Download - ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

Transcript
Page 1: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι κοινωνικές επιστήμες (ψυχολογία, κοινωνιολογία, πολιτικές επιστήμες, κ.ά.), ως εμπειρικές επιστήμες, περιγράφοντας και εξηγώντας τα ψυχολογικά, κοινωνικά κ.ά. φαινόμενα, τείνουν να παρουσιάζουν τα αποτελέσματα των ερευνών τους με τρόπους που φαίνεται ότι αγνοούν και παραλείπουν την ενσώματη πλαισιοθετημένη παρουσία του ερευνητή και των υποκειμένων της έρευνας ως ενεργητικά αντιλαμβανόμενων υποκειμένων στη διαδικασία συγκρότησης της γνώσης. Τα αποτελέσματα των ερευνών των κοινωνικών επιστημών παρουσιάζονται συνήθως με τέτοιο τρόπο σαν να είναι ο ερευνητής ένας διαφανής διαμεσολαβητής, ένα διαφανές εργαλείο ή μέσο που δεν έχει καμία ουσιαστική επίδραση στα τελικά συμπεράσματα και στην ίδια τη διαδικασία πραγματοποίησης της έρευνας και συγκρότησης της γνώσης. Οι απόψεις και κρίσεις του ερευνητή τείνουν να θεωρούνται επίσης ότι δεν πηγάζουν από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο με σάρκα και οστά, αλλά ότι συνιστούν ανιστορικά και απρόσωπα αντικειμενικά γεγονότα. Για την τάση αυτή στις κοινωνικές επιστήμες —που πηγάζει κυρίως από την επιθυμία αντικειμενικοποίησης και ορθολογικοποίησης της συσσωρευμένης γνώσης, της απαίτησης για διυποκειμενική επιβεβαίωση (επικύρωση) και διεύρυνση του ελέγχου στην ερευνητική διαδικασία, καθώς και τις προσπάθειες να εξασφαλιστεί η ακρίβεια, η αξιοπιστία, η εγκυρότητα και η ουδετερότητα (αντικειμενικότητα) στις περιγραφές και εξηγήσεις που συναντάει κανείς στο πλαίσιο των θετικών επιστημών– υπάρχει αρκετή συζήτηση.

Κατά τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και περισσότερη συζήτηση για τον ενεργητικό ρόλο που διαδραματίζουν οι γνωστικές, συναισθηματικές και συμπεριφορικές διαδικασίες του ερευνητή και των υποκειμένων της έρευνας στην παραγόμενη γνώση, καθώς και για την κοινωνικο-πολιτισμική τους πλαισιοθέτηση. Αρχίζει επίσης να συνειδοτοποιείται και να αναπτύσσεται ενδιαφέρουσα συζήτηση και για το γεγονός ότι ο ερευνητής είναι ενσώματος, κατέχει σώμα, το οποίο μάλιστα συνιστά το βασικό του «γνωστικό εργαλείο». Βασική θέση στις προσεγγίσεις αυτές είναι ότι ο ερευνητής και τα υποκείμενα της έρευνας είναι πάντα ενσώματοι (embodied) και πλαισιοθετημένοι (situated) σε συγκεκριμένο πραγματιστικό, χωρο-χρονικό, διαπροσωπικό, κοινωνικο-ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο, γεγονός που επηρεάζει με σημαντικούς τρόπους την πορεία και τα αποτελέσματα των αναζητήσεών τους.

Στο συλλογικό αυτό βιβλίο διερευνώνται και παρουσιάζονται μερικές από τις προκλήσεις, δυνατότητες και διαδικασίες που αφορούν το ενσώματο βίωμα, τη γνώση και τις ποιοτικές μεθοδολογίες/μεθόδους έρευνας και πώς το ανθρώπινο σώμα και βίωμα διαδραματίζουν θεμελιώδη ρόλο στις διαδικασίες έρευνας, μάθησης και γνώσης, διαδικασίες οι οποίες είναι συγχρόνως άρρηκτα συζευγμένες με το στενότερο και ευρύτερο πλαίσιο (πραγματιστικό, διαπροσωπικό, κοινωνικο-ιστορικό, πολιτισμικό, κ.ά.). Βασισμένοι στο ποιοτικό επιστημολογικο-μεθοδολογικό «παράδειγμα» έρευνας στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, οι συγγραφείς παρουσιάζουν ενδιαφέρουσες φιλοσοφικές, θεωρητικές και επιστημολογικές-μεθοδολογικές προσεγγίσεις και προβληματισμούς που

xi

Εισαγωγή

Page 2: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

αφορούν το σώμα, την ενσώματη αντίληψη και το βίωμα και πως αυτά σχετίζονται και διαμορφώνουν τις διαδικασίες έρευνας, μάθησης και γνώσης των κοινωνικών επιστημών.

Βασικός στόχος του βιβλίου είναι το άνοιγμα ενός διαλόγου σχετικά με την ιδέα του σώματος ως τόπου πληροφορίας, που κατανοείται ως μια σύνθετη, πολυδιάστατη εμπλοκή με τις διαδικασίες της έρευνας, της μάθησης και της γνώσης. Η ιδέα αυτή εστιάζει την προσοχή στην πολύπλοκη, ολιστική φύση των ανθρωπίνων αλληλεπιδράσεων με την πληροφορία στο πλαίσιο του πραγματικού καθημερινού κόσμου. Οι ποικίλες προσεγγίσεις και ερμηνείες του σώματος ως τόπου πληροφορίας ανοίγει νέες κατευθύνσεις και προοπτικές για την ανάπτυξη της θεωρίας, νέες περιοχές για την έρευνα και νέες προσεγγίσεις για τις διαδικασίες εκπαίδευσης, μάθησης και ανάπτυξης.

Το συλλογικό αυτό βιβλίο είναι οργανωμένο με τη μορφή 12 κεφαλαίων, τα οποία ομαδοποιούνται σε τρία μέρη.

Στο πρώτο μέρος με θέμα Σώμα, Βίωμα, Γνώση και Ποιοτική Έρευνα: Θεωρητικά και Μεθοδολογικά Ζητήματα, εξετάζονται: (1) η έννοια της πληροφορίας στη μεθοδολογία της κοινωνικής έρευνας (το θετικιστικό, το ερμηνευτικό και το οικολογικό «παράδειγμα»), (2) το ζήτημα της εννοιολογικής οριοθέτησης του σώματος και τα σχετιζόμενα με αυτήν βασικά προβλήματα, (3) οι βασικές θεωρητικές κατευθύνσεις ερευνών της ενσώματης στροφής στην αναπτυξιακή ψυχολογία και στις κοινωνικές επιστήμες και το πως το σώμα αποτελεί ένα τόπο σημαντικών πληροφοριών στη γνωσιακή ερευνητική διαδικασία και στη μεθοδολογία της ποιοτικής έρευνας για τη βαθύτερη κατανόηση της ανθρώπινης δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο-βιωματικής προοπτικής σχετικά με τις διαδικασίες έρευνας, μάθησης και γνώσης, όπου το σώμα και οι τρόποι που αυτό σχετίζεται με τον κόσμο κατανοούνται με όρους οικολογικού και κοινωνικού-πολιτισμικού πλαισίου, συνθηκών και πρακτικών, και (5) το πώς οι ενσώματες προσεγγίσεις μπορούν να εμπλουτίσουν τις μεθοδολογικές διαδικασίες της ποιοτικής έρευνας με νέες πληροφορίες και δεδομένα αναδεικνύοντας, για παράδειγμα, τη συνέντευξη ως μια κατά βάση σωματική επικοινωνία των συνομιλητών.

Στο δεύτερο μέρος με θέμα Σώμα, Βίωμα και Γνώση: Επιστημολογικά Ζητήματα, εξετάζονται: (1) οι βασικές θέσεις και έννοιες της φαινομενολογικής προσέγγισης του Γάλ-λου φιλόσοφου Maurice Merleau-Ponty σχετικά με την ενσώματή μας ύπαρξη και γνώση, (2) οι οντολογικές και επιστημολογικές συνέπειες των θέσεων της εγελιανής φιλοσοφίας για το σώμα και ο ρόλος που αυτό διαδραματίζει στη διαδικασία της σκέψης, και (3) η διαλεκτική σχέση μεταξύ του βιώματος και των διαφόρων εκφάνσεων του ανοίκειου στην ψυχαναλυτική προσέγγιση του Freud και την ερμηνευτική φαινομενολογία του Heidegger.

Στο τρίτο μέρος με θέμα Ενσώματο Βίωμα και Επιστημολογικά-Μεθοδολογικά Ζη-τήματα στον Τομέα της Αναπηρίας, της Εξωκαθημερινής Εμπειρίας και της Διδασκαλίας της Εννοιολογικής Μεταφοράς, εξετάζονται: (1) το ζήτημα της αναπηρίας στο πλαίσιο του σχολείου (και γενικότερα του εκπαιδευτικού συστήματος της ειδικής αγωγής στην Ελλάδα) από την πλευρά του σώματος και πώς θέματα όπως η υποκειμενικότητα και οι ιδιότητες του ερευνητή-ανθρωπολόγου επηρεάζουν και εμπλουτίζουν μια εθνογραφική έρευνα σ’

xii

Εισαγωγή

Page 3: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

αυτόν τον τομέα, καθότι αυτές, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, αντικατοπτρίζονται στις σχέ-σεις και τις πρακτικές των μελών της σχολικής κοινότητας, (2) η σημασία του σωματικού σχήματος στην προοπτική του «παραδείγματος του Αισθητού» και η σχετιζόμενη με αυτό εξωκαθημερινή εμπειρία στην προσέγγιση της σωματο-ψυχοπαιδαγωγικής του Danis Bois και των συνεργατών του στη διαμόρφωση της ενσώματης γνώσης του υποκειμένου (στον εμπλουτισμό της αντιληπτικής του ικανότητας και δράσης) και στις δυνατότητες προσω-πικής του ανάπτυξης και δημιουργικής διαχείρισης καταστάσεων κρίσης, και (3) η θεωρία του βιωματικού ρεαλισμού των Lakoff και Johnson (μία από τις σύγχρονες ενσώματες προσεγγίσεις της γνωσιακής γλωσσολογίας) για το σχηματισμό των εννοιολογικών μετα-φορών και οι δυνατότητες διδασκαλίας και μάθησής τους στο σχολείο στην περίπτωση που αυτές αφορούν συγκινήσεις ή συναισθήματα, όπως αυτά του θυμού, του φόβου, της λύπης, της χαράς και της αγάπης μέσω της χρήσης σκίτσων και κόμικς.

Πιο αναλυτικά το περιεχόμενο των δώδεκα κεφαλαίων του βιβλίου έχει ως ακολούθως.Στο Κεφάλαιο 1 του Μάριου Α. Πουρκού με τίτλο «Το Σώμα ως Τόπος Πληροφορίας,

Μάθησης και Γνώσης: Βασικές Κατευθύνσεις Ερευνών της Ενσώματης Στροφής στις Κοινωνικές Επιστήμες» εξετάζονται, καταρχάς, τα βασικά επιστημολογικά «παραδείγματα» που υπάρχουν για την έννοια της πληροφορίας στη μεθοδολογία της κοινωνικής έρευνας (το θετικιστικό, το ερμηνευτικό και το οικολογικό «παράδειγμα») και στη συνέχεια οι βασικές θεωρητικές κατευθύνσεις ερευνών της ενσώματης στροφής στις κοινωνικές επιστήμες και το πως το σώμα αποτελεί ένα τόπο σημαντικών πληροφοριών για την κατανόηση της ανθρώπινης κοινωνικής συμπεριφοράς. Πιο συγκεκριμένα, παρουσιάζονται εν συντομία οι ακόλουθες προσεγγίσεις του σώματος:

1. το σώμα ως τόπος βιωμάτων και γνώσης: (α) το σώμα ως τόπος δυνα-μικών αισθητηριακών πεδίων στην προοπτική του Edmund Husserl, (β) το σώμα ως τόπος βιωματικής γνώσης στην προοπτική του Maurice Mer-leau-Ponty, (γ) το σώμα ως τόπος συντονισμού του αντιλαμβανόμενου υποκειμένου με το περιβάλλον του στην προσέγγιση του James J. Gibson και (δ) το σώμα ως τόπος εννοιολογικών μεταφορών στην προσέγγιση των George Lakoff και Mark Johnson,

2. το σώμα ως τόπος κοινωνικο-ιστορικών και πολιτισμικών πληροφοριών στη βάση του τρίτομου συλλογικού έργου των Michael Feher, Ramona Naddaff και Nadia Tazi,

3. το σώμα ως εργαλείο και τόπος τεχνικών και πρακτικών στην προσέγγι-ση του Marcel Mauss,

4. το σώμα ως τόπος εγγραφής κοινωνικών καταστάσεων και διακρίσεων: (α) το σώμα ως τόπος κοινωνικής επιτήρησης και πειθάρχησης στην προ-σέγγιση του Michel Foucault, (β) το σώμα ως τόπος αυτοελέγχου στην προσέγγιση του Norbert Elias, (γ) το σώμα ως τόπος έξεων στην προσέγ-γιση του Pierre Bourdieu,

5. το σώμα ως τόπος καθημερινών κοινωνικών πρακτικών, τελετουργιών

xiii

Εισαγωγή

Page 4: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

και νοημάτων: (α) το σώμα ως τόπος καθημερινών κοινωνικών δράσεων στην προσέγγιση του Alfred Schutz, (β) το σώμα ως τόπος καθημερινών τελετουργιών και πρακτικών στην προσέγγιση του Harold Garfinkel και (γ) το σώμα ως τόπος κοινωνικών διαπροσωπικών αλληλεπιδράσεων και νοημάτων στην προσέγγιση του Erving Goffman,

6. το σώμα ως τόπος διαχείρισης της σεξουαλικότητας στην προσέγγιση του Bryan S. Turner και

7. το σώμα ως τόπος δράσης και αλληλεπίδρασης στην προσέγγιση του Arthur Frank.

Στη συνέχεια παρουσιάζεται η εργασία (Κεφάλαιο 2) του Μάριου Α. Πουρκού με τίτλο «Το Σώμα ως Τόπος Οικολογικά και Κοινωνικο-ιστορικο-πολιτισμικά Πλαισιοθετημένης Πληροφορίας και η Σημασία του για τη Μεθοδολογία της Ποιοτικής Έρευνας και τις Διαδικασίες Μάθησης και Γνώσης: Προς μια Οικο-σωματικο-βιωματική Προοπτική». Στο κεφάλαιο αυτό, αντιμετωπίζοντας κριτικά τις διάφορες ατομικιστικά, θετικιστικά, μηχανιστικά, αναγωγιστικά και γνωστικιστικά προσανατολισμένες προσεγγίσεις της μεθοδολογίας της έρευνας των κοινωνικών επιστημών, αλλά και των διαδικασιών μάθησης και γνώσης σκιαγραφείται μια εναλλακτική, ολιστική και αλληλεπιδραστική, ενσώματη, βιωματική, διαλογική, πολυτροπική και κοινωνικο-ιστορικο-πολιτισμικά προσανατολισμένη προοπτική, που ο συγγραφέας ονομάζει οικο-σωματικο-βιωματική. Στην προοπτική αυτή ο προβληματισμός εστιάζεται στο: (α) γιατί θα πρέπει να μας ενδιαφέρει το σώμα στις διαδικασίες έρευνας, μάθησης και γνώσης, (β) πώς (με ποιους τρόπους) το σώμα εμπλέκεται και αποκτά νόημα στις διαδικασίες αυτές και (γ) τι μπορεί να σημαίνει ότι η έρευνα και γενικότερα οι διαδικασίες μάθησης και γνώσης είναι ενσώματες.

Πιο συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο αυτό εξετάζονται: 1. το ζήτημα της εννοιολογικής οριοθέτησης του σώματος και τα σχετιζόμενα

με αυτήν βασικά προβλήματα, 2. οι βασικές αρχές και παραδοχές της οικο-σωματικο-βιωματικής

προοπτικής, 3. οι συνδεόμενες με αυτήν βασικές έννοιες (οι έννοιες του οίκου, του

σώματος, της αντίληψης, του πρωτογενούς και δευτερογενούς βιώματος, της αναπαράστασης, του κοινωνικού θώκου, της πληροφορίας, της πρακτικής, της κοινότητας πρακτικής, της πλαισιοθετημένης μάθησης κ.ά.),

4. η αλληλοδιαπλοκή και σύζευξη μεταξύ των εννοιών αυτών αναδεικνύοντας τη σημασία τους για τις διαδικασίες της έρευνας, μάθησης και γνώσης και

5. το πως το σώμα συνιστά ένα σημαντικό τόπο πληροφοριών για τη γνωσιακή ερευνητική διαδικασία και τη μεθοδολογία της ποιοτικής έρευνας των κοινωνικών επιστημών.

Στη βάση μιας ολιστικής και κοινωνικο-πολιτισμικής προοπτικής υποστηρίζεται ότι

xiv

Εισαγωγή

Page 5: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

οι διαδικασίες έρευνας, μάθησης και γνώσης είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια νοητική σχέση με τα πολυτροπικά δεδομένα της αντίληψης και τις σχετικές καταγραφές και περιγραφές του υπό μελέτη φαινομένου. Υποστηρίζεται επίσης ότι η έννοια του σώματος δεν μπορεί να υπάρξει από μόνη της ως κάτι αυτόνομο. Στην προοπτική αυτή, το σώμα και οι τρόποι που αυτό σχετίζεται με τον κόσμο κατανοούνται με όρους οικολογικού και κοινωνικού-ιστορικού-πολιτισμικού πλαισίου, συνθηκών και πρακτικών. Αυτό σημαίνει μεταξύ άλλων ότι οι κοινωνικοί επιστήμονες θα πρέπει να προβληματοποιήσουν και να αποκεντρωθούν από τις επικρατούσες θετικιστικές, γνωστικιστικές, υπολογιστικές, αποενσώματες και λογοκρατούμενες προσεγγίσεις της έρευνας και τις συνδεόμενες με αυτές δεξιότητες και πρακτικές και να εστιάσουν την προσοχή και την κατανόησή τους στις οικολογικά, κοινωνικο-πολιτισμικά, αλληλεπιδραστικά, διαλογικά και ενσώματα πλαισιοθετημένες διαδικασίες μάθησης και γνώσης.

Στη συνέχεια παρουσιάζεται η εργασία (Κεφάλαιο 3) του Ευστάθιου Παπασταθό-πουλου Η Έναρθρη Σωματικότητα των Σχέσεων: Μια Αναπτυξιακή Πρόταση Μελέτης με το Σώμα. Σε αυτό το κεφάλαιο, ο συγγραφέας επιχειρεί να διατυπώσει μια επιστημολογι-κή πρόταση που υπερβαίνει τις δυϊστικές, αναγωγιστικές προσεγγίσεις του σώματος στην έρευνα της αναπτυξιακής ψυχολογίας, προσεγγίζοντας τα ζητήματα από μια ενσώματη, οικολογική και πλαισιοθετημένη προοπτική, που δίνει έμφαση στην ανοιχτή, εν τω γίγνε-σθαι και συνεργατική/σχεσιακή συγκρότησή τους. Στην εισαγωγή του κεφαλαίου ο συγ-γραφέας ξεκινά με μια επισκόπηση των κριτικών που έχουν διατυπωθεί σχετικά με την εννοιολόγηση και τη μελέτη του σώματος στην επιστήμη της ψυχολογίας και στις κοινω-νικές επιστήμες ευρύτερα. Σύμφωνα με αυτές (Sampson, Turner), μπορεί να διακριθεί μια τετραμερής μήτρα που παράγει 4 εικόνες του σώματος: το σώμα ως αντικείμενο στις θετικιστικές θεωρίες, το σώμα ως το ζωντανό βίωμα της φαινομενολογίας, το σώμα των αναγωγιστικών θεωριών και το σώμα ως κοινωνική συγκρότηση. Σε μια απόπειρα να μην αναπαράγει τις προβληματικές αυτών των θεωρήσεων, ο συγγραφέας επιλέγει να παρου-σιάσει τρεις εναλλακτικές θεωρίες που αντιμετωπίζουν το σώμα ως ένα ανοιχτό εγχείρημα και στέκονται κριτικά απέναντι στη θετικιστική προοπτική που αντικειμενικοποιεί το σώμα, αλλά και απέναντι στις φαινομενολογικές προσεγγίσεις που το αντιμετωπίζουν ως ένα οι-κουμενικό υπόστρωμα της εμπειρίας. Ξεκινά με τη θεωρία του Μ. Foucault, όπου το σώμα αντιμετωπίζεται ως μια ιστορική συγκρότηση και αποτέλεσμα των σχέσεων εξουσίας που ορίζουν κάθε συγκεκριμένη περίοδο. Αντί μιας καταγωγικής ουσιοκρατικής αφήγησης για το σώμα, ο Foucault προτείνει μια γενεαλογική μέθοδο που στοχεύει στο μετασχηματισμό της εμπειρίας του παρόντος, μέσω της αναζήτησης των ιστορικών δυνάμεων που το συ-γκρότησαν, ώστε να καταφέρει να διαμορφώσει μια εναλλακτική εμπειρία του παρόντος. Στη συνέχεια, ο συγγραφέας παρουσιάζει τη θεωρία της D. Haraway για την πλαισιοθε-τημένη (τοποθετημένη) γνώση και τη σωματοποίηση. Η επιστημολογία της Haraway είναι σχεσιακή και προοπτικιστική. Αναδιατυπώνει την έννοια της αντικειμενικότητας, ως μιας συνύφανσης συνδέσεων πολλαπλών μερικών περιγραφών από διαφορετικές προοπτικές. Κάθε προοπτική είναι εντοπισμένη και άρα ενσώματη και αντιστρόφως. Τα σώματα είναι

xv

Εισαγωγή

Page 6: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

ενεργοί κόμβοι υλικό-σημειωτικής δημιουργίας-συνύφανσης πολλαπλών σχέσεων και διερ-γασιών. Η συνθετική και δραστική υπόστασή τους, τους προσδίδει κεντρική επιστημολογι-κή σημασία. Οι επιστημονικές πρακτικές συγκροτούν σώματα, όπως και τρόπους ζωής. Η Haraway προτείνει μια επιστημολογία μέριμνας, με στόχο τη διαμόρφωση κοινών κόσμων. Στη συνέχεια, ο συγγραφέας ανασκοπεί τη θεωρία της V. Despret, η οποία επηρεασμένη από τον W. James, αντιμετωπίζει το σώμα με όρους συγκίνησης, ως μια οντότητα που συ-γκροτείται, μαθαίνοντας να καθίσταται ευαίσθητη στις διαφορές άλλων σωμάτων.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί με επιδέξιο τρόπο αυτές τις τρεις δύσκολες θεωρητικές προσεγγίσεις για να συγκροτήσει μια επιστημολογία του σώματος ως ενός ανοιχτού συμβάντος, που συγκροτείται σχεσιακά, από ένα πλήθος ετερογενών δυνάμεων, όχι μόνο κοινωνικών, αλλά και τεχνολογικών και βιολογικών. Τοποθετεί το σώμα μέσα σε ένα οικολογικό χώρο άλλων σωμάτων, όπου το βασικό ερώτημα είναι: πώς να κινήσει και να κινηθεί με άλλα σώματα μέσα σε ένα κόσμο που αποκτά ύπαρξη από τις συν-κινήσεις τους.

