Download - Greek Diaspora in Budapest, Hungary. 15-20 Th Century - GREEK

Transcript
Page 1: Greek Diaspora in Budapest, Hungary. 15-20 Th Century - GREEK

László Sasvári — György Antal Diószegi

Οι Έλληνες της Πέστης και της Βούδας

Ημ.χειρογράφου: 23.10.2008.

Copyright dr. László Sasvári και dr. György Antal Diószegi

Αποφεύγουμε επίτηδες τον όρο ‘Έλληνες της Βουδαπέστης’, αναφερόμενοι στην πρώτη διασπορά των ελλήνων, διότι την περίοδο εκείνη – πριν την ένωσή τους – η Βούδα και η Πέστη αποτελούσαν δύο ξεχωριστές και αυτόνομες πόλεις. Στην ενωμένη πλέον Βουδαπέστη (1873) ακόμη υπήρχαν Έλληνες κάτοικοι, οι περισσότεροι απόγωνοι όμως της κάποτε ανθούσας κοινότητας είχαν ήδη αφομοιωθεί, παρά το γεγονός ότι στην Πέστη – η οποία θεωρούνταν πάντα κέντρο ελλήνων – κατοικούσαν πολύ περισότεροι Έλληνες, απ’όσοι στις άλλες κοινότητες της υπόλοιπης Ουγγαρίας.

Όταν μιλάμε για την ιστορία της πρώτης διασποράς αναφερόμαστε κυρίως στον 18ο αιώνα. Υπάρχουν μαρτυρίες όμως ήδη από τον 16ο: επί τουρκοκρατίας «στο δελτίο φορολογικής απογραφής του έτους 1562 καταχωρήθηκαν έξι Έλληνες φορολογούμενοι και ένας (υποτίθεται) ελληνικής καταγωγής αρχιτέκτονας στη Βούδα, πρωτεύουσα του [ομόνυμου] σαντζακίου. Ανάμεσα το 1571-1580 στα τελωνειακά ημερολόγια Βούδας υπάρχουν συνολικά έντεκα καταχωρίσεις/εγγραφές από έξι διαφορετικούς Έλληνες.[...] έγιναν Στις απογραφές του 1703 και του 1709 επίσης αναφέρονται τρία [άτομα με] ελληνικά επώνυμα.»(1) (Η Βούδα πάντα κατοικούνταν από ελάχιστους Έλληνες, γεγονός στο οποίο θα επανέλθουμε αργότερα).

Η εμφάνηση ελλήνων εμπόρων στην Πέστη

Μετά τηυν ανάκτηση της Βούδας το 1686 [με διεθνή βοήθεια] ο αυτοκράτορας Αυστροουγγαρίας Λεοπόλδος αποκατέστησε στην Πέστη και τη Βούδα την θέση «ελεύθερης βασιλικής πόλεως», με τα δικαιώματα και προνόμια που την αντιστοιχούν (Diploma Leopoldinum). Όταν – σύμφωνα με το διάταγμα – εκλέχτηκε το δημοτικό συμβούλιο Πέστης, οι πλουσιότεροι παράγοντες της πόλης επιδίωκαν να καταλάβουν διάφορες θέσεις ώστε να ασκήσουν επιρροή στην πολιτική του δήμου. Για τους Έλληνες εμπόρους ωστόσο ήταν δύσκολη περίπτωση: η Πέστη είχε γερμανική πλειοψηφία.

Το 1694 ανάμεσα στους ιδρυτές του Δημοτικού Εμπορικού Συλόγου βρίσκεται και ο Miklós Emmanuel (γνωστός και ως Emmanuel de Nicora ή Miklós Manoli), Έλληνας έμπορος με το μεγαλύτερο κύρος στην εποχή του. Πολιτογραφήθηκε το 1694. Κατά τις εκλογές του 1705 ο Miklós Manoli έγινε μέλος του δημοτικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου. Έγινε επίσης ένορκος δικαστηρίου, απέκτησε και τίτλο ευγενείας. Όταν πέθανε το 1736 είχε 31 βοοειδή, 10.000. φιορίνια τοις μετρητοίς και άλλα τόσα σε καπνό. Ο μεγαλύτερος γιός του εξακολουθούσε να εμπορεύεται, ο δεύτερος δραστηριοποιήθηκε ως αξιωματικός στρατού και ο τρίτος ως διευθυντής ταχυδρομείου.

Την ίδια εποχή και άλλοι Έλληνες πολιτογραφήθηκαν: ο Miklós Pusztay το 1696, ο Emanuel Pasics το 1697, ο Miklós Grec το 1699.

Την μετανάστευση ελλήνων ευνοούσαν και τα παραχωρηθέντα προνόμια. Την εποχή εκείνη η Πέστη είχε ελάχιστους κατοίκους και αρκετά υποανάπτυκτο εμπόριο, πράγμα που ενθάρρυνε την εγκατάσταση των κυρίως πλανοδίων ελλήνων εμπόρων, οι οποίοι προμήθευαν

Page 2: Greek Diaspora in Budapest, Hungary. 15-20 Th Century - GREEK

τον πληθυσμό με σημαντικά προϊόντα. Η Συνθήκη του Πασάροβιτς το 1718 εξασφάλιζε επιπλέον προνόμια στους εμπόρους, φέρνοντας ακόμα περισσότερους Έλληνες στην Ουγαρία,[και φυσικά,] στην Πέστη.

Οι Έλληνες έμποροι της Πέστης στα μέσα του 18ου αιώνα

Το Δημοτικό Συμβούλιο το 1754 διέταξε (σελ 2) να απογραφηθούν οι Έλληνες έμποροι, συμπεριλαμβανομένων και των υπαλλήλων τους, πράγμα του διαφέρει από τις απογραφές το 1737. Η αναλογία τους το 1754:

έμποροι 36 άτομαβοηθοί εμπόρου (γιοί) 5βοηθοί εμπόρου (αδέλφια) 9συναίτεροι 15βοηθοί 10υπηρέτες 17 Συνολικά: 92

Μέχρι τότε οι Σέρβοι έμποροι έπαψαν να είναι η πλειοψηφία, και στο εμπόριο της Πέστης οι Έλληνες κατέλαβαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο αριθμός τους ως το 1770 αυξανόταν βαθμιαία:

έμποροι 130συναίτεροι 46βοηθοί 110υπηρέτες 26 Συνολικά 312

Εκτώς από τους ίδιους τους εμπόρους υπήρχαν και άλλα 194 άτομα (μέλη οικογένειας), έτσι ο αριθμός των ελλήνων ανέρχεται σε 506.

Η επιτάχυνση της εγκατάστασης

Η Συνθήκη του Πασάροβιτς εξασφάλιζε μεγάλα προνόμια στους Έλληνες εμπόρους – όντας υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – ώστε τίποτα δεν εμπόδιζε την εκκροή συγκεντρωμένων κεφαλαίων από την οικονομική ζωή της Ουγγαρίας. Το 1774 όμως με το διάταγμα για κατάθεση όρκους πίστεως στο βασιλιά η κατάσταση αλλάζει: όσοι αποκτούσαν ουγγρική υπικοότητα έχαναν τα προνόμια, αλλά τους επιτράπηκε να εγκατασταθούν μόνιμα. Όσοι αρνήθηκαν να ορκιστούν πίστη αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα.

Οι Έλληνες έμποροι, οι οποίοι δεν ήταν πολίτες της Πέστης ή δεν ανήκαν στον τοπικό εμπορικό οργανισμό, κατατάχτηκαν σε τέσσερις κατηγορίες: η πρώτη περιλαμβάνει 44 Έλληνες φορολογουμένους οι οποίοι ορκίστηκαν πίστη, η δεύτερη όσους ήταν έτοιμοι να ορκιστούν (4 άτομα). Στην τρίτη ανήκουν 4 τούρκοι υπήκοοι με έγκυρα διαβατήρια, ενώ στην τέτατρη κατηγορία υπήρχαν 20 τούρκοι πολίτες χωρίς έγκυρα διαβατήρια, έτσι τους απαγορευόταν να εμπορεύονται. Στην τελευταία ανήκαν μ.α. δύο ευγενείς, ο Michael Asztrisz και ο Theodor Szlavoja de Nicora, οι οποίοι υποτίθεται ότι υπήρξαν Έλληνες αριστοκράτες. Κατά την άποψή μας η νομική υπόσταση των ελλήνων ευγενών στην Ουγγαρία προέρχεται από ένα βασιλικό διάταγμα παραχώρησης οικοσήμου και τίτλου ευγενή στις 19-05-1690 (LR. XX. 372.), που αφορούσε τους Έλληνες εμπόρους δήμου Debrecen: η προνομία αυτή δόθηκε σε αίτηση των ελλήνων Márton Horváth (τοπικός αρχιδικαστής) και Sándor Hunyadi (έμπορος). Ο τελευταίος είναι ίδιος με τον Sándor Karácsony, κάτοικος της

Page 3: Greek Diaspora in Budapest, Hungary. 15-20 Th Century - GREEK

πόλης Vajdahunyad, ο οποίος υπήρξε από τους σημαντικότερους εμπορικούς προμηθευτές του ηγεμόνα Ferenc Rákóczi Β’ κατά τον απελευθερωτικό αγώνα του 1704. (Οι Karátsony εγκαταστάθηκαν στην πόλη Tokaj.)

Στην πρώτη κατηγορία ανήκε μ.α. και «ο Georgius Szatyelary, ανήπαντρος έμπορος δερματινών ειδών, χωρίς κτήμα», ο οποίος ορκίστηκε πίστη το 1773, θεωρείται πρόγονος κλάδου των Szacelláry στην Ουγγαρία .

