Download - Ronald Dworkin - 24 γράμματα / Πολυχώρος Πολιτισμού …Θεόδωρος Γ. Μαυρομμάτης Η έννοια της ισότητας στη σκέψη

Transcript

 

Θεόδωρος Γ. Μαυρομμάτης 

       

Η έννοια της ισότητας στη σκέψη του  Ronald Dworkin 

 Διπλωματική εργασία στα πλαίσια του μαθήματος της Φιλοσοφίας και Μεθοδολογίας του 

Δικαίου του Μ.Δ.Ε. Ιστορίας, Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας του Δικαίου  

               

Θεσσαλονίκη 2009  

 

www.24grammata.com

2

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 

 

Ι. Προδιάθεση................................................................................................σελ. 3 

ΙΙ. Σκιαγράφηση της επίμαχης προβληματικής...............................................σελ. 5 

ΙΙΙ. Ισότητα ευημερίας................................................................................... .σελ. 9 

α. Εισαγωγική παρουσίαση.......................................................................σελ. 9 

β. Ταξινόμηση και συνοπτική συστηματική παρουσίαση των σχετικών 

αντιλήψεων.............................................................................................σελ. 10 

γ. Κριτική παρουσίαση και ανάδειξη των προβλημάτων των ειδικότερων 

εκδοχών επιτυχίας...................................................................................σελ. 14 

δ. Θεωρίες της ενσυνείδητης κατάστασης.............................................. .σελ. 25 

ε. Αντικειμενιστικές θεωρίες....................................................................σελ. 26 

ζ. Η ενοποιητική προοπτική.....................................................................σελ. 27 

η. Θεμελιώδη προβλήματα της ισότητας ευημερίας................................σελ. 28 

1. Τα ακριβά γούστα..........................................................................σελ. 28 

2. Αναπηρίες......................................................................................σελ. 32 

θ. Σχετικά με μια κριτική στον ωφελιμισμό.............................................σελ. 34 

ΙV. Ισότητα των πόρων..................................................................................σελ. 34 

α. Οριοθέτηση του προβλήματος.............................................................σελ. 34 

β. Παρουσίαση ενός θεωρητικού μοντέλου επίλυσης 

του προβλήματος....................................................................................σελ. 35 

γ. Από την θεωρητική επεξεργασία στην 

πρακτική εφαρμογή................................................................................σελ. 38 

δ. Ο παράγοντας «τύχη».........................................................................σελ. 39 

ε. Εργασία, χαρίσματα και φιλοδοξίες στην ...μετά  

τη δημοπρασία εποχή..............................................................................σελ. 44 

στ. Το πρόβλημα της έλλειψης δεξιοτήτων..............................................σελ. 49 

www.24grammata.com

3

ζ. Από την θεωρητική κατασκευής στο πρακτικό αποτέλεσμα:  

Το φορολογικό σύστημα..........................................................................σελ. 53 

η. Οριοθέτηση έναντι συναφών θεωρητικών τοποθετήσεων...................σελ. 57 

V.  Εν  είδει  επιμέτρου:  Κριτική  αποτίμηση  κυρίαρχων  θεωρητικών 

τοποθετήσεων...............................................................................................σελ. 61 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...............................................................................................σελ. 65

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

www.24grammata.com

4

 

 

 

 

Ι. Προδιάθεση 

Ήδη  μια  πρώτη  ματιά  στην  πολυεπίπεδη  πραγματικότητα  των  σύγχρονων 

κοινωνιών αρκεί να πείσει και  τον πλέον δύσπιστο παρατηρητή για  την κυριαρχία 

φαινόμενων ανισοτήτων με εξαιρετική ποικιλία στον τρόπο εκδήλωσής τους. Και αν 

πλέον μπορεί να υποστηριχτεί ότι στο πεδίο των σημερινών ιδιοκτησιακών σχέσεων 

η αιτία του φαινομένου δεν είναι άλλη από την ανάπτυξη ‐στις περισσότερες χώρες 

του πλανήτη και σε κάθε περίπτωση στις οικονομικά ισχυρότερες‐ ενός πλέγματος 

οικονομικών  δεδομένων  αμιγώς  κεφαλαιοκρατικού  προσανατολισμού,  η 

μακραίωνη  ιστορία  της  αντίστοιχης  προβληματικής1  έρχεται  να  διευρύνει  έτι 

περαιτέρω το σύνολο των δυνητικών αιτίων. 

Υπό  το  βάρος  των  διαπιστώσεων  αυτών  όχι  μόνο  το  ενδιαφέρον  για  την 

έννοια της ισότητας αλλά και η θέση που της επιφυλάσσεται στη σύγχρονη πολιτική 

και  ηθική  φιλοσοφία  δικαιολογούνται  απολύτως,  όχι  μόνο  ως  προϊόντα  μιας 

συγκεκριμένης  ιστορικοφιλοσοφικής  εξελικτικής  πορείας  αλλά  ως  αιτήματα  με 

ισχυρά κοινωνικά ερείσματα. 

Βέβαια  το  ενδιαφέρον  της  παρούσας  προσπάθειας  δεν  εκτείνεται  στη 

γενικότερη έννοια της ισότητας και τον τρόπο με τον οποίο διαχρονικά εξελίχθηκε η 

σχετική συζήτηση σε όλες τις ιδιαίτερες πτυχές της, καθώς κάτι τέτοιο θα απαιτούσε 

εξαιρετικά εκτεταμένες κριτικές περιγραφικές προσεγγίσεις που θα υπερέβαιναν τα 

όρια  ενός  πονήματος  του  τύπου  αυτού.  Αντί  γι’  αυτό  επιλέχτηκε  η  έννοια  της 

ισότητας στην ειδικότερη αποτύπωσή της στα πλαίσια της σκέψης ενός Αμερικάνου 

στοχαστή με αξιόλογη επιρροή στη διαμόρφωση του σχετικού πλαισίου ιδεών, του 

Ronald Dworkin. 

Πρωτογενές  υλικό  αποτέλεσαν  κατά  κύριο  λόγο  δύο  άρθρα,  τα  οποία 

δημοσιεύτηκαν  το  1981  ‐εν  είδει  ενότητας  όπως  και  ο  τίτλος  τους  αφήνει  να 

1  Για  μια  συνοπτική  πλην  περιεκτική  απεικόνιση  της  ιστορικής  εξέλιξης  της  έννοιας  της  ισότητας 

καθώςκαι  για  τη  θέση  της  στη  σύγχρονη  σκέψη  βλ. D.  Schlüter  (λήμμα Gleichheit)  σε  J. Ritter,  K. 

Grunder, R. Eisler (Hg.), Historisches Wörterbuch der Philosophie, Bd. 3 (G‐H), Schwabe, Basel, 2007, 

σελ.  671.  Stephan  Gosepath  (λήμμα  Gleichheit/Ungleichheit)  σε  Enzyklopädie  Philosophie,  H.  J. 

SANDKÜHLER  (Hg.),  τόμος  Ι  (A‐N),  Meiner,  Hamburg,  1999,  σελ.  501επ.,  Jörg  Pannier  (λήμμα 

Gleichheit) σε Mezler Philosophie‐Lexikon, P. PRECHTL‐F. P. BURKARD  (Hg.), 2. Auflage,  J. B. Mezler 

Verlag, Stuttgart‐Weimar, 1999, σελ. 215. 

www.24grammata.com

5

διαφανεί‐  στο  περιοδικό «Philosophy and Public Affairs».  Το  πρώτο  είχε  τίτλο «Τι 

είναι η ισότητα; Μέρος 1ο:  Ισότητα ευημερίας» («What  is Equality? Part 1: Equality 

of Welfare»)2,  το  δεύτερο  «Τι  είναι  η  ισότητα;  Μέρος  2ο:  Ισότητα  των  πόρων» 

(«What is Equality? Part 2: Equality of Resources»)3 και έμελλε να συμπεριληφθούν 

σε  μια  ευρύτερη  συλλογή  αυτοτελών  κειμένων  με  το  κοινό  χαρακτηριστικό  της 

αναφοράς  στην  έννοια  της  ισότητας  και  το  γενικό  τίτλο  «Sovereign  Virtue:  The 

Theory and Practice of Equality»4. 

Δε  θα  ήταν  υπερβολή  να  γραφεί  ότι  η  ανά  χείρας  εργασία  ξεκινά  ως  μια 

απόπειρα κατανόησης. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο τα δύο –ειρήσθω εν 

παρόδω  διαμετρικά  αντίθετης  στόχευσης‐  κείμενα  παρουσιάζονται  στις  βασικές 

πτυχές  του  περιεχομένου  τους  όπως αυτές  γίνονται  κατανοητές,  χωρίς  βέβαια  να 

λείπουν οι απαραίτητες παραπομπές στο πρωτογενές υλικό, στοιχείο αναγκαίο για 

το επιστημονικά ελεγκτό του τελικού αποτελέσματος. 

Κάθε προσέγγιση με απώτερο σκοπό  την ανάδειξη  της  σχεδόν αυτονόητης 

αξίας της κριτικής για οποιαδήποτε θεωρητική τοποθέτηση με αξιώσεις κοινωνικού 

ενδιαφέροντος  θα  φαινόταν  περιττή  αν  όχι  παράδοξη.  Οι  σχετικές  εκτιμήσεις,  οι 

οποίες συνήθως άπτονται ενός συγκεκριμένου τμήματος του κειμένου ή ενός εκ των 

προτέρων  επαρκώς  καθορισμένου  εννοιολογικού  ευρήματος  περιλήφθηκαν  σε 

υποσημειώσεις, στα πλαίσια των οποίων καταβλήθηκε προσπάθεια για την κατά το 

δυνατό  συνοπτική  έκθεση  των  κριτικών  παρατηρήσεων  πλην  των  περιπτώσεων, 

όπου μια πιο εκτεταμένη αποτύπωση θεωρήθηκε απαραίτητη για λόγους επαρκούς 

κατανόησης.   

 

ΙΙ. Σκιαγράφηση της επίμαχης προβληματικής 

Σε μια προσπάθεια  καθορισμού  του πλαισίου,  εντός  του οποίου πρόκειται 

να κινηθεί το εγχείρημά του ο Ronald Dworkin απορρίπτει ευθύς εξ αρχής την ιδέα 

μιας  γλωσσικής  ή  εννοιολογικής  πραγμάτευσης  του  όρου  εκείνου  που  διεκδικεί 

καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του συλλογισμού του. Ο προσδιορισμός της έννοιας 

του όρου «ίσο» εξαιρείται της παρούσας προσπάθειας. Κατά τον ίδιο τρόπο και με 

συνέπεια  έναντι  αυτής  της  αρχικής  δέσμευσης  εκτός  του  πλαισίου  αυτού 

2 Βλ. Ronald Dworkin, «What  is Equality? Part 1: Equality of Welfare», Philosophy and Public Affairs, 

Vol. 10, No. 3 (Summer, 1981), pp. 185‐246 

3 Βλ. Ronald Dworkin, «What is Equality? Part 2: Equality of Resources», Philosophy and Public Affairs, 

Vol. 10, No. 4 (Autumn, 1981), pp. 283‐345 

4  Αυτός  είναι  και  ο  λόγος,  για  τον  οποίο  η  αναφορά  στα  εν  λόγω  πονήματα  για  τις  ανάγκες 

επιστημονικών εργασιών στερείται μιας σταθερής μορφής. 

www.24grammata.com

6

τοποθετείται ενδεχόμενη περιπτωσιολογική επισκόπηση της γλωσσικής χρήσης του 

όρου5. 

Ενώπιον μιας κοινωνίας, η οποία  ισχυρίζεται ότι αντιμετωπίζει  τα μέλη της 

ως  ίσα6  το7  ερώτημα επί  του πεδίου αναφοράς  της  ισότητας αυτής ανακύπτει ως 

φυσικό  επακόλουθο. Με  άλλα  λόγια  η  αναφορά  σε  ίσα  υποκείμενα  συνεπάγεται 

την  εύλογη  διερώτηση  ως  προς  τι  είναι  ίσα  τα  υποκείμενα  αυτά8.  Ταυτόχρονα  η 

5 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα (μετ. Γρ. Μολύβας), Πόλις, Αθήνα, 2006, σελ. 91. 

6 Η διάκριση μεταξύ της αντιμετώπισης των πολιτών ως ίσων (as equals) και της αντιμετώπισής τους 

εξίσου  (equally)  καθώς  και  η  σύνδεσή  της  έννοιας  της  ισότητας  υπό  την  πρώτη  μορφή  της,  της 

αντιμετώπισης των πολιτών ως  ίσων, με το φιλελευθερισμό7 και μάλιστα ως συστατικού στοιχείου 

του δεν είναι κάτι νέο για τη σκέψη του Ronald Dworkin. Έχει προηγηθεί η διεξοδική πραγμάτευσή 

του στο δοκίμιο με τον τίτλο Φιλελευθερισμός (μετ. Φ. Παιονίδης, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 

1992), όπου ο συγγραφέας προσπαθώντας να περιγράψει σε αδρές γραμμές την ομώνυμη πολιτική 

τάση και αντλώντας παραδείγματα από την αμερικανική πραγματικότητα της προ του 1981,  έτους 

συγγραφής, εποχής, την αντιπαραθέτει στο συντηρητισμό. 

Για να γίνει ευχερέστερα κατανοητή η όλη προσπάθεια απαιτείται η περιγραφή του γενικότερου 

πλαισίου  στο  οποίο  κινείται,  στο  βαθμό  στον  οποίο  κάτι  τέτοιο  καθίσταται  εφικτό  στα  όρια  της 

παρούσας  προσπάθειας.  Έχοντας  λοιπόν  αναφερθεί  στην  τάση  κάθε  πολιτικού  προγράμματος  να 

αρθρώνει το περιεχόμενό του σε δύο βασικά είδη θέσεων, στις συστατικές (constitutive), των οποίων 

η  αξία  χαρακτηρίζεται  εγγενής  –προφανώς  σε  μια  προσπάθεια  απομάκρυνσης  του  ενδεχομένου 

αναζήτησης  κάποιου  απώτερου  πλέγματος  αρχών,  το  οποίο  καλείται  να  εξυπηρετήσει‐  και  τις 

παράγωγες (derivative), οι οποίες λειτουργούν σαν μέσο στην πραγμάτωση των πρώτων (σελ. 47 και 

αναλυτικότερα  υποσ.  5  στην  ίδια  σελίδα),  ο  Αμερικάνος  στοχαστής  θεωρεί  ότι  τόσο  στο 

φιλελευθερισμό όσο και στο συντηρητισμό η αντιμετώπιση των ανθρώπων ως ίσων διαδραματίζει το 

ρόλο  της  συστατικής  αρχής,  ενώ  η  αντιμετώπιση  τους  εξίσου  αποτελεί  παράγωγη  αρχή. 

Προχωρώντας όμως ακόμη περισσότερο στη ρότα που έχει χαραχτεί από τη διάκριση αυτή βρίσκεται 

ενώπιον  του  ζητήματος  της  περαιτέρω  διερεύνησης  της  υποχρέωσης  μιας  κυβέρνησης  να 

αντιμετωπίζει  τους πολίτες ως  ίσους με αποτέλεσμα μια  νέα διχοτόμηση.  Έτσι η υποχρέωση αυτή 

κατανοείται σύμφωνα με την πρώτη αντίληψη ως στα πλαίσια του εφικτού αποστασιοποιημένη από 

προσεγγίσεις αναφορικά με την καλή ζωή ή με στοιχεία που της δίνουν αξία,  ενώ σύμφωνα με τη 

δεύτερη  ανταποκρίνεται  στις  εκτιμήσεις  αυτές  (σελ.  69επ.).  Αντίστοιχα  η  πρώτη  από  τις 

τοποθετήσεις αυτές ανταποκρίνεται στην περί  ισότητας ως αντιμετώπισης των ανθρώπων ως  ίσων 

θέση του φιλελευθερισμού και η δεύτερη στην ομόλογη θέση του συντηρητισμού. 

Για  τη  διάκριση  μεταξύ  της  αντιμετώπισης  των  ανθρώπων ως  ίσων  και  της  αντιμετώπισής  τους 

εξίσου βλ. και Stephen Guest, Ronald Dworkin, Edinburgh University Press, Edinburgh, 1992, σελ. 226, 

Γρηγόρης Μολύβας, Δικαιώματα και θεωρίες δικαιοσύνης, Πόλις, Αθήνα, 2004, σελ.130επ. 

7 Για τη σχέση ισότητας και ελευθερίας στη σκέψη του Dworkin βλ. Stephen Guest, Ronald Dworkin, 

ό. π., σελ. 226 και κυρίως 255επ. 

8  Πρόκειται  για  μια  ευρύτερη  συζήτηση  που  διεξάγεται  στον  αγγλοσαξονικό  χώρο  υπό  τον  όρο 

«equality  of  what?»  διερευνώντας  τις  διαφοροποιήσεις  μεταξύ  των  αντίστοιχων  προοπτικών.  Ο 

Norman  Daniels  («Equality  of  What:  Welfare,  Resources  or  Capabilities?»,  Philosophy  and 

Phenomenological  Research,  v.  50,  supplement  (Autumn,  1990),  σελ.  273επ.)  προσπαθώντας  να 

επιτύχει μια συνοπτική –στα πλαίσια του εφικτού‐ ταξινόμηση διακρίνει μεταξύ τριών υφιστάμενων 

www.24grammata.com

7

δυνατότητα  πλειάδας  απαντήσεων  στο  ζήτημα  αυτό  κομίζει  αντίστοιχο  αριθμό 

αντιλήψεων  περί  ισότητας  με  αποτέλεσμα  την  ανάγκη  καθορισμού  κάποιων  από 

αυτές ως των βέλτιστων δυνατών. 

Το  ενδιαφέρον  του  Αμερικάνου  στοχαστή  εστιάζεται  στο  πρόβλημα  της 

λεγόμενης  διανεμητικής  ισότητας.  Αναγόμενη  στο  ερώτημα  το  οποίο  ήδη  τέθηκε 

τούτη η ειδικότερη έκφανση της έννοιας της ισότητας επικεντρώνεται στο θέμα της 

διανομής  πόρων,  που  θεωρείται  άμεσα  συνδεδεμένο  με  το  ζήτημα  της  πολιτικής 

ισότητας9, το οποίο αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης ανάπτυξης σε απώτερο στάδιο 

της σκέψης του συγγραφέα ξεπερνώντας τα όρια του παρόντος πονήματος. 

Απόπειρα περαιτέρω εξειδίκευσης του αντικειμένου της όλης προσπάθειας 

συνεπάγεται την ανάδειξη δύο θεωριών διανεμητικής ισότητας. Η πρώτη από αυτές 

καταπιάνεται  με  ό,τι  αποκαλείται  ισότητα  ευημερίας  (Equality  of  Welfare) 

πρεσβεύοντας ένα πρότυπο, βάσει του οποίου κατά τη διανομή πόρων επιδιώκεται 

η  κατά  το δυνατό  ίση  ευημερία  των  κοινωνικών υποκειμένων.  Βέβαια η  επιδίωξη 

της  ίσης  ευημερίας  δεν  αρκεί  αφεαυτής  για  την  πραγμάτωση  του  εν  λόγω 

προτύπου,  καθώς  η  υιοθέτησή  του  –όπως  διαφαίνεται  μέσα  από  σχετικό 

τάσεων στα πλαίσια του εξισωτισμού, δύο από τις οποίες αφορούν στο έργο του Ronald Dworkin. 

Συγκεκριμένα κάνει λόγο για ισότητα στην ευημερία με κύριους εκπροσώπους τους Richard Arneson 

και G. A. Cohen,  αντίληψη η  οποία,  όπως θα  γίνει  αντιληπτό στη  συνέχεια απορρίπτεται  από  τον 

Dworkin κατόπιν ενδελεχούς κριτικής επισκόπησης, για ισότητα στους πόρους, προσέγγιση η οποία 

εκφράζει τόσο τον Dworkin όσο και τον Rawls, και μια μορφή θετικής ελευθερίας ή ικανότητας των 

ανθρώπων  να  κάνουν  αυτό  που  επιθυμούν  ή  να  είναι  αυτό  που  θέλουν,  η  οποία  φέρεται  να 

εκφράζεται  από  τον  Amartya  Sen.  Το  σχήμα  αυτό  διευρύνει  και  εν  μέρει  διαφοροποιεί  ο  Alex 

Callinicos (Equality, Polity, Cambridge, 2000, σελ. 53), ο οποίος τοποθετεί σε μια κατηγορία με πεδίο 

ενδιαφέροντος  τα  λεγόμενα  πρωταρχικά  αγαθά  (primary  goods)  αποκλειστικά  τον  John  Rawls. 

Έπονται  ως  πιθανά  αντικείμενα  του  εξισωτικού  ιδεώδους  η  ευημερία,  οι  πόροι,  η  πρόσβαση  στο 

όφελος  (access  to  advantage)  και  η  δυνατότητα  (capability).  Σχετικά  με  την  πολυδιάσπαση  που 

επικρατεί  στους  κόλπους  του  εξισωτισμού  αλλά  και  σχετικές  κριτικές  τοποθετήσεις  έναντι  του 

εξισωτικού ιδεώδους στη γενικότερη μορφή του βλ. αντί άλλων Amartya Sen, Inequality reexamined, 

Harvard University Press, 1995, σελ. 12επ., Mathias Risse, «What Equality of Opportunity Could Not 

Be», Ethics, Vol. 112, No. 4 (Jul., 2002), σελ. 722. 

9 Για μια μάλλον παρακινδυνευμένη άποψη που βλέπει στη διεκδίκηση της πολιτικής ισότητας ένα 

συναισθηματικό  υπόβαθρο  βλ.  Ρόμπερτ  Νταλ,  Περί  πολιτικής  ισότητας,  Μεταίχμιο,  Αθήνα,  2007, 

σελ. 61επ. Την υπεράσπιση της γενικής έννοιας της ισότητας ως ενός λογικού ιδεώδους ανεξάρτητα 

από όποιο κόστος μπορεί αυτή να έχει για άλλες πτυχές του ανθρώπινου βίου όπως η ελευθερία, η 

Δημοκρατία,  η  παραγωγικότητα,  η  συνολική  ευημερία  και  η  ευημερία  των  ευρισκόμενων  στη 

χειρότερη  δυνατή  κατάσταση  αναλαμβάνει  ο  David  Miller.  Συγκεκριμένα  παρέχει  μια  λίστα  με 

λόγους για τους οποίους η ισότητα πρέπει να επιδιώκεται, όπως η ακριβοδικία, ο αυτοσεβασμός, και 

η  υποχρέωση  ίσου  σεβασμού.  Για  περισσότερα  βλ.  Daniel  Hausman,  «Problems with  Supply‐side 

egalitarianism» στο: Erik Olin Wright (ed.), Recasting egalitarianism: new rules for communities, states 

and markets, Verso, London, 1998, σελ. 81επ. 

www.24grammata.com

8

παράδειγμα‐ αφήνει ανοιχτή μια σειρά ζητημάτων όπως η επιλογή συγκεκριμένης 

αντίληψης περί ευημερίας και ο ακριβής καθορισμός του ρόλου κάθε ειδικότερου 

παράγοντα  στην  ευημερία  αυτή.  Αντίθετα  η  δεύτερη  θεωρητική  προσέγγιση,  η 

οποία  καλείται  ισότητα  των  πόρων  (Equality  of  Resources)  δίνοντας  έμφαση  στο 

ζήτημα των πόρων αυτό καθαυτό αποκλείοντας κάθε περαιτέρω διανομή πόρων ως 

εργαλείο  περαιτέρω  εξίσωσης  των  κοινωνικών  υποκειμένων,  οδηγεί  εν  τέλει  σε 

θεμελιωδώς  διαφοροποιημένες  τοποθετήσεις  επί  των  εκάστοτε  υποθετικών  ή  μη 

περιπτώσεων10.  

Μέσα  από  την  αναφορά  στις  δύο  αυτές  διαφορετικές  θεωρητικές  βάσεις 

αναφύεται το ζήτημα της χρήσης τους σε πολιτικό επίπεδο και πιο συγκεκριμένα η 

συνδρομή  του  παράγοντα  της  έλλειψης  πληροφόρησης  από  μέρους  των 

διοικούντων αναφορικά με  τις  προτιμήσεις  των διοικουμένων,  η  οποία θεωρείται 

ότι είναι δυνατό να επιδράσει καθοριστικά προς την κατεύθυνση της επιλογής της 

ισότητας  των  πόρων ως  της  ορθότερης  δυνατής  εκδοχής  έναντι  της  ισότητας  της 

ευημερίας.  Κάτι  τέτοιο  βέβαια  δεν  είναι  δυνατό  να  εξωραΐσει  το  ενδιαφέρον  του 

θεωρητικού  σχήματος  για  την  πολιτική  πράξη,  μιας  και  αφενός  συνήθως  η 

υπάρχουσα πληροφόρηση  για  τις  γενικότερες  κοινωνικές  τάσεις  κρίνεται  επαρκής 

αφετέρου  ακόμη  και  υπό  καθεστώς  ανεπαρκούς  πληροφόρησης  η  εκάστοτε 

θεωρητική  επιλογή  είναι  δυνατό  να  συντελέσει  στην  πρόκριση 

κοινωνικοοικονομικών δομών συγκεκριμένου προσανατολισμού11. 

Σε  κάθε  περίπτωση  ο  προσδιορισμός  του  πεδίου  αναφοράς  της  ισότητας 

τίθεται  ως  επιτακτικό  ζητούμενο  όχι  μόνο  ενώπιον  των  οπαδών  του  αμιγούς 

εξισωτισμού,  αλλά  ενώπιον  οποιουδήποτε  επικαλείται  την  έννοια  αυτή,  γεγονός 

που καθιστά ακόμη επιτακτικότερη την ένταξη της υποχρέωσης αυτής στα δομικά 

χαρακτηριστικά της έννοιας. 

Έναντι  του  διλήμματος,  που  συνεπάγεται  η  ενασχόληση  με  τις  δύο 

διαφορετικές  εκδοχές  της  ισότητας  ο  συγγραφέας  λαμβάνει  εξαρχής  ξεκάθαρη 

θέση. Επιδίωξή του συνιστά η κριτική αντιμετώπιση και εν τέλει απόρριψη εκδοχών 

της ισότητας ευημερίας και αντίστοιχα η έκθεση και προσυπογραφή συγκεκριμένης 

εκδοχής της ισότητας των πόρων12.  

 

 

10 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 93επ. 

11 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 94επ. 

12 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 95επ. 

www.24grammata.com

9

ΙΙΙ. Ισότητα ευημερίας. 

α. Εισαγωγική παρουσίαση. 

Μια κριτική προσέγγιση είναι απόλυτα λογικό να έχει ως σημείο εκκίνησης 

την κατά το δυνατό λεπτομερή αναφορά σε αυτό, το οποίο καλείται να κρίνει. Υπό 

την έννοια αυτή η αρχική απόπειρα έκθεσης του περιεχομένου της κρίσιμης έννοιας 

της  ευημερίας  καθώς  και  η  παρουσίαση  του  τρόπου  χρήσης  της  από  τους 

υπέρμαχους  της  σχετικής  θέσης  συναπαρτίζουν  μια  εύλογη  όσο  και  αναγκαία 

εισαγωγική επισκόπηση. 

Εν πρώτοις στην έννοια της ευημερίας αποδίδεται ένα πρωτίστως αξιολογικό 

περιεχόμενο. Την ίδια στιγμή το περιεχόμενο αυτό λειτουργεί εννοιολογικά ως μέσο 

μετάβασης  στη  δεύτερη  κρίσιμη  έννοια,  αυτή  των  πόρων.  Ο  όρος  «ευημερία» 

θεωρείται  ότι  χρησιμοποιείται  κατά  κύριο  λόγο  από  τους  εκπροσώπους  της 

οικονομικής  επιστήμης  κατά  τρόπο  τέτοιο,  ώστε  η  υιοθετούμενη  αντίληψη  περί 

ισότητας  να  συμπεριλαμβάνει  και  την  από  μέρους  των  κοινωνικών  υποκειμένων 

επιθυμητή  έκβαση  του  βίου.  Έτσι  οι  πόροι  παρουσιάζουν  κάποιο  ενδιαφέρον 

αποκλειστικά στον βαθμό, που συνεισφέρουν στην κατεύθυνση αυτή13.  

Ευχερέστερη  καθίσταται  η  κατανόηση  των  προβλημάτων  που  ανακύπτουν 

από τη χρήση της οικείας εκδοχής μέσω της αναφοράς σε ένα παράδειγμα. Κατά τη 

διανομή  της  οικογενειακής  περιουσίας  ο  πατέρας,  ο  οποίος  επιδιώκει  την  ίση 

ευημερία  των  τέκνων  του  καλείται  να  λάβει  υπόψη  ιδιαιτερότητές  τους 

εντασσόμενες  σε  τρεις  διαφορετικές  κατηγορίες:  Τη  φυσική  ή  πνευματική 

αναπηρία, τα ακριβά γούστα και την επιδίωξη αυτοπραγμάτωσης ενός πολιτικού, ο 

οποίος επιθυμεί να βελτιώσει τη  ζωή των συνανθρώπων του ή ενός καλλιτέχνη. Η 

θεώρηση  της  αξίωσης  των  τελευταίων  ως  πιο  εύλογης  έναντι  της  αξίωσης  όσων 

διαθέτουν ακριβές προτιμήσεις και λιγότερο εύλογης έναντι της αξίωσης αυτών που 

υποφέρουν  από  κάποιο  είδος  αναπηρίας  αφήνει  να  διαφανεί  η  εισαγωγή  ενός 

είδους  αξιολογικής  κλίμακας  με  άμεση  και  αποφασιστική  συνδρομή  στην 

αντιμετώπιση των ιδιαίτερων αυτών καταστάσεων14. 

Ωστόσο η αναζήτηση ενός κριτηρίου, βάσει του οποίου θα λαμβάνουν χώρα 

τέτοιες  διαφοροποιήσεις  εντός  μιας  θεωρίας  ισότητας  δεν  πραγματοποιείται  στο 

σημείο αυτό. Στο προσκήνιο επανέρχεται εκ νέου το ζήτημα του περιεχομένου της 

ευημερίας.  Η  δεδομένη  πλέον  ύπαρξη  περισσότερων  τάσεων  στο  πεδίο  αυτό 

εγείρει  το  ερώτημα  αναφορικά  με  τον  τρόπο  σύγκρισης  του  επιπέδου  ευημερίας 

πλειόνων  ατόμων  στα  πλαίσια  της  ίδιας  αντίληψης.  Κάτι  τέτοιο  βέβαια  δεν 

13 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 96επ. 

14 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 97επ. 

www.24grammata.com

10

λειτουργεί καταλυτικά έναντι  της αξίας  του  ιδεώδους της  ισότητας στην ευημερία 

στον βαθμό που εισάγει την ίση ευημερία ως πολιτική αρχή.  

Υπό το βάρος των διαπιστώσεων αυτών το πρακτικό πρόβλημα του τρόπου 

λήψης  αποφάσεων,  όταν  το  αποτέλεσμα  της  σύγκρισης  είναι  ασαφές,  παραμένει 

ανοιχτό.  Επίσης  γίνεται  αποδεκτή  η  πιθανότητα  ύπαρξης  περιπτώσεων  κατά  τις 

οποίες η σύγκριση στερείται νοήματος ακόμη και σε θεωρητικό επίπεδο, κατάσταση 

η  οποία,  εφόσον  οι  περιπτώσεις  αυτές  δεν  είναι  πολυάριθμες,  δεν  λειτουργεί  σε 

βάρος της θεωρητικής και πρακτικής σημασίας του ιδεώδους15. 

Κατόπιν  αυτής  της  προλείανσης  του  εδάφους  η  αναφορά  στις  διάφορες 

αντιλήψεις  περί  ισότητας  στην  ευημερία  και  μάλιστα  κατά  τρόπο  τέτοιο ώστε  να 

διευκολυνθεί  η  κριτική  επισκόπησή  τους  φαντάζει  ως  φυσική  συνέχεια  του  όλου 

εγχειρήματος. 

