Download - Pontiki Art 131

Transcript
Page 1: Pontiki Art 131

n.13

1/09

Η

ΤΕΧ

ΝΗ

/ Ο

Ι ΤΑ

ΣΕ

ΙΣ /

ΟΙ

ΑΠ

ΟΨ

ΕΙΣ

/ Η

ΖΩ

Η..

. Σ

ΤΟ

Ν Α

ΦΡΟ

ΠΕ

ΜΠ

ΤΗ

19

NO

EM

ΙΟΥ

20

09

ΠΟΝΤΙΚΙart ΝΙΚΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗΣWelcome στο αφιλόξενο όνειρο της Δύσης«Aιώνιοι Έλληνες» ξαναπυροβολούν τη λογικήPet Shop Boys: Μουσική (ποπ) και θέαμα (glam)Χάρτινοι ήρωες που μίλησανΤο ουρλιαχτό της Ντιαμάντα

Page 2: Pontiki Art 131

TA ΠΡΟΣΩΠΑ2/30

ΤΟΥΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΟΥΝ ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ ΤΟΥΣ ΕΝΩΝΕΙ Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΞΙΑ

ΑΝΝΑ ΒΛΑΒΙΑΝΟΥ

DESIGN ART DIRECTOR

ΚΥΡΙΑΚΟς

ΚΟΥτςΟγΙΑΝΝΟπΟΥΛΟς

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Μαρία Βασιλάκη

ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ:

γιώργος Ι. Αλλαμανής

Λεωνίδας Αντωνόπουλος

Xαρά Αργυρίου

Δημήτρης Κανελλόπουλος

τατιάνα Καποδίστρια

γιώργος Ν. Κορωναίος

γιάννης Κουκουλάς

Μάκης Μηλάτος

Ελίνα Μπέη

Αγγελική Μπιλλίνη

Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης

Χρυσούλα παπαϊωάννου

Δημήτρης Ρηγόπουλος

Όλγα ςελλά

Ναταλί ΧατζηαντωνίουΠΟΝΤΙΚΙart

Όταν έγραφε το «Γεια» της Δέσποινας Βανδή, συνέρρεε στα δισκοπω-λεία ο κόσμος και αγόραζε το cd σαν ζεστό ψωμί. Τώρα, το «ψωμί» του «μάγου» της ελληνικής δισκογραφίας μπαγιάτεψε. Χώμα έπιανε, χρυσός γινόταν. Το ευτελές υλικό των τραγουδιών του ευτελές υλικό παραμένει. Η ώρα της αποκαθήλωσης, εμπορικώς, έχει έρθει εδώ και τρία τουλάχιστον χρόνια. Η ώρα του «γεια» ήρθε τώρα. Ο Φοίβος λέει αντίο στη δισκογραφική εταιρεία Heaven, η οποία για χρόνια στηρίχθηκε στα άσματα πίστας που εκείνος έγραφε. Πολύ θα ήθελε φεύγοντας να ακούσει να του φωνάζουν «πόσο σε θέλω / πόσο μου λείπεις / γύρισε πίσω», όμως τα χρόνια έχουν αλλάξει και κανείς δεν έτρεξε πίσω του να κρατήσει ανοιχτή την πόρτα. Φεύγοντας ο Φοίβος ίσως και να νόμιζε ότι οι προτάσεις θα έπεφταν βροχή. Στη δισκογραφία, όμως, δεν βρέχει πια. Την εποχή της ξηρασίας, οι εταιρείες δεν έχουν καμία δελεαστική οικονομική πρόταση να κάνουν στον άλλοτε Μίδα, ο οποίος νομίζει ότι φοράει ακόμα το στέμμα του παρελθόντος. Ο χρόνος φέρνει τα πράγ-ματα στο σωστό τους μέγεθος. Τώρα, που τα παλιά σουξέ του Φοίβου δεν παίζονται, δεν ακούγονται και δεν χορεύονται πια, μόνο ο χρόνος μπορεί να του γιατρέψει τις πληγές.

Κάποτε, ένας μεγάλος θεα-τρικός συγγραφέας κλήθη-κε να παρακολουθήσει την παράσταση του αριστουρ-γήματός του, όπως την είχε ανεβάσει φημισμένος σκη-νοθέτης της πρωτοπορίας. «Ενδιαφέρουσα πρόταση», δήλωσε κατά την έξοδό του από την αίθουσα, για να ρωτήσει τους παριστάμε-νους: «Ποιος έχει γράψει το έργο;». Το ίδιο θα ρω-τούσε και ο Άντονι Σάφερ τον Γιώργο Κιμούλη, αν πα-ρακολουθούσε το αθηναϊ-κό ανέβασμα του «Σλουθ» του. ́ Η μάλλον ενός έργου σαν το «Σλουθ», στο οποίο ο Κιμούλης και ο συμπρω-ταγωνιστής του Κωνσταντί-νος Μαρκουλάκης έχουν αλλάξει τα φώτα, τους προ-βολείς, τα πάντα. Με αφορ-

μή αυτή τη διασκευή της διασκευής η συζήτηση περί ελεύθερης έκ-φρασης του καλλιτέχνη επανέρχεται. Την ίδια όμως στιγμή επανέρχε-ται και μια άλλη συζήτηση: Εκείνη σχετικά με το δικαίωμα του δημι-ουργού να προφυλάσσει το έργο του από τους επίδοξους αν όχι κατα-στροφείς, έστω… αναδομητές του. Ειδικά όταν το έργο του είναι τόσο δυνατό που δεν έχει ανάγκη από παρεμβάσεις.

«Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει…»

«Δεν μπορώ να βλέπω ανθρώπους να προσπαθούν να ξεσκίσουν αυτό που είσαι, την ψυχή σου, την επαγγελματική σου οντότητα με τόση μεγάλη χαρά. Η χαρά τους μου δημιουργεί ανατριχίλα. Σε τι να πρω-τοαπαντήσω; Λέγονται πια τόσο πολλά που δεν προλαβαίνω καν να τα μάθω όλα». Το γνωρίζαμε, αλλά το επιβεβαιώνει η Ελένη Μενεγάκη με την παραπάνω δήλωσή της: κέντρο του μικρόκοσμού της, η αφεντιά της. Με τους κακούς να προσπαθούν να την αποκαθηλώσουν, να τη βλάψουν, να την ακυρώσουν. Τι τραβάνε κι αυτά τα είδωλα! Τα χαμένα στον αυτοθαυμασμό τους. Τα παγιδευμένα στην καλομακιγιαρισμένη εικόνα τους. Τα χτισμένα μέσα σε τόσους τόνους μέικαπ που απλώς δεν μπορούν να δουν παραέξω. Αν και, εδώ που τα λέμε, ένα βλέμμα στον έξω κόσμο μπορεί και να απέβαινε μοιραίο για εκείνα. Αν διαπίστωναν πόσο αδιάφορα μας είναι στην πραγματικότητα, ίσως και να αυτοκτο-νούσαν από υπερβολική δόση μάσκαρα.

Ελένη Μενεγάκη

Όταν οι τρομοκράτες αναφέρουν «επωνύμους» σε προκηρύξεις

τους, οι «επώνυμοι» αντιδρούν συνήθως με δύο τρόπους: ή

ζητούν την αυξημένη προστασία της αστυνομίας ή αδιαφορούν

με ενήλικο εφησυχασμό. Ο Μίκης Θεοδωράκης αντέδρασε

φλογερά, παρορμητικά και αναπάντεχα, επιβεβαιώνοντας πόσο

ανατρεπτικός υπήρξε πάντα. Απάντησε με πάθος εφήβου στα

μέλη της οργάνωσης «Πυρήνες της φωτιάς», τα οποία έκαναν

λόγο στην προκήρυξή τους για «επιφανείς προσωπικότητες της

“αντι-δικτατορικής” αυτοεξορίας στο Παρίσι της καλοπέρασης,

όπως ο Μίκης Θεοδωράκης». Ο Μίκης έστειλε ανήμερα της

εξέγερσης του Πολυτεχνείου –σαφής ο συμβολισμός– ανοιχτή

επιστολή, στην οποία ανέφερε: «Το σπίτι μου βρίσκεται σε μικρή

πάροδο της οδού Γαριβάλδη, στην Επιφανούς 1, και καθώς

είμαι ξαπλωμένος έχω απέναντί μου την πλαγιά του Φιλοπάπ-

που, απ' όπου σας είναι πανεύκολο να με κάψετε ζωντανό».

Ανοιχτή η πρόσκληση. Οι άλλοι θα... ζώνονταν με φρουρά και

συναγερμούς. Άλλωστε, οι περισσότεροι «επώνυμοι» αυτής

της χώρας ζουν σε σπίτια με ψηλούς μαντρότοιχους, φυλάκιο

στην είσοδο και σκυλιά πίσω από την επιγραφή «ο σκύλος

δαγκώνει». Ο Μίκης, με τη δήλωσή του αυτή, διαγράφει το

σύνορο της προστασίας αλλά και του φόβου. Ο πιο επώνυμος

των Ελλήνων δίνει διεύθυνση και αριθμό. Με αυτό τον τρόπο

δίνει το πιο ηχηρό μήνυμα μιας κοινωνίας που δεν τρέμει απέ-

ναντι στην τρομοκρατία. Και η χαριστική βολή έρχεται στην

τελευταία πρόταση της επιστολής του: «Καημένε Παπαδόπουλε,

πού είσαι να καμαρώσεις τη σπορά σου...». Έτσι τοποθετεί την

τρομοκρατία εκεί που πραγματικά ανήκει. Πλάι στον βαθύ

αναχρονισμό, την ανελευθερία και τον αυταρχισμό και όχι

στην «επανάσταση» στην οποία οι τρομοκράτες αρέσκονται

παραδοσιακά να τοποθετούνται.

Σαν παγωτό μες στον χειμώ-να έρχεται για να κάνει τα όλο και πιο ψυχρά πρωινά μας ακόμη ψυχρότερα. Σμι-λεμένη στον πάγο, η Ελεο-νώρα Μελέτη μας καλημερί-ζει σαν απόλυτη βασίλισσα, αν όχι της θεαματικότητας τουλάχιστον του χιονιού. Με ύφος και εκφορά γερμανί-δας φράου, αποδεικνύει ότι ναι, μπορείς να κουτσομπο-λεύεις χωρίς να συμμετέχεις την ίδια στιγμή στην κουβέ-ντα. Γιατί η σταρ του Star και παρούσα που είναι παραμέ-νει απούσα. Αυτό που βλέπε-τε να συντονίζει τη συζήτη-ση είναι το είδωλό της. Όλο το… υπόλοιπο έχει πάει για «μουστάκι, πόδι, μπικίνι». Ποιος, όμως, ενδιαφέρεται για το υπόλοιπο; Ντεκολτέ

αβυσσαλέο διαθέτει το κατεψυγμένο είδωλο; Διαθέτει. Και το μοστρά-ρει, είτε παρουσιάζει την «Πρωινή Μελέτη» είτε το δελτίο ειδήσεων; Το μοστράρει. Οπότε, άξια! Και αν άμα τη εμφανίσει της παγώνουμε, ας ανεβάσουμε λίγο τη θερμοκρασία του καλοριφέρ. Ίσως το καλοκαίρι, με τους καύσωνες, να την ευγνωμονούμε!

Ελεονώρα ΜελέτηΚατεψυγμένο είδωλο!

ΦοίβοςΓεια

Γιώργος ΚιμούληςΛέγε με… Άντονι!

Μίκης ΘεοδωράκηςΜε πάθος, διεύθυνση και αριθμό

Page 3: Pontiki Art 131
Page 4: Pontiki Art 131

4/32 ΤΣΟΥΝΑΜΙ

Εντάξει, βρε Βάσω,

κάτσε ήσυχα ήσυχα στο κλαδί σου και περίμενε να σε κατεβάσει από κει η Τρέμη. Όσο για την Ντόρα, συμφωνώ απολύτως με την τακτική της ν’ αφήσει το ντουέτο να λαλήσει και να καταεκτεθεί. Σαν άλλη Κατερίνα Γκαγκάκη, σαν άλλος Μουρατί-δης μαινόμενος, κάνει την καρδιά της πέτρα και περιμένει το πρώτο φάλτσο, αρκεί βεβαίως να το καταγράψει η κάμερα. Διότι, ως γνωστόν, χωρίς την παρουσία τηλεοπτικής κάμερας κάθε γεγονός λογαριάζεται ως μη γενόμενο, κι αυτό, Βάσω μου, το ξέρουν δα και οι κότες.

Κ ότες είπα και θυμήθηκα την καθυστερημένη παραίτηση του Παναγόπουλου από το τιμόνι

της ΕΡΤ. Μα γιατί το κωλυσιεργείς και το αναβάλ-

Δ ημήτρη μου Δημήτρη μου, μου το ’κλεισες το σπίτι μου / μου το ’κανες οικόπεδο / γιατ’

είσαι ομορφόπαιδο.

Δ εν θέλω υπερβολές, βρε Βάσω, πάρε λοιπόν το καρεκλάκι σου και έλα εδώ σιμά μου, να

σε βάλω αμέσως στο νόημα.

Α ν σε λέγανε κι εσένα Δημήτρη αντί Βάσω, τότε κάτι μπορεί να γινότανε και με μας,

Βάσω μου. Τώρα, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα,

ψάχνει». Μωρέ, αν έψαχνε μόνος του καλά θα ήταν. Εδώ όμως του κάνει το ντελίβερι η Σίσυ Χρη-στίδου, η οποία, έτσι τουλάχιστον όπως την κόβω στο σαλονάκι της Ναταλίας Γερμανού, δεν θ’ άφη-νε ποτέ τον καναπέ για να πάει στη στρούγκα. Στη στρούγκα του Alpha αντίθετα ξεγελάστηκαν και μπήκαν κάμποσοι καταχρεωμένοι που ευελπιστούν να καλύψουν τα χρωστούμενα, προσφέροντας τον εαυτό και την υπόληψή τους θυσία στα πεσμένα ratings του σταθμού. «Για λογαριασμό σας», σου λέει ο άλλος...

Η ποντικίνα των καναλιών

ΩΡΑ ΓΙΑ ZAPPING

«Σκληροπυρηνικές δόσεις eurotrash, φρι-κτές διασκευές που θα έπρεπε να είχαν θα-φτεί πέρα από το χρόνο, ελληνικά σουξέ που κάνουν τη λέξη ποπ να χάνει κάθε νό-

ημα, χορευτικές επιτυχίες τελειωμέ-νης ξεφτίλας και mash-up που δεν έχουν ιερό και όσιο»: έτσι προσδιο-

ρίζει το περιεχόμενο του Trashathlon, του μαραθωνίου σκουπιδοδιασκέδασης στο Bios της Πειραιώς, ο εμπνευστής του, κρι-τικός κινηματογράφου Ηλίας Φραγκούλης. Με τη μορφή της νοσταλγίας, που καλλωπί-ζει και αγιοποιεί ακόμα και τη μεγαλύτερη ασυναρτησία, και τη φτηνότερη βλακεία, ακόμα μια εκδήλωση αγνού χαβαλέ ήρθε στην πόλη. Έχετε, άραγε, σκεφτεί γιατί πουλάει ο χαβαλές; Γιατί δεν θέλει κόπο και γιατί δεν απαιτεί κανένα επίπεδο. Έτσι εξηγείται, άλλωστε, και το ότι είμαστε ο με-γαλύτερος χαβαλέ λαός της Ευρώπης…

Στον χαβαλέ του Bios δεν θα πάω. Αντίθε-τα, αδημονώ να πάω Μέγαρο, Παρασκευή και Σάββατο, να δω την παράσταση « Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα: Μενέλαος Λουντέ-μης», σε μουσική Γιώργου Βούκανου, με κείμενα και σε σκηνοθεσία-«στάσου, μύγδαλα»-Γιάννη Βόγλη, με στίχους Μαίρης Βούκανου και με ερμηνευτές τον Πασχάλη Τερζή, πλάι στη Ζέτα Μακρυπούλια. Είμαι βεβαία ότι η Ζέτα Μα-κρυπούλια είναι, ακριβώς, το ερωτικό αντι-κείμενο του πόθου που έπλασε ο Λουντέμης για τον μικρό χωριάτη Μέλιο – ο οποίος, φυσικά, μεγάλωσε και συνέβαλε στο να γί-νει η ελληνική κοινωνία όπως έγινε. Αυτή η παράσταση στο Μέγαρο πρέπει να είναι, πώς να το πω, η επιτομή της εθνικής μας αυτογνωσίας. Όσοι κυνηγούν πραγματικές εμπειρίες, για να διηγούνται στα εγγόνια τους, πάει και τελείωσε, θα πάνε Μέγαρο.

αχινοί...

Λία παραλία

Πριν από μερικούς μήνες, η διευθύντρια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Δέσποινα Μουζάκη, τράβαγε μεγάλα ζόρια.