Είναι βέβαιο, ότι «...Εξαιτίαςτης της διαταγής περί όρκου πίστης διαμορφώθηκε μια τάξη ελλήνων εμπόρων με ουγγρική ιθαγένεια, με οικία και επιχείρηση στην Πέστη..» (2)

Το ζήτημα της ελληνικής κομπανίας στην Πέστη

Σχεδόν όλα τα έργα που ασχολούνται με την πρώτη ελληνική διασπορά, αναφέρουν τις ελληνικές εμπορικές οργανώσεις προόθησης συμφερόντων, τις λεγόμενες ‘κομπανίες’, μία από τις οποίες λειτουργούσε και στην Πέστη. Παραδόξως, στην απογραφή του 1754 στην οποία καταγράφεται και σε ποιά κομπανία ανήκε ο καθένας, δεν καταχωρήθηκε εκείνη της Πέστης. Σύμφωνα με τις μελέτες μας η κατάσταση στην επρχία όπως στις πόλεις Tokaj και Miskolc ήταν διαφορετική, διότι στις πόλεις αυτές οι ίδιες οι κομπανίες συντηρούσαν τις ενορίες: στις «κομπανιστικές ενορίες» η εκκλησιαστική κοινότητα και η κομπανία είχαν κοινή διοίκηση. Στην Πέστη, αντίθετα, η εκκλησιαστική οργάνωση λειτουργούσε εντώς τα πλαίσια της ελληνικής κοινότητας. Η ελληνική ενορία ιδρύθηκε σχετικά αργά, σε σχέση με εκείνη του Tokaj (μέσα του 17ου αι.) και του Miskolc (το 1720).

Ωστόσο ο όρος ‘κομπανία’ δήλωνε και εταιρία, κυρίως από τα τέλη του 18ου αιώνα. Στην Πέστη σχεδόν όλες οι ελληνικές επιχειρήσεις λειτουργούσαν ως εταιρίες.

Ανάμεσα στις ελληνικές σφραγίδες που σώζονται μόνο μία φέρει το ελληνικό εμπορικό οικόσημο (το σύμβολο της κομπανίας) με τον αριθμό 4 (το δίκαιο εμπορικό κέρδος των 4%), το διπλό σταυρό (η ορθοδοξία), την καρδιά ή την άγκυρα (αγάπη, αδελφότητα, ελπίδα ή εμπόριο ποταμών). Η σφραγίδα αυτή βρίσκεται στην Πέστη, ιδιοκτήτης της ήταν ο Charisziosz Szacelliosz (1733-1811), εφημέριος του Miskolc. Η καρδιά στη σφραγίδα δείχνει έντονη επίδραση από το Miskolc.

Στη Βουδαπέστη σώζεται ένα μόνο δείγμα του ελληνικού οικοσήμου: στην οδό Ó 4 (6η περιοχή Πέστης) στον όροφο της πολυκατοικίας, το κάγγελο του διαδρόμου – κατασκευάστηκε γύρω στο 1840, σεχτικά αργά – φέρει την άγκυρα. Οι έρευνές μας απέδειξαν ότι ο ιδιοκτήτης του κτηρίου ήταν κάποιος Pap ή Pop, υποτήθεται ελληνικής καταγωγής.

Η αυτόνομη ελληνική κοινότητα

Στην πόλη της Πέστης ο αριθμός των Ελλήνων αυξήθηκε προς τα τέλη του 18ου αιώνα, γι’αυτό προτίμησαν να εγκαταλείψουν την Σέρβικη εκκλησιαστική οργάνωση και να ιδρύσουν αυτόνομη ελληνική. Τότε όμως αντιμετώπισαν το γεγονός, ότι η κοινή γνώμη και οι αρχές της Ουγγαρίας με τον συλλογικό όρο «Έλληνας-Έλληνες» αποκαλούσαν και άλλες βαλκανικές εθνικότητες, όπως κυρίως τους Βλάχους, Αρβανίτες, Βουλγάρους, αλλά και άλλους – κυρίως ελληνόφωνους – χριστιανούς ορθόδοξους.

Πάντως το ζήτημα και η ομοψυχία των ελλήνων έφερε θετικό αποτέλεσμα. Ενώ ο επίσκοπος Βούδας και ο μητροπολίτης του Karlóca διαφωνούσαν, το Δημοτικό Συμβούλιο όμως τους συμπαραστάθηκε. Σύμφωνα με έγγραφα της επισκοπής Βούδας, το 1789 ξεχωριστή εκκλησιαστική οργάνωση ζήτησαν:

25 ελληνικές οικογένειες: 193 μέλη

Page 4: Greek Diaspora in Budapest, Hungary. 15-20 Th Century - GREEK

41 Βλάχικες οικ.: 258 μ 3 αρβανίτικες οικ.: 15 μ Συνολικά 69 οικογένειες 466 μέλη

Ο αριθμός των αιτούντων αργότερα αυξήθηκε: 179 οικογένειες με 620 μέλη συνολικά συμπαραστάθηκαν στην ίδρυση ελληνικής ενορίας. Το Δημοτικό Συμβούλιο επέτρεψε να κτιστεί νέος ναός το 1790.

Στην επίσημη ονομασία της εκκλησιαστική οργάνωσης και των σχολείων πέρασε δίπλα στο «ελληνικός» και η λέξη «Βλάχικος». Η συνύπαρξη ωστόσο των δύο λαών δεν ήταν πάντα αδιατάρακτη.

Το νοσοκομείο της ελληνικής κοινότητας Πέστης

Η ελληνική κοινότητα της Πέστης πάντα υπστήριζε τους ασθενείς και τα ηλικιωμένα μέλη του. Χαρακτηριστικό δειγμα της αλληλεγγύης εκείνης, ότι στην κάθε διαθήκη κληροδοτούνταν κάποιο ποσό για τέτοιους κοινωνικούς σκοπούς. Είναι αντιπροσωπευτικό παράδειγμα η διαθήκη του Nicolaus Paziazi: το 1787 κληροδότησε 10 χιλιάδες φιορίνια για την κατασκευή νοσοκομείου. Την ίδια χρονιά αποφασίστηκε να ανεγερθεί πτωχοκομείο. Ξεκίνησαν συνεισφορές: η δεύτερη μεγαλύτερη δωρεά ήταν της Katharia Prando Makovezkyné με 1046 φιορίνια. Ως αποτέλεσμα το 1792 διαμορφώθηκε νοσοκομείο με τρία δωμάτια στο ισόγειο του κτιρίου της κοινότητας στη σημερινή οδό Galamb. (Οι κoινότητες του Miskolc και του Kecskemét επίσης ίδρυσαν νοσοκομεία.)

Εκτώς από ασθενείς περιποιούνταν φτωχούς και ηλικιωμένους, το κτήριο λειτουργούσε όλο και περισσότερο ως πτωχοκομείο-γηροκομείο, φιλανθρωπικό άσυλο. Αρχηγός του νοσοκομείου – διοριζόταν από την εκκλησιαστική οργάνωση – ήταν ένας «επίτροπος»: μεταχειριζόταν τα οικονομικά για δύο χρόνια. (Όταν η ένταση ανάμεσα στους Έλληνες και Βλάχους οξύθηκε, εξελέχτηκαν δύο επίτροποι). Καθήκοντά του ήταν η υποστήριξη των φτωχών και αναγκεμένων ελλήνων με υποβολή αιτήσεων προς την διοίκηση της κοινότητας.

Το 1838 το νοσοκομείο εξασφάλιζε ξεχωριστά δωμάτια για 6 γυναλικες και 6 άντρες. Το 1841 μεταφέρθηκε στη λεγόμενη «Ελληνική Αυλή», ένα κτίριο δίπλα στον Δούναβη: το 1848 διέθετε 8 κρεβάτια. Το νοσοκομείο εξακολουθούσε να υποστηρίζει τους άπορους Έλληνες, επίσης να στεγάζει τους αναγκεμένους οδοιπόρους. Εως το 1854 το νοσοκομείο είχε 10 κρεβάτια και υποστήριζε 40 φτωχούς. Ανάμεσα στο 1840 και το 1859 εδώ δραστηριοποιούνταν ως μόνιμος γιατρός και ο Έλληνας Δρ. Mano Terczy.Για το κλείσημό του δεν διαθέτουμε δεδομένα, κατά την άποψή μας στις αρχές του 20ού αιώνα ακόμη λειτουργούσε.

Κοινωνική ζωή

Τα μέλη της ελληνικής κοινότητας συχνά επισκέπτονταν ο ένας τον άλλον, πράγμα που δείχνει τον ελληνικό τρόπο ζωής που υποστήριζε την αίσθηση ενότητας: σύμφωνα με την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της «ΕλληνοΒλάχικης Ενορίας Πέστης» (από τα πρακτικά 31 Δεκεμβρίου 1797) απαγορευόταν στους δασκάλους – και τους μαθητές επίσης – να επισκέτπονται ιδιωτικά σπίτια στις γιορτές. Με ποιές πιεστικές περιστάσεις εξηγείται άραγε τέτοια απόφαση; Ίσως με το άλλοτε ισχυρό κίνημα των Ιακοβίνων και την εκτέλεση των αρχηγών τους δύο χρόνια νωρίτερα: η εξουσία φοβόταν το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί νέα επαναστατική οργάνωση. Παρόμοιες ενοριακές αποφάσεις– για την προστασία του

Page 5: Greek Diaspora in Budapest, Hungary. 15-20 Th Century - GREEK

εκκλησιάσματος και ιδιαίτερα των νέων – χαρακτηρίζουν τον ασφυκτικό δημόσιο βίο της πόλης αυτής, η οποία διευθύνεται από μυστικούς πράκτορες και καταδότες. Η προαναφερόμενη απόφαση αξοιλογείται από τους επιγενομένους ως προνοητική και διορατική: το 1798 εκτελέστηκε ο Ρήγας Βελεστινλής, και πολλοί Έλληνες της Ουγγαρίας είχαν μυηθεί στις επαναστατικές ιδέες του. Στη Βιέννη για παράδειγμα λειτουργούσε η εταιρία του Ρήγα, και υποτίθεται ότι στη Πέστη επίσης υπήρχε παρόμοιος κύκλος διανοουμένων. Δεδομένα όμως δεν διαθέτουμε, πράγμα που οφείλεται – κατά τη γνώμη μας – στο ότι οι ελληνικές εμπορικές οικογένειες την εποχής εκείνης φύλαγαν καλά τα μυστικά τους (τα οποία επιλπέον τα μοιράζονταν κυρίως στην ελληνική γλώσσα, μην τα μάθουν ξένοι). Άλλο ένα δεδομένο της εποχής: ο σύντροφος του Ρήγα από τη Σιάτιστα Θεοχάρης Τουρούντζιας σε ένα καφενείο της Πέστης μοίραζε επαναστατικά έντυπα του συμμάρτυρά του. (3)

Προσκήνιο της κοινωνικής ζωής των ελλήνων ήταν κυρίως τα καφενεία. Κατά το 18ο αιώνα στην Πέστη πολλοί Έλληνες ασχολούνταν με την εμπορία καφέ: όταν τους επιτράπηκε η αγορά ακινήτων, ένα μεγάλο μέρος τους απέκτησε δικαίωμα πώλησης ειδών καφέ (ανήκε σε συγκεκριμένα ακίνητα). Πρώτος στη σειρά υπήρξε ο Konstantin Manoli το 1787, ακολουθεί ο Mihály Nákó το 1800 και ο János Palikucsevnyi το 1805. Πολύ αργότερα, το 1824 ο Péter Nesztor απέκτησε την κυριότητα του καφενείου «Nagy Frigyes» (Φρειδερίκος ο Μέγας) στη περιοχή Józsefváros Βουδαπέστης.

