όμως όλα σαλεύουνε... κι εγώ ακούω τις φωνές των άστρων. Εσύ τις ακούς ; Τις ακούς, εσύ ; ΣΕΡΑΦΙΝΑ. Κουταμάρες ! Δεν είναι οι «φωνές των άστρων». Είναι ο σκόρος, που τρώει το σπίτι... Τι κουβαλάς σ’ αυτά τ’ άσπρα σακουλάκια ; ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Σκόνη ! Θαυματουργή σκόνη ! Ρίχνεις μια πρέζα στον καφέ του άντρα σου... ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Και σε τι χρησιμεύει ; ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Τι χρησιμεύει ; Σ’ ό,τι χρησιμεύει κι ο άντρας !.. Τη φτιάχνω από ξερό αίμα τράγου. ΣΕΡΑΦΙΝΑ: «Νταβέρο» ! ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Είν’ ένα κι ένα ! Μα έχε το νου σου, να τη ρίξεις στον καφέ του τ ο β ρ ά δ υ, όχι το πρωί. ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Ο άντρας μου δεν έχει ανάγκη από μαντζούνια. ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Να με συμπαθάς, βαρωνέσσα. Μπορεί όμως νάχει ανάγκη απ’ το α ν τ θ ε τ ο μαντζούνι... Έχω και τέτοιο... ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Άκου γριά, δε χρειαζόμαστε κ α ν έ ν α μαντζούνι, κατάλαβες ;

(Σηκώνει το κεφάλι της με περήφανο χαμόγελο. Απ’ όξω ακούγεται ένα φορτηγό στη δημοσιά να ζυγώνει. Στέκονται και αφουγκράζονται, αλλά το φορτηγό περνάει κα χάνεται)

ΣΕΡΑΦΙΝΑ: (Στην Ασσούντα) Δεν ήταν αυτός. Το δικό του φορτηγό είναι θερίο... 10 τόννοι ! Σαν έρχεται, τραντάζει όλα τα τζάμια της γειτονιάς !.. Ασσούντα, ξεκούμπωσέ μου μερικές κόπιτσες... Πάω να σκάσω ! ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Σεραφίνα... είν’ αλήθεια αυτό που σούπα ; ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Αλήθεια είναι, μα δε χρειαζότανε να μου το πει κ α ν έ ν α ς !.. Ασσούντα, θα σου πω κάτι, πού μπορεί να μην το πιστέψεις. ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Δεν γίνεται να μου πεις τ ί π ο τ α, που να μην το πιστέψω. ΣΕΡΑΦΙΝΑ: «Βα μπένε !» «Σέντι», Ασσούντα ! Ήξερα πως «έπιασα»... το ίδιο κιόλας βράδυ!

(Μια μουσική φράση ακούγεται καθώς το λέει αυτό)

Page 212: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

212ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Εεεε ; ΣΕΡΑΦΙΝΑ: «Σέντι» ! Εκείνη τη νύχτα με ξύπνησε ένας πόνος, πού μ’ έσφαξε εδώ, στο αριστερό μου στήθος ! Σαν καφτές βελονιές... Άναψα το φως, άνοιξα το στήθος μου... και τι λες βλέπω απάνω ; Το τ ρ ι α ν τ ά φ υ λ λ ο, πσύχει κεντημένο στο στήθος του ο άντρας μου ! ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Το τριαντάφυλλο του Ροζάριο ; ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Απάνω μου, στο στήθος μου, το τ ρ ι α ν τ ά φ υ λ λ ό του ! Κι όταν το είδα, κατάλαβα πως είχα «πιάσει»…

(Ρίχνει πίσω το κεφάλι της χαμογελώντας περήφανα κι’ ανοίγει τη βεντάλια της) ΑΣΣΟΥΝΤΑ: (Την κυττάει σοβαρά, κι έπειτα σηκώνεται και δίνει στη Σεραφίνα το καλάθι της) «Έκκο» ! Πούλα έ σ ό τα μαντζούνια ! ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Δε με πιστεύεις ; ΑΣΣΟΥΝΤΑ: (Σταματώντας) Το είδε ο Ροζάριο ; ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Έβαλα τις φωνές. Μα όταν ξύπνησε αυτός, το τριαντάφυλλο είχε χαθεί. Δεν κράτησε παρά μια στιγμή. Μα εγώ το ε δ α, το ε ί δ α, και κατάλαβα αμέσως Πως είχα «πιάσει»... πως μέσα στο κορμί μου ένα άλλο τριαντάφυλλο φύτρωσε ! ΑΣΣΟΥΝΤΑ. Κι αυτός ;.. το πίστεψε πως το είδες ; ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Όχι ! Γέλασε. Γέλασε, κι εγώ έβαλα τα κλάματα... ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Και σε πήρε στην αγκαλιά του, κι έπαψες να κλαις ! ΣΕΡΑΦΙΝΑ: «Σι» ! ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Σεραφίνα... γιατί, δηλαδή, πρέπει ε σ ύ νάσαι α λ λ ο ι ώ τ ι κ η απ’ τους άλλους; «Σημάδια», «θαύματα», «μυστήρια» ! «Μιλάς με την Παναγιά» ! Λες πως σου αποκρίνεται σ’ ό,τι τη ρωτάς, Πως σου κουνάει το κεφάλι και σου χαμογελάει... Άκου, Σεραφίνα, κάτω απ’ την Παναγιά έχεις ένα καντήλι. Ο αέρας μπαίνει απ’ τις γρύλλιες και τρεμοσβύνει το φως του καντηλιού. Οι σκιές σαλεύουν. Και συ νομίζεις πως σου μιλάει η Παναγία ! ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Μου κάνει νοήματα ! ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Γιατί δηλαδή μονάχα σε σένα ; Είσαι πιο σπουδαία εσύ απ’ τους άλλους ; Γυναίκα Βαρώνου, λέει ! Στη Σικελία, τόντις λέγανε το θειό του Βαρώνο, αλλά στη Σικελία ο λ ο ι είναι βαρώνοι, φτάνει νάχουν ένα κομμάτι γης κα χωριστό σπίτι για τις κατσίκες ! ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Του λέγανε «Βοσέντσα !» του θειου του και φιλούσανε το χέρι του, άμα τον βλέπανε ! (Φιλάει πολλές φορές τη ράχη της παλάμης της με σεβασμό) ΑΣΣΟΥΝΤΑ. Του θειου του, στη Σικελία !—«Σι !» Μα, ε δ ώ, τι κάνει ο κανακάρης σου ; Οδηγάει ένα φορτηγό με μπανάνες ! ΣΕΡΑΦΙΝΑ: (Ξεσπώντας) «Νο» ! Ό χ ι μπανάνες ! ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Αμέ ; ΣΕΡΑΦΙΝΑ: «Στάι τσίτα !» (Της κάνει μια απηλειτική χειρονομία) «Νο - Βιένι κουί», Ασσούντα !

(Της κάνει ένα μυστηριώδες νόημα) ΑΣΣΟΥΝΤΑ: (Πλησιάζει) «Κόζα ντίτσι ;» ΣΕΡΑΦΙΝΑ. ‘Α π ά ν ω στ’ αυτοκίνητο είναι μπανάνες ! Μα αποκάτω — κάτι άλλο ; ΑΣΣΟΥΝΤΑ: «Κε άλτρε κόζε» ; ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Ό,τι θέλουν να β γ ά λ ο υ ν κρυφά έξω απ’ την πολιτεία οι αδελφοί Ρομάνο, το βγάζει ό Ροζάριο, κάτω απ’ τις μπανάνες! (Κουνάει το κεφάλι με σημασία κι’ επισημότητα) Κι’ από λεφτά... βγάζει τόσα που ξεχειλάνε απ’ τις τσέπες του ! Σε λίγο, δε θάχω ανάγκη να ράβω φορέματα !

Page 213: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

213ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Εγώ λέω πως σε λίγο θάχεις να ράψεις μαύρο κρέπι ! ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Απόψε, ξεμπερδεύει ! Από αύριο δε θα ξανακουβαλήσει τις «πραμάτειες» των Ρομάνο. Ξεπληρώνει τ’ αμάξι, και θα δουλεύει από δω και μπρος για δική του πάρτη ! Τότε, θα ζήσουμε σαν αφεντικά στην Αμέρικα ! Δικό μας φορτηγό ! Δικό μας σπίτι ! Και στο σπίτι, όλα θάναι με ηλεχτρισμό ! Φούρνος – νερά – ψυγείο – «τούτο» ! Μα, απόψε, κάτσε μαζί μου... Η καρδιά μου πάει να σπάσει... ώσπου ν’ ακούσω τ’ αυτοκίνητο να σταματάει μπρος στο σπίτι και το κλειδί του ν’ ανοίγει την πόρτα !.. Όταν τον φωνάζω και μου αποκρίνεται απ’ όξω, «Σ ι σ ό ν ο κ ο υ ί»... Στα μαλλιά του, Ασσούντα, έχει... ροδόνερο. Κι όταν ξυπνάω τη νύχτα... ο αέρας της κάμαρας... είναι γεμάτος από... τριαντάφυλλα... Κ ά θ ε φ ο ρ ά... μ α ζ ί τ ο υ... λες και είναι η πρώτη φορά που σμίγουμε... Ο καιρός δεν περνάει... ΑΣΣΟΥΝΤΑ: (Παίρνει ένα μικρό ρολόϊ απ’ το μπουφέ και τ’ ακουμπάει στ’ αυτί της) Τικ, τακ, τικ,—κι εσύ λες πώς το ρολόι είναι ψεύτης... ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Όχι, το ρολόι είναι τρελλό. Δεν το ακούω. Ρολόι μου εμένα είν’ η καρδιά μου, κι’ η καρδιά μου δε λέει «τικ-τακ-τικ», λέει «α-γά-πη, α-γά-πη !». Και τώρα, έχω δυο καρδιές μέσα μου, κι οι δυο λένε, μαζί: «α-γά-πη, α-γά-πη» !

(Ένα αυτοκίνητο ζυγώνει και χάνεται. Η Σεραφίνα αφήνει τη βεντάλια της να πέσει. Η Ασσούντα ανοίγει μια μποτίλια με δυνατό κρότο. Η Σεραφίνα βγάζει μια έντρομη φωνή)

ΑΣΣΟΥΝΤΑ: «Στάϊ τρανκουίλλα ! Κάλματι» ! (Της βάζει ένα ποτήρι κρασί) Πιες το, και πριν αδειάσει το ποτήρι, θα τον έχεις στην αγκαλιά σου ! ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Η καρδιά μου πάει να σπάσει ! ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Η καρδιά της γυναίκας πρέπει ν’ αντέχει στα χτυπήματα. (Πάει στην πόρτα) ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Μείνε μαζί μου ! ΑΣΣΟΥΝΤΑ:. Πρέπει να πάω σε μια γυναίκα, που ήπιε ποντικοφάρμακο, επειδή είχε αδύνατη καρδιά... (Φεύγει) ΣΕΡΑΦΙΝΑ: (Γυρίζει νωχελικά στον καναπέ. Σηκώνει τα χέρια της ως τα μεγάλα φουσκωμένα στήθια της, και μουρμουρίζει δυνατά) Ω, τι όμορφο που είναι νάχεις δ υ ό ζωές μέσα στο κορμί σου... όχι μια, αλλά δ υ ο !

Page 214: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

214

ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ ΠΑΖΟΛΙΝΙ Μετάφραση: ΥΦΗ ΚΑΛΙΦΑΤΙΔΗ

ΟΟΡΡΓΓΙΙΑΑ

Επεισόδιο 5ο

(Ένας άντρας και μια κοπέλα μπαίνουν σ’ ένα σαλόνι)

ΚΟΠΕΛΑ: Δικό σου είναι το σπίτι ; ΑΝΤΡΑΣ: Σ’ άρεσε ; ΚΟΠΕΛΑ: Όμορφο είναι. ΑΝΤΡΑΣ: Βγάλε την καμπαρντίνα σου... ΚΟΠΕΛΑ: Είσαι σίγουρος ότι δε θα ’ρθει κανείς ; ΑΝΤΡΑ Σ: Σπίτι μου είναι. ΚΟΠΕΛΑ: Και μένεις μόνος ; ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, τώρα μένω μόνος. ΚΟΠΕΛΑ: Τώρα ; ΑΝΤΡΑΣ: Κάποτε έμεναν εδώ η γυναίκα μου και τα παιδιά. Την άνοιξη έφυγαν.. και δεν ξαναγύρισαν... ΚΟΠΕΛΑ: Μπρρ, έπιασαν τα κρύα από το πρωί συννέφιασε άσχημα... ΑΝΤΡΑΣ: Η πρώτη φθινοπωρινή βροχή, όταν το καλοκαίρι δεν έχει τελειώσει ακόμα, είναι η ωραιότερη στιγμή για να κάνεις έρωτα.

Page 215: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

215 ΚΟΠΕΛΑ: Εμένα μου φαίνεται πάντα το ίδιο ! ΑΝΤΡΑΣ: Λες ψέματα — υποκρίτρια. Με τη συννεφιά Σου αρέσει πιο πολύ να μένεις σπίτι. Και να κλείνεις τα παράθυρα, για να φτιάξεις την πρώτη θαλπωρή μες στο δωμάτιο: μια θαλπωρή λησμονημένη, αλλά τόσο βαθιά γνώριμη: τη θαλπωρή άλλων καιρών! Νιώθεις τη νοσταλγία της φωτιάς· και η σάρκα σου, κάτω απ’ το πρώτο μάλλινο, νιώθει αυτή την καινούρια δροσιά μες στην καρδιά ενός ουρανού ακόμα γαλήνιου. ΚΟΠΕΛΑ: Πώς είναι τα παιδιά σου; ΑΝΤΡΑΣ: Ο ένας είναι έξι χρονών, ο άλλος τεσσάρων. Δυο αγοράκια σοβαρά, σαν όλα τ’ άλλα. Ώρες ώρες μού φαίνονται μεγαλύτερα από μένα... ΚΟΠΕΛΑ: Να βγάλω την καμπαρντίνα μου ; ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, σου είπα... Ο μεγάλος είναι σκληρός, τα σκούρα μάτια του είναι γεμάτα αγάπη για τη μάνα του. Ο μικρός τής έχει την ίδια αγάπη, αλλά τα μάτια του γελούν, δεν τον νοιάζει τίποτα, είναι ανάλαφρος και αστείος, σαν ζωάκι, και ο σεβασμός του για το μεγάλο αδερφό κρύβει έναν εύθυμο οίκτο... ΚΟΠΕΛΑ: Καλά λες, είναι πολύ ωραία η δροσιά, όταν μέσα έχει ζεστούλα. Ναι, μου φαίνεται σαν να ‘ναι πέρσι. ΑΝΤΡΑΣ: Ή σαν να ‘ναι μετά Από δέκα χρόνια... (αν ζεις ακόμα). Είναι μια μέρα μελλοντική — σ’ αρέσει; — στο τέλος ενός καλοκαιριού που δεν έχει έρθει ακόμα... Βλέπεις ; Πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός, παρόλο που κυλάει τόσο αργά !

Page 216: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

216ΚΟΠΕΛΑ: Μα γιατί είπες: αν ζω ακόμα; ΑΝΤΡΑΣ: Γδύσου τώρα. ΚΟΠΕΛΑ: Ξέρεις. ήμουν άρρωστη. Έκανα δυο χρόνια σανατόριο. ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, αλλά γδύσου τώρα. ΚΟΠΕΛΑ: Θες να με κοιτάς που ξεντύνομαι ; ΑΝΤΡΑΣ: Ναι. ΚΟΠΕΛΑ: Πλάκα έχεις...

(Αρχίζει να γδύνεται) ΑΝΤΡΑΣ: Το καλοκαίρι πέρασε, αλλά είσαι ακόμα μαυρισμένη... ΚΟΠΕΛΑ: Δεν έχεις καθόλου μουσική ; ΑΝΤΡΑΣ: Όχι. Θα τα κάνουμε όλα μες στη σιωπή. ΚΟΠΕΛΑ: Μα για ποια με πέρασες ; ΑΝΤΡΑΣ: Γι’ αυτό που είσαι, το κορίτσι της πρώτης καλοκαιριάτικης μέρας χωρίς ήλιο. ΚΟΠΕΛΑ: Έτσι μάλιστα... ΑΝΤΡΑΣ: Δεν ντρέπεσαι να με κοιτάς στα μάτια; ΚΟΠΕΛΑ: Όχι, γιατί; ΑΝΤΡΑΣ

Page 217: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

217Γιατί είσαι ολόγυμνη, σαν ζώο σε λιβάδι. ΚΟΠΕΛΑ: Τι κακό βλέμμα που έχεις ! ΑΝΤΡΑΣ: Δεν ντρέπεσαι ποτέ ; ΚΟΠΕΛΑ: Ντράπηκα λιγάκι την πρώτη φορά· μετά ποτέ. ΑΝΤΡΑΣ: Μα δε σκέφτεσαι την κοιλιά σου ; ΚΟΠΕΛΑ: Ορίστε ; ΑΝΤΡΑΣ: Την καλιά σου ! Την κοιλιά σου ! Αυτό το μέρος του σώματος που όλοι το κρύβουν, που δεν πρέπει να υπάρχει, που όλοι παριστάνουν ότι δεν το έχουν, ή τουλάχιστον ότι δεν το σκέφτονται, ότι έχουν λευτερωθεί.. Ακόμα κι ο πατέρας σου ! ΚΟΠΕΛΑ: Αστείος είσαι ! Ποιος κάθεται να σκεφτεί τέτοια πράγματα... ΑΝΤΡΑΣ: Βρίσκεις φυσικό Να έχεις φύλο, αυτό το λείο όριο στο βάθος της κοιλιάς σου, που το γλείφει μια μαύρη πλημμυρίδα... Κι όμως, είναι αφύσικο... αφύσικο ! Δεν ξέρεις ότι είναι απαράδεκτο και σκανδαλώδες η προσωπική μας περίπτωση να επιβεβαιώνει το γενικό κανόνα ; Αυτό κάνεις με το να μου επιδεικνύεσαι γυμνή... Για να σου δώσω να καταλάβεις... σκέψου δυο πατεράδες... ναι. δυο πατεράδες... δυο ενήλικους άντρες, χωρίς τίποτα πια από την ελαφράδα της νιότης, να στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλο, σαν άταχτα παιδιά, με ανοιγμενα τα παντελόνια και να κοιτάζονται...

Page 218: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

218ΚΟΠΕΛΑ: Α. α ! Ω, ω ! Μα τι πας και σκέφτεσαι... ΑΝΤΡΑΣ: Έτσι είσαι κι εσύ με τη γυμνή κοιλιά σου... ΚΟΠΕΛΑ: Εντάξει, εντάξει, κατάλαβα. Εσύ δε θα ξεντυθείς ; ΑΝΤΡΑΣ: Όχι, γιατί ξέρω ότι είσαι βρώμικη και σ’ αρέσει περισσότερο ένας άντρας με λυμένο το παντελόνι, παρά μες στη γύμνια της φύσης του, απλός όπως κι εσύ. ΚΟΠΕΛΑ: Δεν πα’ να κάνεις ό,τι θες... ΑΝΤΡΑΣ: Σ’ αρέσει να κάνεις κακό; ΚΟΠΕΛΑ: Τι ; ΑΝΤΡΑΣ: Να κάνεις κακό. Κ Ο Π Ε Λ Α Στον άντρα; ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, κατάλαβες τώρα... ΚΟΠΕΛΑ: Τι να καταλάβω ; ΑΝΤΡΑΣ: Τι πάει να πει κακό; Δε σου κάνει κακό ένας άντρας όταν σε παίρνει με τις κλοτσιές και τις μπουνιές ; ΚΟΠΕΛΑ Εμένα ; Ας τολμήσει κανείς να σηκώσει χέρι πάνω μου ! Καθάρισε ! ΑΝΤΡΑΣ Κόρη φτωχών ανθρώπων... χαριτωμένη... σάρκα που αμύνεται παρ’ όλη τη φτήνια της... Που πρέπει ν’ αγωνιστεί, μασκαρεύοντας σε νίκες τις υποχωρήσεις της μπροστά στα συνεχή χτυπήματα…

Page 219: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

219ΚΟΠΕΛΑ: Το πρόσωπό σου έγινε πανί.. και μου φαίνεται ότι τρέμεις... Τι έχεις ; ΑΝΤΡΑΣ: Είμαι χλομός ; Τρέμω ; Ίσως φταίει το φως... Εξάλλου... είμαι λιγάκι άρρωστος. Αλλά μη σε νοιάζει. Λοιπόν, σ’ αρέσει να κάνεις κακό ; ΚΟΠΕΛΑ: Ναι, αλλά πώς, πώς ; ΑΝΤΡΑΣ: Θα σου πω... Ποιος ήταν ο τελευταίος που πήγες μαζί του; ΚΟΠΕΛΑ: Την περασμένη Κυριακή... Ήταν, θυμάμαι, ένας νεαρός από τη Σικελία, που κάνει στρατιωτικό εδώ στην Μπολόνια : ήρθε ίσια απ’ το σπίτι των γονιών του... ΑΝΤΡΑΣ: Ήταν ωραίο παιδί ; Μελαχρινός ; Καστανός ; ΚΟΠΕΛΑ: Δεν ξέρω… Θύμιζε ληστή. ΑΝΤΡΑΣ: Λοιπόν... σκέψου ότι αυτό το ληστή, που ετοιμάζεται να σου κάνει έρωτα, όπως τον κάνει αυτός, σαν μια μητέρα που σε σφίγγει στο στήθος της ή σαν ένας πατέρας που σε κλείνει σπίτι με το μεγάλο σιτσιλιάνικο φύλο του — το δυνατό σαν κορμός και τρυφερό σαν φρούτο — σκέψου ότι κάποιος τον δένει αυτό το στρατιώτη και σου λέει : Κοίτα αυτή την ανίσχυρη δύναμη : ταπείνωσε την, πλήγωσε την, εκδικήσου τον για την απαίτησή του να γονιμοποιήσει... κάν’ τον να κλάψει σαν παιδί χωρίς σπέρμα...

(Η Κοπέλα γελάει) Αχ, η συναίσθησή σου είναι μικρή σαν το πεπρωμένο σου !

(Η Κοπέλα γελάει) Είσαι μόνη μαζί του, είναι στα χέρια σου. Κατάλαβες ;

Page 220: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

220Κάνετε κάτι που δεν ανήκει πια στον κόσμο τούτο. Είναι έξω από κάθε όριο, είναι του πνεύματος. Ένας δυνατός νεαρός, που ετοιμάζεται να γίνει πατέρας και τριγυρνάει στον κόσμο, με τα πόδια και το φύλο του, παράτολμος σαν ωραίος Δον Κιχώτης, σωριάζεται — και τα πάντα μπορούν να συμβούν : τα πάντα, εκτός απ’ όσα ανήκουν σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο... ΚΟΠΕΛΑ: Δε σε καταλαβαίνω... ΑΝΤΡΑΣ: Βρίσκεσαι μόνη μαζί του ! Μόνη ! Μόνη ! ΚΟΠΕΛΑ: Εννοείται... ΑΝΤΡΑΣ Εντάξει, πάρε εμάς τους δυο... Τι γαλήνη ! Είναι η πρώτη βραδιά ! Ο κόσμος δεν ξέρει τίποτα, είναι φτιαγμένος από ανθρώπους που γυρνούν απ’ τις δουλειές τους κι από ένα ποτάμι αυτοκινήτων —ακούς; — που κυλά μες στο φως σαν μια ανάσα. Ο άνθρωπος που ετοιμάζεται να κάνει έρωτα — εγώ — μπροστά σ’ ένα μνημείο από σάρκα γεμάτη φρέσκο αίμα — εσένα — τρέμει, χτυπούν τα δόντια του. Βρίσκεται σ’ έκσταση. Αυτό που ήταν ιερό στα παιδικά του χρόνια, όταν ήταν γιος, μόλις πραγματοποιηθεί, τον κάνει αθάνατο. Μάθε ότι όλ’ αυτά επιστρέφουν και επαναλαμβάνονται. Κάθε νέα στύση τα προϋποθέτει. Δεν αρκεί η πρώτη φορά, γιατί δεν τη θυμάσαι. Σ’ αυτή την επανάληψη αναζητούμε ένα εναρκτήριο γεγονός. Και η αναζήτηση δε σταματάει ποτέ, γιατί κάθε φορά το ξεχνάμε. Μέσα απ’ την επανάληψη ξαναζούμε ένα και μοναδικό πράγμα. Μαζί με το θύμα σου (που περιμένει την πραγματοποίηση του ονείρου) περιμένεις την πραγματοποίηση μιας πραγματικότητας που καταστρέφει κάθε άλλη. ΚΑΘΕ ΘΕΟΣ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, μες στη σιωπηλή πλατεία μιας μικρής πόλης ή ενός χωριού

Page 221: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

221ανάμεσα στα βουνά και τη θάλασσα, μια μέρα γαλήνης, που έμεινε ίδια από το 1600 ή το 1800 κι εκεί μου εμφανίστηκε ο Θεός. Κι έπειτα χάθηκε αμέσως. Κάθε νέα στύση, με την αγωνία η την ντροπή της στύσης, ζητά την επανάληψη του πράγματος, την επιστροφή του Θεού. (Αρπάζει τη γυναίκα και της δένει τα χέρια) ΚΟΠΕΛΑ: Βοήθεια, τι κάνεις ; Βοήθεια ! ΑΝΤΡΑΣ: Σκάσε, ηλίθια, αλλιώς θα σε σκοτώσω. ΚΟΠΕΛΑ: Βοήθεια, μανούλα μου, λυπήσου με, άσε με ! ΑΝΤΡΑΣ: Δε θα σου κάνω κακό... ίσως. Ίσως να μου είναι αρκετός ο φόβος σου, ο αληθινός φόβος, που γράφεται κύματα κύματα στα μούτρα σου, κρυμμένος πίσω απ’ την ντροπή... και από τη σκέψη ότι, αν φανερωθεί, θα είναι χειρότερα... Βλέπεις ; Βλέπεις ότι καμιά άλλη πραγματικότητα δε μετράει ; Είναι μια έκσταση όπου ο κόσμος χάνεται και αρχίζει να εμφανίζεται πάλι ο Θεός. ΚΟΠΕΛΑ: Ναι. αλλά πάμε τώρα, είναι αργά, πρέπει να γυρίσω σπίτι! ΑΝΤΡΑΣ: Προηγουμένως σου είπα ότι η γυναίκα και τα παιδιά μου έφυγαν το Πάσχα. Είναι ψέμα. Τους σκότωσα. Έπρεπε να σκοτώσω μόνο εκείνη, αλλά ήταν πιο ωραίο να τους σκοτώσω όλους. Έπειτα τους πήρα και τους πέταξα στο ποτάμι. ΚΟΠΕΛΑ: Δεν είναι αλήθεια ! Δε σε πιστεύω ! Σε παρακαλώ, λύσε μου τα χέρια ! ΑΝΤΡΑΣ: Ξέρεις ότι δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου ο θάνατός σου; Γιατί δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο εκτός απ’ το θάνατο — και τη θέλησή μου. Ξέρεις ότι μπορεί να μην ξαναγυρίσεις σπίτι σου; Να μην ξαναδείς τη μάνα σου ;

Page 222: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

222 ΚΟΠΕΛΑ: Τι ‘ν’ αυτά που λες ; Αχ, Θεέ μου... ΑΝΤΡΑΣ: Θα μείνεις εδώ, στα χέρια μου, γιατί είσαι μια μικρούλα με τα χέρια κοκκινισμένα απ’ τη δουλειά και μια πρώτη ανάλαφρη ρυτίδα στο μέτωπο... Είσαι μια μικρούλα σαν αγοράκι, παράτολμη και εύπιστη σαν αρσενικό. Τη σχισμή στο βάθος της κοιλιάς σου τη δίνεις στον άντρα σαν σε φίλο, ε ; Έτσι θα μάθεις να δείχνεις τόση εμπιστοσύνη στη φιλία ! ΚΟΠΕΛΑ: Μιλάς σαν τρελός, Θεέ μου, Άσε με να φύγω... ΑΝΤΡΑΣ: Θα σε γαμήσω εκατό φορές και θα κρατιέμαι… Και θα σε πάρω στις μπουνιές και στις κλοτσιές, σαν μεθύστακας σύζυγος... ΚΟΠΕΛΑ: Φτάνει φτάνει, μαμά, μανούλα μου ! ΑΝΤΡΑΣ: Θα σε πιάσω στις μπουνιές και στις κλοτσιές, γιατί έτσι αξίζει να τιμωρηθεί η αθωότητά σου ! Και πνίγομαι από τη λαχτάρα να χαθώ και να τελειώνω μια για πάντα. (Αρχίζει να τη χτυπάει) ΚΟΠΕΛΑ: Αχ, όχι! Μη στην πλάτη ! ΑΝΤΡΑΣ: Θα σε χτυπάω όπου θέλω... (Συνεχίζει να τη χτυπάει) ΚΟΠΕΛΑ: Σε παρακαλώ, μη στην πλάτη ! Ήμουν στο σανατόριο ! Σ’ το είπα, σ’ το είπα ! ΑΝΤΡΑΣ Αααααχ, το ξέρω : και να ‘ξερες πόσο χάρηκα ! Ήσουν στο σανατόριο, εκεί που παν οι άποροι...

Page 223: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

223Σαν το σκυλί, ψωρόσκυλο, που μου ήρθες με το πουτανίστικο φουστανάκι σου... να με συγκινήσεις... γεμάτη υγεία, κακομοίρα, κι ας είχες τα πνευμόνια σου τρύπια... Είσαι φτωχή και η ζωή σε χτυπάει, έτσι δεν είναι; Κι εγώ κάνω ό,τι κι η ζωή. Φώναξε, αν θες, τώρα, γιατί μετά θα σκάσεις· γιατί αύριο το πρωί — αν ε σε σκοτώσω — θα συμβιβαστείς και θα ξαναπάρεις τους δρόμους σαν να μην έγινε τίποτα ! Τι σημαντική που είναι η επιβίωση, αγία, αγαπημένη μου πουτάνα ! Θα διηγείσαι αυτή την ιστορία, θριαμβεύτρια, κι ύστερα θα βρεις κάποιον άλλον, γιατί η ζωή σε βαράει από δω κι από κει κι εσύ προχωρείς ηρωικά, έτσι δεν είναι ; ΚΟΠΕΛΑ: Ναι. ναι, έτσι είναι. Άσε με τώρα να φύγω ! ΑΝΤΡΑΣ: Ούτε να σου περνάει απ’ το μυαλό ! (Ξαναρχίζει να τη χτυπάει. Η Κοπέλα ουρλιάζει) Κι όταν θα σωριαστείς κάτω, χτυπημένη σαν μοσχάρι, ίσως να ξεκουμπωθώ και, παρόλο που ξέρω ότι το κάτουρό μου δεν έχει καμία αθωότητα ή ζωική δροσιά, να το αδειάσω πάνω σου, κατάλαβες ; Πάνω σ’ αυτά τα μάτια μιας ηλίθιας ανίδεης, πάνω σ αυτά τα στήθη με την ιερή ξετσιπωσιά ! (Ξαναρχίζει να τη χτυπάει. Η Κοπέλα ουρλιάζει) Ε. νόμιζες ότι αστειευόμουν ; Νόμιζες ότι δεν ήθελα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ... (Ξαφνικά σταματάει να τη χτυπάει και τρικλίζει) Αχ. δε νιώθω καλά... Το μέτωπό μου είναι ιδρωμένο και τρέμω... όπως όταν πραγματικά... Είμαι χάλια... Βοήθησε με, Θεέ μου ! (Κάνει εμετό) Έπρεπε να συμβεί. Κάτι με τραβάει κάτω. Μια κάψα στο κεφάλι, Θεέ μου, μου ‘ρχεται να λιποθυμήσω... Αν αυτός είναι ο θάνατος...

Page 224: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

224θα του αφεθώ... δε θα σκέφτομαι τίποτα... (Λιποθυμάει πάνω στα ξερατά του. Η Κοπέλα καταφέρνει να λύσει τα χέρια της, φορά μόνο

τα παπούτσια της και το πανωφόρι πάνω στο γυμνό κορμί της και φεύγει τρέχοντα)

Page 225: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

225

ΤΑΝΤΕΟΥΣ ΡΟΥΖΕΒΙΤΣ Μετάφραση: ΕΡΣΗ ΒΑΣΙΛΙΚΙΩΤΗ

ΛΛΕΕΥΥΚΚΟΟΣΣ ΓΓΑΑΜΜΟΟΣΣ

Εικόνα 1η – Το υπνοδωμάτιο των κοριτσιών

(Στο τραπέζι ανάμεσα στα δυο κρεβάτια, μια λάμπα πετρελαίου με τριανταφυλλί λαμπόγυαλο. Μεσάνυχτα. Το ρολόι χτυπάει δώδεκα. Με το ένατο χτύπημα μια από τις κοπέλες κουνιέται ανήσυχη. Μετά το τελευταίο χτύπημα του ρολογιού, ησυχία. Σε λίγο, η κοπέλα δυναμώνει τη λάμπα. Μέσα στο αδύνατο φως διακρίνονται έπιπλα, στους τοίχους κάδρα, ένας σταυρός. Η κοπέλα, με ξέπλεκα τα μαλλιά της, κάθεται στο κρεβάτι. Φοράει άσπρη πουκαμίσα κουμπωμένη ως το λαιμό. Η άλλη κοιμάται με το κεφάλι χωμένο στο πάπλωμα. Βγάζει το πόδι της έξω από το σκέπασμα μέχρι το γόνατο. Άσπρο, παχουλό, γυμνό, κρέμεται από το κρεβάτι και τα δάχτυλα ακουμπάνε στο πάτωμα. Το πόδι ζει παρ’

όλο πού είναι ακίνητο) ΜΠΙΑΝΚΑ: (γυρίζει το κεφάλι της προς το μέρος που κοιμάται η άλλη) Παυλίνα... (Μικρή παύση) Παυλίνα... Παυλινάκι. Δε μ’ ακούς ; Κάνεις πως δεν ακούς, ε ; Κοιμήσου. Είσαι κακιά. (Χώνει το χέρι της κάτω από το μαξιλάρι και παίρνει ένα βιβλίο. Το φέρνει προς το φως, ξαπλώνει στο πλευρό κι αρχίζει να διαβάζει. Σταματάει, αφουγκράζεται για λίγο την αναπνοή της άλλης) Παυλίνκο... Μίλα μου... Σε ικετεύω. Κρυώνω μωρέ... Να ’ρθω να ζεσταθώ κοντά σου ; Είδα ένα όνειρο... πως έπεσα στο πηγάδι. Παγωμένο νερό, παντού... άνοιξα το στόμα κι έμπαινε το νερό μέσα μου, απ’ όλες τις τρύπες. Είδα κι εσένα μέσα στο πηγάδι· το πρόσωπό σου... Ξύπνησα μούσκεμα στον ιδρώτα, ξεπαγιασμένη. (Η ΜΠΙΑΝΚΑ ανασηκώνει το πάπλωμα και πλησιάζει το κρεβάτι της ΠΑΥΛΙΝΑΣ. Σκύβει απάνω της. Αγγίζει το πάπλωμα, το χαϊδεύει. Φέρνει γύρο το κρεβάτι, κάθεται στο χαλάκι και της λέει ψιθυριστά) Λίνα... Ξύπνα. Σε παρακαλώ. Θα σου διαβάσω... (Χαϊδεύει την πατούσα της, ακουμπάει το στόμα στη γάμπα της. Το πόδι κινείται ανήσυχο και κρύβεται κάτω από το πάπλωμα. Η ΠΑΥΛΙΝΑ, μουρμουρίζοντας μέσα στον ύπνο της, γυρίζει και τυλίγεται καλά στα σκεπάσματα. Φανερώνεται το κεφάλι της, με άσπρο σκουφί. Η ΜΠΙΑΝΚΑ τραβάει απότομα το πάπλωμα από πάνω της. Η ΠΑΥΛΙΝΑ είναι ξαπλωμένη ανάσκελα με μακριά άσπρη πουκαμίσα κουμπωμένη ως τα γόνατα. Έχει κλειστά τα μάτια κι απ’ το στόμα βγαίνει σιγά-σιγά, μελανιά, η γλώσσα της. Με το σκύψιμο της ΜΠΙΑΝΚΑΣ, η ΠΑΥΛΙΝΑ βγάζει όλη τη γλώσσα της έξω) Παυλίνα, Τι έχεις ; (Σταυρώνει τα χέρια) ΠΑΥΛΙΝΑ: (με βραχνή φωνή) Φαρμακώθηκα... Από έρωτα για τον Βενιαμίν. Πεθαίνω. Μπιμπινίτσα, χαιρέτα μου τη θεία, τον παππού, τη μαγείρισσα... Το βάζο με το δηλητήριο θα το ’βρεις κάτω απ’ το κρεβάτι. Θα συναντηθούμε στον ουρανό. Φουκαριάρα μου Μπιμπινίτσα... (Γέρνει το κεφάλι της στο πλάι)

(Η ΜΠΙΑΝΚΑ κοιτάζει κάτω απ’ το κρεβάτι. Η ΠΑΥΛΙΝΑ γελάει) Κοίτα μην πέσεις μέσα στο καθίκι... ΜΠΙΑΝΚΑ: (Κάτω απ’ το κρεβάτι) Τα καταβρόχθισε μόνη της... Παλιοεγωίστρια... (Εμφανίζεται με ένα βάζο που έχει υπολείμματα χυμού από βατόμουρα) Καμιά ώρα θα πεθάνεις απ’ το πολύ φαΐ. Θα σου στριφτούνε τ’ άντερα. (Με το βάζο στα χέρια, η ΜΠΙΑΝΚΑ καβαλάει πάνω στην ΠΑΥΛΙΝΑ. Παρατηρεί το μεγάλο παχύ άσπρο πρόσωπο της φιλενάδας της. Βάφει την ΠΑΥΛΙΝΑ με το χυμό. Της φτιάχνει μουστάκια, γένια) Γατάκι.

Page 226: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

226μου, κουκλάκι μου, Λίνα μου, ζυμάρι μου αφράτο, άνοιχ’ τα ματάκια σου, μην αποκοιμιέσαι.