Στη συνέχεια του κεφαλαίου, ο συγγραφέας θέτει αυτές τις θεωρίες σε έναν διάλογο με την αναπτυξιακή θεωρία του D. Stern για το άδηλο σχεσιακό γνωρίζειν, όχι όπως γράφει, για να αποδομήσει την αναπτυξιακή προοπτική, αλλά για να διερευνήσει τη δυνατότητα παραγωγής νέων επιστημολογικών ερωτημάτων. Η επιλογή αυτού του θέματος από την ευ-ρύτερη θεωρία του Stern έχει καίρια σημασία, γιατί επιτρέπει στο συγγραφέα να αναπτύξει μια θεώρηση της γνώσης ως μιας ενσώματης, σχεσιακής, εν τω γίγνεσθαι διεργασίας, που είναι προσανατολισμένη στις επαφές του προσώπου με άλλα πρόσωπα μέσα στον κόσμο. Στο υποκεφάλαιο αυτό, ο συγγραφέας κατορθώνει με αποτελεσματικότητα και πρωτοτυπία να παρουσιάσει αναλυτικά τους τρόπους με τους οποίους οικοδομείται το άδηλο σχεσιακό γνωρίζειν, πώς λειτουργεί στις διαπροσωπικές σχέσεις, και πώς η γνώση αποτελεί μια τροπι-κότητα με την οποία οι σωματοποιημένες ζωντανές υπάρξεις οργανώνουν τις σχέσεις σ’ ένα συγκεκριμένο κάθε φορά οικολογικό πλαίσιο, στην πορεία της κίνησής τους μέσα σ’ αυτό.

Στο τελευταίο μέρος του κεφαλαίου, ο συγγραφέας, θέτει σε διάλογο τη θεωρία του Stern με τις προσεγγίσεις των άλλων τριών επιστημόνων, αναδεικνύοντας τις εκλεκτικές τους συγγένειες, όπως και τρόπους που θα μπορούσαν να συνδυαστούν προκειμένου να παραγάγουν νέα επιστημολογικά ερωτήματα για τη σωματικότητα, ως μεθοδολογικό ερ-γαλείο και τόπο διερεύνησης ποικίλων ζητημάτων στον τομέα της ανάπτυξης.

Στη συνέχεια παρουσιάζεται η εργασία (Κεφάλαιο 4) του Μάνου Σαββάκη «Σώμα, Βίωμα και Ποιοτική Έρευνα: Μεθοδολογικά Ζητήματα». Στο κεφάλαιο αυτό, ο συγγραφέας, προσεγγίζει το σώμα ολιστικά ως άρρηκτα συνδεδεμένο με τους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι ως δρώντα κοινωνικά υποκείμενα το αντιλαμβάνονται και το βιώνουν, κατανοώντας συγχρόνως τον εαυτό τους και τους άλλους στο σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας και τις ερμηνευτικές της προκείμενες. Το σώμα, πέρα από βιολογική οντότητα συνιστά και μια σαφώς κοινωνικά και πολιτισμικά διαμεσολαβημένη συνθήκη, η οποία προσδιορίζει, αλλά και επηρεάζεται από μια πληθώρα βιωμάτων και κοινωνικών δεξιοτήτων. Αποτελεί, δηλαδή, τον κατεξοχήν καμβά πάνω στον οποίο αποτυπώνονται, στο σύνολο τους, όλες οι βιολογικές, πολιτισμικές και κοινωνικές εμπειρίες.

xvi

Εισαγωγή

Page 7: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

Στην προοπτική αυτή, ο συγγραφέας εξετάζει και αναλύει κριτικά τις βασικές επιστημολογικές και μεθοδολογικές παραδοχές τριών κεντρικών προσεγγίσεων για το σώμα: (α) το σώμα-μηχανή (νατουραλισμός), στο σώμα-βίωμα (ερμηνευτική κοινωνιολογία), και στο σώμα-αρένα (κριτικός ρεαλισμός). Επιχειρεί επίσης να συνδέσει τη μελέτη του σώματος και του βιώματος με μια ποιοτικά προσανατολισμένη κριτική κοινωνική επιστήμη και να αναδείξει ορισμένα καίρια μεθοδολογικά ζητήματα που προκύπτουν από μια αντίστοιχη προσέγγιση.

Στο τέλος, επιχειρεί να προσδιορίσει ορισμένες διαστάσεις της προβληματικής του που συνδέονται με τη δυνατότητα εφαρμογής μεικτών μεθοδολογιών και μεθόδων έρευνας. Υποστηρίζει ότι μια ποιοτικά προσανατολισμένη ενασχόληση με ζητήματα σώματος και βιωμένων εμπειριών οφείλει να κινηθεί στην κατεύθυνση της ταυτόχρονης συμπερίληψης τόσο της δομικής προοπτικής ανάλυσης, όσο και της δι-υποκειμενικής οπτικής των ανθρώπων. Την ίδια στιγμή, κρίνει επίσης σκόπιμο να αναδεικνύεται η σχέση των υποκειμένων με τα σώματα τους, με τις δυνατότητες αλλά και με τα όρια αυτών των δυνατοτήτων. Στην προοπτική αυτή βλέπει ο συγγραφέας τη δυνατότητα χρήσης συγκριτικών εμπειρικών μελετών ποσοτικού και ποιοτικού τύπου, τόσο με τη λογική της ισορροπημένης μείξης μεθόδων όσο και με εκείνην της προσεκτικής χρήσης μεικτών μεθοδολογικών τεχνικών.

Στη συνέχεια παρουσιάζεται η εργασία (Κεφάλαιο 5) του Νίκου Ναγόπουλου «Κοινωνική Φαινομενολογία και Ποιοτική Έρευνα: Γνωσιακές Δομές και Υποκειμενικότητα». Στο κεφάλαιο αυτό, ο συγγραφέας εξετάζει αρχικά τις αναστοχαστικές όψεις της ερμηνευτικής σχολής και την κοινωνιολογική «στροφή» που θεμελιώνεται στις φαινομενολογικές προσεγγίσεις, στις αναστοχαστικές όψεις της ερμηνευτικής σχολής και στις νοηματοδοτήσεις του κόσμου της καθημερινής ζωής. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζει κριτικά τα όρια μιας κοινωνικά συγκροτημένης πραγματικότητας που οικοδομείται μέσα από τη νοηματοδότηση του κόσμου της καθημερινής ζωής. Παράλληλα, διερευνά τις κοινωνιολογικές προεκτάσεις της φαινομενολογικής παράδοσης που εισχωρούν στα βαθύτερα βιώματα και στις εσωτερικές διεργασίες κατά την παραγωγή υποκειμενικού νοήματος που συνυφαίνονται παράλληλα με τις αναστοχαστικές αναζητήσεις του τρόπου λειτουργίας της κοινωνίας ως συνόλου, επιχειρώντας να ερμηνεύσουν ατομικές και συλλογικές μορφές κοινωνικής δράσης. Στη συνέχεια επεκτείνει την ίδια συζήτηση στα πεδία της ποιοτικής έρευνας, εκεί όπου εκβάλλουν τα ερευνητικά ενδιαφέροντα της φαινομενολογικής οπτικής απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα. Τέλος, ο συγγραφέας εστιάζει την προσοχή του στη συζήτηση για τη δυνατότητα συγκρότησης εμπειρικά θεμελιωμένων θεωριών μέσα από την ανάδειξη υποκειμενικών μορφών νοήματος.

Στη συνέχεια παρουσιάζεται η εργασία (Κεφάλαιο 6) της Ελένης Παπαγαρουφάλη «Η Συνέντευξη ως Σωματική Επικοινωνία των Συνομιλητών και Πολλών Άλλων». Στο κεφά-λαιο αυτό η συγγραφέας, επιχειρώντας να συνθέσει την φαινομενολογική προσέγγιση του Merleau-Ponty με αυτήν της σωματικής πρακτικής του κοινωνιολόγου P. Bourdieu, αντι-κρούει την οντολογική διαφορά μεταξύ «γλώσσας» και «εμπειρίας» υποστηρίζοντας ότι και η γλώσσα είναι πρακτική εμπειρία ή habitus. Αντικρούοντας τη θέση πολλών ανθρωπολόγων που διαχωρίζουν τη «γλωσσική-συμβολική» αναπαράσταση μιας εμπειρίας από την «πραγ-

xvii

Εισαγωγή

Page 8: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

ματικά βιωμένη» εμπειρία υποστηρίζει ότι οι αφηγήσεις που συναλλάσσουμε σε μια συνέ-ντευξη-συνομιλία είναι πολιτισμικά και χρονικά επηρεασμένες σωματικές προδιαθέσεις ή πρακτικές. Όταν συνομιλούμε, —υποστηρίζει— βιώνουμε τις σχέσεις που είχαμε, έχουμε και θέλουμε να έχουμε με πραγματικούς και φανταστικούς άλλους, και οι οποίες είναι υπεύ-θυνες για τις «λεκτικές χειρονομίες» μας, κατά τη συνέντευξη. Γι’ αυτό και το νόημα της συνομιλίας δε βρίσκεται ποτέ εξ ολοκλήρου στη συνομιλία καθαυτήν. Με άλλα λόγια, η συ-νέντευξη δεν είναι ένα είδος παροντικής αλληλο-αναπαράστασης ή αλληλο-παρατήρησης των συν-ομιλούντων αλλά πολυαισθητηριακή και συναισθηματική εμπλοκή στον κόσμο.

Η συγγραφέας υποστηρίζει τις πολιτισμικές-φαινομενολογικές της θέσεις στη βάση των ερευνών της με συνεντεύξεις που αφορούν τους δωρητές οργάνων ή σώματος μετά θάνατον. Υποστηρίζει ότι η συνομιλία (σε μια συνέντευξη ή άλλου τύπου) είναι ένας «σω-ματικός τρόπος προσοχής», μια πολιτισμικά επεξεργασμέ νη μορφή προσοχής με το σώμα μας και προς το σώμα το δικό μας και αυτών που μας περιβάλλουν με τη φυσική ή μη παρουσία τους. Στην προσέγγιση αυτή δε γίνεται διάκριση της γλώσσας/νου από το σώμα, καθότι οι λέξεις συνιστούν από μόνες τους σωματικές προδιαθέσεις οι οποίες είναι εξαρχής και πάντα διυποκειμενικές, σχεσιακές, κοινωνικές όπου συμμετέχουν τόσο οι συγκεκριμέ-νοι συνομιλητές όσο και πολλοί άλλοι φυσικά απόντες, νεκροί και ζωντανοί ή φανταστικοί συνομιλητές. Στο θέμα αυτό η συγγραφέας συνδέει την πολιτισμική-φαινομενολογική της προσέγγιση με αυτήν της διαλογικότητας και πολυφωνίας του M. Bakhtin.

Στη συνέχεια παρουσιάζεται η εργασία (Κεφάλαιο 7) της Φωτεινής Βασιλείου «H Συνήθεια ως Σωματο-κινητικά Διαμεσολαβημένο Κατανοείν στη Φαινομενολογία της Αντίληψης» του Merleau-Ponty. Στο κεφάλαιο αυτό, η συγγραφέας παρουσιάζει τις βασι-κές θέσεις και έννοιες της φαινομενολογικής προσέγγισης του Γάλλου φιλόσοφου Maurice Merleau-Ponty σχετικά με την ενσώματή μας ύπαρξη και γνώσης. Στην αρχή, βασισμένη στο μείζον έργο του Merleau-Ponty, τη Φαινομενολογία της Αντίληψης, παρουσιάζει τις κριτικές θέσεις του φιλοσόφου στη γνωσιολογία του εμπειρισμού και της νοησιαρχίας πα-ρουσιάζοντας τον ιδιαίτερο τρίτο δρόμο που ο ίδιος χάραξε ακολουθώντας τη φαινομε-νολογική παράδοση του ενσώματου υποκειμένου και της ενσώματης συνείδησης και γνώ-σης. Το ενσώματο υποκείμενο, σύμφωνα με τον Merleau-Ponty, δε βρίσκεται μέσα στον κόσμο ως σκέτο φυσικό σώμα σε ένα περιέχον δοχείο, παρά είναι εν τω κόσμω, ενοικεί στον κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει αδιάλειπτα εντός ενός εκτεταμένου νοηματικού δικτύου αντιληπτικών, πρακτικών και αξιακών συναφειών. Ο άνθρωπος, δηλαδή, ως εν-σώματο υποκείμενο, βρίσκεται πάντα ήδη μέσα στον κόσμο και, στη βάση της σωματικής του αποβλεπτικότητας, σχετίζεται πρωταρχικά με νοήμονα τρόπο (σε έναν αντιληπτικό, συναισθηματικό και πραξιακό σχετισμό) με τα πράγματα και τα άλλα έμβια όντα, τα οποία έχουν πρωταρχικά νόημα γι’ αυτόν πριν από θεωρητικά ενεργήματα αναλυτικής σκέψης και εννοιολογικού προσδιορισμού.

Η προσοχή της συγγραφέως εστιάζεται στην κριτική αποσαφήνιση βασικών ζητη-μάτων της φιλοσοφίας του Merleau-Ponty όπως είναι: (1) η έννοια της τελεστικής ή σω-ματικής αποβλεπτικότητας (πρόκειται για μια θεμελιώδη διάσταση που στηρίζεται στον

xviii

Εισαγωγή

Page 9: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

πρωταρχικό βίο της άμεσης εμπειρίας και που υποστηρίζει κάθε μας βίωμα και συγχρόνως δεν προϋποθέτει εννοιολογική σκέψη, υπολογισμό, σύγκριση, συλλογισμό και τα παρόμοια, και εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους, π.χ. με την αντίληψη, την κινητικότητα, τη σεξου-αλικότητα, την έκφραση του ενσώματου υποκειμένου) και της θεματικής, οντοθετικής, κατηγοριακής ή (θεματικά-)συνειδητής αποβλεπτικότητας (η οποία χαρακτηρίζει τον θε-ματικά συνειδητό, θεωρητικό μας βίο και είναι αντικειμενοποιητική, καθότι αφορά τις κρίσεις μας, τις συνειδητές αποφάσεις μας και τις ηθελημένες ενέργειές μας, τις κατηγο-ρήσεις μας, τις επιστημονικές θεωρητικοποιήσεις μας, κτλ.), (2) η έννοια της αποβλεπτι-κής αψίδας, η οποία συνιστά τη βάση στήριξης μεταξύ των αναφερόμενων πιο πάνω δύο βασικών μορφών αποβλεπτικότητας, αποτέλεσμα της οποίας είναι η δημιουργία ενότητας μεταξύ της σωματικής αποβλεπτικότητας στις διάφορες εκδηλώσεις της (αντίληψη, κίνη-ση, σεξουαλικότητα, κτλ.) και της κατηγοριακής αποβλεπτικότητας (αντικειμενοποιήσεις, κρίσεις, επιστημονικές θεωρητικοποιήσεις, κτλ.), (3) η έννοια του ίδιου σώματος (corps propre), που είναι το σώμα όπως το βιώνουμε από την οπτική του πρώτου προσώπου και το αντικειμενικό σώμα (corps objectif), δηλαδή το σώμα όπως το αντιμετωπίζει η αντικει-μενική σκέψη, ως ένα τμήμα του φυσικού κόσμου, πλήρως προσδιορίσιμο με φυσικο-επι-στημονικούς όρους, (4) η έννοια του σωματικού σχήματος (σχετίζεται με την ενδοδεκτι-κότητα και την ιδιοδεκτικότητα) και πως αυτό συνιστά (α) τον πρωταρχικό, καταστασιακό τρόπο με τον οποίο το ενσώματο υποκείμενο αυτο-κατανοείται και δίδεται στον εαυτό του και (β) τον σωματικό χώρο, δηλαδή τον πρωταρχικό, καταστασιακό τρόπο με τον οποίο αυτό υπάρχει χωρικά και είναι άρρηκτα συζευγμένος με τις κινητικές δράσεις του υποκειμένου και τα συστήματα πρακτικών του, (5) η έννοια της αποβλεπτικής ζωής της συνείδησης, η συνεργατική, δηλαδή, σχέση της τάσης του υποκειμένου για αυθόρμητες αποβλέψεις, αλλά και της τάσης του για ιζηματοποίηση αυτών των αποβλέψεων, (6) η έννοια της συνήθειας και πώς ο Merleau-Ponty στη βάση αυτής επανερμηνεύει φαινομε-νολογικά το κατανοείν και, κατά συνέπεια, τις διαδικασίες μάθησης και γνώσης. Η από-κτηση συνηθειών, στην προοπτική αυτή, δεν αντιμετωπίζεται ούτε ως αποτέλεσμα μιας αιτιακής ακολουθίας σκέτων φυσικών συμβάντων, αλλά ούτε ως μορφή αναστοχαστικής γνώσης. Το ζωντανό σώμα είναι αυτό που μαθαίνει και γνωρίζει όταν κατανοεί τις κινήσεις του και τις ενσωματώνει στον «κόσμο» του, όταν καταφέρνει και τις τρέπει σε ιζήματα που δομούν αλλά και μετασχηματίζουν το εξιακό του Είναι.

Η συγγραφέας κλείνει το κεφάλαιό της με δύο παρατηρήσεις με τις οποίες προτεί-νεται η κατεύθυνση προς έναν γόνιμο περαιτέρω εμπλουτισμό της σχετικής φαινομενολο-γικής έρευνας του ενσώματου υποκειμένου και των διαδικασιών μάθησης και γνώσης. Η πρώτη παρατήρηση αφορά τη φύση του νοητικού χαρακτήρα της απόκτησης συνηθειών. Η δεύτερη αφορά τον χαρακτήρα των μορφικών, σύμφωνα με τη συγγραφέα, αναλύσεων που μας παρέχει στη φαινομενολογική του προσέγγιση ο Merleau-Ponty και που χρειάζε-ται να εμπλουτιστεί και να διευρυνθεί με επιπλέον κατάλληλες αναλύσεις μιας φαινομενο-λογικής αξιολογίας και πραξιολογίας.

