Download - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Transcript
Page 1: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΙΙ

Δίκαιο απόδειξης: α) Γενικό μέρος που καθορίζει το σύνολο της αποδεικτικής διαδικασίας και β) Ειδικό μέρος που αφορά τα κατιδίαν αποδεικτικά μέσα

Άρθρο 335

Αντικείμενο της αποδείξεως

Αντικείμενο απόδειξης είναι μόνο τα πραγματικά γεγονότα που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης.

Δικαίωμα που αναγνωρίζονται από το ουσιαστικό δίκαιο και πως μπορούμε να τα αποδείξουμε αυτά. Συνήθως δεν μπορούμε να αποδείξουμε κάποιο δικαίωμα που έχουμε.Πρέπει να αποδείξουμε τα δικαιώματα που έχουμε.Δεν λαμβάνεται τίποτα αυτεπαγγέλτως υπόψη στη πολιτική δίκη.Ο δικαστής δεν λαμβάνει τίποτα αυτεπάγγελτα υπόψη σε σχέση με τη δίκη.

Άρθρο 106

Αρχή διάθεσης και συζήτησης

Το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.

Άρθρο 338

Ποιος φέρει το βάρος της αποδείξεως

1. Κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του.

2. Όταν ο νόμος ορίζει κάποιο τεκμήριο για την ύπαρξη ενός πραγματικού γεγονότος, επιτρέπει αντίθετη απόδειξη, αν δεν ορίζεται διαφορετικά.

Ο κάθε διάδικος πρέπει να δείξει τα επωφελή γεγονότα για αυτόν. Αν δεν τα αποδείξεις δεν μπορεί κάποιος άλλος τρίτος στην θέση σου να τα αποδείξει.Κατά κανόνα το δικαστήριο δεν ζητά αποδείξεις, αλλά οι διάδικοι είναι υποχρεωμένοι για παροχή αποδείξεων.

Page 2: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Αρχή της διάθεσης (συμβαίνει συνήθως στην πολιτική δίκη) # Αρχή της αυτεπάγγελτης ενέργειας του δικαστηρίου (συμβαίνει συνήθως στην ποινική δίκη).

Η αγωγή τίθεται σε κίνηση ύστερα από το αίτημα των ιδιωτών για την απονομή της δικαιοσύνης.Το δικαστήριο αποφασίζει με βάση τις αιτήσεις που προβάλλουν οι διάδικοι.

Αρχή της συζητήσεως # Αρχή της ανάκρισηςΤο δικαστήριο δεν λαμβάνει / θεωρεί τα γεγονότα ως πραγματικά γεγονότα πριν αποδειχθούν από τους διαδίκους. Το δικαστήριο δεν ενεργεί μόνο του.

Κάθε διάδικος που επικαλείται/ ισχυρίζεται κάτι είναι υποχρεωμένος να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά επωφελή για αυτόν. Στην περίπτωση που δεν γίνει απόδειξη υπάρχουν δυσμενής συνέπειες για τον διάδικο που ήταν υποχρεωμένος για απόδειξη.

Συνέπειες:Ενάγον -> απόρριψη της αγωγής του εφόσον αδυνατεί να αποδείξει τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα του.Εναγόμενος -> εφόσον αδυνατεί να αποδείξει κάτι αντίθετο από τον ενάγοντα, έχει αυτός δυσμενής συνέπειες που οδηγούν ακόμα και στην ήττα του στην υπόθεση.

Χωρίς αποδείξεις ο δικαστής δεν μπορεί να σχηματίζει δικανική πεποίθηση (να οδηγηθεί σε κάποιο αποτέλεσμα – απόφαση).Απαγορεύεται η αρνησιδικία.

Προσοχή!!!!Όταν ο εναγόμενος αρνείται απλά ή αιτιολογημένα ακόμα και τότε ο ενάγον έχει την υποχρέωση και το βάρος της απόδειξης.Αυτό αλλάζει στην περίπτωση των ενστάσεων στις οποίες όποιος ασκεί την ένσταση (εναγόμενος ή και αντένσταση του ενάγοντος) έχει και το βάρος της απόδειξης.

Η ομολογία του διαδίκου μπορεί να θεωρηθεί αποδεικτικό μέσο.Το δικαστήριο και οι αποφάσεις του ελέγχονται από τον Άρειο Πάγο αναιρετικά.Π.χ. αν παραβεί το ίδιο το δικαστήριο τους κανόνες της απόδειξης. Αν θεωρήσει το δικαστήριο γεγονότα ψευδή ως αληθινά ή το αντίστροφο ενώ δεν αποδείχθηκαν Αν υπάρχει λανθασμένη αξιολόγηση κάποιου αποδεικτικού μέσου.

Page 3: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Δηλαδή π.χ. όταν ομολογώ το δικαστήριο δεν μπορεί να πάρει διαφορετική απόφαση. Στον Άρειο Πάγο ελέγχονται οι δικαστικές αποφάσεις αναιρετικά.

Άρθρο 559

Λόγοι αναιρέσεως

Αναίρεση επιτρέπεται μόνο

1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς,

2) αν το δικαστήριο δεν είχε τη νόμιμη σύνθεση ή έλαβε μέρος στη σύνθεσή του δικαστής του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση ή κατά του οποίου είχε ασκηθεί αγωγή κακοδικίας,

3) αν το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για εξαίρεση δικαστή, αν και ο δικαστής αυτός, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε η απόφαση, έπρεπε κατά το νόμο να εξαιρεθεί,

4) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων,

5) αν το δικαστήριο σε περίπτωση καθ' ύλην αρμοδιότητας εσφαλμένα δέχτηκε ότι είναι αρμόδιο ή αναρμόδιο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 47 ή αν το δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 46,

6) αν παρά το νόμο και ιδίως παρά τις σχετικές με την επίδοση διατάξεις ο διάδικος δικάστηκε ερήμην,

7) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας,

8) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης,

9) αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη,

10) αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη

(Όπως οι λέξεις <<ή δεν διέταξε απόδειξη γι' αυτά>> διαγράφηκαν με το άρθρο 17 παρ.2 του ν 2915/2001. Ισχύει από 1.1.2002 - άρθρο 15 2943/2001.)

Page 4: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

11) αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν,

12) αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων,

13) αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης,

14) αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο,

15) αν παρά το νόμο ανακλήθηκε οριστική απόφαση,

16) αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχτηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίστηκε ύστερα από ένδικο μέσο ή αναγνωρίστηκε ως ανύπαρκτη,

17) αν η ίδια η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις,

18) αν το δικαστήριο της παραπομπής δεν συμμορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση,

19) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης,

20) αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχτεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό.

Η αναίρεση αφορά νομικά σφάλματα των δικαστών που έχουν συνέπεια και για το πραγματικό της υπόθεσης, αλλά και για το μέλλον των δικαστών αφού εγγράφονται στο προσωπικό φάκελο των δικαστών.

Δίκαιο απόδειξης (αποδεικτικών μέσων) : σύνολο κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν την απόδειξη και την αποδεικτική διαδικασία.

Απόδειξη και Αποδεικτική διαδικασία: ένα σύνολο διαδικαστικών ενεργειών είτε από δικαστή είτε από τους διαδίκους είτε και από τους τρίτους που αποβλέπουν στην διαπίστωση της αλήθειας των αναγκαίων για την κρίση της υπόθεσης στοιχείων.

Π.χ. αυτοψία - > από δικαστή Ομολογία -> από διάδικο Μαρτυρική κατάθεση -> από τους τρίτους

Page 5: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Σκοπός αυτών είναι η διαπίστωση της αλήθειας των ισχυρισμών που προβλήθηκαν.

Αντικείμενο απόδειξης: είναι μόνο τα πραγματικά περιστατικά και όχι οι αόριστες νομικές έννοιες και οι αξιολογικές κρίσεις (όπως είναι π.χ. ο όρος υπαιτιότητα κτλπ).

Τα πραγματικά περιστατικά είναι οι ενέργειες από ανθρώπους και συμβάντα της φύσης.

Συζητητικό σύστημα -> Άρθρο 106 του ΚπολΔ. Το δικαστήριο αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προβάλλουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι.

Άρθρο 216

Ποια στοιχεία πρέπει να περιέχει

1. Η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 πρέπει να περιέχει

α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου,

β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς,

γ) ορισμένο αίτημα.

2. Στην αγωγή αναφέρεται

α) προκειμένου για δίκες περιουσιακών σχέσεων η χρηματική αξία του επίδικου αντικειμένου και

β) τα στοιχεία που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του δικαστηρίου

Το περιεχόμενο της αγωγής πρέπει να περιλαμβάνει και τις αποδείξεις των πραγματικών ισχυρισμών.

Διάδικος -> Μας οδηγεί στο έννομο συμφέρον και στην νομιμοποίηση οι οποίες είναι διαδικαστικές προϋποθέσεις.

Αντικείμενο απόδειξης είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί που αποτελούν απαιτούμενο του δικογράφου ώστε αυτό να είναι ορισμένο (δηλαδή το δικόγραφο).

Page 6: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Πραγματικοί ισχυρισμοί: Είναι κρίσεις των διαδίκων που είναι ισχυρισμοί περί της αλήθειας των γεγονότων που αποτελούν την πραγματική βάση της αγωγής.Αυτές οι κρίσεις πρέπει να διακρίνονται σε πραγματικές κρίσεις και σε νομικές κρίσεις που χρησιμοποιούνται κυρίως από το δικαστήριο για την ερμηνεία του κανόνα δικαίου.

Λάθη όσον αφορά την ερμηνεία και την εύρεση του κανόνα δικαίου εξετάζονται σε Άρειο Πάγο αναιρετικά.Λάθη όσον αφορά τους πραγματικούς ισχυρισμούς δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως αλλά κρίνονται από το δικαστήρια.

Ισχυρισμοί: α) πραγματικοί και β) νομικοί

Αντικείμενο απόδειξης είναι τα πραγματικά περιστατικά.

Κρίσιμα πραγματικά γεγονότα: Σημαίνει ότι ο δικαστής αντιμετώπισε πριν το νομικό ζήτημα της υπόθεσης και τώρα εξετάζει τα πραγματικά γεγονότα που απόκτησαν κρίσιμο χαρακτήρα. Το δικαστήριο δεν κρίνει μόνο την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών, αλλά ρυθμίζει και το νομικό ζήτημα.

Στην αποδεικτική διαδικασία έχουμε να κάνουμε με τις κρίσεις.Τα πραγματικά γεγονότα μόνα τους δεν αποτελούν αντικείμενο απόδειξης. Σκέτα τα γεγονότα δεν γίνονται αντιληπτά.Αντιληπτά γίνονται τα γεγονότα όταν τα κατανοήσουμε με την βοήθεια των λογικών διεργασιών π.χ. οτιδήποτε αντιλαμβανόμαστε με τα μάτια το επεξεργαζόμαστε στο μυαλό μας.Οι διάδικοι και το δικαστήριο πρέπει να κατανοούν τα πραγματικά γεγονότα.

Αντιλαμβανόμαστε: - πραγματικά περιστατικά- τον εφαρμοστέο νομικό κανόνα με βάση την ερμηνεία

κανόνων δικαίουμε βάση τις λογικές / νοητικές διεργασίες.

Αναγάγουμε τα γεγονότα που αντιλαμβανόμαστε σε πραγματικά περιστατικά – γεγονότα, δηλαδή έννοιες της εμπειρίας οι οποίες δεν αποτελούν έννοιες νομοτυπικής υπόστασης κανόνα δικαίου.

Υπάρχουν και άμεσες παρατηρήσεις όμως με νομική σημασία.Π.χ. ασθένεια – διαπίστωση από γιατρό (επιστήμονα) – παλιά οδηγούσε σε διαζύγιο.

Στάδια απόδειξης:1. Διαπίστωση πραγματικών περιστατικών.

Page 7: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

2. Έννομη συνέπεια3. Δικαστική απόφαση

Αυτόματη ή μη υπαγωγή με λογική ή μη διαδικασία από δικαστή των πραγματικών περιστατικών σε κανόνες δικαίου.

Οι δικαστικές αποφάσεις ελέγχονται αναιρετικά, πειθαρχικά και για κακοδικία εφόσον δεν συνδέονται με την απόδειξη.

Ορισμένες νομικές έννοιες: περιγραφικά ορισμένο περιεχόμενο, π.χ. η λέπρα οδηγεί σε διαζύγιο. Αποτελεί ταυτόχρονα και πραγματικό ζήτημα – γεγονός αυτό. Δηλαδή ο χαρακτηρισμός της υγείας του. Ο χαρακτηρισμός αυτός ως πραγματικού γεγονότος δεν χρειάζεται καθόλου λογική διενέργεια / διαδικασία από δικαστή. Με λογική διεργασία γίνονται αντιληπτά τα πραγματικά γεγονότα και οι νομικές έννοιες.Η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε νομικούς κανόνες δικαίου ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο.

#

Αόριστες και Αφηρημένες νομικές έννοιες : Μη περιγραφικά ορισμένο περιεχόμενο. Π.χ. ισχυρισμός κλονισμός του γάμου.Ο δικαστής πρέπει να τα ερμηνεύσει σύμφωνα με άλλους κανόνες δικαίου.Εφόσον ερμηνεύεται αόριστη νομική έννοια την λογική διαδικασία απόδειξης μπορεί να την ελέγξει αναιρετικά και ο Άρειος Πάγος.

Στις αόριστες νομικές έννοιες ο δικαστής με βάση μια λογική διεργασία να ερμηνεύσει και να εξειδικεύσει το περιεχόμενο της νόμιμης έννοιας. Π.χ. τι αποτελεί ισχυρό κλονισμό του γάμου;Η διαπίστωση της μοιχείας είναι πραγματικός ισχυρισμός και γεγονός. Ο δικαστής πρέπει να κρίνει κατά πόσον η μοιχεία αποτελεί ισχυρό κλονισμό του γάμου.Αποδεικτέα είναι η μοιχεία που είναι πραγματικό γεγονός. Αν αποδειχθεί η μοιχεία ο δικαστής με την λογική πρέπει να ελέγξει μετά αν η μοιχεία είναι ισχυρό κλονιστικό γεγονός του γάμου που οδηγεί σε διαζύγιο.

Κατάστρωση του συλλογισμού (απαιτεί 3 έννοιες) :1. Ελάσσονα πρόταση2. Μείζονα πρόταση3. Έννομη συνέπεια

Σημασία δεν έχουν οι λέξεις αλλά οι έννοιες.Π.χ. χωροφύλακας – όργανο/ μπουζούκι – όργανο/ άρα χωροφύλακας – μπουζούκι. Η έννοια όργανο είναι ΜΕΣΟΣ ΟΡΟΣ.

Page 8: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Το όργανο χρησιμοποιείται 2 φορές με διαφορετική έννοια.Άρα δεν υπάρχει σωστή κατάστρωση συλλογισμού, άρα υπάρχει απάτη που γεννά αξίωση.

Είδος ειδικότερων, γένος γενικότερων – Αριστοτέλης.

Μπουζούκι – όργανοΦλογέρα – όργανοΜπουζούκι – φλογέραΊδιες έννοιες, αλλά το ένα είναι πνευστό και το άλλο έγχορδο.Άρα πάλι 4 έννοιες και όχι 3 έννοιες.

Για παράδειγμα:1. Υποθήκη ΑΚ 1282. Η υποθήκη εκτείνεται και στο παράρτημα του

ακινήτου. Τι είναι τα παραρτήματα; ΑΚ 956 -> Παράρτημα είναι το κινητό πράγμα το οποίο έχει προοριστεί στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού του ακινήτου. (ΜΕΣΟΣ ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΥ).

Παραρτήματα : αυτοκίνητα σε μια εταιρία ενοικίασης αυτοκινήτων. Υποθηκεύονται μαζί με το ακίνητο και τα αυτοκίνητα αφού εξυπηρετούν στην επίτευξη κέρδους.

2. ΑΚ – αδυναμία για εκπλήρωση : ευθύνη ΑΚ 330 -> υποχρέωση από δόλο ή αμέλεια (νομική έννοια ο δόλος ή η αμέλεια). ΑΚ 685 -> σύμβαση έργου. Κατά την εκτέλεση του έργου αν παρουσιάζονται ελαττώματα και δεν υπάρχει έγκυρη ιδιοποίηση τότε γεννάται υποχρέωση από αμέλεια επειδή υπάρχει αδυναμία εκπλήρωσης ή πλημμελής εκπλήρωση.

Οι κανόνες δικαίου δεν αποτελούν αντικείμενο απόδειξης.

Συναλλακτικά ήθη: Οι συμβάσεις ερμηνεύονται με βάση αυτές. Είναι συνήθειες στην αγορά.Αυτά τα συναλλακτικά ήθη είναι νομικές έννοιες και η εξειδίκευση τους αφορά και τον αναιρετικό δικαστήριο.

Αντικείμενο απόδειξης είναι αν υπάρχει η συγκεκριμένη συνήθεια μεταξύ των μερών στις αγορές τους.Π.χ. ασφάλιση προϊόντων κατά την μεταφορά αποτελεί συναλλακτικό ήθος ; Πρέπει να το εξειδικεύσουμε εφόσον από πριν δεν ήταν συμφωνημένο και αποτελεί πραγματικό περιστατικό ενώ αν είχε συμφωνηθεί από πριν είναι νομική έννοια.

Τα συναλλακτικά ήθη λόγω μεταβλητού χαρακτήρα τους μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο απόδειξης.

Προσοχή:Οι αόριστες νομικές έννοιες γίνονται κατανοητές κατά χρόνο και κατά τόπο.

Page 9: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Συνήθως οι συνήθειες και αντιλήψεις των ανθρώπων αλλάζουν από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο.

Μανιώτης => Δεν αποδέχεται τα συναλλακτικά ήθη ως αντικείμενο απόδειξης αλλά ως αντικείμενο εξειδίκευσης.

Αντικείμενο απόδειξης -> υπάρχει βάρος απόδειξηςΑντικείμενο εξειδικεύσεως -> δεν υπάρχει κανένα βάρος απόδειξης

Η συλλογή αποδεικτικού υλικού είναι πάρα πολύ δύσκολη σήμερα μιας και υπάρχουν προσωπικά δεδομένα, ιδιωτική ζωή και απόρρητο.

Η έμμεση απόδειξη είναι καλύτερη από την άμεση απόδειξη.

Διδάγματα κοινής πείρας => Είναι οι γνώσεις της μέσης μορφώσεως ανθρώπου από την εγκύκλια μόρφωση και την πείρα του αντλημένες.Π.χ. αντιλήψεις κοινωνικής ηθικής.Π.χ. αν πίνει κάποιος 2 μπουκάλια αλκοόλ, θα μεθύσει, άρα έχει υπαιτιότητα για ατύχημα.

ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ αντικείμενο απόδειξης αλλά χρησιμεύουν ως έμμεση απόδειξη τα διδάγματα κοινής πείρας.

Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς.

ΔΕΝ μπορούμε να αποδεικνύουμε τους ισχυρισμούς μας με κάθε τρόπο, αλλά μόνο με συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα που μας προσφέρει ο ΚπολΔ.

Άρθρο 339

Ποια είναι τα αποδεικτικά μέσα

Αποδεικτικά μέσα είναι η ομολογία, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέταση των διαδίκων, οι μάρτυρες, και τα δικαστικά τεκμήρια.

Τα δικαστική τεκμήρια είναι ανώνυμα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή υποστατά αποδεικτικά μέσα. Επιτρέπουν ευρεία ένταξη πράξεων στα αποδεικτικά μέσα.

Page 10: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Εκτός από τα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 339 του ΚπολΔ υπάρχουν και οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη, συμβολαιογράφου και προξενικής αρχής που αποτελούν επίσης αποδεικτικά μέσα.