 

β.  Ταξινόμηση  και  συνοπτική  συστηματική  παρουσίαση  των  σχετικών 

αντιλήψεων. 

Η αναφορά σε σαφή συνεκτικά  χαρακτηριστικά ως κριτηρίου συγκρότησης 

αντίστοιχων  κατηγοριών  συνιστά  το  λογικό  θεμέλιο  κάθε  απόπειρας 

κατηγοριοποίησης.  Για  τις  ανάγκες  της  δημιουργίας  της  πρώτης  κατηγορίας 

θεωριών  το  ρόλο  αυτό  αναλαμβάνει  να  επιτελέσει  η  έννοια  της  επιτυχίας,  ως 

αποτέλεσμα της χρήσης της οποίας παρουσιάζεται η πρώτη κατηγορία θεωριών της 

ευημερίας ως επιτυχίας (success theories of welfare). Πρόκειται για το σύνολο των 

θεωριών οι οποίες «...υποθέτουν ότι η ευημερία ενός προσώπου είναι ζήτημα της 

επιτυχίας του στο να εκπληρώνει τις προτιμήσεις,  τους στόχους και τις φιλοδοξίες 

του,  κι  έτσι  η  ισότητα  επιτυχίας  (equality  of  success),  ως  µία  αντίληψη  ισότητας 

στην  ευημερία,  συστήνει  τη  διανομή  και  μεταφορά  των  πόρων  έως  ότου  καμία 

περαιτέρω μεταφορά να µη μπορεί να μειώσει την έκταση στην οποία οι άνθρωποι 

διαφέρουν ως προς µία τέτοια επιτυχία.»16   

Βέβαια  ένας  τέτοιος  ορισμός  δεν  είναι  ανεπίδεκτος  περαιτέρω 

διευκρινήσεων.  Έτσι  πολύ  εύκολα δικαιολογείται  το  ενδιαφέρον που παρουσιάζει 

στη συνέχεια το ζήτημα της συγκεκριμενοποίησης της έννοιας της επιτυχίας σε κάθε 

ειδικότερη περίσταση. Συγκεκριμένα επί τάπητος τίθεται το είδος των προτιμήσεων 

εκείνων, οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την επιδίωξη της ισότητας. Για 

τις ανάγκες της καταγραφής αυτής οι προτιμήσεις διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες, 

15 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 100επ. 

16 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 101. 

www.24grammata.com

11

στις πολιτικές, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν τις αντιλήψεις για τον τρόπο διανομής 

των  αγαθών  της  κοινότητας,  στις  απρόσωπες,  όπου  τοποθετούνται  όσες  δεν 

αφορούν τη ζωή και την κατάσταση εν γένει όσων τις υιοθετούν ή τρίτων17 και τις 

προσωπικές, στις οποίες συγκαταλέγονται όσες αφορούν προσωπικές καταστάσεις 

ή προτιμήσεις των τελευταίων18.  

Στα  πλαίσια  αυτά  εξετάζονται  αντίστοιχες  θεωρητικές  τοποθετήσεις  περί 

ισότητας.  Συγκεκριμένα  διακρίνονται  μια  απεριόριστη  εκδοχή  ισότητας  στην 

επιτυχία,  που  αποσκοπεί  στην  πραγματοποίηση  του  συνόλου  των  προτιμήσεων 

καθενός μέσω της αναδιανομής, μια πιο περιορισμένη, όπου λαμβάνονται υπόψη 

μόνο οι μη πολιτικές προτιμήσεις και μια ακόμη πιο περιορισμένη, που επιτρέπει να 

αποτελούν κριτήριο αποκλειστικά οι προσωπικές προτιμήσεις19.   

Η δεύτερη κατηγορία θεωριών απαρτίζεται από τις καλούμενες θεωρίες της 

ενσυνείδητης  κατάστασης  (conscious‐state  theories),  οι  οποίες  στη  γενικότερη 

μορφή  τους  δέχονται «...ότι  η  διανομή πρέπει  να  προσπαθεί  να  καταστήσει  τους 

ανθρώπους όσο το δυνατόν ίσους ως προς µία πλευρά ή ιδιότητα του ενσυνείδητου 

βίου  τους.»20  Ως  προς  την  πλευρά  του  ενσυνείδητου  βίου,  που  επιλέγεται  κάθε 

φορά  για  την  εξειδίκευση  αυτού  του  γενικού  πλαισίου  διαφαίνονται  δύο  κύριες 

τάσεις: Εκείνη που ταυτίζει την ευημερία με την ηδονή και την αποφυγή του πόνου 

και  εκείνη,  η  οποία  ξεπερνώντας  την  περιοριστική  δέσμευση  που  συνεπάγεται  η 

χρήση  των όρων αυτών  επιδιώκει  τη  διεύρυνση  του φάσματος  των  ενσυνείδητων 

καταστάσεων, που πρέπει να συμπεριληφθούν στην όλη συλλογιστική21.  

Μην επιθυμώντας να λάβει μέρος στη διαμάχη αυτή ο συγγραφέας αρκείται 

στη  χρήση  όρων  όπως  «απόλαυση»  (enjoyment)  και  «δυσαρέσκεια» 

(dissatisfaction) και μάλιστα υπό μία έννοια ευρύτερη της συνήθους επιδιώκοντας 

με  τον  τρόπο  αυτό  την  κατά  το  δυνατό  πληρέστερη  αναφορά  στις  ενδεχόμενες 

17 Η διατύπωση στο σημείο αυτό δεν φαίνεται ιδιαίτερα επιτυχής κυρίως εξαιτίας της πιθανότητας 

υπέρμετρης  διεύρυνσης  της  σημασίας  του  επιλεγόμενου  ρήματος.  Φρονείται  ότι  πολύ  δύσκολα 

μπορεί να υποστηριχτεί ότι η επιστημονική έρευνα ή πολύ περισσότερο η διατήρηση της ομορφιάς, 

που  χρησιμοποιούνται  στη  συνέχεια  εν  είδει  παραδειγμάτων  δεν  αφορούν  τη  ζωή  κάποιου 

ανθρώπου τουλάχιστον ως δυνητική προοπτική. Αντίθετα εφόσον ως γνώμονας χρησιμοποιηθεί το 

παράδειγμα  αυτό  θα  ήταν  ίσως  ορθότερο  να  γίνει  λόγος  για  προτιμήσεις,  οι  οποίες  δεν 

συνεπάγονται  κάποιο  είδος  επιβάρυνσης  για  τους φορείς  τους  και  υπό  την  έννοια αυτή  δεν  τους 

αφορούν.   

18 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 102. 

19 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 103. 

20 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 103. 

21 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 103επ. 

www.24grammata.com

12

καταστάσεις  ευαρέσκειας  ή  απαρέσκειας  των  εκάστοτε  κοινωνικών  υποκειμένων. 

Συγχρόνως η  χρήση  του σχήματος,  βάσει  του οποίου  ταξινομήθηκαν οι  ιδιαίτερες 

τάσεις  της  ισότητας  στην  επιτυχία,  οδηγεί  σε  μια  αντιστοιχία  στις  ειδικότερες 

μορφές  ισότητας  του δεύτερου αυτού  τύπου με  το διακύβευμα  τη φορά αυτή  να 

μετατοπίζεται  όπως  είναι  φυσικό  από  την  έννοια  της  προτίμησης  σε  αυτή  της 

απόλαυσης.  

Υπό το πρίσμα αυτό η αναφορά στις μορφές αυτές της ισότητας εν πολλοίς 

ταυτίζεται  με  την  αντίστοιχη  αναφορά  στις  μορφές  ισότητας  στην  επιτυχία 

καταλήγοντας και πάλι σε μια απεριόριστη εκδοχή ισότητας με σκοπό την ισότητα 

στην απόλαυση, χωρίς η τελευταία να γνωρίζει περιορισμούς ως προς την πηγή της, 

σε μια περιορισμένη, η οποία αποπειράται να καταστήσει τα ανθρώπινα όντα  ίσα 

ως προς την απόλαυση που αντλείται άμεσα από μη πολιτικές προτιμήσεις και σε 

μια ακόμη πιο περιορισμένη, η οποία λαμβάνει υπόψη αποκλειστικά το σύνολο των 

προσωπικών προτιμήσεων22. 

Η  ταξινόμηση  αυτή  ολοκληρώνεται  με  την  έκθεση  μια  τρίτης  κατηγορίας 

αντιλήψεων  ισότητας  στην  ευημερία,  οι  οποίες  αποκαλούνται  αντικειμενιστικές 

θεωρίες23.  Πρόκειται  για  εντελώς  περιστασιακή  αναφορά,  που  φαίνεται  να 

εξυπηρετεί  μάλλον  την  ανάγκη  της  πληρότητας  στην  καταγραφή  παρά  κάποια 

ουσιαστική σκοπιμότητα. 

Ο  συγγραφέας  έχει  συνείδηση  του  γεγονότος  ότι  η  ταξινόμηση  που 

επιχειρείται  στο  σημείο  αυτό  δεν  διεκδικεί  δάφνες  πληρότητας.  Ωστόσο  ως 

δικαιολογητικός  λόγος  του  γεγονότος  αυτού  προβάλλεται  ο  ισχυρισμός  ότι  οι 

θεωρητικές  προσεγγίσεις  που  εκτέθηκαν  ως  το  σημείο  αυτό  είναι  οι  πλέον 

κατάλληλες, εφόσον δια της πραγματείας του σκοπείται η κατασκευή διανεμητικών 

θεωριών. 

Βέβαια  τα  θεωρητικά  σχήματα  που  μόλις  περιγράφηκαν  δεν  στερούνται 

περιπλοκών  κατά  την  εφαρμογή  τους.  Ως  τέτοιες  εντοπίζονται  αφενός  το 

γνωσιολογικό  καθεστώς,  υπό  το οποίο  επιτυγχάνονται  οι  σκοποί  της  ισότητας  και 

αφετέρου η συμβολή του χρονικού στοιχείου,  

Ειδικότερα  το  πρώτο  ζήτημα  τίθεται  υπό  το  ερώτημα  εάν  οι  σκοποί  της 

ισότητας  επιτυγχάνονται  όταν  τα  ανθρώπινα  όντα  επί  των  οποίων  αυτή 

εφαρμόζεται θεωρούν ότι οι προτιμήσεις τους ικανοποιήθηκαν σε δεδομένο βαθμό 

ή  σε  διαφορετική  περίπτωση  όταν  θα  σχημάτιζαν  την  εντύπωση  αυτή,  εφόσον 

διέθεταν μια πλήρη ενημέρωση. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό 

22 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 105. 

23 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 105. 

www.24grammata.com

13

επιλέγεται μια λύση αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Συγκεκριμένα υιοθετείται η 

προοπτική  είτε  της  έκθεσης  των  αποτελεσμάτων  καθεμιάς  από  τις  προτεινόμενες 

λύσεις είτε της οικειοποίησης της πλέον ευλογοφανούς βάσει των συμφραζομένων 

εκδοχής24, με αποτέλεσμα τη δημιουργία εναλλακτικών συλλογιστικών σχημάτων –

τουλάχιστον αναφορικά με ειδικότερα πλην όμως αρκούντως κρίσιμα ζητήματα‐ για 

την αντιμετώπιση του επίμαχου προβλήματος. 

Όσον  αφορά  στο  δεύτερο  ζήτημα  τούτο  τίθεται  δεδομένης  της 

διαφοροποίησης των προτιμήσεων με την πάροδο του χρόνου και της σύνδεσης του 

παράγοντα αυτού με το γνωσιολογικό στοιχείο, καθώς η συνολική ικανοποίηση των 

προτιμήσεων συναρτάται με το καθοριζόμενο ως συναφές σύνολο προτιμήσεων ή 

με το σύνολο των διαφορετικών προτιμήσεων σε διαφορετικά χρονικά σημεία25. Σε 

κάθε  περίπτωση  η  επίδραση  του  χρονικού  στοιχείου  στο  τελικό  αποτέλεσμα 

θεωρείται αδιάφορη εκμηδενίζοντας με τον τρόπο αυτό τη συμβολή του στο τελικό 

συλλογιστικό αποτέλεσμα.  

Ωστόσο  σε  δύο  άλλα  ερωτήματα,  τα  οποία  –αρχικά  τουλάχιστον‐ 

εμφανίζονται  νοηματικά  αλληλένδετα,  εντοπίζεται  το  κυρίαρχο  –και  για  τον  λόγο 

αυτό  άξιο  ευρύτερης  ενασχόλησης‐  πεδίο  προβληματισμού.  Το  πρώτο  ερώτημα 

αποτελεί η διερώτηση εάν η ικανοποίηση των προτιμήσεων κάποιου ή η απόλαυσή 

του  εξαντλούν  εννοιολογικά  τη  συνολική  ευημερία  ή  την  ουσιαστική  ευζωία  του. 

Ακολούθως  ο  συγγραφέας  αναρωτιέται  εάν  συνιστά  αίτημα  της  διανεμητικής 

δικαιοσύνης η επίτευξη της ισότητας ως προς την επιτυχία αυτού του είδους ή την 

απόλαυση των κοινωνικών υποκειμένων. 

Ενώ  το  πρώτο  ζήτημα  αντιμετωπίζεται  ως  προσπάθεια  επισκόπησης  της 

σχέσης μεταξύ θεωριών ευημερίας και της ίδιας της έννοιας της ευημερίας26, κατά 

την απόπειρα μιας πρώτης απάντησης στο δεύτερο επιχειρείται εκ πρωιμίου η άρση 

της λογικής συνάφειας μεταξύ  των επιλεγόμενων απαντήσεων κατά  τέτοιο  τρόπο, 

ώστε η απάντηση στο πρώτο ερώτημα ή η ύπαρξή του να μη συνιστούν απαραίτητη 

προϋπόθεση για την ύπαρξη του δευτέρου. 

Υπό το βάρος των διαπιστώσεων αυτών το αίτημα της ισότητας ως προς την 

επιτυχία  προσεγγίζεται  εντελώς  ανεξάρτητα  από  οποιοδήποτε  εννοιολογικό 

περιεχόμενο  μπορεί  να  αποδοθεί  στην  έννοια  της  ουσιαστικής  ευζωίας  ή  της 

συνολικής  ευημερίας.  Ο  εξωραϊσμός  της  έννοιας  της  ουσιαστικής  ευζωίας  ως 

24 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 106. 

25 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 106. 

26 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 106. 

www.24grammata.com

14

στερούμενης νοήματος αποφεύγεται27. Ομοίως η απόρριψη της ιδέας περί ισότητας 

στην ευημερία με βάση κάποια συγκεκριμένη αντίληψη επ’ αυτής δεν θεωρείται ότι 

συντελεί  στην αποστέωση  της αντίληψης περί  ευημερίας ως ουσιαστικής  ευζωίας 

εν γένει28. Αντίθετα αποδεκτός γίνεται ο ισχυρισμός ότι η ορθότητα μιας αντίληψης 

περί  ευημερίας  δεν  συνεπάγεται  την  υποχρέωση  εξίσωσης  των  κοινωνικών 

υποκειμένων  στη  βάση  αυτή29  επιβεβαιώνοντας  για  άλλη  μια  φορά  την 

επιχειρούμενη  αποσύνδεση  της  αντίληψης  αναφορικά  με  το  περιεχόμενο  της 

ευημερίας από την έννοια της ισότητας. 

Η σύνδεση της ισότητας ως προς την ουσιαστική ευζωία με την ισότητα στην 

πραγμάτωση  ενός  ορισμένου  συνόλου  προτιμήσεων  δεν  θεωρείται  απαραίτητα 

πρόοδος  προς  μια  γνήσια  διανεμητική  ισότητα.  Η  δεύτερη  ειδικότερα  πρόταση 

θεωρείται  ευάλωτη  σε  επιχειρήματα  πολιτικής  ηθικής,  τα  οποία  ισχύουν 

ανεξαρτήτως της βασιμότητας της πρώτης πρότασης. Όπως σαφώς δηλώνεται στη 

συνέχεια βασικό μέλημα του συγγραφέα πρόκειται να αποτελέσει η κατάρριψη της 

αντίληψης σύμφωνα με  την οποία η  ισότητα στην ευημερία αποτελεί απαραίτητο 

περιεχόμενο ενός εξισωτικού προτύπου, βάσει επιχειρημάτων αυτού του είδους, με 

αποτέλεσμα  τη διάψευση  της αντίληψης που ασπάζεται  την  επιβολή  ισότητας ως 

προς την επιτυχία. 

 

γ.  Κριτική  παρουσίαση  και  ανάδειξη  των  προβλημάτων  των  ειδικότερων 

εκδοχών επιτυχίας. 

Όχημα  της  προσπάθειας  αυτής  είναι  η  αναλυτική  παρουσίαση  των 

θεωρητικών εκδοχών της ισότητας που ήδη ακροθιγώς περιγράφηκαν με απώτερη 

στόχευση την ανάδειξη προβληματικών καταστάσεων που συνδέονται  με καθεμιά 

από  αυτές.  Με  αφετηριακό  σημείο  τις  λεγόμενες  θεωρίες  της  επιτυχίας  την 

απόπειρα  αυτή  καλείται  να  συνοψίσει  το  ερώτημα  «...εάν  (παρά  το  ότι  είναι 

απίθανο)  θα μπορούσαμε  να  επιτύχουμε  ισότητα  ευημερίας  σύμφωνα με  κάποια 

από  αυτές  τις  αντιλήψεις,  θα  ήταν  επιθυμητέο  στο  όνομα  της  ισότητας  να  το 

κάνουμε»30 ή με άλλα λόγια εάν η υιοθέτηση μιας από τις κρίσιμες αντιλήψεις περί 

ευημερίας νομιμοποιεί την επιβολή της βάσει του ιδεώδους της ισότητας. 

Αναφορικά με  την  ικανοποίηση  των πολιτικών προτιμήσεων επισημαίνεται 

27 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 109. 

28 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 109. 

29 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 109. 

30 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 111. 

www.24grammata.com

15

ένα πρακτικό πρόβλημα,  το οποίο συνίσταται στην αδυναμία γνώσης από μέρους 

των δημόσιων λειτουργών της ίσης ικανοποίησης των προτιμήσεων αυτών σε κάθε 

ιδιαίτερη  περίπτωση.  Ως  λύση  στο  πρόβλημα  αυτό  προτείνεται  μια  διαδικασία 

δοκιμής  και σφάλματος,  ένα  είδος πρακτικής δοκιμασίας,  στα πλαίσια  της οποίας 

θα πραγματοποιείται συνεχής αναδιανομή πόρων, έτσι ώστε σε ένα έσχατο σημείο 

καθένας  να  είναι  ικανός  να  δηλώσει  την  ικανοποίησή  του  από  το  τελικό 

αποτέλεσμα του πλαισίου αυτού. 

Ακόμη όμως και στην περίπτωση αυτής  της  ευτυχούς κατάληξης ελλοχεύει 

το  ενδεχόμενο  της  έντονης  απογοήτευσης  φορέων  θεωριών  διανεμητικής 

δικαιοσύνης  διάφορων  αυτής  που  εφαρμόστηκε.  Το  ενδεχόμενο  ευνοϊκότερης 

μεταχείρισης  κατά  τη  διανομή  των  αγαθών  ανθρώπων  των  οποίων  οι  πολιτικές 

προτιμήσεις δεν επιδοκιμάζονται πρακτικά ως αντιστάθμισμα του γεγονότος αυτού 

απορρίπτεται  με  το  ανεπαρκές  επιχείρημα  του  χαρακτηρισμού  της  ισότητας  στην 

ευημερία στην περίπτωση αυτή ως άχαρης.  

Το γεγονός ότι ένα πρόσωπο του οποίου τα ιδανικά δεν επιδοκιμάζονται από 

συγκεκριμένη  αντίληψη  περί  ισότητας  πρέπει  να  λάβει  μεγαλύτερο  μερίδιο 

αγαθών, διότι σε διαφορετική περίπτωση θα επιδοκίμαζε σε μικρότερο βαθμό την 

υφιστάμενη κατάσταση έναντι όσων ασπάζονται την επιλεγείσα πολιτική θεώρηση 

ορθά  κατακρίνεται  ως  παράδοξο.  Η  επιδοκιμασία  μιας  αντίληψης  βάσει 

προσωπικών  –και  συνήθως  αμφίβολου  κύρους  κυρίως  από  μια  ηθικοπολιτική 

σκοπιά‐  πεποιθήσεων  δεν  είναι  δυνατό  να  λειτουργήσει  ως  κριτήριο  για  την 

κατασκευή και πολύ περισσότερο για την εφαρμογή ενός διανεμητικού προτύπου. 

Η  ορθή  αντίληψη  ισότητας  συνιστά  ζήτημα  δικαιοσύνης  και  ως  τέτοιο  πρέπει  να 

γίνεται  αποδεκτή  από  καθέναν  ως  αντικειμενικά  ορθή  χωρίς  να  εγκαθιδρύει  η 

υιοθέτηση εσφαλμένων προσεγγίσεων λόγο αποζημίωσης31. 

Έτσι  επί  παραδείγματι  η  φυλετική  μισαλλοδοξία  ως  αιτιακό  υπόβαθρο 

προνομιακής μεταχείρισης στο πεδίο της διανομής άγαθών θα ήταν αποδοκιμαστέα 

από την προσήκουσα αντίληψη ισότητας και όχι εξαιτίας της εύλογης κριτικής που 

μπορεί να ασκηθεί στον φορέα της λόγω της θετικής στάσης του απέναντι σε θέσεις 

του  είδους  αυτού.  Παρόμοια  αντιμετωπίζονται  προσεγγίσεις  που  οφείλονται  σε 

απλή ιδιοτέλεια και όχι σε κάποια οργανωμένη πολιτική αντίληψη. 

Σε κάθε περίπτωση διαφορετική στάση έναντι πρακτικών προβλημάτων του 

είδους  αυτού  προσκρούει  κατά  την  αντίληψη  του  Ronald  Dworkin  στη 

δικαιολογημένη  θέση,  σύμφωνα  με  την  οποία  η  αποδοκιμασία  της  περί  ισότητας 

αντίληψης δεν είναι δυνατό να αποτελεί αιτία μιας βελτιωμένης διανομής για τους 

31 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 114. 

www.24grammata.com

16

φορείς  της32,  καθώς  μια  τέτοια  σύλληψη  θα  συνιστούσε  ουσιαστικά  απόπειρα 

επίτευξης της κατάστασης, την οποία οι τελευταίοι ως υποστηρικτές προφανώς μιας 

άνισης μεταχείρισης αποδοκιμάζουν. 

Ακολούθως εξετάζεται η περίπτωση κατά την οποία ομάδες πληθυσμού θα 

αιτούνταν  προνομιακή  μεταχείριση  –πιθανώς  από  οίκτο‐  προσώπων  σε  δυσμενή 

κοινωνική θέση, όπως τα ορφανά. Αντίστοιχα αποκλείεται η αποζημίωση τόσο των 

μειονεκτούντων  προσώπων  σε  βάρος  άλλων  κοινωνικών  ομάδων  όσο  και  αυτών 

που φέρουν την αντίληψη αυτή. 

Οι  επισημάνσεις  αυτές  θεωρείται  ότι  συναποτελούν  ένα  ικανοποιητικό 

υπόβαθρο,  προκειμένου  να  απορριφθεί  η  θεωρητική  σύλληψη  της  απεριόριστης 

ισότητας στην επιτυχία στις κοινότητες, τα μέλη των οποίων διαφοροποιούνται ως 

προς  τις  πολιτικές  προτιμήσεις  τους,  όπως  πρακτικά  συμβαίνει  στη  συντριπτική 

πλειονότητα των περιπτώσεων33.  

Σε  παρόμοιο  αποτέλεσμα  οδηγείται  και  η  εξέταση  των  –έστω  ιδεατών‐ 

κοινωνιών  με  ομοιογενείς  πολιτικές  πεποιθήσεις,  στις  οποίες  συμπεριλαμβάνεται 

και  η  πίστη  στην  απεριόριστη  ισότητα  στην  επιτυχία.  Μια  τέτοια  πεποίθηση 

συμπεριλαμβάνει  και  την  ειδικότερη  επιδοκιμασία  της  επιτυχίας  ως  προς  τις  μη 

πολιτικές  προτιμήσεις,  μιας  και  σε  μια  κοινωνία,  όπου  θεμέλιο  της  θετικής 

αντιμετώπισης  της  διανομής  συνιστά  η  θέση  επιδοκιμασίας  των  άλλων  απέναντί 

της, η ικανοποίηση των μη πολιτικών προτιμήσεων διεκδικεί κυρίαρχο ρόλο34. 

Ομοίως αποδοκιμάζεται και ένα μη εξισωτικό πολιτικό ιδεώδες, στα πλαίσια 

του οποίου δημιουργείται σε όσους το αποδέχονται μια εσφαλμένα θετική εικόνα 

για αυτό, μολονότι οδηγεί σε συνθήκες ουσιαστικής ανισότητας. Κάτι τέτοιο βέβαια 

μπορεί  εύκολα  να  γίνει  κατανοητό  ότι  δεν  διασφαλίζει  την  ορθότητά  του  με 

αντικειμενικούς  όρους35.  Η  ευρύτερη  αποδοχή  μιας  αντίληψης  απεριόριστης 

ισότητας  στην  επιτυχία  δεν  συνιστά  επαρκή  λόγο  υιοθέτησής  της  όπως  ήδη  ο 

συγγραφέας  έχει  αφήσει  να  διαφανεί  με  την  ευκαιρία  της  αναφοράς  στο 

ενδεχόμενο αποζημίωσης όσων δεν ικανοποιεί η επιβολή συγκεκριμένου πολιτικού 

προτύπου36. Πολύ περισσότερο αδυνατεί να υποκαταστήσει ως κριτήριο ορθότητας 

τη θεμελίωση ενός δεοντολογικού προτύπου στη βάση ενός αναπτύγματος λογικών 

και ηθικοπολιτικών επιχειρημάτων.  32 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 111. 

33 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 116. 

34 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 116επ. 

35 Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 117. 

36 Βλ. και υποσ. 24 (Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 114)  

www.24grammata.com

17

Στη  συνέχεια  εξετάζεται  η  συμβολή  των  λεγόμενων  απρόσωπων 

προτιμήσεων  στον  καθορισμός  της  έννοιας  της  επιτυχίας.  Σε  ένα  πρώτο  επίπεδο 

απορρίπτεται η ιδέα μεταφοράς χρηματικών ποσών προς πρόσωπα των οποίων οι 

απρόσωπες προτιμήσεις θίγονται εξαιτίας της λήψης κάποιας πολιτικής απόφασης. 

Ειδικότερα  θεωρείται  ότι  η  αποδοκιμασία  απρόσωπων  προτιμήσεων  μέσα  από 

πολιτικές  αποφάσεις  θα  συνεπαγόταν  την  υποχρέωση  μεταφοράς  δυσβάστακτα 

υψηλών ποσών προς τους φορείς των προτιμήσεων αυτών, εφόσον απώτερο στόχο 

θα  αποτελούσε  να  καταστούν  οι  τελευταίοι  ικανοί  να  επηρεάσουν  την  πολιτική 

εξουσία προς την κατεύθυνση της πρόληψης συναφών αποφάσεων37. 

Η πραγμάτωση της ισότητας στην περίπτωση της διαφωνίας με τη ληφθείσα 

πολιτική απόφαση δεν συνίσταται στην  ισότητα στην επιτυχία υπό  την έννοια της 

υιοθέτησης  της  εκάστοτε  απρόσωπης  προτίμησης,  αλλά  εξαντλείται  στην  έστω 

έμμεση συμμετοχή στη διαδικασία  λήψης  των αποφάσεων αυτού  του  είδους υπό 

την  έννοια  του  ίσου  εκλογικού  δικαιώματος  κατά  την  επιλογή  των  κρατικών 

λειτουργών,  που  λαμβάνουν  τις  αποφάσεις  αυτές,  της  ίσης  ευκαιρίας  έκφρασης 

άποψης σχετικά με τα επίμαχα ζητήματα καθώς και της λήψης υπόψη της άποψης 

αυτής. Μια πιο προχωρημένη εκδοχή  της θέσης αυτής απαιτεί,  εφόσον πρόκειται 

όχι για μεμονωμένη πολιτική απόφαση στα πλαίσια της οποίας θα λάβει χώρα ένας 

υπολογισμός  κόστους  και  οφέλους  αλλά  για  σειρά  σχετικών  αποφάσεων  η 

ιδιόμορφη άποψη να ληφθεί υπόψη τουλάχιστο μία φορά χωρίς βέβαια να μπορεί 

να  δικαιολογηθεί  και  υπό  το  συγκεκριμένο  επιχειρηματολογικό  υπόβαθρο  η 

κυριαρχία τοποθετήσεων με περιορισμένο αντίκτυπο38. 

Μέσω  της  θέσης  ότι  η  απουσία  σεβασμού  έναντι  εύλογων  απρόσωπων 

προτιμήσεων  γεννά  κάποιο  είδος υποχρέωσης αποζημίωσης  εισάγεται η διάκριση 

των  προτιμήσεων  του  είδους  αυτού  σε  εύλογες  και  μη  εύλογες  δημιουργώντας 

γόνιμο  έδαφος  περαιτέρω  προβληματισμού,  καθώς  κάτι  τέτοιο  υπογραμμίζει  την 

ανάγκη  εκείνου  του  θεωρητικού  υποβάθρου  που  θα  καθορίσει  την  ένταξη  της 

εκάστοτε  προτίμησης  σε  μια  από  τις  δύο  κατηγορίες.  Ο  συγγραφέας  στο  σημείο 

αυτό  αρκείται  απλά  στην  επισήμανση  της  υποχρέωσης  διάθεσης  ενός 

ακριβοδίκαιου  μεριδίου  κοινωνικών  πόρων  στην  πραγμάτωση  των  απρόσωπων 

προτιμήσεων  κάθε  προσώπου  κατά  τρόπο  τέτοιο,  ώστε  αξίωση  αποζημίωσης  να 

γεννάται  μόνο  στην  περίπτωση  ανατροπής  της  προϋπόθεσης  αυτής  και  όχι  στην 

περίπτωση,  κατά  την  οποία  εξαιτίας  της  απόφασης  που  λήφθηκε  ή  της 

αποζημίωσης θίγονται τα αντίστοιχα μερίδια άλλων προσώπων39.    37 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 120. 

38 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 121επ. 

39 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 122. 

www.24grammata.com

18

Ωστόσο  η  ευρύτερη  εξέταση  του  ζητήματος  των  ακριβοδίκαιων  μεριδίων 

παραπέμπεται σε απώτερο σημείο  χωρίς να υποβαθμιστεί η συμβολή  τούτου  του 

εννοιολογικού εργαλείου στη διερεύνηση του ρόλου των απρόσωπων προτιμήσεων 

στην εφαρμογή της ισότητας40. 

Ακολούθως υπό εξέταση τίθεται η έννοια των προσωπικών προτιμήσεων, η 

ικανοποίηση των οποίων υπό τον όρο της  ισότητας οδηγεί σε ό,τι νοείται υπό τον 

όρο  «ισότητα  προσωπικής  επιτυχίας».  Πρόκειται  για  μορφή  ισότητας  «...η  οποία 

απαιτεί η διανομή να διαρρυθμίζεται έτσι ώστε οι άνθρωποι να είναι τόσο ίσοι (as 

nearly equal)  όσο  η  διανομή  μπορεί  να  τους  καταστήσει  ως  προς  το  βαθμό  στον 

οποίο  ικανοποιούνται  οι  προτιμήσεις  που  έχει  κάθε  πρόσωπο  για  τη  ζωή  και  τις 

περιστάσεις του.»41.  

