Download - 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση

Transcript
Page 1: 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση

�0� Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 1 2 2

1. ΕισαΓωΓικΕσ παΡατηΡησΕισ

η συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως κάθε άλλη διεθνής συνθήκη, υιοθετεί την αρχή pacta sunt servanda και περιέχει ρητές διαδικασίες ελέγχου της συμμόρφωσης των συμβαλλομένων κρατών στις επιταγές της δικαιοταξίας που αυτή ιδρύει. Όπως συνέβαινε και στο παρελθόν, υπό το καθεστώς ισχύος τόσο της σΕοκ όσο και της σΕκ, στην Επιτροπή, ένα αμιγώς υπερεθνικό θεσμικό όργανο, ανατίθεται η αρμοδιότητα να προσφεύγει στο δικαστήριο1 κατά όποιου

*. Θερμές ευχαριστίες εκφράζονται στην κ. Ευγενία σαχπεκίδου, καθηγήτρια στο τμήμα νομικής του α.π.Θ. για τις χρήσιμες - και πάντα εύστοχες - παρατηρήσεις της. Φυσικά η ευθύνη για τυχόν σφάλματα ή παραλείψεις βαρύνει αποκλειστικά τον γράφοντα.

1. Όπως ορθά επισημαίνει ο Χριστιανός (Εισαγωγή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, νομική Βιβλιοθήκη, αθήνα, �011, σελ. 70), κατ’ αρχάς ο όρος «δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» σημαίνει το θεσμικό όργανο της Ένωσης, το οποίο ασκεί τη δικαιοδοτική εξουσία. Υπό την έννοια αυτή περιλαμβάνει το δικαστήριο (πρώην δικαστήριο των Ευρωπαϊκών κοινοτήτων), το Γενικό δικαστήριο (πρώην πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών κοινοτήτων) και τα ειδικευμένα δικαστήρια (συνέχεια των δικαιοδοτικών

κράτους μέλους κρίνει ότι έχει παραβεί τις υποχρεώσεις του από τις συνθήκες, ενώ η ίδια δυνατότητα δίνεται και στα υπόλοιπα κράτη μέλη. η δικαστική κρίση στην περίπτωση αυτή, αν και αναγνωριστική στη φύση της, είναι δεσμευτική ως προς τα αποτελέσματά της, με το καθού κράτος να υποχρεούται να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεσή της�.

τμημάτων), όπως το δικαστήριο δημόσιας διοίκησης. Επιπλέον όμως ο όρος «δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», όπως αυτός χρησιμοποιείται στα άρθρα 19 παρ. � εδ. 1 σΕΕ και �51-�53 σλΕΕ, σημαίνει επίσης το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης, σε ευθεία διάκριση από το Γενικό δικαστήριο (άρθρα 19 παρ. � εδ. � σΕΕ, �54 και �56 σλΕΕ) και το δικαστήριο δημόσιας διοίκησης. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η χρήση του όρου «δικαστήριο» γίνεται με τη δεύτερη αυτή έννοια. περαιτέρω, για το χρονικό διάστημα πριν από την 1.1�.�009, οπότε και ετέθη σε ισχύ η συνθήκη της λισαβόνας, το δικαστήριο παραπέμπεται ως δΕκ και το Γενικό δικαστήριο ως πΕκ.

�. . Άρθρ. �58-�60 σλΕΕ (πρώην άρθρα 169-171 σΕοκ και ��6-��8 σΕκ). σημειωτέον ότι η διαδικασία του άρθρου �59 σλΕΕ (πρώην άρθρο ��7 σΕκ) έχει ενεργοποιηθεί σε ελάχιστες περιπτώσεις, κυρίως λόγω των πολιτικών σκοπιμοτήτων που εμφιλοχωρούν στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών. παρόλα αυτά, πρβλ. τις δΕυρκ

�0 ΧΡoνια FRaNCoViCh.μία Επισκoπηση τησ νομολοΓiασ τοΥ δικαστηΡiοΥ

τησ ΕΥΡωπαϊκhσ Eνωσησ στον τομEα τησ αστικhσ ΕΥΘyνησ σΕ αποΖημiωση Για παΡαΒιaσΕισ τοΥ Ενωσιακοy δικαiοΥ

Ευάγγελου Νικολάου, δικηγόρου, υποψηφίου δ.ν.*

διαΓΡαμμα

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις.�. πρώτη προϋπόθεση: η ανάγκη απονομής δικαιω-

μάτων στους ιδιώτες από τον παραβιαζόμενο κανόνα του δικαίου της Ένωσης.

3. δεύτερη προϋπόθεση: η ύπαρξη κατάφωρης παρα-βίασης του δικαίου της Ένωσης.

3.1. η απόδοση της παραβίασης σε κάποια κρατική

αρχή.3.�. η έννοια της κατάφωρης παραβίασης. 4. τρίτη προϋπόθεση: η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας.5. Είδος της ζημιάς που αποκαθίσταται - Έλεγχος των

εθνικών δικαίων αστικής ευθύνης υπό το πρίσμα των αρ-χών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

6. συμπερασματικές παρατηρήσεις.

Page 2: 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση

Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 1 2 2 �03

παρόλα αυτά, δεν έλειψαν οι περιστάσεις που τα κράτη μέλη παρέλειψαν να επιδείξουν τη δέουσα επιμέλεια συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει το ενωσιακό, παλαιότερα κοινοτικό, δίκαιο, ακόμα και σε περιπτώσεις που η παράλειψή τους αυτή είχε διαπιστωθεί με σχετικές καταδικαστικές αποφάσεις του δικαστηρίου. το γεγονός αυτό αποτέλεσε, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, απειλή όχι μόνο για τη συνοχή του (τότε) κοινοτικού δικαίου αλλά και για αυτήν ακόμα την εσωτερική αγορά, η ολοκλήρωση της οποίας, με καταληκτική ημερομηνία το 199�, βασιζόταν κυρίως στην εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών μέσω οδηγιών. η διέξοδος από αυτήν την κατάσταση αναζητήθηκε σε δύο επίπεδα. αφενός μεν, σε επίπεδο αναθεώρησης του πρωτογενούς δικαίου, η συνθήκη του μάαστριχτ έδωσε πλέον τη δυνατότητα επιβολής, με απόφαση του δικαστηρίου και ύστερα από σχετική προσφυγή της Επιτροπής, προστίμων σε όσα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωσή τους με προηγούμενη σε βάρος τους καταδικαστική απόφαση3. παράλληλα, με την καθιέρωση το 1991 της αρχής της ευθύνης των κρατών μελών σε αποζημίωση για παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου στην απόφαση Francovich4, το δικαστήριο ολοκλήρωσε τη δημιουργία ενός πρόσθετου μηχανισμού ελέγχου της συμμόρφωσής τους στις επιταγές της κοινοτικής

4.10.1979, C-141/78 Γαλλία κατά ηνωμένου Βασιλείου, συλλογή (ειδική ελληνική έκδοση) 1979, σελ. 431 και, πιο πρόσφατα, δΕυρκ 16.5.�000, C-388/95 Βέλγιο κατά ισπανίας, συλλογή �000, σελ. i-31�3 και δΕυρκ 1�.9.�006, C-145/04 ισπανία κατά ηνωμένου Βασιλείου, συλλογή �006, σελ. i-7917.

3. Άρθρο ��8 παρ. � σΕκ, πλέον άρθρο �60 παρ. � σλΕΕ. Για την εφαρμογή της διαδικασίας αυτής πρβλ. ενδεικτικά τις δΕυρκ 4.7.�000, C-387/97 Επιτροπή κατά Ελλάδος, συλλογή �000, σελ. i-5047, δΕυρκ 1�.7.�005, C-304/0� Επιτροπή κατά Γαλλίας, συλλογή �005, σελ. ι-6�63, δΕυρκ 4.6.�009, C-109/08 Επιτροπή κατά Ελλάδας, συλλογή �009, σελ. i-4657 και δΕΕ 31.3.�011, C-407/09 Επιτροπή κατά Ελλάδας, μη δημοσιευθείσα ακόμα στη συλλογή.

4. δΕυρκ 19.11.1991, C-6/90 και C-9/90 Francovich, συλλογή 1991, σελ. i-5403.

έννομης τάξης, αυτή τη φορά σε εθνικό επίπεδο, μετατρέποντάς την σε ένα μέσο επιβολής της κοινοτικής δικαιοταξίας, όπως είχε παλαιότερα πράξει με τις αρχές της υπεροχής, του αμέσου ή του εμμέσου αποτελέσματος5.

στη συνέχεια το δικαστήριο, με την απόφασή του στην υπόθεση Brasserie du Pêcheur6, επιχείρησε να καταδείξει πως το διάβημά του να αναγνωρίσει την αρχή της ευθύνης των κρατών μελών για παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου, παρά την – υφιστάμενη ακόμα και σήμερα – έλλειψη σχετικής ρητής διάταξης στη συνθήκη, δεν στερείται νομιμότητας, αντλώντας επιχειρήματα τόσο από το δημόσιο διεθνές δίκαιο και τη διεθνή ευθύνη των κρατών, όσο και από την κοινοτική έννομη τάξη και την εξωσυμβατική ευθύνη που υπείχε η (τότε) κοινότητα από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων της. Έτσι, προχώρησε στην ενοποίηση των προϋποθέσεων ευθύνης των κρατών μελών σε αποζημίωση με τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες η κοινότητα υπείχε την ίδια ευθύνη κατ’ άρθρο �88 παράγραφος � σΕκ7, ορίζοντας ότι αυτή θα πρέπει να θεμελιώνεται στις εξής τρεις προϋποθέσεις:

α) ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους

5. J.Tallberg, «Supranational influence in EU Enforcement: the ECJ and the Principle of State Liability», Journal of Euro-pean Public Policy (�000), 104-1�1, σελ. 108. παράλληλα, με τις μεταγενέστερες αποφάσεις του στις υποθέσεις Dori (δΕυρκ 14.7.1994, C-91/9� Dori, συλλογή 1994, σελ. i-33�5) και El Corte Inglés (δΕυρκ 7.3.1996, C-19�/94 El Corte Inglés, συλλογή 1996, σελ. i-1�81) το δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να εμμείνει στον αποκλεισμό της επέκτασης του αμέσου αποτελέσματος των οδηγιών ώστε να καλύπτουν και τις έννομες σχέσεις μεταξύ ιδιωτών (οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα), χρησιμοποιώντας ως αντιστάθμισμα της άρνησής του αυτής τη δυνατότητα πλέον των ιδιωτών να αναζητήσουν από το κράτος μέλος, το οποίο έχει παραβεί την υποχρέωση μεταφοράς κάποιας οδηγίας στο εσωτερικό του δίκαιο, την αποκατάσταση της όποιας ζημίας έχουν αυτοί υποστεί.

6. δΕυρκ 5.3.1996, C-46/93 και C-48/93 Brasserie du Pêcheur, συλλογή 1996, σελ. ι-10�9.

7. μετά τη συνθήκη της λισαβόνας η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης ρυθμίζεται πλέον στο άρθρο 340 παρ. � σλΕΕ.

Page 3: 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση

�04 Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 1 2 2

ιδιώτες, β) η παραβίαση να είναι κατάφωρη καιγ) να υπάρχει άμεση αιτιώδης συνάφεια

μεταξύ της παραβίασης της υποχρέωσης του κράτους μέλους και της ζημίας που προκλήθηκε στον ιδιώτη8.

με αποφάσεις δε του δικαστηρίου που εκδόθηκαν μετά τη θέση σε ισχύ της συνθήκης της λισαβόνας, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση του νομικού μορφώματος της Ευρωπαϊκής κοινότητας και την υποκατάστασή της από την Ευρωπαϊκή Ένωση9, η αρχή της αστικής ευθύνης των κρατών μελών για ζημίες που προκαλούν στους ιδιώτες ξέφυγε από τα στενά πλαίσια του κοινοτικού δικαίου και επεκτάθηκε πλέον στο σύνολο του δικαίου της Ένωσης, καθώς αναγνωρίστηκε ως σύμφυτη προς το σύστημα των συνθηκών, στις οποίες η τελευταία στηρίζεται10.

με αφορμή τη συμπλήρωση είκοσι ετών από τη δημοσίευση της απόφασης του δικαστηρίου στην υπόθεση Francovich, σκοπός του παρόντος άρθρου είναι η συστηματική παρουσίαση της νομολογίας του δικαστηρίου αναφορικά με την, συνταγματικής περιωπής για την ενωσιακή (πλέον) έννομη τάξη, αρχή της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση για παραβιάσεις

8. δΕυρκ, C-46/93 και C-48/93 Brasserie du Pêcheur, ο.π., σκέψεις 41-47 και 51-53.

9. το νέο άρθρο 1 παρ. 3 σΕΕ ορίζει σχετικά ότι: «η Ένωση βασίζεται στην παρούσα συνθήκη και στη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (οι οποίες ορίζονται εφεξής ως «οι συνθήκες»). οι δύο αυτές συνθήκες έχουν το ίδιο νομικό κύρος. η Ένωση αντικαθιστά και διαδέχε-ται την Ευρωπαϊκή κοινότητα». με τον τρόπο αυτό οι πα-λαιότερες συνθήκες, αν και τυπικά σε ισχύ, περιέρχονται σε ουσιαστική αχρησία. σημειωτέον ότι η συνθήκη της λι-σαβόνας δεν καταργεί την Ευρωπαϊκή κοινότητα ατομικής Ενέργειας. Για αυτές τις αλλαγές στη θεσμική διάρθρωση της Ένωσης με τη μεταρρυθμιστική συνθήκη πρβλ. σε: Π. Ιωακειμίδη, η συνθήκη της λισαβώνας. παρουσίαση, ανά-λυση, αξιολόγηση, Θεμέλιο, αθήνα, �008, σελ. 35-39.

10. Ήτοι τόσο της σλΕΕ όσο και της σΕΕ. πρβλ σχετικά σε: δΕΕ �6.1.�010, C-118/08 Transportes Urbanos, μη δημοσιευθείσα ακόμα στη συλλογή, σκέψη �9 και δΕΕ �5.10.�010, C-4�9/09 Fuß, μη δημοσιευθείσα ακόμα στη συλλογή, σκέψη 45.