Άρθρο 270

Προφορικότητα διαδικασίας. Αποδεικτικά μέσα

1. Ενώπιον των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων η συζήτηση είναι προφορική. Ο δικαστής οφείλει πριν από τη συζήτηση να έχει ενημερωθεί επί της αγωγής και επί των εκατέρωθεν ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων και ιδίως ως προ τα θέματα και το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών. Οι διάδικοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποί τους οφείλουν κατά την συζήτηση στο ακροατήριο να εμφανιστούν αυτοπροσώπως. Η μη εμφάνιση του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του στο ακροατήριο, αν είναι αδικαιολόγητη, εκτιμάται από το δικαστήριο ελεύθερα. Με την επιφύλαξη του άρθρου 260, αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εμφανισθεί η εμφανισθεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος κάποιος από τους διαδίκους, μολονότι έχει κληθεί νομίμως και εμπροθέσμως, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι.

2. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Συμπληρωματικά μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394. Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση, και αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Για την αντίκρουση ένορκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στην προθεσμία της παρ.3 του άρθρου 237, πρόσθετων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθμού προς τις αντικρουόμενες.

3. Το δικαστήριο ζητεί τις αναγκαίες πληροφορίες και διασαφήσεις από τους διαδίκους ή τους εκπροσώπους τους και τους εξετάζει κατά την κρίση του, έστω και αν δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 415. Οφείλει να εξετάσει ένα τουλάχιστον από τους προτεινόμενους και παριστάμενους μάρτυρες για κάθε πλευρά. Σε περίπτωση ομοδικίας μπορεί να εξετασθεί ένας μάρτυρας για κάθε ομόδικο, αν τούτο κριθεί απαραίτητο λόγω διαφορετικών συμφερόντων.

4. Το δικαστήριο, αν είναι αναγκαίο, διατάσσει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Στην ανακοίνωση αυτή προσδιορίζεται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από εξήντα ημέρες καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο.

Page 11: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

5. Η συζήτηση και η διεξαγωγή της απόδειξης ολοκληρώνεται σε μία δικάσιμο. Αν ο χρόνος δεν επαρκεί, επιτρέπεται διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον των ίδιων δικαστών, με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων και εκείνων που δεν παρίστανται.

6. Έως τη δωδεκάτη ώρα της όγδοης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση ή από την αυτοψία ή από τη λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, η οποία περιορίζεται στην αξιολόγηση των αποδείξεων και την αντίκρουση των ισχυρισμών που προβλήθηκαν οψίμως κατά το άρθρο 269 παρ.2. Ο γραμματέας το αργότερο τη τέταρτη εργάσιμη ημέρα από τη συζήτηση, υποχρεούται να χορηγεί στους διαδίκους αντίγραφα των πρακτικών της δίκης.

7. Η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο.

Άρθρο 650

Αποδεικτικά μέσα και διαδικασία

1. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Οι μάρτυρες εξετάζονται κατά τη δικάσιμο. Το δικαστήριο μπορεί να ορίσει κατά τη δικάσιμο, αν το κρίνει αναγκαίο, άλλη ημέρα και ώρα για την εξέταση των μαρτύρων ενώπιόν του, με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, χωρίς να απαιτείται κλήση των διαδίκων και των μαρτύρων να εμφανιστούν κατά την εξέταση. Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη μόνο αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου, πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες.

2. Αν υπάρχει ανάγκη να γίνε αυτοψία, το δικαστήριο ενεργεί την αυτοψία, ορίζοντας κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, με προφορική ανακοίνωσή του που καταχωρίζεται στα πρακτικά, τον τόπο και τον χρόνο της διεξαγωγής της, χωρίς να απαιτείται και πρόσκληση των διαδίκων να παραστούν. Το πόρισμα της αυτοψίας καταχωρίζεται στην απόφαση.

3. Αν υπάρχει ανάγκη να γίνει πραγματογνωμοσύνη, το δικαστήριο ορίζει κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, με προφορική ανακοίνωσή του, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, τους πραγματογνώμονες, το θέμα, τον τόπο και τον χρόνο της διεξαγωγής της. Ο χρόνος της διεξαγωγής δεν είναι ποτέ δυνατό να είναι μεγαλύτερος από οκτώ ημέρες. Οι πραγματογνώμονες μπορούν να εκθέσουν το πόρισμά του και προφορικά στη γραμματεία του δικαστηρίου, οπότε συντάσσεται πρακτικό, χωρίς να απαιτείται και πρόσκληση των διαδίκων να παραστούν κατά τη σύνταξή του ούτε ανάγνωση του πρακτικού στους διαδίκους, αν παρίστανται.

Άρθρο 671

Page 12: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Αποδεικτικά μέσα. Ένορκες βεβαιώσεις. Όρκος

1. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Οι μάρτυρες εξετάζονται κατά τη δικάσιμο. Το δικαστήριο μπορεί να ορίσει κατά τη δικάσιμο, αν το κρίνει αναγκαίο, άλλη ημέρα και ώρα για την εξέταση των μαρτύρων ενώπιόν του, με προφορική ανακοίνωσή του που καταχωρίζεται στα πρακτικά, χωρίς να απαιτείται και κλήση των διαδίκων και των μαρτύρων να εμφανιστούν κατά την εξέταση. Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη μόνο αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες.

2. Αν υπάρχει ανάγκη να γίνει αυτοψία, το δικαστήριο ενεργεί την αυτοψία, ορίζοντας κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, με προφορική ανακοίνωσή του που καταχωρίζεται στα πρακτικά, τον τόπο και το χρόνο της διεξαγωγής της, χωρίς να απαιτείται και πρόσκληση των διαδίκων να εμφανιστούν κατά την αυτοψία. Το πόρισμα της αυτοψίας καταχωρίζεται στην απόφαση.

3. Αν υπάρχει ανάγκη να γίνει πραγματογνωμοσύνη, το δικαστήριο ορίζει, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, με προφορική ανακοίνωσή του, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, τους πραγματογνώμονες, το θέμα, το χρόνο, καθώς και τον τρόπο της διεξαγωγής της. Ο χρόνος της διεξαγωγής δεν είναι ποτέ δυνατό να είναι μεγαλύτερος από οκτώ ημέρες. Οι πραγματογνώμονες μπορούν να εκθέσουν το πόρισμά τους και προφορικά στη γραμματεία του δικαστηρίου, οπότε συντάσσεται πρακτικό. Δεν απαιτείται πρόσκληση των διαδίκων να παραστούν κατά τη σύνταξη του πρακτικού ούτε ανάγνωσή του στους διαδίκους, αν παρίστανται.

Παλιά υπήρχε ο όρκος αλλά δεν υπήρχαν οι διάδικοι κατά τον ΚπολΔ του Maurer. Κατά καιρούς ο νομοθέτης τροποποιεί τα αποδεικτικά μέσα.

Ν. 958/71 -> Τα αποδεικτικά μέσα έγιναν 8

Ν. 2915/ 2001 - > Αφαιρέθηκε ο όρκος από τα αποδεικτικά μέσα.

Η διαδικασία (τακτική / ειδική) και η δικαιοδοσία (εκούσια ή αμφισβητήσιμη) καθορίζουν τα αποδεικτικά μέσα που θα χρησιμοποιηθούν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

Είδη απόδειξης: α) ελεύθερη β) αυστηρή και γ) εν μέρει ελεύθερη

- Αυστηρή απόδειξη: Διέπεται στο σύνολο της από τους κανόνες που καθιερώνονται στα άρθρα 335 και επόμενα του ΚπολΔ και μόνο. Ο δικαστής είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει συγκεκριμένη διαδικασία με συγκεκριμένα μέσα και βάρος.

- Ελεύθερη απόδειξη: Ο δικαστής κρίνει όπως θέλει. Δεν δεσμεύεται από συγκεκριμένη διαδικασία, μέσα και το βάρος.

Page 13: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Π.χ. προσδιορισμός αξίας αντικειμένου διαφοράς άρθρο 7 του ΚπολΔ είναι ελεύθερη απόδειξη.

Και στην ελεύθερη και στην αυστηρή απόδειξη ο δικαστής είναι υποχρεωμένος να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση (δηλαδή να σχηματίσει γνώμη χωρίς αμφιβολίες).

Η πλήρη δικανική πεποίθηση αντιδιαστέλλεται από την πιθανολόγηση.

Πλήρης δικανική πεποίθηση -> Πεποίθηση για ορθότητα πέραν πάσης νομικής αμφιβολίας.

#

Ήσσονος (Χαμηλότερου βαθμού δικανική πεποίθηση) είναι η πιθανολόγηση.

Πιθανολόγηση: κρίση με πιθανότητες, π.χ. 50 % κτλπ. Δεν μας ενδιαφέρει ο βαθμός της πιθανότητας.

- Εν μέρει ελεύθερη απόδειξη: Ενδιάμεσο της ελεύθερης και αυστηρής απόδειξης. Ναι μεν ο δικαστής υπακούει στους κανόνες της αυστηρής απόδειξης αλλά με κάποιες παρεκκλίσεις. Επιτρέπονται εδώ και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου.

π.χ. έγγραφα παλιά πρέπει να είχαν χαρτόσημο. Στην αυστηρή απόδειξη αν έλειπα χαρτόσημο υπήρχε ακυρότητα του εγγράφου. Στην εν μέρει ελεύθερη απόδειξη αυτό επιτρέπεται, δηλαδή το έγγραφο και χωρίς χαρτόσημο θεωρείται αποδεικτικό μέσο.

Άρθρο 393

Πότε δεν επιτρέπεται απόδειξη με μάρτυρες λόγω ποσού

Page 14: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

1. Συμβάσεις και συλλογικές πράξεις δεν μπορούν να αποδειχθούν με μάρτυρες εφόσον η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει τα πέντε χιλιάδες εννιακόσια (5.900) ευρώ

(Όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ.5 του ν 2915/2001. Ισχύει από 1.1.2002 - άρθρο 15 ν 2943/2001.)

2. Δεν επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες κατά του περιεχομένου εγγράφου, έστω και αν η αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας είναι μικρότερη από τα πέντε χιλιάδες εννιακόσια (5.900) ευρώ.

(Όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ.5 του ν 2915/2001. Ισχύει από 1.1.2002 - άρθρο 15 ν 2943/2001.)

3. Δεν επιτρέπεται να αποδειχθούν με μάρτυρες πρόσθετα σύμφωνα, προγενέστερα, σύγχρονα ή μεταγενέστερα δικαιοπραξίας που έχει συνταχθεί εγγράφως έστω και αν δεν είναι αντίθετα προς το περιεχόμενο του εγγράφου.

Μονομελές δικαστήρια (ειρηνοδικείο και πρωτοδικείο) => υπάρχει εν μέρει ελεύθερη απόδειξη.Πολυμελές δικαστήρια => ισχύει η αυστηρή απόδειξη

Ν. 2915/ 2001-> Εν μέρει ελεύθερη απόδειξη επεκτάθηκε πλέον και σε όλα τα δικαστήρια.

Προϋποθέσεις επιτρεπτού αποδεικτικού μέσου # προϋποθέσεις για βάρος απόδειξης

Συμπληρωματική αποδεικτικά μέσα: εφόσον δεν επαρκούν τα αποδεικτικά μέσα που υπάρχουν μπορούν συμπληρωματικά να χρησιμοποιηθούν και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου ή μπορούν να χρησιμοποιηθούν και οι αποδείξεις αποκλειστικά της τελευταίας κατηγορίας που δεν τηρούν τις προϋποθέσεις του νόμου.

Ένορκη βεβαίωση: Είναι μια μαρτυρία που δεν έχει υποστεί την βάσανο της αντεξέτασης και τον έλεγχο του δικαστή όταν γίνεται η μαρτυρία. Πρέπει να έχουν δοθεί δύο μέρες πριν την βεβαίωση και αυτό γίνεται με κλήτευση του διαδίκου.

Άρθρο 352

Αποδεικτική δύναμη της ομολογίας

Page 15: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

1. Η ομολογία του διαδίκου, προφορική ή γραπτή, ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει τη δίκη ή του εντεταλμένου δικαστή, αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε.

2. Το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την εξώδικη ομολογία.

Η γραπτή ή η προφορική ομολογία αποτελεί πλήρη απόδειξη απέναντι σε εκείνον που ομολόγησε. Η ομολογία μπορεί να είναι δικαστική ή ακόμα και εξώδικη.

Ομολογία: Είναι η έκθεση ή η αποδοχή κρίσιμων για την εκκρεμούσα υπόθεση γεγονότων επιζήμιων για αυτόν που προβαίνει στην ομολογία. Έκθεση έχουμε όταν τα εκθέτει ο ενάγον και η αποδοχή κρίσιμων γεγονότων έχουμε όταν ο ενάγον τα εκθέτει και τα αποδέχεται ο εναγόμενος ( ο αντίδικος). Δεν νοούνται επωφελή αλλά μόνο επιζήμια γεγονότα για τον ενάγοντα (αυτόν δηλαδή που ομολογεί).

Επιζήμιο γεγονός: Γεγονός που κατά τον χρόνο που εκθέτηκε ή έγινε η αποδοχή του να ήταν επιζήμιο για αυτόν που το έκθεσε ή το αποδέχτηκε.

Υπάρχει πιθανότητα κάποιο γεγονός όταν εκθέτηκε να ήταν επωφελές. Αυτό δεν μπορεί να ληφθεί ως αποδεικτικό μέσο της ομολογίας σε κάποια άλλη δίκη.Θεωρείται ως ομολογία όταν είναι επιζήμιο κατά τον χρόνο της έκθεσης. Η ομολογία πρέπει να γίνεται μόνο ενώπιον του δικαστηρίου που χρειάζεται την κύρια δίκη αλλιώς δεν έχουμε δικαστική αλλά εξώδικη ομολογία.

Η ομολογία κατά τον Ελληνικό ΚπολΔ είναι αποδεικτικό μέσο.Ο Γερμανικός ΚπολΔ τα δέχεται ως απλή διαδικαστική πράξη και ειδικότερα ως παράλειψη αμφισβήτησης του αποδεικτέου γεγονότος. Έχει μεγάλη σημασία ο χαρακτηρισμός νομικής φύσεως της ομολογίας ως αποδεικτικού μέσου ή διαδικαστικής πράξης γιατί με βάση αυτό γίνεται και ο αναιρετικός έλεγχος. Στην περίπτωση που έχουμε αποδεικτικό μέσο επιτρέπεται αναιρετικός έλεγχος ενώ σε περίπτωση διαδικαστικής πράξης όχι.

Η ομολογία και τα έγγραφα δεσμεύουν μόνο το δικαστήριο.Η ομολογία είναι δεσμευτική για το δικαστήριο επειδή: - όποιος ομολογεί γεγονός για αυτόν δεν μπορεί να ψεύδεται- αίρεται η διαφωνία διαδίκων με την ομολογία του ενός. Οπότε πρέπει να έχει υψηλή αποδεικτική αξία.- αρχή απολλοτροιωτού δικαιωμάτων, άρα απαιτείται σεβασμός στην ομολογία του διαδίκου.

Page 16: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Ομολογία υπάρχει μόνο εφόσον το αντικείμενο της δίκης είναι ελεύθερα διαθέσιμο (αρχή της διαθέσεως δηλαδή).

Άρθρο 261

Απάντηση στους ισχυρισμούς

Κάθε διάδικος οφείλει να απαντά με σαφήνεια γενικά ή ειδικά για την αλήθεια ή όχι των πραγματικών ισχυρισμών του αντιδίκου του. Εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια κάποιου πραγματικού ισχυρισμού, απόκειται στο δικαστή να κρίνει σε συνδυασμό με την τυχόν γενική άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση.

Υπάρχει υποχρέωση απάντησης είτε γενικά είτε ειδικά για την αλήθεια ή όχι των πραγματικών ισχυρισμών του αντιδίκου.Πρέπει τους ισχυρισμούς του αντιδίκου να τους αποκρούουμε ένα- ένα (η γενική άρνηση μπορεί να θεωρηθεί και ως ομολογία εφόσον το παραλείψουμε).

Άρθρο 116

Καλοπιστία και ειλικρίνεια

Οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοί τους οφείλουν να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, να αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση της δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις.

Άρθρο 205

Χρηματικές ποινές σε στρεψοδίκους

Το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόμιμο αντιπρόσωπό του ή στο δικαστικό το πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από εκατόν πενήντα (150) ευρώ έως οκτακόσια ογδόντα (880) ευρώ, που περιέχεται στο ταμείο νομικών, αν προκύψει από τη δίκη που έγινε ότι, αν και το γνώριζαν

1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς ένδικο μέσο ή

2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας

Page 17: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Η ομολογία διακρίνεται σε : δικαστική και σε εξώδικη ομολογία. Η ομολογία αποτελεί πραγματική απόδειξη ενώπιον του δικαστηρίου. Ελεύθερα το δικαστήριο εκτιμά την εξώδικη ομολογία.Η δικαστική ομολογία είναι αυτή που γίνεται ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει και την στιγμή που δικάζει την κύρια δίκη. Μπορεί να είναι και προφορική και γραπτή. Μπορεί να γίνει με αγωγή, με ανταγωγή, με προτάσεις αλλά και με δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου.Οποιαδήποτε άλλη ομολογία που γίνεται ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου αλλά σε πλαίσια άλλης δίκης ή ενώπιον άλλου διαφορετικού δικαστηρίου αποτελεί εξώδικη ομολογία.

Η δικαστική ομολογία έχει μεγάλη αποδεικτική αξία. Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου γίνεται η ομολογία μπορεί να είναι και αναρμόδιο δικαστήριο και αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο αρμόδιο δικαστήριο ως δικαστική ομολογία αρκεί να αφορά την ίδια υπόθεση.

Δικαστική ομολογία -> δεσμεύει τον δικαστήΕξώδικη ομολογία -> εκτιμάται ελεύθερα από τον δικαστή

Η ομολογία διακρίνεται επίσης σε απλή και σύνθετη ομολογία.

Άρθρο 353

Αποδεικτική δύναμη σύνθετης ομολογίας

Η αποδεικτική δύναμη της ομολογίας δεν επηρεάζεται από το ότι, εκτός από το επιζήμιο πραγματικό γεγονός για εκείνον που ομολογεί, περιέχει και άλλο πραγματικό γεγονός που τον ωφελεί και αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό. Αν το πραγματικό γεγονός, το ωφέλιμο για εκείνον που ομολογεί, δεν είναι αυτοτελές, το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την ομολογία.

Μαζί δηλαδή με το επιζήμιο γεγονός μπορούμε να εκθέτουμε και ένα επωφελές γεγονός προς εμάς. Στην απλή ομολογία χρησιμοποιούμε απλά επιζήμιο γεγονός, ενώ στην σύνθετη ομολογία προσθέτουμε στην έκθεση ή αποδοχή μας και επωφελές γεγονός.Π.χ. απλή ομολογία -> χρωστάω σε κάποιον. Σύνθετη ομολογία -> χρωστάω σε κάποιον, αλλά μου χρωστάει και αυτός.

Αν το επωφελές γεγονός είναι αυτοτελές ισχυρισμός τότε ξεχωρίζουμε τα πράγματα. Η έκθεση επιζήμιου γεγονός συνιστά ομολογία και δεσμεύει τον δικαστή, ενώ ο αυτοτελής ισχυρισμός (που μπορεί να έχει και την μορφή της ενστάσεως) δεν συνιστά ομολογία αφού είναι αυτοτελής επωφελής ισχυρισμός.

Page 18: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Π.χ. ένσταση συμψηφισμού -> αυτοτελές και επωφελές γεγονός / ισχυρισμός (διαφορετική αντιμετώπιση μεταξύ επιζήμιου και επωφελούς γεγονότος από τον δικαστή).

Η σύνθετη ομολογία εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο.

Υπάρχουν : - δικαιοπαραγωγικοί κανόνες (κανόνας θεμελίωσης

δικαιώματος)- δικαιογόνοι κανόνες (κανόνας θεμελίωσης δικαιώματος)- δικαιοφθόροι κανόνες - δικαιοανασταλτικοί κανόνες- δικαιοκατασταλτικοί κανόνες

Οι τρεις τελευταίες κατηγορίες χρησιμοποιούνται στην αντίκρουση των ισχυρισμών του αντιδίκου. Αποτελούν τις λεγόμενες ενστάσεις.

