Download - Hannah Arendt 24grammata.com

Transcript
Page 1: Hannah Arendt 24grammata.com

Σειρά μεγάλοι στοχαστές

Hannah Arendt

Επιμέλεια: Μαυροζαχαράκης Μανόλης

Κοινωνιολόγος –Πολιτικός Επιστήμονας

Πολιτικές, Οικονομικές, Κοινωνιολογικές Αναζητήσεις στον 21ο αιώνα αρχισυνταξία: Μανόλης Μαυροζαχαράκης

Page 2: Hannah Arendt 24grammata.com

Πολιτισμός

Η Χάνα Αρεντ και οι ιδέες της Ταινία για την γερμανοεβραία φιλόσοφο και το βιβλίο της «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού» Ζουμπουλάκης Γιάννης ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 08/05/2013, 13:17 | ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: 08/05/2013, 13:17 Την πανελλήνια πρεμιέρα της πρόκειται να κάνει στον χώρο προβολών του Ινστιτούτου Γκέτε η τελευταία ταινία της γερμανίδας σκηνοθέτριας Μαργαρέτε Φον Τρότα «Hannah Arendt - Οι ιδέες της άλλαξαν τον κόσμο» που αναφέρεται στην γερμανοεβραία φιλόσοφο Χάνα Αρεντ (1906-1975). Το φιλμ τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του 1960 όταν η Αρεντ, ως απεσταλμένη του περιοδικού The New Yorker, παρακολουθούσε στην Ιερουσαλήμ τη δίκη του εγκληματία πολέμου, ναζιστή Αντολφ Αϊχμαν. Ενώ στο μυαλό της Αρέντ βρίσκεται ένα ανθρωπόμορφο τέρας, προς έκπληξή της διαπίστωσε ότι ο ναζοστής εγκληματίας πολέμου δεν ήταν παρά μια μετριότητα, ένας συνηθισμένος, σχολαστικός γραφειοκράτης. Οι παρατηρήσεις και οι σκέψεις της καταγράφηκαν στο πιο διάσημο αλλά και το πιο αμφιλεγόμενο έργο της «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Έκθεση για την Κοινοτοπία του Κακού». Δημοσιευμένο το 1963, αρχικώς σε πέντε άρθρα και κατόπιν σε βιβλίο, το δοκίμιο προκάλεσε μια από τις πιο σφοδρές διαμάχες της μεταπολεμικής εποχής επηρεάζοντας την πολιτική και την ιστορική θεώρηση του εθνικοσοσιαλισμού. Επηρέασε επίσης και τη ζωή και το έργο της ίδιας της Αρεντ. Η φιλόσοφος δέχτηκε επικρίσεις και επιθέσεις τόσο από τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης, όσο από την ακαδημαϊκή κοινότητα, την ισραηλινή μυστική υπηρεσία Μοσάντ. Υπήρξε ρήξη ακόμα και στους πιο στενούς της φίλους. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Αρέντ στην ταινία κρατά η διακεκριμένη ηθοποιός Μπάρμπαρα Σούκοβα η οποία παίζει για έκτη φορά σε ταινία της σκηνοθέτριας. Για την Μαργκαρέτε φον Τρότα είναι μια ταινία «της σκέψης και του συναισθήματος. Για την Καθηγήτρια Πανεπιστημίου που παθιάζεται με τον αναστοχασμό… Αλλά και για ένα άτομο μαχητικό που δεν φοβάται την αντιπαράθεση και που δεν διστάζει να υπερασπιστεί με σθένος αυτό που έχει αναγνωρίσει ως ορθό - πάντα όμως με την πρόθεση να κατανοήσει. Θέλω να καταλάβω, θα ήταν ίσως η φράση που θα την περιέγραφε καλύτερα».

Page 3: Hannah Arendt 24grammata.com

Χάνα Άρεντ Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

H Χάνα Άρεντ

Η Χάνα Άρεντ (γερμ.: Hannah Arendt, 14 Οκτωβρίου 1906 - 1975) ήταν Γερμανίδα πολιτική

επιστήμονας και φιλόσοφος.

Πίνακας περιεχομένων

[Απόκρυψη]

1 Βιογραφία

2 Εργογραφία

3 Ελληνικές μεταφράσεις

4 Πηγές

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε από κοσμική Γερμανοεβραϊκή οικογένεια στην πόλη Λίντεν (Linden, κοντά

στοΑννόβερο) και μεγάλωσε στο Καίνιξμπεργκ και στο Βερολίνο.

Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ υπό τον Μάρτιν Χάιντεγκερ με τον

οποίο είχε μια μακροχρόνια και θυελλώδη ρομαντική ερωτική σχέση, για την οποία αργότερα τής

ασκήθηκε κριτική εξαιτίας της υποστήριξης του Χάιντεγκερ προς το ναζιστικό κόμμα ενόσω ήταν

πρύτανης στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ.

Αργότερα μετέβη στην Χαϊδελβέργη όπου, υπό την επίβλεψη του υπαρξιστή φιλοσόφου Καρλ

Γιάσπερς, συνέγραψε την διατριβή της σχετικά με την έννοια της αγάπης στην σκέψη του Αγίου

Αυγουστίνου.

Page 4: Hannah Arendt 24grammata.com

Παντρεύτηκε τον Γκύντερ Στερν, μετέπειτα γνωστό ως Günther Anders, το 1929

στο Βερολίνο (χώρισαν το 1937), και αργότερα τον μαρξιστή Heirich Blücher, ο οποίος υπήρξε για

πολλά χρόνια σύντροφός της και επηρέασε καταλυτικά τον πολιτικό της στοχασμό.

Με την άνοδο του Ναζισμού κατέφυγε στη Γαλλία και, μετά την εισβολή των Γερμανών στο Παρίσι,

στη Νέα Υόρκη, όπου ασχολήθηκε με την πανεπιστημιακή διδασκαλία και την συγγραφή

φιλοσοφικών δοκιμίων.

Πέθανε το 1975 σε ηλικία 69 ετών.

Έγραψε πολλά έργα πολιτικής φιλοσοφίας σχετικά με τον ολοκληρωτισμό και

τον αντισημιτισμό καθώς και μελέτες για το εβραϊκόΟλοκαύτωμα, με γνωστότερο έργο το "The

Origins of Totalitarianism".

Εργογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Der Liebesbegriff bei Augustin: Versuch einer philosophischen Interpretation (1929)

The Origins of Totalitarianism (1951) [ελλ. μετάφραση, Το ολοκληρωτικό σύστημα, (το

τρίτο μέρος από το έργο Πηγές του Ολοκληρωτισμού) (εκδ. Ευρύαλος, 1988), σελ. 306].

Rahel Varnhagen: the life of a Jewess. Translated by Richard and Clara Winston (1958)

The Human Condition (1958) [ελλ. μετάφραση από τους Στέφανο Ροζάνη και Γεράσιμο

Λυκιαρδόπουλο: Η ανθρώπινη κατάσταση - Vita activa (Γνώση, 1986), σελ. 438].

Die ungarische Revolution und der totalitäre Imperialismus (1958)

Between Past and Future: Eight exercises in political thought (1954 [to 1964], ed. 1961.

Reissued with additional text in 1968) [ελλ. μετάφραση Γ. Μερτίκας : Μεταξύ παρελθόντος

και μέλλοντος (εκδ. Λεβιάθαν, 1996), σελ. 277].

On Revolution (1962) [ελλ. μετάφραση, Για την Επανάσταση (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2006),

σελ. 443].

Eichmann in Jerusalem: A Report on the Banality of Evil (1963) [ελλ. μετάφραση, Ο

Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: Η κοινοτοπία του κακού (εκδ. Θυμέλη, 1995), σελ. 365.

Men in Dark Times (1968) [ελλ. μετάφραση, Άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς (μόνο τα

κείμενα για Ρόζα Λουξεμπουργκ, Βάλτερ Μπένγιαμιν και Μπέρτολτ Μπρέχτ) (εκδ. Νησίδες,

1998), σελ. 168].

Crises of the Republic: Lying in Politics; Civil Disobedience; On Violence; Thoughts on

Politics and Revolution (1969). "Civil Disobedience" originally appeared, in somewhat different

form, in The New Yorker. Versions of the other essays originally appeared in The New York

Review of Books.

On Violence (Harvest Books, 1970) [ελλ. μετάφραση και εισαγωγή από την Βάνα

Νικολαΐδου-Κυριανίδου: Περί Βίας (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2000), σελ. 190].

Page 5: Hannah Arendt 24grammata.com

The Jew as Pariah: Jewish Identity and Politics in the Modern Age, edited with an

introduction by Ron H. Feldman (1978)

Life of the Mind (1978)

Lectures on Kant's Political Philosophy. Edited and with an Interpretive Essay by Ronald

Beiner (The University of Chicago Press, 1992). [ελλ. μετάφραση, Η πολιτική φιλοσοφία του

Καντ (εκδ. Νήσος, 2008), σελ. 221].

Hannah Arendt and Karl Jaspers Correspondence, 1926–1969, Edited by Lotte Kohler

and Hans Saner (1992).

Love and Saint Augustine Edited with an Interpretive Essay by Joanna Vecchiarelli Scott

and Judith Chelius Scott (Chicago: The University of Chicago Press, 1996/1998). Πρόκειται

για επεξεργασμένη μετάφραση της διατριβής της στα αγγλικά.

Within Four Walls: The Correspondence between Hannah Arendt and Heinrich Blücher,

1936-1968, Edited by Lotte Kohler (2000).

Responsibility and Judgment. Edited with an introduction by Jerome Kohn (Schocken

Books, 2003).

Letters, 1925-1975/Hannah Arendt and Martin Heidegger, Edited by Ursula Ludz (2004).

Essays in Understanding, 1930-1954: Formation, Exile, and Totalitarianism. Edited by

Jerome Kohn (Schocken Books, 2005).

The Promise of Politics, Edited with an Introduction by Jerome Kohn (Schocken Books,

2005).

Arendt und Benjamin: Texte, Briefe, Dokumente, Edited by Detlev Schöttker and Erdmut

(Wizisla, 2006)

The Jewish Writings, Edited by Jerome Kohn and Ron H. Feldman (Schocken Books,

2007).

Ελληνικές μεταφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(2012) Ελευθερία, αλήθεια και πολιτική, Στάσει Εκπίπτοντες

(2012) Η κρίση της κουλτούρας και άλλα κείμενα, Στάσει Εκπίπτοντες

(2009) Η ανθρώπινη κατάσταση, Γνώση

(2009) Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, Νησίδες

(2009) Υπόσχεση πολιτικής, Κέδρος

(2008) Η πολιτική φιλοσοφία του Καντ, Νήσος

(2006) Για την επανάσταση, Αλεξάνδρεια

(2005) Για την επανάσταση, Νησίδες (2000) Περί βίας, Αλεξάνδρεια

(1998) Άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς, Νησίδες

Page 6: Hannah Arendt 24grammata.com

(1986) Η ανθρώπινη κατάσταση, Γνώση

http://www.goethe.de/ins/gr/lp/kul/dug/pok/el5927327.htm

Η Hannah Arendt και η επίδρασή της – ένα πορτραίτο

Αλήθεια, πόσοι τρέφουν πραγματική εκτίμηση για την Hannah Arendt; Το ερώτημα ίσως αιφνιδιάζει, μια και η Arendt χαίρει ευρείας αναγνώρισης ως πολιτική φιλόσοφος. Όμως αυτή είναι μία μόνο όψη της επιρροής της. Λίγοι βασίζουν τις ιδέες τους στο έργο της και μια μικρή μόνο ομάδα ερμηνευτών της προσπαθεί να συνεχίσει τη σκέψη της.

Η Hannah Arendt συνάντησε την απόρριψη σε όλους τους πολιτικούς χώρους. Αυτό εκπλήσσει ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την Αριστερά, αφενός γιατί είναι ο χώρος στον οποίο βρισκόταν πλησιέστερα, αφετέρου επειδή ήταν παντρεμένη, στον δεύτερο γάμο της που κράτησε ως το θάνατό της,

με τον κομουνιστή Heinrich Blücher, με τον οποίο μοιράστηκε την εμπειρία της διαφυγής από τους ναζί και της μετανάστευσης. Παρ’ όλα αυτά, στο χώρο της Αριστεράς κατέστρεψε τη φήμη της με το πρώτο μεγάλο της έργο Elemente und Ursprünge totaler Herrschaft [Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού], με το οποίο έγινε γνωστή το 1951. Σε αυτό συγκρίνει τον εθνικοσοσιαλισμό με το σταλινισμό αποδίδοντάς τους παρόμοιες μεθόδους. Αμφότερα τα συστήματα βασίστηκαν, κατά την Άρεντ, στην τρομοκρατία και κατάφεραν να διατηρήσουν την ολοκληρωτική εξουσία τους σε όλο το φάσμα της κοινωνίας, συλλαμβάνοντας ακόμη και εν δυνάμει ή «κατασκευασμένους» εχθρούς του καθεστώτος και εξολοθρεύοντας πολλούς από αυτούς στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Με το βιβλίο αυτό η Arendt τεκμηριώνει τη θεωρία του ολοκληρωτισμού, η οποία χρησιμοποιήθηκε στον Ψυχρό Πόλεμο κυρίως από τους συντηρητικούς εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.

Το έργο φαίνεται ως λογική συνέπεια της βιογραφίας της Arendt. Γεννημένη το 1906 κοντά στο Αννόβερο, μεγάλωσε στο Καίνιγκσμπεργκ, όπου στα γυμνασιακά της χρόνια ήρθε αντιμέτωπη με τον πανταχού παρόντα αντισημιτισμό. Στη συνέχεια, σπουδάζει στο Μάρμπουργκ κοντά στον Martin Heidegger, με τον οποίο συνάπτει κρυφό ερωτικό δεσμό, και κάνει το διδακτορικό της με τον Karl Jaspers στη Χαϊδελβέργη. Ο Kurt Blumenfeld την μυεί στον σιωνισμό.

Το 1933 η Arendt συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο και κρατείται για μία εβδομάδα. Αναγκάζεται να φύγει από τη Γερμανία. Μέσω Πράγας φτάνει στο Παρίσι, όπου δουλεύει για εβραϊκές οργανώσεις. Μετά τη γερμανική εισβολή, φυλακίζεται σε στρατόπεδο περιορισμού στη Νότια Γαλλία. Μέσα στο χάος που επικράτησε μετά την κατάρρευση του γαλλικού αμυντικού συστήματος, καταφέρνει να αποδράσει από το στρατόπεδο. Όσοι δεν διέφυγαν, εκτοπίστηκαν αργότερα στο Άουσβιτς. Κρύβεται από τους ναζί με κίνδυνο της ζωής της και κάποιους μήνες μετά κατορθώνει να διαφύγει μαζί με τον σύζυγό της και τη μητέρα της μέσω Ισπανίας και Λισσαβόνας για τις ΗΠΑ. Εκεί εργάζεται αρχικά πάλι για εβραϊκές οργανώσεις, στη συνέχεια ως επιμελήτρια και από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα διδάσκοντας σε διάφορα πανεπιστήμια, κυρίως στη Νέα Υόρκη, όπου το 1975 πεθαίνει.

Η κοινοτοπία του κακού

Το 1963, η Arendt προκαλεί σκάνδαλο με το βιβλίο της Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ – Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού. Έχει προηγηθεί η παρουσία της ως δημοσιογράφου στη δίκη κατά του διοργανωτή του Ολοκαυτώματος, τον οποίο δεν περιγράφει ως σαδιστή και άνθρωπο με σατανικά στοιχεία, αλλά ως σχολαστικό γραφειοκράτη και υπάκουο υποτελή του Γ΄ Ράιχ. Το ίδιο υπαινίσσεται για όλους τους συνοδοιπόρους, τους «κλακαδόρους» και τους συνεργάτες των ναζί

Page 7: Hannah Arendt 24grammata.com

– όχι μόνο στη Γερμανία. Ακόμη, ασκεί κριτική στον τρόπο διεξαγωγής της δίκης καθώς και σε ορισμένες μορφές συνεργασίας των Εβραίων με τους ναζί. Πολλοί από τους Εβραίους φίλους της διακόπτουν κατόπιν αυτού τις σχέσεις τους μαζί της, ενώ η ίδια δέχεται τα πυρά ποικίλων εντύπων του Τύπου.

Λίγα χρόνια πριν, το 1958, η Arendt έχει δημοσιεύσει το σημαντικότερο πολιτικό-φιλοσοφικό έργο της με τίτλο Vita activa oder vom tätigen Leben [Η ανθρώπινη κατάσταση – Vita active]. Σε αυτό ασκεί κριτική στη σύγχρονη κοινωνία, όπου η οικονομία εξουσιάζει όλο και περισσότερο την πολιτική. Με αυτό, πάλι, δυσαρέστησε τους φιλελεύθερους. Σε μια εποχή, όπου σε όλους τους σημαντικούς πολιτικούς χώρους η δημοκρατία θεωρείται μια κοινωνικά ευρέως νομιμοποιημένη πολιτική εξουσία, η Arendt στρέφεται στην αρχαία ελληνική «πόλι», όπου άπαντες οι πολίτες συμμετέχουν ενεργά. Την πολιτική την αντιλαμβάνεται ως ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των πολιτών σε σχέση με τις δημόσιες υποθέσεις. Φιλελεύθεροι και συντηρητικοί της εποχής του Ψυχρού Πολέμου θεωρούν ότι με τη θέση της αυτή ανοίγει το δρόμο προς μια αριστερή θεώρηση της δημοκρατίας. Και πράγματι, η Arendt εκφράζει τη συμπάθειά της προς τις διάφορες μορφές συμβουλίων τόσο στην Παρισινή Κομμούνα του 1871 όσο και στη Γερμανική Επανάσταση του 1918.

Ο συγγραφέας του κειμένου Hans-Martin Schönherr-Mann μιλά στην Ελβετική Ραδιοτηλεόραση

(Schweizerisches Fernehen) για την Hannah Arendt (εκπομπή «Sternstunde Philosophie», 22 Απριλίου 2012)

Η αποτυχία των επαναστάσεων

Οι έχοντες εθνικά φρονήματα ενοχλήθηκαν από τη θέση της Arendt ότι η παρακμή του έθνους-κράτους ευθυνόταν για τον αντισημιτισμό και την άνοδο του ολοκληρωτισμού. Επιπλέον, προασπίστηκε τη διαφορετικότητα των ανθρώπων, που οδηγεί σε έναν κοινωνικό και πολιτικό πλουραλισμό, τον οποίο ακόμη και στις ΗΠΑ δεν βρήκε παρά σε πρωτόλεια μορφή – για παράδειγμα, στο κίνημα για τα δικαιώματα του πολίτη της δεκαετίας του ’60.

Στο βιβλίο της Über die Revolution [Για την επανάσταση] υποστηρίζει πως μόνο η Αμερικανική Επανάσταση πέτυχε το σκοπό της, αφού κατάφερε να δημιουργήσει θεσμούς που διασφάλιζαν τις δημοκρατικές δυνατότητες συμμετοχής, ενώ τόσο η Γαλλική όσο και η Ρωσική Επανάσταση απέτυχαν στο κοινωνικό ζήτημα: μια θέση με την οποία δεν συμφωνούν στο σύνολό τους ούτε οι Γάλλοι Συντηρητικοί, ούτε οι Φιλελεύθεροι ούτε οι Αριστεροί.

Η ζωή του πνεύματος

Στο φιλοσοφικό magnum opus της, το οποίο εκδόθηκε μετά το θάνατό της, Vom Leben des Geistes Για τη ζωή του πνεύματος] συμμερίζεται τις θέσεις του Martin Heidegger, με τον οποίο οι φιλικές της σχέσεις αποκαταστάθηκαν μετά τον πόλεμο, παρά τη σχέση του με τους ναζί. Το γεγονός αυτό δεν ενίσχυσε ιδιαίτερα την εκτίμησή της εκ μέρους του γερμανικού και του αγγλοσαξονικού ακαδημαϊκού κόσμου – όπου ο Heidegger θεωρείται εν γένει είτε «αποκαθηλωμένος» για τα πολιτικά του πιστεύω είτε παράλογος από τη σκοπιά της φιλοσοφίας. Εξαιτίας της πνευματικής της συγγένειας προς τον Heidegger η Arendt θεωρείται πως συγκαταλέγεται στους υπαρξιστές φιλοσόφους, οι οποίοι επίσης δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης.

Ως «κοσμική» Εβραία, η Arendt σε αυτό το τελευταίο μεγάλο έργο της αναπτύσσει μια θεώρηση του ανθρώπου, που συνδέεται με τη σκέψη του Αγίου Αυγουστίνου – ο οποίος ήταν και το θέμα της διατριβής της. Εντούτοις, χαρακτηρίζοντας ως ιδιαίτερο γνώρισμα του ανθρώπου το γεγονός της γέννησης (Gebürtlichkeit), και διαπιστώνοντας ότι με κάθε άνθρωπο έρχεται στον κόσμο κάτι νέο, ένα ιδιαίτερο ξεκίνημα, όχι μόνο τονίζει τον ατομισμό και τον πλουραλισμό, που αποδοκιμάζονται από όλους τους πολιτικούς χώρους, αλλά και προσάπτει στον χριστιανισμό ότι αναγνωρίζοντας ως σημαντικότερη θρησκευτική εορτή το Πάσχα προσανατολίζεται προφανώς περισσότερο προς τον πόνο και το θάνατο παρά προς τη γέννηση, που γιορτάζεται τα Χριστούγεννα.

Page 8: Hannah Arendt 24grammata.com

Εν κατακλείδι, η Arendt είναι μια αιρετική στο χώρο της διανόησης, που ποτέ δεν ξέχασε ότι οι ρίζες της σκέψης της βρίσκονταν στον γερμανικό πνευματικό πολιτισμό, αλλά που το Ολοκαύτωμα την έκανε Αμερικανίδα.

Ο Hans-Martin Schönherr-Mann είναι δοκιμιογράφος και καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ludwig-Maximilian

του Μονάχου και καθηγητής Θεωρίας της Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Leopold-Franzen του Innsbruck. Είναι συγγραφέας του βιβλίου «Hannah Arendt: Wahrheit, Macht, Moral», των

εδόσεων C.H. Beck.

Μετάφραση: Πελαγία Τσινάρη

Copyright: Goethe-Institut e. V., Internet-Redaktion Απρίλιος 2010, ενημερώθηκε τον Απρίλιο 2012

Page 9: Hannah Arendt 24grammata.com

Χρήσιμοι σύνδεσμοι

Η σκέψη της Hannah Arendt : μία αδρή σκιαγράφηση Posted on February 6, 2011 by loulou

α) Η υποδοχή του έργου της

Η Hannah Arendt είναι μία δύσκολη πολιτική στοχαστής. Η σκέψη της

αντιστέκεται στην ταξινόμηση της σε κάποια από τις γνωστές φιλοσοφικές

παραδόσεις ή μείζονες πολιτικές ιδεολογίες. Την ίδια αδυναμία γενικού

προσδιορισμού επιτείνει η υποδοχή του έργου της κατά την διάρκεια του

ψυχρού πολέμου, αφού η κριτική τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά

πολώθηκε γύρω από την έννοια του «ολοκληρωτισμού» και της ταύτισης του

ναζισμού με τον σταλινισμό υπό τη σημαία του ολοκληρωτικού καθεστώτος. Η

πρόσληψή αυτή οδήγησε σε μία υπεξαίρεση κεντρικών κατηγοριών του έργου

της από την συντηρητική ψυχροπολεμική δεξιά και σε μία αντίστοιχη

εκχώρηση τους στην πρώτη από την μαρξιστική αριστερά. Η ίδια αμηχανία

τοποθέτησης απέναντι στο ετερόδοξο και περίπλοκο έργο της εξακολουθεί να

υφίσταται, ως ένα βαθμό, και στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο. Σε αυτό

συμβάλλει ο μη συστηματικός χαρακτήρας της φιλοσοφίας της, δηλαδή η

απουσία μιας φιλοσοφίας η οποία εκκινεί από ένα κεντρικό επιχείρημα το

οποίο εμβαθύνεται και αναπτύσσεται σε μία σειρά από έργα. Αντίθετα, το

έργο της αναφέρεται σε μία πληθώρα διαφορετικών θεμάτων όπως ο

ολοκληρωτισμός, η επανάσταση, η φύση της ελευθερίας, οι ιδιότητες της

ανθρώπινης κρίσης, σκέψης και βούλησης, η ιστορία της πολιτικής σκέψης

κ.α. Αυτή η θεματική ετερογένεια θα μπορούσε να ερμηνευθεί αν

κατανοήσουμε το εκάστοτε έργο της ως μια δημόσια δήλωση επί ενός θέματος

με το οποίο η Arendt ήρθε αντιμέτωπη κάθε φορά η στη ζωή της. Τα

ολοκληρωτικά καθεστώτα, η μαζική κοινωνία της μεταπολεμικής Αμερικής, η

βία και ο επαναστατικός αναβρασμός της δεκαετίας του 60΄, η ακρισία και η

έλλειψη κριτικού πνεύματος που έθεσε η υπόθεση της δίκης του Άιχμαν

μπορούν να κατανοηθούν ως ερωτήματα επί των οποίων έλαβε θέση με την

δημοσίευση του αντίστοιχου έργου της. Αυτή η πρόθεση μιας διαρκούς

συνομιλίας με τα πράγματα που σφραγίζουν τον δημόσιο χώρο και η καταδίκη

κάθε νοησιαρχικού αναχωρητισμού από τον κόσμο των δημόσιων

ανθρώπινων υποθέσεων λειτούργησε αποτρεπτικά οποιασδήποτε συνέχειας ή

συστηματικότητας στο έργο της. Η μη συστηματικότητα αυτή καθιστά

απαραίτητη την εξοικείωση με βασικές θεωρητικές προκείμενες της σκέψης

Page 10: Hannah Arendt 24grammata.com

της. Η παρακάτω απόπειρα είναι αναγκασμένη, για λόγους οικονομίας της

εισήγησης, να αναπτυχθεί λαμβάνοντας τη μορφή ενός αδρού περιγράμματος

παρά μιας σε βάθος καταγραφής.

β) η φαινομενολογική καταγωγή της σκέψης της

Σύμφωνα με τον Κορνήλιο Καστοριάδη η συμβολή της σκέψης της Hannah

Arendt θα μπορούσε να συνοψισθεί στην ανάλυση της για τον ολοκληρωτισμό

και στην απόπειρα της να ανασυγκροτήσει την πολιτική σκέψη πάνω σε

καινούργια βάση, δίνοντας της έτσι ένα νέο πλαίσιο αναφοράς.[1] Αν η

ανάλυση του ολοκληρωτισμού αποκτά με την Arendt εκείνο το βάθος της

πολιτικής, κοινωνιολογικής, φιλοσοφικής και ανθρωπολογικής σημασίας που

μέχρι τότε απουσίαζε, η προσπάθεια να δοθεί ένα νέο πλαίσιο αναφοράς στην

πολιτική, πέρα από τη μαρξιστική και τη φιλελεύθερη θέση, μας φέρνει

αντιμέτωπους με το ζήτημα της φιλοσοφικής καταγωγής της σκέψης της.

Ούσα μαθήτρια του Martin Heidegger και του Karl Jaspers ο στοχασμός της

Arendt αντλεί από το φιλοσοφικό ρεύμα της φαινομενολογίας με σαφείς

συνέπειες για τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει και κατανοεί τις μείζονες

διαστάσεις της ανθρώπινης κατάστασης. Συγκεκριμένα, η φαινομενολογική

της προοπτική την οδηγεί στην ανατροπή της παραδοσιακής φιλοσοφικής

προτεραιότητας των εννοιολογικών σχημάτων έναντι του εμπειρικού

χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής. Πράγματι, η προσέγγιση της δεν ακολουθεί

την πορεία της ανάλυσης αφηρημένων πολιτικών εννοιών (κράτος, εξουσία,

κυριαρχία κλπ.) οι οποίες στη συνέχεια θα εναποτεθούν με τρόπο λίγο ως

πολύ αυθαίρετο πάνω στα πράγματα. Αντίθετα, η αφετηρία της είναι τα ίδια

τα γεγονότα όπως μπορούν να διαγνωσθούν την δεδομένη κάθε φορά

ιστορική στιγμή. Προς αυτή την κοινή εμπειρία/ ερμηνεία του κόσμου

συναρτά την θεωρητική γνώση, η οποία οφείλει να θεματοποιεί το προ –

στοχαστικά ήδη παρόν, αναδεικνύοντας τα δομικά χαρακτηριστικά της

βιωμένης κάθε φορά εμπειρίας. Η αντίθετη κατεύθυνση οδηγεί κατά την

Arendt στην συσκότιση του φαινόμενου χαρακτήρα της πραγματικότητας

καθώς θα επιβάλλει σε αυτή τα εκ των προτέρων διαμορφωμένα,

προκρούστεια εννοιολογικά της καλούπια.

Η φαινομενολογική της προσέγγιση την οδηγεί στην κατανόηση του κόσμου

των ανθρώπων ως κόσμου φαινομένων, αλλά και του ερωτήματος περί της

ανθρώπινης φύσης ή ουσίας ως ενός ερωτήματος δίχως δυνατότητα

ουσιαστικής απάντησης, μίας και αυτή θα προϋπέθετε την οριστική έξοδο του

ανθρώπου από την εγκόσμια κατάσταση και την κατόπτευση της ίδιας του

Page 11: Hannah Arendt 24grammata.com

της ύπαρξης από μία συμπαντική σκοπιά, από ένα αρχιμήδειο σημείο. Με τα

ίδια της τα λόγια : «είναι τελείως απίθανο ότι εμείς, που μπορούμε να

γνωρίζουμε, να καθορίζουμε και να ορίζουμε την φυσική ουσία όλων των

πραγμάτων, τα οποία μας περιβάλουν και τα οποία δεν είμαστε εμείς, θα

μπορούσαμε να κάνουμε ποτέ το ίδιο και για τον εαυτό μας – αυτό θα έμοιαζε

σαν να ξεκολλούσαμε μ’ ένα άλμα από τη σκιά μας».[2]

Η ίδια φαινομενολογική αφετηρία μοιάζει να την οδηγεί στην αναγνώριση

δύο οντολογικών δομών της ανθρώπινης κατάστασης. Η πρώτη είναι «ο

χώρος των εμφανίσεων» και η δεύτερη «η εγκόσμια αντικειμενική

πραγματικότητα». Και οι δύο αποτελούν εγκόσμιες δεσμευτικές δομές που

συγκρατούν την πολλαπλότητα των διαφορετικών ατόμων συνενώνοντας τις

σχέσεις, τις αλληλεπιδράσεις και τις υποθέσεις τους σε μία κοινά βιωμένη

πραγματικότητα. Εξάλλου, η προτεραιότητα προς τον άμεσο χαρακτήρα της

ανθρώπινης εμπειρίας θα την οδηγήσει σε μια καχύποπτη στάση απέναντι σε

κάθε μεταφυσική παράδοση, μιας και αυτή τείνει να ευνοεί την απομάκρυνση

από τα πράγματα και τον κόσμο προς αφηρημένες και αόριστες θεωρησιακές

συλλήψεις. Η άρνηση της μεταφυσικής προσανατολίζει την προοπτικής της

Arendt προς τον αυστηρά εγκόσμιο χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης και

την κοινή αίσθηση για τον κόσμο που δημιουργείται μέσα στον «χώρο των

εμφανίσεων» των ανθρώπινων υποκειμένων.

γ) Οι έννοιες τις πολλότητας (plurality) και της γεννησιμότητας (natality)

Έχοντας προσδώσει στο πεδίο της ανθρώπινης κατάστασης αυστηρά γήινο

ορίζοντα, προβαίνει στην σκιαγράφηση της πρωτογενούς μορφής και της

θεμελιακής δομής του ανθρώπινου υποκειμένου. Οι έννοιες της πολλότητας

(plurality) και της γεννησιμότητας (natality) που πλάθει για να αναφερθεί σε

αυτήν αποτελούν ίσως κάποια από τα κομβικότερα περάσματα για την, κατά

το δυνατόν ομαλότερη, εισαγωγή μας στο αρεντικό έργο.

Η αρεντική φιλοσοφική ανθρωπολογία οικοδομείται στη βάση της

κατανόησης του ανθρώπου ως μιας μοναδικής, μη αναγώγιμης και

ανεπανάληπτης οντότητας. Αυτό που μοιράζονται όλοι οι άνθρωποι είναι η

ομοιότητα της ανθρωπινότητας τους, αλλά έτσι που κανείς να μην είναι ποτέ

ίδιος με κανέναν άλλο απ’ όσους έζησαν, ζουν ή θα ζήσουν.[3] Έτσι, η

ανθρώπινη πολλότητα θα χαρακτηρισθεί ως «η παράδοξη πολλότητα

μοναδικών όντων».[4] Πέρα από την μοναδικότητα του ανθρώπινου

υποκειμένου, ένα δεύτερο γνώρισμα που περιγράφει την έννοια της

πολλότητας είναι η κατανόηση της ίδιας της ανθρώπινης ζωής, μονάχα εντός

Page 12: Hannah Arendt 24grammata.com

του πλήθους των ανθρώπινων όντων. Για την Arendt το ανθρώπινο

υποκείμενο όχι μόνο δεν μπορεί να συλληφθεί στην απομόνωση του από τους

άλλους ανθρώπους, αλλά φτάνει στο σημείο, ακολουθώντας του Ρωμαίους, να

ορίσει την ανθρώπινη ζωή ως ζωή ανάμεσα στους ανθρώπους. Αν να ζω

σημαίνει να «βρίσκομαι μεταξύ των ανθρώπων», να πεθαίνω σημαίνει να

«παύω να βρίσκομαι μεταξύ των ανθρώπων». Συνεπώς, στο πλαίσιο της

κεντρικής στη σκέψη της Arendt έννοιας της πολλότητας η προτεραιότητα

δίνεται στο πλήθος των ανθρώπων, αφού οι άνθρωποι και όχι ο άνθρωπος

ζούνε στη γη και κατοικούν τον κόσμο. Οποιοσδήποτε ορισμός του ανθρώπου

κατανοημένου στην μοναξιά του ιδιωτικού του βίου ή στην απομόνωση του

από την συνάφεια των ανθρώπινων σχέσεων θα αποτελούσε για την Arendt

καθαρή αφαίρεση και θεωρητική αοριστολογία.

Η ίδια βαρύτητα αποδίδεται και στην έννοια της γεννησιμότητας. Και οι τρεις

κατηγορίες της vita activa (μόχθος, εργασία και πράξη) θεμελιώνονται στη

γεννησιμότητα. Αυτό συμβαίνει γιατί και οι τρεις αυτές κατηγορίες

κατατείνουν στην συνεχή ανανέωση του ανθρώπινου πληθυσμού που

κατοικεί τον κόσμο. Όσοι διένυσαν την διαδρομή τους στον κόσμο θα φύγουν

και την θέση του θα λάβουν οι νεοεισερχόμενοι που θα γεννηθούν στον κόσμο

ξένοι, προκειμένου και αυτοί να παραχωρήσουν τη θέση τους στους

επόμενους, έτσι ώστε να υπάρχει μια σταθερή εισροή νέων ανθρώπων επί της

γης. Ωστόσο, από τις τρεις αυτές κατηγορίες της ανθρώπινης κατάστασης

εκείνη που συνδέεται πιο στενά με την γέννηση είναι η πράξη. Ο βαθύτερος

δεσμός της γέννησης με την πράξη προσδίδει στην τελευταία την ικανότητα

να κάνει τη νέα αρχή στις ανθρώπινες υποθέσεις, να οδηγήσει σε έναν

νεωτερισμό, ο οποίος διακόπτει την εκάστοτε ιστορική συνέχεια. Αυτό

συμβαίνει αφού ο ερχομός του ανθρώπου στον κόσμο μέσω της γέννησης και

όχι με κάποιον άλλο τρόπο τον εντάσσει στην πορεία του από την χρονική

στιγμή της γέννησης του και για όσο χρόνο διαρκέσει η ζωή του. Όμως, ο

κόσμος και η πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων σε αυτόν προϋπάρχουν της

γέννησης του και έχουν ήδη δρομολογήσει τις βασικές κατευθύνσεις τους

ανεξάρτητα από την παρουσία του νεοφερμένου. Συνεπώς, παρά την

κοινωνικοποίηση του και την συμμετοχή του στον κοινό βίο ο άνθρωπος δεν

χάνει απόλυτα την ξενότητα του προς τον κόσμο. Το ίδιο το γεγονός της

γέννησης του μπορεί να κατανοηθεί ως μια τομή στην προ της γέννησης του

καθορισμένη ροή του κόσμου και ως γεγονός που ουδέποτε μπορεί να

απορροφηθεί από αυτήν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η έλευση του υποκειμένου

μέσω της γέννησης συνιστά το «ρίξιμο» του μέσα σε έναν ξένο κόσμο με τον

οποίο δεν θα καταφέρει ποτέ να εναρμονισθεί πλήρως εξαιτίας του χρονικά

Page 13: Hannah Arendt 24grammata.com

ασύνδετου και ρηγματικού γεγονότος της γέννησης που σφραγίζει την είσοδο

του σε αυτόν. Η προνομιακή σύνδεση της πράξης με το γεγονός της γέννησης

την μετατρέπει στον τρόπο με τον οποίο το υποκείμενο μπορεί να ξεφύγει από

κάθε δομικό περιορισμό ή συστημική προσταγή, καθώς πράττοντας

αναγνωρίζει και αποδέχεται το γεγονός της γέννησης του και άρα μπορεί να

ανατρέψει την δεδομένη πορεία των ανθρώπινων υποθέσεων πυροδοτώντας

το ξεκίνημα νέων, χωρίς προηγούμενο διαδικασιών. Η ελπίδα αυτού του νέου

ξεκινήματος πηγάζει από το γεγονός ότι και ο ίδιος ο άνθρωπος είναι ένα νέο

ξεκίνημα. Η ικανότητα να επανεκκινεί τον ρου των ανθρώπινων πραγμάτων

οφείλεται στο γεγονός ότι και ο άνθρωπος είναι μια νέα αρχή.[5] Συνεπώς, η

γέννηση συγκροτεί για την Arendt το οντολογικό θεμέλιο της ανθρώπινης

πράξης και της συνακόλουθης ανατρεπτικής επενέργειας της επί της

δεδομένης κατάστασης των ανθρώπινων πραγμάτων.[6] Δεν είναι λοιπόν

παράξενο που η γεννησιμότητα και όχι η θνησιμότητα αναγορεύεται τελικά

από την Arendt σε κεντρική κατηγορία της πολιτικής σκέψης κατά τη

διάκριση της από τη μεταφυσική σκέψη.[7]

δ) Ο μετα-θεμελιωτικός χαρακτήρας της αρεντικής φιλοσοφίας

Τέλος, ένα βασικό γνώρισμα της του αρεντικού φιλοσοφικού στοχασμού

αποτελεί η άρνηση κάθε κανονιστικού θεμελίου για το πολιτικό πράττειν και

κρίνειν. Έτσι, η ανθρώπινη κατάσταση για την Arendt λαμβάνει έναν μη-

θεμελιωτικό χαρακτήρα καθώς εκριζώνεται από αυτήν κάθε εξωγενής

τελεολογία που θα μπορούσε να λειτουργήσει για αυτήν προκαθοριστικά,

συρρικνώνοντας την σε εκ των προτέρων δοσμένα σχήματα. Η αναφορά σε a

priori θεμέλια όπως ο θεϊκός νόμος, η Φύση, η Γενική βούληση, ο ηθικός

νόμος ή μια κατάσταση ιδεώδους επικοινωνίας οδηγεί στην κατανόηση της

πολιτικής ως μιας δευτερογενούς διαδικασίας, η οποία διέπεται από

πρωταρχικές, έξω-πολιτικές αρχές. Αντίθετα, για την Arendt η πολιτική

προσλαμβάνει έναν αναδυόμενο χαρακτήρα που δεν προϋπάρχει των

ανθρώπων, αλλά συγκροτείται μέσα από την ίδια την αλληλεπίδραση τους τη

στιγμή της πολιτικής πράξης. Έχοντας αρνηθεί την ύπαρξη κάθε τελεολογικής

βεβαιότητας ή άλλου τύπου αναγκαιότητας στον κόσμο των ανθρώπινων

υποθέσεων η ανθρώπινη πράξη και η πολιτική τάξη την οποία δημιουργεί δεν

μπορεί παρά να έχει ως θεμέλιο της τον ίδιο της τον εαυτό στο πλαίσιο μιας

αυτοαναφορικής ή αυτόνομης θεμελίωσης. Η ίδια συγκρότηση αξιώνεται και

για την πολιτική κρίση, η οποία οφείλει να ξαναρχίσει από μηδενικό σημείο

χωρίς το όφελος εξωτερικών στηριγμάτων ή «προστατευτικών

κιγκλιδωμάτων», όπως ο παραδοσιακός λογοκεντρικός δογματισμός, η

Page 14: Hannah Arendt 24grammata.com

συνδρομή των οποίων θα την υποβαστάξει ή θα την διασώσει σε περίπτωση

σφάλματος ή αποτυχίας. Η άρνηση κάθε έξω-κοινωνικού και έξω-πολιτικού

θεμελίου για την ανθρώπινη κατάσταση θα φανεί και στην λύση την οποίο

προτείνει στο ζήτημα της θεμελίωσης της ίδιας της επανάστασης. Το

πρόβλημα της απαρχής που αντιμετώπισαν οι πατέρες της αμερικάνικης

επανάστασης, εξαιρετικά εμφανές στην αντιφατική διατύπωση τους

«θεωρούμε αυτές τις αλήθειες αυταπόδεικτες» λύνεται εφόσον κατανοήσουμε

ότι «εκείνο που σώζει την πράξη της έναρξης από την ίδια την αυθαιρεσία της

είναι ότι κουβαλάει την ίδια την θεμελιακή αρχή της μέσα της ή, για να

είμαστε πιο ακριβείς, ότι η έναρξη και αρχή, principium και principle, δεν

σχετίζονται μόνο μεταξύ τους αλλά είναι επίσης όροι συνομήλικοι. Το απόλυτο

από το οποίο η έναρξη αντλεί το κύρος της και το οποίο πρέπει να διασώσει

από τις εγγενείς αυθαιρεσίες του είναι η αρχή η οποία, μαζί με την έναρξη,

κάνει την εμφάνισης της στον κόσμο».[8] Από αυτή τη μετα-θεμελιωτική

συγκρότηση της ανθρώπινης πράξης θα προκύψει ομαλά η αποδοχή της

τυχαιότητας και της αβεβαιότητας στον κόσμο των ανθρώπινων πραγμάτων,

αλλά και η άρνηση κάθε φιλοσοφίας της ιστορίας η οποία επιζητεί την

εδραίωση της επί ήδη υπαρκτών ιστορικών ή φυσικών αρχών και τάσεων.

Κάθε ανθρώπινη πράξη είναι πράξη μετά-τη-βεβαιότητα που καλείται να

επωμισθεί εξολοκλήρου η ίδια την τραγικότητα και το ρίσκο της vita activa.

[1] Κορνήλιος Καστοριάδης, Χώροι του Ανθρώπου, σ. 89

[2] Hannah Arendt, Η Ανθρώπινη Κατάσταση, σ. 23

[3] Ό.π., σ. 21

[4] Ό.π., σ. 242

[5] Η Arendt θα πει : “ Because he is a beginning, man can begin”

[6] Ό.π., σ. 335

[7] Ό.π., σ. 21

[8] Hanna Arendt, Για την Επανάσταση, σ. 287 This entry was posted in 6. Βιβλιοθήκη. Bookmark the permalink.

Page 15: Hannah Arendt 24grammata.com

Χάννα Αρεντ: Η γυναικεία ευφυΐα Julia Kristeva

μετ. Τάσος Μπέτζελος

εκδ. Κέδρος - σελ. 335

Η Χάννα Αρεντ, η Μέλανι Κλάιν και η Κολέτ είναι οι πρωταγωνίστριες της τριλογίας «Η γυναικεία ευφυΐα» της Τζούλια Κρίστεβα. Εδώ, η Γερμανοεβραία φιλόσοφος Αρεντ δίνει το παράδειγμα του προσώπου που ακροβατεί στο σχοινί της διανοητικής εντιμότητας και μετατρέπει το στοχασμό της σε όχημα φυγής με προορισμό τη ζωή. Από την πλευρά της η Κρίστεβα δίνει μια ενδιαφέρουσα και πλήρη βιογραφία της Αρεντ σχολιάζοντας τα έργα, την πολιτεία, αλλά και τα πάθη της γυναίκας που δέθηκε με την ιστορία του πνεύματος, την ιστορία του λαού της και την ιστορία των

λαών του 20ού αιώνα. Η Αρεντ γεννήθηκε το 1906 στο Λίντεν, δίπλα στο Αννόβερο της Γερμανίας από εβραϊκή μεσοαστική οικογένεια και πέθανε στην Αμερική το 1975. Εκανε δύο γάμους: το 1929 με τον φιλόσοφο Γκύντερ (Στερν) Αντερς και το 1940 με τον διανοούμενο-καλλιτέχνη Χάινριχ Μπλύχερ. Το 1924, στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ αρχίζει η σχέση της με τον Μάρτιν Χάιντεγκερ και ένας διάλογος που θα κρατήσει έως το θάνατό τους. Στη Χαϊδελβέργη, θα έχει επιβλέποντα καθηγητή τον Καρλ Γιάσπερς.

Το 1933, εγκαταλείπει τη ναζιστική Γερμανία και πηγαίνει στη Γαλλία. Το 1941 εγκαθίσταται στη Νέα Υόρκη και δέκα χρόνια αργότερα γίνεται πολίτης των ΗΠΑ. Εκεί, γράφει το κύριο μέρος του έργου της, διδάσκοντας ταυτόχρονα σε πολλά πανεπιστήμια μεταξύ των οποίων το Princeton, το Columbia, το Yale, το Πανεπιστήμιο του Chicago. Χρημάτισε καθηγήτρια στο Μεταπτυχιακό Τμήμα της Νέας Σχολής Κοινωνικής Ερευνας. Της απονεμήθηκε ο τίτλος Fellowship του Guggenheim το 1952, και κέρδισε την Ετήσια Χορηγία Τεχνών και Γραμμάτων του Εθνικού Ινστιτούτου Τεχνών και Γραμμάτων το 1954. Σκέψη χωρίς φραγμούς

Η γραφή της πολυεπίπεδη, μολονότι προσωπική, είναι επηρεασμένη από τον υπαρξισμό του Χάιντεγκερ και του Γιάσπερς. Η ίδια η Αρεντ την περιέγραψε ως «σκέψη χωρίς φραγμούς». Ερεύνησε την ιστορία της ευρωπαϊκής εβραϊκής κοινότητας για να ιχνηλατήσει τη διαδρομή της και να ερευνήσει τις διαπλοκές των πιο διακεκριμένων ομάδων της με τις ιθύνουσες τάξεις των Παλαιών Καθεστώτων του 18ου και του 19ου αιώνα, προκειμένου να κατανοήσει τις ρίζες του αντισημιτισμού και της «κοινοτοπίας του κακού». Η θεωρία του ολοκληρωτισμού είναι μια πολύπλευρη ανάλυση και ερμηνεία του φασισμού και του σταλινισμού. Κατά τον Μ. Φουκώ, «Οι Πηγές του Ολοκληρωτισμού» (1951) -το μείζον έργο της Αρεντ- πρέπει να αντιμετωπιστεί ως έργο μιας από τις τελευταίες «καθολικές» διανοούμενες. Κατά την Κρίστεβα, η Αρεντ -με τον δικό της τρόπο- υπήρξε ενδεχομένως η μοναδική φιλόσοφος του 20ού αιώνα η οποία πραγμάτωσε τη φιλοσοφία της ζωής, ειδικά ως πολιτική φιλοσοφία, και τη βίωσε ως «σπουδαίος άνθρωπος», ως γυναίκα και ως Εβραία. Αυτό αποδεικνύεται τόσο από το έργο που άφησε ως πολιτειολόγος, όσο και από τους στοχασμούς της για την εξιστορημένη ζωή, ή για το ιστόρημα που είναι απαραίτητο στη ζωή, ως προϋπόθεση και αντίγραφό της: γιατί η ζωή είναι ούτως ή άλλως πολιτική ζωή (η Αρεντ είναι πεπεισμένη γι' αυτό από τον Αριστοτέλη), και επιπλέον δεν υπάρχει ζωή (βίος) παρά εντός και μέσω της αφηγηματικής αναγέννησης (η Αρεντ είναι πεπεισμένη γι' αυτό από τον Αυγουστίνο). Εκδόσεις στα ελληνικά

Στην ελληνική κυκλοφορούν τα έργα: «Το ολοκληρωτικό σύστημα», το 3ο μέρος από τις «Πηγές του ολοκληρωτισμού» (Ευρύαλος, 1988), «Μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος» (Λεβιάθαν, 1990), «Σκέψεις για την πολιτική και την επανάσταση» (Ερασμος, 1987), «Ανθρωποι σε ζοφερούς καιρούς» (Νήσος, 1998), «Περί βίας» (Αλεξάνδρεια, 2000), «Η ανθρώπινη κατάσταση: vita activa» (Γνώση, 1986), «Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ: Η κοινοτοπία του κακού» (Θύρσος, 1995), «Διαλέξεις στην πολιτική φιλοσοφία του Καντ» (Νήσος, 2008), «Περί βίας» (Αλεξάνδρεια, 2000), «Για την επανάσταση» (Νησίδες, 2005, Αλεξάνδρεια, 2006). Η συγγραφέας Τζούλια Κρίστεβα

Γεννήθηκε στη Βουλγαρία το 1941. Σπούδασε Γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας και πήρε το διδακτορικό της το 1973 από την ‚cole des Hautes ‚tudes en Sciences Sociales στο Παρίσι. Υπήρξε βοηθός του μαρξιστή κριτικού Λουσιέν Γκολντμάν και μέλος της συντακτικής ομάδας των διανοουμένων που είχαν σχέση με την εφημερίδα του γαλλικού θεωρητικού στοχασμού «Tel Quel», ενώ μέντοράς της

Page 16: Hannah Arendt 24grammata.com

υπήρξε ο Ρολάν Μπαρτ. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, μετοίκησε στη Γαλλία. Είναι καθηγήτρια και διευθύντρια σπουδών Γλωσσολογίας, Σημειολογίας και Λογοτεχνίας του 20ού αιώνα στο Πανεπιστήμιο Paris VII και ασχολείται ενεργά με την ψυχανάλυση. Στα ελληνικά κυκλοφορούν οι μελέτες της «Εθνη χωρίς εθνικισμό», «Μαύρος ήλιος», «Ξένοι μέσα στον εαυτό μας», «Οι νέες αρρώστιες της ψυχής», «Στην αρχή ήταν η αγάπη», «Το θήλυ και το ιερό», και τα λογοτεχνικά της έργα «Ο γέρος και ο λύκος», «Εμμονές», «Σαμουράι» και «Φονικό στο Βυζάντιο». Από τις εκδόσεις Κέδρος θα κυκλοφορήσει επίσης το έργο της «Ιστορίες αγάπης». Hannah Arendt – Περί Βίας Eagainst / Democracy Street | 02/11/2013 →: Βιβλία • Βιβλιοθήκη |

Γραμμένο το 1968, με αφορμή τη φοιτητική εξέγερση στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, το κλασικό αυτό δοκίμιο αποδεικνύεται επίκαιρο σε μια εποχή που, διαψεύδοντας την επαγγελία της οικουμενικής ειρήνης και συμφιλίωσης, χαρακτηρίζεται από την αφανή μεταλλαγή των μορφών κυριαρχίας και των τεχνολογιών μαζικής καταστροφής και από την αναζωπύρωση εστιών στρατιωτικής βίας και τρομοκρατίας σε όλο τον πλανήτη.

Για την Άρεντ η δύναμη (power) αντιστοιχεί στην ικανότητα του ανθρώπου, όχι απλώς να πράττει, αλλά να πράττει από κοινού. Η δύναμη δεν είναι ποτέ κτήμα ενός ατόμου’ ανήκει σε μια ομάδα και συνεχίζει να υπάρχει μόνο όσο καιρό η ομάδα μένει μαζί. Η βία (violence) διακρίνεται για τον εργαλειακό χαρακτήρα της. Φαινομενολογικά βρίσκεται κοντά στη ρώμη (strength ατομική κραταιότητα) , αφού τα όργανα της βίας σχεδιάζονται και χρησιμοποιούνται με σκοπό τον πολλαπλασιασμό της φυσικής ρώμης, μέχρις ότου γίνουν ικανά να την υποκαταστήσουν. H πιο ακραία μορφή δύναμης είναι το όλοι εναντίον ενός, η ακραία μορφή βίας είναι το ένας εναντίον όλων.

Hannah Arendt, Το Ολοκληρωτικό Σύστημα Eagainst / Democracy Street | 09/08/2012 →: Βιβλία • Βιβλιοθήκη • Ελληνικά | Jump to comment

Η Χάνα Άρεντ, στο έξοχο βιβλίο της «Το Ολοκληρωτικό Σύστημα», αναλύει τη μορφή εκείνη των καθεστώτων που καταστρέφουν τον κοινωνικό ιστό και μετατρέπουν τον πολίτη σε εξατομικευμένο, αποξενωμένο μαζάνθρωπο. Εν ονόματι μιας άκαμπτης «επιστημονικής» ιδεολογίας και με το δίπτυχο προπαγάνδα – τρομοκρατία, τα καθεστώτα αυτά χρησιμοποιούν στο έπακρο τη ρητορική των μέσων ενημέρωσης και με την αστυνομία στο κέντρο της εξουσίας σκοπεύουν, απροκάλυπτα, στην κυριαρχία στο εσωτερικό αλλά και παγκόσμια.

Ο κίνδυνος για την ανθρωπότητα από καθεστώτα αυτού του είδους είναι εφιαλτικός, όχι τόσο γιατί αύριο μπορεί να εμφανισθεί ένας νέος Χίτλερ ή Στάλιν, αλλά γιατί το μικρόβιο του ολοκληρωτισμού δρα ακόμα και μέσα στις «δημοκρα-τικές» κοινωνίες μας.

Στην υπέροχη όσο και συγκινητική κατάληξη του βιβλίου της, η Άρεντ θεωρεί απαραμείωτη εγγύηση της ελευθερίας τον κάθε άνθρωπο. Ας μας επιτραπεί να

Page 17: Hannah Arendt 24grammata.com

προσθέσουμε ότι ο άνθρωπος αυτός, στη δύσκολη αποστολή του, θα αντλήσει δύναμη και βοήθεια και από τη μελέτη του βιβλίου της Άρεντ.

Έντυπη Έκδοση Επτά, Κυριακή 21 Ιουνίου 2009 Σημειωματάριο ιδεών

Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ

Αντιμέτωποι με το κακό

Το σπουδαίο βιβλίο της Χάνα Αρεντ «Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ. Μια έκθεση για την κοινοτοπία του κακού» κυκλοφόρησε πρόσφατα στη γλώσσα μας (εκδόσεις «Νησίδες», μετάφραση: Βασίλης Τομανάς).

Ας θυμηθούμε τα γεγονότα: Τον Μάιο του 1960, ο Αντολφ Αϊχμαν, πρώην αξιωματούχος του Γ' Ράιχ, συλλαμβάνεται από ισραηλινούς πράκτορες στην Αργεντινή, όπου είχε καταφύγει, και οδηγείται στο Ισραήλ.

Η κύρια ευθύνη του Αϊχμαν στη διάρκεια του Ολοκαυτώματος ήταν η οργάνωση της μεταφοράς εκατομμυρίων Εβραίων από όλη την Ευρώπη προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης - ένα «καθήκον» που το εκπλήρωσε με ιδιαίτερο ζήλο και αποτελεσματικότητα. Η δίκη του Αϊχμαν θα διαρκέσει από τις 11 Απριλίου ώς τις 14 Αυγούστου του 1961. Η γερμανοεβραία φιλόσοφος Χάνα Αρεντ παρακολούθησε όλη τη διαδικασία της δίκης ως απεσταλμένη της αμερικανικής εφημερίδας «New Yorker».

Η Αρεντ διαπίστωσε ότι ο Αϊχμαν δεν ήταν από την αρχή ένας κακός και σκληρός εγκληματίας ή ένας παρανοϊκός δολοφόνος. Και το πιο τρομερό ήταν ακριβώς αυτό, το ότι δηλαδή επρόκειτο για ένα κοινό και συνηθισμένο πρόσωπο, το οποίο τις περισσότερες φορές ήταν ανίκανο να σκεφτεί το βαθύτερο νόημα των ενεργειών του, να σταθεί και να αναρωτηθεί τι ήταν αυτό που έκανε.

Ο Αϊχμαν δεν σκεφτόταν και σε αυτό έμοιαζε με τους περισσότερους από μας τους κοινούς ανθρώπους, που ενεργούμε πολύ συχνά χωρίς βαθύτερη σκέψη,

Page 18: Hannah Arendt 24grammata.com

υπό την πίεση των περιστάσεων, υποκινημένοι από τη συνήθεια ή τη επίδραση του περιβάλλοντος ή από κάποια «μηχανική» ώθηση.

Αυτός ο ναζί γραφειοκράτης ήταν η ζωντανή επιβεβαίωση ότι το κακό μπορούσε να γίνει «κοινότοπο», να διαπραχθεί δηλαδή από κοινούς και συνηθισμένους ανθρώπους.

Ο Αϊχμαν διέπραξε ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, αλλά η ιδιαιτερότητα αυτού του μεγάλου κακού είναι το ότι διαπράχθηκε στο πλαίσιο του ναζιστικού καθεστώτος. Επρόκειτο ουσιαστικά για ένα συλλογικό έγκλημα, στη διάπραξη του οποίου εμπλέκεται ένας πολύ μεγάλος αριθμός δραστών με διαφορετικό βαθμό ευθύνης και ενοχής. Επρόκειτο επίσης για ένα κρατικό έγκλημα. Στις συνήθειες του ολοκληρωτικού ναζιστικού καθεστώτος, αυτοί που εφάρμοζαν το νόμο ήταν πολύ πιο επικίνδυνοι από εκείνους που τον παραβίαζαν. Αυτός ο νέος τύπος του κρατικού εγκλήματος αναδείκνυε και ένα νέο τύπο εγκληματία. Τα κίνητρα του Αϊχμαν δεν διέφεραν από εκείνα ενός μεγάλου μέρους της γερμανικής κοινωνίας.

Το κυριότερο κίνητρό του ήταν η επιθυμία του για επαγγελματική άνοδο και επιτυχία. Αλλά η διαπίστωση αυτού του κομφορμισμού δεν αρκεί. Το δυσεπίλυτο αίνιγμα είναι να κατανοήσουμε το πώς ένας άνθρωπος που ήταν τέλεια πληροφορημένος για το αποτέλεσμα της «εργασίας» του -γνώριζε ότι οι Εβραίοι οδηγούνται στην εξόντωση- μπορούσε να αποσυνδέει τόσο αυτήν την «εργασία» από το αποτέλεσμά της, ώστε να μη νιώθει καμία τύψη γι' αυτό που διέπραξε.

Στον Αϊχμαν η απουσία της συμπόνιας συμβάδιζε με την απουσία της σκέψης και την έλλειψη φαντασίας. Πώς μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο που δρα ως υπάκουος υπάλληλος μιας εξουσίας, της οποίας οι διαταγές είναι

Page 19: Hannah Arendt 24grammata.com

εγκληματικές, και που χάνει βαθμιαία την ικανότητα να κρίνει και να ξεχωρίζει το καλό από το κακό;

Η καταστροφικής επίθεση του ναζισμού στον ανθρώπινο πολιτισμό δεν εκφράστηκε μόνο με το γεγονός ότι αυθεντικοί και μεγάλοι εγκληματίες κατέλαβαν τις ηγετικές θέσεις της εξουσίας, αλλά και με το ότι το ναζιστικό καθεστώς οδήγησε τους απλούς και συνηθισμένους ανθρώπους να αποδεχθούν τα κρατικά εγκλήματα -ή και να συμμετάσχουν σε αυτά- χωρίς να θεωρούν ότι πρόκειται για κάτι κακό, στο βαθμό που η διάπραξή τους εμφανιζόταν σαν ένα είδος «εργασίας» ή εκτέλεσης καθήκοντος.

Η θέση που αποδίδει στο κακό τα γνωρίσματα του τερατώδους, της συνειδητής αγριότητας και της θηριωδίας λειτουργεί καθησυχαστικά, γιατί το απομακρύνει από τον ορίζοντα της καθημερινής μας εμπειρίας, το περιορίζει σε μια μακρινή περιοχή, στην οποία οι άνθρωποι αποφασίζουν να μπουν μόνον όταν είναι έτοιμοι να σκοτώσουν, να επαναλάβουν την αρχέγονη πρακτική της φονικής βίας και των ανθρωποθυσιών, από τις οποίες μας χωρίζουν χιλιετίες.

Ο φονιάς, ο δήμιος, ο σφαγέας παίρνει τα διαβολικά χαρακτηριστικά του «βάρβαρου» και γι' αυτό αναγνωρίζεται αμέσως και επομένως μπορεί πιο εύκολα να εντοπιστεί και να καταπολεμηθεί. Το κακό που εκφράζεται με τον τρόμο, την αγριότητα και τη φρίκη είναι πιο εύκολο να δαμαστεί. Το κακό που μας ζητάει η Αρεντ να αναγνωρίζουμε και να καταπολεμάμε είναι πιο ύπουλο και πιο επικίνδυνο, γιατί δεν έχει την όψη του «εχθρού», ούτε καν του διαφορετικού, και επομένως μπορεί να διαβρώνει από τα μέσα τα θεμέλια της πολιτισμένης συμβίωσης.

Τονίσαμε ήδη ότι το κακό που διέπραξε ο ναζισμός δεν το διέπραξε μια ολιγάριθμη ομάδα σαδιστών, αγρίων ή τεράτων (όσο και αν υπήρξαν στις τάξεις του και παθολογικές περιπτώσεις) αλλά το διέπραξαν εκατομμύρια άνθρωποι.

Δεν ωφελεί επομένως να αναζητήσουμε την εξήγηση στον χαρακτήρα αυτών των ανθρώπων, αλλά πρέπει μάλλον να ερευνήσουμε τις ιδιότητες της κοινωνίας που επιτρέπει τη διάπραξη τέτοιων μαζικών εγκλημάτων.

Προεκτείνοντας την προβληματική της Αρεντ, ο Τσβετάν Τόντοροφ στο βιβλίο του «Απέναντι στο ακραίο» («Νησίδες», 2002) υποστηρίζει ότι το βαθύτερο αίτιο αυτών των εγκλημάτων δεν βρίσκεται στο άτομο αλλά στο πολιτικό καθεστώς, δηλαδή στον ολοκληρωτισμό: «Ο ολοκληρωτισμός είναι ένα σύστημα αναμφισβήτητα χειρότερο από τη δημοκρατία, ιδού τι είναι (σήμερα) ξεκάθαρο. Οσο για τους ανθρώπους, δεν είναι φύσει καλοί ούτε κακοί, αλλά και τα δύο: εξίσου εγγενείς είναι ο εγωισμός και η φιλαλληλία». *

Page 20: Hannah Arendt 24grammata.com

Ι. Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ*

1. Η VITA ACTIVA ΚΑΙ Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Με τον όρο vita activa θέλω να ορίσω τρεις θεμελιώδεις ανθρώπινες δραστηριότητες : τον μόχθο, την εργασία και την πράξη.

Είναι θεμελιώδεις , διότι κάθε μία από αυτές αντιστοιχεί σε έναν από τους βασικούς όρους που έχει δοθεί η ζωή στον άνθρωπο πάνω στην γη.

Ο μόχθος είναι η δραστηριότητα, η οποία αντιστοιχεί στη βιολογική λειτουργία του ανθρώπινου σώματος, που η αυθόρμητη ανάπτυξή του , ο μεταβολισμός του και η τελική φθορά του συνδέονται με τις ζωτικές ανάγκες, όσες παράγονται και ικανοποιούνται μέσα στην διαδικασία της ζωής από τον μόχθο. Η ανθρώπινη προϋπόθεση του μόχθου είναι η ίδια η ζωή.

Η εργασία είναι η δραστηριότητα, η οποία αντιστοιχεί στον μη φυσικό χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης, που δεν ενσωματώνεται στον αέναα επαναλαμβανόμενο ζωικό κύκλο του είδους και που η θνητότητα της δεν αντισταθμίζεται από την αιωνιότητα αυτού του κύκλου. Η εργασία παρέχει έναν "τεχνητό" κόσμο πραγμάτων που διαφέρουν σαφώς από το φυσικό

Page 21: Hannah Arendt 24grammata.com

περιβάλλον.Μέσα στα όρια αυτού του κόσμου στεγάζεται κάθε ατομική ζωή, ενώ ο ίδιος τούτος κόσμος κατασκευάζεται με σκοπό να ζήσει περισσότερο από κάθε άτομο και να τα υπερβεί όλα. Η ανθρώπινη προϋπόθεση της εργασίας είναι η εγκοσμιότητα.

Η πράξη, η μόνη δραστηριότητα που επιτελείται άμεσα μεταξύ ανθρώπων χωρίς να μεσολαβούν τα πράγματα ή η ύλη, αντιστοιχεί στον ανθρώπινο όρο του πλήθους, στο γεγονός πως οι άνθρωποι και όχι ο Άνθρωπος, ζούνε πάνω στην γη και κατοικούνε τον κόσμο. Μολονότι όλες οι πλευρές της ανθρώπινης κατάστασης συνδέονται κατά κάποιον τρόπο με την πολιτική, το πλήθος είναι η κατ' εξοχήν προϋπόθεση κάθε πολιτικής ζωής. [...]

Η πράξη θα ήταν περιττή πολυτέλεια, ιδιότροπη παρέμβαση στους γενικούς κανόνες συμπεριφοράς, αν οι άνθρωποι ήσαν άπειρα αναπαραγώγιμες επαναλήψεις του ίδιου μοντέλου, που η φύση ή ουσία του θα ήταν η ίδια για όλους και εξ ίσου προβλέψιμη με την φύση ή ουσία κάθε άλλου πράγματος.

Το πλήθος είναι η προϋπόθεση της ανθρώπινης πράξης, διότι είμαστε όλοι ίδιοι, δηλαδή ανθρώπινοι, αλλά έτσι που κανείς να μην είναι

Page 22: Hannah Arendt 24grammata.com

ποτέ ίδιος με κανέναν άλλο από όσους έζησαν ζουν ή θα ζήσουν.

Και οι τρεις δραστηριότητες μαζί με τις αντίστοιχες προυποθέσεις τους συνδέονται στενάμε την γενικότατη συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης: τη γέννηση και τον θάνατο, την γεννησιμότητα και την θνησιμότητα. Ο μόχθος δεν εξασφαλίζει απλώς την ατομική επιβίωση αλλά την ζωή του είδους. Η εργασία και το προιόν της , το ανθρώπινο τεχνούργημα, παρέχουν ένα μέτρο διάρκειας και αντοχής στην ευπάθεια της θνητής ζωής και του φευγαλέου χαρακτήρα του ανθρώπινου χρόνου. Η πράξη, στον βαθμό που αναλώνεται στην ίδρυση και την διατήρηση ενός πολιτικού σώματος , δημιουργεί την προϋπόθεση για την μνήμη, δηλαδή την ιστορία.

-----------------

*Το βιβλίο της Χάνα Άρεντ, Η Ανθρώπινη κατάσταση/ Vita Activa συγκεντρώνει τις έρευνες και τα συμπεράσματά της σχετικά με τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Εκδόθηκε το 1958.

Στην Ελληνική γλώσσα μεταφράστηκε από το Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο και τον Στέφανο Ροζάνη και εκδόθηκε το 1986, από την Φιλοσοφική και Πολιτική Βιβλιοθήκη, σειρά των εκδόσεων Γνώση την οποία διεύθυνε ο Παναγιώτης Κονδύλης.

Τα έξι κεφάλαια

I. Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

ΙΙ. ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΣΦΑΙΡΑ

ΙΙΙ. Ο ΜΟΧΘΟΣ

Page 23: Hannah Arendt 24grammata.com

ΙV. Η ΕΡΓΑΣΙΑ

V. Η ΠΡΑΞΗ

VI. Η VITA ACTIVA ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΧΆΝΑ ΆΡΕΝΤ – ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΆΣΤΑΣΗ Μαΐου 8, 2007, 9:52 μμ Filed under: Βιβλιοκρισίες

Η Χάνα Άρεντ συγκαταλέγεται στους ελάχιστους μεταπολεμικούς φιλοσόφους που έχουν ήδη καταξιωθεί ως κλασικοί. Η μελέτη της πάνω στο ζήτημα της επανάστασης δημοσιεύτηκε το 1963, την ίδια χρονιά με το βιβλίο της για την δίκη του Άιχμαν, προκαλώντας θαυμασμό αλλά και γεννώντας σφοδρές αντιπαραθέσεις, ιδιαίτερα αναφορικά με την καταλυτική της κριτική στην γαλλική επαναστάση και τις επιγόνους της.

Η επανάσταση, με τη σημασία που γίνεται σήμερα κατανοητή, συνιστά νεωτερικό φαινόμενο. Εξεγέρσεις και στασιασμοί υπήρχαν βέβαια από την αρχαιότητα και αποτέλεσαν

αγαπημένο αντικείμενο του πολιτικού στοχασμού Ελλήνων και Ρωμαίων. Δεν είχαν όμως τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της σύγχρονης επανάστασης, δηλαδή μιας απόλυτα νέας αρχής με σκοπό την εγκαθίδρυση μιας καινούργιας μορφής πολιτικής διακύβερνησης και την θεμελίωση της πολιτικής ελευθερίας. Η λέξη που περιέγραψε τη νεωτερική επανάσταση, η λατινικήrevolutio, αποτελούσε έναν αστρονομικό όρο αναφερόμενο στην κυκλική περιφορά των ουράνιων σωμάτων. Όταν η revolutio κατέβηκε από τον ουρανό στη γη για να αναφερθεί στον κόσμο των ανθρώπινων πραγμάτων διατήρησε ένα βασικό γνώρισμα της αρχικής της σημασίας: τον χαρακτήρα της αναγκαίας κίνησης. Η επανάσταση εμφανίζεται ως κάτι το ακαταμάχητο, ως ένας σαρωτικός χείμαρρος που τίποτα δεν είναι ικανό να τον σταματήσει, μιας και συνιστά προϊόν αυτού που μάθαμε έκτοτε να ονομάζουμε ιστορική αναγκαιότητα. Η παρουσία της αναγκαιότητας ως συστατικό στοιχείο της αντίληψης μας για την επανάσταση, της οποίας σκοπός είναι η θεμελίωση της ελευθερίας, δηλαδή το αντίθετο της αναγκαιότητας, αποτελεί σύμφωνα με την Άρεντ το πιο τρομερό παράδοξο της νεώτερης φιλοσοφίας.

Η κριτική της Άρεντ στη γαλλική επανάσταση είναι πολυμέτωπη. Πρώτα στρέφεται στην εμμονή των γάλλων επαναστατών στον οικουμενισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα δικαιώματα αυτά αποτελούν αρνητικές μόνο ελευθερίες. Όμως η ελευθερία διαθέτει και μια θετική σημασία, την ελευθερία συμμετοχής στην δημόσια σφαίρα με λόγους και πράξεις. Η προάσπιση των αρνητικών ελευθεριών διόλου δεν ταυτίζεται με την θεμελίωση της πολιτικής ελευθερίας. Όπως παρατηρεί η Άρεντ τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι καθ’αυτά ασύμβατα με μια μοναρχία ή με μια αριστοκρατία. Ως αιτήματα για την διασφάλιση ενός πεδίου ιδιωτικής ελευθερίας από την εξουσία του κράτους συνιστούν αιτήματα απελευθέρωσης και όχι θετικής ελευθερίας. Όμως η απελευθέρωση από τον έναν αφέντη μπορεί να σημαίνει υποταγή στον άλλο. Κι αυτή ήταν πράγματι η πορεία της γαλλικής επανάστασης, από τις επαναστατικές δικτατορίες μέχρι το Ναπολέοντα. Στον οικουμενισμό των δικαιωμάτων η Άρεντ αντιτάσσει την ελληνική εμπειρία της ελευθερίας, όπου η εκ γενετής ανισότητα των ανθρώπων αναιρείται χάρη στην κοινή συμμετοχή τους στην πολιτική δραστηριότητα. Δεν είναι η φύση αλλά ο νόμος που γεννά την ισότητα.

Το μοιραίο ολίσθημα της γαλλικής επανάστασης ήταν ότι θεώρησε πως ο σκοπός της πολιτικής δραστηριότητας βρίσκεται έξω από την ίδια την πολιτική. Αναδεικνύοντας ως προτεραιότητα το λεγόμενο κοινωνικό ζήτημα –την καταπολέμηση της φτώχειας και την ανατροπή της οικονομικής δομής της κοινωνίας– φέρνει τα μελήματα του οίκου στο εσωτερικό της πολιτείας. Με αυτό τον τρόπο, το βασίλειο του μόχθου και της χρείας εισάγεται στο πεδίο της ελευθερίας. Όταν εμφανίζονται οι μάζες στους δρόμους του Παρισιού διεκδικούν την έξοδο τους από τη φτώχεια και την ταπείνωση. Η απελευθέρωση από την ένδεια είναι επιτακτική, γι’αυτό παίρνει το προβάδισμα έναντι της θεμελίωσης της ελευθερίας.

Η γαλλική επαναστατική σκέψη δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την βουλησιαρχική αντίληψη του πολιτικού. Απλώς την εκκοσμίκευσε. Την απόλυτη θέληση του Θεού, διαδέχεται η απόλυτη θέληση του ηγεμόνα, και στη συνέχεια η απόλυτη θέληση του λαού. Ο λαός, ο νέος ηγεμόνας, αυτό το «πολυκέφαλο τέρας» οφείλει να εκφράσει τη θέληση του με μία φωνή προκειμένου ν’ασκήσει την κυριαρχία του. Κι αυτή τη λειτουργία επιτελεί η έννοια της γενικής θέλησης. Πράγματι, παρατηρεί η Άρεντ, «το αίτημα για ψωμί εκφράζεται με μία φωνή». Ο Ρουσώ, ο πνευματικός πατέρας των γάλλων επαναστατών, υποστηρίζει πως για να ενωθούν δύο βουλήσεις πρέπει να εμφανιστεί ένας κοινός εχθρός. Όμως προκειμένου η γενική θέληση να διατηρήσει την ενότητά της ακόμη και όταν ο εξωτερικός εχθρός απουσιάζει ο εχθρός πρέπει να εσωτερικευθεί. Έτσι, εχθρός της γενικής θέλησης είναι η ιδιαίτερη, ιδιοτελής και φίλαυτη, θέληση του καθενός. Αυτήν πρέπει να ξεμασκαρέψει ο επαναστάτης και να την καταπολεμήσει. Εντοπίζοντας τον εχθρό στα βάθη της καρδιάς, η επανάσταση οφείλει να αναζητήσει και να καταδείξει τα αληθινά κίνητρα πίσω από τις φαινόμενες πράξεις. Κι έτσι θα αρχίσει το κυνήγι των υποκριτών που πήρε το όνομα Τρομοκρατία.

Page 24: Hannah Arendt 24grammata.com

Το γεγονός ότι η αμερικανική επανάσταση επηρέασε τόσο λίγο την επαναστατική παράδοση συνιστά για την Άρεντ σκάνδαλο. Οι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και λεπτές της αναλύσεις στα γραπτά των ιδρυτών της αμερικανικής δημοκρατίας φέρνουν στο φως έναν ανθρωπολογικό ρεαλισμό και έναν λίγο-πολύ άγνωστο πλούτο πολιτικής σοφίας που μοιάζει να έχει παραμεληθεί αδικαιολόγητα. Η Χάνα Άρεντ έχει σταθεί ιδιαίτερα καλότυχη στην ελληνική βιβλιογραφία, με πολλά της έργα να έχουν αποδοθεί σε άριστες μεταφράσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με την παρούσα μετάφραση της Αγγελικής Στουπάκη, η οποία κατάφερε να αποδώσει με ακρίβεια το πρωτότυπο και την ίδια στιγμή να διατηρήσει το διαυγές και σπαρταριστό ύφος της φιλοσόφου.

(δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, 20 Μαΐου 2007 )

Υπόσχεση Πολιτικής της Hanna Arendt

Γράφει ο Δημήτρης Παλάζης

Η Γερμανοεβραία φιλόσοφος Χάνα Άρεντ (1906-1975) στις αρχές της δεκαετίας του 1950 είχε συγκεντρώσει ένα ογκώδες υλικό από διαλέξεις, πραγματείες, ομιλίες και ημερολογιακές σημειώσεις για δυο βιβλία που σχεδίαζε να εκδώσει. Η έκδοση δεν προχώρησε, το υλικό όμως αυτό αποτέλεσε τον πυρήνα για τη συγκεκριμένη επιλογή κειμένων με τον ελπιδοφόρο τίτλο "Υπόσχεση πολιτικής".

Με την "Υπόσχεση πολιτικής" Η Χάνα Άρεντ πραγματώνει ένα γόνιμο ταξίδι στην παράδοση της δυτικής πολιτικής σκέψης

μέχρι τις μέρες μας.Ξεκινώντας από την πολιτική σκέψη, όπως διαμορφώθηκε στην αρχαία Ελλάδα, εξετάζει τη διαφορά μεταξύ αλήθειας και γνώμης, τη λειτουργία της πειθούς μέσω της ρητορικής, της τέχνης του πολιτικού λόγου.Οι άνθρωποι συμβιώνουν μέσα από το λόγο. Όταν κανείς υποστηρίζει τη γνώμη του, σημαίνει ότι είναι σε θέση να εκθέσει τον εαυτό του στους άλλους, στην αγορά που είναι το κέντρο όπου διακινούνται οι «δόξες», οι γνώμες.Μια ξεχωριστή ικανότητα του πολιτικού είναι να διευρύνει την κατανόηση της πραγματικότητας από τις διάφορες γνώμες των πολιτών, να είναι σε θέση να επικοινωνεί με τους πολίτες και τις γνώμες τους, έτσι ώστε να αναδεικνύεται ο κοινός χαρακτήρας του κόσμου.

Η ισότητα για τους αρχαίους Έλληνες συνδέεται με την έννοια της ελευθερίας και όχι της δικαιοσύνης, της ισονομίας, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα.Με τους Ρωμαίους, η πολιτική αναπτύχθηκε όχι μεταξύ κοινωνικά ίσων πολιτών μέσα σε μια πόλη, αλλά κυρίως μεταξύ ξένων και άνισων μεταξύ τους λαών, που συναντήθηκαν για πρώτη φορά στη μάχη. Για τους Ρωμαίους ο νόμος έχει να κάνει με τη δημιουργία δεσμεύσεων και συνδέσεων και όχι με τον προσδιορισμό των ορίων όπως στους αρχαίους Έλληνες.Η συνθήκη ειρήνης μεταξύ δυο εθνών επιτρέπει την ανάδυση ενός νέου κόσμου ανάμεσά τους. Η ρωμαϊκή πολιτικοποίηση του χώρου ανάμεσα στους λαούς σηματοδοτεί την αρχή του δυτικού κόσμου.

Page 25: Hannah Arendt 24grammata.com

Η απόρριψη της δημόσιας, πολιτικής σφαίρας εκ μέρους του χριστιανισμού οδήγησε στην ίδρυση ενός νέου χώρου, που διαχωρίστηκε από τον υπάρχοντα πολιτικό. Οι πιστοί οργανώθηκαν ως Εκκλησία και ο δημόσιος χώρος καθεαυτός κατέστη ανυπόφορος επειδή ακριβώς ήταν δημόσιος.

Με το τέλος της παράδοσης καταρρέει και η εξουσία της. Ό,τι θεωρείτο αληθινό στο παρελθόν, λαμβάνει το χαρακτήρα προοπτικής ή μιας σειράς προοπτικών.Ο Μαρξ, μετατρέποντας τη διαλεχτική σε μέθοδο, κατέστησε εφικτό το είδος της διαδικαστικής σκέψης που χαρακτηρίζει τις ιδεολογίες του 19ου αιώνα και κατέληξε στη λογική εκείνων των ολοκληρωτικών καθεστώτων, των οποίων οι μηχανισμοί δεν οριοθετούνται από την πραγματικότητα.

Ο άνθρωπος όμως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς προκαταλήψεις, οι οποίες αποτελούν τα στοιχεία αναφοράς πάνω στα οποία επαναπαύεται. Οι προκαταλήψεις υπάρχουν έξω από την ατομική εμπειρία, γι' αυτό και δεν χρειάζονται αποδείξεις. Βασίζονται στη άμεση παραδοχή των άλλων, χωρίς τη μεσολάβηση της πειθώς. Μέσα τους κρύβεται πάντοτε κάτι απ' το παρελθόν, από το οποίο αντλούν τη δύναμη και την επικινδυνότητά τους

Η κρίση στο σύγχρονο κόσμο εστιάζεται στο γεγονός ότι τώρα πλέον η πολιτική ισχύς αποτελεί απειλή γι΄ αυτό που κάποτε προβαλλόταν ως το μοναδικό της έρεισμα, δηλαδή η διατήρηση και η οργάνωση της ζωής. Η μόνη πραγματική αλλαγή από την εποχή του Πλάτωνα έγκειται στο ότι οι κρίσεις έπαυσαν να βασίζονται σε συγκεκριμένες, άμεσες και αυθεντικές εμπειρίες και πηραν πριν από πολύ καιρό τη μορφή προκαταλήψεων.

Στο σύγχρονο κόσμο, η πολιτική αντιμετωπίζεται, και από θεωρητική και από πρακτική άποψη, ως ένα μέσο προστασίας των πόρων εκείνων που συντηρούν την κοινωνία και την ανοιχτή και ελεύθερη ανάπτυξή της. Ο άνθρωπος πρέπει κατ’ αρχάς ν΄ απελευθερωθεί, προκειμένου ν΄ απολαύσει την ελευθερία του. Η απελευθέρωση από την εξουσία των αναγκών της ζωής αποτελούσε το πραγματικό νόημα της ελληνικής λέξης, αυτό που στις μέρες μας αποκαλούμε ελευθερο χρόνο. Τότε πράγματι είμαστε δικαιολογημένοι να μετράμε το βαθμό ελευθερίας σε κάθε πολιτικό σώμα με βάση τη θρησκευτική και ακαδημαϊκή ελευθερία που επιτρέπει, δηλαδή, μ΄ άλλα λόγια, με βάση το μέγεθος του μη πολιτικού χώρου για ελευθερία που περιέχει και διατηρεί.

Σε κάθε περίπτωση που οι άνθρωποι συναθροίζονται - ιδιωτικά ή κοινωνικά, στον δημόσιο ή στον πολιτικό χώρο - δημιουργείται ένας χώρος που τους συγκεντρώνει και ταυτόχρονα τους διαχωρίζει. Κάθε τέτοιος χώρος έχει δική του δομή, που αλλάζει με το χρόνο κι εκδηλώνεται στο προσωπικό επίπεδο με τη μορφή μιας συνήθειας, στο κοινωνικό επίπεδο με τη μορφή συμβάσεων και στο δημόσιο επίπεδο με τη μορφή νόμων, θεσπισμάτων κ.ο.κ. Κάθε φορά που οι άνθρωποι συναθροίζονται, ο κόσμος υπεισέρχεται ανάμεσά τους και σ΄ αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο διαγραμματίζονται οι ανθρώπινες υποθέσεις. Η πολιτική δεν έχει και τόσο μεγάλη σχέση με τα ανθρώπινα όντα καθεαυτά όσο με τον κόσμο που δημιουργείται ανάμεσά τους κι επιβιώνει πέρα απ’ αυτά.

Στο βαθμό που η πολιτική γίνεται καταστροφική και προκαλεί το τέλος κόσμων, στην ουσία καταστρέφει τον εαυτό της. Όταν ο κόσμος καταστρέφεται, καταστρέφονται οι

Page 26: Hannah Arendt 24grammata.com

δομές που έχουν κατασκευαστεί από τον άνθρωπο.Όσο περισσότεροι λαοί υπάρχουν στη γη που έχουν αναπτύξει κάποια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ τους, τόσο περισσότερα περιθώρια υπάρχουν για να δημιουργηθεί κόσμος ανάμεσά τους και τόσο μεγαλύτερος και πλουσιότερος θα είναι αυτός ο κόσμος.

Θα πρέπει να υπάρχει πάντα μια πολλότητα ατόμων ή λαών και ένας πλουραλισμός απόψεων που θα εγγυάται τη συνέχιση της ανθρώπινης πραγματικότητας. Ο κόσμος αποκτά υπόσταση μόνο όταν υπάρχουν διαφορετικές οπτικές. Υπάρχει ως μια σειρά εγκόσμιων πραγμάτων, μόνο αν κάθε δεδομένη στιγμή γίνεται αντιληπτός με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο. Αν αφανιστεί ένας λαός ή ένα έθνος, ή ακόμα και μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων που προβάλλει μια μοναδική άποψη για τον κόσμο, η οποία προκύπτει από τη στγκεκριμμένη θέση που κατέχει η ομάδα αυτή στον κόσμο -μια θέση που δεν είναι δυνατόν εύκολα ν΄ αναπαραχθεί, μ΄ όποιο τρόπο κι αν προήλθε, αυτό δε σημαίνει ότι χάνεται απλώς ένας λαός ή ένα έθνος ή ένας συγκεκριμένος αριθμός ατόμων, αλλά μάλλον πως καταστρέφεται ένα κομμάτι του κοινού μας κόσμου, μια άποψη του κόσμου που μέχρι τώρα έχει φανερωθεί σ΄ εμάς, δε θα μπορέσει όμως να φανερωθεί ποτέ ξανά.

Η σύγχρονη επέκταση της έλλειψης κόσμου, του μαρασμού όλων όσων βρίσκονται ανάμεσά μας, μπορεί επίσης να περιγραφεί ως ερημοποίηση.Η έρημος δεν είναι πάντοτε ήρεμη σαν κοιμητήριο, μπορεί να προκαλέσει τα δικά της κινήματα, τις δικές της αμμοθύελλες, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα.

Τελικά, ο ανθρώπινος κόσμος είναι ένα ανθρώπινο τέχνασμα του οποίου η δυνητική αθανασία υπόκειται πάντοτε στη θνητότητα εκείνων το έφτιαξαν και στη γέννηση εκείνων που έρχονται να ζήσουν σ΄ αυτό. Η "αρχή της πράξης", αυτή τη σημαντική κινητήρια δύναμη των στόχων και των σκοπών αποτελεί τη θεμελιώδη αρχή που μοιράζεται από κοινού μια ομάδα ανθρώπων για να προχωρήσει στο μέλλον. Αυτή η ίδια η θνητότητα ανανεώνει τη θεμελιώδη "αρχή της πράξης".

Hanna ArendtΥπόσχεση Πολιτικής

Μετάφραση: Κατερίνα Χαλμούκου

Επιμέλεια: Τζερόμ Κον

Εκδόσεις Κέδρος

Page 27: Hannah Arendt 24grammata.com

Hannah Arendt: Η ανθρώπινη κατάσταση Μάι 22, 2013 Κοινωνική Θεωρία

Hannah Arendt — Η αδιαφορία για τον κόσμο είναι δυνατή ως πολιτικό φαινόμενο μόνο αν στηριχτεί στην υπόθεση ότι ο κόσμος δεν θα διαρκέσει· αν όμως υποτεθεί αυτό, είναι σχεδόν αναπόφευκτο ότι η αδιαφορία για τον κόσμο, με τη μία ή την άλλη μορφή, θ’ αρχίσει να κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή. Αυτό συνέβη μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και φαίνεται να συμβαίνει πάλι στις μέρες μας, μολονότι για εντελώς διαφορετικούς λόγους και με πολύ διαφορετικές, ίσως ακόμα πιο δυσάρεστες μορφές. Η χριστιανική αποχή από τα πράγματα του κόσμου τούτου δεν είναι κατά κανέναν τρόπο η μόνη κατάληξη, στην οποία μπορεί να φτάσει κανείς από την πεποίθηση ότι το ανθρώπινο οικοδόμημα, όντας προϊόν ανθρώπινων χεριών, είναι εξίσου θνητό με τους δημιουργούς του. Η πεποίθηση αυτή, απεναντίας, μπορεί να εντατικοποιήσει την απόλαυση και την κατανάλωση των πραγμάτων του κόσμου τούτου, όπως και όλους τους τρόπους επικοινωνίας, στους οποίους ο κόσμος δεν κατανοείται ως κάτι που είναι κοινόν για όλους. Μόνο η ύπαρξη μιας δημόσιας σφαίρας και ο παρεπόμενος μετασχηματισμός του κόσμου σε μια κοινότητα πραγμάτων, η οποία συγκεντρώνει τους ανθρώπους και τους συνδέει μεταξύ τους στηρίζεται ολοκληρωτικά στη διάρκεια. Αν ο κόσμος πρόκειται να περιλαμβάνει ένα δημόσιο χώρο, αυτός δεν μπορεί να οικοδομείται μόνο για μια γενεά και να σχεδιάζεται μόνο για τους ζώντες· πρέπει να υπερβαίνει το χρονικό διάστημα της ζωής των θνητών. Χωρίς αυτή την υπέρβαση σε μια δυνάμει επίγεια αθανασία, καμιά πολιτική, με την αυστηρή έννοια της λέξης, κανένας κοινός κόσμος και κανένας δημόσιος χώρος δεν είναι δυνατός. Διότι αντίθετα από

Page 28: Hannah Arendt 24grammata.com

το κοινό καλό όπως το εννοούσε ο Χριστιανισμός – η σωτηρία μιας ψυχής ως ένα κοινό για όλους συμφέρον – ο κοινός κόσμος είναι ο χώρος στον οποίον μπαίνουμε όταν γεννιόμαστε, και ο χώρος, τον οποίο αφήνουμε πίσω μας όταν πεθαίνουμε. Υπερβαίνει τον χρόνο ζωής μας τόσο προς το παρελθόν όσο και προς το μέλλον· υπήρχε πριν έλθουμε και θα διαρκέσει περισσότερο από τη σύντομη διαμονή μας σ’ αυτόν. Είναι ότι έχουμε από κοινού όχι μόνο με όσους ζουν μαζί μας, αλλά και με όσους υπήρξαν εδώ πριν και με όσους θα έλθουν μετά από μας. Αλλά ένας τέτοιος κοινός κόσμος μπορεί να επιβιώσει των ερχόμενων και απερχόμενων γενεών μόνο στο βαθμό που εμφανίζεται δημοσίως. Ακριβώς η δημοσιότητα της δημόσιας σφαίρας μπορεί να ενσωματώσει και να αγλαΐσει δια μέσου των αιώνων οτιδήποτε θελήσουν ίσως οι άνθρωποι να διασώσουν από τη φυσική φθορά του χρόνου. Οι άνθρωποι για πολλούς αιώνες πριν από μας – αλλά όχι τώρα πλέον – εισέρχονταν στο δημόσιο χώρο διότι επιθυμούσαν κάτι τι δικό τους ή κάτι τι που είχαν από κοινού με άλλους να διαρκέσει περισσότερο από τη γήινη ύπαρξη τους. (Έτσι η κατάρα της δουλείας δεν ήταν μόνο ότι στερούσε από τους δούλους την ελευθερία και την ορατή ύπαρξη, αλλά και ο φόβος των ίδιων των αφανών εκείνων ανθρώπων «ότι περνώντας από την αφάνεια της ζωής τους στον θάνατο δεν θα άφηναν πίσω τους κανένα σημάδι να μαρτυράει πως κάποτε υπήρξαν»). Δεν υπάρχει ίσως σαφέστερη μαρτυρία για την απώλεια της δημόσιας σφαίρας κατά τους νεότερους χρόνους από την ολοκληρωτική σχεδόν απώλεια του αυθεντικού ενδιαφέροντος για την αθανασία, μια απώλεια η οποία επισκιάστηκε κάπως από την ταυτόχρονη απώλεια του μεταφυσικού ενδιαφέροντος για την αιωνιότητα. Η δεύτερη, η αιωνιότητα, αποτελώντας μέριμνα των φιλοσόφων και της vita contemplativa πρέπει να παραμείνει έξω απ’ το πεδίο τούτων των σκέψεων μας. Αλλά η πρώτη, η αθανασία, επιβεβαιώνεται από την συνηθισμένη σήμερα κατάταξη του αγώνα για την κατάκτηση της αθανασίας στο ιδιωτικό ελάττωμα της ματαιοδοξίας. Κάτω από τις σύγχρονες συνθήκες είναι πράγματι τόσο απίθανο να φιλοδοξεί κανείς στα σοβαρά μια επίγεια αθανασία, ώστε πιθανώς δίκαια να θεωρούμε τη φιλοδοξία αυτή σκέτη ματαιοδοξία. Το περίφημο εδάφιο του Αριστοτέλη: «Κατά την εξέταση των ανθρωπίνων υποθέσεων δεν πρέπει κανείς… να εξετάζει τον

Page 29: Hannah Arendt 24grammata.com

άνθρωπο ως έχει, δεν πρέπει να εξετάζει τι είναι θνητό στα θνητά πράγματα, αλλά να στοχάζεται γι αυτά [μόνο] στον βαθμό που έχουν την δυνατότητα να καταστούν αθάνατα», βρίσκεται με τρόπο πολύ ταιριαστό στα πολιτικά του γραπτά. Διότι η πόλις για τους Έλληνες, όπως η res publica για τους Ρωμαίους, ήταν πριν απ’ όλα εγγύηση κατά της ασημαντότητας της ατομικής ζωής, χώρος προφυλαγμένος απέναντι σε αυτήν την ασημαντότητα και προορισμένος για την σχετική διάρκεια, αν όχι για την αθανασία, των θνητών. Η αντίληψη της νεότερης εποχής για τη δημόσια σφαίρα, μετά τη θεαματική αύξηση της δημόσιας σημασίας της «κοινωνίας», εκφράζεται από τον Adam Smith, όταν, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, αναφέρει «την ανεπρόκοπη εκείνη ράτσα των ανθρώπων που κοινώς αποκαλούνται άνθρωποι των γραμμάτων», για τους οποίους «η δημόσια αναγνώριση… αποτελεί πάντα ένα μέρος της αμοιβής τους…· ένα σημαντικό μέρος για το επάγγελμα του γιατρού, ένα ακόμα μεγαλύτερο ίσως για το επάγγελμα του νομικού, ενώ για τον ποιητή και τον φιλόσοφο αποτελεί σχεδόν το σύνολο». Εδώ είναι αυταπόδεικτο ότι η δημόσια αναγνώριση και η χρηματική αμοιβή είναι της αυτής φύσεως και μπορούν να πάρουν το ένα τη θέση του άλλου. Η δημόσια αναγνώριση είναι κι αυτή κάτι που χρησιμοποιείται και καταναλώνεται, και το γόητρο, καθώς θα λέγαμε σήμερα, ικανοποιεί μιαν ανάγκη όπως η τροφή ικανοποιεί μιαν άλλη: η δημόσια αναγνώριση καταναλώνεται από την ατομική ματαιοδοξία όπως καταναλώνεται η τροφή από την πείνα. Είναι προφανές ότι απ’ αυτήν την άποψη το κριτήριο της πραγματικότητας δεν έγκειται στην δημόσια παρουσία των άλλων, αλλά μάλλον στην μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτακτικότητα των αναγκών εκείνων που την ύπαρξη ή μη ύπαρξη τους δεν μπορεί να βεβαιώσει κανείς άλλος εκτός από όσους τις νιώθουν. Και αφού η ανάγκη της τροφής έχει την αυταπόδεικτη πραγματική βάση της στην ίδια τη λειτουργία της ζωής, είναι επίσης προφανές ότι οι εντελώς υποκειμενικές σουβλιές της πείνας είναι πιο ‘πραγματικές’ από την ‘ματαιοδοξία’ όπως ονόμαζε ο Hobbes την δίψα της δημόσιας αναγνώρισης. Όμως, κι αν ακόμη αυτές τις ανάγκες, μ’ ένα θαύμα συμπόνοιας, τις συμμερίζονταν και οι άλλοι, πάλι η ίδια κενότητα τους θα τις εμπόδιζε πάντα να εγκαθιδρύσουν κάτι τόσο στέρεο και τόσο διαρκές όσο ένας κοινός κόσμος. Το θέμα λοιπόν δεν

Page 30: Hannah Arendt 24grammata.com

είναι ότι υπάρχει μια έλλειψη κοινής αναγνώρισης για την ποίηση και την φιλοσοφία στον σύγχρονο κόσμο, αλλά ότι αυτή η αναγνώριση δεν συνιστά ένα χώρο όπου διασώζονται τα πράγματα από την φθορά του χρόνου. Η ματαιότητα της κοινής αναγνώρισης, η οποία καταναλώνεται καθημερινά σε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες, είναι τέτοια, ώστε, αντίθετα, η χρηματική αμοιβή, ένα από τα πιο μάταια πράγματα που υπάρχουν, μπορεί να γίνει πιο ‘αντικειμενική’ και πιο ‘πραγματική’. Σε αντιδιαστολή μ’ αυτήν την ‘αντικειμενικότητα’, της οποίας μόνη βάση είναι το χρήμα ως κοινός παρανομαστής για την ικανοποίηση όλων των αναγκών, η πραγματικότητα της δημόσιας σφαίρας στηρίζεται στην ταυτόχρονη παρουσία αναρίθμητων προοπτικών και όψεων, με τις οποίες δεν μπορεί ποτέ να επινοηθεί κοινό μέτρο ή κοινός παρανομαστής. Διότι αν και ο κοινός κόσμος αποτελεί το κοινό πεδίο συνάντησης όλων, όμως όσοι είναι παρόντες έχουν διαφορετικές θέσεις μέσα σ’ αυτό, και η θέση του ενός δεν μπορεί να συμπίπτει με τη θέση του άλλου, όπως δεν μπορεί να συμπίπτει η θέση δύο αντικειμένων. Το να είναι κανείς ορατός και ακουστός από τους άλλους αντλεί τη σημασία του από το γεγονός ότι καθένας βλέπει και ακούει από διαφορετική θέση. Αυτό είναι το νόημα του δημόσιου βίου, σε σύγκριση με τον οποίο ακόμη και η πιο πλούσια και πιο ικανοποιητική οικογενειακή ζωή δεν μπορεί να προσφέρει σε κάποιον παρά μόνο της επέκταση ή τον πολλαπλασιασμό της θέσης του με τις συνακόλουθες όψεις και προοπτικές της. Η υποκειμενικότητα της ιδιωτικότητας μπορεί να επεκταθεί και να πολλαπλασιαστεί σε μια οικογένεια, μπορεί να ισχυροποιηθεί τόσο, ώστε το βάρος της να γίνει αισθητό στη δημόσια σφαίρα· αλλά αυτή η «δημόσια» οικογένεια δεν μπορεί ποτέ να αντικαταστήσει την πραγματικότητα που προκύπτει από το ολικό άθροισμα των όψεων που παρουσιάζει ένα αντικείμενο σ’ ένα πλήθος θεατών. Μόνον όπου είναι δυνατόν να αντικρύζονται τα πράγματα από τους πολλούς στην ποικιλία των όψεων τους χωρίς να μεταβάλλουν ταυτότητα, ούτως ώστε όσοι συγκεντρώνονται γύρω τους να ξέρουν πως βλέπουν την ταυτότητα στην απόλυτη διαφορά, εκεί μπορεί αληθινά και αξιόπιστα να εμφανιστεί η εγκόσμια πραγματικότητα.