Μερικοί κινηματογραφιστές, «της Ομίχλης» όπως αυτοαποκλήθηκαν, δικαίως απογοητευμένοι από την κρατική αδιαφορία, πολλοί με νέα ταινία υπό μάλης, συμφώνησαν στην ιδέα του μποϊκοτάζ. Μποϊκοτάζ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που, φέτος, συμπλη-ρώνει 50 χρόνια. Διότι δεν είχε κατατεθεί ο νόμος για τον κινηματογράφο. Ως τον Σεπτέμβριο, η ιδέα του μποϊκοτάζ έκρυβε μια δίκαιη διεκδίκηση από μια κυβέρνηση που κωλυσιεργούσε συστηματικά. Έναν νέο, σύγχρονο νόμο, ο οποίος να υπολογίζει τις συνθήκες που έχουν δημιουργήσει η τεχνολο-γία και το άνοιγμα των συνόρων και να διορθώνει δυσλειτουργίες του παρελθόντος. Κυρίως, να κάνει πέρα τους συνδικαλιστές παράγοντες που καταφέρ-νουν, στις επιτροπές των κρατικών βραβείων, να φτιάχνουν τις ευκαιριακές συμμαχίες τους οι οποίες σφραγίζουν το αποτέλεσμα. Μετά την προκήρυξη των εκλογών η κινη-τοποίηση έχασε κάθε σημασία. Δεν μπορείς να ζητάς νόμο αν δεν λειτουργεί η Βουλή που νομοθετεί. Μετά την επικράτηση του ΠΑ-ΣΟΚ και τη δέσμευση της νέας κυβέρνησης ότι ο νόμος για τον κι-νηματογράφο είναι στις προτεραιότητές της, η συνέχιση της κινητο-ποίησης μετατράπηκε σε φάρσα. Δεν γίνεται να διεκδικείς κάτι που σ’ το προσφέρουν! Οι «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη», συνε-χίζοντας το μποϊκοτάζ του Φεστιβάλ, κατάφεραν από κίνηση δίκαιης διαμαρτυρίας να γίνουν τμήμα ενός παιχνιδιού εξουσίας. Ακόμα κι η ρητορική τύπου Εξαρχείων, πίσω από τις λέξεις μπορεί να κρύβει διεκδίκηση ρόλων σε μια νέα μοιρασιά. Στη μοιρασιά αυτή είναι προφανές ότι το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι ένα ωραίο, ζουμερό φιλέτο. Θεσμός εδραιωμένος, με δικό του κοινό, στη σωστή κατεύθυνση (τη διεθνή αγορά) από την εποχή του Μισέλ Δημόπουλου, ο μόνος μεγάλος ανοιχτός και κοσμοπολίτικος θε-σμός της Βόρειας Ελλάδας που ξεφεύγει από την αισθητική του Ψωμιάδη και του Άνθιμου, αναπρο-σανατολίστηκε στις νέες συνθήκες από τη Δέσποινα Μουζάκη. Ούτε βαλκανοποιήθηκε ούτε έγλειψε τον εθνοκεντρισμό της πιάτσας. Δεν φόρεσε γραβάτα,

αλλά και δεν περιθωριοποιήθηκε. Δεν παραδόθηκε ούτε στους συνδικαλιστές ούτε στις εφήμερες μόδες των ζωηρών κοσμικών της κουλτούρας. Παρέμεινε και μεγάλο και ζωηρό και νεανικό και ανήσυχο και έγκυρο. Και ευρωπαϊκό. Αυτή την ευρωπαϊκή, την κοσμοπολίτικη ταυτότητα του Φεστιβάλ έθεσαν στο στόχαστρό τους, άθελά τους ίσως, οι «ομιχλώδεις». Αρνούμενοι να στείλουν τις ταινίες τους είναι σαν να έλεγαν ότι, δείτε, έτσι θα πληγεί ο θεσμός – διότι τα γεγονότα τα φτιάχνουν οι Έλληνες και οι ταινίες τους, τα υπόλοιπα είναι παραγέμισμα. Πόσο επαρχι-

ώτικη αντίληψη – και πόσο λάθος. Διότι το Φεστιβάλ είναι γεμάτο γεγονότα (επί τη ευκαιρία, κυνηγήστε το πρόγραμμα του Εxperimental Forum και το αφιέ-ρωμα στην ορθολογική τρέλα του Βέρνερ Χέρτσογκ), πολύ πιο ουσιαστικά από την ομφαλοσκοπική διαμά-χη του ελληνικού κινηματογράφου. Ποιος έχασε από το γινάτι των ομιχλιστών; Σίγουρα όχι η Δέσποινα Μουζάκη. Ούτε το Φεστιβάλ, που γιορτάζει τα 50 του όχι με τον σκεπτικισμό του μεσήλικου αλλά με τη ζωηρότητα ενός θεσμού ανοικτού στις προκλήσεις. Μακάρι να είναι πολλές και γοητευτικές.

Δέσποινα Μουζάκη Ποιος είναι ο χαμένος;Μετά την επικράτηση του πΑςΟΚ και τη δέσμευση της νέας κυβέρ-νησης ότι ο νόμος για τον κινημα-τογράφο είναι στις προτεραιότητές της, η συνέχιση της κινητοποίησης μετατράπηκε σε φάρσα. Δεν γίνεται να διεκδικείς κάτι που σ’ το προσφέρουν!

λεις κι εσύ, βρε Βάσω; Αν ορέγεσαι αποζημιώσεις, παράσημα και τιμητικές αποστρατείες, σου το λέω ντεκλαρέ πως δεν σφάξανε.

Σ τα «σιγά τα αίματα» των ημερών να μην ξεχάσω να συμπεριλάβω και τις επαναλαμβα-

νόμενες φάρσες που μετέβαλαν τα ζωντανά σόου του AΝΤ1 σε κάμπινγκ προσφύγων. Να ξαναδώ τον Σάκη στο προαύλιο να περπατάει πάνω σε κόκκινο χαλί, την ώρα που οι άλλοι ξεροστάλιαζαν πάνω στο χαλίκι και τι στον κόσμο, βρε Βάσω.

Σ τα χαλίκια των ημερών να μην ξεχάσω να συμπεριλάβω την ηθική εξαθλίωση παικτών

τε και παικτριών στο βλαχοριάλιτι «Αγρότης μόνος

Page 5: Pontiki Art 131
Page 6: Pontiki Art 131

6/34 cover sTory «»

Μια κλειστοφοβία τον εμποδίζει να επισκέπτεται τις κινηματογραφικές αίθουσες. Δεν χάνει όμως ταινία. Η τεράστια τηλεόρασή του τού εξασφαλίζει την πλήρη κινηματογραφική ενημέρωση, αλλά και την παράταση αυτού που ο ίδιος θεωρεί ως το προσωπικό του road movie. Όταν δεν προετοιμάζει κάποια παράσταση τα μαζεύει και φεύγει γυρίζοντας τον κόσμο. «Έτσι ζούσα πάντα», λέει. «Κατάγομαι απ’ την Κρήτη, έζησα εκεί μέχρι τα δεκαπέντε μου, ήρθα στην Αθήνα, τέλειωσα τη ςχολή μου, πήγα στη Θεσσαλονίκη, γύρισα εδώ, έφυγα δέκα χρόνια για τη Βιέννη, ξαναγύρισα... Μου αρέσει η μετακίνηση και η περιπέτεια του βλέμματος». Είναι περίεργο είδος κλειστοφοβικού αυτός ο σκηνοθέτης που μπορεί να ζει καιρό απομονωμένος στο σπίτι του, αλλά ούτε ένα λεπτό χωρίς να ταξιδεύει και που δεν νιώθει κανένα είδος φοβίας μέσα στους θεατρικούς χώρους. Δύο τέτοιοι μονοπώλησαν φέτος τη σκηνοθετική του άποψη. το Θέατρο Βασιλάκου, στο οποίο σκηνοθέτησε ξανά το «ςε στενό οικογενειακό κύκλο» του Οστρόφσκι, αλλά και το Κάππα, όπου σκηνοθετεί το εξαιρετικά ενδιαφέρον ερμηνευτικό δίδυμο των γιώργου Κωνσταντίνου και Χρήστου ςτέργιογλου στον «Αμπιγιέρ».

Είχατε σκηνοθετήσει το ίδιο έργο του Οστρόφ-σκι παλαιότερα για το Αμόρε. Γιατί θελήσατε να το ξανακάνετε;Ν.Μ.: Πρόκειται για ένα λαϊκό έργο. Κακά τα ψέμα-τα, παίζει ρόλο το γεγονός ότι το θέμα αφορά τον πολύ κόσμο και ότι, ιδίως σε περιόδους οικονομι-κής κρίσης, τον βάζει να σκεφτεί. Παρ’ όλα αυτά, το καθαρά υποκριτικό κόνσεπτ της παράστασης δεν έχει αλλάξει. Έχει αλλάξει όμως το περιτύλιγμα. Είναι παράγοντας διαφοροποίησης η προσωπι-κότητα των ηθοποιών;Ν.Μ.: Βέβαια. Ό,τι κι αν κάνει ο σκηνοθέτης, ο ηθοποιός είναι αυτός που βγαίνει στη σκηνή. Η δική του προσωπικότητα διαφοροποιεί τα πάντα. Δυο καλοί, κωμικοί ηθοποιοί όπως η Καστάνη κι ο Χαϊκάλης, με σαφή ερμηνευτική προσωπι-κότητα, είναι πιο δύσκολο να σκηνοθετηθούν σε σχέση με άλλους;Ν.Μ.: Ναι, αλλά είναι απολύτως θεμιτό. Οι λαϊκοί ηθοποιοί δεν «σκηνοθετούνται». Απλώς δημιουρ-γείς ένα περιβάλλον για να τους εντάξεις. Έχω κάνει κι άλλες φορές παραστάσεις με τέτοιου τύπου ηθοποιούς. Το δυσκολότερο είναι να επενδύσεις το δικό σου χιούμορ πάνω στον ηθοποιό που φέρει το δικό του – το χιούμορ είναι κάτι πολύ προσωπικό. Μπορείς όμως να τον βοηθήσεις να υποστηρίξει το δικό του. Φέτος κάνετε και τον «Αμπιγιέρ». Η προσω-πικότητα του Σερ μου φέρνει στο μυαλό τον Μινωτή...Ν.Μ.: Μα έτσι ξεκίνησε κι όλη η ιστορία. Το όνειρο του Νίκου Κούρκουλου ήταν να παίξει τον Αμπι-γιέρ κι έτσι κάποια στιγμή πρότεινε στον Μινωτή να κάνει τον Σερ. «Ε! όχι, βρε αδελφέ», απάντησε εκείνος. «Θα παίξω αυτό τον ρόλο για να καρπωθεί την παράσταση ο Αμπιγιέρ;». «Αμπιγιέρ», ανθρώπους με τέτοια δουλικότητα αλλά και μνησικακία, έχετε συναντήσει;Ν.Μ.: Όχι. Δεν θα το επέτρεπα. Σιχαίνομαι την

Έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι ξεκινήσατε ως ηθοποιός;Ν.Μ.: Ναι. Παρ’ όλα αυτά και στην πορεία έμα-θα πολλά, κυρίως για τον εαυτό μου. Είμαι ένα πολύ αντικοινωνικό άτομο κι αισθάνομαι ότι η επαφή μου με τον κόσμο είναι καθαρά μέσω της θεατρικής πράξης. Αν με απομονώσεις στο σπίτι μου είμαι ικανός επί ένα χρόνο να μη βγω ούτε για τσιγάρα. Έτσι κάνω άλλωστε: τηλεφωνώ στον Δημήτρη στη γωνία, του λέω «βάλε μου τσιγάρα κι εφημερίδες στο ασανσέρ» και πηγαίνω στο τέλος του μήνα και τον πληρώνω. Τα τελευταία χρόνια είμαι με ένα τρόπο μισάνθρωπος. Αναζητώντας έναν συνεκτικό ιστό στις δου-λειές σας νομίζω ότι ενδιαφέρεστε για το πολι-τικό θέατρο, με την ευρεία έννοια του όρου.Ν.Μ.: Ακριβώς. Θα ’θελα να πιστεύω ότι είμαι απόλυτα πολιτικό ον. Ίσως γιατί στα νιάτα μου, την περίοδο της Χούντας, ήμουν πολιτικοποιημένος. Ήμουν και στο Πολυτεχνείο, ενεργά, σε όλη τη διάρκεια. Και μπορεί όλα αυτά τα πράγματα να ματαιώθηκαν από τη μετέπειτα πορεία του ελληνι-κού κράτους, αλλά η διαδικασία της σκέψης παρα-μένει. Δεν μπορώ να μη σκεφτώ πολιτικά. Στη σημερινή πολιτική πρακτική μας τι σας ενοχλεί;Ν.Μ.: Κάτι που ξαναβγήκε στην επιφάνεια αυτές τις μέρες με την ταινία του Βούλγαρη: Ότι δεν θέλουμε να σκεφτόμαστε το παρελθόν μας και να αντιμετωπίσουμε τα λάθη μας. Είμαστε λαός με παρωπίδες. Κι αυτό με εξοργίζει. Δεν είναι δυνατόν η ελληνική ιστορία να διδάσκεται στα σχολεία ου-σιαστικά μέχρι την Επανάσταση του ’21. Δεν είναι δυνατόν κανείς, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, να μην τολμά να αντιμετωπίσει μέσω της τέχνης την νεότερη ιστορία. Έγινε λοιπόν μια τέτοια ταινία, η οποία καλώς ή κακώς –γιατί δεν την έχω δει ακό-μα– έθεσε ένα πρόβλημα και μας έκανε από δυο χωριά χωριάτες αντί να το συζητήσουμε... Δεν είμαστε έτοιμοι να μιλήσουμε ανοιχτά για την ιστορία μας;Ν.Μ.: Το θέμα είναι αν μπορούμε να τη δούμε καθαρά. Δεν γίνεται να υπάρχει αυτό το βιβλίο της Στ΄ Δημοτικού και ξαφνικά να λέμε «όχι, δεν γίνε-ται να πούμε αυτά τα πράγματα στα παιδιά». Γιατί δεν μπορούμε; Είναι καλύτερο να λέμε ψέματα; Αν πούμε, όμως, την αλήθεια, τότε δεν θα μι-λήσουμε απλά για «συνωστισμό» στην προκυ-μαία της Σμύρνης, αλλά για σφαγές. Ν.Μ.: Σύμφωνοι. Το θέμα είναι να καλλιεργηθεί στα παιδιά κριτική σκέψη. Να δουν ότι δεν υπάρ-χει άσπρο-μαύρο. Η απελπισία είναι πως η Ελλάδα είναι ο χώρος του ασπρόμαυρου. Συνεπικουρούν τα πάντα: η δημοσιογραφία, η πολιτική, η παιδεία, έτσι παρουσιάζουν τα πράγματα. Καραμανλής ή τανκς. Παπανδρέου ή δεν ξέρω τι. Ίσως ευθύνεται το ότι δεν υπήρξε μια ιστορική συνέχεια. Το ότι οι Έλληνες εύκολα ασπάστηκαν τα ευρωπαϊκά πρότυ-πα, χωρίς να έχουν διανύσει την ίδια πορεία. Ακό-μα και σήμερα το βλέπουμε: Από τη στιγμή που

ορισμένοι νέοι σκηνοθέτες είδαν στο Φεστιβάλ Αθηνών την μοντερνιτέ, άρχισαν να κάνουν τέτοιες παραστάσεις, χωρίς έρεισμα. Φυσικά, είναι εξαιρε-τικό το ότι μπορούμε να τις δούμε. Αλλά αυτές θα μιμηθούμε; Εμείς δεν έχουμε δικό μας παρελθόν; Ένα καλό του Φεστιβάλ Αθηνών είναι πως διαπιστώσαμε, σε κάποιες περιπτώσεις, πως ό,τι θεωρούσαμε μοντερνιτέ στην Ελλάδα ήταν ξεπερασμένο.Ν.Μ.: Είδαμε όμως και κάτι άλλο, ότι τέτοιες πα-ραστάσεις είναι προϊόντα συγκεκριμένης πορείας. Δεν ξύπνησαν κάποια μέρα και είπαν «τώρα θα κάνω μοντερνιτέ». Εσείς καταχωρίζεστε στους μοντέρνους σκη-νοθέτες χωρίς να έχετε κάνει...Ν.Μ.: Τίποτα μοντέρνο, με εξαίρεση τον «Ηρακλή V» του Χάινερ Μίλερ. Μέσα σ’ ένα χώρο σύγχυσης θέλω να λέω κάτι καθαρά στον θεατή, έτσι ώστε να το καταλαβαίνουν όλοι, από τη θεία μου μέχρι τον Βέλτσο. Γι’ αυτό απέφυγα τον μοντερνισμό. Μη νομίζετε ότι δεν έχω την ανάγκη να πάω προς τα εκεί. Την έχω άμεσα. Αν κάποιος σκέφτεται πολύ το κοινό, κινδυ-νεύει από λαϊκισμό.Ν.Μ.: Δεν είναι αυτό το στυλ μου. Με ενδιαφέρει όμως το λαϊκό θέαμα. Αν έχουμε μια παράδοση, είναι κατεξοχήν το λαϊκό θέαμα: Από την ευτελή μέχρι την καλή επιθεώρηση, από τα βαριετέ μέχρι τα αναψυκτήρια. Ανάλογη διαδικασία έζησε η Ιταλία με πολύ μεγαλύτερη παράδοση από εμάς. Ξεχνάμε ότι η Μανιάνι ήταν η Βλαχοπούλου της Ιταλίας; Γιατί, λοιπόν, δεν κοιτάμε αυτή την αντιστοιχία και κοιτάμε προς τη Γερμανία ή την Ιαπωνία; Γιατί φοβόμαστε να υποστηρίξουμε την παράδοσή μας; Επειδή οι διανοούμενοι ασχολού-νται περισσότερο με τον Σίλερ και τον Γκαίτε παρά με τον Ρήγα Φεραίο και τον Κοραή. Αυτή τη στιγμή κανένα νέο παιδί δεν ξέρει ποιος ήταν ο Κοραής ή ο Γληνός. Ζούμε μια ματαίωση του πολιτισμού και της ιστορίας μας. Λόγω της παρεξήγησης πως η παράδοση είναι έκφραση συντηρητισμού και κρυπτοεθνικι-σμού;Ν.Μ.: Χάσαμε την μπάλα. Κι όμως, τα γραπτά του Χουλιαρά ή τα πρώτα του Δημητρίου ήταν υπέρο-χα. Γιατί δεν ξανακοιτάμε λίγο τον Παπαδιαμάντη και τον Βιζυηνό; Έχουμε μεγάλους λογοτέχνες που δεν τους ξέρουμε. Αν διαβάσει κανείς την ποίηση του Τέλλου Άγρα ή του Λαπαθιώτη, οι οποίοι θεω-ρούνται ήσσονες ποιητές, καταλαβαίνει ότι ήταν σπουδαίοι κι ότι έπρεπε να προϋπάρξουν για να φτάσουν ο Σεφέρης κι ο Ελύτης εκεί που έφτασαν. Αλλά και σύγχρονους λογοτέχνες έχουμε για τους οποίους δεν γίνεται θόρυβος. Π.χ. ο Νίκος Πανα-γιωτόπουλος. Μήπως αυτή είναι η κατάρα του δημιουργού; Να τον ανακαλύπτει η χώρα του εκ των υστέρων; Ν.Μ.: Παλαιότερα δεν ίσχυε τόσο αυτό. Η μεγα-λύτερη καταστροφή έγινε με την Επταετία, όταν

άσκηση εξουσίας επάνω στους άλλους. Πολλές φο-ρές κάποιοι σου προσφέρουν την ευκαιρία να τους πατήσεις, πράμα που εγώ δεν θα το κάνω ποτέ. Ο Κωνσταντίνου είναι ένας πολύ καλός ηθο-ποιός. Πόσο δύσκολο είναι όμως να θραύσει κανείς την εξαιρετικά συμπαθή του εικόνα, υπέρ του ρόλου που, αν κρίνω από την ταινία, συστήνει τον Σερ καταρχήν ως δυνάστη;Ν.Μ.: Καθώς το θεατρικό έργο είναι πολύ διαφο-ρετικό από την κινηματογραφική του μεταφορά, ο Σερ δεν είναι μια φιγούρα αντιπαθής. Υπάρχει όμως και κάτι που έχει να κάνει με τον Κωνστα-ντίνου αφ’ εαυτού. Για μένα ο Γιώργος ήταν μια τεράστια έκπληξη. Νομίζω ότι δεν έχω συναντήσει άνθρωπο στο θέατρο, σ’ αυτή την ηλικία, με αυτή την πορεία και να διατηρεί τέτοιο ήθος. Αυτό δεν το συναντάς πια εύκολα. Μάλλον γιατί οι σημερι-νοί πρωταγωνιστές έχουν εμπλακεί σε έναν αγώνα επιτυχίας. Βλέπεις να κάνουν μια ελάχιστη τηλε-οπτική καριέρα και ξαφνικά καβαλάνε το καλάμι και φέρονται λες κι είναι μεγέθη σαν την Παξινού ή τον Μινωτή. Και για να πω την αλήθεια, πολλοί από αυτούς –όχι όλοι φυσικά– είναι τενεκέδες ξεγάνωτοι. Για τους σημερινούς σκηνοθέτες τι ισχύει;Ν.Μ.: Δεν ισχύει το ίδιο. Ο σκηνοθέτης είναι ένας καλλιτέχνης που πρέπει να επιβεβαιώνεται μέσα στον χρόνο. Ένας ηθοποιός μπορεί να κάνει πέντε ρόλους και να επαναπαυτεί σ’ αυτό. Και συνήθως το λάθος των περισσοτέρων ελλήνων ηθοποιών είναι ότι ανακαλύπτουν ένα πράγμα, εμμένοντας σ’ αυτό, χωρίς να προσπαθούν να το εξελίξουν. Το ταλέντο, όμως, δεν είναι κάτι ανεξάντλητο, ούτε «χωράει» σε όλα τα είδη θεάτρου. Σας έχει τύχει να αντισταθούν ηθοποιοί στις σκηνοθετικές σας παραινέσεις;Ν.Μ.: Όχι, διότι ο τρόπος που δουλεύω προϋποθέ-τει τη συμμετοχή τους. Δεν πάω στην πρόβα για να εφαρμόσω κάτι. Πηγαίνω με τα εφόδιά μου, τα δια-βάσματά μου, αλλά το υλικό μου είναι ο ηθοποιός.