Ως  έρεισμα  της  κατάστασης  αυτής  περιγράφεται  υπό  τον  ιδιότυπο  όρο 

«φιλοσοφική  ψυχολογία»  ένα  ανθρωπολογικό  πρότυπο  που  θέλει  το  ανθρώπινο 

υποκείμενο να λειτουργεί ενεργητικά όντας ικανό να διακρίνει ανάμεσα σε επιτυχία 

και  αποτυχία  τόσο  κατά  την  επιλογή  μεταξύ  περισσότερων  διαθέσιμων 

δυνατοτήτων  όσο  και  κατά  την  εκδήλωση  επιδοκιμασίας  ή  αποδοκιμασίας  έναντι 

του κόσμου. Ταυτόχρονα διαμορφώνει μια προσωπική αντίληψη αναφορικά με τα 

στοιχεία  εκείνα  που  επιδρούν  θετικά  ή  αρνητικά  επί  του  βίου  καθιστώντας  τον 

καλύτερο  ή  χειρότερο  και  αποπειράται  να  εφαρμόσει  την  αντίληψη  αυτή  στον 

προσωπικό του βίο με τον ενδεχόμενο περιορισμό κάποιον ηθικών φραγμών42. 

Μολονότι η περιγραφή αυτή θεωρείται ότι φέρει έναν βαθμό εξιδανίκευσης, 

στοιχείο  το  οποίο  θα  μπορούσε  βάσιμα  να  υποστηριχτεί  ότι  υπονομεύει  την 

ακρίβειά της, προβάλλεται ως το πλέον ικανοποιητικό πρότυπο τουλάχιστον έναντι 

των λοιπών κρατούντων. 

Ως ένα πρώτο πρόβλημα πρακτικού χαρακτήρα σχηματοποιείται η αδυναμία 

επαρκούς  γνώσης  από  μέρους  του  υποκειμένου  των  διαθέσιμων  φυσικών  και 

κοινωνικών πόρων προς ρεαλιστική διαμόρφωση των προτιμήσεών του. Κάτι τέτοιο 

εκλαμβάνεται σαν ζήτημα τεχνικής φύσης, η επίλυση του οποίου παραπέμπεται στη 

μέθοδο της δοκιμής και του λάθους. Αντί της κατάστασης αυτής και για τις ανάγκες 

της  θεωρητικής  προσέγγισης  λαμβάνεται  υπόψη  ως  δεδομένη  η  ύπαρξη  μιας 

κοινωνίας  διεπόμενης  από  ένα  καθεστώς  ισοκατανομής  των  πόρων.  Κάτι  τέτοιο 

βέβαια  έχει  ως  αποτέλεσμα  διαφορετικό  βαθμό  ικανοποίησης  για  κάθε 

μεμονωμένο άτομο.  Για  το λόγο αυτό λαμβάνει χώρα μια αναδιανομή των πόρων 

40 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 122. 

41 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 123. 

42 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 123. 

www.24grammata.com

19

έτσι  ώστε,  εφόσον  και  πάλι  οι  άνθρωποι  ήταν  πλήρως  πληροφορημένοι  για  το 

σύνολο των γεγονότων της κατάστασής τους, θα θεωρούσαν ότι έχουν κατακτήσει 

το ίδιο επίπεδο επιτυχίας43. 

Η  αναφορά  σε  αυτή  την  πρακτική  δυσχέρεια  επιτρέπει  την  ανάδυση  ενός 

θεωρητικού  προβλήματος,  το  οποίο  συνίσταται  σε  μια  διάκριση  θεμελιώδους 

σημασίας  για  την  εξέλιξη  του  συλλογισμού,  της  διάκρισης  μεταξύ  σχετικής  και 

συνολικής  επιτυχίας.  Έτσι  ως  σχετική  επιτυχία  (relative  success)  για  το  κοινωνικό 

υποκείμενο ορίζεται «...η επιτυχία του να ανταποκρίνεται στους διακριτούς στόχους 

που  έχει  θέσει  στον  εαυτό  του»44  έτσι  όπως  οι  στόχοι  αυτοί  ορίζονται  από  τις 

επιλογές που έχουν ήδη γίνει. 

Από την άλλη πλευρά ως κρίση για τη συνολική επιτυχία του βίου ορίζεται η 

αξία  που  αποδίδεται  σε  αυτόν  κατόπιν  της  συνολικής  αξιολόγησής  του  με  άμεση 

επίδραση στις φιλοσοφικές πεποιθήσεις σχετικά με το τι μπορεί να δώσει νόημα ή 

αξία σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη ανθρώπινη ζωή45. 

Αναφορικά με  τη σχέση  των δύο αυτών  κυρίαρχων  εννοιών διαπιστώνεται 

ότι καθεμιά μπορεί εξίσου να βαραίνει ως αποφασιστικής σημασίας κριτήριο σε μια 

επιλογή.  Αποσκοπώντας  στη  σύνδεση  του  γεγονότος  αυτού  με  την  έννοια  της 

ισότητας,  και ειδικότερα της  ισότητας στην ευημερία, ο συγγραφέας καταδεικνύει 

την  ανάδειξη  του  πραγματικού  ενδιαφέροντος  του  κοινωνικού  υποκειμένου  σε 

παράγοντα διαμορφωτικό του αντίστοιχου δεοντολογικού πλαισίου, ως το στοιχείο 

με  το  μεγαλύτερο  ενδιαφέρον.  Υπό  την  έννοια  αυτή  ως  ισότητα  στην  ευημερία 

περιγράφεται  η  εξίσωση  «...ως  προς  αυτό  που  είναι  πραγματικά  και  θεμελιωδώς 

σημαντικό για όλους»46. 

Εφόσον  στη  συλλογιστική  αυτή  συμπεριληφθεί  ο  εξωβελισμός  των 

πολιτικών και απρόσωπων προτιμήσεων από το σύνολο των δεδομένων εκείνων, τα 

οποία  πρέπει  να  ληφθούν  υπόψη  κατά  την  εφαρμογή  του  εξισωτικού  ιδεώδους, 

θεωρείται ότι «η ισότητα ευημερίας...καθιστά τους ανθρώπους ίσους ως προς αυτό 

στο οποίο αποδίδουν αξία εξίσου και θεμελιωδώς στο μέτρο που αφορά τις δικές 

τους προσωπικές καταστάσεις και περιστάσεις»47.  

Εύκολα βέβαια  γίνεται  κατανοητό  ότι  η  οπτική αυτή  ισχύει  υπό  τη  βασική 

43 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 125. 

44 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 126. 

45 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 127. 

46 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 128. 

47 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 129. 

www.24grammata.com

20

προϋπόθεση της εφαρμογής της επί της απόλυτης επιτυχίας. Η επιχειρηματολογία 

που  χρησιμοποιείται  στο  σημείο  αυτό  συνοψίζεται  σε  ένα  παράδειγμα,  όπου 

εντελώς διαφορετικά είδη στόχων μπορούν να πραγματοποιηθούν μέσω της χρήσης 

διαφορετικής  ποσότητας  πόρων.  Η  διαφορά  αυτή  στην  κατανομή  νομιμοποιείται 

στα πλαίσια μιας ισότητας σχετικής ευημερίας, χωρίς να παραγνωρίζεται βέβαια η 

αξία που αποδίδει κάθε πρόσωπο στη σχετική επιτυχία ως παράγοντα επίτευξης της 

συνολικής.  

Η  πραγμάτευση  της  έννοιας  της  συνολικής  επιτυχίας  προϋποθέτει  μια 

κρίσιμη διάκριση μεταξύ υποκειμενικής και αντικειμενικής κρίσης επί της αξίας του 

βίου.  Με  απόλυτη  συνέπεια  όσον  αφορά  στην  πρωταρχικότητα  της  προσωπικής 

αξιολόγησης  για  την  εφαρμογή  της  ισότητας,  ως  ισότητας  συνολικής  επιτυχίας, 

λαμβάνεται  υπόψη  το  υποκειμενικό  κριτήριο,  δίνεται  δηλαδή  προβάδισμα  στην 

αντίληψη καθενός για τα στοιχεία εκείνα που καθιστούν μια ζωή αξιόλογη48. 

Σε  ένα  υποθετικό  πεδίο  εφαρμογής  της  ιδέας  αυτής  είναι  απολύτως 

αναμενόμενο  η  αντίληψη  περί  συνολικής  επιτυχίας  να  διαφοροποιείται  από 

πρόσωπο  σε  πρόσωπο,  πρέπει  δε,  όπως  ορθά  υπογραμμίζεται  να  καθοριστεί  εξ 

αρχής  ποιες  εκτιμήσεις  νοούνται  ως  αντιλήψεις  συνολικής  επιτυχίας,  με 

αποτέλεσμα  τη  μέχρι  ενός  σημείου  επαναφορά  της  συζήτησης  στο  θέμα  του 

εννοιολογικού  προσδιορισμού  της  συνολικής  επιτυχίας.  Η  σκέψη  του  συγγραφέα 

όμως  δε  μένει  σε  αυτό  το  πρώιμο  στάδιο  προσέγγισης  του  ζητήματος,  αλλά  με 

σαφήνεια  αναφέρεται  στο  διαχωρισμό  των  αντιλήψεων  συνολικής  επιτυχίας,  με 

κριτήριο τη συνδομή τους στην αναδιανομή των πόρων49.  

Κατόπιν της διάκρισης της αντίληψης για την αξία συγκεκριμένου βίου από 

την επιθυμία της συνέχισης της ζωής εν γένει κατά τρόπο τέτοιο ώστε η τελευταία 

να εντάσσεται στις προσεγγίσεις σχετικής επιτυχίας50, το ενδιαφέρον εστιάζεται στη 

διαφορά μεταξύ «της αξίας που κάποιος βρίσκει στη δική του ζωή και της αξίας που 

πιστεύει ότι έχει για τον ίδιο»51.  

Οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις επί καθενός από τα δύο σκέλη της διάκρισης 

αυτής αξιολογούνται για τις ανάγκες της παρούσας πραγματείας συνθέτοντας ένα 

πλαίσιο  κατανόησης,  πέραν  του  οποίου  η  διάκριση  στερείται  νοήματος52.  Έτσι 

εφόσον  μέσω  του  δεύτερου  μέρους  της  διάκρισης  νοηθεί  μια  προσωπική  48 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 129.  

49 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 131επ. 

50 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 133. 

51 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 133. 

52 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 135. 

www.24grammata.com

21

συγκριτική  αποτίμηση  του  βίου  έναντι  του  καθήκοντος  ή  του  βίου  των  άλλων,  η 

διάκριση  τίθεται  αυτομάτως  εκτός  της  παρούσας  προβληματικής,  η  οποία  δεν 

διέπεται από  τη φιλοδοξία  της αξιολογικής  τοποθέτησης  στο  επίπεδο αυτό53.  Εάν 

μέσω  του  σκέλους  αυτού  νοηθεί  η  ένταση  της  επιθυμίας  για  συνέχιση  της  ζωής, 

τότε η διάκριση  ταυτίζεται με αυτή που έλαβε χώρα παραπάνω54.  Εάν στο πρώτο 

σκέλος  της  διάκρισης  ενυπάρχει  η  εξειδίκευση  μια  αντίληψης  για  την  αξία  κάθε 

βίου και στο δεύτερο η προσωπική κρίση, τότε προφανώς, αν ληφθούν υπόψη και 

όσα  ήδη  έχουν  αναφερθεί  προς  την  κατεύθυνση  αυτή,  το  τελευταίο  αυτό  σκέλος 

παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον55.  

Σύμφωνα  με  την  πλέον  ακραία  ερμηνευτική  εκδοχή  πρόκειται  για  μια 

διάκριση  μεταξύ  της  κρίσης  σχετικά  με  την  επιτυχή  αξιοποίηση  συγκεκριμένων 

ιδιοτήτων και της κρίσης επί της ωφελιμότητας της ύπαρξης των ιδιοτήτων αυτών. 

Στην  περίπτωση  αυτή  ως  κρίση  επί  της  συνολικής  επιτυχίας  νοείται  αυτή  που 

παρουσιάζεται στο πρώτο μέρος56 .  

Η πραγματοποίηση μιας κρίσης επί της συνολικής επιτυχίας μπορεί να είναι 

προϊόν  είτε  των  ίδιων  των  κοινωνικών  υποκειμένων,  στα  οποία  η  κρίση  αυτή 

αναφέρεται, είτε του τρίτου παρατηρητή, ο οποίος καλείται να αποφασίσει επί της 

εφαρμογής  του  εξισωτικού  προτύπου.  Το  πρόβλημα,  το  οποίο  στην  πρώτη 

περίπτωση  εντοπίζεται  στο  ενδεχόμενο  της  χρήσης  των  ίδιων  χαρακτηρισμών  για 

την  περιγραφή  εντελώς  διαφορετικών  εκτιμήσεων  επί  των  ίδιων  καταστάσεων, 

θεωρείται  ότι  μπορεί  να  ξεπεραστεί  μέσα  από  μια  σειρά  συζητήσεων  με 

αντικείμενο ειδικότερες πτυχές της συνολικής επιτυχίας57.  

Εξίσου  προβληματική  εμφανίζεται  η  εκφορά  κρίσης  επί  της  συνολικής 

εικόνας του βίου. Η αδυναμία μιας τέτοιας κρίσης να εκφράσει με ακρίβεια τα ίδια 

δεδομένα σε κάθε περίπτωση θεωρείται παράγοντας υπονόμευσης της αντίληψης 

συνολικής  ευημερίας  στο  σύνολό  της,  εφόσον  δεν  θεωρηθεί  ως  αληθινός  στόχος 

ό,τι  αποκαλείται  ισότητα  αυταπάτης,  όρος  ο  οποίος  συνιστά  εύγλωττη  απόπειρα 

απόδοσης της κατάστασης εκείνης, στην οποία η εξίσωση αφορά την ψευδή εικόνα 

των κοινωνικών υποκειμένων για την κατάστασή τους58 .  

53 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 133. 

54 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 134. 

55 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 134. 

56 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 134επ. 

57 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 136επ. 

58 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 137. 

www.24grammata.com

22

Ακολούθως  αντικείμενο  εξέτασης  αποτελεί  ο  ρόλος  διαφορετικών 

πεποιθήσεων  αναφορικά  με  το  τι  συνιστά  έναν  επιτυχή  βίο  στην  εφαρμογή  της  

ισότητας.  Η  διαφορετική  εκτίμηση  απολύτως  όμοιων  βιοτικών  προτύπων  δε 

θεωρείται  επαρκής  λόγος  αναδιανομής  πόρων  προς  όφελος  όποιου  εκτιμά 

αρνητικότερα  τη  ζωή  του,  καθώς  κάτι  τέτοιο θα βελτίωνε  ελαφρά  την  εικόνα  του 

χωρίς  ουσιαστικά  να  αναιρέσει  το  γεγονός  της  ανισότητας  με  βάση  το  επίμαχο 

κριτήριο.  

Το πρότυπο εκείνο, στα πλαίσια του οποίου κάθε κοινωνικό υποκείμενο θα 

προέβαινε  σε  κάποια  σύγκριση  της  παρούσας  βιοτικής  κατάστασής  του  με  μια 

θεωρητική  κατάσταση με  ενδεικτική αναφορά  στις  περιπτώσεις  της  διάθεσης  του 

ιδανικού  συνόλου  πόρων  και  ευκαιριών,  της  πλήρους  απουσίας  τους  ή  της 

ελαχιστοποίησής τους και της ζωής στην οποία καθένας δε θα έβρισκε καμία αξία 

και την αναδιανομή να αποσκοπεί στη συνέχεια στην εξίσωση κατά το δυνατό των 

αντίστοιχων  αποτελεσμάτων,  απορρίπτεται.  Αιτιακό  υπόβαθρο  της  στάσης  αυτής 

συνιστούν  το  πιθανώς  περιορισμένο φιλοσοφικό  υπόβαθρο  όσων  θα  κληθούν  να 

απαντήσουν  στα  ερωτήματα,  το  δυσερμήνευτο  των  αποτελεσμάτων  και  η 

υποχρέωση τεκμηρίωσης της ορθότητας της χρήσης των ερωτημάτων59. Μάλιστα το 

τελευταίο επιχείρημα οδηγεί στον έλεγχο καθενός από τα τεθέντα  ερωτήματα και 

τη διαπίστωση της ανεπάρκειάς τους. 

Έτσι η προσπάθεια σύγκρισης της παρούσας ζωής με το ιδεατό πρότυπο που 

συνεπάγεται  η  διάθεση  ιδεώδους  αριθμού  πόρων  και  ευκαιριών  θέτει  το  ζήτημα 

της διαφοροποίησης ως προς τους επιτεύξιμους στόχους και την επίδρασή του επί 

της  τελικής  εκτίμησης,  έτσι  ώστε  να  μη  νομιμοποιείται  κάποια  αναδιανομή  προς 

άρση της όποιας ανομοιότητας, η οποία συν τοις άλλοις θα σήμαινε την ανατροπή 

ενός  περιβάλλοντος  πλήρους  ισότητας  που  θεωρείται  δεδομένο,  προκειμένου  να 

αναδειχτεί αυτοτελώς ο κρίσιμος παράγοντας60. Η σύγκριση ομοίως με μια ζωή στην 

οποία  δεν  αποδίδεται  καμία  αξία  σκοντάφτει  στην  υιοθέτηση  εντελώς 

διαφορετικών  αξιολογικών  προτύπων  και  τη  συνακόλουθη  επίδρασή  τους  στην 

αντίληψη για την απόσταση από το έσχατο όριο αποτυχίας61. 

Κατόπιν τούτων είναι προφανές ότι η μέθοδος της συγκριτικής αποτίμησης 

έτσι όπως αυτή περιγράφηκε στις ειδικότερες πτυχές της δεν παρέχει ικανοποιητική 

λύση  στο  πρόβλημα  της  συνολικής  επιτυχίας.  Κάτι  τέτοιο  θεωρείται  επαρκές 

υπόβαθρο  για  την  ένταξη  των  κρίσεων  αυτών  στο  πεδίο  της  φαντασίας  ή  των 

59 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 140. 

60 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 140επ. 

61 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 141επ. 

www.24grammata.com

23

φιλοσοφικών  πεποιθήσεων,  που  αφορούν  στους  παράγοντες  εκείνους,  οι  οποίοι 

καθιστούν αξιόλογη κάθε  ζωή,    και όχι σε αυτό της πραγματικής διαφοροποίησης 

ως προς την αντίληψη καθενός αναφορικά με την πραγματική κατάσταση του βίου. 

Επιπλέον, καθώς διαπιστώνεται ότι οι κρίσεις αυτές δεν είναι δυνατό να ενταχθούν 

σε  μια    ενότητα,  ώστε  να  θεωρηθούν  ενιαία  κρίση,  εκλαμβάνονται  ως  κρίσεις 

αναφερόμενες στη σχετική επιτυχία62. 

Αυτό  που  φαίνεται  να  διεκδικεί  ο  συγγραφέας  μέσα  από  μια  τέτοια 

παρατήρηση δεν είναι  ένα πλαίσιο αντικειμενικότητας,  όπως θα μπορούσε κανείς 

επιπόλαια να  ισχυριστεί, αλλά ένα είδος κρίσης υγιούς για τα δεδομένα του όλου 

εγχειρήματος.  Η  μέθοδος,  μέσω  της  οποίας  θα  καθοριστεί  η  κατάσταση  των 

προσώπων  που  διαβιούν  σε  μια  κοινωνία,  με  απώτερο  σκοπό  την  άμβλυνση  ή  –

εφόσον  κάτι  τέτοιο  είναι  εφικτό‐  την  εξάλειψη  τυχόν  ανισοτήτων  πρέπει  να 

αποσκοπεί στην εκφορά κρίσεων επί του συγκεκριμένου υπό εξέταση βίου. Με τον 

τρόπο  αυτό  το  προσωπικό  κριτήριο,  για  το  οποίο  ήδη  έγινε  λόγος  εκτενώς, 

παραμένει αλώβητο.  

Υπό  το  πρίσμα  αυτό  και  ταυτόχρονα  εξυπηρετώντας  ως  μια  απόπειρα 

περαιτέρω  διευκρίνησης  της  αναφοράς  στο  κριτήριο  της  ζωής  των  ερωτώμενων 

προσώπων,  στη  θέση  των  μεθόδων  αυτών  προτείνεται  το  κριτήριο  της 

εκπλήρωσης63.  Ειδικότερα  πρόκειται  για  την  εισαγωγή  του  στοιχείου  της  εύλογης 

δυσανασχέτησης  (reasonable  regret)  και  της  σύνδεσής  του  με  την  έννοια  της 

συνολικής  επιτυχίας.  Ιδιαίτερο  βάρος  ορθά  δίνεται  στον  καθορισμό  του 

περιεχομένου του όρου «εύλογη», η εισαγωγή του οποίου φαίνεται να πηγάζει ως 

αδήριτη ανάγκη από την τοποθέτηση, βάσει της οποίας το όποιο κριτήριο θα πρέπει 

να χρησιμοποιηθεί έτσι, ώστε να εκφράζεται ένα δεοντολογικό πρότυπο και όχι ένα 

πιθανολογικό. 

Πρόκειται  στην  ουσία  για  ένα  είδος  εξισορροπητικού  παράγοντα,  η  χρήση 

του οποίου έχει ως αποτέλεσμα την εξασφάλιση μιας ελάχιστης ποσότητας πόρων 

για  καθέναν.  Εφόσον  δε  θεωρηθεί  ότι  σκοπείται  η  δημιουργία  μιας  συνετής 

(sensible)  θεωρίας  διανεμητικής  ισότητας  η  ιδέα  της  εύλογης  δυσανασχέτησης 

κρίνεται αναγκαία και μάλιστα ως κεντρικό σημείο της συγκεκριμένης θεωρίας. Κάτι 

τέτοιο  όμως  θεωρείται  ότι  καθιστά  απαραίτητη  την  ύπαρξη  υποθέσεων 

προσδιοριστικών  μιας  ακριβοδίκαιης  διανομής  εντός  του  πλαισίου  της 

προτεινόμενης ερμηνείας και κατά λογική ακολουθία η ισότητα συνολικής επιτυχίας 

δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογητικός λόγος ή αιτιακό υπόβαθρο 

62 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 142. 

63 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 143. 

www.24grammata.com

24

μιας θεωρίας ακριβοδίκαιης διανομής. Η ύπαρξη όμως μιας ανεξάρτητης θεωρίας 

ακριβοδίκαιων  μεριδίων  στους  κοινωνικούς  πόρους,  η  οποία  απαιτείται  κατά  την 

εφαρμογή  της  ιδέας  της  εύλογης  δυσανασχέτησης,  είναι  απολύτως  αδύνατο  να 

συνυπάρξει με την ισότητα συνολικής επιτυχίας64. 

Έναντι  της  αμφισβήτησης  της  θέσης  αυτής  στη  βάση  ενός  επιχειρήματος, 

που  θα  προσανατολιζόταν  στην  αποσύνδεση  της  ιδέας  της  εύλογης 

δυσανασχέτησης  από  την  θεωρία  των  ακριβοδίκαιων  μεριδίων65  προβάλλεται  η 

ουσιαστική αδυναμία  εύρεσης κάποιου θεωρητικού σχήματος που να  δικαιολογεί 

μια  διανομή  με  γνώμονα  την  ισότητα  ως  προς  ό,τι  είναι  εύλογο  να 

δυσανασχετούν66.  

Το γεγονός ότι τόσο η  ίδια η εύλογη δυσανασχέτηση όσο και οποιαδήποτε 

άλλη  έκφανση  της  ισότητας  δεν  είναι  δυνατό  να  ενταχθούν  στα  δεδομένα  εκείνα 

που  θα  χρησιμεύσουν,  προκειμένου  να  αποδειχτεί  ο  εύλογος  χαρακτήρας  της 

δυσανασχέτησης, καθιστά επιβεβλημένη τη διάγνωση της αντίφασης του στόχου να 

καταστούν οι άνθρωποι ίσοι σε αυτό που έχουν εύλογη δυσανασχέτηση έναντι του 

εαυτού του67.   

Η  επινόηση  ενός  τρόπου  ελέγχου  ή  μέτρησης  της  συνολικής  επιτυχίας 

ανεξάρτητου  από  τις  προκείμενες  διανεμητικής  ισότητας,  όπως  αυτές  ήδη 

εκτέθηκαν,  θεωρείται  ανέφικτη,  μολονότι  κάτι  τέτοιο  δεν  μπορεί  να  αποδειχτεί, 

πιστεύεται  όμως  ότι  τεκμηριώνεται  επαρκώς  μέσω  της  επιχειρηματολογίας  που 

προηγήθηκε.  Η  ένταξη  όμως  των  προκειμένων  αυτών  στον  τρόπο  ελέγχου 

υποστηρίζεται  ότι  συνεπάγεται  μια  εσωτερική  αντίφαση,  η  οποία  συνίσταται  στο 

γεγονός ότι προτείνοντας αλλαγές στην ανεξάρτητη διανομή,  την οποία θεωρούσε 

ακριβοδίκαιη,  προτείνει  ουσιαστικά  αλλαγές  τις  οποίες  αντιλαμβάνεται  ως  μη 

ακριβοδίκαιες68.    

64 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 144. 

65  Σαφέστερη  καθιστά  την  αντίληψη  αυτή  η  αναφορά  του  ερωτήματος,  το  οποίο  τίθεται  σε 

υποθετικό  πρόσωπο  στα  πλαίσια  ανάλογου  παραδείγματος.  Τούτο  εκφράζεται  με  τον  ακόλουθο 

τρόπο: «...σε ποιο βαθμό η ζωή που μπορεί τώρα να ζήσει υπολείπεται της ζωής που θα ζούσε, εάν 

είχε  (ανάμεσα  σε  άλλα  πράγματα)  ποσότητα  πόρων  τέτοια,  η  οποία  θα  του  προκαλούσε  την  ίδια 

εύλογη δυσανασχέτηση με αυτή που θα είχαν τότε οι άλλοι»  (Ronald Dworkin,  Ισότητα, ό. π., σελ. 

145). 

66 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 146. 

67 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 147. 

68 Την πιο ξεκάθαρη παρουσίαση του μηχανισμού λειτουργίας του ισχυρισμού αυτού αναλαμβάνει 

να  εξυπηρετήσει  ένα  παράδειγμα.  Μεταξύ  δύο  προσώπων  ως  ανεξάρτητη  ακριβοδίκαιη  διανομή 

ορίζεται η εξίσωση των πόρων. Το ερώτημα που τίθεται στη συνέχεια στο κατά πόσο καθένα από τα 

www.24grammata.com

25

 

δ. Θεωρίες της ενσυνείδητης κατάστασης. 

Μέχρι  το  σημείο  αυτό,  αντικείμενο  ενασχόλησης  αποτέλεσαν  οι 

αναφερόμενες ως θεωρίες της ευημερίας ως επιτυχίας69. Η ολοκλήρωση λοιπόν της 

σχετικής πραγμάτευσης και  της έκθεσης  της σχετικής επιχειρηματολογίας καθιστά 

την  αναφορά  στη  δεύτερη  κατηγορία  θεωριών,  στις  θεωρίες  της  ενσυνείδητης 

κατάστασης, φυσική συνέχεια. 

Η ενασχόληση με το θέμα ξεκινά από την επισήμανση μιας σειράς ταυτίσεων 

μεταξύ των θεωριών αυτών και των προπεριγραφεισών θεωριών της ευημερίας ως 

επιτυχίας. Συγκεκριμένα η απόλαυση, η οποία λειτουργεί ως κεντρική έννοια του εν 

λόγω προτύπου, θεωρείται ότι είναι δυνατό να αντληθεί από την ικανοποίηση των 

πολιτικών,  των  απρόσωπων  και  των  προσωπικών  προτιμήσεων,  ενώ  η  αδυναμία 

πραγμάτωσης  των  πολιτικών  και  των  απρόσωπων  προτιμήσεων  παράγει 

απογοήτευση.  Η  αποδοχή  της  επιχειρηματολογίας  εκείνης,  η  οποία  στο  οικείο 

σημείο είχε ως αποτέλεσμα των εξωραϊσμό του είδους αυτού των προτιμήσεων από 

το αντίστοιχο εξισωτικό πρότυπο  καταλείπει περιθώρια ενασχόλησης μόνο με  την 

ισότητα  επί  της  απόλαυσης  που  προκύπτει  άμεσα  από  την  ικανοποίηση  των 

προσωπικών προτιμήσεων70. 

Και  στην  περίπτωση  αυτή  όμως  ο  εξισωτικός  γνώμονας  απορρίπτεται.  Το 

γεγονός  της  διαφοροποίησης  των  κοινωνικών  υποκειμένων  ως  προς  τη  σημασία 

που αποδίδουν στην απόλαυση καθιστά αδύνατη την εξίσωση ως προς ό,τι διαθέτει 

την  ίδια  αξία  για  όλους  και  κατά  συνέπεια  την  ένταξη  στο  πρότυπο  του 

υποκειμενικού  παράγοντα,  ο  οποίος,  όπως  επανειλημμένα  έχει  τονιστεί  από  το 

συγγραφέα  συνιστά  το  πλέον  ελκυστικό  στοιχείο  των  θεωρητικών  κατασκευών 

αυτού του είδους.  

Ευνόητο είναι ότι με όρους  ισότητας στην επιτυχία η συζήτηση μέχρι τώρα 

αναφέρεται  στο  εννοιολογικό  αντίστοιχο  της  σχετικής  επιτυχίας.  Οι  μεμονωμένες 

ενσυνείδητες καταστάσεις και στην παρούσα περίπτωση λειτουργούν ως συστατικά 

μέρη μιας γενικότερης αξιολογικής αντίληψης για το βίο, εγείροντας το ζήτημα της 

πρόσωπα αυτά θεωρεί τη  ζωή του κατώτερη αυτής που θα μπορούσε να  ζήσει υπό ένα καθεστώς 

ισοδιανομής  των  πόρων  στην  κοινωνία.  Η  μεταφορά  πόρων  κατόπιν  τούτων  γίνεται  προς  το 

πρόσωπο  με  τη  λιγότερη  συνολική  επιτυχία. Με  τον  τρόπο  αυτό  όμως  εγείρονται  παράπονα  από 

μέρους  του  προσώπου  με  τους  λιγότερους  πόρους,  καθώς  ο  μόνος  τρόπος  για  να  δοθούνε 

περισσότεροι πόροι στο άλλο πρόσωπο είναι να αφαιρεθούν από το ίδιο. 

69 Σχετικά βλ. ΙΙΙγ παρόντος. 

70 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 150. 

www.24grammata.com

26

συνολικής  επιτυχίας  προσαρμοσμένο  στις  απαιτήσεις  του  νέου  αυτού  προτύπου. 

Και  πάλι  όμως  η  εκτίμηση  καθενός  για  αυτές  τις  μεμονωμένες  καταστάσεις 

διαφέρει71. 

Η  απόφαση  κάποιου  να  καταπιαστεί  με  την  πραγματοποίηση  ενός  στόχου 

δεν  οφείλεται  –διόλου  ή  αποκλειστικά‐  στην  άντληση  απόλαυσης  από  την 

δραστηριότητα αυτή. Πολλές φορές συνοδεύεται από μια αξιολογική κρίση για το 

βίο, τον οποίο μια τέτοια επιλογή συνεπάγεται72. Υπό την έννοια αυτή μια αντίληψη 

που  θα  πρέσβευε  την  υποχρέωση  των  ανθρώπων  να  αξιολογούν  τη  ζωή  τους  με 

βάση  την  απόλαυση  προσπαθώντας  έτσι  να  τεκμηριώσει  την  εξίσωσή  τους  στη 

βάση  του  κριτηρίου  αυτού  εύλογα  απορρίπτεται  τόσο  λόγω  της  αυθαίρετης 

αναγνώρισης  της  πρωταρχικότητας  της  απόλαυσης  όσο  και  εξαιτίας  της 

υποβάθμισης  της  αξίας  των  βαθύτερων  πεποιθήσεων  των  εξισούμενων 

υποκειμένων73.  

Παρόμοιας αντιμετώπισης τυγχάνει τέλος η ισότητα απόλαυσης, εφόσον στο 

σχήμα ενταχθεί η ιδέα της εύλογης δυσανασχέτησης απαραίτητη για την αποφυγή 

της εξίσωσης με κριτήριο δυσανάλογα απαιτητικές επιδιώξεις. Η εισαγωγή όμως της 

ιδέας  αυτής  συνεπάγεται  την  αντίφαση  που  περιγράφηκε  με  την  ευκαιρία  της 

αναφοράς στην ισότητας στη συνολική επιτυχία74. 