Στην παραπάνω περίπτωση της ενστάσεως υπάρχει διαχωρισμός της σύνθετης ομολογίας και το καθένα εκτιμάται διαφορετικά από τον δικαστή.

Επίσης υπάρχει διάκριση σε ρητή και σε σιωπηρή ομολογία..Δεν υπάρχει καμία έννομη συνέπεια και διαφορά μεταξύ τους. Η ρητή ομολογία εκφράζεται γραπτά ή και προφορικά. Ρητή = κ # προφορική ομολογίαΗ σιωπηρή ομολογία είναι αυτή που συμπεραίνεται.Π.χ. Γερμανικός ΚπολΔ.

Εφόσον αναφερόμαστε για επωφελή γεγονότα δεν κάνουμε λόγο για ομολογία. Η δικαστική ομολογία γίνεται στα πλαίσια συγκεκριμένης υπόθεσης. Έχει αυξημένη τυπική ισχύ και δεσμεύει.

Απλή ομολογία -> επιβλαβή γεγονόταΣύνθετη ομολογία -> χρήση επωφελών αλλά και επιβλαβών γεγονότων.Όταν όμως υπάρχουν επωφελή γεγονότα που είναι αυτοτελής αυτά θεμελιώνουν και ενστάσεις. Υπάρχει τότε ξεχωριστή μεταχείριση. Τα επωφελή τότε δεν επηρεάζουν τα επιβλαβή γεγονότα και την αποδεικτική αξία/ δύναμη αυτών.Διαφορετικά στην σύνθετη ομολογία, η ομολογία ερμηνεύεται ελεύθερα.

Προϋποθέσεις ομολογίας: 1. Πρέπει να υπάρχει ικανότητα προς ομολογία (δηλαδή ικανότητα διαδίκου και δικαιοπραξίας δηλαδή παράστασης στο δικαστήριο) Η ομολογία είναι και διαδικαστική πράξη (απαιτεί ικανότητα) εκτός από το ότι είναι και αποδεικτικό μέσο.

Page 19: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Ανακοίνωση γνώσεων -> ο διάδικος αποδεχόμενος γεγονότα εκθέτει στο δικαστήριο πράγματα που γνωρίζει. Μπορεί αυτό να έχει και την μορφή δηλώσεως βούλησης εφόσον δεν αποδέχεται αλλά εκθέτει επιζήμια γεγονότα για αυτόν.

Η βούληση δηλώνεται για την διάθεση της αποδεικτικής διαδικασίας.

Ικανότητα ομολογίας απαιτεί την ικανότητα διαδίκου και ικανότητα δικαστικής παράστασης (αποδεικτικό μέσο).Αν θεωρηθεί ότι είναι δήλωση βουλήσεως τότε απαιτείται επίσης και εξουσία διαθέσεως της ομολογίας αυτής (εννοείται του ουσιαστικού δικαιώματος με το οποίο σχετίζεται η ομολογία που δίνεται.)Μπορεί κάποιος να ομολογεί και απλά όταν είναι νόμιμος εκπρόσωπος ή δικαστικός αντιπρόσωπος / πληρεξούσιος. Μπορεί να ομολογήσει δηλαδή και ο δικηγόρος για λογαριασμό του πελάτη του.

2. Η πρόθεση για ομολογίαΔεν πρέπει η έκθεση ή η αποδοχή γεγονότων να γίνεται χάρη αστεϊσμού ή εικονικά, αλλά πρέπει να επιθυμώ την έκθεση ή αποδοχή αυτών και να υπάρχει σοβαρότητα στην δήλωση.Η δικαστική ομολογία έχει το τεκμήριο της σοβαρότητας (πρόθεση ομολογίας).Δεν είναι νοητό ότι εκθέτουμε / αποδεχόμαστε γεγονότα ενώπιον δικαστηρίου για αστεϊσμό ή χωρίς σοβαρότητα.Στην εξώδικη ομολογία η πρόθεση αν αμφισβητηθεί θα πρέπει να αποδεικνύεται.

3. Η έννομη σχέση στην οποία αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αντικείμενα ομολογίας να υπόκεινται στην ιδιωτική αυτονομία (ελευθερία συμβάσεως και διαθέσεως του ομολογούντος).

Η προϋπόθεση αυτή ήταν προϋπόθεση παραδεκτού της ομολογίας στο προισχύσαν δίκαιο. Σήμερα δεν είναι πλέον λόγω της τροποποίησης με Ν 958/1971. Σήμερα πλέον αυτό αναφέρεται στην αποδεικτική σχέση της ομολογίας.Π.χ. γαμικές διαφορές ή σχέσεις γονέων και τέκνων είναι έννομες σχέσεις που ΔΕΝ διαθείτενται ανάλογα με την βούληση των μερών.Δεν μπορεί ο εναγόμενος να ομολογήσει την εγκυρότητα ή ακυρότητα του γάμου. Με την ομολογία δεν επέρχονται έννομες συνέπειες στην έννομη σχέση.

Η ομολογία σε τέτοιες περιπτώσεις εκτιμάται ελεύθερα, ακόμα και αν είναι δικαστική ομολογία.

Page 20: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Δεν επηρεάζει το κύρος ή την υπόσταση της σχέσης ή του αποδεικτικού μέσου αυτό, αλλά μόνο την ισχύ του αποδεικτικού μέσου της ομολογίας.

Άρθρο 600

Ελεύθερη εκτίμηση ομολογίας κ.λπ.

1. Στις διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 592 παρ.1 η μη προσέλευση, η παράλειψη ή η άρνηση διαδίκου να καταθέσει ή να απαντήσει στις ερωτήσεις που του υποβάλλονται ή να δηλώσει για την αλήθεια πραγματικών περιστατικών ή για τη γνησιότητα εγγράφου, όπως και η ομολογία, λαμβάνονται υπόψη σε συνδυασμό με τις άλλες αποδείξεις και εκτιμώνται ελεύθερα.

Τα δικόγραφα γράφονται σε πρώτο πρόσωπο από τον δικηγόρο.

Για την ομολογία του δικηγόρου δεν χρειάζεται ειδική πληρεξουσιότητα του πελάτη του.Καταρχήν η πληρεξουσιότητα είναι γενική με διάρκεια 5 ετών.Υπάρχει και η ειδική πληρεξουσιότητα που περιλαμβάνει δικαιώματα όπως παραίτηση από το δικαίωμα του δικογράφου ή σε περιπτώσεις διαζυγίου ή και συμβιβασμού ή διαιτησίας.

Άρθρο 94

Παράσταση με δικηγόρο ή χωρίς δικηγόρο

1. Στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο.

2. Επιτρέπεται η δικαστική παράσταση διαδίκου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο:

α) στο ειρηνοδικείο

β) στα ασφαλιστικά μέτρα,

γ) για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος.

3. Στις περιπτώσεις της παρ. 2 ο δικαστής έχει δικαίωμα, εκτιμώντας τις ιδιαίτερες περιστάσεις, να υποχρεώσει το διάδικο να προσλάβει δικηγόρο.

Άρθρο 95

Δικαιώματα περισσοτέρων πληρεξουσίων

Page 21: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Αν στην ίδια δίκη εκπροσωπούν το διάδικο περισσότεροι πληρεξούσιο δικηγόροι, έχουν δικαίωμα να ενεργούν είτε από κοινού είτε ο καθένας χωριστά. Αντίθετος όρος του πληρεξούσιου εγγράφου δεν ισχύει απέναντι στον αντίδικο, εκτός αν το πληροφορήθηκε με κοινοποίηση.

Άρθρο 96

Τύπος πληρεξουσιότητας

1. Η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και πρέπει να αναγράφει τα ονόματα των πληρεξουσίων.

2. Η πληρεξουσιότητα μιας αρχής μπορεί να δοθεί σε δικηγόρο και με έγγραφό της που περιέχει τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3. Κατά τη διαδικασία ενώπιον του ειρηνοδικείου η πληρεξουσιότητα δίνεται και με ιδιωτικό έγγραφο που περιέχεται στοιχεία της παραγράφου 1. η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας ή τον αστυνόμο.

Άρθρο 97

Γενική πληρεξουσιότητα. Έκταση. Διάρκεια

1. Η πληρεξουσιότητα παρέχει στον πληρεξούσιο το δικαίωμα να παριστά στο δικαστήριο εκείνον που έδωσε την πληρεξουσιότητα, να ενεργεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης, στις οποίες περιλαμβάνεται η άσκηση αγωγών, ανταγωγών, παρεμβάσεων, προσεπικλήσεων και ένδικων μέσων, να λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα και να επιδιώκει την εκτέλεση καθώς και να παρίσταται στις αντίστοιχες δίκες που δημιουργούνται από τις πράξεις αυτές.

2. Περιορισμός της πληρεξουσιότητας ισχύει μόνο αν δηλώθηκε ρητά, όταν χορηγήθηκε.

3. Η πληρεξουσιότητα για όλες τις δίκες παύει να ισχύει μετά πέντε χρόνια από τη χορήγησή της.

Άρθρο 98

Πότε απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα

Η πληρεξουσιότητα που δίνεται κατά το άρθρο 96 δεν περιλαμβάνει, εκτός αν το αναφέρει ειδικά,

α) το δικαίωμα να ασκηθεί αγωγή κακοδικίας, καθώς και να διεξαχθεί δίκη που αφορά γαμικές διαφορές ή σχέσεις των τέκνων με τους γονείς τους,

Page 22: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

β) το δικαίωμα να συμφωνηθεί συμβιβασμός και διαιτησία, να γίνει αναγνώριση, παραίτηση από το δικαίωμα της αγωγής ή των ένδικων μέσων, καθώς και την προσβολή εγγράφου ως πλαστού.

Άρθρο 99

Ανάκληση ομολογιών από το διάδικο

Ο διάδικος, όταν εμφανίζεται μαζί με πληρεξούσιο, έχει δικαίωμα να ανακαλεί αμέσως τις ομολογίες εκείνου.

Άρθρο 99

Πότε παύση η πληρεξουσιότητα

Η πληρεξουσιότητα παύει:

1) όταν πεθάνει ο πληρεξούσιος ή μεταβληθεί η ικανότητά του για δικαστική παράσταση,

2) όταν περατωθεί η δίκη ή η πράξη, για την οποία είχε δοθεί η πληρεξουσιότητα,

3) όταν ο πληρεξούσιος δικηγόρος παραιτηθεί ή παυθεί περισσότερο από τρεις μήνες ή εκπέσει από το λειτούργημά του,

4) όταν ανακληθεί η πληρεξουσιότητα,

5) όταν ο πληρεξούσιος παραιτηθεί από την πληρεξουσιότητα.

Άρθρο 101

Συνέχιση πληρεξουσιότητας σε περίπτωση θανάτου ή ανικανότητας

Σε περίπτωση θανάτου εκείνου που έδωσε την πληρεξουσιότητα ή μεταβολής της ικανότητας για δικαστική παράσταση του ίδιου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του, η πληρεξουσιότητα εξακολουθεί και παύει μόνο όταν διακοπεί η δίκη για έναν από τους λόγους αυτούς.

Μπορεί να υπάρξει όμως ρήτρα στη γενική πληρεξουσιότητα ότι απαγορεύεται ομολογία του δικηγόρου για λογαριασμό (και εις βάρος) του πελάτη του.

Ομολογία διαδίκου ή δικηγόρου έχει σημασία για την ανάκληση αυτής της ομολογίας.Έχει σημασία αν η ομολογία του δικηγόρου γίνεται με παρουσία του πελάτη του.

Page 23: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Άρθρο 352

Αποδεικτική δύναμη της ομολογίας

1. Η ομολογία του διαδίκου, προφορική ή γραπτή, ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει τη δίκη ή του εντεταλμένου δικαστή, αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε.

2. Το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την εξώδικη ομολογία.

Άρθρο 353

Αποδεικτική δύναμη σύνθετης ομολογίας

Η αποδεικτική δύναμη της ομολογίας δεν επηρεάζεται από το ότι, εκτός από το επιζήμιο πραγματικό γεγονός για εκείνον που ομολογεί, περιέχει και άλλο πραγματικό γεγονός που τον ωφελεί και αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό. Αν το πραγματικό γεγονός, το ωφέλιμο για εκείνον που ομολογεί, δεν είναι αυτοτελές, το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την ομολογία.

Άρθρο 354

Προϋποθέσεις ανακλήσεως ομολογίας

Όποιος ομολόγησε μπορεί να ανακαλέσει την ομολογία του μόνο αν αυτός αποδείξει ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια.

Ο διάδικος μπορεί να εμφανιστεί μαζί με τον δικηγόρο του στην πολιτική δίκη.Εξαίρεση: ειρηνοδικείο, ασφαλιστικά μέτρα, εργατικές διαφορές, προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου (απεργία δικηγορικού συλλόγου αλλά γίνεται με άδεια δικηγορικού συλλόγου).

Η παράσταση διαδίκου ενώπιον πολιτικών δικαστηρίων είναι προαιρετική, δεν είναι υποχρεωτική. Συνήθως χρησιμοποιείται η φράση : παρίσταται δια εμού (ο διάδικος) δηλαδή παρίσταται μέσω δικού μου προσώπου (του δικηγόρου).Μπορεί να γίνει και παράσταση μετά ( ο διάδικος εμφανίζεται μετά τον δικηγόρο του ενώπιον του δικαστηρίου). Αυτό βέβαια γίνεται κατά την προφορική διαδικασία κυρίως.

Η ομολογία έχει ως συνέπεια την αναστροφή θέματος και την αντιστροφή του βάρους της απόδειξης. Χωρεί ανάκληση της ομολογίας εφόσον αποδείξει ο ομολογήσας το αντίθετο.

Η ομολογία διακρίνεται από παρεμφερείς θεσμούς.Ομολογία # αποδοχή της αγωγής

Page 24: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Η ομολογία βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά. Η αναγνώριση ή αποδοχή της αγωγής αναφέρεται στην έννομη συνέπεια και στο αίτημα της αγωγής και όχι στα πραγματικά περιστατικά αυτής.

Η ομολογία εφόσον είναι δικαστική δεσμεύει το δικαστήριο και έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη.

Άρθρο 298

Αποδοχή της αγωγής από τον εναγόμενο

Ο εναγόμενος μπορεί να αποδεχτεί την αγωγή αναγνωρίζοντας ολικά ή εν μέρει το δικαίωμα που έχει ασκηθεί με αυτήν, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις κατά το ουσιαστικό δίκαιο. Η αποδοχή γίνεται είτε κατά το άρθρο 297 είτε σιωπηρά με πράξεις από τις οποίες συνάγεται σαφώς. Αν γίνει αποδοχή, εκδίδεται απόφαση σύμφωνα με αυτήν.

Άρθρο 340

Ελεύθερη εκτίμηση και κατά συνείδηση κρίση

Εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, το δικαστήριο κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και αποφασίζει κατά συνείδηση αν οι ισχυρισμοί είναι αληθινοί. Στην απόφαση πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι που οδήγησαν το δικαστή να σχηματίσει την πεποίθησή του.

Η δικαστική ομολογία και τα έγγραφα έχουν πλήρη αποδεικτική ισχύ.Ο διάδικος πλέον δεν έχει το βάρος απόδειξης. Ο δικαστής παίρνει ως βάση τα γεγονότα που εκθέτηκαν ως αληθινά για την λήψη της απόφασης. Ο δικαστής ελέγχει το παραδεκτό και το νόμο βάσιμο της αγωγής ή των ενστάσεων.Νόμο αβάσιμη αγωγή + δεκτή ομολογία -> απόρριψη νόμου αβάσιμης αγωγήςΑποδοχή της αγωγής (δεσμευτικό για τον δικαστή ακόμα και αν η αγωγή είναι νόμο αβάσιμη) + δεκτή ομολογία -> τρόπος περάτωσης της δίκης και γίνεται δεκτό το αίτημα της αγωγής.

Δηλαδή: Στοίχημα1. πραγματικά περιστατικά -> αποδοχή -> ομολογία -> εξέταση νόμου βάσιμου -> απορρίπτεται για νόμο αβάσιμο αφού σύμφωνα με ΑΚ οι ενοχές από στοίχημα είναι ατελής και δεν υπάρχει υποχρέωση εκπλήρωσης αυτών.

2. αποδοχή της αγωγής για στοίχημα (θα πληρώσω αυτά που χρωστάω στον αντίδικο από στοίχημα – αναγνώριση έννομης

Page 25: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

συνέπειας και αιτήματος) -> γίνεται δεκτό ως νόμο βάσιμο (άρθρο 298 του ΚπολΔ).

Ομολογία # Αιτιολογημένη άρνησηΗ ομολογία είναι αποδεικτικό μέσο.Η αιτιολογημένη άρνηση αποτελεί μέσο επίθεσης / άμυνας και παράλληλα θεωρείται και σύνθετη ομολογία χωρίς ο επωφελής ισχυρισμός να είναι αυτοτελής, διαφορετικά έχει άλλες συνέπειες. Εκτιμάται ελεύθερα στο σύνολο της.

Ομολογία # Εξέταση των διαδίκων (άρθρο 339 του ΚπολΔ).Οι διάδικοι είναι αυτοί που εκθέτουν ισχυρισμούς στο δικόγραφο. Ο δικαστής μπορεί να καλέσει τους διαδίκους ενώπιον του ώστε να επαναλάβουν τους ισχυρισμούς τους. Μοναδικό αποδεικτικό μέσο δηλαδή εδώ θεωρούνται οι διάδικοι. Παλιά ήταν επικουρικό αποδεικτικό μέσο, ενώ πλέον με νόμο του 2115/ 2001 είναι κύριο αποδεικτικό μέσο και όχι επικουρικό.Οι διάδικοι μιλούν ως διάδικοι αλλά αντιμετωπίζονται σαν αυτοτελές αποδεικτικό μέσο.

Άρθρο 339

Ποια είναι τα αποδεικτικά μέσα

Αποδεικτικά μέσα είναι η ομολογία, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέταση των διαδίκων, οι μάρτυρες, και τα δικαστικά τεκμήρια.

Άρθρο 415

Προϋποθέσεις εξετάσεως των διαδίκων

1. Αν τα πραγματικά γεγονότα δεν αποδείχθηκαν καθόλου ή αν δεν αποδείχθηκαν εντελώς από τα άλλα αποδεικτικά μέσα, το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει ένα ή και περισσότερους διαδίκους για την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων.

2. Αν ο διάδικος είναι πρόσωπο ανίκανο να παρίστανται στο δικαστήριο, μπορεί κατά την κρίση του δικαστηρίου να εξεταστεί είτε εκείνος που τελεί υπό επιμέλεια, εκτός αν δεν έχει συνείδηση των πράξεών του ή αν δεν συμπλήρωσε το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του, είτε ο νόμιμος αντιπρόσωπός του είτε και οι δύο.

3. Αν ο διάδικος είναι νομικό πρόσωπο, μπορεί να εξεταστεί όποιος το εκπροσωπεί στο δικαστήριο ή κάποιο άλλο μέλος της διοίκησής του.

4. Αν διεξάγει τη δίκη ο σύνδικος πτώχευσης, μπορούν να εξεταστούν είτε ο σύνδικος είτε ο πτωχός είτε και οι δύο.

Page 26: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Άρθρο 416

Πώς γίνεται

Η εξέταση των διαδίκων διατάσσεται ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή αυτεπαγγέλτως και διεξάγεται κατά τις διατάξεις για την εξέταση μαρτύρων.

