Download - Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Transcript
Page 1: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt
Page 2: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

ELIZABETH HOYT

Ένοχες Απολαύσεις

Page 3: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Tίτλος πρωτοτύπου:NOTORIOUS PLEASURESby Elizabeth Hoyt

Copyright © 2011 by Nancy M. FinneyTranslation Copyright © 2012, Compupress S. A. – Anubis PublicationsCover Illustration by Alan Ayers

Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 15562 Χολαργός, τηλ.: 2109238672, fax: 2109216847Web site: www.anubis.gr, e-mail: [email protected]

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ EKΔOΣHΣ: Aλεξάνδρα ΛέτσαΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Μαρία ΚωνσταντούρουΔΙΟΡΘΩΣΗ: Eλίνα ΜιαούληΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Έρση ΣωτηρίουΠPOΣAPMOΓH ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Mαίρη Λυμπέρη

www.e-bookshop.grAνάπτυξη και διάθεση ψηφιακών βιβλίωνΚλάδος της Digital Content A.E.ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΟΜΕΑ E-BOOKS: Ιάσων ΜανούσοςΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ WEB SITE: Digital Content A.E.

Digital Content A.E.Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 2106516888 fax: 2109216847Web site: www.digicon.gr, e-mail: [email protected]

VENUS FOREVER – 05

ISBN: 978-960-497-481-8

Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα του βιβλίου είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ζωντανά ή μη είναι εντελώςσυμπτωματική.

Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευήαπόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο- χωρίςπροηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, καθώς και η κυκλοφορία του σε οποιαδήποτε μορφή, ίδια ή διαφορετική από τηνπαρούσα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους Κανόνες τουΔιεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.

Page 4: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Για την λογοτεχνική μου πράκτορα, Σουζάνα Τέιλορ, που καταλαβαίνει πόσο σημαντικά είναι τακαβουροπόδαρα.

Page 5: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Ευχαριστίες

Ευχαριστώ την εκπληκτική εκδότριά μου, Άννι Πίερποντ, και τη διορατική επιμελήτριά μου, ΚάριΆντριους!

Page 6: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Κεφάλαιο Ένα

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μία χώρα στην άλλη άκρη του κόσμου, ζούσε μία όμορφηκαι σοφή βασίλισσα. Το όνομά της ήταν Μαυρομαλλούσα…

-από το Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα

ΛΟΝΔΙΝΟΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1737

Η κόρη ενός δούκα μαθαίνει από πολύ νωρίς στη ζωή της πώς πρέπει να φέρεται σε κάθε περίσταση.Τι σχήμα πρέπει να έχουν οι πιατέλες στις οποίες σερβίρονται ψητοί κορυδαλλοί. Πότε να μιλήσεισε μία εκκεντρική κόμισσα και πότε να την αποστομώσει. Τι να φορέσει όταν κάνει βαρκάδα στονΤάμεση και πώς να αποκρούσει τα μισομεθυσμένα σχόλια κάποιου ξεπεσμένου αριστοκράτη στοπικνίκ που ακολουθεί.

Σε όλες τις περιστάσεις, σκέφτηκε δύσθυμα η Λαίδη Ηρώ Μπάτεν, αλλά όχι και στο πώς νααπευθυνθεί σε έναν κύριο που έχει συνάψει ερωτική σχέση με μια γυναίκα παντρεμένη με κάποιονάλλον άντρα.

«Χμ» έκανε, κοιτώντας επίμονα κάποια σημάδια από μούχλα που είχαν λερώσει το σοβά στοταβάνι.

Τα δύο άτομα στον καναπέ δεν έδειχναν να την έχουν προσέξει. Τουναντίον, η κυρία είχεσηκώσει τη φούστα της εξεζητημένης τουαλέτας της για να κρύψει πίσω από το καφέ-κόκκινούφασμα το πρόσωπό της, και ξεφώνιζε δυνατά.

Η Ηρώ αναστέναξε. Βρίσκονταν σε ένα σκοτεινό σαλονάκι απέναντι από τη βιβλιοθήκη τουΜάντβιλ Χάουζ, κι εκείνη τώρα μετάνιωνε που είχε διαλέξει το συγκεκριμένο δωμάτιο για ναφτιάξει τις κάλτσες της. Αν είχε προτιμήσει το μπλε ανατολίτικο δωμάτιο, τώρα οι κάλτσες της θαήταν ήδη τακτοποιημένες και η ίδια θα είχε επιστρέψει στην αίθουσα χορού – πολύ μακριά από τηδυσάρεστη θέση που είχε βρεθεί.

Χαμήλωσε επιφυλακτικά το βλέμμα. Ο άντρας, έχοντας στο κεφάλι μια άσπρη περούκαάγνωστου δημιουργού, είχε βγάλει το κεντητό σατινένιο σακάκι του και πάσχιζε πάνω από τηγυναίκα μόνο με το πουκάμισο, και το γιλέκο του που λαμποκοπούσε από τα σμαράγδια. Τοπαντελόνι και το εσώρουχό του είχαν λασκάρει, για να διευκολύνουν τις προσπάθειές του, και κάθετόσο οι κινήσεις του αποκάλυπταν τους μύες των γλουτών του.

Δυστυχώς, η Ηρώ αισθάνθηκε να υπνωτίζεται από τη σκηνή. Όποιος κι αν ήταν αυτός ο άντρας,τα σωματικά του προσόντα ήταν πραγματικά… εκπληκτικά.

Τράβηξε το βλέμμα της και κοίταξε με λαχτάρα προς την πόρτα. Κάποιοι θα πίστευαν πως τοκαλύτερο που είχε να κάνει ήταν μια διακριτική μεταβολή πριν φύγει αθόρυβα από το δωμάτιο. Καιαυτό ακριβώς θα είχε κάνει αν δεν είχε συναντήσει το Λόρδο Πίμπροκ πριν από δύο λεπτά στο

Page 7: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

διάδρομο. Γιατί, η αλήθεια ήταν πως η Ηρώ είχε προσέξει από νωρίς την καφέ-κόκκινη εκκεντρικήτουαλέτα που φορούσε η Λαίδη Πίμπροκ. Όσο κι αν απεχθανόταν να μπλέκεται σε άβολεςκαταστάσεις, γεγονός ήταν πως τα δικά της συναισθήματα δεν είχαν καμία σημασία μπροστά στηνπιθανότητα μιας αιματηρής, ή ακόμα και φονικής μονομαχίας μεταξύ των δύο αντρών.

Καταλήγοντας σε αυτή την απόφαση, η Ηρώ έκλινε το κεφάλι, έβγαλε το ένα από τα διαμαντένιασκουλαρίκια της και το πέταξε στην πλάτη του άντρα. Ανέκαθεν καμάρωνε για το καλό της σημάδι –όχι πως το εξασκούσε καθημερινά–, και τώρα άκουσε με ικανοποίηση μια αδύναμη φωνή από τοστόμα του άγνωστου.

Ο άντρας βλαστήμησε και έστρεψε το κεφάλι, κοιτώντας την πάνω από τον ώμο του με τα πιολαμπερά ανοιχτοπράσινα μάτια που είχε δει ποτέ της. Δεν ήταν όμορφος –το πρόσωπό του φάρδαινεπολύ στο ύψος των ζυγωματικών του, η μύτη του ήταν έντονα γαμψή, και το στόμα του πολύ λεπτόκαι κυνικό για να θεωρηθεί ωραίο–, όμως τα μάτια του θα γοήτευαν την κάθε γυναίκα, μικρή ήμεγάλη, που θα τον κοιτούσε από την άλλη άκρη του δωματίου. Κι αφού τη γοήτευε, το βλέμμα τηςαναγκαστικά θα παγιδευόταν στην αλαζονική αρρενωπότητα που εξέπεμπε, μια αρρενωπότητα πουέμοιαζε τόσο φυσική, όσο και η ανάσα του.

Ίσως πάλι να έφταιγαν, ε, οι συνθήκες που του πρόσδιδαν αυτήν τη γοητεία.«Μου κάνεις τη χάρη, γλύκα;» είπε αργόσυρτα, ενώ ο θυμός στο πρόσωπό του είχε δώσει τη

θέση του σε μια έκφραση θυμηδίας. Η φωνή του έγινε τραχιά και νωχελική. «Έχω δουλειά εδώ.»Η Ηρώ ένιωσε τα μάγουλά της να φλέγονται –πραγματικά, η κατάσταση ήταν αφόρητη–,

ωστόσο συνάντησε το βλέμμα του, καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια ώστε να μην αποτραβήξει τοδικό της. «Όντως, το πρόσεξα, αλλά σκέφτηκα πως θα έπρεπε να ξέρετε ότι…»

«Εκτός κι αν είσαι από αυτούς που τους αρέσει να παίρνουν μάτι.»Τώρα το πρόσωπό της πήρε φωτιά, παρ’ όλα αυτά δεν θα άφηνε αυτό το… αυτό το ρεμάλι να

υπερισχύσει. Άφησε το βλέμμα της να συρθεί γρήγορα και περιφρονητικά πάνω στα τσαλακωμένατου ρούχα –ευτυχώς το πουκάμισο έκρυβε το ανοιχτό παντελόνι του– και χαμογέλασε γλυκά.«Προτιμώ να παρακολουθώ θεάματα που δεν υπάρχει ο κίνδυνος να με κοιμίσουν.»

Περίμενε πως η προσβολή της θα τον θύμωνε, όμως ο αχρείος άφησε έναν ήχο αποδοκιμασίας.«Σου συμβαίνει συχνά αυτό, έτσι δεν είναι, γλυκιά μου;» Η φωνή του έδειχνε ενδιαφέρον, αλλά

ένα πονηρό λακκάκι σχηματίστηκε δίπλα από τα μισάνοιχτα χείλη του. «Να σε παίρνει ο ύπνος τηστιγμή που πρόκειται να αρχίσει το γλέντι; Καλά, μη νιώθεις άσχημα γι’ αυτό. Έτσι κι αλλιώς, τολάθος είναι του άντρα και όχι δικό σου.»

Θεέ και Κύριε, κανείς δεν της είχε μιλήσει ποτέ με αυτό τον τρόπο!Αργά, η Ηρώ ανασήκωσε το αριστερό της φρύδι. Ήξερε πολύ καλά αυτήν της την αντίδραση,

επειδή την είχε προβάρει επί πολλές ώρες μπροστά στον καθρέφτη από την ηλικία των δώδεκαχρόνων της. Το αποτέλεσμα έκανε τις ηλικιωμένες δασκάλες του σχολείου να τρέμουν πάνω σταψηλοτάκουνα πασουμάκια τους.

Ο εκνευριστικός άντρας δεν έδειξε να ιδρώνει το αφτί του.«Για να πω την αλήθεια» συνέχισε εκείνος με έπαρση «οι γυναίκες μου δεν αντιμετωπίζουν

τέτοιο πρόβλημα. Μείνε και παρακολούθησε… Θα είναι μια διδακτική εμπειρία, σ’ το εγγυώμαι. Καιαν μου απομείνουν δυνάμεις μετά, ίσως σου αποδείξω…»

«Ο Λόρδος Πίμπροκ είναι στο διάδρομο!» ξέσπασε η Ηρώ πριν εκείνος προλάβει να

Page 8: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

αποτελειώσει την κακόβουλη σκέψη του.Ο σωρός από το καφέ-κόκκινο αναδιπλωμένο ύφασμα έσκουξε. «Είναι έξω ο Οστάς;»«Ακριβώς. Και έρχεται προς τα δω» την πληροφόρησε η Ηρώ με μια δόση ικανοποίησης.Ο άντρας ανέλαβε δράση. Πετάχτηκε όρθιος και κατέβασε την τουαλέτα της γυναίκας, για να

κρύψει τους λευκούς, μεταξένιους μηρούς της σε χρόνο ρεκόρ. Άρπαξε το σακάκι του, έριξε μιαγρήγορη, εκτιμητική ματιά στο χώρο, κι έπειτα γύρισε προς την Ηρώ, με ακόμη ήρεμη φωνή. «ΗΛαίδη Πίμπροκ έσκισε μια κορδέλα, ή κάποια δαντέλα, ή κάτι τέτοιο, κι εσύ είχες την ευγενήκαλοσύνη να τη βοηθήσεις.»

«Μα…»Ακούμπησε το δάχτυλό του πάνω στα χείλη της – ζεστό, δυνατό, και εντελώς ανάρμοστο. Την

ίδια στιγμή, από το διάδρομο, ακούστηκε μια αντρική φωνή.«Μπέλα!»Η Λαίδη Πίμπροκ –ή αλλιώς Μπέλα– αναπήδησε τρομαγμένη.«Μπράβο, καλό κορίτσι» ψιθύρισε ο αχρείος στην Ηρώ. Έπειτα στράφηκε στη Λαίδη Πίμπροκ,

τη χτύπησε απαλά στο μάγουλο και της ψιθύρισε «Σύνελθε, αγαπητή μου» πριν εξαφανιστεί κάτωαπό τον καναπέ.

Η Ηρώ ίσα που πρόλαβε να δει το νόστιμο, πλαδαρό πρόσωπο της Λαίδης Πίμπροκ ναχλωμιάζει καθώς συνειδητοποιούσε σε τι κίνδυνο είχε βρεθεί, κι αμέσως η πόρτα του μικρούσαλονιού άνοιξε με πάταγο.

«Μπέλα!» Ο Λόρδος Πίμπροκ ήταν μεγαλόσωμος, με κόκκινο πρόσωπο, και εμφανώςζαλισμένος από το ποτό. Κοίταξε με εριστικό ύφος γύρω του, με το χέρι πάνω στη λαβή του ξίφουςτου, αλλά πάγωσε από ολοφάνερη έκπληξη όταν αντίκρισε την Ηρώ. «Κυρία μου, τι…;»

«Λόρδε Πίμπροκ.» Η Ηρώ πήγε να σταθεί μπροστά από τον καναπέ, κρύβοντας με το φαρδύτελείωμα της τουαλέτας της ένα μεγάλο αντρικό τακούνι.

Ύστερα έκανε και πάλι αντιπερισπασμό με το αριστερό της φρύδι.Ο Λόρδος Πίμπροκ οπισθοχώρησε ένα βήμα –κάτι που την ικανοποίησε πολύ μετά από την

αποτυχία που είχε σημειώσει με τον αχρείο νωρίτερα– και άρχισε να ψελλίζει. «Εγώ… Δεν…»Η Ηρώ στράφηκε στη Λαίδη Πίμπροκ και άγγιξε ανάλαφρα το απαίσιο κίτρινο σιρίτι που

στόλιζε τον αγκώνα της τουαλέτας της. «Νομίζω πως είναι εντάξει, δεν συμφωνείτε;»Ήταν η σειρά της Λαίδης Πίμπροκ. «Ω! Ω, ναι, ευχαριστώ πολύ, δεσποινίς.»«Παρακαλώ» μουρμούρισε η Ηρώ.«Αν τελείωσες από δω, αγαπητή μου» είπε ο Λόρδος Πίμπροκ «ίσως είσαι έτοιμη να

επιστρέψουμε στην αίθουσα χορού;»Τα λόγια του έμοιαζαν σαν να ήταν ερώτηση, ωστόσο ο τόνος της φωνής του απέκλειε κάτι

τέτοιο.Η Λαίδη Πίμπροκ έπιασε το μπράτσο του μάλλον χολωμένα. «Ναι, Οστάς.»Και με έναν τυπικό αποχαιρετισμό, έφυγαν και οι δύο από το δωμάτιο.Σχεδόν αμέσως, η Ηρώ ένιωσε ένα δυνατό τράβηγμα στη φούστα της. «Άκρη! Με το ζόρι

αναπνέω εδώ κάτω.»

Page 9: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Μπορεί να επιστρέψουν» του είπε ήρεμα.«Νομίζω πως βλέπω κάτω από τη φούστα σου.»Εκείνη έκανε βιαστικά ένα βήμα πίσω.Ο αντιπαθητικός άντρας κύλησε γρήγορα έξω από τον καναπέ και στάθηκε πανύψηλος μπροστά

της.Παρ’ όλα αυτά, η Ηρώ τού έριξε μια άγρια, υπεροπτική ματιά. «Δεν έβλεπες…»«Έλα τώρα. Αν μπορούσα να δω, πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι θα σ’ το έλεγα;»Εκείνη ξεφύσησε από τη μύτη, θυμίζοντας μάλλον την εξαδέλφη Μπατίλντα σε πιο ηθικολογική

έκδοση. «Σίγουρα θα καυχιόσουν γι’ αυτό.»Έσκυψε κοντά της, χαμογελώντας. «Σε αναστατώνει και σε ξανάβει αυτή η σκέψη;»«Μήπως είναι σφιχτή η περούκα σου;» τον ρώτησε ευγενικά.«Τι πράγμα;»«Επειδή δεν θα έλεγα πως το φουσκωμένο σου κεφάλι είναι άνετα εκεί μέσα.»Το χαμόγελό του έγινε ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα. «Δεν έχει φουσκώσει μόνο το κεφάλι μου, σε

διαβεβαιώνω. Μήπως γι’ αυτό ήρθες εδώ μέσα; Για να ρίξεις μια ματιά;»Χαμήλωσε το βλέμμα της. «Δεν έχεις ίχνος ντροπής, έτσι; Οι περισσότεροι θα προσποιούνταν

τουλάχιστον τους αμήχανους αν τους έπιαναν να κάνουν κάτι ανάρμοστο, αλλά εσύ… κοκορεύεσαισαν άμυαλο πετεινάρι.»

Σταμάτησε τη στιγμή που έβαζε το σακάκι του, με το ένα χέρι τεντωμένο, το μανίκιμισοφορεμένο, και την κοίταξε με τα όμορφα πράσινά του μάτια. «Ω, βέβαια. Ηθικολογίες. Φυσικάθα πρέπει να θεωρείς τον εαυτό σου ανώτερό μου όταν…»

«Σε είδα να διαπράττεις μοιχεία!»«Με είδες να διαπράττω ένα απολαυστικό πήδημα» είπε, δίνοντας μια μικρή έμφαση στην

τελευταία λέξη.Η Ηρώ ενοχλήθηκε από την απρέπειά του, ωστόσο διατήρησε την ψυχραιμία της. Ήταν κόρη

δούκα, και δεν θα την έκανε να το βάλει στα πόδια ένας άντρας σαν κι αυτόν. «Η Λαίδη Πίμπροκείναι παντρεμένη.»

«Η Λαίδη Πίμπροκ είχε αμέτρητους εραστές πριν από μένα και θα έχει άλλους τόσους μετά.»«Αυτό δεν είναι άφεση για το δικό σου αμάρτημα.»Την κοίταξε και έβαλε τα γέλια, ένας ήχος βαθύς και αργόσυρτος. «Θες να μου πεις ότι εσύ είσαι

μια γυναίκα που δεν έχει κάνει καμία αμαρτία;»Δεν χρειάστηκε ούτε να το σκεφτεί. «Φυσικά.»Το στόμα του στράβωσε ειρωνικά. «Τόση σιγουριά.»Έμεινε να τον κοιτάζει, προσβεβλημένη. «Με αμφισβητείς;»«Ω, όχι, κάθε άλλο. Πιστεύω ολότελα πως η σκέψη μιας αμαρτίας δεν πέρασε ούτε μία φορά

από το τέλειο μυαλουδάκι σου.»Έγειρε το κεφάλι της, νιώθοντας ένα ρίγος αναστάτωσης. Ποτέ άλλοτε δεν είχε διαπληκτιστεί με

άντρα, πόσω μάλλον με κάποιον τόσο παράξενο. «Κι εγώ αρχίζω να αναρωτιέμαι αν έχει ποτέπεράσει καμία ηθική σκέψη από το ξεδιάντροπο μυαλουδάκι σου.»

Page 10: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Για μια στιγμή απλώς την κοίταξε, με το πιγούνι του να συσπάται νευρικά. Έπειτα έκανε μιααπότομη υπόκλιση. «Σε ευχαριστώ που πήγες ενάντια στις αρχές σου και με εμπόδισες να σκοτώσωτο Λόρδο Πίμπροκ.»

Η Ηρώ κατένευσε σφιγμένα.«Και ελπίζω με όλη μου την καρδιά να μη διασταυρωθούν ποτέ ξανά οι δρόμοι μας, αγαπητή

μου κυρία Τέλεια.»Χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει, η Ηρώ αισθάνθηκε πληγωμένη από τα περιφρονητικά του

λόγια, παρ’ όλα αυτά φρόντισε να κρύψει καλά αυτό το συναίσθημα αδυναμίας. «Να είσαι βέβαιοςπως θα προσευχηθώ να μην υποχρεωθώ ποτέ ξανά να ανεχτώ την παρουσία σου, αγαπητέ μουΛόρδε Ξεδιάντροπε.»

«Τότε, λοιπόν, συμφωνούμε.»«Εντελώς.»«Ωραία.»Για λίγο έμεινε να τον παρακολουθεί χωρίς να μιλά, με το στήθος της να ασφυκτιά κάτω από τον

κορσέ της με τις γρήγορες ανάσες που έπαιρνε, και τα μάγουλά της αναψοκοκκινισμένα από τησυναισθηματική φόρτιση. Πάνω στην έξαψη της λογομαχίας τους, είχαν έρθει πιο κοντά, και τώρατο στέρνο του σχεδόν ακουμπούσε το δαντελένιο κορσάζ της. Αλλά και εκείνος την κοιτούσε μεαυτά τα πράσινα μάτια του που έλαμπαν πάνω στο αντιπαθητικό πρόσωπό του.

Το βλέμμα του κατέβηκε στο στόμα της.Τα χείλη της μισάνοιξαν, και, για μια ατέλειωτη στιγμή, η Ηρώ ξέχασε ότι έπρεπε να αναπνέει.Τότε εκείνος της γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε προς την πόρτα, για να εξαφανιστεί στο

μισοσκότεινο διάδρομο.Όταν έμεινε μόνη, ανοιγόκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά αναπνοή, κοιτώντας παραζαλισμένα

γύρω της το δωμάτιο. Πάνω στον τοίχο κρεμόταν ένας καθρέφτης, κι εκείνη πήγε να σταθείμπροστά του για να ελέγξει το είδωλό της. Τα κόκκινα μαλλιά της ήταν ακόμη χτενισμένα μεφινέτσα και η υπέροχη ασημοπράσινη τουαλέτα της τακτοποιημένη. Τα μάγουλά της ήταν λιγάκιχλωμά, όμως το χρώμα ερχόταν σιγά-σιγά. Παραδόξως, δεν έδειχνε κανένα σημάδι αλλαγής.

Πολύ βολικό αυτό.Ίσιωσε τους ώμους, και βγήκε από το δωμάτιο με βήματα γρήγορα αλλά αέρινα. Από όλες τις

βραδιές, απόψε ήταν πολύ σημαντικό να επιδείξει μια γαλήνια, ευχάριστη και τέλεια εμφάνιση, αφούσε λίγο θα ανακοινώνονταν οι αρραβώνες της με το Μαρκήσιο του Μάντβιλ.

Έσφιξε το πιγούνι καθώς θυμήθηκε με πόση περιφρόνηση είχε προφέρει τη λέξη τέλεια. Στοκάτω-κάτω, τι πρόβλημα θα μπορούσε να έχει με την τελειότητα;

* * *

Αναθεματισμένες, τέλειες γυναίκες γεμάτες αυτοπεποίθηση… Ιδιαίτερα εκείνη η κοκκινομάλλακοπελιά στο καθιστικό!

Ο Λόρδος Γκρίφιν Ρίντινγκ κατευθύνθηκε με κακή διάθεση στην αίθουσα χορού του αδερφούτου. Καταραμένη πιτσιρίκα! Στεκόταν εκεί, γεμάτη αποδοκιμασία και ηθικολογίες, και είχε το

Page 11: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

θράσος να τον κοιτάζει αφ’ υψηλού. Ποιον; Αυτόν! Μάλλον δεν θα είχε αισθανθεί ποτέ της ένααληθινό ανθρώπινο πάθος στη μέχρι τώρα καλά προστατευμένη ζωή της. Τα μοναδικά σημάδια πουφανέρωσαν την ενόχλησή της ήταν εκείνες οι κοκκινίλες που είχαν απλωθεί στον αλαβάστρινολαιμό της την ώρα που τον κοιτούσε. Ο Γκρίφιν βόγκηξε. Αυτό το επικριτικό πρόσωπο ήταν ικανόνα οδηγήσει σε μαρασμό την περηφάνια οποιουδήποτε άντρα.

Μόνο που, όπως αποδείχτηκε τελικά, εκείνος είχε ακριβώς την αντίθετη αντίδραση – και γι’ αυτόδεν ευθυνόταν το ότι δεν είχε προλάβει να τελειώσει με την Μπέλα. Όχι, η προοπτική νααποκαλυφτεί από κάποιον εξοργισμένο σύζυγο, και μετά να εμπλακεί σε μια αιματηρή μονομαχίανωρίς το χάραμα είχαν κρυώσει εντελώς τον αρχικό ενθουσιασμό του. Μέχρι τη στιγμή που βγήκεαπό την κρυψώνα του κάτω από τον καναπέ, είχαν ηρεμήσει τόσο το κορμί, όσο και το μυαλό του.Αυτή η ηρεμία διήρκεσε μέχρι να αρχίσει η αντιπαράθεσή του με αυτή την αγιότερη των αγίωνγυναίκα. Το όργανό του έδειξε να θεωρεί όλον αυτόν το διαπληκτισμό σαν ένα είδος αλλόκοτηςεισαγωγής για παιχνίδια στο κρεβάτι, παρά την ολοφάνερη αξιοπρέπεια της κυρίας, την προφανήεχθρότητά της απέναντί του, και τη δική του άμεση αντιπάθεια για το άτομό της.

Ο Γκρίφιν σταμάτησε σε μια μισοσκότεινη γωνιά, προσπαθώντας να ηρεμήσει καθώς ψηλάφιζετο διαμαντένιο σκουλαρίκι που βρισκόταν στην τσέπη του. Το είχε βρει κάτω από τον καναπέ καιείχε σκοπό να το επιστρέψει στην κυρία Τέλεια, πριν η καυστική της γλώσσα τον κάνει να ξεχάσειολότελα το μπιχλιμπίδι. Λοιπόν, της άξιζε να χάσει το όμορφο κόσμημά της αν συνήθιζε να μιλάειμε τέτοιον τρόπο στους κύριους.