 

ε. Αντικειμενιστικές θεωρίες. 

Οι ιδιαίτερες εκδοχές ισότητας στην ευημερία που εξετάστηκαν μέχρι τώρα 

εντάσσονται  στις  λεγόμενες υποκειμενιστικές  θεωρίες υπό δύο  έννοιες.  Αφενός  η 

εφαρμογή  τους δεν προϋποθέτει  μια  κρίση περί  της  ορθότητας  της  συνεπούς  και 

ενημερωμένης  αξιολόγησης  κάθε  προσώπου  ως  προς  το  αν  και  σε  ποιο  βαθμό 

ανταποκρίνεται  στο  εκάστοτε  κυρίαρχο  κριτήριο75  αφετέρου  διέπονται  από  την 

κυριαρχία  αυτού  που  αναφέρθηκε  ως  υποκειμενικός  παράγοντας,  επιδιώκουν 

δηλαδή την εξίσωση των κοινωνικών υποκειμένων με κριτήριο τη δυνητική εύλογη 

71 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 151. 

72  Ronald  Dworkin,  Ισότητα,  ό.  π.,  σελ.  153.  Προς  επιβεβαίωση  του  ισχυρισμού  αυτού 

χρησιμοποιείται  ένα  ψυχολογικό  τεστ,  στα  πλαίσια  του  οποίου  θεωρείται  δεδομένο  ότι  η 

πλειονότητα θα προτιμούσε έναν βίο που θα είχε ως αποτέλεσμα την επίτευξη ενός στόχου, χωρίς το 

γεγονός αυτό να έχει συνειδητοποιηθεί από τα πρόσωπα που το πραγματοποίησαν, από έναν που 

θα παρείχε την ψευδή πεποίθηση επίτευξής του.   

73 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 153επ. 

74 Σχετικά βλ. ΙΙΙγ παρόντος.  

75 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 155επ. 

www.24grammata.com

27

δυσανασχέτηση,  καθώς  απέχουν  από  έναν  βίο  υψηλής  αξίας  κατά  την  αντίληψή 

τους76. 

Στις  αντιλήψεις  αυτές  αντιπαρατίθεται  η  αντικειμενιστική  εκδοχή  της 

ισότητας  στη  συνολική  επιτυχία.  Ήδη  από  τον  ορισμό  που  επιφυλάσσεται  σε  ένα 

τέτοιο πρότυπο, βάσει του οποίου «…οι άνθρωποι πρέπει να είναι ίσοι ως προς το 

μέγεθος  της  δυσανασχέτησης  που  πρέπει  να  έχουν  σχετικά  με  την  τρέχουσα  ζωή 

τους.»77  γίνεται  αντιληπτή  η  εμφιλοχώρηση  του  αντικειμενικού  παράγοντα,  το 

νομιμοποιητικό  στοιχείο  στον  προσδιορισμό  του  οποίου  συνιστά  ήδη  αυτοτελές 

ζήτημα.  Και  η  θεώρηση  αυτή  ωστόσο  σκοντάφτει  πρωτίστως  στην  υποχρέωση 

συνδρομής μιας ανεξάρτητης θεωρίας ακριβοδίκαιης διανομής,  χωρίς  ταυτόχρονα 

να παρέχει μια βάση άρσης της ένστασης αυτής. 

Μια  άλλη  εκ  πρώτης  όψεως  υποκειμενιστική  αντίληψη  ισότητας  στην 

ευημερία, η οποία θέλει την κατάσταση των προσώπων να κρίνεται με βάση τους 

πόρους  που  διαθέτουν,  είτε  οι  τελευταίοι  νοούνται  υπό  ευρεία  έννοια 

συμπεριλαμβάνοντας  το  σύνολο  των  φυσικών  και  πνευματικών  ικανοτήτων,  την 

εκπαίδευση,  τις  ευκαιρίες  και  τους  υλικούς  πόρους,  είτε  εν  στενή 

συμπεριλαμβάνοντας  αποκλειστικά  ότι  παρουσιάζει  ενδιαφέρον  με  κάποιο 

αντικειμενικό  κριτήριο,  κατακρίνεται ως  μια μεταμφιεσμένη θεωρία  ισότητας  των 

πόρων  με  την  επίλυση  των  σχετικών  προβλημάτων  να  παραπέμπεται  στο  οικείο 

σημείο78. 

 

ζ. Η ενοποιητική προοπτική. 

Κατόπιν  αυτών  των  κριτικών  περιγραφικών  τοποθετήσεων  έναντι  των 

ειδικότερων  αντιλήψεων  ισότητας  στην  ευημερία  εξετάζεται  το  ζήτημα  μιας 

συνθετικής αντιμετώπισης του προβλήματος.  Συγκεκριμένα επί  τάπητος τίθεται  το 

ενδεχόμενο ενός μικτού θεωρητικού σχήματος, που θα συνδυάζει τις μεμονωμένες 

εκδοχές,  είτε υπό το καθεστώς μιας από κοινού εφαρμογής είτε υπό το καθεστώς 

ενός αλληλοελέγχου79. 

Εμπόδιο  σε  μια  τέτοια  δυνατότητα  στέκεται  η  επιχειρηματολογία  που  76  Ronald Dworkin,  Ισότητα,  ό.  π.,  σελ.  156επ.  Όπως  βέβαια  ορθά  επισημαίνεται  η  απαίτηση  του 

εύλογου  χαρακτήρα  της  δυσανασχέτησης  εισφέρει  έναν  βαθμό  αντικειμενικότητας  του  κριτηρίου, 

όχι  όμως  μέχρι  του  σημείου  εκείνου,  στο  οποίο  να  δικαιολογείται  η  υιοθέτηση  μιας  οπτικής 

απεχθούς για τα εξισούμενα πρόσωπα. 

77 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 157. 

78 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 158επ. 

79 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 159επ. 

www.24grammata.com

28

χρησιμοποιήθηκε μέχρι το σημείο αυτό και η οποία θεωρείται ότι καθιστά προφανή 

την  έλλειψη  κάθε  λόγου  αποδοχής  των  ειδικότερων  αντιλήψεων  ισότητας  στην 

ευημερία  έχοντας  αναδείξει  τον  προβληματικό  χαρακτήρα  τους. Μια  ενοποιητική 

αντίληψη  οποιουδήποτε  είδους  δεν  είναι  εφικτό  να  λειτουργήσει  θεραπευτικά 

έναντι  της  κατάστασης  αυτής,  καθιστώντας  υπό  την  έννοια  αυτή  τον  αποκλεισμό 

της επιβεβλημένο80. 

 

η. Θεμελιώδη προβλήματα της ισότητας ευημερίας. 

1. Τα ακριβά γούστα. 

Κάθε  αντίληψη  περί  ισότητας  προσανατολισμένη  στο  σεβασμό  της 

θεώρησης  του  ανθρώπινου  υποκειμένου  για  τα  αποτελέσματά  της  στη  ζωή  του 

μοιραία αναδεικνύει την προβληματική μιας ακραίας εφαρμογής καλούμενη ενίοτε 

να λάβει υπόψη ιδιαίτερα απαιτητικές προτιμήσεις ή για τις ανάγκες του παρόντος 

ακριβά γούστα.  

Το πνεύμα στο οποίο αντιμετωπίζεται  το όλο  ζήτημα καταφαίνεται  από  το 

ερώτημα  στο  οποίο  αποπειράται  να  απαντήσει  ο  συγγραφέας.  Συγκεκριμένα 

διερωτάται  εάν  η  τροποποίηση  της  αρχής  της  ισότητας  στην  ευημερία  υπό 

οποιαδήποτε εκδοχή, προκειμένου να ενταχθεί σε αυτή ένας  τρόπος περιορισμού 

της ικανοποίησης ακραίων απαιτήσεων, αποτελεί συμβιβασμό ή αντίφαση81. 

Αρχικά εξετάζεται η περίπτωση,  κατά  την οποία μια κοινωνία έχει  επιτύχει 

κάποια εκδοχή ισότητας στην ευημερία παρέχοντας σε κάθε μέλος της ίσο πλούτο. 

Κάποιο  μεμονωμένο  άτομο  ξεκινά  την  καλλιέργεια  ακριβού  γούστου  σκοπίμως, 

προκειμένου  να  βελτιώσει  τη  ζωή  του.  Ο  παράγοντας  αυτός,  η  σκοπιμότητα, 

φαίνεται  ότι  αξιολογείται  πιο  αρνητικά  έναντι  άλλων  κινήτρων,  χωρίς  να  δίνεται 

ιδιαίτερη σημασία στο επιδιωκόμενο τελικό αποτέλεσμα, στη βελτίωση της ζωής82. 

Η ταύτιση του ατόμου αυτού με την περί ουσιαστικής ευζωίας αντίληψη που έχει 

υιοθετηθεί  από  την  κοινωνία  εκλαμβάνεται  ως  απαραίτητη  προϋπόθεση  της 

λογικής συνέπειας των πράξεών του. 

Το  ενδεχόμενο  σκόπιμης  καλλιέργειας  των  ακριβών  γούστων  προς 

αποκόμιση  επιπλέον  ευημερίας  ορθά  αποκλείεται  μια  και  τα  νέα  γούστα  θα 

αύξαναν τις ανάγκες και ως εκ τούτου επιπλέον πόροι θα κατευθύνονταν προς την 

κατεύθυνση αυτή. Αν και το αποτέλεσμα αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της 

80 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 161επ. 

81 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 163. 

82 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 165. 

www.24grammata.com

29

προσποίησης κάποιου ότι διαθέτει ακριβά γούστα, η εξαπάτηση τίθεται εκτός  της 

προβληματικής  των  ακριβών  γούστων  ως  ζήτημα,  το  οποίο  πρέπει  να 

αντιμετωπιστεί από κάθε κοινωνία ξεχωριστά. 

Επιπλέον  το  πρόσωπο  που  καλλιεργεί  τα  ακριβά  γούστα  είναι  πιθανό  να 

πιστεύει  είτε  ότι  με  τον  τρόπο  αυτό  θα  αποκτήσει  μεγαλύτερη  ευημερία 

πραγματώνοντας με τα ίδια χρήματα την ακριβότερη προτίμηση έναντι της αρχικής 

και  μειώνοντας  το  εισόδημά  του  είτε  ότι  θα  μειώσει  την  ευημερία  του  λόγω  της 

μείωσης της συνολικά παραγόμενης ευημερίας, μέρος της οποίας του αποδίδεται83.  

Η τελευταία εκδοχή συνιστά ένα μάλλον παράδοξο κίνητρο, καθώς κάποιος 

εμφανίζεται να αυξάνει το εισόδημά του, περιορίζοντας την ευημερία του84. 

Η  πεποίθηση,  βάση  της  οποίας,  η  καλλιέργεια  ενός  ακριβού  γούστου  θα 

συνεισφέρει  στη  βελτίωση  του  βίου  εκλαμβάνεται  ως  απόρροια  της 

διαφοροποίησης από  την κοινωνικά αποδεκτή αντίληψη  ισότητας. Μεταξύ λοιπόν 

της  αντίληψης  περί  ισότητας  που  επιλέχθηκε  από  την  κοινωνία  –η  οποία  είναι 

επιφορτισμένη  με  την  επιλογή  αυτή‐  και  της  αντίληψης  του  φορέα  του  ακριβού 

γούστου υφίσταται μια συγκρουσιακή σχέση, στα πλαίσια της οποίας θεωρείται ότι 

το  συγκεκριμένο  πρόσωπο  είναι  δυνατό  να  πιστεύει  ότι  η  ζωή  του  θα  ήταν  πιο 

ικανοποιητική τόσο στην περίπτωση της επαναφοράς της ισότητας για το ίδιο από 

την κοινωνία κατά την κρατούσα άποψη όσο και σε αντίθετη περίπτωση85.  

Αυτή  η  εκτίμηση  αναφορικά  με  το  τι  προσδίδει  αξία  στη  ζωή  γίνεται 

αντιληπτή  ως  αποτέλεσμα  πεποιθήσεων  και  με  τον  τρόπο  αυτό  γίνεται  εφικτή  η 

αμφισβήτηση  της  διάκρισης  μεταξύ  σκόπιμα  καλλιεργημένων  και  ενδογενών  ή 

κοινωνικά επιβαλλόμενων ακριβών γούστων86. Οι πεποιθήσεις αυτές υποκρύπτουν 

κατά κάποιο τρόπο ένα είδος πηγαίας αξιολόγησης και όχι μια συνειδητή επιλογή 

που  θα  παρείχε  επαρκές  δικαιολογητικό  υπόβαθρο  για  την  αδιαφορία  έναντι  της 

διαφοράς  ως  προς  την  ευημερία  που  προβάλλει  ως  αποτέλεσμά  τους.  Η 

διαπίστωση αυτή ωστόσο δεν οδηγεί κατ’ αποτέλεσμα στην πλήρη κατάργηση της 

διάκρισης  μεταξύ  εθελούσιας  υιοθέτησης  κάποιων  γούστων  και  της  εσωτερικής 

προέλευσής τους, αλλά στην υποβάθμισή της στη βάση ενός εμπειρικού κριτηρίου, 

το οποίο υπαγορεύει τον ασυνήθη χαρακτήρα της ηθελημένης ανάπτυξης87. 

83 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 166επ. 

84 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 167. 

85 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 167επ. 

86 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 168επ. 

87 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 169επ. 

www.24grammata.com

30

Καθώς η συγκρουσιακή σχέση μεταξύ των αντιλήψεων ενός προσώπου  και 

της  επιλεγείσας  από  την  κοινωνία  αντίληψης  προϋπέθετε  την  κοινωνική  επιλογή 

κάποιας  άλλης  εκδοχής  πλην  της  συνολικής  επιτυχίας,  παύει  να  λειτουργεί  κατά 

αυτόν  τον  τρόπο,  εφόσον  η  επιλεγείσα  αντίληψη  είναι  αυτή  της  υποκειμενικής 

συνολικής  επιτυχίας θεωρούμενη για  τις ανάγκες  του εξεταζόμενου  ζητήματος ως 

μη  αυτοαναιρούμενη.  Στην  περίπτωση  αυτή  εφόσον  το  υποτιθέμενο  πρόσωπο 

βρισκόταν  στο  ίδιο  επίπεδο  ευημερίας  με  τα  λοιπά  μέλη  της  κοινωνίας  πριν  την 

ανάπτυξη του νέου ακριβού γούστου και θεώρησε ότι η ζωή του θα βελτιωθεί μέσω 

αυτού,  θεωρείται  ότι  γόνιμα  συμπεράσματα  μπορούν  να  συναχθούν  μέσω  της 

αναφοράς στην αντίληψή του για την αξία της ζωής του πριν το επίμαχο συμβάν. 

Εάν  πιστεύει  ότι  υπό  το  προηγούμενο  καθεστώς  είχε  κατακτήσει  ένα 

επίπεδο ευημερίας κοινό για όλους, το οποίο θα παρέμενε στα ίδια επίπεδα χωρίς 

το  νέο  ενδιαφέρον,  ενώ  θα  βελτιωνόταν  μέσω  αυτού,  δεν  δικαιούται  επιπλέον 

πόρους  διεκδικώντας  ουσιαστικά  προνομιακή  μεταχείριση  και  κινούμενο  με  τον 

τρόπο αυτό εκτός της προβληματικής των ακριβών γούστων88. Εάν όμως βαθύτερες 

αναζητήσεις και νέες πνευματικές εμπειρίες ώθησαν στην απαξίωση του πρότερου 

βίου,  έτσι ώστε  να απαιτούνται  νέοι πόροι  για  την  επίτευξη  του  κοινού  επιπέδου 

ευημερίας  σύμφωνα  με  τη  νέα  αντίληψη,  το  ζήτημα  που  τίθεται  είναι  εάν 

δικαιούται  η  κοινωνία  να  αρνηθεί  πόρους  τους  οποίους  θα  υποχρεούταν  να 

παράσχει,  στην  περίπτωση  κατά  την  οποία  οι  απόψεις  αυτές  υπήρχαν  κατά  την 

αρχική διανομή89. 

Ως μια πρώτη λύση  εξετάζεται η ωφελιμιστικών  καταβολών αρχή,  η οποία 

πρεσβεύει  την  επίτευξη  της  μέγιστης  δυνατής  μέσης  ωφελιμότητας  –τούτης 

νοουμένης  ως  ευημερίας‐  για  την  κοινωνία.  Εφόσον  το  σύνολο  των  πόρων  είναι 

πεπερασμένο,  η  καλλιέργεια  ακριβών  γούστων  συνεπάγεται  περιορισμό  της 

συνολικής  ευημερίας,  γεγονός  που  νομιμοποιεί  την  άρνηση  επιπλέον  πόρων  σε 

όποιον  καλλιεργεί  ακριβά  γούστα,  ώστε  να  αποθαρρυνθεί  να  επιδοθεί  στη 

δραστηριότητα  αυτή  όταν  η  κοινωνικά  επιλεγείσα  εκδοχή  ισότητας  είναι  κάποια 

από όσες περιγράφηκαν πλην της υποκειμενικής αντίληψης συνολικής επιτυχίας, η 

επιλογή  της  οποίας  έχει  ως  αποτέλεσμα  την  αποθάρρυνση  ως  προς  την 

επανεξέταση του βίου90. 

Η  κριτική  που  ασκείται  στην  εφαρμογή  της  αρχής  αυτής  εντοπίζεται  στον 

ακριβή  προσδιορισμό  της  συνεισφοράς  της  στη  διερεύνηση  του  εξισωτικού 

88 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 171. 

89 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 172επ. 

90 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 173επ. 

www.24grammata.com

31

ιδεώδους. Συγκεκριμένα ο συγγραφέας ορθά ισχυρίζεται ότι η αρχή αποτυγχάνει να 

αιτιολογήσει  ουσιαστικά  την  άρνηση  αποζημίωσης  όσων  αναπτύσσουν  ακριβά 

γούστα εμμένοντας σε μια στείρα τεκμηρίωση του μη αποδοτικού χαρακτήρα της91.  

Ακόμη όμως και στην περίπτωση αυτή η επιλογή των ακριβών γούστων ως 

«θύματος»  της  ισότητας  παρουσιάζεται  προβληματική.  Ο  εκ  των  προτέρων 

προσδιορισμός των αποτελεσμάτων μιας τέτοιας μεθόδευσης σε πρακτικό επίπεδο 

κρίνεται  ιδιαίτερα  δυσχερής  ενώ  η  χρήση  της  μη  αποζημίωσης  ως  παράγοντα 

αποτροπής  από  την  υιοθέτηση  ακριβών  γούστων  προϋποθέτει  μια  οργανωμένη 

πολιτική  ικανή  να  ανταποκριθεί  σε  κρίσιμα  ζητήματα  όπως  η  διάκριση  μεταξύ 

σκοπίμως καλλιεργημένων και πηγαίων, ακριβών και φτηνών γούστων. 

Η  κοινωνία  εκείνη,  η  οποία  αρνείται  να  καλύψει  την  υιοθέτηση  γούστων 

ακριβότερων έναντι των κρατούντων κατακρίνεται ως μουντή και άχαρη, καθώς δεν 

ευνοεί τον πειραματισμό εξαναγκάζοντας τα μέλη της να οικειοποιούνται αυστηρά 

προκαθορισμένες  νόρμες  συμπεριφοράς,  ενώ  ταυτόχρονα  παράγει  μικρότερη 

μακροπρόθεσμη  ωφελιμότητα,  διότι  η  εξάπλωση  του  ενδιαφέροντος  για  τα  νέα 

γούστα τα καθιστά φθηνότερα92. 

Η  αποδοχή  του  γεγονότος  ότι  οι  άνθρωποι  δεν  επιλέγουν  τις  πεποιθήσεις 

τους, αλλά το αν θα κινηθούν με βάση αυτές ως επιχειρηματολογική βάση καθιστά 

εύλογη  την ακόλουθη  τοποθέτηση:  Εφόσον η αποζημίωση κάποιου  για  τα ακριβά 

γούστα  που  καλλιέργησε  συνεπάγεται  επιβάρυνση  των  λοιπών  μελών  της 

κοινωνίας,  αυτός  δεν  δικαιούται  ίσης  απόλαυσης.  Έχει  τη  δυνατότητα  είτε  να 

παραμείνει στο προηγούμενο επίπεδο απόλαυσης, είτε να επαναπροσδιορίσει τον 

τρόπο  κατανομής  των  ίδιων  πόρων,  διαθέτοντας  και  πάλι  το  ίδιο  –συνολικά  τη 

φορά αυτή‐ επίπεδο απόλαυσης, όχι όμως να ζήσει σε βάρος των άλλων τη ζωή της 

αρεσκείας  του,  καθώς  η  επιλογή  αυτή  δε  θεωρείται  ακριβοδίκαιη,  μια  και 

περιορίζει τα αντίστοιχα μερίδια των άλλων93. 

Με  βάση  τα  δεδομένα  αυτά  όμως  τίθεται  ένα  ζήτημα  προσδιορισμού  της 

έννοιας των ακριβοδίκαιων μεριδίων. Συγκεκριμένα εάν ως τέτοια νοηθούν μερίδια 

που  αποσκοπούν  στην  εξίσωση  της  ευημερίας  με  βάση  την  κοινωνικά  κρατούσα 

αντίληψη  το  αίτημα  αποζημίωσης  νομιμοποιείται  ενώ  αν  αυτά  καθοριστούν  με 

βάση  κάποια  ανεξάρτητη  αντίληψη  μοιραία  το  αποτέλεσμα  παρουσιάζεται 

αντιφατικό. 

Έτσι  η  προσδοκία  κάποιου  συμβιβασμού  την  ίδια  στιγμή  αντιμετωπίζεται  91 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 174. 

92 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 176. 

93 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 177επ. 

www.24grammata.com

32

κριτικά.  Αφού  λοιπόν  γίνει  μνεία  στο  γεγονός  της  χρήσης  της  ιδέας  των 

ακριβοδίκαιων  μεριδίων  όχι  μόνο  για  περιγραφικούς  σκοπούς,  αλλά  και  ως 

αιτιακού  υποβάθρου  του  συμβιβασμού,  υπογραμμίζεται  η  κυκλικότητα  ενός 

προσδιορισμού της έννοιας των ακριβοδίκαιων μεριδίων που θα συνεπαγόταν την 

ανερμάτιστο  χαρακτηρισμό  του  συμβιβασμού  ως  ακριβοδίκαιου  καθώς  και  η 

αντιφατικότητα της συνύπαρξης της επιλεγείσας αντίληψης με κάποια ανεξάρτητη 

θεωρία94. 

Η  ιδέα  των  ακριβοδίκαιων  μεριδίων,  την  οποία  θα  μπορούσε  κανείς  να 

αποπειραθεί να εξαλείψει, προσδοκώντας την άρση των θεωρητικών –και όχι μόνο‐ 

αδιεξόδων,  τα  οποία  αυτή  συνεπάγεται,  κρίνεται  απαραίτητη.  Μόνο  μέσω  αυτής 

είναι  εφικτή  η  εισαγωγή  ενός  υγιούς  κριτηρίου  αποφασιστικής  σημασίας  για  τον 

καθορισμό του θεμιτού ή αθέμιτου χαρακτήρα των υιοθετούμενων γούστων, ώστε 

ακολούθως  να  συναχθεί  μια  κρίση  αναφορικά  με  το  εάν  οφείλει  η  κοινότητα  να 

καλύψει την πραγμάτωσή τους μέσω ενδεχόμενης αναδιανομής, χωρίς συνάμα να 

διαταραχθεί  η  ισότητα  ευημερίας  ακόμη  και  στην  περίπτωση  σκοπίμως 

καλλιεργημένων ακριβών γούστων95. 

 

2. Αναπηρίες 

Η  κατοχύρωση  της  ισότητας  ευημερίας  ως  τουλάχιστον  ενός  μέρους  κάθε 

γενικής  θεωρίας  ισότητας,  διότι  συλλαμβάνει  με  ακρίβεια  τη  σημασία  των 

ενορατικών προσεγγίσεων αναφορικά με την υποχρέωση βελτίωσης της θέσης των 

ατόμων  με  αναπηρίες  στο  όνομα  της  ισότητας  αποτελεί  το  πρώτο  ζήτημα  που 

εξετάζεται  στα  πλαίσια  της  ενότητας  αυτής.  Έτσι  αρχικά  γίνεται  αναφορά  στο 

γεγονός  ότι  η  αντίληψη  περί  μειωμένης  ευημερίας  των  ατόμων  με  βαριές 

αναπηρίες  στο  σύνολό  τους  δεν  έχει  καθολική  ισχύ,  καθώς  σε  ορισμένες 

περιπτώσεις τα άτομα αυτά διαθέτουν πληθώρα πόρων, σε άλλες πάλι αδυνατούν 

94 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 179επ. 

95 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 180επ. Το παράδειγμα το οποίο χρησιμοποιείται προκειμένου 

να  εκτεθεί  η  συμπερασματική  τούτη  τοποθέτηση  έχει ως  εξής:  Σε  μια  κοινωνία  αφιερωμένη  στην 

ισότητα  απόλαυσης,  κάποιος  λαμβάνει  περιορισμένο  μερίδιο  πόρων,  καλύπτοντας  τις  πενιχρές 

ανάγκες του αλλά έχοντας λιγότερα χρήματα έναντι άλλων προσώπων. Στη συνέχεια αναπτύσσει ένα 

νέο  γούστο,  η  ικανοποίηση  του  οποίου  προϋποθέτει  επιπλέον  πόρους,  χωρίς  όμως  και  στην 

περίπτωση  αυτή  το  συγκεκριμένο  πρόσωπο  να  φτάνει  στον  κοινωνικό  μέσο  όρο  πόρων.  Ορθά 

διαπιστώνεται ότι η κοινότητα, αντίθετα με την περίπτωση κατά την οποία κάποιος αναπτύσσοντας 

ένα νέο γούστο θα απαιτούσε ποσοτικά προνομιακή μεταχείριση, έχει την υποχρέωση να καλύψει τη 

νέα  αυτή  προτίμηση  ακόμη  και  εφόσον  κάτι  τέτοιο  θα  σημαίνει  αυξημένη  ευημερία  έναντι  των 

άλλων. Ως κριτήριο χρησιμοποιείται η ιδέα των ακριβοδίκαιων μεριδίων υπό την έννοια της ισότητας 

στους πόρους, εκτενέστερη αναφορά στην οποία επιφυλάσσεται σε απώτερο σημείο.  

www.24grammata.com

33

ακριβώς λόγω του μειονεκτήματός τους να αποκομίσουν ικανοποιητικό εισόδημα96. 

Ωστόσο η ενορατική σύλληψη, βάσει της οποίας τα άτομα με αναπηρίες θα 

έπρεπε  να  λαμβάνουν  επιπλέον  πόρους,  δεν  αναφέρεται  αποκλειστικά  σε  όσα 

άτομα  διαθέτουν  πραγματικά  χαμηλότερο  βαθμό  ευημερίας  από  το  μέσο  όρο  με 

βάση  κάποια  αντίληψη,  αλλά  επεκτείνεται  και  σε  όσους  μολονότι  τον  ξεπερνούν 

αδυνατούν να ικανοποιήσουν ανάγκες που πηγάζουν από την πάθησή τους. 

Μια  ερμηνεία  του  φαινομένου  που  θέλει  την  ενορατική  προσέγγιση  να 

επηρεάζεται από μια γενίκευση βασισμένη στα στατιστικά δεδομένα δε θεωρείται 

ικανοποιητική,  καθώς  ενδέχεται  να  είναι  γνωστό  ότι  κάποιος  με  αναπηρία  δε 

διαθέτει  τόσο  χαμηλό  επίπεδο  ευημερίας.  Ως  εκ  τούτου  ο  συγγραφέας  οδηγείται 

στο συμπέρασμα ότι οι κρατούσες αντιλήψεις για την τύχη που πρέπει να έχουν τα 

εν λόγω άτομα σε ένα διανεμητικό πρότυπο δε δικαιολογούνται επαρκώς με βάση 

την ιδέα της ισότητας στην ευημερία97. 

Αλλά  η  ανεπάρκεια  της  ισότητας  στην  ευημερία  στην  υποστήριξη  του 

ενορατικού  προτύπου  δε  σταματάει  εδώ.  Αναφορά  γίνεται  στην  περίπτωση 

παραπληγικού, ο οποίος έχοντας τις αισθήσεις του χρειάζεται για τη βελτίωση  της 

ευημερίας  του  ανεξαρτήτως  ειδικότερης  εκδοχής  ολοένα  μεγαλύτερες  ποσότητες 

πόρων  για  να  βελτιώνει  κάθε φορά  ελάχιστα  την  κατάστασή  του,  με  αποτέλεσμα 

την  απευκταία  για  κάθε  εξισωτικό  πρότυπο  κατάσταση  της  μεταφοράς  πόρων  σε 

αυτών μέχρι  του σημείου  της  διατήρησης αποκλειστικά  των απαραίτητων  για  την 

επιβίωση  από  όλους  τους  άλλους98.  Η  απόπειρα  προσδιορισμού  κάποιου  ορίου 

μέσω  ‐επί  παραδείγματι‐  της  αρχής  της  ωφελιμότητας,  για  την  οποία  έγινε  ήδη 

λόγος αποδεικνύεται αλυσιτελής στο βαθμό που αδυνατεί να καθορίσει το ακριβές 

σημείο του ορίου αυτού99. 

Θεωρητικά  προβλήματα  προκύπτουν  στην  περίπτωση,  κατά  την  οποία  ο 

ίδιος  παραπληγικός  θα  μπορούσε  να  ωφεληθεί  από  έναν  ανεκτά  δαπανηρό 

εξοπλισμό, πλην όμως ο ίδιος όντας ικανός και αφοσιωμένος βιολιστής προτιμά την 

αγορά  ενός  ακριβού  βιολιού.  Κάθε  αντίληψη  ευημερίας  καθώς  και  η  αρχή  της 

ωφελιμότητας  θα  σύστηναν  την  αγορά  του  βιολιού.  Έτσι  όμως  και  κάποιο  τρίτο 

υγιές  τη  φορά  αυτή  πρόσωπο  με  τις  ίδιες  ανησυχίες  θα  μπορούσε  να  εγείρει 

δικαιολογημένες  απαιτήσεις  για  την  απόκτηση  της  ίδιας  καθοριστικής  για  την 

εικόνα  που  θα  σχημάτιζε  για  το  βίο  του  δυνατότητας.  Ταυτόχρονα  η  τάση  της 

96 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 183επ. 

97 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 185. 

98 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 185επ. 

99 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 186. 

www.24grammata.com

34

κοινότητας  να  παρέχει  τα  απαιτούμενα  μέσα  για  την  αγορά  του  εξοπλισμού,  όχι 

όμως και για την αγορά του μουσικού οργάνου στον παραπληγικό αξιολογείται από 

τη  σκοπιά  της  ευημερίας  που  θα  διασφαλιστεί  με  μια  τέτοια  κίνηση  ως 

διαστροφική100.  

 

θ. Σχετικά με μια κριτική στον ωφελιμισμό. 

Τελειώνοντας  την  αναφορά  του  στην  ισότητα  ευημερίας  ο  συγγραφέας 

κρίνει  απαραίτητα  να  πραγματευτεί  συνοπτικά  το  ζήτημα  του  ωφελιμισμού  ως 

άλλου  κλάδου  του  ευημερισμού.  Έτσι  εν  πρώτοις  γίνεται  λόγος  για  τους  δύο 

δυνατούς  τρόπους  υπεράσπισης  του  ευημερισμού,  αφενός  σε  ένα  τελολογικό 

επίπεδο ως κάτι που παράγει αποτελέσματα καλά καθεαυτά και αφετέρου ως μιας 

συγκεκριμένης αντίληψης περί ισότητας. 