(Η ΠΑΥΛΙΝΑ αναστενάζει) ΜΠΙΑΝΚΑ: (αφήνει το βάζο πάνω στο ντουλάπι) Πάλι κοιμάται ! Το απαίσιο ζυμαρικό κοιμάται πάλι ! Κοιμάται ! Κοιμάται ! Κοιμάται ! Χοντροζύμαρο ! (Κοιτάζει την ΠΑΥΛΙΝΑ που έχει ξεσκεπαστεί λίγο, μέχρι τους ώμους, και κάνει πως ροχαλίζει) Τι παλιόμαλλα είναι αυτά ; Μουστάκια κάτω απ’ τις μασχάλες, φτου ! Ξύπνα, βασιλιά μου ! Κοιμισμένε μου πολεμιστή, βασίλισσά μου ! Ξύπνα, γιατί θα σου φάω τη μύτη. (Πλησιάζει το στόμα της στο πρόσωπο της ΠΑΥΛΙΝΑΣ κι ακουμπάει προσεκτικά τα δόντια στη μύτη της) ΠΑΥΛΙΝΑ: (ανακάθεται και σκεπάζει τη μύτη με τις παλάμες της) Δος μου πίσω τη μύτη μου, ψοφιοσκούληκο. ΜΠΙΑΝΚΑ: (χαϊδεύει με την παλάμη την κοιλιά της) Μμμ... Μνιάμ... μνιάμ... καλή η μύτη της Λίνας... καλή μυτίτσα... Νόστιμη σα γλυκοπατάτα... ΠΑΥΛΙΝΑ: Σκουλήκια έχεις στην κοιλιά σου... Είσαι παραγεμισμένη με σκουληκαντέρες. ΜΠΙΑΝΚΑ: (σκεπάζει το στόμα της με την παλάμη) Σταμάτα γιατί. θα κάνω εμετό. ΠΑΥΛΙΝΑ: Θα κοιμάσαι και θα σου βγαίνουν απ’ τη μύτη, απ’ τα’ αφτιά... άσπρα, μακριά... σα μακαρόνια... Θα σου βγαίνουν απ’ τον πισινό... ΜΠΙΑΝΚΑ: Είσαι απαίσια, Λίνα... Κι εσύ έχεις μουστάκια παντού. Και στις δυο μασχάλες, κι εκεί, κάτω απ’ την κοιλίτσα... Ζυμάρι μου αφράτο, ζεστούτσικο, γλυκό μου, δε σου κρατάω κακία...

(Η ΠΑΥΛΙΝΑ χασμουριέται) Μην κοιμάσαι... Βαριέμαι μονάχη, μην κοιμάσαι, Λινάκι... Να σου διαβάσω, Θέλεις ; ΠΑΥΛΙΝΑ: (με τεχνητή φωνή, σα να παριστάνει κάποιον) Είσαι βαρετή μ’ αυτά τα διαβάσματα... Δεν έχω όρεξη ν’ ακούσω πάλι ποιήματα... Χρυσάνθεμα, τριαντάφυλλα, κρίνα και σαχλαμάρες. ΜΠΙΑΝΚΑ: Ξέρεις τι έχω για σένα ; Ένα πούρο... ΠΑΥΛΙΝΑ: Νηστικιά δεν καπνίζω. Θα μου ’ρθει εμετός. Τι βιβλίο είναι αυτό ; ΜΠΙΑΝΚΑ: (παίρνει το βιβλίο από το πάπλωμα) Να ‘ρθω να ξαπλώσω κοντά σου ; Δεν είναι ποιήματα... Πολύ μυστήριο βιβλίο, πρέπει να το διαβάσουμε γρήγορα, πριν το δει ο μπαμπάς πως λείπει από τη βιβλιοθήκη. Τόχω αρχίσει εγώ... Παυλίνα... Κοιμάσαι ; ΠΑΥΛΙΝΑ: Διάβασέ μας, τέλος πάντων, τα τραλαλά σου. ΜΠΙΑΝΚΑ: Πώς κρυώνω, τρέμω ολόκληρη, σαν το φύλλο στο κλαρί. ΠΑΥλΙΝΑ: Άντε, διάβαζε, μη σ’ αρχίσω στις βρισιές. Σαρανταποδαρούσα. ΜΠΙΑΝΚΑ: Χθες, στην καλύβα, είδα κάτι... Μου κόπηκε η ανάσα... Πήγα να σκάσω από τα γέλια...

(Η ΜΠΙΑΝΚΑ αγκαλιάζει την ΠΑΥΛΙΝΑ) ΠΑΥΛΙΝΑ: Ε, δείξ’ το μου, τέλος πάντων... (Παίρνει το βιβλίο από την ΜΠΙΑΝΚΑ, του ρίχνει μια ματιά πρώτα χωρίς ενδιαφέρον, μετά αρχίζει να διαβάζει με προσοχή) Για φαντάσου ! ΜΠΙΑΝΚΑ: Είδες ; είδες ; Διάβασε φωναχτά... Μετά εγώ. Ζεστή που είσαι... ΠΑΥΛΙΝΑ: Έλα, έλα, κρυόμπλαστρο. (Η ΠΑΥΛΙΝΑ διαβάζει λίγο με βραχνή φωνή, σα να’ ναι βουλωμένη ή μύτη της) «Στον άνθρωπο, σε ορισμένα τετράποδα και μικρές μαϊμούδες, σε ορισμένα σαρκοβόρα, αρκούδες, ύαινες, στις λευκές φώκιες και τέλος στα

Page 227: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

227 ΝΤΑΜΑΝ του ΚΑΠΣΚΙ, ο κόλπος του θήλεος είναι εξ ολοκλήρου ή εν μέρει καλυμμένος από μεμβράνη, την οποίαν το πέος του άρρενος διατρυπά κατά την πρώτη επαφή...» ΜΠΙΑΝΚΑ: Τι είναι αυτό το ΝΤΑΜΟΝ του ΚΑΠΣΚΙ ; ΠΑΥΛΙΝΑ: Όχι ΝΤΑΜΟΝ. ΝΤΑΜΑΝ. Ξέρω κι εγώ ; ΜΠΙΑΝΚΑ: Άκου όνομα... ΠΑΥΛΙΝΑ: Μου ‘ρθε μια λιγούρα... Πεινάω. Γουρούνι ολόκληρο τώρα το ξεκοκάλιζα. Μέχρι και το Νταμάν έτρωγα. ΜΠΙΑΝΚΑ: Κάτι έχω κρυμμένο για σένα... Να γλείφεις τα δάχτυλά σου... ΠΑΥΛΙΝΑ: Τι ’ναι ; ΜΠΙΑΝΚΑ: Κάτι γλυκό, κάτι άσπρο και. μαλακό, σαν κι εσένα... Μάντεψε ! ΠΑΥΛΙΝΑ: Μπιμπινίτσα, μη με βασανίζεις... πεθαίνω της πείνας, στ’ ορκίζομαι. ΜΠΙΑΝΚΑ: Μην πεθάνεις ! Στάσου !

(Πετάγεται από το κρεβάτι και τρέχει σε μια κουρτίνα-παραβάν. Βγαίνει αμέσως μ’ ένα πιατάκι γεμάτο φρουτοσαλάτα. Κάθεται στο κρεβάτι με το πιάτο στα γόνατα)

ΠΑΥΛΙΝΑ: Αχ, δικό μου, Μπι.. Μπι.. Μπιμπινίτσα, γλυκιά μου... Κουταλάκι ; Καλά, με τι θα το φάω ; Ποτέ σου δε σκέφτεσαι πρακτικά. ΜΠΙΑΝΚΑ: Φά’ το με το χέρι... ΠΑΥΛΙΝΑ: (ξαναδίνει το βιβλίο και παίρνει το πιάτο με τη φρουτοσαλάτα. Δοκιμάζει με τη γλώσσα της) Λεμόνι... Τώρα θα του δώσω να καταλάβει. Διάβαζε εσύ. ΜΠΙΑΝΚΑ: (κοιτάζει τη φίλη της) Μόνο τρώγε σιγά, γιατί θα πάθεις τίποτα. (Διαβάζει) «Ο άνθρωπος είναι ζώον θηλαστικόν, ομφαλογενές. Ως εκ τούτου, τα γεννητικά του όργανα και ο τρόπος χρησιμοποιήσεώς τους είναι τα ίδια όπως και εις όλα τα ζώα που έχουν τρίχωμα, μαστούς και. ομφαλό. Ούτος κατά το σύνηθες δεν είναι καλυμμένος καθ’ ολοκληρίαν με τρίχες, αλλά δεν υπάρχει επάνω του ούτε ένα σημείο που να μη φύονται τρίχες...».

(Όσο διαβάζει, χαϊδεύει κάπου-κάπου το κεφάλι της ΠΑΥΛΙΝΑΣ) ΠΑΥΛΙΝΑ: (με γεμάτο το στόμα φρουτοσαλάτα) Και στην παλάμη ; ΜΠΙΑΝΚΑ: (ξεσπάει σε γέλια. Διαβάζει γελώντας) «Στο κεφάλι, λοιπόν, κάτω από τις μασχάλες και στο λόφο της ήβης, τα μαλλιά φυτρώνουν και στα δύο φύλα...». ΠΑΥΛΙΝΑ: (σκαλίζοντας με τα δάχτυλα τη φρουτοσαλάτα, μιλάει μπερδεμένα) Α στο καλό και μ’ αυτές τις τρίχες... Παντού τρίχες... στη σούπα, στη χτένα... ΜΠΙΑΝΚΑ: Μόνο στο κεφάλι του παππού δεν έχει. (Γελάει) ΠΑΥΛΙΝΑ: Τα βαριέμαι αυτά. Διάβασε τίποτε άλλο. (Γλείφει τα δάχτυλά της) ΜΠΙΑΝΚΑ: (ξεφυλλίζει το βιβλίο και διαβάζει) «Οι Πολυνήσιοι, πριν να μεταστραφούν προς το Χριστιανισμό, συνήθιζαν να κρατούν τους όρχεις σε όρθια στάση και με τα δύο χέρια, ούτως ώστε το πέος κρεμόταν μεταξύ των δακτύλων. Αυτή ήταν στάση άγριας Ντάντας...». (Η ΜΠΙΑΝΚΑ διακόπτει το διάβασμα, κοιτάζει την ΠΑΥΛΙΝΑ που γλείφει το πιάτο) Τι σημαίνει «άγρια Ντάντα» ; ΠΑΥΛΙΝΑ: (σταματάει) Άγρια Ντάντα είναι η ονομασία του πέους του Πολυνήσιου πριν τη μεταστροφή του στο Χριστιανισμό. ΜΠΙΑΝΚΑ: Ποιανού πέους ; ΠΑΥΛΙΝΑ: Του Πολυνήσιου. ΜΠ1ΑΝΚΑ: (σηκώνει τους ώμους, διαβάζει) «Ορισμένα ζώα είναι εφοδιασμένα με ορχιδοσάκκο, αυτό το είχε ήδη παρατηρήσει ό Πλίνιος...».

Page 228: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

228 ΠΑΥΛΙΝΑ: Άσε τώρα τον ΙΊλίνιο. (Ξαναπαίρνει από την ΜΠΙΑΝΚΑ το βιβλίο. Τα δυο κορίτσια κρύβονται κάτω από το πάπλωμα. Φαίνονται μόνον τα κεφάλια και οι ώμοι. Το σκουφάκι στο κεφάλι της ΠΑΥΛΙΝΑΣ στράβωσε) Ω ! εδώ είναι το ζουμί !... Κασμήλα ! ΜΠΙΑΝΚΑ: Όχι κασμήλα. Καμήλα. Έχουμε πει γι’ αυτήν. ΠΑΥΛΙΝΑ: Τότε, μην ακούς. Θα διαβάσω από μέσα μου. Αλλά βλέπω πολύ ενδιαφέρον. ΜΠΙΑΝΚΑ: Εγωίστρια. ΠΑΥΛΙΝΑ: Βδέλλα. ΜΠΙΑΝΚΑ: Άντε, άντε, διάβασε. ΠΑΥΛΙΝΑ: «Οι δρομάδες και οι γάτες έχουν την άκρη του πέους λυγισμένη προς τα πίσω...». Αυτό δε γίνεται. ΜΠΙΑΝΚΑ: Γιατί ; ΠΑΥΛΙΝΑ: Εξυπνοπούλι μου... Το πέος σηκώνεται όρθιο μπροστά όταν μεγαλώνει. ΜΠΙΑΝΚΑ: Ξέρω κι εγώ... ΠΑΥΛΙΝΑ: Τι δεν ξέρεις ; ΜΠΙΑΝΚΑ: Η δρομάς και η καμήλα είναι το ίδιο πράγμα, αλλά πώς να συγκρίνεις την καμήλα με το γάτο ; ΠΑΥΛΙΝΑ: Βρε Παναγιά μου, βέβαια... Ο Ντρομάς είναι διπλωματικός ακόλουθος στην Ασία. Ασχολείται με μεταφράσεις... Τώρα, δε θυμάμαι πώς λεγόταν αυτός ο φίλος του Σλοβάτσκι. Λεγόταν... Σπίτσ... Σπίτσ... Ναι ! Εσύ τα ξέρεις όλα... αυτός που λες, με τέτοιο πόστο, κι όμως τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. ΜΠΙΑΝΚΑ: Σπιτσνάγγελ... ΠΑΥΛΙΝΑ: Σπιτσνάγγελ, μάλιστα... Όλο με κόβεις στα πιο κρίσιμα σημεία για να κάνεις επίδειξη γνώσεων... «Το πέος των μηρυκαστικων καθώς και των αγριόχοιρων είναι λεπτοκαμωμένο, ενώ στα μονόνυχα, στον ελέφαντα και στη θαλάσσια αγελάδα είναι παχύ και στρογγυλό...». (Ξεσπάει σε γέλια) Αγελάδα με πέος ! Για κοίτα κάτι επιστήμονες ! Η αγελάδα έχει μαστάρια. ΜΠΙΑΝΚΑ: Θαλασσινή, σου λέει. ΠΑΥΛΙΝΑ: Κι επειδή είναι θαλασσινή ; Η αγελάδα πρέπει να ‘χει μαστάρια. ΜΠΙΑΝΚΑ: Η θαλασσινή αγελάδα δεν αρμέγεται. επομένως δεν της χρειάζονται μαστάρια. ΠΑΥΛΙΝΑ: Μαστάρια, μαστάρια. Και τη μαγείρισσα δεν την αρμέγουν, έχει όμως μαστάρους. ΜΠΙΑΝΚΑ: Όχι μαστάρους. Μαστάρια. Δε σ’ αντέχω, όταν σακατεύεις έτσι τη γλώσσα. ΠΑΥΛΙΝΑ: Εξυπνάκια... Κάνεις την έξυπνη και κοιτάς πώς να μπήξεις τα καρφιά σου... ΜΠΙΑΝΚΑ: Εγώ, καρφιά ; ΠΑΥΛΙΝΑ: Και δε μας λες, τι απέγινε με κείνον τον τρελό, τον Σπιτσνάγγελ ; ΜΠΙΑΝΚΑ: Ήθελα εγώ να σε πικράνω μ’ αυτόν τον Σπιτσνάγγελ ; Είσαι πρόστυχη, Λίνα. ΠΑΥΛΙΝΑ: Για ψάξε να βρεις μήπως έχεις κανένα μασταράκι απάνω σου. ΜΠΑΝΚΑ: Εσύ τι έχεις ; Βυζάκτα ; ΠΑΥΛΙΝΑ: Πάντως, εσύ, δεν έχεις. Ο βδέλλες δεν έχουν βυζιά.

(Η ΜΠΙΑΝΚΑ χωρίς μιλά, εγκαταλείπει το κρεβάτι της ΠΑΥΛΙΝΑΣ. Εκείνη πετάει από κοντά της το βιβλίο. Η ΜΠΙΑΝΚΑ χαμηλώνει αμίλητη το φως. Τα κορίτσια γυρίζουν τις

πλάτες τους. Το ρολόι χτυπάει την ώρα)

Page 229: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

229

ΤΑΝΤΕΟΥΣ ΡΟΥΖΕΒΙΤΣ Μετάφραση: ΕΡΣΗ ΒΑΣΙΛΙΚΙΩΤΗ

ΛΛΕΕΥΥΚΚΟΟΣΣ ΓΓΑΑΜΜΟΟΣΣ

Εικόνα 10η – Η προίκα της νύφης

(Οι δυο κοπέλες πάνω στο κρεβάτι)

ΜΠΙΑΝΚΑ: Η τελευταία βραδιά πού είμαστε μαζί... Τι καμώματα είναι πάλι αυτά ; Με τα παπούτσια θα κοιμηθείς ; ΠΑΥΛΙΝΑ: Δώρο απ’ τον παππού... Ιππασίας... Μου ’δωσε και το καμουτσίκι για να είμαι κομπλέ... Και ξέρεις τι ζήτησε μόνο για όλα αυτά ; Να φορέσω τις μπότες μπροστά του, ή να παίξω μαζί του τ’ αλογάκι... Είπα πως θα πεθάνω από τα γέλια... Ήθελε να με αρραβωνιαστεί... ΜΠΙΑΝΚΑ: Παυλίνα, πώς μπορείς να κάνεις τέτοια πράγματα ; ΠΑΥΛΙΝΑ: Μα εγώ δεν κάνω τίποτα... Αυτός, συνέχεια, με παρακαλάει, μου φιλάει τα χέρια... Είναι πολύ διστακτικός... σα να μην έχει πάει με γυναίκα ποτέ του... Μόλις κάτσω στην καρέκλα μπροστά του, κι ανοίξω λίγο τα πόδια, αμέσως αναψοκοκκινίζει, τον πιάνει τρεμούλα, και κοιτάζει εκεί σα να ονειρεύεται... Τώρα, τι βλέπει εκεί... αυτό δε μ’ ενδιαφέρει. Όμως «αυτό» δε θα τον αφήσω να το πιάσει... Καμιά φορά κάνω πώς τάχα δεν καταλαβαίνω, όταν βάζει το χέρι του, κι έπειτα, ξαφνικά, του δίνω μια στο βρωμόχερο ! Μια μέρα έβαλε τα κλάματα ! ΜΠΙΑΝΚΑ: Πώς μπορείς ! Αυτό είναι θανάσιμο αμάρτημα. ΠΑΥΛΙΝΑ: Μα εγώ δεν κάνω τίποτα. Δεν κουνιέμαι καθόλου. ΜΠΙΑΝΚΑ: Ζώα... ΠΑΥΛΙΝΑ: Κι εσύ άμα παντρευτείς, τι θα κάνεις ; Θα σπέρνεις μαργαρίτες ; ΜΠΙΑΝΚΑ: Ο Βενιαμίν μου τ’ ορκίστηκε. Δε θα μ’ αγγίξει. ΠΑΥΛΙΝΑ: Μάλιστα, δε θα σ’ αγγίξει... Αλλά, πεταλουδίτσα μου... θα έρθουν τα παιδιά... και για να έρθουν τα παιδιά πρέπει το αρσενικό να σου μπήξει εκείνο το παλούκι του... ΜΠΙΑΝΚΑ: (κλείνει τ’ αφτιά της) Όχι, όχι, όχι, όχι. ΠΑΥΛΙΝΑ: Ναι, ναι, ναι, ναι ! ΜΠΙΑΝΚΑ: Και είναι μεγάλο ; ΠΑΥΛΙΝΑ: Σαν του αλόγου... ΜΠΙΑΝΚΑ: Α, σε μένα δε χωράει. ΠΑΥΛΙΝΑ: Σε σένα, παιδί μου, με το ζόρι χωράει βελόνα, αλλά σε μια αληθινή γυναίκα... σαν τη μαγείρισσα, να πούμε... Αυτηνής είναι σα γούνινο καπέλο... ΜΠΙΑΝΚΑ: Τότε, δεν μπορώ να παντρευτώ... Άμα με τρυπήσει θα με σκοτώσει. ΠΑΥΛΙΝΑ: Πολλές γυναίκες πεθαίνουν απ’ αυτό... Μπορείς όμως να του το κόψεις την πρώτη νύχτα του γάμου. ΜΠΙΑΝΚΑ: (τρέχει στην ΠΑΥΛΙΝΑ, την αγκαλιάζει) Φοβάμαι.... (Τα κορίτσια ξαπλώνονν στο κρεβάτι. Μένουν αγκαλιασμένα από τους ώμους. Η ΠΑΥΛΙΝΑ πάλι κάτι μασουλάει. Σε λίγο κοιμάται. Χτυπά το ρολόι. Η ΜΠΊΑΝΚΑ βγαίνει από το κρεβάτι. Ανοίγει την ντουλάπα με τα σεντόνια. Βάζει στον καναπέ και στο τραπεζάκι τα

εσώρρουχα και τα σεντόνια, όλη την προίκα της, μαζί με τα τραπεζομάντιλα, τα πετσετάκια κλπ. Παίρνει ένα ένα κομμάτι στο χέρι της και, ονομάζοντάς το, το σκίζει. Τα σκισμένα ρούχα τα κάνει ένα σωρό. Ενεργεί με μανία, αλλά συστηματικά. Σε όσα κομμάτια δε

Page 230: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

230

σκίζονται εύκολα, βοηθάει με τα δόντια. Ξεσκίζει τρία χασεδένια πουκάμισα —ένα άσπρο, ένα ροζ και ένα γαλάζιο— τρία πουκάμισα ρεγιόν και τα ανάλογα κιλοτάκια, ένα σεμνό

ντεσού από ροζ μεταξωτό, στολισμένο με νταντέλα, ένα πιο λουσάτο ντεσού μαύρο, τέσσερις πουκαμίσες για τη νύχτα, μερικούς στηθόδεσμους. Αποκαμωμένη, κάθεται στον καναπέ. Σε λίγο, αρχίζει να σκίζει τα σεντόνια. Συναντά δυσκολίες μ’ αυτά, καθώς και με τις πετσέτες. Ξετρυπώνει κάτω από το μαξιλάρι ένα μεγάλο ραφτάδικο ψαλίδι. Κόβει με σύστημα,

κομμάτι - κομμάτι. Στο μεταξύ, ξυπνάει η ΠΑΥΛΙΝΑ. Κοιτάζει αμίλητη την ΜΠΙΑΝΚΑ. Έχει παραλύσει. Κάθεται στο κρεβάτι ακίνητη. Η ΜΠΙΑΝΚΑ δεν την κοιτάζει, εκτελεί την

εργασία της συγκεντρωμένη, σβέλτα, με ακρίβεια, σαν αυτόματο. Τώρα κόβει με το ψαλίδι τα μεγάλα τραπεζομάντιλα για δώδεκα άτομα. Η ΠΑΥΛΙΝΑ τρομαγμένη πλαγιάζει και

σκεπάζεται ως το κεφάλι με το πάπλωμα. Η ΜΠΙΑΝΚΑ τελειώνει. Την τεμαχισμένη προίκα τη διπλώνει, τη δένει με κορδέλες. Κλείνει την πόρτα της ντουλάπας με το κλειδί)

ΜΠΙΑΝΚΑ: (φωναχτά) Η προίκα της νύφης.

(Χώνεται στο κρεβάτι κα σκεπάζεται με το πάπλωμα)

Page 231: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

231

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετάφραση: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΡΡΩΩΜΜΑΑΙΙΟΟΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΙΙΟΟΥΥΛΛΙΙΕΕΤΤΑΑ

Πράξη 2η – Σκηνή 2η

(Ο κήπος των Καπουλέτων. Μπαίνει ό ΡΩΜΑΙΟΣ. Η ΙΟΥΛΙΕΤΑ βγαίνει στο παράθυρο) ΡΩΜΑΙΟΣ: — Μα κοίτα σ’ εκείνο το παράθυρο τι φως έχει προβάλει ;... Είναι η Ανατολή, κι’ είν’ η Ιουλιέτα ο ήλιος. Έβγα, ωραίε ήλιε, και θάμπωσε τη φθονερή Σελήνη, που χλώμιασε κι’ αρρώστησε κιόλας απ’ το κακό της να βλέπει εσένα, την πιστή της, πιο όμορφη απ’ την ίδια. Τότε και εσύ, μην είσαι πια δική της. Το φόρεμα πού βάζουν οι παρθένες της, είν’ άχαρο και ξέθωρο, και μοναχά οι άμυαλες το φορούνε. Πέταξέ το από πάνω σου ! Είν’ η βασίλισσά μου ! Είναι η αγάπη μου, και—αχ-—ας τόξερε πως είναι !... Μιλεί, κι’ όμως δεν πρόφερε λέξη· μα τι με τούτο ; Τα μάτια της μιλούν· κι εγώ θ’ αποκριθώ... Μα όχι, παραθαρρεύτηκα θαρώ.. Δε μου μιλούν εμένα... Δυο αστέρια πρέπει του ρανού τη θέση τους ν’ αφήσουν για λίγο, και παρακαλούν τα μάτια της να λάμψουν αντί γι’ αυτά στις σφαίρες τους, ως να γυρίσουν πάλι. Μα αν πήγαιναν τα μάτια της εκεί, Κι’ εκείνα ερχόνταν στο λιόκαλό της πρόσωπο, δεν ήθελε ντροπιάσει η λάμψη τους τ’ αστέρια αυτά, καθώς τού ήλιου η λάμψη το λύχνο ; Ναι, τα μάτια της θάχυναν στον αιθέρα τέτοιο ένα φως, που τα πουλιά, θαρώντας πούναι ημέρα, θάρχιζαν τα τραγούδια τους.—Για δες πώς ακουμπάει το πρόσωπο στο χέρι της ! Αχ, νάμουνα χειρόχτι σ’ αυτό το χέρι, ν’ άγγιζα το μάγουλό της. ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Θεέ μου. ΡΩΜΑΙΟΣ: Μιλεί !... Ω λιόκαλε άγγελε, μίλα πάλι! Γιατί όπως απάνω απ’ το κεφάλι μου λάμπεις, τούτη τη νύχτα, μοιάζεις με φτερωτόν ουράνιο αγγελιοφόρο, πού στρέφουνε κατάπληχτα τα μάτια των ανθρώπων και τον θωρούν να περπατεί στα νέφη που αργοπλένε. ΙΟΥΛΙΕΤΑ:

Page 232: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

232Ρωμαίο, Ρωμαίο ! Αλίμονο, γιατί νάσαι ο Ρωμαίος. Αρνήσου τον πατέρα σου κι’ άλλαξε τόνομά σου. Ή αν δε θες, ορκίσου μου πως μ’ αγαπάς, και πια δε θα ονομάζομαι κόρη του Καπουλέτου. ΡΩΜΑΙΟΣ: Νακούσω ακόμη, ή να μιλήσω ; ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Εχθρός μου είν’ τόνομά σου. Μα πάλι ο ίδιος θάσουνα, κι’ αν δε σε λέγαν έτσι. Τι είναι Μοντέκης τάχατες ; Ούτε χέρι, ούτε πόδι, ούτε μπράτσο, ούτε πρόσωπο, κι’ ούτε κανένα μέρος που αποτελεί τον άνθρωπο... Ω άλλαξε τόνομά σου ! Τόνομα τι σημαίνει; Αυτό πού το καλούμε ρόδο το ίδιο θα μύριζε γλυκά κι’ αν έπαιρνε όνομα άλλο. Έτσι κι’ εσύ, κι’ αν σ’ έλεγαν αλλιώς κι’ όχι Ρωμαίο, θάχες τις χάρες τις πολλές που σε στολίζουν, δίχως να σου τις δίνει τόνομα. Ρωμαίο παράτησέ το ! Κι’ αντί γι’ αυτό που τίποτα δεν είν’ απ’ τη ζωή σου, πάρε με εμένα ολάκερη. ΡΩΜΑΙΟΣ: Κρατώ το λόγο που είπες. Ονόμασέ με «αγάπη σου», και με ξαναβαφτίζεις. Ρωμαίος πια δεν θα λέγομαι. ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Ποιος είσαι εσύ που, παίρνοντας για σκέπασμα τη νύχτα, κρυφοπατείς στα μυστικά μου ; ΡΩΜΑΙΟΣ: Με όνομα δεν ξέρω να πω ποιος είμαι. Τόνομά μου, αγαπητή μου αγία, είναι για μένα μισητό, γιατί είναι και για σένα κι’ αν τόχα τώρα εδώ γραφτό, θα τόκανα κομμάτια. ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Ταφτιά μου από το στόμα σου μήτε εκατό ως τα τώρα λόγια δεν χάρηκαν, μα εγώ γνωρίζω τη φωνή σου. Δεν είσαι συ ο Ρωμαίος, ο γιος δεν είσαι τού Μοντέκη ΡΩΜΑΙΟΣ: Όχι δεν είμαι τίποτα απ’ αυτά, σα δε σ’ αρέσουν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Πώς μπόρεσες ναρθείς εδώ, πε μου, και τι γυρεύεις ; Του κήπου μας είναι ψηλός ο τοίχος και περνιέται δύσκολα, κι’ είναι θάνατος βέβαιος αυτό το μέρος για σένα, αν τύχει να σε ιδεί κανείς απ’ τους δικούς μου.

Page 233: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

233ΡΩΜΑΙΟΣ: Λαφριά μούδωσε ο έρωτας φτερά να τούς περάσω. Πέτρινοι φράχτες δεν μπορούν να κλείσουν της αγάπης το δρόμο. Κι’ ό,τι ο έρωτας μπορεί, το κάνει κιόλα. Γι’ αυτό δεν είναι εμπόδιο για μένα ούτε οι δικοί σου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Όμως, αν τύχει να σε ιδούν εδώ, θα σε σκοτώσουν. ΡΩΜΑΙΟΣ: Ω, πιο μεγάλο κίνδυνο κλείνουν τα δυο σου μάτια, για μένα, παρά είκοσι σπαθιά τους. Κοίταξέ με εσύ γλυκά, και η έχθρητα η δική τους δε με πιάνει. ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Θάταν φριχτό να σ’ έβλεπαν εδώ. ΡΩΜΑΙΟΣ: Έχω της νύχτας τη σκέπη και απ’ τα μάτια τους με κρύβει. Ανίσως όμως δε μ’ αγαπάς καλύτερα να μ’ έβρουν. Καλύτερα το μίσος τους να πάρει τη ζωή μου, παρά ν’ αργήσει ο θάνατος ναρθεί, και να μου λείπει η αγάπη σου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Ποιος σούδειξε ναρθείς σ’ αυτό το μέρος ; ΡΩΜΑΙΟΣ: Ο Έρωτας που μ’ έβαλε νάρθω να σε γυρέψω. Αυτός το νου μου φώτισε, ‘γω τούδωσα τα μάτια. Δεν είμαι ναυτικός, ωστόσο αν είσουνα στις χώρες πού τις δέρνουν τα κύματα στα πέρατα του κόσμου, θαρχόμουν, τέτοιο θησαυρό για νάβρω, ως εκειπέρα. ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Ξέρεις που η μάσκα της νυχτός κρύβει το πρόσωπό μου, αλλιώς το χρώμα της ντροπής θάβλεπες να μου βάφει την όψη γι’ αυτά που άκουσες απόψε να προφέρω. Θάθελα να είχα κρατηθεί στους τύπους· να μπορούσα τα λόγια πούχω πει να τ’ αρνηθώ. Μα τώρα πάνε οι τύποι... Μ’ αγαπάς ; Θα μου απαντήσεις «ναι», το ξέρω. Και θα πιστέψω ό,τι μου πεις. Μα ωστόσο, και όρκο αν πάρεις, μπορεί πάλι να μ’ αρνηθείς. Και λένε πως ο Δίας γελάει όταν κανείς πατεί τους όρκους της αγάπης. Καλέ Ρωμαίο, αν μ’ αγαπάς, πες μου το τίμια. Αν πάλι θαρείς πως γρήγορα άφησα να με κερδίσεις, τότε θα σοβαρέψω, θα γενώ κακιά, θα σού λέω «όχι», ώστε ν’ αρχίσεις να ζητάς πάλι να σ’ αγαπήσω. Αλλιώς, ποτέ... Ναι, αυτό ‘ναι αλήθεια, ευγενικέ Μοντέκη, εύκολα παραδίνομαι στα αιστήματά μου. Κι’ ίσως

Page 234: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

234θα πεις πως φέρθηκα αλαφριά. Ωστόσο πίστεψέ με, θα σου δειχτώ πιστότερη απ’ τις άλλες που κατέχουν πιότερη τέχνη, αδιάφορες να φαίνονται άμα θέλουν. Θάπρεπε να δειχτώ κι’ εγώ πιο αδιάφορη σ’ εσένα, τομολογώ. Μα πρόλαβες, πριν να σε καταλάβω, κι άκουσες της αγάπης μου το μυστικό. Για τούτο συχώρεσέ με, Κι’ αλαφρό μην πάρεις το αίστημά μου πού έτσι σου το μαρτύρησε της νύχτας το σκοτάδι. ΡΩΜΑΙΟΣ: Ω αγαπημένη, στην ιερή σού ορκίζομαι Σελήνη, εκεί ψηλά, πού τις κορφές των δέντρων ασημώνει— ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Ω, όχι, μην ορκίζεσαι στην άστατη Σελήνη, που αδιάκοπα το δίσκο της αλλάζει, όλο το μήνα, στο δρόμο της, για να μη μοιάσει η αγάπη σου μ’ αυτήνε ΡΩΜΑΙΟΣ: Σε τι θέλεις να σου ορκιστώ; ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Μην ορκιστείς καθόλου. Ή, αν θες, ορκίσου, πιο καλά, στον όμορφο εαυτό σου, γιατί είσαι τώρα εσύ για μένα ο Θεός και το είδωλό μου· και θα πιστέψω. ΡΩΜΑΙΟΣ: Αν τής καρδιάς μου όλη ή λατρεία — ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Ρωμαίο, μην ορκιστείς καλύτερα ! Μ’ όλο ποϋσαι η χαρά μου, τούτη τη σημερινή ένωσή μας δεν τη χαίρομαι· ήρθε πολύ γοργά, πολύ μεμιάς, πολύ ανεπάντεχα, πολύ σα μια αστραπή που σβήνει πριν προλάβει να πει κανείς «αστράφτει!»... Καληνύχτα, αγαπημένε ! Ίσως το τρυφερό τούτο μπουμπούκι της αγάπης στης άνοιξης τη ζωογόνα ανάσα, να γίνει ένα όμορφο λουλούδι ως να ιδωθούμε πάλι. Καλή σου νύχτα ! Είθε ναρθεί τόσο γλυκιά γαλήνη μες στην καρδιά σου, όση κι’ εμένα αυτή η βραδιά μου δίνει ! ΡΩΜΑΙΟΣ: Θα φύγω δίχως μια μικρή αμοιβή νάχω από σένα ; ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Και ποια αμοιβή μπορείς, απόψε, νάχεις από μένα; ΡΩΜΑΙΟΣ: Την αγάπη σου αντάλλαγμα δος μου για τη δική μου.

Page 235: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

235 ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Εγώ κιόλα σ’ την έδωσα, προτού μου τη γυρέψεις εσύ. Ωστόσο θα ήθελα να σου την πάρω πίσω ! ΡΩΜΑΙΟΣ: Να μου την πάρεις ; Και γιατί, γλυκιά μου αγαπημένη ; ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Για να δειχτώ γενναιόδωρη και να σ’ την ξαναδώσω ! Όμως ποθώ κάτι που τόχω πάντα σ’ αφθονία. Η απλοχεριά μου είναι πλατιά σα θάλασσα, κι’ η αγάπη μου, βαθιά καθώς αυτή: κι’ όσο σου δίνω, τόσο έχω περισσότερη. Γιατί κι’ οι δυο τους είναι χωρίς σωσμό. Κάποιος με κράζει μέσα. Αντίο, καλέ μου ! (Η ΠΑΡΑΜΑΝΑ φωνάζει από μέσα) Αμέσως, παραμάνα μου ! Δείξου πιστός σ’ εμένα, καλέ Ρωμαίο !... Περίμενε λιγάκι... Θάρθω αμέσως. (Αποτραβιέται) ΡΩΜΑΙΟΣ: Ω, ευλογημένη, ευλογημένη νύχτα !... Όμως φοβάμαι, αφού ‘ναι νύχτα, σε όνειρο τα βλέπω τούτα απόψε, τόσο γλυκό, που δεν μπορεί να γίνονται στ’ αλήθεια. (Ξαναπαρουσιάζεται η ΙΟΥΛΙΕΤΑ) ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Ρωμαίο, δυο λόγια: κι’ έπειτα στ’ αλήθεια καληνύχτα. Αν είναι τόντι η αγάπη σου τίμια, κι’ είναι ο σκοπός σου ο γάμος, μήνυσέ μου πρωί, μ’ αυτόν που θα σου στείλω, πού θες και πότε ο γάμος μας να γίνει. Κι’ εγώ τότε θαποθέσω την τύχη μου στα πόδια σου, και εσένα θακολουθήσω αφέντη μου μες στη ζωή. ΠΑΡΑΜΑΝΑ (Από μέσα): Κυρία ! ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Έρχομαι ! Μα αν η αγάπη σου είναι αλαφριά μονάχα, τότε παρακαλώ— ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Κυρία. ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Αμέσως παραμάνα !— Τότε να μη σε ξαναϊδώ, και να μ’ αφήσεις μόνη

Page 236: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

236στον πόνο μου. Αύριο λοιπόν θα στείλω— ΡΩΜΑΙΟΣ: Σου ορκίζομαι. ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Λοιπόν, χίλιες φορές, καλή σου νύχτα !... (Αποτραβιέται) ΡΩΜΑΙΟΣ: Χίλιες φορές για μένανε κακή, χωρίς το φως σου.— Η αγάπη την αγάπη πάει να βρει με προθυμία, όπως αφήνει το παιδί δασκάλους και βιβλία. Μα όταν η αγάπη την αγάπη παρατά, σκυμμένη περπατεί σαν παιδί που στο σκολειό πηγαίνει. (Φεύγει σιγά, σιγά. Ξαναφαίνεται απάνω ή ΙΟΥΛΙΕΤΑ)

ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Στ ! Ρωμαίο, στ ! Ω, ας είχα κυνηγού φωνή να κράξω το περήφανο γεράκι μου. Μα, αχ, είναι βραχνή η σκλαβιά, και δεν μπορεί να υψώσει τη φωνή της. Αλλιώς θάκανα να σειστεί το σπήλαιο όπου κοιμάται η Ηχώ, και την αέρινη θε νάκανα φωνή της απ’ τη δική μου πιο βραχνή να γίνει, αντιλαλώντας τόνομα του Ρωμαίου. - Ρωμαίο ! ΡΩΜΑΙΟΣ: Είναι ή ψυχή μου που με καλεί με τόνομά μου ! Ω, πώς αντιλαλάει η αγαπημένη μας φωνή, γλυκά, αργυρά τη νύχτα, σα μουσική απαλή, στ’ αφτί πού καρτεράει ν’ ακούσει ! ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Ρωμαίο ! ΡΩΜΑΙΟΣ: Αγάπη μου ! ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Αύριο ποιαν ώρα θες να στείλω τον άνθρωπό μου ; ΡΩΜΑΙΟΣ: Στις εννιά πρωί θα τον προσμένω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Χωρίς άλλο.., Μου φαίνεται πώς θα προσμένω ως τότε είκοσι χρόνια... Μα γιατί σε φώναξα ; Δεν ξέρω— ξέχασα τι είχα να σου πω.