Ανεβοκατέβασε τον ώμο του. Όταν πρωτοεμφανίστηκε στην αίθουσα χορού, μισή ώρανωρίτερα, ούτε που πρόλαβε να χαιρετήσει τη μητέρα και τις αδερφές του με την ενέδρα που τουέστησε η Μπέλα με τη σκανταλιάρικη πρότασή της. Αν ήξερε πως βρισκόταν και ο σύζυγός της στοχορό, δεν θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του να παρασυρθεί σε μια τόσο επικίνδυνη συνάντηση.

Αναστέναξε. Τώρα πια ήταν αργά για να μοιράζει ευθύνες. Καλύτερα να προσπερνούσε τοατυχές συμβάν μέχρι να ξεχαστούν γρήγορα όλα όσα έγιναν και να συνέχιζε τη ζωή του. Η Μεγκςκαι η Καρολάιν ίσως να μην είχαν αντιληφθεί ή ενδιαφερθεί για την εξαφάνισή του, όμως το δίχωςάλλο τα αετίσια μάτια της μητέρας θα τον αναζητούσαν παντού. Δεν υπήρχε λόγος να το αναβάλει.Με ένα τελευταίο τράβηγμα στο φουλάρι του, για να είναι σίγουρος πως ήταν ίσιο στη θέση του, οΓκρίφιν μπήκε στην αίθουσα χορού.

Ψηλά, τα φώτα έκαναν τους κρυστάλλινους πολυελαίους να λαμποκοπούν, φωτίζοντας τοπλήθος των ανθρώπων που παρευρίσκονταν στην αίθουσα. Αυτός ο χορός ήταν η σημαντικότερηεκδήλωση της σεζόν, την οποία κανένα μέλος της λονδρέζικης κοινωνίας δεν ήθελε να χάσει. ΟΓκρίφιν άρχισε να ανοίγει δρόμο ανάμεσα στο πολύχρωμο πλήθος, καθυστερώντας συχνά για ναχαιρετήσει παλιούς φίλους και περίεργους γνωστούς.

«Τι ευγενικό από μέρους σου να έρθεις, αγάπη μου» ακούστηκε μια τυπική φωνή δίπλα του.Ο Γκρίφιν απέφυγε δύο χαμογελαστές γηραιές κυρίες που εμπόδιζαν το δρόμο του και έσκυψε

για να φιλήσει το μάγουλο της μητέρας του. «Κυρία. Χαίρομαι που σας βλέπω.»Τα λόγια ήταν μηχανικά, αλλά η συγκίνηση που κρυβόταν πίσω τους γνήσια. Έλειπε από το

Λονδίνο εδώ και ένα χρόνο, και είχαν περάσει πάνω από οχτώ μήνες από τότε που η μητέρα του τονείχε επισκεφτεί στο οικογενειακό κτήμα στο Λανκασάιρ. Χαμήλωσε το κεφάλι του, κοιτώντας τηνπροσεκτικά. Τα λεπτά της μαλλιά, πιασμένα κομψά κάτω από μία δαντελένια σκούφια, ίσως είχαναποκτήσει λίγες περισσότερες γκρίζες τρίχες, κατά τα άλλα το αγαπημένο πρόσωπό της δεν είχε

Page 12: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

αλλάξει καθόλου. Τα καστανά μάτια της, πλαισιωμένα από λεπτές ρυτίδες, έλαμπαν από εξυπνάδα,ενώ τα ελαφρώς κυρτωμένα χείλη της σούφρωσαν για να κρύψουν ένα στοργικό χαμόγελο, και ταίσια φρύδια της ανασηκώθηκαν ελαφρά φανερώνοντας μια θυμηδία ανάλογη με τη δική του.

«Έχεις μαυρίσει πολύ» του ψιθύρισε, σηκώνοντας το χέρι για να ακουμπήσει το δάχτυλό τηςστο μάγουλό του. «Φαντάζομαι θα έτρεχες με τα άλογα στα κτήματα.»

«Διορατική όπως πάντα, αγαπημένη μου μητέρα» είπε, προσφέροντάς της το μπράτσο του.Εκείνη ένωσε τον αγκώνα της με το δικό του. «Και πώς πήγε η σοδειά;»Ο Γκρίφιν ένιωσε ένα σφίξιμο στους κροτάφους, ωστόσο απάντησε εύθυμα: «Αρκετά καλά.»Ένιωσε το ανήσυχο βλέμμα της. «Αλήθεια;»«Το καλοκαίρι ήταν άνυδρο και ζεστό, οπότε η σοδειά ήταν μικρότερη από όσο περιμέναμε.»

Μια ωραία επίφαση σε αυτό που κάποτε θεωρείτο αμέτρητη συγκομιδή. Καταρχάς, η γη τους δενυπήρξε ποτέ ιδιαίτερα γόνιμη –κάτι που η μητέρα του το γνώριζε ήδη–, αλλά δεν υπήρχε λόγος νατην κάνει να ανησυχήσει. «Θα τα πάμε καλά με τα σιτηρά, μείνε ήσυχη.»

Μιλούσε επίτηδες αόριστα για όσα είχε καταφέρει με τα σιτηρά. Αυτή ήταν η ευθύνη που είχεαναλάβει απέναντι στη μητέρα και στην υπόλοιπη οικογένειά του.

Η απάντησή του φάνηκε να την καθησύχασε. «Ωραία. Ο Λόρδος Μπόλινγκερ δείχνειενδιαφέρον για τη Μαργαρίτα, κι εκείνη θα χρειαστεί καινούρια φορέματα φέτος. Δεν θέλω ναυπερβούμε τα έσοδά μας.»

«Δεν υπάρχει τέτοιο πρόβλημα» της απάντησε, αν και με το μυαλό του έκανε γρήγορα κάποιουςυπολογισμούς. Θα έρχονταν σχεδόν μία ή άλλη, ως συνήθως, όμως εκείνος θα κατάφερνε ναεξοικονομήσει τα χρήματα αποφεύγοντας περαιτέρω απώλειες. Ο πόνος στους κροτάφους του έγινεπιο έντονος. «Αγόρασε στη Μεγκς όσα μπιχλιμπίδια θέλει. Το οικογενειακό βαλάντιο αντέχει αυτότο έξοδο.»

Η ρυτίδα ανησυχίας που είχε σχηματιστεί ανάμεσα στα φρύδια της χαλάρωσε. «Και, φυσικά,έχουμε και τον Τόμας.»

Εκείνος ήταν προετοιμασμένος για το θέμα του αδερφού του, εντούτοις δεν κατάφερε νααποφύγει ένα ελαφρύ σφίξιμο των μυών του.

Φυσικά η μητέρα του το διαισθάνθηκε. «Χαίρομαι τόσο πολύ που ήρθες, Γκρίφιν. Είναι πλέονκαιρός να αφήσετε πίσω σας αυτές τις μικρές διαφωνίες.»

Ο Γκρίφιν ξεφύσησε. Ήξερε πως ο αδερφός του δεν θεωρούσε το θέμα «μικρή διαφωνία». ΟΤόμας αντιμετώπιζε με τυπικότητα όλα τα πράγματα και δεν θα είχε ποτέ διαπληκτιστεί με τοναδερφό του για κάτι ασήμαντο. Για να κάνει κάτι τέτοιο, έπρεπε να αφήσει το συναίσθημα να τονκυριεύσει, κάτι που για έναν ορθολογιστή σαν τον Τόμας ήταν αληθινή κατάρα. Για μια στιγμή,ήρθαν στο μυαλό του τα μεγάλα γκρίζα μάτια της κυρίας Τέλειας. Αυτή, χωρίς αμφιβολία, θαταίριαζε περίφημα με τον ηθικολόγο, άψογο αδερφό του.

Ο Γκρίφιν έκανε μια προσπάθεια να δείξει ευχαριστημένος με την προοπτική να συναντήσειξανά τον Τόμας. «Φυσικά. Θα είναι υπέροχο να μιλήσω με τον Τόμας.»

Η μητέρα του συνοφρυώθηκε. Μάλλον θα έπρεπε να εξασκήσει την ικανότητά του στο ναπροσποιείται. «Σε επιθύμησε, να ξέρεις.»

Της έριξε ένα βλέμμα όλο δυσπιστία.

Page 13: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Αλήθεια, σε επιθύμησε» επέμεινε εκείνη, αν και εκείνος πρόσεξε το κόκκινο χρώμα που έβαψετα μάγουλά της – ακόμα και η μητέρα είχε αμφιβολίες για την υποδοχή που θα του έκανε ο Τόμας.«Αυτή η αποξένωση πρέπει να τελειώσει. Δεν κάνει καλό στην οικογένεια· δεν κάνει καλό ούτε σεσας τους δύο, και σίγουρα ούτε σε μένα. Ποτέ δεν θα καταλάβω το λόγο που τράβηξε τόσο πολύ.»

Ο Γκρίφιν έπιασε με την άκρη του ματιού του κάτι πράσινο και στράφηκε να δει, με τουςσφυγμούς του να έχουν επιταχυνθεί. Όμως, η γυναίκα που φορούσε το φουστάνι είχε ήδη χαθείμέσα στον κόσμο.

«Γκρίφιν, δώσε προσοχή σε αυτά που σου λέω» τον μάλωσε η μητέρα του.Εκείνος της χαμογέλασε. «Με συγχωρείς. Νόμιζα πως είδα κάποιον που θέλω να αποφύγω.»Ξεφύσησε με δυσαρέσκεια. «Είμαι σίγουρη πως εδώ μέσα υπάρχουν πολλές γυναίκες

αμφιβόλου ηθικής και φήμης που θα ήθελες να αποφύγεις.»«Η αλήθεια είναι πως η συγκεκριμένη είναι πολύ ευυπόληπτη» δήλωσε εκείνος με σιγουριά. Το

χέρι του είχε γλιστρήσει μέσα στην τσέπη του σακακιού του και πασπάτευε το διαμαντένιοσκουλαρίκι. Σκέφτηκε πως όφειλε να της το επιστρέψει.

«Αλήθεια;» Για μια στιγμή ο Γκρίφιν πίστεψε ότι η μητέρα του ίσως άφηνε το κήρυγμα.Ωστόσο, την είδε να κουνάει αυστηρά το κεφάλι. «Μην προσπαθείς να αλλάξεις θέμα. Έχουνπεράσει τρία χρόνια από τότε που αρχίσατε με τον Τόμας αυτή την άθλια αντιπαράθεση, και τανεύρα μου είναι πολύ τεντωμένα. Δεν νομίζω πως μπορώ να αντέξω άλλο ένα ψυχρό γράμμα μεταξύσας, ή κάποιο δείπνο όπου θα πρέπει να προσέχω την παραμικρή κουβέντα μου μήπως καιπροκαλέσω λάθος θέμα για συζήτηση.»

«Ηρέμησε, μητέρα.» Ο Γκρίφιν γέλασε και έσκυψε για να φιλήσει το ξαναμμένο μάγουλό της.«Θα δώσουμε τα χέρια με τον Τόμας και θα φιλιώσουμε σαν καλά παιδιά, κι εσύ θα δειπνείς χαλαράμαζί μας για όσο καιρό μείνω στο Λονδίνο.»

«Το υπόσχεσαι;»«Στο λόγο της τιμής μου.» Ακούμπησε την παλάμη του στο στήθος. «Θα είμαι τόσο ευγενικός

και ευχάριστος, που ο Τόμας δεν θα μπορεί παρά να με βομβαρδίσει με εκδηλώσεις αδερφικήςαγάπης.»

«Χμ» έκανε εκείνη. «Το ελπίζω.»«Δεν υπάρχει τίποτα που να με εμποδίσει να τα καταφέρω» τη διαβεβαίωσε με σιγουριά.

* * *

«Ευτυχισμένη;»Η Ηρώ γύρισε στο άκουσμα της βαθιάς αντρικής φωνής και είδε τον αγαπημένο της μεγάλο

αδερφό, τον Μάξιμους Μπάτεν, Δούκα του Γουέικφιλντ. Προς στιγμή, το μυαλό της δενσυνειδητοποίησε την ερώτηση. Μέσα στους δύο μήνες που χρειάστηκαν για να κανονιστεί οαρραβώνας της με το Μαρκήσιο του Μάντβιλ, ο Μάξιμους την είχε ρωτήσει πάμπολλες φορές ανήταν ευχαριστημένη με το προξενιό, όμως ποτέ δεν είχε ζητήσει να μάθει αν ήταν ευτυχισμένη.

«Ηρώ;» Ο Μάξιμους έσμιξε τα ίσια μαύρα φρύδια του πάνω από τη μάλλον υπεροπτική τουμύτη.

Page 14: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Πολύ συχνά η Ηρώ σκεφτόταν πως τα χαρακτηριστικά του αδερφού της ταίριαζαν απόλυτα μετην κοινωνική του θέση. Αν κάποιος έκλεινε τα μάτια και προσπαθούσε να ζωγραφίσει τον τέλειοδούκα στο μυαλό του, σίγουρα θα εμφανιζόταν η εικόνα του Μάξιμους. Ήταν ψηλός, με ώμουςφαρδιούς αλλά όχι υπερβολικούς, πρόσωπο μακρύ και λεπτό, και όσο επιβλητικό χρειαζόταν ώστενα δείχνει πραγματικά όμορφο. Είχε μαλλιά σε σκούρο καστανό χρώμα –αν και τα κούρευε κοντά,αφού συνήθιζε να φοράει αψεγάδιαστες λευκές περούκες– και καστανά μάτια. Τέτοιου είδους μάτιασυνήθως θεωρούνταν ζεστά, ωστόσο αρκούσε ένα ανυπόμονο βλέμμα του Μάξιμους για νακαταρρίψει αυτή την άποψη. Η ζεστασιά ήταν το τελευταίο χαρακτηριστικό που θα απέδιδε κανείςστο Δούκα του Γουέικφιλντ. Παρ’ όλα αυτά, ήταν ο αγαπημένος της αδερφός.

Η Ηρώ τον κοίταξε και του χαμογέλασε. «Ναι, είμαι πολύ ευτυχισμένη.»Άραγε ήταν ανακούφιση αυτό που διέκρινε σε αυτό το άτεγκτο βλέμμα; Για μια στιγμή

αισθάνθηκε ένα προδοτικό τσίμπημα εκνευρισμού. Μέχρι τώρα, ο Μάξιμους δεν είχε αφήσει καμίαυπόνοια πως σε αυτό το προξενιό έπαιζε ρόλο ο παράγοντας ευτυχία. Η συνένωση κτημάτων καιάλλων συμφερόντων, η ενδυνάμωση της κοινοβουλευτικής συμμαχίας με το Μάντβιλ, αυτές ήταν οιπιο σημαντικές παράμετροι. Τα δικά της συναισθήματα, όπως πολύ καλά ήξερε, δεν μετρούσανκαθόλου σε όλες αυτές τις διαπραγματεύσεις. Και δεν την πείραζε καθόλου αυτό. Ήταν κόρη δούκακαι είχε μάθει από τότε που κοιμόταν στην κούνια ποια ήταν η θέση και ο σκοπός της στη ζωή.

Ο Μάξιμους έσφιξε τα χείλη και παρατήρησε τον κόσμο που συνωστιζόταν στην αίθουσα χορού.«Ήθελα να ξέρεις πως έχεις ακόμη περιθώρια αν θέλεις να αλλάξεις γνώμη.»

«Έχω;» Κοίταξε τριγύρω της. Το Μάντβιλ Χάουζ ήταν υπέροχα διακοσμημένο. Μπλε καιασημένιες γιρλάντες –τα χαρακτηριστικά χρώματα της οικογένειας Μπάτεν– συνυφαίνονταν με τοκατακόκκινο και μαύρο των Ρίντινγκ. Όλα τα τραπέζια ήταν στολισμένα με ανθοδοχεία γεμάτα μελουλούδια, και η μαρκησία είχε προσλάβει και εξοπλίσει ολόκληρη διμοιρία από υπηρέτες. Η Ηρώέστρεψε πάλι το βλέμμα στον αδερφό της. «Τα συμβόλαια έχουν ήδη συνταχτεί και υπογραφεί.»

Ο Μάξιμους συνοφρυώθηκε με τον αριστοκρατικό τρόπο ενός αληθινού δούκα. «Αν πραγματικάθέλεις να απαλλαχτείς από αυτό τον αρραβώνα, θα μπορούσα να τα σπάσω.»

«Πολύ γενναιόδωρο αυτό από μέρους σου.» Η Ηρώ συγκινήθηκε από τα λόγια του αδερφού της.«Όμως, είμαι απόλυτα ευχαριστημένη με τον αρραβώνα μου.»

Εκείνος κατένευσε. «Τότε, νομίζω πως είναι ώρα να συναντήσουμε το μέλλοντα σύζυγό σου.»«Βέβαια.» Η φωνή της ήταν σταθερή, ωστόσο τα δάχτυλά της τρεμούλιασαν λιγάκι όταν τα

ακούμπησε στο σκούρο μπλε μανίκι του αδερφού της.Ευτυχώς, ο Μάξιμους δεν έδειξε να το πρόσεξε. Την οδήγησε στην άλλη μεριά της αίθουσας,

περπατώντας αβίαστα αλλά με τη συνηθισμένη του αποφασιστικότητα. Μερικές φορές, η Ηρώαναρωτιόταν αν ο αδερφός της συνειδητοποιούσε πως ο δρόμος του ήταν πάντα στρωτός, επειδή οκόσμος σκοτωνόταν να εξαφανιστεί από μπροστά του.

Δίπλα από την πίστα στεκόταν ένας άντρας, με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος τους. Ήτανντυμένος στα μαύρα και φορούσε μια κάτασπρη περούκα. Καθώς πλησίαζαν, εκείνος γύρισε, και γιαμια στιγμή η Ηρώ ένιωσε την καρδιά της να χοροπηδάει με δυσπιστία. Κάτι στους σφιγμένους τουώμους και στο προτεταμένο πιγούνι του της θύμισε εκείνο τον αχρείο με τον οποίον είχεδιαπληκτιστεί μόλις πριν από μερικά λεπτά. Έπειτα, ο άντρας την κοίταξε, και η Ηρώ υποκλίθηκε μεσοβαρότητα στο Μαρκήσιο του Μάντβιλ, κατσαδιάζοντας τον εαυτό της για τις ανόητες

Page 15: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

φαντασιώσεις της. Ήταν παράλογο να σκεφτεί κάποιον σαν το Λόρδο Ξεδιάντροπο για μνηστήρατης.

Ο Μάντβιλ ήταν ψηλός και αρκετά όμορφος. Αν χαμογελούσε πιο συχνά, τα χαρακτηριστικά τουθα έδειχναν επικίνδυνα όμορφα. Αλλά η ομορφιά σε ένα μαρκήσιο θα μπορούσε να χαρακτηριστείλαϊκό γνώρισμα, και μόνο λαϊκό δεν θα έλεγε κανείς το Μαρκήσιο του Μάντβιλ.

«Εξοχότατε. Λαίδη Ηρώ.» Ο Μάντβιλ υποκλίθηκε με φινέτσα. «Απόψε είστε πιο όμορφη απόκάθε άλλη φορά, δεσποσύνη μου.»

«Ευχαριστώ πολύ, λόρδε μου.» Η Ηρώ τού χάρισε ένα χαμόγελο, και πρόσεξε με ικανοποίησητα συνήθως σφιγμένα του χείλη να χαλαρώνουν.

Ύστερα, το βλέμμα του πήγε στην άκρη του κεφαλιού της. «Αγαπητή μου, φοράτε μόνο ένασκουλαρίκι.»

«Αλήθεια;» Ένιωσε το πρόσωπό της να αναψοκοκκινίζει καθώς θυμήθηκε το λόγο για τον οποίοδεν φορούσε το δεύτερο σκουλαρίκι της. «Χριστέ μου, θα πρέπει να το έχασα το άλλο.»

Βιαστικά έβγαλε αυτό που της είχε απομείνει και το έδωσε στον αδερφό της για να το φυλάξειστην τσέπη του.

«Καλύτερα έτσι» είπε ο Μάντβιλ, γνέφοντας επιδοκιμαστικά. «Ξεκινάμε;» Απηύθυνε τηνερώτηση σε εκείνην, όμως κοίταξε τον Μάξιμους.

Εκείνος κατένευσε.Ο Μάντβιλ έκανε νόημα στον μπάτλερ του, αλλά στην αίθουσα επικρατούσε ήδη ησυχία καθώς

οι καλεσμένοι στρέφονταν προς το μέρος τους. Η Ηρώ φόρεσε ένα γαλήνιο χαμόγελο, και ίσιωσε τοκορμί της έτσι όπως είχε μάθει από τα νηπιακά της χρόνια. Μία κυρία της τάξης της ποτέ δενφανέρωνε εκνευρισμό ή αμηχανία. Η ίδια απεχθανόταν να γίνεται το κέντρο της προσοχής, αλλάφαίνεται πως αυτό είναι το τίμημα όταν είσαι η κόρη ενός δούκα. Κοίταξε τον Μάντβιλ. Και σανμαρκησία θα τραβούσε ακόμα περισσότερα βλέμματα.

Φυσικά.Κατέπνιξε έναν αδύναμο αναστεναγμό και πήρε αργά μια βαθιά αναπνοή, προσπαθώντας να

φανταστεί πως ήταν ένα άγαλμα. Αυτό ήταν ένα παλιό κόλπο για να τα βγάζει πέρα με τέτοιουείδους καταστάσεις. Μεταμορφωνόταν σε μία κούφια, τέλεια σμιλεμένη προτομή της κόρης ενόςδούκα. Στην πραγματικότητα εκείνη –η γυναίκα που κρυβόταν μέσα της– δεν είχε κανένα λόγο ναβρίσκεται εκεί.

«Φίλοι μου» είπε ο Μάντβιλ με δυνατή φωνή. Η βαθιά, πλούσια φωνή του ήταν γνωστή από τιςδημόσιες αγορεύσεις του στο Κοινοβούλιο. Η Ηρώ σκέφτηκε πως είχε κάτι το θεατρινίστικο η χροιάτης, αλλά φυσικά δεν θα του το έλεγε ποτέ κατά πρόσωπο. «Σας καλωσορίζω όλους απόψε εδώ, γιανα γιορτάσουμε μαζί κάτι πολύ σημαντικό: τους αρραβώνες μου με τη Λαίδη Ηρώ Μπάτεν.»

Γύρισε και της έπιασε το χέρι, κι έπειτα έσκυψε και φίλησε με χάρη τα δάχτυλά της. Η Ηρώχαμογέλασε, κάνοντας μια ελαφρά υπόκλιση, ενώ ο κόσμος χειροκροτούσε. Αμέσως μετά βρέθηκανπερικυκλωμένοι από τους καλεσμένους που έσπευσαν να τους συγχαρούν.

Η Ηρώ ευχαριστούσε μία μάλλον κουφή ηλικιωμένη κοντέσα, όταν άκουσε πίσω της τη φωνήτου Μάντβιλ. «Α, Γουέικφιλντ, Λαίδη Ηρώ, θα ήθελα να σας συστήσω σε κάποιον.»

Έκανε μεταβολή και αντίκρισε δύο λαμπερά πράσινα μάτια να την κοιτάζουν προκλητικά. ΗΗρώ έμεινε να παρακολουθεί άφωνη το Λόρδο Ξεδιάντροπο να υποκλίνεται μπροστά της, να της

Page 16: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

πιάνει το χέρι και να ακουμπά τα απαλά, καυτά χείλη του στη λεπτή επιδερμίδα της.Σαν από μακριά, άκουσε τον Μάντβιλ να μιλά δίπλα της. «Αγαπητή μου, αυτός είναι ο αδερφός

μου, ο Λόρδος Γκρίφιν Ρίντινγκ.»

Page 17: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Κεφάλαιο Δύο

Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα διοικούσε το βασίλειό της δίκαια και ειρηνικά από τότεπου πέθανε ο σύζυγός της, ο τελευταίος βασιλιάς. Ωστόσο, για μία γυναίκα δεν είναιεύκολο να ασκεί εξουσία σε έναν κόσμο ανδροκρατούμενο. Αν και είχε συμβούλουςκαι υπουργούς και διανοούμενους, δεν είχε απόλυτη εμπιστοσύνη σε κανέναν. Αυτόςήταν ο λόγος που κάθε βράδυ η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα στεκόταν στο μπαλκόνιτης, κρατώντας ένα μικρό καφετί πουλί μέσα στα χέρια της. Του ψιθύριζε τα μυστικάκαι τις ανησυχίες της, και έπειτα άνοιγε τα χέρια και το άφηνε να πετάξει ελεύθεραστο σκοτεινό ουρανό, παίρνοντας μαζί του όλες τις έννοιες της…

-από το Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα

Η Ηρώ πήρε μια βαθιά, σταθερή ανάσα και χαμογέλασε όπως άρμοζε – ούτε πολύ εγκάρδια ούτεπολύ συγκρατημένα. Είχε μια υποφερτή έκφραση που δεν μαρτυρούσε την έκπληξη που είχε νιώσειόταν ανακάλυψε πως ο Λόρδος Ξεδιάντροπος θα γινόταν σύντομα κουνιάδος της. «Χαίρομαι πολύπου σας γνωρίζω, Λόρδε Γκρίφιν.»

«Αλήθεια;» Ήταν ακόμη μισοσκυμμένος πάνω από το χέρι της, κι έτσι μόνο εκείνη μπόρεσε ναακούσει τον ψίθυρό του.

«Φυσικά.»«Ψεύτρα.»Το μέτριο χαμόγελό της έγινε κάπως αυστηρό καθώς του έλεγε μέσα από τα δόντια της: «Μην

τολμήσεις να δημιουργήσεις σκηνή!»«Σκηνή; Εγώ;» Τα μάτια του στένεψαν, και τότε η Ηρώ συνειδητοποίησε πως ίσως είχε

ακολουθήσει λάθος τακτική.Προσπάθησε να τραβήξει το χέρι της, αλλά ο απαίσιος άντρας το έσφιξε πιο δυνατά καθώς

ίσιωνε με το πάσο του την πλάτη του. «Τι μεγάλη ευχαρίστηση να γνωρίζω επιτέλους την καινούριαμου αδερφή. Δεν σε πειράζει να σε αποκαλώ “αδερφή”, έτσι δεν είναι, λαίδη μου; Αισθάνομαι σαννα γνωριζόμαστε ήδη. Σύντομα θα συναντιόμαστε σε κάθε οικογενειακή συγκέντρωση – δείπνο,πρωινό, τσάι, πρόχειρα γεύματα εδώ κι εκεί. Αυτή η προοπτική μού κόβει την ανάσα, αγαπητή μουαδερφούλα. Τι χαρούμενη οικογένεια που θα είμαστε.»