Όταν εξετάζονται ως διάδικοι καλούνται και επωφελή γεγονότα για αυτούς (κάτι που δεν επιτρέπεται στην περίπτωση της ομολογίας, αφού εκεί υπάρχουν μόνο επιζήμια γεγονότα) και λαμβάνονται υπόψη από δικαστή.Όλα όσα λένε οι διάδικοι στα πλαίσια αυτά εκτιμώνται ελεύθερα. Δεν είναι υποχρεωτικά.Η εξέταση διαδίκων παλιά ήταν επικουρικό αποδεικτικό μέσο.Κατά την εξέταση διαδίκων επιτρέπεται ομολογία εφόσον οι διάδικοι προβάλλουν επιζήμια γεγονότα για αυτούς.Γνώμη Α -> πρόκειται τότε για εξώδικη ομολογία, διότι αυτός που εκθέτει ή αποδέχεται επιζήμια γεγονότα δεν ενεργεί ως διάδικος αλλά ως φορέας αποδεικτικού μέσου (όπως και ο μάρτυρας)Γνώμη Β -> πρόκειται για δικαστική ομολογία διότι ο διάδικος εξακολουθεί να είναι διάδικος (είναι η κρατούσα άποψη)

Ομολογία # σύμβαση αναγνώρισης του αστικού κώδικα (ΑΚ 873)Η ομολογία είναι αποδοχή ή έκθεση πραγματικών περιστατικών.Η σύμβαση αναγνώρισης χρέους ή υπόσχεσης χρέους γεννά την ενοχή που θα είναι έγκυρη. Συνιστά αναγνώριση ουσιαστικού δικαιώματος και όχι πραγματικών περιστατικών.

Άρθρο 873

Έννοια και κύρος

Η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, που δεν αναφέρει την αιτία του χρέους, λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας ότι έγινε με τέτοιο σκοπό.

Άρθρο 874

Το έγγραφο που αναφέρει το προηγούμενο άρθρο δεν απαιτείται αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση αφορά υπόλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού που έχει κλείσει.

Page 27: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Άρθρο 875

Αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση αφορά αιτία για την οποία ο νόμος απαιτεί ιδιαίτερο τύπο, είναι άκυρη αν δεν γίνει μ' αυτόν τον τύπο.

Αυτοψία: Η ομολογία έχει ως επίκεντρο τους διαδίκους. Η αυτοψία έχει ως επίκεντρο το δικαστήριο. Διατάσσεται αυτοψία αν θεωρείται αναγκαία από τον δικαστή η κρίση του θέματος με τις δικές του αισθήσεις διαμορφώνει δικανική πεποίθηση ως προς τα πραγματικά περιστατικά. Αυτοψία -> αυτό που βλέπει ο δικαστής από μόνος του. Δεν χρησιμοποιείται μόνο η όραση, αλλά και οι υπόλοιπες αισθήσεις με την βοήθεια των διδαγμάτων της κοινής πείρας.

Διδάγματα κοινής πείρας είναι αρχές – γενικές θέσεις που αφορούν την εξέλιξη βιοτικών σχέσεων ή φυσικών φαινομένων. Συνάγονται αυτές οι αρχές και οι συνέπειες από τις γνώσεις της μέσης μορφώσεως ανθρώπου ή από την εμπειρία γενική ή από συμμετοχή σε συναλλαγές με τρόπο συμπερασματικό.Π.χ. κάποιος δεν μπορεί να είναι παράλληλα σε δύο μέρη όταν αυτά έχουν μεγάλη απόσταση μεταξύ τους.

Η αυτοψία υπόκειται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου και συνεπώς η διαταγή ή μη της διενέργειας της αυτοψίας δεν ελέγχεται (ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου). Αλλά αν διαταχθεί πρέπει να λάβει υπόψη όλα όσα απαιτούνται.Αυτοψία : το δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να εξετάσει το ίδιο το ζήτημα. Η ιδιωτική γνώση του δικαστή δεν λαμβάνεται υπόψη στο δικαστήριο. Σήμερα ενώπιον των δικαστηρίων ισχύει η προαπόδειξη.Δηλαδή τα έγγραφα που είναι αποδεικτικά μέσα τα δίνουμε στο δικαστήριο μαζί με την αγωγή ή τους μάρτυρες τους παίρνουμε μαζί μας κατά την διάρκεια της συζήτησης του δικαστηρίου.

Η αυτοψία μπορεί να συνδυαστεί και με άλλα αποδεικτικά μέσα. Μπορεί εκτός από αυτοψία να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη ή προσαγωγή μαρτύρων.

Άρθρο 270

Προφορικότητα διαδικασίας. Αποδεικτικά μέσα

1. Ενώπιον των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων η συζήτηση είναι προφορική. Ο δικαστής οφείλει πριν από τη συζήτηση να έχει ενημερωθεί επί της αγωγής και επί των εκατέρωθεν ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων και ιδίως ως προ τα θέματα και το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών. Οι διάδικοι ή οι νόμιμοι

Page 28: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

αντιπρόσωποί τους οφείλουν κατά την συζήτηση στο ακροατήριο να εμφανιστούν αυτοπροσώπως. Η μη εμφάνιση του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του στο ακροατήριο, αν είναι αδικαιολόγητη, εκτιμάται από το δικαστήριο ελεύθερα. Με την επιφύλαξη του άρθρου 260, αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εμφανισθεί η εμφανισθεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος κάποιος από τους διαδίκους, μολονότι έχει κληθεί νομίμως και εμπροθέσμως, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι.

2. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Συμπληρωματικά μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394. Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση, και αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Για την αντίκρουση ένορκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στην προθεσμία της παρ.3 του άρθρου 237, πρόσθετων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθμού προς τις αντικρουόμενες.

3. Το δικαστήριο ζητεί τις αναγκαίες πληροφορίες και διασαφήσεις από τους διαδίκους ή τους εκπροσώπους τους και τους εξετάζει κατά την κρίση του, έστω και αν δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 415. Οφείλει να εξετάσει ένα τουλάχιστον από τους προτεινόμενους και παριστάμενους μάρτυρες για κάθε πλευρά. Σε περίπτωση ομοδικίας μπορεί να εξετασθεί ένας μάρτυρας για κάθε ομόδικο, αν τούτο κριθεί απαραίτητο λόγω διαφορετικών συμφερόντων.

4. Το δικαστήριο, αν είναι αναγκαίο, διατάσσει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Στην ανακοίνωση αυτή προσδιορίζεται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από εξήντα ημέρες καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο.

5. Η συζήτηση και η διεξαγωγή της απόδειξης ολοκληρώνεται σε μία δικάσιμο. Αν ο χρόνος δεν επαρκεί, επιτρέπεται διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον των ίδιων δικαστών, με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων και εκείνων που δεν παρίστανται.

6. Έως τη δωδεκάτη ώρα της όγδοης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση ή από την αυτοψία ή από τη λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, η οποία περιορίζεται στην αξιολόγηση των αποδείξεων και την αντίκρουση των ισχυρισμών που προβλήθηκαν οψίμως κατά το άρθρο 269 παρ.2. Ο γραμματέας το αργότερο τη τέταρτη εργάσιμη ημέρα από τη συζήτηση, υποχρεούται να χορηγεί στους διαδίκους αντίγραφα των πρακτικών της δίκης.

Page 29: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

7. Η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο.

Άρθρο 355

Πότε διατάσσεται

Το δικαστήριο διατάζει αυτοψία αν θεωρεί αναγκαία την αντίληψη του αντικειμένου της απόδειξης με τις δικές του αισθήσεις.

Άρθρο 356

Συνδυασμός αυτοψίας με πραγματογνωμοσύνη και εξέταση μαρτύρων

1. Το δικαστήριο που αποφασίζει να ενεργήσει αυτοψία μπορεί να διατάξει να γίνει ταυτόχρονα και πραγματογνωμοσύνη ή και εξέταση μαρτύρων.

2. Αν μαζί με την αυτοψία διατάχθηκε και πραγματογνωσύνη, ο διορισμός και η όρκιση των πραγματογνωμόνων μπορούν να γίνουν και κατά την αυτοψία από εκείνον που την ενεργεί.

Άρθρο 357

Τόπος και χρόνος ενέργειας της αυτοψίας

Ο δικαστής που θα ενεργήσει την αυτοψία ορίζει τον τόπο, την ημέρα και την ώρα της διεξαγωγή της. Αν ο δικαστής που ενεργεί την αυτοψία ή, αν πρόκειται για πολυμελές δικαστήριο, ο πρόεδρός του, κρίνει πως είναι αδύνατο ή δύσκολο να μεταφερθεί το αντικείμενο της αυτοψίας στον τόπο των συνεδριάσεων, ορίζει τόπο κατάλληλο για τη διεξαγωγή της, όπου πηγαίνει εκείνος που την ενεργεί.

Άρθρο 358

Μέσα αυτοψίας

Όποιος ενεργεί την αυτοψία μπορεί, αν το κρίνει σκόπιμο, κατά την ενέργειά της να καταρτίσει σχέδια ή ιχνογραφήματα, να πάρει φωτογραφίες ή άλλες απεικονίσεις ή να εφαρμόσει επιτόπου τίτλους ή να προβεί σε τεχνικές ενέργειες, είτε ο ίδιος είτε διαμέσου ενός υπαλλήλου της γραμματείας του δικαστηρίου ή του πραγματογνώμονα που είναι ήδη διορισμένος ή που διορίζεται γι' αυτό το σκοπό. Με τον ίδιο τρόπο μπορεί να κάνει και αναπαράσταση του αποδεικτέου γεγονότος και ενδεχομένως φωτογράφιση ή άλλη απεικόνιση της αναπαράστασης.

Άρθρο 359

Περιεχόμενο της εκθέσεως αυτοψίας

Page 30: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

1. Η αυτοψία, αν γίνεται στο ακροατήριο, αναφέρεται στα πρακτικά, ενώ, αν γίνεται έξω από το ακροατήριο, συντάσσεται σχετική έκθεση. Στα πρακτικά ή την έκθεση πρέπει να αναφέρεται το αντικείμενο της αυτοψίας, καθώς και η αντίληψη που σχημάτισε από την αυτοψία το δικαστήριο ή ο δικαστής.

2. Αν διορίστηκαν πραγματογνώμονες, πρέπει στα πρακτικά ή στην έκθεση να αναγράφονται τα ονόματά τους, καθώς και αν αυτοί ενήργησαν την πραγματογνωμοσύνη. Επίσης πρέπει να αναφέρεται η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, εφόσον δεν την υπέβαλαν εγγράφως, οπότε αρκεί να γίνει αναφορά σ' αυτήν.

3. Αν εξετάστηκαν μάρτυρες, οι καταθέσεις τους πρέπει να περιλαμβάνονται στα πρακτικά ή την έκθεση.

4. Η γραπτή γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, καθώς και τα τυχόν σχέδια, ιχνογραφήματα, φωτογραφίες, αναπαραστάσεις και γενικά τα βοηθήματα που το δικαστήριο ή ο δικαστής είχε υπόψη ενεργώντας την αυτοψία, επισυνάπτονται στα πρακτικά ή την έκθεση.

Άρθρο 360

Κατάθεση της εκθέσεως αυτοψίας

Αν η αυτοψία γίνεται στο ακροατήριο, η υπόθεση συζητείται αμέσως κατόπιν. Αν γίνεται έξω από το ακροατήριο, η έκθεση που συντάσσεται για την αυτοψία κατατίθεται ή αποστέλλεται μαζί με τα συνημμένα της στη γραμματεία του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση.

Άρθρο 361

Συνδρομή των διαδίκων

Οι διάδικοι οφείλουν να βοηθούν για την ενέργεια της αυτοψίας και να κάνουν, ό,τι είναι αναγκαίο για τη διεξαγωγή της.

Άρθρο 362

Ανοχή διαδίκου ή τρίτου

Αν αντικείμενο της αυτοψίας είναι διάδικος ή τρίτος, αυτός οφείλει να ανεχθεί την αυτοψία, εκτός να συντρέχει σπουδαίος λόγος, και ιδίως αν θίγεται η υγεία ή η αξιοπρέπειά του, δεν μπορούν όμως να ληφθούν εναντίον του εξαναγκαστικά μέτρα. Εκείνος που ενεργεί την αυτοψία πρέπει να λάβει όλα τα μέτρα για να εξασφαλιστεί εντελώς η υγεία και η αξιοπρέπεια του προσώπου όσο γίνεται η αυτοψία.

Άρθρο 363

Υποχρέωση διευκολύνσεως της αυτοψίας

Page 31: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

1. Αν το αντικείμενο της αυτοψίας είναι κινητό που το κατέχει διάδικος ή τρίτος, αυτός οφείλει να το παρουσιάσει και να το επιδείξει σε εκείνον που ενεργεί την αυτοψία.

2. Αν αντικείμενο της αυτοψίας είναι ακίνητο που κατέχει διάδικος ή τρίτος, αυτός έχει υποχρέωση να επιτρέψει την επίσκεψη του ακινήτου για να γίνει η αυτοψία. Επίσης ο διάδικος ή ο τρίτος που κατέχει ακίνητο οφείλει να επιτρέψει την επίσκεψή του αν μέσα στο ακίνητο βρίσκεται κινητό που είναι αντικείμενο αυτοψίας εφόσον η μεταφορά του είναι αδύνατη ή δύσκολη.

Άρθρο 364

Κλήτευση διαδίκου ή τρίτου

Ο διάδικος ή ο τρίτος που κατέχει το αντικείμενο της αυτοψίας ή που είναι ο ίδιος αντικείμενο της αυτοψίας πρέπει τρεις ημέρες πριν ενεργηθεί η αυτοψία να κληθεί να παραστεί σ' αυτήν.

Άρθρο 365

Εξαναγκασμός για την ενέργεια της αυτοψίας

1. Αν ο διάδικος ή ο τρίτος αρνείται για λόγο σπουδαίο κατά την κρίση εκείνου που ενεργεί την αυτοψία να παρουσιάσει και να επιδείξει ένα κινητό ή να επιτρέψει την επίσκεψη ενός ακινήτου ή να υποβάλει τον εαυτό του σε αυτοψία, η αυτοψία ματαιώνεται.

2. Αν ο διάδικος ή ο τρίτος που κατέχει το κινητό ή το ακίνητο δεν παρίσταται την ημέρα και ώρα που ορίστηκε για την αυτοψία ή αν εκείνος που την ενεργεί κρίνει πως αρνείται αδικαιολόγητα να παρουσιάσει και να επιδείξει το κινητό ή να επιτρέψει την επίσκεψη του ακινήτου, μπορεί με απόφαση που εκδίδει αμέσως να διατάξει να αφαιρεθεί βίαια το κινητό και να του προσκομιστεί ή να ανοιχθούν βίαια οι θύρες του ακινήτου για να γίνει η αυτοψία.

3. Η βίαιη αφαίρεση κινητού και η παρουσίασή του σ' αυτόν που ενεργεί την αυτοψία γίνεται κατά τις διατάξεις που ισχύουν για την αναγκαστική εκτέλεση από δικαστικό επιμελητή, που αμέσως μετά την αυτοψία επιστρέφει το κινητό στον κάτοχο, από τον οποίο το αφαίρεσε. Το βίαιο άνοιγμα των θυρών του ακινήτου γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αναγκαστική εκτέλεση.

4. Αν δεν είναι δυνατό να γίνει αμέσως η αφαίρεση του κινητού ή να ανοιχθούν οι θύρες, εκείνος που κάνει την αυτοψία μπορεί με απόφασή του που την εκδίδει αμέσως να αναλάβει την αυτοψία για ορισμένη ημέρα και ώρα στην οποία οι διάδικοι ή ο τρίτος οφείλουν να παραστούν χωρίς κλήτευση.

Άρθρο 366

Ματαίωση αυτοψίας. Κρίση του δικαστηρίου

Page 32: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Αν η αυτοψία δεν μπόρεσε να γίνει επειδή κάποιος διάδικος απουσίασε ή αρνήθηκε να φέρει και να επιδείξει το κινητό που κατέχει ή να επιτρέψει την επίσκεψη ακινήτου που βρίσκεται στην κατοχή του ή να υποβληθεί ο ίδιος σε αυτοψία, το δικαστήριο που αποφάσισε την αυτοψία κρίνει ελεύθερα αν το αντικείμενο της απόδειξης για το οποίο διατάχθηκε η αυτοψία πρέπει να θεωρηθεί αποδεδειγμένο.

Άρθρο 367

Παρακώλυση αυτοψίας. Ποινές

Διάδικοι ή τρίτοι που εμποδίζουν αδικαιολόγητα την αυτοψία με την απουσία τους την ημέρα και ώρα που ορίστηκε για την ενέργειά της ή με την άρνησή τους να φέρουν και να επιδείξουν ένα κινητό ή να επιτρέψουν την επίσκεψη ενός ακινήτου ή να υποβάλουν τον εαυτό τους σε αυτοψία καταδικάζονται σε αποζημίωση, στα δικαστικά έξοδα, καθώς και σε χρηματική ποινή κατά τις διατάξεις του άρθρου 205.

Αντικείμενο αυτοψία είναι πρόσωπα και πράγματα. Τα πρόσωπα όταν είναι αντικείμενο αυτοψίας μπορούν να είναι είτε οι ίδιοι οι διάδικοι ή και τρίτα πρόσωπα δηλαδή μη διάδικοι.Πράγμα μπορεί να είναι αντικείμενο αυτοψίας ανεξαρτήτως από το αν είναι κινητό ή ακίνητο.Κατά κανόνα τα κινητά αντικείμενα της αυτοψίας προσκομίζονται στο δικαστήριο.Αν πράγμα είναι ακίνητο τότε γίνεται επίσκεψη από δικαστή για την αυτοψία. Το ίδιο γίνεται και με κινητά που η μεταφορά τους είναι αδύνατη ή δύσκολη.

Η αυτοψία διατάσσεται με προφορική ανακοίνωση. Δεν εκδίδεται ξεχωριστή γραπτή απόφαση. Καταχωρείται στα πρακτικά της δίκης η προφορική διαταγή για αυτοψία. Προσδιορίζεται ο τόπος, ο χρόνος και το θέμα της αυτοψίας στα πρακτικά σχετικά με την αυτοψία.Στους διαδίκους ανακοινώνεται προφορικά η αυτοψία. Σε τρίτα πρόσωπα μη δικαιούχους οι διάδικοι και ο τρίτος είναι υποχρεωμένοι να συνδράμουν το δικαστήριο. Ο τρίτος κλητεύετε από τον διάδικο πριν από 3 ημέρες από την αυτοψία. Παλιά γινόταν η κλήτευση με επίδοση της δικαστικής απόφασης, ενώ σήμερα πλέον η κλήτευση γίνεται με την επίδοση αντιγράφου των πρακτικών της δίκης.

Οι διάδικοι οφείλουν να βοηθούν στην διενέργεια της αυτοψίας. Την ίδια υποχρέωση την έχουν και τρίτα πρόσωπα που αποτελούν πρόσωπα ή πράγματα της αυτοψίας.

Αν αρνήθηκε ο τρίτος στην αυτοψία για σπουδαίο λόγο, η αυτοψία ματαιώνεται. Απαιτείται και σύμφωνη κρίση του δικαστηρίου.

Page 33: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Αν όμως υπάρχει αδικαιολόγητη άρνηση του τρίτου σχετικά με την διενέργεια της αυτοψίας διατάσσεται η βίαιη αφαίρεση του πράγματος αυτοψίας από τον τόπο του τρίτου. Γίνεται με δικαστική απόφαση.

Ισχύουν οι διατάξεις σχετικά με την αναγκαστική εκτέλεση από δικαστικό επιμελητή σχετικά με την παραπάνω διαδικασία. (βίαιη αφαίρεση του πράγματος – αντικειμένου της αυτοψίας).

Η δικαιολογημένη άρνηση πρέπει να αφορά σπουδαίο λόγο κυρίως την υγεία και την αξιοπρέπεια των προσώπων όσο γίνεται η αυτοψία. Μόνο σε αυτήν την περίπτωση χωρίς συνέπειες μπορεί να αντιδράει στην περίπτωση αυτοψίας που διατάσσεται.Ακόμα όμως και από πριν ο δικαστής που διατάσσει την αυτοψία είναι υποχρεωμένος να δώσει εντολή ώστε να φυλάττεται η υγεία και η αξιοπρέπεια.