Page 31: Hannah Arendt 24grammata.com

Κάτω από τις συνθήκες ενός κοινού κόσμου, την πραγματικότητα δεν την εγγυάται κατά κύριο λόγο η «κοινή φύση» όλων των ανθρώπων που την συνιστούν, αλλά μάλλον το γεγονός ότι, παρά τις διαφορές θέσεως και την ποικιλία όψεων που προκύπτει, όλοι ενδιαφέρονται πάντα για το ίδιο αντικείμενο. Αν η ταυτότητα του αντικειμένου δεν είναι πλέον δυνατόν να διακριθεί, καμιά κοινή φύση των ανθρώπων, και λιγότερο απ’ όλα ο αφύσικος κομφορμισμός μιας μαζικής κοινωνίας, δεν μπορεί να αποτρέψει την καταστροφή του κοινού κόσμου, που συνήθως ακολουθεί την καταστροφή των πολλών όψεων, με τις οποίες εμφανίζεται στο ανθρώπινο πλήθος. Αυτό μπορεί να συμβεί κάτω από συνθήκες απόλυτης απομόνωσης, όπου κανείς πια δεν μπορεί να συμφωνήσει με κανέναν άλλον, όπως συμβαίνει συνήθως στις τυραννίες. Αλλά αυτό μπορεί επίσης να συμβεί και κάτω από τις συνθήκες μιας μαζικής κοινωνίας ή μιας μαζικής υστερίας, όπου βλέπουμε όλους τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται ξαφνικά σαν να ήταν μέλη μιας οικογένειας, αποτελώντας καθένας μιαν επέκταση κι ένα αντίγραφο του πλησίον του. Και στις δύο περιπτώσεις οι άνθρωποι έχουν μεταβληθεί πέρα για πέρα σε ιδιώτες, δηλαδή έχουν στερηθεί το να βλέπουν και να ακούνε τους άλλους ή το να τους βλέπουν και να τους ακούνε οι άλλοι. Βρίσκονται όλοι έγκλειστοι στην υποκειμενικότητα της δικής τους ατομικής εμπειρίας, η οποία δεν παύει να είναι ατομική έστω κι αν πολλαπλασιάζεται απειράριθμες φορές. Το τέλος του κοινού κόσμου έχει επέλθει όταν αυτός αντικρύζεται από μια μόνο πλευρά κι όταν έχει την δυνατότητα να παρουσιάζεται σε μια μόνο προοπτική. […]

***

Hannah Arendt, The Human Condition, Chicago, 1958 (ελλ. μτφρ., Χάννα Άρεντ, Η ανθρώπινη κατάσταση, μτφρ. Γ. Λυκιαρδόπουλος – Σ. Ροζάνης, Αθήνα, 2008, σ. 80 – 85).

Πηγή http://socialpolicy.gr/2013/05/hannah-arendt-%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%8E%CF%80%CE%B9%CE%BD%CE%B7

Page 32: Hannah Arendt 24grammata.com

-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7.html

Τρίτη, 24 Ιουλίου 2012 Η άμεση δημοκρατία της Χάνα Αρεντ

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι ιδέες της Γερμανοεβραίας φιλοσόφου συναντούν όλο και ευρύτερη αναγνώριση Της Αγγελικης Στουπακη Πόλεμος και επανάσταση, τυραννία και δημοκρατία, εξουσία και βία. Ο ολοκληρωτισμός και οι συνθήκες που καθιστούν ανθρώπους του «πολιτισμένου» κόσμου ικανούς για την πιο αποκρουστική βαρβαρότητα. Η κυριαρχική δομή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στις σύγχρονες μαζικές κοινωνίες. Το όραμα της πολιτικής ελευθερίας. Λίγοι στοχαστές έχουν αγγίξει με τόση διαύγεια και οξυδέρκεια όσο η Χάνα Αρεντ τα μεγάλα ζητήματα που έθεσε ο 20ός αιώνας. Φέτος συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τη γέννησή της, και η επέτειος έδωσε την ευκαιρία να εκτιμηθεί η σημασία του έργου της κάτω από το φως των εξελίξεων τις τρεις δεκαετίες που πέρασαν από τον θάνατό της, το 1975. Γόνος εβραϊκής οικογένειας της Γερμανίας, η Αρεντ ανήκε στην κοινότητα που έγινε στόχος εξόντωσης από το ναζιστικό καθεστώς. Η φιλελεύθερη ανατροφή της, μακριά από θρησκευτικές προκαταλήψεις, την όπλισε με ανεξαρτησία πνεύματος και αυτοπεποίθηση, οχυρώνοντάς την απέναντι στην ηττοπάθεια που γεννούσε σε πολλούς Γερμανοεβραίους η άνοδος του αντισημιτισμού. Οι σπουδές της -φιλοσοφία, θεολογία, αρχαία ελληνικά- την έφεραν σε επαφή με εξέχουσες προσωπικότητες της πνευματικής ζωής της Γερμανίας: Τον Καρλ Γιάσπερς (με τον οποίο την ένωσε ισόβια φιλία), τον Εντμουντ Χούρσελ, τον Μάρτιν Χάιντεγκερ. Η αμοιβαία έλξη ανάμεσα στην ανήσυχη νεαρή Εβραία και τον «μυστικό μάγο της σκέψης» -όπως χαρακτήρισε η Αρεντ τον Χάιντεγκερ- εξελίχθηκε σε ερωτικό δεσμό, που συνέπεσε με μια από τις πιο παραγωγικές περιόδους του φιλοσόφου, όταν δούλευε το περίφημο βιβλίο του «Το Είναι και ο Χρόνος». Μοιραία όμως η σχέση τους οδηγήθηκε σε αδιέξοδο εξαιτίας της φιλικής στάσης του Χάιντεγκερ προς το ναζιστικό καθεστώς - πίστεψε στη χίμαιρα ότι οι νέοι ηγέτες θα έδιναν και πάλι στον γερμανικό λαό τη χαμένη του υπερηφάνεια.

Page 33: Hannah Arendt 24grammata.com

Στο Παρίσι Η Αρεντ παρακολούθησε με απορία τη βαθμιαία μόλυνση ολόκληρης της γερμανικής κοινωνίας, και ιδιαίτερα των πανεπιστημιακών κύκλων, από το μικρόβιο του αντισημιτισμού. «Τους εχθρούς μας τους γνωρίζαμε καλά, εκείνο που μας εξέπληξε ήταν η αντίδραση των φίλων μας», έγραψε αργότερα. Το 1933, σίγουρη πια ότι η ίδια η ζωή της κινδύνευε, έφυγε για το Παρίσι, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε με άλλους εξόριστους, όπως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και ο κομμουνιστής δημοσιογράφος Χάινριχ Μπλύχερ, τον οποίο παντρεύτηκε το 1940. Τη χρονιά εκείνη, με τη Γαλλία να βρίσκεται πλέον υπό γερμανική κατοχή, ο Μπένγιαμιν αυτοκτόνησε, μετά την αποτυχημένη του προσπάθεια να περάσει τα σύνορα προς την Ισπανία. Προηγουμένως είχε εμπιστευθεί στην Αρεντ το χειρόγραφο του έργου του «Για την έννοια της ιστορίας», το οποίο αργότερα εκείνη φρόντισε να εκδοθεί. Το 1941 η Χάνα Αρεντ έφυγε για τη Νέα Υόρκη μαζί με τον σύζυγό της. Ο Μπλύχερ, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στη στροφή της Αρεντ προς την πολιτική σκέψη, στάθηκε κοντά της για τριάντα χρόνια, ιδεώδης σύντροφος και συμπαραστάτης. Μαζί του συζητούσε τις ιδέες της, σχηματίζοντας μια «μικρή κοινότητα σκέψης» που επεκτάθηκε και σε ευρύτερο κύκλο φίλων, ανάμεσά τους ο Οντεν, ο Χέρμαν Μπροχ και η Μαίρη Μακάρθι. Η κοινοτοπία του κακού Τα πολιτικά προβλήματα που έθεσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ώθησαν την Αρεντ από την «καθαρή» φιλοσοφία στον πολιτικό στοχασμό, στην κατανόηση της «ζώσας ιστορίας». Και ιδίως του φριχτού γεγονότος που σφράγισε τον 20ο αιώνα, όταν άνθρωποι της πολιτισμένης Ευρώπης έφτασαν να εξοντώνουν, ψυχρά, εκατομμύρια συνανθρώπους τους σαν να ήταν κοπάδια ζώων. Η προσπάθεια να απαντήσει στα ερωτήματα που έθεσαν τα εγκλήματα του ναζισμού, αλλά και να τοποθετηθεί πάνω στο θέμα της προσωπικής ηθικής ευθύνης σε καιρούς που η ανθρώπινη ζωή χάνει την αξία της, είχε ως αποτέλεσμα το βιβλίο «Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού» (1951) και, αργότερα, τα ρεπορτάζ στο περιοδικό The New Yorker για τη δίκη του Αντολφ Αϊχμαν, τα οποία συγκεντρώθηκαν στο βιβλίο «Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ - Η κοινοτοπία του κακού». Ορισε τον ολοκληρωτισμό ως ριζική καταστολή της πολιτικής (της δυνατότητας, δηλαδή, των πολιτών να παρεμβαίνουν ελεύθερα στις δημόσιες υποθέσεις) και απόλυτη περιφρόνηση από μέρους της κρατικής εξουσίας των ατομικών δικαιωμάτων. Παρατήρησε όμως ότι ο ολοκληρωτικός μηχανισμός, για να λειτουργήσει αποτελεσματικά, χρειάζεται «εκτελεστές» σαν τον Αϊχμαν, ανθρώπους όχι αναγκαστικά μοχθηρούς ή σατανικούς, αλλά γκρίζους και μέτριους. Τα εγκλήματα του ολοκληρωτισμού είναι τρομερά αλλά οι εγκληματίες κοινότοποι, ασήμαντα ανθρωπάκια ανίκανα να σκεφτούν, καθώς η σκέψη συνεπάγεται να διαθέτεις φαντασία, να μπορείς να έρχεσαι στη θέση του άλλου. Για την Αρεντ, κριτική σκέψη σημαίνει και ηθική υπευθυνότητα, η οποία οδηγεί σε αντίσταση στη βαρβαρότητα. Αυτή η «αποδαιμονοποίηση» των ναζί εγκληματιών και η έμφαση που έδωσε στο γεγονός ότι οι Εβραίοι ελάχιστα αντιστάθηκαν στη ναζιστική επίθεση, είχε ως αποτέλεσμα να δεχτεί η Αρεντ οξείες επικρίσεις, με αποκορύφωμα τον τίτλο σε άρθρο του «Νουβέλ Ομπζερβατέρ»: «Είναι η Αρεντ ναζί;»

Page 34: Hannah Arendt 24grammata.com

«Πόλις» και ελευθερία «Κανένας δεν μπορεί να είναι ευτυχής δίχως να συμμετέχει στη δημόσια ευτυχία, κανένας δεν μπορεί να είναι ελεύθερος δίχως εμπειρία της δημόσιας ελευθερίας, και κανένας, τέλος, δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος ή ελεύθερος δίχως να συμμετέχει στην πολιτική εξουσία». Για την Αρεντ, η «πόλις» -όπως την αναφέρει στα ελληνικά στα κείμενά της-, η αρχαιοελληνική Δημοκρατία όπου οι πολίτες συμμετείχαν άμεσα και ενεργά στη δημόσια σφαίρα, είναι ένα βιωμένο υπόδειγμα που προβάλλει το εφικτό της πολιτικής ελευθερίας. Το είδε να πραγματώνεται και σε άλλες, πολύ πιο πρόσφατες ιστορικές στιγμές, στα συμβούλια που λειτούργησαν αυθόρμητα στη διάρκεια επαναστάσεων - στην Αμερική και στη Γαλλία, στη Ρωσία, στην Ουγγαρία το 1956. Σπέρματα μιας αμεσοδημοκρατικής, οριζόντιας πολιτικής οργάνωσης που θα μπορούσε να εδραιωθεί σε ομοσπονδιακό σύστημα, όπου η εξουσία να οδεύει από τα κάτω προς τα πάνω. Οπως έγραψε στο δοκίμιό της «Για την επανάσταση», αυτός είναι ο «χαμένος θησαυρός» των επαναστάσεων, που στην εξέλιξή τους, όσες νίκησαν, οδήγησαν σε αυταρχικά καθεστώτα, κομματικές δικτατορίες ή, στην καλύτερη περίπτωση κατά την Αρεντ, σε αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες όπου ο πολίτης «αναθέτει» με την ψήφο του την άσκηση της εξουσίας σε επαγγελματίες της πολιτικής. Στη διάρκεια της ζωής της, τα κείμενα της Αρεντ και οι προσωπικές παρεμβάσεις της, πάντα κόντρα στα ρεύματα του συρμού, προκάλεσαν μεγάλο ενδιαφέρον αλλά δέχτηκαν και έντονη πολεμική, από τη Δεξιά όσο και την Αριστερά. Ωστόσο, στα χρόνια που πέρασαν από τον θάνατό της -πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1975, ενώ δακτυλογραφούσε το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου της «Η ζωή του νου»- η εκτίμηση για το έργο της συνεχώς ανεβαίνει. Οι ιδέες της για τον ρόλο της βίας στην πολιτική ζωή, για την άμεση δημοκρατία και τη σημασία των συνταγματικών θεσμών, για την ανάγκη να συμμετέχουμε μέσα από διαδικασίες διαλόγου στις αποφάσεις που αφορούν τη ζωή μας, αποκτούν κρίσιμο νόημα στον σημερινό «παγκοσμιοποιημένο» κόσμο, όταν η οικονομία παίρνει τα ηνία από την πολιτική, η ωμή βία διεκδικεί και πάλι ηγεμονικό ρόλο και οι πολίτες απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τα κέντρα εξουσίας. Εργα της Χάνα Αρεντ στα ελληνικά Τα πρώτα έργα της Αρεντ, η διδακτορική της διατριβή «Η έννοια της αγάπης στον Αυγουστίνο. Απόπειρα φιλοσοφικής ερμηνείας» (1928) και «Ραχήλ Φαρνχάγκεν, Βιογραφία μιας Γερμανίδας Εβραίας στην εποχή του Ρομαντισμού» (το ολοκλήρωσε το 1940) δεν έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά. Από το βιβλίο της «Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού» (1951) έχει εκδοθεί σε ελληνική μετάφραση το τρίτο μέρος: «Το ολοκληρωτικό σύστημα» (εκδ. Ευρύαλος, 1988). Εχουν επίσης κυκλοφορήσει στα ελληνικά τα έργα της: - Η ανθρώπινη κατάσταση - Vita activa (εκδ. «Γνώση, 1988). - Σκέψεις για την πολιτική και την επανάσταση. (Συνομιλία της Αρεντ με τον Γερμανό συγγραφέα Αντελερτ Ριφ, εκδ. Ερασμος, 1987.) - Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ. Η κοινοτοπία του κακού (εκδ. Θύρσος, 1995).

Page 35: Hannah Arendt 24grammata.com

- Μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος (εκδ. Λεβιάθαν, 1996). - Ανθρωποι σε ζοφερούς καιρούς (εκδ. Νησίδες, 1998). - Περί βίας (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2000). Το βιβλίο της «Για την επανάσταση» πρόκειται σύντομα να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια». Μεταξύ των έργων της που δεν έχουν εκδοθεί στα ελληνικά είναι και το τελευταίο της, «The Life of the Mind» («H ζωή του νου»), το οποίο εκδόθηκε στις ΗΠΑ μετά το θάνατό της, επιμελημένο από τη Μαίρη Μακάρθι.

Page 36: Hannah Arendt 24grammata.com

http://www.kathimerini.gr/488560/article/politismos/arxeio-politismoy/otan-h-evraia-xana-arent-e3orgise-toys-evraioys ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 19.05.2013

Οταν η Εβραία Χάνα Αρεντ εξόργισε τους Εβραίους

Του Ηλια Μαγκλινη

Στις 29 Μαΐου του 1962, ο τότε πρόεδρος του Ισραήλ Γιτζάκ Μπεν Ζβι παρέλαβε την αίτηση απονομής χάριτος του αρχιναζί εγκληματία Αδόλφου Αϊχμαν. Ο τελευταίος δικαζόταν επί σειρά μηνών στην Ιερουσαλήμ και είχε βρεθεί ένοχος.

Οπως γράφει η Χάνα Αρεντ στο βιβλίο της «Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ. Εκθεση για την κοινοτοπία του κακού» (εκδ. Νησίδες, μτφρ. Βασ. Τομανάς): «Ο πρόεδρος έλαβε και εκατοντάδες επιστολές και τηλεγραφήματα απ όλο τον κόσμο, που ζητούσαν επιείκεια· απ αυτά ξεχώριζαν οι εκκλήσεις της Κεντρικής Συνόδου Αμερικανών Ραββίνων, των εκπροσώπων του ανασυγκροτούμενου εβραϊσμού της χώρας, και μιας ομάδας καθηγητών του Εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ με επικεφαλής τον Μάρτιν Μπούμπερ, τον φιλόσοφο που είχε εξ αρχής εναντιωθεί στη δίκη και προσπαθούσε τώρα να πείσει τον πρωθυπουργό του Ισραήλ, Μπεν Γκουριόν, να μεσολαβήσει για επιείκεια.

»Ο κ. Μπεν Ζβι απέρριψε όλες τις αιτήσεις απονομής χάριτος στις 31 Μαΐου, δύο μέρες μετά την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου και έπειτα από λίγες ώρες, την ίδια μέρα -Πέμπτη- λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ο Αϊχμαν απαγχονίστηκε, η σορός του αποτεφρώθηκε και η στάχτη του σκορπίστηκε στη Μεσόγειο, έξω από τα χωρικά ύδατα του Ισραήλ. [...] Η εκτέλεση έγινε σε λιγότερο από δύο ώρες από τη στιγμή που ο Αϊχμαν ενημερώθηκε για την απόρριψη της αίτησης απονομής χάριτος· δεν υπήρξε χρόνος ούτε καν για το τελευταίο γεύμα. [...]

»Ο Αντολφ Αϊχμαν ανέβηκε στην αγχόνη αξιοπρεπέστατα. Είχε ζητήσει προηγουμένως ένα μπουκάλι κρασί και είχε πιει το μισό. [...] Βάδισε τα τριάντα πέντε περίπου μέτρα από το κελί του ώς την αίθουσα των εκτελέσεων ήρεμος και στητός, με τα χέρια δεμένα πίσω του. [...] Οταν του έδωσαν να φορέσει τη μαύρη κουκούλα, είπε: Δεν τη χρειάζομαι . Είχε πλήρη έλεγχο του εαυτού του και μάλιστα ήταν απόλυτα ο εαυτός του».

Θυελλώδεις αντιδράσεις

Το αποστασιοποιημένο, ψυχρό ύφος της Αρεντ, το 1963, εξόργισε τη διεθνή κοινή γνώμη. Δεκαοκτώ μόλις χρόνια μετά τη λήξη του Ολοκαυτώματος, οι επιζώντες προσπαθούσαν ακόμα να επουλώσουν τις πληγές τους στην ουσία, η μεγάλη συζήτηση γύρω από το Ολοκαύτωμα μόλις άρχιζε. Με την ανταπόκριση της Αρεντ, η συζήτηση αυτή φαίνεται πως ξεκινούσε με ένα βρόντο και με ένα λυγμό: τόσο σε πρώτη φάση, όταν οι ανταποκρίσεις της δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες στο περιοδικό The New Yorker, αλλά και στη συνέχεια, όταν το υλικό αυτό κυκλοφόρησε σε βιβλίο, οι αντιδράσεις ήσαν θυελλώδεις και η αγέρωχη Αρεντ έφτασε στα πρόθυρα του νευρικού κλονισμού.

Page 37: Hannah Arendt 24grammata.com

Στην κομβική αυτή στιγμή της ζωής της Αρεντ επικεντρώνεται η πλοκή της ταινίας «Χάνα Αρεντ», γερμανική παραγωγή, σε σκηνοθεσία της Μαργκαρέτε φον Τρότα, με πρωταγωνίστρια τη Γερμανίδα ηθοποιό Μπάρμπαρα Σούκοβα.

Η ταινία παρακολουθεί κατά πόδας την Αρεντ, διωγμένη Εβραία που κατέφυγε στις ΗΠΑ, καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο New School της Νέας Υόρκης, σταρ της φιλοσοφικής σκέψης του εικοστού αιώνα, από τη στιγμή που πληροφορείται τη σύλληψη του Αϊχμαν στην Αργεντινή, τη μετάβασή της στην Ιερουσαλήμ ως ανταποκρίτρια του New Yorker, τους προβληματισμούς που γεννιούνται μέσα της καθώς παρακολουθεί τη δίκη, έως τη δημοσίευση των ανταποκρίσεών της και τις θυελλώδεις αντιδράσεις που αυτές προκάλεσαν: φίλοι στενοί και αγαπημένοι τής γυρνούν την πλάτη για πάντα, η θέση της στο πανεπιστήμιο τίθεται σε αμφισβήτηση, άγνωστοι αποστέλλουν επιστολές μίσους. Μονάχα οι φοιτητές της φαίνονται να είναι έτοιμοι να υποδεχθούν τις απόψεις της. Μάταια η Αρεντ τονίζει ότι «το να προσπαθείς να κατανοήσεις δεν σημαίνει ότι συγχωρείς». Κάποια στιγμή, όταν νιώθει ότι σχεδόν όλοι την έχουν εγκαταλείψει, ξεσπάει σε λυγμούς.

Ξένισαν οι απόψεις της

Δεν ήταν όμως μόνο το ύφος της που ξένισε (όλοι περίμεναν μια πολεμική) αλλά κυρίως το ίδιο το περιεχόμενο των απόψεών της: ο τρόπος με τον οποίο επιρρίπτει ευθύνες σε εβραϊκά συμβούλια για τους χειρισμούς τους κατά τη διάρκεια των διώξεων και, πάνω απ όλα το ίδιο το πορτρέτο του Αϊχμαν που σκιαγραφεί. Η Αρεντ περίμενε να δει την ομολογία ενός θηρίου. Αντ αυτού είδε και άκουσε ένα ανθρωπάκι «σοκαριστικής μετριότητας», το οποίο αδυνατούσε να σκεφτεί αυτόνομα. «Τα ειδεχθέστερα εγκλήματα διαπράττονται από τιποτένιους ανθρώπους που αρνούνται την ίδια τους την ατομικότητα», ακούμε την Αρεντ να λέει στην ταινία, στο πλαίσιο του πασίγνωστου σήμερα σκεπτικού της γύρω από την «κοινοτοπία του κακού».

Μπορεί σήμερα όλα αυτά να μας φαίνονται δεδομένα, ακόμα και κοινότοπα (!), ωστόσο, η θεωρία της ακόμα προκαλεί αντιδράσεις. Οταν συναντήσαμε τον Απρίλιο του 2009 στην Ιερουσαλήμ τον Ισραηλινό συγγραφέα Ααρον Απελφελντ, επιζήσαντα του Ολοκαυτώματος, μας ξεκαθάρισε ότι διαφωνούσε με την Αρεντ και ότι το είχε πει και στην ίδια όταν γινόταν η δίκη. «Ζούμε σε έναν κόσμο όπου ισχύει η κοινοτοπία του καλού, όχι του κακού», μας είχε πει τότε ο Απελφελντ («Κ», 26.4.09). «Το κακό είναι που κάθε φορά εμφανίζεται με διαφορετικό πρόσωπο. Το καλό απλώς επαναλαμβάνεται σαν ένα κλισέ. Γι αυτό γοητευόμαστε απ το κακό και το μυστήριό του».

Παρά τη φροντισμένη παραγωγή και τις καλές ερμηνείες, η ταινία εξαντλείται σε έναν στείρο ακαδημαϊσμό, με τους σχοινοτενείς διαλόγους να αδυνατούν να μεταδώσουν στον θεατή την εξαιρετικά φορτισμένη ατμόσφαιρα της εποχής αλλά και το εσωτερικό δράμα της ίδιας της Αρεντ. Περισσότερο περνάει στον θεατή η πληροφορία, το γεγονός, παρά τα όσα κρύβονται πίσω και πέρα από αυτό. Απομένει έτσι το περιεχόμενο καθεαυτό για να κεντρίσει το ενδιαφέρον του θεατή, και φυσικά η ίδια η προσωπικότητα της Αρεντ.

Το κακό είναι μονάχα ακραίο

Page 38: Hannah Arendt 24grammata.com

Προς το τέλος της ταινίας, ακούμε την Αρεντ να λέει: «Το μοναδικό μου σφάλμα είναι πως δεν τόνισα ότι το κακό δεν μπορεί να είναι ριζοσπαστικό. Το κακό ποτέ δεν είναι ριζοσπαστικό μονάχα ακραίο. Ριζοσπαστικό και βαθύ μπορεί να είναι μόνο το καλό». Στις μέρες μας, με όλα όσα λέγονται περί άκρων, σκέφτεται κανείς ότι η συγκεκριμένη ταινία είναι μια χαμένη ευκαιρία, διότι κατά τα άλλα είναι αλλόκοτα επίκαιρη, θίγοντας αυτήν την ασημαντότητα του κακού: μπορεί ο Αϊχμαν να «ανέβηκε στην αγχόνη αξιοπρεπέστατα», ωστόσο, φωνάζοντας «Ζήτω η Γερμανία! Ζήτω η Αργεντινή! Ζήτω η Αυστρία! Δεν θα τις ξεχάσω!», «μπροστά στον θάνατο, βρήκε τη στερεότυπη έκφραση που χρησιμοποιείται στους επικήδειους. [...] Θαρρείς και συνόψιζε, αυτά τα τελευταία λεπτά, το μάθημα που μας είχε διδάξει η μακρόχρονη μαθητεία στην ανθρώπινη μοχθηρία το μάθημα της φοβερής κοινοτοπίας του κακού, που ξεπερνά τη γλώσσα και τη σκέψη».

Page 39: Hannah Arendt 24grammata.com

http://www.e-go.gr/cinemag/moviespage.asp?catid=10177&subid=2&pubid=129378607

Hannah Arendt Hannah Arendt

Το συναρπαστικό ιδεολογικά θέμα και οι καλές προθέσεις δεν φτάνουν - οι ιδέες της Άρεντ, τόσο τολμηρές στην περιφρόνηση των ευρέως αποδεκτών αντιλήψεων, τόσο ριζοσπαστικές και αυθεντικές, άξιζαν μια καλύτερη ταινία από αυτή. άξιζαν μια καλύτερη ταινία από αυτή.

Όταν η φιλόσοφος και πανεπιστημιακή καθηγήτρια Χάνα Άρεντ διατύπωσε τις απόψεις της σχετικά με το Ολοκαύτωμα με αφορμή τη Δίκη Άιχμαν, και μίλησε για πρώτη φορά για την «κοινοτοπία του κακού», ο κόσμος δεν ήταν ακόμη έτοιμος για αυτές. Η ιδέα της εξάλλου ότι πίσω από εγκληματίες όπως ο Ναζί Άιχμαν (ο οποίος είχε αναλάβει την οργάνωση της μεταφοράς εκατομμυρίων Εβραίων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης) δεν κρύβονταν μια συνεπής ιδεολογική στάση, αλλά μια ανικανότητα να σκεφτούν για τον εαυτό τους και μια τάση να ακολουθούν διαταγές χωρίς σκέψη, ήταν άκρως προκλητική για το

Page 40: Hannah Arendt 24grammata.com

κοινό αίσθημα που ακόμη προσπαθούσε να συνέλθει από τις φρικιαστικές περιπτώσεις που είχαν αποκαλυφθεί μερικά χρόνια πριν. Η Άρεντ, όμως, τόλμησε να πάει κόντρα στις στερεοτυπικές απεικονίσεις και κραταιές απόψεις, και διατύπωσε με θράσος σχεδόν μια επαναστατική εναλλακτική οπτική που την κατέστησε στόχο δριμείας κριτικής ακόμη και από στενούς της φίλους.

Η ταινία της Μαργκαρίτα Φον Τρότε σκιαγραφεί την περίοδο εκείνη, τα τέσσερα χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από την δίκη Άιχμαν, και τη συγγραφή του επίμαχου άρθρου. Είναι μια σοφή επιλογή - οποιαδήποτε απόπειρα σε βιογραφία θα καταδίκαζε τις ιδέες της Άρεντ να μείνουν στο περιθώριο, έτσι ώστε να αφήσουν χώρο και χρόνο στις διάφορες εξελίξεις της πολυτάραχης ζωής της.

Τώρα όμως οι ιδέες της είναι στο προσκήνιο, αφού η ταινία αφιερώνει πολύ χρόνο σε συζητήσεις της Χάνα με συναδέλφους, συνεργάτες, φίλους, μαθητές και το σύζυγό της, ξεδιπλώνοντας έτσι ψύχραιμα και συγκεντρωμένα τον ενδιαφέροντα τρόπο σκέψης της και τις συναρπαστικές ιδέες που αυτός γέννησε. Βοηθά σε αυτό και η πειστικότατη ερμηνεία της Μπάρμπαρα Σούκοβα, η οποία αποτυπώνει ιδανικά την υψηλή νοημοσύνη της Άρεντ αλλά και την καθημερινή της πλευρά, ειδικά στην τρυφερή και ζωηρή σχέση με τον σύζυγό της.

Παρ' όλες τις αγαθές προθέσεις, όμως, και την αξιοπρεπέστατη προσέγγιση της απαιτητικής σε θέμα και φόρμα ιστορίας, η σκηνοθέτης τελικά δεν έχει τίποτα να προσδώσει την ιστορία πέρα από τη στεγνή καταγραφή της. Μεταπηδώντας αμήχανα ανάμεσα στα γερμανικά και τα αγγλικά (κάποιες σκηνές μοιάζουν σχεδόν ερασιτεχνικές), και αδυνατώντας να ξεφύγει από την ακαδημαϊκή δομή της ιστορίας, η ταινία κερδίζει τη δύναμή της μόνο από το βάθος των διαλόγων της και κάποιες μεμονωμένες ευτυχείς στιγμές, όχι χάρη σε οποιαδήποτε ουσιαστική ιδέα ή τόλμη στην κινηματογράφηση και την αφήγηση. Ακόμη και οι σκηνές της δίκης, που περιλαμβάνουν σπάνιες, ανατριχιαστικές εικόνες από την πραγματική δίκη, γρήγορα μπαίνουν σε ένα επίπεδο μοτίβο απλής αντιπαράθεσης των εξελίξεων μέσα στο δικαστήριο και των αντιδράσεων της Άρεντ στο γραφείο τύπου, και τίποτα παραπάνω.

Το συναρπαστικό ιδεολογικά θέμα και οι καλές προθέσεις δεν φτάνουν - οι ιδέες της Άρεντ, τόσο τολμηρές στην περιφρόνηση των ευρέως αποδεκτών αντιλήψεων, τόσο ριζοσπαστικές και αυθεντικές, άξιζαν μια καλύτερη ταινία από αυτή.

Page 41: Hannah Arendt 24grammata.com

http://flix.gr/news/poia-htan-h-xana-arent.html

Ποια ήταν η Χάνα Αρεντ; B U Z Z 10 ΜΑΙ 2013 / Flix Team 0 Σχόλια Ενα δοκίμιο του καθηγητή Χανς Μάρτιν Σένερ Μαν, μας συστήνει τις κρυμμένες πτυχές του έργου και της σκέψης της πολιτικής φιλοσόφου Χάνα Αρεντ η ζωή της οποίας μεταφέρθηκε σε μια ταινία που βγαίνει σύντομα και στις ελληνικές αίθουσες.

7

H Μπάρμπαρα Σούκοβα είναι η Χάνα Αρεντ Η Μπάρμπαρα Σούκοβα υποδύεται την Χανα Αρεντ στην ταινία της Μαργκαρέτε φον Τρότα που υπήρξε από τα φιλμ που μονοπώλησαν φέτος το ενδιαφέρον στα βραβεία της Γερμανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Το φιλμ βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες στις 16 Μαϊου, αλλά λίγο πριν οι αναγνώστες του φιλμ έχουν την ευκαιρία να το δουν πρώτοι (διαβάστε εδώ τις λεπτομέρειες). Εν αναμονή της ταινίας, αναδημοσιεύουμε εδώ ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο για την φιλοσοφία και την κληρονομιά μια γυναίκας που άφησε το δικό της σημάδι στην ιστορία της σύγχρονης σκέψης.

Page 42: Hannah Arendt 24grammata.com

Η Χάνα Αρεντ και η επίδρασή της – ένα πορτραίτο Αλήθεια, πόσοι τρέφουν πραγματική εκτίμηση για την Χάνα Αρεντ; Το ερώτημα ίσως αιφνιδιάζει, μια και η Αρεντ χαίρει ευρείας αναγνώρισης ως πολιτική φιλόσοφος. Όμως αυτή είναι μία μόνο όψη της επιρροής της. Λίγοι βασίζουν τις ιδέες τους στο έργο της και μια μικρή μόνο ομάδα ερμηνευτών της προσπαθεί να συνεχίσει τη σκέψη της.

Η Χάνα Αρεντ συνάντησε την απόρριψη σε όλους τους πολιτικούς χώρους. Αυτό εκπλήσσει ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την Αριστερά, αφενός γιατί είναι ο χώρος στον οποίο βρισκόταν πλησιέστερα, αφετέρου επειδή ήταν παντρεμένη, στον δεύτερο γάμο της που κράτησε ως το θάνατό της, με τον κομουνιστή Heinrich Blücher, με τον οποίο μοιράστηκε την εμπειρία της διαφυγής από τους ναζί και της μετανάστευσης. Παρ’ όλα αυτά, στο χώρο της Αριστεράς κατέστρεψε τη φήμη της με το πρώτο μεγάλο της έργο Elemente und Ursprünge totaler Herrschaft (Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού), με το οποίο έγινε

Page 43: Hannah Arendt 24grammata.com

γνωστή το 1951. Σε αυτό συγκρίνει τον εθνικοσοσιαλισμό με το σταλινισμό αποδίδοντάς τους παρόμοιες μεθόδους. Αμφότερα τα συστήματα βασίστηκαν, κατά την Άρεντ, στην τρομοκρατία και κατάφεραν να διατηρήσουν την ολοκληρωτική εξουσία τους σε όλο το φάσμα της κοινωνίας, συλλαμβάνοντας ακόμη και εν δυνάμει ή «κατασκευασμένους» εχθρούς του καθεστώτος και εξολοθρεύοντας πολλούς από αυτούς στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Με το βιβλίο αυτό η Αρεντ τεκμηριώνει τη θεωρία του ολοκληρωτισμού, η οποία χρησιμοποιήθηκε στον Ψυχρό Πόλεμο κυρίως από τους συντηρητικούς εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.

Το έργο φαίνεται ως λογική συνέπεια της βιογραφίας της Αρεντ. Γεννημένη το 1906 κοντά στο Αννόβερο, μεγάλωσε στο Καίνιγκσμπεργκ, όπου στα γυμνασιακά της χρόνια ήρθε αντιμέτωπη με τον πανταχού παρόντα αντισημιτισμό. Στη συνέχεια, σπουδάζει στο Μάρμπουργκ κοντά στον Martin Heidegger, με τον οποίο συνάπτει κρυφό ερωτικό δεσμό, και κάνει το διδακτορικό της με τον Κάρλ Γιάσπερς στη Χαϊδελβέργη. Ο Κουρτ Μπλούμενφελντ την μυεί στον σιωνισμό.

Το 1933 η Αρεντ συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο και κρατείται για μία εβδομάδα. Αναγκάζεται να φύγει από τη Γερμανία. Μέσω Πράγας φτάνει στο Παρίσι, όπου δουλεύει για εβραϊκές οργανώσεις. Μετά τη γερμανική εισβολή, φυλακίζεται σε στρατόπεδο περιορισμού στη Νότια Γαλλία. Μέσα στο χάος που επικράτησε μετά την κατάρρευση του γαλλικού αμυντικού συστήματος, καταφέρνει να αποδράσει από το στρατόπεδο. Όσοι δεν διέφυγαν, εκτοπίστηκαν αργότερα στο Άουσβιτς. Κρύβεται από τους ναζί με κίνδυνο της ζωής της και κάποιους μήνες μετά κατορθώνει να διαφύγει μαζί με τον σύζυγό της και τη μητέρα της μέσω Ισπανίας και Λισσαβόνας για τις ΗΠΑ. Εκεί εργάζεται αρχικά πάλι για εβραϊκές οργανώσεις, στη συνέχεια ως επιμελήτρια και από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα διδάσκοντας σε διάφορα πανεπιστήμια, κυρίως στη Νέα Υόρκη, όπου το 1975 πεθαίνει.

Page 44: Hannah Arendt 24grammata.com

Η κοινοτοπία του κακού Το 1963, η Αρεντ προκαλεί σκάνδαλο με το βιβλίο της Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ – Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού. Έχει προηγηθεί η παρουσία της ως δημοσιογράφου στη δίκη κατά του διοργανωτή του Ολοκαυτώματος, τον οποίο δεν περιγράφει ως σαδιστή και άνθρωπο με σατανικά στοιχεία, αλλά ως σχολαστικό γραφειοκράτη και υπάκουο υποτελή του Γ΄ Ράιχ. Το ίδιο υπαινίσσεται για όλους τους συνοδοιπόρους, τους «κλακαδόρους» και τους συνεργάτες των ναζί – όχι μόνο στη Γερμανία. Ακόμη, ασκεί κριτική στον τρόπο διεξαγωγής της δίκης καθώς και σε ορισμένες μορφές συνεργασίας των Εβραίων με τους ναζί. Πολλοί από τους Εβραίους φίλους της διακόπτουν κατόπιν αυτού τις σχέσεις τους μαζί της, ενώ η ίδια δέχεται τα πυρά ποικίλων εντύπων του Τύπου.

Λίγα χρόνια πριν, το 1958, η Αρεντ έχει δημοσιεύσει το σημαντικότερο πολιτικό-φιλοσοφικό έργο της με τίτλο Vita activa oder vom tätigen Leben (Η ανθρώπινη

Page 45: Hannah Arendt 24grammata.com

κατάσταση – Vita active). Σε αυτό ασκεί κριτική στη σύγχρονη κοινωνία, όπου η οικονομία εξουσιάζει όλο και περισσότερο την πολιτική. Με αυτό, πάλι, δυσαρέστησε τους φιλελεύθερους. Σε μια εποχή, όπου σε όλους τους σημαντικούς πολιτικούς χώρους η δημοκρατία θεωρείται μια κοινωνικά ευρέως νομιμοποιημένη πολιτική εξουσία, η Αρεντ στρέφεται στην αρχαία ελληνική «πόλι», όπου άπαντες οι πολίτες συμμετέχουν ενεργά. Την πολιτική την αντιλαμβάνεται ως ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των πολιτών σε σχέση με τις δημόσιες υποθέσεις. Φιλελεύθεροι και συντηρητικοί της εποχής του Ψυχρού Πολέμου θεωρούν ότι με τη θέση της αυτή ανοίγει το δρόμο προς μια αριστερή θεώρηση της δημοκρατίας. Και πράγματι, η Αρεντ εκφράζει τη συμπάθειά της προς τις διάφορες μορφές συμβουλίων τόσο στην Παρισινή Κομμούνα του 1871 όσο και στη Γερμανική Επανάσταση του 1918.

Page 46: Hannah Arendt 24grammata.com

Η αποτυχία των επαναστάσεων Οι έχοντες εθνικά φρονήματα ενοχλήθηκαν από τη θέση της Αρεντ ότι η παρακμή του έθνους-κράτους ευθυνόταν για τον αντισημιτισμό και την άνοδο του ολοκληρωτισμού. Επιπλέον, προασπίστηκε τη διαφορετικότητα των ανθρώπων, που οδηγεί σε έναν κοινωνικό και πολιτικό πλουραλισμό, τον οποίο ακόμη και στις ΗΠΑ δεν βρήκε παρά σε πρωτόλεια μορφή – για παράδειγμα, στο κίνημα για τα δικαιώματα του πολίτη της δεκαετίας του ’60.

Page 47: Hannah Arendt 24grammata.com

Στο βιβλίο της Über die Revolution (Για την επανάσταση) υποστηρίζει πως μόνο η Αμερικανική Επανάσταση πέτυχε το σκοπό της, αφού κατάφερε να δημιουργήσει θεσμούς που διασφάλιζαν τις δημοκρατικές δυνατότητες συμμετοχής, ενώ τόσο η Γαλλική όσο και η Ρωσική Επανάσταση απέτυχαν στο κοινωνικό ζήτημα: μια θέση με την οποία δεν συμφωνούν στο σύνολό τους ούτε οι Γάλλοι Συντηρητικοί, ούτε οι Φιλελεύθεροι ούτε οι Αριστεροί.

Η ζωή του πνεύματος Στο φιλοσοφικό magnum opus της, το οποίο εκδόθηκε μετά το θάνατό της, Vom Leben des Geistes [Για τη ζωή του πνεύματος] συμμερίζεται τις θέσεις του Μάρτιν Χάιντεγκερ, με τον οποίο οι φιλικές της σχέσεις αποκαταστάθηκαν μετά τον πόλεμο, παρά τη σχέση του με τους ναζί. Το γεγονός αυτό δεν ενίσχυσε ιδιαίτερα την εκτίμησή της εκ μέρους του γερμανικού και του αγγλοσαξονικού ακαδημαϊκού κόσμου – όπου ο Χάιντεγκερ θεωρείται εν γένει είτε «αποκαθηλωμένος» για τα πολιτικά του πιστεύω είτε παράλογος από τη σκοπιά της φιλοσοφίας. Εξαιτίας της πνευματικής της συγγένειας προς τον Χάιντεγκερ η Αρεντ θεωρείται πως συγκαταλέγεται στους υπαρξιστές φιλοσόφους, οι οποίοι επίσης δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης.

Ως «κοσμική» Εβραία, η Αρεντ σε αυτό το τελευταίο μεγάλο έργο της αναπτύσσει μια θεώρηση του ανθρώπου, που συνδέεται με τη σκέψη του Αγίου Αυγουστίνου – ο οποίος ήταν και το θέμα της διατριβής της. Εντούτοις, χαρακτηρίζοντας ως ιδιαίτερο γνώρισμα του ανθρώπου το γεγονός της γέννησης (Gebürtlichkeit), και διαπιστώνοντας ότι με κάθε άνθρωπο έρχεται στον κόσμο κάτι νέο, ένα ιδιαίτερο ξεκίνημα, όχι μόνο τονίζει τον ατομισμό και τον πλουραλισμό, που αποδοκιμάζονται από όλους τους πολιτικούς χώρους, αλλά και προσάπτει στον χριστιανισμό ότι αναγνωρίζοντας ως σημαντικότερη θρησκευτική εορτή το Πάσχα προσανατολίζεται προφανώς περισσότερο προς τον πόνο και το θάνατο παρά προς τη γέννηση, που γιορτάζεται τα Χριστούγεννα.

Εν κατακλείδι, η Αρεντ είναι μια αιρετική στο χώρο της διανόησης, που ποτέ δεν ξέχασε ότι οι ρίζες της σκέψης της βρίσκονταν στον γερμανικό πνευματικό πολιτισμό, αλλά που το Ολοκαύτωμα την έκανε Αμερικανίδα.

Χανς Μάρτιν Σένερ Μαν, δοκιμιογράφος και καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ludwig-Maximilian του Μονάχου και καθηγητής Θεωρίας της Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Leopold-Franzen του Innsbruck. Είναι συγγραφέας του βιβλίου „Χάνα Αρεντ: Wahrheit, Macht, Moral“(Εκδόσεις C.H. Beck) ΜΙΜΗΣ ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΗΣ

Ο Μίμης Χρυσομάλλης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Στο Άμστερνταμ βρέθηκε αρχικά το 2005 για μεταπτυχιακές σπουδές

Page 48: Hannah Arendt 24grammata.com

http://www.athensvoice.gr Η Χάνα Άρεντ και το πρόβλημα του κακού 555 43 0

0 Tumblr0 Google +0 Email

Το πρόβλημα με την σοφία του παρελθόντος είναι ότι εκπνέει -τρόπον τινά- μέσα στα

χέρια μας όταν προσπαθούμε να την εφαρμόσουμε με έντιμο τρόπο στις κύριες πολιτικές

εμπειρίες του καιρού μας.

- Χάνα Άρεντ

ΗΧάνα Άρεντ (γερμ.: Hannah Arendt, 1906-1975) είναι περισσότερο γνωστή σήμερα

για τη συμβολή της στην πολιτική επιστήμη και την μελέτη των ολοκληρωτικών

καθεστώτων. Έργα της όπως τα The Origins of Totalitarianism (1951) και The Human

Condition (1958) άσκησαν σημαντική επιρροή σε πολλούς κατοπινούς μελετητές και

αποτέλεσαν σταθμούς στην δυτική σκέψη του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα.

Ένα από τα κύρια θέματα που απασχόλησαν την Άρεντ καθόλη την διάρκεια της

πνευματικής της πορείας υπήρξε τo ζήτημα του κακού. Όπως είχε επισημάνει ήδη από το

1945: «Το πρόβλημα του κακού θα αποτελέσει το θεμελιώδες ζήτημα της μεταπολεμικής

πνευματικής ζωής στην Ευρώπη.»

Page 49: Hannah Arendt 24grammata.com

H Άρεντ διατύπωσε την κλασική πλέον θέση της σχετικά με την «κοινοτοπία του

κακού» στο έργο της Eichmann in Jerusalem: A Report on the Banality of Evil (1963), με

αφορμή την κάλυψη από την Ιερουσαλήμ της δίκης του πρώην ναζί Αδόλφου Άιχμαν για

το γνωστό περιοδικό The New Yorker. Το χρονικό της συγγραφής και έκδοσης του έργου

αυτού, διανθισμένο με κάποια χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από την ζωή της Άρεντ,

αποτέλεσε και τον κεντρικό αφηγηματικό άξονα της ταινίας της Γερμανίδας σκηνοθέτριας

Margarethe von Trotta με τίτλο Hannah Arendt.

Εβραϊκής καταγωγής και μεγαλωμένη στο Καίνιξμπεργκ και στο Βερολίνο, η Άρεντ

πολιτογραφήθηκε Αμερικανίδα πολίτης το 1950. Στη Νέα Υόρκη ασχολήθηκε εντατικά με

την πανεπιστημιακή διδασκαλία και συνέγραψε διάφορες θεωρητικές μελέτες και έργα

πολιτικής φιλοσοφίας σχετικά με τον ολοκληρωτισμό, τον αντισημιτισμό και το

Ολοκαύτωμα.

Σύμφωνα με την Άρεντ, το κακό προέρχεται από την αδυναμία του ατόμου να σκεφτεί.

Βλέποντας στον Άιχμαν ένα τυπικό παράδειγμα γραφειοκράτη που απλά υπακούει στις

εντολές των ανωτέρων του, προσπάθησε να κατανοήσει και να εξηγήσει την σχέση

ανάμεσα στα πιο φρικιαστικά, τερατώδη εγκλήματα και την περάτωσή τους από εντελώς

συνηθισμένα άτομα, κοινούς γραφειοκράτες και οικογενειάρχες.

Ίσως η σημαντικότερη συμβολή της Άρεντ να ήταν ακριβώς το ότι είχε την

διορατικότητα και την τόλμη να φέρει στο προκήνιο με ειλικρίνεια μερικά από τα μείζονα

ζητήματα που θα απασχολούσαν τις κοινωνικές επιστήμες μέχρι και τις μέρες μας. Όπως

είχε σημειώσει πριν μερικά χρόνια και ο εξέχων ιστορικός Tony Judt (The ‘Problem of Evil’ in

Postwar Europe): «Πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι το πρόβλημα του κακού

παραμένει το θεμελιώδες ερώτημα για την πνευματική ζωή, και όχι μόνο στην Ευρώπη;

Δεν ξέρω την απάντηση, αλλά είμαι σίγουρος ότι είναι η σωστή ερώτηση. Είναι το

ερώτημα που η Χάνα Άρεντ έθεσε πριν από εξήντα χρόνια και πιστεύω πως θα το έθετε

και σήμερα.»

Η Άρεντ θεωρούσε καθήκον μας να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τι είναι αυτό

που μετατρέπει απλούς ανθρώπους σε όργανα του ολοκληρωτισμού. Παράλληλα, είχε

διαισθανθεί τον κίνδυνο από την τάση απενοχοποίησης και αποδοχής συγκεκριμένων

καθεστώτων και συμπεριφορών μπροστά στην σύγκριση με το απόλυτο Κακό. Σε μια

εποχή έντονης βίας, κοινωνικών εντάσεων και πολιτικής κρίσης, η προειδοποίησή της

ακούγεται ίσως περισσότερο επίκαιρη από ποτέ: «Ο μεγαλύτερος κίνδυνος στο να

αναγνωρίσουμε τον ολοκληρωτισμό ως την κατάρα του αιώνα θα ήταν μια τέτοια εμμονή

με αυτόν που θα μας εμποδίζουμε να δούμε τα πολλά εκείνα μικρά και όχι τόσο μικρά

κακά με τα οποία είναι στρωμένος ο δρόμος προς την κόλαση.»

Έργα της Χάνα Άρεντ στα ελληνικά:

Page 50: Hannah Arendt 24grammata.com

· Η ανθρώπινη κατάσταση (εκδ. Γνώση, 1986)

· Το ολοκληρωτικό σύστημα (εκδ. Ευρύαλος, 1988)

· Μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος (εκδ. Λεβιάθαν, 1996)

· Σκέψεις για την πολιτική και την επανάσταση (εκδ. Έρασμος, 1997)

· Άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς (εκδ. Νησίδες, 1998)

· Περί βίας (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2000)

· Για την επανάσταση (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2006)

· Η πολιτική φιλοσοφία του Καντ (εκδ. Νήσος, 2008)

· Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Μια έκθεση για την κοινοτοπία του κακού (εκδ. Νησίδες,

2009)

· Υπόσχεση πολιτικής (εκδ. Κέδρος, 2009)

· Η κρίση της κουλτούρας και άλλα κείμενα (εκδ. Στάσει Εκπίπτοντες, 2012)

· Ελευθερία, αλήθεια και πολιτική (εκδ. Στάσει Εκπίπτοντες, 2012)

Page 51: Hannah Arendt 24grammata.com

Αποσπάσματα από άρθρα της Χάνα Άρεντ στο The New Yorker Το ολοκληρωτικό συστήματα στη σκέψη της Χάνα Άρεντ Πρωτεύουσες καρτέλες

Προβολή(ενεργή καρτέλα)

What links here Υποβλήθηκε από eleftheriakoskosmos στις Δευ, 06/05/2013 - 01:49.

Του Γιάννη Καρύτσα

Σήμερα, έχει ευρέως επικρατήσει να εννοούμε, όταν μιλάμε για

ολοκληρωτικά συστήματα, όλα τα συστήματα των χωρών του πρώην

"υπαρκτού σοσιαλισμού" και όλες τις δικτατορίες σε κάθε μέρος της

γης. Έτσι, ως ολοκληρωτικά πολιτικά συστήματα προσδιορίζονται

ευρέως, επί παραδείγματι, τα συστήματα του Μουσολίνι, του Χίτλερ

του Λένιν, του Στάλιν, του Φράνκο, του Τσαουσέσκου’ του Πινοσέτ,

του Κάστρο, κ.λπ.

Page 52: Hannah Arendt 24grammata.com

Αντίθετα, η Χάννα Άρεντ, στο πρωτοποριακό έργο της προέλευση τον

ολοκληρωτισμού"(πρώτη έκδοση 1951), προσπαθώντας να συλλάβει

την ιστορική ιδιομορφία των ολοκληρωτικών συστημάτων του Χίτλερ

και του Στάλιν οδηγείται σε μία κρίσιμη διάκριση μεταξύ των μο-

νοκομματικών δικτατοριών και των ολοκληρωτισμών ως πολίτικων

συστημάτων εξουσίας. Αυτό που χαρακτηρίζει και θέτει σε λειτουργία

τόσο το ναζιστικό όσο και στο σταλινικό καθεστώς, σύμφωνα με την

Άρεντ, είναι η διαρκής επανάσταση", δηλαδή μία διαρκής αστάθεια, ό-

που κάνεις δεν είναι ασφαλής, χωρίς να χρειάζεται να είναι πολίτικα

αντιπολιτευόμενος ή να σκέφτεται διαφορετικά. Αυτή η απαίτηση για

παντελή απουσία σταθερότητας είναι εγγενής στον πολιτικό

ολοκληρωτισμό ως σύστημα εξουσίας, διότι μόνον έτσι μπορεί να

πραγματωθεί η ρώσικη αρχή του που συγκεφαλαιώνεται στο "Όλα εί-

ναι δυνατά".

Αυτή η αρχή δεν έχει να κάνει με κάποια πολίτικη αντιπολίτευση

απέναντι στο σύστημα, αλλά αντίθετα βασικός όρος για την

πραγμάτωσή της είναι η απουσία κάθε οργανωμένης αντιπολίτευσης,

γιατί μόνο τότε μπορεί να έχει ως πεδίο αναφοράς της το συνολικό

πληθυσμό και τον άνθρωπο εν γένει, που πάνω του εφαρμόζεται το

"πείραμα της καθολικής κυριαρχίας" μέσω των στρατοπέδων

συγκεντρώσεως.

Έτσι, μπορούμε να βρούμε στο καθεστώς του Λένιν πολλά στοιχεία που

βοήθησαν στη δημιουργία του Στάλιν και του καθεστώτος του. Παρά

ταύτα, δεν μπορούμε να μιλήσουμε, σύμφωνα με την Άρεντ, για μία

ομαλή ανάπτυξη από τη μονοκομματική δικτατορία του Λένιν στην

ολοκληρωτική κυριαρχία του Στάλιν. Η μονοκομματική δικτατορία του

Λένιν έχει να κάνει με συγκεκριμένους πολιτικούς αντιπάλους, τους

καντέτους, την Κροστάνδη, κ.λπ. Ο ολοκληρωτισμός του Στάλιν, από το

1930 περίπου και μετά, έχει να κάνει με το μετασχηματισμό των

τάξεων σε μάζες και με την παράλληλη εξόντωση κάθε ομαδικής

αλληλεγγύης, που αποτελούν την conpitio sine qua non της

ολοκληρωτικής κυριαρχίας. Η διαφορετική αντιμετώπιση των

κρατουμένων και η διαφορετική σύνθεσή τους διασαφηνίζουν πλήρως

αυτήν τη διαφοροποίηση της Άρεντ μεταξύ μονοκομματικής

δικτατορίας και ολοκληρωτισμού. Στη διάρκεια των πρώτων χρόνων

του σοβιετικού καθεστώτος, οι αριστεροί πολιτικοί κρατούμενοι είχαν

μερικά προνόμια σε σχέση με τους κοινούς εγκληματίες. Αντιθέτως,

Page 53: Hannah Arendt 24grammata.com

στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως της Ρωσίας και της Γερμανίας έχουμε

μία ανάμειξη πολιτικών και ποινικών κρατουμένων. Και αυτό μόνο

αρχικά, διότι γρήγορα προστέθηκε —και εδώ βρίσκεται το ουσιώδες

δια- φοροποιό γνώρισμα του ολοκληρωτισμού— ένα τρίτο στοιχείο που

κατέστη πλειοψηφία.

"Αυτή η μεγαλύτερη ομάδα σχηματίστηκε έκτοτε από ανθρώπους που

καμία αιτία δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τη σύλληψή τους, ούτε στα

μάτια τους ούτε στα μάτια των δημίων τους. Στη Γερμανία, μετά το

1938, αυτό το στοιχείο αποτελέστηκε από τη μάζα των Εβραίων και στη

Ρωσία από κάθε ομάδα που, άσχετα από τη δράση της, δεν άρεσε στις

αρχές. Αυτές οι αθώες, με όλη την έννοια της λέξης, ομάδες είναι τα

ιδανικά πειραματόζωα για την ολοκλήρωση του πειράματος της

καταστροφής της νομικής προσωπικότητας και της καθολικής

κυριαρχίας".(1)

Ακόμη και ο Μουσολίνι, που αγαπούσε τόσο πολύ την έκφραση

"ολοκληρωτικό κράτος", δεν επιχείρησε, σύμφωνα με την Άρεντ να

εγκαταστήσει εντελώς ολοκληρωτικό καθεστώς, αλλά αρκέστηκε στη

δικτατορία και το μονοκομματισμό. "Αυτό που αποδεικνύει ότι η

φασιστική δικτατορία δεν είναι ολοκληρωτική είναι ότι οι πολιτικές

καταδίκες είναι λίγες και σχετικά ελαφρές. Στη διάρκεια των ιδιαίτερα

μεστών από γεγονότα χρόνων, που καλύπτουν την περίοδο από το

1926 μέχρι το 1932, τα ειδικά δικαστήρια αποφάσισαν 7 θανατικές

καταδίκες, 257 καταδίκες για 10 ή παραπάνω χρόνια φυλάκισης, 1.360

για λιγότερο από 10 χρόνια και πολύ περισσότερες αποφάσεις

εκτόπισης. 12.000 άτομα συνελήφθησαν και κρίθηκαν αθώα, πράγμα

ασύλληπτο κάτω από τη ναζιστική ή μπολσεβίκικη τρομοκρατία". Οι

ίδιοι οι εθνικοσοσιαλι- στές, ο Χίτλερ, ο Χίμλερ, ο Γκαίμπελς, είχαν

συνείδηση αυτής της διαφοράς τους από τον Μουσσολίνι και της

ταύτισής τους με τον Στάλιν. Χαρακτηριστική είναι η άποψη του

Γκαίμπελς: "Ο φασισμός δεν έχει καμία σχέση με τον

εθνικοσοσιαλισμό. Ενώ ο δεύτερος φτάνει μέχρι τις ρίζες, ο φασισμός

είναι απλά επιφανειακός. Ο Ντούτσε δεν είναι επαναστάτης, όπως ο

Φύρερ ή ο Στάλιν. Είναι τόσο συνδεδεμένος με τον ιταλικό λαό του,

που δεν έχει τις αρετές ενός διεθνούς κλίμακας επαναστάτη .

Σε αντίθεση με τις μονοκομματικές δικτατορίες, η ολοκληρωτική

τρομοκρατία εδραιώνεται όταν πλέον δεν υπάρχουν πολιτικές ή

κοινωνικές αντιπολιτεύσεις. Κάτω από το σταλινικό καθεστώς, η

Page 54: Hannah Arendt 24grammata.com

τρομοκρατία εξαπολύθηκε απόλυτα, όχι στη δεκαετία του 1920, αλλά

του 1930, όταν — σύμφωνα με την Άρεντ— η αντίθεση της αγροτιάς

δεν αποτελούσε πια έναν καθοριστικό παράγοντα της κατάστασης. Και

τα ακραία καταπιεστικά μέτρα εναντίον των αντιπολιτευόμενων

στοιχείων δε χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαμάχης με τους

τροτσκιστές και τους μπουχαρινικούς. Αντιθέτως, χρησιμοποιήθηκαν

μετά την ήττα τους. Το ίδιο συνέβη και κάτω απο το ναζιστικό κα-

θεστώς. Η τρομοκρατία έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τον

Πόλεμο, όταν το γερμανικό έθνος ήταν παραγματικά "ενωμένο". Η

προετοιμασία της άρχισε το 1936, όταν είχε εξαφανιστεί στο εσωτερικό

κάθε οργανωμένη αντίσταση και ο Χίμλερ πρότεινε μια προέκταση των

στρατοπέδων συγκεντρώσεως.

Ο ολοκληρωτισμός στην εξουσία συνδέεται με τη διάλυση των

κοινωνικών τάξεων και τη μετατροπή τους σε μάζες

αλληλοαποξενωμένων όντων, μια μετατροπή που επιτεύχθηκε μέσω

των επανειλημμένων εκκαθαρίσεων. Στη Ρωσία, ο Στάλιν άρχισε από

την εκκαθάριση της καινούργιας μεσαίας τάξης των πόλεων και

αγροτών. Χρησιμοποίησε το λιμό και την εκτόπιση, με το πρόσχημα της

κατάσχεσης της περιουσίας των κουλάκων και της κολλεκτιβοποίησης

της γης. Σύμφωνα με την Άρεντ, η εκκαθάριση της μεσαίας και της

αγροτικής τάξης συμπληρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930.

"Εκείνοι που δεν συγκαταλέγονταν στα πολλά εκατομμύρια νεκρών ή

εκτοπισμένων σε καταναγκαστικά έργα είχαν μάθει ποιος κάνει

κουμάντο”, είχαν καταλάβει πως η ζωή τους κι η ζωή των οικογενειών

τους εξαρτιώταν όχι από τους συμπολίτες τους, αλλά αποκλειστικά από

το κέφι ενός καθεστώτος, απέναντι στο οποίο ήταν ολοσδιώλου

απομονωμένοι, χωρίς καμία βοήθεια από την ομάδα όπου τύχαινε να α-

νήκουν".

Σειρά στην εκκαθάριση είχε η εργατική τάξη. Το σταχανοβικό σύστημα,

που υιοθετήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930, τσάκισε, μέσω της

άγριας ανταγωνιστικότητας, κάθε αλληλεγγύη και ταξική συνείδηση

ανάμεσα στους εργάτες. Το 1938, με την εισαγωγή του βιβλιαρίου

εργασίας, το σύνολο της εργατικής τάξης μεταμορφώθηκε σε μία μάζα

καταδίκων σε καταναγκαστικά έργα.

Εν συνεχεία, σειρά στην εκκαθάριση είχε η ίδια η γραφειοκρατία που

είχε πραγματοποιήσει τις παραπάνω εκκαθαρίσεις. Και αυτό γιατί, όπως

πολύ σωστά τονίζει η Άρεντ, ο ολοκληρωτισμός στην εξουσία

Page 55: Hannah Arendt 24grammata.com

υλοποιείται μόνο μέσω της "διαρκούς επανάστασης", δηλαδή της

διαρκούς ανασφάλειας των πάντων. Έτσι, ο Στάλιν χρειάστηκε δύο

χρόνια, από το 1936 έως το 1938, για να απαλλαγεί από τη διοικητική

και στρατιωτική γραφειοκρατία. Σχεδόν όλα (γραφεία, εργοστάσια,

οικονομικοί και πολιτιστικοί οργανισμοί, κυβέρνηση, Κόμμα,

στρατιωτικά γραφεία), πέρασαν σε καινούργια χέρια, αφού σαρώθηκε

σχεδόν το μισό διοικητικό προσωπικό, είτε ανήκε στο κόμμα είτε όχι,

και αφού εκκαθαρίστηκε το 50% όλων των μελών του κόμματος και

τουλάχιστον 8.000.000 άλλα άτομα". Όλα αυτά συνέβησαν μετά το

17ο Συνέδριο του Κόμματος, που πέρασε στην ιστορία σαν το

"Συνέδριο των νικητών".

Η ειδική κομματική επιτροπή που συστάθηκε μετά το θάνατο του

Στάλιν υπό την εποπτεία του Προεδρείου της Κεντρικής Επιτροπής για

να ερευνη τους μαζικούς διωγμούς σε βάρος των κομματικών

στελεχών έδωσε τα εξής στοιχεία: από τα 139 τακτικά και ανα-

πληρωματικά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος εκλέχθηκαν

στο 17ο Συνέδριο πιαστηκαν και εκτελέστηκαν τα 98, δηλαδή το 70%.

Επίσης, απο τους 966 αντιπροσώπους στο Συνέδριο συνελήφθησαν για

αντεπαναστατικά εγκλήματα οι 1.108, δηλαδή περισσότερη από τους

μισούς. Και αφού -σύμφωνα με την Αρεντ "αυτή η εκκαθάριση

τερματίστηκε με την εξόντωση των ανώτερων στελεχών της

αστυνομίας, ακόμη και τα στελέχη της Γκεπεού, που είχαν εφαρμόσει

την τρομοκρατική επιχείρηση, δεν μπόρεσαν να αυταπάτη ότι η ομάδα

τους αντιπροσωπεύει οτιδήποτε, έστω κι ένα μικρό κομμάτι εξουσίας".

Ωστόσο, παρά το εύρος τους, οι εκκαθαρίσεις δεν είναι αρκετές και

λειτουργικές για την ολοκληρωτική εξουσία αν δε συμβαδίζουν με την

καταστροφή ολων των οικογενειακών και κοινωνικών δεσμών. "Αν ο

oλοκληρωτισμός παίρνει στα σοβαρά τις ίδιες του τις απαιτήσεις -

γράφει η Αρεντ- έρχεται η στιγμή που νιώθει την ανάγκη 'να τελειώνει

μια για πάντα με την ουδετερότητα του σκακιού” δηλαδή με την

αυτόνομη ύπαρξη οποιοσδήποτε δραστηριότητας. Γι αυτό και οι

εκκαθαρίσεις έγιναν με τέτοιο τρόπο που "να απειλείται με την ίδια

τύχη ο κατηγορούμενος και όλοι όσοι είχαν σχέση μαζί του, απο τους

απλούς γνώριμους μέχρι τους φίλους και συγγενείς. Το αποτέλεσμα

αυτής της απλής και κολλητικής ενοχής” ήταν ότι, μόλις κάποιος

γινόταν κατηγορούμενος, οι παλιοί του φίλοι μεταμορφώνονταν

αμέσως στους πιο άγριους εχθρούς του. Για να σώσουν τη δική τους

Page 56: Hannah Arendt 24grammata.com

ύπαρξη, γίνονταν αυθόρμητα καταδότες και έσπευδαν να ενισχύσουν

με τις καταγγελίες τους τις ανύπαρκτες αποδείξεις εναντίον του. Αυτός

ήταν ο μόνος τρόπος για να αποδείξουν πως η σχέση τους ή η φιλία

τους με τον κατηγορούμενο δεν ήταν παρά ένα πρόσχημα για να τον

κατασκοπεύσουν και να τον καταγγείλουν σαν σαμποτέρ, τροτσκιστή,

πράκτορα των ξένων ή φασίστα".

Κατά συνέπεια, λόγοι στοιχειώδους πρόνοιας ωθούσαν το κάθε άτομο

στην αποφυγή, όσο το δυνατόν, των προσωπικών σχέσεων, ακριβώς

"για να αποφύγουν (στη σχεδόν σίγουρη περίπτωση μελλοντικών

μπελάδων) όλα τα πρόσωπα που θα μπορούσαν, όχι μόνο να έχουν

κάποιο συμφέρον και να σε καταγγείλουν, αλλά και να νοιώσουν την

ακατανίκητη ανάγκη να προκαλέσουν την καταστροφή σου, μόνο και

μόνο επειδή θα κινδύνευε η δική τους ζωή". Με την εξώθηση αυτής της

τεχνικής ως τις πιο φανταστικές ακραίες συνέπειες της —καταλήγει η

Άρεντ— έγινε δυνατή η δημιουργία μιας εντελώς πρωτόγνωρης μαζικής

αλληλοαποξενωμένης κοινωνίας.

Στη Γερμανία, επίσης, όταν ο Χίντεμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ

καγκελάριο, το πρώτο μέλημα του Χίτλερ ήταν να εξοντώσει τους

πιθανούς εσωκομματικούς αντιπάλους του, εκκαθαρίζοντας με λουτρό

αίματος τις τάξεις του ναζιστικού κόμματος. Συνέχισε με δολοφονίες

και φυλακίσεις σοσιαλιστών και κομμουνιστών. Το 1936, είχε εξα-

φανιστεί στο εσωτερικό της Γερμανίας κάθε οργανωμένη αντίσταση. Εν

τούτοις, όπως παρατηρεί η Άρεντ, "παρατηρήθηκε μια αύξηση της

τρομοκρατίας, τόσο στη ναζιστική Γερμανία όσο και στη Σοβιετική

Ένωση, αντιστρόφως ανάλογη με την ύπαρξη εσωτερικής πολιτικής

αντιπολίτευσης, έτσι ώστε αυτή να μην αποτελεί πια ένα

πρόσχημα για την τρομοκρατία (όπως συνήθιζαν να ισχυρίζονται οι

φιλελεύθεροι επικριτές του καθεστώτος), αλλά το ύστατο εμπόδιο για

την πλήρη εξαπόλυσή της . Ετσι, η πλήρης εξαπόλυσή της

πραγματώθηκε στην Γερμανία μέσα από την καταδίωξη των Εβραίων,

τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τους θαλάμους αερίων.

Ωστόσο, ο ολοκληρωτισμός στην εξουσία, όπως είδαμε και στην

περίπτωση του σταλινισμού, πρέπει να βρίσκει συνεχώς καινούργιους

αποδιοπομπαίους τράγους, ούτως ώστε όλοι να βρίσκονται μέσα στη

διαρκή ανασφάλεια. Με αυτό το σκεπτικό, η Άρεντ υποστηρίζει ότι η

καταστροφική μηχανή των ναζί δε θα σταματούσε ούτε μπροστά στο

Page 57: Hannah Arendt 24grammata.com

γερμανικό λαό. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου ο Χίτλερ δήλωσε: "Δεν

είμαι παρά ένας μαγνήτης που μετακινείται συνέχεια πάνω στο

γερμανικό έθνος για να τραβήξει το ατσάλι του. Κι έχω πει συχνά ότι

θα έρθει η μέρα όπου όλοι οι αξιόλογοι Γερμανοί θα είναι στο στρα-

τόπεδό μου. Εξάλλου όσοι δε θέλουν να είναι στο στρατόπεδό μου δεν

έχουν αξία". Επίσης, σύμφωνα με ένα κανονισμό της υγιεινής του Ράιχ

που έγραψε ο ίδιος ο Χιτλερ, επρόκειτο να απομονωθούν από τον

υπόλοιπο πληθυσμό όλες οι οικογένειες που περιελάμβαναν άρρω-

στους με καρδιακές ή πνευμονικές παθήσεις. Το επόμενο στάδιο του

προγράμματος ήταν η σωματική τους εξολόθρευση. Αυτό το μέτρο

περιλαμβάνεται σε μια εγκύκλιο προς τους περιφερειακούς αρχηγούς

της Εσσης- Νασάου. Μεταφέρει μια συζήτηση που έγινε στο αρχηγείο

του Φύρερ πάνω στα μέτρα που θα έπρεπε να υιοθετηθούν πριν και

μετά τη θριαμβευτική λήξη του πολέμου.

Το βασικό χαρακτηριστικό της σταλινικής και της ναζιστικής

ολοκληρωτικής τρομοκρατίας είναι η καθιέρωση της έννοιας του

"αντικειμενικού έχθρού", κάτι που τη διαχωρίζει από την τρομοκρατία

των δεσποτικών και δικτατορικών καθεστώτων που στηρίζονται στην

έννοια του "υπόπτου". Ο Χανς Φρανκ, που έγινε αργότερα Γενικός

Διοικητής Πολωνίας, καθιέρωσε μια τυπική διαφορά ανάμεσα σε ένα

πρόσωπο "επικίνδυνο για το Κράτος" κι ένα πρόσωπο "εχθρικό

απέναντι στο Κράτος". Ο δεύτερος χαρακτηρισμός ασχολείται μόνο με

πράξεις που είναι εχθρικές προς το κράτος, ενώ ο πρώτος, βασικό

χαρακτηριστικό του ολοκληρωτισμού στην εξουσία, προϋποθέτει μια

αντικειμενική ιδιότητα ανεξάρτητη από τη θέληση και τη συμπεριφορά.

Στο ναζιστικό ολοκληρωτικό καθεστώς — σύμφωνα με τον Μaunz —

"εξολοθρεύοντας τα επικίνδυνα άτομα, τα μέτρα ασφαλείας σκοπεύουν

να διαφυλάξουν το Κράτος από έναν κίνδυνο για το έθνος, άσχετα από

οποιοδήποτε αδίκημα που μπορεί να έχει γίνει από αυτά τα πρόσωπα.

Το θέμα είναι η προφύλαξη από έναν αντικειμενικό κίνδυνο".

Ο ολοκληρωτισμός στην εξουσία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να

ανακαλύπτει συνέχεια καινούργιους αντικειμενικούς εχθρούς. Ο

ναζισμός, "μόλις κόντευε να εξολοθρεύσει τελείως τους Εβραίους,

προετοιμάστηκε για να εξολοθρεύσει τον πολωνικό λαό, ενώ ο ίδιος ο

Χίτλερ έφτασε μέχρι να σχεδιάσει τον αφανισμό μερικών κατηγοριών

Γερμανών". Ο σταλινισμός, στην αρχή της δεκαετίας του 1930,

"καταδίωξε τους κουλάκους και αργότερα τους Ρώσους πολωνικής

Page 58: Hannah Arendt 24grammata.com

καταγωγής (1936-38), τους Τάταρους, τους Γερμανούς του Βόλγα στη

διάρκεια του Πολέμου, τους πρώην αιχμαλώτους πολέμου και τις

μονάδες κατοχής του Κόκκινου Στρατού μετά τον Πόλεμο, την εβραϊκή

κοινότητα της Ρωσίας μετά τη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους".

Έτσι, η Άρεντ καταλήγει στην άποψη ότι "αν μπορεί κανείς να μιλήσει

στα πλαίσια του ολοκληρωτικού καθεστώτος για μια νομική σκέψη, η

κεντρική της ιδέα είναι ο αντικειμενικός εχθρός". Και αυτο γιατί η

έννοια του αντικειμενικού εχθρού "αντιστοιχεί ακριβώς στην

κατάσταση πραγμάτων που έχουν επαναλάβει τόσες φορές οι

ολοκληρωτικοί ηγέτες: το καθεστώς τους δεν είναι με καμιά

παραδοσιακή έννοια μια κυβέρνηση, αλλά ένα κίνημα που στην πορεία

του σκοντάφτει συνεχεία σε νέα εμπόδια που πρέπει να φύγουν από τη

μέση.

Ένα άλλο θεμελιώδες χαρακτηριστικό του ολοκληρωτικού καθεστώτος

είναι -σύμφωνα με την Άρεντ- η υποκατάσταση του υποψιαζόμενου

αδικήματος από το πιθανό έγκλημα. Ενώ ο ύποπτος συλλαμβάνεται

επειδή θεωρείται ικανός να διαπράξει ένα έγκλημα που αντιστοιχεί λίγο

πολύ στην προσωπικότητά του (ή στην υποψιαζόμενη προσωπικότητά

του), η ολοκληρωτική άποψη για το πιθανό έγκλημα στηρίζεται σε μια

σχηματική πρόβλεψη των πιθανών εξελίξεων. Σύμφωνα με τον

Deutscher, χονδρικά ο συλλογισμός του Στάλιν για τις δίκες της

Μόσχας ήταν ο εξής: "μπορεί να με ανατρέψουν σε κάποια κρίση. Θα

τους κατηγορήσω λοιπόν από πριν για κατι τέτοιο. Μια αλλαγή

κυβέρνησης μπορεί να αποδυναμώσει την πολεμική δύναμη της

Ρωσίας. Κι αν πετύχουν το σκοπό τους μπορεί να αναγκαστούν να

υπογράψουν μια συνθηκολόγηση με τον Χίτλερ, ακόμα και να

παραχωρήσουν ένα κομμάτι του εδάφους μας. Θα τους κατηγορήσω

ότι πρόδωσαν, ότι έχουν ήδη συνάψει μια συμμαχία με την Γερμανία

και ότι παραχώρησαν ένα τμήμα του σοβιετικού εδάφους". Επίσης, η

ναζιστική νοοτροπία για το πιθανό έγκλημα έχει διατυπωθεί ως εξής

από τον Χανς Φρανκ: "Δεν μπορεί να γίνει ένας ολοκληρωμένος

κατάλογος των επικίνδυνων για το Κράτος ενεργειών γιατί δεν

μπορούμε να προβλέψουμε τι μπορεί να αποδειχτεί επικίνδυνο στο

μέλλον για το λαό και τους ιθύνοντες .

Με τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του αντικειμενικού εχθρού και του

πιθανού εγκλήματος συνδέεται στενά — σύμφωνα με την Άρεντ— η

αλλαγή της θέσης της μυστικής αστυνομίας μέσα στο ολοκληρωτικό

Page 59: Hannah Arendt 24grammata.com

κράτος. Και αυτή η αλλαγή επιβεβαιώνει τη γενική θέση της ότι όσο

πραγματικός και αν είναι ο δεσμός του ναζισμού και του σταλινισμού

ως μορφών κυριαρχίας με τις κομματικές δικτατορίες, τα

χαρακτηριστικά τους, στο βαθμό που είναι ουσιαστικά ολοκληρωτικά,

είναι καινούργια και δεν μπορούν να ενταχθούν στα μονοκομματικά

συστήματα.

Οι μυστικές υπηρεσίες —γράφει η Άρεντ— ονομάστηκαν πάντα σωστά

ένα Κράτος εν Κράτει, κι αυτό όχι μόνο στα δεσποτικά καθεστώτα,

αλλά και στις συνταγματικές ή ημι-συνταγματικές κυβερνήσεις. Η απλή

κατοχή μυστικών πληροφοριών στάθηκε πάντα μια ανοικτή απειλή για

τα μέλη της κυβέρνησης. Αντίθετα, η ολοκληρωτική αστυνομία

εξαρτάται απόλυτα από τη θέληση του Αρχηγού, γιατί μόνον αυτός

μπορεί να αποφασίσει ποιός θα είναι ο επόμενος πιθανός εχθρός. Στα

δεσποτικά καθεστώτα καθήκον της μυστικής αστυνομίας είναι να

ανακαλύπτει τα εγκλήματα και τους υπόπτους και γι’ αυτό χρη-

σιμοποιεί συνήθως ως όπλο της την προβοκάτσια. Αντίθετα, στην

ολοκληρωτική αστυνομία απαγορεύεται να χρησιμοποιεί την

προβοκάτσια, καλύτερα αυτή δε χρειάζεται, από τη στιγμή που η

μυστική αστυνομία δραστηριοποιείται όταν ο Αρχηγός αποφασίζει να

συλλάβει ένα μέρος του πληθυσμού και αρκείται να εκτελεί την

προδιαγεγραμμένη πολιτική, και ως εκ τούτου χάνει όλες τις

πρωτοβουλίες που είχε στις γραφειοκρατίες δεσποτικού τύπου.

Τα στελέχη της ρωσικής μυστικής αστυνομίας ήταν στη διάθεση του

Στάλιν, όπως και οι ομάδες κρούσης των Ες-Ες ήταν στη διάθεση του

Χίτλερ. Με το δίκτυο των πρακτόρων τους οι ολοκληρωτικοί ηγέτες δη-

μιουργούν για προσωπική τους χρήση έναν απευθείας εκτελεστικό

συνδετικό κρίκο, τελείως αποκομμένο και απομονωμένο από τους

άλλους θεσμούς. Ακόμα και όταν υπηρετούσαν μαζί με το στρατό σε

περίπτωση πολέμου, υπάγονταν σε μια ειδική νομοθεσία. Ο Χίμλερ,

όταν ανέλαβε την αναδιοργάνωση των Ες-Ες, τον πρώτο κανονισμό

που επέβαλε ήταν οι "ειδικοί νόμοι πάνω στο γάμο", που χρησίμευαν

στην εγκαθίδρυση μιας διάκρισης ανάμεσα στα Ες-Ες και τον υπόλοιπο

πληθυσμό. Αλλά και πριν την ισχύ αυτών των νόμων, τα μέλη των Ες-

Ες είχαν λάβει την επίσημη εντολή να μην συμμετέχουν ποτέ, στη

διάρκεια των συνεδριάσεων του Κόμματος, στις συζητήσεις ανάμεσα

στα μέλη. Το ίδιο επίσης και τα μέλη της N. K .V. D. δε συνδέονταν

ποτέ με τα άλλα μέλη της αριστοκρατίας του κόμματος.

Page 60: Hannah Arendt 24grammata.com

Από πολιτικής απόψε ως, η ολοκληρωτική αστυνομία ξεχωρίζει από το

ότι είναι η μόνη που μοιράζεται τα μυστικά της ανώτατης αρχής. Τα

στελέχη της Γκεπεού ήταν τα μόνα που γνώριζαν στην αρχή της

δεκαετίας του 1930 τους πραγματικούς στόχους της σταλινικού

καθεστώτος, όπως και οι Ες-Ες ήταν οι μόνοι που γνώριζαν στην αρχή

της δεκαετίας του 1940 ότι θα εξολοθρεύονταν οι Εβραίοι.

Το γεγονός ότι πολλές φορές τα διάφορα δίκτυα της μυστικής

αστυνομίας κινούνται προς διαφορετικές κατευθύνσεις δε δείχνει

καμία αυτονόμησή τους από τον ολοκληρικό ηγέτη. Αντίθετα,

σύμφωνα με την Άρεντ, είναι απόρροια της απόλυτης κυριαρχίας που

απαιτεί τη μεγαλύτερη δυνατή ελαστικότητα. Επί παραδείγματι, "όταν η

Μόσχα διατάζει να επιταχυνθεί ο ρυθμός κατασκευής σωλήνων σε ένα

εργοστάσιο, μπορεί πράγματι να θέλει πιο πολλούς σωλήνες και έτσι

ένα δίκτυο πρακτόρων μπορεί να ετοιμάζεται για να παρασημοφορήσει

το διευθυντή του εργοστασίου με το παράσημο Λένιν. Μπορεί όμως να

θέλει να καταστρέψει το διευθυντή του εργοστασίου ή τη διοίκηση και

έτσι ένα άλλο δίκτυο πρακτόρων μπορεί να ετοιμάζεται για τη σύλληψη

του διευθυντή ή της διοίκησης του εργοστασίου".

Ωστόσο, παρόλες τις καταδιώξεις και τις εκκαθαρίσεις, η βασική αρχή

του ολοκληρωτισμού, το "όλα είναι δυνατά", δεν μπορούσε να

εφαρμοστεί παρά μέσω των στρατοπέδων συγκεντρώσεως και

αφανισμού, που χρησιμέυσαν σαν εργαστήρια επιβεβαίωσης αυτής της

αρχής. Έτσι, η Άρεντ απορρίπτει τις απόψεις που εξηγούν την ίδρυση

των στρατοπέδων συγκεντρώσεως με μία οικονομική λογική. Η

μοναδική οικονομική λειτουργία τους —σύμφωνα με την Άρεντ— ήταν

να χρηματοδοτούν τον εξοπλισμό τους. Οποιαδήποτε εργασία και αν

πραγματοποιούνταν σε αυτά, θα μπορούσε να γινόταν καλύτερα και

φθηνότερα με διαφορετικές συνθήκες. Μάλιστα, στηρίζει την άποψη

της σε σοιχεία από ανθρώπους που έζησαν σε αυτά τα στρατόπεδα:

"Ένα μεγάλο μέρος της εργασίας που γινόταν στα στρατόπεδα

συγκέντρωσης ήταν άχρηστη, είτε επειδή ήταν άσκοπη, είτε επειδή

ήταν τόσο κακά οργανωμένη, που έπρεπε να την επαναλάβουμε δυο

τρεις ψορές". Επίσης, "Οι νέοι κρατούμενοι ειδικότερα ήταν

υποχρεωμένη να κάνουν παράλογες δουλειές... Αισθανόντουσαν

εξευτελισμένοι... και προτιμούσαν ακόμα και μια πιο σκληρή δουλειά

που παρήγαγε κάτι χρήσιμο...". Ακόμη και το βιβλίο του Dallin, που

βασίζεται στην άποψη ότι σκοπός των ρωσικών στρατοπέδων

Page 61: Hannah Arendt 24grammata.com

συγκέντρωσης ήταν να προμηθεύσουν φθηνά εργατικά χέρια,

αναγκάζεται να παραδεχθεί την μη αποτελεσματικότητα της εργασίας

στα στρατόπεδα. Οι Ναζί, από τη μεριά τους, έσπρωξαν την αχρηστία

ώς τη ζημία, όταν, την εποχή του Πολέμου, παρόλη την έλλειψη

οικοδομικών και μεταφορικών υλικών, έφτιαξαν δαπανηρά εργοστάσια

εξόντωσης και οργάνωσαν τη μεταφορά εκατομμυρίων ανθρώ-

πων.

Αναλύοντας βαθύτερα την άποψή της δημιουργεί μια τυπολογία των

στρατοπέδων με βάση τις τρεις βασικές δυτικές απόψεις για τη

μεταθανάτια ζωή: τον Άδη, το Καθαρτήριο και την Κόλαση. Στον Άδη

αντιστοιχεί η ήπια μορφή, που άλλοτε ήταν διαδεμένη ακόμα και στις

μη ολοκληρωτικές χώρες, της περιθωριοποίησης όλων των α-

νεπιθύμητων στοιχείων (πρόσφυγες, απάτριδες, αντικοινωνικοί και

άνεργοι). Το Καθαρτήριο αντιπροσωπεύεται από τα στρατόπεδα στη

Σοβιετική Ένωση, όπου η εγκατάλειψη συνδυάζεται με μια χαοτική

καταναγκαστική εργασία. Η Κόλαση, στην κυριολεξία, ενσαρκώθηκε

από τα στρατόπεδα που τελειοποίησαν οι ναζί, όπου το σύνολο της

ζωής οργανώθηκε συστηματικά και σχολαστικά για να είναι όσο πιο

βασανιστική γίνεται.

Τελικά, η χρησιμότητα των ολοκληρωτικών στρατοπέδων έγκειται στο

ότι δοκιμάζουν απόλυτα όλες τις ριζικές δυνατότητες για να δείξουν ότι

ο άνθρωπος είναι περιττός.^ "αν ήταν ικανοί να πουν την αλήθεια, οι

ολοκληρωτικοί ηγέτες θα απαντούσαν στην κοινή λογική -που αρνείται

να πιστέψη ότι όλα είναι δυνατά- ότι ο μηχανισμός σας φαίνεται

άχρηστος, επειδή ακριβώς χρησιμεύει να κάνει τους ανθρώπους

άχρηστους".

Η πραγμάτωση αυτής της αχρηστίας των ανθρώπων και της

καταστροφής της μοναδικότητας και της προσωπικότητάς τους

επιτελείται με διάφορες μεθόδους: υπάρχουν καταρχήν οι φρικτές

συνθήκες μεταφοράς στα στρατόπεδα. Εκατοντάδες άνθρωποι

στοιβάζονται, γυμνοί, κολλημένοι ο ένας στον άλλο, σε βαγόνια που

χρησιμεύουν για μεταφορά ζώων. Μέρες ολόκληρες ταξιδεύουν έτσι.

Μετά, όταν φτάσουν στο στρατόπεδο, υπάρχει ο έντεχνα

προετοιμασμένος πρώτος κλονισμός, με το ξύρισμα του κρανίου και το

φόρεμα της γελοίας στολής του στρατοπέδου. Τέλος, υπάρχουν τα

ασύλληπτα βασανιστήρια που γίνονται με τρόπο, ώστε να μην πεθάνει

το σώμα, τουλάχιστον όχι γρήγορα. Ο σκοπός όλων αυτών των

Page 62: Hannah Arendt 24grammata.com

μεθόδων είναι πάντα ο ίδιος: να καταστραφεί η ανθρώπινη προ-

σωπικότητα το ίδιο ριζικά όπως σε μερικές οργανικής φύσης

ψυχασθένειας.

Και αυτή η ριζική καταστροφή της ανθρώπινης προσωπικότητας

συντελείται με την οργανωμένη λήθη και την αφαίρεση από το άτομο

του ίδιου του θανάτου: "ο δυτικός κόσμος ώς τώρα, ακόμα και στις πιο

σκοτεινές περιόδους του, δίνει στο νεκρό εχθρό το δικαίωμα της ανά-

μνησης: Είναι η αυτονόητη αποδοχή του γεγονότος ότι όλοι είμαστε

άνθρωποι(και μόνο άνθρωποι). Επειδή ο Αχιλλέας πήγε στην κηδεία

του Έκτορα, επειδή και οι πιο δεσποτικές κυβερνήσεις τίμησαν τον

σκοτωμένο εχθρό, επειδή οι Ρωμαίοι επέτρεψαν στους Χριστιανούς να

γράψουν την ιστορία των μαρτύρων τους, επειδή η Εκκλησία κράτησε

ζωντανούς τους αιρετικούς στη μνήμη των ανθρώπων, γι’ αυτό δεν

χάθηκαν όλα και δεν μπόρεσαν ποτέ να χαθούν. Τα στρατόπεδα

συγκέντρωσης, κάνοντας ανώνυμο τον ίδιο το θάνατο (καθιστώντας

αδύνατο να ξέρει κανείς αν ένας κρατούμενος είναι νεκρός ή ζωντα-

νός), αφαιρούν από το θάνατο τη σημασία του: το τέλος μιας

ολοκληρωμένης ζωής".

Παρακάμπτοντας πολλά σημαντικά ζητήματα που αναλύει η Άρεντ στη

μελέτη της για τον ολοκληρωτισμό, όπως τη λειτουργία του

ολοκληρωτικού κόμματος με τις οργανώσεις βιτρίνας ή τη λειτουργία

του ολοκληρωτικού κινήματος πριν την κατάληψη της κρατικής

εξουσίας και του ολοκληρωτισμού στην εξουσία, τελειώνουμε θίγοντας

δύο ζητήματα: την τρομερή εμπιστοσύνη του Στάλιν προς το Χίτλερ και

τη μεταπολεμική δραστηριότητα του σταλινικού ολοκληρωτισμού μέχρι

το θάνατο του Στάλιν. Σχετικά με το πρώτο ζήτημα, γνωρίζουμε ότι το

βασικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του Στάλιν και του Χίτλερ

ήταν η τρομερή καχυποψία. Ωστόσο, μετά το λόγο του Χρουτσώφ στο

20ό Συνέδριο του Κόμματος, γνωρίζουμε ότι ο Στάλιν δεν είχε

εμπιστοσύνη παρά σε ένα μόνον άνθρωπο, κι αυτός ο άνθρωπος ήταν ο

Χίτλερ. Γνωρίζουμε σήμερα ότι ο Στάλιν ειδοποιήθηκε πολλές φορές

για την επερχόμενη επίθεση του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση. Ακόμα

και όταν ο σοβιετικός στρατιωτικός ακόλουθος στο Βερολίνο τον

πληροφόρησε για την ημερομηνία της ναζιστικής επίθεσης, ο Στάλιν

αρνήθηκε να πιστέψει ότι ο Χίτλερ θα παραβίαζε τη συμφωνία τους…

Page 63: Hannah Arendt 24grammata.com

Σημείωση

1. Όλα τα αποσπάσματα που παρατίθενται είναι από την ελληνική

έκδοση του τρίτου μέρους του έργου της Άρεντ "Οι πηγές του ολο-

κληρωτισμού".

*******

1. Η Χάνα Άρεντ, στο βιβλίο της «Το Ολοκληρωτικό Σύστημα»,

αναλύει τη μορφή εκείνη των καθεστώτων που καταστρέφουν τον

κοινωνικό ιστό και μετατρέπουν τον πολίτη σε εξατομικευμένο,

αποξενωμένο μαζάνθρωπο. Εν ονόματι μιας άκαμπτης

«επιστημονικής» ιδεολογίας και με το δίπτυχο προπαγάνδα -

τρομοκρατία, τα καθεστώτα αυτά χρησιμοποιούν στο έπακρο τη

ρητορική των μέσων ενημέρωσης και με την αστυνομία στο κέντρο της

εξουσίας σκοπεύουν, απροκάλυπτα, στην κυριαρχία στο εσωτερικό

αλλά και παγκόσμια. Ο κίνδυνος για την ανθρωπότητα από καθεστώτα

αυτού του είδους είναι εφιαλτικός, όχι τόσο γιατί αύριο μπορεί να

εμφανισθεί ένας νέος Χίτλερ ή Στάλιν, αλλά γιατί το μικρόβιο του

ολοκληρωτισμού δρα ακόμα και μέσα στις «δημοκρατικές» κοινωνίες.

2. Η άμεση δημοκρατία της Χάνα Αρεντ

Η κοινοτοπία του κακού

Τα πολιτικά προβλήματα που έθεσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ώθησαν

την Αρεντ από την «καθαρή» φιλοσοφία στον πολιτικό στοχασμό,

στην κατανόηση της «ζώσας ιστορίας». Και ιδίως του φριχτού

γεγονότος που σφράγισε τον 20ο αιώνα, όταν άνθρωποι της

πολιτισμένης Ευρώπης έφτασαν να εξοντώνουν, ψυχρά, εκατομμύρια

συνανθρώπους τους σαν να ήταν κοπάδια ζώων. Η προσπάθεια να

απαντήσει στα ερωτήματα που έθεσαν τα εγκλήματα του ναζισμού,

αλλά και να τοποθετηθεί πάνω στο θέμα της προσωπικής ηθικής

ευθύνης σε καιρούς που η ανθρώπινη ζωή χάνει την αξία της, είχε ως

αποτέλεσμα το βιβλίο «Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού» (1951) και,

αργότερα, τα ρεπορτάζ στο περιοδικό The New Yorker για τη δίκη του

Page 64: Hannah Arendt 24grammata.com

Αντολφ Αϊχμαν, τα οποία συγκεντρώθηκαν στο βιβλίο «Ο Αϊχμαν στην

Ιερουσαλήμ - Η κοινοτοπία του κακού».

Ορισε τον ολοκληρωτισμό ως ριζική καταστολή της πολιτικής (της

δυνατότητας, δηλαδή, των πολιτών να παρεμβαίνουν ελεύθερα στις

δημόσιες υποθέσεις) και απόλυτη περιφρόνηση από μέρους της

κρατικής εξουσίας των ατομικών δικαιωμάτων. Παρατήρησε όμως ότι ο

ολοκληρωτικός μηχανισμός, για να λειτουργήσει αποτελεσματικά,

χρειάζεται «εκτελεστές» σαν τον Αϊχμαν, ανθρώπους όχι αναγκαστικά

μοχθηρούς ή σατανικούς, αλλά γκρίζους και μέτριους. Τα εγκλήματα

του ολοκληρωτισμού είναι τρομερά αλλά οι εγκληματίες κοινότοποι,

ασήμαντα ανθρωπάκια ανίκανα να σκεφτούν, καθώς η σκέψη

συνεπάγεται να διαθέτεις φαντασία, να μπορείς να έρχεσαι στη θέση

του άλλου. Για την Αρεντ, κριτική σκέψη σημαίνει και ηθική

υπευθυνότητα, η οποία οδηγεί σε αντίσταση στη βαρβαρότητα. Αυτή η

«αποδαιμονοποίηση» των ναζί εγκληματιών και η έμφαση που έδωσε

στο γεγονός ότι οι Εβραίοι ελάχιστα αντιστάθηκαν στη ναζιστική

επίθεση, είχε ως αποτέλεσμα να δεχτεί η Αρεντ οξείες επικρίσεις, με

αποκορύφωμα τον τίτλο σε άρθρο του «Νουβέλ Ομπζερβατέρ»: «Είναι

η Αρεντ ναζί;»

«Πόλις» και ελευθερία

«Κανένας δεν μπορεί να είναι ευτυχής δίχως να συμμετέχει στη

δημόσια ευτυχία, κανένας δεν μπορεί να είναι ελεύθερος δίχως

εμπειρία της δημόσιας ελευθερίας, και κανένας, τέλος, δεν μπορεί να

είναι ευτυχισμένος ή ελεύθερος δίχως να συμμετέχει στην πολιτική

"εξουσία". Για την Αρεντ, η «πόλις» -όπως την αναφέρει στα ελληνικά

στα κείμενά της-, η αρχαιοελληνική Δημοκρατία όπου οι πολίτες

συμμετείχαν άμεσα και ενεργά στη δημόσια σφαίρα, είναι ένα βιωμένο

υπόδειγμα που προβάλλει το εφικτό της πολιτικής ελευθερίας. Το είδε

να πραγματώνεται και σε άλλες, πολύ πιο πρόσφατες ιστορικές

στιγμές, στα συμβούλια που λειτούργησαν αυθόρμητα στη διάρκεια

επαναστάσεων - στην Αμερική και στη Γαλλία, στη Ρωσία, στην

Ουγγαρία το 1956. Σπέρματα μιας αμεσοδημοκρατικής, οριζόντιας

πολιτικής οργάνωσης που θα μπορούσε να εδραιωθεί σε ομοσπονδιακό

σύστημα, όπου η εξουσία να οδεύει από τα κάτω προς τα πάνω.