Της χαμογέλασε με κακεντρέχεια.Η Ηρώ ένιωσε την ψυχή της να επαναστατεί ακούγοντας αυτό τον αχρείο να μιλάει με τόση

οικειότητα. Η σχέση τους δεν μπορούσε να έχει τίποτα το αδερφικό. «Δεν νομίζω…»«Λυπάμαι γι’ αυτό που ακούω» μουρμούρισε εκείνος.Έσφιξε τα δόντια της και προσπάθησε να τραβήξει το χέρι της από το δικό του. Η λαβή του δεν

χαλάρωσε.«Λόρδε Γκρίφιν, θα…»

Page 18: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Ωστόσο, αν σε παρακαλούσα να χορέψεις μαζί μου, αγαπημένη μέλλουσα αδερφή μου;» τηςζήτησε με προσποιητή αθωότητα.

«Δεν…»Εκείνος ανασήκωσε τα φρύδια, και τα πράσινα μάτια του έλαμψαν πονηρά.«…πιστεύω» συνέχισε η Ηρώ, σφίγγοντας τα δόντια «πως κάτι τέτοιο θα ήταν καλή…»«Φυσικά.» Έκλινε ελαφρώς το κεφάλι και χαμήλωσε το βλέμμα. «Γιατί να θέλει μια τόσο

σοβαρή κυρία να χορέψει με έναν ανεπρόκοπο σαν κι εμένα; Με συγχωρείτε αν έγινα φορτικός.»Τα χείλη του έτρεμαν. Η Ηρώ ένιωσε το πρόσωπό της να φουντώνει. Με κάποιον τρόπο είχε

καταφέρει να κάνει εκείνη να φαίνεται το κάθαρμα σε τούτη τη διένεξη.«Λοιπόν…» Δάγκωσε το χείλι της.«Είναι μια καλή πρόταση, Ηρώ. Τι λες;» μουρμούρισε από δίπλα της ο Μάξιμους.Εκείνη αιφνιδιάστηκε λιγάκι, όμως ο Ρίντινγκ τής έσφιξε προειδοποιητικά τα δάχτυλα. Θεέ και

Κύριε! Σχεδόν είχε ξεχάσει πως βρίσκονταν στο κέντρο μιας κατάμεστης αίθουσας χορού. Δεν τηςείχε συμβεί ποτέ άλλοτε κάτι τέτοιο. Ασχέτως με το πού τύχαινε να είναι, η Ηρώ είχε πάντασυναίσθηση πως ήταν η κόρη ενός δούκα, ήξερε πάντα πώς έπρεπε να φερθεί.

Κοίταξε τον Ρίντινγκ ταραγμένη, και διαπίστωσε πως εκείνος είχε χάσει το περιπαιχτικό τουχαμόγελο. Στην πραγματικότητα, το πρόσωπό του ήταν τελείως ανέκφραστο όταν στράφηκε στοναδερφό του. «Με την άδειά σου, φυσικά, Τόμας.»

Έτσι όπως στέκονταν δίπλα-δίπλα, η Ηρώ μπορούσε τώρα να διακρίνει τις ομοιότητες των δύοαδερφών. Είχαν το ίδιο ύψος, και επιπλέον είχαν και οι δύο προτάξει με τον ίδιο τρόπο τατετράγωνα πιγούνια τους, σαν να προκαλούσαν τους υπόλοιπους άντρες που βρίσκονταν στηναίθουσα. Έτσι όπως τους μελετούσε, σκέφτηκε πως το ύφος του Ρίντινγκ τον έκανε να δείχνειμεγαλύτερος, παρόλο που εκείνη γνώριζε ότι ήταν πολλά χρόνια πιο μικρός. Τα μάτια του ΛόρδουΡίντινγκ ήταν πιο λεπτά, με βλέμμα διαπεραστικό και πολύ πιο κυνικό. Ήταν λες και είχε γνωρίσειαμέτρητες εμπειρίες σε σχέση με τον Μάντβιλ.

Ο Μάντβιλ δεν είχε απαντήσει στον αδερφό του, και η σιωπή του είχε προκαλέσει αμηχανία. Ηηλικιωμένη μαρκησία στάθηκε ανάμεσα στους δύο άντρες και κοίταξε με ολοφάνερη ανησυχία τομεγαλύτερο γιο της. Ίσως μπορούσε να επικοινωνήσει νοερά μαζί του.

Αναπάντεχα, ο Μάντβιλ κατένευσε στον αδερφό του και χαμογέλασε, αν και το μόνο πουάλλαξε στο πρόσωπό του ήταν οι άκρες των χειλιών του που ανασηκώθηκαν.

Ο Ρίντινγκ γύρισε αμέσως και την οδήγησε προς το μέρος της πίστας. Τα βήματά του φαίνοντανήρεμα, ωστόσο η Ηρώ ένιωσε πως βρέθηκε πολύ γρήγορα στο κέντρο της αίθουσας.

«Τι ετοιμάζεις;» τον ρώτησε μέσα από τα δόντια της.«Ένα μενουέτο, πιστεύω.»Απάντησε στο παιδιάστικο αστειάκι του με μια εύγλωττη ματιά.«Λοιπόν, λοιπόν, αγαπητή μου αδερφούλα, μου…»«Σταμάτα να με αποκαλείς έτσι!»«Πώς; Αδερφή;»Βρίσκονταν στην πίστα τώρα, και ο Ρίντινγκ γύρισε για να σταθεί απέναντί της καθώς τα

υπόλοιπα ζευγάρια έπαιρναν τις θέσεις τους γύρω τους.

Page 19: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Η Ηρώ μισόκλεισε τα μάτια. «Ναι!»«Μα, σύντομα θα γίνεις αδερφή μου» της είπε αργά και υπομονετικά, σαν να μιλούσε σε ένα όχι

και τόσο ευφυές παιδί. «Η γυναίκα του μεγάλου μου αδερφού, ανώτερη από μένα, πάντα άξιασεβασμού. Πώς αλλιώς να σε αποκαλώ αν όχι αδερφή;» Γούρλωσε τα μάτια με τόση αθωότητα, πουη Ηρώ κόντεψε να βάλει τα γέλια.

Ευτυχώς κατάφερε να συγκρατηθεί. Ένας Θεός ήξερε τι θα μπορούσε να σκεφτεί ο Μάντβιλ –για να μην αναφέρουμε τον αδερφό της– αν ξεσπούσε σε γέλια σαν μαθητριούλα στο χορό τωναρραβώνων της. «Για ποιο λόγο μού ζήτησες να χορέψουμε;»

Εκείνος προσποιήθηκε τον πληγωμένο. «Μα, φυσικά, επειδή σκέφτηκα να γιορτάσουμε τονυπέροχο αρραβώνα σου με τον αδερφό μου.»

Ανασήκωσε το αριστερό της φρύδι, κάτι που δυστυχώς δεν έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα.Ο Ρίντινγκ έγειρε προς το μέρος της και ψιθύρισε με βραχνή φωνή: «Ή μήπως θα προτιμούσες

να συζητήσουμε τις λεπτομέρειες της γνωριμίας μας μπροστά στις οικογένειές μας;»Η μουσική ξεκίνησε και η Ηρώ έκανε μια ελαφριά υπόκλιση. «Γιατί να με πείραζε κάτι τέτοιο;

Νομίζω πως εσύ είσαι αυτός που θα βγει χαμένος αν μαθευτεί ο τρόπος που πρωτοσυναντηθήκαμε.»«Έτσι θα σκέφτονταν κάποιοι» της απάντησε καθώς διέγραφαν κύκλους ο ένας με τον άλλον.

«Όμως, ο απίστευτα στενοκέφαλος χαρακτήρας του αδερφού μου δεν λαμβάνει σοβαρά υπόψη τουτις διάφορες εικασίες.»

Η Ηρώ σκυθρώπιασε. «Τι θέλεις να υπαινιχτείς;»«Δεν υπαινίσσομαι τίποτα. Ξεκάθαρα μιλάω» μουρμούρισε ο Ρίντινγκ. «Ο αδερφός μου είναι

ένα πεισματάρικο γαϊδούρι, που αν σε είχε ανακαλύψει μέσα σε εκείνο το σαλονάκι μαζί με μένα καιτην Μπελ, θα είχε βγάλει αμέσως ένα σωρό ατυχή και λάθος συμπεράσματα.»

Τα βήματα του χορού τούς απομάκρυναν για λίγο, και η Ηρώ προσπάθησε να αφομοιώσει τηνιδέα ενός άντρα τόσο στενοκέφαλου, που ήταν ικανός να σκεφτεί τα χειρότερα ακόμα και για τονίδιο τον αδερφό του.

Όταν βρέθηκαν ξανά κοντά, ρώτησε ήρεμα: «Γιατί μου τα λες αυτά;»Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Απλώς εκφράζω την αλήθεια.»Κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Δεν νομίζω. Πιστεύω πως πασχίζεις να αποδυναμώσεις τα

αισθήματά μου για τον αδερφό σου, κάτι που πραγματικά είναι πολύ κακόβουλο.»Της χαμογέλασε, αν και κάτω από το δεξί του μάτι τρεμόπαιζε ένας μυς. «Λαίδη Τέλεια, να που

συναντιόμαστε και πάλι.»«Σταμάτα να με αποκαλείς έτσι» είπε άγρια. «Δεν πιστεύω πως ο Μάντβιλ είναι τόσο

κακοπροαίρετος όσο φαίνεται να πιστεύεις εσύ.»«Δεν θα ήθελα να κοντραριστώ με μια κυρία, φυσικά, ωστόσο δεν έχεις ιδέα ως πού μπορεί να

φτάσει.»Τον κοίταξε θυμωμένα. «Γίνεσαι προσβλητικός, κύριε, τόσο απέναντι στον αδερφό σου, όσο και

σε μένα. Δεν μπορώ να φανταστώ τι σου έχει κάνει ο αδερφός σου, ώστε να αξίζει μια τόσο άσχημηαντιμετώπιση.»

Έγειρε προς το μέρος της, τόσο κοντά της, που η Ηρώ μύρισε την κολόνια του – άρωμαλεμονιάς και σανταλόξυλου. «Δεν μπορείς;»

Page 20: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Ένιωσε ένα ρίγος μπροστά στην απειλή που έκρυβε το ξαφνικό πλησίασμά του. Δεν ήτανμικροκαμωμένη γυναίκα –στην πραγματικότητα, ήταν ψηλότερη από τις περισσότερες γνωστέςτης–, όμως ο Ρίντινγκ ήταν άντρας, και τουλάχιστον τριάντα εκατοστά πιο ψηλός. Χρησιμοποιούσεαυτό το φυσικό πλεονέκτημα για να την τρομοκρατήσει.

Λοιπόν, δεν θα τρόμαζε τόσο εύκολα. Ξεφύσησε ήρεμα και γύρισε να τον κοιτάξει ίσια σταμάτια. «Όχι. Όχι, δεν μπορώ να διανοηθώ τίποτα τόσο τρομερό, που να δικαιολογεί όλον αυτόν τοδιασυρμό που κάνεις στον αδερφό σου.»

«Τότε, ίσως η φαντασία σου να είναι ελλιπής» της είπε, και το βλέμμα του σκοτείνιασε.«Ή ίσως να είσαι εσύ ελλιπής.»«Στα μάτια σου ίσως και να είμαι. Στο κάτω-κάτω, δεν διαθέτω την τελειότητα του αδερφού

μου. Δεν είμαι επιφανές μέλος του Κοινοβουλίου, και δεν έχω ούτε τη χάρη ούτε την ομορφιά του.Επιπλέον» –έσκυψε πάλι προς το μέρος της– «δεν έχω το σπουδαίο τίτλο που φέρει εκείνος.»

Για μια στιγμή έμεινε να τον κοιτάζει με δυσπιστία. Έπειτα γέλασε σιγανά. «Τον ζηλεύεις τόσοπολύ, που νομίζεις ότι παντρεύομαι τον αδερφό σου μόνο για το αξίωμά του;»

Αισθάνθηκε ικανοποίηση όταν τον είδε να τινάζει προς τα πίσω το κεφάλι, με μια έκφρασησυνοφρύωσης στο πρόσωπό του. «Δεν ζηλεύω…»

«Όχι;» τον διέκοψε με γλυκιά φωνή. «Τότε, ίσως να είσαι απλώς ανόητος. Ο Μάντβιλ είναι έναςέντιμος άντρας. Ένας καλός άνθρωπος. Και, ναι, ένας άντρας που τον σέβεται ο κύκλος του και όλοιόσοι έχουν δοσοληψίες μαζί του, όπως ας πούμε ο φίλος και συνεργάτης του ο αδερφός μου. Νιώθωπερήφανη που είμαι η αρραβωνιαστικιά του.»

Ο χορός τούς χώρισε, κι όταν ξαναβρέθηκαν, ο Ρίντινγκ κατένευσε σφιγμένα. «Ίσως να έχειςδίκιο. Ίσως να είμαι απλώς ένας ανόητος.»

Πετάρισε τα βλέφαρά της, απροετοίμαστη για το τελευταίο σχόλιό του. Αν ήταν ο αχρείος πουείχε πιστέψει η Ηρώ, δεν θα παραδεχόταν τόσο πρόθυμα ένα ανθρώπινο ελάττωμά του.

Εκείνος την κοίταξε. Η μία άκρη των χειλιών του είχε ανασηκωθεί, σαν να ήξερε τι σκεφτόταν.«Θα πεις στον Τόμας για τη γνωριμία μας;»

«Όχι.» Δεν χρειάστηκε ούτε να το σκεφτεί.«Σοφή απόφαση. Όπως σου είπα, ο αδερφός μου δεν θα σκεφτόταν τα καλύτερα για τη

συμμετοχή σου.»Η Ηρώ ένιωσε να την πλημμυρίζει αβεβαιότητα. Όσο κι αν δεν ήθελε να το πιστέψει για τον

Μάντβιλ, ο αρραβωνιαστικός της θα μπορούσε να καταλήξει σε λάθος συμπεράσματα.Απόδιωξε αυτήν τη σκέψη και κοίταξε τον Ρίντινγκ στα μάτια. «Τη δική σου φήμη φροντίζω να

προστατέψω.»Εκείνος έριξε πίσω το κεφάλι και έβαλε τα γέλια, ένας ήχος πλούσιος, και εντελώς αρρενωπός,

προκαλώντας περίεργες ματιές από τους υπόλοιπους χορευτές. «Δεν το ξέρεις; Εγώ δεν έχω καμίαφήμη για να προστατέψω, αγαπητή μου Λαίδη Τέλεια. Πέταξε την ασπίδα και το ξίφος σου, άφησετη λαμπερή σου πανοπλία. Δεν υπάρχει κανένας δράκος που να με απειλεί, για να τον σκοτώσεις.Δεν χρειάζεται να με προστατέψεις από κανέναν.»

«Όχι;» ρώτησε χωρίς να το καλοσκεφτεί, παρασυρμένη από την περιέργειά της. Είχε ακούσεικάποιες φήμες που ψιθυρίζονταν για το μυστηριώδη αδερφό του μνηστήρα της, αλλά ήταν

Page 21: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

εκνευριστικά αόριστες. «Είσαι τόσο αδιόρθωτος;»«Είμαι ένα γνήσιο κάθαρμα.» Πέρασε γύρω της, με βήματα αργά, σύμφωνα με τη μουσική,

ψιθυρίζοντας τόσο όσο χρειαζόταν για να τον ακούσει μόνο εκείνη. «Ένας διαφθορέας, ένας αλήτης,ένας άσωτος. Είμαι πασίγνωστος για τις αδυναμίες μου· πίνω πολύ, κυνηγάω τον ποδόγυρο καικάνω κακές παρέες. Δεν διαθέτω σύνεση, δεν έχω ηθικούς φραγμούς και δεν με ενδιαφέρει νααποκτήσω. Κατά κάποιον τρόπο, είμαι ο διάβολος προσωποποιημένος, κι εσύ, πολυαγαπημένη μουΛαίδη Τέλεια, καλά θα κάνεις να αποφύγεις τη συντροφιά μου πάση θυσία.»

* * *

Μία έκρηξη γέλιου έκανε τον Τόμας Ρίντινγκ, το Μαρκήσιο του Μάντβιλ, να κοιτάξει προς τηνπίστα. Ο Γκρίφιν είχε ρίξει πίσω το κεφάλι και γελούσε με ανάρμοστη έλλειψη αυτοσυγκράτησης μεκάτι που του είχε πει η Λαίδη Ηρώ. Ευτυχώς, εκείνη έδειχνε να διασκεδάζει λιγότερο. Εντούτοις, οΤόμας ένιωσε τους ώμους του να σφίγγονται ενστικτωδώς.

Να πάρει ο διάβολος τον Γκρίφιν.«Ο αδερφός σου δείχνει να απολαμβάνει το χορό με την αδερφή μου» μουρμούρισε ο

Γουέικφιλντ.Ο Τόμας κοίταξε τα ψυχρά καστανά μάτια του δούκα. Ήταν πάντα εκνευριστικά δύσκολο να

μαντεύει αυτά που σκεφτόταν ο Γουέικφιλντ, όμως, για την ώρα, ο άντρας θύμιζε σφίγγα σεαρσενική έκδοση.

Άφησε ένα μουγκρητό και έστρεψε ξανά το βλέμμα στον Γκρίφιν που χόρευε με τη μέλλουσασύζυγό του. «Πραγματικά τον απολαμβάνει.»

Ο Γουέικφιλντ σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του. «Η Ηρώ ήταν σε όλη της τη ζωή κάτω απότην επιτήρηση της οικογένειας –όπως αρμόζει στη θέση της– και έχει υψηλές ηθικές αρχές. Το ξέρωπως δεν πρόκειται να ξεστρατίσει μπροστά σε οποιονδήποτε πειρασμό.»

Ο Τόμας κατένευσε, νιώθοντας ξαφνικά ένα αίσθημα ταπείνωσης μπροστά στην καλυμμένηεπίπληξη του δούκα. «Σε πιστεύω, εξοχότατε. Η Λαίδη Ηρώ έχει την απόλυτη εμπιστοσύνη μου, καιδεν πρόκειται ποτέ να της φερθώ παρά μόνο με σεβασμό.»

«Ωραία.» Ο Γουέικφιλντ έπλεξε τα χέρια πίσω από την πλάτη του, και για λίγο έμεινε σιωπηλόςνα παρατηρεί μαζί με τον άλλον άντρα τους χορευτές. Ύστερα είπε ήρεμα: «Η εισήγηση ήτανανώφελη.»

Ο Τόμας τού έριξε μια κοφτή ματιά. Σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν την άμετρηκατανάλωση τζιν από τη φτωχική τάξη του Λονδίνου, είχαν καταθέσει μία πρόταση στοΚοινοβούλιο τον περασμένο Ιούνιο. Η πρόταση αυτή εξασφάλιζε μία πριμοδότηση στουςπληροφοριοδότες που κατέδιδαν όσους πουλούσαν παράνομα αυτό το ποτό.

«Κάθε μέρα όλο και περισσότεροι έμποροι τζιν οδηγούνται στους δικαστές» είπε αργά ο Τόμας.«Γιατί λες ότι ήταν ανώφελη;»

Ο Γουέικφιλντ ανασήκωσε τους ώμους. Η φωνή του ήταν χαμηλή και ελεγχόμενη, όμως οθυμός του φαινόταν ξεκάθαρα. «Τραβολογούν τις φτωχές γυναίκες που πουλάνε στις χειράμαξεςαυτό το ποτό του διαβόλου. Φουκαράδες που κερδίζουν μόνο λίγες πέννες την ημέρα. Αυτό πουπρέπει να γίνει είναι να συλλάβουμε εκείνους που παράγουν το τζιν. Όλους αυτούς τους ισχυρούς

Page 22: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

που κρύβονται στις σκιές και πλουτίζουν εις βάρος αυτών των κακόμοιρων πλασμάτων.»Ο Τόμας έσφιξε τα χείλη. Στην πίστα, η Λαίδη Ηρώ κοιτούσε βλοσυρά τον Γκρίφιν, και αυτή η

εικόνα τον ανακούφισε. «Αν συλληφθούν αρκετοί πωλητές, θα αποθαρρυνθούν και οιπαρασκευαστές – σε διαβεβαιώνω. Η εισήγηση έγινε αποδεκτή μόλις πριν από λίγους μήνες. Πρέπεινα δώσουμε λίγο χρόνο, φίλε μου.»

«Δεν έχω χρόνο» απάντησε ο Γουέικφιλντ. «Το Λονδίνο υποφέρει από αυτήν τη μάστιγα. Στηνυπέροχη πόλη μας είναι περισσότεροι αυτοί που πεθαίνουν παρά όσοι γεννιούνται. Οι δρόμοι και οισοφίτες του Ιστ Εντ είναι γεμάτοι πτώματα. Αλκοολικοί έχουν εγκαταλείψει τις συζύγους τους,μεθυσμένες γυναίκες σκοτώνουν τα μωρά τους, παιδιά οδηγούνται στο θάνατο ή στην πορνεία. Πώςμπορεί να προκόψει η Αγγλία αν η εργατική τάξη εκφυλίζεται σωματικά και πνευματικά; Θαμαραθούμε και θα αποτύχουμε σαν έθνος αν δεν εξαφανίσουμε το τζιν από την πόλη μας.»

Ο Τόμας ήξερε πως ο Γουέικφιλντ ανησυχούσε για το πρόβλημα του αλκοολισμού, αλλά τουφαινόταν πως γινόταν υπερβολικός. Τόσο πάθος δεν ταίριαζε με τον άντρα που εκείνος πίστευε πωςγνώριζε.

Μία κίνηση στην άλλη άκρη της πίστας τράβηξε το βλέμμα του και σκόρπισε τις σκέψεις του.Μία γυναίκα εμφανίστηκε ανάμεσα στο πλήθος. Ένα φόρεμα σε εκτυφλωτικό πορτοκαλί χρώμαέπεφτε πάνω από το ανοιχτοκίτρινο μεσοφόρι της. Τα μαλλιά της ήταν έντονα κόκκινα, τα χείλη καιτα μάγουλά της βαμμένα ροζ. Όλοι οι άντρες που βρίσκονταν κοντά της την παρατηρούσαν καθώςχτυπούσε παιχνιδιάρικα το μπράτσο του συνοδού της με τη διπλωμένη βεντάλια της. Εκείνος κάτιτης είπε, και η γυναίκα τέντωσε τον αλαβάστρινο λαιμό της και ξέσπασε σε γέλια, κάνοντας τοπλούσιο στήθος της να σείεται.

«…μόνο αν ένας άντρας με ουσιαστική αξία θελήσει να εξουδετερώσει τους παραγωγούς…»έλεγε ο Γουέικφιλντ.

Ο Τόμας ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του, συνειδητοποιώντας πως είχε χάσει τα πιο πολλά από όσαέλεγε η παρέα του. Στράφηκε προς το μέρος του δούκα, αλλά με την άκρη του ματιού του μπορούσεακόμη να βλέπει τη γυναίκα που έσερνε τσαχπίνικα τα δάχτυλά της πάνω στις καμπύλες τουστήθους της. «Ζωηρό κορίτσι.»

«Ποιο;»Να πάρει, είχε μιλήσει δυνατά, και τώρα ο Γουέικφιλντ περίμενε μια απάντηση.Ο Τόμας χαμογέλασε. «Η κυρία Τέιτ.» Έδειξε με το πιγούνι του τη γυναίκα στην άλλη μεριά της

αίθουσας. «Κάθε φορά που τη βλέπω, συνοδεύεται και από διαφορετικό καβαλιέρο, πάντα νεότεροαπό την ίδια. Θα έπρεπε να συλληφθεί και να κατηγορηθεί για απρέπεια. Είναι προφανές ότι είναι τολιγότερο τριάντα πέντε χρόνων.»

«Τριάντα οχτώ» μουρμούρισε ο Γουέικφιλντ.Ο Τόμας στράφηκε και του έριξε μια δύσπιστη ματιά. «Τη γνωρίζεις;»Εκείνος ανασήκωσε τα φρύδια. «Πιστεύω πως οι περισσότεροι στο Λονδίνο τη γνωρίζουν.»Ο Τόμας κοίταξε ξανά την κυρία Τέιτ. Άραγε μιλούσε θεωρητικά ο Γουέικφιλντ; Ή μήπως ο

δούκας είχε πάει στο κρεβάτι με αυτήν τη γυναίκα;«Έχει ετοιμότητα πνεύματος και αεράτους τρόπους» έλεγε τώρα ήρεμα ο Γουέικφιλντ.

«Άλλωστε, παντρεύτηκε έναν άντρα που είχε την τριπλή ηλικία από την ίδια. Δεν την καταδικάζω αντώρα που χήρεψε το ρίχνει και λιγάκι έξω.»

Page 23: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Επιδεικνύει τον εαυτό της» είπε ο Τόμας μέσα από τα δόντια του, και ένιωσε πάνω του τοβλέμμα του Γουέικφιλντ.

«Ίσως, αλλά μόνο σε ανύπαντρους κύριους. Προσέχει να μην ερωτοτροπεί με δεσμευμένους.»Σαν να είχε ακούσει τη λέξη δεσμευμένους, η Λαβίνια Τέιτ σήκωσε άξαφνα το βλέμμα, κάλυψε

την απόσταση που τους χώριζε, και συνάντησε το δικό του. Εκείνος κατάλαβε, παρόλο που δενμπορούσε να τα δει τώρα, πως τα μάτια της είχαν ένα ανοιχτό καστανό χρώμα. Αυτό, σκέφτηκε μεικανοποίηση, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το αλλάξει. Τα μάτια της ήταν και θα έμεναν πάντασυνηθισμένα, ασχέτως με το πόση μπογιά χρησιμοποιούσε εκείνη.

Η Λαβίνια συνέχισε να τον κοιτάζει και σήκωσε προκλητικά το πιγούνι της με έναν τρόπο πουθα προκαλούσε την προσοχή οποιουδήποτε θερμόαιμου άντρα. Είχε μία έκφραση που του θύμισετον Παράδεισο, και την Εύα που τόλμησε να δώσει το περιώνυμο μήλο στον Αδάμ.