Page 237: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

237ΡΩΜΑΙΟΣ: Καλά. θα περιμένω να θυμηθείς. ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Θα το ξεχνώ πάντα για να μη φύγεις και μοναχά πως αγαπώ κοντά σου θα θυμάμαι. ΡΩΜΑΙΟΣ: Τότε κι’ εγώ - για να ξεχνάς—θα μένω εδώ, ξεχνώντας κάθε άλλο σπίτι παρεχτός το σπίτι σου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Ρωμαίο, κοντεύει πρωί. Θάθελα πια να φύγεις· όμως όχι πιο πέρα απ’ ό,τι ένα πουλί που το κρατεί δεμένο ένα παιδί, και δεν το αφήνει—το φτωχό δεσμώτη— να πεταρίζει παρά λίγο πιο μακριά απ’ το χέρι του κι’ αμέσως πάλι το τραβά κοντά του με τη μεταξωτή κλωστή, ζηλεύοντας ακόμη και αυτή τη λίγη λευτεριά του. ΡΩΜΑΙΟΣ: Θα ήθελα νάμουν το πουλί σου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ: Κι’ εγώ θάθελα νάσουνα. Όμως με τα πολλά μου τα χάδια θα σε σκότωνα, φοβάμαι. Καληνύχτα ! Τούτη η πίκρα του χωρισμού έχει μια γλύκα τόση, που «καληνύχτα» θα σου λέω, ως που να ξημερώσει. (Φεύγει) ΡΩΜΑΙΟΣ: Ύπνος νάρθει στα μάτια σου και στην καρδιά σου ειρήνη. Ύπνος και ειρήνη θάθελα για σένα να είχα γίνει – Πάω στο κελλί το γέροντα τώρα, να του ιστορήσω την ευτυχία μου, κι απ’ αυτόν βοήθεια να ζητήσω.

(Φεύγει)

Page 238: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

238

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΒΒΑΑΣΣΙΙΛΛΙΙΑΑΣΣ ΛΛΗΗΡΡ

Πράξη 3η – Σκηνή 2η

(Η μπόρα εξακολουθεί. Μπαίνουν ό ΛΗΡ κι ό ΤΡΕΛΟΣ) ΛΗΡ: Φύσηξε, αγέρα, σκάσ’ τ’ ασκιά σου ! Λύσσα ! Φύσα ! Νεροποντές και καταρράχτες, σεις, χυθείτε, ως να ποτίσετε πυργιά κι ανεμοδείχτες ! Σεις, φλόγες θειάφινες και σαν τη σκέψη γλήγορες προδρόμοι του δρυκόπου αστραποπέλεκου, τ’ άσπρα μαλλιά μου καψαλιάστε ! Και συ, που σύμπαντα ταράζεις, κεραυνέ, χτύπα της γης τον στρόγγυλο όγκο, κάν’ τον πλάκα ! Της φύσης σύντριψε τις μήτρες, λυώσε μονομιάς όλους τούς σπόρους πού γεννούν αχάριστους ανθρώπους. ΤΡΕΛΟΣ: Ε, μπάρμπα μου, νεράκι από δεσποτικόν αγιασμό σε στεγνό σπίτι ε1να καλύτερο απ’ αυτό το νεράκι τής βροχής στ’ ανοιχτά. Καλέ μπάρμπα, μέσα, και ζήτησε χάρη απ’ τα κορίτσια σου. Τέτοια νύχτα δε λυπάται ούτε σοφούς ούτε τρελούς. ΛΗΡ: Φύσα τ’ ασκί σου, φούσκα ! Ξέρναγε, αστραπή ! — Χύσου, βροχή ! Η βροχή, ο αγέρας, η βροντή, η αστραπή δεν είναι κόρες μου. Μαζί σας, στοιχειά μου, δεν τα βάζω για την ασπλαχνιά σας. Σε σας δε μοίρασα βασίλειο, δε σας είπα παιδιά μου, εσείς δε μου χρωστάτε υποταγή. Λοιπόν, ας πάψει το φριχτό σας γλέντι· εδώ σκλάβος σας στέκω, ένας φτωχός σακατεμένος, ανήμπορος και καταφρονεμένος γέρος. Όμως σας λέω βοηθούς δουλόπρεπους, που ενώσατε με δυο κακούργες κόρες τα ουρανοκατέβατα φουσάτα σας πάνω σ’ ένα κεφάλι τόσο γέρικο κι άσπρο σαν αυτό. Ω, ω, ντροπή ! ΤΡΕΛΟΣ: Όποιος έχει σπίτι να χώσει μέσα το κεφάλι του, έχει την καλύτερη περικεφαλαία. Σαν μπει σε σπίτι το βρακί που δε χωρεί και το κεφάλι, ψειριάζουν και τα δυο πολύ. Γυφτόγαμος, χαρά μεγάλη. Όποιος τη φτέρνα του τη βάζει στη θέση πόχει την καρδιά του,

Page 239: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

239από ‘να αγκάθι αυτός φωνάζει κι ο ύπνος γίνεται αγρυπνιά του. Γιατί δε φάνηκε ακόμα όμορφη γυναίκα, που να μη στραβομουτσουνιάζει στον καθρέφτη. ΛΗΡ: Άρχισε ο νους μου να σαλεύει. — Γιόκα μου, έλα· τι κάνεις, γιόκα μου, κρυώνεις ; Κι εγώ κρυώνω. — Πού ‘ναι, καλέ μου, τ’ αχυρόστρωμα που λες ; Πόσο παράξενη είναι ή τέχνη της ανάγκης, χαμένα πράματα πολύτιμα τα κάνει ! Πού ‘ναι η καλύβα σου ; — Φτωχό, τρελό μου αγόρι, έχω μιαν άκρη στην καρδιά μου, πού λυπάται για σένα τώρα. ΤΡΕΛΟΣ: Εκείνος πόχει μια σταλιά μυαλό, με χάι χάι, μ’ αγέρα και βροχή, της τύχης στέργει κάθε χωρατό — κι έβρεχε η βροχή, βροχή καθημερινή. ΛΗΡ: Σωστά, γιέ μου. ΤΡΕΛΟΣ: Ωραία βραδυά, μπορεί να κρυώσει ακόμα και μια κοκότα. Θα ειπώ μια προφητεία, πριν φύγω: Όταν πιο πολύ οι παπάδες θα μιλούν παρά θα κάνουν και στη μπίρα οι μπιραράδες μπόλικο νερό θα βάνουν, όταν θα γενούν μαστόροι οι ευγενήδες στους ραφτάδες και θα καίνε όχι τους άθεους, μοναχά τους γυναικάδες, όταν κάθε νόμου κρίση θα ‘ναι δίκαιη και σωστή κι οι δανδίδες δίχως χρέη κι όχι οι μάγκες πια φτωχοί, όταν οι αβανιές δε θα ‘χουν άλλες γλώσσες για να μένουν κι οι κλεφτοπορτοφολάδες σε στριμούρα δε θα μπαίνουν, όταν φόρα θα μετράνε τα λεφτά οι καταχραστές και θα χτίζουν οι ρουφιάνοι κι οι πουτάνες εκκλησιές, τότε στο βασίλειο της Αλβιόνας θα γενεί μεγάλος κυκεώνας : Γιατί θε να ‘ρθει ένας καιρός — και ποιος θα ζήσει να τα ιδει. που με τα πόδια θα μπορεί ο πάσα ένας να περπατεί. Αυτή την προφητεία θα την κάνει ο Μερλίνος, γιατί εγώ ζω πριν απ’ την εποχή του.

(Βγαίνει)

Page 240: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

240

Μετάφραση: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ

ΟΟ ΒΒΑΑΣΣΙΙΛΛΙΙΑΑΣΣ ΡΡΙΙΧΧΑΑΡΡΔΔΟΟΣΣ ΟΟ ΓΓ΄

Πράξη 1η – Σκηνή 2η

(Οι νεκροφόροι σηκώνουνε το φέρετρο και προχωρούν) Μπαίνει ό ΓΚΛΟΣΤΕΡ)

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Σταθείτε εσείς, κι’ αφήστε καταγής το λείψανο ! ΑΝΝΑ: Ποιός μάγος σκοτεινός κάλεσε αυτόν το δαίμονα, για να εμποδίσει το ιερό μας έργο ; ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Αχρείοι ! αφήστε αμέσως κάτω αυτό το λείψανο, γιατί θα κάνω, μα τον Άγιο Παύλο, λείψανο όποιον δεν υπακούσει. (Οι νεκροφόροι αφήνουν καταγής το φέρετρο) ΑΝΝΑ: Τι τρέμετε ; Φοβόσαστε ; Αχ, αλίμονο, δεν αδικώ κανένα : είστε θνητοί, και του θνητού το μάτι δεν μπορεί ν’ αντικρίσει το διάβολο.— Φύγε από δω, φριχτέ μεσίτη του Άδη ! είχες δύναμη μόνο στο θνητό κορμί του, στην ψυχή του δεν έχεις. Λοιπόν φύγε ! ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Άγια ψυχή, κάνε έλεος, μην οργίζεσαι έτσι ! ΑΝΝΑ: Για το Θεό, φύγε, δαίμονα απαίσιε. Μη μας ταράζεις πια. Γιατί έχεις κάνει τον ωραίο τούτον κόσμο κόλασή σου, γεμάτη από φωνές που καταριούνται κι’ απ’ αναστεναγμούς βαριούς. Αν σ’ ευφραίνει να βλέπεις τα φριχτά σου τα έργα, κοίτα το δείγμα αυτό της κακουργίας σου ! - Ω, άρχοντές μου, δείτε, δείτε, τις πληγές του νεκρού Βασιλιά που άνοιξαν τα πηγμένα στόματά τους και στάζουν αίμα πάλι !— Ντράπου, ντράπου, ω βουνό σιχαμερής ασκήμιας :

Page 241: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

241Εσύ είσαι εδώ, γι’ αυτό αναβρύζει το αίμα από τις κρύες τούτες κι’ άδειες φλέβες. Η πράξη σου, η απάνθρωπη κι’ αφύσικη, το αφύσικο έχει φέρει τούτο αιμάτωμα.— Ω Θεέ, που του ‘χες δώσει το αίμα αυτό, εκδικήσου το θάνατό του ! Ω γη, που το ήπιες, εκδικήσου το θάνατό του ! Ας τον χτυπήσει ό κεραυνός σας, ουρανοί, το φονιά — ή άνοιξε, γη, από κάτω και κατάπιε τον, όπως πίνεις τώρα το αίμα του τίμιου τούτου Βασιλιά, πού εσφάχτη απ’ το σατανικό του χέρι. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Δέσποινα, ξεχνάς τούς νόμους της θεϊκής αγάπης, που αντιπληρώνει το κακό με το καλό, και την κατάρα μ’ ευλογία. ΑΝΝΑ: Αχρείε, για σένα δεν υπάρχουν ούτε του Θεού, ούτε του ανθρώπου νόμοι. Κανένα θηρίο δεν είναι τόσο άγριο, που να μη νιώθει μια σταλιά συμπόνια. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Εγώ δε νιώθω, ώστε δεν είμαι εγώ θηρίο. ΑΝΝΑ: Ω, τι θαύμα να λένε την αλήθεια οι διάβολοι ! ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Και θαύμα πιο τρανό να οργίζονται έτσι οι άγγελοι.— Δώσε μου, θεία εικόνα της τέλειας γυναίκας, την άδεια ν’ απαλλάξω τον εαυτό μου, μ’ αυτή την ευκαιρία, απ’ τα φανταστικά μου κακουργήματα. ΑΝΝΑ: Δώσ’ μου φαρμακερό το κόσμου απόβρασμα, μ’ αυτή την ευκαιρία, την άδεια να σε καταραστώ, εσένα τον κατάρατο, για τούτα σου τα εγκλήματα. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Ω ομορφότερη απ’ ό,τι λόγια ανθρώπινα μπορούν να πούνε, στρέξε ν’ ακούσεις την απολογία μου. ΑΝΝΑ: Ω φριχτότερε απ’ ό,τι ανθρώπινη ψυχή μπορεί να φανταστεί !

Page 242: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

242μια απολογία για σένα μόνο υπάρχει : να κρεμαστείς. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Μια τέτοια απελπισία θα ‘ταν ομολογία πώς είμαι φταίχτης. ΑΝΝΑ: Με τέτοια απελπισία, θα ξέπλενες το κρίμα σου παίρνοντας δίκια απ’ τον εαυτό σου εκδίκηση για κείνους που ‘χεις άδικα σκοτώσει. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Κι’ αν δεν τους σκότωσα ; ΑΝΝΑ: Ε, τότε θα ζούνε. Όμως δε ζουν, και, απαίσιε Σατανά, συ τους έχεις σκοτώσει. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Δε σκότωσα τον άντρα σου. ΑΝΝΑ: Τότε θα ζει. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Όχι, είναι πεθαμένος : τον εσκότωσε το χέρι του Εδουάρδου. ΑΝΝΑ: Λέει ψέματα το βρώμικό σου στόμα. Η Μαργαρίτα η ίδια, η Βασίλισσα, είδε το δολοφόνο σπαθί σου ν’ αχνίζει απ’ το αίμα του — το ίδιο σπαθί που κάποτε έστρεψες προς το στήθος της, μα πρόλαβαν τ’ αδέρφια σου κι’ εμπόδισαν το χτύπημα. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Μ’ ανάγκασε η κακή της γλώσσα, που ήθελε να ρίξει απάνω στις αθώες μου πλάτες τα εγκλήματα εκεινών. ΑΝΝΑ: Σ’ ανάγκασε μονάχα η αιμοβόρα ψυχή σου, που δεν ονειρεύτηκε άλλο ποτέ από φόνους. Συ δε σκότωσες τούτον το Βασιλιά; ΓΚΛΟΣΤΕΡ:

Page 243: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

243 Το δέχομαι. ΑΝΝΑ: Το δέχεσαι, σκαντζόχοιρε ; Τότε ας δεχτεί κι ο Θεός να κολαστείς για τούτο το έγκλημά σου ! Ώ, τι αγαθός κι’ ευγενικός και δίκαιος που είταν ! ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Γι’ αυτό του πρέπει η βασιλεία των ουρανών, όπου βρίσκεται τώρα. ΑΝΝΑ: Ναι, έχει πάει στον ουρανό, όπου εσύ ποτέ σου δε θα πας. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Τότε να μου χρωστά και χάρη που τον βοήθησα να πάει. Γιατί είταν πιο πολύ εκειπάνω η θέση του παρά στη γη. ΑΝΝΑ: Κι’ εσένα η θέση σου δεν είναι αλλού παρά στην Κόλαση. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Ω, ναι· και μια άλλη θέση αν θέλεις να σ’ την πω. ΑΝΝΑ: Ω, καμιά φυλακή. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Η κρεβατοκάμαρά σου. ΑΝΝΑ: Αναπαμό να μη γνωρίσει ή κάμαρα όπου πλαγιάζεις ! ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Κι’ ούτε θα γνωρίσει ενόσω δεν πλαγιάζω δίπλα σου. ΑΝΝΑ: Το ελπίζω. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Εγώ το ξέρω. Όμως, γλυκιά Λαίδη Άννα,— για ν’ αφήσουμε πια τη ζωηρή μας συζήτηση και να ‘ρΘουμε σε μια ησυχότερη ομιλία,— όποιος είταν η αιτία γι’ αυτόν τον πρόωρο θάνατο των Πλανταγενετών,

Page 244: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

244του Ερρίκου και του Εδουάρδου, δεν είναι ένοχος όσο κι’ εκείνος πού ‘κανε το φόνο ; ΑΝΝΑ: Εσύ είσουνα η αιτία κι εσύ ο κατάρατος Φονιάς. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Αιτία είταν η ομορφιά σου : η ομορφιά σου που ερχότανε στον ύπνο μου και με παρακινούσε να δώσω το θάνατο σ’ όλο τον κόσμο, ναι, για να μπορέσω να ζήσω μια ώρα στη γλυκιά σου αγκάλη. ΑΝΝΑ: Αν πίστευα ότι λες, φονιά, τούτα τα νύχια Θα ’χαν ξεσκίσει κιόλα από το πρόσωπό μου αυτή την ομορφιά. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Τούτα τα μάτια δε θα ‘στρεγαν ποτέ να ιδούν το ρήμαγμα της γλυκιάς σου ομορφιάς. Δε θα μπορούσες να της κάνεις κακό, αν είμουνα κοντά σου. Γιατί, όπως ό ήλιος δίνει τη χαρά στον κόσμο, έτσι κι αυτή σ εμένα. Είναι το φως μου, η ζωή μου. ΑΝΝΑ: Μαύρη νύχτα να σκεπάσει το φως σου, και θάνατος τη ζωή σου ! ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Μην καταριέσαι τον εαυτό σου, ουράνιο πλάσμα, τι είσαι εσύ και τα δυο. ΑΝΝΑ: Μακάρι να ‘μουν, για να σ’ εκδικηθώ. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Θα είταν αφύσικο να εκδικηθείς αυτόν που σ αγαπά. ΑΝΝΑ: Δίκαιο και λογικό θα ήταν να εκδικηθώ τον άνθρωπο που σκότωσε τον άντρα μου. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Ο άνθρωπος που σου πήρε, Δέσποινα, τον άντρα σου

Page 245: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

245το ‘κανε για να πάρεις άλλον πιο καλό. ΑΝΝΑ: Πιο καλός δεν υπάρχει άλλος στον κόσμο. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Υπάρχει κάποιος άλλος που σ’ αγαπά καλύτερα. ΑΝΝΑ: Πώς λέγεται ; ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Πλανταγενέτης. ΑΝΝΑ: Έτσι λέγονταν εκείνος. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Το ίδιο λέγεται κι’ αυτός, μα είναι καλύτερος. ΑΝΝΑ: Πού είναι ; ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Εδώ. (Η ΑΝΝΑ τον φτύνει) Γιατί με φτύνεις ; ΑΝΝΑ: Άμποτε να είταν για σένα φονικό φαρμάκι ! ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Ποτέ φαρμάκι δεν εβγήκε από ένα τέτοιο γλυκό μέρος. ΑΝΝΑ: Ποτέ δε στάθηκε φαρμάκι σε φριχτότερο φρύνο. Φύγε από μπροστά μου ! Μου πληγώνεις τα μάτια. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Τα δικά σου μάτια πλήγωσαν τα δικά μου, ωραία μου Δέσποινα. ΑΝΝΑ: Μακάρι να είταν βασιλίσκοι, να σε σκότωναν !

Page 246: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

246ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Μακάρι να ‘ταν, για να πέθαινα μεμιά· τι τώρα με σκοτώνουν, κι’ όμως ζω. Αυτά τα μάτια σου έκαναν τα μάτια μου να κλάψουνε πικρά, και ντρόπιασαν το φως τους με ποτάμια από δάκρυα παιδικά : τούτα τα μάτια που δεν έχυσαν ποτέ συμπόνιας δάκρυα : ούτε τότε πού ‘κλαιγαν ο πατέρας μου ο Γιόρκ και ο Εδουάρδος, ακούγοντας τον άθλιο γόο που ‘κανε ο Ρούτλανδ όταν ο μαύρος Κλίφφορντ έσειε το σπαθί του απάνω απ’ το κεφάλι του, ούτε τότε που ο αντρείος πατέρας σου ιστορούσε σαν το παιδί, τη θλιβερή θανή του δικού μου πατέρα, και είκοσι φορές σταμάτησε η μλιά του απ’ το αναφιλητό κι από το κλάμα — έτσι που όλο όσοι τον ακούγαν είχαν ογρά τα πρόσωπα, σα δέντρα ύστερ’ από βροχή. Κείνες τις μαύρες μέρες, τ αντρίκια μου μάτια καταφρονούσαν τ’ αδύναμα δάκρυα· μα ό,τι δεν μπόρεσε να κάνει η τόση λύπη το πέτυχε η ομορφιά σου, και τα κανε να τυφλωθούν από το κλάμα. Ποτέ δεν έχω πέσει να παρακαλέσω ούτε φίλο ούτε εχτρό· η γλώσσα μου δεν έμαθε ποτέ τα λόγια τα γλυκά της κολακείας· μα τώρα που σκοπός μου είναι τα κάλλη σου, παρακαλεί η περήφανη καρδιά μου και αναγκάζει τη γλώσσα μου να σου μιλήσει. (Η ΑΝΝΑ τον κοιτάζει με καταφρόνια) Μην τα βάζεις να δείχνουν τέτοια καταφρόνια τα χείλια σου, γιατί έχουνε πλαστεί μόνο για να φιλούν, Μυλαίδη, κι’ όχι για να καταφρονούν. Αν δεν μπορεί η καρδιά σου να συχωρέσει, και γυρεύει εκδίκηση, να ! πάρε αυτό το κοφτερό σπαθί, κι’ αν θέλεις, βύθισέ το σε τούτο το πιστό μου στήθος, για να φύγει η ψυχή που σε λατρεύει. Το προσφέρω γυμνό στο θανάσιμο χτύπημα, και σου ζητώ γονατιστός το θάνατο. (Τής δίνει το σπαθί και γονατίζει ξεσκεπάζοντας το στήθος του) Όχι, μην περιμένεις· γιατί εγώ τον σκότωσα το Βασιλέα Ερρίκο.— (Η ΑΝΝΑ στρέφει το σπαθί κατά το στήθος του)

Page 247: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

247 Μα η ομορφιά σου μ’ έσπρωξε να το κάνω. Χτύπα ! Εγώ τον σκότωσα και τον Εδουάρδο — (Η ΑΝΝΑ στρέφει πάλι το σπαθί κατεπάνω του) Μα η θεία μορφή σου μ’ ανάγκασε σ αυτό. (Η ΑΝΝΑ αφήνει το σπαθί να πέσει) Παρ’ το σπαθί μου πάλι πάρε εμένα. ΑΝΝΑ: Σήκω, υποκριτή ! Αν και ποθώ το θάνατό σου, δεν θέλω να γίνω ο δήμιός σου εγώ. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Ε, τότε, πες μου να σκοτωθώ, και θα το κάνω. ΑΝΝΑ: Σου το έχω πει. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Μου το είπες στο θυμό σου. Πες το πάλι, και τούτο εδώ το χέρι, που για την αγάπη σου σκότωσε την αγάπη σου, θα σκοτώσει, γι’ αγάπη σου, μια αγάπη πολύ πιστότερη· και θα ‘σαι εσύ η αιτία και για τους δυο θανάτους. ΑΝΝΑ: Πώς ήθελα να ξέρω την καρδιά σου ! ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Τη φανερώνει ή γλώσσα μου. ΑΝΝΑ: Φοβάμαι και τα δυο πώς είναι ψεύτικα. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Τότε δε στάθηκε άνθρωπος αληθινός στον κόσμο. ΑΝΝΑ: Καλά, καλά, βάλ’ το σπαθί στη θήκη. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Πες μου λοιπόν πως είμαστε πια φίλοι.

Page 248: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

248ΑΝΝΑ: Αυτό θε να το δούμε αργότερα. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Όμως μπορώ να ζω με την ελπίδα ; ΑΝΝΑ: Όλοι, θαρώ με μιαν ελπίδα ζούμε. ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Δέξου από μένα αυτό το δαχτυλίδι. ΑΝΝΑ: Δέχομαι δε θα πει παραχωρώ. (Φορεί το δαχτυλίδι) ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Δες, όπως ζώνει αυτό το δαχτυλίδι το δάχτυλό σου, έτσι κλείνει και το στήθος σου τη δόλια μου καρδιά. Κράτησ’ τα και τα δυο, γιατί είναι και τα δυο δικά σου. Κι αν μπορεί ο αφοσιωμένος δύστυχος ικέτης σου να ζητήσει μια χάρη από το σπλαχνικό σου χέρι, θα του κάνεις τη ζωή του για πάντα ευτυχισμένη. ΑΝΝΑ: Τι θες λοιπών ; ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Ν αφήσεις αυτό το πένθιμο έργο σ’ αυτόν που ’χει μεγαλύτερο λόγο να πονεί, και να φύγεις αμέσως για το Κρόσμπυ· κι’ εκεί — σα θάψω μ’ όλη την πρεπούμενη πομπή το σώμα αυτού του τίμιου Βασιλιά, στου Τσέρσυ τη μονή, και ραντίσω τον τάφο του με της μετάνοιας μου τα δάκρυα,—θα ‘ρθω αμέσως να σου προσφέρω τις υπηρεσίες μου. Για πολλούς λόγους που δεν ξέρεις, σε ικετεύω, κάνε μου αυτή τη χάρη. ΑΝΝΑ: Μ’ όλη μου την καρδιά. Και χαίρομαι στ’ αλήθεια να βλέπω που έχεις έτσι μετανιώσει. (Η ΑΝΝΑ κάνει να φύγει) ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Δε μ’ αποχαιρετάς ;

Page 249: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

249 ΑΝΝΑ: Ζητάς πολλά. Όμως αφού με μαθαίνεις εσύ πώς να σε κολακέψω, φαντάσου πως σου το ‘χω πει το χαίρε.

(Φεύγει)

Page 250: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

250

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΑΑΜΜΛΛΕΕΤΤ

Πράξη 3η – Σκηνή 1η

(Η Οφιλία και ο Άμπλετ) ΟΦΙΛΙΑ: Καλέ μου αφέντη, Πώς είναι ή χάρη σου όλες τούτες τις ήμέρες ; ΑΜΛΕΤ: Ω, ταπεινά σ’ ευχαριστώ· καλά, καλά, καλότατα. ΟΦΙΛΙΑ: Αφέντη μου, έχω μερικά χαρίσματά σου που από καιρό ποθούσα να σ’ τα ξαναδώσω· παρακαλώ σε τώρα πάρ’ τα. ΑΜΛΕΤ: Εγώ ; όχι δα· ποτέ δε σου ‘χω δώσει τίποτα. ΟΦΙΛΙΑ: Καλέ μου αφέντη, ξέρω εγώ καλά πως μου ‘δωσες· μαζί και λόγια με γλυκόπνοη ευωδιά που τα ‘κανε πολύ πλουσιότερα τα δώρα· σαν χάθη το άρωμά τους, πάρ ‘τα πίσω τώρα· σε αγνή ψυχή το πλούσιο χάρισμα φτωχαίνει σαν τύχει ό χαριστής κακός να γένει. Ορίστε, αφέντη μου. ΑΜΛΕΤ: Χα, χα ! Είσαι τίμια ; ΟΦΙΛΙΑ: Αφέντη μου ; ΑΜΛΕΤ: Είσαι όμορφη ; ΟΦΙΛΙΑ: Τι θες να πεις, αφέντη μου ; ΑΜΛΕΤ: Γιατί, αν είσαι τίμια κι όμορφη, η τιμή σου δεν πρέπει να ‘χει καμιά σχέση με την ομορφιά σου. ΟΦΙΛΙΑ: Μπορεί η ομορφιά, αφέντη μου, να βρει άλλη παρέα καλύτερη απ’ την τιμή ;

Page 251: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

251 ΑΜΛΕΤ: Βεβαιότατα, γιατί μάλλον η δύναμη της ομορφιάς θα μεταμορφώσει την τιμή κι από αυτό που είναι θα την κάμει μεσίτρα, παρά η δύναμη της τιμής να μπορέσει ν’ αλλάξει την μορφιά και να την κάμει όμοιά της· αυτό ήταν άλλοτε παραδοξολογία, αλλά η εποχή μας το βγάζει σωστό. Σ’ αγάπησα κάποτε. ΟΦΙΛΙΑ: Αλήθεια, αφέντη μου, μ’ έκαμες να το πιστέψω. ΑΜΛΕΤ: Δεν έπρεπε να μ’ είχες πιστέψει· γιατί όσα μυρουδικά αρετής κι αν ρίξουμε στον παλιό μας μπελντέ, το καταλαβαίνουμε στη γέψη· δε σ’ αγάπησα. ΟΦΙΛΙΑ: Τόσο το χειρότερο, γελάστηκα. ΑΜΛΕΤ: Να πας σε μοναστήρι· τι θες να γίνεις γεννήτρα αμαρτωλών Κι εγώ είμαι, ας πούμε, τίμιος· κι όμως έχω να κατηγορήσω τον εαυτό μου για πράματα που κάλλιο να μη μ’ είχε κάμει η μάνα μου· είμαι πολύ φαντασμένος, εκδικητικός, φιλόδοξος· είμαι με τόσες κακίες φορτωμένος, όσες δεν έχω σκέψεις να τις χωρέσουν, φαντασία να τους δώσει μορφή, ή καιρό να τις βάλω σε πράξη. Τι θέλουν τέτοιοι κακόμοιροι σαν εμένα να σέρνονται ανάμεσα ουρανό και γη ; Είμαστε όλοι αλήτες, Κανέναν μας μην πιστεύεις. Άντε να κλειστείς σε μοναστήρι. — Που είναι ο πατέρας σου ; ΟΦΙΛΙΑ: Στο σπίτι, αφέντη μου. ΑΜΛΕΤ: Να τον κλείσετε μέσα για να μην κάνει αλλού τον τρελό, μόνο μέσ’ στο σπίτι του. Γεια σου. ΟΦΙΛΙΑ (Μόνη της) : Ω βοηθάτε τον, ουράνιες χάρες ! ΑΜΛΕΤ: Αν παντρευτείς, θα σου δώσω τούτη την πικρή προφητεία για προίκα σου : κι ας είσαι αγνή σαν το κρούσταλλο και καθαρή σαν το χιόνι, απ’ την αβανιά δε θα γλυτώσεις. Άντε, πήγαινε σε μοναστήρι. Γεια σου. — Ή αν θέλεις και καλά να παντρευτείς, Πάρε έναν τρελό· γιατί οι φρόνιμοι πολύ καλά ξέρουν τι τέρατα τους κάνετε. Σε μοναστήρι, εμπρός· και γρήγορα. Γεια σου. ΟΦΙΛΙΑ (μόνη της) : Ω, ουράνιες δύναμες, δώστε του την υγειά του ! ΑΜΛΕΤ: Έχω ακούσει και για τα βαψίματά σας, τα ξέρω καλά· ο Θεός σας δίνει ένα πρόσωπο και σεις το φκιάνετε άλλο· λυγιζόσαστε, σουσουραδίζετε, μιλάτε με νάζι και δίνετε χαϊδευτικά παρατσούκλια στα πλάσματα του θεού· και την ακολασία σας την παρουσιάζετε για άγνοια. Άντε, δεν τα υποφέρω πια, αυτά με τρέλαναν. Σου λέω δε

Page 252: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

252θέλουμε άλλες παντρειές· όσοι είναι ως τώρα παντρεμένοι, όλοι έξω από έναν, θα ζήσουν· οι άλλοι θα μείνουν έτσι. Σε μοναστήρι, άντε.

(Βγαίνει) ΟΦΙΛΙΑ: Ω τόσο ευγενικό μυαλό πώς σακατεύτη ! Μάτι, λαλιά, σπαθί αυλικού, σοφού, στρατιώτη, η απαντοχή, το ρόδο στ’ όμορφο βασίλειο, της μόδας ο καθρέφτης, πρότυπο στους τρόπους, το θώρι όσων θωρούν, τόσο να πέσει, τόσο ! Κι εγώ η πιο άθλια κι έρμη απ’ τις γυναίκες, που βύζαξα το μέλι απ’ τα γλυκά του λόγια, να βλέπω το έξοχο, το υπέροχό του πνεύμα σαν σήμαντρο γλυκό που ράισε να γκρινιάζει· το ασύγκριτό του θώρι, τα ανθισμένα νιάτα να τα μαραίνει το ξεφρένιασμα. Ω μαύρη μου ώρα, τι να ‘χω δει και τι να βλέπω τώρα !

Page 253: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

253

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΑΑΜΜΛΛΕΕΤΤ

Πράξη 3η – Σκηνή 4η

(Ο ΠΟΛΩΝΙΟΣ κρύβεται πίσω από την κουρτίνα της κρεβατοκάμαρας) ΑΜΛΕΤ: (Από μέσα) Μητέρα, μητέρα, μητέρα !

