Download - Αγγελίνα ΡΩΜΑΝΟΥ - Express Oriana

Transcript

Μ' αρέσει να φέρνω τη γη τούμπα.

Όποτε μου το επιτρέπουν οι συνθήκες,

βέβαια. Κι αν δεν μου το επιτρέπουν,

τις τσιμπάω για να ξυπνήσουν. Αυτό το

βιβλίο είμαι εγώ. Μια Οριάνα εξπρές,

δηλαδή. Κι αν επιμένεις να γνωρίσεις

πιο καλά την πάρτη μου, διάβασε το.

θα μάθεις πολλά. Πιο πολλά απ'όσα

έλπιζες ή φοβόσουν...

Φωτιά και λαύρα. Ροζ;' Ακου ροζ!

Μια ιστορία γραμμένη πάνω σε είκοσι

πόντους. Βυζιά και λουτσοι αχταρμάς.

Με άρωμα μανόλιας. Με χρόνους

ανάποδα. Χωρίς συμβιβασμούς.

Και σ'όποιον αρέσει. Τελεία και καύλα!

Σχεδιασμός εξωφύλλου: Μελίστας Βίκτωρ

Αγγελίνα Ρωμανού

Οριάνα Εξπρές

ΠΟΛΤΧΡΩΜΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ

ΑΘΗΝΑ 2009

Σης αληθινές γυναίκες xat σ' αυτούς που ξέρουν

να τις φτιάχνουν...

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

— « Τις μπάμιες, άμα τις Βάλεις σε μπόλικη κόκκινη

σαλτσούλα και ρίζεις πάνω τους και δυο χούφτες μαύρο

καυτερό πιπέρι, θα γλείφεις ως και τα δάχτυλα σου».

συνταγή της μάνας της Οριάνας

— « Κανταΐφι, ε; Τι ακριβώς σας θυμίζει το κανταΐφι;»

ψυχολόγος, Τετάρτη, 4.30 μ.μ.

— « Γιατί το καθόλου δεν είναι ποτέ λίγο...»

8

ΦΟΎΣΚΕς ΜΠΛΕ

Γ εννιέσαι. Δηλώνεις στον κόσμιο την ύπαρξη σου με κλάμα

γοερό. Τι στο διάλο θες και βγαίνεις; Να κάνεις τι;

Α, ναι! Οι άλλοι χαίρονται που σε βλέπουν. Για δες τους

κάτι χαζά βλέμματα και χαμόγελα. Όλο γλύκες και σιρόπια.

Μπλιαχ!

Σου φοράνε και μπλε. Ματόχαντρο, πάνα με θαλασσί τε­

λείωμα, καλτσούλα ναυτική. Φυσικά. Αγοράκι είσαι. Τι θα

σου βάλουν, ροζ; Άκου ροζ! Τα βαρβάτα τα αγόρια με τις

πούτσες τις ορθές ήρθαν για να μείνουν. Και να βάλουν μπλε.

Αμ, πώς! Έτσι λέει η κοινωνία εις τους αιώνες των αιώνων

αμήν. Χα!

Και κάνεις την ανατροπή. Γαμώ τις φούσκες σας γαμώ

και γαμώ τις πούτσες τις άχρηστες. Λάθος, φίλε μου. Το

μπλε είναι για χέσιμο. Το μπλε ταιριάζει στη θάλασσα κι αυ­

τή όποτε το γουστάρει. Αλλιώς, ξέρει να το κάνει κι αυτή

ό,τι χρώμα της έρθει κάθε φορά. Και γκρι γίνεται, και μαύ­

ρη και κόκκινη άμα λάχει. Μια απ' τα ίδια κι ο ουρανός. Το

χρώμα της θάλασσας παίρνει ο αφιλότιμος και το χαίρεται.

Εσύ γιατί να μείνεις σ' αυτό που νομίζουν πώς σου ταιριάζει;

Άντε από κει.

Παίζεις μ' αυτό που κρέμεται. Ναι, ανάμεσα στα σκέλια

σου, γι ' αυτό λέω. Ντίγκι ντάγκα, ντίγκι ντάγκα. Αν έβγαζε

9

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

ήχο θα ήταν άλλοτε μπάσος κι άλλοτε πρίμος. Αλλά δεν

βγάζει. Οπότε τι το θες; Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για να

κατουράς εξάλλου. Και για να γαμάς, επίσης.

Γαμάς, γαμάς, γαμάς. Είσαι γαμιάς, γαμιάς, γαμιάς. Στο

ψιθύριζαν σαν νανούρισμα κάθε που έπεφτες για ύπνο. Οι γο­

νείς, οι συγγενείς, οι καλοί οι φίλοι. Οι ανέραστοι, οι άκαυλοι,

οι στεγνοί. Και συ, γύρναγες πλευρό και μες απ' το σεντόνι,

τους ύψωνες το μεσαίο σου δάχτυλο. Πηδηχτείτε. Αυτό σας

αξίζει, και δεν το ξέρετε. Αν πηδιόσασταν, ίσως ήσασταν και

πιο ανοιχτόμυαλοι. Το πήδημα ξελαμπικάρει τη φαιά ουσία.

Διαλύει τον βούρκο. Εσείς, εκεί όμως. Απήδηχτοι. Δικό σας

το πρόβλημα, φιλαράκια.

Κάποια στιγμή ξερνάς. Έτσι πρέπει. Αν δεν βγάλεις αυτά

που καταπίνεις χρόνια, είσαι ένας άρρωστος και μισός. Ευτυ­

χώς που μπορείς και καταλαβαίνεις. Είσαι απ ' αυτούς που

νιώθουν, που αναστενάζουν, που επιθυμούν, που επαναστα­

τούν.

Κόψτα, μανάρι μου. Κόψτα να παν στον αγύριστο. Να

χτυπούν ρυθμικά στο κενό του χρόνου. Κι όχι πάνω σου. Συ

θα βάλεις ό,τι θέλεις τώρα. Και βυζιά, και βλεφαρίδες μα­

κριές και μουνί κι απ ' όλα. Όλος ο κόσμος δικός σου. Κι

ό,τι μετράει στ ' αλήθεια κι αυτό δικό σου. Σ' αρέσει το και­

νούργιο συνολάκι; Κράτα το! Δε σ' αρέσει; Άλλαξτο! Ό,τι

θες κάνε. Δεν πέφτει λόγος σε κανέναν. Μήπως το περιτύ­

λιγμα είναι αυτό που μετράει; Το βλέμμα μετράει, και τα λό­

για και οι τρόποι σου. Αυτά που δεν φαίνονται, κι αυτά που

δεν μπορεί να δει κανείς.

Περνάνε δίπλα σου. Οι γαμιάδες. Ποιος ορίζει ρε τους γα-

μιάδες; Ποιος φτιάχνει ετικέτες και ποιος τις καρφώνει; Με

ψωλές. Σιγά τις ψωλές. Οι πιο πολύ απ' αυτούς, τσάμπα τις

10

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

έχουν. Χαμένες πάνε. Κρυμμένες στ ' άσπρα σώβρακα. Α,

vat. Άσπρα. Αν βάλουν άλλο χρώμα νομίζουν ότι κάτι δεν πά­

ει καλά. Βρε ουστ!

Φούσκες. Όλα είναι φούσκες. Τσιχλόφουσκες, σαπουνόφου-

σκες, σκατόφουσκες. Και οι ιδέες μου και οι ιδέες σου, και οι

πράξεις μου, και οι πράξεις σου. Σιγά μην είσαι εσύ ο σω­

στός. Ούτε εγώ είμαι. Κανείς δεν είναι. Περαστικοί όλοι. Και

ιπτάμενοι. Σαν τις φούσκες στον αέρα. Με χρώμα όμως. Όχι

διάφανοι. Ποτέ διάφανοι. Μπλε! Φυσικά, μπλε!

11

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Χτύπα την πόρτα, αγόρι μου!

13

1.

Ακου φιλαράκο! Αν γουστάρεις να με αναλάβεις, που γιατί να

μη γουστάρεις, δεν το κατάλαβα, θα παίξουμε με τους όρους

μου. Δεν είμαι από τους εύκολους, γ ι ' αυτό να ξεχάσεις ό,τι

σου έμαθαν και να κοιτάξεις να δεις τι γίνεται με την πάρτη

μου. Εκτός κι αν είσαι τόσο δυνατός, που να με κάνεις να το

καταλάβω από μόνος μου. Εξάλλου, όλοι οι ψυχολόγοι κάπως

έτσι την έχετε δει. Καθόμαστε και λέμε ένα σκασμό πράγ­

ματα, εσείς ξύνετε τα παπάρια σας και στο τέλος τη λύση τη

βρίσκουμε μόνοι μας. Τώρα θα μου πεις, γιατί ήρθα σε σένα.

Έτσι γουστάρω. Αφού σε πληρώνω, δεν είναι ανάγκη να τα

ξέρεις και όλα. Αν ήταν αλλιώς, θα τα έλεγα σόλο στον κα­

θρέφτη και θα είχα και τα λεφτά μου στην τσέπη.

...Ξέρω 'γω; Ίσως και να 'μαι απ' αυτούς που θέλουν

κοινό. Συνάμα έχω και το ψώνιο της γραφής. Γουστάρω πε­

ρισσότερο να γράφω παρά να μιλάω. Και έχω και το μικρό­

βιο που έχουν όλοι αυτοί του ίδιου σιναφιού. Να βρω κάποιον

να ακούει. Επί πληρωμή; Επί πληρωμή! Τουλάχιστον, θα

βλέπω, αδερφάκι μου, κάποια κίνηση, ένα νεύμα, ένα κάτι.

Θα μου δίνει ώθηση να προχωρήσω παραπέρα. Κι ίσως να

βρω την άκρη, τι να πω! Ποια άκρη; Σε ποιο θέμα; Εδώ σε

15

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΟΜΑΝΟΤ

θέλω. Ίσως και να μην ήρθα για να βρω απαντήσεις. Ίσως

να ήρθα για να βρω ερωτήσεις!

Αυτά πάνω κάτω σκεφτόταν να ξεφουρνίσει εκείνο το βρο­

χερό απόγευμα του Σεπτέμβρη ο Επαμεινώνδας στον ανυπο­

ψίαστο ψυχολόγο που θα του άνοιγε την πόρτα, αν βέβαια

αποφάσιζε να την χτυπήσει. Γιατί ήταν κάμποση ώρα κάτω

από το τριώροφο που έγραφε στο κουδούνι το όνομα του επι­

στήμονα και απόφαση δεν μπορούσε να πάρει. Είναι και το

χρώμα του κτιρίου που δεν σε προδιαθέτει να περάσεις το τζά­

μι με την μία. Ροζ; Άκου ροζ! Αυτά είναι για αδερφές! Εδώ

ήρθαμε να βρούμε το είναι μας όχι να μπουρδελιαστούμε.

Το τριγύρναγε μέρες το θέμα στο μυαλό του. Να πάει να

μην πάει; Να πάει να μην πάει; Ψυχολόγος, άκου ψυχολόγος.

Αυτό μας έλειπε τώρα. Είναι η σωστή ειδικότητα που χρειά­

ζεται ή να κάτσει κάνα δυο μήνες ακόμα μπας και του περά­

σει η ιδέα; Αλλά οι ιδέες είναι σαν τις μουνόψειρες. Άπαξ και

κολλήσεις, κόλλησες. Κι αυτές οι πουτάνες, δεν φεύγουν αν

δεν λειτουργήσεις δραστικά. Εκεί. Σε γυροφέρνουν, κάνουν κύ­

κλους γύρω σου, περπατάνε, τρέχουν, βουτάνε στα άδυτα σου,

σε τσιγκλάνε μέχρι να σε αναγκάσουν, επιτέλους, να βροντο­

φωνάξεις «αϊ στο διάολο!» και να κουνηθείς για να τις διώξεις.

Τώρα όχι ότι έτσι σιγουρεύεσαι ότι θα σου φύγουν εντελώς,

γιατί αυτά τα διαόλια έχουν το κακό συνήθειο να εμφανίζονται

απροειδοποίητα, αλλά τουλάχιστον θα έχεις προσπαθήσει να

τα διώξεις. Κάτι είναι κι αυτό. Το να τα έχουμε καλά με τον

εαυτό μας είναι σπουδαίο πράμα! Και αυτό που αξίζει πάνω

απ' όλα είναι η προσπάθεια. Και να γίνει το πρώτο βήμα. Αυ­

τό! Μετά όλα έρχονται μόνα τους. Σαν το ρυάκι που κυλάει.

Άπαξ και βγάλεις τον βράχο που εμποδίζει την πρώτη κίνηση,

μετά το πας κουτρουβάλα το πράμα. Κι όπου σε πάει. Το θέ-

16

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

μα είναι να σε πάει κάπου. Όπου κι αν είναι αυτό το κάπου.

Παρά να μένεις στάσιμος, πιο καλά δεν είναι; Μωρ' τι μαλα­

κίες λέμε τώρα; Και ποιος δεν τα ξέρει αυτά!

Οι σκάλες είχαν ένα πιο συμβατικό χρώμα. Συμβατικό σε

σχέση με τι; Με την ιδέα του χρώματος μιας σκάλας, ας

πούμε. Μπεζ και τα μυαλά στα κάγκελα. Ναι, είχαν και κά­

γκελο. Υπάρχει κάτι χωρίς κάγκελο; Δεν υπάρχει. Κι αν δεν

το βλέπεις με τη μία, θα σου εμφανιστεί εντός ολίγου. Ή θα

το φτιάξεις από μόνος σου, έτσι θα κάτσεις;

Ο Επαμεινώνδας τις ανέβηκε με τρεις ανάσες. Όροφος και

ανάσα. Τρεις όροφοι, τρεις κοφτές. Το έπαιζε από μικρός αυ­

τό το παιχνίδι. Ανακινούσε κάτι από τη σκέψη του και έβαζε

στοίχημα με τον εαυτό του ότι αν μετρήσει ως το είκοσι ή το

εικοσιπέντε ή το τριάντα (ήταν σίγουρα πιο νέος τότε) με

κρατημένη την αναπνοή κάνοντας συγχρόνως μια συγκεκρι­

μένη ενέργεια, τότε αυτό που είχε βάλει στο μυαλό του θα

πετύχαινε. Έτσι και τώρα. Αν κατάφερνε να εισπνεύσει και

να εκπνεύσει ακριβώς τρεις φορές μέχρι να φτάσει μπρος

στην πόρτα του ψυχολόγου, τότε θα χτύπαγε και το κουδού­

νι. Ειδάλλως, θα έχεζε και την ιδέα που του καρφώθηκε και

όλους τους ψυχολόγους μαζί. Τώρα τι του έφταιξαν όλοι οι

του συλλόγου των ψυχολόγων; Ποιος ξέρει! Φαντάζομαι πως

είναι κάτι σαν το ανάθεμα με τους γιατρούς ή τους δικηγό­

ρους. Αν στα σκατώσει κάποιος απ' αυτούς μια φορά, τους

παίρνει όλους ο διάολος.

Το παιχνιδάκι πέτυχε. Με το που ξεφύσηξε την τρίτη

ανάσα, πατώντας συγχρόνως το τελευταίο σκαλοπάτι, κα-

τσούφιασε βρίζοντας τον εαυτό του για το κατόρθωμα. Ήταν

ανάγκη; Παρόλα τα τριανταπέντε μας, η φυσική μας κατά­

σταση λέει. Τώρα καλό είναι αυτό;

17

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

Η πόρτα ξύλινη μασίφ. Καμία έκπληξη! Φτάνει ο από μέ­

σα να είναι συμπαθής. Γιατί, υπάρχουν και μερικοί, φιλαράκι

μου, που με το που σε βλέπουν, σε σκανάρουν αμέσως, βρί­

σκουν και πόσους πόντους τον έχεις, έχουν κάνει τη διάγνω­

ση πριν καν πεις τ' όνομα σου και ένα μικρό γελάκι έχει αρ­

χίσει να εμφανίζεται στο επάνω μισοτρεμάμενο χείλος τους

καρφώνοντας σε σαν υποψήφιο μεζεδάκι α π ' την πιατέλα.

Χμμ... περίπτωση οκτάμηνης παρλαπίπας, ή περίπτωση δέ­

κα χρόνων και βάλε, ή περίπτωση για κλωτσιές και σ' άλλη

παραλία, μοιάζουν να λένε τα μάτια τους κι ευθύς παίρνουν

το ύφος του παντογνώστη. Γδύσου και περίμενε στη ρεσεψιόν.

Πάω να ακονίσω το πιρούνι μου!

Καλά, εντάξει, δεν είναι όλοι έτσι. Υπάρχουν και συμπα­

θείς. Αυτοί που σου σφίγγουν πρώτα το χέρι για να δουν αν η

χειραψία σου είναι άχαρη ή βαρβάτη αλλά το κάνουν με τρό­

πο. Για να μην το καταλάβεις, δήθεν! Και έχουν και σένια

διακόσμηση. Όχι τον μαύρο δερμάτινο καναπέ, όχι! Έχουν

πορτοκαλί ζωγραφιές στους τοίχους και πολυθρόνα θαλασσί.

Να κάθεσαι και ν' αρμενίζεις στα πέλαγα. Κι όταν πάει το

κύμα να σε τραβήξει στα βαθιά, σου ρίχνουν δίχτυ ποτισμένο

με άρωμα βανίλιας για να θυμηθείς πως είσαι στον πλανήτη

γη. Μ' ακούς, πελάτη μου; Όβερ! Ρε, πού τα πουλάτε αυ­

τά; Τώρα γινήκαμε κι εμείς σχετικοί. Πτυχίο στη ψυχολογία

δεν έχουμε αλλά έχουμε το μάστερ απ ' ευθείας. Αμ, πως!

Τι άλλο θα σκεφτεί ο Επαμεινώνδας μέχρι να χτυπήσει

την αναθεματισμένη την οξιά, μου λέτε; Ή τη βελανιδιά, τέ­

λος πάντων. Το δεξί το χέρι σε σχήμα μπουνιάς είναι έτοιμο

εδώ και ώρα. Ο χτύπος όμως δεν λέει να πέσει στην ατμό­

σφαιρα. Τι άλλο θέλει ο δικός μας; Οι τρεις ανάσες, έγιναν με

επιτυχία. Δεν υπάρχει λόγος για άλλη αναβολή. Τουλάχιστον

18

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

όχι φανερός. Γιατί αν θέλουμε να φτιάξουμε εμπόδια, είναι το

μόνο εύκολο. Και σιγά μην πει όσα σκέφτηκε στον πρόλογο.

Την κότα θα κάνει πάλι και θα το μουγκώσει κανονικά. Ένα

«γεια σας» και πολύ είναι. Μετά θα την αράξει στην πολυ­

θρόνα...; καρέκλα...; κρεβάτι...; καναπέ...; πάτωμα.. . ;( !)

και θ' αρχίσει να λέει τα δικά του. Γιατί μέχρι να αρχίσει εί­

ναι το θέμα. Μετά, όλο και κάτι θα βγει.

Αλλά είναι και το λέγειν, ένα πρόβλημα. Αν δεν έχεις την

ευχέρεια, δεν την αποκτάς παρά μόνο με εξάσκηση. Α, ναι.

Και με διάθεση. Και πού να τη βρεις τη διάθεση αν δεν γου­

στάρεις τον κόσμο γύρω σου; Και γιατί σώνει και καλά πρέ­

πει να τον γουστάρεις; Ο Επαμεινώνδας, το είχε αυτό από

μικρός. Δεν του άρεσε με τίποτα να μιλάει σε κόσμο. Με

τους γονείς του, μόνο όταν έπρεπε. Με τους δασκάλους του,

μόνο όταν ήταν αναγκασμένος. Με τις γκόμενες, τι να μιλή­

σεις; Σιγά μην το παραγαμήσουμε το θέμα. Στον καθρέφτη

του όμως, την καταέβρισκε. Μπορούσε να αφιερώσει ώρες μι­

λώντας στον εαυτό του. Εκεί να δεις ευφράδεια. Και γιατί

όχι; Ήταν σίγουρος πως δεν θα του κουνούσε επικριτικά το

χέρι το είδωλο του, κι ούτε θα άλλαζε εκφράσεις κι ούτε θα

του έλεγε αηδίες και δεν θα του έκανε μαθήματα συμπεριφο­

ράς. Αυτά είναι για τους απροσάρμοστους και τους βλάκες.

Εμείς είμαστε καλά παιδιά. Δεν βλάπτουμε κανέναν. Αυτό

άλλωστε δεν είναι και το «πρέπει» σ' αυτή τη ζωή; Να εί­

σαι ό,τι είσαι φτάνει να μην πειράζεις τον διπλανό σου που

τρώει αμέριμνος. Μην του ρίχνεις πιπέρι, διάβολε, στη σούπα

του! Δεν το θέλει. Δεν το καταλαβαίνει. Και θα στο φτύσει

με φωτιά!

Ένας από τους λόγους που ο φίλος μας γούσταρε το

γράψιμο ήταν αυτός. Μίλαγε στα χαρτιά του. Και μετά, τα

19

ΛΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

διάβαζε στον καθρέφτη του. Έτσι θα κάνει και τώρα. Το

έχει φτιάξει το σκηνικό με το μυαλό του. Φτάνει να συμφω­

νήσει κι ο ψυχολόγος. Μα για να συμφωνήσει, πρέπει να

ακούσει πρώτα, δεν πρέπει; Και πώς θα ακούσει αν δεν του

το πεις Επαμεινώνδα; Πώς; Χτύπα την πόρτα, αγόρι μου,

χτύπα την!

20

Την χτύπησε. Όχι πατώντας το κουδούνι. Όχι όπως θα πε­

ρίμενε κάποιος να ακούσει την πόρτα του να χτυπάει από πε­

λάτη, τουλάχιστον έναν συνηθισμένο πελάτη. Την χτύπησε

με δύναμη και ανυπομονησία. Ανυπομονησία όχι γ ι ' αυτό που

θα είχε να αντιμετωπίσει, αλλά για να μην προλάβει να το

μετανιώσει. Και θα το είχε μετανιώσει αν η πόρτα δεν άνοι­

γε στα επόμενα τρία δευτερόλεπτα. Σημαδιακό το «τρία»

έτσι; Πού να δεις πιο κάτω!

Ο ήχος του ξύλου ήταν ευχάριστος. Όσο ευχάριστος

μπορεί να είναι ένας ήχος ξύλου που ηχεί σε διάδρομο. Δεν

ήταν ένα απλό «ντουπ». Ήταν σαν να είχε και ηχώ μαζί.

Ντουπ και ανάκλαση! Ο χτύπος που έδωσε σαν να γύρισε πί­

σω στην μπουνιά του και να 'φυγε ξανά. Ο Επαμεινώνδας

ένιωσε σαν να βρισκόταν πίσω απ ' την πόρτα του άγνωστου.

Καλώς ήρθατε στη ζώνη του Λυκόφωτος. Ντουπ ήθελες;

Ντουπ θα πάρεις!

Ο τύπος που άνοιξε ήταν μάλλον συμπαθής. Κουστουμά-

τος με ελαφρά φαλάκρα και μάλλον κοντός. Οκ, συνηθισμένα

πράματα. Διαχειρίσιμα! Ο Επαμεινώνδας του έριχνε τουλάχι­

στον ένα κεφάλι. Εμφανίσιμος ο δικός μιας. Γλυκός στη φά-

21

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

τσα. Αυτό που σε τράβαγε όμως πάνω του, ήταν τα μεγάλα

του μάτια. Κι οι βλεφαρίδες του. Τέτοιες βλεφαρίδες, σπάνια

να τις δεις σε άντρα. Τις ανοιγόκλεινε και φύσαγε αέρας.

Μπήκε και πήρε τον κοντό α π ' τη μύτη. Χαιρέτησε και

προχώρησε με βήμα σταθερό. Και κανόνισε εξ' αρχής ο ίδιος

τις φορές που ήθελε να έρθει. Εικοσιπέντε και παζάρια δεν γί­

νονται. Κάθε Τετάρτη απόγευμα, στις τέσσερις ακριβώς.

Βρήκε πολυθρόνα και κάθισε. Καφέ με σκαμπώ ιδίου χρώμα­

τος. Την άλλη φορά θα ρίξει πάνω της ριχτάρι κόκκινο. Για

ν' ανάψουν τα αίματα. Έβαλε το ένα πόδι πάνω στ' άλλο και

ίσιωσε το παντζάκι. Η κίνηση αυτή είναι η χαρακτηριστική

του. Κάθε που κάθεται ο Επαμεινώνδας σιγουρεύεται πως δεν

έχει ζάρες πάνω του. Ψώνιο του είναι κι αυτό, τι να κάνουμε

τώρα! Ξεκούμπωσε κι απ' το πουκάμισο τα τρία πρώτα κου­

μπιά. Φάνηκαν λίγες τρίχες εδώ κι εκεί. Τις χάιδεψε. Μάλ­

λον άρχισε να νιώθει άνετα.

Ο ψυχολόγος χαμογέλασε. Μπορεί να ήταν συνηθισμένος

και σε πιο δύσκολα. Πάντως ήξερε τι κινήσεις έπρεπε να κά­

νει για να μην φουντώσει ο Επαμεινώνδας. Κούνημα κεφαλι­

ού και ξύσιμο στην γάμπα. Κάθισμα σταυροπόδι και όχι τετ-

α-τετ. Ο Επαμεινώνδας κοιτούσε τη βιβλιοθήκη, ο ψυχολόγος

το ταβάνι. Τέλεια!

Τελικά, δεν ήταν δύσκολο να μιλήσει. Ήταν θέμα κατάλ­

ληλης στιγμής. Ή θέμα του ότι δεν πήγαινε άλλο. Καμιά

φορά αυτά τα δύο τα μπερδεύουμε και δεν ξέρουμε ποιο μας

ώθησε να κάνουμε το πρώτο βήμα, αλλά τι σημασία έχει;

Σημασία έχει να μιλάς επιτέλους, ή να γελάς, ή να κλαις,

ανάλογα με το τι θέλεις να κάνεις εκείνη την ώρα.

Εικοσιπέντε συνεδρίες λοιπόν η συμφωνία. Το συμβόλαιο, να

πούμε. Εικοσιπέντε ιστορίες στο χαρτί. Δεν ήρθε εδώ ο Επα-

22

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

μεινώνδας για να λαλήσει. Ήρθε για να διαβάσει. Αυτό είχε

ανάγκη να κάνει, αυτό θα έκανε. Ποιος άλλος θα μπορούσε να

ακούσει τις ιστορίες του χωρίς να τον κατακρίνει; Χωρίς να

του υψώσει το δάχτυλο; Χωρίς να του πει να πάει να τις κά­

νει σαΐτες και να τις πετάξει απ' την Γκιώνα; Και τι ιστορίες.

Φωτιά και λαύρα. Αυτές που τον τρώνε τόσο καιρό. Αυτές που

τον έχουν κάνει άλλο άνθρωπο. Αυτές που τον έχουν κάνει να

αναρωτιέται για όλους και για όλα. Μα πιο πολύ για τον ίδιο

του τον εαυτό. Ιστορίες που του έχουν στοιχειώσει τη ζωή.

Την ίδια του την ύπαρξη. Που ξαπλώνει, σηκώνεται και ανα­

σαίνει με την έννοια τους. Με την έννοια της...

Αν κάτι βγει απ' όλο αυτό, θα βγει. Αλλιώς, δεν πειράζει.

Η φούρκα μας να φύγει για να ανασάνουμε επιτέλους. Λίγο

θα είναι; Καθόλου λίγο! Η σημερινή συνάντηση δεν πιάνεται.

Είναι αναγνωριστική. Να δω αν μου κάνεις. Και να δω πώς

αντιδράς. Γιατί έχω πρόβλημα με την αντίδραση. Στο ζουμί

θα βουτήξουμε την άλλη Τετάρτη.

Άναψε τσιγάρο. Βαρύ. Φύσηξε τον καπνό νωχελικά για να

γεμίσει η ατμόσφαιρα μυστήριο. Και είπε το όνομα του γιατί

μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν γίνει οι απαραίτητες συστά­

σεις. Τη σειρά των πραγμάτων την κανονίζουμε εμείς. Τ'

ακούτε; Εμείς! Κοίταξε τον ψυχολόγο στα μάτια: Επαμει­

νώνδας. Επαμεινώνδας Τερζής!

Κι άρχισε επιτέλους να φυσάει τις πρώτες σαπουνόφου-

σκες που στη συνέχεια θα γίνονταν αφρός και πιο μετά κα­

ταρράκτης ολόκληρος με μπουρμπουλήθρες από αιθέρια έλαια

τόσο αρωματικά που θα γέμιζαν την ατμόσφαιρα ηλεκτρισμό,

λαγνεία, και ακατάσχετο ερωτισμό. Ψυχολόγε μου, εσύ, σαν

έπαιρνες το δίπλωμα σου, φανταζόσουν άραγε πως θα σου λά-

χαινε μια εμπειρία σαν αυτή;

23

Ο Επαμεινώνδας είχε πρόβλημα στύσης. Και για όποιον δεν

κατάλαβε, νά, το παλικάρι δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει

πλήρως κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης. Δεν του ση­

κωνότανε, ένα πράμα. Ο Μίνος του, έτσι τον έλεγε, την έκα­

νε λαμόγιο σαν ήταν να δικαιώσει το αφεντικό του για το

αντρικό του το όνομα. Με λίγα λόγια, την έπεφτε για ύπνο

σαν έβλεπε μουνί, εκεί που οι περισσότεροι συνάδελφοι του

ανυψώνονταν, ταρακουνιόντουσαν, μπαινόβγαιναν και πήδαγαν

ασυστόλως. Ο Μίνος, χασμουριόταν σαν νταλικέρης μετά από

δεκαοχτάωρη βάρδια στο τιμόνι. Τι έγινε ρε παιδιά; Τι πάει

στραβά;

Το θέμα είναι πως μέχρι πριν κάτι χρόνια, όλα ήταν ωραία

και καλά. Έκλεινε το μάτι στις μουνότρυπες κι εκείνες ευθύς

του άνοιγαν δρόμο. Μετά, τι στο κέρατο έγινε κι ο Μίνος

προβληματίστηκε; Λες να φταίει τ' αφεντικό του που το 'ψα-

χνε λίγο περισσότερο το πράμα εγκεφαλικά, κι έπαθαν τα έν­

στικτα μια πτώση; Παράξενα πράματα! Κι αυτός ο Επαμει­

νώνδας, πανάθεμά τον, αντί να προβληματίζεται με το πρώ­

το, άντε δεύτερο, άντε δέκατο — βρε αδερφέ — ρεζιλίκι, να

γυρνάει πλευρό και να πιάνει να διαβάσει; Άκου να διαβάσει!

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

Ρε, αντί να κοιτάς προς τα κάτω, πούθε κοιτάς φιλαράκο; Τί

λύση να σου δώσει ο Πλάτωνας; Ήξερε η χάρη του από τέ­

τοια χουνέρια; Και τι ζήλεψες καλέ απ' αυτόν; Το πνεύμα

του; Μα, γαμάει το πνεύμα; Πες μου γαμάει; Τώρα αν μου

το ρίξεις στην φιλοσοφία, ναι, ξέρω τι θα πεις. Γαμάει και

παραγαμάει. Ξέρεις όμως πολύ καλά τι εννοώ κούκλε μου.

Φτιάξε με να γίνω γεωτρύπανο να χύνω πετρέλαιο και μετά

κάτσε διαλογίσου. Γελοίε, ε γελοίε!

Όταν ο Επαμεινώνδας μυρίστηκε ότι έκανε διάλογο με το

καυλί του, τότε άρχισε ν' ανησυχεί. Ήταν το πρώτο σημάδι

πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Κοίτα να δεις! Σήκωσαν και οι

πούτσοι παράστημα και θέλουν μερίδιο στον διάλογο! Τότε

ήταν που άρχισε να γράφει. Έγραφε, φίλε μου, ασταμάτητα.

Παρατηρούσε κι έγραφε. Παρατηρούσε κι έγραφε. Ιστορίες,

ιστοριούλες και ιστοριάκια. Από παραμύθια και ποιήματα μέ­

χρι δοκίμια και διηγήματα. Άλλα του άρεσαν, άλλα όχι. Όσα

του άρεσαν τα διάβαζε και δυο και τρεις φορές. Μετά τα

έχωνε σ' ένα άλμπουμ και τα άφηνε δίπλα στο κρεβάτι του.

Όσα δεν του άρεσαν, τα έκανε στάχτη. Όταν οι φλόγες με­

γάλωναν, έβαζε πάνω τα χέρια του και τα 'τριβε. Έπαιρναν

έτσι λίγη μυρωδιά κάπνας και τον βοηθούσαν να φαντασιώνε-

ται καταστάσεις και γεγονότα. Έκλεινε τα μάτια, έτριβε τα

χέρια και, σαν από θαύμα, του ερχόταν και μια καινούργια

έμπνευση. Να φανταστείς, περισσότερη χαρά έκανε αν το

αποτέλεσμα α π ' τα γραφόμενά του δεν του άρεσε. Γιατί είχε

πάντα την ελπίδα πως αν το κάψει, αυτό που θα φαντασιω-

θεί θα είναι καλύτερο.

Οι διάλογοι με το πράμα του έτσι, σαν να ελαττώθηκαν

κάπως. Πού καιρός τώρα να ασχοληθεί με τον κοιμισμένο

δράκο! Αυτό όμως που άρχισε να παρατηρεί, ήταν ότι όποτε

25

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

σταματούσε για να κάνει τσιγάρο ακουμπώντας στο παράθυ­

ρο του ατενίζοντας τους περαστικούς, μερικές φορές, έτσι στο

ξαφνικό, ο Μίνος είχε ξυπνητούρια και γουργούριζε ανυπόμο­

νος. Κι ήταν εκείνες οι στιγμές, που περνούσαν κάτι φαντά-

ρια έξω απ' το παραθύρι που κατέβαιναν με άδεια εξόδου απ '

το παραδιπλανό στρατόπεδο.

Ο Επαμεινώνδας δεν πολυέδινε σημασία. Αφού ο Μίνος

έχει σηκωμάρες, ας μην τον απογοητεύσουμε. Και μες τη

σύγχυση του έδινε και καταλάβαινε. Μόνο που τελευταία,

σκεφτόταν τα φαντάρια όλο και περισσότερο. Και όλο και πε­

ρισσότερο. Μα γιατί;

26

Η Οριάνα έκανε την εμφάνιση της μια νυχτιά πριν δυο χρό­

νια. Όταν ο Επαμεινώνδας είχε κατεβάσει μισή μπουκάλα ου­

ίσκι, κλαίγοντας με λυγμούς. Όταν είχε γυρίσει από ένα μπαρ

και είχε τσακώσει τον εαυτό του να χουφτώνει τον τύπο που

καθόταν δίπλα του κι έτρωγε φιστίκια. Κι όταν εκείνος αντα­

ποκρίθηκε και ανταπέδωσε, ο δικός μας ένιωσε σα να του

φτερούγισε η καρδιά. Σαν να φύσηξε ένας καινούργιος αέρας

μέσα του, κι ένα πουπουλένιο φτερό να του γαργάλησε το

μυαλό. Μετά τρόμαξε. Έφυγε τρέχοντας. Γδύθηκε, έκανε

μπάνιο κι άρχισε να πίνει. Μετά, κάθισε στο αγαπημένο του

σκαμνί. Μπροστά στον υπολογιστή του. Και τα δάχτυλα του

πήραν φωτιά.

Ήταν γκόμενα. Τριζάτη, πεταχτή, λαχταριστή, τ' όνειρο κά­

θε πικραμένου και η φαντασίωση αντρών και γυναικών. Μια

καραγκομενάρα διόλου συνηθισμένη. Απ' αυτές που σε κάνουν

να γυρίσεις να την κοιτάξεις και δεύτερη και τρίτη φορά σαν

την συναντήσεις μπρος σου. Μια γκόμενα με μουνί. Κι όταν

λέμε «γκόμενα με μουνί» εννοούμε πως το πράμα της το τί-

μαγε δεόντως.

27

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

Πήδηξε μέσ' απ' τις σελίδες σαν οπτασία, σαν όνειρο.

Έτσι ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση χωρίς τίποτα. Βγήκε, ξε­

διπλώθηκε, ξεγυμνώθηκε κι άρχισε να του λικνίζεται. Αυτό

ήταν. Από τότε ο Επαμεινώνδας κόλλησε άσχημα. Η σιλου­

έτα της, το βλέμμα της, το περπάτημα της, τα χείλια της,

έγιναν ένα με τη σκέψη του. Ένα με το κορμί του. Ένα με

τον ίδιο του τον εαυτό. Ούτε θυμάται για ποιο πράμα έγραφε

κείνη την ώρα. Μέχρι πριν λίγο αράδιαζε γράμματα στο χαρ­

τί. Γράμματα που γίνονταν λέξεις που νόμιζε πως θα είχαν

κάποια σημασία αν τις έβαζε στη σωστή σειρά. Λέξεις, που

με μιας σκορπίστηκαν στον άνεμο με το που έγραψε τ' όνο­

μα της. ΟΡΙΑΝΑ. Δεν χρειάστηκε κάτι παραπάνω. Ήθελε

να τη γνωρίσει, να την μάθει, να μπει μέσα της, να

γίνει... εκείνη.

Του έκανε το χατίρι. Κάθε που καθόταν να γράψει,

τσουπ! Ξεφύτρωνε μπροστά του. Είχε πρόβλημα στη δου­

λειά; Η Οριάνα πάντα είχε κάτι να του πει. Είχε πρόβλημα

με τους φίλους του; Εκείνη πάντα ήξερε τι να του κάνει. Εί­

χε σκέψεις για τα γύρω του; Αυτή του έβγαζε τα τριβόλια

απ'το μυαλό και τον έκανε να πηγαίνει παραπέρα. Και στο

καπάκι, του 'χωνε καινούργια και τον τρέλαινε ξανά. Του εμ­

φανιζόταν φέρνοντας μαζί της τον κόσμο της, το άρωμα της,

το γέλιο της, και προπαντός... τα στήθια της! Μάνα μου, τι

στήθια ήταν αυτά; Τουρλωτά, σαν πύραυλοι έτοιμοι για απο­

γείωση. Έτοιμα παντού και πάντοτε για να τα ζουλήξεις, να

τα φας, να τα γλείψεις!

Έτσι άρχισε να γράφει τις ιστορίες της. Για το πριν, για

το παρόν και το μέλλον της. Για τις σκέψεις, τους προβλη­

ματισμούς, τα θέλω της και κυρίως για τις πράξεις της. Αυ­

τές ήταν που τον τρέλαιναν περισσότερο. Οι πράξεις της. Πό-

28

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

σο θα ήθελε να της έμοιαζε έστω και στο ελάχιστο. Πόσο

λαχταρούσε να πετάξει ένα από τα βρωμόλογά της ένα πρω-

Ίνό που άνοιγε το παράθυρο του. Να τους κολλήσει φτερά και

να τα διώξει για να βουλώσει τα στόματα όλων εκείνων που

τον ενοχλούσαν... Εκείνη, το έκανε χωρίς ντροπές. Χωρίς

αναστολές. Χωρίς δισταγμό. Το γούσταρε και το 'κανε. Τε­

λεία!

Σιγά σιγά, γράφοντας για την Οριάνα, ανακάλυψε πως

πια την ήξερε καλά. Αυτή η γυναικάρα δεν ξεπήδησε για το

τίποτα στη ζωή του. Δεν ήρθε χωρίς σκοπό. Ήρθε για να

κάτσει. Δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της, όχι. Σίγουρα όχι.

Είχε πάψει από καιρό να γουστάρει γυναίκες, αυτό ήταν δια­

πιστωμένο. Μετά τις πρώτες πέντε ιστορίες, είχε πια αρχίσει

να βγαίνει κανονικά με άντρες ο Επαμεινώνδας. Του άρεσε.

Το φχαριστιόταν. Σηκώθηκε κι ο Μίνος απ ' τον τάφο κι

έπιασε δουλειά ξανά. Παλικάρι μου, συγνώμη που σε αρά­

χνιασα. Ήταν α π ' τη σύγχυση. Δεν θα το ξανακάνω! Ο Μί­

νος άλλο που δεν ήθελε. Το να τον τσιμπουκώνουν και να

κωλοχώνεται δεν του ήταν καθόλου άσχημο. Απεναντίας, οι

εμπειρίες είναι αυτές που μιας κάνουν ώριμους και καταστα­

λαγμένους. Αφού είχε να γίνει τόσο σκληρός, από... ούτε που

θυμάται από πότε. Γλύκα μου, εδώ είμαστε. Όποια κι αν εί­

ναι η Οριάνα, ζήτω της και μπράβο της. Και ποτέ μην τη

γαμήσω! Μ' έκανε καλά; Εικόνισμα θα της κάνω να την

προσκυνάω. Κερί αναμμένο θα είμαι για την πάρτη της!

Μόνο...που..., νά, δεν ήταν ήσυχος με τον εαυτό του. Οι

αμφιβολίες τον έτρωγαν. Τι κάνω καλά, τι δεν κάνω καλά;

Έτσι ήμουν, έτσι είμαι και έτσι θα 'μαι; Το έχετε παρατηρή­

σει; Κάθε που οι σοβαρές σκέψεις έρχονται να σου χωθούν

στο μυαλό, εκεί είναι που ξεπηδάει κάποιο παλιό λαϊκό άσμα

29

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

και σου γεμίζει νότες το κεφάλι. Νότες μπουζουκωμένες που

σου θολώνουν την φαιά και σε κάνουν να κολυμπάς στην ομί­

χλη. Άντε να δώσεις απαντήσεις έτσι. Γίνεται; Δε γίνεται!

Μέσα απ ' τις πενιές, το νόημα που έβγαλε ο Επαμεινώνδας

είναι πως δεν έχει συμφιλιωθεί ακόμα με την ιδέα να του γα­

μούν τον κώλο. Γιατί προχώρησε κι εκεί. Σιγά μην τ άφηνε.

Ή σιγά μην τον αφήνανε. Γιατί, μάτια μου, αν πέσεις στα

χεράκια μερικών μερικών, που έχουν ένα τρόπο να στα λένε

και να σε φέρνουν εκεί που θέλουν —πανάθεμά τους— είσαι τε­

λειωμένος. Και την επόμενη φορά πας και γυρεύοντας. Και

πώς το θέλεις, πώς το θέλεις! Με τρέλα, δυνατή τρέλα!

Ναι, δεν το έχει αποδεχθεί πλήρως ο Επαμεινώνδας. Όχι

ακόμα. Και μπορεί μεν ο Μίνος να αναθάρρησε κάπως με τις

ξαφνικές τις ταλαντεύσεις, αλλά τι κι αν σηκωνόταν μετά και

βάραγε προσοχή; Έτσι έμενε. Άπραγος. Ορθός κι ακούνητος

σαν τους τσολιάδες μπροστά στον άγνωστο. Και τρύπα δεν

πολυέβλεπε. Κι αν έβλεπε, μόνο εξ' αποστάσεως. Ένιωθε το

αφεντικό να ιδρώνει και να βαρυγκωμάει, αλλά τον άφηνε χω­

ρίς είσοδο σε σκοτεινή σπηλιά. Άντε πάλι! Τελικά, καλά λένε

πως αυτή η πουτάνα η ζωή είναι μια χαρά και δέκα λύπες!

Το θέμα είναι πως ο Επαμεινώνδας δεν ήταν από τους τύ­

πους που άφηναν τα πράματα στην τύχη τους. Γενικά την

έψαχνε τη δουλειά. Παρ' όλες τις σπουδές του στο μάρκετι-

γκ που τον οδήγησαν σε μια καλή θέση ως ανώτερο στέλε­

χος σε γνωστή φίρμα πολυκαταστημάτων, τα ταξίδια του και

τις επαφές του με τον έξω κόσμο, δεν επαναπαύτηκε ποτέ.

Και τα περίεργα βιβλία του διάβαζε και σερφάριζε στο ίντερ-

νετ και εσωτερική ανάλυση έκανε συχνά. Δεν ήταν τυχαίος.

Ήθελε να ξέρει πού βαδίζει. Απ' την στιγμή που κατάλαβε

πως η ζωή του έχει πανικό, δεν το άφησε το πράμα στη τύ-

30

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

χη του. Ένιωθε όμως πως το ψιλιάστηκε κάπως αργά. Πώς

ξεγελάστηκε έτσι; Πώς δεν είδε τα σημάδια νωρίτερα; Αν

κάτσει να το καλοσκεφθεί, να δεις που θα θυμηθεί πράγματα

απ' τη ζωή του ξεχασμένα που τα έθαβε μέσα του βαθιά.

«Βρε μπας και. . . ; Μπα, όχι καλέ...τυχαίο θα ήταν»! Πόσες

φορές να το έχει πει άραγε αυτό; Πολλές, μάγκα μου, υπερ­

βολικά πολλές!

Και μπορεί μεν η Οριάνα να του άνοιξε άλλους ορίζοντες,

αλλά χωρίς τη σωστή στολή πώς θα μπορούσε να ταξιδέψει

στο άγνωστο; Και ποια ήταν άραγε η στολή που έπρεπε να

φορά από δω και μπρος; Γιατί είχε πια σιγουρευτεί πως είχε

γίνει κάποιος άλλος. Κάποιος που δεν ήξερε πρωτύτερα. Κά­

ποιος που πια του είναι άγνωστος...

Αυτό θα έψαχνε να βρει με την βοήθεια του ψυχολόγου. Ο

καθρέφτης του άρχισε να μην τον ικανοποιεί πια. Λες να

χρειαζόταν εκείνο το επικριτικό δάχτυλο τελικά; Κάποιον να

του πει πως δεν προχωράει σωστά; Μπα, όχι! όχι! Κανείς

δεν έχει δικαίωμα να το πει αυτό για κανέναν. Από πού κι ως

πού; Είναι μήπως τέλειος κανείς; Και τι θα πει «τέλειος»;

Να, απλά, σκέφτηκε πως καλό θα ήταν να δει και κάποιος

άλλος την Οριάνα. «Καλό» γιατί; Δεν ξέρει... δεν ξέρω!

Μάλλον αυτό που είχε ανάγκη ήταν να την δείξει. Έτσι δεν

κάνουμε όταν γουστάρουμε κάποιον στη ζωή μας; Δεν θέλου­

με να τον δείξουμε; Να τον πάρουμε απ' τη μέση και να τον

παρουσιάσουμε στους άλλους; Κι αν τους αρέσει, δεν νιώθου­

με περισσότερη ικανοποίηση για την επιλογή μιας; Κι αν κά­

ποιος στραβώσει, στράβωσε. Ίσως αυτό μας τσιμπήσει λίγο

προς στιγμήν, αλλά μετά θα σκεφτόμαστε τα βλέμματα εκεί­

νων που έμειναν ικανοποιημένοι. Αυτούς γουστάρουμε! Μ'

αυτούς θα συνεχίσουμε να κάνουμε παρέα!

31

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟ V

Ευτυχώς οι περισσότεροι ψυχολόγοι δεν λένε την γνώμη

τους, κι έχουν εκπαιδευθεί να μην είναι επικριτικοί. Θαύμα.

Σίγουρο χαρτί. Ο ψυχολόγος που θα δει την Οριάνα, δεν θα

κάνει γκριμάτσα απέχθειας κι ούτε θα πάρει έκφραση υπερ­

βολικής καύλας. Ούτε το ένα θέλουμε, ούτε το άλλο. Θα τον

κοζάρουμε και θα δούμε. Κι αν δεν μας κάνει, υπάρχουν κι

αλλού πορτοκαλιές...

Έτσι βρέθηκαν ο Επαμεινώνδας, ο Μίνος και η Οριάνα

κάτω απ ' το ροζ τριώροφο κείνο το βροχερό απόγευμα του

Σεπτέμβρη. Κι έτσι άρχισαν να ξεδιπλώνονται οι εικοσιπέντε

ιστορίες απ ' το χαρτί στις ζωντανές συνεδρίες. Κι έτσι έλαχε

να ανακαλύψει ο Επαμεινώνδας το ηφαίστειο που κρυβόταν

μέσα του. Που τώρα ήταν έτοιμο πια να αναδυθεί, να φου­

σκώσει, να κάνει μπαμ! — να χύσει την καυτή του λάβα.

Πρώτα πάνω του και ύστερα στον κοιμισμένο κόσμο που έτυ­

χε να περιφέρει την ύπαρξη του. Μια ύπαρξη που επιτέλους,

θα αποκτούσε το αληθινό της πρόσωπο. Θα συναντούσε το

πεπρωμένο του, μόνο που πρώτα, θα έπρεπε να το αναγνωρί­

σει. ..

32

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Οριάνα

1.

Οι ιστορίες είχαν τίτλο. Και τι δεν έχει τίτλο. Η ετικέτα χα­

ρακτηρίζει τον φέροντα. Στην περίπτωση, ο τίτλος είναι η επι­

γραφή της υπόθεσης. Ο Επαμεινώνδας την χρειάζεται την τά­

ξη στη ζωή του. Πάντα την χρειαζόταν. Πόσο μάλλον τώρα.

Βάζει τις ιστορίες του σε σειρά. Η αλήθεια είναι πως τις είχε

γράψει σκόρπιες, αλλά ένιωσε την ανάγκη να τις ταξινομήσει.

Ίσως για να τις σερβίρει με τρόπο. Πώς λέμε πρώτα τα ορε­

κτικά και μετά το κυρίως γεύμα; Κάπως έτσι. Ήθελε πρώτα

να ανοίξει την όρεξη του ψυχολόγου του. Να ανάψει τα κεριά,

να στρώσει το τραπεζομάντιλο και στη συνέχεια να του βάλει

κάτω α π ' τη μύτη, με τρόπο, την πρώτη μυρωδιά. Αν το

στομάχι άρχιζε να γουργουρίζει, θα βρισκόταν σε καλό δρόμο.

Θα ήξερε πως έπρεπε να συνεχίσει με τις πιατέλες τις τίγκα

στη σάλτσα. Όχι δίαιτες, φιλαράκο. Εδώ, θα φας καλά!

35

2.

Συνεδρία πρώτη

Χριστουγεννιάτικη έκπληξη

Η Οριάνα ξύπνησε απ ' τις καμπάνες της εκκλησίας του

χωριού της. Πετάχτηκε πάνω, μούσκεμα στον ιδρώτα και

την καρδιά της να χτυπάει δυνατά!

— θεέ μου, Ήρθε η μέρα! ψέλλισε έντρομη κι ίσα που

ακουγόταν η φωνή της! Τόσες πρόβες είχε κάνει μπρος στον

καθρέφτη κι ακόμα εκείνη η αμφιβολία, της έτρωγε τα σωθι­

κά, σαν το σαράκι που τσιμπολογάει με τα κοφτερά του δό­

ντια το παλιό σερβάν στο κατώι του πατρικού της σπιτιού.

Κρίτσι-κρίτσι, κρίτσι-κρίτσι!

— Καταραμένα Χριστούγεννα! Καταραμένα Χριστούγεννα!

Ας μην φτάνατε ποτέ! έλεγε και ξανάλεγε, προσπαθώντας να

φορέσει τις διχτυωτές κάλτσες και τις καινούργιες της γυα­

λιστερές μπορντό μπότες!

Όσες φορές κι αν είχε κάνει την ίδια κίνηση — και θα 'ταν

36

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

γύρω στις είκοσι, γιατί ο καιρός που έκανε την εγχείριση δεν

ήταν και πολύς — ακόμα δεν είχε συνηθίσει το κενό που

υπήρχε ανάμεσα απ ' τα σκέλια της τη στιγμή που ακου­

μπούσε σ' εκείνο ακριβώς το σημείο το ρούχο που πήγαινε να

φορέσει. Ειδικά σήμερα, έκανε και μια έξτρα κίνηση για να

σιάξει τον καβάλο, πράγμα που την έκανε να ανατριχιάσει και

να απορήσει κι αυτή η ίδια με τον εαυτό της!

— Μα πόσος καιρός πρέπει να περάσει πια; Είπαμε! Είμαι

γυναίκα, γυναίκα γυναίκα! Και τι γυναίκα! κοίταξε στον ολό­

σωμο καθρέφτη απέναντι της. Γυναικάρα!

Το γεγονός ότι είχε περάσει όλο αυτό το διάστημα σε ένα

υποτιθέμενο ταξίδι αναψυχής, την έφερνε τώρα δα αντιμέτω­

πη με το αληθινό πρόβλημα! Γιατί είχε πει μεν ότι θα 'ρχο-

ταν πίσω το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων φέρ­

νοντας μαζί της και μια έκπληξη, αλλά δεν είχε κάνει σαφές

ότι η έκπληξη θα ήταν αυτή η ίδια!

Έφυγε Νίκος Μήτρου και επέστρεψε Οριάνα Ραζή! Αυ­

τό, ούτε και ο πιο ευφάνταστος Αϊ Βασίλης δεν θα μπορούσε

να το διανοηθεί ως Χριστουγεννιάτικη έκπληξη!

Είχε πει ότι θα πήγαινε στη Γουατεμάλα για διακοπές

γιατί η δουλειά του ως προγραμματιστής τον είχε φορτώσει

με πολύ στρες. Και ήταν πέρα για πέρα αλήθεια! Αλλά ήταν

η μισή αλήθεια.

Απ' το πρωί ως το βράδυ έτρεχε από δω κι από κει. Η

εταιρεία ήταν απαιτητική, οι υποχρεώσεις πολλές, τα λεφτά

όμως καλά! Κι η οικογένεια του απ' αυτόν περίμενε! Ήταν

ο μόνος που μπορούσε να τους στηρίξει!

Το φορτίο όμως που έφερνε μέσα του, ήταν δυσβάσταχτο!

Ζούσε τη ζωή κάποιου άλλου κι είχε έρθει πια η ώρα που

έπρεπε να κάνει το μεγάλο βήμα! Το βήμα που θα τον απε-

37

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

λευθέρωνε και θα τον έκανε να νιώθει πως επιτέλους έκανε το

χρέος του απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό.

Πόσες ευκαιρίες έχει κανείς στη ζωή του να ακολουθήσει

το δικό του το αστέρι; Αν φωτιστεί το μονοπάτι και δεν απο­

φασίσεις να το πατήσεις, τότε θα ζεις στο εξής βάσει των

ίδιων και των ίδιων κανόνων που έχουν οριστεί από κάποιους

άλλους άτολμους, ανέραστους και ανίκανους να δουν ότι ο κό­

σμος είναι έγχρωμος, γευστικός και ικανός για πολλαπλούς

οργασμούς! Φτάνει να ανοίξει ο χώρος για καινούργια ερεθί­

σματα!

Η Οριάνα, ντύθηκε επιτέλους. Έβαλε λίγο κόκκινο κρα­

γιόν στα χείλη και άρωμα πίσω απ' το αυτί. Αισθανόταν

όμορφα με τον εαυτό της! Οι άλλοι όμως; Ήξεραν από χρό­

νια, βέβαια, ότι ο Νίκος τους ήταν ιδιαίτερη περίπτωση — γε­

γονός που, όταν πια δεν έκανε κι ο ίδιος ιδιαίτερη προσπάθεια

να το κρύψει, εκτόξευσε την πίεση του πατέρα του στα ύψη,

με συνέπεια να πάθει δεξιά ημιπληγία, ένεκα εγκεφαλικού

επεισοδίου. Αλλά για την ολοφάνερη αποκάλυψη, όσο προε­

τοιμασμένος και να 'ναι κανείς, δεν μπορεί εύκολα ν' ανοίξει

την αγκαλιά του στο εντελώς καινούργιο κι αναπάντεχο!

Με τις σκέψεις αυτές, η Οριάνα, πηγαινοερχόταν στο δω­

μάτιο, κάνοντας τις ξύλινες σανίδες του δαπέδου να τρίζουν.

Είχε βάλει τα χέρια της σταυρωτά κάτω απ ' τις μασχάλες

κι είχε το κεφάλι της σκυμμένο, τόσο που η μύτη της κό­

ντευε ν' ακουμπήσει στα σφριγηλά και τουρλωμένα στήθη

της, προϊόντα τελευταίας τεχνολογίας και υψίστης ομορφιάς!

Τι θα 'λεγε άραγε ο παππούς της, που μπορεί μεν να

ήταν κουφός τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, λόγω κροτίδας

που είχε σκάσει δίπλα ακριβώς απ ' το τύμπανο του εκείνο το

καταραμένο Πάσχα, αλλά το μάτι του πάντα έπαιζε αναπλη-

38

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

ρώνοντας την κουφαμάρα του στο έπακρον; Γιατί, άλλο να

ξερογλείφεσαι κοιτώντας τις ξένες γκόμενες, κι άλλο να βλέ­

πεις ότι τα δυο προκλητικά μεμέ που είναι μπρος στα μούτρα

σου ανήκουν στον πρώην εγγονό σου!

Όσο για τον αδελφούλη; Ετών δεκαεπτά και φυσικά, στην

κοσμάρα του! Χεβυμεταλάς, ψιλοχαζούλιακας και στο μετα­

βατικό στάδιο μεταξύ αγοριού και άντρα! Ό,τι πιο άχαρο δη­

λαδή!

Σκατά! Από πού ν' αντλήσει δύναμη; Χθες βράδυ που γύ­

ρισε, δεν τον είχε πάρει χαμπάρι κανείς! Μεσ' τα κατσάβρα-

χα του 'σκασε το λάστιχο του μάζντα κι αναγκάστηκε να

κάνει την αλλαγή εντελώς μόνος, μιας κι η άνω Ραχούλα

ήταν και γαμώ τα «άνω»! Ψυχή ζώσα δεν υπήρχε σε ακτί­

να τριάντα χιλιομέτρων από εκείνο το σημείο που τα 'φτυσε

η ρόδα! Έτσι, γύρω στις 2 μετά τα μεσάνυχτα που κατάφε­

ρε να φτάσει στο πατρικό του, όλοι είχαν ξεραθεί στον ύπνο!

Ακόμη κι η μάνα του, που έφερνε βόλτα το σπίτι τριάντα πέ­

ντε φορές την ημέρα, μπας και μείνει κάποιος χωρίς τις πο­

λύτιμες υπηρεσίες της, είχε η κακομοίρα κουραστεί να τον

περιμένει! Εξάλλου, της είχε πει ότι η έκπληξη που θα τους

έφερνε ήταν για τα Χριστούγεννα! Μπορεί το παιδί να είχε

αλλάξει γνώμη, και να 'ρχόταν ανήμερα! Τι της είχε καρφω­

θεί ότι θα 'ρχοταν ντε και καλά παραμονιάτικα; Μητρικό έν­

στικτο; Μπα!

Τα Χριστούγεννα είχε αποφασίσει ο Νίκος να αποκαλύψει

την Οριάνα! Τα Χριστούγεννα, που πάντα του άρεσαν και

πάντα έκανε τον απολογισμό του προηγούμενου χρόνου! Βά­

ζοντας ένα μεγάλο Χ, έκανε φέτος την ανατροπή!

Την Οριάνα θα υποδέχονταν αυτές τις γιορτές και η Οριά­

να θα ανέπνεε τις μυρωδιές του Χριστουγεννιάτικου γεύματος

39

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

από δω και πέρα και κάθε φορά! Σήμερα θα έκανε την εμ­

φάνιση της στο τραπέζι και σήμερα θα έδινε σε όλους το

αληθινό μήνυμα!

Η καρδιά της εξακολουθούσε να χτυπάει δυνατά την ώρα

που κατέβαινε τις σκάλες! Έσιαξε τα μαλλιά της και μπήκε

στην κουζίνα, την ώρα που η οικογένεια της, είχε γυρίσει απ '

την πρωινή λειτουργία!

Έξω, είχε αρχίσει να χιονίζει! Καθαρά Χριστουγεννιάτικη

μέρα! Όπως τότε που γεννήθηκε ένας καινούργιος άνθρωπος

που έμελλε να φέρει το φως στην ανθρωπότητα!

- Καλά Χριστούγεννα! φώναξε σε όλους, σκάζοντας ένα

μεγάλο χαμόγελο, κλείνοντας συγχρόνως το μάτι στον καθρέ­

φτη που ήταν πάνω α π ' τον νεροχύτη, και που ήταν τοποθε­

τημένος στην ίδια θέση χρόνια και χρόνια για να καθρεφτίζο­

νται οι άντρες της οικογένειας την ώρα του πρωινού τους ξυ­

ρίσματος !

40

Ο Επαμεινώνδας διάβασε το κείμενο σχετικά γρήγορα.

Πού και πού έριχνε κλεφτές ματιές στον άνθρωπο που μοιρα­

ζόταν τα σώψυχά του. Και εκείνος δεν τον απογοήτευσε. Φά­

νηκε να δίνει την απαιτούμενη προσοχή. Η μύγα που τόση

ώρα πετάριζε γύρω απ' το φωτιστικό, συνέχισε ανενόχλητη

την ελικοειδή τροχιά της. Σε άλλη περίπτωση θα τους είχε

αποσπάσει την προσοχή. Όχι όμως με την Οριάνα στο δωμά­

τιο. Δεν υπήρχε χώρος για καμιά άλλη παρουσία. Όλα στα­

μάτησαν να κινούνται. Μόνο οι δείχτες του καταραμένου του

ρολογιού έμοιαζαν να έχουν προχωρήσει ταχύτερα. Τον χρόνο

δεν τον ξεγελάς με τίποτα, τελικά. Θα κάνει αυτό που έχει

μάθει να κάνει, ο κόσμος να χαλάσει.

Δεν χρειάστηκε να σχολιάσουν τίποτα. Η ιστορία βγήκε

απ ' τις σελίδες και πήρε μορφή. Την μορφή της Οριάνας.