Οπως έγραψε στο δοκίμιό της «Για την επανάσταση», αυτός είναι ο

Page 65: Hannah Arendt 24grammata.com

«χαμένος θησαυρός» των επαναστάσεων, που στην εξέλιξή τους, όσες

νίκησαν, οδήγησαν σε αυταρχικά καθεστώτα, κομματικές δικτατορίες

ή, στην καλύτερη περίπτωση κατά την Αρεντ, σε αντιπροσωπευτικές

δημοκρατίες όπου ο πολίτης «αναθέτει» με την ψήφο του την άσκηση

της εξουσίας σε επαγγελματίες της πολιτικής. Στη διάρκεια της ζωής

της, τα κείμενα της Αρεντ και οι προσωπικές παρεμβάσεις της, πάντα

κόντρα στα ρεύματα του συρμού, προκάλεσαν μεγάλο ενδιαφέρον

αλλά δέχτηκαν και έντονη πολεμική, από τη Δεξιά όσο και την

Αριστερά. Ωστόσο, στα χρόνια που πέρασαν από τον θάνατό της -

πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1975, ενώ δακτυλογραφούσε το

τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου της «Η ζωή του νου»- η εκτίμηση για

το έργο της συνεχώς ανεβαίνει.

Οι ιδέες της για τον ρόλο της βίας στην πολιτική ζωή, για την άμεση

δημοκρατία και για την ανάγκη να συμμετέχουμε μέσα από διαδικασίες

διαλόγου στις αποφάσεις που αφορούν τη ζωή μας, αποκτούν κρίσιμο

νόημα στον σημερινό «παγκοσμιοποιημένο» κόσμο, όταν η οικονομία

παίρνει τα ηνία από την πολιτική, η ωμή βία διεκδικεί και πάλι

ηγεμονικό ρόλο και οι πολίτες απομακρύνονται όλο και περισσότερο

από τα κέντρα εξουσίας.

Εργα της Χάνα Αρεντ στα ελληνικά

Τα πρώτα έργα της Αρεντ, η διδακτορική της διατριβή «Η έννοια της

αγάπης στον Αυγουστίνο. Απόπειρα φιλοσοφικής ερμηνείας» (1928)

και «Ραχήλ Φαρνχάγκεν, Βιογραφία μιας Γερμανίδας Εβραίας στην

εποχή του Ρομαντισμού» (το ολοκλήρωσε το 1940) δεν έχουν

κυκλοφορήσει στα ελληνικά. Από το βιβλίο της «Οι απαρχές του

ολοκληρωτισμού» (1951) έχει εκδοθεί σε ελληνική μετάφραση το

τρίτο μέρος: «Το ολοκληρωτικό σύστημα» (εκδ. Ευρύαλος, 1988).

Εχουν επίσης κυκλοφορήσει στα ελληνικά τα έργα της:

- Η ανθρώπινη κατάσταση - Vita activa (εκδ. «Γνώση, 1988).

- Σκέψεις για την πολιτική και την επανάσταση. (Συνομιλία της Αρεντ

με τον Γερμανό συγγραφέα Αντελερτ Ριφ, εκδ. Ερασμος, 1987.)

- Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ. Η κοινοτοπία του κακού (εκδ. Θύρσος,

1995).

- Μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος (εκδ. Λεβιάθαν, 1996).

- Ανθρωποι σε ζοφερούς καιρούς (εκδ. Νησίδες, 1998).

Page 66: Hannah Arendt 24grammata.com

- Περί βίας (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2000).

Το βιβλίο της «Για την επανάσταση» πρόκειται σύντομα να

κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια». Μεταξύ των έργων

της που δεν έχουν εκδοθεί στα ελληνικά είναι και το τελευταίο της,

«The Life of the Mind» («H ζωή του νου»), το οποίο εκδόθηκε στις

ΗΠΑ μετά το θάνατό της, επιμελημένο από τη Μαίρη Μακάρθι.

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι ιδέες της Γερμανοεβραίας

φιλοσόφου συναντούν όλο και ευρύτερη αναγνώριση

Πόλεμος και επανάσταση, τυραννία και δημοκρατία, εξουσία και βία. Ο

ολοκληρωτισμός και οι συνθήκες που καθιστούν ανθρώπους του

«πολιτισμένου» κόσμου ικανούς για την πιο αποκρουστική

βαρβαρότητα. Η κυριαρχική δομή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας

στις σύγχρονες μαζικές κοινωνίες. Το όραμα της πολιτικής ελευθερίας.

Λίγοι στοχαστές έχουν αγγίξει με τόση διαύγεια και οξυδέρκεια όσο η

Χάνα Αρεντ τα μεγάλα ζητήματα που έθεσε ο 20ός αιώνας. Φέτος

συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τη γέννησή της, και η επέτειος

έδωσε την ευκαιρία να εκτιμηθεί η σημασία του έργου της κάτω από το

φως των εξελίξεων τις τρεις δεκαετίες που πέρασαν από τον θάνατό

της, το 1975.

Γόνος εβραϊκής οικογένειας της Γερμανίας, η Αρεντ ανήκε στην

κοινότητα που έγινε στόχος εξόντωσης από το ναζιστικό καθεστώς. Η

φιλελεύθερη ανατροφή της, μακριά από θρησκευτικές προκαταλήψεις,

την όπλισε με ανεξαρτησία πνεύματος και αυτοπεποίθηση,

οχυρώνοντάς την απέναντι στην ηττοπάθεια που γεννούσε σε πολλούς

Γερμανοεβραίους η άνοδος του αντισημιτισμού. Οι σπουδές της -

φιλοσοφία, θεολογία, αρχαία ελληνικά- την έφεραν σε επαφή με

εξέχουσες προσωπικότητες της πνευματικής ζωής της Γερμανίας: Τον

Καρλ Γιάσπερς (με τον οποίο την ένωσε ισόβια φιλία), τον Εντμουντ

Χούρσελ, τον Μάρτιν Χάιντεγκερ. Η αμοιβαία έλξη ανάμεσα στην

ανήσυχη νεαρή Εβραία και τον «μυστικό μάγο της σκέψης» -όπως

χαρακτήρισε η Αρεντ τον Χάιντεγκερ- εξελίχθηκε σε ερωτικό δεσμό,

που συνέπεσε με μια από τις πιο παραγωγικές περιόδους του

φιλοσόφου, όταν δούλευε το περίφημο βιβλίο του «Το Είναι και ο

Page 67: Hannah Arendt 24grammata.com

Χρόνος». Μοιραία όμως η σχέση τους οδηγήθηκε σε αδιέξοδο εξαιτίας

της φιλικής στάσης του Χάιντεγκερ προς το ναζιστικό καθεστώς -

πίστεψε στη χίμαιρα ότι οι νέοι ηγέτες θα έδιναν και πάλι στον

γερμανικό λαό τη χαμένη του υπερηφάνεια.

Στο Παρίσι

Η Αρεντ παρακολούθησε με απορία τη βαθμιαία μόλυνση ολόκληρης

της γερμανικής κοινωνίας, και ιδιαίτερα των πανεπιστημιακών κύκλων,

από το μικρόβιο του αντισημιτισμού. «Τους εχθρούς μας τους

γνωρίζαμε καλά, εκείνο που μας εξέπληξε ήταν η αντίδραση των φίλων

μας», έγραψε αργότερα. Το 1933, σίγουρη πια ότι η ίδια η ζωή της

κινδύνευε, έφυγε για το Παρίσι, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε με

άλλους εξόριστους, όπως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και ο κομμουνιστής

δημοσιογράφος Χάινριχ Μπλύχερ, τον οποίο παντρεύτηκε το 1940. Τη

χρονιά εκείνη, με τη Γαλλία να βρίσκεται πλέον υπό γερμανική κατοχή,

ο Μπένγιαμιν αυτοκτόνησε, μετά την αποτυχημένη του προσπάθεια να

περάσει τα σύνορα προς την Ισπανία. Προηγουμένως είχε εμπιστευθεί

στην Αρεντ το χειρόγραφο του έργου του «Για την έννοια της

ιστορίας», το οποίο αργότερα εκείνη φρόντισε να εκδοθεί.

Tο 1941 η Χάνα Αρεντ έφυγε για τη Νέα Υόρκη μαζί με τον σύζυγό της.

Ο Μπλύχερ, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στη στροφή της Αρεντ

προς την πολιτική σκέψη, στάθηκε κοντά της για τριάντα χρόνια,

ιδεώδης σύντροφος και συμπαραστάτης. Μαζί του συζητούσε τις ιδέες

της, σχηματίζοντας μια «μικρή κοινότητα σκέψης» που επεκτάθηκε

και σε ευρύτερο κύκλο φίλων, ανάμεσά τους ο Οντεν, ο Χέρμαν Μπροχ

και η Μαίρη Μακάρθι.

Page 68: Hannah Arendt 24grammata.com

http://journal.eutopia.gr/el/i-hana-arent-gia-to-systima-ton-symboylion

Η Χάνα Άρεντ για το σύστημα των συμβουλίων

Η Χάνα Άρεντ είναι μια πολιτική φιλόσοφος του 20ου αιώνα η οποία δεν μπορεί να

ενταχθεί σε καμιά από τις σχολές που κυριάρχησαν στη σκέψη της εποχής της. Παρά την

τεράστια σημασία που αποδίδει στο πολιτικό, απέφυγε κάθε μορφή πολιτικής

στράτευσης. Η σκέψη της, και κυρίως η περισσότερο γνωστή κριτική της στον

ολοκληρωτισμό, τόσο στη ναζιστική όσο και στη σταλινική του εκδοχή, παρείχε

επιχειρήματα στους υπερασπιστές της αστικής δημοκρατίας. Παρόλα αυτά, αν μελετήσει

κανείς το σύνολο του έργου της, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κριτική της στην

αντιπροσωπευτική αστική δημοκρατία είναι εξίσου δριμεία. Η Άρεντ είναι μια στοχαστής

που υπερασπίζεται την άμεση, πρόσωπο με πρόσωπο, δημοκρατία και αντιτάσσεται στη

διαχειριστική αντίληψη της πολιτικής και την ηγεμονία της οικονομίας.

Αξίζει να γίνει αναφορά σ’ αυτό που η Άρεντ θεωρεί ως το πιο αξιόλογο αποκύημα της

επαναστατικής παράδοσης, η σημασία του οποίου έχει υποβαθμιστεί από τους

ιστορικούς. Γίνεται λόγος εδώ για το συμβουλιακό σύστημα. Αυτό που έλκει το

ενδιαφέρον της φιλοσόφου είναι ότι τα συμβούλια, με διάφορες μορφές, αναδύθηκαν στο

πλαίσιο όλων των αυθεντικών επαναστάσεων του 19ου και του 20ου αιώνα, χωρίς οι

επαναστάτες σε κάθε περίπτωση ν’ αναφέρονται στην ίδια θεωρητική παράδοση1. Οι

“ειδικοί” της επανάστασης στην καλύτερη περίπτωση αναγκάστηκαν ν’ αποδεχτούν αυτά

τα αυθόρμητα λαϊκά δημιουργήματα, αποδίδοντάς τους μεταβατικό ρόλο στην

επανάσταση, χωρίς να κατανοούν πως οι πολίτες οργανώθηκαν σε συμβούλια με την

πρόθεση οι θεσμοί αυτοί να συγκροτήσουν μια νέα τάξη πραγμάτων η οποία θα επιβίωνε

της επανάστασης ως η νέα μορφή διακυβέρνησης2.

Η Άρεντ απαριθμεί τις ιστορικές στιγμές κατά τις οποίες έλαβε χώρα η συγκρότηση

συμβουλίων. Με χρονολογική σειρά γίνεται αναφορά στην Παρισινή Κομμούνα του 1871,

στα Σοβιέτ που δημιουργήθηκαν στη Ρωσία το 1905 και το Φεβρουάριο του 1917,

στα Arbeiter- καιSoldaten-räte (Συμβούλια εργατών και στρατιωτών) στη Γερμανία κατά

τα έτη 1918 και 1919 και, τέλος, στο συμβουλιακό σύστημα στο πλαίσιο της Ουγγρικής

Επανάστασης το 19563. Αυτές οι μορφές οργάνωσης των πολιτών συνιστούν, κατά την

Άρεντ, θεσμούς ελευθερίας με τη θετική έννοια4, καθώς στο πλαίσιο τους έγινε

πραγματικότητα η άμεση συμμετοχή όλων των πολιτών στη διακυβέρνηση. Ένα

χαρακτηριστικό το οποίο μοιράζονται αυτές οι πολιτικές απόπειρες είναι η διάθεσή τους

να εξαπλωθούν ως πρόταση συλλογικής οργάνωσης αλλά και να οργανωθούν σε

ευρύτερη βάση, συγκροτώντας συμβούλια συμβουλίων5. Η ομοσπονδιακή οργάνωση

τέτοιων στοιχειωδών μονάδων πολιτικής συγκρότησης συνιστά, κατά την Άρεντ,

Page 69: Hannah Arendt 24grammata.com

πρόσφορη απάντηση τόσο στο κομματικό σύστημα, που στηρίζεται στην

αντιπροσώπευση όσο και στη σύγχρονη μαζική, και απολιτική, κοινωνία6.

Σε σχέση, ιδίως, με το κομματικό σύστημα η Άρεντ αντιλαμβάνεται τα συμβούλια

ως απόλυτα ανταγωνιστική μορφή οργάνωσης. Παρότι και οι δύο πολιτικές μορφές είναι

δημιουργήματα της νεοτερικότητας, η αντίθεσή τους έγκειται στην αντίληψη που

βρίσκεται στη βάση του καθενός σε σχέση με την ιδιότητα του πολίτη. Στο κομματικό

σύστημα οι πολίτες περιορίζονται στο ρόλο των εκλογέων αντιπροσώπων, οι οποίοι

προεπιλέγονται, στην ουσία διορίζονται, από την κομματική ιεραρχία. Οι αντιπρόσωποι

αυτοί μπορεί, στην καλύτερη περίπτωση, να υπερασπίζονται τα συμφέροντα των πολιτών

αλλά δεν είναι δυνατό στο πρόσωπό τους να εκφράζονται οι γνώμες και οι πράξεις του

εκλογικού σώματος, οι κεντρικές δηλαδή, πολιτικές λειτουργίες7. Αντίθετα, στα

συμβούλια, όπου οι πολίτες συμμετέχουν άμεσα στη διακυβέρνηση, εκδηλώνεται η

πολιτική τους ελευθερία, μέσω της αδιαμεσολάβητης πράξης και έκφρασης γνώμης.

Εξάλλου, τα προγράμματα των κομμάτων προσφέρουν ένα υλικό άνωθεν σχεδιασμένο

και έτοιμο προς επιτέλεση σ’ ό,τι αφορά τα πολιτικά ζητήματα, σε αντιδιαστολή με τα

συμβούλια, όπου είναι εφικτή η αυθόρμητη δημιουργία8. Το κομματικό σύστημα, ακόμα

και στην επαναστατική του εκδοχή, αντιλήφθηκε τον κίνδυνο που αποτελούσαν τα

συμβούλια για τη συγκεντροποιημένη κεντρική εξουσία γι’ αυτό και προχώρησε στην

αποδυνάμωση και την καταστολή τους μετά την επικράτησή του, τόσο στο πλαίσιο της

Γαλλικής όσο και της Ρωσικής Επανάστασης.

Το κομματικό σύστημα, κατά την Άρεντ, οφείλει σε μεγάλο βαθμό την

επικράτηση του στο συγκεντρωτικό χαρακτήρα του έθνους-κράτους9. Η Άρεντ

αντιλαμβάνεται την ύπαρξη του έθνους-κράτους τόσο ως πρόφαση για την επιβολή μιας

συγκεντρωτικής πολιτικής εξουσίας, όσο και ως το πλαίσιο στο οποίο εκδιπλώνεται η

γενική βούληση του λαού, μια έννοια ασύμβατη με την πολιτική ελευθερία. Στην

επίκληση στη γενική βούληση αποδίδει η Άρεντ την τρομοκρατική τροπή και τελικά την

αποτυχία της Γαλλικής Επανάστασης. Θεωρεί ότι η γενική βούληση ανέλαβε το θεσμικό

ρόλο του αποκεφαλισμένου μονάρχη. Το έθνος-κράτος και η επικράτηση του

αντιπροσωπευτικού, κομματικού συστήματος συγκροτούν μια μορφή διακυβέρνησης

κατ’ ουσίαν ολιγαρχική10. Οι σύγχρονες δημοκρατίες είναι δημοκρατικές μόνο κατ’

όνομα. Υπάρχει ένας επιπλέον λόγος γι’ αυτό. Πρόκειται για τη θέση της Άρεντ πως, σε

ό,τι αφορά τα πολιτικά ζητήματα, δεν υπάρχουν ειδήμονες, άνθρωποι οι οποίοι κατέχουν

μια ειδική γνώση της οποίας ο καθένας δεν μπορεί να γίνει κοινωνός11. Παρότι η

φιλόσοφος αναφέρεται σε πολιτικές αρετές, οι αρετές αυτές συνίστανται στη διάθεση, το

ενδιαφέρον, ακόμα και το πάθος των ανθρώπων να συμμετέχουν στη διακυβέρνηση.

Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι τα μόνα κριτήρια καταλληλότητας για το πεδίο των

πολιτικών πραγμάτων. Στην ουσία η Άρεντ αναφέρεται σε μια αυτοεπιλογή ως προς την

παρουσία του καθενός στο δημόσιο χώρο12.

Υπάρχει, ωστόσο, μια κριτική που επιφυλάσσει η Άρεντ στην πραγματικότητα

των συμβουλίων και ειδικά στην εργατική τους μορφή. Αφορμή αυτής της κριτικής είναι

Page 70: Hannah Arendt 24grammata.com

η πρόθεση των εργατικών συμβουλίων, κυρίως στη διάρκεια της Ουγγρικής

Επανάστασης, να αναλάβουν τη διαχείριση των εργοστασίων. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει

στο πεδίο της πολιτικής, η διοίκηση ή η διαχείριση απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις και

συγκεκριμένες ικανότητες. Δεν υπάρχει δηλαδή τίποτα το οποίο να εγγυάται πως οι

άνθρωποι που είναι κατάλληλοι και αποτελεσματικοί όταν πράττουν πολιτικά είναι

ικανοί να διοικήσουν με την ίδια επιτυχία13. Θεωρεί μάλιστα η φιλόσοφος πως αποτελεί

ενός είδους υποβιβασμό για τους εργάτες, οι οποίοι λειτουργούσαν ως πολίτες εντός των

συμβουλίων τους, να στρέψουν το ενδιαφέρον τους πάλι στο χώρο του εργοστασίου. Η

κριτική της Άρεντ στη διαχειριστική όψη των εργατικών συμβουλίων έχει βαθύτερες

ρίζες στη σκέψη της. Στη βάση της βρίσκεται η διάκριση μεταξύ αναγκαιότητας και

ελευθερίας. Το εργοστάσιο, σ’ αυτά τα συμφραζόμενα, υπάρχει για να παρέχει τα

αναγκαία της επιβίωσης και, μ’ αυτήν την έννοια εξυπηρετεί τις ανάγκες του ανθρώπου

ως μέλους του είδους του, όχι ως πολιτικής οντότητας. Η διαχείριση της δραστηριότητας

του μόχθου στο πεδίο της αναγκαιότητας δε συνιστά, κατά την Άρεντ, πολιτική πράξη,

ανήκει περισσότερο, με όρους αρχαίας ελληνικής ‘πόλεως’, στην επικράτεια του οίκου

παρά το δήμου14.

Ανεξάρτητα πάντως από αυτή τη λειτουργία των συμβουλίων, την οποία η Άρεντ

αντιμετωπίζει με κριτική διάθεση, είναι άξιο παρατήρησης πως, συγκριτικά με τις άλλες

μορφές πολιτειακής οργάνωσης, το συμβουλιακό σύστημα κερδίζει την ανεπιφύλακτη

εύνοιά της15. Η προτίμηση αυτή οφείλεται στον αυθόρμητο χαρακτήρα της συγκρότησης

των συμβουλίων αλλά και στην πραγμάτωση εντός τους της πολιτικής ελευθερίας.

Επιπλέον, η Άρεντ θεωρεί πως το συμβουλιακό σύστημα είναι απαράμιλλη απόδειξη ότι ο

λαός, όταν απεκδύεται την κηδεμονία των κυριάρχων του, δε μετατρέπεται σ’ έναν όχλο

που δημιουργεί συνθήκες χάους, αλλά, αντίθετα, τείνει να οργανώνεται θεμελιώνοντας

μια νέα τάξη πραγμάτων η οποία φιλοδοξεί να διαρκέσει στο χρόνο16.

Η αξία της υπεράσπισης των συμβουλίων από την Άρεντ δεν εντοπίζεται στην

πρωτοτυπία της. Πολλά πολιτικά κινήματα και οι άνθρωποι που τα συγκροτούν

εξακολουθούν να αναφέρονται σε αυτά ως φωτεινές στιγμές της επαναστατικής

παράδοσης. Το ενδιαφέρον έγκειται στην πορεία που ακολουθεί ώστε να καταλήξει στο

συμπέρασμα ότι τα συμβούλια είναι η πιο πρόσφορη μορφή πολιτικής οργάνωσης. Η

αφετηρία της είναι φιλοσοφική. Πρώτα συγκροτεί μια θεωρία για την πολιτική

ελευθερία, η οποία είναι συστηματική και μετά αναζητά στην ιστορία τις πολιτικές

μορφές που ανταποκρίνονται σε αυτήν. Το έργο της Άρεντ δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί

ως πολιτικό ευαγγέλιο, η συστηματικότητα και η ανεξαρτησία, όμως, της σκέψης της

μπορεί να φανεί χρήσιμη στους ανθρώπους που σκέφτονται και δρουν για την κοινωνική

ανατροπή.

Ντόνια Αβραμίδου

Page 71: Hannah Arendt 24grammata.com

1 Άρεντ, Χάνα, Για την επανάσταση, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 243.

2 ό.π., σ. 232.

3 ό.π., σ. 242.

4 Η Άρεντ κάνει διάκριση μεταξύ της ελευθερίας να πράττει κανείς, της ελευθερίας χάριν-του (freedom), την οποία χαρακτηρίζει θετική, και της ελευθερίας από περιορισμούς (liberty), της αρνητικής ελευθερίας. Η τελευταία, σε αντίθεση με την πρώτη, δεν προϋποθέτει τη δημοκρατία. Θα ήταν δυνατό να παραχωρηθεί και από έναν φωτισμένο μονάρχη.

5 ό.π., σσ. 247-248.

6 ό.π., σ. 259.

7 ό.π., σ. 249.

8 ό.π., σ. 244.

9ό.π., σσ. 228-230.

10ό.π., σ. 250.

11ό.π., σ. 245.

12ό.π., σ. 258.

13ό.π., σσ. 254-255.

14 Arendt,Hannah, Die hungarische Revolution und der Totalitäre Imperialismus, Piper, München, 1958, σσ. 41-42.

15Γιατηθετικήαποτίμηση των συμβουλίων πρβλ. Αρεντ, Χάνα, Η Ανθρώπινη Κατάσταση (VitaActiva), μτφρ. Στέφανος Ροζάνης & Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Γνώση, Αθήνα, 1986, σσ. 294-295, Arendt, Hannah, Crises of the Republic, Harcourt-Brace, New York 1972, σ. 231 και Άρεντ, Χάνα, Περί βίας, μτφρ. Β. Νικολαϊδου-Κυριανίδου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2000, σσ. 84-85. Τον ενθουσιασμό της Άρεντ για το σύστημα των συμβουλίων διαπιστώνει και η Άγκνες Χέλλερ στο Χέλλερ, Άγκνες, Η μεγάλη δημοκρατία, μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Έρασμος, Αθήνα 2007, σ.13.

16 Άρεντ, Χάνα, Για την επανάσταση, ό.π., σ. 251-253.

Page 72: Hannah Arendt 24grammata.com

Hannah Arendt: η κοινοτοπία του κακού και η δύναμη της καθαρής σκέψης Γράφουν, Κινηματογράφος

από Δημήτρης Αργυρός

Παρακολουθώντας την ταινία Χάνα Άρεντ, με την καταπληκτική Μπάρμπαρα Σούκοβα να υποδύεται την φιλόσοφο, πάρα τον σχετικό ακαδημαϊσμό της, σου δημιουργείτε η επιθυμία να διαβάσεις κάποια έργα της. Και αυτή είναι νομίζω και η μεγάλη προσφορά της ταινίας.

Η ταινία κατά κύριο λόγο, έχει ως βάση την παρακολούθηση και συνέχεια την θέση που πήρε η Γερμανοεβραία Χάνα Άρεντ στην δίκη του ναζί Α. Αιχμαν. Μια θέση που την έφερε σε οριστική ρήξη με τους σιωνιστικούς κύκλους στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ. Ταυτόχρονα παρακολουθούμε την σχέση της με τον άνδρα της, τον Χ. Μπλύχερ, που υπήρξε ένας μαρξιστής αντισταλινικός διανοούμενος που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πολιτική στροφή της Χάνα

Άρεντ.

Άλλα και την σχέση ζωής της Χάνα Άρεντ με τον Μ. Χάιντεγκερ, τον «μυστικό μάγο της σκέψης» της, μια σχέση φιλοσοφική, ρομαντική, ερωτική, που τελείωσε με την ναζιστική στροφή του μεγάλου φιλοσόφου Μ. Χάιντεγκερ και αποκαταστάθηκε μεταπολεμικά.

Έλεγε ο Σαρτρ πως οι άνθρωποι δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι επιλογές τους και εκεί εδράζεται τόσο η ευθύνη τους, όσο και ελευθερία τους, για αυτό το λόγο έχει ευθύνες το να είσαι ελεύθερος, για αυτό το λόγο δεν είναι εύκολο το να είσαι ελεύθερος.

Και η Γερμανοεβραία Χάνα Άρεντ σε όλη την ζωή της έκανε με μεγάλη συναίσθηση του ιστορικού και οντολογικού χρέους, κόπο, πόνο και κυρίως με σκέψη τις επιλογές της. Όπως όταν παρακολούθησε την δίκη του ναζιστή γραφειοκράτη Α. Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Ο Α. Άιχμαν ήταν ένας συνταγματάρχης των ss, επικεφαλής στην γκεστάπο για τις μαζικές εκτοπίσεις των εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα κολαστήρια της μαζικής εξόντωσης τους. Ο Α. Άιχμαν διέφυγε στην Αργεντινή και εκεί τον βρήκαν οι

Page 73: Hannah Arendt 24grammata.com

Ισραηλινοί, τον απήγαγε η Μοσάντ και τον έστειλε στο Ισραήλ να δικαστεί και τελικά να καταδικαστεί σε θάνατο. (http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%BB%CF%86_%CE%86%CE%B9%CF%87%CE%BC%CE%B1%CE%BD).

Η Χάνα Άρεντ παρακολουθώντας την δίκη του Α. Άιχμαν αντί να δει ένα ανθρωπόμορφο τέρας, είδε ένα απολύτως φυσιολογικό άνθρωπο, ένα απολύτως συνειδητοποιημένο γραφειοκράτη που δεν σκέπτεται, που απλώς κάνει με αφοσίωση το καθήκον του στο νόμου του Χίτλερ. Ένα μικρό και ασήμαντο ανθρωπάκο που ο άνεμος των γεγονότων τον μετέτρεψε σε ιστορικό πρόσωπο και του έδωσε μια τέτοια ευθύνη. Ήταν η απερισκεψία που διαφέρει από την βλακεία που τον μετέτρεψε σε ένα από τους μεγαλύτερους εγκληματίες του 20ού αιώνα, ο Α. Άιχμαν ήταν απλώς ανίκανος να σκεφτεί.

Αυτό δεν μηδενίζει την ευθύνη του, δεν το δικαιολογεί, η Χάνα Άρεντ ερμηνεύει σε μια φιλοσοφική βάση αυτό που η ίδια ονόμασε κοινοτοπία του κακού. Η φιλόσοφος πιστεύει πως το μεγαλύτερο κακό είναι αυτό που διαπράττεται από μικρούς, ασήμαντους ανθρώπους. Από ανθρώπους δίχως κίνητρα, χωρίς πεποιθήσεις, χωρίς φανατισμό, χωρίς διαβολικές σκέψεις. Από ανθρώπους που αρνιούνται την ανθρωπιά τους. «Τα ειδεχθέστερα εγκλήματα διαπράττονται από τιποτένιους ανθρώπους που αρνούνται την ίδια τους την ατομικότητα».

Η βάση του ολοκληρωτισμού, η βάση της κοινοτοπίας του κακού δεν είναι οι φανατισμένοι, οι ιδεολόγοι εκφραστές των ολοκληρωτικών ιδεολογιών, αλλά οι μικροί, συνηθισμένοι άνθρωποι που δεν σκέπτονται και τους ακολουθούν. Χωρίς αυτούς τους δεύτερους που αρνούμενοι την σκέψη, αρνούνται την ανθρωπιά τους, οι πρώτοι θα ήταν απλώς γραφικοί. Κάτι που σε ένα βαθμό το παρατηρούμε και σήμερα με την υπόθεση της ΧΑ, με τους ηγέτες της, τα μέλη και τους ψηφοφόρους της.

Στην περίπτωση όμως της Χάνα Άρεντ αυτή η ηθική κατάπτωση, η απερισκεψία αφορούσε και τους ηγέτες των εβραίων που συνεργαστήκαν με τους ναζί στην φάση της εκτόπισης στα γκέτο και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Είναι αυτό το σημείο που προκάλεσε την οριστική ρήξη της φιλοσόφου με τους παλαιούς εβραίους σιωνιστές φίλους της. Είναι το σημείο που οι σιωνιστικοί εβραϊκοί κύκλοι στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ την μετέτρεψαν σε φιλοναζί.

Μια δογματική, ανόητη και απάνθρωπη τοποθέτηση που έκφραζε τα συμφέροντα ενός έθνους- κράτους που καταπάτησε τα δικαιώματα ενός άλλου λαού για να οικοδομήσει το δικό του κράτος. Φυσικά η κοσμοπολίτισσα, άπατρις Γερμανοεβραία Χάνα Άρεντ, είχε πολύ νωρίς διαχωριστεί από το σιωνιστικό ιδεώδες, που μίκρυνε την σκέψη της και το πεδίο της. Άλλωστε όπως και η ίδια λέει σε μια στιγμή της ταινίας, συνομιλώντας με τον σιωνιστή φίλο της Κ. Μπλούμενφελντ που την κατηγορεί πώς δεν αγάπησε τους εβραίους και το Ισραήλ, δεν αγάπησα κανένα λαό, αγαπάω τους φίλους μου.

Η Χάνα Άρεντ πίστευε πως δίχως σκέψη, ανθρωπιά δεν υπάρχει, και αυτή την σκέψη και την ανθρωπιά επιχείρησαν να καταλύσουν τα ολοκληρωτικά συστήματα, με το σύστημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης να είναι η κορύφωση της απαξίωσης του ανθρώπου ως άνθρωπο. Η σκέψη δεν έχει να κάνει με την γνώση, έχει να κάνει με την ηθική διάκριση καλού- κακού,

Page 74: Hannah Arendt 24grammata.com

όμορφου- άσχημου. Το κακό εν τελεί είναι ακραίο και ρηχό , ενώ το καλό είναι βαθύ και ριζοσπαστικό. Και σε αυτό το σημείο ο νεοκαντιανισμός προβάλει κυρίαρχος.

Και για αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο πως μελετώντας τις τρεις μεγάλες επαναστάσεις, την Αμερικάνικη, την Γαλλική και την Οκτωβριανή, επιλέγει την Αμερικάνικη γιατί οικοδόμησε συγκεκριμένους θεσμούς πολιτικής ελευθέριας, σε αντίθεση με την Γαλλική και Οκτωβριανή που κινήθηκαν γύρω από τις έννοιες της ισότητας και αδελφότητας.

Ο Χάνα Άρεντ υπήρξε συνεχιστής της σκέψης του Μ. Χάιντεγκερ που πίστευε πως ότι ο συνήθης στοχασμός, ως τεχνικός τρόπος σκέψης ξεκομμένος από το Μέσα στον Κόσμο Είναι, οδηγεί τους ανθρώπους σε πλάνες. Η σκέψη δεν μπορεί παρά να συνδυαστεί με την δράση. Και η δράση θέλει ανθρώπους δίχως παρωπίδες, αλλιώς οδηγεί στην κοινοτοπία του κακού και στο ολοκληρωτισμό. Ο ολοκληρωτισμός για την φιλόσοφο είχε δυο εκφράσεις, τον ναζισμό και το σταλινισμό. Το ίδιο ίσχυε και ισχύει όμως και για τον σύγχρονο δυτικό καταναλωτικό καπιταλισμό. Μεταμορφωνόμαστε σε εγωιστές- καταναλωτές εμπορευμάτων, που συχνότατα δρούμε, δίχως να σκεφτούμε. Αυτό αφορά και τους ίδιους τους φιλελεύθερους και νεοφιλελευθέρους που στο όνομα της οικονομικής ελευθέριας, περιορίζουν αν δεν καταργούν την πολίτικη ελευθερία. Πολλές φορές μη κατανοώντας τι κάνουν και αυτοί.

Ο κόσμος και εμείς γινόμαστε αντικείμενα προς κατανάλωση και έχουμε μεταλλαχτεί σε μαζάνθρωποι, που σε αυτή την φάση της κρίσης αδυνατούμε να δώσουμε απαντήσεις στα αίτια που μας στερούν την εργασία, άρα και την καταναλωτική μας ταυτότητα. Μας στερούν την συγκεκριμένη εδώ-στο κόσμο, ύπαρξη, όπως είχε διαμορφωθεί. Μας είχαν μετατρέψει σε «κανονικούς» ανθρώπους προς κατανάλωση και έχουμε γίνει κατατονικοί που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις καταναλωτικές τους επιθυμίες, όπως μας είχαν κατασκευάσει. Και το χειρότερο είναι πως δεν μπορούμε να σκεφτούμε καθαρά, ή δεν μπορούμε να σκεφτούμε καθόλου σε αυτή την φάση. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο κακό για την Άρεντ.

Σε αυτό το σημείο όμως να μου επιτρέψετε μια θεμελιώδη διαφωνία με την Χάνα Άρεντ. Θα είναι λάθος να εκκινούμε τα πράγματα από την άρνηση ή την αποτυχία μας να δούμε τα πράγματα καθαρά. Άρα από την αποτυχία μας να είμαστε συνειδητοποιημένα πολιτικά όντα.

Page 75: Hannah Arendt 24grammata.com

Η βάση της κοινοτοπίας του κακού, οι μορφές του ολοκληρωτισμού, είτε αυτές είναι οι ναζί, είτε ο σταλινισμός(για τον τελευταίο θέλει μεγάλη συζήτηση), είτε ο ολοκληρωτικός εμπορευματικός καπιταλισμός εδράζονται σε μια συγκεκριμένη υλική βάση, σε μια συγκεκριμένη παραγωγική διαδικασία. Που με βάση μια κυρίαρχη ιδεολογία διαμορφώνει «κανονικούς» ανθρώπους που πρέπει να σκέπτονται με ένα συγκεκριμένο τρόπο, να δρουν/ ζουν με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Το είναι, το συγκεκριμένο πολιτικοοικονομικό και κοινωνικό είναι διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την συνείδηση και επιβάλει μια σκέψη. Μόνο σκεπτόμενα και ανήσυχα πνεύματα- ατομικότητες ξεφεύγουν και βάζουν μπροστά την καθαρή σκέψη και την πολιτική συνειδητοποίηση. Είναι αυτά τα πρωτοπόρα πνεύματα και ατομικότητες που με συλλογικό αγώνα σπάνε την κατατονική, μονοδιάστατη σκέψη, διαμορφώνοντας τις συνθήκες για συνολικότερες αλλαγές.

Δεν αρκεί η οικοδόμηση μορφών πολιτικής ελευθερίας, αντιπροσωπευτικής ή και άμεσης δημοκρατίας, η φιλόσοφος είχε υπερασπιστεί την άμεση -συμβουλιακού τύπου -δημοκρατία(http://journal.eutopia.gr/el/i-hana-arent-gia-to-systima-ton-symboylion). Απαιτείται αλλαγές προς την κατεύθυνση της κοινωνικής και οικονομικής ισότητας και της παγκόσμιας αδελφότητας για να στηριχτεί η πολιτική ελευθερία.

Ναι ο άνθρωπος είναι οι επιλογές του και φέρει την ευθύνη και την ελευθερία αυτών. Μόνο που οι επιλογές μας δεν γίνονται σε ένα ανοικτό δημοκρατικό χώρο- κόσμο. Γίνονται σε συγκεκριμένες πολιτικές, οικονομικές- γεωγραφικές, γεωπολιτικές, κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες, σε μια συγκεκριμένη διαρθρωμένη ολότητα. Που καλούμαστε να την αλλάξουμε άρδην, να απελευθερώσουμε τις δυνατότητες που υπάρχουν. Τοποθετώντας τον άνθρωπο, την καθαρή σκέψη του, την ιστορική του μορφή και έκφραση, στο κέντρο των εξελίξεων.

Δημήτρης Αργυρός

Page 76: Hannah Arendt 24grammata.com

πηγή ΠΑΡΑΣΚΕΥΉ, 30 ΑΥΓΟΎΣΤΟΥ 2013

Πώς η Χάνα Άρεντ κατέκτησε την Αμερική

Reuven Kaminer

Για την έννοια του ολοκληρωτισμού και τον ρόλο της στον σημερινό πολιτικό λόγο Monthly Review

Μτφρ.: Lenin Reloaded

Η Χάνα Άρεντ στις ακτές του Νέου Κόσμου Στο σημείο αυτό, η συζήτησή μας επικεντρώνεται σε ένα κεντρικό στοιχείο της διαμόρφωσης του νέου κλίματος στην διανόηση της Νέας Υόρκης κατά τη δεκαετία του 1940, όταν η Χάνα Άρεντ και ο σύζυγός της Χάινριχ Μπλούχερ έφτασαν στις ΗΠΑ ως πρόσφυγες του γερμανικού φασισμού. Μια σημαντική ομάδα "αντισταλινικών αριστερών" προσέλκυσε την Άρεντ και αναγνώρισε γρήγορα τις εξαιρετικές της ικανότητες. Η ομάδα αυτή, η οποία συνεισέφερε αποφασιστική προσωπική και κοινωνική στήριξη στην ίδια και τον Μπλούχερ, έπαιξε ένα πολύ αμφισβητίσιμο ρόλο στην δημόσια ζωή των ΗΠΑ στα επόμενα χρόνια. Το γεγονός ότι πρώην αριστεροί, και συγκεκριμένα "απόφοιτοι" του επαναστατικού μαρξιστικού αντισταλινικού (Τροτσκιστικού) κινήματος στην δεκαετία του τριάντα και του σαράντα, έγιναν ηγετικοί εκφραστές της ιδεολογίας της αμερικανικής αντίδρασης από τη δεκαετία του πενήντα και μετά έχει διερευνηθεί διεξοδικά [Lenin Reloaded 1, 2, 3]. Το μονοπάτι της εξέλιξης αυτού του συγκεκριμένου τμήματος των αμερικανών διανοουμένων θα ήταν αδύνατο χωρίς το στάδιο του Τροτσκισμού. Αυτή η "οικογένεια", όπως ήταν γνωστοί σε πολλούς, κινήθηκε βήμα-βήμα από τον επαναστατικό, κομμουνιστικό, μαρξιστικό αντισταλινισμό κατά τη δεκαετία του τριάντα στον απλό αντισταλινισμό. Από κει, το μονοπάτι για τον παθιασμένο, στρατευμένο αντικομμουνισμό (χωρίς Τρότσκι και επανάσταση), και για την ένθερμη υποστήριξη των ΗΠΑ ως φρουρίου του Ελεύθερου Κόσμου κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, ήταν βραχύ. Αυτοί που ξεκίνησαν την πολιτική τους ζωή ως πεπεισμένοι επαναστατικοί μαρξιστές μετακινήθηκαν, μέσα από την κεντρική θέση του "αντισταλινισμού", στην καταδίκη της σοβιετικής δικτατορίας και την ταύτιση με τις επίσημες αμερικανικές πολιτικές, ως μόνης αξιόπιστης οχύρωσης ενάντια στο κύμα μπολσεβικικής επιθετικότητας. Η σύγχρονη εμπειρία με το νεοσυντηρητικό κίνημα στις ΗΠΑ [Lenin Reloaded, "Πορτραίτο του διανοούμενου ως αποστάτη: James Burnham"] θα βοηθήσει τον αναγνώστη να κατανοήσει πώς μια σχετικά μικρή ομάδα διανοουμένων μπορεί πράγματι να εξελιχθεί σε ζωτικό παράγοντα για την ηγετική ελίτ. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ομάδα των νεοσυντηρητικών μπορεί κανείς να εντοπίσει προσωπικές και οικογενειακές διασυνδέσεις με την αντισταλινική αριστερά. Αυτή η πολύ ενδιαφέρουσα ομάδα διανοουμένων, που προσέλκυσε την Άρεντ και τον Μπλούχερ, έχει ονομαστεί "οι διανοούμενοι της Νέας Υόρκης." Ακόμα και μια ατελής λίστα των κυρίων εκπροσώπων τους περιέχει ονόματα με μεγάλη επίδραση και ακόμα και φήμη, όπως, ανάμεσα σε άλλους, οι Irving Kristol, Sydney Hook, Lionel Trilling, Clement Greenberg,

Page 77: Hannah Arendt 24grammata.com

Irving Howe, Alfred Kazin, Daniel Bell, και Nathan Glazer. Στην Νέα Υόρκη, η Άρεντ και ο σύζυγός της έγιναν μια πολύτιμη κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική ενίσχυση για τους νεοϋορκέζους. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Άρεντ είχε ήδη κάνει όνομα με άρθρα σε διάφορα περιοδικά όπως το Partisan Review και το Commentary [αμφότερα χρηματοδοτημένα από τη CIA, όπως έγινε δημόσια γνωστό ήδη από το 1967 στις ΗΠΑ, στα πλαίσια της επίσημα παραδεδεγμένης χρηματοδότησης της CIA στους "νεοϋορκέζους διανοούμενους"]. Οπωσδήποτε, η Άρεντ έκανε έντονη εντύπωση στους ντόπιους συνεργάτες της ως κάποια που μιλούσε στη βάση εκ του σύνεγγυς γνώσης των ευρύτερων οριζόντων της ευρωπαϊκής κουλτούρας. Έγινε σύντομα ξεκάθαρο ότι η Άρεντ ήξερε όλα όσα ήξεραν οι νέοι της συνάδελφοι κι ακόμα περισσότερα. Τον Μάρτιο του 1946, ο Τσώρτσιλ, στην διάσημη ομιλία του στο Φούλτον του Μιζούρι, διέλυσε ενσυνείδητα και αποτελεσματικά τα απομεινάρια της αντιφασιστικής συμμαχίας των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΣΣΔ και απαίτησε να αντιμετωπιστούν οι Σοβιετικοί από θέση ισχύος. Το έτος 1947 έφερε στο προσκήνιο τους πρώτους κανονιοβολισμούς και τις πρώτες συγκρούσεις του Ψυχρού Πολέμου, όπως ήταν το δόγμα Τρούμαν, με στόσο να "βοηθηθούν οι ελεύθεροι λαοί ενάντια στα ολοκληρωτικά καθεστώτα", το Σχέδιο Μάρσαλ [Lenin Reloaded, "Διαβολικές συμπτώσεις: Το 'Σχέδιο Μάρσαλ' ως αριστερό αίτημα"] και η ίδρυση της CIA. Τότε ήταν που η Χάνα Άρεντ συνέλαβε και άρχισε να γράφει την Καταγωγή του Ολοκληρωτισμού. Ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος στις ΗΠΑ δεν θα μπορούσε να είναι πιο ευνοϊκός. Ως ηγέτης του ελεύθερου κόσμου, οι ΗΠΑ έπρεπε να αντισταθούν, να ελέγξουν και να υπονομεύσουν τους κινδύνους που πήγαζαν από την αυξανόμενη δύναμη και το κύρος της ΕΣΣΔ. Με λίγα λόγια, επρόκειτο για μια μάχη της ελευθερίας ενάντια στην τυραννία, της δημοκρατίας ενάντια στον ολοκληρωτισμό. Με δεδομένη την σαφή πρόθεση της συγγραφέως του και της ευφυούς της εκτέλεσης,Η καταγωγή του Ολοκληρωτισμού, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1951, ταίριαζε τέλεια με τις ιδεολογικές ανάγκες της άρχουσας τάξης της νέας της χώρας. Χαιρετίστηκε και θαυμάστηκε αρκούντως από την νέα της ομάδα διανοητικών συμπαραστατών, των οποίων ο αντισταλινισμός είχε εξελιχθεί σε ανεπτυγμένο και στρατευμένο αντικομμουνισμό, και οδηγούσε σε καλέσματα για ακόμα πιο παθιασμένη διεξαγωγή του Ψυχρού Πολέμου. Μια από τις κεντρικές φιγούρες της ομάδας [των "νεοϋορκέζων διανοουμένων"], ο τότε ήδη δημοσιευμένος συγγραφέας Alfred Kazin, βοήθησε την Άρεντ να βρει εκδότη. Πριν απ' αυτό, ο Kazin είχε βοηθήσει τον Μπλούχερ να βρει δουλειά ως καθηγητής στο New School [of Social Research, Νέα Υόρκη], κάτι αρκετά δύσκολο μιας και ο Μπλούχερ, που οπωσδήποτε είχε τα διανοητικά εχέγγυα για να διδάξει σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία και φιλοσοφία, δεν είχε τα απαραίτητα πτυχία. Στις περιστάσεις αυτές, οι οποίες χαρακτηριζόντουσαν από αυξανόμενες ανησυχίες για την εξέλιξη του Ψυχρού Πολέμου, και από τον πραγματικό φόβο μιας επερχόμενης και ολικής στρατιωτικής σύγκρουσης με την ΕΣΣΔ, η Χάνα Άρεντ κινητοποίησε τα εντυπωσιακά της διανοητικά χαρίσματα υπέρ της πλευράς που θεωρούσε ως ελεύθερο κόσμο.

Page 78: Hannah Arendt 24grammata.com

ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟΝ “ΆΪΧΜΑΝ” ΤΗΣ ΧΑΝΑ ΑΡΕΝΤ Οκτ9byΑμετανόητος

Rate This

*

Στο εξονυχιστικό άρθρο του Michael Ezra, “The EichmannPolemics:

Hannah Arendt and Her Critics” (Democratiya 9, Summer 2007)

παρουσιάζονται επιμελώς και σε σχετικά συστηματική χρονολογική

σειρά οι οξύτατες κριτικές που εξασκήθηκαν -κυρίως κατά- του

βιβλίου της Χάνα Άρεντ, Eichmann in Jerusalem: A Report on the

Banality of Evil (Viking Press, 1963)[1]. Η Γερμανοεβραία

πολιτική φιλόσοφος, γνωστότερη για το έργο της γύρω από

τον ολοκληρωτισμό και τον αντισημιτισμό, είχε κληθεί από

τους New York Times να υποβάλει έκθεση σχετικά με τη

δίκη του Αδόλφου Άϊχμαν (Adolf Eichmann), επικεφαλή του

Page 79: Hannah Arendt 24grammata.com

Τμήματος ΙV-B-4 στα Ναζιστικά SS,υπεύθυνο για την επίβλεψη

της θανατικής απέλασης των Εβραίων. Η έκθεση της Άρεντ

δημοσιεύθηκε σε πέντε συνεχόμενα τεύχη της εφημερίδας από τις 16

Φεβρουαρίου μέχρι τις 16 Μαρτίου 1963, ενώ αργότερα τα άρθρα

συγκεντρώθηκαν στο βιβλίο που αναφέρουμε πιο πάνω.

Οι επιθέσεις εναντίων της Άρεντ εστιάζουν σε τρία βασικά σημεία:

1. Η Άρεντ προτάσσει μια αποδαιμονοποιημένη απεικόνιση του

Άϊχμαν, χαρακτηρίζοντας τον άμυαλο “κλόουν” που εκτελούσε

οδηγίες απερίσκεπτα (παρά τον “εγκέφαλο” των επιχειρήσεων),

“συνηθισμένο” και “φυσιολογικό” (παρά διεστραμμένο και σαδιστή

όπως ήθελαν να τον καταδικάσουν μερικοί), και τέλος, άνθρωπο

“συμπαθή”, ίσως και φιλο-Σιωνιστή[2].

2. Η Άρεντ ασκεί σύντομη μα ουσιαστική κριτική εναντίων των

Εβραϊκών Συμβουλίων (Judenrat) τα οποία αντιλαμβάνεται ως

διοικητικές προεκτάσεις του Ναζιστικού καθεστώτος εντός των

εβραϊκών θυλάκων και οι αρχηγοί των οποίων ήταν υποχρεωμένοι να

ακολουθούν τις οδηγίες των Ναζί που αφορούσαν κυρίως την

οργάνωση του διαθέσιμου εργατικού κεφαλαίου και την απέλαση

των Εβραίων προς τα στρατόπεδα θανάτου. «Για έναν Εβραίο,»

γράφει η Άρεντ, «αυτός ο ρόλος των Εβραιών ηγετών ως προς την

καταστροφή του ίδιου του λαού τους είναι αναμφισβήτητα το πιο

σκοτεινό κεφάλαιο ολόκληρης της σκοτεινής (τους) ιστορίας.»

3. Τέλος, κατηγορείται για σοβαρά ιστοριογραφικά και μεθοδολογικά

λάθη, τα οποία οι κριτικοί της επισημαίνουν, αλλά και για αλαζονεία

και πνευματική ανευθυνότητα που κυμαίνεται μεταξύ της

«συμπονετικής» αντίληψής της για τον Άϊχμαν (για τον οποίο γράφει

κάπου «αξιολογήθηκε εσφαλμένα, παρερμηνεύθηκε, παρεξηγήθηκε

και αποτέλεσε θύμα «σκληρής τύχης»), των αντι-Σιωνιστικών της

επιθέσεων, τις «σκανδαλώδεις» κατηγορίες της ενάντια στα Εβραϊκά

Συμβούλια μέχρι κάποιων αβάσιμων γενικεύσεων οι οποίες υπό το

φως ιστορικών δεδομένων καταρρέουν.

Οι υποστηρικτές της Άρεντ, από την άλλη μεριά, μειονεκτούσαν τόσο

σε αριθμό όσο και σε επιχειρήματα:

1. Ένα σημαντικό σκέλος της αμφότερης κριτικής ασχολήθηκε με την

πνευματική υγεία του Άϊχμαν και τη σημασία της πιστοποίησης του

Page 80: Hannah Arendt 24grammata.com

ως «νομικά υγιή», από τη μια, και ως «μη-φανατικό» αντισημίτη ,

από την άλλη, προτάσσοντας εναλλακτικά την αντίληψή του ως

«ιδεαλιστή». Σε αναφορά της στον Άϊχμαν, η Gertrude Ezorsky, κάνει

λόγο για τη «πονηρία» (cunning) παρά για τη «κοινοτυπία»

(banality) του κακού.

2. Πιο σημαντική ήταν η συνεισφορά του Bruno Bettelheim, πρώην

κρατούμενου στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, ο οποίος επαινεί την

Άρεντ και ταυτόχρονα αντιλαμβάνεται το Ολοκαύτωμα όχι σαν το

αποκορύφωμα μιας μακράς ιστορίας αντισημιτισμού, αλλά ένα μέρος

του ρυθμιστικού σχεδίου για τη δημιουργία του ολοκληρωτικού Ράϊχ

(το Ολοκαύτωμα «δεν ήταν το τελευταίο κεφάλαιο του

αντισημιτισμού αλλά ένα από τα πρώτα κεφάλαια του μοντέρνου

ολοκληρωτισμού.») Μιλώντας για τα γκέτο, ο Bettelheim φαίνεται να

συμφωνεί πως τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν διαφορετική

έκβαση εάν ο κόσμος και η ηγεσία του επέλεγαν να αντισταθούν

παρά να επιδοθούν στη σιωπηρή παράδοση που τελικά εφάρμοσαν.

3. Με μη-απολογητικό τόνο η Άρεντ αντικρούει τις κατηγορίες του

προσωπικού της φίλου και διανοούμενου Gershom Scholem που

χαρακτηρίζει τη γραφή της «άκαρδη», «χαιρέκακη», και άνευ

αγάπης για τον Εβραϊκό λαό (Ahabath Israel: «Love of the Jewish

people…»). Η Άρεντ απαντά πως ουδέποτε υποκινήθηκε από

«αγάπη» προς κάποια συλλογικότητα είτε λέγετε εβραϊκή ή εργατική

τάξη ή οτιδήποτε παρόμοιο, μα πως την αγάπη την αντιλαμβάνεται

αποκλειστικά σε προσωπικό επίπεδο, απέναντι σε προσφιλή της

άτομα. Επιπλέον πως «η αγάπη προς τους Εβραίους» είναι από μόνη

της μια πολύ ύποπτη κατηγορία («Δεν «αγαπώ» τους Εβραίους, ούτε

«πιστεύω» σε αυτούς, απλώς ανήκω σε αυτούς εκ των πραγμάτων,

πέραν πάσας αμφιβολίας ή επιχειρήματος…»)

4. Υπερασπιζόμενη τη θέση της για τα εβραϊκά συμβούλια γράφει:

«Είπα ότι δεν υπήρχε καμία δυνατότητα αντίστασης, αλλά υπήρχε η

δυνατότητα να μην κάνουμε τίποτα. Και για να μην κάνουν τίποτα,

δεν χρειάζεται να είναι κανείς άγιος, ένας χρειάζεται μόνο να πει:

Είμαι ένας απλός Εβραίος, και δεν έχω καμία επιθυμία να παίξω

οποιοδήποτε άλλο ρόλο … Αυτοί οι άνθρωποι είχαν ακόμα κάποια

περιορισμένη ελευθερία στη λήψη αποφάσεων και δράσης. Ακριβώς

Page 81: Hannah Arendt 24grammata.com

όπως οι δολοφόνοι των SS επίσης διέθεταν, όπως γνωρίζουμε τώρα,

μια περιορισμένη επιλογή εναλλακτικών λύσεων. Θα μπορούσαν να

πουν: «Θέλω να απαλλαγώ από τα δολοφονικά μου καθήκοντα,» και

τίποτα δεν θα τους συνέβαινε. Επειδή έχουμε να κάνουμε με την

πολιτική των ανθρώπων, κι όχι με ήρωες ή αγίους, είναι αυτή η

πολιτική της «μη συμμετοχής» … είναι αποφασιστικής σημασίας εάν

θα αρχίσουμε να κρίνουμε, όχι το σύστημα, αλλά το άτομο, τις

επιλογές του και τα επιχειρήματα του.»[3]

Στο βιβλίο Πηγές του Ολοκληρωτισμού (1951), γράφει ο κριτικός

Lionel Abel, η Άρεντ δηλώνει εμφατικά την αδυναμία

αποτελεσματικής αντίστασης απέναντι στην ολοκληρωτική εξουσία,

θέση την οποία φαίνεται να αναιρεί στο Ο Άϊχμαν στην

Ιερουσαλήμ. Ανάμεσα στους κριτικούς που υπερασπίστηκαν την

Άρεντ ξεχωρίζουμε τους Daniel Bell και Mary McCarthy, ο μεν να

συζητά τον Άϊχμαν ως το σύμβολο/πρότυπο ενός νέου τύπου

εγκληματία –«ο εγκληματίας που υπακούει τους νόμους του

ολοκληρωτισμού»- και η δε, να ανάγει τις πολεμικές υπέρ και

εναντίων της Άρεντ σε δύο βασικές ομάδες, τους Εβραίους-Σιωνιστές

και τους υπόλοιπους (Gentiles). Ξεχωρίζει λοιπόν τις εντατικές και

«προπαγανδιστικές» προσπάθειες του Σιωνισμού να συναιρέσει

οποιαδήποτε κριτική εναντίων του Σιωνισμού με αντισημιτισμό,

βαφτίζοντάς τες «εκστρατείες μίσους».

Έχουμε καλύψει αρκετά συνοπτικά τα βασικότερα σημεία

ενστάσεων υπέρ και κατά της Άρεντ, τις λεπτομέρειες των οποίων

μπορεί κανείς να διαβάσει αναλυτικότερα στο πρωτότυπο κείμενο. Ο

Άϊχμαν στην Ιερουσαλήμ παραμένει ένα αγκάθι στη μέση της

συζήτησης για το Ολοκαύτωμα και λόγος για τον οποίο η εγκυρότητα

του συνολικού έργου της Άρεντ αμφισβητήθηκε από πολλούς σε

παγκόσμια κλίμακα. Εκτός του ιστορικού (μεθοδολογικού) και

εβραϊκού (εννοιολογικού) πλαισίου όμως, οι θέσεις της Άρεντ

φαντάζουν, τουλάχιστον δόκιμες. Οι σημειώσεις των υποστηρικτών

της υποβοηθούν τον επαναπροσδιορισμό της συζήτησης γύρω από τη

πνευματική συνέχεια και συστηματικότητα που χαρακτηρίζει το έργο

της Άρεντ, παρά τις ρήξεις και τις αντιφάσεις που κάποιοι άλλοι

Page 82: Hannah Arendt 24grammata.com

ήθελαν να ισχυριστούν. Σημαντικότερες όμως είναι αυτές οι νέες

κατηγορίες εγκληματικής πράξης (ή απραξίας) που προκύπτουν από

την ανάλυση της δίκης του Άϊχμαν.

1. Παρουσιάζεται η ψυχογραφία ενός στυγνού εγκληματία ο οποίος

είναι αποδεδειγμένα ψυχικά και νομικά υγιής. Επιπλέον, βλέπουμε

τις διαδικασίες μέσω των οποίων μπορεί να προκύψει αυτός ο τύπος

του εγκληματία, κάποιου δηλαδή που ακολουθεί τις οδηγίες που του

δίνονται χωρίς να τις αμφισβητεί. Είναι ελάσσονος σημασίας για την

Άρεντ κατά πόσον αυτά που διαπράττονται αιτιολογούνται στη βάση

του φανατισμού ή του ιδεαλισμού.

2. Τίθεται ξεκάθαρα το θέμα της προσωπικής εμπλοκής σε δύο

επίπεδα: η υποχρεωτική εκτέλεση διαταγών από τη μία, και η

επιθυμία για αντίσταση αυτών των διαταγών από την άλλη. Στο

ειδώλιο του βιβλίου εμφανίζονται όχι ένας αλλά δύο ομάδες

κατηγορουμένων, δια μέσου τον οποίων συζητάτε η ποινικοποίηση

(και άρα η νομιμοποίηση) της πράξης και της απραξίας, της δράσης

και της αντίδρασης, της συμμετοχής και της αποχής, της συναίνεσης

και της συγκατάβασης, όπως προκύπτουν με όλες τις μεταξύ τους

αποχρώσεις στο πλαίσιο των Ναζιστικών διαταγών.

3. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι μεταξύ του 1951 και 1969, η

πολιτική φιλοσοφία της Άρεντ αλλάζει. Από τη συγγραφή Οι Πηγές

του Ολοκληρωτισμού μέχρι τις Κρίσεις της Δημοκρατίας, μεσολαβεί η

δίκη του Άϊχμαν, το ιστορικό σημείο κατά το οποίο η δημοκρατία

δικάζει και καταδικάζει τον ολοκληρωτισμό, εφαρμόζοντας

φουκωϊκές συσκευές αξιολόγησης και εκδικαστικής σημασίας. Και τα

δύο συστήματα αποτυγχάνουν αφού χαρακτηρίζονται, στο πνεύμα

του Αγκάμπεν, από παρόμοια διαθετικότητα[4] .

4. Ερώτημα με το οποίο αξίζει να καταπιαστούμε είναι η σημασία της

αποδαιμονοποιημένης εικόνας του Άϊχμαν και κατά πόσον είναι

παράγωγο της συγκεκριμένης πολιτικής σκέψης της Άρεντ ή αν η ίδια

η έκθεσή της στις δημοκρατικές διαδικασίες οι οποίες στηρίζονται

ευρέως στη ταξινόμηση του υποκειμένου σε στεγανές κατηγορίες –

στη βάση των οποίων νομιμοποιείται η τιμωρία στο δημοκρατικό

πλαίσιο– μπορεί να έχει κάποια σχέση.

Page 83: Hannah Arendt 24grammata.com

5. Άλλος σοβαρότατος προβληματισμός θα κινείτο γύρω από τη

σημασία της ανταρσίας απέναντι στις ολοκληρωτικές/δημοκρατικές

οδηγίες και στην ανάδειξη συλλογικών πρακτικών αντίστασης,

εγχείρημα το οποίο ναι μεν έχει σοβαρότατες επιπτώσεις μα που

χωρίς αυτό καταδικάζει τόσο την αρχή όσο και τη μάζα. Η απραγία

και η έλλειψη αντίστασης ως έγκλημα πολέμου είναι μια

σημαντικότατη πτυχή για την κατανόηση της έκβασής του.

Ενίοτε είναι άκρως παραγωγικό να αμφισβητούμε τα ιστορικά και

εννοιολογικά πλαίσια μιας θεωρίας και επιμένουμε στην προσπάθεια

εκσυγχρονισμού της πολιτικής σκέψης στο εδώ και τώρα. Τα μοντέλα

συναίνεσης στα οποία επιτίθεται η Άρεντ, με σημερινούς όρους, δεν

είναι ξεπερασμένα, όπως και οι στρατηγικές γενοκτονίας δεν

αποτελούν κλειδωμένα και ξεχασμένα κεφάλαια της οικουμενικής

ιστορίας της ανθρωπότητας. Υπάρχουν πολλοί και καλοί λόγοι για

τους οποίους θα δηλώναμε τόσο πως ο αγώνας συνεχίζεται όσο και

πως οι εχθροί του αγώνα και οι εγκληματίες είναι ο κάθε άνθρωπος

που εγκλωβίζεται μέσα στη διαθετικότητα.

[1] Κυκλοφορεί στα Ελληνικά Ο Άϊχμαν στην Ιερουσαλήμ: η

κοινοτυπία του κακού (εκδ. Θυμέλη, 1995)

[2] Η Αρεντ ισχυρίζεται πως κατόπιν της αναγνώσεως

του DerJudenstaat, κλασσικού σιωνιστικού κειμένου γραμμένο από

τον Theodor Herlz, ο Άϊχμαν “στράφηκε γρήγορα και μη

αναστρέψιμα προς τον Σιωνισμό.”

[3] Eichmann in Jerusalem. Η αλληλογραφία μεταξύ Gerschom

Scholem και Hannah Arendt, Γενάρης 1964. «I said that there was no

possibility of resistance, but there existed the possibility of doing

nothing. And in order to do nothing, one did not need to be a saint,

one needed only to say: I am just a simple Jew, and I have no desire

to play any other role… These people had still a certain, limited

freedom of decision and of action. Just as the SS murders also

possessed, as we know now, a limited choice of alternatives. They

could say: ‘I wish to be relieved of my murderous duties,’ and nothing

happened to them. Since we are dealing in politics of men, and not

with heroes or saints, it is this policy of ‘non-participation’… that is

Page 84: Hannah Arendt 24grammata.com

decisive if we begin to judge, not the system, but the individual, his

choices and arguments.»

[4] Βλ. Μπουντουρίδη, «Agamben: Διαθετικότητα και Βεβήλωση». Ο

όρος ‘dispositivo’ ο οποίος χρησιμοποιείται εναλλακτικά με το

‘apparatus’, στα ελληνικά μεταφράζεται και ως ‘μηχανισμός’, ή

‘διαθετικότητα’.http://nicomedia.math.upatras.gr/phyl/Boudourides

_AgambenDiathetikotika&Bebilwsi.pdf

*

Page 85: Hannah Arendt 24grammata.com

https://justiceforgreece.wordpress.com/2012/08/01/%CE%B7-%CF%83%CF%80%CE%B7%CE%BB%CE%B9%CE%AC-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%BB%CE%AC%CF%84%CF%89%CE%BD%CE%B1-%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%BB%CF%85%CF%83%CE%B7-%CE%B1%CF%80%CE%BF-%CF%87%CE%AC%CE%BD/

Η Σπηλιά του Πλάτωνα – Ανάλυση απο Χάνα Άρεντ (βίντεο)

by Christos Eretikos Η ανάλυση που ακολουθεί προέρχεται απο το βιβλίο της Χάνα Άρεντ“Υπόσχεση Πολιτικής” απο τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ και μετάφραση Κατερίνας Χαλμούκου. Χρησιμοποιούμε τον λόγο τους αλλά όχι την σκέψη τους. Προσπαθώ να κατανοήσω γιατί αρνούμαστε τόση σοφία και ακόμα χειρότερα γιατί την παραποιούμε,η παραποίηση αυτής την γνώσης δεν την κάνει γνώση πλέον.Κατανοώ πως οι περισσότεροι μάλλον γνωρίζουν την αλληγορία καθώς είναι γνωστή,αλλά μια ανάλυση απο την σκέψη μιας φιλοσόφου είναι πάντα ευπρόσδεκτη. Προσωπικά ποτέ δεν κατάλαβα τον διαχωρισμό σε “ειδικότητες”,εξειδικέυσεις που μοιάζουν ώς τερατώδη δημιουργήματα στον απλό πολίτη και οπότε καλύτερα να ασχοληθεί με πιο απλούστερα πράγματα,όπως η τηλεόραση για παράδειγμα.Όλοι είμαστε επιστήμονες και φιλόσοφοι.Ο επιστήμων δεν είναι τίποτα περισσότερο απο τον αναζητητή της αλήθειας και εργαλεία του είναι τόσο ή έυρεση λογικών στοιχείων όσο και η φαντασία του.Ο φιλόσοφος είναι ένα είδος μαθηματικού της σκέψης,όπως η εξέλιξη των ειδών στη φύση που γίνεται πάντα βήμα βήμα κι όχι με άλματα,έτσι και η έυρεση λογικής σειράς των πραγμάτων για να θέσει την σοφία στο φώς των πραγμάτων για όλους να δούν. ~

Page 86: Hannah Arendt 24grammata.com

Η αλληγορία,μέσα απο την οποία ο Πλάτων θέλει να αποδώσει ένα είδος περιεκτικής βιογραφίας του φιλοσόφου,εκτυλίσσεται σε τρία στάδια,κάθε ένα απο τα οποία ορίζει ένα κρίσιμο σημείο,μια αποφασιστική καμπή,ενώ και τα τρία μαζί συνιστούν την περιαγωγή όλης της ψυχής,τη μεταστροφή ολόκληρου του ανθρώπινου όντος,που για τον Πλάτωνα αποτελεί την ίδια την διαδικασία διαμόρφωσης του φιλοσόφου. Η πρώτη μεταστροφή λαμβάνει χώρα μέσα στη σπηλιά,ο μελλοντικός φιλόσοφος απελευθερώνεται απο τα δεσμά με τα οποία είναι αλυσοδεμένα “τα πόδια και οι λαιμοί” των κατοίκων της σπηλιάς,έτσι ώστε να “βλέπουν μόνο μπροστά τους”,με το βλέμμα τους κολλημένο σε ένα προπέτασμα,στο οποίο εμφανίζονται σκιές και εικόνες των πραγμάτων.Όταν στρέφει για πρώτη φορά το κεφάλι του,βλέπει στο πίσω μέρος της σπηλιάς μια τεχνητή φωτιά που ρίχνει το φώς της στα πράγματα της σπηλιάς και τα δείχνει όπως ακριβώς είναι.

Αν θέλαμε να αναλύσουμε κι άλλο την ιστορία,θα μπορούσαμε να πούμε οτι αυτή η πρώτη περιαγωγή είναι εκείνη του επιστήμονα,ο οποίος δεν αρκείται στα όσα λένε οι άλλοι για τα πράγματα,αλλά “στρέφει το βλέμμα του”για να διαπιστώσει πως είναι στ’ αλήθεια τα πράγματα,ανεξάρτητα απο τις γνώμες του πλήθους.Γιατί,για τον Πλάτωνα,οι εικόνες πάνω στο προπέτασμα ήταν οι διαστρεβλώσεις της δόξας (μεταφράζεται απο την Άρεντ ώς “γνώμη” καταρχήν και ώς “μεγαλείο,φήμη”) και χρησιμοποίησε μόνο μεταφορές που είχαν να κάνουν αποκλειστικά με την όραση και την αντιλιπτική ικανότητα,επειδή η λέξη δόξα,σε αντίθεση με τη δική μας λέξη “γνώμη”,υποδηλώνει έντονα το ορατό. Οι εικόνες που εμφανίζονται στο προπέτασμα,στο οποίο έχουν καρφωμένο το βλέμμα τους οι κάτοικοι της σπηλιάς,,είναι αι δόξαι τους,δηλαδή το τί και το πώς τους φαίνονται τα πράγματα.Για να δούν τα πράγματα όπως είναι στην πραγματικότητα,πρέπει να στρέψουν το κεφάλι τους,δηλαδή να αλλάξουν θέση,επειδή,όπως είδαμε πρίν,κάθε δόξα εξαρτάται από και αντιστοιχεί στη θέση που έχει κάποιος στον κόσμο. Μια ακόμα πιο αποφασιστική καμπή στη βιογραφία ενός φιλοσόφου προκαλείται όταν αυτός ο μοναχικός εξερευνητής δεν ικανοποιείται με την φωτιά στην σπηλιά και με τα πράγματα,που τώρα εμφανίζονται όπως είναι στην πραγματικότητα,αλλά θέλει να ανακαλύψει την προέλευση της φωτιάς και τις αιτίες των πραγμάτων.Και πάλι στρέφει το κεφάλι του και βρίσκει μια έξοδο απο τη σπηλιά,μια σκάλα που τον οδηγεί στον καθαρό ουρανό,σε ένα τοπίο χωρίς πράγματα και ανθρώπους.

Εδώ εμφανίζονται οι ιδέες,οι αιώνιες ουσίες των φθαρτών πραγμάτων και των θνητών ανθρώπων,που φωτίζονται απο τον ήλιο,την ιδέα των ιδεών,η οποία δίνει τη δυνατότητα στον παρατηρητή να δεί και στις ιδέες να λάμψουν.Αυτό είναι σίγουρα το αποκορύφωμα στη ζωή ενός φιλοσόφου και απο αυτό ακριβώς το σημείο ξεκινά η τραγωδία.Όντας ακόμα θνητός,δεν ανήκει εδώ,ούτε και μπορεί να παραμείνει,αλλά πρέπει να επιστρέψει στην σπηλιά,στο σπίτι του στη γή,όμως ούτε και στη σπηλιά δε θα αισθάνεται πλέον άνετα.

Κάθε μια απο αυτές τις μεταστροφές συνοδέυτηκε απο απώλεια της αντίληψης και του προσανατολισμού.Το βλέμμα,το οποίο ήταν συνηθισμένο στις σκιές που εμφανίζονταν στο προπέτασμα,τυφλώνεται απο την φωτιά που καίει στο πίσω μέρος της σπηλιάς.Το βλέμμα,που προσαρμόστηκε στο χαμηλό φώς της τεχνητής φωτιάς,τυφλώνεται απο το φώς του ήλιου.Όμως το χειρότερο απ’ όλα είναι η απώλεια του προσανατολισμού που πλήττει εκείνους των οποίων το βλέμμα κάποια στιγμή προσαρμόστηκε στο λαμπερό φώς που έλαμπε κάτω απο τον ουρανό των ιδεών και οι οποίοι τώρα πρέπει να βρούν το δρόμο τους μέσα στο σκοτάδι της σπηλιάς.

Page 87: Hannah Arendt 24grammata.com

Η μεταφορά που ακολουθεί εκφράζει τον λόγο για τον οποίο οι φιλόσοφοι δεν ξέρουν τι είναι καλό γι’ αυτούς -και τον τρόπο με τον οποίο αποξενώθηκαν απο τις ανθρώπινες υποθέσεις: Δεν μπορούν πλέον να δούν μέσα στο σκοτάδι της σπηλιάς- έχασαν την αίσθηση του προσανατολισμού,έχασαν αυτό που αποκαλούμε κοινή λογική.Όταν επιστρέφουν και προσπαθούν να διηγηθούν στους κατοίκους της σπηλιάς όσα είδαν έξω απο αυτήν,κανείς δεν τους καταλαβαίνει,για τους κατοίκους της σπηλιάς όλα όσα τους λέει ηχούν στ’ αυτιά τους σαν να “γύρισε ανάποδα” ο κόσμος (Χέγκελ).Ο φιλόσοφος που επέστρεψε στη σπηλιά κινδυνέυει επειδή έχει χάσει την κοινή λογική που χρειάζεται για να προσανατολιστεί σε έναν κόσμο κοινό σε όλους και,επιπλέον,επειδή όλα όσα σκέφτεται έρχονται σε αντίφαση με την κοινή λογική του κόσμου.

Στην αλληγορία της σπηλιάς αποτελεί μυστήριοτο γεγονός ότι ο Πλάτων παρουσιάζει τους κατοίκους της ώς κοκαλωμένους,δεμένους μπροστά σε ένα προπέτασμα,χωρίς την παραμικρή δυνατότητα να κάνουν κάτι ή να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.Όντως,οι δύο σημαντικότερες,απο πολιτική άποψη,λέξεις που καθορίζουν την ανθρώπινη δραστηριότητα,η ομιλία και η πράξη (λέξις και πράξις) απουσιάζουν χαρακτηριστικά απο την όλη ιστορία.Η μοναδική ενασχόληση των κατοίκων της σπηλιάς είναι η παρατήρηση του προπετάσματος,προφανώς βρίσκουν ευχάριστη την ίδια την διαδικασία της παρατήρησης,ανεξάρτητα απο κάθε πρακτική ανάγκη (Σημείωση στα “Μετά τα Φυσικά” του Αριστοτέλη εδώ).Με άλλα λόγια,παρουσιάζει τους κατοίκους της σπηλιάς ώς κανονικούς ανθρώπους,που όμως διαθέτουν εκείνο το ξεχωριστό χαρακτηριστικό των φιλοσόφων: Παρουσιάζονται ώς δυνητικοί φιλόσοφοι,που μέσα στο σκοτάδι και στην άγνοια της σπηλιάς ασχολούνται με το μοναδικό πράγμα που απασχολεί τον φιλόσοφο στο φώς και στην πλήρη γνώση. Άρα,η αλληγορία της σπηλιάς είναι σχεδιασμένη όχι τόσο για να περιγράψει πως φαίνεται η φιλοσοφία απο την πλευρά της πολιτικής,αλλά πως φαίνεται η πολιτική,η σφαίρα των ανθρωπίνων υποθέσεων απο την πλευρά της φιλοσοφίας.Και σκοπός είναι να ανακαλύψει κανείς στη σφαίρα της φιλοσοφίας τις αρχές εκείνες που αρμόζουν σε μια πόλη με κατοίκους όπως εκείνοι της σπηλιάς,όμως παράλληλα είναι κατάλληλες και για τους κατοίκους που,μέσα στο σκοτάδι και στην άγνοια,έχουν διαμορφώσει γνώμες σχετικά με τα ίδια θέματα που απασχολούν και τον φιλόσοφο.

~

Τετάρτη, 1 Μαΐου 2013

Μέσα από τα μάτια της Χάνα Άρεντ: Η Ελλάδα στον αστερισμό της κοινοτοπίας του κακού; Ένα περίεργο φαινόμενο εξαπλώνεται τελευταία στη χώρα μας: Έλληνες πολίτες ψηφίζουν φιλοναζιστικά/φιλοχουντικά κόμματα και εμπιστεύονται εμφανώς γελοίες θεωρίες συνωμοσίας· δημοκρατικές ανήμερα της επετείου του απριλιανού πραξικοπήματος, εφημερίδες δημοσιεύουν δημοσκοπήσεις με το ερώτημα αν οι πολίτες προτιμούν τη χούντα από τη δημοκρατία, νομιμοποιώντας έτσι τη χούντα· την ίδια ημέρα, άλλες εφημερίδες, που πρόσκεινται σε κόμμα της πλειοψηφίας, προσφέρουν cd με την απολογία του δικτάτορα Παπαδόπουλου· κεντρικά ξενοδοχεία παρέχουν χώρο για σύναξη χουντικών και το γεγονός καλύπτεται από εφημερίδες ως κάτι φυσιολογικό· τηλεοπτικά κανάλια μεγάλης εμβέλειας δίνουν βήμα σε νεοναζί για να αναπτύξουν την θεωρία τους για την ευγονική και το ναζισμό·

Page 88: Hannah Arendt 24grammata.com

εκπομπές στη δημόσια τηλεόραση δίνουν χώρο για την αποκατάσταση του ονόματος του Ι. Βουλπιώτη, εμπνευστή των ταγματασφαλιτών δημοκρατικά αριστερά κόμματα συνεργάζονται ατύπως μεν με νεοναζιστικά κόμματα για να πλήξουν τον πολιτικό τους αντίπαλο, τυπικώς δε με ultra δεξιά κόμματα για να πάρουν την εξουσία· εργοδότες πυροβολούν στο ψαχνό, εν ψυχρώ στα τυφλά μετανάστες, δίχως να τους περνάει από το μυαλό ότι μπορεί να αντιμετωπίσουν το νόμο… Κι άλλα πολλά…Μα τι συμβαίνει στη χώρα μας; Πρόκειται για ατόφια ηλιθιότητα ή μήπως άξαφνα γίναμε όλοι κακοί κι εγκληματούμε κατά της δημοκρατίας και άρα κατά των ίδιων των ζωών μας και των παιδιών μας; Κι όπως το σκέφτομαι αυτό, ξανά και ξανά, αναζητώντας μια ικανή απάντηση, μια λέξη έρχεται στο μυαλό μου: «thoughtlessness» (ασυνειδησία, ασκεψία). Πρόκειται για μια έννοια που εισήγαγε στην παγκόσμια σκέψη η σπουδαία Χάνα Άρεντ, προσπαθώντας να εξηγήσει το φαινόμενο Άντολφ Άιχμαν, του συνταγματάρχη των SS και ενός από τους βασικούς αρχιτέκτονες του Ολοκαυτώματος. Ενός ανθρώπου που «όλοι μπορούσαν να δουν ότι δεν ήταν ένα τέρας, και θα ήταν δύσκολο να μην υποπτευτούν ότι ήταν ένας κλόουν» Πρόκειται για «ένα ζήτημα αυτό-εξαπάτησης, σε συνδυασμό με εξωφρενική ηλιθιότητα, ή απλώς για την περίπτωση ενός δια παντός αμετανόητου εγκληματία, που δεν δύναται να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα καθώς ο ίδιος έχει γίνει ένα με το έγκλημά του;» αναρωτιέται η Άρεντ παρακολουθώντας την δίκη του. Η απάντηση που δίνει είναι ότι «ο Άιχμαν δεν ήταν ούτε ο Ιάγος ούτε ο Μάκμπεθ. (…) Ο Άιχμαν δεν είχε κίνητρα. Στην πραγματικότητα ποτέ δεν κατάλαβε τι έκανε. Όχι, δεν ήταν ηλίθιος. Απλώς δεν είχε τη δυνατότητα να αναστοχαστεί τις πράξεις του (thoughtlessness), κάτι που σε καμία περίπτωση δεν είναι συνώνυμο της βλακείας. Κι έτσι έγινε ένας από τους μεγαλύτερους εγκληματίες στην Ιστορία». Έτσι εισάγει την έννοια της κοινοτοπίας του κακού, ενός κακού δίχως κίνητρα, ενός κακού που είναι κοινότυπο -επειδή δεν βασίζεται στη σκέψη. Οι πράξεις του Άιχμαν δεν εμφορούνταν από μίσος, αντισημιτισμό ή κάποιο παγκόσμιο κακό, αλλά από το γεγονός ότι «απλώς δεν είχε συνείδηση», εξηγεί. Όχι, δεν εννοεί ότι δεν είχε γενικά συνείδηση, αλλά κάτι πιο περίπλοκο: «Η συνείδησή του λειτούργησε με τον αναμενόμενο τρόπο για τέσσερις βδομάδες. Μέτα αποσύρθηκε». Η Άρεντ εξηγεί ότι δεν αναφέρεται στη σκέψη που οφείλεται στην έλλειψη μόρφωσης, το αντίθετο, «την ανικανότητα της σκέψης μπορεί να βρει κάποιος και σε εξαιρετικά μορφωμένους ανθρώπους», σημειώνει. Σε αυτό το έλλειμμα σκέψης οφείλονταν και η ανικανότητά του να κρίνει, σε μια περίοδο μάλιστα που η ορθή κρίση ήταν το πλέον αναγκαίο. «Το πρόβλημα του διαχωρισμού ανάμεσα στο καλό και στο κακό, η ικανότητα διάκρισης ανάμεσα στο σωστό και στο λάθος, δεν συνδέονται με την ικανότητά μας για σκέψη;» αναρωτιέται στο βιβλίο της The Life of Mind-Thinking-Willing Σύμφωνα με την Άρεντ, η κοινοτοπία του κακού μπορεί να γίνει αντιληπτή ως το αποτέλεσμα της μη σκέψης. Εκεί βρίσκονται οι ρίζες του κακού. «Το κακό δεν είναι ποτέ ριζοσπαστικό. Είναι μόνο ακραίο. Μπορεί να αναπτυχθεί και να ρημάξει όλο τον κόσμο ακριβώς γιατί εξαπλώνεται όπως ο μύκητας στις επιφάνειες» γράφει στο The Jew as Pariah. Η Άρεντ σημειώνει με νόημα πως «μετά την εμπειρία του ολοκληρωτισμού είμαστε καταδικασμένοι στη συνεχή εξέταση των πάντων μέσα από τη σκέψη». Διαφορετικά θα επαναλάβουμε την Ιστορία μας.

Page 89: Hannah Arendt 24grammata.com

Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ

ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ HANNAH ARENDT ΚΑΙ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ

ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΥ.

ΡΕΝΕ ΜΑΓΚΡΙΤ : Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ 1933

ΦΩΤΙΟΣ Ν ΖΥΓΟΥΛΗΣ ΠΜΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ

ΠΑΝΤΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΙΟΥΛΙΟΣ 2010. ΜΑΘΗΜΑ: Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ.

Page 90: Hannah Arendt 24grammata.com

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΤΟ

ΕΡΓΟ ΤΗΣ HANNAH ARENDT ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ ΑΥΤΗΣ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟ

Η ΠΕΡΙΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΟΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ.

Στο πλαίσιο της σκέψης της Hannah Arendt συγκαταλέγεται μεταξύ άλλων

και το θεμελιώδες, για αυτήν, ερώτημα για το ποιες είναι οι δυνάμεις που

απειλούν την αυτονομία της πολιτικής. Είναι δυνατόν να παραμείνει η σφαίρα

της πολιτικής ανεξάρτητη από επιδράσεις οι οποίες ταυτίζονται με την

ανελευθερία, όπως για παράδειγμα ο ολοκληρωτισμός; Η πολιτική για την

Arendt είναι ταυτόσημη με την ελευθερία. Η πολιτική εμπεριέχει τις έννοιες της

πράξης και της ομιλίας.1 Η Arendt ασχολείται με το νόημα της πολιτικής. Το

νόημα της πολιτικής για την Arendt είναι η δυνατότητα που διατηρεί ο άνθρωπος

να πραγματοποιήσει μια νέα αρχή.

Στο πλαίσιο αυτό της εγγενούς δυνατότητας της νέας αρχής η Arendt

τοποθετεί τη διάκριση μεταξύ πράξης και βούλησης, πράξης στη vita activa και

βούλησης στην vita contemplativα, με σκοπό την πραγμάτωση της ελευθερίας. Το

νόημα του πολιτικού αποτελεί για την Arendt την ίδια την έννοια της ελευθερίας.

Πού μπορεί να πραγματωθεί η ελευθερία; Σε καθεστώτα τα οποία επιτρέπουν

1 Hannah Arendt, Υπόσχεση Πολιτικής, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2009, σελ 165.

Page 91: Hannah Arendt 24grammata.com

στον άνθρωπο να εκμεταλλευθεί όλες του τις δυνατότητες για ολοκλήρωση και

αυτοεξέλιξη, σε καθεστώτα όπου ο δημόσιος βίος επιτρέπει την πράξη και την

ομιλία.

Θα προσπαθήσω λοιπόν να δείξω ποιες είναι οι συνέπειες της διάκρισης

ανάμεσα στο δημόσιο βίο και στον ιδιωτικό βίο που πραγματοποιεί η Arendt και

τι σημαίνει αυτή η διάκριση για την πραγμάτωση του πολιτικού.

Η Arendt κάνει και έναν επιπλέον διαχωρισμό ανάμεσα στο πολιτικό και το

κοινωνικό2. Θα επιχειρήσω να καταδείξω πώς χρησιμοποιεί η Arendt τη διάκριση

αυτή για να ερμηνεύσει το φαινόμενο του ολοκληρωτισμού. Θα δούμε πρώτα τι

σημαίνει για την Arendt το πολιτικό και τι σημαίνει το κοινωνικό. Θα

αναζητήσουμε κατόπιν στα κείμενά της την έννοια του ολοκληρωτισμού και υπό

ποιες μορφές αυτός υποστασιοποιείται στην ιστορία.

Κεντρικός άξονας της εργασίας μας θα είναι η περιστολή της πολιτικής από

τον ολοκληρωτισμό. Η αναίρεση της πολιτικής πράξης είναι η κατάλυση της

ανθρώπινης ελευθερίας σύμφωνα με την Arendt. Επειδή για την Arendt η

πολιτική πράξη είναι δείγμα ελευθερίας θα δείξω επίσης τι σημαίνει για την

Arendt η υποταγή του ατόμου στον κομφορμισμό του κοινωνικού. Η Arendt

αναμένει ένα «θαύμα» όπως το ονομάζει για τη διαφυγή του ανθρώπου από αυτή

την υποδούλωση, το θαύμα της ανθρώπινης πράξης και της αναδημιουργίας, της

υλοποίησης της ανθρώπινης δυνατότητας για μια νέα αρχή.

2 Hannah Arendt, Η ανθρώπινη Κατάσταση, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1986, σελ 59.

Page 92: Hannah Arendt 24grammata.com

Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΤΟ

ΕΡΓΟ ΤΗΣ HANNAH ARENDT ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ

ΑΥΤΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟ

Πριν εξετάσουμε τη σχέση του ολοκληρωτισμού και του πολιτικού με τη

διάκριση που πραγματοποιεί η Arendt μεταξύ του κοινωνικού με το πολιτικό θα

ήταν χρήσιμο να δούμε πως αντιμετωπίζονται αυτές οι έννοιες. Το πολιτικό

προσεγγίζεται μέσα από ένα πρίσμα ανασυγκρότησης της πολιτικής ύπαρξης. Η

ύπαρξη αυτή φαίνεται να δρα μέσα στο δημόσιο χώρο και να παίρνει υπόσταση

μέσα από τη συνεχή αλληλεπίδραση με άλλους δρώντες.

Την Arendt δεν την ικανοποιούν γενικές έννοιες που παραδοσιακά

χρησιμοποιούνται στην πολιτική φιλοσοφία. Για τούτο και δεν ξεκινά να

σκέφτεται την έννοια του πολιτικού βασισμένη σε αυτές. Την ενδιαφέρει η

πολιτική εμπειρία όπως γίνεται αντιληπτή στους δρώντες του πολιτικού βίου.

Βλέπει το πολιτικό υπό το πρίσμα της ανθρώπινης πράξης όπως αυτή ορίζεται στο

έργο της ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ.

Δεν μπορεί να δει ξεχωριστά τον δρώντα από το πολιτικό. Μέσα στο πολιτικό

πραγματώνεται η εγγενής ιδιότητα του ανθρώπου, η πράξη. Η πράξη είναι η

ενεργοποίηση της ανθρώπινης κατάστασης της γεννησιμότητας, της δυνατότητας

δηλαδή του ανθρώπου να ξεκινά κάτι νέο, να ξεφεύγει από τις κάθε λογής

συμβάσεις. Ταυτόχρονα όμως η Arendt «σύμφωνα με τη χομπσιανή παράδοση

και με τη μοντέρνα παράδοση της πολιτικής σκέψης, σκέφτεται την πολιτική

κοινωνία - το χώρο που παίρνει σάρκα και οστά το πολιτικό – ως τεχνητή

συνένωση μάλλον παρά ως κάτι το φυσικό, ως κάτι το οποίο δημιουργήθηκε και

Page 93: Hannah Arendt 24grammata.com

διατηρήθηκε από τις ανθρώπινες υπάρξεις ενάντια στις δυνάμεις της φύσης και

στις καταστρεπτικές τάσεις τους»3

Η Arendt βλέπει στο πολιτικό « τον χώρο όπου συναθροίζονται οι άνθρωποι,

όπου συγκεντρώνονται αλλά και διαχωρίζονται ταυτόχρονα»4, ένα τόπο

ελευθερίας της έκφρασης και της πράξης. Το άτομο που εκφράζεται και δρα

ελεύθερα όταν δεν ευρίσκεται στην απομόνωση, έχει τη δυνατότητα να

δημιουργήσει, να αρχίσει κάτι εκ του μηδενός. Η πολιτική, σύμφωνα με την

Arendt, είναι σύστοιχη προς την υλοποίηση της ανθρώπινης ελευθερίας στο

δημόσιο χώρο. Για να μπορούν οι άνθρωποι να έρχονται σε αλληλεπίδραση στο

χώρο αυτό, στο πολιτικό, πρέπει να μπορούν να ομιλούν και να πράττουν επί

ίσοις όροις. Η ισότητα των ανθρώπων είναι ουσιώδες γνώρισμα του πολιτικού.

Οι άνθρωποι πρέπει επίσης να έχουν κάτι να πούνε στα πλαίσια της

αλληλεπίδρασης αυτής. Αυτό προϋποθέτει τη διαφορετικότητά τους.5 Η Arendt

συσχετίζει το δημόσιο χώρο με το πολιτικό. Το πολιτικό δίδει στους ανθρώπους

τη δυνατότητα καταρχήν να αντιληφθούν τη διαφορετική ταυτότητά τους. Αυτή

είναι η λειτουργία του πολιτικού. Στο πεδίο της «δημόσιας εμφάνισης η

λειτουργία της πολιτικής ως δύναμης είναι να διατηρεί αυτό το χώρο»6, το

δημόσιο χώρο. Η Arendt υποστηρίζει αυτά έχοντας κατά νου την αθηναϊκή

Δημοκρατία του Περικλή. Σε ποιο χώρο αναδύεται το πολιτικό; Σε ποιο ιστορικό

και κοινωνικό καθεστώς; Το καθεστώς της αρχαίας πόλεως είναι το ιστορικό

περίβλημα του πολιτικού όπως εννοιολογείται από την Arendt .

H πόλις επιτρέπει την ανάδυση του πολιτικού. Στην πόλη, σύμφωνα με την

Arendt, ο άνθρωπος μέσω της πράξης και της ομιλίας καθίσταται δρών. Η πράξη 3 The Cambridge Companion to Hannah Arendt, edited by Dana Villa, Cambridge University Press, 2000, page 5 4, Hannah Arendt, Υπόσχεση Πολιτικής, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2009, σελ. 163 5, Hannah Arendt, Υπόσχεση Πολιτικής, σελ. 39. 6 Hannah Arendt, Υπόσχεση πολιτικής, σελ 39.

Page 94: Hannah Arendt 24grammata.com

είναι αποτέλεσμα της πολλαπλότητας των ερμηνειών των ανθρώπων διότι το

αποτέλεσμα το οποίο προκύπτει είναι η συνισταμένη των πολλών ερμηνειών για τον

κόσμο που έχουν οι άνθρωποι. Με την έννοια αυτή η συνισταμένη των πράξεων των

ελεύθερων ανθρώπων αποτελεί μια εξόχως πολιτική κατηγορία. «Η ουσία και το

νόημα όλων των πραγμάτων είναι πολιτικό»7 ‘Έχουμε μπροστά μας δύο υποσύνολα

τα οποία συνδέονται μεταξύ τους μέσω της πολλότητας, της συνεχούς

αλληλεπίδρασης μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων για τη κατάκτηση της αλήθειας. Το

υποσύνολο του πολιτικού μέσα στο οποίο υποστασιοποιούνται η πράξη και ο λόγος,

και το υποσύνολο του κοινωνικού μέσα στο οποίο αναδεικνύεται η διαφορετικότητα

και η ισότητα των ανθρώπων. «Η αγάπη για ισότητα και η αγάπη για διάκριση είναι

συνδεδεμένα χαρακτηριστικά της πολλότητας»8 Σύμφωνα με την Canovan9 η

Arendt θεωρεί ότι τα χαρακτηριστικά της πολλότητας διαστρεβλώθηκαν από την

Πλατωνική φιλοσοφία. Η φιλοσοφία απομακρύνθηκε από την σφαίρα των

ανθρωπίνων υποθέσεων και πραγματοποιήθηκε ο διαχωρισμός μεταξύ του ανθρώπου

της σκέψης από τον άνθρωπο της πράξης. «Ο ίδιος ο Πλάτων περιέγραψε τη σχέση

ανάμεσα στη φιλοσοφία και στην πολιτική μέσα από τη στάση του φιλοσόφου

απέναντι στην πόλιν».10 Τα όρια της ελευθερίας καθορίζονται από τα τείχη της

πόλεως. Στο δημόσιο χώρο της πόλεως πραγματώνονται τα χαρακτηριστικά της

πράξης και της ομιλίας. Στο χώρο αυτό είτε ο άνθρωπος παραμένει δέσμιος της

ανάγκης είτε διαφεύγει της ανάγκης και γίνεται ελεύθερος. Μετά την εμφάνιση του

Χριστιανισμού επήλθε μια αλλαγή στην διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού χώρου. Με

τον Χριστιανισμό αυτοί που στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων, όπως οι δούλοι και

7 Hannah Arendt, Υπόσχεση πολιτικής, σελ 40. 8 Hannah Arendt, Υπόσχεση πολιτικής, σελ 117. 9 Margaret Canovan, Hannah Arendt: A reinterpretation of her political thought, University of Cambridge, GB 1992, σελ. 4. 10 Hannah Arendt, Υπόσχεση πολιτικής, σελ. 77.

Page 95: Hannah Arendt 24grammata.com

οι γυναίκες αποκτούν δικαιώματα στο δημόσιο χώρο. Μέσω της εκκοσμίκευσης της

χριστιανικής εκκλησίας, η επανερμηνεία της πολιτικής από τον Αυγουστίνο και μετά

έφερε την απελευθέρωση από την πολιτική «η οποία δεν είναι πλέον ζήτημα των

λίγων αλλά αντιθέτως των πολλών, που ούτε θα έπρεπε ούτε χρειάζεται να

ασχολούνται με τα ζητήματα της διακυβέρνησης, ενώ ταυτόχρονα το βάρος της

ενασχόλησης με την απαραίτητη πολιτική διευθέτηση των ανθρωπίνων υποθέσεων

βαραίνει τους λίγους».11

Η Arendt σημειώνει ότι «η σφαίρα της ζωής και των αναγκών της η οποία

στην Αρχαιότητα θεωρούνταν κατεξοχήν ιδιωτική σφαίρα, τώρα μπήκε στη δημόσια

σφαίρα με τη μορφή του κοινωνικού»12 Έχουμε τη σταδιακή ατροφία της πολιτικής

σφαίρας. Ποιά είναι λοιπόν η θέση της πράξης και του λόγου στο νέο αυτό καθεστώς;

Η πράξη αποτελεί αυτοσκοπό, δεν έχει τα χαρακτηριστικά της εργασίας η οποία είναι

μέσο για την πραγματοποίηση κάποιων άλλων σκοπών. Εισχώρησε λοιπόν, κατά

την Arendt, στη δημόσια σφαίρα, στο δημόσιο χώρο η ανάγκη, ο μόχθος, η εργασία,

και άρχισε να τον διαμορφώνει εκ νέου. Η θέσπιση κανονικοτήτων, τυποποιήσεων

και συμμορφώσεων για τον λόγο και την ανθρώπινη πράξη καταδυνάστευσαν την

πράξη και το λόγο.

Το κοινωνικό για την Arendt είναι η τάση για κομφορμισμό και άκριτη

αποδοχή των κοινωνικών θεσπίσεων. Ο άνθρωπος ως μονάδα, ως ατομικότητα

μοναχική και αποξενωμένη από τους άλλους ανθρώπους γίνεται ένα α-πολιτικό ον.

«Η πολιτική εκδηλώνεται μεταξύ των ανθρώπων»13 Στην νεότερη εποχή ο

άνθρωπος ο οποίος «μοχθεί», μεταφέρει την ιδιωτική δραστηριότητά του στο

δημόσιο χώρο, καθίσταται πλέον animal laborans. Αυτή η μεταλλαγή του ανθρώπου

11 Hannah Arendt, Υπόσχεση πολιτικής, σελ. 200. 12 Hannah Arendt, Υπόσχεση πολιτικής, σελ 202. 13 Hannah Arendt, Υπόσχεση πολιτικής, σελ 150.