του δικαίου της Ένωσης. Για τον λόγο αυτό θα επιχειρηθεί η ξεχωριστή ανάλυση κάθε μίας εκ των προϋποθέσεων θεμελίωσης μίας τέτοιας ευθύνης, ώστε να καταδειχθεί η συμβολή του δικαστηρίου στη σταδιακή αποκρυστάλλωσή τους και να αποδοθεί σε βάθος το σύνολο της πλούσιας αυτής νομολογίας.

�. πΡωτη πΡοϋποΘΕση: η αναΓκη απονομησ δικαιωματων στοΥσ ιδιωτΕσ απο τον παΡαΒιαΖομΕνο κανονα

τοΥ δικαιοΥ τησ Ενωσησ

μέχρι σήμερα το δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να ασχοληθεί με πολυάριθμες περιπτώσεις παραβάσεων τόσο του πρωτογενούς όσο και του παράγωγου δικαίου της Ένωσης. Όσον αφορά το πρωτογενές δίκαιο, έχει κριθεί ότι οι θεμελιώδεις οικονομικές ελευθερίες, που εγγυάται πλέον η συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απονέμουν δικαιώματα στους ιδιώτες τα οποία δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο επίκλησης έναντι των κρατών μελών για την κατάφαση της ευθύνης τους σε αποζημίωση11. αντίστοιχη θέση έχει κρατήσει και αναφορικά και με το δικαίωμα συμμετοχής στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, που κατοχυρώνει πλέον το άρθρο �0 παράγραφος � σλΕΕ (πρώην άρθρο 19 παράγραφος � σΕκ), νομολογώντας στην υπόθεση Eman ότι η παράνομη αποστέρησή του δύναται να επιστηρίξει αξίωση αποζημίωσης του θιγόμενου εκλογέα1�. περαιτέρω, η κατάργηση των πυλώνων εντός του

11. Ενδεικτικά, για με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπο-ρευμάτων δΕυρκ 5.3.1996, C-46/93 Brasserie du Pê-cheur, ο.π., (με επίκληση του άρθρου 30 σΕοκ, πρώ-ην άρθρου �8 σΕκ, πλέον άρθρου 34 σλΕΕ) και δΕυρκ �3.5.1996, C-5/94 Hedley Lomas, συλλογή 1996, σελ. i-�553 (με επίκληση του άρθρου 36 σΕοκ, πρώην άρ-θρου �9 σΕκ, πλέον άρθρου 35 σλΕΕ), για την ελευθερία εγκατάστασης δΕυρκ 4.7.�000, C-4�4/97, Haim, συλλογή �000, σελ. i-51�3 και για την ελεύθερη κίνηση κεφαλαί-ων και την απουσία περιορισμών στις πληρωμές δΕυρκ 1�.1�.�006, C-446/04 Test Claimants in the Fii Group Litigation, συλλογή �006, σελ. ι-11753.

1�. δΕυρκ 1�.9.�006, C-300/04 Eman & Senigner, συλλογή �006, σελ. ι-8055, σκέψεις 57-70.

Page 4: 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση

Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 1 2 2 �05

ενωσιακού οικοδομήματος και η συνακόλουθη επέκταση της αρμοδιότητας του δικαστηρίου να αποφαίνεται επί προδικαστικών ερωτημάτων που του υποβάλλονται επί της ερμηνείας των συνθηκών13, δεν αποκλείει πλέον τη δυνατότητα οι ιδιώτες να αντλούν αγώγιμα δικαιώματα αποζημίωσης ακόμα και από την παραβίαση, εκ μέρους κράτους μέλους, κάποιας διάταξης της συνθήκης ΕΕ.

Επί παραδείγματι, η αναστολή «ορισμένων» δικαιωμάτων κράτους μέλους με απόφαση του συμβουλίου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 σΕΕ, μετά δηλαδή τη διαπίστωση μίας σοβαρής και διαρκούς παραβίασης των αξιών του άρθρου � σΕΕ14, θα μπορούσε να περιλαμβάνει, πέραν των δικαιωμάτων ψήφου του εν λόγω κράτους μέλους, το πάγωμα των χρηματοδοτικών ενισχύσεων προς αυτό από τον ενωσιακό προϋπολογισμό ή άλλους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς, όπως τα διαρθρωτικά ταμεία και το ταμείο συνοχής15. παρά δε την υποχρέωση του συμβουλίου να λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η όποια κυρωτική απόφασή του στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις φυσικών και νομικών προσώπων, μία οικονομικής φύσεως ζημία ιδιωτών που δραστηριοποιούνται στο εν παραβάσει τελούν κράτος, ως αποτέλεσμα μίας τέτοιας απόφασης του συμβουλίου, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί, επί παραδείγματι λόγω του ότι η επαγγελματική

13. Άρθρο �67 παρ. 1 εδ. α σλΕΕ. το παλιό άρθρο �34 σΕκ περιόριζε τη δικαιοδοτική αρμοδιότητα του δικαστηρίου μόνο στο πλαίσιο της σΕκ. σημειωτέον ωστόσο ότι η δικαιοδοτική αρμοδιότητα του δΕΕ στους τομείς της κΕππα και του Χώρου Ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης συναντά πλέον τους περιορισμούς των άρθρων �75 και �76 σλΕΕ.

14. Για μία διεξοδική ανάλυση της κυρωτικής διαδικασίας του άρ-θρου 7 σΕΕ βλ., αντί άλλων, Ε. Σαχπεκίδου, «κυρώσεις σε βά-ρος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβίαση των θεμελιωδών αρχών της ελευθερίας, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (άρθρο 7 σΕΕ)», Ελλδνη (�008), 641 - 659.

15. σε αυτήν την κατεύθυνση και η α. σγουρίδου, σε: Β. Σκουρή (επιμέλεια), Ερμηνεία συνθηκών για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή κοινότητα, άρθρο 7 σΕΕ, περ. 4, κδΕοδ - αντ. σάκκουλας, αθήνα, �003.

τους δραστηριότητα τελεί σε άμεση συνάρτηση με χρηματοδοτήσεις που παρέχει στο εν λόγω κράτος μέλος η Ένωση. η ζημία αυτή δε θα ήταν παράλογο να δύναται να ανορθωθεί απευθείας από το κράτος μέλος με την επίκληση της, ήδη διαπιστωθείσας παραβίασης των αξιών πάνω στις οποίες βασίζεται η Ένωση και, με τον τρόπο αυτό, η υποχρέωση τήρησης των αξιών του άρθρου � σΕΕ θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες.

σε επίπεδο δευτερογενούς δικαίου, το δικαστήριο είχε την ευκαιρία να κρίνει επί της δυνατότητας οι διατάξεις κάποιου κανονισμού να απονέμουν ευθέως δικαιώματα σε ιδιώτες16 ενώ, ειδικά όσον αφορά την περίπτωση των οδηγιών, νομολόγησε ότι δεν απαιτείται αυτές να πληρούν τις προϋποθέσεις του άμεσου αποτελέσματος προκειμένου να δύνανται να θεμελιώσουν αξιώσεις κρατικής αποζημίωσης για την παραβίασή τους, απορρίπτοντας στην απόφαση Brasserie du Pêcheur σχετικούς ισχυρισμούς κυβερνήσεων που παρενέβησαν στην ενώπιόν του διαδικασία υποστηρίζοντας το αντίθετο17. συναφώς έχει κριθεί ότι

16. δΕυρκ �8.7.�001, C-118/00 Larsy, συλλογή �001, σελ. i-5063, σε αναφορά με τον κανονισμό 1408/71/Εοκ του συμβουλίου, της 14.6.1971, «περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέ-λη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της κοινότη-τας», ΕΕ L 3�3, σελ. 38. πρβλ. επίσης την, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, Εφαθ 8971/1985, Ελλδνη (1986), 137, η οποία, έξι χρόνια πριν από την απόφαση του δΕκ στην υπόθεση Francovich, δέχθηκε ότι ο κανονισμός �104/75/Εοκ δημιουργεί δικαιώματα που οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται ενώπιον των ελληνικών δι-καστηρίων για την κατάφαση της ευθύνης του ελληνι-κού δημοσίου σε αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 105 του εισαγωγικού νόμου του ακ.

17. δΕυρκ, C-46/93 και C-48/93 Brasserie du Pêcheur, ο.π., σκέψεις �0-�1. σε επίπεδο θεωρίας έχει μάλιστα υποστηριχθεί η άποψη ότι το δικαστήριο σκοπίμως δεν αναγνώρισε στην Francovich (ο.π., σκέψεις 10-�7) άμεσο αποτέλεσμα στην οδηγία 80/987/Εοκ του συμβουλίου, της �0.10.1980, «περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη» (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/004, σελ. 35), με σκοπό να διαχωρίσει την αρχή της κρατικής ευθύνης σε αποζημίωση από την αρχή του αμέσου

Page 5: 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση

�06 Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 1 2 2

ιδιώτες μπορούν να επικαλεστούν διατάξεις οδηγιών όπως η οδηγία 90/314/Εοκ για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις18, η οδηγία 75/363/Εοκ του συμβουλίου περί του συντονισμού των νομοθετικών κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν τις δραστηριότητες των ιατρών19 ή η οδηγία 87/10�/Εοκ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη�0, καθώς το επιδιωκόμενο από αυτές αποτέλεσμα περιλαμβάνει τη χορήγηση δικαιωμάτων στους ιδιώτες, το περιεχόμενο των οποίων μπορεί να προσδιοριστεί βάσει των διατάξεών τους.

Επιπροσθέτως, σχετικά πρόσφατα το δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων του δικαίου της Ένωσης στον τομέα της σύναψης δημοσίων συμβάσεων, δικαίωμα αποζημίωσης στους θιγόμενους ιδιώτες αναγνωρίζει και η διατύπωση του άρθρου �, παράγραφος 1, στοιχείο γ, της οδηγίας 89/665/Εοκ�1, καθώς

αποτελέσματος. Για την άποψη αυτή πρβλ. σε: J. Steiner, “From Direct Effects to Francovich: Shifting Means of Enforcement of Community Law”, ELRev (1993), 3-��, σελ. �0.

18. οδηγία 90/314/Εοκ του συμβουλίου, της 13.6.1990, «για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις», ΕΕ L 158, σελ. 59, δΕυρκ 15.6.1999, C-140/97 Rechberger, συλλογή 1999, σελ. ι-3499.

19. οδηγία 75/363/Εοκ του συμβουλίου, της 16.6.1975, «περί του συντονισμού των νομοθετικών κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν τις δραστηριότητες των ιατρών», ΕΕ (ειδική έκδοση) 06/001, σελ. �09, δΕυρκ 3.10.�000, C-371/97 Gozza, συλλογή �000, σελ. i-7881.

�0. οδηγία 87/10�/Εοκ του συμβουλίου, της ��.1�.1986, «για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών δι-ατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πί-στη», ΕΕ L 4�, σελ. 48, δΕυρκ 7.3.1996, C-19�/94 El Corte in-glés, ο.π.

�1. οδηγία 89/665/Εοκ του συμβουλίου, της �1.1�.1989, «για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων», ΕΕ L 395, σελ. 33.

η διάταξη αυτή αποτελεί συγκεκριμενοποίηση, στο ειδικό πεδίο του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, της αρχής της ευθύνης του δημοσίου για ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από καταλογιστέες σε αυτό παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης��. Ενδιαφέρουσα, ιδίως στο πεδίο του δικαίου του περιβάλλοντος, είναι και η απόφαση του δικαστηρίου στην υπόθεση Wells, όπου κρίθηκε ότι οι ιδιώτες αντλούν δικαιώματα ακόμα και από την υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίσουν την, εκ μέρους των αρμοδίων αρχών, αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων δημόσιων και ιδιωτικών έργων σύμφωνα με την οδηγία 85/337/Εοκ�3, η παραβίαση της οποίας θα πρέπει να οδηγεί σε αποκατάσταση της ζημίας που αυτοί υπέστησαν�4.

περαιτέρω, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η δυνατότητα ιδιώτες να επικαλούνται την παραβίαση δικαιωμάτων που αντλούν ακόμα και από διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση με τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, προκειμένου να θεμελιώσουν αξιώσεις αποζημίωσης από τα κράτη μέλη. Άλλωστε το δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι διατάξεις τέτοιων διεθνών συμφωνιών, σε περίπτωση που επάγονται σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση μη εξαρτώμενη, ως προς την εκτέλεση ή τα αποτελέσματά της, από τη θέσπιση οποιασδήποτε μεταγενέστερης πράξεως, λαμβανομένου φυσικά υπόψη του γράμματος, του αντικειμένου και της φύσεως της συμφωνίας, δύνανται να αναπτύξουν άμεσο αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, οι ιδιώτες που εμπίπτουν στις διατάξεις αυτές έχουν το δικαίωμα να τις επικαλούνται ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών�5. ακόμα ωστόσο και όταν οι διατάξεις

��. δΕΕ 9.1�.�010, C-568/08 Van Spijker, μη δημοσιευθείσα ακόμα στη συλλογή, σκέψεις 85-87.

�3. οδηγία 85/337/Εοκ του συμβουλίου, της �7.6.1985, «για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον», ΕΕ L 175, σελ. 40.

�4. δΕυρκ 7.1.�004, C-�01/0� Wells, συλλογή �004, σελ. ι-7�3, σκέψεις 61 και 66.

�5. δΕυρκ �0.9.1990, C-19�/89 Sevince, συλλογή 1990, σελ. i-

Page 6: 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση

Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 1 2 2 �07

μίας διεθνούς συμφωνίας δεν δύνανται να αναπτύξουν άμεσο αποτέλεσμα, και πάλι δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η δυνατότητα επίκλησής τους από ιδιώτες σε αξιώσεις αποζημίωσης έναντι των κρατών μελών. προκειμένου βέβαια να αναγνωριστεί η ευθύνη των κρατών μελών στην περίπτωση αυτή θα πρέπει αφενός μεν ο σκοπός της διεθνούς συμφωνίας να υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα μέρη στην υιοθέτηση νομοθετικών μέτρων που απονέμουν δικαιώματα στους ιδιώτες, αφετέρου δε η ίδια η διεθνής συμφωνία να απαιτεί από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν τους αναγκαίους κανόνες προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή των διατάξεών της στο έδαφός τους�6.