Ο Τόμας απέστρεψε σκόπιμα το βλέμμα του από την υπεροπτική ματιά της. Είχε δοκιμάσεικάποτε αυτού του είδους το φρούτο και, παρόλο που είχε αποδειχτεί δύσκολο, είχε καταφέρει νααπαρνηθεί τη μεθυστική του γεύση. Αυτή η γυναίκα ήταν ανήθικη, τελεία και παύλα. Και αν είχεμπουχτίσει στη ζωή του από κάτι, αυτό ήταν οι ανήθικες γυναίκες.

* * *

Το πρόσωπο της Λαίδης Ηρώς ήταν ήρεμο, μελαγχολικό, και αρκετά όμορφο – και δεν έδειχνεκαθόλου εντυπωσιασμένο από τη δραματική ομολογία του Γκρίφιν για τις αμαρτίες του.

«Είχα καταλήξει ήδη πως είσαι ένα κάθαρμα» του είπε μόλις εκείνος σταμάτησε μπροστά της καιέκανε μια χαριτωμένη υπόκλιση. «Ωστόσο, από τη στιγμή που πρόκειται να γίνεις κουνιάδος μου,Λόρδε Ρίντινγκ, νομίζω πως θα είναι πολύ δύσκολο να αποφεύγω τη συντροφιά σου.»

Σίγουρα αυτή η γυναίκα ήξερε πολύ καλά πώς να διαλύει τις αυταπάτες ενός άντρα για τον εαυτότου. Για άλλη μια φορά συνειδητοποίησε πόσο μεγάλη ειρωνεία ήταν να διαλέξει ο Τόμας γιαμνηστή του, ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες που είχαν παρευρεθεί στο χορό, τη συγκεκριμένη. Μιαγυναίκα που δεν έκανε τίποτα για να κρύψει την αντιπάθειά της για τον Γκρίφιν. Μια γυναίκα πουτον είχε δει σε μία από τις χειρότερες στιγμές του, και δεν έδειχνε πρόθυμη να ξεχάσει το θέαμα.Μια γυναίκα που αισθανόταν περήφανη για τη δική της αγνή ψυχή.

Η Λαίδη Τέλεια – μια τέλεια κυρία για τον τέλειο αδερφό του.Την κοίταξε με δυσμένεια να ανασηκώνει αυτό το καταραμένο αριστερό της φρύδι ερωτηματικά.

Δεν την έλεγε κανείς καλλονή, τη μνηστή του αδερφού του. Όμως, είχε αυτήν τη φινέτσα πουχαρακτήριζε την ανώτερη τάξη της αγγλικής κοινωνίας – αλαβάστρινη επιδερμίδα, στενόμακροπρόσωπο, λεπτά χαρακτηριστικά, και μαλλιά κόκκινα που, όμως, διέφεραν από το πυρρόξανθοχρώμα του λαουτζίκου.

Είχε συναντήσει αυτό τον τύπο γυναίκας εκατοντάδες φορές μέχρι τώρα, κι ωστόσο… Η ΛαίδηΗρώ είχε κάτι το εντελώς διαφορετικό. Καταρχάς, οι περισσότερες γυναίκες της σειράς της θα τονείχαν εγκαταλείψει στη μοίρα του εκεί στο σαλονάκι. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη είχε πάει ενάντια στιςηθικές αρχές της, για να σώσει και αυτόν και την Μπέλα. Είχε παρακινηθεί από συμπόνια για δύοάγνωστους; Ή απλώς ήταν η αδιαφορία της στους κώδικες ηθικής που υποσκέλισε ακόμα και τηναπέχθειά της για όσα είχε ανακαλύψει να διαδραματίζονται μέσα σε εκείνο το καθιστικό;

Page 24: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Ο Γκρίφιν έριξε μια ματιά γύρω του. Η μουσική είχε σταματήσει, ο χορός είχε τελειώσει καιεκείνος έπρεπε να τη συνοδέψει πίσω στο στενοκέφαλο Τόμας. Πράγμα που θα το έκανε, φυσικά,απλώς όχι ακόμη.

Έκανε μια υπόκλιση και της πρόσφερε τον αγκώνα του με προσποιητή ευπείθεια. «Δεν είναιλυπηρό;»

Εκείνη κοίταξε το μπράτσο του με απροσδόκητη καχυποψία, αλλά ένιωσε υποχρεωμένη νατηρήσει τους τύπους και να το πιάσει. Ο Γκρίφιν κατέπνιξε ένα αίσθημα θριάμβου.

«Ποιο πράγμα;» τον ρώτησε επιφυλακτικά.«Ω, το ότι μια γυναίκα τόσο ευσεβής όσο είσαι εσύ, θα πρέπει να ανέχεται τη συντροφιά ενός

καθάρματος σαν εμένα μόνο και μόνο από ευγένεια.»«Χμ.» Τον άφησε να την οδηγήσει ανάμεσα στον κόσμο, κρατώντας ψηλά το πιγούνι της.

«Ελπίζω πως ξέρω ποιο είναι το καθήκον μου.»Ο Γκρίφιν χαμήλωσε το βλέμμα. «Κάνε γρήγορα. Με το να παρατείνεις την παρουσία μου στη

ζωή σου σίγουρα μειώνονται οι ευκαιρίες σου να αγιάσεις.»Αν δεν είχε γυρίσει να την κοιτάξει εκείνην ακριβώς τη στιγμή, δεν θα είχε προσέξει τη σύσπαση

των τρυφερών, ροδαλών χειλιών της. Έλα, Χριστέ και Παναγιά. Η Λαίδη Τέλεια διέθετε αίσθησητου χιούμορ! Την είχε πιάσει να χαμογελάει, έστω κι αν η έκφρασή της ήταν σταθερή καιαδιασάλευτη. Πώς να ήταν άραγε ένα αληθινό χαμόγελο στο πρόσωπό της; Τι θα γινόταν ανγελούσε κανονικά;

Με το ενδιαφέρον του ξαναμμένο, χαμήλωσε το κεφάλι προς το μέρος της, εισπνέοντας τολουλουδάτο άρωμά της. «Αν δεν παντρεύεσαι τον αδερφό μου για τον τίτλο του, τότε γιατί;»

Τα μεγάλα γκρίζα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και τον κοίταξαν έκπληκτα. Βρίσκονταν τόσοκοντά, που δεν χρειαζόταν παρά να σκύψει ένα ακόμα εκατοστό, ώστε τα χείλη του να αγγίξουν ταδικά της. Θα μπορούσε να ανακαλύψει τη γεύση τους αν εκείνη παραδινόταν στο φιλί του γλυκά καιαπαλά σαν μυρωδάτο μέλι.

Θεέ και Κύριε! Τράβηξε πίσω το κεφάλι του.Ευτυχώς, η Ηρώ δεν φάνηκε να είχε προσέξει τη σύγχυσή του. «Τι εννοείς;»Εκείνος πήρε μια βαθιά αναπνοή και κοίταξε μακριά. Είχαν βρεθεί στην απέναντι πλευρά της

αίθουσας τώρα και προχωρούσαν προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που βρισκόταν ο Τόμας,παρόλο που η κοπέλα δεν φαινόταν να το είχε προσέξει. Έπαιζε με τη φωτιά, το ήξερε, αλλά πάντα οκίνδυνος τον έβαζε σε πειρασμό.

«Γιατί παντρεύεσαι τον Τόμας;»«Είναι φίλος με τον αδερφό μου. Ο Μάξιμους με παρότρυνε να ενδώσω στο προξενιό.»«Αυτό είναι όλο;»«Όχι, και βέβαια όχι. Ο αδερφός μου δεν θα τον ήθελε για μένα αν ο μαρκήσιος δεν ήταν ένας

άνθρωπος ευυπόληπτος, ευγενικός και ευκατάστατος.» Αράδιασε όλα τα επιχειρήματα του αδερφούτης σαν να απαριθμούσε τα προσόντα ενός βαρβάτου κριαριού.

«Δεν τον αγαπάς;» τη ρώτησε με γνήσια περιέργεια.Έσμιξε τα φρύδια σαν να της είχε μιλήσει σε άλλη γλώσσα. «Δεν αμφιβάλλω καθόλου πως

κάποια μέρα θα νιώσω στοργή γι’ αυτόν, φυσικά.»

Page 25: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Φυσικά» μουρμούρισε εκείνος, νιώθοντας πάλι αυτό τον ανόητο θρίαμβο. «Όπως για ένασυμπαθητικό κουτάβι σπάνιελ, φαντάζομαι.»

Η Ηρώ σταμάτησε απότομα, και, αν δεν τη συγκρατούσε η ανατροφή της, ο Γκρίφιν είχε τηναίσθηση πως θα έφερνε τα χέρια της στους γοφούς σαν μια εξοργισμένη σύζυγος. «Ο Μάντβιλ δενείναι σπάνιελ!»

«Μήπως, τότε, ντανουά;»«Λόρδε Γκρίφιν…»Εκείνος την τράβηξε, οδηγώντας τη στην άλλη άκρη της αίθουσας. «Είναι που πάντα πίστευα ότι

θα ήταν πολύ όμορφο.»«Ποιο πράγμα;»«Το να είσαι ερωτευμένος με τη γυναίκα σου – ή, στη δική σου περίπτωση, με τον άντρα σου.»Η έκφρασή της μαλάκωσε προς στιγμή. Τα γκρίζα μάτια της σαν να τα σκέπασε ομίχλη, τα

όμορφα χείλη της μισάνοιξαν. Ο Γκρίφιν έπιασε τον εαυτό του να παρασύρεται σε μια φευγαλέασυγκίνηση. Μήπως αυτή ήταν η πραγματική εικόνα της;

Αλλά σχεδόν αμέσως έγινε πάλι η Λαίδη Τέλεια, με την πλάτη στητή, τα χείλη σφιχτά και ταμάτια της να μην προδίδουν απολύτως τίποτα. Η αλλαγή ήταν μάλλον εντυπωσιακή. Τι τημεταμόρφωνε σε έναν τέτοιο χαμαιλέοντα;

«Τι ρομαντικό» του είπε αργόσυρτα και τυπικά, με φωνή που φανέρωνε ανία «να πιστεύεις πωςο έρωτας έχει οποιαδήποτε σχέση με το γάμο.»

«Γιατί;»«Επειδή ο γάμος στον κύκλο μας είναι ένα συμβόλαιο ανάμεσα στις δύο οικογένειες, όπως πολύ

καλά ξέρεις.»«Και δεν μπορεί να είναι κάτι περισσότερο;»«Κάνεις επίτηδες το βλάκα» είπε ανυπόμονα. «Δεν έχεις ανάγκη να σου εξηγήσω εγώ τους

κοινωνικούς κανόνες.»«Κι εσύ γίνεσαι επίτηδες χοντροκέφαλη. Οι γονείς μου το είχαν.»«Τι πράγμα;»«Τον έρωτα» της απάντησε, προσπαθώντας να κρύψει την ενόχληση από τη φωνή του.

«Αγαπούσαν ο ένας τον άλλον. Το ξέρω πως είναι σπάνιο, όμως είναι πιθανό, ακόμα κι αν δεν τοέχεις δει ποτέ…»

«Και οι δικοί μου γονείς.»Ήταν η σειρά του να δείξει σαστισμένος. «Τι;»Το κεφάλι της είχε χαμηλώσει τόσο που μπορούσε να δει μονάχα τα χείλη της που είχαν

κρεμάσει μελαγχολικά. «Και οι γονείς μου. Έχω αναμνήσεις από… από βαθιά στοργή μεταξύ τους.»Ξαφνικά εκείνος θυμήθηκε πως οι γονείς της είχαν σκοτωθεί. Ήταν μια υπόθεση που είχε πάρει

μεγάλες διαστάσεις πριν από δεκαπέντε χρόνια – ο Δούκας και η Δούκισσα του Γουέικφιλντ είχανδολοφονηθεί από κοινούς ληστές έξω από ένα θέατρο. «Με συγχωρείς.»

Η Ηρώ πήρε μια βαθιά αναπνοή και σήκωσε το κεφάλι, με πρόσωπο συγκινητικά ευάλωτο προςστιγμή. «Δεν πειράζει. Σχεδόν ποτέ κανείς δεν μου τους αναφέρει. Λες και δεν υπήρξαν ποτέ. Εγώήμουν εσώκλειστη στο σχολείο όταν πέθαναν, όμως έχω κάποιες τρυφερές αναμνήσεις από εκείνους

Page 26: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

πριν… πριν συμβεί αυτό που συνέβη.»Κούνησε με κατανόηση το κεφάλι, νιώθοντας τη διάθεση να την προστατέψει, νιώθοντας μια

τρυφερότητα γι’ αυτή την περήφανη, αψίθυμη γυναίκα. Περπάτησαν για λίγο χωρίς να μιλούν,ανάμεσα στο πλήθος που πηγαινοερχόταν γύρω τους, προσέχοντας να μην έχουν καμία επαφήμεταξύ τους. Έμοιαζαν σαν να μην ήταν μαζί παρέα. Ο Γκρίφιν έκλινε το κεφάλι σε έναν ή δύοανθρώπους που διασταυρώθηκαν μαζί του, και συνέχισε να περπατά, αποτρέποντας κάθε συζήτηση.

«Ίσως έχεις δίκιο» του είπε η Ηρώ έπειτα από λίγο. «Ένας γάμος όπου υπάρχει και αγάπηανάμεσα στα δύο μέρη είναι σίγουρα ο ιδανικός.»

«Τότε, γιατί συμβιβάζεσαι με λιγότερα;»«Η αγάπη μπορεί να αναπτυχθεί μεταξύ δύο συζύγων και μετά το γάμο.»«Επίσης, μπορεί και να μην αναπτυχθεί.»Ανασήκωσε τους ώμους, σκεπτική. «Όλοι οι γάμοι είναι ένα είδος τζόγου. Προσπαθεί κανείς να

αυξήσει τις πιθανότητες επιτυχίας κάνοντας τη σωστή επιλογή – ας πούμε με το να διαλέξει ένανάντρα αποδεκτό, που προέρχεται από καλή οικογένεια, και τέτοια.»

«Και οι Ρίντινγκ δεν κουβαλάνε ιστορικό τρέλας, πράγμα πολύ ευχάριστο στην αριστοκρατικήτάξη» μουρμούρισε εκείνος.

Τον κοίταξε, σουφρώνοντας τη μύτη. «Θα το θεωρούσες καλύτερο αν παντρευόμουν κάποιονπου την οικογένειά του τη βάραινε ιστορικό τρέλας;»

«Όχι, και βέβαια όχι.» Συνοφρυώθηκε, προσπαθώντας να καταλάβει το λόγο που τον ενοχλούσεη μάλλον ψυχρή απόφασή της να παντρευτεί τον αδερφό του. Ένας Θεός ήξερε πως δεν ανησυχούσεκαθόλου μήπως πονέσει η καρδιά του Τόμας. «Το παραδέχτηκες κι εσύ πως ένας γάμος με αγάπηείναι ιδανικός. Γιατί δεν περιμένεις να κάνεις έναν τέτοιο;»

«Περίμενα. Πάνω από έξι χρόνια περίμενα.»«Όλον αυτό τον καιρό έψαχνες την αληθινή αγάπη;»«Ίσως.» Ανασήκωσε τους ώμους, δείχνοντας φανερά ενοχλημένη. «Ή κάτι που να μοιάζει με

αληθινή αγάπη. Άλλωστε, πόσο καιρό νομίζεις πως θα έπρεπε να περιμένω; Μήνες; Χρόνια; Είμαιείκοσι τεσσάρων χρόνων. Έχω την υποχρέωση να παντρευτώ και να κάνω έναν καλό γάμο. Δενμπορώ να περιμένω για πάντα.»

«Την υποχρέωση.» Η λέξη άφησε μια πικρή γεύση στη γλώσσα του παρόλο που ήταν κάτι πουείχε ξανακούσει πολλές φορές. Όλες οι κοπέλες της τάξης του δεν είχαν «την υποχρέωση» νακάνουν έναν καλό γάμο;

Η Ηρώ κούνησε το κεφάλι. «Κι αν συναντήσω την αληθινή αγάπη στα εξήντα μου; Κι αν δεν τησυναντήσω ποτέ; Κανείς δεν μπορεί να μου εγγυηθεί πως θα τη βρω. Θα προτιμούσες να μείνω μιαγεροντοκόρη που εξακολουθεί να αυταπατάται και να ελπίζει;»

Την κοίταξε με περιέργεια. «Πιστεύεις πως έχεις την αληθινή αγάπη;»«Ίσως όχι την αληθινή αγάπη, όμως σίγουρα έχω κάποιον. Νομίζω… Ναι, νομίζω πως ο καθένας

μας είναι ικανός να ερωτευτεί, ακόμα και να αγαπήσει βαθιά, και πως κάπου εκεί έξω υπάρχει έναςάνθρωπος που θα ανταποκριθεί σε αυτή την αγάπη.» Ζάρωσε τη μύτη, δείχνοντας ξαφνικά μεγάλησιγουριά. «Χωρίς αμφιβολία, θα βρίσκεις ανόητες τις κουβέντες για αληθινή αγάπη.»

«Κάθε άλλο. Το ξέρω πως υπάρχει η ρομαντική αγάπη. Άλλωστε, την έχω δει.»

Page 27: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Και πιστεύεις πως ένα κάθαρμα σαν εσένα θα μπορούσε να ερωτευτεί τρελά, αθεράπευτα μίαγυναίκα;» Τα λόγια της είχαν σκοπό να τον πειράξουν, ωστόσο ο τόνος της φωνής της ήταν απόλυτασοβαρός.

Ο Γκρίφιν ανασήκωσε τους ώμους. «Ίσως, αν και ακούγεται πολύ άβολη κατάσταση για ναβρεθεί κανείς.»

«Δηλαδή, δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου;»«Ποτέ.»Η Ηρώ κατένευσε. «Ούτε κι εγώ.»«Κρίμα» είπε εκείνος, σουφρώνοντας τα χείλη. «Άραγε, πώς να είναι; Το να παρασύρεσαι από

ένα τόσο δυνατό πάθος; Να δίνεις τα πάντα για ένα και μόνο άτομο σε ολόκληρο τον κόσμο;»Χαμογέλασε μελαγχολικά. «Για κάθαρμα, είσαι πολύ ιδεαλιστής. Πραγματικά, θα με κάνεις να

αναιρέσω την ερμηνεία που ήξερα μέχρι τώρα γι’ αυτήν τη λέξη.»«Αυτό είναι το πρόσωπο που δείχνω προς τα έξω» της είπε ανάλαφρα. «Μην το μπερδεύεις με το

κτήνος που κρύβω μέσα μου.»Τον κοίταξε για λίγο προσεκτικά, κι έπειτα κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι, σαν να είχε

βγάλει τα συμπεράσματά της. «Δύσκολο να τα μπερδέψω αν σκεφτεί κανείς σε τι κατάσταση σεπρωτοσυνάντησα.»

Της χαμογέλασε για να κρύψει ένα αίσθημα απογοήτευσης.«Όμως, αν είσαι τόσο ιδεαλιστής, λόρδε μου» του είπε «σχετικά με τις συζυγικές σχέσεις, τότε

γιατί δεν έχεις κάνει έναν ευτυχισμένο γάμο;»«Είμαι ιδεαλιστής σε ό,τι αφορά την αγάπη, λαίδη μου, όχι το γάμο. Να είμαι δέσμιος μιας και

μόνο γυναίκας για την υπόλοιπη ζωή μου, περιτριγυρισμένος από μικρά, βρόμικα διαβολάκια;»Προσποιήθηκε πως ριγούσε από τρόμο. «Όχι, θα παραχωρήσω όλο το γαμήλιο κομμάτι μαζί με ταπαρεπόμενα καθήκοντα στον αδερφό μου.»

«Και αν μια μέρα πιάσεις τον εαυτό σου ερωτευμένο;» τον ρώτησε μαλακά. «Τι θα κάνεις τότε,λόρδε μου;»

«Τότε όλα θα έχουν χαθεί, λαίδη μου. Η ζωή ενός καθάρματος θα μετατραπεί σε συντρίμμια, έναέξοχο αντιπροσωπευτικό δείγμα της εργένικης ζωής θα θυσιαστεί στα δεσμά του γάμου. Όμως» –τέντωσε προειδοποιητικά το δάχτυλό του– «αυτό, όπως τόνισες κι εσύ, είναι κάτι πολύ, πολύαπίθανο. Η μοναδική αληθινή μου αγάπη ίσως να είναι μια γυναίκα που ζει πέρα στην Κίνα. Μπορείνα είναι ένα χούφταλο ενενήντα χρόνων ή ένα μωρό είκοσι μηνών. Μπορεί να μην τη συναντήσωποτέ σε αυτήν τη ζωή, και ευχαριστώ προκαταβολικά το Θεό γι’ αυτό.»

Είχε καταφέρει να προκαλέσει ένα αδιόρατο χαμόγελο σε τούτα τα τρυφερά χείλη, και η καρδιάτου άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα στη θέα τους. Ένα χαμόγελο –ένα αληθινό χαμόγελο– από αυτήντη γυναίκα ήταν ό,τι ένα γυμνό κορμί από μια άλλη. Πόσο αλλόκοτη σκέψη ήταν αυτή.

«Γιατί, λόρδε μου;»«Επειδή» –έσκυψε τόσο κοντά της, που η ανάσα του μετακίνησε μια ατίθαση κόκκινη μπούκλα

δίπλα από το αφτί της– «ενώ εγώ φαίνομαι κάθε άλλο παρά τέλειος στα μάτια σου, σε διαβεβαιώνωπως η ζωή μου είναι απόλυτα τέλεια έτσι όπως είναι τώρα. Απολαμβάνω τις αλήτικες συνήθειές μου,την ελευθερία μου και τη δυνατότητά μου να, ε, ερωτοτροπώ με όσες γυναίκες θελήσω. Για μένα, η

Page 28: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

αληθινή αγάπη θα είναι η ολοκληρωτική και απόλυτη καταστροφή.»

* * *

Η Ηρώ κοίταξε τα κατεργάρικα πράσινα μάτια του Ρίντινγκ. Είχε χρησιμοποιήσει ευφημισμό αντίγια τις χοντράδες που εκστόμισε νωρίτερα στο σαλονάκι, ωστόσο τα λόγια του ήταν εξίσουεξοργιστικά.

Στραβοκατάπιε, βλέποντας με τα μάτια της φαντασίας της ολόκληρα τάγματα γυναικώνξαπλωμένων στο κρεβάτι του, ενώ δίπλα τους οι καλογυμνασμένοι γλουτοί του ανεβοκατέβαινανρυθμικά χαρίζοντας ηδονή. Θεέ και Κύριε, θα έπρεπε να αισθάνεται ντροπή για τούτες τιςφαντασιώσεις, όμως εκείνη το μόνο που ήθελε ήταν να πιέσει τις παλάμες της πάνω στα ξαναμμέναμάγουλά της για να σβήσει τη φωτιά που την έκαιγε. Είδε τα βλέφαρα του Ρίντινγκ να χαμηλώνουνκαι τα χείλη του να ανοίγουν για να πουν κάτι ακόμα που χωρίς αμφιβολία θα τη σκανδάλιζεπερισσότερο.

Ευτυχώς, κάποιος τους διέκοψε.«Μπορώ να έχω πίσω τη μνηστή μου;» είπε ο Μάντβιλ χωρίς καμία πρόσχαρη νότα στη φωνή

του.Τα μάτια του Ρίντινγκ έχασαν την πειρακτική λάμψη τους, διώχνοντας ταυτόχρονα κάθε ίχνος

τρυφερότητας από το πρόσωπό του. Αυτό που απέμεινε ήταν μία ανέκφραστη, και μάλλονεκφοβιστική μάσκα. Χωρίς το ιδιαίτερο χιούμορ του, ο Ρίντινγκ θα μπορούσε να ήταν ο τύπος τουάντρα που όλοι θέλουν να ακολουθούν στο σχεδόν άπελπι αγώνα του: ένας ηγέτης, κάποιοςπολιτικός, ένας οραματιστής.

Τι αλλόκοτη σκέψη για κάποιον που παραδέχεται κι ο ίδιος πως είναι κάθαρμα!Η Ηρώ πετάρισε τα βλέφαρά της και συνειδητοποίησε πως ο Μάντβιλ τής πρόσφερε το μπράτσο

του. «Αγαπητή μου;»Χαμογέλασε, υποκλίθηκε προς το μέρος του Ρίντινγκ και έπιασε το χέρι του μνηστήρα της.Ο Ρίντιγκ έκανε μια υπόκλιση τόσο βαθιά, που άγγιξε τα όρια της χλεύης. «Τα συγχαρητήριά

μου, Τόμας, για τον αρραβώνα σου. Λαίδη Ηρώ.»Κούνησε το κεφάλι, μάλλον απότομα προς το μέρος της, κι έπειτα έκανε μεταβολή και χάθηκε

στον κόσμο.Η Ηρώ δεν είχε συνειδητοποιήσει πως κρατούσε την αναπνοή της μέχρι τη στιγμή που την

άφησε ελεύθερη να βγει.«Ελπίζω να μην ήταν πολύ κουραστικός» μουρμούρισε ο Μάντβιλ καθώς την οδηγούσε προς

την πίστα.«Καθόλου» τον διαβεβαίωσε, γνέφοντας σε μία ηλικιωμένη κυρία που πέρασε από δίπλα τους.Περισσότερο ένιωσε παρά είδε την αιχμηρή ματιά του. «Μερικές κυρίες τον βρίσκουν πολύ

ενδιαφέροντα.» Αν και είχε προσπαθήσει να δώσει ουδέτερο τόνο στη φωνή του, μιαπροειδοποιητική νότα ακούστηκε ξεκάθαρα.

«Είμαι σίγουρη γι’ αυτό» του είπε ήρεμα. «Η υπόνοια κινδύνου κι εκείνο το προκλητικόχαμόγελο χωρίς αμφιβολία θα συγκινούν πολλές γυναικείες καρδιές. Όμως, εγώ θεωρούσα πάντα

Page 29: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

πολύ πιο γοητευτικό έναν άντρα που συνειδητοποιεί και τηρεί τις υποχρεώσεις του από κάποιον πουπερνά τη ζωή του διασκεδάζοντας με ανόητα παιχνίδια.»