Καλώς ήρθες, κούκλα! Ο Επαμεινώνδας προχώρησε στην

πόρτα. Έκλεισε το μάτι στον ψυχολόγο. Next time, my friend,

την επόμενη φορά. Τα λέμε!

41

Συνεδρία δεύτερη

Αποκριάτικη νύχτα

— Απόκριες! Ευκαιρία για ξεμασκάρεμα! Ευκαιρία για να

δείξουμε αντρόπιαστα προς τον ηλίθιο κόσμο, ποιοι είμαστε

στην πραγματικότητα...! Θα βγάλω τη μάσκα...! Ή μάλ­

λον τις μάσκες... Και θα βάλω ποια; Ε, ποια;

- Θα βγω αμακιγιάριστη, με φόρμα φαρδιά, χωρίς σουτιέν

(έτσι κι αλλιώς δεν το χρειάζομαι, τα στήθη μου είναι πύ­

ραυλοι) και χωρίς κιλότα. Χα! Θα βάλω και το σακάκι του

πατέρα. Κείνο το άθλιο το καφέ με τις μαύρες ρίγες. Το

'χωσε η μάνα μου στη βαλίτσα πριν φύγω απ' το χωριό, για

να 'χω, λέει, μια κάποια σύνδεση με το παρελθόν. Άκου κου­

βέντα! Δεν περίμενα απ ' τη μάνα να πει κάτι τόσο βαρύ­

γδουπο! Τη γουστάρω τελικά. Σκυλί του πολέμου. Απ' αυτήν

πήρα. Είμαι σίγουρη.

Η Οριάνα άναψε τσιγάρο και άνοιξε το παράθυρο. Γαμιό-

42

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

ταν ο Δίας απ ' το πρωί κι έριχνε κεραυνούς, αστραπές και

βροχή. Πολύ βροχή. Σα βρέχει στην Πάτρα -εκεί αποφάσισε

να εγκατασταθεί το κορίτσι μας— ο Θεός ξεχνιέται. Ρίχνει

καζάνια και αυτός βλεφαριάζει κατά κόλαση μεριά). Τη γου­

στάρει η Οριάνα τη βροχή. Ξεπλένει τις βρομιές. Μόνο που

σαν είναι βράδυ, δεν φαίνεται η δουλειά που κάνει... και το

πρωί ο κόσμος έχει γεμίσει ξανά σκατά...δε βαριέσαι! Είναι

και που δεν πολυγουστάρει και το ουράνιο τόξο. Καλύτερα να

μην είναι πρωί, για να μην το βλέπει κιόλας. Μια ημικύκλια

μαλακία στο ουράνιο στερέωμα με αχνά χρώματα... So what?

Πολύ κακό για το τίποτα, που είχε πει και κάποιος στα πα­

λιά τα χρόνια, αμφισβητούμενος επίσης, όπως και η ίδια...!

Μονολογούσε, και είχε φτιαχτεί άγρια. Όταν η Οριάνα μο­

νολογεί, πάντοτε φτιάχνεται. Σα να καυλώνει, ένα πράμα...

Και πάντα υπάρχει λόγος όταν γίνεται αυτό. Δεν είναι που

δεν έχει κάποιον μπροστά της εκείνη την ώρα για να τον δέ­

σει χειροπόδαρα και τον κάνει να μην το κουνήσει ρούπι μέ­

χρι να πει αυτά που θέλει, αλλά είναι γιατί γουστάρει να

ακούγεται η φωνή της μέσα στους τέσσερις τοίχους της κρε­

βατοκάμαρας της. Γιατί αποκλειστικά εκεί η Οριάνα διαλέγει

να μονολογεί. Στην κρεβατοκάμαρα!

Η φωνή της κάνει γκελ πρώτα στον δεξί τοίχο, κει που

βρίσκεται το υπέρδιπλο κρεβάτι της με το ροδακινί πάπλωμα.

Η φωνή χτυπάει πρώτα πάνω απ' το εικόνισμα του Χρι-

στούλη που είναι πάνω απ ' το προσκέφαλο. Το εικόνισμα αυ­

τό είναι δώρο απ ' τη γιαγιά της. Έξι χρονώ ήταν και της το

'χε δώσει μια μέρα που έβρεχε στην πάνω Ραχούλα. "Νίκο

μου", της είχε πει! " Σ ' αυτό να προσεύχεσαι, για να σου πά­

νε όλα καλά. Κάνε, καμάρι μου, αρχή από σήμερα, για να

γυρίσει ο παππούς απ' το χωράφι και να μας πει πως πρό-

43

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

λαβε να σκεπάσει τη σταφίδα... Αυτός ο πουστόκαιρος μας

έχει πάει γαμιώντας φέτος! Αθυρόστομη η γιαγιά". Η Οριά­

να, απ ' αυτήν είχε πάρει το ελεύθερο στη γλώσσα. Τι να ξε­

στόμιζε άραγε άμα έβλεπε την αλλαγή του εγγονού της; Ευ­

τυχώς που μερικοί άνθρωποι πεθαίνουν πριν τις μεγάλες κρί­

σεις σε κάποιες οικογένειες...

Σκόνταφτε λοιπόν η φωνή, πρώτα στον δεξί τοίχο, μετά

πήγαινε στον αριστερό, κει που ήταν η ντουλάπα με τα χίλια

πρόσωπα (την έλεγε έτσι, γιατί είχε μέσα ρούχα για όλες τις

περιστάσεις, αλλά όχι μόνο γι ' αυτό. Πολλές φορές τα βρά­

δια, ξεπηδούσαν από κει πρόσωπα γνωστά της και της κου­

νούσαν το δάχτυλο επικριτικά. Ρε, δε πάτε να το χώσετε εκεί

που ξέρετε...!). Στη συνέχεια η φωνάρα της η τρανταχτή —

γαμώτο ήθελε αρκετή δουλειά ακόμα σ' αυτόν τον τομέα —

σκουντούφλαγε απέναντι, ακριβώς πάνω απ' την πορτοκαλί

πολυθρόνα που της άρεσε να κάθεται με τα πόδια ορθάνοιχτα

κι ανεβασμένα πάνω στα μπράτσα — έτσι για να παίρνουν αέ­

ρα τα μέσα της — και μ' ένα εντυπωσιακό γκελ, κατέληγε

στον τέταρτο και τελευταίο τοίχο, κει που είχε τον ολόσωμο

καθρέφτη και που τόσο της άρεσε να καθρεφτίζεται. Γιατί τι

να την έχεις την κορμάρα, αν πρώτα δεν φτιάχνεσαι εσύ η

ίδια με τον εαυτό σου; Τι λέμε τώρα; Το καλύτερο μάτι το

κάνεις εσύ πάνω σου! Ξέρει πού να πέσει το βλέμμα σου,

γλείφοντας ηδονικά τα χείλη σου, ξέρει πού να επικεντρωθεί

περισσότερο και πού να σου πει να χαϊδέψεις, κάνοντας συγ­

χρόνως και μια αισθησιακή πόζα που θα την ζήλευε κι η κα­

λύτερη τσούλα που ποζάρει στο penthouse!

— Βρέχει, μαλάκα μου, ακόμη. Δεν θα βγω τελικά!

Φυσάει η Οριάνα τον καπνό έξω απ' το παράθυρο, και μες

τη νυχτιά και το κρύο, σκορπάει το άσπρο του το χρώμα κι

44

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

απλώνει τα μόρια του στην ατμόσφαιρα, μέχρι που εξαφανίζε­

ται.

— Τα μόρια... τα μόρια... τα μόρια...! Ποια το 'λεγε αυ­

τό; Κάποια το 'λεγε! Μωρ' δε γαμιέται κι αυτή κι οι εμμο­

νές της; Σιγά τα μόρια! Κόψιμο θέλουν όλα! Κόψιμο! Όσα

λιγότερα στον κόσμο, τόσο καλύτερα. Χαζή ήμουν εγώ που

τα χάρισα στα ιατρικά απόβλητα, έτσι για ποικιλία; Μεταξύ

των άλλων, πάρτε και τ' αρχίδια μου! Καλά ε; Τρομερή

ατάκα. Στην κυριολεξία, τους τ' άφησα κι έφυγα. Κάντε τα

ό,τι θέλετε, τρελαμένοι. Κάψτε τα, φάτε τα, παίξτε τα, χω­

στέ τ α . . . ! Ένα δωράκι από μένα για σας, με πολύ αγάπη!

— Και γιατί να βγω; Καλά είμαι κι εδώ. Κάθε μέρα θα

βγαίνω; Άσε μη πέσω πάλι πάνω στον τυρά του σούπερ

μάρκετ κι αρχίσει τις μαλακίες. Γεια σου κούκλα μου με τις

ματάρες τις όμορφες και τη σέξι τη βραχνή τη φωνή! Πού να

'ξερες, μάγκα μου! Πού να 'ξερες! Έχει και γυναίκα και

παιδί ο πηδηχτούλης, κι όλο υπονοούμενα μου είναι! Μωρ' να

δεις, θα του κάτσω καμιά δόση, και θα ρίξω το γέλιο της

ζωής μου. Όχι τίποτ' άλλο, γιατί μου το παίζει και γαμώ

τους άντρες, και κοροϊδεύει κάτι φιλαράκια που επειδή την

κουνάν λιγάκι τη βάρκα, τους έχει του πεταμού. Ρε, άντε

από κει εσύ και τα μουστάκια σου τα λιγδιασμένα!

— Θα παραγγείλω πίτσα με διπλό τυρί και ντομάτα φρέ­

σκια. Όχι κέτσαπ. Είναι γλυκανάλατη και 'γω πλέον δεν τα

μπορώ τα γλυκανάτατα. Ή γλύκα ή αλάτι! Όχι μισά μισά!

Θα δαγκώσω ένα κομμάτι καυτό και θα ρίξω και κόκκινο πι­

πέρι από πάνω. Να μου καεί η γλώσσα και να βγάλει φωτιές

το καινούργιο μου το μουνί! Γουστάρω τρελά! Θ' ανοίξω τέ­

ντα το παράθυρο να μπει αέρας και βροχή και μυρωδιά από

νοτισμένα φύλλα. Μμμμμ...! Πόσο μ' αρέσουν κάτι μυρω-

45

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

διές! Και να δεις που αυτές οι ρόγες μου, σηκώνονται όταν

κάτι μ' αρέσει πολύ. Ρε, πώς το 'χουν καταφέρει αυτό"; Τους

βγάζω το καπέλο! Άξιζαν τα λεφτά! Άξιζαν...!

— Θα παραγγείλω και DVD. Γουστάρω να δω ασπρόμαυ­

ρο Χόλυγουντ. Με χορευτικά κι έτσι. Αυτά που βλέπαμε και

στο χωριό κάτι Πρωτοχρονιές κι ο πατέρας ροχάλιζε μετά

από λίγο γιατί βαριόταν κι η ώρα ήταν περασμένη... Εγώ θα

τις δω όλες αυτές τις ταινίες. Ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει!

Και δεν θα βαρεθώ...! Κι ας μη μ' αρέσουν μερικές απ ' αυ­

τές... Εγώ, δεν είμαι ο πατέρας... Είμαι εγώ!

— Αύριο θα βάλω τη φόρμα και θα βγω. θα βάλω και

αθλητικά παπούτσια, χωρίς κάλτσες από μέσα. Και θα βρω

λιμνούλες με βροχόνερο και θα πλατσουρίζω. Και δεν θα φο­

βάμαι μην πάθω ...μητρικά! Έχει και τα καλά της η υπό­

θεση.

...Τέλειωσε το τσιγάρο. Πώς ρουφιέται έτσι γρήγορα κα­

μιά φορά! Σαν τις αποφάσεις που τις παίρνουμε αβίαστα και

σημαδεύουν την υπόλοιπη ζωή μας... Είναι επειδή όταν είναι

να κάνεις κάτι, το κάνεις. Τέρμα! Τι να την κάνεις την πολ­

λή τη σκέψη. Και να δεις πόσα πράγματα μαθαίνεις μετά,

που δεν θα σου δινόταν η ευκαιρία να τα μάθεις ποτέ, αν δεν

έπαιρνες τις αποφάσεις που ήταν να πάρεις... Πόσα μαθαί­

νεις, δε λέγεται...! Να δεις, τι διάβασα τις προάλλες...; Πώς

το έλεγε... Α, ναι! Όταν, λέει, ο μαθητής είναι έτοιμος, τό­

τε ο δάσκαλος εμφανίζεται...! Σπουδαίο αυτό! Σπουδαίο! Οι

δάσκαλοι, λέω εγώ. Όχι ο δάσκαλος. Γιατί υπάρχουν πολλοί.

Ο καθένας στο είδος του. Κι εγώ, είναι να μάθω πολλά ακό­

μα. Πολλά. Και να δεις που 'ρχονται σιγά σιγά οι γνώσεις.

Έρχονται. Σαν από μαγεία! Έρχονται.

— Σαββατόβραδο και σπίτι. Βροχή και νύχτα. Τσιγάρο και

46

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

γύμνια. Πίτσα και DVD. Κι Απόκριες...Τέλεια...! Είναι η

ζωή μου... η κ α τ α δ ί κ η μου ζωή.. . καλά θα πάει.. .καλά... !

Είμαι σίγουρη...! Γιατί δεν είμαι μόνη μου... Δεν είμαι...

Είμαι πολλά μαζί.. Πολλά...! Κι είμαι έτοιμη και για άλ­

λα. . . Πανέτοιμη...!

47

5.

Σαν έκλεισε ο Επαμεινώνδας την πόρτα πίσω του, ο ψυχολό­

γος πήρε ένα μαντηλάκι ποτισμένο στο άρωμα. Το ξεδίπλωσε

και σκούπισε τον ιδρώτα που έτρεχε στο μέτωπο του. Ακόμα

κρατούν οι ζέστες. Πάνε τα Φθινόπωρα πια. Ν' ανοίξω το

παράθυρο να μπει φρέσκο αεράκι. Πιάνοντας το χερούλι, στα­

μάτησε. Και γιατί να μπει; Πρέπει;

48

}

6.

Συνεδρία τρίτη

Να μπει ή να μην μπει;

Πάνω κει που ο Μπάγκς Μπάνυ ξέφευγε για πολλοστή φο­

ρά απ' τον ψευδό τον Έλμερ δείχνοντας του τα οπίσθια του

και μασουλώντας ευθαρσώς ένα φανταχτερό πορτοκαλί καρό­

το, η Οριάνα πέταξε με δύναμη το κόμικ στο πάτωμα:

— Άντε γαμήσου εσύ και το καρότο σου, παλιομαλάκα

λαγέ! Ό,τι βλέπω μπρος μου, πούτσο μου θυμίζει!

Σηκώθηκε απ ' το κρεβάτι που είχε απλώσει τις καλοξυ-

ρισμένες ποδάρες της κι έξυσε το μέρος εκείνο που πριν λίγο

καιρό φύτρωνε το — καλό σε μέγεθος, θα λέγαμε — καυλί

της! Τώρα εκεί, δεν υπήρχε τίποτα που να θυμίζει το νούμε­

ρο «τρία». Αντιθέτως, ένα βουναλάκι της Αφροδίτης ξεπρόβα­

λε προκλητικό-προκλητικό, με μια νόστιμη χαράδρα ανάμεσα

του και χλωρίδα ικανή να σε κάνει να αναπολήσεις εκδρομές

και πέταγμα με «παρα-πέντε» από ψηλά, για να προσγειω-

49

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

θείς σε βάθη απύθμενα που περιμένουν τον πρώτο επισκέπτη

που θα αφήσει το αποτύπωμα του και θα φωνάξει «ζήτω!

Είμαι ο πρώτος που έφτασα εδώ κάτω!»

Γιατί η Οριάνα, έπρεπε να το πιει κι αυτό το ποτήρι.

Όταν αλλάζεις φύλο, γλύκα μου, δεν σταματάς εκεί. Ίσα-

ίσα! Αυτή είναι η πρώτη σου η κίνηση! Όσα θα ακολουθή­

σουν είναι τα πιο δύσκολα! Άντε να βρεις τώρα κάποιον να

σε γαμήσει. Κι όχι μόνο απλά να σε γαμήσει, αλλά να σε

καυλώσει κιόλας, και να το θέλεις, και να το αποζητάς και

να πεθαίνεις να στο χώσει όσο πιο βαθιά γίνεται. Γιατί αυτό,

μανάρα μου θα πει γυναίκα! Να σπαράζεις, να αγκομαχάς, να

αναστενάζεις και να είσαι μούσκεμα απ' την επιθυμία... θα

τα καταφέρεις τώρα, μάγκα μου; Εδώ σε θέλω!

Θυμήθηκε όταν ήταν δεκαπέντε (ως Νίκος) και είχε ξε-

παρθενέψει την δεύτερη ξαδέρφη του! Δεν του είχε καθίσει

και καμιά άλλη, εδώ που τα λέμε. Το κούνημα πήγαινε σύν­

νεφο, και τον είχαν πάρει στο ψιλό όλες οι γκόμενες! Η ξα­

δέρφη ήταν απ' το διπλανό χωριό και εντελώς άβγαλτη, αν

και κόντευε τα δεκάξι. Ένα χρόνο μεγαλύτερη του! Δεν ήξε­

ρε πού της πάν τα τέσσερα. Όλες οι φιλενάδες της στην

ηλικία της, είχαν φάει και τρεις και τέσσερις διαφορετικούς.

Αυτή είχε μείνει πίσω. Δεν την βοηθούσε και πολύ στο γκο-

μενικό το ζήτημα το γεγονός ότι ήταν αλλήθωρη, γι ' αυτό κι

ο ξάδερφος δεν της κακόπεφτε. Έτσι, του έκατσε μια νύχτα

με φεγγάρι, πίσω απ ' τα άχυρα, μέσα στον στάβλο, εκεί που

ο παππούς της Οριάνας είχε πάρει πριν από χρόνια τη συχω­

ρεμένη τη γιαγιά και που τώρα στην ίδια θέση βόλευε που

και που την προβατίνα! Η ξαδέρφη πόνεσε κι έβγαλε φωνή

μεγάλη, έτσι ο Νίκος έκτοτε αποφάσισε να μην ξαναπάει με

παρθένα. Άσε που για να του σηκωθεί έπρεπε να σκέφτεται

50

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

συνεχώς τον παραγιό του μπακάλη, που άμα, ψυχούλα μου

τον έβλεπες από μπροστά, έτσι που διαγράφονταν τ' αρχίδια

του μέσα απ' το ξεβαμμένο το τζιν, σου 'ρχόταν να τον χου-

φτώσεις επί τόπου, κι ας πα να γαμιέται όλο το χωριό με

τους κουτσομπόληδές του!

Τώρα η Οριάνα, αντιμετώπιζε πρόβλημα. Πού στα τρία

κέρατα του σατανά, θα έβρισκε έναν επιτήδειο σε τέτοια ζη­

τήματα; Γιατί το πράμα, απαιτούσε απαλό χειρισμό. Δεν

έπρεπε η εμπειρία να ήταν τραυματική, γιατί τότε, χέσε μέ­

σα! Άδικα θα πήγαινε όλος ο κόπος, το χρήμα, κι η αγωνία!

Και θα 'πρεπε να αποκαλυφθεί εξ' αρχής, που θα ήταν και

το πιο τίμιο, ή να το πάει λάου-λάου;

Στην πολυκατοικία στην Πάτρα, που νοίκιαζε το δυάρι,

είχε δώσει την καινούργια της ταυτότητα: Οριάνα Ραζή. Ο

Νίκος Μήτρου, ήταν χεσμένος και θαμμένος στα άδυτα της

κόλασης! Το παραδιπλανό κατάστημα με τα εσώρουχα, είχε

ανοίξει τις δουλειές του από τότε που η Οριάνα πάτησε το

πόδι της στη γειτονιά, μιας και οι διχτυωτές κάλτσες και τα

τοπάκια, ήταν το φετίχ της! Η υπάλληλος, της χαμογελού­

σε κάθε φορά που περνούσε απ ' έξω, και κόντευαν να γίνουν

και φίλες. Φυσικά, η μικρά, δεν είχε καταλάβει τίποτα. Απο­

ρούσε, δε, πώς αυτά τα τέλεια στήθη δεν είχαν ούτε ένα ψε­

γάδι πάνω τους! θαύματα, η πλαστική χειρουργική, χρυσό

μου! θαύματα! Αλλά μιας και δεν προκαλούσε υποψίες, για­

τί να πάει να βγάλει μόνη της τα μάτια της; Είπαμε! Νέα

πόλη, νέο όνομα, νέα ζ ω ή . . . !

Η Οριάνα, κοίταξε α π ' το παράθυρο. Σουρούπωνε κι η

πόλη άρχισε να γεμίζει απ' τους πρώτους βολταδόρους.

Ρε πούστη μου, το να πάει στην πιάτσα, ήταν το μόνο

εύκολο. Αλλά ζωή θα ήταν τώρα αυτή; Αν κάνεις στραβή

51

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

οφχή, θα σε πάει γαμώντας. Αυτό είναι σίγουρο. Εκείνη ήθε­

λε να γίνει σωστά. Μη σου πω κιόλας, ότι το πήγαινε και

για αίσθημα. Άσχημα θα ήταν να εύρισκε μόνιμο εραστή;

Που να την γουστάρει, να την κυκλοφορεί και να γίνει και

γνωστή; Ωραίο θα 'ταν κάτι τέτοιο! Αλλά ποιος, μάγκα μου;

Ποιος θα την ξεπαρθένευε πρώτα;

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ωραίο μουνί! Για γλείψιμο.

Αλλά έτσι που είναι οι άντρες τη σήμερον ημέρα, σιγά μη

κάτσουν να της κάνουν τεμενάδες πρώτα. Θα δουν την τρύ­

πα, καταλάβουν δεν καταλάβουν ποιανού ή ποιανής είναι, και

θα ορμήσουν στο ψητό, χωρίς καν μαχαιροπήρουνα. Βουρ

στον πατσά! Και μετά, μη τον είδατε! Άσε που σίγουρα θα

βρεθεί κι ο μαλάκας που αφού πρώτα την πηδήξει με πάθος

και με δύναμη, μετά θα της την πει κι από πάνω, του τύπου:

« Σ ' άρεσε αγοράκι; Άντε πλύνε το μουνάκι σου τώρα!».

Η Οριάνα ντύθηκε. Φόρεσε μίνι κόκκινη φούστα και μαύ­

ρο κολλητό μπλουζάκι. Χωρίς σουτιέν από μέσα. Βγήκε και

προχώρησε στην αγορά. Τίναζε τα μαλλιά της, που τα είχε

βάψει πρόσφατα καστανά, που ήταν και της μόδας. Μερικοί,

της κορνάριζαν μέσα απ ' τ' αυτοκίνητα τους. Χαμογελούσε

αυτάρεσκα. Και φυσικά το ξέρει πως αρέσει. Είναι πιο γκό­

μενα απ ' τις γκόμενες! Πέταξε τη γόπα απ ' το τσιγάρο της

σ' ένα παρτέρι με μενεξέδες, κοιτώντας την ταμπέλα με ροζ

νέον που αναβόσβηνε στον τρίτο όροφο του κτιρίου που βρι­

σκόταν πάνω απ' το κεφάλι της: Sex shop! Έγραφε, κι έδει­

χνε μια γκόμενα καρτούν με μαύρα δερμάτινα εσώρουχα που

ίσα που κάλυπταν τ' απόκρυφα της, να κουνιέται πέρα δώθε

σαν να τον παίρνει από πίσω.. . ! Η Οριάνα, ανέβηκε πάνω

και μπήκε στο μαγαζί.

Με το που το είχε δει απ' την ώρα που έστριψε τυχαία σ*

52

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

εκείνον τον δρόμο, ήξερε αμέσως ότι επιτέλους βρήκε αυτό

που έψαχνε! Τριγύρισε λίγο, ρίχνοντας μια ματιά στα εμπο­

ρεύματα. Ό,τι τραβούσε η όρεξη σου είχε εδώ μέσα. Για όλα

τα γούστα και για όλα τα κόλπα. Μετά, κίνησε κατευθείαν

στην υπάλληλο, που την κοίταγε εδώ και ώρα πατόκορφα.

— Κούκλα, τύλιξε μου σε συσκευασία δώρου έναν μετρίου

μεγέθους δονητή, σε παρακαλώ, της είπε η Οριάνα όλο νάζι.

Να είναι μαλακός, απαλός και εύχρηστος...! Και πιάσε μου

επίσης κι ένα βαζάκι βαζελίνη...μπόλικη-μπόλικη... Μέχρι

να πάρω μπρος...μετά...βλέπουμε...!

Πήρε το τσαντάκι με το δώρο που έκανε στον εαυτό της

και το κούναγε πέρα-δώθε σ' όλον τον δρόμο.

Σταμάτησε σ' ένα ζαχαροπλαστείο, στο κέντρο της πλα­

τείας. Παρήγγειλε κατάίφι με μπόλικο σιρόπι. Κάθισε, δι­

πλώνοντας τα πόδια της το ένα πάνω στ ' άλλο. Έσφιγγε τα

μπούτια της δυνατά-δυνατά, κι ένιωθε το εσώρουχο της να

ζαρώνει. Έγλειφε το κουτάλι ηδονικά κι ένιωσε αυτή την

υγρασία που τόσα χρόνια περίμενε να νιώσει, εκεί, ψηλά, ανά­

μεσα στα σκέλια της. Ήπιε την τελευταία γουλιά α π ' το

νερό της και χάιδεψε την χάρτινη τσαντούλα με το λαχταρι­

στό περιεχόμενο!

θα γύρναγε πίσω μόνη...όπως ήταν πάντα, αλλά αυτή τη

φορά, θα είχε τα φώτα αναμμένα και τον καθρέφτη ακριβώς

απέναντι απ' το κρεβάτι. Γιατί τώρα...ήταν έτοιμη. Έτοιμη

να υποδεχθεί τον πρώτο της εραστή...σαν Οριάνα Ραζή!

7.

— Κανταΐφι, ε; ρώτησε ο ειδήμων. Τι ακριβώς σας θυμίζει

το κανταΐφι;

Ο Επαμεινώνδας κοίταξε τον ψυχολόγο α π ' τα πατούμενα

μέχρι το ελαφρό καρούμπαλο που προεξείχε απ' το κεφάλι

του. Καλά, αυτή τη μαλακία βρήκε να ρωτήσει; σκέφτηκε,

ξύνοντας με τρόπο τον πισινό του που τόση ώρα τον έτρωγε.

Δεν μίλησε. Έβγαλε ένα τρανταχτό γέλιο κι έφυγε με

αργά βήματα. Είχε ραντεβού με μια καινούργια περίπτωση

και θα 'ταν κρίμα να αφήσει το παλικάρι να περιμένει...

54

8 .

Συνεδρία τέταρτη

Έρωτας μυρίζει...

Άνοιξε το παράθυρο και μπήκε η δροσιά της νύχτας. Φόρα­

γε άσπρη κιλότα μ' ένα κόκκινο διαβολάκι σταμπαρισμενο πί­

σω στον κώλο. Και γαμώ τις εικόνες. Η ουρά του έφτανε

μέχρι μπροστά, και το τριγωνάκι που σχημάτιζε στο τέλος,

σαν τόξο, έδειχνε κατευθείαν στην τρύπα απ ' το μουνί της.

Τα στήθη της αρμένιζαν στητά και ολόσφιχτα αγνοα>ντας

παντελώς τον νόμο της βαρύτητας. Ποιος τον χέζει αυτόν

τον ηλίθιο νόμο όταν σου 'χουν φυτέψει δυο χούφτες σιλικόνη

άριστης ποιότητας;

II Οριάνα ζεσταινόταν. Αν και ο καιρός δεν είχε ακόμα

μπει στις ζέστες του, κείνη αψηφούσε κι αυτά ακόμα τα τερ­

τίπια της ατμόσφαιρας. 1'γρασία και παγωνιά έξω; Αυτή είχε

τις κάψες της! Δε πα να Όελες παλτό για να κάνεις τη γύ­

ρα σου στο τετράγο^νο; Κείνη θα 'βγαίνε έξω με το μίνι και

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

τις γόβες, ξεκάλτσωτη, για να πάρει σουβλάκια απ' τον με­

λαψό Τουρκάλα που 'χε ανοίξει τασκεμπαμπτζίδικο στη γω­

νία. Της άρεσε τρομερά το κόκκινο καυτερό πιπέρι που έβαζε

στην πίτα μέσα ο πούστης, τόσο πολύ, που μπορούσε να φά­

ει τρία διπλόπιτα μονοκοπανιά χωρίς να πιει ούτε μια μπύρα

για να σβήσει τις φλόγες απ' το στόμα της. Και γιατί να τις

σβήσει άλλωστε; Οι δράκοι χάνουν τη γοητεία τους αν στα­

ματήσουν να ξερνάνε φωτιά! Κι αυτή θα έχανε τη δικιά της,

αν δεν διέφερε παρασάγκας απ ' όλες τις μη μου άπτου γκό­

μενες που κυκλοφορούσαν σ' αυτή τη γειτονιά...!

Απλώθηκε στο παράθυρο και βγήκε η μισή απ' έξω. Πε­

ρασμένα μεσάνυχτα ήταν και δεν κυκλοφορούσαν πολλοί πε­

ραστικοί. Οι περισσότεροι θα ήταν βολεμένοι στα σπιτάκια

τους κι άλλοι βολεμένοι στα μπουρδελάκια τους, ή οπουδήπο­

τε τέλος πάντων.. . ! Τα στήθη της βολεύτηκαν πάνω στους

δυο της αγκώνες που τους είχε σταυρώσει στο περβάζι.

Ωραία που χτυπούσε ο αέρας πάνω στις ρόγες της! Σκλήρυ­

ναν αμέσως. Ανακατεύτηκαν τα μαλλιά της - μπούκλες τα

είχε κάνει - και της χάιδεψαν το κορμί μέχρι πίσω την γυ­

μνή της πλάτη.

Ένα αεροπλάνο πετούσε ψηλά, ανάμεσα α π ' τα σύννεφα

και ένα κόκκινο φωτάκι του φαινόταν να αναβοσβήνει έτσι

όπως έτρεχε στο ουράνιο στερέωμα. Η Οριάνα το κοίταξε.

Ήθελε κάποια στιγμή να πήγαινε ένα ταξίδι! Θα το κανόνι­

ζε αργά ή γρήγορα. Είχε αρχίσει να το έχει ανάγκη... Η πό­

λη με τους μίζερους κατοίκους της, την εκνεύριζε τρομερά.

Δεν ήταν αυτή για συμβατικά πράγματα. Αυτή ήταν για άλ­

λη ζωή. Χα! Κάπως έτσι δεν νομίζουμε όλοι για τον εαυτό

μας; Δεν πειράζει. Ας το νομίζει κι αυτή. Πού ξέρεις τι ξη­

μερώνει στον καθένα;

56

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

Παρατηρούσε τ' αεροπλάνο που απομακρυνόταν, κι άκου­

σε βήματα κάτω στον πεζόδρομο. Γυναικεία βήματα. Τακου-

νάτα. Κοίταξε! Μια κοπέλα βημάτιζε γρήγορα κοιτώντας πί­

σω της κάθε λίγο. Τίκι τάκα οι γόβες της... τίκι τάκα... Τα

βήματα της έγιναν πιο γοργά. Η Οριάνα, από ψηλά, είδε κά­

ποιον να την έχει πάρει στο κατόπι. Η μικρή, φοβόταν. Μι­

κρή... που λέει ο λόγος... Απλά, ο τρόμος και η αγωνία σε

κάνουν να φαίνεσαι ανήμπορος κι αμέσως παίρνεις και τον

χαρακτηρισμό «μικρός».

— Ψιτ! Έλα πάνω! Της φώναξε η Οριάνα.

Η άλλη, την κοίταξε και σταμάτησε κάτω απ' το παρά­

θυρο. Δεν χρειάζονταν πολλά λόγια. Ο τύπος πλησίαζε κι η

κοπέλα ήταν μόνη μεσ' τη νύχτα! Έσπρωξε τη τζαμένια

πόρτα της εισόδου αφού ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος,

που προκάλεσε η Οριάνα πατώντας το κουμπί από το διαμέ­

ρισμα της, κι ανέβηκε πάνω!

Μίλησαν, γνωρίστηκαν, αστειεύτηκαν για τους λιγούρηδες

που κυκλοφορούν και παίρνουν στο κατόπι ό,τι θηλυκό μυρί­

σουν... Όμορφη η κοπελιά. Με κάτι μάτια, σαν της θάλασ­

σας της φουρτουνιασμένης. Που δεν ξέρεις αν είναι μπλε βα­

θύ ή μαύρο ή θαλασσί σαν τον αφρό απ ' τα κύματα, ή όλα

αυτά μαζί σ' έναν συνδυασμό που σε κάνει να βουτήξεις μέσα

τους και να χαθείς στον ωκεανό...

Η Οριάνα ήταν ακόμα με το στήθος ακάλυπτο. Ξεδιά­

ντροπο... Αντρόπιαστο... Όπως κι ο χαρακτήρας της... Τι

να ντραπεί άλλωστε; Ποιόν να ντραπεί; Και γιατί να ντραπεί;

Δεν είχε ντραπεί ποτέ και για τίποτα στη ζωή της. Τώρα θα

το έκανε;

Έβαλε κόκκινο γλυκό κρασί σε δυο ποτήρια και πρόσφε­

ρε τσιγάρο στην καινούργια της γνωριμία. Τι σημασία είχε

57

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΓ

πού πήγαινε ή από πού ερχόταν τέτοια ώρα! Αν την έβλεπε

ξανά, ίσως να άνοιγαν κι αυτή τη κουβέντα, για να θυμηθούν

ξανά την πρώτη τους συνάντηση...

Η κοπέλα είχε μαύρα ίσια μαλλιά, μέχρι τους ώμους. Φό­

ραγε και μπεζ καπαρντίνα. Την έβγαλε όταν έφτασε μέχρι τα

μισά του ποτηριού της. Το σουτιέν της διαγραφόταν μέσα από

τη διάφανη μπλούζα της. Από κάτω φορούσε τζιν παντελόνι.

Το βλέμμα της Οριάνας έπεσε πάνω στα στήθη της. Κείνη,

το πρόσεξε αμέσως. Δεν έκανε τίποτα που να φανερώνει ότι

ενοχλήθηκε. Αντίθετα, κοίταξε κι εκείνη πια κατάματα το

στήθος της Οριάνας, που τόση ώρα το απέφευγε...

Χαμογέλασε η μία στην άλλη! Το κρασί είχε τελειώσει απ'

τα ποτήρια κι η Οριάνα, έβαλε και δεύτερο. Και τρίτο. Ψιθύρι­

ζαν σαν παλιές φιλενάδες κι είχαν καθίσει από ώρα στο υπέρδι-

πλο κρεβάτι της κρεβατοκάμαρας, γιατί εκεί η Οριάνα είχε όλα

της τα υπάρχοντα. Είχε διαμορφώσει το σπίτι κατά τέτοιον

τρόπο, ώστε η κρεβατοκάμαρα να ήταν ο κόσμος της όλος. Στο

σαλόνι είχε ρίξει έναν καναπέ και δυο πολυθρόνες, και πήγαινε

εκεί μόνο για να δει τηλεόραση. Το σκηνικό το έσωζε μία κα­

τακόκκινη φλοκάτη και δυο πίνακες με γυμνά που τους είχε

πάρει από έναν αράπη στο δρόμο που τους είχε απλωμένους στο

πεζοδρόμιο. Ο ένας έδειχνε μια γυναίκα που αυνανιζόταν μπρο­

στά σ' έναν καθρέφτη, κι ο άλλος, τρεις κοπέλες να κάνουν

κούνια και να φαίνεται ο γυμνός τους πισινός μιας και ο αέρας

τους είχε σηκώσει τις φούστες ψηλά μέχρι τη μέση...

Η κρεβατοκάμαρα της, είχε τα πάντα μέσα που θα μπο­

ρούσε να χρειαστεί ανά πάσα στιγμή. Τον φορητό της υπολο­

γιστή, τα ποτά της, τα καλλυντικά της, τις κρέμες της, και

όλη της τη συλλογή από CD που είχε όταν ακόμα οι φίλοι

της την φώναζαν «Νίκο»!

58

I

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

Ήταν όμως τόσο όμορφα φωτισμένο αυτό το δωμάτιο,

που ειλικρινά δεν σου 'κανε καρδιά να φύγεις. Εκτός απ ' το

πορτοκαλί, το ροδακινί και το λιλά ήταν τα χρώματα που

έπαιζαν εκεί μέσα και σε συνδυασμό με λάμπες θαλασσιές και

κόκκινες γινόταν ένα συμπούρμπουλο από πινελιές μιας παλέ­

τας, που σίγουρα κάποιος ζωγράφος θα ζήλευε να αποκτήσει

για να αρχίσει να διανύει την πολύχρωμη περίοδο της καλλι­

τεχνικής του καριέρας... Ναι! ένα μάτι «καλλιτεχνικό» δεν

θα ενοχλείτο καθόλου απ ' την όλη ατμόσφαιρα που επικρα­

τούσε σ' αυτό το μικρό δωματιάκι. Γιατί, δεν ήταν και με­

γάλο. Τι να τα κάνει η Οριάνα τα μεγάλα; Τα είχε βαρεθεί

και τα μεγάλα και τα βαρύγδουπα και τα προκλητικά, και

όλα. Μόνο τα στήθη της ήθελε να είναι έτσι, κι ευτυχώς, αυ­

τό, το είχε καταφέρει μια χαρά...!

Η κοπελιά με το διάφανο μπλουζί, είχε βολευτεί σαν στο

σπίτι της εκεί μέσα. Αφού, τώρα, είχε ξαπλώσει φαρδιά πλα­

τιά πάνω στο κρεβάτι, κι είχε βγάλει και τα παπούτσια

της.. . Η επήρεια του κρασιού να 'ταν άραγε ή η κουβέντα

που μόλις είχαν κάνει για τους άντρες κι ότι ήταν όλοι τους

ρεμάλια;

Ο Οριάνα ξάπλωσε δίπλα της. Τα γυμνά της στήθη

άπλωσαν, το ένα λίγο δεξιά, το άλλο λίγο αριστερά. Η άλλη

την κοίταξε. Οι ρόγες και των δυονών ορθώθηκαν.

Η Οριάνα έκανε την πρώτη κίνηση. Έβγαλε την διάφα­

νη μπλούζα της διπλανής της και της ξεκούμπωσε το σου­

τιέν. Δυο νεανικά στήθη πετάχτηκαν με μιας, που απλώθη­

καν περισσότερο απ ' ό,τι της Οριάνας πάνω στο σώμα της.

Τη χάιδεψε. Η άλλη, δεν αντιστάθηκε. Φαινόταν μάλιστα να

της αρέσει. Ανασηκώθηκε κι έστρωσε καλύτερα τα μαλλιά

της πάνω απ ' το κεφάλι της. Τα χέρια της έτρεξαν στο σώ-

59

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

μα της. Στην αρχή, απαλά, μαλακά, μ«ετά πιο σφιχτά, [ΐ£

δύναμη.

Η Οριάνα έσκυψε και τη φίλησε.

Μετά από λίγο ήταν και οι δύο ολόγυμνες, εκεί, πάνω στο

κρεβάτι, και χάιδευε η μία την άλλη, παθιάρικα, γλυκά, σαν

μουσική που παίζει τη νύχτα από κάποιον σταθμό που δεν έρ­

χεται απ ' το δικό σου ραδιόφωνο αλλά την ακούς να μπαίνει

απ' τις γρίλιες και σου μουδιάζει το κορμί... Και να μην θέ­

λεις να κουνηθείς, μη τυχόν και χάσεις τη συχνότητα...! Τι

περίεργο!

Η κοπέλα ήταν τώρα κάτω, χαμηλά, ξαπλωμένη και

ακούμπαγε το ροδαλό της μάγουλο πάνω στα μπούτια της

Οριάνας. Εκείνη αναστέναξε και άνοιξε χώρο. Η άλλη, έσκυ­

ψε κι έχωσε τη γλώσσα της εκεί, ανάμεσα, σ' εκείνη τη

γλυκιά χαράδρα που ήταν καυτή κι αποζητούσε τη δροσιά.

Και συνέχισε...συνέχισε...συνέχισε για ώρα... Κι η Οριάνα,

αναστέναζε...κι αναστέναζε...κι έπιανε το στήθος της, κι

έβαζε το δάχτυλο της στο στόμα και το 'γλυφε.,.το 'γλυ-

φε...το 'γλυφε... Κι ήταν τόσο όμορφα, που δεν ήθελε να

τελειώσει ποτέ αυτή η νυχτιά...!

Και πήγαν έτσι μέχρι το ξημέρωμα. Πότε η μία...πότε η

άλλη...Με ανάσες πότε απαλές, πότε έντονες. Με κινήσεις

πότε μαλακές, πότε άγριες. Και τις βρήκαν τα χαράματα

κοιμισμένες αγκαλιά, έτσι ολόγυμνες πάνω στα ροζ σεντόνια,

ιδρωμένες, μ-ε σταγόνες κρασιού και έρωτα επάνω τους...!

Κι ο ήλιος, συνέχισε να ανατέλλει, και τα χελιδόνια φτε­

ρούγιζαν έξω απ' το παράθυρο και δυο απ ' αυτά κοντοστάθη­

καν και κοίταξαν προς τα μέσα. Να τους άρεσε άραγε η σκη­

νή που είδαν κι αποφάσισαν να εγκατασταθούν πάνω στο στέ­

γαστρο της Οριάνας; Ποιος ξέρει; Πάντως, λένε, πως σαν

60

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

αποφασίσουν τα χελιδόνια να στήσουν φωλιά στο σπιτικό σου,

δεν κάνει να τα διώξεις γιατί είναι καλό πράμα...τυχερό! Κι

η Οριάνα, όχι πως χρειαζόταν την τύχη, αλλά καλό δεν εί­

ναι να έχεις με το μέρος σου ορισμένα πράγματα καμιά φορά;

Ε; Καλό δεν είναι;

61

9.

Ο Επαμεινώνδας τύλιξε το χαρτί που διάβασε στα τέσσερα

και κοίταξε τον ψυχολόγο στα μάτια. Εκείνος σηκώθηκε και

πήγε στην καφετιέρα που ήταν στην άκρη του δωματίου.

— Θέλετε λίγο καφέ; Ρώτησε.

— Όχι ευχαριστώ! απάντησε ο Επαμεινώνδας κι έβαλε το

χαρτάκι στην κωλότσεπη. Παρατήρησε τον τρόπο με τον

οποίο ο άλλος έριχνε τη ζάχαρη με το κουταλάκι στο φλι­

τζάνι. Τη μια δόση με το δεξί, την άλλη με το αριστερό, την

τρίτη τη μισή πάλι με το δεξί. « Έχουν κι αυτοί τις παραξε­

νιές τους», συλλογίστηκε και σηκώθηκε να φύγει.

— Τι όνομα θα δίνατε στο πεπρωμένο; του πέταξε τον κε­

ραυνό ο ψυχολόγος την ώρα που ο Επαμεινώνδας άνοιγε την

πόρτα.

Μ' αυτή τη σκέψη περπάτησε ως το σπίτι του και μ' αυ­

τή έμεινε για ώρες. Δεν κατέληξε σε κάτι συγκεκριμένο...

62

8.

Συνεδρία πέμπτη

Γιατί το καθόλου δεν είναι ποτέ λίγο...

(και το λίγο είναι πάντα κάτι...)

Η Οριάνα είχε να γαμήσει άνω του δεκαπενθήμερου.

Ήταν κάμποσες μέρες που είχε γυρίσει από τσάρκα στα

Επτάνησα, με σκάφος παρακαλώ, γόνου πλούσιας οικογένει­

ας - ο οποίος την είχε δει ένα απόγευμα να γλύφει παγωτό

χωνάκι κι έκτοτε τον είχε σηκωμένο για βδομάδες μέχρι να

την ξαναπετύχει και να την προσκαλέσει για βόλτα στα πέ­

λαγα και καβάλα στα δελφίνια (που λέει ο λόγος, γιατί μόνο

τα δελφίνια δεν καβάλησαν) — και η κούκλα μας είχε δεχθεί

μετά χαράς, φυσικά.

Τώρα, φρέσκια και ανανεωμένη ήταν ξαπλωμένη στο κρε­

βάτι της αμαρτίας αναλογιζόμενη τις παρτούζες που είχαν

παιχθεί στο κατάστρωμα και στα κατάρτια (!) εν πλω στον

πηγαιμό για την Ιθάκη.

63

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΤ

Έκανε όμως φουλ γέμισμα μπαταριών. Και γέμισμα δεν

θα πει τίποτα. Ούτε με περιεχόμενο αντλίας βενζινάδικου δεν

θα μπορούσε να συγκρίνει κανείς τα υγρά που πήρε από

μπρος και από πίσω εκείνες τις μπουρδελιάρες αλμυρές μέρες.

Είχε τιγκάρει μέχρι τα αυτιά. Τα δε τηλέφωνα που της είχαν

πασάρει οι επίδοξοι γαμιάδες — ντεκόρ της «Σαΐτας», έτσι

έλεγαν το πλεούμενο - γέμιζαν άλλα δυο τουλάχιστον σιλικο-

νούχα βυζιά σε μέγεθος πεπονιού.

Έτσι, αποφάσισε να απέχει απ' το σπορ για καμιά βδο­

μάδα. Αλλά πέρασε η μία και πέρασε και δεύτερη. Και έλα

που τώρα η αρχοντομουνάρα της είχε αρχίσει να την τρώει.

Θυμήθηκε και μια ιστορία απ ' το χωριό της, την Άνω Ρα­

χούλα, που ήταν λέει μια που είχε τρομερή φαγούρα στο μου­

νί. Πήγαινε από γυναικολόγο σε γυναικολόγο για κάνα τρίμη­

νο μέχρι να βρει τι στο διάολο ήταν αυτό που είχε. Κανείς δεν

ήξερε. Ώσπου ο δέκατος πέμπτος γυναικολόγος, της βρήκε

και τη γιατρειά. Κει που την εξέταζε και έβλεπε τα μέσα

της, την μικρά την έπιασε το γνωστό το βάσανο. Και άρχισε

να το ξύνει με απαλές νωχελικές κινήσεις. Πάνω-κάτω, πά-

νω-κάτω κι έχωνε και τα δάχτυλα της και πιο μέσα. Τι να

σου κάνει κι ο γιατρός; Έναν τον είχε ο άνθρωπος και εν

πλήρη λειτουργία μάλιστα. Της τον έχωσε, μανάρι μου, πριν

προλάβει η μικρή ν' αναστενάξει. Και ω! του θαύματος, πέ­

ρασε αυτομάτως και η φαγούρα. Πού μυαλό να σκεφτείς με­

τά για ξυσίματα και μαλακίες. Πούτσος ζεστός και καραμπι­

νάτος είναι το φάρμακο για όλες τις περιπτώσεις!

Αυτά σκεφτόταν η ξεγάνωτη και την έζωσαν τα μαύρα

φίδια. Έχει γούστο το στερητικό να το βιώνω με φαγούρα!

σκέφτηκε, κι ευθύς πετάχτηκε α π ' το κρεβάτι. Καλές οι δε­

καπέντε μερούλες αποχής. Και παρά να παίρνεις τον κάθε

64

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

μαλάκα που θα σου κάτσει, καλύτερα να μην παίρνεις τίπο­

τα. Πώς το 'χε πει κείνο το σοφό της φιλαράκι; «Το καθό­

λου δεν είναι ποτέ λίγο, Οριάνα μου»! εννοώντας πως καλύ­

τερα να μείνεις λίγο καιρό με το τίποτα παρά να βιώνεις το

λίγο και να τρώγεσαι. Και τι να τις κάνεις τις «λίγες» τις

ψωλές; Πάλι με την στέρηση μένεις σκεφτόμενη τι καλά που

θα 'ταν αυτός ο τύπος που τώρα είναι μέσα σου να τον έχει

και καμιά δεκαριά πόντους μακρύτερο. Κι άντε να χαρείς με­

τά κάνοντας τέτοιες σκέψεις την ώρα του γαμησιού.

Πλύθηκε και έβαλε το ξώπλατο πορτοκαλί φόρεμα.

Ήταν μάξι αλλά το άνοιγμα από πίσω έφτανε μέχρι την κω-

λοχαράδρα. Φόρεσε και τα πράσινα πατούμενα για να κάνουν

την αντίθεση. Πήρε και το τσαντάκι το φούξια. Κείνο που

έβγαζε μάτι. Μέσα είχε το κινητό της, μια εξάδα προφυλα­

κτικά κι ένα πακέτο τσίχλες με γεύση μέντα. Α! και κάτι

ψιλά για καφέ. Χωμένη βαθιά σε μια κρυφή τσέπη του τσα-

ντακίου (αυτό με το φερμουάρ) είχε διπλωμένη στα τέσσερα

\μα φωτογραφία. Αυτό ήταν πρόσφατο απόκτημα. Κάποιος

της είχε στείλει μόστρα τα παπάρια του στο internet και από

τότε είχε πάθει μια σχέση εξάρτησης μ' αυτό το κωλόχαρτο.

Κάπως έτσι ήταν και τα δικά της πριν τα κόψει και τα εξ-

φενδονίσει με την ρακέτα του τένις κει κάτω στα βράχια της

Πειραϊκής. (Τώρα ή θα 'χουν βγάλει πεταλίδες στον πάτο

της θάλασσας ή θα τα 'χει πάρει καμιά πέρκα και θα μο-

στράρει για επιβήτορας — Λέμε τώρα!).

Τέτοια ώρα το λιμάνι θα 'ναι φουλ στο αρχίδι. Μεσημέρι

και η εργατιά θα κάνει την προκυμαία ν' αναστενάζει. Μερι­

κοί α π ' αυτούς αξίζουν τα κουνήματα που θα τους έκανε η

Οριάνα. Τέτοιος κώλος, χαρά μου, δεν περνάει απαρατήρητος.

Και χωρίς κιλότα! Αυτό πού το πας! Οι δε βυζάρες να είναι

65

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

έτοιμες να απογειωθούν. Με τη ρόγα σκληρή, σαν το καβλί

που είχε ένα άγαλμα που άγγιξε η κούκλα μας κει, σε κάποιο

νησί που είχαν κατέβει για να δουν τ' αξιοθέατα οι μαλάκες

με την «Σαΐτα». (Κει να δεις πλάκες. Τι θυμήθηκα τώρα!

Να περιμένουν όλοι από πίσω της να διαβάσουν την επιγραφή

για το τι και ποιος ήταν ο λεγάμενος, και κείνη να του έχει

χουφτώσει το πράμα και να μην θέλει να το αφήσει. Ξεδιά­

ντροπη, παιδί μου! Ούτε που την ένοιαζε που οι άλλοι είχαν

αρχίσει να την σχολιάζουν. Αυτή, αντίθετα, όταν το κατάλα­

βε έβγαλε έξω τη γλώσσα της κι έκανε ότι γλειφόταν. Που­

τάνα! Πουτάνα με τα όλα της).

Ο πρώτος που την μπάνισε, λοιπόν στο λιμάνι, ήταν ένας

τυπάς με τραγιάσκα και σηκωμένα παντζάκια. Ο ιδρώτας

έτρεχε από πάνω του, καθότι κουβαλούσε δυο μέτρα σίδερο

κάτω απ' τον καυτό τον ήλιο. Πιο κει ήταν άλλοι δυο με

φόρμες κίτρινες και παραπέρα ένας φωνακλάς που έδινε οδη­

γίες σε κάτι άλλους που καθάριζαν μια σκούνα(;). Κείνοι την

είδαν όταν ο τύπος με την τραγιάσκα έβγαλε ένα επιφώνημα

βαρβάτο, του στυλ: «Κόψε, Θε μου, μουνάρα που κατέβηκε

στην πιάτσα!», ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Ποιος δίνει ση­

μασία στα πειράγματα του κάθε βρωμιάρη!

Η Οριάνα τον είχε δει, φυσικά, από πριν. Αν ο πούτσος

του ήταν τόσο σκληρός όσο τα σίδερα που κουβαλούσε, από­

ψε θα ξελασκάριζαν τα πρέκια απ ' το διαμέρισμα της. Καλός

ο τύπος. Και η τραγιάσκα, όλο και σε κάποιο κόλπο θα χρη­

σίμευε. Έτσι χαμιένη θα πήγαινε; Αποκλείεται.

Θυμήθηκε μια. φορά ήταν ένας που της είχε κάτσει κά­

ποια μεσάνυχτα που 'χε και πανσέληνο. Έμπαινε το πούστι-

κο το φεγγάρι κατευθείαν απ ' το παράθυρο της και χυνόταν

πάνω στο κρεβάτι. Ο τύπος που της τον έχωνε ήταν καρα-

66

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

φλός και φόραγε ένα καπέλο καουμπόικο. Την ώρα του ξε-

σκίσματος όμως το είχε πετάξει στο πάτωμα γιατί απ ' το

κούνημα που έκανε του 'ρχοταν στα μάτια και του 'κρυβε το

θέαμα. Όμως, αγάπη μου, πού πας μ' αυτό το κεφάλι; Όταν

έβγαλε το καουμπόικο ήταν να τον χέσεις. Δεν ήταν μόνο τα

καρούμπαλα που πετάγονταν διάσπαρτα στο τοπίο, ήταν και

που αντανακλούσε και το γαμημένο το φεγγάρι στον γλόμπο

του και στράβωνε τα μάτια της δικιάς μας. Τη βρήκε τη λύ­

ση όμως. Πήρε το καπέλο και το φόρεσε κατάφατσα. Τέλεια!

Δύο σε ένα. Κίνηση ματ. Ούτε τον μαλάκα έβλεπε, ούτε την

στράβωνε και το φεγγάρι. Άσε που ο φιλαράκος ερεθίστηκε

περισσότερο βλέποντας την έτσι, και του σκλήρυνε η ψωλά-

ρα του κομματάκι περισσότερο. Της έκανε δε κι ένα στριφο­

γυριστό κόλπο, που την έκανε να φωνάξει. Είδες ο γλόμπος;

Πήγε κοντά στην τραγιάσκα και ρώτησε δήθεν με αθωό­

τητα αν ήρθε καμιά τράτα το πρωί με φρέσκο ψάρι. Αχ! και

την ώρα που τον ρώταγε, τον κοίταζε ανάμεσα στα σκέλια κι

έκανε, η καρακαργιόλα, πως ζεσταινόταν κι έβαλε το χέρι

της να σκουπίζει τον λαιμό της. Και το πήγε και μέχρι κά­

τω, κει, ανάμεσα στα στήθια της και έκανε τα μάτια του τυ-

πά να γουρλώσουν και να πεταχτούν δυο πιθαμές έξω.

Ε! δεν χρειάζονται και πιο πολλές συστάσεις. Η συνέχεια

επί της οθόνης. Τα παντζάκια του τύπου κατέβηκαν πριν κα­

λά καλά ανέβει τις σκάλες της Οριάνας. Κείνη δε; είχε βγά­

λει το φόρεμα πριν εκείνος βγάλει την τραγιάσκα. Ωραία μά­

τια το παιδί. Του το 'πε η Οριάνα, κι εκείνος της χούφτωσε

τα βυζιά κι έχωσε τη μούρη του μέσα γλύφοντας της τις ρό­

γες με μανία. Το χέρι το δούλευε καλά. Ούτε πιανίστας να

ήταν. Ξέρεις πόση ώρα την είχε και την πασπάτευε; Τι δά­

χτυλα στο στόμα της έχωνε, τι στο μουνί, τι μέσα βαθιά

67

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

στην κωλάρα της. Και δυο δυο και τρία τρία. Και η γλώσσα

του, ροδάνι. Μεσ' το σάλιο την έκανε την καύλα μας. Τόσο

που άρχισε πια να τον παρακαλάει. Τώρα και τώρα του έλε­

γε, εννοώντας να της τον μπήξει επιτόπου, μα εκείνος το χα­

βά του. Ούτε πηλό να έπλαθε με τόσο νερό και χειροτεχνία...

Η Οριάνα είχε αρχίσει να τα παίρνει. Έλα παλικάρι μου

να τελειώνουμε επιτέλους!

Μωρ' τι την έκανε την τραγιάσκα; Αναρωτήθηκε σε μια

στιγμή η καυλωμένη. Τουλάχιστον να την έπαιρνε να κάνει

λίγο αέρα γιατί το μουνί της είχε πάρει φωτιά. Και την είδε!

Την ανακάλυψε που να μην την έβλεπε. Και πού λέτε; Πού;

Πάνω στο κρεμαστάρι του τυπά με το μπιρμπιλωτό το μάτι.

Πού όλο μάτι και χέρι και γλώσσα και ιδέα ήτανε πανάθεμά-

τονε και τίποτ' άλλο. Καλά σου λέω. Τίποτ' άλλο! Παραβάν

την είχε την τραγιάσκα για τα κορόμηλα τ' αρχίδια του. Να

γιατί την είχε!

Όταν η Οριάνα έκανε τα αποκαλυπτήρια, κείνος την κοί­

ταξε παραπονιάρικα. Κείνη δε, άνοιξε το στόμα της απ ' την

έκπληξη. Τέτοιο πράμα ούτε ο οκτάχρονος γιος της γειτόνισ­

σας της δεν είχε που τον είχε δει μια μέρα να κατουράει στον

κήπο. Μάλιστα σκέφτηκε πως ο μικρός έχει καλές προδια­

γραφές και σε καμιά δεκαριά χρόνια θα γινόταν πουτσαράς.

Αυτό δεν το είπε στη γειτόνισσα, γιατί εκείνη μπορεί να μην

της ξαναδάνειζε ό,τι καμιά φορά χρειαζόταν σε περιπτώσεις

«ανομβρίας» π.χ. αγγούρια, μελιτζάνες τσακώνικες, καρότα

χοντρουλά, κολοκυθάκια εικοσάποντα κλπ. κλπ. κλπ. φοβού­

μενη μη παρασυρθεί ο γιόκας της απ' την Οριάνα και γίνει

κωλομπαράς, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων — πώς τα λέτε αυ­

τά!.

Το τσουτσούνι του τραγιασκάκια ήταν σαν μπάμια κατε-

68

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

ψυγμένη. Μηδενικό σκέτο. Αν έβγαζες μεζούρα, κείνη θα ζω­

ντάνευε και θ' άρχιζε τα χάχανα. Σιγά μη χαραμιστώ να με­

τρήσω τον αμέτρητο, θα έλεγε! (η μεζούρα).

Ναι, παλικάρι μου! ναι! φόρα την τραγιάσκα σου! Φόρα

τη! Κει που την έχεις μια χαρά είναι. Μην πάθεις και κρυο­

παγήματα.

Α, ρε φιλαράκι με τις σοφίες σου. Καθόλου ε; καθόλου!

Μου τα 'λεγες εσύ, μα δεν σ' άκουσα η αχαλίνωτη! Δεν σ'

άκουσα! Τώρα τι κάνουμε, όμως. Μου λες; Τώρα!

Μωρ' χέρι και πάλι χέρι. Τουλάχιστον το 'χει χοντρό το

δάχτυλο. Κάτι είναι κι αυτό. Να φύγει η κάψα. Σάμπως, κι

απ ' την άλλη... θα ήταν καλύτερο το τίποτα; Μα... αγάμη-

τη; Είναι δυνατόν να έμενε η Οριάνα αγάμητη; Πού ακού­

στηκε αυτό!

Ας είναι! Ποιος δεν κάνει τους συμβιβασμούς του σ' αυ­

τήν την πουτάνα την κοινωνία! Πείτε μιου ποιος! Και τις ιδέ­

ες σου αλλάζεις, και τις αρχές σου καταπατάς, και τα πόδια

σου τ' ανοίγεις στις μπάμιες, άμα λάχει. Αλλά 'ντάξει, ρε

φιλαράκο, 'ντάξει! Δεν είπαμε να γίνεται και συνέχεια, έχεις

δίκιο! Αραιά και πού. Για το ξεκαύλωμα! Άλλη φορά, βλέ-

πουμχ. θα γίνεται επιτόπιος έλεγχος. Δήθεν τυχαία. Ή επί­

τηδες. Κει θα κολλήσουμε τώρα;

Εξάλλου τις μπάμιες, της είχε πει η μάνα της που ήταν

και καλονοικοκυρά, άμα τις βάλεις σε μπόλικη κόκκινη σαλ-

τσούλα και ρίξεις πάνω τους και δυο χούφτες μαύρο καυτερό

πιπέρι, θα γλύφεις ως και τα δάχτυλα σου. Ασκήμια είναι;

69

11.

Ο Επαμεινώνδας ξερόβηξε απ ' την έκπληξη ακούγοντας την

ερώτηση που του έκανε ο ψυχολόγος σ' αυτό το σημείο.

Σκέφτηκε, μάλιστα πως την έριξε με τέτοια φυσικότητα σαν

να απορούσε αν η μέρα ήταν Τετάρτη. Και φυσικά, ηλίθιε

ήταν Τετάρτη. Τι ήθελες να είναι; Πέμπτη; Ή Σάββατο;

— Γύρω στους δεκαοκτώ, είπε με θάρρος ο Επαμεινώνδας.

Έ χ ω να τον μετρήσω απ' τα εικοσιπέντε μου, πειράζει;

— Τι να πειράζει, απάντησε ο άλλος. Μόνο που δεν σας

ρώτησα κάτι τέτοιο.

— Φαίνεται πως αυτό ήθελα να ακούσω, χαμογέλασε ο

Επαμεινώνδας και κοίταξε για λίγο το ταβάνι πριν φύγει.