Οι Έλληνες έμποροι σύχναζαν σε διάφορα καφενεία, να συναντιούνται και με τους πελάτες τους. Δημοφιλέστερα «μαγαζιά» της εποχής ήταν το «Magyar Korona» (Στέμμα Ουγγαρίας, 1782-1911) στην οδό Váci 11, και το «Paradicsom» (Παράδεισος), γωνία Fehér Hajó και Bécsi (κατεδαφίστηκε το 1874).

Στα καφενεία στη γωνία Károly körút και Király επισκέπτονταν κυρίως Έλληνες παντοπώλες, ενώ όσοι ασχολούνταν με εμπόριο ζωντανών ζώων ήταν θαμώνες του «Mátyás Király» (Βασιλέας Ματθίας). Το δεύτερο λειτουργούσε από το 1825 έως 1910 στη λεωφόρο Rákóczi 29, στη θέση του σημερινού κτηρίου: το αρχικό κατεδαφίστηκε, όμως στην εξωτερική γωνία στο ύψος του ορόφου βίσκεται και σήμερα άγαλμα του βασιλέα.

Στην οδό Kecskeméti (απέναντι από τη Νομική Σχολή) υπήρχε έως το 1848 το καφενείο των Palikucsevnyi o «Philosophus», δημοφιλές στέκι ελλήνων σπυδαστών. Την εποχή του 1821 κέντρο δήλωσης συμπαράστασης ήταν το «Paradicsom»: εδώ οργανώθηκε από φοιτητηές ο λεγόμενος Ελληνο-Ουγγρικός Λεγεώνας. Ο Έλληνας καφετζής κρεμούσε στον τοίχο επίσης πολωνικά και ιταλικά εμβλήματα.

Η σημασία των συναναστροφών στα καφενεία ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Ο Έλληνας συγγραφέας Demeter Dudumi στο γερμανόγλωσσο έργο του «Γράμματα από την Πέστη» (1856) γράφει: «Τα καφενεία παίζουν σημαντικό ρόλο στα τοπικά κοινωνικά[condotions, relations]και αυτό οφείλεται – ίσως – στην ανατολική καταγωγή του Ουγγρικού έθνους, πράγμα που δείχνουν και τα πολλά θερμά λουτρά...» (4)

Κατά τα άλλα/Πάντως τα μέλη των οικογενειών Szacelláry, Manno και Haris ήταν τακτικοί πελάτες του καφενείου ‘Török Császár’ (Τούρκος Αυτοκράτωρας) κοντά στη πλατεία Apponyi. Κατεδαφίστηκε για λόγους πολεοδομικούς.

Ο Pál Szacelláry ο νεώτερος σημειώνει, ότι οι απόγωνοι των ελληνικών οικογενειών επισκέπτονταν συχνά ο ένας τον άλλον ακόμα και στις αρχές του 20ού αιώνα. Στο βιβλίο του παρουσιάζει σκηνές από τη ζωή στην αλλοτινή «Ελληνική Αυλή» - ένα ολόκληρο συγκρότημα πολυκατοικιών – στην οποία συζούσαν πολλές οικογένειες με ελληνικές ρίζες ειρηνικά, φιλικά, σε αστική ομόνοια.

Οι Έλληνες της Πέστης στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα

Page 6: Greek Diaspora in Budapest, Hungary. 15-20 Th Century - GREEK

Στην εκκλησιαστική κοινότητα της Πέστης «οι έληνες είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Η θρησκευτική οργάνωση αυτή υπήρξε συνάμα και η κοινότητα των εδώ ελλήνων, καθήκον της οποίας ήταν όχι μόνο η άσκηση της λατρείας αλλά και η διατήρηση της τάξης στους κόλπους του ελληνισμού της Πέστης.»(5)

Οι Έλληνες και οι Βλάχοι το 1802 είχαν συνάψει συμφωνία: οι πρώτοι την έβλεπαν ως σύμβαση συνεργασίας των δύο λαών, ενώ οι τελευταίοι δεν ασιθάνονταν πάντα υποχρεωμένοι να την τηρούν.

Ουσιαστικά οι Βλάχοι θεωρούνταν επίσης Έλληνες με λίγες μόνο διαφορές στη θρησκεία και τον πολιτισμό τους: είχαν δικό τους ιερέα, χρησιμοποιούσαν τη ρουμάνικη γλώσσα στις θείες λειτουργίες και στην εκπαίδευση. Επιπλέον, μερικές Βλάχες – να υποστηρήζουν το σχολείο – ίδρυσαν την «Πολιτιστική Ένωση Ρουμανίδων» (6)

Μετά την κατάθεση όρκου πίστεως η μετανάστευση από τα Βαλκάνια μειώθηκε, το εμπορικό ενδιαφέρον στράφηκε όλο και περισσότερο προς τη Βιέννη. Στην Πέστη «η ελληνική κοινότητα προς τα μέσα του 19ου αι. αριθμούσε γύρω στα χίλια μέλη»(7)

Ο αριθμός αυτός μειωνόταν και στο εξής. Στη ζωή της πόλης ήταν παρόντες ταυτόχρονα και οι τρεις γενιές των ελλήνων, χάνοντας όμως σιγά σιγά τον ηγετικό ρόλο τους.Το συγκεντρωμένο κεφάλαιο το επένδυαν εκείνη την εποχή στην αγορά ακινήτων. Το 1866 στην Πέστη λειτουργούν μόνο 10 ελληνικά καταστήματα.

Βάσει του φορολογικού δελτίου του 1873 οι Έλληνες ιδιοκτήτες κατοικιών της εποχής πλήρωναν ιδιαίτερα μεγάλους φόρους ενοικίων, έτσι – με καλή επιχειρησιακή αίσθηση – ήδη από τον 18ο αιώνα έγιναν κάτοχοι όλο και περισσοτέρων ακινήτων στην Πέστη, ειδικά στις κέντρικές περιοχές.

Οι Έλληνες πολίτες της Πέστης

Τα πιο γνωστά ελληνικά επώνημα της εποχής στο κατάλογος πολιτών Πέστης: Angelaky, Argiri, Bekella, Boráros, Lepora, Lyka, Monaszterly, Manno, Moszka, Murati, κόμης Nákó, Pasgáll, Rosa, Szacelláry, Takácsy. Συνολικά « από τους κατοίκους Πέστης οι οποίοι πολιτογραφήθηκαν το διάστημα 1687-1848 υπάρχουν 248 άτομα με ελληνική καταγωγή, δηλαδή το 3%.» (8)

Ως προς την ασχολία:έμποροι 162 άτομαιδιοκτήτες κατοικιών 55βιοτέχνες 8προμηθευτές 3υοί πολίτη 2διανοούμενοι 7κόμης 1άγνωστο 10 Συνολικά 248 άτομα

Ως προς τον τόπο γεννήσεως:Ελλάδα 136 άτομαΟυγγαρία 91άλλο 11άγνωστο 10

Page 7: Greek Diaspora in Budapest, Hungary. 15-20 Th Century - GREEK

Ως προς την οικογενειακή κατάσταση:Έγγαμοι 86Άγαμοι 60Χήρος /-α 8άγνωστο 92

«Ανάμεσα στα 1687-1770 μονάχα 34 Έλληνες πολιτογραφήθηκαν, ανάμεσα στα 1771 και 1848 όμως 214.» (9)

Οι Έλληνες πολίτες της Βούδας

Έχουμε ήδη αναφέρει, ότι Έλληνες κατοικούσαν και στην πόλη της Βούδας. «Αποτελέσματα των απογραφών μεταξύ 1754 και 1771: στη Βούδα πολιτογραφήθηκαν 16 Έλληνες, ενώ κατά το διάστημα 1761-1848 συνολικά 27, οι περισσότεροι όμως – οκτώ άτομα – το 1801-1810.»(10)

Οι πιο γνωστές ελληνικές οικογένειες στη Βούδα: Bojatsy, Csappa, Diamandi, Kuka, Markovits, Zafiry.

Ως προς την ασχολία:Έμποροι 20 άτομαΚτηματίες 4Γιατρός 1άγνωστο 2 Συνολικά 27 άτομα

Ως προς τον τόπο γεννήσεως:Ελλάδα 16 άτομαΒούδα 6Πέστη 2Τουρκία 1άγνωστο 2

Ως προς την οικογενειακή κατάσταση:Έγγαμοι 86Άγαμοι 60 Συνολικά 27 (10)

Οι Έλληνες της Βούδας ανήκαν στη τοπική Σέρβικη ενορία. «ΣτηΒούδα [όμως] λειτουργούσε από το 1779 για λίγα χρόνια ένα ελληνικό σχολείο πιθανώς εντός τα πλαίσια του Σέρβικου, στην περιοχή Tabán.»(11)

Το ελληνικό σχολείο στην Πέστη

Τα ελληνόπουλα της Πέστης αρχικά πήγαιναν στο Σέρβικο σχολείο. Το 1783 το Δημοτικό Συμβούλιο επέτρεψε να ιδρυθεί και ελληνικό με ξεχωριστό δάσκαλο, ο οποίος διορίστηκε μόνο το 1785.