Στην περίπτωση του ωφελιμισμού αυτά τα δύο μοντέλα παράγουν στη μεν 

πρώτη  περίπτωση  μια  θεώρηση  που  εμπεριέχει  το  χαρακτηρισμό  του  πόνου  ως 

κακού καθαυτού,  της ηδονής ως αντίστοιχα καλής καθαυτής και  την επιδίωξη  της 

μεγαλύτερης  δυνατής  ποσότητας  της  τελευταίας  ευκταία  στη  δε  δεύτερη  μια 

θεωρία ισότητας, όπου πόνος και ηδονή αντιμετωπίζονται ποσοτικά101. Βέβαια στην 

τελευταία  περίπτωση  η  απουσία  ενός  ικανοποιητικού  αιτιολογικού  υποβάθρου 

καθώς  και  πρακτικά  προβλήματα  απομακρύνουν  το  ενδεχόμενο  παραγωγής  μια 

πλήρους και συνεπούς πολιτικής ή ηθικής θεωρίας102. 

Εφόσον  βέβαια  ο ωφελιμισμός  εκληφθεί  με  τη  δεύτερη  δυνατή  έννοια ως 

αντίληψη  περί  ισότητας  υπόκειται  εύλογα  στην  ίδια  θεωρητική  αντιμετώπιση  και 

συνεπώς στην κριτική που ασκήθηκε στην ισότητα στην ευημερία, ενώ η θεώρησή 

του υπό την πρώτη εκδοχή μεταφέρει το βάρος αποκλειστικά στην αξιολόγηση της 

ευημερίας ως αγαθού καθεαυτού103. 

 

ΙV. Ισότητα των πόρων. 

α. Οριοθέτηση του προβλήματος. 

Έναρκτήριο  σημείο  της  πραγμάτευσης  συνιστά  ο  αναγκαίος  ακριβής 

προσδιορισμός του αντικειμένου της. Η επιδίωξη αυτή ικανοποιείται τόσο μέσα από 

100 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 187επ. 

101 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 189επ. 

102 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 190. 

103 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 190επ. 

www.24grammata.com

35

την επισήμανση διαφοροποιήσεων σε σχέση με ό,τι έχει προηγηθεί όσο και δια της 

αναφοράς  στα  στοιχεία  εκείνα  τα  οποία  σύμφωνα  με  κάποια  λογική  θα  έπρεπε 

αυτονόητα να εξεταστούν, αλλά δεν συμπεριλαμβάνονται στη διαδικασία αυτή για 

λόγους που έχουν να κάνουν με τη διευκόλυνση του θεωρητικού εγχειρήματος. 

Ειδικότερα σκοπό του συγγραφέα αποτελεί κατά κύριο λόγο ο ορισμός της 

κατάλληλης  ισότητας στους πόρους,  κάτι που συνεπάγεται  την απομάκρυνση από 

το  προηγούμενο  κριτικό  πρότυπο.  Η  ενδεχόμενη  υπεράσπισή  της  εξαντλείται  σε 

συμπεράσματα  που  τυχόν  θα  προκύψουν  από  την  πραγματοποίηση  του  σκοπού 

αυτού,  ενώ  ταυτόχρονα ως πόροι  νοούνται  όσοι αποτελούν αντικείμενο ατομικής 

ιδιοκτησίας, αποκλειομένων με τον τρόπο αυτό των δημόσιων πόρων εν γνώσει του 

αυθαίρετου χαρακτήρα της διάκρισης104. 

 

β. Παρουσίαση ενός θεωρητικού μοντέλου επίλυσης του προβλήματος. 

Θεμελιώδους  σημασίας  για  τη  λειτουργία  του  θεωρητικού  σχήματος  στο 

σύνολό του είναι η έννοια της αγοράς105. Κατόπιν της συνοπτικής αναφοράς στους 

δύο τρόπους με  τους οποίους η έννοια αυτή έγινε κατανοητή από τον 18ο αιώνα, 

οπότε  και  εμφανίζεται  δηλαδή  ως  μέσο  προσδιορισμού  και  πραγμάτωσης  του 

κοινού  οικονομικού  συμφέροντος  και  ως  προϋπόθεση  άσκησης  της  οικονομικής 

ελευθερίας και της ατομικής πρωτοβουλίας, επισημαίνεται η ανταγωνιστική σχέση 

μεταξύ  των  αντιλήψεων  αυτών  και  της  ισότητας  στα  πλαίσια  των  σύγχρονων 

οικονομικών  συστημάτων,  με  αποτέλεσμα  την  ανάγκη  κάποιας  εξισορροπητικής 

προσπάθειας,  η  οποία  θα  συνίσταται  είτε  στην  επιβολή  ενός  νέου  διαφορετικού 

οικονομικού  συστήματος,  είτε  στην  επιβολή  περιορισμών  εντός  του  ήδη 

υπάρχοντος106. 

Για  άλλη  μια  φορά  η  τεκμηρίωση  της  αξίας  της  επίμαχης  έννοιας  για  το 

ιδεώδες  της  ισότητας  στους  πόρους  επιδιώκεται  μέσω  ενός  υποθετικού 

παραδείγματος. 

Ένας αριθμός ναυαγών βρίσκεται σε ένα έρημο νησί χωρίς γηγενή πληθυσμό 

104 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 193επ. 

105  Για μια κριτική της χρήσης της έννοιας  της αγοράς στη σκέψη του Dworkin, προσανατολισμένη 

κατά κύριο λόγο στο ζήτημα της δυνατότητας και του τρόπου διαμόρφωσης των προτιμήσεων εντός 

του υποθετικού αυτού μηχανισμού καθώς και στη σχέση των προτιμήσεων αυτών με τις κοινωνικές 

περιστάσεις  βλ.  John G.  Bennett,  «Ethics  and Markets»,  Philosophy  and  Public Affairs,  v.  14,  n.  2 

(Spring 1985), σελ. 195επ. Αντίθετος χωρίς αντίστοιχα αναλυτική επιχειρηματολογία Stephen Guest, 

Ronald Dworkin, ό. π., σελ. 236επ.  

106 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 195. 

www.24grammata.com

36

και  με  αφθονία  πόρων.  Οι  πόροι  αυτοί  αποφασίζεται  να  μοιραστούν  μεταξύ  των 

προσώπων αυτών, χωρίς να διατηρηθεί κοινή ιδιοκτησία επί ενός μέρους αυτών εν 

είδει κρατικής δομής. Για τον προσδιορισμό μιας διανομής ως ίσης επιστρατεύεται 

μια  εξίσου  κρίσιμη  έννοια,  αυτή  του  τεστ  φθόνου107,  στα  πλαίσια  του  οποίου  η 

προτίμηση κάποιου για το σύνολο των πόρων κάποιου άλλου μετά την ολοκλήρωση 

της κατανομής καταδεικνύει την ανισότητα108. 

Το πρόσωπο που επιλέγεται για την πραγματοποίηση της διανομής έχει να 

αντιμετωπίσει αρχικά το πρόβλημα της αδυναμίας διαίρεσης των πόρων σε όμοιες 

ομάδες  αγαθών  λόγω  ποσοτικών  και  ποιοτικών  ιδιαιτεροτήτων.  Έτσι  καταφεύγει 

στη δημιουργία ανόμοιων ομάδων αγαθών, ανθεκτικών σε μια διαδικασία δοκιμής 

και λάθους υπό το φως του τεστ του φθόνου. 

Δύο  προβλήματα  είναι  πιθανό  να  προκύψουν  υπό  την  εκδοχή  αυτή.  Το 

πρώτο  συνίσταται  στο  ενδεχόμενο  κατόπιν  της  δημιουργίας  όμοιων  ομάδων 

αγαθών σε κάποιον να μην είναι αρεστά τα αγαθά αυτά, τη στιγμή κατά την οποία 

πληρούνται  οι  όροι  του  τεστ  φθόνου,  μια  και  δεν  επιθυμεί  τα  όμοια  αγαθά  των 

άλλων. Το δεύτερο προϋποθέτει τη δημιουργία συγκεκριμένων συνόλων, εντός των 

οποίων οι όροι του τεστ πληρούνται. Ορισμένοι όμως είναι πιθανό να μη προτιμούν 

το  συγκεκριμένο  σύνολο,  ενώ  μια  ενδεχόμενη  λύση  στο  πεδίο  των  εμπορικών 

συναλλαγών  παρουσιάζει  περιορισμένο  ενδιαφέρον,  εφόσον  ορισμένοι 

ικανοποιημένοι  από  την  αρχική  διανομή  δε  θα  είναι  διατεθειμένοι  να 

εμπορευτούν109. 

Τη λύση καλείται να δώσει μια διαδικασία διανομής. Σε καθέναν δίνεται ένα 

σύνολο οστράκων ως μέσο ανταλλαγής110 και κάθε διακριτό αντικείμενο διατίθεται 

προς  πώληση  αυτοτελώς  εκτός  κι  αν  εκδηλωθεί  ενδιαφέρον  για  συγκεκριμένο 

μέρος αντικειμένου, οπότε και αυτό αποκτά την αυτοτέλειά του. Το πρόσωπο που 

έχει επιφορτιστεί με την πραγματοποίηση της δημοπρασίας καθορίζει κάποια τιμή 

για κάθε αντικείμενο αποσκοπώντας στην εκκαθάριση της αγοράς, δηλαδή σε μια 

κατάσταση,  κατά  την  οποία  για  κάθε  αντικείμενο  υπάρχει  ένας  αγοραστής  στη 

107 Βλ. και Michael Otsuka, «Liberty, Equality, Envy and Abstraction» στο: Dworkin and his critics with 

replies by Dworkin, Blackwell, Malden, 2004, σελ. 70επ. 

108 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 196. 

109 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 197επ. 

110  Αυτή ακριβώς η θέση που θέλει  την αρχική διανομή  να δίνει  τη δυνατότητα  ίσων μεριδίων σε 

όλους  συναντά  την  αντίδραση  του  Philip  Green  («Equality  Since  Rawls:  Objective  Philosophers, 

Subjective Citizens, and Rational Choice», The Journal of Politics, Vol. 47, n. 3 (Aug., 1985), σελ. 979), ο 

οποίος καταλογίζει στον Dworkin  τη σύλληψη ενός αντιπραγματικού κόσμου, όπου όλοι διέπονται 

από εξισωτικές αντιλήψεις. 

www.24grammata.com

37

συγκεκριμένη τιμή και όλα τα αντικείμενα έχουν πουληθεί. Τροποποιεί μάλιστα τις 

τιμές, εώς ότου το αποτέλεσμα αυτό επιτευχθεί111. 

Ακόμη  όμως  και  στην  περίπτωση  αυτή  η  διαδικασία  συνεχίζεται,  καθώς 

καθένας  έχει  τη  δυνατότητα  να  μεταβάλει  τις  προσφορές  του  ή  να  προτείνει 

διαφορετικά αντικείμενα προς πώληση και περατώνεται όταν  το αποτέλεσμα που 

επιτυγχάνεται κρίνεται ικανοποιητικό από όλους112. 

Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η εκπλήρωση των όρων του τεστ φθόνου 

και  ταυτόχρονα  αντιμετωπίζονται  τα  σχετικά  προβλήματα.  Σημαντικό  ρόλο  στη 

διευθέτηση  του  δεύτερου  προβλήματος  διαδραματίζει  το  γεγονός  της  ίσης 

συνδρομής  καθενός  από  τους  πλειοδότες  στη  διαμόρφωση  του  συνόλου  αγαθών 

που  αποκόμισε,  γεγονός  που  αμβλύνει  τυχόν  αρνητικές  εντυπώσεις  που  θα 

προκαλούσε  το  ομολογουμένως  ρεαλιστικό  ενδεχόμενο  της  δημιουργίας 

διαφορετικού συνόλου. 

 Επιπλέον  ιδιαίτερη  μνεία  γίνεται  στον  παράγοντα  τύχη  και  την  επίδραση 

που μπορεί να ασκήσει στον καθορισμό του είδους των υπαρχόντων προς διάθεση 

αγαθών,  στη  διαμόρφωση  των  υφιστάμενων  γούστων  και  την  επιλογή  της 

εφαρμοστέας  αντίληψης  ισότητας113.  Τα  δεδομένα  αυτά  είναι  γνωστά  στα  άτομα 

που  μετέχουν  στη  δημοπρασία,  διαδραματίζοντας  ρόλο  στην  επιλογή  τους  και 

διαμορφώνοντας  το  πεδίο,  επί  του  οποίου  καλείται  να  εφαρμοστεί  η  αρχή  της 

ισότητας.  Αυτός  είναι  και  ο  λόγος  για  τον  οποίο  δεν  είναι  δυνατή  η  χρήση  του 

παράγοντα  αυτού  ως  επιχειρήματος  κατά  του  αμιγώς  εξισωτικού  χαρακτήρα  της 

διανομής. 

Σε  μια  αξιολόγηση  της  συμβολής  της  δημοπρασίας  στην  εφαρμογή  της 

111 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 199επ. 

112 Οι Larry Alexander και Maimon Schwarzschild στο άρθρο τους «Liberalism, Neutrality, and Equality 

of Welfare vs. Equality of Resources»  (Philosophy and Public Affairs, Vol. 16, No. 1  (Winter, 1987), 

σελ.  93επ.)  κάνουν  λόγο  για  το  ενδεχόμενο  στρέβλωσης  του  αποτελέσματος  του  πλειστηριασμού 

εξαιτίας  ενδεχόμενης συγκέντρωσης  των αρχικών πηγών προκειμένου από κοινού να επιτευχθεί ο 

έλεγχος  κάποιων  δημόσιων  αγαθών.  Ο  έλεγχος  μάλιστα  αυτός  λαμβάνει  χώρα  σε  βάρος  της 

απόλυτης ανάγκης για λόγους επιβίωσης των ίδιων αγαθών. Πρόκειται για πρόβλημα, το οποίο δεν 

αντιμετωπίζεται από  τον Dworkin,  γεγονός που ωθεί  τους συγγραφείς στην αναζήτηση  των λόγων 

της  παράλειψης  αυτής.  Το  ενδεχόμενο  περιορισμού  των  υπό  δημοπράτηση  αγαθών  σε  όσα  είναι 

δεκτικά ιδιοποίησης κατακρίνεται ως στοιχείο εκπτώχυνσης της θεωρητικής προσέγγισης στο σύνολό 

της. Η πιθανότητα να υπονοείται μια πραγματοποίηση προσφορών χωρίς αναφορά στις προσφορές 

των  άλλων,  στην  αξία  δηλαδή,  την  οποία  μπορεί  να  έχουν  τα  αγαθά  για  αυτούς,  σκοντάφτει  στη 

δυνατότητα  μεταπώλησης  σε  έναν  όμιλο  αγοραστών,  επιτρέποντας  την  επέλευση  του  αρχικά 

αποδοκιμαστέου αποτελέσματος. 

113 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 200. 

www.24grammata.com

38

ισότητας  των  πόρων,  η  διαδικασία  αυτή  γίνεται  αντιληπτή  ως  «θεσμοποιημένη 

μορφή της διαδικασίας ανακάλυψης και προσαρμογής που είναι στο επίκεντρο της 

ηθικής αυτού του ιδεώδους»114. Το τεστ φθόνου εκλαμβάνεται ως μετουσίωση ενός 

μετρικού  συστήματος  αφιερωμένου  στον  προσδιορισμό  της  αξίας  των  πόρων 

καθενός μέσα από τη σημασία τους για τους άλλους, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται 

στο  αίσθημα  καθενός  για  το  τι  δικαιούται  και  το  είδος  της  ζωής  που  πρέπει  να 

κάνει115. 

Βασική  προϋπόθεση  για  την  ισχύ  των  διαπιστώσεων  αυτών  αποτελεί  η 

έλευση  των ανθρώπων στην αγορά με  ίσους  όρους,  με  σημείο  εκκίνησης δηλαδή 

ένα σύνολο κοινών αρχικών δυνατοτήτων. 

 

γ. Από τη θεωρητική επεξεργασία στην πρακτική εφαρμογή. 

Τα  θετικά  αξιολογούμενα  αποτελέσματα  της  θεωρητικής  επεξεργασίας 

αυτού  του  αφαιρετικά  δομημένου  μοντέλου  συνηγορούν  υπέρ  της  εξέτασης 

περαιτέρω  δυνατοτήτων  πρακτικής  εφαρμογής  του.  Η  αιτιολόγηση  του 

εγχειρήματος αυτού συγκεφαλαιώνεται στις ακόλουθες τρεις επισημάνσεις: 

−Με τον  τρόπο αυτό  τίθεται υπό δοκιμή η συνεκτικότητα και η πληρότητα 

της  ιδέας  της  ισότητας  στους  πόρους.  Έτσι  ενδεχόμενη  παραγωγή  μη  αποδεκτών 

αποτελεσμάτων  σε  μια  πιο  ρεαλιστική  κοινωνική  πραγματικότητα  ή  χρεία 

καταναγκασμών  και  περιορισμών  που  θα  προσέβαλαν  τις  ανεξάρτητες  αρχές 

δικαιοσύνης  θα  καταδείκνυαν  την  έλλειψη  συνοχής  ή  τον  πολιτικά  απωθητικό 

χαρακτήρα  του  ιδεώδους.  Συνάμα  η πιθανότητα  διαφορετικών  εξίσου αποδεκτών 

διανομών  οφειλόμενων  σε  τυχαίους  και  εν  πολλοίς  ανεξέλεγκτους  παράγοντες 

υποδεικνύει το χαρακτηριστικό της μερικής απροσδιοριστίας, το οποίο μολονότι δεν 

υπονομεύει τα θεμέλια του προτύπου, καθιστά σχετικό το κύρος καθεμιάς μεταξύ 

περισσότερων λύσεων116.  

−Η  ιδέα  της  δημοπρασίας  είναι  δυνατό  να  χρησιμοποιηθεί  σαν  κριτήριο 

τήρησης  του  θεωρητικού  προτύπου  της  ισότητας  των  πόρων  επί  των 

αποτελεσμάτων κάθε πραγματικής διανομής.117 

114 Για την διάγνωση ενός ηθικού θεμελίου στην αντίληψη περί ισότητας των πόρων του Dworkin βλ. 

Maimon Schwarzschild, «Constitutional law and equality» στο Dennis Patterson (ed.), A companion to 

philosophy of law and legal theory, Blackwell, Cambridge, 1996, σελ. 167. 

115 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 203. 

116 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 205επ. 

117 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 206επ. 

www.24grammata.com

39

−Η  δημιουργία  ενός  ρεαλιστικού  μοντέλου  δημοπρασίας  μπορεί  να 

λειτουργήσει ως πρότυπο είτε προς  την  κατεύθυνση  της δημιουργίας αντίστοιχων 

δομών  είτε  προς  αυτή  του  μετασχηματισμού  του  υπάρχοντος  διανεμητικού 

θεσμικού πλαισίου118. 

 

δ. Ο παράγοντας «τύχη» 

Η  διαδικασία  διανομής  πόρων  που  περιγράφηκε  εγκαθιδρύει  βέβαια  ένα 

πλαίσιο ισότητας με πεδίο αναφοράς το επίμαχο στοιχείο, δεν λαμβάνει χώρα όμως 

παρά σε ένα μεμονωμένο χρονικό σημείο119, μετά το οποίο οι μετέχοντες σε αυτή 

είναι  ελεύθεροι  να  συνεχίσουν  τη  ζωή  τους  χωρίς  περιορισμούς  στην  οικονομική 

δραστηριότητά τους. Όπως είναι φυσικό μια τέτοια εξέλιξη καθιστά την οικονομική 

κατάστασή  τους  ευάλωτη  σε  πλήθος  παραγόντων.  Από  τους  παράγοντες  αυτούς 

ορισμένοι έχουν να κάνουν με ιδιότητες των ίδιων των κοινωνικών υποκειμένων και 

ορισμένοι λειτουργούν ανεξάρτητα από αυτά. 

Μεταξύ  των  τελευταίων προεξάρχουσα θέση διεκδικεί η  τύχη120.  Για δε  τις 

ανάγκες  της  διερεύνησης  των  ειδικότερων  πτυχών  του  υπό  κρίση  θεωρητικού 

μοντέλου  ο  συγγραφέας  διακρίνει  μεταξύ  τύχης  από  επιλογή  (option  luck)  και 

καθαρής τύχης (brute luck)121. Η τύχη από επιλογή προϋποθέτει την ανάληψη ενός 

κινδύνου  και  εμπεριέχει  τις  έννοιες  της  προβλεψιμότητας  και  της  δυνατότητας 

αποφυγής. Αντίθετα η καθαρή τύχη αναφέρεται στην επέλευση γεγονότων εντελώς 

ανεξάρτητων  από  τη  βούληση  ή  τη  δυνατότητα  πρόβλεψης  του  εκάστοτε 

118 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 207επ. 

119  Για  μια  προσέγγιση  της  σχέσης  ισότητας  και  χρόνου  που  πριμοδοτεί  την  ισότητα  επί  του 

συνολικού βίου έναντι της ισότητας επί μεμονωμένων τμημάτων του βλ. Dennis McKerlie, «Equality 

and Time», Ethics, Vol. 99, No. 3 (Apr., 1989), σελ. 475επ. 

120 Είναι αυτή ακριβώς η θέση που επιφυλάσσει στην έννοια της τύχης ο Dworkin, που επέτρεψε σε 

σημαντικό μέρος  της θεωρίας  να  τον  εντάξει μεταξύ  των  εκπροσώπων  του  εξισωτισμού  της  τύχης 

(luck egalitarians). Σχετικά βλ. Elisabeth S. Anderson, «What is the point of equality?», Ethics, v. 109, 

n. 2 (January 1999), σελ. 290, 293. Για την αντίδραση του Dworkin σε μια τέτοια τοποθέτηση, η οποία 

προκύπτει  ως  απάντηση  σε  αντίστοιχης  θεματολογίας  άρθρο  του  Samuel  Scheffler  («What  is 

Egalitarianism?», Philosophy and Public Affairs, Vol. 31, No. 1 (Winter, 2003), σελ. 5‐39), βλ. Ronald 

Dworkin, «Equality, Luck and Hierarchy», Philosophy and Public Affairs, Vol. 31, No. 2 (Spring, 2003), 

σελ. 190επ. Η ανταπάντηση του Scheffler προς υπεράσπιση της αρχικής θέσης του εμπεριέχεται στο 

Samuel Scheffler, «Equality as the Virtue of Sovereigns: A Reply to Ronald Dworkin»,  Philosophy and 

Public Affairs, Vol. 31, No. 2 (Spring, 2003), σελ. 199επ. 

121 Βλ. και Susan Hurley, «Luck and Equality», Proceedings of the Aristotelian Society, Supplementary 

Volumes, Vol. 75 (2001), σελ. 51επ., όπου και συγκριτική θεώρηση της διάκρισης με την αντίστοιχη 

του Cohen. 

www.24grammata.com

40

υποκειμένου122. 

Προσπαθώντας ο συγγραφέας να καταστήσει σαφή τη διαφορά μεταξύ των 

δύο  μορφών  καταλήγει  στο  συμπέρασμα  ότι  πρόκειται  ουσιαστικά  για  διαφορά 

βαθμού  στηριζόμενος  στην  πραγματικότητα  σε  μια  δυνατότητα  αποφυγής  της 

ενδεχόμενης  αρνητικής  εξέλιξης,  έστω  και  υπό  το  καθεστώς  εξαιρετικά  πιεστικών 

και  –τουλάχιστον  στον  βαθμό  που  επιδιώκεται  μια  ρεαλιστική  απεικόνιση  της 

ενδεχόμενης πραγματικότητας‐ απίθανων συνθηκών123. 

Κρίσιμος  παρουσιάζεται  στο  σημείο  αυτό  ο  ρόλος  της  ασφάλισης. 

Συγκεκριμένα  με  βάση  όσα  ήδη  αναφέρθηκαν  σχετικά  με  τη  διάκριση  των  δύο 

μορφών  τύχης  η  ασφάλιση  παρουσιάζεται  ως  συνδετικός  κρίκος  τους.  Στην 

περίπτωση της καθαρής κακοτυχίας η ασφάλιση έρχεται να βελτιώσει τα πράγματα 

αποζημιώνοντας για το σύνολο ή ένα μέρος της ζημιάς, γεγονός που συνιστά τύχη 

από επιλογή, μια και η κάλυψη του συγκεκριμένου κινδύνου αποτελεί επιλογή του 

ασφαλισμένου προσώπου124. 

Τούτων  των  εννοιολογικών  διευθετήσεων  έπεται  η  εξέταση  της  συμβολής 

των  σχετικών  όρων στο  ζήτημα  της  ισότητας  των πόρων.  Συγκεκριμένα  τίθεται  το 

θέμα  της  συμφωνίας  με  το  κρίσιμο  ιδεώδες  μιας  εισοδηματικής  διαφοροποίησης 

οφειλόμενης στην τύχη από επιλογή. 

Αρχικά πραγματοποιείται μια σύγκριση μεταξύ όσων κινούνται συντηρητικά 

και  όσων  ρισκάρουν  επιτυχώς.  Μια  τέτοια  ανισοκατανομή  θεωρείται  θεμιτή  στο 

βαθμό  που  αντικατοπτρίζει  διαφοροποιήσεις  στο  επιλεγόμενο  είδος  βίου.  Ένα 

τέτοιο  κριτήριο  αδυνατεί  να  εμφανίσει  την  ίδια  αποτελεσματικότητα  όταν  η 

σύγκριση  γίνεται μεταξύ όσων διακινδυνεύουν  επιτυχώς  και όσων αποτυγχάνουν. 

Στην  περίπτωση  αυτή  όμως  πρόκειται  για  την  επιβεβαίωση  πιθανοτήτων  που 

εντάσσονται θεμιτά στο βιοτικό πρότυπο που επιλέχτηκε, διαπίστωση που έρχεται 

να επιβεβαιώσει η δυνατότητα χρήσης λαχνών κατά τη δημοπρασία, καθένας από 

τους οποίους κοστίζει ποσότητα πόρων, που εξαρτάται από τα προγνωστικά και τις 

προτιμήσεις  των  άλλων  ως  προς  το  ποντάρισμα  και  θα  χαθεί  αν  ο  λαχνός  δεν 

αποδειχτεί κερδοφόρος125.  

122 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 209. 

123 Σύμφωνα με τον Peter Vallentyne («Brute Luck, Option Luck, and Equality of Initial Opportunities», 

Ethics, Vol. 112, No. 3 (Apr., 2002), σελ. 533) κριτήριο της διάκρισης μεταξύ αυτών των δύο μορφών 

τύχης  είναι  ο  παράγονρας  της  λογικής  δυνατότητας  αποφυγής  (reasonable  avoidability),  ο  οποίος 

όμως εννοιολογικά δεν οριοθετείται επαρκώς. 

124 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 210. 

125 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 211επ. 

www.24grammata.com

41

Η αδυναμία ίσης συμμετοχής στη διαμόρφωση των λαχνών ως απότοκο της 

στέρησης της επιθυμητής ζωής τόσο από τους νικητές όσο και από τους ηττημένους 

του τζόγου αποτελεί την αιτία της απόρριψης της αναδιανομής από τους πρώτους 

στους δεύτερους126. 

Η απαγόρευση ορισμένων μορφών τζόγου θεωρείται θεμιτή πρακτική  τόσο 

για  λόγους  πατερναλιστικούς  όσο  και  για  λόγους  πολιτικής  ισότητας.  Αντίθετα 

αθέμιτη  θεωρείται  η  απαγόρευση  κάθε  μορφής  τζόγου,  καθώς  προσκρούει  στην 

υποχρέωση  των ανθρώπων να  επωμίζονται  το  κόστος  των  επιλογών  τους.  Για  την 

προσαρμογή μάλιστα του θεωρητικού μοντέλου στο συμπέρασμα αυτό προτείνεται 

μια βελτίωση του τεστ του φθόνου, ώστε οι πόροι που κερδίζονται ως αποτέλεσμα 

τζόγου να αντισταθμίζονται από την ευκαιρία που έχει κάποιος να επενδύσει στην 

τύχη127. 

Η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε με την ευκαιρία της αναφοράς στην 

τύχη  από  επιλογή  εκ  πρώτης  όψεως  δεν  βρίσκει  έδαφος  στην  περίπτωση  της 

καθαρής  τύχης.  Τα  αποτελέσματα  του  παράγοντα  αυτού  δε  θα  μπορούσαν  να 

ενταχθούν  σε  ένα  σύνολο  αναληφθέντων  κινδύνων  ούτε  στην  έννοια  το 

προτιμητέου βίου. 

Τη  λύση στο σημείο αυτό  έρχεται  να δώσει  για άλλη μια φορά η  γνώριμη 

έννοια  της  ασφάλισης.  Όπως  ήδη  αναφέρθηκε  η  επιλογή  μιας  τέτοιου  είδους 

κάλυψης αποτελεί αποτέλεσμα αξιολογήσεων αναφορικά τόσο με το ασφαλιζόμενο 

αγαθό όσο και με την πιθανότητα επέλευσης του κινδύνου και με την έννοια αυτή η 

ασφάλιση  λειτουργεί  καταλυτικά  προς  την  κατεύθυνση  της  μετάβασης  από  την 

καθαρή τύχη στην τύχη από επιλογή. Έτσι η μεταφορά πόρων από το ασφαλισμένο 

πρόσωπο προς το ανασφάλιστο με κριτήριο την ισότητα στους πόρους δε θεωρείται 

ενδεδειγμένη πρακτική ανεξαρτήτως αν η καθαρή κακοτυχία χτύπησε και τα δύο ή 

μόνο το ανασφάλιστο128. 

Το  συμπέρασμα  αυτό  καλύπτει  μόνο  τις  περιπτώσεις,  κατά  τις  οποίες  το 

κρίσιμο  συμβάν  λαμβάνει  χώρα  σε  ένα  σχετικά  προχωρημένο  στάδιο  του  βίου. 

Εύλογα λοιπόν τίθεται το ερώτημα σχετικά με τη μεταχείριση όσων γεννήθηκαν με 

αναπηρίες ή τις απέκτησαν σε πρώιμο στάδιο, όταν δηλαδή δεν διέθεταν χρήματα ή 

ικανοποιητική  γνώση  της πραγματικότητας που θα  τους οδηγούσε στην απόφαση 

της ασφαλιστικής κάλυψης. 

Τη  λύση  του  προβλήματος  κομίζει  η  επινόηση  ενός  θεωρητικού  μοντέλου  126 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 212επ. 

127 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 213επ. 

128 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 214επ. 

www.24grammata.com

42

βασισμένου  στην  έννοια  της  ασφαλιστικής  αγοράς129.  Για  την  κατασκευή  του 

θεωρείται ότι όλοι μοιράζονται στην κατάλληλη ηλικία τον ίδιο κίνδυνο εμφάνισης 

οποιουδήποτε είδους αναπηρίας στο μέλλον, χωρίς να τις έχουν εμφανίσει ακόμη. 

Εφόσον  ο  συνολικός  αριθμός  αναπηριών  παρέμενε  στα  ίδια  επίπεδα  τίθεται  το 

ερώτημα επί της ποσότητας ασφαλιστικής κάλυψης, την οποία θα αγόραζε το μέσο 

μέλος130 της κοινότητας απέναντι στις αναπηρίες αυτές. 

Η  απάντηση  στο  ερώτημα  χρησιμοποιείται  για  το  σχηματισμό  ενός 

κονδυλίου  ίσου με αυτό που στην υποθετική περίπτωση θα σχηματιζόταν από  το 

σύνολο των ασφαλίστρων και το οποίο θα συγκεντρωθεί από κάποια εξαναγκαστική 

διαδικασία, όπως η φορολόγηση. Από αυτό το σύνολο χρημάτων θα αποζημιωθούν 

όσα  άτομα  εμφανίσουν  πραγματικά  αναπηρίες,  οι  δε  επιπλέον  πόροι  τους  θα 

αποτελούν  προϊόν  υποθετικών αποφάσεων  της αγοράς  ειλημμένων στη  βάση  της 

εξίσωσης των περιστάσεων.  