Στο δρόμο για το σπίτι, αναρωτήθηκε για πρώτη φορά

στη ζωή του για το νόημα των αριθμών. Μήπως είχε υπερ­

βολικά πολλά νούμερα πάνω του; Τι χαζή σκέψη είναι τούτη

πάλι;

70

12.

Συνεδρία έκτη

Βυζιά και λούτσοι αχταρμάς

Χτύπησε κόκκινο ο πούστης ο ήλιος στο γαμημένο το ουρά­

νιο στερέωμα κι η Οριάνα ήταν ακόμα στο κρεβάτι. Η χθε­

σινοβραδινή παρτούζα την είχε εξαντλήσει. Τσιμπούκια, πλα-

κομούνια και πηδήματα απ ' τον κώλο, έδιναν κι έπαιρναν για

ώρες ολόκληρες. Τρεις είχε τσιμπήσει απ ' το ίντερνετ που το

βιογραφικό τους ήταν γαμάτο. Δικαστής ο μεγαλύτερος με

τον πούστη τον φίλο του — στέλεχος σε πολυεθνική, \ua αε­

ροσυνοδό μητρομανή με μχα βαλίτσα πονηρά αξεσουάρ, καθώς

κι έναν τύπο απροσδιορίστου ηλικίας που η ψωλή του ξεπερ­

νούσε τα εικοσιπέντε εκατοστά. Αυτός ό,τι κι αν έκανε για

τα προς το ζην, τι σημασία είχε; Στην πρώτη γραμιμή, στα­

ματάς! Εικοσιπέντε, μανάρι μου, είναι το δ ι α β α τ ή ρ ι ο σου για

το σαλόνι της γαμιόλας της Οριάνας. Δε πα να 'σαι και έκ­

πτωτος άγγελος με κομμένα φτερά και τούρμπο μηχανή στον

71

ΑΓΓΕΛΙΚΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

κώλο; Έχει καμιά σημασία; Δεν έχει! Αν δεν πληρείς τις

κατάλληλες προδιαγραφές, δεν είσαι τίποτα!

Άνοιξε τα μάτια της η κούκλα, και η πρώτη κίνηση

ήταν να ξύσει τη μουνάρα της. Υπερωρίες έκανε χθες το κο­

ρίτσι. Είχε πάρει φωτιά το σύμπαν. Ο κώλος της πόναγε μέ­

χρι μέσα βαθιά κι είχε σκοπό να πάρει ένα κιλό παγωτό και

να κάτσει πάνω. Της είχε πει ένα φιλαράκι, πως το κόλπο με

το τσούξιμο στον κώλο είναι να τον έχεις μονίμως μουδιασμέ­

νο. Έτσι, δεν θα νιώθεις πολλά-πολλά, και κυρίως δεν θα

σκέφτεσαι τι και πώς πήδαγες το προηγούμενο βράδυ. Όλα

στο μυαλό είναι μάγκα μου! Όλα τα σκατά εκεί μέσα τρι­

γυρνάνε! Άπαξ και καταφέρεις να έχεις αυτό σου το κομμά­

τι αναισθητοποιημένο, όλα καλά κι όλα ωραία. Τα υπόλοιπα

ξεπερνιούνται ώσπου να πεις «ξέσκισε με»!

Σήμερα, ήταν να πάει να ψάξει για δουλειά. Τα γαμήσια

τα κάνει αφιλοκερδώς. Η Οριάνα δεν είναι πουτάνα. Είναι γυ­

ναίκα που γουστάρει να κάνει το κέφι της. Αν κάποιος περά­

σει ωραία μαζί της και της κάνει κάνα δώρο, αυτό είναι άλ­

λο! Φτάνει να μην την προσβάλλει. Τότε, του δίνει να φάει τ'

αρχίδια της για επιδόρπιο και τον στέλνει στον γερο-διάολο.

Η αγγελία που είχε διαβάσει στην πόρτα της τουαλέτας

ενός βρωμομάγαζου που είχε πάει τις προάλλες και της ήρθε

χέσιμο (έφαγε ένα χοτ ντογκ με μπόλικο τσίλι κι ένα λουκά­

νικο που της θύμισε το πράμα που είχε κόψει-καθότι σκληρό,

βαρβάτο, έντονο ροζ, παχύ και ευσεβές σε μέγεθος), της είχε

κινήσει την περιέργεια.

«Ζητείται γκόμενα με μεγάλα βυζιά, για δουλειά σε ψαρά­

δικο». Τώρα, τι νόημα είχαν τα μεγάλα βυζιά σ' ένα τέτοιο

μέρος, ήταν κάτι που η Οριάνα ήθελε να το ερευνήσει. Λες οι

λούτσοι να ήταν μικροί σε μέγεθος και να ήθελε ο ψαράς να

72

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

πετάγεται κάνα βυζί έξω για να μην ακούει παράπονα απ'

τους πελάτες; Ποιος ξέρει;

Αποφάσισε και σηκώθηκε απ ' το κρεβάτι της αμαρτίας η

κούκλα μας και πήγε στο μπάνιο για ντους. Έβαλε ένα μυ­

ρωδάτο αφρόλουτρο πάνω της, επιμένοντας στα κωλομούνια

και στο στόμα της. Τα εργαλεία της πάντα καθαρά! Αυτό εί­

ναι θέμα αρχής! Τι πούτσος ρε ήταν αυτός ο χθεσινός! Τον

πήρε απ ' το στόμα και παραλίγο να της βγει απ' τ' αυτιά.

Πού να τον πήγαινε μέχρι κάτω στο λαρύγγι! Το πνίξιμο το

είχε σίγουρο. Έτσι, τον είχε απ ' το πλάι. Λίγο ακόμη και θα

ήταν κουφή σήμερα. Ευτυχώς ο τύπος έχυσε γρήγορα κι η

Οριάνα πρόλαβε και κατάπιε τα ζουμιά του με τη μία, αλ­

λιώς θα 'χαμε καμιά αναρρόφηση και η παρτούζα θα συνεχι­

ζόταν στο νοσοκομείο (σιγά μην σταματούσε!)

Φόρεσε το στενό το φόρεμα που ήταν δυο νούμερα μικρό­

τερο. Θαλασσί, και οι καμπύλες της που διαγράφονταν, έβγα­

ζαν μάτι. Το έβαλε επίτηδες αυτό, για να της πετάγονται

καλύτερα οι βύζαροι, να πιέζονται, και οι ρόγες της να φαί­

νονται σα ρουκέτες. Μεγάλα βυζιά ήθελε ο ψαράς; Αυτό που

θα έβλεπε, θα ανάσταινε ως και τα καλαμάρια!

Οι γόβες οι τακουνάτες ήταν κάτω απ' το κρεβάτι.

Έσκυψε η καραπουτανάρα να τις πιάσει, και η κωλάρα της

διέγραψε τόξο στο δωμάτιο. Ο Χριστός που την έβλεπε απ '

το κάδρο είχε γουρλώσει μάτι. Πού ήσουν μανάρα μου όταν

με είχαν στον σταυρό; Σένα να 'βλεπα από κάτω και θα ξέ­

σκιζα τα κωλόκαρφα για να 'ρθω να σε πάρω. Κι ας γαμιό­

ταν ο πατέρας με τις μαλακίες για τη σωτηρία του κόσμου!

Ο κόσμος εσένα χρειάζεται γαμιόλα μου. Να δεις για πότε

σώνεται! Να δεις! Ψυχοθεραπεία είσαι κουκλάρα μου! Καύλα

ενισχυμένη!

73

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

Το ψαράδικο «Η κουνιστή γαρίδα» ήταν μισή ώρα απ ' το

σπίτι της Οριάνας. Το βρήκε εύκολα. Ειδικά όταν κόντευε να

φθάσει, την πήρε η ψαρίλα απ ' τη μύτη και από ένα σημείο

κι έπειτα, πήγαινε και με κλειστά τα μάτια. Καλή φάτσα το

μαγαζί. Δίχτυα, φώτα περίεργα και γοργόνες σκαλισμένες

στους τοίχους. Καλλιτέχνης ο ψαρούμπας! Τα ψαρικά, παρα­

ταγμένα στη σειρά. Όλων των ειδών. Και πράμα καλό απ'

ό,τι έκοψε η δικιά μας με την πρώτη γύρα. Τουλάχιστον δεν

ήταν καμιά μποχιάρα τρύπα με ληγμένα θαλασσινά που θα

'θελε για κράχτη τα βυζιά της. Είπαμε! Έχουμε και κάποιο

όνομα στην πιάτσα. Μην το χαλάσουμε κι αυτό!

Ο Στέλιος «ο άρχοντας» — παρατσούκλι του ψαρά — έκο­

ψε την Οριάνα με την πρώτη. Για την αγγελία ήρθε η μου-

νάρα, σκέφτηκε με το πρώτο. Τέτοιο βυζί, τι άλλο να θέλει

εδώ πέρα. Αυτά τα σιλικονάτα, δεν ψωνίζουν ποτέ μόνα τους.

Τους τα φέρνουν έτοιμα, ψωλή μου σηκωμένη! Τους τα φέρ­

νουν έτοιμα, καθαρισμένα, και με το λαδολέμονο να περισσεύ­

ει στην πιατέλα για να τις αλείφεις μετά και να τις γλύφεις

ως το ξημέρωμα! Ε, ρε, άτιμε θεέ πλάσματα που φτιάχνεις!

(πού να 'ξερε ο καυλωμένος ότι ο μούναρος που πάτησε στο

μαγαζί του ήταν δημιούργημα ανθρώπινο. Κι ήταν ανάγκη να

το μάθει; Σιγά μη το κάνουμε και βούκινο!).

Αφού τελείωσαν με τις συστάσεις, της το πέταξε το πα­

ραμύθι ο τυπάκος. Γοργόνα ζωντανή ήθελε ανάμεσα στα ψά­

ρια για ατραξιόν στο ψαράδικο. Της είχε και την ουρά έτοιμη.

Ασημί ύφασμα με λαμπερά λέπια, τόσο στενό που διαγραφό­

ταν ως και το μουνί της το φουσκωτό. Από πάνω γυμνή την

ήθελε, φυσικά. Να και κάτι που η Οριάνα δεν φανταζόταν

ποτέ ότι θα έκανε. Είδες εκπλήξεις η πουτάνα η ζωή; Ποτέ

δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει. Προχθές μας κρέμεται ένας πού-

74

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

τσος τρία μέτρα, χθες τον κόβουμε και τον πετάμε για δό­

λωμα στους καρχαρίες, σήμερα τρελαινόμαστε στα τσιμπου-

κώματα και στα κωλοπηδήματα, και αύριο; Αύριο, γινόμα­

στε γοργόνες! Αυτό, ούτε κι ο διάολος στο ημερολόγιο του

δεν το 'χει γραμμένο στα μιεγάλα του επιτεύγματα!

Το κορίτσι είπε το «ναι» με την πρώτη! Καλά τα λεφτά,

σένιο και το κουστουμάκι, θα γνώριζε και κόσμο καλό. Ο

Στελάρας της εγγυήθηκε πως δεν θ' άφηνε κανέναν να την

πειράξει. Ήταν ο όρος της Οριάνας αυτός! Αν αρχίσει κάνας

μαλάκας να φέρεται σαν στερημένο πουστοφάνταρο που έχει

να του κάτσει γκόμενος άνω του εξαμήνου, θα του χώσει ρο­

φό στον κώλο!

Ο «άρχοντας» ήταν χωρισμένος εδώ και χρόνια. Τον είχε

πιάσει η λεγάμενη να πηδά το διπλανό το ξέκωλο που πούλα­

γε εσώρουχα. Κείνος φορούσε ένα κόκκινο στρινγκ —καινούργια

παραλαβή με σχέδιο μια πεταλούδα λίγο πιο πάνω α π ' την

κωλοτρυπίδα— κι εκείνη ολόγυμνη. Μόνο στα βυζιά της είχε

περασμένο ο Στέλιος ένα δίχτυ ψαρέματος, κι εκεί που της

τον έμπηγε, την τράβαγε με το δίχτυ φωνάζοντας επαινετικά

επιφωνήματα για την ψαριά που του 'λαχε. Η γυναίκα του

έπαθε σοκ, όχι τόσο για το γαμήσι του άντρα της με το τζό-

βενο, αλλά περισσότερο γιατί περίμενε ουρά η πελατεία κείνη

τη μέρα στο μαγαζί (καθότι η ψαριά ήταν σούπερ και τα κα­

λά τα νέα μαθαίνονται γρήγορα), κι ο ψαράς δεν είχε πάρει

χαμπάρι. Τόση φωνή για το εμπόρευμα, είχε να την ρίξει ο

Στελάρας, από τότε που γύρναγε στις γειτονιές άνευ μικροφώ­

νου. Πού να φανταστεί όλος αυτός ο κόσμιος ότι μιιλούσε για

το γκομενάκι και τον αστραφτερό της κώλο; Όταν βγήκε απ'

την τουαλέτα με την μικρά, κείνη δεν είχε προλάβει να βγά­

λει το δίχτυ από πάνω της. Το κόκκινο στρινγκ του Στέλιου

75

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

δε, προεξείχε από το χαμηλοκάβαλο τζιν του. Ευτυχώς για

την πελατεία, αυτό το πρόσεξε μόνο η γυναίκα του που μετά

την πώληση της ημέρας (προηγείται η δουλειά πάντα!), έκο­

ψε λάσπη απ' το γάμο της με τον Στέλιο διεκδικώντας εφ'

όρου ζωής τη μισή είσπραξη της ημέρας. Σιγά μη σκάσει. Ας

το διάολο ο ψαράς και τα γαυροχτάποδά του. Μετά από τρεις

μήνες άνοιξε δικό της μαγαζί με αξεσουάρ (κι αυτά τα πού-

στικα πιάνουνε αν έχεις τίποτα περίεργα σχέδια!).

Τουλάχιστον η Οριάνα δεν είχε να ανησυχεί για τίποτα

σκηνές ζηλοτυπίας. Τα βαριόταν αυτά όσο ο παπάς τη λει­

τουργία, ιδίως αν ξέρει πως τον περιμένει κωλαράκι αχνιστό

για γαμήσι πάνω στην αγία τράπεζα! Η θέση της ήταν σ' ένα

ψηλό μέρος πάνω απ' τους λούτσους. Καλοί και γυαλιστεροί,

μεγάλοι (μα θες) και το μάτι τους μπιρμπιλωτό μπιρμπιλωτό.

Κανά δυο την κοίταγαν λες κι ήθελαν να γλυστρίσουν μέσα

της, τα κωλόψαρα! Οι βυζάρες της καύλας μας ήταν καρα-

σούπερ. Τέτοιο πράμα δεν είχε ματαδεί ζωντανό και φρέσκο

μπροστά στην σαλιωμένη φάτσα του ο Στέλιος. Ε, ρε μάνα

μου τι πράμα έχω σήμερα! Σπαρταριστό και μοσχομυρωδάτο!

Η Οριάνα τη διασκέδαζε τη φάση. Για τους άντρες ήταν

σίγουρη πως τους τον σήκωνε στο δευτερόλεπτο. Έτσι ο

ψαράς, έχωνε και τίποτε σαφρίδια μέσα στις γόπες κι οι μα­

λάκες λέγανε κι ευχαριστώ και φεύγανε με χαμόγελο μέχρι

τ' αυτιά. Το σουξέ όμως που είχε στις γυναίκες, ούτε που το

φανταζόταν. Να δεις κάτι σαραντάρες ξελιγωμένες που έρχο­

νταν και δυο και τρεις φορές τη μέρα, γιατί δήθεν όλο και

κάτι ξεχνούσαν, δε λέγεται. Αχ, κυρ Στέλιο! Ένα μυαλό Χει-

μώνα-Καλοκαίρι, τι να σου κάνει. Πιάσε και μισό κιλό γαρί­

δες. Αρέσουν στον Μήτσο. Και μετά από μια ώρα: Μωρέ ξέ­

χασα να σου πω και για δυο κιλά καλαμάρι. Θα φέρει ο

76

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

άντρας μου το αφεντικό απ ' τη δουλειά και θέλει περιποίηση.

Και να σου οι φευγαλέες ματιές στις ρόγες της Οριάνας που

εκείνη, πανάθεμά την, το 'κανε επίτηδες και τις έτριβε και

τις γυάλιζε για να φαίνονται μεγαλύτερες. Και η καριόλα

μας, έγλυφε και τις χειλάρες της βγάζοντας τη γλώσσα της

όλο νόημα απ ' έξω, και κοίταγε τις γκόμενες μ' έναν τρόπο,

που σου 'ρχόταν να την κατεβάσεις απ ' τον πάγκο και να

την πάρεις επί τόπου.

Το διασκέδαζε το βρομοθήλυκο. Πού να 'ξερε ο πατέρας

της στην Άνω Ραχούλα, τι δουλειά έπιασε το παλικάρι του.

Ε, συγνώμη! Η κορούλα του! Η Οριάνα τους είχε τηλεγρα-

φήσει πως κράταγε το ταμείο μιας επιχείρησης δυο τετράγω­

να παραδίπλα απ ' την πλατεία της Πάτρας. Το τι κράταγε

στην πραγματικότητα, ήταν άλλο θέμα! Σιγά μην τα λέμε

και όλα!

Η ξεσκίστρω μας, θα είχε να το λέει γ ι ' αυτή την πρώτη

της δουλειά (ναι! ήταν η πρώτη της!) Με το αφεντικό, όλα

καλά. Κάνα πηδηματάκι κατά τη διάρκεια της μέρας, ήταν

στα αναμενόμενα. Πώς και πώς περίμενε ο ψάρακλας να

αραιώσει λίγο η πελατεία για να τη χουφτώσει. Κι εκείνη, το

διασκέδαζε στο έπακρο. Καλό και το εργαλείο του μάστορα,

δε λέω. Συναγωνιζόταν τους κέφαλους, επάξια! Γιατί να χά­

σει το κελεπούρι η Οριάνα; Το είχε πει κι ο ψυχολόγος της:

Ένας πούτσος την ημέρα τον γιατρό τον κάνει πέρα! Και

τους γιατρούς πρέπει να τους ακούμε! Τα δώρα δε, που

έπαιρνε απ' τους πελάτες του ψαράδικου, ήταν το κάτι άλλο.

Ένας, της είχε τάξει αμάξι, φτάνει να την έβλεπε κει που

διάλεγε τα ψάρια για το δείπνο του, να χαϊδεύει το μουνί της

πάνω απ ' την «ουρά». Κι εκείνη το έκανε. Γιατί να μην το

κάνει; Δεν ήταν και καμιά μυξοπαρθένα!

77

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

Στην «κουνιστή γαρίδα» η Οριάνα κάθησε οκτώ μήνες.

Δεν άντεξε παραπάνω. Ως και τα σεντόνια του σπιτιού της

μύριζαν μπαρμπουνίλα. Όσο κι αν πλενόταν, αυτή η γαμημέ­

νη η μυρωδιά είχε γίνει ένα με το πετσί της. Στα μαλλιά της

είχε λέπια. Ο κώλος της ήταν κατακόκκινος απ ' το ολοήμε­

ρο καθισιό. Α! δεν μπορεί η Οριάνα τη στασιμότητα με τίπο­

τα. Κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια; Τι λε ρε! Αυτά είναι για

τους συνηθισμένους μαλάκες που δεν έχουν στόχους στη ζωή

τους. Τούτη, ήταν πλασμένη για μεγαλεία. Και θα 'ρχόντου-

σαν πούστη μου! Αργά ή γρήγορα θα 'ρχόντουσαν.

Όταν είδε ότι στο ψαράδικο δεν τράβαγε άλλο, μια ωραία

πρωία, πέταξε την ουρά στα μούτρα του έκπληκτου καυλω-

μένου Στελάρα, και την έκανε. Για να τον πικάρει, πήρε κι

ένα χταπόδι και το 'δεσε την μέση, φεύγοντας. Γυμνή φυσι­

κά. Γυμνότατη! Να περπατάει, να κουνάει την κωλάρα της

πέρα δώθε, και τα πλοκάμια να χορεύουν ρούμπα! Άφησε

τον Στέλιο με την ψωλή του σηκωμένη, και του 'στειλε δυο

φιλιά, σμίγοντας τις χειλάρες της έτσι που να φαίνονται δι­

πλάσιες. Πήρε και δυο τσιπούρες για το σπίτι. Τη μια, θα

την έψηνε στα κάρβουνα. Την άλλη, όλο και κάπου θα την

έχωνε. Κωλώνει ρε η δικιά μας; Δεν κωλώνει ρε! ΜΕ

ΤΙΠΟΤΑ!!!

78

13.

Στο σημείο αυτό ο Μίνος ήταν που έκανε την κίνηση. Τον

έπιασε ακατάσχετο κατούρημα και χτύπησε το κεφάλι του

στο σώβρακο του αφεντικού του. Ο Επαμεινώνδας δεν του

χάλασε το χατίρι. Πήγε και ξεφόρτωσε ίσαμε δυο κυβικά κά-

τουρο στην κίτρινη λεκάνη της τουαλέτας του ψυχολόγου.

Επιστρέφοντας πήρε τη γνωστή του θέση στην πολυθρόνα.

— Θα σου πω τη γνώμη μου γι ' αυτό το κείμενο, είπε

στον ψυχολόγο πριν καν εκείνος ξεστομίσει κάτι.

— Γιατί νιώθετε την ανάγκη να κάνετε κάτι τέτοιο; Του

αντιγύρισε ο άλλος.

— Δεν ξέρω, φιλαράκο. Αυτό να το βρεις μόνος σου, του

είπε ο Επαμεινώνδας και συνέχισε: Δεν μ' αρέσουν τα ψάρια.

Ουδέποτε μου άρεσαν! Εκείνη όμως τα γουστάρει. Ήθελα να

γράψω για ψάρια εκείνη τη νύχτα πριν ενάμιση χρόνο.

— Τι όνειρο είχατε δει την προηγούμενη;

79

14.

Συνεδρία έβδομη

Καληνύχτα παππού

Το τηλεγράφημα το έλεγε καθαρά: «Παππούς τέλος. Στοπ!»

Δυο λέξεις. Και τι λέξεις! Όλο έμπνευση. Χωρίς καθόλου

τακτ. Ή μια εισαγωγή τέλος πάντων. Τη μυρίστηκε τη

δουλειά η Οριάνα. Τον άχαρο τον αδερφό της θα έστειλε ο

πατέρας να της μηνύσει το μαντάτο. Σιγά μη καταδεχόταν

εκείνος να στείλει έστω και το σάλιο του στον πρώην πρωτό­

τοκο του που μεταμορφώθηκε σε κόρη του. Αυτά τα χαίρια

δεν είναι για το Μητραίικο. Ας γίνει και αεροπλάνο, φτάνει να

είναι μακριά από δω.

Την είδηση πάντως πρέπει να την πάρει. Όπως και να

'χει, το αναθεματισμένο το αίμα που κυκλοφορεί στο σόι πα­

ραμένει ακόμη το ίδιο. Όσες αλλαγές κι αν κάνει κάποιος,

αυτή την ζωογόνα κόκκινη ουσία δεν μπορεί να την αλλάξει

με τίποτα. Κι ο παππούς, είχε δώσει το όνομα του σ' αυ-

80

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

τόν... Σ' αυτήν. Νίκος. Nat! να χαίρεστε το καμάρι σας!

Να δείτε τ' αρχίδια του να μεγαλώνουν και ο πούτσος του να

γίνει τρανός και γαμηστερός. Κι άλλα τέτοια χωριάτικα πα-

παρόλογα κατά την ημέρα που ο Νικολάκης έκανε το πρώτο

επίσημο μπλουμ! στην κολυμπήθρα της Παναγιάς της Πα-

νταλέουσας στην ένδοξη Άνω Ραχούλα! Ποιος είπε πως

όλες οι ευχές βγαίνουν αληθινές. Η γκόμενα με τους βύζα-

ρους και τη μουνάρα την αεράτη, είναι η ζωντανή απόδειξη

πως όταν ο διάολος έχει κέφια, βάζει κάτω δέκα θεούς μαζί!

Τι στο καλό έπρεπε να κάνει τώρα η δικιά μας; Εδώ σε

θέλω μάστορα. Να πάει ή να μην πάει; Να στείλει ένα ωραίο

στεφάνι με κόκκινα γαρύφαλλα που ήταν και τ' αγαπημένα

του παππού (φόραγε πάντα ένα στο πέτο τις Κυριακές όταν

πήγαινε στη λειτουργία. Μοστράριζε για γκόμενος μέχρι τα

ογδονταπέντε του. Το 'λεγε η καρδούλα του. Τώρα θα είναι

ξαπλωμένος και τίγκα μέχρι τ' αυτιά γεμάτος από δαύτα. Α,

ρε παππού!) ή να πάει εκεί αυτοπροσώπως για το δεύτε τε-

λευταίον ασπασμόν; Ιδού το πρόβλημα.

Γιατί όπως και να 'χει, αν ξεμπέρδευε με ένα στεφάνι τα

πράγματα θα ήταν πιο εύκολα. Ξέρεις τώρα! Το κλου της

υπόθεσης σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι ο πεθαμένος -θεός

σχωρέστον— κι όχι ο κραγμένος συγγενής που ήρθε να κλέψει

παράσταση. Δεν θα 'ταν σωστό. Ε, ρε γλέντια. Ν' αφήσουν,

λέει το φέρετρο στην άκρη, και να αρχίσουν τα κουτσομπολιά

για την εγγονή, πρώην εγγονό. Και το χωριό, άλλο που δεν

θέλει. Πετάει τη σκούφια του για κάτι τέτοια. Ο παππούς,

τα πίνει τώρα με τον Απόστολο Γυρόλαο. Μια χαρά! Ας κά­

νει ό,τι θέλει. Τούτη ελάτε να ξεκοκαλίσουμε συγχωριανοί.

Τούτη θα φάμε σήμερα και θα της γλείψουμε τα κοκαλάκια!

Άτιμη κοινωνία. Όσοι αιώνες κι αν περάσουν, ίδια κι απα-

81

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

ράλλαχτη θα παραμείνεις. Οπισθοδρομική και μουχλιασμένη!

Όμως η Οριάνα ήταν περήφανη. Και συναισθηματική.

Και ευαίσθητη. Τον παππού τον αγαπούσε. Αυτός την είχε

μάθει να κατουράει όρθιος μόλις είχε βγάλει τις πάνες. Αυτός

της είχε δείξει πώς να τον τινάζει για να μην πάει η τελευ­

ταία σταγόνα στο σώβρακο. Κι αυτός της είχε ψιθυρίσει πώς

να τον χώνει στις κοπελιές, σαν πήγε στην πρώτη του δημο­

τικού. Ψείρα, ψείρα, αλλά αυτά τα κόλπα πρέπει να τα μα­

θαίνουν από τα μικράτα τους τα βαρβάτα τα αγόρια. Αλλιώς

μετά, ποιος ξέρει ποιος επιτήδειος μπορεί να τα πιάσει και να

τους αλλάξει τα μυαλά. Ήταν ένας δάσκαλος μια φορά, στο

γυμνάσιο του διπλανού χωριού (της Κάτω Ραχούλας) που

στα διαλείμματα τον είχαν δει να πηγαίνει στις γυναικείες

τουαλέτες. Δε πα να 'λεγε ότι δεν άντεχε τη μπόχα που

υπήρχε στις αντρικές γι* αυτό και προτιμούσε τις άλλες, κα­

νένας δεν τον πίστεψε. Μέχρι το Πάσχα τον είχαν αντικατα­

στήσει. Τα μαθήματα τα έκανε ο παπάς που είχε τελειώσει

και δάσκαλος. Αμέ! Σιγά μην χαλάσει τα παιδιά μας ο πού-

σταρος! Ενώ ο παπάς, έφερνε και την αγιαστούρα, και ξόρκι­

ζε και τα δαιμόνια πριν αρχίσει το μάθημα. Έτσι μπράβο. Οι

πούτσοι όρθιοι και τα μουνιά καθιστά. Έτσι σας θέλω μαθη­

τούδια μου! Έτσι!

Πού μείναμε; Α, ναι! Το δέσιμο που είχε με τον παππού

της ήταν άρρηκτο. Στα τελευταία του ο παππούς δεν πολυ-

καταλάβαινε γιατί ο Νίκος τριγυρνούσε με φουστάνια κι είχε

τα μαλλιά μέχρι τη μέση, αλλά πάει στο καλό. Η νεολαία

σήμερα είναι αλλιώς! Δεν είμαστε στην κατοχή! Αυτοί, ξέ­

ρουν τι κάνουν!

Έπρεπε να πάει στην κηδεία. Η συνείδηση της δεν την

άφηνε ήσυχη. Ήθελε να τον δει για τελευταία φορά. Να τον

82

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

αποχαιρετήσει όπως πρέπει. Ν' ανάψει κι ένα κεράκι δίπλα

του! Για καλό δρόμο. Για αντίο.

Φόρεσε το κόκκινο το φουστάνι που τόνιζε τις καμπύλες

της. Τα στήθη της διαγράφονταν σε όλο τους το μεγαλείο κι

ο κώλος της, έτσι που περπατούσε, έκανε τις φρεγάτες του

λιμανιού να κοκκινίζουν απ' την ντροπή που δεν μπορούν να

κουνηθούν έτσι όμορφα. Έβαλε και κόκκινο καπέλο. Τα χείλη

της φωτιά. Του γαρύφαλλου το χρώμα. Σαν κι αυτό που κρά­

ταγε τώρα η Οριάνα στο δεξί της χέρι, ανεβασμένη πάνω στο

λοφάκι που βλέπει στο νεκροταφείο. Στο αριστερό, κράταγε τα

κιάλια που είχε πάρει από έναν μαύρο, λίγο πριν φύγει το λε­

ωφορείο του ΚΤΕΛ για το χωριό. Μπήκε μέσα ο αράπης, κι

ίσα που δεν του πετάχτηκε το πράμα απ' το παντελόνι μόλις

την είδε να κάθεται πρώτη θέση με σταυρωμένο το ένα πόδι

πάνω στ ' άλλο. Κυάλια και βεντάλιες πούλαγε το παλικάρι,

αλλά αν η Οριάνα ζητούσε κάτι άλλο, τη γη ανάποδα θα

έφερνε να της το βρει. Τέτοια καύλα το σοκολατάκι!

Τέλος πάντων, τα κιάλια αποδείχθηκαν χρήσιμα. Τα πήρε

για να τον ξεφορτωθεί, αλλά να που η ζωή ξέρει γιατί σου

φέρνει ορισμένα πράγματα μπροστά σου. Κι ας σου φαίνονται

περίεργα εκείνη τη στιγμή!

Δεν τόλμησε να ζυγώσει κοντύτερα. Όχι για τους μαλά­

κες τους χωριάτες, ούτε για την οικογένεια που δεν θα ήξερε

πού να κρύψει την αμηχανία της. Χέστηκε η Οριάνα για

τους καθυστερημένους. Για τον παππού το έκανε. Μόνο γι '

αυτόν! Η τελευταία του στιγμή, έπρεπε να είναι καθώς πρέ­

πει. Ήσυχη! Μες τα οριζόμενα από το τελετουργικό. Μες

τα συνηθισμένα και τα καθιερωμένα. Όχι ανατροπές τέτοια

σοβαρή στιγμή. Όχι! Τον σεβόταν τον παππού. Και θα συνέ­

χιζε να τον σέβεται! (με τον τρόπο της!)

83

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

Οι γονείς της εκεί. Ο αδερφός εκεί. Η γιαγιά έλειπε φυσι­

κά, καθότι είχε αποδημήσει εις τόπον χλοερόν μια πενταετία

νωρίτερα. Έξι χρονάκια ήταν μεγαλύτερη απ ' τον παππούλη.

Τώρα θα τον περίμενε να του πει όλα τα νέα που είχε χάσει.

Από κει ψηλά, βλέπεις πράματα που εμείς δω κάτω απο­

κλείεται να τα πάρουμιε χαμπάρι. Κι η γιαγιά είχε μάτι γε-

ρακίσιο. Δεύτερη φορά θα τον πέθαινε τον γέρο απ ' τα πολ­

λά τα λόγια. Δε βαριέσαι. Για να κάτσει κείνος τόσα χρόνια

μαζί της, κάτι καλό θα ήξερε να του κάνει. Ίσως να συνέ­

βαλε και το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια ο παππούς είχε

κουφαθεί κι έτσι ήταν μ' ένα μόνιμο χαμόγελο ό,τι κι αν του

έλεγε η γριά. Τέλος πάντων! Πάντως έχω ακούσει, πως σα

πεθαίνεις, γίνεσαι αυτόματα καλά απ' ό,τι κι αν έχεις! Έτσι

θα έχει γίνει καλά και η κουφαμάρα. Α, ρε παππού τι σε πε­

ριμένει! Άιντε, καλό κουράγιο!

Η Οριάνα πέταξε τα κιάλια στο χώμα και σκούπισε το

δάκρυ που κύλησε απ ' τα μάτια της. Το γαρύφαλλο το άφη­

σε πάνω απ ' τον τάφο όταν πια οι άλλοι είχαν φύγει. Όταν

οι φωνές είχαν απομακρυνθεί. Όταν το πανηγύρι πήρε τέλος.

Όταν άδειασε ο τόπος απ ' τα κοράκια. Η φωτογραφία του

παππού, της γέλαγε. Του γέλασε κι εκείνη. Μπορεί να μην

καταλάβαινε αυτό που έκανε στον εαυτό της το εγγόνι του

και γιατί το έκανε, αλλά το αίμα νερό δε γίνεται.

Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα. Άναψε το κερί που

κράταγε στο χέρι της κι έμεινε εκεί μέχρι που έλιωσε ολάκε­

ρο. Μέχρι που έπιασε να νυχτώνει. Μέχρι που οι φλογίτσες

απ' τα γύρω καντήλια φώτιζαν τον τόπο. Σιγαλιά που υπάρ­

χει τέτοιες ώρες. Και αρμονία. Και ηρεμία στην ψυχή. Τι

σημασία έχουν όλα τ' άλλα; Τι κι αν η φωνή σου είναι ψιλή

ή μπάσα, τι κι αν περπατάς με τα χέρια στις τσέπες ή στους

84

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

γοφούς, ή κι αν ανάμεσα α π ' τα σκέλια σου κρέμεται κάτι ή

τίποτα; Όλα είναι χώμα. Κι όλα είναι αέρας. Κι όλα είναι

ήλιος και φεγγάρι και άπειρα αστέρια. Τι αξίζει σ' αυτή τη

ζωή; Τι στ ' αλήθεια είναι αυτό που αξίζει;

Καληνύχτα παππού. Σ' αγαπώ! Και μ' αγαπάς κι εσύ,

το ξέρω! Καλό ταξίδι!

85

15.

Ο ψυχολόγος έβγαλε απ' την τσέπη του ένα λευκό μαντηλά-

κι.

— Συγνώμη, είπε με χαμηλή φωνή και φύσηξε δυνατά τη

μύτη του, ενώ όση ώρα άκουγε την ανάγνωση της ιστορίας,

ρουθούνιζε ελαφρά.

Ο Επαμεινώνδας σκέφτηκε πως αυτά τα λευκά τα μα-

ντηλάκια μάλλον είχαν καταργηθεί πια. Καιρό είχε να δει κά­

τι τέτοιο.

— Πρέπει να πηγαίνω, η ώρα πέρασε! είπε ο δικός μας

μετά από πέντε περίπου λεπτά απόλυτης βουβαμάρας κι από

τους δυο τους.

Απόκριση δεν πήρε κι έτσι κατέβηκε γοργά τις σκάλες

και βγήκε στον απογευματινό ήλιο. Έβαλε τα χέρια στις

τσέπες και προχώρησε. Είχε παγωνιά. Άραγε η μάνα του να

ήταν καλά; Πριν μια βδομάδα που της είχε μχλήσει στο τη­

λέφωνο είχε χοντρό βήχα. Το βράδυ θα την έπαιρνε τηλέφω­

νο...

86

16.

Συνεδρία όγδοη

Μελωμένα μπαλάκια

Η Οριάνα ξύπνησε νωρίς εκείνο το πρωί. Είχε έντονη την

επιθυμία για γλυκό. Ούτε τα ρούχα της να είχε. Τέτοια λι-

γούρα. Και σιγά μην είχε ποτέ τα ρούχα της. Και σιγά μην

τα έχει και ποτέ. Όσο γυναικάρα και να είναι πια, τούτο το

πράμα δε θα το δει. Εκτός κι αν η επιστήμη προχωρήσει τό­

σο που να το κάνει κι αυτό. Εδώ φτιάχνει καν και καν σε

κάτι τέτοιο θα κωλώσει; Τέλος πάντων. Για δες τώρα κάτι

σκέψεις που φέρνει η λιγούρα. Εδώ άλλες λένε αμάν και πώς

να περάσουν αυτές οι παράξενες μέρες και τούτη μοιάζει να

τις αποζητά; Όχι καλέ! Ας απολαύσουμε τα γυναικεία προ­

σόντα μας, χωρίς τα άσχημα τους. Άσχημα; Ξέρω γω; Πού

να ξέρω; Ό,τι ακούω λέω. Και δεν θέλω να μάθω. Ή μή­

πως θέλω; Όχι, δεν θέλω.

Γλυκό! Ας επικεντρωθώ στο γλυκό. Ας το διάολο πρωί

87

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

πρωί. Ένα προφιτερόλ, θα της φτιάξει τη διάθεση. Όλο σο­

κολάτα. Με δυο μπαλάκια από κάτω, γεμάτα κρέμα. Μπα­

λάκια; Ας το διάολο και τα μπαλάκια. Τι κωλομέρα είναι αυ­

τή που ξημέρωσε πάλι;

Ο Σταθούκος ο ζαχαροπλάστης, παιδί μάλαμα. Στη τρίχα

όλη μέρα. Με το χαμόγελο του, την καθαρή του ποδιά και

τη ζάχαρη να κρέμεται απ' τα μουστάκια του. Κάθε που

βλέπει την Οριάνα να περνά απ ' έξω, τρέχει και την φιλεύει

σοκολατάκι. Διαφορετικό κάθε φορά. Τις προάλλες της έδωσε

ένα σε σχήμα καρδιάς και της έκλεισε το μάτι. Εκείνη το

'κανε μια χαψιά, γλύφοντας στο τέλος το μεσαίο δάχτυλο

του δεξιού της χεριού, βγάζοντας μακρόσυρτο επιφώνημα επι­

δοκιμασίας. Ο Σταθούκος έχυσε αμέσως. Δεν υπήρχε περί­

πτωση. Τέτοιος κορίτσαρος να περνά έξω απ' την πόρτα της

«Μελωμένης Ρούμελης» ήταν προμήνυμα πως η μέρα θα

πήγαινε καλά. Κι αν η μέρα σου ξεκινάει με χύσιμο, τι στο

καλό, καλά θα συνεχίσει!

Η Οριάνα κατέβηκε με τη ρόμπα ξεκούμπωτη. Τα βυζιά

της να χαιρετούν το σύμπαν, και τ' αυτοκίνητα να κορνάρουν

ανεξέλεγκτα. Σιγά μη δεν την έκανε τη ζημιά της πάλι!

Οκτώ η ώρα το πρωί, την αυτοπεποίθηση πρέπει να την ψ ω ­

νίζουμε αβέρτα. Πώς θα κυλήσει η μέρα, μου λέτε;

Μπαμπάς με μέλι μπόλικο και μέσα σαντιγί να σου τρε­

λαίνει τον ουρανίσκο. Κι όταν κατεβαίνει στο λαρύγγι, να το

κάνει λείο κι απαλό και να γαργαλάει τα σωθικά. Τέτοιον μύ­

ρισε η κούκλα και το ζήτησε αμέσως. Ο Σταθούκος, δούλος!

Ό,τι θέλει η καυλιάρα! Έκανε να της τον κεράσει, αλλά

άκουσε σφύριγμα οχιάς απ' το εργαστήρι, καθ' ό,τι η μάνα

του που κείνη την ώρα χτύπαγε στο μίξερ το μίγμα για το

παντεσπάνι, μύρισε την κολόνια της Οριάνας. Που σημαίνει

88

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

πως το πουτανίδιο από δίπλα, μπήκε στο μαγαζί. Που ση­

μαίνει πως ο γιόκας της θ' αρχίσει πάλι τα σαλιαρίσματα και

τα κεράσματα και οι εποχές είναι δύσκολες και πρέπει να

μπαίνει τίποτα και στο ταμείο. Αλλά πού να βρει ο Στάθης

το επιχειρηματικό μυαλό. Αυτός άλλο θέλει να μπαίνει κι άλ­

λο να βγαίνει. Και την Οριάνα την ζαχάρωνε καιρό τώρα.

Βρε, τι κακό μας βρήκε. Χάθηκαν οι κοπέλες από σπίτι; Αυ­

τή κάνει μπαμ ότι γαμιέται ολημερίς με ό,τι βρει μπροστά

της. Και το γουστάρει κιόλας. Αυτό πού το πας;

Σαν άκουσε το σφύριγμα από μέσα ο Στάθης, πήρε το χα­

ζό χαμόγελο. Η Οριάνα έγλειψε το πάνω χείλος της. Του πέ­

ταξε δυόμισι ευρώ στον πάγκο και πήρε τον μπαμπά στο χέρι.

Μάνα μου, μπροστά μου θα τον φας; Να το δω κι αυτό, κι ας

πεθάνω. Την ώρα που έκανε να κλείσει την ρόμπα, ο μπαμπάς,

γλίστρησε στην αριστερή της ρόγα. Μμμμ Τώρα, αν δεν

πλυθώ, Σταθούκο μου, θα κολλάω όλη μέρα. Φεύγω να ρίξω

λίγο νερό πάνω μου. Άλαλος ο νέος. Μάνα μου, να σε γλείψω

εγώ! Τώρα. Μη φεύγεις! Μα μπουρδουκλώθηκε η γλώσσα του

και δεν είπε τίποτα. Πού να πει, με την γκεστάπο να έχει στή­

σει αυτί και να κοπανάει συγχρόνως και τα μύγδαλα με τον

πλάστη; ΟΚ μάνα, το μήνυμα ελήφθη. Όβερ!

Σήμερα η καρακα'ιδόνα, είχε ραντεβού με τον γιατρό. Ευ­

τυχώς που η λιγούρα την ξύπνησε νωρίς, γιατί δεν είχε κα­

μία όρεξη να σηκωθεί απ' τις δέκα.

Μια βδομάδα τώρα, τ' αρχίδια που είχε κόψει της είχαν

φυτρώσει στον κώλο. Αιμορροΐδες ντε! Δεν μπορούσε να κά­

τσει ούτε λεπτό. Είδες η πουτάνα η φύση; Αργά ή γρήγορα

την παίρνει την εκδίκηση της. Δεν θες αγόρι μου αυτά που

σου 'δωσα και τα πετάς χωρίς να με ρωτήσεις; Πάρε να

'χεις! Σιγά μη σ' αφήσω ατιμώρητο. Αν θες, λέει, να κορο'ι-

89

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

δέψεις το Θεό τότε κάνε σχέδια. Έτσι και με τη φύση. Θα

κάνει αυτό που θέλει. Κι εκδικείται. Ναι! Με τρόπο μουλω­

χτό, πονηρό, βρώμικο. Από κει που δεν το περιμένεις.

Η Οριάνα ήταν όλο σκασίλα. Γαμώ τ' αρχίδια μου γαμώ,

και γαμώ την ησυχία μου τη μαύρη. Φταίει που η διατροφή

της τώρα τελευταία είναι στα «μη» της λίστας των διαιτο­

λόγων, καθότι δεν περιλαμβάνει ούτε μια πρασινάδα ή ένα

όσπριο τέλος πάντων, ή μήπως φταίει κείνο το παράξενο το

κόλπο που της έκανε ο Χρήστος ο σουβλατζής με τη σούβλα

απ' το κοκορέτσι; Η αλήθεια είναι ότι είχε πονέσει κάπως η

κωλοτρυπίδα της, αλλά ξέρω κι εγώ πάλι; Λες να είχε μείνει

καμιά λίγδα επάνω και της πείραξε το έντερο; Η Οριάνα έχει

αλλεργία στα λίπη. Ίσως αυτό να έκανε τη ζημιά. Ίσως!

Ο ντόκτορ απεφάνθη αμέσως! Ειδική δίαιτα, πολλές σα­

λάτες, ένα μπουκαλάκι σιρόπι λαδιού και δυο σωληνάρια αλοι­

φές κατάλληλες για την περίπτωση. Α! κι αν μπορεί η κού­

κλα να μην φοράει κιλότα για να αερίζεται καλά κείνο το μέ­

ρος! Για τρεις τέσσερις μερούλες αυτό το τελευταίο. ΟΚ;

Και μετά από μχα εβδομάδα, πάλι στον γιατρό. Για επανέ­

λεγχο και αξιολόγηση εκ νέου. Αχ, κορίτσι μου, δύσκολο

πράμα αυτό που έβγαλες. Εγώ θα σε κάνω καλά. Α! και μα­

κριά απ ' τα γλυκά αυτές τις μέρες. Φουσκώνουν!

Το πράμα του γιατρού είχε φουσκώσει επικίνδυνα, κι η

Οριάνα δεν είχε καμίΐά όρεξη για γαμήσι τούτο το απόγευμα.

Άντε από κει εσείς και τα καυλιά σας. Μη δείτε γυναίκα

της προκοπής κι αμέσως ξεσηκώνεστε. Ρε ουστ! Ίδια η για­

γιά της σ' αυτόν τον τομέα! Άπαξ φίλε μου κι η γριά δεν

ήθελε σικίσι, έπαιρνε τον πλάστη και χτύπαγε τον παππού

στ ' αχαμνά. Άρπα την πορνόγερε που θες γλυκάδια στην

ηλικία σου. Ουστ! Η γιαγιά ήταν τέλεια. Η Οριάνα έχει τη

90

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

φωτογραφία της δίπλα στο βάζο με τις ανεμώνες. Μερικές

φορές η γριά σα να της κλείνει το μάτι. Λες;

Τώρα, που είπα πλάστη! Δεν πρέπει να φάει γλυκό; Αμάν,

τι της είπατε τώρα γιατρέ μου. Αμάν! Τώρα είναι που η λι-

γούρα θα χτυπήσει κόκκινο. Αν κάτι απαγορεύεται, αυτό εί­

ναι που αποζητάμε περισσότερο. Και μας καρφώνεται στο

μυαλό. Και το θέλουμε συνέχεια, συνέχεια, συνέχεια!

Πρώτα η μορφονιά, πέρασε απ' το σπίτι. Κατέβασε την

κιλότα και την πέταξε στα άπλυτα. Το πρώτο βήμα για την

θεραπεία, έγινε. Το μόνο εύκολο. Άντε τώρα να βάλεις αλοι­

φή στο επίμαχο σημείο. Όχι, φίλε μου, όχι! Εγώ αρχίδια πά­

νω μου δεν ξαναπιάνω. Με τίποτα! Σιρόπι, ναι! Χόρτα, πά­

ει στο καλό! Αλοιφή, όχι!

Ο Σταθούκος κείνη την ώρα, έκλεινε το μαγαζί. Ε, είχε

βραδιάσει, πια. Τι διάολο; Μέρα θα 'ταν συνέχεια; Το ευλο­

γημένο το βράδυ ήρθε. Το γουστάρει το βράδυ η Οριάνα.

Κρύβει πολλά. Και μπορείς να κρύψεις και περισσότερα! Ή

να δείξεις όσα θες. Τώρα θα δείτε!

Η παμπόνηρη κατέβηκε τις σκάλες και στήθηκε στη γω­

νία. Είχε βάλει το μίνι το φούξια και την τακουνάτη τη μπό­

τα. Πήρε και το κομπολόι της μαζί, έτσι για να 'χει κάτι να

κρατάει. Μόλις είδε τον Στάθη, του γύρισε πλάτη στη μέση

του δρόμου, δήθεν ότι κοίταζε αλλού. Κείνος, την μπάνισε

αμέσως. Να, που θα τελειώσει καλά η μέρα. Το 'πα 'γω, δεν

το 'πα; Αν δεις την Οριάνα το πρωί, καλός οιωνός!

Σα κόντευε να τη φτάσει και σκεφτόταν τι έξυπνο θα πει

για να μη ξενερώσει η γκόμενα, το κορίτσι έσκυψε για να

πιάσει κάτι απ ' το δρόμο. Το κομπολόι καλέ. Έπεσε στις

πλάκες του πεζοδρομίου ανάμεσα, και το πούστικο σφήνωσε

και βγάλσιμο δεν είχε. Η μανάρα, στο σκύψιμο έμεινε. Η

91

ΛΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩ ΜΑΝΟ Γ

μπότα η τακουνάτη να της κάνει το πόδι αλφάδι και η μίνι η

φούστα να έχει ανεβεί ίσαμε τη μέση της. Καλέ, δεν φοράει

τίποτα από μέσα; Μα τίποτα; Παναγιά μου, τι έλαχε στον

νέο τον μουστακαλή με τη ζάχαρη στη μύτη!

Βρε Σταθούκο, τι καλά που βρέθηκες στο διάβα μου. Κοί­

τα ατυχία που με βρήκε βραδιάτικο. Την ώρα που γύρναγα

σπίτι. Μα τι μερα κι αυτή σήμερα. Κουρασμένη, πονεμένη

και συνέχεια όρθια. Όρθια μάνα μου, δε θα πει τίποτα. Ο

Στάθης είχε γίνει τούρμπο κι αναψοκοκκίνισε ολόκληρος.

Προσφέρθηκε να βοηθήσει με τη μία. Καλέ, τι εύκολο που

ήταν τελικά! Ξεσφήνωσε η κομπολογιά με την πρώτη! Το

χεράκι σου ήθελε μελωμενη μου Ρούμελη. Το χεράκι σου!

Μα το χεράκι σου το άλλο, τι γυρεύει κάτω απ ' τη φούστα

μου, μου λες; Τι γυρεύει;

Ο Σταθούκος είχε πείρα από αιμορροΐδες. Δυο φορές τον

μήνα έβγαζε ο άμοιρος και ήξερε απ ' αυτά. Καημένο μου κο­

ρίτσι. Και να μην έχεις κάποιον να σε φροντίσει. Ευτυχώς

που πέρασα από δω. Είδες η τύχη καμιά φορά παιχνίδια που

παίζει; Τα δάχτυλα του Στάθη, όλο γλύκα. Ε, τι ζαχαρο­

πλάστης ήταν. Κι απαλά απαλά. Να δεις πώς έβαζε την

αλοιφή, να θες να του γλύψεις τα δάχτυλα. Μόνο που πήγαι­

ναν και πιο κάτω τα δάχτυλα του. Κι όλο και πιο κάτω. Και

κει που ήταν να μπει η αλοιφούλα από πίσω, χωνόταν κι από

μπροστά. Και μέσα. Και βαθιά. Και πιο βαθιά. Αχ, βρε Στά­

θη εσύ και τα μέλια σου.

Τον πούτσο του τον άλειψε η Οριάνα με την αλοιφή. Ε,

ας κάνει κι εκείνη κάτι. Δυο σωληνάρια είχε πάρει. Κι αν

χρειαζόταν θα 'παιρνε κι άλλα. Ο γιατρός την άλλη βδομάδα,

δεν θα πίστευε στα μάτια του. θα έκανε ό,τι της έλεγε. Αμε!

Τους γιατρούς πρέπει να τους ακούμε. Ο Σταθούκος αναστέ-

92

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

ναξε. Πρόσεξε Στάθη μην με βάλεις από πάνω, γιατί δεν

μπορώ να κάτσω. Ξαπλωμένη μόνο. Εντάξει μανάρι μου;

Ό,τι πει η κουκλάρα μου! Ό,τι πει! Και να δεις για πότε

θα γιάνεις! Θα δεις!

Η «μελωμενη Ρούμελη» για μια βδομάδα, ήταν μέσ' την

καλή χαρά. Ο Σταθούκος σφύριζε ολημερίς κι οληνυχτίς. Η

άχνη ζάχαρη να φεύγει σύννεφο απ' την πόρτα και οι μυρωδιές

να απλώνονται σ' όλη τη γειτονιά. Ο Στάθης είχε όρεξη για

καινούργια γλυκά. Με νέες συνταγές θα πειραματιζόταν το μα­

γαζί. Η οχιά η σφυρίζουσα είχε απορίες. Τέτοια προκοπή ο

Στάθης, δεν ματάχε στη ζωή του. Τι κόλπα είναι αυτά πάλι;

Βλέπεις, η Οριάνα, σ' ένα πράγμα δεν άκουσε το γιατρό.

Στα γλυκά δεν είπε όχι. Ίσα ίσα που 'κανε κέφι κάτι κόλπα

με στριφογυριστή ζύμη γεμισμένη με καρύδια και άλλα μπινελί­

κια που είχε δει σ' ένα φυλλάδιο με συνταγές απ' την Πόλη.

Τα έδειξε του Στάθη την τρίτη μέρα της θεραπείας, την ώρα

που εκείνος χάιδευε την κωλοτρυπίδα της με το δεύτερο σωλη­

νάριο της αλοιφής, και τρελάθηκε να της κάνει το χατίρι. Ό,τι

πει η ζαργάνα. Ε, ας βγει και κάτι καλό απ' αυτή την ιστορία.

Μιας και παλεύουμε να εξαφανιστούν τα μπαλάκια, ας γλυκα-

θούμε κομματάκι απ' το στόμα. Μόνο που ο ζαχαροπλάστης

μας το παράκανε και της έφερνε με τις κούτες τις γλύκες. Και

πώς να αντισταθείς στους πειρασμούς; Εύκολο; Καθόλου!

Αχ γιατρέ μου, θα σου 'ρθω σε λίγες μέρες! Και κοίτα να

μου πεις καλά νέα. Ούτε ίχνος να μην έχει μείνει απ ' αυτά

τα αντιπαθητικά πράματα. Τ' ακούς; Αλλιώς θ' αναγκαστώ

να φάω όλη τη Ρούμελη και μετά θα θέλω διαιτολόγο.

Τπάρχει άραγε κανείς καλός σ' αυτή τη γειτονιά; Έτσι, γε­

ρός, αντρουκλαράς και βαρβάτος; Καλά, ας έρθει εκείνη η

ώρα και τα λέμε...

93

17.

— Η γιαγιά μου ήταν απ ' την Πόλη, είπε ο ψυχολόγος

αφού σταμάτησε ο Επαμεινώνδας. Κι έφτιαχνε κάτι σοροπια-

στά, να γλείφεις τα δάχτυλα σου και σταματημό να μην

έχεις.

— Εμένα μ' αρέσουν τα σοκολατάκια, είπε ο Επαμεινών­

δας. Ιδιαίτερα προτιμώ αυτά με το ολόκληρο βύσσινο μέσα.

Θα φέρω την άλλη φορά, να γλυκαθούμε κιόλας.

— Μπα! Άστε το καλύτερα. Με πειράζουν στο στομάχι...

Αλήθεια, ποια η σχέση σας με την μητέρα σας;

— Καλά, πού κολλάει αυτό τώρα; Για γλυκά μιλάγαμε.

— Νομίζετε...

Εκείνο το βράδυ ο Επαμεινώνδας δεν κοιμήθηκε καλά.

Συνήθως δεν είχε πρόβλημα στον ύπνο. Αυτή τη φορά τα

όνειρα του ήταν βίαια, κουραστικά, ακαταλαβίστικα.

Σηκώθηκε, έκανε ένα μπάνιο κι έμεινε ξύπνιος ως τα χα­

ράματα. Δεν πειράζει. Η νύχτα κάνει καλή παρέα όταν τα

όνειρα δεν σε θέλουν...

Κάθισε κι έγραψε. Ένα κείμενο για το φεγγάρι. Αυτό δεν

θα το δείξει στον ψυχολόγο. Δεν αφορά την Οριάνα. Και ήταν

αποφασισμένος να μην βάλει τίποτ' άλλο α ν ά μ ε σ α τους. Ή

μήπως πρέπει να το δείξει; Σίγουρα κάτι θα σημαίνει, αλλά

μήπως μπλέξουν τα πράγματα χειρότερα;

94

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

Το διάβασε τέσσερις φορές πριν το βάλει στο γνωστό άλ­

μπουμ αποθήκευσης. Την τελευταία, στήθηκε μπρος στον

καθρέφτη. Το είπε δυνατά:

Κάτω ο ήλιος ζήτω το φεγγάρι!

Από ζωντανός που ήμουνα δεν ήθελα τον ήλιο! Χτυπούσε

ανελέητα το φως του και μου 'καιγε το πρόσωπο. Κλείναν τα

μάτια μου αυθόρμητα σαν έπεφταν οι αχτίδες του πάνω μου κι

έβριζα την ώρα και τη στιγμή που είχε καλοσύνη η μέρα. Ένα

Καλοκαίρι, ως και φακίδες είχα βγάλει όταν βγήκα στο κατά­

στρωμα του πλοίου να ξεράσω στη θάλασσα το πρωινό που εί­

χα φάει νωρίτερα εκείνο το πρωί, μιας και η καταραμένη μέρα

που διάλεξα να πάω στη Μύκονο ήταν ηλιόλουστη!

Τη νύχτα γούσταρα πολύ! Είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι

θέλεις χωρίς να δίνεις στόχο. Περπατάς με ξεκούμπωτα πα­

ντελόνια, τρέχεις στα σοκάκια σφυρίζοντας στις γκόμενες

χωρίς να βλέπουν το πρόσωπο σου, καπνίζεις και κάνα τσι-

γαριλίκι χωρίς να κάνεις «μπαμ» για το τι πράμα φουμά-

ρεις...

Η πανσέληνος είναι μαστούρα! Ολόγιομο είναι τρέλα, το

γαμημένο! Βλέπεις τις μάγισσες με τα σκουπόξυλα που πε­

τάνε πάνω του, ακούς τα γέλια τους, και τις χαζεύεις να

χαϊδεύουν τα στήθη τους, σαν να σε προσκαλούν να πας εκεί

πάνω και να τις πάρεις επί τόπου... Καύλα σκέτη!

Μέρα ήταν που σκοτώθηκα! Ο πούστης ο ήλιος να χαμο­

γελάει σαρδόνια από ψηλά, να μου ρίχνει κιτρινοκόκκινα χα­

στούκια, κι εγώ να προχωράω με μισόκλειστα μάτια! Ο μα­

λάκας που έπεσε πάνω μου με το μπουρδέλο που οδηγούσε,

είχε πάθει καρδιακό. Το έμαθα αργότερα εκείνη τη μέρα, όταν

95

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

είχαν στριμώξει και τους δυο μας μέσα στο ασθενοφόρο. Εμε­

να νεκρό, και κείνον αναίσθητο. Τι να πεις; Σε όλους έρχεται

κάποτε αυτή η ώρα... Για άλλους με πιο εντυπωσιακό τρό­

πο, για άλλους με λιγότερο... Δε γαμιέται...!

Τώρα, κρύβομαι πίσω απ ' το φεγγάρι και βγαίνω μαζί

του. Κρέμομαι απ ' την άκρη του και τραμπαλίζομαι απ ' τις

κλωστές του. Ανεβαίνω στις μύτες του και βουτάω στο κενό.

Ρίχνω νύχτα, γίνομαι σκόνη, και πέφτω μαζί της.

Χτες, χώθηκα στο στήθος ενός νεαρού με ξεκούμπωτο

πουκάμισο. Έμεινα εκεί για ώρα. Άκουγα τους χτύπους της

καρδιάς του κι ανακατεύτηκα με τον ιδρώτα του. Μύρισα το

άρωμα του κι ένιωσα πιο ζωντανός από ποτέ...

Όταν έρχεται η αυγή, τρέχω και χάνομαι. Πηδάω στην

άλλη μεριά, εκεί που 'ναι το μαύρο... Διαμάντια τα μάτια

μιου, φωσφορίζουν, και τα φεγγάρια γίνονται δυό και τρία και

τέσσερα... Φτιάχνω τα θέλω μου, ξεχνάω τα πρέπει μου, μα­

γειρεύω τις αισθήσεις μου...

Φεγγάρι λεύτερο, φωτεινό, αιμάτινο, συννεφιασμένο, σκο­

τεινό, μεθυσμένο, παθιάρικο, αναστενάρικο, ερωτικό, μυστήριο,

χύσιμο τ' ουρανού στη μήτρα της νύχτας που γεννά τ'

άστρα... Κι εγώ, ο καπνός ο αλήτης που γυρνάει τις νύχτες

και τυλίγεται γύρω του, μπερδεύεται στους λόφους του και

ξαπλώνει στις πεδιάδες του...

Αιώνια ζωή, μάγκα μου...! Αιώνιο πέταγμα με τα φτερά

της νύχτας... ! Μη μου μιλάτε...! Τώρα είναι η σειρά μΛυ να

ζήσω... !

96

18.

Μπα! Θα αφήσει το κείμενο να μουλιάσει και μετά βλέπου­

με. Η Οριάνα έχει προτεραιότητα τώρα. Αυτή η γυναικάρα

που τον έχει μαγκώσει α π ' το λαιμό και δεν τον αφήνει ν'

ανασάνει.

Και γιατί όλο και πιο συχνά, τώρα τελευταία, πιάνει τον

εαυτό του να αντιδρά όπως θα αντιδρούσε εκείνη; Να, προ­

χθές που ήταν στο μπαρ, έκλεισε το μάτι σ' έναν τύπο που

καθόταν στο απέναντι τραπέζι. Κι ας συνόδευε εκείνος γυναί­

κα. Θα την σταμάταγε την Οριάνα κάτι τέτοιο; Ποτέ!

Να θυμηθεί να το αναφέρει κάποια στιγμή στον ψυχολόγο.

Ή μήπως όχι;

97

19.

Συνεδρία ένατη

Τι εφιάλτης κι αυτός!