Η αυτοψία είναι το ασφαλέστερο αποδεικτικό μέσο διότι αποτελεί άμεση αντίληψη για το δικαστήριο.

Ομολογία + έγγραφα = πλήρη αποδεικτικά μέσαΩστόσο και η αυτοψία εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο ως αποδεικτικό μέσο.Η ομολογία που είναι δεσμευτικό υπερισχύει της αυτοψίας.Δεν δεσμεύει συνεπώς η αυτοψία και μπορεί το δικαστήριο να αποφασίσει και διαφορετικά.

Αν η αυτοψία έγινε ενώπιον του δικαστηρίου, η συζήτηση συνεχίζεται ενώπιον του ίδιου δικαστηίου. Αν απομένουν δηλαδή άλλα αποδεικτικά μέσα εξετάζονται αυτά ή αλλιώς περατώνεται η συζήτηση και ακολουθεί απόφαση. Το ίδιο γίνεται και όταν η διαδικασία ΔΕΝ έγινε ενώπιον του δικαστηρίου. Απλά η διαδικασία καταχωρίζεται στα προφορικά της δίκης και εν συνεχεία συνεχίζεται η συζήτηση την επόμενη μέρα.

Η αυτοψία δεν αποτελεί ιδιωτική γνώση του δικαστή (που απαγορεύεται να χρησιμοποιηθεί) αλλά γνώση από την διαδικασία της δίκης και αποτελεί αυτοψία.Η ιδιωτική γνώση είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο.

ΠραγματογνωμοσύνηΤο δικαστήριο νιώθει την ανάγκη να βοηθηθεί από τρίτους ειδικούς (επιστήμονες).Πραγματογνωμοσύνη # μάρτυρεςΗ Πραγματογνωμοσύνη είναι το αποδεικτικό μέσο εκείνοι κατά το οποίο χρησιμοποιείται γνώση ειδικής εμπειρίας ή τέχνης για την απόδειξη των αποδεικτέων ζητημάτων.

Page 34: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Άρθρο 368

Πότε διορίζονται πραγματογνώμονες

1. Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης.

2. Το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πώς χρειάζονται ειδικές (= ιδιάζουσες) γνώσεις επιστήμης ή τέχνης.

Η Πραγματογνωμοσύνη διακρίνεται από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα κατά τα ακόλουθα:1. Οι πραγματογνώμονες διακρίνονται από τους μάρτυρες. Οι πραγματογνώμονες βοηθούν το δικαστήριο με την γνωμοδότηση τους αλλά ταυτόχρονα θεωρούνται και αποδεικτικό μέσο. Όταν διενεργείται η πραγματογνωμοσύνη τηρούνται τα άρθρα 368 και επόμενο του ΚπολΔ που εξειδικεύουν αυτήν και την αποδεικτική διαδικασία. Το χαρακτηριστικό τους είναι ότι εκφέρουν κρίσεις για την διάγνωση παρούσας κατάστασης (και όχι για παρελθόντα γεγονότα) και διατυπώνουν κρίσεις. Είναι δυνατή η αντικατάσταση των πραγματογνωμόνων. Οι μάρτυρες δεν εκφέρουν κρίσεις. Το δικαστήριο ενδιαφέρεται για το τι ξέρει ο μάρτυρας και όχι για το τι θέλει.Οι γνώσεις των μαρτύρων είναι για παρελθόντα πράγματα και ζητήματα. Οι μάρτυρες είναι αναντικατάστατοι με τον όρο μόνο αυτοί να αντιλήφθηκαν αυτά που θα πουν και δεν μπορούν να εξαιρεθούν ούτε να αντικατασταθούν.

2. Οι πραγματογνώμονες διακρίνονται από τους μάρτυρες με ειδικές γνώσεις. Είναι απλά μάρτυρες και αυτοί. Η συνεισφορά τους δεν είναι ανακοίνωση γνώσεων, αλλά εμπεριέχουν και κρίση για αυτά που αντιλήφθηκαν. Χρησιμοποιούνται για γεγονότα και ζητήματα παρελθόντος και αποδεικτικών μέσων.Π.χ. γιατροί μηχανικοί κτλπ.Δεν αποτελούν πραγματογνώμονες διότι οι μάρτυρες με ειδικές γνώσεις χρησιμοποιούν αυτές τις γνώσεις τους ελεύθερα ενώ οι πραγματογνώμονες δεσμεύονται από ορισμένους κανόνες κατά την διάρκεια της παροχής της κρίσεως τους. Διέπονται από τις διατάξεις περί μαρτύρων. Την γνώμη τους δεν την σχημάτισαν στα πλαίσια των διατάξεων που διέπουν την πραγματογνωμοσύνη.

Άρθρο 413

Μάρτυρες με ειδικές γνώσεις

Page 35: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Οι σχετικές διατάξεις με τους μάρτυρες εφαρμόζονται και όταν, για να αποδειχθούν περασμένα πραγματικά γεγονότα, εξετάζονται πρόσωπα που τα αντιλήφθηκαν με βάση τις ειδικές γνώσεις τους.

3. Οι πραγματογνώμονες διακρίνονται από την αυτοψία: Έχουμε διατύπωση κρίσεων ή ανακοίνωση κρίσεως από διαδίκους ή τρίτους στο δικαστήριο και αντίληψη αυτών από το δικαστήριο.

4. Η πραγματογνωμοσύνη διακρίνεται από την διαιτητική πραγματογνωμοσύνη. Η διαιτητική πραγματογνωμοσύνη είναι η πραγματογνωμοσύνη που είναι αποτέλεσμα συμφωνίας των ενδιαφερομένων. Αποφασίζετε με συμφωνία ενδιαφερομένων και δεν διατάζεται από το δικαστήριο. Μοιάζει με τον θεσμό της διαιτησίας. Γίνεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και της αρχής της διάθεσης. Γίνεται δεκτό ότι μπορούν να συμφωνήσουν οι ενδιαφερόμενοι πραγματογνωμοσύνη που θα είναι δεσμευτική για το δικαστήριο.Γίνεται δεκτό και από νομολογία ότι οι διάδικοι με συμφωνία μπορούν να δεσμεύσουν το δικαστήριο ως προς τα αποδεικτικά μέσα που θα χρησιμοποιηθούν. Μπορούν να οριστούν και οι πραγματογνώμονες με αυτήν την διαδικασία. Ζητούν να βοηθήσουν το δικαστήριο με την κρίση τους αλλά περαιτέρω να εκφέρουν την κρίση τους για ένα συγκεκριμένο γεγονός (πραγματικό ή και νομικό γεγονός). Υπάρχει αυξημένη τυπική ισχύς λόγω της συμφωνίας που υπάρχει της διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης.

Πραγματογνώμονες # αυτοψία # μάρτυρες # διαιτητική πραγματογνωμοσύνη # μάρτυρες με ειδικές γνώσεις.

Η απλή πραγματογνωμοσύνη εκτιμάται ελεύθερα ενώ η διαιτητική απόφαση δεσμεύει υποχρεωτικά το δικαστήριο.

Για την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης το άρθρο 368 του ΚπολΔ θέτει κάποιες προϋποθέσεις.Άλλοτε είναι δυνητική και άλλοτε υποχρεωτική για το δικαστήριο.Η πραγματογνωμοσύνη διενεργείται από έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες. Προέρχονται από ειδικούς καταλόγους που υπάρχουν ή από άτομα που είναι επιστήμονες έστω και αν δεν υπάρχουν στους καταλόγους.Όταν οριστεί κάποιος πραγματογνώμονας είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει τα καθήκοντα εκτός αν δε έχει τα απαραίτητα προσόντα οπότε τότε μπορεί να αποποιηθεί. Οι πραγματογνώμονες μπορούν να αντικατασταθούν και να εξαιρεθούν σύμφωνα με το άρθρο 370 του ΚπολΔ. Κυρίως σχετίζονται με λόγους της έλλειψης αμεροληψίας. Η εξαίρεση / αντικατάσταση γίνεται με προφορική ανακοίνωση του δικαστηρίου/ διαδίκου.

Άρθρο 370

Page 36: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Διορισμός και αντικατάσταση πραγματογνωμόνων

Καταργήθηκε με το άρθρο 14 παρ.1 του ν 2915/2001. Ισχύει από 1.1.2002 - άρθρο 15 ν 2943/2001.

2. Το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση μπορεί να αναθέσει το διορισμό των πραγματογνωμόνων ή και τον ορισμό του αριθμού του σε άλλο δικαστήριο, που ενεργεί σύμφωνα με αίτηση ή παραγγελία, ή σε εντεταλμένο δικαστή.

3. Τους πραγματογνώμονες μπορεί να τους αντικαταστήσει για εύλογη αιτία ο εισηγητής ή ο δικαστής που τους διόρισε, με αίτηση των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ.

Άρθρο 383

Γνωμοδότηση πραγματογνωμόνων. Στοιχεία που πρέπει να περιέχει. Κατάθεση της εκθέσεως

1. Αν διατάχθηκε έγγραφη γνωμοδότηση, το δικαστήριο ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να την υποβάλουν οι πραγματογνώμονες. Ο δικαστής ή στα πολυμελή δικαστήρια ο πρόεδρος του δικαστηρίου μπορούν, αν το ζητήσουν οι πραγματογνώμονες, χωρίς την προηγούμενη κλήτευση των διαδίκων, να παρατείνουν την προθεσμία, αν κρίνουν ότι δεν είναι αρκετή για να καταρτιστεί η γνωμοδότηση.

2. Αν υπάρχουν περισσότεροι πραγματογνώμονες, ενεργούν όλες τις πράξεις που χρειάζονται για την πραγματογνωμοσύνη και καταρτίζουν τη γραπτή τους γνωμοδότηση από κοινού. Για το σκοπό αυτόν συνέρχονται, όταν τους καλεί οποιοσδήποτε από αυτούς.

3. Η έγγραφη γνωμοδότηση πρέπει να αναφέρει τις ενέργειες των πραγματογνωμόνων και τη γνώμη καθενός αιτιολογημένη, και να υπογράφεται από αυτούς. Αν κάποιος ή κάποιοι από τους πραγματογνώμονες δεν παρουσιάζονται όταν γίνεται η πραγματογνωμοσύνη ή αρνούνται να υπογράψουν την έγγραφη γνωμοδότηση, αυτό σημειώνεται στη γνωμοδότηση.

4. Η έγγραφη γνωμοδότηση κατατίθεται από τους πραγματογνώμονες ή από εκείνον που εξουσιοδότησαν γι' αυτό στη γραμματεία του δικαστηρίου που τους διόρισε και συντάσσεται σχετική έκθεση. Αν η γνωμοδότηση κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου που ενεργεί ύστερα από αίτηση ή παραγγελία ή του δικαστηρίου όπου υπηρετεί ο εντεταλμένος δικαστής, η έκθεση στέλνεται αμέσως στη γραμματεία του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση.

Η γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα είναι κυρίως γραπτή. Μπορεί να είναι προφορική ενώπιον του δικαστηρίου.

Page 37: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Εφόσον είναι περισσότεροι οι πραγματογνώμονες τότε απαιτείται ομοφωνία μεταξύ τους. Οι πραγματογνώμονες έχουν διευρυμένες εξουσίες. Οι διάδικοι έχουν και την δυνατότητα να ορίσουν τεχνικούς συμβούλους ή ιδιωτικούς δηλαδή πραγματογνώμονες. Ο σύμβουλος πρέπει να έχει τα προσόντα του πραγματογνώμονα. Ο προσδιορισμός γίνεται με δήλωση προς το δικαστήριο.Ο σύμβουλος πληρώνεται από διάδικο που τον διόρισε, ενώ ο πραγματογνώμονας πληρώνεται από το δικαστήριο – δημόσιο.Έχει δικαίωμα να παρίσταται στις ενέργειες πραγματογνωμόνων. Οι πραγματογνώμονες δεν έχουν υποχρέωση να καλούν τον σύμβουλο κατά την πραγματογνωμοσύνη.Οι σύμβουλοι μπορούν να αντικρούσουν την πραγματογνωμοσύνη.

Άρθρο 387

Ελεύθερη εκτίμηση της γνωμοδοτήσεως

Το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων.

Άρθρο 390

Άλλες γνωμοδοτήσεις

Το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τις γνωμοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης σε ζητήματα που αφορούν εκκρεμή δίκη, οι οποίες συντάχθηκαν ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου και προσάγονται από αυτόν.

Άρθρο 391

Τεχνικοί σύμβουλοι των διαδίκων

1. Αν το δικαστήριο διορίζει πραγματογνώμονες, κάθε διάδικος μπορεί να διορίσει από ένα τεχνικό σύμβουλο που έχει την ικανότητα να διοριστεί πραγματογνώμονας.

2. Ο τεχνικός σύμβουλος που διορίζεται από τους διαδίκους δεν είναι υποχρεωμένος να αποδεχτεί το διορισμό και η αμοιβή του πληρώνεται από το διάδικο που τον διόρισε.

Το άρθρο 390 του ΚπολΔ δεν είναι ούτε πραγματογνωμοσύνη ούτε τεχνικός σύμβουλος. Αποτελεί κυρίως περίπτωση γνωμοδότησης για νομικά θέματα.

Άρθρο 615

Page 38: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Υποβολή σε ιατρικές εξετάσεις

1. Αν στις διαφορές της πρώτης παραγράφου του προηγούμενου άρθρου ένας διάδικος, χωρίς να έχει ειδικούς λόγους υγείας, αρνείται να υποβληθεί στις πρόσφορες ιατρικές εξετάσεις με γενικά αναγνωρισμένες επιστημονικές μεθόδους, που του επιβλήθηκαν από το δικαστήριο ως αναγκαίο αποδεικτικό μέσο για τη διαπίστωση της πατρότητας, οι ισχυρισμοί του αντιδίκου του λογίζονται ότι έχουν αποδειχθεί.

2. Αν το δικαστήριο διατάζει την υποβολή στις εξετάσεις της προηγούμενης παραγράφου και τρίτων που δεν είναι διάδικοι, μπορεί με την ίδια απόφασή του να απειλεί την επιβολή σ' αυτούς, για την περίπτωση που θα παρεμπόδιζαν αδικαιολόγητα τη διενέργεια των εξετάσεων με την απουσία τους κατά την ημέρα και ώρα που ορίστηκαν για το σκοπό αυτό ή με την άρνησή τους να υποβληθούν σ' αυτές, χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων δραχμών.

3. Κατά τη διενέργεια των εξετάσεων των δύο προηγούμενων παραγράφων πρέπει να λαμβάνονται όλα τα μέτρα ώστε να εξασφαλίζονται πλήρως η υγεία και η αξιοπρέπεια του εξεταζομένου. Ο διάδικος ή ο τρίτος, του οποίου διατάσσεται η εξέταση, πρέπει να κληθεί δέκα ημέρες πριν από την διενέργειά της για να παραστεί σ' αυτήν.

Είναι πραγματογνωμοσύνη στο πλαίσιο της ειδικής διαδικασίας διαφορών γονέων και τέκνων. Είναι το λεγόμενο DNA test.

MάρτυρεςΟι μάρτυρες είναι τα πιο συνηθισμένα αποδεικτικά μέσα. Οι μάρτυρες είναι τρίτα πρόσωπα τα οποία εισφέρουν στην δίκη αυτά που γνωρίζουν για τα αποδεικτέα θέματα. ΟΙ μάρτυρες δεν είναι διάδικοι ούτε δικαστικές. Καταθέτουν στο δικαστήριο αυτά που γνωρίζουν για τα αποδεικτικά θέματα που είναι γεγονότα του παρελθόντος. Υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες, αυτήκοοι μάρτυρες και μάρτυρες εξ ακοής που ξέρουν τα γεγονότα δηλαδή και είναι τρίτα πρόσωπα άγνωστα προς την υπόθεση.

Άρθρο 409

Πώς γίνεται η εξέταση των μαρτύρων

1. Οι μάρτυρες εξετάζονται χωριστά και μόνο αν κριθεί απαραίτητο μπορούν να εξεταστούν σε αντιπαράσταση με άλλους μάρτυρες ή και με τους διαδίκους. Οι μάρτυρες καταθέτουν προφορικά και μπορούν κατά την κρίση του δικαστή, να χρησιμοποιούν σημείωμα για να βοηθήσουν τη μνήμη τους.

2. Ο μάρτυρας οφείλει να δηλώσει πώς έμαθε αυτά που καταθέτει, και αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν έχει άμεση αντίληψη, οφείλει να δηλώνει και το πρόσωπο από το οποίο πληροφορήθηκε όσα καταθέτει.

Page 39: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

3. Το δικαστήριο μπορεί να απαγορεύει τις ερωτήσεις των διαδίκων ή των πληρεξουσίων τους προς το μάρτυρα, αν είναι έκδηλα άσκοπες ή έξω από το θέμα, και κηρύσσει περατωμένη την εξέταση του μάρτυρα όταν κρίνουν ότι κατέθεσε όλα όσα γνωρίζει για τα αποδεικτέα.

Μπορεί ο μάρτυρας να καταθέτει ότι ξέρει αλλά είναι υποχρεωμένος να δηλώσει και την πηγή του στην περίπτωση που μαθαίνει για αυτά που καταθέτει από κάποιον άλλον.

Η άρνηση του μάρτυρα να αναφέρει την πηγή του στην παραπάνω περίπτωση δεν δημιουργεί ακυρότητα αποδεικτικού μέσου και της αποδεικτικής διαδικασίας. Ο δικαστής εκτιμάει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα. Είναι ένα από τα πλέον επισφαλή μέσα. Είναι φανερή η επικινδυνότητα αυτού του αποδεικτικού μέσου. Υπάρχει κίνδυνος για ψευδομαρτυρία ειδικά όταν το αντικείμενο της δίκης έχει μεγάλη αξία.

Δεν μπορούμε να τα αποδείξουμε τα πάντα με χρήση των μαρτύρων.

Άρθρο 393

Πότε δεν επιτρέπεται απόδειξη με μάρτυρες λόγω ποσού

1. Συμβάσεις και συλλογικές πράξεις δεν μπορούν να αποδειχθούν με μάρτυρες εφόσον η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει τα πέντε χιλιάδες εννιακόσια (5.900) ευρώ

(Όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ.5 του ν 2915/2001. Ισχύει από 1.1.2002 - άρθρο 15 ν 2943/2001.)

2. Δεν επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες κατά του περιεχομένου εγγράφου, έστω και αν η αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας είναι μικρότερη από τα πέντε χιλιάδες εννιακόσια (5.900) ευρώ.

(Όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ.5 του ν 2915/2001. Ισχύει από 1.1.2002 - άρθρο 15 ν 2943/2001.)

3. Δεν επιτρέπεται να αποδειχθούν με μάρτυρες πρόσθετα σύμφωνα, προγενέστερα, σύγχρονα ή μεταγενέστερα δικαιοπραξίας που έχει συνταχθεί εγγράφως έστω και αν δεν είναι αντίθετα προς το περιεχόμενο του εγγράφου.

Οι παραπάνω περιορισμοί ΔΕΝ περιορίζουν το δικαίωμα της προηγούμενης ακροάσεως των διαδίκων. Παραίτηση από το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης ΔΕΝ νοείται και είναι άκυρη αν γίνει. Είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο και δεν περιορίζεται το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης. Με περιορισμό των

Page 40: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

μαρτύρων ως αποδεικτικών μέσων ΔΕΝ παραβιάζεται η αρχή της προηγούμενης ακροάσεως.