Το μπράτσο του κάτω από το χέρι της χαλάρωσε λιγάκι. «Σε ευχαριστώ, αγαπητή μου.»«Για ποιο πράγμα;»«Που βλέπεις τόσο καθαρά αυτά που άλλοι δεν μπορούν να δουν» της είπε. «Τώρα, θα ήθελες

να χορέψεις με το μέλλοντα σύζυγό σου;»Του χαμογέλασε, και σκέφτηκε πόσο πολύ της άρεσε ο τρόπος που βάθαιναν οι γραμμούλες

γύρω από τα καστανά του μάτια κάθε φορά που την κοιτούσε. «Με μεγάλη μου χαρά.»Χόρεψαν ένα μινουέτο κι έναν αντικριστό χορό, και ύστερα η Ηρώ ζήτησε κάτι να πιει. Ο

Μάντβιλ την οδήγησε στην άκρη της αίθουσας όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένες καρέκλες, τηνέβαλε να καθίσει και έφυγε για να της φέρει ένα ποντς.

Η Ηρώ τον κοιτούσε καθώς άνοιγε δρόμο ανάμεσα στον κόσμο, θαυμάζοντας τους φαρδιούςτου ώμους και το δυναμικό βάδισμά του. Κάθε τόσο τον σταματούσαν όσοι ήθελαν να τουευχηθούν και άλλοι που ήθελαν απλώς να τους δουν να μιλούν με το Μαρκήσιο του Μάντβιλ.Αναστέναξε, ευχαριστημένη. Πραγματικά, ο Μάξιμους τής είχε διαλέξει τον τέλειο σύζυγο.

«Εδώ είσαι!»Η Μπατίλντα Πίκλγουντ –ή, όπως ήταν γνωστή στους Μπάτεν, η Ξαδέρφη Μπατίλντα– βόλεψε

την πληθωρική φιγούρα της στη διπλανή καρέκλα. Μακρινή συγγενής από τη μεριά της μητέρας της,η Ξαδέρφη Μπατίλντα είχε μεγαλώσει την Ηρώ και τη μικρότερη αδερφή της, τη Φοίβη, μετά τοθάνατο των γονιών τους. Τα λευκά μαλλιά της ήταν μαζεμένα σε ένα τριγωνικό δαντελένιοσκουφάκι ενώ μικρές κατσαρωμένες μπούκλες έπεφταν γύρω από το μέτωπό της. Φορούσε έναφόρεμα στο αγαπημένο της δαμασκηνί χρώμα, και το πλούσιο στήθος της στολιζόταν από λευκέςδαντέλες και μαύρες κορδέλες. Από το λυγισμένο της χέρι κρεμόταν μια καφέ-μαύρη τσάντα και μιαάσπρη φάτσα. Η Μινιόν, το μικροκαμωμένο, γέρικο σπάνιελ της Ξαδέρφης Μπατίλντα, τη συνόδευεόπου κι αν πήγαινε.

«Αγαπητή μου, πρέπει να σου μιλήσω!»Η Ξαδέρφη μιλούσε σχεδόν πάντα με ξεφωνητά, γι’ αυτό η Ηρώ την κοίταξε ήρεμα,

ανασηκώνοντας τα φρύδια. «Ναι;»«Δεν πρέπει να χορέψεις με το Λόρδο Γκρίφιν Ρίντινγκ ποτέ ξανά!» της είπε με τόση βιάση, σαν

να επρόκειτο για απόρρητα κρατικά μυστικά. Η Μινιόν γάβγισε μια φορά, λες και ήθελε να δώσειέμφαση στα λόγια της κυρίας της.

«Γιατί όχι;»«Επειδή αυτός και ο Λόρδος Μάντβιλ μισούν ο ένας τον άλλον.»«Χμ» μουρμούρισε η Ηρώ, χαϊδεύοντας αφηρημένα τη Μινιόν πίσω από τα μεταξένια αφτιά της.

«Είχα προσέξει μία ένταση ανάμεσά τους, αλλά δεν ξέρω αν θα το τραβούσα τόσο, ώστε να τοχαρακτηρίσω μίσος. Ίσως μια αόριστη αντιπάθεια…»

«Είναι κάτι πολύ χειρότερο από αντιπάθεια, αγαπητή μου! Δεν καταλαβαίνεις;» Η φωνή τηςΞαδέρφης Μπατίλντα έγινε ψίθυρος. «Ο Λόρδος Γκρίφιν ξελόγιασε την πρώτη σύζυγο τουΜάντβιλ!»

Page 30: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Κεφάλαιο Τρία

Πέρα μακριά από το μπαλκόνι της βασίλισσας βρίσκονταν οι βασιλικοί στάβλοι. Εκείτο μικρό καφετί πουλί πήγαινε να φωλιάσει τις νύχτες, για να ξεκουραστεί από τοολοήμερο πέταγμα. Νωρίς κάθε πρωί, ο επιστάτης των στάβλων ετοίμαζε ο ίδιος τηναγαπημένη φοράδα της βασίλισσας. Καθώς εκείνος βούρτσιζε το καστανόχρωμοτρίχωμα του αλόγου, το μικρό πουλί τραγουδούσε πάνω από τα καδρόνια του στάβλου.Και μερικές φορές, αν ο επιστάτης είχε τη δυνατότητα να ακούσει αρκετά καλά, τοπουλί έμοιαζε σαν να τραγουδούσε αυτά τα λόγια:

«Ψηλά, ψηλά στους τοίχους του κάστρουΜια όμορφη κυρά κλαίει μόνη της τη νύχτα.

Ω, δεν υπάρχει κάποιος για να τηνπαρηγορήσει…;»

-από το Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα

Κάποιες στιγμές σαν κι αυτήν, το να είσαι μια ανύπαντρη γυναίκα καταντάει ιδιαίτερα στενάχωρο,σκέφτηκε αργότερα εκείνο το βράδυ η Ηρώ, την ώρα που η άμαξα τη γύριζε με την ΞαδέρφηΜπατίλντα στο σπίτι.

«Γιατί δεν μπορούσε κάποιος να μου μιλήσει για το σκάνδαλο με την πρώτη γυναίκα τουΜάντβιλ;» ζήτησε να μάθει.

«Δεν ήταν κατάλληλο θέμα συζήτησης για μία ανύπαντρη κοπέλα.» Η Ξαδέρφη Μπατίλντακούνησε αόριστα το χέρι, και παραλίγο να χτυπούσε τη μύτη της Μινιόν που είχε ξαπλώσει στογόνατό της. «Ξελογιάσματα, ερωτικές περιπέτειες και άλλα τέτοια πράγματα. Άλλωστε, πώς ήθελεςνα ξέρω πως θα το έσκαγες και θα πήγαινες να χορέψεις με αυτό τον άντρα αμέσως με το που τονγνώρισες;»

«Μου το ζήτησε μπροστά στον Μάξιμους» είπε η Ηρώ για τρίτη, ίσως και τέταρτη, φορά. «ΟΜάντβιλ έδωσε την άδειά του!»

«Δεν θα μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, έτσι δεν είναι;» απάντησε η Ξαδέρφη Μπατίλντα με τηνεκνευριστική λογική της. «Τέλος πάντων, ό,τι έγινε έγινε. Απλώς φρόντισε να είσαι πιο προσεκτικήστο μέλλον.»

«Μα, γιατί;» ρώτησε η Ηρώ ανυπότακτα. «Δεν πιστεύεις στα σοβαρά πως θα άφηνα τον εαυτόμου να ξελογιαστεί από ένα κάθαρμα, έτσι δεν είναι;»

«Και βέβαια όχι!» Η Ξαδέρφη έδειξε να σκανδαλίζεται και μόνο στη σκέψη. «Όμως, όλοι θα σεπαρακολουθούν από κοντά κάθε φορά που αυτός ο άντρας θα βρίσκεται κάπου γύρω σου.»

«Δεν είναι δίκαιο. Εγώ δεν έχω κάνει τίποτα κακό.» Η Ηρώ σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της.«Και, τέλος πάντων, πώς το ξέρουμε ότι ο Λόρδος Γκρίφιν αποπλάνησε τη γυναίκα του Μάντβιλ;Ίσως να είναι μόνο κακεντρέχειες.»

Page 31: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Ακόμα κι αν πρόκειται για φήμες, ο Μάντβιλ σίγουρα τις πιστεύει» είπε η Ξαδέρφη Μπατίλντα.«Θυμάσαι την πρώτη κυρία Μάντβιλ;»

Η Ηρώ ζάρωσε τη μύτη της. «Αμυδρά. Πέθανε πριν από τέσσερα χρόνια, έτσι δεν είναι;»«Πριν από τρία χρόνια και κάτι. Δεν ήσασταν στους ίδιους κύκλους. Εκείνη ήταν μάλλον ζωηρή

για την ηλικία της, αλλά, από την άλλη, ήταν μία Τρέντλοκ» είπε αινιγματικά η Ξαδέρφη. «Μεαδυναμίες, όπως η οικογένεια, αλλά πολύ ελκυστική. Αυτός πρέπει να ήταν ο λόγος που έχασε ταμυαλά του ο Μάντβιλ. Η Αν Τρέντλοκ ήταν μια καλλονή, δεν χωράει αμφιβολία γι’ αυτό, και ηοικογένεια παλιά και ευκατάστατη. Όταν ανακοινώθηκαν οι αρραβώνες, όλοι θεώρησαν πως ήτανένα πολύ καλό συνοικέσιο.»

Η Ηρώ ένιωσε ένα ρίγος να τη διαπερνά. Όλοι θεωρούσαν πως και ο δικός της αρραβώνας ήτανπολύ καλός. «Τι συνέβη;»

«Ο Λόρδος Γκρίφιν Ρίντινγκ, αυτό συνέβη.» Η Ξαδέρφη Μπατίλντα κούνησε με λύπη τοκεφάλι. «Αυτός ο άντρας, με το που πέθανε ο πατέρας του, έγινε αγρίμι. Ο γερο-μαρκήσιοςαπεβίωσε όταν ο Ρίντινγκ ήταν στο Κέιμπριτζ. Τότε αυτός τα παράτησε όλα και άρχισε να κάνει στοΛονδίνο μια άσωτη ζωή. Συναναστρεφόταν με τα χειρότερα αποβράσματα της κοινωνίας, ξελόγιαζεπαντρεμένες γυναίκες, και παραλίγο να μπλέξει σε δύο μονομαχίες. Και παρά τα τόσα σκάνδαλα, οΜάντβιλ στάθηκε βράχος αφοσίωσης. Δεν ήθελε να ακούσει τίποτα εναντίον του αδερφού του,ακόμα κι όταν όλοι άρχισαν να αποφεύγουν να προσκαλούν τον Ρίντινγκ.»

«Και μετά;»«Και μετά ο Μάντβιλ παντρεύτηκε την Αν Τρέντλοκ. Ήταν ο γάμος της χρονιάς, και φυσικά

ήταν προσκεκλημένος και ο Ρίντινγκ.» Η Ξαδέρφη Μπατίλντα αναστέναξε. «Έγινε ένα χρόνο πρινκάνεις εσύ, αγαπητή μου, την εμφάνισή σου στους κοσμικούς κύκλους, όμως εγώ είχα παρευρεθεί.Η Αν δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από τον Ρίντιγνκ – όλοι το παρατήρησαν. Ακούστηκανφήμες πως θα προτιμούσε να παντρευόταν τον Ρίντινγκ αντί για τον Μάντβιλ αν δεν ήταν στη μέσηο τίτλος του.»

Η Ηρώ συνοφρυώθηκε. «Τι έκανε ο Ρίντινγκ;»«Δεν άλλαξε συμπεριφορά, αλλά σίγουρα θα είχε προσέξει το πάθος της Αν.»«Κι ο Μάντβιλ;»«Τι μπορούσε να κάνει;» Η Ξαδέρφη Μπατίλντα ανασήκωσε τους ώμους. «Φαντάζομαι ότι

προσπάθησε να τους κρατήσει μακριά, όμως ο Ρίντινγκ είναι αδερφός του. Ήταν αναπόφευκτο ότικάποια στιγμή θα έβρισκε μια ευκαιρία για να αποπλανήσει τη γυναίκα του αδερφού του.»

«Αναπόφευκτο μόνο αν ήταν εντελώς παλιάνθρωπος» μουρμούρισε η Ηρώ. Αυτή η ιστορία τηστενοχωρούσε απίστευτα πολύ. Το ήξερε πως ο Ρίντινγκ ήταν ένα κάθαρμα, όμως το να κάνει κάτιτόσο τρομερό στον ίδιο του τον αδερφό ήταν πραγματικά απαίσιο.

«Ναι, βέβαια, αλλά μέχρι τότε όλοι το ξέραμε πως ήταν.» Η Μινιόν κλαψούρισε και τίναξε τοπόδι της. Η Ξαδέρφη τη χάιδεψε αφηρημένα κάτω από το πιγούνι. «Όταν η Αν πέθανε στη γέννα, ταδύο αδέρφια ούτε που μιλούσαν. Και διαδόθηκαν και φήμες για το μωρό. Πραγματικά, ήτανευτύχημα που δεν έζησε.»

«Τι φριχτό αυτό που λες» ψιθύρισε η Ηρώ.«Μπορεί να είναι – ο οίκτος σου σε τιμά.» Η Ξαδέρφη σούφρωσε τα παχουλά χείλη της.

«Ωστόσο, πολύ φοβάμαι πως πρέπει να σκεφτόμαστε πρακτικά. Αν είχε επιβιώσει το παιδί και ζούσε

Page 32: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

μόνο με τον πατέρα του, θα ήταν τρομερό βάρος τόσο για τον Μάντβιλ, όσο και για το ίδιο τοπαιδί.»

«Υποθέτω πως έχεις δίκιο» μουρμούρισε η Ηρώ. Ζάρωσε σκεφτικά τη μύτη. Απεχθανόταντέτοιου είδους πρακτικές σκέψεις, όπως το ότι ήταν ευτύχημα ο θάνατος ενός αθώου μωρού.

Η Ξαδέρφη Μπατίλντα έγειρε προς το μέρος της και της χτύπησε μαλακά το γόνατο. «Αυτή είναιόλη η ιστορία. Μόνο να θυμάσαι να κρατιέσαι μακριά από τον Ρίντινγκ, και το παρελθόν θαξεχαστεί.»

Η Ηρώ κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Παραμέρισε την κουρτίνα της άμαξας για να κοιτάξειέξω, όμως η νύχτα ήταν σκοτεινή, και το μόνο που κατάφερε να δει ήταν το είδωλό της στο τζάμι.Το να πεθαίνει μια γυναίκα στη γέννα ήταν πολύ τρομερό, αλλά πόσο χειρότερο ήταν το να πεθαίνειξέροντας πως έχει προδώσει τον ίδιο της τον άντρα; Άφησε την κουρτίνα να πέσει. Εκείνη δεν είχετην πρόθεση να ακολουθήσει μια τέτοια μοίρα.

Χρειάστηκαν άλλα είκοσι λεπτά μέχρι να φτάσουν στο σπίτι, και μέχρι εκείνην τη στιγμή ηΞαδέρφη λαγοκοιμόταν ενώ η μικρή Μινιόν ροχάλιζε στην αγκαλιά της.

«Θεέ μου!» χασμουρήθηκε η Ξαδέρφη καθώς κατέβαιναν από την άμαξα. «Πολύ ωραίος χορός,αλλά τώρα το μόνο που θέλω είναι να πέσω στο κρεβάτι. Δεν είμαι σαν κι εσάς τις νεαρές πουαντέχετε στο πόδι ώρες ατελείωτες!»

Ανέβηκαν τα άσπρα μαρμάρινα σκαλοπάτια του περιποιημένου σπιτιού που είχε αγοράσει πριναπό τρία χρόνια ο Μάξιμους για την Ηρώ, τη νεότερη αδερφή της –τη Φοίβη– και την ΞαδέρφηΜπατίλντα. Μέχρι τότε, ζούσαν όλοι μαζί του στο Γουέικφιλντ Χάουζ, σε μία από τις πιοαριστοκρατικές περιοχές του Λονδίνου, όμως ο Μάξιμους είχε πει ότι δεν ήταν σωστό για τρειςκυρίες να τριγυρνούν στο αρχοντικό ενός εργένη. Η Ηρώ υποπτευόταν πως με αυτό τον τρόπο οΜάξιμους ήθελε να διασφαλίσει την προσωπική του ζωή, ωστόσο δεν έφερε καμία αντίδραση.Μπορεί το σπίτι που τους είχε αγοράσει να μην ήταν τόσο επιβλητικό όσο το Γουέικφιλντ Χάουζ,παρ’ όλα αυτά ήταν εξίσου κομψό και άνετο.

Ο Πάντερς, ο μπάτλερ, άνοιξε την κύρια είσοδο και υποκλίθηκε πάνω από τη στρογγυλή κοιλιάτου. «Καλησπέρα, λαίδη μου, κυρία.»

«Μάλλον καλημέρα θα πρέπει να πούμε, Πάντερς» απάντησε η Ξαδέρφη Μπατίλντα, δίνοντάςτου την εσάρπα και τα γάντια της. «Πες σε κάποιον υπηρέτη να βγάλει τη Μινιόν μια βόλτα, και μετάνα τη φέρει στα διαμερίσματά μου.»

«Μάλιστα, κυρία.» Ο Πάντερς πήρε το μικρό σπάνιελ στην αγκαλιά του, καταφέρνοντας ναδιατηρήσει το σοβαρό του ύφος ακόμα κι όταν η Μινιόν άρχισε να γλείφει το σαγόνι του.

«Σε ευχαριστώ, Πάντερς.» Η Ηρώ χαμογέλασε στον μπάτλερ και του έδωσε το σάλι της πρινακολουθήσει την άλλη γυναίκα στον πάνω όροφο.

«Με κάνεις να νιώθω τόσο περήφανη με τον αρραβώνα που έκανες» της είπε η ΞαδέρφηΜπατίλντα έξω από την κρεβατοκάμαρά της. Χασμουρήθηκε ξανά, χτυπώντας απαλά τα χείλη με τοχέρι της. «Ω, καλή μου, είμαι ξεθεωμένη. Καληνύχτα.»

«Καληνύχτα» ψιθύρισε η Ηρώ και διέσχισε τον προθάλαμο για να πάει στο δικό της δωμάτιο.Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, ωστόσο, πράγμα παράξενο, εκείνη δεν ένιωθε να νυστάζει καθόλου.

Άνοιξε την πόρτα της χωρίς να εκπλαγεί καθόλου όταν το κεφάλι της Φοίβης, μισοκρυμμένο σεένα άσπρο σκουφάκι ύπνου, ξεπρόβαλε κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού της. «Σουτ! Ηρώ!»

Page 33: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Η Φοίβη ήταν το μικρότερο από τα παιδιά των Μπάτεν και δεν έμοιαζε καθόλου με τα αδέρφιατης. Ενώ η Ηρώ και ο Μάξιμους ήταν ψηλοί, η Φοίβη ήταν κοντή –λίγο παραπάνω από ενάμισιμέτρο– και το μάλλον στρουμπουλό σώμα της θύμιζε περισσότερο την Ξαδέρφη Μπατίλντα. Από τοβραδινό σκουφί της είχαν ξεφύγει μερικές τούφες ανοιχτοκάστανα μαλλιά, ενώ πίσω από τα μικρά,στρογγυλά ματογυάλια της έλαμπαν τα καφετιά της μάτια. Μέσα στο λευκό νυχτικό της, έμοιαζεπερισσότερο με δωδεκάχρονο κοριτσόπουλο παρόλο που είχε κλείσει τα δεκαεπτά εδώ και μισόχρόνο.

«Γιατί είσαι ακόμη ξύπνια;» Η Ηρώ έκλεισε την πόρτα πίσω της, κι έπειτα κλότσησε μακριά ταπαπούτσια της. Το δωμάτιο φωτιζόταν από τέσσερις λυχνοστάτες που σκόρπιζαν ένα γλυκό, ζεστόφως. «Και τι την έκανες τη Γουέσλεϊ;»

Η Φοίβη πετάχτηκε από το κρεβάτι. «Την έδιωξα. Θα κάνω εγώ την καμαριέρα ενώ εσύ θα μουπεις τα πάντα για το χορό.» Η Φοίβη δεν είχε κάνει ακόμη το ντεμπούτο της, κι έτσι δεν της είχανεπιτρέψει να παραστεί στο χορό των αρραβώνων παρά την έντονη αγανάκτηση που είχε προβάλει.

«Χμ. Λοιπόν, δεν νομίζω πως υπάρχουν πολλά για να σου πω» άρχισε η Ηρώ.«Ω, μη με κοροϊδεύεις!» Η Φοίβη είχε αρχίσει ήδη να ξεκουμπώνει τις σούστες στο κορσάζ της

αδερφής της. «Είχε έρθει η κυρία Τέιτ;»«Ναι, και φορούσε μια απίστευτη τουαλέτα» απάντησε η Ηρώ, αποφασίζοντας να υποχωρήσει

μπροστά στην περιέργεια της μικρής.«Πώς ήταν; Πώς ήταν;»«Κατακόκκινη. Σχεδόν το ίδιο χρώμα με τα μαλλιά της. Και το κορσάζ της ήταν τόσο χαμηλό,

που άγγιζε τα όρια της απρέπειας. Ορκίζομαι πως είδα τον κύριο Γκρίμσοου να τεντώνει κάθε τόσοτο λαιμό του για να δει καλύτερα το στήθος της.»

Η Φοίβη έβαλε τα γέλια. «Ποιος άλλος ήταν;»«Ω, όλοι.» Η Ηρώ έβγαλε το κορσάζ της, και ύστερα άρχισαν και οι δύο μαζί να λύνουν τις

κορδέλες που συγκρατούσαν τα μεσοφόρια της. Κάρφωσε το βλέμμα πάνω στα χέρια της καισυνέχισε με αδιάφορο τόνο. «Γνώρισα και τον αδερφό του Μάντβιλ.»

«Νόμιζα πως ζούσε στα βόρεια της Αγγλίας.»«Κατέβηκε για το χορό.»«Μοιάζει με το μαρκήσιο;»«Πολύ λίγο. Είναι και οι δυο τους ψηλοί και μελαχρινοί, αλλά, πέρα από αυτό, είναι εντελώς

διαφορετικοί. Ο Λόρδος Γκρίφιν Ρίντινγκ έχει εντυπωσιακά ανοιχτοπράσινα μάτια. Το πρόσωπό τουείναι πιο λεπτό απ’ ό,τι του Μάντβιλ και με περισσότερες γωνίες. Φαίνεται άνθρωπος πρόσχαρος,γελαστός και αστείος, αλλά πιστεύω πως δεν είναι τόσο ευτυχισμένος όσο ο Μάντβιλ. Και ο τρόποςπου κινείται…»

Η Ηρώ σήκωσε το βλέμμα και συνειδητοποίησε πως, παρά τον ουδέτερο τόνο της φωνής της,είχε κινήσει την περιέργεια της Φοίβης, που τώρα την κοιτούσε ερωτηματικά. «Ναι; Πώς κινείται;»

Ένιωσε μια φωτιά να απλώνεται στα μάγουλά της. Σε μια προσπάθεια να κερδίσει χρόνο, έβγαλετα μεσοφόρια της, τα τίναξε, και τα άπλωσε σε μια καρέκλα για να τα τακτοποιήσει την επομένη ηΓουέσλεϊ. «Είναι κάπως παράξενο. Μοιάζει σαν να κάνει τα πάντα αργά, κι όμως, όποτε το θέλει,είναι πολύ πιο γρήγορος από τους άλλους άντρες.»

Page 34: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Σαν γάτα» είπε η Φοίβη.Η Ηρώ ίσιωσε την πλάτη και την κοίταξε, ανασηκώνοντας τα φρύδια.«Θυμάσαι εκείνο τον κεραμιδόγατο που τριγυρνούσε στους στάβλους του Γουέικφιλντ Χάουζ;»

Η Φοίβη άρχισε να χαλαρώνει τον κορσέ της αδερφής της. «Έμοιαζε σαν να κοιμόταν πάντα,ωστόσο όταν έβλεπε κάποιον αρουραίο –μπαμ!– εμφανιζόταν σαν κεραυνός και τον άρπαζε σταδόντια του σε δευτερόλεπτα. Είναι κάπως έτσι και ο Λόρδος Γκρίφιν;»

«Υποθέτω» απάντησε η Ηρώ, φέρνοντας στο μυαλό της το πόσο γρήγορα είχε αντιδράσει οΡίντινγκ λίγο πριν μπει ο Λόρδος Πίμπροκ στο σαλονάκι. «Σαν αιλουροειδές.»

«Ακούγεται γοητευτικό.»«Όχι!» Η φωνή της ακούστηκε υπερβολικά δυνατή, και η Φοίβη παραξενεύτηκε. «Με συγχωρείς,

αγαπημένη μου. Φταίει που η Ξαδέρφη Μπατίλντα δεν έκανε τίποτε άλλο σε όλη τη διαδρομή για τοσπίτι από το να με προειδοποιεί για τη φήμη που έχει αποκτήσει ο Ρίντινγκ. Πρέπει να κρατηθείςμακριά του.»

Η Φοίβη στραβομουτσούνιασε. «Εγώ δεν πρόκειται να γνωρίσω ποτέ τους ανθρώπους πουέχουν πραγματικό ενδιαφέρον.»

Δυστυχώς, η Ηρώ μπορούσε να συμμεριστεί το παράπονο της αδερφής της. Η ίδια μπορεί ναείχε κάνει το ντεμπούτο της, όμως της επιτρεπόταν να συναναστρέφεται μόνο τους καλύτερους τηςτάξης τους – κανέναν που να είχε έστω και την παραμικρή υποψία σκανδάλου.

«Υπάρχουν πάρα πολλοί απολύτως αξιοπρεπείς άνθρωποι που είναι εξίσου ενδιαφέροντες» είπεστη Φοίβη με περισσότερη σιγουριά από όση πραγματικά αισθανόταν.