Παναγιά παρθένα τι 'ταν τούτο πάλι! Μούσκεμα έγινε η γορ­

γόνα μιέσ' τα μαύρα τα μεσάνυχτα. Πετάχτηκε απ' τον ύπνο

της καταϊδρωμένη φωνάζοντας άναρθρες κραυγές. Τα μαλλιά

της μπλεγμένα γύρω απ ' το λαιμώ και τα στήθη της να ανε­

βοκατεβαίνουν πάνω κάτω α π ' την ανάσα της που είχε γίνει

γρήγορη. Σταγόνες έτρεχαν ανάμεσα τους και το ρυάκι που

σχηματίστηκε κατέβαινε μέχρι την τρύπα του αφαλού της,

φτιάχνοντας μια μικρή λιμνούλα που ξεχείλιζε και πήγαινε

όλο και πιο κάτω για να καταλήξει στο θαυματουργό βουνα-

λάκι με τις τρίχες που δέσποζε ανάμεσα α π ' τα πόδια της. Τι

θέαμα! Αν την φωτογράφιζε κάποιος κείνη τη στιγμή, θα

απαθανάτιζε ίσως την πιο καυλιάρικη στιγμή της Οριάνας.

Φυσική, ανεπιτήδευτη, πιο sexy από ποτέ!

ΦΥΓΕΤΕ! ΦΓΓΕΤΕ! Ακούστηκαν οι κραυγές στο δωμά-

98

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

τιο χωρίς να έχει ακόμη συνειδητοποιήσει πως ήταν ξύπνια!

Μπερεκέτι βαρβάτο, δίμετρο και ολόστητο είχε φυτρώσει,

λέει, ανάμεσα της και είχαν εξαφανιστεί όλες οι επεμβάσεις

που της είχαν κάνει στη Γουατεμάλα. Βύζαροι γιοκ! Χειλά-

ρες γιοκ! Μουνί άφαντο! Αυτός κι αν ήταν εφιάλτης! Έβλε­

πε, λέει, όνειρο πως προβάριζε μαγιό στα δοκιμαστήρια του

πολυκαταστήματος, κείνου του καινούργιου που άνοιξε στη

Πάτρα, μια ώρα δρόμο απ' το δ ι α μ έ ρ ι σ μ α της. Είχε πάει και

στα εγκαίνια. Κει να δεις! Κούκλα για τη βιτρίνα της είπαν

πως την θέλουν για να τραβάει τα μάτια των περαστικών. Κι

αν το έλεγαν στα σοβαρά, η Οριάνα θα δεχόταν την πρό­

σκληση με τη μία! Ξέρεις γνωριμίες που μπορείς να κάνεις

έτσι; Άσε που θα 'βγαζε και κανένα φράγκο παραπάνω και

οι ανάγκες ήταν πολλές. Μάνι μάνι ένα ζευγάρι καλτσοδέτες,

ξέρετε πόσο κάνει; Ίσαμε τα γεύματα μιας εβδομάδας. Αμέ!

Και τα λεφτά που της έστελνε η μάνα της κρυφά απ' το

χωριό, σουφρώνοντας τη τσέπη του πατέρα όταν εκείνος ήταν

πιωμένος, δεν έφταναν ούτε για ζήτω! Έπρεπε να βρει δου­

λειά και γρήγορα μάλιστα. Καλά...αυτό είναι μια άλλη ιστο­

ρία!

Το πατατράκ που έπαθε με τ' όνειρο ήταν απ' τα λίγα.

Κει, λοιπόν, που δοκίμαζε το μαγιό, κι είχε βάλει το σουτιέν

στις τουρλωτές της βυζάρες (όπου καλύπτονταν μόνο οι ρό­

γες, μη φανταστείς κάτι παραπάνω!), πήγε να βγάλει και το

βρακί της. Ας απαγορεύονται κάτι τέτοια στα δοκιμαστήρια.

Σιγά μη κωλώσει η μαντάμ. Ας της έλεγε κανείς τίποτα κι

εκείνη θα σούφρωνε τις χειλάρες της κοντά του. Αν δεν του

κοβόταν η φωνή, τότε θα εξαφανίζονταν από προσώπου γης

όλοι οι τρανς του κόσμου. Γίνονται κάτι τέτοια; Δε γίνονται!

Με το που κατέβασε το βρακί, ήρθε ο κόσμος τούμπα.

99

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

Σαν κάποιο πόδι απ ' το υπερπέραν να έδωσε μια κλωτσιά

στη γη, και να ήρθαν τα πάνω κάτω. θεέ και Κύριε! Καυ-

λί! Ανάμεσα απ ' τα πόδια της να ξεπροβάλλει ό,τι είχε κό­

ψει! Κι αυτό, μάνα μου, δεν ήταν ό,τι κι ό,τι! Αυτό ήταν

τρεις παπαρδέλες μαζί στην τιμή του ενός! Η Οριάνα, κραύ­

γασε! Μαλάκα μου, όχι τέτοια κόλπα. Όχι σε μένα τέτοια

φάρσα, θέλει να γελάσει ο θεός μαζί μου; Ας μου αλλάξει

χρώμα στα μαλλιά. Ας μου βάλει σκουλαρίκια στις ρόγες. Ας

μου χώσει κάτι στον κώλο, τέλος πάντων! Αλλά όχι τούτο

το χουνέρι! θε μου, όχι!

Και ο εφιάλτης δε σταμάτησε εκεί. Γιατί σε εφιάλτη εξε­

λισσόταν το όνειρο. Αυτομάτως, το σουτιέν που είχε προβάρει,

άρχισε να αποκτά τέλεια εφαρμογή στο στήθος. Και δε στα­

μάτησε εκεί. Δε σταμάτησε. Αυτό σούφρωσε καλέ, κι έμεινε

να κρέμεται μετέωρο α π ' το λαιμό της. Γιατί οι βύζαροι οι

καραμπινάτοι, μίκραιναν και όλο μίκραιναν, μέχρι που εξαφα­

νίστηκαν τελείως. Κι έμειναν μόνο κάτι ρόγες σε μέγεθος φα­

κής, ένα πράμα!

Η Οριάνα πήγε να λιποθυμήσει. 'Αρχισε ο ιδρώτας να

τρέχει αυλάκι. Η καρδιά της να χτυπά σα τρελή. Να κοιτά­

ει στον καθρέφτη και να μην το πιστεύει. Κι αυτά τα χείλη

της, όσο φώναζε, τόσο να μικραίνουν και να γίνονται μια λε­

πτή κλωστή πάνω στο στόμα! Αχ! πού πήγαν οι χειλάρες οι

φτιαγμένες για τσιμπούκια, πού πήγαν;

Όσο το ένα μάτι της προσπαθούσε να αποφύγει το απο­

κρουστικό αυτό θέαμα, τόσο το άλλο έριχνε κλεφτές ματιές

στ ' αχαμνά της. Δυο αρχίδια είχαν φυτρώσει απ' το πουθε­

νά, ίσα μ' ένα πορτοκάλι το καθένα. Κι απ' αυτά της Λα­

κωνίας. Τα μεγάλα! Όχι αστεία! Που τα διαλαλούν οι λαϊ-

κατζήδες στους πάγκους και τρέχουν οι νοικοκυρές να τα

100

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

προλάβουν: Δω τα καλά τα πορτοκάλια. Να τα πιάνεις, μά­

να μου, και να μη σου κάνει καρδιά να τα μαχαιρώσεις. Φω­

τογραφία να θες να τα βγάλεις και να τα 'χεις κάδρο για την

κουζίνα.

Το δοκιμαστήριο, λέει, απ ' έξω, άρχισε να μαζεύει κόσμο.

Γιατί φωνάζει η γκόμενα καλέ; Ποντίκι είδε; Εδώ, έπρεπε να

επιληφθεί ο ίδιος ο μαγαζάτορας. Ο πανικός ήταν μεγάλος.

Μη πλακώσει καμιά τηλεόραση, κάνα κουτσομπολοκάναλο

και κλείσει και το μαγαζί. Γιατί αυτοί με τις κάμερες, δουλειά

άλλη δεν έχουν, παρά να ξετρυπώνουν σκάνδαλα. Ν' ακούσουν

τις φωνές της πηδήχτρως απ ' το δοκιμαστήριο την ώρα που

περνούν απ' έξω και να μπουκάρουν με τα μικρόφωνα ανά χεί­

ρας. Όχι! Δεν είμαστε για τέτοια. Ο υπεύθυνος θα ξεκαθαρί­

σει το θέμα αμέσως. Το πολύ πολύ, αν είδε κάτι και λιποψύ-

χησε το κορίτσι κι έφταιγε το κατάστημα, θα της έκανε δώ­

ρο το μαγιό, να πα στο διάολο, κι ούτε γάτα ούτε ζημιιά.

Κι άνοιξε την κουρτίνα ο τυπάκος με το κοστούμι και τη

μωβέ γραβάτα. Την άνοιξε, που να μην την άνοιγε. Κι αυτό

που είδε θα 'κανε να το ξεχάσει μόνο με τρία χρονάκια ψυ­

χανάλυση. «Η μανιβέλα» της Οριάνας να κοντεύει να βγει

απ' το δοκιμαστήριο και το σουτιέν να κρέμεται απ ' τον ώμιο.

Α! και κάτι τρίχες είχαν αρχίσει, λέει, να φυτρώνουν στην

πλάτη. Το μαλλί το πλατινέ όμως, στο ύψος του. Ή μάλ­

λον, στο μάκρος του. Γιατί το μόνο που είχε μείνει απ ' τη

μετάλλαξη, ήταν τα εξτένσιονς που είχε κάνει στο Κολωνά­

κι, πάνω στην Αθήνα. Καλό μαγαζί. Είδες; Πλήρωσε κάτι

παραπάνω στην αδερφή που της τα έφτιαξε, αλλά η καλή

δουλειά δεν πάει ποτέ στράφι, θα το σύστηνε και στην Ανα-

μπέλα! Μωρ', τι λέμε τώρα;

Η πανικοβλημένη, είχε ρίγη απ' την πολύ τρομάρα. Να

101

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

προσπαθεί να καλύψει με τα δυο της χέρια τα ακάλυπτα, κι

ο τύπος με το κοστούμι να προσπαθεί να κλείσει την κουρτί­

να, έχοντας στη μάπα του την πιο ηλίθια έκφραση που μπο­

ρεί να είχε κάποιος την ίδια στιγμή, ακόμα και κάτω από τις

ίδιες συνθήκες, σ' ένα παράλληλο ίσως σύμπαν! Και να δεις

που έπαιρνε μάτι ο αθεόφοβος. Η κούκλα να παρακαλεί να

κάνει κάτι — ας βρεθεί ένα πριόνι, τέλος πάντων — κι εκείνος

να φέρνει τη μεζούρα. Θε μου, τούτο το πράμα πάει για τα

Γκίνες.

Δε σας τα πα 'γω; Να και τα κανάλια! Οσμίστηκαν κα­

μένο φαί κι έτρεξαν οι ξετσίπωτοι. Εμ, τέτοιες φωνές, ξυπνά­

νε και πεθαμένο. Για πότε άστραψαν τα φλας, κι οι απευθεί­

ας συνδέσεις, δεν μπορώ ακόμα να το συλλάβω. Η Οριάνα,

το μόνο που μπόρεσε να κάνει, ήταν να ξεσκίσει την κουρτί­

να του παραβάν και να καλύψει το θεόρατο πράμα της. Ευ­

τυχώς, το κορίτσι, άρχισε να παίρνει στροφές! Μετά το πρώ­

το σοκ, η λογική επανέρχεται! Έβγαλε και το σουτιέν απ'

το λαιμό. Η κουρτίνα κάλυπτε μάνο απ ' τη μέση και κάτω.

Δεν πειράζει. Τουλάχιστον να μην φαίνεται το «πολυβόλο».

Φωνές, φασαρίες, κακό! Την έπιασαν τα κλάματα. Φύγετε,

επιτέλους, φύγετε! Φύγετε! ΦΤΓΕΤΕ!

Κι έτσι πετάχτηκε απ' το απαίσιο αυτό όνειρο που της

έφερε — ποιος ξέρει ποιος — στον μέχρι τώρα ατάραχο ύπνο

της. Κυκλοφορούν στην πιάτσα κάτι μάγισσες, που με κάτι

και-γαμώ-τα-ματζούνια, κάνουν ό,τι τους ζητήσεις. Λες κά­

ποιος γκόμενος που δεν του κάθισε η Οριάνα να πήγε να της

κάνει μάγια; Λίγοι τρελοί κυκλοφορούν στην πιάτσα;

Όταν ηρέμησε κάπως η ανάσα της, έβαλε απευθείας το

χέρι ανάμεσα α π ' τις ποδάρες της. Έπιασε μουνί. Ουφ! ευ­

τυχώς! Για να σιγουρευτεί λίγο ακόμα, το έτριψε κομματάκι

102

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

παραπάνω. Οι διαβεβαιώσεις ποτέ δεν έβλαψαν κανέναν. Κα­

λύτερα να είμαστε σίγουροι, παρά να έχουμε απορίες! Τα πυ-

ραυλωτά της στήθη δεν ήταν ανάγκη να τα πιάσει. Αυτά

έβγαζαν μάτι. Οι ρόγες της μονάχα, α π ' την ένταση, είχαν

σκληρύνει και την έτσουζαν. Δεν πειράζει. Φτάνει που είναι

γυναίκα στην πραγματικότητα. Ας τσούξει και κάτι. Οι γυ­

ναίκες όλο τσουξίματα είναι εξ' άλλου. Πότε πάνω, πότε κά­

τω. Ιδίως κάτω! Έπιασε τα χείλη της. Τα έγλυψε. Μάνα

μου, εδώ σας έχω όλους! Πάνω κει. Και μες τη γλώσσα μου

την υγρή. Και μες τη τρυπάρα μου την ζαχαρένια. Που σα

κολλάτε μέσα της, δεν λέτε να βγείτε!

Τι σόι νύχτα ήταν αυτή, τώρα, δεν έχει βγάλει συμπέρα­

σμα η κουνίστρω! Λες να 'ταν κάποιο μήνυμα απ ' τ' αστέ­

ρια; Ή να 'βλεπε κάνα όνειρο ο πούτσος της ο πεταμένος,

και να 'ρθε κατά κάποιο τρόπο και στον δικό της ύπνο; Αμάν

με τα υπερφυσικά! Λιγότερη τηλεόραση, Οριάνα μου, δεν

βλάπτει. Άνοιξε κάνα βιβλίο, που λέει ο λόγος. Επεκτείνει

τη σκέψη. Ας τα κολλήματα με τους στενοχωρημένους πού­

τσους! Κόφτο, επιτέλους!

Ευτυχώς που το ουίσκι υπάρχει άφθονο στο δ ι α μ έ ρ ι σ μ α

της. Ένα ποτηράκι και σκοτώνει τα ονειροπαρμένα κύτταρα.

Τώρα θα δείτε. Μου κάνατε χουνέρι απόψε; Πνιγείτε καθάρ­

ματα! Πνιγείτε! Με δυο ποτηράκια, να δεις που θα βλέπει

να χορεύει σάμπα στην πλατεία κι όλοι να τον παίζουν για

πάρτη της!

Ξουτ από δω εφιάλτες και παρελθούσες εποχές! Βρε, η

Οριάνα είναι γυναικάρα, χωρίς αμφισβήτηση. Επιθυμητή, ζου­

μερή, χυμώδης! Τ' ακούς γαμημένο υποσυνείδητο; Τ' ακούς;

103

20.

Ο ψυχολόγος χαμογέλασε στον Επαμεινώνδα. Ήταν η

πρώτη φορά που του μίλησε στον ενικό:

— Γράφεις πολύ καλύτερα απ' ό,τι μιλάς, το ξέρεις;

— Ναι, το ξέρω, είπε ο Επαμεινώνδας.

Ο ψυχολόγος σηκώθηκε και πήγε στο γραφείο του.

Έβγαλε κάτι από ένα συρτάρι και γύρισε στη θέση του, δί­

πλα στον Επαμεινώνδα. Του έδειξε μια ζωγραφιά σ' ένα χαρ-

τι.

— Τι νομίζεις πως είναι αυτό; τον ρώτησε

Ο Επαμεινώνδας δεν σκέφτηκε καθόλου. Πέταξε το πρώ­

το πράγμα που του ήρθε στο νου.

— Ένας σκίουρος που κάνει σκι πάνω σ' ένα μουνί!

104

21.

Συνεδρία δέκατη

Όχι άλλα λουλούδια

Τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα και κρίνοι. Γαμώ τα κωλολούλου-

δα. Καλημέρα ζαργάνα μου. Πάρε ένα μπουμπουκάκι να το

βάλεις στο πέτο. Όπως μυρίζει εκείνο, έτσι να μυρίζουνε τα

πάνω σου και χίλιοι άντρες να σέρνονται στα κάτω σου. Τέ­

τοιες χαζομάρες ακούει στο διάβα της η Οριάνα και της έρ­

χεται να ξεράσει. Λουλούδια και μαλακίες. Μπουμπούκια και

αρχιδιές. Τριαντάφυλλα μ' αγκάθια και γλαδιόλες με κοτσά-

νια ενός μέτρου. Ρε, δε γαμιόμαστε λέω 'γω!

Η Οριάνα ανέκαθεν δεν τα πήγαινε καλά με τα λουλούδια.

Δεν είναι θέμα αλλεργίας, όχι! Είναι θέμα αηδίας. Ποτέ δεν

της άρεσε η σκηνή μ' έναν επίδοξο μαλάκα που κρατάει στο

χέρι του μια παπαροανθοδέσμη και προχωράει στο δρόμο σα

να κουβαλάει το πρώτο βραβείο ανδρείας. Μάλιστα! Πιο χα­

ζό θέαμα δεν υπάρχει. Να προχωράει ο τύπος και να σκορπί-

105

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

ζεται γύρω του η κίτρινη η γύρη, να τον λούζει στο φως της

ημέρας δημιουργώντας του ένα άθλιο φωτοστέφανο και κείνος

να 'χει ζωγραφιστό στο ηλίθιο πρόσωπο του το πιο άθλιο χα­

μόγελο. Και η πλάκα είναι πως νομίζει ότι είναι και ο πρώ­

τος. Ο πρώτος γαμιάς, ο πρώτος ευγενής, ο πρώτος τρυφε-

ρούλης και γλυκούλης και αχ! -ο-πώς-ξέρει-τι-θέλουν-οι γυ-

ναίκες-άντρας! Ρε, άντε από κει.

Στο χωριό της, δεν είχαν καθόλου τέτοιες συνήθειες.

Ήθελε κάποιος να γαμήσει; θαυμάσια! Έλα κάτω μωρή να

σου δείξω τι εστί βερίκοκο, θες λουλούδι; Έχω εγώ μπουκε-

τάκι χάρμα να σου φορέσω. Μετά, μανάρι μου, πάμε και για

κάνα διπλόπιτο να στανιάρουμε. Έτσι, ναι! καθαρές κουβέ­

ντες. Με το πέος ανά χείρας κερδίζεις περισσότερα. Δείχνεις

εξ' αρχής την ταυτότητα σου. Με τα γαμολούλουδα, η πρώ­

τη εντύπωση που περνάς, είναι του πούστη. Έχουμε μπου­

χτίσει από δαύτους. Όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, όλο τέ­

τοιους βλέπεις. Βήμα και πούστης. Ματιά και κούνημα. Νι­

σάφι πια!

Τις προάλλες η Οριάνα πέρναγε έξω από ένα ανθοπωλείο.

Ο λουλουδάς έσπευσε με το που την είδε να της προσφέρει

ένα δείγμα απ' το εμπόρευμα, κάνοντας τον καμπόσο επίδοξο

επιβήτορα. Είχε ύφος γλειψιματία και βλέμμα πεινασμένου.

Γαρδένια έκοψε απ ' τη γλάστρα της βιτρίνας κι ήρθε μπρο­

στά της μ' ένα ακροβατικό κόλπο και της την έχωσε κάτω

απ' τη μύτη. Για την γκομενάρα της γειτονιάς και όλων των

περιχώρων. Για καλή μέρα, για καλό δρόμιο και για καλή τύ­

χη. Τα σάλια του να χύνονται στο άσπρο το λουλούδι και ο

ιδρώτας ανάμεσα απ ' τον πούτσο του να κάνει τα καλαμπα-

λίκια του να τρίζουν. Όπως με το υγρό πιάτων στη διαφήμι­

ση, ένα πράμα. Η δικιά μας, πήρε τη γαρδένια και σούφρωσε

106

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

τη μύτη. Σήκωσε τη φούστα της την κοντή ψηλά, και έχω­

σε το λέλουδο μέσα στο βρακί της. Κει το θέλω, μάγκα μου.

Να μοσχοβολάει το μουνί μου. Και να μου χαϊδεύει τις μου-

νότριχες με τα πέταλα του. Και να μου χώνεται το κοτσάνι

στην τρύπα. Κει να δεις χαμόγελο που θα 'χω όλη μέρα. Κι

ας αναρωτιούνται οι ηλίθιοι γιατί σήμερα κουνιέμαι περισσότε­

ρο από ποτέ. Ο ανθούλης με το μαγαζί της μαλακίας, άνοιξε

το στόμα του διάπλατα. Αυτό δεν του είχε ματατύχει στην

λουλουδοκαριέρα του. Το πράμα του παλλόταν με τη δύναμη

κομπρεσέρ απ' την πολλή την καύλα, αλλά η Οριάνα μας,

πρόλαβε κι έστριψε τη γωνία. Έτσι πήγε και τον έπαιξε πά­

νω απ' τις φρέζες και πότισε με τα χύσια του τη γλάστρα με

τους πανσέδες. Ε, ρε μάνα μου τι θα δουν ακόμη τα μάτια

μας!

Η Οριάνα πήγαινε σε ραντεβού για δουλειά. Ταμείο σε κά­

ποιο μαγαζί σε κεντρικό δρόμο, αν είχε καταλάβει καλά απ '

την αγγελία σε μια τσαλακωμένη και γλιτσιασμένη εφημερί­

δα που είχε κάνει λαθρανάγνωση μια μέρα στη στάση ενός

λεωφορείου από έναν πιτσιρικά που έτρωγε πιροσκί. Σιγά μη

ξοδέψει η κοκόνα λεφτά για να πάρει εφημερίδα. Παλιόχαρτο

με γράμματα ανακατωμένα σε διάταξη που προκαλεί πανικό.

Ουστ! που θέλετε να τρομάζετε τον κόσμο για να αγοράζει

τα γραψίματα σας. Όλο για αρρώστιες, βιασμούς, σκοτώμα­

τα και αλληλοφαγώματα λένε όλες αυτές οι φυλλάδες. Ανε­

ξαιρέτως. Και σε παραπλανούν αβέρτα. Σα να μην έχεις τι

άλλο να κάνεις. Πρέπει οπωσδήποτε να ενημερώνεσαι, σου

λέει. Αλλιώς, είσαι άσχετος. Και για τους άσχετους, δεν έχει

χώρο η κοινωνία. Και για ποιους έχει ρε; Για ποιους; Για

τους φαταούλες και τους ψεύτες; Μακριά!

Τι σόι μαγαζί ήταν, δεν έλεγε η καταχώρηση. Μόνο το

107

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

όνομα του: ΙΔΕΑ. Τι σκατά είναι αυτό πάλι, τώρα θα δούμε.

Ο καθένας βαφτίζει την επιχείρηση του πλακώνοντας και

στύβοντας το χαζό του το κουρκούτι με σκέψεις επί σκέψεων

και στο τέλος αναφωνεί ΕΤΡΗΚΑ! ως άλλος Αρχιμήδης,

νομίζοντας ότι έχει βρει την ανακάλυψη του αιώνα. Και το

μώνο που καταφέρνει είναι να διανθίσει την καθημερινότητα με

ακόμη μία παπαριά υψίστης μαλακίας. Διανθίσει! Ωραίο ρή­

μα, ε; Αι στο διάολο από κει, εσείς και τα άνθη σας! ΙΔΕΑ.

Να 'ναι καμιά καφετέρια που μαζεύονται τίποτα ρέμπελοι και

συζητούν για την ανύπαρκτη ζωή τους, προσπαθώντας να

κατεβάσουν καμιά φαεινή για να την κάνουν πιο μυρωδάτη;

(μυρωδάτη; στο διάολο!). Ή να 'ναι κάνα μαγαζί με διάφο­

ρα αξεσουάρ που φορώντας τα σε κάνουν να ξεχωρίζεις σα

την παπαρούνα μες τα βούρλα; (παπαρούνα; ξανά στο διάο­

λο!)

Και έπεσε η δικιά μας μούρη με μούρη με το αναθεματι­

σμένο το κατάστημα. Γωνιακό και περιποιημένο. Μες τα

χρώματα και τα αρώματα, πανάθεμά το. ΙΔΕΑ; Όχι βέβαια!

ΟΡΧΙΔΕΑ έλεγε το μαλακισμένο και γαμώ τον πούστη τον

πιτσιρικά με το γαμημένο το πιροσκί και τα λάδια του που

έπεσαν στην αγγελία και την έκαναν μισή. ΟΡΧΙΔΕΑ! Λου-

λουδάδικο με τα όλα του. Με τη βιτρίνα του την πολύχρω­

μη, τα ψυγεία του τα γεμάτα μοσχοβολιστές αηδίες και τις

γλάστρες του σε πλήρη παράταξη. Με τα τριαντάφυλλα, τα

γαρύφαλλα, τις γλαδιόλες με το δίμετρο κοτσάνι (πού είστε

περασμένα μου μεγαλεία!), με τις κάτασπρες γαρδένιες, και

φυσικά τις αρχιδεμένες ορχιδέες του.

Να μπει, ή να μην μπει; Να πάει ή να μην πάει; Έπρε­

πε όμως να βγει το νοίκι, μάγκα μου! Να βγει το νοίκι του

μήνα. Ίσως και του επόμενου, αν άντεχε, που δεν το βλέπω.

108

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

Και που δεν το βλέπει ούτε εκείνη. Έτσι, έκανε το βήμα και

μπήκε μέσα.

Βρε, βρε, για κοίτα κάτι λουλουδικά που έχουν ένα πράμα

που μοιάζει με καυλί σηκωμένο. Ανθούρια; Ό,τι πει ο ειδικός.

Σα να αποκτάει ενδιαφέρον το πράμα εδώ μέσα. Αλλά πολύ

μπόχα ρε παιδί μου, όμως. Πολύ μπόχα. Όλες αυτές οι μυ­

ρωδιές μαζεμένες, σου φέρνουν ζαλάδα! Και η ιδιοκτήτρια,

γυναίκα!, τώρα δέσαμε! Το ένα κακό μετά το άλλο! Δεν προ­

βλέπεται και κάνα γαμήσι να περάσει η ώρα.

Τις τρεις πρώτες μέρες η Οριάνα, ξέσκισε τα δάχτυλα της

με τα αγκάθια απ ' τα σκατοτριαντάφυλλα. Ταμείο, ταμείο,

αλλά η μαντάμ την έβαζε πού και πού να ξαλαφρώνει τα

λουλούδια απ' τα πολλά τα φύλλα. Άσε που σπάνε και τα

πρόσθετα τα νύχια όταν τα χώνεις μες τα κοτσάνια και τρα­

βάς τα σάπια. Μπλιάχ! Την πέμπτη μέρα άρχισε να φτερνί­

ζεται. Πάνω στη δεύτερη βδομάδα, μύριζε σαν νεκροταφείο.

Η ιδέα της ενισχύθηκε όταν ήρθαν απ ' τον Άγιο Τρύφωνα

παραγγελία έξι στεφάνια για την κηδεία του συζύγου μιας και

γαμώ τις χήρες, που την έπιασε ο συχωρεμένος καβάλα στα

τέσσερα με τον πιτσαδόρο. Ο τύπος δεν άντεξε και τέζαρε με

το που τους πήρε μάτι να το κάνουν πάνω σε μια σούπερ

σπέσιαλ με ανανά και γαρίδες (τι γούστα που έχουν μερικοί!).

Ο κακομοίρης, είχε φέρει, λέει, κι ένα μάτσο αγκινάρες να

του τις φτιάξει η λεγάμ£νη αβγολέμονο. Πού να φανταζόταν

ότι η τελευταία του εικόνα α π ' αυτόν τον κόσμο θα ήταν το

καυλί του ντελίβερι μπόι να κάνει ακροβατικά στον κώλο της

λιγωμένης για πίτσα μανίτσας του. Μα αγκινάρες Χριστιανέ

μου; γ ι ' αυτό στα φόραγε η μπασαβιόλα σου. Χάθηκαν οι

ζέρμπερες;

Μετά απ' αυτό, είδε στον ύπνο της η Οριάνα ότι πήγε

109

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

στον Παράδεισο κι ο Άγιος Πέτρος την καλωσόρισε δίνοντας

της μια κατακίτρινη μαργαρίτα. Μ' αγαπά, δεν μ' αγαπά;

Μ' αγαπά, δεν μ' αγαπά; Την ξεφύλλισε, λέει, κι έκανε να

φύγει. Δεν μ' αγαπά, έβγαλε το τελευταίο πέταλο, κι ήξερε

πως εκεί δεν θα πέρναγε καθόλου καλά. Ίσως στην κόλαση

να προσφέρουν κάτι άλλο. Σοκολάτες, ας πούμε. Ή κάτι άλ­

λο φαγώσιμο, ή ποταπό όπως τα αισθήματα που έχουμε όλοι

ως ζωντανές υπάρξεις. Κι όχι ιδέες και πέταλα μαργαρίτας!

Μακριά! Μακριά! Πετάχτηκε απ' τον ύπνο της και κατέβα­

σε μισό μπουκάλι τεκίλα. Με το σκουλήκι μέσα. Να της

κουνάει την ουρά και να της χαμογελάει. Μια μέρα θα το

καταπιεί κι αυτό. Έτσι της είχε πει ένας φίλος της να κά­

νει. Έτσι πινόταν η γνήσια τεκίλα. Με την μαλακία να σου

κουνιέται μέσα. Πέταλα μαργαρίτας και εφιάλτες. Σκατά!

Το νοίκι βγήκε. Το μισό. Δεν άντεξε για παραπάνω. Ανα-

γούλα της ερχόταν κάθε μέρα απ ' τις χαζοπαραγγελίες για

καλάθια και για ανθοδέσμες που έρχονταν στο μαγαζί. Το τι

ραμολιμέντα μοστράρουν για γκόμενοι δε λέγεται. Η εύκολη

λύση ένα λουλουδάκι. Όποιος είναι περισσότερο παραλής

αγκαλιά ολόκληρη πληρώνει με κοτσάνια. Που στο τέλος,

πάνε στα σκουπίδια. Χάθηκαν απ' τις μέρες μας οι ρομαντι­

σμοί που φυλάγαμε τα πέταλα απ ' τα λιγούστρα όταν μας

τα χάριζε όλο αμηχανία η πρώτη μας αγάπη. Δεν μετράνε

τώρα αυτά. Τώρα μετράει η ποσότητα. Πολλά άνθη; Πολλά

και τα λεφτά. Και στο διάολο αν μυρίζουν ή όχι. Και σιγά

μη μυρίζουν. Σπρέι για ψεύτικη μυρωδιά είχε ανακαλύψει η

Οριάνα μια μέρα πίσω απ' το καζανάκι της τουαλέτας. Και

οι υπάλληλοι, δήθεν ότι ψέκαζαν με νερό τα λουλουδικά. Ε,

ρε κοσμάκη, τι φούμαρα τρως!

Έφυγε ένα απόγευμα όταν μπήκε μέσα μια μέλλουσα νύ-

110

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

φη που ήρθε να κάνει παραγγελία ανθοδέσμη που να ταιριάζει

με το στρίφωμα του νυφικού. Α! ήθελε και ανθάκια γύρω απ '

το λαιμό. Κι ένα εξωτικό λουλούδι πίσω απ' το αυτί. Ροζ με

κόκκινες πιτσιλιές. Ο υποψήφιος κερατάς που ήταν δίπλα

της, δεν έλεγε λέξη. Είχε καρφωθεί στα βυζιά της Οριάνας

και είχε χάσει το φως του. Η νύφη νταραβεριζόταν με τον

λουλουδουπάλληλο που έντεχνα της έπιανε τη μέση κάνοντας

τη να σκύψει για να μυρίσει κάτι καινούργιες παραλαβές. Κι

εκείνη να χαζογελάει και να θέλει, λέει, να ραίνουν το διάβα

της στον πηγαιμό για την κρεμάλα, με ροδοπέταλα ποτισμέ­

να σε σανέλ No 5.

Η Οριάνα, έβγαλε ένα θορυβώδες ρέψιμο πριν το επερχό­

μενο ξερατό κι όλο το πάνελ γύρισε να την κοιτάξει. Κείνη

γέλασε δυνατά και κατέβηκε α π ' το σκαμπό του ταμείου.

Έπρεπε να την κάνει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Άφησε στη

θέση που έστρωνε τη θεσπέσια κωλάρα της τόσες μέρες τώ­

ρα, μια χούφτα τσαλακωμένες πρασινάδες, απ ' αυτές που βά­

ζουν στις ανθοδέσμες για μπούγιο. Στη μέση έχωσε έναν κρί­

νο. Με τις υγείες σας, τους φώναξε και όπου φύγει φύγει.

Άντε γαμηθείτε σεις και οι γάμοι σας, οι κηδείες σας, τα

γκομενιλίκια σας και οι ψευτορομαντισμοί σας. Επιφανειακά

ανθρωπάκια του κερατά!

Το άλλο μισό νοίκι το ξεπλήρωσε αλλιώς. Έκανε πίπα

στον ιδιοκτήτη του δυαριού της μια μέρα που αυτός σκάλιζε

τον κήπο του. Είχαν μαζευτεί ζιζάνια γύρω απ' τις γαριφα­

λιές. Ο κήπος ήταν πίσω στον ακάλυπτο κι έτσι η δουλειά

έγινε με πλήρη μυστικότητα (μάλλον!). Ο γκριζομάλλης ιδιο­

κτήτης, έμεινε μ' ένα χαμόγελο στη φάτσα, κρατώντας την

ψαλίδα του κήπου στο ένα χέρι και στο άλλο, έστρωνε το

σ ώ β ρ α κ ο του χώνοντας το μοσχομπίζελό του ξανά στη θέση

111

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

του. Η Οριάνα του είπε πως τον άλλο μήνα θα προσπαθήσει

να του δώσει όλα τα λεφτά στο χέρι. Κείνος δεν φάνηκε να

δυσανασχετεί ιδιαίτερα. Μόνο που έκανε τη λάθος κίνηση ο

μαλάκας κει που η καριόλα μας έκανε να φύγει σκουπίζοντας

το στόμα της. Πάρε μανάρα μου ένα γαρύφαλλο. Να το βά­

λεις στο αυτί και ν' αναστενάξει το σύμπαν.

Ε, όχι μαλάκα μου! ε, όχι! Κι εσύ τα ίδια; Κι εσύ; Αι

στο διάολο κι εσύ και οι γαριφαλιές σου γερο-ξεκούτη που

μου θες και πίπες στην ηλικία σου και νομίζεις πως τον έχεις

και μεγάλο, εσύ και η γαρίδα σου η παστωμένη, χαλβά της

κοινωνίας, ρεντίκολο με την πολυκατοικία με τα δώδεκα δυά­

ρια που τα νοικιάζεις διπλά απ' όσο πρέπει και μου μοστρά-

ρεις για γκόμενος, και μου θες και πίπες στην ηλικία σου,

και νομίζεις πως κάποιος είσαι επειδή σε πληρώνουμε κι όλη

μέρα σκαλίζεις τις χαζομάρες που έχεις φυτέψει στα γαμημέ­

να τα παρτέρια του ακάλυπτου και μου χαμογελάς με τα μι­

σά σου τα δόντια και το γλαρωμένο το βλέμμα, και μου θες

και πίπες στην ηλικία σου και άιντε στον γερο διάολο εσύ και

τα γαρύφαλλα, καριόλη της κοινωνίας και φτύσιμο του Δία.

Τι να της πεις τώρα, ε; τι να της πεις; Δεν έχει δίκιο;

Αφού έχει!

112

22.

— Ποια είναι η σχέση σου με τα λουλούδια; Ρώτησε ο ψυ­

χολόγος, σημειώνοντας κάτι στη φυλλάδα που κρατούσε.

— Ο λόγος που δεν τα συμπαθώ, είναι γιατί τα είχα ένα

φεγγάρι μ' έναν ανθοπώλη. Μέγα λάθος η σχέση αυτή, απά­

ντησε ο Επαμεινώνδας.

— Τελείωσε άσχημα; τον κοίταξε με το ένα μάτι ο ψυχο­

λόγος.

— Χμμ....! Προτιμώ να μην το σκέφτομαι. Νιώθω εντε­

λώς μαλάκας όταν είναι να μιλήσω γι ' αυτό. Ξέρεις, όταν

αρχίζεις κατευθείαν με τα δύσκολα, παθαίνεις πατατράκ. Ο

τύπος μόνο γαμήσι ήθελε κι εγώ δεν μπορώ έτσι στεγνά. Με­

τά την πράξη, μου άφηνε κι ένα λουλούδι στο μαξιλάρι. Από

τότε ούτε ζωγραφιστά δεν τα θέλω.

— Παρ' όλα αυτά, δεν μπορεί, κάποια μυρωδιά θα σου

αρέσει να θυμάσαι, τον προκάλεσε ο ψυχολόγος με νόημα.

— Της πασχαλιάς έξω απ ' τον κήπο του πατρικού μου,

απάντησε αβίαστα ο Επαμεινώνδας. Κοίτα να δεις, συνέχισε,

αν δεν κάναμε την κουβέντα θα το είχα ξεχάσει.

— Τίποτα δεν ξεχνιέται οριστικά, είπε ο ψυχολόγος, τίπο­

τα. Ιδίως αυτά που προσπαθείς να ξεχάσεις.

113

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

Στον δρόμο για το σπίτι, ο Επαμεινώνδας πέρασε κάτω

από μια γαζία. Το άρωμα της σκόρπισε πάνω του. Έκοψε

ένα κλωνάρι και το 'βαλε στο πέτο. Πόσα χρόνια είχε να κά­

νει κάτι τέτοιο...

1 1 4

23.

Συνεδρία ενδέκατη

Santa has a small dick

Πρωτοχρονιά και παπαριές με κόκκινα κουρκουμπίνια! Τι να

κάνεις το ντιγκιντάγκα των δώδεκα και τους αφρούς απ ' τις

σαμπάνιες όταν η άχνη απ ' τους κουραμπιέδες έχει εξαφανι­

στεί λόγω της καταραμένης υγρασίας που έχει η Πάτρα αυ­

τή την εποχή του χρόνου. Και δεν φταίει βέβαια η πόλη που

έτυχε να 'ναι κοντά σε θάλασσα, αλλά την περισσότερη ζη­

μιά την κάνει το αλσύλλιο εκείνο που βρίσκεται ακριβώς δί­

πλα α π ' το διαμέρισμα της Οριάνας. Φυσάει ο νοτιάς και

παίρνει σβάρνα από φύλλα και κοτσάνια, μέχρι παραθυρόφυλ­

λα και κεραμίδια. Και δεν αρκείται εκεί ο πουστόκαιρος. Η

μεγάλη ζημιά γίνεται όταν η υγρασία φτάνει μέχρι το κόκα­

λο. Η άχνη παστώνει και το μουνί στεγνώνει (που λέει ο λό­

γος, γιατί η Οριάνα ουδέποτε έχει καυλωτικό πρόβλημα).

Όλα κι όλα. Της δικιάς μας της αρέσουν οι κουραμπιέδες.

115

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

Είναι απ' αυτούς που δηλώνουν απερίφραστα ότι γουστάρουν

εκείνο το άσπρο σύννεφο γύρω απ ' τη μύτη τους και την

λευκάδα που αφήνει γύρω απ' το στόμα άπαξ και τον μπου­

κώσεις (ναι! για τους κουραμπιέδες λέμε!).Τα μελομακάρονα

δεν είναι στο φόρτε της. Τι να τα κάνει η μουνάρα τα περισ­

σότερα μέλια; Αυτή τα γεννάει! Η υπερβολή δεν χρειάζεται

και εδώ.

Το θέμα μ' αυτές τις γιορτές είναι ότι τους αγαπημένους

της κουραμπιέδες δεν τους χάρηκε όσο ήθελε. Kt όχι ότι δεν

τους είχε μπόλικους. Τους είχε και τους παραείχε. Η υγρα­

σία όμως, δεν άφηνε την άχνη να κάνει αυτό το αγαπημένο

βουναλάκι από πάνω. Κι αυτό της την έσπαγε πολύ. Θα

μπορούσε βέβαια να τους κλείσει σε κουτί τσίγκινο. Ή πήλι­

νο. Ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Όμως όχι! Η Οριάνα δεν

κάνει ποτέ τέτοιες ηλίθιες νοικοκυροσύνες. Τα θέλει όλα δικά

της. Όπως όλες οι σούπερ γυναίκες. Να τα βλέπει μπρος

της. Και να τα χαίρεται. Και να τα γεύεται. Κι ό,τι δεν το

γουστάρει, το στέλνει στην κόλαση. Τι στο διάολο έκοψε τ'

αρχίδια της και τους έκανε και την κηδεία; Για να μην τα

βλέπει. Και να μην τα θυμάται. Τους κουραμπιέδες της όμως

δε θα τους κλείσει σε βάζο. Ποτέ! Αυτούς και θέλει να τους

βλέπει, και να τους λαχταράει! (βρε μπας και της θυμίζουν

τα παλιά; Αρχίδια με άχνη; Ξέρω 'γω;)

Η μάνα στο χωριό, τους φτιάχνει ακόμα. Κείνη τους

έστειλε στον γιόκα της. Αρέσουν στο παιδί, έλεγε όση ώρα

τους ζύμωνε. Αρέσουν στο παιδί. Ένα μπαλάκι εδώ, ένα εκεί,

τρία στο ταψί! Και να τα καρύδια μέσα και να το ροδόνερο

από πάνω, και να η μπόλικη η άχνη που ο Νίκος της μικρός

την φύσαγε και κρυβόταν μες την σκόνη κι έβρισκε ευκαιρία

και χούφτωνε τ' αρχίδια του αδερφού του. Νικολάκη αγόρι

116

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

μου, δε πας καλά! Κάποια μέρα αυτό κάπως θα σου γυρίσει.

Θα δεις! Ρεζίλι των σκυλιών θα γίνουμε. Αλλά πού ν' ακού­

σει ο Νικολάκης. Αυτά τα παιχνίδια έχουν μια γλύκα, τύφλα

να 'χουν είκοσι ταψιά με κουραμπιέδες.

Η Οριάνα πήρε έναν άσπρο απ ' την πιατέλα. Έγλειψε

όση ζάχαρη είχε πάνω. Της πήγε και λίγη πάνω στη ρόγα

την αριστερή. Ένα έτσι έκανε και την έγλειψε κι εκείνη. Δεν

ήθελε και πολύ σκύψιμο άλλωστε. Τα βυζιά της ήταν πύραυ­

λοι με ανοδική πορεία προς τ' αστέρια και οι ρόγες της λόγ­

χες που σκίζουν τον ουρανό. Η γλώσσα της την καύλωσε. Ε,

ρε μάνα. Η συνταγή σου είναι αναντικατάστατη! Τι έχει ρίξει

μέσα; Λες να μπέρδεψε την άχνη με τίποτ' άλλο; Γιατί εκεί

στα χωριά κυκλοφορεί μπόλικο πράμα...

Θυμάται μια χρονιά, η Οριάνα, όταν πήγαινε Λύκειο. Βγή­

κε για τσιγάρο στην τουαλέτα την ώρα των Θρησκευτικών

(ποτέ δεν μπορούσε το κήρυγμα — πόσο μάλιστα όταν αρχίζει

η ιστορία με την ένωση των δύο φύλων ενώπιον του Θεού και

μπλα μπλα μπλα και μπλα μπλα μπλα.. .) . Κει που τον

έβγαλε έξω για να κατουρήσει (ευκαιρίας δοθείσης), να σου

και μπαίνει στη χέστρα ένας τυπάς κουστουμάτος. Στο ένα

του χέρι κράταγε το καυλί του και στο άλλο τη μπουνιά του

σφιχτά σφιχτά κλειστή. Φιλαράκο ή σε γαμάω ή κρύβεις το

πράμα στην τσέπη μέχρι το άλλο διάλειμμΛ, του πέταξε ο

τύπος. Είναι δυο μπάτσοι έξω και μου την έχουν στημένη.

Πάρ'το να το ξεφορτωθώ, και θα σε απαλλάξω σύντομα.

Χαζός ήταν ο Νικολάκης; Έκατσε και τον πήδηξε. Τι πρά­

μα και αρχιδιές. Ένας ζεστός πούτσος είναι ό,τι πρέπει λίγο

μετά το κατούρημα. Απ' τα θρησκευτικά, χίλιες φορές κα­

λύτερα. Και πού το πας ότι είχε κι έτοιμο τσιγάρο για μετά;

Και το τι είχε στη μπουνιά του ο μαλάκας, ας το 'χωνε στον

117

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΓ

κώλο του. Γι' αυτό θα σκάσουμε τώρα; Η έκπληξη του τύ­

που ήταν για φωτογραφία. Η μάπα του είχε την πιο ηλίθια

έκφραση του ξαφνιάσματος. Δεν κώλωσε όμως. Την φόρεσε

του Νίκου μας κανονικά. Αφού ήθελε το κωλόπαιδο, θα δει.

Για να μάθει να τον κοροϊδεύει. Το φχαριστήθηκαν και οι δυο

όμως. Την πρέζα τη μοιράστηκαν εκεί δα. Κι ας πα να γα­

μιούνται οι μπάτσοι. Καλύτερη κρυψώνα απ ' τον ίδιο σου τον

εαυτό υπάρχει; Δεν υπάρχει! Κι άλλες τέτοιες ιστορίες να

σου πει η Οριάνα, ένα σωρό. Πράμα μπόλικο. Καλέ, ούτε να

το φανταστείς από πού μπορεί να σου έρθει το απρόσμενο.

Κει που τον έτρωγε πάνω απ ' το παραθύρι (τον κουρα-

μπιέ ντε), μπάνισε η κούκλα από κάτω έναν Άγιο Βασίλη με

την κουδούνα στο χέρι. Φιλανθρωπία γύρευε για τους άστε­

γους της πόλης, αλλά κι αυτόν να μην το ελεήσει κανείς τον

φουκαρά; Η συνεννόηση έγινε με τα μάτια. Είδε ο άμοιρος το

βυζί ν' αστράφτει στο φως του ήλιου και ξέχασε και τον σκο­

πό της ημέρας, και τα ξέχασε όλα. Για πότε ανέβηκε πάνω,

ούτε ο Ρούντολφ ο τάρανδος που πετάει να ήταν. Η Οριάνα

είχε κάτι κουραμπιέδες για κέρασμα. Μόνη της να τους τρώ­

ει χρονιάρες μέρες, δε λέει. Κι ο Βασιλάκης, καλός φαινόταν

για άγιος...

Πριν τον γδύσει, η Οριάνα, του έχωσε έναν στο στόμα.

Ενθουσιάστηκε ο τύπος. Κι αυτός στο κλαμπ των κουρα-

μπιεδόπληκτων ανήκε. Έξι έφαγε μέχρι να πλύνει το μουνί

της η ανάφτρα. Είχε και βίτσιο ο μεσιέ. Ήθελε να την ρα­

ντίσει με άχνη. Αλλά πού η άχνη. Πού; Αναθεματισμένη

υγρασία μας χαλάς το σκηνικό. Δε βαριέσαι. Τουλάχιστον μη

πάει χαμένη η μέρα. Αφού δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα

όπως τα θέλουμε, ας έχουμε τα μισά.

Τα μισά; Μωρ' ποια μισά; Ίσα που άνοιξε η καυλιάρα τα

118

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

πόδια της, κι ο Αγιοβασιλάκος μπήκε και βγήκε σαν κομή­

της. Μωρ' τι έγινε; Πότε έγινε; Και πώς έγινε; Χαμπάρι δεν

πήραμε παιδιά! Χαμπάρι! Όχι δεν φταίει η μουνάρα της η

εγχειρισμένη. Μια χαρά μέγεθος έχει. Ούτε τρύπα ούτε κου­

φάλα. Στο κανονικό και στο καυλωτικό είναι. Κι ούτε οι

απαιτήσεις της είναι μεγάλες. Δεν βολεύεται μόνο με τα ει-

κοσάποντα αγγούρια και τις παχιές τις μελιτζάνες. Καλά εί­

ναι και τα κολοκύθια για το γέμισμα. Αυτό όμως ήταν το

έχασα-τη-μάνα-μου-και-πάω-να-τη-βρω! Είπαμε, ρε! Είπα­

με! Όχι κι έτσι όμως.

Κουραμπιές και πάλι κουραμπιές. Και χωρίς την άχνη.

Συμβιβασμός εκεί γίνεται. Για να μην είμαστε και αχάριστοι

τέτοιες άγιες μέρες. Αυτό όμως, ούτε του Άγιου Βασίλη μη

το πεις. Κρύφ' το μάνα μου και κάν' την με ελαφρά και συ­

νέχισε να χτυπάς την κουδούνα σου τη μαύρη. Εκεί τα κα­

ταφέρνεις μια χαρά. Και κοίτα, στην αλλαγή του χρόνου να

ευχηθείς για τα μακρύτερα. Πού ξέρεις, μπορεί οι πύλες τ'

ουρανού να είναι ανοιχτές και ν' αρχίσει να βρέχει παπαρδέ-

λες. Κράτα μία κούκλε μου, θα σου χρειαστεί. Δεν ξέρεις και

δεν καταλαβαίνεις για τι πράμα μιλάω; Ρε ουστ! Όχι συμβι­

βασμούς στην αλλαγή του χρόνου. Ποτέ. Είπαμε, όλη τη

χρονιά γαμιόμαστε θέλουμε δε θέλουμε. Στην αλλαγή πάνω,

εμείς φτιάχνουμε το σύννεφο που θα μπούμε μέσα του για λί­

γη ώρα. Ίσα για να περάσει το δευτερόλεπτο. Δε χρειάζεται

πιο πολύ. Μη μας το χαλάς κι αυτό ρε φίλε! Άιντε στην ευ­

χή της Παναγίας.

Έφυγε ο Άγιοβασίλης κι η Οριάνα έμεινε με τους κουρα­

μπιέδες στα στρώματα. Προλαβαίνει να πάει δίπλα στο ζαχα­

ροπλαστείο ν' αγοράσει ένα σακούλι άχνη. Προλαβαίνει, θα

ρίξει στο δωμάτιο ως απάνω. Και θα τα κάνει όλα ντίρλα

119

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

στη γλύκα. Έτσι θ' αλλάξει ο χρόνος. Έτσι. Θα τη βρει

καθισμένη στην κρεβατάρα της, ολόγυμνη, με τα πόδια ανοι­

χτά για να της μπει απαλά-απαλά (ε, ρε χρόνε τι σε περιμέ­

νει!) τις βυζάρες της να κοιτούν το ταβάνι και να χαμογελούν

ναζιάρικα και η ζάχαρη να κόβει βόλτες σ' όλη της τη κρε­

βατοκάμαρα.

Όνειρο και σύννεφο. Και καύλα σκέτη. Κι άσε τους

Αγιοβασίληδες να ξεπαγιάζουν μεσ' το κρύο και το πράμα

τους να έχει μαζέψει και να έχει εξαφανιστεί. Κι αν κρίνουμε

απ' τον προηγούμενο, μικρή την έχουν όλοι. Γι' αυτό κουβα­

λάνε μεγάλο σάκο. Για αντιπερισπασμό. Για να κοιτάμε τι

σέρνουν στην πλάτη τους, επειδή δεν έχουν τι να σύρουν μες

τ' αρχίδια τους. Ουφ! Παιδιάστικες μαλακίες. Καλά έκανε η

Οριάνα που δεν πίστεψε ποτέ στον μύθο αυτού του κόκκινου

μαλάκα που μοιράζει δώρα. Όποιος έχει καυλί της προκοπής

το δίνει χωρίς περιτυλίγματα. Αμ πως!

120

24.

— Είσαι από χωριό; ρώτησε ο ψυχολόγος τον Επαμεινώνδα.

— Και ποιος δεν είναι; ρώτησε απαντώντας εκείνος.

— Τι σε έφερε στην πόλη; τον κοίταξε ο ψυχολόγος με συ­

μπάθεια.

— Μ' αρέσουν οι βιτρίνες τα Χριστούγεννα, μίλησε κοιτώ­

ντας το κενό ο Επαμεινώνδας, και έκανε δυο κύκλους με τον

καπνό απ ' το τσιγάρο του...

121

25.

Συνεδρία δωδέκατη

Όσα φέρνει η βροχή

Όταν βρέχει, η Optava γουστάρει να είναι έξω. Χωρίς ομπρέ­

λα. Έτσι και τώρα. 0 καιρός να ρίχνει απ' τ' αξημέρωτα

νερό με το τσουβάλι κι εκείνη να έχει σηκωθεί νωρίς και να

κοιτά απ ' το παράθυρο. Έφτιαξε καφέ με άρωμα φουντούκι

και βγήκε στη βεράντα. Οι σταγόνες έτρεχαν από δω και από

κει και κάποιες απ' αυτές πήγαν να τρυπώσουν πάνω της.

Σιγά μην άφηναν αυτά τα βυζιά άβρεχτα. Μόνο οι σταγόνες

της βροχής μπορούν να το κάνουν αυτό. Να πηγαίνουν όπου

θέλουν, να κάνουν ότι τους καυλώσει, και να μην τις παρεξη­

γήσει κανείς. Ίσα-ίσα που οι ανυποψίαστοι θα το δουν σαν

κάτι το απόλυτα φυσιολογικό.

Έτσι και με την Οριάνα. Μια πουτάνα σταγόνα χώθηκε

ανάμεσα στα μπούτια της ξεδιάντροπα παίζοντας με το γαρ-

γάλημα που της προκάλεσε. Εκείνη, πήρε το χέρι της και την

122

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

έτριψε. Μάλιστα, την έφερε και πιο πάνω, κει στις μελαχρινές

της τρίχες δίνοντας τους άρωμα Φθινοπώρου. Καλά, δεν θα

'ρθουν κι άλλες; Ντους στην βεράντα θα κάνει κι ας πάρει

μάτι όποιος θέλει. Τι καύλες ειν' αυτές πρωί πρωί πάλι;

Γδύθηκε. Έβγαλε σουτιέν και κιλότα κι έβαλε το πορτο­

καλί της το αδιάβροχο. Μακρύ ως τις γάμπες της. Από κά­

τω έβαλε τις μπότες τις καφέ τις λουστρινένιες. Τις δωδεκά-

ποντες. Ευτυχώς είχε αλλάξει πρόσφατα τακούνια και δεν

γλίστραγαν καθόλου. Τίναξε τα μαλλιά μπρος στον καθρέφτη

κι έγλειψε τα χείλη της. Μμμμ! Έξω. Στη βροχή. Κι από

μέσα τίποτα. Πού να φανταστείτε αθώοι μου περαστικοί, τι

περνάει από δίπλα σας!

Ο αέρας της χτύπησε το στήθος. Η βροχούλα χαμογέλα­

σε κι έκανε χαρές. Μάνα μου, παιχνίδι που θα έκανε με την

γκόμενα που έσκασε μύτη. Όλοι οι άλλοι, κρυμμένοι κάτω

από άχαρες πράσινες, μπλε και μαύρες ομπρέλες και τούτη

να βγαίνει ξεσκέπαστη και αεράτη. Για πότε το πήραν χα­

μπάρι οι στάλες και χώθηκαν μέσα της, δε λέγεται. Να γλεί­

φουν τις ρόγες της, την κοιλιά της, το μουνί της. Αχ! γλύ­

κα σκέτη!

Ο φούρνος της γειτονιάς, ό,τι άνοιγε κείνη τη στιγμή. Η

μυρωδιά της σοκολάτας, του ζεστού ψωμιού και του βουτύ­

ρου, πήραν την Οριάνα απ ' τη μύτη. Μια μπαγκέτα σε μέ­

γεθος δίμετρης ψωλής, παρακαλώ, για πάσα χρήση, μου δί­

νετε; Γέλασε μόνη της που το σκέφτηκε και φαντάστηκε την

έκπληξη της πωλήτριας σε μια πιθανή τέτοια ερώτηση. Χα!

Αστεία ανθρωπάκια όλοι σας, που αν σας πουν κάτι έξω απ '

τα καθιερωμένα χάνετε τη γη κάτω απ ' τα πόδια σας. Άντε

να χαθείτε!

Ένα σταφιδόψωμο πήρε η δικιά μας, και άρχισε να γλεί-

123

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

φει την ψιλή ζάχαρη που είχε πάνω του. Πάνω στην ώρα

την κοίταξε ο παραγιός του φούρναρη, κι εκείνη, έβγαλε όλη

της την γλώσσα έξω και πέρασε τα χείλη της, κλείνοντας

του το μάτι. Ο μικρός, σκόνταψε και παραλίγο η καλάθα με

τα κουλούρια θεσσαλονίκης να τουμπάρει στο πάτωμα. Ποι­

ος άκουγε μετά τις φωνές; Αλλά χαλάλι. Με τέτοια εικόνα

στο μυαλό του, ο νεαρός, θα τον έπαιζε σήμερα σ' όλα τα

διαλείμματα μες την τουαλέτα.

Βγήκε η ανάφτρα έξω απ ' το φούρνο τρώγοντας ακόμη

το σταφιδόψωμο. Το αδιάβροχο της είχε μόνο ζώνη. Όχι κου­

μπιά. Με το παραμικρό φύσημα του ανέμου, αποκαλυπτόταν

το γυμνό της σώμα. Πέρασε δίπλα απ' τον περιπτερά που

εκείνη την ώρα έβαζε έναν διάφανο μουσαμά πάνω στις εφη­

μερίδες και τα μάτια του αχα'Γρευτου έπεσαν κατευθείαν μέσα

στο στήθος της. Καλά! Τα σάλια του γέρου συνέβαλαν στο

να ανέβει η στάθμη της βροχής κείνη τη μέρα κατά δύο εκα­

τοστά. Το δε όργανο του ας μην πούμε καλύτερα πόσο ανέ­

βηκε. Για πότε χώθηκε ο τύπος μέσα στο περίπτερο, δε λέ­

γεται. Ε! ήταν χρόνια στη γειτονιά, δεν πρέπει να γίνει ρεζί­

λι από κάτι τέτοια!

Φύσηξε κι άλλο αεράκι και σήκωσε το αδιάβροχο ψηλά.

Άνοιξε στα δύο και φάνηκαν της Οριάνας τα απόκρυφα, σε

όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Να μη τη νοιάξει! Να μη τη

νοιάξει ακόμα κι όταν έγινε καραμπόλα με δυο αυτοκίνητα κι

ένα μηχανάκι και με τους οδηγούς, αντί να βρίζονται, να δια­

γωνίζονται για το ποιος θα πει το πιο χυδαίο πείραγμα! Μό­

νο χαμογελούσε. Χαμογελούσε και προχώραγε και βούταγε

στις λούμπες τις λουστρινένιες της μπότες και χάιδευε τα

μαλλιά της που έσταζαν νερά!

Κόντευε να κάνει το γύρο της πλατείας και να ξαναγυρί-

124

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

σει σπίτι. Όμορφη η πρωινή βροχερή βόλτα. Της έδωσε δυ­

νάμεις. Τελικά ο κόσμος όταν ξεπλένεται, φαντάζει πιο φρέ­

σκος! Μόνο που αυτό δεν διαρκεί πολύ. Δυστυχώς! Καλά

όμως που υπάρχουν και μερικοί που του δίνουν πότε πότε μια

τσιμπιά στον κώλο και ξυπνάει απ' τον λήθαργο! Αναδεύεται

και καρδαμώνει!

Κει που έστριβε στη γωνιά με τα στήθη να χειροκροτούν

τη γειτονιά, πέφτει πάνω σε δυο μπόγους που τους κουβα­

λούσε μια μάλλον κοντοκαμωμένη μανταμίτσα. Γούρλωσε τα

μάτια η Οριάνα κι η γλώσσα της μπουρδουκλώθηκε.

— Μάνα! Μάνα εσύ;

Το σοκ ήταν μεγάλο. Ποιος είπε ότι οι εκπλήξεις δίνουν

μια ευχάριστη νότα στην καθημερινότητα; Ξέρω 'γω; Ίσως

αυτό να έχει βάση για τους συνηθισμένους ανθρώπους. Όχι

για τούτη τη ξεδιάντροπη που βγήκε έξω σήμερα για να κά­

νει το κέφι της! Εξάλλου, όποτε η Οριάνα έχει κέφια, κανο­

νίζει εκείνη τις εκπλήξεις της. Όχι να μας την βγει το ανα­

πάντεχο από αριστερά!

Η γυναικούλα που την κοίταζε τώρα πατόκορφα, έχασε

τη λαλιά της. Είχε δει βέβαια την εξέλιξη του Νικολάκη

της, αλλά τούτο το θέαμα της έκοψε τη γλώσσα. Δεν το πε­

ρίμενε. Πού πήγαν τα παραδείγματα που της έδινε τόσα χρό­

νια. Αχ! τα παιδιά είναι πάντα ξεροκέφαλα, θα κάνουν το δι­

κό τους, ο κόσμος να χαλάσει.