Περιορισμός 1: Εάν έχουμε σύμβαση / συλλογική πράξη αυτό δεν αποδεικνύεται με χρήση μαρτύρων ως αποδεικτικού μέσου εφόσον η αξία του αντικειμένου είναι 5900 ευρώ και πάνω. Η παραπάνω απαγόρευση δεν αφορά οποιαδήποτε νομική πράξη. Οι μονομερείς – οιονεί δικαιοπραξίες, οι υλικές πράξεις που παράγουν έννομες συνέπειες, φυσικά γεγονότα κτλπ δεν εμπίπτουν στον περιορισμό αυτό και μπορούν να αποδειχθούν με χρήση μαρτύρων.Δεν έχει σημασία η φύση των συμβάσεων για την απαγόρευση (π.χ. αμφοτεροβαρής – ετεροβαρής συμβάσεις – οριστικές συμφωνίες, προσύμφωνα κτλπ) και δεν μπορούν να αποδεικτούν με μάρτυρες.

Η εξόφληση:1. δεν εμπίπτει στο παραπάνω περιορισμό και γίνεται απόδειξη απόσβεσης με μάρτυρες (απλή υλική πράξη η εξόφληση).2. αν θεωρηθεί ως σύμβαση η εξόφληση εμπίπτει στο περιορισμό και δεν μπορούν να αποδειχθούν με χρήση μαρτύρων ως αποδεικτικά μέσα.

Στον περιορισμό εμπίπτουν και οι πολυμελείς συλλογικές πράξεις όπως οι αποφάσεις Γ.Σ. των σωματείων, αποφάσεις Δ.Σ., η απόφαση των κοινωνών (συγκύριων ενός πράγματος δηλαδή).Για τις συλλογικές πράξεις ο περιορισμός ξεκινάει ότι ούτε δυσχερείς ούτε άσκοπος τα περισσότερα άτομα να καταγράφουν την απόφαση τους σε κάποιο έγγραφο.

ΠΡΟΣΟΧΗ:Ο περιορισμός αυτός λόγω ποσού (5.900 ευρώ) αφορά μόνο τους συμβαλλόμενους σε αυτήν και όχι τα τρίτα πρόσωπα που δεν συμμετέχουν. Άρα τρίτα πρόσωπα μπορούν να χρησιμοποιούν μάρτυρες σε αυτήν την περίπτωση. Π.χ. πλαγιαστική αγωγή ( ο μη δικαιούχος τρίτος διάδικος) μπορεί να χρησιμοποιήσει μάρτυρες σε τέτοιες περιπτώσεις -- για αυτούς δεν ισχύει ο περιορισμός. Είναι τρίτα πρόσωπα και δεν εξομοιώνονται με τους συμβαλλόμενους συμβασιούχους, οι οποίοι δεσμεύονται από τον περιορισμό χρήσης αποδεικτικών μέσων. Αυτή είναι η κρατούσα άποψη στη θεωρία.

Περιορισμός 2: Οι μάρτυρες δεν αποδεικνύουν κατά το περιεχόμενου του εγγράφου. Ακόμα και αν η αξία του αντικειμένου είναι κάτω από 5.9000 ευρώ. Ο δεύτερος περιορισμός της εμμάρτυρης απόδειξης προκύπτει από το δικαιοπρακτικό περιεχόμενο του εγγράφου και όχι από άλλα στοιχεία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας. Δεν μπορούμε στην περίπτωση έγγραφης πώλησης με αξία 5.900 ευρώ να αποδείξουμε με μάρτυρες αυτό.

Page 41: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Δεν μιλάμε για εικονικότητα εδώ αλλά για απόδειξη για διαφορετικού περιεχομένου δικαιοπραξίας. Η απόδειξη της εικονικότητας είναι επιτρεπτή να γίνει με χρήση μαρτύρων σύμφωνα με την θεωρία και νομολογία .Μόνο απόδειξη περιεχομένου δικαιοπραξίας έγγραφης δικαιοπραξιας με χρήση μαρτύρων απαγορεύεται. Η εικονικότητα δεν πρέπει να στρέφεται κατά το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, αλλά κατά του κύρους της δικαιοπραξίας για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι μάρτυρες ως αποδεικτικό μέσο.

Περιορισμός 3: Δικαιοπραξίες και συλλογικές πράξεις με αντικείμενο διαφοράς ακόμα και με 5.900 ευρώ σε αυτές δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι μάρτυρες ως αποδεικτικό μέσο στην περίπτωση που υπάρχει έγγραφη με αντίθετο περιεχόμενο.Ο τρίτος περιορισμός είναι η απόδειξη της πρόσθετης συμφωνίας η οποία δεν αποδεικνύεται με μάρτυρες ακόμα και αν τα πρόσθετα συμφωνητικά δεν είναι αντίθετα προς το περιεχόμενο του εγγράφου.Δεν μπορούμε στην πρόσθετη συμφωνία να προσθέσουμε κάτι με χρήση των μαρτύρων ως αποδεικτικού μέσου (αφορά γενικά την μεταβολή και την τροποποίηση της πρόσθετης συμφωνίας αυτός ο περιορισμός της χρήσης των μαρτύρων).Π.χ. μάρτυρες δεν μπορούν αποδείξουν ότι ήταν έντοκη η συμφωνία (πρόσθεση στη συμφωνία) ή να αποδείξουν ότι υπήρχε διαλυτική αίρεση στην συμφωνία (να μεταβάλουν αρνητικά την συμφωνία).Οι μάρτυρες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρόσθετη συμφωνία.

Περιορισμός 4: Το έγγραφο είναι συστατικός και αποδεικτικός τύπος μιας νομικής πράξης με νόμο ή με συμφωνία. Πριν από την υπογραφή του συμβολαίου, επιτρέπεται η σύναψη προσυμφωνητικού (προσυμφωνίας). Το συμβολαιογραφικό προσύμφωνο δίνει την δυνατότητα για αγωγή για δήλωση βουλήσεως. Ο έγγραφος τύπος απαιτείται για την ασφάλεια των συναλλαγών (π.χ. πώληση ή ενέχυρο κτλπ). Οι προφορικές συμβάσεις είναι ανυπόστατες.

Ο νόμος υπάρχει περίπτωση να ορίζει μόνο έγγραφο απόδειξη σε ορισμένες υποθέσεις. Συνήθως τα μέρη συμφωνούν ότι ο έγγραφος τύπος δεν θα είναι συστατικός, αλλά μόνο αποδεικτικός. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να αποκλειστεί η χρήση των μαρτύρων ως αποδεικτικών μέσων.

Άρθρο 394

Πότε επιτρέπεται ανεξάρτητα από το ποσό

1. Η απόδειξη με μάρτυρες επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση

Page 42: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

α) αν δεν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης που πηγάζει από έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναμη,

β) αν υπήρχε φυσική ή ηθική αδυναμία να αποκτηθεί έγγραφο,

γ) αν αποδεικνύεται ότι το έγγραφο που έχει συνταχθεί χάθηκε τυχαία,

δ) αν από τη φύση της δικαιοπραξίας ή τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε, και ιδίως αν πρόκειται για εμπορικές συναλλαγές, δικαιολογείται η απόδειξη με μάρτυρες.

2. Όταν ο νόμος ή τα μέρη ορίζουν ότι για τη δικαιοπραξία χρειάζεται έγγραφο είτε ως συστατικός είτε ως αποδεικτικός τύπος, η απόδειξη της δικαιοπραξίας με μάρτυρες επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση της παραγράφου 1 εδάφιο γ'.

Η απόδειξη της δικαιοπραξίας επιτρέπεται και με έγγραφο τύπο.

Αν χάσουμε το έγγραφο αυτό που θα μας χρησιμεύσει με άρτυρες μπορούμε να αποδείξουμε ότι το έγγραφο που ήταν συστατικός ή αποδεικτικός τύπος χάθηκε τυχαία και τα μέρη δεν είχαν καμία υπαιτιότητα.

Οι παραπάνω περιπτώσεις αίρονται σε κάποιες περιπτώσεις με αποτέλεσμα να επιτρέπεται και η χρήση των μαρτύρων ως αποδεικτικών μέσων (κανόνας ελεύθερης εμμάρτυρης απόδειξης).Η άρση αυτών είναι αποτέλεσμα της διαχρονικής ανάγκης να προσαρμόζεται ο θεσμός των μαρτύρων στις ανάγκες των συναλλαγών και όρων αυτών των συναλλαγών που αλλάζουν.Οι εξαιρέσεις και οι περιπτώσεις άρσης είναι τέσσερεις.

Όπως έχουμε πει οι μάρτυρες δεν είναι και πλέον το πιο αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο. Για λόγους που οφείλονται σε πρόθεση, σε αδυναμία σωστής προσέγγισης γεγονότων μπορεί κάποιος να καταθέσει ως μάρτυρας που πολύ απέχουν από την πραγματικότητα. Για αυτό υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί στην χρήση μαρτύρων ως αποδεικτικών μέσων όπως π.χ. διαφορές με αξία πάνω από 5.900 ευρώ, μάρτυρες κατά περιεχομένου εγγράφων (δικαιοπραξίας κτλπ). Για τον περιορισμό αυτό δεν μας ενδιαφέρει η νομική φύση των συμβάσεων.

Με χρήση μαρτύρων αποδεικνύεται μόνο η εικονικότητα των εγγράφων χωρίς να υπάρχουν περιορισμοί.

Εάν ο νόμος ή τα μέρη όρισαν ότι μια δικαιοπραξία για να είναι υποστατή να περιβληθεί το έγγραφο τύπο (συστατικός τύπος) αν δεν έχεις το έγγραφο στην απόδειξη πρέπει να αποδείξεις ότι χάθηκε και έτσι αποδεικνύεται μόνο με μάρτυρες μετά.

Συστατικός τύπος -> συντάσσεται κάτι εγγράφως

Page 43: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Αποδεικτικός τύπος -> αποδεικνύεται κάτι σε συγκεκριμένο τύπο (π.χ. με έγγραφο).

Δίκη -> σύνολο διαδικαστικών πράξεων στο σύνολο της και στα επιμέρους κομμάτια της που ακολουθεί την κοινωνική εξέλιξη που αντικατοπτρίζεται και στις συναλλαγές. Έτσι η χρήση / απαγόρευση χρήσης μαρτύρων εναρμονίζεται με τις εξελίξεις.

Άρθρο 394

Πότε επιτρέπεται ανεξάρτητα από το ποσό

1. Η απόδειξη με μάρτυρες επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση

α) αν δεν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης που πηγάζει από έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναμη,

β) αν υπήρχε φυσική ή ηθική αδυναμία να αποκτηθεί έγγραφο,

γ) αν αποδεικνύεται ότι το έγγραφο που έχει συνταχθεί χάθηκε τυχαία,

δ) αν από τη φύση της δικαιοπραξίας ή τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε, και ιδίως αν πρόκειται για εμπορικές συναλλαγές, δικαιολογείται η απόδειξη με μάρτυρες.

2. Όταν ο νόμος ή τα μέρη ορίζουν ότι για τη δικαιοπραξία χρειάζεται έγγραφο είτε ως συστατικός είτε ως αποδεικτικός τύπος, η απόδειξη της δικαιοπραξίας με μάρτυρες επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση της παραγράφου 1 εδάφιο γ'.

Υπό ορισμένες προϋποθέσεις παύει να ισχύει η εξαίρεση περιορισμού χρήσης μαρτύρων ως αποδεικτικών μέσων και επιτρέπεται η χρήση μαρτύρων. Οι εξαιρέσεις αυτές είναι οι ακόλουθες:

αν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης που πηγάζει από έγγραφο τύπο: Αρχή έγγραφης απόδειξης υπάρχει όταν για την απόδειξη του αποδεικτέου γεγονότος προσκομίζεται έγγραφο το οποίο μολονότι δεν αποδεικνύει πλήρως, πιθανολογεί το αποδεικτέο γεγονός. Δημιουργεί πιθανότητες ότι το γεγονός που ισχυρίζεται είναι αληθές. Δεν δημιουργείται πλήρης δικανική πεποίθηση (π.χ. ασφαλιστικά μέτρα -> πιθανολόγηση κάποιου δικαιώματος) Όταν υπάρχει τέτοιο έγγραφο που δεν αποδεικνύει πλήρες αλλά πιθανολογεί κάτι τότε επιτρέπεται η χρήση και των μαρτύρων ως αποδεικτικών μέσων. Μειώνονται οι κίνδυνοι για ψευδομαρτυρία στην περίπτωση αυτή και επιτρέπονται οι μάρτυρες. Πρέπει να υπάρχει έγγραφο με αποδεικτική δύναμη από την οποία πηγάζει η αρχή της έγγραφης απόδειξης. Το έγγραφο είναι το χαρτί που περιέχει κάποια πράγματα ή γεγονότα. Τα έγγραφα για να έχουν

Page 44: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

αποδεικτικά δύναμη και ισχύ πρέπει να πληρούν κάποιες προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 432/ 438 και 443 του ΚπολΔ.

Άρθρο 432

Πότε τα έγγραφα έχουν αποδεικτική δύναμη

Τα έγγραφα έχουν αποδεικτική δύναμη όταν έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, έχουν τα στοιχεία τα απαραίτητα για το κύρος τους, δεν είναι τεμαχισμένα, τρυπημένα ή διαγραμμένα, δεν έχουν ξυσίματα ή εξαλείψεις ή δεν είναι με άλλον τρόπο, αλλαγμένα σε ουσιώδη μέρη τους, και μπορούν να διαβαστούν.

Άρθρο 438

Βεβαιώσεις του συντάκτη δημοσίων εγγράφων

Έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με προσβολή του εγγράφου ως πλαστού.

Άρθρο 443

Στοιχεία ιδιωτικών εγγράφων

Για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη ή αντί για υπογραφή ένα σημάδι που αυτός έβαλε και επικυρώθηκε από συμβολαιογράφο ή άλλη δημόσια αρχή, που επιβεβαιώνει πως το σημάδι έχει τεθεί αντί για την υπογραφή και ότι ο εκδότης δήλωσε ότι δεν μπορεί να υπογράψει.

Δεν πρέπει να έχουν αλλοιώσει ή να έχουν καταστραφεί τα έγγραφα για να έχουν αποδεικτική δύναμη. Το έγγραφο πρέπει να έχει συνταχθεί με νόμιμο τύπο, δεν πρέπει να είναι διαγραμμένα κτλπ ή να μην είναι αλλαγμένα σε ουσιώδη μέρη τους και επίσης να περιλαμβάνουν και τα στοιχεία κύρους ώστε να έχει αποδεικτική δύναμη. Έγγραφα που συντάσσονται από το δημόσιο έχουν πλήρη αποδεικτική δύναμη..Ο νόμιμος τύπος σε δημόσια έγγραφα συμπίπτει με το κύρος τους. Για να έχουν αποδεικτική δύναμη ιδιωτικά έγγραφα πέραν από τους νόμιμους τύπος πρέπει να έχουν ιδιόχειρη υπογραφή ή σημάδι του εκδότη. Τα έγγραφα αυτά μπορούν να είναι έγγραφα των διαδίκων ή τους δικαιοπαρόχους τους (δηλαδή από άτομα που σχετίζονται με

Page 45: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

τους διαδίκους) ή να είναι από τρίτα πρόσωπα εφόσον έχουν σχέση με την νομική ή έννομη σχέση που αφορά το έγγραφο.Αν το έγγραφο προέρχεται από διάδικο / δικαιοπάροχο του μπορεί να είναι δικαιοπρακτικό έγγραφο ή να είναι καθαρά έγγραφο μαρτυρίας χωρίς να περιέχει δήλωση βουλήσεως.

Άρθρο 441

Δηλώσεις συμβαλλομένων σε δημόσια έγγραφα

1. Τα έγγραφα που συντάσσονται σύμφωνα με τα άρθρα 438 και 439 για τη σύσταση ή τη βεβαίωση δικαιοπραξίας αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς το περιεχόμενο των δικαιοπρακτικών δηλώσεων των μερών. επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη

2. Όσα ορίζονται στην παράγραφο 1 ισχύουν και για όσα αναφέρονται αφηγηματικά στο έγγραφο, εφόσον έχουν άμεση σχέση με το κύριο αντικείμενο του εγγράφου. Όσα δεν έχουν άμεση σχέση θεωρούνται ως αρχή έγγραφης απόδειξης.

Και οι δικαστικές αποφάσεις αποτελούν αρχή έγγραφης απόδειξης διότι είναι δημόσια έγγραφα. Πιθανολογείται: πεποίθηση του δικαστή (εύλογη) ότι το γεγονός είναι αληθινό.

αν υπήρχε φυσική ή ηθική αδυναμία να αποκτηθεί το έγγραφο: Αν κατά τον χρόνο που έγινε η δικαιοπραξία υπήρχε αδυναμία οφειλόμενη σε φυσικά ή ηθικά αίτια ώστε να μην αποκτηθεί το έγγραφο. Φυσική αδυναμία υπάρχει όταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες καταρτίστηκε η δικαιοπραξία που είναι αποδεικτέα δεν επέτρεπαν την έγγραφη διατύπωση της. Π.χ. σύμβαση μεταξύ στρατιωτικών σε πόλεμο ή σύμβαση μεταξύ αγράμματων ατόμων. Η φυσική αδυναμία πρέπει να είναι ολοκληρωτική με την έννοια αδυναμία σύνταξης δημοσίου ή ιδιωτικού εγγράφου (θεωρία + νομολογία). Αν μπορούσε να συνταχθεί δημόσιο έγγραφο και δεν συντάχθηκε τότε δεν επιτρέπονται μάρτυρες αλλιώς επιτρέπονται. Η ηθική αδυναμία υπάρχει όταν ο δεσμός των συμβαλλομένων ή από κάποιον από αυτούς κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας είναι έτσι ώστε η απαίτηση έγγραφης διατύπωσης συμβάσεων να εμφανίζεται ως δυσπιστία που δεν ήταν οικεία. Τέτοια σχέση εντοπίζεται ανάμεσα σε συγγενείς, συζύγους, ερωτευμένους, στενούς φίλους κτλπ. Το δικαστήριο για να σχηματίσει κρίση ότι υπάρχει ηθική αδυναμία να συνταχθεί έγγραφο κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας εκτιμάει την σχέση ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα μέρη και το υλικό αντίκρισμα (ύψος) της συμβάσεως. Επομένως στην περίπτωση φυσικής ή ηθικής αδυναμίας σύνταξης εγγράφου με αποδεικτική δύναμη επιτρέπεται η χρήση μαρτύρων ως αποδεικτικού μέσου. Η κρίση του

Page 46: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

δικαστηρίου περί φυσικής ή ηθικής αδυναμία δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο του Αρείου Πάγου.

Η τυχαία απώλεια του εγγράφου: Αν έγγραφο που συντάχθηκε εγγράφως χάθηκε τυχαία επιτρέπεται χρήση μαρτύρων. Η απώλεια δεν πρέπει να οφείλεται στην υπαιτιότητα αυτού που επικαλείται το έγγραφο για να το αποδείξει. Δεν έχει σημασία αν οφείλεται σε φυσική καταστροφή ή ανθρώπινη αμέλεια / δόλο κάποιου τρίτου. Δεν πρέπει μόνο να έγινε η καταστροφή από τον διάδικο που το επικαλείται. Μπορεί να ζητηθεί από τον κάτοχο του εγγράφου η επίδειξη του εγγράφου αλλά και λήψη αντιγράφου του εγγράφου. Αν χαθεί έγγραφο ή γίνει άχρηστο εκείνος που διεξάγει την απόδειξη μπορεί να αποδείξεις ότι νόμιμα συντάχθηκε το έγγραφο.Όταν έγγραφο που συντάχθηκε ακόμα αι όταν ορίζεται συστατικός τύπος εφόσον απωλέσθηκε / αλλοιώθηκε τότε υπάρχει εξαίρεση από τον περιορισμό χρήσης μαρτύρων και επιτρέπεται η απόδειξη του εγγράφου με χρήση μαρτύρων.