Η αδερφή της την κοίταξε με δυσπιστία.Η Ηρώ ζάρωσε τη μύτη της και συμβιβάστηκε. «Τουλάχιστον μπορεί κάποιος να χαζεύει αυτούς

που δημιουργούν σκάνδαλα ενώ συναναστρέφεται τους ευυπόληπτους της καλής κοινωνίας.»«Δεν φαίνεται το ίδιο ενδιαφέρον με το να τους γνωρίζεις από κοντά.»«Όχι, αλλά σε διαβεβαιώνω πως είναι άκρως απολαυστικό να παρακολουθείς τις κινήσεις της

κυρίας Τέιτ μέσα σε μια αίθουσα χορού γεμάτη από ανόητα αρσενικά.»«Ω, μακάρι να ήμουν κι εγώ εκεί.» Η Φοίβη αναστέναξε.«Του χρόνου θα είσαι δεκαοχτώ, και θα οργανώσουμε ένα μεγαλοπρεπή χορό για το ντεμπούτο

σου» της είπε η Ηρώ καθώς καθόταν στην τουαλέτα της.Η Φοίβη έβγαλε τις φουρκέτες από τα μαλλιά της. «Μα, μέχρι τότε θα είσαι παντρεμένη και θα

έχεις άλλες υποχρεώσεις. Θα έχω μόνο την Ξαδέρφη Μπατίλντα για να με συνοδέψει. Και το ξέρειςπως την αγαπάω, πραγματικά την αγαπάω, όμως είναι τόσο μεγάλη και… Ω!» Η Ηρώ είδε μέσα απότον καθρέφτη την αδερφή της να σκύβει πίσω από την πλάτη της. «Στον κόρακα, μου έπεσε μίαφουρκέτα.»

«Μη σκας γι’ αυτό, αγαπητή μου.»«Μα, είναι από τις σμαραγδένιες σου.» Η φωνή της Φοίβης ακούστηκε πνιχτή.Η Ηρώ γύρισε πάνω στο σκαμπό και είδε την αδερφή της γονατισμένη να χαϊδεύει το χαλί. Η

καρδιά της σφίχτηκε. Η φουρκέτα με τα σμαράγδια βρισκόταν ακριβώς μπροστά από την κοπέλα,λίγα εκατοστά πέρα από τη μύτη της.

Ξερόβηξε αμήχανα, νιώθοντας μια ξαφνική πίεση στο στήθος. «Εδώ είναι.» Έσκυψε και σήκωσε

Page 35: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

τη φουρκέτα.«Ω!» Η Φοίβη σηκώθηκε και έσπρωξε τα ματογυάλια στη μύτη της. Το γλυκό πρόσωπό της είχε

σκυθρωπιάσει. «Τι ανόητη που είμαι. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν την είδα.»«Δεν πειράζει.» Η Ηρώ ακούμπησε απαλά τη φουρκέτα στο γυάλινο πιατάκι που βρισκόταν

πάνω στην τουαλέτα της. «Είναι σκοτεινά εδώ μόνο με τα κεριά.»«Α, βέβαια» συμφώνησε η κοπέλα, αλλά το πρόσωπό της σκοτείνιασε ακόμα πιο πολύ.«Να σου πω πώς ήταν διακοσμημένη η αίθουσα;» ρώτησε η Ηρώ.«Αμέ!»Έτσι, η Ηρώ άρχισε να περιγράφει με λεπτομέρειες τη διακόσμηση στο Μάντβιλ Χάουζ, τον

μπουφέ, και όλους τους χορούς που χόρεψε, όση ώρα η Φοίβη τής βούρτσιζε τα μαλλιά. Σιγά-σιγά,η έκφραση της αδερφής της χαλάρωσε, εντούτοις η καρδιά της ίδιας παρέμεινε βαριά.

Κοίταξε την αντανάκλαση των τεσσάρων λυχνοστατών στον καθρέφτη. Έριχναν τόσο φως, πουέμοιαζε σαν να ήταν μέρα μέσα στο δωμάτιο.

* * *

Το Σεντ Τζάιλς είναι μια πραγματική ποντικοφωλιά, ιδιαίτερα σε σύγκριση με την ειδυλλιακήομορφιά του εξοχικού Λανκσάιρ, σκέφτηκε ο Γκρίφιν νωρίς –πάρα πολύ νωρίς– εκείνο το πρωί.Παρότρυνε τον Ράμπλερ, το άλογό του, να διασχίσει το βρόμικο κανάλι που έκοβε στη μέση τοστενοσόκακο. Δεν μπορούσε να ακολουθήσει τη συντομότερη διαδρομή για τον προορισμό του,επειδή μερικά δρομάκια ήταν πολύ στενά για να τα διασχίσει ένας άντρας με το άλογό του. Και,φυσικά, δεν υπήρχε περίπτωση να παρατήσει τον Ράμπλερ εκεί πέρα. Το ζώο θα είχε κλαπεί πριν κανπρολάβει ο ιδιοκτήτης του να στρίψει στην πρώτη γωνία.

Ο Γκρίφιν έσκυψε το κεφάλι καθώς περνούσαν κάτω από μία αιωρούμενη πινακίδα πουδιαφήμιζε ένα κηροποιείο. Έξω από την πόρτα του μαγαζιού δεν υπήρχε κανένα φανάρι όπωςσυνηθιζόταν στα καλύτερα σημεία του Λονδίνου. Στην πραγματικότητα, το μοναδικό φως που τονσυνόδευε στο ταξίδι του ήταν αυτό που έριχνε το χλωμό φεγγάρι. Ευτυχώς, τουλάχιστον, που ηνύχτα ήταν ξάστερη. Μπροστά του, μία χαμηλή πόρτα άνοιξε ξαφνικά και εμφανίστηκαν δύογεροδεμένοι άντρες. Ο Γκρίφιν έφερε το δεξί του χέρι πάνω στο γεμισμένο του τουφέκι που ήτανστερεωμένο στη σέλα, όμως οι άντρες δεν του έδωσαν σημασία. Ο ένας κοντοστάθηκε για λίγο, γιανα τακτοποιήσει μερικά χαρτιά που κρατούσε, κι έπειτα απομακρύνθηκε μαζί με την παρέα του.

Ο Γκρίφιν ξεφύσησε ανακουφισμένος και τράβηξε το χέρι του από το τουφέκι για να χαϊδέψει τοάλογο. «Κοντεύουμε, αγόρι μου.»

Κατηφόρισε το μονοπάτι, και λίγο μετά έστριψε σε ένα λίγο φαρδύτερο δρόμο, πλαισιωμένο μεκτήρια φτιαγμένα από τούβλα και σοβά, κάποια από αυτά δίπατα. Σε έναν ψηλό, τούβλινο τοίχουπήρχε μια αδιάφορη πόρτα που οδηγούσε σε μία αυλή. Ο Γκρίφιν σταμάτησε εκεί έξω το άλογότου. Πήρε το τουφέκι από τη δερμάτινη θήκη που κρεμόταν από τη σέλα, και με τη λαβή τουχτύπησε την ξύλινη πόρτα.

Σχεδόν αμέσως ακούστηκε μια άγρια αντρική φωνή. «Ποιος είναι;»«Ο Ρίντινγκ. Άνοιξέ μου να μπω.»

Page 36: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Πώς να ’μαι σίγουρος ότ’ είσ’ εσύ, λόρδε μου;»Ο Γκρίφιν κοίταξε την πόρτα, ανασηκώνοντας τα φρύδια. «Επειδή είμαι ο μόνος που ξέρει για

εκείνην τη νύχτα στο Λέιμ Μπλακ Κόκερελ όταν ήπιες μια ντουζίνα μπίρες και…»Η πόρτα άνοιξε απότομα, αποκαλύπτοντας δύο πονηρά μαύρα μάτια πάνω στο πιο άσχημο

πρόσωπο που είχε συναντήσει ποτέ του ο Γκρίφιν μέσα και έξω από το Λονδίνο. Η μύτη του ήτανσπασμένη και έδειχνε μάλλον επίπεδη, αναγκάζοντας τα σχεδόν ανύπαρκτα χείλη να μένουν μόνιμαανοιχτά για να μπορεί ο άντρας να ανασαίνει. Τα μάγουλα και το πιγούνι του έμοιαζαν σαν να είχανκαλυφθεί από κάποιου είδους μύκητες, χαρακωμένα από παλιά εξανθήματα και βαθιές ουλές. Οάντρας ήταν μετρίου αναστήματος, αλλά οι ώμοι και τα μπράτσα του ήταν δυσανάλογα μεγάλα καικατέληγαν σε δύο χέρια που κρέμονταν σαν χοντρές φέτες ζαμπόν στα πλευρά του. Οι περισσότεροιπου τον έβλεπαν τον έκαναν είτε για επαγγελματία μποξέρ είτε για πληρωμένο δολοφόνο.

Θα είχαν δίκιο και στις δύο περιπτώσεις.«Χαίρομαι που σε βλέπω, λόρδε μου» είπε ο Νικ Μπαρνς. «Μαζί με τα παιδιά, φράξαμε με

πασσάλους την περιοχή, αλλά βασιστήκαμε και στη βοήθειά σου.»«Έγιναν κι άλλες επιθέσεις;» Ο Γκρίφιν ξεπέζεψε τον Ράμπλερ, αλλά πήρε μαζί του το τουφέκι

και κράτησε τις κεραίες του τεντωμένες καθώς οδηγούσε το άλογο μέσα από την πόρτα. Τοπροαύλιο ήταν στρωμένο με χαλίκια, και στις τρεις πλευρές του υπήρχαν κτίσματα. Ο Γκρίφιν ταείχε αγοράσει προληπτικά μόλις τον περασμένο χρόνο, και τώρα ένιωθε ευγνωμοσύνη για τηνπρονοητικότητά του.

«Μερικά λεβεντόπαιδα προσπάθησαν να μπουν προχθές το βράδυ, αλλά τους τακτοποιήσαμεμια χαρά» απάντησε ο Νικ, τραβώντας ένα δρύινο βαρέλι προς την πόρτα της αυλής.

Ο Γκρίφιν οδήγησε τον Ράμπλερ σε μια παμπάλαια πέτρινη γούρνα για να ξεδιψάσει. «Πιστεύειςότι πλέον έχει παραιτηθεί;»

«Ο Εφημέριος δεν πρόκειται να παραιτηθεί παρά μόνο όταν πεθάνει. Είμαι εντελώς βέβαιος γι’αυτό, λόρδε μου» είπε ο Νικ με σιγουριά.

Ο Γκρίφιν έκανε έναν ήχο που έμοιαζε με γρύλισμα. Δεν είχε και πολλές ελπίδες ότι ο ΤσάρλιΓκρέιντι, γνωστός και με το βλάσφημο παρατσούκλι Εφημέριος του Γουάιτσαπελ, θα τα παρατούσετόσο εύκολα. Ο Εφημέριος είχε χωμένη την ουρά του στις περισσότερες περιπτώσεις λαθρεμπορίουανατολικά του Μπίσομπς, τελευταία όμως είχε αρχίσει να επεκτείνει την αυτοκρατορία του καιδυτικά, στην περιοχή Σέβεν Ντάιαλς του Σεντ Τζάιλς.

Και αυτό ήταν κάτι που προσέκρουε στα συμφέροντα του Γκρίφιν.Χάιδεψε άλλη μια φορά το ζώο και στράφηκε προς τον Νικ. «Τότε, καλύτερα να μου δείξεις.»Ο άλλος άντρας κατένευσε και τον οδήγησε προς το κτήριο που βρισκόταν απέναντι από τον

τοίχο του προαυλίου.Άνοιξε μια γερή ξύλινη πόρτα ενισχυμένη με σίδερο και φώναξε: «Έι, Γουίλις! Πάρε τον Τιμ, κι

ελάτε δω να φυλάξετε την αυλή.»Δύο άντρες βγήκαν με βαριά βήματα από το κτήριο. Τη στιγμή που προσπερνούσαν τον Γκρίφιν,

άγγιξαν με σεβασμό τα καπέλα τους. Ο ένας κρατούσε ένα ρόπαλο και ο άλλος ένα μακρύ μαχαίριπου περισσότερο θύμιζε ξίφος.

Ο Νικ τούς παρακολουθούσε όση ώρα έπαιρναν τις θέσεις τους δίπλα από την αυλόπορτα, καιμετά έγνεψε στον Γκρίφιν. «Απ’ εδώ, λόρδε μου.»

Page 37: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Το ισόγειο του κτηρίου ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο που θύμιζε σπηλιά, γεμάτο με χοντρέςπλίνθινες κολόνες που υποβάσταζαν τους πάνω ορόφους. Στα τέσσερα μεγάλα παραγώνια πουσιγόκαιγαν υπήρχαν χάλκινα σκεπαστά καζάνια σχεδόν σε ανθρώπινο μέγεθος. Από τα καζάνιαέβγαιναν διάφοροι χαλκοσωλήνες που κατέληγαν σε μικρότερα δοχεία πάλι από χαλκό, τα οποία μετη σειρά τους ήταν συνδεδεμένα με δρύινα βαρέλια. Ο υγρός αέρας στο χώρο είχε βαρύνει κι άλλοαπό την κάπνα, τους ατμούς των ζυμώσεων, και τις βαριές μυρωδιές κυπαρισσιού και νέφτι. Μέσαστην αποθήκη βρίσκονταν καμιά ντουζίνα άντρες ακόμα, από τους οποίους κάποιοι πρόσεχαν τιςφωτιές, και το περιεχόμενο των καζανιών, ενώ οι υπόλοιποι στέκονταν άπρακτοι και επιδείκνυαντους μύες τους.

«Μάζεψα μέσα όλες τις επιχειρήσεις» είπε ο Νικ, δείχνοντας προς τα χάλκινα καζάνια. «Όλεςεκτός από αυτήν που ανατίναξαν τα καλόπαιδα του Εφημέριου στην Άμποτ Στριτ.»

Ο Γκρίφιν κατένευσε. «Καλά έκανες, Νικ. Είναι πιο εύκολο να ελέγχεις ένα πόστο παράπερισσότερα.»

Ο Νικ έφτυσε στο πέτρινο πάτωμα. «Ναι, έτσι είναι, όμως θα έχουμε κι άλλο πρόβλημα όταν θαέρθουν τα σιτηρά.»

«Τι είδους πρόβλημα;»Ο Νικ έγνεψε με το κεφάλι προς το μέρος της αυλής. «Την εξωτερική πόρτα. Είναι πολύ μικρή

για να χωρέσει ένα κάρο γεμάτο με στάρι. Θα πρέπει να πετάμε τα τσουβάλια πάνω από τον τοίχο,και όσο θα το κάνουμε, η χειράμαξα, τα παιδιά και η αναθεματισμένη σοδειά θα περιμένουν σανπεινασμένες πουλάδες.»

Ο Γκρίφιν χαμογέλασε χωρίς να μπει στον κόπο να απαντήσει στη συνοπτική ανάλυση που είχεκάνει ο Νικ για τις δυσκολίες τους. Κοίταξε τους άντρες που σκάλιζαν τις φωτιές κάτω από τατεράστια καζάνια. Το μεγαλύτερο μέρος από τα κεφάλαιά του – τα κεφάλαιά τους – είχαν πέσει σετούτη την επιχείρηση, και ο καταραμένος Εφημέριος είχε βαλθεί να τους την καταστρέψει. Είχεδιακηρύξει παντού πως θα τσάκιζε όλους τους άλλους παρασκευαστές τζιν και θα γινόταν εκείνος οβασιλιάς του τζιν σε ολόκληρο το Λονδίνο.

Και μέχρι τώρα, ο Γκρίφιν ήταν αυτός που είχε το μεγαλύτερο αποστακτήριο στο Σεντ Τζάιλς.

Τη Σάιλενς Χόλινμπρουκ την ξύπνησαν τα μικρά δαχτυλάκια που έπαιζαν με τα βλέφαρά της.Αναστέναξε και άνοιξε τα μάτια της. Δύο μεγάλα καστανά ματάκια πλαισιωμένα από πλούσιεςμακριές βλεφαρίδες την κοιτούσαν. Η Μέρι Ντάρλινγκ, το μωρό που ήταν ξαπλωμένο πλάι της,ανασηκώθηκε και χτύπησε τα στρουμπουλά χεράκια του, βγάζοντας ήχους ευχαρίστησης που είχεκαταφέρει να ξυπνήσει τη Σάιλενς.

«Μάμα!»Η Σάιλενς δεν θα μπορούσε να της αντισταθεί και να μην της χαμογελάσει. «Πόσες φορές σού

έχω πει να μην πειράζεις τα μάτια της μάμας, μικρό ζουζούνι;»Η Μέρι Ντάρλινγκ γέλασε. Μόλις ενός χρόνου, το λεξιλόγιό της αποτελείτο από τρεις μόνο

λεξούλες: «Μάμα» ένα κατηγορηματικό «όχι!» και «Σου» όπως έλεγε τον Σουτ το γάτο – ο οποίοςδεν ανταπέδιδε την αδυναμία που του έδειχνε η μικρή.

Η Σάιλενς έριξε μια ματιά στο μικρό παράθυρο της σοφίτας τους και αναπήδησε τρομαγμένη. Οήλιος έλαμπε για τα καλά. «Ω, όχι. Θα έπρεπε να είχες πειράξει τα μάτια μου πιο νωρίς. Πάλι με

Page 38: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

πήρε ο ύπνος.»Με βιαστικές κινήσεις, έκανε την πρωινή της τουαλέτα, έχοντας ένα αόριστο συναίσθημα πως

είχε ξεχάσει κάτι πολύ σημαντικό. Άλλαξε τις φασκιές της Μέρι Ντάρλινγκ, την έντυσε, και ίσα πουπρόλαβε να ντυθεί και η ίδια. Στην πόρτα ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα. Έτρεξε να την ανοίξει,και αντίκρισε το καταβεβλημένο πρόσωπο του μεγαλύτερου αδερφού της, του Γουίντερ.

«Καλημέρα, αδερφή» τη χαιρέτησε εκείνος με τραχιά φωνή. Δεν χαμογελούσε συχνά, ωστόσοτα μάτια του έλαμψαν όταν κοίταξε το μωρό στην αγκαλιά της Σάιλενς. «Καλημέρα και σε σένα,δεσποινίς Μέρι Ντάρλινγκ.»

Η μικρή χαχάνισε και άπλωσε το χέρι για να πιάσει το μαύρο καπέλο του.«Λυπάμαι πάρα πολύ» είπε η Σάιλενς ξέπνοα καθώς τραβούσε με προσοχή τα δάχτυλα της

μικρής από το γείσο του καπέλου του αδερφού της. «Είχα σκοπό να κατέβω νωρίτερα, αλλά,βλέπεις, με πήρε ο ύπνος.»

«Α» έκανε ο Γουίντερ, και, κατά έναν περίεργο τρόπο, το γεγονός πως δεν τη μάλωσε έκανε τηΣάιλενς να αισθανθεί ακόμα χειρότερα.

Είχε αρχίσει να εργάζεται στο Ίδρυμα για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά εδώ και έξι μήνες,όμως ακόμη ένιωθε σαν εκπαιδευόμενη. Το να διευθύνεις ένα ορφανοτροφείο με είκοσι εννέα παιδιάκαι βρέφη δεν ήταν εύκολο πράγμα, ακόμα κι αν είχε τη βοήθεια του Γουίντερ και τριών υπηρετών.

Την αυτοπεποίθησή της δεν τη βοήθησε καθόλου το γεγονός πως προκάτοχός της ήταν ημεγαλύτερη αδερφή της, η Τέμπερανς. Η Σάιλενς αγαπούσε πολύ την Τέμπερανς, αλλά υπήρξανφορές που είχε αναρωτηθεί με μια δόση απελπισίας αν η αδερφή της έπρεπε να είναι τόσο σπουδαίοπρότυπο. Όλα τα χρόνια που επισκεπτόταν το ίδρυμα ενώ ήταν υπεύθυνη η Τέμπερανς έβρισκε τηναδερφή της πάντα απασχολημένη με κάτι, αναστατωμένη, και πολλές φορές εξουθενωμένη, ωστόσοποτέ δεν είχε χάσει τον έλεγχό της.

Τελευταίως, η Σάιλενς είχε αρχίσει να αναρωτιέται αν η ίδια είχε ποτέ στην πραγματικότητακάποιον έλεγχο – στο ίδρυμα, στη ζωή της, ή σε οτιδήποτε άλλο.

«Η Νελ έχει μαζέψει τα παιδιά κάτω για το πρωινό τους» είπε τώρα ο Γουίντερ.«Ω! Ω, ναι» ψιθύρισε εκείνη, στηρίζοντας τη Μέρι Ντάρλινγκ στον άλλο γοφό της και

προσπαθώντας να τραβήξει μια κορδέλα από το στόμα του μωρού. «Όχι, αγάπη μου, δεν είναι για νατο τρώμε αυτό. Θα κατέβω να τη βοηθήσω, εντάξει;» είπε στον αδερφό της.

«Πολύ καλή ιδέα» μουρμούρισε ο Γουίντερ. «Θα σε δω στο δείπνο.»Η Σάιλενς δάγκωσε το χείλι της καθώς θυμήθηκε τον καημένο τον Γουίντερ που είχε αναγκαστεί

χθες βράδυ να αρκεστεί σε λίγο κρύο ψωμί και ένα κομμάτι τυρί, επειδή εκείνη είχε ξεχάσει ναμαγειρέψει τη σούπα εγκαίρως. «Θα φροντίσω να είναι όλα έτοιμα στην ώρα τους απόψε, αλήθεια σ’το λέω.»

Οι άκρες των χειλιών του Γουίντερ ανασηκώθηκαν. «Μη στενοχωριέσαι τόσο. Δεν σου έκαναπαρατήρηση. Άλλωστε, μου αρέσει πολύ το τυρί.» Πέρασε τα δάχτυλά του πάνω από το μάγουλότης. «Τώρα φεύγω για δουλειά. Αν δεν βρίσκομαι στο σχολείο πριν από τα παιδιά, ένας Θεός ξέρειτι σκανταλιές θα έχουν κάνει μέχρι να φτάσω.»

Ο Γουίντερ έκανε μεταβολή και κατέβηκε τις σκάλες. Η Σάιλενς δεν μπορούσε να καταλάβει πούέβρισκε τόση ενέργεια όταν όχι μόνο βοηθούσε στη λειτουργία του ιδρύματος, αλλά δίδασκε σε έναολοήμερο σχολείο για αγόρια.

Page 39: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Αναστέναξε και τον ακολούθησε πιο αργά, κατεβαίνοντας με προσοχή τα ξεχαρβαλωμένασκαλοπάτια. Το Ίδρυμα για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά στεγαζόταν κάποτε σε ένα παλιό αλλάγεροφτιαγμένο κτήριο, όμως αυτό ήταν πριν πάρει φωτιά στις αρχές του χρόνου. Τώρα, χάρη στηγενναιοδωρία των προστάτιδών τους, της ηλικιωμένης Λαίδης Κέιρ και της Λαίδης Ηρώς, χτιζότανένα ολοκαίνουργιο όμορφο σπίτι. Θα είχαν μπόλικα δωμάτια, μια μεγάλη κουζίνα, και κήπο για ναπαίρνουν καθαρό αέρα τα παιδιά. Δυστυχώς, το καινούριο ίδρυμα δεν είχε χτιστεί ακόμη.

Στο μεταξύ, ο Γουίντερ, η Σάιλενς, οι τρεις υπηρέτες του σπιτιού, ο Σουτ ο γάτος, και όλα ταπαιδιά –εκτός από δύο βρέφη που φιλοξενούνταν στις παραμάνες τους– ζούσαν σε ένα πολύ μικρό,ερειπωμένο κτήριο στο Σεντ Τζάιλς. Η Σάιλενς θα μπορούσε να μείνει στα δωμάτια που ενοικίαζε μετον άντρα της, τον Γουίλιαμ, αλλά εκείνος ήταν καπετάνιος ενός εμπορικού πλοίου, του Σπίνου, καιτον περισσότερο καιρό ταξίδευε στη θάλασσα. Της είχε φανεί ανόητο να μένει μόνη της σταδωμάτια του Γουάπινγκ και να κάνει κάθε μέρα τόσο δρόμο για να πηγαινοέρχεται στο Σεντ Τζάιλς.

Άλλωστε, υπήρχε και η Μέρι Ντάρλινγκ.Φίλησε το απαλό μάγουλο του μωρού την ώρα που κατέβαινε τις σκάλες. Τη Μέρι Ντάρλινγκ

την είχε βρει έξω από το κατώφλι της πριν από επτά μήνες περίπου. Εκείνη η εποχή ήταν πολύδύσκολη για τη Σάιλενς. Ο Γουίλιαμ έλειπε σε ταξίδι, και ο αποχωρισμός τους είχε γίνει με μεγάληψυχρότητα. Η μικρούλα ήρθε στη ζωή της σαν τις πρώτες αχτίδες μιας καινούριας λαμπρής μέρας.Είχε ζεστάνει τη μονότονη καθημερινότητά της, και η Σάιλενς δεν άντεχε να την αποχωριστεί ούτεγια τις λίγες νυχτερινές ώρες του εικοσιτετραώρου.

Οι φωνές των παιδιών έφτασαν στα αφτιά της πριν ακόμα κατέβει στο ισόγειο. Ένας σκοτεινός,στραβός διάδρομος οδηγούσε στο πίσω μέρος όπου βρισκόταν η κουζίνα του σπιτιού, ένα μεγάλοδωμάτιο με μαυρισμένα δοκάρια στο ταβάνι. Δύο στενόμακρα τρίποδα τραπέζια βρίσκονταν στημέση της αίθουσας, ένα για τα αγόρια και ένα για τα κορίτσια. Η Μέρι Ντάρλινγκ άρχισε ναχοροπηδάει στη θέα των υπόλοιπων παιδιών.

«Εντάξει, γλυκιά μου.» Η Σάιλενς έπιασε ένα μπολ με χυλό βρώμης και ένα κουτάλι, και κάθισεστο τραπέζι των κοριτσιών με τη μικρή στα γόνατά της. «Καλημέρα σε όλους.»

«Καλημέρα, κυρία Χόλινμπρουκ!» φώναξαν όλα μαζί τα κορίτσια – και μερικά από τα αγόρια.Ακόμα και ο Σουτ σήκωσε το βλέμμα, με το στόμα του να χάσκει πάνω από το πιάτο με το γάλα πουβρισκόταν δίπλα από το τζάκι.

Η Μέρι Ίβνινγκ, το κορίτσι που καθόταν δίπλα τους, έσκυψε προς το μέρος τους. «Καλημέρα,Μέρι Ντάρλινγκ.»

Η μικρή, με το στόμα γεμάτο χυλό, κούνησε στον αέρα το κουτάλι για να χαιρετήσει, χτυπώνταςκατά λάθος τη μύτη του άλλου παιδιού.

«Πρόσεχε, Μέρι Ίβνινγκ» είπε η Νελ Τζόουνς καθώς περνούσε ένα καθαρό κομμάτι ύφασμα σταγόνατα της Σάιλενς.