— Λουστρίνι καφέ, μάτια μου μ' αυτή τη μπόρα; Πού εί­

ναι οι γαλότσες σου; Αχ! καλά τα είπα 'γω πως πρέπει να

'ρχομαι πιο συχνά. Μια μάνα, είναι πάντα μια μάνα! Όλο

και κάπου θα χωθούν οι συμβουλές μου! Και σταμάτα αυτό

το χαζό χαμόγελο! Δεν εννοώ να χωθούν εκεί που φαντάστη­

κες! θα 'πρεπε να είχα φέρει μαζί μου τις λαστιχένιες μπό­

ι 25

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

τες του πατέρα σου. Κείνες, ντε, που βάζει σα πάει για κυ­

νήγι στο ποτάμι. Για αγριόπαπιες! Εγκεφαλικό, εγκεφαλικό,

αλλά οι πάπιες, πάπιες! Τις μπότες όμως, δεν τις ξεχνάει πο­

τέ. Αυτές θα ήταν ό,τι πρέπει για τη σημερινή μέρα! Αχ! βρε

παιδί μου, θα φας καμιά γλιστρά, θα σπάσεις κάνα παίδι κι

όλη μέρα θα είσαι στο κρεβάτι. Φαντάζεσαι;

Φαντάζεται η Οριάνα. Πώς δε φαντάζεται. Άσκημα θα

'τανε να είναι στη ξάπλα όλη μέρα; Εδώ θα φαινόντουσαν οι

καλοί γειτόνοι. Ουρά θα έκαναν για το ποιος θα την περιποι­

ηθεί καλύτερα! Α, ρε μάνα, τις πιο ακατάλληλες στιγμές έρ­

χεσαι. Τις πιο ακατάλληλες!

Οι μπόγοι είχαν μέσα μερικές αλλαξιές ρούχα απ' τις χω­

ριανές στην Άνω Ραχούλα που τα μάζεψαν για την ενορία.

Η μάνα της Οριάνας, βρήκε μερικά καλά κομμάτια για την

κόρη της. Κάτι φουστίτσες ήταν όνειρο. Μη πούμε και για

δυο φορέματα που έβγαζαν μάτι. Τα είχαν πάρει δυο αδερφά-

δες που είχαν πάει σινεμά στην πόλη. Κοντά, με ασύμμετρα

κοψίματα και ντεκολτέ αβυσσαλέο. Ό,τι έπρεπε για τον χο­

ρό του σχολείου. Σαν είδε όμως τις τσάντες με τα ψώνια ο

πατέρας τους, έγινε στο χωρώ το έλα να δεις. Πουτάνες τις

ανέβαζε, καριόλες τις κατέβαζε. Για πότε χώθηκαν οι φορε­

σιές στον σάκο για τους άπορους, δε λέγεται. Ευτυχώς που

η μαμά της Οριάνας είναι στην επιτροπή της εκκλησίας, κεί­

νη ντε, που βοηθάνε του φτωχούς τα Χριστούγεννα και το

Πάσχα, και κατάφερε και βούτηξε κάτι για το παιδί της. Τι

να πεις! Η μάνα έχει πάντα την έννοια. Να 'ναι το παιδάκι

της καλά, γιατί εκείνη το έβγαλε απ' τα σπλάχνα της. Κι οι

επιλογές, επιλογές! Τι να κάνουμε τώρα! Σάμπως αυτή ήθε­

λε να παντρευτεί τον Μένιο τον κοιλαρά; Και μάλιστα απ' τα

δεκάξι της; Τέλος πάντων! Ευτυχώς που χώθηκε και σ' αυ-

126

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

την την επιτροπή για να μπορεί να ξεφεύγει λίγο απ ' το σπί­

τι. Στα εξήντα σου τι σόι επανάσταση μπορείς να κάνεις!

Καλά που ο Νίκος πρόλαβε κι έκανε τη δική του. Φαντάζε­

σαι να του γύρναγαν οι δείχτες ανάποδα κει στα πενήντα του;

Λέει; Δε λέει!

Η Οριάνα τελικά την καλοδέχτηκε την επίσκεψη. Ευτυ­

χώς ήταν για μια μέρα μόνο. Η εκκλησία της Πάτρας είχε

άμεση σύνδεση με της Άνω Ραχούλας και δεν έπαιρνε τη

μάνα να κάτσει περισσότερο. Έπρεπε να γυρίσει πίσω με κά­

τι πεσκέσια απ' τον δώθε παπά στον κείθε. Η καημένη μω­

ρέ, της έφερε και λεφτά! Ξέρει πως το καμάρι της τα βγά­

ζει δύσκολα με δουλειές του ποδαριού (αχ! έτσι γκόμενα που

έχει γίνει πώς να στεριώσει; Σίγουρα όλοι θα της ρίχνονται!)

και μια οικονομική ενίσχυση, θα ήταν λουκουμάκι. Οι δουλει­

ές στ ' αμπέλι πήγαν καλά φέτος και το κρασί πούλησε. Η

μάνα ήξερε από σούφρωμα! Καλά που ο πατέρας τις περισ­

σότερες φορές ήταν τύφλα στο χύμα κοκκινέλι. Δεν άγγιζε ο

αθεόφοβος το δικό τους, γιατί άκουσον άκουσον το είχαν για

πούλημα. Έπινε στο καπηλειό με τη γερουσία που ήταν και

νοθευμένο. Ε, τι; σιγά μη δεν ήταν!

Η Οριάνα, χαιρέτησε τη μάνα της μ' ένα φιλί στο μά­

γουλο. Συγκινήθηκε. Την αγαπάει τη μάνα! Οι γιοί, λένε

συνδέονται άρρηκτα με τη μητέρα τους! Πουτάνα κοινωνία.

Πόσο δίκιο έχεις καμιά φορά!

Το αδιάβροχο της είχε στεγνώσει απ ' τη χθεσινή βόλτα

στη βροχή. Βγήκε μόνη της κι ήρθε με παρέα. Καλή παρέα.

Η ζωή δεν είναι μόνο πηδήματα και αρπαχτές. Η ζωή έχει

και συναίσθημα, και συγκινήσεις, άντε, και εκπλήξεις! Απ'

αυτές που στην αρχή σε κάνουν να βουβαίνεσαι αλλά μετά

δοξάζεις τον θεό που στις έστειλε.

127

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

Κι έμεινε τώρα μόνη της ν' αναρωτιέται. Αν άραγε βάλει

τις γαλότσες του πατέρα (που τελικά θα της τις στείλει η

μάνα-αυτό δεν μπόρεσε να το αποφύγει) λες να κάνει πιο με­

γάλα βήματα...; Κι έτσι όπως θα κάνει τεράστιες δρασκε­

λιές, θα ανοίγει περισσότερο το αδιάβροχο...; Και το μουνί

της θα φαίνεται κομματάκι περισσότερο...; Κι ο αέρας θα

της χαϊδεύει τις μουνότριχες; Κι η βροχή θα χώνεται μέσα

της...; Κι η καύλα θα χτυπάει κόκκινο...; Πείτε μου... θα

χτυπάει;

128

26.

Μια αστραπή έπεσε αμέσως μόλις τελείωσε ο Επαμεινώνδας

την ανάγνωση της ιστορίας του. Να ξέρει ο καιρός, άραγε,

πότε να ρίχνει τις αστραπές του ή όλα να τα αποδίδουμε πια

στις συμπτώσεις;

Ο ψυχολόγος σηκώθηκε κι έκλεισε το παράθυρο. Οι στά­

λες της βροχής άρχισαν να χτυπάνε το τζάμ*.

— Έφερες μαζί σου ομπρέλα; ρώτησε τον Επαμεινώνδα ο

οποίος χάζευε τις καινούργιες του μωβ κάλτσες.

- Τ ι ;

— Ομπρέλα, λέω, έφερες; επανέλαβε ο ψυχολόγος.

— Έχω ένα αδιάβροχο σε κάτι μπόγους στο πατάρι μου, είπε

ο Επαμεινώνδας άχρωμα. Αναρωτιέμαι όμως, συνέχισε, αν ταιριά­

ζει ...με το μωβ. Βλέπεις, το χρώμα του είναι πορτοκαλί...

— Σαν της Οριάνας; Ρώτησε με φανερό ενδιαφέρον ο ψυ­

χολόγος.

— Σαν της Οριάνας, συγκατάνευσεσε σκεπτικός ο Επαμει­

νώνδας και πήγε προς το παράθυρο. Το άνοιξε και πήρε βα­

θιά ανάσα.

Άλλη μια αστραπή ακούστηκε εκείνη τη στιγμή και κοι­

τάχτηκαν οι δυο τους ταυτόχρονα.

129

27.

Συνεδρία δέκατη τρίτη

Άρωμα Μανόλιας

Ήταν α π ' τους τύπους που το μουνί το λένε «κόλπο»! Τι

όμορφος ο κόλπος σου και τι σφιχτός ο κόλπος σου και πόσο

επιθυμώ και καυλώνω με τον κόλπο σου και άλλα τέτοια. Η

Οριάνα στην αρχή παραξενεύτηκε. Αλλιώς ήταν συνηθισμένο

το κορίτσι. Στο γαμήσι πάνω τα βρομόλογα έχουν κι αυτά το

λόγο ύπαρξης τους. Και τα πράγματα λέγονται με τ' όνομα

τους. Οι ευγένειες είναι περιττές. Αυτός ο άνθρωπος όμως, εί­

χε το κατιτίς του. Το έβλεπες α π ' τον τρόπο που σε κοιτού­

σε, που σε άγγιζε, που σου μιλούσε. Και η ηλικία του καλή

για τα γούστα της ξελογιάστρας. Γύρω στα σαρανταπέντε.

Καλησπέρα σας δεσποινίς, η θέση δίπλα σας είναι άδεια;

τη ρώτησε στο σινεμά όταν η Οριάνα είχε βγει για να δει «τα

μαύρα φεγγάρια του έρωτα». Έτσι συναντήθηκαν την πρώ­

τη φορά. Είχε ακούσει πως η ταινία ήταν καλή και η υπόθε-

130

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

ση την είχε ιντριγκάρει. Έκοψε εισιτήριο και στρογγυλοκάθι-

σε στην όγδοη σειρά θέση δεκατέσσερα. Ήταν η αγαπημένη

της θέση.

Μια βραδιά, στο ίδιο σινεμά, την είχε κάνει λαχείο μ' έναν

τύπο από το πίσω κάθισμα. Την είχε μπανίσει κείνος την ώρα

που μπήκε συνάμενη κουνάμενη, με την μπότα την μακριά

πάνω απ ' το σωληνωτό της τζιν παντελόνι. Η κωλοχαράδρα

της διαγραφόταν τέλεια κι έτσι όπως έκανε να σκύψει για να

δει καλύτερα το νούμερο της θέσης, τα στήθη της έκλεισαν

το μάτι του ανυποψίαστου μέχρι τότε κινηματογραφόφιλου

που υποτίθεται είχε πάει ο άμοιρος να δει ένα εργάκι να πε­

ράσει την ώρα του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή φυσικά. Γιατί

αυτό που είδε ολοζώντανο μπρος του, έβαζε κάτω και τα δε­

κατρία όσκαρ που είχε πάρει η ταινία που θα παιζόταν εκείνο

το ζεστό βράδυ. Α, ναι! Ήταν ζεστό. Ζεστότατο. Ο ιδρώτας

έσταζε μέσα από την μπλούζα της Οριάνας και είχε διαγρά­

ψει δυο τέλεια κυκλάκια γύρω απ ' τις ρώγες της. Χαμογέ­

λασε του αποσβολωμένου και κάθισε μπροστά του.

Ε, μόλις τα φώτα έκλεισαν άρχισε και το πανηγύρι. Ο

πρώτος αναστεναγμός του πισινού τύπου, άρχισε όταν έπε­

φταν οι τίτλοι του έργου. Η Οριάνα το ψιλιάστηκε αμέσως.

Έγειρε πίσω το κεφάλι. Μήπως να χαμηλώσω για να βλέ­

πετε καλύτερα; Εκείνος έσκυψε κοντά της και της έγλειψε

το λαιμό. Εκεί, αναστέναξε εκείνη. Τον έπιασε απ' το σβέρ­

κο και του 'χωσε τη γλώσσα της στο στόμα. (Κοίτα, αυτές

οι δουλειές απαιτούν σβελτάδα. Αν είναι να ρίχνουμε σιγά σι­

γά τη ζάχαρη, γάμησε τα. Εδώ δεν ήρθαμε για να φτιάξου­

με κέικ. Ήρθαμε για να το φάμε με τη μύα.) Σ' όλο το έρ­

γο, το δεξί χέρι του αναστενάρη ήταν μέσα στα βυζιά της

Οριάνας. Το αριστερό ήταν μες το παντελόνι του. Ευτυχώς

131

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

που η ταινία ήταν φασαριόζικη και δεν ακουγόντουσαν πολλά

πολλά απ ' τους δυο τους. Άσε που οι διπλανοί μόλις αντι­

λήφθηκαν το σκηνικό την έκαναν για τις πίσω θέσεις. Μόνο

ένας έμεινε που σε λίγο μπήκε κι αυτός στο κόλπο. Το ωραίο

είναι ότι είχε ερεθιστεί απ' τον τύπο που την έπαιζε και ξε-

ρογλειφόταν σαν το λιμασμένο.

Τέλος πάντων. Η θέση δεκατέσσερα ήταν η τυχερή της.

Από τότε, όλο εκεί πήγαινε. Δε λένε πως αν κάτι σου πάει

καλά έτσι πρέπει να το συνεχίζεις; Γιατί ν' αλλάξει το γού­

ρι; Σειρά οκτώ, θέση δεκατέσσερα. Κι αν καθόταν άλλος μα­

λάκας πριν στρώσει εκείνη την κολάρα της, του 'λεγε ευγε­

νικά να πάει παραπέρα. Τσάμπα είχε τις φούστες με τα θα­

νατηφόρα σκισίματα;

Στα « μαύρα φεγγάρια», ο σαρανταπεντάρης άντρας κάθισε

στην θέση δεκαπέντε. Η Οριάνα φορούσε την φόρμα της εκεί­

νη τη μέρα. Δεν είχε όρεξη για φλερτάκια. Είχε πάρει κι έναν

τόνο ποπ κορν και την είχε βρει σούπερ. Ψηλός ο κύριος και

συμπαθητικός. Όχι αυτό που λέμε γκόμενος, αλλά είχε όμορ­

φα μάτια. Με μακριά βλέφαρα, που έκαναν το βλέμμα του ζε­

στό. Σε κοιτούσε και υγραινόσουν αμέσως χωρίς να θες να σκε­

φτείς το πώς και το γιατί. Και βέβαια ήταν άδεια η θέση.

Σε λίγο έτρωγαν τα ποπ κορν μαζί. Λίγο πριν κλείσουν τα

φώτα, η Οριάνα παρατήρησε και τη βέρα στο δεξί του δά­

χτυλο. Άστραψε όταν έχωσε το χέρι του μες τον κουβά για

να πιάσει κι άλλα από δαύτα (που άπαξ και αρχίσεις να τα

τρως σταμάτημα δεν έχεις, παναθεμάτα). θα τρελάθηκε φαί­

νεται απ ' τα μουρμουρητά στο σπίτι και ήρθε να ξεσκάσει λι­

γάκι, ποιος ξέρει; Και τι μας νοιάζει άλλωστε;

Στο διάλειμμα της πρόσφερε τσιγάρο. Κείνη δέχτηκε.

Κάπνισαν μαζί. Ακόμα και με την φόρμα της, εξέπεμπε μια

132

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

καύλα άνευ προηγουμένου. Η δικιά μας, είναι απ' τις τύπισ­

σες που και άρβυλα να φορέσει κάνει τους περαστικούς να

την κοιτάνε. Κόκκινο το παντελόνι της και άσπρο το μπλου­

ζάκι. Από κάτω, αθλητικά. Άνετο ντύσιμο. Το μαλλί της

ξέμπλεκο μέχρι τους ώμους. Αχτένιστο, ατίθασο, και άγριο.

Όπως κι η ψυχή της. Τα χείλη της βαμμένα ελαφρά, ίσα για

να τονίζονται οι λέξεις που έβγαιναν απ' το στόμα της. Λέ­

ξεις υγρές όπως και το μουνί της που εκείνη τη στιγμή κό­

ντευε να πάρει φωτιά. Ο τύπος ήξερε να ρίχνει κοπέλες. Εί­

χε τον τρόπο του. Όχι επιτηδευμένο. Είχε κάτι το ήρεμο πά­

νω του, αλλά αυτό το βλέμμα που την σκανάριζε ήταν όλα

τα λεφτά. Το ν τ ύ σ ι μ ο του προσεγμένο. Το μπουφάν του ακρι­

βό. Φόραγε και μποτίνια μαύρα καλογυαλισμένα. Η λεγάμενη

τον είχε στην τρίχα.

Συναντήθηκαν μετά από μια βδομάδα ξανά για καφέ. Η

Οριάνα αγωνιούσε από κείνο το βράδυ. Η ταινία πρέπει να

ήταν καλή. Θα την έπαιρνε στο βίντεο να την δει κάποια φο­

ρά για να 'χει άποψη. Κείνο το βράδυ είχε γείρει το κεφάλι

της πάνω στον Μανόλη. Έτσι τον έλεγαν τον μαρκαρισμένο.

Η απογοήτευση που πήρε όταν εκείνος έπρεπε να γυρίσει

σπίτι του μετά το σινεμά, ήταν άνευ προηγουμένου. Της

Οριάνας δεν της είχε ξανατύχει κάτι τέτοιο. Συνήθως όλοι

έτρεχαν ξωπίσω της για πήδημα. Τούτος όμως, ήταν άλλο

πράμα. Τι στο διάολο ζητούσε απ' αυτήν; Στην καφετέρια

της είπε πως ήταν μια κούκλα. Μια οπτασία στον δρόμο του.

Μια σκιά στον ήλιο της ερήμου. Μια βρύση για να ξεδιψάσει.

Δεν ήταν τύπος για ξεπέτες. Ήθελε και την κουβέντα του,

μα και την δ ι ά ρ κ ε ι α του. Ώπα! Είμαστε για τέτοια εμείς;

Είμαστε; Της Οριάνας η καρδιά χτύπησε παράξενα. Τι

άντρας είναι αυτός; Γπάρχουν και τέτοιοι καλέ;

133

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

Όχι πως δεν το έκαναν. Το έκαναν και το παραέκαναν. Το

κρεβάτι της αναστέναζε πιο πολύ κι α π ' τους δυο τους. Κα­

λέ, το κουφό ήταν πως την ρώτησε ο άτιμος αν εκείνη ήθε­

λε να της τον χώσει από πίσω. ΤΗΝ ΡΩΤΗΣΕ! Κι αν εί­

χε βαζελίνη, για να μην την πονέσει. Η Οριάνα δεν πίστευε

στ ' αυτιά της. Της ήρθε να του πει απροκάλυπτα κι αντρό-

πιαστα να την πάρει απ' όπου θέλει, αλλά η γλώσσα της

έγινε κόμπος. Μα να την ρωτήσει; Καλέ, ποιος τον έστειλε

τούτον στο διάβα της; σε λίγο θα της έλεγε κι ευχαριστώ για

την όμορφη βραδιά.

Και το είπε! Και βέβαια το είπε. Μ' έναν τρόπο να στά­

ζει μέλι. Με τα μάτια του να κοιτούν μες τα δικά της και τα

χέρια του να χαϊδεύουν απαλά την πλάτη της. Κι εκείνη να

του τρίβεται και να του γουργουρίζει σαν τη γάτα μπροστά

στη φωτιά.

Το σκηνικό συνεχίστηκε για τρεις μήνες. Τρεις μήνες έρω­

τα και αγκαλιές και φιλιά με γλώσσα και με σάλιο. Κι όχι

πρόστυχο σεξ και πηδήματα. Έρωτας! Αυτό ήταν έρωτας!

Η Οριάνα, δεν ήξερε στην αρχή πώς να συμπεριφερθεί. Με­

τά, μπήκε στο παιχνίδι. Κι όχι μόνο μπήκε! Παραμπήκε!

Τον ερωτεύθηκε τον Μανόλη. Τόσο, που έπιασε τον εαυτό

της να αγωνιά για την επόμενη συνάντηση τους. Τι κρίμα

που δεν της είχε δώσει το τηλέφωνο του. Απαγορεύονται αυ­

τά στους παντρεμένους. Της το είχε εξηγήσει από την αρχή.

Κι εκείνη το δέχθηκε. Μετά όμως, αυτό την ενοχλούσε.

Ήθελε να τον ακούει, να του μιλάει, να τον βρίσκει όποτε

θέλει. Μα το απαγορευμένο, της πλήγωνε την καρδιά σαν το

αγκάθι. Κι άρχισε να φοβάται. Να φοβάται μην της τελειώ­

σει. Να φοβάται μην μάθει ο Μανόλης κάτι για το παρελθόν

της. Γιατί μέχρι τότε, εκείνος δεν ήξερε. Και προς Θεού μη

134

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

μάθει. Καλοθελητές υπάρχουν πολλοί. Ευτυχώς που δεν

έβγαιναν στο φως της ημέρας, γιατί αν κάποιο μάτι τους

έβλεπε μαζί, δεν ξέρεις τι μπορεί να γινόταν. Ο Μανόλης φο­

βόταν μη μάθει κάτι η γυναίκα του. Η Optava φοβόταν μη

μάθει κάτι ο Μανόλης για κείνην. Καλύτερα στα κρυφά και

στα σκοτάδια. Καλύτερα.

Δεν συνεχίστηκε περισσότερο το ειδύλλιο. Οριάνα και δε­

σμός δεν πάνε μαζί. Κι αυτό την είχε τρομάξει. Τρόμαξε για

τον ίδιο της τον εαυτό. Όταν χαμπάριασε πως η καρδιά της

είχε αυτό το γρήγορο χτύπημα κάθε φορά που σκεφτόταν τον

γλυκομίλητο και το στομάχι της κείνο το γνώριμο γαμημένο

σφίξιμο που αισθάνεσαι όταν είσαι ερωτοχτυπημένος, άρχισε

να φοβάται. Όταν δε, έπιασε τον εαυτό της να ψάχνει τις

τσέπες του να δει φωτογραφίες της οικογένειας του ή τυχόν

άλλα πράγματα δικά του που θα την έκαναν να νιώθει πως

τον γνωρίζει περισσότερο, έβαλε τα κλάματα. Γιατί είδε αυτό

που τελικά δεν ήθελε να δει. Και τη γυναίκα του είδε, και τα

τρία του παιδιά είδε, και όλα του. Και κατάλαβε πως αυτή

ήταν η δεύτερη. Η κρυφή, η παράνομη, η για λίγες στιγμές

σταγόνα δροσιάς.

Κι η Οριάνα, είναι ό,τι είναι αλλά ποτέ δεν έχει έρθει δεύ­

τερη. Και γαμώ τους έρωτες γαμώ, ήταν ανάγκη να της πέ­

σει ο τύπος που την λίγωσε με τα λόγια του; Ο τύπος που

ήθελε να βρίσκει φρέσκο αέρα και να τον παίρνει από κείνη;

Και μέχρι πότε; Και για πόσο; Και πώς θα γινόταν στη συ­

νέχεια; Ερωτηματικά που η Οριάνα δεν είχε ποτέ. Και γιατί

να τα αποκτήσει τώρα; Μου λέτε, γιατί; Κείνη είναι ελεύθε­

ρη. Να παίρνει τις αποφάσεις της, να τις χαίρεται και να τις

ζει. Αυτό το πράμα όμως, άρχισε να την τρώει. Ξεκίνησε

όμορφα. Προχώρησε ακόμη καλύτερα. Αλλά μετά, την πλά-

135

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

κωσε σαν γκρίζα κουρτίνα και δεν την άφηνε να πάρει ανάσα.

Έτσι είναι ο έρωτας; Έτσι;

Με τον Μανόλη βρέθηκαν τυχαία μετά την τελευταία

τους φορά σ' ένα εμπορικό κέντρο. Μετά τον έρωτα τους

στην πορτοκαλί της πολυθρόνα κάποια μεσάνυχτα, του είπε

πως δεν μπορούσε να συνεχίσει μαζί του. Στην αρχή εκείνος

απόρησε, όταν όμως είδε την Οριάνα να βουρκώνει, δεν ήθελε

περισσότερες εξηγήσεις. Κατάλαβε. Δεν ήταν βλάκας. Και το

δέχθηκε αμέσως. Χωρίς πολλές πολλές συζητήσεις. Κι αυτό

ήταν που πλήγωσε την Οριάνα πιο πολύ. Το ότι εκείνος δεν

ήθελε να μάθει περισσότερα.

Στο εμπορικό, τον κράταγε μια καστανή απ ' το μπράτσο

και κοιτούσαν βιτρίνες με είδη μπάνιου. Η Οριάνα δοκίμαζε

στο απέναντι κατάστημα ένα κραγιόν σε μια καινούργια από­

χρωση του κερασιού. Τον είδε την ώρα που έπεφτε το βλέμ­

μα του σε μιια μικρούλα που προχώραγε κουνώντας το κωλα-

ράκι της μέσα από μια θεόστενη φουστίτσα που μόλις και

κάλυπτε την κιλότα της. Η καρδιά της σαν να έκανε να φτε­

ρουγίσει προς στιγμήν. Όμως γύρισε την πλάτη της ανοίγο­

ντας ένα μπουκαλάκι με λοσιόν σώματος, που είχε ένα άρω­

μα που την έκανε να νιώθει γυναικάρα. Έτσι δικαιολόγησε

και τον δυνατό της αναστεναγμό.

— Ωραία που μυρίζει το αναθεματισμένο! Δυο μπουκάλια

παρακαλώ απ' αυτή τη λοσιόν. Τι άρωμα είναι; Μανόλια εί­

πατε; Ναι, εντάξει. Μανόλια. Γαμώτο ! Τίποτα δεν είναι τυ­

χαίο! Τίποτα!

136

28.

Χιόνιζε από ώρα. Ο Επαμεινώνδας φορούσε μποτίνια και είχε

περάσει γύρω απ ' το λαιμό ένα κασκόλ με κρόσσια. Όση

ώρα διάβαζε την ιστορία, έπαιζε με τα κουμπιά της ζακέτας

του. Το μπουφάν το είχε πετάξει πάνω στο γραφείο του ψυ­

χολόγου, χωρίς να νοιαστεί που έριξε ανάποδα τη φωτογραφία

της γυναίκας που εικονιζόταν χαμογελαστή, κοιτώντας με

τρόπο που μόνο οι παντρεμένες ξέρουν να κοιτούν. Το βλέμμα

της φώναζε: «Κάτω τα χέρια. Αυτός είναι δικός μου!»

— Πόσο καιρό είσαι παντρεμένος; ρώτησε ο Επαμεινώνδας,

κοιτώντας τη βέρα που γυάλιζε στο δεξί χέρι του ακροατή

του.

— Πολύ για να το θυμάμαι, και λίγο για να το ξεχάσω...,

απάντησε εκείνος λακωνικά, βγάζοντας έναν περίεργο αναστε­

ναγμό.

— Τώρα τελευταία το μυστήριο του γάμου, μου τη δίνει!

είπε μάλλον δυνατά ο Επαμεινώνδας, κάνοντας τον ψυχολόγο

να τον κοιτάξει σχεδόν απότομα. Το θέαμα του μαλάκα με τη

λαμέ γραβάτα που περιμένει μία χαζέγκω ντυμένη τούρτα

μου προκαλεί αναγούλα.

— Ot γονείς σου έχουν ευτυχισμένο γάμο; τον ρώτησε με

137

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

ενδιαφέρον ο ψυχολόγος, πιάνοντας το μολύβι του με την εν­

σωματωμένη σομόν γόμα.

Ερωτήσεις για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, δεν

είχαν γίνει πολλές στις μέχρι τώρα συναντήσεις. Δεν είχε

αφήσει περιθώρια για εισβολή στα σώψυχά του ο Επαμεινών­

δας. Αραιά και πού όμως ο ψυχολόγος, όπου έβλεπε χαραμά­

δα, προσπαθούσε να τραβήξει την κουρτίνα για να μπει περισ­

σότερο φως. Και το κατάφερνε καλά. Τόσο που ο Επαμει­

νώνδας, υπήρχαν φορές, που πήγαινε γυρεύοντας...

— Ο πατέρας μου έχει πεθάνει από χρόνια, απάντησε. Εί­

χαν αγαπηθεί, λέει η μάνα μου, αλλά δεν ξέρω αν την πι­

στεύω. Πάντως έβαλαν στεφάνι λίγο πριν γεννηθώ. Φωνές

στο σπίτι δεν είχαμε.

Έκανε μια παύση, και συνέχισε σιγανά, ίσα για να το

ακούσει μόνος του:

— Πιο ήσυχη την βλέπω, όμως, τώρα...

138

29.

Συνεδρία δέκατη τέταρτη

Με το μπαρδόν...

Το κλάσιμο είναι μια εντελώς φυσιολογική λειτουργία. Αέρια,

σου λέει, που βγαίνουν ενίοτε μετά του σχετικού ενοχλητικού

θορύβου, υποδηλώνοντας την σωστή λειτουργία του εντέρου.

Υπάρχουν και αέρια που βγαίνουν από τον κόλπο, φυσικά.

Αυτό συμβαίνει στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσε­

ων, μετά την έξοδο του πέους (ειδικά όταν το πάχος του εί­

ναι αρκετά αξιοσέβαστο) και αφού έχει διασταλεί κατάλληλα

ο κόλπος για το δεχτεί, προσπαθώντας μετά την ερωτική

πράξη να επανέλθει στις φυσιολογικές του διαστάσεις.

Τι γίνεται, μάγκα μου, όμως όταν η αναθεματισμένη η

πορδή έρχεται κει που δεν την περιμένεις; Κι όσο και να

σφίγγεσαι να την κρατήσεις μέσα σου τόσο εκείνη σπρώχνει

για να παιανίσει στους αιθέρες; Εδώ σε θέλω! Οι περισσότε­

ροι μπορεί να αντιδράσουν λέγοντας ένα «χαμηλό» συγνώμη

139

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

μετά ελαφρού κοκκινίσματος στα μαγουλάκια, ή να κάνουν

ότι δεν τρέχει εντελώς τίποτα. Ακούσατε τίποτα; Άντε κα­

λέ. Καμιά εξάτμιση θα ήταν πέρα κει κατά δρόμο μεριά!

Η Οριάνα σ' αυτές τις περιπτώσεις, το χαίρεται ιδιαίτερα.

Σιγά μη κωλώσει! Τα ανωτέρω συμβαίνουν στους εντελώς

συνηθισμένους. Το κορίτσι μας είναι άλλο πράμια. Μπαμ και

κάτω! Κλάνει και το χαίρεται. Αααχχχ! Ψυχούλα μου, ισιώ-

σανε τα μέσα μου!

Μια φορά, όταν ήταν στα τέσσερα στήνοντας την μουνάρα

της με τρόπο που το έκανε να βλέπει το ταβάνι(ί), έδωσε τέ­

τοια καύλα στον γαμιά πίσω της που κείνος την έσπρωξε και

μπήκε μέσα της μέχρι το πάνω μέρος του αφαλού. Σίγουρα

κει το έφτασε το πολυβόλο του. Και γαμώ τα μεγέθη! Κι η

ορμή του ήταν τέτοια που έμπαινε κι έβγαινε, έμπαινε κι

έβγαινε που ο αέρας στο μιουνί της Οριάνας τρομπαριζόταν

ασύστολα. Αν έβλεπες την κοιλιά της από κάτω θα νόμιζες

ότι είχε καταπιεί μπαλόνι, ένα πράμια. Όταν ο τύπος έχυσε

και βγήκε από μέσα της, ακούστηκε ψυχούλα μου ένας θόρυ­

βος, μα τι θόρυβος! Πρρρρμμμμ....! Το μπαλόνι ξεφούσκωσε

κι εκείνος έψαχνε να δει από πού ήρθε το πυροτέχνημα. Η

Οριάνα γύρισε ανάποδα και πίεσε την κοιλιά με τις δυο της

παλάμες. Πρρρρμμιμμ...! Ξανά για να ισιώσει το κορίτσι και

να ξαναχωράει στο τζιν της. Έβγαλε ένα μακρόσυρτο γέλιο

κι έκανε φούσκα με την ροζ τσίχλα που τόση ώρα μασούσε.

Και γαμώ τους πούτσους μάγκα μιου. Με φούσκωσες κανονι­

κά. Πάρε την ανταμοιβή σου τώρα! Ο γαμίκουλας κοίταζε

σαν χαμένο. Αυτό δεν του είχε ματατύχει. Τέτοια άνεση και

ξεδιαντροπιά μαζί είχε να δει από τα δεκάξι του που είχε πρω­

τοπάει σ' ένα πουταναριό κι είχε διαλέξει μια που ούτε την κι­

λότα της δεν είχε βγάλει για να τελειώνουν γρήγορα επειδή

140

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

στην ουρά περίμεναν πέντε-έξι. Κείνη την έλεγαν Φλώρα και

του τον είχε αρπάξει με τα δυο δάχτυλα, αφού του τον είχε

παίξει λιγάκι προηγουμένως, και την ώρα που του τον έχωνε

μέσα της μιλούσε συγχρόνως στο δημοσιογραφικό της κασετό­

φωνο κρατώντας σημειώσεις για τα ψώνια της επομένης. Πού

καιρός για το μετά. Οι υποχρεώσεις δεν μπορούν να περιμέ­

νουν. Κι όλα αυτά με μια άνεση, φίλε μου, που σ' έκανε ν'

αναρωτιέσαι πού οδεύει η πουτάνα η κοινωνία.

Η Οριάνα δεν έχει ντροπές. Αυτό το ξέρουμε. Αν ήταν να

ντρέπεται, καλύτερα να είχε ακόμη στα σκέλια της το μακρύ

της παρελθόν και να καλλιεργούσε μαρούλια στην Άνω Ρα­

χούλα. Γιατί αυτή θα ήταν η μοίρα της. Άντε να βόσκαγε

και τίποτα πρόβατα ή στην καλύτερη των περιπτώσεων να

μάδαγε τ' αμπέλια με την φράουλα και μετά να πήγαινε να

παίξει πρέφα με τους αντρουκλαράδες του χωριού. Βρε ουστ

από κει! Που όταν είχε πάει μια φορά -εκεί γύρω στα δεκα­

επτά της χρόνια— βόλτα στην πλατεία του χωριού και την

φώναξε ο μπάρμπα Στέφανος με τον κυρ Θανάση τον γου­

ρούνα για ξερή, κείνη κοίταζε το ψυχοπαίδι του καφετζή στον

πισινό γλύφοντας την γλώσσα της. Και πώς της έτρεχαν τα

σάλια! Και να δεις που αυτοί οι χωριάτες είναι τόσο πονηροί

που οι χοντροκοιλαράδες που κάθονταν μαζί της, έκλεισαν το

μάτι ο ένας του άλλου. Αχ, ο Νικολάκης δεν είναι για εδώ!

Πρέπει να φύγει γιατί θα χαλάσει το καλό όνομα του χωριού.

Πουστάκι! Ε, πουστάκι! Πού να 'ξεραν οι κολόγυφτοι ότι

μπροστά τους είχαν την μελλοντική τριζάτη γκομενάρα που

θα έκανε όλη την Πάτρα να αναστενάζει στο πέρασμα της.

Εδώ θα 'πρεπε ο Νικολάκης να έχει μια έτοιμη κλανιά να

τους την ρίξει απευθείας στην μούρη. Πάρτε να 'χετε καθί-

κια! Παλαιολιθικά απομεινάρια! Ξερή και στα μούτρα σας!

141

ΑΓΓΕΛΙΚΑ PQMANOV

Μόνο την πρώτη φορά μετά από ένα γαμήσι που της εί­

χε ήρθε κλάσιμο η Οριάνα ένιωσε κάπως. Κι αυτό της έφυ­

γε μέσα σε πέντε λεπτά γιατί ο τύπος που την κουτούπωσε

ετύγχανε γιατρός. Ήξερε ο επιστήμων! Και της εξήγησε.

Μη σου πω πως του άρεσε κιόλας και το βρήκε άκρως ερε­

θιστικό. Μάλιστα προσπαθούσε να την κάνει να της ξανάρθει

το αέριο, αλλά όταν ζορίζεις τέτοιες καταστάσεις, μπορεί και

να φας σκατό στη μούρη. Έτσι, η Οριάνα άφησε την προ­

σπάθεια αφού έβλεπε ότι δεν της έβγαινε εύκολα. Ο γιατρός

την είχε πηδήξει μετά από μια διάλεξη. Είχε πάει η γκομε-

νάρα βίζιτα σ' ένα ξεχοδοχείο ένα απόγευμα γιατί είχε ξεμεί­

νει κείνη την περίοδο από ψιλά κι είπε να κάνει καμιά αρπα-

χτή έτσι για να βγάλει τη βδομάδα. Αυτό ήταν πάνω απ ' τις

αρχές της, γιατί το μουνί μας το έχουμε για να μας ανοίγει

πόρτες κι όχι για να βγάζουμε απλά και μόνο κάποιες μέρες

αυτής της άπονης ζωής, αλλά η ανάγκη σε κάνει να αναθε­

ωρείς πολλά. Και να κάνεις πράματα βεβιασμένα και πολλές

φορές απερίσκεπτα. Αλλά αν δεν βλέπεις στον ορίζοντα κάτι

να έρχεται, ανοίγεις τα πόδια και το βουλώνεις. Μια βδομά­

δα; Μια βδομάδα. Θα πάει στο διάολο και δεν θα ξανάρθει. Κι

ευτυχώς η Οριάνα πάντα προσπαθεί για το καλύτερο. Ούτε

τεμπέλα είναι ούτε ηλίθια. Αλλά καμιά φορά άπαξ κι έρχεται

το μαύρο σύννεφο της κατάθλιψης πάνω απ' το ξανθό σου το

κεφάλι, δεν είσαι για πολλές πολλές αναλύσεις. Τέλος πά­

ντων. Πού μείναμε; Στον γιατρό. Ναι, στον γιατρό. Μετά

την βίζιτα, λοιπόν, κάνοντας να βγει απ' το ξενοδοχείο —κα­

θότι γλαμουράτο γιατί ο βίζιτας ήταν βιομήχανος και δεν πή­

γαινε σε γαμιστερώνες— είδε μια ανακοίνωση σ' ένα τρίποδο

για μια διάλεξη που γινόταν κείνη την ώρα. Το θέμα της:

«Σύγχρονες μέθοδοι για την αντιμετώπιση της δυσκοιλιότη-

142

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

τας». Ώπα! Πού το ήξερε ο τύπος ότι η δικιά μιας που γα­

μιόταν πάνω στο δωμάτιο 314 αντιμετωπίζει πρόβλημα στο

χέσιμο; Εδώ είμαστε. Μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. « Είσο­

δος ελεύθερη». Θαυμάσια. Το πράμα γίνεται ολοένα και κα­

λύτερο. Μη ξοδέψουμε αυτά που μόλις προολίγου βγάλαμε

τόσο γρήγορα.

Το θέμα μ' αυτές τις γαμημένες τις διαλέξεις είναι ότι

πας με όλη την καλή πρόθεση να ακούσεις πράγματα και με­

τά από τα πρώτα δέκα λεπτά ανακαλύπτεις ότι δεν καταλα­

βαίνεις γρυ. Τόσο μαλάκες είμαστε ή τόσο δύσκολο είναι να

πουν κατανοητές λέξεις οι ομιλούντες; Ή το κάνουν επίτηδες

για να φανούν ότι μπλαμπλακιάζουν με σπουδαίο λόγο για να

σε κάνουν να αισθανθείς ότι είσαι αγράμματος και κατώτερος

απ' την πάρτη τους; Γιατί, σου λέει, εγώ ξόδεψα τόσα χρό­

νια για να σας μοστράρω το δίπλωμα που δηλώνει την επι­

στήμη μου. Πώς θα φανεί ότι αξίζω περισσότερο από σας

ηλίθια ανθρωπάκια της κοινωνίας; Που μου ήρθατε να με

ακούσετε χωρίς να πληρώσετε σέντσι τσακιστό και κάθεστε

στις καρέκλες ξύνοντας τ' αρχίδια σας κάνοντας ότι καταλα­

βαίνετε; Και μερικοί από σας κουνάτε με κατανόηση το χα-

ζοκουρκουτένιο κεφάλι σας; Δήθεν ότι όλες οι γνώσεις φώτι­

σαν τώρα δα το σκοτάδι της άγνοιας σας και γίνατε ολίγον τι

σοφοί; Σιγά μην σας κάνουμε να καταλάβετε. Πάρτε ορι­

σμούς και έννοιες και θεωρήματα και ορολογίες. Πάρτε και

φύγετε με την αίσθηση ότι και αυτή τη φορά παρακολουθή­

σατε κάτι το εξαιρετικά ενδιαφέρον. Μόνο μη λάχει κανείς

και σας ρωτήσει τι μάθατε! Ας γινόσασταν κι εσείς σαν κι

εμάς. Μαλάκες, ε μαλάκες!

Το ρεζουμέ της διάλεξης του γιατρού με τη δυσκοιλιότη­

τα, είναι ότι ο τύπος έψαχνε για γκόμενα. Η Οριάνα το κα-

143

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

τάλαβε αμέσως. Μπορεί να μην χαμπαριάζει πολλά πολλά

για το κόλον και την λειτουργία του, μπάνισε όμως με την

πρώτη το καυλί του γιατρουδάκου που όταν την είδε να

στρογγυλοκάθεται στην πρώτη σειρά, έγινε αεροπλάνο την

ώρα της απογείωσης. Αν τα καυλιά έκαναν θόρυβο τη στιγ­

μή που σηκώνονται, τούτο δω θα δημιουργούσε κύμα ηχητι­

κό που θα γκρέμιζε την αίθουσα.

Η συνέχεια ειπώθηκε στο κρεβάτι. Ο ήχος ταίριαζε στο

εργαλείο και η Οριάνα έμεινε ικανοποιημένη. Το είχε ανάγκη,

ειδικά εκείνο το βράδυ που προηγουμένως το είχε κάνει επί

πληρωμή. Τώρα, πήρε το αίμα της πίσω. Το φχαριστήθηκε

μέχρι τελευταίου χυσίματος (του γιατρού). Και κει γύρω στον

τρίτο οργασμό (ξανά του γιατρού) όταν έκανε να βγει ο δυ­

σκοίλιος από μέσα της (μα γιατί τον λέμε έτσι τον άνθρω­

πο;), έριξε και την κλανιά. Ωχ! Συγνώμη γιατρέ, μου ξέφυ­

γε! Κι έβαλε το χέρι μπροστά στο στόμια κάνοντας την σε­

μνή. Είπαμε, ήταν η πρώτη δημοσιά της. Πώς να το αντι­

μετωπίσει! Και κει ο γιατρός της εξήγησε όλα τα

φυσιολογικά που αναφέραμε στην εισαγωγή. Και της έδειξε

και με το δάχτυλο επί τόπου πώς γίνεται να τρομπάρεται ο

αέρας. Και από πίσω και από μπρος. Και από μπρος μα και

από πίσω.

Είδες, φιλαράκο, άμια θες να κάνεις σωστή διάλεξη πώς

μπορείς; Μπορείς και παραμπορείς! Κι όχι επιστημονικές

ακατανοιστικες μαλακίες. Αν δε βάλεις δάχτυλο, η διάλεξη

είναι μάπα. Κουραμπιές, και χαλβάς Φαρσάλων. Δοκίμασε το

στην επόμενη ομιλία και να δεις τι χειροκρότημα θα φας.

Πάρε και καμιά γνώμη και από το κοινό. Και πού θα βρεις

καλύτερο, δικιέ μου, απ' την Οριάνα μας; Πες μου πού θα

βρεις καλύτερο!

144

30.

— Πρέπει να φουσκώσω τα λάστιχα του ποδηλάτου μου!

είπε ο Επαμεινώνδας. Μόλις θυμήθηκα ότι πρέπει ν' αγορά­

σω μια καλή τρόμπα. Αυτή που έχω χάλασε κι έχω να κα­

βαλήσω το ποδήλατο μου ένα μήνα τώρα. Πού πουλάνε τρό­

μπες σ' αυτή τη γειτονιά;

— Δυο τετράγωνα πιο πίσω. Κοντά στην ταβέρνα με τα

μπακαλιαράκια. Την έχεις ακουστά; είπε ο ψυχολόγος.

— Μπα! Δεν πολυκυκλοφορώ εδώ γύρω. Προτιμώ να πη­

γαίνω στα βόρεια. Μπακαλιάρος, ε; Τα μουνιά δεν μυρίζουν

ψαρίλα καμιά φορά; ρώτησε ο Επαμεινώνδας με φανερό εν­

διαφέρον.

— Τις παιδικές ασθένειες τις πέρασες ελαφρά ή βαριά;

έκανε ο ψυχολόγος αγνοώντας φανερά την προηγούμενη απο­

ρία.

— Δεν θυμάμαι. Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ όμως, ήταν

η γεύση της βυσσινάδας που μου έδινε η μάνα μου όταν είχα

ιλαρά. Τέτοιο πετιμέζι δεν έχω ξαναπιεί στη ζωή μου. Από

τότε δεν την έχω ματαβάλλει στο στόμια μου.

Εδώ ο Επαμεινώνδας έκανε μια παύση και πήγε κάτι να

πει. Φάνηκε να το μετανιώνει προς στιγμήν. Μετά όμως, το

ξεφούρνισε θαρρετά:

145

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

— Προχθές έδωσα ένα γλωσσόφιλο στον Θανάση κι ένιω­

σα εκείνο το συναίσθημα. Της λιγούρας μετά από κατάποση

βυσσινάδας της μάνας μου. Θα του πω να χωρίσουμε απόψε.

Νιώθω σαν να ξαναπερνάω την ιλαρά, μαζί του.

— Φταίει και τίποτ' άλλο με τον Θανάση; ρώτησε ο ψυ­

χολόγος, κοιτώντας τον πάνω από τα κοκάλινα γυαλιά του.

— Ναι! απάντησε αμέσως ο Επαμεινώνδας. Κλάνει συνέ­

χεια...

146

3 1 .

Συνεδρία δέκατη πέμπτη

Μεγάλη πόρτα θα διαβείς...

Την έλεγαν Ταμάρα. Και γαμώ τα ονόματα. Ή τραβεστί θα

ήταν ή χαρτορίχτρα. Έλαχε να 'ναι το δεύτερο. Γνωστή στη

γειτονιά και με φήμη τρανή. Ίσα που έβγαζε τον χρησμό και

ο γαμημένος έβγαινε αμέσως, « θ α σου τηλεφωνήσει, μάνα

μου, ο μορφονιός πριν καν βγεις απ' την πόρτα». Τι ήταν και

το 'λεγε; Νντριννν...το τηλέφωνο και έπαιρνε αμέσως. Τέ­

τοια επιτυχία. Που αν ο μορφονιός ήξερε τι παιχνίδια του παί­

ζει η μοίρα και πώς φαίνονται οι κινήσεις και οι σκέψεις του

μέσα α π ' την τράπουλα με όλο το σύμπαν χαραγμένο πάνω

της, το λιγότερο που θα έκανε ήταν να κυκλοφορεί με αλου­

μινόχαρτο στο κεφάλι. Ναι, αυτό που εμποδίζει τα δαιμόνια

να εισχωρούν μέσα σου και να σου κυριεύουν το μυαλό.

Η Οριάνα είχε ακούσει για την Ταμάρα στο κομμωτήριο

ένα βράδυ. Βράδια πήγαινε η δικιά μας στο κομμωτήριο. Τη

147

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

μέρα είχε να κάνει πολλά. Δεν ευκαιρούσε να ασχολείται με

τις τρίχες του κεφαλιού της. Τα πρωινά συνήθως ασχολούταν

με τις μουνότριχές της και τον τρόπο που θα μπορούσε να τις

αξιοποιήσει στην κοινωνία για να είναι ευπαρουσίαστες.

Έβλεπε σε διάφορα περιοδικά κάτι γαμάτες στάσεις από κά­

τι ξέκωλα που ποζάριζαν κι έπαιρνε ιδέες. Στους άντρες, λέ­

ει, τους περισσότερους, τους αρέσει το νέο κούρεμα στο μου­

νί, το βραζιλιάνικο. Είναι τρομερά καυλωτικό. Περιγράφει

απόλυτα το σχήμα εκείνης της περιοχής με διακριτική ενίοτε

παρουσία τριχών, που σε κάνει να θες να χωθείς μέσα του για

να βρεθείς απευθείας στο καρναβάλι του Ρίο και να κουνιέσαι

ασύστολα. Χωρίς ούτε καν να έχεις πάρει ούτε τόση δα πρέ­

ζα. Αυτό πού το πας; Η άλλη ιδέα που αντέγραψε α π ' τις

τσούλες των πορνοπεριοδικών είναι διάφορα ανοίγματα στην

ίδια επίμαχη περιοχή που τα κάνεις με τα δυο δάχτυλα του

ενός χεριού με τρόπο που να φαίνονται έως και οι αμυγδαλές

σου, ενώ με τα δάχτυλα του λεύτερου χεριού παίζεις με την

γλώσσα σου υπονοώντας τα ακατονόμαστα. Που εδώ που τα

λέμε η Οριάνα δεν έχει κανένα απολύτως κώλυμα να τα κα­

τονομάσει. Σιγά μη ντραπούμε. Ποιες είμαστε; Τίποτα

άβγαλτα που μόλις κατεβήκαμε απ ' τα γελάδια; Αν και με­

ρικά απ ' αυτά τα άβγαλτα είναι και γαμώ τα ξεβγαλμένα.

Τέλος πάντων. Ξεφύγαμε μακράν από το θέμα.

Ένα βράδυ, λοιπόν, στο κομμωτήριο πάνω στο πέρασμα

της ρίζας, άκουσε την διπλανή να μιλάει με την παραδιπλα-

νή για το γαμάτο ρίξιμο τράπουλας που κάνει κάποια Ταμά­

ρα, Κωνσταντινουπολίτισσα με ρίζες από Καπαδοκία μεριά

και ολίγον τι από Σμύρνη. Της είχε φέρει τον γκόμενο πίσω

στο πιτς φυτίλι. Παντρεμένος αυτός, που ταλαντευόταν με­

ταξύ καλού ξεπατώματος που είχε με την λεγάμενη, και ευ-

148

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

υπόληπτου προσώπου οικογενειάρχη με ό,τι αυτό συνεπάγε­

ται. Αυτό που συνεπάγεται συνήθως είναι αρκετά χρονάκια

γάμου με χλιαρό γαμήσι, μπόλικη γκρίνια και κατάθεση χρη­

μάτων στο κοινό ταμείο που ποτέ δεν ξέμενε τίποτα για την

προσωπική του ευχαρίστηση. Πώς καταφέρνουν κάτι τσαπερ­

δόνες παντρεμένες και· ξεκοκαλίζουν τα του κοινού ταμείου με

τη δικαιολογία ότι όλα πάνε για τις ανάγκες των παιδιών —

ξέρουν να πατάνε τον κάλο οι άτιμες — και από την άλλη να

βγαίνουν και παραπονούμενες που ο σύζυγος φωνάζει όλη μέ­

ρα για την άθλια οικονομική τους κατάσταση, αυτό είναι άξιο

θαυμασμού. Και άξιο αντιγραφής, επίσης. Αν ξέρανε το κόλ­

πο όλες έτσι θα ήταν. Όλες! (ή μήπως είναι; σουτ καλέ, θα

μας ακούσει κανείς!)

Το χαρτί έλεγε τα πάντα. Και πού ήταν αυτός, και τι

έκανε και τι σκεφτόταν. «Τον παίζει για χατίρι σου κοκόνα

μου!» απεφάνθη η Ταμάρα. «Να! Τώρα εδώ στο μπάνιο ενώ

η γυναίκα του ετοιμάζει κοκκινιστό. Για δες! Βάζει και κα­

νέλα μέσα στη σάλτσα και μπόλικο χοντρό άτριφτο πιπέρι.

Μπα, μπα! έριξε κι ένα κλωνάρι σταμναγκάθι! Χμμ! θα το

δοκιμάσω κι εγώ αυτό». Ε, ναι. Ποιος είπε πως οι χαρτορί-

χτρες δεν κλέβουν ιδέες απ ' αυτά που βλέπουν. Κάπου πρέ­

πει να υπάρχει και το προσωπικό όφελος σ' όλη αυτή την

ιστορία, εκτός του ανεξέλεγκτου και αφορολόγητου παραδακί-

ου που εισρέει στις τσέπες τους. Μερικές αλείβουν τα χάρτι­

να πρώτα στις ρόγες τους και μετά τα χώνουν στο συρτάρι.

Για να πάρουν λίγη απ' τη μυρωδιά τους και να μην πέσουν

σε ξένα χέρια. Χα! Καλό αυτό. Να θυμηθώ μόλις πληρωθώ

την άλλη φορά να κάτσω πάνω στα κατοστάρικα για να μην

θέλουν να φύγουν από με! Ρε δε μας γαμάτε λέω 'γω;

Η Οριάνα ζήτησε αμέσως διεύθυνση και τηλέφωνο. Κοί-

149

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

τα, από τότε που έγινε γυναίκα, άρχισε να μπαίνει σιγά σιγά

και στο πιο λεπτό και ανεξερεύνητο κομμάτι της γυναικείας

νοοτροπίας. Και το ωραίο είναι πως όλο αυτό της βγαίνει τε­

λείως φυσιολογικά. Αυτή είναι η καύλα με την Οριάνα. Δεν

κάνει τίποτα επιτηδευμένα. Όλα της έρχονται σαν χείμαρρος

από μέσα της γι ' αυτό και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητή­

σει ποτέ την αληθινή της φύση. Ο πελαργός είχε μπερδέψει

τα γεννητικά όργανα με την πάρτη της. Δεν υπάρχει άλλη

εξήγηση. Καλά έκανε κι αυτή και έκανε την διόρθωση. Αμφι­

βάλλει κανείς;

Ημέρα Πέμπτη ώρα 6.15 μ.μ. την δέχθηκε η Ταμάρα.

Μέσα σ' ένα σκηνικό, και γαμώ τη μαστούρα. Λιβάνια να

καίγονται, ξυλάκια να βγάζουν Ινδικούς καπνούς και μυρωδιές

από σανταλόξυλο, βανίλια, κέδρο και...κουνουπίδι που έβραζε

μέσα στην κουζίνα. Η Ταμάρα είχε πάρει κάτι κιλά και όλα

κάθισαν στα κωλομέρια της, γ ι ' αυτό και η δίαιτα με το κου­

νουπίδι όπως εξήγησε αργότερα στο κορίτσι μιας. Της έφτιαξε

καφέ σε κούπα από τσάι και την κάθισε σε τραπεζάκι τύπου

σεκρετέρ. Ξύλινο, μιε σκάλισμα στο πόδι και μυρουδιά παλαι­

οπωλείου. Από το ταβάνι κρεμόταν κουρτινάκι τούλινο χρώ­

ματος μπορντό με καρφιτσωμένα πάνω του ματόχαντρα, φτε­

ρά και σύμβολα ακατανόητα. Της Οριάνας της φάνηκε σε μια

στιγμή ότι υπήρχε μια μιικρή φωτογραφία από πάνω της που

έμοιαζε τρομερά με τον πατέρα της να της κάνει κωλοδά-

χτυλο. θεέ και Κύριε! Ουστ από δω! Κοιτώντας καλύτερα

ήταν ένας τύπος μιε φάτσα χωριάτη (γι' αυτό και ο συνειρμός

στον πατερούλη) που φόραγε ένα πόντζο και ήταν σε φάση

διαλογής. Στο ένα του χέρι κράταγε μ*α πίπα, και στο άλλο

το σηκωμιένο του καυλί. Τώρα τι σχέση είχε αυτό με το όλο

σκηνικό, η Οριάνα δεν ρώτησε. Χέστηκε για τις λόξες που

150

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

μπορεί να έχει το κάθε μέντιουμ. Εδώ ήρθε για να μάθει τα

μελλούμενα κι όχι να ασχολείται με το κάθε τυχαίο καυλί.

Μ' αυτά θα ασχοληθεί άλλη μέρα.

— «Μην μου πεις τίποτα!» την πρόλαβε με ύφος η Ταμά-

ρα. « θ α στα πω όλα εγώ!». Και έβγαλε απ ' το αριστερό της

το συρτάρι μια χιλιοξεφτισμένη τράπουλα (και γαμώ τις χρή­

σεις πρέπει να είχε κάνει) με ζωγραφισμένα τ' άστρα αυτού

του ουρανού, και τα φεγγάρια και τους πλανήτες όλων των

ηλιακών συστημάτων, ακόμα κι αυτών που δεν γνωρίζουμε

και ποτέ δεν πρόκειται να γνωρίσουμε όσες ζωές κι αν έχου­

με και όσους θανάτους και μετενσαρκώσεις. Η κούκλα μας

έκοψε στα τέσσερα, και η άλλη, κάνοντας μιαν ευχή στον

Αλλάχ, άρχισε να μιλά. Η Οριάνα πρόσεξε την ελιά που είχε

η Ταμάρα πάνω απ ' το δεξί της μάτι. Κρεατοελιά κατάμαυ­

ρη και πεταχτή πεταχτή. Παρόλη τη γελοιότητα, αυτό της

έδινε έναν τόνο μυστηρίου και την πεποίθηση ότι ό,τι και να

πει είναι αυτό και τίποτ' άλλο. Τα δε χείλη της κατακόκκι­

να και πρησμένα σαν μόλις να είχε κάνει δεκαπέντε απανωτά

τσιμπούκια. Botox λες να ήταν; Μπα! Μπορεί και τσιμπού­

κια! Η Οριάνα έβγαλε ένα μικρό γέλιο με τις σκέψεις που

έκανε! Ίσα που είχε αρχίσει να αναρωτιέται αν το μουνί της

Ταμάρας θα είχε κάποιο ειδικό κούρεμα ή θα το είχε αφήσει

«αφάνα» για πιο πολύ μυστήριο, το μέντιουμ αναπήδησε: «

Φτου σκόρδα και σαλαμάνδρες και χίλιοι πούτσοι μελαψοί! Τι

βλέπω μανάρα μου μέσα απ ' τα σκέλια σου;» Και η μισή

τράπουλα χύθηκε στο πάτωμα απ' το σοκ που υπέστη η χει-

λαρού η πρησμένη.

Το δε! Να μην το 'βλεπε; Τι μέντιουμ θα 'ταν! Και την

πρώην παπαρδέλα της Οριάνας είδε και το κουνιστό της πα­

ρελθόν και τα σιλικονάτα που τόση ώρα αναρωτιόταν αν είναι

151

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

φυσικά ή όχι. Είδες η γαμημένη η τράπουλα; Καμιά φορά εί­

ναι ν' αναρωτιέσαι αν πρέπει να το έχεις το αναθεματισμένο

το χάρισμα ή όχι. Σου αποκαλύπτονται πράγματα, μωρό μου,

που όση πείρα κι αν έχεις σ' αυτή τη ζωή, το σύμπαν το

ζωγραφιστό συνεχίζει να σε εκπλήσσει.

Η Οριάνα εντυπωσιάστηκε. Ενθουσιάστηκε. Αφού καλέ

σηκώθηκε πάνω και φίλησε με ρουφηχτό φιλί την Ταμάρα

στο στόμα (σιγά μη δεν το 'κανε! Τόση ώρα λιγουρευόταν

αυτά τα χείλη!). Άνοιξε με μιας το πουκάμισο της (είδες ο

πολύς ενθουσιασμός τι σε βάζει να κάνεις;) κι έχωσε το μού­

τρο της Ταμάρας μες τα βυζιά της. Κείνη δεν έχασε ευκαι­

ρία. Τα έγλειψε αμέσως. Μάνα μιου, απ' το πολύ μπλα μπλα

που έχει αυτό το επάγγελμα, η γλώσσα ροδάνι πάει, πανάθε-

μά την. Ροδάνι!

Η Οριάνα έκλεισε το πουκάμισο μεμιάς, αφήνοντας την

άλλη στα κρύα του λουτρού. Αυτόματα, της πέρασε κάθε

όρεξη να μάθει με ποιόν θα πηδηχτεί την επομένη. Αυτό που

ήθελε να δει το είδε. Ναι, ρε μάγκα μου, υπάρχουν και μετρι­

κές που ξέρουν να βλέπουν! Δε γαμιούνται! Και γιατί να μά­

θουμε, μου λες; Γιατί να μάθουμε; Τι νόημα έχει η κωλο-

πουτάνα η ζωή αν ξέρουμε τι θα μας συμβεί; Δεν είναι πιο

νόστιμο να είσαι μέσα στο τρόλεϊ, φερ' ειπείν, και να αναρω­

τιέσαι για τον απέναντι σου; θα με πηδήξει, δε θα με πηδή­

ξει, θα με χουφτώσει αν του τριφτώ ή δεν θα με χουφτώσει,

παρά να ξέρεις εκ των προτέρων τις κινήσεις του; Δεν έχει

γούστο, ρε έτσι. Δεν έχει!

Της έδωσε τον μποναμά η Οριάνα. Φτηνιάρα δεν ήταν πο­

τέ κι ούτε θα γίνει. Αυτό όσες τράπουλες και να της ρίξεις,

το ίδιο θα πουν. Άφησε και τον καφέ στο φλιτζάνι. Δεν θα

πάει χαμένος, θα τον πάρει η επόμενη. Έσφιξε τη ζώνη της

152

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

κι έκλεισε το μάτι στην Ταμάρα. «Δεν θα τα ξαναπούμε!»

της πέταξε κλείνοντας την πόρτα σιγανά, για να μην χαλά­

σει η αύρα. «Αυτό που ήθελα να μάθεις το έμαθες!».