Η μετάβαση από τη θεωρητική σύλληψη στο επίπεδο της κατασκευής  ενός 

πλαισίου αποζημίωσης μέσω της απάντησης στο ερώτημα με ρεαλιστικούς τη φορά 

αυτή  όρους  θέτει  το  συγγραφέα  αντιμέτωπο  με  το  αποκαλούμενο  πρόβλημα  του 

κατωφλίου  (threshold),  το  οποίο  συνίσταται  στην  αδυναμία  προσδιορισμού  της 

ασφάλισης  που  θα  είχε  αγοράσει  ένα  πρόσωπο  που  γεννήθηκε  με  αναπηρία, 

εφόσον  δεν  είναι  γνωστό  το  είδος  της  ζωής  που  θα  είχε  σχεδιάσει  χωρίς  την 

επιβάρυνση  αυτή.  Ωστόσο  η  υιοθέτηση  εξατομικευμένων  προσεγγίσεων  δεν 

κρίνεται  υγιής  πρωτοβουλία  και  στη  θέση  της  προτείνεται  η  ταύτιση  με  την 

πραγματική  ασφαλιστική  αγορά  που  θεωρεί  ότι  η  διακινδύνευση  για  τις 

περισσότερες καταστροφές κατανέμεται τυχαία,  χωρίς βέβαια να ληφθούν υπόψη 

αντιλήψεις  των  ασφαλιστών,  που  αφήνουν  να  διαφανεί  κάποια  διακριτική 

μεταχείριση131.  Αυτονόητα  βέβαια  η  τεχνολογία  ως  στοιχείο  με  επιρροή  στην 

129 Βλ. και Elisabeth S. Anderson, «What is the point of equality?», ό. π., σελ. 303 και 309, όπου βάση 

της σχετικής κριτικής συνιστά η απομάκρυνση της υποθετικής ασφαλιστικής αγοράς από τα ισχύοντα 

δεδομένα.  Επίσης  Για  μια  κριτική  της  ασφαλιστικής  αγοράς,  με  τη  μορφή  με  την  οποία  την 

εμπνεύστηκε ο Dworkin, βασισμένη στο μη ρεαλιστικό χαρακτήρα των ασφαλιστικών προϊόντων που 

απαιτούνται για τη λειτουργία της και τα θεωρούμενα ως ανεπαρκή αποτελέσματά της βλ. Michael 

Otsuka,  «Luck,  Insurance  and  Equality»,  Ethics,  Vol.  113,  No.  1,  Symposium  on  Ronald  Dworkin's 

"Sovereign Virtue" (Oct., 2002), σελ. 43επ. 

130 Ο συγγραφέας τελεί εν γνώσει του γεγονότος ότι η αντίληψη, βάσει της οποία καθένας από όσους 

υποφέρουν από αναπηρίες θα αγόραζε το μέσο όρο ασφαλιστικής κάλυψης, συνιστά εξωπραγματική 

παραδοχή στερούμενη ρεαλισμού, θεωρεί όμως ότι ένας τέτοιος συμβιβασμός, ο οποίος οφείλεται 

στην  έλλειψη  ακριβούς  πληροφόρησης,  αποτελεί  την  καλύτερη  δυνατή  λύση.  Σχετικά  βλ.  Ronald 

Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 218 υποσ. 12. 

131 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 219. 

www.24grammata.com

43

επιλογή της ασφάλισης πρέπει να ληφθεί υπόψη. 

Ποικιλότροπα  προβληματική  εμφανίζεται  η  οπτική  του  υπολογισμού  των 

σωματικών και πνευματικών δυνάμεων ως πόρων κατά τρόπο τέτοιο, ώστε κάποιος 

που γεννιέται ανάπηρος να θεωρείται ότι υστερεί ως προς την ποσότητα πόρων που 

κατέχει. Η προοπτική μιας αρχικής αποζημίωσης με αποτέλεσμα  την επίτευξη  του 

απαραίτητου  κοινού  αφετηριακού  σημείου  προσκρούει  στην  αδυναμία 

προσδιορισμού του απαιτούμενου αρχικού μέτρου καθώς και στην ανεπάρκεια της 

αποζημίωσης ως εξισωτικού παράγοντα ικανού να καταστήσει πράγματι ίσο αυτόν 

που  υστερεί  εκ  γενετής  με  όποιον  γεννιέται  χωρίς  κάποιο  πρόβλημα  του  είδους 

αυτού132.  Ακόμη  τείνει  να  εξισώσει  κατασκευαστικά δεδομένα με υλικούς πόρους 

δεκτικούς  συγκεκριμένου  χειρισμού  ή  μεταβίβασης,  συντελώντας  έτσι  σε  μια 

εσφαλμένη κατανόηση του προβλήματος133.  

Η ένταξη στο θεωρητικό σχήμα της δημοπρασίας μιας ασφαλιστικής αγοράς 

με  απώτερο  σκοπό  να  καταστεί  αυτό  συνεπές  με  την  προβληματική  που 

αναπτύχθηκε  και  τις  λύσεις  που  επιλέχτηκαν  έχει  ως  λογικό  επακόλουθο  την 

εξέταση  του  ενδεχομένου  αποζημίωσης  όσων  διαθέτουν  ακριβά  ή  εκκεντρικά 

γούστα κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να υποτεθεί ότι καθένας είχε μια ίση ευκαιρία να 

είναι στην ίδια θέση, πριν τη δημιουργία της αγοράς. 

Η  απάντηση  στο  ζήτημα  αυτό  στηρίζεται  στο  γεγονός  ότι  η  αναπηρία 

περιορίζοντας τα μέσα, με τα οποία ένα πρόσωπο αντιμετωπίζει τη ζωή του συνιστά 

μια  υστέρηση  στο  επίπεδο  των  πόρων.  Αντίθετα  κάτι  τέτοιο  δε  μπορεί  να 

υποστηριχτεί  στην  περίπτωση  των  ακριβών  ή  εκκεντρικών  γούστων  χωρίς  να 

ενταχθεί σε μια αντίληψη ισότητας ευημερίας134. 

Η  εξέταση  της  σχέσης  μεταξύ  γούστων  και  αναπηρίας  δε  σταματάει  εδώ. 

Έτσι  η  διάκριση  που  πραγματοποιείται  μεταξύ  στοιχείων  του  προσώπου  και 

περιστάσεών  του  αυτή  ακριβώς  την  προσπάθεια  εξυπηρετεί135.  Τα136γούστα  132 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 221επ. 

133 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 222. 

134 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 224. 

135  Όπως  είναι  αναμενόμενο η  διάκριση  τραβάει  την  προσοχή  πολλών  θεωρητικών  με  ερευνητικά 

ενδιαφέροντα που άπτονται του ζητήματος της ισότητας. Ο Alex Callinicos (Equality, ό. π., σελ. 55επ.) 

αναφερόμενος  στη  διάκριση,  όπως  αυτή  συλλαμβάνεται  από  τον  Dworkin  και  εν  συνεχεία  στην 

εκτίμηση  του  Cohen,  σύμφωνα  με  την  οποία  πρόκειται  για  μια  καίρια  συνεισφορά  στη  σύζευξη 

επιλογής  και  ευθύνης,  εστιάζει  την  κριτική  του  αφενός  στην  πολυπλοκότητα  της  σχέσης  μεταξύ 

επιλογής,  προτιμήσεων  και  περιστάσεων  υπό  την  ειδικότερη  εκδοχή  αυτού  που  αποκαλεί 

«προσαρμόσιμες  προτιμήσεις»  (adaptive  preferences)134  αφετέρου  στη  διαφορετική  δυνατότητα 

καθενός  να  αποκομίζει  οφέλη  από  την  ίδια  ποσότητα  αγαθών,  δεδομένο  που  δεν  φαίνεται  να 

λαμβάνεται υπόψη κατά την κατασκευή του θεωρητικού πλαισίου της ισότητας των πόρων. Σχετικά 

www.24grammata.com

44

εντάσσονται αρχικά στα στοιχεία του προσώπου και οι αναπηρίες στις περιστάσεις 

του, και ενώ ο χαρακτηρισμός μιας ενδογενούς παρόρμησης δεν έχει πάντα σαφές 

περιεχόμενο  στη  βάση  της  διάκρισης  αυτής,  η  ισότητα  των  πόρων  εξυπηρετείται 

αποτελεσματικότερα  μέσω  του  μετασχηματισμού  του  διπτύχου  σε  «πεποιθήσεις 

και στάσεις που ορίζουν με τι θα έμοιαζε μια επιτυχημένη ζωή»137 και ταυτίζονται 

από  το  ιδεώδες  της  ισότητας  των  πόρων  με  τα  στοιχεία  του  προσώπου  και 

«γνωρίσματα  του  σώματος  ή  του  νου  ή  της  προσωπικότητας,  τα  οποία  παρέχουν 

μέσα ή αποτελούν εμπόδια προς αυτή την επιτυχία»138 και ταυτίζονται από το ίδιο 

ιδεώδες με τις περιστάσεις του προσώπου. 

Οι  παρατηρήσεις  αυτές  δημιουργούν  γόνιμο  έδαφος  τόσο  για  τη  διάκριση 

μεταξύ διακαών πόθων και θετικών γνωρισμάτων της προσωπικότητας όσο και για 

την ενδεχόμενη ένταξη ορισμένων από αυτά στο καθεστώς των αναπηριών. 

 

ε. Εργασία, χαρίσματα και φιλοδοξίες στη ...μετά τη δημοπρασία εποχή. 

Μετά  το  πέρας  της  διαδικασίας  διανομής  μια  ιδιαίτερα  επιτυχημένη 

εμπορική δραστηριότητα κλονίζει το ιδεώδες της ισότητας προκαλώντας φθόνο στα 

άλλα μέλη της κοινότητας. Το ερώτημα που τίθεται υπό το βάρος της διαπίστωσης 

αυτής  εξετάζει  το  ενδεχόμενο  λειτουργίας  της  δημοπρασίας  κατά  τρόπο  τέτοιο, 

ώστε η εμπορική δραστηριότητα να μην επηρεάζει αρνητικά την υφιστάμενη για τις 

ανάγκες του επινοήματος ισότητα των πόρων. 

Το  υποθετικό  σενάριο  που  χρησιμοποιείται  για  τη  γλαφυρότερη  δυνατή 

παρουσίαση  της  υποστηριζόμενης  τοποθέτησης  αναφέρεται  σε  ένα  πρόσωπο  το 

οποίο  λειτουργώντας  υπό  καθεστώς  ισότητας  ως  προς  τα  χαρίσματα  που 

επηρεάζουν  την  παραγωγική  λειτουργία  κατόπιν  της  διανομής  επιλέγει  να 

βλ. και Arthur Ripstein, «Equality, Luck and Responsibility», Philosophy and Public Affairs, v. 23 (n. 1), 

Winter, 1994, σελ. 19, υποσ. 31, Mathias Risse, «What Equality of Opportunity Could Not Be», Ethics, 

ό. π., σελ. 734 υποσ. 30.  Για μια κριτική με βασικό έρεισμα την αδυναμία σχηματισμού αυθεντικά 

ελεύθερης βούλησης εξαιτίας  των κοινωνικών περιστάσεων βλ.  Jon Elster, «The Empirical Study of 

Justice» στο: D. Miller, M. Walzer (eds.), Pluralism, Justice and Equality,Oxford University Press, New 

York, σελ. 96επ 

136  Πρόκειται  για  ιδιαίτερη  μορφή  προτιμήσεων  των  οποίων  προηγείται  μια  εκτίμηση  της 

κατάστασης,  βάσει  της  οποίας  το  άτομο  σχηματίζει  μια  κρίση  αναφορικά  με  τον  εφικτό  ή  μη 

χαρακτήρα  της  επιδίωξής  του.  Όπως  χαρακτηριστικά  αναφέρεται  στο  κείμενο  επί  παραδείγματι 

κάποιος σταματά να επιθυμεί  κάτι,  καθώς πιστεύει ότι η απόκτησή  του δεν  είναι  εφικτή.  Βλ. Alex 

Callinicos, Equality, ό. π., σελ. 54. 

137 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 226. 

138 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 226. 

www.24grammata.com

45

παραγάγει το αγαθό στο οποίο οι άλλοι δίνουν αξία. Έτσι στο τέλος της διαδρομής 

αυτής  καθένας  φθονεί  το  συνολικό  –μεγαλύτερο  από  το  αντίστοιχο  των  άλλων‐ 

απόθεμα αγαθών του, χωρίς όμως να είναι διατεθειμένος να διαγάγει το είδος του 

βίου  το οποίο διήγαγε ο παραγωγός  των αγαθών.  Στην περίπτωση αυτή η αρχική 

διανομή δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστεί άνιση, εφόσον στο σύνολο αγαθών που 

κατέχει το πρόσωπο αυτό συμπεριληφθεί η εργατική δύναμή του139. 

Η  ισότητα  των  πόρων  στα  πλαίσια  του  ευρήματος  της  δημοπρασίας 

επιβάλλει κάθε αγαθό να κοστολογείται με βάση τα χρήματα που θα πλήρωναν τα 

άλλα  μέλη  της  κοινότητας  για  να  το  χρησιμοποιήσουν  για  τους  σκοπούς  τους. 

Ευνόητο  είναι  πως  τα  πρόσωπα  αυτά  με  τα  σειρά  τους  θα  είναι  σε  θέση  να 

πραγματοποιήσουν  τις  αντίστοιχες  προσφορές,  διαφορετικά  το  εγχείρημα  της 

εξίσωσης  των  πόρων  μέσω  της  δημοπρασίας  αποτυγχάνει  καθώς  τα  αγαθά 

υποκοστολογούνται140. 

Έτσι σε μία περίπτωση, κατά την οποία κάποιο τρίτο πρόσωπο επιθυμούσε 

να  μετατρέψει  σε  γήπεδο  τένις  τη  γη  επί  της  οποίας  το  πρόσωπο  του  αρχικού 

παραδείγματος  σκοπεύει  μέσω  της  διάθεσης  της  εργατικής  δύναμής  του  και 

διάγοντας  έναν  βίο  ανιαρό  να  καλλιεργήσει  προϊόντα  αποσκοπώντας  στην 

κερδοφορία που συνεπάγεται η πώλησή τους, θα έπρεπε να είναι διατεθειμένο να 

προβεί σε μια θυσία ως προς το αρχικά ίσο απόθεμα πόρων, το οποίο δικαιούται. 

Μάλιστα  η  τοποθέτηση  αυτή  δεν  ισχύει  μόνο  εφόσον  η  κατάσταση  γίνει 

αντιληπτή από τη σκοπιά όσων επιθυμούν τα προϊόντα του καλλιεργητή, αλλά και 

στην περίπτωση της θέασης από τη σκοπιά του ίδιου του προσώπου αυτού. Έτσι η 

σκληρή εργασία δίνει τη δυνατότητα ικανοποίησης κάποιων πιο ακριβών γούστων 

με  τον  ίδιο  τρόπο,  με  τον  οποίο  η  απραγία  καθιστά  εφικτή  την  εξυπηρέτηση 

αποκλειστικά  στοιχειωδών  αναγκών.  Από  τη  σκοπιά  της  ισότητας  των  πόρων  η 

εναλλαγή μεταξύ των δύο αυτών προτύπων παραμένει αδιάφορη, μια και το κόστος 

για την κοινότητα είναι ίδιο και στις δύο περιπτώσεις, το δε ενδεχόμενο κάποιος να 

απολαμβάνει  τη  σκληρή  εργασία  αδυνατεί  να  θεμελιώσει  λόγο  διαφορετικής 

εκτίμησης των δεδομένων141. 

Σε  ό,τι  λοιπόν  αφορά  στη  συνδρομή  της  εργασίας  στο  εξισωτικό  πρότυπο 

υπό το πρίσμα του τεστ φθόνου προτείνεται μια διαχρονική εφαρμογή,   έτσι ώστε 

κανείς  να  μη  μισεί  τον  συνδυασμό  εργασίας  και  πόρων,  μολονότι  ο  φθόνος  ως 

κατάσταση  που  αφορά  αποκλειστικά  μια  συγκεκριμένη  χρονική  στιγμή  γίνεται 

139 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 228επ. 

140 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 229. 

141 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 230επ. 

www.24grammata.com

46

αποδεκτός142.  Με  τον  τρόπο  αυτό  καθίσταται  θεμιτό  το  ενδεχόμενο  αποκόμισης 

κέρδους από τη χρήση των πόρων, εφόσον όμως ισχύει η προϋπόθεση της ισότητας 

των χαρισμάτων143. 

Εύλογα  λοιπόν  τίθεται  το  ζήτημα  της  αναγκαιότητας  του  όρου  αυτού.  Το 

συμπέρασμα στο οποίο οδηγείται ο συγγραφέας τόσο από τη σκοπιά της σύλληψης 

της  εργασίας  ως  ευχάριστης  δεξιοτεχνικής  ενασχόλησης  όσο  και  από  αυτή  μιας 

στατιστικής  σχέσης  προσπάθειας  και  παραγωγικότητας  συνίσταται  ακριβώς  στην 

επιβεβαίωση  του  απαραίτητου  χαρακτήρα  μιας  τέτοιας  προϋπόθεσης  για  το  τεστ 

του φθόνου144. Συνεπεία δε τούτου εξετάζεται αν η εμμονή στο τεστ αυτό αποτελεί 

ορθό οδηγό κατά την εκτίμηση των στοιχείων που συμπεριλαμβάνονται στο στάδιο 

αυτό του γενικότερου συλλογιστικού σχήματος. 

Η  αντίληψη,  βάσει  της  οποίας  το  εν  λόγω  τεστ  θα  έπρεπε  να  μη  ληφθεί 

υπόψη  στη  συγκεκριμένη  περίπτωση,  διότι  εν  τέλει  οδηγεί  στην  υιοθέτηση  ως 

κριτηρίου  της  εξάλειψης  του  φθόνου  εν  γένει  ως  τέτοιου  νοούμενης  μιας 

γενικότερης δυσαρέσκειας για το πρόσωπο του άλλου και όχι του φθόνου για τους 

πόρους του, τη στιγμή, κατά την οποία η ισότητα των πόρων θα έπρεπε να αρκείται 

σε  μια  ίση  αρχική  διανομή  χωρίς  να  ενδιαφέρεται  για  την  ανισότητα  εξαιτίας 

ιδιαίτερων  γνωρισμάτων  σε  ένα  απώτερο  σημείο  και  τον  πλήρη  εξοβελισμό  του 

φθόνου,  απορρίπτεται  ως  ανεπίτρεπτη  σύγχυση  της  ισότητας  των  πόρων  με  την 

καθοριστικά διαφορετική θεώρηση της ισότητας των ευκαιριών145,146. 

Στην αντίληψη αυτή αντιπαραβάλλονται ορισμένες κριτικές παρατηρήσεις. 

Η  θεωρία  της  ισότητας  των  ευκαιριών αντιμετωπίζεται  αρνητικά  στη  βάση 

142 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 231. 

143  Το  ζήτημα  των  χαρισμάτων  και  της  θέσης  που  πρέπει  να  τους  επιφυλαχθεί  στα  πλαίσια  μιας 

θεωρίας  ισότητας αγγίζει  τον πυρήνα της σχετικής προβληματικής. Ο  John Roemer  στο άρθρο  του 

«Equality of Resources Implies Equality of Welfare» (The Quarterly Journal of Economics, Vol. 101, No. 

4  (Nov.,  1986),  σελ.  751επ.  και  κυρίως  756επ.)  εστιάζοντας  στη  φύση  των  χαρισμάτων  ως  μη 

μεταβιβάσιμων  πόρων  προτείνει  έναν  μηχανισμό  ενταξής  τους  στο  εξισωτικό  μοντέλο, 

προσανατολισμένο κατά βάση σε ένα μαθηματικό πρότυπο. 

144 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 232. 

145 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 234. 

146  Για  τη  σχέση  μεταξύ  του  ευαίσθητου  στην  ευθύνη  εξισωτισμού  (responsibility  sensitive 

egalitarianism) και της λεγόμενης ισότητας των ευκαιριών με έμφαση στα γεγονότα της απόρριψης 

κάθε  πιθανής  εξαίρεσης  βάσει  παραγόντων  όπως  το φύλο  ή  η  φυλή  και  της  χρήσης  διαδικασιών 

επιλογής  και  πρόσβασης  στα  προσόντα  ως  θεμιτών  μεθόδων  κατασκευής  ενός  πεδίου 

διαφοροποιήσεων βλ. Andrew Mason , «Equality of Opportunity, Old and New», Ethics, Vol. 111, No. 

4 (Jul., 2001), σελ. 763επ.   

www.24grammata.com

47

της  ζημιογόνου  λειτουργίας  της  βελτίωσης  των  οικονομικών  δεδομένων  ενός 

προσώπου για τα λοιπά μέλη της κοινότητας147. Η ροπή του τεστ φθόνου προς την 

αναφορά  στο  φθόνο  για  τους  άλλους  και  όχι  στον  φθόνο  για  όσα  έχουν 

αντικρούεται  μέσω  της  ένταξης  γνωρισμάτων  όπως  οι  ανάγκες  των  άλλων 

ανθρώπων  και  η  βελτιωμένη  οικονομική  κατάσταση  στις  περιστάσεις  του 

προσώπου, οι οποίες είναι δεκτικές μετασχηματισμού με τη χρήση εκπαιδευτικών 

προγραμμάτων ή φορολογικών μέτρων148.  

Τέλος η υποβόσκουσα θεωρία ακριβοδικίας της αρχικής εκκίνησης (starting‐

gate  theory  of  fairness)149,  η  οποία  βλέπει  ως  ακριβοδίκαιο  αποτέλεσμα  τη 

διατήρηση των κερδών μέσω των δεξιοτήτων, εφόσον οι άνθρωποι συμπίπτουν ως 

προς το σημείο εκκίνησης και δε χρησιμοποιούν αθέμιτα μέσα όπως η εξαπάτηση 

και  η  κλοπή  και  η  οποία  εκλαμβάνεται  ως  δεδομένο  αιτιακό  υπόβαθρο  της 

εξίσωσης  των  χαρισμάτων  προκειμένου  μέσω  της  δημοπρασίας  να  επιτευχθεί 

συνεχής  ισότητα  πόρων,  παρουσιάζεται  ως  εσωτερικά  αντιφατική  καθώς  με  την 

πάροδο  του  χρόνου  εγείρει  αξιώσεις  ανατροπής  του  εξισωτικού  κριτηρίου,  την 

εφαρμογή του οποίου είχε απαιτήσει αρχικά150. 

Αντίθετα η θεωρία  της  ισότητας  των πόρων σε μια εξισωτική απόπειρα με 

πεδίο αναφοράς το σύνολο του βίου συναρτά το ύψος των διαθέσιμων κάθε στιγμή 

πόρων  με  τους  πόρους  που  διατίθενται  ή  καταναλώνονται  σε  άλλες  στιγμές  της 

ζωής, εξηγώντας τις περιπτώσεις διαφοροποιήσεων ως προς την ποσότητα αγαθών 

βάσει  μιας  αντίστοιχα  δαπανηρής  για  την  κοινότητα  επιλογής  και  φέρνοντας  σε 

αμηχανία τη θεωρία της αρχικής εκκίνησης151. 

Με  τις  διαπιστώσεις  αυτές  η  σκέψη  του  συγγραφέα  έχει  προσεγγίσει  ένα 

σημείο  όπου  στα  πλαίσια  του  συζητούμενου  εξισωτικού  προτύπου  τίθενται 

αντιμέτωπες  δύο  διαφορετικές  προοπτικές.  Μετά  τη  δημοπρασία  τα  κοινωνικά 

υποκείμενα μπορούν να επιτύχουν στηριζόμενα στις φιλοδοξίες152 και τις επιλογές 

τους  διαφορετικά  ύψη  εισοδήματος,  αποτέλεσμα  αποδεκτό  σε  αντίθεση  με 

ανισότητες που αποτελούν προϊόν διαφορετικών χαρισμάτων κατά τα λοιπά όμοιων 

147 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 234. 

148 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 234επ 

149 Βλ. και Elisabeth S. Anderson, «What is the point of equality?», ό. π., σελ. 308, υποσ. 64. 

150 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 236επ 

151 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 239. 

152 Σχετικά με τη θεώρηση της θέσης αυτής των φιλοδοξιών στο συνολικό θεωρητικό πλαίσιο ως μιας 

εκδοχής  των  λεγόμενων φυσικών ανταμοιβών  (natural  rewards)  βλ. Peter Vallentyne, «Brute  Luck, 

Option Luck, and Equality of Initial Opportunities», ό. π., σελ. 550 και υποσ. 25.  

www.24grammata.com

48

προσώπων. 

Η αναζήτηση μιας λύσης που να επιτρέπει την ταυτόχρονη τήρηση των δύο 

αυτών όρων έχει ως επακόλουθο την εξέταση του ενδεχομένου δημοπράτησης της 

εργασίας  όσων  μετέχουν  στον  πλειστηριασμό.  Κάτι  τέτοιο  όμως  καταλήγει  στο 

ανεπιεικές αποτέλεσμα ενός είδους υποδούλωσης των προικισμένων προσώπων153, 

τα οποία πρέπει πλέον  να  επιλέξουν μεταξύ  της διάθεσης  των δυνάμεών  τους σε 

τρίτους  και  της  διάθεσης  ενός  μεγάλου  τμήματος  πόρων  προκειμένου  να 

διατηρήσουν την εξουσία επί του εαυτού τους επιδιδόμενα στη δραστηριότητα της 

επιλογής τους154. 

Πρόκειται  σε  τελική  ανάλυση  για  ένα  αίτημα  ασύμβατο  με  το  τεστ  του 

φθόνου,  η  χρήση  του  οποίου  στη  συγκεκριμένη  περίπτωση  θα  καταδείκνυε  την 

ψυχική  επιβάρυνση  ως  επακόλουθο  τόσο  της  θεμιτής  κατά  την  εφαρμογή  του 

οικείου  εξισωτικού  προτύπου  οικειοποίησης  του  προϊόντος  των  χαρισμάτων  όσο 

και της υποχρέωσης των φορέων των χαρισμάτων να επιβαρυνθούν οικονομικά για 

την  αγορά  ελεύθερου  χρόνου  ή  της  δυνατότητάς  τους  να  επιδίδονται  στη 

δραστηριότητα της επιλογής τους ανεξαρτήτως της παραγωγικής αξίας της155.  

Το προφανές αδιέξοδο, στο οποίο οδηγούν οι διαπιστώσεις αυτές, ωθεί κατ’ 

153  Στο  χαρακτηρισμό αυτό εστιάζει  την προσοχή  της η Miriam Cohen Christofidis  («Talent, Slavery 

and Envy» στο: Dworkin and his critics with replies by Dworkin, Blackwell, Malden, 2004, σελ. 32επ.), 

σύμφωνα με τη γνώμη της οποίας πρόκειται στην πραγματικότητα για μια περίπτωση περιορισμένης 

επιλογής (restricted choice) μεταξύ της φτώχειας και της δουλείας. Με αφορμή την προσέγγιση αυτή 

επιδίδεται σε μια ευρύτερη κριτική στον τρόπο, με τον οποίο θεμελιώνεται η εξαίρεση της εργασίας 

από τα αγαθά προς δημοπράτηση καταλογίζοντας στον Dworkin την ανεπάρκεια του επιχειρήματος 

που αναφέρεται στην υποχρέωση καθενός να χρησιμοποιήσει σημαντικό μέρος των αρχικών πόρων 

του,  προκειμένου  να  αποκομίσει  περιορισμένο  κέρδος,  την  έλλειψη  μιας  προκειμένης  που  θα 

εκλαμβάνει  ως  δεδομένη  την  αποκόμιση  κέρδους  από  τον  έλεγχο  του  εαυτού  και  την  ανεπαρκή 

θεμελίωση της υποδούλωσης των ταλαντούχων ή του φθόνου τους έναντι των μη ταλαντούχων κατά 

τη  δημοπράτηση  της  εργασίας.  Χρησιμοποιώντας  μάλιστα  ως  βάση  την  τελευταία  παρατήρηση 

επισημαίνει ορισμένες επισφάλειες στο τεστ του φθόνου οφειλόμενες κατά κύριο λόγο στην πιθανή 

αδυναμία συνυπολογισμού παραγόντων γενεσιουργών του κρίσιμου αισθήματος. 

Για την απάντηση του Dworkin στα επιχειρήματα αυτά βλ. Dworkin and his critics, ό. π., σελ. 351. 

Χρησιμοποιώντας ένα μάλλον απροσδόκητο επιχείρημα ο συγγραφέας του Sovereign Virtue δίνει τη 

δυνατότητα  στους  ναυαγούς  του  παραδείγματός  του  να  συμπράξουν,  προκειμένου  εν  είδει 

κοινοπραξίας να επιτύχουν από κοινού είτε τον έλεγχο της εργατικής δύναμης ενός προσώπου είτε 

την  υποστήριξή  του,  ώστε  πλειοδοτώντας  να  διατηρήσει  τον  έλεγχο  επί  των  ιδίων  δυνάμεων. 

Καθεμιά από τις δύο ενδεχόμενες περιπτώσεις συνηγορεί επαρκώς υπέρ του χαρακτηρισμού της ως 

κατάστασης  δουλείας.  Σχετική  με  το  ζήτημα  αυτό  είναι  και  η  προβληματική  που  εκτίθεται  στην 

υποσημείωση 112 του παρόντος. 

154 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 240επ.  

155 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 242. 

www.24grammata.com

49

αποτέλεσμα  στην  αναζήτηση  άλλων  λύσεων  με  προεξάρχουσα  αυτή  της 

«περιοδικής  αναδιανομής  των  πόρων  μέσω  ορισμένης  μορφής  φόρου 

εισοδήματος»156.  Αυτονόητα  βέβαια  η  πίστη  στις  βασικές  προϋποθέσεις  της 

αποδοχής  των  συνεπειών  των  βιοτικών  επιλογών  και  της  εξάλειψης  των 

αποτελεσμάτων  διαφορετικών  χαρισμάτων  διατηρείται  στο  ακέραιο,  αν  και 

επισημαίνεται ο σημαντικός ρόλος που αναγνωρίζεται στο γενετικό παράγοντα ως 

συμβιβασμού  αναφορικά  με  την  εξυπηρέτηση  των  δύο  αυτών  αρχών  και  όχι  ως 

συμβιβασμού  προς  όφελος  κάποιας  διαφορετικής  εξωγενούς  αξιολογικής 

προκειμένης157. 

Στην  αλληλεπίδραση  χαρισμάτων  και  φιλοδοξιών  εντοπίζεται  η  αιτία  της 

αδυναμίας προσδιορισμού φορολογικών συντελεστών, οι οποίοι θα συνδυάζουν τις 

δύο προϋποθέσεις αναδιανέμοντας  το μέρος  του εισοδήματος που οφείλεται στα 

χαρίσματα  και  επιτρέποντας  τη  διατήρηση  αυτού  που  προκύπτει  από  τις 

προτιμήσεις158. Η απόπειρα επίλυσης  του προβλήματος μετά  την αναγνώριση  των 

προβλημάτων  που  θα  δημιουργούσε  η  επινόηση  ενός  κόσμου  ίσων  δυνατοτήτων 

άγει  στην  αναζήτηση  ενός  κριτηρίου  διάκρισης  μεταξύ  ακριβοδίκαιων  και  μη 

διαφορών  στον  πλούτο,  οφειλόμενων  σε  διαφορές  στην  απασχόληση.  Το 

περιεχόμενο  που  αποδίδεται  στην  έννοια  των  μη  ακριβοδίκαιων  διαφορών,  οι 

οποίες  εν  πολλοίς  ταυτίζονται  με  ανεπάρκειες  γενετικής  υφής,  επιτρέπει  την 

αναγωγή στο πρόβλημα των αναπηριών, το οποίο έχει αναλυθεί εκτενώς κατά την 

κριτική παρουσίαση της ισότητας ευημερίας159. 

 

στ. Το πρόβλημα της έλλειψης δεξιοτήτων. 

Η αντιμετώπιση της έλλειψης κάποιας δεξιότητας ως ενός είδους αναπηρίας 

παρόλες  τις  εννοιολογικές διαφορές  των δύο  καταστάσεων φρονείται ότι  καθιστά 

ευχερή  την  αποζημιωτική  λειτουργία  με  βάση  την  ασφάλιση  που  θα  αγόραζε 

κάποιος  στη  σχετική  δημοπρασία  έναντι  του  ενδεχομένου  της  έλλειψης  κάποιου 

επιπέδου δεξιοτήτων. Και μολονότι λαμβάνεται υπόψη ότι στην πραγματικότητα η 

ασφαλιστική κάλυψη της έλλειψης δεξιοτήτων δεν είναι εφικτή, καθώς αυτές είναι 

δεδομένες και δεν είναι δυνατό να ιδωθούν ως μελλοντικά ενδεχόμενα, η ισότητα 

των πόρων θεωρείται  ότι  απαιτεί  την απάντηση στο  ερώτημα πόση ασφάλιση θα 

αγόραζε  καθένας  σε  έναν  υποθετικό  κόσμο,  όπου  η  κατανομή  των  δεξιοτήτων 

156 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 242. 