Νίκος Μαστοράκης «Η απελπισία είναι πως η Ελλάδα είναι ο χώρος του ασπρόμαυρου»

«Το θέμα είναι να καλλιεργη-θεί στα παιδιά κριτική σκέ-ψη. Να δουν ότι δεν υπάρχει άσπρο-μαύρο. Η απελπισία είναι πως η Ελλάδα είναι ο χώρος του ασπρόμαυρου. Συνεπικουρούν τα πάντα: η δημοσιογραφία, η πολιτική, η παιδεία, έτσι παρουσιάζουν τα πράγματα. Καραμανλής ή τανκς. Παπανδρέου ή δεν ξέρω τι. Ίσως ευθύνεται το ότι δεν υπήρξε μια ιστορική συνέχεια. Το ότι οι Έλληνες εύκολα ασπάστηκαν τα ευρωπαϊκά πρότυπα, χωρίς να έχουν διανύσει την ίδια πορεία».

ΣυνέντευξηΣτη Ναταλί Χατζηαντωνίου

Φωτ. Ορφέας Εμιρζάς

Ξεκινάμε πίνοντας καφέ κι ανταλλάσσοντας ιστορίες για διάφορα... φοβικά επεισόδια που, εκ των υστέρων τουλάχιστον, φαίνονται αστεία.art

Page 7: Pontiki Art 131

ΠΟΝΤΙΚΙart 19-25.11.09 35/7

διεκόπη η πορεία εκείνης της λογοτεχνικής γενιάς. Αργότερα επήλθε κι ο μεγάλος αποπροσανατολι-σμός, από την εποχή του πρώτου ΠΑΣΟΚ και μετά. Τότε ο λαϊκισμός σε όλο του το μεγαλείο ισοπέδω-σε τα πάντα. Ξεχνάμε τις μπουζουκλερί, τον Γιαννό-πουλο και τη φρασεολογία του; Και τώρα;Ν.Μ.: Τώρα, πού; Τι; Κανένας διανοούμενος δεν αρθρώνει δημόσιο λόγο. Ή όταν το κάνουν, προκει-μένου να μη θίξουν κανένα, ομιλούν ως Πυθίες. Στο Υπουργείο Πολιτισμού; Κι εκεί τα τελευ-ταία χρόνια δεν βλέπουμε, αν όχι τέλος πάντων διανοούμενους, τουλάχιστον καλούς διαχει-ριστές.Ν.Μ.: Συμφωνώ απολύτως. Περιμένω να δω τι θα κάνει ο κύριος Γερουλάνος. Ήλπιζα πάντως ότι μ’ αυτή την αναδιάρθρωση του ΠΑΣΟΚ θα έμπαινε σ’ αυτό το πόστο κάποιος πιο σχετικός με τον πολιτι-σμό, αν και μιλάμε πια για ένα χάος στα πολιτιστι-κά θέματα. Αλλά ούτως ή άλλως τους πολιτικούς δεν φαίνεται να τους ενδιαφέρει αυτό το πόστο. Θεωρούν αυτό το υπουργείο μια βολική, κομψή μεζονετούλα. Π.χ. έκανε η Μελίνα τα ΔΗΠΕΘΕ. Απεδείχθη μάταιος θεσμός. Αυτή τη στιγμή έχουμε 18 τέτοια θέατρα, από τα οποία λειτουργούν ουσι-αστικά τα 3-4. Τα υπόλοιπα είναι δημόσιες θέσεις, συντηρούνται και δεν παράγουν τίποτα. Αυτό δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί κάποια στιγμή; Γι’ αυτό έγινε το ΕΚΕΘΕΧ. Ν.Μ.: Δεν έχω κάτσει να το σκεφτώ. Θα πω όμως το απλούστερο: Στην Ολλανδία, με ένα κάπως αντί-στοιχο σύστημα, η επιχορήγηση δίνεται από μια επιτροπή που αλλάζει κάθε τόσο για να εξασφα-λίζεται το αδιάβλητο. Μόνον αν η επιτροπή κρίνει πως τα χρήματα που εγκρίθηκαν αξιοποιήθηκαν κατάλληλα τους δίνει επιχορήγηση ξανά. Η επιχο-ρήγηση δεν είναι αυτονόητη για κανέναν, ούτε και εφ’ όρου ζωής.

Η Αριστερά ως... καθ’ ύλην αρμόδια στο θέμα της διανόησης, πώς κινήθηκε;Ν.Μ.: Είναι ένας ακόμα «παρωπιδικός» χώρος. Δεν έχει καθαρό βλέμμα. Ίσως γι’ αυτό και οι σημε-ρινοί «διανοούμενοι» δεν θέλουν να ’χουν σχέση μαζί της. Διότι πολλά πράγματα είναι αλληλένδετα. Ξεχνάμε ότι η Αριστερά ουρλιάζει κάθε φορά «όχι στο Ευρωκοινοβούλιο» και ύστερα κατεβάζει υποψηφίους; Αλλά «αν λες όχι, μην κατεβάζεις υποψηφίους», βάρα τη γροθιά στο μαχαίρι, κού-κλα μου. Δεν πείθει κανέναν πια, γιατί δεν έχει ένα ανθρώπινο πρόσωπο και μια αλήθεια. Ας πουν επιτέλους την αλήθεια για τον Εμφύλιο, για το πώς διαχειρίστηκαν τους διανοούμενους τότε, για τα πάντα. Σήμερα, δυστυχώς, ένας τέτοιος χώρος δεν μπορεί να λέγεται προοδευτικός. Σ’ όλα αυτά τα ζοφερά ποια είναι η προσωπική σας διέξοδος;Ν.Μ.: Καταρχάς δεν μου αρέσει να συμφύρομαι με τους πάντες, να πηγαίνω σε πρεμιέρες και να φωτογραφίζομαι. Έχω πέντε φίλους και περνάω μια χαρά. Δεν έχω ζητήσει ποτέ λεφτά. Έχω αρνηθεί θέσεις και οφίτσια. Θέλω να ’χω καθαρό βλέμμα. Έχετε πει ότι η ζωή σας είναι ένα road movie. Ν.Μ.: Ναι, γιατί δεν μου αρέσει να έχω ένα χώρο διαμονής. Γι’ αυτό, ενώ θα μπορούσα να έχω βο-λευτεί, πάντα έφευγα. Δεν μου αρέσει η «οικογέ-νεια». Είμαι ένας αλήτης. Κι ο έρωτας;Ν.Μ.: Έχει να μου συμβεί 15 χρόνια. Είναι μια αναπηρία να μην μπορώ να ξαναπεράσω αυτή την τρομερή αλλά υπέροχη ασθένεια.

Page 8: Pontiki Art 131

>Χορταστικός Κούνδουρος

Ο Νίκος Κούνδουρος θεωρείται ένας από τους «πατριάρ-χες» του σύγχρονου ελληνικού σινεμά κι αν η επαφή σας με το έργο του παρουσιάζει κενά, έρχεται ένα μεγάλο, χορταστικό αφιέρωμα στον σημαντικό αυτό έλληνα κινη-ματογραφιστή, που περιλαμβάνει φωτογραφική έκθεση (20/11-6/12), την έκδοση ενός λευκώματος (συνοδεύει την έκθεση) και δύο διαφορετικούς κύκλους προβολών. Ο πρώτος στο κτίριο του Μουσείου Μπενάκη στην οδό Πει-ραιώς, με τρεις ανέκδοτες ταινίες του Νίκου Κούνδουρου (27-29/11), βασισμένες σε κλασικά θεατρικά έργα κι ο δεύτερος στη νέα έδρα της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, στην Ιερά Οδό (26/11-1/12), καθώς και στο Μουσείο Γ. Γουναρό-πουλου, στου Ζωγράφου (28/11-16/1), όπου θα προβληθούν οι περισσότερες από τις ταινίες της φιλμογραφίας του Κούνδουρου. «Ονόμασα «Stop Carré» αυτή την έκθεση, με την ελπίδα πως ο αναγνώστης-θεατής θα θελήσει να πατήσει κάποιο αόρατο κουμπί και να βάλει σε κίνηση τις εικόνες που βλέπετε σήμερα ακίνητες στους τοίχους ενός φιλόξενου μουσείου», σημειώνει ο Νίκος Κούνδουρος. Το λεύκωμα συνοδεύει την έκθεση αφήνοντας στην επιλογή του θεατή να προεκτείνει τον χρόνο μιας σχετικά σύντομης επίσκεψης στο μουσείο, ξαναβρίσκοντας μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου το φανταστικό ταξίδι της εικόνας παγιδευμένης από τα μικρά, μεγάλα ή ακόμα πιο μεγάλα συμβατικά σχήματα. Το Μουσείο Γ. Γουναρόπουλου θα πραγματοποιήσει επίσης ομιλίες γύρω από το έργο του Κούνδουρου, το πρόγραμμα των οποίων θα ανακοινωθεί πριν από τα εγκαίνια της έκθεσης.

| Δημήτρης Ρηγόπουλος

8/36 ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ >>

>το ουρλιαχτό της Ντιαμάντα

Την τελευταία φορά που είδαμε live την Ντιαμάντα στο Παλλάς πέρυσι τον Μάιο το σκηνικό μέσα στο θέατρο είχε ως εξής: Καταρχάς ήταν όλοι μαυροφορεμένοι. Άνδρες και γυναίκες. Ή, μάλλον, γκέι και γυναίκες, αφού οι άνδρες αποτελούσαν είδος προς εξαφάνιση στη συγκεκριμένη συ-ναυλία. «Βρε, εδώ είναι όλοι γκέι» λέω σε έναν γνωστό μου δίπλα, επίσης γκέι. «Εσένα νομίζεις περιμέναμε να μας το πεις» μου απαντάει χωρίς καν να με κοιτάξει. Η Ντιαμάντα Γκαλάς είναι ένα από τα πιο δημοφιλή gay icons. Δεν ξέρω γιατί. Με τους οπαδούς της να παρουσιάζονται αντίστοιχα σκοτεινοί, πεσιμιστές και goth, όπως και το ίνδαλμά τους. Το οποίο, για όσους δεν το γνωρίζουν, αντί να τραγουδάει ουρλιάζει. Στην κυριολεξία όμως. Μακρόσυρτα ουρλιαχτά κάθε είδους, κάθε χροιάς και κάθε χρονικής διάρκειας, σε μάξιμουμ ένταση. Βγαίνεις από τη συναυλία της και αναζητάς απεγνωσμένα την απόλυτη σιωπή ώστε να ισορροπήσεις. Όχι πως το ουρλιαχτό της δεν είναι γοητευτικό μερικές φορές. Είναι. Και κάποιες μάλιστα από τις διασκευές της σε γνωστά κομμάτια είναι κι εμπνευσμένες. Απλώς δεν είναι για πολύ, δεν αντέχεται δηλαδή για αρκετή ώρα. Να δούμε αν αυτή τη φορά, στις 24 Νοεμβρίου στο Παλλάς, θα παρουσιάσει και κανένα περίεργο σόου. Παλιότερα στον Λυκαβηττό είχε βγει στη σκηνή γυμνόστηθη και με αίματα. Εκπληκτικής αισθητικής εικόνα. Και, φυσικά, για να τιμήσει την ελληνική της καταγωγή –οι ρίζες της χάνονται κάπου στην Σπάρτη– θα τραγουδήσει και ρεμπέτικα. Το «Καίγομαι» του Σταύρου Ξαρχάκου. Καλύτερα να μην το πει βέβαια έτσι όπως το κατακρεουργεί...

| Δημήτρης Κανελλόπουλος

>το σαβουάρ βιβρ του 19ου αιώνα

| Αγγελική Μπιλλίνη

Η «Βεγγέρα» γράφτηκε το 1894 και ο τίτλος της παραπέμπει σε παλιό έθιμο κοινωνικοποίησης ανάμεσα στους κατοίκους των χωριών. Η ομάδα Κανιγκούντα –μας έχει συστηθεί στο παρελθόν με τις παραγωγές «Ηλέκτρα», «Η βοσκοπού-λα» και «Γένεσις Νο 2»– ανεβάζει στο Εθνικό το έργο του Ηλία Καπετανάκη, κοιτώντας με σύγχρονη ματιά αυτή τη μονόπρακτη κωμωδία του 19ου αιώνα. Με αφορμή ένα συνοικέσιο, η οικογένεια Στενού επισκέπτεται απρόοπτα την οικογένεια Νερουλού, αλλά η κατά τα φαινόμενα καθωσπρέπει κοινωνική συναναστροφή μεταξύ όλων καταλήγει σε ένα μεγάλο φιάσκο, μετά από μια σειρά έντονων παρεξηγήσεων. Το κείμενο του Καπετανάκη, διαχρονικό και διεισδυτικό, σατιρίζει με καυστικό χιούμορ τον καθωσπρεπισμό, επιχειρεί μια ανάλυση σε βάθος στην ανοησία της τότε μικροαστικής τάξης της Αθή-νας, αποφεύγοντας κάθε ίχνος διδακτισμού. Οι ήρωές του, σύμφωνα με τον

σκηνοθέτη της παράστασης Γιάννη Λεοντάρη, δεν θέλουν να είναι αυτοί που είναι, δεν θέλουν να βρίσκονται εκεί που βρίσκονται, δεν θέλουν να μιλούν όπως μιλούν, αλλά δεν ξέρουν ωστόσο να είναι κάτι άλλο. Η οικογενειακή εστία μετατρέπεται εδώ σε «άσυλο» γελοίων προσώπων, με τη βλακεία, την ασημαντότητα, τη χυδαιότητα και τη βία να κυριαρχούν. Για τη «Βεγγέρα», που κάνει πρεμιέρα στις 20 Νοεμβρίου (Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας), με πρω-ταγωνιστές τους Δημήτρη Αγαρτζίδη, Θανάση Δήμου, Ανθή Ευστρατιάδου, Σύρμω Κεκέ, Μαρία Κεχαγιόγλου, ο σκηνοθέτης διευκρινίζει: «Ακολουθούμε τον Καπετανάκη και επιχειρούμε τη γελοιογράφηση του κενού. Ο τόπος της Βεγγέρας είναι ένα περιβάλλον θορυβώδους μοναξιάς, όπου τα αληθινά συ-ναισθήματα ασφυκτιούν μέσα στα ψεύτικα ενδύματα των ανθρώπων. Ένα τσίρκο με κλόουν και γκαγκς. Μια παράσταση στιγμιαία».