Κι έμεινε η Ταμάρα με το μουνί μες την υγρασία και τις

ρόγες τσιτωμένες. Να είχε πιει καφεδάκι πριν έρθει η Optava,

άραγες; Κι αν είχε πιει, να είχε κοιτάξει μες το κατακάθι να

δει τι σόι πράμα θα έμπαινε στην πόρτα της; Κι αν το είχε

δει θα το είχε πιστέψει; Ποιος ξέρει; Είναι κάτι ερωτηματικά

που θα μείνουν αναπάντητα σ' αυτόν τον άκαρδο κόσμο που

όσο κι αν προσπαθείς, δεν θα τα μάθεις ποτέ! Και γιατί να

τα μάθεις; Άι σιχτίρ ! Τις απαντήσεις τις ξέρουμε κι από μό­

νοι μας, ενδόμυχα, υποσυνείδητα. Αυτό που πρέπει να μάθου­

με καλά είναι να κάνουμε τις σωστές ερωτήσεις. Σ' αυτό

υστερούμε. ΓΓ αυτό και οι περισσότερες από δαύτες μένουν

αναπάντητες. Γιατί είναι άνευ σημασίας! Τι' αυτό!

153

32.

— Tt ερώτηση έχεις κάνει στον εαυτό σου το τελευταίο

διάστημα και δεν έχεις πάρει απάντηση; τσίγκλισε ο ψυχολό­

γος τον Επαμεινώνδα μετά την ανάγνωση της ιστορίας του.

— Αν είμαι γεννημένος πούστης! ξεφύσηξε εκείνος, και

χώθηκε πιο βαθιά στην πολυθρόνα του. Κοιτούσε το φερμου­

άρ του παντελονιού του και σκέφτηκε πως αν του μαγκωνό­

ταν το πουλί καμιά μέρα ανάμεσα απ' αυτά τα σιδερένια δό­

ντια, θα έβγαζε φωνή μεγάλη. Καλά, τι μαλακία σκέψη είναι

αυτή τώρα;

— Έβγαλες κάποιο συμπέρασμα; επέμεινε ο άλλος, κοι­

τώντας τον με προσμονή.

— Να σου πω, είπε ο Επαμεινώνδας. Υπάρχουν πράγματα

που γεννιέσαι μ' αυτά. Άλλα, τα αποκτάς με τον καιρό.

Άλλα πάλι, θες να τα ξεφορτωθείς και μερικές φορές θέλεις

να προσθέσεις καινούργια. Στην πορεία, ενίοτε, ανακαλύπτεις

πως εκεί που είχες συνηθίσει να χρησιμοποιείς ένα μέρος του

σώματος σου για μια συγκεκριμένη λειτουργία μπορείς κάλλι­

στα να του προσθέσεις κι άλλη.

— Μιλάς για κάτι ιδιαίτερο; τον ρώτησε διευκρινιστικά ο

ψυχολόγος.

154

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

Ο Επαμεινώνδας συνέχισε απτόητος:

— Για τον κώλο μου μιλάω.

Ο Μίνος σάλεψε μέσα στο σ κ έ π α σ μ α του. Η συζήτηση

απέκτησε ενδιαφέρον...

155

33.

Συνεδρία δέκατη έκτη

Αμόλυβδη και τα ρέστα δικά μου

Τρεις πάστες απανωτές, έξι σουβλάκια διπλόπιτα και πέντε

μπύρες παρακαλώ, κατέβασε η Οριάνα το απόγευμα γιατί

άπαξ και την πιάσει η λιγούρα να πα' να γαμηθούν όλες οι

δίαιτες. Εξάλλου το καλό στην υπόθεση με την καραγκομε-

ράρα μας είναι πως ο σωματότυπός της καθώς επίσης και ο

μεταβολισμός της εξακολουθούν να ανήκουν στον Νικολάκη.

Είναι από τα πράγματα που χαίρεσαι στις αλλαγές φύλου.

Όσα σκατά κι αν φας αυτά θα μεταβολιστούν αμέσως και

δεν θα κάτσουν στα μπούτια. Και ουδέποτε η Οριάνα ως Νί­

κος είχε πρόβλημα μεταβολισμού. Ούτε καν κοιλίτσα δεν εί­

χε ποτέ. Έτσι, όποτε είναι να φάει το κάνει μετά χαράς και

ουδεμίας τύψης.

Έβγαλε ένα μακρόσυρτο ρέψιμο κι έξυσε το μουνί της.

Μερικές συνήθειες δεν αλλάζουν ποτέ πανάθεμά τες. Δε πα

156

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

να 'χεις κάνει εκατό εγχειρίσεις. Το χέρι πάει όπου έχει το

συνήθειο να πηγαίνει. Οι άντρες έχουν τα πρωτεία σε κάτι

τέτοια. Εκεί που οι γυναίκες, άμα τους πιάσει μουνοφαγούρα

ανεξέλεγκτη κοιτούν και δυο και τρεις φορές τριγύρω μέχρι

να κάνουν την ανακουφιστική κίνηση, οι άντρες δεν χαμπα-

ριάζουν Χριστό. Βρε θα ξυθούν και να πα ' να γαμηθεί όλη η

πλάση. Τι τα 'χουμε τα αναθεματισμένα αν δεν τα μοστρά-

ρουμε με την πρώτη ευκαιρία; Το ίδιο ισχύει και με το ρέψι­

μο. Όσο πιο βαθύ και μακρόσυρτο, τόσο περισσότερο αντριλί-

κι δείχνει.

Μετά το ρέψιμο ξεκαθάρισε και το μυαλό. Αν συνέχιζε να

τρώει έτσι, θα τελείωναν τα λεφτά για τη βδομάδα. Ο μόνος

σκοπός του να βγάζεις χρήματα είναι για να τα τρως όσο κα­

λύτερα μπορείς. Φα' τα πριν στα φαν οι άλλοι. Έλα όμως

που κάποτε τελειώνουν. Ιδίως άμα δεν έχεις μόνιμη πηγή που

να στα προμηθεύει. Το μουνί της η Οριάνα το χρησιμοποιεί

σαν πηγή αραιά και πού. Δεν θέλει όμως να της γίνει συνή­

θειο κάτι τέτοιο. Αν και ποτέ δεν αισθάνεται φτηνή καθότι ό,τι

αποφασίσει δεν το μετανιώνει ποτέ, θέλει να έχει κρατημένη

καλά την αξιοπρέπεια της. Το όνομα της στην πιάτσα δεν θα

χαλάσει ποτέ και αυτό εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από

την ίδια. Αφού όλοι την σέβονται. Και όσοι την έχουν πηδήξει

ως τα τώρα και όσοι διακαώς επιθυμούν να το κάνουν. Φτάνει

εκείνη να τους το επιτρέψει. Γι' αυτό και όλοι την ονειρεύο­

νται μέσα στο ροζ τους απαγορευμένο συννεφάκι. Επειδή πρέ­

πει να σκαρφαλώσουν για να τη φτάσουν.

Τέλος πάντων. Η ουσία είναι ότι θα αναγκαστεί ξανά να

κάνει καμιά μαλακισμένη δουλειά του ποδαριού για να βγει κι

αυτός ο μήνας. Είπαμε. Η δικιά μας δεν είναι για μονιμότητες.

Τη μούχλα και το τέλμα ουδέποτε το γουστάριζε. Χοροπηδάει

157

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

από δω κι από κει, σαν τις πεταλούδες. Που παίρνουν τη γύ­

ρη από πολλά λουλούδια και που τα ποδαράκια τους είναι κά­

θε φορά και διαφορετικού χρώματος. Και οι κεραίες τους με

άλλη κάθε φορά μυρωδιά. Γι' αυτό και τα φτερά τους είναι πο­

λύχρωμα. Απ' την ποικιλία. Αλλιώς, θα ήταν όλες γκρίζες και

καφέ και δεν θα διέφεραν καθόλου απ' τις κουράδες.

Ένας φίλος της, που τον είχε γνωρίσει μια μέρα πίνοντας

φραπέ με θρυμματισμένο φουντούκι (τον είχε εμπλουτίσει η

ίδια ρίχνοντας και μπισκοτάκι νιανιά μέσα), δούλευε σε βενζι­

νάδικο. Επί της Εθνικής, σε καλή μεριά και πότε πότε ζη­

τούσαν προσωπικό ενισχυτικό. Κυρίως σε περιόδους διακοπών

που περνάει πολύς κόσμος, και τέτοια.

Ερχόταν τριήμερο αργίας και η Οριάνα θυμήθηκε το φιλα­

ράκι και πέρασε από κει. Το αφεντικό ανοιγόκλεισε τα μάτια

του σαν την είδε, νομίζοντας πως έβλεπε όαση μες τη σκόνη.

Φόραγε, πανάθεμά την, κίτρινο υφασμάτινο σορτς που διέγρα­

φε τέλεια όλο το σχήμα του μουνιού, και άσπρο κολλητό

μπλουζί βρεγμένο απ ' τον ιδρώτα. Από κάτω σανδάλια καφέ

με δέσιμο ως το γόνατο. Μανάρα μου, πού είναι το ρεζερβου­

άρ σου να στο γεμίσω; σκέφτηκε ο βενζίνας και πήγε κοντά

της. Όταν η Οριάνα του ζήτησε δουλειά, τότε ήταν που ο

τύπος έχασε τη λαλιά του. Αυτό ούτε στ ' όνειρο του! Κει να

δείτε κίνηση που θα 'χει το μαγαζί μας μ' αυτή τη μουνάρα

να κρατάει την αντλία!

Δε πα' να μη προβλεπόταν να περάσει τόσος κόσμος αυτή

τη φορά από Εθνική μεριά. Σιγά για ένα κοινό τριήμερο μην

κατέβαινε ο συρφετός για εκδρομή στην Πάτρα. Σε άλλες

συνθήκες θα ξαπόστελνε τον κάθε ζήτουλα από κει που ήρθε,

με την Οριάνα όμως δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Κα­

λέ και να στήσει τον κώλο του με ταμπέλα «Ανοιχτόν» στην

158

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

είσοδο θα το 'κανε ευχαρίστως για πάρτη της. (Αχ τι δύναμη

έχουν τα σωστά βυζιά και το γαμάτο βλέμμα καμιά φορά!).

Η Οριάνα χούφτωσε την αντλία επιδέξια. Τα μακρυνάρια,

η ειδικότης μας. Όχι παίζουμε. Και το χώσιμο στην κατάλ­

ληλη τρύπα, επίσης. Μόλις ήρθε η πρώτη νταλίκα για γέμι­

σμα, έπεσε σύνθημα με τα CB αυτών των επίδοξων γαμιά-

δων. Αρχοντομούνα βενζινού στην Εθνική με φόρμα πράσινη

ολόσωμη και ξεκούμπωτη μέχρι τον αφαλό. Όσοι πιστοί

προσέλθετε. Και φυσικά την είχε ξεκούμπωτη. Ποιος είπε

πως δουλειά και διασκέδαση δεν πάνε μαζί; Η πλάκα ήταν

με κάτι αντρόγυνα που σταματούσαν, οι ανυποψίαστοι, για

φουλάρισμα με αμόλυβδη. Να τα μάτια του οδηγού, κλείσιμο

τα μάτια της κουκουβάγιας δίπλα του. Αμάν, τι έλαχε στο

διάβα μας. Αφού καλέ, αντί για βενζίνη που αρχικά σταμα­

τούσαν να βάλουν, ευθύς ανακάλυπταν πως οι ρόδες ήθελαν

αέρα, το ψυγείο νερό, όλο το αμάξι πλύσιμο και τέλος, σκού­

πισμα με πανάκι στεγνό αποκλειστικά και μόνο απ' το κορί­

τσι με τους βύζαρους. Οι κότες οι ζηλιάρες οι γυναίκες, σού­

φρωναν τη μύτη με μίσος σαν να 'βλεπαν τον άλλο τους εαυ­

τό που πάντα θα ήθελαν να έχουν αλλά ποτέ δεν θα απο­

κτήσουν, να τους βγάζει απερίσκεπτα τη γλώσσα και να τους

κοροϊδεύει ξεδιάντροπα. (Γι' αυτό οι γυναίκες ζηλεύουν πάντα

κάτι η μία απ' την άλλη. Γιατί ποτέ δεν έχουν τα κότσια να

το αποκτήσουν. Και σιγά τα έμφυτα. Σ' αυτή τη ζωή, μόνο

ό,τι δεν θέλεις πραγματικά δεν μπορείς να το αποκτήσεις).

Οι νταλικιέρηδες έλαχε να περνάν ΟΛΟΙ από κείνο το ση­

μείο; Μα ΟΛΟΙ; Το τι νταλίκα και φορτηγό επισκέφθηκε το

βενζινάδικο τις μέρες που η Οριάνα ήταν βενζινού, δε λέγετε.

Και ξέρετε κάτι ωραία λογάκια που λεν αυτά τα παλικάρια,

ε; Τα ξέρετε! Εκτός από βενζίνη, πετρέλαιο και ό,τι εμπεριέ-

159

ΑΓΓΕΛΙΝΑ PQMANOV

χει χύσιμο, το κορίτσι μας διαπίστωσε ότι οι περισσότεροι

επιθυμούσαν διακαώς να τους «λιπάνει τις μανιβέλες», να

τους «γλύψει τα μπροστοφάναρα», να τους «ρουφήξει τις

απώλειες υγρών», να τους «ξεβουλώσει τις εξατμίσεις», ως

και να τους «γανώσει τα έμβολα», άκουσον άκουσον! Και τα

ζητούσαν όλα αυτά, οι πονηρούληδες, μ' έναν τρόπο! Μα μιε

έναν τρόπο! Υποδεικνύοντας κάθε φορά, με κλείσιμο ματιού,

το σημίείο που είχε ο καθένας τους το συγκεκριμένο «πρό­

βλημα». Κι άλλα πολλά της έλεγαν. Να τα ακούς και να

σου αναπτερώνεται το ηθικό που γεννήθηκες γυναίκα (χα!).

Μερικές λεξούλες απ ' αυτές, η δικιά μας δεν τις είχε ματα-

κούσει. Κάποιες φορές, κει που γέλαγε βρίσκοντας τόσο ευ­

φυή ορισμιένα α π ' αυτά τα βρωμόλογα, τους έλεγε να τα

επαναλάβουν για να τα καταγράψει στο μπλοκάκι της. Και

ποιος ξέρει; ίσως κάποτε να της φανούν χρήσιμα! Αν γράψει

τα απομνημονεύματα της, ας πούμε. Χωρίς βρωμιόλογα, τι

αξία θα είχε ένα τέτοιο βιβλίο;

Ο βενζίνας, έτριβε τα χέρια του. Γερή μπάζα! Κάθε που

πήγαινε η Οριάνα για ρέστα, της χούφτωνε κι από ένα βυζί.

Μάνα μου κάτι χέρια που τα είχε. Της άνοιγε και το φερ­

μουάρ μέχρι κάτω κι έχωνε τη χερούκλα του μες την κιλότα

της. Βενζίνη, μάνα μου, μυρίζει το μουνί σου. Σπίρτο να σου

βάλω θα πυρποληθείς ολόκληρη. Και γέλαγε η ξεδιάντροπη

και το κελαριστό της γέλιο ακουγόταν μέχρι έξω. Έμπαινε

απ' το παράθυρο του πελάτη κι έκανε το καυλί του να ση­

κώνεται. Δεν χωράει άλλη βενζίνη το ρημάδι το αμάξι;

Ήταν ανάγκη να χωράει τόσο λίγη; Ρίξε, μάνα μου, κι άλ­

λη. Ρίξε να γεμίσει και να χυθεί και να τρέχουν τα χύσια πά­

νω στην πόρτα και κάτω στο τσιμέντο και ποτάμι να γίνουν

να τρέξουν στο δρόμο!

160

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

Αυτές είναι δουλειές. Να περνάς καλά και να γεμίζεις

εμπειρίες. Η αντλία του βενζίνα καλή. Και την δούλευε επί­

σης καλά. Αυτό που αρέσει της Οριάνας δεν είναι το απλό

χώσιμο, είναι και πώς το κουνάς το εργαλείο. Αν κάνεις κυ­

κλικά την κίνηση, έτσι που να ακουμπάει στα τοιχώματα του

μουνιού σου, εκεί παίρνεις άριστα. Κι ο βενζίνας δεν υστερού­

σε σε κυκλικότητα. Όταν το βενζινάδικο έκλεινε κατά τις

τρεις μετά τα μεσάνυχτα (τέτοιες δουλειές!) συνεχιζόταν το

πανηγύρι για κάνα δυο ώρες ακόμα. Αχ, ψυχούλα μου! Κι

όποτε ξεμένεις, γοργόνα μου, από λεφτά, σε μένα να 'ρχεσαι.

Σε μένα. Τ' ακούς;

Τ' ακούει η Οριάνα. Πώς δεν τ' ακούει! Λίγο-πολύ, ήξε­

ρε πως οι δουλειές εκεί που θα πήγαινε θα χτύπαγαν κόκκι­

νο αλλά το ότι θα ανέβαιναν τόσο μα τόσο πολύ, δεν το φα­

νταζόταν. Το πόσοι πούτσοι, τελικά, έχουν επιθυμία να υψω­

θούν σ' αυτόν τον κόσμο και δεν τους δίνονται τα κατάλλη­

λα ερεθίσματα είναι άξιο απορίας. Και άξιο ανάλυσης, επίσης.

Τόσο ντεκαβλέ έχουν γίνει οι γυναίκες με τα προβλήματα

τους, τις ανασφάλειες τους, τα άγχη και τα ερωτηματικά

τους, που έχουν χάσει όλη τη μαγεία τους; Γιατί κάθε γυ­

ναίκα που γεννιέται, έχει μέσα της την κ α τ α δ ί κ η της, ιδιαί­

τερη μαγεία. Πού στο διάολο χάνεται με το πέρασμα των

χρόνων; Ποιος σατανάς την καταπίνει και της την παίρνει;

Ή μήπως οι ίδιες οι γυναίκες την διώχνουν από πάνω τους

γιατί την φοβούνται; Και προτιμούν την ασφάλεια της μιζέ­

ριας και της συνήθειας, και μ' αυτή πορεύονται στη συνέχεια;

Ας το καλό! Όσες έχουν ψιλιαστεί τη δουλειά, γυρνούν στον

παλιό καλό τους εαυτό. Οι άλλες, πέφτουν στον γκρεμό. Κυ­

ριολεκτικά και μεταφορικά.

Η Οριάνα, ευτυχώς δεν είναι έτσι. Η μαγεία της δεν χά-

161

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

νεται ποτέ. Κι αν πάει να της ξεφύγει κάποιες φορές, έχει

ένα λάσο με πολύχρωμες κορδέλες που την πιάνει απ ' το

λαιμό και την φέρνει πίσω ξανά. Και καλά κάνει!

162

34.

— Αισθάνεσαι καμιά φορά πως θα ήθελες να γράψεις λιγό­

τερα, αλλά δεν μπορείς να συγκρατήσεις τον εαυτό σου; χα­

μογέλασε ο ψυχολόγος κοιτώντας επίμονα τον Επαμεινώνδα.

— Και γιατί να κρατηθώ; ποιος μου βάζει όρια; είπε ο

Επαμεινώνδας. Όταν μου 'ρθει κάτι να γράψω θα το γράψω.

Μακάρι να συνέβαινε αυτό κι όταν πρέπει να μιλήσω.

— Τι είναι αυτό που σε εμποδίζει; Εννοώ, γιατί δε λες τη

γνώμη σου χωρίς ενδοιασμούς; ρώτησε ο άλλος πίνοντας μια

ρουφηξιά καυτό τσάι. Πόναγε ο λαιμάς του κι είχε αναγκα­

στεί, κατά την διάρκεια του ακούσματος της ιστορίας, να ξε­

ροβήξει αρκετές φορές. Αυτό είχε προκαλέσει την ενόχληση

του Επαμεινώνδα ο οποίος σούφρωνε το στόμα του μετά από

κάθε βήξιμο του ψυχολόγου.

— Γπάρχουν φορές που ντρέπομαι, απάντησε σκεφτικός ο

Επαμεινώνδας. Να, μ' ενδιαφέρει τι γνώμη θα έχουν οι άλλοι

για μένα και πάντα σκέφτομαι πως αυτό που θα πω θα είναι

κουταμάρα και θα γελούν μαζί μου. Έτσι, τις περισσότερες

φορές προτιμώ να το βουλώνω.

— Αυτό είναι πρόβλημα, απεφάνθη ο ψυχολόγος και συνέ­

χισε: Σίγουρα θα ανάγεται στην παιδική ηλικία και. . .

163

ΑΓΤΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

— Φίλε, σκάσε! τον έκοψε ο Επαμεινώνδας και πετάχτη­

κε όρθιος. Ο ψυχολόγος γέλασε και ο βήχας του έγινε μα­

κρόσυρτος.

— Με γάμησες μ' αυτόν τον βήχα σήμερα, συνέχισε ο

Επαμεινώνδας και προχώρησε προς την πόρτα. Βγαίνοντας,

την άφησε ανοιχτή. «Για να φύγουν τα μικρόβια...» σκέφτη­

κε.

164

35.

Συνεδρία δέκατη έβδομη

Γιατρέ, πονάω...!

Ο χειρότερος πόνος, ακόμα κι απ ' αυτόν της πρώτης σου φο­

ράς με σοδομισμό από ψωλή αραπίσια και χωρίς λιπαντικό, εί­

ναι αυτή του γαμημένου του πονόδοντου. Και ο πούστης ο πό­

νος, σου την πέφτει πάντα μέσα στ' άγρια μεσάνυχτα. Χωρίς

μια προειδοποίηση, χωρίς τίποτα. Μπαμ, και κατακέφαλα.

Ό,τι είχε κάνει η Οριάνα το βραδινό της το μπανάκι με

τρία αφρόλουτρα διαφορετικού χρώματος και μυρωδιάς το κα­

θένα. Βγήκε απ ' τη μπανιέρα με ύφος Κλεοπάτρας μετά από

δίωρη περιποίηση απ ' τις θεραπαινίδες της που σκοπός της

ήταν να μοστράρει ένα κατάφρεσκο μουνί στον καυλωμένο

Αντώνιο, που η ιστορία λέει πως την είχε πάντα έτοιμη και

όρθια για να ικανοποιεί τις ορέξεις της γαμιόλας της Κλεό,

της οποίας βασική έννοια ήταν πώς να κάνει τις επόμενες γε­

νιές να την θυμιούνται. Και να που τα κατάφερε. Πείτε μου

165

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

για ποιο άλλο πράγμα η Κλεοπάτρα είναι γνωστή εκτός απ '

την παστράδα και το γαμήσι. Τέλος πάντων, ποιος την χέζει

τέτοια ώρα!

Τη στιγμή που η δικιά μας έκανε πήλινγκ στην κωλοτρυ-

πίδα μ' ένα σκληρό σφουγγάρι (ορισμένα πράγματα είναι να

μη σου γίνουν συνήθειο. Άπαξ και συνηθίσεις, γουστάρεις

τρελά και το μυαλό όλο προς τα εκεί πάει!), ένας δυνατός

πονόδοντος την έκανε να διπλωθεί στα δύο. Το να διπλώνεσαι

στα δύο ενίοτε εξυπηρετεί πολλά, ιδίως αν έχεις την προοπτι­

κή μιας καλής εφαρμογής εκ των όπισθεν. Στην περίπτωση

όμως αυτή, εξυπηρετούσε το αντανακλαστικό της υπόθεσης.

Ωχ! Και σκύψιμο. Έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη!

Το χέρι πήγε αυτόματα στο δεξί το μάγουλο. Το πουστό-

δοντο χασκογέλαγε αχανές με ανέκδοτο που άκουσε απ' τον

διπλανό φρονιμίτη. Εξ' ου και ερεθίστηκε η κουφάλα βραδι-

νιάτικα. Τα δόντια έχουν την μοναδική ικανότητα να σε κά­

νουν ό,τι θέλουν. Άμα είναι στις καλές τους και ικανοποιη­

μένα, δεν τρέχει κάστανο. Μπορείς να συνεχίσεις να ζεις τη

μίζερη ζωούλα σου όπως εσύ νομίζεις καλύτερα. Για να την

κάνεις ίσως πιο υποφερτή, μη φανταστείς τίποτα παραπάνω.

Όταν όμως, τα χτυπήσει κεραυνός, τότε θα φέρουν τον κόσμο

σου τούμπα. Πονάω μαλάκα. Χτυπήσου κι εσύ κάτω σαν το

χταπόδι.

Τι της έρχονται σκηνές απ ' το χωριό και τα νιάτα της

της Οριάνας κάτι τέτοιες κρίσιμες ώρες, είναι ν' απορεί κα­

νείς. Έτσι και τώρα. Έτρεξε, εν πρώτοις, να δέσει μαντίλι

στα μάγουλα της μπας και σφίξει ο πόνος (το είχε δει σ' ένα

έργο αυτό μια φορά και της φάνηκε ηλιθίως ηλίθιο. Τις πα-

παριές του είδους, σπεύδουμε όμως να τις κάνουμε αμέσως σε

παρόμοιες περιπτώσεις χωρίς να κάτσουμε για μια στιγμή να

166

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

αναλογιστούμε πόσο μαλάκες φαινόμαστε). Εν δευτέροις, της

ήρθε φλας μπακ από ένα γεγονός στην Άνω Ραχούλα, όπου

ένα βράδυ ο παππούς της είχε ξεσηκώσει τον τόπο με τις

αγριοφωνάρες του κραδαίνοντας την μαγκούρα και κυνηγώ­

ντας την κακομοίρα τη γιαγιά γύρω γύρω στο κατώι. Κει

που είχαν τα βαρέλια με το κρασί, τα πιθάρια με το λάδι και

τους ντενεκέδες με το τυρί, εκεί, ο παππούς έτρεχε κρατώ­

ντας το μάγουλο του το φουσκωμένο και είχε πάρει τη γριά

στο κατόπι όπου εκείνη είχε σηκώσει τα βρακιά της ψηλά

για να μπορεί να κάνει μεγαλύτερες δρασκελιές για ν' αποφύ­

γει το μένος του τσαντισμένου γέρου. Το τι βρισίδια ακουγό-

ντουσαν κι απ ' τους δυο τους υπερήλικες δε λέγεται. Το

«πουτανόγρια» και το «μιζερόκαυλε κωλόγερε», έδιναν κι

έπαιρναν.

Μετά από δυο μέρες που είχαν ηρεμήσει τα πνεύματα κι

αφού ο οδοντίατρος που είχε πάει ο παππούς την επόμενη μέ­

ρα που κατέβηκε στην πόλη, του αποκατέστησε τη γέφυρα

και ένα σπασμένο δόντι, έσκασε και το «πώς» της υπόθεσης

του πόνου και της δικαιολογημένης αγριάδας του παππού. Αι­

τία ήταν ένα πορνοπεριοδικό, απ ' αυτά που έφερνε λαθραία ο

Νικολάκης στο σπίτι και που έδειχναν κάτι αγοράκια που οι

πατεράδες τους, χαρούμενοι, μοίραζαν πούρα κατά τη γέννη­

ση τους, να επιδίδονται σε ακατανόμαστα τσιμπουκόματα

αναμεταξύ τους, και που ένα α π ' αυτά τα περιοδικούλια το

είχε ανακαλύψει η γιαγιά την ώρα που πήγε ν' αδειάσει τα

χαρτιά της τουαλέτας. Ήταν επιμελώς κρυμμένο πάνω στο

καζανάκι λίγο πιο πάνω απ ' το κεφάλι της, αλλά της συχω­

ρεμένης δεν της ξέφευγε τίποτα. Μύγα να γαμιέται στον αέ­

ρα στήνοντας κωλαράκι σε αχτίνα του ήλιου χαμπάριαζε και

σιγά μην δεν πρόσεχε την σελίδα που προεξείχε από το έμβο-

167

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΓ

λο της καζάνας. Τούρλωσε μάτι η γριά όταν είδε τι παίζεται

στις αμαρτωλές σελίδες. Η επόμενη κίνηση της ήταν να φυ­

λάξει το περιοδικό καλύτερα. Η μεθεπόμενη, ήταν να βάλει

τον γέρο να εφαρμόσει στην πράξη ένα δυο πραγματάκια απ '

αυτά που είχε πάρει μάτι. Αλλά να τα εφαρμόσει σ' εκείνη,

φυσικά. Από φαντασία και από ορέξεις η γιαγιούλα, άλλο

πράμα. Εδώ τα κάνουν οι άντρες με τους άντρες, δεν Θα μπο­

ρούσε να την βολέψει κατά κάποιο τρόπο ο γέρος; Δόξα τω

Θεώ η γλώσσα του δούλευε μια χαρά και για να φάει, και για

να μιλήσει και κυρίως για να βρίσει. Λίγο γλειψιματάκι γιατί

να μην το δοκίμαζε; Για να μην τα πολυλογούμε, επειδή της

γιαγιάς δύσκολο να της αρνηθεί κανείς επιθυμία της καθότι

στις Χριστοπαναγίες δεν της έβγαινε κανείς, ο παππούς κά­

θισε να πιει κι αυτό το ποτήρι κείνο το βράδυ. Κει όμως που

χτυπιόταν η γιαγιά έχοντας το κεφάλι του μαθητευόμενου

μες τα πόδια της, του 'σπρωξε το σαγόνι με λίγη περισσότε­

ρη δύναμη απ' ό,τι έπρεπε. Κει ήταν που έφυγε η γέφυρα

του παππού και το κουνημένο το δοντάκι έπεσε τελείως. Και

κει ήταν που ο παππούς πήρε ανάποδες και άρχισε το πανη­

γύρι γύρω απ' το κατώι.

Χαμογελάει η Ορινάνα με κάτι τέτοιες όμορφες αναμνή­

σεις απ ' τα εφηβικά της χρόνια, αλλά ο πόνος ο σημερινός

δεν της επιτρέπει να αναπολήσει περισσότερο. Πού στο διάβο­

λο να βρεις γιατρό τέτοια ώρα; Σε περιπτώσεις ανάγκης, άλ­

λες φορές βγάζει το ένα βυζί απ ' το παράθυρο, κι ό,τι θέλει

το 'χει ευθύς αμέσως. Ποιος περαστικός θα αρνηθεί να εξυ­

πηρετήσει αυτή τη γυναικάρα; Τώρα της φάνηκε παντελώς

ηλίθια η εικόνα του εαυτού της να κάνει κάτι τέτοιο έχοντας

συγχρόνως και την μαντίλα γύρω α π ' το κεφάλι. Άσε που

το κόλπο είχε αρχίσει να πιάνει. Σύμπτωση, ξεσύμπτωση,

168

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

απ' τη στιγμή που φόρεσε το φακιόλι γύρω απ' τα μάγουλα

ο πουστόπονος είχε ελαττωθεί λιγουλάκι. Γιατί να το διακιν­

δυνεύσει βγάζοντας το;

Έριξε πάνω της το λευκό της το μπουρνούζι του μπάνι­

ου. Δεν είναι ώρα τώρα για ρούχα και μαλακίες. Έβαλε τις

μπότες τις λευκές (παρόλο τον πόνο, το μυαλό μιας αληθινής

κοπέλας δουλεύει πάντα σωστά!) και βγήκε στον δρόμο, στα­

ματώντας το πρώτο ταξί που βρήκε μπροστά της. Με εμφα­

νή την αγωνία στο πρόσωπο, έκανε στον γουρλομάτη ταξιτζή

το σήμα του σταυρού, εννοώντας να την πάει στο πλησιέστε­

ρο νοσοκομείο. Και να προσπαθούσε να μιλήσει, θα ήταν αδύ­

νατον. Μόνο κάτι άναρθρες κραυγές μπορούσε να βγάλει, το

κορίτσι. Ο ασχετίλας ανατρίχιασε γιατί αυτό που κατάλαβε

ήταν — όπως της είπε αργότερα χαριτολογώντας — ότι κάπου

η κοπελιά θ' αντίκρισε τον αντίχριστο μεσανυχτιάτικα, και

πάτησε γκάζι χωρίς δεύτερη κουβέντα. Μετά από μισή ώρα

ξέφρενης διαδρομής με εκατόν είκοσι, ο τιμονιέρης αποφάσισε

να ρωτήσει πού στο κέρατο πηγαίνουν.

Η Οριάνα δεν άντεχε άλλο απ' τον πόνο. Όχι να μιλήσει,

ούτε να βογκήξει δεν μπορούσε πια. Το κόλπο με το μαντίλι

είχε σταματήσει τη δράση του το τελευταίο εικοσάλεπτο και

το μόνο που της έμεινε να κάνει ήταν σήματα νοηματικής.

Για την κουφάλα της ήθελε να πει η άμοιρη και μην έχοντας

άλλο τρόπο να γίνει κατανοητή, βρήκε τον μοναδικό που ήξε­

ρε. Ξάπλωσε στο πίσω το κάθισμα και ξέλυσε τη ζώνη απ'

το λευκό της το μπουρνούζι. Άνοιξε διάπλατα τις ποδάρες

της και μοστράρισε στον κευραυνόπληκτο ταξιτζούλι την

μουνάρα της σε όλη της την μεγαλοπρέπεια. Αν αυτό δεν

ήταν «κουφάλα» σε όλο της το μεγαλείο, τότε πείτε μιου το

αληθινό νόημα αυτής της λέξης. Κι αν δεν πάει εκεί το μυα-

169

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

λό σου αμέσως, τότε να πα να γαμηθείς κι εσύ και το ηλίθιο

το νιονιό σου, οδηγέ της συμφοράς.

Και σιγά μην κατάλαβε ο μαλάκας. Το μόνο που χαμπά-

ριασε ήταν το καυλί του που έγινε σκληρό σαν μενίρ της Γα­

λατίας, κείνο ντε το οχυρό που δεν έπεσε ποτέ και αντιστε­

κόταν στους αιώνες των αιώνων στους επίδοξους κατακτητές.

Μόνο που το οχυρό της Οριάνας, δεν είχε κανέναν λόγο να

αντισταθεί ακόμη και τώρα τη στιγμή του υπέρτατου πονό­

δοντου. Αλλά ποιος τον γαμάει τον πονόδοντο, όταν σου πα­

ρουσιάζεται μπροστά σου τέτοιο κελεπούρι; Καλός, μάνα μου,

ο ταξιτζής και το πράμα του καλύτερο. Πού κρυβόσουν πα­

λικάρι μου τόσο καιρό; Έλα εδώ στην πονεμένη να της δώ­

σεις την τονωτική ένεση, έλα!

Άντε να εξηγήσεις μετά στον διπλωματούχο οδοντίατρο

που πήγε η κουφαλίτσα για να δείξει την κουφάλα την επό­

μενη μέρα, ότι το καλύτερο φάρμακο για τον έντονο πόνο εί­

ναι μαλαπέρδα στριφογυριστή στο πίσω κάθισμα ταξί ώρα

1.15 π.μ. Ίσως όλος αυτός ο συνδυασμός να συνετέλεσε που

ο πονόδοντος πέρασε μαχαίρι. Ποιος ξέρει! Και να χέσω και

τα πτυχία και τα διδακτορικά που τυχόν έχει ο κάθε για-

τρουδάκος που άμα του πεις για το πρόβλημα σου, το μόνο

που ξέρει να πιπιλάει σαν καραμέλα είναι το «περάστε απ' το

ιατρείο παρακαλώ». Βρε άντε από κει όλοι οι άσχετοι! Άντε

από κει!

170

36.

— Καυλί, καυλί, καυλί! είπε ο ψυχολόγος τρις. Να σου

πω, συνέχισε κοιτώντας τον Επαμεινώνδα, δεν έχω καταφέ­

ρει να την πω άνετα ως τα τώρα αυτή τη λέξη.

— Σίγουρα θα είναι κάτι που έχει να κάνει με το παρελθόν

και στο πώς μεγάλωσες, τον πείραξε ο Επαμεινώνδας χαμο­

γελώντας του.

— Εσύ, πάλι, συνέχισε ο ψυχολόγος, δεν έχεις ιδιαίτερο

πρόβλημα να προφέρεις κάποιες ενοχλητικές λέξεις όπως έχω

παρατηρήσει.

— Τι εννοείς «ενοχλητικές»; ρώτησε ο Επαμεινώνδας. Ας

πούμε, του στυλ «πούτσος», «μουνί», «γαμήσι», «ξεκώλια-

σμα» και τέτοια;

— Χμ... ναι, ας πούμε ότι αυτό εννοώ, απάντησε ο ψυχο­

λόγος ζωγραφίζοντας κάτι σχέδια στο μπλοκάκι του. Γιατί

νιώθεις την ανάγκη να τα πετάς κατ ' αυτόν τον τρόπο στα

μούτρα του άλλου;

— Αν σ' ενοχλεί, να βάζω «μπιπ» στο ανάγνωσμα, γέλα­

σε ο Επαμεινώνδας με ελαφρά ειρωνεία.

— Δεν μ' ενοχλεί, συνέχισε ο άλλος, απλά στο θέτω ως

προβληματισμό.

171

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

— Πειράζει να προβληματιστώ λίγο αργότερα, γιατί πρέπει

να πηγαίνω; είπε ο Επαμεινώνδας ενώ συγχρόνως ετοιμαζό­

ταν για να φύγει.

Όταν έκλεισε την πόρτα πίσω του, ο ψυχολόγος σηκώθηκε

απ' την καρέκλα. Άφησε το μπλοκάκι που κρατούσε, πάνω

στην πολυθρόνα που μέχρι πριν λίγο καθόταν ο πελάτης του.

Έβαλε διπλό ουίσκι με πάγο και σχημάτισε έναν αριθμό στο

τηλέφωνο του. Μήνυσε της γυναίκας του πως απόψε θα αρ­

γούσε. Είχε ανάγκη να κάνει μια μεγάλη βόλτα με τα πόδια.

Ίσως να περνούσε κι από εκείνο το μπαρ που έχει κάτι κο­

ρίτσια που χορεύουν στις μπάρες. Κάποιος του το είχε πει

τελευταία και είχε απορία τι ήταν αυτές οι «μπάρες». Αυτό

το τελευταίο δεν το είπε στη γυναίκα του.

Δεν είχε άλλο ραντεβού μετά από τον Επαμεινώνδα εκεί­

νο το απόγευμα. Το μπλοκάκι ήταν ανοιχτό για ώρα πάνω

στην πολυθρόνα. Αν κάποιος πήγαινε να πάρει μάτι τη ζω­

γραφιά που είχε κάνει ο ιδιοκτήτης του όση ώρα άκουγε την

ιστορία αυτής της Τετάρτης, αυτό που θα αντίκριζε θα τον

έκανε να γουρλώσει τα μάτια απ ' την έκπληξη. Δυο τέλειας

ανατομίας γεννητικά όργανα, ένα αντρικό και ένα γυναικείο,

ήταν ζωγραφισμένα το ένα απέναντι από το άλλο καπνίζοντας

πούρα.

Καλέ, τι ταλέντο ήταν αυτό;

172

37.

Συνεδρία δέκατη όγδοη

Κι έχω ένα προαίσθημα...

Ξέρω γιατί τα κοκόρια λυσσάνε απ ' τα πέντε χαράματα.

Γιατί δεν έχει βρεθεί κανείς να τα γαμήσει. Ξεσκίζονται να

κουτουπώνουν τις πάντα έτοιμες κλώσες αλλά ουδείς δεν έχει

προσφερθεί να τους ρίξει κάνα ξεγυρισμένο καυλί μπας και

βγάλουν τον σκασμό πριν ο ήλιος ξύσει τον κώλο του και

ανατείλει στο ουράνιο στερέωμα.

Η Άνω Ραχούλα δεν διαφέρει απ ' τ' άλλα χωριά στον

τρόπο του πρωινού ξυπνήματος. Με το πρώτο κικιρίκου πε­

τάγονται όλοι ορθοί. Οι γυναίκες βάζουν κατσαρόλα κι ευθύς

αμέσως τρέχουν για να ταΐσουν τα ζα και οι άντρες ασχολού­

νται με τα καλαμπαλίκια τους μέχρι ν' ανοίξει ο καφενές για

να παίξουν την πρώτη πρέφα της ημέρας. Άντε να παν κα­

τά τις επτά-οκτώ να δουν αν γέννησε η φοράδα. Μετά επι­

στρέφουν για κάνα υπνάκι μέχρι να έρθει η ώρα του φαγητού.

173

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΓ

Η μάνα της Οριάνας κείνο το ξημέρωμα είχε άσχημο προ­

αίσθημα. Θες γιατί το γουρούνι της γύρισε τον κώλο του μό­

λις την είδε με το πίτουρο ανά χείρας, ενώ συνήθως κάνει χα­

ρές, θες επειδή δυο γάτες γαμιόσαντε μες τον αχυρώνα χωρίς

να βγάλουν την παραμικρή άχνα, πράμα σπάνιο για γάτες,

πάντως το πλάκωμα στο στήθος ήρθε και την γράπωσε πουρ-

νό πουρνό. Ο κύρης, καλά ήταν μέχρι χθες. Και μισό βόδι

έφαγε και έκλασε μια χαρά και όλο το βράδυ ροχάλιζε σαν τον

γάιδαρο. Πράματα δηλαδή, που τα έκανε ανελλιπώς εδώ και

τριάντα δύο χρονάκια που τον έχει φορτωθεί στην πλάτη. Οι

γέροι είχαν φύγει από καιρό εις τόπον χλοερόν, οπότε τι άλλο

μπορούσε να συμβεί; Για δες τώρα κάτι πράματα. Τι να ν'

αυτό το ξαφνικό; Λείπει κανείς απ' το σπιτικό; Ποιος μωρέ,

ποιος; Αχ, ναι καλέ! Έχουμε κι ένα παιδί κάπου δω γύρω.

Πού στο διάβολο είναι ο αχαΐρευτος ο μικρός;

Ξυπνώντας η Οριάνα κείνο το πρωινό, δεν ένιωθε ιδιαίτερα

ευδάθετη. Παρ' όλο που είχε φάει λιτά το προηγούμενο βρά­

δυ — είχε γλύψει γιαουρτάκι με κεράσια πάνω στον πούτσο

του μπακάλη - ένιωθε κάτι σαν λιγούρα με τάση για ξέρα-

σμα συνάμα. Τώρα, πώς τα συνδυάζει η κούκλα αυτά τα δυο

μαζί έχοντας συγχρόνως και την επιθυμία να κατεβάσει δυο

μπύρες με χτυπημένους δυο κρόκους αυγού μέσα, αυτό μόνο

εκείνη το ξέρει. Ούτε γκαστρωμένη να ήταν! Με την μάνα

έχει μια τηλεπάθεια αραιά και πού και κάτι της λέει τώρα,

πως η γυναίκα που την έφερε στον κόσμο ένα πρωινό τ'

Απρίλη, κάτι έχει και την τρώει. Λες να ήρθε του γέρου κι

άλλο εγκεφαλικό; Πού τέτοια τύχη!

Όχι ότι μισεί η Οριάνα τον πατέρα της. Απλά δεν θέλει

να θυμάται πως είναι κόρη του. Γιατί όταν ήταν γιος του

ήταν όλα ωραία και καλά. Μετά, αυτός ο κύριος, της γύρισε

174

ι

OPIANA ΕΞΠΡΕΣ

την πλάτη. Σαν να μην είχε συμβάλλει ποτέ στην δημιουργία

της ως έμβρυο στην κοιλιά της κακομοίρας της μάνας. Γα­

μήσαμε, ήρθε ο γιος και καμαρώναμε; Πάρ' τα τώρα μαλά­

κα στην μούρη τ' αρχίδια του γιόκα σου να τα κάνεις κορνί­

ζα πάνω απ' την μοσχαρίσια σου κεφάλα. Τώρα το καμάρι

σου, γκρεμίζει πολυκατοικίες με τα τακούνια του σαν σκάει

μύτη στη πόλη κι όλοι ξερογλείφονται σαν αντικρίζουν την

κορμάρα της. Και σιγά μην δεχθείς ότι στον κόσμο γίνονται

κι ανατροπές. Κακομοίρη της συμφοράς. Χόρτο γεννήθηκες,

κι άχυρο θα πεθάνεις!

Αφού η ζαλισμένη μανάρα μας κατέβασε το μυστήριο πο­

τό της, ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι ανοίγοντας τα πόδια της

διάπλατα για να μπαίνει καλύτερα ο φρέσκος αέρας απ' όλες

της τις τρύπες. Ίσως έτσι φύγει και το συναίσθημα του ξε-

ρατού μια ώρα αρχύτερα. Η πρακτική ιατρική κάνει θαύμα­

τα. Ήταν μια γριέντζω στο χωριό, που με τα μαντζούνια

της είχε βάλει κάτω όλους τους ντοτόρους του ντουνιά. Μια

φορά που είχε βγει σπυρί απάνω στου Νικολάκη το πουλί,

όταν το παλικάρι μας ήταν γύρω στα πέντε, του είχε βάλει

στο επίμαχο σημείο ένα κατάπλασμα από αγριοράδικο με ξε­

ραμένη τσουκνίδα, ανακατωμένο με μέλι και κοπριά. Με δυο

φτυσιές, έγινε μια αλοιφή μούρλια. Το σπυρί εξαφανίστηκε σε

δυο μέρες. Το ότι μετά ο Νικολάκης έπαθε τυμπανισμό και

δεν μπορούσε να κατουρήσει για δέκα μερόνυχτα, σίγουρα θα

ήταν μια ατυχής σύμπτωση. Πάντως η γριέντζω ήταν ξα­

κουστή. Ως και στα γεννητούρια της κόρης του δήμαρχου

την είχαν φωνάξει κι έβγαλε δίδυμα παρακαλώ. Αυτό κι αν

ήταν θαύμα!

Η απορία της Οριάνας για την σημερινή έννοια της μητέ­

ρας της — καθότι την μάνα την μελέτησε πολύ το τελευταίο

175

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

μισάωρο λόγω του ανακατώματος και της περίεργης διάθε­

σης— λύθηκε ευθύς με το χτύπημα της πόρτας. Πετάχτηκε

απ ' το κρεβάτι τσίτσιδη κι άνοιξε χωρίς να σκεφτεί να ρίξει

κάτι επάνω της. Ντροπές θα κάνουμε τώρα;

Στο κατώφλι στεκόταν βλακωδώς ο μικρός της αδερφός

μ' ένα σακίδιο στην πλάτη, έχοντας ένα πανηλίθιο ύφος στη

μάπα που θύμιζε μαστουρωμένο βάτραχο. Ήταν η πρώτη

φορά μετά την εγχείριση που η Οριάνα έκρυψε με τρόμο τη

γύμνια της αντικρίζοντας αρσενικό μπροστά της. Και χωρίς

να θέλουμε να προσβάλλουμε τα αρσενικά, ο αδερφούλης ήταν

σα γαμώ το κέρατο του Ξέρξη. Το μόνο που τον παρέπεμπε

σε άντρα ήταν το φούσκωμα που διαγραφόταν μέσα απ ' το

θεόστενο τζιν του. (Παρόλη την επιθυμία του για κατούρημα,

το μέγεθος φαίνεται ότι καλά κρατεί στο σόι). Πάντως, πριν

πει λέξη στην αδερφή του έτρεξε ευθύς στην τουαλέτα της

για ξεφόρτωμα.

Δεν άντεχε άλλο το παλικάρι τη ζωή στο χωριό. Ήρθε

για διακοπές και ίσως για μόνιμα. Δεν έχει νόημα πια να κά­

θεται και να χαραμίζει τον καιρό του σ' ένα μέρος που δεν

έχει ούτε ένα μπουρδέλο για να περνά ευχάριστα η ώρα. Η

Οριάνα δεν γλίτωνε το ξέρασμα σήμερα. Ο αδερφούλης να

βγάλει απ ' το μυαλό του τα μεγαλεπήβολα σχέδια και να συ­

νεχίσει ν' αρμέγει τις κατσίκες. Γιατί κάποιος πρέπει να τις

αρμέγει τις αναθεματισμένες. Έπρεπε ένας άντρας να βοηθά­

ει τη μάνα κι αν μαλάκα δεν ακούς τον μεγαλύτερο αδερφό

σου, να πας να ξεκουμπιστείς από κει που 'ρθες κατασκεύα­

σμα της συμφοράς. Και βγάλε τα ακουστικά απ ' τα βουλω­

μένα σου αυτιά για να καταλαβαίνεις αυτά που σου λέω!

Η Οριάνα δεν πίστευε στον εαυτό της. Νουθεσίες και δι-

δασκαλίκι; Αυτή; Από πού κι ως πού; Αυτή, που όταν πή-

176

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

γαινε κάποιος να της υψώσει τη φωνή, όρθωνε το μεσαίο δά­

χτυλο του δεξιού της χεριού δείχνοντας του συγχρόνως και τα

παπάρια της τα δυο; Και τώρα; Συμβουλές; Βρε για δες πώς

τα φέρνει η κατάρα! Ο μικρός ας κάτσει κάνα δυο ωρίτσες

και μετά ουστ με την όπισθεν! Ακόμα δεν πήγε φαντάρος,

νομίζει πως μπορεί να παίρνει και αποφάσεις; Το σχολειό,

εντάξει, το τελείωσε. Αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτα. Η ζωή

μαθαίνεται μέσα α π ' την αχνιστή την κοπριά φιλαράκο και

την παρατήρηση των απλών λαϊκών ανθρώπων του τόπου

σου. Τ' ακούς; Τ' ακούω να λες!

Αν εκείνη τη στιγμή ακουγόταν αστραπή, θα ήταν σημά­

δι πως ο Θεός είχε στήσει αυτί κι είχε πάθει την πλάκα της

ζωής του. Αλλά προφανώς το μεγάλο αφεντικό θα ασχολείτο

με κάτι πιο ανούσιο εκείνη την ώρα. Όπως το να ψάχνει να

βρει τρόπο να ησυχάσει δια παντός α π ' τους μαλάκες που

κατασκεύασε στον πλανήτη γη, ας πούμε.

Ο νέος κοίταγε τον οντά της Οριάνας κι είχε ένα στραπα­

τσαρισμένο χαμόγελο στο πρόσωπο του. Εκείνη, πήρε την

εμπριμέ της ρόμπα και την έριξε πάνω της. Ήταν η πιο σε­

μ ν ή της. Έδενε από πίσω αφήνοντας ακάλυπτο τον πισινό,

αλλά φρόντιζε να κάνει το κ ή ρ υ γ μ α της με την έμπροσθεν

όψη. Η ουσία της υπόθεσης ήταν πως ο μ ι κ ρ ό ς είχε υποχρέ­

ωση να μείνει λίγο παραπάνω στο πατρικό. Μέχρι ν' αποχαι­

ρετήσει ο πατέρας την εδώ κόλαση και να πάει να παίξει Θα­

νάση με τον διάβολο αυτοπροσώπως. Δεν μπορεί να υποφέρει

η μάνα μόνη της. Χρειάζεται να έχει κοντά ένα α π ' τα παι­

διά της. Μετά, θα το πάρει απόφαση κι εκείνη. Μετά όμως!

Όχι τώρα! Ας μην φύγουν κι οι δυο μαζί!

Ο μικρός, αν και στην κοσμάρα του την μεταξένια, έδειξε

να χαμπαριάζει. Άναψε τσιγάρο κι έδωσε και στην Οριάνα.

177

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

Θα καθόταν μέχρι να περάσει το επόμενο δρομολόγιο για την

Άνω Ραχούλα. Στο μεταξύ θα τα έλεγε κομψιατάκι με την

αδερφή του που είχε να την δει καιρό.

Δεν θυμάται η Οριάνα από πότε είχε να νιώσει έτσι άβο­

λα. Ίσως να ήταν αυτή μια καλή ευκαιρία να ξανασυστηθεί

στον αδερφό της. Κι ίσως γ ι ' αυτό η μοίρα να έδωσε μίΐα τσι-

μπιά στον κώλο του μικρού για να πάρει ανάποδες και να εμ­

φανιστεί σήμερα μπρος της. Για να έρθουν κοντά τα δυο

αδέρφια. Αχ, μάνα, αν ήξερες τώρα το τι γίνεται κάμποσα χι­

λιόμετρα μακριά σου, και τι λεν τα καμάρια σου κλάματα

που θα 'κανες! Απ' τη χαρά σου φυσικά. Γιατί ποια μάνα δε

χαίρεται όταν τα παιδιά της τα πάνε καλά μεταξύ τους;

Ηρέμησε η μάνα της Οριάνας το τελευταίο δίωρο. Ένιω­

σε καλύτερα. Δεν ξέρει το πώς και το γιατί, πάντως η καρ­

διά της πήγε στη θέση της. Οι γάτες το ξανάκαναν κι αυτή

τη φορά με νιαουρίσματα απ ' τη μεριά της θηλυκιάς που σου

πάγωναν το αίμα και το γουρούνι έφαγε όλο του το πίτουρο.

Δόξα να 'χει ο Θεός. Τα πράγματα αποκαταστάθηκαν στο

σύμπαν. Κι ο μακρός, θα 'ρθει όπου να 'ναι. Σιγά μη δεν έρ­

θει. Πού αλλού θα βρει ζεστό φαί να τον περιμένει και πλυ­

μένα σώβρακα; Με καμ*ά γκομενίτσα θα νταραβερίζεται ο

αχαΤρευτος και θα γυρίσει πεινασμένος, σίγουρα. Εκτός, κι

αν. . . λες να 'ναι τίποτα κληρονομικό στην οικογένεια; και ο

μικρός ν' αρμενίζει σε τίποτα βαρκούλες και να κοιτά τις

αχλαδιές..και...και... θου κύριε φυλακί τω στόματί μου....Αχ

Οριάνα μου! μύα σ' έχω και καλά να μου είσαι και καλά θα

είναι τα πράγματα να μείνουν εκεί. Εκεί, καμάρι μιου, εκεί!

178

38.

— Πώς είπες πως λένε την μικρή σου αδερφή; ρώτησε ο

ψυχολόγος τον Επαμεινώνδα.

— Ελένη, είπε ο Επαμεινώνδας, φέρνοντας στο νου του το

γαλάζιο βλέμμα της αδερφής του. Έχουμε τα ίδια μάτια,

συνέχισε. Κι ο γιος της, επίσης. Γαλάζιο σύννεφο κι αυτός!

— Κρατάτε επαφή; ενδιαφέρθηκε ο ψυχολόγος με τρόπο

που προσπάθησε να μην φανεί τόσο επαγγελματικός. Οι συ­

ναντήσεις του με τον Επαμεινώνδα είχαν περάσει σ' ένα δεύ­

τερο επίπεδο και οι ιστορίες που του διάβαζε άρχισαν κατά

κάποιο τρόπο να τον αφορούν. Γι* αυτό και οι συναντήσεις

τους ήταν κάτι σαν συζητήσεις, αν μπορούμε να το πούμε

αυτό. Σημειώσεις πάντως, συνέχιζε να κρατάει. Ο Επαμει­

νώνδας, δεν έπαυε να είναι πελάτης του και αυτό δεν έπρεπε

να αλλάξει. Τι σόι επαγγελματίας ήταν;

— Αραιά και πού. Άλλη ζωή εγώ, άλλη εκείνη. Ο πιτσιρί­

κος της πάντως, είναι και γαμώ τα παιδιά. Χαίρεται που με

έχει θείο. Αυτό με κάνει να έχω ευθύνη απέναντι του, είπε

κάπως μελαγχολικά ο Επαμεινώνδας.

— Δηλαδή; ρώτησε με φανερό ενδιαφέρον ο ψυχολόγος.

— Να, τι θα σκεφτεί για μένα αν μάθει ότι...ότι...

— Ναι...;

179

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

— Ότι με έλκουν οι άντρες! είπε σιγά ο Επαμεινώνδας

κοιτώντας τα δάχτυλα των χεριών του.

— Αυτό είναι μια υπέροχη αποκάλυψη!

— Για... τον ανιψιό μου;

— Για σένα, αγαπητέ. Δεν είναι θαυμάσιο που μπορείς να

το λες, πια;

— Μπορώ...;

— Μόλις το έκανες!

180

39.

Συνεδρία δέκατη ένατη

Η δέκατη τρίτη θεά...

Τι έχουν πάθει όλοι τώρα τελευταία με την αναβίωση της λα­

τρείας των δώδεκα Θεών του Ολύμπου, η Οριάνα δεν μπορεί να

το κατανοήσει. Βαρέθηκαν τον έναν που μας κοιτά από ψηλά

και είπαν να ξαναθυμηθούν τους παλιούς; Αφού, καλέ, αυτοί εί­

χαν καταργηθεί έτσι δεν είναι; Τι έγινε τώρα και ήρθαν στο

προσκήνιο ξανά; Λες να είδε κανείς όραμα την Αθηνά με το κο­

ντάρι και την κουκουβάγια της καθώς έστριβε στην γωνιά τί­

ποτα μεσάνυχτα και του ψιθύρισε να πισωπατήσει μη πέσει σε

τίποτα σκατά στο δρόμο; Και όντως να ήταν έτσι; Ή να ξε­

κίνησε η ιστορία από κάνα πρεζόνι που βάρεσε μια δυνατή κι

έβλεπε κουκουβάγιες να πετούν τρίγωνο πάνω απ' το μουνί

της Αφροδίτης την ώρα που ο Δίας την έπαιζε κοιτώντας τον

Ηρακλή; Και ο τελευταίος, μπορεί μεν να ήταν ημίθεος, αλλά

στα οράματα ό,τι θέλουμε βλέπουμε. Εντάξει;

181

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

Η Οριάνα ήταν όλο περιέργεια. Κι όταν την δικιά μιας την

πιάνει περιέργεια πρέπει να την εξοντώσει τελείως. Να της

δώσει να καταλάβει. Να κατανοήσει το βασανιστικό της υπό­

θεσης, να το ψάξει, να του βρει λύση και να ξέρει τι να κάνει

σε παρόμοιες περιπτώσεις. Όπως μ£ τη μουνοφαγούρα, ένα

πράμα. Γιατί άμα αφήσεις τη μουνοφαγούρα να σε τυραννάει,

τη γάμησες. Πρέπει να κατανοήσεις το αίτιο εξ' αρχής, να

το ψάξεις, να βρεις τη λύση και να την στείλεις από κει που

ήρθε. Κι αν ξανάρθει, με το καλό, θα ξέρεις πώς να την αντι­

μετωπίσεις. Είδες πόσα κοινά υπάρχουν μεταξύ αυτών των

δύο; Περιέργεια και μουνοφαγούρα. Τέλεια! Τώρα να δούμε

πώς θα λύσουμε τον γρίφο για τους Ολύμπιους.

Ένας τρόπος υπάρχει. Στο βουνό ψηλά εκεί θα πάει η

κούκλα να δει με τα ίδια της τα μάτια τι παίζεται. Και δεν

πάει τυχαία εκεί. Η Οριάνα δεν είναι τόσο ευκολόπιστη για

να πιστέψει ότι αν περπατάει κοπέλα μόνη της στις πλαγιές

του Ολύμπου μετά τις οκτώ το βράδυ, θα της την πέσει ο

Πάνας με το σουραύλι και θα την αφήσει ξέμπαρκη μες τα

βούρλα. Αλλά, να! Είχε οσμασθεί ότι γίνονται ιστορίες γαμά-

τες κει πάνω, του στυλ ξαναζωντάνεμα διαφόρων εθίμων και

κυρίως οργίων, παρακαλώ! Ε, όργια και Οριάνα, ίσον το ένα

και το αυτό. Γίνεται να λείπει ο Μάρτης απ ' τη Σαρακοστή;

Ποτέ των ποτών!

Καλοκαιράκι ήταν που έσκασε μύτη η γκομενάρα στους

πρόποδες, φορώντας σανδάλια αλα Φρύνη, και μανδύα κοντό

λευκό με ζωνάρι ζαχαρί. Το μαλλί να ανεμίζει στους πέντε

ανέμους και από μέσα ολόγυμνη. Κοίτα! Αν τύχει κάτι στο

διάβα μας, τουλάχιστον μην χάνουμιε χρόνο να κατεβάζουμε

βρακιά και τέτοια. Έσο έτοιμος, έλεγαν στο χωριό της. Αυ­

τό, απ' ό,τι ξέρω, έχει γίνει σύνθημα των προσκόπων, αλλά

182

I

OPIANA ΕΞΠΡΕΣ

ξεκίνησε απ' την Άνω Ραχούλα. Ο πατέρας της το έλεγε

συχνότατα στο χωριό. Αφού έτρωγε έναν σκασμό, πάντα ξε­

κούμπωνε και το παντελόνι. Το κατέβαζε δε, απευθείας μέχρι

τα γόνατα κι έμενε με τα σώβρακα. Με τις μαλακίες που

έριχνε μέσα του, το χέσιμο του ερχόταν στο πιτς φυτίλι.

'Εσο έτοιμος! Έλεγε συνέχεια, λοιπόν, μετά το φαί". Γι ' αυ­

τό είχε φτιάξει και τη χέστρα ακριβώς δίπλα α π ' την κουζί­

να. Το είχε μελετήσει το πράμα. Με την πρώτη πορδή, έτρε­

χε απ' ευθείας για ξεφόρτωμα. Είδες πόσο καλό είναι να εί­

ναι κανείς προνοητικός;

Η Οριάνα πάντοτε εκτιμούσε τις καλές συνήθειες της οι­

κογένειας. Το ωραίο μ' αυτήν είναι πως όλα τα έχει προσαρ­

μόσει ανάλογα με τις δικές της ανάγκες. Έτσι είναι και το

σωστό. Πώς αλλιώς τα πράγματα μπορούν να εξελίσσονται;

Καλέ, εκεί στον Όλυμπο ψηλά, οι κάτοικοι είναι και γα­

μώ τους έξυπνους. Είδαν ότι πουλάει το πράμα, και ό,τι φω­

τογραφία, αγαλματίδιο και μπρελόκ είχαν, τα ξέθαψαν, τα

γυάλισαν και τα έβαλαν στη μόστρα του δρόμου. Παλιές επι­

γραφές, αρχαία ρητά ακαταλαβίστικα, ακόμα και φαγάδικα με

διάφορες περίεργες ονομασίες ξεφύτρωναν σε κάθε της βήμα.