Μπαίνει ο ΑΜΛΕΤ) ΑΜΛΕΤ: Δοιπόν, μητέρα μου, τι τρέχει ; ΓΕΤΡΟΥΔΗ: Άμλετ, στον πατέρα σου έκαμες πολύ κακό. ΑΜΛΕΤ: Μητέρα, στον πατέρα μου έκαμες πολύ κακό. ΓΕΤΡΟΥΔΗ: Έλα, έλα, μου αποκρίνεσαι μ’ ανούσια γλώσσα. ΑΜΛΕΤ: Άντε, άντε, μου αποτείνεσαι με ανόσια γλώσσα. ΓΕΤΡΟΥΔΗ: Τι είναι αυτά, Άμλετ ; ΑΜΛΕΤ: Τι, μητέρα μου ; ΓΕΤΡΟΥΔΗ: Με ξέχασες ; ΑΜΛΕΤ: Όχι, όχι, μα τον σταυρωμένο, όχι και τόσο· είσαι η βασίλισσα, η γυναίκα του αντραδέρφου σου, κι είσαι — που να μην ήσουνα — η μητέρα μου. ΓΕΤΡΟΥΔΗ: Ε, όχι, άλλους θα βάλω να μπορούν να σου μιλήσουν. ΑΜΛΕΤ: Έλα, έλα εδώ, και κάτσε κάτω· μη σαλέψεις· δε φεύγεις πριν μπροστά σου βάλω έναν καθρέφτη

Page 254: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

254όπου να δεις μέσα και μέσα τον εαυτό σου. ΓΕΤΡΟΥΔΗ: Τι μελετάς να κάμεις ; Δε θα με σκοτώσεις; Βοήθεια, βοήθεια, ώ ! ΑΜΛΕΤ: (Ξεσπαθώνοντας τραβάει μια σπαθιά στην κουρτίνα) Τι ! ποντικός ; στον τόπο, ένα δουκάτο, πέθανε ! ΓΕΤΡΟΥΔΗ: Αλί μου, τι έκανες ; ΑΜΛΕΤ: Δεν ξέρω, τι, είν’ ο βασιλιάς ; ΓΕΤΡΟΥΔΗ: Τι ξαφνικό κι απαίσιο έγκλημα είν’ αυτό ; ΑΜΛΕΤ: Απαίσιο έγκλημα ! σχεδόν τόσο κακό, καλή μητέρα, σαν να θανατώσεις βασιλιά κι απέ να παντρευτείς τον αδερφό του. ΓΕΤΡΟΥΔΗ: Να θανατώσεις βασιλιά ; κι απέ να παντρευτείς τον αδερφό του. ΓΕΤΡΟΥΔΗ: Να θανατώσεις βασιλιά ; ΑΜΛΕΤ: Ναι, κυρά, το ‘πα.— (Σηκώνει την κουρτίνα και ξεσκεπάζει τον ΠΟΛΩΝΙΟ) Συ δόλιε φλύαρε, τρελέ, κουτοπερίεργε, ώρα καλή ! σε πήρα τον καλύτερό σου· τα ‘θελες, τα ‘παθες· κανείς σαν πολυχώνεται τρέχει και κάποιον κίνδυνο, το βλέπεις.— (Στη μητέρα του) Πάψε τα χέρια να ζουλάς. Σύχασε, κάτσε, κι άσε με να ζουλήξω την καρδιά σου· ναι, αν είναι από ύλη ευκολοπέραστη, αν δεν είναι απ’ την κατάρατη συνήθεια ατσαλωμένη, σαν στεγανό θωράκισμα, ενάντια στο αίσθημα. ΓΕΤΡΟΥΔΗ: Τι έχω κάμει πού τολμάς με γλώσσα αδιάντροπη τόσο σκληρά να με αποπαίρνεις ;

Page 255: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

255 ΑΜΛΕΤ: Πράξη τέτοια, που σβει τη χάρη και το χρώμα της ντροπής· την αρετή τη λέει υποκρίτρα· βγάζει το τριαντάφυλλο από το μέτωπο τ’ ωραίο αγνής αγάπης και βάζει εκεί ένα απόστημα· τα λόγια του αρρεβώνα τα κάνει ψεύτικα σαν όρκους τζογαδόρων· ω, τέτοια πράξη, που απ’ το σώμα το ιερό του γάμου ξεριζώνει την ψυχή την ίδια και τη γλυκειά του τελετή την κάνει ψαλμωδία φλύαρη· κοκκινίζει η όψη τ’ ουρανού κι αυτός ο ατόφιος στέρεος όγκος με θλιμμένο πρόσωπο, ωσάν την κρίση ν’ αντικρύζει, λιώνει πού συλλογιέται αυτή την πράξη. ΓΕΤΡΟΥΔΗ: Ωιμέ, τι πράξη, πού έτσι μουγκρίζει και βροντάει ο πρόλογός της ; ΑΜΛΕΤ: Κοίταξε εδώ, δες την εικόνα αυτή κι αυτή, που παρουσιάζουν δυο αδερφούς σ’ αντιπαράσταση. Δες πόση χάρη έχει απλωθεί σ’ αυτό το πρόσωπο· σγουρά Υπερίονα· του Δία του ίδιου μέτωπο· ματιά σαν του Άρη, φοβερίζει και προστάζει· κορμοστασιά σαν του Ερμή του αγγέλου, μόλις ακροπατεί σε κορυφή ουρανοφιλούσα. Σύνθεση τόντι και μορφή που επάνω της ο κάθε Θεός λες κι έχει βάλει τη σφραγίδα του να εγγυηθούν στον κόσμο για έναν άντρα· αυτός ήταν ο άντρας σου.— Δες τώρα τη συνέχεια : τούτος είν’ ο άντρας σου· σαν ήρα καπνισμένη, που το γερό το αδέρφι της μολύνει. Έχεις μάτια ; Άφησες τη βοσκή στο ωραίο αυτό βουνό για να παχαίνεις μέσ’ σ’ αυτόν τον βούρκο ; Χα ! Έχεις μάτια ; Μη μου πεις έρωτας, γιατί στην ηλικία σου η θέρμη των αιμάτων ημερεύει, πέφτει κι ακολουθεί την κρίση· ποια όμως κρίση θα ‘πεφτε σ’ αυτό απ’ αυτό ; Νουν έχεις σίγουρα, τι αλλιώς δε σάλευες — μα ‘παθε ο νους σου αποπληξία· γιατί ούτε η τρέλα δε θα λάθευε· ούτε ο νους δεν εσκλαβώθη έτσι ποτέ στη λύσσα του έρωτα που να μην έχει λίγη δύναμη να ξεχωρίσει την τόση διαφορά. Ποιος διάολος σ’ έμπλεξε έτσι στην τυφλομύγα ; Μάτια δίχως την αφή, αφή αόμματη, αφτιά χωρίς χέρια και μάτια, όσφρηση δίχως τίποτ’ άλλο, ή κι ένα μέρος αρρωστημένο από μια γνήσια αίσθηση δε θα ‘χε τόση στραβομάρα. — Ω ντροπή, πού ‘ναι το χρώμα σου ; Άδη αντάρτη, αφού σηκώνεις τέτοια επανάσταση σε μιας κυράς τα κόκαλα, ας γίνει στη φωτιά της νιότης η αρετή

Page 256: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

256κερί, στη φλόγα της να λιώνει· κι ας μη ντρέπεται σαν κάνει επίθεση το πάθος το ασυγκράτητο, αφού ως κι ο πάγος με άλλη τόση καίει ορμή, κι είναι μεσίτρα ο νους στον πόθο. ΓΕΡΤΡΟΎΔΗ: Ω Άμλετ, μη μιλάς πια· μου γυρνάς τα μάτια μέσ’ στης ψυχής μου τα κατάβαθα, όπου βλέπω λεκέδες τόσο μελανούς που δεν ξεφάφονται. ΑΜΛΕΤ: Μόν’ για να ζεις σε λιγδωμένου κρεβατιού τον σάπιο ιδρώτα, στην χλιαρήν ακολασία, να κάνεις έρωτα και γλύκες μέσα σ’ ένα γουρνοσταλιό — ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Ω, πάψε πια· τα λόγια αυτά σου σαν μαχαίρια μπαίνουν στ’ αφτιά μου. Πάψε πια, Άμλετ ακριβέ μου ! ΑΜΛΕΤ: Μ’ έναν φονιά κι έναν αχρείο· μ’ έναν σκλάβο που ούτε το δέκατο δεν έχει απ’ το εικοστό του πρώτου αφέντη σου· έναν καραγκιόζη βασιλιά· πορτοφολά του θρόνου και της εξουσίας, που απ’ το σεντούκι το πολύτιμο το στέμμα το βούτηξε και το ‘χωσε στην τσέπη του ! ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Όχι πια ! ΑΜΛΕΤ: Έναν βασιλέα από κουρέλια και μπαλώματα — (Μπαίνει το ΦΑΝΤΑΣΜΑ) Φυλάχτε με, σκεπάστε με, άγγελοι, με τα φτερά σας ! — Τι θέλει η σπλαχνική μορφή σου ; ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Αλίμονο, είναι τρελός ! ΑΜΛΕΤ: Ήρθες για να μαλώσεις τον οκνό σου γιο που αφήνοντας καιρό και πάθος να περνάει δεν εχτελεί τη βιαστική, την τρομερή σου προσταγή ; Ω, πες μου ! ΑΜΛΕΤ: Πώς είσαι, κυρία ;

Page 257: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

257ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Αλίμονο, πώς είσαι συ, που έτσι καρφώνεις στο κενό τα μάτια και με τον άυλον αέρα κουβεντιάζεις ; Το πνέμα σου άγριο ξεπροβάλλει από τα μάτια σου, και, σαν στρατιώτες σε συναγερμό στον ύπνο τους τα πλαγιασμένα σου μαλλιά, σαν ξαφνικά να παίρνουν ζωή, πετιούνται ορθά. Καλό παιδί μου, την κάψα και φωτιά της ταραχής σου ράντισε με κρύα υπομονή. Μα τι κοιτάζεις ; ΑΜΛΕΤ: Αυτόν, αυτόν ! Δες τι χλωμή ή θωριά του ! Μορφή κι αιτία του ενωμένα αν εμιλούσαν στις πέτρες, θα τις συγκινούσαν. — Ω, μη με κοιτάζεις, μήπως μ’ αυτό σου το ύφος το θλιμμένο αλλάξεις τη στέρια διάθεσή μου· κι ό,τι πάω να κάμω πάρει άλλο χρώμα· δάκρυα ίσως αντίς αίμα. ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Σε ποιον τα λες αυτά ; ΑΜΛΕΤ: Τίποτα εκεί δε βλέπεις ; ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Τίποτα κι όμως όλα όσα ναι κει τα βλέπω. ΑΜΛΕΤ: Και τίποτα δεν άκουσες ; ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Τίποτα, μόνο εμάς. ΑΜΛΕΤ: Πώς, κοίτα κει ! Κοίτα πώς φεύγει αργά και πάει ! Είναι ο πατέρας μου καθώς όταν εζούσε ! Κοίταξε κει, να, τώρα βγαίνει από την πόρτα ! (Βγαίνει το ΦΑΝΤΑΣΜΑ) ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Γέννημα μόνο του μυαλού σου· πράμα ασώματο η έξαψη μόνο πλάθει. ΑΜΛΕΤ: Έξαψη ! Δες ο σφυγμός μου, ταχτικός σαν τον δικόν σου, κρατάει τον ίδιο υγείας ρυθμό· δεν είναι τρέλα όσα ξεστόμισα· δοκίμασέ με κι όλα σ’ τα ξαναλέω λέξη προς λέξη· η τρέλα θα πηδούσε

Page 258: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

258μακριά. Μητέρα, έτσι να δεις Θεό, μη βάζεις το γλυκό στην ψυχή σου μπάλσαμο πώς τάχα μιλάει η τρέλα μου κι όχι τ ανόμημά σου· θα κάμει στο έλκος σου μια πέτσα επάνω-επάνω και μέσα κρυφοβόσκοντα ή κακιά σαπίλα θα προχωρεί παντού. Στο Θεό ξομολογήσου· μετάνιωσε για ό,τι έγινε, απόφυγε στο μέλλον και μη τ’ αγριόχορτα φουσκίζεις και τα κάνεις θρασύτερα. Συχώρα αυτή την αρετή μου, γιατί στην έγκωμη, παχύσαρκη εποχή μας ως κι η αρετή πρέπει να παίρνει απ’ την κακία συμπάθιο, ναι, ταπεινά σκυφτή να της ζητάει την άδεια για να τής της κάμει τ καλό. ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Αχ, Άμλετ, την καρδιά μου μου ’σκιεσες στα δύο. ΑΜΛΕΤ: Ω, πέτα πέρα το χειρότερο κομμάτι και ζήσε αγνότερη με τ άλλο.— Καληνύχτα. Όμως στου θείου μου το κρεβάτι να μην πας· πάρε, αν δεν έχεις, αρετή με το στανιό. Κρατήσου απόψε· λίγο θα σ’ ευκολύνει αυτό τη δεύτερη φορά· την τρίτη πιο πολύ· τι λίγο-λίγο ή χρήση μπορεί ν’ αλλάξει και της φύσης τη συνήθεια και, ή να δαμάσει ή να πετάξει έξω τον διάβολο με θαυμαστήν ορμή. Και πάλι καληνύχτα· κι όταν ποθήσεις ευλογία, θα σου ζητήσω να μ’ εύλογήσεις.— Όσο για τον κύριο τούτον (Δείχνει τον ΠΟΛΩΝΙΟ) το μετανιώνω· μα ο Θεός το θέλησε έτσι να τιμωρήσει εμέ μ’ αυτό κι αυτό με μένα για να με κάμει μάστιγά του κι υπηρέτη του. Θα τον φροντίσω και θα δώσω λόγο μόνος μου που πήρα τη ζωή του.— Πάλι καληνύχτα. Σκληρός είμαι από ανάγκη μόνο να ωφελήσω· τούτο άρχισε κακά, χειρότερα είναι πίσω.— Μια λέξη ακόμα θα σου πω, καλή κυρία.— ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Τι θες να κάμω ; ΑΜΛΕΤ: Κάθε άλλο απ’ ό,τι σου είπα πριν· άσ’ τονε πάλι να σε τραβήξει ο μπεκροβασιλιάς στο στρώμα· στο μάγουλο να σε γλυκοτσιμπήσει· να σε ειπεί ποντίκι του· για δυο βρωμόχνωτα φιλιά, ή μπατσάκια στον σβέρκο με τα κολασμένα του τα δάχτυλα στρέξε όλα αυτά να του τα φανερώσεις, πως

Page 259: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

259ουσιαστικά τρελός δεν είμαι, παρά ή τρέλα μου είναι φκιαστή. Αυτό καλό ‘ναι να το μάθει· ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Ω, να ‘σαι βέβαιος αν τα λόγια είναι πνοή, κι είναι ή πνοή ζωή, δεν έχω εγώ ζωή να δώσω πνοή σ’ αυτά που μου ‘πες. ΑΜΛΕΤ: Πρέπει να πάω στην Αγγλία· αυτό το ξέρεις ; ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ: Ωχού, το ξέχασα· έχει γίνει τέτοια απόφαση. ΑΜΛΕΤ: Τα έγγραφα έχουν σφραγιστεί και τα κομίζουν οι δυο μου σύσκολοι, που εγώ τους επιστεύομαι όσο δυο οχιές φαρμακερές· αυτοί μου ανοίγουν τον δρόμο· μου είναι οι αρχηγοί στην προδοσία. Ασ’ το, ας τραβήξει· κι έχει γούστο να ξεκάμεις με τη δική του μηχανή τον μάστορή της. Δύσκολα, μα θα σκάψω κάτω απ’ τα λαγούμια τους μια όργιά, να τούς τινάξω στ’ άστρα· είναι γλυκό δυο πονηριές αντίπαλες να συγκρουστούν. Τούτον να τον μαζέψω και να τα μαζεύω· τ’ άντερα αυτά θα τα τραβήξω πλάι στην κάμαρη.— Μητέρα, καληνύχτα.—-Αλήθεια αυτός ο σύμβουλος τώρα ‘ναι σιωπηλός πολύ και σοβαρός, ενώ, όσο ζούσε, ήταν ό φίλος φλύαρος και λωλός.— Κύριε, εμπρός, να τελειώνουμε με σένα.— Μητέρα, καληνύχτα.

(Βγαίνουν χώρια. Ο ΑΜΛΕΤ σέρνει τον ΠΟΛΩΝΙΟ)

Page 260: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

260

Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ

ΑΑΜΜΛΛΕΕΤΤ

Πράξη 5η – Σκηνή 1η

(Μπαίνουν δυο ΚΩΜΙΚΟΙ με τσάπες κλπ.) Α’ ΚΩΜ: Είναι να τηνε Θάψουνε σαν χριστιανή μια που γυρεύει στανικά να σώσει τις αμαρτίες της ; Β’ ΚΩΜ: Είναι σου λέω· και γι’ αυτό ίσα, φτιάχ’ της τον τάφο· ο κορονάτος την έβαλε κάτω και της έβγαλε χριστιανικό θάψιμο. Α’ ΚΩΜ: Αυτό δε γίνεται, έξω κι αν πνίχτηκε «ναμύνη ζωής». Β’ ΚΩΜ: Ε, έτσι το ‘βραν. Α’ ΚΩΜ: Πρέπει να ‘ναι «ναμύνη ζωής», αλλιώς δε γίνεται. Γιατί δω ‘ναι ο κόμπος· γιατί αν πάω και πνιχτώ «εγνώσει», αυτό ‘ναι μια πράξη· και μια πράξη έχει τρεις κλάδωσες : το πράττω, το ποιώ, το κάνω· αραγούν, αυτή πνίχτηκε «εγνώσει». Β’ ΚΩΜ: Όχι, άκουσε, μαστροτσάπα μου, — Α’ ΚΩΜ. Με το συμπάθιο : εδώ ‘ναι το νερό· πάει καλά· εδώ στέκεται ο άθρωπος· πάει καλά· αν ο άθρωπος πάει σ’ αυτό το νερό και πνιχτεί, θα ειπεί, θέλει δε θέλει, πως πήγε· αυτό να σημειώσεις· αν όμως το νερό πάει σ’ αυτόν και τον πνίξει, δεν έχει πνιχτεί μόνος του· αραγούν, εκείνος δεν έχει εγκληματήσει στον εαυτό του, δεν κόβει ο ίδιος τη ζωή του. Β’ ΚΩΜ: Μα έτσι είν’ ο νόμος ; Α’ ΚΩΜ: Αμ έτσι βέβαια· ό βασιλικός ο νόμος της ανάκρισης. Β’ ΚΩΜ: Θες να μάθεις την αλήθεια ; Αν αυτή δεν ήταν αρχοντοπούλα, δε θα τη θάβανε με την εκκλησία. Α’ ΚΩΜ: Α, αυτό το ‘πες σωστά· κι είναι μάλιστα άδικο οι μεγαλουσάνοι να ‘χουν το λεύτερο και να πνιχτούν και να κρεμαστούν περισσότερο από τους άλλους χριστιανούς. Έλα, την τσάπα μου. Δεν έχει παλιό αρχοντολόι, μονάχα οι περιβολάρηδες, οι σκαφτιάδες κι οι νεκροθάφτες, αυτοί κρατάνε την τέχνη του Αδάμ. Β’ ΚΩΜ: Τι, αυτός ήταν άρχοντας ; Α’ ΚΩΜ: Αμέ, αυτός πρωτόβαλε άρματα. Β’ ΚΩΜ: Άντε, δεν είχε άρματα. Α’ ΚΩΜ: Τι, δωλολάτρης είσαι ; Έτσι ξηγάς την Αγία Γραφή ; Η Αγία Γραφή το λέει «ο Αδάμ ήταν ο πρώτος αρματολός». Ε, μπόρηγε να ‘ναι αρματολός δίχως άρματα ; Θα σου βάλω άλλο ένα ζήτημα· α δε μου δώσεις σωστή απόκριση, τότε ξομολογήσου,— Β’ ΚΩΜ: Άντε, μπρος. Α’ ΚΩΜ: Ποιος είν’ εκείνος που κοδομάει στερεώτερα κι από χτίστη, κι από καλαφάτη, κι από μαραγκό ; Β’ ΚΩΜ: Ο κρεμαλοφτιάχτης· γιατί το κοδόμημα αυτουνού φιλεύει χιλιάδες και πάλι βαστάει. Α’ ΚΩΜ: Μ’ αρέσει η ξυπνάδα σου, μα την πίστη μου· καλή ‘ναι η κρεμάλα· αμή πώς καλή ; καλή για κείνους που κάνουν κακά κι εσύ κάνεις κακά να λες πως η κρεμάλα είναι κοδόμημα πιο στέρεο κι απ’ την εκκλησιά· αραγούν, η κρεμάλα είναι καλή για σένα. Έλα, μπρος, άλλο. Β’ ΚΩΜ: Ποιος είν’ εκείνος που κοδομάει στερεώτερα κι από χτίστη, καλαφάτη και μαραγκό;

Page 261: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

261Α’ ΚΩΜ: Ναι, αυτό να μου πεις, κι άι καλιά σου. Β’ ΚΩΜ: Στην πίστη μου, τώρα θα σ’ το πω. Α’ ΚΩΜ: Πες το. Β’ ΚΩΜ: Στο διάτανο, δε μπορώ. Α’ ΚΩΜ: Μην κοπανάς το μυαλό σου περισσότερο, γιατί τ’ οκνό σου το γαϊδούρι δε σιάζει την περπατησιά του με το ξύλο· κι όταν στο εξής σου βάλουν αυτό το ζήτημα, να ειπείς : «ο νεκροθάφτης»· τα σπίτια που σου φτιάνει αυτός σου βαστάνε ως τη δεύτερη παρουσία. Χάιντε πετάξου στου Γιόχαν· φέρε μου ένα καραφάκι ρακί.

(Βγαίνει ό Β’ ΚΩΜΙΚΟΣ. Τούτος σκάβει και τραγουδάει)

Page 262: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

262

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΗΗ ΣΣΤΤΡΡΙΙΓΓΓΓΛΛΑΑ ΠΠΟΟΥΥ ΕΕΓΓΙΙΝΝΕΕ ΑΑΡΡΝΝΑΑΚΚΙΙ

Πράξη 2η – Σκηνή 1η

(Πετρούκιος περιμένοντας την Κατερίνα και μετά ο διάλογός τους)

ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Κι’ αν έρθει, θα φερθώ με κάποια αναίδεια. Ας πούμε πως με βρίζει, εγώ θα πω, χωρίς καμιά ντροπή, πως κελαϊδεί γλυκύτερ’ απ’ τα’ αηδόνι. Ας πούμε πως μου ρίχνει άγριες ματιές, εγώ θα πω πως τα μάτια της είναι λαγαρά σαν τριαντάφυλλα που τα ’χει λούσει η δρόσο της αυγής. Ας πούμε πως βουβαίνεται, μη θέλοντας να βγάλει ούτε μια λέξη, εγώ θ’ αρχίσω να παινεύω την έξυπνη λαλιά της και τη γοητευτική της ευγλωττία. Κι ν πει να της αδειάσω τη γωνιά, θα την ευχαριστήσω, σα να μου ’λεγε να καθίσω κοντά της μια βδομάδα. Αν πει πως δεν παντρεύεται, θ’ αρχίσω να τη ρωτάω επίμονα πότε θα προκηρύξουμε τους γάμους μας στην εκκλησία, και πότε θα τούς κάνουμε. — Μα να την κιόλα ! Εμπρός λοιπόν, Πετρούκιε. (Έρχεται η ΚΑΤΕΡΙΝΑ) Καλημέρα σου, Καίτη, έτσι άκουσα πως είναι το όνομά σου. ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Καλά άκουσες, μα όχι πολύ σωστά. Με λένε Κατερίνα, όταν μιλούν για μένα. ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Στην πίστη μου, λες ψέματα· λέγεσαι Καίτη, απλά, ή η καλή Καίτη, και επίσης κάποτε η κακίστρα η Καίτη ! Μα είσαι η Καίτη, η πιο χαριτωμένη Καίτη μες στη Χριστιανοσύνη· η Καίτη, η Καίτω, το χρυσό κουφέτο. Γι’ αυτό, Καίτη, άκουσέ με, Καίτη, μοναδική παρηγοριά μου ! —

Page 263: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

263Ακούοντας να παινεύουνε παντού την καλή σου καρδιά, να κουβεντιάζουν για τι; πολλές σου χάρες, και να υμνούνε τη μεγάλη ομορφιά σου (όμως όχι ποτέ κι’ όσο το αξίζει) εκίνησα να ’ρθω να σε γυρέψω. ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Εκίνησες ! Καλά ! Τότε κουνήσου να φύγεις από δω το γρηγορότερο. Σε κατάλαβα αμέσως ό,τι σε είδα, πώς είσαι σωστό μόμπιλο. ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Τι μόμπιλο ; ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Ένα τρίποδο ! ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Το ’βρες ! Τότε κάθισε απάνω μου. ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Οι γάιδαροι πλαστήκαν για να σηκώνουν βάρη· αυτό είσαι εσύ. ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Οι γυναίκες πλαστήκαν για να σηκώνουν. Και εσύ ’σαι γυναίκα. — ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Όχι τέτοια κωθόνια σαν του λόγου σου, αν θες να πεις για μένα. ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Έννοια σου, Καίτη, και δε θα σε βαρύνω εσένα. Ξέρω πως είσαι τόσο νέα, τόσο αλαφριά, και δεν... ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Είμαι πολύ αλαφριά για να με πιάσει ένας άχαρος μπούφος σαν κι’ εσένα. Κι’ όμως έχω το βάρος που μου πρέπει... ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Ω χαμηλοπετούσα περιστέρα, κάποιο γεράκι θα σε πάρει. ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Θα με πάρει για περιστέρι και θα βρει ξεφτέρι.

Page 264: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

264 ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Έλα, έλα σφήγκα· είσαι πολύ κακιά. ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Πρόσεξε, γιατί η σφήγκα έχει κεντρί. ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Ε, τότε θα χρειαστεί να της το βγάλουμε. ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Αν ξέραν οι κουτοί πού ’ναι κρυμμένο. ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Ποιος δεν το ξέρει ; Στην ουρά ! ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Στη γλώσσα. ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Σε ποια γλώσσα; ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Στη δική σου, αφού μωρολογάς για ουρές. Αντίο ! Σου αφήνω γεια. ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Πώς ! και θα μείνει η γλώσσα μου μες στην ουρά σου ; Όχι, μη φεύγεις, Καίτη ! Είμαι αρχοντόπουλο. ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Αυτό θα το δούμε. (Τον χτυπά) ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Μα την ψυχή μου, θα σε δείρω, αν κάνεις πως με ξαναχτυπάς ! ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Τότε θα χάσεις πια το οικόσημό σου. Αν βάλεις χέρι απάνω μου, δε θα ’σαι καθώς είπες, αρχοντόπουλο, και ούτε οικόσημο θα ’χεις. ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Καταγίνεσαι με τα οικόσημα, Καίτη ; Ω τότε γράψε με κι’ εμένα στα βιβλία σου. ΚΑΤΕΡΙΝΑ:

Page 265: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

265Ποιο είν’ το στέμμα σου ; Ένα λειρί κοκόρου ; ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Ένας κόκορας χωρίς λειρί, αν η Καίτη γίνει η κότα μου. ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Όχι για μένα κόκορας λαλείς σαν πετεινάρι νικημένο. ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Αχ, Καίτη, γιατί φέρνεσαι έτσι άγρια ; ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Το ’χω σύστημα, όταν βλέπω αγριόχοιρο. ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Εδώ δεν είναι κανένα τέτοιο ζώο. Λοιπόν ημέρωσε. ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Πώς, είναι ! είναι ! ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Δείξε μου το ! ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Αν είχα έναν καθρέφτη, θα σου το ’δειχνα. ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Τι ; Θες να πεις το πρόσωπό μου ; ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Μπρ6ο, είσαι αρκετά ξυπνός στην ηλικία σου. ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Βλέπω, μα τον Άη-Γιώργη, πως είμαι πολύ νέος για σένα, ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Κι’ όμως σε βλέπω γερασμένο. ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Είναι απ’ τις έγνοιες. ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Φαντάζομαι τις έγνοιες σου !

Page 266: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

266 ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Άκου, Καίτη: σου λέω αλήθεια, δε θα μου ξεφύγεις. ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Όχι· θα τσακωθούμε, αν μείνω εδώ. Άφησέ με να φύγω. ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Ούτε ιδέα. Σε βρίσκω τρομερά χαριτωμένη. Είχα ακούσει να λένε πώς είσαι άγρια, σκουντούφλα κι’ ακατάδεχτη. Τώρα βλέπω όλα αυτά πως είναι ψέματα· γιατί σε βρίσκω ευχάριστη κι’ αστεία και τέλεια ευγενικιά· λίγο ακριβή στα λόγια μα γλυκιά σα λουλούδι της άνοιξης. Δεν ξέρεις να μουτρώνεις, δεν ξέρεις ν’ αγριοκοιτάζεις, ούτε να δαγκώνεις τα χείλια σου, όπως κάνουν ο κακόγνωμες γυναίκες· ούτε βρίσκεις ευχαρίστηση να αντιμιλείς πικρά· μονάχα δέχεσαι τούς άντρες που σε θέλουν, με ήμερη καλοσύνη και με λόγια γλυκά, διακριτικά και φιλικά. Γιατί λένε ότι η Καίτη είναι κουτσή ; Άπιστε κόσμε, η Καίτη είναι σα βέργα της φουντουκιάς, λιγνή και λυγερή, μελαχρινή στην όψη σα φουντούκι, πιο γλυκιά απ’ τον καρπό του. Περπάτησε να δω. — Μπα, δεν κουτσαίνεις ! ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Άμε, κουτέ, να δίνεις προσταγές στα κοπέλια σου. ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Ομόρφηνε ποτέ κανένα δάσος η Άρτεμη, όπως η Καίτη αυτό εδώ το σαλόνι με τη βασιλική περπατησιά της ; Αχ, η Άρτεμη λοιπόν ας είσαι εσύ, κι’ ας είναι εκείνη ή Καίτη και τότε ας είναι η Καίτη αγνή, και η Άρτεμη ας είναι ή παιχνιδιάρα. ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Πού τα ’χεις μάθει αυτά τα όμορφα λόγια ;

Page 267: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

267ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Τα λέω «εξ υπογυίου»· είναι το πνεύμα της μάνας μου. ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Αλίμονο, τι ξυπνή μάνα, και τι ανόητος γιος ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Δεν είμαι, λες, ξυπνός ; ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Μόνο όσο φτάνει για να μην κοιμάσαι ; ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ: Αυτό θέλω να γίνει στο κρεβάτι σου, καλή μου Κατερίνα. Και γιαυτό, ας σταματήσει πια τούτη ή φλυαρία· και σου λέω καθαρά : — Ο πατέρας σου δέχεται να γίνεις γυναίκα μου, και μείναμε οι δυο σύμφωνοι για την προίκα· λοιπόν θέλεις δε θέλεις, θα παντρευτούμε. Εγώ είμαι τωόντι, Καίτη, ο άντρας που σου ταιριάζει. Τι, μα το φως που μ αφήνει να βλέπω την ομορφιά σου, — αυτή την ομορφιά σου που με κάνει τόσο να σ’ αγαπώ, — δεν πρέπει εσύ να πάρεις άλλον άντρα από μένα· γιατί είμαι ό μόνος που ’χω γεννηθεί να σε μερώσω, Καίτη : και απ’ την άγρια κατσούλα που είσαι τώρα να σε κάνω Καιτούλα, γλυκιά σαν όλες τις γατούλες των σπιτιών. — Να που ’ρχεται ο πατέρας σου. Κοίτα μη μ’ αρνηθείς, πρέπει και θέλω να γίνει η Καίτη εξάπαντος γυναίκα μου.

Page 268: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

268

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΔΔΩΩΔΔΕΕΚΚΑΑΤΤΗΗ ΝΝΥΥΧΧΤΤΑΑ

Πράξη 1η – Σκηνή 5η

(Μπαίνει ή ΒΙΟΛΑ)

ΒΙΟΛΑ: Η τιμημένη κυρία του σπιτιού, ποια είναι ; ΟΛΙΒΙΑ: Μίλησε σε μένα. Θ’ απαντήσω από μέρος της, τι θέλεις ; ΒΙΟΛΑ: Λαμπρή κι υπέροχη κι ασύγκριτη ομορφιά, παρακαλώ, πες μου αν αυτή ‘ναι η κυρία του σπιτιού, γιατί δεν την έχω ιδεί ποτέ. Θα μου κακοφανεί να πάει χαμένος ο λόγος μου, γιατί, έξω που είναι καλοσυνταγμένος, έκανα πολύν κόπο για να τον μάθω απέξω. Ωραίες μου κυρίες, μη μ’ αφήσετε να ρεζιλευτώ. Είμαι πολύ μυγιάγγιχτος και. το παραμικρό άσκημο φέρσιμο το παίρνω κατάκαρδα. ΟΛΙΒΙΑ: Από πού έρχεσαι, Κύριε ; ΒΙΟΛΑ: Δε μπορώ να ειπώ άλλο απ’ ό,τι έμαθα, κι αυτή η ερώτηση δεν είναι στο μέρος μου. Καλή κι ευγενικιά μου, δώσ’ μου λίγο θάρρος, αν είσαι η κυρία του σπιτιού, για να προχωρήσω στον ρόλο μου. ΟΛΙΒΙΑ: Είσαι θεατρίνος ; ΒΙΟΛΑ: Όχι, καρδιά της καρδιάς μου. Κι όμως στης διαβολιάς τα νύχια ορκίζομαι πως δεν είμαι αυτό που παρασταίνω. Είσαι η κυρία του σπιτιού ; ΟΛΙΒΙΑ: Αν δεν κάνω κατάχρηση του εαυτού μου, είμαι. ΒΙΟΛΑ: Βεβαιότατα, αν είσαι, κάνεις κατάχρηση του εαυτού σου, γιατί. εκείνο που είναι δικό σου για να το χαρίσεις, δεν είναι δικό σου για να το κρατάς. Αλλ’ αυτό δεν είναι μέσα στην εντολή που έχω. Θα σου απαγγείλω τον λόγο μου, που είναι ύμνος για σένα, κι έπειτα θα σου φανερώσω την ουσία της αποστολής μου. ΟΛΙ ΒΙΑ: Έλα στην ουσία. Τον ύμνο σ’ τον χαρίζω.

Page 269: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

269ΒΙΟΛΑ: Κρίμα, έκανα τόσον κόπο να τον μάθω, κι είναι σε στίχους. ΟΛΙΒΙΑ: Ένας λόγος περισσότερο για να ‘ναι ψεύτικος. Παρακαλώ, ας μένει. Μου είπαν πως φέρθηκες άσκημα έξω απ’ την πόρτα μου. Κι έδωσα την άδεια να μπεις μάλλον για να σε θαυμάσω παρά να σ’ ακούσω. Αν είσαι τρελός, να φύγεις. Αν έχεις τα λογικά σου, να είσαι σύντομος. Δεν είμαι σήμερα στα φεγγάρια που μπορεί κανείς να κάνει ασυνάρτητες κουβέντες μαζί μου. Πες μου ό,τι έχεις να πεις. ΒΙΟΛΑ: Είμαι αποσταλμένος. ΟΛΙΒΙΑ: Βέβαια κάτι τρομερό θα ‘χεις να μου πεις για να κάνεις τόσες τσιριμόνιες. Κάμε την αναφορά σου. ΒΙΟΛΑ: Αυτό ενδιαφέρει μόνον τα δικά σου αυτιά. Δε φέρνω κήρυγμα πολέμου, ούτε όρους υποταγής. Ελιάς κλαδί κρατώ στο χέρι. Τα λόγια μου είναι ειρηνικά και σοβαρά. ΟΛΙΒΙΑ: Ωστόσο άρχισες με τρόπο βάρβαρο. Ποιος είσαι ; Τι θέλεις ; ΒΙΟΛΑ: Τον βάρβαρο τρόπο μου τον πήρα απ’ την υποδοχή που μου ‘καναν. Το τι είμαι και τι θέλω είναι τόσο μυστικό όσο κι η παρθενική σκέψη : για το δικό σου αυτί αποκάλυψη, για ό,τινος άλλου ιεροσυλία. ΟΛΙΒΙΑ: Άφησέ μας μόνους. Ας ακούσουμε αυτή την αποκάλυψη. Τώρα, Κύριε, στο προκείμενο. ΒΙΟΛΑ: Γλυκιά κυρά μου, — ΟΛΙΒΙΑ: Παρηγορητική θεωρία, που παίρνει άλλωστε πολλή συζήτηση. Πού είναι το κείμενό σου ; ΒΙΟΛΑ: Μέσα στο στήθος του Ορσίνου. ΟΛΙΒΙΑ: Στο στήθος του ; Σε ποιο κεφάλαιο του στήθους του ; ΒΙΟΛΑ: Για ν’ αποκριθώ μεθοδικά, στο πρώτο φύλλο της καρδιάς του. ΟΛΙΒ1Α: Ω, το ‘χω διαβάσει, δεν είναι πιστό κείμενο. Δεν έχεις τίποτ’ άλλο να πεις ; ΒΙΟΛΑ:

Page 270: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

270Καλή κυρά μου, άσε να ιδώ το πρόσωπό σου. ΟΛΙΒΙΑ: Έχεις εντολή απ’ τον κύριό σου να συζητήσεις με το πρόσωπό μου ; Να που έφυγες απ’ το κείμενο. Αλλά θα τραβήξω την κουρτίνα, για να σου δείξω την εικόνα. Κοίταξε, κύριε, τέτοια ήμουν εγώ, σαν τούτη τη ζουγραφιά πού βλέπεις τώρα. Δεν είναι καλοκαμωμένη ;

(Βγάζει το βέλο) ΒΙΟΛΑ: Έξοχη, αν ο Θεός μόνον τη ζωγράφισε. ΟΛΙΒΙΑ: Είναι στέρεο το χρώμα, κύριε, αντέχει. και στον άνεμο και σ’ ό,τι καιρό. ΒΙΟΛΑ: Θαύμα αρμονία χρωμάτων, όπου η φύση η ίδια έβαλε το άσπρο και το κόκκινο με το απαλό, μαστορικό της χέρι. Κυρά μου, είσαι η σκληρότερη θνητή, που θες να πας στον τάφο αυτές τις χάρες, χωρίς ν’ αφήσεις ένα αντίτυπο στον κόσμο. ΟΛΙΒΙΑ: Α όχι, κύριε, δε θα ‘μαι δα τόσο σκληρόκαρδη. Θα βγάλω πιστοποιητικό της καλλονής μου σε κάμποσα αντίγραφα. Θα κάμω απογραφή του εαυτού μου και θα τα βάλω όλα μου τα μέλη λεπτομερώς στη διαθήκη μου : δύο χείλη, αρκετά κόκκινα, δυο γαλανά μάτια, με τα βλέφαρά τους, ένας λαιμός, ένα σαγόνι, και ούτω καθεξής. Μήπως σ’ έστειλαν εδώ για να μ’ εκτιμήσεις ; ΒΙΟΛΑ: Το βλέπω τι είσαι, είσαι περήφανη πολύ. Όμως κι αν είσαι ο διάολος, είσαι ωραία ! Ο κύριός μου σε λατρεύει. Ω, τέτοια αγάπη δε θα ‘πρεπε να μείνει δίχως ανταπόκριση, κι ακόμα αν ήσουν η πεντάμορφη του κόσμου. ΟΛΙΒΙΑ: Πώς με αγαπάει ; ΒΙΟΛΑ: Η συλλογή του συννεφιά, το δάκρυ του κατακλυσμός, τα βογκητά του κεραυνοί, φωτιά και λάβρα οι στεναγμοί του. ΟΛΙ ΒΙΑ: Ο κύριός σου ξέρει τη γνώμη που έχω. Δεν τον αγαπώ· τον έχω όμως για τίμιο, τον ξέρω ευγενικό, με βιο πολύ, με νιότη δροσερή κι αμόλυντη, φήμη καλή, καλή καρδιά και μόρφωση,

Page 271: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

271κι αντρειά, και φυσική ομορφιά και χάρη σε όψη κι ανάστημα. Μα να που δε μπορώ, δεν τονε θέλω. Αυτό το ξέρει από καιρό. ΒΙΟΛΑ: Αν σ’ αγαπούσα εγώ με τέτοια φλόγα, με τέτοιον πόνο, τέτοια αζώητη ζωή, την άρνησή σου δίχως νόημα θα την έβρισκα, δε θα την ένιωθα. ΟΛΙΒΙΑ: Μπα, και τι θα ‘κανες ; ΒΙΟΛΑ: Καλύβα θα ‘φτιαχνα με ιτιές μπροστά στην πόρτα σου, για να λατρεύω τη θεά μου μες στο σπίτι της. Τραγούδια θα ‘γραφα γι’ αγάπη απελπισμένη, και στη σιωπή της νύχτας θα σ’ τα τραγουδούσα. Θα φώναζα ν’ αντιλαλούν οι λόφοι τ’ όνομά σου, και θα ‘κανα το φλύαρο μουρμούρισμα του αέρα όλο να λέει : «Ολίβια !» Ω, δε θα ‘χες πια ησυχία πού να σταθείς ανάμεσα ουρανό και γη, ώσπου θα με λυπόσουν. ΟΛΙΒΙΑ: Ίσως. Ποια ‘ναι η γενιά σου ; ΒΙΟΛΑ: Πάνω απ’ την τύχη μου, όμως κι έτσι είμαι καλά· μα είμαι από γένος. ΟΛΙ ΒΙΑ: Πήγαινε στον κύριό σου. Να βιάσω την καρδιά μου δε μπορώ· και πια ας μη στείλει, έξω κι αν τύχει εσύ να ‘ρθείς για να μου πεις πώς θα το πάρει. Στο καλό· και για τον κόπο σου σ’ ευχαριστώ. Να, πάρε, ξόδιασε για χάρη μου. ΒΙΟΛΑ: Δεν είμαι ταχυδρόμος· κράτα το πουγκί σου. Ανταμοιβή χρειάζεται ο αφέντης μου, όχι εγώ· κι άμποτε την καρδιά εκείνου που θ’ αγαπήσεις να τηνε κάμει ο έρωτας στουρνάρι κι ο καημός σου, σαν του κυρίου μου, να βρει την περιφρόνηση. Χαίρε, ωραία σκληρόκαρδη ! (Βγαίνει) ΟΛΙΒΙΑ: Ποια ‘ναι η γενιά σου ; «Πάνω απ’ την τύχη μου, όμως κι έτσι είμαι καλά·

Page 272: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

272μα είμαι από γένος». Είσαι, αυτό τ’ ορκίζομαι : η γλώσσα σου, η θωριά, το ανάστημά σου, οι τρόποι και το μυαλό σου πέντε οικόσημα σου δίνουν. Για στάσου, όχι κι έτσι δα — σιγά, σιγά ! Έξω κι αν ήταν να ‘ναι ο κύριος έτσι. — Μπα ! Τόσο γοργά πιάνει κανέναν το κακό ; Θαρρώ το νιώθω πως αυτού του νέου οι χάρες κλεφτά, γλυκά, μαργιόλικα γλιστράνε μέσα απ’ τα μάτια μου.