>το λίφτινγκ του Μίκι

Επί δεκαετίες η Ντίσνεϊ κρατούσε το σπουδαιότερο δημιούργημά της, τον Μίκι Μάους, μακριά από κάθε αλλαγή. Λογικό, αν σκεφθεί κανείς ότι το δημοφιλέστερο ποντίκι του κόσμου τής αποφέρει ετησίως 5 δισ. δολάρια. Οι καιροί όμως άλλαξαν και ο Μίκι κατέληξε να γίνει μάλλον ένα εμπορεύσιμο είδος και λιγότερο το ποντί-κι που όλοι αγαπούσαν. Έτσι αποφάσισε να του κάνει ένα μικρό λίφτινγκ, όχι μόνο στο σχέδιο αλλά και στον χαρακτήρα. Ο Μίκι του μέλλοντος θα εμφανιστεί το επό-μενο φθινόπωρο στο βιντεοπαιχνίδι της Nintendo «Epic Mickey». Πλέον δεν θα είναι ο αψεγάδιαστος ήρωας που όλοι γνωρίζαμε, αλλά λίγο πιο εριστικός και πανούργος. Η υπόθεση του παιχνιδιού περιστρέφεται γύρω από τη δημιουργία του Μίκι, όταν έκανε το ντεμπούτο του στη θρυλική ταινία «Steamboat Willie» του 1928. Εκεί, στη «χώρα των χαμένων καρτούν», ζουν ξεχασμένοι χαρα-κτήρες της Ντίσνεϊ. Αρχηγός είναι ο Όσβαλντ, το Τυχερό Κουνέλι, ένας χαρακτήρας που η εταιρεία δημιούργησε το 1927, αλλά εγκατέλειψε εξαιτίας μιας διαμάχης με την Universal. Στο παιχνίδι, ο Όσβαλντ θυμώνει με τον Μίκι που του έκλεψε τη δόξα. Η Ντίσνεϊ όμως σκέφτεται να επανεξετάσει και τον τρόπο που ο Μίκι περπατά και μιλά ή που «επικοινωνεί» με τους νεαρούς θαυμαστές του στο Ίντερνετ. Οι ιθύνοντες θα φροντίσουν ώστε το νέο πρόσωπό του να είναι ιδιαίτερα αγαπητό και στην τεράστια αγορά της Κίνας, όπου θα ανοίξει ένα θεματικό πάρκο έπειτα από 20 χρόνια διαπραγματεύσεων. Προς το παρόν αγωνιούν για το πώς η νέα γενιά, η οποία ζει με την τεχνολογία, θα δεχθεί το βιντεοπαιχνίδι, ώστε να προχωρήσουν. Όλοι παραδέχονται ότι είναι τεράστιο ρίσκο. Οι μειωμένες πωλήσεις όμως δεν τους αφήνουν άλλα περιθώρια.

| Ελίνα Μπέη

«Βεγγέρα»

Page 9: Pontiki Art 131

ΠΟΝΤΙΚΙart 19-25.11.09

>Ημέρες και νύχτες Ιαπωνίας

| Δημήτρης Ρηγόπουλος

Αν βάλουμε στο τραπέζι τις μεγάλες χώρες του κόσμου μια προς μια θα συνειδητοποιήσουμε ότι η Ιαπωνία εξακολουθεί να είναι για τους περισσότερους Έλληνες ένα εξωτικό αίνιγμα. Πάντα υπήρχαν ευκαιρίες για να έρθουμε λίγο πιο κοντά, αλλά τις αφήσαμε και πήγανε χαμένες. Κοιτάξτε τη «μόδα» του γιαπωνέζικου σινεμά στα σινεφίλ στέκια του τέλους της δεκαετίας του ’70, θυμηθείτε τη μανία με το σούσι, το σουξέ του «Χαμένοι στη μετάφραση», το λογοτεχνικό «άστρο» του Χαρούκι Μουρακάμι. Δεν είναι για θάνατο και στο κάτω κάτω της γραφής έχουμε πολλές δικαιολογίες: τη γεωγραφική απόσταση, τη δική μας (φασαριόζικη, εξωστρε-φή) ιδιοσυγκρασία, τη δική τους (λεπτεπίλεπτη, εσωστρεφή) ψυχοσύνθεση. Δύο κόσμοι τόσο διαφορετικοί που κάποιες φορές, όχι πολύ συχνά, τέμνονται. Όπως σε αυτήν τη ξεχω-ριστή «Εβδομάδα Ιαπωνίας» που φιλοξενείται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο πλαίσιο της σειράς «Γέφυρες». Σκε-φτείτε ένα μεγάλο αφιέρωμα στο σύγχρονο πρόσωπο της Ιαπωνίας, στις παραστατικές τέχνες, στη μουσική και την αρχιτεκτονική, με πολλές παράλληλες εκδηλώσεις. Η αρχή γίνεται στις 22 Νοεμβρίου με μια διάλεξη του αρχιτέκτονα Kένγκο Κούμα, του διάσημου ιάπωνα αρχιτέκτονα με την ιδιαίτερη οπτική, που χαρακτηρίζεται από την απόπειρα συγκερασμού των σύγχρονων τάσεων με την εικαστική πα-ράδοση της γενέτειράς του. Τη διάλεξη συνοδεύει έκθεση με έργα του Κένγκο Κούμα (μέχρι τις 28 του μηνός) και στο πλαίσιό της διοργανώνονται συναντήσεις Ελλήνων και Ιαπώ-νων νέων αρχιτεκτόνων, καθώς και εργαστήρια για φοιτητές αρχιτεκτονικής. Το ίδιο βράδυ συναυλία του Tokyo Ensemble με σολίστ τη σοπράνο Μαρία Αλθέα Παπούλια. Το Σύνολο, υπό τον Ζόζι Χάτορι, θα ερμηνεύσει έργα Τακεμίτσου, Τέιλορ, Μότσαρτ και Ντβόρζακ. Μια ημέρα μετά οι ταλαντούχοι νέοι μουσικοί του Ergon Ensemble (Μουσικό Σύνολο του Φεστιβάλ Παξών – Συνεργασία με τη Μουσική Ακαδημία

Ensemble Modern/IEMA) εστιάζουν σε μια σειρά έργων σύγ-χρονων ιαπώνων συνθετών. Στις 24 Νοεμβρίου συναντάμε τον διάσημο σύγχρονο ιάπωνα συνθέτη Γιόρι-Άκι Ματσου-ντάιρα, ο οποίος στην πορεία της πολυετούς συνθετικής του δημιουργίας προσπαθεί να δημιουργήσει ένα νέο μουσικό σύστημα παράλληλο, αλλά ταυτόχρονα ανεξάρτητο από την ευρωπαϊκή και αμερικανική σύγχρονη μουσική. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εμφανίσεις του Ελληνικού Συγκροτήματος Σύγχρονης Μουσικής (24, 25/11), υπό τη μουσική διεύθυνση του Θόδωρου Αντωνίου, με έργα 12 νέων ταλαντούχων ελλή-νων συνθετών εμπνευσμένα από τη σχέση της Ανατολής με τη Δύση, ενώ στις 26 Νοεμβρίου έργα των Τόρου Τακεμίτσου, Γιόρι-Άκι Ματσουντάιρα, Λούκας Φος, Γιάννη Χρήστου, Έλιοτ Κάρτερ, καθώς και μία παραγγελία του ΟΜΜΑ στον Δημήτρη Μαραγκόπουλο («Δυτικά του Τόκιο»), σε πρώτη εκτέλεση. Στον χώρο των παραστατικών τεχνών, παρουσίαση-διάλεξη για το Σύγχρονο Ιαπωνικό Θέατρο με ομιλητές τους καθη-γητές: Eichiro Hirata, από το Πανεπιστήμιο Keio του Τόκιο, Χανς-Τις Λέμαν, από το Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης και τη θεατρολόγο Ελένη Βαροπούλου, στις 25 Νοεμβρίου. Στις 25 και στις 26 Νοεμβρίου εξάλλου έρχεται στην Αθήνα ένα από τα δυναμικότερα χοροθεατρικά συγκροτήματα της σύγχρονης Ιαπωνίας, που ακροβατεί ανάμεσα στις διδαχές της Πίνα Μπάους και την αισθητική του Μπομπ Ουίλσον, το χοροθέατρο Dumb Type του Κυότο. Στις 27 παράσταση του παραδοσιακού κουκλοθέατρου «Shinnai Jooruri & Ηachioji Κuruma Νingyo», ενώ το διάστημα 22-28 Νοεμβρίου ση-μειώστε μια σειρά παράλληλων εκδηλώσεων: έκθεση και μπαζάρ ιαπωνικών βιβλίων σε συνεργασία με τη Λέσχη του Δίσκου, το θέαμα εικονικής πραγματικότητας Toppan, την ημέρα παρουσίασης και γευσιγνωσίας του παραδοσιακού γιαπωνέζικου ποτού σάκε και μια εισαγωγή στη λεπτεπίλεπτη τέχνη της ιαπωνικής ανθοδετικής.

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

19 Νοεμβρίου. «Το Πολυτεχνείο

ζει»; Στον καιρό της Πετρούλας αρ-

κετοί σηκώθηκαν από τον καναπέ

τους και κατέβηκαν στους δρόμους.

Έκλεισαν το Facebook και βγή-

καν στην πραγματική ζωή. Το

περίφημο target group των 12-24

που «ξελασπώνει» τις συνειδήσεις

μας; Αυτή τη φορά και κάποιοι

μεγαλύτεροι. Όχι απαραίτητα και

βολεμένοι. Ηρεμήστε όλοι. Στη

μνήμη του μέλλοντος κόσμου η

εποχή θα καταγραφεί ως αυτή με τις

μεγάλες ψευδαισθήσεις: Θα πατα-

χθεί η φοροδιαφυγή, θα τελειώσει

η ρουσφετολογία, θα τιμωρηθούν οι

ένοχοι, θα επικρατήσει η αξιοκρατία,

θα... Θα ξυπνήσω και θα είμαι

αλλού. ς’ έναν παραμυθένιο κόσμο

για μεγάλους. Μέχρι τότε, ευτύ-

χησα να βρεθώ στον κόσμο που μ’

έβαλε η Άννα Κοκκίνου παρακολου-

θώντας το «Λα Πουπέ», στο Θέατρο

Σφενδόνη. Μια κατάδυση στην

παράνοια. Όπου η ηθοποιός «κε-

ντάει» και το κείμενο του Βαγγέλη

Χατζηγιαννίδη «βγάζει φωτιές» με

όσα λέει, υπονοεί και περιγράφει.

Ένας σπάνιος μονόλογος γεμάτος

εικόνες –η Κοκκίνου τις ζωντανεύει

μπροστά σου μέσα σ’ ένα σκηνικό

μόνο με χαρτόκουτα– και αίσθημα.

Κάπου, αναφέρεται και στον

θάνατο. Προσέξτε πόσο αισιόδοξη

είναι η προσέγγιση του συγγραφέα:

«... θα πρέπει να είναι καταπληκτι-

κά που γλιτώνεις μια για πάντα

το φόβο του θανάτου. Αυτός ο

βραχνάς των ζωντανών. Έρχεται μια

ωραία μέρα και πεθαίνεις. Και τέρμα

όλα. Δεν πεινάς. Δεν κρυολογείς.

Δεν παθαίνεις ουρολοιμώξεις, καρκί-

νο. Δεν σου πέφτουν τα μαλλιά.

Δεν κουράζεσαι. Δεν κάνεις ρυτίδες.

Δεν κάνεις πέτρα στα νεφρά...».

Τα απογεύματα της Κυριακής

είναι ωραία για θέατρο. Οι γυναί-

κες, φαίνεται, το ξέρουν. Γι’ αυτό και

είχε τόσες πολλές στο «Λα Πουπέ».

Ζήτημα να υπήρχαν δέκα άνδρες

όλοι κι όλοι. Στον Ζυγό, αντιθέ-

τως, όπου οι Άγαμοι Θύτες κάνουν

«χοντρό» παιχνίδι, το κοινό ήταν

μοιρασμένο. Όλοι συνοδευόμενοι.

Γύρω γύρω πόλη...Της Άννας Βλαβιανού

Και κάποιοι απείθαρχοι. «Σύγχρονοι

επαναστάτες» που είπε και ο Λαζό-

πουλος στο «Αλ Τσαντίρι Νιουζ».

Παφ πουφ το τσιγαράκι...

Στα κλεφτά. Δεκαεννέα άτομα

στη σκηνή. Υπερπαραγωγή. Κι όλοι

ενθουσιώδεις, κεφάτοι, γεμάτοι

ενέργεια. Ο Ιεροκλής Μιχαηλί-

δης έγραψε κείμενα χωρίς προσχή-

ματα. Σε οδηγούν κατευθείαν στην

καρδιά της νεοελληνικής πραγματι-

κότητας. Κείμενα εξοικειωμένα με

την αλήθεια και καθόλου με τη φλυ-

αρία ή το επιφανειακό. Οι γύρω

ελληνικές επιθεωρήσεις καθόλου

δεν τα φτάνουν, δυστυχώς.

Βέβαια, ένα θέμα με τις μουσικές

σκηνές και γενικότερα τα στέκια

του τραγουδιού είναι η διάρκεια των

προγραμμάτων τους. Και στον

Ζυγό, τρίωρο είναι το πρόγραμμα.

Εδώ όμως είναι τόσος κόσμος.

Από ένα τραγούδι να πουν κι ένα

σκετς να παίξουν πάει η ώρα.

Ο κόσμος θέλει, αφού πλη-

ρώνει, να χορτάσει θέαμα. Κι ο

επιχειρηματίας, βεβαίως, να πουλή-

σει ποτά. Στους περισσότερους

αρέσουν τα μεγάλα προγράμματα.

Εμένα, όχι. Είναι και το στρι-

μωξίδι, είναι και που βαριέμαι να

κάθομαι σ’ ένα μέρος για πολύ,

είναι και που θέλω ο καλλιτέχνης

να έχει μέτρο, να ξέρει πότε πρέπει

να φύγει. Μεγάλη τέχνη αυτό.

το να φεύγεις τη σωστή ώρα.

Ούτε πολύ νωρίς, αλλά κυρίως ποτέ

πολύ αργά. Στη ζωή, κυρίως.

Πήγαν κάποιοι φίλοι στη Θεο-

δωρίδου –γράφουμε σχετικά στη

στήλη Συν και Πλην– και τελείωσε

το πρόγραμμα 5 το πρωί! Κακώς

δεν τους έβγαλαν πρωινό. Μισές

δουλειές κάνουν. Αλλά βέβαια σ’

αυτά τα μαγαζιά, τις μεγάλες πίστες

τις λεγόμενες, η φίρμα βγαίνει μετά

τις 12 τα μεσάνυχτα. Ώσπου να

πει τα παλιά σουξέ, γιατί νέα κανείς

πια δεν έχει, ξημέρωσε. Και να

το καινούργιο τρέντι: πρωινό κι

εφημερίδες στα μπαράκια του

Κεραμεικού. Α, ρε Έλληνα με την

εφευρετικότητά σου! Κανείς δεν σε

πιάνει…

37/9>>

Dumb Type

Page 10: Pontiki Art 131

10/38 ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ >>

>Μουσική (ποπ) και θέαμα (glam)

Καλομάθαμε με τα μεγάλα σόου στην Ελλάδα το τελευταίο διάστημα, οπότε ας υποδεχθούμε ένα ακόμα. Το «Pandemonium Tour» των Pet Shop Boys. Το κλασικό ποπ ντουέτο από τη Βρετανία εμφανίζεται αύριο στο εκθεσιακό κέντρο Metropolitan Expo, στην Αθήνα (δίπλα στο αεροδρόμιο) και το Σάββατο στο γήπεδο μπάσκετ του ΠΑΟΚ στη Θεσσαλονίκη. Μουσική (ποπ) και θέαμα (glam). Βέβαια, εδώ, στην περίπτωση των Pet Shop Boys δηλαδή, τα τραγούδια κρατούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Με την εικόνα να έπεται. Τόσα χρόνια καριέρας και τόσες επιτυχίες δεν λησμονούνται. Ωστόσο, δίπλα στον άρτο είναι απαραίτητο και το θέαμα. Το σόου λοιπόν σχεδίασε η διάσημη σκηνογράφος Ες Ντέβλιν που έχει συνεισφέρει τα φώτα της σε συναυλίες του Κέινι Γουέστ, των Muse ή της Λέιντι Γκάγκα. «Oι Pet Shop Boys εμπνεύστηκαν την Pandemonium Tour από τα βιτρό παράθυρα του γερμανού καλλιτέχνη Γκέρχαρτ Ρίχτερ. Από κει προέκυψε το εξώφυλλο του άλμπουμ «Yes» με τα πολύχρωμα τετράγωνα και έτσι δημιουργήθηκε το κόνσεπτ με τους κύβους» λέει. Σύμφωνα με το πρόγραμμα, «το φαντασμαγορικό σκηνικό αποτελείται από 140 κύβους φτιαγ-μένους από πεπιεσμένο χαρτί, 50 από τους οποίους αιωρούνται, ενώ οι υπόλοιποι δημιουργούν τοίχους, σκάλες και γεωμετρικά σχήματα πάνω στη σκηνή». Αυτή είναι η τρίτη φορά που θα τους δούμε live στην Ελλάδα. Αλλά τώρα που το συγκρότημα περνάει μια δεύτερη περίοδο νιότης, όπως και οι άλλοι βετεράνοι της σειράς τους άλλωστε, τα πράγματα θα είναι εντελώς διαφορετικά. Με περισσότερη σαφώς λάμψη.

| Δημήτρης Κανελλόπουλος

>Οι μποέμ της Νέας Υόρκης

| Ελίνα Μπέη

Τον Γιώργο Καπουτζίδη τον λάτρεψε το κοινό στο «Παρά πέντε» και τον απόλαυσε στην Eurovision. Αν σας έλειψε το κωμικό του ταλέντο, τότε καλά θα κάνετε να έχετε υπομονή. Αυτή τη φορά καταπιάνεται με Πουτσίνι. Και επειδή ο ρόλος του σκηνοθέτη όπερας μάλλον δεν θα του ταίριαζε, ιδού τι εννοούμε: ο νεαρός δημιουργός υπογράφει την απόδοση κειμένου στο μιούζικαλ «Rent». Πρόκειται για ένα από τα πιο δημοφιλή μιούζικαλ του εξωτερικού και θα κάνει πρεμιέρα στις 19 Νοεμβρίου στο Θέατρο Χώρα (Σκηνή Νέα Χώρα), σε σκηνοθεσία Θέμιδας Μαρσέλλου. Το

έργο του Τζόναθαν Λάρσον βασίζεται στην όπερα «Μποέμ» του Πουτσίνι. Είναι ένα έργο που εκφράζει τα προβλήμα-τα, τα αδιέξοδα, τις αγωνίες και τα όνειρα μιας γενιάς, συγκεκριμένα της τελευταίας εικοσαετίας. Είναι ένα ροκ μιούζικαλ, με πρωταγωνιστές μια παρέα περιθωριακών που ζουν στο Village της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του ’90, ακροβατώντας ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Το έργο έκανε πρεμιέρα το 1996, εκατό ακριβώς χρόνια μετά την παρουσίαση της «Μποέμ». Αφού κέρδισε μεταξύ άλλων και βραβείο Τόνι, κατέβηκε έπειτα από 12 χρόνια

και έγινε το έβδομο μακροβιότερο έργο στην ιστορία του Μπρόντγουεϊ. Και μια τραγική λεπτομέρεια: ο Λάρσον δεν πρόλαβε να δει την επιτυχία του έργου του. Πέθανε ξαφνικά από ανεύρισμα αορτής μια μέρα πριν ανέβει το έργο και λίγες ώρες αφότου έδωσε την πρώτη και τελευταία του συνέντευξη στους «New York Times». Στην παράσταση πρωταγωνιστούν οι Αργύρης Αγγέλου, Πάνος Μουζουράκης / Ησαΐας Ματιάμπα (σε διπλή διανομή), Άντα Λιβιτσάνου, Αντιγόνη Ψυχράμη/ Νατάσα Καρακατσάνη (σε διπλή δια-νομή), Μίνως Θεοχάρης, Λίνα Εξάρχου κ.ά.