Στη συνέχεια παρουσιάζεται η εργασία (Κεφάλαιο 8) του Αλέξανδρου Δασκαλάκη

xix

Εισαγωγή

Page 10: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

«Η Λογική του Σώματος: Η Εγελιανή Έννοια της Σωματικότητας». Στο κεφάλαιο αυτό ο συγγραφέας επιχειρεί να καταδείξει τόσο τις οντολογικές όσο και τις επιστημολογικές συ-νέπειες των θέσεων της εγελιανής φιλοσοφίας για το σώμα (την αίσθηση) και το ρόλο που αυτό διαδραματίζει στη διαδικασία της σκέψης, του υποκειμενικού πνεύματος. Βασική θέση του Έγελου είναι η γενετική προτεραιότητα της αίσθησης και του αισθήματος έναντι της σκέψης, ότι η πραγματικότητα του πνεύματος εξαρτάται οντολογικά από την παρου-σία του άλλου (αισθητού). Αυτό σημαίνει ότι η δραστηριότητα του πνεύματος δεν μπορεί να απορροφηθεί από το αφηρημένο σκέπτεσθαι της καθαρής νόησης. Χωρίς τη σφαίρα του αισθητού, η σκέψη θα ήταν καταδικασμένη να μείνει στο αφηρημένο «βασίλειο των σκιών». Όπως ο συγγραφέας περιγράφει μέσα από την ανάλυση τόσο του τρίτου μέρους της Εγκυκλοπαίδειας όσο και μερικών στιγμών της Φαινομενολογίας του Πνεύματος, η διαλεκτική δομή κατά την οποία το πνεύμα προϋποθέτει έναν Άλλο παίζει αποφασιστικό ρόλο στην εγελιανή σύλληψη του προβλήματος σώμα – ψυχή. Η θέση που εξετάζει και αναπτύσσει στο πρώτο μέρος της εργασίας του είναι η εξής: η ψυχή πρέπει να γίνεται κατανοητή ως η εκφραστική διάσταση της ενσώματης πραγματικότητας. Δεν υπάρχει επομένως ούτε ψυχή χωρίς ζωντανό σώμα, ούτε ζωντανό σώμα χωρίς ψυχή. Αυτό σημαίνει ότι η ψυχή και το σώμα δεν είναι οντολογικά ανεξάρτητες ουσίες, υποστάσεις σύμφωνα με τον καρτεσιανό δυισμό. Σε αντιδιαστολή μ’ αυτό το δυισμό, ο Hegel στηρίζεται στο Περί Ψυχής του Αριστοτέλη: η ψυχή πρέπει να εννοηθεί ως η μορφή οργάνωσης του σώματος με τέτοιο τρόπο ώστε το ζωντανό σώμα να είναι την ίδια στιγμή σώμα και ψυχή. Σύμφωνα με τον Hegel, η φυσική προϋπόθεση της σκέψης είναι το συναίσθημα και η σκεπτόμενη ουσία εξαρτάται από αυτό, το οποίο όμως χρειάζεται να διαμορφωθεί μέσα από την άσκη-ση και την επανάληψη. Χωρίς αυτή την άσκηση μάλιστα θα ήταν αδύνατο για το φυσικό συναίσθημα ν’ αναπτυχθεί στο επίπεδο του σκεπτόμενου ατόμου προικισμένου με εκφρα-στική ελευθερία. Η ψυχή στην άμεση μορφή της ανεύρεσης του εαυτού της ενώνεται με τον κόσμο μέσω της αίσθησης.

Στο δεύτερο μέρος της εργασίας του ο συγγραφέας εξετάζει τη μορφή που παίρνει τελικά η εγελιανή αντίρρηση στη μοντέρνα διατύπωση του προβλήματος σώμα – ψυχή, τονίζοντας παράλληλα τις επιστημολογικές και οντολογικές της συνέπειες ως προς τη σύλ-ληψη του υποκειμένου. Όλοι οι τρόποι της συνείδησης, δηλαδή όλες οι γνωσιολογικές σχέσεις με αξίωση αλήθειας βασίζονται σε μια παθολογική διάσταση: το υποκείμενο δίνει μορφή στον κόσμο του, αλλά την ίδια στιγμή αποτελεί τμήμα αυτού του κόσμου. Συνεπώς το υποκείμενο δεν ενοικεί στο ίδιο του το είναι. Αυτή την πρωταρχική διαφοροποίηση (Ur-teil) ο Hegel την ονομάζει κρίση (Urteil). Σ’ αυτό το πλαίσιο η εγελιανή θεωρία, σύμφωνα με τον συγγραφέα, προσεγγίζει ένα από τα βασικά μοτίβα της ψυχανάλυσης: η αποβλε-πτικότητα είναι αποτέλεσμα μιας εύθραυστης παθολογικής διάστασης, η οποία μπορεί να θεραπευθεί μόνο μέσα από την άσκηση και τη συνήθεια. Σύμφωνα με τον Hegel δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς τη συνήθεια, η οποία αποτελεί το θεμέλιο και το πλαίσιο για κάθε άσκηση ελευθερίας. Οποιαδήποτε πνευματική ή σωματική δραστηριότητα πρέπει να με-τατραπεί πρώτα σε συνήθεια (με την έννοια της άσκησης), ώστε να μπορέσει το άτομο να

xx

Εισαγωγή

Page 11: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

κατακτήσει την εκφραστική του ελευθερία και να απελευθερώσει την δημιουργική του δύ-ναμη. Μέσω της συνήθειας το υποκείμενο βρίσκει τον τρόπο να κατέχει τον εαυτό του, να σταθεροποιήσει το εσωτερικό του περιεχόμενο. Μόνο μέσω της συνήθειας το υποκείμενο κατακτά το σώμα του, το οποίο είναι πάνω απ’ όλα ένα εργαλείο του ατόμου, το όργανο της εκφραστικής του ελευθερίας.

Κατόπιν παρουσιάζεται η εργασία (Κεφάλαιο 9) του Άγγελου Μουζακίτη «Η Δι-αλεκτική του Βιώματος και του Ανοίκειου: Από την Ψυχανάλυση στην Ερμηνευτική-Φαινομενολογική Σκέψη». Στο κεφάλαιο αυτό, ο συγγραφέας επιχειρεί να διερευνήσει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ των διαφόρων εκφάνσεων του ανοίκειου, του περίφημου Unheimlich που ανευρίσκεται στα γραπτά των S. Freud και M. Heidegger και της συ-γκρότησης του εαυτού, τη διαδικασία δηλαδή της οικείωσης-ιδιοποίησης του αλλότριου και του αγνώστου που συνεπάγεται η έννοια του βιώματος, όπως την ανέδειξε η ερμη-νευτική φαινομενολογία. Υπό το πρίσμα αυτού του αιτήματος εξετάζει τις θέσεις των Freud, Heidegger, Gadamer και Ricoeur, αναδεικνύοντας τις απορίες και τα χιάσμα-τα που χαρακτηρίζουν τη συγκρότηση του εαυτού/άλλου, του σώματος και της ψυχής, της ιστορίας και της ιστορικότητας, της μνήμης και της λήθης. Η επέκταση της ανάλυ-σης του συγγραφέα πέραν των γραπτών του Heidegger σε αυτά του Gadamer και του Ricoeur του επιτρέπει να προσεγγίσει το ανοίκειο ως κομβικό στοιχείο στη διαδικασία της ερμηνευτικής κατανόησης αλλότριων νοηματικών συναφειών και κόσμων και —αντί-θετα από τις προθέσεις του Heidegger— υπό το πρίσμα αυτού που παραδοσιακά ορί-ζουμε φιλοσοφικά ως ηθική συγκρότηση του υποκειμένου και της πολιτικής κοινότητας.

Στη συνέχεια παρουσιάζεται η εργασία (Κεφάλαιο 10) του Λάζαρου Τεντόμα «Μεθοδολογικά Ζητήματα της Έρευνας του Σώματος στον Τομέα της Αναπηρίας: Μια Ανθρωπολογική Προσέγγιση στα Όρια της Διϋποκειμενικής Εμπειρίας». Στο κεφάλαιο αυτό, ο συγγραφέας, ο οποίος είναι ο ίδιος ανάπηρο άτομο και εκπαιδευτικός, ασκεί κριτική στις προσεγγίσεις της κοινωνικής ανθρωπολογίας που το ενδιαφέρον τους εστιάζεται κυρίως στην ανάδειξη των συμβολικών αναπαραστάσεων του ανάπηρου σώματος με αποτέλεσμα οι αναλύσεις τους να οδηγούν στην κατηγοριοποίηση των ανάπηρων ατόμων με βάση το είδος της βλάβης τους, αντιμετωπίζοντας έτσι τη βλάβη ως πολιτισμική κατηγορία. Υποστηρίζει ότι η εστίαση της προσοχής στη βλάβη και το γεγονός ότι οι θεωρητικοί των σπουδών της αναπηρίας θεωρούν ότι η βλάβη αποτελεί το σταθερό και επαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικό των ανάπηρων ατόμων σε κάθε πολιτισμό δε βοηθούν την έρευνα στην ανίχνευση των συγκεκριμένων κάθε φορά πολιτισμικών προσδιορισμών της αναπηρίας. Στη συνέχεια, έχοντας ως βάση τα μεθοδολογικά ζητήματα που προέκυψαν στην εθνογραφική του έρευνα σε ένα ελληνικό δημόσιο ειδικό σχολείο, εξετάζει τη χρήση της μακροαναλυτικής κατηγορίας «σώμα» στο επιστημονικό πεδίο που αφορά την αναπηρία. Στην έρευνα αυτή, μη στεκόμενος αποκλειστικά στις συμβολικές αναπαραστάσεις του ανάπηρου σώματος, επιχειρεί να συνδέσει το σώμα με τις εκπαιδευτικές πρακτικές και τα χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού συστήματος της ειδικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Θέτει τα μεθοδολογικά και ηθικά ζητήματα της έρευνάς του, δίνοντας έμφαση στις

xxi

Εισαγωγή

Page 12: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

σχέσεις διαπραγμάτευσης του ανθρωπολόγου και πώς αυτές προσδιορίζονται στο πεδίο της έρευνας. Δημιουργεί έτσι τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί ένας γόνιμος διάλογος στο πλαίσιο της εθνογραφικής του έρευνας για τις συνθήκες παραγωγής νοήματος της υλικότητας του ανάπηρου σώματος, ενσωματώνοντας βαθμιαία τις απαιτήσεις των πληροφορητών του για το βαθμό της δικής του εμπλοκής στην επιτόπια παρατήρηση, απαιτήσεις που σχετίστηκαν με μεθοδολογικά ζητήματα της ανθρωπολογίας. Ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι οι ιδιότητες του ανθρωπολόγου (ανάπηρος εθνογράφος, εκπαιδευτικός —μέλος της σχολικής κοινότητας) επηρεάζουν την ερευνητική διαδικασία, η οποία βασίζεται σε μια συστημική παρουσίαση των όσων συμβαίνουν στο ειδικό σχολείο. Στην προοπτική αυτή θέτει τις βάσεις του διαλόγου μεταξύ του ανθρωπολόγου και των πληροφορητών και αναλύει, στο πλαίσιο της προτεινόμενης βιβλιογραφίας, τις ιδιότητες του ανθρωπολόγου και τους τρόπους προσέγγισης των μαθητών. Όπως ο ίδιος υποστηρίζει, πρόκειται για μια διαδικασία ταυτοποίησης των υποκειμένων της έρευνας (ανθρωπολόγου, πληροφορητών, αναγνωστών της εθνογραφίας), ένα διάλογο που οδήγησε στο συμπέρασμα ότι οι ανάπηροι ερευνητές λειτουργούν στις παρυφές της διυποκειμενικής εμπειρίας στο πεδίο της έρευνας και ότι το ανάπηρο σώμα δεν αποτελεί αυτόνομη εννοιολογική κατηγορία, αλλά αφορμή για να συζητηθεί εκ νέου το τι είναι δημόσιο και τι ιδιωτικό, καθώς και τι υποκειμενικό (σε ποιον βαθμό) για τη διευκόλυνση της εθνογραφικής έρευνας. Η σπουδαιότητα του ζητήματος αυτού συνίσταται μεταξύ άλλων στο γεγονός ότι έτσι εισάγονται συμπληρωματικά στοιχεία για το πώς θέματα όπως η υποκειμενικότητα και οι ιδιότητες του ανθρωπολόγου επηρεάζουν και εμπλουτίζουν την έρευνα, ιδιότητες που, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, αντικατοπτρίζονται στις σχέσεις των μελών της σχολικής κοινότητας.

Στη συνέχεια παρουσιάζεται η εργασία (Κεφάλαιο 11) της Βασιλικής Τσακίρη «Ο Ρόλος της Ενσώματης Εξωκαθημερινής Εμπειρίας στη Διαμόρφωση της Ενσώματης Γνώ-σης: Το Παράδειγμα του Αισθητού». Στο κεφάλαιο αυτό, η συγγραφέας επιχειρεί να ανα-δείξει μέσω του «παραδείγματος του Αισθητού» και της βασισμένης σ’ αυτό πρακτικής της σωματο-ψυχοπαιδαγωγικής στην προοπτική του Danis Bois και των συνεργατών του τη σημασία του σωματικού βιώματος και της σχετιζόμενης με αυτό εξωκαθημερινής εμπει-ρίας στη διαμόρφωση της ενσώματης γνώσης του υποκειμένου, στον εμπλουτισμό της αντιληπτικής του ικανότητας και δράσης, καθώς και στη δυνατότητα δημιουργικής του δι-αχείρισης καταστάσεων κρίσης, επιδιώκοντας παράλληλα την ανεμπόδιστη του ανάπτυξη και την ανάδυση μη-καταπιεστικών μορφών δι-υποκειμενικότητας. Σε αντίθεση με άλλες νοησιαρχικά προσανατολισμένες προσεγγίσεις η σωματο-ψυχοπαιδαγωγική, έχοντας ως σημείο εκκίνησης το ίδιο το βιωμένο σώμα, επιχειρεί μέσω συνεδριών και συγκεκριμένων συνθηκών [βασικά εργαλεία του σωματο-παιδαγωγού/συνοδού εδώ είναι η δια χειρός θε-ραπεία (ένας ιδιαίτερος τύπος αγγίγματος, η βραδύτητα, η σιωπή, οι γραμμικές κινήσεις, το σημείο στήριξης, κ.ά.), η αισθητήρια γυμναστική, η αισθητήρια ενδοσκόπηση και συνή-θως σε ένα μεταγενέστερο στάδιο ο λεκτικός διάλογος] να εκδιπλώσει το δημιουργικό δυ-ναμικό του υποκειμένου, να το εκθέσει σε ψυχο-σωματικές καταστάσεις εξωκαθημερινής εμπειρίας με την ανάδυση εγγενών γι’ αυτό καινοτόμων πληροφοριών στις σχέσεις του με

xxii

Εισαγωγή

Page 13: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

τους άλλους ανθρώπους αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό προκειμένου να καταλήξει σε μια συνεχή δημιουργική ανανοηματοδότηση του βίου του. Πρόκειται, όπως γράφει η συγ-γραφέας, για μια παιδαγωγική του Αισθητού όπου προτείνονται εξω-καθημερινοί τρόποι διά των οποίων καλείται το υποκείμενο (ο συνοδευόμενος) να βιώσει, να αισθανθεί, να γνωρίσει και να μετασχηματίσει τον εαυτό του και τον κόσμο, προβάλλοντας αντίσταση στις συστημικά καθορισμένες μορφές περιθωριοποίησης, κατακερματισμού και αλλοτρί-ωσης. Πρόκειται επίσης για μια αέναη διαδικασία συνεχόμενης μάθησης, γεμάτης εκπλή-ξεις, μια διαδικασία αυτό-παιδαγωγίας και έτερο-παιδαγωγίας σε πραγματικό χρόνο.

Στο τέλος παρουσιάζεται η εργασία (Κεφάλαιο 12) της Αργυρώς Λουλαδάκη «Μετα-φορά και Σώμα: Προτάσεις Διδασκαλίας της Εννοιολογικής Μεταφοράς με Σημείο Ανα-φοράς το Ανθρώπινο Σώμα». Στο κεφάλαιο αυτό, η συγγραφέας, βασισμένη στη θεωρία του βιωματικού ρεαλισμού των Lakoff και Johnson για το σχηματισμό των εννοιολογικών μεταφορών, παρουσιάζει την πρότασή της για τη διδασκαλία των εννοιολογικών μεταφο-ρών που αφορούν συγκινήσεις ή συναισθήματα, όπως αυτά του θυμού, του φόβου, της λύπης, της χαράς και της αγάπης μέσω της χρήσης σκίτσων και κόμικς, στα οποία εμφανί-ζονται πρόσωπα που βιώνουν τις ανάλογες συγκινήσεις ή συναισθήματα και οι σωματικές τους αντιδράσεις. Το σώμα στην προσέγγιση αυτή της γνωστικής γλωσσολογίας θεωρείται καθοριστικό για τη διαμόρφωση των εννοιολογικών μεταφορών. Όπως οι εκπρόσωποί της υποστηρίζουν, η λογική σκέψη δε βρίσκεται έξω από το σώμα μας ως κάτι υπερβατικό, αλλά αντίθετα αποτελεί προϊόν της σωματικής μας εμπειρίας. Με άλλα λόγια, ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και διαμορφώνουμε έννοιες καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις ιδιομορφίες του ανθρώπινου σώματος, την ιδιαίτερη δομή του εγκεφάλου και τα χαρακτηριστικά της ενσώματης καθημερινής μας ζωής και λειτουργίας μέσα στον κόσμο.

Στόχος της συγγραφέως είναι να παρουσιάσει τρόπους ευαισθητοποίησης των μαθητών στην αναγνώριση των συγκινήσεων ή συναισθημάτων μέσω της έκφρασης και των κινήσεων του σώματος και ο συνδυασμός τους με τις ανάλογες μεταφορές που στηρίζονται στη σωματική εμπειρία για την περιγραφή διαφορετικών συγκινήσεων ή συναισθημάτων. Με τον τρόπο αυτό, υποστηρίζει η συγγραφέας, δίνεται στους μαθητές η δυνατότητα να κατανοήσουν έναν από τους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται ο μεταφορικός λόγος με βάση τη σωματική εμπειρία, επιχειρώντας το συνδυασμό δύο διαφορετικών σημειωτικών τρόπων (λόγος και εικόνα). Επιπλέον, την ενδιαφέρει να έρθουν οι μαθητές σε επαφή με εννοιολογικές μεταφορές διαφορετικών λαών που αφορούν στη εκδήλωση συγκινήσεων ή συναισθημάτων μέσω του σώματος, ώστε να αντιληφθούν ότι η περιγραφή της σωματικής εμπειρίας μέσω του μεταφορικού λόγου αποτελεί σε αρκετές περιπτώσεις μια διαδικασία κοινωνικής και πολιτισμικής συγκρότησης. Τέλος, προτείνει ένα τρόπο βιωματικής προσέγγισης της παραγωγής μεταφορών που αφορούν τις συγκινήσεις και τα συναισθήματα, ζητώντας από τους μαθητές να χρησιμοποιήσουν το σώμα τους ως μέσο συμβολικής μη λεκτικής αναπαράστασης δικών τους ψυχικών καταστάσεων και να περιγράψουν αυτές με τη χρήση μεταφορών επινοημένων από τους ίδιους. Έτσι, όπως υποστηρίζει, θα είναι σε θέση οι μαθητές να αντιπαραβάλλουν τον τρόπο που οι ίδιοι

xxiii

Εισαγωγή

Page 14: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

βιώνουν μέσω του σώματός τους συγκεκριμένες συγκινήσεις ή συναισθήματα και να τα περιγράφουν με εννοιολογικές μεταφορές που στηρίζονται στη σωματική τους εμπειρία.

Οι ενσώματες προοπτικές που εξετάζονται από τους συγγραφείς των αναφερόμενων πιο πάνω κεφαλαίων έχουν σημαντικές συνεπαγωγές στις διαδικασίες έρευνας, μάθησης και γνώσης προσκαλώντας και προκαλώντας μας να προβληματοποιήσουμε και να αναθεωρήσουμε τις επιστημολογικές και μεθοδολογικές μας θέσεις γι’ αυτές (που συνήθως είναι αυτές του καρτεσιανού δυισμού και του θετικισμού) και να ξανασκεφτούμε τις μεθόδους και πρακτικές που ακολουθούμε. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει σ’ αυτές τις διαδικασίες το σώμα μας, το οποίο λειτουργεί ως μέσο αναφοράς, επικοινωνίας και κοινωνικής αλληλεπίδρασης με τους άλλους, επιτρέποντας την ανάπτυξη της μεταξύ μας μοιρασμένης αμοιβαίας κατανόησης στο πλαίσιο συγκεκριμένων πάντα κοινωνικο-πολιτισμικών συμμετοχικών πρακτικών. Τα σώματά μας αποκαλύπτουν με τον πιο άμεσο και φανερό τρόπο τα ιδιοσυγκρασιακά, οικολογικά, ιστορικά-βιογραφικά, κοινωνικο-πολιτισμικά, κ.ά. χαρακτηριστικά των κοινωνικών τόπων που μας έχουν διαμορφώσει. Τα χαρακτηριστικά αυτά αντικατοπτρίζονται στον τρόπο που κάθε φορά σχετιζόμαστε, αλληλεπιδρούμε και εμπλεκόμαστε με το περιβάλλον μας. Στην προοπτική αυτή, χρειάζεται επίσης να αναγνωρίσουμε την ιδιαίτερη ποιητική του σκεπτόμενου σώματος (όχι μόνο τις ατομικές της διαστάσεις, αλλά κυρίως τις συλλογικές), η οποία είναι πάντα συζευγμένη με το στενότερο και ευρύτερό της οικολογικό και κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο. Πρόκειται για μια ζωτικής σημασίας ποιητική γιατί είναι μέσω του σώματος και της διυποκειμενικής του δράσης που σε τελευταία ανάλυση μαθαίνουμε κάτι (μέσω αυτής είναι που παράγεται και διαδίδεται η γνώση και οι αξίες) και επέρχονται ή όχι αλλαγές στη ζωή μας. Είναι μέσω του σώματός μας που ο κόσμος αποκτά την ορατή ανθρώπινή του ευταξία και μπορούμε να έχουμε μια προσγειωμένη επαφή με τα πράγματα, με τις πληροφορίες του περιβάλλοντος στα ποικίλο πλαίσιο της καθημερινής μας ζωής.