Page 96: Hannah Arendt 24grammata.com

επιτρέπει στο κοινωνικό να χειραγωγήσει τα μέλη του και να αποκλείσει την

αυθόρμητη πράξη. Αυτό είχε ως συνέπεια την αλλαγή του περιεχομένου της λέξεως

«ισότητα» διότι η ισότητα βασίζεται τώρα στον κομφορμισμό. Η κοινωνία την Arendt

πειθαναγκάζει το άτομο σε προβλέψιμη συμπεριφορά μέσω της προϊούσας τάσης της

για αντικειμενοποίηση.

Το ελεύθερο άτομο της πολιτικής σφαίρας καθίσταται υπόδουλο

κανονικοτήτων και αντικειμενοποιήσεων της κοινωνίας. Το κοινωνικό στην Arendt

λοιπόν έχει την διάσταση του κομφορμισμού. Η Canovan υποστηρίζει ότι η κοινωνία

στην Arendt εμφανίζεται με διττή έννοια14: Ως διαμόρφωση της οικονομίας και ως η

απορρόφηση ολόκληρων κοινωνικών ομάδων σε νέες μορφές οργάνωσης που

διαχωρίζουν τη κοινωνία εκ νέου όπως για παράδειγμα οι αντιπαλότητες που

ανεφάνησαν με την ανάδυση της αστικής τάξης. Σύμφωνα με την Canovan η Arendt

δεν εννοεί το σύνολο των ανθρωπίνων σχέσεων όταν μιλά για την κοινωνία αλλά

εννοεί μάλλον μια συγκεκριμένη μορφή σχέσεων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

Το κοινωνικό για την Arendt έρχεται σε αντίθεση με την «αυθεντικότητα» του

δημόσιου χώρου, στον οποίο οι άνθρωποι είθισται να ενώνονται στο πλαίσιο της

πολλότητας. Στο κοινωνικό οι άνθρωποι τείνουν να ενώνονται αλλά με κριτήρια

ιδιωτικά, κριτήρια συμφέροντος και ικανοποίησης των αναγκών τους, όχι με κριτήρια

διατήρησης της ελευθερίας της προσωπικότητάς τους. Για τούτο το λόγο, λέει η

Canovan, η Arendt θεωρεί την ομοιομορφία και την κανονικότητα ως απαραίτητο

συστατικό του κοινωνικού.15

Το κοινωνικό ήρθε στην επιφάνεια όταν συνέβησαν δύο γεγονότα: Η αλλαγή

του παραδείγματος της πολιτικής οικονομίας και η έλευση του κράτους. Πώς βλέπει η 14M. Canovan, Hannah Arendt, A reinterpretation of her political thought, University of Cambridge, σελ. 119 15 M. Canovan, Hannah Arendt, A reinterpretation of her political thought, University of Cambridge, σελ. 117.

Page 97: Hannah Arendt 24grammata.com

Arendt την κοινωνία; Μήπως την εξετάζει από ένα αξιολογικό πρίσμα; Θα έλεγε

κανείς ότι αναπολεί την κοινότητα, ότι αποπνέει η θεώρηση από την Arendt, της

μοντέρνας κοινωνίας ως απρόσωπης, ένα ρομαντισμό για την αρχαία πόλη. Μήπως

όμως η Arendt βλέπει μονόπλευρα την ομοιογένεια των δυτικών κοινωνιών και εκεί

που οι άλλοι βλέπουν τη δυνατότητα πλουραλισμού και ελευθερίας αυτή βλέπει μόνο

ορθολογισμό και ατομοκρατία; 16 Εδώ πρέπει να θυμηθούμε ότι η Arendt

αντιμετωπίζει την πολιτική ως ένα πεδίο ισορροπίας των πολιτικών δυνάμεων. Η

πολιτική δράση είναι νομίζω για αυτήν η σύνθεση των επιμέρους δράσεων των

ατόμων στο πλαίσιο ενός θεάτρου ρόλων. Σε τούτο το θέατρο έχουν όλοι την ίδια –

ίση δυνατότητα να δράσουν ελεύθερα και να δημιουργήσουν κάτι νέο.

Η Arendt διαχωρίζοντας το κοινωνικό από το πολιτικό εξαιρεί την πολιτική

πράξη από τις δυνατότητές της. Τι σημαίνει αυτό; Πολιτική πράξη σημαίνει

πραγμάτωση της ελευθερίας. Η ελευθερία αποτελεί δυνατότητα για μια νέα αρχή, ένα

initium. Πολιτική πράξη σημαίνει επίσης συναρμογή πράξεων πολλών ανθρώπων.

Κάθε πράξη είναι φανέρωση της ανθρώπινης συνύπαρξης.17 Καθώς μεταβάλλεται το

κοινωνικό σε κυρίαρχη σφαίρα η δυνατότητα για την πράξη περιορίζεται. Είναι

δυνατόν ο άνθρωπος, στο πλαίσιο των νεότερων και σύγχρονων κοινωνιών, να

παραβλέψει το υλικό συμφέρον, το οποίο πλέον αποτελεί το συνεκτικό ιστό όλων

των ιδιωτών, και να αρνηθεί την προστασία του από έναν δημόσιο θεσμό, το κράτος,

το οποίο και θα προωθήσει τα ατομικά, ξεχωριστά συμφέροντα;

Η Arendt θεωρεί ότι με τον ερχομό του υλικού συμφέροντος στο ιστορικό

προσκήνιο και την ανάδυση του κράτους το πολιτικό περιορίσθηκε και εξοβελίσθηκε. 16 Πολλοί κριτικοί της Arendt την έχουν κατηγορήσει για ελιτισμό. Θα έλεγα ότι υπερβάλλουν διότι κατά τη γνώμη μου τείνουν να ερμηνεύσουν την αρχαιοελληνική έννοια της πράξης – όπως τη βλέπει η Arendt – με τα σημερινά μέτρα της μοντέρνας συμμετοχικής δημοκρατίας. Για τούτο και νομίζω ότι πέφτουν στο εξής λάθος: Βλέπουν στην Arendt ένα περιορισμό της πολιτικής πράξης όχι από τις μορφές ολοκληρωτισμού αλλά από την εκδήλωση αυτής καθαυτής της πράξης στο κοινωνικό. Η Arendt θεωρώ ότι μιλάει για κάτι διαφορετικό. 17 Hannah Arendt, Η Ανθρώπινη Κατάσταση, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1986, σελ. 247.

Page 98: Hannah Arendt 24grammata.com

Η οπτική γωνία υπο την οποία όλοι βλέπουν τώρα την πραγματικότητα είναι το

κοινωνικό. Το αντίδοτο σε αυτή τη κατάσταση παρακμής του πολιτικού

είναι η αίσθηση της κοινότητας. Η έννοια της πράξης στο πλαίσιο αυτό της

κοινότητας σημασιοδοτείται από την πολλότητα, από την δράση μεταξύ των

προσώπων. Τα πρόσωπα που διατηρούν τα ατομικά τους δικαιώματα και

συμμετέχουν στον δημόσιο χώρο της πολιτικής είναι ελεύθερα.

Η Arendt φθάνει στο συμπέρασμα ότι η κοινωνία αποτελεί πια την δημόσια

οργάνωση της λειτουργίας της ζωής διότι όλες οι δραστηριότητες των ανθρώπων

επικεντρώθηκαν στην ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών. Κατά τον τρόπο αυτό

οδηγούμαστε στην ταύτιση του πολιτικού με το κοινωνικό.

Όταν ταυτίζεται το πολιτικό με το κοινωνικό τι συμβαίνει; Όλα τα του

ιδιωτικού βίου των ανθρώπων βγαίνουν στο φως της δημόσιας ζωής και ο άνθρωπος

παύει να διαλέγεται με τον εαυτό του στην ασφάλεια και την ηρεμία της

ιδιωτικότητας ώστε να εξέλθει αργότερα και να ομιλήσει, να δράσει στο δημόσιο

χώρο, να συμφωνήσει και να διαφωνήσει με τους άλλους. «Η διαφωνία στη πολιτική

συνάθροιση είναι ένδειξη ανανέωσης της πολιτικής»18

Όταν περιστέλλεται η πολιτική και αναδύεται το κοινωνικό τι συμβαίνει; Πάλι

η πολιτική πράξη δεν πραγματώνεται. Ποιά είναι η έννοια της περιστελλόμενης

πολιτικής; Η πολιτική η οποία δεν αποτελεί γνήσια, αυθεντική πράξη.

Στην πρώτη περίπτωση, την ταύτιση του πολιτικού με το κοινωνικό,

παρατηρούμε την αντίθεση του πολιτικού ως προς έννοιες όπως είναι ο

ολοκληρωτισμός διότι έχουμε την αντίθεση της έλλογης πράξης προς την ά-λογη

συμμόρφωση και τον εξαναγκασμό από την πολιτική εξουσία.

18 Hannah Arendt, Υπόσχεση πολιτικής, σελ 43.

Page 99: Hannah Arendt 24grammata.com

Στη δεύτερη περίπτωση, την περιστολή της πολιτικής έχουμε την

προσκόλληση της πολιτικής στην επιφάνεια των καθημερινών γεγονότων

παρατηρώντας τελικά την αντίθεση της κατά την Arendt πράξης προς τα καθημερινά

γεγονότα του κοινωνικού.

Πότε λοιπόν χάνεται το πολιτικό; Όταν εμφανίζεται η ψευδής πράξη, η οποία

θέτει σε κίνδυνο τις ανθρώπινες ικανότητες της πράξης και του πάθους.19 Τότε

νομίζω ότι οδηγούμαστε στον μηδενισμό της πολιτικής. Τότε η πολιτική ταυτιζόμενη

με το κοινωνικό χάνει την πραγματική ουσία της και η κοινωνία οδηγείται σε

ολοκληρωτικές, για την ανθρώπινη μοναδικότητα και πολιτική ισηγορία,

καταστάσεις. Για την Arendt η πολιτικοποίηση των πάντων έχει μια αρνητική χροιά.

Ονειρεύεται μια συμμετοχική δημοκρατία επηρεασμένη από το φαινόμενο της

γενίκευσης της πολιτικής εξουσίας – η πολιτική εδώ με την νεωτερική έννοια – στη

κοινωνική σφαίρα.

Είναι ώρα τώρα να δούμε και την έννοια του ολοκληρωτισμού στην Arendt

ορμώμενοι από το βιβλίο της The Origins of Totalitarianism, το οποίο έρχεται σε

διάλογο – θεωρώ – με το βιβλίο της Η Ανθρώπινη Κατάσταση. Ο ολοκληρωτισμός,

για την Arendt, είναι καινοφανής. Δεν ταυτίζεται με μορφές παλαιών καθεστώτων,

είναι πέρα από τις κλασσικές έννοιες της πολιτικής φιλοσοφίας. «Ο ολοκληρωτισμός

φαίνεται να είναι μόνο το τελευταίο στάδιο μιας διαδικασίας κατά την οποία η

επιστήμη έχει καταστεί ένα ίνδαλμα το οποίο θα γιατρέψει τα κακά της ύπαρξης και

θα μεταμορφώσει την ανθρώπινη φύση», 20 αυτό που διακυβεύεται στον

ολοκληρωτισμό είναι η ανθρώπινη φύση υποστηρίζει η Arendt. Ο ολοκληρωτισμός

απογυμνώνει τον άνθρωπο από τη φύση του υπό το πρόσχημα της αλλαγής. «Η

συλλογικότητα των μαζών κατέστη αποδεκτή από εκείνους που ήλπιζαν ότι η

19 Hannah Arendt, Υπόσχεση πολιτικής, σελ. 272. 20 Hannah Arendt, The Origins of Totalitarianism, Schoken Books 1951, σελ. 346.

Page 100: Hannah Arendt 24grammata.com

εμφάνιση των φυσικών νόμων και της ιστορικής εξέλιξης θα μειώσει την μη

προβλεψιμότητα των πράξεων και της συμπεριφοράς του ατόμου».21 Καταργείται

λοιπόν η ανθρώπινη ελευθερία στο καθεστώς αυτό. Θυμόμαστε ότι η έννοια της

πολιτικής ταυτίζεται με την ανθρώπινη ελευθερία. Άρα ο ολοκληρωτισμός

αντιδιαστέλλεται πλήρως προς αυτήν. Έχουμε την απανθρωποποίηση του ανθρώπου,

την αποκτήνωσή του.22

Τα αποτελέσματα του ολοκληρωτισμού είναι η μαζοποίηση και η καταστροφή

της δυνατότητας του ατόμου για πράξη. Ο ολοκληρωτισμός αναιρεί την δυνατότητα

της αυθυπέρβασης του ανθρώπου επειδή καταστρέφει την πολλότητα και την

ισηγορία στο δημόσιο χώρο. Καταστρέφει την πολλότητα επειδή στη θέση της

ανθρώπινης δύναμης που προέρχεται από την αγάπη για ισότητα τοποθετεί τη βία και

το φόβο. «Φόβος είναι η επιθυμία κάποιου να υποτάξει ή να υποταχθεί».23 Πώς

καταφέρνει να βασιλέψει ο φόβος αντί του λόγου; Η Arendt υποστηρίζει ότι «στις

ολοκληρωτικές ιδεολογίες η λογική εκμεταλλεύεται συγκεκριμένες ιδέες και τις

διαστρεβλώνει μετατρέποντας αυτές σε συλλογιστικές βάσεις».24 Ο ολοκληρωτισμός

λοιπόν μαζοποιώντας το άτομο το υποδουλώνει και το απομονώνει. Στη μαζική αυτή

κατάσταση του ολοκληρωτισμού ο άνθρωπος είναι μόνος του. Η αίσθηση του

ανήκειν στη μάζα επιδρά πάνω στο άτομο. Γιατί όμως το άτομο αποδέχεται να

υποταχθεί; Η Arendt υποστηρίζει ότι πριν το άτομο αποδεχθεί την ένταξή του στη

μάζα του ολοκληρωτισμού συνέβη η ακόλουθη διαδικασία: «Η αντίδραση των μαζών

στον ρεαλισμό, στον κοινό νου, ήταν το αποτέλεσμα της ατομικοποίησής τους, της

απώλειας της κοινωνικής θέσης τους και της συνακόλουθης απώλειας ολόκληρου 21Hannah Arendt, The Origins of Totalitarianism, σελ 346. 22 Στο έργο του Andreas Kalyvas, Democracy and the Politics of the Extraordinary, Cambridge University Press, 2008, σελ 211, βλέπουμε ότι ο ολοκληρωτισμός για την Arendt έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά: α) Θέτει σε κίνδυνο τη φύση του πολιτικού με την αντικατάσταση της ελευθερίας από την ιεραρχική τάξη και β) Υποκαθιστά την πολλότητα της δημόσιας σφαίρας με την ομοιογένεια. 23 Hannah Arendt, The Origins of Totalitarianism, σελ 121. 24 Hannah Arendt, Υπόσχεση πολιτικής, σελ 127.

Page 101: Hannah Arendt 24grammata.com

τμήματος των κοινοτικών σχέσεων στα πλαίσια των οποίων ο κοινός νους έβγαζε

νόημα».25 Κάτι σημαντικό στην ιστορία ανάγκασε τα άτομα να υποκύψουν στον

ολοκληρωτισμό.

Η στιγμή της γέννησης αυτού του φαινομένου δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί

στατικά και μονοσήμαντα. Κατά τη γνώμη μου είναι αναγκαίο να κάνουμε τις εξής

επισημάνσεις:

Α) Το κοινωνικό στην Arendt έρχεται σε αντίθεση με το πολιτικό όταν

προβάλλει τον κομφορμισμό απέναντι στη μη προβλέψιμη ανθρώπινη πράξη.

Β) Ο ολοκληρωτισμός έρχεται σε αντίθεση με το πολιτικό όταν μάχεται την

ανθρώπινη πράξη.

Γ) Με τον ολοκληρωτισμό καλύπτεται όλη η ανθρώπινη ζωή από την

πολιτική. Έχομε την πολιτικοποίηση των πάντων.

Ποια είναι η σχέση αυτής της μεταλλαγής του κοινωνικού σε πολιτικό με το

φαινόμενο του ολοκληρωτισμού; Στον τελευταίο οι μάζες βγαίνουν όπως λέει η

Arendt από το παλαιό καθεστώς των απομονωμένων ατομικοτήτων και εισέρχονται

σε ένα καθεστώς μαζικού κινήματος στα πλαίσια του οποίου πολιτικοποιούνται τα

πάντα στη ζωή τους. «Πίσω από την εξουσία που ασκείται στον ολοκληρωτισμό

υπάρχει μια ξεχωριστή αντίληψη για τη δύναμη»26.

Η εξουσία αυτή βασίζεται στην ομοιόμορφη στάση των ατόμων. Τα άτομα

χάνουν τη δυνατότητα της πολλότητας και της διαφορετικότητας και γίνονται όλα ένα

σώμα, μια ενότητα. Σύμφωνα με την Arendt η κυριαρχία του ολοκληρωτισμού

επιδιώκει να επιτύχει την προαναφερθείσα κατάσταση μέσω μιας ιδεολογικής

επιρροής στα στρώματα της ελίτ και μέσω του απόλυτου τρόμου στα στρατόπεδα

25Hannah Arendt, The Origins of Totalitarianism, σελ 352. 26 Hannah Arendt, the Origins of Totalitarianism, σελ 417. Βλέπε και στην Υπόσχεση Πολιτικής για τη διαφορά δύναμης κα ισχύος σσ: 147 – 150.

Page 102: Hannah Arendt 24grammata.com

συγκεντρώσεως.27 Στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως επιδιώκεται η αλλαγή, όχι η

κοινωνική αλλαγή αλλά η αλλαγή των ανθρώπων, της φύσης τους. Διότι η ανθρώπινη

φύση διατηρεί εγγενή την ιδιότητα της μη προβλεψιμότητας, της δυνατότητας για μια

νέα αρχή.

Όπως η Arendt αναφέρει : «ο εαυτός και ο κόσμος, η ικανότητα για σκέψη και

για εμπειρίες χάνονται ταυτόχρονα»28 Ο ολοκληρωτισμός καταστρέφει την

ελευθερία του ατόμου μέσα στον ιδιωτικό βίο του, αλλά και μέσα στο πολιτικό βίο

του. Η ευθύνη του καθενός για τον εαυτό του πέρασε στη κοινωνία. Εδώ μπορούμε

να ανακαλύψουμε τη σχέση ολοκληρωτισμού με τη διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού

βίου. Ο ιδιωτικός βίος των ανθρώπων που θεμελίωνε επιμέρους έκαστος την ολότητα

του δημόσιου βίου εισήλθε σε αυτόν υπό τη μορφή της κοινωνικής σφαίρας που

περιλαμβάνει τα πάντα ανεξαιρέτως. Ο ολοκληρωτισμός θεωρώ ότι είναι ένα

παραπροϊόν της διαδικασίας αυτής. Μεταμόρφωσε τον ταξικό διαχωρισμό της

κοινωνίας σε μια ενιαιοποιημένη μάζα, χωρίς τις ατομικές και κοινωνικές

ιδιαιτερότητες. «Ο ολοκληρωτισμός μετέβαλε τις κοινωνικές τάξεις σε μάζες».29

Αυτά τα χαρακτηριστικά του ολοκληρωτισμού ως προς το κοινωνικό θα

λέγαμε πως σημαδεύουν και το ναζισμό και το σταλινισμό σύμφωνα με την Arendt. Ο

ολοκληρωτισμός δεν είναι ξεκομμένος από την εποχή του. Όταν έρχεται στις

κοινωνίες των ανθρώπων αγνοεί τη διαστρωμάτωση όπως αγνοεί και την δυνατότητα

του ανθρώπου για πράξη. Θα έλεγε κανείς: είναι δυνατόν να δράσει ο άνθρωπος μόνο

στα πλαίσια της κοινωνικής διαστρωμάτωσης; Η τελευταία έχει πολλές μορφές στην

ιστορία. Ο ολοκληρωτισμός όμως είναι συγκεκριμένο φαινόμενο στην ιστορία. Αυτό

δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να ξανασυμβεί. Η ισχύς και η νομιμοποίησή του

27Hannah Arendt, the Origins of Totalitarianism, σελ 438. 28Hannah Arendt, the Origins of Totalitarianism, σελ 477. 29Hannah Arendt, the Origins of Totalitarianism, , σελ 460.

Page 103: Hannah Arendt 24grammata.com

πηγάζει από τον ίδιο του τον εαυτό, «δεν έχει ανάγκη από καμία έξωθεν

νομιμοποιητική βάση όπως για παράδειγμα αυτή του κοινωνικού συμβολαίου της

νεωτερικότητας30 παρά μόνον αυτής: της ενσάρκωσης ή της έκφρασης του

πνεύματος του Λαού ή της Φυλής»31.

Δεν αναγνωρίζεται λοιπόν η εσωτερική διαστρωμάτωση στο κοινωνικό στον

ολοκληρωτισμό. Ο άνθρωπος αλλάζει ως προς τη φύση του, η κοινωνία αποκτά μιαν

άλλη υπόσταση, μια «θρησκευτική» θα έλεγα ενότητα με τον απόλυτο ηγέτη

απέναντί της. Όλες οι κοινωνικές και οι θεσμικές σχέσεις εξαφανίζονται,

απορροφώνται από το Κράτος. Για τη Hannah Arendt δεν υφίσταται λοιπόν διαφορά

στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, είτε αυτά είναι ναζισμός είτε σταλινισμός. Σε τέτοια

καθεστώτα η πολιτική περιστέλλεται και το άτομο αποκτηνώνεται, καθίσταται ένας

υπάνθρωπος. Άρα η υπερίσχυση του ολοκληρωτισμού στη κοινωνία επηρεάζει το

πολιτικό, επηρεάζει και το άτομο. Η αναζήτηση, λέει η Arendt, του εχθρού είναι η

κινητήρια δύναμη στο σύστημα αυτό, το διαχωρίζον και ενοποιούν ταυτόχρονα τα

άτομα. Παρατηρείται η υιοθέτηση νέων μορφών οργάνωσης της κοινωνίας με

αποτέλεσμα την περιστολή της πολιτικής, της πράξης και της συμμετοχής, και την

υιοθέτηση μιας διαφορετικής έννοιας της πράξης. Στη περίπτωση αυτή τα άτομα

πράττουν πάντοτε «υπηρετώντας το γενικό συμφέρον»32 υπηρετώντας μια

συγκεκριμένη μηχανή παραγωγής ιδεολογίας.

Η Hannah Arendt ήταν η πρώτη θεωρητικός η οποία τόλμησε να

αντιμετωπίσει ως όμοια δύο πολιτικά φαινόμενα: τον ναζισμό και τον σταλινισμό. Η

δυνατότητα μιας συνεχούς αναγέννησης των μελών μιας κοινωνίας ικανώνει τους

ανθρώπους στην ελευθερία της πράξης. Αυτή την αξία της κοινωνίας ο 30 Όπως στον Λεβιάθαν του Hobbes. 31 Απόστολου Χαρίση: «Ολοκληρωτισμός, η επιστροφή της μυθολογίας του ψυχρού πολέμου», http://www.varometro.net/blog/txt/harisis.txt 32 «Hannah Arendt and the Political», στο C. Lefort, Democracy and Political Theory, Polity Press, Cambridge 1988.

Page 104: Hannah Arendt 24grammata.com

ολοκληρωτισμός την εκμηδενίζει, υποστηρίζει η Arendt. Ο ολοκληρωτισμός αφαιρεί

τη δυνατότητα από το άτομο του θαύματος της πράξης ως νέας αφετηρίας.

Παλαιότερα λέει η Arendt το ιδιωτικό ήταν ταυτισμένο με την ανάγκη, ενώ το

δημόσιο με την ελευθερία. Ο έχων ανάγκη να εργασθεί για να ζήσει δεν μπορούσε να

απολαύσει τα αγαθά της ελευθερίας στο δημόσιο χώρο, την ισηγορία και τη πράξη. Η

ομιλία και η πράξη αποτελούν γνωρίσματα ελεύθερων ατόμων. Η ισότητα εδώ οδεύει

αγκαλιά με την πολλότητα. Τι συνέβη λοιπόν και χάθηκαν αυτά τα αγαθά; «Η

συμπεριφορά αντικατέστησε τη πράξη στις σύγχρονες κοινωνίες για τούτο και η

ισότητα βασίζεται στον κομφορμισμό».33 Στον κομφορμισμό τα άτομα

μεταβάλλονται σε απομονωμένους ιδιώτες. Η κοινωνική σφαίρα με τον κομφορμισμό

αντιτίθεται προς τον άνθρωπο αλλά και προς το πολιτικό. «Η μαζική κοινωνία

καταστρέφει τη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα».34

Για ποιο λόγο συνέβησαν αυτά; Η Arendt υποστηρίζει ότι ο τρόπος ερμηνείας

του κόσμου βασίζεται πια στην οικονομία. Τα πάντα αντιμετωπίζονται τώρα ως

εργαλείο, ως μέσον για την ανάπτυξη, την οικοδόμηση, τη κατασκευή, τη δημιουργία.

Ακόμη και η πολιτική τώρα αντιμετωπίζεται ως εργαλείο. «Οι πολιτικές πράξεις

φαίνονται υπό το φως συγκεκριμένων κοινωνικών στόχων όπως η οικονομική

ευμάρεια».35 Τα όρια της πολιτικής πράξης στο πλαίσιο αυτό στενεύουν, ιδιαίτερα

για τους μη προνομιούχους στην κατοχή της πολιτικής εξουσίας. «Τα όρια μεταξύ

κοινωνικής και πολιτικής σφαίρας στον νεότερο κόσμο είναι πολύ συγκεχυμένα. Ότι

η πολιτική δεν είναι παρά μια κοινωνική λειτουργία, ότι η πράξη, η ομιλία και η

33 Hannah Arendt, Η Ανθρώπινη Κατάσταση, σελ 63. 34Hannah Arendt, Η Ανθρώπινη Κατάσταση, σελ 86. Στο έργο του Andreas Calyvas, Democracy and the Politics of the Extraordinary, σελ. 208, υποστηρίζεται από τον συγγραφέα ότι έχουμε μια εργαλειοκρατική συμπεριφορά η οποία είναι αντιπολιτική. Παρατηρείται επίσης μια α-πολιτικοποίηση και μια ιδιωτικότητα στη δημόσια σφαίρα. 35 Antoine Hol, “Hannah Arendt”, Utrecht Law Review, Τόμος 1, Τεύχος 2, Δεκέμβριος 2005, σελ. 104.

Page 105: Hannah Arendt 24grammata.com

σκέψη είναι κατά κύριο λόγο εποικοδομήματα πάνω στην βάση του κοινωνικού

συμφέροντος, δεν αποτελεί ανακάλυψη του Κarl Marx».36

Δεν υφίσταται πια η διάκριση που κάνει η Arendt μεταξύ δημόσιου και

ιδιωτικού βίου και μόχθου, εργασίας και πράξης. Το μόχθο και την εργασία τοποθετεί

η Arendt στον ιδιωτικό βίο ενώ τη πράξη στο δημόσιο.37 Στη νεωτερικότητα τη θέση

της πράξης κατέλαβε η εργασία, γνώρισμα του ιδιωτικού βίου.

Το πολιτικό λειτουργεί τώρα ως εργαλείο διαχείρισης των κοινωνικών

πραγμάτων και τα άτομα – πολίτες δεν πράττουν, δεν συνδιαλέγονται μεταξύ τους σε

αυτό. Εναντίον της ισότητας και της διαφοράς εμφανίζεται ο κομφορμισμός και η

γραφειοκρατία. Το κοινωνικό με τις μορφές ελέγχου που διαθέτει δεν επιτρέπει την

πολλότητα και την ελευθερία. Έχουμε το κάτωθι σχήμα:

Πράξη ----------------- Συμπεριφορά

Προσωπική Εξουσία -------------- Γραφειοκρατία

Γραφειοκρατία η οποία υποστασιοποιεί τη καθολική επιβολή κανόνων στη

συμπεριφορά. «Η μαζική κοινωνία καταβροχθίζει όλα τα στρώματα του έθνους

και η κοινωνική συμπεριφορά γίνεται υπόδειγμα για κάθε τομέα της ζωής».38

Από την αντίθεση λοιπόν δημόσιου και ιδιωτικού βίου οδηγούμαστε στην

αντίθεση του κοινωνικού με το πολιτικό. «Μόνο στην πολλότητα εμφανίζεται

αληθινά η εγκόσμια πραγματικότητα. Η υποκειμενικότητα της ιδιωτικότητας δεν

μπορεί να αντικαταστήσει τη πραγματικότητα της πολλότητας».39 Αυτό που μας

λέει η Arendt είναι πολύ σημαντικό. Το μόνο που υπάρχει είναι η

πραγματικότητα στην οποία οδηγούμαστε όλοι στα πλαίσια της ισηγορίας και της

36 Hannah Arendt, Η Ανθρώπινη Κατάσταση, σελ. 53. 37Hannah Arendt, Η Ανθρώπινη Κατάσταση, σελ 104. 38 Hannah Arendt, Η Ανθρώπινη Κατάσταση, σελ. 69 Το ίδιο υποστηρίζει η Arendt και στο: The Promise of Politics, Introduction to Politics, Schoken Books, NY 2005, σελ. 100 39Hannah Arendt, Η Ανθρώπινη Κατάσταση, σελ 85.

Page 106: Hannah Arendt 24grammata.com

ελεύθερης πράξης. Οι άνθρωποι θα έλεγε κανείς βρίσκουν την ουσία της ύπαρξής

τους στο δημόσιο χώρο. Στο δημόσιο χώρο με την αυθεντική έννοια του

πολιτικού οι άνθρωποι πραγματώνουν τις εγγενείς τους ιδιότητες που οδηγούν

στην πολλότητα. Το καθεστώς της πολλότητας αποτελεί κατά την Arendt, την

condition per quam της όποιας πολιτικής ζωής. Ποια καθεστώτα αναγκάζουν τα

άτομα να ζήσουν σε μια κατάσταση διαφορετική από αυτή της πολλότητας; Τα

ολοκληρωτικά καθεστώτα θα μας πει η Arendt. Ο ολοκληρωτισμός δεν σέβεται

είπαμε ούτε την ισότητα ούτε τη διαφορά μεταξύ των ατόμων. «Τότε οι

άνθρωποι είναι μόνοι ή εναντίον άλλων ανθρώπων».40 Χάνεται ο ενδιάμεσος

χώρος (inter –est) που είδαμε πιο πριν. Χάνεται ο συνδετικός κρίκος των ατόμων.

Η περιστολή της πολιτικής στο πλαίσιο του ολοκληρωτισμού.

Στον ολοκληρωτισμό παρατηρείται μια αντιστροφή και μια περιστολή του

πολιτικού. Σε τι διαφέρει από άλλες παραδοσιακές μορφές τυραννίας που

μετέρχονται συγκεκριμένα μέσα επιβολής τους πάνω στα άτομα όπως η ισχύς και

η βία;

H διαφορά του σε σχέση με τις τυραννίες έγκειται, σύμφωνα με την Arendt,

στην ίδια του τη φύση. Η ολοκληρωτική αποπολιτικοποίηση (depoliticalization)

ταυτίζεται θα λέγαμε με τη πλήρη πολιτικοποίηση (total politicalization). Τι

σημαίνει αυτό; Όπως είδαμε στο Α΄ μέρος της εργασίας μας, η φύση της

πολιτικής επηρεάζεται όταν περιστέλλεται από το κοινωνικό και όταν ταυτίζεται

με το κοινωνικό. Καταλύεται θα λέγαμε και στις δύο καταστάσεις. Η ομιλία και

η πράξη δίδουν την θέση τους σε μια θεσμοποιημένη μορφή συμμετοχής των

πολιτών στην διακυβέρνηση. Η συμμετοχή των ανθρώπων σε τέτοια σχήματα

40 Hannah Arendt, Η Ανθρώπινη Κατάσταση, σελ 248.

Page 107: Hannah Arendt 24grammata.com

δεν ανταποκρίνεται στο κριτήριο της αυθεντικής έκφρασης της πολιτικής πράξης

αλλά σε νεωτερικά σχήματα επιβολής και ελέγχου της κρατικής ισχύος. Για να

αντιμετωπίσει το θέμα της ισχύος ο άνθρωπος, σύμφωνα με την Arendt,

οδηγήθηκε στην υποταγή του στο κράτος, στην δημόσια εξουσία, η οποία θα

συντόνιζε πλέον την ανθρώπινη συνύπαρξη. Ο εξουσιάζων δρα στο όνομα των

πολλών ανθρώπων. Η έννοια της πολλότητας χάνεται από το προσκήνιο. Η

κατάσταση της κυριαρχίας και της υποταγής θέτουν, κατά την Arendt, σε μεγάλο

κίνδυνο την φύση του πολιτικού και μεταβάλλουν τις κατηγορίες της ελευθερίας

και της ισότητας σε κατηγορίες της ομοιογένειας και της ιεραρχίας.

Η Arendt υποστηρίζει ότι στον ολοκληρωτισμό αναιρείται αυτή καθαυτή η

ουσία της ανθρώπινης πράξης, η δυνατότητα μιας νέας αρχής, στα πλαίσια μιας

εικονικής συσσωμάτωσης των ατόμων σε ένα όλο που πρεσβεύει την

αυθεντικότητα και τη γνησιότητα της έκφρασης της αλήθειας η οποία

προβάλλεται στη μοναδικότητα της ένωσης αυτού του όλου με τον ηγέτη. Στην

κατάσταση αυτή που δεν έχει σχέση απλά με μια ακόμη μορφή τυραννίας, ο

ιδιωτικός και ο δημόσιος χώρος αποτελούν μια εικονική – κατά τη γνώμη μου –

πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που αντί για ελευθερία και

ανθρωπινότητα συγχωνεύει τις αρχές του τρόμου και της λογικότητας μαζί. Αυτή

η τελευταία σύνθεση έφερε στις κοινωνίες το Άουσβιτς και το Γκουλάγκ .

Αντί της υπερίσχυσης του συντεταγμένου νόμου – ισχύει η καθολικότητα του

τρόμου. Ποιος είναι ο νόμος στον ολοκληρωτισμό για την Arendt; Η

υποστασιοποίηση της ενότητας όλων στο πρόσωπο ενός ηγέτη. Τα άτομα στη

κατάσταση αυτή είναι έτοιμα να δεχθούν τα πάντα στο όνομα της ιδεολογίας

αυτής όπως για παράδειγμα οι Γερμανοί ήταν έτοιμοι να θυσιασθούν για το

πρόσωπο του Φύρερ. Η Arendt συμπέρανε ότι «ο Χίτλερ και ο Στάλιν

Page 108: Hannah Arendt 24grammata.com

ανακάλυψαν ότι η εξάλειψη της μη προβλεψιμότητας των ανθρώπινων

πραγμάτων αλλά και της ίδιας της φύσης του ανθρώπου είναι δυνατή στα πλαίσια

μιας κεντρικής καθιέρωσης μιας ολοκληρωτικά οργανωμένης εξουσίας».41

Ο ολοκληρωτισμός θεοποιεί τις «αυτόματες διαδικασίες της ιστορίας».

Πρεσβεύει δηλαδή ότι στα πλαίσια μιας ιδιότυπης φιλοσοφίας της ιστορίας

υπάρχει ένας αυτόματος μηχανισμός εξέλιξης της κοινωνίας προς το καθεστώς το

οποίο αποτελεί το «τέλος» της. Από την άλλη μεριά θέλει ένα νέο τύπο

ανθρώπου, προβλέψιμου, ενός υπανθρώπου. Ο συνδυασμός της ιδεολογίας

αυτής στο κοινωνικό και η υποτέλεια του α-πολιτικού ανθρώπου στη μάζα

δίνουν τη δυνατότητα στον ολοκληρωτισμό να υπερισχύσει. Εδώ κατά τη γνώμη

μου κρύβεται ο πυρήνας της σκέψης της Arendt. Η σταδιακή ανάπτυξη του

ολοκληρωτισμού στο κοινωνικό το καθιστά εργαλείο για την επιβολή ισχύος μιας

κοινωνικής ομάδας ή μιας ιδεολογίας. Το κοινωνικό δεν έχει τις άμυνες του

πολιτικού θα λέγαμε. Δεν ασχολείται με την ανθρώπινη ελευθερία. Ασχολείται

μόνο με την ικανοποίηση των υλικών αναγκών των ανθρώπων. Κατά τον τρόπο

αυτό περιστέλλεται το πολιτικό και η ελευθερία των ατόμων. Χάνονται τα πάντα.

Η ελπίδα για το περίφημο «θαύμα» της Arendt εξανεμίζεται. Ποιο είναι το

θαύμα αυτό; Είναι η πραγμάτωση της εγγενούς δυνατότητας του κάθε ανθρώπου

να επιφέρει κάτι το καινούριο, να κάνει μια νέα αρχή. Για να κάνει κάποιος μια

νέα αρχή, είναι απαραίτητο να αφήσει πίσω του το παρελθόν. Για να το αφήσει

πίσω του πρέπει να «συγχωρήσει τον άλλο». Μόνον εάν καταβάλει τον εγωισμό

του και συγχωρήσει, τότε μπορεί να κάνει μια νέα αρχή. Στο θαύμα, λέει η

Arendt, θεμελιώνεται οντολογικά η ικανότητα της πράξης.

41Jerome Kohn, “Totalitarianism, The inversion of Politics”, Hannah Arendt Center, New School University, στο www. Hannaharendt.net

Page 109: Hannah Arendt 24grammata.com

Υφίσταται τώρα η δυνατότητα για την έναρξη των πάντων εκ νέου; Δεν

υφίσταται. Πού μπορούμε να ανακαλύψουμε τα αίτια όλης αυτής της

διαδικασίας; Στη διάκριση μεταξύ της «πράξης» από την «ποίηση» λέει η Arendt.

Η σύνδεση της πράξης με την ελευθερία και την πολλότητα στην σκέψη της

Arendt βοηθά να κατανοήσουμε την διάκριση μεταξύ της συμμετοχικής

δημοκρατίας και της σύγχρονης μορφής των γρφειοκρατικοποιημένων κοινωνιών

και της ελιτίστικης μορφής της πολιτικής. Η έλευση της νεωτερικότητας στο

δυτικό κόσμο θεμελιώθηκε πάνω στο θάνατο της μεταφυσικής. Η «ποίηση»

άλλαξε τις κατηγορίες με τις οποίες καταλαβαίνουμε τον κόσμο και το άτομο.42

Είναι τραγικό η απελευθέρωση του ατόμου από τη μεταφυσική να τον οδηγεί σε

μια νέα μορφή υποδούλωσης.

Η Arendt υπογραμμίζει την έκταση κατά την οποία «η τεχνολογία αφομοιώνει

την ανθρώπινη ύπαρξη».43 Μεταλλάσσεται η ανθρωπινότητα του ανθρώπου σε

κάτι το τεχνητό. Αυτή η διαδικασία είναι η γενεσιουργός αιτία της περιστολής

της πολιτικής και της εμφάνισης καθεστώτων ολοκληρωτισμού. Αυτή η αιτία δεν

είναι μια στατική διαδικασία. Είναι μια διαμάχη μεταξύ της ανθρώπινης ανάγκης

για τη πολλότητα και της αυτοαναίρεσης του ατόμου στη νεωτερικότητα.

Σε αυτή τη νέα εποχή, η ελευθερία « εννοιολογείται, αντί ως γεννησιμότητα,

ως δυνατότητα καθιέρωσης κοινωνικών πρακτικών».44 Ο κόσμος μας, λέει η

Arendt, έχει φυτρώσει στο χώμα του νεωτερισμού.45 Από την εποχή των

σχολαστικών, του «adequatio intellectus et rei», μεταβαίνουμε στην εποχή του

Kant, ο οποίος ανέτρεψε και αποδυνάμωσε την αναζήτηση της μεταφυσικής

42 H εργαλειοποίηση του όλου αποτελεί ένα γνώρισμα της νεωτερικότητας. Hannah Arendt, The fate of the political, σελ 145 και εξής. 43 Hannah Arendt, Τhe fate of the political, σελ 172. 44 Andreas Calyvas, Democracy and the Politics of the Extraordinary, Cambridge University Press, σελ. 203. 45 Hannah Arendt, Υπόσχεση Πολιτικής, σελ. 208.

Page 110: Hannah Arendt 24grammata.com

αλήθειας. Η εννοιολόγηση της ελευθερίας από συλλογική ικανότητα των

ανθρώπων μετατρέπεται σε ατομικό χαρακτηριστικό ή δικαίωμα.

Το νόημα της ελευθερίας όμως για την Arendt ξεφεύγει από τη παράδοση του

Καντ και του Ρουσσώ. Η δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού σε αυτήν ταιριάζει με

την ικανότητα συλλογικής δημιουργικότητας. Αυτή η σύζευξη – κατά τη γνώμη

μου – είναι η προσπάθειά της να τοποθετήσει το θαύμα στη νεωτερικότητα. Το

θαύμα της «ριζικής ιστορικής αλλαγής, της πολιτικής δημιουργικότητας και της

ιστορικής καινοτομίας».46 Μια καινοτομία όχι συντηρητική αλλά ριζοσπαστική

και επαναστατική απέναντι στο σύγχρονο κράτος το οποίο συντηρεί και

συντηρείται από την υιοθέτηση μιας εργαλειοκρατικής και αντιπολιτικής

συμπεριφοράς.

Η εξασθένιση του πολιτικού και η ανάδυση του α-πολιτικού και του α-

πρόσωπου αποτελούν για την Arendt μια τραγική εξέλιξη στην ανθρωπότητα.

Μοναδική ελπίδα της είναι οι απεριόριστες δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης.

Οι δυνατότητες να ξεπεράσουμε τα τεθέντα όρια μιας κανονικότητας και να

ξαναβρούμε τον εαυτό μας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Arendt Hannah, Η Ανθρώπινη Κατάσταση, Εκδόσεις Γνώση, 1986,

Αθήνα.

46 Andreas Calyvas. Democracy and the Politics of the Extraordinary, σελ 208.

Page 111: Hannah Arendt 24grammata.com

Arendt Hannah, The Origins of Totalitarianism, Schoken Books, NY

1951.

Arendt Hannah, Υπόσχεση Πολιτικής, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2009.

Arendt Hannah, Rutledge Critical Thinkers, London 2008, edited by

Simon Swift.

Arendt Hannah and Heidegger, The fate of the Political, , edited by Dana

Villa, Princeton University Press, USA 1996

Arendt Hannah Critical Essays, State University of N.Y. 1994.

Benhabib Seyla, The reluctant modernism of Hannah Arendt, Alta Mira

Press, 2000.

Calyvas Andreas, Democracy and the Politics of the Extraordinary,

Cambridge University Press, Boston 2008.

Cambridge Companion to Hannah Arendt, edited by Dana Villa,

Cambridge University Press, 2000.

Canovan Margaret, Hannah Arendt: A reinterpretation of her political

thought, University of Cambridge, GB 1992.

Craig Calhoun, Hannah Arendt and the meaning of Politics, University of

Minnesota 1997.

Hol Antoine, “Hannah Arendt and public realm”, Utrecht Law Review,

Volume I, issue 2, December 2005.

Page 112: Hannah Arendt 24grammata.com

Lefort Claude, Democracy and Political Theory, Hannah Arendt and the

Political, Polity Press, 1988

Kohn Jerome, “Totalitarianism: The inversion of politics”, στον ιστότοπο

www. Hannaharendt.net

Ρωμανού Βασίλη, «Η συγκρότηση και η θεμελίωση του πολιτικού στην

Hannah Arendt», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τεύχος 23,

Αθήνα 2004.

Χαρίση Αποστόλη, «Ολοκληρωτισμός, η επιστροφή της μυθολογίας του

ψυχρού πολέμου», στον ιστότοπο

Page 113: Hannah Arendt 24grammata.com

http://www.varometro.net/blog/txt/harisis.txt

Τ Ρ Ί Τ Η , Μ Α Ι Ο Υ 1 6 , 2 0

Άιχμαν, ένας άνθρωπος της εποχής μας Το να γράψεις σήμερα ένα βιβλίο για τον Άιχμαν προσκρούει σε ένα

πολύ μεγάλο εμπόδιο: τα έχει πει όλα η Χάνα Άρεντ εδώ και 40 χρόνια. Με μία εξαίρεση: δεν έδειξε την απαιτούμενη αγάπη προς τον εβραϊκό λαό... Στη δίκη του Άιχμαν, που έγινε το 1961 στην Ιερουσαλήμ, η πολιτική αγωγή παρουσίασε τον αξιωματικό των Ες-Ες ως ένα τέρας που είχε αποφασίσει να σβήσει τους Εβραίους από το πρόσωπο της γης. Ήταν ένας Ναζί, και όπως όλοι οι Ναζί αποτελούσε την ενσάρκωση του κακού. Αλλά η Χάνα Άρεντ, που παρακολούθησε τη δίκη, είδε μια άλλη εικόνα. Στο πρόσωπο του κατηγορουμένου δεν διέκρινε έναν φανατικό διψασμένο για αίμα, αλλά έναν γραφειοκράτη που ήθελε να ευχαριστήσει τους ανωτέρους του. Ήταν ασφαλώς ένας μαζικός δολοφόνος, ένας άνθρωπος που είχε στείλει εκατομμύρια Εβραίους στους θαλάμους αερίων. Αλλά το κίνητρό του δεν ήταν ο αντισημιτισμός. Έγινε Ναζί επειδή του άρεσε να πηγαίνει με το πλήθος. Τα εγκλήματά του ήταν η απόδειξη της «κοινοτοπίας του κακού». Με τα βασικά συμπεράσματα της Άρεντ, που εκτίθενται στο βιβλίο της «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ», συμφωνεί απολύτως ο Ντέηβιντ Σιζαράνι, ένας Βρετανός ειδικός στην εβραϊκή ιστορία. Στο βιβλίο του «Πώς έγινε ο Άιχμαν. Επανεξέταση της ζωής, των εγκλημάτων και της δίκης ενός "δολοφόνου του γραφείου"», που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Da Capo Press, επισημαίνει πως υπό τις κατάλληλες συνθήκες οποιοσδήποτε μπορεί να διαπράξει κατά συρροή φόνους. Και οι σημερινές συνθήκες, με τον ρατσισμό, την εθνοκάθαρση, τους καμικάζι και τις γενοκτονίες, προσφέρονται ιδιαίτερα για κάτι τέτοιο. «Ο Άιχμαν μοιάζει όλο και περισσότερο με έναν άνθρωπο της εποχής μας», τονίζει. «Οποιοσδήποτε μπορεί να διαπράξει γενοκτονία». Αν όμως ο Σιζαράνι συμφωνεί σε γενικές γραμμές με την Άρεντ, γιατί έγραψε αυτό το βιβλίο; Και γιατί την κατηγορεί για προκατάληψη απέναντι στους Εβραίους της Ανατολικής Ευρώπης, ένας εκ των οποίων ήταν και ο εισαγγελέας της δίκης; H προφανής εξήγηση, γράφει ο Μπάρυ Τζούεν στους Νιου Γιορκ Τάιμς, είναι ότι θέλει να ξεφύγει από τη σκιά της. Υπάρχει όμως κάτι βαθύτερο. H Αμερικανίδα φιλόσοφος έχει επικριθεί επειδή κατήγγειλε τη συνεργασία Εβραίων ηγετών με τους Ναζί και μίλησε για την «ηθική κατάρρευση» εκείνης της εποχής. Κατά την άποψή της, το Ολοκαύτωμα ήταν ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, που διαπράχθηκε στην πλάτη του εβραϊκού λαού. Όταν ο ιστορικός Γκέρσομ Σόλεμ την κατηγόρησε ότι στερείται αγάπης για τον εβραϊκό λαό, εκείνη απάντησε: «Ποτέ στη ζωή μου δεν αγάπησα έναν συγκεκριμένο λαό, την εργατική τάξη ή οτιδήποτε τέτοιο. Αγαπώ "μονάχα" τους φίλους μου και το μόνο είδος αγάπης που γνωρίζω και πιστεύω είναι η αγάπη των ανθρώπων». Αυτή τη στάση προσπαθεί να «διορθώσει» με το βιβλίο του ο Σιζαράνι. Αλλά δεν τα καταφέρνει. H Χάνα Άρεντ είναι ανυπέρβλητη.

Page 114: Hannah Arendt 24grammata.com

ΚΩΣΤΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΙΑΔΗΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΜΑΧΗ ΑΡΕΝΤ-ΣΟΛΕΜ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Ο ΑΪΧΜΑΝ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ»

Η Χάννα Άρεντ συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον φιλόσοφο και εξέχοντα μελετητή της Καμπάλα Γκέρσομ Σόλεμ το 1932 στο Βερολίνο και ένα από τα πράγματα που αμέσως τους έφεραν κοντά ήταν η μεγάλη εκτίμηση που αμφότεροι έτρεφαν για τον Βάλτερ Μπένγιαμιν. Ο Σόλεμ έλεγε ότι η ΄Αρεντ ήταν ένα από τα καλύτερα μυαλά της Ευρώπης, ενώ οι δυο τους συνεργάστηκαν επανειλημμένα για να διασωθούν καταρχάς και να εκδοθούν στη συνέχεια εβραϊκά χειρόγραφα και βιβλία που γλύτωσαν από τη μανία των Ναζί. Η φιλία τους κράτησε πάνω από τρεις δεκαετίες και διακόπηκε το 1963 με αφορμή την έκδοση του έργου της ΄Αρεντ Ο ΄Αιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Το θέμα του βιβλίου είναι λίγο πολύ γνωστό: Ο ΄Αντολφ ΄Αιχμαν αξιωματικός των Ναζί και ένας από τους υπευθύνους για τον «συντονισμό» της Τελικής Λύσης, συλλαμβάνεται από ισραηλινούς πράκτορες στις 11 Μαΐου του 1960 σε ένα προάστιο του Μπουένος ΄Αιρες, μεταφέρεται στο Ισραήλ και οδηγείται σε δίκη που ξεκινά στις 19 Απριλίου του 1961 στην Ιερουσαλήμ με 15 βαρύτατες κατηγορίες για εγκλήματα κατά του εβραϊκού λαού, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας καθώς και εγκλήματα πολέμου, που το κάθε ένα από αυτά επέσυρε θανατική καταδίκη. Η φιλόσοφος Χάννα ΄Αρεντ καλύπτει δημοσιογραφικά τη δίκη για λογαριασμό της εφημερίδας The New Yorker, όπου και δημοσιεύονται σε συνέχειες τα κείμενα που κατόπιν συγκεντρώθηκαν σε βιβλίο. Οι θέσεις που διατύπωσε η ΄Αρεντ στο βιβλίο της είναι σε γενικές γραμμές γνωστές σήμερα: Η ΄Αρεντ ήδη από τον υπότιτλο του βιβλίου της αναθεωρεί την παλιότερη θέση της περί «ριζικού κακού» (την οποία είχε πρωτοδιατυπώσει στις Αρχές του Ολοκληρωτισμού) και τώρα κάνει λόγο για «κοινοτοπία του κακού». Ο ΄Αιχμαν δεν είναι κάποιο «τέρας» όπως θέλει να τον παρουσιάσει το δικαστήριο και ο τύπος αλλά ένας συνηθισμένος, μάλλον φαιδρός, άνθρωπος δίχως ιδιαίτερες πνευματικές ικανότητες. Δεν διακατέχονταν από κάποιον ιδιαίτερο αντισημιτισμό, δεν αισθανόταν μίσος για τα θύματά του, απλώς εκτελούσε πειθήνια τις εντολές που δεχόταν από τους ανωτέρους του, ως μέρος του στρατιωτικού του καθήκοντος. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, είχε ενεργήσει ως νομοταγής πολίτης, και μάλιστα πρόσθεσε πως ολόκληρη τη ζωή του μέχρι την μέρα που του ανατέθηκε η διεκπεραίωση της «Τελικής Λύσης» την είχε ζήσει σύμφωνα με τις αρχές της καντιανής κατηγορικής προσταγής. Του ήταν αδύνατον να σκεφτεί και να κρίνει το παράλογο και εγκληματικό των εντολών που εκτελούσε, πολύ περισσότερο να τις παρακούσει. ΄Εχουμε, δηλαδή, μπροστά μας περισσότερο τον ανθρωπολογικό τύπο του συνηθισμένου, πειθήνιου εκτελεστή εντολών (θα σκότωνε ακόμα και τον πατέρα του αν είχε λάβει διαταγή να το κάνει, λέει η ΄Αρεντ) και όχι κάποια «εξαιρετική» περίπτωση σαδιστικού τέρατος. Επιπλέον, η ΄Αρεντ επικρίνει δριμύτατα τους ηγέτες των εβραϊκών κοινοτήτων, δίχως τη συνεργασία των οποίων το φρικαλέο έγκλημα των Ναζί δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί σε τέτοια διάσταση. Για έναν Εβραίο, υποστηρίζει η ΄Αρεντ, ο ρόλος που έπαιξαν οι ηγέτες των Εβραίων στην καταστροφή του ίδιου τους του λαού είναι αναμφίβολα το σκοτεινότερο κεφάλαιο σε αυτή την σκοτεινή ιστορία. Και συνεχίζει: «΄Οπου ζούσαν Εβραίοι, υπήρχαν αναγνωρισμένοι εβραίοι ηγέτες, και αυτή η ηγεσία, σχεδόν δίχως εξαίρεση, συνεργάστηκε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, για τον έναν λόγο ή τον άλλο, με τους Ναζί. Η αλήθεια είναι ότι αν ο εβραϊκός λαός ήταν ανοργάνωτος και δίχως ηγέτες, θα υπήρχε χάος και πάρα πολλή αθλιότητα αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θα ήταν ίδιος ο αριθμός των νεκρών». Οι θέσεις αυτές ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων εκ μέρους εβραίων διανοουμένων μεταξύ των οποίων και του μέχρι τότε φίλου της Γκέρσομ Σόλεμ. Σε μια ιδιαιτέρως επικριτική επιστολή του προς την ΄Αρεντ στις 23 Ιουνίου του 1963 της γράφει: «Στην εβραϊκή παράδοση υπάρχει μια έννοια, που είναι δύσκολο να οριστεί αλλά παραμένει αρκετά συγκεκριμένη, την οποία ξέρουμε ως Ahabath Israeli: “Αγάπη για τον εβραϊκό λαό...” Σε εσένα, αγαπητή Χάννα, δεν βλέπω και πολλή από αυτή την αγάπη. Δεδομένου ότι το θέμα για το οποίο μιλάμε είναι ο αφανισμός των δύο τρίτων του εβραϊκού λαού, ένα τέτοιο ύφος –για το οποίο θα ταίριαζε η αγγλική λέξη flippancy [αναίδεια, έλλειψη σεβασμού]– δεν μου αρέσει καθόλου. Για το ζήτημα το οποίο πραγματεύεσαι ένα τέτοιο ύφος είναι αφάνταστα ανάρμοστο». Επιπλέον της λέει ότι σε διάφορα σημεία της κριτικής της διαφαίνεται μια προφανής απέχθεια για οτιδήποτε έχει να κάνει με τον Σιωνισμό και ότι πρόθεσή της ήταν να γελοιοποιήσει τον Σιωνισμό και αυτό ο Σόλεμ το αποδίδει σε ένα σύμπτωμα μίσους προς την εβραϊκή της καταγωγή, που οφείλεται στην νεανική της θητεία στον μαρξισμό και την αριστερά. Την οξύτατη αντίδραση του Σόλεμ προκάλεσαν και οι κατηγορίες της ΄Αρεντ προς τους ηγέτες του εβραϊκού λαού για την συνεργασία τους με τους Ναζί. Η μη σαφής διάκριση εκ μέρους της μεταξύ

Page 115: Hannah Arendt 24grammata.com

βασανιστή και θύματος ήταν εντελώς λανθασμένη και μεροληπτική στα μάτια του Σόλεμ. Της γράφει: «Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης εξευτελίστηκαν συστηματικά ανθρώπινα όντα· όπως λες κι εσύ εξαναγκάστηκαν να συμμετέχουν στην ίδια τους την εξόντωση και να βοηθήσουν στην εκτέλεση συγκρατουμένων τους. Είναι, συνεπώς, ασαφής η διάκριση βασανιστή και θύματος; Τι διαστρέβλωση! Καλούμαστε, μου φαίνεται, να ομολογήσουμε ότι και οι Εβραίοι είχαν το “μερίδιό” τους στις πράξεις γενοκτονίας. Αυτό αποτελεί μια τυπική quanterio terminorum [...] Στην εκ μέρους σου εξέταση του πώς αντέδρασαν οι Εβραίοι σε αυτές τις ακραίες συνθήκες –στις οποίες κανείς από εμάς δεν βρέθηκε– εντοπίζω, αρκετά συχνά, αντί για ισορροπημένη κρίση, ένα είδος δημαγωγικής θέλησης-για-υπερβολή.» Και καταλήγει: «Ποιος από εμάς μπορεί σήμερα να πει τι όφειλαν να αποφασίσουν οι πρεσβύτεροι –ή όπως αλλιώς θέλεις πέσ’ τους– Εβραίοι ενώπιον αυτών των καταστάσεων; Δεν ξέρω αν έπραξαν σωστά ή όχι. Ούτε που τολμάω να κρίνω. Δεν βρέθηκα εκεί». Η ΄Αρεντ υπεραμύνθηκε των θέσεών της και σε κανένα σημείο του γράμματός της δεν έδειξε απολογητική διάθεση: «Είναι κρίμα που δεν διάβασες το βιβλίο μου προτού ξεκινήσει, εκ μέρους του ισραηλινού κατεστημένου στο Ισραήλ και τις ΗΠΑ η εκστρατεία παρερμηνείας του», γράφει στον Σόλεμ. «Νομίζω θα ήταν αδύνατο να παρερμηνεύσεις τις θέσεις μου αν δεν είχες επηρεαστεί από αυτή την εκστρατεία. Η κοινή γνώμη, ιδίως όταν έχει χειραγωγηθεί προσεκτικά, όπως συνέβη σε αυτή την περίπτωση, είναι ένα πανίσχυρο όπλο». Και αφού αποκρούει τα περί καταγωγής της από την γερμανική αριστερά («αν από κάπου κατάγομαι, είναι από την παράδοση της γερμανικής φιλοσοφίας») απαντά στο κεντρικό –και πιο ενδιαφέρον, ίσως, για εμάς σήμερα– επιχείρημα του Σόλεμ, περί έλλειψης αγάπης προς τον εβραϊκό λαό: ΄Εχεις δίκιο, του λέει η ΄Αρεντ, δεν με κινεί καμία «αγάπη» αυτού του είδους, για δύο λόγους. Ποτέ στη ζωή μου δεν «αγάπησα» κανέναν λαό και καμιά συλλογικότητα. Ούτε τον γερμανικό λαό, ούτε τον γαλλικό, ούτε τον αμερικάνικο, ούτε την εργατική τάξη ή οτιδήποτε τέτοιο. Στην πραγματικότητα αγαπώ «μόνο» τους φίλους μου και το είδος αγάπης στο οποίο πιστεύω είναι η αγάπη για πρόσωπα. Δεύτερον, αυτή η αγάπη για τους Εβραίους, δεδομένου ότι η ίδια είμαι Εβραία, θα μου φαινόταν μάλλον ύποπτη. Και επιπεροσθέτως, γενικεύοντας τη συζήτηση, η Αρεντ υπενθυμίζει στον Σόλεμ ότι: «Ο ρόλος της “καρδιάς” στην πολιτική μού φαίνεται εξολοκλήρου αμφισβητήσιμος. Γνωρίζεις κι εσύ όπως κι εγώ ότι συχνά όσοι αναφέρουν απλώς δυσάρεστα γεγονότα, εγκαλούνται για έλλειψη ψυχής ή για έλλειψη καρδιάς. Δεν μπορώ εδώ να περιγράψω τι γίνεται όταν τα συναισθήματα εκδηλώνονται δημόσια και γίνονται παράγοντας των πολιτικών υποθέσεων· είναι όμως σημαντικό θέμα και έχω προσπαθήσει να περιγράψω τα καταστροφικά αποτελέσματα στο βιβλίο μου Για την Επανάσταση, εξετάζοντας τον ρόλο της συμπόνιας στη διαμόρφωση του επαναστατικού χαρακτήρα» Αναφορικά με το δεύτερο επιχείρημα του Σόλεμ, η ΄Αρεντ επίσης υπεραμύνεται του βιβλίου της: «Ποτέ δεν ρώτησα γιατί οι Εβραίοι επέτρεψαν να τους σκοτώσουν. Κανείς λαός ή ομάδα ανθρώπων στην Ευρώπη δεν αντέδρασε διαφορετικά υπό την άμεση πίεση του τρόμου. Το ερώτημα που έθεσα ήταν αυτό της συνεργασίας των Εβραίων επισήμων κατά τη διάρκεια της Τελικής Λύσης, και το ερώτημα αυτό είναι ιδιαιτέρως άβολο γιατί κάποιος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ήταν προδότες. (Υπήρχαν βέβαια και προδότες, αλλά αυτό είναι άσχετο). Με άλλα λόγια, μέχρι το 1939 και το 1941, ό,τι έκαναν ή δεν έκαναν οι επίσημοι εβραίοι είναι κατανοητό και δικαιολογημένο. Η κατοπινή στάση τους ήταν πολύ προβληματική. Η θέση μου ήταν σαφής και παρόλα αυτά δεν την κατάλαβες. Είπα ότι δεν υπήρχε δυνατότητα αντίστασης, αλλά υπήρχε η δυνατότητα να μην κάνουν τίποτα. Και για να μην κάνει τίποτα κάποιος δεν χρειαζόταν να είναι άγιος, χριεαζόταν απλώς να πει: “είμαι ένας απλός Εβραίος, και δεν επιθυμώ να παίξω κάποιον άλλο ρόλο”. [...] Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με συνθήκες που ήταν αρκούντως τρομερές και απελπιστικές, αλλά που δεν ήταν οι συνθήκες των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Αυτές οι αποφάσεις λήφθηκαν σε μια ατμόσφαιρα τρόμου, όχι όμως κάτω από την άμεση πίεση και επίδραση τρόμου. Υπάρχει σημαντική διαφορά ανάμεσα στα δυο, την οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψην κάθε μελετητής του ολοκληρωτισμού. Αυτοί οι άνθρωποι διέθεταν ακόμα κάποια ορισμένη, περιορισμένη ελευθερία απόφασης και πράξης. Ακριβώς όπως και οι δολοφόνοι των SS διέθεταν, όπως τώρα γνωρίζουμε, μια περιορισμένη επιλογή εναλλακτικών. Θα μπορούσαν να πουν: “Επιθυμώ να απαλλαχθώ από τα δολοφονικά μου καθήκοντα” και δεν θα τους συνέβαινε τίποτα. Από τη στιγμή που στην πολιτική ασχολούμαστε με ανθρώπους και όχι με ήρωες ή αγίους, υπάρχει η δυνατότητα της «μη συμμετοχής» που είναι αποφασιστική αν ξεκινάμε να κρίνουμε, όχι το σύστημα, αλλά το άτομο, τις επιλογές του και τα επιχειρήματά του». Και η ΄Αρεντ κλείνει με ένα συντριπτικό αντεπιχείρημα στην επίκριση του Σόλεμ ότι το βιβλίο της αποτελεί μια «γελοιοποίηση του Σιωνισμού», συνοψίζοντας σε λίγες αράδες μια προγραμματική διακήρυξη ελεύθερης σκέψης και ανεξάρτητης κριτικής: «Θα αποτελούσε μυστήριο για εμένα αυτή σου η πεποίθηση αν δεν ήξερα ότι πολλοί άνθρωποι εντός των σιωνιστικών κύκλων έχουν γίνει ανίκανοι να ακούν οποιαδήποτε γνώμη δεν συμφωνεί με την ιδεολογία τους. [...] Αυτό που σε μπερδεύει είναι ότι τα επιχειρήματά μου και η προσέγγισή μου είναι διαφορετική από αυτή που έχεις συνηθίσει· με άλλα λόγια, το πρόβλημα είναι ότι εγώ είμαι ανεξάρτητη. Με αυτό εννοώ ότι δεν ανήκω σε καμία οργάνωση και

Page 116: Hannah Arendt 24grammata.com

πάντοτε μιλάω μόνο εξ ονόματός μου [...] Οποιαδήποτε ένσταση κι αν έχεις για τα συμπεράσματά μου, δεν θα τα καταλάβεις αν δεν συνειδητοποιήσεις ότι είναι δικά μου και κανενός άλλου»

Ο Σόλεμ στην επιστολή του είχε ζητήσει από την ΄Αρεντ την άδεια να την δημοσιεύσει μαζί με την απάντησή της. Η ΄Αρεντ του απάντησε ότι θα προτιμούσε να μην δημοσιευτούν οι δυο επιστολές και να μείνουν στα πλαίσια μια φιλικής ανταλλαγής απόψεων και διαφωνίας, αλλά αν, ωστόσο, επιμένει μπορεί να τις δημοσιεύσει. Πράγματι, οι δύο επιστολές δημοσιεύτηκαν αρχικά στο Mitteilungsblatt, no 33 (16 Αυγούστου, 1963) και στη συνέχεια αναδημοσιεύτηκαν στην Neue Zurcher Zeitung (20 Οκτωβρίου, 1963) και στοEncounter (τον Ιανουάριο του 1964) Σήμερα ίσως οφείλουμε, αναδρομικά, ευγνωμοσύνη στην επιμονή του Σόλεμ. Η διαμάχη των δύο σημαντικών αυτών στοχαστών έθεσε από τότε τα όρια μιας συζήτησης που αμέτρητες φορές επαναλήφθηκε με αφορμή τα πεπραγμένα του ισραηλινού κράτους: Θα πρέπει η αγάπη ή η συμπάθειά μας προς έναν λαό για την οδύνη του Ολοκαυτώματος που υπέστη να μας αποτρέπει από την κριτική της πολιτικής που ακολουθεί ένας κρατικός σχηματισμός; ΄Εχουν δικαίωμα οι εβραϊκής καταγωγής πολίτες να ασκούν αυτή την κριτική δίχως να κατατάσσονται στη χορεία των «αυτομισούμενων» και οι μη Εβραίοι, δίχως να θεωρούνται αντισημίτες; Οι αιώνες αντισημιτικών διώξεων, το όνειδος του Ολοκαυτώματος, βάζουν στο απυρόβλητο έναν κρατικό σχηματισμό; Όποιος αποπειράται να μιλήσει για αυτό το ζήτημα θα βρίσκεται αυτομάτως κατηγορούμενος από μία λογοκριτική μηχανή, η οποία μάλιστα διαθέτει πλέον (με σχετικούς νόμους που ψηφίζονται) νομική κατοχύρωση και δικαστικές δικαιοδοσίες; Απ’ την άλλη, κατά πόσο θα πρέπει να έχει κατά νου ο εκάστοτε επικριτής του Ισραήλ ότι την κριτική του μπορεί να την εκμεταλλευτούν ρατσιστικοί κύκλοι, αρνητές του Ολοκαυτώματος και δεδηλωμένοι αντισημίτες για χρήση όλως άλλη από αυτήν που προοριζόταν; Σε μια Ευρώπη που το φάντασμα της ακροδεξιάς αναβιώνει, πόσο οξυμμένα πρέπει να είναι τα αντανακλαστικά μας απέναντι σε κάθε ρατσιστική εκδήλωση; Κοντολογίς, είναι ναρκοθετημένο και οιονεί λογοκριμένο το συγκεκριμένο πεδίο διαλόγου ή μπορούμε να το αποσπάσουμε και να συζητάμε γι’ αυτό όπως για κάθε άλλο ζήτημα της δημόσιας σφαίρας; Η ΄Αρεντ με το βιβλίο της ο ΄Αιχμαν στην Ιερουσαλήμ και τις αντιδράσεις που αυτό προκάλεσε αποτέλεσε το πρώτο ίσως θύμα αυτού που εύστοχα κάποιοι αποκάλεσαν «βιομηχανία παραγωγής φραγμών», μιας αστυνόμευσης του φρονήματος δια της επίκλησης ιστορικών δραμάτων. Και ίσως από εκεί, από την περίπτωση της ΄Αρεντ, πρέπει να πιάσουμε το νήμα που θα ξηλώσει τους περιορισμούς της ελεύθερης σκέψης, ώστε το σπαρακτικό «ποτέ ξανά» των Εβραίων να αφορά αυτή την φορά τους πάντες στον κόσμο της επελαύνουσας βαρβαρότητας που θα αντικρύσουμε, αντικρίζουμε ήδη, στον 21ο αιώνα.

ΠΗΓΕΣ

Hanna Arendt, The Jewish Writings, Schocken Books (2007). Hanna Arendt, Eichmann in Jerusalem, Penguin (1994) [Πρώτη αγγλική έκδοση 1963. Κυκλολοφορούν δύο ελληνικές μεταφράσεις, μία του 1985 από τις εκδ. Θύρσος και μία του 2009 από τις εκδ. Νησίδες] Michael Ezra, “The Eichmann Polemics: Hannah Arendt and her critics”, Democratiya no.9, (καλοκαίρι 2007) Arie M. Dubnov, “Hannah Arendt, Gershom Scholem and the Ethics of Collective responsibility”, Nisan 5770, Απρίλιος 2010. Bengamin Ivry, Pen Pals Reunited: Gershom Scholem and Hannah Arendt, http://blogs.forward.com/the-arty-semite/133576/ , 2 Δεκεμβρίου 2010.

Page 117: Hannah Arendt 24grammata.com

Hannah Arendt - ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ

Τί είναι η φιλοσοφία της υπάρξεως; Η φιλοσοφία της υπάρξεως έχει μια ιστορία παληά τουλάχιστον εκατό ετών. Ξεκίνησε με τον τελευταίο Σέλλινγκ και τον Κίρκεγκαρντ, βρήκε στον Νίτσε μια ανάπτυξη κατά μήκος δυνατοτήτων που δεν έχουν εξαντληθεί ακόμη μέχρι σήμερα, καθόρισε ουσιωδώς την σκέψη του Μπεργκσόν και την λεγόμενη “φιλοσοφία της ζωής”, μέχρι να κατακτήσει στην μεταπολεμική Γερμανία, με το Σέλερ, τον Χάιντεγκερ και τον Γιάσπερς, μια αξεπέραστη συνειδητοποίηση αυτού που παίζει αληθινά στην μοντέρνα φιλοσοφία. Πρώτα απ’ όλα ο όρος “ύπαρξη” (existenz) δεν δείχνει παρά το Είναι του ανθρώπου, ανεξαρτήτως από όλες τις ποιότητες και τις ικανότητες του ατόμου, οι οποίες ερευνώνται ψυχολογικά. Αρμόζει μέχρις εδώ και για την φιλοσοφία της υπάρξεως αυτό που είχε επισημάνει με το δίκηο του ο Χάιντεγκερ σχετικά με την φιλοσοφία της ζωής, δηλαδή πως αυτή η έκφραση ήταν τόσο μικρής σημασίας όσο και εκείνη της “βοτανικής των φυτών”. Παρόλα αυτά δεν είναι τυχαίο που η λέξη “Είναι” αντικατεστάθη από την λέξη “ύπαρξη”. Σ’ αυτή την αλλαγή ορολογίας, κρύβεται στην πραγματικότητα ένα από τα βασικότερα προβλήματα της μοντέρνας φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία του Hegel που, με μια πρωτοφανή πληρότητα, είχε εξηγήσει όλα τα φυσικά και ιστορικά φαινόμενα και τα είχε οργανώσει σε ένα σύνολο με μια μυστηριώδη συνάφεια –και που δεν κατορθώσαμε να ορίσουμε με σιγουριά αν επρόκειτο για μια κατοικία ή για μια φυλακή– ήταν στην πραγματικότητα η «κουκουβάγια της Αθηνάς», η οποία ξεκινά το πέταγμά της μόνον όταν πέφτει το δειλινό. Αμέσως μετά τον θάνατο του Hegel, το σύστημά του φάνηκε σαν η τελευταία λέξη σύνολης της Δυτικής φιλοσοφίας, καθώς από τον Παρμενίδη ακόμη δεν αμφέβαλλε ποτέ της πως: Το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι, δηλαδή πως το

Page 118: Hannah Arendt 24grammata.com

Είναι και η σκέψη είναι ταυτόσημα. Αυτό που ακολούθησε τον Hegel ήταν μια επανάσταση των φιλοσόφων ενάντια στην ταυτότητα Είναι και σκέψης ή το χάσιμο της ελπίδας σ’ αυτή την ταυτότητα! Όλες οι σημαντικές σχολές φιλοσοφίας που υπάρχουν σήμερα είναι σχολές επιγόνων! Όλες προσπαθούν να ξαναπετύχουν την ενότητα Είναι και σκέψης! Μικρή σημασία έχει σ’ αυτή την προσπάθεια εάν δοκιμάζουν να πετύχουν αυτή την αρμονία ονομάζοντας κυρίαρχη την ύλη ή το πνεύμα. Όπως έχει μικρή σημασία επίσης πως, παίζοντας με τον όρο (Aspekt) “άποψις”, δοκιμάζουν να ιδρύσουν ένα όλον Σπινοζικού χρώματος.

Τετάρτη, 3 Φεβρουαρίου 2010 Hannah Arendt (1)

Τί είναι η φιλοσοφία της υπάρξεως; Η φιλοσοφία της υπάρξεως έχει μια ιστορία παληά τουλάχιστον εκατό ετών. Ξεκίνησε με τον τελευταίο Σέλλινγκ και τον Κίρκεγκαρντ, βρήκε στον Νίτσε μια ανάπτυξη κατά μήκος δυνατοτήτων που δεν έχουν εξαντληθεί ακόμη μέχρι σήμερα, καθόρισε ουσιωδώς την σκέψη του Μπεργκσόν και την λεγόμενη “φιλοσοφία της ζωής”, μέχρι να κατακτήσει στην μεταπολεμική Γερμανία, με το Σέλερ, τον Χάιντεγκερ και τον Γιάσπερς, μια αξεπέραστη συνειδητοποίηση αυτού που παίζει αληθινά στην μοντέρνα φιλοσοφία. Πρώτα απ’ όλα ο όρος “ύπαρξη” (existenz) δεν δείχνει παρά το Είναι του ανθρώπου, ανεξαρτήτως από όλες τις ποιότητες και τις ικανότητες του ατόμου, οι οποίες ερευνώνται ψυχολογικά. Αρμόζει μέχρις εδώ και για την φιλοσοφία της υπάρξεως αυτό που είχε επισημάνει με το δίκηο του ο Χάιντεγκερ σχετικά με την φιλοσοφία της ζωής, δηλαδή πως αυτή η έκφραση ήταν τόσο μικρής σημασίας όσο και εκείνη της “βοτανικής των φυτών”. Παρόλα αυτά δεν είναι τυχαίο που η λέξη “Είναι” αντικατεστάθη από την λέξη “ύπαρξη”. Σ’ αυτή την αλλαγή ορολογίας, κρύβεται στην πραγματικότητα ένα από τα βασικότερα προβλήματα της μοντέρνας φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία του Hegel που, με μια πρωτοφανή πληρότητα, είχε εξηγήσει όλα τα

Page 119: Hannah Arendt 24grammata.com

φυσικά και ιστορικά φαινόμενα και τα είχε οργανώσει σε ένα σύνολο με μια μυστηριώδη συνάφεια –και που δεν κατορθώσαμε να ορίσουμε με σιγουριά αν επρόκειτο για μια κατοικία ή για μια φυλακή– ήταν στην πραγματικότητα η «κουκουβάγια της Αθηνάς», η οποία ξεκινά το πέταγμά της μόνον όταν πέφτει το δειλινό. Αμέσως μετά τον θάνατο του Hegel, το σύστημά του φάνηκε σαν η τελευταία λέξη σύνολης της Δυτικής φιλοσοφίας, καθώς από τον Παρμενίδη ακόμη δεν αμφέβαλλε ποτέ της πως: Το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι, δηλαδή πως το Είναι και η σκέψη είναι ταυτόσημα. Αυτό που ακολούθησε τον Hegel ήταν μια επανάσταση των φιλοσόφων ενάντια στην ταυτότητα Είναι και σκέψης ή το χάσιμο της ελπίδας σ’ αυτή την ταυτότητα! Όλες οι σημαντικές σχολές φιλοσοφίας που υπάρχουν σήμερα είναι σχολές επιγόνων! Όλες προσπαθούν να ξαναπετύχουν την ενότητα Είναι και σκέψης! Μικρή σημασία έχει σ’ αυτή την προσπάθεια εάν δοκιμάζουν να πετύχουν αυτή την αρμονία ονομάζοντας κυρίαρχη την ύλη ή το πνεύμα. Όπως έχει μικρή σημασία επίσης πως, παίζοντας με τον όρο (Aspekt) “άποψις”, δοκιμάζουν να ιδρύσουν ένα όλον Σπινοζικού χρώματος.

Πρώτο κεφάλαιο Η προσπάθεια ανοικοδομήσεως μέσω της Φαινομενολογίας Ανάμεσα στους επιγόνους του Hegel, τα τελευταία εκατό χρονιά, τα πιο μοντέρνα και ενδιαφέροντα φιλοσοφικά ρεύματα είναι ο πραγματισμός και η φαινομενολογία. Πάνω απ’ όλα η φαινομενολογία άσκησε στην σύγχρονη φιλοσοφία μια τέτοια επιρροή που δεν μπορεί να είναι τυχαία, η οποία δεν εξαρτάται αποκλειστικώς από την μέθοδό της. Ο Χούσερλ έθεσε σαν στόχο να ξαναδέσει την αρχαία σχέση ανάμεσα στο Είναι και στην σκέψη, η οποία είχε εξασφαλίσει στον άνθρωπο μια κατοικία μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, μέσω μια παρακάμψεως δια μέσου της προθετικής δομής της συνειδήσεως. Επειδή κάθε πράξη της συνειδήσεως έχει από την φύση της ένα αντικείμενο, μπορούμε να είμαστε σίγουροι τουλάχιστον για ένα πράγμα, δηλαδή ότι εγώ “έχω” το αντικείμενο της συνειδήσεώς μου. Χωρισμένη τοιουτοτρόπως εντελώς από το πρόβλημα της πραγματικότητος, το θέμα του Είναι μπορεί να μπει σε παρένθεση: Σαν συνειδητό ον εγώ κατέχω όλο το Είναι και σαν συνείδηση Είμαι, μέσα στον ανθρώπινο κόσμο μου, το Είναι του κόσμου (το ειδωμένο δένδρο, το δένδρο σαν αντικείμενο της συνειδήσεώς μου δεν έχει ανάγκη να είναι το πραγματικό δένδρο, αυτό είναι ούτως ή άλλως το πραγματικό αντικείμενο της συνειδήσεώς μου). Το μοντέρνο αίσθημα της αποξενώσεως (unheimlichkeit) ξεκίνησε μπροστά στα μοναχικά πράγματα, στα πράγματα που ελευθερώθηκαν από το λειτουργικό τους πλαίσιο. Σημείο αυτού του πράγματος είναι η λογοτεχνία και ένα μεγάλο μέρος της ζωγραφικής. Όπως κι αν θελήσουμε να ερμηνεύσουμε αυτή την αποξένωση, κοινωνιολογικά ή ψυχολογικά, αυτή η αποξένωση έχει τη φιλοσοφική της βάση στο γεγονός πως, παρότι το λειτουργικό πλαίσιο του κόσμου μέσα στο οποίο συμμετέχω μπορεί να εξηγήσει και να δικαιολογήσει πως για παράδειγμα υπάρχουν γενικώς τραπέζια και καρέκλες, αυτό το πλαίσιο δεν είναι σε θέση να με βοηθήσει να συλλάβω γιατί αυτό το τραπέζι υπάρχει. Και είναι ακριβώς η ύπαρξη αυτού του τραπεζιού, ανεξαρτήτως των τραπεζιών πού εννοούνται γενικώς πού προκαλεί το

Page 120: Hannah Arendt 24grammata.com

φιλοσοφικό σόκ. H Φαινομενολογία φάνηκε ικανή να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα, το οποίο είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό θεωρητικό πρόβλημα. Η περιγραφή από τον Χούσερλ της συνειδήσεως συνελάμβανε εκείνα ακριβώς τα μοναχικά πράγματα, απελευθερωμένα από το λειτουργικό τους πλαίσιο, σαν περιεχόμενο οποιασδήποτε συνειδησιακής πράξεως. Φάνηκε δε ακόμη πως κατόρθωνε να τα ξανασυνδέει με τον άνθρωπο μέσω της «ροής της συνειδήσεως». Στην πραγματικότητα ο Χούσερλ ισχυριζόταν πως παρακάμπτοντας διά μέσου της συνειδήσεως και ξεκινώντας από την λεπτομερή κατανόηση όλων των πραγματικών περιεχομένων της συνειδήσεως (μιά καινούρια mathesis universalis), θα κατόρθωνε να ξαναοικοδομήσει τον κόσμο που είχε γίνει κομμάτια. Αυτή η ανοικοδόμηση τού κόσμου μέσω της συνειδήσεως θα εξισούτο με μιά δεύτερη δημιουργία, διότι σ’ αυτήν την αναδημιουργία θα αφαιρείτο ο τυχαίος χαρακτήρας του κόσμου, ο οποίος είναι ταυτοχρόνως και ο πραγματικός του χαρακτήρας, έτσι ώστε τελικώς ο κόσμος δεν θα φαινόταν σαν κάτι δοσμένο στον άνθρωπο αλλά σαν κάτι δημιουργημένο από αυτόν. Σ’ αυτή την βασική επιδίωξη της φαινομενολογίας, βρίσκεται, η πιο χαρακτηριστική και μοντέρνα προσπάθεια να βρεθεί μια καινούρια βάση τού ανθρωπισμού. Το διάσημο γράμμα τού αποχαιρετισμού τού Hofmannsthal στον Stefan George, στο οποίο ο ίδιος καθοδηγείται πλέον από τα «μικρά πράγματα» ενάντια στις μεγαλόστομες λέξεις, διότι το Μυστικό της πραγματικότητος κρύβεται μέσα σ’ αυτά ακριβώς τα «μικρά πράγματα», είναι εσωτερικά παραπλήσιο στο αίσθημα της ζωής από το οποίο γεννήθηκε και η φαινομενολογία. Ο Χούσερλ και ο Hofmannsthal είναι στο ίδιο μέτρο κλασσικοί, εάν ο κλασσικισμός είναι η προσπάθεια αναπαραγωγής μαγικά μιας κατοικίας μέσα σ’ έναν κόσμο αποξενωμένο πλέον, μέσω μιάς απολύτως λεπτομερούς και συνεπούς μιμήσεως των κλασσικών, μιάς μιμήσεως δηλαδή εκείνης της ανθρώπινης συνθήκης δηλαδή του ανθρώπου ο οποίος αισθάνεται στό σπίτι του μέσα στόν κόσμο. Η πρόταση «στά ίδια τα πράγματα» του Χούσερλ δεν είναι λιγότερο μαγική των «μικρών πραγμάτων» τού Χόφμανσταλ. Εάν μπορούμε ακόμη να κερδίσουμε κάτι με την μαγεία -σε μιά εποχή πού διαθέτει σάν μοναδικό της πλεονέκτημα το ξεκαθάρισμα κάθε μαγείας- τότε θα έπρεπε να ξεκινήσει κάποιος στά σίγουρα με τα μικρότερα και ταπεινότερα πράγματα, με τα μικρότερα πράγματα και με τις λιγότερο λαμπερές και πομπώδεις λέξεις. Χάρη σ’ αυτό το φαινομενικό κρύψιμο οι αναλύσεις της συνειδήσεως τού Χούσερλ (τίς οποίες ο Γιάσπερς δέν βρήκε τόσο σημαντικές γιά τήν φιλοσοφία, καθώς δέν διέθετε καμία συμπάθεια ούτε πρός την μαγεία ούτε πρός τον κλασσικισμό), επηρέασαν αποφασιστικά στήν νεότητά τους και τον Χάϊντεγκερ και τόν Σέλερ, παρότι ο Χούσερλ δέν κατόρθωσε να συμβάλλει αποφασιστικά στην τελική διαμόρφωση της φιλοσοφίας της υπάρξεως. Αντιθέτως δέ από την διαδεδομένη γνώμη πως η επιρροή τού Χούσερλ υπήρξε σημαντική μόνον από το μέρος της μεθοδολογίας, είναι γεγονός πώς ελευθέρωσε τήν μοντέρνα φιλοσοφία από τίς αλυσίδες τού ιστορικισμού, στην οποία μοντέρνα φιλοσοφία εξάλλου δεν ανήκε ούτε ο ίδιος. Ακολουθώντας τον Χέγκελ και κάτω από την επιρροή ενός δυνατού ενδιαφέροντος για την ιστορία, η φιλοσοφία διέτρεξε τόν κίνδυνο να μειωθεί σέ στοχασμό πάνω στους πιθανούς και δυνατούς νόμους της ιστορικής ροής. Δεν είχε δε καμία σημασία άν αυτοί οι στοχασμοί ήταν αισιόδοξοι ή απαισιόδοξοι, εάν στόχευαν να αναδείξουν αναπόφευκτη την πρόοδο, ή άν προέβλεπαν το τέλος της, Το πράγμα που μετρούσε ήταν πως και στίς δύο περιπτώσεις ο άνθρωπος, με τα λόγια τού

Page 121: Hannah Arendt 24grammata.com

Herder, ήταν σάν ένα «μυρμήγκι πού δεν κάνει τίποτε άλλο από τού να έρπει πάνω στίς ρόδες τής μοίρας». Η επιμονή τού Χούσερλ στά «ίδια τα πράγματα», πού σβύνει ένα τέτοιο κενό στοχασμό και οδεύει χωρίζοντας το περιεχόμενο ενός γεγονότος πού δίδεται φαινομενικώς από την γέννεσή του, είχε μιά βαθειά απελευθερωτική επιρροή λόγω τού ότι επέτρεπε να ξαναγίνει θέμα τής φιλοσοφίας αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος και όχι η ιστορική ροή ή η φυσική ή η βιολογική ή η ψυχολογική, στίς οποίες ο άνθρωπος είχε καταβροχθισθεί. Υπήρξαν πολλές οι συνέπειες πού προήλθαν από αυτή την απελευθέρωση της φιλοσοφίας, κάτι αρνητικό κατά κάποιο τρόπο γιά το οποίο ο Χούσερλ δεν απέκτησε ποτέ συνείδηση, καθώς στερείται εντελώς ιστορικής αίσθησης. Αυτή πάντως η απελευθέρωση απεδείχθη πιό σημαντική από τήν ίδια τήν φιλοσοφική πρόταση τού Χούσερλ, με την οποία προσπαθεί να μάς καθησυχάσει γύρω από ένα γεγονός γιά το οποίο η μοντέρνα φιλοσοφία δέν μπορεί βεβαίως να ησυχάσει, δηλαδή για το γεγονός πως ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να πει ναι σ’ ένα ον το οποίο ο ίδιος δεν δημιούργησε ποτέ του και σε σχέση με το οποίο ο ίδιος είναι ουσιαστικά ξένος. Με την μεταμόρφωση αυτού του ξένου όντος σε συνείδηση ζητά να ξανακάνει τον κόσμο ανθρώπινο, όπως ο Χόφμανσταλ με την μαγεία των μικρών πραγμάτων στόχευε να ξαναξυπνήσει την αρχαία τρυφερότητα για τον κόσμο. Αυτό όμως στο οποίο αυτός ο μοντέρνος ανθρωπισμός, αυτή η καλή βούληση προς ότι είναι ταπεινό, ναυαγεί, είναι η μοντέρνα επίσης ύβρις που βρίσκεται στην βάση του και η οποία πονηρά (στον Χόφμανσταλ) ή ανοικτά και αθώα (στον Χούσερλ) ελπίζει, μ’ αυτόν τον τρόπο τον τόσο τρυφερό και γαλήνιο, να μεταμορφώσει τον άνθρωπο σ’ αυτό που ο άνθρωπος δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει, δηλαδή δημιουργός του κόσμου και του εαυτού του! Σε αντίθεση με την υπερήφανη ταπεινότητα του Χούσερλ, η πιο πρωτότυπη μοντέρνα φιλοσοφία προσπαθεί με διάφορους τρόπους να δεχθεί το γεγονός πως ο άνθρωπος δεν είναι ο δημιουργός του κόσμου. Γι’ αυτόν τον σκοπό ερευνά όλο και περισσότερο προς τη διεύθυνση που διαγράφεται από τις καλύτερες προθέσεις της: να τοποθετήσει τον άνθρωπο εκεί, που με μια περίεργη άγνοια του εαυτού του, ο Σέλλινγκ τοποθέτησε τον θεό: στην θέση του «Κυρίου του Είναι».

Παρασκευή, 5 Φεβρουαρίου 2010

Page 122: Hannah Arendt 24grammata.com

Hannah Arendt (2)

Η ΚΑΝΤΙΑΝΗ ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΕΛΛΙΝΓΚ ΕΝΟΣ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Η λέξη “ύπαρξη” με την μοντέρνα έννοια εμφανίζεται για πρώτη φορά, στον τελευταίο Σέλλινγκ. Γνώριζε επακριβώς εναντίον αυτού που επαναστατούσε όταν αντέκρουσε την «αρνητική φιλοσοφία», την φιλοσοφία της καθαρής σκέψης, με την «θετική φιλοσοφία», η οποία «προοδεύει από την ύπαρξη και την κατέχει μόνον στη μορφή του καθαρού “τί”»! Γνώριζε πως μ’ αυτόν τον τρόπο ο φιλόσοφος έλεγε αντίο στην «στοχαστική ζωή». Γνώριζε πως «η επανάσταση είχε ξεκινήσει από το Εγώ», διότι σε μια τέτοια φιλοσοφία της καθαρής σκέψης, η οποία δεν ήταν πλέον ικανή να «εξηγήσει το τυχαίο και την ουσιαστική πραγματικότητα των πραγμάτων», «η απόλυτη απελπισία τον είχε κατακυριεύσει». Όλο το μοντέρνο παράλογο, όλη η μοντέρνα εχθρότης προς το πνεύμα και την νόηση βασίζονται σ’ αυτή την απελπισία! Η μοντέρνα φιλοσοφία ξεκινά με την αναγνώριση πως το τί πράγμα δεν είναι ικανό να εξηγήσει το τί, ξεκινά με το τρομακτικό σοκ μιας πραγματικότητος κενής καθ’ εαυτής! Όσο περισσότερο η πραγματικότης στερείται κάθε ποιότητος, τόσο γυμνό και αμεσολάβητο αποκαλύπτεται αυτό που είναι το μόνο ενδιαφέρον σ’ αυτή: Ότι αυτή είναι! Γι’ αυτόν τον λόγο από το ξεκίνημά της η μοντέρνα φιλοσοφία υμνεί το τυχαίο σαν το στοιχείο με το οποίο η πραγματικότης, ανυπολόγιστη, απρόβλεπτη και άρρητη, επιτίθεται κατευθείαν στον άνθρωπο. Γι’ αυτόν τον λόγο αρχίζουν να υπολογίζονται οι «οριακές καταστάσεις» (Γιάσπερς), αυτές που ωθούν τον άνθρωπο να φιλοσοφήσει: Ο θάνατος, η ενοχή, η μοίρα, το τυχαίο, διότι σε όλες αυτές τις εμπειρίες η πραγματικότης φαίνεται αναπόφευκτη, αμείωτη, στο επίπεδο της σκέψης. Εδώ ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την εξάρτησή του – εξάρτηση όχι από κάτι ιδιαίτερο ούτε καν από την θνητότητά γενικώς, αλλά εξάρτηση από το γεγονός πως υπάρχει. Εξάλλου, επειδή ακριβώς η ουσία δεν έχει καμμία σχέση με την ύπαρξη, η μοντέρνα φιλοσοφία απομακρύνεται από τις επιστήμες οι οποίες ερευνούν το τί πράγμα των όντων. Με κιρκεγκαρντιανούς όρους, η αντικειμενική αλήθεια της επιστήμης είναι εντελώς αδιάφορη, καθώς παραμένει αδιάφορη απέναντι στο γεγονός της υπάρξεως. Αλλά και η υποκειμενική αλήθεια, η αλήθεια αυτού που υπάρχει, είναι ένα παράδοξο, καθώς δεν μπορεί ποτέ της να γίνει αντικειμενική και να έχει καθολική ισχύ. Εάν το Είναι και η σκέψη δεν είναι πια ταυτόσημα, ένα και το αυτό πράγμα, εάν μέσω της σκέψης δεν μπορώ να διευκρινίσω την ουσιώδη πραγματικότητα των πραγμάτων, από την στιγμή που η φύσις των πραγμάτων δεν σχετίζεται καθόλου με την πραγματικότητά τους, πολύ λίγο μπορεί να ενδιαφέρει το τι πράγμα είναι η επιστήμη: Σε κάθε περίπτωση η επιστήμη δεν μπορεί να δώσει στον άνθρωπο την αλήθεια,

Page 123: Hannah Arendt 24grammata.com

τουλάχιστον την αλήθεια που τον ενδιαφέρει. Αυτή η απομάκρυνση από την επιστήμη έχει παρεξηγηθεί πάρα πολύ ιδίως λόγω του Κίρκεγκαρντ, σαν μια στάση η οποία προέκυψε από τον Χριστιανισμό. Τώρα όμως αυτή εδώ η φιλοσοφία η οποία έχει τόσο ενδιαφέρον για την πραγματικότητα, δεν ταράζεται και πολύ από το γεγονός πως στην προοπτική ενός άλλου πιο αληθινού κόσμου, η ενασχόληση με τα πράγματα του κόσμου τούτου μπορεί να απομακρύνει τον άνθρωπο από την σωτηρία της ψυχής του. Αυτό που επιθυμεί είναι ακριβώς αυτός εδώ ο κόσμος, ένας κόσμος που τώρα ακριβώς χάνει τον πραγματικό του χαρακτήρα. Η ενότης Είναι και σκέψης προϋποθέτει την προαποφασισμένη σύμπτωση ουσίας και υπάρξεως, δηλαδή ότι όλα όσα είναι δυνατόν να γίνουν σκέψη υπάρχουν και οτιδήποτε υπάρχει, λόγω του ότι μπορεί να γνωσθεί, είναι ορθολογικό. Αυτή η ενότης διελύθη από τον Kant, τον αληθινό πατέρα, παρότι καλά κρυμμένο, της μοντέρνας φιλοσοφίας, ο οποίος έχει παραμείνει μέχρι σήμερα ο Μυστικός Βασιληάς της! Ο Kant είχε ήδη αφαιρέσει από τον άνθρωπο την αρχαία του βεβαιότητα, οικειότητα στο εσωτερικό του Είναι, φανερώνοντας τις αντινομίες της δομής της νοήσεως και αποδεικνύοντας, στις αναλύσεις του για τις συνθετικές κρίσεις, ότι με κάθε κρίση στην οποία έχει θέση κατηγορήματος κάτι από την πραγματικότητα εμείς υπερβαίνουμε την έννοια (l’ essentia) ενός συγκεκριμένου πράγματος. Ο ίδιος ο Χριστιανισμός δεν είχε φτάσει σε τέτοια σιγουριά, απλώς την είχε ξαναερμηνεύσει (την πραγματικότητα) εν’ όψει του “θείου σχεδίου της Σωτηρίας”. Τώρα πια δεν μπορούσαμε πλέον να είμαστε σίγουροι του νοήματος ή του Είναι του Χριστιανικού γήινου κόσμου και ούτε καν του Είναι του αιωνίως παρόντος κόσμου των αρχαίων: Κατεστράφη αυτός ο ίδιος ο παραδοσιακός ορισμός της αλήθειας σαν aequatio intellectus et rei (ισοδυναμίας νοήσεως και πράγματος). Πριν από την Καντιανή εκθεμελίωση της Δυτικής έννοιας του Είναι, ο Καρτέσιος είχε ήδη θέσει το θέμα της πραγματικότητος με ένα νόημα εντελώς μοντέρνο, για να απαντήσει όμως με έναν εντελώς παραδοσιακό τρόπο. Η ερώτηση, εάν το Είναι καθ’ εαυτό είναι, είναι μοντέρνα, ακριβώς όπως η απάντηση, cogito ergo sum, είναι αδιάφορη, διότι –όπως είχε ήδη παρατηρήσει ο Νίτσε– δεν αποδεικνύει καθόλου την ύπαρξη του ego cogitans (του σκεπτόμενου Εγώ), αλλά στην καλύτερη περίπτωση αποδεικνύει την ύπαρξη της σκέψης. Με άλλα λόγια, από το Εγώ σκέπτομαι δεν γεννιέται ποτέ το αληθινά ζωντανό Εγώ, παρά μόνον ένα Εγώ που το σκέφτηκα. Αυτό ακριβώς είναι που γνωρίζουμε από τον Kant κι έπειτα! Η Ιστορία της εκκοσμικεύσεως εξαρτάται, περισσότερο απ’ ότι συνήθως πιστεύουμε, από την Καντιανή καταστροφή της αρχαίας ενότητος ανάμεσα στην σκέψη και σ’ αυτό που είναι. Η Καντιανή ανασκευή της οντολογικής αποδείξεως της υπάρξεως του θεού διέλυσε την ορθολογική πίστη στον θεό, μια πίστη η οποία είχε βασιστεί στην Αρχή πως ό,τι μπορώ να ανάγω ορθολογιστικά πρέπει οπωσδήποτε και να υπάρχει, μια πίστη όχι μόνο πιο αρχαία του Χριστιανισμού, αλλά ριζωμένη ακόμη περισσότερο στην ευρωπαϊκή ανθρωπότητα από την εποχή της Αναγεννήσεως. Η λεγόμενη “απο-θέωση” (Entgotterung) του κόσμου, η γνώση δηλαδή πως δεν μπορούμε να αποδείξουμε την ύπαρξη του θεού με τη βοήθεια της νοήσεως, χτυπά καίρια τις αρχαίες φιλοσοφικές έννοιες, τουλάχιστον όσο και ο Χριστιανισμός. Σ’ έναν τέτοιο κόσμο χωρίς θεό, ο άνθρωπος μπορεί να ερμηνευθεί ξεκινώντας από την «κατάσταση της εγκαταλείψεώς του» (verlassenheit ) ή από την “αυτονομία” (Eigenstandigkeit). Για κάθε φιλόσοφο μοντέρνο –και όχι μόνον για τον Νίτσε– ο τύπος της προκατασκευασμένης ερμηνείας γίνεται η πέτρα δοκιμής της φιλοσοφίας

Page 124: Hannah Arendt 24grammata.com

του! Ο Hegel είναι για μας ο τελευταίος των αρχαίων φιλοσόφων, διότι υπήρξε ο τελευταίος που κατόρθωσε να αποφύγει τέτοιου είδους ερωτήματα. Η μοντέρνα φιλοσοφία ξεκινά με τον Σέλλινγκ, διότι δηλώνει ξεκάθαρα πως γι’ αυτόν στο παιχνίδι είναι το άτομο, το άτομο που «θέλει να έχει έναν θεό πρόνοια», έναν θεό που «είναι ο Κύριος του Είναι». Διότι «δεν είναι η καθολικότης μέσα στον άνθρωπο που ζητά την ευτυχία, αλλά το άτομο». Αυτό που μετρά πραγματικά στον Σέλλινγκ είναι «το απελευθερωμένο άτομο από κάθε καθολικότητα», δηλαδή ο πραγματικός άνθρωπος. Στην εκπληκτική της σαφήνεια, αυτή η αναζήτηση της ατομικής ευτυχίας (καθόλου εύκολο να διατυπωθεί μετά την απέχθεια που είχε εκφράσει ο Kant προς την αρχαία επιθυμία ευτυχίας) περιέχει κάτι παραπάνω από μια απελπισμένη επιθυμία επιστροφής στην σίγουρη αγκαλιά της πρόνοιας. Ο Kant δεν μπόρεσε να καταλάβει πως διαλύοντας την αρχαία έννοια του Είναι, έθεσε σε αμφιβολία την πραγματικότητα όλων όσων δεν είναι ατομικά και κατά βάθος υπονοούσε αυτό που λίγο αργότερα ο Σέλλινγκ δήλωνε ανοιχτά: «Δεν υπάρχει καθολικότης, μόνο ατομικότης, και η καθολική ουσία υπάρχει μόνον εάν αυτή είναι το απόλυτο άτομο». Αυτή η θέση, η οποία προερχόταν απευθείας από τον Καντ, κατέστρεψε μ’ ένα μόνο χτύπημα το βασίλειο των ιδεών και των καθολικών αξιών τα οποία μπορούσε να συλλάβει ο άνθρωπος με την βοήθεια της νοήσεως, μ’ έναν τέτοιο τρόπο που δυσκόλευε πλέον τον άνθρωπο να αρπαχτεί από κάτι, ούτε από την νόηση, ανεπαρκέστατη για την γνώση του Είναι, ούτε από τις Ιδέες, η ύπαρξη των οποίων δεν μπορούσε να αποδειχθεί, ούτε από την καθολικότητα, καθώς η καθολικότης δεν ήταν τίποτε άλλο από τον ίδιο τον άνθρωπο. Ξεκινώντας από τούτη τη στιγμή, ο όρος “υπαρκτό” (existierend) χρησιμοποιείται εναντίον αυτού που είναι μόνον προϊόν σκέψης και στοχασμού: Το συγκεκριμένο ενάντια στο αφηρημένο, το ατομικό ενάντια στο καθολικό. Αυτό σημαίνει ούτε λίγο ούτε πολύ πως η Φιλοσοφία, αφού σκέφτηκε, από τον Πλάτωνα κι έπειτα, μόνον μέσω της έννοιας, άρχισε να αμφιβάλλει απέναντι σ’ αυτή την ίδια (την έννοια). Από κει κι’ έπειτα οι φιλόσοφοι δεν κατόρθωσαν να ξετινάξουν από πάνω τους εντελώς την ψεύτική συνείδηση κάνοντας Φιλοσοφία!