>Η ψυχοπαθολογία της αγάπης

Όλα για τον έρωτα! Και η ψυχή και το σώμα. Μόνο που κι αν η ψυχή παραμένει πιστή, το σώμα συχνά αναρριγεί για άλλες ψυχές. Το ανόσιο (;) παιχνίδι επαναλαμβάνεται, το ίδιο και το ίδιο εδώ και αιώνες, από τότε που υπάρχουν άνθρωποι. Και εμπνέει τον ποιητή Ούγκο φον Χόφμανσταλ και τον συνθέτη Ρίχαρντ Στράους σε ένα από τα αριστουργήματα του μελοδράματος. Στην «Αριάδνη στη Νάξο» η επώνυμη ηρωίδα, εγκαταλειμμένη από τον Θησέα ζει για να ανακαλεί την ανάμνησή του. Κλείνοντας τα αυτιά της στις προτροπές της πιο γήινης Τσερμπινέτα, να ερωτευθεί κάποιον άλλο, να απατήσει τον άπιστο, να γλεντήσει τη ζωή της. Και θα γινόταν σύμβολο της γυναι-κείας καρτερίας και πίστης αν ξαφνικά δεν εμφανιζόταν μπροστά της ο Βάκχος. Ο άλλος άνδρας. Ή η «απεικόνιση», σε άλλο σώμα, του προδότη Θησέα; Όπως κι αν έχει, η Αριάδνη πέφτει στην αγκαλιά του. Και από γυναίκα μαραμένη, παραδομένη στον θρήνο, ξαναγίνεται το θηλυκό το ερωτευμένο, το εκστατικό μπροστά στο θαύμα της ζωής. Το λιμπρέτο, ένας κήπος συμβολισμών. Η μουσική, μια θάλασσα συναισθημάτων, ένα ταξίδι από την ανεμελιά ως τη συντριβή, αλλά και από τον θάνατο στη ζωή. Την όπερα παρουσιάζει η Εθνική Λυρική Σκηνή σε συμπαραγωγή με το Θέατρο Κάρλο Φελίτσε της Γένοβας και το Ίδρυμα Όπερας του Οβιέδο, στις 21, 22, 25, 27 και 28 Νοεμβρίου. Μουσική διεύθυνση: Τζοβάνι Πάκορ. Σκηνοθεσία - σκηνικά - φωτισμοί: Φιλίπ Αρλό. Κοστούμια: Άντρεα Ούμαν. Με τους: Χούι Χε, Τζούλια Σουγλάκου (Αριάδνη), Βασιλική Καραγιάννη, Συρανούς Τσαλικιάν (Τσερμπινέτα), Γκέρχαρντ Ζίγκελ, Βαγγέλη Χατζησίμο (Βάκχο), Τζένιφερ Μπόργκι (Συνθέτη).

| Χαρά Αργυρίου

>Άνθρωποι βουβοί και μόνοι

Αυτά τα ομοιόμορφα, αμίλητα ανθρωπάκια, τα απρόσωπα πλήθη με τις ριγέ ή καρό, ασπρόμαυρες ή έγχρωμες ενδυμασίες, με τα αστεία καπελάκια, σε διάταξη ή αντιπαράσταση, μετωπικά, με πλάτη ή προφίλ προς τον θεατή, όλοι κάπου τα έχουμε δει. Μέχρι και καρέκλες στους σταθμούς του Μετρό έχουν γίνει. Μετά θάνατον του καλλιτέχνη, βεβαίως! Εν προκειμένω του Γιάννη Γαΐτη. Ενός εξαιρετικά ευρημα-τικού δημιουργού, που σημάδεψε τη μεταπολεμική ελληνική τέχνη αν και έφυγε νωρίς, το 1984, πριν προλάβει να δει και να αναπαραστήσει την παγκοσμιοποιημένη, πλέον, ομοιότητά μας, πριν προφτάσει να σατιρίσει ακόμα πιο πικρά τη νεοελληνική μας τηλεοπτική ομογενοποίηση. Πρόλαβε, όμως, να κάνει πολλά και σημαντικά. Στην Γκαλερί Καλφαγιάν (24 Νοεμβρίου – 31 Δεκεμβρίου) θα έχουμε την ευκαιρία να θυμηθούμε και να γνωρίσουμε πολλά από τα έργα του Γαΐτη, να αντιμετωπίσουμε τους (όχι και τόσο) παραμορφωτικούς «καθρέφτες» της καθημερινής μας παράνοιας. Γιατί αυτά τα ανθρωπάκια είμαστε εμείς, όλοι μας, βουβοί μέσα στη μοναξιά μας, κρυμμένοι μέσα στην ανωνυμία μας, ασφαλείς μέσα στη σιωπή μας. Κάποιες φορές, όμως, τολμούμε να ξεχωρίσουμε από το πλήθος, να κάνουμε ένα βήμα μπροστά και σαν τα ανθρωπάκια του Γαΐτη να στηρίξουμε σαν Κούροι τον Παρθενώνα, να απειλήσουμε με περίστροφα στο χέρι τον Δημιουργό, να βγάλουμε φτερά, να ανοίξουμε το Κουτί της Πανδώρας, να Καταλύσουμε την Εξουσία, να Καταλάβουμε τους Αυτοκινητόδρομους, να Κηδέψουμε τη Ζωγραφική. Και να ξαναχαθούμε μετά, ησύχως και αυτάρεσκα, μέσα στη μάζα.

| Γιάννης Κουκουλάς

«Αριάδνη στη Νάξο»

Pet Shop Boys

Έργο του γ. γαΐτη

γιώργος Καπουτζίδης

Page 11: Pontiki Art 131

ΠΟΝΤΙΚΙart 19-25.11.09 39/11Του Γιώργου Ι. Αλλαμανή [[email protected]]

ΜΠΑ; ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ;

Μια νέα (;) συζήτηση άναψε στο αραχνια-σμένο Καφενείον «Η Ωραία Ελλάς», της ξεχασμένης μας ευρωπαϊκής επαρχίας,

τόπο συνάντησης των «καθαρόαιμων» Ελλήνων, των απευθείας απογόνων του Περικλέους και των πρω-τοξάδελφων του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου: Βρέ-θηκε η «νέα Ρεπούση»! Είναι, λένε, η καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Θάλεια Δραγώνα, πρώην βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ (2007-2009). Ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου έκανε την εθνικώς μειοδοτική κίνηση να την τοποθετήσει Ειδική Γραμματέα «Ενιαίου Διοι-κητικού Τομέα Θεμάτων Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού, Εκπαίδευσης Ελληνοπαίδων» – τι τίτλος κι αυτός, να τον χαίρεται η γραφειοκρατία. Το έγκλημά της; Μιλάει τη γλώσσα της κοινής λογικής, επιμένει να κρατά ισορροπίες και να αναλύει επιστημονικά, δηλαδή νηφάλια και όχι με το θυμικό. Λέει ότι οι εθνικές ταυτότητες στα Βαλκάνια, συνεπώς και η νεοελληνική, μορφοποιήθηκαν τον 19ο αιώνα. Λέει ότι η «πολιτισμική καθαρότητα» των Ελλήνων είναι ένα χοντρό παραμύθι. Λέει, και μάλιστα σε συνερ-γασία με τον τούρκο καθηγητή Κοινωνιολογίας Φα-ρούκ Μπιρτέκ, ότι τα σχολικά εγχειρίδια σε Ελλάδα και Τουρκία απεικονίζουν έθνη «περιούσια», κρύ-βοντας τους σκελετούς της Ιστορίας στα υπόγεια. Λέει ότι η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στα Γυμνάσια καταστρέφει το γλωσσικό αισθητήριο των εφήβων, πριν αυτοί καλά καλά μάθουν να μιλάνε σωστά τη ζωντανή μας γλώσσα. Επίσης λέει ότι σε αυτό το τοπίο του κόσμου έζησαν ή ζουν ακόμη «άλλοι»: βουλγαρόφωνοι, ρουμανόφωνοι, αλβανό-φωνοι, μουσουλμάνοι, ρωμαιοκαθολικοί, εβραίοι,

ρομά, μετανάστες και πάει λέγοντας. Είδατε πόσος «ανθελληνισμός» χωράει σε μία παράγραφο; Ας σο-βαρευτούμε. Τα επιστημονικά εργαλεία της Θάλειας Δραγώνα είναι κοινός τόπος σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, το ίδιο και σε κάποιες νησίδες της ελ-ληνικής πανεπιστημιακής κοινότητας. Δεν κομίζουν

γλαύκα τέτοιες απόψεις. Μπαίνουν όμως καρφί στο μάτι των εθνικιστών, οι οποίοι αφελώς χωρίζουν τον πλανήτη σε «φιλέλληνες» και «ανθέλληνες», όπως σωστά παρατηρούσε ο μακαρίτης Ηλίας Πε-τρόπουλος. Και δώσ’ του «Κρυφό Σχολειό» και φυλή των «Καλάς» και «Νεφελίμ» και «τα πάντα είναι ελληνικά». Προσοχή. Το τερατάκι του εθνικισμού

Οι «αιώνιοι Έλληνες» ξανα-πυροβολούν την κοινή λογική ςτο πρόσωπο της Θάλειας Δραγώνα τα πρωτοξάδελφα του Κωνσταντίνου παλαιο-λόγου βλέπουν μία νέα Μαρία Ρεπούση. Δεν πρέπει να τους ξαναπεράσει!

δεν κάνει κούνια μπέλα μόνο στην κλειδωμένη παιδική χαρά της πλατείας του Αγίου Παντελεή-μονα Αχαρνών. Ούτε χαίρεται μόνον όταν αστυ-νομικοί σαπίζουν στο ξύλο 17χρονο Παλαιστίνιο στο κρατητήριο - κολαστήριο της Παγανής Λέσβου. Κυκλοφορεί και στην κεντρική πολιτική σκηνή.

Μετεωρίζεται κραυγάζοντας σαν τον Ταρζάν σε ένα εκκρεμές που πηγαινοέρχεται από τη Χρυσή Αυγή και τον Άδωνη Γεωργιάδη μέχρι τη Λιάνα Κανέλλη και τον Στάθη Σταυρόπουλο. Κι επειδή τα ουρλιαχτά καλύπτουν τα επιχειρήματα, καιρός είναι να γίνει σαφές ότι δεν πρέπει να επιτραπεί στους «αιώνι-ους Έλληνες» να ξαναπυροβολήσουν τις πινακίδες

στον κακοτράχαλο δρόμο προς την αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας. Δηλαδή προς την εθνική μας αυτογνωσία. Ως γονιός, πριν από τρία χρόνια, έτυχε να «κρατήσω» για μία ολόκληρη σχολική χρονιά το βιβλίο Ιστορίας της ομάδας της Μαρίας Ρεπούση. Ασφαλώς αυτό που συνέβη τον φοβερό Αύγουστο του 1922 στην προκυμαία της Σμύρνης δεν ήταν «συνωστισμός». Είναι όμως αδιανόητο το ότι η ελληνική κοινωνία μίλησε μόνο γι’ αυτή την ατυχέστατη διατύπωση και όχι για την ουσία: τη μεθοδολογική προσέγγιση εκείνου του βιβλίου. Τα τότε παιδιά της Στ΄ Δημοτικού μάθαιναν «παπα-γαλία» ένα ελάχιστο κειμενάκι δύο-τριών παραγρά-φων. Όλο το υπόλοιπο βιβλίο (σελίδες επί σελίδων!) ήταν γεμάτο πηγές και αφορμές για ουσιαστικό διάλογο στην τάξη και στα σπίτια. Καταθλίβομαι ακούγοντας τα μουρμουρητά των παιδιών μας, που κάθονται και μαθαίνουν απ’ έξω κατεβατά από προκατασκευασμένη γνώση, ακριβώς όπως κι εμείς πριν από δεκαετίες. Η ρήση του Διονυσίου Σολωμού ότι «το έθνος οφείλει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές» δεν έχει καρπίσει στην Ψωροκώ-σταινα. Εδώ δεν έχουμε ακόμη εξηγήσει στα παιδιά μας τι γύρευαν πολεμώντας οι προπαππούδες μας στα πρόθυρα της Άγκυρας το 1922 ή λέμε ο ένας στον άλλο (όπως επιχειρεί ο Παντελής Βούλγαρης στην ταινία του «Ψυχή Βαθιά») ότι για τον εμφύ-λιο φταίνε τελικά οι… Αμερικάνοι! Θα φτάναμε λοιπόν ποτέ στο σημείο να αποδεχθούμε έναν επιστημονικό λόγο που γεννάται από το σπέρμα της αμφιβολίας και αναπτύσσεται διαλεκτικά χρη-σιμοποιώντας το εργαλείο του ορθού λόγου; Ψιλά γράμματα…

Page 12: Pontiki Art 131

Είναι υπαρκτά τα φαντάσματά μας; Μεγάλα ερωτηματικά τίθενται από τον συγγραφέα, τα οποία απαντιούνται στο τέλος της παρά-στασης. Πρόκειται για ένα «παιχνίδι ψυχικό, μεταφυσικό, ποιητικό, που ενέχει πολλά στοιχεία θρίλερ», σημειώνει η Κάτια Δανδουλάκη. «Ένα ταξίδι από τη Γη στον ουρανό. Πίσω από το ταξίδι κρύβεται το φιλοσοφικό ερώτημα: αν δεν έχουμε καταφέρει στη ζωή μας να ανταμώσουμε με τον εαυτό μας, μας δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία να επιστρέψουμε και να τον βρούμε;».

Αφυπνίζοντας συνειδήσεις Ο Άγγελος Αντωνόπουλος, φίλος του Αντώνη Σαμαράκη, γνώστης του έργου του από την εποχή των φοιτητικών του χρόνων και θαυμαστής της διαρκούς εφηβείας που τον χαρακτήριζε ως προσωπικότητα και ως συγγραφέα, επέλεξε να παρουσιάσει το «Σήμα κινδύνου» γιατί το αγαπούσε, αλλά και για τα διαχρονικά μηνύματά του. «Ένας ήσυχος άνθρωπος στον καιρό μας είναι παρά φύσιν άνθρωπος. Δεν είναι σωστός άνθρωπος, γράφει ο Σαμαράκης. Και δημιουργεί έναν ήρωα-αντιήρωα, που με τον δικό του τρόπο προσπαθεί να αφυπνίσει τους συμπολίτες του» εξηγεί. «Αυτή είναι η αγωνία του. Να κάνει τους ανθρώπους να είναι “ανήσυχοι”. Το κείμενο εκπέμπει τον “αγωνια-κό” Σαμαράκη με έναν τρόπο γραφής αιφνιδιαστικό. Αυτός ακριβώς ο αιφνιδιασμός περνάει στη σκηνή με τη συγκεκριμένη σκηνοθετική άποψη. Γιατί, εν τέλει, όσο υπάρχουν άνθρωποι ανήσυχοι που δεν επαναπαύονται και αγωνιούν, υπάρχει ελπίδα γι’ αυτόν τον τόπο!». Και ο Άγγελος Αντωνόπουλος προσθέτει ότι «όσο κι αν είναι μέσα στην καθημερινότητα, ο τρόπος γραφής του είναι συνδυαστικός κι αυτό δημιουργεί προβλήματα για τη μεταγραφή του στο θέατρο. Θέλει σπουδή κι έρευνα για να μπορέσει να κάνει ο διασκευαστής αυτή τη μετατροπή». Στην παράσταση συμμετέχουν μαθητές και απόφοιτοι των τελευταίων ετών του Θεάτρου Τέχνης.

i «Επισκέπτες» του πέτρου Ζούλια, βασισμένο στη νουβέ-λα του Χένρι τζέιμς «το στρίψιμο της βίδας». Διασκευή

- σκηνοθεσία: πέτρος Ζούλιας. Μετάφραση: Αντώνης γαλέος. ςκηνικά: γιώργος γαβαλάς. Κοστούμια: Αναστασία Αρσένη. πρω-ταγωνιστούν: Κάτια Δανδουλάκη, Φωτεινή Μπαξεβάνη, τ. Αλα-τζάς κ.ά. Θέατρο Κάτια Δανδουλάκη. προγραμματισμένη πρε-μιέρα: 27 Νοεμβρίου.

i «ςήμα κινδύνου» του Αντώνη ςαμαράκη. Διασκευή - σκη-νοθεσία: Άγγελος Αντωνόπουλος. ςκηνικά: πάρις Μέξης.

Κοστούμια: π. Μέξης - Εύη Καλογηροπούλου. ςτον ρόλο του γιατρού ο Νίκος Μόσχοβος. Θέατρο τέχνης, οδού Φρυνίχου. προγραμματισμένη πρεμιέρα: 23 Νοεμβρίου.

φοβάται. Κι αυτός ο φόβος τούς έχει παγώσει όλους, τους έχει απολι-θώσει μέσα σε ένα παγωμένο τοπίο». Το στυλ του Φίλιπ Ρίντλεϊ, που πολλοί το ονομάζουν «στυγνή ομορφιά», κέρδισε επάξια μια θέση στην πρώτη γραμμή των σύγχρονων βρετανών δραματουργών. Με αναφορές στον Ίψεν, όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο το παρελ-θόν έρχεται και καθορίζει το παρόν, και στον Πίντερ, όσον αφορά τη λειτουργία της μνήμης και τις εκδοχές της αλήθειας, το «Φύλλα από γυαλί» αποκαλύπτει την τυφλότητα μιας οικογένειας η οποία αρνείται να δει το καρκίνωμα που υπάρχει στον πυρήνα της. Εξερευνά τις συνέπειες από την άρνηση της ανάληψης ευθύνης απέναντι στην αλήθεια και την ειλικρίνεια των σχέσεων μεταξύ των μελών της και συνδέει αυτόν τον μικρόκοσμο ψέματος, απάτης και χειραγώγησης με το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο του σύγχρονου κό-σμου. Η απόκρυψη της αλήθειας και η παραποίηση των γεγονότων στο οδυνηρό παρελθόν μιας οικογένειας σχετίζεται με τις αντίστοιχες πρακτικές στο πλαίσιο των σύγχρονων πολέμων και της οικουμενικής τρομοκρατίας, καθιστώντας το έργο την πιο ανάγλυφη απόδοση της σημερινής πραγματικότητας που μας περιβάλλει.

i προγραμματισμένη πρεμιέρα: 19 Νοεμβρίου.