Ακούστε όνομα που είχε ένα από δαύτα: Οργάσμιον! Η σπε­

σιαλιτέ του, που την διαφήμιζε σε τρίποδο ζωγραφισμένο με

μαρκαδόρο, ήταν ελάφι στη γάστρα αλα Άτρεμη. Μη χέσω!

Η Οριάνα μπορούσε άνετα να εξοικειωθεί με το κλίμα.

Καλέ, αφού την έβλεπαν όλοι και της έκαναν υποκλίσεις, θα

νόμιζαν πως κατέβηκε η θεά Αφροδίτη για βόλτα στα σοκά­

κια και σκοτώνονταν ποιος να την πρωτοεξυπηρετήσει. Και

με μια φυσικότητα, άλλο πράμα. Σαν να ήταν όλοι, θεοί και

άνθρωποι, μια παρέα! Η φιλενάδα μας, ρώτησε πού γινόταν

το όργιο των δέκα. Ναι! είχε ενημερωθεί καταλλήλως με το

183

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

που πάτησε τις ατελείωτες ποδάρες της στο χωριό. Είχε βγει

και πρόγραμμα δωδεκαήμερου. Μια μέρα για κάθε θεό. Σή­

μερα ήταν η μέρα του Ερμή. Η Οριάνα κάπου είχε ακούσει,

πως ο Ερμής τον ψιλοέπαιρνε τον μποναμά, γι ' αυτό και τον

είχε συμπαθήσει περισσότερο απ' όλους τους. Έτσι αποφάσι­

σε να πάει στο σημερινό όργιο που ήταν αφιερωμένο στη χά­

ρη του.

Τρίτη φτέρη δεξιά και αμέσως εκατόν πενήντα τέσσερα

βήματα προς τα αριστερά, ψηλά σ' ένα λοφάκι ήταν το ξέ­

φωτο που γινόταν η συγκέντρωση. Χρειάζεται κάποια ειδική

ενδυμασία; Μανάρα μου, τι να την κάνεις την ενδυμασία;

Εκεί θα τα πετάξεις όλα έξω με το «γεια σας!». Όρεξη να

'χεις για ποτό και πήδημα και θα περάσεις κούκλα! Δία μου,

αγαπημένε, πού κρυβόσουν τόσο καιρό; Εδώ είμαστε! Κι αν

με θες για πρωθιέρεια γράψε με πρώτη στη λίστα. Πρώτη!

Τ' ακούς;

Φαίνεται άκουσε ο Δίας, γιατί τη στιγμή που η Οριάνα

έσκασε μύτη στο ξέφωτο, χτύπησε κεραυνός, βροντερός βρο­

ντερός. Καλέ, λες; Την ζωντανή θεά που εμφανίστηκε μπρο­

στά τους, την κοίταγαν όλοι με το στόμα ανοιχτό. Έλα

στην παρέα μας, ζαργάνα μου! Πες μας, τι ήταν αυτό που σ'

έκανε να εμφανιστείς; Το κατσικάκι -θυσία στα κάρβουνα— ή

το μαντζούνι που καίγεται πάνω στην εστία, ω καλλονή των

ονείρων μας και καύλα της πραγματικότητας μας;

Πριν μιλήσει η κούκλα, την γράπωσε απ ' τα δεξιά ένας

κούρος ζωντανός μ' ένα πράμα ανάμεσα απ' τα σκέλια του

ορθωτό ορθωτό να σου κόβεται η ανάσα. Η Οριάνα κρατήθη­

κε μη της φύγουν τα σάλια, γιατί καθώς φαίνεται αυτοί εκεί

πέρα την είχαν για κάτι πιο αέρινο κι όχι για καμιά λυσσάρα

που είδε καυλί και θέλει να του κάτσει πριν ακόμα πει τ'

184

f

OPIANA ΕΞΠΡΕΣ

ονοματάκι της. Και τι ονοματάκι, να 'λεγε; Ποιος ξέρει τι

περίμεναν όλοι αυτοί οι άγριοι ν' ακούσουν να ξεστομίζουν τα

τριανταφυλλένια της χειλάκια; Καλύτερα να ικανοποιούσε την

φαντασίωση του καθ 'ενός χωρίς αλληλοσυστάσεις και μαλα­

κίες. Με λένε όπως θες εσύ να με λένε! Ευφυές, έτσι;

Πριν προλάβει, δε, να πει «ζήτω!» της ήρθαν κι άλλοι δυο

απ' τ' αριστερά. Ο ένας τη σήκωσε στα χέρια, βάζοντας επι­

δέξια την παλαμούκλα του μες τον κώλο της, για καλύτερη

ισορροπία, κι ο άλλος της χούφτωσε τα βυζιά, βγάζοντας τα

έξω απ' το φτωχικό τους ρουχαλάκι για να χαιρετήσουν τα

πλήθη. Σάλος έγινε. Με το γδύσιμο της Οριάνας, ευθύς ξε-

βρακωθήκαν όλοι. Άντρες, γυναίκες, παππούδες και γριές.

Φυσικά. Απ' όλα είχε ο μπαχτσές. Κει να δεις σκηνικό. Από

μαλαπέρδες που να θες να κάνεις βουτιά πάνω τους, μέχρι

κρεμασμένα βυζιά σαν σουρωμένα τσαμπιά από σταφύλια.

Αλλά, σιγά τώρα. Είπαμε! Απ' αυτά που μας συμβαίνουν,

πρέπει να κοιτούμε μόνο τα ωραία. Τα σταφύλια θα τα κάνου­

με κρασί. Το κρασί θα το βάλουμε στους μαρμαρένιους κρου­

νούς, τους στητούς και τους λαχταριστούς. Κι από κει θα πι­

ούμε τον άμπακο και θα βροντοφωνάξουμε εύγε στα παλιά και

στα ωραία και μπράβο στα καινούργια και τα αλλιώτικα!

Βρε, τι καλά που ήτανε όλα τούτα! Η Οριάνα ούτε που

το φανταζόταν πως θα πέρναγε τζάμι. Το τι γίνηκε κείνο το

βράδυ, μόνο ο Ερμής δεν το έζησε. Τρομάρα του, κι έγινε για

την τιμή του! Τι πισωκολλητά, τι πλακομουνιάσματα, μωρ'

τι παρτουζόματα και αλλαξοκωλιές παίχτηκαν, θα το θυμά­

ται σε όλη της τη ζωή. Αυτά είναι εμπειρίες, κι όχι χλιαρές

εκδρομούλες για να μαζέψουμε παπαρούνες και βλίτα.

Μετά από κάθε γύρο, όλοι πήγαιναν στη φωτιά, την λα-

μπάδιαζαν εκ νέου και χόρευαν γυμνοί στο φεγγαρόφωτο.

185

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟ Γ

Ύστερα, έπιναν όλοι απ ' την ίδια κανάτα, έριχναν στροφές

γύρω α π ' τις φλόγες πηδώντας σαν τα κατσίκια τα ανήμερα,

κι άιντε πάλι απ ' την αρχή τα πηδήματα και τα χουφτώμα-

τα κάτω απ ' τα μάτια των Θεών. Που αν τύχαινε και έβλε­

παν τι κάνουν όλοι αυτοί εκεί κάτω, θα είχαν τέτοιες καύλες

που θα παρατούσαν και τον σκοπό για τον οποίο είχε φτιαχτεί

ο καθένας, και θα τα άφηναν όλα και θ' άρχισαν τα αναμε­

ταξύ τους χαρχαλέματα. Η Αφροδίτη θα παρατούσε να παρι­

στάνει την ωραία, κι η 'Αρτεμη θα σταματούσε κομματάκι,

για να ξεκουραστεί απ ' το κυνήγι στο δάσος. Ο Ποσειδώνας

θα αναπαυόταν λίγο απ ' το να πνίγει τις φρεγάτες κι ο

Άρης θα έχωνε τα όπλα στον κώλο του. Η Ήρα θα ξαπό-

στενε από το να τα πρήζει του Δία συνεχώς με τις ζήλιες

της κι ο Απόλλωνας θα έσβηνε το φως απ ' τα αστέρια.

Έτσι, όλοι μαζί, Θεοί και άνθρωποι θα ερχόντουσαν για μια

και αληθινή μοναδική φορά κοντά, και θα επιδίδονταν στο πιο

ιερό και συνάμα διασκεδαστικό παιχνίδι που εφηύρε ποτέ η

πλάση. Το παιχνίδι του έρωτα και του ξελογιάσματος, της

λαγνείας και της καύλας, του πάθους και της ηδονής!

Πέντε μέρες είχε σκοπό να κάτσει η γκομενάρα μας στον

'Ολυμπο, δέκα τις κάθισε τελικά. Όχι ότι κάθε που ερχόταν

άλλη μέρα γινόταν κάτι το διαφορετικό. Οι παρτούζες, παρ-

τούζες κι ας άλλαζαν οι φάτσες των συμμετεχόντων. Το θέ­

μα είναι πως την είχαν κηρύξει χειροπιαστή εκπρόσωπο όλων

των θεών και της είχαν στήσει θρόνο. Όχι χρυσελεφάντινο,

μη το παρατραβήξουμε κιόλας, αλλά από χόρτα και λουλού­

δια. Και της είχαν φτιάξει κι ένα στεφάνι, όνειρο. Που το φό­

ραγε η Οριάνα στο κεφάλι κι έβαζε κάτω όλες τις ομορφιές

της φύσης κι όλες τις θεές και τους θεούς μαζί. Και σαν

ήταν η μέρα για να φύγει, της χάρισαν κι έναν φαλλό μακρύ,

186

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

ίσαμε ογδόντα πόντους, σαν ενθύμιο α π ' τις διακοπές στο

βουνό για να 'χει να θυμάται και να 'χει να χαίρεται τις πε­

ριόδους ανομβρίας!

Είδες τελικά; Μόνο οι όμοιοι σου μπορούν να καταλάβουν

τις πραγματικές σου ανάγκες γι ' αυτό και η θεά, τους έστει­

λε με τις χειλάρες της ένα μεγάλο μεγάλο φιλί την ώρα που

έφευγε με το πούλμαν, πετάγοντας έξω απ ' το παράθυρο και

τα δυο της τα βυζιά, και τρίβοντας τις ρόγες της με βλέμμα

γλαρό, δίνοντας τους την νοερή υπόσχεση πως θα ξανάρθει

και πάλι ευθύς μόλις δει να της εμφανίζεται μπροστά της ο

Διόνυσος με την γεμάτη του κανάτα που θα καίγεται να την

αδειάσει στο θε'ικό της το κορμί!

187

40.

— Πειράζει σήμερα να μην σχολιάσουμε κάτι; ρώτησε ο

Επαμεινώνδας περιμένοντας θετική απάντηση.

— Γπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος; του αντιγύρισε ο ψυ­

χολόγος.

— Να, έξω έχει αρχίσει να κρατάει η μέρα παραπάνω και

θέλω να τριγυρίσω λίγο στα μαγαζιά με το φως του απογεύ­

ματος.

— Απ' ό,τι ξέρω προτιμάς να νυχτώνει νωρίς, έτσι δεν είναι;

— Ναι, απάντησε ο Επαμεινώνδας, αλλά καμιά φορά κα­

ταπατάω τον κανόνα, έτσι για να ενισχύω τις πεποιθήσεις

μου.

— Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να ξαναπάς καμιά φορά με γυ­

ναίκα; τόλμησε να ρωτήσει ο ψυχολόγος, με σκοπό να ρίξει

σπόρους στο εύφορο πια περιβόλι του Επαμεινώνδα.

— Μάλλον απίθανο, είπε μετά από μια στιγμή σκέψης

εκείνος και ρίχνοντας το βλέμιμα του ανάμεσα απ ' τα σκέλια

του συνέχισε: Έχω την εντύπωση πως ούτε ο Μίνος το θέ­

λει πια.. .

— Πόσο δεμένος νιώθεις μαζί του; ρώτησε ο ψυχολόγος,

και γιατί...

188

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

— Δεν είπαμε να μην σχολιάσουμε τίποτα σήμερα; είπε ο

Επαμεινώνδας καθώς φορούσε το μπλε του ελαφρύ μπουφάν.

Έξω είχε ευχάριστη μέρα και δεν κρατιόταν άλλο μέσα στο

γραφείο.

Ο ψυχολόγος έκανε μια κίνηση με τα χέρια, κουνώντας

συνάμα και το κεφάλι, που έδειχνε την συγκατάνευση του

στην επιθυμία του πελάτη του.

Κατεβαίνοντας ο Επαμεινώνδας τις σκάλες, έσιαξε τον

καβάλο του, αφήνοντας το χέρι του να γλιστρήσει μες το πα­

ντελόνι του. Τελικά, η συζήτηση έγινε και σήμερα. «Πανάθε-

μά τον, είναι αρκετά καλός», σχολίασε από μέσα του και

στη συνέχεια αναρωτήθηκε για ποιον απ ' τους δυο το σκέ­

φτηκε. Για τον ψυχολόγο ή για τον Μίνο...;

189

4 1 .

Συνεδρία εικοστή

Έχετε μήνυμα στον τηλεφωνητή

Άπαξ και χτυπήσει το τηλέφωνο στο διαμέρισμα της Οριά­

νας προλαβαίνεις να το σηκώσεις μέχρι το τέταρτο χτύπημα.

Μετά, βγαίνει ο τηλεφωνητής: Καλώς που πήρατε. Μόνο

που τη γαμήσατε και δεν θα σας μιλήσω γιατί είτε λείπω εί­

τε πηδιέμαι. Αφήστε μηνυματάκι κι αν γουστάρω θ' ανταπο­

δώσω. Έτσι λέει η ηχογράφηση και έχει αποδειχθεί αυτό το

σύστημα πολύ εξυπηρετικό. Αν η ομορφονιά δεν γουστάρει τη

φωνή του ομιλητή δεν το σηκώνει. Εξάλλου, οι μαλάκες,

παίρνουν για ένα σωρό άσχετα πράγματα.

Είστε η κυρία του σπιτιού; τη ρώτησε μια γυναικεία φω­

νή απ' την άλλη άκρη του σύρματος μια μέρα κατά τις οκτώ

το πρωί που είχε πάει η Οριάνα για κατούρημα. Χτύπησε το

τηλέφωνο και μιας και ήταν από πάνω, είπε να το σηκώσει.

Τι το 'θελε; Ναι, είμαι η κυρία του σπιτιού, και δεν θέλω

190

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

ενοχλήσεις πρωί πρωί κι ούτε να μου αποσταλεί το πορσελά­

νινο σερβίτσιο που και καλά κέρδισα κι ούτε γουστάρω να

γραφτώ συνδρομήτρια στην «φωνή των απανταχού μειονε-

κτούντων», γιατί σου δίνω την εντύπωση ότι μειονεκτώ ή ότι

δεν έχω πού να βάλω το φαί μου; Ας το διάλο όλοι σας. Δε

πάτε να βρείτε καμιά αληθινή δουλειά;

Κείνο το μεσημεράκι που γύρισε από βολτάρισμα μετά

καφεδακίου στην πλατεία, κι αφού είχε τονωθεί η αυτοπεποί­

θηση της στο έπακρο καθότι είχε δώσει την καρτούλα της σε

δώδεκα διαφορετικούς άντρες που της την είχαν πέσει, με

προοπτική άλλοι να της βρουν δουλειά κι άλλοι να την γαμή­

σουν, περιπτώσεις καλοδεχούμενες κι οι δυο, είδε να ανοιγο­

κλείνει το πράσινο ματάκι του τηλεφωνητή της, πράμα που

σήμαινε πως κάποιος είχε φυλακίσει την φωνή του με την

θέληση του στο μηχάνημα του διαβόλου με σκοπό να απε­

λευθερωθεί μόλις πατηθεί το κατάλληλο κουμπάκι. Η Οριά­

να δεν βιάστηκε καθόλου να ακούσει το μήνυμα. Κάνας ηλί­

θιος θα είναι πάλι που θα της υπενθυμίζει κάναν απλήρωτο

λογαριασμό, ή κάνα επίδοξο ραντεβού που θα 'χει σηκωμάρες

και θέλει να σφίξει τους βύζαρους της κούκλας στα χεράκια

του τα δυο.

Έφτιαξε μια ομελέτα με τυρί και μανιτάρια. Παρεπιπτό-

ντως, την ομελέτα την κάνει σούπερ. Θυμάται απ ' τα νιάτα

της, που κάθε φορά που μαγείρευε είτε η μάνα της είτε η

γιαγιά της στην κουζίνα του πατρικού της, εκείνη ήταν μονί­

μως από πάνω και παρατηρούσε. Έτσι, έμαθε ένα σωρό

χρήσιμα πράγματα. Από το πώς δένει η άσπρη σάλτσα με το

αλεύρι, μέχρι πόσα ποτηράκια κρασί βάζουμε στον κόκορα για

να γίνει μεθυσμένος και να τιμά επάξια την ονομασία του.

Μια φορά είχε πέσει λίγο κονιάκ παραπάνω στους κουραμπιέ-

191

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

δες που έφτιαχνε η συχωρεμένη η γιαγιά (όταν λέμε «λίγο

παραπάνω» εννοούμε μισό μπουκάλι) και είχε γίνει πανικός

στο σπίτι. Όχι τίποτ' άλλο αλλά περίμεναν το απόγευμα τον

παπά για ευχέλαιο και δεν θα είχαν τίποτα να τον κεράσουν.

Το κόλπο ήταν ότι η γιαγιούλα η εμπνευσμένη, έβαλε λίγη

ζάχαρη άχνη παραπάνω όταν τους έψησε. Έτσι ο παπάς δεν

κατάλαβε αμέσως την γεύση του ποτού. Αντιθέτως, ο συν­

δυασμός τον έκανε να χοροστατήσει κομματάκι παραπάνω

κατά την ώρα των ευχών με μια διάθεση έντονη για τσάμι­

κο. Την ώρα δε που γύρναγε με το ευαγγέλιο γύρω α π ' το

τραπέζι έκανε κι ένα στριφογυριστό κολπάκι όλο χάρη κι ευ­

λογία. Η Οριάνα θυμάται ότι εκείνη τη χρονιά η σοδιά της

σταφίδας είχε πάει καλύτερα από ποτέ. Ως και ο παππούς

χτύπησε γκόμενα! Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Η ομελέτα της είχε επιτυχία κι αυτή τη φορά. Τρία αυ­

γά χτυπημένα με γάλα, μπόλικο τριμμένο τυρί, δυο χούφτες

μανιτάρια και μια πρέζα (αλάτι; ίσως κι αλάτι — εκεί θα κολ­

λήσουμε τωρα; ). Κοπάνησε κι ένα σφηνάκι βότκα κι όλα κα­

λά κι όλα ωραία. Α, ναι! Ποιος μαλάκας να είναι άραγε στον

τηλεφωνητή;

Αυτό που άκουσε ήταν απ ' τ' άγραφα. Ούτε στην υπό­

λοιπη ζωή της δεν θα περίμενε κάτι τέτοιο. Καλέ, ποιο σύ­

μπαν συνωμοτεί συνεχώς για να την αναστατώνει και ησυχία

να μην βρίσκει; Ο καθιερωμένος ετήσιος χορός του συλλόγου

των προγραμματιστών, την καλούσε να παρευρεθεί σε γκαλά,

παρακαλώ. Ναι, αυτά που έχουν ένα σωρό καλογυαλισμένους

γραβατάκηδες όρθιους μ' ένα ποτό στο χέρι, όπου μοιράζουν

ψεύτικα χαμόγελα θεωρώντας τους εαυτούς τους άκρως επι­

τυχημένους στον χώρο με χαλί μια ανιαρή μουσική που φέρ­

νει ιδρώτα και αίσθηση αποφοράς. Κι όλοι αυτοί, καμάρι μου,

192

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

πώς χαίρονται που πηγαίνουν σε κάτι τέτοιες παπαριές, δε

λέγεται! Αισθάνονται τυχεροί που εργάζονται σε εταιριούλες

και προγραμματίζουν τα κομπιουτεράκια (άλλα διαβολικά κα­

τασκευάσματα) και νιώθουν χρήσιμοι στην κοινωνία και στον

κόσμο όλο και καμαρώνουν για την ύπαρξη τους!

Ναι! Η Οριάνα είχε δουλέψει για ένα φεγγάρι ως προ­

γραμματιστής σε μεγαλούλα εταιρία. Με καλά λεφτά και με

προοπτικές. Προοπτικές για τι; Ως και διευθυντής, ας πούμε

θα μπορούσε να φτάσει. Και γαμώ, ε; Αυτά πριν την απόφα­

ση της να τους δώσει μια μούντζα και να γυρίσει με βυζιά

και μαλλί μέχρι τον κώλο. Είχε σπουδάσει σε μια ιδιωτική

σχολή μετά το Λύκειο και είχε καταφέρει να τρυπώσει σ' αυ­

τή τη δουλειά. Με μέσον φυσικά. Για έναν επαρχιώτη που

έρχεται στην πόλη χωρίς να τον γνωρίζει κανείς, τα πράγμα­

τα δεν είναι ποτέ εύκολα. 0 Νικολάκης όμως ήξερε να κάνει

γνωριμίες στα μπαράκια καθώς και να στήνει κωλαράκι για

την προσωπική του ευχαρίστηση. Μια απ ' αυτές τις φορές

που ξύπνησε μεθυσμένος στο σπίτι κάποιου, αποκαλύφθηκε

απ ' την κουβεντούλα τους την πρωινή πως εκείνος διατηρού­

σε εταιρεία και ζητούσε κείνο το διάστημα προγραμματιστή.

Ώπα τις! Εδώ είμαστε. Είδες καμιά φορά; Αν ανοίξεις την

πίσω πόρτα σου, μπαίνεις στην μπροστινή κάποιου άλλου!

Ο Νίκος δεν κάθισε πολύ στην δουλειά. Δεν ήταν για

πολλά πολλά. Ποτέ του δεν κατάφερε να προσαρμοσθεί σε

ωράρια και προθεσμίες. Και το γαμήσι με τον γενικό, δεν

ήταν για περισσότερο. Ενάμιση χρόνο και πολύ κράτησε. Ευ­

τυχώς έβγαλε αρκετά αυτό το διάστημα για να κάνει το με­

γάλο άλμα και να φύγει στο εξωτερικό, όπου γύρισε με τις

ίδιες ιδέες περί ζωής μεν, αλλά σε τελείως διαφορετικό περι­

τύλιγμα.

193

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

Πού στο διάολο τον θυμήθηκαν τώρα και του στέλνουν και

πρόσκληση; Είχε ψιλοκυκλοφορήσει μεν στην πιάτσα η αλλα­

γή του καλού κουνιστού προγραμματιστή σε σούπερ γκομενά-

ρα, αλλά έκτοτε δεν είχε πάρε-δώσε μαζί τους. Μια φορά μό­

νο από τότε είχε συναντηθεί τυχαία με το πρώην αφεντικό,

όπου εκείνος είχε τόσο εντυπωσιαστεί απ' την μεταμόρφωση

του Νίκου που ως κι επιτόπου του είχε πει να το κάνουν πί­

σω απ' τις φτέρες του άλσους που είχαν τρακαριστεί. Η

Optava του είχε δώσει την κάρτα της με το νέο τηλέφωνο κι

είπε πως μόνο με ραντεβού τώρα πια κι αν το γουστάρει και

η ίδια. Τότε ήταν που ο τύπος την λαχτάρισε περισσότερο. Το

μουνί σου κάνει προσωπικότητα τελικά, δεν το συζητάω!

Το γκαλά γινόταν στον έκτο όροφο της εταιρίας. Να πάει

να μην πάει; Να πάει να μην πάει; Κι αν πάει, γιατί να πά­

ει; Αυτά τα ερωτηματικά είναι που θα μας φάνε σ' αυτή τη

γαμημένη τη ζωή. Οι σκέψεις που σου σφίγγουν το μυαλό

και στο στύβουν και δεν σ' αφήνουν σε ησυχία. Κι αν πάει,

να βάλει το ροζ το κοντό το φόρεμα ή το πράσινο το ξώπλα-

το το μακρύ; Και τις γόβες τις ασημένιες ή τα σανδάλια τα

χρυσά; Ουφ! Θα της βγει η ομελέτα για τα καλά! Άρχισε

να πονάει το στομάχι και ν' ανακατεύεται! Λες να κάνει μια

δοκιμή να πάει με την προοπτική να ξαναρχίσει την παλιά

της τη δουλειά; Ο γενικός θα θέλει γαμησάκι, βέβαια, αλλά

δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Το θέμα είναι αν η Οριάνα θέλει

ξανά να αποκτήσει επαφές μ' εκείνο το κομμάτι του παρελ­

θόντος της που την έκανε να είναι καλουπωμένη σε προγραμ­

ματισμένα κουτουπώματα και αυστηρά ωράρια. Που λέγοντας

αυστηρά ωράρια, εννοούμε ότι αυστηρώς δεν υπάρχει καθορι­

σμένο ωράριο. Πηγαίνεις στις εννιά το πρωί και φεύγεις κατά

μεσάνυχτα μεριά.

194

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

Η λύση ήρθε με το δεύτερο σφηνάκι. Γλουπ και φωτιά!

Στο διάολο και το σηκωμένο καυλί του γενικού, στο διάολο

και οι στρωμένες δουλειές. 0 μόνος προγραμματισμός που

έχει διάθεση να κάνει από δω και στο εξής, είναι να κανονίζει

μόνη της την κάθε μέρα που περνά ανάλογα με την δική της

διάθεση. Πράγμα που το κάνει πολύ καλά όλον αυτόν τον

καιρό και το γουστάρει και δεν πρόκειται να το αλλάξει με τί­

ποτα. Και κανείς κερατάς δεν θα την αναγκάσει ούτε θα την

δελεάσει να κάνει κάτι που το έχει ακυρώσει στο μυαλό της.

Στο τρίτο σφηνάκι φώναξε ένα δυνατό «Όλε!» και το έρι­

ξε κάτω με δύναμη. Κείνο έσπασε σε χίλια κομμάτια σκορπί­

ζοντας τα γυαλιά του στο πάτωμα. Η Οριάνα γέλαγε δυνατά

και το χαμόγελο της έπεφτε πάνω σε κάθε γυαλάκι κάνοντας

το να λαμπυρίζει. Χίλια φωτεινά χαμόγελα μες το δωμάτιο

καθρεφτισμένα, όπου αντανακλούσαν την χαρά της απόφασης

της. Όχι άλλοι προγραμματισμοί, φιλαράκια μου. Ποτέ πια!

Ποτέ!

195

42.

— Σκέφτηκες ποτέ να αφήσεις τη δουλειά σου; ρώτησε ο

ψυχολόγος ανέκφραστα.

— Σκέφτηκα να αφήσω τους μαλάκες που εργάζομαι μαζί

τους. Το νου τους στο κουτσομπολιό και πουθενά αλλού,

απάντησε ο Επαμεινώνδας, και συνέχισε με έπαρση: Καλά,

απορώ με κάτι τύπους και τύπισσες. Ζωή τους είναι η ζωή

του άλλου κι άλλη έννοια δεν έχουν από το πώς θα μάθουν

περισσότερα για τα γαμήσια τα δικά μου, ή τα δικά σου, που

λέει ο λόγος, παρά πώς να βελτιωθούν οι ίδιοι.

— Τι θα μπορούσαν να κάνουν για να βελτιωθούν, κατά τη

γνώμη σου; ενδιαφέρθηκε ο ψυχολόγος, δίνοντας συγχρόνως

πάτημα στον Επαμεινώνδα για να πάει την κουβέντα λίγο

παραπέρα.

— Ο καθ' ένας χρειάζεται και διαφορετική βελτίωση, είπε

με στοχασμό ο Επαμεινώνδας. Να πα να γαμηθούνε αναμε­

ταξύ τους. Να μια ωραία βελτίωση! κατέληξε αποφασιστικά.

— Η αλήθεια είναι πως αν η σεξουαλική μιας ζωή είναι

καλή, τότε δεν έχουμε λόγο να ασχοληθούμε με ανουσιότητες

κι ούτε έχουμε ιδιαίτερα κολλήματα, είπε ο ψυχολόγος κοιτά­

ζοντας το σύννεφο του καπνού που περνούσε δίπλα του. Τώ-

196

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

ρα τελευταία ο πελάτης του κάπνιζε κάτι καινούργια αρωμα­

τικά τσιγάρα και η ατμόσφαιρα μαστούριαζε λιγουλάκι. Αλλά

αυτό δεν ενοχλούσε κανέναν απ' τους δυο.

— Τότε ξανά, να πα να γαμηθούνε όλοι τους! απεφάνθη

σθεναρά ο Επαμεινώνδας και ρούφηξε άλλη μχα γερή α π ' το

τσιγάρο του.

197

43.

Συνεδρία εικοστή πρώτη

Τι να τους κάνεις τους εχθρούς;

Η Οριάνα δεν έχει πολλούς φίλους. Τι να τους κάνει άλλω­

στε; Οι φίλοι, σου κλείνουν συνήθως το σπίτι. Αυτό είναι ένα

ρητό, ευρέως διαδεδομένο στην Άνω Ραχούλα με αφορμή κά­

τι τσαπερδόνες που μπαινοβγαίνουν ασύστολα στα σπίτια κά­

νοντας δήθεν τις φιλενάδες ενώ απώτερος σκοπός τους είναι

να σου φάνε τον άντρα.

Η Θανάσω η Κριθάραινα, γειτόνισσα και καλή γυναικούλα,

χωράφι-σπίτι, σπίτι-χωράφι η ζωή της, έμπασε μια τέτοια τσι-

ριμπίμ τσιριμπόμ πριν έξι χρόνια σπίτι της. Φιλενάδα, σου λέει,

με όλα τα καλά. Πάει και στην Αθήνα και ψωνίζει και φέρνει

κάτι καλλυντικούλια σούπερ. Να τα βάζεις στη μάπα και να

λειαίνουν όλες οι ζάρες. Φοράει δε, κάτι μοντελάκια τελευταία

λέξη της μόδας. Πού ήταν κρυμμένη τόσο καιρό; Στην κάτω

γειτονιά εκεί δα, δυο βήματα απ' το σπίτι, απ' την πέρα μεριά

198

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

του ρέματος. Αλλά καθότι λίγο βουρκιάζει κείνο το μέρος, η

θανάσω το απέφευγε και δεν είχε λόγο να πηγαίνει κατά κει.

Εξάλλου, ό,τι ήθελε το έβρισκε απ' την δώθε μεριά.

Έτυχε να συναντηθούν μια μέρα σ' ένα μνημόσυνο κι από

τότε έγιναν αχώριστες. Για να μην τα πολυλογούμε, η φιλε­

νάδα έφερε μια μέρα αλοιφή για τους κάλους. Ο σύζυγος της

θανάσως, ο Μήτρος ο Κριθάρης ντε, είχε δυο από δαύτους

στο δεξί ποδάρι. Εδώ φαίνεται η καλή η φιλενάδα. Για πότε

του έβγαλε του Μήτρου την κάλτσα και περιεργάσθηκε τους

κάλους όλο γλύκα και απαλότητα με τα κρινένια της χεράκια

(οι χαρακτηρισμοί ανήκουν στον ίδιο τον Μήτρο κατά την ώρα

του πηδήματος μαζί της έπειτα από κάνα μήνα), δε λέγεται.

Η τσιριμπίμ μπαινόβγαινε άνετα όλες τις ώρες της ημέρας κι

είχε λόγο για τα πάντα. Για το αν ταιριάζει η κουρτίνα με το

χαλί και για το αν στο ίδιο ράφι πάνε μαζί οι φακές και ο

τραχανάς ο ξινός. Αχ! τι καλά κορίτσια κυκλοφορούν!

Ένα μεσημέρι που η θανάσω γύρισε νωρίτερα α π ' τις

ελιές, έπιασε την κολλητή της, στη γούρνα που ταίζουν τα

γουρούνια, να το κάνει γρήγορα και στα τέσσερα με τον αγα­

πημένο της αντρούλη. Έγινε το έλα να δεις. Η φιλενάδα πή­

ρε πόδι μετά του σχετικού μουντζώματος για καλά ξεκουμπί-

δια και την αλοιφή για τους κάλους υπό μάλης. Ο δε Μή­

τρος έφαγε κλωτσιά στ ' αρχίδια που θα την θυμάται για όλη

την υπόλοιπη ζωή του. Η τιμωρία του είναι να κουβαλάει

στην μάπα την Θανάσω με τον κώλο της μαζί για όσο χρό­

νο του απομένει ακόμα, του άμοιρου. Ξινό του βγήκε το γα­

μήσι. Τέλος πάντων. Το θέμα είναι ότι άπαξ και βάλεις φιλε­

νάδα στο σπιτικό σου, ή με τον γιο σου θα πάει ή με τον

άντρα σου. Ενίοτε να σου ξεβγάλει και την κόρη, αλλά αυτά

δεν συμβαίνουν στην Άνω Ραχούλα (μάλλον!).

199

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

Η Οριάνα θυμάται καλά τις συμβουλές της μάνας της.

«Αν κάνεις φιλενάδα, κοίτα να είναι ασχημότερη, πιο βλίτο

από σένα, πιο μεγάλη και πιο χοντρή». Έτσι! Για να 'χουμε

το κεφάλι μας ήσυχο.

Η Οριάνα, ως Νίκος, είχε κάτι φιλαράκια που έπαιζαν μα­

ζί τίποτα βώλους σαν ήταν παιδί, κρεμάλα σαν μαθητής και

αργότερα κάτι παπαροχαϊδέματα όταν άρχιζε να εξερευνά τη

σεξουαλικότητα του. Με τις κοπέλες τα πήγαινε καλύτερα.

Ήταν οι μόνες που δεν τον κορόιδευαν όταν φορούσε νάιλον

κάλτσες και λουλουδάτα σώβρακα. Τον έβρισκαν μάλλον χα­

ριτωμένο. Μάλιστα τον καλούσαν στις κοριτσοκουβέντες κάνο­

ντας τον έτσι να νιώθει ότι κολλάει περισσότερο με τις γυναί­

κες. Εξάλλου μάθαινε πράγματα πιο ενδιαφέροντα. Τ' αγόρια

στην εφηβεία είναι μουντρούχες και φελλοί. Τα κορίτσια όλο

για περιποιήσεις σώματος, γκομενιλικια και ξύρισμα στις μα­

σχάλες μιλούν. Τρομερά πιο ενδιαφέροντα πράγματα. Από πού

νομίζετε πως έμαθε ο Νίκος να ξυρίζει την περιοχή γύρω απ'

το καυλί; Τα κορίτσια τον συμβούλεψαν ότι και πιο όμορφο

φαίνεται και πιο λίγα μικρόβια μαζεύονται. Να η γνώση! Αυ­

τά είναι που μετράνε κι όχι αν ο Ρονάλντο έχωσε τρία στο

τέρμα. Χέστηκε η φοράδα στ ' αλώνι για τον μαλάκα που

κλωτσάει ένα πετσί. Με το δικό μας να δούμε τι θα κάνουμε

και πώς θα πορευτούμε στην κοινωνία. Μ' αυτό πας μπροστά

και τον τρόπο να ξέρεις να το μοστράρεις. Τι νομίζετε;

Μετά την αλλαγή της πούτσας σε μουνί, η Οριάνα δεν

κράτησε επαφές με τα πρώην φιλαράκια. Εκείνοι όπου φύγει

φύγει. Ούτε ήξεραν ούτε είδαν τίποτα. Νίκος; Ποιος Νίκος;

θυμάστε κανέναν Νίκο; Άντε καλέ! Η δικιά μας τους έκανε

χάζι. Κρυφοαδερφές όλοι τους. Αυτό είναι. Τίποτ' άλλο. Σιγά

μην κάτσει να ασχοληθεί μαζί τους. Δεν έχασε απολύτως τί-

200

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

ποτα. Ίσα ίσα! Κέρδισε τον σεβασμό στον ίδιο της τον εαυ­

τό. Κι αν το καλοσκεφτείς μόνο αυτό αξίζει στην μαλακισμέ-

νη κοινωνία που ζούμε. Αν δεν έχουμε εμείς οι ίδιοι καλή γνώ­

μη για την πάρτη μας τότε όσο και να προσπαθούμε, τα φτε­

ρά μένουν κολλημένα στους ώμους μας και δεν ανοίγουν ποτέ.

Με δυο γυναίκες έχει πιο πολλές επαφές η Οριάνα. Η μία

γύρω στην ηλικία της — ποτέ δεν την έχει ρωτήσει το πότε

γεννήθηκε. Αυτό είναι ιερός κώδικας που παραμένει σεβαστός

μεταξύ των αληθινών γυναικών. Η άλλη, κάτι παραπάνω σε

χρονάκια, που όμως δεν της φαίνονται καθόλου καθότι το

ν τ ύ σ ι μ ο της είναι τόσο παλαβό που σε παραπέμπει σε νηπια­

γωγείο την ώρα της ζωγραφικής με δαχτυλομπογιές και θέ­

μα ελεύθερο.

Η κοντινή σε ηλικία είναι στέλεχος σε πολυεθνική με

βλέμμα που ρίχνει κάτω έξι γκόμενους στη σειρά. Το βλέμμα

«γαμάτε με» το έχει δουλέψει σούπερ. Άπαξ και θέλει να

γαμήσει βγάζει το κεφάλι απ ' το αυτοκίνητο, ρίχνει μια μα­

τιά στον ανυποψίαστο διπλανό οδηγό-περαστικό (δεν έχει ση­

μασία) και το χώσιμο το 'χει σίγουρο. Αυτό τον καιρό είναι

άνευ εραστή καθότι θέλει, λέει, να περάσει μια φάση διαλογι­

σμού για να δει αν είναι καλύτερο το ιεραποστολικό ή το κω-

λοπηδηχτό για την ψυχική υγεία. Ο διαλογισμός δεν φαίνεται

να δουλεύει ιδιαίτερα, γιατί τρεις μήνες έχουν περάσει και

άκρη δεν έχει βγάλει. Τελικά άρχισε να το ρίχνει στη μαλα­

κία και να κάθεται πάνω σε κάτι μελιτζάνες τσακώνικες για

να στανιάρουν τα μέσα της.

Η άλλη η πιο τσαχπίνα τα έχει μ' έναν δεκαπέντε χρο­

νάκια μικρότερο. Αυτή είναι γυναίκα. Ανανεώνει τα κ ύ τ τ α ρ α

της χωρίς να ξοδεύει πενταράκι. Ένας πούτσος την ημέρα

νιος και γερός είναι φάρμακο αντιγηραντικό πρώτης τάξεως.

201

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

Αφού άρχισε να μιιλά και μπεμπεδίστικα στον δρόμο. Τέτοια

αντιστροφή. Αντί να οδεύει τον δρόμο προς τον αγύριστο που

λέει και το τραγούδι, κείνη έχει πάρει την όπισθεν μιε βήμα

ταχύ.

Η Οριάνα τις γουστάρει πολύ τις φιλενάδες της. Α, ναι!

είναι γυναίκες με μουνί εξ' αρχής. Αυτό ξεχάσαμε να το ανα­

φέρουμε. Η μάνα τους έτσι τις γέννησε. Η Οριάνα τους είπε

για το θυμωμένο της καυλι με το «γεια σας!». «Μου την

έσπαγε και το πέταξα, κακό χρόνο να 'χει. Έχετε πρόβλη­

μα μ' αυτό;». Οι άλλες δεν είχαν πρόβλημα. Μάλιστα ήθε­

λαν την Οριάνα στην παρέα. Το γλυκό δένει καλύτερα με ένα

έξτρα συστατικό παραπάνω. Και τούτο ήταν αρκετά πιπερά­

το, γι ' αυτό και η συνταγή έγινε μοναδική. Εξάλλου, καμία

δεν θα έπαιρνε της Οριάνας τους γκόμενους. Εκείνοι που πή­

δαγαν το κορίτσι μιας πρώτα μπούκωναν το πιπέρι και με

πλήρη γνώση όλων των συνεπειών του νόμου πήγαιναν παρα­

κάτω. Αυτό δεν το κάνει ο καθένας. Κι αν τύχει κανείς και

γουστάρει κάποια απ ' τις φιλενάδες, το πολύ πολύ να το κά­

νουν όλοι μ-αζί. Σιγά μη σκάσουμε για τους επίδοξους γαμιά-

δες.

Βρε, η φιλία είναι αυτή που μετράει πάνω απ' όλα. Τα

καυλιά πάνε κι έρχονται Αν δεν έχεις έναν ώμο μαλακό, μο-

σχομυρωδάτο κι ένα μαγουλάκι απαλό αποτριχωμένο ωσάν

της φιλενάδας σου, πού θα γύρεις για να κλάψεις; Κι αν θες

με τη ψυχή σου να γελάσεις, ποιος άλλος θα δεχθεί τη μα­

λακία που θα πεις με τόση κατανόηση παρά η αγαπημένη

σου φίλη; Κι αν ξεμείνεις από πήδημα, πείτε μΛυ ποια θα σε

γλύψει πιο καλά απ ' το πιο καυτό σου ραντεβού και μη μ/>υ

πείτε πως αυτό δεν συμβαίνει. Και βέβαια συμβαίνει. Όταν

βλέπετε δυο γυναίκες να ανταλλάσσουν βλέμιματα και να επι-

202

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

κοινωνούν με τα μάτια χωρίς πολλές πολλές κουβέντες, σί­

γουρα το έχουν κάνει. Μην αμφιβάλλει κανείς!.

Οι φιλίες είναι σπάνιο πράγμα στην εποχή μας. Και καλό

θα είναι να τις κρατάμε όσο μπορούμε ζωντανές. Κι αν είναι

να κρατήσουν, θα κρατήσουν. Και στην ανάγκη θα φανούν.

Θα είναι εκεί για να σε χαϊδέψουν, να σε παρηγορήσουν, να σε

κανακέψουν και να σε νανουρίσουν. Αλλιώς, το κόλπο το ξέ­

ρουμε. Κλωτσιά στ ' αρχίδια. Όπως η θανάσω η Κριθάραινα.

Συνταγή ανεπανάληπτη. Πώς είπατε; Οι γυναίκες δεν έχουν

αρχίδια; Νομίζετε!!!

203

44.

— Τον καλύτερο μου φίλο τον λένε Κώστα, είπε ο Επα­

μεινώνδας αφού τελείωσε την ανάγνωση. Είμαστε μαζί απ'

το δημοτικό.

— Καλό είναι να έχεις έναν φίλο καρδιακό, είπε ο ψυχολό­

γος και συνέχισε μ' έναν τόνο ειρωνείας στη φωνή του: Πολ­

λοί υποστηρίζουν, πως αν όλοι είχαν καλούς φίλους, το επάγ­

γελμα μας θα ήταν στα αζήτητα. Ευτυχώς για μας, οι φι­

λίες είναι σπάνιες στις μέρες μας.

— Τέσσερις φορές θα έρθω ακόμα και τελειώσαμε, είπε ο

Επαμεινώνδας σ' αυτό το σημείο, κάνοντας τον ψυχολόγο να

γυρίσει το κεφάλι του και να τον κοιτάξει.

— Είσαι ικανοποιημένος απ' την πορεία των συναντήσεων

μας; ρώτησε ο ψυχολόγος, θέλω να πω, βρήκες καμιά απά­

ντηση σ' αυτά που ήθελες;

— Η αλήθεια είναι πως είμαι άτομο που πάντοτε θα ψά­

χνω για απαντήσεις. Η αίσθηση του ανικανοποίητου θα υπάρ­

χει συνέχεια μέσα μου, είπε ο Επαμεινώνδας.

— Αυτό δεν είναι πάντα κακό, είπε ο ψυχολόγος.

Ο Επαμεινώνδας, μετά από λίγο, χαιρέτησε και έφυγε.

204

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

Είχε μπει η Άνοιξη και μερικά παρτέρια στην άκρη του δρό­

μου ήταν ανθισμένα. Πήρε βαθιά αναπνοή και έσφιξε λίγο πα­

ραπάνω το μπουφάν στο σώμα του. Η υγρασία κρατούσε

ακόμη γερά.

Ο ψυχολόγος δέχθηκε τον επόμενο πελάτη του. Τον κάθι­

σε στην πολυθρόνα και άρχισαν την κουβέντα:

— Τι όνειρο είδες χθες Επαμεινώνδα; ρώτησε ο ψυχολόγος.

— Δεν με λένε Επαμεινώνδα, αποκρίθηκε ο άλλος. Κώστα

με λένε.

— Σαν τον φίλο του Επαμεινώνδα, σκέφτηκε ο ψυχολόγος.

205

45.

Συνεδρία εικοστή δεύτερη

Παρουσιάστε, Ααρμ!

Είναι να μην ανοίξεις αυτή τη γαμημένη την κωλόπορτα κα­

μιά φορά. Ό,τι θες μπαίνει μέσα πρωινιάτικα. Από κει που

δεν το περιμένεις. Από μυρωδιά σκορδιλολαδίλας απ' την δι­

πλανή που σηκώθηκε απ' τ'αξημέρωτα για να φτιάξει ιμάμ

στον αφέντη και της ξάνθισε λίγο παραπάνω το σκόρδο στο

τηγάνι, μέχρι τον ταχυδρόμο που περιμένει πώς και πώς να

βγει η γκόμενα με τους βύζαρους και να της παραδώσει προ­

σωπικά το διαφημιστικό φυλλάδιο του Κωτσόβολου.

Η Οριάνα μετά το πρωινό κατούρημα (αυτόματη ενέργεια

που κυνηγάει τους άντρες σε όλη τους τη ζωή - δε πα να

'χουν κάνει πεντακόσιες μεταλλαγές), έχει το συνήθειο να

ανοίγει την πόρτα για να δει τι σκατά από λογαριασμούς και

ειδοποιητήρια έχουν έρθει. Μετά, τα στοιβάζει στο τραπέζι και

κάθε φορά τραβάει από κει ό,τι της γυαλίσει περισσότερο. Με-

206

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

ρικοί φάκελοι κάνουν τη διαφορά. Χρώμα, μέγεθος, γραμματό­

σημο. Κάτι απ' όλα αυτά και ανάλογα με τη διάθεση, την

κάνουν να διαλέγει ποιο θα σκίσει πρώτο. Ωραίο να σκίζεις.

Ακούγεται αυτό το «χρατς!» που σε κάνει να αναπολείς μερι­

κούς καλούς γαμιάδες που ξέρουν πώς να ικανοποιούν μια κο­

πέλα. Αν δεν ακουστεί το «χρατς!», καλό πήδημα δε γίνεται!

Κείνο το πρωί, η κούκλα είδε ένα μπεζ φάκελο ορθογώνιο

να της κλείνει το μάτι. Σε κανονικές συνθήκες θα τον έριχνε

απ' ευθείας στα σκουπίδια. Φυσικά! Μερικά γράμματα δεν εί­

ναι ούτε καν να τα ανοίγεις. Σιγά μην σπαταλάμε τον πολύ­

τιμο χρόνο μας με το να διαβάζουμε ό,τι κι ό,τι. Γιατί ο φά­

κελος σου δείχνει και το περιεχόμενο. Έτσι είναι! Απ' τον

τρόπο που είναι γραμμένο το όνομα του αποστολέα και του

παραλήπτη, μέχρι το πώς είναι κολλημένο το γραμματόσημο

ανάλογα με την ποσότητα του σάλιου που έχει πάνω του.

Ίσιο γραμματόσημο; Σάλιο με το σταγονόμετρο. Πα να πει

τσιγκουνιά στο φτύσιμο. Δε μας κάνει. Στραβό γραμματόση­

μο; Και γαμώ το σάλιο. Πα να πει και γαμώ τη μεγάλη

γλώσσα που το σάλιωσε. Ενδιαφέρον για άνοιγμα! Ας δούμε!

Κάπως έτσι διαλέγει η Οριάνα τι θα διαβάσει και τι όχι!

Πώς την πάτησε όμως έτσι αυτή τη φορά, δεν μπορώ να

καταλάβω. Το φυσάει και δεν κρυώνει. Ας το διάολο! Αυτό

το μαλακισμένο παρελθόν μέχρι πότε θα την κυνηγάει επιτέ­

λους; Και κάθε φορά έρχεται τυλιγμένο και σε διαφορετικό

πακετάκι! Όσο διορατική και να είναι κάποτε θα την πατή­

σει την μπανανόφλουδα, δε μπορεί. Όπως και τώρα! Κάτι

της έλεγε να μην το ανοίξει το γραμματάκι το μπεζάκι με το

σοβαρό το δακτυλογραφημένο ετικετάκι. Κι όμως, τα δάχτυ­

λα της την έτρωγαν. Κι ο κώλος της επίσης. Γυρεύοντας

πήγαινε. Το ετικετάκι απευθυνόταν προς τον κο Νίκο Μή-

207

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

τρου, παρακαλώ. Κεριά και λιβάνια! Και δεκαπέντε ιεραπό­

στολοι να ψέλνουν ευχέλαιο! Κι από κάτω η διεύθυνση. Πού

στα τρία σκατά του σατανά την ανακάλυψαν; Είναι να μην

τ' ανοίξεις; «Γραφείο εκπαίδευσης στρατολογίας» έλεγε μου-

νοξεράθηκε απότομα. Τι στο κέρατο είναι τούτο πάλι; Και

πώς με βρήκαν οι πούστηδες οι ξεκολιάρηδες που κακό χρό­

νο να 'χουν που δεν σ' αφήνουν να προχωρήσεις τη ζωή σου

με τις γόβες τις δωδεκάποντες και τα λουλουδάτα τ' αρώμα­

τα που σκορπάς στο πέρασμα σου; Τι αστείο της μοίρας είναι

αυτό; Και ποιος στόκος στρατιωτικός έχει όρεξη γ ι ' αστεία;

Δεν υπάρχουν αρχεία εκεί στη στρατολογία; Οι καινούργιοι οι

μαλάκες δεν είδαν πως Νίκος Μήτρου δεν υπάρχει πια;

Αρχεία κι αρχίδια. Άχρηστα και τα δυο. Αν δεν τα χρησιμο­

ποιείς τι να τα κάνεις; Τι;

Κι ό,τι νόμιζε πως η αποφράδα κείνη μιέρα που είχε πάει

να δηλώσει την ταυτότητα της στη μονάδα, είχε περάσει

ανεπιστρεπτί. Όχι, ζωή μου, όχι! θα την ξαναθυμηθείς ο κό­

σμος να χαλάσει. Ο θεός γελάει. Δεν τον βλέπεις; Και σιγά

μη δεν του κάνεις το χατίρι. Αυτός είναι το μεγάλο αφεντικό.

Βαράει το ντέφι κι εσύ χορεύεις όποτε εκείνος γουστάρει.

Κουνάς το κωλαράκι σου και χτυπάς παλαμάκια. Μέχρι

εκείνος να βαρεθεί. Κι όταν το θελήσει, πιάνει το ταμπούρλο.

Κι αρχίζεις τα κουνήματα ξανά.

Στα δεκαεννιά του ο Νικολάκης βρέθηκε μπρος στην εί­

σοδο του στρατοπέδου, με το χαρτί κατάταξης στο χέρι. Του

το έφερε ένας με στολή. Ήθελε τον ίδιο προσωπικά. Κείνη

την ώρα ο Νίκος έπαιζε την ψωλή του στον στάβλο χαζεύο­

ντας το καυλί τ' αλόγου. Μόλις τον φώναξε ο πατέρας, την

έχωσε στα γρήγορα μες το βρακί και βγήκε παραπατώντας

μέσα απ' τ' άχυρα. Το συστημένο ήταν α π ' το στρατό. Για

208

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

να πάει το παλικάρι να πάρει τ' όπλο του. Μωρ' τι μας λέ­

τε; Το παιδί γούρλωσε τα μάτια του που κλείσιμο δεν είχαν.

Σιγά μην περάσει το ροδαλό του ποδαράκι σ' αυτό το θηριο-

τροφείο. Είχε ακούσει στο καφενείο κάτι ιστορίες σχετικά με

το τι καψόνια κάνουν στις κουνιστές τις αχλαδιές (οι τύποι

που το συζητούσαν τον είχαν κοιτάξει τότε με νόημα), που

ούτε ζωγραφιστό δεν ήθελε να δει κείνο το μέρος. Το μέρος

που τρέφει χακί αρκούδες που γαμάνε ολημερίς κι οληνυχτίς

αγοράκια που γουστάρουν κείνο το γλυκό τσούξιμο στο κω-

λαράκι όταν τους έρχεται πούτσος βαρβάτος και πυραυλωτός.

Ο Νίκος τότε ήταν άβγαλτος ακόμη στα πολλά πολλά. Προ­

τιμούσε να διαλέγει εκείνος το πού και το πότε θα του τον

έχωναν. Το ξαφνικό την ώρα του ντους ή του ύπνου δεν το

καλοέβλεπε. Ως Οριάνα, βέβαια, μετά από λίγα χρόνια δεν θα

είχε κανένα απολύτως πρόβλημα. Ίσα-ίσα θα το καλοδεχό­

ταν κιόλας. «Ό,τι έρχεται πάντα έρχεται για καλό!». Αυτό

ήταν το ρητό της γιαγιάς κι η Οριάνα μόνο ως γυναίκα είχε

αρχίσει να εκτιμάει τις παλιές καλές παροιμίες. Και να τις

εφαρμόζει κιόλας!

Του είχαν πει τότε πως για την απαλλαγή, το διαβατήριο

ήταν διχτυωτό καλσόν και φουστίτσα κοντή. Κραγιόν κόκκι­

νο και μπόλικο ρουζ στα μάγουλα. Αν πετύχαινες δε, και την

βλεφαρίδα κάγκελο, έφευγες επιτόπου όπως ήρθες. Έτσι εί­

χε κάνει η Οριάνα κείνη τη σκοτεινή μέρα. Μόλις έσκασε μύ­

τη στην είσοδο του στρατοπέδου, τα πειράγματα και τα προ-

στυχόλογα που άκουσε α π ' τους και καλά «πουτσαράδες-

αντρουκλαράδες» που είχαν πάει εκεί για να μάθουν πώς κα­

θαρίζεται η κάνη του όπλου και πώς ξεσκατίζονται οι

τουαλέτες, ήταν άλλο πράμα. Την κυνηγάνε ακόμα σαν τις

μέλισσες. Βουίζουν πάνω α π ' το κεφάλι της κι ενίοτε προ-

209

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

χωρούν μέχρι πιο κάτω και της τσιμπούν τον κώλο με το κε­

ντρί τους. Κατά την διάρκεια της μετέπειτα ψυχανάλυσης,

ένα μεγάλο κομμάτι αφιερώθηκε στην επίδραση που είχαν

ορισμένες απ' αυτές τις λεξούλες στην ζωή της. «Ψωλοαρ-

πάχτρα», «αδέρφω ξεσκισμένη», «καβαλημένο δελφινάκι» και

«πουστορουφήχτρα», ήταν μερικά απ ' αυτά που άκουσε τα

πρώτα πέντε λεπτά της εμφάνισης της στο στρατόπεδο τότε.

Τέλος πάντων! Περασμένα ξεχασμένα. Ξεχασμένα; Αμ δε,

που είναι ξεχασμένα! Ποιος κερατάς της έχει παίξει τούτο το

παιχνίδι τώρα; «Επανεκπαίδευση ολίγων ημερών στην Καβά­

λα», έλεγε με λίγα λόγια το πεσκέσι. Και καλή η Καβάλα,

δε λέω. Από πολλές απόψεις. Αλλά «επανεκπαίδευση»; Επα­

νεκπαίδευση σε τι; Ποιο ηλίθιο ζώο δεν κοίταξε καλά τον λό­

γο της απαλλαγής; Ποιος ξέθαψε τα ξεχασμένα αρχίδια του

Νίκου και γούσταρε να τα στείλει να εκπαιδευθούν εκ νέου;

Η Οριάνα αποφάσισε να δει τον μαλάκα από κοντά. Σί­

γουρα κάνα αμούστακο βλαμμένο υπαλληλάκι της στρατονο­

μίας θα είναι που δεν θα ξέρει να κάνει τη δουλειά του κατά

πώς πρέπει. Ο πρώτος είναι ή ο τελευταίος;

Οι ρόγες της έβγαζαν μάτι μέσα απ' το κολλητό ροζ που­

κάμισο. Η φούστα η μαύρη η δερμάτινη, μόλις ίσαμε κει που

τέλειωνε το μουνί. Οι χειλάρες της βαμμένες λιλά. Το χαμό­

γελο μέχρι τ' αυτιά. Σ' αυτό συντελούσε και το γεγονός ότι

τα πατούμενα που φόραγε έκαναν τέλειο κοντράστ με το από

πάνω ύφος του ντυσίματος. Είπαμε! Της αρέσει να προκαλεί.

Κορίτσαρος με τα όλα της! Αρβύλες έβαλε η αθεόφοβη!

Αρβύλες πάνω απ' το φούξια το καλσόν. Και τα κορδόνια, δι­

πλάσια σε μέγεθος απ' το κανονικό, χιαστί μέχρι το γόνατο.

Η φαντασίωση κάθε φαντάρου! Όχι παίζουμε! Το χακί τσα­

ντάκι το κρεμασμένο στον ώμο έσωζε κάπως την κατάστα-

210

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

ση. Μην είμαστε και τελείως «εκτός». Όχι τίποτ' άλλο, αλ­

λά ας θυμόμαστε και τις συμβουλές της μάνας πότε-πότε:

«Τσάντα-παπούτσι ταιριαχτά!»Είπαμε! Η Οριάνα τα οικογε­

νειακά ρητά τα τηρεί.

Το αμούστακο την ώρα που έσκασε μύτη η Οριάνα στη

στρατολογία, έτρωγε χοτ ντογκ με λουκάνικο δίμετρο βαμμέ­

νο κόκκινο απ' τη σάλτσα. Οι μουστάρδες έτρεχαν στο πη­

γούνι του κι είχε ένα βλέμμα σαν να είδε μπροστά του όραμα

την Παναγία να του κλείνει το μάτι φορώντας ζαρτιέρες! Η

δικιά μας, πήρε το φάκελο που κράταγε και του τον έφερε

μπροστά στη μούρη. Το «Νίκος Μήτρου» βάφτηκε στην

ώχρα. Άντε και λίγο από κόκκινο καθότι η γλώσσα του φα­

ντάρου κόλλησε στα γραφούμενα. «Νεαρέ, ήρθα να διορθώ­

σουμε τα λάθη σου!» του πέταξε η γκόμενα και κείνος ξερο-

κατάπιε. Μέχρι να καταλάβει τι γινόταν, η Οριάνα είχε κα­

τεβάσει την κιλότα και είχε χώσει το χέρι του αστραποχτυ-

πημένου μες το πράμα της. Ύστερα πήρε έναν αναπτήρα

που βρήκε πάνω στο γραφείο κι έβαλε φωτιά στο δελτίο επα­

νεκπαίδευσης. «Στάχτη και μπούρμπερη φανταράκο κι αν

μου ξαναστείλετε τέτοιο κωλόχαρτο άλλη φορά θα σε βάλω

να το φας. Ξερό και από πίσω. Έγινα κατανοητή;»

Έγινε κατανοητή! Το φανταράκι κατάλαβε. Μετά από

ώρα φυσικά. Ίσως και επίτηδες όμως να άργησε να κατα­

λάβει. Γιατί η Οριάνα όση ώρα του μιλούσε, κείνος το χέρι

του δεν το 'χε βγάλει απ' το μουνί της. «Τα λέτε άλλη μια

φορά, παρακαλώ; Γπό ρυθμόν υπαγόρευσης για να γράψω την

αναφορά μου, παρακαλώ. Και το Οριάνα... πώς γράφεται;

...Μου ξαναλέτε;... Με πόσα νι; Και... πού είπαμε που μέ­

νετε;»

211

46.

— Όμορφες που είναι μερικές γυναίκες..., είπε ο ψυχολό­

γος .

— Συμφωνώ, είπε ο Επαμεινώνδας. Αλλά υπάρχουν και

κάτι φόλες...

— Είχα γνωρίσει παλιά μια που είχε μουστάκι, συνέχισε.

Και κάποιες που δεν είχαν...

— Μα, οι περισσότερες δεν έχουν...

— Μήπως κι αυτοί που έχουν θα έπρεπε να το έχουν όλοι;

Άφησε το ερωτηματικό στον αέρα ο Επαμεινώνδας να κάνει

μια στριφογυριστή τούμπα και να διαλυθεί κάτω απ' το φως

της λάμπας.

— Ποιος νομίζεις πως είναι αυτός; τον ρώτησε μετά από

λίγο ο ψυχολόγος, δείχνοντας του έναν τύπο θεόχοντρο να φο­

ράει τραγιάσκα. Είχε διαλέξει τυχαία μια φωτογραφία από

ένα πακέτο που είχε φέρει κοντά του.

— Μοιάζει με την θεία μου την Μελπομένη... «Στρατη­

γό» την φωνάζαμε, συνέχισε ο Επαμεινώνδας. Την έβλεπες

και βάραγες προσοχή. Τι μου θύμισες τώρα...

212

47.

Συνεδρία εικοστή τρίτη

Το χαμόγελο της Οριάνας!