συμπερασματικά, φαίνεται ότι η πρώτη προϋπόθεση για την κατάφαση κρατικής ευθύνης σε αποζημίωση ως αποτέλεσμα παραβίασης του δικαίου της Ένωσης δύσκολα θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στους ιδιώτες όσον αφορά την πλήρωσή της. το συμπέρασμα αυτό ενισχύει και η μέχρι σήμερα νομολογία του δικαστηρίου, το οποίο σε δύο μόνο περιπτώσεις δεν έκανε δεκτή τη συνδρομή της. αφενός μεν στην υπόθεση Paul, όπου κρίθηκε ότι οι οδηγίες 77/780, 89/�99 και 89/646 Εοκ, στο βαθμό που περιέχουν απλώς κανόνες περί εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, δεν παρέχουν στους ιδιώτες δικαιώματα σε περίπτωση που οι καταθέσεις τους καταστούν μη διαθέσιμες λόγω πλημμελούς άσκησης της εποπτείας αυτής εκ μέρους των αρμοδίων εθνικών αρχών�7. αφετέρου δε στην υπόθεση Ten Kate, όπου κρίθηκε ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να ασκήσουν, ως προνομιούχοι προσφεύγοντες, τις προσφυγές

3461, σκέψεις 14-15, δΕκ 13.1�.�007, C-37�/06 Asda Stores, συλλογή �007, σελ. i-11��3, σκέψη 91, δΕκ 15.1.1998, C-113/97 Babahenini, συλλογή 1998, σελ. i-183, σκέψη 18, δΕκ 1�.4.�005, C-�65/03 Simutenkov, συλλογή �005, σελ. i-�579, σκέψη �9.

�6. Για την άποψη αυτή, P. Gasparon, «The Transposition of the Principle of Member State Liability into the Context of Exter-nal Relations», EJiL (1999), 605-6�4, σελ. 615.

�7. δΕυρκ 1�.10.�004, C-���/0� Paul κλπ, συλλογή �004, σελ. ι-94�5, σκέψη 50.

των άρθρων �63 ή �65 σλΕΕ�8, με αποτέλεσμα οι υπήκοοί τους, στο πρόσωπο των οποίων δεν πληρούται το απαιτούμενο locus standi για την άσκηση των εν λόγω προσφυγών αλλά υφίστανται βλάβη, είτε από την παραμονή σε ισχύ μίας παράνομης κανονιστικής πράξης του ενωσιακού δικαίου είτε από την παράλειψη κάποιου ενωσιακού θεσμικού οργάνου ή οργανισμού να αποφασίσει, να μην αντλούν δικαιώματα από την παράλειψη των κρατών μελών να ασκήσουν τις προαναφερθείσες προσφυγές.

3. δΕyτΕΡη πΡοϋπoΘΕση: η yπαΡξη κατaΦωΡησ παΡαΒiασησ

τοΥ δικαiοΥ τησ Eνωσησ

3.1. Η απόδοση της παραβίασης σε κάποια κρατική αρχή.

αναγκαίο προαπαιτούμενο για την πλήρωση της δεύτερης αυτής προϋπόθεσης αποτελεί η διαπίστωση, αρχικά, ότι η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης έχει διαπραχθεί από -και δύναται να αποδοθεί σε- κάποια κρατική αρχή. μολονότι δε πολλά εθνικά δίκαια αστικής ευθύνης εξαιρούν ρητά από το ρυθμιστικό τους πεδίο πράξεις ή παραλείψεις συγκεκριμένων κρατικών οργάνων, ιδίως της νομοθετικής εξουσίας�9, το δικαστήριο είχε μέχρι σήμερα

�8. δΕυρκ �0.10.�005, C-511/03 Ten Kate, συλλογή �005, σελ. ι-8179, σκέψη 3�.

�9. η δυνατότητα αποζημίωσης από πράξη ή παράλειψη της νομο-θετικής εξουσίας υπήρξε έννοια είτε άγνωστη είτε μη αποδεκτή στα νομικά συστήματα πολλών κρατών μελών όπως το ηνωμέ-νο Βασίλειο (P. Craig, administrative Law, Sweet & Maxwell, London, 1994, 613–638), η ιταλία (L. Malferrari, “State Liability for Violation of EC Law in italy: The Reaction of the Corte di Cassazione to Francovich and Future Prospects in Light of its Decisions of July ��, 1999, No. 500”, σε: S. Moreira de Sousa & W. heusel (eds.), Enforcing Community law from Francovich to Köbler: Twelve years of the State Liability Principle, Bunde-sanzeiger, Cologne, �004, 117-143), η Φινλανδία (T. Junkkari, “State Liability - a Tool to Narrow the Gap Between the Euro-pean Union and its Citizens”, σε: M. Koskenniemi (ed.) The Finnish yearbook of international Law, Kluwer & ius Gentium, 1999, 366-384, σελ. 380), η Γερμανία (C. Kremer, “Liability for Breach of European Community Law: an analysis of the

Page 7: 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση

�08 Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 1 2 2

την ευκαιρία να κρίνει επί παραβιάσεων του ενωσιακού δικαίου αποδιδόμενων σε κάθε μία από τις τρεις κρατικές λειτουργίες.

ορισμένα παραδείγματα παραβιάσεων από πλευράς του εθνικού νομοθέτη περιλαμβάνουν τη μη ενσωμάτωση στην εθνική έννομη τάξη κάποιας οδηγίας30, την εσφαλμένη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο διατάξεων του δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου31 ή ακόμα και την υιοθέτηση νομοθετικών μέτρων σε πλήρη αντίθεση με το δίκαιο της Ένωσης3�. δεδομένης δε της υποχρέωσης που υπέχουν τα κράτη μέλη να

New Remedy in the Light of English and German Law”, σε: P. Eeckhout & T. Tridimas (eds.), yearbook of European Law �003, oxford University Press, oxford, �004, �03-�47) και η σουηδία (T. andersson, «Remedies for Breach of EC Law be-fore Swedish Courts», σε: J. Londbay & A. Biondi (eds.), Rem-edies for Breach of EC Law, Wiley, Sussex, 1997, �03-���, σελ. �11-�14). στα πλαίσια του ελληνικού δικαίου, ήδη πριν από την καθιέρωση της αρχής Francovich, γινόταν δεκτό (δΕ-φαθ �174/1991, δδίκη (1991), σελ. 1141) ότι «η αστική ευθύνη του δημοσίου μπορεί να προκύψει και από παράνομες πράξεις οργάνων του που ανήκουν στη νομοθετική εξουσία, δηλαδή και από την τυχόν θέσπιση τυπικού νόμου που αντίκειται σε άλλο, υπέρτερης ισχύος νομοθέτημα (π.χ. σύνταγμα, Ευρωπαϊκό κοι-νοτικό δίκαιο), εφόσον όμως με τον τυπικό νόμο αυτόν θίγε-ται δικαίωμα του διοικουμένου προστατευόμενο ευθέως από το υπέρτερης ισχύος νομοθέτημα. η ευθύνη δε αυτή του δημοσίου προς αποζημίωση συντρέχει, με τις ίδιες παραπάνω προϋποθέ-σεις, και σε περίπτωση παράλειψης των οργάνων που ανήκουν στη νομοθετική εξουσία να ασκήσουν, στη συγκεκριμένη περί-πτωση, τη, σύμφωνα με το αυξημένης τυπικής ισχύος νομοθέ-τημα, αρμοδιότητά τους». η άποψη αυτή απηχεί πλέον πάγια νομολογία του συμβουλίου της Επικρατείας και επιβεβαιώθηκε πρόσφατα με την 168/�010 απόφαση της ολομέλειας, Εδδδδ (�010), σελ. 431.

30. δΕυρκ 19.11.1991, C-6/90 και C-9/90 Francovich, ο.π., δΕυρκ 8.10.1996, C-178/94, C-179/94, C-188/94, C-189/90 και C-190/94 Dillenkofer, συλλογή 1996, σελ. i-4845 και δΕυρκ �5.�.1999, C-131/97 Carbonari, συλλογή 1999, σελ. ι-1103.

31. δΕυρκ �6.3.1996, C-39�/93 British Telecommunications, συλλογή 1996, σελ. i-1631 και δΕυρκ 17.10.1996, C-�83/94, C-�91/94 και C-�9�/94 Denkavit, συλλογή 1996, σελ. i-5063.

3�. δΕυρκ 18.1.�001, C-150/99 Stockholm Lindöpark, συλλογή �001, σελ. i-493, δΕυρκ 1.6.1999, C-30�/97 Konle, συλλογή 1999, σελ. i-3099.

διασφαλίζουν την πλήρη εφαρμογή μιας οδηγίας μετά την προθεσμία μεταφοράς της στην εθνική έννομη τάξη, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η περίπτωση μιας παράβασης εκ μέρους του εθνικού νομοθέτη, στην περίπτωση που αυτός επιδιώξει να ματαιώσει το επιδιωκόμενο με μία οδηγία αποτέλεσμα, διαρκούσης της προθεσμίας μεταφοράς της. η παραβίαση αυτή θα μπορούσε να συνίσταται είτε στη δημιουργία από κάποιο κράτος μέλος πραγματικών καταστάσεων που αντιστρατεύονται το σκοπό της οδηγίας και είναι δυσχερώς ανατρέψιμες, είτε στην έκδοση εθνικής κανονιστικής ρύθμισης που καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας την επιχειρούμενη σε ενωσιακό επίπεδο εναρμόνιση ή επιβάλλει λύσεις οι οποίες θα εξακολουθούν να υφίστανται κατά πολύ πέραν της λήξης της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας, επηρεάζοντας, με τη σειρά τους, την εξέλιξη των ενωσιακών επιλογών33.

περαιτέρω, ούτε η δράση της εθνικής διοίκησης δύναται να διαφύγει από τον έλεγχο του δικαστηρίου, καθώς υπάρχουν αρκετές αποφάσεις που ασχολούνται με ζημία που υπέστησαν ιδιώτες από δράση της εκτελεστικής εξουσίας αντίθετη με το ενωσιακό δίκαιο34. ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει σχετικά και η απόφασή του στην υπόθεση aGM-CoS.MET35, με την οποία το δικαστήριο κλήθηκε να αποφασίσει για τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες θα μπορούσαν να καταλογιστούν στο κράτος οι δηλώσεις δημοσίου υπαλλήλου από

33. πρβλ. σχετικά δΕυρκ 18.1�.1997, C-1�9/96 inter-Environne-met Wallonie, συλλογή 1997, σελ. ι-7411, σκέψη 45, δΕυρκ 4.7.�006, C-�1�/04 αδενέλερ κλπ, συλλογή �006, σελ. ι-6057, σκέψη 1�1, δΕυρκ �3.4.�009, C-378/07, C-379/07 και C-380/07 Αγγελιδάκη κλπ, συλλογή �009, σελ. ι-3071, σκέψεις �06-�07 καθώς και, σε επίπεδο θεωρίας, Δ. Λέντζη, «δευτερεύουσες υποχρεώσεις των κρατών μελών διαρκούσης της προθεσμίας για τη μεταφορά οδηγίας στο εθνικό δίκαιο», αρμ (�008), 1633-1649.

34. δΕυρκ, C-5/94 Hedley Lomas, ο.π., δΕυρκ 7.4.1998, C-1�7/95 Norbrook Laboratories, συλλογή 1998, σελ. i-1531 και δΕυρκ, 16.10.�008, C-45�/06 Synthon , συλλογή �008, σελ. ι-7681.

35. δΕυρκ 17.4.�007, C-470/03 AGM.COS-MET, συλλογή �007, σελ. i-�749.

Page 8: 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση

Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 1 2 2 �09

τις οποίες ιδιώτης υπέστη ζημία36. στην εν λόγω περίπτωση, Φινλανδός δημόσιος υπάλληλος είχε εκφράσει δημοσίως τις προειδοποιήσεις του για την ασφάλεια ορισμένων μηχανημάτων (ανυψωτικές γέφυρες για οχήματα) που εισάγονταν στη Φινλανδία από την ιταλία, καίτοι αυτά θεωρούνταν κατά τεκμήριο ότι πληρούσαν τις προδιαγραφές ασφαλείας κατά τα οριζόμενα στην οδηγία 98/37/Εκ37. το δικαστήριο, αφού έκρινε ότι οι δηλώσεις αυτές ήταν πράγματι ικανές να παρακωλύσουν, έστω έμμεσα και δυνητικά, την ελεύθερη κυκλοφορία των ενλόγω μηχανημάτων εντός της Ένωσης38, υιοθέτησε την άποψη της ΓΕ Kokott σύμφωνα με την οποία το καθοριστικό στοιχείο για τον καταλογισμό των δηλώσεων ενός δημοσίου υπαλλήλου στο δημόσιο είναι το αν οι αποδέκτες των δηλώσεων αυτών μπορούν ευλόγως να υποθέσουν, εντός του δεδομένου πλαισίου, ότι πρόκειται για θέσεις που ο δημόσιος υπάλληλος έλαβε με το κύρος της ιδιότητάς του και όχι για προσωπικές του απόψεις. η σχετική κρίση για τη συνδρομή του εν λόγω στοιχείου καταλείπεται στα εθνικά δικαστήρια ωστόσο, στα σχετικά κριτήρια που θα πρέπει να συνεκτιμηθούν, περιλαμβάνεται το αν ο εν λόγω δημόσιος υπάλληλος είναι εν γένει αρμόδιος για τον οικείο τομέα, αν προβαίνει στις γραπτές δηλώσεις του χρησιμοποιώντας χαρτί με την επίσημη ονομασία της αρμόδιας υπηρεσίας, αν παραχωρεί τηλεοπτικές συνεντεύξεις στο χώρο εργασίας του καθώς και το αν δεν επισημαίνει

36. σημειωτέον ότι, στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, το δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι ευθύνη της Ένωσης μπορούν να θεμελιώσουν η δημοσιοποίηση από υπαλλήλους της των υπηρεσιακών στοιχείων ή οι δημόσιες δηλώσεις τους. πρβλ. σχετικά σε δΕυρκ 7.11.1985, 145/83 Adams κατά Επιτροπής, συλλογή 1985, σελ. 3539, σκέψεις 35 και 37, δΕυρκ 5.10.1988, 180/87 Hamill κατά Επιτροπής, συλλογή 1988, σελ. 6141, σκέψεις 11-13 και δΕυρκ 4.�.1975, 169/73 Compagnie Continentale France κατά Συμβουλίου, συλλογή 1975, σελ. 53, σκέψεις �0-�1.

37. οδηγία 98/37/Εκ του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου και του συμβουλίου, της ��.6.1998, «για την προσέγγιση της νομοθεσίας των κρατών μελών σχετικά με τις μηχανές», ΕΕ L �07, σελ. 1.