Σάββατο, 6 Φεβρουαρίου 2010 Hannah Arendt (3)

Page 125: Hannah Arendt 24grammata.com

Συνέχεια και τέλος δευτέρου κεφαλαίου Διαλύοντας την αρχαία έννοια τού Είναι, ο Κάντ είχε κατά Νού να ξαναδώσει την αυτονομία στον άνθρωπο, αυτό που ονόμαζε την αξιοπρέπεια τού ανθρώπου. Είναι ο πρώτος φιλόσοφος πού θέλησε να κατανοήσει ολόκληρο τον άνθρωπο ξεκινώντας από τον νόμο του και να τον αφαιρέσει από την γενική οντολογική συνάφεια μέσα στην οποία δεν ήταν άλλο από ένα πράγμα ανάμεσα στα άλλα - ακόμη και όταν τίθεται αντιμέτωπος όπως η res cogitans στην res extensa. Συμφωνώντας με τον Λέσσινγκ, η ωριμότης του ανθρώπου υποδεικνύεται στη σκέψη και δεν είναι τυχαίο πως μία τέτοια φιλοσοφική δήλωση συμπίπτει με την Γαλλική Επανάσταση. Ο Κάντ είναι εξάλλου ο φιλόσοφος της Γαλλικής Επαναστάσεως. Για την εξέλιξη του ΧΙΧ αιώνος αποφασιστικής σημασίας το γεγονός πως δεν χάθηκε τίποτα από την νέα επαναστατική έννοια της Citoyen (ιθαγένεια), όπως και για την εξέλιξη της μετα-Καντιανής φιλοσοφίας υπήρξε αποφασιστικής σημασίας το γεγονός πως δεν χάθηκε στα γρήγορα αυτή η έννοια του ανθρώπου, παρότι ήταν στην αρχή της αναπτύξεώς της ακόμη. Η Καντιανή διάλυση της αρχαίας έννοιας του Είναι έμεινε στη μέση του δρόμου. Διέλυσε την αρχαία ταυτότητα Είναι και Σκέψης και μαζί μ’ αυτή, την ιδέα της προκαθορισμένης αρμονίας ανάμεσα στον άνθρωπο και στον κόσμο. Αυτό όμως που δεν διέλυσε, αλλά αντιθέτως διατήρησε, είναι η έννοια -και αυτή με τη σειρά της αρχαία και παραδοσιακώς δεμένη στην έννοια της αρμονίας- του Είναι σαν κάτι δοσμένο, στους νόμους του οποίου ο άνθρωπος υπόκειται. Ο άνθρωπος μπόρεσε να ανεχθεί μια τέτοια Ιδέα μόνο μέχρις ότου είχε, μέσα σ’ ένα αίσθημα ασφάλειας και συγγένειας με τον κόσμο, τουλάχιστον τη βεβαιότητα πως μπορεί να γνωρίσει το Είναι και το Γίγνεσθαι του κόσμου. Πάνω σ’ αυτό βρήκε στήριγμα –μέχρι τον ΧΙΧ αιώνα, δηλαδή μέχρι την αποθεώση του Ρομάντζου- η αρχαία έννοια, τυπικώς Δυτική της μοίρας. Χωρίς αυτή την αλαζονεία δεν θα ήταν δυνατή ούτε η τραγωδία ούτε η Δυτική φιλοσοφία. Ακόμη και ο Χριστιανισμός δεν αρνήθηκε στον άνθρωπο την δυνατότητα μιας κατανοήσεως του σχεδίου της Θείας Σωτηρίας, και εδώ λίγο μας ενδιαφέρει εάν αυτή την κατανόηση την οφείλει στην νόησή του, όμοια με την Θεία, και όχι τόσο στην Θεία αποκάλυψη. Σε κάθε περίπτωση ο άνθρωπος μυείται στα μυστήρια του κόσμου και εισέρχεται στο κοσμικό γίγνεσθαι. Αυτό που ισχύει για την διάλυση της αρχαίας έννοιας του Είναι από μέρους του Κάντ ισχύει ακόμη περισσότερο για την νέα έννοια της ελευθερίας του ανθρώπου, στην οποία διαγράφεται ήδη η πιο μοντέρνα δουλεία του ανθρώπου. Κατά τον Κάντ ο άνθρωπος έχει βεβαίως την δυνατότητα να καθορίσει τις πράξεις του ξεκινώντας από την ελευθερία μιας καλής θελήσεως, αλλά αυτές οι πράξεις πέφτουν κάτω από την νομοθεσία της φυσικής αιτιότητος, ενός κράτους ξένου εντελώς προς τον άνθρωπο, ως προς την ουσία του. Έξω λοιπόν από την υποκειμενικότητα, δηλαδή από την ελευθερία, οι ανθρώπινες πράξεις εισέρχονται στη σφαίρα της αντικειμενικότητος, δηλαδή στην αιτιότητα, και χάνουν τον ελεύθερο χαρακτήρα τους. Ο άνθρωπος, ελεύθερος καθεαυτός, είναι παραδομένος χωρίς καμμιά ελπίδα στην τάξη της φύσεως η οποία του είναι ξένη, δηλαδή σε μια μοίρα που του αντιτίθεται και η οποία καταστρέφει την ελευθερία του. Εδώ εκφράζεται για άλλη μια φορά η αντινομική δομή της υπάρξεώς του, στο μέτρο που αυτή ξετυλίγεται σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο. Ανακηρύσσοντας τον άνθρωπο μέτρο και κύριο του Είναι, ο Κάντ τον μειώνει ταυτόχρονα στο επίπεδο ενός σκλάβου του Είναι. Εναντίον αυτής της μειώσεως ακριβώς διαμαρτυρήθηκαν όλοι οι φιλόσοφοι από τον Σέλλινγκ κι ύστερα. Μ’ αυτή

Page 126: Hannah Arendt 24grammata.com

την υποβάθμιση του ανθρώπου, αμέσως μόλις εκλήθη στην ωριμότητα, ασχολείται η μοντέρνα φιλοσοφία μέχρι σήμερα. Φαίνεται σαν να μην έχει ανέβει ποτέ τόσο ψηλά ο άνθρωπος και την ίδια στιγμή, πως δεν έχει πέσει ποτέ του τόσο χαμηλά μέχρι τώρα. Από τον Kant κι’ έπειτα όλη η φιλοσοφία διαθέτει από το ένα μέρος ένα στοιχείο αλαζονείας, από το άλλο, μια ιδέα της μοίρας. Ο ίδιος ο Μαρξ δηλώνοντας πως δεν ήθελε να ερμηνεύσει πλέον τον κόσμο αλλά να τον αλλάξει, βρέθηκε στο όριο ακριβώς μιας νέας έννοιας του Είναι και του κόσμου, στην οποία Είναι και κόσμος δεν αναγνωρίζονται πλέον σαν δεδομένοι, αλλά σαν πιθανά ανθρώπινα προϊόντα! Όμως κατέφυγε πολύ σύντομα σε ένα αρχαίο και σίγουρο καταφύγιο, δηλώνοντας πως η ελευθερία ήταν η κατανόηση της ανάγκης, προσφέροντας μ’ αυτόν τον τρόπο στον άνθρωπο, ο οποίος με την βοήθειά του είχε χάσει επίσης την υπερηφάνειά του, μια αξιοπρέπεια την οποία κατά βάθος δεν ήξερε τι να την κάνει. L’ amor fati του Νίτσε, η αποφασιστικότης (entschlossenheit) του Χάιντεγκερ, η επιμονή του Καμύ –ο οποίος θέλει να αποκτήσει εμπειρία της ζωής παρόλο τον παραλογισμό της ανθρώπινης κατάστασης (condition humaine), αποτέλεσμα του γεγονότος πως ο άνθρωπος δεν έχει πατρίδα- όλα αυτά δεν είναι παρά προσπάθειες να καταφύγουμε σε μια βεβαιότητα. Δεν είναι τυχαίο πως η ηρωική χειρονομία έγινε, μετά τον Νίτσε, η τυπική συμπεριφορά της φιλοσοφίας. Χρειάζεται στα σίγουρα μια κάποια δόσις ηρωισμού για να ζήσουμε στον κόσμο έτσι όπως τον άφησε ο Kant. Με την ηρωική τους πόζα, οι πιο σύγχρονοι φιλόσοφοι, δεν δείχνουν τίποτε άλλο, παρά ότι κατόρθωσαν να ακολουθήσουν μέχρι τέλους και σε πολλές κατευθύνσεις μάλιστα, την σκέψη του Καντ, αλλά ότι επίσης δεν κατόρθωσαν να προχωρήσουν ούτε ένα βήμα μπρος, ενώ δυστυχώς, άτακτα και απογοητευτικά οι περισσότεροι υποχώρησαν μερικά βήματα πιο πίσω. Διότι όλοι τους, με την μόνη μεγάλη εξαίρεση του Γιάσπερς, εγκατέλειψαν αργά ή γρήγορα την βασική έννοια του Κάντ, εκείνη της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Με την απαίτηση να έχει αποκτήσει «τον αληθινό Κύριο του Είναι», ο Σέλλινγκ ήθελε να ξαναπάρει μέρος στα πράγματα του κόσμου από τον οποίο ο ελεύθερος άνθρωπος είχε αποκλειστεί μετά τον Kant. Ο Σέλλινγκ καταφεύγει και αυτός ακόμη σ’ έναν φιλοσοφικό θεό, διότι δεχόταν από τον Κάντ «το γεγονός της πτώσεως», χωρίς να διαθέτει όμως την εκπληκτική διαθεσιμότητα του Κάντ να μένει εύκολα ευχαριστημένος μ’ αυτό το γεγονός. Καθότι αυτή η εκπληκτική για μας, διαθεσιμότητα του Κάντ, οφείλεται μόνον στο γεγονός πως είχε σταθερές ρίζες σε μία παράδοση στην οποία η φιλοσοφία ήταν στην ουσία της ταυτόσημη με τον στοχασμό - μία παράδοση την οποία ο Κάντ, σχεδόν ασυνείδητα συνεισέφερε στην καταστροφή της. Η «θετική φιλοσοφία» του Σέλλινγκ ψάχνει καταφύγιο δίπλα στον θεό, έτσι ώστε αυτός να αντιμετωπίσει «το δεδομένο γεγονός της πτώσεως» ή –με άλλα λόγια– έτσι ώστε ο θεός να χορηγήσει ξανά στον άνθρωπο μια πραγματικότητα, από την στιγμή που η πραγματικότης που διέθετε χάθηκε την στιγμή που βρέθηκε ελεύθερος. Όταν ομιλούμε για φιλοσοφία της υπάρξεως γενικώς, αποσιωπούμε τον Σέλλινγκ και αυτό οφείλεται στο ότι κανείς φιλόσοφος δεν πήρε τον δρόμο προς την λύση των αποριών του Κάντ, ανάμεσα στην υποκειμενική ελευθερία και στην αντικειμενική ανελευθερία. Αντί να δοκιμάσουν μια «θετική φιλοσοφία», δοκίμασαν, με την μόνη εξαίρεση του Νίτσε, να ξαναερμηνεύσουν τον άνθρωπο έτσι ώστε να μπορέσει να βρει την θέση του σ’ έναν κόσμο που του αφαίρεσε την αξιοπρέπεια. Θέλησαν, το

Page 127: Hannah Arendt 24grammata.com

ναυάγιο του ανθρώπου, να αποτελεί μέρος του Είναι του και να μην αποτελεί μόνον την μοίρα του. Θέλησαν το ναυάγιο να μην έχει προκληθεί από μία εχθρική Φύση, καθώς καθορίζεται απολύτως από τον νόμο της αιτίας, αλλά να ‘χει γραφτεί στην ουσία του ανθρώπου. Γι’ αυτόν τον λόγο εγκατελείφθηκαν οι καντιανές έννοιες της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπως ακριβώς εγκατελείφθη επίσης το σχέδιο της ανθρωπότητος σαν ρυθμιστικής Αρχής όλων των πολιτικών πράξεων και από εδώ ακριβώς προέρχεται ο βαρύς τόνος που χαρακτηρίζει, μετά τον Κίρκεγκαρντ, όλη την λιγότερη επιφανειακή φιλοσοφία. Κατά βάθος φαινόταν πιο ευχάριστο να είμαστε υποδουλωμένοι στην «κένωση» (verfallen), σαν στον νόμο της ανθρώπινης εσωτερικότητος, παρά να καταστραφούμε σ’ έναν αλλότριο κόσμο, καθορισμένο από τον νόμο της αιτιότητος. (Συνεχίζεται) --------------------------------------------------- Σχόλιο: Σ’ αυτό το σημείο νομίζουμε “αναγκαία” μια διευκρίνιση. Η Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία αποκάλυψε τον Νού και τον Λόγο. Η Ρωμαϊκή και Σχολαστική της “συνέχεια” εργάστηκε με την Νόηση και την πραγματικότητα! Ο Γερμανικός Ιδεαλισμός μείωσε την φιλοσοφία με την σειρά του στην έννοια και στο υποκείμενο, στην αναπαράσταση, στην σκέψη! Τέλος η σημερινή φιλοσοφία με τον υπαρξισμό και τον πραγματισμό μειώνει εκ νέου την φιλοσοφία στην λογική και στο τίποτα! Στο Μηδέν από όπου δημιουργηθήκαμε και στο οποίο ελεύθερα επιστρέφουμε, νομοτελειακά, εφόσον δεν κατορθώσαμε να χωρίσουμε καν το καλό από το κακό.

Τετάρτη, 17 Φεβρουαρίου 2010 Hannah Arendt - ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ (KIERKEGAARD)

Hannah Arendt ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: KIERKEGAARD Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ. Με τον Κίρκεγκαρντ ξεκινά ουσιαστικά η μοντέρνα φιλοσοφία της υπάρξεως. Δεν υπάρχει ούτε ένας φιλόσοφος της υπάρξεως στον οποίο να μην είναι εμφανής η επιρροή του! Είναι γνωστό πως ξεκινά απο μια κριτική στον Hegel (και θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, από την σιωπή του για τον Σέλλινγκ, του οποίου

Page 128: Hannah Arendt 24grammata.com

γνώριζε την ύστερη φιλοσοφία μέσα από τα μαθήματά του). Στο Εγελιανό σύστημα που απαιτούσε να συλλάβει και να εξηγήσει το «Όλον», αντιθέτει τον «μοναδικό», το ανθρώπινο άτομο που δεν έβρισκε ούτε θέση ούτε νόημα στο όλον, που βρισκόταν κάτω από την επιρροή του πνεύματος του κόσμου. Με άλλους όρους, ο Κίρκεγκαρντ ξεκινά από την συνθήκη της αλλοτριώσεως του ατόμου σ’ έναν κόσμο τόσο ξεκαθαρισμένο από την νόηση. Σε σχέση μ’ έναν κόσμο τόσο φωτισμένο η μοναδικότης βρίσκεται σε συνεχή αντίφαση, καθώς η υπαρξίς της – δηλαδή το απλό γεγονός της τυχαίας της υπάρξεως (το γεγονός πώς ακριβώς εγώ, και όχι ένας άλλος, είμαι και ακριβώς εγώ είμαι αντί να μην υπάρχω) – δεν μπορεί να προβλεφθεί απο την νόηση ούτε μπορεί να μειωθεί σε κάτι που απλώς σκεπτόμαστε. Έτσι, το μόνο πράγμα για το οποίο μπορώ να είμαι σίγουρος μ’ έναν αναμφίβολο τρόπο είναι αυτή ακριβώς η ύπαρξη που είμαι σε κάθε στιγμή και την οποία δεν μπορώ να κατανοήσω νοητικώς. Το καθήκον του ανθρώπου λοιπόν είναι να «γίνει υποκειμενικός», να γίνει ένα όν που υπάρχει συνειδητά και το οποίο συλλαμβάνει σταθερά τις παράδοξες συνέπειες που έχει η ζωή του στον κόσμο. Όλα τα βασικά προβλήματα της φιλοσοφίας, π.χ. της αθανασίας της ψυχής, της ελευθερίας του ανθρώπου, της ενότητος του κόσμου, όλες δηλαδή οι απορίες, των οποίων ο Kant είχε αποδείξει τον αντινομικό τους χαρακτήρα στις αντινομίες του Καθαρού λόγου, μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνον σαν «υποκειμενικές αλήθειες», δεν μπορούν όμως να γίνουν κατανοητές από μια αντικειμενική οπτική γωνία. Ο Σωκράτης γίνεται το πρωτότυπο του «υπαρξιακού» φιλοσόφου με εκείνον τον λόγο «εάν υπάρχει μια αθανασία.....». «Μήπως αμφιβάλει και αυτός;» συνεχίζει ο Κίρκεγκαρντ, σε μια από τις πιο μεγάλες ερμηνείες που υπάρχουν μέσα στο έργο του, τόσο γεμάτο από τέτοιες στιγμές. «Καθόλου, πάνω σ’αυτό το "εάν" αφιέρωσε όλη του τη ζωή, αντιμετώπισε τον θάνατο. Η Σωκρατική αγνωσία ήταν μ’ αυτόν τον τρόπο η έκφραση του γεγονότος πως η αιώνια αλήθεια σχετίζεται με κάποιον υπαρκτό και πρέπει να γίνει γι’ αυτόν τον λόγο, γι’αυτόν, το παράδοξο όλης του της ζωης όσο αυτή διαρκεί». Γι’ αυτό η καθολικότης, η οποία είχε απασχολήσει την φιλοσοφία μέσα στα πλαίσια της καθαρής γνώσεως, πρέπει να έλθει σε πραγματική σχέση με τον άνθρωπο. Αυτή η σχέση θα παραμείνει πάντοτε μια μοναδικότης. Μέσα στο εσωτερικό αυτού του παραδόξου το άτομο μπορεί να συλλάβει το καθόλου, μπορεί να αποτελέσει περιεχόμενο της υπάρξεώς του και να ζήσει γι’ αυτό μια παράδοξη ύπαρξη, όπως ακριβώς ο Κίρκεγκαρντ μας περιγράφει τον εαυτό του. Στην παράδοξη ύπαρξη ο άνθρωπος φτάνει να πραγματοποιήσει πρακτικώς την αντίφαση σύμφωνα με την οποία, εάν η καθολικότης θέλει να γίνει πραγματικότης και γι’ αυτό να απαιτήσει σημασία για τον άνθρωπο, τότε τοποθετείται σαν μοναδικότης. Στην συνέχεια ο Κίρκεγκαρντ ερμήνευσε μια τέτοια ύπαρξη μέσα από την κατηγορία της «Εξαιρέσεως», η εξαίρεσις δηλαδή σε σύγκριση με την γενική μεσαία καθημερινή ύπαρξη, στην οποία ο άνθρωπος πραγματοποιείται μόνον επειδή ο θεός τον κάλεσε για να φανερώσει σ’ αυτόν το παράδειγμα της παράδοξης ζωής του ανθρώπου μέσα στον κόσμο! Στην εξαίρεση ο άνθρωπος, καθότι Μοναδικότης, πραγματοποιεί τις καθολικές δομές της υπάρξεως. Είναι χαρακτηριστικό όλης της φιλοσοφίας της υπάρξεως πως με τον όρο «υπαρκτικό» (existentiell) περιλαμβάνει κατά βάθος αυτό που ο Κίρκεγκαρντ

Page 129: Hannah Arendt 24grammata.com

εννοούσε με την κατηγορία της εξαιρέσεως. Στην υπαρκτική στάση το πρόβλημα είναι η πραγματοποίηση (σε αντίθεση με τον απλό στοχασμό) των καθολικών δομών της ζωής. Το πάθος της υποκειμενικότητος ανάβει στο Κίρκεγκαρντ με την αγωνία απέναντι στον θάνατο, απέναντι σ`ένα γεγονός στο οποίο είμαι στα σίγουρα μόνος, μια μοναδικότης χωρισμένη από την μεσαία καθημερινή ζωή. Η σκέψη του θανάτου γίνεται «πράξη», διότι σ' αυτή ο άνθρωπος γίνεται υποκειμενικός, χωρίζει από τον κόσμο και την καθημερινή ζωή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους. Από μια ψυχολογική οπτική γωνία ετούτη η εσωτερική στοχαστική τεχνική βασίζεται απλώς στην προϋπόθεση ότι, μαζί με την σκέψη πως μια μέρα δεν θα υπάρχω πλέον, θα σβύσει και το ενδιαφέρον γι' αυτό που υπάρχει. Είναι ένα χαρακτηριστικό της μοντέρνας φιλοσοφίας πως αυτή η προϋπόθεση έγινε αποδεκτή χωρίς καμία εξέταση, από ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Πάνω σ' αυτή την προϋπόθεση δεν βασίζεται μόνον η μοντέρνα «εσωτερικότης» αλλά και εκείνος ο λίγο φανατικός τρόπος -ο οποίος ξεκινά και αυτός από τον Κίρκεγκαρντ- να ληφθεί στα σοβαρά η «στιγμή» και να θεωρηθή σαν η μοναδική βεβαίωση της υπάρξεως, δηλ. της πραγματικότητος. Αυτή η καινούρια σοβαρότης απέναντι στη ζωή με αφετηρία της τον θάνατο δεν εμπλέκει αναγκαίως ένα Ναί στη ζωή ή στην ύπαρξη τού ανθρώπου σαν ανθρώπου. Μόνον ο Νίτσε και μετά απ' αυτόν ο Γιάσπερς βάσισαν ξεκάθαρα την φιλοσοφία τους πάνω σ' ένα τέτοιο Ναί. Αυτός δε είναι και ο λόγος για τον οποίο, ξεκινώντας από τους φιλοσοφικούς τους στοχασμούς, υπάρχει η δυνατότης μιας θετικής προόδου πρός την φιλοσοφία. Ο Κίρκεγκαρντ και ακολουθώντας την γραμμή του ο Χάϊντεγκερ, ερμήνευσαν πάντοτε τον θάνατο σαν την αυθεντική «αντίρρηση» προς το είναι του ανθρώπου, σαν την απόδειξη του «μηδενισμού» του- ιδιαιτέρως εκεί όπου η Χαϊντεγκεριανή ανάλυση του θανάτου και όλων των πλευρών της ανθρώπινης ζωής που συνδέονται μαζί του υπερέχει της αντιστοίχου αναλύσεως τού Κίρκεγκαρντ. Είναι ξεκάθαρο όμως πως η χαρακτηριστική εσωτερική πράξη του Κίρκεγκαρντ, το ότι «γίνεται υποκειμενικός», οδηγεί κατευθείαν έξω από την φιλοσοφία. Αυτή η πράξη αφορά την φιλοσοφία μόνον στο μέτρο που μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε τους φιλοσοφικούς λόγους της επαναστάσεως του φιλοσόφου εναντίον της φιλοσοφίας. Παρομοίως, παρότι ανήκει στο άλλο άκρο, είναι και η περίπτωση του Μάρξ, ο οποίος περιορίζει με την σειρά του τις φιλοσοφικές του θέσεις στην ομολογία πως ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει τον κόσμο και επομένως πρέπει να σταματήσει να τον ερμηνεύει. Και οι δυό τους έχουν κοινή την επιθυμία να περάσουν κατευθείαν στην πράξη και το ότι δεν συνέλαβαν ποτέ τους την ιδέα, αφού ξεκίνησαν να αμφιβάλλουν για την σκοπιμότητα του στοχασμού και να απελπίζονται γύρω από την δυνατότητα κάθε γνώσεως καθαρά στοχαστικής, να ξαναρχίσουν την φιλοσοφία από νέες βάσεις. Σαν αποτέλεσμα ο Κίρκεγκαρντ κατέφυγε στην ψυχολογία με τον σκοπό να περιγράψει την εσωτερική πράξη και ο Μάρξ σε μια πολιτική επιστήμη σχετική με την εξωτερική πράξη. Όμως μέ αυτή τη διαφορά. Ότι ο Μάρξ δέχθηκε τελικώς την σιγουριά της Εγελιανής φιλοσοφίας, τροποποιώντας την πολύ λιγότερο από ότι νομίζουμε για να την «επαναφέρει με το κεφάλι ψηλά». Ότι ο Μαρξ αντάλλαξε την Εγελιανή αρχή τού πνεύματος με την Μαρξιστική αρχή της ύλης, υπήρξε πολύ λιγότερο σημαντικό για την φιλοσοφία από το γεγονός πως ξανασιγούρεψε την ενότητα του κόσμου και του ανθρώπου με δογματικό τρόπο, καθαρά υποθετικό και γι' αυτό καθόλου πειστικό για τους μοντέρνους ανθρώπους.

Page 130: Hannah Arendt 24grammata.com

Ο Κίρκεγκαρντ είναι πιό σημαντικός από τον Μαρξ για την εξέλιξη και τη συνέχεια της φιλοσοφίας διότι δεν σταμάτησε να απελπίζεται με την φιλοσοφία. Από αυτόν προήλθαν όλα τα καινούρια περιεχόμενα, τα οποία είναι συγκεκριμένα: ο θάνατος, καθώς εξασφαλίζει την αρχή της εξατομικεύσεως (principium inviduationis), καθώς ο θάνατος παρότι είναι ότι πιό καθολικό υπάρχει με συναντά αναπόφευκτα μόνο. Η τύχη, καθώς εξασφαλίζει την πραγματικότητα σαν απλό δεδομένο, η οποία με νικά και με πείθει μέσα από το απρόβλεπτο γεγονός της και την αδυναμία της σκέψης να την συλλάβει . Η ενοχή, καθώς είναι κατηγορία κάθε ανθρώπινης πράξεως και η οποία πράξη είναι αόριστη όχι λόγω τού κόσμου, αλλά από μόνη της, καθότι αναλαμβάνω πάντοτε ευθύνες πού ξεπερνούν τον ορίζοντά μου και έτσι αποφασίζοντας, είμαι πάντοτε αναγκασμένος να εγκαταλείπω κάτι. Η ενοχή λοιπόν είναι ο τρόπος μέσω τού οποίου εγώ ο ίδιος γίνομαι πραγματικός, μέσω του οποίου σχετίζομαι με την πραγματικότητα. Τα νέα περιεχόμενα της φιλοσοφίας αναδύονται ξεκάθαρα για πρώτη φορά με τον Γιάσπερς στην «ψυχολογία των οραμάτων του κόσμου» και με την μορφή των «οριακών – καταστάσεων», καταστάσεων στις οποίες ο άνθρωπος βρίσκεται λόγω της αντινομικής δομής της υπάρξεώς του και οι οποίες μπορούν να δώσουν αυθεντικές ωθήσεις στην φιλοσοφική του δραστηριότητα. Από αυτό του το έργο ήδη, με το οποίο πρωτοεμφανίζεται φιλοσοφικά, ο Γιάσπερς προσπαθεί να βασίσει σ' αυτές τις καταστάσεις έναν νέο τύπο φιλοσοφίας, και στά περιεχόμενα που προέρχονται από τον Κίρκεγκαρντ, προσθέτει ένα άλλο, το οποίο μερικές φορές ονομάζει πάλη, μερικές αγάπη, και το οποίο θα γίνει γι' αυτόν στη συνέχεια, στην θεωρία της «επικοινωνίας», η νέα μορφή επικοινωνίας της φιλοσοφίας. Αντιτιθέμενος στον Γιάσπερς και χρησιμοποιώντας αυτά τα νέα περιεχόμενα, ο Χάϊντεγκερ προσπαθεί να ξαναδώσει ζωή στην συστηματική φιλοσοφία, ακριβώς δε με το παραδοσιακό της νόημα.

Κυριακή, 21 Μαρτίου 2010 Hannah Arendt - HEIDEGGER

ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ Hannah Arendt Ο ΕΑΥΤΟΣ ΣΑΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ! Κεφάλαιο Τέταρτο: HEIDEGGER

Page 131: Hannah Arendt 24grammata.com

Η προσπάθεια του Χάϊντεγκερ να ξαναθεμελιώσει μιαν οντολογία, παρά τον Καντ και ενάντια στον Καντ, έφερε μια βαθειά αλλαγή στην παραδοσιακή ορολογία της φιλοσοφίας. Αυτός είναι ο λόγος που με μια πρώτη ματιά ο Χάϊντεγκερ παρουσιάζεται πάντα σαν πιο επαναστατικός από τον Γιάσπερς και ο λόγος που αυτή η λάμψη της ορολογίας του έθεσε σε κίνδυνο τη σωστή αξιολόγηση της φιλοσοφίας του. Δηλώνει απερίφραστα πως επιθυμεί να ξαναθεμελιώσει μιαν οντολογία, εννοώντας πως έχει πρόθεση να εκμηδενίσει την κατεδάφιση της αρχαίας έννοιας του Είναι που ξεκίνησε με τον Καντ! Δεν υπάρχει λόγος να μην πάρουμε στα σοβαρά ένα τέτοιο σχέδιο, ακόμη και αν υποχρεωνόμαστε να φτάσουμε στο συμπέρασμα πως είναι αδύνατον να θεμελιωθεί μια οντολογία με την παραδοσιακή έννοια, χρησιμοποιώντας περιεχόμενα τα οποία προέρχονται από την επανάσταση εναντίον της Φιλοσοφίας. Ο Χάϊντεγκερ δεν οριστικοποίησε ποτέ του την οντολογία του, καθώς το δεύτερο μέρος του «Είναι και Χρόνος» δεν εμφανίστηκε ποτέ. Στην ερώτηση για το νόημα του Είναι έδωσε μια πρόχειρη απάντηση και μάλιστα ακατανόητη: Το νόημα του Είναι είναι η Χρονικότης. Αυτό –μαζί με την ανάλυση της υπάρξεως (δηλαδή του Είναι του ανθρώπου) η οποία καθορίζεται από τον θάνατο– οδηγεί στο συμπέρασμα πως το νόημα του Είναι, είναι η μηδενικότης. Ήταν λογικό λοιπόν ότι η προσπάθεια του Χάϊντεγκερ, να ξαναθεμελιώσει την μεταφυσική, θα ολοκληρωνόταν όχι με το δεύτερο μέρος που είχε υποσχεθεί, το οποίο θα έπρεπε να ορίσει το νόημα του Είναι γενικώς ακολουθώντας την ανάλυση της υπάρξεως του ανθρώπου, αλλά με μια μικρή πραγματεία με τίτλο «Τι είναι μεταφυσική;», στην οποία εκτίθεται με μια κάποια συνέπεια, παρόλα τα κόλπα και τα γλωσσικά σοφίσματα, πως κατά τον Χάϊντεγκερ το νόημα του Είναι είναι το ΤΙΠΟΤΑ. Η ιδιαίτερη γοητεία που εξάσκησε στην μοντέρνα φιλοσοφία η σκέψη του ΤΙΠΟΤΑ, δεν δείχνει αναγκαστικά Μηδενισμό. Ας αξιολογήσουμε το πρόβλημα του Τίποτα μέσα στα δικά μας δεδομένα, μιας φιλοσοφίας δηλαδή εναντίον της φιλοσοφίας, εννοημένης σαν καθαρός στοχασμός, σαν μια προσπάθεια να γίνουμε «Κύριοι του Είναι» και γι’ αυτό να θέσουμε φιλοσοφικά το θέμα με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να κατορθώσουμε να περάσουμε αμέσως στην πράξη: Αυτή η σκέψη λοιπόν τότε, πως το ΕΙΝΑΙ κατά βάθος είναι το ΤΙΠΟΤΑ, παρουσιάζει ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Πάνω σ’ αυτή τη βάση ο άνθρωπος μπορεί να φανταστεί πως η σχέση του με το Είναι που του δωρίστηκε, δεν είναι τίποτε άλλο από εκείνη του Δημιουργού πριν από την δημιουργία του κόσμου – δημιουργημένου όπως είναι γνωστό από το Μηδέν. Στον ορισμό του Είναι σαν Τίποτα βρίσκεται επιπλέον, η προσπάθεια να εγκαταλειφθεί ο ορισμός του Είναι σαν κάτι δεδομένο και η μεταμόρφωση των ανθρωπίνων πράξεων που μέχρι τώρα ήταν όμοιες με τις θεϊκές, σε πράξεις θεϊκές καθ’ εαυτές. Αυτός είναι ο κρυφός λόγος για τον οποίον στον Χάϊντεγκερ το ΤΙΠΟΤΑ γίνεται ξαφνικά ενεργό και αρχίζει να «εκμηδενίζει» (nichten). Το Τίποτα επιδιώκει, τρόπον τινά, να εκμηδενίσει το ΕΙΝΑΙ και να μπει στην θέση του σαν «εκμηδενιστής». Εάν το Είναι, το οποίο δεν δημιούργησε ΕΓΩ, εξαρτάται από ένα ον που δεν είμαι Εγώ και ούτε καν γνωρίζω, τότε μάλλον αυτό σημαίνει πως για τον άνθρωπο, το μόνο περιβάλλον στο οποίο θα μπορούσε να αισθανθεί πραγματικά ελεύθερος δεν είναι το ΕΙΝΑΙ, αλλά το ΤΙΠΟΤΑ. Εφόσον δεν κατόρθωσα να είμαι ο δημιουργός του κόσμου, ο προορισμός μου δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από

Page 132: Hannah Arendt 24grammata.com

εκείνον του καταστροφέα του κόσμου. Αυτή είναι πάντως η φιλοσοφική βάση του μοντέρνου μηδενισμού, το γεγονός της καταγωγής του από την παληά οντολογία: Αυτή είναι και η τιμή της προσπάθειας να εισάγουμε με την βία τις νέες ερωτήσεις και τα καινούργια περιεχόμενα στο πλαίσιο της παληάς οντολογίας! Παρόλα αυτά λίγο ενδιαφέρει το τελικό αποτέλεσμα της Χαϊντεγκεριανής έρευνας. Είχε το μεγάλο προνόμιο να συνδεθεί απευθείας με την διατύπωση του προβλήματος που εμφανίστηκε με τον Καντ και με το οποίο δεν ασχολήθηκε κανείς μετά από αυτόν. Ανάμεσα στα συντρίμμια της προκατασκευασμένης αρμονίας μεταξύ του Είναι και της σκέψης, ανάμεσα στην ουσία και στην ύπαρξη, ανάμεσα σ’ αυτό που υπάρχει και σ’ αυτό που μπορεί να συλληφθεί με την νόηση ο Χάϊντεγκερ ισχυρίζεται πως βρήκε ένα ον στο οποίο ουσία και ύπαρξη είναι αμέσως ταυτόσημα: Τον άνθρωπο. Η ουσία του είναι η ύπαρξή του. «Η ουσία του ανθρώπου δεν είναι το πνεύμα, αλλά η ύπαρξη». Ο άνθρωπος δεν έχει καμμία ουσία: Δίνεται ολότελα στο γεγονός πως υπάρχει. Δεν μπορούμε να θέσουμε στον άνθρωπο το ερώτημα του «τί πράγμα», όπως συμβαίνει με τα πράγματα, αλλά μόνον το ερώτημα του «ποιος». Καθότι λοιπόν ταυτότης ουσίας και υπάρξεως, ο άνθρωπος φαίνεται να προσφέρει ένα νέο κλειδί στο πρόβλημα του Είναι. Για να γίνει κατανοητή η γοητεία αυτού του σχεδίου, πρέπει να θυμηθούμε πως για την παραδοσιακή μεταφυσική, ο θεός ήταν το ον στο οποίο συνέπιπταν ουσία και ύπαρξη, στο οποίο σκέψη και πράξη ήταν ταυτόσημες και πως ερμηνευόταν γι’ αυτό σαν ουράνια βάση του γήϊνου Είναι. Ήταν ακριβώς μια προσπάθεια να γίνει ο άνθρωπος άμεσα, ο «Κύριος του Είναι». Ο Χάϊντεγκερ το ονομάζει «πρωτείο όντικο-οντολογικό του Dasein». Είναι ένας ορισμός που δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχάσουμε πως ο άνθρωπος τοποθετείται ακριβώς στην θέση στην οποία υπήρχε παραδοσιακά ο θεός. Ο Χάϊντεγκερ ονομάζει το ΕΙΝΑΙ του ανθρώπου Dasein (υπάρχω τώρα). Αυτή η ορολογία τού επιτρέπει να αποφύγει την χρησιμοποίηση του όρου «άνθρωπος». Ο σκοπός είναι να μειωθεί ο άνθρωπος σε μια σειρά τρόπων του Είναι φαινομενολογικά επιδείξιμων. Χάνοντας τοιουτοτρόπως όλες εκείνες τις ανθρώπινες πλευρές για τις οποίες ο Kant είχε δώσει μερικά πρόχειρα σκίτσα: Όπως η ελευθερία, η αξιοπρέπεια του ανθρώπου και η νόηση. Χαρακτήρες οι οποίοι πηγάζουν όμως από τον ανθρώπινο αυθορμητισμό και δεν μπορούν να αποδειχθούν φαινομενολογικώς, επειδή είναι αυθόρμητοι. Επειδή είναι κάτι διαφορετικό από τυπικές λειτουργίες του Είναι και επειδή ο άνθρωπος σ’ αυτούς τους χαρακτήρες βλέπει να εμφανίζεται κάτι διαφορετικό από τον εαυτό του. Η οντολογική σύλληψη του Χάϊντεγκερ κρύβει μια λειτουργικότητα αρκετά όμοια με τον ρεαλισμό του Χόμπς. Εάν ο άνθρωπος μειώνεται μόνον στο γεγονός πως αυτός είναι, πως δεν είναι τίποτε άλλο από τους τρόπους υπάρξεώς του ή από τις λειτουργίες του στον κόσμο (ή στην κοινωνία, για τον Χομπς) τότε τόσο η Χαϊντεγκεριανή λειτουργικότης όσο και ο ρεαλισμός του Χομπς τελικώς διαγράφουν ένα ανθρωπολογικό μοντελό, στο εσωτερικό του οποίου ο άνθρωπος θα λειτουργούσε ακόμη καλύτερα, διότι θα ήταν «απελευθερωμένος» από κάθε αυθορμητισμό. Αυτός ο λειτουργικός ρεαλισμός, στον οποίο ο άνθρωπος εμφανίζεται σαν ένα συνοθύλευμα τρόπων υπάρξεως, είναι από την Αρχή του αυθαίρετος, καθώς η επιλογή των τρόπων δεν καθοδηγείται από καμμία ιδέα του ανθρώπου. Στη θέση

Page 133: Hannah Arendt 24grammata.com

του ανθρώπου έχει μπει ο «εαυτός» (selbst), καθώς το Dasein (η χρονική ύπαρξη, το Είναι του ανθρώπου) έχει σαν ιδιαιτερότητα ότι γι’ αυτόν «περιμένει το Είναι του». Αυτός ο στοχασμός του Dasein μπορεί να γίνει κατανοητός «υπαρξιακά», και αυτό είναι όλο όσο απομένει από την δύναμη και την ανθρώπινη ελευθερία. Μετά τον Χάϊντεγκερ φιλοσοφία σημαίνει πλέον την προσπάθεια κατανοήσεως της ιδίας υπάρξεως: «Η δική μας μελέτη της καθαυτής φιλοσοφικής έρευνας πρέπει να γίνει υπαρξιακά κατανοητή σαν μια δυνατότης υπάρξεως του υπάρχοντος Dasein». Η φιλοσοφία είναι η πιο υψηλή δυνατότης υπάρξεως του Dasein. Πράγμα που δεν είναι τίποτε άλλο από μία επαναβεβαίωση του πρωτείου του «βίου θεωρητικού» του Αριστοτέλη, της στοχαστικής στάσεως αξιολογημένης σαν την πιο υψηλή δυνατότητα του ανθρώπου. Αυτό είναι ακόμη πιο βαρύ σε συνέπειες, καθώς στην φιλοσοφία του Χάϊντεγκερ ο άνθρωπος, εφόσον διαθέτει ουσία και ύπαρξη ταυτόσημες, γίνεται ένα είδος summum ens, ενός «Κυρίου του Είναι». Μετά την αποκάλυψη πως εκείνο το Είναι που μέχρι τώρα ήταν ταυτισμένο με τον Θεό, είναι στην πραγματικότητα ο ίδιος ο άνθρωπος, συμπεραίνεται πως ένα τέτοιο Είναι είναι ανίκανο και πως δεν υπάρχει κανείς «Κύριος του Είναι», οπότε δεν απομένει τίποτε άλλο από κάποιους αναρχικούς τρόπους υπάρξεως!

Τρίτη, 23 Μαρτίου 2010 Hannah Arendt - HEIDEGGER (συνέχεια)

ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ Hannah Arendt Ο ΕΑΥΤΟΣ ΣΑΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ! Κεφάλαιο Τέταρτο: HEIDEGGER (συνέχεια από προηγούμενη ανάρτηση) Το Dasein λοιπόν χαρακτηρίζεται από το γεγονός πως δεν είναι(υπάρχει) απλώς, αλλά γι’ αυτόν «περιμένει το Είναι του». Το όνομα αυτής της βασικής δομής είναι φροντίδα (sorge), η οποία βρίσκεται στην βάση όλης της καθημερινής φροντίδος (Besorgen). Αυτό το αναλαμβάνω την φροντίδα έχει χαρακτήρα στοχαστικό στην πραγματικότητα: μόνον φαινομενικώς κατευθύνεται προς αυτό με το οποίο

Page 134: Hannah Arendt 24grammata.com

ασχολείται κάθε φορά. Στην πραγματικότητα κάνει τα πάντα σκοπεύοντας κάτι (um-willen). Το Είναι με το οποίο ασχολείται το Dasein (η χρονική ύπαρξη-το όν) είναι η ύπαρξη η οποία βρίσκεται μονίμως μπρος στον κίνδυνο του θανάτου και στο τέλος μοιραίως πεθαίνει κιόλας! Το Dasein είναι σταθερά σε σχέση με μια ύπαρξη απειλούμενη! Από αυτή την απειλούμενη ύπαρξη γίνονται κατανοητές οι συμπεριφορές και προωθείται ταυτόχρονα μια ανάλυση του Είναι (της ουσίας του ανθρώπου). Πέρα από τον Νίτσε, ο οποίος προσπάθησε με ειλικρίνεια να φέρει τον άνθρωπο στην θέση ενός αληθινού “Κυρίου του Είναι”, η φιλοσοφία του Χάϊντεγκερ είναι η πρώτη κοσμική φιλοσοφία με έναν απόλυτο τρόπο. Το Είναι του ανθρώπου ορίζεται σαν Είναι-μέσα-στον κόσμο (in-der-weltsein) και αυτό που απαιτείται από ένα τέτοιο Είναι-μέσα-στον κόσμο, είναι να παραμείνει. Αυτό ακριβώς όμως του απαγορεύεται. Γι’ αυτόν δε τον λόγο ο βασικός τρόπος του Είναι-μέσα-στον κόσμο είναι η ερημία, το γεγονός ότι αισθάνεται άπατρις, με την διπλή σημασία της στερήσεως μιας κατοικίας και του φόβου. Στην αγωνία, η οποία βασικώς είναι αγωνία απέναντι στον θάνατο, βρίσκει έκφραση το να μην αισθάνεται σαν στο σπίτι σου, μέσα στον κόσμο. Το Dasein (η χρονική ύπαρξη-το όν) θα μπορούσε να είναι στ’ αλήθεια ο εαυτός του, μόνον εάν μπορούσε να αποτραβηχθεί εις εαυτόν από το δικό του Είναι-μέσα-στον κόσμο, πράγμα αδύνατον όμως, διότι είναι από την ουσία του πτώση (Abfall) από τον εαυτό του. «Το Dasein είναι, πριν απ’ όλα, πάντοτε ξεπεσμένο (abgefallen) από τον εαυτό του, αδύνατον να είναι ταυτόχρονα και ένα αυθεντικό ον και ριγμένο μέσα στον κόσμο. Ο άνθρωπος έχει την βεβαιότητα ότι είναι ο εαυτός του μόνον με το γεγονός του θανάτου, ο οποίος θα τον οδηγήσει έξω από τον κόσμο. Αυτός ο εαυτός είναι το ΠΟΙΟΣ του χρονικού-Είναι, του όντος (με την έκφραση “εαυτός” απαντούμε στην ερώτηση γύρω από το ΠΟΙΟΣ του Dasein)». Επαναφέροντας απευθείας το χρονικό-Είναι στον εαυτό του, χωρίς να περάσουμε από τον άνθρωπο, εγκαταλείπεται στην πραγματικότητα η ερώτηση γύρω από το νόημα του Είναι και αντικαθίσταται από μια άλλη ερώτηση πάνω στο νόημα του εαυτού, προφανώς πιο βασικού για την συγκεκριμένη φιλοσοφία. Σ’ αυτή την ερώτηση όμως, δεν φαίνεται να είναι δυνατόν να δοθεί κάποια απάντηση, διότι, στην απόλυτη απομόνωσή του, ένας εαυτός δεν έχει νόημα. Ταυτοχρόνως δε ένας εαυτός χωρίς απομόνωση, ριγμένος στην ουδέτερη και απρόσωπη καθημερινότητα του υπάρχειν (man) δεν είναι πλέον ένας εαυτός. Σ’ αυτόν τον ιδεατό εαυτό ο Χάϊντεγκερ οδηγήθηκε σαν συνέπεια εκείνης της θέσεως η οποία μεταμόρφωσε τον άνθρωπο σε εκείνο, που στην προηγούμενη οντολογία, ήταν ο Θεός. Ένα τέτοιο υπέρτατο ον είναι δυνατόν να συλληφθεί με την σκέψη μόνον σαν Ατομικότης και σαν Μοναδικότης, χωρίς τίποτε όμοιο, ίσο (άνισο). Επομένως, αυτό που φαίνεται στον Χάϊντεγκερ σαν «πτώση» είναι όλοι εκείνοι οι τρόποι της ανθρώπινης υπάρξεως οι οποίοι προέρχονται από το γεγονός πως ο άνθρωπος δεν είναι Θεός και πως ζει με τους ομοίους του σ’ έναν κόσμο. Στον Χάϊντεγκερ ο μυστικός ενθουσιασμός να θέλουμε να είμαστε ένας εαυτός (υπόσταση) διαψεύδεται από μόνος του: Δεν έγινε ποτέ μέχρι σήμερα τόσο ξεκάθαρο όπως στην φιλοσοφία του πως αυτό το πράγμα (να γίνουμε ένας εαυτός) πιθανώς να είναι το μοναδικό πράγμα που ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι!

Page 135: Hannah Arendt 24grammata.com

Δευτέρα, 5 Απριλίου 2010 Hannah Arendt - HEIDEGGER (τελευταίο)

ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ Hannah Arendt Ο ΕΑΥΤΟΣ ΣΑΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ! Κεφάλαιο Τέταρτο: HEIDEGGER (συνέχεια από προηγούμενη ανάρτηση) Μέσα στο πλαίσιο μιας τέτοιας φιλοσοφίας ο εαυτός βρίσκεται στην ακόλουθη κατάσταση : Καθότι όν-μέσα-στον κόσμο ο ανθρωπος δέν έχει δημιουργηθεί μόνος, αλλά έχει εγκαταλειφθεί. Πετάχτηκε στο είναι του και προσπαθεί να εξέλθη απο την συνθήκη της εγκαταλείψεως μέσα απο το «πρόγραμμα» (ent wurf) με μία προκαταβολή (vorlaufen) του θανάτου καθώς είναι η οριακή του δυνατότης. Όμως « μέσα στην δομή της εγκαταλείψεως όπως και σε εκείνη του προγράμματος βρίσκεται ουσιαστικά ένας μηδενισμός». Ο άνθρωπος δέν ήρθε τεχνικώς στη ζωή και δέν εξέρχεται απο αυτή συνήθως με δική του ευθύνη. (Στον Χαϊντεγκερ η αυτοκτονία δέν παίζει ακόμη κανένα ρόλο όπως στον Καμύ, διότι για τον Χαϊντεγκερ δέν απομένει στον άνθρωπο ούτε η ελευθερία της αυτοκτονίας) . Με άλλα λόγια, ο υπαρκτός χαρακτήρας του ανθρώπου εξαρτάται ουσιαστικώς απο αυτό που δέν είναι, απο τον εκμηδενισμό του. Το μοναδικό πράγμα που μπορεί να κάνει ο εαυτός για να γίνει ένας εαυτός είναι να αναλάβει με αποφασιστικότητα το μοιραίο της υπάρξεως του, το οποίο γίνετε μέσα στην ύπαρξη του η μηδενική βάση του δικού του μηδενός. Στην απόφαση να γίνει αυτό που δέν μπορεί να υπάρξει, εφόσον βασίζεται στον δικό του εκμηδενισμό, δηλαδή ένας εαυτός, ο άνθρωπος αναγνωρίζει πώς η ύπαρξη αυτή καθαυτή είναι μια ενοχή. Το είναι του ανθρώπου είναι τέτοιο ώστε, ακόμη και όταν διαβρώνεται συνεχως μέσα στον κόσμο, παρόλα αυτά καταλαβαίνει διαρκώς την

Page 136: Hannah Arendt 24grammata.com

κλήση της συνειδήσεως απο το βάθος του είναι του. Το να ζεί λοιπόν κάποιός υπαρκτικά σημαίνει να «θέλει να αποκτήσει συνείδηση και αυτό αυτομάτως τον κάνει ένοχο». Σε αυτή την απόφαση οικοδομείται ο εαυτός. Ο ουσιαστικός χαρακτήρας ενός τέτοιου εαυτού είναι ο απόλυτος εγωισμός του, ο απόλυτος χωρισμός του απο όλους τους ομοίους του. Γι ‘αυτόν τον λόγο εισήχθη σάν κάτι ουσιώδες ο προκαταβολικός θάνατος, διότι με τον θάνατο ο άνθωπος πραγματοποιεί το απόλυτο Principium Individuationis (Αρχή τής εξατομικεύσεως). Mόνον αυτό αρπάζει τον άνθρωπο απο τον δεσμό του με τους ομοίους του, οι οποίοι καθότι ουδέτεροι και απρόσωποι, τον εμποδίζουν να είναι ο εαυτός του. Ο θάνατος είναι οπωσδήποτε το τέλος της υπάρξεως, είναι όμως ταυτόχρονα και η εγγύηση πώς τίποτα δέν είναι πιο σημαντικό εκτός απο μένα. Με την εμπειρία του θανάτου σαν απολύτου εκμηδενισμού έχω την δυνατότητα να αυτοβεβαιωθώ πώς είμαι ένας εαυτός και να απαλλαγώ μια για πάντα, με τον τρόπο της βασικής ενοχής, απο την κοινή κοσμική ζωή στην οποία έχω εμπλακεί. Σε μια τέτοια απόλυτη απομόνωση γίνεται φανερό πώς ο εαυτός είναι μια έννοια ακριβώς αντίθετη απο την έννοια του ανθρώπου. Καθώς λοιπόν μετά τον Καντ η ουσία του ανθρώπου τοποθετήθηκε στο γεγονός πώς κάθε μοναχικός άνθρωπος αντιπροσώπεύει την ανθρωπότητα, και καθώς επίσης μετά την Γαλλική Επανάσταση και τά Δικαιώματα του ανθρώπου αποτέλεσε δομικό στοιχείο της εννοίας του ανθρώπου το γεγονός πώς η ανθρωπότης μπορεί να δοξασθεί σε κάθε άτομο, ο εαυτός καταλήγει να είναι η έννοια του ανθρωπου που του επιτρέπει να υπάρχει ανεξαρτήτως της ανθρωπότητος και να μήν αντιπροσωπεύει κανέναν πέρα του εαυτού του, πέρα απο τη μηδενικότητα του. Όπως στον Κάντ η κατηγορική προσταγή επιμένει στο γεγονός πώς κάθε πράξη πρέπει να αναλαμβάνει την ευθύνη όλης της ανθρωπότητος, έτσι και η εμπειρία της ένοχης μηδενικότητος, επιμένει στην εκμηδένιση της ανθρωπότητος σε κάθε άνθρωπο. Σαν συνείδηση ο εαυτός πήρε την θέση της ανθρωπότητος, και το να είμαι ο εαυτός μου, πήρε την θέση του αγώνος να είμαι άνθρωπος. Στην συνέχεια ο Χαιντεγκερ, στις παραδόσεις του προσπάθησε να προσφέρει, κάπως καθυστερημένα έστω, στους απομονωμένους εαυτούς του, μια κοινή βάση, χρησιμοποιώντας έξω-λογικές μυθολογίες, τύπου «Λαός και Γή». Είναι όμως ξεκάθαρο πώς τέτοιες συνθεσεις απομακρύνουν απο την φιλοσοφία και ανοίγουν τις πόρτες σε κάθε φυσιοκρατική δεισιδαιμονία. Εάν ο εαυτός δέν μπορεί να αποτελέσει μέρος της εννοίας του ανθρώπου που κατοικεί την Γή μαζί με τους ομοίους του, δεν απομένει τίποτε άλλο απο μια τεχνιτή επανασυμφιλίωση, κατά την οποία προσφέρεται στούς εξατομικευμένους εαυτούς μια καθαρώς ετερόκλητη βάση σε σχέση με την έννοιά τους. Αυτό δέν μπορεί να οδηγήσει παρά μόνον σε ένα αποτέλεσμα : στην οργάνωση τών εαυτών σε έναν «Υπέρ-εαυτό» έτσι ώστε να κατορθώσει να μεταφέρει στην πράξη την βασική ενοχή τής υπαρξεως, η οποία γεννιέται στην απόφαση. Αμέθυστος Σχόλιο : Μόσχος Εμμ. Λαγκουβάρδος είπε...

Page 137: Hannah Arendt 24grammata.com

Ότι κάποιος "έχει στο στόχαστρο τον εκπροτεσταντισμό" δεν σημαίνει ότι είναι εναντίον του "εκπροτεσταντισμού" για τους εξής λογους: 1) Γιατί ενδέχεται να μην γνωρίζει ο ίδιος ότι είναι υπέρ του "εκπροτεσταντισμού". Δεν βλέπω σε πολλούς την αγωνία για την πίστη τους. Ο πιστός που αγωνιά γα την ορθόδοξη πίστη του α)μετέχει στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και β) μελετά τους βίους και τα έργα των αγίων της Εκκλησίας και 2) Γιατί ο προτεσταντισμός όπως και ο οικουμενσμός και οι περισσότεροι "ισμοί" (καθολικισμός, βουδισμός, ινδουϊσμός, αθεϊσμός,ναζισμός, φασισμός, κομμουνισμός, εθνικισμός κ.α.) εμφανίζονται με δύο αντίθετους τρόπους. Π.Χ. ο οικουμενισμός εμφανίζεται με το ενδυμα του οικουμενισμού ή με το ένδυμα του αντι-οικουμενισμού. Πώς συμβαίνει αυτό; Συμβαίνει γιατί το πνεύμα της Νέας Εποχής είναι το πνεύμα "της διαρκούς αλλαγής" αντί της "ουσίας". "Ουσία" σύμφωνα με τις θρησκείες (ταοϊσμός, βουδισμός κλπ) και με τον ανατολικό μυστικισμό που επικρατεί σχεδόν παντού (εκτός από την Ορθοδοξία) είναι η διαρκής αλλαγή. Στην Ορθόδοξη πίστη η πίστη μας είναι απαρασάλευτη. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο αυτός εις τους αιώνας. Για τον ανατολικό μυστικισμό και για τη σύγχρονη σκέψη που χωρίς να το ξέρει τον αντιγράφει ισχύει η διαρκής αλλαγή: (What is, is, what is not, is not, what is not, is, what is, is not).

Page 138: Hannah Arendt 24grammata.com

H. Arendt: Αλήθεια και πολιτική

Χάνα Άρεντ

1906-1975

Η εξουσία των διαχωρισμών

§1

Η Άρεντ, αυτή η προικισμένη μαθήτρια του Heidegger, ανήκει στην κατηγορία

των διανοητών που πρεσβεύουν πως η σύγχρονη κοινωνία έχει χάσει την

πρακτική της δύναμη, γιατί στερείται τη δυνατότητα του θεωρείν και του

πράττειν, έτσι όπως αυτή η δυνατότητα ενυπάρχει στο πνεύμα της ελληνικής ή

κλασικής παράδοσης: δηλ. ως δυνατότητα αρμονικής συνύπαρξης πολιτικής

πράξης (Vita activa) και θεωρητικής σκέψης (Vita contemplative). Μια τέτοια

αρμονική συνύπαρξη καθιδρύει στον άμεσο βίο των ανθρώπων μια θαυμαστή

ισορροπία δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος και αποτρέπει την εξουσία του

διαχωρισμού. Αποτρέπει δηλαδή, από τη μια πλευρά, τη θεωρία να εργάζεται

για τη δική της εξουσία και, μέσω των τραπεζορητόρων της πολιτικής εξουσίας,

να επιβάλλεται ως προπαγανδιστική ιδεολογία. Όταν συμβαίνει αυτό, ο

άνθρωπος που κερδίζει το ψωμί του με τον ιδρώτα του προσώπου του,

εμποδίζεται να ανυψωθεί σε πνευματικό ον, ώστε να κατανοεί την κατάστασή

του και να νοηματοδοτεί τις πράξεις του. Απλώς προστίθεται στη στρατιά των

δουλοπάροικων της μαζικής κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, αποτρέπει την

Page 139: Hannah Arendt 24grammata.com

εκάστοτε ανορθολογική πολιτική από την επιθυμία να υψώνει τη δική της

εξουσία σε αρχή του κόσμου και να εγκλωβίζει τους ανθρώπους στις

συμπληγάδες ενός ισοπεδωτικού πρακτικισμού. Έτσι αποκαλύπτει και την

επικινδυνότητα εφαρμογής μιας τέτοιας πολιτικής. Υπ’ αυτό το πνεύμα

κατανοείται πιο ευκρινώς και ο ρόλος σεσημασμένων προπαγανδιστών της

χρεωκοπημένης –όσο και ανάλγητης– πολιτικής εξουσίας της σημερινής

Ελλάδας: αυτοί οι σεσημασμένοι κυκλοφορούν βιβλία-συνεντεύξεις ενάντια,

υποτίθεται, στην κυριαρχούσα λογική της παράνοιας, αλλά στην πράξη

προσβλέπουν στο να επιβάλλουν, με τη συναίνεση ή τη συνενοχή των πολιτών,

αυτή την παράνοια –πολιτική, οικονομική, ιδεολογική– ως τη μόνη διέξοδο.

Θεωρία και πράξη εδώ γίνονται οι άγρυπνοι φρουροί της απόγνωσης των

ανθρώπων.

§2

Η επικράτηση της εξουσίας των διαχωρισμών έχει ως άμεση συνέπεια τη

μεταποίηση της προσδοκώμενης κοινωνίας των ελεύθερων πολιτών σε μια

ολοκληρωτική κοινωνία των ιδιωτών. Η τελευταία τούτη είναι μια

αλυσοδεμένη κοινωνία, όσο κι αν οι πολιτικοί της «εκπρόσωποι» την εκθειάζουν

ως την πιο δημοκρατική. Ο πολίτης υπάρχει μόνο ως ιδιώτης με μοναδική

μέριμνα την ατομική «βίωση» με τον τρόπο της επιβίωσης: πρόκειται για

μια κατάσταση, όπου ο καθένας κυνηγά τα ποικίλου είδους αποκτήματα, τις

πρό-χειρες απολαύσεις και εν τέλει την εφήμερη ηδονή. Προφανώς,

εφαρμοστικό παράδειγμα αυτού του ηδονιστικού τρόπου ζωής αποτελεί

πρωτίστως το πολιτικό προσωπικό. Η ιδιώτευση του πολίτη αποτελεί σαφή

υποβιβασμό της ζωής σε ένα σχήμα μόχθου, το οποίο επιζητεί τη θεραπεία

του στην προαναφερθείσα ηδονική κατάσταση. Η κατάσταση τούτη δεν έχει

τίποτα το κοινό με την πραγματική ευδαιμονία του ανθρώπου· απεναντίας

βεβαιώνει μια κατ-αναλωτική δραστηριότητα του κατακερματισμένου ατόμου,

η οποία προορίζεται να εξορίζει τις πραγματικές του δυνατότητες. Τότε

συμβαίνει να ανάγει ο καθένας σε θρησκεία του, σε σκοπό ζωής, τις ιδιωτικές

του βλέψεις, προκειμένου ανάλογα: ή να καλύπτει τις υλικές του ανάγκες ή

να συσσωρεύει κεφάλαιο. Αντιστοίχως και η είσοδος στην πολιτική συνδέεται

με την υπηρέτηση του ιδιωτικού συμφέροντος. Καθώς κυριαρχεί ο υπέρτατος

Page 140: Hannah Arendt 24grammata.com

«νόμος» του ιδιωτικού συμφέροντος, για τον ωφελιμιστή πολιτικό προέχει το

ατομικό του συμφέρον. Έτσι το γενικό τοπίο του πολιτικού και της πολιτικής

αντιστοίχως είναι ένας κόσμος του ψεύδους και του ολέθρου: καθώς ο

πολιτικός δεν είναι σε θέση να καλλιεργεί στοιχειωδώς την αίσθηση του καλού

και του ωραίου, ψεύδεται ασύστολα και με μια απίστευτη ανυπαρξία λογισμού

απεργάζεται την καταστροφή. Όταν μέσα σ’ αυτόν τον συσσωρευμένο σωρό

ψευδών βρεθεί κάποιος να υψώσει φωνή αληθείας, ήδη έχει κάνει ένα πρώτο

βήμα για την αλλαγή του κόσμου. Μια τέτοια φωνή αντλεί το νόημά της από την

ενδημία της μέσα στο θεωρείν, από τη θητεία της μέσα στην στοχαστική

πράξη. Εάν αυτή η φωνή εγκατασταθεί μέσα στην καθεύδουσα μαζική

κοινωνία, τότε η τελευταία θα πάψει να επιθυμεί συνεχώς τον ύπνο της.

Page 141: Hannah Arendt 24grammata.com

Χάνα Άρεντ – Εμείς οι πρόσφυγες (μέρος Α) Republication in Βιβλιοθήκη 05/04/2014 0

Page 142: Hannah Arendt 24grammata.com
Page 143: Hannah Arendt 24grammata.com

Κυκλοφόρησε το 1943 σε ένα μικρό εβραϊκό περιοδικό, το The Menorah Journal Μετάφραση: Κώστας Δεσποινιάδης, από το 13ο τεύχος του Τετραδίου Ολικής Αντιπαράθεσης, ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ

ΜΕΡΟΣ Α

Κατά πρώτο λόγο, δεν μας αρέσει να μας αποκαλούνε «πρόσφυγες». Εμείς μεταξύ μας αποκαλούμαστε «νεοφερμένοι» ή «μετανάστες». Οι εφημερίδες μας είναι εφημερίδες για «γερμανόφωνους Αμερικανούς»· και απ’ όσο ξέρω, τα άτομα που διώχθηκαν από τον Χίτλερ δεν έχουν ιδρύσει και ουδέποτε ιδρύσανε κάποιον σύλλογο που ο τίτλος του να υποδηλώνει ότι τα μέλη του ήταν «πρόσφυγες».

Πρόσφυγας ήταν το άτομο που αναγκαζότανε να αναζητήσει άσυλο εξαιτίας κάποιας πράξης που διέπραξε ή εξαιτίας κάποιας πολιτικής άποψης που είχε. Λοιπόν, είναι αλήθεια ότι αναζητούμε άσυλο· αλλά δεν έχουμε διαπράξει καμία πράξη και οι περισσότεροι από εμάς ποτέ δεν ονειρεύτηκαν να έχουν κάποια ριζοσπαστική πολιτική άποψη. Με εμάς το νόημα του όρου πρόσφυγας έχει αλλάξει. Τώρα «πρόσφυγες» είναι εκείνοι από εμάς που ήταν τόσο άτυχοι ώστε να φτάσουν σε μια καινούργια χώρα δίχως καθόλου οικονομικούς πόρους και πρέπει να βοηθηθούν από τις επιτροπές προσφύγων.

Προτού ξεσπάσει αυτός ο πόλεμος, ήμασταν ακόμα πιο ευαίσθητοι όταν μας αποκαλούσαν πρόσφυγες. Κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε για να αποδείξουμε στους άλλους ανθρώπους ότι ήμασταν απλώς κανονικοί μετανάστες. Διακηρύσσαμε ότι είχαμε αναχωρήσει οικεία βουλήσει για χώρες της επιλογής μας, και αρνούμασταν ότι η κατάστασή μας είχε οποιαδήποτε σχέση με «τα αποκαλούμενα εβραϊκά προβλήματα». Ναί, ήμασταν «μετανάστες» ή «νεοφερμένοι» που αφήσαμε τη χώρα μας επειδή ένα ωραίο πρωί δεν μας έκανε άλλο πια, ή απλώς για λόγους οικονομικούς. Θέλαμε να ξαναφτιάξουμε τις ζωές μας, αυτό ήταν όλο. Για να ξαναφτιάξει κανείς τη ζωή του πρέπει να είναι δυνατός και αισιόδοξος. Έτσι κι εμείς είμαστε πολύ αισιόδοξοι.

Η αισιοδοξία μας, πράγματι, είναι αξιοθαύμαστη, ακόμα κι αυτό λέμε εμείς. Η ιστορία του αγώνα μας έγινε τελικά γνωστή. Χάσαμε το σπίτι μας, που σημαίνει ότι χάσαμε την οικειότητα της καθημερινής ζωής. Χάσαμε το επάγγελμά μας, που σημαίνει ότι χάσαμε αυτοπεποίθηση ότι είχαμε κάποια χρησιμότητα σε αυτόν τον κόσμο. Χάσαμε τη γλώσσα μας, που σημαίνει πως χάσαμε τη φυσικότητα των αντιδράσεών μας, την απλότητα των χειρονομιών μας, την απρόσκοπτη έκφραση συναισθημάτων. Αφήσαμε τους συγγενείς μας στα πολωνικά γκέτο και οι καλύτεροί μας φίλοι σκοτώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που σημαίνει ότι διαρρήχθηκαν οι ιδιωτικές μας ζωές.

Μολαταύτα, απ’ τη στιγμή που σωθήκαμε – κι οι περισσότεροι από εμάς χρειάστηκε να σωθούν αρκετές φορές – αρχίσαμε τις καινούργιες μας ζωές και προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε όσο πιο πιστά μπορούσαμε όλες τις καλές συμβουλές που μας έδωσαν οι σωτήρες μας. Μας είπαν να ξεχάσουμε· και ξεχάσαμε γρηγορότερα από όσο θα μπορούσε οποιοσδήποτε να φανταστεί. Με φιλικό τρόπο μας υπενθύμιζαν ότι η καινούρια χώρα θα γίνει ένα καινούριο σπίτι για μας· κι έπειτα από τέσσερις

Page 144: Hannah Arendt 24grammata.com

εβδομάδες στη Γαλλία ή έξι εβδομάδες στην Αμερική, παριστάναμε τους Γάλλους ή τους Αμερικανούς. Οι πιο αισιόδοξοι εξ’ ημών θα πρόσθεταν ότι ολόκληρη η προηγούμενη ζωή τους είχε περάσει σε ένα είδος ασυνείδητης εξορίας και μόνο η καινούργια τους πατρίδα τους δίδαξε πως πραγματικά μοιάζει ένα σπίτι. Είναι αλήθεια ότι μερικές φορές εγείρουμε ενστάσεις όταν μας λένε να ξεχάσουμε την προηγούμενη δουλειά μας· και τα προηγούμενα ιδανικά μας είναι συνήθως δύσκολο να τα πετάξουμε αν διακυβεύεται το κοινωνικό μας πρότυπο. Με τη γλώσσα, ωστόσο, δεν αντιμετωπίζουμε καμία δυσκολία: έπειτα από έναν μόνο χρόνο οι αισιόδοξοι είναι πεπεισμένοι ότι μιλάνε τα αγγλικά σαν να ήταν η μητρική τους γλώσσα· κι έπειτα από δύο χρόνια ορκίζονται σοβαρά ότι μιλάνε τα αγγλικά καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη γλώσσα – τα γερμανικά μόλις που τα θυμούνται.

Προκειμένου να ξεχάσουμε ακόμα πιο αποτελεσματικά μάλλον αποφεύγουμε οποιαδήποτε νύξη για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή τα στρατόπεδα εγκλεισμού τα οποία γνωρίσαμε σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες – κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως απαισιοδοξία ή έλλειψη αυτοπεποίθησης στη νέα μας πατρίδα. Εκτός αυτού, πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει ότι κανείς δεν θέλει να ακούει για όλα αυτά· η κόλαση δεν είναι πια μια θρησκευτική δοξασία ή μια φαντασίωση, αλλά κάτι εξίσου αληθινό με τα σπίτια, τις πέτρες και τα δέντρα. Προφανώς, κανείς δεν θέλει να ξέρει ότι η σύγχρονη ιστορία έχει δημιουργήσει ένα καινούργιο είδος ανθρώπινων όντων – αυτό το είδος που κλείνεται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης από τους εχθρούς του και στα στρατόπεδα εγκλεισμού από τους φίλους του.

Ακόμα και μεταξύ μας δεν μιλάμε για αυτό το παρελθόν. Αντ’ αυτού, έχουμε βρει τον τρόπο μας να διαχειριστούμε ένα αβέβαιο μέλλον. Απ’ τη στιγμή που όλοι κάνουν σχέδια, εύχονται και ελπίζουν, το ίδιο κάνουμε κι εμείς. Ωστόσο, εκτός από αυτές τις γενικές ανθρώπινες συμπεριφορές, προσπαθούμε να τακτοποιήσουμε το μέλλον περισσότερο επιστημονικά. Μετά από τόση κακοτυχία θέλουμε αναμφίβολα μια διέξοδο. Συνεπώς, αφήνουμε πίσω μας τη γη με όλες της τις αβεβαιότητες και στρέφουμε το βλέμμα μας στον ουρανό. Τα άστρα – κι όχι οι εφημερίδες – θα μας πουν πότε θα ηττηθεί ο Χίτλερ και πότε θα γίνουμε Αμερικανοί πολίτες. Θεωρούμε τα άστρα πιο αξιόπιστους συμβούλους απ’ ότι όλους τους φίλους μας· από τα άστρα μαθαίνουμε πότε θα δειπνήσουμε με τους ευεργέτες μας καθώς και ποιά μέρα θα έχουμε την καλύτερη ευκαιρία για να συμπληρώσουμε ένα από αυτά τα αμέτρητα ερωτηματολόγια που συνοδεύουν τις τωρινές μας ζωές. Μερικές φορές δεν στηριζόμαστε ούτε στ’ άστρα, αλλά μάλλον στις γραμμές των χεριών ή στα σημάδια του γραφικού μας χαρακτήρα. Έτσι μαθαίνουμε λιγότερα για τα πολιτικά γεγονότα για τους αγαπητούς εαυτούς μας, έστω και αν η ψυχανάλυση είναι κάπως ντεμοντέ. Οι ευτυχισμένες εποχές κατά τις οποίες βαριεστημένες κυρίες και κύριοι της καλής κοινωνίας συζητούσαν για τις χαριτωμένες αταξίες των παιδικών τους χρόνω, έχουν παρέλθει. Δεν θέλουν πια ιστορίες με φαντάσματα· οι πραγματικές εμπειρίες τους κάνουν να ανατριχιάσουν. Δεν υπάρχει πλέον καμιά ανάγκη να μας μαγεύει το παρελθόν· υπάρχει αρκετή μαγεία στην πραγματικότητα. Έτσι, παρά την ειλικρινή αισιοδοξία μας, χρησιμοποιούμε κάθε είδους μαγικά κόλπα γα να κάνουμε τα πνεύματα του μέλλοντος να εμφανιστούν.

Δεν ξέρω ποιες αναμνήσεις και ποιες σκέψεις κατοικούν κάθε βράδυ στα όνειρά μας. Δεν τολμώ να συζητήσω πληροφορίες, δεδομένου ότι κι εγώ υπήρξα μάλλον αισιόδοξη. Μερικές φορές όμως φαντάζομαι ότι τουλάχιστον τα βράδια σκεφτόμαστε το θάνατο μας ή ότι θυμόμαστε τα ποιήματα που κάποτε αγαπήσαμε. Θα μπορούσα

Page 145: Hannah Arendt 24grammata.com

ακόμα και να καταλάβω πως οι φίλοι μας της Δυτικής Ακτής, κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης κυκλοφορίας, έχουν τέτοιες περίεργες απόψεις όπως το να πιστεύουν ότι όχι μόνο είμαστε «αυριανοί πολίτες» αλλά τωρινοί «εχθρικοί αλλοδαποί». Υπό το φως της ημέρας, φυσικά, «από τεχνικής απόψεως» γινόμαστε μόνο εχθρικοί αλλοδαποί – όλοι οι πρόσφυγες το ξέρουν αυτό. Αλλά όταν τεχνικοί λόγοι σε εμποδίζουν να βγεις από το σπίτι τις βραδυνές ώρες, σίγουρα δεν ήταν εύκολο να αποφύγεις σκοτεινές σκέψεις για τη σχέση τεχνικότητας και πραγματικότητας.

Όχι, κάτι δεν πάει καλά με την αισιοδοξία μας. Υπάρχουν ανάμεσά μας εκείνοι οι ιδιόρρυθμοι αισιόδοξοι άνθρωποι που, έχοντας κάνει πολλές αισιόδοξες ομιλίες, επιστρέφουν στο σπίτι και ανάβουν το γκάζι ή χρησιμοποιούν τον ουρανοξύστη με έναν αρκετά αναπάντεχο τρόπο. Φαίνεται ότι αυτοί αποδεικνύουν ότι η δεδηλωμένη μας ευθυμία βασίζεται σε μια επικίνδυνη ετοιμότητα για θάνατο. Αναθρεμμένοι με την πεποίθηση ότι η ζωή είναι το υψηλότερο αγαθό και ο θάνατος ο μεγαλύτερος τρόμος, γινόμαστε μάρτυρες και θύματα χειρότερων φρικαλεοτήτων απ’ ό,τι ο θάνατος – δίχως να είμαστε ικανοί να ανακαλύψουμε ένα υψηλότερο ιδανικό απ’ τη ζωή. Έτσι, μολονότι ο θάνατος χάνει για εμάς τη φρίκη του, δεν γινόμαστε ούτε πρόθυμοι ούτε ικανοί να ρισκάρουμε τη ζωή μας για κάποιον σκοπό. Οι πρόσφυγες, αντί να παλέψουν – ή να σκεφτούνε πώς θα μπορέσουνε να παλέψουν – συνηθίζουν να εύχονται το θάνατο των συγγενών και φίλων· αν κάποιος πεθάνει, φανταζόμαστε με χαρά όλα τα βάσανα από τα οποία γλύτωσε. Τελικά, πολλοί από εμάς καταλήγουν να εύχονται ότι κι εμείς, επίσης, θα μπορούσαμε να γλυτώσουμε από ορισμένα βάσανα, και πράττουν αναλόγως.

Από το 1938 – από την εισβολή του Χίτλερ στην Αυστρία – έχουμε δει πόσο γρήγορα η εύγλωττη αισιοδοξία μπορεί να μετατραπεί σε απαισιοδοξία. Καθώς περνά ο καιρός, τα πράγματα γίνονται χειρότερα – γινόμαστε ακόμα πιο αισιόδοξοι και ρέπουμε ακόμα περισσότερο προς την αυτοκτονία. Οι Εβραίοι της Αυστρίας υπό τον Schuschnigg ήταν εύθυμος λαός που τους θαύμαζαν όλοι οι αμερόληπτοι παρατηρητές. Ήταν αρκετά υπέροχο το πόσο βαθιά πεπεισμένοι ήταν ότι τίποτα κακό δεν μπορούσε να τους συμβεί. Όταν όμως τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στη χώρα και οι μη Εβραίοι γείτονες άρχισαν να πραγματοποιούν ταραχές στα Εβραϊκά σπίτια, οι Αυστριακοί Εβραίοι άρχισαν να αυτοκτονούν.

Σε αντίθεση με το τί γίνεται στις άλλες αυτοκτονίες, οι φίλοι μας δεν άφηναν καμία εξήγηση για την πράξη τους, καμία κατηγορία, καμία καταγγελία εναντίον ενός κόσμου που εξαναγκάζει έναν απελπισμένο άνθρωπο να μιλά και να ενεργεί εύθυμα ακόμα και στην τελευταία του μέρα. Τα σημειώματα που άφησαν αυτοί οι άνθρωποι είναι συμβατικά, ανούσια ντοκουμέντα. Έτσι, οι επικήδειοι που κάνουμε πάνω απ’ τους ανοιχτούς τους τάφους είναι σύντομοι, αμήχανοι και πολύ αισιόδοξοι. Κανείς δεν νοιάζεται για τα κίνητρα· φαίνεται ότι είναι ξεκάθαρα σε όλους μας.

Χάνα Άρεντ – Εμείς οι πρόσφυγες (Μέρος Β) Republication in Βιβλιοθήκη 10/04/2014 0

Page 146: Hannah Arendt 24grammata.com

Κυκλοφόρησε το 1943 σε ένα μικρό εβραϊκό περιοδικό, το The Menorah Journal Μετάφραση: Κώστας Δεσποινιάδης, από το 13ο τεύχος του Τετραδίου Ολικής Αντιπαράθεσης, ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ Διαβάστε εδώ το Α Μέρος

ΜΕΡΟΣ Β

Μιλώ για μη δημοφιλή γεγονότα· και τα πράγματα γίνονται χειρότερα απ’ ότι για να αποδείξω αυτά που λέω δεν χρησιμοποιώ τα μόνα επιχειρήματα που εντυπωσιάζουν τους σύγχρονους ανθρώπους – αριθμούς. Ακόμα κι αυτοί οι Εβραίοι που αρνούνται μανιωδώς την ύπαρξη του εβραϊκού λαού μας δίνουν μια αρκετά μεγάλη πιθανότητα επιβίωσης σε ό,τι έχει να κάνει με αριθμούς – πώς αλλιώς θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι μόνο λίγοι Εβραίοι είναι εγκληματίες και ότι πολλοί Εβραίοι σκοτώνονται σαν καλοί πατριώτες σε καιρό πολέμου; Παρά την προσπάθειά τους να περισώσουν τη στατιστική ζωή του εβραϊκού λαού, ξέρουμε ότι οι Εβραίοι είχαν το μικρότερο ποσοστό αυτοκτονιών ανάμεσα σε όλα τα πολιτισμένα έθνη. Είμαι αρκετά βέβαιη ότι αυτοί οι αριθμοί δεν ισχύουν πια, αλλά δεν μπορώ να το αποδείξω με καινούργιους αριθμούς, μολονότι μπορώ με βεβαιότητα να το αποδείξω με βάση καινούργιες εμπειρίες. Αυτό μπορεί να αρκεί στις σκεπτικιστικές εκείνες ψυχές που ποτέ δεν ήταν αρκετά πεπεισμένες ότι το μέγεθος του κρανίου κάποιου δίνει ακριβή ιδέα και για το περιεχόμενό του, ή ότι οι στατιστικές του εγκλήματος δείχνουν τον ακριβή βαθμό των εθνικών ηθών. Εν πάση περιπτώσει, οπουδήποτε κι αν ζουν σήμερα οι Ευρωπαίοι Εβραίοι, δεν συμπεριφέρονται πλέον σύμφωνα με τους στατιστικούς νόμους. Οι αυτοκτονίες δεν συμβαίνουν μόνο μεταξύ πανικόβλητων ανθρώπων στο Βερολίνο και τη Βιέννη, στο Βουκουρέστι ή το Παρίσι, αλλά και στη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες, το Μπουένος Άιρες και το Μοντεβιδέο.

Page 147: Hannah Arendt 24grammata.com

Από την άλλη, έχουν αναφερθεί λίγες αυτοκτονίες στα γκέτο και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στην πραγματικότητα διαθέτουμε ελάχιστες ή καθόλου αναφορές από την Πολωνία, είμαστε όμως αρκετά καλά πληροφορημένοι για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γαλλίας και της Γερμανίας. Στα στρατόπεδο του Gurs, για παράδειγμα, όπου είχα την ευκαιρία να περάσω κάποιον καιρό, μόνο μια φορά άκουσα για αυτοκτονία, και αυτό αφορούσε μια πρόταση για ομαδική αυτοκτονία, προφανώς ένα είδος διαμαρτυρίας προκειμένου να ενοχληθούν οι Γάλλοι. Όταν κάποιοι από εμάς παρατήρησαν ότι έχουμε μεταφερθεί εκεί «για να πεθάνουμε» σε κάθε περίπτωση, η γενική διάθεση άλλαξε ξαφνικά και μετατράπηκε σε ένα φλογερό θάρρος για ζωή. Η κοινή γνώμη υποστήριζε ότι κάποιος έπρεπε να είναι αφύσικα αντικοινωνικός και αδιάφορος για όσα συμβαίνουν αν μπορούσε ακόμη να ερμηνεύσει ολόκληρο το περιστατικό ως προσωπική και ατομική κακοτυχία και, αναλόγως, να θέσει τέρμα στη ζωή του ατομικά και προσωπικά. Αλλά οι ίδιοι άνθρωποι, καθώς επέστρεφαν στις ατομικές τους ζωές, κι έρχονταν αντιμέτωποι με φαινομενικά ατομικά προβλήματα, στρέφονταν και πάλι σε αυτή την παράλογη αισιοδοξία η οποία γειτνιάζει με την απελπισία.

Είμαστε οι πρώτοι μη θρησκευόμενοι Εβραίοι που διώκονται – και είμαστε οι πρώτοι που, στο έσχατο σημείο, απαντάμε με αυτοκτονία. Ίσως να έχουν δίκαιο οι φιλόσοφοι που διδάσκουν ότι η αυτοκτονία είναι η καλύτερα και υπέρτατη εγγύηση της ανθρώπινης ελευθερίας: μπορεί να μην είμαστε ελεύθεροι να δημιουργήσουμε τις ζωές μας και τον κόσμο στον οποίο ζούμε, μολαταύτα είμαστε ελεύθεροι να χάσουμε τη ζωή μας και να εγκαταλείψουμε τον κόσμο. Ασφαλώς, οι ευσεβείς Εβραίοι δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν αυτή την αρνητική αλήθεια· αντιλαμβάνονται την αυτοκτονία ως φόνο, δηλαδή ως καταστροφή αυτού που ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να φτιάξει, παρέμβαση στα δικαιώματα του Δημιουργού. Adonai Nathan veadonai lakack («Κύριος έδωκεν κύριος αφήρεσεν»)· και θα πρόσθεταν baruch shem adonai («ευλογημένο να είναι το όνομα του Κυρίου). Για αυτούς η αυτοκτονία, όπως κι ο φόνος, είναι μια βλάσφημη επίθεση στη δημιουργία ως σύνολο. Ο άνθρωπος που σκοτώνει τον εαυτό του υποστηρίζει ότι η ζωή δεν αξίζει να την ζεις κι ο κόσμος δεν αξίζει να του προσφέρει άσυλο.

Κι όμως, οι αυτοκτόνοι μας δεν είναι τρελοί επαναστάτες που εκτοξεύουν προκλήσεις κατά της ζωής και του κόσμου, που προσπαθούν σκοτώνοντας τους εαυτούς τους να σκοτώσουν ολόκληρο το σύμπαν. Η αυτοκτονία τους είναι ένας αθόρυβος και σεμνός τρόπος εκμηδένισης· φαίνεται να απολογούνται για τη βίαιη λύση που βρήκαν για τα προσωπικά τους προβλήματα. Κατά τη γνώμη τους, γενικά, τα πολιτικά γεγονότα δεν έχουν καμία σχέση με την ατομική τους μοίρα· είτε σε καλές είτε σε κακές εποχές, αυτοί πιστεύουν αποκλειστικά στη δική τους προσωπικότητα. Τώρα θεωρούν ότι έχουν μέσα τους κάποιες μυστηριώδεις ανεπάρκειες που δεν τους επιτρέπουν να προχωρήσουν. Έχοντας νιώσει από τα παιδικά τους χρόνια ότι δικαιούνται ένα συγκεκριμένο κοινωνικό επίπεδο, φαίνονται αποτυχημένοι στα δικά τους μάτια αν αυτό το επίπεδο δεν μπορεί πια να διατηρηθεί. Η αισιοδοξία τους είναι η μάταιη προσπάθειά τους να κρατήσουν το κεφάλι τους έξω από το νερό. Πίσω από αυτή τη βιτρίνα ευδιαθεσίας, παλεύουν συνεχώς με την απελπισία. Τελικά, πεθαίνουν από ένα είδος εγωισμού.

Αν σωθούμε, αισθανόμαστε ταπεινωμένοι, αν και κάποιος μας βοηθήσει αισθανόμαστε εξευτελισμένοι. Αγωνιζόμαστε σαν τρελοί για την ατομική μας ύπαρξη με ξεχωριστά πεπρωμένα ο ένας απ’ τον άλλον, εφόσον φοβόμαστε να γίνουμε μέρος

Page 148: Hannah Arendt 24grammata.com

της θλιβερής εκείνης πληθώρας ζητιάνων την οποία εμείς, όντας πολλοί από εμάς πρώην φιλάνθρωποι, θυμόμαστε πολύ καλά. Όπως ακριβώς κάποτε δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε ότι ο ονομαζόμενος ζητιάνος ήταν ένα σύμβολο της Εβραϊκής μοίρας και όχι ένας χαζός, έτσι και σήμερα δεν αισθανόμαστε ότι πρέπει να φανούμε αλληλέγγυοι προς τους Εβραίους· δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι εμείς από μόνοι μας δεν έχουμε και τόση πολλή σημασία, όση ολόκληρος ο Εβραϊκός λαός. Μερικές φορές αυτή η έλλειψη κατανόησης έχει ενισχυθεί ισχυρά από τους προστάτες μας. Έτσι θυμάμαι έναν σκηνοθέτη στο Παρίσι που επιδίδονταν σε μεγάλες αγαθοέργιες ο οποίος, κάθε φορά που λάμβανε μια κάρτα από έναν Γερμανοεβραίο διανοούμενο με το αναπόφευκτο «Δρ.» πάνω σε αυτήν, συνήθιζε να φωνάζει δυνατά: «Κύριε Δόκτωρ, Κύριε Δόκτωρ, Κύριε Ζητιάνε, Κύριε Ζητιάνε!».

Το συμπέρασμα που εξήγαμε από τέτοιες δυσάρεστες εμπειρίες ήταν αρκετά απλό. Δεν μας ικανοποιούσε πια το να είμαστε διδάκτορες φιλοσοφίας· και μαθαίναμε ότι προκειμένου να χτίσει κανείς μια καινούρια ζωή, θα έπρεπε πρώτα να βελτιώσει την προηγούμενη. Μάλιστα επινοήθηκε κι ένα ωραίο παραμύθι για να περιγράψει τη συμπεριφορά μας· ένας παραμελημένος emigre σκύλος ράτσας ντάσχουντ, μέσα στη θλίψη του, άρχισε να λέει: «Κάποτε ήμουν σκύλος (ράτσας) Αγίου Βερνάρδου…».

Οι καινούργιοι μας φίλοι, μάλλον συνεπαρμένοι από τους πολλούς σταρ και διάσημους ανθρώπους, δύσκολα καταλαβαίνουν ότι στη βάση όλων μας των περιγραφών για τα περασμένα μεγαλεία βρίσκεται μια ανθρώπινη αλήθεια; κάποτε ήμαστε κάποιοι για τους οποίους νοιάζονταν οι άνθρωποι, μας αγαπούσαν οι φίλοι μας και οι ιδιοκτήτες των σπιτιών μας ήξερα ότι πληρώναμε το νοίκι κανονικά. Κάποτε μπορούσαμε να αγοράσουμε το φαγητό μας και να ανέβουμε στον υπόγειο σιδηρόδρομο δίχως να μας πούνε ότι είμαστε ανεπιθύμητοι. Γίναμε λίγο υστερικοί όταν οι δημοσιογράφοι άρχισαν να μας παρατηρούν και να μας λένε δημόσια να σταματήσουμε να είμαστε αηδιαστικοί όταν ψωνίζουμε ψωμί και γάλα. Αναρωτιόμαστε πώς μπορεί να γίνει αυτό· είμαστε ήδη τόσο αξιοκρατικά προσεκτικοί σε κάθε στιγμή της καθημερινής μας ζωής στην προσπάθειά μας να αποτρέψουμε οποιονδήποτε απ’ το να μαντέψει ποιοί είμαστε, και τί είδους διαβατήριο έχουμε, πού συμπληρώθηκαν τα πιστοποιητικά γέννησής μας – και ότι δεν αρέσουμε στον Χίτλερ. Κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να χωρέσουμε σε έναν κόσμο όπου πρέπει, κατά κάποιον τρόπο, να φυλάγεσαι πολιτικά ακόμα κι όταν αγοράζεις φαγητό.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το σκυλί του Αγίου Βερνάρδου όλο και μεγαλώνει. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνον τον νεαρό που, όταν περίμεναν να αποδεχτεί ένα συγκεκριμένο είδος δουλειάς, είπε αναστενάζοντας: «Δεν ξέρετε σε ποιον μιλάτε· ήμουν διευθυντής τομέα στο Karstadt [ένα μεγάλο εμπορικό πολυκατάστημα στο Βερολίνο]». Υπάρχει όμως κι η βαθιά απελπισία των μεσηλίκων ανδρών που, έπειτα από αμέτρητες μετακινήσεις σε διαφορετικές επαρχίες προκειμένου να σωθούν, τελικά αναφωνούν, «κανείς εδώ δεν ξέρει ποιός είμαι!» Απ’ τη στιγμή που κανένας δεν θα του συμπεριφερθεί ως αξιοπρεπές ανθρώπινο ον, αρχίζει να στέλνει τηλεγραφήματα σε σπουδαίες προσωπικότητες και στους μεγάλους συγγενείς του. Γρήγορα μαθαίνει ότι σε αυτόν τον τρελό κόσμο είναι πολύ πιο εύκολο να γίνεις αποδεκτός ως ένας «σπουδαίος άνθρωπος» παρά ως ένα απλό ανθρώπινο ον.

Page 149: Hannah Arendt 24grammata.com

Χάνα Άρεντ – Εμείς οι πρόσφυγες (Μέρος Γ) Republication in Βιβλιοθήκη 30/04/2014 0

Κυκλοφόρησε το 1943 σε ένα μικρό εβραϊκό περιοδικό, το The Menorah Journal Μετάφραση: Κώστας Δεσποινιάδης, από το 13ο τεύχος του Τετραδίου Ολικής Αντιπαράθεσης, ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ Διαβάστε εδώ το Α Μέρος κι εδώ το ΜΕΡΟΣ Β

Όσο λιγότερο είμαστε ελεύθεροι να αποφασίσουμε ποιοι είμαστε ή να ζήσουμε όπως θέλουμε τόσο περισσότερο προσπαθούμε να παρουσιάσουμε ένα προσωπείο, να κρύψουμε τα γεγονότα και να παίξουμε ρόλους. Μας εξόρισαν από τη Γερμανία επειδή ήμασταν Εβραίοι. Αλλά μόλις περάσαμε τη γραμμή των συνόρων με τη

Page 150: Hannah Arendt 24grammata.com

Γαλλία μετατραπήκαμε σε boches. Μας είπαν μάλιστα ότι πρέπει να αποδεχτούμε αυτό τον χαρακτηρισμό αν πραγματικά ήμασταν αντίθετοι στις φυλετικές θεωρίες του Χίτλερ. Για εφτά χρόνια παίζαμε τον γελοίο ρόλο του να προσπαθούμε να γίνουμε Γάλλοι – τουλάχιστον, επίδοξοι πολίτες· παρόλα αυτά, με το ξέσπασμα του πολέμου φυλακιστήκαμε ως boches. Στο μεταξύ, ωστόσο, οι περισσότεροι από εμάς είχαν γίνει τόσο νομιμόφρονες Γάλλοι ώστε δεν μπορούσαμε να αμφισβητήσουμε ούτε ένα κυβερνητικό διάταγμα· έτσι, δηλώναμε ότι ήταν σωστό που μας είχαν έγκλειστους. Ήμασταν οι πρώτοι εθελοντές φυλακισμένοι της ιστορίας. Αφότου εισέβαλαν οι Γερμανοί στη χώρα, η γαλλική κυβέρνηση έπρεπε απλώς να αλλάξει τη φίρμα· αρχικά είχαμε φυλακιστεί επειδή ήμασταν Γερμανοί, τώρα δεν μας αποφυλάκιζαν επειδή ήμασταν Εβραίοι.

Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά σε ολόκληρο τον πλανήτη. Στην Ευρώπη οι Ναζί δήμευσαν τις περιουσίες μας· στη Βραζιλία όμως έπρεπε να πληρώσουμε το 30% των εισοδημάτων μας, όπως τα περισσότερα αφοσοιωμένα μέλη του Bund der Auslandsdeutschen. Στο Παρίσι δεν μπορούσαμε να βγούμε από τα σπίτια μας μετά τις οχτώ, επειδή ήμασταν Εβραίοι· στο Λος Άτζελες όμως ήμασταν υπό περιορισμό γιατί ήμασταν «εχθρικοί ξένοι». Η ταυτότητά μας αλλάζει τόσο συχνά ώστε κανείς δεν μπορεί να βρει ποιοι πραγματικά είμαστε.

Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα όταν συναντιόμαστε με Εβραίους. Οι Εβραίοι της Γαλλίας ήταν απολύτως πεπεισμένοι ότι όλοι οι Εβραίοι που είχαν καταγωγή από τις πέραν του Ρήνου περιοχές ήταν αυτό που λέγαμε Polaks – αυτό δηλαδή που οι Γερμανοί Εβραίοι αποκαλούν Ostjuden. Αυτοί οι Εβραίοι όμως που πραγματικά κατάγονταν από την Ανατολική Ευρώπη δεν θα μπορούσαν να συμφωνήσουμε με τους Γάλλους αδελφούς τους και να μας αποκαλούν Jaeckes. Οι γιοί αυτών – η δεύτερη γενικά που έχει γεννηθεί στη Γαλλία και είναι ήδη δεόντως αφομοιωμένοι – ασπάζονται την άποψη των Γαλλοεβραίων των ανώτερων τάξεων. Έτσι, μέσα στην ίδια οικογένεια, μπορεί να σε αποκαλεί Jaecke ο πατέρας και Polak ο γιος.

Μετά το ξέσπασμα του πολέμου και την καταστροφή που υπέστη ο Ευρωπαϊκός Εβραϊσμός, το απλό γεγονός του είναι να είσαι πρόσφυγας απέτρεπε τον συγχρωτισμό με την ντόπια εβραϊκή κοινωνία, και οι όποιες εξαιρέσεις απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Αυτοί οι άγραφοι κοινωνικοί νόμοι, μολονότι ποτέ δεν αναγνωρίστηκαν δημοσίως, είχαν τη μεγάλη υποστήριξη της κοινής γνώμης. Και μια τέτοια σιωπηλή γνώμη και πρακτική είναι περισσότερο σημαντική για τις καθημερινές μας ζωές από όλες τις επίσημες εξαγγελίες φιλοξενίας και καλής διάθεσης.

Ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ζώο και η ζωή δεν είναι εύκολη γι’ αυτόν όταν κόβονται οι κοινωνικοί δεσμοί. Τα ηθικά πρότυπα τηρούνται πιο εύκολα μέσα στη δομή της κοινωνίας. Πολύ λίγα άτομα έχουν τη δύναμη να διατηρήσουν την ακεραιότητά τους αν η κοινωνική, πολιτική και νομική τους θέση είναι εντελώς συγκεχυμένη. Μη έχοντας το κουράγιο να παλέψουμε για κάποια αλλαγή της κοινωνικής και νομικής μας θέσης, αντ’ αυτού, πολλοί από εμάς, έχουμε αποφασίσει να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε ταυτότητα. Και τούτη η περίεργη συμπεριφορά κάνει τα πράγματα πολύ χειρότερα. Η σύγχυση μέσα στην οποία ζούμε είναι εν μέρει δικό μας έργο.

Page 151: Hannah Arendt 24grammata.com

Κάποια μέρα κάποιος θα γράψει την αληθινή ιστορία της μετανάστευσης των Εβραίων από τη Γερμανία· και θα πρέπει να αρχίσει με μια περιγραφή αυτού του κ. Cohn από το Βερολίνο, που πάντα ήταν 150% Γερμανός, ένας Γερμανός υπερπατριώτης. Το 1933 ο κ. Cohn βρήκε καταφύγιο στην Πράγα και πολύ γρήγορα έγινε ένας πεπεισμένος Τσέχος πατριώτης – τόσο πιστός και τόσο αληθινός Τσέχος πατριώτης όσο ήταν και Γερμανός πατριώτης. Ο καιρός περνούσε και γύρω στο 1937 η Τσέχικη κυβέρνηση, ευρισκόμενη ήδη κάτω από κάποια ναζιστική πίεση, άρχισε να εξορίζει τους Εβραίους πρόσφυγές της, αψηφώντας το γεγονός ότι αυτοί αισθάνονταν τόσο ισχυρά επίδοξοι Τσέχοι πολίτες. Έπειτα ο κ. Cohn μας πήγε στη Βιέννη· για να προσαρμοστεί κανείς εκεί απαιτούνταν ένας σαφής αυστριακός πατριωτισμός. Η γερμανική εισβολή ανάγκασε τον κ. Cohn να φύγει από αυτή τη χώρα. Έφτασε στο Παρίσι σε μια κακή εποχή και δεν έλαβε κανονική άδεια παραμονής. Έχοντας αποκτήσει ήδη μια μεγάλη ικανότητα στο να τρέφει ευσεβείς πόθους, αρνήθηκε να πάρει στα σοβαρά τα απλά διοικητικά μέτρα, πεπεισμένος ότι θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στη Γαλλία. Συνεπώς, προετοίμαζε την προσαρμογή του στο Γαλλικό έθνος ταυτιζόμενος με τον πρόγονό «μας» Verchingetorix. Νομίζω πως είναι καλύτερα να μην επεκταθώ στις περαιτέρω ιστορίες του κ. Cohn. Εφόσον ο κ. Cohn δεν μπορεί να γίνει αυτό που πραγματικά είναι, Εβραίος, κανείς δεν μπορεί να προειπεί όλες τις παλαβές αλλαγές τις οποίες θα υποστεί.

Ένας άνθρωπος που θέλει να χάσει τον εαυτό του ανακαλύπτει, πράγματι, τις πιθανότητες της ανθρώπινης ύπαρξης, που είναι άπειρες, τόσο άπειρες όσο και η δημιουργία. Όμως η εκ νέου απόκτηση μιας καινούριας προσωπικότητας είναι τόσο δύσκολη – και τόσο απέλπιδη – όσο μια νέα δημιουργία του κόσμου. Ό,τι κι αν κάνουμε, ό,τι κι αν παριστάνουμε πως είμαστε, δεν αποκαλύπτουμε τίποτα άλλο παρά την παράλογη επιθυμία μας να αλλάξουμε, να μην είμαστε Εβραίοι. Όλες οι ενέργειές μας στρέφονται στην επίτευξη αυτού του στόχου: δεν θέλουμε να είμαστε πρόσφυγες, δεδομένου ότι δεν θέλουμε να είμαστε Εβραίοι· προσποιούμαστε ότι είμαστε αγγλόφωνος λαός, δεδομένου ότι οι γερμανόφωνοι μετανάστες των τελευταίων χρόνων είναι σημαδεμένοι ως Εβραίοι· δεν αποκαλούμε τους εαυτούς μας απάτριδες, δεδομένου ότι η πλειονότητα των απάτριδων στον κόσμο είναι Εβραίοι· θέλουμε να γίνουμε νομιμόφρονες Οττεντότοι, μόνο και μόνο για να κρύψουμε το γεγονός ότι είμαστε Εβραίοι. Δεν τα καταφέρνουμε και δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε· κάτω από την «αισιοδοξία» μας μπορεί εύκολα να εντοπίσει κανείς την απεγνωσμένη θλίψη των αφομοιωμένων.

Με εμάς από τη Γερμανία η λέξη «αφομοίωση» παίρνει ένα «βαθύ» φιλοσοφικό νόημα. Δύσκολα μπορείτε να συνειδητοποιήσετε πόσο σοβαροί ήμασταν σχετικά μ’ αυτό. Αφομοίωση δεν σημαίνει την απαραίτητη προσαρμογή στη χώρα όπου έτυχε να γεννηθούμε και στο λαό του οποίου τη γλώσσα έτυχε να μιλάμε. Προσαρμοζόμαστε κατ’ αρχήν σε όλα και σε όλους. Αυτή η νοοτροπία μου έγινε κάποτε αρκετά ξεκάθαρη από τα λόγια ενός συμπατριώτη μου ο οποίος, προφανώς, ήξερε πώς να εκφράσει τα συναισθήματά του. Έχοντας μόλις φτάσει στη Γαλλία, ίδρυσε έναν από εκείνους τους συλλόγους προσαρμογής όπου οι Γερμανοεβαραίοι διαβεβαίωναν ο ένας τον άλλο ότι είναι ήδη Γάλλοι. Στην πρώτη του ομιλία είπε: «Υπήρξαμε καλοί Γερμανοί στη Γερμανία και συνεπώς θα γίνουμε καλοί Γάλλοι στη Γαλλία». Το κοινό χειροκρότησε με ενθουσιασμό και κανείς δεν γέλασε: ήμασταν ευτυχισμένοι που μάθαμε πως να αποδείξουμε τη νομιμοφροσύνη μας.

Page 152: Hannah Arendt 24grammata.com

Αν ο πατριωτισμός ήταν ένα ζήτημα ρουτίνας ή εξάσκησης, θα έπρεπε να είμαστε οι περισσότερο πατριώτες άνθρωποι στον κόσμο. Ας επιστρέψουμε στον κ.Cohn μας· σίγουρα έχει σπάσει όλα τα ρεκόρ. Είναι αυτός ο ιδανικός μετανάστης που πάντα, και σε κάθε χώρα όπου τον οδηγεί η τρομερή του μοίρα, αμέσως βλέπει και αγαπά τα ντόπια βουνά. Αλλά δεδομένου ότι ο πατριωτισμός δεν θεωρείται ακόμα ένα ζήτημα εξάσκησης, είναι δύσκολο να πείσουμε τους ανθρώπους για την ειλικρίνεια των συνεχόμενων μεταμορφώσεών μας. Αυτός ο αγώνας κάνει τη δική μας κοινωνία τόσο λίγο ανεκτική. Απαιτούμε πλήρη αφομοίωση δίχως τη δικιά μας ομάδα γιατί δεν είμαστε σε θέση να την αποκτήσουμε από τους γηγενείς. Οι γηγενείς αντιμέτωποι με τόσο παράξενα όντα όπως εμείς, γίνονται καχύποπτοι· από τη δική μας οπτική, κατά κανόνα, θα ήταν κατανοητή μόνο μια αφοσίωση στις παλιές μας πατρίδες. Αυτό καθιστά τη ζωή πολύ μικρή για εμάς. Ενδεχομένως θα ξεφεύγαμε από αυτή την υποψία αν εξηγούσαμε ότι, όντας Εβραίοι, ο πατριωτισμός μας στις αρχικές μας χώρες είχε μια μάλλον αλλόκοτη όψη. Μολονότι ήταν πράγματι ειλικρινής και βαθιά ριζωμένος. Γράψαμε πολυσέλιδους τόμους για να τον αποδείξουμε· πληρώσαμε μια ολόκληρη γραφειοκρατία για να εξερευνήσει την παλαιότητά του και να τον εξηγήσει στατιστικά. Είχαμε λόγιους που έγραψαν φιλοσοφικές πραγματείες σχετικά με την αναπόφευκτη αρμονικότητα Εβραίων και Γάλλων, Εβραίων και Γερμανών, Εβραίων και Ούγγρων, Εβραίων και… Η τόσο συχνά αμφισβητούμενη σήμερα νομιμοφροσύνη, είχε πίσω της μακρά ιστορία. Είναι η ιστορία των 150 χρόνων των αφομοιωμένων Εβραίων που κατάφεραν ένα άνευ προηγουμένου επίτευγμα: μολονότι αποδείκνυαν όλη την ώρα την μη Εβραϊκότητά τους, κατάφερναν μολαταύτα να παραμένουν Εβραίοι.

Η απελπισμένη σύγχυση όλων αυτών των περιπλανώμενων Οδυσσέων οι οποίοι, σε αντίθεση με το σπουδαίο πρότυπό τους, δεν ξέρουν ποιοί είναι, εύκολα εξηγείται από την απόλυτη μανία τους να αρνηθούν και να κρατήσουν την ταυτότητά τους. Αυτή η μανια είναι πολύ παλιά και δεν αφορά τα 10 τελευταία χρόνια, που αποκάλυψαν τον έντονο παραλογισμό της ύπαρξής μας. Μοιάζουμε με ανθρώπους με μια παγιωμένη ιδέα που δεν μπορούν συνεχώς να προσπαθούν να συγκαλύψουν ένα φανταστικό στίγμα. Έτσι, είμαστε ενθουσιωδώς υπέρ κάθε νέας δυνατότητας που, επειδή είναι καινούρια, δείχνει ότι μπορεί να κάνει θαύματα. Καταγοητευόμαστε από κάθε καινούρια εθνικότητα με τον ίδιο τρόπο που μια εύσωμη κυρία είναι ευχαριστημένη με κάθε καινούριο φόρεμα που υπόσχεται να τις δώσει την επιθυμητή περιφέρεια μέσης. Το καινούριο φόρεμα, όμως, της αρέσει μόνο για όσο καιρό πιστεύει στις θαυματουργές του ικανότητες, και θα το πετάξει μόλις ανακαλύψει ότι δεν αλλάζει το παράστημά της – ούτε άλλωστε και την κοινωνική της θέση.

Μπορεί κανείς να εκπλαγεί που η προφανής έλλειψη χρησιμότητας, όλων των αλλόκοτων μεταμορφώσεων μας δεν έχει σταθεί ικανή να μας αποθαρρύνει. Αν είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι σπανίως διδάσκονται από την ιστορία, είναι επίσης αλήθεια ότι ίσως διδαχθούν από την προσωπική τους εμπειρία η οποία, όπως στη δική μας περίπτωση, επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Προτού όμως ρίξετε τον πρώτο λίθο εναντίον μας, θυμηθείτε ότι το να είναι κανείς Εβραίος δεν προσφέρει κανένα νομικό στάτους σε αυτό τον κόσμο. Αν αρχίσουμε να λέμε την αλήθεια, ότι δηλαδή δεν είμαστε τίποτα άλλο παρά Εβραίοι, αυτό θα σήμαινε ότι εκθέτουμε τους εαυτούς μας στη μοίρα των ανθρώπινων όντως τα οποία, απροστάτευτα από κάποιον συγκεκριμένο νόμο, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ανθρώπινα όντα. Δύσκολα μπορώ να φανταστώ μια συμπεριφορά περισσότερο επικίνδυνη, δεδομένου ότι στην πραγματικότητα ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο τα ανθρώπινα όντα ως τέτοια έχουν

Page 153: Hannah Arendt 24grammata.com

πάψει να υφίστανται εδώ και καιρό· από τη στιγμή που η κοινωνία έχει ανακαλύψει τις διακρίσεις ως το μεγάλο κοινωνικό όπλο με το οποίος μπορεί κανείς να σκοτώσει τους ανθρώπους δίχως αιματοχυσίες· απ’ τη στιγμή που τα διαβατήρια και τα πιστοποιητικά γέννησης, και μερικές φορές ακόμα και οι αποδείξεις φόρου εισοδήματος δεν είναι πλέον επίσημα χαρτιά αλλά ζητήματα κοινωνικών διακρίσεων. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι από εμάς εξαρτιόμαστε εξολοκλήρου από τα κοινωνικά κριτήρια· χάνουμε την αυτοπεποίθησή μας αν η κοινωνία δεν μας επιδοκιμάζει· είμαστε έτοιμοι – και πάντοτε ήμασταν – να πληρώσουμε οποιοδήποτε τίμημα προκειμένου να γίνουμε αποδεκτοί από την κοινωνία. Είναι όμως εξίσου αλήθεια ότι οι λιγοστοί ανάμεσά μας που προσπάθησαν να πορευτούν δίχως όλα αυτά τα κόλα ξκαι τα τεχνάσματα της προσαρμογής και της αφομοίωσης, πλήρωσαν ένα πολύ υψηλότερο τίμημα από ό,τι θα μπορούσαν να αντέξουν: διακινδύνευσαν τις λιγοστές ευκαιρίες που ακόμα και οι παράνομοι έχουν σε ένα χαώδη κόσμο.

Η στάση αυτών των λίγων τους οποίους, ακολουθώντας τον Μπερνάρ Λαζάρ, μπορούμε να τους ονομάσουμε «συνειδητούς παρίες», μπορεί τόσο λίγο να εξηγηθεί από τα πρόσφατα γεγονότα όσο και η στάση του κ. Cohn που προσπαθεί να αναρριχηθεί με κάθε τρόπο. Αμφότεροι είναι παιδιά του 19ου αιώνα ο οποίος, μή γνωρίζοντας από νομικούς ή πολιτικούς παράνομους, ήξερε μόνο πολύ καλά από κοινωνικούς παρίες και από το αντίστροφό τους, τους κοινωνικούς νεόπλουτους. Η σύγχρονη εβραϊκή ιστορία, έχοντας ξεκινήσει με τους αριστοκράτες Εβραίους και συνεχίζοντας με τους Εβραίους εκατομμυριούχους και φιλάνθρωπους, έχει την τάση να ξεχνάει το άλλο νήμα της εβραϊκής παράδοσης – την παράδοση του Χάινε, της Rachel Varnhagen, του Sholom Alechem, του Μπερνάν Λαζάρ, του Φραντς Κάφκα ή ακόμα και του Τσάρλι Τσάπλιν. Είναι η παράδοση μιας μειοψηφίας Εβραίων που δεν θέλησαν να γίνουν αναρριχόμενοι, που προτίμησαν τη θέση του «συνειδητού παρία». Όλες οι διατυμπανιζόμενες εβραϊκές αρετές – η «εβραϊκή καρδιά», η ανθρωπιά, το χιούμορ, η ανιδιοτελής ευφυΐα – είναι αρετές των παρίων. Όλα τα εβραικά μειονεκτήματα – η έλλειψη αβρότητας, η πολιτική βλακεία, τα κόμπλεξ κατωτερότητας και η φιλοχρηματία – είναι χαρακτηριστικά των αναρριχόμενων.

Πάντοτε υπήρχαν Εβραίοι που δεν θεωρούσαν ότι άξιζε τον κόπο να αλλάξουν την ανθρώπινη συμπεριφορά τους και τη φυσική τους οξυδέρκεια στον πραγματικό κόσμο για χάρη της στενότητας του πνεύματος της κάστας ή την ουσιαστική ανυπαρξία των οικονομικών συναλλαγών.

Η ιστορία έχει επιβάλει την κατάσταση του παράνομου και στους δύο, και στους παρίες και στους νεόπλουτους, με τον ίδιο τρόπο. Οι τελευταίοι δεν έχουν αποδεχθεί ακόμα τη σπουδαία σοφία του Μπαλζακικού: «On ne parvient pas deux fois» [Δεν τα καταφέρνει κανείς δυο φορές]· έτσι δεν κατανοούν τα άγρια όνειρα των πρώτων και αισθάνονταν ταπεινωμένοι επειδή μοιράζονται μαζί τους κοινή μοίρα. Οι λίγοι αυτοί πρόσφυγες που επιμένουν να λένε την αλήθεια, ακόμα και σε βαθμό «απρέπειας», κερδίζουν ως αντάλλαγμα για το ότι δεν είναι δημοφιλείς ένα ανεκτίμητο πλεονέκτημα: η ιστορία δεν είναι πλέον γι’ αυτούς ένα κλειστό βιβλίο και η πολιτική δεν είναι το προνόμιο των μη Εβραίων. Ξέρουν ότι την παρανομία του εβραϊκού λαού στην Ευρώπη ακολούθησε η παρανομία των περισσότερων ευρωπαϊκών εθνών. Οι πρόσφυγες που αναγκαστικά μετακινούνται από χώρα σε χώρα αντιπροσωπεύουν την πρωτοπορία του λαού τους – αν κρατήσουν την ταυτότητά τους. Για πρώτη φορά η εβραϊκή ιστορία δεν είναι διαχωρισμένη από την ιστορία όλων των άλλων εθνών, αλλά συνδεδεμένη με αυτήν. Η αμοιβαία αναγνώριση κι ο σεβασμός των ευρωπαϊκών

Page 154: Hannah Arendt 24grammata.com

λαών έγινε κομμάτια όταν, και επειδή, επέτρεψε να αποκλειστούν και να διωχθούν τα πιο αδύναμα μέλη της.

Hannah Arendt: Η παρακμή του έθνους – κράτους και το τέλος των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Republication in Βιβλία, Βιβλιοθήκη 29/05/2014 0

Page 155: Hannah Arendt 24grammata.com
Page 156: Hannah Arendt 24grammata.com

ΚΕΦΑΛΑΙΟ εννέα: Η παρακμή του έθνους – κράτους και το τέλος των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

Μετάφραση: Κοκκίνης Παναγιώτης (πηγή)

Είναι σχεδόν αδύνατο ακόμη και τώρα να περιγραφεί τι πραγματικά συνέβη στην Ευρώπη στις 4 Αυγούστου του 1914. Οι μέρες πριν και οι ημέρες μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο διαχωρίζονται όχι σαν το τέλος μιας παλιάς και η αρχή μιας νέας περιόδου, αλλά, ως η προηγούμενη και η επόμενη ημέρα μετά από μια έκρηξη. Ωστόσο, αυτό το σχήμα λόγου είναι ανακριβές, όπως και όλα τα άλλα, επειδή η ησυχία της θλίψης που κατασταλάζει μετά από μια καταστροφή ποτέ δεν έγινε πραγματικότητα. Η πρώτη έκρηξη φαίνεται να πυροδότησε μια αλυσιδωτή αντίδραση στην οποία έχουμε πιαστεί από τότε και την οποία κανείς δεν φαίνεται να είναι σε θέση να σταματήσει. Ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος διέλυσε την Ευρωπαϊκή αβροφροσύνη (comity) των εθνών ανεπανόρθωτα, κάτι που κανένας άλλος πόλεμος δεν είχε κάνει ποτέ. Ο πληθωρισμός κατέστρεψε ολόκληρη την τάξη των μικρών ιδιοκτητών χωρίς ελπίδα για ανάκαμψη ή νέα συγκρότηση, κάτι που καμία νομισματική κρίση δεν είχε κάνει ποτέ πριν τόσο ριζικά. Η ανεργία, όταν ήρθε, έφτασε μυθώδεις αναλογίες, δεν περιοριζόταν πλέον στην εργατική τάξη, αλλά άδραξε με ασήμαντες εξαιρέσεις ολόκληρα έθνη. Οι εμφύλιοι πόλεμοι που ξεκινούν και εξαπλώνονται πάνω από είκοσι χρόνια δύσκολης ειρήνης δεν ήταν μόνο πιο αιματηροί και πιο σκληροί από ό, τι όλοι οι προγενέστεροι, αλλά ακολουθήθηκαν από μεταναστεύσεις ομάδων που, σε αντίθεση με τους ευτυχέστερους προηγούμενους των θρησκευτικών πολέμων, δεν ήταν καλοδεχούμενες πουθενά και δεν μπορούσαν να αφομοιωθούν πουθενά. Μόλις άφηναν το σπίτι τους παρέμεναν άστεγοι, από τη στιγμή που άφηναν την χώρα τους γινόντουσαν ανιθαγενείς (stateless), από τη στιγμή που είχαν στερηθεί τα ανθρώπινα δικαιώματά τους γινόντουσαν χωρίς δικαιώματα, τα αποβράσματα της γης. Τίποτα από ότι έγινε, δεν έχει σημασία πόσο ηλίθιο, δεν έχει σημασία πόσο πολλοί άνθρωποι γνώριζαν και προείπαν τις συνέπειες, δεν θα μπορούσε να αναιρεθεί ή να προληφθεί. Κάθε συμβάν είχε το αμετάκλητο της τελευταίας απόφασης, απόφαση που δεν επιβλήθηκε ούτε από τον Θεό ούτε από τον διάβολο, αλλά φαινόταν περισσότερο σαν η έκφραση κάποιου ανεπανόρθωτα ηλίθιου φαταλισμού.

Πριν η πολιτική του ολοκληρωτισμού συνειδητά επιτεθεί και καταστρέψει μερικώς την ίδια τη δομή του ευρωπαϊκού πολιτισμού, η έκρηξη του 1914 και οι σοβαρές της συνέπειες της αστάθειας είχαν επαρκώς καταστρέψει την πρόσοψη του πολιτικού συστήματος της Ευρώπης αποκαλύπτοντας το κρυφό του πλαίσιο. Αυτές οι ορατές αποκαλύψεις ήταν τα βάσανα των όλο και περισσότερων ομάδων ανθρώπων για τους οποίους ξαφνικά οι κανόνες του κόσμου γύρω τους είχαν παύσει να ισχύουν. Ήταν ακριβώς η φαινομενική σταθερότητα του κόσμου που μας περιβάλλει, που έκανε κάθε ομάδα να αναγκαστεί να βγει από τα προστατευτικά της όρια που μοιάζουν με μια ατυχή εξαίρεση σε αντίθετη με τον λογικό και φυσιολογικό κανόνα, και η οποία συμπληρώθηκε με τον ίδιο κυνισμό με τα θύματα και τους παρατηρητές μιας προφανώς άδικης και αφύσικης μοίρας. Τόσο τα θύματα όσο και οι παρατηρητές παρανόησαν αυτόν τον κυνισμό ως αυξανόμενη σοφία στους τρόπους του κόσμου, ενώ στην πραγματικότητα ήταν πιο μπερδεμένοι και ως εκ τούτου έγιναν πιο ηλίθιοι από ό, τι οποτεδήποτε στο παρελθόν. Το μίσος, που σίγουρα δεν λείπει από τον προπολεμικό κόσμο, άρχισε να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στις δημόσιες υποθέσεις παντού, έτσι ώστε η πολιτική σκηνή τα απατηλά ήσυχα χρόνια του είκοσι έλαβε την

Page 157: Hannah Arendt 24grammata.com

πικρή και περίεργη ατμόσφαιρα μιας οικογενειακής διαμάχης του Στρίντμπεργκ. Τίποτα δεν απεικονίζει ίσως τη γενική αποσύνθεση της πολιτικής ζωής καλύτερα από αυτή την αόριστη, διάχυτη εχθρότητα για οποιονδήποτε και οτιδήποτε, χωρίς εστίαση της παθιασμένης προσοχής της, χωρίς να αποδίδονται υπεύθυνες σε κανένα για την κατάσταση – ούτε στην κυβέρνηση ούτε στην αστική τάξη, ούτε σε μια εξωτερική δύναμη. Κατά συνέπεια, στράφηκε προς όλες τις κατευθύνσεις, ασυντόνιστα και απρόβλεπτα, ανίκανη να προσλάβει έναν υγιή αέρα, αδιάφορη για οτιδήποτε κάτω από τον ήλιο.

Αυτή η ατμόσφαιρα της αποσύνθεσης, αν και χαρακτηριστικό όλης της Ευρώπης μεταξύ των δύο πολέμων, ήταν πιο ορατή στις ηττημένες σε σχέση με τις νικήτριες χώρες, και είχε αναπτυχθεί πλήρως στα νεοσύστατα κράτη μετά την εκκαθάριση της Αυστροουγγρικής μοναρχίας και της τσαρικής Αυτοκρατορίας. Τα τελευταία απομεινάρια της αλληλεγγύης μεταξύ των μη απελευθερωμένων εθνοτήτων στην «ζώνη μεικτών πληθυσμών» εξατμίζεται με την εξαφάνιση μιας κεντρικής δεσποτικής γραφειοκρατίας που είχε υπηρετήσει, επίσης, στο να συγκεντρώνει και να εκτρέπει τις μεταξύ τους διάχυτες έχθρες και αλληλοσυγκρουόμενες εθνικές αξιώσεις. Τώρα καθένας ήταν εναντίον όλων των άλλων, και πάνω απ ‘όλα εναντίον του πλησιέστερού του γείτονα – οι Σλοβάκοι εναντίον των Τσέχων, οι Κροάτες εναντίον των Σέρβων, οι Ουκρανοί εναντίον των Πολωνών. Και αυτό δεν ήταν το αποτέλεσμα της σύγκρουσης μεταξύ των εθνοτήτων και των λαών του κράτους (state peoples)( ή μειονοτήτων και πλειονοτήτων ), οι Σλοβάκοι όχι μόνο υπονόμευαν συνεχώς τη δημοκρατική κυβέρνηση της Τσεχίας στην Πράγα, αλλά την ίδια στιγμή καταδίωκαν την ουγγρική μειονότητα στο έδαφός τους, ενώ μια παρόμοια εχθρότητα απέναντι στον λαό του κράτους αφενός, και μεταξύ τους, αφετέρου, υπήρχε μεταξύ των δυσαρεστημένων μειονοτήτων στην Πολωνία.

Με την πρώτη ματιά αυτά τα προβλήματα στην παλιά ευρωπαϊκή εστία προβλημάτων έμοιαζαν ασήμαντες εθνικιστικές διαμάχες, χωρίς καμία συνέπεια για τις πολιτικές τύχες της Ευρώπης. Ωστόσο, σε αυτές τις περιοχές και έξω από την εκκαθάριση των δύο πολυεθνικών κρατών της προπολεμικής Ευρώπης, της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας, προέκυψαν δύο ομάδες θυμάτων, των οποίων τα βάσανα ήταν διαφορετικά από αυτά όλων των άλλων στην εποχή του μεσοπολέμου. Ήταν σε χειρότερη κατάσταση από τις στερημένες μεσαίες τάξεις, τους ανέργους, τους μικρούς εισοδηματίες, τους συνταξιούχους στους οποίους τα γεγονότα είχαν στερήσει το κοινωνικό καθεστώς, τη δυνατότητα να εργαστούν και το δικαίωμα να κατέχουν ιδιοκτησία: είχαν χάσει τα δικαιώματα που είχαν θεωρήσει και ακόμη ορίσει ως αναφαίρετα, δηλαδή τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Οι απάτριδες και οι μειονότητες, δικαίως αποκαλούνται «ξαδέλφια», δεν είχαν κυβερνήσεις να τους εκπροσωπήσουν και να τους προστατεύσουν και ως εκ τούτου αναγκάστηκαν να ζήσουν είτε υπό το νόμο της εξαίρεσης των Μειονοτικών Συνθηκών, τις οποίες είχαν υπογράψει όλες οι κυβερνήσεις (εκτός από την Τσεχοσλοβακία) διαμαρτυρόμενες και δεν τις αναγνώρισαν ποτέ ως δίκαιο, ή υπό συνθήκες απόλυτης ανομίας.

Με την εμφάνιση των μειονοτήτων στην Ανατολική και Νότια Ευρώπη και με τους ανιθαγενείς να οδηγούνται στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, ένα εντελώς νέο στοιχείο της αποσύνθεσης εισήχθη στην μεταπολεμική Ευρώπη. Η αποεθνοποίηση έγινε ένα ισχυρό όπλο των ολοκληρωτικών πολιτικών, και η συνταγματική αδυναμία των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών να εγγυηθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα σε εκείνους που είχαν χάσει τα εγγυημένα σε εθνικό επίπεδο δικαιώματα, κατέστησε δυνατό για

Page 158: Hannah Arendt 24grammata.com

τις διώκουσες κυβερνήσεις να επιβάλουν τα συστήματα αξιών τους, ακόμα και στους αντιπάλους τους. Εκείνοι τους οποίους ο διώκτης είχε ξεχωρίσει ως αποβράσματα της γης – Εβραίοι, τροτσκιστές, κλπ. – πράγματι ελήφθησαν ως αποβράσματα της γης παντού. Εκείνους τους οποίους η δίωξη είχε αποκαλέσει ανεπιθύμητους έγιναν οι ανεπιθύμητοι της Ευρώπης. Η επίσημη εφημερίδα των SS, η Schwarze Korps, αναφέρει ρητά το 1938 ότι, αν ο κόσμος δεν ήταν ακόμα πεπεισμένος ότι οι Εβραίοι ήταν τα αποβράσματα της γης, σύντομα θα ήταν όταν απροσδιόριστοι ζητιάνοι, χωρίς εθνικότητα, χωρίς χρήματα και χωρίς διαβατήρια θα διέσχιζαν τα σύνορά τους -. Και είναι αλήθεια ότι αυτό το είδος της έμπρακτης προπαγάνδας λειτούργησε καλύτερα από την ρητορική του Γκέμπελς, όχι μόνο επειδή καθιέρωσε τους Εβραίους ως αποβράσματα της γης, αλλά και επειδή το απίστευτο δράμα μιας ολοένα αυξανόμενης ομάδας αθώων ανθρώπων ήταν σαν μια έμπρακτη απόδειξη των κυνικών ισχυρισμών των «ολοκληρωτικών κινημάτων» ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως τα αναπαλλοτρίωτα ανθρώπινα δικαιώματα και ότι οι ισχυρισμοί των δημοκρατιών για το αντίθετο ήταν απλή προκατάληψη, υποκρισία, και δειλία απέναντι στο σκληρό μεγαλείο ενός νέου κόσμου. Η ίδια η φράση «ανθρώπινα δικαιώματα» έγινε για όλους τους ενδιαφερόμενους – θύματα, θύτες, και θεατές εξίσου – η απόδειξη του δίχως ελπίδα ιδεαλισμού ή η αναζήτηση μικρόνοης υποκρισίας.

i : Το «Έθνος των μειονοτήτων» και οι ανιθαγενείς

ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΙΣΧΥΟΣ που κάνουν την εθνική κυριαρχία μια παρωδία εκτός από τα κράτη γίγαντες, η άνοδος του ιμπεριαλισμού, και τα παν-κινήματα υπονόμευσαν τη σταθερότητα του συστήματος των εθνών-κρατών της Ευρώπης από το εξωτερικό. Κανένας από αυτούς τους παράγοντες, ωστόσο, δεν είχε ξεπηδήσει απ ‘ευθείας από την παράδοση και τους θεσμούς των ίδιων των εθνών-κρατών. Η εσωτερική τους αποσύνθεση άρχισε μόνο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την εμφάνιση των μειονοτήτων που δημιουργήθηκαν από τις Συνθήκες Ειρήνης και την συνεχώς αυξανόμενη κίνηση προσφύγων, εξ αιτίας των επαναστάσεων.

Η ανεπάρκεια των Συνθηκών Ειρήνης έχει συχνά εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι ειρηνοποιοί ανήκαν σε μια γενιά που διαμορφώθηκε από τις εμπειρίες της προπολεμικής εποχής έτσι ώστε ποτέ δεν συνειδητοποίησαν αρκετά τον πλήρη αντίκτυπο του πολέμου του οποίου την ειρήνη έπρεπε να συνάψουν. Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη γι ‘αυτό από την προσπάθειά τους να ρυθμίσουν το πρόβλημα των εθνοτήτων στην Ανατολική και Νότια Ευρώπη, μέσω της δημιουργίας των εθνών-κρατών και της εφαρμογής των μειονοτικών συνθηκών. Αν η σοφία της επέκτασης μιας μορφής κυβέρνησης, η οποία, ακόμη και σε χώρες με παλιά και πάγια εθνική παράδοση δεν μπορούσε να χειριστεί τα νέα προβλήματα της παγκόσμιας πολιτικής και είχε γίνει αμφισβητήσιμη, ήταν ακόμα πιο αμφίβολο αν θα μπορούσε να εισαχθεί σε μια περιοχή η οποία στερούταν τις ίδιες τις συνθήκες για την έγερση των εθνών-κρατών: την ομοιογένεια του πληθυσμού και την εδραίωση στο έδαφος. Αλλά η υπόθεση ότι τα έθνη – κράτη θα μπορούσαν να εδραιωθούν με τις μεθόδους των Συνθηκών Ειρήνης ήταν απλά παράλογη. Πράγματι: “Μια ματιά στο δημογραφικό χάρτη της Ευρώπης θα ήταν αρκετή για να δείξει ότι η Αρχή έθνος-κράτος δεν μπορεί να εισαχθεί στην Ανατολική Ευρώπη” Οι Συνθήκες ανέμειξαν πολλούς λαούς σε μεμονωμένα κράτη, αποκαλώντας μερικούς από αυτούς «λαούς του κράτους» και αναθέτοντάς τους την κυβέρνηση, σιωπηλά υποθέτοντας ότι οι άλλοι (όπως οι Σλοβάκοι στην Τσεχοσλοβακία, ή οι Κροάτες και οι Σλοβένοι στη

Page 159: Hannah Arendt 24grammata.com

Γιουγκοσλαβία) ήταν ισότιμοι εταίροι στην κυβέρνηση, οι οποίοι, φυσικά, δεν ήταν και με την ίδια αυθαιρεσία δημιουργήθηκε από το υπόλοιπο μια τρίτη ομάδα εθνοτήτων που ονομάστηκε “μειονότητες”, προσθέτοντας έτσι στα πολλά βάρη των νέων κρατών το πρόβλημα της τήρησης ειδικών ρυθμίσεων για μέρος του πληθυσμού. Το αποτέλεσμα ήταν ότι αυτοί οι λαοί για τους οποίους τα κράτη δεν ήταν αποδεκτά, δεν έχει σημασία αν ήταν επίσημες μειονότητες ή μόνο εθνότητες, θεωρούσαν τις Συνθήκες ένα αυθαίρετο παιχνίδι που μοίρασε κυριαρχία σε ορισμένους και υποτέλεια στους άλλους. Τα νεοσύστατα κράτη, από την άλλη πλευρά, τα οποία υποσχέθηκαν ισότιμο καθεστώς στην εθνική κυριαρχία με τις δυτικές χώρες, θεώρησαν τις Μειονοτικές Συνθήκες ως μια ανοιχτή παραβίαση της υπόσχεσης και διάκριση γιατί μόνο τα νέα κράτη, και όχι ακόμη και η ηττημένη Γερμανία, ήταν δεσμευμένα απ’ αυτές.

Το αμήχανο κενό εξουσίας που προέκυψε από τη διάλυση της Δυαδικής Μοναρχίας και την απελευθέρωση της Πολωνίας και των χωρών της Βαλτικής από τον Τσαρικό δεσποτισμό δεν ήταν ο μόνος παράγοντας που έβαλε σε πειρασμό τους πολιτικούς σε αυτό το καταστροφικό πείραμα. Πολύ ισχυρότερη ήταν η αδυναμία της υποστήριξης πλέον, των περισσότερων από 100 εκατομμύρια Ευρωπαίων που ποτέ δεν είχαν φθάσει στο στάδιο της εθνικής ελευθερίας και αυτοδιάθεσης το οποίο οι λαοί των αποικιών ήδη επιδίωκαν και το οποίο δινόταν σε αυτούς. Ήταν όντως αλήθεια ότι ο ρόλος του προλεταριάτου της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης, της καταπιεσμένης, ιστορικά – ταλαιπωρημένης ομάδας της οποίας η χειραφέτηση ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου για το σύνολο του ευρωπαϊκού κοινωνικού συστήματος, παιζόταν στην Ανατολή από «λαούς χωρίς ιστορία». * «Τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της Ανατολής ήταν επαναστατικά με τον ίδιο τρόπο όπως και τα εργατικά κινήματα στη Δύση, και τα δύο αντιπροσώπευαν τα «ανιστορικά» στρώματα του πληθυσμού της Ευρώπης και τα δύο προσπάθησαν να εξασφαλίσουν την αναγνώριση και τη συμμετοχή στα κοινά. Δεδομένου ότι το αντικείμενο ήταν να διατηρηθεί το ευρωπαϊκό status quo, η χορήγηση της εθνικής αυτοδιάθεσης και κυριαρχίας σε όλους τους λαούς της Ευρώπης φαινόταν πράγματι αναπόφευκτη. Η εναλλακτική λύση θα ήταν να τους καταδικάσουν ανελέητα στο καθεστώς των λαών των αποικιών (κάτι που τα παν – κινήματα πάντα πρότειναν) και να εισαγάγουν αποικιακές μεθόδους στα ευρωπαϊκά θέματα. « ^

Το θέμα, βέβαια, είναι ότι το Ευρωπαϊκό status quo, δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί και αυτό κατέστη σαφές μόνο μετά την πτώση των τελευταίων απομειναριών της ευρωπαϊκής απολυταρχίας όπου η Ευρώπη είχε κυβερνηθεί από ένα σύστημα που ποτέ δεν είχε λάβει υπόψη ή ανταποκριθεί στις ανάγκες τουλάχιστον του 25 τοις εκατό του πληθυσμού της. Αυτό το κακό, όμως, δεν θεραπεύτηκε με την εγκαθίδρυση των διάδοχων κρατών, δεδομένου ότι περίπου το 30 τοις εκατό των περίπου 100 εκατομμυρίων κατοίκων τους είχαν αναγνωριστεί επίσημα ως εξαιρέσεις που έπρεπε να προστατεύονται ειδικά από μειονοτικές συνθήκες. Το ποσοστό αυτό, επιπλέον, σε καμία περίπτωση δεν λέει όλη την ιστορία, δείχνει μόνο τη διαφορά μεταξύ λαών με δική τους κυβέρνηση και εκείνων που υποτίθεται ότι ήταν πολύ μικροί και πολύ διάσπαρτοι για να επιτύχουν πλήρη εθνότητα. Οι Μειονοτικές Συνθήκες κάλυπταν μόνο τις εθνότητες των οποίων υπήρχαν σημαντικοί αριθμοί σε τουλάχιστον δύο από τα κράτη διαδοχής, αλλά παραλήφθηκαν από την εξέταση όλες οι άλλες εθνότητες χωρίς δική τους κυβέρνηση, έτσι ώστε σε μερικά από τα κράτη διαδοχής οι εθνικά δυσαρεστημένοι λαοί αποτελούσαν το 50 τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού. Ο χειρότερος παράγοντας σε αυτή την κατάσταση δεν ήταν καν ότι έγινε αυτονόητο για

Page 160: Hannah Arendt 24grammata.com

τις εθνότητες να είναι μη-νομιμόφρονες στην επιβληθείσα κυβέρνησή τους και για τις κυβερνήσεις να καταπιέζουν τις εθνότητες τους όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά, αλλά ότι οι εθνικά δυσαρεστημένοι λαοί ήταν απόλυτα πεπεισμένοι – όπως όλοι οι άλλοι – ότι η αληθινή ελευθερία, η αληθινή χειραφέτηση και η πραγματική λαϊκή κυριαρχία θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την πλήρη εθνική χειραφέτηση, ότι οι άνθρωποι χωρίς δική τους εθνική κυβέρνηση ήταν στερημένοι από ανθρώπινα δικαιώματα. Σε αυτή την πεποίθηση, η οποία θα μπορούσε να στηριχθεί στο γεγονός ότι η Γαλλική Επανάσταση είχε συνδυάσει την διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με την εθνική κυριαρχία, είχαν υποστηριχθεί από τις ίδιες τις Μειονοτικές Συνθήκες, οι οποίες δεν εμπιστεύονται τις κυβερνήσεις για την προστασία των διαφορετικών εθνοτήτων, αλλά επιφορτίζουν την Κοινωνία των Εθνών για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των ατόμων που, για λόγους εδαφικού διακανονισμού, είχαν μείνει χωρίς δικά τους εθνικά κράτη. Όχι ότι οι μειονότητες θα εμπιστεύονταν την Κοινωνία των Εθνών περισσότερο από ό, τι είχαν εμπιστευτεί τους λαούς του κράτους. Η Κοινωνία των Εθνών, άλλωστε, απαρτιζόταν από εθνικούς πολιτικούς των οποίων οι συμπάθειες δεν θα μπορούσαν παρά να είναι με τις δυσαρεστημένες νέες κυβερνήσεις οι οποίες παρακωλύονται και αντιπαρατίθενται κατ ‘αρχήν με το 25 έως 50 τοις εκατό των κατοίκων τους. Ως εκ τούτου, οι δημιουργοί των Μειονοτικών Συνθηκών αναγκάστηκαν σύντομα να ερμηνεύσουν τις πραγματικές προθέσεις τους πιο αυστηρά και να επισημάνουν τα «καθήκοντα» που οι μειονότητες οφείλουν στα νέα κράτη. ” Είναι πλέον διαπιστωμένο ότι οι Συνθήκες είχαν σχεδιαστεί απλώς ως μια ανώδυνη και μη βάναυση μέθοδο αφομοίωσης, μια ερμηνεία η οποία φυσικά εξόργισε τις μειονότητες. «Αλλά τίποτα άλλο δεν θα μπορούσε να αναμένεται μέσα σε ένα σύστημα κυρίαρχων εθνών-κρατών. Αν οι Μειονοτικές Συνθήκες είχαν σκοπό να είναι περισσότερο από μια προσωρινή θεραπεία για μια αναποδογυρισμένη κατάσταση, τότε ο σιωπηρός περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας θα επηρέαζε την εθνική κυριαρχία των παλαιότερων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Οι εκπρόσωποι των μεγάλων εθνών ήξεραν πολύ καλά ότι οι μειονότητες στο εσωτερικό των εθνών-κρατών θα έπρεπε αργά ή γρήγορα είτε να αφομοιωθούν είτε να εκκαθαριστούν. Και δεν έχει σημασία αν είχαν κινηθεί για λόγους ανθρωπιστικούς για την προστασία των αποσχισθέντων εθνοτήτων από την δίωξη, ή αν τους οδήγησαν πολιτικοί λόγοι να αντιταχθούν στις διμερείς συνθήκες μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών και της πλειοψηφίας των χωρών των μειονοτήτων (άλλωστε, οι Γερμανοί ήταν η ισχυρότερη από όλες τις επίσημα αναγνωρισμένες μειονότητες, τόσο σε αριθμό όσο και σε οικονομική θέση), δεν ήταν ούτε πρόθυμοι ούτε ικανοί να ανατρέψουν τους νόμους με τους οποίους υπάρχουν τα έθνη-κράτη.

Ούτε η Κοινωνία των Εθνών, ούτε οι Μειονοτικές Συνθήκες θα απέτρεπαν τα νεοσύστατα κράτη από την περισσότερο ή λιγότερο βίαιη αφομοίωση των μειονοτήτων τους. Ο ισχυρότερος παράγοντας κατά της αφομοίωσης ήταν η αριθμητική και πολιτιστική αδυναμία των λεγόμενων λαών του κράτους. Η ρωσική ή η εβραϊκή μειονότητα στην Πολωνία δεν αισθάνονταν το πολωνικό πολιτισμό ως ανώτερο από τον δικό τους και δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιασμένες από το γεγονός ότι οι Πολωνοί αποτελούν περίπου το 60 τοις εκατό του πληθυσμού της Πολωνίας.

Οι δυσαρεστημένες εθνότητες, αγνοώντας εντελώς την Κοινωνία των Εθνών, σύντομα αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Ενώθηκαν μεταξύ τους σε ένα μειονοτικό κογκρέσο το οποίο ήταν αξιοσημείωτο σε περισσότερες από μία απόψεις. Είναι σε αντίθεση με την ίδια την ιδέα πίσω από τις Συνθήκες της Κοινωνίας των Εθνών αυτοαποκαλούμενο επίσημα ως το ” Συνέδριο των

Page 161: Hannah Arendt 24grammata.com

Οργανωμένων εθνικών ομάδων στα ευρωπαϊκά κράτη”, ακυρώνοντας έτσι τη μεγάλη προσπάθεια που ξοδεύτηκε κατά τη διάρκεια των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων για να αποφευχθεί η δυσοίωνη λέξη «εθνικό». – Αυτό είχε την σημαντική συνέπεια όλες οι “εθνότητες”, και όχι απλώς οι “μειονότητες”, να ενταχθούν και ο αριθμός του «έθνους των μειονοτήτων» αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι συνδυασμένες εθνότητες στα κράτη διαδοχής υπερτερούσαν αριθμητικά έναντι των κρατικών λαών. Αλλά με ακόμα έναν άλλο τρόπο το “Συνέδριο των Εθνικών Ομάδων “ κατάφερε αποφασιστικό πλήγμα στις συνθήκες της Κοινωνία των Εθνών. Μια από τις πιο μπλεγμένες πτυχές του εθνοτικού προβλήματος της Ανατολικής Ευρώπης (πιο μπλεγμένο από το μικρό μέγεθος και τον μεγάλο αριθμό των ανθρώπων που εμπλέκονται, ή η “ζώνη των μικτών πληθυσμών” *) ήταν ο διαπεριφερειακός χαρακτήρας των εθνοτήτων που, σε περίπτωση που έβαζαν τα εθνικά τους συμφέροντα πάνω από τα συμφέροντα των αντίστοιχων κυβερνήσεών τους, γινόντουσαν ένας προφανής κίνδυνος για την ασφάλεια των χωρών τους. «Οι Συνθήκες της Κοινωνία των Εθνών είχαν προσπαθήσει να αγνοήσουν τον διαπεριφερειακό χαρακτήρα των μειονοτήτων, συνάπτοντας μια ξεχωριστή συνθήκη με κάθε χώρα, σαν να μην υπήρχε εβραϊκή ή γερμανική μειονότητα πέρα από τα σύνορα των αντίστοιχων κρατών. Το «Συνέδριο των Εθνικών ομάδων» όχι μόνο παρέκαμψε την αρχή της εδαφικότητας της Κοινωνία των Εθνών, αλλά ήταν φυσικά κυριαρχούμενο από τις δύο εθνότητες που εκπροσωπούνταν σε όλα τα κράτη διαδοχής και ήταν συνεπώς σε θέση, εφόσον το επιθυμούσαν, να κάνουν το βάρος τους αισθητό σε όλη την Ανατολική και Νότια Ευρώπη. Αυτές οι δύο ομάδες ήταν οι Γερμανοί και οι Εβραίοι. Οι γερμανικές μειονότητες στη Ρουμανία και την Τσεχοσλοβακία ψήφιζαν φυσικά με τις γερμανικές μειονότητες στην Πολωνία και την Ουγγαρία, και κανείς δεν θα μπορούσε να αναμένει ότι οι Πολωνοί Εβραίοι, για παράδειγμα, θα παρέμεναν αδιάφοροι για τις πρακτικές διακρίσεων της ρουμανικής κυβέρνησης. Με άλλα λόγια, τα εθνικά συμφέροντα και όχι τα κοινά συμφέροντα των μειονοτήτων ως τέτοια διαμόρφωσαν την αληθινή βάση της ιδιότητας του μέλους του Κογκρέσου, » και μόνο η αρμονική σχέση ανάμεσα στους Εβραίους και τους Γερμανούς (η Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε παίξει με επιτυχία το ρόλο του ειδικού προστάτη των μειονοτήτων) τους κράτησε μαζί. Ως εκ τούτου, το 1933, όταν η εβραϊκή αντιπροσωπεία απαίτησε μια διαμαρτυρία για τη μεταχείριση των Εβραίων στο Τρίτο Ράιχ (μια κίνηση που δεν είχαν κανένα δικαίωμα να κάνουν, για να κυριολεκτήσουμε, επειδή οι γερμανοί Εβραίοι δεν ήταν μειονότητα) και οι Γερμανοί ανήγγειλαν την αλληλεγγύη τους με τη Γερμανία και υποστηρίχθηκαν από την πλειοψηφία (αντισημιτισμός ήταν ώριμος σε όλα τα κράτη διαδοχής), το Κογκρέσο, αφού η εβραϊκή αντιπροσωπεία έφυγε για πάντα, βυθίστηκε στην πλήρη ασημαντότητα.

Η πραγματική σημασία των Μειονοτικών Συνθηκών δεν έγκειται στην πρακτική εφαρμογή τους, αλλά στο γεγονός ότι ήταν εγγυημένες από έναν διεθνή οργανισμό, την Κοινωνία των Εθνών. Μειονότητες υπήρχαν και πριν, αλλά η μειονότητα ως μόνιμος θεσμός, η αναγνώριση ότι εκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν έξω από την κανονική νομική προστασία και χρειάζονταν μια πρόσθετη εγγύηση των στοιχειωδών δικαιωμάτων τους από ένα εξωτερικό σώμα και η υπόθεση ότι αυτή η κατάσταση πραγμάτων δεν ήταν προσωρινή, αλλά ότι οι Συνθήκες ήταν αναγκαίες ώστε να καθιερώσουν ένα διαρκές modus vivendi – όλα αυτά ήταν κάτι νέο, σίγουρα σε μια τέτοια κλίμακα, στην ευρωπαϊκή ιστορία. Οι Μειονοτικές Συνθήκες, δήλωναν σε απλή γλώσσα ότι μέχρι τότε είχε μόνο υπονοηθεί στο σύστημα λειτουργίας των εθνών- κρατών, δηλαδή, ότι μόνον οι της κυρίαρχης εθνότητας θα μπορούσαν να

Page 162: Hannah Arendt 24grammata.com

είναι πολίτες, μόνο οι άνθρωποι της ίδιας εθνικής καταγωγής μπορούσαν να απολαύσουν την πλήρη προστασία των νομικών θεσμών, ότι τα άτομα διαφορετικής εθνότητας χρειάζονταν κάποιο νόμο εξαίρεσης μέχρι ή εκτός αν αφομοιωθούν πλήρως και αποκοπούν από την καταγωγή τους. Οι ερμηνευτικές ομιλίες σχετικά με τις Συνθήκες της Κοινωνίας των Εθνών από πολιτικούς των χωρών χωρίς μειονοτικές υποχρεώσεις μίλησαν ακόμη απλούστερη γλώσσα: το πήραν ως δεδομένο ότι η νομοθεσία μιας χώρας δεν θα μπορούσε να είναι υπεύθυνη για τα άτομα που επιμένουν σε μια διαφορετική εθνότητα. Είχαν έτσι αποδεχθεί – και τους δόθηκε γρήγορα η ευκαιρία να το αποδείξουν στην πράξη με την αύξηση των ανιθαγενών – ότι η μετατροπή του κράτους από ένα όργανο του νόμου σε όργανο του έθνους είχε ολοκληρωθεί, το έθνος είχε κατακτήσει το κράτος, το εθνικό συμφέρον είχε προτεραιότητα έναντι του δικαίου πολύ πριν ο Χίτλερ μπορέσει να δηλώσει «δίκαιο είναι ό, τι είναι καλό για τον γερμανικό λαό”. Εδώ και πάλι η γλώσσα του όχλου ήταν μόνο η γλώσσα της κοινής γνώμης απαλλαγμένη από την υποκρισία και την αυτοσυγκράτηση.

Σίγουρα ο κίνδυνος αυτής της εξέλιξης ήταν συνυφασμένος με την δομή του έθνους-κράτους από την αρχή. Αλλά παρόλο που η εγκαθίδρυση των εθνών-κρατών συνέπεσε με την εγκαθίδρυση της συνταγματικής κυβέρνησης, πάντα εκπροσωπούσαν και είχαν ως βάση το κράτος δικαίου έναντι του κράτους της αυθαίρετης διοίκησης και του δεσποτισμού. Έτσι ώστε, όταν η επισφαλής ισορροπία μεταξύ έθνους και κράτους, μεταξύ των εθνικών συμφερόντων και των νομικών θεσμών κατέρρευσε, η διάλυση αυτής της μορφής διακυβέρνησης και οργάνωσης των λαών ήρθε με σχεδόν τρομακτική ταχύτητα. Η διάλυσή της, αρκετά περίεργα, ξεκίνησε ακριβώς τη στιγμή που το δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση αναγνωρίστηκε για όλη την Ευρώπη και όταν η ουσιαστική καταδίκη της, η υπεροχή της θέλησης του έθνους πάνω από όλους τους νόμιμους και «αφηρημένους» θεσμούς, ήταν καθολικά αποδεκτή.

Την εποχή των Μειονοτικών Συνθηκών θα μπορούσαν, και είχαν, επιχειρηματολογήσει υπέρ τους, όπως ήταν η δικαιολογία τους, ότι τα παλαιότερα έθνη απολάμβαναν Συντάγματα που έμμεσα ή ρητά ( όπως στην περίπτωση της Γαλλίας, nation par excellence) στηρίχθηκαν πάνω στα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ώστε ακόμη και αν υπήρχαν και άλλες εθνότητες εντός των συνόρων τους, δεν χρειαζόταν πρόσθετη νομοθεσία για αυτές και ότι μόνο στα νεοσύστατα κράτη διαδοχής ήταν αναγκαία μια προσωρινή εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως ένας συμβιβασμός και εξαίρεση ». * Η άφιξη των ανιθαγενών έφερε ένα τέλος σε αυτή την ψευδαίσθηση.

Οι μειονότητες ήταν μόνο κατά το ήμισυ ανιθαγενείς, de jure (εθιμικά) ανήκαν σε κάποιο πολιτικό σώμα, ακόμη κι αν χρειάζονταν πρόσθετη προστασία υπό τη μορφή ειδικών συνθηκών και εγγυήσεων. Ορισμένα δευτερεύοντα δικαιώματα, όπως είναι η ομιλία της μητρικής γλώσσας και η παραμονή σε δικό τους πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον, ήταν σε κίνδυνο και προστατεύονταν με μισή καρδιά από ένα εξωτερικό οργανισμό, όμως άλλα πιο στοιχειώδη δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στέγασης και εργασίας, ποτέ δεν αγγίχθηκαν. Οι συντάκτες των Μειονοτικών Συνθηκών δεν προέβλεψαν την πιθανότητα για μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών ή το πρόβλημα των ανθρώπων που είχαν γίνει «μη-απελάσιμοι» επειδή δεν υπήρχε καμία χώρα στη γη στην οποία να απολαμβάνουν το δικαίωμα διαμονής. Οι μειονότητες μπορούσαν ακόμη να θεωρηθούν ως ένα εξαιρετικό φαινόμενο, που προσιδιάζει σε ορισμένα

Page 163: Hannah Arendt 24grammata.com

εδάφη που παρέκκλιναν από τον κανόνα. Αυτό το επιχείρημα ήταν πάντα δελεαστικό, επειδή άφηνε το ίδιο το σύστημα ανέπαφο, είχε κατά κάποιο τρόπο επιβιώσει το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο του οποίου οι ειρηνοποιοί, πεπεισμένοι για τη μη πρακτικότητα των μειονοτικών συνθηκών, άρχισαν να “επαναπατρίζουν ” εθνότητες όσο ήταν δυνατόν σε μια προσπάθεια να αποπεριπλέξουν ” την ζώνη των μεικτών πληθυσμών. Και αυτός ο επιχειρηθής μεγάλης κλίμακας επαναπατρισμός δεν ήταν το άμεσο αποτέλεσμα των καταστροφικών εμπειριών που ακολουθούσε τα χνάρια των μειονοτικών συνθηκών, αντίθετα, υπήρχε η ελπίδα ότι ένα τέτοιο βήμα θα λύσει οριστικά ένα πρόβλημα το οποίο, στις προηγούνται δεκαετίες, είχε λάβει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις και για το οποίο μια διεθνώς αναγνωρισμένη και αποδεκτή διαδικασία απλά δεν υπήρχε – το πρόβλημα των ανιθαγενών.

Πολύ πιο επίμονη στην πραγματικότητα και πολύ πιο εκτεταμένη, κατά συνέπεια, είχε γίνει η ανιθαγένεια, το νεότερο μαζικό φαινόμενο στη σύγχρονη ιστορία, η ύπαρξη ενός διαρκώς αυξανόμενου αριθμού νέων ανθρώπων που αποτελείται από ανιθαγενείς, η πιο συμπτωματική ομάδα στη σύγχρονη πολιτική. Η ύπαρξή τους δύσκολα μπορεί να αποδοθεί σε ένα μόνο παράγοντα, αλλά αν λάβουμε υπόψη τις διαφορετικές ομάδες, μεταξύ των ανιθαγενών φαίνεται ότι κάθε πολιτικό γεγονός από το τέλος του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου αναπόφευκτα πρόσθεσε μια νέα κατηγορία σε εκείνους που ζούσαν έξω από τα όρια του νόμου, καθώς καμία από τις κατηγορίες, δεν έχει σημασία πόσο η αρχική συγκυρία άλλαξε, δεν θα μπορούσε ποτέ να επανέλθει στην κανονικότητα. Μεταξύ αυτών, ακόμα βρίσκουμε την παλαιότερη ομάδα ανιθαγενών, τους Heimatlosen που προέκυψαν από τις Συνθήκες Ειρήνης του 1919, τη διάλυση της Αυστροουγγαρίας και την ίδρυση των χωρών της Βαλτικής. Μερικές φορές η πραγματική τους καταγωγή δεν μπορεί να προσδιοριστεί, ειδικά αν στο τέλος του πολέμου συνέβη να μην διαμένουν στην πόλη της γέννησής τους, μερικές φορές ο τόπος προέλευσης άλλαζε πολλές φορές στη δίνη των μεταπολεμικών διενέξεων ώστε η εθνικότητα των κατοίκων της άλλαζε από έτος σε έτος ( όπως στην Vilna την οποία ένας Γάλλος αξιωματούχος ονόμασε κάποτε την πρωτεύουσα των απάτριδων ), πιο συχνά από ό, τι θα φανταζόταν κανείς, οι άνθρωποι κατέφυγαν στην ανιθαγένεια μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, προκειμένου να παραμείνουν εκεί που ήταν και να αποφύγουν την απέλαση σε μια «πατρίδα», όπου θα ήταν ξένοι ( όπως στην περίπτωση πολλών πολωνών και ρουμάνων Εβραίων στην Γαλλία και την Γερμανία, που φιλεύσπλαχνα βοηθήθηκαν από την αντισημιτική στάση των αντίστοιχων προξενείων τους).

Ασήμαντος ως τέτοιος, προφανώς μόνο ένα νομικό τέρας, ο άπατρις έλαβε καθυστερημένα προσοχής και μελέτης, όταν ενώθηκε το νομικό καθεστώς του με τους μεταπολεμικούς πρόσφυγες που είχαν αναγκαστεί να φύγουν από χώρες τους από τις επαναστάσεις, και αμέσως στερήθηκαν την εθνικότητα από τις νικηφόρες κυβερνήσεις στον τόπο τους. Σε αυτή την ομάδα ανήκουν, κατά χρονολογική σειρά, εκατομμύρια Ρώσοι, εκατοντάδες χιλιάδες Αρμένιοι, χιλιάδες Ούγγροι, εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί, και περισσότερο από μισό εκατομμύριο Ισπανοί – για να απαριθμήσουμε μόνο τις πιο σημαντικές κατηγορίες. Η συμπεριφορά αυτών των κυβερνήσεων μπορεί να φαίνεται σήμερα ως η φυσική συνέπεια του εμφυλίου πολέμου, αλλά κατά την περίοδο της μαζικής στέρησης εθνικότητας ήταν κάτι εντελώς νέο και απρόβλεπτο. Προϋπέθετε μια κρατική δομή, η οποία, αν δεν ήταν ακόμη πλήρως ολοκληρωτική, τουλάχιστον δεν ανεχόταν οποιαδήποτε αντιπολίτευση και προτιμούσε να χάσει τους πολίτες της παρά να προστατεύσει ανθρώπους με διαφορετικές απόψεις. Αποκαλύφθηκε, άλλωστε, αυτό που είχε κρυφτεί σε όλη την

Page 164: Hannah Arendt 24grammata.com

ιστορία της Εθνικής κυριαρχίας, ότι οι κυριαρχίες των γειτονικών χωρών θα μπορούσαν να έρθουν σε αιματηρή σύγκρουση, όχι μόνο στην ακραία περίπτωση πολέμου, αλλά και στην ειρήνη. Τώρα έγινε σαφές ότι η πλήρης εθνική κυριαρχία ήταν δυνατή μόνο εφ ‘όσον η αβροφροσύνη των ευρωπαϊκών εθνών υπήρχε, γιατί ήταν αυτό το πνεύμα της ανοργάνωτης αλληλεγγύης και συμφωνίας που εμπόδισε κάθε κυβέρνησης στην άσκηση της πλήρους κυριαρχικής εξουσίας της. Θεωρητικά, στον τομέα του διεθνούς δικαίου, ήταν πάντα αλήθεια ότι η εθνική κυριαρχία δεν είναι πουθενά πιο απόλυτη από τα θέματα της «μετανάστευσης, πολιτογράφησης, εθνικότητας και απέλασης», το ζήτημα ωστόσο, είναι ότι η πρακτική εξέταση και η σιωπηλή αναγνώριση των κοινών συμφερόντων συγκράτησε την εθνική κυριαρχία μέχρι την άνοδο των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Κάποιος έρχεται σχεδόν σε πειρασμό να μετρήσει το βαθμό της ολοκληρωτικής μόλυνσης από το βαθμό στον οποίο οι εξεταζόμενες κυβερνήσεις χρησιμοποιούν το κυρίαρχο δικαίωμά τους της στέρησης εθνικότητας ( και θα ήταν αρκετά ενδιαφέρον, στη συνέχεια, να ανακαλύψουμε ότι η Ιταλία του Μουσολίνι ήταν μάλλον απρόθυμη για την αντιμετώπιση των προσφύγων της με αυτόν τον τρόπο ^ ^ ). Αλλά θα πρέπει να έχουμε κατά νου την ίδια στιγμή ότι δεν υπήρχε σχεδόν καμία χώρα στην ηπειρωτική Ευρώπη που να μην πέρασε μεταξύ των δύο πολέμων κάποια νέα νομοθεσία, η οποία, ακόμη και αν δεν έκανε χρήση αυτού του δικαιώματος εκτενώς, ήταν πάντα διατυπωμένη ώστε να επιτρέπει να απαλλαγεί από ένα μεγάλο αριθμό των κατοίκων της σε οποιαδήποτε κατάλληλη στιγμή ». ^ ” ‘

Κανένα παράδοξο της σύγχρονης πολιτικής δεν είναι γεμάτο με πιο κραυγαλέα ειρωνεία από την ασυμφωνία μεταξύ των προσπαθειών των καλοπροαίρετων ιδεαλιστών που επιμένουν πεισματικά σχετικά με το “αναφαίρετο” αυτών των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τα οποία απολαμβάνουν μόνο οι πολίτες των πιο πλούσιων και πολιτισμένων χωρών, και την κατάσταση των ίδιων των χωρίς δικαιώματα. Η κατάστασή τους έχει επιδεινωθεί εξίσου πεισματικά, μέχρι τα στρατόπεδα κράτησης – πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η εξαίρεση και όχι ο κανόνας των ανιθαγενών – να γίνουν η συνήθης λύση για το πρόβλημα της κατοικίας των “εκτοπισθέντων “.

Ακόμη και η ορολογία που εφαρμόστηκε για τους ανιθαγενείς είχε επιδεινωθεί. Ο όρος “ανιθαγενείς” τουλάχιστον αναγνώριζε το γεγονός ότι τα άτομα αυτά είχαν χάσει την προστασία της κυβέρνησής τους και είχαν ανάγκη διεθνείς συμφωνίες για την προστασία του νομικού καθεστώτος τους. Ο μεταπολεμικός όρος «εκτοπισθέντες» επινοήθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου για το σαφή σκοπό της εκκαθάρισης της ανιθαγένειας μια για πάντα, αγνοώντας την ύπαρξή της. Η μη αναγνώριση της ανιθαγένειας σημαίνει πάντα επαναπατρισμό, δηλαδή, την απέλαση σε μια χώρα καταγωγής, η οποία είτε αρνείται να αναγνωρίσει τον υποψήφιο επαναπατρισθέντα ως πολίτη ή αντιθέτως, τον θέλει πίσω επειγόντως για τιμωρία. Δεδομένου ότι οι μη ολοκληρωτικές χώρες, παρά τις κακές προθέσεις τους εμπνευσμένες από το κλίμα του πολέμου, σε γενικές γραμμές είχαν μείνει μακριά από τους μαζικούς επαναπατρισμούς, ο αριθμός των ανιθαγενών – δώδεκα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου – ήταν μεγαλύτερος από ποτέ. Η απόφαση των πολιτικών να λύσουν το πρόβλημα της ανιθαγένειας αγνοώντας το, αποκαλύπτεται επιπλέον από την έλλειψη οποιωνδήποτε αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων σχετικά με το θέμα. Αυτό είναι πολύ γνωστό, όμως : ενώ υπάρχουν ένα εκατομμύριο ” αναγνωρισμένοι ” ανιθαγενείς, υπάρχουν πάνω από δέκα εκατομμύρια λεγόμενοι “de facto” ανιθαγενείς και καθώς το σχετικά ήπιο πρόβλημα των ” de jure ” ανιθαγενών έρχεται κατά

Page 165: Hannah Arendt 24grammata.com

καιρούς σε διεθνείς διασκέψεις, ο πυρήνας της ανιθαγένειας, ο οποίος είναι πανομοιότυπος με το ζήτημα των προσφύγων, απλώς δεν μνημονεύεται καν. Ακόμη χειρότερα, ο αριθμός των δυνητικά ανιθαγενών είναι συνεχώς σε αύξηση. Πριν από τον τελευταίο πόλεμο, μόνο ολοκληρωτικές ή ημι-ολοκληρωτικές δικτατορίες κατέφυγαν στο όπλο της από-πολιτογράφησης έναντι όσων ήταν πολίτες από τη γέννησή τους, τώρα έχουμε φθάσει στο σημείο όπου ακόμη και ελεύθερες δημοκρατίες, όπως, για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο στέρησης σε αυτόχθονες Αμερικανούς, οι οποίοι είναι κομμουνιστές, της ιθαγένειάς τους. Αυτή η απαίσια πτυχή των μέτρων αυτών είναι ότι εξετάζονται με πλήρη αθωότητα. Ωστόσο, αρκεί κανείς να θυμηθεί μόνο την ακραία φροντίδα των Ναζί, οι οποίοι επέμειναν ότι όλοι οι Εβραίοι μη – γερμανικής εθνικότητας “θα πρέπει να στερηθούν την ιθαγένειά τους είτε πριν, ή, το αργότερο, την ημέρα της απέλασης ” (για τους γερμανούς Εβραίους δεν ήταν αναγκαία μια τέτοια απόφαση, διότι στο Τρίτο Ράιχ υπήρχε ένας νόμος σύμφωνα με τον οποίο όλοι οι Εβραίοι που είχαν εγκαταλείψει την επικράτεια – συμπεριλαμβανομένων, φυσικά, όσων απελάθηκαν σε ένα πολωνικό στρατόπεδο – χάνουν αυτόματα την ιθαγένειά τους), ώστε να συνειδητοποιήσουν τις πραγματικές συνέπειες της ανιθαγένειας.

Η πρώτη μεγάλη ζημία που γίνεται στα έθνη-κράτη, ως αποτέλεσμα της άφιξης των εκατοντάδων χιλιάδων ανιθαγενών ήταν ότι το δικαίωμα του ασύλου, το μόνο δικαίωμα που είχε ληφθεί ποτέ ως σύμβολο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στον τομέα των διεθνών σχέσεων, είχε καταργηθεί. Η μακρά και ιερή ιστορία του χρονολογείται από τις απαρχές της ρυθμισμένης πολιτικής ζωής. Από την αρχαιότητα είχε προστατεύσει τόσο τον πρόσφυγα όσο και τη γη της προσφυγιάς από καταστάσεις στις οποίες οι άνθρωποι αναγκάζονται να γίνουν παράνομοι μέσω περιστάσεων πέρα από τον έλεγχό τους. Ήταν το μόνο σύγχρονο απομεινάρι της μεσαιωνικής αρχής «ότι είναι στο έδαφος είναι πράγματι από το έδαφος» (quid quid est in territorio est de territorio), για όλες τις άλλες περιπτώσεις, το σύγχρονο κράτος έτεινε να προστατεύει τους πολίτες του, πέρα από τα σύνορά του και να εξασφαλίζει, μέσω των αμοιβαίων συνθηκών, ότι εξακολουθούν να υπόκεινται στους νόμους της χώρας τους. Όμως, αν και το δικαίωμα του ασύλου εξακολουθούσε να λειτουργεί σε έναν κόσμο που οργανώνεται σε έθνη – κράτη και σε μεμονωμένες περιπτώσεις, ακόμη επέζησε των δύο παγκόσμιων πολέμων, θεωρήθηκε ότι είναι ένας αναχρονισμός και σε σύγκρουση με τα διεθνή δικαιώματα του κράτους. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να βρεθεί στο γραπτό δίκαιο, σε κανένα σύνταγμα ή διεθνή συμφωνία και το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών, ούτε καν το αναφέρει. Μοιράζεται, από την άποψη αυτή, την μοίρα των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τα οποία επίσης, ποτέ δεν έγιναν νόμος, αλλά οδήγησαν ως μια κατά κάποιο τρόπο σκιώδη ύπαρξη ως έκκληση για επί μέρους εξαιρετικές περιπτώσεις, για τις οποίες οι κανονικοί νομικοί θεσμοί δεν επαρκούσαν. ^ ^

Το δεύτερο μεγάλο σοκ που ο ευρωπαϊκός κόσμος υπέστη από την άφιξη των προσφύγων ήταν η συνειδητοποίηση ότι ήταν αδύνατο να απαλλαγεί από αυτούς ή να τους μετατρέψει σε υπηκόους της χώρας ασύλου. Από την αρχή όλοι είχαν συμφωνήσει ότι υπήρχαν μόνο δύο τρόποι για να λυθεί το πρόβλημα:. Επαναπατρισμός ή πολιτογράφηση – ^ Όταν το παράδειγμα των πρώτων κυμάτων Ρώσων και Αρμενίων απέδειξε ότι κανένας από τους δύο τρόπους δεν έδωσε απτά αποτελέσματα, οι χώρες της καταφυγής απλά αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την ανιθαγένεια σε όλες τις μεταγενέστερες αφίξεις, καθιστώντας έτσι την κατάσταση των προσφύγων, ακόμη πιο ανυπόφορη. ” Από την άποψη των ενδιαφερόμενων

Page 166: Hannah Arendt 24grammata.com

κυβερνήσεων ήταν αρκετά κατανοητό ότι θα έπρεπε να συνεχίσουν να υπενθυμίζουν στην Κοινωνία των Εθνών» ότι το έργο των Προσφύγων [ της ] έπρεπε να εκκαθαριστεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα “, είχαν πολλούς λόγους να φοβούνται ότι αυτοί που είχαν εξαχθεί από την παλιά τριάδα κράτους-λαών-εδάφους, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί τη βάση της Ευρωπαϊκής οργάνωσης και του πολιτικού πολιτισμού, διαμόρφωσαν μόνο την αρχή ενός αυξανόμενου κινήματος, ήταν μόνο η πρώτη στάλα από μια συνεχώς αυξανόμενη δεξαμενή. Ήταν φανερό, και ακόμη και η διάσκεψης της Εβιάν, το αναγνώρισε το 1938, ότι όλοι οι γερμανοί και αυστριακοί Εβραίοι ήταν δυνητικά ανιθαγενείς και ήταν απλά φυσικό ότι οι χώρες των μειονοτήτων θα έπρεπε να ενθαρρύνονται από το παράδειγμα της Γερμανίας να προσπαθήσουν να χρησιμοποιήσουν τις ίδιες μεθόδους για να απαλλαγούν από κάποιους μειονοτικούς πληθυσμούς τους ». Μεταξύ των μειονοτήτων οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι διέτρεξαν τους μεγαλύτερους κινδύνους και σύντομα παρουσίασαν το υψηλότερο ποσοστό ανιθαγένειας, αλλά απέδειξαν επίσης ότι οι μειονοτικές συνθήκες δεν πρόσφεραν κατ ‘ανάγκη προστασία, αλλά μπορούσαν επίσης να χρησιμεύσουν ως ένα εργαλείο διαχωρισμού ορισμένων ομάδων για ενδεχόμενη απέλαση.

Σχεδόν τόσο τρομακτικό, όσο αυτοί οι νέοι κίνδυνοι που απέρρεαν από τα παλιά προβληματικά σημεία της Ευρώπης ήταν το εντελώς νέο είδος συμπεριφοράς όλων των ευρωπαίων υπηκόων σε «ιδεολογικούς» αγώνες. Όχι μόνο εκεί όπου οι άνθρωποι απελάθηκαν από την χώρα και την ιθαγένεια, αλλά όλο και περισσότερα άτομα από όλες τις χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Δυτικών δημοκρατιών, προσφέρθηκαν εθελοντικά να πολεμήσουν σε εμφύλιους πολέμους στο εξωτερικό (κάτι που μέχρι τότε μόνο μερικοί ιδεαλιστές ή τυχοδιώκτες είχαν κάνει) ακόμα και όταν αυτό σήμαινε αποκοπής τους από τις εθνικές τους κοινότητες. Αυτό ήταν το μάθημα του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου και ένας από τους λόγους για τους οποίους οι κυβερνήσεις ήταν τόσο τρομοκρατημένες από τη Διεθνή Ταξιαρχία. Το ζήτημα δεν θα ήταν και τόσο κακό, αν αυτό σήμαινε ότι οι άνθρωποι δεν ήταν πλέον προσκολλημένοι τόσο στενά με την εθνικότητά τους και ήταν έτοιμοι τελικά να αφομοιωθούν σε μια άλλη εθνική κοινότητα. Αλλά αυτό δεν συνέβη καθόλου. Οι ανιθαγενείς είχαν ήδη δείξει ένα εκπληκτικό πείσμα στην εκ νέου διατήρηση της εθνικότητά τους, από κάθε άποψη, οι πρόσφυγες αντιπροσώπευαν χωριστές ξένες μειονότητες που συχνά δεν τους ένοιαζε να πολιτογραφηθούν, και ποτέ δεν ενώθηκαν μαζί, όπως οι μειονότητες είχαν κάνει προσωρινά, για την προάσπιση κοινών συμφερόντων. ^ ” Η διεθνής ταξιαρχία οργανώθηκε σε εθνικά τάγματα στα οποία οι Γερμανοί θεωρούσαν ότι πολεμούσαν εναντίον του Χίτλερ και οι Ιταλοί εναντίον του Μουσολίνι, όπως ακριβώς και λίγα χρόνια αργότερα, στην Αντίσταση, οι ισπανοί πρόσφυγες θεωρούσαν ότι πολεμούσαν εναντίον του Φράνκο, όταν βοήθησαν τους γάλλους εναντίον του Vichy. Αυτό που οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φοβούνταν τόσο πολύ σε αυτή τη διαδικασία ήταν ότι οι νέοι ανιθαγενείς δεν μπορούσαν πια να πουν ότι είναι αμφίβολης ή επισφαλούς εθνικότητας (απροσδιόριστης εθνικότητας) de nationalite indeterminee ). Ακόμα κι αν είχαν παραιτηθεί από την ιθαγένειά τους, δεν είχαν πλέον καμία συγκεκριμένη σύνδεση με ή πίστη στη χώρα καταγωγής τους και δεν εντόπιζαν την εθνικότητά τους με μια ευδιάκριτη, πλήρως αναγνωρισμένη κυβέρνηση, διατηρούσαν μια ισχυρή προσήλωση στην εθνικότητά τους. Οι εθνικά διαχωρισμένες ομάδες και οι μειονότητες, χωρίς βαθιές ρίζες στην επικράτειά τους και χωρίς πίστη ή σχέση με το κράτος, είχε παύσει να είναι χαρακτηριστικό μόνο της Ανατολής. Είχαν ήδη διεισδύσει, με την μορφή των προσφύγων και των ανιθαγενών, στα παλαιότερα έθνη-κράτη της Δύσης.

Page 167: Hannah Arendt 24grammata.com

Το πραγματικό πρόβλημα ξεκίνησε μόλις δοκιμάστηκαν οι δύο αναγνωρισμένες θεραπείες, του επαναπατρισμού και της πολιτογράφησης. Τα μέτρα επαναπατρισμού φυσικά απέτυχαν όταν δεν υπήρχε καμία χώρα στην οποία αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούσαν να απελαθούν. Δεν απέτυχε λόγω της θεώρησης για τους ανιθαγενείς (όπως μπορεί να φαίνεται σήμερα, όταν η Σοβιετική Ρωσία διεκδικεί πρώην πολίτες της και οι δημοκρατικές χώρες θα πρέπει να τους προστατεύσουν από έναν επαναπατρισμό που δεν θέλουν) και όχι εξαιτίας των ανθρωπιστικών αισθημάτων εκ μέρους των χωρών που είχαν πλημμυρίσει από πρόσφυγες, αλλά επειδή ούτε η χώρα καταγωγής ούτε οποιαδήποτε άλλη συμφώνησε να αποδεχθεί τον ανιθαγενή. Μπορεί να φαίνεται ότι η ίδια η «μη απελασιμότητα» (undeportability) του άπατρη θα έπρεπε να εμποδίζει μια κυβέρνηση να τον απελάσει, αλλά επειδή ο άνθρωπος χωρίς κράτος ήταν «μια ανωμαλία για την οποία δεν υπάρχει κατάλληλη θέση στο πλαίσιο του γενικού δικαίου» – εκτός νόμου εξ ορισμού – ήταν εντελώς στο έλεος της αστυνομίας, η οποία δεν ανησυχούσε πάρα πολύ στο να διαπράξει μερικές παράνομες πράξεις, προκειμένου να μειωθεί βάρος της χώρας από τους ανεπιθύμητους, με άλλα λόγια, το κράτος, επιμένοντας στο κυριαρχικό δικαίωμα της απέλασης, εξωθήθηκε από τον παράνομο χαρακτήρα της ανιθαγένειας σε ομολογουμένως παράνομες πράξεις. Απελαύνει λαθραία ανιθαγενείς της, στις γειτονικές χώρες, με αποτέλεσμα οι τελευταίες να ανταποδίδουν το ίδιο. Η ιδανική λύση του επαναπατρισμού, για να περάσουν λαθραία τον πρόσφυγα πίσω στη χώρα καταγωγής του, πέτυχε μόνο σε μερικές εξαιρετικές περιπτώσεις, εν μέρει επειδή μια μη-ολοκληρωτική αστυνομία εξακολουθεί να περιορίζεται από μερικά στοιχειώδη ηθικά ζητήματα, εν μέρει επειδή ο ανιθαγενής ήταν τόσο πιθανό να εισέλθει λαθραία πίσω από την χώρα καταγωγής του όσο και από οποιαδήποτε άλλη, και τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, διότι η συνολική κυκλοφορία θα μπορούσε να συνεχιστεί μόνο με τις γειτονικές χώρες. Οι συνέπειες αυτής της παράνομης μετακίνησης ήταν μικροί πόλεμοι μεταξύ αστυνομιών στα σύνορα, οι οποίοι δεν συμβάλλουν ακριβώς στις καλές διεθνείς σχέσεις και μια συσσώρευση ποινών φυλάκισης για τους ανιθαγενείς οι οποίοι με την βοήθεια της αστυνομίας από μία χώρα, είχαν περάσει “παράνομα” στο έδαφος μιας άλλης.

Κάθε προσπάθεια από διεθνείς διασκέψεις για τη δημιουργία κάποιου νομικού καθεστώτος για τους ανιθαγενείς απέτυχε γιατί καμία συμφωνία δεν ήταν δυνατόν να αντικαταστήσει το έδαφος στο οποίο ένας αλλοδαπός, στο πλαίσιο της υφιστάμενης νομοθεσίας, πρέπει να είναι απελάσιμος. Όλες οι συζητήσεις σχετικά με τα προβλήματα των προσφύγων περιστράφηκε γύρω από αυτό ένα ερώτημα: Πώς μπορεί ο πρόσφυγας να γίνει απελάσιμος και πάλι; Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και τα στρατόπεδα εκτοπισμένων (DP camps) δεν ήταν απαραίτητα για να δείξουν ότι το μόνο πρακτικό υποκατάστατο για μια ανύπαρκτη πατρίδα ήταν ένα στρατόπεδο εγκλεισμού. Πράγματι, ήδη από τη δεκαετία του τριάντα αυτή ήταν η μόνη ” χώρα ” που ο κόσμος είχε να προσφέρει στους ανιθαγενείς.

Η πολιτογράφηση, από την άλλη πλευρά, αποδείχθηκε επίσης ότι είναι μια αποτυχία. Το όλο σύστημα πολιτογράφησης των ευρωπαϊκών χωρών κατέρρευσε όταν βρέθηκε αντιμέτωπο με τους ανιθαγενείς, και αυτό για τους ίδιους λόγους που το δικαίωμα του ασύλου είχε αναιρεθεί. Ουσιαστικά η πολιτογράφηση ήταν ένα προσάρτημα στη νομοθεσία του έθνους-κράτους, που υπολογίζει μόνο τους «υπηκόους», τους ανθρώπους που γεννήθηκαν στο έδαφός του και τους πολίτες του από τη γέννησή τους. Η πολιτογράφηση ήταν αναγκαία, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για μεμονωμένα άτομα των οποίων οι συνθήκες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα ξένο έδαφος. Η

Page 168: Hannah Arendt 24grammata.com

όλη διαδικασία χάλασε όταν έγινε ένα ζήτημα χειρισμού μαζικών αιτήσεων πολιτογράφησης: ακόμη και από την καθαρά διοικητική άποψη, καμία ευρωπαϊκή δημόσια υπηρεσία δεν θα μπορούσε ενδεχομένως να ανταπεξέλθει στο πρόβλημα. Αντί να πολιτογραφήσουν τουλάχιστον ένα μικρό μέρος των νέων αφίξεων, οι χώρες άρχισαν να ακυρώνουν προγενέστερες πολιτογραφήσεις, εν μέρει λόγω του γενικού πανικού και εν μέρει επειδή η άφιξη μεγάλων μαζών νεοεισερχομένων στην πραγματικότητα άλλαξε την πάντα επισφαλή θέση των πολιτογραφημένων πολιτών της ίδιας καταγωγής. Η ακύρωση της πολιτογράφησης ή η εισαγωγή των νέων νόμων που άνοιξαν προφανώς το δρόμο για τη μαζική από-πολιτογράφηση ^ ” γκρέμισε τι λίγη πίστη που οι πρόσφυγες θα μπορούσαν να διατηρούν στη δυνατότητα προσαρμογής τους σε μια νέα φυσιολογική ζωή, αν αφομοίωση στη νέα χώρα κάποτε φαινόταν λίγο άθλια ή απιστία, ήταν πλέον απλά γελοία. Η διαφορά μεταξύ ενός πολιτογραφημένου πολίτη και ενός ανιθαγενή κατοίκου δεν ήταν αρκετά μεγάλη για να δικαιολογήσει οποιαδήποτε προσπάθεια, ο πρώτος συχνά στερείται σημαντικών πολιτικών δικαιωμάτων και απειλείται ανά πάσα στιγμή με την τύχη του τελευταίου. Πολιτογραφημένα άτομα σε μεγάλο βαθμό εξομοιώθηκαν με την κατάσταση των απλών αλλοδαπών, και δεδομένου ότι ο πολιτογραφημένος είχε ήδη χάσει την προηγούμενη ιθαγένειά του, τα μέτρα αυτά απλώς απείλησαν μια άλλη σημαντική ομάδα με ανιθαγένεια.

Ήταν σχεδόν θλιβερό να βλέπουμε πόσο αβοήθητες ήταν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, παρά τη συνειδητοποίησή τους από τον κίνδυνο της ανιθαγένειας για τους καθιερωμένους νομικούς και πολιτικούς θεσμούς τους και παρ ‘όλες τις προσπάθειές τους για να ανακόψουν το κύμα. Εκρηκτικά γεγονότα δεν ήταν πλέον αναγκαία. Μόλις μια σειρά από ανιθαγενείς εισέρχονταν σε μια κατά τα άλλα φυσιολογική χώρα, η ανιθαγένεια εξαπλωνόταν σαν μια μεταδοτική ασθένεια. Όχι μόνο εκεί όπου πολιτογραφημένοι πολίτες ήταν σε κίνδυνο να επανέλθουν στο καθεστώς της ανιθαγένειας, αλλά οι συνθήκες διαβίωσης για όλους τους αλλοδαπούς επιδεινώνονταν αισθητά. Στη δεκαετία του τριάντα έγινε όλο και δυσκολότερο να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ των ανιθαγενών προσφύγων και των κανονικά διαμενόντων αλλοδαπών. Μόλις η κυβέρνηση προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει το δικαίωμά της και να επαναπατρίσει ένα αλλοδαπό κάτοικο παρά τη θέλησή του, θα κάνει τα πάντα για να βρει καταφύγιο στην ανιθαγένεια. Κατά τη διάρκεια του πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου οι αλλοδαποί εχθροί είχαν ήδη ανακαλύψει τα μεγάλα πλεονεκτήματα της ανιθαγένειας. Αλλά αυτό που τότε ήταν πονηριά των μεμονωμένων ατόμων που βρήκαν ένα παραθυράκι στο νόμο είχε γίνει τώρα η ενστικτώδης αντίδραση των μαζών. Η Γαλλία, η μεγαλύτερη περιοχή υποδοχής μεταναστών της Ευρώπης, – * επειδή είχε ρυθμίσει την χαοτική αγορά εργασίας καλώντας αλλοδαπούς εργαζομένους σε στιγμές ανάγκης και απελαύνοντάς τους σε περιόδους ανεργίας και κρίσης, δίδαξε τους αλλοδαπών της ένα μάθημα για τα πλεονεκτήματα της ανιθαγένειας που δεν ξέχασαν εύκολα. Μετά το 1935, το έτος του μαζικού επαναπατρισμού από την κυβέρνηση Λαβάλ από την οποία μόνο οι ανιθαγενείς σώθηκαν, οι λεγόμενοι «οικονομικοί μετανάστες» και άλλες ομάδες από προηγούμενες προελεύσεις – Βαλκάνιοι, Ιταλοί. Πολωνοί, και Ισπανοί – αναμιγνύονται με τα κύματα των προσφύγων σε ένα κουβάρι που ποτέ ξανά δεν θα μπορέσει να ξεμπλέξει.

Πολύ χειρότερα από ό, τι έκανε η ανιθαγένεια στις από καιρού καθιερωμένες και αναγκαίες διακρίσεις μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών, καθώς και το κυρίαρχο δικαίωμα των κρατών σε θέματα εθνικότητας και απέλασης, ήταν η ζημία που

Page 169: Hannah Arendt 24grammata.com

υπέστησαν από την ίδια τη δομή των νομικών εθνικών θεσμών, όταν ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων έπρεπε να ζει εκτός της δικαιοδοσίας αυτών των νόμων και χωρίς να προστατεύεται από οποιονδήποτε άλλο. Ο ανιθαγενής, χωρίς δικαίωμα διαμονής και χωρίς δικαίωμα στην εργασία, παρέβαινε βέβαια συνεχώς το νόμο. Ήταν υποκείμενος σε ποινές φυλάκισης, χωρίς ποτέ να διαπράξει έγκλημα. Περισσότερο από αυτό, ολόκληρη η ιεραρχία των αξιών που ίσχυαν σε πολιτισμένες χώρες αντιστράφηκε στην περίπτωσή του. Δεδομένου ότι ήταν η ανωμαλία για την οποία η γενική νομοθεσία δεν προέβλεπε, θα ήταν καλύτερα γι ‘αυτόν να γίνει μια ανωμαλία για την οποία προέβλεπε, αυτή του ποινικού.

Το καλύτερο κριτήριο για να αποφασιστεί εάν κάποιος έχει εξωθηθεί έξω από τα όρια του νόμου είναι η ερώτηση αν θα επωφεληθεί από τη διάπραξη ενός εγκλήματος. Αν μια μικρή διάρρηξη είναι πιθανό να βελτιώσει τη νομική του θέση, τουλάχιστον προσωρινά, μπορεί κανείς να είναι σίγουρος ότι έχει στερηθεί των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Γιατί τότε ένα ποινικό αδίκημα γίνεται η καλύτερη ευκαιρία για να ανακτήσει κάποιο είδος της ανθρώπινης ισότητας, ακόμη και αν είναι ως μια αναγνωρισμένη εξαίρεση στον κανόνα. Το ένα σημαντικό γεγονός είναι ότι αυτή η εξαίρεση προβλεπόταν από το νόμο. Ως εγκληματίας, ακόμη και ένας ανιθαγενής δεν θα αντιμετωπίζεται χειρότερα από ό, τι ένας άλλος εγκληματίας, δηλαδή, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως όλοι οι άλλοι. Μόνο ως δράστης εναντίον του νόμου μπορεί να κερδίσει την προστασία από αυτόν. Όσο η δίκη και η καταδίκη του διαρκέσει, θα είναι ασφαλής από την αυθαίρετη εξουσία της αστυνομίας ενάντια στην οποία δεν υπάρχουν ούτε δικηγόροι ούτε προσφυγές. Ο ίδιος άνθρωπος που ήταν στη φυλακή χτες λόγω της απλής παρουσίας του σε αυτόν τον κόσμο, ο οποίος δεν είχε κανένα απολύτως δικαίωμα και ζούσε υπό την απειλή της απέλασης, ή που στελνόταν χωρίς ποινή και χωρίς δίκη σε κάποιο είδος εγκλεισμού, επειδή είχε προσπαθήσει να εργαστεί και να ζήσει, μπορεί να γίνει σχεδόν ένας ολοκληρωμένος πολίτης λόγω μιας μικρής κλοπής. Ακόμα κι αν είναι αδέκαρος μπορεί να πάρει τώρα ένα δικηγόρο, να διαμαρτυρηθεί για τους δεσμοφύλακές του και θα πρέπει να ακουστεί με σεβασμό. Δεν είναι πλέον το απόβρασμα της γης, αλλά αρκετά σημαντικός ώστε να ενημερωθεί για όλες τις λεπτομέρειες του νόμου βάσει του οποίου θα να δικαστεί. Έχει γίνει εκ νέου ένα αξιοσέβαστο άτομο.

Ένας πολύ λιγότερο αξιόπιστος και πολύ πιο δύσκολος τρόπος να ανέλθει από μια μη αναγνωρισμένη ανωμαλία στο καθεστώς της αναγνωρισμένης εξαίρεσης θα ήταν να γίνει μια ιδιοφυΐα. Ακριβώς όπως ο νόμος γνωρίζει μόνο μια διαφορά μεταξύ των ανθρώπων, την διαφορά μεταξύ του κανονικού μη-εγκληματία και την ανώμαλη του εγκληματία, έτσι, μια κομφορμιστική κοινωνία έχει αναγνωρίσει μόνο μια μορφή καθορισμένου ατομικισμού, την ιδιοφυΐα. Η ευρωπαϊκή αστική κοινωνία ήθελε η ιδιοφυΐα να μείνει έξω από τους ανθρώπινους νόμους, να είναι ένα είδος τέρατος του οποίου η κύρια κοινωνική λειτουργία ήταν να δημιουργήσει ενθουσιασμό, και δεν έχει σημασία αν όντως ήταν εκτός νόμου. Επιπλέον, η απώλεια της ιδιότητας του πολίτη στερεί τους ανθρώπους όχι μόνο της προστασίας, αλλά και από κάθε σαφώς καθορισμένη, επίσημα αναγνωρισμένη ταυτότητα, πράγμα για το οποίο οι αιώνιες πυρετώδεις προσπάθειες τους για την απόκτηση τουλάχιστον πιστοποιητικών γέννησης από τη χώρα που τους στέρησε την εθνικότητα ήταν ένα πολύ ακριβό σύμβολο, ένα από τα προβλήματά τους λύνεται όταν πετύχουν το βαθμό διάκρισης που θα σώσει έναν άνθρωπο από το τεράστιο και ανώνυμο πλήθος. Μόνο η φήμη ενδεχομένως θα απαντήσει στην επαναλαμβανόμενη διαμαρτυρία των προσφύγων όλων των κοινωνικών στρωμάτων ότι «κανείς εδώ δεν ξέρει ποιος είμαι» και είναι

Page 170: Hannah Arendt 24grammata.com

αλήθεια ότι οι ευκαιρίες του διάσημου πρόσφυγα βελτιώνονται ακριβώς όπως ένα σκυλί με ένα όνομα έχει μια καλύτερη ευκαιρία για να επιβιώσει από ένα αδέσποτο σκυλί που είναι απλά γενικά ένας σκύλος.

Το έθνος -κράτος, ανίκανο να παράσχει ένα νόμο για εκείνους που έχουν χάσει την προστασία της εθνικής κυβέρνησης, μεταφέρει το όλο θέμα στην αστυνομία. Ήταν η πρώτη φορά που η αστυνομία στη Δυτική Ευρώπη είχε λάβει την εξουσία να ενεργεί μόνη της, να άρχει άμεσα πάνω από στους ανθρώπους, σε μια σφαίρα της δημόσιας ζωής δεν ήταν πλέον ένα μέσο για την εκτέλεση και την επιβολή του νόμου, αλλά είχε γίνει μια κυβερνώσα αρχή ανεξάρτητη από την κυβέρνηση και τα υπουργεία. Η δύναμή της και η χειραφέτησή της από τον νόμο και την κυβέρνηση αυξήθηκε σε άμεση αναλογία με η εισροή των προσφύγων. Όσο μεγαλύτερη είναι η αναλογία των ανιθαγενών και δυνητικά ανιθαγενών σε σχέση με το σύνολο του πληθυσμού – στην προπολεμική Γαλλία είχε φτάσει το 10 τοις εκατό του συνόλου – τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος της σταδιακής μετατροπής σε ένα αστυνομικό κράτος.