Αν από την φύση της δικαιοπραξίας ή της ειδικές συνθήκες κατά τον χρόνο κατάρτισης δικαιοπραξίας δικαιολογείται η απόδειξη με μάρτυρες : Π.χ. εμπορικές συναλλαγές ή αστικές διαφορές ή συμφωνίες που υπογράφονται σε σιδηροδρομικό σταθμό ή αεροδρόμια λίγα λεπτά πριν από την αποχώρηση.

όταν οι μάρτυρες χρησιμοποιούνται ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα : έχουμε την αυστηρή απόδειξη, στην οποία οι κανόνες δικαίου για την απόδειξη δεσμεύουν το δικαστήριο και σχηματίζει πλήρη δικανική πεποίθηση. Με βάση όμως το άρθρο 270 του ΚπολΔ υπάρχει και η εν μέρει ελεύθερη απόδειξη. Συμπληρωματικά λαμβάνονται υπόψη και αποδεικτικά μέσα μη πληρούνται τους όρους του νόμου.

Άρθρο 270

Προφορικότητα διαδικασίας. Αποδεικτικά μέσα

1. Ενώπιον των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων η συζήτηση είναι προφορική. Ο δικαστής οφείλει πριν από τη συζήτηση να έχει ενημερωθεί επί της αγωγής και επί των εκατέρωθεν ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων και ιδίως ως προ τα θέματα και το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών. Οι διάδικοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποί τους οφείλουν κατά την συζήτηση στο ακροατήριο να εμφανιστούν αυτοπροσώπως. Η μη εμφάνιση του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του στο ακροατήριο, αν είναι αδικαιολόγητη, εκτιμάται από το δικαστήριο ελεύθερα. Με την επιφύλαξη του άρθρου 260, αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εμφανισθεί η εμφανισθεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος κάποιος από τους διαδίκους, μολονότι έχει κληθεί νομίμως και εμπροθέσμως, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι.

Page 47: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

2. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Συμπληρωματικά μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394. Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση, και αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Για την αντίκρουση ένορκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στην προθεσμία της παρ.3 του άρθρου 237, πρόσθετων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθμού προς τις αντικρουόμενες.

3. Το δικαστήριο ζητεί τις αναγκαίες πληροφορίες και διασαφήσεις από τους διαδίκους ή τους εκπροσώπους τους και τους εξετάζει κατά την κρίση του, έστω και αν δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 415. Οφείλει να εξετάσει ένα τουλάχιστον από τους προτεινόμενους και παριστάμενους μάρτυρες για κάθε πλευρά. Σε περίπτωση ομοδικίας μπορεί να εξετασθεί ένας μάρτυρας για κάθε ομόδικο, αν τούτο κριθεί απαραίτητο λόγω διαφορετικών συμφερόντων.

4. Το δικαστήριο, αν είναι αναγκαίο, διατάσσει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Στην ανακοίνωση αυτή προσδιορίζεται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από εξήντα ημέρες καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο.

5. Η συζήτηση και η διεξαγωγή της απόδειξης ολοκληρώνεται σε μία δικάσιμο. Αν ο χρόνος δεν επαρκεί, επιτρέπεται διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον των ίδιων δικαστών, με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων και εκείνων που δεν παρίστανται.

6. Έως τη δωδεκάτη ώρα της όγδοης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση ή από την αυτοψία ή από τη λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, η οποία περιορίζεται στην αξιολόγηση των αποδείξεων και την αντίκρουση των ισχυρισμών που προβλήθηκαν οψίμως κατά το άρθρο 269 παρ.2. Ο γραμματέας το αργότερο τη τέταρτη εργάσιμη ημέρα από τη συζήτηση, υποχρεούται να χορηγεί στους διαδίκους αντίγραφα των πρακτικών της δίκης.

7. Η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο.

Page 48: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Οι αφηρημένες έννοιες που υπάρχουν σε κανόνα δικαίου οριστικοποιούνται. Η αφηρημένη έννοια μετατρέπεται σε συγκεκριμένη και ορισμένη έννοια. Σκοπός είναι να καταλήξει ο δικαστής στο μέσο όρο του δικαστικού συλλογισμού.

Ο μέσος όρος πρέπει να συναντάτε και στην μείζονα και στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού. Η νοητική εργασία κατηγοριοποίησης πραγματικών περιστατικών είναι εργασία που αφορά το δίκαιο της απόδειξης.Η εξειδίκευση της νομικής έννοιας είναι θέμα ερμηνείας του κανόνα δικαίου. Ελέγχεται αναιρετικά.Η κατηγοριοποίηση πραγματικών περιστατικών δεν ελέγχεται αναιρετικά και είναι πραγματικό ζήτημα.

Αντικείμενο απόδειξης: διαπίστωση και κατηγοριοποίηση των πραγματικών περιστατικών.

Η εξειδίκευση π.χ. της έννοιας της αμέλειας είναι νομικό ζήτημα και ελέγχεται αναιρετικά.

Κατηγοριοποίηση πραγματικών περιστατικών -> πραγματικό ζήτημα.Εξειδίκευση κανόνα δικαίου -> νομικό ζήτημα

Σε αρκετούς κανόνες δικαίου οι νομικές έννοιας έχουν αφηρημένο περιεχόμενο του κανόνα δικαίου. Όταν έχουμε έννοιας με ιδιαίτερα αφηρημένο νομικό περιεχόμενο προκύπτει ζήτημα των κριτηρίων εξειδίκευσης.Επηρεασμένος ο δικαστής από τα γεγονότα νιώθει την ανάγκη της εξειδίκευσης του περιεχομένου της αφηρημένης νομικής έννοιας. Έτσι υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ πραγματικού και νομικού ζητήματος.

Υπάρχουν κριτήρια σκοπιμότητας που ρυθμίζουν την εξειδίκευση κάποιας αφηρημένης έννοιας.Υπάρχουν περιπτώσεις που υπάρχουν και κενά σε κάποιο νόμο. Κρίνεται ότι θα έπρεπε να υπαχθούν σε συγκεκριμένη νομοθετική

Page 49: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

ρύθμιση, αλλά αυτές βρίσκονται εκτός πεδίου εφαρμογής του νόμου λόγου της στενής διατύπωσης του νόμου. Έτσι τελικά επεκτείνουμε την έννοια του νόμου αναλογικά.

Η κάλυψη κενών του νόμου προϋποθέτει ομοιότητα και αναλογία.Αν η έννοια της ομοιότητας αποδοθεί με μη νομικά κριτήρια δεν έχουμε νομικό ζήτημα. Αν προσπαθήσουμε όμως να συναντήσουμε τις ρυθμισμένες έννοιες θα διαπιστώσουμε κατά πόσον ομοιάζουν ή όχι.Σκοπός: ασφάλεια δικαίου.

Θεωρητικοί: εφόσον οι ενστάσεις και ο τρόπος/ ταχύτητα υποβολής τους εξυπηρετούν την ίδια γενική και συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή υπάρχει μια ομοιότητα νομική πλέον και όχι λογική, συναισθηματική και όχι έξω- νομική και υπάρχει πλέον αναγκαιότητα για ομοιόμορφη και αναλογική εφαρμογή κάποιου κανόνα δικαίου.

Άρθρο 336

Γεγονότα κοινώς γνωστά ή γνωστά στο δικαστήριο. Διδάγματα της κοινής πείρας

1. Πραγματικά γεγονότα τα οποία είναι τόσο πασίγνωστα ώστε να μην υπάρχει εύλογη αμφιβολία ότι είναι αληθινά λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως χωρίς απόδειξη.

2. Πραγματικά γεγονότα γνωστά στο δικαστήριο από άλλη δικαστική ενέργειά του λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη, αν η αλήθεια τους ισχύει απέναντι σε όλους.

3. Με βάση αποδεδειγμένα πραγματικά γεγονότα το δικαστήριο μπορεί να βγάλει συμπεράσματα για άλλα γεγονότα.

4. Το δικαστήριο λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη τα διδάγματα της κοινής πείρας και χωρίς απόδειξη.

Η νομική έννοια και νομικός ισχυρισμός δεν είναι αντικείμενο αποδείξεως αλλά εξειδικεύσεως.Αντικείμενο απόδειξης είναι μόνο οι πραγματικοί ισχυρισμοί.

Έμμεση απόδειξη: αποδεικνύεται κάτι άλλο από το αντικείμενο απόδειξης και με βάση αυτό με κοινό συλλογισμό και διδάγματα κοινής πείρας οδηγούμαστε στην νομική θεμελίωση της απόδειξης του αντικειμένου της απόδειξης.

Διδάγματα κοινής πείρας: γνώσεις μέσης μορφώσεως ανθρώπου. Τα διδάγματα αυτά χρησιμεύουν στην ερμηνεία κανόνων δικαίου.

Page 50: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Οι δικαστικές αποφάσεις χωρίς αιτιολόγηση ελέγχονται αναιρετικά από δικαστήριο. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να ελέγχονται και υπάρχει ασφάλεια δικαίου.

Άμεση απόδειξη: ο δικαστής δημιουργεί δικανική πεποίθηση παρατηρώντας το αντικείμενο που αποδεικνύεται.Η δικανική γνώση μπορεί να είναι και έμμεση (δηλαδή επιτρέπεται και έμμεση απόδειξη). Είναι μια λογική διαδικασία. Η έμμεση απόδειξη δεν μπορεί να απαγορευτεί διότι αυτό αντίκειται στους κανόνες της λογικής.

Έμμεση απόδειξη: όταν κάτι είναι αδύνατον να συμβαίνει, συμβαίνει η αντιφατική προς αυτό θέση στην λογική. Υπάρχουν έμμεσα συμπεράσματα από την έμμεση απόδειξη.

Στην έμμεση απόδειξη χρησιμοποιούμε πάντοτε διδάγματα κοινής πείρας. Αποτελούν αυτά τους υποχρεωτικούς κανόνες δικαίου.Δεν μας ενδιαφέρει η λογική αναγκαιότητα της κρίσεως, αλλά η δικανική πεποίθηση του δικαστή ως προς την απόδειξη.

Επαγωγή: Από την παρατήρηση συμπεριφορών εξάγουμε συμπεράσματα. Δεν είναι πλήρης παρατήρηση αλλά το δείγμα της παρατήρησης είναι ατελής.

Γεγονότα (συγκεκριμένο χαρακτήρα) -> υπάρχει ευρεία αποδοχή#Διδάγματα κοινής πείρας (Αφηρημένες έννοιες και χαρακτήρας) -> Δεν υπάρχει υποχρεωτική αποδοχή από όλους (υπάρχουν εξαιρετικοί άνθρωποι πάνω από το μέσο επίπεδο ανθρώπου).

Τα διδάγματα κοινής πείρας δεν έχουν υποχρεωτικότητα που έχουν οι κανόνες της λογικής. Η έμμεση απόδειξη είναι επισφαλής ως προς την υποχρεωτικότητα της αλλά ωστόσο είναι χρήσιμη.

Τα διδάγματα κοινής πείρας δεν υποβάλλονται σε αναιρετικό έλεγχο εκτός αν χρησιμοποιούνται για εξειδίκευση κανόνων δικαίου.Στην έμμεση απόδειξη χρησιμοποιούμε τις αντιφάσεις.

Αντικείμενο απόδειξης είναι η κρίση περί της υπάρξεως / πεποιθήσεως περί της αλήθειας ενός πραγματικού γεγονότος.Τα διδάγματα κοινής πείρας και η έμμεση απόδειξη βοηθούν σε αυτό.Τα πραγματικά περιστατικά ποτέ δεν είναι αντικείμενο αναίρεσης.Υπάρχουν δηλαδή διδάγματα κοινής πείρας που βοηθούν στην αποδεικτική διαδικασία τα οποία δεν επιβάλλονται σε αναιρετικό

Page 51: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

έλεγχο, ενώ υπάρχουν και διδάγματα κοινής πείρας που εφόσον χρησιμοποιούνται στην εξειδίκευση κανόνων δικαίου τότε ελέγχονται αναιρετικά. Υπάρχει υπαγωγή π.χ. της νηφαλιότητας στην νομική έννοια της αμέλειας και για την απόδειξη της νηφαλιότητας χρειάζεται επιστημονική κρίση (π.χ. έρευνα ιατροδικαστή).

Δικαστικό τεκμήριο:1. έμμεση δια τεκμηρίου απόδειξη)2. 339 του ΚπολΔ.

Άρθρο 336

Γεγονότα κοινώς γνωστά ή γνωστά στο δικαστήριο. Διδάγματα της κοινής πείρας

1. Πραγματικά γεγονότα τα οποία είναι τόσο πασίγνωστα ώστε να μην υπάρχει εύλογη αμφιβολία ότι είναι αληθινά λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως χωρίς απόδειξη.

2. Πραγματικά γεγονότα γνωστά στο δικαστήριο από άλλη δικαστική ενέργειά του λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη, αν η αλήθεια τους ισχύει απέναντι σε όλους.

3. Με βάση αποδεδειγμένα πραγματικά γεγονότα το δικαστήριο μπορεί να βγάλει συμπεράσματα για άλλα γεγονότα.

4. Το δικαστήριο λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη τα διδάγματα της κοινής πείρας και χωρίς απόδειξη.

Άρθρο 339

Ποια είναι τα αποδεικτικά μέσα

Αποδεικτικά μέσα είναι η ομολογία, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέταση των διαδίκων, οι μάρτυρες, και τα δικαστικά τεκμήρια.

Τα δικαστικά τεκμήρια είναι άτυπα/ παράτυπα αποδεικτικά μέσα. Δηλαδή στοιχεία που δόθηκαν στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθούν οι δικονομικές προϋποθέσεις που προβλέπει η δικονομία και αποτελούν αποδεικτικά μέσα. Αφορούν την τυπικότητα.Π.χ. ανεπικύρωτο φωτο- αντίγραφο.

Άρθρο 270

Προφορικότητα διαδικασίας. Αποδεικτικά μέσα

Page 52: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

1. Ενώπιον των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων η συζήτηση είναι προφορική. Ο δικαστής οφείλει πριν από τη συζήτηση να έχει ενημερωθεί επί της αγωγής και επί των εκατέρωθεν ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων και ιδίως ως προ τα θέματα και το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών. Οι διάδικοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποί τους οφείλουν κατά την συζήτηση στο ακροατήριο να εμφανιστούν αυτοπροσώπως. Η μη εμφάνιση του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του στο ακροατήριο, αν είναι αδικαιολόγητη, εκτιμάται από το δικαστήριο ελεύθερα. Με την επιφύλαξη του άρθρου 260, αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εμφανισθεί η εμφανισθεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος κάποιος από τους διαδίκους, μολονότι έχει κληθεί νομίμως και εμπροθέσμως, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι.

2. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Συμπληρωματικά μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394. Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση, και αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Για την αντίκρουση ένορκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στην προθεσμία της παρ.3 του άρθρου 237, πρόσθετων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθμού προς τις αντικρουόμενες.

3. Το δικαστήριο ζητεί τις αναγκαίες πληροφορίες και διασαφήσεις από τους διαδίκους ή τους εκπροσώπους τους και τους εξετάζει κατά την κρίση του, έστω και αν δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 415. Οφείλει να εξετάσει ένα τουλάχιστον από τους προτεινόμενους και παριστάμενους μάρτυρες για κάθε πλευρά. Σε περίπτωση ομοδικίας μπορεί να εξετασθεί ένας μάρτυρας για κάθε ομόδικο, αν τούτο κριθεί απαραίτητο λόγω διαφορετικών συμφερόντων.

4. Το δικαστήριο, αν είναι αναγκαίο, διατάσσει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Στην ανακοίνωση αυτή προσδιορίζεται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από εξήντα ημέρες καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο.

5. Η συζήτηση και η διεξαγωγή της απόδειξης ολοκληρώνεται σε μία δικάσιμο. Αν ο χρόνος δεν επαρκεί, επιτρέπεται διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον των ίδιων δικαστών, με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων και εκείνων που δεν παρίστανται.

6. Έως τη δωδεκάτη ώρα της όγδοης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση ή από την αυτοψία ή από τη λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, η οποία περιορίζεται στην αξιολόγηση των

Page 53: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

αποδείξεων και την αντίκρουση των ισχυρισμών που προβλήθηκαν οψίμως κατά το άρθρο 269 παρ.2. Ο γραμματέας το αργότερο τη τέταρτη εργάσιμη ημέρα από τη συζήτηση, υποχρεούται να χορηγεί στους διαδίκους αντίγραφα των πρακτικών της δίκης.

7. Η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο.

Τα δικαστικά τεκμήρια έχουν χαρακτήρα και αποδεικτικού λόγου και αποδεικτικού μέσου.

Συναλλακτικά ήθη -> νομική έννοια. Αποτελούν δίδαγμα κοινής πείρας. Επειδή είναι νομική έννοια υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.Χρειάζεται σωστή και οικονομική αξίωση με το καλύτερο τρόπο των αποδεικτικών μέσων που διαθέτουμε.Η έμμεση απόδειξη οδηγεί στην θεμελίωση της ευθύνης και είναι σημαντική για την αιτιότητα της ευθύνης.

Απαιτείται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αποδοκιμαστέας πράξης και μεταξύ της επελθούσας ζημίας. Ο αιτιώδης σύνδεσμος πρέπει να διακρίνεται από την προσφορότητα. Υποβάλλεται σε αναιρετικό έλεγχο.

Η έννοια της προσφορότητας είναι νομική έννοια. Η έννοια του αιτιώδης συνδέσμου είναι πραγματική έννοια.Προσφορότητα: Ζημία που προσδοκάτε κάποιος με την συνήθη πορεία των πραγμάτων.Π.χ. αμελής οδήγηση κάποιου οδηγού φορτηγού. Πρόσφορη συμπεριφορά δεν αποτελεί η κατασκευή του αυτοκινήτου με την έννοια μόνο και μόνο η κατασκευή του δεν συνδέεται αιτιωδώς και με το ατύχημα που έγινε.

Η αιτιότητα συνήθως αποδεικνύεται έμμεσα.

H έννοια της παρανομίας πρέπει να προκύπτει από τις διατυπώσεις των γενικών αρχών ή κανόνων δικαίου.

ΑΚ 914 -> αδικοπραξία : όποιος ζημιώσει τον άλλον παράνομα. Χρειάζεται εξειδίκευση της έννοιας της παρανομίας για να συνδεθεί αυτή με τα αποτελέσματα και την έννοια της αποδοκιμαστέας πράξης. Η παρανομία λειτουργεί ως προϋπόθεση ευθύνης.

Τα θεμέλια της ευθύνης είναι ο νόμος και η σύμβαση. Η ευθύνη εξαρτάται από την υπαιτιότητα και από την νόθο αντικειμενική ευθύνη (ευθύνη από διακινδύνευση).

Το αποδοκιμαστέο αποτέλεσμα θα πρέπει να συνδεθεί αιτιωδώς με την παρανομία αυτή.

Page 54: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Υπάρχουν συναλλακτικές υποχρεώσεις επιμέλεια που πρέπει να καταβάλλονται. Αν δεν καταβληθεί η φροντίδα αυτή τότε έχουμε παρανομία.+ Εξειδίκευση αρχής καλής πίστης κατά την συναλλακτική συμπεριφορά.Π.χ. κατασκευή έργου (685 ΑΚ – 914 ΑΚ)Το 914 ΑΚ προϋποθέτει ότι έχει συμβεί το αποδοκιμαστέο γεγονός, ενώ το ΑΚ 685 δρα προληπτικά και προσπαθεί να εμποδίσει τον κίνδυνο.Οι υποχρεώσεις φροντίδας και επιμέλειας στις συναλλαγές και η παραβίαση αυτών δικαιολογούν την παρανομία.

Η έννοια της παρανομίας συνδέεται με την έννοια της επιμέλειας και αμέλεια και αυτό θεμελιώνεται πάντοτε δια της εμμέσου αποδείξεως με την βοήθεια διδαγμάτων κοινής πείρας που είναι αντικείμενα αναίρεσης όταν εξηγούν – εξειδικεύουν νομικούς κανόνες μόνο. Αλλιώς δεν αποτελούν αντικείμενο αναίρεσης όταν σχετίζονται ή αποτελούν τα πραγματικά περιστατικά.