38. δΕυρκ, C-470/03 AGM.COS-MET, ο.π., σκέψη 65.

ότι πρόκειται για προσωπικές απόψεις του που διαφέρουν από την επίσημη θέση της αρμόδιας αρχής39. Βέβαια, και όπως επεσήμανε και η ΓΕ στις προτάσεις της, ένα κράτος θα μπορούσε να αποφύγει να του καταλογιστούν τέτοιου είδους δηλώσεις από υπαλλήλους της δημόσιας διοίκησης, ακόμα και αν το πλαίσιο στο οποίο έλαβαν αυτές χώρα δημιουργεί την εντύπωση ότι περιβάλλονται με το κύρος κρατικής αρχής, παρέχοντας αμελλητί τα στοιχεία που είναι πρόσφορα προκειμένου να ανατραπεί αυτή η ψευδής εντύπωση40.

τέλος, σχετικά πρόσφατα διευκρινίστηκε ότι και η παραβίαση του ενωσιακού δικαίου από τη δικαστική εξουσία μπορεί επίσης να θεμελιώσει δικαίωμα αποζημίωσης, εφόσον αυτή διαπράττεται από εθνικά δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο41. τα δικαστήρια αυτά δεν είναι κατ’ ανάγκη τα ανώτατα δικαστήρια των κρατών μελών αλλά εκείνα που, σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, αποτελούν την έσχατη βαθμίδα δικαιοδοσίας σε κάθε δεδομένη περίσταση4�. σε επίπεδο αρχής μάλιστα το δικαστήριο αντέκρουσε τις παρατηρήσεις που του υποβλήθηκαν κατά της αναγνώρισης μίας τέτοιας ευθύνης43, ισχυριζόμενο ότι η ιδιαιτερότητα του δικαστικού λειτουργήματος

39. δΕυρκ, C-470/03 AGM.COS-MET, ο.π. σκέψεις 57-58.

40. ΓΕ Kokott, προτάσεις της 17.11.�005, C-470/03 AGM.COS.MET, συλλογή �007, σελ. i-�749, σημείο 96.

41. δΕυρκ 30.9.�003, C-��4/01 Köbler, συλλογή �003, σελ. i-10�39.

4�. δΕυρκ 13.6.�006, C-173/03 Traghetti del Mediterraneo, συλλογή �006, σελ. i-5177, σκέψη 31, όπου σημειώνεται ότι «ένα δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο αποτελεί, εξ ορισμού, το ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο ενώπιον του οποίου οι ιδιώτες μπορούν να προβάλλουν τα δικαιώματα που τους εξασφαλίζει το κοινοτικό δίκαιο».

43. Είναι χαρακτηριστικό ότι και σε επίπεδο θεωρίας, η επέκταση της αστικής ευθύνης των κρατών μελών για παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης είχε αποκλειστεί από πολλούς μελετητές. πρβλ. σχετικά σε: J. Steiner, ο.π., σελ. 11 και Κ. Ιωάννου, «Εθνικά ένδικα βοηθήματα για παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου», ΕΕΕυρδ (1994), 1-�9, σελ. �0.

Page 9: 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση

�10 Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 1 2 2

όχι απλά δεν αποκλείει αλλά τουναντίον επιβάλλει την αποκατάσταση των ζημιών που προκαλούνται σε ιδιώτες από τέτοιου είδους αποφάσεις. αφού αναφέρθηκε στην ανάγκη διασφάλισης της πλήρους αποτελεσματικότητας των ενωσιακών κανόνων ανεξάρτητα από τη λειτουργική διάρθρωση του κράτους44, απέρριψε επιχειρήματα αντλούμενα από την ανάγκη διαφύλαξης της ισχύος του ουσιαστικού δεδικασμένου ή της ανεξαρτησίας και του κύρους της δικαιοσύνης.

Όσον αφορά την αρχή res judicata pro veritare habetur, το δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι η αναγνώριση της ευθύνης του δημοσίου λόγω αποφάσεως δικαστηρίου κρίνοντος σε τελευταίο βαθμό δεν συνεπάγεται, καθεαυτή, την αμφισβήτηση της ισχύος του ουσιαστικού δεδικασμένου που παράγεται από μια τέτοια απόφαση. σύμφωνα με την άποψη του δικαστηρίου, το δεδικασμένο εκλαμβάνεται υπό την τυπική (ταυτότητα αντικειμένου, διαδίκων και νομικής βάσης) και όχι υπό την ουσιαστική του έννοια, γεγονός που επιτρέπει την αναγνώριση της κρατικής ευθύνης σε αποζημίωση, χωρίς αυτή να οδηγεί σε αναθεώρηση της δικαστικής κρίσεως που προκάλεσε τη ζημία45. περαιτέρω, το γεγονός ότι η ευθύνη σε αποζημίωση βαρύνει αποκλειστικά το δημόσιο και δεν επιρρίπτεται προσωπικά στο δικαστή αποκρούει κάθε κίνδυνο για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. ακόμα και αυτή η δυνατότητα που ανοίγεται, αμετάκλητες αποφάσεις να μπορούν εμμέσως να αμφισβητηθούν μέσω μίας διαδικασίας, η οποία επιτρέπει την, εξ αυτών των αποφάσεων, θεμελίωση της ευθύνης του δημοσίου, όχι απλά δεν μειώνει αλλά αντίθετα επαυξάνει το κύρος της δικαστικής εξουσίας, αφού παρέχει τη δυνατότητα ανόρθωσης των επιζήμιων συνεπειών μίας δικαστικής κρίσης46.

πέραν ωστόσο όσων παραβιάσεων δύνανται να αποδοθούν ευθέως σε κάποια από τις τρεις κρατικές λειτουργίες, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η δυνατότητα το κράτος μέλος να

44. δΕυρκ, C-��4/01 Köbler, ο.π., σκέψεις 31-36.

45. δΕυρκ, C-��4/01 Köbler, ο.π., σκέψεις 38-40.

46. δΕυρκ, C-��4/01 Köbler, ο.π., σκέψεις 41-43.

ευθύνεται σε αποζημίωση των θιγόμενων ιδιωτών και όταν η παραβίαση έγκειται στο γεγονός ότι οι ίδιοι οι διοικούμενοί του δεν εφαρμόζουν κάποιον ενωσιακό κανόνα που απονέμει δικαιώματα, στο μέτρο που η εκτελεστική εξουσία δεν εξάντλησε τη δέουσα εποπτεία ή δεν προνόησε, ενδεχομένως σε συνεργασία με τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία, να προβλέψει και να επιβάλλει ποινικές ή αστικές κυρώσεις ώστε να εξασφαλιστεί τελικά η τήρηση του ενωσιακού δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη47. πράγματι, το δικαστήριο έχει ήδη καταλογίσει τη συμπεριφορά ιδιωτών στα κράτη μέλη, τόσο στην περίπτωση που αυτοί ενήργησαν υπό τις οδηγίες διοικητικών αρχών τους48, όσο και στην περίπτωση που αυτοί ενήργησαν άνευ υποδείξεως από κρατικό όργανο, πλην όμως το κράτος μέλος υπείχε θετική υποχρέωση να απαγορεύει τη συμπεριφορά αυτή των ιδιωτών49.

Είναι βέβαια αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι μία κρατική αρχή δεν υπέχει ευθύνη αποζημίωσης όταν απλά εφάρμοσε μία παράνομη ενωσιακή κανονιστική πράξη για την οποία έχει ήδη κριθεί πως ούτε καν η Ένωση δεν ευθύνεται σε αποζημίωση κατ’ άρθρο 340 παράγραφος � σλΕΕ. η διαπίστωση αυτή προκύπτει από τη νομολογία αστερίς, ελληνικού ενδιαφέροντος,

47. πρβλ. σε αυτήν την κατεύθυνση, J. Temple Lang, “The Prin-ciple of Effective Protection of Community Law Rights” σε: D. O’Keeffe και A. Bavasso (eds.), Judicial Review in Euro-pean Union Law, Liber amicorum in honour of Lord Slynn of hadley. Kluwer Law international, hague, �000, �35-�74, ιδίως σελ. �55 και Ν. Σκανδάμη, η κοινοτική λειτουργία της εθνικής διοίκησης, αντ. σάκκουλας, αθήνα, 1990 σελ. 118-1�8. σχετική και η απόφαση δΕυρκ 1�.9.1989, 68/88 Επιτροπή κατά Ελλάδας, συλλογή 1989, σελ. �965, σκέψεις ��-33.

48. δΕυρκ �4.11.198�, �49/81 Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (“Buy irish”), συλλογή 198�, σελ. 4005, σκέψεις �7-�8 και δΕκ 5.11.�00�, C-3�5/00 Επιτροπή κατά Γερμανίας (“Markenqual-ität aus deutschen Landen”), συλλογή �00�, σελ. i-9977, σκέ-ψεις 17-�0.

49. δΕυρκ 9.1�.1997, C-�65/95 Επιτροπή κατά Γαλλίας, συλλο-γή 1997, σελ. i-6959, σκέψεις �8-3�, και δΕυρκ 1�.6.�003, C-11�/00 Schmidberger, συλλογή �003, σελ. i-5659, σκέψεις 58 και 59.

Page 10: 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση

Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 1 2 2 �11

η οποία μάλιστα κρίθηκε από το δικαστήριο πριν από την καθιέρωση της αρχής Francovich. παρά την ακύρωση ενός κανονισμού σχετικού με την οργάνωση της αγοράς της ντομάτας εντός της κοινότητας έπειτα από σχετική προσφυγή της Ελλάδας κατά της Επιτροπής50, όταν Έλληνες παραγωγοί ενήγαγαν την (τότε) Ε.ο.κ. για τις ζημίες που υπέστησαν εξ αυτής της παρανομίας, το δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματά τους με το αιτιολογικό ότι η παραβίαση του κοινοτικού δικαίου στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ισοδυναμούσε με κατάφωρη παραβίαση υπέρτερου κανόνα δικαίου51. Όταν οι ίδιοι ενάγοντες επεδίωξαν την αποκατάσταση των ζημιών τους από το ελληνικό κράτος που είχε εφαρμόσει το παράνομο κοινοτικό μέτρο, το δικαστήριο, κρίνοντας αυτή τη φορά υπό τη διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής, απέρριψε και αυτήν την πιθανότητα5�.

αναφορικά τώρα με το χρόνο κατά τον οποίο λαμβάνει χώρα η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, το δικαστήριο ασχολήθηκε και με την περίπτωση χωρών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων συναλλαγών (ΕΖΕσ) που αργότερα προσχώρησαν στη Ένωση κρίνοντας, στην υπόθεση andersson, ότι αυτές υπέχουν ευθύνη αποζημίωσης των θιγόμενων ιδιωτών, με βάση το δόγμα Francovich, μόνο όταν η παράβαση του δικαίου της Ένωσης που τους προσάπτεται, εν προκειμένω η εσφαλμένη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 80/987/Εοκ, ανάγεται σε ημερομηνία μεταγενέστερη της προσχώρησής τους, ακόμα και αν ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου ήταν, δυνάμει των υποχρεώσεων που οι χώρες αυτές είχαν αναλάβει εκ της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό οικονομικό Χώρο (Ε.ο.Χ.)53, δεσμευτικός ως

50. δΕυρκ 19.9.1985, 19�/83 Ελληνική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, συλλογή 1985, σελ. �791.

51. δΕυρκ 19.9.1985, 194-�06/83 Αστερίς κλπ κατά Επιτροπής, συλλογή 1985, σελ. �815.

5�. δΕυρκ �7.9.1988, 106-1�0/87 Αστερίς κλπ κατά Ελληνικής Δημοκρατίας και Ε.Ο.Κ., συλλογή 1988, σελ. 5515, σκέψη 18.

53. συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό οικονομικό Χώρο, που υπογράφηκε και εγκρίθηκε με την απόφαση 94/1/ΕκαΧ, Εκ

προς την επίτευξη των αποτελεσμάτων του και πριν από την προσχώρησή τους αυτή54. ωστόσο, μολονότι η έκβαση της υπόθεσης στο δΕκ ήταν ευνοϊκή για τη σουηδία, εναγόμενη στην υπόθεση andersson, η έντονη παρέμβασή της ενώπιον του δικαστηρίου ΕΖΕσ, τέσσερα μάλιστα χρόνια αφότου προσχώρησε στην Ένωση και απέκτησε την ιδιότητα του κράτους μέλους, σε μία υπόθεση ισλανδικού ενδιαφέροντος με αντικείμενο την εφαρμογή της ίδιας οδηγίας με την υπόθεση andersson, δεν είχε το ίδιο αποτέλεσμα55. το δικαστήριο ΕΖΕσ, στην υπόθεση Sveinbjörnsd„ttir, έκρινε, με ένα σκεπτικό που θυμίζει πολύ αυτό της Francovich, ότι η αρχή της αστικής ευθύνης των συμβαλλομένων κρατών της ΕΖΕσ σε αποζημίωση αποτελεί έννοια συμφυή με τη συμφωνία για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού οικονομικού Χώρου. συνεπώς, τα κράτη αυτά υπέχουν ευθύνη αποκατάστασης των ζημιών που προκαλούνται στους ιδιώτες από τις παραβιάσεις των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από την εν λόγω συμφωνία56. μπορεί λοιπόν οι ενάγοντες στην υπόθεση andersson να έχασαν την υπόθεση στο δΕκ, τίποτα όμως δεν θα τους εμπόδιζε να επανεισάγουν τις αξιώσεις τους, λόγω της αστικής ευθύνης του σουηδικού δημοσίου, με τη μόνη διαφοροποίηση ότι αυτή τη φορά δεν θα επικαλούνταν κάποια

του συμβουλίου και της Επιτροπής, της 13.1�.1993, για τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με τον Ευρωπαϊκό οικονομικό Χώρο μεταξύ των Ευρωπαϊκών κοινοτήτων, των κρατών μελών τους και της δημοκρατίας της αυστρίας, της δημοκρατίας της Φινλανδίας, της δημοκρατίας της ισλανδίας, του πριγκιπάτου του λιχτενστάιν, του Βασιλείου της νορβηγίας και του Βασιλείου της σουηδίας, ΕΕ 1994, L 1, σελ. 1.

54. δΕυρκ 15.6.1999, C-3�1/97 Andersson, συλλογή 1999, σελ. i-3551, σκέψεις 39-46.