Η Νελ ήταν μια ξανθιά γυναίκα με χαμογελαστό πρόσωπο, η παλιότερη από τους υπηρέτες καιπρώην ηθοποιός σε περιοδεύοντα θίασο. Μπορεί να ήταν λίγο μεγαλύτερη από τριάντα χρόνων,όμως είχε σιδερένια πυγμή, και η Σάιλενς είχε στηριχτεί στην ευστροφία της όταν ανέλαβε τηδιοίκηση του ιδρύματος.

«Σε ευχαριστώ, Νελ» της είπε. Τους τελευταίους μήνες είχε ανακαλύψει πως ήταν τρομεράδύσκολο να τρώει πρωινό με ένα μωρό στα γόνατά της.

Page 40: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Παρακαλώ, κυρία. Κι εσύ» –η Νελ έσκυψε και έκανε μια δήθεν αυστηρή γκριμάτσα στο μωρό–«πρόσεχε με αυτό το μεγάλο κουτάλι.»

Η Μέρι Ντάρλινγκ ξέσπασε σε γέλια, φτύνοντας πάνω στο φόρεμά της. Η Σάιλενς αναστέναξεκαι σκούπισε το χυμένο χυλό πριν αρχίσει και η ίδια να τρώει. Η ώρα του προγεύματος κόντευε νατελειώσει, και αν δεν προλάβαινε να φάει τώρα, θα ήταν αναγκασμένη να περιμένει μέχρι την ώρατου δείπνου.

Γρήγορα, έφαγε τον πηχτό χυλό, και ήπιε το ζεστό τσάι που άφησε μπροστά της η Νελ. Ανάμεσαστις δικές της μπουκιές, τάιζε και τη Μέρι Ντάρλινγκ, προσέχοντας να κρατάει το φλιτζάνι με τοκαυτό τσάι και το δελεαστικό μπολ με το χυλό μακριά από τη μικρή. Η Μέρι Ντάρλινγκ ήξερε νατρώει μόνη της με το κουτάλι της, ωστόσο τα αποτελέσματα των προσπαθειών της ήταν ολέθρια.

Γύρω τους, τα παιδιά έτρωγαν χαρούμενα, βοηθούμενα από τη Νελ και την άλλη υπηρεσία, τηνΆλις. Το ίδρυμα απασχολούσε και έναν άντρα υπηρέτη, τον Τόμι, ο οποίος βοηθούσε στιςδυσκολότερες δουλειές και στα εξωτερικά θελήματα.

Η Νελ χτύπησε ξαφνικά παλαμάκια. «Ώρα για καθαριότητα, παιδιά. Έχουμε πολλές δουλειές νακάνουμε σήμερα, επειδή περιμένουμε ένα σπουδαίο επισκέπτη.»

Η Σάιλενς παραλίγο να πνιγεί με την τελευταία κουταλιά του χυλού της. Θεέ και Κύριε! Το είχεξεχάσει εντελώς. Η Λαίδη Ηρώ θα επισκεπτόταν το ίδρυμα σήμερα – και δεν ήταν μόνο προστάτιδάτους, αλλά και κόρη ενός δούκα. Έσπρωξε μακριά της το μπολ με ένα αίσθημα ναυτίας. Άραγε, θαένιωθε ποτέ άνετα με τη θέση της σαν διευθύντρια του σπιτιού;

* * *

Εκείνο το απόγευμα η Ηρώ κατέβηκε προσεκτικά από την άμαξα – προσεκτικά επειδή είχε μάθειεγκαίρως ότι έπρεπε να προσέχει πού πατάει στους δρόμους του Σεντ Τζάιλς. Κοντά της, στοπεζοδρόμιο, στεκόταν ένας άντρας. Η κοπέλα έκανε ένα μεγάλο κύκλο γύρω του, ωστόσο δενμπόρεσε να αποφύγει τη βαριά μυρωδιά του τζιν. Δυστυχώς ήταν συχνό φαινόμενο να συναντάκανείς θύματα αυτού του απαίσιου ποτού. Τι ανακούφιση θα ήταν αν κατάφερναν να εξαλείψουναυτήν τη μάστιγα από το Λονδίνο!

Όταν προσπέρασε το μεθυσμένο, η Ηρώ ακολούθησε ένα στενοσόκακο που οδηγούσε στομάλλον ετοιμόρροπο κτήριο που στεγαζόταν προσωρινά το Ίδρυμα για Ατυχή Βρέφη και ΈκθεταΠαιδιά. Αναστέναξε σιγανά. Σαν προστάτιδα του σπιτιού, ένιωθε ενοχές κάθε φορά που έβλεπε σεπόσο εξαθλιωμένες συνθήκες ζούσαν τα παιδιά.

Η κυρία Χόλινμπρουκ, η διευθύντρια του ιδρύματος, την υποδέχτηκε με μια νευρική υπόκλιση.«Καλησπέρα, Λαίδη Ηρώ.»

Η Ηρώ κούνησε το κεφάλι, με ένα ευγενικό –όπως, τουλάχιστον, ήλπιζε– χαμόγελο. Η αλήθειαήταν πως είχε αναλάβει υπό την προστασία της το σπίτι όταν ήταν διευθύντρια η Τέμπερανς Ντιους,νυν Λαίδη Κέιρ η νεότερη. Η Ηρώ είχε νιώσει αμέσως μια φιλική οικειότητα με την τότε κυρίαΝτιους και απολάμβανε τη συνεργασία μαζί της. Με την κυρία Χόλινμπρουκ δεν τους είχε φέρεικοντά η ίδια αμοιβαία συμπάθεια – τουλάχιστον όχι ακόμη.

Η κυρία Χόλινμπρουκ ήταν νεότερη και λιγότερο δραστήρια από την αδερφή της. Το πρόσωπότης θύμιζε στην Ηρώ οσία του μεσαίωνα –χλωμό και σοβαρό– και, όπως οι άγιοι μάρτυρες των

Page 41: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

εικονισμάτων, έδειχνε να διακατέχεται από μια μελαγχολική μοιρολατρία.«Θέλετε να περάσετε μέσα για τσάι;» τη ρώτησε με επισημότητα η κυρία Χόλινμπρουκ, όπως

συνήθιζε πάντα.Στάθηκε στην άκρη, επιτρέποντας στην Ηρώ να μπει πρώτη στο οίκημα. Εκείνη προσπέρασε το

κατώφλι, προσπαθώντας να μη μορφάσει μπροστά στους ραγισμένους σοβάδες των τοίχων. Μπήκεσε ένα στενόχωρο δωμάτιο που βρισκόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, που τώρα πια της είχε γίνειπολύ οικείο έπειτα από τις τόσες επισκέψεις που είχε κάνει στο ίδρυμα. Τέσσερις καρέκλες, έναχαμηλό τραπέζι και ένα γραφείο έκλειναν αποπνικτικά το μικρό χώρο. Η Ηρώ κάθισε σε μία από τιςκαρέκλες και έβγαλε το καπέλο της, ενώ η άλλη γυναίκα τριγυρνούσε πέρα-δώθε, επιβλέποντας τοτσάι.

Στο τέλος, η κυρία Χόλινμπρουκ κάθισε για να σερβίρει το αφέψημά τους. «Χωρίς ζάχαρη, έχωδίκιο, λαίδη μου;»

Η Ηρώ χαμογέλασε. «Ναι.»«Πού να έχω βάλει τα κουταλάκια;» Η διευθύντρια κρατούσε το φλιτζάνι στο χέρι, με το καυτό

τσάι να γλείφει επικίνδυνα το χείλος του, και προσπαθούσε να ανακαλύψει με το βλέμμα της τοδίσκο. «Αλλά αφού δεν θέλετε ζάχαρη, τότε μάλλον δεν θα χρειάζεστε κουταλάκι, έτσι;»

«Νομίζω πως όχι.» Η Ηρώ πήρε το φλιτζάνι πριν η κυρία Χόλινμπρουκ κάψει το χέρι της. «Σαςευχαριστώ.»

Η γυναίκα χαμογέλασε νευρικά και ρούφηξε μια γουλιά από το δικό της τσάι. Η Ηρώ χαμήλωσετο βλέμμα στο φλιτζάνι της. Οι άνθρωποι έδειχναν πολλές φορές αμηχανία ή ντροπή μπροστά της,το ήξερε. Η κοινωνική της τάξη τους προκαλούσε δέος. Ήταν ένα μόνιμο πρόβλημα το πώς να κάνειτους άλλους να χαλαρώσουν.

Πήρε μια βαθιά αναπνοή και σήκωσε το βλέμμα της. «Αν κατάλαβα καλά, το σπίτι έχεικαινούριους ενοίκους;»

«Ω! Ω, ναι.» Η κυρία Χόλινμπρουκ ίσιωσε την πλάτη και ακούμπησε προσεκτικά το φλιτζάνιστο χαμηλό τραπεζάκι. Σταύρωσε τα χέρια πάνω στα γόνατά της σαν να ήταν έτοιμη να απαγγείλεικάποιο ποίημα. «Από τον περασμένο μήνα που σας είδαμε, λαίδη μου, αναλάβαμε δύο μωρά –ένααγόρι και ένα κορίτσι–, κι ένα αγοράκι τεσσάρων χρόνων. Το αγόρι, ο Χένρι Πούτμαν, είναι…»

Η διευθύντρια σταμάτησε σε αυτό το σημείο επειδή η Ηρώ έβηξε. «Με συγχωρείτε, αλλά νόμιζαπως όλα τα αγόρια στο σπίτι είχαν το όνομα Τζόζεφ;»

«Μάλιστα, συνήθως έτσι είναι, αλλά από τη στιγμή που ο Χένρι Πούτμαν είχε ήδη όνομα –για τοοποίο ήταν εντελώς αδιάλλακτος–, σκεφτήκαμε πως θα ήταν καλύτερα αν του επιτρέπαμε να τοκρατήσει.»

«Α.» Η Ηρώ κατένευσε. «Συνεχίστε, παρακαλώ.»Η κυρία Χόλινμπρουκ έσκυψε λιγάκι προς το μέρος της λαίδης. «Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο

Γουίντερ και η Τέμπερανς διάλεξαν να ονομάζουν όλα τα αγόρια Τζόζεφ και όλα τα κορίτσια Μέρι.Μερικές φορές γίνεται απίστευτο μπέρδεμα.»

«Το φαντάζομαι» απάντησε ευγενικά η Ηρώ.Η διευθύντρια χαμογέλασε, και ξαφνικά το χλωμό πρόσωπό της φωτίστηκε και έγινε σχεδόν

όμορφο. «Χμ. Επίσης, το μήνα που μας πέρασε βάλαμε δύο από τα κορίτσια μας για μαθητεία. Και,με τα χρήματα που μας δώσατε εσείς και η αξιοσέβαστη κυρία Κέιρ, μπορέσαμε να προμηθεύσουμε

Page 42: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

τα δύο κορίτσια με καινούρια ρούχα, παπούτσια, κορσέδες, ένα βιβλίο προσευχών, μια χτένα και μιαχοντρή χειμωνιάτικη κάπα.»

«Πολύ ωραία.» Η Ηρώ κατένευσε επιδοκιμαστικά. Τουλάχιστον η βοήθειά της έπιανε τόπο.«Μήπως θα θέλατε τώρα να μου δείξετε το σπίτι;»

«Και βέβαια, λαίδη μου.» Η κυρία Χόλινμπρουκ πετάχτηκε όρθια. «Αν έρθετε από δω, τα παιδιάετοιμάζονται όλη την εβδομάδα για σας.»

Την οδήγησε μέσα από το σκοτεινό διάδρομο στις ξεχαρβαλωμένες σκάλες. Προσπέρασαν τονπρώτο όροφο που, η Ηρώ το ήξερε από τις άλλες φορές, φιλοξενούσε τους κοιτώνες των ορφανών.Στο δεύτερο υπήρχε μία αίθουσα για τα νήπια και τα βρέφη, και ένα μικρό δωμάτιο πουεξυπηρετούσε σαν σχολική τάξη. Η διευθύντρια την οδήγησε εκεί, άνοιξε την πόρτα και έκανε μιαμεγαλοπρεπή χειρονομία. Μέσα στο δωμάτιο, μια ντουζίνα από τα μεγαλύτερα παιδιά, με πρόσωπαπλυμένα και μαλλιά ακόμη βρεγμένα, είχαν σχηματίσει δύο σειρές.

Μόλις είδαν τη λαίδη να μπαίνει, φώναξαν όλα μαζί: «Καλησπέρα, Λαίδη Ηρώ!»Εκείνη χαμογέλασε αμυδρά. «Καλησπέρα, παιδιά.»Η απάντησή της προκάλεσε ένα πνιχτό γέλιο σε κάποιο αγόρι. Μια αυστηρή ματιά από τη Νελ

Τζόουνς τον έκανε να σωπάσει. Η κυρία Χόλινμπρουκ έγνεψε διακριτικά, και τα παιδιά άρχισαν νατραγουδούν παράφωνα έναν ύμνο, παρόλο που η Ηρώ δεν μπορούσε να καταλάβει καλά ούτε τορυθμό ούτε τα λόγια. Εξακολούθησε να χαμογελάει ακόμα κι όταν το πιο υψίφωνο κορίτσι άρχισενα τραγουδάει τις χαμηλές νότες και κάποιο από τα αγόρια χτύπησε με τον αγκώνα του το διπλανότου στα παΐδια, κάνοντάς το να βγάλει μια τσιρίδα.

Το τραγούδι τελείωσε με ψηλές νότες που περισσότερο έμοιαζαν με στριγκλιές, και η Ηρώχρειάστηκε να προσπαθήσει για να μην κάνει κάποιο μορφασμό. Χειροκρότησε με ενθουσιασμό καιείδε το μικρό αγόρι που είχε σκουντήσει νωρίτερα το διπλανό του να της χαμογελάει,αποκαλύπτοντας το κενό που είχαν αφήσει τα δύο μπροστινά δόντια που έλειπαν.

«Υπέροχο, παιδιά» τους είπε. «Σας ευχαριστώ για το τραγούδι σας. Και ευχαριστώ πολύ καιτους δασκάλους σας.»

Τα λόγια της έφεραν ένα όμορφο κοκκίνισμα στα μάγουλα της κυρίας Χόλινμπρουκ, πουδιατηρήθηκε μέχρι την ώρα που κατέβαιναν ξανά τις σκάλες.

«Σας ευχαριστώ που ήρθατε, λαίδη μου» είπε μόλις έφτασαν στην εξώπορτα. «Τα παιδιάπεριμένουν με μεγάλη ανυπομονησία τις επισκέψεις σας.»

Η Ηρώ ήξερε πολύ καλά πως η διευθύντρια όφειλε να την κολακεύει από τη στιγμή που ήταν ηπροστάτιδα του ιδρύματος, ωστόσο, όταν έπιασε το χέρι της άλλης γυναίκας, της φάνηκε πως ηκυρία Χόλινμπρουκ πραγματικά εννοούσε τα λόγια της.

«Κι εγώ απολαμβάνω τις επισκέψεις μου στο σπίτι» είπε.Ευχήθηκε να μπορούσε να πει κάτι περισσότερο. Να μπορούσε να υποσχεθεί ότι τα παιδιά θα

έφευγαν σύντομα από αυτό το οικτρό κτήριο. Να μπορούσε να διαβεβαιώσει τη διευθύντρια πως ταορφανά θα αποκτούσαν γρήγορα καινούρια κρεβάτια, καινούρια αίθουσα διδασκαλίας, και έναμεγάλο κήπο για να υποδεχτούν την άνοιξη. Όμως, αρκέστηκε στο να χαμογελάσει άλλη μια φοράκαι να εκφράσει τους αποχαιρετισμούς της.

Πήρε το δρόμο, νιώθοντας την καρδιά της βαριά. Είχε την αίσθηση πως η επόμενη επίσκεψή τηςμέσα στη μέρα δεν θα ήταν τόσο ευχάριστη.

Page 43: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Παρακαλώ, πήγαινέ με στο Μέιντεν Λέιν» ζήτησε από τον καροτσιέρη πριν ανέβει στην άμαξα.Κάθισε στη θέση της και κοίταξε ανέκφραστα έξω από το παράθυρο. Η πρόοδος του ιδρύματος

εξαρτιόταν από την ίδια. Τώρα που…«Ωωω!» ακούστηκε μια αντρική φωνή – μια γνωστή αντρική φωνή.Η άμαξα σταμάτησε απότομα.Η Ηρώ έσκυψε μπροστά. Αποκλείεται να ήταν…Η πόρτα της άμαξας άνοιξε και μια ψηλή γεροδεμένη φιγούρα ανέβηκε και κάθισε απέναντί της,

στο κόκκινο κάθισμα, με τον αέρα του ιδιοκτήτη.Το όχημα ξεκίνησε πάλι, ενώ η Ηρώ έμεινε να τον κοιτάζει με σαστιμάρα.«Να που συναντιόμαστε ξανά, Λαίδη Τέλεια» είπε ο Λόρδος Γκρίφιν με αργόσυρτη φωνή.

Page 44: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Κεφάλαιο Τέσσερα

Αναπόφευκτα ήρθε ο καιρός που η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα αποφάσισε πως έπρεπενα παντρευτεί ξανά. Άλλωστε, μία βασίλισσα πρέπει να έχει το βασιλιά της, και έναβασίλειο χρειάζεται τον κληρονόμο του. Έτσι, συσκέφτηκε με τους συμβουλάτορές της,τους υπουργούς και τους διανοούμενούς της, για να αποφασίσουν ποιος θα ήταν οτέλειος άντρας για να παντρευτεί. Και τότε βρέθηκε μπροστά σε ένα δίλημμα. Οισυμβουλάτορές της θεώρησαν πως ο Πρίγκιπας Γουέστμουν θα ήταν ο τέλειοςμνηστήρας για τη βασίλισσα, ενώ οι υπουργοί περιγέλασαν τον Γουέστμουν καιαντιπρότειναν τον Πρίγκιπα Ίστσαν. Το χειρότερο ήταν πως οι διανοούμενοιαπέρριψαν και τους δύο και ισχυρίστηκαν πως μόνο ο Πρίγκιπας Νόρθγουιντ θα ήτανο τέλειος σύζυγος για τη βασίλισσα…

-από το Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα

Ο Γκρίφιν δεν πίστεψε στα μάτια του όταν είδε τη Λαίδη Ηρώ να ανεβαίνει σε μία άμαξα στοχειρότερο σημείο του Σεντ Τζάιλς. Είχε αναγκάσει τον αμαξά να σταματήσει, του είχε πει ποιος ήτανκαι είχε δέσει γρήγορα τον Ράμπλερ στο πίσω μέρος πριν ο ίδιος πηδήσει μέσα στην άμαξα.

Τώρα έβλεπε τη Λαίδη Ηρώ να τον κοιτάζει με τα όμορφα γκρίζα μάτια της μισόκλειστα.«Λόρδε Ρίντινγκ. Πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω.»

Εκείνος έγειρε στο πλάι το κεφάλι και της χαμογέλασε. «Μου φαίνεται πως διέκρινα μια τόση δαυποψία σαρκασμού στα λόγια σου, λαίδη μου.»

Η Ηρώ χαμήλωσε σεμνά το βλέμμα. «Μία κυρία ποτέ δεν ειρωνεύεται έναν κύριο.»«Ποτέ;» Έσκυψε μπροστά καθώς η άμαξα έστριβε σε μία γωνία. «Ούτε όταν την προκαλεί

κάποιος κύριος που δεν είναι και τόσο, ε, ευπρεπής;»«Ιδιαίτερα τότε.» Έσφιξε τα χείλη. «Μία κυρία διατηρεί πάντα την αυτοπειθαρχία της, διαλέγει

προσεκτικά τα λόγια της και φροντίζει να τα χρησιμοποιεί με περίσκεψη. Δεν θα χλεύαζε ποτέ ένανκύριο, όσο κι αν την προκαλούσε εκείνος.»

Απήγγειλε τους κανόνες της σωστής κοινωνικής συμπεριφοράς σαν να ήταν κάτι που το έκανεσυνέχεια, με τρόπο τόσο κατηφή, που παραλίγο να μην προσέξει ο Γκρίφιν την αδιόρατη ειρωνείαστη φωνή της. Κι όμως, υπήρχε. Δεν είχε καμία αμφιβολία πως ακολουθούσε αυτούς τους κανόνεςστη σχέση της με τον Τόμας, αλλά όχι και μαζί του. Αυτό του φάνηκε ιδιαίτερα ενδιαφέρον.

Και λιγάκι ανησυχητικό.«Ίσως θα πρέπει να προσπαθήσω περισσότερο για να σε προκαλέσω» μουρμούρισε χωρίς να το

σκεφτεί.Για μια στιγμή, το βλέμμα της συνάντησε θαρρετά και υποψιασμένα το δικό του. Η έκφραση

στο πρόσωπό της φανέρωνε μια ευθύτητα, συνειδητή ή ασυνείδητη, που πάντως ήταν αληθινήπρόκληση για έναν άντρα.

Page 45: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Ο Γκρίφιν κράτησε την αναπνοή του.Και τότε το βλέμμα της χαμήλωσε ξανά στα γόνατά της. «Τι κάνεις στο Σεντ Τζάιλς, λόρδε

μου;»«Βόλτα με την άμαξά σου.» Τέντωσε τα πόδια του στο στενό χώρο που βρισκόταν ανάμεσα στα

καθίσματά τους. «Δική σου είναι η άμαξα, έτσι δεν είναι;»«Φυσικά.»«Α, ωραία» είπε εκείνος με άνεση. «Δεν θα ήθελα να κατσαδιάσω τον Τόμας, επειδή σου

δάνεισε την άμαξά του για να τριγυρνάς στους υπονόμους του Σεντ Τζάιλς. Εκτός» –γούρλωσε ταμάτια σαν να του είχε έρθει ξαφνικά έμπνευση– «Σου έδωσε την άδεια ο Γουέικφιλντ να έρθεις εδώπέρα;»

Σήκωσε υπεροπτικά το πιγούνι της. «Δεν είμαι μικρό παιδί, Λόρδε Γκρίφιν. Δεν μου χρειάζεταιη άδεια του αδερφού μου για να πάω κάπου και όποτε εγώ το θέλω.»

«Τότε, ο Γουέικφιλντ δεν θα εκπλαγεί όταν του πω πού σε συνάντησα» της είπε με φωνήμεταξένια.

Η Ηρώ απέστρεψε το βλέμμα, επιβεβαιώνοντας έτσι τις υποψίες του.Η φωνή του έγινε τόσο βαθιά, που θύμιζε απειλητικό γρύλισμα. «Το φαντάστηκα.»Ένιωσε το θυμό που φούντωνε μέσα του, γρήγορος και σαρωτικός. Τον ξάφνιασε η τόση ένταση

αυτού του πρωτόγνωρου συναισθήματος. Τι τον ένοιαζε εκείνον αν η καθωσπρέπει μνηστή τουΤόμας έβαζε τον εαυτό της σε κίνδυνο τριγυρνώντας στο Σεντ Τζάιλς; Δεν ήταν δική του δουλειά,αυτό υπαγόρευε η κοινή λογική.

Δυστυχώς, η κοινή λογική δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τα συναισθήματά του. Η ΛαίδηΗρώ είχε κάνει τραγικό λάθος να έρθει μέχρι εδώ, κι ο Γκρίφιν το μόνο που ήθελε τώρα ήταν να τηναρπάξει από τους ώμους και να την ταρακουνήσει δυνατά, να ξεσπάσει για όλους αυτούς τουςχοντροκέφαλους, και προφανώς επιπόλαιους αδερφούς, και να της απαριθμήσει όλες τις φριχτέςπεριπτώσεις που μπορούσαν να τύχουν σε μία καλοαναθρεμμένη δεσποινίδα μέσα στιςφτωχοσυνοικίες του Λονδίνου.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και έτριψε τα μάτια του. Θεέ και Κύριε, είχε ανάγκη από ύπνο. «Το ΣεντΤζάιλς δεν φημίζεται για τη φιλοξενία του, λαίδη μου» είπε όσο πιο ήπια μπορούσε. «Ό,τι κι αν ήταναυτό που σε έφερε μέχρι εδώ, δεν μπορεί να είναι τόσο…»

«Σε παρακαλώ, μη με πατρονάρεις.»«Πολύ καλά.» Αισθάνθηκε το σαγόνι του να σφίγγεται. Να πάρει ο διάβολος, δεν ήταν

συνηθισμένος να τον απαξιώνουν έτσι, πόσω μάλλον μία γυναίκα. «Πες μου το λόγο που ήρθεςεδώ.»

Η Ηρώ δάγκωσε το χείλι της και κοίταξε κάπου μακριά.Ο Γκρίφιν χαμογέλασε σφιγμένα. «Θα το πεις ή σε μένα ή στον Γουέικφιλντ. Διάλεξε.»«Αφού επιμένεις.» Έστρωσε το φόρεμά της με το χέρι της. «Πηγαίνω να επιθεωρήσω το

εργοτάξιο ενός ιδρύματος για έκθετα παιδιά.»Ήταν το μόνο που δεν περίμενε να ακούσει. «Τι πράγμα;»Η Ηρώ έκανε μια γκριμάτσα ανυπομονησίας, τόσο σύντομη, που εκείνος ίσα που πρόλαβε να

την προσέξει. «Επειδή είμαι η μία από τις προστάτιδες του ιδρύματος.»

Page 46: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Ανασήκωσε τα φρύδια του. «Πραγματικά αξιέπαινη. Γιατί το κρατάς μυστικό από τον αδερφόσου;»

«Δεν είναι μυστικό.» Πρόσεξε το σκεφτικό του ύφος και βιάστηκε να διορθώσει. «Εννοώ πωςδεν είναι μυστικό το ότι είμαι προστάτιδα. Ο Μάξιμους γνωρίζει πολύ καλά πως έχω αναλάβει τηνυποχρέωση να βοηθάω το ίδρυμα. Το πρόβλημα είναι το μέρος που βρίσκεται. Δεν θέλει να έρχομαιστο Σεντ Τζάιλς.»

«Επικροτώ τη νοημοσύνη του» σχολίασε κοφτά ο Γκρίφιν. «Τότε, γιατί ξεπόρτισες;»«Επειδή είμαι η προστάτιδα!» Η Λαίδη Ηρώ τον κοίταξε σκυθρωπά, με το ύφος βασίλισσας που

την είχαν προσβάλει. «Είναι υποχρέωσή μου να ελέγξω αν το χτίσιμο του καινούριου κτηρίουπροχωράει κανονικά.»