Το βασικό μήνυμα του βιβλίου είναι ότι χρειάζεται να αναθεωρήσουμε εκ βάθρων (θεωρητικά, επιστημολογικά, μεθοδολογικά, ερευνητικά) την άποψη που έχουμε για το σώμα μας αναγνωρίζοντάς το ως ένα σημαντικό τόπο πληροφοριών, μάθησης και γνώσης. Εύχομαι το βιβλίο αυτό, που αφορά ένα πλατύ κοινό, τόσο τους προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών όσο και τους ειδικούς ερευνητές και μη, να είναι μια ενδιαφέρουσα αφορμή για δημιουργικό κριτικό διάλογο όσον αφορά την προοπτική ότι έχουμε και είμαστε σώματα και ό,τι κάνουμε σ’ αυτή τη ζωή είναι ενσώματα, οικολογικά και κοινωνικο-ιστορικο-πολιτισμικά πλαισιοθετημένο.

Μάριος Α. ΠουρκόςΚαθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης

xxiv

Εισαγωγή

Page 15: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

κεφάλαιο 1

* Μάριος A. Πουρκός, Ph.D., Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Σχολή Επιστημών της Αγωγής, Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης, Διευθυντής του Εργαστηρίου Ψυχολογικής Έρευνας και της Μονάδας Οικολογικής Ψυχολογίας και Βιωματικής, Ευρετικής και Αφηγηματικής-Διαλογικής Ψυχοπαιδαγωγικής, Πανεπιστημιούπολη Γάλλου, 74100 Ρέθυμνο, Κρήτη.

1.1 Εισαγωγή

Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζουμε τις βασικές προσεγγίσεις που έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών (στην κοινωνική θεωρία και έρευνα) όσον αφορά το σώμα ως τόπο πληροφοριών για την έρευνα και τη γνώση. Το βασικό συμπέρασμα που πηγάζει από τις προσεγγίσεις αυτές είναι ότι το σώμα και οι συνδεόμενες με αυτό κοινωνικές πρακτικές διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις διαδικασίες συγκρότησης (διαμόρφωσης) και κατανόησης της κοινωνικής συμπεριφοράς των ανθρώπων. Το σώμα στην προοπτική αυτή της ενσώματης στροφής στις κοινωνικές επιστήμες δε θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα δοχείο, αλλά ως ένα διαρκώς παρόν ζωντανό δυναμικό πεδίο (ή τόπος) πρακτικών στις διαδικασίες έρευνας, μάθησης και γνώσης, άρρηκτα συζευγμένο με το οικολογικό, κοινωνικό-πολιτισμικό, οικονομικό και ιστορικό του πλαίσιο. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι στις κοινωνικές επιστήμες, αλλά και στον ευρύτερο χώρο των μελετών που αφορούν την πληροφορία, το σώμα και οι πληροφορίες που με αυτό συνδέονται δε λαμβάνονται υπόψη στις διαδικασίες έρευνας, μάθησης και γνώσης. Η ιδέα ότι η πληροφορία είναι μια καθαρά αποενσώματη γνωστική/νοητική διαδικασία και ότι η μάθηση και η γνώση είναι πρωτίστως μια νοησιαρχική εμπειρία κυριαρχεί χρόνια τώρα στις κοινωνικές επιστήμες και υποστηρίζεται από τον καρτεσιανό δυϊσμό νου-σώματος, ο οποίος δίνει την πρωτοκαθεδρία στο νοητικό αγνοώντας το σωματικό.

Το σώμα ως τόπος πληροφορίας, μάθησης και γνώσης: βασικές κατευθύνσεις ερευνών της ενσώματης στροφής στις κοινωνικές επιστήμες Μάριος Α. Πουρκός *

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 29 3/9/2017 9:25:54 μμ

Page 16: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

Στην κλασική αυτή προοπτική, το σώμα είναι στην ουσία μια απούσα παρουσία (Sauer, 1998• Shilling, 2003). Είναι απούσα, με την έννοια ότι δε δίδεται αρκετή προσοχή στο σώμα ως τόπο σημαντικών πληροφοριών που έχουν την προέλευσή τους στις αλληλεπιδράσεις του σώματος με τα ποικίλο πλαίσιο (πραγματιστικό, υλικό, χωρο-χρονικό, κοινωνικο-ιστορικό, πολιτισμικό, κ.ά.) των καθημερινών δραστηριοτήτων των ανθρώπων.

Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζουμε καταρχάς, τα βασικά επιστημολογικά «παραδείγματα» που υπάρχουν για την έννοια της πληροφορίας στη μεθοδολογία της κοινωνικής έρευνας (το θετικιστικό, το ερμηνευτικό και το οικολογικό «παράδειγμα») και στη συνέχεια τις βασικές θεωρητικές κατευθύνσεις ερευνών της ενσώματης στροφής στις κοινωνικές επιστήμες και το πώς το σώμα αποτελεί ένα τόπο σημαντικών πληροφοριών για την κατανόηση της ανθρώπινης κοινωνικής συμπεριφοράς. Πιο συγκεκριμένα, παρουσιάζουμε εν συντομία τις ακόλουθες προσεγγίσεις του σώματος: (1) το σώμα ως τόπος βιωμάτων και γνώσης, (2) το σώμα ως τόπος κοινωνικο-ιστορικών και πολιτισμικών πληροφοριών, (3) το σώμα ως εργαλείο και τόπος τεχνικών και πρακτικών, (4) το σώμα ως τόπος εγγραφής κοινωνικών καταστάσεων και διακρίσεων, (5) το σώμα ως τόπος καθημερινών κοινωνικών πρακτικών, τελετουργιών και νοημάτων, (6) το σώμα ως τόπος διαχείρισης της σεξουαλικότητας και (7) το σώμα ως τόπος δράσης και αλληλεπίδρασης.

1.2 Η έννοια της πληροφορίας στην επιστημολογία και μεθοδολογία της κοινωνικής έρευνας

Η πληροφορία είναι μια σύνθετη και πολυσημική έννοια, καθότι υπάρχουν πολλοί ορισμοί και τυπολογίες γι’ αυτήν ανάλογα με το θεωρητικό προσανατολισμό του ερευνητή και το πλαίσιο χρήσης της (Buckland, 1991• Dervin, 1976• για περισσότερες πληροφορίες βλ. Case, 2007). Γενικά, τους ορισμούς αυτούς θα μπορούσαμε να τους κατατάξουμε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες που συνδέονται με τα σημαντικότερα επιστημολογικά «παραδείγματα» στη μεθοδολογία της έρευνας των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών: με το «παράδειγμα» του θετικισμού, το «παράδειγμα» της ερμηνευτικής και το «παράδειγμα» της οικολογικής προσέγγισης.

1.2.1 Η έννοια της πληροφορίας στο θετικιστικό «παράδειγμα»

Οι κοινωνικές επιστήμες (κοινωνιολογία, ψυχολογία κ.ά.) δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο της θετικιστικής σκέψης στα μέσα του 19ου αιώνα, σε μια περίοδο που κυριαρχούσαν οι θετικές ή φυσικές επιστήμες. Στην προσπάθεια των κοινωνικών επιστημόνων να μελετήσουν τα κοινωνικά φαινόμενα με ένα πιο αυστηρό (ακριβή), συστηματικό και επιστημονικό τρόπο υιοθέτησαν ως βάση για την έρευνά τους το μεθοδολογικό «παράδειγμα» των θετικών επιστημών. Το θετικιστικό αυτό πνεύμα στις κοινωνικές επιστήμες αναπτύχθηκε στη Γαλλία με βασικούς πρωτοπόρους τον Auguste Comte και τον Herbert Spencer και στην Αγγλία με βασικό στοχαστή τον John Stuart Mill.

Κεφάλαιο 1

30

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 30 3/9/2017 9:25:54 μμ

Page 17: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

Βασικές παραδοχές του θετικισμού είναι οι ακόλουθες (βλ. μεταξύ άλλων Giddens, 1974, 1979, 1996• Popkewitz, 1984: 36-38• Πουρκός, 2010α: 67-83):

1. Βασική οντολογική θέση του θετικισμού είναι ότι (α) οι πληροφορίες της κοινωνικής ζωής (φυσικοί νόμοι) συνιστούν μια απτή αντικειμενική πραγματικότητα που υπάρχει αντικειμενικά «εκεί έξω» και είναι ανεξάρτητη από τη συνείδηση και την εμπλοκή των υποκειμένων σ’ αυτήν, (β) οι πληροφορίες της πραγματικότητας αυτής μπορούν να γίνουν γνωστές όσον αφορά την πραγματική τους ουσία (απλοϊκός ή αφελής ρεαλισμός), (γ) ο εντοπισμός, η διάκριση, η ανακάλυψη, η παρατήρηση και η καταγραφή των πληροφοριών αυτών θεωρείται ότι μπορεί να γίνει από κάθε έλλογο ον ανεξάρτητα από τα ποικίλα του χαρακτηριστικά φτάνει να ακολουθήσει τα σωστά μεθοδολογικά βήματα και να κάνει τη σωστή χρήση των εργαλείων του καθαρού λόγου, να ακολουθήσει, δηλαδή, συγκεκριμένους ορθολογικούς τρόπους ή μεθόδους έρευνας, και (δ) η πληροφοριακή αυτή πραγματικότητα κυριαρχείται από νόμους που έχουν αιτιοκρατικό χαρακτήρα (σχέσεις αιτίου και αποτελέσματος).

2. Βασική επιστημολογική θέση του θετικισμού είναι ότι η γνώση συγκροτείται στη βάση των ακόλουθων θέσεων: (α) υπάρχει ένα ριζικό χάσμα μεταξύ των εμπειρικών παρατηρήσεων και των πέρα από την εμπειρία προτάσεων, (β) επειδή η απόρριψη κάθε πρότασης πέρα από την εμπειρία συνιστά ειδοποιό χαρακτηριστικό των θετικών επιστημών, οι πραγματικές κοινωνικές επιστήμες πρέπει να έχουν την ίδια επιστημονική αυτοσυνείδηση και γραμμή πλεύσης, (γ) ο ερευνητής και το αντικείμενο της έρευνας είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους οντότητες (δυϊσμός) και (δ) μεταξύ του κόσμου και των αναπαραστάσεών (αντιλήψεων, κατανοήσεών) μας υπάρχει μια άμεση αντιστοιχία (ή ισομετρία). Όπως γράφουν οι Kirk και Miller, «ο εξωτερικός κόσμος καθορίζει πλήρως τη μια και μοναδική σωστή οπτική γι’ αυτόν, ανεξαρτήτως της διαδικασίας ή των συνθηκών της θέασης» (1986: 14). Η επιστημονική αλήθεια ή γνώση έχει οικουμενικό, ακλόνητα γραμμικό, προοδευτικό και δεσμευτικό ή υποχρεωτικό χαρακτήρα τόσο όσον αφορά την πρόσληψή της όσο και όσον αφορά την εφαρμογή και τη διάδοσή της στα άλλα νοήμονα όντα που συνιστούν ή λειτουργούν ως ένα παγκόσμιο ακροατήριο (βλ. σχετικά Woolgar, 2003). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα κοινό, παγκόσμιο εννοιολογικό πλαίσιο που λειτουργεί ως καθρέφτης της κοινωνικής πραγματικότητας στη βάση του οποίου μπορούμε, σύμφωνα με τον Au-guste Comte, να συνδέσουμε τη γνώση με την πρόβλεψη, την πρόβλεψη με τη δράση (βλ. Comte, 1974).

3. Βασική μεθοδολογική θέση του θετικισμού είναι ότι ο κοινωνικός κόσμος

31

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Σώμα, Βίωμα, Γνώση και Ποιοτική Έρευνα

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 31 3/9/2017 9:25:54 μμ

Page 18: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

Κεφάλαιο 1

μπορεί να διερευνηθεί με τον ίδιο τρόπο όπως ο φυσικός κόσμος (μέσω του ελεγχόμενου πειράματος και της αντικειμενικής παρατήρησης) και ότι οι μέθοδοι, οι τεχνικές και οι τρόποι λειτουργίας των φυσικών επιστημών είναι ο καλύτερος τρόπος για την εξερεύνηση του κοινωνικού κόσμου. Με άλλα λόγια, για τη σωστή, έγκυρη και αξιόπιστη μελέτη των πληροφοριών της κοινωνικής πραγματικότητας χρειάζεται να γίνει χρήση των εμπειρικών μεθόδων, τεχνικών και διαδικασιών συλλογής, ανάλυσης και συμπερασμού των φυσικών επιστημών (π.χ. οι τεχνικές της εμπειρικής παρατήρησης, η αντικειμενική μέτρηση, όπως η χρήση σταθμισμένων κλιμάκων, τα εργαλεία της μαθηματικής και στατιστικής ανάλυσης, οι μέθοδοι συμπερασμού της λογικής, κ.ά.). Οι μέθοδοι και τεχνικές της θετικιστικής έρευνας —όπως και η βασική της αντίληψη— εδράζονται στην κλασική εμπειριστική προσέγγιση των φυσικών επιστημών. Σε σχέση με την πειραματική μέθοδο λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα δύο χαρακτηριστικά: (α) η χρήση των επαγωγικών διαδικασιών, όπου οι γενικές διατυπώσεις πηγάζουν από τις επιμέρους παρατηρήσεις και (β) η μαθηματική της διατύπωση, που, αν και δε γίνεται αυτό πάντα εφικτό, είναι ο τελικός στόχος του θετικιστή επιστήμονα. Η ιδεώδης τεχνική παραμένει —ακόμη και αν η εφαρμοσιμότητά της στην κοινωνική πραγματικότητα είναι περιορισμένη— αυτή του πειράματος, που εδράζεται στην παρέμβαση (χειρισμό) και τον έλεγχο των μεταβλητών που εμπλέκονται και την αποστασιοποίηση του παρατηρητή από το παρατηρούμενο αντικείμενο.

4. Οι πληροφορίες του κοινωνικού κόσμου υπάρχουν ως ένα σύστημα μεταβλητών που είναι διακριτές και αναλυτικά διαχωρίσιμα μέρη ενός αλληλεπιδρώντος συστήματος. Οι πληροφοριακές αυτές μεταβλητές θα πρέπει να μελετιούνται ανεξάρτητα η μια με την άλλη. Θεωρείται ότι, εντοπίζοντας και συσχετίζοντας τις μεταβλητές μεταξύ τους, μπορεί έτσι να καθοριστεί και να γίνει γνωστή η αιτία της μιας συμπεριφοράς ή ενός κοινωνικού φαινομένου στο πλαίσιο του συστήματος. Η αιτία είναι μια σχέση ανάμεσα σε εμπειρικές μεταβλητές που μπορούν να εξηγηθούν για την παραγωγή προβλέψιμων αποτελεσμάτων.

5. Βασική αξιολογική θέση είναι ότι η επιστήμη είναι ουδέτερη, που σημαίνει ότι οι προτάσεις της θεωρούνται ανεξάρτητες από τους σκοπούς και τις αξίες που οι άνθρωποι εκφράζουν σε μια κατάσταση. Με άλλα λόγια, τα πληροφοριακά γεγονότα είναι ελεύθερα από αξίες και συμφέροντα αυτών που τα παράγουν. Ο ερευνητής μπορεί να μελετήσει το αντικείμενο της έρευνάς του χωρίς να το επηρεάζει ή να επηρεάζεται απ’ αυτό (αντικειμενικότητα). Το έργο του επιστήμονα επομένως, είναι να «ανακαλύψει» τους νόμους που διέπουν το αντικείμενο αυτό, χωρίς

32

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 32 3/9/2017 9:25:54 μμ

Page 19: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

να φοβάται αν οι αξίες του μπορεί να αλλοιώσουν την πρόσληψη των πληροφοριών της κοινωνικής πραγματικότητας ή αντίθετα. Η θέση αυτή, που αποκλείει τις αξίες υπέρ των πληροφοριακών γεγονότων ή συμβάντων, αναγκαστικά πηγάζει από την οπτική της πληροφορίας του κοινωνικού γεγονότος ως δεδομένου και αναλλοίωτου. Η αναζήτηση τυπικής και ουδέτερης γνώσης δημιουργεί μια εμπιστοσύνη στα μαθηματικά και τη λογική όσον αφορά την κατασκευή της θεωρίας. Η μαθηματική ανάλυση (χρήση της στατιστικής, των μαθηματικών μοντέλων κτλ.) είναι βασικό εργαλείο της έρευνας των κοινωνικών φαινομένων. Η λατρεία του αριθμού, του γεγονότος, του συγκεκριμένου οδηγεί στη συσσώρευση απειράριθμων ειδικών δεδομένων. Ο φετιχισμός των ερωτηματολογίων, των τεστ, των κλιμάκων, της «στατιστικής τελετουργίας» —που υποτίθεται ότι αποτελούν το ανάλογο των ερευνητικών τεχνικών που χρησιμοποιούνται στις φυσικές επιστήμες— επιβάλλει να προσαρμόζεις την προβληματική των ερευνών στις υιοθετημένες ερευνητικές μεθόδους. Έτσι, η ποσοτικοποίηση των μεταβλητών καθιστά ικανό τον ερευνητή να μειώσει ή να εξαλείψει τις ασάφειες και αντιφάσεις.

Στις αναφερόμενες πιο πάνω παραδοχές του στενού εμπειρισμού του θετικισμού του 19ου αιώνα ασκήθηκε αρκετή κριτική αποτέλεσμα της οποίας ήταν η απόπειρα κριτικής του αναθεώρησης με την ανάδυση του νεοθετικισμού (λογικού θετικισμού ή «Κύκλου της Βιέννης») —που κυριάρχησε από την δεκαετία του 1930 μέχρι τη δεκαετία του 1960— και του μεταθετικισμού (μεταεμπειρισμού) ως ενός μεταθεωρητικού προσανατολισμού στη φιλοσοφία και την επιστημονική έρευνα που αναπτύχθηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, προκειμένου να θεραπεύσει τα προβλήματα του παραδοσιακού θετικισμού και λογικού θετικισμού.

Στο ρεύμα του νεοθετικισμού εντάσσονταν μια ομάδα φιλοσόφων και επιστημόνων από διάφορα επιστημονικά γνωστικά πεδία, οι οποίοι κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1920, προβληματιζόμενοι για τη φύση της γνώσης και των διαδικασιών απόκτησής της θεμελίωσαν μια νέα εκδοχή του θετικισμού. Ανάμεσα στους βασικούς στοχαστές της σχολής αυτής ήταν οι φιλόσοφοι Moritz Schlick και Rudolf Carnap, ο μαθηματικός Hans Hahn, ο οικονομολόγος Otto Neurath και ο φυσικός Philipp Frank. Μερικά χρόνια αργότερα, ο προβληματισμός διευρύνθηκε στο Βερολίνο δημιουργώντας μια ομάδα νεοθετικιστικών στοχαστών, όπως οι Hans Reichenbach, Kurt Grelling, Walter Dubislav, Alexander Herzberg, Kurt Lewin, Richard von Mises, Carl G. Hempel. Μερικοί απ’ αυτούς αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ λόγω του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Η συγγένεια των απόψεών τους με τις αντιλήψεις του αμερικάνικου πραγματισμού συνέβαλε σημαντικά στην εξάπλωση της νεοθετικιστικής σκέψης, επηρεάζοντας σημαντικά την ανάπτυξη του εμπειρικού-αναλυτικού «παραδείγματος» στη μεθοδολογία της έρευνας των κοινωνικών επιστημών και ιδιαίτερα της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας.