157 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 243επ 

158 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 243επ  

159 Βλ. ΙΙΙη2 παρόντος. 

www.24grammata.com

50

ταυτίζεται με την υπάρχουσα αλλά όλοι έχουν τις ίδιες πιθανότητες να υποστούν τις 

συνέπειες της έλλειψης συγκεκριμένων δεξιοτήτων160. 

Μια  εκτίμηση  βασισμένη  στα  δεδομένα  αυτά,  εφόσον  καθιστά  εφικτό  τον 

προσδιορισμό του μέσου όρου των κατώτερων ορίων, αρκεί για τον καθορισμό των 

αντίστοιχων ορίων του επιδιωκόμενου μοντέλου φορολόγησης και αναδιανομής, με 

αποτέλεσμα  ο  συγγραφέας  εύλογα  να  οδηγείται  στην  αναζήτηση  των  ιδιαίτερων 

χαρακτηριστικών της αγοράς που θα κληθεί να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του νέου 

αυτού υποθετικού σχήματος. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο εξετάζονται τα 

θεωρητικά  ενδεχόμενα  της  άγνοιας  από  μέρους  των  κοινωνικών  υποκειμένων 

αναφορικά  με  τις  πραγματικές  δεξιότητές  τους  και  ταυτόχρονα  της  γνώσης  των 

πιθανοτήτων  καθενός  να  αποκτήσει  κάποια  δεξιότητα,  υπό  τη  συνδρομή  των 

οποίων το κατασκεύασμα αυτό καλείται να οδηγήσει σε συμπεράσματα σχετικά με 

την ασφάλιση απέναντι στο ενδεχόμενο υστέρησης επί των εν λόγω δεξιοτήτων161. 

Μάλιστα η σημαντική δομική ταύτιση του παρόντος μοντέλου με το αντίστοιχο των 

αναπηριών  δικαιολογεί  την  αναφορά  στην  πιθανότητα  συγχώνευσης  των  δύο 

αγορών,  ώστε  η  έλλειψη  δεξιοτήτων  και  τυπικά  να  εξισωθεί  με  την  παρουσία 

αναπηριών. 

Ωστόσο  η  αδυναμία  πρόβλεψης  των  υιοθετούμενων  φιλοδοξιών  στην 

περίπτωση της πλήρους άγνοιας για τις δεξιότητές του επιβάλλει  τη μεταβολή του 

περιεχομένου  της  προκειμένης  αυτής.  Έτσι  τη  θέση  της  πλήρους  άγνοιας 

καταλαμβάνει η αδυναμία ασφαλούς πρόβλεψης του ύψους ή ακόμη και της ίδιας 

της ύπαρξης του εισοδήματος που θα προκύψει ως αποτέλεσμα των χαρισμάτων162. 

Το  παράδειγμα  που  χρησιμοποιείται  προκειμένου  να  γίνει  αντιληπτή  η  νέα  αυτή 

κατάσταση έχει ως εξής: 

Μέσω ενός υπολογιστή με δεδομένα σχετικά με τα γούστα,  τις φιλοδοξίες, 

τα  χαρίσματα και  τη στάση έναντι  της διακινδύνευσης  των μετεχόντων καθώς και 

την  τεχνολογία και  τις διαθέσιμες πρώτες ύλες γίνεται γνωστό το αποτέλεσμα της 

δημοπρασίας καθώς και η εισοδηματική δομή163 που έπεται της δημοπρασίας και 

της  ελεύθερης  δράσης  που  την  ακολουθεί.  Μετά  την  εξέλιξη  αυτή  τα  πράγματα 

έχουν ως εξής: 

α.  Καθένας  γνωρίζει  την  εισοδηματική  δομή,  αγνοώντας  τα  δεδομένα  του 

160 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 247. 

161 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 248. 

162 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 249.  

163 Ως τέτοια ορίζεται «ο αριθμός των ανθρώπων που κερδίζουν διαφορετικό επίπεδο εισοδήματος». 

Βλ. Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 249. 

www.24grammata.com

51

υπολογιστή πλην αυτών που τον αφορούν. Έτσι βρίσκεται σε αβεβαιότητα ως προς 

το  επίπεδο  εισοδήματος,  το  οποίο  θα  αποκομίσει  μέσω  των  δεξιοτήτων  του, 

θεωρώντας  ότι  μοιράζεται  την  ίδια  πιθανότητα  με  τους  άλλους  να  επιτύχει 

συγκεκριμένο  εισόδημα,  προοπτική  που  οριοθετείται  από  τη  γνώση  της 

εισοδηματικής δομής. 

β.  Δεν  υπάρχει  μονοπώλιο  στην  ασφαλιστική  αγορά  και  ο  ασφαλιστής 

αναλαμβάνει την υποχρέωση να καλύψει τη διαφορά μεταξύ του εισοδήματος που 

θα  επιτευχθεί  και  οποιουδήποτε  ύψους  εισοδήματος  εντός  της  εισοδηματικής 

δομής  επιθυμεί  ο  ασφαλισμένος,  με  τα  ασφάλιστρα  να  αναλογούν  στο  ύψος  της 

κάλυψης,  να  είναι  ίσα  για  όλους  και  να  καλύπτονται  από  τα  εισοδήματα  που  θα 

προέλθουν από τη δραστηριότητα που θα ακολουθήσει τη δημοπρασία. 

Υπό αυτά τα δεδομένα τα ερωτήματα που τίθενται αφορούν το μέσο όρο της 

ποσότητας    ασφάλισης  που  θα  αγόραζε  καθένας,  το  επίπεδο  αυτής  της 

ασφαλιστικής κάλυψης και το κόστος της164. 

Το συμπέρασμα στο οποίο οδηγείται ο συγγραφέας αναφορικά με τη φύση 

της  ασφάλισης  καταδεικνύει  τον  πολυπαραγοντικό  χαρακτήρα  της,  που  κινείται 

πολύ  πέρα  από  μια  απλή  μονοδιάστατη  σύλληψη  κέρδους  και  ζημίας.  Έχοντας 

μάλιστα  αναφερθεί  στην  εννοιολογική  διάκριση  μεταξύ  δύο  διαφορετικών 

περιπτώσεων λήψης απόφασης σε καθεστώς αβεβαιότητας, στα πλαίσια της οποίας 

ως  ασφαλιστικό  πρόβλημα  νοείται  η  έναντι  ενός  μικρού  κόστους  ανάληψη 

υποχρέωσης  αποζημίωσης  για  μια  σοβαρή  πλην  απίθανη  απώλεια,  ενώ  ως 

πρόβλημα τζόγου ορίζεται η έναντι ενός μικρού κόστους απόκτηση περιορισμένης 

πιθανότητας  υψηλού  κέρδους165,  καταλήγει  στο  συμπέρασμα  της  ταύτισης  των 

δυνατοτήτων  της  προπεριγραφείσας  ασφαλιστικής  αγοράς  με  το  πλαίσιο  του 

τζόγου166. 

Η  ασφαλιστική  αγορά  βέβαια  δεν  προσφέρει  «στοιχήματα»  που 

διασφαλίζουν  τη  δυνατότητα  ενός  υψηλού  και  ταυτόχρονα  πιθανού  κέρδους  ή 

εφόσον τα προσφέρει ο συνδυασμός αυτών των δύο ιδιαιτέρως επιβαρυντικών για 

τον  ασφαλιστή  παραγόντων  αντικατοπτρίζεται  στο  ύψος  των  απαιτούμενων 

ασφαλίστρων,  με  αποτέλεσμα  να  αντιμετωπίζεται  ο  κίνδυνος  είτε  ενός  ελάχιστου 

κέρδους είτε μιας ζημίας και της αντίστοιχης υποχρέωσης υπερεργασίας για όσους 

θα  επιτύχουν  υψηλή  εισοδηματική  αποδοτικότητα,  για  την  οποία  κατά  κάποιον 

τρόπο θα θεωρηθούν υπόλογοι. 

164 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 250. 

165 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 251. 

166 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 253. 

www.24grammata.com

52

Αναγκαία  συνέπεια  της  κατάστασης  αυτής  είναι  η  πτώση  του 

ασφαλιζόμενου  εισοδήματος  να  καθιστά  προσβάσιμη  την  ασφαλιστική  αγορά  σε 

ολοένα  περισσότερους  ανθρώπους.  Ειδικότερα  η  εν  λόγω  πτώση  αυξάνει  το 

ποσοστό των προσώπων, τα οποία θα έχουν την ικανότητα επίτευξης του κρίσιμου 

εισοδηματικού επιπέδου, η δε αύξηση του ποσοστού αυτού από κάποιο σημείο και 

πέρα υπερβαίνει τον περιορισμό του εισοδηματικού κριτηρίου. Παρόμοια είναι και 

η  τύχη  των  ασφαλίστρων,  τα  οποία  πέφτουν  με  αντίστοιχα  υψηλούς  ρυθμούς, 

καθώς  και  του  ενδεχομένου  κέρδους  λόγω  –προφανώς‐  της  επέλευσης  του 

ασφαλιστικού κινδύνου, δηλαδή λόγω της αδυναμίας κάλυψης του εισοδηματικού 

κριτηρίου, συνέπεια η οποία δεν επηρεάζει σημαντικά τη διαπραγμάτευση, καθώς 

οι  ασφαλισμένοι  φέρονται  αποφασισμένοι  να  υποβληθούν  σε  μια  τέτοια 

διακινδύνευση  υπό  τον  φόβο  μιας  δυσανάλογα  μεγάλης  απώλειας,  η  οποία  με 

όρους  ευημερίας  συνεπάγεται  πολύ  μεγαλύτερη  επιβάρυνση  στα  κατώτερα 

εισοδηματικά επίπεδα167. 

Την  ίδια  στιγμή,  μέσω  της  πτώσης  του  ύψους  του  ασφαλιζόμενου 

εισοδήματος  αμβλύνονται  οι  αρνητικές  συνέπειες,  που  θα  προέκυπταν  ως 

αποτέλεσμα  της  υποχρέωσης  πληρωμής  ασφαλίστρων  για  μια  ασφάλεια  που  δεν 

απέφερε  κανένα  όφελος  και  οι  οποίες  αφορούν  στην  επιλογή  εργασίας  και  στην 

ένταση  της  απασχόλησης.  Η  δε  άμβλυνση  αυτή  φτάνει  μέχρι  το  σημείο  της 

ολοσχερούς  κατάργησης  μετά  από  κάποιο  σημείο  πτώσης,  μια  και  υπάρχει  η 

πιθανότητα κάποιο πρόσωπο ικανό να κερδίζει το χαμηλό ασφαλισμένο εισόδημα 

να έχει τη δυνατότητα ακόμη μεγαλύτερων κερδών ή στην περίπτωση της οριακής 

απώλειας  του  στοιχήματος  να  έχει  τη  δυνατότητα  της  επιλογής  μιας  πιο  ήπιας 

απασχόλησης  λόγω  του  μειωμένου  ύψους  των  ασφαλίστρων  ή  κάποιου  άλλου 

επαγγέλματος  εξαιτίας  της  μεγάλης  ποικιλίας  επαγγελματικών  ενασχολήσεων 

χαμηλής οικονομικής αποδοτικότητας168.  

Σε  κάθε  περίπτωση  εάν  το  ασφαλισμένο  εισόδημα  έπεφτε  στα  όρια  της 

ευπρέπειας  θεωρείται  ότι  καθένας  θα  ήταν  ικανός  να  το  κατακτήσει,  έτσι  ώστε, 

εξαιτίας  και  του  αυτονόητα  χαμηλού  ύψους  των  ασφαλίστρων,  η  κατάσταση  του 

δεν  απέχει  από  την  περίπτωση  της  έλλειψης  χαρισμάτων  και  της  ταυτόχρονης 

απόφασης να μην ασφαλιστεί. 

 

 

 

167 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 257επ. 

168 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 259. 

www.24grammata.com

53

ζ.  Από  τη  θεωρητική  κατασκευής  στο  πρακτικό  αποτέλεσμα:  Το 

φορολογικό σύστημα. 

Η στα πλαίσια  του  εφικτού  εξάντληση  της θεωρητικής προβληματικής που 

συνεπάγεται η έμπνευση της ασφαλιστικής αγοράς μοιραία φέρνει στο προσκήνιο 

το ζήτημα της πρακτικής εφαρμογής των αποτελεσμάτων της.  

Υπό  την  έννοια  αυτή  ένα  φορολογικό  σύστημα  που  θα  προέβλεπε  την 

εξίσωση  των ασφαλίστρων που θα προέκυπταν ως αποτέλεσμα  της  επεξεργασίας 

των δεδομένων μέσω του υπολογιστή στο παράδειγμα της ασφαλιστικής αγοράς169 

με τον οφειλόμενο φόρο και με απώτερο σκοπό την αναδιανομή, έτσι ώστε όλοι να 

φτάσουν στο επίπεδο του ασφαλισμένου κεφαλαίου, αποδοκιμάζεται, διότι οδηγεί 

στην  εξίσωση  του  οφειλόμενου  φόρου  για  όλους,  ανεξαρτήτως  εισοδηματικών 

δυνατοτήτων  και  ταυτόχρονα  καθιστά  την  κάλυψη  από  το  κεφάλαιο  που  θα 

προκύψει δυσχερή. Ειδικότερα η ταύτιση του ασφαλισμένου κεφαλαίου με ό,τι θα 

μπορούσε  να  κερδισθεί  παρέχει  κίνητρο  εξαπάτησης  του  μηχανισμού,  ενώ  ο 

υπολογισμός  του  ακριβούς  ύψους  του  εφικτού  εισοδήματος  αποδεικνύεται 

εγχείρημα εξαιρετικά απαιτητικό170.  

Το  αντίδοτο  στα  προβλήματα  αυτά  καλείται  να  δώσει  η  ίδια  η  υποθετική 

αγορά,  στο  βαθμό  που  αντικατοπτρίζει  την  πραγματική  κατάσταση,  υιοθετώντας 

μια λογική αύξησης των ασφαλίστρων ανάλογης με το ύψος του εισοδήματος. Μια 

τέτοια πρακτική θα είχε θετικό αντίκτυπο τόσο στους ασφαλιζόμενους, εφόσον θα 

βελτίωνε την ευημερία τους όσο και στις ασφαλιστικές εταιρίες, το συνολικό κέρδος 

των οποίων θα αυξανόταν171.  

 Περαιτέρω  οι  ασφαλιστικές  εταιρίες  έχουν  τη  δυνατότητα  μείωσης  του 

λεγόμενου  ηθικού  κινδύνου  μέσω  της  μεταβίβασης  μεγαλύτερου  μέρους  των 

κεφαλαίων  τους  στους ασφαλιζόμενους ως αντάλλαγμα  για  τους  επιβαλλόμενους 

περιορισμούς. Ως τρόπος για την επίτευξη ενός τέτοιου αποτελέσματος επιλέγεται η 

συνασφάλιση, δηλαδή μια  ιδιαίτερη μορφή ασφάλισης,  στα πλαίσια  της οποίας ο 

ασφαλιζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση κάλυψης ενός περιορισμένου μέρους 

της  ζημίας  που  συνεπάγεται  η  επέλευση  του  ασφαλιστικού  κινδύνου  πριν  τη 

γέννηση  της  υποχρέωσης  της  ασφαλιστικής  εταιρίας.  Με  τον  τρόπο  αυτό 

αναμένεται  αύξηση  του  επιπέδου  κάλυψης  και  ταυτόχρονα  περιορισμός  των 

ασφαλίστρων,  αν  όμως  ληφθεί  υπόψη  και  ο  αντίκτυπος  της  μείωσης  του  ηθικού 

κινδύνου,  τότε  το  τελικό  αποτέλεσμα  αναμένεται  οικονομικά  ελκυστικό  για  τις 

169 Βλ. ΙΙΙστ παρόντος. 

170 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 262. 

171 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 263. 

www.24grammata.com

54

ασφαλιστικές εταιρίες172. 

Μία  άλλη  μέθοδος  αντιμετώπισης  του  προβλήματος  της  αδυναμίας 

ακριβούς καθορισμού των δυνατοτήτων των ασφαλιζομένων αποτελεί η μεταφορά 

του βάρους απόδειξης στους  ίδιους, υποχρέωση η εκπλήρωση της οποίας εύλογα 

αναμένεται  να  αποδειχτεί  δυσχερέστερη  στα  ανώτερα  –και  πιθανώς 

απαιτητικότερα  από  τη  σκοπιά  των  ζητούμενων  προσόντων‐  εισοδηματικά 

κλιμάκια173. 

Με  βάση  τα  δεδομένα  αυτά  ο  συγγραφέας  θεωρεί  εφικτή  τη  δημιουργία 

ενός φορολογικού συστήματος,  το οποίο θα αναλαμβάνει  την  κάλυψη  του ποσού 

μεταξύ  της  μέσης  κάλυψης  αφαιρουμένης  της  συνασφάλισης  και  ενός  εύλογου 

ισχυρισμού  από  την  πλευρά  του  ασφαλισμένου  αναφορικά  με  το  μέγιστο 

πραγματικά εφικτό εισόδημά του174. 

Η  διερώτηση  σχετικά  με  την  πρακτική  επάρκεια  του  εν  λόγω  μοντέλου  δε 

σταματά  στο  επίπεδο  της  μετάβασης  από  την  ασφαλιστική  αγορά  στο  πεδίο  του 

φορολογικού  συστήματος.  Εν  συνεχεία  εξετάζεται  διεξοδικά  το  ζήτημα  της 

ικανότητας  του  φορολογικού  συστήματος  αυτού  να  αντεπεξέλθει  στο  πρόβλημα 

των διαφοροποιημένων χαρισμάτων, όπως αυτά αξιολογούνται από την αντίληψη 

της ισότητας στους πόρους. 

Η ανταπόκριση στο ερώτημα ξεκινά από την προσπάθεια αντιμετώπισης της 

πιθανής κριτικής, η οποία περιορίζεται στο θέμα της αναδιανομής θεωρώντας την 

είτε  ιδιαίτερα  εκτεταμένη  είτε  ανεπαρκή.  Η  ορθότητα  της  πρώτης  ένστασης 

συναρτάται με την ανεπαρκή έμφαση στη δομικά θεμελιώδη για τα δεδομένα του 

εξισωτικού  ιδεώδους  απαίτηση  η  υιοθέτηση  ακριβότερων  τρόπων  ζωής  να 

συνοδεύεται από αντίστοιχη εισοδηματική υστέρηση. 

Σύμφωνα με τον Dworkin καταλυτικός στην περίπτωση αυτή εμφανίζεται ο 

ρόλος  της  ασφαλιστικής  αγοράς,  η  επιλογή  ενός  συγκεκριμένου  μέσου  επιπέδου 

κάλυψης  από  την  οποία  ενισχύει  σημαντικά  την  πιθανότητα  επιλογής 

επαγγελμάτων που αποφέρουν εισόδημα αυτού του επιπέδου έναντι των εργασιών 

με  κατώτερο  επίπεδο  αποδοχών.  Διαφορετική  επιλογή  θα  σήμαινε  υπέρμετρη 

επιβάρυνση στο επίπεδο των οφειλόμενων ασφαλίστρων175.  

Βέβαια  η  επιλογή  μιας  εργασίας  μπορεί  να  ερείδεται  σε  διαφορετικά 

172 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 264. 

173 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 265. 

174 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 265επ. 

175 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 267. 

www.24grammata.com

55

κριτήρια, όπως η προσωπικότητα ή η προοπτική μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης. Κατά 

τον  ίδιο  τρόπο  το  φάσμα  της  ανεργίας  απειλεί  σημαντικό  αριθμό  ανθρώπων  για 

πληθώρα λόγων, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη χαρισμάτων. Ακόμη όμως και το 

λογικό ενδεχόμενο οι άνθρωποι αυτοί να μην ασφαλιστούν δεν καταδικάζει το όλο 

αναδιανεμητικό πρότυπο σε αποτυχία, καθώς ενδεχόμενη αναδιανομή προς όφελος 

του  μη  ασφαλισμένου  –γεγονός  το  οποίο  με  βάση  τους  υπαινιγμούς  που 

προηγήθηκαν πιθανότατα θα οφείλεται σε κοινωνικά δεδομένα πολύ πέρα από τον 

έλεγχό  του‐  παράγει  σαφώς  πιο  θεμιτά  αποτελέσματα  από  την  άρνησή  της  στον 

ασφαλισμένο176. 

Η  απόκρουση  της  δεύτερης  ένστασης  προϋποθέτει  το  μέσο  επίπεδο 

ασφάλισης να βρίσκεται σε τέτοιο ύψος, ώστε να είναι απίθανο κάποιος να επιλέξει 

κάποιο  άλλο  υψηλότερο.  Η  ασφάλιση  βέβαια  σε  ένα  ιδιαίτερα  υψηλό  επίπεδο 

εισοδήματος θεωρείται ότι θα συνιστούσε μια μάλλον αντιδημοφιλή πρακτική, σε 

κάθε περίπτωση όμως η πιο περιεκτική απάντηση αποτελεί συνάρτηση της σχέσης 

της  προαναφερθείσας  απαίτησης  που  αναφέρεται  στη  σχέση  τρόπου  ζωής  και 

εισοδήματος με το εξίσου θεμιτό στα πλαίσια της ισότητας αίτημα της κατάργησης 

εισοδηματικών  υστερήσεων  που  προκύπτουν  ως  αποτέλεσμα  περιορισμών  στο 

επίπεδο των έμφυτων χαρισμάτων177. 

Μια  καθολική  αντιπαράθεση  με  το  θεωρητικό  δημιούργημα  της 

ασφαλιστικής  αγοράς  προσφέρει  η  ενασχόληση  με  το  θέμα  των  χαρισμάτων 

εκείνων, τα οποία δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη ζήτηση. Η εισοδηματική υποβάθμιση 

των προσώπων‐φορέων τέτοιων χαρισμάτων δίνει το πάτημα για την αμφισβήτηση 

της  αξίας  της  αγοράς  αυτής  ως  πεδίου  συμφιλίωσης  των  κρίσιμων  αιτημάτων. 

Αντίθετα  η  δυνατότητα  ορισμένων  προσώπων  λόγω  του  εξαιρετικά  υψηλής 

ποιότητας  και  μεγάλης  ζήτησης  ταλέντου  τους  να  επιτύχουν  εξαιρετικά  υψηλό 

επίπεδο απολαβών χωρίς  την ανάγκη ασφάλισης,  δίνει  το αποφασιστικό  χτύπημα 

στο τεστ του φθόνου178. 

Απέναντι  στην  κατάσταση  αυτή  ο  εμπνευστής  της  ισότητας  των  πόρων 

εκδηλώνει  την αμηχανία  του.  Έκφραση  της στάσης αυτής αποτελεί η προσπάθεια 

επανεκτίμησης  της  κατάστασης  που  καταλήγει  στη  διαπίστωση  της  παραγωγής 

ανεξέλεγκτων  αποτελεσμάτων  από  την  εφαρμογή  οποιασδήποτε  μεταβολής  η 

οποία  θα  ασκούσε  επιρροή  στο  σύνολο  των  κοινωνικών  υποκειμένων179  και  η 

176 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 268. 

177 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 269επ. 

178 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 270. 

179 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 271επ. 

www.24grammata.com

56

διάγνωση της αναγκαιότητας ενός  επιχειρήματος με  ικανά θεωρητικά εχέγγυα για 

τη στήριξη της επιλογής αυτής180. 

Η  επινόηση  του  μοντέλου  της  ασφαλιστικής  αγοράς  πληροί  τις 

προϋποθέσεις  για  την  εγκυρότητα  ενός  τέτοιου  επιχειρήματος  αποτελώντας  τη    

συγκριτική αποτίμηση ενός κόσμου όπου η μειονεξία ως αποτέλεσμα των γούστων 

και  των  φιλοδοξιών  απέναντι  στα  χαρίσματα  ορισμένων  προσώπων  θεωρείται 

αποδεκτή ως έχει και ενός άλλου, όπου γίνεται μια προσπάθεια αντιμετώπισης του 

νοούμενου  ως  προβλήματος  μέσω  της  δυνατότητας  ασφάλισης  έναντι  μιας  ίσης 

πιθανότητας  επέλευσής  του.  Η  δεύτερη  εκδοχή  δίνει  τη  δυνατότητα  δημιουργίας 

ενός  κόσμου  που  αγγίζει  το  εξισωτικό  ιδεώδες  σε  μεγαλύτερο  βαθμό  από  την 

πρώτη και ως εκ τούτου θεωρείται εύλογα προτιμητέα181. 

Η  ανισότητα  σε  μια  κοινωνία  παράγει  αυτό  που  ο  συγγραφέας  αποκαλεί 

ηθικό  κόστος,  μια  διάσταση  που  ταυτίζεται  ουσιαστικά  με  τη  δυσαρέσκεια  των 

κατώτερων  εισοδηματικών  στρωμάτων  για  το  γεγονός  της  ανισότητας  και  όχι  για 

την κατάστασή τους με απόλυτους όρους. Η αιτία του φαινομένου αυτού φαίνεται 

να εντοπίζεται στη γνήσια φτώχεια. Μια κοινωνία όμως, η οποία είναι απαλλαγμένη 

από το πρόβλημα αυτό δε θεωρείται πιθανό να ασπαστεί τις κρατούσες αντιλήψεις 

για την αξία του πλούτου, αντιλήψεις που θέλουν τη συσσώρευση  υλικών αγαθών 

να αποτελεί  ικανοποιητική απάντηση στην τετριμμένη διαπίστωση ότι καθένας ζει 

μια φορά182. 

Ένα  τέτοιο  αξιολογικό  πλαίσιο  ορθά  εμφανίζεται  να  μην  διεκδικεί  δάφνες 

σύνεσης  πλην  όμως  επισημαίνεται  η  ανεπαρκής  γνώση  του  μηχανισμού  γένεσης  

των αβάσιμων αλλά επικρατουσών αντιλήψεων αναφορικά με τον πλούτο, η οποία 

δεν  είναι  δυνατό  να  συνηγορήσει  υπέρ  της  κυριαρχίας  τους  σε  ένα  σύστημα 

προσανατολισμένο  στην  ενδελεχή  εξέταση  των  πολυεπίπεδων  προεκτάσεων  των 

σχετικών αξιών183. 

Η  επινόηση  ενός  κόσμου  με  βασική  προτεραιότητα  την  εξίσωση  των 

χαρισμάτων μέσω της διάθεσης πόρων για εκπαιδευτικούς σκοπούς δεν θεωρείται 

εφικτή, καθώς θα προϋπέθετε επαρκή εκ των προτέρων ενημέρωση σχετικά με τις 

δυνατότητες καθενός, ενώ συγχρόνως θα αδυνατούσε να υιοθετήσει σε ρεαλιστικό 

επίπεδο  μια  στάση  ουδέτερη  έναντι  φιλοδοξιών  και  γούστων  προφανώς  εξαιτίας 

180 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 272επ. 

181 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 273επ 

182 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 275επ 

183 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 276. 

www.24grammata.com

57

της σχέσης τους με τα χαρίσματα184, σχέση στην οποία ήδη έγινε αναφορά185. 

Εξίσου  αρνητική  είναι  και  η  αντιμετώπιση  ενδεχόμενης  νόθευσης  του 

εξισωτικού  ιδεώδους  με  την  υποκατάσταση  της  εφαρμογής  συγκεκριμένων 

εξισωτικών  κριτηρίων  όπως  η  ευαισθησία  στις  φιλοδοξίες  με  τη  γενικόλογη 

επιδίωξη ενός κόσμου μεγαλύτερης ισότητας ως προς τα υλικά αγαθά έναντι ενός, ο 

οποίος  θα  τελεί  σε  καθεστώς  πλήρους  ελευθερίας.  Πρακτική  συνέπια  της  τάσης 

αυτής θεωρείται η εξάλειψη των διακριτικών γνωρισμάτων της  ισότητας σε τέτοιο 

βαθμό, ώστε να αμφισβητείται η φύση της ως ανεξάρτητου και ισχυρού πολιτικού 

ιδεώδους186.  

 

η. Οριοθέτηση έναντι συναφών θεωρητικών τοποθετήσεων. 

Η  επισήμανση  διαφορών  με  αντίστοιχου  ενδιαφέροντος  –τουλάχιστον  στη 

γενικότερη προβληματική, με την οποία καταπιάνονται‐ προσεγγίσεις εισφέρει όχι 

μόνο  στο  επίπεδο  της  άρσης  ενδεχόμενων  παρεξηγήσεων  αλλά  και  σε  αυτό  της 

παρουσίασης  εναλλακτικών  τρόπων  αντιμετώπισης  θεωρητικών  προβλημάτων  ή 

της  αναφοράς  σε  επιχειρήματα,  που  αποσκοπούν  στην  κατάρριψη  εναλλακτικών 

θέσεων και την περαιτέρω ενίσχυση της επίμαχης.  

Στα  πλαίσια  της  παρούσας  οριοθέτησης  πρωταρχικό  μέλημα  του  Dworkin 

συνιστά  η  σαφής  διάκριση  των  δύο  θεωρητικών  προσεγγίσεων,  με  τις  οποίες 

ασχολήθηκε. Η ισότητα των πόρων δεν έχει τίποτε κοινό με την ισότητα ευημερίας, 

καθώς το στοιχείο  της σύγκρισης,  ίδιον κάθε θεωρίας με αντικείμενο την  ισότητα, 

δεν  αναφέρεται  στις  ιδιότητες  εκείνες  που  συναπαρτίζουν  ό,  τι  θα  μπορούσε  να 

προσδιοριστεί  ως  ευημερία,  ενώ  ταυτόχρονα  η  χρήση  της  έννοιας  της 

ωφελιμότητας  είναι  μάλλον  τεχνική  παρά  αρκούντως  εξελιγμένη,  ώστε  να 

συμπεριλαμβάνει κρίσεις περί ευημερίας187. 

Η τελευταία αυτή παρατήρηση ωθεί προς την κατεύθυνση του ελέγχου της 

συνάφειας  του  κεντρικού  θεωρητικού  μοντέλου  με  τον  ωφελιμισμό  και  τις 

συναφείς  θεωρητικές  αντιλήψεις.  Το  αποτέλεσμα  που  παράγει  μια  τέτοια 

προσπάθεια συνίσταται στη διάγνωση μιας ωφελιμιστικής τάσης στην ισότητα των 

πόρων  εξαιτίας  της  βελτίωσης  της  οριακής  συνολικής  ωφελιμότητας  μέσω  της 

δημοπρασίας. Ωστόσο η ομοιότητα αυτή άγει στο συμπέρασμα της κυριαρχίας της 

184 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 277. 

185 Βλ. IVε παρόντος. 

186 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 278επ. 

187 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 280επ. 

www.24grammata.com

58

ισότητας  των  πόρων  ως  κατευθυντήριας  αντίληψης,  γεγονός  από  το  οποίο  εν 

πολλοίς θεωρείται ότι αντλεί τη γοητεία του και ο ωφελιμισμός188.  

Όσον αφορά στη σύγκριση μεταξύ της ισότητας των πόρων και της λοκιανής 

θεωρίας  δικαιοσύνης  στην  εκδοχή  του  Nozick,  το  βάρος  πέφτει  στο  εύρημα  της 

αγοράς,  το  οποίο  από  κοινού  χρησιμοποιούν  οι  δύο  προσεγγίσεις.  Πλην  όμως  με 

τρόπο εντελώς διαφορετικό, όπως προκύπτει στη συνέχεια.  