Δυο στενά παρακάτω απ' το σπίτι της Οριάνας είναι ( Λ ί α

γκαλερί υψηλών προδιαγραφών. Δεν μπαίνει ό,τι κι ό,τι εκεί

μέσα. Μόνο γνωστοί ζωγράφοι κρεμάν τις πινελιές τους σ'

αυτήν, καθότι το όνομα πάντοτε τραβάει πελατεία. Άντε πό-

τε-πότε ο γκαλερίστας να αναρτήσει και έργα μαθητών της

σχολής καλών τεχνών κι αυτό έπειτα από ειδική συμφωνία

που αφορά αποκλειστικά και μόνο στην τιμή ενοικίασης του

μαγαζιού. Είπαμε! Το χρήμΛ κινεί τα πάντα. Και μετακινεί.

Ιδίως τις ιδέες και τις κατά καιρούς χαζές πεποιθήσεις, κά­

νοντας μας να πεισθούμε ότι τόσο καιρό σκεφτόμασταν ένα

μάτσο μαλακίες και τίποτ' άλλο. Με ένα γερό μπαξίσι παρα­

πάνω, η οπτική γωνία αλλάζει και όλα γίνονται πιο απλά.

Από την γκαλερί η Οριάνα περνά αρκετά συχνά γιατί εί­

ναι ο δρόμος που βγάζει γρηγορότερα στο σπίτι της. Άμα δεν

213

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

έχει χρόνο για βολτάρισμα, παίρνει την ευθεία και ντουγρού

για την αμαρτωλή φωλίτσα. Μερικές φορές, όμως, στέκεται

μπρος στην βιτρίνα και βλεφαριάζει τους καινούργιους πίνα­

κες. 0 μαγαζάτωρ, ζωγράφος κι ο ίδιος, πολλάκις βάζει και

δικά του έργα για κράχτες. Τι είναι οι άλλοι; Καλύτεροι; Όχι

δα! Και το πετυχαίνει (το κράξιμο) ο αφιλότιμος, γιατί τα

χρώματα που χρησιμοποιεί βγάζουν μάτι (ίσως περισσότερο

από τα θέματα του). Η δε τεχνική του, είναι άξια παρατήρη­

σης. Ένας αχταρμάς από διάφορα υλικά είναι πεταμένα στον

πίνακα επάνω που θες δε θες θα σταματήσεις να δεις τι και­

νούργια σκατομάρα εκτίθεται ξανά. Η δικιά μας δεν σκαμπά-

ζει πολλά-πολλά περί τέχνης. Αν κάτι όμως της τραβήξει

την προσοχή, κάθεται και το χαζεύει με τις ώρες.

Έτσι κι αυτή τη φορά. Περνούσε αδιάφορα έξω α π ' την

γκαλερί τρώγοντας σπανακόπιτα. Α, ρε μάνα! Αν ήσουν εδώ

κι έφτιαχνες σπανακόπιτες, θα είχαμε λύσει το πρόβλημα της

ζωής μας. Δεν της βγαίνει κανείς στο άνοιγμα φύλλου και

στα μπινελίκια που χώνει μέσα στο σπανάκι. Μια φορά είχε

πέσει κι ένα περίεργο φύλλωμα κατά τη διάρκεια του ανακα­

τέματος με τη φέτα και τον δυόσμο κι έβλεπαν όλοι οράμα­

τα με γαμήσια στα λιβάδια της Άνω Ραχούλας. Όταν αργό­

τερα την ίδια μέρα η γιαγιά βλαστήμαγε πού πήγε το χόρτο

που έχωνε στην πίπα της, τότε έγινε η αποκάλυψη για την

γαμάτη επιτυχία της σπανακόπιτας). Την ώρα που κατάπινε

την μπουκιά είδε πίνακα που της τράβηξε το μάτι. Ένα πε­

ρίεργο μπλέξιμο με τρία βυζιά, δυο καυλιά και κάτι χεροπό-

δαρα να είναι ριγμένα στα τέσσερα σημεία του καμβά. Τι 'ν

τούτο πάλι;

Φυσικά και μπήκε μέσα. Έτσι θα άφηνε το πράμα; Χω­

ρίς μια εξήγηση για το τι εννοεί ο καλλιτέχνης; Ο καλλιτέ-

214

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

χνης ήταν ο ίδιος ο γκαλερίστας και αυτή τη φορά. Είπαμε,

ό,τι περίεργο τούτος το σκαρφιζόταν και το έβαζε βιτρίνα για

να προκαλέσει. Επιχειρηματίας μιε τα όλα του! Το κορίτσι

μας είχε τις παρατηρήσεις του να κάνει και έπρεπε να τις

βροντοφωνάξει. Το δεξί βυζί στην άνω αριστερή γωνία έχει

μια μικρή πτώση, παρακαλώ, που δεν δικαιολογείται από το

σώμα που το φοράει. Κάγκελο ο ζωγράφος! Τι εννοείτε δε­

σποινίς. Δεσποινίς και μαύρα σύκα, μαλάκα άσχετε που θα

μου πεις εμένα τι εννοώ. Κοίτα βυζί φίλε μου και πες μου αν

είναι έτσι τα σωστά βυζιά που ζωγραφίζεις, αν υποθέσουμε

ότι ξέρεις να ζωγραφίζεις βυζιά. Και κει ήταν που άνοιξε το

πουκάμισο το λευκό, και πέταξε την βυζάρα-πύραυλο μπρος

τα μούτρα του τύπου με το χρωματιστό πινέλο. Γιατί εκείνη

την ώρα, προσπαθούσε —κατά τη γνώμη του— να δημιουργή­

σει ένα καινούργιο «αριστούργημα» βουτηγμένο σε μια παρδα-

λιότητα χρωμάτων που σου ερχόταν να ξεράσεις.

Στα νιάτα της η Οριάνα, πριν την αλλαγή (συγνώμη τη

διόρθωση) ως Νίκος, είχε επισκεφθεί μια γκαλερί στη Γουα­

τεμάλα. Ήταν το διάστημα εκείνο που είχε πάρει την από­

φαση να γίνει γκόμενα με μουνί και η εν γένει αποφασιστικό­

τητα της ήταν στα ύψη. Εδώ είμαστε έτοιμοι να κάψουμε τα

καλαμπαλίκια μας, σε έκθεση έργων τέχνης δεν θα πάμε; Οι

συμβουλές του ψυχολόγου, ήταν να περάσει μια ήσυχη περίο­

δο περισυλλογής και παρατήρησης του γύρω κόσμου, γιατί

όσο να 'ναι, αυτό καλμάρει τον αναβρασμό ψυχής. Πώς να το

κάνουμε! Η παρατήρηση δεν σκότωσε ποτέ κανέναν. Η δρά­

ση ίσως. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Στη Γουατεμάλα κείνη την εποχή, είχε έρθει ένας ζωγρά­

φος που μόνο η μάνα του, άντε και η γκόμενα του να τον

ήξεραν. Ακόμη κι αυτός ο ίδιος που ζωγράφιζε αυτές τις μα-

2 1 5

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΎ

λακίες να αναρωτιόταν ποιος ήταν στην πραγματικότητα, αλ­

λά σκασίλα μας. Δεν μας αφορά αυτό επί του παρόντος. Ο

Νίκος επισκέφθηκε την έκθεση κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό

για πολλή ώρα. Δεν ήταν απ' αυτούς που σκέφτονταν τι στο

διάολο μπορεί να σημαίνει αυτό που βλέπω, ούτε και να απο­

ρήσει και ιδιαίτερα για την τεχνική αυτού του αόριστου πα-

τσαβουρώματος που είχε μπρος τα έκπληκτα μάτια του.

Αντιθέτως, έφυγε με τρομερή ικανοποίηση από εκεί -μετά

από δυο ώρες παρακαλώ-, ανακαλύπτοντας ότι ο κόσμος εί­

ναι τόσο μπερδεμένος στα μέσα του που αντί να πάει να σκά­

ψει ένα λάκκο τρία μέτρα και να χωθεί μέσα χωρίς δεύτερη

σκέψη, αποφασίζει να πετάξει στα μούτρα όλων την παπαριά

του, βάζοντας της από κάτω και τσουχτερή τιμή. Ο Νίκος

μετά από μια βδομάδα από τότε, πήγε στην κλινική για να

κόψει τ' αρχίδια του, πιο αποφασισμένος από ποτέ. Ως Οριά­

να θα περνούσε ξανά απ ' την έκθεση ύστερα από κάτι μερού­

λες, για να πιάσει τ' αχαμνά του ζωγράφου. Θα του έκανε το

δώρο της έμπνευσης. Χα!

Ο γκαλερίστας μας, λοιπόν, μόλις έχωσε το στόμια του

στη ρόγα της Οριάνας -σιγά μη δεν το 'κανε— κατάλαβε τι

εστί βερίκοκο. Πού ήσουν τόσο καιρό μαναρομούνα μου; Αν

και το από κάτω σου είναι τόσο τριζάτο, θα χώσω τα πινέλα

μου στον κώλο και μαζί σου θα γυρίσω τον κόσμο όλο. Είδες

ένα γαμηστερό κορμί πώς μπορεί να σε κάνει ποιητή; Η

Οριάνα δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα να κατέβαζε την κιλότα

μιες το καταμεσήμιερο στο μαγαζί του σύγχρονου Πικάσο, αλ­

λά δεν είχε πάει εκεί γ ι ' αυτό το σκοπό. Όχι ότι την χαλάει

ιδιαίτερα η ιδέα της αλλαγής σκοπού, αλλά πρώτα έπρεπε να

πει αυτά που είχε στο κεφάλι της. Μετά, ό,τι είναι να 'ρθει,

ας έρθει! Ο ζωγράφος μάταια προσπαθούσε να της εξηγήσει

216

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

θεωρίες περί τέχνης. Η κοριτσάρα μας έχει άποψη και δεν

της γυρνάει το μυαλό κανείς. Βυζόμουνο αν θες να ζωγραφί­

σεις, κάντο σωστά. Υπάρχουν και γυναίκες που χαίρονται που

τα 'χουν και θέλουν να τα βλέπουν αποτυπωμένα όπως πρέ­

πει να είναι. Στητά και στρογγυλά!

Βραδάκι πήγε με την συζήτηση κι άκρη δεν είχε βγει. Οι

καλλιτέχνες είναι κι αυτοί, μάνα μου, αγύριστα κεφάλια. Άντε

να πεις σε κάποιον από δαύτους ότι έκανε κάτι στραβό. Θα

βγάλει κέρατα να σε τρυπήσει και νύχια να σε γδάρει, άσχετο

ανθρωπάκι, κακομοίρη της συμφοράς που μόνο παστίτσιο και

μουσακά έχεις μάθει να τρως κι απορείς τι είναι το φουά γκρα

με τρίμματα μαύρης τρούφας. Άνοστε! Ε, Άνοστε!

Η Οριάνα δεν θα ' φεύγε από κει αν, τελικά, δεν έπαιρνε

πρόσκληση για την διδακτική ώρα του ζωγράφου-γκαλερίστα

σε ιδιωτική σχολή ζωγραφικής ως επίτιμος παρακαλώ καλε­

σμένος. «Επίτιμος» είναι μια λέξη, που χρησιμοποιείς συνή­

θως για να πείσεις έναν άσχετο να σου γεμίσει τις κενές ώρες

λέγοντας τις μαλακιούλες του, κι εκείνος που διέθετε την

ιδιωτική σχολή ζωγραφικής ήξερε καλά τις λέξεις και τη ση­

μασία τους. Έτσι προσκάλεσε τον τύπο με τον στραβό μπε­

ρέ (ναι, είχε κι α π ' αυτό), για να κάνει μπούγιο στους μαθη­

τές του ως «σημαίνον» πρόσωπο. Ο γκαλερίστας μας πήρε

και την Οριάνα μαζί του για να κάνει πιο γκλαμουράτη την

εμφάνιση του στα άσχετα πιτσιρίκια, δίνοντας της συγχρόνως

την υπόσχεση ότι θα έχει το ελεύθερο το κορίτσι μας να κά­

νει μια μικρή επίδειξη στους μαθητές από όποιο σημείο του

σώματος της προτιμά για να δείξει σε όλους μια εικόνα του

αληθινού προτύπου. Αχ! τέχνη με τα ωραία σου! Άλλο που

δεν ήθελε η δικιά μας. Πες της «επίδειξη» και θα πηδήξει

ίσαμε το ταβάνι.

217

ΛΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

Ο διατηρών τη σχολή ζωγραφικής παρέλειψε να πει πως

το μάθημα κείνης της ώρας ήταν αποκλειστικά με μαθητού­

δια άνω των εξήντα. Αλλά σιγά μην κολλήσουμε σε κάτι τέ­

τοια. Αυτοί ξέρουν καλύτερα τι εστί αληθινή γυναίκα. Οι νε­

ώτεροι είναι που έχουν μπερδέψει κάπως τα πράγματα, έτσι

δεν είναι; Η Οριάνα, μετά τις απαραίτητες συστάσεις (όχι,

δεν είπε για το πρώην καυλί της), κάθισε σε τρίποδο σκα-

μπουδάκι απέναντι από έναν παππού με αναπνευστήρα(;) και

μια γριά με κότσο τρίπατο σαν κουράδα γελάδας (τι χτενί­

σματα κάνουν μερικές δεν μπορώ να καταλάβω καλά, άμα

κοιτιούνται στον καθρέφτη, κείνος τους χαμογελάει;)

Είχε φροντίσει να μην φορά κιλότα κι έκατσε σταυροπόδι

με τρόπο που να φαίνεται ένα υπέροχο περιποιημένο μουνί. Το

είχε ξυρίσει τρίγωνο και του είχε κρεμάσει χαλκαδάκι ασημί.

Αφού έπεφτε το φως της λάμπας πάνω κι η αντανάκλαση σε

υπνώτιζε, τόσο που ήθελες να σηκωθείς και να βουτήξεις μέ­

σα του. Κι ας ήσουν και παππούς που τώρα πια ο μόνος λό­

γος που έπιανες το εργαλείο σου ήταν για να το ξύσεις. Για

το κατούρημα, οι γέροι καμιά φορά, έχω ακούσει, πως δεν

πιάνουν το πράμα τους. Προτιμούν να κάθονται στην λεκάνη

απευθείας, μπας και χέσουν συνάμα και ξεμπερδέψουν μια και

καλή με την υπόθεση «τουαλέτα». Αλλιώς, γιατί να πιανό­

μαστε κει κάτω και να στενοχωριόμαστε και άδικα; Ας το

διάολο κωλοζωή, πώς καταντάς τα παλικάρια σου!

Η Οριάνα είχε πάρει και χαμόγελο μυστήριο σαν και μια-

νής με σταυρωμένα χέρια που είχε ζωγραφίσει κάποιος κατά

μεσαίωνα μεριά κι είχε γίνει διάσημη. Κι αυτή, και αυτός!

Έπαιζε τον ρόλο της τέλεια. Μανούλα είναι σε κάτι τέτοια

το πουτανοθήλυκο!

Τα παπούδια πήραν το πινέλο στο χέρι όσο ο προσκεκλη-

218

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

μένος έβγαζε λόγο περί πρόσμιξης χρωμάτων και σωστή

σκίαση των έργων. Οι περισσότεροι στο τέλος του προγράμ­

ματος είχαν αναπνευστικά προβλήματα. Καταραμένο άσθμα!

Κάποιοι άλλοι, είχαν δάκρυα στα μάτια, καθότι απ' το γούρ-

λωμα στο μουνί της Οριάνας, το μάτι είχε πάθει ερεθισμό.

Βάλε και τη μυρωδιά του καθαριστικού και των λαδιών, λίγο

θέλει ο άνθρωπος; Δυο τρεις μονάχα, είχαν εντρυφήσει στο

νόημα της επίσκεψης και επέδειξαν καλή διαγωγή. Το τελά­

ρο τους είχε ζωγραφιά που σε παρέπεμπε σε σπηλιά ανοιχτή

προς εξερεύνηση. Γύρω-γύρω θάμνοι και κάτι δάχτυλα που

προσπαθούσαν να βρουν και δεύτερη είσοδο. Είδες η φαντασία;

Εδώ φαίνεται ο καλός ζωγράφος. Απ' το πώς μπορεί να

απλωθεί στα μέσα του και να δημιουργήσει στα έξω του. Δυο

μανταμίτσες απ ' την τάξη μόνο έφεραν αντίρρηση. Αυτό μπο­

ρούμε να το κάνουμε κι εμείς. Σιγά την ομορφομούνα. Κάντε

το, μάτια μου, κάντε το. Τι περιμένετε; Μόνο σπίτι σας,

έτσι; Σπίτι σας και με τα φώτα κλειστά, έτσι μπράβο!

Η Οριάνα έφυγε ευχαριστημένη απ ' την εμπειρία. Μοντέ­

λο σε μάθημα ζωγραφικής δεν το 'χε ματακάνει. Οι εμπειρίες

είναι αυτές που μετράνε στη ζωή. Μάζευε από δαύτες, κι ας

ειν' ...σα ρώγες, κι ας ειν' ...με ρόγες, κι ας ειν' ...δυο ρό­

γες; Κάπως έτσι δεν πάει η ρήση του σοφού λαού;

Κι από ρόγες η κούκλα μας μπορεί να μην υστερεί, αλλά

πού ξέρεις καμιά φορά. Μπορεί να χρειαστεί να τις ζωγραφί­

σει λίγο, έτσι στο γύρω γύρω, εκεί που γίνεται κάπως πιο

ροζ από το αποπάνω, κείνο ντε που φουσκώνει και πετάγεται

και το χώνεις στο στόμα σου και το πιπιλάς με τη γλώσσα

σου και σου κάνει και το μουνί υγρό και τα μάτια γλαρά και

τον κώλο σαν να ανοίγει, ένα πράμα και Αχ! κούκλε εσύ

στη γωνία με τη μοτοσικλέτα, με πετάς ως το σπίτι, δω πιο

219

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

κάτω, γιατί δεν αντέχω άλλο απ ' την κούραση; Όλο το γα­

μημένο το απόγευμα σε μια καρέκλα καθόμουν με τα πόδια

ανοιχτά, και ...ναι, δεν φοράω βρακί, κι είμαι μες την εξά­

ντληση, κι είχα μονίμως ένα ηλίθιο χαμόγελο που άρεσε κι

έπρεπε να το κρατάω συνεχώς, και...βρακί δεν φοράω, και

δεν μπορώ άλλο να κουνηθώ, δηλαδή κάτω να με βάλεις δεν

θα έχω το κουράγιο ούτε «όχι» να πω, και ...ό,τι άλλο θες,

πρόβλημα δεν υπάρχει, και...ναι, εδώ πιο κάτω...ψυχικό θα

κάνεις, και ... σου είπα πως βρακί δεν φοράω; Ναι, εδώ,

φτάσαμε, σου πάει καρδιά να μ' αφήσεις έτσι; Όχι, δεν σου

πάει, το ξέρω!

220

48.

— Η Οριάνα πήγαινε σε ψυχολόγο και ως Νίκος, αν έχω

καταλάβει καλά, ως τα τώρα, έτσι δεν είναι; ρώτησε ο ψυ­

χολόγος.

— Ναι, απάντησε ο Επαμεινώνδας.

— Ενδιαφέρον..., είπε ο ψυχολόγος και συνέχισε ρωτώντας

δήθεν τυχαία: Ποιο ήταν το αγαπημένο σου καρτούν;

— Η Τζέσικα Ράμπιτ. Γκομενάρα! Α! και η γιαγιά

Ντακ!, είπε ο Επαμεινώνδας χωρίς δεύτερη σκέψη.

— Η Οριάνα μοιάζει με την Τζέσικα;

— Μπορεί. Και η μάνα μου με τη γιαγιά Ντακ. Και λοιπόν;

Ο ψυχολόγος χαμογέλασε. Μερικές φορές ένιωθε πως ο

Επαμεινώνδας τον τεστάριζε.

— Το «λοιπόν» θα το βρεις μόνος σου, του πέταξε κάπως

άγρια ο ψυχολόγος και του άνοιξε την πόρτα. Θα τα πούμε

την άλλη Τετάρτη.

Ο Επαμεινώνδας έφυγε χωρίς να πει λέξη. Γαμώτο, μερι­

κές φορές γίνεται απότομος εκεί που δεν πρέπει.

«Κρίμα που κοντεύουν να τελειώσουν οι συνεδρίες», σκέ­

φτηκε ο ψυχολόγος την επόμενη στιγμή. Αλλά αυτό ήταν

κάτι που δεν θα το έλεγε στον Επαμεινώνδα.

221

49.

Συνεδρία εικοστή τέταρτη

Ζεϊμπέκικο χαι την ψυχή μου πάρε!

Ζεϊμπέκικο. Όλα είναι ζεϊμπέκικο. Τα πάντα είναι ζεϊμπέκικο.

Δυο πόρτες έχει η ζωή. Φυσικά. Ποιος μπορεί να πει το αντί­

θετο; Αν δεν υπήρχαν δυο πόρτες, το γαμήσι θα ήταν εντε­

λώς ανιαρή υπόθεση. Μπες βγες και τελείωσε. Η εναλλακτι­

κή είναι αυτή που ρίχνει πιπέρι στο καζάνι που βράζει η ζωή.

Η Οριάνα το γουστάρει το ζεϊμπέκικο. Και μόνη να είναι

σπίτι, ρίχνει τις στροφές της και το φχαριστιέται. Και χωρίς

να έχει μεθύσει πριν, ούτε καν να έχει καπνίσει κάνα στριφτό,

ούτε τίποτα. Το ζεϊμπέκικο είναι καύλα από μόνο του. Κι

όποιος λέει το αντίθετο είναι φλούφλης και παλιοαδερφή.

Στα πανηγύρια στο χωριό, στην Άνω Ραχούλα ντε, κάθε

που έσκαγε μύτη μπουζουκάκι, όλοι οι μουστακαλήδες έφερ­

ναν γύρες. Με την τσιγαριά στο στόμα, την κομπολογιά στο

χέρι και την ξέλυτη γραβάτα να δείχνει τόξο απευθείας στο

222

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

καυλί το σηκωμένο. Γιατί, φιλαράκι μου, άμα το χορεύεις το

ζεϊμπέκικο χωρίς να έχεις στύση, τότε μάπα το πας. Μάπα

και πεπόνι μουχλιασμένο και πατάτα με κέρατα.

Ένας, θυμάται η Οριάνα το γάμαγε το ζεϊμπέκικο και τον

χαιρόταν όλο το χωριό. Ο συχωρεμένος ο παππούς της. Κι

όταν λέμε «το γάμαγε» εννοούμε με την καλή έννοια του γα-

μησιού. Γιατί πάντα το γαμήσι έχει καλή έννοια. Άσχετα

πώς έχει μεταλλαχθεί η λέξη στις μέρες μας. Σηκωνόταν

λοιπόν ο παππούς, με λυτό το παντελόνι απ' τη ζώνη και

ανοιχτόκουμπο το λευκό το πουκάμισο. Με τις πρώτες τις

πενιές, έριχνε το τραπέζι με το χύμα το κρασί και το γου­

ρουνόπουλο στη λαδόκολλα, δε πα να είχε περίσσευμα για να

φάνε δέκα νοματαίοι ακόμα, η πενιά σε κάνει κιμπάρη κι ού­

τε υπολογίζεις τις μπουκιές και έριχνε στροφές που θα τις

ζήλευε κι ο πιο επιδέξιος χορευτής με πτυχίο σχολής χορού

αναγνωρισμένης απ' το κράτος, παρακαλώ. Άπλωνε τα χέ­

ρια διάπλατα και στην αρχή το περπάταγε. Μετά το πήδαγε.

Και μετά, μάνα μου, το 'τρέχε σαν άλογο κούρσας. Έβαζε

κάτω πέντε νιους και δυο πουλάρια ίσαμε τα ογδόντα του,

καλά να 'ναι κει που την παίζει τώρα. Κει ήταν που μια φο­

ρά, κατέβηκε η τραγουδιάρα η μπουζουκτζού με το μίνι ίσα­

με τον αφαλό απ' το καφάσι που την είχαν ανεβάσει για να

λαλάει, και ήρθε και του τριβόταν, η πουτάνα, από μπροστά

κι από πίσω. Και δώσ' του να πιάνει το μικρόφωνο με νόημα

και να το φέρνει όλο και πιο κοντά στο στόμα με τρόπο που

να λέει έτσι θέλω να στον πάρω παλικαρούδι μου, και να ο

παππούς πήδουλους και στροφές και γύρους και ξεπετάγμα­

τα. Η Οριάνα είχε να δει έτσι τον παππού της, από... από...

από ποτέ. Σιγά μην τον είχε ξαναδεί έτσι. Να του την πέφτει

γκόμενα και κείνος να κολακεύεται και να την κυνηγά γύρω

223

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΓ

απ' τα τραπέζια να του αφιερώνει άσματα; Πώς γλίτωσε η

γιαγιά το καρδιακό κείνο το βράδυ ήταν Θεού θέλημα. Κι αυ­

τό γιατί δεν είχε πατήσει το πόδι της στο πανηγύρι. Αλλιώς

θα γινόταν το έλα να δεις. Και το χωριό άλλο που δεν θέλει.

Δώσ' τους τέτοια και παρ' τους την ψυχή. Ριάλιτι και μπρος

στα μάτια μας. Χαράς ευαγγέλια. Δωρεάν διασκέδαση. Κάτι

ήξερε που δεν είχε πάει κείνη τη χρονιά η γριά. Ήθελε να

δέσει την πυτιά, βλέπεις, κι αυτά δεν μπορούν να περιμένουν.

Το πανηγύρι θα γίνει και του χρόνου, καλά να 'μαστέ. Ενώ

αν δεν έχουμε τυρί να φάμε, πώς θα τον βγάλουμε το χειμώ­

να; Πείτε μου, πώς; Τα κουτσομπολιά για τον παππού έδιναν

κι έπαιρναν κάνα μήνα, αλλά κείνη δεν πολυέδινε σημασία.

Πλάκα θα της κάνουν οι χωριάταροι. Σιγά μην λιμπίστηκε

τον γέρο θηλυκό. Εδώ η φοράδα τον βλέπει και παθαίνει δυ­

σκοιλιότητα για πέντε μέρες. Χωρατατζήδες μαλάκες, ε χω­

ρατατζήδες μαλάκες!

Απόγευμα Σαββάτου και χωρίς προοπτική για πούτσο στο

μουνί μας. Και λοιπόν; Ζεϊμπέκικο κι Άγιος ο Θεός. Οργα­

σμός εγγυημένος. Γιατί ποιος σου λέει, πως άμα τον φας θα

πας και στα ουράνια; Ποιο θηλυκό χύνει σε κάθε πήδημα

ανεξαιρέτως, πείτε μου ποιο; Κι αν κάποιο βροντοφωνάξει

«εγώ!», είναι μια ψεύτρα και μισή κι έχει να το κάνει πάνω

από εξάμηνο και το διαλαλεί για να βρει άντρα. Ηλίθια, ε

ηλίθια, που θα κοροΊδέψεις εσύ, εμένα. Χα! Άβγαλτο πουλά­

κι ξεπουπουλιασμένο. Εγώ βρε έχω διαβάσει βιβλία και βιβλία

για γυναικείους οργασμούς κι έχω μάθει να υποκρίνομαι μια

χαρά. Και πότε, και πώς και σε τι διακυμάνσεις και με τα

αποσιωποιητικά τους την κατάλληλη στιγμή και με τα θαυ­

μαστικά τους και με τα όλα τους. Και σιγά μην τρελαίνεστε

για το πράμα του κάθε άσχετου όταν σας το χώνει. Κείνη

224

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

την ώρα είστε αλλού. «Άντε, ας τελειώνει η ατμομηχανή ν'

αναστενάζει πάνω μας να πάμε να κάνουμε κάνα ντουζάκι να

μυρίζουμε σαπούνι. Κι όχι ιδρωτίλα και τρίχες και....μπλιάχ!

Ας το διάολο πια!». Έτσι δε σκέφτεστε; Έτσι!

Βρε, το καλό το σεξ είναι σαν το ζεϊμπέκικο. Αν σου 'ρθει

η καύλα απ ' τις πρώτες νότες, το τελείωμα το έχεις σίγου­

ρο. Θα φτάσεις στην κορύφωση χωρίς καν να σου έρθει ως

όραμα το παιδί που φέρνει τις πίτσες με τον σουβλατζή πα­

ρέα, χωρίς καν τον καινούργιο τον υπάλληλο στο βίντεο κλα­

μπ που πας τρεις φορές την ημέρα για να δεις τις καινούργιες

τις παραλαβές σε ταινίες, γιατί πώς να το κάνουμε, δεν πρέ­

πει να υστερεί κανείς σε ενημέρωση. Και μπορεί μεν στο ζε­

ϊμπέκικο να πέφτεις κάτω και να χτυπάς τις παλάμες σου

στο πάτωμα και να σπας τη μέση και να πετάς τα πόδια

ψηλά, αλλά και στην ώρα του φορμαρίσματος κάτι τέτοιο δεν

γίνεται; Για σκέψου το! Και τη μέση σπας, και τα πόδια τα

πας ψηλά, κι άμα λάχει φέρνεις και τις παλάμες στο πάτω­

μα. Μη σου πω πως το χορεύεις και με τα γόνατα. Και γα­

μώ τις σκηνές, έτσι;

Η Οριάνα το ξεφάντωσε το πράμα κείνο το απόγευμα.

Του έδωσε και κατάλαβε. Και ίδρωσε, και κουράστηκε και

στο τέλος σαν να έχυσε, ένα πράμα. Είχε ανοίξει και τα πα­

ράθυρα για να χαίρεται κι ο κόσμος. Έτσι, βρε, δεν κάνουμε

σαν είμαστε ευτυχισμένοι; Θέλουμε να το μάθουν όλοι. Η

Οριάνα αυτό το κάνει και στο κρεβάτι. Κάθε που πηδιέται

ανοίγει και το παράθυρο. Τους αγαπάει το κορίτσι μας τους

ανθρώπους, θέλει να τους προσφέρει χαρά. Κι αυτοί, δεν την

αφήνουν ποτέ παραπονεμένη. Ό,τι επιθυμήσει το έχει μες τα

πόδια της τα δυο.

Ζεϊμπέκικο. Τινάζει η Οριάνα το μαλλί κι αναστενάζει η

225

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

πλάση. Και λέει και τα λόγια του τραγουδιού και λέει και τα

δικά της: Αθάνατη Ελλάδα με τις χορδές σου και τ' αντρί-

κεια σου τα δάχτυλα. Που σε παίζουν, που σ' ανάβουν, που

σε χορεύουν, που σε πετούν στα ουράνια. Που σε παν στα

σύννεφα, στους χίλιους ουρανούς και στα δώδεκα φεγγάρια.

Που σε ταξιδεύουν σε ήλιους, σε θάλασσες και σε νησιά με

άσπρες πέτρες. Που σε κάνουν να κουνιέσαι σα σου χτυπάνε

παλαμάκια και σε κάνουν να στροβιλίζεσαι σα σου γυρνούν τη

μέση. Αντρίκειος χορός, ναι. Αλλά έχετε δει γυναίκα να ξέρει

να το τιμάει; Δίνετε ρέστα, φιλαράκια, και το ξέρετε καλά.

Δίνετε ρέστα! Ώπα μας!

226

50.

Ο Επαμεινώνδας, μόλις τελείωσε την ιστορία του, κάθισε πιο

αναπαυτικά στην πολυθρόνα. Σαν να μην ήθελε να φύγει, αλ­

λά ούτε και είχε όρεξη για πολύ συζήτηση. Ήταν μάλλον με­

λαγχολικός.

Ο ψυχολόγος τον άφησε για λίγο χωρίς να μιλήσει. Μετά,

τον ρώτησε:

— Σε κούρασε όλη αυτή η ανάγνωση, ε;

— Όχι, απάντησε ο Επαμεινώνδας, μου αρέσει. Και μου

δίνει θάρρος που κάθεσαι και με ακούς.

— Αν δεν πληρωνόμουν, ίσως να μην καθόμουν, του είπε ο

ψυχολόγος αινιγματικά.

— Αποκλείεται! έκανε ο Επαμεινώνδας. Την Οριάνα θα

πλήρωναν για να την ακούσουν.

Ο ψυχολόγος χαμογέλασε.

— Μπορεί να έχεις δίκιο, του είπε. Μπορεί όμως και όχι!

— Την Οριάνα θα πλήρωναν για να την ακούσουν, επανέ­

λαβε ο Επαμεινώνδας, σαν να μην άκουσε καν τα προηγού­

μενα λόγια.

Βγήκε έξω μετά από ώρα. Την περισσότερη την έφαγε καθι­

σμένος στις σκάλες του κτιρίου που ήταν το γραφείο του ψυ-

227

ΑΓΓΕΛΙΝΑ PQMANOV

χολόγου. Είχε το κεφάλι του ανάμεσα από τις δυο του πα­

λάμες και θύμιζε αγοράκι την ώρα που παρακολουθεί έργο με

υπότιτλους χωρίς να ξέρει ανάγνωση. Τι σκηνές άραγε να

περνούσαν από τα μάτια του; Σκηνές απ' το πριν, απ ' το

τώρα ή απ' το αύριο; Έχει σημασία; Μήπως όλα αυτά δεν

μοιάζουν; Δεν έχουν κάποιο κοινό σημείο; Και μήπως αυτό το

σημείο, ήρθε και βρήκε, επιτέλους τον Επαμεινώνδα;

Πήρε ταξί. Κατέβασε το τζάμι μέχρι κάτω και άναψε

τσιγάρο. Στο ραδιόφωνο ακουγόταν ένα λάικό τραγούδι.

- Δυνάμωσε το, παράγγειλε στον ταξιτζή, και φύγε με χί­

λια. Θα γυρίσουμε βράδυ...

228

51.

Συνεδρία εικοστή πέμπτη

Δύο πάνω τρία κάτω

(όχι για πολύ όμως...)

Το αμυδρό φως που μπαίνει από το παραθύρι, φτιάχνει ιστο­

ρίες. Άλλες μοιάζουν με παραμύθι. Άλλες όμως, έχουν μέσα

τους τόση πραγματικότητα που σε τρομάζει...

Η Οριάνα ήταν ξαπλωμένη σε κρεβάτι λευκό. Μέσα σε

δωμάτιο λευκό. Αυτό το αηδιαστικό χρώμα είχαν και οι κουρ­

τίνες. Ποτέ της δεν το γούσταρε. Ίσως επειδή το λευκό δεν

είναι χρώμα. Είναι σκιά..

Ανέπνεε αργά αλλά σταθερά. Τι όμορφη που φαινόταν,

ακόμα κι έτσι, ξαπλωμένη και ανήμπορη. Λες να μαζεύει δυ­

νάμεις για να δίνει ρέστα σε όλη την υπόλοιπη ζωή της;

Αλήθεια ή όνειρο; Ψίθυροι ή φωνές; Φαντασία ή ζεστές

καυτές ανάσες; Ζωή! Όλα αυτά δεν είναι ζωή; Ξημερώνει ή

βραδιάζει; Ήλιος ή φεγγάρι; Βροχή ή αέρας; Ζωή! Κι αυτά

ζωή δεν είναι;

229

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

Θα τα δει. Όλα τα δει. Θα τα ζήσει και θα τα ρουφήξει.

Θα κλάψει και θα γελάσει. Θα πέσει και θα σηκωθεί. Και θα

πετάξει. Γιατί πάντα πέταγε και πάντα θα συνεχίσει να πε­

τάει.

... Μα, από πού ακούγονται αυτές οι ομιλίες;

— Καλή σου μέρα κόσμε! Καλώς ήρθαμε στο φως της

ημέρας. Πάνω σ' αυτή την κορμάρα την καμπυλωτή, την

αψεγάδιαστη, την ακόμα μουδιασμένη απ' την πολύωρη εγ­

χείρηση. Έχουμε καλό προαίσθημα για τη συνέχεια. Και με

τέτοιο μέγεθος, γίνεται να μην είναι καλή η συνέχεια; Και

γαμώ! Σε ποια φωτογραφία μας είδε και ήθελε να της φτια­

χτούν ίδια; Θα κάψουμε καρδιές. Άντε να βρεθεί μπλούζα να

μας χωρέσει. Όλο έξω θα πεταγόμαστε. Κι αυτές οι ρόγες

μας! Μάνα μου, για γλείψιμο ένα κι ένα. Ίσα μ' ένα κορό-

μηλο η μία. Γουστάρουμε!

...Κι άλλη φωνή;

— Ρε σεις εκεί πάνω! Πιο σιγά δεν μπορείτε να τα λέτε;

Μου τα ζαλίσατε κανονικά. Δυο εσείς, δυο τα 'χω κι εγώ.

Δεν κάνω όμως έτσι.

— Μίλησε κανείς:

— Ναι, ρε! Μίλησε. Και μην κάνετε πως δεν καταλαβαί­

νετε. Δω κάτω είμαι και ξέρω πως με βλέπετε μια χαρά.

Πάνω στο ίδιο κορμί κι εγώ. Ανάμεσα στα σκέλια του. Τα

τριχωτά. Τα βαρβάτα. Σα πολύ πάνω σας δεν το πήρατε;

Μέγεθος και μαλακίες. Ο καθένας πια μπορεί να προσθέσει

όσο βυζί θέλει. Εγώ έχω το χάρισμα από μόνος μου. Και νω-

230

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

ρίτερα από σας. Πολύ νωρίτερα. Σεις μόλις γεννηθήκατε κι

έχετε σηκώσει πολύ ψηλά τον αμανέ.

— Α, ναι, σε βλέπουμε. Είσαι ... εκεί κάτω. Μάγκα μου,

εμείς όμως είμαστε σε κοινή θέα. Δικαιολογημένα το έχουμε

πάρει πάνω μας. Χωρίς εμάς, δουλειά δεν θα 'χεις.

Πώς νομίζεις πως θα τραβά η γκόμενα πελάτες; Θα σε

πετάει έξω και θα προχωράει; Γίνονται αυτά; Δε γίνονται!

Εμάς θα 'χει για κράχτες.

— Για σας μπορεί να είναι γκόμενα, για μένα όμως απ ' τη

μέση και κάτω είναι γκόμενος. Εντάξει; Και δεν θέλω αντιρ­

ρήσεις. Δε πα να τον παίρνει; Μπορεί και να τον χώνει όμως,

άμα λάχει. Κι εκεί, ξέρω να κάνω πολύ καλά τη δουλειά

μου. Μα πολύ καλά!

— Σιγά τον γκόμενο. Γυναίκα με τα όλα της. Άιντε, και

με το κάτι παραπάνω της αφού υπάρχεις ακόμα κι εσύ. Απο­

ρούμε γιατί σε κράτησε! Κοίτα κάτι χείλη που τα 'χει! Και

τι μαλλί! Κατάξανθο και μέχρι τη μέση. Κι είναι λάγνα η

γυναίκα. Φαίνεται! Εκπέμπει καύλα. Κοίτα πώς κοιμάται.

Ως και στον ύπνο της, σα τη φρεγάτα κουνιέται!

— Δε ξέρω τι λέτε, αλλά εγώ από δω μέσα δεν φεύγω εύ­

κολα. Το βλέπω απ' τον τρόπο που με χαϊδεύει. Απαλά, τρυ­

φερά, με αγάπη. Κι αν στραβώσει κάνα παπάρι μου, να δεις

πώς το περιποιείται. Όλο γλύκα! Είμαι η προέκταση του

εαυτού της. Και τι προέκταση! Κοντά είκοσι πόντοι. Δεν εί­

ναι και λίγο. Και πράμα φυσικό έτσι; Όχι σιλικονούχο σαν

και του λόγου σας!

— Φιλαράκο, αν συνεχίσεις να μας την μπαίνεις, να ξέρεις

πως δεν θα τα πάμε καθόλου καλά. Μιας και το 'φερε η γα­

μημένη η μοίρα να ανήκουμε στο ίδιο το κορμί πρέπει να

βρούμε τρόπο να συμβιώσουμε. Επειδή είμαστε μικρότερες σε

2 3 1

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩ ΜΑΝΟ V

ηλικία δεν θα μιας πηδήξεις κι από πάνω. Νέες αλλά ωραίες!

Ακόμια κι εσύ που αυτή τη στιγμή είσαι σε όλη τη μιζέρια

σου κουλουριασμένος, δεν μπορείς παρά να το παραδεχτείς.

— Καλά, εντάξει! Το καλό να λέγεται. Έχετε χάρη που

ξέρω να είμαι αντικειμενικός. Κοιτάξτε μόνο μην της δημι­

ουργήσετε προβλήματα. Είδατε; Είπα «της» κι όχι «του».

Για τους έξω είναι «αυτή». Εγώ δεν μπορώ να το χωνέψω

εύκολα ακόμια. Αν κι εδώ που τα λέμε, δεν με είχε και πολύ

σε χρήση. Δεν παραπονιέμαι όμως. Είμιαι ολιγαρκής!

— Ώπα! Ξυπνάει. Μην την ενοχλούμε ρε συ φιλαράκο τώ­

ρα με τις φλυαρίες μας. Καλά είπε ο ντόκτορ. Μισή ώρα θα

κάνει να ανοίξει τα βλέφαρα της. Να ξυπνήσει απ' τον ύπνο

της. Τι όνεφο να έβλεπε άραγε; θε μου! Και πώς θ' αντι­

δράσει τώρα που θα μας δει; Που θα μας πιάσει;

— Δεν θα απογοητευθεί, είμιαι σίγουρος! Έχει συνηθίσει

στα μεγάλα μεγέθη η τύπισσα, θα χαρεί και θα σας καλω­

σορίσει. Να δεις που θα της σηκωθώ κιόλας.

Η Οριάνα έκανε την συνηθισμένη της κίνηση. Αυτή που

έκανε από παιδί, αμέσως μόλις ξυπνούσε. Έπιασε το πράμα

της και το έξυσε γερά. Κούνησε τ' αρχίδια πέρα δώθε και χα­

σμουρήθηκε. Φέρνοντας όμως το χέρι προς το στόμΛ της,

σκούντηξε σε δυο λόφους. Μάνα μου, τα έφτιαξαν! Καθρέφτη!

θέλω έναν καθρέφτη, ΤΩΡΑ! Οι φωνές της ακούστηκαν σε

όλον τον όροφο και η επιθυμία της έγινε πραγματικότητα.

Όταν αντίκρισε τα τεράστια βυζιά της, τα μιάτια της έλαμψαν.

Έβγαλε έξω τη γλώσσα και έγλειψε τα χείλη της ηδονικά.

Τα έπιανε για ώρα. Τα ζούλαγε, τα έπαιζε, τα έγλειφε.

Αυτή. Αυτή θα ήταν η πρώτη που θα τα χαιρόταν. Οι άλλοι

έπονται...

Το καυλί αποφάσισε να το πετάξει την ίδια μέρα. Το ίδιο

232

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

απόγευμα, συγκεκριμένα. Η Οριάνα δεν είναι μισή. Είναι ολό­

κληρη. Και το ολόκληρο πρέπει να έχει το δικό του πρόσω­

πο. Δεν το σκέφτηκε πολύ. Έδωσε παραγγελιά στους για­

τρούς να προχωρήσουν στα σχετικά. Πριν τη νάρκωση, φίλη­

σε το μεσαίο της δάχτυλο και το ακούμπησε στον πούτσο

της για αντίο. Τέρμα οι αυτόνομες σκέψεις, φιλαράκο. Have a

nice death!

Δεν ένιωσε τύψεις. Ούτε στο ελάχιστο. Αν είναι τώρα να

βάζουμε τα κλάματα για τα άχρηστα τρία μας, τότε χέσε

μέσα. Η ζωή είναι μπροστά και περιμένει. Τ' αρχίδια να πα

να κουρεύονται.

Με το που είδε το καινούργιο της κορμί μετά από λίγες

μέρες, έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης και ικανοποίη­

σης συνάμα. Επιτέλους, ολοκληρώθηκε και εξωτερικά ως γυ­

ναίκα. Γιατί εσωτερικά, ήταν από καιρό. Από τότε που το

ανακάλυψε. Κάτι τελευταίο έμελλε να κάνει μονάχα για να

δηλώσει την νέα της ταυτότητα. Ό,τι έκανε όταν έπαιρνε

αποφάσεις. Η κοινοποίηση μπρος στον καθρέφτη. Τον φίλο

της. Τον μοναδικό της φίλο. Αυτόν που δεν είχε ντραπεί ποτέ.

Στήθηκε γυμνή και κοίταξε βαθιά μες τα δυο της τα μά­

τια. Η καρδιά της, άρχισε να χτυπάει δυνατά. Τα λόγια βγή­

καν από μέσα της θαρρετά και δυνατά. Ο ήχος τους σκορπί­

στηκε σε όλο το δωμάτιο. Μερικές λέξεις φτερούγισαν κι έξω,

μιας και το παράθυρο ήταν ανοιχτό:

— Είμαι η Optava Ραζή! Αυτό είναι πλέον το όνομα μου

και πρέπει να το συνηθίσω. Είμαι αυτή που ήμουν πάντα,

άσχετα αν κατά λάθος βγήκα κάτι άλλο. Δεν το 'θελα το

σώμα μου. Δεν αισθανόμουν το σώμα μου. Σιχαινόμουν το

σώμα μου! Σιχαινόμουν τ' όνομα μου. Νίκος Μήτρου. Το λά­

θος της φύσης!

233

ΛΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΓ

Αυτές οι τρίχες, αυτά τα αξιολύπητα όργανα ανάμεσα στα

σκέλια μου! Πάντα ήμουν αλλιώς. Πάντα αισθανόμουν αλ­

λιώς. Και τώρα... ελευθερώθηκα! Είμαι πλέον η Οριάνα Ρα-

ζή! Γυναίκα! Θελκτική, με χείλη κατακόκκινα, γάμπες προ­

κλητικές, βυζιά υπέροχα, και επιτέλους χωρίς αντιπαθητικά

προεξογκώμιατα. Είμαι...τα πάντα!

Μετά την σύντομη ομιλία της, χαϊδεύτηκε και κοίταξε

απ' έξω. Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει και τα φώτα του λι­

μανιού, αντιφέγγιζαν τα χρώματα τους στο νερό.

Η γραμιμή του ορίζοντα ήταν εκεί. Ο πανικός, αν ποτέ

είχε νιώσει κάτι τέτοιο, είχε φύγει εντελώς...

234

52.

— Κλαις; ρώτησε ο ψυχολόγος σαν είδε ένα δάκρυ να κυ­

λά στο μάγουλο του Επαμεινώνδα.

— Γιατί, εσύ τι κάνεις; είπε εκείνος παρατηρώντας επίσης

ένα δάκρυ να κυλά στο μάγουλο του ψυχολόγου του.

Χαμογέλασε ο ένας στον άλλον. Μετά από λίγες στιγμές

αμηχανίας, ο Επαμεινώνδας κοίταξε στα μάτια τον επί τόσο

καιρό ακροατή-συνομιλητή του. Πήγε κάτι να πει αλλά ο άλ­

λος τον διέκοψε:

— Τι θα τις κάνεις τις ιστορίες που μου διάβασες;

— Ήδη τις έκανα... απάντησε ο Επαμεινώνδας με ύφος

ικανοποίησης.

Στη συνέχεια, κατέβηκε τις σκάλες, βγήκε στο δρόμο και

κοίταξε γύρω του. Άρχισε να ζεσταίνει ο καιρός. Όμορφη

εποχή. Όλες οι εποχές είναι όμορφες.

Μ' αυτές τις σκέψεις ξεμάκρυνε από το ροζ κτίριο όπου

επί τόσους μήνες τον έφερναν τα βήματα του και που στην'

αρχή τον είχε τόσο παραξενέψει.

— Ροζ! είπε δυνατά, ενώ τον κοίταγε απορημένη μια γριά

που προχώραγε κρατώντας ένα τσαντάκι καφετί. Και τι έχει

το ροζ, παρακαλώ; μίλησε στην έκπληκτη γυναίκα που τώ-

235

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

ρα είχε γουρλώσει τα μάτια απ ' τον φόβο της. Μια χαρά

χρωματάκι είναι! Μια χαρά!

Προχώρησε και το γέλιο του ακουγόταν μέχρι δυο στενά

παρακάτω. Η γιαγιά ακόμη στεκόταν στην ίδια θέση κρατώ­

ντας το τσαντάκι σφιχτά πάνω της...

236

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Ποιος ήρθε;

1.

Με τον χρόνο ανάποδα

Κλωτσάω τη γη να πάει παραπέρα. Με δύναμη, τόση δύνα­

μη που ξεφεύγει και κουτρουβαλάει. Τρέχει στο σύμπαν και

περνά μέσα από ήλιους, πλανήτες και αστέρια. Φεγγάρια την

αγγίζουν και κείνη χαμογελά. Την γαργαλούν και χαίρεται.

Και κουτρουβαλά.

Στριφογυρίζει και φεύγει. Στο ποτέ, στο πουθενά και στο

τίποτα. Περνά δίπλα απ ' το πάντα. Και του γνέφει. Τι να το

κάνει το πάντα αφού ξέρει πως δεν υπάρχει; Στο κενό δεν

υπάρχει κάτι. Είναι όλα σκόνη. Ασημένια, χρυσή, κόκκινη

και θαλασσιά. Σαν τα χρώματα που φτιάχνουν τα χαμόγελα

όταν αποφασίζουν να υπάρξουν. Για λίγο. Μέχρι να φύγουν

εντελώς.

Στην κατηφόρα της αιωνιότητας, τρέχει η γη χωρίς τα­

χύτητα. Της έδωσα ρότα. Από απελπισία; από αγανάκτηση;

από ανία; Απ' όλα αυτά μαζί, ή και από άλλα που δεν ξέρω.

Από αυτά που μου υπαγόρευσαν ή από αυτά που θέλησα. Δεν

μπορώ να καταλάβω πια τη διαφορά. Της γελώ από ψηλά.

Την βλέπω από πάνω. Κατρακυλά και στροβιλίζεται. Δεν

πάει κάπου. Δεν σταματάει πουθενά. Κι ούτε γνωρίζει χρόνο.

Τι να τον κάνεις τον χρόνο στο κενό;

Όλα έρχονται τούμπα. Η ανάσα σου, η ανάσα μου, το

βλέμμα σου, το βλέμμα μου, ο χρόνος σου, ο χρόνος μου. Μα

πιο πολύ ο χρόνος μας. Είναι ανάποδα. Πάντα είναι ανάποδα.

Ακόμα κι όταν νομίζεις πως τον έχεις στη χούφτα και τον

ορίζεις. Ψέματα. Δεν τον ορίζεις. Κρυφά σου γελάει και σε

κοροϊδεύει πίσω απ' την πλάτη γιατί μόνο αυτός ξέρει ότι

στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Γιατί; Μήπως υπάρχει η

πραγματικότητα;

Ανάποδα. Μήπως και το ανάποδα είναι στ ' αλήθεια το ορ­

θό; Κοίτα τη γη που ακόμα κυλάει. Μπορείς να τη δεις; Δεν

μπορείς. Είσαι κι εσύ μέρος του κορμιού της και σε παρασύ­

ρει στο ταξίδι που της έδωσα να κάνει. Δεν την αντικρίζεις.

Δεν μπορείς να ξεφύγεις και να πετάξεις πάνω της, γιατί σε

κρατάει γερά. Και πηγαίνεις όπου σε πάει. Σταματάς όποτε

σταματάει. Μάντεψε! Αυτή τη φορά δεν θα σταματήσει. Δεν

έχει χρόνο να σταματήσει. Ο χρόνος δεν μετράει τις ώρες.

Μετράει φως, μετράει σκοτάδι, μετράει άσπρες κλωστές

στους γαλαξίες. Μετράει στιγμές χαμένης ουσίας και τρέχει

στο μπροστά και στο πίσω. Ο χρόνος εδώ, μετράει ανάποδα.

Αλλιώς απ ' τα συνηθισμένα, τα τετριμμένα, τα λογικά...

Κλώτσησα τη γη, τον κόσμο που ζούσα κι έμεινα α π '

έξω να χαζεύω. Τι άλλο θα 'ρθει για να μπω; Τι άλλο θα

'ρθει να χωθώ; Τι θα μ' αρέσει για να του δοθώ; Σ' έδιωξα.

Κι έφυγες μέσα στον κόσμο εκείνον. Χωρίς ν' απλώσεις χέρι

να στο αρπάξω. Το ήξερα πως δεν θα έκανες αλλιώς. Ζεις

μες τον χρόνο. Ρουφιέσαι στις στιγμές. Βυθίζεσαι στο πριν,

στο μετά, στο ύστερα. Ακόμα και το τώρα περνάει σαν τη

σφαίρα. Και πνίγεσαι. Πνίγομαι κι εγώ. Εκεί έξω στο τίπο-

239

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΪ

τα. Στους ήλιους, στα φεγγάρια και στα μυριάδες τ' άστρα.

Η γη γυρνάει ξανά. Έρχεται με την όπισθεν. Οι χρόνοι

μετρούν και πάλι. Αυτό ήταν; Τόσο λίγο κράτησε; Λίγο; Ποι­

ος ορίζει το λίγο; Μήπως ήταν παραπάνω; Μπας κι ήταν αι­

ώνιο; Και γιατί αυτό να έχει σημασία; Γιατί κάτι πρέπει να

έχει σημασία;

Ανάποδα. Πάλι ήρθε το σύμπαν τούμπα. Το έφερε πίσω ο

χρόνος. Αυτός το σφίγγει, το περιορίζει, το ορίζει, το σχημα­

τίζει ξανά. Για να μετράει χαμόγελα, για να κανονίζει χώρο,

για να φτιάχνει στιγμές. Εκείνος σε παρακολουθεί όπου κι αν

έχεις κρυφτεί. Σε πάει και σε φέρνει. Εκεί που δεν το περι­

μένεις. Εκεί που δεν το περιμένω. Σου βγάζει τη γλώσσα

γιατί ξέρει πως ό,τι και να σου κάνει δεν θα του φύγεις ποτέ.

Γεννήθηκες μέσα του, μεγάλωσες μέσα του, και μέσα του

ζεις και πεθαίνεις. Πεθαίνεις στο σήμερα και γεννιέσαι στο

αύριο. Ή γεννιέσαι στο μετά και πεθαίνεις στο πριν. Μόνο

εκείνος ξέρει το παιχνίδι. Κι εσύ, κι εγώ, νομίζουμε πως πά­

νε όλα ορθά. Ακόμα κι εγώ που τα βλέπω από κει πάνω, τώ­

ρα αρχίζω και μπαίνω στο νόημα. Όλα είναι χρόνος. Χρόνος

ανάποδα!

240

2.

Αυτό το γράμμα ήρθε στην πόρτα του ψυχολόγου ενάμιση

χρόνο μετά τις συνεδρίες με τον Επαμεινώνδα. Το είδε ένα

απόγευμα Τετάρτης την ώρα που έμπαινε στο γραφείο του.

Σε φάκελο καλά κλεισμένο, χωρίς παραλήπτη και αποστο­

λέα. Το διάβασε μονορούφι. Μετά, το έβαλε ανάμεσα σε δύο

βιβλία της βιβλιοθήκης του. Τυχαία βιβλία. Όταν μετά από

μια βδομάδα πήγε να το ανοίξει και να το διαβάσει ξανά, είδε

και τους τίτλους που έκλειναν ανάμεσα τους τον πορτοκαλί

φάκελο. «Έγκλημα στο Όριαν Εξπρές» ήταν το ένα και «Η

δύναμη του νου» ήταν το άλλο. Ποτέ δεν είχε μπει στον κό­

πο να ταξινομήσει τα βιβλία του σε κατηγορίες. Δεν ήταν τέ­

τοιος τύπος.

Τώρα, σκεφτόταν το γράμμα περιμένοντας έναν καινούργιο

πελάτη με ένα αίσθημα ανυπομονησίας.

Το τηλεφώνημα που είχε πριν λίγες μέρες τον είχε κάπως

προβληματίσει.

— Ο Επαμεινώνδας μου σύστησε εσάς, είπε η γυναικεία

φωνή απ ' την άλλη άκρη της γραμμής, και θα ήθελα ένα

ραντεβού! Τετάρτη. Ώρα 4μ.μ. είστε ελεύθερος;

241

3.

Το τριγύρναγε μέρες στο μυαλό της. Να πάει να μην πάει;

Να πάει να μην πάει; Τώρα, αν και είχε κλείσει ραντεβού αυ­

τό το βροχερό απόγευμα του Σεπτέμβρη, ήταν κάμποση ώρα

κάτω από το τριώροφο που έγραφε στο κουδούνι το όνομα του

επιστήμονα και απόφαση δεν μπορούσε να πάρει. Ποτέ δεν

έπαιρνε εύκολα αποφάσεις.

Ανέβηκε τις σκάλες με τρεις ανάσες. Όροφος και ανάσα.

Τρεις όροφοι, τρεις κοφτές. Το έπαιζε από μικρή αυτό το παι­

χνίδι. Σκεφτόταν κάτι από μέσα της και έβαζε στοίχημα με

τον εαυτό της ότι αν μετρήσει ως το είκοσι ή το εικοσιπέντε

ή το τριάντα (ήταν σίγουρα πιο νέα τότε) με κρατημένη την

αναπνοή κάνοντας συγχρόνως μαα συγκεκριμένη ενέργεια, τό­

τε αυτό που είχε βάλει στο μυαλό της θα πετύχαινε. Έτσι

και τώρα. Αν κατάφερνε να εισπνεύσει και να εκπνεύσει ακρι­

βώς τρεις φορές μ£χρι να φτάσει μπρος στην πόρτα του ψυ­

χολόγου, τότε θα χτύπαγε και το κουδούνι.

Το παιχνιδάκι πέτυχε. Με το που ξεφύσηξε την τρίτη ανά­

σα, πατώντας συγχρόνως το τελευταίο σκαλοπάτι, κατσούφιασε

βρίζοντας τον εαυτό της για το κατόρθωμα. Ήταν ανάγκη;

Έβγαλε το καθρεφτάκι απ ' την τσάντα και τσέκαρε το

μακιγιάζ της. Έκλεισε το μάτι στο είδωλο της. Αυτές οι

242

ΟΡΙΑΝΑ ΕΞΠΡΕΣ

βλεφαρίδες! Φυσικές. Φυσικότατες. Τις ανοιγόκλεινε και φύ­

σαγε αέρας. Κοίταξε να δει αν έλειπε πόντος απ' το καλσόν

της. Άψογη! Τίναξε πίσω τα μακριά της μαλλιά και χτύπη­

σε την πόρτα.

Μπήκε και πήρε τον κοντό απ' τη μύτη. Χαιρέτησε και

προχώρησε με βήμα σταθερό. Και κανόνισε η ίδια τις φορές

που ήθελε να έρθει. Εικοσιπέντε και παζάρια δεν γίνονται.

Κάθε Τετάρτη απόγευμα, στις τέσσερις ακριβώς. Κάθισε

στην καφέ πολυθρόνα αφού έριξε πάνω της ριχτάρι κόκκινο.

Για ν' ανάψουν τα αίματα. Έβαλε το ένα πόδι πάνω στ' άλ­

λο και ίσιωσε τη φούστα. Η κίνηση αυτή είναι η χαρακτηρι­

στική της. Κάθε που κάθεται, σιγουρεύεται πως δεν έχει ζά­

ρες πάνω της. Ξεκούμπωσε κι απ' το πουκάμισο της τα τρία

πρώτα κουμπιά. Τα δύο τέλεια στήθη της φανερώθηκαν ξε­

διάντροπα. Τα χάιδεψε. Μάλλον άρχισε να νιώθει άνετα.

Ο ψυχολόγος χαμογέλασε. Μπορεί να ήταν συνηθισμένος

και σε πιο δύσκολα. Πάντως ήξερε τι κινήσεις πρέπει να κά­

νει για να πλησιάσει τη γυναίκα που είχε απέναντι του...

Εκείνη άναψε τσιγάρο. Βαρύ. Φύσηξε τον καπνό νωχελικά

για να γεμίσει η ατμόσφαιρα μυστήριο. Και είπε το όνομα της

γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν γίνει οι απαραίτητες

συστάσεις. Τουλάχιστον απ' τη μεριά της. Κοίταξε τον ψυ­

χολόγο στα μάτια: Οριάνα. Οριάνα Ραζή!

Τ Ε Λ Ο Σ

243

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΡΩΜΑΝΟΥ

Γράφοντας αυτό το βιβλίο δεν θα ξεχάσω: Την απορία του

Ηλία (αυτή έτσι ήταν; Κι αν όχι, γιατί έτσι έγινε;), το γέλιο

της Δήμητρας, το γουρλωμένο βλέμμα της Χάγιας. Οι επι­

σημάνσεις της Χριστίνας ήταν σημαντικές. Περισσότερο μ'

άρεσε ο τρόπος που μου τις πέταγε.

Ερεθίζομαι να τους τσιγκλάω...

Αγγελίνα

244

II

Είμαι η Οριάνα Ραζή. Αυτό είναι πλέον το όνομα μου και

πρέπει να το συνηθίσω. Είμαι αυτή που ήμουν πάντα, άσχετα

αν κατά λάθος βγήκα κάτι άλλο.

Δεν το 'θελα το σώμα μου. Σιχαινόμουν το σώμα μου.

Σιχαινόμουν τ' όνομα μου. Νίκος Μήτρου. Το λάθος της

φύσης!

Αυτές οι τρίχες, αυτά τα αξιολύπητα όργανα ανάμεσα

στα σκέλια μου. Πάντα ήμουν αλλιώς. Πάντα αισθανόμουν

αλλιώς. Και τ ώ ρ α . . . ελευθερώθηκα! Είμαι πλέον η

Οριάνα Ραζή. Γυναίκα! θελκτική, με χείλη κατακόκκινα,

γάμπες προκλητικές, βυζιά υπέροχα, και επιτέλους χωρίς

αντιπαθητικά προεξογκώματα. Είμαι... τα πάντα!