Η νέα αυτή προοπτική του θετικισμού είχε κεντρικό ρόλο στην κριτική της

33

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Σώμα, Βίωμα, Γνώση και Ποιοτική Έρευνα

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 33 3/9/2017 9:25:54 μμ

Page 20: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

Κεφάλαιο 1

επιστήμης, επαναπροσδιορίζοντας το έργο της φιλοσοφίας, το οποίο ταυτίστηκε με την κριτική ανάλυση των θεωριών στο πλαίσιο των επιμέρους επιστημών. Αυτό οδήγησε στην απόρριψη των «μεγάλων ερωτημάτων» και όλων των μεταφυσικών ζητημάτων που δεν μπορούν να αποδειχθούν («ψευδοπροβλήματα») και, κατά συνέπεια, σύμφωνα με τους θετικιστές δεν έχουν νόημα. Το κύριο ενδιαφέρον εστιάστηκε στα μεθοδολογικά προβλήματα των επιστημών, στη λογική ανάλυση της γλώσσας τους και στο θεωρητικό τους αποτέλεσμα, στην κριτική των παραδοχών τους και των διαδικασιών μέσω των οποίων γίνεται η εννοιολογική επεξεργασία των μεταβλητών με στόχο την εμπειρική τους επαλήθευση ή διάψευση. Μια από τις βασικές θέσεις του νεοθετικισμού είναι η πεποίθηση ότι το νόημα μιας πρότασης βασίζεται στην εμπειρική της επαλήθευση (verifiability). Η φράση «το νόημα μιας πρότασης είναι η μέθοδος της επαλήθευσής της» συνοψίζει ακριβώς την προοπτική αυτή.

Η κύρια συνεπαγωγή του νεοθετικισμού στις διαδικασίες της έρευνας ήταν η ανάπτυξη ενός εντελώς καινούργιου τρόπου ομιλίας και πρακτικής σχετικά με την κοινωνική πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα των μαθηματικών και της τυπικής λογικής. Ο Paul F. Lazarsfeld, ο κύριος υποστηρικτής της νεοθετικιστικής εμπειρικής μεθοδολογίας στην κοινωνιολογία αναφερόταν στη γλώσσα των μεταβλητών. Κάθε κοινωνικό φαινόμενο θεωρείται ότι θα πρέπει να προσδιορίζεται αναλυτικά στη βάση ενός συγκεκριμένου συνόλου ιδιοτήτων ή χαρακτηριστικών («μεταβλητών»), να μπορεί να αναλύεται με όρους σχέσεων ανάμεσα σε μεταβλητές. Η μεταβλητή, προσδίδοντας της ένα ουδέτερο και αντικειμενικό χαρακτήρα, έγινε έτσι ο βασικός πρωταγωνιστής της κοινωνικής ανάλυσης. Είχε εντελώς εξαφανισθεί η αναγκαιότητα ολιστικής μελέτης των κοινωνικών φαινομένων και γενικότερα του ανθρώπου και της κοινωνίας, αλλά και η προσπάθεια σύνθεσης των νέων δεδομένων στο πλαίσιο καινούργιων θεωρητικών συλλήψεων. Λογική συνέπεια αυτής της κατάστασης ήταν η μετατροπή της κοινωνικής έρευνας σε μια «αποπροσωποποιημένη», μηχανιστική και τεχνοκρατική διαδικασία, έχοντας ως βάση τη γλώσσα των μεταβλητών και τις τεχνικές λειτουργικού προσδιορισμού των εννοιών με στόχο τη μέτρηση και την ποσοτική τους διερεύνηση. Η μόνη σωστή και πρέπουσα πρακτική ενός κοινωνικού επιστήμονα στην προοπτική αυτή είναι διάκριση μεταξύ ανεξάρτητων και εξαρτημένων μεταβλητών, η ποσοτικοποίηση των σχέσεων μεταξύ τους και η προσπάθεια ανεύρεσης νόμων και δημιουργίας αιτιοκρατικών μοντέλων. Μόνο έτσι θεωρείτο ότι ο κοινωνικός επιστήμονας θα μπορούσε επιτέλους να «θεραπευτεί» από τις συγχύσεις, καθώς θα διέθετε μια κοινή μεθοδολογική γλώσσα και ένα σωστό, τυπικό εργαλείο για τη διεξαγωγή της έρευνας, επιτρέποντάς του συγχρόνως να υπερβεί «την περιβόητη ασαφή καθημερινή γλώσσα (στη διαδικασία της) ταξινόμησης και καθαρισμού του λόγου (που) είναι πολύ σημαντικό για τον κοινωνικό επιστήμονα. […] πρέπει να τακτοποιήσουμε τη γνώση αυτή και να την οργανώσουμε με μια μορφή που εύκολα να μπορεί να χειριστεί. Πρέπει να επαναδιατυπώσουμε τις προτάσεις της κοινής λογικής έτσι που να υπόκεινται σε εμπειρικό έλεγχο» (Lazarsfeld & Rosenberg, 1955: 2, 11). Με αυτό τον τρόπο, όλα τα κοινωνικά φαινόμενα θα μπορούσαν να εξεταστούν προσεκτικά, να μετρηθούν, να συσχετιστούν, να επεξεργαστούν και να τυποποιηθούν και οι θεωρίες είτε να επαληθευτούν είτε να

34

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 34 3/9/2017 9:25:54 μμ

Page 21: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

1. Όπως γράφει ο T.S. Kuhn: «Ο όρος παράδειγμα χρησιμοποιείται με δύο διαφορετικές σημασίες. Από τη μια σημαίνει όλο το σύνολο των πεποιθήσεων, των αναγνωρισμένων αξιών και των τεχνικών που ασπάζονται τα μέλη μιας δεδομένης ομάδας επιστημόνων. Από την άλλη πλευρά σημαίνει το διακρινόμενο στοιχείο αυτού του συνόλου πεποιθήσεων, δηλαδή τις συγκεκριμένες λύσεις των γρίφων, θεωρούμενες ως ιδεώδεις και που αντικαθιστούν καθαρά τους κανόνες ως βάση για την επίλυση των υπόλοιπων γρίφων στη φάση της φυσιολογικής επιστήμης» (Kuhn, 1970: 175).

απορριφθούν (διαψευσθούν) με έναν αντικειμενικό τρόπο, αποφεύγοντας τις ασάφειες και συγχύσεις.

Όσον αφορά το μεταθετικιστικό ρεύμα (η κριτική του στενού εμπειρισμού και η στροφή στον θεωρητικό στοχασμό), βασικό ρόλο στην ανάπτυξή του έπαιξαν οι ιστορικοί των φυσικών επιστημών και οι φιλόσοφοι της επιστήμης όπως ο Karl Popper (1957, 1963, 1970, 1979, 1983/1956), ο Nicholas Rescher (2001) και κυρίως ο T. Kuhn (1970 ή 2004) με τη θεωρία του για τις «επιστημονικές επαναστάσεις». Η αποκατάσταση της θεωρητικής διάστασης της επιστήμης επιτεύχθηκε μέσω δύο ειδών επιχειρηματολογίας. Πρώτον, στο ιστορικό επίπεδο υποστηρίχθηκε ότι η ανάπτυξη της επιστήμης δε συμβαίνει —όπως επεδίωκε ο θετικισμός— με συσσωρευτικό, προοδευτικό τρόπο, μέσω μιας απλής, σταδιακής συσσώρευσης και πρόσθεσης των καινούργιων ανακαλύψεων, γεγονότων. Η ανάπτυξη της επιστήμης λαμβάνει χώρα μάλλον με επαναστατικό τρόπο, μέσω ολικών, ασυνεχών, ποιοτικών αλλαγών των κυρίαρχων «παραδειγμάτων». Έτσι, η ανάπτυξη της επιστήμης, με το ευρύτερο νόημα του όρου, επιτυγχάνεται μέσω των συστημάτων σκέψης, όπου εμπεριέχονται οι γενικότερες οντολογικές και επιστημολογικές παραδοχές, τα εννοιολογικά μοντέλα, οι εμπειρικές θεωρίες και τα διαπιστωμένα περιγραφικά γεγονότα, και επίσης τα προβλήματα, που τίθενται στις έρευνες και οι τυπικές τεχνικές με τη βοήθεια των οποίων επιλύονται τα προβλήματα αυτά1. Το βασικό δίδαγμα ήταν ότι στην ανάπτυξη της επιστήμης κατά την επαναστατική αλλαγή των «παραδειγμάτων» ουσιαστικό επίσης ρόλο διαδραματίζουν όχι μόνο τα καινούργια εμπειρικά αποτελέσματα, αλλά και οι θεωρητικές ανακαλύψεις (οι καινούργιοι προσανατολισμοί, μοντέλα ή υποθέσεις). Χωρίς τις καινούργιες θεωρητικές κατασκευές και η πιο πλούσια συσσώρευση γεγονότων δε θα οδηγούσε ποτέ, από μόνη της, στην επιστημονική πρόοδο.

Η ιστορική επιχειρηματολογία συνοδευόταν, κατά δεύτερον, με τη μεθοδολογική επιχειρηματολογία. Απορρίπτεται δηλαδή η χαρακτηριστική για το θετικισμό έννοια των «γυμνών γεγονότων» –των δεδομένων που υπάρχουν από μόνα τους, ανεξάρτητα από τη θεωρία και τη διαμεσολάβηση του ερευνητή. Αμφισβητήθηκε, επίσης, η χαρακτηριστική για το θετικισμό επαγωγική στρατηγική μετάβασης από τα γεγονότα στις γενικεύσεις, που επέβαλε την προσεκτική συσσώρευση δεδομένων, τη σύνδεσή τους σε ομοιογενείς κατηγορίες και τη διατύπωση εμπειρικών παρατηρήσεων με τη μορφή γενικευμένων προτάσεων και περιγραφών. Ταυτόχρονα, το δίδαγμα ήταν ότι τα θεωρητικά συστήματα (οι υιοθετημένες παραδοχές, μοντέλα και υποθέσεις) προβάλλονται με ουσιαστικό τρόπο σε όλα τα επίπεδα της επιστημονικής γνώσης. Ήδη στο επίπεδο της καταγραφής των γεγονότων ενυπάρχει σε λανθάνουσα μορφή η θεωρητική δόμηση της άμορφης εμπειρίας —μέσω της εφαρμογής παραδοχών, εννοιών, υποθέσεων—, καθώς επίσης και συγκεκριμένων εργαλείων παρατήρησης και πειράματος, που εμπεριέχουν τέτοιες γενικές συνεπαγωγές.

3535

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Σώμα, Βίωμα, Γνώση και Ποιοτική Έρευνα

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 35 3/9/2017 9:25:54 μμ

Page 22: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

κεφάλαιο 3

Η έναρθρη σωματικότητα των σχέσεων: Μια αναπτυξιακή πρόταση μελέτης με το σώμαΕυστάθιος Παπασταθόπουλος *

* Ευστάθιος Παπασταθόπουλος, Ph.D., Επίκουρος Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας. Διεύθυνση: Τμήμα ΦΠΨ, Τομέας Ψυχολογίας, Πανεπιστημιούπολη Δουρούτης, 45110 Ιωάννινα.

3.1 Εισαγωγή

Με την ιδιότητα του ιεραποστόλου, ο Maurice Leenhardt υποστήριξε κάποτε, μπροστά σ’ ένα πρεσβύτερο της Νέας Καληδονίας, ότι ο χριστιανισμός είχε φέρει στη σκέψη των Kanak την έννοια του πνεύματος (esprit). «Το πνεύμα; Μα όχι!», τον έκοψε ο γέροντας: «Δεν μας φέρατε το πνεύμα. Ξέραμε ήδη ότι υπήρχε το πνεύμα. Ενεργούσαμε πάντα σύμφωνα με το πνεύμα. Εκείνο που μας φέρατε ήταν το σώμα» (1979: 164). Σχολιάζοντας αυτό το διάλογο ο Roger Bastide έγραψε: «Ο Μελανήσιος αντιλαμβανόταν τον εαυτό του μόνο σαν ένα κόμβο συμμετοχών —βρισκόταν περισσότερο εκτός του παρά εντός του» (1973: 33). Με άλλα λόγια, εξηγούσε ο Bastide, ο άνθρωπος ήταν στο γένος του και στο τοτέμ του, στη φύση και στο socius. Σε αντιπαράθεση, οι ιεραπόστολοι θα τον διδάξουν να διαχωριστεί από αυτές τις ετερότητες για να ανακαλύψει την αληθινή του ταυτότητα, μια ταυτότητα σημαδεμένη από τα όρια του σώματός του (Sahlins, 2014: 47).

Το σώμα ως ιδιαίτερο αντικείμενο γνώσης στον τομέα της Αναπτυξιακής Ψυχολογίας, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί χωρίς πολλές πιθανότητες να υπερβάλλει, ότι είτε απουσιάζει είτε κατέχει μια μάλλον κοινότοπη θέση —θέση ενός βιολογικού υποστηρίγματος. Με την περιληπτική διαπραγμάτευση του οποίου μπορεί κανείς να ξεκινήσει την ενδελεχή περιγραφή και μελέτη των νοητικών, συναισθηματικών, διαπροσωπικών και λοιπών διαστάσεων της ανάπτυξης, που φαίνεται να γίνονται κατανοητές ως τα κατεξοχήν αναπτυξιακά φαινόμενα. Αυτό το γεγονός λαμβάνει την παραδειγματική του μορφή στα

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 159 3/9/2017 9:25:58 μμ

Page 23: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

εγχειρίδια της Αναπτυξιακής Ψυχολογίας με τη μορφή εισαγωγικών υποκεφαλαίων στην αρχή κάθε ηλικιακής ενότητας, όπου εκθέτονται οι σωματικές μεταβολές ως εκδηλώσεις ενός βιολογικού υποστρώματος ή ως παράγωγα της αλληλεπίδρασης βιολογικών και κοινωνικών παραγόντων. Όπου το σώμα φαίνεται να αποκτά μια σημαντική θέση, όπως για παράδειγμα στη θεωρία του Jean Piaget (1936) για την ανάπτυξη της νοημοσύνης, γρήγορα γίνεται σαφές ότι η μετοχή του στη σκέψη είναι κάτι που θα πρέπει να ξεπεραστεί προς χάρη πιο αφηρημένων μορφών νόησης (δες για παράδειγμα την έννοια της αποκέντρωσης). Παρότι, η οικοδόμηση της νοημοσύνης φαίνεται να ξεκινά με όρους αντιληπτικούς και πραξιακούς, ως ευκταίος στόχος προσδιορίζεται η επίτευξη μιας καθαρά αφηρημένης, προτασιακής λογικής, που αιωρείται πάνω από την υλική πραγματικότητα, χωρίς να εξαρτάται απ’ αυτή, την οποία όμως μπορεί να εποπτεύει, να οργανώνει, να κατανοεί και να μεταβάλει.

Ο Sampson (1996), διαπραγματευόμενος τη θέση του σώματος στην επιστήμη της Ψυχολογίας, παρατηρεί ότι στη δυτική παράδοση, οι κυρίαρχες αφηγήσεις για την ανθρώπινη φύση και γνώση ως προς την οικουμενικότητα μιας κάποιας υποτιθέμενης ανθρώπινης υπόστασης, διακρίνονται από τον αποκλεισμό της ιστορίας, της κουλτούρας, της κοινότητας και του σώματος, δηλαδή, των παραγόντων εκείνων που δε θεωρούνται ιδιάζοντα γνωρίσματα της ανθρώπινης υπόστασης. Στη διερεύνηση του νου και της γνώσης, η μελέτη ξεκινά αφού αποκλειστεί ο εγγενώς ενσώματος χαρακτήρας τους. Το σώμα καταλαμβάνει τη θέση ενός αντικειμένου. Το «αντικείμενο-σώμα», είναι ένα αντικείμενο όπως όλα τα υπόλοιπα, το οποίο κάποιος μπορεί να το γνωρίσει οπτικά ως ένας αμέτοχος τριτοπρόσωπος παρατηρητής, να το χειριστεί, να το μετρήσει ή να διαμορφώσει αναπαραστάσεις γι’ αυτό (Sampson, 1996: 602). Την προσέγγιση του σώματος ως ενός αντικειμένου ανάμεσα στα άλλα, μοιράζονται τόσο ο θετικισμός όσο και ο διάδοχος αυτού κοινωνικός κονστρουξιονισμός. Για το θετικισμό το σώμα γίνεται κατανοητό ως προϋπάρχον της μελέτης του, και ως στόχος προσδιορίζεται η ανακάλυψη των χαρακτηριστικών του μέσω της διαμόρφωσης αναπαραστάσεων που θα αντιστοιχούν με ακρίβεια σε αυτά. Για τον κονστρουξιονισμό, αντιθέτως, τίποτα δεν προϋπάρχει πριν τις λογοθετικές πρακτικές, αυτές και μόνο αυτές διακρίνουν και οριοθετούν κάτι, όπως το σώμα, ως προϋπάρχον ή φυσικό. Επομένως, το σώμα σε αυτή την περίπτωση, «κατασκευάζεται» κοινωνικά, όμως οι λόγοι που επιτελούν αυτή την παραγωγή δε γίνονται κατανοητοί ως ενσώματοι. Ο Samp-son ασκεί κριτική και στις δύο αυτές προσεγγίσεις, καθώς αποκλείουν από κοινού τον ενσώματο χαρακτήρα κάθε διεργασίας γνώσης, την υλικότητά της. Υποστηρίζει, αντίθετα, ότι κάθε μορφή λόγου, όπως και κάθε άλλη πρακτική, δεν μπορεί παρά να είναι ενσώματη. Σε αυτό τον εξαϋλωμένο νου και το αντικειμενικοποιημένο σώμα, ο Sampson (1996) αντιπαραθέτει το φαινομενολογικό σώμα, δηλαδή, το βιωμένο, αισθητό σώμα, μέσω αισθήσεων όπως η κιναίσθηση και η αφή. Σε αυτή την προσέγγιση αναδύεται ένα άλλο πρόβλημα. Το σώμα άκριτα γίνεται κατανοητό ως το σταθερό θεμέλιο κάθε ανθρώπινου εγχειρήματος, αποκλείοντας έτσι ξανά την ιστορία, την κουλτούρα και την κοινότητα.

Ο αποκλεισμός του σώματος από τη νόηση, τη γνώση, την ιστορία και την κουλτούρα

Κεφάλαιο 3

160

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 160 3/9/2017 9:25:58 μμ

Page 24: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

και αυτών με τη σειρά τους από το σώμα, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, ακολουθώντας τον Turner (1992, 2008) ότι υποστηρίζονται από μια σειρά δυισμών που φέρουν σαφείς εσωτερικές ιεραρχήσεις και έχουν μια μακρά πολιτική, κοινωνική και επιστημονική ιστορία —π.χ. από τις αρχαίες διακρίσεις ανάμεσα σε ζωή και βίο, φύση και νόμο, ως τις νεότερες ανάμεσα σε νου και πάθη, ψυχή και σώμα, φύση και κοινωνία. Ο Turner (2008) υποστηρίζει ότι οι κοινωνικές επιστήμες βασίζονται στην έννοια του homo duplex, του διπλού ανθρώπου, όπου το άτομο συλλαμβάνεται ως μια ευαίσθητη και σύνθετη ισορροπία ανάμεσα σε α-κοινωνικά πάθη ή μηχανισμούς κι έναν κοινωνικό νου ή λόγο. Ο homo duplex των επιστημών είναι αναγκασμένος να επιλέξει τους όρους της οντολογίας του ανάμεσα σε θεμελιωτικές (foundationalist) και αντι-θεμελιωτικές (anti-foundationalist) προοπτικές σχετικά με το σώμα (Turner, 1992: 48). Οι θεμελιωτικές προσεγγίσεις εστιάζουν στη ζώσα εμπειρία του σώματος, στο πώς οι βιολογικές συνθήκες επηρεάζουν την καθημερινή ζωή ή τη δημογραφία και πώς αλληλεπιδρούν με άλλες κοινωνικές διεργασίες και διαφορετικό πλαίσιο. Εδώ το σώμα έχει μια αυτόνομη πραγματικότητα που δεν μπορεί να αναχθεί στις πολιτισμικές του αναπαραστάσεις ή χρήσεις. Στην καλύτερη περίπτωση οι δυνατότητες ή τα χαρακτηριστικά του σώματος μπορεί να αλληλεπιδράσουν με τις πολιτισμικές αναπαραστάσεις και τις χρήσεις του. Αντιθέτως, οι αντι-θεμελιωτικές προσεγγίσεις εννοιολογούν το σώμα ως αποτέλεσμα κοινωνικών λόγων, ως ένα είδος λόγου ή μεταφορών σχετικά με τη φύση των κοινωνικών σχέσεων, ως ένα σύστημα συμβόλων ή ως ένα παράγωγο των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας και των επιστημονικών πρακτικών. Έτσι, το σώμα δεν αποτελεί παρά ένα κενό υλικό υπόστρωμα που περιμένει την κοινωνική του εγγραφή.