Page 273: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

273

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΟΟΝΝΕΕΙΙΡΡΟΟ ΚΚΑΑΛΛΟΟΚΚΑΑΙΙΡΡΙΙΝΝΗΗΣΣ ΝΝΥΥΧΧΤΤΑΑΣΣ

Πράξη 3η – Σκηνή 2η

(Μπαίνουν ο ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ κι η ΕΛΕΝΗ) ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Γιατί θαρρείς πως κοροϊδεύω όταν σου λέω πως σ’ αγαπώ ; Δες, σαν ορκίζομαι, πώς κλαίω. Δάκρυα δε φέρνει ο χλευασμός ούτ’ η ειρωνεία· της πίστης δάκρυα είν’ αυτά. Πώς κοροϊδία μπορεί να φαίνεται σε σένα αυτό το πράμα, αφού της πίστης είναι βούλα αυτό το κλάμα ; ΕΛΕΝΗ: Η πονηριά σου όσο πάει. και δυναμώνει. Φριχτό η αλήθεια την αλήθεια να σκοτώνει. Τους ίδιους όρκους έχεις κάνει στην Ερμία· πώς την αρνιέσαι με τη νέα σου φλυαρία ; Γιατί τον όρκο με τον όρκο όταν ζυγιάζεις, δε βρίσκεις άκρη· και τους όρκους που αραδιάζεις σε με κι εκείνη, αν μπουν στο ζύγι, αντιζυγιάζουν κι είν’ αλαφροί το ίδιο, φαφλατάδες μοιάζουν. ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Όταν ορκίζομουν σ’ αυτή, δεν είχα κρίση. ΕΛΕΝΗ: Όχι, ούτε τώρα που την έχεις παρατήσει. ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Εκείνη θέλει κι ο Δημήτρης, όχι εσένα. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (Ξυπνώντας): Ελένη, θεά, νεράιδα, ουράνια, αιθέρια, τέλεια ! Με τι τα μάτια σου, ω καλή, να παρομοιάσω ; Το κρούσταλλο είναι σκούρο. Ω, πόσο σκανταλίζουν για το φιλί τα χείλη σου, ώριμα κεράσια ! Το πιο καθάριο χιόνι στην κορφή του Ταύρου, που κρουσταλλένια ασπράδα παίρνει απ’ την πνοή του ανατολίτη αγέρα, μαύρη κάργια γίνεται, μόλις σηκώσεις συ το χέρι σου· άσε με, αχ, να προσκυνήσω της ασπράδας τη βασίλισσα, του ολάσπρου αγνού τη θεία σφραγίδα να φιλήσω !

Page 274: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

274ΕΛΕΝΗ: Ω κόλαση ! Ω ντροπή ! Σεις βλέπω συμφωνήσατε να διασκεδάσετε μαζί μου: κύριοι αν ήσαστε κι είχατε τρόπους, έτσι δε θα με προσβάλλατε. Ξέρω το μίσος της καρδιάς σας, δε σας φτάνει παρά βαλθήκατε και να με ρεζιλέψετε ; Αν ήσαστε άντρες, όπως είσαστε στην όψη, σε μια κυρία δε θα φερνόσαστε έτσι. Μ’ όρκους και λόγια αγάπης να παινεύετε τα μέλη μου, ενώ απ’ τα βάθη της καρδιάς σας με μισείτε ! Εσείς δυο αντίπαλοι για αγάπη της Ερμίας, και πάλι αντίπαλοι στην κοροϊδία για μένα ! Τι ωραία δουλειά, τι αντρών γενναίο κατόρθωμα, να περγελάς μια δόλια νέα για να την κάνεις να τρέχουν δάκρυα απ’ τα μάτια της ! Αυτό κανείς δεν το ‘κανε ευγενής, έτσι μια κόρη να την προσβάλει, και να φέρει σ’ αγανάχτηση, μόνο για γούστο του, μια αδύνατη ψυχή. ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Δημήτρη, φέρνεσαι, άσκημα, και μην το κάνεις. Εσύ θες την Ερμία,— το ξέρεις και το ξέρω. Λοιπόν εδώ, μ’ όλο τον τρόπο τον καλό, κι απ’ την καρδιά μου μέσα σου παραχωρώ το μερτικό μου απ’ της Ερμίας την αγάπη· το ίδιο κάνε εσύ σε με για την Ελένη, που εγώ αγαπώ και θα λατρεύω μέχρι τάφου. ΕΛΕΝΗ: Ω ! φλύαροι, ψεύτες και πρωτάκουστοι στον κόσμο ! ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Λύσανδρε, κράτα την Ερμία σου· δεν τη θέλω. Κι αν την αγάπησα ποτέ, πάει πια, μου πέρασε. Σ’ εκείνην ήταν η καρδιά ξενιτεμένη και τώρα γύρισε στο σπίτι, στην Ελένη, να μείνει εκεί για πάντα. ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Ελένη, μην πιστεύεις. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Την πίστη μην εξευτελίζεις. Δεν την ξέρεις, έξω αν θες να την πληρώσεις ακριβά. Δες, να η αγάπη σου, έρχεται, να η ακριβή σου. (Mπαίνει η ΕΡΜΙΑ) ΕΡΜΙΑ: Ω, νύχτα σκοτεινή, που παίρνεις απ’ το μάτι και δίνεις πιότερη ικανότητα στ’ αφτί·

Page 275: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

275κι αν έχει η όραση ζημιά απ’ το φως που χάνεται, διπλοπληρώνεται για τούτο η ακοή.— Δε σ’ ήβρε, Λύσανδρε, το μάτι μου. Τ’ αφτί μου σε σένα μ’ έφερε, γι’ αυτό το ευχαριστώ. Μ’ αυτός τι τρόπος ήταν έτσι να μ’ αφήσεις ; ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Κι έχει όποιος σπρώχνεται απ’ τον έρωτα στασιό ; ΕΡΜΙΑ: Τι έρωτας έσπρωξε τον Λύσανδρο μακριά μου ; ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Του Λύσανδρου έρωτας, πού δεν τον άφηνε ήσυχο,— η ωραία Ελένη, που στολίζει πιο πολύ τη νύχτα απ’ όλα αυτά τ’ αστέρια και τις πούλιες. Τι τρέχεις πίσω μου ; Μ’ αυτό δεν το κατάλαβες, πως από σένα μίσος μ’ έδιωξε για σένα ; ΕΡΜΙΑ: Δεν τα πιστεύεις όσα λες, δε γίνεται, όχι. ΕΛΕΝΗ: Α, είναι και τούτη μέσ’ σ’ αυτή τη συμπαιγνία ! Τώρα το βλέπω : συμφωνήσανε κι οι τρεις τους για να μου παίξουν αυτό το άνοστο παιχνίδι. Κακίστρω Ερμία ! κόρη αχάριστη ! και συ συνώμοσες μαζί μ’ αυτούς και τα σκεδιάσατε για να με μπλέξετε μέσ’ στη σαχλή ειρωνεία σας ; Όλα, λοιπόν, που ή μια στην άλλη εμπιστευόμαστε τα μυστικά μας, οι όρκοι μας οι αδερφικοί, οι ώρες που ευχάριστα περνούσαμε μαζί προτού χωρίσουμε, όλα αυτά είναι ξεχασμένα ; Όλη ή φιλία μας του σκολειού, τ’ αθώα παιδιάτικα παιχνίδια ; Εμείς, Ερμία, σαν δυο φκιαστοί θεοί, με τις βελόνες μας επλάσαμε κι οι δυο μας ένα λουλούδι, στο ίδιο σκέδιο, καθισμένες κι οι δυο στον ίδιο καναπέ κι οι δυο μας το ίδιο τραγούδι λέγοντας κι οι δυο στον ίδιο τόνο, σαν να ‘χαν σμίξει στο ίδιο σώμα τα πλευρά μας, τα χέρια, ο νους μας κι οι φωνές μας. Μεγαλώσαμε μαζί σαν ένα διπλοκέρασο, που φαίνεται σαν χωρισμένο, όμως είν’ ένα με τα μέρη του· δυο προφαντές, σ’ ένα κλωνί δεμένες, φράουλες· στο θώρι δυο κορμιά, μα τόντις μια καρδιά· δυο κι όμως ένα, σαν στα οικόσημα ζευγάρι, που δυο φιγούρες ένα στέμμα στεφανώνει. Και κουρελιάζεις την παλιά μας την αγάπη να συμμαχήσεις μ’ άντρες για να κοροϊδέψετε τη φιλενάδα σου ; Αμ αυτό, αυτό δεν το θέλει ούτε η φιλία ούτε μιας κόρης ή καρδιά.

Page 276: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

276Πρέπει γι’ αυτό όλα τα κορίτσια σαν εμένα να σ’ αποδιώξουν, κι ας ντροπιάζομαι εγώ μόνο. ΕΡΜΙΑ: Παραξενεύομαι με τα οργισμένα λόγια σου. Σε κοροϊδεύω εγώ, ή εσύ με κοροϊδεύεις ; ΕΛΕΝΗ: Εσύ δεν έβαλες επίτηδες τον Λύσανδρο να τρέχει πίσω μου γι’ αστεία και να παινεύει το πρόσωπό μου και τα μάτια μου ; Δεν έκανες τον ερωμένο σου τον άλλο, τον Δημήτρη,— που τώρα μόλις λίγο πριν με κλωτσοπάτησε — να με καλεί θεά, νεράιδα, θεία, πεντάμορη, ουράνια, ασύγκριτη ; Πώς τέτοια λέει σ’ αυτή που τη μισεί; Και πώς ο Λύσανδρος αρνιέται τον έρωτά σου, που ήτον πλούτος στην ψυχή του, να μου προσφέρει αγάπη εμένα, αν δεν τον έβαλες εσύ με την δική σου συγκατάθεση ; Αν εγώ δεν είμαι σαν εσένα τυχερή, να ‘χω τη χάρη σου να πλέχω στην αγάπη,— παρ’ αγαπώ η πανάθλια δίχως ανταγάπη,— να με λυπάσαι θα ‘πρεπε, όχι να μ’ εμπαίζεις. ΕΡΜΙΑ: Τι θες να πεις δε νιώθω. ΕΛΕΝΗ: Και πολύ καλά, γιατί κρατιέσαι και καμώνεσαι θλιμμένο βλέμμα και μόλις στρίψω αλλούθε, ευθύς στραβώνεις το στόμα σου κι ένας στον άλλον κάνει νοήματα. Ε, συνεχίστε το γλυκό σας χωρατό· πετυχεμένο είν’ το παιχνίδι σας και πρέπει στα χρονικά να μπει. Μ’ αν είχατε μια στάλα συμπόνια, λύπηση και φέρσιμο καλό, δε θα με κάνατε παιχνίδι σας. Μα χαίρετε· το λάθος είναι και δικό μου και δεν έχει άλλη γιατρειά, παρά να λείψω η να πεθάνω. ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Ελένη, στάσου, εύγενικιά ψυχή, άκουσέ με, ζωή μου, αγάπη μου, ψυχή μου, ωραία Ελένη ! ΕΛΕΝΗ: Έξοχα ! ΕΡΜΙΑ: Φίλε μου, έτσι μη την κοροϊδεύεις.

Page 277: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

277ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Αν όχι με καλό, θ’ ακούσει με στανιό ! ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Στανιό δικό σου κι αυτηνής ορμήνιες το ίδιο τα ‘χω· δεν πιάνουν οι φοβέρες σου, ούτε παρακάλια της. Σ’ το λέω, Ελένη, σ’ αγαπώ, μα τη ζωή μου· σ’ αυτό σ’ ορκίζομαι, που εσένα το θυσιάζω, να βγάλω ψεύτη αυτόν που λέει δε σ’ αγαπώ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Κι εγώ σου λέω πως σ’ αγαπώ απ’ αυτόνε πιο πολύ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Αφού το λες, με το σπαθί σου απόδειξέ το κιόλα. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Εμπρός! ΕΡΜΙΑ: Τι είν’ όλα τούτα, Λύσανδρέ μου ; ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Τραβήξου, αράπισσα ! ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Όχι δα ! Για δες τον, τάχα πώς πολεμάει να της ξεφύγει· πρώτα κάνεις τάχα πως θες ν’ ακολουθήσεις, μα δεν έρχεσαι· είσαι δειλός, καημένε ! ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Φεύγα, στα κομμάτια ! Άσε με, γάτα, γκολιτσίδα, άσε, γιατί θα σε τινάξω πέρα, σίχαμα, σα φίδι ! ΕΡΜΙΑ: Πώς έτσι αγρίεψες, πώς άλλαζες, καλέ μου ; ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Καλός σου ! Πέρα, μαυροτσούκαλο, Άδη, Τάρταρε ! Φεύγα, αναγούλα, γιατρικό πικρό, μακριά ! ΕΡΜΙΑ: Δε χωρατεύεις ; ΕΛΕΝΗ: Πώς ! Και συ τ ίδιο κάνεις. ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Δημήτρη, έχεις το λόγο μου.

Page 278: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

278 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Θα προτιμούσα να σ’ χω με χαρτί δεμένο, τι όπως βλέπω, κι ένας αδύνατος δεσμός σε καταφέρνει· λόγο από σένα δεν πιστεύω. ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Μα τι θέλεις, να τη χτυπήσω, να τη δείρω, να τή σφάξω ; κι αν τη μισώ, κακό δε θέλω να της κάνω. ΕΡΜΙΑ: Κι είναι κακό χειρότερο απ’ το μίσος σου άλλο ; Μίσος ! Γιατί ; Αχ, αλί μου, τι ‘ναι τούτα, αγάπη μου ; Δεν είμαι γω η Ερμία ; Εσύ δεν είσαι ο Λύσανδρος ; Ωραία και τώρα είν’ η όμορφή μου όπως και πριν. Σαν ήρθε η νύχτα μ αγαπούσες· νύχτα είν’ ακόμα και μ’ αφήνεις ; Με τι, μ’ αφήνεις, θεός φυλάξοι, σοβαρά, να ειπούμε ; ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Μα τη ζωή μου, σοβαρά· και πια ποτέ δε θέλω να σε ξαναϊδώ. Γι’ αυτό απελπίσου, μην αμφιβάλλεις, μην ξετάζεις, χώνεψέ το, πάρε το απόφαση, είναι αλήθεια κι όχι αστεία, πως σε μισώ και πως λατρεύω την Ελένη. ΕΡΜΙΑ: Ωιμέ ! — συ αγύρτισσα, συ ανθέ σκουληκιασμένε, συ κλέφτρα της αγάπης ! τι ‘ρθες μεσ’ στη νύχτα για να μου κλέψεις την καρδιά του αγαπημένου μου ; ΕΛΕΝΗ: Ωραία, αλήθεια κι απαλήθεια ! Μα δεν έχεις διόλου σεμνότητα και κοριτσιού ντροπή, συμμαζεμό σταλιά ; Τι θες λοιπών, να βγάλεις λόγια αγανάχτησης απ’ την ευγενικιά μου τη γλώσσα ; Φτού σου ! φτού, υποκρίτρα εσύ και κούκλα ! ΕΡΜΙΑ: Πώς ; Κούκλα ! Αμ έτσι το λοιπόν είναι τα πράματα ; Τώρα το βλέπω πως τους είπε να συγκρίνουν ποια ‘ναι απ’ τις δυο μας πιο ψηλή· το μπόι της έδειξε. Με την ψηλή, καμαρωτή κορμοστασιά της το νου του σήκωσε.— Και τόσο πια μου ψήλωσες στα μάτια του, επειδή είμ’ εγώ τόσο κοντή ; Πόσο κοντή είμ’ εγώ, ζωγραφιστό μου ξόανο ; πόσο κοντή είμαι ; πες· δεν είμαι δα και τόσο πού να μη φτάνω με τα νύχια μου τα μάτια σου.

Page 279: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

279ΕΛΕΝΗ: Παρακαλώ σας, κύριοι, μ’ όλο που μ’ εμπαίζετε, μην την αφήσετε να με πειράξει. Εγώ δεν ξέρω από κακίες, ούτε είμαι μαθημένη σε γυναικοκαβγάδες και κυρατσισιές. Είμαι δειλή σαν κάθε κόρη, μην αφήνετε να με χτυπήσει κι ούτε πρέπει να νομίζετε πως, επειδή είναι τάχα πιο κοντή από μένα, μπορώ μαζί της να τα βάλω. ΕΡΜΙΑ: Άκου την, πάλι κοντή με λέει ! ΕΛΕΝΗ: Καλή μου Ερμία, μη μου κακιώνεις· Γω σ’ αγαπούσα πάντα, Ερμία μου, πάντα εφύλαξα τα μυστικά σου και ποτέ μου δε σε πείραξα. Το μόνο στον Δημήτρη απόψε που μαρτύρησα πως θα το σκάζατε, κι αυτό απ’ την αγάπη μου. Σας ακολούθησε κι εγώ τον ακολούθησα. Μ’ αυτός μ’ απόδιωξε μακριά και με φοβέρισε να με χτυπήσει και — τι λέω ; — να με σκοτώσει ! Και τώρα, αν ήσυχα μ’ αφήσετε να φύγω, για την Αθήνα θα τραβήξω με την τρέλα μου. Πίσω σας πια δε θα ‘ρθω. Αφήστε με να φύγω. Βλέπετε πόσο απλή κι ανόητη είμαι. ΕΡΜΙΑ: Φεύγα, ποιος σε κρατεί ; ΕΛΕΝΗ: Κάποια καρδιά, που αφήνω εδώ. ΕΡΜΙΑ: Τον Λύσανδρο ; ΕΛΕΝΗ: Όχι, τον Δημήτρη. ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Μη φοβάσαι, δε σε πειράζει, Ελένη μου. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: . Όχι, Κύριε, κι άσε, μην παίρνεις δα το μέρος της. ΕΛΕΝΗ: Ω, είναι κακίστρω

Page 280: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

280και διαστρεμμένη όταν θυμώνει ! Στο σκολειό ήτανε πάντα καβγατζού και πεισματάρα, αν και μικρόσωμη. ΕΡΜΙΑ: Μικρόσωμη είπες πάλι ! όλο μικρόσωμη, κοντή και τίποτ’ άλλο ! — Πώς το επιτρέπετε, εσείς, έτσι να με βρίζει ; Σταθείτε, αφήστε να την πιάσω. ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Φεύγα, ζάρωμα, γκρεμίσου, μόριο, που έχεις φάει το ζαροβότανο, κοντορεβίθι, βαλανίδι ! ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Πάρα δείχνεις να την κρατήσεις προθυμία κι είναι εις βάρος σου. Ασ’ την: να μη μιλήσεις πια για την Ελένη. Άσε το μέρος της, γιατί αν μια στάλα αγάπη δείξεις γι’ αυτή, το μετανόησες κιόλας. ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Τώρα δε με κρατεί, κι αν σου βαστάει, έλα από πίσω μου, να δούμε ποιος από τους δυο μας στην Ελένη έχει δικαίωμα πιο πολύ. Εγώ ή εσύ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Πίσω σου εγώ; Όχι ! πάμε πλάι με πλάι μαζί !

(Βγαίνουν ό ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ κα ό ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ)

Page 281: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

281

Μετάφραση: ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΣΙΛΛΕΡ

ΜΜΑΑΡΡΙΙΑΑ ΣΣΤΤΟΟΥΥΑΑΡΡΤΤ

Πράξη 3η – Σκηνή 3η

(Η Μαρία συγκεντρώνει τις δυνάμεις της και κάνει να προχωρήσει προς την Ελισάβετ, αλλά

στο δρόμο σταματάει με φρίκη, οι κινήσεις της δείχνουν σφοδρή ψυχική πάλη) ΕΛΙΣΑΒΕΤ: Ποιος μου είχε πει για μια ταπεινωμένη ; Μια περήφανη είναι, που οι συμφορές δεν την έχουν δαμάσει. ΜΑΡΙΑ: Ας είναι ! Ας το δεχτώ και τούτο ακόμα. Ευγενικιά μου μάταιη περηφάνια, σύρε ! Ας ξεχάσω ποια είμαι κι όσα ω; τώρα υπόφερα· μπροστά σ’ εκείνη ας πέσω, που μ’ έριζε σ’ αυτή την καταφρόνια. (Γυρίζει κατά τη βασίλισσα) Ο ουρανός στο δικό σας το κεφάλι της νίκης έχει βάλει το στεφάνι, αδερφή· στη θεότητα προσπέφτω, που σας έχει ανυψώσει ! (Γονατίζει μπροστά της) Μα σταθείτε τώρα κι εσείς γενναιόψυχη, αδερφή μου. Στην ντροπή μη μ’ αφήσετε πεσμένη, το ρηγικό σας χέρι απλώστε τώρα και σκώστε με απ’ το μέγα πέσιμό μου. ΕΛΙΣΑΒΕΤ (κάνοντας πίσω): Λαίδη Μαρία, είστε όπου πρέπει να είστε ! Κι ας είναι δοξασμένος ο θεός μου, που μπροστά σας δεν έστρεξε να πέσω, όπως πέφτετε τώρα εσείς μπροστά μου. ΜΑΡΙΑ (με πάθος ολοένα πιο δυνατό): Του ανθρώπου η τύχη είν’ άστατη, σκεφτείτε ! Τους τρομερούς θεούς, που τιμωρούνε την περηφάνια, που με ρίχνουν τώρα στα πόδια σας μπροστά, να σεβαστείτε. Για χάρη αυτών των ξένων που μας βλέπουν

Page 282: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

282σ’ εμένανε τιμήστε τον εαυτό σας, των Τιούντορ μην ντροπιάζετε το αίμα, που ρέει και στων δυονώνε μας τις φλέβες. Μη στέκεστε απροσπέλαστη έτσι, Θεέ μου, σαν τον γκρεμό τον άγριο, που του κάκου ο ναυαγός παλεύει να τον πιάσει. Όλα, η ζωή μου, η τύχη μου, απ’ των λόγων και των θρήνων μου κρέμονται τη δύναμη : λύστε μου την καρδιά, για να μπορέσω ν’ αγγίξω τη δικιά σας ! Όταν έτσι με βλέμμα παγωμένο με κοιτάτε, κλειέται η καρδιά μου εντός μου τρομαγμένη, τα δάκρυα σταματούν κι η φρίκη δένει τής ικεσίας τα λόγια μες στο στήθος. ΕΛΙΣΑΒΕΤ (κρύα κι αυστηρά): Τι έχετε να μου πείτε, λαίδη Στούαρτ ; Ακρόαση μου ζητήσατε. Ξεχνάω πως είμαι μια βασίλισσα, ξεχνάω τη βαριά προσβολή που μου ‘χει γίνει, χρέος ιερό αδερφής για να εχτελέσω, και σας παρηγορώ με τη θωριά μου. Τη μεγαλοψυχία μου ακλουθάω, όσο κι ν ξέρω πως στο δίκαιο ψόγο θενά εκτεθώ, πώς κατεβαίνω τόσο χαμηλά... γιατί βέβαια δεν ξεχνάτε πως βάλατε εναντίον μου δολοφόνους. ΜΑΡΙΑ: Πούθε ν’ αρχίσω, πού να βρω τα λόγια τα φρόνιμα, που δίχως να πληγώσουν θ’ αγγίξουν την καρδιά σας ; Δώσε, Θεέ μου, στην ομιλία μου δύναμη και βγάλ’ της κάθε κεντρί. Μα για τον εαυτό μου δεν μπορώ να μιλήσω, δίχως πάλι κακό να πω για σας, και δεν το θέλω. Φερθήκατε σ’ εμένα μ’ έναν τρόπο όχι σωστό, γιατί βασίλισσα είμαι κι εγώ, και με κρατήσατε σα σκλάβα· ήρθα άσυλο γυρεύοντας, κι εσείς, τους ιερούς της ξενίας πατώντας νόμους και των εθνών το δίκαιο απέναντί μου, στη φυλακή με κλείσατε, μού πήραν και φίλους και υπηρέτες με ασπλαχνία, σε στέρηση άπρεπη έμεινα, με στήσαν μπρος σ’ ατιμωτικό ένα δικαστήριο... Μα ας τα’ αφήσουμε τούτα· αιώνια λήθη τα φριχτά βάσανά μου ας τα σκεπάσει. Ας πω πως ήταν όλ’ αυτά μοιραία. Δε φταίτε εσείς, δε φταίω κι εγώ, ένα πνεύμα ήρθε κακό απ’ την άβυσσο, ν ανάψει

Page 283: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

283στις καρδιές μας το μίσος που απ’ τα χρόνια τα νεανικά μας έχει χωρισμένες. Άξαινε αυτό μ’ εμάς, και την απαίσια φλόγα άνθρωποι κακοί του τη σιμπούσαν. Τρελοί θιασώτες αρματώναν χέρια, που κανείς δεν τους ζήτησε τη βοήθεια. Αυτή ‘ναι η μαύρη μοίρα των ρηγάδων : διαιρούν τον κόσμο, όταν αυτοί μαλώσουν, και ξαμολάν τις Ερινύες του μίσους. —Δεν έχει ξένο στόμα ανάμεσά μας, (την πλησιάζει μ’ εμπιστοσύνη και με ύφος χαϊδευτικό) είμαστε τώρα η μια μπροστά στην άλλη. Πέστε, αδερφή μου, ποια ναι η ενοχή μου και πλέρια ικανοποίηση θα σας δώσω. Αχ, να μ’ ακούατε τότε, που ζητούσα με τόση επιμονή ν ανταμωθούμε. Δε θα φταναν τα πράματα όπου φτάσαν, κι η θλιβερή συνάντηση σε τούτη τη θλιβερή δε θα γινόταν θέση. ΕΛΙΣΑΒΕΤ: Με φύλαξε απ’ αυτό, η καλή μου η τύχη, στον κόρφο μου την όχεντρα να βάλω. —Στη μοίρα μην τα ρίχνετε, η καρδιά σας η μαύρη φταίει κι η άγρια του σπιτιού σας δοξομανία. Χωρίς ανάμεσά μας τίποτα να ‘χει γίνει, μου κηρύχνει τον πόλεμο ο παπάς ο λυσσασμένος, ο θείος σας, που τ’ αυθάδικό σου χέρι κατά τους θρόνους όλους το ξαμώνει· σας ξεμυάλισε αυτός το οκόσημό μου να πάρετε, να σκώσετε απαιτήσεις στο θρόνο μου, να μπείτε σε μια πάλη για ζωή και για θάνατο μ’ έμενα. Ενάντια μου ξεσήκωσε τα πάντα, σπαθιά λαών και γλώσσες ιερωμένων, της θρησκόληπτης τρέλας τ’ άγρια όπλα. Και στην ειρηνική μου ακόμα χώρα της ανταρσίας μου σίμπησε τις φλόγες. Αλλά ο Θεός είναι μ’ εμέ· τη νίκη δεν κέρδισε ο παπάς ο φαντασμένος. Για το δικό μου ετοίμαζε κεφάλι το χτύπημα, και πέφτει το δικό σας ! ΜΑΡΙΑ: Στο χέρι το Θεού ‘μαι. Η δύναμή σας τόσο σκληρήν εφαρμογή δε θα ‘χει.

Page 284: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

284ΕΛΙΣΑΒΕΤ: Θα με μποδίσει ποιος ; Τούς βασιλιάδες ο θείος σας τους εδίδαξε, πως πρέπει με τούς οχτρούς να κλειούν ειρήνη : η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου σκολειό μου ας γίνει ! Δίκαιο εθνών για με η συγγένεια τι ‘ναι; Απ’ τα καθήκοντα όλα η Εκκλησία μας λύνει, αγιάζει αυτή τους ορκοπάτες και τους βασιλοχτόνους. Των δικών σας παπάδων τα μαθήματα εφαρμόζω. Για σας ποια εγγύηση θα ‘χα, αν τα δεσμά σας τα ‘λυνα μεγαλόψυχα ; Πού να ‘βρω μια κλειδαριά την πίστη σας να κλείσω που να μην την ανοίγει του άγιου Πέτρου το κλειδί ; Μόνη ασφάλεια είναι ή βία. Δε γίνονται με φίδια συμφωνίες. ΜΑΡΙΑ: Α, η θλιβερή σας, σκοτεινή υποψία ! Για εχθρά και ξένη με είχατε από πάντα. Αν κληρονόμα με κηρύχνατε, όπως μου πρέπει, θα με κάνανε πιστή σας και φίλη και συγγένισσα η αγάπη κι η ευγνωμοσύνη. ΕΛΙΣΑΒΕΤ: Είν’ έξω, λαίδη Στούαρτ, οι φίλοι σας, αδέρφια οι καλογέροι και σπίτι η παποσύνη. Κληρονόμα να κάμω εσάς ! Προδοτική παγίδα ! Για να μου ξεπλανέψετε το λαό μου, Αρμίδα δολοπλόκα, πριν πεθάνω, της χώρας τ’ αρχοντόπουλα πιδέξια να μπλέξετε μες στου έρωτα τα δίχτυα και στου καινούριου ηλιού το ανάβλεμμα όλοι να στραφούν… ΜΑΡΙΑ: Βασιλεύετε με ειρήνη ! Καμιά δεν έχω αξίωση για το θρόνο. Όπως μ’ έχετε κάμει, της ψυχής μου κοπήκαν τα φτερά, τα μεγαλεία δε με τραβούν, είμ’ ο ίσκιος της Μαρίας. Χρόνια στης φυλακής την καταφρόνια η περηφάνια μου έγινε συντρίμμια. Μου κάματε ό,τι το χειρότερο είναι, με χαλάσατε απάνω στον ανθό μου. —Τώρα, αδερφή, δώστε ένα τέλος. Πέστε τη λέξη, που για δαύτην έχετε έρθει· βέβαια σκοπός δεν ήταν του ερχομού σας το θύμα σας φριχτά να ειρωνευτείτε.

Page 285: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

285Πέστε τη λέξη αυτή, πέστε : «Μαρία, ελεύτερη είστε πια ! Τη δύναμή μου έχετε νιώσει, τώρα διδαχτείτε τη μεγαλοψυχία μου να τιμάτε». Πέστε την και η ζωή και η λευτεριά μου θα μου είναι ως δώρο απ’ το δικό σας χέρι. —Μια λέξη όλα τα σβει. Την περιμένω. Ω συντομέψτε την απαντοχή μου ! Αν μ’ αυτή δεν τελειώσετε τη λέξη, κακό για σας. Αν τώρα από κοντά μου δε φύγετε σα θεά καλοσυνάτη και σεβαστή..., αδερφή ! για όλο το πλούσιο νησί, για όλες τις χώρες που τις ζώνει η θάλασσα, δε θα ‘θελα να στέκω μπροστά σας έτσι, όπως εσείς μπροστά μου ! ΕΛΙΣΑΒΕΤ: Την ήττα σας λοιπόν ομολογείτε ; Τελειώσαν οι πλεχτάνες σας ; Στο δρόμο κανένας δολοφόνος πια δεν είναι ; Δεν προσπαθεί κανένας τυχοδιώκτης ο θλιβερός ιππότης σας να γίνει ; —Ναι, πάει, λαίδη Μαρία, δε μου πλανάτε Κανέναν πια. Έχει ο κόσμος άλλες έγνοιες. Κανενός δε γουστάρει ο… τέταρτός σας να γίνει άντρας, γιατί, όπως τους συζύγους, έτσι και τους μνηστήρες σας ξοφλάτε. ΜΑΡΙΑ (με έξαψη): Αχ, αδερφή ! αδερφή ! Δίνε μου, Θεέ μου υπομονή !

Page 286: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

286

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ Μετάφραση: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΔΔΑΑΝΝΕΕΙΙΣΣΤΤΕΕΣΣ

Τέλος

(Η ΘΕΚΛΑ μένει μόνη. Λίγες στιγμές αργότερα, μπαίνει ο ΓΚΟΥΣΤΑΒ. Πηγαίνει ίσια στο τραπέζι να πάρει την εφημερίδα, κάνοντας πως δε βλέπει τη ΘΕΚΛΑ)

ΘΕΚΛΑ: (Ξαφνιάζεται, αλλά συγκρατείται) Εσύ! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Εγώ... Με συγχωρείς — ΘΕΚΛΑ: Πώς βρέθηκες εδώ; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Έτυχε. Αλλά... δε Θα μείνω, αφού — ΘΕΚΛΑ: Γιατί όχι; Μπορείς να μείνεις... Πάει πολύς καιρός που ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ναι, πάρα πολύς... ΘΕΚΛΑ: Άλλαξες... ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ενώ εσύ είσαι το ίδιο γοητευτική, όπως πάντα. Μάλλον... νεότερη... Με συγχωρείς, δε θέλω να ταράξω την ευτυχία σου με την παρουσία μου… Αν ήξερα πως είσαι εδώ, δε θα – ΘΕΚΛΑ: Κι εγώ σου λέω να μείνεις, αν δεν το βρίσκεις άπρεπο από μέρους μου – ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Από μέρους μου, δεν υπάρχει αντίρρηση. Ωστόσο, φοβάμαι πως, ό,τι κι αν πω, μπορεί να σε πληγώσει. ΘΕΚΛΑ: Κάθισε λίγο. Δε θα με πληγώσεις — έχεις το σπάνιο χάρισμα να είσαι διακριτικός και λεπτός. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Μεγάλη σου ευγένεια! Αλλά αμφιβάλλω κι ο άντρας σου θα μ’ έβλεπε με τόση επιείκεια. ΘΕΚΛΑ: Ίσα ίσα. Πριν από λίγο, μου μιλούσε με πολλή συμπάθεια για σένα. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Α; Ο χρόνος σβήνει τα πάντα όπως ένα όνομα χαραγμένο στον κορμό ενός δέντρου. Ακόμα κι η έχθρα δεν επιζεί αιώνια. ΘΕΚΛΑ: Μα δεν σου είχε καμιάν «έχθρα», αφού δε σ’ έχει δει ποτέ... Όσο για μένα, πάντα ονειρευόμουν να σας δω φίλους, έστω και για μια στιγμή... ή, τουλάχιστο, να συναντιόσαστε κάποτε, μπροστά μου, να δώσετε τα χέρια... και να χωρίσετε. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Κι εμένα, κρυφή μου επιθυμία ήταν να δω εκείνην που αγάπησα πιο πολύ κι απ’ τη ζωή μου, να έχει πέσει σε καλά χέρια... Έχω ακούσει πολλά γι’ αυτόν, ξέρω και θαυμάζω τα έργα του... αλλά θα ήθελα, πριν γεράσω, να του σφίξω το χέρι, να τον κοιτάξω κατάματα και να τον παρακαλέσω να φροντίσει το πολύτιμο πετράδι που η μοίρα τού εμπιστεύθηκε. Έτσι, θα έσβηνε το μίσος που άθελα μου έχω γι’ αυτόν, και θα τέλειωνα τη θλιβερή ζωή μου με γαλήνη και ταπεινοφροσύνη... ΘΕΚΛΑ: Είπες αυτό που σκέφτομαι, κατάλαβες τα αισθήματά μου. Σ’ ευχαριστώ! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Είμαι ένας ασήμαντος άνθρωπος — και δεν μπορούσα να σ’ επισκιάσω. Η μονότονη ζωή μου, η πληκτική δουλειά μου, ο στενός κύκλος όπου ζούσα δεν ταίριαζαν με την ψυχή σου, που διψούσε για ελευθερία. Το παραδέχομαι. Αλλά, εσύ, που έχεις μελετήσει την ανθρώπινη ψυχή, καταλαβαίνεις πόσο μου κοστίζει αυτό που λέω... ΘΕΚΛΑ: Είναι γενναίο κι ευγενικό ν’ αναγνωρίζει κανείς τις αδυναμίες του — πολύ λίγοι το μπορούν... (Αναστενάζει) Αλλά εσύ ήσουνα πάντα τίμιος, ειλικρινής, αξιόπιστος... Σ’ εκτιμούσα, αλλά – ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Όχι, δεν ήμουν — τ ό τ ε... Όμως, ο πόνος εξαγνίζει, η λύπη εξευγενίζει, και εγώ... υπέφερα... πολύ...

Page 287: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

287ΘΕΚΛΑ: Καημένε μου Γκούσταβ! Μπορείς να με συγχωρέσεις; Μπορείς; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Να σε συγχωρέσω; Τι να σου συγχωρέσω; Εγώ πρέπει να σου ζητήσω συγγνώμη. ΘΕΚΛΑ: (Αλλάζει τόνο) Ω, Θεέ μου, νομίζω πως θα βάλουμε τα κλάματα — στην ηλικία μας! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: (Αλλάζει κι αυτός, προσεχτικά) Στην ηλικία μας; Ναι. Εγώ γέρασα. Αλλά εσύ είσαι όλο και πιο νέα. (Κάθεται στην αριστερή καρέκλα. Η ΘΕΚΛΑ. χωρίς να το προσέξει, κάθεται στον καναπέ)

ΘΕΚΛΑ: Αλήθεια; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Και ξέρεις να ντύνεσαι! ΘΕΚΛΑ: Εσύ μ’ έμαθες. Δε θυμάσαι που ανακάλυψες ποια χρώματα μου πάνε; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Εγώ; Όχι. ΘΕΚΛΑ: Ναι, εσύ. Το ξέχασες; (Γελάει) Και, μάλιστα, θύμωνες, όταν δε φορούσα κάτι κόκκινο της φωτιά! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Δε θύμωνα. Ποτέ δε θύμωνα μαζί σου. ΘΕΚΛΑ: Όχι, δα!... Να, όταν προσπαθούσες να με μάθεις πώς να σκέφτομαι σωστά. Θυμάσαι; Εκείνο τον καιρό, δεν ήξερα – ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Και βέβαια ήξερες! Όλοι ξέρουν να σκέφτονται... Και, τώρα, είσαι φοβερή και κοφτερή — τουλάχιστο, στα βιβλία σου! ΘΕΚΛΑ: (Αμήχανη, μιλάει γρήγορα) Λοιπόν, αγαπητέ μου Γκούσταβ, χάρηκα πολύ που σε ξαναείδα, και μάλιστα έτσι φιλικά... ήρεμα... ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ω, ποτέ δεν ήμουνα «ταραχοποιός». Και η ζωή σου μαζί μου ήταν πολύ ήσυχη... ΘΕΚΛΑ: Ναι. Παραήταν... ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Α; Μα νόμιζα πως αυτό ήθελες. Έτσι έλεγες, όταν ήμαστε αρραβωνιασμένοι. ΘΕΚΛΑ: Ξέρει κανείς τι θέλει, εκείνη την εποχή; Κι έπειτα, η μητέρα μου με είχε δασκαλέψει να παίζω το ήσυχο ποταμάκι και να μην αντιμιλώ στους κυρίους. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Τώρα, όμως, το «ποταμάκι» έγινε καταρράκτης! Π ζωή των καλλιτεχνών είναι λαμπερή και πολυκύμαντη, κι ο άντρας σου δε μοιάζει με στεκάμενη λίμνη... ΘΕΚΛΑ: Χμ, ξέρεις... το πολύ Κύριε ελέησον... ΓΚΟΥΣΤΑΒ: (Αλλάζει θέμα) Μπα! Φοράς ακόμα τα σκουλαρίκια που σου χάρισα; ΘΕΚΛΑ: (Αμήχανα) Γιατί όχι; Δε γίναμε εχθροί.. τα φοράω σαν σύμβολο... σαν υπενθύμιση πως είμαστε φίλοι... Άλλωστε, δε βρίσκεις πια τέτοια σκουλαρίκια. (Βγάζει το ένα) ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Καλά κι ωραία όλα αυτά — αλλά ο άντρας σου τι λέει; ΘΕΚΛΑ: Ας λέει ό,τι θέλει. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Μα μπορεί να τον πληγώνει που τα φοράς... νιώθει κάπως γελοίος! ΘΕΚΛΑ: (Κοφτά, σαν στον εαυτό της) Είναι από μόνος του! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: (Βλέποντας πως η ΘΕΚΛΑ δυσκολεύεται να ξαναβάλει το σκουλαρίκι) Μου επιτρέπεις να σε βοηθήσω; ΘΕΚΛΑ: Γιατί όχι; Ευχαριστώ. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: (Της τσιμπάει το αυτί, καθώς της βάζει το σκουλαρίκι) Αυτό το μικρό αυτάκι!... Σκέψου να μας έβλεπε ο άντρας σου! ΘΕΚΛΑ: Τι Θρήνος και οδυρμός θα γινόταν! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ζηλεύει; ΘΕΚΛΑ: Αν ζηλεύει; Άλλο τίποτα!