Φαινόμενο διπλής λειτουργίας της επιμέλειας:1. η συμπεριφορά μπορεί να είναι αμελής με την έννοια ότι

μπορεί δηλαδή να χρησιμοποιηθεί αρνητικά για την θεμελίωση της αμέλειας). (θεμελιώνεται η παρανομία και η υπαιτιότητα).

2. μπορεί να διατυπωθεί και θετικά ως απαίτηση επιμελούς συμπεριφοράς.

Κάθε αποδοκιμαστέα συμπεριφορά ΔΕΝ αποτελεί κακόπιστη συμπεριφορά που να γεννά αξιώσεις.Π.χ. δεν πάω γλυκά σε επίσκεψη, δεν είναι καλόπιστη πράξη, αλλά δεν είναι κακόπιστη πράξη (παράνομη κιόλας) που να γεννά αξιώσεις.

Ευθύνη από διακινδύνευση:ΑΚ 924 : ευθύνη του κατόχου ζώου (νόθος αντικειμενική ευθύνη).Η έννοια της παρανομίας εδώ είναι κατευθείαν από τον νόμο. Ανεξαρτήτως υπαιτιότητας ζημία που προκλήθηκε από μη κατοικίδιο ζώο είναι παράνομη. Γεννιέται αξίωση αποζημίωσης.

Άρθρο 6 του νόμο περί προστασίας καταναλωτή -> ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του. Ελαττωματικό είναι το προϊόν που δεν παρέχει την εύλογα αναμενόμενη ασφάλεια λόγω του χαρακτήρα του.Ο παραγωγός δεν ευθύνεται όταν το ελάττωμα οφείλεται στο ότι το προϊόν κατασκευάστηκε με κανόνες αναγκαστικού δικαίου ή το τεχνικό επίπεδο δεν ήταν αρκετό για την διαπίστωση του ελαττώματος (νόθος αντικειμενική ευθύνη και αποτελεί εξειδίκευση της έννοιας της διακινδύνευσης).

Page 55: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Εκτίμηση αποδείξεων:

Άρθρο 340

Ελεύθερη εκτίμηση και κατά συνείδηση κρίση

Εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, το δικαστήριο κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και αποφασίζει κατά συνείδηση αν οι ισχυρισμοί είναι αληθινοί. Στην απόφαση πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι που οδήγησαν το δικαστή να σχηματίσει την πεποίθησή του.

Το αποδεικτικό υλικό πρέπει να εκτιμηθεί από τον δικαστή. Ο δικαστής ακούει τον διάδικο ως προς τους πραγματικούς ισχυρισμούς και να τις εκτιμήσει. Το δικαίωμα αυτό είναι μέρος δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως. Τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να εκτιμώνται από το δικαστήριο ελεύθερα χωρίς περιορισμούς και απαγορεύσεις.Το δικαίωμα αποδείξεως των διαδίκων εκφράζεται με το άρθρο 340 του ΚπολΔ που επιβάλλει ελεύθερη εκτίμηση αποδείξεων από δικαστή και απαγορεύει στον δικαστή να χρησιμοποιήσει άλλους κανόνες και κριτήρια.

Το Ελληνικό δίκαιο απόδειξης δεν τηρεί την παραπάνω αρχή με συνέπεια.

Η αρχή της ελεύθερης εκτίμησης αποδείξεων σχετίζεται με την κατά συνείδηση απόφαση του δικαστηρίου περί της αλήθειας των πραγματικών ισχυρισμών.

Πλήρης απόδειξη: όταν η απόδειξη γίνεται με τρόπο έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να αμφιβάλλει μετά περί της αλήθειας των πραγματικών ισχυρισμών.Η πλήρης απόδειξη πρέπει να είναι στην υποκειμενική της εκδοχή που εστιάζεται μόνο στον δικαστή ( ο οποίος και εξετάζει τα αποδεικτικά μέσα και αμφιβάλλει).

Το μέτρο της απόδειξης σημαίνει το ποσοστό απόδειξης δηλαδή από πότε μπορεί ο δικαστής να θεωρεί ότι πείστηκε περί της αλήθειας των ισχυρισμών.Π.χ. 100 % πεπεισμένος.

Πλήρης απόδειξης # πιθανολόγηση

Πιθανολόγηση: υφίσταται όταν ένα γεγονός παρουσιάζεται πολύ πιθανόν.

Άρθρο 347

Page 56: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Πιθανολόγηση περιστατικών με όλα τα πρόσφορα μέσα

Όπου ο νόμος θεωρεί την πιθανολόγηση το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να εφαρμόσει τις διατάξεις που ισχύουν για την αποδεικτική διαδικασία, τα αποδεικτικά μέσα και τη δύναμή τους, αλλά λαμβάνει υπόψη οποιαδήποτε μέσα κρίνει κατάλληλα για να σχηματισθεί πιθανότητα σχετικά με την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών.

Πιθανολόγηση μπορεί για παράδειγμα να υπάρξει στα ασφαλιστικά μέτρα.

# Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ο δικαστής πρέπει να έχει πλήρη δικανική πεποίθηση (πλήρης απόδειξης) δηλαδή να είναι 100 % σίγουρος για το συγκεκριμένο ζήτημα μιας πολιτικής δίκης.

Η πειστικότητα των επιχειρημάτων είναι σχετική.

Το άρθρο 340 του ΚπολΔ ενδιαφέρεται περί την συνείδηση του δικαστή για την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών. Στην απόφαση πρέπει να αναφέρονται αυτά που οδήγησαν στην λήψη απόφασης (αιτιολογία απόφασης).

Δικαστικά τεκμήρια:- τεκμήριο με έμμεση δια τεκμηρίου απόδειξη- άτυπα και παράτυπα αποδεικτικά μέσα (άρθρο 336 του

ΚπολΔ)- νόμιμο τεκμήριο (338 του ΚπολΔ).

Το νόμιμο τεκμήριο αφορά την κατανομή του βάρους απόδειξης. Αποτελεί έμμεσο συλλογισμό το δίδαγμα κοινής πείρας. Υιοθετείται το δίδαγμα κοινής πείρας ως υποχρεωτικός κανόνες για την απόδειξη. Στην περίπτωση των έμμεσων δια τεκμηρίου αποδείξεων αυτά αποτελούν αντικείμενο αναίρεσης με βάση το άρθρο 559 του ΚπολΔ.

ΑΚ 685 – Σύμβαση έργου -> ο εργολάβος έχει υποχρέωση να χρησιμοποιήσει με επιμέλεια το υλικό του εργοδότη. Αν δεν έχουμε κανόνες επιμέλειας ο εργολάβος παραβιάζει την σύμβαση δρώντας αντι- συμβατικά. Το άρθρο επιβάλλει κανόνες χρηστής συναλλακτικής συμπεριφοράς αλλά δεν επιβάλλει κυρώσεις.Το αστικό δίκαιο την παρανομία την καθιερώνει ως θεμελιώδη λόγο για διεκδίκηση κάποιας αποζημίωσης. Επομένως δεν αρκεί η αμέλεια για θεμελίωση της αποζημίωσης. Η αμελής αυτή συμπεριφορά πρέπει να επιδοκιμάζεται από το δίκαιο και να είναι κακόπιστη ή παράνομη συμπεριφορά.

Τα διδάγματα πείρας του άρθρου 338, παρ. 2 είναι περιεχόμενο κανόνων δικαίου.

Page 57: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Αιτιότητα – αιτιώδης συνάφεια:Φυσιοκρατική αιτιότητα # προσφορότητα κατά τον σκοπό του νόμου.Τα παραπάνω θεμελιώνουν την αξίωση αποζημίωσης.

Προσφορότητα: η ζημία που προσδοκάτε να επέλθει σύμφωνα με την συνήθη πορεία των πραγμάτων. Απαιτείται και αιτιότητα εκτός από προσφορότητα.

Πρέπει να ψάξουμε σε κάθε περίπτωση και τον σκοπό του κανόνα δικαίου.Μπορεί μεν να υπάρχει συνυπαιτιότητα και συντρέχον πταίσμα αλλά επειδή π.χ. ο κλέφτης δεν βρίσκεται νόμιμα σε κάποιο χώρο να μην προστατεύεται νομικά (Αγωγή αποζημίωσης) κατά της νοικοκυράς που έπλυνε το πάτωμα με αποτέλεσμα ο κλέφτης να γληστρίσει και να πάθει βλάβη. Το ίδιο ισχύει και με το λεωφορείο που κάνει ατύχημα και επιβάτες που έχουν πληρώσει ή όχι εισιτήρια και με βάση αυτό ασφαλίζονται.

Υπάρχει πιθανότητα να υπάρχει συρροή αιτιών σε κάποια ζημία που συμβαίνει. Στην περίπτωση αυτή ψάχνουμε την προσφορότητα της κάθε συμπεριφοράς που οδηγεί στην ζημία.Υπάρχει πιθανότητα να υπάρχει και συντρέχον πταίσμα ενάγοντος / εναγόμενου.

Ευθύνη από διακινδύνευση -> παράνομη συμπεριφορά χωρίς να έχει προέλθει και ζημία. Η παρανομία θεμελιώνει εδώ την ευθύνη.Υπάρχει αφηρημένη διακινδύνευση στην οποία χρειάζεται απόδειξη αιτιότητας και συγκεκριμένη διακινδύνευση στην οποία δεν χρειάζεται απόδειξη αιτιότητας.

Δεν χρειάζεται ζημία για να απαιτείται αξίωση/ να γίνεται αγωγή.Π.χ. γειτονικό δίκαιο – κίνδυνος πτώσης οικοδομής.Δηλαδή η αξίωση μπορεί να γεννηθεί απλά από κίνδυνο και ορισμένες φορές δεν απαιτείται παράνομη συμπεριφορά.Ο κίνδυνος ως αξίωση έχει την αυτοτέλεια του.

Εφόσον υπάρχουν κενά στην αιτιακή αλυσίδα κάνουμε μελέτη της προσφορότητας (πιθανών αιτιών). Οι κανόνες της επαγωγής έχουν σχετική αποδεικτική αξία διότι δεν είναι αναντίρρητα.

Άρθρο 340

Ελεύθερη εκτίμηση και κατά συνείδηση κρίση

Εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, το δικαστήριο κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και αποφασίζει κατά συνείδηση αν οι

Page 58: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

ισχυρισμοί είναι αληθινοί. Στην απόφαση πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι που οδήγησαν το δικαστή να σχηματίσει την πεποίθησή του.

Υπάρχουν κανόνες στατιστικής που αμμέσως θεμελιώνουν και αποδεικνύουν την ζημία.

Στο κενό της αιτιακής αλυσίδας όσον αφορά την αιτιότητα εφαρμόζεται η έμμεση δια τεκμηρίου απόδειξη που δημιουργεί δικανική πεποίθηση στον δικαστή.

Ο δικαστής πρέπει να δημιουργήσει δικανική πεποίθηση δηλαδή να πειστεί πλήρως. Η πειστικότητα των επιχειρημάτων είναι σχετική και όχι απόλυτη.

Άγνωστος ενάγον/ εναγόμενος -> περίπτωση ομοδικίαςΗ κακή εφαρμογή διδαγμάτων κοινής πείρας ελέγχεται αναιρετικά για θέματα αιτιότητας και προσφορότητας.Η φυσιοκρατική αιτιότητα δεν ελέγχεται αναιρετικά.

Δικαίωμα αποδείξεως:Θεμελιώδης αρχή του αστικού δικαίου είναι το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης το οποίο έχει κάποια όρια. Καλύπτει και την εξέταση της υπόθεσης στην ουσία της. Οι διάδικοι προβάλλουν πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς.

Ασφάλεια δικαίου: δυνατότητα αποφυγής δικαστικών αποφάσεων που δεν είναι αναμενόμενες και δημιουργούν προβλήματα στην απονομή της δικαιοσύνης.Η αρχή της προηγούμενης ακρόασης – δικαστικής ακρόασης συνδέεται και με την ασφάλεια του δικαίου.Το δικαίωμα αποδείξεως περιορίζεται από την ασφάλεια του δικαίου.Η δικαστική ανεξαρτησία περιλαμβάνει ελευθερία του δικαστή στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων.

Άρθρο 338

Ποιος φέρει το βάρος της αποδείξεως

1. Κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του.

2. Όταν ο νόμος ορίζει κάποιο τεκμήριο για την ύπαρξη ενός πραγματικού γεγονότος, επιτρέπει αντίθετη απόδειξη, αν δεν ορίζεται διαφορετικά.

Page 59: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Άρθρο 340

Ελεύθερη εκτίμηση και κατά συνείδηση κρίση

Εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, το δικαστήριο κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και αποφασίζει κατά συνείδηση αν οι ισχυρισμοί είναι αληθινοί. Στην απόφαση πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι που οδήγησαν το δικαστή να σχηματίσει την πεποίθησή του.

Υπάρχει ελευθερία δικαστή στην εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων (χρήση και της δικαστικής ανεξαρτησίας)

Περιορισμοί:- άρθρο 339 του ΚπολΔ -> τυπική απόδειξη (εξαντλητική

παρουσίαση αποδεικτικών μέσων, οπότε πέραν από αυτά δεν νοείται ελεύθερη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων).

- Εν μέρει ελεύθερα αποδεικτικά μέσα όπως δικαστικά τεκμήρια που προσκομίζονται με βάση την αρχή της μερική ελεύθερης εκτίμησης αποδεικτικών μέσων. Είναι απαράδεκτη η λήψη υπόψη ανυπόστατων αποδεικτικών μέσων.

- Άρθρο 270 του ΚπολΔ, παρ. 2 -> προβλέπονται και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα που προσκομίζονται κατά τους όρους και τις αρχές της μερικά ελεύθερης απόδειξης.

Μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα # δικαστικά τεκμήρια

Άρθρο 339

Ποια είναι τα αποδεικτικά μέσα

Αποδεικτικά μέσα είναι η ομολογία, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέταση των διαδίκων, οι μάρτυρες, και τα δικαστικά τεκμήρια.

Άρθρο 270

Προφορικότητα διαδικασίας. Αποδεικτικά μέσα

1. Ενώπιον των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων η συζήτηση είναι προφορική. Ο δικαστής οφείλει πριν από τη συζήτηση να έχει ενημερωθεί επί της αγωγής και επί των εκατέρωθεν ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων και ιδίως ως προ τα θέματα και το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών. Οι διάδικοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποί τους οφείλουν κατά την συζήτηση στο ακροατήριο να εμφανιστούν αυτοπροσώπως. Η μη εμφάνιση του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του στο ακροατήριο, αν είναι αδικαιολόγητη, εκτιμάται από το δικαστήριο ελεύθερα. Με την επιφύλαξη του άρθρου 260, αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εμφανισθεί η εμφανισθεί και δεν λάβει νόμιμα

Page 60: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

μέρος κάποιος από τους διαδίκους, μολονότι έχει κληθεί νομίμως και εμπροθέσμως, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι.

2. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Συμπληρωματικά μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394. Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση, και αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Για την αντίκρουση ένορκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στην προθεσμία της παρ.3 του άρθρου 237, πρόσθετων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθμού προς τις αντικρουόμενες.

3. Το δικαστήριο ζητεί τις αναγκαίες πληροφορίες και διασαφήσεις από τους διαδίκους ή τους εκπροσώπους τους και τους εξετάζει κατά την κρίση του, έστω και αν δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 415. Οφείλει να εξετάσει ένα τουλάχιστον από τους προτεινόμενους και παριστάμενους μάρτυρες για κάθε πλευρά. Σε περίπτωση ομοδικίας μπορεί να εξετασθεί ένας μάρτυρας για κάθε ομόδικο, αν τούτο κριθεί απαραίτητο λόγω διαφορετικών συμφερόντων.

4. Το δικαστήριο, αν είναι αναγκαίο, διατάσσει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Στην ανακοίνωση αυτή προσδιορίζεται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από εξήντα ημέρες καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο.

5. Η συζήτηση και η διεξαγωγή της απόδειξης ολοκληρώνεται σε μία δικάσιμο. Αν ο χρόνος δεν επαρκεί, επιτρέπεται διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον των ίδιων δικαστών, με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων και εκείνων που δεν παρίστανται.

6. Έως τη δωδεκάτη ώρα της όγδοης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση ή από την αυτοψία ή από τη λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, η οποία περιορίζεται στην αξιολόγηση των αποδείξεων και την αντίκρουση των ισχυρισμών που προβλήθηκαν οψίμως κατά το άρθρο 269 παρ.2. Ο γραμματέας το αργότερο τη τέταρτη εργάσιμη ημέρα από τη συζήτηση, υποχρεούται να χορηγεί στους διαδίκους αντίγραφα των πρακτικών της δίκης.

7. Η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο.

Page 61: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Αυτά τα αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου χρησιμοποιούνται συμπληρωματικά. Τα τεκμήρια (άρθρο 395 του ΚπολΔ) και τα μη πληρούντα τα όρια του νόμου αποδεικτικά μέσα δεν λαμβάνονται υπόψη όταν έχουμε πλήρη αποδεικτικά μέσα.Τα αποδεικτικά μέσα (π.χ. έγγραφο) για να θεωρηθεί ισχυρό απαιτεί κάποιες προϋποθέσεις.

Άρθρο 395

Σχέση μαρτύρων και τεκμηρίων

Όταν η απόδειξη με μάρτυρες αποκλείεται, δεν επιτρέπεται ούτε και η απόδειξη με δικαστικά τεκμήρια.

Πλήρης δικανική πεποίθηση: Ελεύθερη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων που οδηγεί στον σχηματισμό πλήρης δικανικής πεποίθησης ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αληθινοί. Στην απόφαση του δικαστηρίου πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι που οδήγησαν το δικαστήριο στην δικαστική αυτή πεποίθηση (τεκμηρίωση). Ο δικαστής υποχρεούται να αιτιολογήσει την απόφαση του , η οποία αιτιολογία πρέπει να είναι επαρκής.Την αιτιολογία θα την αντλήσει από τα πληρούνται ή τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα αρκεί να είναι πειστικά.

Η αληθοφάνεια αποδεικτικών μέσων εξαρτάται από τα διδάγματα κοινής πείρας. Το δίδαγμα αυτό της κοινής πείρας δεν ελέγχεται αναιρετικά.

Έγγραφο – μάρτυρας: το έγγραφο έχει μεγαλύτερη δύναμη από μάρτυρα. Διαφορετική απόφαση (επιλογή) του δικαστή καθιστά την δικαστική απόφαση αναιρετέα.

Άρθρο 438

Βεβαιώσεις του συντάκτη δημοσίων εγγράφων

Έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με προσβολή του εγγράφου ως πλαστού.

Page 62: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ  II - ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (αυτό προσβάλλει όμως το δικαίωμα αποδείξεως διότι την καθιστά δύσκολη).

Η δικανική πεποίθηση θέλει 100 % βεβαιότητα για την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών – ισχυρισμών. Δεν πρέπει να υπάρχουν αμφιβολίες στον δικαστή. Πιθανολόγηση υπάρχει εκεί που το αναφέρει ο νόμος μόνο.Η δικανική πεποίθηση μπορεί να προκύψει και από διδάγματα κοινής πείρας τα οποία δεν είναι αναντίρρητα. Ο δικαστής όμως είναι υποχρεωμένος να δημιουργήσει δικανική πεποίθηση. Αναφέρει ότι πείστηκε ή όχι ή δεν δημιούργησε 100 % δικανική πεποίθηση περί της αλήθειας των ισχυρισμών.Έτσι εφαρμόζονται οι κανόνες περί κατανομής βάρους αποδείξεως.Ο ισχυρισμός του διαδίκου θα γίνει δεκτός με βεβαιότητα 100 % από τον δικαστή ακόμα και αν δεν είναι αληθής αλλά αληθοφανές ο ισχυρισμός του.