55. Έτσι και σε: O. Abrahamsson, «an Evaluation of the Cases Before the European Court of Justice in Which the Swedish Government has acted», Europarättslig Tidskrift (�000), 30-44, σελ. 41-43.

56. δικΕΖΕσ 10.1�.1998, E-9/97 Sveinbjörnsd„ttir, συλλογή 1998, σελ. 95. πρβλ. επίσης και τις, πιο πρόσφατες, δικΕΖΕΖ 30.5.�003, E-4/01 Karlsson, συλλογή �003, σελ. �40 και δικΕΖΕΖ �0.6.�008, E-8/07 Nguyen, συλλογή �008, σελ. ��4.

Page 11: 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση

�1� Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 1 2 2

παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά την παραβίαση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από τη συμφωνία για την ίδρυση του Ε.ο.Χ.

3.2. Η έννοια της κατάφωρης παραβίασης. η διαπίστωση ότι υφίσταται μία παραβίαση

κανόνα του ενωσιακού δικαίου από τον οποίο ο θιγόμενος ιδιώτης αντλεί δικαιώματα, ως αποτέλεσμα πράξης ή παράλειψης αρχής κάποιου κράτους μέλους, δεν επαρκεί προκειμένου να καταλογιστεί η ευθύνη του τελευταίου σε αποζημίωση. Θα πρέπει επιπροσθέτως αυτή να είναι αρκούντως σοβαρή, «κατάφωρη» σύμφωνα με την ορολογία που επέλεξε να χρησιμοποιήσει το δικαστήριο, σε ευθεία συνάρτηση με τις προϋποθέσεις που το ίδιο έχει καθιερώσει σε αναφορά με την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης κατ’ άρθρο 340 παράγραφος � σλΕΕ57. Έχοντας δε τη

57. Ήδη από την απόφασή του στην υπόθεση Brasserie du Pê-cheur (σκέψη 4�) το δικαστήριο είχε κρίνει ότι οι προϋποθέσεις γενέσεως ευθύνης του δημοσίου εκ ζημιών που προκαλούνται σε ιδιώτες λόγω παραβάσεως του κοινοτικού (τότε) δικαίου δεν πρέπει, χωρίς ιδιαίτερη δικαιολογία, να διαφέρουν από τις προϋποθέσεις που διέπουν την ευθύνη της (τότε) κοινότητας υπό ανάλογες συνθήκες, για το λόγο ότι η προστασία των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι ιδιώτες από το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να ποικίλλει αναλόγως του αν η πρόξενος της ζημίας αρχή είναι εθνική ή κοινοτική. σύμφωνα δε με τη νομολογία του δικαστηρίου σχετικά με την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, η τελευταία, όταν ασκεί κανονιστικές αρμοδιότητες που χαρακτηρίζονται από ευρεία διακριτική ευχέρεια, υπέχει ευθύνη σε αποζημίωση μόνο εάν το αρμόδιο θεσμικό της όργανο έχει υπερβεί κατά τρόπο πρόδηλο και σοβαρό τα όρια που επιβάλλονται στην άσκηση των εξουσιών του. σε περίπτωση δε που η ζημία οφείλεται σε κανονιστικές πράξεις των οργάνων της οι οποίες εμπεριέχουν επιλογές οικονομικής πολιτικής, η Ένωση ευθύνεται μόνο εάν υπάρχει μία κατάφωρη παράβαση ενός ανώτερου ιεραρχικά κανόνα δικαίου που προστατεύει τα άτομα. πρβλ. σχετικά δΕκ �.1�.1971, 5/71 Aktien-Zuckerfabrik Schöppenstedt κατά Συμβουλίου, συλλογή (ειδική ελληνική έκδοση) 1971, σελ. 10�5. αναλυτική παρουσίαση της σχετικής νομολογίας σε: Ε. Σαχπεκίδου, η ευθύνη της Ε.ο.κ. από κανονιστικές πράξεις των οργάνων της, σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1985, και, της ιδίας, Ευρωπαϊκό δίκαιο, σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, �011, σελ. 598-615. Για τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης σε υποθέσεις ανταγωνισμού πρβλ. επίσης και σε: P. Katsorchi, «L’engagement de la responsabilité non contractuelle de l’Union en matière de concurrence», Revue

δυνατότητα να εξετάσει, με την εικοσαετή πλέον σχετική νομολογία του, τη σοβαρότητα πολυάριθμων παραβιάσεων του ενωσιακού δικαίου από τα κράτη μέλη, το δικαστήριο φαίνεται να έχει θεμελιώσει ένα σύστημα αστικής ευθύνης που κινείται σε δύο κατευθύνσεις:

(i) σε περιπτώσεις που μία κρατική αρχή δρα σ’ έναν τομέα στον οποίο διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια, παρόμοια με εκείνη που διαθέτουν τα όργανα της Ένωσης κατά την εφαρμογή της ενωσιακής πολιτικής στους επί μέρους τομείς, η ευθύνη της σε αποζημίωση πρέπει να γεννάται υπό τις ίδιες κατ’ αρχήν προϋποθέσεις υπό τις οποίες γεννάται ευθύνη και της Ένωσης υπό ανάλογες συνθήκες.

(ii) σε περιπτώσεις κατά τις οποίες μία κρατική αρχή, κατά τον χρόνο που διέπραξε την παραβίαση, διέθετε αισθητά μειωμένο, ακόμα και ανύπαρκτο περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παραβίαση του ενωσιακού δικαίου μπορεί να αρκεί ώστε να στοιχειοθετηθεί ο αναγκαίος κατάφωρος χαρακτήρας της.

Για την πρώτη περίπτωση κατάφασης της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση, το καίριο ζήτημα έγκειται στο εάν συντρέχει, εκ μέρους του κράτους μέλους, πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια. προκειμένου δε να υποβοηθήσει τα εθνικά δικαστήρια, που είναι τα μόνα αρμόδια να πιστοποιούν τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων της κύριας δίκης και να χαρακτηρίζουν τις επίδικες ενώπιόν τους παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου, το δικαστήριο παρέθεσε μία σειρά στοιχείων τα οποία μπορούν να συνεκτιμηθούν58, όπως ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιαζομένου κανόνα, το εύρος των περιθωρίων εκτίμησης που καταλείπει ο

du marché commun et de l’Union européenne, février �011, 1��-1�8.

58. δΕυρκ, C-46/93 και C-48/93 Brasserie du Pêcheur, ο.π., σκέψεις 56-58. πρβλ ωστόσο και την στροφή του δικαστηρίου στην απόφαση δΕυρκ 4.1�.�003, C-63/01 Evans, συλλογή �003, σελ. i-4447, σκέψη 86, όπου έκρινε ότι τα στοιχεία αυτά είναι υποχρεωτικό να λαμβάνονται υπ’ όψιν από τα εθνικά δικαστήρια («επιβάλλεται να ληφθούν υπόψη όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την κατάσταση»).

Page 12: 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση

Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 1 2 2 �13

παραβιαζόμενος κανόνας στις εθνικές ή τις ενωσιακές αρχές, ο ηθελημένος ή ακούσιος χαρακτήρας της διαπραχθείσας παράβασης ή της προκληθείσας ζημίας, το συγγνωστό ή ασύγγνωστο ενδεχομένης νομικής πλάνης, το γεγονός ότι η στάση κάποιου ενωσιακού οργάνου μπορεί να συνετέλεσε στην παράλειψη, τη θέσπιση ή τη διατήρηση αντιθέτων προς το δίκαιο της Ένωσης εθνικών μέτρων ή πρακτικής59. σε κάθε περίπτωση, μια παραβίαση του ενωσιακού δικαίου είναι κατάφωρη, όταν συνεχίζεται παρά την έκδοση δικαστικής απόφασης που διαπιστώνει την προσαπτόμενη σε κράτος μέλος παράβαση ή προδικαστικής αποφάσεως ή πάγιας σχετικής νομολογίας του δικαστηρίου, από όπου προκύπτει ότι η επίμαχη συμπεριφορά στοιχειοθετεί παραβίαση60.

ωστόσο, και παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του, υπήρξαν πολλές περιπτώσεις που το δΕΕ παρείδε την αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων αναφορικά με το χαρακτηρισμό των παραβιάσεων του ενωσιακού δικαίου και προχώρησε το ίδιο σε αυτόν το χαρακτηρισμό, αφού έκρινε ότι διέθετε όλα τα αναγκαία στοιχεία για να εκτιμήσει αν τα επίδικα πραγματικά περιστατικά πρέπει να χαρακτηρισθούν ως κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Έτσι έπραξε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Stockholm Lindöpark, όπου καταλόγισε κατάφωρη παραβίαση στη δράση του σουηδού νομοθέτη61, ενώ σε άλλες περιστάσεις, όπως στις υποθέσεις British Telecommunications και Denkavit, έχοντας να κρίνει σχετικά με την

59. ιδιαιτέρως σημαντική είναι η απόφαση του δΕυρκ της �5.1.�007 στην υπόθεση C-�78/05 Robins κ.λπ., συλλογή �007, σελ. ι-1053, σκέψη 81, όπου κρίθηκε ότι η σχετική θέση του ενωσιακού οργάνου μπορεί να εκφραστεί και με έκθεσή του που δεν έχει δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ένωσης.

60. Χωρίς φυσικά η διαπίστωση της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης από το δικαστήριο να αποτελεί προαπαιτούμενο για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε. πρβλ., συναφώς, δΕυρκ �4.3.�009, C-445/06 Danske Slagterier, συλλογή �009, σελ. i-�119, σκέψη 37 και δΕΕ, C-118/08 Transportes Urba-nos, ο.π., σκέψη 38.

61. δΕυρκ, C-150/99 Stockholm Lindöpark, ο.π., σκέψεις 38-4�.

εμπρόθεσμη αλλά εσφαλμένη ενσωμάτωση οδηγιών στην εθνική έννομη τάξη, έφθασε στο αντίθετο συμπέρασμα.

πιο συγκεκριμένα, στην απόφαση British Telecommunications, το δικαστήριο δέχθηκε ότι ένα βασικό άρθρο της επίδικης οδηγίας 90/531/Εοκ ήταν διατυπωμένο χωρίς ακρίβεια και δικαιολογούσε την ερμηνεία την οποία καλοπίστως του έδωσε το ηνωμένο Βασίλειο, στηριζόμενο σε επιχειρήματα που δεν ήταν εντελώς αβάσιμα. πρόσθεσε ακόμα ότι και άλλα κράτη μέλη συμμερίστηκαν την ίδια ερμηνεία, η οποία δεν ήταν αντίθετη ούτε προς το γράμμα ούτε το σκοπό της οδηγίας, καθώς και ότι δεν υπήρχε καμιά ένδειξη στην μέχρι τότε νομολογία του, αναφορικά με την ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως, ούτε η Επιτροπή είχε λάβει κάποια θέση όταν υιοθετήθηκαν τα επίδικα εθνικά μέτρα εναρμόνισης6�. στην απόφαση Denkavit πάλι έκρινε ότι η ερμηνεία που δόθηκε στην οδηγία 90/435/Εοκ από κράτος μέλος, τη Γερμανία αυτή τη φορά, παρά το γεγονός ότι ήταν εσφαλμένη, υιοθετήθηκε και από άλλα κράτη μέλη, τα οποία έκριναν κατά τις διαβουλεύσεις στο πλαίσιο του συμβουλίου ότι μπορούσαν να την ακολουθήσουν. το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την έλλειψη νομολογίας του δικαστηρίου για το κρινόμενο ζήτημα, οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη παραβίαση δεν ήταν κατάφωρη63.

6�. δΕυρκ �6.3.1996, C-39�/93 British Telecommunications, συλλογή 1996, σελ. i-1631, σκέψεις 43-45.

63. δΕυρκ, C-�83/94, C-�91/94 και C-�9�/94 Denkavit, ο.π., σκέψεις 51-53. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρηθεί ότι το δικαστήριο δέχθηκε στην απόφασή του αυτή ότι οι διαβουλεύσεις μεταξύ των κρατών μελών στα πλαίσια του συμβουλίου είναι ικανές να θεμελιώσουν ένα συγχωρητέο σφάλμα κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. ωστόσο, η παραδοχή αυτή φαίνεται να αντιφάσκει με προγενέστερη νομολογία του, σύμφωνα με την οποία διακηρύξεις και εκφράσεις προθέσεων από τα κράτη μέλη στη διάρκεια κάποιας συνεδρίασης του συμβουλίου, κατά την οποία υιοθετείται κάποια κανονιστική πράξη του δικαίου της Ένωσης, δεν μπορεί να έχει την οποιαδήποτε έννομη συνέπεια. σε αυτήν την κατεύθυνση και οι δΕυρκ 15.4.1986, �37/84 Επιτροπή κατά Βελγίου, συλλογή 1986, σελ. 1�51, σκέψεις 16-17, δΕυρκ 10.1�.1991, C-306/89 Επιτροπή κατά Ελλάδας, συλλογή 1991, σελ. i-5863, σκέψεις

Page 13: 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση

�14 Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 1 2 2

Όσον αφορά τις προϋποθέσεις κατάφασης της κρατικής ευθύνης σε αποζημίωση στη δεύτερη περίπτωση, δηλαδή της ανυπαρξίας ή της ύπαρξης αισθητά περιορισμένης διακριτικής ευχέρειας από μέρους της κρατικής αρχής, το δΕκ ξεκαθάρισε στην υπόθεση Dillenkofer ότι η απλή παραβίαση του ενωσιακού (κοινοτικού τότε) δικαίου μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της πλήρωσης του κατάφωρου χαρακτήρα της. στην υπόθεση αυτή, η παντελής απουσία μέτρων ενσωμάτωσης στην γερμανική έννομη τάξη της οδηγίας 90/314/Εοκ εντός της προς τούτο ταχθείσας προθεσμίας κρίθηκε ότι συνιστά αφ’ εαυτής κατάφωρη παραβίαση που γεννά δικαίωμα αποζημίωσης των ζημιωθέντων ιδιωτών64. στο αυτό συμπέρασμα οδηγήθηκε το δΕυρκ και στην υπόθεση Larsy, κρίνοντας ότι μια παραβίαση εκ μέρους κράτους μέλους είναι προδήλως κατάφωρη όταν συνεχίζεται παρά την ύπαρξη απόφασης, εκδοθείσας υπό την διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής, από την οποία προκύπτει ο παράνομος χαρακτήρας της επίμαχης κρατικής συμπεριφοράς65, ενώ ιδιαιτέρως σημαντική είναι σχετικά και η απόφαση του δικαστηρίου στην υπόθεση hedley Lomas, η οποία αφορά την άρνηση των βρετανικών διοικητικών αρχών να εκδώσουν άδειες εξαγωγής ζώντων ζώων στην ισπανία, επικαλούμενες λόγους προστασίας της ζωής και της υγείας τους, λόγω υποψιών ότι τα σφαγεία στην ισπανία δεν εφάρμοζαν τα οριζόμενα από την οδηγία 74/577/Εοκ περί αναισθητοποίησης

6 και 8 και δΕυρκ �6.�.1991, C-�9�/89 antonissen, συλλογή 1991, σελ. i-773, σκέψεις 17-18.