(Ακούγεται θόρυβος απ’ το πλαϊνό δωμάτιο)

Page 288: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

288 ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ποιος μένει εκεί; ΘΕΚΛΑ: Δεν έχω ιδέα... Αλλά, πες μου, πώς τα πας; Τι κάνεις; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Πες μου, πρώτα, τι κάνεις εσύ —

(Η ΘΕΚΛΑ, αμήχανη, ανασηκώνει μηχανικά το ύφασμα απ’ την κέρινη φιγούρα) ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Τι είναι αυτό; Όχι, δα! Εσύ; ΘΕΚΛΑ: Δε νομίζω. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Μα σου μοιάζει. ΘΕΚΛΑ: Βρίσκεις; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Είναι ντροπαλός ο άντρας σου; ΘΕΚΛΑ: Ναι. Στα λόγια. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Και... στα έργα; ΘΕΚΛΑ: Είναι πολύ άρρωστος πια... ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Καημένο κορίτσι! ... Αλλά, κι αυτός, γιατί πήγε κι έβαλε το χέρι του σε ξένη κερήθρα; ΘΕΚΛΑ: (Γελάει) Είσαι για τα σίδερα! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Θυμάσαι; Όταν ήμαστε νιόπαντροι, μείναμε σ’ αυτό το ξενοδοχείο... σ’ αυτό το δωμάτιο... Μόνο που, τότε, ήταν επιπλωμένο διαφορετικά: πλάι στην κολόνα, είχε ένα γραφείο... και το κρεβάτι βρισκόταν εκεί.. ΘΕΚΛΑ: Πάψε! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Νομίζεις πως μπορεί κανείς να ξεχάσει; ΘΕΚΛΑ: Όχι. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε απ’ τις αναμνήσεις μας. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Θυμάσαι όταν πρωτογνωριστήκαμε; Ήσουν ένα γλυκό κι αξιαγάπητο παιδί. Όπως κάθομαι εδώ και σου μιλάω, μου φαίνεται σαν να σιγοπίνω ένα παλιό κρασί απ’ τη δική μου κάβα. Ξαναβρίσκω το κρασί μου — αλλά πιο «ζυμωμένο», με καλύτερο άρωμα... Και, τώρα, που αποφάσισα να ξαναπαντρευτώ, διάλεξα επίτηδες μια νέα κοπέλα, που θα την πλάσω στα δικά μου μέτρα. Βλέπεις η γυναίκα είναι το παιδί του άντρα – κι αν δεν είναι, τότε γίνεται α υ τ ό ς παιδί της. κι ο κόσμος έρχεται τα πάνω κάτω! ΘΕΚΛΑ: Θα ξαναπαντρευτείς, λοιπόν; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ναι. Θα προκαλέσω ξανά την Τύχη. Αλλά αυτή τη φορά, θα δέσω γερά τα χαλινάρια. Για να μη μου ξεφύγει. ΘΕΚΛΑ: Είναι όμορφη; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ναι — για μένα... Αλλά μπορεί και να γέρασα… Παράξενο... Τώρα, που έτυχε να ξαναβρεθούμε αρχίζω ν’ αναρωτιέμαι αν μπορώ να ξαναπαίξω αυτό το παιχνίδι... ΘΕΚΛΑ: Γιατί όχι; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Οι ρίζες μου βρίσκονται ακόμα μέσα σου, κι οι παλιές πληγές ματώνουν πάλι... Είσαι επικίνδυνη γυναίκα, Θέκλα! ΘΕΚΛΑ: Όχι, δα! Ο υπ’ αριθμόν δύο σύζυγός μου λέει πως δεν μπορώ πια να έχω κατακτήσεις! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Μ’ άλλα λόγια, έπαψε να σ’ αγαπά. ΘΕΚΛΑ: Δεν ξέρω τι σημαίνει γι’ αυτόν «αγάπη». ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Παίξατε τόσον πολύ καιρό Το «κρυφτό», που δεν μπορείτε πια να βρείτε ο ένας τον άλλο... Γίνονται κάτι τέτοια... Εσύ έπαιξες την αθώα τόσο έξυπνα, που πριόνισες το κουράγιο του... Βλέπεις, οι αλλαγές είναι επικίνδυνες. Πολύ επικίνδυνες! ΘΕΚΛΑ: Με κατηγορείς ότι —; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Καθόλου! Ό,τι γίνεται, έ π ρ ε π ε να γίνει — είναι μια αναγκαιότητα. Αν δε γινόταν αυτό, Θα γινόταν κάτι άλλο. Όμως, έγινε αυτό — και έγινε έτσι...

Page 289: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

289 ΘΕΚΛΑ: Καταλαβαίνεις τόσο καλά τόσα πολλά! Μαζί σου νιώθει κανείς ελεύθερος... Ξέρεις ότι ζηλεύω τη μέλλουσα γυναίκα σου; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ξέρεις ότι ζηλεύω τον άντρα σου; ΘΕΚΛΑ: (Σηκώνετα) Τώρα, όμως, πρέπει να χωρίσουμε. Για πάντα. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ναι, πρέπει. Αλλά όχι χωρίς ν’ αποχαιρετιστούμε. Ε; ΘΕΚΛΑ: (Ανήσυχη) Όχι! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: (Την ακολουθεί) Ναι! Θ’ αποχαιρετιστούμε! Θα πνίξουμε τις αναμνήσεις μας σ’ ένα μεθύσι τόσο βαθύ, που, όταν ξυπνήσουμε, δε θα θυμόμαστε τίποτα... (Την αγκαλιάζει απ’ τη μέση) Η άρρωστη ψυχή του άντρα σου σε μολύνει με τον μαρασμό της και σε τραβάει στον βυθό. Εγώ θα φυσήξω καινούρια ζωή, Θα κάνω το ταλέντο σου να ξανανθίσει σαν φθινοπωρινό τριαντάφυλλο. Θα – (Τη φιλάει) ΘΕΚΛΑ: Άφησε με! Σε φοβάμαι! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Γιατί; ΘΕΚΛΑ: Γιατί μου παίρνεις την ψυχή! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Και σου δίνω τη δική μου σ’ αντάλλαγμα. Άλλωστε, εσύ δεν έχεις ψυχή — δεν είναι παρά μια φαντασίωση! ΘΕΚΛΑ: Λες τις χειρότερες κακίες μ’ έναν τρόπο που δεν μπορεί κανείς να σου θυμώσει. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Επειδή έχω γράψει πρώτος υποθήκη απάνω σου, και το ξέρεις... Λοιπόν, λέγε. Πού; Και πότε; ΘΕΚΛΑ: Όχι! Δεν μπορώ!... Τον λυπάμαι. Με αγαπάει, και δε θέλω να τον πληγώσω. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Δε σ’ αγαπάει! ΘΕΚΛΑ: Ναι! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Όχι! Θες να σ’ το αποδείξω; ΘΕΚΛΑ: Πώς; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: (Μαζεύει από κάτω τα κομμάτια της σκισμένης φωτογραφίας) Ορίστε! Δες και μόνη σου. ΘΕΚΛΑ: Α!... Γιατί το ’κανε αυτό; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Επειδή σε περιφρονεί! ΘΕΚΛΑ: Ω, το κτήνος! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Βλέπεις;... Λοιπόν;.. ΘΕΚΛΑ: Ο ψεύτης! Ο διπρόσωπος! Ο φαρισαίος! Ορκιζόταν πως με λάτρευε — και με μισούσε! Μου έκανε κηρύγματα για ειλικρίνειες κι εντιμότητες, μ’ έμαθε να λέω την αλήθεια — και με κορόιδευε!... Αλλά... για στάσου, για στάσου... τι ακριβώς έγινε... Με υποδέχτηκε ψυχρά, όταν γύρισα... Δεν κατέβηκε στην αποβάθρα... Κι έπειτα, άρχισε να λέει αποφθέγματα για τις γυναίκες... και, μετά, είπε πως τον «στοιχειώνεις»... και, ύστερα, πως θέλει να γίνει γλύπτης, επειδή αυτή είναι η τέχνη του καιρού μας — όπως ακριβώς έλεγες κι εσύ, κάποτε! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Όχι, δα! ΘΕΚΛΑ: Ναι!... Α, τώρα καταλαβαίνω! Τώρα, αρχίζω να βλέπω τι εκδικητικό κάθαρμα είσαι!... Εσύ ήσουν εδώ... εσύ — και τον κατασπάραξες!... Εσύ καθόσουνα στον καναπέ... εσύ τον έπεισες πως είναι επιληπτικός... πως πρέπει να μην κάνουμε έρωτα... πως πρέπει ν’ αποδείξει ότι είναι άντρας, επαναστατώντας κατά της γυναίκας του! Εσύ! Πόσον καιρό βρίσκεσαι εδώ; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Οκτώ μέρες. ΘΕΚΛΑ: Ήρθες εδώ με το βρόμικο σχέδιο να καταστρέψεις την ευτυχία. μου, κι έκανες κάθε ατιμία για να το πετύχεις… Μου παράστησες τον μάγο και τον μαγεμένο... ώσπου άνοιξα τα μάτια μου και σε τσάκωσα! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Φυσικά. ήθελα μ’ όλη μου την ψυχή το ναυάγιο του γάμου σας. Αλλά ήμουνα σχεδόν βέβαιος πως αυτό θα γινόταν και χωρίς την παρέμβασή μου. Κι άλλωστε, είχα τόσα άλλα να κάνω, που δε μου έμενε καιρός για

Page 290: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

290 μηχανορραφίες. Ήρθα εδώ — και το «πρόβατό» σου έπεσε αμέσως στην αγκαλιά του λύκου. Κέρδισα τη συμπάθειά του, προκαλώντας μερικά αντανακλαστικά του — Πώς; θα ήταν απρέπεια να σ’ το εξηγήσω. Στην αρχή, τον λυπήθηκα, επειδή βρισκόταν στην ίδια κατάσταση όπου ήμουν κι εγώ κάποτε. Έπειτα, όμως, άρχισε να ξύνει τις παλιές πληγές μου — ξέρεις, για το βιβλίο σου και για τον «ηλίθιο». Εμένα!... Και, τότε, μ’ έπιασε η μανία να τον κομματιάσω και ν ανακατέψω τα κομμάτια του, έτσι που να μην μπορεί Κανένας να τα ξανακολλήσει. Και το πέτυχα — χάρη στη θαυμάσια προεργασία που είχες κάνει εσύ... Ύστερα, ήταν η σειρά σου: Ήσουνα το ελατήριο του ρολογιού, κι έπρεπε να σε στρίψω ώσπου να σπάσεις κι εσύ. Όταν μπήκα, πριν, δεν ήξερα τι ακριβώς θα πω και θα κάνω. Βέβαια, είχα πολλά σχέδια στον νου μου, όπως σι σκακιστές, αλλά π ο ι ο θα εφάρμοζα, εξαρτιόταν απ’ τις δικές σου κινήσεις. Η μια κίνηση προκάλεσε την άλλη, με βοήθησε και η τύχη και σ’ έκανα «ματ». Τώρα, η «βασίλισσα» είναι αιχμάλωτή μου! ΘΕΚΛΑ: Όχι, δα! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ναι, δα! Αυτό που φοβόσουν πιο πολύ απ’ όλα, έγινε! Ο Κόσμος ——που τον αντιπροσωπεύουν οι δύο ταξιδιώτισσες και που δεν τις προσκάλεσα εγώ – ο Κόσμος, λοιπόν, είδε πως συμφιλιώθηκες με τον πρώην σύζυγό σου και πως έπεσες μετανιωμένη στην πιστή και νόμιμη αγκαλιά του! Δε φτάνει αυτό; ΘΕΚΛΑ: Μπορεί να «φτάνει» σε σένα για την εκδίκησή σου. Μα λογαριάζεις χωρίς τους άλλους παίκτες. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Οι άλλοι παίκτες έχασαν! Και ξέρεις γιατί; ΘΕΚΛΑ: (Κάνει μια περιφρονητική γκριμάτσα) Δεν ξέρω, γιατί δεν έχασα! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Έχασες. Χάσατε! Σας έπιασα στα δίχτυα μου, επειδή εγώ ήμουν δυνατότερος από σας, κι εξυπνότερος. Εσύ κι αυτός είσαστε οι ηλίθιοι! Βλέπεις, δεν είναι ντε και καλά ηλίθιοι όσοι δε γράφουν μυθιστορήματα και δε ζωγραφίζουν. Μην το ξεχνάς! ΘΕΚΛΑ: Δεν έχεις αισθήματα διόλου; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Διόλου! Γι’ αυτό μπορώ και σκέφτομαι — πράγμα που εσύ σπάνια κάνεις— και ενεργώ, όπως το κατάλαβες, μόλις τώρα. ΘΕΚΛΑ: Κι όλα αυτά, μόνο και μόνο επειδή πλήγωσα τον εγωισμό σου! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Τι εννοείς «μόνο και μόνο»; Τον εγωισμό των άλλων δεν πρέπει να τον αγγίζεις — είναι το πιο ευαίσθητο σημείο των ανθρώπων! ΘΕΚΛΑ: Είσαι ένα εκδικητικό κτήνος! Σε μισώ! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Είσαι ένα ακόλαστο κτήνος! Σε μισώ! ΘΕΚΛΑ: Έτσι είμαι από τη φύση μου, ε; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Κι εγώ το ίδιο! ΘΕΚΛΑ: Εσύ δε Θα μάθεις ποτέ να συγχωρείς! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Πως! Εσένα σε συγχώρεσα κιόλας. ΘΕΚΛΑ: Εσύ; Το είδα. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Βέβαια! Το μόνο που έκανα ήταν να έρθω εδώ —Έπαιξα λίγο με τον άντρα σου, κι αυτό έφτασε για να γίνει θρύψαλα... Αλλά γιατί εγώ, που είμαι ο κατήγορος, κάθομαι και απολογούμαι σε σένα—; ΘΕΚΛΑ: (Σαρκαστικά) .. .τον «εγκληματία»! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Γελάς; Δεν έχεις να κατηγορήσεις τον αυτό σου για τίποτα; ΘΕΚΛΑ: Όχι, για τίποτα! Πρώτα πρώτα, ό,τι έκανα, το έκανα επειδή το αγάπησα και το πίστεψα. Έπειτα, οι Χριστιανοί λένε πως τις πράξεις μας τις κατευθύνει η Θεία Πρόνοια... άλλοι την ονομάζουν Μοίρα... Έτσι ή αλλιώς, είμαστε αθώοι για ό,τι κάνουμε. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ως ένα σημείο. Έχουμε, όμως, ένα περιθώριο εκλογής — κι εκεί αρχίζει η ευθύνη κι η ενοχή μας. Και, τότε, αργά ή γρήγορα, οι δανειστές μάς χτυπάν την Πόρτα. Είμαστε αθώοι, αλλά υπεύθυνοι! Αθώοι απέναντι στο Θεό —που δεν πιστεύουμε πια— και υπεύθυνοι απέναντι στον εαυτό μας και στους άλλους.

Page 291: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

291ΘΕΚΛΑ: Κι εσύ, ήρθες να απαιτήσεις την εξόφληση του «χρέους»! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ήρθα να πάρω πίσω αυτό που μου έκλεψες. όχι αυτό που σου χ ά ρ ι σ α; Μου έκλεψες την υπόληψη μου — και δεν μπορώ να την ξαναβρώ παρά μόνο βρομίζοντας τη δική σου. Δεν έχω δίκιο: ΘΕΚΛΑ: Την υπόληψή σου! Χμ... Και, τώρα, είσαι ικανοποιημένος απ’ την «εξόφληση»; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Είμαι! (Χτυπάει το κουδούνι για να έρθει ο καμαριέρης) ΘΕΚΛΑ: Και Θα γυρίσεις θριαμβευτής στην αρραβωνιαστικιά σου! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Δεν έχω καμιά αρραβωνιαστικιά, κι ούτε θέλω ναι έχω. Δε γυρίζω σπίτι, γιατί δεν έχω σπίτι, και δε θέλω να έχω. Τώρα φεύγω με το πλοίο των οκτώ. ΘΕΚΛΑ: Δεν μπορούμε ναι χωρίσουμε φιλικά; ΓΚΟΥΣΤΑΒ: «Φιλικά»; Για σένα, μερικές λέξεις έχουν χάσει κάθε νόημα πια. Τι θα πει «φιλικά»; Μήπως θα ήθελες να ζήσουμε κι οι τρεις μαζί;... Εσύ, και μόνο εσύ, Θα μπορούσες να θάψεις το μίσος μας, αποζημιώνοντας με για ό,τι έχασα — αλλά δεν είσαι ικανή ! Εσύ δεν έκανες τίποτ’ άλλο παρά ν α π α ί ρ ν ε ι ς από μένα, κι αυτά που πήρες τα σκόρπισες και δεν μπορείς να μου τα δώσεις πίσω... Θα ήσουν ευχαριστημένη, αν σου έλεγα: «Συγχώρεσε με, που μου κομμάτιασες την καρδιά... Συγχώρεσε με, που με ατίμασες... Συγχώρεσε με, που, εφτά χρόνια, μ’ έκανες περίγελο των φοιτητών μου... Συγχώρεσε με, που σε λύτρωσα απ’ την τυραννία των γονιών σου κι απ’ τη σκλαβιά της αμάθειας και της προκατάληψης... που σ’ έκανα αφέντρα του σπιτιού μου, σου έδωσα κοινωνική θέση, φίλους και, από παιδί, σε έκανα γυναίκα! Συγχώρεσε με, όπως σε συγχώρεσα κι εγώ! Τώρα, σβήνω το χρέος σου. Πήγαινε να τακτοποιήσεις τον λογαριασμό σου με τον άλλο «δανειστή σου!» ΘΕΚΛΑ: Τον «άλλο» —; Πού είναι; Τι του έκανες; Αρχίζω να υποψιάζομαι κάτι... κάτι απαίσιο! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Τι «του έκανα»;... Τον αγαπάς ακόμα; ΘΕΚΛΑ: Ναι! Τον αγαπώ! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Και για μένα είπες το ίδιο, πρωτύτερα... Έλεγες αλήθεια; ΘΕΚΛΑ: Ναι, αλήθεια. ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ξέρεις τι είσαι; ΘΕΚΛΑ: Δε με νοιάζει αν με περιφρονείς! ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Σε λυπάμαι... Δε φταις εσύ που είσαι έτσι... Φταίει. ο χαρακτήρας σου — αλλά, αυτό, έχει τρομερές συνέπειες... Καημένη Θέκλα! Δεν ξέρω, αλλά σχεδόν μετανιώνω γι’ αυτό που έκανα, αν και είμαι αθώος, όπως εσύ... Μα, πάλι, ίσως σου κάνει. καλό να νιώσεις όπως ένιωσα εγώ κάποτε... Ξέρεις πού είναι ο άντρας σου; ΘΕΚΛΑ: Νομίζω πως... καταλαβαίνω, τώρα... Φονιά!... Είναι εκεί, πλάι. Και τ’ άκουσε όλα... τα είδε όλα! Κι όποιος δει τον δαίμονά του, πεθαίνει!

(Χιμάει προς την πόρτα και φεύγει) ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Αλήθεια είπε! Τον αγαπάει κι αυτόν!... Καημένη γυναίκα !

Page 292: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

292

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ Μετάφραση: Ι. Ε. ΧΡΥΣΑΦΗΣ

ΟΟ ΧΧΟΟΡΡΟΟΣΣ ΤΤΟΟΥΥ ΘΘΑΑΝΝΑΑΤΤΟΟΥΥ

Πράξη 2η – Συμφυρμός από την 1η και 2η Εικόνα

( Ο Λοχαγός φεύγει από την πόρτα του βάθους) ΚΟΥΡΤ: Ποιος είνε αυτός ο άνθρωπος ; ΑΛΙΣ: αυτός είναι ένας διάβολος κι’ όχι άνθρωπος ! ΚΟΥΡΤ: Και τι τον θέλει το γιο μου ! ΑΛΙΣ: Τον θέλει να τον κρατή ως όμηρο για να μπορέση να σε υποδουλώση. Θέλει να σε απομονώση από όλες τις άλλες αρχές του νησιού... Ξέρεις ότι αυτό το νησί το λεν οι κάτοικοί του «η μικρή κόλαση ;» Κ0ΥΡΤ: Αυτό δεν τόξερα !.. Αλίς, είσαι ή πρώτη γυναίκα που ξυπνάς τη συμπονιά μου· όλες οι άλλες ενόμιζα πως ήταν άξιες της τύχης των ! ΑΛΙ Σ: Μη μ’ εγκαταλείψης όμως τώρα ! Μη φύγης από κοντά μου γιατί θα με δείρη πάλι... Μ’ έδερνε εικοσιπέντε χρόνια τώρα.. .και μπροστά στα παιδιά... μ’ έρριξε και στη θάλασσα !.. ΚΟΥΡΤ: Μ’ αυτά που ακούω αναγκάζομαι να κηρυχθώ ωρισμένως αντίπαλός του ! Εγώ ήρθα εδώ χωρίς κακία, χωρίς να θυμάμαι ούτε μια από τις περασμένες ταπεινώσεις και τις κακογλωσσιές του ! Τον εσυχώρεσα δε κι όταν ακόμη άκουσα από σένα ότι αυτός ήταν που μ’ εχώρισε από τα παιδιά μου... επειδή ήταν άρρωστος κι’ ετοιμοθάνατος... Τώρα όμως που θέλει να μου πάρη το γιο μου, πρέπει να βγη από τη μέση,—αυτός ή εγώ ! ΑΛΙΣ: Λαμπρά ! το φρούριο δεν το παραδίνουμε ! αλλά το πετάμε στον αέρα μ’ αυτόν μαζύ. Το μπαρούτι τόχω στα χέρια μου ! Κ0ΥΡΤ: Δεν ήμουνα κακός όταν ήρθα εδώ, εσκέφτηκα μάλιστα να φύγω όταν ένοιωσα ότι το μίσος σας άρχισε να με μολύνη κι’ εμένα· τώρα όμως ασθάνουμαι έναν ακαταμάχητο προορισμό για να μισήσω αυτόν τον άνθρωπο, όπως έχω μισήση την ίδια την κακία !.. Λοιπόν, τι μπορούμε να κάνουμε ; ΑΛΙΣ: Την τακτική μου την έχει μάθη αυτός ο ίδιος ! Θα σημάνουμε προσκλητήριο στους εχθρούς του και θα ζητήσουμε συμμάχους ! ΚΟΥΡΤ: Φαντάσου ότι κατόρθωσε ν’ ανακαλύψη και να συνεννοηθή και με τη γυναίκα μου ! Δεν ήταν να καλιάζανε αυτοί οι δυο τους εδώ Κι’ εικοσιπέντε χρόνια ! Θ’ αρχίζανε τέτιο σκυλοκαυγά που θα χαλούσε ο κόσμος ! ΑΛΙΣ: Τώρα όμως αντάμωσαν οι ψυχές των... και πρέπει να χωρίσουν ! Προσπαθώ να μαντέψω ποιο είνε το τρωτό του σημείο. Πολλές φορές ως τώρα εγελάστηκα... Κ0ΥΡΤ: Ποιος είνε ο ασπονδότερος του εχθρός δω στο νησί ; ΑΛΙΣ: Είνε ό διοικητής του πυροβολικού ! Κ0ΥΡΤ: Είνε έντιμος άνθρωπος; ΑΛΙΣ: Ναι, είνε !... Και ξέρει... κι εκείνος αυτά που... αυτά που ξέρω κι εγώ... Αυτός ξέρει τι δουλιες σκαρώνανε ό λοχαγός με το διαχειριστή ! ΚΟΥΡΤ: Τι δουλιές;.. Τι θες να ειπής μ’ αυτό ; ΑΛΙΣ: Κλεψιές ! ΚΟΥΡΤ: Απαίσιο ! Όχι, δε θέλω εγώ ν ανασκαλέψω τέτια πράματα. ΑΛΙ Σ: Χα, χα, χα ! Δε μπορείς να χτυπήσης ένα εχθρό σου ; ΚΟΥΡΤ: Πρώτα μπορούσα ! Τώρα πια όμως δε μπορώ ! ΑΛΙΣ: Γιατί ;

Page 293: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

293ΚΟΥΡΤ: Γιατί έχω ανακαλύψη ότι παρ’ όλα αυτά υπάρχει δικαιοσύνη ! ΑΛΙ Σ: Κάτσε τότε να την περιμένης ! Έτσι σου πήραν και το γιο σου ! Κοίταξε τα ψαρά τα μαλλιά μου... Ναι, πιάσε να δης μολαταύτα τι πυκνά που είνε !.. Λογαριάζει να ξαναπαντρευή και τότε είμαι κι εγώ ελεύτερη— να κάνω το ίδιο—είμαι ελεύτερη ! Και σε δέκα λεπτά θα κάθεται αυτός εδώ από κάτω στο κρατητήριο, εδώ από κάτω (χτυπάει με το πόδι της το πάτωμα).. κι εγώ θα χορέβω απάνω στο κεφάλι του την είσοδο των Βογιάρων (κάνει μερικά χορευτικά βήματα με τα χέρια στη μέση)... χά, χά, χά! και θα παίζω και τόσο δυνατά πιάνο, για να τ’ ακούη. (Χτυπάει δυνατά το πιάνο) Ω, ο πύργος ανοίγει τις πόρτες του κι ο φρουρός με το γυμνό σπαθί του δε θα φυλάη πια εμένα παρά αυτόν !. ταρά ταμ ταμ τα ! ταρά ταμ ταμ ταμ ταμ ! Αυτόν, αυτόν, αυτόν, αυτόνε θα φυλάη ! ΚΟΥΡΤ: (Την κοιτάζει με αγριεμένες ματιές) Αλίς ! μήπως κι εσύ δεν είσαι παρά ένας άλλος διάβολος ; ΑΛΙΣ: (Πηδάει σε μια καρέκλα και κατεβάζει τα δάφνινα στεφάνια) Ετούτα δω θα τα πάρω μαζύ μου όταν θα φύγω από δω μέσα ! Οι δάφνες του θριάμβου ! Κι οι κορδέλλες που θ’ ανεμίζουν. Λίγο σκονισμένα μα πράσινα αιωνίως ! — σαν τη νιότη μου ! — Δεν εγέρασα ακόμα, Κουρτ ! ΚΟΥΡΤ: (Με αστραφτερά μάτια) Είσαι σωστός διάολος ! ΑΛΙΣ: Στη μικρή κόλαση ! ναι !.. Άκου δω, Τώρα εγώ θα κάνω την τουαλέττα μου... (λύνει τα μαλλιά της) σε δυο λεπτά θα ντυθώ... σ’ άλλα δυο λεπτά θα είμαι στο διοικητή του πυροβολικού... κι ύστερα το φρούριο στον αέρα ! ΚΟΥΡΤ: (Όπως προτήτερα) Είσαι σωστός διάολος ! ΑΛΙΣ: Έτσι έλεγες πάντα, όταν είμαστε παιδιά ακόμα ! Θυμάσαι όταν είμαστε μικροί και αρραβωνιαζόμαστε ! χα, χα, χα ! Εσύ ήσουνα ντροπαλός, εννοείται !.. ΚΟΥΡΤ: (Σοβαρά) Αλίς ! ΑΛΙΣ: Και πραγματικώς ήσουνα ! Και σου ταίριαζε κι’ όλας ! Ξέρεις, υπάρχουν πρόστυχες γυναίκες που τους αρέσουν οι ντροπαλοί νέοι... και φαίνεται πως υπάρχουν και ντροπαλοί άντρες που τους αρέσουν οι πρόστυχες γυναίκες ! Κι συ με γουστάριζες λιγάκι τότε ! ψέματα ; ΚΟΥΡΤ: Ούτε ξέρω πού βρίσκουμαι ούτε τι κάνω ! ΑΛΙΣ: Είσαι στο σπίτι μιανής θεατρίνας, που είνε μεν λιγάκι sans façon αλλά κατά τα άλλα είνε έκτακτη γυναίκα ! Μάλιστα ! Τώρα όμως είμαι ελεύτερη, ελεύτερη, ελεύτερη !.. Γύρισε από κει γιατί θ’ αλλάξω φόρεμα ! (Ξεκουμπώνει το φόρεμά της. Ο Κουρτ χυμάει, την αρπάζει στα χέρια του, τη σηκώνει ψηλά και τη δαγκώνει στο λαρύγκι έτσι που αυτή βάζει τις φωνές. Ύστερα την πετάει επάνω στη

chaise longue) ΑΛΙΣ: Μη δαγκώνεις ! ΚΟΥΡΤ: (Εκτός εαυτού) Ναι, θέλω να σου δαγκώσω το λαρύγγι και να βυζάξω το αίμα σου σαν αγριόγατος ! Εξύπνησες το θηρίο μέσα μου, που χρόνια τώρα παιδεβόμουνα να το σκοτώσω με χίλιες δυο αφοσιώσεις και θεληματικές θυσίες. Όταν ήρθα νόμιζα πως ήμουν μια σταλιά καλύτερος από σας και τώρα είμαι ο ατιμότερος ! Από τότε που σε είδα—σε όλη την απαίσια γυμνότητά σου, από τότε που το πάθος μου έκανε και τα μάτια μου να βλέπουν αλλοιώτικα, νοιώθω μέσα μου όλη τη δύναμη της κακίας. Το άσκημο έγινε ωραίο, το καλό έγινε άσκημο κι ανήμπορο !. . Έλα, έλα να σε πνίξω.. . μ’ ένα φιλί ! (Την αγκαλιάζει) ΑΛΙ Σ: (Του δείχνει το αριστερό της χέρι) Να το σημάδι της αλυσίδας που εσύ την έσπασες. Ήμουν σκλάβα και τώρα έγινα ελεύτερη !.. ΚΟΥΡΤ: Θα σε δέσω όμως εγώ !.. ΑΛΙ Σ: Εσύ ; ΚΟΥΡΤ: Εγώ !

Page 294: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

294ΑΛΙ Σ: Εγώ για μια στιγμή σε είχα πάρη για... ΚΟΥΡΤ: Για θεοφοβούμενο ; ΑΛΙΣ: Ναι, όλο σαλιάριζες για την αμαρτία... ΚΟΥΡΤ: Αλήθια ; ΑΛΙΣ: Και νόμιζα πως ήρθες εδώ να κάνης τον ιεροκήρυκα,.. ΚΟΥΡΤ: Μπα, έτσι νόμισες ; Σε μια ώρα που θάμαστε μέσα στην πόλη τότε θα ιδής ποιος είμαι !.. ΑΛΙΣ: Απόψε κιόλας θα πάμε στο θέατρο για να μας δουν ! Αυτός θα ρεζιλεφτή, αν του φύγω, το καταλαβαίνεις ; ΚΟΥΡΤ: Αρχίζω να καταλαβαίνω και βλέπω ότι η φυλακή δεν είνε αρκετή... ΑΛΙΣ: Όχι, δεν είνε αρκετή ! Πρέπει να γίνη και σκάνδαλο ! ΚΟΥΡΤ; ΤΙ παράξενος κόσμος ! Εσύ κάνεις το σκάνδαλο κι’ αυτός παίρνει στην καμπούρα του το ρεζιλίκι ! ΑΛΙ Σ: Αφού ο κόσμος είνε τόσο ηλίθιος ! ΚΟΥΡΤ: Σα νάχουν ποτιστή και μεθύση οι τοίχοι ετούτοι απ’ όλα τα εγκλήματα των κακούργων πού ήταν κλεισμένοι εδώ μέσα και φτάνει ν’ ανασάνης μόνο για να μπούνε μέσα σου ! Άλλο δεν είχες στο νου σου παρά το θέατρο και το σουπέ, μου φαίνεται ! Εγώ όμως συλλογιζόμουνα το γιό μου ! ΑΛΙΣ: (Τον χτυπάει στο στόμα με το γάντι της) Βλάκα !

(Ο Κουρτ σηκώνει το χέρι του να την μπατσίση. Εκείνη τραβιέται πίσω) Tout beau ! Κ0ΥΡΤ: Με συγχωρείς ! ΑΛΙΣ: Αν γονατίσης μάλιστα.

(Ο Κουρτ γονατίζει) Και το κεφάλι κάτω !

(Ο Κουρτ σκύβει το κεφάλι του ως το πάτωμα) Φίλησε το πόδι μου !

(Ο Κουρτ της φιλεί το πόδι) Και να μην το ξανακάμης αυτό άλλη φορά !.. πάνω τώρα ! ΚΟΥΡΤ: (Σηκώνεται) Που έχω έρθει ; Πού βρίσκουμαι ; ΑΛΙΣ: Αυτό το ξέρεις !

(Ο Κουρτ κοιτάζει τριγύρω του με τρόμο)

Page 295: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

295

ΜΠΕΡΝΑΡ ΣΩ Μετάφραση: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΟΥ

ΑΑΝΝΘΘΡΡΩΩΠΠΟΟΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΥΥΠΠΕΕΡΡΑΑΝΝΘΘΡΡΩΩΠΠΟΟΣΣ

Πράξη 4η

(Η Άννα μόνη της με τον Τάννερ τον κοιτάζει και περιμένει. Στην αρχή αυτός κάνει μια αναποφάσιστη κίνηση. Αλλά κάποιος μαγνήτης τον τραβάει κοντά της και μένει, άβουλος

και τσακισμένος) ΤΑΝΝΕΡ: (ξεσπάει) Άννα, δεν πρόκειται να σε παντρευτώ. Μ’ ακούς ; Δεν θέλω να σε παντρευτώ, δεν θέλω, δεν θέλω, δεν θέλω, δ ε ν θ έ λ ω . ΑΝΝΑ: (ήρεμα) Πολύ καλά, κύριε, κανένας δεν σας παρακάλεσε. Φθάνει ! ΤΑΝΝΕΡ: Ναι, κανένας δεν με παρακάλεσε, αλλά όλοι το θεωρούν σαν βέβαιο. Είναι μέσα στην ατμόσφαιρα. Όταν συναντιόμαστε οι άλλοι βρίσκουν τις πιο γελοίες προφάσεις για να μας αφήσουν μόνους μαζί. Ο Ράμστεν δεν με βρίζει πια. Τα μάτια του λάμπουν σαν να γλεντάει κιόλας με την ιδέα ότι θα με παραδώσει στα χέρια σου. Ο Τάβυ με παραπέμπει στη μάνα σου και μου δίνει την ευλογία του. Ο σωφέρ μου σε μεταχειρίζεται κιόλας σαν νάσουν η κυρία του. Άλλωστε αυτός μου το είπε πρώτος στο Ρίτσμοντ. ΑΝΝΑ: Γι’ αυτό τόσκασες τότε από την Αγγλία ; ΤΑΝΝΕΡ: Ναι. Και τι όφελος ; Έπεσα στα χέρια ενός ερωτευμένου ληστού και να με πιάσει έπειτα, σαν μαθητούδι που τόσκασε απ’ το σχολείο. ΑΝΝΑ: Εν πάσει περιπτώσει, αν δεν θέλεις να παντρευθείς, κανένας δεν σε βιάζει. (Του γυρίζει την πλάτη και κάθεται με απόλυτη ηρεμία) ΤΑΝΝΕΡ: (την ακολουθεί) Θέλει κανένας άνθρωπος να κρεμαστεί ; Κι όμως οι κατάδικοι αφήνουν να τους κρεμάσουν χωρίς ν’ αγωνιστούν για τη ζωή τους, χωρίς να δώσουν τουλάχιστον μια καλή γροθιά στον εισαγγελέα. Κάνουμε ό,τι θέλει ο κόσμος και όχι, ό,τι θέλουμε εμείς. Έτσι έχω το τρομερό προαίσθημα ότι θα αφήσω να με παντρέψουν επειδή ο κόσμος θέλει να βρεις εσύ έναν άντρα. ΑΝΝΑ: Εγώ πάντως μια μέρα θα βρω άντρα. ΤΑΝΝΕΡ: Αλλά γιατί εμένα ; Γιατί εμένα μέσα σε εκατομμύρια άλλους άνδρες ; Για μέναν ο γάμος είναι αποστασία, ιεροσυλία της ψυχής μου, απάρνηση των αρχών μου, αισχρή παράδοση, αξιοθρήνητη συνθηκολόγηση, αποδοχή της ήττας. Θα ξεπέσω σαν κάτι που δεν έχει πια κανένα προορισμό στη ζωή. Από άνθρωπος με μέλλον, θα γίνω άνθρωπος με παρελθόν. Στα συχαμένα βλέμματα των άλλων συζύγων θα βλέπω την ικανοποίησή τους που έρχεται άλλος ένας φυλακισμένος να μοιραστεί τη ντροπή τους. Οι γυναίκες, που με θεωρούσαν πάντοτε σαν ένα αίνιγμα και μια δυνατότητα, θα με θεωρούν τώρα πια σαν μια ξένη ιδιοκτησία ή το πολύ-πολύ σαν ένα μεταχειρισμένο εμπόρευμα σε όχι καλή κατάσταση… Γιατί σε παρακαλώ δεν παίρνεις τον Τάβυ, που τόσο το θέλει κι ο ίδιος ; Πρέπει το θύμα σου να σπαράζει στα νύχια σου για νάσαι ευτυχισμένη ; ΑΝΝΑ: (γυρίζει προς το μέρος του σαν να θέλει να του πει ένα μυστικό) Ο Τάβυ δεν θα παντρευτεί ποτέ. Δεν έχεις παρατηρήσει ότι αυτού του είδους οι άνδρες δεν παντρεύονται συνήθως ; ΤΑΝΝΕΡ: Τι λες ; Ένας άνδρας που λατρεύει τις γυναίκες σαν θεές ; που δεν βλέπει τη φύση παρά σαν μια σκηνοθεσία για ερωτικά ντουέτα ; Ο Τάβυ, ο ιπποτικός, ο τρυφερός, ο πιστός, ο καλόκαρδος ; Ο Τάβυ να μη παντρευτεί ποτέ ; Μ’ αυτός γεννήθηκε για να τον αιχμαλωτίσει το πρώτο ζευγάρι γαλανά μάτια που θα συναντούσε στο δρόμο.