Το 1791 οι Έλληνες απέκτησαν το παλιό οικόπεδο των Πιαριστών στη σημερινή οδό Galamb. Μετά από σειρά συνεισφορών το σχολείο ξεκίνησε να λειτουργεί το 1796, στον

Page 8: Greek Diaspora in Budapest, Hungary. 15-20 Th Century - GREEK

πρώτο όροφο του κτηρίου. (Στο ισόγειο λειτουργούσε νοσοκομείο.) Οι Βλάχοι – ιδρυτικά μέλη της ενορίας – διεκδικούσαν δικό τους σχολείο, το οποίο επίσης πραγματοποιήθηκε.

Εκλέγονταν 1 ή 2 επόπτες από την ενορία, συνήθως με τον διευθυντή της ως εφημέριος. Αρχικά υπήρχαν δύο τμήματα: το 1815 το «Γραίκικο σχολείο» αποτελούνταν από 45 μαθητές, ενώ το λεγόμενο «Ελληνικό» (ανώτατο) από 13. Στο δέυτερο διδάσκονταν αρχαία ελληνικά, το τμήμα όμως έκλεισε το 1820, λόγω – εν μέρει – οικονομικών και έλλειψης σπουδαστών. Το 1831 το ελληνικό σχολείο είχε δεκατρείς μαθητές. «Από τα μέσα του 19ου αιώνα δεν διαθέτουμε δεδομένα, από τη δεκαετία του 1880 σώζονται μερικά αποτελέσματα εξετάσεων στην ελληνική γλώσσα» (12)

Το σχολείο λειτουργούσε ως το 1900 περίπου. Το οριστικό κλείσιμο εξηγείται ίσως με την αφομοίωση, αποτέλεσμα της οποίας δεν υπήρχαν πλέον ελληνόφωνοι μαθητές. «Βάσει του νέου καταστατικού από το 1902 γλώσσα διδασκαλίας ορίζεται η ουγγαρέζικη, ενώ ως διδακτέα ύλη η ελληνική γλώσσα και τα θρησκευτικά. Αργότερα διδάσκονταν αποκλειστκά θρησκευτικές αρχές στα ουγγαράζικα.»(13)

Το διάστημα 1812-1820 στην Πέστη λειτουργούσε και ελληνικώ εκπαιδευτήριο δασκάλων με διάταγμα του Δημοτικού Συμβουλίου το 1811. Η διάρκεια της εκαπίδευσης ήταν 3 εξάμηνα (15 μήνες). Στους υποψήφιους δασκάλους επιτρεπόταν να αναλαμβάνουν μαθήματα στα σπίτια των πλούσιων ελλήνων.

Έλληνες της Πέστης και Βούδας στην ένδοξη Ουγγρική Επανάσταση του 1848-49

Πολλοί ελληνικής καταγωγής παλικάρια απ’όλη την Ουγγαρία ήταν έτοιμοι να θυσιαστούν για τους σκοπούς της Ουγγρικής Επανάστασης. Από την Πέστη οι έμποροι Konstantin Blana Charisziosz Klidisz, János Kiriák, János Kilikin και György Oeconom αγωνίστηκαν στον ουγγρικό στρατό για την ελευθερία. Ο ουυγροΈλληνας ζωγράφος Demeter Lakatarisz (1798-1864) από την Πέστη επίσης πήρε μέρος στην επανάσταση [του 1848-49]. Εδώ να σημειωθεί και ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαορίτης (1827-79) κορυφαίος εκπρόσωπος του νεοελληνικού ρομαντισμού, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε για την απελευθέρωση του ουγγρικού έθνους: όταν έμαθε για την επανάσταση ξεκίνησε από την Ελλάδα να συμμεριστεί τον ηρωικό αγώνα των Ούγγρων. Όμως άργησε: πληροφορήθηκε από τους συγγενείς του στη Βιέννη ότι τα τσαρικά στρατεύματα ήδη εισέβαλαν στα εδάφη της Ουγγαρίας, και όμως δύσκολα μπόρεσαν να τον συγκρατήσουν.

Οι ακόλουθοι Έλληνες υπηρέτησαν στην εθνοφυλακή Πέστης και Βούδας το 1848-49: ο Naum Derra στον 2ο λόχο του Ε’ τάγμα νομού Πέστης, ο Anasztáz Derra τον Ιούνιο του 1849 δραστηριοποιήθηκε στην ανέγερση της «Αλυσιδωτής» γέφυρας, οι μεγαλοέμποροι Döme και Konstantin Dumtsa από την Πέστη στον 3ο λόχο του Α’ τάγματος νομού Πέστης το 1848, ο έμπορος György Gyarmathy από την Πέστη στον 4ο λόχο του Α’ τάγματος νομού Πέστης το 1848, o αξιωματούχος υπουργείου Döme Janitsáry στη Βούδα το Δεκέμβριο του 1848 στον 1ο λόχο του Α’ τάγματος νομού Πέστης. O György Procopius, υπασπιστής του ανθυπολοχαγού Lipót Toldi, υπηρέτησε σε διάφορες περιοχές της Βούδας, μέλος του Α΄ τάγματος πεζών νομού Πέστης, o Zsigmond Procopius από τον Ιούλιο του 1848 στη Βούδα, στον 1ο λόχο του Α’ τάγματος νομού Πέστης.

Στο Σώμα Αξιωμαρικών επίσης υπάρχουν Έλληνες στην καταγωγή. Τα αδέλφια Janitsáry, ο Konstantin (1825-1904) και ο Sándor (1821-1893) αγωνίστηκαν στα στρατόπεδα ως υπολοχαγοί.

Από τα εγγόνια ενός Έλληνα εμπόρου – ζούσε στο δήμο Ercsi (στην ίδια επαρχία βρίσκεται σήμερα το χωριό Μπελογιάννης. – ο μεταφρ.) – ο Tivadar Margó (γεννήθηκε στην

Page 9: Greek Diaspora in Budapest, Hungary. 15-20 Th Century - GREEK

Πέστη στις 05-03-1816) πήρε μέρος στην υπεράσπηση της Ουγγαρίας ως στρατιωτικός γιατρός, και τα αδέλφια του ως στρατιώτες.

Ο πρεσβύτερος από τα αδέλφια Papadopolus (ή Papaffy), ο Miklós (1815– ;) αγωνίστηκε ως υπολοχαγός, ενώ ο δεύτερος ο Timót (1816- ;) ως ανθυπολοχαγός. Και οι δύο έγιναν μέλη του Συλλόγου Στρατιωτών Δήμου Πέστης το 1867. Μέλος του ίδιου υπήρξε έως το θάνατό του και ο συνταγματάρχης János Zikó (ή Zicco, 1806-1867) από την πόλη Zimony (ο ίδιος καταδικάστηκε σε θάνατο το 1849 στην Οραντέα Ρουμανίας, μετά όμως μειώθηκε σε 16 χρόνια φυλάκιση, τελικά του δώθηκε αμνηστεία τον Ιούνιο του 1852).

Η πιο δοξασμένη στηγμή ήταν η ανάκτηση των ανακτόρων της Βούδας το Μάιο του 1849. Πρέπει να υπογραμμίσουμε σχετικά με το γεγονός αυτό τη σημασία ενός ηρωικού στρατιώτη – απόγωνος ελληνικής εμπορικής οικογένειας από την πόλη Βihardiószeg – ο οποίος μετά τη μυθική νίκη αυτή έγινε ένας από τους 30 στρατηγός: η προαγωγή από λοχαγό του Pál Kiss (1809-67) οφειλόταν αποκλειστικά στην ανδρεία και το θάρρος που τον διέκριναν στα πεδία μάχης, και στις στρατηγικές του ικανότητες. Στις αρχές του αμυντικού πολέμου ενάντια της Σερβίας υπήρξε αξιωματικός εθνοφυλακής νομού Bihar. Πρώτα διακρίθηκε στη μάχη του Πέρλας Σερβίας Έπαιξε σημαντικό ρόλο στις νίκες των Ούγγρων στη Vojvodina. Από τις 26-02-1849 αντικατέστησε τον αξιωματικό του πολιορκητικού στρατού Miklós Gál στην Οραντέα. Αγωνίστηκε ηρωικά στην κατάληψη της γέφυρας του Tápióbicske. Η δικιά του ταξιαρχία πέρασε πρώτη τον Δούναβη στην πόλη Komárom, και συνέβαλε σημαντικά στην αποτελεσματική διεξαγωγή της μάχης. Aπό το Μάιο υπηρετούσε ήδη ως αξιωματικός στο φρούριο του Pétervárad. Είχε το υψηλότερο αξίωμα από όλους τους Έλληνες στην καταγωγή στην ουγγρική επανάσταση. Πρώτα καταδικάστηκε σε θάνατο, τελικά όμως η ποινή μειώνεται σε φυλάκιση σε φρούριο. Tο όνομα του στρατηγού παραμένει πασίγνωστο ακόμα και σήμερα, η ανάμνησή του διατηρείται έντονα: στην πόλη της Tiszafüred το όνομα Kiss Pál φέρει μουσείο, σχολείο, οδός και ομάδα προσκόπων.

Το 1854 παντρεύτηκε την Mária Bernáth, κόρη ενός ομόθρησκου κτηματία από το Tiszafüred. Στο εξής καλλιεργούσε κτήματα των Bernáth στο Tiszafüred και Tiszaörs. Αργότερα – λόγω αρρώστιας – νοσηλευόταν στην Πέστη, όπου πεθαίνει στις 27 Μαΐου 1867. Μεταφέρθηκε πρώτα σηδιροδρομικώς στο Karcag, και ύστερα με [wagon, cart] στο Tiszafüred. Ο θάνατός του καταχωρίστηκε δύο φορές: στη ληξιαρχική πράξη θανάτου της ελληνορθόδοξης εκκλησίας πλατείας Petőfi στην Πέστη, και σε εκείνο του Karcag επίσης. Κηδεύτηκε στο δημοτικό νεκροταφείο του Tiszafüred από τον Έλληνα ιερέα János Popovich (από το Κarcag).