12/40 ΘΕΑΤΡΟ Της Χαράς Αργυρίου

«Τα έργα μου μιλούν για το σήμερα. Ή για αύριο το πρωί», λέει ο 42χρονος Βρετανός Φίλιπ Ρίντλεϊ, ένας αναγεννησια-κού τύπου καλλιτέχνης (ζωγράφος, φωτογράφος, κινηματο-

γραφιστής, συγγραφέας παιδικών βιβλίων) και συγγραφέας δεκατεσ-σάρων θεατρικών έργων, τα οποία περιγράφονται από τους ειδικούς ως «τρομαχτικά και ωστόσο γοητευτικά». Ένα από αυτά, που αναγνω-ρίστηκε ως ένα από τα σημαντικότερα έργα της σύγχρονης αγγλικής δραματουργίας, το «Φύλλα από γυαλί» (2007), παρουσιάζεται στη Νέα Σκηνή του Απλού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Βίκυς Γεωργιάδου, με τους: Θέμιδα Μπαζάκα, Μαρία Παρασύρη, Γιωργή Τσαμπουράκη και Θανάση Δόβρη. Πρόκειται για ένα ανατριχιαστικό και βραδυφλεγές δράμα, που περιστρέφεται γύρω από την ιστορία μιας οικογένειας, τα ένοχα μυστικά της, την προσπάθεια αποσιώπησής τους και την τελική έκρηξη που φέρνει το χάος και την καταστροφή χωρίς τη λύτρωση. «Το έργο παρουσιάζει μια “πυρηνική” οικογένεια σαν ένα μικρόκοσμο γεμάτο ψέματα, απάτη και εκμετάλλευση. Αυτό δεν είναι κάτι και-νούργιο στο θέατρο, αλλά έχει ιδιαίτερη βαρύτητα επειδή πίσω από κάθε φράση του διαλόγου υπάρχουν ένα σωρό παράλληλα, κρυμμένα θέματα», σημειώνει ο συγγραφέας. «Στην επιφάνεια υπάρχει ένα πράγμα, αλλά συνειδητοποιείς ότι αυτός είναι ένας κώδικας για ένα άλλο που βρίσκεται από κάτω και που κάθε μέλος της οικογένειας

Η λογοτεχνία επί σκηνής δεν είναι κάτι ασυνήθιστο. Στην προκειμένη περίπτωση, μια διάσημη νουβέλα κι ένα επίσης δημοφιλές μυθιστόρημα γίνονται θεατρικά έργα – και τα

δύο διασκευασμένα από τους σκηνοθέτες τους, το ένα μάλιστα με διαφορετικό τίτλο, αλλά διατηρώντας όλη την ουσία του. Αναφερό-μαστε στο «Στρίψιμο της βίδας» του Χένρι Τζέιμς και το «Σήμα κιν-δύνου» του Αντώνη Σαμαράκη, δύο κείμενα που αποτέλεσαν σταθμό για το είδος και την εποχή τους. «Το στρίψιμο της βίδας» είναι η αφετηρία της φανταστικής λογοτεχνίας, η μήτρα για να γεννηθούν χιλιάδες στοχασμοί και συναισθήματα πάνω στο μεγάλο μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης. Τι είναι καλό, τι κακό, τι είναι λογικό, τι παράλογο, τι είναι φαντασία και τι πραγματικότητα; Μια ιστορία στην οποία μπερδεύονται τα παιδιά με τους ενήλικες, οι ζωντανοί με τους πεθαμένους, η αμαρτία με την αρετή. Μια ιστορία λοιπόν με απρόσμενους «επισκέπτες» ή μήπως όχι και τόσο απρόσμενους, την οποία ο Πέτρος Ζούλιας βλέπει μέσα από τη δική του οπτική και τη μεταφέρει στη σκηνή του Θεάτρου Κάτια Δανδουλάκη με τον ομώνυ-μο τίτλο («Επισκέπτες»). Πολιτικό το μυθιστόρημα «Σήμα κινδύνου» του Σαμαράκη, έργο του 1959, είχε δημιουργήσει κραδασμούς στην εποχή του και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Συμπυκνώνει όλη την κοσμοθεωρία του συγγραφέα για τις ανισόρροπες σχέσεις εξου-σίας και ατόμου σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Οι ζωντανοί διάλογοι, η ανθρώπινη προσέγγιση του θέματος και οι κινηματογραφικές εικό-νες, βασικά χαρακτηριστικά της γραφής του Σαμαράκη, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τον Άγγελο Αντωνόπουλο, ο οποίος ανέλαβε τη θεατρική διασκευή και τη σκηνοθεσία του έργου, στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης της οδού Φρυνίχου.

Ψυχολογικό και μεταφυσικό θρίλερΟι «Επισκέπτες» είναι ένα σκηνικό ταξίδι που υπόσχεται αίσθημα, φαντασία και ανατροπή. Εδώ, ό,τι φαίνεται δεν είναι. Εδώ, σαν θέα-τρο μέσα στο θέατρο, τα πρόσωπα υποδύονται ρόλους για να αντέ-ξουν την αλήθεια του είναι τους. Σε έναν απομονωμένο πύργο, που δεν έχει τοποθετηθεί χρονικά, έρχεται μια γκουβερνάντα, σταλμένη από τον θείο των δύο παιδιών που ζουν στον πύργο μαζί με μία οι-κονόμο, για να αναλάβει τη διαπαιδαγώγησή τους. Ο θείος δεν θέλει να έχει καμία σχέση μαζί τους, τα οποία είναι παιδιά του αδελφού του που έχει πεθάνει. Μέσα από τη ζωή των παιδιών στον πύργο, της γκουβερνάντας και της οικονόμου, αυτά που βλέπουν ή νομίζουν ότι βλέπουν ή που ακούνε από τα παιδιά ή νομίζουν ότι ακούνε, ήρωες και θεατές μπλέκονται σε ένα ψυχολογικό και μεταφυσικό θρίλερ, που είναι ουσιαστικά η αναζήτηση της ταυτότητας του εαυτού μας. Ποιοι είμαστε; Ποιοι είναι οι εφιάλτες μας; Εμείς τους δημιουργούμε;

Ο φόβος παγώνει

Χάρτινοι ήρωες που μίλησαν

το έργο που έγραψε το 2007 ο Βρετανός Φίλιπ Ρίντλεϊ «Φύλλα από γυαλί», παρουσιάζεται στη Νέα ςκηνή του Απλού Θεάτρου

το «ςτρίψιμο της βίδας» του Χένρι τζέιμς και το «ςήμα κινδύνου» του Αντώνη ςαμαράκη, δύο κείμενα που αποτέλεσαν σταθμό για το είδος και την εποχή τους, ζωντανεύουν στη σκηνή

Κάτια Δανδουλάκη

Θέμις Μπαζάκα

Page 13: Pontiki Art 131

ΠΟΝΤΙΚΙart 19-25.11.09ΣΥΝΕΝΤΕΥξη Tου Γιώργου Κρασσακόπουλου 41/13

εξαρχής, όπως λέει. «Ήθελα πάντα να κάνω μια ταινία με τον Βενσάν Λιντόν, τον οποίο συχνά σκεφτόμουν για άλλους ρόλους, αλλά για διάφορους λόγους δεν είχε προκύψει. Εδώ συναντηθήκαμε πριν καν γράψω το σενάριο. Του είπα την ιδέα μου και συμφώνησε αμέσως – δεν ήθελε καν να διαβάσει την ιστορία ολοκληρωμένη. Η θέρμη του ήταν κάτι πολύ σημαντικό για μένα. Ήταν ο κατάλληλος για τον ρόλο και ένιωθα ότι έχουμε μια πνευματική συγγένεια που ήταν απαραίτη-τη στην ταινία. Ο ρόλος του Μπιλάλ, από την άλλη, έχει μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Ξέραμε ότι θα ήταν δύσκολο να βρούμε ένα νεαρό αγόρι που να μιλά κουρδικά και αγγλικά και να έχει το ταλέντο να στηρίξει το φιλμ. Ψάξαμε για καιρό, από το Βερολίνο και την Κων-σταντινούπολη έως τη Σουηδία, κάναμε δοκιμαστικά σε εκατοντάδες νεαρούς και τελικά βρήκαμε τον Φιράτ Αϊβερντί, σχεδόν κατά τύχη, στο Παρίσι. Δεν ήταν επαγγελματίας ηθοποιός, αλλά από την πρώτη στιγμή ήξερα ότι έχει αυτό που χρειάζεται». Η ταινία του, μετά την ολοκλήρωσή της, έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό του Φεστιβάλ του Βε-ρολίνου όπου κέρδισε το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής, αλλά οι δηλώσεις του σκηνοθέτη της, ο οποίος παραλλήλισε το νομοθετικό πλαίσιο για τους μετανάστες με την εποχή της γερμανικής Κατοχής της Γαλλίας όταν ήταν παράνομο να προσφέρεις βοήθεια σε Εβραίους κι άλλες διωκόμενες μειονότητες, προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις. Σήμερα, αρκετούς μήνες μετά, ο Λιορέ κοιτάζει τα πράγματα πιο ψύχραιμα, αλλά δεν αλλάζει ουσιαστικά τον τρόπο σκέψης του. «Όχι, δεν μετανιώνω για τις τότε δηλώσεις μου, αντίθετα χαίρομαι που μέσα από την ταινία άνοιξε μια σοβαρή συζήτηση για το θέμα της μετανά-στευσης στην πατρίδα μου. Ξέρετε, στη Γαλλία συχνά προσπαθούμε να εξαφανίσουμε τα συμπτώματα αντί να διορθώσουμε το πρόβλημα κι αυτό είναι κάτι που πρέπει ν’ αλλάξει. Ασφαλώς δεν είμαι ούτε εγώ τέλειος, αλλά η κατάσταση με εξόργιζε τόσο που ένιωθα ότι έπρεπε κάτι να κάνω. Κι αν το «Welcome» ξεκίνησε για μένα σαν μια ακόμη ταινία, στην πορεία έγινε η αφορμή να αφυπνίσει την κοινωνική μου συνείδηση, κάτι που ελπίζω να κάνει και για κάποιους έστω από τους θεατές του».

Η στάση της Γαλλίας απέναντι στους παράνομους μετανάστες δεν διαφέρει ουσιαστικά από αυτή οποιασδήποτε άλλης χώρας της ευρωπαϊκής Δύσης. Ένα μίγμα ανοχής και δυσα-

ρέσκειας υποδέχεται όσους ονειρεύονται τον παράδεισο του δυτικού ονείρου, αλλά, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει αλλού, ο γαλλικός νόμος προβλέπει αυστηρές ποινές, ακόμη και φυλάκιση, σε όσους γάλλους πολίτες τούς βοηθούν με οποιονδήποτε τρόπο. Τον προηγούμενο χρόνο μόνο πε-ρισσότεροι από 4.000 άνθρωποι οδηγήθη-καν στη δικαιοσύνη επειδή παρείχαν βοή-θεια σε ανθρώπους που συχνά επιβιώνουν στα όρια της εξαθλίωσης. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο στο Καλαί, το λιμάνι στα στενά της Μάγχης, που στεγάζει την ελπίδα μιας μεγάλης μερίδας από αυτούς να περάσουν απέναντι στη Μεγάλη Βρετα-νία και όπου η κατάσταση που επικρατεί έχει απασχολήσει συχνά τα τελευταία χρόνια τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης. Κάπως έτσι προέκυψε η ιδέα στον Λιορέ να κάνει ένα φιλμ τοποθετημένο εκεί, επικεντρωμένο στην ιστορία ενός αγοριού κουρδικής καταγωγής, το οποίο αποφασί-ζει να διασχίζει κολυμπώντας τη Μάγχη, και στον δάσκαλο κολύμβησης που αποφασίζει να το βοηθήσει. «Για μένα μια ταινία αρχίζει και τελειώνει με τους χαρα-κτήρες που επιλέγεις», εξηγεί ο σκηνοθέ-της. «Οι ήρωες στο “Welcome” δεν είναι εφευρήματα της φαντασίας μου. Στη διάρκεια της προετοιμασίας του φιλμ συνάντησα αρκετούς ανθρώπους που οι ιστορίες τους έχουν πολ-λές ομοιότητες με αυτές που αφηγούμαι. Όπως, για παράδειγμα, ένα δεκαεφτάχρονο αγόρι που προσπαθούσε να περάσει στην Αγγλία για να ξαναβρεί τη φιλενάδα του. Άκουσα πολλές ιστορίες για ανθρώπους που δοκίμασαν να διασχίσουν το κανάλι κολυμπώντας. Οι περισσό-τεροι φυσικά δεν τα καταφέρνουν. Περισυλλέγονται από το Λιμενικό εξουθενωμένοι αλλά ζωντανοί∙ όμως, οι εργαζόμενοι των ανθρωπιστι-

κών οργανώσεων που βρίσκονται εκεί μου αφηγηθήκαν την ιστορία ενός νεαρού που δοκίμασε να διασχίσει το κανάλι και κανείς δεν ξέρει την κατάληξή του. Δεν τον βρήκαν ποτέ και ποτέ δεν τηλεφώνησε σε κανέναν από την απέναντι όχθη». Προκειμένου να γράψει το σενάριο του φιλμ, ο Λιορέ πέρασε αρκετό καιρό στην πόλη και στους καταυ-λισμούς των μεταναστών συζητώντας μαζί τους, καθώς και με τους

εθελοντές διαφόρων ανθρωπιστικών οργανώσεων. «Τα όσα είδα στη διάρκεια της προετοιμασίας και των γυρισμάτων με σημάδεψαν βαθιά. Μετανάστες να διαβιώνουν σε απάνθρωπες συνθήκες, κυνηγημένοι από την αστυνομία και από ένα σύστημα που δεν τους παρέχει παρά ελάχιστη βοήθεια. Οι εθελοντές που τους βοηθάνε διακινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή μέχρι και την ελευθερία τους, εξαιτίας ενός νόμου που ισχύει από το 1945 και που κάνει ακόμη και κάτι τόσο απλό, όσο να πουλήσεις ψωμί ή να μεταφέρεις με το αυτοκίνητό σου έναν μετανάστη δίχως χαρτιά, παράνομη πράξη. Αυτή η λογική απλά με εξόργισε και ήθελα να κάνω ό,τι μπορούσα για να βοηθήσω να ανατραπεί. Ο τρόπος αρχικά μου διέφευγε. Αναρωτήθηκα για καιρό αν είχα το δικαίωμα να πάρω τις τραγικές ιστορίες τους, την απελπισία τους, τη δεινή κατάσταση που βρίσκο-νται αυτοί οι άνθρωποι και να αντλήσω

έμπνευση για μια ταινία μυθοπλασίας. Ήξερα όμως ότι ήθελα να μιλήσω για όσα είδα στο Καλαί, ήξερα ότι ήθελα να κάνω κάτι που πιθανότατα θα είχε αντίκτυπο σε περισσότερους ανθρώπους, και μια ταινία μυθοπλασίας αναμφίβολα μπορεί να αγγίξει πολύ περισσότε-ρους θεατές κι από το πιο δυνατό ντοκιμαντέρ». Αν ένα ντοκιμαντέρ όμως δεν χρειάζεται τίποτα πέρα από την αλήθεια για να πετύχει τον στόχο του, ένα κινηματογραφικό φιλμ απαιτεί πολλά ακόμη και πρώτα απ’ όλα ηθοποιούς. Για τον Λιορέ το στοίχημα των ανθρώπων που θα ερμήνευαν τους βασικούς ρόλους ήταν εξαιρετικά σημαντικό, έστω κι αν τουλάχιστον το μισό μέρος του «προβλήματος» είχε ήδη λυθεί

Φιλίπ ΛιορέWelcome στο αφιλόξενο όνειρο της Δύσης

ςκηνή από την ταινία

«Welcome»

Η καινούργια ταινία του Φιλίπ Λιορέ «Welcome», η οποία βγαίνει σήμερα στις αίθουσες, μιλά με ανθρώπινο αλλά και βαθιά πολιτικό τρόπο για το θέμα των παράνομων μετανα-στών. Δημιούργησε σάλο στην πατρίδα του, έφερε έναν απαρ-χαιωμένο νόμο προς επανεξέ-ταση και απέδειξε πως η δύνα-μη του σινεμά μερικές φορές ξεπερνά τα όρια της κινηματο-γραφικής αίθουσας

Page 14: Pontiki Art 131

Καντέρ Αμπντολάχ το σπίτι του τεμένουςΜετάφραση: Γιάννης ΙωαννίδηςΕκδόσεις ΚαστανιώτηΣελ. 426

Ένα βιβλίο που, καθώς μας πληροφορούν τα «συνοδευτικά του έγγραφα», έκανε θραύση στην Ολλανδία. Κάποτε ίσως ένα τέτοιο φαινόμενο, βιβλία που αναφέρονται σε σχεδόν «αντίπαλους» πολιτισμούς να αποτελούσε παράδοξο. Ωστόσο, παρά τις αντιπαλότητες του δυτικού με τον ισλαμι-κό κόσμο, φαίνεται πως έχει κατακτηθεί ένα μέτρο ισορροπίας, όπου ο ένας πλέον επιθυμεί να καταλάβει τον άλλο. Ο συγ-γραφέας Καντέρ Αμπντολάχ γεννήθηκε στο Ιράν, ωστόσο το 1988 αναγκάστηκε να ζητήσει πολιτικό άσυλο στην Ολλανδία. Στα ολλανδικά, λοιπόν, έγραψε μια ιστορία της πατρίδας του. Πίσω από το τέμενος της πόλης Σενετζάν βρίσκεται το σπίτι του. Ένα σπίτι το οποίο διοικείται, εδώ και αιώνες, από γενιά σε γενιά από την ίδια οικογένεια, αυτή στην οποία ανήκει και ο Αγάς Τζαν, ένας σημαντικός έμπορος χα-λιών, αλλά και εξέχον μέλος της κοινωνίας της πόλης. Μέσα από μια ενδιαφέρουσα αφήγηση πληροφορούμαστε το ιδιαίτερο βάρος που έχει η διατήρηση μακραίωνων παραδόσεων για τη σωστή λειτουργία αυ-τών των κοινωνιών. Όντως, αυτή την ήσυ-χη και παραδεδεγμένη τάξη πραγμάτων, στους κόλπους της οποίας ο Αγάς Τζαν ασκεί την επιρροή του, με δικαιοσύνη και πάντα σύμφωνα με τους κανόνες του Κο-ρανίου, έρχεται να διαταράξει η εμφάνιση του Αγιατολάχ Χομεϊνί, ο οποίος εξόριστος στο Παρίσι, ετοιμάζει και οργανώνει την επανάστασή του. Μια επανάσταση που θα φέρει τα πάνω κάτω στην ιστορία του Ιράν και θα επηρεάσει ριζικά ακόμα και αυτές τις ανθρώπινες σχέσεις. Οι χθεσινοί φίλοι θα μετατραπούν σε σημερινούς εχθρούς. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που δι-απερνά τη σύγχρονη ιστορία της χώρας, καθώς και τις αλλαγές που επεβλήθησαν εκεί σε ό,τι αφορά την κοινωνική, πολιτι-κή, αλλά και ανθρώπινη διάστασή τους.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Σκαμπαρ-δώνης χρησιμοποιεί ευφυολόγημα για τίτ-λο. Σχεδόν όλοι οι τίτλοι των βιβλίων του παραπέμπουν σε ένα περιπαιχτικό σχόλιο. Αυτή του η συνήθεια προφανώς θα του δημιουργούσε προβλήματα, αν κάθε φορά δεν τον δικαίωνε το αποτέλεσμα, γιατί για τον συγγραφέα αυτό αποτελεί παιχνίδι ζωής που μέσα του βρίσκει διέξοδο η δημιουργικότητά του. Συγγραφέας που διαθέτει τον «ρυθμό» του διηγήματος, ο Σκαμπαρδώνης επανέρχεται στη σύντομη διήγηση, μετά από δυο βιογραφικές-μυθιστορηματικές περιπέτειες. Είκοσι εφτά ιστορίες της αθέατης καθημερινό-