Page 296: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

296 ΑΝΝΑ: Ναι, ξέρω. Κι όμως Τζώνη, οι άνδρες σαν αυτόν μένουν γεροντοπαλίκαρα, κάθονται σε περιποιημένα απαρτμάν και τους λατρεύει η σπιτονοικοκυρά τους. Ενώ οι άνδρες σαν εσένα παντρεύονται πάντοτε. ΤΑΝΝΕΡ: (χτυπάει το μέτωπό του) Αλήθεια, φρικτή, απαίσια αλήθεια ! Την αντιμετώπιζα σ’ όλη μου τη ζωή και δεν μπορούσα να την καταλάβω. ΑΝΝΑ: Το ίδιο συμβαίνει και με τις γυναίκες. Η ποιητική ιδιοσυγκρασία είναι πολλή ωραία, πολλή ευχάριστη, πολλή ανώδυνη, πολλή ρομαντική. Αλλά είναι ιδιοσυγκρασία που ταιριάζει σε γεροντοκόρες. ΤΑΝΝΕΡ: Αυτές είναι καταδικασμένες. Η ζωτική δύναμις τις προσπερνάει με αδιαφορία. ΑΝΝΑ: Δεν ξέρω τι εννοείς μ’ αυτή τη λέξη. Αλλά φαντάζομαι πως έχεις δίκιο. ΤΑΝΝΕΡ: Δεν σε ενδιαφέρει ο Τάβυ ; ΑΝΝΑ: (κοιτάζει προσεκτικά γύρω της, για να εξακριβώσει μηπως τυχόν την ακούει από πουθενά ο Τάβυ) Όχι, καθόλου. ΤΑΝΝΕΡ: Και σε ενδιαφέρω εγώ ; ΑΝΝΑ: (σηκώνεται ήσυχα και κουνάει επιτιμητικά το δάχτυλό της προς το μέρος του) Έλα, Τζώνη, μην κάνεις τον βλάκα ; ΤΑΝΝΕΡ: Άτιμη, ασυγκράτητη γυναίκα ! Σατανά ! ΑΝΝΑ: Βόα συσφιγκτήρα ! Ελέφαντα ! ΤΑΝΝΕΡ: Υποκρίτρια ! ΑΝΝΑ: (τρυφερά) Πρέπει να είμαι λίγο για χάρη του άντρα μου. ΤΑΝΝΕΡ: Για χάρη μου ; (Διορθώνει με πείσμα τον εαυτό του) Για χάρη του άντρα σου εννοώ ; ΑΝΝΑ: (αγνοεί τη διόρθωσή του) Ναι, για χάρη σου. Είναι καλύτερα για σένα να πάρεις μια γυναίκα, που νάναι υποκρίτρια, όπως την λες. Οι γυναίκες που δεν είναι υποκρίτριες, ζουν και ντύνονται σαν καλόγριες κι όμως μπερδεύουν και τον εαυτό τους και τους άνδρες τους σ’ ένα σωρό φασαρίες. Δεν θα προτιμούσες μια γυναίκα, που να σε καταλαβαίνει, να σε βοηθάει και να μπορείς να της έχεις εμπιστοσύνη ; ΤΑΝΝΕΡ: (με απελπισία) Αλίμονο, είσαι έξυπνη. Στην υπέρτατη στιγμή η ζωτική δύναμις σε προικίζει με κάθε προτέρημα. Αλλά μπορώ κι εγώ να είμαι υποκριτής. Η διαθήκη του πατέρα σου με διόρισε κηδεμόνα σου και όχι αρραβωνιαστικό σου. Θα φανώ πιστός στην εντολή του πατέρα σου. ΑΝΝΑ: (με χαμηλή φωνή σειρήνας) Ε μ έ να με ρώτησε ποιον θέλω να έχω κηδεμόνα, πριν κάνει αυτή τη διαθήκη. Κι ε γ ώ διάλεξα εσένα. ΤΑΝΝΕΡ: Ώστε κι τελευταία θέληση του πατέρα σου δική σου ήταν κι αυτή ; Η παγίδα είχε στηθεί από την πρώτη στιγμή. ΑΝΝΑ: (συγκεντρώνει όλη τη γοητεία της) Από την αρχή… από τα παιδικά μας χρόνια… και για τους δυο μας… την είχε στήσει η Ζωτική Δύναμις, όπως σου αρέσει να λες. ΤΑΝΝΕΡ: Δεν θα σε παντρευτώ ! Δεν θα σε παντρευτώ ! ΑΝΝΑ: Θα με παντρευτείς, θα με παντρευτείς ! ΤΑΝΝΕΡ: Σου λέω όχι, όχι, όχι ! ΑΝΝΑ: Σου λέω ναι, ναι, ναι ! ΤΑΝΝΕΡ: Όχι ! ΑΝΝΑ: (χαϊδευτικά, ικετευτικά, σχεδόν εξαντλημένη) Ναι σου λέω, τώρα που είναι καιρός ακόμα πριν το μετανιώσουμε… Ναι ! ΤΑΝΝΕΡ: (σαν να τον τρομάζει μια μακρινή απήχηση από το παρελθόν) Πότε τα ξανάζησα όλα αυτά εγώ ; Ονειρευόμαστε κι οι δυο μας ; ΑΝΝΑ: (χάνει άξαφνα το κουράγιο της. Με αγωνία που δεν κρύβεται) Όχι. Είμαστε ξυπνοί και είπες όχι. Αυτό είναι όλο. ΤΑΝΝΕΡ: (πρόστυχα) Και λοιπόν ; ΑΝΝΑ: Λοιπόν, έκανα λάθος. Δεν μ’ αγαπάς.

Page 297: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

297 ΤΑΝΝΕΡ: (την αγκαλιάζει) Ψέματα λες. Σ’ αγαπάω. Η ζωτική δύναμις με έχει μαγέψει. Έχω ολόκληρο τον κόσμο στα χέρια μου όταν αγκαλιάζω εσένα. Αλλά αγωνίζομαι για την ελευθερία μου, για την αξιοπρέπειά μου, για τον εαυτό μου, ενιαίο κι αδιαίρετο. ΑΝΝΑ: Η ευτυχία σου τα’ αξίζει όλ’ αυτά μαζί. ΤΑΝΝΕΡ: Θα πουλούσες εσύ για την ευτυχία, ελευθερία, αξιοπρέπεια και τον εαυτό σου μαζί; ΑΝΝΑ: Για μέναν η ζωή μας δεν είναι πάντα ευτυχία. Ίσως θα είναι θάνατος. Αλλά πρόσεξε, Τζώνη. Αν έρθει κανείς και μας δει καθώς είμαστε έτσι, θα πρέπει οπωσδήποτε να με παντρευτείς. ΤΑΝΝΕΡ: Αν βρισκόμαστε τώρα οι δυο μας στην άκρη ενός γκρεμού θα σ’ έσφιγγα ακόμα περισσότερο και θα πηδούσα μαζί σου. ΑΝΝΑ: (ζαλίζεται, κλονίζεται διαρκώς περισσότερο από τη μεγάλη της προσπάθεια) Άσε με, Τζώνη. Δεν μπορώ πια… Τόλμησα πάρα πολύ. Κράτησε περισσότερο από ό,τι φανταζόμουνα. Δεν αντέχω πια. ΤΑΝΝΕΡ: Κι εγώ δεν αντέχω πια. Καλύτερα να πεθάνουμε. ΑΝΝΑ: Ναι. Δεν με νοιάζει καθόλου. Δεν έχω πια δυνάμεις. Νομίζω ότι θα λιποθυμήσω.

(Λιποθυμάει)

Page 298: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

298

ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΙΧ Μετάφραση: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΤΤΟΟΥΥ ΦΦΤΤΩΩΧΧΟΟΥΥ ΤΤ’’ ΑΑΡΡΝΝΙΙ

Πράξη 3η – Εικόνα 3η

(Ο ΦΟΥΡΕΣ έρχεται μέσα ίσος κι αλύγιστος. Κρύβει την ηθική συντριβή του πίσω από ένα

ακατάληπτο πείσμα) ΦΟΥΡΕΣ: (Προκλητικά) Με διατάξατε, πολίτα υπουργέ. Να με, είμαι στη διάθεσή σας. Τι έχει να μου κατηγορήσει ή δημοκρατία; ΦΟΥΣΕ: (χωρίς να προσέξει τον προκλητικό τόνο του, με νωχέλεια) Καθίστε, παρακαλώ, πολίτα Φουρές ! Έτσι μιλά κανείς καλήτερα. (Ο Φουρές κάθεται δισταχτικά. Όλο του το είναι φανερώνει μια δύσπιστη άμυνα ενάντια σε

μιαν αθέατη επίθεση) ΦΟΥΣΕ: Γιατί σάς κάλεσα, πολίτα Φουρές; Για να σας πω μόνο κατιτί πολύ απλό. (Σχεδόν εγκάρδια) Κάνετε κουταμάρες, πολίτα ανθυπολοχαγέ!

(Ο Φουρές ανατινάζεται, θέλει να μιλήσει)

ΦΟΥΣΕ: (συνεχίζοντας χωρίς να ταραχθεί καθόλου) Ναι, κουταμάρες δε βρίσκω καμιά ευγενικώτερη )έξη. Ή μήπως έχετε την αξίωση να το πω «εσχάτη προδοσία», όταν ένας και μόνος μέσα σε εικοσιτέσσερα εκατομμύρια Γάλλους κατεβαίνει στους δρόμους και φωνάζει «Κάτω ό Βοναπάρτης» Όχι, πολίτα Φουρές, δε σκοτώνει κανείς τον αναδιοργανωτή της Γαλλίας με τσιμπιές ψύλλων. ΦΟΥΡΕΣ: Να λείψουν, παρακαλώ, τ’ αστεία σας. Θεωρώ το στρατηγό Βοναπάρτη σαν εγκληματία, σα φονιά της δημοκρατίας κ’ επιμένω στη γνώμη μου. Αν είμαι ένοχος, κάνετέ μου δίκη. ΦΟΥΣΕ: Και για ποιο λόγο; Για την ώρα μια τέτοια δίκη δε μας συμφέρει. ΦΟΥΡΕΣ: Συμφέρει όμως εμένα, πολίτα υπουργέ! Επιμένω να με δικάσετε, γιατί η δίκη αυτή θα βγάλει το Βοναπάρτη κατηγορούμενο. Κ’ είτε θέλετε, είτε όχι, εγώ θα την εκβιάσω. ΦΟΥΣΕ : Γελιέστε, πολίτα Φουρές. Ένας και μόνος δε μπορεί να εκβιάσει τίποτα ενάντια στο σύνολο. Σ’ όλη τη Γαλλία δε θα βρείτε ούτ’ ένα δικαστή να δικάσει το Βοναπάρτη μας, κι ούτε να συνήγορο να σας υπερασπίσει ενάντια στον υπερασπιστή της Γαλλίας. Αν δεν κάνω λάθος, αποχτήσατε κι όλας πικρή πείρα στο τελευταίο αυτό κεφάλαιο. ΦΟΥΡΕΣ: (που ανατινάζεται) Α, ΘΑ λέτε για τον Ντεκάζ. γι’ αυτό τον αχρείο! Από κει μας έρχονται τα μαντάτα! Μ’ αυτόν τον αγοράσατε. ΦΟΥΣΕ: (ψυχρά) Όχι, τον κατατοπίσαμε μόνο. Κι αυτό έφτασε. (Παύση) Και τώρα, ακούστε με φρόνιμα, Φουρές. Αύριο—σας θεωρώ αρκετά έντιμο για να σας εμπιστευθώ ένα στρατιωτικό μυστικό—αύριο ό Ύπατος παίρνει στα χέρια του τη διοίκηση της στρατιάς του Νότου. Μια μεγάλη, μια αποφασιστική εκστρατεία γίνεται κάτω στην Ιταλία κ’ η τύχη της δημοκρατίας κρέμεται από την έκβασή της. Πείτε μου και μόνος, σα στρατιώτης, είναι τώρα στιγμή κατάλληλη για να μηνύσετε τον αρχηγό του καλήτερου στρατού μας; Είτε δίκιο έχετε, είτε άδικο, αυτή τη στιγμή στέκεται απέναντί σας το υπέρτατο δίκιο της πατρίδας.

Page 299: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

299 ΦΟΥΡΕΣ: (θυμωμένος) Η πατρίδα, χε χε, το περίμενα πως σηκώνατε τη μεγάλη αυτή παντιέρα που πίσω της κρύβετε πάντα όλες τις βρωμοδουλειές σας. Σας ευχαριστώ για το μάθημα, πολίτα υπουργέ, μα γω τη δούλεψα τη δημοκρατία εφτά χρόνια με το πετσί μου, τίμια, παληκαρίσια και τυφλά. Ωστόσο τώρα, κάτω στην Αίγυπτο, φωτίστηκα, τα μάτια μου άνοιξαν κ’ έχω την τιμή να σας αναφέρω πως τη βράζω εγώ μια πατρίδα πού βάζει ένα ληστή πάνω από την ελευθερία. Γιατί εγώ, γιατί εμείς· πάντα, ο λαός, οι κουτοί να ξεγελιόμαστε και να θυσιαζόμαστε για την πατρίδα; Σαν είναι για κέρδος και για δόξα, τότε οι κύριοι πάνε μπροστά, σαν είναι όμως για θυσίες, σπρώχνουν εμάς να μπούμε πρώτοι. Σκέφτηκε ό Βοναπάρτης την πατρίδα, σα μούπαιρνε τη γυναίκα μου; Όχι, πολίτα υπουργέ, μ’ αυτά τα μεγάλα λόγια δεν πέφτω πια τ’ ανάσκελα. (Πολύ δυνατά) Σαν πολίτης γυρεύω το δίκιο· μου απ’ την πατρίδα, δικαιοσύνη γυρεύω! Και θα φωνάζω όσο που να μ’ ακούσουν. ΦΟΥΣΕ: (πολύ ήσυχος) Όχι, Φουρές, μην ξεγελιέστε. Δε θα σας ακούσει κανένας. Φροντίσαμε γι’ αυτό. (Τον κοιτάζει αυστηρά στα μάτια) Εννοείτε σώνει και καλά να γκρεμίσετε τον τοίχο με το κεφάλι σας. Μα πίσω από τον τοίχο στέκεται όλη Γαλλία. Γι’ αυτό’- ότι και να κάνετε, δε θα γίνει ποτέ η δίκη Φουρές,—για τον απλούστατο λόγο, πώς δεν την ανέχουμαι... Αν όμως επιμένετε να κάνετε φασαρίες, Τότε θα... (παίζει με το μολύβι του) τότε θα δεχτώ το πολύ πολύ πώς τρελλαθήκατε, πως σας έπιασε, σα να λέμε... μια μανία καταδιώξεως... και ξέρετε, πιστεύω, με πιο τρόπο μεταχειρίζονται αυτούς τους ανθρώπους. Δε θα φτάνατε ποτέ σε δικαστήριο, αποχαιρετήστε για πάντα αυτή την ελπίδα, μα στην Μπισέτρ, σ’ ένα σπίτι με πολύ γερές πόρτες και πολύ χοντρά ντουβάρια... ένα σπίτι, πού κάθε πόρτα μόνο προς τα μέσα ανοίγει... Ελπίζω να με καταλάβατε. ΦΟΥΡΕΣ: (σηκώνεται κάτωχρος και τρέμοντας από θυμό) Και τολμάτε να μου πείτε κατάμουτρα μια τέτοια ατιμία; ΦΟΥΣΕ (σηκώνεται κι αυτός, πολύ έντονα) Και να την πραγματοποιήσω με την ίδια ανεπιείκεια, μάλιστα, πολίτα Φουρές. Η συνείδησή μου και η ιστορία θα με δικαιώσουν, επειδή δεν ανέχθηκα, κάποιος ανθυπολοχαγός Φουρές να δημιουργήσει προσκόμματα στο στρατηγό Βοναπάρτη. σε μια στιγμή τόσο κρίσιμη για το έθνος. Για τη δικαιοσύνη το άτομό σας δεν έχει αυτή τη στιγμή αρκετή σημασία — ένας μόνο άνθρωπος έχει αυτή την ώρα για όλους μας σημασία: ό Βοναπάρτης. Αν εννοείτε να παλέψετε μαζί του, θα νικηθείτε και μάλιστα χωρίς τιμές- κανένας πετεινός δε θα λαλήσει για χάρη σας και δεν υπάρχει σ’ αυτόν τον κόσμο τίποτα πιο κουτό από μια θυσία χωρίς νόημα. Έτσι έχει το ζήτημα, ανθυπολοχαγέ Φουρές· τώρα είστε πληροφορημένος! Σας παρακαλώ να μην αμφιβάλλετε καθόλου για την αποφασιστικότητά μου. (Μια παύση. Αλλάζοντας τόνο πολύ ήρεμα) Ωστόσο θα σας ευγνωμονούσα, αν με βγάζατε απ’ τον κόπο να λάβω τα μέτρα εκείνα. Σιχαίνουμαι τη βία, όταν μπορεί κανένας να την αποφύγει. Και γι’ αυτό, μ’ όλες σας τις προκλητικότητες, σας φάνηκα πάντα επιεικής. ΦΟΥΡΕΣ: (χλευαστικά) Επιεικής; Χαχά! Μόνο που με κλείσατε στη φυλακή. ΦΟΥΣΕ: Για να σας προστατέψω από τον εαυτό σας. ΦΟΥΡΕΣ: Είστε δηλαδή και προστάτης μου, σα να λέμε. Ευχαριστώ ευπειθέστατα. Είναι πολύ συγκινητική, μα την αλήθεια, η τρυφερότητα που δείχνουν όλοι στον Κουτοφουρές. Ο Βοναπάρτης με στέλνει ως επιστολέα στη Γαλλία, ο Μπερτιέ μέσα στους βούρκους στη Μανσούρα, και σεις στη φυλακή. Όλοι από καλοσύνη, από επιείκεια, δεν είναι αλήθεια; Κι από ανθρώπινο αίσθημα, φυσικά, απαγορεύετε και στη γυναίκα μου να μου μιλήσει. ΦΟΥΣΕ: Ποτέ δεν έδωσα τέτοια εντολή. ΦΟΥΡΕΣ: Λέτε ψέμματα ! Μου τ’ ομολόγησε η ίδια. Σαν παλιόσκυλο με διώξανε σι λακέδες της! ΦΟΥΣΕ: Χωρίς να το ξέρω. Σας δίνω το λόγο μου. (Ύστερα από μια παύση) Επιθυμείτε λοιπόν να μιλήσετε στη γυναίκα σας; ΦΟΥΡΕΣ: Δεν επιθυμώ. Είναι δίκιο μου και το απαιτώ. Επιμένω.

Page 300: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

300ΦΟΥΣΕ : Καλά. Πότε θέλετε να τη δείτε; ΦΟΥΡΕΣ: Να λείπουν τα πότε και τα πού. Τι σόι τερτίπια είναι αυτά ; (Χτυπώντας θυμωμένος τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι) Αμέσως ! ΦΟΥΣΕ: (ήσυχα) Παρακαλώ!

(Σημαίνει το κουδούνι του γραφείου του)

Page 301: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

301

ΝΤΙΕΓΚΟ ΦΑΜΠΡΙ Μετάφραση: ΤΑΣΟΣ ΡΑΜΣΗΣ

ΗΗ ΨΨΕΕΥΥΤΤΡΡΑΑ

Πράξη 1η – Εικόνα 1η

(Η Ίζαμπέλα, ζαπλωμένη στο σοφά, καπνίζει, χασμουριέται και διαβάζει ένα περιοδικό, εντελώς ελεύθερα με την αίσθηση της γυναίκας που δεν τη βλέπει κανένας. Το ραδιόφωνο παίζει μουσική. Σε μια στιγμή τεντώνεται, σηκώνεται και πηγαίνει στο παράθυρο. Τραβάει

προσεχτικά την κουρτίνα και κατασκοπεύει κάποιον που βρίσκεται κάτω. Μετά εξακολουθώντας να. καπνίζει και σιγοσφυρίζοντας τη μουσική που παίζει το ραδιόφωνο έρχεται στον καθρέφτη της ντουλέπας που είναι κοντά στο προσκήνιο και δοκιμάζει

διάφορες κομμώσεις. Κάποια στιγμή, σα να πήρε μια απόφαση κλείνει το ραδιόφωνο και πάει αποφασιστικά στο τηλέφωνο όπου αρχίζει ένα τηλεφώνημα. Αλλά. στο τέταρτο, πέμπτο νούμερο μετανοιώνει και το κλείνει. Παίρνει την τελευταία ρουφηξιά. του τσιγάρου και πετάει το αποτσίγαρο στο πάτωμα σβύνοντάς το με το πόδι. Ακούγεται απ’ έξω θόρυβος)

ΙΖΑΜΠΕΛΑ : (με δυνατή φωνή) Ποιος είναι;... (Οι θόρυβοι γίνονται πιο κοντινοί. Πανικόβλητη) Ποιος είναι ; ΕΛΜΙΡΑ : (εκτός σκηνής) Τι φωνάζεις παιδί μου εγώ είμαι, ποιος να. είναι ! ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Μίλα λοιπόν : Μούκοψες τη χολή... στο διάολο.... ΕΛΒΙΡΑ : (μπαίνει. είναι μια γυναίκα ασήμαντη μάλλον, γύρω στα. πενήντα. Έχει όμως ένα καρφωτό βλέμμα επίμονο και διαρκώς περίεργο, σε σημείο που να προκαλεί φόβο. Φαίνεται αυταρχικό και κενόδοξο άτομο, αλλά με φροντισμένη συμπεριφορά. ώστε να το καλύπτει) Μπα ; Τι φοβάσαι : Τους κλέφτες ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Γιατί, αποκλείεται να ήταν «αυτός» ; Έχει να. με δει τρεις μέρες. Τρεις μέρες του κάνω την άρρωστη. Θα βράζει τώρα. Μήπως τον συνάντησες κάτω ; ΕΛΒΙΡΑ : Δε συνάντησα κανέναν. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : (Ξαναπηγαίνει στο παράθυρο) Προχθές όμως ήταν εκεί κάτω τόν είδα… ΕΛΒΙΡΑ : Που κάτω ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Εκεί, απέναντι, στο πεζοδρόμιο. ΕΛΒΙΡΑ : Θα περνούσε τυχαία, φαίνεται. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Όχι. Στεκόταν εκεί και κοίταζε στο παράθυρό μας. ΕΛΒΙΡΑ : Και σε είδε ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ευτυχώς όχι. ΕΛΒΙΡΑ : Ένας άνδρας σαν κι αυτόν, να φέρεται σαν παιδαρέλι. Αααχ… μυαλά !... ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ε λοιπόν, μάθε ότι εμένα μ’ αρέσει ακριβώς γιατί φέρεται σαν παιδαρέλι και δε λογαριάζει κανέναν, κι ας είναι αυτός που είναι. ΕΛΒΙΡΑ : Τότε τι κάθεσαι και μου σκοτίζεις το κεφάλι ; Έχεις τρεις μέρες που μου παίζεις κρυφτούλι. Τι θέλεις να παραστήσεις ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Κάποιο σκοπό είχα κι εγώ για να το κάνω. Φαίνεται όμως ότι έφερε αντίθετα αποτελέσματα. Εγώ έκανα την άρρωστη για να μείνω δυο τρεις μέρες ελεύθερη. Αυτός όμως παλουκώθηκε εκεί κάτω απέναντι απ’ την πόρτα. Άντε να βγεις έξω! ΕΛΒΙΡΑ : Κι αντί να κάνει το παλούκι γιατί δεν ανεβαίνει πάνω ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Τι λες καλέ ; Τρελλάθηκες ; Ν’ ανεβεί πάνω ε ; Για φαντάσου να τουρχόταν καμιά τέτοια ιδέα ; ΕΛΒΙΡΑ : Τι θα γίνει ! Θα. τον δεχτώ εγώ. Ειιένα με ξέρει. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Μα τι θα δεχτείς καλέ ; Ποιον θα δεχτείς ; Είσαι με τα καλά σου ;

Page 302: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

302ΕΛΒΙΡΑ: Γιατί : Τι θα γίνει ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Τι να γίνει ; Αν την ώρα που βρίσκεται αυτός επάνω έρθει κι ο Αλπίνο ο αρραβωνιαστικός μου και θρονιαστεί εδώ μέσα σαν νοικοκύρης, τότε να δεις τραγούδια. Ο Αλπίνο κάθε βράδυ αυτή την ώρα είναι εδώ, απόψε άργησε λίγο. ΕΛΒΙΡΑ : Ε τότε για ποιό λόγο ρε παιδάκι μου έφτιαξες αυτό το μπέρδεμα. —Δεν ξέρω ίσως να είμαι αργόστροφη ή βλάκας— αλλά γιατί σκέφτηκες να κάνεις την άρρωστη, ακόμα δεν μπόρεσα να το καταλάβω. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Έχεις δίκιο....γιατί δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ήταν τόσο ερωτευμένος μαζί μου, κι ότι θα στηνόταν μπάστακας απέναντι απ’ την πόρτα μου. ΕΛΒΙΡΑ : (ειρωνικά) Οουου. Ερωτευμένος !..... ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Γι’ αυτό απόψε τελειώνω την αρρώστια μου. Θα. γίνω καλά. Είναι προτιμότερο. Από αύριο θα ξαναβγώ. (Προχωρώντας προς τα μέσα στο σοφά) Εσύ τι έκανες ; Ρώτησες τίποτα γι’ αυτά που σου είπα ή όχι ; Τι έμαθες ; ΕΛΒΙΡΑ : (που ήρθε στο προσκήνιο για να βγάλει επανωφόρι κι έναν καπελάκι σκούρο) Τι είπες; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : (πέφτει στο σοφά και ξεφυλλίζει ένα περιοδικό) Σε ρώτησα αν έμαθες τίποτα για την οικονομική κατάσταση του υποψήφιου άνδρα μου. (Ησυχία) Δε μου λες, κουτή είσαι ; ΕΛΒΙΡΑ : (Πέφτοντας απ’ τα σύννεφα) Αααα ! Ναι ! Όχι ! Δεν έμαθα τίποτ’ ακόμα. ΕΛΒΙΡΑ : (Πετώντας το περιοδικό) Και γιατί παρακαλώ ; ΕΛΒΙΡΑ : Ε ; Και πώς θέλεις να μάθω ! Ντέτεκτιβ είμ’ εγώ ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : (Σηκώνοντας τον τόνο) Καλέ δε μου είπες ότι θα πήγαινες σε κάτι γραφεία, δεν ξέρω πώς τα είδες κιόλας, για να πάρεις πληροφορίες ; ΕΛΒΙΡΑ : Ε λοιπόν ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Τι λοιπόν. Σουλατσάρισες όλη την ημέρα και μου λες ότι δεν έκανες τίποτα ; Τι παιχνίδι μου παίζεις μπορώ να ξέρω ; Πρόσεξε αν πας να με καταφέρεις να παντρευτώ με ψέμματα γελιέσαι. να το ξέρεις : Δε με γελάς εμένα ! ΕΛΒΙΡΑ : Μα γιατί να. σε γελάσω. Τι βλακείες είν’ αυτές ! Τα γραφεία είναι κλειστά το απόγευμα και δεν το ήξερα. ΙΖΑΜΠΕΛΑ: Εγώ ξέρω ότι ένα μήνα μου λες γι’ αυτές τις πληροφορίες και κάθε φορά βρίσκεις μια δικαιολογία.. Λοιπόν : Για να μην πω το όχι, την ώρα που με ρωτάει ο παπάς και γίνουμε όλοι ρεζίλι, στο λέω να το βάλεις καλά στο κεφάλι σου : Δεν τον παντρεύομαι αν δεν ξέρω με κάθε λεπτομέρεια την οικονομική του κατάσταση. (Συλλαβίζοντας) Δ ε ν τα ο ν π α ν τ ρ ε ύ ο μ α ι ! ΕΛΒΙΡΑ : Τον παντρεύεσαι. Τον παντρεύεσαι... ΙΖΑΜΠΕΛΑ : (έξω φρενών, αναιδής, τινάζεται όρθια) Στο διάολο.... Δεν τον παντρεύομαι καλέ !... Με νομίζεις τόσο ηλίθια να παντρευτώ έναν άνθρωπο που δε θέλω κι από πάνω να μην έχει ούτε... ΕΛΒΙΡΑ : Έχει το αγρόκτημα, πώς δεν έχει ; Δε σου φτάνει ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Και τι να το κάνω εγώ το αγρόκτημα. Θ’ ανοίξω ορνιθοπωλείο ή θα μεγαλώσω βόδια; ΕΛΒΙΡΑ : Ε ! Τι θέλεις παιδί μου ;...... Την Εθνική Τράπεζα ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Μα μου λες κτήματα. ! Πόσα κτήματα είναι ξέρεις ; Πόσα σπίτια έχει ; Είναι δικά. του, εντελώς δικά του αυτά ; Δεν το ξέρεις βέβαια Εσύ μου είπες ότι είναι τρεις. Αυτός και δυο αδελφές, εκτός από τη μάνα του που μπορεί να. πάρει κι αυτή μερίδιο. ΕΛΒΙΡΑ : Μια μέρα θα με ευγνωμονείς γι’ αυτό το γάμο. Τίποτ’ άλλο δε σου λέω ! Θα μου πεις : μαμά είχες δίκιο. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Δε. χρειάζεται ούτε να σ’ ευγνωμονώ ούτε να σε βρίζω. Δεν τον ήθελα γι’ άντρα μου αυτόν τον άνθρωπο καταλαβαίνεις ; Με το ζόρι το κάνω γιατί μου το επιβάλλεις εσύ.

Page 303: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

303 ΕΛΒΙΡΑ: (πνιγμένη από αγανάκτηση) Ενώ τον άλλο τον ήθελες, ε ; Που είναι και παντρεμένος. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Αυτόν τον θέλω, τον αγαπάω, καταλαβαίνεις ; ΕΛΒΙΡΑ : Αφού δεν είναι δυνατόν να σε παντρευτεί ! ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Θα χωρίσει από τη γυναίκα του, δεν πάνε καλά. ΕΛΒΙΡΑ : Άντε βρε κουτορνίθι, όλοι έτσι λένε για να εκμεταλλεύονται ανόητες σαν και σένα. ΙΖΑΜΠΕΛΑ: Γιατί μ’ εκμεταλλεύεται ; Πηγαίνω μαζί του γιατί μ’ αρέσει, τον εαυτό μου ικανοποιώ. ΕΛΜΙΡΑ : Έτσι πες, όχι πως θα χωρίσει ! Σιγά μη χωρίσει μια γυναίκα με τέτοια περιουσία. Κορόιδο τον νόμισες ; Γιατί νομίζεις ότι την παντρεύτηκε. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Γι’ αυτό πήγε ο γάμος τους κατά διαβόλου κι έτσι θέλεις να με κάνεις και μένα αλλά εγώ δε θα υποκύψω. Δε θα κάνω κάτι που δε θέλω. Προτιμώ να σηκωθώ να φύγω από δω και να μη βλέπω κανέναν. ΕΛΒΙΡΑ : (μυξοκλαίγοντας) Ορίστε. Κι αυτό έπρεπε να τα’ ακούσω ! Να κάνεις τόσα για το καλό της, κι αυτή να με βρίζει κατάμουτρα. Να προσπαθώ να την προφυλάξω κι αυτή να με βρίζει. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ποιος σου είπε πως το δικό σου μυαλό είναι παραπάνω απ’ το δικό μου που θέλεις να με προφυλάξεις, ε ; Θέλεις να με κουμαντάρεις όχι να με προφυλάξεις. Νομίζεις ότι είμαι ακόμα μωρό παιδί. ΕΛΒΙΡΑ : (κλαίγοντας) Πες μου κι άλλα αφού δε σε πλακώνω στο ξύλο !... ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ναιεε, βγάλε τώρα και το μαντήλι να σκουπίσεις τα δάκρυα. Νομίζεις ότι με τα δάκρυα θα με πείσεις πως , έχεις δίκιο. ΕΛΒΙΡΑ : (Ξαναβάζοντας το μαντήλι στην τσέπη) Ολόκληρη ιστορία για το τίποτα ! Τι έχει ; Πού το έχει : Πώς το έχει ; Τώρα που θα έρθει ρώτησε τον ίδιο να στο πει. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ποιον να ρωτήσω ; Τον Αλπίνο ! ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ωραία ! ΕΛΒΙΡΑ : Γιατί ; Υποψήφιος γαμπρός δεν είναι ; Πρέπει να ξέρεις τι περιουσία έχει. Πέστου το ξεκάθαρα : «Θέλω να ξέρω ποιον παίρνω και γιατί τον παίρνω». Νέτα σκέτα. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Το γιατί τον παίρνω.. είναι πολύ γνωστό. (Ειρωνικά) Είμαι ερωτευμένη ! Πολύ έρωτευμένη. (Γελάει) Βέεβαια ! Αν του κάνω και τέτοιες ερωτήσεις τότε θα καταλάβει πολύ καλά γιατί τον παντρεύομαι. Αυτός και τώρα δεν το πιστεύει ότι τον αγαπάω. Φαντάσου τι θα γίνει αν τον ρωτήσω πόσα λεφτά βγάζει. ΕΛΒΙΡΑ: Ε τότε δεν ξέρω τι άλλο να σου πω. Κάνε ο,τι καταλαβαίνεις. (Προχωρεί προς την κουίντα, σταματάει, γυρίζει) Αρκεί να παντρευτείς. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : (Τσιρίζοντας) Δεν παντρεύομαι. ΕΛΒΙΡΑ: Γιατί ; Μήπως συμβαίνει τίποτα με τον άλλο και δε μου το λες ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Τι να συμβαίνει ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Μήπως είσαι έγκυος ; ΕΛΒΙΡΑ : Το μυαλό σου όλο στις σαχλαμάρες πηγαίνει. . . . Α έμενα έγκυος ήταν δύσκολο να κάνω έκτρωση ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ε τότε τι είναι ; ΕΛΒΙΡΑ: Καλέ αυτός έβαλε μπρος το διαζύγιο με τη γυναίκα του κι εγώ θα του πω ότι παντρεύομαι ; ΙΖΑΜΠΕΛΑ: Λοιπόν ; Τι θα κάνεις θα συνεχίσεις και μ’ αυτόν ; ΕΛΒΙΡΑ : Ακριβώς. ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ε… τότε κράτησέ τους και τους δυο !

Page 304: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

304

Μετάφραση: ΡΟΥΛΑ ΠΑΤΕΡΑΚΗ ΡΑΪΝΕΡ ΒΕΡΝΕΡ ΦΑΣΜΠΙΝΤΕΡ

ΤΤΑΑ ΠΠΙΙΚΚΡΡΑΑ ΔΔΑΑΚΚΡΡΥΥΑΑ ΤΤΗΗΣΣ ΠΠΕΕΤΤΡΡΑΑ ΦΦΟΟΝΝ ΚΚΑΑΝΝΤΤ

Πράξη 3η

(Η Πέτρα μπαίνει στο δωμάτιο) ΠΕΤΡΑ: Πού ήσουν χτες βράδυ;

(Η Κάριν δεν ανττδρά) Κάριν; ΚΑΡΙΝ: Τι; ΠΕΤΡΑ: Σε ρώτησα, Πού ήσουν χτες βράδυ. ΚΑΡΙΝ: Χόρευα. ΠΕΙΡΑ: Μέχρι τις έξι το πρωί; ΚΑΡΙΝ: Και λοιπόν; ΠΕΙΡΑ: Επειδή δεν υπάρχει τίποτα ανοιχτό αυτή την ώρα. ΚΑΡΙΝ: Ναι; ΠΕΙΡΑ: Ναι Με ποιον χόρευες λοιπόν μαζί; ΚΑΡΙΝ: Τι Θες να πεις; ΠΕΤΡΑ: Σε ρώτησα με ποιον χόρευες μαζί. Μπήκες; ΚΑΡΙΝ: Μ’ έναν άντρα. ΠΕΤΡΑ: Α! Ναι; Τι σόι άντρα; ΚΑΡΙΝ; Έναν ψηλό νέγρο με μια μεγάλη μαύρη πούτσα. ΠΕΙΡΑ: Έλα Τώρα. (Πηγαίνει στο μπαρ και φτιάχνει ένα τζιν τόνικ) Θες και συ άλλο ένα; ΚΑΡΙΝ: Ναι, πιάσε ακόμα ένα. ΠΕΤΡΑ: Ευχαρίστως! ΚΑΡΙΝ: Αν δεν γουστάρεις και Τόσο μην το κάνεις. ΠΕΤΡΑ: Θέλω. Πώς δεν Θέλω. Αλλά Θα μπορούσες να είσαι πιο ευγενική ; Ορίστε. ΚΑΡΙΝ: Ευχαριστώ, αγαπημένη, ευχαριστώ. ΠΕΤΡΑ: Και πώς ήταν αυτός ο άντρας; ΚΑΡΙΝ: Στο κρεβάτι; ΠΕΤΡΑ: Ας πούμε. ΚΑΡΙΝ: Λυσσασμένος! ΠΕΤΡΑ: Ναι; ΚΑΡΙΝ: Ατέλειωτα! Φαντάσου δυο κατάμαυρες χερούκλες πάνω στο τρυφερό άσπρο δέρμα μου. Και... κάτι χείλια ! Ξέρεις τώρα, σι νέγροι έχουν χοντρά χείλια, καυτά. (Η Πέτρα κρατάει την καρδιά της) Λιποθυμάς, αγαπημένη; (Ξεσπάει σ’ ένα γέλιο ατέλειωτο) Και πού ‘σαι, δε σου ‘πα το καλύτερο ακόμα. ΠΕΤΡΑ: Μη γίνεσαι Τόσο χυδαία. ΚΑΡΙΝ: Δεν είμαι χυδαία. Λέω την αλήθεια, Πέτρα. Εμείς είχαμε αποφασίσει να λέμε πάντα την αλήθεια μεταξύ μας. Αλλά εσύ δεν το αντέχεις. Προτιμάς να σου λένε ψέματα. ΠΕΤΡΑ: Ναι, λέγε μου ψέματα, σε παρακαλώ, λέγε μου ψέματα. ΚΑΡΙΝ: Λοιπόν Ο.Κ. δεν είν’ αλήθεια!