Οι ταξινομήσεις των θεωρητικών και ερευνητικών προσεγγίσεων για το σώμα, των Sampson (1996) και Turner (1992, 2008), περισσότερο από να χαρτογραφούν τις υπαρκτές ή δυνατές εννοιολογήσεις του σώματος, δείχνουν προς μια σωματική πολλαπλότητα. Διαβάζοντας τις θέσεις τους, μπορούμε καταρχάς να διακρίνουμε ανάμεσα σε ποικίλα διπολικά επίπεδα. Το σώμα ως μηχανιστικό αντικείμενο και το σώμα ως έδρα της εμπειρίας. Το σώμα ως αδρανές αντικείμενο και το σώμα ως πεδίο συγκρότησης δια του λόγου. Το ατομικό σώμα και το κοινωνικό σώμα. Το υλικό οργανικό σώμα και το σώμα ως άυλη κοινωνική αναπαράσταση. Εφόσον αυτές οι προοπτικές δε συνιστούν απλώς θεάσεις, αλλά και μορφές επιστημολογίας, μπορούμε να οδηγηθούμε σε μια σύλληψή τους, όχι ως προϋπάρχουσες διακρίσεις, αλλά ως σωματικές οντότητες που παράγονται, που επιτελούνται.

3.2 Από το σώμα στη σωματοποίηση: τρία παραδείγματα

Το ζήτημα του πώς να εισαγάγουμε το σώμα στη διερεύνηση της εμπειρίας και στη μελέτη της παιδικής ηλικίας και της ανάπτυξης, όχι ως ένα βουβό αντικείμενο μα και ούτε ως απλώς κοινωνικά εγγράψιμο, είναι ένα επείγον και ταυτόχρονα δυσεπίλυτο πρόβλημα, που όμως, όπως μπορεί κανείς να παρατηρήσει ανατρέχοντας στον τεράστιο όγκο των σχετικών μελετών που δημοσιεύτηκαν από τη δεκαετία του ’70 ως σήμερα, έχει οδηγήσει

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Σώμα, Βίωμα, Γνώση και Ποιοτική Έρευνα

161

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 161 3/9/2017 9:25:59 μμ

Page 25: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

στην παραγωγή πολλά υποσχόμενων θεωριών. Πρωταρχικά μέσα από το έργο του Michel Foucault (2011/1975) το παιδικό σώμα αναδείχθηκε ως το κατεξοχήν πεδίο γύρω από και πάνω στο οποίο ασκήθηκε η πειθαρχική εξουσία με δύο τρόπους: παραγωγή γνώσης για το σώμα, τις ικανότητες, τις διεργασίες του και παραγωγή υπάκουων και αποδοτικών σωμάτων μέσω μιας ποικιλίας μηχανισμών κωδίκευσης, χειρισμών και άσκησης από το σχολείο και από άλλους πειθαρχικούς οργανισμούς. Το παιδί και η εξαντλητική μέτρηση των σωματικών του χαρακτηριστικών, η οργάνωση της διαγωγής του με όρους ικανοτήτων, η αξιολόγησή τους μέσω τυποποιημένων εξετάσεων και η καταγραφή τους σε ατομικούς φακέλους, η σύγκριση και ο λεπτομερής προσδιορισμός των τυχόν αποκλίσεων από κανόνες, μέσους όρους ή «αναπτυξιακά ορόσημα», αποτέλεσαν τις διεργασίες μέσα από τις οποίες στη νεωτερική Δύση κατανοήθηκε και παρήχθη η ατομικότητα. Η εξατομίκευση, η ενικότητα του προσώπου αναδύεται μέσα από το σύνολο αυτών των μικρο-διαδικασιών και η ατομική ζωή γίνεται κατανοητή ως μια διεργασία γένεσης ή (όπως πλέον ονομάζεται) ανάπτυξης.

«Η παιδική ηλικία είναι ο πιο εντατικά κυβερνώμενος τομέας της προσωπικής ύπαρξης» (Rose, 1991: 121) και ο τόπος γύρω από τον οποίο αρθρώνονται σειρά από ιδανικά, όπως η πρόοδος, η διαπροσωπική εγγύτητα και οι οικογενειακοί δεσμοί, οι εθνικιστικές στοχεύσεις, οι οικονομικές φιλοδοξίες ευημερίας (Jenks, 2005), αλλά και η νοσταλγία για την απώλεια της συντροφικότητας, «το παιδί γίνεται η τελευταία εναλλακτική που μπορεί να υψωθεί ενάντια στη μοναξιά, καθώς εξαφανίζονται οι δυνατότητες για αγάπη» (Beck, 1992: 118). Η παιδική ανάπτυξη, το ατομικό ιστορικό, συγκροτούν τον κυρίαρχο τρόπο ερωτηματοθεσίας, αλλά και αφηγηματική τροπικότητα, στην αναζήτηση του ενήλικου νου, του εαυτού, αλλά και στην νοηματοδότηση της προσωπικής ζωή τους καθενός (Burman, 1995).

Ο Ian Hacking συμπυκνώνει τα παραπάνω σε μια έξοχη παρατήρηση: Το πρώτο δεδομένο που ανακοινώνεται μετά τη γέννηση του βρέφους (του οποίου το φύλο είναι πλέον μάλλον γνωστό από πριν) είναι το βάρος γέννησης, ένας αριθμός που είναι αναμφίβολα χρήσιμος, αν και η αξία του περιορίζεται προς χρήση στη νοσοκόμα, την μαία ή τον παιδίατρο. Παρά ταύτα, διαβιβάζεται τελετουργικά στην οικογένεια και τους φίλους, ανακοινώνεται στον εργασιακό χώρο, ως ένας ιερός αριθμός, ως εάν να αποτελεί την ουσία του παιδιού. Αποτελεί το σήμα ότι από δω και στο εξής το παιδί θα αναπτύσσεται. Πλέον, κάθε γνώρισμα της σωματικής, διανοητικής και ηθικής ανάπτυξης του παιδιού θα μετριέται συγκριτικά προς τυποποιημένα κριτήρια κανονικότητας, αρχής γενομένης από το βάρος (Hacking, 2002: 20).

Η ανακοίνωση του βάρους γέννησης στους γονείς και απ’ αυτούς στα υπόλοιπα μέλη του κύκλου τους, αποτελεί ένα παραδειγματικό συμβάν για το πώς με όρους σωματικότητας συγκροτείται αμοιβαία ένα ετερογενές σύνολο πολιτικών, επιστημονικών, κοινωνικών και προσωπικών διεργασιών. Την ίδια στιγμή εικονογραφεί το πώς το σώμα αποτελεί ένα

Κεφάλαιο 3

162

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 162 3/9/2017 9:25:59 μμ

Page 26: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

αντικείμενο που παράγεται απ’ αυτές τις υλικές και συμβολικές πρακτικές. Δεν είναι ένα προϋπάρχον αντικείμενο, αλλά ένα ιστορικό συμβάν, που μεταβάλλεται συνακόλουθα με τις διακυμάνσεις των επιστημονικών και άλλων πρακτικών συγκρότησής του.

Ο δείκτης του βάρους γέννησης, μαζί με ένα πλήθος άλλων σωματικών δεικτών, όπως για παράδειγμα η «συναπτική ωρίμανση και κλάδευση» (Nadesan, 2010), δεν αποτελούν μόνο εκδοχές της ιστορικής παραγωγής του σώματος, αλλά ενημερώνουν και διαμορφώνουν τις ιδέες και τις πρακτικές μας για το τι είναι το παιδί, η ανάπτυξη, ποιες πρέπει να είναι οι πρακτικές ανατροφής, διαμορφώνουν γονείς και οικογένειες (Hacking, 2002). Το σώμα, επομένως, ως ένα ιστορικά συγκροτούμενο αντικείμενο, διαδραματίζει έναν κεντρικό ρόλο ως προς τις συνθήκες δυνατότητας που διανοίγονται για να υπάρξουμε ως συγκεκριμένα όντα και να κάνουμε επιλογές. Αποτελεί έναν τόπο, όπου μπορούμε να διερευνήσουμε «τους τρόπους που οι δυνατότητες επιλογών και ύπαρξης, αναδύονται ιστορικά» και «δημιουργούν δυνητικότητες “προσωπικής εμπειρίας”» (Hacking, 2002: 23).

Το σώμα, η «σωματοποίηση» επομένως, θα μπορούσαμε να πούμε, δανειζόμενοι τον όρο της Donna Haraway (2014), δρα ως «τρόπος», είναι μια κατασκευή που παράγεται από ένα σύνολο επιστημονικών και τεχνολογικών πρακτικών, λόγων και δραστών, σε συγκεκριμένα χωροχρονικά πεδία και υλοποιεί, πραγμοποιεί συσχετισμούς δυνάμεων, σχέσεων εξουσίας, νοηματοδοτήσεων, ταξινομήσεις και ιεραρχήσεις, όπως το φύλο, η φυλή, ο άνθρωπος κτλ. (Castaneda, 2001). Στη συνέχεια του κειμένου θα στραφούμε σε τρεις θεωρητικές προσεγγίσεις που μπορούν να φωτίσουν το πώς να εννοιολογήσουμε τη σωματοποίηση, αλλά και να συγκροτήσουμε μια ανάλογη επιστημολογία.

3.2.1 Το Σώμα και η Γενεαλογία στον Michel Foucault

Tο σώμα ή η σωματικότητα κατέχει κεντρική θέση στο σύνολο του έργου του Michel Fou-cault, παρότι δεν έχει γράψει κάποιο κείμενο ειδικά γι’ αυτό. Κομβική θέση, ωστόσο, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι έχει το κείμενο με τίτλο Ο Νίτσε, η Γενεαλογία, η Ιστορία (2003/1971) όπου το σώμα λαμβάνει σημαίνουσα θέση στη διαπραγμάτευση της έννοιας της γενεαλογίας και παράλληλα προοιωνίζει την τοποθέτησή του ως κύριο τόπο άσκησης της πειθαρχικής εξουσίας στο κατοπινό του έργο (Foucault, 2011/1975).

Ο Foucault διατυπώνει τη θεωρία του για τη γενεαλογική μέθοδο, ξεκινώντας από τη διαπραγμάτευση αυτής της έννοιας στο έργο του Νίτσε, όπου αυτή «αντιπαρατίθεται στην αναζήτηση της “μυθικής καταγωγής”» (2003: 40). Η αναζήτηση της καταγωγής, οι καταγωγικές αφηγήσεις, εμφορούνται από την αναζήτηση της ουσίας ενός πράγματος με όρους ταυτοτικούς, ως να απορρέει, δηλαδή, από μια εγγενή, εσωτερική, άχρονη αρχή, ανεξάρτητα από τις προσμίξεις και τα καπρίτσια της ιστορίας. Αντιθέτως, βασική αρχή της γενεαλογίας είναι ότι δεν υπάρχει κάτι όπως η ουσία ενός πράγματος, αλλά η παρούσα μορφή του εξαρτάται από ιστορικά συμβάντα, έχει συγκροτηθεί, δηλαδή, από εξωτερικά, ετερόκλητα και διάφορα προς το ίδιο στοιχεία. Αποτελεί, δηλαδή, θα μπορούσαμε να πούμε, μια συναρμογή ετερογενών στοιχείων που βρίσκονται σε μια διαρκή ένταση μεταξύ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Σώμα, Βίωμα, Γνώση και Ποιοτική Έρευνα

163

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 163 3/9/2017 9:25:59 μμ

Page 27: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

κεφάλαιο 4

Σώμα, βίωμα και ποιοτική έρευνα: μεθοδολογικά ζητήματαΜάνος Σαββάκης *

* Μάνος Σαββάκης, Ph.D., Επίκουρος Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Λόφος Ξενία, Μυτιλήνη, Τ.Κ. 81100.

1 Η παρούσα εργασία αποτελεί αρκετά τροποποιημένη και διαφοροποιημένη επεξεργασία κάποιων συνολικότερων σκέψεων και ευρύτερων ιδεών που - κατά τόπους - ανιχνεύονται στο Σαββάκης, 2013β:203-267.

4.1 Εισαγωγή: η ποιοτική διερεύνηση του ανθρώπινου σώματος και του βιώματος

Το ανθρώπινο βίωμα αποτελεί μια κατεξοχήν μορφή εμπειρικής αντίληψης και κατανόησης του εαυτού και της βιογραφίας του και επηρεάζεται σε τεράστιο βαθμό από οικονομικές συνθήκες, κοινωνικούς παράγοντες και πολιτισμικά σχήματα οικειοποίησης της πραγματικότητας1. Την ίδια στιγμή συνιστά ένα βασικό μέσο προσανατολισμού προς τις κοινωνικές δράσεις και προς τα ερμηνευτικά σχήματα των άλλων δρώντων υποκειμένων. Εκτός από το προηγούμενο, η υλική και η συμβολική συνθήκη κάθε βιωμένης εμπειρίας, θετικής ή αρνητικής, ατομικής ή συλλογικής, είναι στενότατα συνδεδεμένη με το ανθρώπινο σώμα, τόσο ως σύνολο βιολογικών λειτουργιών όσο και ως κοινωνικά διαμεσολαβημένη συνθήκη.

Αυτό συμβαίνει διότι το σώμα αποτελεί το καταστατικό σημείο πάνω στο οποίο εγγράφεται και μεταφέρεται με ποικίλους τρόπους και με διαφορετικές σημασιοδοτήσεις το σύνολο των βιολογικών, πολιτισμικών και κοινωνικών εμπειριών. Με άλλα λόγια, το σώμα αποτελεί συστατικό στοιχείο κάθε ανθρώπινου βίου τόσο στις ευτυχισμένες ή «νικηφόρες» όσο και στις πλέον ασθενείς ή επώδυνες στιγμές του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να έχει αναπτυχθεί —και να προβάλλει στην επιστημονική δημόσια σφαίρα— μια πληθώρα εμπειρικών μελετών κυρίως ποιοτικού χαρακτήρα που προέρχονται από διάφορες γνωστικές πειθαρχίες και πεδία (π.χ. ψυχολογία, κοινωνιολογία, κοινωνική ανθρωπολογία, παιδαγωγική, σπουδές πολιτισμού, σπουδές φύλου, κτλ.) (Helle, 2008• Hesse-Biber,

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 199 3/9/2017 9:26:00 μμ

Page 28: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

2010• Hesse-Biber & Leavy, 2005• Palm, 1996: 85-110).Αυτές οι εφαρμοσμένες μελέτες –η αναφορά στις οποίες είναι αδύνατη εξαιτίας

του τεράστιου αριθμού τους και του εύρους των θεματικών περιοχών που καλύπτουν– στο σύνολο τους και ανεξάρτητα από τις επιμέρους σημαντικές ή λιγότερο σπουδαίες επιστημολογικές διαφορές ή μεθοδολογικές τους διαφωνίες κινούνται προς την κατεύθυνση της κατανόησης της κεντρικής σημασίας της στενής διασύνδεσης ανάμεσα στο ανθρώπινο σώμα και στο βίωμα. Με άλλα λόγια, οι εργασίες τέτοιου τύπου, που σαφώς κινούνται στην ερευνητική κατεύθυνση μιας ερμηνευτικής και κριτικής κοινωνιολογίας με ποιοτικό προσανατολισμό, διερευνούν τις εγγραφές της ανθρώπινης εμπειρίας πάνω και μέσα στα σώματα και στον εσωτερικό ανθρώπινο κόσμο (συναισθήματα, όνειρα, φόβοι, ελπίδες, κτλ.). Αυτή η συνθήκη κοινωνικής συνδιασταύρωσης και πολιτισμικής αλληλοδιαπλοκής του ανθρώπινου σώματος και βιώματος προτείνεται ως ένα επιστημονικό πεδίο, από το οποίο απορρέουν διάφορα ευρετικά εννοιολογικά εργαλεία. Ταυτόχρονα, αναδεικνύονται διάφοροι μεθοδολογικοί τρόποι κατανόησης και πολλαπλές ποιοτικές τεχνικές προσέγγισης της καθημερινής ζωής, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από πολλαπλές αντιφάσεις και ποικίλες εκδοχές (Crossley, 1995: 133-149, 2014: 1-21• Σαββάκης, 2013β: 203-267, 2014).

Η κοινωνιολογία του σώματος —τμήμα τόσο της σύγχρονης κοινωνιολογικής θεωρίας— σε επίπεδο μακροδομής αλλά και μικροκαθημερινότητας, όσο και της εφαρμοσμένης ποιοτικής έρευνας, κατανοεί το «φυσικό» σώμα ως το επίδικο και οιονεί μαγματώδες αποτέλεσμα μιας πολλαπλότητας κοινωνικών συνθηκών. Συνεπώς, το τοποθετεί ενεργητικά μέσα στην ιδιαίτερη συνθήκη παραγωγής και αναπαραγωγής του ως «ενεργητικό σώμα». Η προηγούμενη παρατήρηση σημαίνει ότι μια τέτοια προσέγγιση στρέφει το ερευνητικό της ενδιαφέρον στο πολύτροπο και δαιδαλώδες δίκτυο σχέσεων κυριαρχίας και άνισης κατανομής της εξουσίας, οι οποίες διαμεσολαβούν και επηρεάζουν την κατά περίπτωση διαχείριση, αλλά και την αποτύπωση του σώματος ως βιολογικής οντότητας και ως κοινωνικής κατηγορίας.

Την ίδια στιγμή, αυτή η οπτική διατηρεί ένα τεράστιο αναλυτικό και ερευνητικό ενδιαφέρον σχετικά με τις πολλαπλές δι-υποκειμενικές ερμηνείες αυτών των άνισων δομικών συνθηκών και αναφορικά με τις πολύτροπες στρατηγικές αναίρεσης, ανάσχεσης ή επι-κύρωσής τους. Η αφετηρία εννοιολόγησης της «βιωματικότητας κάθε σώματος» και της «σωματικότητας κάθε βιωμένης εμπειρίας» εδράζεται στην κεντρική παραδοχή ότι το σώμα δεν αποτελεί, όπως υποστηρίζεται σε μια φυσιοκρατική του προσέγγιση, απλά ένα απτό «αντικειμενικό» δεδομένο βιολογικής τάξεως. Αντίθετα, διαμορφώνει μια κεντρική συνιστώσα κατανόησης των κοινωνικών σχέσεων και των συγκρούσεων περί οικονομικής δύναμης, πολιτικής ισχύος και συμβολικής εξουσίας (Αλεξιάς & Μπλέτσος, 2009: 49-75• Bourdieu, 1999• Scambler, 2002• Williams, 2003a, 2003b).

4.2 Το σώμα-μηχανή

Η κοινωνιολογία του σώματος ασκεί συστηματική κριτική στη φυσιοκρατική προσέγγιση

Κεφάλαιο 4

200

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 200 3/9/2017 9:26:00 μμ

Page 29: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

που θεωρεί το σώμα ως μια κατά βάση μηχανική οντότητα με υποτυπώδες βιωματικό κόσμο και με αδιάφορες συναισθηματικές διαμεσολαβήσεις. Η κεντρική θέση αυτής της κριτικής είναι ότι η νατουραλιστική οπτική αδυνατεί να θεματοποιήσει επαρκώς και να ιστορικοποιήσει με σαφήνεια ζητήματα εξουσίας και συγκρότησης του βιώματος, σε συνάρτηση με τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες και με τις επικρατούσες πολιτισμικές αναφορές. Για παράδειγμα, ακόμα και βιολογικά κληρονομημένες ασθένειες (όπως η λέπρα στο παρελθόν ή η κυστική ίνωση σήμερα, κτλ.) δυνητικά επηρεάζουν και επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από ιστορικές συνθήκες, από κοινωνικές ταξινομήσεις και από πολιτισμικές ιεραρχήσεις (Σαββάκης, 2008α: 120-126, 2008β). Από τις απαρχές της δημιουργίας της, η ιατρική επιστήμη ως επιφανής και προνομιακός εκπρόσωπος της προηγούμενης προσέγγισης συνδέθηκε άρρηκτα με τις δυνατότητες παρέμβασης στο φυσικό σώμα και στις λειτουργίες του (Featherstone & Turner, 1995: 1-12• Nettleton, 2002: 153-157).