τητας, ενός κόσμου που υπάρχει έντονα εντός μας κι ωστόσο μένει αόρατος, λες και μεριμνά για την προστασία του «εί-δους του». Αυτή την πολύτιμη πλευρά των εντυπώσεων, που μένουν ηχηρά σιωπηρές μέσα μας, φωτίζει σε κάθε του ιστορία με χαρισματική άνεση. Συμβάντα που ανατρέπουν τις αφόρητες συμβάσεις του βίου μας, που μας κρατούν σε μια ισορρο-πία με τον κόσμο, μικρές επαναστάσεις, δικές μας, που δικαιώνουν την ύπαρξή μας μέσα από το καθημερινό παιχνίδι που ανοίγουμε με την πραγματικότητα. Άνθρω-ποι καθημερινοί, ωστόσο μακράν ξεχω-ριστοί, «περιπτωσάρες» της ζωής είναι οι

ήρωες του Σκαμπαρδώνη, ήρωες που μέσα από τη ροή της ζωής γίνονται γραφή. Με την άνεση που διαθέτει να αναδεικνύει από τον στεγνό τρέχοντα βίο την ποίηση των ιδιωτικών οραμάτων, χαρίζει στα πρόσωπα τη λάμψη που τους κλέβει η συνήθεια, τα κοινωνικά στερεότυπα, η ευκολία. Η ζωή λάμπει μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος, μελαγχολική, ειρωνική ενίο-τε, χαρούμενη, διασκεδαστική, θλιμμένη – μια ζωή γεμάτη ιστορίες να σου διηγηθεί, σαν περιστατικά φευγαλέα που μέσα τους κουβαλάνε παρελθόν και μέλλον, που μέσα τους ανασαίνει το παρόν.

γιώργος ςκαμπαρδώνης Μεταξύ σφύρας κι ΑλιάκμονοςΕκδόσεις Ελληνικά ΓράμματαΣελ. 286

Μax WeberΟικονομία και κοινωνίαΚοινωνιολογία της εξουσίαςΜετάφραση - εισαγωγή - επιμέλεια: Θανάσης ΓκιούραςΕκδόσεις ΣαββάλαςΣελ. 446

Από τη δεκαετία του ’80 επιχειρείται το συμμάζεμα και η έκδοση των απάντων του μεγάλου αυτού διανοητή. Εδώ έχουμε τον 5ο τόμο, ο οποίος απαρτίζεται από μια σειρά κειμένων, υπό τον γενικό τίτλο «Εξουσία». Πρόκειται για κείμενα της ώριμης περιόδου του συγγραφέα, που εξετάζουν ολοκληρωμένα την ιστορία της εξουσίας, τις πρωτόγονες μορφές της και τη συγκρότηση της πειθαρχίας ως βασικού συστατικού της στοιχείου, καθώς επίσης και τη συνάφειά της με τη θρησκεία, το δίκαιο και την οικονομία. Το φαινόμενο της εξουσίας είναι ένα από τα βασικό-τερα θεωρητικά ζητήματα με τα οποία δεν έχει ασχοληθεί μόνον η επιστήμη με τις αυστηρές περιχαρακώσεις της, αλλά και η λογοτεχνία, όπως γενικότερα και η τέχνη. Το ενδιαφέρον για την εξουσία ξεκινά ουσιαστικά από τα πρώτα βήματα της ανθρωπότητας. Οι εξελικτικές μορφές της στη διάρκεια της Ιστορίας αποσπούν το ενδιαφέρον του Βέμπερ κι αυτό γίνεται έκδηλο μέσα από μια σειρά κειμένων που παρατίθενται στην παρούσα έκδοση, η οποία έχει βασιστεί στην εγκεκριμένη έκδοση των Απάντων του γερμανού διανο-ητή, όπου κάθε τόμος αντιστοιχεί σε ένα διαφορετικό θέμα. Συνοδεύεται δε από μια εκτενέστατη εισαγωγή του καθηγητή Θανάση Γκιούρα, που απευθύνεται στον ενημερωμένο πάνω στο ζήτημα αναγνώ-στη, με κατατοπιστικές επεξηγήσεις, αλλά και παράθεση απαιτητικής επί μέρους βι-βλιογραφίας. Επίσης, περιλαμβάνεται και μια άγνωστη μέχρι τη δεκαετία του 1980 ομιλία του συγγραφέα για την κοινωνιολο-γία του κράτους, στην οποία εξετάζονται οι μορφές νομιμοποίησής του.

Άρνε ΝταλΜίσος και αίμα Μετάφραση: Γρηγόρης Κονδύλης Εκδόσεις ΜεταίχμιοΣελ. 520

Τον Πολ Γεμ τον γνωρίσαμε στην περι-πέτειά του, η οποία παραλίγο να τον οδηγήσει εκτός του αστυνομικού σώμα-τος. Ωστόσο, από μια απίθανη συγκυρία βρέθηκε να είναι ένας από εκείνους που στελέχωσαν την Ομάδα Άλφα, όπως βαφτί-στηκε πρόχειρα, και σκοπός της συγκρό-τησής της ήταν να πιάσει τον δολοφόνο των ισχυρών οικονομικών παραγόντων της χώρας. Η υπόθεση αυτή είχε συγκλονίσει τη Σουηδία (υπόθεση Misterioso) και η διαλεύκανσή της είχε ως αποτέλεσμα η ομάδα αυτή να γίνει μόνιμη. Σ’ αυτή τη νέα του περιπέτεια βρίσκουμε τον Πολ Γεμ να έχει λύσει και τα περίπλοκα προσωπικά του προβλήματα. Αυτή τη φορά οι σχέσεις μεταξύ των μελών που απαρτίζουν αυτή την επίλεκτη αστυνομική ομάδα έχουν εξελιχθεί, έχει περάσει καιρός από την πρώτη τους αμήχανη και επιφυλακτική επαφή. Τώρα βρίσκονται αντιμέτωποι με μια διεθνή υπόθεση, που έχει να κάνει με έναν δολοφόνο, ο οποίος έχει πάρει μια πτήση από την Αμερική και κατευθύνεται στο αεροδρόμιο της Ατλάντα. Ένας κριτικός της λογοτεχνίας –πρέπει να προσέχει κα-νείς τι γράφει– βρίσκεται δολοφονημένος στην αποθήκη ενός αεροδρομίου, λίγο πιο έξω από τη Νέα Υόρκη. Στην πτήση της SAS για Στοκχόλμη όλες οι θέσεις είναι κατειλημμένες, ωστόσο την τελευταία στιγ-μή μια θέση μένει κενή, αυτή του δολο-φονημένου. Στη θέση αυτή θα ταξιδέψει ο δολοφόνος, ενώ στη μακρινή Σουηδία η Ομάδα Άλφα βρίσκεται σε συναγερμό μετά την πληροφορία ότι η χώρα ετοιμάζε-ται να δεχτεί έναν Αμερικανό κατά συρρο-ήν δολοφόνο. Ο Άρνε Νταλ καταφέρνει να δημιουργήσει ξανά μια καυτή ατμόσφαιρα στο «παγωμένο σουηδικό περιβάλλον».

14/42 ΝΕΕΣ ΕΚδΟΣΕΙΣ Του Ξενοφώντα Μπρουντζάκη [[email protected]]

Ναπολέων Λαπαθιώτης Αυτοβιογραφία - Η ζωή μουΕκδόσεις ΚέδροςΣελ. 290

Μια από τις συμπαθέστερες πνευματικές φυσιογνωμίες των αρχών του περασμένου αιώνα, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης αυτοβι-ογραφείται, μετά από την επιμονή ενός λαϊκού περιοδικού (Μπουκέτο), το οποίο τον φιλοξενεί στις σελίδες του τη δύσκολη εποχή των αρχών του Δευτέρου Παγκοσμί-ου Πολέμου. Η δημοσίευση άρχισε στις 28 Απριλίου του 1940 και ολοκληρώθηκε στις 31 Οκτωβρίου του ιδίου έτους. Η χρο-νική περίοδος, που καλύπτεται με ακριβή αλληλουχία, ξεκινά από τη γέννηση του ποιητή στην περιοχή της Πλατείας των Αγίων Θεοδώρων, στο κέντρο της Αθήνας, και καταλήγει ως το 1917, όταν ο Λαπα-θιώτης που είχε ακολουθήσει τον πατέρα του, απεσταλμένο από τον Βενιζέλο στην Αίγυπτο, επιστρέφει στα πάτρια εδάφη. Πρόκειται για μια περίοδο, αυτή των αρ-χών του εικοστού αιώνα, κατά την οποία συμβαίνουν σημαντικότατα γεγονότα, μερικά εκ των οποίων θα καθορίσουν και το μέλλον της χώρας. Επανάσταση του 1909, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Πρώτος Παγκόσμιος, Εθνικός Διχασμός. Όλα αυτά περνούν από τη ζωή του Λαπαθιώτη σε πρώτο πλάνο, μιας κι ο πατέρας του, στρα-τηγός Λεωνίδας Λαπαθιώτης, αναμίχθηκε ποικιλοτρόπως στην πολιτική. Περά από την κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου, η αυτοβιογραφία του ποιητή, όπως είναι φυσικό, αναφέρεται και στην πνευματική κίνηση της εποχής του, στις πνευματικές φυσιογνωμίες, αλλά και στα λογοτεχνικά περιοδικά και φυσικά και στο κίνημα του Δημοτικισμού, όπως αυτό εκφράστηκε δυναμικά από τις σελίδες του θρυλικού «Νουμά». Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ίδια η προσωπικότητα του ποιητή όπως αυτή αποκαλύπτεται, αλλά και οι κοινωνι-κοί και ιδεολογικοί του προβληματισμοί. Αναπλάθεται μια εποχή με τη ζωή της και ξαναζωντανεύουν περιοχές και στέκια της ιστορίας της πόλης, που οι καταστροφικές (καραμανλικές) πολεοδομικές αντιλήψεις ανάπτυξης κατέστρεψαν, εγκληματώντας σε βάρος των επόμενων γενεών. Το δίχως άλλο, μέσα από την αυτοβιογραφία του γνωρίζουμε ένα Λαπαθιώτη ανθρώπινο, ξεχωριστό… και άγνωστο.

Page 15: Pontiki Art 131

ΠΟΝΤΙΚΙart 19-25.11.09 43/15cINe ΠΟΝΤΙΚΙ Του Γιώργου Ν. Κορωναίου

Welcome

Σε μια εποχή που το πολιτικό σινεμά δείχνει να προσπαθεί να βρει μια καινούργια θέση κι έναν διαφορετικό τρόπο να περάσει τα μηνύματά του, το «Welcome» του Φιλίπ Λιορέ δημιούργησε τόση αίσθηση στην πατρίδα του, που κατόρθωσε να ξεπεράσει τα όρια των κινηματογραφικών αιθου-σών, να μεταφέρει την προβληματική του στην ευρύτερη κοινωνία και να περάσει ακόμη και τις πόρτες του Γαλλικού Κοινοβουλίου, θέτοντας υπό επανεξέταση έναν απαρχαιωμένο, δρακόντειο και άδικο νόμο. Πώς μια ταινία μπορεί να πετύχει τόσο πολλά; Στην πραγματικότητα, καταθέτοντας με απλότητα και ειλικρίνεια, δίχως κατηγορώ και διδακτισμό μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι αληθινή, μια ιστορία που έχει βασιστεί σε γεγο-νότα που συμβαίνουν κάθε μέρα στη Γαλλία. Κι ευτυχώς το φιλμ του Φιλίπ Λιορέ αποφεύγει πολλά από τα κλισέ των ταινιών που έχουν σαν κεντρι-κούς τους ήρωες παράνομους μετανάστες, δεν τοποθετεί την απόγνωση του πρωταγωνιστή του ως κεντρικό συναίσθημα της ιστορίας, δεν προσπαθεί να μεταμορφώσει την τραγική του πραγματικότητα σε συναισθηματικά εκβιαστική πηγή συγκίνησης. Τοποθετημένο στο Καλαί, το λιμάνι στις ακτές της Μάγχης που αποτελεί τόπο συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού μεταναστών που ονειρεύονται να διασχί-σουν το κανάλι και να φτάσουν στην Αγγλία, το φιλμ ακολουθεί την ιστορία του Μπιλάλ, ενός δε-καεφτάχρονου Κούρδου που είναι αποφασισμένος να βρεθεί απέναντι προκειμένου να συναντήσει την αγαπημένη του. Κι όταν κάθε προσπάθειά του αποτυγχάνει θα δοκιμάσει να κολυμπήσει τα 13 χιλιόμετρα που τον χωρίζουν από αυτήν. Στην πορεία θα γνωρίσει ένα δάσκαλο κολύμβησης ο οποίος θα τον βοηθήσει να... επιπλεύσει, όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά για κανέναν από τους δυο τους, μια που σύμφωνα με τον γαλλικό νόμο το να βοηθάς παράνομους μετανάστες μπο-ρεί να σε οδηγήσει στη φυλακή. Το «Welcome» βγήκε στις γαλλικές αίθουσες την ίδια περίοδο με τον «Παράδεισο στη Δύση» του Κώστα Γαβρά κι όπως κι εκείνο κοιτάζει το θέμα των μεταναστών με μια διαφορετική ματιά. Μπορεί να μην έχει τίποτα από τον ελαφρύ κωμικό τόνο του Γαβρά, όμως αποφεύγει επίσης τον μελοδραματισμό, την καταγγελία, τη βαρύγδουπη μουσική. Αντίθετα, επικεντρώνεται με λεπτότητα κι αλήθεια στη σχέση των δύο ηρώων του και καταγράφει με μέτρο και αξιοπρέπεια την απόγνωση του νεαρού ήρωά του και τη δύσκολη θέση ενός ανθρώπου που θέλει να τον βοηθήσει. Ακριβώς αυτή η ψύχραιμη αντι-μετώπιση είναι που δίνει στο φιλμ τη δύναμή του, η γνώση ότι αυτό που παρακολουθείς δεν είναι απλά μια πολιτική δήλωση (που είναι και μάλιστα εξαιρετικά ισχυρή), αλλά κυρίως η ιστορία δύο ανθρώπων την οποία μπορείς να καταλάβεις, να ακολουθήσεις και με την οποία μπορείς να ταυτι-στείς, αντίθετα με τόσες άλλες σε φιλμ σχετικά με τη μετανάστευση. ςκηνοθεσία: Φιλίπ Λιορέ. πρωταγωνιστούν: Βενσάν Λιντόν, Φιράτ Αϊβερντί, Οντρεΐ Ντανά, τιερί γκοντάρ, Ντέρια Αϊβερντί. Χώρα: γαλλία. Διάρκεια: 109΄

Κι αν σου κάτσει;

Ξεσκονίζοντας ένα σενάριο που έγραψε πριν από τριάντα χρόνια, ο Γούντι Άλεν επιστρέφει στη Νέα Υόρκη μετά από τις... ευρωπαϊκές διακοπές του

για να ανακαλύψει πως τίποτα στην ουσία δεν έχει αλλάξει, όχι στην πόλη, όσο κυρίως στον ίδιο. Το alter ego του στην καινούργια του ταινία υποδύε-ται ο Λάρι Ντέιβιντ (του τηλεοπτικού «Curb Your Enthusiasm»), στον ρόλο ενός μισάνθρωπου πρώ-ην ακαδημαϊκού που ένα βράδυ σκοντάφτει, κυ-ριολεκτικά, πάνω σε μια αδαή όμορφη νεαρή από τον Νότο και καταλήγουν να ζουν μαζί και λίγο αργότερα να παντρευτούν. Ο ηλικιωμένος άντρας τη μαθαίνει όσα ξέρει, κυρίως το πώς να μην έχει καμιά εκτίμηση στο ανθρώπινο είδος, όμως σε αυτή τη διασκευή πάνω στην ιστορία του Πυγμαλί-ωνα η νεαρή μαθήτριά του ανακαλύπτει έναν πιο χρήσιμο οδηγό από την εγκεφαλική του μαυρίλα: τη χαρά της νιότης και την ελαφρότητα του έρωτα. Γύρω από τους δυο τους κινούνται μια σειρά από ήρωες, φιγούρες παρά χαρακτήρες, ευκαιρίες για

αστεία παρά άνθρωποι με σάρκα κι οστά, μια που το φιλμ δεν κρύβει ποτέ ότι δεν παίρνει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά. Ο Λάρι Ντέιβιντ μιλά κατευ-θείαν στο κοινό, η εξέλιξη της ιστορίας ακολουθεί μια κάθε άλλο παρά απρόβλεπτη διαδρομή, η σκη-νοθεσία, η δομή του σεναρίου θυμίζουν θεατρική κομεντί. Όμως το φιλμ είναι γεμάτο ξεκαρδιστικές ατάκες και στιγμές πικρού γέλιου και παρ’ όλο τον κυνισμό που το διατρέχει καταλήγει σχεδόν τρυφε-ρό, δίχως να αναιρεί ολοκληρωτικά τις βασικές αρ-χές του που απορρίπτουν κάθε συναισθηματισμό στις σχέσεις και τον αντικαθιστούν με ένα παιχνίδι ορμονών, συνήθειας και ανοησίας. Δίχως να είναι αληθινά σπουδαίο, το φιλμ του Άλεν είναι σταθε-ρά χαριτωμένο, αλλά δείχνει να κάνει ένα βήμα

Οι βρικόλακες και οι λυκάνθρωποι της «Νέας ςελήνης» και ο καινούργιος, Νεοϋορκέζος και πάλι, γούντι Άλεν μπορεί να δεί-χνουν ελκυστικοί στους περισσότερους, η καλύτερη ταινία της εβδομάδας όμως δεν είναι άλλη από ένα γαλλικό φιλμ για την προσπάθεια ενός νεαρού μετανάστη να διασχίσει κολυμπώντας τη Μάγχη. πείτε welcome στην ταινία του Φιλίπ Λιορέ...