Αξιοσημείωτο δεδομένο πολιτιστικής ιστορίας αποτελεί η αναφορά στην ελληνική αρχαιώτητα από το τεράστιο ποιητικό πάνθεο που αντλεί από την ουγγρική επανάσταση: σε ποίμα του ο Ούγγρος ποιητής Sándor Kányádi τίμησε τη μνήμη των Szekler (ουγρική φυλή Ν.Α. Τρανσυλβανίας) ηρώων που αγωνίστηκαν για τη νίκη της επανάσταση. Αποθεώνοντας την ανδρεία τους, το θάρρος για την αυτοθυσία, αναφέρεται στους τριακόσιους Σπαρτιάτες, οι οποίοι – δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν – με την καθοδήγηση του Λεωνίδα αντιμετώπισαν την αριθμητική υπεροχή των περσών, σε έναν επίσης απελπιστικό πόλεμο, αλλά με ακλόνητο ηρωισμό.

«Πέθαναν οι Szekler όλοι,με τέτοιο θάρρος όσο οιτριακόσιοι Έλληνες αυτοί στο στενό των Θερμοπυλών.»

Οι πράξεις των ελληνοΟύγγρων στρατιωτών στις μάχες της επανάστασης του 1848-49 αποδεικνύουν, ότι το αίμα νερό δε γίνεται. Αυτό ισχύει για τον κάθε λαό ο οποίος διαφυλάσσει τα θετικά πρότυπα και αξίες, ενώ τιμά την ιστορική αλληλεγγύη του!

Page 10: Greek Diaspora in Budapest, Hungary. 15-20 Th Century - GREEK

Ακόμα ένα ενδιαφέρον επεισόδιο (που θα άξιζε περαιτέρω έρευνες): ο πρεσβύτερος από τους συγγραφείς του παρόντος έργου γύρω στο 1948 στον ελληνικό ναό πλατείας Petőfi παρατήρησε μια κόκκινη τρίγωνη σημαία, η οποία (απ’ότι θυμάται) φέρει σύμβολα λόχου εθνοφυλακής και εκτέθηκε από την ελληνική κοινότητα Πέστης και Βούδας.

Η ελληνορθόδοξη εκκλησία Πέστης στη σημερινή πλατεία Petőfi

Οι 179 οικογενειάρχες Πέστης – έχοντας ανάγκη για αυτόνομη ενορία – ήδη από το 1788 υπέβαλλαν αιτήσεις προς το Δημοτικό Συμβούλιο να κτηστεί δικός τους ναός. Ο Demeter Argiri, πλούσιος έμπορος δερματινών ειδών σε μια δημοπρασία στις 29 Αυγούστου 1789 για 20.150 φιορίνια απέκτησε το απαιτούμενο οικόπεδο.

Στο εξής οργανώθηκαν δωρεές να κτιστεί ο ναός. Για τις σχεδιάσεις και τους υπολογισμούς επιφορτίστηκε ο αρχιτέκτονας József Thallherr, αλλ’επειδή βρέθηκαν λάθη, εμπιστεύτηκαν τον περίφημο József Jung να κάνει τα νέα σχέδια. Αρχικά ήταν να κτηστεί ένα μόνο κωδωνοστάσιο, αλλά το 1792 αποφάσησαν να ανεγερθεί άλλο ένα. Κατά τις κατασκευές στο κτήριο της κοινότητας λειτουργούσε προσωρινό παρεκκλήσι. Τα έργα διήρκεσαν δέκα χρόνια σχεδόν. Δεν «πήγαν όλα καλά»: διενέξεις και δίκες διαδέχονταν. Οι καμπάνες εγκαταστάθηκαν στα κωδωνοστάσια το 1798. Ήδη από τον περασμένο χρόνο διαπραγματεύονταν με τον γλύπτη Νικόλαο Ταλιδώρο (ουγγαρέζικα: Miklós Joanovics ή Jankovics): είχε εργαστήρι στη πόλη Eger, εκεί φτιάχτηκαν τα τέμπλα για το Eger και το Miskolc.

Ο ναός εγκαινιάστηκε τελικά το 1801 – από τον έξαρχο Βούδας Dionisziosz Popovics – την Κυριακή πριν από το Δεκαπενταύγουστο, διότι αφιερώθηκε στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Το εσωτερικό της διακοσμήθηκε αργότερα, τα έργα ανέλαβε ο Αυστριακός ζωγράφος Anton Kuchelmeister. Στην Πέστη εργάστηκε ύστερα από το Miskolc και το Eger. Η εκκλησία ολοκληρλώθηκε το 1809.

Η «δίκη των περιστεριών»

Πάνω από την βασιλική πύλη – έργο του Ταλιδώρου – στον ναό παλτείας Petőfi υπάρχει ένα κενό που μας δήμιουργεί την εντύπωση σαν να έλειπε κάτι από εκεί. Αρχικά υπήρχε ένα ξυλόγλυπτο: δύο περιστέρια αντικρυστά, κρατώντας στέμμα στα ράμφη τους. Ο δεξιοτέχνης μάστορας χάραξε και μια επιγραφή στα ελληνικά λίγο πιο κάτω: «Κατασκευάστηκε και ετοιμάστηκε το 15-08-1800 από μένα, τον Νικόλαο Ιωάννου από την Νάξο» (14)

O επίσκοπος Βούδας Dionisziosz Popovics το 1803 πήρε είδηση τα περιστέρια και πρόσταξε να αφαιρεθούν. Οι πιστοπί διαφωνούσαν με τη θέση του, διότι τα πουλιά συμβόλιζαν την αδελφότητα Βλάχων και ελλήνων. Ο επίσκοπος τότε ζήτησε τη βοήθεια της διοίκησης του δήμου, επειδή τέτοιου είδους γλυπτά και επιγραφές είναι ενάντια με τα δόγματα της ορθοδοξίας. (Να σημειωθεί ότι και αλλού υπήρχαν τέτοια.)

Εκ μέρους του δήμου ο Έλληνας εξεταστής János Boráros ανέφερε στο Δημοτικό Συμβούλιο, το οποίο ανήμπορο να πάρει απόφαση ανέβαλε το θέμα έως το 1805, την επίσκεψη του αρχιεπισκόπου Stratimirovics: ο ίδιος αποφάσησε υπέρ της αφαίρεσης.

Η «δίκη περιστεριών» αποτέλεσε και να ξαναζωντανέψει η ελληνοβλαχική αντίθεση: οι Έλληνες τελικά συμφώνησαν να αφαιρεθεί το γλυπτό, που πραγματοποιήθηκε στις 24 δεκεμβρίου 1806. Το μεγλύτερο μέρος της Βλάχικης κοινότητας διαμαρτυρήθηκε ιδιαίτερα. Η ένταση όλο και αυξανόταν ανάμεσα στους δύο λαούς, στον επίσκοπο και τον αρχιεπίσκοπο, ώστε ο Boráros προσπάθησε να παρέμβει εκ νέου, να λύσει τις διαφορές. Τα

Page 11: Greek Diaspora in Budapest, Hungary. 15-20 Th Century - GREEK

περιστέρια δεν επιστράφηκαν, και αυτό δημιούργησε τόσο μεγάλο πλήγμα στους Βλάχους, ώστε ακόμα το 1833 γινόταν λόγος γι’αυτό. (Η επιγραφή λείπει έως και σήμερα!)

Η οδός πίσω από την εκκλησία ονομαζόταν κάποτε Régi Színház (Παλαιού Θεάτρου), για δύο λόγους: το κτήριο στη γωνία χρησιμοποιήθηκε ως θέατρο. Επίσης, τα κτήρια της εκκλησιαστική οργάνωσης παλιότερα ανήκαν στους Πιαριστές και στη μεγάλη αίθουσα λειτουργούσε σχολικό θέατρο το 18ο αιώνα. Στην οδό αυτή λοιπόν ένας έμπορος – εμπνευσμένος από όλο το θέμα της δήκης – στο έμβλημά του απεικόνισε ένα άσπρο περιστέρι: η οδός μέχρι και σήμερα ονομάζεται Galamb (περιστέρι).

Κατά το 19ο αιώνα η πρόσοψη του ναού μετατράπηκε, οι οροφές στα κωδωνοστάσια αντικαταστάθηκαν (1872-74) σε σχέδια μπαρώκικα του αρχιτέκτονα Miklós Ybl.

Ο «επόμενος βίος» της ελληνορθόδοξης κοινότητας

Στην Ουγγαρία έως το 1868 η ορθόδοξη εκκλησία ήταν ενιαία (με Σέρβους ηγέτες). Πρώτα η αυτονόμηση των ρουμάνων εισάχθηκε από τον επίσκοπο András Saguna. Για δύο πλέον εκκλησίες ορίζει ο νόμος του 1868. Ως αποτέλεσμα τρεις ελληνικές κοινότητες (Πέστη, Kecskemét και Szentes) ζήτησαν επίσης αυτονομία βάσει στο γεγονός ότι εφόσον τους γνωρίζουν ως Έλληνες, στην πραγματιότητα όμως είναι Ούγγροι. Έτσι, στην 9η παράγραφο του άρθρου Θ’ προστέθηκε η φράση «μή Σέρβοι και μή Ρουμάνοι οπαδοί του Ορθόδοξου θρησκεύματος». (15)

Το πνεύμα της εποχής δεν ευνοούσε στην ονομασία «ορθόδοξοι Ούγγροι». Το 19ο αιώνα υπήρχαν τρείς Βλάχοι ιερείς διαδοχικά στην ενορία Πέστης, και μετά το θάνατο του τελελυταίου το 1887 οι Έλληνες ζήτησαν να διαλυθεί τη θέση του εφημέριου Βλάχων. Ο διαχωρισμός ελλήνων κα Βλάχων συνέβη το 1888 με διάταγμα του Υπουργείου Πολιτισμού.

Υπήρχαν μερικοί Βλάχοι που έμειναν μέλη της ελληνικής ενορίας (μ.α. οι Lyka).Η εκκλησιαστική οργάνωση Πέστης προς τα μέσα του 20ου αιώνα αριθμούσε 200 μέλη και όλο μειωνόταν, λόγω κυρίως της κύρηξης αυτονομίας το 1868. Το καταστατικό της ενορίας το 1902 όρισε ότι για ιδιότητα μέλους στην οργάνωση μπορούν να αιτηθούν αποκλειστικά οι κατ’ευθείαν απόγωνοι των ιδρυτών του ναού, ενώ οι λοιποί – ελληνικής ή Βλάχικης καταγωγής - αποκτούσαν ιδιότητα μέλους από την Γενική Συνέλευση, με μυστική ψηφοφορία δια πλειοψηφίας των 2/3. Κανένας από το εκκλησίασμα δεν μιλούσε πλέον ελληνικά. Το 1913 από τα 29 μέλη της Γ. Σ. 5 ήταν μόνιμοι κάτοικοι της επαρχίας. Το 1983 ζούσαν μόνο τρείς από τους 29.