Page 305: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

305ΠΕΤΡΑ: Ναι; (Γεμάτη ελπίδα) Λες αλήθεια; ΚΑΡΙΝ: Φυσικά όχι. Κοιμήθηκα μ’ έναν άντρα. Αλλά δε χάλασε κι ο κόσμος ! Έτσι; ΠΕΙΡΑ: (κλαίει) Δε χάλασε κι ο κόσμος ! Όχι. Δεν καταλαβαίνω, αληθινά δεν καταλαβαίνω. Γιατί... γιατί... ΚΑΡΙΝ: Έλα, Παράτα τα κλάματα, Πέτρα. Κοίτα, αλήθεια μου αρέσεις, αλήθεια σ’ αγαπώ... αλλά... (Σηκώνει τους ώμους. Η Πέτρα κλαίει ασυγκράτητα) Κοίτα, ήταν φως φανάρι απ’ την αρχή ότι εγώ κάποτε Θα ξαναπήγαινα με άντρες. Έτσι είμ’ εγώ. Και μετά αυτό δεν είναι πρόβλημα για μας τις δυο. Τους άντρες τους έχω για να βολεύομαι. Τίποτα παραπάνω. Λίγη ευχαρίστηση κι έξω απ’ την πόρτα. Εσύ δεν ήσουνα πού’ λεγες πάντα για ελευθερίες και τέτοια ;... Εσύ δεν ήσουνα πού ‘λεγες συνέχεια, ότι εμείς δεν πρέπει να καταπιέζουμε η μια την άλλη ; Έλα παράτα τα κλάματα, μ’ ακούς; ΠΕΤΡΑ: Η καρδιά μου πονάει τόσο, Σα να με τρύπησαν μ’ ένα μαχαίρι. ΚΑΡΙΝ: Δεν υπάρχει λόγος η καρδιά σου να πονάς. ΠΕΙΡΑ: Η καρδιά μου να πονάει. Η καρδιά μου να πονάει. Πονάω, πονάς, πονάει. Αυτή πονάει. Δεν υπάρχει λόγος η καρδιά μσν να πονάει. ΚΑΡΙΝ: Έλα, Πέτρα, καλά, δεν είμαι τόσο έξυπνη σαν εσένα ή τόσο μορφωμένη, Ο.Κ. το ξέρουμε αυτό... ΠΕΙΡΑ: Είσαι όμορφη ! Σ’ αγαπώ τόσο πολύ! Σ’ αγαπώ τόσο πολύ που πονώ. Αχ Θεέ μου ! Θεέ μου! (Πάει να φτιάξει ένα ποτό) Θέλεις άλλο ένα κι εσύ; ΚΑΡΙΝ: Όχι, πρέπει να προσέξω τη γραμμή μου.

(Κοιτάζει η μια την άλλη και για μια στιγμή γελούν αυθόρμητα. Σταματούν. Σχεδόν ταυτόχρονα κοιτάζονται λίγο ακόμα)

ΠΕΤΡΑ: Θα τον ξαναδείς; ΚΑΡΙΝ: Ποιον, αυτόν τον άντρα; ΠΕΤΡΑ: Ναι. Γιατί; Υπάρχουν κι άλλοι; ΚΑΡΙΝ: Έλα Τώρα! ΠΕΙΡΑ: Λοιπόν; ΚΑΡΙΝ: Όχι, δε Θα τον ξαναδώ. Δεν ξέρω ούτε τ’ όνομά του. Και μετά αυτός κάτι είπε για μετάθεση ή κάτι τέτοιο. ΠΕΤΡΑ: Αλήθεια ήταν νέγρος; ΚΑΡΙΝ: Ναι! Γιατί; ΠΕΙΡΑ: Τίποτα, έτσι. ΚΑΡΙΝ: Ξέρεις, ήταν σπουδαίος τύπος. Θα σου πήγαινε πολύ κι εσένα. Δεν ήταν μαύρος μαύρος, μελαψός. Κι είχε μια φάτσα πολύ ξύπνια. Υπάρχουν Κάτι νέγροι που είναι τα μούτρα τους σαν τους Ευρωπαίους, ξέρεις. ΠΕΤΡΑ: Ναι; ΚΑΡΙΝ: Πως Υπάρχουν ! Αυτός τέτοιος ήταν. Και μού ‘πε κιόλας ωραία πραγματάκια για την Αμερική και τα λοιπά. ΠΕΤΡΑ: Κάριν, σε παρακαλώ! (Αρχίζει πάλι να κλαίει) ΚΑΡΙΝ: Εντάξει. Σταματάω. Νόμιζα πως μ’ αυτό είχαμε ξεκαθαρίσει κάπως. ΠΕΙΡΑ: Δεν υπάρχει όμως λόγος να το διασκεδάζεις κι από πάνω.

(Η Πέτρα ετοιμάζει ένα ποτό για την Κάριν) ΚΑΡΙΝ: Εσύ όμως το γλεντάς για τα καλά, να πούμε. ΠΕΙΡΑ: Τι άλλο μου μένει να κάνω; ΚΑΡΙΝ: Μην το παρατραβάς, γαμώτο, είσαι κανονικά υστέρω. ΠΕΙΡΑ: Δεν είμαι υστερική. Δεν αντέχω άλλο. Αυτό είν’ όλο.

Page 306: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

306ΚΑΡΙΝ: Αν δεν αντέχεις άλλο, πιες τ’ άντερά σου, Θα σου κάνει καλό. ΠΕΙΡΑ: Εντάξει, εντάξει προπαντός μη χαλάσουμε τη ζαχαρένια μας Αφού δεν αντέχω άλλο ας πιω τ’ άντερά μου, θα μου κάνει καλό. ΚΑΡΙΝ: Αλλά Πώς; ΠΕΤΡΑ: Πίστεψέ με, Θα ‘θελα να ‘μαι ευτυχισμενη. Όλο αυτό μ’ αρρωσταίνει! ΚΑΡΙΝ: Μα τι ‘ναι αυτό που σ’ αρρωσταίνει; ΠΕΤΡΑ: Ξέχνα Το. ΚΑΡΙΝ: Μα γιατί δε μου λες αυτό Που σ’ αρρωσταίνει; ΠΕΤΡΑ: Εσύ. Εσύ είσ’ αυτό που μ’ αρρωσταίνει, επειδή ποτέ δεν μπορώ να ξέρω γιατί είσ’ εδώ μαζί μου. Για τα λεφτά ή επειδή σου ανοίγω δρόμους ή επειδή μ’ αγαπάς. ΚΑΡΙΝ: Μα γιατί, φυσικά σ’ αγαπώ! ΠΕΤΡΑ: Άστα τώρα. Πώς ν’ αντέξει κανείς μια τέτοια αβεβαιότητα. ΚΑΡΙΝ: Αφού δεν με πιστεύεις, τότε... ΠΕΤΡΑ: Δε σε πιστεύω ! Τι πα να πει αυτό ; Τι το Θέλεις αυτή την ώρα το πιστεύω; Δεν έχει κανένα νόημα. Ασφαλώς πιστεύω ότι μ’ αγαπάς. Γιατί όχι; Αλλά δεν είμαι σίγουρη για τίποτα ! Δεν ξέρω απολύτως τίποτα ! Κι αυτό είναι που μ’ αρρωσταίνει. Αυτό!

(Η Πέτρα παίρνει μια εφημερίδα και την ανοίγει) Εδώ είμαστε, λοιπόν : «Η τελευταία κολλεξιόν της Πέρα φον Καντ, μια αξιόλογη συνεισφορά στον χώρο της μόδας κάνει όλον τον Κόσμο ν’ ανυπομονεί πότε Θα μπει ο χειμώνας». Έχει και τη φωτογραφία σου! ΚΑΡΙΝ: Έλα, πού είναι; ΠΕΤΡΑ: Ορίστε. ΚΑΡΙΝ: Α ψώνιο ! Και καλή φωτογραφία μάλιστα ε ; Έλα πες το μου! ΠΕΤΡΑ: Ναι, πολύ ωραία! ΚΑΡΙΝ: Πολύ ωραία, πολύ ωραία. Είναι φανταστικά καταπληκτική. Η πρώτη μου φωτογραφία στην εφημερίδα. Ψώνιο! (Αγκαλιά ζει και φιλάει την Πέτρα) Σ’αγαπώ έλα! ΠΕΤΡΑ: Θέλω να σε φιλήσω.

(Φιλιούνται)

Page 307: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

307

ΓΙΑΝ ΝΤΕ ΧΑΡΤΟΓΚ Μετάφραση: ΜΑΝΘΟΣ ΚΡΙΣΠΗΣ

ΤΟ ΝΥΦΙΚΟ ΚΡΕΒΑΤΙ

Πράξη 2η – Εικόνα 1η

(1901. Νύχτα. Στο ίδιο δωμάτιο, δέκα χρόνια αργότερα. Από τα έπιπλα των προηγούμενων σκηνών μόνο το κρεβάτι απομένει, κι αυτό είναι στολισμένο με καινούργιες κεντημένες κουρτίνες. Στους τοίχους κρέμονται πίνακες ζωγραφικής. Ακριβά έπιπλα διακοσμούν το

δωμάτιο. Δεν υπάρχει πια νιπτήρας, αλλά ένα λουτρό, αριστερά. Εκεί που ήταν η γκαρνταρόμπα, στην προηγούμενη πράξη, γκρεμίστηκε ο τοίχος και μπήκε μια πόρτα, που οδηγεί στο ντρέσινγκ-ρουμ. Το σύνολο είναι πανάκριβο, μεγαλοπρεπές και κατακαίνουργο. Μόνο η μια πλευρά του κρεβατιού είναι στρωμένη. Υπάρχει μόνο ένα μαξιλάρι πάνω στο κρεβάτι, και ριγμένο απάνω του είναι «Ο Θεός αγάπη εστί». Όταν σηκώνεται η αυλαία, δεν είναι κανείς στο δωμάτιο. Μπαίνει η Αγνή και βροντάει την πόρτα πίσω της. Στέκεται στα ποδαρικά του κρεβατιού, βγάζοντας τα γάντια της. Πάει στο τραπεζάκι της τουαλέτας, ρίχνει

απάνω τα γάντια της και κοντοστέκεται στο χτύπημα τη πόρτας. Για μια στιγμή μένει ακίνητη. Το χτύπημα επαναλαμβάνεται, πιο επίμονο)

ΑΓΝΗ: (παύση) Ναι. ΜΑΙΚ: (μπαίνει, κλείνει την πόρτα) Με συγχωρείς. (Πηγαίνει στο ντρέσινγκ-ρουμ, παίρνει τα βραδινά του ρούχα, ξαναμπαίνει και διασχίζει το δωμάτιο, προς την πόρτα) Καληνύχτα. ΑΓΝΗ: (καθώς εκείνος ανοίγει την πόρτα) Με κείνα τα πικάντικα... ατέλειωτα ανέκδοτά σου, ήσουνα η ψυχή της συντροφιάς απόψε. ΜΑΙΚ: (κάνει να βγει, σταματάει, γυρίζει) Αγαπητή μου, αν νομίζεις πως δε σου πάνε οι δευτερεύοντες ρόλοι, τότε σε συμβουλεύω να εγκαταλείψεις το θίασο και να σχηματίσεις ένα δικό σου. (Βγαίνει και κλείνει την πόρτα) ΑΓΝΗ: (μένει για μια στιγμή άναυδη. Έπειτα μουρμουρίζει) Α, φτάνει πια ! (Τρέχει στην πόρτα, την ανοίγει ορθάνοιχτη, στέκεται στο διάδρομο και φωνάζει) Μάικ ! (Στριγγλίζει) Μάικ ! Έλα δω ! ΜΑΙΚ: (πετιέται ξαφνικά μέσα. Φοράει «ψηλό», κρατάει μπαστούνι και τη βραδινή μπέρτα στο χέρι) Μα παραφρόνησες, δε σκέπτεσαι τους υπηρέτες ; ΑΓΝΉ: Δε με νοιάζει να μ’ ακούσει ύλη η γειτονιά. (Εκείνος βγαίνει) Έλα δω, σου λέω ! ΜΑΙΚ: Αυτή η κατάσταση έχει γίνει ανυπόφορη ! (Κλείνει την πόρτα) ΑΓΝΗ: Μα, επιτέλους, τι έχεις πάθει ; ΜΑΙΚ: Για στάσου, βρε παιδί μου. Δεν μπορούμε δηλαδή να μιλήσουμε μια στιγμή σαν άνθρωποι εδώ μέσα ; Είναι ανάγκη να χαλάμε τον κόσμο ; (Εκείνη πηγαίνει στο τραπεζάκι της τουαλέτας, βγάζει το καμωμένο από φτερά καπελάκι της — πλουμ — το πετάει πάνω στο τραπέζι) Ξέρεις κάτι ; Το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου είναι που άφηνα να περνάνε οι ιδιοτροπίες σου και σε καλόπιανα με δώρα κιόλας. ΑΓΝΗ: Νόστιμο κι αυτό ! (Παίρνει τα γάντια της) Είπαμε: σιγά. Ξέρεις Τι έπρεπε να κάνω ; Να σε στείλω, σ’ αυτή την ηλικία, σ’ ένα σχολείο εσωτερική, να μάθεις καλή συμπεριφορά. ΑΓΝΗ: Συμπεριφορά ; Και τι να την κάνω ; ΜΑΙK: Για να γίνεις άξια να στέκεις πλάι μου. ΑΓNH: Κοίταξε τον ψωροφαντασμένο ! Επειδή πουλήθηκαν τριακόσιες χιλιάδες αντίτυπα του βιβλίου του, κοκορεύεται ! ΜΑΙΚ: Αυτό εν έχει καμιά σχέση.

Page 308: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

308 ΑΓΝΗ: Έχει και παράχει ! Γιατί πριν γράψεις αυτό το μυθιστόρημα, δεν είχαν πάρει τα μυαλά σου αέρα... Κάθε φορά που τέλειωνες ένα βιβλίο ή ένα θεατρικό έργο ή ξέρω γω τι... και θεωρούσες τον εαυτό σου τη μεγαλύτερη ιδιοφυία, απ’ τον καιρό του Σαίξπηρ... (Εκείνος λέει: «Τώρα μάλιστα!»)... έτρεμα μη τυχόν και πετύχει. Δόξα σοι ο Θεός όμως, όλα σου τα έργα είχαν παταγώδη αποτυχία, κι έτσι μπόρεσα να τα βγάλω κι εγώ πέρα με μεγαλομανία σου... Τώρα όμως μ’ αυτή τη φυλλάδα —που και συ ο ίδιος παραδεχόσουνα πως ήταν για τα σκουπίδια. ως τη στιγμή που διάβασες τις κριτικές — πήρες... Αλλά, δε βαριέσαι ! Χάνω τα λόγια μου. ΜΑΙΚ: Ίσως να είμαι ματαιόδοξος, αλλά η ερίτιμος κυρία κάνει ένα τραγικό σφάλμα. ΑΓΝΗ: (γελάει) Άκου ! Άκου τι λέει ! Να ‘σαι παντρεμένη μ’ έναν άντρα έντεκα χρόνια και να σου μιλάει σα ν’ αγορεύει στη Βουλή. «Τραγικό σφάλμα» ! Κακομοίρη μου ! Να μπορούσες να δεις μόνο από μια μεριά την κατάντια σου ! Πούλησες την ψυχή σου για μια επιφυλλίδα της κακιάς ώρας. ΜΑΙΚ: Αν εξακολουθήσεις έτσι... ΑΓΝΗ: Όχι ! Θα τ’ ακούσεις όλα ! (Εκείνος χτυπάει το πάτωμα με το μπαστούνι του) Και μη με διακόπτεις ! Ακούς ; Γιατί μόνο ένας σ’ αγαπάει σ αυτόν τον κόσμο, κι ας είσαι ό,τι είσαι. Κι αν θες να σου πω... ΜΑΙΚ: Κάνεις λάθος. Πράγματι υπάρχει ένας άνθρωπος που μ’ αγαπάει σ’ αυτόν τον κόσμο, ακριβώς γι’ αυτό που είμαι. ΑΓΝΗ: Και τι είσαι, αγάπη μου ; ΜΑΙΚ: Ρώτησέ τ η ν, να σου πει. ΑΓΝΗ: . . .την ;... ΜΑΙΚ: Μάλιστα. «Την». ΑΓΝΗ: Ω... (Πιάνεται απ’ το στύλο του κρεατιού) Ποια είναι ; ΜΑΙΚ: Δεν την ξέρεις. ΑΓΝΗ: Είναι νέα ; Πόσω χρονών είναι ; ΜΑΙΚ: Δεν πρόκειται να συνεχίσω, γιατί έγινες πτώμα. ΑΓΝΗ: Πτώμα ; ΜΑΙΚ: Κίτρινη, πώς το λένε. (Στην πόρτα) Αγνή, μη νομίζεις πως είμαι τόσο κτήνος, που... Κάτσε κάτω. Έλα, Αγνή, κάθησε... Αγνή ! ΑΓΝΗ: (απομακρύνεται) Όχι, όχι... Δεν είναι τίποτα. Καλά είμαι. Τι σου περνάει απ’ το νου ; Πως θα λιποθυμούσα, στα είκοσι εννιά μου χρόνια, για ένα πράμα τόσο... τόσο συνηθισμένο ! ΜΑΙΚ: Συνηθισμένο ; ΑΓΝΉ: Και μάνα με δυο παιδιά ; Εγώ δε λιποθύμησα όταν έπαθε μαγουλάδες ο γιος μου. ΜΑΊΚ: Μα είναι κάπως διαφορετική η περίπτωση, δεν νομίζεις ; ΑΓΝΗ: Όχι, Μάικ. Κι αυτό είναι ένα είδος μαγουλάδες. ΜΑΙΚ: Την αγαπώ ! ΑΓΝΗ: Δηλαδή, δε μ’ αγαπάς εμένα πια. (Εκείνος δεν απαντά) Δεν εννοώ σα φίλη ή σαν... μητέρα των παιδιών σου. Σα γυναίκα σου, λέω. Πες μου, τώρα, αλλά μ’ όλη σου την ειλικρίνεια ; γι’ αυτό κοιμόσουνα στο γραφείο ; ΜΑΙΚ: Κοιμόμουνα ; Μάτι δεν έκλεισα ! ΑΓΝΗ: Έτσι. Τότε θα ροχάλιζε ο μάγειρας. ΜΑΙΚ: Κι από πότε ροχαλίζω ; ΑΓΝΗ: Εσύ ; Ποτέ. Ο μάγειρας. Τον ακούω κάθε νύχτα, όταν περνάω απ’ το διάδρομο. ΜΑΙΚ: (πηγαίνει στην πόρτα. Την ανοίγει) Καληνύχτα. ΑΓΝΗ: Όνειρα γλυκά. ΜΑΙΚ: Τ’ είπες ; ΑΓΝΗ: Όνειρα γλυκά.

Page 309: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

309 ΜΑΙΚ: (Σταματάει στην πόρτα, έπειτα την κλείνει με βρόντο) Ε, όχι, λοιπόν ! Να με πάρει ο διάολος, αν το καταπιώ κι αυτό ! ΑΓΝΗ: Τι συμβαίνει ; ΜΑΙΚ: «Ροχαλίζει ο μάγειρας». Αγνή, αγαπώ μιαν άλλη. Μου ‘ρχεται σαν τρέλα ! Εσύ, τα παιδιά, εκείνη, τα παιδιά, εσύ, εγώ, εκείνη... Τρεις βδομάδες τώρα κοντεύω να χάσω το μυαλό μου, κι εσύ λες: ροχαλίζει ο μάγειρας… ΑΓΝΗ: Μα, αγάπη μου... ΜΑΙΚ: Όχι, όχι, όχι! Αυτή η απερίγραπτη αυτοπεποίθησή σου μου ανακατεύει τα σωθικά. Το ξέρω πως δεν το παίρνεις στα σοβαρά, αλλά, πίστεψέ με, αγαπώ αυτή τη γυναίκα ! Ή θα γίνει δική μου ή θα μου στρίψει. ΑΓΝΗ: Καλά ακόμα δεν έγινε... δική σου ; ΜΑΙΚ: Επιτέλους ! Ενδιαφέρθηκες ! Γιατί να μη δείξεις αυτό το ενδιαφέρον τόσον καιρό ; Σε παρακάλεσα, σε ικέτευσα, σύρθηκα στα πόδια σου για να μου δώσεις λίγη κατανόηση, λίγη ζεστασιά, λίγη αγάπη. Τίποτα εσύ. Ακόμα και το βιβλίο μου, που το ενεπνεύσθηκα από σένα, που βγήκε για σένα — κι αυτό ακόμα, από την αρχή, το αντίκρισες σαν αντίζηλο. Ό,τι και να ’κανα με τίποτα δεν μπορούσα να σε μαλακώσω: σου πήρα αμάξι, υπηρέτες, φορέματα, πίνακες, σου ‘δωσα λεφτά, τα πάντα... Τίποτα εσύ: μισούσες το βιβλίο μου. Και τώρα ; Τώρα, να. Μ έστειλες στην αγκαλιά μιας άλλης. Μιας άλλης, που καταλαβαίνει τουλάχιστον ένα πράμα: ότι πρέπει να με μοιραστεί με το έργο μου. ΑΓΝΉ: Ξέρει επίσης ότι θα πρέπει να σε μοιράζεται και με άλλες γυναίκες ; ΜΑΙΚ: Δε χρειάζεται. Επιτέλους βρήκα μια γυναίκα, που να μπορεί να συζεί με το έργο μου. Αυτό μόνο φτάνει, να της είμαι πιστός. ΑΓΝΗ: Μα πώς συζεί με το έργο σου ; Τι κάνει δηλαδή ; ΜΑΙΚ: Ακούει. Μ’ ενθαρρύνει. Μ’ ένα βλέμμα, μ’ ένα χάδι, μ ένα — τέλος πάντων, μου δίνει κουράγιο. Χαίρεται όταν χαίρομαι. Όταν στοχάζομαι, στοχάζεται κι εκείνη μαζί μου... ΑΓΝΉ: Κι όταν χάφτεις μύγες, χάφτει κι αυτή μαζί σου ; ΜΑΙΚ: Μα κατάλαβες τι σου λέω τόσην ώρα ή μιλάω στο βρόντο ; Τέλος πάντων, δεν μπορείς να δεις ότι άλλαξα ; ΑΓΝΗ: Όχι. ΜΑΙΚ: Ε, τότε είσαι στραβή. Εσύ πάντως έχεις αλλάξει. ΑΓΝΗ: Εγώ ! ΜΑΙΚ: Ωχ ! Ας μην αρχίσουμε τα ίδια. ΑΓΝΗ: Για λέγε... ΜΑΙΚ: Δεν αξίζει τον κόπο. Δεν υπάρχει λόγος να σε βασανίζω άλλο, μια και... ΑΓΝΗ: Μια κι έβγαλες το άχτι σου. ΜΑΙΚ: Δεν... δεν το ‘θελα, αλλά ήμουν υποχρεωμένος να σε πληγώσω. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να γίνει αλλιώτικα. Βρίσκομαι στο έλεος ενός πάθους, που είναι δυνατότερο κι από μένα. ΑΓΝΗ: Σαράκι, ε; ΜΑΙκ: Μαρτύριο. ΑΓΝΗ: Κι όμως δεν μπορείς να το πεις απόλυτα μαρτύριο. ΜΑΙΚ: Ασφαλώς όχι. Από μιαν άλλη πλευρά είναι θεσπέσιο. ΑΓΝΗ: Το μεγαλύτερο πράμα που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος. ΜΑΙΚ: Χαίρομαι που το καταλαβαίνεις. ΑΓΝΗ: Και βέβαια το καταλαβαίνω. Ανθρώπινο είναι. ΜΑΙΚ: Καλά. Και πώς το ξέρεις ; ΑΓΝΗ: Ποιο ; ΜΑΙΚ: Ό.. .τι είναι ανθρώπινο ;

Page 310: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

310ΑΓΝΗ: Μα... άνθρωπος δεν είμαι κι εγώ ; ΜΑΙΚ: Πρώτη φορά σ’ ακούω να μιλάς έτσι. Τι θες να πεις ; ΑΓΝΉ: Ε, μπορεί να ‘χω κι εγώ μια σχετική πείρα. Έτσι δεν είναι ; Καληνύχτα. ΜΑΙΚ: Μια στιγμή. Στάσου. Δεν μας το κάνετε πιο λιανά; ΑΓΝΉ: Τι πιο λιανά, αγαπητέ μου; ΜΑΙΚ: Τι λογής πράμα είν’ αυτή η «σχετική πείρα» σου — δε μας εξηγείς ; ΑΓΝΗ: Άκου, φίλτατέ μου. Με απέλυσες, χωρίς προειδοποίηση κι εγώ ούτε παραπονέθηκα καν — όπως θα ‘κανε ακόμα και ο τελευταίος υπάλληλος. Τα ανέχθηκα όλα, γιατί καταλαβαίνω πως ένας άνθρωπος είναι ανίσχυρος σ’ ένα αίσθημα, που είναι και μαρτύριο και σαράκι και θεσπέσιο. ΜΑΙΚ: Αγνή ! ΑΓΝΗ: Μα την αλήθεια, δε σε καταλαβαίνω. Εγώ σ’ άφησα να κάνεις ό,τι θέλεις, κι εσύ, αντί να φύγεις ευτυχισμένος και με τη συνείδησή σου ήσυχη, γιατί δεν αφήνεις πίσω σου ένα ράκος... ΜΑΙΚ: Ν’ απαντήσεις χωρίς περιστροφές σ’ αυτό που σε ρωτάω, πριν... να τα κάνω λίμπα εδώ μέσα. Ε... θα μείνεις μονάχη, αν σ’ αφήσω ; ΑΓΝΉ: Μονάχη ; Μα έχω τα παιδιά μου. ΜΑΙΚ: Αυτό δεν είναι και τόσο βέβαιο. ΑΓΝΗ: (έπειτα από μια σιωπή πολλά προμηνύουσα) Καλύτερα, λέω, να φύγεις αμέσως από δω μέσα, πριν δείξω μια όψη του εαυτού μου που δεν την ξέρεις. ΜΑΙΚ: Απαιτώ μιαν απάντηση ; Έχεις εραστή ; ΑΓΝΗ: (πηγαίνει στην πόρτα, την ανοίγει) Καληνύχτα. ΜΑΙΚ: Έντεκα ολόκληρα χρόνια ορκιζόμουνα στ’ όνομά σου. Ήσουνα για μένα το πιο αγνό, το... ΜΑΙΚ: (συμπληρώνει τη φράση) Το πιο ευγενικό πράμα της ζωής σου ! Καληνύχτα. ΜΑΙΚ: Θ’ απαντήσεις ; Λέγε ! Αλλιώς δε θα με ξαναδείς. ΑΓΝΗ: Έξω από δω ! ΜΑΙΚ: Όχι, δε βγαίνω ! ΑΓΝΗ: Καλά. Τότε ένα πράμα μου μένει να κάνω. (Παίρνει το κάλυμμα από το κρεβάτι και βγαίνει στο ντρέσινγκ-ρουμ) ΜΑΙΚ: Τι;... Τι σημαίνουν όλα αυτά; (Εκείνη δεν απαντά. Γυρίζει μ’ ένα άλλο κάλυμμα κι ένα βαλιτσάκι. Τ’ απιθώνει στην πολυθρόνα κι ανοίγει το βαλιτσάκι).. Δε μου λες ; (Εκείνη παίρνει τη νυχτικιά της και το «νεγκλιζέ», τα βάζει στο βαλιτσάκι) Πίστεψέ με, αγάπη μου, δεν πρόκειται να σε κατηγορήσω για τίποτα. Μόνο πες μου πού πας ; ΑΓΝΗ: (πηγαίνει στην τουαλέτα, παίρνει τις βούρτσες και το χτένι) Φωνάζεις, σε παρακαλώ, ένα αμάξι ; ΜΑΙΚ: Αγνή! ΑΓΝΗ: (βάζει τις βούρτσες και το χτένι στο βαλιτσάκι) Σε παρακαλώ, Μάικ, δε θέλω να φτάσω πολύ αργά. Είναι κιόλας περασμένη η ώρα. Μου δίνεις το ξυπνητήρι ; ΜΑΙΚ: Όχι, δεν είναι δυνατόν να ‘χω κάνει τέτοιο λάθος ! Χτες ακόμα μου λεγες ότι είχα προτερήματα... ΑΓΝΗ: Με συγχωρείς. (Τον προσπερνάει, παίρνει το ξυπνητήρι, το βάζει στο βαλιτσάκι) ΜΑΙΚ: (κάνει να τη σταματήσει, καθώς περνάει από μπροστά του, αλλά συγκρατείται) Καλά, λοιπόν. Είναι κι αυτό «μια κάποια λύσις». ΑΓΝΗ: (κλείνει τη βαλίτσα, τη σηκώνει, παίρνει το κάλυμμα στο χέρι, πηγαίνει προς το μέρος του, περνώντας πίσω απ’ την πολυθρόνα και του απλώνει το χέρι) Αντίο, Μάικ. (Της φράζει το δρόμο) ΜΑΙΚ: Πιστεύεις, δηλαδή, ότι μπορώ να σ’ αφήσω να κάνεις τέτοια τρέλα ; Ε ; ΑΓΝΗ: Ένας κύριος δεν κρατάει με το ζόρι μια κυρία, όταν αυτή θέλει να φύγει. ΜΑΙΚ: Με συγχωρείς. (Παραμερίζει)

Page 311: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

311 ΑΓΝΗ: Ευχαριστώ. (Τη γραπώνει απ’ το μπράτσο και την τραβάει πίσω. Καθώς παλεύουν, της πέφτει η βαλίτσα και το κάλυμμα. Την ρίχνει στο κρεβάτι) Μάικ! Άσε με να φύγω, σου λέω ! Δεν... ΜΑΙΚ: Άκου, ως εδώ μ’ έχεις φέρει μ’ αυτές τις παλαβομάρες σου !... (Καταφέρνει να του ξεφύγει, φεύγει απ’ το κρεβάτι και τον κλοτσάει στο καλάμι) Ωχ ! (Τρίβει το καλάμι και κουτσαίνει. Ακουμπάει στο χερούλι του καναπέ) ΑΓΝΗ: Έξω. ΜΑΙΚ: Απάνω στο καλάμι. ΑΓΝΗ: Έξω. (Βγάζει το σακάκι του, το ρίχνει στην πολυθρόνα. Καθώς κάνει ένα μα προς το μέρος της) Θα σηκώσω όλο το σπίτι στο πόδι, αν έρθεις κοντά μου. (Εκείνη σκαρφαλώνει στο κρεβάτι) ΜΑΙΚ: Πού ‘ναι το μαξιλάρι μου ; ΑΓΝΗ: (απλώνει το χέρι της στο κορδόνι του κουδουνιού) Φύγε, αλλιώς θα χτυπήσω το κουδούνι ! ΜΑΙΚ: (βγαίνοντας στο ντρέσινγκ-ρουμ) Φτιάξε το κρεβάτι απ’ τη δική μου τη μεριά. ΑΓΝΗ: Είσαι ένα γαϊδούρι, ένα ξεκαπίστρωτο γαϊδούρι. ΜΑΙΚ: (ξαναμπαίνει, κρατώντας το μαξιλάρι) Εσύ είσαι — και πρέπει να σου βάλω χαλινάρι. Για να καταλάβεις τι άντρας είμαι. Στρώσ’ το κρεβάτι, σου λέω ! (Της πετάει το μαξιλάρι) ΑΓΝΗ: Δεν πεθαίνω καλύτερα ! ΜΑΙΚ: Πάψε. Φτιάξε το κρεβάτι. ΑΓΝΗ: (του πετάει το μαξιλάρι) «Ο Θεός αγάπη εστί» : Συγγραφέας είσαι ή σκιτζής ; ΜΑΙΚ: (πιάνει το μαξιλάρι και το πετάει) Σήκω από κει, η θα σε βγάλω σηκωτή ! ΑΓΝΗ: (σηκώνεται) Και το βιβλίο σου είναι για τον τενεκέ των σκουπιδιών. ΜΑΙΚ: Δε στο ‘λεγα ; Δε θα σ’ έβλαπτε να μ’ άκουγες πού και πού. Πάρε δω ! (Της ρίχνει το κασκόλ-κομφόρτερ) Δίπλωσέ το ! ΑΓΝΗ: (του το ξαναρίχνει) Να το διπλώσεις εσύ ! ΜΑΙΚ: (της το ξαναρίχνει) Δίπλωσέ το, είπα ! (Του ρίχνεται και εκείνος πιάνει τα χέρια της. Εκείνη προσπαθεί να τον τσιμπήσει. Εκείνος γλιστράει, ενώ παλεύουν, και κάθεται στη βάση του κρεβατιού. Προσπαθεί να τον χτυπήσει

στο κεφάλι. Εκείνος κατορθώνει να σηκωθεί και της κρατάει τα χέρια πίσω) ΑΓΝΗ: (καθώς εκείνος της αρπάζει το πρόσωπο με το αριστερό χέρι) Θα σε δαγκώσω. ΜΑΙΚ: Αν μπορούσες να δεις τα μάτια σου αυτή τη στιγμή, Θα προτιμούσες να τα κλείσεις. Φωτιές βγάζουν. ΑΓΝΗ: Από μίσος ! ΜΑΙΚ: Από αγάπη ! (Της δίνει ένα γρήγορο φιλάκι. Εκείνη του ξεφεύγει. Εκείνος προφυλάγεται) ΑΓΝΗ: (τον κοιτάζει άναυδη για μια στιγμή, έπειτα κάθεται στο κρεβάτι μακριά του, με λυγμούς) Θέλω να πεθάνω. Να πεθάνω, να πεθάνω. ΜΑΙΚ: (κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, κρατώντας το καλάμι του) Πριν πεθάνεις, κοίταξέ με στα μάτια. Για κοίτα με ! (Την γυρίζει προς το μέρος του. Εκείνη κοιτάει) Τι βλέπεις ; ΑΓΝΗ: Ρυτίδες ! ΜΑΙΚ: (παίρνει τα παπούτσια, που του βγήκαν κατά τη διάρκεια της πάλης, και ξαναγυρίζει στη βάση του κρεβατιού. Κάθεται στο κρεβάτι και φοράει το παπούτσια) Αυτό δείχνει πόσον καιρό έχεις να με κοιτάξεις. (Κάθεται στο κρεβάτι) Τι άλλο βλέπεις ; ΑΓΝΗ: Μα... Εκείνη ; ΜΑΙΚ: Ένιωθα μόνος.

Page 312: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

312ΑΓΝΗ: (σηκώνεται) Καλύτερα να φύγεις τώρα. ΜΑΙΚ: Εσύ ; Ένιωθες μόνη ; ΑΓΝΗ: Έλα, φύγε. ΜΑΙΚ: (παίρνει το βραδινό του σακάκι. Εκείνη παίρνει το μαξιλάρι του και το βάζει στην πολυθρόνα. Καθώς βάζει και το άλλο παπούτσι) Ξέρεις, άρχισα να γράφω κι άλλο βιβλίο. ΑΓΝΗ: Πότε ; ΜΑΙΚ: Εδώ και δυο βδομάδες. ΑΓΝΗ: Και δε μου διάβασες τίποτ’ ακόμα ; Ψέματα λες. ΜΑΙΚ: Το διάβασα σε κείνη. ΑΓΝΗ: Α... Και ; ΜΑΙΚ: Της άρεσε. Το βρήκε όμως λίγο... χοντροκοπιά. ΑΓΝΗ: Χοντροκοπιά ! Μα τι ζώον είναι αυτή η γυναίκα. ΜΑΙΚ: Τι λες, να πάω να φέρω το χειρόγραφο ; ΑΓΝΗ: (παίρνει το μαξιλάρι του) Αύριο. ΜΑΙΚ: (πάει στην πόρτα βιαστικά και πιάνει το πόμολο) Όχι, τώρα. ΑΓΝΗ: (πηγαίνει στη βάση του κρεβατιού. Βάζει τα μαξιλάρι του στο κρεβάτι) Μάικ, αύριο... Σε παρακαλώ.

(Ρίχνει το σακάκι του στα κάγκελα, στα ποδαρικά του κρεβατιού, και περπατώντας πάνω στη βάση πηγαίνει και την αγκαλιάζει)

Page 313: Skines Apo Erga Xenou Dramatologioy

313

ΤΤ ΕΕ ΛΛ ΟΟ ΣΣ