64. δΕυρκ, C-178/94, C-179/94, C-188/94, C-189/94 και C-190/94 Dillenkofer, ο.π., σκέψη �9. σχετική και η απόφαση του δΕυρκ στην υπόθεση C-140/97 Rechberger, ο.π., σκέψη 51, όπου κρίθηκε ότι συνιστά κατάφωρη παραβίαση η δράση του εθνικού νομοθέτη, ο οποίος, κατά την ενσωμάτωση μίας οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, θέτει συγκεκριμένη ημερομηνία, μεταγενέστερη από αυτήν που ορίζεται με την οδηγία, μετά από την οποία τα απορρέοντα από αυτήν δικαιώματα θα λάβουν ισχύ.

65. δΕυρκ, C-118/00 Larsy, ο.π., σελ. i-5063, σκέψη 44. ομοίως και σε δΕΕ, C-4�9/09 Fuß, ο.π., σκέψεις 55-58.

των ζώων πριν από τη σφαγή τους66. δεδομένης της εναρμόνισης των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της ζωής και της υγείας των ζώων από την επίμαχη οδηγία, κρίθηκε ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται το άρθρο 30 σΕκ (πλέον άρθρο 36 σλΕΕ) για να δικαιολογήσουν απαγορεύσεις που αντίκεινται στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, ούτε να λάβουν μονομερώς διορθωτικά ή προστατευτικά μέτρα που έχουν ως σκοπό να αντιμετωπίσουν την ενδεχομένη μη τήρηση, από άλλο κράτος μέλος, κανόνων του δικαίου της Ένωσης. ως εκ τούτου, η κρινόμενη άρνηση της βρετανικής διοίκησης συνιστούσε μία κατάφωρη παραβίαση, ικανή να θεμελιώσει δικαίωμα αποζημίωσης67.

Ειδικά τώρα για την περίπτωση που η αξίωση για αποζημίωση βασίζεται σε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, η οποία αποδίδεται στα εθνικά δικαστήρια, των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο, ο κατάφωρος χαρακτήρας της παραβίασης εξειδικεύεται αφού ληφθεί υπ’ όψιν η ανάγκη διασφάλισης της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας και της ασφάλειας του δικαίου68. Έτσι, στην περίπτωση αυτή, η αστική ευθύνη του κράτους θεμελιώνεται μόνο στην εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία ο εθνικός δικαστής προδήλως αγνόησε το εφαρμοστέο ενωσιακό δίκαιο. προκειμένου δε να διακριβωθεί αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται σχετικής αγωγής αποζημιώσεως οφείλει να συνεκτιμήσει όλα τα στοιχεία της υπόθεσης που έχουν υποβληθεί στην κρίση του και, ιδίως, τον βαθμό σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα, την υποκειμενική υπόσταση της παραβάσεως, το αν η πλάνη περί το δίκαιο είναι συγγνωστή ή ασύγγνωστη, την άποψη που ενδεχομένως

66. Για μία ενδελεχή ανάλυση του σχετικού ενωσιακού νομικού πλαισίου πρβλ. σε: Α. Τάκη, «Ζώα υπό αιχμαλωσία: το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο για την καλή μεταχείρισή τους», αρμενόπουλος (�010), 1�81-1�97.

67. δΕυρκ, C-5/94 Hedley Lomas, ο.π., σκέψεις 18-�0 και �8-�9.

68. Β. Σκουρής, «ποιες συνέπειες επιφέρει η παράβαση της υποχρέωσης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου από τα εθνικά ανώτατα δικαστήρια», ΕΕΕυρδ (�004), �51-�66, σελ. �56.

Page 14: 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση

Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 1 2 2 �15

εξέφρασε κάποιο όργανο της Ένωσης, καθώς και το αν το οικείο δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση υποβολής αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής απόφασης, την οποία υπέχει από το άρθρο �67 παράγραφος 3 σλΕΕ. σε κάθε περίπτωση υφίσταται κατάφωρη παραβίαση του ενωσιακού δικαίου, όταν η απόφαση του εθνικού δικαστηρίου αντιβαίνει προδήλως στη σχετική νομολογία του δΕΕ69.

4. τΡιτη πΡοϋποΘΕση: η ΥπαΡξη αιτιωδοΥσ σΥναΦΕιασ

η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της τελεσθείσας παραβάσεως εκ μέρους του κράτους μέλους και της ζημίας που προκλήθηκε στον ιδιώτη αποτελεί την τρίτη προϋπόθεση που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του δικαιώματος αποζημίωσης. σύμφωνα με τη νομολογία του δικαστηρίου η αιτιώδης αυτή συνάφεια θα πρέπει να είναι «άμεση»70, η αμεσότητα ωστόσο αυτή δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο απόλυτο, καθώς, κατά τη νομολογία, απαιτείται απλώς ένας «αρκούντως άμεσος τρόπος»71.

69. δΕυρκ, C-��4/01 Köbler, ο.π., σκέψεις 5�-56. ωστόσο, η απόφαση του δικαστηρίου στην Köbler μάλλον ανέδειξε παρά οριοθέτησε τα δυσδιάκριτα όρια των υποχρεώσεων που επιβάλει το ενωσιακό δίκαιο στον εθνικό δικαστή που δικάζει μία υπόθεση σε τελευταίο βαθμό. αντίθετα μάλιστα προς το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε με τις προτάσεις του ο ΓΕ Léger, κρίθηκε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν υφίστατο κατάφωρη παραβίαση από την απόσυρση προδικαστικού ερωτήματος από το αυστριακό Verwaltungsgerichtshof, αναγόμενου στην αναγνώριση χρόνου υπηρεσίας που έχει αποκτηθεί σε άλλο κράτος μέλος, και την αμετάκλητη απόρριψη σχετικού αιτήματος που του είχε υποβληθεί, παρά μάλιστα και την ύπαρξη πάγιας νομολογίας του δικαστηρίου επί του επίδικου ζητήματος στην υπόθεση δΕυρκ 15.1.1998, C-15/96 Schöning-Kουγεβετοπούλου, συλλογή 1998, σελ. i-47. Για μία εμπεριστατωμένη κριτική, αναφορικά με τα κριτήρια του κατάφωρου χαρακτήρα της παραβίασης που έθεσε το δικαστήριο στην Köbler, πρβλ. σε: P. Wattel, “Köbler, CiLFiT and Welthgrove: We Can’t Go on Meeting Like This”, 41 CMLR (�004) 177-190.

70. δΕυρκ, C-46/93 και C-48/93 Brasserie du Pêcheur, ο.π., σκέψη 51.

71. δΕυρκ, C-446/04 Test Claimants in the Fii Group Litigation, ο.π., σκέψη �18.

μάλιστα, το δικαστήριο προέβη σε αυτή τη διευκρίνιση παραπέμποντας στη νομολογία του σχετικά με την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης7�, από την οποία μπορεί να συναχθεί ότι το κριτήριο της «επαρκούς αμεσότητας» έχει σκοπό να διασφαλίσει, ιδίως, ότι δεν θα οφείλεται αποζημίωση για κάθε δυσμενή, ακόμα και απομακρυσμένη, συνέπεια.

κατά τα λοιπά, η έρευνα της συνδρομής της άμεσης αιτιώδους συνάφειας εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια73, δεν έλειψαν ωστόσο και οι περιστάσεις που το δΕΕ παρείδε την αποκλειστική αυτή αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων και, αφού έκρινε ότι είχε στη διάθεσή του όλα τα αναγκαία στοιχεία για να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, προχώρησε το ίδιο στην εξέταση της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παραβάσεως της υποχρέωσης που υπέχει το κράτος μέλος από το δίκαιο της Ένωσης και της επελθούσας στον θιγόμενο ιδιώτη ζημίας.

Έτσι, στην υπόθεση Brinkmann έκρινε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρά τη θεμελίωση μιας κατάφωρης παραβίασης του ενωσιακού δικαίου, λόγω της παντελούς απουσίας μέτρων ενσωμάτωσης μίας οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη της δανίας εντός της προς τούτο ταχθείσας προθεσμίας, εν τούτοις δεν υφίστατο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραβίασης αυτής του δανού νομοθέτη και τη ζημιάς που υπέστη ο θιγόμενος ιδιώτης, καθώς οι δανικές διοικητικές αρχές, παρά την έλλειψη ενσωμάτωσης της επίδικης οδηγίας, έσπευσαν να προσδώσουν άμεσο αποτέλεσμα, έστω και κατά εσφαλμένο τρόπο, στις διατάξεις της, εφαρμόζοντάς τις στην πράξη74. με βάση το νομολογιακό αυτό προηγούμενο φαίνεται βάσιμο το συμπέρασμα πως, σε περίπτωση που η παραβίαση του

7�. και, συγκεκριμένα, στην απόφαση δΕυρκ 4.10.1979, 64/76, 113/76, 167/78, �39/78, �7/79, �8/79 και 45/79 Dumortier frè-res κ.λπ. κατά Συμβουλίου, συλλογή (ειδική ελληνική έκδοση) 1979, σελ. 515, σκέψη �1.

73. δΕυρκ, C-46/93 και C-48/93 Brasserie du Pêcheur, ο.π., σκέψη 65.

74. δΕυρκ �4.9.1998, C-319/96 Brinkmann, συλλογή 1998, σελ. i-5�55, σκέψη �9.

Page 15: 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση

�16 Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 1 2 2

ενωσιακού δικαίου αποδίδεται στη δράση του εθνικού νομοθέτη, η σχέση αιτίου-αιτιατού μεταξύ της τελεσθείσας παράβασης και της επελθούσας ζημίας μπορεί να αναιρεθεί, εάν η εθνική διοίκηση προσδώσει άμεσο αποτέλεσμα στις σχετικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. μάλιστα, σε μια τέτοια περίπτωση, η όποια ζημία υπέστη ο θιγόμενος ιδιώτης θα πρέπει να αποδίδεται κυρίως στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου από τις εθνικές διοικητικές αρχές, παρά στην αποτυχία του εθνικού νομοθέτη να ενσωματώσει το τελευταίο στο εθνικό δίκαιο75. Εν τούτοις, και παρά την προσπάθεια του δικαστηρίου στην υπόθεση Brinkmann να προσδιορίσει με ακρίβεια τη σχέση αιτίου και αιτιατού που οδήγησε στην επελθούσα ζημία, είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι μία τέτοια προσέγγιση φαίνεται να προσθέτει ένα δυσμενές βάρος απόδειξης για τον ενάγοντα ιδιώτη και να μην εναρμονίζεται με προηγούμενη νομολογία του δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία μια απλή διοικητική πρακτική, εκ της φύσεώς της μεταβλητή κατά τη βούληση της εθνικής διοίκησης, δεν δύναται να θεωρηθεί ως προσήκουσα εκτέλεση της υποχρέωσης που απορρέει από μια οδηγία και δεν απαλλάσσει το κράτος μέλος από την υποχρέωσή του να διασφαλίσει το αποτέλεσμά της με κανονιστικές διατάξεις δεσμευτικής μορφής76.

περαιτέρω, αυτή δεν είναι η μόνη περίπτωση που δύναται να διαταραχθεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης και της επελθούσας ζημίας. ο ενάγων-ζημιωθείς, αν δεν θέλει να επιβαρυνθεί ο ίδιος τη ζημία του, οφείλει να επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια, ώστε να την αποφύγει ή να περιορίσει την έκτασή της, ιδίως χρησιμοποιώντας εγκαίρως όλα τα μέσα παροχής εννόμου προστασίας που έχει στη διάθεσή του77. η αρχή αυτή αποτελεί

75. T. Tridimas, “Liability for Breach of Community Law: Growing Up and Mellowing Down?”, CMLR (�001), 310-33�, σελ 306.

76. Έτσι και σε δΕυρκ 1�.5.198�, 96/81 Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, συλλογή 198�, σελ. 1791, σκέψη 1�.

77. δΕυρκ, C-46/96 και C-48/93 Brasserie du Pêcheur, ο.π., σκέψεις 84-85.

γενική αρχή του δικαίου, κοινή στα νομικά συστήματα των κρατών μελών και εισήχθη στην ενωσιακή έννομη τάξη μέσω της νομολογίας του δικαστηρίου σχετικά με την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης78 ενώ, η παραβίασή της μπορεί να διαταράξει τη σχέση αιτίου-αιτιατού μεταξύ της παραβίασης του ενωσιακού δικαίου και της επελθούσας ζημίας ή, εναλλακτικά, να επηρεάσει τον καθορισμό του ύψους της τελευταίας79.

σε κάθε περίπτωση, η επιμέλεια αυτή που οφείλει να επιδείξει ο ζημιωθείς ιδιώτης δεν πρέπει να φτάνει στο σημείο να του προσθέτει ένα δυσβάσταχτο δικονομικό βάρος που να έγκειται στην προηγούμενη συστηματική εξάντληση κάθε διαθέσιμου μέσου εννόμου προστασίας. Έτσι, το ενωσιακό δίκαιο δεν επιτρέπει την εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου απόρριψη ή μείωση του αιτήματος αποζημίωσης λόγω της μη αμφισβήτησης από τον θιγόμενο ιδιώτη μίας εθνικής φορολογικής νομοθεσίας, η οποία σε καμία περίπτωση δεν του παρείχε τη δυνατότητα υπαγωγής στο αιτούμενο φορολογικό πλεονέκτημα. και αυτή ακόμα η δυνατότητα επίκλησης της υπεροχής και του αμέσου αποτελέσματος των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, προκειμένου στη συνέχεια να αμφισβητηθεί η απορριπτική απόφαση του κράτους μέλους με τα προβλεπόμενα προς τούτο μέσα παροχής εννόμου προστασίας, κρίθηκε ότι θα του προκαλούσε υπερβολικές δυσχέρειες και δεν θα μπορούσε να απαιτηθεί ευλόγως από αυτόν80.