«Νέα ςελήνη» / «Κι αν σου κάτσει;»

πίσω στις παλιότερες δουλειές του, μακριά από τη γοητευτική πολυπλοκότητα του «Βίκι, Κριστίνα, Μπαρτσελόνα». Ίσως τελικά η Ευρώπη να ταιριάζει καλύτερα στον Γούντι Άλεν.ςκηνοθεσία: γούντι Άλεν. πρωταγωνιστούν: Λάρι Ντέιβιντ, Ίβαν Ρέιτσελ γουντ, πατρίτσια Κλάρκσον, Εντ Μπέγκλεϊ τζούνιορ. Χώρα: ΗπΑ. Διάρκεια: 95΄

Νέα ςελήνη

Βυθίζοντας ή ανυψώνοντας την ιστορία του σε νέα ορόσημα απιθανότητας, σαχλού ρομαντισμού και μεταφυσικού κιτς, η συνέχεια του «Λυκόφωτος» μοιάζει προορισμένη να σημαδέψει για μια ακόμη φορά τα δεκαεξάχρονα κορίτσια που αποτελούν το βασικό της target group. Η ηρωίδα του Μπέλα Σουάν βρίσκεται στο κατώφλι της αποφοίτησης και της ενηλικίωσης κι ο αγαπημένος της βρικόλακας Έντουαρτ παραμένει στο πλευρό της. Όταν όμως στο πάρτι γενεθλίων μια σταγόνα αίμα θα είναι αρκετή για να φέρει τα πάνω κάτω, ο Έντουαρτ θα εγκαταλείψει την κωμόπολή του Φορκς και την αγαπημένη του Μπέλα, η οποία θα πέσει σε κατάθλιψη μέχρι τη στιγμή που στο προσκήνιο θα εμφανιστούν μια παρέα αγόρια με γυμνασμένους κοιλιακούς, που δεν φοράνε ποτέ μπλουζάκι και που όταν θυμώνουν μεταμορφώνονται σε τεράστιους λύκους που κυνηγούν βρικόλακες. Μπερδεμένο; Σαχλό; Ανόητο; Η απάντηση σε όλα τα παραπάνω είναι ναι, αλλά η «Νέα Σελήνη» δεν υπόσχεται ποτέ τίποτα περισσότερο από εύκολη διασκέδαση για ρομαντικά κορίτσια. Στην πορεία, και προσφέροντας γερές δόσεις ανοησίας και φτη-νής προβλέψιμης εξωφρενικότητας, κατορθώνει να μεταμορφωθεί σε ένοχη απόλαυση και για ένα πιο υποψιασμένο κοινό, ακόμη κι αν σε σχέση με το «Λυκόφως» εξακολουθεί να μοιάζει με ξαναζεστα-μένο φαγητό.ςκηνοθεσία: Κρις Βάις. πρωταγωνιστούν: Κρίστεν ςτιούαρτ, Ρόμπερτ πάτινσον, τέιλορ Λάουτνερ, Ντακότα Φάνινγκ, Μάικλ ςιν. Χώρα: ΗπΑ. Διάρκεια: 130΄

Η ζωή στους βράχους

Ντοκιμαντέρ στο οποίο 33 γυναίκες καταθέτουν τη μαρτυρία τους για τις διώξεις που υπέστησαν αυτές και οι οικογένειές τους μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Βάρκιζας, στις 12 Φεβρουαρίου 1945. Από τις γυναίκες, άλλες πρόλαβαν και πήγαν στο βουνό και άλλες συνελήφθησαν. Όλες γιατί ήταν αντιστασιακές. Σε όσες από αυτές που συνέλαβαν δεν μπόρεσαν τα στρατοδικεία να στοιχειοθετή-σουν κατηγορία (σε ισόβια ή εκτέλεση) τις έστει-λαν εξορία: Χίος - Τρίκερι - Μακρόνησος. ςκηνοθεσία: Αλίντα Δημητρίου. Χώρα: Ελλάδα. Διάρκεια: 98΄

Fighter

Μια νεανική σύγχρονη ιστορία με στοιχεία Κουνγκ Φου. Μια νεαρή κοπέλα τουρκικής καταγωγής ανακαλύπτει τον εαυτό της, τις δυνάμεις αλλά και τις αδυναμίες της, μέσα από την πολεμική τέχνη του Κουνγκ Φου. Η προσπάθειά της να βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στις επιθυμίες και τις υπο-χρεώσεις της τη φέρνει αντιμέτωπη με την κουλ-τούρα δύο πολιτισμών.ςκηνοθεσία: Νατάσα Αρτί. πρωταγωνιστούν: ςέρμα τουράν, Νίμα Ναμπιπούρ, ςιρόν Μπιορν Μελβίλ. Χώρα: Δανία. Διάρκεια: 97΄

Page 16: Pontiki Art 131

16/44 ΣΥΝΠΛηΝ

ΠΟΝΤΙΚΙart

– Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσ-σαλονίκης κινείται μάλλον υποτονικά,

κάτι που επισημαίνεται σε κουβέντες off the record και από τους εργαζόμενους και τα στελέχη του, με τον κόσμο και την ατμόσφαιρα να μη θυμίζει τις προηγούμε-νες χρονιές. Το Σαββατοκύριακο, παρα-δοσιακή περίοδος ανόδου των Αθηναίων στην πόλη, τα πράγματα πιθανότατα θα αλλάξουν, αλλά αυτή η 50ή επέτειος μέχρι τώρα δεν είναι και τόσο εορταστική.

– Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι το φε-στιβάλ δεν συνεχίζει να μας βομβαρ-

δίζει με κάθε λογής εκδηλώσεις, συζητή-σεις, master class, εκθέσεις, συναυλίες, αδιάφορες βραβεύσεις κι ένα σωρό δραστηριότητες που δεν βρίσκουν το κοι-νό τους, το οποίο διασκορπίζεται από εδώ κι από εκεί. Σχεδόν άδειο το αμφιθέατρο στο master class της τζέιν Μπίρκιν παρά τις προβλέψεις για κοσμοσυρροή, αλλά το χειρότερο συνέβη αλλού. Στη συναυλία του Traffic Quintet, υπό τη διεύθυνση του υποψήφιου δυο φορές για Όσκαρ, Αλε-ξάντρ Ντεσπλά, η οποία οργανώθηκε από το φεστιβάλ αλλά εξορίστηκε σε μια κακή αίθουσα, ενώ διαφημίστηκε στο ελάχιστο. Αποτέλεσμα; Παραβρέθηκαν δεκαοκτώ άτομα, κυριολεκτικά! Και οι δώδεκα

ήταν υπάλληλοι της Γαλλικής Πρεσβείας. Απλά, ντροπή.

– Για να ακούσεις τον τζίμη πανού-

ση στον καινούργιο σταθμό ΘΕΜΑ 98,9

πρέπει να βρίσκεσαι σε επιφυλακή. Να συνδεθείς στις 12 ακριβώς ώστε να μην πέσεις νωρίτερα πάνω στην Ευγενία Μα-νωλίδου, να αλλάξεις συχνότητα στις 12 και μισή ώστε να μην ακούσεις μετά τον Βαγγέλη Περρή. Αυτό δεν είναι εκπομπή, αυτό είναι άσκηση ετοιμότητας. Να μας λείπει!

– Διακόσιες πενήντα χιλιάδες Έλληνες απέκτησαν το νέο cd του γιάννη πά-

ριου από τα περίπτερα κι όμως ούτε ένα τραγούδι του δίσκου δεν κάνει επιτυχία. Σνομπάρει το ραδιόφωνο την κοινωνία ή η κοινωνία πήρε το τζάμπα cd και το έκανε τζάμπα σουβέρ;

– Έδωσε και ο Κώστας Μαρτάκης το νέο του cd με τηλεπεριοδικό! Μα

πιστεύει κανείς ότι μπορεί να προστέ-θηκε έστω και ένας αγοραστής εξαιτίας της «μεγάλης προσφοράς»; Απλώς οι συνήθεις εβδομαδιαίοι αναγνώστες του τηλε-περιοδικού απέκτησαν κι έναν Μαρ-τάκη, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν.

Θα τον κρεμάσουν στο μπαλκόνι τους να διώχνει τα περιστέρια!

– Στους λαϊκούς αοιδούς, καλή ώρα Νατάσα Θεοδωρίδου, της οποίας

το βασικό πρόγραμμα στην πίστα του Βοτανικού διαρκεί μία ώρα. Και σ’ αυτή τη μία ώρα ζήτημα είναι αν έχει τραγουδήσει τη μισή, αφού την περισσότερη «δου-λειά» την κάνουν οι θαμώνες. Δηλαδή πληρώνεις Νατάσσα, αλλά ακούς τον φίλο σου τον Γιώργο από τα Πετράλωνα και τη Μαρία του Νίκου με τις παρέες τους να ξεφωνίζουν «τραβάω λοιπόν σ’ όλα μια κόκκινη γραμμή» κι όλα τα γνωστά ρεφρέν της τραγουδίστριας. Εκείνη κάτι από τα κουπλέ τραγουδάει, και αν…

– H Σοφία Σεϊρλή τόλμησε να υποδυθεί την «Jackie» επί σκηνής, αλλά αυτό

δεν αρκεί. Η πρωταγωνίστρια προσπάθησε να υποστηρίξει την ηρωίδα της σε μια πα-ράσταση που δεν τη βοηθούσε ιδιαίτερα (σκηνοθεσία Άντζελα Μπρούσκου), λίγο μονότονη, λίγο πλαδαρή, με ενδιαφέροντα ξεσπάσματα και αποκαλύψεις που και που, με καπέλα, ταγιέρ και μαύρα γυαλιά. Όμως, αυτό ήταν και το πρόβλημα: η μη συνειδητοποίηση ότι τα ταγιέρ και τα μαύ-ρα γυαλιά δεν κάνουν την Jackie. Γι’ αυτό «Jackie» με… Τζάκι απέχουν όσο η Γη από τον ήλιο και βάλε!

– Ελάχιστο κόσμο μάζεψε το βράδυ της Κυριακής ο Cirqlesquare στο Tiki.

Κι ας είναι ένας από τους πιο αντιπρο-σωπευτικούς εκφραστές της σύγχρονης electronica. Προφανώς το κοινό στην Ελ-λάδα πέραν των σίγουρων και δοκιμασμέ-νων δεν θέλει να ανοιχτεί σε καινούργιους ήχους. Στασιμότητα...

– Στον ηθοποιό και σεναριογράφο Χάρη Ρώμα, ο οποίος αδυνατεί να καταλάβει

ότι η μπογιά του πέρασε και επιμένει να πατάει ξανά και ξανά το ίδιο κουμπί που κάποτε τον είχε εκτοξεύσει στο γκραν σουξέ. Η τηλεοπτική σειρά «Dr Ρούλης» στον AΝΤ1, με τον ξεπεσμένο γιατρό που «τα χάνει όλα» σε μια στιγμή και καλείται να μην πνιγεί σε έναν ωκεανό σαχλαμά-ρας (δύσκολο!), δεν γαργαλάει την πατού-σα ούτε του κοινού του Σεφερλή.

– Πέρα από τη διαδρομή του ως ηθο-ποιού, είναι μία από τις πιο αξιόπιστες

«φωνές» του ελληνικού σπικάζ. Κι όμως, ο γιάννης Φέρτης δέχτηκε να δανείσει τη φωνή του στο σκληρό ριάλιτι «Για λο-γαριασμό σας». Μία λάθος επιλογή, που χρεώνεται στον προσωπικό του καλλιτε-χνικό λογαριασμό.

+ Μπορεί οι περισσότερες ελληνικές ται-νίες να απουσιάζουν από το Φεστιβάλ

Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, όμως είναι αυτές που δίνουν τον τόνο και αυτές που συζητούνται περισσότερο. Όχι όσες είναι εδώ (λιγοστές και επί το πλείστον αδιάφορες), αλλά κυρίως όσες απουσιάζουν. Και είναι παράξενο ότι για πρώτη φορά, εδώ και χρόνια, γίνεται στο φεστιβάλ μια ουσιαστική κουβέντα πάνω στον εγχώριο κινηματογράφο. Παρά τις

χλιαρές και για την τιμή των όπλων «αυ-θόρμητες» αντιδρά-σεις για το «σαμπο-τάζ» στο φεστιβάλ, οι «Κινηματογραφι-στές στην Ομίχλη» έφεραν το αληθινό

πρόβλημα στο προσκήνιο, έστω κι αν κάποιοι είναι υπερβολικά κολλημένοι με τη θέση τους για να το αποδεχθούν.

+ Ο γιώργος Χωραφάς πάντως το αντι-λήφθηκε και ήταν ο μόνος παράγοντας

του φεστιβάλ που είχε κάτι ουσιαστικό να πει στην τελετή έναρξης, δηλώνοντας ότι «το φετινό φεστιβάλ θα το θυμόμαστε για τις ταινίες που θα δούμε, αλλά κυρίως για τις ταινίες που δεν θα δούμε, γιατί δεν είναι εδώ». Κι ο υπουργός Πολιτι-σμού συνέχισε στο ίδιο θαρραλέο κλίμα, επαινώντας έμμεσα αλλά ουσιαστικά τους απέχοντες, γιατί έδωσαν στο ελληνικό σινεμά και πάλι την επιθετικότητά του, το έβγαλαν από τον κρατικοδίαιτο λήθαργό του και άνοιξαν έναν ουσιαστικό διάλογο για τον πολιτισμό.

+ Στην Δήμητρα Ματσούκα γιατί το παλεύει. Να γίνει «σοβαρή» ή έστω

«εναλλακτική» καλλιτέχνις κι όχι μόνο μια σέξι τηλεοπτική ηθοποιός. Και κάνει προσπάθειες. Και επιλέγει παραγωγές και ρόλους, όπως τελευταία στα «Καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα». Έλα όμως που οι ρόλοι δεν ανταποκρίνονται. Κι ας είναι γένους αρσενικού!

+ Στην Ελένη Καστάνη γιατί στο «Σε στενό οικογενειακό κύκλο» φτιάχνει

μια υπέροχη, κωμική στην αρχή, δραμα-τική στο φινάλε, ηρωίδα, σε μια ερμηνεία λεπτοδουλεμένη, που ισορροπεί σε τεντω-μένο σχοινί, κινδυνεύοντας το γκροτέσκο να γίνει γελοίο και το κωμικό σαχλαμάρα. Παίζει με τον λόγο, την κίνηση, τις εκφρά-σεις, ακόμη και με τον… κότσο της!

+ Στη Δάφνη, ηρωίδα του Αλέξη Σταμάτη στο τελευταίο του μυθιστόρημα «ςκό-

τωσε ό,τι αγαπάς». Λάτρης του Χατζι-δάκι η ηρωίδα, εύκολα μπορεί κανείς να

καταλάβει το γιατί αναφέρεται σε πολλά τραγούδια του συνθέτη. Όμως σε αυτό που επανέρχεται, κι όχι μία φορά, είναι το θεοδωρακικό «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου», με την εντύπωση όμως ότι πρόκει-ται για χατζιδακικό άσμα. Αχ, αυτές οι μυθιστορηματικές ηρωίδες! Τόσο τρυφερά επιπόλαιες, τόσο γοητευτικά επηρμένες, τόσο αναπάντεχα ρεαλιστικές, τόσο γλυκά ράθυμες! Ούτε ένα πλήκτρο στο Google δεν πατάνε, ούτε αμφιβάλλουν για τίποτα. Κάπως έτσι πιάνονται κι αυτές αδιάβα-στες!

+ Στην Εστουδιαντίνα της Νέας Ιωνίας Βόλου και τον καλλιτεχνικό διευθυντή

της Νίκο Χατζηγιάννη, γιατί κατάφεραν να επιβιώσουν μακριά από το κέντρο, με μοναδικό κριτήριο την αγάπη για μια μουσική που ακούγεται σαν παλιά αλλά προσεγγίζεται σαν σημερινή. Και γιατί ο εορτασμός των δέκα χρόνων του σχήμα-τος θα γίνει με άνοιγμα στους γείτονες: με καλλιτέχνες από την Αλβανία, την Τουρ-κία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Ας γκρεμιστούν λοιπόν τα βαλκανικά σύνορα του μυαλού!

+ Στον Διονύση ςαββόπουλο, γιατί εί-ναι ο μόνος από τη γενιά του που δεν

μας ταλαιπωρεί προσπαθώντας να δείξει ότι διαθέτει ολόφρεσκα και μοντέρνα καλ-λιτεχνικά οράματα. Το λέει ορθά κοφτά ο άνθρωπος: «Ό,τι έγραψα, έγραψα. Δεν γράφω πια. Αφού δεν νιώθω την ανάγκη, θα ήταν σαν να εξαπατώ κι εσάς κι εμέ-να». Κι έτσι, χωρίς ενοχές, ετοιμάζεται να ξανασερβίρει την πολύχρωμη σαλάτα των sixties με μία σειρά από ενδιαφέρουσες συναυλίες και εκδηλώσεις.

+ Βέρα Κρούσκα, Ελένη Ερήμου, Αλεξάν-δρα Λαδικού (new entries), Κατερίνα

Χέλμη (από πέρυσι), Καίτη Ιμπροχώρη, Ζωή Φυτούση και Ισμήνη Καλέση (οι τρεις τελευταίες, αν αληθεύουν οι πληροφορί-ες, εμφανίζονται σε μία παράσταση)! Τι come back είναι αυτό! Σαν προσκλητήριο παλαιών συμμαθητών επετηρίδας του 19… γύρευε πότε. Μας λείπει η Μαρία Αλιφέρη και κάνα δυο άλλες πάλαι ποτέ ντάμες της ελληνικής σκηνής και φτιάξαμε πινακο-θήκη με τη ζωντανή ιστορία του θεάτρου. Να μαθαίνουν οι νεότεροι, να χαίρονται οι παλαιότεροι, να θυμούνται οι πολύ πολύ παλιότεροι!