Με την εγκατάσταση της ιδιώτητας «Υπό ελλήνων ιδρυθείσα ουγγρική κοινότητα» από την Συνέλευση στις 6 Δεκεμβρίου 1931 η πρώτη διασπορά τελειώνει και συμβολικά.( σύμφωνα και με τον ελληνιστή Ödön Füves). Φυσικά υπάρχουν και σήμερα κατ’ευθείαν απόγωνοι των ελλήνων, πολλοί από τους οποίους – όπως και ο νεώτερος συγγραφέας του παρόντος – διαφυλάσσουν δίπλα στην ουγγρική συνείδηση και την μνήμη των ελλήνων προγώνων.

Η εκκλησιαστική κοινότητα υπήρξε γενικά κλειστή, όμως χωρηγούσε οικονομιές ενισχύσεις και υποτροφίες, τα τελευταία μέσω του Ιδρύματος Haris.

Ακολουθούν συνολικά κοινωνικά δεδομένα της ενορίας. «1792-1930:μέσα στα 138 χρόνια στην ελληνορθόδοξη κοινότητα πραγματοποιήθηκαν 1015 βαφτίσεις, 1501 κηδείες και 327γάμοι.»(16)

Έως το πρώτο μισό τυ 20ού αιώνα «...η εκκλησιαστική οργάνωση της Πέστης απασχολούσε Έλληνες ιερείς από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με ατομικής σύμβασης.»(17)

Ο τελευταίος απ’αυτούς αναχώρησε το 1946, έτσι η εκκλησία και η κοινότητα δεν είχε ιερέα. Οι δύο – τότε – επίτροποι (απόγωνοι των Janitsáry και των Sacelláry) ήρθαν σε επαφή με τον János Varjú, πρεσβύτερο της ουγγρικής ορθόδοξης κοινότητας «Άγιος Ιωάννης

Page 12: Greek Diaspora in Budapest, Hungary. 15-20 Th Century - GREEK

ο Χρυσόστομος», ο οποίος διατηρούσε καλές σχέσεις με κρατικούς οργανισμούς. (Η ως άνω ουγγρική ορθόδοξη κοινότητα ιδρύθηκε το γύρω στο 1930 στη Βουδαπέστη με την υποστήρηξη του κράτους.) Οι επίτροποι θέλησαν να εξασφαλίσουν ιερέα με τον όρο να τους διεκδικούσε κρατική υποστήρηξη για την μεταπολεμική ανακαίνηση της εκκλησίας. Πέτυχαν τον στόχο: η επανόρθωση του κτηρίου πέρασε στο 3χρονο σχέδιο, διότι υπέστη σοβαρές ζημιές κατά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο. (Έως και σήμερα λείπει το ένα κωδωνοστάσιο.) Το εσωτερικό της ανακαινίστηκε το 1949, η πρόσoψη το 1953,ενώ τα έργα συνεχίστηκαν και μετά.

Ο ναός χρησιμοποιήθηκε από την ουγγρική ορθόδοξη κοινότητα «Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος», η οποία το 1955 ενώθηκε με την «Υπό Ελλήνων ιδρυθείσα». Έτσι έγινε το κέντρο της Ουγγρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, και πέρασε (στο ‘ίσκιο’ των τότε πολιτικών συνθήκων) στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας. Σήμερα εδώ λειτουργεί και η ρώσικη κοινότητα.

Το 1937 περίπου τα γύρω κτήρια της ‘Ελληνικής Αυλής’ κατεδαφίστηκαν, και στη θέση τους ανεγέρθηκαν τα σημερινά. Νότια του ναού (πλατεία Petőfi και οδός Galamb) βρίσκεται η πολυκατοικία της εκκλησιαστικής κονότητας: δεν κρατικοποιήθηκε ποτέ, παρέμεινε ιδιοκτησία της εκκλησίας. Οι ταφές γύρω από αυτήν τελείωσαν, ενώ λίγες ταφόπετρες διαφαίνονται στο πέλμα του εξωτερικού τοίχου: δυσανάγνωστες επιγραφές στα ελληνικά, γερμανικά, ουγγαρέζικα και λατινικά.

Ο ελληνικός ναός της πλατείας Petőfi είναι σημαντικός για άλλο έναν λόγο: ο λατινικός χριστιανισμός στην Ουγγαρία (10ος αι.) ιστορικά βασίζεται σε ελληνικές ρίζες. Το 2000 την Χιλιετηρίδα της Ουγγαρίας ο οικουμενικός πατριάρχης κκ Βαρθολομαίος κατέταξε στο αγιολόγιο της Ορθοδοξίας τον πρώτο χριστιανό βασιλέα των Ούγγρων Άγιο Στέφανο. Εξαιρετικής σημασίας πράξη στην εκκλησιαστική ιστορία: η Καθολική Εκκλησία Ουγγαρίας την εκτιμούσε ιδιαίτερα, και χάρισε ιερό σκεύος Αγίου Στεφάνου στην κοινότητα του καθεδρικού Ι.Ν. Κοίμηση της Θεοτόκου Βουδαπέστης, και έμμεσα σε όλη την ιδρυμένη από Έλληνες ορθοδοξία της Ουγγαρίας. Το σκεύος (διπλό εικόνισμα) τοποθετήθηκε στον ναό στις 20 Αυγούστου 2005 (του Αγ. Στεφάνου).

Η δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης

Πρέπει να αναφερθούμε και στο ζήτημα της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας.«22 Νοεμβρίου 1922. Η υπ. αρ. 1456 εγκύκλιος του Πατριαρχείου Κων/πολης, πιστεύοντας ότι πρόκειται για ελληνική κοινότητα, ήταν πρόθυμη να έχει δικαιοδοσία επί την – άλλωστε – φυλετικά απολύτως ουγγρική ορθόδοξη κοινότητα.»(18)

Η προϊστορία ήταν η διεκδίκηση της ορθόδοξης κοινότητας να απαλλαγεί από την επίβλεψη του Σέρβου επισκόπου Βούδας. Οι ιερείς της ελληνικής κοινότητας – όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω – ήταν απεσταλμένοι από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ανάμεσα στα 1912 και 1928 στην Πέστη διετέλεσε ο εφημέριος Ορφανίδης.

Υπήρχε μια διεκδίκηση με κρατική υποστήρηξη το 1940 ο ιερέας του ναού στην πλατεία Petőfi Ιλάριον Βασδέκας να γίνει ορθόδοξος επίσκοπος Ουγγαρίας. Οι διαπραγματεύσεις με την Κωνσταντινούπολη δεν ήταν αποτελεσματικές, διότι το Πατριαρχείο ήταν εναντίον της δημιουργίας ουγρικής εκκλησιαστικής οργανώσεως και της χρήσης ουγγρικής στις θείες λειτουργίες.

Στάλθηκε άλλη μια επιστολή στις 23 Ιουνίου 1950 από τον πατριάρχη Αθηναγόρα, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε κατά της «ουγγρικής ιδιώτητας» της ορθόδοξης ενορίας Πέστης.

Μετά τη μεταπολίτευση ο ελληνισμός της Ουγγαρίας απαιτούσε και τοπικό εκκλησιαστικό οργανισμό, επειδή στη χώρα η ορθοδοξία ταξινομείται ανά εθνικότητα. Όλες οι ελληνικές ενορίες του κόσμου ανήκουν στην Κωνσταντινούπολη: έτσι το 1995 στην

Page 13: Greek Diaspora in Budapest, Hungary. 15-20 Th Century - GREEK

Ουγγαρία καταχωρήθηκε η τοπική Εξαρχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Διοικείται από τον μητροπολίτη Αυστρίας, αρχηγός της ο πρωτοπρεσβύτερος József Kalota. Το 2001 εγκαινιάστηκε το παρεκκλήσι των Αγίων Ιεροθέου και Στεφάνου στο κέντρο της Βουδαπέστης, σε διαμέρισμα οδού Váci 55. H κοινότητά της θεωρείται δικαιωματικός κληρονόμος της παλιάς ελληνικής κοινότητας, και ως εκ τούτου διεκδικεί τον ναό στην πλατεία Petőfi.

Πολιτιστική ζωή

Επί την ιστορία της ελληνικής διασποράς στην Ουγγαρία η Πέστη αποτελεί ελληνικό πνευματικό κέντρο.

Σημαντικό μέρος της ελληνικής πολιτισμικής ζωής στην πόλη ήταν η χορωδία. Στην εκκλησιαστική οργάνωση πάντα υπήρχαν Έλληνες ή Βλάχοι ψάλτες, «οι περισσότεροι από τους οποίους γεννήθηκαν στην Ελλάδα, φέρνοντας μαζί τους αυθεντικούς τρόπους, την παράδοση της ψαλμωδίας. Ο πιο σπουδαίος απ’όλους ήταν ο ΔημήτριοςΚυριάννης ή Κυριανίδης (Demeter Kyrian) με καταγωγή από τον Τύρναβο Θεσσαλίας. Μετά από την Τιμισοάρα Ρουμανίας ήρθε στην Πέστη. [...]Ενώ δίδασκε στο τοπικό ελληνικό σχολείο η κοινότητα τον απασχολούσε ως ψάλτη.»(19)

Υποτίθεται ότι [bevonta] και οτυς μαθητές του στη χωροδία, διότι η θρησκευτική και η δημοσια ζωή ηπήρξαν κοινό πλαίσιο τόσο για τον ελληνισμό της Πέστης, όσο και για κάθε ελληνορθόδοξη κοινότητα. Παρεμπιπτόντως το σχολείο ιδρύθηκε νωρίτερα απ’ότι η ενορία.