78. Ενδεικτικά σε δΕκ 7.11.1985, 145/83 Adams κατά Επιτροπής, συλλογή 1985, σελ. 3539, σκέψεις 53-55 και δΕυρκ 19.5.199�, C-104/89 και C-37/90 Mulder κλπ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής. συλλογή 199�, σελ. i-3061, σκέψεις 33-34.

79. G. Anagnostaras, “State Liability and alternative Courses of action: how independent Can an autonomous Remedy Be” σε: P. Eeckhout και T. Tridimas (eds), yearbook of Europe-an Law �00�, oxford University Press, oxford, �003, 355-383, σελ. 365.

80. δΕυρκ 8.3.�001, C-387/98 και C-410/98 Metallgesellschaft, συλλογή �001, σελ. i-17�7, ιδίως σκέψεις 104-107. με παρό-μοιο σκεπτικό και η δΕκ 13.3.�007, C-5�4/04 Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation, συλλογή �007, σελ. ι-�107,

Page 16: 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση

Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 1 2 2 �17

παρομοίως, η ασθενής θέση του εργαζόμενου - ιδιώτη σε μια σχέση εργασίας επιβάλλει το συμπέρασμα ότι δεν δύναται να απαιτείται από αυτόν, προκειμένου να επιτύχει την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω της παραβίασης, εκ μέρους του εργοδότη του που ανήκει στον δημόσιο τομέα, μιας διατάξεως του εργατικού δικαίου της Ένωσης, η οποία έχει άμεσο αποτέλεσμα, να υποβάλλει στο κράτος - εργοδότη του πρότερο αίτημα, με το οποίο να επιδιώκεται η παύση της παραβάσεως αυτής. κάτι τέτοιο θα είχε άλλωστε ως αποτέλεσμα να καθίσταται δυνατό στις αρχές του οικείου κράτους μέλους να μεταθέτουν κατά σύστημα στους ιδιώτες το βάρος να μεριμνούν για την τήρηση τέτοιων κανόνων, παρέχοντας ενδεχομένως στις εν λόγω αρχές τη δυνατότητα να απαλλάσσονται της τηρήσεώς τους στην περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί ανάλογο αίτημα81.

τέλος, το γεγονός ότι το σύνολο των προσώπων που δικαιούνται αποζημίωση είναι ενδεχομένως –τουλάχιστον αρχικά– απροσδιόριστο, δεν αναιρεί την άμεση αιτιώδη συνάφεια ως προϋπόθεση για την κατάφαση της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση λόγω παραβίασης του δικαίου της Ένωσης8�. Εάν μάλιστα επιβληθεί φόρος κατά παράβαση του ενωσιακού δικαίου, τα κράτη μέλη οφείλουν να αποζημιώσουν τους θιγόμενους ιδιώτες για τις επιβαρύνσεις που αχρεωστήτως τους καταλόγισαν, με τον κατάλογο των τελευταίων να περιλαμβάνει, πέραν του αρχικού υπόχρεου στον φόρο83,

σκέψεις 1�4-1�7. πρβλ. ωστόσο και την δΕυρκ, C-445/06 Dan-ske Slagterier, ο.π., σκέψεις 65-69, με την οποία κρίθηκε ότι η πιθανότητα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος από το εθνι-κό δικαστήριο ή η ύπαρξη εκκρεμούς προσφυγής λόγω παρα-βάσεως ενώπιον του δΕΕ δεν μπορούν, αυτές καθ’ εαυτές, να συνιστούν επαρκή λόγο για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν είναι εύλογη η άσκηση ενός ενδίκου βοηθήματος από μέρους του θιγόμενου ιδιώτη.

81. δΕΕ, C-4�9/09 Fuß, ο.π., σκέψεις 79-86.

8�. δΕυρκ, C-46/93 και C-48/93 Brasserie du Pêcheur, ο.π., σκέψη 71.

83. Υπό την προϋπόθεση φυσικά της απόδειξης ότι ο αρχικός

και τους τελικούς αγοραστές, στους οποίους μετακυλίσθηκε η επιβάρυνση και οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να την μετακυλίσουν περαιτέρω. παρά δε τον ενδεχομένως – τουλάχιστον αρχικά – απροσδιόριστο αριθμό των δυνητικών δικαιούχων και σε αυτήν την περίπτωση, η αμεσότητα της αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στην επιβολή του φόρου και στη επελθούσα ζημία δεν δύναται να αναιρεθεί84.

5. Εiδοσ τησ Ζημιaσ ποΥ αποκαΘiσταται - EλΕΓΧοσ των ΕΘνικων δικαιων αστικησ ΕΥΘΥ-

νησ Υπο το πΡισμα των αΡΧων τησ ισοδΥναμι-ασ και τησ αποτΕλΕσματικοτητασ.

οι τρεις εκτιθέμενες ανωτέρω προϋποθέσεις είναι ικανές και αναγκαίες για να στοιχειοθετήσουν αξίωση των ιδιωτών προς αποζημίωση, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο αστικής ευθύνης, χωρίς ωστόσο το δίκαιο της Ένωσης να αποκλείει τη δυνατότητα θεμελίωσης της ευθύνης του κράτους υπό λιγότερο αυστηρές προϋποθέσεις βάσει του εθνικού δικαίου85. η επιβολή πρόσθετων προϋποθέσεων εκ μέρους του εθνικού δικαίου, όπως η συνάρτηση της αποζημίωσης από τη συνδρομή πταίσματος εκ μέρους του κράτους μέλους, απαγορεύεται μολονότι, σύμφωνα με τη νομολογία του δικαστηρίου, ορισμένα αντικειμενικά και

υπόχρεος έφερε το σύνολο της φορολογικής επιβάρυνσης χωρίς να την μετακυλίσει περαιτέρω, καθώς, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η επιστροφή του φόρου θα συνεπαγόταν τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του. ωστόσο, ακόμα και στην περίπτωση περαιτέρω μετακύλισης, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημιάς του αρχικού υπόχρεου και της παράνομης επιβολής του φόρου μπορεί να εξακολουθεί να υφίσταται, εάν ο φόρος ενσωματώθηκε στην τιμή κόστους, προκάλεσε την αύξηση της τιμής των προϊόντων και τη μείωση του όγκου των πωλήσεων, αποκλείοντας, εν όλω ή εν μέρει, τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του αρχικού υπόχρεου, που θα είχε διαφορετικά προκληθεί από την επιστροφή του φόρου. πρβλ. σχετικά και σε δΕυρκ 14.1.1997, C-19�-�18/95 Comateb, συλλογή 1997, σελ. i-165, σκέψεις �0-34.

84. ΓΕ Kokott, προτάσεις της �4.3.�011 στην, εκκρεμή ακόμα, υπό-θεση C-94/10 Danfoss, ιδίως σκέψεις 71-83.

85. δΕυρκ, C-46/93 και C-48/93 Brasserie du Pêcheur, ο.π., σκέψη 66.

Page 17: 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση

�18 Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 1 2 2

υποκειμενικά στοιχεία, τα οποία, στο πλαίσιο ενός εθνικού νομικού συστήματος, μπορούν να συναρτώνται προς την έννοια του πταίσματος, είναι ικανά να ασκούν επιρροή προκειμένου να εκτιμηθεί αν η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης είναι κατάφωρη ή όχι86.

Όσον αφορά το είδος της ζημίας που αποκαθίσταται, η πλούσια νομολογία στον τομέα της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης μπορεί να προσφέρει χρήσιμα συμπεράσματα. συναφώς παρατηρείται ότι η ζημία αυτή θα πρέπει να είναι πραγματική και βέβαιη87, καθώς και αποτιμητή88, δεδομένου ότι μία ζημία καθαρά υποθετική και απροσδιόριστη δεν παρέχει δικαίωμα προς αποζημίωση89. περαιτέρω, οι θιγόμενοι ιδιώτες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν την αποκατάσταση όχι μόνον του θετικού τους διαφέροντος (damnum emergens), αλλά και του διαφυγόντος κέρδους (lucrum cessans), καθώς και την καταβολή τόκων90, ενώ δεν θα πρέπει να αποκλειστεί και η αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που πιθανώς αυτοί υπέστησαν91.

86. δΕυρκ, C-46/93 και C-48/93 Brasserie du Pêcheur, ο.π., σκέψη 78 και δΕΕ, C-4�9/09 Fuß, ο.π., σκέψεις 65-67.

87. πΕκ �.7.�003, T-99/98 Hameico Stuttgart κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, συλλογή �003, σελ. ii-�195, σκέψη 67.

88. πΕκ 16.1.1996, T-108/94 Candiotte κατά Συμβουλίου, συλλογή 1996, σελ. ii-87, σκέψη 54.

89. κατ’ αυτή την έννοια, πΕκ 11.7.1997, T-�67/94 Oleifici Italiani κατά Επιτροπής, συλλογή 1997, σελ. ii-1�39, σκέψεις 7�-73.

90. δΕυρκ 13.7.�006, C-�95/04, C-�96/04, C-�97/04 και C-�98/04 Manfredi, συλλογή �006, σελ. ι-6619, σκέψεις 95-97. πρβλ. ωστόσο και την δΕυρκ ��.4.1997, C-66/95 Sutton, συλλογή 1997, σελ. i �163, σκέψεις �3-�7, όπου το δικαστήριο έκρινε ότι, επί της αρχής, ένας ιδιώτης δεν δικαιούται να αξιώσει τόκους επί των ποσών που του καταβάλλονται εκ των υστέρων έναντι οφειλομένων, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως καθώς, τα καταβαλλόμενα αυτά ποσά ουδόλως έχουν τη φύση αποζημίωσης.

91. Έτσι και οι πΕκ �6.10.1993, T-59/9� Caronna κατά Επιτροπής, συλλογή 1993, σελ. ii-11�9 και πΕκ 1�.1�.�000, τ-11/00 Hautem κατά Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, συλλογή �000, σελ. ιι-40�1.

το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους, όσον αφορά την ύπαρξη ή την έκταση της ζημίας, φέρουν οι ίδιοι οι ενάγοντες, οι οποίοι οφείλουν να προσκομίσουν στο εθνικό δικαστήριο τις σχετικές αποδείξεις. Όταν δε απαιτείται να προσδιορισθεί η αξία διαφυγόντος κέρδους, δηλαδή αναγκαστικά η αξία υποθετικών οικονομικών συναλλαγών, ο δικαστής που επιλαμβάνεται σχετικού αιτήματος μπορεί να αρκεστεί σε εκτιμήσεις βάσει στατιστικών στοιχείων καθώς μπορεί να είναι δύσκολο, ακόμα και αδύνατο, να προσδιοριστεί επακριβώς αριθμητικά η επελθούσα ζημία. το γεγονός αυτό ωστόσο δεν απαλλάσσει τους δυνητικούς ενάγοντες από την υποχρέωση απόδειξης της ζημίας που επικαλούνται. μολονότι η αξία του διαφυγόντος κέρδους αποτελεί αναγκαστικά υποθετικό στοιχείο που πρέπει να εκτιμηθεί, διότι δεν μπορεί να υπολογισθεί επακριβώς, τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η εκτίμηση αυτή μπορούν -και πρέπει στο μέτρο του δυνατού- να αποδεικνύονται από τον διάδικο που τα επικαλείται9�.

σε περίπτωση δε που ένα κράτος μέλος εισέπραξε φόρους κατά παράβαση των κανόνων του ενωσιακού δικαίου, οι ιδιώτες έχουν δικαίωμα επιστροφής όχι μόνον του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, αλλά και των άμεσα σχετιζόμενων με τον φόρο αυτό ποσών, που το εν λόγω κράτος εισέπραξε ή παρακράτησε, ποσά τα οποία περιλαμβάνουν και τη ζημία που προκλήθηκε λόγω μη διαθεσιμότητας κεφαλαίων επειδή ο φόρος κατέστη πρόωρα απαιτητός93. Επίσης, παρά το γεγονός ότι η πλήρης, νομότυπη και αναδρομική εφαρμογή των μέτρων εκτέλεσης μιας οδηγίας σε όσους έχουν θιγεί από την εκπρόθεσμη μεταφορά της παρέχει κατ’ αρχήν τη δυνατότητα εξαλείψεως των επιζήμιων συνεπειών της παραβάσεως του ενωσιακού

9�. Γδ �8.4.�010, τ-4�5/05 Belgian Sewing Thread κατά Επιτρο-πής, μη δημοσιευθείσα ακόμα στη συλλογή, σκέψη 168.

93. δΕυρκ �3.4.�008, C-�01/05 Test Claimants in the CFC and Dividend Group Litigation, συλλογή �008, σελ. ι-�875, σκέψη 114.

Page 18: 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση

Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 1 2 2 �19

δικαίου94, εάν οι ζημιωθέντες αποδείξουν ότι έχουν υποστεί επιπλέον ζημίες, λόγω του ότι δεν τους δόθηκαν σε εύθετο χρόνο τα χρηματικά οφέλη που εγγυάται η οδηγία, διατηρούν το δικαίωμα αποκατάστασής τους, ενώ τα κράτη μέλη οφείλουν να τις ανορθώσουν95.

Επιπροσθέτως, η υποχρέωση αποκατάστασης των ζημιών που προξενούνται σε ιδιώτες από παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου δεν μπορεί να εξαρτάται από την κατανομή αρμοδιοτήτων και ευθυνών μεταξύ των αρχών που υφίστανται στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών ή από το γεγονός ότι οι αρμόδιες δημόσιες αρχές που διέπραξαν την παραβίαση δεν διέθεταν τις αναγκαίες γνώσεις ή τα αναγκαία μέσα96, ενώ το κράτος υποχρεούται να θεραπεύσει τις συνέπειες της προκληθείσας ζημίας στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου περί αστικής ευθύνης, με δεδομένο ότι οι προϋποθέσεις που θεσπίζει το τελευταίο σχετικά με την αποκατάσταση της ζημίας δεν μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες απαιτήσεις στηριζόμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας), ούτε μπορούν να είναι τέτοιες ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την αποζημίωση (αρχή της αποτελεσματικότητας)97.

94. ΕΕ ��.1�.�010, C-444/09 & C-459/09 Gavieiro, μη δημοσιευθείσα ακόμα στη συλλογή, σκέψη 87.