Είναι αυτονόητο ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, όπου η αστυνομία είχε ανέλθει στην κορυφή της εξουσίας, ήταν ιδιαίτερα πρόθυμη να εδραιώσει την εξουσία αυτή μέσω της κυριαρχίας πάνω σε μεγάλες ομάδες ανθρώπων, οι οποίοι, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε παραβάσεις που διαπράττονται από άτομα, βρέθηκαν ούτως ή άλλως πέρα από τα όρια του νόμου. Στη ναζιστική Γερμανία, οι νόμοι της Νυρεμβέργης με διάκριση μεταξύ των Reich πολιτών (πολίτες με πλήρη δικαιώματα) και των υπηκόων (πολίτες δεύτερης κατηγορίας, χωρίς πολιτικά δικαιώματα), είχε προετοιμάσει το έδαφος για μια εξέλιξη στην οποία τελικά όλοι οι υπήκοοι με «αλλοδαπό αίμα» θα μπορούσαν να χάσουν την εθνικότητά τους με επίσημο διάταγμα, μόνο το ξέσπασμα του πολέμου εμπόδισε την αντίστοιχη νομοθεσία, η οποία είχε προετοιμαστεί με κάθε λεπτομέρεια. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση των ομάδων των ανιθαγενών στις μη-ολοκληρωτικές χώρες οδήγησε σε μια μορφή ανομίας, που οργανώθηκε από την αστυνομία, η οποία ουσιαστικά οδήγησε στο συντονισμό του ελεύθερου κόσμου με τη νομοθεσία των ολοκληρωτικών χωρών. Ότι στρατόπεδα συγκέντρωσης διατέθηκαν τελικά για τις ίδιες ομάδες σε όλες τις χώρες, ακόμη και αν υπήρχαν σημαντικές διαφορές στην αντιμετώπιση των κρατουμένων τους, ήταν ακόμη πιο χαρακτηριστικό, όπως η επιλογή των ομάδων που αφέθηκε αποκλειστικά στην πρωτοβουλία των ολοκληρωτικών καθεστώτων: αν οι Ναζί έβαζαν ένα άτομο σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης και αν αυτός έκανε μια επιτυχή απόδραση, ας πούμε στην Ολλανδία, οι Ολλανδοί θα τον έβαζαν σε ένα στρατόπεδο εγκλεισμού. Έτσι, πολύ πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, η αστυνομία σε ορισμένες δυτικές χώρες, υπό το πρόσχημα της «εθνικής ασφάλειας», είχε με δική της πρωτοβουλία συστήσει στενές σχέσεις με την Γκεστάπο και την GPU, έτσι ώστε θα μπορούσε κανείς να πει ότι υπήρχε μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική της αστυνομίας. Αυτή η κατευθυνόμενη από την αστυνομία εξωτερική πολιτική λειτουργούσε εντελώς ανεξάρτητα από τις επίσημες κυβερνήσεις, οι σχέσεις μεταξύ της Γκεστάπο και της γαλλικής αστυνομίας δεν ήταν ποτέ πιο εγκάρδιες από ό, τι την εποχή της κυβέρνησης λαϊκού μετώπου του Leon Blum, που καθοδηγήθηκε από μια σαφώς αντι – γερμανική πολιτική. Σε αντίθεση με τις κυβερνήσεις, οι διάφορες οργανώσεις της αστυνομίας δεν ήταν ποτέ φορτωμένες με “προκαταλήψεις” ενάντια σε οποιοδήποτε ολοκληρωτικό καθεστώς, οι πληροφορίες και οι καταγγελίες που ελήφθησαν από τους πράκτορες της GPU ήταν εξίσου ευπρόσδεκτες γι’ αυτές με εκείνες από τους φασίστες πράκτορες ή τους πράκτορες της Γκεστάπο. Ήξεραν για τον εξέχοντα ρόλο του μηχανισμού της αστυνομίας σε όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, ήξεραν για το υψηλό κοινωνικό

Page 171: Hannah Arendt 24grammata.com

καθεστώς και την πολιτική σημασία του, και ποτέ δεν μπήκαν στον κόπο να κρύψουν τη συμπάθειά τους. Ότι οι Ναζί συνάντησαν τελικά τόσο επαίσχυντα μικρή αντίσταση από την αστυνομία στις χώρες που είχαν καταλάβει και ότι ήταν σε θέση να οργανώσουν την τρομοκρατία όσο το έκαναν με τη βοήθεια αυτών των τοπικών αστυνομικών δυνάμεων, οφείλεται τουλάχιστον εν μέρει στην ισχυρή θέση που η αστυνομία είχε επιτύχει τα τελευταία χρόνια με την απεριόριστη και αυθαίρετη κυριαρχία της στους ανιθαγενείς και τους πρόσφυγες.

Τόσο στην ιστορία του «έθνους των μειονοτήτων» όσο και στη διαμόρφωση του ανιθαγενούς ανθρώπου, οι Εβραίοι έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Ήταν επικεφαλείς του λεγόμενου κινήματος των μειονοτήτων λόγω της μεγάλης ανάγκης τους για προστασία (που συγκρίνεται μόνο με την ανάγκη των Αρμενίων) και τις εξαιρετικές διεθνείς διασυνδέσεις τους, αλλά πάνω απ ‘όλα επειδή δεν αποτελούσαν την πλειοψηφία σε καμία χώρα και ως εκ τούτου θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως η κατ ‘εξοχήν μειονότητα, δηλαδή, η μόνη μειονότητα της οποίας τα συμφέροντα θα μπορούσαν να υπερασπίζονται μόνο από διεθνώς εγγυημένη προστασία.

Οι ειδικές ανάγκες των Εβραίων ήταν το καλύτερο δυνατό πρόσχημα για την άρνηση ότι οι Συνθήκες ήταν ένας συμβιβασμός μεταξύ της τάσης των νέων εθνών να αφομοιώσουν βίαια ξένους λαούς και εθνότητες που για λόγους σκοπιμότητας δεν θα μπορούσε να τους χορηγηθεί το δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση.

Ένα παρόμοιο περιστατικό έκαναν οι Εβραίοι εμφανές κατά τη συζήτηση του προβλήματος των προσφύγων και της ανιθαγένειας. Οι πρώτοι Heimatlose ή απάτριδες, όπως αυτοί δημιουργήθηκαν από τις Συνθήκες Ειρήνης, ήταν ως επί το πλείστον Εβραίοι που ήρθαν από τα κράτη διαδοχής και δεν ήταν σε θέση ή δεν επιθυμούσαν να τεθούν υπό την νέα μειονοτική προστασία της πατρίδας τους. Μέχρι η Γερμανία να εξωθήσει τον Εβραϊσμό της Γερμανίας στη μετανάστευση και την ανιθαγένεια δεν αποτελούσαν ένα πολύ σημαντικό τμήμα των ανιθαγενών. Όμως, στα χρόνια μετά την επιτυχή δίωξη των Γερμανών Εβραίων από τον Χίτλερ όλες οι χώρες με μειονότητες άρχισαν να σκέφτονται με όρους εκπατρισμού των μειονοτήτων τους, και ήταν απλά φυσικό ότι θα έπρεπε να ξεκινήσουν με την κατ’ εξοχήν μειονότητα, την μόνη εθνότητα που στην πραγματικότητα δεν είχε καμία άλλη προστασία από ένα μειονοτικό σύστημα, το οποίο είχε γίνει πλέον μια παρωδία.

Η αντίληψη ότι η ανιθαγένεια είναι πρωτίστως ένα εβραϊκό πρόβλημα ήταν ένα πρόσχημα που χρησιμοποιήθηκε από όλες τις κυβερνήσεις που προσπάθησαν να διευθετήσουν το πρόβλημα αγνοώντας το. Κανένας από τους πολιτικούς δεν γνώριζε ότι η λύση του εβραϊκού προβλήματος από τον Χίτλερ, πρώτα για τη μείωση των Γερμανών Εβραίων σε μη-αναγνωρίσιμη μειονότητα στη Γερμανία, στη συνέχεια, να τους οδηγήσει ως ανιθαγενείς πέρα από τα σύνορα και, τέλος, να τους συγκεντρώσει πίσω από παντού προκειμένου να τους στείλει σε στρατόπεδα εξόντωσης, ήταν μια εύγλωττη επίδειξη για τον υπόλοιπο κόσμο πώς πραγματικά να “εκκαθαρίσει” όλα τα προβλήματα που αφορούν τις μειονότητες και τους ανιθαγενείς. Μετά τον πόλεμο, αποδείχθηκε ότι το εβραϊκό ζήτημα, το οποίο θεωρήθηκε το μόνο αδιάλυτο, είχε πράγματι λυθεί – δηλαδή, μέσω ενός αποικισμένου και στη συνέχεια κατακτημένου εδάφους – αλλά αυτό δεν έλυσε ούτε το πρόβλημα των μειονοτήτων, ούτε των ανιθαγενών. Αντίθετα, όπως και σχεδόν όλα τα άλλα γεγονότα του αιώνα μας, η λύση του εβραϊκού ζητήματος απλώς παρήγαγε μια νέα κατηγορία προσφύγων, τους Άραβες, αυξάνοντας έτσι τον αριθμό των ανιθαγενών και των χωρίς δικαιώματα με

Page 172: Hannah Arendt 24grammata.com

ένα επιπλέον αριθμό 700.000 με 800.000 ατόμων. Και αυτό που συνέβη στην Παλαιστίνη εντός μικρότερων εδαφών και με όρους εκατοντάδων χιλιάδων επαναλήφθηκε στη συνέχεια στην Ινδία σε μια μεγάλη κλίμακα εμπλέκοντας πολλά εκατομμύρια ανθρώπους. Μετά τις Συνθήκες Ειρήνης του 1919 και του 1920, οι πρόσφυγες και οι ανιθαγενείς έχουν προσκολληθεί σαν κατάρα σε όλα τα νεοσύστατη κράτη της γης που δημιουργήθηκαν κατ ‘εικόνα του έθνους-κράτους.

Για αυτά τα νέα κράτη αυτή η κατάρα φέρει τα μικρόβια από μια θανάσιμη ασθένεια. Όσον αφορά το έθνος-κράτος δεν μπορεί να υπάρξει όταν η αρχή του, της ισότητας ενώπιον του νόμου καταρρεύσει. Χωρίς αυτή τη νομική ισότητα, η οποία αρχικά προοριζόταν να αντικαταστήσει τους παλαιότερους νόμους και αποφάσεις της φεουδαρχικής κοινωνίας, το έθνος διαλύεται σε μια άναρχη μάζα πλεονεκτούντων και μειονεκτούντων ατόμων. Οι νόμοι που δεν είναι ίσοι για όλους αναστρέφουν σε δικαιώματα και προνόμια, κάτι αντιφατικό προς την ίδια τη φύση των εθνών-κρατών. Όσο σαφέστερη είναι η απόδειξη της αδυναμίας τους για την αντιμετώπιση των ανιθαγενών ως νόμιμα άτομα και όσο μεγαλύτερη είναι η επέκταση της αυθαίρετης εξουσίας από τις αστυνομικές διαταγές, τόσο δυσκολότερο είναι για τα κράτη να αντισταθούν στον πειρασμό να στερήσουν από όλους τους πολίτες το νομικό καθεστώς και να τους κυβερνήσουν με μια πανίσχυρη αστυνομία.

II : Οι περιπλοκές των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα, ήταν μια κρίσιμη καμπή στην ιστορία. Αυτό δεν σήμαινε τίποτα περισσότερο ούτε λιγότερο από το ότι από τότε ο άνθρωπος, και όχι η εντολή του Θεού ή τα έθιμα της ιστορίας, θα πρέπει να είναι η πηγή του νόμου. Ανεξάρτητα από τα προνόμια που η ιστορία είχε εναποθέσει επάνω σε ορισμένα στρώματα της κοινωνίας ή ορισμένες χώρες, η διακήρυξη σηματοδότησε την χειραφέτηση του ανθρώπου από κάθε κηδεμονία και ανήγγειλε ότι είχε πια ενηλικιωθεί.

Πέρα από αυτό, υπήρχε μια άλλη επίπτωση την οποία οι συντάκτες της διακήρυξης μόνο κατά το ήμισυ γνώριζαν. Η διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου είχε επίσης ως στόχο να είναι μια πολυπόθητη προστασία στη νέα εποχή, όπου τα άτομα δεν ήταν πλέον ασφαλή στα κτήματα στα οποία γεννήθηκαν ή σίγουροι για την ισότητα τους ενώπιον του Θεού ως Χριστιανοί. Με άλλα λόγια, στη νέα εκκοσμικευμένη και χειραφετημένη κοινωνία, οι άνθρωποι δεν ήταν πλέον σίγουροι για αυτά τα κοινωνικά και ανθρώπινα δικαιώματα τα οποία μέχρι τότε ήταν έξω από την πολιτική τάξη και ήταν εγγυημένα όχι από την κυβέρνηση και το σύνταγμα, αλλά από κοινωνικές, πνευματικές και θρησκευτικές δυνάμεις. Ως εκ τούτου, σε όλο τον δέκατο ένατο αιώνα, η κοινή πεποίθηση ήταν ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα έπρεπε να αποτελούν αντικείμενο επίκλησης, όταν τα άτομα χρειάζονται προστασία από τη νέα εθνική κυριαρχία του κράτους και τη νέα αυθαιρεσία της κοινωνίας.

Τα Δικαιώματα του Ανθρώπου είχαν ανακηρυχθεί « αναφαίρετα », αμείωτα και μη-απορρέοντα από άλλα δικαιώματα ή νόμους, δεν έγινε επίκληση καμιάς εξουσίας για τη σύστασή τους. Ο ίδιος ο άνθρωπος ήταν πηγή τους, καθώς και απώτερος στόχος τους. Κανένας ειδικός νόμος, εξάλλου, δεν κρίθηκε αναγκαίος για την προστασία τους επειδή όλοι οι νόμοι υποτίθεται ότι βασίζονταν πάνω τους. Ο άνθρωπος εμφανίστηκε ως ο μόνος κυρίαρχος σε θέματα νομοθεσίας όπως ο λαός ανακηρύχθηκε ο μόνος κυρίαρχος σε θέματα διακυβέρνησης. Η κυριαρχία του λαού

Page 173: Hannah Arendt 24grammata.com

(διαφορετική από εκείνη του πρίγκιπα) δεν ανακηρύχθηκε από τη χάρη του Θεού, αλλά στο όνομα του ανθρώπου, έτσι ώστε να φαίνεται φυσικό ότι τα «αναφαίρετη» δικαιώματα του ανθρώπου θα βρουν την εγγύηση και θα γίνουν αναπόσπαστο μέρος του δικαιώματος του λαού στην κυρίαρχη αυτό-διακυβέρνηση.

Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος είχε μόλις εμφανιστεί ως πλήρως χειραφετημένο, εντελώς απομονωμένο ον που έφερε την αξιοπρέπειά του μέσα στον εαυτό του, χωρίς αναφορά σε κάποια περικλείουσα τάξη, όταν εξαφανίστηκε και πάλι σε ένα μέλος ενός λαού. Από την αρχή το παράδοξο που εμπλέκεται στην διακήρυξη των αναφαίρετων δικαιωμάτων του ανθρώπου ήταν ότι υπολογίζεται με ένα «αφηρημένο» ανθρώπινο ον που φαίνεται να μην υπάρχει πουθενά, ενώ ακόμη και οι άγριοι ζούσαν σε κάποιο είδος κοινωνικής τάξης. Εάν μια φυλετική ή άλλη “προγενέστερη” κοινότητα δεν απολάμβανε ανθρώπινα δικαιώματα, ήταν προφανώς επειδή στο σύνολό της δεν είχε φτάσει ακόμα σε αυτό το στάδιο του πολιτισμού, το στάδιο της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας, αλλά καταπιεζόταν από ξένους ή ντόπιους δεσπότες. Το όλο ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ως εκ τούτου, είχε γρήγορα και άρρηκτα αναμειχθεί με το ζήτημα της εθνικής χειραφέτησης, μόνο η χειραφετημένη κυριαρχία του λαού, ενός μοναδικού λαού, φάνηκε να είναι σε θέση να τα εξασφαλίσει. Καθώς η ανθρωπότητα, από τη Γαλλική Επανάσταση, συνελήφθη στην εικόνα μιας οικογένειας εθνών, έγινε σταδιακά αυτονόητο ότι ο λαός, και όχι το άτομο, ήταν η εικόνα του ανθρώπου.

Η πλήρης επίπτωση αυτής της αναγνώρισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου με τα δικαιώματα των λαών στο ευρωπαϊκό σύστημα του έθνους-κράτους ήρθε στο φως μόνο όταν εμφανίστηκε ξαφνικά ένας αυξανόμενος αριθμός ατόμων και λαών των οποίων τα στοιχειώδη δικαιώματα ήταν τόσο λίγο προστατευμένα από τη συνήθη λειτουργία των εθνών-κρατών στο κέντρο της Ευρώπης, όπως θα ήταν στην καρδιά της Αφρικής. Τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, τελικά, είχαν οριστεί ως ” αναφαίρετα ” επειδή υποτίθεται ότι ήταν ανεξάρτητα από όλες τις κυβερνήσεις, αλλά αποδείχθηκε ότι την στιγμή που τα ανθρώπινα όντα στερήθηκαν τη δική τους κυβέρνηση και έπρεπε να επιστρέψουν πίσω στα ελάχιστα δικαιώματα τους, καμία αρχή δεν έμεινε για την προστασία τους και κανένας θεσμός δεν ήταν πρόθυμος να τους τα εγγυηθεί. Ή όταν, όπως στην περίπτωση των μειονοτήτων, ένας διεθνής οργανισμός σφετερίστηκε για τον εαυτό του μια μη-κυβερνητική αρχή, η αποτυχία του ήταν εμφανής ακόμη και πριν τα μέτρα του υλοποιηθούν πλήρως, όχι μόνο εκεί όπου οι κυβερνήσεις λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτά αντιτίθεντο με αυτήν την παραβίαση της κυριαρχίας τους, αλλά και οι ίδιες οι ενδιαφερόμενες εθνότητες δεν αναγνώρισαν μια μη-εθνική εγγύηση, δυσπιστώντας σε οτιδήποτε δεν ήταν σαφής υποστήριξη των ” εθνικών ” τους ( σε αντιδιαστολή με τα απλά ” γλωσσικά, θρησκευτικά και εθνοτικά » ) δικαιωμάτων, και προτίμησαν είτε, όπως οι Γερμανοί ή οι Ούγγροι, να στραφούν προς την προστασία της ” εθνικής ” μητέρας πατρίδας, ή, όπως οι Εβραίοι, σε κάποιο είδος διαπεριφερειακή αλληλεγγύης.

Οι ανιθαγενείς ήταν τόσο πεπεισμένοι όσο και οι μειονότητες ότι η απώλεια των εθνικών δικαιωμάτων ήταν ταυτόσημη με την απώλεια των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ότι το πρώτο συνεπάγεται αναπόφευκτα το τελευταίο. Όσο περισσότερο αποκλείονταν από δικαιώματα σε οποιαδήποτε μορφή, τόσο περισσότερο έτειναν να αναζητούν μια επανένταξη σε μια εθνική, στη δική τους εθνική κοινότητα. Οι Ρώσοι πρόσφυγες ήταν μόνο οι πρώτοι που επέμειναν στην εθνικότητά τους και υπερασπίστηκαν τους εαυτούς τους με μανία ενάντια στις προσπάθειες να τους

Page 174: Hannah Arendt 24grammata.com

σωρεύσουν μαζί με άλλους ανιθαγενείς. Μετά από αυτούς, ούτε μια ενιαία ομάδα προσφύγων ή εκτοπισθέντων έχει αποτύχει να αναπτύξει μια άγρια, βίαιη ομαδική συνείδηση και να φωνάξει για δικαιώματα ως – και μόνο ως – Πολωνοί ή Εβραίοι ή Γερμανοί, κλπ.

Ακόμα χειρότερο ήταν ότι όλοι οι σύλλογοι που σχηματίστηκαν για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όλες οι προσπάθειες για να καταλήξουμε σε ένα νέο νομοσχέδιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υποστηρίχθηκαν από περιθωριακά στοιχεία – από λίγους διεθνείς νομικούς χωρίς πολιτική εμπειρία ή επαγγελματίες φιλάνθρωπους που υποστηρίζονται από αβέβαια συναισθήματα επαγγελματιών ιδεαλιστών. Οι ομάδες που σχημάτισαν, οι δηλώσεις που εξέδωσαν, έδειξαν μια παράξενη ομοιότητα στη γλώσσα και τη σύνθεση με εκείνη των συλλόγων για την πρόληψη της σκληρότητας στα ζώα. Κανένας αξιωματούχος, καμιά πολιτική προσωπικότητα οποιασδήποτε σημασίας θα ήταν δυνατόν να τους πάρει στα σοβαρά και κανένα από τα φιλελεύθερα ή ριζοσπαστικά κόμματα στην Ευρώπη, δεν θεώρησε αναγκαίο να ενσωματώσει στο πρόγραμμά του μία νέα διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ούτε πριν, ούτε μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τα ίδια τα θύματα δεν επικαλέστηκαν ποτέ αυτά τα θεμελιώδη δικαιώματα, τα οποία τόσο προφανώς τους αρνήθηκαν, στις πολλές προσπάθειές τους να βρουν μια διέξοδο από τον συρματοπλεγμένο λαβύρινθο στον οποίο τα γεγονότα τους οδήγησαν. Αντίθετα, τα θύματα μοιράζονται την περιφρόνηση και την αδιαφορία των εξουσιών για κάθε προσπάθεια των περιθωριακών συλλόγων να ενισχυθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα με οποιαδήποτε στοιχειώδη ή γενική έννοια.

Η αποτυχία όλων των υπευθύνων για την αντιμετώπιση της καταστροφής ενός ολοένα αυξανόμενου σώματος ανθρώπων που ωθούνταν να ζουν εκτός του πεδίου εφαρμογής κάθε δικαίου με τη διακήρυξη ενός νέου σχεδίου δικαιωμάτων ασφαλώς δεν οφείλεται σε κακή θέληση. Ποτέ στο παρελθόν τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που διακηρύχθηκαν επίσημα από τη γαλλική και την αμερικανική επανάσταση ως νέο θεμέλιο για τις πολιτισμένες κοινωνίες, δεν είχαν γίνει ένα πρακτικό πολιτικό ζήτημα. Κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα, τα δικαιώματα αυτά έχουν επικληθεί με ένα μάλλον επιπόλαιο τρόπο, για να υπερασπιστούν άτομα ενάντια στην αυξανόμενη δύναμη του κράτους και να μετριάσουν τη νέα κοινωνική ανασφάλεια που προκλήθηκε από τη βιομηχανική επανάσταση. Στη συνέχεια, η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απέκτησε μια νέα χροιά: έγιναν το στάνταρ σύνθημα των προστατών των μη προνομιούχων, ένα είδος πρόσθετου δικαίου, το δικαίωμα της εξαίρεσης απαραίτητο για εκείνους που δεν είχαν τίποτα καλύτερο για να στηριχθούν.

Ο λόγος για τον οποίο η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αντιμετωπίζεται ως ένα είδος θετό τέκνο της πολιτικής σκέψης του δέκατου ένατου αιώνα και το γιατί κανένα φιλελεύθερο ή ριζοσπαστικό κόμμα του εικοστού αιώνα, ακόμα και όταν μια επείγουσα ανάγκη για ενίσχυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προέκυψε, δεν θεώρησε σωστό να τα συμπεριλάβει στο πρόγραμμά του είναι προφανές: τα πολιτικά δικαιώματα – που είναι τα ποικίλα δικαιώματα των πολιτών σε διάφορες χώρες – έπρεπε να ενσωματώνουν και να διευκρινίζουν με τη μορφή απτών νόμων τα αιώνια δικαιώματα του Ανθρώπου, τα οποία από μόνα τους υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είναι ανεξάρτητα από την ιθαγένεια και την εθνικότητα. Όλα τα ανθρώπινα όντα ήταν πολίτες κάποιου είδους πολιτικής κοινότητας, αν οι νόμοι της χώρας τους δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, θα ήταν

Page 175: Hannah Arendt 24grammata.com

αναμενόμενο να τους αλλάξουν, με τη νομοθεσία στις δημοκρατικές χώρες ή μέσω επαναστατικής δράσης στις Δεσποτείες.

Τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, υποτίθεται αναφαίρετα, αποδείχθηκαν ανεφάρμοστα – ακόμη και σε χώρες των οποίων τα συντάγματα βασίστηκαν σ’ αυτά – όταν εμφανίστηκαν άνθρωποι οι οποίοι δεν ήταν πλέον πολίτες οποιουδήποτε κυρίαρχου κράτους. Στο γεγονός αυτό, αρκετά ανησυχητικό από μόνο του, πρέπει κανείς να προσθέσει και τη σύγχυση που δημιουργήθηκε από τις πολλές πρόσφατες απόπειρες να πλαισιωθεί ένα νέο σχέδιο δικαιωμάτων του ανθρώπου, τα οποία αποδείχθηκε ότι κανείς δεν φάνηκε να μπορεί να προσδιορίσει με οποιαδήποτε βεβαιότητα τι πραγματικά είναι αυτά τα ανθρώπινα δικαιώματα εν γένει, ως κάτι διακριτό από τα δικαιώματα των πολιτών. Αν και όλοι φαίνεται να συμφωνούν ότι η δεινή θέση των ανθρώπων αυτών συνίσταται ακριβώς στην απώλεια των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει ποια δικαιώματα έχασαν όταν έχασαν αυτά τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η πρώτη απώλεια που υπέστησαν οι «χωρίς δικαιώματα» ήταν η απώλεια των σπιτιών τους, και αυτό σήμαινε την απώλεια του συνόλου του κοινωνικού πλέγματος στο οποίο γεννήθηκαν και στον οποίο εγκαθίδρυσαν για τον εαυτό τους μια ξεχωριστή θέση στον κόσμο. Η θεομηνία αυτή απέχει πολύ από κάθε προηγούμενο, στη μακροπρόθεσμη μνήμη της ιστορίας, η αναγκαστική μετανάστευση ατόμων ή ολόκληρων ομάδων ανθρώπων για πολιτικούς ή οικονομικούς λόγους μοιάζουν καθημερινά φαινόμενα. Αυτό που είναι πρωτοφανές, δεν είναι η απώλεια του σπιτιού, αλλά η αδυναμία εξεύρεσης ενός νέου. Ξαφνικά, δεν υπήρχε καμία θέση στη γη όπου οι μετανάστες θα μπορούσαν να πάνε χωρίς τους αυστηρότερους περιορισμούς, καμία χώρα όπου θα μπορούσαν να αφομοιωθούν, κανένα έδαφος όπου θα μπορούσαν να βρουν μια νέα δική τους κοινότητα. Αυτό, επιπλέον, δεν είχε σε τίποτα να κάνει με οποιοδήποτε υλικό πρόβλημα του υπερπληθυσμού, ήταν ένα πρόβλημα όχι του χώρου αλλά της πολιτικής οργάνωσης. Κανείς δεν γνώριζε ότι η ανθρωπότητα, για τόσο πολύ καιρό θεωρούμενη κάτω από την εικόνα της οικογένειας των εθνών, είχε φτάσει στο στάδιο όπου όποιος πεταγόταν έξω από μια από αυτές τις καλά οργανωμένες κλειστές κοινότητες, έβρισκε τον εαυτό του έξω από την οικογένεια των εθνών συνολικά.

Η δεύτερη απώλεια που υπέστησαν οι «χωρίς δικαιώματα» ήταν η απώλεια της προστασίας της κυβέρνησης, και αυτό δεν σήμαινε μόνο την απώλεια του νομικού καθεστώτος στην δική τους χώρα, αλλά σε όλες τις χώρες. Οι Συνθήκες της αμοιβαιότητας και των διεθνών συμφωνιών έχουν υφάνει ένα ιστό γύρω από τη γη που καθιστά δυνατή για τον πολίτη της κάθε χώρας να φέρει το νομικό καθεστώς του μαζί του ανεξάρτητα από το πού πηγαίνει (έτσι ώστε, για παράδειγμα, ένας γερμανός πολίτης υπό το ναζιστικό καθεστώς θα μπορούσε να κάνει ένα μικτό γάμο στο εξωτερικό, εξαιτίας των νόμων της Νυρεμβέργης). Ακόμα, όποιος δεν το κατέχει πλέον βρίσκει τον εαυτό του έξω από την νομιμότητα συνολικά (επομένως κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου ανιθαγενείς ήταν πάντα σε χειρότερη θέση από τους αλλοδαπούς εχθρούς οι οποίοι εξακολουθούσαν να προστατεύονται έμμεσα από τις κυβερνήσεις τους, μέσω διεθνών συμφωνιών).

Από μόνη της η απώλεια της προστασίας της κυβέρνησης δεν είναι περισσότερο πρωτοφανής από την απώλεια ενός σπιτιού. Πολιτισμένες χώρες πρόσφεραν το δικαίωμα του ασύλου σε όσους για πολιτικούς λόγους, είχε διωχθεί από τις

Page 176: Hannah Arendt 24grammata.com

κυβερνήσεις τους και η πρακτική αυτή, αν και ποτέ δεν ενσωματώθηκε επίσημα σε οποιοδήποτε σύνταγμα, είχε λειτουργήσει αρκετά καλά σε όλο τον δέκατο ένατο και ακόμη και στον αιώνα μας. Το πρόβλημα προέκυψε όταν φάνηκε ότι οι νέες κατηγορίες των διωκόμενων ήταν πάρα πολλές για να αντιμετωπιστούν από μια ανεπίσημη πρακτική που προορίζεται για εξαιρετικές περιπτώσεις. Επιπλέον, η πλειοψηφία δύσκολα θα μπορούσε να πληροί τις προϋποθέσεις για το δικαίωμα του ασύλου, το οποίο σιωπηρά προϋποθέτει πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις οι οποίες δεν έχουν τεθεί εκτός νόμου στη χώρα καταφύγιο. Οι νέοι πρόσφυγες δεν διώκονταν λόγω του τι είχαν κάνει ή για την σκέψη τους, αλλά λόγω του τι αμετάβλητα ήταν – γεννημένοι σε λάθος είδος ράτσας ή σε λάθος είδος τάξης ή είχαν συνταχθεί με λάθος είδος κυβέρνησης ( όπως στην περίπτωση του Ισπανικού Δημοκρατικού Στρατού ).

Όσο περισσότερο ο αριθμός των ανθρώπων «χωρίς δικαιώματα» αυξανόταν, τόσο μεγαλύτερος γινόταν ο πειρασμός να δοθεί λιγότερη προσοχή στα έργα των διωκουσών κυβερνήσεων παρά στο καθεστώς των διωκόμενων. Και το πρώτο κραυγαλέο γεγονός ήταν ότι αυτοί οι άνθρωποι, αν και διώκονταν σύμφωνα με κάποιο πολιτικό πρόσχημα, δεν είχαν πλέον, όπως ο διωκόμενος είχε σε όλη την ιστορία, ένα καταλογισμό ευθύνης και μια εικόνα ντροπής για τους διώκτες, ώστε να μην θεωρούνται και δύσκολα προσποιούνταν ότι είναι, ενεργοί εχθροί (οι λίγες χιλιάδες Σοβιετικοί πολίτες που άφησαν την Σοβιετική Ρωσία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και βρήκαν άσυλο στις δημοκρατικές χώρες έκαναν μεγαλύτερη ζημιά στο κύρος της Σοβιετικής Ένωσης, από τα εκατομμύρια των προσφύγων στην δεκαετία του 1920 οι οποίοι ανήκαν σε λάθος τάξη ), αλλά ότι ήταν και εμφανίζονταν να είναι απλά ανθρώπινα όντα, των οποίων η αθωότητα – από κάθε άποψη, και ειδικά αυτή της διώκουσας κυβέρνησης – ήταν η μεγαλύτερη δυστυχία τους. Η αθωότητα, με την έννοια της πλήρους έλλειψη ευθύνης, ήταν το σύμβολο της απουσίας δικαιωμάτων (rightlessness) τους, όπως ήταν η σφραγίδα της απώλειάς του πολιτικού καθεστώτος τους.

Μόνο επιφανειακά, ως εκ τούτου οι απαιτήσεις για την ενίσχυση των δικαιωμάτων του ανθρώπου αγγίζουν την τύχη του αυθεντικού πολιτικού πρόσφυγα. Οι πολιτικοί πρόσφυγες, αναγκαστικά λίγοι σε αριθμό, εξακολουθούν να απολαμβάνουν το δικαίωμα στο άσυλο, σε πολλές χώρες και αυτό το δικαίωμα λειτουργεί, με άτυπο τρόπο, ως ένα πραγματικό υποκατάστατο για την εθνική νομοθεσία.

Ένα από τα εκπληκτικά στοιχεία της εμπειρίας μας με ανιθαγενείς που επωφελούνται νόμιμα από τη διάπραξη ενός εγκλήματος ήταν το γεγονός ότι φαίνεται να είναι πιο εύκολο να στερηθεί σ’ ένα εντελώς αθώο πρόσωπο η νομιμότητα από κάποιον που έχει διαπράξει κάποιο αδίκημα. Το διάσημο ευφυολόγημα του Anatole France, «Αν κατηγορούμαι για την κλοπή των πύργων της Notre Dame, μπορώ μόνο να διαφύγω από τη χώρα», έχει γίνει μια φρικτή πραγματικότητα. Οι δικαστές είναι τόσο συνηθισμένοι να σκέφτονται τον νόμο με όρους τιμωρίας, που μας στερούν πράγματι πάντα από ορισμένα δικαιώματα, ώστε μπορεί να το βρίσκουν ακόμη πιο δύσκολο από τον λαϊκό να αναγνωρίσουν ότι η στέρηση της νομιμότητας, δηλαδή, όλων των δικαιωμάτων, δεν έχει πλέον σχέση με συγκεκριμένα εγκλήματα.

Η κατάσταση αυτή φανερώνει τις πολλές περιπλοκές που είναι συνυφασμένες με την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν έχει σημασία πως έχουν κάποτε οριστεί (η ζωή, η ελευθερία και η επιδίωξη της ευτυχίας, σύμφωνα με την αμερικανική

Page 177: Hannah Arendt 24grammata.com

φόρμουλα, ή όπως η ισότητα ενώπιον του νόμου, η ελευθερία, η προστασία της ιδιοκτησίας, και η εθνική κυριαρχία, σύμφωνα με την γαλλική), δεν έχει σημασία το πώς κάποιος μπορεί να προσπαθήσει να βελτιώσει μια διφορούμενη διατύπωση, όπως η επιδίωξη της ευτυχίας ή κάτι απαρχαιωμένο σαν το απόλυτο δικαίωμα στην ιδιοκτησία, η πραγματική κατάσταση εκείνων τους οποίους ο εικοστός αιώνας έχει οδηγήσει έξω από τα όρια του νόμου δείχνει ότι αυτά είναι δικαιώματα των πολιτών, των οποίων η απώλεια δεν συνεπάγεται απόλυτη (rightlessness). Ο στρατιώτης κατά τη διάρκεια του πολέμου στερείται του δικαιώματος στη ζωή, το ποινικός του δικαιώματός του στην ελευθερία, όλοι οι πολίτες κατά τη διάρκεια μιας έκτακτης ανάγκης το δικαίωμά τους στην επιδίωξη της ευτυχίας, αλλά κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ποτέ ότι σε οποιαδήποτε από αυτές τις περιπτώσεις η απώλεια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει λάβει χώρα. Τα δικαιώματα αυτά, από την άλλη πλευρά, μπορεί να χορηγηθούν (αν και δύσκολα απολαμβάνονται), ακόμη και κάτω από συνθήκες θεμελιώδους απουσίας δικαιωμάτων.

Η συμφορά των «χωρίς δικαιώματα» δεν είναι ότι στερούνται της ζωή, την ελευθερία, και η επιδίωξη της ευτυχίας ή της ισότητας ενώπιον του νόμου και της ελευθερίας της γνώμης – τύποι που έχουν σχεδιαστεί για να λύνουν τα προβλήματα στο εσωτερικό δεδομένων κοινοτήτων -, αλλά ότι δεν ανήκουν πλέον σε καμία απολύτως κοινότητα. Τα δεινά τους δεν είναι ότι δεν είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, αλλά ότι δεν υπάρχει κανένας νόμος γι ‘αυτούς, όχι ότι καταπιέζονται, αλλά ότι κανείς δεν θέλει καν να τους καταπιέζει. Μόνο στο τελευταίο στάδιο μιας μακράς διαδικασίας είναι απειλούμενο το δικαίωμά τους να ζουν, μόνο αν παραμείνουν απόλυτα “περιττοί”, αν κανείς δεν μπορεί να βρεθεί να τους “υποστηρίξει”, η ζωή τους μπορεί να είναι σε κίνδυνο. Ακόμη και οι Ναζί άρχισαν την εξολόθρευση των Εβραίων πρώτα στερώντας τους κάθε νομικό καθεστώς (το καθεστώς του πολίτη δεύτερης κατηγορίας ) και αποκόπτοντάς τους μακριά από τον κόσμο των ζωντανών συναγελάζοντάς τους σε γκέτο και στρατόπεδα συγκέντρωσης και πριν θέσουν σε κίνηση τους θαλάμους αερίων είχαν δοκιμάσει προσεκτικά το έδαφος και είχαν βρει προς ικανοποίησή τους, ότι καμία χώρα δεν θα υποστήριζε αυτούς τους ανθρώπους. Το θέμα είναι ότι δημιουργήθηκε μια κατάσταση πλήρους απουσίας δικαιωμάτων πριν αμφισβητηθεί το δικαίωμα να ζήσουν.

Το ίδιο ισχύει ακόμα και με ένα ειρωνικό τρόπο όσον αφορά το δικαίωμα της ελευθερίας η οποία μερικές φορές θεωρείται ότι είναι η ίδια η ουσία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτοί που βρίσκονται εκτός των ορίων του νόμου μπορεί να έχουν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων από ένα νομίμως φυλακισμένο εγκληματία ή ότι απολαμβάνουν περισσότερη ελευθερία γνώμης στα στρατόπεδα εγκλεισμού των δημοκρατικών χωρών από ό, τι είχαν σε κάθε συνηθισμένο δεσποτισμό, για να μην αναφέρουμε μια ολοκληρωτική χώρα. Αλλά ούτε η σωματική ασφάλεια – παρεχόμενη από κάποιο κρατικό ή ιδιωτικό οργανισμό κοινωνικής πρόνοιας – ούτε η ελευθερία της γνώμης αλλάζει στο ελάχιστο την θεμελιώδη τους κατάσταση της απουσίας δικαιωμάτων. Η παράταση της ζωής τους οφείλεται στην φιλανθρωπία και όχι στο δικαίωμα, καθώς δεν υπάρχει νομοθεσία η οποία θα μπορούσε να αναγκάσει τα έθνη να τους ταΐζουν, η ελεύθερη κυκλοφορία τους, αν έχουν καθόλου, δεν τους παρέχει κανένα δικαίωμα διαμονής το οποίο ακόμη και οι φυλακισμένοι ποινικοί απολαμβάνουν ως αυτονόητο και η ελευθερία της γνώμης τους, είναι η ελευθερία ενός ανόητου, γιατί τίποτα δεν πιστεύουν ότι έχει σημασία ούτως ή άλλως.

Page 178: Hannah Arendt 24grammata.com

Τα τελευταία αυτά σημεία είναι ζωτικής σημασίας. Η θεμελιώδης στέρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκδηλώνεται πρώτα και πάνω απ ‘όλα στη στέρηση ενός τόπου στον κόσμο, ο οποίος καθιστά τις απόψεις σημαντικές και τις πράξεις αποτελεσματικές. Κάτι πολύ πιο θεμελιώδες από την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, τα οποία είναι δικαιώματα των πολιτών, είναι σε κίνδυνο, όταν το να ανήκει στην κοινότητα μέσα στην οποία γεννιέται κάποιος δεν είναι πλέον αυτονόητο και το να μην ανήκει πλέον ένα θέμα επιλογής ή όταν κάποιος τοποθετείται σε μια κατάσταση όπου, εκτός αν έχει διαπράξει ένα έγκλημα, η μεταχείρισή του από τους άλλους, δεν εξαρτάται από το τι κάνει ή δεν κάνει. Αυτή η ακρότητα, και τίποτα άλλο, είναι η κατάσταση των ανθρώπων που στερούνται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Στερούνται, όχι το δικαίωμα στην ελευθερία, αλλά και το δικαίωμα στη δράση, όχι το δικαίωμα να πιστεύουν ό, τι τους αρέσει, αλλά και το δικαίωμα της γνώμης. Προνόμια σε ορισμένες περιπτώσεις, αδικίες στις περισσότερες, ευλογίες και καταδίκες επιφυλάσσονται γι αυτούς σύμφωνα με την τύχη και χωρίς καμία απολύτως σχέση με ό, τι κάνουν, έκαναν, ή μπορεί να κάνουν.

Γίναμε γνώστες της ύπαρξης του δικαιώματος να έχουμε δικαιώματα (και αυτό σημαίνει να ζεις σε ένα πλαίσιο όπου κάποιος κρίνεται από τις πράξεις του και τις γνώμες του) και του δικαιώματος να ανήκουμε σε κάποιο είδος οργανωμένης κοινότητας, μόνο όταν εκατομμύρια άνθρωποι εμφανίστηκαν οι οποίοι είχαν χάσει και δεν θα μπορούσαν να ανακτήσουν τα δικαιώματα αυτά λόγω της νέας παγκόσμιας πολιτικής κατάστασης. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η συμφορά δεν προέκυψε από οποιαδήποτε έλλειψη πολιτισμού, καθυστέρησης, ή απλώς τυραννία, αλλά, αντιθέτως, ότι δεν μπορούσε να διορθωθεί, διότι δεν υπήρχε πλέον κανένα « απολίτιστο» σημείο στη γη, γιατί είτε μας αρέσει ή είτε όχι έχουμε αρχίσει πραγματικά να ζούμε σε Ένα Κόσμο. Μόνο με μια άρτια οργανωμένη ανθρωπότητα θα μπορούσε η απώλεια του σπιτιού και του πολιτικού καθεστώτος να γίνει ταυτόσημη με την απέλαση από την ανθρωπότητα συνολικά.

Πριν από αυτό, αυτό που πρέπει να αποκαλούμε ένα “ανθρώπινο δικαίωμα” σήμερα, θα είχε θεωρηθεί ως ένα γενικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης κατάστασης που κανένας τύραννος δεν μπορεί να αφαιρέσει. Η απώλειά του συνεπάγεται την απώλεια της σημασίας του λόγου ( και ο άνθρωπος, από τον Αριστοτέλη, έχει οριστεί ως ένα ον που ελέγχει τη δύναμη του λόγου και της σκέψης), και την απώλεια όλων των ανθρώπινων σχέσεων (ο άνθρωπος, και πάλι απ ‘τον Αριστοτέλη, έχει θεωρηθεί ως το « πολιτικό ζώο», που είναι αυτός που εξ ορισμού ζει σε μια κοινότητα), την απώλεια, με άλλα λόγια, μερικών από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ζωής. Αυτή ήταν σε κάποιο βαθμό η δεινή κατάσταση των δούλων, τους οποίους ο Αριστοτέλης, ως εκ τούτου δεν υπολόγιζε μεταξύ των ανθρώπινων όντων. Η θεμελιώδης επίθεση της Δουλείας κατά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν ήταν ότι αφαίρεσε την ελευθερία (αυτό μπορεί να συμβεί σε πολλές άλλες καταστάσεις), αλλά ότι απέκλεισε μια ορισμένη κατηγορία ανθρώπων, ακόμη και από την δυνατότητά τους να αγωνίζονται για την ελευθερία – έναν αγώνα δυνατό υπό την τυραννία, και ακόμη και υπό τις απελπιστικές συνθήκες της σύγχρονης τρομοκρατίας (αλλά όχι κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες της ζωής στα στρατόπεδα συγκέντρωσης). Το έγκλημα της Δουλείας ενάντια στην ανθρωπότητα δεν άρχισε όταν ένας λαός νίκησε και υποδούλωσε τους εχθρούς του (φυσικά αυτό ήταν αρκούντος κακό), αλλά όταν η δουλεία έγινε ένας θεσμός στον οποίο ορισμένοι άνθρωποι ” γεννήθηκαν ” ελεύθεροι και άλλοι σκλάβοι, όταν ξεχάστηκε ότι ήταν ο άνθρωπος που είχε στερήσει στους συνανθρώπους την ελευθερία, και όταν η επικύρωση για το έγκλημα αποδόθηκε στη

Page 179: Hannah Arendt 24grammata.com

φύση. Ωστόσο, υπό το φως των πρόσφατων γεγονότων, είναι δυνατόν να πούμε ότι ακόμη και οι δούλοι ανήκαν ακόμα σε κάποιο είδος ανθρώπινης κοινότητας, η εργασία τους ήταν αναγκαία, χρησιμοποιούμενη, και αξιοποιούμενη και αυτό τους κράτησε μέσα στα όρια της ανθρωπότητας. Για να είναι ένας δούλος μετά από όλα σήμαινε να έχει διακριτικό χαρακτήρα, μια θέση στην κοινωνία – περισσότερο από την αφηρημένη γύμνια του να είναι άνθρωπος και τίποτα άλλο από άνθρωπος. Δεν είναι η απώλεια των συγκεκριμένων δικαιωμάτων, επομένως, αλλά η απώλεια μιας κοινότητας που είναι πρόθυμη και σε θέση να εγγυηθεί ένα οποιοδήποτε δικαίωμα, ήταν η συμφορά που έπληξε ένα συνεχώς αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων. Ο άνθρωπος, αποδεικνύεται, ότι μπορεί να χάσει όλα τα λεγόμενα δικαιώματα του ανθρώπου, χωρίς να χάσει την ουσιαστική ιδιότητά του ως άνθρωπος, την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του. Μόνο η απώλεια της ίδιας της πολιτείας τον αποβάλλει από την ανθρωπότητα.

Το δικαίωμα που αντιστοιχεί σε αυτήν την απώλεια και που ποτέ δεν αναφέρεται καν μεταξύ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορεί να εκφραστεί με τις κατηγορίες του δέκατου όγδοου αιώνα, επειδή θεωρούν ότι τα δικαιώματα πηγάζουν άμεσα από τη «φύση» του ανθρώπου – σύμφωνα με την οποία υπάρχει σχετικά μικρή διαφορά αν αυτή η φύση απεικονίζεται με όρους φυσικού δικαίου ή με όρους που δημιουργήθηκαν κατ ‘εικόνα του Θεού, είτε αυτό αφορά τα “φυσικά” δικαιώματα είτε τις θείες εντολές. Ο καθοριστικός παράγοντας είναι ότι αυτά τα δικαιώματα και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια που παραχωρούν θα έπρεπε να παραμείνουν έγκυρα και πραγματικά, ακόμη και αν μόνο ένας άνθρωπος υπήρχε πάνω στη γη, είναι ανεξάρτητα από την ανθρώπινη πολλαπλότητα και θα έπρεπε να εξακολουθούν να ισχύουν ακόμη και αν ένα ανθρώπινο ον έχει αποβληθεί από την ανθρώπινη κοινότητα.

Όταν τα Δικαιώματα του Ανθρώπου διακηρύχθηκαν για πρώτη φορά, θεωρήθηκαν ως ανεξάρτητα από την ιστορία και τα προνόμια που η ιστορία είχε αναγνωρίσει σε ορισμένα στρώματα της κοινωνίας. Η νέα ανεξαρτησία αποτελούσε την πρόσφατα ανακαλυφθείσα αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Από την αρχή, αυτή η νέα αξιοπρέπεια είχε μάλλον διφορούμενη φύση. Τα ιστορικά δικαιώματα αντικαταστάθηκαν από τα φυσικά δικαιώματα, η «φύση» πήρε τη θέση της ιστορίας και σιωπηρά είχε υποτεθεί ότι η φύση ήταν λιγότερο ξένη από την ιστορία με την ουσία του ανθρώπου. Η ίδια η γλώσσα της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας, καθώς και της Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου (des Droits de I’Homme) – “αναφαίρετων”, “δεδομένων από την γέννηση», « αυταπόδεικτες αλήθειες» – υπονοούν την πίστη σε ένα είδος ανθρώπινης «φύσης», η οποία θα υπόκειται στους ίδιους νόμους ανάπτυξης, όπως εκείνη του ατόμου και από την οποία θα μπορούσαν να συναχθούν τα δικαιώματα και οι νόμοι. Σήμερα έχουμε ίσως καλύτερα προσόντα για να κρίνουμε τι ακριβώς αυτή η ανθρώπινη «φύση» συνιστά, σε κάθε περίπτωση, μας έχει δείξει δυνατότητες που δεν αναγνωρίζει ούτε καν υποψιάζεται η Δυτική φιλοσοφία και η θρησκεία, η οποίες για περισσότερα από τρεις χιλιάδες χρόνια είχαν προσδιορίσει και επαναπροσδιορίσει αυτή την «φύση». Αλλά δεν είναι μόνο η, κατά κάποιο τρόπο, ανθρώπινη πτυχή της φύσης που έχει γίνει αμφισβητήσιμη. Από τότε που ο άνθρωπος έμαθε να την κυριαρχεί σε τέτοιο βαθμό ώστε η καταστροφή κάθε οργανικής ζωής πάνω στη γη με τεχνητά μέσα έχει γίνει πιθανή και τεχνικά εφικτή, έχει αποξενωθεί από τη φύση. Από τότε μια βαθύτερη γνώση των φυσικών διαδικασιών ενστάλαξε σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με την ίδια την ύπαρξη των φυσικών νόμων, η ίδια η φύση έχει λάβει μια απειλητική όψη. Πώς θα μπορούσε κάποιος να συναγάγει τους νόμους και

Page 180: Hannah Arendt 24grammata.com

τα δικαιώματα από ένα σύμπαν όταν δεν γνωρίζει προφανώς ούτε την μια ούτε την άλλη κατηγορία ;

Ο άνθρωπος του εικοστού αιώνα, έχει γίνει εξίσου χειραφετημένος από τη φύση όπως ο άνθρωπος του δέκατου όγδοου αιώνα ήταν από την ιστορία. Ιστορία και φύση έχουν καταστεί εξίσου ξένες προς εμάς, δηλαδή, με την έννοια ότι η ουσία του ανθρώπου δεν μπορεί πλέον να γίνει κατανοητή με τους όρους των δύο κατηγοριών. Από την άλλη πλευρά, η ανθρωπότητα, η οποία το δέκατο όγδοο αιώνα, στην καντιανή ορολογία, δεν ήταν περισσότερο από μια ρυθμιστική ιδέα, σήμερα έχει γίνει ένα αναπόφευκτο γεγονός. Αυτή η νέα κατάσταση, στην οποία ” η ανθρωπότητα ” έχει πράγματι αναλάβει το ρόλο που προηγουμένως αποδίδονταν στη φύση ή την ιστορία, θα σήμαινε σε αυτό το πλαίσιο ότι το δικαίωμα να έχουμε δικαιώματα ή το δικαίωμα του κάθε ατόμου να ανήκει στην ανθρωπότητα, θα πρέπει να διασφαλίζεται από την ίδια την ανθρωπότητα. Δεν είναι καθόλου βέβαιο αν αυτό είναι δυνατό. Διότι, σε αντίθεση με τις καλύτερες προθέσεις των ανθρωπιστικών προσπαθειών για την απόκτηση νέας διακήρυξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τους διεθνείς Οργανισμούς, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτή η ιδέα ξεπερνά το σημερινό πεδίο του διεθνούς δικαίου, που λειτουργεί από την άποψη των αμοιβαίων συμφωνιών και συνθηκών μεταξύ κυρίαρχων κρατών και, προς το παρόν, μια σφαίρα που να είναι πάνω από τα έθνη δεν υπάρχει. Επιπλέον, αυτό το δίλημμα με κανένα τρόπο δεν θα εξαλειφθεί με τη δημιουργία μίας «παγκόσμιας κυβέρνησης» Μια τέτοια παγκόσμια κυβέρνηση είναι πράγματι μέσα στη σφαίρα της δυνατότητας, αλλά μπορεί κανείς να υποπτεύονται ότι στην πραγματικότητα μπορεί να διαφέρει σημαντικά από την εκδοχή που προωθείται από ιδεαλιστικά σκεφτόμενες οργανώσεις. Τα εγκλήματα κατά των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τα οποία έχουν γίνει μια ειδικότητα των ολοκληρωτικών καθεστώτων, μπορεί πάντα να δικαιολογηθούν από το πρόσχημα ότι το δικαίωμα είναι ισοδύναμο με το να είσαι καλός ή χρήσιμος για το σύνολο στα διακριτά μέρη του. ( Το σύνθημα του Χίτλερ ότι « Δικαίωμα είναι ό, τι είναι καλό για τον γερμανικό λαό ” είναι μόνο η εκχυδαϊσμένη μορφή της σύλληψης του δικαίου, η οποία μπορεί να βρεθεί παντού και η οποία στην πράξη θα παραμείνει αναποτελεσματική μόνο εφ ‘όσον παλαιότερες παραδόσεις που εξακολουθούν να είναι αποτελεσματικές στα συντάγματα την αποτρέπουν). Μια σύλληψη του δικαίου που προσδιορίζει τι είναι σωστό με την έννοια του τι είναι καλό για – για το άτομο ή την οικογένεια ή τους ανθρώπους, ή το μεγαλύτερο αριθμό – καθίσταται αναπόφευκτη όταν τα απόλυτα και υπερβατικά μέτρα της θρησκείας ή ο νόμος της φύσης έχουν χάσει την εξουσία τους. Και αυτό το πρόβλημα με κανένα τρόπο δεν επιλύεται εάν η μονάδα στην οποία εφαρμόζεται το «καλό για» είναι τόσο μεγάλη όσο η ίδια η ανθρωπότητα. Για αυτό είναι απολύτως λογικό, ακόμη και μέσα στη σφαίρα της πρακτικής πολιτικής δυνατότητας που μια ωραία μέρα μια εξαιρετικά οργανωμένη και μηχανοποιημένη ανθρωπότητα θα συνάψει αρκετά δημοκρατικά – ήτοι με απόφαση κατά πλειοψηφία – ότι για την ανθρωπότητα ως σύνολο θα ήταν καλύτερο να εξολοθρεύσει ορισμένα μέρη της. Εδώ, στα προβλήματα της πρακτικής πραγματικότητας, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια από τις παλαιότερες περιπλοκότητες της πολιτικής φιλοσοφίας, η οποία θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη μόνο εφ ‘όσον μια σταθερή χριστιανική θεολογία παρέχει το πλαίσιο για όλα τα πολιτικά και φιλοσοφικά προβλήματα, αλλά που εδώ και πολύ καιρό προκάλεσε τον Πλάτωνα να πει : ” όχι ο άνθρωπος, αλλά ένας θεός, πρέπει να είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων»

Page 181: Hannah Arendt 24grammata.com

Αυτά τα γεγονότα και οι σκέψεις προσφέρουν αυτό που φαίνεται μια ειρωνική, πικρή, και καθυστερημένη επιβεβαίωση των διάσημων επιχειρημάτων με τα οποία Edmund Burke αντιτέθηκε με τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της Γαλλικής Επανάστασης. Φαίνονται να στηρίξουν τον ισχυρισμό του ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα ήταν μια “αφαίρεση”, ότι ήταν πολύ πιο συνετό να βασίζονται σε μια ” κληροδοτούμενη κληρονομιά» των δικαιωμάτων που κάποιος μεταδίδει στα παιδιά ενός ατόμου, όπως την ίδια τη ζωή και να διεκδικήσει τα δικαιώματά του να είναι τα ” δικαιώματα ενός Άγγλου ” παρά τα αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον Burke, τα δικαιώματα που απολαμβάνουμε πηγάζουν ” μέσα από το έθνος», έτσι ώστε ούτε το φυσικό δίκαιο, ούτε θεϊκή εντολή, ούτε κάποια έννοια της ανθρωπότητας, όπως η «ανθρώπινη φυλή» και «η κυριαρχία της γης» του Ροβεσπιέρου, απαιτούνται ως πηγή δικαίου.

Η ρεαλιστική ευρωστία της έννοιας του Burke φαίνεται να είναι πέρα από κάθε αμφιβολία, υπό το πρίσμα της πολλαπλής εμπειρίας μας. Όχι μόνο η απώλεια των εθνικών δικαιωμάτων σε όλες τις περιπτώσεις συνεπάγεται την απώλεια των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αλλά η αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως το πρόσφατο παράδειγμα του κράτους του Ισραήλ αποδεικνύει, έχει επιτευχθεί μέχρι στιγμής μόνο μέσω της αποκατάστασης ή της δημιουργίας εθνικών δικαιωμάτων. Η αντίληψη περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που βασιζόταν στην υποτιθέμενη ύπαρξη ενός ανθρώπινου όντος ως τέτοιου, κατέρρευσε, την ίδια στιγμή που αυτοί που φανερά πίστευαν σ ‘αυτό τέθηκαν για πρώτη φορά αντιμέτωποι με ανθρώπους που είχαν πράγματι χάσει όλες τις άλλες ιδιότητες και συγκεκριμένες σχέσεις – εκτός από το ότι ήταν ακόμα άνθρωποι. Ο κόσμος δεν βρήκε τίποτα ιερό στην αφηρημένη γύμνια της ανθρώπινης ύπαρξης. Και ενόψει αντικειμενικών πολιτικών συνθηκών, είναι δύσκολο να πούμε πόσο οι έννοιες του ανθρώπου πάνω στις οποίες βασίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα – που είναι δημιουργημένος κατ ‘εικόνα του Θεού (στην αμερικανική διατύπωση), ή που είναι ο αντιπρόσωπος της ανθρωπότητας, ή που τρέφει μέσα του τις ιερές εντολές του φυσικού δικαίου (στη γαλλική διατύπωση) – θα μπορούσαν να βοηθήσει να βρούμε μια λύση στο πρόβλημα.

Οι επιζώντες των στρατοπέδων εξόντωσης, οι τρόφιμοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης και εγκλεισμού και ακόμη και οι σχετικά ευτυχείς ανιθαγενείς μπορούσαν να δουν χωρίς τα επιχειρήματα του Burke ότι η αφηρημένη γύμνια της ύπαρξης του να μην είναι τίποτα παρά άνθρωποι ήταν μεγαλύτερος κίνδυνός τους. Λόγω του ότι είχαν θεωρηθεί ως άγριοι, φοβούνταν ότι θα μπορούσαν να καταλήξουν με το να θεωρηθούν θηρία, επέμεναν στην εθνικότητά τους, το τελευταίο σημάδι της πρώην ιθαγένειάς τους, ως το μόνο που απομένει και αναγνωρίζεται δέσιμο με την ανθρωπότητα. Η δυσπιστία τους για τα φυσικά, την προτίμησή τους στα εθνικά δικαιώματα προέρχεται ακριβώς από την συνειδητοποίησή τους ότι τα φυσικά δικαιώματα παρέχονται ακόμη και στους άγριους. Ο Burke είχε ήδη το φόβος ότι τα φυσικά ” αναφαίρετα ” δικαιώματα θα επικυρώνουν μόνο το ” δικαίωμα του γυμνού άγριου ”, ” ” ‘ και ως εκ τούτου να μειώνουν τα πολιτισμένα έθνη στην κατάσταση του βαρβαρότητας. Επειδή μόνο άγριοι δεν έχουν τίποτα περισσότερο να χάσουν από το ελάχιστο γεγονός της ανθρώπινης προέλευσής τους, οι άνθρωποι προσκολλώνται στην εθνικότητά τους όλο και πιο απελπισμένα όταν έχουν χάσει τα δικαιώματα και την προστασία που η ιθαγένεια κάποτε τους έδωσε. Μόνο το παρελθόν τους με την « κληροδοτούμενη κληρονομιά» του φαίνεται να επιβεβαιώνει το γεγονός ότι εξακολουθούν να ανήκουν στον πολιτισμένο κόσμο.

Page 182: Hannah Arendt 24grammata.com

Αν ένας άνθρωπος χάνει το πολιτικό καθεστώς του, θα πρέπει, σύμφωνα με τις συνέπειες των εκ γενετής και αναφαίρετων δικαιωμάτων του ανθρώπου, να έλθει ακριβώς την κατάσταση για την οποία οι διακηρύξεις των εν λόγω γενικών δικαιωμάτων παρέχονται. Στην πραγματικότητα το αντίθετο συμβαίνει. Φαίνεται ότι ένας άνθρωπος που δεν είναι τίποτα άλλο παρά άνθρωπος έχει χάσει τις ίδιες ιδιότητες που καθιστούν δυνατή για τους άλλους ανθρώπους να τον αντιμετωπίζουν ως συνάνθρωπο. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους είναι πολύ δυσκολότερο να καταστραφεί η νομική προσωπικότητα ενός εγκληματία, δηλαδή ενός ανθρώπου που έχει αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη για την πράξη της οποίας οι συνέπειες τώρα να καθορίζουν τη μοίρα του, από ό, τι ενός ανθρώπου του οποίου έχουν αρθεί όλες οι κοινές ανθρώπινες υπευθυνότητες.

Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα του Burke αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν κοιτάξουμε μόνο στη γενική ανθρώπινη κατάσταση εκείνων που έχουν αναγκαστεί να βγουν από όλες τις πολιτικές κοινότητες. Ανεξάρτητα από το χειρισμό, ανεξάρτητα από τις ελευθερίες ή την καταπίεση, τη δικαιοσύνη ή την αδικία, έχουν χάσει όλα τα μέρη του κόσμου και όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης που είναι το αποτέλεσμα του κοινού μας μόχθου, το αποτέλεσμα της ανθρώπινης δημιουργίας. Αν η τραγωδία των άγριων φυλών είναι ότι ζουν σε μια αμετάβλητη φύση, την οποία δεν μπορούν να ελέγξουν, αλλά από της οποίας την αφθονία ή λιτότητα εξαρτώνται για την επιβίωσή τους, ότι ζουν και πεθαίνουν χωρίς να αφήσουν κανένα ίχνος, χωρίς να έχουν συνεισφέρει τίποτα σε έναν κοινό κόσμο, τότε αυτοί οι άνθρωποι χωρίς δικαιώματα πράγματι ρίχνονται πίσω σε μια ιδιότυπη κατάσταση της φύσης. Σίγουρα δεν είναι βάρβαροι, ορισμένοι από αυτούς μάλιστα, ανήκουν στα πιο μορφωμένα στρώματα των αντίστοιχων χωρών τους, παρ ‘όλα αυτά, σε έναν κόσμο που έχει σχεδόν εκκαθαρίσει τους άγριους, εμφανίζονται ως τα πρώτα σημάδια μιας πιθανής παλινδρόμησης από τον πολιτισμό.

Όσο πιο πολύ αναπτύσσεται ένας πολιτισμός, τόσο περισσότερο τελειοποιείται ο κόσμος που έχει παραχθεί, τόσο περισσότερο στο σπίτι οι άνθρωποι αισθάνονται μέσα στο ανθρώπινο τέχνημα – τόσο περισσότερο θα δυσανασχετούν για οτιδήποτε δεν έχουν παράγει, για οτιδήποτε απλώς και μυστηριωδώς τους δόθηκε. Το ανθρώπινο ον που έχει χάσει τη θέση του σε μια κοινότητα, την πολιτική θέση του στον αγώνα της εποχής του και τη νομική προσωπικότητα που κάνει τις δράσεις και μέρος του πεπρωμένου του ένα συνεκτικό σύνολο, έχει μείνει με εκείνες τις ιδιότητες που συνήθως μπορούν να συνδεθούν μόνο με την σφαίρα της ιδιωτικής ζωής και πρέπει να παραμείνει χωρίς ιδιότητες, η απλή ύπαρξη σε όλα τα θέματα που αφορούν τα κοινά. Αυτή η απλή ύπαρξη, δηλαδή, όλα αυτά που μυστηριωδώς μας δίνονται από τη γέννηση και τα οποίο περιλαμβάνουν το σχήμα του σώματός μας και τα ταλέντα του μυαλού μας, μπορούν να αντιμετωπισθούν επαρκώς μόνο από τους απρόβλεπτους κινδύνους της φιλίας και της συμπάθειας, ή από τη μεγάλη και ανυπολόγιστη χάρη της αγάπης, η οποία λέει με τον Αυγουστίνο, « Volo ut sis ( θέλω να είσαι), ” χωρίς να είναι σε θέση να δώσει κάποια συγκεκριμένη αιτία για μια τέτοια υπέρτατη και αξεπέραστη επιβεβαίωση.

Από τους Έλληνες, γνωρίζουμε ότι η πολύ ανεπτυγμένη πολιτική ζωή γεννά μια βαθιά ριζωμένη καχυποψία αυτής της ιδιωτικής σφαίρας, μια βαθιά δυσαρέσκεια εναντίον του ενοχλητικού θαύματος που περιέχεται στο γεγονός ότι ο καθένας από εμάς είναι φτιαγμένος όπως είναι – ξεχωριστός, μοναδικός, αναλλοίωτος. Αυτή η συνολική σφαίρα των απλά δοθέντων, υποβιβάστηκε στην ιδιωτική ζωή στην

Page 183: Hannah Arendt 24grammata.com

πολιτισμένη κοινωνία, είναι μια μόνιμη απειλή για τη δημόσια σφαίρα, γιατί η δημόσια σφαίρα είναι τόσο σταθερά βασισμένη στο νόμο της ισότητας, όπως η ιδιωτική σφαίρα βασισμένη το νόμο της καθολικής διαφοράς και διαφοροποίησης. Η ισότητα, σε αντίθεση με όλα όσα εμπλέκονται με την απλή ύπαρξη, δεν μας δόθηκε, αλλά είναι το αποτέλεσμα της ανθρώπινης οργάνωσης στο μέτρο που διέπεται από την αρχή της δικαιοσύνης. Δεν γεννιόμαστε ίσοι, γινόμαστε ίσοι σαν μέλη μιας ομάδας με τη δύναμη της απόφασής μας να εγγυηθούμε στους εαυτούς μας αμοιβαία ίσα δικαιώματα.

Η πολιτική μας ζωή στηρίζεται στην υπόθεση ότι μπορούμε να παράγουμε την ισότητα μέσω της οργάνωσης, επειδή ο άνθρωπος μπορεί να δράσει και να αλλάξει και να οικοδομήσει ένα κοινό κόσμο, μαζί με ίσους του και μόνο με ίσους του. Το σκούρο φόντο της απλής δεδομενικότητας, το υπόβαθρο αποτελείται από την αμετάβλητη και μοναδική φύση μας, σπάει στην πολιτική σκηνή ως ο αλλοδαπός του οποίου η πολύ εμφανής διαφορά μας θυμίζει τους περιορισμούς της ανθρώπινης δραστηριότητας – που ταυτίζονται με τους περιορισμούς της ισότητας των ανθρώπων. Ο λόγος για τον οποίο πολύ ανεπτυγμένες πολιτικές κοινότητες, όπως οι αρχαίες πόλεις-κράτη ή τα σύγχρονα έθνη-κράτη, τόσο συχνά επιμένουν στην εθνική ομοιογένεια είναι ότι ελπίζουν να αποφύγουν, στο μέτρο του δυνατού, τις φυσικές και πάντα παρούσες διαφορές και διαφοροποιήσεις οι οποίες από μόνες τους διεγείρουν χαζή εχθρότητα, καχυποψία, και διακρίσεις επειδή δείχνουν πολύ ξεκάθαρα αυτές τις σφαίρες, όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν να ενεργούν και να αλλάζουν κατά βούληση, δηλαδή, τα όρια του ανθρώπινου τεχνήματος. Η «αλλοδαπός» είναι ένα τρομακτικό σύμβολο του γεγονότος της διαφοράς ως τέτοιας, της ατομικότητας ως τέτοιας, και σηματοδοτεί τις σφαίρες στις οποίες ο άνθρωπος δεν μπορεί να αλλάξει και δεν μπορεί να δράσει και τις οποίες, ως εκ τούτου, έχει μια ξεχωριστή τάση να καταστρέφει. Εάν ένας νέγρος σε μια λευκή κοινότητα θεωρείται ένας νέγρος και τίποτα άλλο, χάνει μαζί με το δικαίωμά του στην ισότητα την ελευθερία δράσης που είναι ειδικά ανθρώπινη, όλες οι πράξεις του εξηγούνται τώρα ως « απαραίτητες» συνέπειες ορισμένων ” Negro ” ιδιοτήτων, έχει γίνει κάποιο δείγμα ενός ζωικού είδους, που ονομάζεται άνθρωπος. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει σε όσους έχουν χάσει όλες τις ξεχωριστές πολιτικές ιδιότητες και έχουν γίνει ανθρώπινα όντα και τίποτα άλλο. Δεν υπάρχει αμφιβολία, όπου η δημόσια ζωή και ο νόμος της ισότητας είναι απολύτως νικηφόρα, όπου ένας πολιτισμός καταφέρνει να εξαφανίσει ή να μειώσει στο ελάχιστο το σκοτεινό φόντο της διαφοράς, θα καταλήξει σε πλήρη απολίθωση και θα τιμωρηθεί, ή αλλιώς, γιατί θα έχει ξεχάσει ότι ο άνθρωπος είναι μόνο ο κυρίαρχος, όχι ο δημιουργός του κόσμου.

Ο μεγάλος κίνδυνος που προκύπτει από την ύπαρξη των ανθρώπων που αναγκάζονται να ζουν έξω από τον κοινό κόσμο είναι ότι ρίχνονται πίσω, εν μέσω του πολιτισμού, στην φυσική τους δεδομενικότητα, στην απλή του διαφοροποίηση. Στερούνται αυτή την τεράστια εξίσωση των διαφορών που έρχεται από το να είναι πολίτες κάποιας Κοινοπολιτείας και ακόμα, δεδομένου ότι δεν τους επιτρέπεται πλέον να μετέχουν στο ανθρώπινο τέχνημα, αρχίζουν να ανήκουν στην ανθρώπινη φυλή με τον ίδιο τρόπο όπως τα ζώα ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο είδος ζώου. Το παράδοξο που εμπλέκεται στην απώλεια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ότι η απώλεια συμπίπτει με τη στιγμή κατά την οποία ένα άτομο γίνεται ένα ανθρώπινο ον εν γένει – ανεπάγγελτος, χωρίς ιθαγένεια, χωρίς γνώμη, χωρίς μια πράξη με την οποία να αναγνωρίζει και να προσδιορίζει τον εαυτό του – και διαφορετικός εν γένει, που δεν αντιπροσωπεύει τίποτα άλλο παρά την δική του είναι απολύτως μοναδική

Page 184: Hannah Arendt 24grammata.com

ατομικότητα η οποία, στερημένη της έκφρασης εντός και της δράση πάνω σε ένα κοινό κόσμο, χάνει κάθε σημασία.

Ο κίνδυνος για την ύπαρξη αυτών των ανθρώπων είναι διττός : πρώτος και πιο προφανής, ο συνεχώς αυξανόμενους αριθμούς τους απειλεί την πολιτική μας ζωή, το ανθρώπινο τέχνημά μας, τον κόσμο που είναι το αποτέλεσμα των κοινών και συντονισμένων μας προσπαθειών περίπου με τον ίδιο, ίσως ακόμα πιο τρομακτικό, τρόπο όπως τα άγρια στοιχεία της φύσης απείλησαν κάποτε την ύπαρξη των ανθρώπινα κατασκευασμένων πόλεων και εξοχών. Θανάσιμος κίνδυνος σε κάθε πολιτισμό δεν είναι πλέον πιθανό να έρθει απ ‘έξω. Η φύση έχει κατακτηθεί και βάρβαροι δεν απειλούν να καταστρέψουν ό, τι δεν μπορούν να καταλάβουν, όπως οι Μογγόλοι απειλούσαν την Ευρώπη για αιώνες. Ακόμη και η εμφάνιση των ολοκληρωτικών κυβερνήσεων είναι ένα φαινομένου μέσα, όχι έξω, από τον πολιτισμό μας. Ο κίνδυνος είναι ότι ένας παγκόσμιος και καθολικά αλληλένδετος πολιτισμός μπορεί να παράγει βάρβαρους από τους δικούς του κόλπους αναγκάζοντας εκατομμύρια ανθρώπους σε συνθήκες οι οποίες, παρά τον τρόπο που εμφανίζονται τα πράγματα, είναι συνθήκες άγριων.

Η απώλεια της μνήμης και η απώλεια ως μνήμη. H Χάνα Άρεντ και η αιώρηση του ιστορικού χρόνου* Δημοσιεύθηκε : Πέμπτη, 20 Φεβρουάριος 2014 08:30 | Εμφανίσεις: 646

Ηλίας Παπαγιαννόπουλος

1

Σε ένα σημαντικό, μολονότι λιγότερο γνωστό, δοκίμιο που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο ‘Το χάσμα μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος’, η Hannah Arendt εγείρει το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στην πράξη και στη μνήμη, τόσο στις ατομικές, ψυχικές, όσο και στις συλλογικές της εκφάνσεις.1 Την άμεση αφορμή για τις σχετικές σκέψεις που θα καταθέσει εδώ την παίρνει από έναν αφορισμό του René

Char, Γάλλου ποιητή και συγγραφέα, γραμμένο τον καιρό της Αντίστασης και δημοσιευμένο την επαύριο του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου σε μια συλλογή αφορισμών υπό την εκδοτική επιμέλεια του Albert Camus. ‘Μας κατέστησαν κληρονόμους άνευ διαθήκης’, γράφει ο Char.2 Η παράδοξη αυτή διατύπωση συλλαμβάνει την ιδιαίτερη ιστορική συνείδηση του ανθρώπου της όψιμης Νεωτερικότητας. Επιπλέον, αποτυπώνει την εκκρεμότητα ενός πολιτικού δρώντoς ο οποίος δεν έχει στη διάθεσή του έναν άξονα δράσης έξω, τουτέστιν πριν από το παρόν. Που σημαίνει: δεν μπορεί να αντλήσει το νόημα και τον στόχο της πράξης του από την κιβωτό μιας πρoυπάρχουσας συμβολικής τάξης, από ένα απόθεμα προτύπων, κρίσεων και αξιολογήσεων. Μια κιβωτό ή μια κρύπτη που θα ιεραρχούσε τα δεδομένα και θα επιβεβαίωνε εκ των προτέρων την ορθότητα ενός προσανατολισμού διασφαλίζοντας μορφή και αλήθεια του βίου - καθησυχαστικοί άξονες ενός εύτακτου κόσμου, ή απλώς κάθε δυνατού κόσμου, τους οποίους ο ίδιος θα προέκτεινε αναπαράγοντάς τους μιμητικά εντός του παρόντος. Αυτή ακριβώς η μίμηση και η συνέχεια την οποία ανανεώνει είναι, για τον Char, που έχουν καταστεί πλέον

Page 185: Hannah Arendt 24grammata.com

αδύνατες. Δίχως αυτές, ο κόσμος αιωρείται στο εξής εξαρθρωμένος. Κι εμείς, παραδομένοι στην ‘μαρμαρυγή αυτού που δεν έχει θεμέλιο και βάθος’, είμαστε πια σαν εκείνον που βρίσκεται ‘πεταμένος στην ανασφάλεια ενός χώρου όπου δεν μπορεί να ζήσει, αλλά ούτε και να πεθάνει «αυτός ο ίδιος»’, όπως γράφει ο Blanchot για έναν ιδεοτυπικό λογοτεχνικό ήρωα της σύγχρονης μητροπολιτικής εμπειρίας.3 Η εμπειρία αυτής της μείζονος ανατροπής μάς οδηγεί εντέλει σε έναν χώρο όπου, περιπλανώμενο χωρίς πυξίδα, το ίδιον, η ταυτότητα δηλαδή του υποκειμένου, στροβιλίζεται μαζί με τον κόσμο σε ένα οντολογικό κενό. Σε ένα γυμνό παρόν - στο παρόν της γυμνότητας.

Πέρα όμως από όλα αυτά, τα οποία αφορούν καταρχάς την ιστορικο-πολιτική φυσιογνωμία της όψιμης Νεωτερικότητας, μια βαθύτερη διαίσθηση μάς δηλώνει πως εδώ λέγεται κάτι ουσιώδες και για τη συνθήκη του νεότερου Ελληνισμού. Μήπως ο Char δεν συναντά τον Σεφέρη όταν αυτός, σε μια φράση στην οποία θα έπρεπε ίσως να αποδώσουμε εμβληματική σημασία ως προς το ανοιχτό ζήτημα της νεοελληνικής ταυτότητας ενγένει, έκανε λόγο για τους ‘τρεις μεγάλους πεθαμένους ποιητές μας που δεν ήξεραν ελληνικά’;4 Υπάρχει λοιπόν, μας λέει ο Σεφέρης, κάποια απώλεια, κάποια ασυνέχεια, κάποια ορφάνια, από την οποία έρχεται προς εμάς όχι μόνο ένας ποιητικός λόγος, αλλά και μια ιστορική ταυτότητα, ήτοι ένα οιονεί συλλογικό υποκείμενο: ένα ‘εμείς’, ένας πρώτος πληθυντικός. Υπάρχει μια αποκοπή, μια ρήξη, που ανάγεται σε εσωτερικό ρυθμό μιας ορισμένης ιστορικής συνείδησης. Μιας συνείδησης, της οποίας η ίδια η ιστορικότητα είναι συνάρτηση μιας θεμελιώδους δημιουργικής πράξης. Ως εάν ένα πάθημα, μια τραυματική έλλειψη πρόσβασης σε εκείνο που θα έπρεπε να είναι το πιο οικείο (‘δεν ήξεραν ελληνικά’), να είναι η φόδρα μιας δημιουργίας και ενός μείζονος κατορθώματος (‘οι ποιητές μας’), ως εάν αυτό που μας ορίζει και μας αναδεικνύει σε μια κοινή μοίρα, σε μια κοινή ελευθερία, να αναβλύζει από τα βάθη μιας ουσιώδους ματαίωσης, μιας αδυναμίας. Ποιητές, ταυτόχρονα, πεθαμένοι: ήτοι πάντοτε, πιθανώς, φωνές του παρελθόντος, φασματικές εκφάνσεις τού αλλού. Πως ένας ξένος, ένας απόκληρος, αυτός που θα θυμηθεί και θα φέρει εντός του ότι η ίδια η καταγωγή και το νήμα της ως εμάς έχει χαθεί, δεν θα ξαναθυμηθεί εντούτοις το λησμονημένο καθεαυτό, δεν θα ανακτήσει το παρελθόν και μαζί του την καταγωγή, επαναφέροντας το νεκρό (το απόν) στην τάξη του ζωντανού (του παρόντος); Πως, λοιπόν, αντί να ενδώσει σε μια τέτοια κίνηση αναδίπλωσης και αποκατάστασης, εκείνος, αναλαμβάνοντας το χαμένο ως τέτοιο, επιτρέποντάς του έτσι να ζήσει ως χαμένο και να μιλήσει από μιαν άλλη όχθη με το στόμα ενός φάσματος, με τη μορφή μιας παρούσας απουσίας, θα υποδείξει, σε αυτό ακριβώς το σημείο και πουθενά αλλού, στο σημείο ενός ορίου,5 την ιδρυτική πράξη μιας κοινότητας - και για την ακρίβεια, μιας κοινότητας που ιδρύεται ‘με υλικά αλλότρια και πολέμια’;6 Εφεξής η συνθήκη αυτή όπου το αλλότριο φέγγει στον πυρήνα του ιδίου, όπου το χαμένο αντηχεί, ως ακριβώς τέτοιο, στο ίδιο το επίκεντρο του υπαρκτού, υποδεικνύει την παράδοξη δομή μιας κοινότητας που μόνο με τέτοια υλικά ορίζεται ως κοινότητα.

Και την ίδια στιγμή: πόσο νεοελληνικό είναι αυτό; Το καθεστώς της εξορίας δεν ισχύει άραγε για τον ποιητή από την εποχή της πλατωνικής Πολιτείας, κι αυτό όχι μόνο επειδή έτσι το θέλησε ο Πλάτων; Θα πρέπει να αντιληφθούμε την εξορία με οντολογικούς όρους, ώστε να δούμε ό,τι εδώ συνιστά ποιητική ύπαρξη να

Page 186: Hannah Arendt 24grammata.com

διεκδικεί το ουσιώδες ενός συνανήκειν από τη σκοπιά της εξαίρεσης, τη σκοπιά μιας αφόρητης απογύμνωσης που υπονομεύει κάθε ισχύον δίκαιο, ταγμένο πάντα στην οικονομία της χρείας, να το διεκδικεί στο όνομα μιας άλλης δικαιοσύνης, διάφορης του δικαίου στο βαθμό που αυτή παραμένει πάντοτε ελευσόμενη, ξένη προς κάθε ολική πραγμάτωση και κάθε λογική αποτελεσματικότητας, μιας ριζικότερης αλήθειας του κοινού βίου.

Τι είδους ιστορική συνείδηση μπορεί λοιπόν να ανασύρει από την αφάνεια και να ονομάσει ο παράδοξος αφορισμός του Char; Τι είδους μνήμη και, επομένως, τι είδους ένταξη σε μια διαχρονική κοινότητα αναδύεται ως ορίζοντας ενός κληρονόμου που δεν έχει κανέναν τίτλο ιδιοκτησίας και κανένα κείμενο να του υποδεικνύει μιαν ασφαλή ακολουθία καθηκόντων και στόχων, μια κανονιστική αλληλουχία σκέψεων, επιθυμιών και δράσεων που θα προσδιόριζε ένα ανήκειν κι ένα υπάρχειν, ήτοι έναν κόσμο κι έναν εαυτό; Πως να αντιληφθούμε τα συναφή λόγια ενός άλλου απόκληρου πλην μείζονος ποιητή της σύγχρονης εποχής, που γράφει σε μια γλώσσα πολέμια και μάλιστα φονικά επιθετική, καθώς υποδεικνύει μια ευθύνη και μια κοινότητα οι οποίες ιδρύονται εκεί ακριβώς όπου ο κόσμος τελειώνει και τα σχήματα των πραγμάτων καταρρέουν;7 Και ακόμα, τι είδους παράδοξο πρόταγμα είναι αυτό το οποίο εντούτοις απευθύνεται από το παρελθόν, από ένα επίμονο παρελθόν, που δεν παύει να μας καλεί επιτακτικά και να μας καθιστά παράξενους κληρονόμους, ακόμα και αν (ή μήπως ακριβώς επειδή - τώρα, και πάντα τώρα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε) το σημασιολογικό του περιεχόμενο, ένα σώμα περιεκτικών αποφάνσεων, υποδείξεων ή εντολών, μια ρητή διαθήκη δηλαδή, μοιάζει πια κενό, καθότι συντριπτικά μακρινό, ακατανόητο - λέξεις μιας ξένης γλώσσας, για να θυμηθούμε τον Σεφέρη; Πως γίνεται και τι σημαίνει ότι μέσα σε αυτήν ακριβώς την απόσυρση, μέσα στην ίδια του την απουσία, το παρελθόν εξακολουθεί εντούτοις να μιλάει - ή ίσως πως ξεκινάει, πως μόλις τώρα ξεκινάει να μιλάει, να μας απευθύνει τον λόγο με μια ριζική ένταση, παρελθόν πραγματικό ή παρόν με ένα διαφορετικό, ιστορικά καινοφανή (τουλάχιστον σε μια τέτοια κλίμακα, μέσα στην οποία η εξαίρεση καθίσταται ο κανόνας) τρόπο; Πως να συνδέσουμε, με άλλα λόγια, το πρόταγμα της μνήμης και της κληρονομιάς με την ταυτόχρονη έλλειψη του ίδιου του αντικειμένου της, ως εάν να έχει εδώ κανείς να κάνει με ένα φάσμα, με μια παρούσα απουσία που μας στοιχειώνει αλλά και που μας συγκροτεί την ίδια στιγμή; Πως, λοιπόν, μια τέτοια μνημονική τροπικότητα θα αναδιέτασσε εσωτερικά όχι μόνο τους όρους κατανόησης της Νεωτερικότητας, αλλά και την ίδια την αφήγηση του νεότερου και σύγχρονου εαυτού μας; Πως, εντέλει, θα συνύφαινε αυτά ακριβώς τα δύο μεγέθη σε μια κοινή αναπαράσταση, αναδεικνύοντας ίσως μια κοινή μοίρα; Ποια μπορεί να είναι δε σήμερα η ιστορικο-πολιτική σημασία μιας τέτοιας συνύφανσης; Αυτά είναι τα ερωτήματα που, μέσα σε μιαν ασθμαίνουσα αλληλουχία σφραγισμένη από την αίσθηση του επείγοντος, αρθρώνουν το παρόν κείμενο.

Το ζήτημα της ιστορικής μνήμης και της πολιτισμικής συνέχειας στοιχειώνει την ελληνική διανόηση και τον ελληνικό ψυχισμό καθόλη την διάρκεια του εικοστού αιώνα. Τα ερωτήματα δε που ανακύπτουν σε αυτά τα πλαίσια διαπλέκονται πάντοτε με ερωτήματα που αφορούν την ερμηνεία της Νεωτερικότητας και εκτιμήσεις για τον ιστορικό της χαρακτήρα, έτσι ώστε η εικόνα για τον εαυτό μας να διαμεσολαβείται

Page 187: Hannah Arendt 24grammata.com

πάντοτε από την εικόνα για τη σύγχρονη Δύση. Γι αυτό, όπως και για άλλους λόγους, η ‘Γενιά του 30’ παραμένει μέχρι σήμερα ο αναπόφευκτος άξονας αναφοράς κάθε προσπάθειας να φωτιστούν οι πιθανές μεταμορφώσεις του πνεύματος της παράδοσης σε καιρούς ολοένα και ριζικότερα μεταπαραδοσιακούς. Στις μέρες μας φτάνουμε ίσως σε ένα σημείο όπου η διαδικασία αυτή κορυφώνεται, καθώς συναντά τον έσχατο βαθμό απο-συμβολοποίησης του βίου. Αν, λοιπόν, σε ένα τέτοιο σημείο γυμνότητας φανερώνεται ως αδύνατη τόσο μια αναδίπλωση σε ένα σταθερό συμβολικό έδαφος (η οποία θα υποστήριζε, για παράδειγμα, ότι η ασυνέχεια οφείλεται στην αδράνεια και στην ανευθυνότητά μας, οπότε παραμένουμε θεωρητικά σε θέση να ανατρέψουμε την δυσάρεστη κατάσταση και να ξαναβρούμε το χαμένο νήμα του νοήματος), όσο και μια εξίσου μυθική φυγή προς τα μπρος (όπου το μέλλον αναδεικνύει, τάχα, από μόνο του το πραγματικό - εξ ου, για παράδειγμα, και η νεολαία, εννοημένη ως φωνή των πραγμάτων κι ενσαρκωμένη φορά του κόσμου, αναγορεύεται εκ προοιμίου σε δείκτη του αληθινού8), το ερώτημα πρέπει να τεθεί εκ νέου. Δηλαδή με μια ακρότητα πλέον: αν υποθέσουμε ότι βρισκόμαστε στο επίκεντρο μιας μείζονος συμβολικής κρίσης, στο μάτι του κυκλώνα, μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα όχι πως να βγούμε από αυτό, ή αν έχει παραμείνει ανοιχτή κάποια οδός διαφυγής· αλλά, απεναντίας, τι ακριβώς είναι αυτό το ιστορικό πεδίο στο οποίο ήδη βρισκόμαστε και ποιες είναι οι άδηλες ακόμα σημασίες που το συνιστούν αυτό το ίδιο.

Αντί να φύγουμε από το παρόν, αντί να βιαζόμαστε να το κρίνουμε και να το αναθεματίσουμε ώστε να το εγκαταλείψουμε με ήσυχη τη συνείδησή μας, ίσως θα έπρεπε να βυθιστούμε με την μέγιστη αποφασιστικότητα μέσα του: να δοθούμε, με πυρετό και υπομονή ταυτόχρονα, στερημένοι κι εντούτοις γενναιόδωροι, σε εκείνη την μύχια και αχαρτογράφητη αλήθεια του που το ίδιο, άτολμο και αλαζονικό μαζί, μοιάζει ακόμα να αποφεύγει και να παραχαράσσει.

2

Ας επιστρέψουμε τώρα στο κείμενο της Arendt. Μια μνήμη εννοημένη με την συνήθη σημασία της, δηλαδή εκείνη της διαθήκης με συγκεκριμένο περιεχόμενο, προσφέρει άμεση πρόσβαση σε ό,τι ο Char και η Arendt, που συνεχίζει να τον παρακολουθεί, αντιλαμβάνονται ως έναν ‘θησαυρό’ αντίστοιχο του περιεχομένου της διαθήκης: έναν εαυτό.9 Για την ακρίβεια, εκείνος που στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα μπορούσε ακόμα να εμπλακεί σε πολιτικούς αγώνες με ξεκάθαρα πρόσημα, έπαυε ‘να είναι σε αναζήτηση ενός αναπόκτητου εαυτού σε απερίφραστη δυσαρέσκεια’. Απεκδυόμενος τότε, μέσα σε ‘γυμνότητα’ και ταυτοχρόνως ‘χάρη σε έκλαμψη ελευθερίας’, ‘όλα τα προσωπεία’, ‘όσα η κοινωνία αποδίδει στα μέλη της καθώς και όσα τα ίδια τα άτομα κατασκευάζουν για τους εαυτούς τους κατά τις ψυχολογικές αντιδράσεις τους έναντι της κοινωνίας’, όπως σπεύδει να προσθέσει η Arendt, έβρισκε τον εαυτό του.10

Ας συγκρατήσουμε τον συσχετισμό μεταξύ γυμνότητας και ελευθερίας στον οποίο προβαίνει, ήδη εδώ, η Arendt. Διότι τα προσωπεία όχι απλώς επανήλθαν στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, αλλά οι πολιτικοί αγώνες, έχοντας πλέον χάσει την συμβολική πυξίδα τους, κατά κανόνα τα υπηρέτησαν. Έτσι, πολιτικές επαναστάσεις,

Page 188: Hannah Arendt 24grammata.com

χρησιμοθηρικές διευθετήσεις των ατομικών αναγκών, αλλά και επίκληση της μνήμης και της συνέχειας (που σημαίνει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ολόκληρο το πολιτικό φάσμα του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα από την Αριστερά ως την Δεξιά, με όλες τις αντιμεταθέσεις, τις παραλλαγές και τις αποχρώσεις τους), συγκροτεί για την Arendt έναν κοινό ιστορικο-πολιτικό τόπο με κριτήριο ακριβώς την βιαστική παράκαμψη της βαθύτερης ένδειας, δηλαδή της εκκρεμότητας του κληρονόμου άνευ διαθήκης: του ανθρώπου ο οποίος, επειδή είναι συμβολικά μετέωρος, είναι στερημένος τόσο από έναν εαυτό όσο κι από μια ιστορική πράξη με εγγενές νόημα. Την εξέλιξη αυτή ο μεν μαζικοδημοκρατικός ψυχισμός την υποδέχτηκε ως μια απελευθέρωση (που, παρά την ηπιότητά της, δεν παύει να είναι μηδενιστική) από κάθε νόμο και κάθε δέσμευση σε ένα υπερατομικό νόημα, από κάθε προσωπική μοίρα κι από την οδύνη που μια τέτοια συνεπάγεται, καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση ότι ζούμε πια σε ένα ανακουφιστικό τέλος της Ιστορίας και σε έναν άχρονο παροξυσμό των απεριόριστων δυνατοτήτων, εκείνος δε ο οποίος δυσφόρησε με την εξέλιξη αυτή, προσπάθησε να αντισταθεί στο ρεύμα του χρόνου απαξιώνοντας μαζί με τον μηδενισμό και το ίδιο το παρόν ενγένει. Όταν σκέψη και πραγματικότητα διαχωρίζονται, όπως γράφει η Arendt αναφερόμενη σε αυτή τη συνθήκη, η μεν πραγματικότητα μοιάζει πια ‘αδιαπέραστη από το φως της σκέψης’, η δε σκέψη ‘τείνει να καταστεί άνευ νοήματος, ή να αναδιατυπώνει παλιές αλήθειες δίχως όλη τη συγκεκριμένη συνάφειά τους’11 - να χρησιμοποιεί, δηλαδή, το ιστορικό παρόν ως απλό πρόσχημα ή εξωτερική αφορμή και, ανεπαρκώς εκτεθειμένη στη δύσκολη συνάφεια του παρόντος χρόνου, να καθίσταται εντέλει αφηρημένη αν όχι και συνθηματική. Αν στην πρώτη περίπτωση ζει κανείς χωρίς εαυτό και χωρίς την απορία της ταυτότητας, παραδομένος σε έναν τυφλό αυτοματισμό των πραγμάτων, στην απρόσωπη ροή του κόσμου, στην δεύτερη χαλκεύει μια ανιστορική εικόνα του εαυτού του και των πραγμάτων και ζει με αυτήν, δηλαδή με τις προκαταλήψεις του, και όχι πλέον με τα πράγματα.12 Σε αμφότερες τις περιπτώσεις αυτό που απουσιάζει είναι μια συνύπαρξη πραγμάτων και εαυτού - μια συνύπαρξη, η οποία θα δικαίωνε τα πράγματα μέσα σε έναν εαυτό ελεύθερο και πραγματικό. Απουσιάζουν, με άλλα λόγια, το παρόν και η ιστορικότητα της ύπαρξης, τα οποία θα μπορούσαν καταρχάς να αναδυθούν μόνο ως μια εκκρεμότητα που αναβλύζει στο επίκεντρο της ψευδούς αχρονίας, ή της εξίσου ψευδούς ιστορικής συνέχειας.

Έτσι, καθώς η συμβολική γυμνότητα παρέμεινε ένα συμβάν το οποίο όχι μόνο η πρόσφατη πολιτική ιστορία, αλλά και αυτή καθεαυτή η νεότερη πολιτική σκέψη δεν κατόρθωσε να κατανοήσει και να αναλάβει στις πραγματικές ιστορικές διαστάσεις του (απεναντίας, το απώθησε), επομένως ούτε και διερωτήθηκε για τις νοηματικές δυνατότητες που ενδεχομένως αυτό να κρύβει στο εσωτερικό του· καθώς, επίσης, το ιστορικό υποκείμενο παρέμεινε βυθισμένο σε ψευδείς εικόνες του εαυτού του και δυσανεκτικό απέναντι σε κάθε εμφάνεια του κενού παρόντος του, ο πολιτικός βίος απέμεινε δίχως συνάφεια με μιαν αλήθεια και με μια ελευθερία αυθεντική (ήτοι: μη- αφηρημένη), υποκείμενος σε νέες και ολοένα πιο περίπλοκες μορφές βίας. Την ίδια στιγμή, το βαθύτερο πρόβλημα, ένα ριζικό πρόβλημα οντολογικής τάξης, δεν έπαψε στιγμή να διογκώνεται, τόσο μέσα στην ευφρόσυνη μεταδημοκρατική συγκάλυψή του, όσο και στις αυτοδικαιωτικές (επαναστατικές ή συντηρητικές, αδιάφορο) ηθικολογικές ιερεμιάδες εναντίον της. Ωστόσο, ήταν αυτή η διόγκωση που έφερε τελικά την εποχή αντιμέτωπη με την απούσα αλήθεια της.

Page 189: Hannah Arendt 24grammata.com

Στρέφοντας το βλέμμα της σε ό,τι εδώ ονομάστηκε συμβολική γυμνότητα, στον χαρακτήρα της και στις συνέπειές της, η Arendt προκαταλαμβάνει ορισμένα από τα σημαντικότερα μοτίβα της πιο πρόσφατης μετα-θεμελιωτικής σκέψης, στα πλαίσια της οποίας ο στοχασμός γύρω από τις προοπτικές της Μετανεωτερικότητας αποκτά έναν δραματικότερο, ενίοτε δε αποκαλυπτικό τόνο. Η ιστορική αυτή συνθήκη εγείρει για εκείνην ένα μείζον ερώτημα - αυτό από το οποίο θα έπρεπε πιθανώς να ξεκινούν και όλα τα υπόλοιπα: μπορεί άραγε να υπάρξει ανθρώπινος βίος μέσα στην ιστορική ασυνέχεια; Και αν ναι, τι χαρακτηριστικά θα είχε αυτός ο άνθρωπος και ο παράδοξος βίος του; Πώς ζει, ή πώς μπορεί να ζήσει εκείνος που, για να θυμηθούμε και πάλι τον Blanchot, ούτε να ζήσει, αλλά ούτε και να πεθάνει μπορεί ως ‘αυτός ο ίδιος’ μέσα στην ασφάλεια ενός οικείου κόσμου και μιας αναγνωρισμένης ιστορικής συνέχειας;

Η απάνταση της Arendt, σε αυτό το κείμενο, δεν θα είναι ελεύθερη από αμφισημίες κι από μιαν έκβαση ανοιχτή μέσα στην αμφιταλάντευση και την αβεβαιότητα της ίδιας όταν, οδεύοντας προς το τέλος του δοκιμίου, μιλά για μια περιοχή και δη για ‘τη μόνη ίσως περιοχή όπου η αλήθεια τελικά θα εμφανιστεί’.13 Αυτό το ‘ίσως’ θα πρέπει να το λάβει κανείς σοβαρά υπόψη του και να το στοχαστεί σε όλο του το βάθος, με όλο το φορτίο της ανησυχίας που κουβαλά μαζί του.