Έτσι  ενώ  στην  αντίληψη  του  Nozick  η  αγορά  χρησιμοποιείται  ως  πεδίο 

συναλλαγών,  όπου  η  απόφαση  δύο  προσώπων  να  ανταλλάξουν  κάποια  αγαθά 

κατοχυρώνει τη μεταβολή αυτή της περιουσιακής κατάστασής τους ως συμβατής με 

τις  απαιτήσεις  της  εν  λόγω  εκδοχής,  στην  ισότητα  των  πόρων  η  αγορά 

διαδραματίζει  το  ρόλο  ενός  διανεμητικού μηχανισμού με  έμφαση στο  κόστος  της 

επιλογής για τα άλλα μέλη μιας κοινωνίας και διεξόδους μέσω άλλων θεωρητικών 

ευρημάτων στην περίπτωση μη ικανοποιητικών λύσεων189.   

Η  θεωρία  δικαιοσύνης  του  John  Rawls  εμφανίζεται  ως  το  επόμενο 

αντικείμενο  σύγκρισης.  Η  προσοχή  στην  περίπτωση  αυτή  εστιάζεται  σε  δύο 

ζητήματα,  το βαθμό,  στον οποίο  τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν στα πλαίσια 

της  ισότητας  στους  πόρους  εξαρτώνται  από  την  υπόθεση,  βάσει  της  οποίας 

άνθρωποι  στην  πρωταρχική  θέση  όπως  αυτή  περιγράφεται  από  τον  Rawls  θα 

επέλεγαν  πίσω  από  το  πέπλο190  τις  αρχές  της  ισότητας  στους  πόρους  και  τη 

σύγκριση με τις δύο αρχές δικαιοσύνης191 και ειδικότερα με τη δεύτερη από αυτές. 

188 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 281επ 

189 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 285επ 

190 Σχετικά βλ. John Rawls, A theory of justice, Oxford University Press, Oxford, 1999, σελ. 118. 

191 Στην αρχική τους διατύπωση, η οποία στη συνέχεια μεταβάλλεται καθώς ακολουθεί την εξέλιξη 

της σκέψης του Rawls, οι δύο αρχές δικαιοσύνης έχουν ως εξής: 

α. Κάθε πρόσωπο έχει ίσο δικαίωμα στο πλέον εκτεταμένο σχήμα ίσων βασικών ελευθεριών που 

να είναι συμβατό με ένα παρόμοιο σχήμα ελευθερίσας για τους άλλους 

β. Οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες διευθετούνται έτσι ώστε α. να αναμένεται εύλογα ότι 

θα αποβούν προς όφελος όλων και, ταυτόχρονα β. να τελούν σε συνάρτηση με θέσεις και αξιώματα 

που είναι ανοιχτά σε όλους. 

Σχετικά βλ. John Rawls, A theory of justice, ό. π., σελ. 52επ. 

Η καταληκτική αποτύπωση των αρχών αυτών είναι η ακόλουθη: 

Κάθε  πρόσωπο  πρέπει  να  έχει  ίσο  δικαίωμα  στο  πιο  εκτενές  συνολικό  σύστημα  ίσων  βασικών 

ελευθεριών που να είναι συμβατό με ένα παρόμοιο σύστημα ελευθερίας για όλους. 

Κοινωνικές  και  οικονομικές ανισότητες πρέπει  να διαρρυθμίζονται με  τέτοιο  τρόπο, ώστε  και  οι 

δυο:  

α. Να αποβαίνουν προς το μεγαλύτερο όφελος των λιγότερο ευνοημένων σύμφωνα με τη δίκαιη 

αρχή της αποταμίευσης, και  

β.  να  συνδέονται  με  αξιώματα  και  θέσεις  ανοιχτές  σε  όλους,  υπό  συνθήκες  ακριβοδίκαιης 

www.24grammata.com

59

Η αρχή αυτή, η αρχή της «διαφοράς», όπως αποκαλείται, η οποία «...απαιτεί 

να μην υπάρχει καμία απόκλιση από την απόλυτη ισότητα σε «πρωταρχικά αγαθά» 

παρά  μόνο  αν  λειτουργεί  προς  όφελος  της  ευρισκόμενης  σε  δυσμενέστατη  θέση 

οικονομικής  τάξης»192  και  η  οποία  εκλαμβάνεται ως  ερμηνεία  της  ισότητας στους 

πόρους,  βαρύνεται  με  μια  αυθαιρεσία  στον  καθορισμό  της  μειονεκτούσας  αυτής 

τάξης και μάλιστα κατά τρόπο τέτοιο ώστε να καθίσταται αδύνατη η ένταξη σε αυτή 

των προσώπων με σωματικές ή νοητικές υστερήσεις. Η δε αρχή της αποκατάστασης 

του  Rawls,  η  οποία  επιτάσσει  την  αποζημίωση  στις  περιπτώσεις  αυτές  ρητά 

εξαιρείται από το συγκεκριμένο πλαίσιο193.  

Επιπλέον δια  της αναφοράς στην πιθανότητα η ανεπαίσθητη βελτίωση  της 

θέσης της λιγότερο ευνοημένης τάξης να συνεπάγεται σημαντικές απώλειες για τις 

εισοδηματικά ανώτερες τάξεις, υπογραμμίζεται η περιορισμένη αξία της αρχής της 

«διαφοράς» για τις τελευταίες.  

Αντίθετα η ισότητα των πόρων αντιμετωπίζει κάθε πρόσωπο διακριτά, χωρίς 

να  προϋποθέτει  την  τοποθέτησή  του  σε  μια  ομάδα.  Ακόμη  και  η  αλληλεξάρτηση 

των κοινωνικών υποκειμένων στη θεωρία αυτή δε φαίνεται ικανή να ανατρέψει την 

αντίληψη  αυτή  αποσκοπώντας  σε  μια  προσωπική  αντιμετώπιση  και  λαμβάνοντας 

υπόψη  τόσο  το μεμονωμένο άτομο όσο και  την  επίδραση  των επιλογών  του στην 

κοινωνία194. 

Η  ισότητα  στα  λεγόμενα  «πρωταρχικά  αγαθά»195  (primary  goods) 

εξυπηρετείται διαφορετικά από την ισότητα στους πόρους, στα πλαίσια της οποίας 

γίνεται  αποδεκτός  ο  φόρος  που  θα  βελτίωνε  τη  θέση  ορισμένων  μειονεκτούντων 

προσώπων  της  κατώτατης  τάξης,  απ’  ό,τι  υπό  την  επιρροή  της  ρωλσιανής 

θεώρησης, η οποία θα απέρριπτε μια τέτοια θέση, καθώς θα χειροτέρευε τη θέση 

του μέσου μέλους της τάξης αυτής196. 

Βλέποντας τώρα ο συγγραφέας από μια άλλη σκοπιά την προαναφερθείσα 

περίπτωση,  βάσει  της  οποίας  η  ανεπαίσθητη  βελτίωση  της  θέσης  της  λιγότερο 

ευνοημένης  τάξης    συνεπάγεται  σημαντικές  απώλειες  για  τις  εισοδηματικά 

ανώτερες  τάξεις  εξετάζει  το  ζήτημα  της  δυνατότητας  αποτροπής  μιας  ασήμαντης  ισότητας ευκαιριών. 

192 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 287. 

193 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 287επ. 

194 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 289επ. 

195  Σύμφωνα  με  τον  Rawls  πρόκειται  για  αγαθά,  τα  οποία  κάθε  λογικός  άνθρωπος  θεωρείται  ότι 

επιθυμεί. Βλ. John Rawls, A theory of justice, ό. π., σελ. 54.   

196 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 291. 

www.24grammata.com

60

βλάβης για την κατώτατη τάξη με τίμημα μια σημαντική βλάβη για τις περισσότερο 

ευνοημένες.  Πρόκειται  για  μια  προοπτική  αποδεκτή  κατά  το  μοντέλο  του  Rawls, 

αντικείμενη όμως στη θεωρία της ισότητας των πόρων. Για την τελευταία μάλιστα η 

υφιστάμενη –για τις ανάγκες του παραδείγματος‐ κοινωνική πραγματικότητα ορθά 

έχει  εγκαθιδρυθεί,  η  δε  ενασχόληση  αποκλειστικά  με  την  τύχη  του  κοινωνικά 

ασθενέστερου  και  η  αδιαφορία  για  την  τύχη  του  προνομιούχου,  που  θα 

συνεπαγόταν  ενδεχόμενη  κυβερνητική  παρέμβαση  προς  την  κατεύθυνση  αυτή, 

εισάγει μη αποδεκτό καθεστώς ανισότητας197.    

Ενώπιον  του  ενδεχομένου  σύγχυσης  της  ισότητας  των  πόρων  με  τα 

ωφελιμιστικά  μοντέλα  ο  συγγραφέας  τονίζει  την  ευαισθησία  της  πρώτης  στην 

πληροφόρηση,  τάση  η  οποία  ενίοτε  μπορεί  να  οδηγήσει  σε  θεμελιωδώς 

διαφορετικές  αποφάσεις  και  σε  κάθε  περίπτωση  λειτουργεί  ως  στοιχείο 

διαφοροποίησης και έναντι της αρχής της διαφοράς198. 

Στην  ισότητα  όπως  την  οραματίζεται  ο  Rawls  καταλογίζεται  η  αδυναμία 

ευαισθητοποίησης  έναντι  των  ιδιαιτεροτήτων  κάθε  μεμονωμένου  κοινωνικού 

υποκειμένου  που  προκύπτει  ως  αποτέλεσμα  της  υιοθέτησης  της  ομάδας  ως 

κρίσιμης μονάδας της συγκεκριμένης θεώρησης. Ωστόσο η αιτίαση αυτή καθώς και 

η  γενικότερη  κριτική  που  προηγήθηκε  με  κεντρικό  σημείο  πάντα  την  αρχή  της 

«διαφοράς» δεν φαίνεται να αρκούν για την καταδίκη της θεωρίας δικαιοσύνης εν 

γένει.  Έρεισμα  της  θετικής  αυτής  αντιμετώπισης  αποτελεί  η  πρώτη  αρχή 

δικαιοσύνης199, η οποία θεωρείται ότι διασώζει κάποια ψήγματα εξατομικευμένης 

αντιμετώπισης200. 

Κατόπιν  των  παραπάνω  αναπάντητο  έχει  μείνει  το  πρώτο  ερώτημα  που 

τέθηκε  ως  μοχλός  της  συγκριτικής  αποτίμησης  της  ισότητας  των  πόρων  και  της 

ρωλσιανής  αντίληψης.  Ο  Dworkin  στηριζόμενος  σε  δύο  επιχειρήματα  –στην 

κατασκευή του επιχειρηματολογικού πλαισίου του στη βάση της διασφάλισης του 

υψηλότερου  δυνατού  επιπέδου  γνώσης  που  θα  μπορούσε  να  συγχωρήσει  το 

αφαιρετικό μοντέλο και κυρίως της γνώσης καθενός για τον εαυτό του, η οποία δεν 

υφίσταται στα πλαίσια της πρωταρχικής θέσης του Rawls καθώς και στη στόχευση 

του ιδίου πλαισίου όχι στην εγκαθίδρυση αλλά στην ενίσχυση ενός βασικού σχεδίου 

δικαιοσύνης‐  καταλήγει  στο  συμπέρασμα  της  αντιστροφής  της  σχέσης  αιτιότητας 

μεταξύ πρωταρχικής θέσης και ισότητας των πόρων. Είναι η πρωταρχική θέση που 

197 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 291επ. 

198 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 292επ. 

199 Βλ. υποσ. 176.  

200 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 294επ. 

www.24grammata.com

61

απαιτεί  μια  θεωρία  ισότητας  των  πόρων  ως  δικαιολογητικής  βάσης  και  όχι  το 

αντίστροφο201.  

 

V. Εν είδει επιμέτρου: Κριτική αποτίμηση κυρίαρχων θεωρητικών τοποθετήσεων.  

Η κριτική προσέγγιση των αντιλήψεων του Ronald Dworkin για την ισότητα, 

όπως αυτές εκφράζονται από τα κείμενα του πρωτογενούς υλικού, δε μπορεί παρά 

να κινηθεί σε δύο επίπεδα, ένα εσωτερικό και ένα εξωτερικό. Το εσωτερικό επίπεδο 

περιλαμβάνει  τα  δεδομένα  εκείνα  που  από  κοινού  έχουν  αφιερωθεί  στη 

δημιουργία  του  θεωρητικού  μορφώματος,  εξειδικεύεται  δε  στην  εκτίμηση  της 

επάρκειας  των  ιδιαίτερων  εννοιολογικών  ευρημάτων  και  στην  αξιολόγηση  των 

σχέσεων μεταξύ τους. Η δεύτερη αυτή επιδίωξη διερευνά τη συνοχή της εκάστοτε 

θεωρίας μέσω της επισήμανσης εσωτερικών συγκρούσεων, που καθιστούν αδύνατη 

την επιβίωσή της με συνέπεια στο πεδίο των κοινωνικών σχέσεων και εν τέλει την 

ύπαρξή της ως ολοκληρωμένου θεωρητικού πλαισίου. 

Αντίθετα  μια  εξωτερική  κριτική  θεωρώντας  δεδομένη  την  εσωτερική 

ακεραιότητα της θεωρητικής κατασκευής επεκτείνεται στο ζήτημα της γενικότερης 

κοινωνικής  λειτουργίας  της.  Βέβαια,  όπως  θα  γίνει  αντιληπτό  και  στη  συνέχεια, 

πολλές φορές τα δύο επίπεδα συνδέονται σε μια απόπειρα παρουσίασης μιας πιο 

ολοκληρωμένης  εικόνας,  κάτι  τέτοιο  όμως  μόνο  ως  ανεπάρκεια  δε  μπορεί  να 

εκληφθεί. Ειδικά όταν πρόκειται για ένα διανεμητικό πρότυπο του παρόντος τύπου, 

ένα  πρότυπο  δηλαδή  από  τη  φύση  του  με  έντονα  πολιτικά  χαρακτηριστικά,  μια 

ευρύτερη μακροσκοπική εξέταση κρίνεται αναγκαία. 

Αν υπάρχουν ορισμένες  έννοιες  καθοριστικές  στην  εξέλιξη  της  σκέψης  του 

Dworkin  σίγουρα  μεταξύ  αυτών  συγκαταλέγονται  η  αγορά  –τόσο  στην  αρχική 

μορφή της όσο και ως ασφαλιστική αγορά‐ και το τεστ του φθόνου.  

Ο  αντιρρεαλιστικός  χαρακτήρας  των  εννοιών  αυτών,  έτσι  όπως 

τοποθετούνται  στο  γενικότερο  πλαίσιο  αντιλήψεων  του  Dworkin,  πολύ  δύσκολα 

μπορεί να αμφισβητηθεί, η δε επισήμανσή του στο σημείο αυτό ύστερα και από την 

αναφορά σε κριτικές τοποθετήσεις στα οικεία μέρη δε θα μπορούσε να κομίσει κάτι 

καινούριο.  Αυτό  όμως  που  θα  μπορούσε  να  πραγματοποιηθεί  είναι  η  εκ  των 

προτέρων  αντιμετώπιση  της  αντίρρησης,  σύμφωνα  με  την  οποία  ένα  θεωρητικό 

κατασκεύασμα αυτού του τύπου μπορεί να λειτουργήσει αφαιρετικά δομημένο, μια 

και δεν αποτελεί τίποτε άλλο από ένα νοητικό μόρφωμα, τα τελικά αποτελέσματα 

του οποίου και μόνο πρόκειται να διαδραματίσουν καίριο ρόλο στην κατανομή του 

πλούτου σε κοινωνικό επίπεδο.  201 Ronald Dworkin, Ισότητα, ό. π., σελ. 296επ. 

www.24grammata.com

62

Η αναφορά στις έννοιες του τεστ φθόνου και της ασφαλιστικής αγοράς αυτή 

ακριβώς την αναγκαιότητα εξυπηρετεί. Συγκεκριμένα: 

Η  χρήση  της  έννοιας  του φθόνου ως κεντρικού στοιχείου  της διανεμητικής 

διαδικασίας  γίνεται  αρχικά  αδιακρίτως,  για  να  έρθει  στη  συνέχεια  η 

πραγματοποίηση  της  διάκρισης  μεταξύ  φθόνου  για  τους  πόρους  και  φθόνου  εν 

γένει  να προσδιορίσει  κατά  τι ακριβέστερα –όσο αυτό είναι δυνατό‐  τη φύση του 

αισθήματος.  Το  ερώτημα  το  οποίο  μένει  αναπάντητο  σχετίζεται  με  το  μηχανισμό 

διαπίστωσης της ακριβούς κατάστασης κάθε προσώπου. Ποια είναι τα όρια μεταξύ 

των δύο  καταστάσεων;  Ποιοι  είναι  οι  παράγοντες  εκείνοι  που οδηγούν στη μία  ή 

την  άλλη,  ώστε  να  επιτραπεί  η  αξιολόγησή  τους  και  στη  συνέχεια  η  ενδεχόμενη 

αποφυγή τους από το υιοθετούμενο πρότυπο; 

Η ψυχοσυναισθηματική κατάσταση του ανθρώπινου υποκειμένου αποτελεί 

παράγοντα  δυσεξακρίβωτο  και  πολλές φορές ανεξέλεγκτο ακόμη  και  από  το  ίδιο. 

Πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε  τρίτο  επιθυμεί  να αξιοποιήσει  το δεδομένο 

αυτό  –και  μάλιστα  σε  μια  σχετικά  λεπτή  εννοιολογική  απόχρωσή  του‐  για  την 

τεκμηρίωση καίριων λύσεων.   

Την  ίδια  μορφολογία  σε  γενικές  γραμμές  εμφανίζει  και  το  ζήτημα  που 

ανακύπτει  με  την  ασφαλιστική  αγορά  κατά  την  προσπάθεια  αποκατάστασης της έλλειψης  δεξιοτήτων.  Ένας  υπολογιστής  κατόπιν  της  εισαγωγής  σε  αυτόν  των 

σχετικών  στοιχείων  –τα  οποία  αποτελούνται  από  τα  γούστα,  τις  φιλοδοξίες,  τα 

χαρίσματα, τη στάση έναντι της διακινδύνευσης των μετεχόντων, την τεχνολογία και 

τις  διαθέσιμες  πρώτες  ύλες‐  αναλαμβάνει  το  ουσιαστικά  ανέφικτο  έργο  του 

ακριβούς  καθορισμού  του  αποτελέσματος  της  δημοπρασίας  καθώς  και  της 

εισοδηματικής δομής202 που την ακολουθεί. 

Η  αιτιακή  βάση  του  τελικού  αποτελέσματος  προφανώς  συνίσταται  στα 

δεδομένα  που  εισάγονται  στον  υπολογιστή.  Αν  μάλιστα  εξαιρέσουμε  τα  τρία 

πρώτα,  τα  γούστα,  τις φιλοδοξίες  και  τα  χαρίσματα,  τα  οποία θα ήταν δυνατό  να 

υποστηριχτεί  ότι  εδράζονται  επί  του  ίδιου  του  υποκειμένου,  η  αναφορά  στην 

τεχνολογία  και  τις  πρώτες  ύλες  υποδηλώνει  ένα  ενδιαφέρον  για  τους 

υλικοτεχνικούς όρους πραγμάτωσης του εγχειρήματος. 

Ένα  πρώτο  ζήτημα  που  θα  μπορούσε  να  εγερθεί  στην  περίπτωση  αυτή 

αφορά στην  ικανότητα της απαρίθμησης αυτής να συγκροτήσει ένα ικανοποιητικό 

αποτέλεσμα,  καθώς  στοιχεία  όπως  –παραδείγματος  χάρη‐  η  επάρκεια  του 

εργατικού  δυναμικού,  η  κατάρτισή  του  και  η  διαθεσιμότητα  τεχνικών  μέσων 

εξαιρούνται  της  βάσης  δεδομένων,  υπονομεύοντας  την  αξία  του  τελικού 

202 Βλ. υποσ, 160. 

www.24grammata.com

63

αποτελέσματος. Επιπλέον δια της εισαγωγής του υπολογιστή ως μέσου ουσιαστικά 

διεξαγωγής της δημοπρασίας υιοθετείται εμμέσως πλην σαφώς μια εκπτωχευμένη 

εικόνα  του  ανθρώπινου  όντος,  το  οποίο  καλείται  να  αποφασίσει  μηχανιστικά  και 

στηριζόμενο σε μία ομάδα παραγόντων, η επιλογή των οποίων σε καμία περίπτωση 

δε  θα  μπορούσε  να  θεωρηθεί  εκτός  πραγματικότητας,  ενδέχεται  όμως  να 

βαρύνεται με το πταίσμα της ανεπάρκειας. 

Εάν  όσα  ήδη  αναφέρθηκαν  δεν  αρκούν  για  να  γίνουν  κατανοητές  οι 

αδυναμίες  ενός  αφαιρετικού  προτύπου,  αυτό  είναι  το  σημείο,  όπου  θα  έπρεπε –

ακόμη και με τον κίνδυνο της επανάληψης της αναφοράς επί ζητημάτων που με τον 

ένα  ή  τον  άλλο  τρόπο  έχουν  τύχει  έστω  υπαινικτικών  αναφορών‐  να  σχολιαστεί 

συνοπτικά η προβληματική των αφαιρετικών μοντέλων. 

Η  απόδοση  μιας  κατάστασης  μέσα  από  μία  αφαιρετικά  δομημένη 

απεικόνιση  υποκρύπτει  στην  πιο  ώριμη  εκδοχή  της  όχι  απλά  έναν  αποκλεισμό 

ορισμένων  δεδομένων,  τα  οποία  δεν  συνυπολογίζονται  στο  «πειραματικό» 

πρότυπο, αλλά πιθανώς και στο βαθμό,  στον οποίο αναγνωρίζεται η ύπαρξη ενός 

ευρύτερου,  κατά  κανόνα  πολυσυλλεκτικού  αιτιακού  υποβάθρου,  μία  ιεράρχηση. 

Μια  αξιολογική  εκτίμηση  δηλαδή,  η  οποία  συνεπάγεται  την  παρουσίαση 

αποκλειστικά και μόνο ορισμένων πλευρών του υπό κρίση φαινομένου στην τελική 

αναπαράσταση. 

Το  βασικό  πρόβλημα μιας  προσέγγισης  αυτού  του  είδους  συνίσταται  στην 

απώλεια  δεδομένων  ως  αποτέλεσμα  της  απομόνωσης  του  αντικειμένου  της 

διερεύνησης από  το  βιοτικό περιβάλλον που  το  εμπεριέχει.  Κάτι  τέτοιο  όμως  δεν 

αποτελεί ένα  ζήτημα με καθαρά θεωρητικό ενδιαφέρον.  Υπονομεύοντας τη σχέση 

της εκάστοτε εκτίμησης με την πραγματικότητα, ουσιαστικά ναρκοθετεί την όποια 

κοινωνική αναφορικότητά της. 

Στα βασικά της σημεία η τοποθέτηση αυτή λειτουργεί υποστηρικτικά έναντι 

μιας  ένστασης  που  ρίχνει  το  βάρος  της  στην  πρωταρχικότητα  της  κοινωνικής 

πραγματικότητας εν τέλει ως πλαισίου αναφοράς των ατομικών σκοποθεσιών203. Η 

αντίληψη  αυτή  βέβαια  ανοίγει  διάπλατα  το  δρόμο  σε  μια  ευρύτερη  κριτική  του 

εξισωτικού φιλελευθερισμού, ο οποίος εμφανίζεται να αποδέχεται την  ιδιοποίηση 

των μέσων παραγωγής και την προερχόμενη από το γεγονός αυτό δομική ανισότητα 

στα  πλαίσια  του  καπιταλισμού204,  έναντι  της  οποίας  αποτυγχάνει  να  αρθρώσει 

203 Βλ. Κώστας Σταμάτης, «Κριτική της φιλελεύθερης αντίληψης για την ισότητα», Τιμητικός τόμος για 

τον  Ιωάννη  Μανωλεδάκη,  τ.  3,  εκδόσεις  Σάκκουλα,  Θεσσαλονίκη,  2007,  σελ.  146επ.  και  κυρίως 

151επ. 

204 Βλ. Κώστας Σταμάτης, «Κριτική της φιλελεύθερης αντίληψης για την ισότητα», ό. π., σελ. 155επ.

www.24grammata.com

64

πειστικό λόγο. 

Βέβαια η πρόθεση  της  εξάλειψης  των δομικών ανισοτήτων στις  σύγχρονες 

κοινωνίες,  μέσα από  την  καλλιέργεια  του  σχετικού θεωρητικού υποβάθρου,  μόνο 

αρνητικά  δε  μπορεί  να  αξιολογηθεί.  Η  ανάγκη  έμπνευσης  και  πολύ  περισσότερο 

εφαρμογής  λύσεων  προς  την  κατεύθυνση  αυτή  αποτελεί  ζητούμενο  με  στέρεα 

ηθικά ερείσματα.  

Εκείνο  που  προσπαθούν  να  αναδείξουν  οι  παραπάνω  παρατηρήσεις  δεν 

είναι η πλήρης έλλειψη χρησιμότητας  τέτοιων θεωριών,  καθώς ακόμη και μόνο η 

υποδαύλιση  της  σχετικής  συζήτησης  συνεισφέρει  σημαντικά  στην  υιοθέτηση 

βελτιωτικών τροποποιήσεων ως αποτέλεσμα καίριων κριτικών επισημάνσεων. Υπό 

αυτές  τις  συνθήκες  κάθε  κριτική  αποτίμηση  αυτού  του  είδους  φιλοδοξεί  να 

προσθέσει  την  αντίληψή  της  για  τον  τρόπο,  με  τον  οποίο  οφείλει  να  κινηθεί  η 

εκάστοτε πολιτική εξουσία.  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

www.24grammata.com

65

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

 

Α. ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ 

1. Alex Callinicos, Equality, Polity, Cambridge, 2000. 

2. Ronald Dworkin, Ισότητα (μετ. Γρ. Μολύβας), Πόλις, Αθήνα, 2006. 

3.  Ronald  Dworkin,  Φιλελευθερισμός  (μετ.  Φ.  Παιονίδης),  εκδόσεις  Σάκκουλα, 

Θεσσαλονίκη, 1992. 

4. Stephen Guest, Ronald Dworkin, Edinburgh University Press, Edinburgh, 1992. 

5. Γρηγόρης Μολύβας, Δικαιώματα και θεωρίες δικαιοσύνης, Πόλις, Αθήνα, 2004. 

6. Ρόμπερτ Νταλ, Περί πολιτικής ισότητας, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2007. 

7. John Rawls, A theory of justice, Oxford University Press, Oxford, 1999. 

8. Amartya Sen, Inequality reexamined, Harvard University Press, 1995. 

 

Β. ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ ΛΕΞΙΚΑ 

1. J. Ritter, K. Grunder, R. Eisler (Hg.), Historisches Wörterbuch der Philosophie, Bd. 3 

(G‐H), Schwabe, Basel, 2007 

2.  H.  J.  SANDKÜHLER  (Hg.),    Enzyklopädie  Philosophie,  τόμος  Ι  (A‐N),  Meiner, 

Hamburg, 1999  

3.  P.  PRECHTL‐F.  P.  BURKARD  (Hg.), Mezler  Philosophie‐Lexikon,  2.  Auflage,  J.  B. 

Mezler Verlag, Stuttgart‐Weimar, 1999, 

 

Γ. ΑΡΘΡΑ ΣΕ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ 

1.  Larry Alexander, Maimon Schwarzschild, «Liberalism, Neutrality, and Equality of 

Welfare  vs.  Equality  of  Resources»,  Philosophy  and  Public  Affairs,  Vol.  16,  No.  1 

(Winter, 1987), σελ. 85‐110. 

2.  Elisabeth  S.  Anderson,  «What  is  the  point  of  equality?»,  Ethics,  v.  109,  n.  2 

(January 1999), σελ. 287‐337. 

3. John G. Bennett, «Ethics and Markets», Philosophy and Public Affairs, v. 14, n. 2 

(Spring 1985), σελ. 195‐204. 

4. Miriam Cohen Christofidis, «Talent,  Slavery and Envy»  στο:  Justine Burley  (ed.), 

www.24grammata.com

66

Dworkin and his critics with replies by Dworkin, Blackwell, Malden, 2004, σελ. 30‐44. 

5.  Norman  Daniels,  «Equality  of  What:  Welfare,  Resources  or  Capabilities?», 

Philosophy and Phenomenological Research, v. 50, supplement (Autumn, 1990), σελ. 

273‐296. 

6.  Ronald Dworkin,  «Equality,  Luck  and Hierarchy»,  Philosophy  and  Public  Affairs, 

Vol. 31, No. 2 (Spring, 2003), σελ. 190‐198. 

7.  Jon  Elster,  «The  Empirical  Study  of  Justice»  στο:  D.  Miller, M. Walzer  (eds.), 

Pluralism, Justice and Equality, Oxford University Press, New York, σελ. 81‐96. 

8. Philip Green, «Equality  Since Rawls: Objective Philosophers,  Subjective Citizens, 

and Rational Choice», The Journal of Politics, Vol. 47, n. 3 (Aug., 1985), σελ. 970‐997. 

9. Daniel Hausman, «Problems with Supply‐side egalitarianism» στο: Erik Olin Wright 

(ed.),  Recasting  egalitarianism:  new  rules  for  communities,  states  and  markets, 

Verso, London, 1998, σελ. 75‐85. 

10.  Susan  Hurley,  «Luck  and  Equality»,  Proceedings  of  the  Aristotelian  Society, 

Supplementary Volumes, Vol. 75 (2001), σελ. 51‐72. 

11. Andrew Mason , «Equality of Opportunity, Old and New», Ethics, Vol. 111, No. 4 

(Jul., 2001), σελ. 760‐781. 

12. Dennis McKerlie, «Equality and Time», Ethics, Vol. 99, No. 3  (Apr., 1989),  σελ. 

475‐491. 

13. Michael Otsuka,  «Liberty,  Equality,  Envy  and  Abstraction»  στο:  Justine  Burley 

(ed.), Dworkin and his critics with replies by Dworkin, Blackwell, Malden, 2004, σελ. 

70‐78. 

14.  Michael  Otsuka,  «Luck,  Insurance  and  Equality»,  Ethics,  Vol.  113,  No.  1, 

Symposium on Ronald Dworkin's  «Sovereign Virtue» (Oct., 2002), σελ. 40‐54. 

15.  Arthur  Ripstein,  «Equality,  Luck  and  Responsibility»,  Philosophy  and  Public 

Affairs, v. 23 (n. 1), Winter, 1994, σελ. 3‐23. 

16. Mathias Risse, «What Equality of Opportunity Could Not Be», Ethics, Vol. 112, 

No. 4 (Jul., 2002), σελ. 720‐747.  

17. John Roemer, «Equality of Resources Implies Equality of Welfare», The Quarterly 

Journal of Economics, Vol. 101, No. 4 (Nov., 1986), σελ. 751‐784.  

18.  Samuel  Scheffler,  «Equality  as  the  Virtue  of  Sovereigns:  A  Reply  to  Ronald 

Dworkin», Philosophy and Public Affairs, Vol. 31, No. 2 (Spring, 2003), σελ. 199‐206. 

19. Samuel Scheffler, «What  is Egalitarianism?», Philosophy and Public Affairs, Vol. 

www.24grammata.com

67

31, No. 1 (Winter, 2003), σελ. 5‐39. 

20. Maimon Schwarzschild, «Constitutional law and equality» στο: Dennis Patterson 

(ed.),  A  companion  to  philosophy  of  law  and  legal  theory,  Blackwell,  Cambridge, 

1996, σελ. 156‐171. 

21.  Κώστας  Σταμάτης,  «Κριτική  της  φιλελεύθερης  αντίληψης  για  την  ισότητα», 

Τιμητικός  τόμος  για  τον  Ιωάννη  Μανωλεδάκη,  τ.  3,  εκδόσεις  Σάκκουλα, 

Θεσσαλονίκη, 2007, σελ. 143‐170. 

22. Peter Vallentyne, «Brute Luck, Option Luck, and Equality of Initial Opportunities», 

Ethics, Vol. 112, No. 3 (Apr., 2002), σελ. 529‐557. 

 

 

 

 

www.24grammata.com