95. δΕυρκ 10.7.1997, C-94/95 και C-95/95 Bonifaci, συλλο-γή 1997, σελ. i-3969, σκέψεις 51-53 καθώς και, της ίδιας μέρας, δΕκ, C-373/95 Maso, συλλογή 1997, σελ. i-4051, σκέψεις 39-41. πρβλ. επίσης και την δΕυρκ 7.9.�006, C-470/04 N., συλλογή �006, σελ. i-7409, σκέψεις 56- 67, όπου κρίθηκε ότι το εμπόδιο στην ελευθερία εγκατάστα-σης που ανακύπτει από τη σύσταση χρηματικής ασφά-λειας κατά παράβαση του ενωσιακού δικαίου δεν μπορεί να αρθεί αναδρομικά απλώς και μόνο με την ελευθέρω-ση της ασφάλειας αυτής αλλά απαιτείται επιπροσθέτως η αποκατάσταση κάθε ζημίας που υπέστη ο θιγόμενος ιδιώ-της, ιδίως των συναφών εξόδων στα οποία αυτός υπεβλή-θη κατά τη σύσταση της ασφάλειας, καθώς και των τόκων υπερημερίας.

96. δΕυρκ, C-30�/97 Konle, ο.π., σκέψεις 6�-63 και δΕυρκ, C-4�4/97 Haim, ο.π., σκέψεις �7-�8.

97. δΕυρκ, C-46/93 και C-48/93 Brasserie du Pêcheur, ο.π.,

Έτσι, δεν επιτρέπεται οι εθνικές διατάξεις του δικαίου αστικής ευθύνης να περιορίζουν το δικαίωμα αποκατάστασης των ζημιών σε περιπτώσεις που είτε η ζημία προξενήθηκε από αξιόποινη πράξη είτε συντρέχουν ιδιαιτέρως σοβαροί λόγοι για να διαταχθεί η αποκατάσταση αυτή98, ενώ δεν είναι συμβατή με την αρχή της αποτελεσματικότητας εθνική ρύθμιση, όπως αυτή που ισχύει στην ιταλία, η οποία, αφενός μεν αποκλείει την ευθύνη του κράτους σε αποζημίωση λόγω της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης από αποφάσεις ανώτατου εθνικού δικαστηρίου, όταν αυτή απορρέει από την εκ μέρους του εν λόγω δικαστηρίου ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, αφετέρου δε, περιορίζει την ευθύνη αυτή μόνο σε περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμέλειας του δικαστή99.

πέραν ωστόσο από τις, ουσιαστικού δικαίου, προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης των κρατών μελών σε αποζημίωση, ο έλεγχος του δικαστηρίου με βάση τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας επεκτείνεται και επί των σχετικών δικονομικών κανόνων των κρατών μελών. Έτσι, δεν είναι ανεκτή ρύθμιση κράτους

σκέψη 67. σημειωτέον ότι, μετά τη συνθήκη της λισαβόνας, το άρθρο 19 παρ. 1 εδ. β΄ σΕΕ ορίζει πλέον ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να καθιερώσουν «τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», διάταξη που ερμηνεύεται ως ένας «ήπιος μετριασμός» της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Έτσι σε Μ. Χρυσομάλλη, η συνθήκη της λισαβόνας και η βελτίωση της δημοκρατίας και της αποτελεσματικότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κατσαρός, αθήνα, �010, σελ.88.

98. δΕυρκ, C-470/03 AGM.COS-MET, ο.π., σκέψεις 91 και 93.

99. δΕυρκ, C-173/03 Traghetti del Mediterraneo, ο.π., σκέψεις 33-46. σημειωτέον ότι εκκρεμεί ενώπιον του δΕΕ η από �9.7.�010 προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά ιταλικής δημοκρατίας κατ’ άρθρο �58 σλΕΕ (Υπόθεση C-379/10) καθώς, παρά τη διαπίστωση από το δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Traghetti del Mediterraneo της μη συμβατότητας της εν λόγω ρύθμισης του ιταλικού δικαίου αστικής ευθύνης με το δίκαιο της Ένωσης, εν τούτοις αυτή εξακολουθεί να διατηρείται σε ισχύ.

Page 19: 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση

��0 Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 1 2 2

μέλους, η οποία ορίζει ως προαπαιτούμενο του παραδεκτού μίας αγωγής αποζημίωσης κατά του δημοσίου την υποχρέωση του θιγόμενου ιδιώτη να εξαντλήσει προηγουμένως όλα τα εσωτερικά μέσα παροχής έννομης προστασίας προς αμφισβήτηση του κύρους βλαπτικής για αυτόν διοικητικής πράξης, εκδοθείσας σε εφαρμογή του εθνικού νόμου που έχει κριθεί με απόφαση του δΕΕ, κατ’ άρθρο �58 σλΕΕ, ως αντίθετος προς το δίκαιο της Ένωσης. η απουσία παρόμοιας υποχρέωσης στο εθνικό δίκαιο, σε περιπτώσεις αγωγών αποζημίωσης κατά του δημοσίου που θεμελιώνονται σε παραβίαση του εθνικού συντάγματος από τον εν λόγω νόμο, διαπιστωθείσας ωστόσο από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, αντίκειται στην αρχή της ισοδυναμίας100. περαιτέρω, η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αποκλείει την εφαρμογή εθνικής κανονιστικής ρύθμισης η οποία, στο πλαίσιο διαδικασίας αποζημίωσης λόγω ευθύνης του δημοσίου κινηθείσας βάσει του δικαίου της Ένωσης, εξαιρεί από το ευεργέτημα της πενίας τα νομικά πρόσωπα101.

και πάλι ως προς την αρχή της αποτελεσματικότητας, το δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης ο καθορισμός ευλόγων προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων επί ποινή απαραδέκτου, καθώς τέτοιες προθεσμίες δεν δύνανται, ως εκ της φύσεώς τους, να καταστήσουν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η ενωσιακή έννομη τάξη αλλά, αντιθέτως, συνιστούν εφαρμογή της θεμελιώδους αρχής της ασφάλειας του δικαίου10�. συναφώς, κρίθηκε ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν εμποδίζει την έναρξη του χρόνου παραγραφής μιας αξίωσης αποζημίωσης λόγω ευθύνης του δημοσίου, εκ της μη ορθής μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο

100. δΕΕ, C-118/08 Transportes Urbanos, ο.π., σκέψεις 33-48.

101. δΕΕ ��.1�.�010, C-�79/09 DEB, μη δημοσιευθείσα ακόμα στη συλλογή, σκέψη 59, με αναφορά μάλιστα στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης.

10�. δΕυρκ 10.7.1997, C-�61/95 Palmisani, συλλογή 1997, σελ. i-40�5, σκέψη �8.

μιας οδηγίας, από την ημερομηνία κατά την οποία επήλθαν οι πρώτες ζημιογόνες για τον θιγόμενο ιδιώτη συνέπειες αυτής της μη ορθής μεταφοράς και είναι προβλέψιμη η μετέπειτα επέλευση περαιτέρω ζημίας του, έστω και αν η ημερομηνία αυτή είναι προγενέστερη της ορθής μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας αυτής103. μοναδική εξαίρεση της αρχής αυτής αποτελεί η περίπτωση που η εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου βοηθήματος οφείλεται στις ενέργειες των κρατικών αρχών, με συνέπεια να αποστερηθεί ο ιδιώτης από τη δυνατότητά του να επικαλεστεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων τα δικαιώματά του που απορρέουν από μία οδηγία της Ένωσης104. σε κάθε περίπτωση, ενδεχόμενη διαπίστωση παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης με απόφαση του δικαστηρίου είναι, κατ’ αρχήν, άνευ σημασίας όσον αφορά τον χρόνο έναρξης της παραγραφής, καθώς η εκ μέρους δικαιοδοτικού οργάνου διαπίστωση της εν λόγω παραβάσεως δεν είναι αναγκαία προκειμένου οι δικαιούχοι να είναι σε θέση να γνωρίζουν πλήρως το σύνολο των δικαιωμάτων τους. Επομένως, ο καθορισμός της έναρξης της παραγραφής σε χρονικό σημείο που ανάγεται πριν από τη διαπίστωση της παραβίασης από το δικαστήριο, δεν καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την προστασία των δικαιωμάτων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης105.

6. σΥμπΕΡασματικΕσ παΡατηΡησΕισ

η εικοσαετής πλέον νομολογιακή εξέλιξη της αρχής της κρατικής ευθύνης σε αποζημίωση για παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης αποτελεί ένα ακόμα ορόσημο στην καθιέρωση των διακριτών εκείνων αρχών, συνταγματικής περιωπής, που χαρακτηρίζουν την ενωσιακή έννομη τάξη. ακόμα και ελλείψει ρητής διάταξης στις συνθήκες, το δικαστήριο κατόρθωσε να διαμορφώσει σταδιακά ένα λειτουργικό

103. δΕυρκ, C-445/06 Danske Slagterier, ο.π., σκέψεις 53-56.

104. δΕΕ 15.4.�010, C-54�/08 Barth, μη δημοσιευθείσα ακόμα στη συλλογή, σκέψεις 33-36.

105. δΕΕ 19.5.�011, C-45�/09 Iaia, μη δημοσιευθείσα ακόμα στη συλλογή, σκέψεις ��-�3.

Page 20: 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση

Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 1 2 2 ��1

σύστημα αστικής ευθύνης, αντλώντας στοιχεία από το διεθνές, το ενωσιακό και το εθνικό νομικό περιβάλλον, ιδρύοντας ένα κοινό δίκαιο (jus commune) για όλα τα κράτη μέλη και για την ίδια την Ένωση αναφορικά με τη δικαστική προστασία των ιδιωτών απέναντι στη δημόσια εξουσία106. σε μία μάλιστα πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη της νομολογίας του το δικαστήριο, κρίνοντας ότι η προστασία των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης δεν μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το αν τη ζημία έχει προκαλέσει εθνική ή ενωσιακή αρχή, ξεκίνησε να χρησιμοποιεί τη νομολογία Francovich ως σημείο αναφοράς για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, εντείνοντας τη διαδικασία «αμοιβαίας προσέγγισης» μεταξύ των προϋποθέσεων του άρθρου 340 παράγραφος � σλΕΕ και εκείνων της αστικής ευθύνης των κρατών μελών107.

πρόσφατα μάλιστα, η απόφαση που εκδόθηκε από το σουηδικό δικαστήριο εργατικών διαφορών έπειτα από την πολύκροτη

106. R. Caranta, «Governmental liability after Francovich», Cam-bridge Law Journal (1993), �7�-�97, σελ. �97.

107. Έτσι και σε ΓΕ Léger, προτάσεις της 8.4.�003 στην υπόθε-ση C-��4/01 Köbler, συλλογή �003, σελ. i-10�39, σκέψεις 9�-94, με αναφορά στην απόφαση δΕυρκ 4.7.�000, C-35�/98 P Bergaderm κατά Επιτροπής, συλλογή �000, σελ. i-5�91. Για τη διαδικασία αυτή πρβλ. επίσης σε: Τ. Tridimas, ο.π., σελ. 3�1-331, Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, ο.π., σελ. 615-617 και a. Ward, “More than an infant Disease. individual Rights, EC Directives and the Case for Uniform Remedies”, σε: J. Prinssen & A. Schrauwen (eds.), Direct Effect - Rethink-ing a Classic of EC Legal Doctrine, Europa Law Publishing, Groningen, �00�, 43-75, σελ. 56-57. το πόρισμα του δΕυρκ στην υπόθεση Bergaderm υιοθέτησε και το πΕκ, με τις μετα-γενέστερες αποφάσεις του πΕκ �4.10.�000, T-178/98 Fresh Marine κατά Επιτροπής, συλλογή �000, σελ. ii-3331, σκέψη 61, πΕκ 1�.7.�001, T-198/95, T-171/96, T-�30/97, T-174/98 και T-��5/99 Comafrica κλπ κατά Επιτροπής, συλλογή �001, σελ. ii-1975, σκέψη 134 και, πλέον, το Γενικό δικαστήριο, με τις αποφάσεις του Γδ 3.3.�010, τ-4�9/05 Artegodan κα-τά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμα στη συλλογή, σκέψεις 59 και 6� και Γδ 19.3.�010, τ-4�/06 Gollnisch κατά Ευρω-παϊκού Κοινοβουλίου, μη δημοσιευθείσα ακόμα στη συλλογή, σκέψη 93.

απόφαση του δΕυρκ στην υπόθεση Laval108, φαίνεται ότι αποτελεί την απαρχή μιας νέας εποχής αλληλεπίδρασης της νομολογίας του δικαστηρίου για την αστική ευθύνη των κρατών μελών, αυτήν τη φορά με τα εθνικά δίκαια, όσον αφορά την αποζημίωση ιδιωτών λόγω της παραβίασης διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που παράγουν οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα. το εν λόγω εθνικό δικαστήριο, αφού αναγνώρισε την έλλειψη οποιασδήποτε ρύθμισης του εθνικού δικαίου αναφορικά με την επιδίκαση αποζημίωσης σε ιδιώτη από την, αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, συνδικαλιστική δράση εργατικού σωματείου, έκρινε ότι η αποζημίωση των ιδιωτών σε αυτήν την περίπτωση αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και, προστρέχοντας στη νομολογία του δικαστηρίου για την αστική ευθύνη των κρατών μελών, προσδιόρισε το είδος και τις προϋποθέσεις της αποζημίωσης αυτής109. το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει την εμβληματική θέση που κατέχει η νομολογιακή αρχή της αστικής ευθύνης για παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης και αποδεικνύει ότι οι λύσεις που προκρίθηκαν από το δικαστήριο κατά την εφαρμογή της είναι λειτουργικές και έχουν γίνει αποδεκτές, τουλάχιστον σε επίπεδο αρχής, στις επί μέρους έννομες τάξεις των κρατών μελών, βελτιώνοντας την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και την προστασία των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από αυτό.

108. δΕυρκ 18.1�.�007, C-341/05 Laval un Partneri, συλλογή �007, σελ. ι-11767.

109. απόφαση του arbetsdomstolen (στοκχόλμη) της �ας.1�.�009 με αριθμό 89 στην υπόθεση α �68/04, διαθέσιμη στα αγγλικά (σε ανεπίσημη μετάφραση) στην ιστοσελίδα www.arbetsratt.juridicum.su.se. Ενδελεχής ανάλυση της απόφασης αυτής από τους U. Bernitz και N. Reich στο CMLR (�011), 603-6�3.