Πιάνω το νήμα από την αρχή. Διαβάζω: ‘Η διαθήκη, αφού υποδεικνύει στον κληρονόμο τι δικαιωματικά θα είναι δικό του, καταλίπει περασμένα υπάρχοντα στο μέλλον. Άνευ διαθήκης, ή για να λύσουμε το γρίφο, χωρίς παράδοση -που επιλέγει και κατονομάζει, μεταβιβάζει χειροπιαστά και περισώζει, ενώ δείχνει το μέρος όπου βρίσκονται οι θησαυροί καθώς και το μέγεθος της αξίας τους- φαίνεται πως δεν υπάρχει κληροδοτημένη συνέχεια στο χρόνο και άρα, ανθρωπίνως ειπείν, ούτε παρελθόν ούτε μέλλον, μόνον αέναη μεταβολή του κόσμου και ο βιολογικός κύκλος των ζωντανών πραγμάτων’.14 Ονομασία, αναγνώριση, μεταβίβαση, επιβεβαίωση: αυτές οι λειτουργίες, τις οποίες η Arendt αποδίδει καταρχάς στην διαθήκη εννοημένη ως παράδοση, προσδιορίζουν και τους στόχους ή τους θησαυρούς της: ιδιοκτησία, εμφάνεια και, εντέλει, σωτηρία. Ορίζουν, με άλλα λόγια, μια οντολογική επικράτεια ελέγχου, ασφάλειας και, κυρίως, παρουσίας, έστω έμμεσης. Δίχως αυτά δεν απομένει, διαβάζουμε, παρά η διολίσθηση της Ιστορίας στον μυθικό κύκλο των αντικειμένων. Συμπυκνώνοντας σκέψεις που είχε διατυπώσει λίγα χρόνια νωρίτερα στην Ανθρώπινη κατάσταση, αλλά και προσδίδοντάς τους ταυτόχρονα νέες διαστάσεις, η Arendt, θυμίζοντας μεταξύ άλλων τις σχετικές θέσεις περί βιοπολιτικής που θα αναπτύξει αργότερα ο Foucault,15 παραπέμπει εδώ στην ‘καθαρή διαχείριση’ του ανθρώπου ως στόχο και άξονα των νεότερων κοινωνικών επιστημών. Λειτουργώντας ως ‘επιστήμες της συμπεριφοράς’, αυτές ‘διοχετεύουν στη δημόσια σφαίρα διαμέσου της κοινωνίας τη διαδικασία της ίδιας της ζωής’, υποβαθμίζοντας τον άνθρωπο σε απλό δείγμα ενός ζωικού είδους.16 Τούτη η ‘αφύσικη ανάπτυξη του φυσικού στοιχείου’, που απολήγει στη θεώρηση της ‘κοινωνίας ως μορφής με την οποία αποκτά δημόσια σημασία η αμοιβαία εξάρτηση χάριν της ζωής’, δεν συνιστά εντέλει παρά το ‘αν-ουτοπικό ιδανικό’ της απόλαυσης της βιολογικής λειτουργίας - ένα ιδανικό στο διαπερατό όριο ανάμεσα στο φυσικό και στο πολιτικό, το οποίο δεσπόζει καθώς η Νεωτερικότητα ξεδιπλώνει την ιστορικο-πολιτική δυναμική της.17

Page 190: Hannah Arendt 24grammata.com

Ας δούμε συμπληρωματικά, με κάθε δυνατή συντομία, την σχετική φουκωική θέση. Αναλύοντας τους θεωρητικούς λόγους στα θεμέλια αυτής της μακράς εξέλιξης στην οποία αναφέρεται η Arendt, ο Foucault βλέπει σε αυτήν μια διπλή διεργασία: αρχικά, την αντικατάσταση, στις αρχές του 17ου αιώνα, ενός κυρίαρχου μέχρι τότε ‘νομικο-φιλοσοφικού’ λόγου από έναν αντίστοιχο ‘ιστορικο-πολιτικό’. Αν ο πρώτος διέπεται από μια πάγια ιεραρχία προτύπων και αξιών και αν, επιπλέον, θεωρεί ότι η πολιτική εξουσία ξεκινά εκεί όπου τελειώνει ο πόλεμος, σύμφωνα με τον δεύτερο ο πόλεμος δεν ξορκίζεται ποτέ, αποτελεί αντιθέτως τον ίδιο τον κώδικα της ειρήνης και των πολιτικών θεσμών. Η αντιπαλότητα και οι συσχετισμοί δυνάμεων ιδρύουν τα ίδια τα ιστορικά υποκείμενα ως ακριβώς τέτοια, κατά συνέπεια η εχθρότητα υφέρπει ως πάγια ανθρωπολογική και κοινωνική σταθερά. Κι έτσι, κάθε συμφιλίωση δεν μπορεί να είναι παρά έρμαιο των συγκυριών και όχι πια μια υψηλή φιλοσοφική ή νομοθετική αλήθεια, η οποία θα προηγείτο οντολογικά της ιστορικής ενδεχομενικότητας.18 Ο εξισωτικός νόμος της φύσης παραχωρεί έτσι τη θέση του στον ανισωτικό νόμο της Ιστορίας, δηλαδή στη δύναμη, στη γυμνή επιβολή και, τελικά, στη φιγούρα του βάρβαρου ως φορέα της ιστορικής ελευθερίας.19 Σε αυτό το πλαίσιο παράγεται μια νέα ιστοριογραφία, ήτοι μια νέα τεχνολογία της μνήμης, η οποία αντικατοπτρίζει την καινούργια αντίληψη για τους ίδιους τους ιστορικούς νόμους. Εδώ η μνήμη καλεί στην επιστροφή στις ξεχασμένες απαρχές κι επομένως στην πολεμική αναίρεση της επίσημης Ιστορίας, η οποία, από τη νέα σκοπιά, δεν ήταν αντικειμενική ή ουδέτερη, απεναντίας, νομιμοποιούσε κι έτσι εξυπηρετούσε την υφιστάμενη κυριαρχία. Αυτή η ‘αντι-ιστορία’ καλεί σε μια ρήξη με την ψευδεπίγραφη συνέχεια που επικαλείτο ο νομικο-φιλοσοφικός λόγος, αποκαλύπτοντας τις αποσιωπημένες και μεταμφιεσμένες εξουσιαστικές σχέσεις τις οποίες θεμελίωνε. Κι έτσι το θεωρητικό σχήμα στο οποίο απολήγει αυτή η φύσει πολεμική μνήμη εμπλέκεται εδώ το ίδιο σε μια πολιτική μάχη, παίρνει τον χαρακτήρα του όπλου, επιδιώκοντας μια ριζική αλλαγή των συσχετισμών, και για την ακρίβεια μιαν αντιστροφή των θέσεων του ισχυρού και του ανίσχυρου.20

Αλλά τον 19ο αιώνα ένας νέου τύπου νομικο-φιλοσοφικός λόγος απορροφά εκ νέου τον ιστορικο-πολιτικό. Ο ‘απροσδιόριστος πολέμος’, ο πόλεμος ως γενικευμένη ανθρωπολογική και ιστορική δομή, δίνει τη θέση του στην αντίληψη ενός ηπιότερου ‘εσωτερικού πολέμου’ ως άμυνα μιας προγραμματικά ενιαίας κοινωνίας απέναντι σε έναν εξ ορισμού απονομιμοποιημένο πια (καθότι, ακριβώς, εσωτερικό - και επομένως δευτερογενή) αντίπαλο.21 Έτσι η αστική τάξη αναδέχεται εντέλει τον ρωμαισμό, η δε φιλελεύθερη διακυβέρνηση αντιλαμβάνεται τον εαυτό της κυρίως ως την παροντική ολοκλήρωση της ίδιας της ιστορίας, η οποία επιστρέφει σε μια τάξη σχεδόν φυσική, πέραν, πλέον, των συγκρούσεων. Εξ ου και η πολιτική αποκτά εφεξής τον ρυθμιστικό χαρακτήρα μιας βιο-εξουσίας.22 Συμμετέχοντας η ίδια σε αυτήν την εξέλιξη, η μνήμη παύει να επικαλείται ένα αδικαίωτο, εκκρεμές παρελθόν, εξιστορώντας αντ` αυτού το συνεχές της εξέλιξης μέχρι την παροντική κορύφωσή της. Η νέα πολιτικοποίηση της μνήμης (ή η νέα ιστορικοποίηση της πολιτικής: η νεωτερική πολιτική συνείδηση είναι πάντοτε μια ιστορική συνείδηση και το αντίστροφο) επιστρέφει από την προηγούμενη ανατρεπτικότητά της σε μια συμβατικότητα που δικαιώνεται εκ νέου από πάνω προς τα κάτω, μολονότι διατρέχει παράλληλα την ίδια την σύσταση των υποκειμένων: το άνωθεν έχει καταστεί ένδοθεν, η υποταγή έχει γίνει εσωτερική δομή του ατόμου.

Page 191: Hannah Arendt 24grammata.com

Αν το πρότυπο αποτελεί κάθε φορά τον ισχύοντα ή τον αναβιώσαντα νόμο, ό,τι δηλαδή μας επιτρέπει να υποτάξουμε το παρόν σε ένα νόμο ισχυρότερο από αυτό το ίδιο,23 τότε καθίσταται σαφές πως η σύγχρονη πολιτική λογική απώθησε την ισχύ του παρελθόντος, τόσο με τη προνεωτερική μορφή μιας ιερής αυθεντίας και της συνέχειας που εγκαθιδρύει, όσο και με τη νεωτερική μορφή της επιστροφής σε μια λησμονημένη αρχική μάχη που πρέπει να αναβιωθεί, μόνο για χάρη ενός παρόντος ως απόλυτης και εν εαυτώ πλήρους ισχύος, που δεν χρειάζεται να αναφερθεί σε τίποτα πέρα από τον εαυτό της. Εντούτοις, η απόλυτη αυτή ισχύς διολισθαίνει, την ίδια ώρα όπου φτάνει στην έσχατη τιμή της, σε ένα καθεστώς πλήρους από-συμβολοποίησης και συνεπώς απροσωπίας, ως εάν η κίνηση της αυτοαναφορικής βούλησης, η κίνηση δηλαδή της ισχύος και η ‘χειραφετητική’ δυναμική της, να επιστρέφει, παράδοξα και αυτοειρωνικά, στους κόλπους του μύθου, της παθητικότητας, και, εντέλει, της ίδιας της φυσικής ουδετερότητας. Στην τροχιά του, το νεότερο άτομο δεν κατάπιε μόνο τον δογματισμό, ούτε εξαφάνισε απλώς τις λεγόμενες δημόσιες αρετές· στο τέλος της πορείας του εξομοιώθηκε το ίδιο με ένα στοιχειώδες σωματίδιο κινούμενο αενάως, δίχως νόημα και σκοπό. Η μόνη απόφαση που απομένει, με τα λόγια της Arendt, δεν συνίσταται παρά στην εγκατάλειψη της ίδιας της ατομικότητας και στη συγκατάθεση σε μιαν αποχαυνωμένη λειτουργικότητα. Κι έτσι η υπερκόσμια ελευθερία του homo faber έδωσε τελικά τη θέση της στον χημικό αυτοματισμό του animal laborans.24

Δύο συμπεράσματα μπορούμε να συνάγουμε μέσα από μια τέτοια ανάγνωση του Foucault δίπλα σε κείνην της Arendt: πρώτον, αν ο σύγχρονος βιοπολιτικός λόγος συνιστά μια νέα εκδοχή του νομικο-φιλοσοφικού λόγου, τότε δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα επιστροφής σε εκείνον, εφόσον βρισκόμαστε ακόμα στον αστερισμό του. Παρά τις όποιες επιμέρους (και καθεαυτές, ασφαλώς, σημαντικές) διαφορές ανάμεσα σε μια σύγχρονη διαχειριστική λογική και σε μια παραδοσιακή και ιεραρχική, το πρωτείο εντούτοις της ολότητας και, συνεπώς, η απόρριψη της εκκρεμότητας, της γυμνότητας, της ευπάθειας εντέλει,25 διατηρείται, ρητά ή υπόρρητα. Η νεο-μυθική και ύστερη καπιταλιστική ταυτοχρόνως συνθήκη της ‘αέναης μεταβολής του κόσμου και του βιολογικού κύκλου των ζωντανών πραγμάτων’ δεν υπερβαίνεται επιστρέφοντας σε μιαν άλλη εκδοχή της ολότητας, ηπιότερης και, συχνά, νοηματικά πλουσιότερης (προνεωτερικής, οικολογικής, πολυπολιτισμικής, ή ό,τι άλλο). Ούτε όμως, δεύτερον, ο ιστορικο-πολιτικός λόγος της Δύσης, δηλαδή η ωμή και μνησίκακη επίκληση του παρελθόντος, η οποία θα ήθελε να επιστρέψει στις κρυφές πληγές μιας υφέρπουσας εχθρότητας κάτω από τη συναινετική επιφάνεια και πίσω από το ψεύτικο παρόν, η μνήμη μιας εκδικητικής βίας, μπορεί να συνιστά πραγματική εναλλακτική. Και τούτο γιατί κι αυτός ο λόγος παραμένει, σύμφωνα με τον ίδιο τον Foucault, μυθικός, εφόσον δεν στοχεύει παρά στην αποκατάσταση - που σημαίνει, και πάλι σε μιαν ολότητα. Αλλά και γιατί, επίσης, σε αυτόν τον λόγο, το λαικό και επαναστατικό στοιχείο συναιρείται με το αριστοκρατικό. Η λογική της εκδικητικής ανταπόδοσης που διέπει κάτωθεν τη φλόγα του λαού συναντιέται, μέσα στο ειρωνικό πεδίο της Ιστορίας, με κείνην της άνωθεν βίας του κυρίαρχου. Κι ό,τι μοιάζει ως αντάρτικο της κριτικής, της πικρίας και της τρελής ελπίδας, φανερώνεται εντέλει ως διπλότυπο του κανόνα.26

Page 192: Hannah Arendt 24grammata.com

Τι απομένει λοιπόν; Εξαντλούνται οι δυνατότητές μας σε αυτό το δίπολο, σε αυτό το μυθικό εκκρεμές, από τη μια πλευρά του οποίου υπάρχει το βύθισμα στη λήθη κι από την άλλη μια μνησίκακη μνήμη; Ή μήπως υπάρχει και ένας παράδοξος λόγος, μια παράδοξη κληρονομιά, που απευθύνεται σε εμάς από το ίδιο το κενό της διαθήκης; Αν ο πρώτος λόγος συνδέεται στο πολιτικό επίπεδο με την άνωθεν βία της Τάξης, της εγκαθίδρυσης και της διατήρησής της, ο δε δεύτερος με την κάτωθεν βία μιας επαναστατικής αντιστροφής, μήπως ένας τέτοιος, τρίτος, λόγος θα συνδεόταν με τη λογική της συγχώρησης, δηλαδή τη λογική ενός επέκεινα της εχθρότητας και της μιμητικής αντίδρασης σε αυτήν; Μήπως, λοιπόν, σε αυτή την παράδοξη τροπικότητα μιας μνήμης αρθρωμένης γύρω από μιαν ιδρυτική απώλεια κι από την κατάφαση σε αυτήν θα μπορούσαμε εντέλει να διακρίνουμε την τυπική λογική όχι μόνο μιας άλλης μνήμης, μιας άλλης ιστορικής συνείδησης, αλλά και μιας άλλης πολιτικής πράξης, της συγκρότησης ενός διαφορετικού πολιτικού υποκειμένου - με άξονα όχι πια την τάξη και την ισχύ, ούτε και την εκδίκηση (εκδοχές, αμφότερες, μιας μυθικής βίας), αλλά την συγχώρηση ως προσίδια δομή μιας πολιτικο-μεταφυσικής γονιμότητας; Και μήπως εδώ θα βρισκόταν μια άλλη κατανόηση του παράδοξου συμβολικού θεμελίου της ίδιας της δημοκρατικής πολιτικής, το αθέμελο θεμέλιό της;

Μιλώντας για τη συγχώρηση και το παράδοξο της δημοκρατικής πολιτικής, αγγίζουμε το σημείο γύρω από το οποίο θα ταλαντευτεί η Arendt. Διότι ενώ, στην Ανθρώπινη κατάσταση, αναγνωρίζει στη συγχώρηση μιαν αγνοημένη πλην στοιχειώδη πολιτική εμπειρία και, μαζί της, την δυνατότητα μιας απρόβλεπτης και απροσδόκητης πολιτικής πράξης,27 καθίσταται γρήγορα σαφές πως αυτή γίνεται εδώ αντιληπτή ως ‘ξόρκι’ που μας απαλλάσσει από το ίδιο το παρελθόν, ως αναίρεση επομένως της απώλειας και ως ανασύσταση του χαμένου.28 Γι αυτό, άλλωστε, και αμέσως μετά η Arendt θα πλέξει το θεωρητικό εγκώμιο της υπόσχεσης λόγω της δυνατότητάς της να ‘διαχειρίζεται το μέλλον σα να ήταν παρόν’, όμοια με έναν ‘μηχανισμό ελέγχου’ ο οποίος, υποστηρίζει, είναι απαραίτητος για τη συμβίωση.29 Συνεπώς, το απρόβλεπτο εξουδετερώνεται εκ νέου κι αυτό που απομένει ως υπόρρητο θεωρητικό πλεονέκτημα είναι η οντολογική αυτοκυριαρχία ενός καθεαυτού υπεριστορικού υποκειμένου, που ακυρώνει παρελθόν και μέλλον μέσα στην αυτάρκεια ενός μυθικού (μη-)παρόντoς. Η Arendt παραμένει εδώ εγκλωβισμένη στην θεωρητική αμφιλογία της, δέσμια ακόμα μιας ουσιο- και βουλησιοκρατικής μεταφυσικής του υποκειμένου, και θα χρειαστεί να φτάσουμε στο μετέπειτα έργο της για να διαβλέψουμε ρωγμές προς μια άλλη σκέψη, μια άλλη συγχωρητική κατάφαση της γυμνότητας του παρόντος και του αθέμελου ως θεμελίου μιας ριζικής ιστορικο-πολιτικής συνείδησης. Μέσα σε μια τέτοια κατάφαση του παρόντος ως εκκρεμούς αλλά και απόλυτου εδώ-τώρα, ενός παρόντος πέρα από κάθε θεωρησιακό καθορισμό, από κάθε δυνατή γνώση και κάθε προοικονομία, το παρελθόν θα ανέκυπτε ως ένας φασματικός Νόμος, ως η ασθενής πλην όμως ‘θει κή βία’ ενός ‘νόμου πριν από το νόμο’, η οποία αποκλείει κάποιον από κάθε δυνατότητα να εκπληρώσει προβλέψιμες και περιορισμένες υποχρεώσεις και στην οποία μπορεί κανείς να αποκριθεί πραγματικά μόνο, παραδόξως, δια της συγχωρήσεως.30

Το κείμενο αποδίδει, με ελάχιστες αλλαγές και προσθήκες, εκείνο που συμπεριλήφθηκε με τον ίδιο τίτλο στον συλλογικό τόμο Απουσία (Αθήνα: Νήσος, 2013, σ. 92-116) σε επιμέλεια της Φαίης Ζήκα κ.α.

Page 193: Hannah Arendt 24grammata.com

Σημειώσεις

1 Στης ιδίας, Μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος (Αθήνα: Λεβιάθαν, 1996, μτφρ. Γ.Ν. Μερτίκας), σ. 9-29.

2 Ό.π., σ. 11.

3 Maurice Blanchot, Ο χώρος της λογοτεχνίας (Αθήνα: Εξάντας, 1994, μτφρ. Δ. Δημητριάδης), σσ. 168, 231. Το σχόλιο αφορά τον Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε, από το ομώνυμο βιβλίο του Rilke.

4 Γιώργος Σεφέρης, ‘Απορίες διαβάζοντας τον Κάλβο’, στου ιδίου, Δοκιμές, (Αθήνα: Ίκαρος, 1984), πρώτος τόμος, σ. 63. Πρόκειται, βέβαια, για τον Κάλβο, τον Σολωμό και τον Καβάφη.

5 Μιλώντας για τους προαναφερθέντες ποιητές, ο Σεφέρης θα γράψει: ‘Σε καμιά λογοτεχνία δε βρίσκω ανάλογα παραδείγματα. Οι δυσκολίες τους -το μέτρο της δύναμής τους- τους έκαναν όρια’, ό.π., σ. 63. Το όριο, λοιπόν, ως μέτρο μιας ορισμένης δύναμης: είναι η ‘ασθενική δύναμη’ η οποία ‘μας έχει δοθεί’ και ‘στην οποία απευθύνεται το παρελθόν’, σύμφωνα με την δεύτερη από τις Θέσεις για την φιλοσοφία της Ιστορίας του Walter Benjamin. Η κρίσιμη αυτή τριπλή συνάφεια ενός παρελθόντος που καλεί και μάλιστα εγκαλεί ή απαιτεί, μιας ασθενικής δύναμης και ενός μεταιχμιακού παροντικού πεδίου, συνιστά το υπόβαθρο και συνάμα την σκόπευση των σκέψεων που εκτίθενται εδώ.

6 Ό.π., σ. 61. Προεκτείνοντας κανείς τη σκέψη του Σεφέρη μπορεί να φτάσει μέχρι τον Jaques Derrida, καθώς αυτός σκέφτεται τον διπλό εκείνο νόμο, την αντινομική εκείνη συνθήκη, σύμφωνα με την οποία ‘έχω μόνο μια γλώσσα, εντούτοις αυτή δεν είναι δική μου’ - βλ. Monolingualism of the Other; or, the Prosthesis of Origin (Stanford: Stanford University Press, 1998, μτφρ. P. Mensah). Για τον Derrida, μια ορισμένη ‘αμνησία’ σε σχέση με κάθε είδους ‘μητρική γλώσσα’, μια αφετηριακή αποξένωση ή μια εναρκτήρια οντολογική έλλειψη, συνιστούν ‘μια εντελώς διαφορετική ανάμνηση’ και δη ‘μια τρέλα της υπερμνησίας’ (ό.π., σ. 60). Μια υπερμνημονική αμνησία συνδέεται λοιπόν εδώ εσωτερικά με την γέννηση μιας ταυτότητας που είναι κοινή και συνάμα έκκεντρη, κοινή επειδή είναι έκκεντρη.

7 ‘Die Welt ist fort, ich muß dich tragen’ (‘Ο κόσμος απήλθε, πρέπει πάνω μου να σε φέρω’), από το ποίημα ‘Große, glühende Wölbung’ του Paul Celan, Atemwende (Φρανκφούρτη: Suhrkamp, 1967), σ. 93. Βλ. επίσης τον εξαιρετικό σχολιασμό της ποίησης του Celan από τον Derrida, Sovereignties in Question: the Poetics of Paul Celan (Νέα Υόρκη: Fordham University Press, 2005). Στα ελληνικά βλ. ιδιαίτερα Κριοί. Διάλογος ατέρμων: μεταξύ δύο απείρων, το ποίημα (Αθήνα: Ίνδικτος, 2008, μτφρ. Χρ. Αγκυρανοπούλου)· ακόμα, σε σχέση ειδικά με τον Σεφέρη, βλ. τη συνέντευξη του Derrida, ‘Η γλώσσα δεν ανήκει: Ιδίωμα και υπογραφή στον P.Celan’, στο αληthεια, τχ. 1 (άνοιξη 2007), σ. 18-30.

8 Βλ., λ.χ., τις σχετικές επισημάνσεις και κατηγοριοποιήσεις του Alain Badiou, με άξονα την έννοια της απομύησης - ‘Η φιλοσοφία και η νεολαία του κόσμου’, στο

Page 194: Hannah Arendt 24grammata.com

αληthεια, τχ. 6 (άνοιξη 2011), σ. 15-32, άρθρο γραμμένο με αφορμή τα γεγονότα του ελληνικού Δεκεμβρίου του 2008.

9 Arendt, ό.π., σ. 12.

10 Ό.π., σ. 12-13.

11 Ό.π., σ. 16.

12 Για την έννοια της προκατάληψης και τον μείζονα ρόλο της καντιανής κρίσης ως προς τον τρόπο με τον οποίο η Arendt σκέφτηκε τελικά την διέξοδο από το προαναφερθέν φαύλο δίπολο, οι φιλοσοφικοί όροι του οποίου μπορούν να είναι ο σκεπτικισμός και ο δογματισμός, ή ο κυνισμός και ο ιδεαλισμός, βλ. Άρεντ, Η πολιτική φιλοσοφία του Καντ (Αθήνα: Νήσος, 2008, μτφρ. Β. Ρωμανός) και, της ιδίας, Υπόσχεση πολιτικής (Αθήνα: Κέδρος, 2009, μτφρ. Κ. Χαλμούκου), ιδίως σ. 152 κ.ε.

13 Ό.π., σ. 27 (τα εμφατικά πλάγια δικά μου).

14 Ό.π., σ. 14. Ας θυμηθούμε εδώ και την αντίστοιχη νιτσεϊκή διατύπωση γύρω από το ζήτημα της νεότερης ιστορικής συνείδησης, κατεξοχήν αυτοειρωνικής: ‘τώρα η ιστορία των ανθρώπων είναι μόνο η συνέχεια της ιστορίας των ζώων και των φυτών’ - βλ. Φρίντριχ Νίτσε, ‘Ωφέλεια και μειονεκτήματα της Ιστορίας για τη ζωή’, στου ιδίου, Ανεπίκαιροι στοχασμοί (Θεσσαλονίκη: Εκδοτική Θεσσαλονίκης, 1996, μτφρ. Ι.Σ. Χριστοδούλου), σ. 184.

15 Στις παραδόσεις του 1976, ο Foucault θα κάνει, για παράδειγμα, λόγο για την ‘κρατικοποίηση της βιολογικής κατάστασης’ και για τη ζωή και τον θάνατο ως φαινόμενα της ίδιας της πολιτικής εξουσίας - βλ. Για την υπεράσπιση της κοινωνίας (Αθήνα: Ψυχογιός, 2002, μτφρ. Τ. Δημητρούλια), σ. 294 κ.ε. Συμπληρωματικά, βλ. του ιδίου, Η γέννηση της βιοπολιτικής. Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1978- 1979) (Αθήνα: Πλέθρον, 2012, μτφρ. Β. Πατσογιάννης).

16 Η ανθρώπινη κατάσταση (Αθήνα: Γνώση, 1986, μτφρ. Στ. Ροζάνης, Γ. Λυκιαρδόπουλος), σ. 68-69.

17 Ό.π., σσ. 70-71, 126.

18 Για όλα αυτά, βλ. Για την υπεράσπιση της κοινωνίας, σ. 66-77.

19 Ό.π., σσ. 194-207, 239-245.

20 Ό.π., σ. 90-96.

21 Ό.π., σ. 265-266 κ.ε. Έχει εδώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι δυο δεκαετίες πριν τον Foucault, ένας άλλος σημαντικός στοχαστής, ο Carl Schmitt, είχε προτείνει εκ Δεξιών μια ιστορική αφήγηση που σε σημαντικές πτυχές της προϊδεάζει γι αυτήν του Foucault.

22 Για όλα αυτά βλ. ό.π., σσ. 255-256, 274-275, 280-281, 302-305.

Page 195: Hannah Arendt 24grammata.com

23 Ό.π., σ. 89.

24 Η ανθρώπινη κατάσταση, σ. 432-438, ιδίως σ. 432.

25 Ό.π., σσ. 258 κ.ε., 302.

26 Για την υπεράσπιση της κοινωνίας, σ. 65-110, ιδίως σσ. 79-80 και 92-96.

27 Η ανθρώπινη κατάσταση, σ. 320-330, εδώ σσ. 324, 327. Στην Υπόσχεση πολιτικής, μάλιστα, η Arendt θα τοποθετήσει την συγχώρηση, ως ισότιμη πολιτική εμπειρία, δίπλα στην ελληνική πράξη και την ρωμαϊκή ίδρυση (σ. 112).

28 Η ανθρώπινη κατάσταση, σσ. 322, 326.

29 Ό.π., σ. 330-336, εδώ σ. 333-334. Πρβλ. Η πολιτική φιλοσοφία του Καντ, ιδίως σσ. 15-19, 123-125, 128-129, 149-152, όπου η Arendt επικεντρώνεται στην καντιανή ‘φαντασία’, η οποία καθιστά κατά βούληση παρόν αυτό που είναι απόν.

30 Υποδεικνύοντας εκτενέστερες αναλύσεις που θα πρέπει να γίνουν αλλού, εδώ συνυφαίνονται μοτίβα από τον Benjamin και τον Derrida. Περί μυθικής και θεϊκής βίας, βλ. το δοκίμιο του πρώτου Για μια κριτική της βίας (Αθήνα: Ελευθεριακή κουλτούρα, 2002, μτφρ. Λ. Μαρσιανός). Για τα μοτίβα ενός εξ ορισμού υπερβολικού Νόμου, ενός μέλλοντος εντός του παρελθόντος, όπως και για μια διαφορετική εκδοχή της υπόσχεσης, βλ. ενδεικτικά Derrida, The politics of friendship (Λονδίνο/Νέα Υόρκη: Verso, 2005, μτφρ. G. Collins), σσ. 38, 67-68, 104, 216, 244, 287-290. Περί υπόσχεσης, όπως και, γενικότερα, περί μιας απομυθοποιητικής σκέψης του πολιτικού χρόνου, πρβλ. επίσης J.-L. Nancy, The inoperative community (Λονδίνο/Μιννεάπολη: University of Minnesota Press, 1991, μτφρ. P. Connor et al.), σσ. 68 κ.ε., 100 κ.ε., κ.α.

πηγή: Aντίφωνο

αρασκευή, 30 Αυγούστου 2013

Page 196: Hannah Arendt 24grammata.com

Πώς η Χάνα Άρεντ κατέκτησε την Αμερική

Reuven Kaminer

Για την έννοια του ολοκληρωτισμού και τον ρόλο της στον σημερινό πολιτικό λόγο

Monthly Review Μτφρ.: Lenin Reloaded

Η Χάνα Άρεντ στις ακτές του Νέου Κόσμου

Στο σημείο αυτό, η συζήτησή μας επικεντρώνεται σε ένα κεντρικό στοιχείο της διαμόρφωσης του νέου κλίματος στην διανόηση της Νέας Υόρκης κατά τη δεκαετία του 1940, όταν η Χάνα Άρεντ και ο σύζυγός της Χάινριχ Μπλούχερ έφτασαν στις ΗΠΑ ως πρόσφυγες του γερμανικού φασισμού. Μια σημαντική ομάδα "αντισταλινικών αριστερών" προσέλκυσε την Άρεντ και αναγνώρισε γρήγορα τις εξαιρετικές της ικανότητες. Η ομάδα αυτή, η οποία συνεισέφερε αποφασιστική προσωπική και κοινωνική στήριξη στην ίδια και τον Μπλούχερ, έπαιξε ένα πολύ αμφισβητίσιμο ρόλο στην δημόσια ζωή των ΗΠΑ στα επόμενα χρόνια. Το γεγονός ότι πρώην αριστεροί, και συγκεκριμένα "απόφοιτοι" του επαναστατικού μαρξιστικού αντισταλινικού (Τροτσκιστικού) κινήματος στην δεκαετία του τριάντα και του σαράντα, έγιναν ηγετικοί εκφραστές της ιδεολογίας της αμερικανικής αντίδρασης από τη δεκαετία του πενήντα και μετά έχει διερευνηθεί διεξοδικά [Lenin Reloaded 1, 2, 3]. Το μονοπάτι της εξέλιξης αυτού του συγκεκριμένου τμήματος των αμερικανών διανοουμένων θα ήταν αδύνατο χωρίς το στάδιο του Τροτσκισμού. Αυτή η "οικογένεια", όπως ήταν γνωστοί σε πολλούς, κινήθηκε βήμα-βήμα από τον επαναστατικό, κομμουνιστικό, μαρξιστικό αντισταλινισμό κατά τη δεκαετία του τριάντα στον απλό αντισταλινισμό. Από κει, το μονοπάτι για τον παθιασμένο, στρατευμένο αντικομμουνισμό (χωρίς Τρότσκι και επανάσταση), και για την ένθερμη υποστήριξη των ΗΠΑ ως φρουρίου του Ελεύθερου Κόσμου κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, ήταν βραχύ. Αυτοί που ξεκίνησαν την πολιτική τους ζωή ως πεπεισμένοι επαναστατικοί μαρξιστές μετακινήθηκαν, μέσα από την κεντρική θέση του "αντισταλινισμού", στην καταδίκη της σοβιετικής δικτατορίας και την ταύτιση με τις επίσημες αμερικανικές πολιτικές, ως μόνης αξιόπιστης οχύρωσης ενάντια στο κύμα μπολσεβικικής επιθετικότητας. Η σύγχρονη εμπειρία με το νεοσυντηρητικό κίνημα στις ΗΠΑ [Lenin Reloaded, "Πορτραίτο του διανοούμενου ως αποστάτη: James Burnham"] θα βοηθήσει τον αναγνώστη να κατανοήσει πώς μια σχετικά μικρή ομάδα διανοουμένων μπορεί

Page 197: Hannah Arendt 24grammata.com

πράγματι να εξελιχθεί σε ζωτικό παράγοντα για την ηγετική ελίτ. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ομάδα των νεοσυντηρητικών μπορεί κανείς να εντοπίσει προσωπικές και οικογενειακές διασυνδέσεις με την αντισταλινική αριστερά. Αυτή η πολύ ενδιαφέρουσα ομάδα διανοουμένων, που προσέλκυσε την Άρεντ και τον Μπλούχερ, έχει ονομαστεί "οι διανοούμενοι της Νέας Υόρκης." Ακόμα και μια ατελής λίστα των κυρίων εκπροσώπων τους περιέχει ονόματα με μεγάλη επίδραση και ακόμα και φήμη, όπως, ανάμεσα σε άλλους, οι Irving Kristol, Sydney Hook, Lionel Trilling, Clement Greenberg, Irving Howe, Alfred Kazin, Daniel Bell, και Nathan Glazer. Στην Νέα Υόρκη, η Άρεντ και ο σύζυγός της έγιναν μια πολύτιμη κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική ενίσχυση για τους νεοϋορκέζους. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Άρεντ είχε ήδη κάνει όνομα με άρθρα σε διάφορα περιοδικά όπως το Partisan Review και το Commentary [αμφότερα χρηματοδοτημένα από τη CIA, όπως έγινε δημόσια γνωστό ήδη από το 1967 στις ΗΠΑ, στα πλαίσια της επίσημα παραδεδεγμένης χρηματοδότησης της CIA στους "νεοϋορκέζους διανοούμενους"]. Οπωσδήποτε, η Άρεντ έκανε έντονη εντύπωση στους ντόπιους συνεργάτες της ως κάποια που μιλούσε στη βάση εκ του σύνεγγυς γνώσης των ευρύτερων οριζόντων της ευρωπαϊκής κουλτούρας. Έγινε σύντομα ξεκάθαρο ότι η Άρεντ ήξερε όλα όσα ήξεραν οι νέοι της συνάδελφοι κι ακόμα περισσότερα. Τον Μάρτιο του 1946, ο Τσώρτσιλ, στην διάσημη ομιλία του στο Φούλτον του Μιζούρι, διέλυσε ενσυνείδητα και αποτελεσματικά τα απομεινάρια της αντιφασιστικής συμμαχίας των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΣΣΔ και απαίτησε να αντιμετωπιστούν οι Σοβιετικοί από θέση ισχύος. Το έτος 1947 έφερε στο προσκήνιο τους πρώτους κανονιοβολισμούς και τις πρώτες συγκρούσεις του Ψυχρού Πολέμου, όπως ήταν το δόγμα Τρούμαν, με στόχο να "βοηθηθούν οι ελεύθεροι λαοί ενάντια στα ολοκληρωτικά καθεστώτα", το Σχέδιο Μάρσαλ [Lenin Reloaded, "Διαβολικές συμπτώσεις: Το 'Σχέδιο Μάρσαλ' ως αριστερό αίτημα"] και η ίδρυση της CIA. Τότε ήταν που η Χάνα Άρεντ συνέλαβε και άρχισε να γράφει την Καταγωγή του Ολοκληρωτισμού. Ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος στις ΗΠΑ δεν θα μπορούσε να είναι πιο ευνοϊκός. Ως ηγέτης του ελεύθερου κόσμου, οι ΗΠΑ έπρεπε να αντισταθούν, να ελέγξουν και να υπονομεύσουν τους κινδύνους που πήγαζαν από την αυξανόμενη δύναμη και το κύρος της ΕΣΣΔ. Με λίγα λόγια, επρόκειτο για μια μάχη της ελευθερίας ενάντια στην τυραννία, της δημοκρατίας ενάντια στον ολοκληρωτισμό. Με δεδομένη την σαφή πρόθεση της συγγραφέως του και της ευφυούς της εκτέλεσης, Η καταγωγή του Ολοκληρωτισμού, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1951, ταίριαζε τέλεια με τις ιδεολογικές ανάγκες της άρχουσας τάξης της νέας της χώρας. Χαιρετίστηκε και θαυμάστηκε αρκούντως από την νέα της ομάδα διανοητικών συμπαραστατών, των οποίων ο αντισταλινισμός είχε εξελιχθεί σε ανεπτυγμένο και στρατευμένο αντικομμουνισμό, και οδηγούσε σε καλέσματα για ακόμα πιο παθιασμένη διεξαγωγή του Ψυχρού Πολέμου. Μια από τις κεντρικές φιγούρες της ομάδας [των "νεοϋορκέζων διανοουμένων"], ο τότε ήδη δημοσιευμένος συγγραφέας Alfred Kazin, βοήθησε την Άρεντ να βρει εκδότη. Πριν απ' αυτό, ο Kazin είχε βοηθήσει τον Μπλούχερ να βρει δουλειά ως καθηγητής στο New School [of Social Research, Νέα Υόρκη], κάτι αρκετά δύσκολο μιας και ο Μπλούχερ, που οπωσδήποτε είχε τα διανοητικά εχέγγυα για να διδάξει σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία και φιλοσοφία, δεν είχε τα απαραίτητα πτυχία. Στις

Page 198: Hannah Arendt 24grammata.com

περιστάσεις αυτές, οι οποίες χαρακτηριζόντουσαν από αυξανόμενες ανησυχίες για την εξέλιξη του Ψυχρού Πολέμου, και από τον πραγματικό φόβο μιας επερχόμενης και ολικής στρατιωτικής σύγκρουσης με την ΕΣΣΔ, η Χάνα Άρεντ κινητοποίησε τα εντυπωσιακά της διανοητικά χαρίσματα υπέρ της πλευράς που θεωρούσε ως ελεύθερο κόσμο.

κοπολιτικά, φιλοσοφία, εκπαιδευτικό υλικό για μαθητές, επετειακά...

Κουλτούρα για... φάγωμα 13 Αυγ 2011

Χωρίς Σχόλια του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ

Alain Finkielkraut

Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο του γάλλου φιλοσόφου Αλέν Φινκιελκρότ «Nous autres, modernes» (Ellipses, 2005).

Η Χάνα Αρεντ ήταν αυτή που πήρε κατά λέξη και μπόρεσε να κατανοήσει την κατανάλωση σαν μια γαστριμαργική δραστηριότητα. Καταναλώνω σημαίνει καταβροχθίζω. Τείνουμε να γίνουμε παμφάγοι, αδηφάγοι φαταούλες, που καταβροχθίζουμε τον κόσμο, γράφει ουσιαστικά η Χάνα Αρεντ στο σπουδαίο βιβλίο της «Η ανθρώπινη κατάσταση». Κυριευμένοι από μια καθολική λαιμαργία καταβροχθίζουμε «τα σπίτια μας, τα έπιπλά μας, τα αυτοκίνητά μας σαν να ήταν αγαθά της φύσης, τα οποία αχρηστεύονται και πάνε χαμένα αν δεν απορροφηθούν εγκαίρως από τον ατέρμονα κύκλο του μεταβολισμού ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση». Βομβαρδίζοντάς μας με τεχνητά πράγματα και δημιουργώντας ψεύτικες ανάγκες, η κατανάλωση μας απομακρύνει όλο και περισσότερο από τη φυσική ζωή.

Page 199: Hannah Arendt 24grammata.com

Αλλά το ουσιώδες δεν είναι αυτό, σύμφωνα με την Χάνα Αρεντ. Το ουσιώδες και το πιο ανησυχητικό είναι η «μη φυσική ανάπτυξη του φυσικού», η αναγωγή όλων των πραγματικοτήτων του κόσμου στον κύκλο της βιοτικής μέριμνας. Αυτό που είχε κάποτε μια δική του υπόσταση, μια σταθερότητα, μια ανεξαρτησία, εμφανίζεται τώρα ως το επακόλουθο μιας όρεξης τόσο επιβλητικής όσο και εφήμερης. Κανένα αντικείμενο δεν ξεφεύγει από αυτή τη βουλιμία, ούτε καν τα έργα τέχνης.

Ο σκοπός της μαζικής κουλτούρας, πράγματι, δεν είναι ούτε να διαδώσει την κουλτούρα στις μάζες, ούτε να απελευθερώσει τις μάζες από τον φετιχισμό της υψηλής κουλτούρας, ούτε να τις κάνει να ξεχάσουν την αλήθεια της κατάστασής τους. Το ζητούμενο είναι, πιο αγοραία, να φτιάξει το reader's digest, δηλαδή να κάνει εύπεπτα τα έργα του πνεύματος: «Η μαζική κουλτούρα εμφανίζεται όταν η μαζική κοινωνία προσφεύγει σε πολιτιστικά αντικείμενα και ο κίνδυνός της είναι ότι η βιοτική μέριμνα της κοινωνίας (η οποία, όπως κάθε βιοτική διαδικασία, παρασύρει ακόρεστα ό,τι της είναι προσιτό στον κύκλο του μεταβολισμού της) καταναλώνει κυριολεκτικά τα πολιτιστικά αντικείμενα, τα καταβροχθίζει και τα καταστρέφει. Δεν αναφέρομαι βεβαίως στη μαζική διάδοση. Οταν βιβλία και αναπαραγωγές έργων τέχνης ρίχνονται στην αγορά σε χαμηλές τιμές και πωλούνται σε πολλά αντίτυπα, αυτό δεν θίγει τη φύση αυτών των αντικειμένων. Η φύση τους όμως θίγεται όταν τα ίδια τα αντικείμενα τροποποιούνται, ευτελίζονται με την αναπαραγωγή ή την απεικόνιση». Οπως και οι θεωρητικοί της αλλοτρίωσης, η Χάνα Αρεντ ανησυχεί για τη μαζική κουλτούρα. Αλλά αυτό στο οποίο ασκεί κριτική δεν είναι η καθυπόταξη της ζωής στους αστικούς κανόνες αλλά είναι η συγκρότηση του κόσμου ως τροφής για τη ζωή. Οπως οι θιασώτες της δημοκρατικής επανάστασης, η Αρεντ δυσπιστεί απέναντι στη συγκατάβαση και στιγματίζει τις απάτες της διάκρισης: «Η αλήθεια είναι ότι είμαστε όλοι δεσμευμένοι από την ανάγκη αναψυχής και διασκεδάσεων της μιας ή της άλλης μορφής, επειδή είμαστε όλοι μας υποταγμένοι στον μεγάλο κύκλο της ζωής. Και είναι καθαρή υποκρισία ή κοινωνικός σνομπισμός να αρνούμαστε για μας τη δύναμη διασκέδασης των πραγμάτων -ακριβώς των ίδιων πραγμάτων- που αποτελούν τη διασκέδαση και την αναψυχή των συνανθρώπων μας». Αυτό που φοβάται όμως η Χάνα Αρεντ είναι το ενδεχόμενο οι διασκεδάσεις να κυριαρχήσουν απόλυτα στη σφαίρα του ελεύθερου χρόνου. Αυτός ο φόβος, που δεν υπάρχει διόλου στους σημερινούς οπαδούς του Τοκβίλ, ήταν ωστόσο ήδη παρών στο έργο του «Η δημοκρατία στην Αμερική». Ο Τοκβίλ έβλεπε με ανησυχία το πάθος της ευημερίας να κατακυριεύσει τον σύγχρονο άνθρωπο ώς το σημείο να τον κάνει να ξεχνάει την ύπαρξη άλλων ανθρώπινων επιδιώξεων. Η

Page 200: Hannah Arendt 24grammata.com

δημοκρατική διαδικασία έχει ξεκινήσει, έλεγε, αλλά προς τα πού βαδίζει; «Βλέπω καθαρά στην ισότητα δύο τάσεις, η μία που οδηγεί το πνεύμα κάθε ανθρώπου προς νέες σκέψεις και η άλλη που θα τον οδηγούσε εθελούσια να μην σκέφτεται πλέον». Πράγματι, δεν υπάρχει χώρος για τη σκέψη σε πνεύματα που ασχολούνται αποκλειστικά με «τη φροντίδα να ικανοποιούν και την παραμικρή ανάγκη του σώματος και να αποκτούν τις μικρές ανέσεις της ζωής». Με δυο λόγια, το δημοκρατικό κίνημα που παρασύρει τους ανθρώπους δεν είναι υποχρεωτικά ένα κίνημα προς το καλύτερο. Θα μπορούσε μάλιστα, αντίθετα, «να εγκαθιδρυθεί στον κόσμο ένα είδος μέτριου υλισμού που δεν διέφθειρε τις ψυχές, αλλά που θα τις μαλάκωνε και θα κατέληγε να αποδυναμώσει αθόρυβα όλη την ενεργητικότητά τους». Αυτή η ζωή μπορεί να είναι άνετη αλλά δεν είναι πλήρως ανθρώπινη. Γιατί το ανθρώπινο στη ζωή σηματοδοτείται ακριβώς από τη διακοπή της ζωικής διαδικασίας. «Προκειμένου να υπάρξει μια αρχή δημιουργήθηκε ο άνθρωπος, ενώ πριν δεν υπήρχε τίποτα», επαναλαμβάνει η Αρεντ μετά τον Αυγουστίνο. Αλλά για να υπάρξει η αρχή, δεν αρκεί να υπάρχουν άνθρωποι, χρειάζεται επίσης να υπάρχει ανθρώπινος κόσμος. Σε όλο το έργο της η Χάνα Αρεντ δεν παύει να επιμένει στο δεσμό ανάμεσα σε δημιουργία του καινούριου και σε συντήρηση του κόσμου. Και το σύγχρονο σχολείο, στο βαθμό που διαπλάθει την αυτονομία, της φαίνεται ως ο ναός αυτής της εύθραυστης σύζευξης. «Ακριβώς προκειμένου να διαφυλάξει αυτό που είναι νέο και επαναστατικό σε κάθε παιδί, το σχολείο πρέπει να είναι συντηρητικό». Δεν φτάνει κανείς στη χειραφέτηση ακολουθώντας απλώς το βέλος του χρόνου, αλλά ακολουθώντας την πορεία που χαράσσουν τα σημάδια ανθρωπιάς που ενυπάρχουν στα έργα της κουλτούρας.

ΠΗΓΗ: εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 24-2-2008

Η Σπηλιά του Πλάτωνα – Ανάλυση απο Χάνα Άρεντ Posted by Χρήστος Καρσανίδης on 31/07/2012 Posted in: Φιλοσοφία. Tagged: Άρεντ,Αλληγορία,Πλάτων,Σπήλαιο Πλάτωνα,Φιλοσοφία,Χάνα Άρεντ. 2 σχόλια

Η ανάλυση που ακολουθεί προέρχεται απο το βιβλίο της Χάνα Άρεντ “Υπόσχεση Πολιτικής” απο τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ και μετάφραση Κατερίνας Χαλμούκου.

Χρησιμοποιούμε τον λόγο τους αλλά όχι την σκέψη τους. Προσπαθώ να κατανοήσω γιατί αρνούμαστε τόση σοφία και ακόμα χειρότερα γιατί την παραποιούμε,η παραποίηση αυτής την γνώσης δεν την κάνει γνώση πλέον.Κατανοώ πως οι περισσότεροι μάλλον γνωρίζουν την αλληγορία καθώς είναι γνωστή,αλλά μια ανάλυση απο την σκέψη μιας φιλοσόφου είναι πάντα ευπρόσδεκτη.

Προσωπικά ποτέ δεν κατάλαβα τον διαχωρισμό σε “ειδικότητες”,εξειδικέυσεις που μοιάζουν ώς τερατώδη δημιουργήματα στον απλό πολίτη και οπότε καλύτερα να ασχοληθεί με πιο απλούστερα πράγματα,όπως η τηλεόραση για παράδειγμα.Όλοι

Page 201: Hannah Arendt 24grammata.com

είμαστε επιστήμονες και φιλόσοφοι.Ο επιστήμων δεν είναι τίποτα περισσότερο απο τον αναζητητή της αλήθειας και εργαλεία του είναι τόσο ή έυρεση λογικών στοιχείων όσο και η φαντασία του.Ο φιλόσοφος είναι ένα είδος μαθηματικού της σκέψης,όπως η εξέλιξη των ειδών στη φύση που γίνεται πάντα βήμα βήμα κι όχι με άλματα,έτσι και η έυρεση λογικής σειράς των πραγμάτων για να θέσει την σοφία στο φώς των πραγμάτων για όλους να δούν.

~

Η αλληγορία,μέσα απο την οποία ο Πλάτων θέλει να αποδώσει ένα είδος περιεκτικής βιογραφίας του φιλοσόφου,εκτυλίσσεται σε τρία στάδια,κάθε ένα απο τα οποία ορίζει ένα κρίσιμο σημείο,μια αποφασιστική καμπή,ενώ και τα τρία μαζί συνιστούν την περιαγωγή όλης της ψυχής,τη μεταστροφή ολόκληρου του ανθρώπινου όντος,που για τον Πλάτωνα αποτελεί την ίδια την διαδικασία διαμόρφωσης του φιλοσόφου.

Η πρώτη μεταστροφή λαμβάνει χώρα μέσα στη σπηλιά,ο μελλοντικός φιλόσοφος απελευθερώνεται απο τα δεσμά με τα οποία είναι αλυσοδεμένα “τα πόδια και οι λαιμοί” των κατοίκων της σπηλιάς,έτσι ώστε να “βλέπουν μόνο μπροστά τους”,με το βλέμμα τους κολλημένο σε ένα προπέτασμα,στο οποίο εμφανίζονται σκιές και εικόνες των πραγμάτων.Όταν στρέφει για πρώτη φορά το κεφάλι του,βλέπει στο πίσω μέρος της σπηλιάς μια τεχνητή φωτιά που ρίχνει το φώς της στα πράγματα της σπηλιάς και τα δείχνει όπως ακριβώς είναι.

Αν θέλαμε να αναλύσουμε κι άλλο την ιστορία,θα μπορούσαμε να πούμε οτι αυτή η πρώτη περιαγωγή είναι εκείνη του επιστήμονα,ο οποίος δεν αρκείται στα όσα λένε οι άλλοι για τα πράγματα,αλλά “στρέφει το βλέμμα του”για να διαπιστώσει πως είναι στ’ αλήθεια τα πράγματα,ανεξάρτητα απο τις γνώμες του πλήθους.Γιατί,για τον Πλάτωνα,οι εικόνες πάνω στο προπέτασμα ήταν οι διαστρεβλώσεις της δόξας (μεταφράζεται απο την Άρεντ ώς “γνώμη” καταρχήν και ώς “μεγαλείο,φήμη”) και χρησιμοποίησε μόνο μεταφορές που είχαν να κάνουν αποκλειστικά με την όραση και την αντιλιπτική ικανότητα,επειδή η λέξη δόξα,σε αντίθεση με τη δική μας λέξη “γνώμη”,υποδηλώνει έντονα το ορατό.

Οι εικόνες που εμφανίζονται στο προπέτασμα,στο οποίο έχουν καρφωμένο το βλέμμα τους οι κάτοικοι της σπηλιάς,,είναι αι δόξαι τους,δηλαδή το τί και το πώς τους φαίνονται τα πράγματα.Για να δούν τα πράγματα όπως είναι στην πραγματικότητα,πρέπει να στρέψουν το κεφάλι τους,δηλαδή να αλλάξουν θέση,επειδή,όπως είδαμε πρίν,κάθε δόξα εξαρτάται από και αντιστοιχεί στη θέση που έχει κάποιος στον κόσμο.

Μια ακόμα πιο αποφασιστική καμπή στη βιογραφία ενός φιλοσόφου προκαλείται όταν αυτός ο μοναχικός εξερευνητής δεν ικανοποιείται με την φωτιά στην σπηλιά και με τα πράγματα,που τώρα εμφανίζονται όπως είναι στην πραγματικότητα,αλλά θέλει να ανακαλύψει την προέλευση της φωτιάς και τις αιτίες των πραγμάτων.Και πάλι στρέφει το κεφάλι του και βρίσκει μια έξοδο απο τη σπηλιά,μια σκάλα που τον οδηγεί στον καθαρό ουρανό,σε ένα τοπίο χωρίς πράγματα και ανθρώπους.

Εδώ εμφανίζονται οι ιδέες,οι αιώνιες ουσίες των φθαρτών πραγμάτων και των θνητών ανθρώπων,που φωτίζονται απο τον ήλιο,την ιδέα των ιδεών,η οποία δίνει τη δυνατότητα στον παρατηρητή να δεί και στις ιδέες να λάμψουν.Αυτό είναι σίγουρα το

Page 202: Hannah Arendt 24grammata.com

αποκορύφωμα στη ζωή ενός φιλοσόφου και απο αυτό ακριβώς το σημείο ξεκινά η τραγωδία.Όντας ακόμα θνητός,δεν ανήκει εδώ,ούτε και μπορεί να παραμείνει,αλλά πρέπει να επιστρέψει στην σπηλιά,στο σπίτι του στη γή,όμως ούτε και στη σπηλιά δε θα αισθάνεται πλέον άνετα.

Κάθε μια απο αυτές τις μεταστροφές συνοδέυτηκε απο απώλεια της αντίληψης και του προσανατολισμού.Το βλέμμα,το οποίο ήταν συνηθισμένο στις σκιές που εμφανίζονταν στο προπέτασμα,τυφλώνεται απο την φωτιά που καίει στο πίσω μέρος της σπηλιάς.Το βλέμμα,που προσαρμόστηκε στο χαμηλό φώς της τεχνητής φωτιάς,τυφλώνεται απο το φώς του ήλιου.Όμως το χειρότερο απ’ όλα είναι η απώλεια του προσανατολισμού που πλήττει εκείνους των οποίων το βλέμμα κάποια στιγμή προσαρμόστηκε στο λαμπερό φώς που έλαμπε κάτω απο τον ουρανό των ιδεών και οι οποίοι τώρα πρέπει να βρούν το δρόμο τους μέσα στο σκοτάδι της σπηλιάς.

Η μεταφορά που ακολουθεί εκφράζει τον λόγο για τον οποίο οι φιλόσοφοι δεν ξέρουν τι είναι καλό γι’ αυτούς -και τον τρόπο με τον οποίο αποξενώθηκαν απο τις ανθρώπινες υποθέσεις: Δεν μπορούν πλέον να δούν μέσα στο σκοτάδι της σπηλιάς- έχασαν την αίσθηση του προσανατολισμού,έχασαν αυτό που αποκαλούμε κοινή λογική.Όταν επιστρέφουν και προσπαθούν να διηγηθούν στους κατοίκους της σπηλιάς όσα είδαν έξω απο αυτήν,κανείς δεν τους καταλαβαίνει,για τους κατοίκους της σπηλιάς όλα όσα τους λέει ηχούν στ’ αυτιά τους σαν να “γύρισε ανάποδα” ο κόσμος (Χέγκελ).Ο φιλόσοφος που επέστρεψε στη σπηλιά κινδυνέυει επειδή έχει χάσει την κοινή λογική που χρειάζεται για να προσανατολιστεί σε έναν κόσμο κοινό σε όλους και,επιπλέον,επειδή όλα όσα σκέφτεται έρχονται σε αντίφαση με την κοινή λογική του κόσμου.

Στην αλληγορία της σπηλιάς αποτελεί μυστήριοτο γεγονός ότι ο Πλάτων παρουσιάζει τους κατοίκους της ώς κοκαλωμένους,δεμένους μπροστά σε ένα προπέτασμα,χωρίς την παραμικρή δυνατότητα να κάνουν κάτι ή να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.Όντως,οι δύο σημαντικότερες,απο πολιτική άποψη,λέξεις που καθορίζουν την ανθρώπινη δραστηριότητα,η ομιλία και η πράξη (λέξις και πράξις) απουσιάζουν χαρακτηριστικά απο την όλη ιστορία.Η μοναδική ενασχόληση των κατοίκων της σπηλιάς είναι η παρατήρηση του προπετάσματος,προφανώς βρίσκουν ευχάριστη την ίδια την διαδικασία της παρατήρησης,ανεξάρτητα απο κάθε πρακτική ανάγκη (Σημείωση στα “Μετά τα Φυσικά” του Αριστοτέλη εδώ).Με άλλα λόγια,παρουσιάζει τους κατοίκους της σπηλιάς ώς κανονικούς ανθρώπους,που όμως διαθέτουν εκείνο το ξεχωριστό χαρακτηριστικό των φιλοσόφων: Παρουσιάζονται ώς δυνητικοί φιλόσοφοι,που μέσα στο σκοτάδι και στην άγνοια της σπηλιάς ασχολούνται με το μοναδικό πράγμα που απασχολεί τον φιλόσοφο στο φώς και στην πλήρη γνώση.

Άρα,η αλληγορία της σπηλιάς είναι σχεδιασμένη όχι τόσο για να περιγράψει πως φαίνεται η φιλοσοφία απο την πλευρά της πολιτικής,αλλά πως φαίνεται η πολιτική,η σφαίρα των ανθρωπίνων υποθέσεων απο την πλευρά της φιλοσοφίας.Και σκοπός είναι να ανακαλύψει κανείς στη σφαίρα της φιλοσοφίας τις αρχές εκείνες που αρμόζουν σε μια πόλη με κατοίκους όπως εκείνοι της σπηλιάς,όμως παράλληλα είναι κατάλληλες και για τους κατοίκους που,μέσα στο σκοτάδι και στην άγνοια,έχουν διαμορφώσει γνώμες σχετικά με τα ίδια θέματα που απασχολούν και τον φιλόσοφο.

Page 203: Hannah Arendt 24grammata.com

Η παρακμή της πολιτικής και η άνοδος του μαζάνθρωπου: Όταν η ιδιωτεία γεννά τον ολοκληρωτισμό

To σημερινό πολιτικό σύστημα που η γενεαλογία του μετράει δεκαετίες – αν όχι και όσα τα χρόνια του νεοελληνικού κράτους – τρίζει, και οι τριγμοί του δεν αφήνουν πλέον κανέναν αδιάφορο. Ο πανικός των κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων μπροστά στην ρευστότητα των συνθηκών που τα έχει εν μέρη καταπιεί είναι πρόδηλος της κατάστασης. Γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο πως η οικονομική κρίση είναι το επιφαινόμενο μίας ριζικά πολιτικής κρίσης.

Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί ακόμη κανείς πως, τόσο η σημερινή οικονομική κρίση, όσο και η κρίση του πολιτικού συστήματος, δεν είναι τελικά παρά η τελευταία «πράξη» ενός «δράματος» που ξεκίνησε ήδη από την γέννησή του. Δεν είναι οι σημερινές συνθήκες και οι ιστορικές συγκυρίες οι καθοριστικές των σημερινών γεγονότων και της πραγματικότητας που ζούμε. Θα ήταν ίσως αφελές να προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τα πράγματα δίχως να αναλογιστούμε την ευρύτερη διαμόρφωση των κοινωνιών και των ανθρώπων που τις κινούν.

Η άνοδος του ολοκληρωτισμού

Σίγουρα, η “ξαφνική άνοδος” της Χρυσής Αυγής, η οποία δεν επηρεάστηκε αρνητικά από την ενασχόληση των ΜΜΕ, της δικαιοσύνης και των πολιτικών κομμάτων με την εγκληματική της δραστηριότητα, ξάφνιασε πολλούς. Πολλοί αρκέστηκαν να εξηγήσουν αυτό το φαινόμενο με την «αυξανόμενη δυσαρέσκεια των πολιτών από τη συνεχιζόμενη οικονομική κρίση», ίσως ως μια άλλη διέξοδο διαμαρτυρίας για τον εκφυλισμό της «πολιτικής σκηνής» ή την ιδεολογική χρεωκοπία των κομμάτων, και πιθανώς αυτό να αληθεύει σε κάποιο βαθμό (πρόσφατη δημοσκόπηση δείχνει ότι αυτή είναι η άποψη 77% των ερωτηθέντων [1]).

Βέβαια, παραμένουν πολλά κενά, καθώς ακόμη και αν αυτή η προσχώρηση τόσων ανθρώπων αποτελεί έκφραση μιας τιμωρητικής διάθεσης προς τον υπόλοιπο πολιτικό κόσμο, μια τέτοια συγκατάβαση παύει να είναι λογική όταν γνωρίζει κανείς το τι πρεσβεύει μια τέτοια οργάνωση. Τόσο η «άγνοια» για τις αρχές και την εγκληματική δραστηριότητα αυτής της ναζιστικής οργάνωσης όσο και η «αμορφοσιά» των μελών

Page 204: Hannah Arendt 24grammata.com

και συμπαθούντων δεν μπορούν να σταθούν ως δικαιολογία και ίσως υποστηρίζονται περισσότερο για να καθησυχάσουν τον κορμό των πολιτικών κομμάτων. Άλλωστε, η ιστορική έρευνα έχει καταδείξει πως ακόμη και στην χιτλερική Γερμανία, οι Γερμανοί ήταν ενήμεροι των φριχτών εγκλημάτων των ναζί που υποστήριζαν και πως η ικανότητα ανεξάρτητης σκέψης δεν ήταν θύμα κάποιας πλύσης εγκεφάλου. [2]

Αν και θα ήταν εύκολο να αποδώσει κανείς αυτό το φαινόμενο ως συγκυριακό ή παροδικό, πρέπει μάλλον να αποδεχτούμε πως η αιτίασή του είναι πιο ουσιαστική και αφορά κοινωνικές διεργασίες που δεν περιορίζονται επιλεκτικά σε κάποιο περιθωριακό μέρος του πληθυσμού. Η προέκταση αυτής της σκέψης είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς τόσο η Χρυσή Αυγή όσο και οι υποστηρικτές τέτοιων ή άλλων ολοκληρωτικών κινημάτων γεννήθηκαν μέσα στην ίδια ελλαδική κοινωνία, και είναι μέλη του ίδιου και ενός κοινωνικού σώματος. Ο όποιος περίτεχνος χειρουργικός ακρωτηριασμός τους όχι μόνο δεν πρόκειται να θεραπεύσει τις διάχυτες παθογένειες τις κοινωνίας αλλά δεν πρόκειται και να αποτρέψει την εκ νέου εμφάνιση τέτοιων ολοκληρωτικών κινημάτων.

Συνεπώς, είναι πραγματικά καίριο το ερώτημα για το τι δηλώνει αυτή η άνοδος της ΧΑ για την ελλαδική κοινωνία και για το πως συντελέστηκε. Αν και η βαθιά παρακμή των κομμάτων των τελευταίων δεκαετιών και οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης των τελευταίων χρόνων λειτούργησαν, όντως, καταλυτικά για την άνοδο της ΧΑ, δεν αρκούν για τον εντοπισμό ή την εξήγηση των προϋποθέσεων που γέννησαν τον ολοκληρωτισμό τέτοιων κινημάτων, ένα φαινόμενο το οποίο όσο περιορισμένο και αν είναι – δεν θα ήταν παράτολμο να ισχυριστεί κανείς πως – θα καταδεικνύει πάντα το νεκρό σώμα της Δημοκρατίας.

Οι μάζες

Η Χάνα Άρεντ (Hannah Arendt), στο εξαιρετικό και πάντα επίκαιρο βιβλίο της «το Ολοκληρωτικό Σύστημα,» κατέδειξε με ιδιαίτερη ενάργεια πως η γέννηση και η άνοδος των ολοκληρωτικών κινημάτων και του ολοκληρωτισμού – που βεβαίως δεν είναι προνόμιο ούτε του φυλετικού εθνικισμού ούτε του (υπαρκτού) σοσιαλισμού όπως τους γνωρίσαμε τον περασμένο αιώνα – δεν βασίζονται στην υποστήριξη των πολιτικά ενεργών μελών των τάξεων. Αντιθέτως, προϋποθέτουν κυρίως την κινητοποίηση ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας που πριν εθεωρείτο ουδέτερο, παθητικό και εν πολλοίς ασήμαντο, δηλαδή ως το άχρωμο φόντο της πολιτικής, το οποίο τα αστικά κόμματα απέρριπταν και έτσι είχε και κάθε λόγο να είναι και επιθετικό απέναντι τους.

Με τα λόγια της Άρεντ, τα ολοκληρωτικά κινήματα «θέλουν και πετυχαίνουν να οργανώσουν τις μάζες – όχι τις τάξεις, όπως κάνουν τα παλιά κόμματα συμφερόντων των ευρωπαϊκών χωρών, ούτε τους πολίτες που έχουν συμφέροντα, αλλά και γνώμες σχετικά με τον χειρισμό των δημοσίων πραγμάτων. [...] Τα ολοκληρωτικά κινήματα είναι δυνατά παντού όπου υπάρχουν μάζες που, για το έναν ή τον άλλο λόγο ανακαλύπτουν ότι επιθυμούν κάποια πολιτική οργάνωση. Οι μάζες δεν ενώνονται από την συνείδηση ενός κοινού συμφέροντος, δεν έχουν την ιδιαίτερη εκείνη διάρθρωση των τάξεων που εκφράζεται με την επιδίωξη συγκεκριμένων, περιορισμένων και προσιτών αντικειμενικών σκοπών.» [3]

Page 205: Hannah Arendt 24grammata.com

Για την Άρεντ, η μάζα δεν είναι ο όχλος, το αδικημένο πλήθος του περιθωρίου ή ο υπόκοσμος της αστικής τάξης που έχει συγκεκριμένους στόχους και παλεύει για συγκεκριμένα συμφέροντα, αλλά είναι τα πολιτικά αδιάφορα άτομα που δεν εντάσσονται σε κανένα είδος πολιτικής οργάνωσης και είτε απέχουν από τα δημόσια πράγματα είτε απλά στέκονται ως θεατές. Οι μάζες έτσι δεν έχουν κάποια ταυτότητα ή ένα πρόσωπο, και μπορούν να υπάρξουν παντού. Ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά της μάζας, η απουσία δηλαδή επιδίωξης συλλογικών πολιτικών/κοινωνικών στόχων, η εγγενής εξατομίκευση και η αποπροσωποποίηση της καθώς και η αδιαφορία των αστικών κομμάτων για αυτήν, είναι αυτά που την καθιστούν εξαιρετική πρώτη ύλη για την εδραίωση και την ανάπτυξη των ολοκληρωτικών κινημάτων.

Η δύναμη του ολοκληρωτισμού: Η φυγή από την πραγματικότητα

Τα ολοκληρωτικά κινήματα απορρίπτουν το κομματικό σύστημα, δεν ανταγωνίζονται τα κόμματα επί ίσοις όροις, για αυτό και δεν τους ενδιαφέρει να πείσουν με συμβατικούς τρόπους. Έτσι, η βία και η τρομοκρατία γίνονται το ισχυρό τους εργαλείο. Άλλωστε, όπως καταλήγει η Άρεντ ακόμη για τον όχλο και την ελίτ, «ήταν πιο εύκολο να δεχτεί κανείς ολοφάνερα παράλογες προτάσεις, παρά παλιές αλήθειες που είχαν γίνει ευσεβείς κοινοτυπίες. Στην πραγματικότητα, κανένας δεν έπαιρνε, υποτίθεται, αυτούς τους παραλογισμούς στα σοβαρά. Η χυδαιότητα και η κυνική άρνηση των κοινά παραδεκτών κριτηρίων και θεωριών συνοδεύονταν από μια ήσυχη παραδοχή του χειρότερου κι από μια περιφρόνηση όλων των συμβιβασμών και αυτή η στάση εμφανιζόταν σαν ένας θαρραλέος και καινούργιος τρόπος ζωής.»[4]

Από την άλλη, τέτοια κινήματα υπόσχονται έναν κόσμο ο οποίος ξεπερνά τις ανθρώπινες (και αναγκαστικά ελλιπείς) συμβάσεις οι οποίες καθορίζουν τις σχέσεις μεταξύ τους νόμοι και ηθικοί κανόνες. Υπόσχονται έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος πλέον οδηγείται και μεταμορφώνεται από αιώνιους νόμους, όπως ο «Νόμος της Φύσης» (βλ. ναζισμός) ή ο «Νόμος της Ιστορίας» (βλ. κομουνισμός). Έτσι, η περιφρόνηση των ανθρώπινων-συμβατικών νόμων, όπως εκφράζεται με την απουσία κάποιου σταθερού ηθικού κανόνα και την αυθαιρεσία και πολλές φορές με τη φρικώδη δράση τους, δεν είναι παρά μια «ανώτερη μορφή νομιμότητας.»[5]

Η δημιουργία ενός τέτοιου κόσμο-συστήματος, όπου όλα μπορούν να εξηγηθούν και όπου τελικά ο Νόμος (λχ. της Φύσης ή της Ιστορίας) θα υπερισχύσει, ασκεί τεράστια έλξη στον μαζάνθρωπο που πλέον καταδικάζει την πραγματικότητα που βιώνει και στην οποία δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να επέμβει μιας και με τον μυωπικό του ατομοκεντρισμό, είχε ήδη αυτο-παραιτηθεί από κάθε πολιτική ιδιότητα και δράση . Σε αυτό συμβάλει ριζικά και η πνευματική και κοινωνική του αποξένωση.[6]

Η διάρρηξη της οργανικής του ένταξης σε μια κοινωνία σχέσεων έχει ήδη υπονομεύσει τον τρόπο με τον οποίο κατανοεί τις εξωτερικές δυνάμεις που καθορίζουν την πραγματικότητα του. Το ανυπόφορο και ακατανόητο των χαοτικών συνθηκών της πραγματικότητας – ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης – μαζί και με την ανθρώπινη ανάγκη για συνοχή, οδηγούν τον μαζάνθρωπο σε ανάγκη φυγής από την αυτήν. Επομένως, γίνεται ευκόλως κατανοητό πώς κάθε ιδεολογία – όσο εξωπραγματική ή παράλογη και αν είναι- εάν καταφέρει να προσφέρει μια τέτοια συνοχή και προστασία από την ψυχική ανασφάλεια που προκαλεί η τυχαιότητα της πραγματικότητας, αποτελεί όχι μόνο καταφύγιο, αλλά και η δύναμη για να αρνηθεί κανείς όλες τις εσωτερικές της αντιφάσεις.

Page 206: Hannah Arendt 24grammata.com

Εδώ γίνεται αντιληπτό αυτό που υποστηρίζει και η Άρεντ: «Το κύριο χαρακτηριστικό του ‘μαζάνθρωπου’ δεν είναι η κτηνωδία ή η πνευματική καθυστέρηση, αλλά η απομόνωση και η έλλειψη κανονικών κοινωνικών σχέσεων.» [7]

Η ιδιωτεία και η κατάρρευση των κομμάτων

Εδώ δίνεται η ευκαιρία να τονιστεί ότι στις δυτικές κοινωνίες που οργανώνονται πολιτικά βάσει της αντιπροσωπευτικής αρχής (λ.χ. πολιτικά κόμματα και άλλες θεσμοθετημένες συλλογικές οντότητες που επιδιώκουν την εκπροσώπηση ενός αριθμού ατόμων), αν και υπάρχει η αίσθηση ότι καθαυτό τον τρόπο η πλειονότητα της κοινωνίας συμμετέχει ενεργά στην διακυβέρνηση, ουσιαστικά αυτό αφορά μονάχα έναν περιορισμένο αριθμό ανθρώπων.

Η κοινωνική οργάνωση και οι κοινωνικές προτεραιότητες όχι μόνο εμποδίζουν την καθολική ενεργό συμμετοχή στα δημόσια πράγματα, αλλά πολλές φορές προκαλούν και εχθρότητα απέναντι στον δημόσιο χώρο. Η πολιτική, περιορίζεται ως «πολιτική σκηνή» και ο «πολίτης» έχοντας μεταφέρει – εκούσια ή ακούσια – την προσωπική του ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας στα χέρια μιας ομάδας ανθρώπων, μπορεί πλέον ως ιδιώτης να μεριμνά μόνο για τις περιορισμένες προσωπικές του υποθέσεις. Επιπλέον, η εμμονή και η προτεραιότητα σε εκφράσεις της ιδιωτικής ζωής (καταναλωτισμός, εξασφάλιση ατομικών δικαιωμάτων κτλ.) όχι μόνο νομιμοποιεί ηθικά την ιδιωτεία και αυξάνει την αποξένωση του, αλλά απομακρύνει ανεπαίσθητα την κοινωνία από το πολιτικό σώμα και συνεπώς ο καθορισμός του ιδιωτικού του χώρου από τον ίδιον δεν είναι πλέον ευδιάκριτος.

Η Άρεντ, αναφερόμενη στην Ευρώπη των αρχών του 20 αιώνα υποστηρίζει πως «αυτός ο απολιτικός χαρακτήρας του εθνικού πληθυσμού δεν έγινε φανερός, παρά όταν το ταξικό σύστημα γκρεμίστηκε, συμπαρασύροντας στην πτώση του ολόκληρο το δίκτυο των ορατών και αοράτων νημάτων που έδεναν το λαό με το πολιτικό σώμα. Η κατάρρευση του ταξικού συστήματος είχε σαν αυτόματο επακόλουθο την κατάρρευση του κομματικού συστήματος. Τα κόμματα, ως εκφραστές συμφερόντων, δεν μπορούσαν πια να αντιπροσωπεύουν τα ταξικά συμφέροντα [...] Τα πρώτα σημεία κατάρρευσης του κομματικού συστήματος, στην ευρωπαϊκή ήπειρο, δεν ήταν η διαρροή των παλιών μελών των κομμάτων, αλλά η αδυναμία στρατολόγησης μελών από τη νέα γενιά και η απώλεια της σιωπηρής ανοχής και της υποστήριξης των ανοργάνωτων μαζών: Οι τελευταίες έχασαν την απάθειά τους και πήγαν παντού όπου έβλεπαν μια ευκαιρία να εκφράσουν τη νέα και βίαιη διαμαρτυρία τους.

»Η πτώση των προστατευτικών τειχών που αποτελούσαν οι τάξεις, μεταμόρφωσε τις πλειοψηφίες, που ως τότε μισοκοιμόντουσαν κάτω από την αιγίδα όλων των κομμάτων, σε μια μοναδική μεγάλη άμορφη μάζα έξαλλων ατόμων. Δεν είχαν τίποτα το κοινό, εκτός από μια αόριστη συνείδηση ότι οι ελπίδες των κομματικών μελών ήταν μάταιες, και ότι, επομένως, τα πιο σεβαστά, τα πιο καλλιεργημένα, τα πιο αντιπροσωπευτικά μέλη της κοινότητας ήταν ηλίθιοι, ότι όλες οι κατεστημένες δυνάμεις δεν ήταν μόνο ηθικά ύποπτες, αλλά και ανόητες και απατηλές.»[8]

Page 207: Hannah Arendt 24grammata.com

Η αποσήμανση της «πολιτικής» και η ανελευθερία της ιδεολογίας

Βέβαια, η Ελληνική περίπτωση σήμερα ίσως παρουσιάζει κάποιες ενδιαφέρουσες ιδιαιτερότητες καθώς η πολιτική ιδεολογική χρεοκοπία των κυρίαρχων ελληνικών κομμάτων (κοινώς η απουσία κοινωνικού συλλογικού οράματος και η έμφαση στην ικανοποίηση των ατομικών ιδιωτικών στόχων) μάλλον είχε ήδη συντελεστεί από τις αρχές της μεταπολίτευσης. Οι περίτεχνες διακηρύξεις για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο συνοδεύτηκαν στην πράξη από την καλλιέργεια άγριων ιδιοτελών επιδιώξεων, λ.χ. με την διόγκωση των πελατειακών σχέσεων, και ενώ σε ένα πρώτο επίπεδο «θεσμοποίησαν» την λεηλασία του δημόσιου πλούτου που συντέλεσε σε κάποιο βαθμό στην οικονομική πλευρά της κρίσης, τελικά κατέληξαν στην μετάπτωση και τον εκμαυλισμό της πολιτικής από κοινωνικό άθλημα σε μια καθαρά ατομοκεντρική δραστηριότητα με μόνες προτεραιότητες τις ιδιωτικές υποθέσεις.

Αυτό είχε ως άμεση συνέπεια την εκτροφή κομματικών μελών ή συμπαθούντων με χαρακτηριστικά που πλησιάζουν αυτά της μάζας καθώς οι συλλογικές κοινωνικές επιδιώξεις δίνουν την θέση τους στην μέριμνα της ιδιωτείας. Με λίγα λόγια τα κόμματα λειτούργησαν σε κάποιο βαθμό ως δεξαμενές οιονεί μαζανθρώπων. Ίσως η μόνη διαφορά με την ανώνυμη και ανοργάνωτη μάζα ήταν (και είναι) το κομματικό περίβλημα, και για αυτό το άδειασμά των κομμάτων από ένα μεγάλο μέρος των “υποστηρικτών” τους συντελέστηκε τόσο εύκολα.

Από την άλλη μεριά, ένα από τα βασικότερα ίσως φαινόμενα που προηγήθηκαν της πολιτικής παρακμής των τελευταίων δεκαετιών και που μάλλον λειτούργησε καταλυτικά προς την κατεύθυνση τούτη, είναι η αντίληψη ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας ότι η «κομματικοποίηση» είναι ταυτόσημη έννοια με την «πολιτικοποίηση». Με την λέξη «πολιτικοποίηση» θα μπορούσαμε να σημάνουμε την ανάπτυξη του ατόμου ως ενεργού πολίτη, δηλαδή ενός ανθρώπου που ασκεί πολιτική, κρίνοντας και δρώντας με σκοπό την συλλογική διαμόρφωση της πραγματικότητας που τον περιβάλλει βάση μιας ιεράρχησης αναγκών όπως αυτή προκύπτει από την καθημερινή του εμπειρία. Πάραυτα, αν και μια υγιής πλευρά της «πολιτικοποίησης» θα μπορούσε να είναι η κριτική ένταξη σε έναν πολιτικό σχηματισμό, αυτή πολλές φορές εξελήφθη (ή παρουσιάστηκε) ως η άνευ όρων ιδεολογική στράτευση και κομφορμισμό σε πλαίσια σκέψης που προκατασκευάζουν και επιβάλλουν ιδέες. Ένα τέτοιο είδους «κομματικοποίησης» βρίσκεται βέβαια στους αντίποδες της πολιτικής.

Όπως αναφέρει ο Χ. Γιανναράς η ιδεολογικές απαιτήσεις «δεν προβλέπ[ουν] περιθώρια να γεννηθούν οργανικά οι καινούργιες ιδέες από τις ανάγκες του κοινωνικού σώματος. Η ιδεολογία προηγείται και προτρέχει, επειδή οι φορείς και εκφραστές της είναι πεπεισμένοι για το λάθος ή την βλαπτικότητα των ιδεών που επικρατούν. [...] Η ιδεολογία ερμηνεύει από μόνης της και εκ προτέρου τις κοινωνικές και ατομικές ανάγκες, τις ανάγκες που οφείλουν να έχουν οι άνθρωποι.» [9]

Γίνεται συνεπώς αντιληπτό πως κάθε ιδεολογία, οποιουδήποτε χρώματος, έχει στοιχεία ολοκληρωτικά και είναι περισσότερο οι ιστορικές συγκυρίες που καθορίζουν το βαθμό της έκφρασής τους. «Θέλοντας να εξηγήσουν τα πάντα, οι ιδεολογίες έχουν την τάση να μην αναφέρονται σε αυτό που υπάρχει αλλά σε αυτό που εξελίσσεται. [...]Με αυτή την δύναμη της ερμηνείας των πάντων, η ιδεολογική σκέψη ξεπερνάει κάθε εμπειρία, που δεν μπορεί να της προσφέρει κάτι καινούργιο, ακόμη κι αν είναι

Page 208: Hannah Arendt 24grammata.com

πολύ πρόσφατη. Έτσι η ιδεολογική σκέψη χειραφετείται απ’ την πραγματικότητα που αντιλαμβανόμαστε με τις πέντε αισθήσεις μας και υποστηρίζει την ύπαρξη μιας «πιο αληθινής» πραγματικότητας, που κρύβεται πίσω απ’ τα αισθητά γεγονότα και που απαιτεί, για να κατανοηθεί, την ύπαρξη μιας έκτης αίσθησης. Αυτή η έκτη αίσθηση δίνεται ακριβώς από την ιδεολογία. [...]Αφού οι ιδεολογίες δεν έχουν τη δύναμη να μεταμορφώσουν την πραγματικότητα, επιδιώκουν την ανεξαρτητοποίηση της σκέψης απ’ την εμπειρία.[10]

Για αυτό τον λόγο όπως επισημαίνει η Άρεντ «Ο κίνδυνος, όταν περνάει κανείς απ’ την αναγκαστική ανασφάλεια της φιλοσοφικής σκέψης στην απόλυτη ερμηνεία που προτείνει μια ιδεολογία και η Weltanschauung της (σ.σ. κοσμοθεωρία), δεν είναι ότι κινδυνεύει να παγιδευτεί σε κάποια, συνήθως απλοϊκή και πάντα δογματική αρχή. Είναι ότι ανταλλάσσει την ελευθερία που υπάρχει μέσα στην ανθρώπινη δυνατότητα σκέψης με τον «κορσέ» της λογικής, που μπορεί να κάνει τον άνθρωπο να πιέσει τον εαυτό του το ίδιο βίαια, σαν να πιέζεται από μια δύναμη έξω απ’ αυτόν.»[11]

Το αναγκαίο της Πολιτικής

Τελικά, τόσο ο μαζάνθρωπος, ο απρόσωπος μύωπας ιδιώτης, όσο και ο κομματάνθρωπος, ο ανελεύθερος οπαδός, είναι οι δύο όψεις ενός νομίσματος. Η παρακμή των κομμάτων και η άνοδος του ολοκληρωτισμού (όσο περιορισμένη και αν είναι) δεν είναι παρά μια τελευταία ένδειξη ότι έχουμε απολέσει ως κοινωνία ανεπαισθήτως την δυνατότητα άσκησης πολιτικής. Είναι πλέον τετριμμένη η φράση του Αριστοτέλη, ότι ο άνθρωπος είναι ζώο πολιτικό, αλλά αυτός ο ορισμός δεν είναι απλά μια κατάφαση στην ιδιαιτερότητα του ανθρώπου να δημιουργεί «πόλεις» και «πολιτισμό». Δηλώνει μάλλον την υπαρξιακή του ανάγκη να κοινωνεί και να πολιτεύεται, την ίδια του την υπόσταση ως προσωπική ύπαρξη.

Για την Άρεντ, απομόνωση είναι «το αδιέξοδο όπου οδηγούνται οι άνθρωποι όταν καταστρέφεται η πολιτική σφαίρα της ζωής τους, όπου δρουν μαζί για την επίτευξη ενός κοινού στόχου» αν «και αφήνει ανέπαφες τις παραγωγικές δραστηριότες του ανθρώπου» ως ενός homo faber. Ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει ως homo faber και ακόμη και τυραννικά καθεστώτα το επιτρέπουν αυτό.

Όσο όμως ο άνθρωπος ιδιωτεύει και ο κίνδυνος του ολοκληρωτισμού αυξάνεται, τόσο αυξάνεται και η πιθανότητα να αποξενωθεί, να νοιώσει δηλαδή στο περιθώριο κάθε ανθρώπινης κοινωνίας: «Μόνο όταν καταστρέφεται η στοιχειωδέστερη μορφή ανθρώπινης δημιουργικότητας – δηλαδή η δυνατότητα να προσθέσει κανείς κάτι απ΄ τον εαυτό του στον κοινό κόσμο – η απομόνωση γίνεται αφόρητη. Αυτό μπορεί να συμβεί σε έναν κόσμο όπου οι βασικές αξίες καθορίζονται απ’ την εργασία, δηλαδή όπου όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες μετατρέπονται σε εργασία. Σε τέτοιες συνθήκες, επιζεί μόνο η καθαρή προσπάθεια της εργασίας, δηλαδή, η προσπάθεια για την επιβίωση και καταστρέφεται η σχέση με τον κόσμο σαν ανθρώπινη δημιουργία. Ο απομονωμένος άνθρωπος, που έχει χάσει τη θέση του στο πολιτικό πεδίο δράσης, αποκλείεται κι απ’ τον κόσμο των αντικειμένων, αν δεν αναγνωρίζεται σαν homo faber, αλλά σαν animal laborans, μ’ έναν αναγκαίο «φυσικό μεταβολισμό» που δεν ενδιαφέρει κανένα. Τότε η απομόνωση γίνεται συνήθως αποξένωση. Ενώ η απομόνωση αφορά μόνο το πολιτικό πεδίο της ζωής [σ.σ. τη δύναμη για δράση], η αποξένωση αφορά την ανθρώπινη ζωή σαν σύνολο.» [12]

Page 209: Hannah Arendt 24grammata.com

Ο εγκλεισμός σε ιδεολογίες ή η απομόνωση και αποξένωση στον χώρο της ιδιωτείας είναι καταστάσεις προ-πολιτικές. Η πολιτική, ως έννοια που αναφέρεται στην δυνατότητα των ανθρώπων να δημιουργούν συλλογικά πόλεις, δηλαδή οργανωμένες κοινωνίες σχέσεων, και πολιτισμό, δηλαδή έναν τρόπο του βίου που ανταποκρίνεται στις υπαρκτές και κοινές ανάγκες τους ως βιολογικές και προσωπικές υπάρξεις, είναι ίσως η μόνη δυνατότητα του ανθρώπου για να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα του κόσμου αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό. Στο βαθμό που η πολιτική γίνεται άθλημα ολόκληρης της κοινωνίας, είναι ίσως η μόνη δυνατότητα ελευθερίας.

Η πολιτική είναι ανάγκη.

Παραπομπές

1. Ερευνα GPO: Αυτό είναι το προφίλ των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής. Πρώτο Θέμα. 18 Φεβ 2014. 2. Hannah Arendt. Το Ολοκληρωτικό Σύστημα. Μτφ. Γ. Λάμψα. Αθήνα. Εκδόσεις Ευρίαλος. 1988. σελ. 7 3. Arendt ο.π. σελ.37, 42 4. Arendt ο.π. σελ. 74 5. Arendt ο.π. σελ. 254 6. Arendt ο.π. σελ. 100 7. Arendt ο.π. σελ. 49 8. Arendt ο.π. σελ. 46-47 9. Χρήστος Γιανναράς. Μετα-νεωτερική μετα-φυσική. Αθήνα. Εκδόσεις Δόμος, 2005. σελ. 32 10. Arendt ο.π. σελ. 268 11. Arendt ο.π. σελ. 267 12. Arendt ο.π. σελ. 274

Photo Credits: Από τον πίνακα “Το Πλήθος” (1972), του Γιάννη Γαΐτη.

Facebook53 Twitter3 Reddit Digg Email Print

Tags: Hannah Arendt, homo faber, ανελευθερία ιδεολογίας, Άρεντ, Ελλάδα, ιδιωτεία, κομματοκρατία, μάζα, μαζικοποίηση, ολοκληρωτισμός, παρακμή, πολιτική

Page 210: Hannah Arendt 24grammata.com

About the Author

Αθανάσιος Αλεξανδρής

Είμαι φοιτητής Ιατρικής στο πανεπιστήμιο του Leicester με κύριο προσανατολισμό την νευρολογία και τις νευροεπιστήμες. Περιοχές ιδιαίτερου προσωπικού ενδιαφέροντος αποτελούν το φαινόμενο της συνείδησης, οι νευρωνικοί συσχετισμοί της καθώς και η θεωρία του νου. Πέρα από την ιατρική και τις νευροεπιστήμες, λατρεύω την ποίηση και την φιλοσοφία και όταν το επιτρέπουν οι υποχρεώσεις μου αρέσει να γράφω στίχους ή σκέψεις στο προσωπικό ιστολόγιο μου (anaghrapho.blogspot.com).

Page 211: Hannah Arendt 24grammata.com

Η πολιτική φιλοσοφία του Καντ ΧΑΝΑ ΑΡΕΝΤ Γιώργος Σιακαντάρης 01/04/2010

Η πολιτική φιλοσοφία του Καντ

ΜΤΦΡ. - ΕΠΙΜΕΤΡΟ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΜΑΝΟΣ

ΕΠΙΜΕΛ.: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΓΚΡΙΩΤΗΣ

ΕΚΔ. «ΝΗΣΟΣ», ΣΕΛ. 222, ευρώ 18

Η γερμανο-εβραϊκής καταγωγής φιλόσοφος Χάνα Άρεντ (1906-1975) έχει γράψει πολλές και ιδιαίτερα διεισδυτικές σελίδες στο συλλογικό βιβλίο της γνώσης των φαινομένων της βίας, του ολοκληρωτισμού, της εξουσίας, της επανάστασης και της αναζήτησης του χώρου της δημόσιας ελευθερίας. Η ζωή της, καθόλου δεν ήταν η ζωή ενός θεατή των πολιτικών αγώνων. Αντιθέτως, ήταν πολυτάραχη και γεμάτη από αγώνες για την ανθρώπινη ελευθερία. Το 1933 εγκατέλειψε τη χιτλεροκρατούμενη Γερμανία και κατέφυγε στο Παρίσι. Αν και ποτέ δεν εντάχτηκε στο σιωνιστικό κίνημα, αγωνίστηκε για τη μετανάστευση Εβραίων προσφύγων στην Παλαιστίνη. Το 1941 κατέφυγε στη Νέα Υόρκη. Στην Αμερική και κάτω από την έντονη επιρροή του

Page 212: Hannah Arendt 24grammata.com

έργου και της σκέψης των ιδρυτών Πατέρων της Αμερικής, έγραψε τα σημαντικότερα έργα της, όπως «Οι απαρχές του Ολοκληρωτισμού» (1951), «Η ανθρώπινη κατάσταση» (1958), «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Η κοινοτοπία του κακού» (1963) «Για την Επανάσταση» (1963). Η Άρεντ σκόπευε να πραγματευθεί την ικανότητα του κρίνειν στο τελευταίο μέρος του τρίτομου έργου της «Ο βίος του νου: Το σκέπτεσθαι, το θέλειν, το κρίνειν», το οποίο δεν πρόλαβε να τελειώσει, αφού ο θάνατος την βρήκε τον Δεκέμβριο του 1975, ακριβώς μετά την ολοκλήρωση του δεύτερου τόμου.

Ο παρών τόμος, αποτελείται από ένα κείμενο με τίτλο «Υστερόγραφο του σκέπτεσθαι», το οποίο αποτελεί τον επίλογο του πρώτου τόμου του προαναφερθέντος ανολοκλήρωτου έργου. Ακολουθούν, οι «Διαλέξεις στην πολιτική φιλοσοφία του Καντ», όπου στηριγμένη στα αισθητικά και πολιτικά γραπτά του Καντ επιδιώκει να αναδείξει την πολιτική σκέψη του μεγάλου φιλόσοφου. Στο τρίτο και τελευταίο κείμενο με τίτλο «Η φαντασία», αναδεικνύει το ρόλο που παίζει η φαντασία στον κριτικό στοχασμό.

Αντιθέτως με πολλούς άλλους στοχαστές, αναζητεί τον πυρήνα της πολιτικής φιλοσοφίας του Καντ όχι στα ύστερα έργα και δοκίμιά του, αλλά στην τρίτη κριτική του, την «Κριτική της Κριτικής Δύναμης». Η φιλόσοφος ξεκινά με την παραδοχή πως είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για την πολιτική φιλοσοφία του Καντ, γιατί αυτός ποτέ δεν έγραψε κάτι τέτοιο ξεχωριστά από το φιλοσοφικό του σύστημα, αφού η ιστορία αποτελεί μέρος της φύσης. Είναι ο μυστικός δόλος της φύσης και όχι τα επιμέρους άτομα, που επιφέρει την ανάπτυξη της προόδου της ανθρωπότητας. Αυτό τον οδηγεί να αναζητεί την πολιτική όχι στην ατομική ικανότητα του νου, αλλά σε μια ικανότητα, η οποία μόνο μέσω της δημοσιοποίησης και της κοινοποίησης μπορεί να υπάρξει. Αυτή, δεν είναι άλλη από την ικανότητα της κρίσης και της καλαισθησίας. Στην «Κριτικής της Κριτικής Δύναμης», ασχολείται με το ιδιαίτερο στη φύση και στην κοινωνία, με την ανθρώπινη ικανότητα της κρίσης ως ικανότητας του νου να πραγματεύεται το ιδιαίτερο, με την ανθρώπινη κοινωνικότητα ως όρο λειτουργίας αυτής της ικανότητας. Όλα αυτά, για την Άρεντ έχουν εξέχουσα πολιτική σημασία και η ανάλυσή

Γ. Σιακαντάρης

τους μας αποκαλύπτει την πολιτική φιλοσοφία του Καντ. Στην τρίτη διάλεξή της, υποστηρίζει πως ο Καντ αναζητεί το καλό πολίτευμα όχι στην ηθική, όπως μια κοινότοπη ιδεολογία του συρμού υποστηρίζει, αλλά στην αντιστροφή της σχέσης. Για τον Καντ, η καλή ηθική διαμόρφωση ενός λαού, θα πρέπει να προσδοκάται από ένα καλό πολίτευμα, ή, αλλιώς, ένας κακός άνθρωπος μπορεί να γίνει καλός πολίτης σ’ ένα καλό κράτος. Κακός είναι ο άνθρωπος που κρύβεται από το δημόσιο πεδίο. Στην ουσία, η ηθική αφορά το άτομο, ενώ η πολιτική την ανθρωπότητα. Αλήθεια του Διαφωτισμού, την οποία σήμερα κάποιοι την ξεχνούν, ενώ ταυτοχρόνως κολλούν ένσημα επίπλαστης προοδευτικότητας. Στη σφαίρα της καντιανής αντίληψης για την

Page 213: Hannah Arendt 24grammata.com

πολιτική και στο βαθμό που αυτή είναι διακριτή από την ηθική, όλα εξαρτώνται από τη «δημόσια συμπεριφορά». Όπως όμως στην κριτική της καλαισθησίας και των έργων τέχνης σημασία έχει η δημοσιοποίηση της κρίσης, έτσι και στην πολιτική, αυτό που έχει σημασία είναι η ελευθερία του δημόσιου διαλόγου.

Η Άρεντ ανακαλύπτει στον Καντ αυτό που αποτελεί και τον πυρήνα της δικής της πολιτικής φιλοσοφίας. Η καντιανή πολιτική φιλοσοφία, είναι η φιλοσοφία του θεατή και όχι του δρώντος. Η αμεροληψία της καλαισθητικής κρίσης αποτελεί και τον γνώμονα για την αμεροληψία της πολιτικής κρίσης. Η γέφυρα που ενώνει τις πολιτικές πραγματικότητες δεν είναι η κοινή δράση, αλλά ο δημόσιος στοχασμός γι’ αυτές. Ο Καντ, ως θεατής, βλέπει με θετικό τρόπο τη Γαλλική Επανάσταση, ταυτοχρόνως όμως είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικός όσον αφορά την ίδια την πράξη. Πιο σωστά, ως θεατής καταδικάζει μια πράξη τα αποτελέσματα της οποίας κρίνει ως θετικά. Προτιμά να κρίνει την επανάσταση ως θεατής- αυτή στην ουσία είναι η πλευρά της ηθικής- και όχι ως δράστης, δηλαδή ως πολιτικός. Για να το δούμε από μια άλλη οπτική γωνία, αν η πολιτική για τον Καντ ταυτίζεται με τη δημοσιότητα και την ελευθερία της γνώμης, καθώς και με την επιδίωξη της ειρήνης, τότε η εξέγερση που προκαλεί τον πόλεμο και την κατάλυση της ελευθερίας της γνώμης, αποτελούν αρνητικά γεγονότα.

Από την άλλη, η Αιώνια Ειρήνη και η πρόοδος της ανθρωπότητας (όχι όμως και των ατόμων), επιτυγχάνεται μόνο μετά από πολέμους και εξεγέρσεις. Στον Καντ συγκρούονται και αλληλοϋποστηρίζονται δυο αρχές: η αρχή του αμερόληπτου παρατηρητή και η αρχή της προόδου. Για την Άρεντ, ο Καντ βρίσκει την ησυχία του στην πρώτη αρχή, σ’ αυτήν του παρατηρητή, γιατί μόνο ο θεατής που βρίσκεται έξω από το παιχνίδι αποτελεί την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την κρίση, στην περίπτωσή μας για την πολιτική κρίση. Ησυχία όμως πολύ σχετική, αφού η πρόοδος αποτελεί το κριτήριο της πολιτικής κρίσης. Συνεπώς, το τελικό κριτήριο για την κρίση ενός ιστορικού γεγονότος, είναι αν αυτό δίνει ελπίδες για το μέλλον της ανθρωπότητας. Η τρομακτική στη δράση της Γαλλική Επανάσταση, τελικά θα κριθεί από την επίδρασή της στο μέλλον της ανθρωπότητας. Ο κριτής δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος από τα αποτελέσματα της κρίσης του. Η Άρεντ κρίνει τον Καντ μέσα από τη δική της αντίληψη του πολιτικού, όπως αυτή εκτίθεται κυρίως στο έργο της «Για την Επανάσταση» (ελληνική έκδοση «Αλεξάνδρεια» σε μετάφραση της Αγγελικής Στουπάκη). Εμφανώς προτιμά την αμερικανική αντίληψη για την πολιτική ως μορφή συμμετοχής, αμοιβαίων υποσχέσεων, διαβουλεύσεων και κυρίως της πειθούς, από την ευρωπαϊκή, η οποία αντιλαμβάνεται την πολιτική ως έκφραση της κυριαρχίας ενός πολιτικού σώματος, όπως αυτό προκύπτει από τη σύγκρουση διαφορετικών και πολλές φορές ασυμβίβαστων συμφερόντων.

Η Άρεντ προτιμά τον διάλογο, τη διαβούλευση, την πειθώ από την πολιτική δράση και την αντιπροσώπευση. Πιο σωστά, προτιμά τη συμμετοχή από τη γενίκευση των συμφερόντων μέσω την αντιπροσώπων. Δύο αντιλήψεις για την πολιτική, που όποιος μπορέσει να τις συγκεράσει, θα ανακαλύψει τον αρχιμήδειο τόπο της πολιτικής. Κάτι ανάλογο αποδίδει και στον Καντ. Κατά τη γνώμη μου, η ανάγνωσή της αδικεί τον πιο κοσμοπολίτη Ευρωπαίο φιλόσοφο. Αν είναι σωστό, όπως η ίδια παρατηρεί, πως ο Καντ θεωρεί ότι η κρίση ανήκει σε όλους και όχι μόνο στους φιλόσοφους, τότε από αυτό συνεπάγεται πως η πολιτική δράση και η κρίση, ανήκει σε όλους και όχι μόνο είτε στους δρώντες, είτε στους θεατές. Στην πολιτική, όλοι είναι κριτές και δράστες, ψηφοφόροι και αντιπρόσωποι, θύτες και θύματα, λύκοι και πρόβατα. Ο μεταφραστής

Page 214: Hannah Arendt 24grammata.com

Βασίλης Ρωμανός, στον επίλογό του, με επιστημονική επάρκεια και πυκνότητα συνοψίζει τόσο την καντιανή έννοια της καλαισθητικής κρίσης, όσο και την πολιτική αντίληψη της Άρεντ.

Ά