Ο Κυριάννης αντέγραψε διάφορα βυζαντινά ψαλτήρια, τέσσερα από τα οποία (1793-94) σήμερα βρίσκονται στην πόλη Szentendre στην επισκοπική βιβλιοθήκη, και ένας τόμος στη Κοζάνη. Το αρχείο της εκκλησίας πλατείας Petőfi διέθετε χειρόγραφό του στο οποίο εξηγεί την νευματική. Λόγω που αντέγραφε ψαλτήρια δίδασκε και ανάγνωση νευμάτων στα μέλη της χωροδίας.

Το επίπεδο των λειτουργικών ψαλμωδιών όμως γνώρισε κάθοδο με τον καιρό, γι’αυτό το 1850 ο επίσκοπος της Βούδας επέτρεψε – με βάση το αυστριακό πρότυπο – την πρόσληψη πρωτοψάλτη και ανδρικής χορωδίας. Από τότε λειτουργούσε αμοιβόμενοι ψάλτες έως το Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Στον ναό της Θεοτόκου λοιπόν σχεδόν πάντα υπήρχε χορωδία: σύμωνα με τον Sacelláry προσέλκυε κόσμο στον ναό και τις λειτουργίες.

Η χωροδία ξαναοργανώνεται το 1931 και αργότερα το 1949, από τότε όμως έψαλλαν κυρίως στην ουγγαρέζικη γλώσσα.

Αναφερθήκαμε ήδη στα βυζαντινά ψαλτήρια, η ενορία όμως διέθετε και άλλου είδους βιβλία. Ο Έλληνας πανεπιστήμων Γεώργιος Ζαβίρας (-1804) κληροδότησε στην ενορία Πέστης τη βιβλιοθήκη του με εκατοντάδες τόμους, να ιδρυθεί δημόσια βιβλιοθήκη: πραγματοποιήθηκε το 1824, από τότε επί τρείς ώρες κάθε Σάββατο το απόγευμα ήταν ανοιχτό για το ευρύτερο κοινό.

Το 1834 η βιβλιοθήκη εμπουτίστηκε με τη συλλογή του ιερέα Ignác Kallona. Σε 100 χρόνια διέθετε ήδη 857 έντυπα (1632 τόμοι σεδιάφορες γλώσσες) και 57 χειρόγτραφα έργα. Ο χειρισμός της δεν ήταν πάντα [megfelelő], έτσι μερικά βιβλία χάθηκαν ή πέρασαν αλλού (π.χ. εκείνα του Ζαβίρα στο Kecskemét και στο Szentendre), τα περισσόοτερα όμως υπήρχαν στο ελληνικό τμήμα φιλοσοφικής σχολής πανεπιτημίου Βουδαπέστης. Πρόσφατα ιδρύθηκε βιβλιοθήκη στην ορθόδοξη ενορία δήμου Nyíregyháza από το τοπικό αρχείο.

Στην Πέστη ζούσε και Έλληνας τυπογράφος: ο Vazul Kozma (;-1841) από το Kecskemét δραστηριοποιούνταν στη σημερινή οδό Piarista.

«Οι Έλληνες διακρίνονταν στην εισαγωγή λληνόγλωσσων βιβλίων, επίσης και στην έκδοσή τους στην Ουγγαρία: το μαρτυρούν τα διάφορα έντυπα έργα από τη Βενετία, Βιέννη, Λειψία, Nagyszombat, Μοσχόπολη, κ.α., τα οποία – μαζί με τις ελληνόγλωσσες εκδόσεις

Page 14: Greek Diaspora in Budapest, Hungary. 15-20 Th Century - GREEK

πανεπιστημιακού τυπογραφείου – σώζονται σε διάφορες ενορίες. Γύρω στο 1800 στην Πέστη και τη Βούδα δημοσιεύτηκαν περίπου 80 έργα στα ελληνικά. Την ίδια εποχή στην Πέστη λειτουργούσε και ελληνικό βιβλιοπωλείο των αδελφών Πελεγκά». (20)

Ο αριθμός των διαφόρων εντύπων υποτίθεται ότι ξεπερνούσε τα 80. Το είδος τους εξαρτιούνταν από τις ανάγκες του σχολείου και της εκκλησίας: ήταν κατά το πλείστον λειτουργικά και σχολικά βιβλία (Μήν ξεχνάμε ότι τα πρώτα υπηρετούσαν σκοπούς εκπαιδευτικούς, κυρίως στη διδασκαλία θρησκευτικών και ανάγνωσης). Πολλά από τα έργα που δημοσιεύτηκαν δεν είχαν σχέση με την Πέστη ή τη Βούδα, παρά τον τόπο έκδοσης.

Η αίθουσα του συμβουλίου στην «Ελληνική Αυλή» διακοσμόταν και από πορτραίτα μερικά από τα οποία υπάρχουν και σήμερα, όπως εκείνο του Διονυσίου Popovics ή του Γρηγορίου Γώγου, ιερέα στην ελληνική εκκλησία Πέστης 1882 με 1898. Οι πίνακες αργότερα πέρασαν στην οικογένεια Janitsáry, και πρόσφατα στα γραφεία του ναού πλατείας Petőfi.

Χάρη στις γενναιόδωρες συνεισφορές των πιστών η εκκλησία είναι πλούσια διακοσμημένη νε εικονίσματα και ιερά σκεύη, πολλά όμως βρίσκονται έως σήμερα μας στο Μουσείο Οθόδοξης Τέχνης Ουγγαρίας (1986) στο Miskolc. Να εξαιρέσουμε ένα: «Αξιοπρόσεκτο η γκραβούρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου – δωρεά της ΕλληνοΒλάχικις Αδελφότητος Πέστης – η οποία χρησιμοποιήθηκε από τους πιστούς τα εγκαίνια του ναού.»(21)

Ελληνικά νεκροταφεία στη Βούδα και την Πέστη

Ανάμεσα 1796 και 1916 λειτουργούσε ορθόδοξο νεκροταφείο και στην περιοχή Tabán Βούδας: υπήρχε κοιμητήριο πολλών ελλήνων, όπως μ.α. των Nika και Procopius. Βρίσκονται και διάφορα ελληνικοί τάφοι και στην αυλή της Σέρβικης εκκλησίας Πέστης. Την περίοδο 1847-85 διαμορφώθηκαν δύο ορθόδοξοι τομείς στο κεντρικό νεκροταφείο Fiumei (στο ένα υπάρχουν στρατιωτικοί τάφοι από το 1945), στο οποίο έως τις μέρες μας υπάρχουν οικογενειακοί τάφοι ελλήνων (ειδικά στον αριστερό τοίχο). Σήμερα στη Βούδαπέστη δεν υπάρχει ορθόδοξο κοιμητήριο (έχει όμως στο κοντινό Szentendre).

Αναγνωρίζοντας τη σημασία διαφύλαξης των ιστορικών παραδόσεων, οι σημερινές ελληνικές αυτοδιοικήσεις (νόμιμος θεσμός εθνικοτήτων στην Ουγγαρία – ο μεταφρ.) προσπαθούν να διατηρούν και να ανακαινίζουν τους ελληνικούς τάφους, διότι κατάγονται από την ίδια πατρίδα με την πρώτη διασπορά. Τα μνήματα αποτελούσαν πάντα άξιοι χώροι αναμνήσεως: στις 15 Μαρτίου 2008 , την ημέρα της 160ης επετείου του 1949-49, οι Έλληνες μετανάστες (και οι απόγωνοί τους), οι οποίοι – 60 χρόνια πριν – βρήκαν ασφάλεια και στοργή στην αγκαλιά της Ουγγαρίας, πραγματοποίησαν πορεία μνήμης στα μνήματα ελληνικών οικογενειών της πρώτης διασποράς, να τιμήσουν την ηρωική στάση των «απογώνων» κατά τον αγώνα του 1848-49.

Το μνημείο στην πλατεία Petőfi

Το 2006 η Ελληνική Δημοκρατία, η Κυπριακή Δημοκρατία και ο Ελληνικό Κυπριακό-Ουγγρικό Σύλλογο Φιλίας αναστύλωσαν στην πλατεία Petőfi 5ης περιοχής Πέστης το μνημείο από κρητίδα «Η μνήμη ελλίνων πολιτών πόλεως Πέστης» του καλλιτέχνη Γεωργίου Τζόρτζογλου. Πίσω του φαίνεται η πρόσοψη της ελληνικής εκκλησίας.

Επίλογος

Page 15: Greek Diaspora in Budapest, Hungary. 15-20 Th Century - GREEK

Σχετικά με την ιστορία του ελληνισμού της Ουγγαρίας του 16ου – 19ου αιώνα, οι ιστορικές πηγές αναφέρονται κυρίως στην εμπορική δραστηριώτητα. Μετά την Άλωση (1453) πολλοί Έλληνες ορθ’οδοξοι εγκατέλειψαν τα πατρικά εδάφη και βρήκαν καινούρια πατρίδα ανάμεσα σοτυς ανοιχτόκαρδους Ουγαρέζους. Είναι φυσικό ότι ήδη από τα τέλη του 15ου αιώνα όλο και περισσότεροι Έλληνες εμφανίζονταν στο ασφαλές λεκανοπέδιο των Καρπαθίων. Αυτή είναι/αποτελει βασική διαφορά όσον αφορά την εγκατάσταση των άλλων εθνικών μειωνοτήτων στην Ουγγουγγαρία: οι Έλληνες ήρθαν είτε ως πρόσφυγες είτε ως έμποροι, αλλά όχι προσκεκλημένοι.Όντας «μή καλεσμένοι» – φυσικά – δεν δικαιούνταν προνόμια, τα οποία θα τους ευνοούσαν την εγκατάσταση. Οι Έλληνες όμως ούτε που τα χρειάζονταν. Η διαφορά βασίζεται στο γεγονός ότι ο αγροτικός πλυθισμός κατά την ιστορία (σε εποχές καλύτερες) από λογικότητα υπήρξε παντα αξία προστατευόμενη, διότι η ασχολίες τους απαιτούν ιδιαίτερα σκληρή εργασία, εξειδικευμένη τοπική τεχνική κατάρτιση, εμμονή και παραδοσιακό τρόπο ζωής (μετάδοση γνώσεων από γενιά σε γενιά). Οι έμποροι αντίθετα, ποτέ δεν χρειάζονταν προστασία , επειδή η ουσία του εμπορίου είναι πάντα να βρεθούν – αυτόνομα, πρακτικά και με προσαρμοστικότητα, δέχοντας το ρίσκο να αποφασίζει – οι τρόποι και οδοί προσέγγισης, με μια αίσθηση στις κατάλληλες ευκαιρίες (ή υπολογίζοντας την αναλογία ρίσκου και κέρδους), και όλα αυτά σύμφωνα με την επικαιρότητα (κάποτε με σοφία, ορθή κρίση και εγκράτεια), να εισπράξουν μακροπρόθεσμα κέρδη. Oι Έλληνες έμποροι λοιπόν του 16-18ου αιώνα κατά το πλείστο πετύχαιναν τη σωστή αναλογία κατά τις εμπορικές δραστηριώτητές τους στην Ουγγαρία.