Κεντρική παραδοχή της κλασικής ιατρικής υπήρξε για πολλά χρόνια, και σε πολλές περιπτώσεις εξακολουθεί να ισχύει ακόμα, η εδραιωμένη αντίληψη ότι το σώμα συνιστά κατά κύριο λόγο μια βιολογική οντότητα, αποκομμένη από ευρύτερες κοινωνικές αναφορές και από ειδικότερα πολιτισμικά συμφραζόμενα. Κατά αυτόν τον τρόπο, οι επιστημονικές πρακτικές της θετικιστικής ιατρικής και των συναφών επιστημών —αλλά και το discourse γύρω από αυτές τις πρακτικές— οχυρώθηκε πίσω από μια λεπτομερή περιγραφή της βιολογικής και της ανατομικής βάσης του ανθρώπινου σώματος με τη μορφή διαγραμματικών απεικονίσεων, τομογραφιών, ιστογραμμάτων, ιστολογικών, αιματολογικών και ορμονικών εξετάσεων (Οικονόμου & Σπυριδάκης, 2012α, 2012β•

Σαββάκης & Καρατζά, 2012: 285-314). Βασιζόμενη στην Καρτεσιανή διάκριση πνεύματος-σώματος, η εμπειρικο-

αναλυτική επιστήμη στις διάφορες εφαρμοσμένες μορφές της (βιολογία, ανατομία, ευγονική, προληπτική ιατρική, κτλ.) κατάφερε να αντιπροσωπεύσει και να παράγει σχεδόν «μονοπωλιακά» την εξειδικευμένη γνώση για το σώμα. Επίσης, πέτυχε να συνδέσει αυτές τις ερευνητικές αναζητήσεις με διάφορες ουσιωδώς διαμφισβητουμένες πολιτικές αλήθειες που εγκαθιδρύθηκαν αφενός στη σφαίρα της καθημερινότητας, αφετέρου στη συνείδηση των δρώντων υποκειμένων ως αναντίρρητα αληθινές και έγκυρες. Όμως, η κατίσχυση της αντίληψης ότι το σώμα μπορεί να προσεγγιστεί χωρίς αναφορά στη βιωματική του υλικότητα και στη συμβολική του διάσταση ή στη φαντασιακή του απεικόνιση —διότι σύμφωνα με το θετικισμό τα προηγούμενα χαρακτηριστικά δεν αποτελούν «αντικειμενικές» βιολογικές αλήθειες εκφρασμένες σε πλήρως αποτυπώσιμη μορφή— είναι σαφές ότι εγείρει μια σειρά από σημαντικά επιστημολογικά, μεθοδολογικά, ηθικά, δεοντολογικά και πολιτικά ζητήματα. Ένα απ’ αυτά, το οποίο με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο περικλείει τα προηγούμενα, είναι πώς μια αντίστοιχη προσέγγιση τείνει να μετατρέπει το σώμα σε αντικείμενο μιας ανατομικής, κλινικής και χειρουργικής εξουσίας. Στο βαθμό που αυτό συμβαίνει άκριτα αναδεικνύεται μια «βϊοιατρική αυθεντία», που κατά περίπτωση εκφράζεται από το ιερατείο των ειδικών, η οποία αποσυνδέεται, αν θεωρηθεί αυτονόητη, από ένα σοβαρό πολιτικό έλεγχο και μια δημοκρατική λογοδοσία (Παπαστεφανάκη,

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Σώμα, Βίωμα, Γνώση και Ποιοτική Έρευνα

201

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 201 3/9/2017 9:26:00 μμ

Page 30: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

Τζανάκης & Τρουμπέτα, 2013• Trubeta, 2013). Η αντίληψη για το σώμα-μηχανή φαίνεται, εκτός των άλλων, να ενέχει σαφή

και λανθάνοντα στοιχεία βιολογικής επιλογής και κοινωνικού δαρβινισμού, τα οποία συχνά συνδέονται με επιστημονικά έωλες και πολιτικά αντιδραστικές αντιλήψεις περί φυλετικής ανωτερότητας ή ευγονικής. Αυτή η προσέγγιση ανάγει το σώμα, την ικανότητα του να «ζει» και να αντιλαμβάνεται, την ιστορικότητα των κοινωνικών σχέσεων και την άνιση κατανομή της υλικής και της συμβολικής εξουσίας, σε μια μονοσήμαντη a priori κατάσταση, η οποία, κατά βάση, θεωρείται αναλλοίωτη και δεδομένη. Η προσέγγιση ότι το ανθρώπινο σώμα αποτελεί έναν εξω-κοινωνικό και πολιτισμικά ουδέτερο οργανισμό, το οποίο αντιπροσωπεύεται ή μελετάται αποκλειστικά από τις θετικές επιστήμες, και κυρίως την ιατρική, τη γενετική και τη βιολογία, σε διάφορους μεταξύ τους πειραματικούς και υβριδικούς συνδυασμούς, προσφέρει μια επιστημονικά ελεγχόμενη και πολιτικά προβληματική ερμηνεία ζητημάτων υγείας, ασθένειας και σώματος, με όλες τις πιθανές προεκτάσεις ενός τέτοιου προβληματισμού (Κορασίδου, 2013: 180-192• Σαββάκης & Καρατζά, 2012: 285-314• Τρουμπέτα, 2013: 16-47• West, 1991: 373-384).

Το αποτέλεσμα τέτοιων γενικευμένων επιστημονικών πρακτικών και πολιτικών προτάσεων είναι η θεσμική αποκρυστάλλωση σχέσεων εξουσίας που εμπειρικά αποτυπώνεται διαμέσου μιας διευρυμένης εποπτείας όλων των σωματικών προοπτικών και πολλών από τις επιμέρους εκφάνσεις τους (π.χ. έρωτας, αναπαραγωγή, ασθένεια, αθλητισμός, τέχνη, αισθητική, εργασία, ελεύθερος χρόνος, κτλ.). Καταληκτικά, η αντίληψη ενός σώματος-μηχανής που τελεί υπό την εποπτεία —και αποτελεί αποκλειστικό αντικείμενο— μιας μονοδιάσταστης εμπειρικοαναλυτικής προσέγγισης αποτυγχάνει τελικά να θέσει με επάρκεια ζητήματα οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών ανισοτήτων ή θέματα, όπως η ανισότητα ανάμεσα σε ανδρικά γυναίκεια σώματα και η σχέση του με την εργασία, την υγεία ή την αναπαραγωγή (Αλεξιάς, 2006• Μακρυνιώτη, 2004β: 11-73, 2008• Palm, 1996: 85-110).

4.3 Το σώμα-βίωμα

Σε αντιδιαστολή με την προηγούμενη προσέγγιση, η κοινωνική αντίληψη για το σώμα, ακόμα και με επιμέρους παραλλαγές ή διαφοροποιήσεις, στηρίζεται κατά βάση στην πεποίθηση ότι η κατανόηση, η ενεργητική πρόσληψη και η ερμηνεία κάθε φυσικού σώματος διαμεσολαβείται και επηρεάζεται σε τεράστιο βαθμό από την ιστορικότητα κάθε εποχής και από τους υλικούς και τους συμβολικούς πόρους των κοινωνικών δρώντων. Για να το θέσουμε διαφορετικά, το φυσικό σώμα δε συνιστά ένα μονοσήμαντο «αντικειμενικό γεγονός» ή ένα «ουδέτερο πράγμα», το οποίο ενυπάρχει στην κοινωνική σφαίρα ξεκομμένο από το εκάστοτε ιστορικό πλαίσιο, τις επικρατούσες πολιτισμικές εγγραφές ή τις ιδιαίτερες βιογραφικές του αναφορές.

Αντίθετα, συγκροτεί μια πολυεπίπεδη και συγκρουσιακή, συχνά επώδυνη και μοναχική, κοινωνικο-πολιτισμική σχέση, η οποία δημιουργεί τον κοινωνικό κόσμο, την ίδια

Κεφάλαιο 4

202

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 202 3/9/2017 9:26:00 μμ

Page 31: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

στιγμή που διαμορφώνεται απ’ αυτόν. Το ανθρώπινο σώμα αποτελεί έναν «αποκαλυπτικό» τόπο και ένα «ποιητικό» τοπίο ατομικής και συλλογικής εμπειρίας, και ως εκ τούτου κοινωνιολογικής έρευνας με ποιοτικό προσανατολισμό. Αυτό συμβαίνει στο βαθμό που συνιστά ένα πολύσημο άξονα πάνω στον οποίο εντυπώνεται σε καθημερινή βάση ένα πολιτισμικά προσδιορισμένο πλέγμα κοινωνικών πρακτικών, ιδεών και αισθημάτων. Για να το θέσουμε διαφορετικά, αποτελεί το πεδίο δημόσιας εμφάνισης και το επίκεντρο μιας, ενίοτε, συστηματικής θεσμικής εξέτασης-απογύμνωσης και ταυτόχρονα το μέσο της πραγμάτωσής της (Crossley, 2001a• Zola, 1991: 1-16).

Στο πλαίσιο της θεωρίας για το σώμα-βίωμα ανιχνεύεται εμφατικά η διάκριση ανάμεσα στο οργανικό και στο βιωμένο σώμα. Οι κοινωνικές αντιλήψεις που σχετίζονται με το φυσικό σώμα διαμεσολαβούν το βιωμένο σώμα. Αντίστοιχα, οι δραστηριότητες του βιωμένου σώματος επηρεάζουν το οργανικό σώμα. Με άλλα λόγια, η αντίληψη για το σώμα-βίωμα δεν αρνείται την υλικότητα, την αξία της μελέτης ή τις φυσικές λειτουργίες του ζώντος σώματος. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τις θεωρεί, σε αντιδιαστολή με εκείνο που το νατουραλιστικό «παράδειγμα» κατανοεί ως «φυσικά χαρακτηριστικά», κοινωνικές κατηγορίες ταξινόμησης και πολιτισμικά υποδείγματα αναφοράς. Οι ταξινομητικές αυτές κατηγορίες, στην ουσία, (ανα)παριστούν κοινωνικούς τρόπους οργάνωσης και επι-βεβαιώνουν υποχρεώσεις ή αρνούνται ατομικά και συλλογικά δικαιώματα που, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των μεταναστών ή των προσφύγων, υποχρεώνουν τα σώματα σε υποχρεωτικό γεωγραφικό «εκ-τοπισμό» και σε ριζική ανα-σημασιοδότηση (Παναγιωτόπουλος, 2013: 97-106• Σαββάκης, 2012: 73-93• Tierney, 1999: 233-261).

Το σώμα, τόσο ως φυσική οντότητα όσο και ως πηγή συμβολικού νοήματος αποτελεί υλική αποτύπωση σχέσεων κυριαρχίας και συνάμα συμβολική μορφή τρόπων πολιτισμικής διάκρισης (Bourdieu, 1977: 23-68, 2002: 175-190). Συνεπώς, δύναται να συμβάλει στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων ή να τις καταστήσει ζήτημα μεθοδικής εμπειρικής διερεύνησης με ποιοτικό προσανατολισμό με σκοπό τη συστηματική προβληματοποίηση της ικανότητας τους να επιβάλλονται στα άτομα με απόλυτο τρόπο (Πουρκός, 2010: 371-412• Σαββάκης, 2013β: 219-233).

Καταληκτικά, η αντίληψη για το σώμα-βίωμα παραπέμπει σε μια περισσότερο αναστοχαστική και ερμηνευτική κατανόηση του οργανικού και του κοινωνικού σώματος. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, το σώμα δεν αποτελεί απλά μηχανή ή αντικείμενο, αλλά σχέση εν-συναίσθησης και συμ-βίωσης. Μέσα απ’ αυτό, τα κοινωνικά υποκείμενα συλλέγουν εμπειρίες και γνώσεις και αντιλαμβάνονται τον κόσμο και τα συν-αισθήματά τους. Ταυτόχρονα, προσδιορίζουν σημασίες, συγκροτούν συμβολικές αναφορές και τοποθετούν τους εαυτούς τους εντός ή εκτός, ή ακόμα και στα διάκενα, της καθημερινής ζωής. Ο πολιτισμός, ως εκ τούτου, δεν εδράζεται μονάχα σε σύμβολα και σε αναπαραστάσεις, αλλά πρωτίστως σε ενσώματες διαδικασίες αντίληψης, που ενέχουν προφανή υλικότητα, μέσω των οποίων οι δεδομένες αναπαραστάσεις ισχύουν ή αποδομούνται.

Η πρόταση για το σώμα-βίωμα, κατά συνέπεια, αποτελεί μία μεθοδολογική συμβολή αναφορικά με την ερευνητική προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας, του

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Σώμα, Βίωμα, Γνώση και Ποιοτική Έρευνα

203

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 203 3/9/2017 9:26:00 μμ

Page 32: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

υλικού και του συμβολικού πολιτισμού, του εαυτού και της βιογραφίας του από τη σκοπιά του σώματος. Κατά αυτήν την έννοια δεν είναι απλά ούτε μια συμπεριφορά, ούτε μια ουσία, αλλά η ίδια η βιωμένη εμπειρία της δι-υποκειμενικότητας ως ενεργητική και ως συγκρουσιακή συνθήκη αλληλόδρασης ανάμεσα στο νου και στο σώμα, την κοινωνία και το άτομο, τη δράση και τη δομή (Csodras, 1999: 143-164• Μακρυνιώτη, 2004α: 18-20• Τζανάκης, 2012α, 2012β: 237-264).

4.4 Το σώμα-αρένα

Οι υπέρμαχοι της θεωρίας του κριτικού ρεαλισμού —σε συνέχεια μιας επιστημονικά και πολιτικά περισσότερο ριζοσπαστικοποιημένης αντίληψης για το σώμα-βίωμα— διατείνονται ότι το ανθρώπινο σώμα αποτελεί το ενδεχομενικό και το ενεργητικό αποτέλεσμα αντιφατικών και έντονα συγκρουσιακών κοινωνικών διαδικασιών και πολλαπλών ενεργημάτων. Οι δυο προηγούμενες διαστάσεις υπερβαίνουν και συχνά υπερκεράζουν τις επιμέρους ατομικές βουλησιαρχικές διαθέσεις. Ασκώντας μια συμπαθούσα κριτική στη θεωρία της κοινωνικής μορφοποίησης για το σώμα («σώμα-βίωμα»), υποστηρίζουν ότι τόσο ο φυσικός κόσμος όσο και τα κοινωνικά φαινόμενα, πέρα από την όποια νοησιαρχική, βουλησιαρχική ή βιωματική τους διάσταση, υφίστανται αντικειμενικά.

Ως εκ τούτου, διαθέτουν πραγματικά, δηλαδή ιστορικά, χαρακτηριστικά που υπερβαίνουν τα όποια περιθώρια δράσης και την αναστοχαστική ικανότητα των μεμονωμένων δρώντων. Με άλλα λόγια, οι κριτικοί ρεαλιστές διατείνονται ότι υπάρχουν γενεσιουργές κοινωνικές δομές, δηλαδή κοινωνικές πραγματικότητες, ταξικά συναρθρωμένες και αντικειμενικά υπαρκτές, που υπερτερούν των υποκειμένων και της προσωπικής τους ικανότητας να γίνουν αντικείμενο της ανθρώπινης συνείδησης. Κατά συνέπεια, επαναφέρουν στο προσκήνιο την έννοια του βιολογικού σώματος και τονίζουν εκ νέου ότι εκτός από την ερμηνευτική διάσταση της σωματικότητας ή τις ποικίλες συμβολικές συνιστώσες της, υπάρχουν αντικειμενικοί περιορισμοί που υπερβαίνουν την ατομική ερμηνεία (Scambler, 2002• Williams, 2000: 40-67, 2003a: 42-71).

Στο βαθμό που ισχύει η προηγούμενη πρόταση, οι ατομικές ερμηνείες για το σώμα επηρεάζονται από κοινωνικούς και από πολιτισμικούς παράγοντες όσο και από βιολογικές λειτουργίες, ιδωμένες ως συστατικό τμήμα κάθε προσωπικής ιστορίας, δηλαδή κάθε ατομικής ή συλλογικής βιογραφίας. Το σώμα, με άλλα λόγια, αποτελεί μια αρένα, ένα πεδίο σύγκρουσης, καθώς αναπτύσσεται από την πρώτη του εμφάνιση ως την επιθανάτια αγωνία του τόσο ως φυσική οντότητα όσο και ως κοινωνικό δημιούργημα, στη βάση συγκεκριμένων ορίων, προσωπικών ευκαιριών και δομικών περιορισμών. Αυτοί συναρτώνται σε πρώτη φάση με τις ανισότητες σε μια σειρά από πεδία, όπως κατανάλωση, αγαθά υγείας, εκπαιδευτικές υπηρεσίες, στέγαση, σίτιση, μεταφορά, κτλ. Επίσης, σχετίζονται με το κοινωνικό κεφάλαιο κάθε ατόμου και με την πρακτική χρήση αυτής της εμπράγματης ικανότητας για κοινωνική αποδοχή και για οικονομική ενδυνάμωση (Αλεξίου, 2009: 15-89• Ζήση, 2013: 123-150).

Κεφάλαιο 4

204

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 204 3/9/2017 9:26:00 μμ

Page 33: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

κεφάλαιο 5

Κοινωνική φαινομενολογία και ποιοτική έρευνα: γνωσιακές δομές και υποκειμενικότηταΝίκος Ναγόπουλος *

* Νίκος Ναγόπουλος, Ph.D., Αναπληρωτής Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Λόφος Ξενία, Μυτιλήνη, Τ.Κ. 81100.

5.1 Θεωρητικό πλαίσιο διερεύνησης

Στην παράδοση της φαινομενολογικής σκέψης η κοινωνική επιστήμη θεμελιώνεται στις απόπειρες ανακατασκευής των νοηματοδοτήσεων που απορρέουν από τις γενικές και αναλλοίωτες βασικές τυπικές δομές του βιόκοσμου, πάνω στις οποίες στηρίζει τη μεθοδολογική της σκευή. Αυτά τα οντολογικής τάξεως χαρακτηριστικά του βιόκοσμου μπορούν ωστόσο να διερευνηθούν και να αναλυθούν ερμηνευτικά και αναστοχαστικά μέσα από τις συγκεκριμένες σημασιολογικές ροές στον συνειδητό κόσμο, στο σώμα των υποκειμένων που δραστηριοποιούνται στην καθημερινή κοινωνική ζωή.

Στην προσέγγιση αυτή, κεντρικό σημείο αφετηρίας για την έρευνα συνιστούν οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους τα άτομα προσδίδουν νόημα σε αντικείμενα, γεγονότα, εμπειρίες κ.ο.κ., οι οποίοι ταυτόχρονα υποδηλώνουν ή αποκαλύπτουν τη γνωστική ύλη και τα αντιληπτικά συστήματα που επικρατούν σε διάφορες ιστορικές περιόδους.

Στο πλαίσιο αυτό, η ποιοτική κοινωνική έρευνα, μέσω της οποίας επιχειρείται η κατίσχυση και επιστημονική καταξίωση ενός διαφορετικού γνωστικού και πραξιολογικού ερευνητικού ενδιαφέροντος στη μελέτη του υποκειμένου και της κοινωνικής πραγματικότητας, αποτελεί μια όλο και περισσότερο διαδεδομένη πρακτική στη διενέργεια έρευνας. Η ποιοτική έρευνα υπηρετεί εν πολλοίς το θεωρητικό και επιστημολογικό υπόβαθρο της κοινωνικής φαινομενολογικής οπτικής ενώ διαφοροποιείται διαρκώς και σε υψηλό βαθμό στον τρόπο των προσεγγίσεων και στην εφαρμογή των εργαλείων που χρησιμοποιεί.

Η εισήγηση εξετάζει τα παραπάνω μέσα από την κοινωνιολογική «στροφή» που θεμελιώνεται στις φαινομενολογικές προσεγγίσεις και στις αναστοχαστικές όψεις της

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 215 3/9/2017 9:26:00 μμ

Page 34: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

ερμηνευτικής σχολής και εξετάζει κριτικά τα όρια μιας κοινωνικά κατασκευασμένης πραγματικότητας που οικοδομείται μέσα από τη νοηματοδότηση του κόσμου της καθημερινής ζωής, σύμφωνα με αυτόν τον ισχυρισμό. Παράλληλα, διερευνά το κοινωνιολογικό ενδιαφέρον στα βαθύτερα βιώματα και τις εσωτερικές διεργασίες ως προς την παραγωγή υποκειμενικού νοήματος (Beck, 1992• Hedström, 2005) που συνυφαίνονται παράλληλα με τις αναστοχαστικές αναζητήσεις του τρόπου λειτουργίας της κοινωνίας ως συνόλου. Πέρα από τις θεωρητικές επισημάνσεις τα όρια αυτά γίνονται περισσότερο ευδιάκριτα στο πεδίο της ποιοτικής έρευνας, όπου εκβάλλουν τα ερευνητικά ενδιαφέροντα της φαινομενολογικής οπτικής απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα.

Τα όρια αυτά εξετάζονται στην αντίστοιχη βιβλιογραφία μέσα από παραδείγματα που θεωρούν την ποιοτική έρευνα par excellence ως προς το αναζητούμενο ερμηνευτικό βάθος των ερευνώμενων υποκειμένων. Η λογική διάκριση των μεθόδων και η εφαρμογή των ποικίλων ποιοτικών προσεγγίσεων (Knoblauch, Flick & Maeder, 2005) αναδεικνύουν ακριβώς το ξεχωριστό επιστημολογικό ενδιαφέρον ως προς την εννοιολόγηση της κατηγορίας «υποκείμενο», το οποίο συνιστά τη γλωσσική οντότητα που εμπεριέχει κατανοητικούς κώδικες και την οποία κατακτά, αναπαράγει και εμπλουτίζει το άτομο (But-ler, 2001: 15). Στο πλαίσιο αυτό, και εάν δεν προδιαγράφεται στον ερευνητικό σχεδιασμό μια γενικευτική-θεωρητική προοπτική, η ερευνητική απόπειρα διενεργείται ερμηνευτικά και εξαντλείται στο ξεχωριστό σώμα του κάθε ατόμου-υποκειμένου, ενώ απουσιάζει η κανονιστική οπτική και προοπτική.

Από την άλλη, η κοινωνική φαινομενολογία διεισδύει συμπληρωματικά και αφαιρετικά στην κατανόηση του συλλογικού συνειδητού κόσμου των νοηματοδοτήσεων εμπλέκοντας το εργαλείο της ερμηνευτικής στη συγκρότηση θεωριών κοινωνιολογικού περιεχομένου. Πέρα από τις χρήσιμες πρόσφατες επισημάνσεις μιας διάκρισης ανάμεσα σε ερμηνευτική παράδοση και ποιοτική κοινωνική έρευνα, που αφορούν κυρίως ζητήματα συμβατότητας, αμεσότητας και κωδικοποίησης των νοηματικών αποδόσεων σε επίπεδο εφαρμογής της μεθόδου έρευνας (Hitzler, 2016), το κοινό σημείο αναφοράς παραμένει και αφορά την κατανόηση και ανάδειξη του περιεχομένου των νοηματοδοτήσεων και της σημασιολογικής τους απόδοσης, που εξετάζεται, είτε ερμηνευτικά —με έμφαση στις υποκειμενικές και μοναδικές βιωματικές ροές νοήματος (Schütz, 2004: 127)— είτε κανονιστικά, μέσω των αντικειμενικών στόχων της ποιοτικής έρευνας και της χρήσης του εργαλείου της ερμηνευτικής στην κοινωνική ανακατασκευή δομών νοήματος (Overmann et al, 1979).

Πέρα από την παραπάνω διάκριση, το αρχικό ενδιαφέρον για ποιοτικές μεθόδους έρευνας διασπάται σε διαφορετικές εκτιμήσεις αναφορικά με τα κριτήρια οριοθέτησης της συγκεκριμένης μεθόδου και της σχέσης που διατηρεί και αναπτύσσει με τη θεωρία. Εάν π.χ. προηγείται η θεωρία της έρευνας που διενεργείται στο πεδίο ή συγκροτείται σε ύστερο χρόνο εμπειρικά μέσα από την ανάλυση του υλικού της έρευνας. Η λανθάνουσα, κατά την κρίση μας, διαζευκτική τοποθέτηση του μεθοδολογικού ζητήματος καθιστά προβληματική μια σχέση που οφείλει να παραμείνει αδιάσπαστη. Ο σκοπός αυτός

Κεφάλαιο 5

216

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 216 3/9/2017 9:26:00 μμ

Page 35: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

επιτυγχάνεται μέσω μιας κατ’ αρχήν κοινά αποδεκτής συνδυαστικής επιστημολογίας της έρευνας που μπορεί να εφαρμοστεί σε πολλαπλά επίπεδα, αλλά και της διασάφησης της ποιότητας των αναμενόμενων αποτελεσμάτων από τη διαδικασία της έρευνας στο στάδιο του σχεδιασμού.

Οι συσχετίσεις ανάμεσα στην παραγωγή δεδομένων και στις θεωρητικές κατηγορίες πραγματοποιούνται, όπως εδώ θα καταδειχθεί, μέσα από μια παράλληλη πορεία συνάντησης του διαθέσιμου ερμηνευτικού βάθους και της νοηματοδότησης που προσφέρουν, οι έστω και περιορισμένες αριθμητικά, αποτιμήσεις των ποιοτικών δεδομένων, με την από-μείωση του υψηλού βαθμού αφαίρεσης των γενικών κοινωνιολογικών θεωριών.

5.2 Πριν από την κοινωνιολογική στροφή: οι πρώτες συζεύξεις

Συγκεκριμένα ερευνητικά παραδείγματα αποτελούν και πιστοποιούν διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς τη χρήση ποιοτικών μεθόδων με σκοπό να καταδειχθούν αδυναμίες, ανεπάρκειες και δυνατά σημεία αυτής της χρήσης. Στη μεθοδολογία των κοινωνικών επιστημών η ανακατασκευή τέτοιων υποκειμενικών οπτικών αποτελεί το εργαλείο διερεύνησης των γενικών αρχών σύμφωνα με τις οποίες ο άνθρωπος οργανώνει τις εμπειρίες του (Schütz, 2004), ενώ από τη μεριά των κοινωνικών επιστημόνων οι καθημερινές αντιλήψεις και γνώσεις αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη μιας πιο σχηματοποιημένης και γενικευμένης «εκδοχής του κόσμου» μέσα από ευρύτερα ερμηνευτικά σχήματα που επιχειρούν να αναδείξουν το υποκειμενικό νόημα στα πεδία των πολλαπλών μορφών πραγματικότητας.

Ιδιαίτερα με την κοινωνιολογική στροφή στη φαινομενολογία τα χαρακτηριστικά αυτά επιχειρήθηκε να αναλυθούν εναργέστερα στο πλαίσιο του βιωμένου στο χώρο και το χρόνο ιστορικού υλικού (Schütz & Luckmann, 1979). Κατά αυτήν την έννοια η κοινωνιολογική οπτική διατηρεί αφενός μια αρχετυπική βάση που ανταποκρίνεται στις αναγκαίες τυποποιήσεις των θεμελιωδών συστατικών του βιόκοσμου σύμφωνα με τις μεθοδολογικές προσβάσεις της κοινωνικής επιστήμης. Αφετέρου, η κοινωνιολογική οπτική επιχειρεί επιπλέον να αναδείξει τις πραγματικές, ιστορικές και εκφραστικές μορφές νοηματοδότησης στις διαφορετικές σφαίρες της κοινωνικής ζωής και της ορατότητας των νοηματικών περιεχομένων των πράξεων που αναλαμβάνουν να πραγματοποιήσουν τα υποκείμενα (Luckmann, 1980: 9-55).

Το θεωρητικό αυτό έναυσμα προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό και τα ζητήματα που αφορούν την επιλογή ποιοτικών μεθόδων στην κοινωνική έρευνα. Βέβαια, η προσέγγιση της έρευνας και της θεωρίας της γνώσης από τη μεριά του υποκειμένου είχε εκδηλωθεί και πριν από την έκφρασή της σε κοινωνιολογικές πειθαρχίες. Απέκτησαν ωστόσο ξεχωριστό ενδιαφέρον σε μια περίοδο κατά την οποία οι ποιοτικές μέθοδοι συνδέθηκαν με σύγχρονες κοινωνιολογικές σχολές, οι οποίες παρέχουν το θεωρητικό υλικό τεκμηρίωσης του σκοπού και της αναγκαιότητας αυτής της επιλογής.

Είναι γεγονός ότι πέρα από το σύνολο των διακριτών τους σημείων, ένα κοινό

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Σώμα, Βίωμα, Γνώση και Ποιοτική Έρευνα

217

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 217 3/9/2017 9:26:00 μμ

Page 36: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

γνώρισμα χαρακτήριζε τις γνωσιοθεωρητικές παραδόσεις και σχολές έως την επιρροή της κοινωνιολογικής οπτικής στις αναζητήσεις ή στα επιχειρήματα που αναπτύσσει η τελευταία και τα οποία εκτείνονται έως την επιλογή των κατάλληλων μεθόδων κοινωνικής έρευνας. Οι προσεγγίσεις αφορούσαν μεμονωμένα άτομα και όχι κοινωνικά και ιστορικά υποκείμενα, ή συγκροτημένες και συνεκτικές ομάδες ατόμων, όπως ολότητες ή ακόμα και κοινωνίες (Dilthey, 2006). Έτσι, στη σύγχρονη γνωσιοθεωρία αλλά και στην κοινωνική έρευνα επιτελείται μια ισχυρή κοινωνιολογική μετάβαση στα γνωσιοθεωρητικά ζητήματα, καθώς η γνώση μελετάται ως κοινωνική γνώση, το υποκείμενο ως κοινωνικο-ιστορικό υποκείμενο και η πράξη ως κοινωνική πράξη. Με τη στροφή αυτή συνδέεται η γνωσιοθεωρία, και η θεωρία της πράξης με την κοινωνιολογική οπτική.

Ωστόσο, η στροφή αυτή δεν έγινε ιδιαίτερα ευδιάκριτη, τουλάχιστον ερευνητικά, καθώς κατά την πρώιμη κοινωνιολογική θεωρία της πράξης και την ανάπτυξη των κλασικών μοντέλων κοινωνικοποίησης επικράτησε μια αδιαφοροποίητη μεθοδολογική πραγμάτευση των όρων «πράξη» και «συμπεριφορά», που σηματοδότησε την ερευνητική προοπτική της κοινωνικής επιστήμης και την καταλληλότητα και συμβατότητα των τεχνικών μέσων που αναπτύσσει. Η επιχειρούμενη ταύτιση των παραπάνω όρων, σε μια παρέκκλιση από την βεμπεριανή υπόδειξη των όρων συγκρότησης μιας «κατανοούσας κοινωνιολογίας» (Schütz, 2004• Weber, 1980), ανέδειξε ταυτόχρονα ένα ερευνητικό ενδιαφέρον εστιασμένο αποκλειστικά στις εξωτερικές εκδηλώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας, ως συμπεριφορές. Οι τελευταίες αναφέρονται ή προκαλούνται σε έναν κόσμο που διατηρεί τη μοναδικά υπάρχουσα αντικειμενική οντότητα εντός του οποίου τελεσφορεί και η αξίωση εγκυρότητας της επιστήμης που τον μελετά.

Σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα οι κοινωνικές και φυσικές επιστήμες εφαρμόζουν σε μεθοδολογικό επίπεδο τις ίδιες αρχές στη συλλογή και ανάλυση των δεδομένων. Ο μοναδικός κόσμος που μπορεί να μελετηθεί επιστημονικά είναι o κοινωνικός κόσμος που αποτελεί τον φυσικό κόσμο των κοινωνικών φαινομένων, ήτοι ο κόσμος των εκδηλωμένων ανθρώπινων δραστηριοτήτων και συμπεριφορών, ως ορατών φαινομένων που προσλαμβάνονται από τις αισθήσεις, και τα οποία αιτιολογούνται με αξιακά ουδέτερο τρόπο, ενώ παράλληλα συγκροτούν το δόκιμο γνωσιακό υλικό για τη διαμόρφωση και τον έλεγχο επιστημονικών θεωριών.

Η συνέπεια μιας τέτοιας θέσης είναι ότι η κοινωνική έρευνα αφοσιώνεται συχνά στα ιδεώδη της μέτρησης και της αντικειμενικότητας με τα οποία διασφαλίζονται τα εχέγγυα της εγκυρότητας και της αξιοπιστίας της επιστημονικής διαδικασίας στην εφαρμογή της μεθόδου. Κατά αυτόν τον τρόπο συλλαμβάνει την ερευνητική διαδικασία ανεξάρτητα από τη διεισδυτική ματιά των ερευνητών, οι οποίοι τελικά συλλέγουν και επεξεργάζονται κατά τον ίδιο αντικειμενικό και αξιακά ουδέτερο τρόπο εκείνα τα δεδομένα που αναφέρονται και συστήνουν μοναδικά «γεγονότα». Γι’ τον σκοπό αυτό, οι ερευνητικές διαδικασίες είναι όσο το δυνατόν περισσότερο τυποποιημένες δομικά και απομακρύνονται από την, κατά την άποψη αυτή, επιστημονικά επισφαλή, ερμηνευτική διαδικασία που θα μπορούσε να διεκδικήσει ιδιαίτερη και ισοβαρή μεθοδολογική ισχύ.

Κεφάλαιο 5

218

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 218 3/9/2017 9:26:00 μμ

Page 37: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

Στο επίπεδο της πρώιμης κοινωνιολογικής θεωρίας, το ενδιαφέρον για το «εσωτερικά νοούμενο νόημα» (Weber, 1980) και την πολυσημία των εμπρόθετων, εμπλουτισμένων με νόημα, ενεργημάτων των υποκειμένων —που ενδεχομένως να διαφοροποιούνται και να μην αντιστοιχούν με τις συμπεριφορές που εκδηλώνουν τελικά τα ίδια άτομα— περιορίστηκε, σύμφωνα με μια επικρατούσα κοινωνιολογική τάση (Parsons, 1968), στην ανάλυση δεδομένων μέσα από συστήματα κανόνων και αξιών, τα οποία εσωτερικεύονται από τα υποκείμενα με την ενεργοποίηση διαδικασιών υποκίνησης δομών ατομικών κινήτρων. Κατά αυτόν τον τρόπο, το ερευνητικό αντικείμενο μιας πρώιμα κυρίαρχης κοινωνιολογικής τάσης εστιάστηκε κυρίως σε τρόπους που υποδεικνύουν ατομικές επιλογές και διευκολύνουν την κοινωνική προσαρμογή, ενώ ταυτόχρονα εξετάζουν τα ατομικά και κοινωνικά προβλήματα ως προς τα δομικά τους χαρακτηριστικά που εντοπίζονται σε έναν κόσμο αντικειμενικό και ανεξάρτητο από τις προθέσεις των υποκειμένων.

Η επιστημονική νομιμοποίηση των κοινωνιολογικών υποθέσεων, αλλά τελικά και η ίδια η εγκυρότητα της νοηματοδότησης των προτάσεων που συγκροτούν τη μορφή, τη σύνταξη και το περιεχόμενο των ερευνητικών υποθέσεων ανάγονταν στις προϋποθέσεις εφαρμογής της κυριαρχούσας (φυσικο)επιστημονικής θετικιστικής ή μιας κοινωνιοκεντρικής και εν πολλοίς θεσμοκεντρικής μεθοδολογίας. Η τήρηση των αρχών των συγκεκριμένων μεθόδων διατηρούσε και τον επιστημολογικό χαρακτήρα του ελέγχου των αποφάνσεων όχι μόνο αναφορικά προς την τυπική τους αρτιότητα και ως προς τον τρόπο διατύπωσης των ερευνητικών υποθέσεων, αλλά και ως προς την επαληθευσιμότητα του νοηματικού περιεχομένου των κοινωνιολογικών θεωριών. Το νόημα, εν ολίγοις, μιας πρότασης ταυτιζόταν με τη δυνατότητα επαλήθευσης της πρότασης αυτής, δηλαδή ως νόημα (ή μη νόημα) λογίζονταν ο τεχνικά και μεθοδολογικά (και ως εκ τούτου επιστημονικά) επιτυχής έλεγχος των κοινωνιολογικών υποθέσεων (Cohen & Neurath, 1983).

Σε μεγάλο βαθμό η αναγνώριση, η επιστημονική εξήγηση και κατ’ επέκταση η ερμηνεία των κοινωνικών προβλημάτων, καθώς και οι συσχετίσεις τους αντιμετωπίζονται και κρίνονται με όρους τεχνικούς και σωρευτικούς, με γενικές κατηγορίες νοηματοδοτήσεων που προκύπτουν από ταξινομήσεις και ομαδοποιήσεις ομοιόμορφων συμπεριφορών που εκδηλώνουν τα ερευνώμενα υποκείμενα. Ενδεικτική είναι στο σημείο αυτό η απουσία της ερμηνευτικής του υποκειμένου σε συγκεκριμένες τάσεις που εκδηλώνονται στις επιστήμες της ψυχολογίας και της ιστορίας.

Πιο συγκεκριμένα, το εγχείρημα αυτό συνέπεσε με την κορύφωση του ενδιαφέροντος στην επιστήμη της ψυχολογίας για μια συμπεριφοριστική θεωρία κοινωνικοποίησης και μάθησης, που θα μπορούσε να συγκροτηθεί από στοιχεία καθοδηγητικά της δράσης. Η συγκυριακή αυτή εξέλιξη προσδιόρισε σε ένα μεγάλο βαθμό το περιεχόμενο των επιδράσεων από τη μεριά της γενικής κοινωνιολογικής θεωρίας του κοινωνικού πράττειν (Parsons, 1968) στο πεδίο ενδιαφέροντος της ψυχολογίας. Πρόκειται για επιδράσεις σε επιμέρους θεματολογίες που αφορούν προβλήματα κοινωνικοποίησης, εξέλιξης της προσωπικότητας, θεωρίες ρόλων και παιγνίων και γενικά σε εκείνους τους τομείς, στους οποίους μια νέα ψυχοφυσιολογία (Hommans, 1958) νοήματος διεκδικούσε τη σύγχρονη

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Σώμα, Βίωμα, Γνώση και Ποιοτική Έρευνα

219

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 219 3/9/2017 9:26:00 μμ

Page 38: ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Gr · δραστηριότητας, (4) οι βασικές αρχές, παραδοχές και έννοιες της οικο-σωματικο- ... μεθοδολογίας

επιστημονική απόδοση μιας παραδοσιακής δημώδους ψυχολογίας. Από την περίοδο αυτή, η εξηγητική ερευνητική ψυχολογία θεμελιώνεται ως

ένας αντικειμενικός και πειραματικός κλάδος των φυσικών επιστημών με σκοπό την πρόβλεψη και τον έλεγχο της συμπεριφοράς των ζώντων οργανισμών, άρα και των ανθρώπων. Επιπλέον, αφού απομακρύνθηκε από ερμηνευτικές προσεγγίσεις της ανθρώπινης συνείδησης συνδέθηκε περισσότερο με έναν υποπερίπλοκο (unterkomplex) και απλοϊκό συμπεριφορισμό υιοθετώντας τα μεθοδολογικά πρότυπα του ατομικισμού ενώ ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τα νομολογικά σχήματα που μπορούν να προκύψουν από την παρατήρηση των οργανισμών (Ναγόπουλος, 2015). Οι έρευνες αυτές περιορίστηκαν στην παρατηρήσιμη εκδήλωση της συμπεριφοράς, δηλαδή στις σχέσεις ανάμεσα στα εξωτερικά ερεθίσματα και τις αντιδράσεις του οργανισμού, ενώ απουσίαζε η μελέτη μιας διαμεσολαβητικής διαδικασίας που αφορά εγγενείς εμπρόθετες λειτουργίες και εσωτερικές διεργασίες απόδοσης νοήματος.

Από τη μεθοδολογική αυτή τάση διεφάνη ότι για μία φυσικοεπιστημονική έρευνα της ανθρώπινης δραστηριότητας οι έννοιες του πράττειν (das Handeln) και συμπεριφέρεσθαι (sich verhalten) ταυτίζονται, ενώ το ενδιαφέρον εστιάζεται στην αιτιώδη σύνδεση ανεξάρτητων ενεργημάτων και όχι στην ερμηνευτική κατανόηση μιας λογικής εκτέλεσης ενός προσχεδιασμένου πλάνου δράσης σύμφωνα με εσωτερικά εμπρόθετης τάξης ενεργήματα. Αλλά και στη γενίκευση αυτού του μοντέλου η προσπάθεια για μια φυσικοεπιστημονική θεμελίωση της κοινωνικής επιστήμης στηρίχθηκε κυρίως στην αιτιώδη εξήγηση και στην έννοια της συμπεριφοράς αναγορεύοντας αρχικά την πειραματική ψυχολογία και αργότερα τις γνωσιακές επιστήμες και τις νευροεπιστήμες σε επιστήμες βάσης, ανάλυσης και αναγωγής.

Η ανεπάρκεια μιας τέτοιας προσέγγισης. ανεξάρτητα από τις υψηλές τεχνολογικές προδιαγραφές του εγχειρήματος και την εν γένει χρησιμότητά του, διαπιστώνεται, εν πρώτοις, από το γεγονός ότι η ομοιότητα στην απόδοση νοήματος από διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις δεν αποκαλύπτει οπωσδήποτε κοινές ψυχολογικές αποδόσεις που να απολήγουν σε αυτήν την ομοιότητα.

Ένας μεθοδολογικά παρόμοιος προσανατολισμός διαπιστώνεται και στην ιστορική έρευνα στην οποία δεσπόζει το γεγονός αυτό κάθε αυτό και όχι η ερμηνεία του, προσέγγιση που συνιστά μια πρώιμη απόσυρση από τον κοινωνικό παράγοντα, αλλά και από την ιστορική πραγμάτωση ορισμένων θεμελιωδών αρχών, όπως η ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Έννοιες, που συνδέονται αφενός με την πρόοδο της πολιτικής και κοινωνικής δημοκρατίας και αφετέρου επιχειρούν να καταστήσουν την ιστορία επιδεκτική ορθολογικής κατανόησης και να την προσδιορίσουν ως συμβατή με τους στόχους της επιστημονικής κοινωνικής έρευνας, έτσι ώστε να γίνει διακριτός ο επανακαθορισμός του προνομιακού πεδίου θεμελίωσης των κοινωνικών επιστημών (Ψυχοπαίδης, 1996). Η εστίαση της νέας ερευνητικής οπτικής αφορούσε πράξεις ανθρώπων και ομάδων που εμπεριέχουν νοηματική συνάφεια και ποιοτικό περιεχόμενο που είναι διυποκειμενικά κατανοητό και προσδιορίζει μια κοινωνική κατάσταση.

Κεφάλαιο 5

220

Το σώμα ως τόπος_Book27_400_2ες διορθώσεις.indd 220 3/9/2017 9:26:00 μμ


Top Related