Η παρουσία ελλήνων εμπόρων ήταν αισθητή και στην υπόλοιπη χώρα, στις σημαντικότερες κωμοπόλεις: Brassó, Eger, Gyöngyös, Hódmezővásárhely, Karcag, Kecskemét, Komárom, Miskolc, Nagyszeben, Pest-Buda, Sopron, Szentes, Tokaj, Temesvár, Újvidék, Vác.

Βασική συνδετική δύναμη για την πρώτη εληνική διασπορά υπήρχε η θρησκεία. Εκκλησίες και παρεκκλήσια κτήστηκαν από τις ελληνικές κοινότητες των Balassagyarmat, Békés, Diószeg, Gyöngyös, Karcag, Kecskemét, Léva, Miskolc, Nagykanizsa, Nagyvárad, Nagyszombat, Nagyszeben, Pest, Sopron, Szentes, Tokaj, Ungvár, Vác és Zimony. Στην Ουγγαρία κατλα τον 18ο αιώνα ιδρύθηκαν 35 ενορίες.

Για τη διατήρηση της μητρικής γλώσσας στα τέλη του 18ου κτίστηκαν 17 ελληνικά σχολεία (μαζί με το εκπαιδευτήριο δασκάλων Πέστης) μέσω συνεισφορών στις ελληνικές κοινότητες Belényes, Békés, Eger, Gyöngyös, Győr, Gyula, Kecskemét, Hódmezővásárhely, Miskolc, Komárom, Nagyvárad, Pest, Tokaj, Oravicza, Újvidék, Ungvár, Vác, και κατάφεραν να διαφυλάξει την ελληνική συνείδηση ανάμεσα στις νέες γενιές.

Το πατριωτικό αίσθημα στους απόγωνους των ελλήνων οικογενειών της Ουγγαρίας των 16-19ων αιώνων είναι μια ιστορική κληρονομιά για τον σημερινό ελληνισμό της χώρας, άξια προς ανάμνηση. Οι προαναφερόμενες οικογένειες αποτελούν παράδειγμα: σε ώρες ανάγκης οι απόγωνοι των ελλήνων εμπόρων πήραν ενεργά μέρος στις μάχες της καινούριας πατρίδας τους, όπως και στην επανάσταση του 1848-49. Αργότερα, ως δραστήριες και αναγνωρισμένες προσωπικότητες είτε της τοπικής είτε της κρατικής δημόσιας ζωής , και ζούσαν ειρηνικά, διαφυλάσσοντας τις αστικές και παραδοσιακές αξίες

Στα μέσα του 20ού αιώνα χιλιάδες Έλληνες (ανάμεσά τους και πολλά παιδιά) βρήκαν νέα πατρίδα και ευκαιρία για μια καινούρια αρχή στην Ούγγαρία: η δεύτερη διασπορά κατέφτανε γύρω στο 1948 στη χώρα, η οποία υήρξε πάντα φιλόξενη. Γύρω στους 3500 Έλληνες ζούν σήμερα στην Ουγγαρία, 2000 από τους οποίους στη Βουδαπέστη. Η δεύτερη ελληνική διασπορά πάντα αισθάνεται μεγάλη ευγνωμοσύνη απέναντι στον φιλόξενο Ουγγρικό λαό: αφενός το 2006 εκδόθηκε το λεύκωμα με τίτλο «Ευχαριστούμε Ουγγαρία» (ταυτόχρονα με την ομότιτλη φωτογραφική έκθεση), και αφετέρου η ίδια εκδήλωση έλαβε χώρα και στην Αθήνα το Σεπτέμβριο του 2008 – για πρώτη φορά υπό την αιγίδα υψηλών ιστάμενων διπλωματών Ελλάδας και Ουγγαρίας – εντός τα πλαίσια της οποίας τίμησαν την

Page 16: Greek Diaspora in Budapest, Hungary. 15-20 Th Century - GREEK

πολύπλευρη σχέση ανάμεσα στα εκατοντάδες χρόνια δημιουργίας και πατριωτισμού της πρώτης διασποράς, και την εγκατάσταση της δέυτερης στην Ουγγαρία.

Οι προσπάθειες για τη διαφύλαξη τοπικών ιστορικών παραδόσεων έχουν ιδιαίτερη σημασία από ηθική άποψη με στόχο την υπόδειξη της ιστορικής και πνευματικής συνέχειας, διότι σχηματίζουν την αίσθηση κοινής μοίρας.

Στις μέρες μας διαμορφώνεται η πνευματική ένωση της πρώτης (17-19ος αι.) και της δέυτερης (20ος αι.) ελληνικής διασποράς: οι κοινές ρίζες, οι εξελήξεις ιστορικών γεγονότων στις οποίες αποτελούν σημαντική «κιγκλίδωμα» η αναγνώριση, εκτίμηση και αποδοχή της ευθύνης του ιστορικού παρελθόντος και των αξιών.

(Μετάφραση: Βασίλειος Στεφόπουλος)ΒΙΒΛΙΟΓΑΡΦΙΑ:

Bácskai Vera: A vállalkozók előfutárai. Βουδαπέστη, 1989. Balogh Margit – Gergely Jenő: Egyházak az újkori Magyarországon 1790-1992. I. kötet Βουδαπέστη, 1993.Berki Feriz: Az el nem ásott talentum Βουδαπέστη, 1986.Berki Feriz: A magyarországi ortodoxok. In.: A keleti kereszténység Magyarországon Βουδαπέστη, 2007. 51-65. o.Dr. Diószegi György – Diószegi Krisztina: Adalékok az 1848-49. évi dicsőséges magyar szabadságharc tisztikara görög eredetű hőseinek arcképvázlatához Βουδαπέστη, 2008. Füves Ödön: Görögök Pesten 1686-1930. I-III. (Kandidátusi disszertáció) (Magyar Tudományos Akadémia Kézirattára D/5721.) Βουδαπέστη, 1972.Haupt Erik: Görög kávéházak Pest-Budán. In.: Posztbizánci közlemények. 2. Debrecen, 1995. 70-76. o.Nagy Márta: A magyarországi görög diaszpóra egyházművészeti emlékei I. Ikonok, ikonosztázok. Debrecen, 1998.Sasvári László: Görögajkú ortodoxia Magyarországon a 16-20. században. In.: Magyar Egyháztörténeti Vázlatok - Regnum 1994/3-4. 117-154. o.Szacelláry Pál: A budapesti „görög-udvar”. Βουδαπέστη, 1924.Vörös Károly: Budapest legnagyobb adófizetői 1873-1917. Βουδαπέστη, 1979.

ΠΗΓΕΣ:

(1) Sasvári László: Görög diaszpóra Pesten és környékén. Βουδαπέστη 2003. (Έκδοση Πολιτιστικού Συλλόγου Ελληνίδων-Ουγγαρέζων ‘Καρυάτιδες’) 2.(2) Füves Ödön: A görögök állandó letelepülésének meggyorsulása Pesten (1774-1780). In.: Antik Tanulmányok 1976. 105-109.(3) Füves Ödön: A Rigasz-féle Baráti Társaság és a pesti görögök. In.: Századok 1970/1. 75-77.(4) Pest-budai kávéházak – Kávé és mesterség 1535-1935 Művelődéstörténeti tanulmány 2ος τόμος, Bevilaqua Borsody Béla – Mazsáry Béla Βουδαπέστη, 1935. 1145.(5) Bácskai Vera: A görög kereskedők szerepe a főváros polgárosodásában. In.: Kafenieo 2005/1. σελ. 22.(6) Berényi Mária: A pesti macedoromán kolónia. In.: Almanach 1995. Βουδαπέστη é. n. (Έκδοση Πολιτιστικού Ομίλου Ρουμάνων Βουδαπέστης) σελ 82.(7) Bácskai 2005. i. m. 24.(8) Füves Ödön: Statisztikai adatok Pest és Buda 1687-1848 közt polgárjogot nyert görög származású lakosairól. In.: Antik Tanulmányok 1963/3-4. σελ. 235.

Page 17: Greek Diaspora in Budapest, Hungary. 15-20 Th Century - GREEK

(9) I. m. 236-237. (10) I. m. 237.(11) Sasvári László: Görög Elenika Oskolák. (Έκδοση συλόγου ‘Καρυάτιδες’) Βουδαπέστη, 2004. 16.(12) Sasvári 2004. i. m. 19-21. (13) Füves 1972. τόμος Β’, 257.(14) Füves Ödön: A pesti görögök és makedorománok galambpere. In.: Antik Tanulmányok XVIII. (1971) 1. 52. (15) Berki Feriz: Magyar ortodoxok. In.: A keleti kereszténység Magyarországon. Βουδαπέστη, 2007. 59-60. (16) Balogh-Gergely i. m. 22. (17) Berki Feriz: Magyar ortodoxok. In.: A keleti kereszténység Magyarországon. Βουδαπέστη, 2007. 61. (18) Balogh-Gergely I. m. 184.(19) Damjanovics Judit: A magyarországi görögök liturgikus zenei élete a XVIII. században. In.: Az ortodoxia története Magyarországon a XVIII. századig. Szeged, 1995. 105.(20) Nagy Márta: A magyarországi görög diaszpóra egyházművészeti emlékei I. Ikonok, ikonosztázok. Debrecen, 1998. 32. (21) Kárpáti László: Miskolc - Magyar Ortodox Egyházi Múzeum. (Tájak-korok-múzeumok kiskönyvtára 380.) H. n. 1990.