«Εντελώς μόνη σου;»«Υπάρχει άλλη μία χορηγός, η Λαίδη Κέιρ. Όμως, αυτή την εποχή λείπει στο εξωτερικό.»

Δάγκωσε το χείλι της. «Θα πήγαινα στο Λόρδο Κέιρ, το γιο της, ή στη γυναίκα του, τη Λαίδη Κέιρτη νεότερη –είναι αδερφή της διευθύντριας του ιδρύματος, και κάποτε ήταν αυτή που είχε αναλάβειτη διοίκηση–, όμως παντρεύτηκαν πρόσφατα και θα μείνουν για μήνες στο υποστατικό του ΛόρδουΚέιρ.»

Ο Γκρίφιν την κοιτούσε δύσπιστα. «Δηλαδή, για την ώρα επιβλέπεις την κατασκευή του κτηρίουγια το ίδρυμα εντελώς μόνη;»

«Ναι.» Σήκωσε περήφανα το κεφάλι, αλλά τα όμορφα χείλη της τρεμούλιασαν.Εκείνος ανασήκωσε τα φρύδια και περίμενε να συνεχίσει.«Δεν πάει πολύ καλά» του είπε έπειτα από ένα στιγμιαίο δισταγμό. Η φωνή της ήταν ένα

αγωνιώδες ξέσπασμα, τα χέρια της σφίχτηκαν νευρικά πάνω στα γόνατά της. «Στην πραγματικότητα,πηγαίνει εντελώς χάλια. Ο αρχιτέκτονας που προσλάβαμε αποδείχτηκε αναξιόπιστος. Γι’ αυτό,πηγαίνω σήμερα να δω το εργοτάξιο, για να δω τι προόδους έχει κάνει μέσα στην τελευταίαεβδομάδα.»

«Ή τι δεν έχει κάνει;» Ήταν περίεργο, αλλά η μικρή εξομολόγηση που του είχε κάνει είχε σαναποτέλεσμα να πλημμυρίσει η καρδιά του από μια γλυκιά ζεστασιά.

Η Ηρώ χαμήλωσε το κεφάλι. «Πες το κι έτσι.»«Θα πρέπει να μιλήσεις στον Γουέικφιλντ για τα προβλήματά σου» τη συμβούλεψε. «Είτε ο

ίδιος είτε κάποιος εντολοδόχος του θα μπορούσαν να τα χειριστούν και να σε βοηθήσουν.»Σήκωσε πάλι περήφανα το κεφάλι της. «Εγώ είμαι η προστάτιδα, όχι ο Μάξιμους. Η υποχρέωση

είναι δική μου. Άλλωστε» πρόσθεσε λιγότερο αυταρχικά τώρα «ο Μάξιμους μάλλον θα μουαπαγορεύσει να συνεχίσω να είμαι χορηγός αν του μιλήσω για τα προβλήματά μου. Αντέδρασεεντελώς παράλογα όταν του είπα την απόφασή μου να βοηθήσω το ίδρυμα.»

«Ίσως δεν του αρέσει να ξοδεύει τα χρήματά του.»Σούφρωσε θυμωμένα τη μύτη της. «Τα χρήματα είναι δικά μου, σε διαβεβαιώνω, Λόρδε

Γκρίφιν. Μία κληρονομιά από τον αδερφό του παππού μου, εντελώς άσχετη με την προίκα μου.Μπορώ να τα διαχειρίζομαι όπως θέλω, χωρίς καμία παρέμβαση του Μάξιμους – ή κανενός άλλου.Μπορώ να τα κάνω ό,τι θέλω, κι αυτό που θέλω είναι να βοηθήσω τα παιδιά που ζουν σε εκείνο τοίδρυμα.»

Page 47: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Με συγχωρείς για τις βιαστικές μου εικασίες.» Σήκωσε ψηλά τα χέρια σε ένδειξησυνθηκολόγησης. «Γιατί ο αδερφός σου αντιπαθεί τόσο πολύ την ιδέα να βοηθάς ορφανά;»

Η Ηρώ μόρφασε. «Δεν έχει πρόβλημα με τα ορφανά, αλλά με το μέρος που ζουν. Οι γονείς μαςδολοφονήθηκαν στους δρόμους του Σεντ Τζάιλς. Το μίσος του γι’ αυτό το μέρος είναι πολύ βαθύ.»

«Α.» Ο Γκρίφιν ακούμπησε το κεφάλι του που πονούσε στο μαξιλάρι.«Ήμουν οχτώ χρόνων όταν συνέβη» του είπε με απαλή φωνή, παρόλο που δεν την είχε ρωτήσει.

«Είχαν πάει να δουν κάποιο έργο και είχαν πάρει και τον Μάξιμους – ήταν μόλις δεκατεσσάρων. ΗΦοίβη κι εγώ ήμασταν πολύ μικρές για να παρακολουθήσουμε τέτοιου είδους θεάματα, γι’ αυτόμείναμε σπίτι.»

Έσμιξε τα φρύδια, νιώθοντας το ενδιαφέρον του να φουντώνει. «Τι γύρευαν στο Σεντ Τζάιλς;Δεν υπάρχει θέατρο εδώ.»

«Δεν ξέρω.» Κούνησε αργά το κεφάλι. «Ο Μάξιμους δεν μου είπε ποτέ – αν βέβαια γνωρίζει.Θυμάμαι πως ξύπνησα το επόμενο πρωί από κλάματα. Η παραμάνα μας αγαπούσε πολύ τη μαμά.Όλοι οι υπηρέτες στενοχωρήθηκαν πάρα πολύ.»

«Φαντάζομαι πόσο θα πληγώθηκες εσύ» της είπε σιγανά.Η Ηρώ ανασήκωσε αδέξια τον ώμο, μια κίνηση εντελώς διαφορετική από τις συνήθως κομψές

χειρονομίες της. «Ο Μάξιμους κλείστηκε στα διαμερίσματά του –έκανε μέρες να βγει και να μαςμιλήσει–, και δεν υπήρχε κανένας για να αναλάβει τις ευθύνες του σπιτιού. Θυμάμαι πως εκείνη τηνημέρα έτρωγα κρύο πόριτζ στο δωμάτιό μου ενώ οι μεγάλοι πηγαινοέρχονταν και μιλούσανσυνέχεια στους κάτω ορόφους. Κανένας δεν μου έδωσε την παραμικρή σημασία. Έπειτα,κατέφτασαν οι οικογενειακοί μας δικηγόροι, που όμως ήταν ψυχροί και παράξενοι. Δεν ένιωσαασφαλής παρά μόνο μετά από δεκαπέντε μέρες που ήρθε η Ξαδέρφη Μπατίλντα. Τότε αισθάνθηκαπως υπήρχε κάποιος για να φροντίσει κι εμένα. Φορούσε ένα πολύ βαρύ, γλυκό άρωμα, και τομαύρο φουστάνι της ήταν σκληρό και τσαλακωμένο, αλλά συγκρατήθηκα και δεν έτρεξα νακρεμαστώ από πάνω της όπως έκανε η Φοίβη.»

Του χαμογέλασε σχεδόν απολογητικά.Τη φαντάστηκε μικρό κοριτσάκι, χλωμό και μελαγχολικό, να υποφέρει, επειδή δεν είχε κανέναν

στον κόσμο για να τη φροντίζει – να νοιάζεται γι’ αυτήν. Η εικόνα αυτή του προκάλεσε αφόρητοβάρος στην καρδιά.

Κοίταξε έξω από το παράθυρο και πρόσεξε αφηρημένα πως η περιοχή είχε γίνει πολύ χειρότερηαπό πριν, αν ήταν δυνατό κάτι τέτοιο. «Θα έρθεις κι άλλες φορές εδώ;» τη ρώτησε.

«Ναι.» Του απάντησε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.«Φυσικά» μουρμούρισε εκείνος και έτριψε το πρόσωπό του με τα χέρια του. Τα γένια που είχαν

αρχίσει να φυτρώνουν στο πιγούνι του έγδαραν τις παλάμες του. Θα πρέπει να έμοιαζε με αγρίμι.Χριστέ μου, μόλις την προηγούμενη εβδομάδα μια γυναίκα είχε δεχτεί επίθεση και είχε σκοτωθείστο Σεντ Τζάιλς. «Άκουσέ με, η συνείδησή μου δεν μου επιτρέπει να σε αφήσω να τριγυρνάς μόνηστους δρόμους του Σεντ Τζάιλς.»

Το κορμί της σφίχτηκε απέναντί του, και τα χείλη της μισάνοιξαν, χωρίς αμφιβολία έτοιμα για ναεκφράσουν τις αντιρρήσεις της.

Ο Γκρίφιν έγειρε προς το μέρος της, στήριξε τους αγκώνες του στα γόνατά του και συνάντησε τοβλέμμα της με το δικό του. «Δεν μου το επιτρέπει, και δεν αλλάζω γνώμη, ασχέτως με τους λόγους

Page 48: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

ή τα επιχειρήματά σου.»Η Ηρώ έκλεισε το στόμα και γύρισε το κεφάλι στο πλάι για να κοιτάξει έξω από το παράθυρο.Εκείνος δεν κατάφερε να συγκρατήσει ένα αδύναμο χαμόγελο. Έδειχνε τόσο θιγμένη. «Όμως,

είμαι πρόθυμος να κάνω μια συμφωνία μαζί σου.»Τα φρύδια της έσμιξαν καχύποπτα. «Τι είδους συμφωνία;»«Δεν πρόκειται να πω ούτε στον Γουέικφιλντ ούτε στον Τόμας για τις βολτούλες σου στο Σεντ

Τζάιλς αν με αφήσεις να σε συνοδεύω εγώ.»Για μια στιγμή έμεινε να τον κοιτάζει χωρίς να μιλά. Έπειτα κούνησε αποφασιστικά το κεφάλι.

«Δεν μπορώ να το δεχτώ.»«Γιατί όχι;»«Επειδή, Λόρδε Γκρίφιν, δεν θα τολμούσα να εμφανιστώ παρέα μαζί σου» του είπε, ρίχνοντάς

του με τα λόγια της παγωμένο νερό στην πλάτη. «Βλέπεις, ξέρω πως ξελόγιασες την πρώτη γυναίκατου αδερφού σου.»

* * *

Ο Ρίντινγκ άφησε το κεφάλι του να πέσει πίσω στο μαξιλάρι και ξέσπασε σε δυνατά γέλια. Ο ήχοςέμοιαζε με πρόσχαρο κελάρυσμα, ωστόσο υπήρχε μια δυσδιάκριτη απειλητική νότα που έκανε τηνΗρώ να ανησυχήσει. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως βρίσκονταν σε κάποιο απομονωμένο σημείο καιπως εκείνον δεν τον γνώριζε σχεδόν καθόλου.

Και αυτά τα λίγα που είχε μάθει για το άτομό του δεν ήταν καθόλου κολακευτικά.Τον παρακολουθούσε επιφυλακτικά καθώς το γέλιο του ατονούσε. Τον είδε να σκουπίζει τα

μάτια με το μανίκι του και να παίρνει μια βαθιά αναπνοή.Όταν στράφηκε πάλι προς το μέρος της, η οργή που διέκρινε στο βλέμμα του την έκανε να

ανησυχήσει ακόμα πιο πολύ. «Δίνεις προσοχή στα κουτσομπολιά, Λαίδη Τέλεια;»Εκείνη συνάντησε το θυμωμένο βλέμμα του χωρίς να δείξει ότι φοβόταν. «Αρνείσαι τις

κατηγορίες;»«Γιατί να μπω στον κόπο;» Τα χείλη του στράβωσαν. «Εσύ και οι υπόλοιποι ανόητοι και

υποκριτές κουτσομπόληδες έχετε ήδη αποφασίσει ποια είναι η αλήθεια. Με το να προσπαθώ να σαςπείσω για την αθωότητά μου απλώς θα φανώ στα μάτια σας γελοίος.»

Μπροστά σε αυτά τα πληγωμένα λόγια, η Ηρώ δάγκωσε τα χείλη και χαμήλωσε το βλέμμα σταχέρια της. Είχε ακουμπήσει το ένα πάνω στο άλλο, και τώρα έβλεπε με ανακούφιση πως δενπρόδιδαν την εσωτερική ταραχή της. Γιατί την ενοχλούσε τόσο που αυτός ο άντρας τη θεωρούσε«ανόητη» και «υποκρίτρια»;

Η άμαξα σταμάτησε απότομα. Είχαν φτάσει στην είσοδο του Μέιντεν Λέιν. Έριξε μια ματιάπρος το μέρος του και τον είδε να την κοιτάζει μελαγχολικά, με τα ανοιχτοπράσινα μάτια τουσκοτεινιασμένα.

«Δεν έχει καμία σημασία, έτσι κι αλλιώς» είπε εκείνος.«Ποιο πράγμα;»«Το ότι έχω τη φήμη του αλήτη, του διαφθορέα αθώων γυναικών – της γυναίκας του αδερφού

Page 49: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

μου.» Κούνησε αδύναμα το χέρι του, λες και το όλο θέμα ήταν ασήμαντο. «Εξακολουθώ να μη θέλωνα ρισκάρεις τον όμορφο λαιμουδάκο σου στο Σεντ Τζάιλς. Ή θα με αφήσεις να σε συνοδέψω καινα σε προστατέψω, ή θα πάω κατευθείαν στον Γουέικφιλντ και στον Τόμας. Η επιλογή είναι δικήσου.»

Έσπρωξε το τρίκοχο καπέλο του πάνω από τα μάτια του και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος,σαν να ήταν έτοιμος να πάρει έναν υπνάκο.

Για μια στιγμή η Ηρώ τον κοίταξε δύσπιστα, όμως εκείνος δεν έκανε καμία κίνηση. Προφανώςείχε πει όλα όσα ήθελε.

Η πόρτα της άμαξας άνοιξε, και ο Τζορτζ, ένας από τους δύο μυώδεις υπηρέτες που είχε επιλέξεινα τη συνοδεύσουν, έριξε μια περίεργη ματιά στο εσωτερικό της. «Λαίδη μου;»

«Ναι» του είπε αφηρημένα. Στράφηκε πάλι προς το μέρος του Ρίντινγκ και ξερόβηξε. «Θα πάωνα ελέγξω το εργοτάξιο τώρα.»

Ο Ρίντινγκ δεν έκανε καμία κίνηση.Πολύ καλά! Αν είχε σκοπό να γίνει αγενής, η Ηρώ δεν επρόκειτο να παραμείνει εκεί και να

προσπαθήσει να τον κάνει να μιλήσει. Ανασηκώθηκε και, με τη βοήθεια του Τζορτζ, κατέβηκε απότην άμαξα.

Σήκωσε λιγάκι τη φούστα της και πήρε το δρόμο που οδηγούσε στο Μέιντεν Λέιν, στο σημείοόπου χτιζόταν το Ίδρυμα για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά. Όμως, όσο πλησίαζε, οι χειρότεροιφόβοι της επιβεβαιώθηκαν. Το εργοτάξιο έδειχνε εγκαταλειμμένο.

Η Ηρώ άφησε τη φούστα της να πέσει και συνοφρυώθηκε.Ο Τζορτζ μετέφερε το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο. «Να δω μήπως είναι κανείς εδώ

γύρω, λαίδη μου;»«Ναι, σε παρακαλώ» του απάντησε με ευγνωμοσύνη και τον παρακολούθησε καθώς

εξαφανιζόταν πίσω από την πρόσοψη του οικοδομήματος.Αναστέναξε. Θα γινόταν ένα υπέροχο κτήριο – αν ποτέ τελείωνε. Είχαν αγοράσει όλα τα σπίτια

γύρω από τα καμένα συντρίμμια της κατοικίας που υπήρχε παλιά εκεί και τα είχαν κατεδαφίσει.Τώρα, το μεγαλύτερο μέρος αυτής της πλευράς του δρόμου καταλάμβαναν τα θεμέλια και ηπρόσοψη του πανέμορφου πλίνθινου κτηρίου που ονειρευόταν πως κάποτε θα χτιζόταν. Η Ηρώέκανε μεταβολή και κοίταξε την απέναντι μεριά του στενού δρομίσκου. Τα κτίσματα από εκεί ήτανχτισμένα τόσο κοντά το ένα με το άλλο, που έμοιαζαν σαν να στηρίζονταν μεταξύ τους. Ξύλινεςκατασκευές πάνω σε κακοστερεωμένα τούβλα, με τα ψηλότερα πατώματα να γέρνουν επικίνδυναπάνω από το σοκάκι. Ήταν πραγματικό θαύμα που όλο αυτό το χάλι δεν είχε καταρρεύσει ακόμη.

«Λαίδη μου.»Ο Τζορτζ γύρισε κοντά της, ακολουθούμενος από έναν ύποπτο τύπο.«Αυτός είναι ο μόνος που κατάφερα να βρω εδώ γύρω» της είπε, δείχνοντας τον άγνωστο άντρα.

«Λέει πως είναι ο φύλακας.»Η Ηρώ κοίταξε έκπληκτη τον τύπο. Κρατούσε στο χέρι του ένα μισοφαγωμένο καρβέλι ψωμί και

φορούσε ένα φθαρμένο μπλε παλτό, πολλά νούμερα μεγαλύτερο από το δικό του μέγεθος.Κάτω από το βλέμμα της, ο άντρας έβγαλε το ταλαιπωρημένο επίπεδο καπέλο που είχε στο

κεφάλι του, και έκανε μια υπόκλιση τόσο βαθιά, που τα γκρίζα μαλλιά του σχεδόν ακούμπησαν στη

Page 50: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

γη. «Λαίδη μου.»«Πώς σε λένε;»«Πρατ.» Κράτησε σφιχτά το καπέλο και το ψωμί πάνω στο στήθος του και την κοίταξε με

βλέμμα αγγελικό. «Αν δεν σας πειράζει, λαίδη μου.»Η Ηρώ αναστέναξε. «Πού είναι οι εργάτες, κύριε Πρατ;»Ο φύλακας σήκωσε ψηλά το βλέμμα, σαν να σκεφτόταν πολύ σοβαρά. «Δεν ξέρω ακριβώς,

λαίδη μου. Είμαι σίγουρος ότι θα επιστρέψουν όπου να ’ναι.»«Και ο κύριος Τόμπσον;»«Έχω αρκετό καιρό να τον δω.» Ο Πρατ ανασήκωσε τους ώμους και δάγκωσε το ψωμί του.Η Ηρώ έσφιξε τα χείλη και κοίταξε αλλού. Ο κύριος Τόμπσον ήταν ο αρχιτέκτονας του

καινούριου ιδρύματος και υπεύθυνος για την ανέγερσή του. Υπήρξε άψογος στο στάδιο τουσχεδιασμού, δημιουργώντας ένα πανέμορφο σχέδιο του κτηρίου με επακριβείς λεπτομέρειες. Τόσοη ίδια όσο και η Λαίδη Κέιρ ένιωσαν απόλυτα ευχαριστημένες μαζί του. Ωστόσο, όταν άρχισε ηκατασκευή, ο κύριος Τόμπσον αποδείχτηκε λιγότερο αξιόπιστος. Υλικά που υποτίθετο πως είχανήδη παραγγελθεί απουσίαζαν, και αργότερα καθυστερούσε η παράδοσή τους, αναγκάζοντας τουςεργάτες που είχαν προσληφθεί να βρίσκουν άλλες δουλειές.

Η Λαίδη Κέιρ είχε αναβάλει την περιοδεία της στην Ευρώπη μέχρι να πέσουν τα θεμέλια. Σεεκείνο το στάδιο είχε φανεί πως τα χειρότερα κατασκευαστικά προβλήματα είχαν τελειώσει. Είχανπαραλάβει τα υλικά, είχαν προσλάβει καινούριους εργάτες και ο κύριος Τόμπσον τούς είχε γεμίσειμε απολογίες και διαβεβαιώσεις. Όμως, ένα μήνα μετά την αναχώρηση της Λαίδης Κέιρ, ταπράγματα είχαν αρχίσει και πάλι να στραβώνουν. Το χτίσιμο καθυστερούσε, τα έξοδα πουπαρουσίαζε στην Ηρώ ο μηχανικός την μπέρδευαν. Και όποτε του έκανε ευγενικές ερωτήσεις,εκείνος είτε έδινε αόριστες απαντήσεις είτε την αγνοούσε εντελώς.Και τώρα, στη μέση της ημέρας,κανείς δεν βρισκόταν στο εργοτάξιο!

«Σε ευχαριστώ, κύριε Πρατ» είπε η Ηρώ και έκανε μεταβολή για να επιστρέψει στην άμαξα.«Είναι ικανός να φυλάει μία τόσο μεγάλη έκταση;» ρώτησε σιγανά τον Τζορτζ.

Εκείνος φάνηκε να ξαφνιάζεται που ζητούσε τη γνώμη του. Έξυσε το πιγούνι του. «Όχι, λαίδημου, δεν το νομίζω.»

Η Ηρώ κατένευσε. Ο Τζορτζ απλώς επιβεβαίωνε τους φόβους της. Αν μη τι άλλο, έπρεπε ναπροσλάβει αμέσως κι άλλους φύλακες.

Σχεδόν περίμενε πως ο Ρίντινγκ θα την είχε εγκαταλείψει, αλλά μόλις ανέβηκε στην άμαξα, τονβρήκε γερμένο στο μαξιλάρι, ακριβώς στην ίδια θέση που τον είχε αφήσει σχεδόν μισή ώρα πριν.Κάθισε και έμεινε να τον κοιτάζει καθώς η άμαξα ξεκινούσε.

Φορούσε ένα μάλλον φθαρμένο παλτό, ένα πράσινο γιλέκο, σκούρο καφέ παντελόνι, και μπότες.Τα μακριά πόδια του καταλάμβαναν τον περισσότερο χώρο ανάμεσα στα καθίσματα. Οιγρατσουνισμένες μπότες του έφταναν μέχρι κάτω από το κάθισμά της. Το μαύρο καπέλο του ήτανακόμη κατεβασμένο χαμηλά μέχρι τα μάτια του, και για πρώτη φορά πρόσεξε πως στο σαγόνι τουείχαν αρχίσει να φυτρώνουν πυκνά γένια. Άραγε, ήταν έξω όλη τη νύχτα μετά το χορό; Δεν είχεμετακινηθεί καθόλου ούτε όταν γύρισε η Ηρώ ούτε όταν ξεκίνησε η άμαξα. Από τα μισάνοιχτα χείλητου ακουγόταν ένα σιγανό ροχαλητό. Το βλέμμα της στάθηκε σε τούτα τα χείλη. Το από κάτω ήτανσαρκώδες, χαλαρωμένο από τον ύπνο, και αισθησιακό, σε έντονη αντίθεση με τα αρρενωπά του

Page 51: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

γένια.Τράβηξε γρήγορα το βλέμμα της.«Αποφάσισες;» τη ρώτησε, κάνοντάς τη να αναπηδήσει.Η Ηρώ πήρε μια βαθιά ανάσα. Μήπως προσποιούταν τον κοιμισμένο όλη αυτή την ώρα;Εκείνος ανακάθισε και τεντώθηκε νωχελικά. Έπειτα κοίταξε έξω από το παράθυρο. «Πάμε για το

σπίτι, έτσι δεν είναι;»«Ναι.»«Πώς ήταν;»«Χειρότερα από όσο περίμενα.» Έσφιξε τα χείλη της. «Ο μηχανικός φαίνεται πως έχει γίνει

άφαντος.»Κούνησε το κεφάλι σαν να το περίμενε. «Και η συμφωνία μου;»«Θέλεις να πεις ο εκβιασμός σου.»Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Πες το όπως θέλεις, όμως γνώμη δεν πρόκειται να

αλλάξω. Ή θα πηγαίνεις μαζί μου ή καθόλου.»Η Ηρώ κοίταξε τα χέρια της που ήταν ακουμπισμένα πάνω στα γόνατά της. Είχαν σφιχτεί σε

γροθιές. Δεν είχε καμία αμφιβολία πως θα μιλούσε στον αδερφό και στον αρραβωνιαστικό της ανδεν δεχόταν τη «συμφωνία» του. Ο Μάντβιλ θα την αποδοκίμαζε, αλλά ο Μάξιμους θα ήταν αυτόςπου θα την εμπόδιζε να επιβλέπει το σπίτι – και ίσως θα της απαγόρευε να είναι η προστάτιδά του.Άκουγε και υπάκουε τον αδερφό της σε όλα τα ζητήματα, όχι όμως και σε αυτό. Στο μυαλό τηςήρθαν ξανά τα γλυκά πρόσωπα των παιδιών την ώρα που πάλευαν να τραγουδήσουν τον ύμνο πουείχαν ετοιμάσει για χάρη της.

Σήκωσε το βλέμμα. Ο Ρίντινγκ την παρατηρούσε σαν να ήξερε τις σκέψεις που στριφογύριζανστο μυαλό της. «Γιατί;»

«Τι πράγμα;»«Γιατί αυτή η ξαφνική ανησυχία για το άτομό μου; Γιατί θέλεις αυτήν τη συμφωνία;»Περίμενε να την αντιμετωπίσει με θυμό, όμως οι άκρες των χειλιών του ανασηκώθηκαν, και, όσο

ήταν δυνατόν, βυθίστηκε ακόμα πιο πολύ στο κάθισμά του. «Είσαι πολύ καχύποπτη γυναίκα, ΛαίδηΤέλεια. Ίσως η τρυφερή καρδιά μου να με υποχρεώνει να σώζω απερίσκεπτες κοπέλες.»

«Χμ.» Τον κοίταξε, μισοκλείνοντας τα μάτια. «Δεν σε εμπιστεύομαι.»«Πολύ συνετό αυτό» είπε, ρίχνοντάς της μια κοροϊδευτική ματιά.Η Ηρώ κοίταξε έξω από το παράθυρο. Τι άλλη επιλογή είχε αν ήθελε να συνεχίσει να

επισκέπτεται το σπίτι;«Πολύ καλά» του είπε, ενώνοντας το βλέμμα της με το δικό του. «Μπορείς να με συνοδέψεις

την επόμενη φορά που θα έρθω στο Σεντ Τζάιλς.»«Ωραία.» Χασμουρήθηκε, και μετά σηκώθηκε για να χτυπήσει την οροφή της άμαξας. «Μπορείς

να στείλεις ένα σημείωμα στο σπίτι μου όποτε θελήσεις να πας. Γκόλντεν Σκουέαρ τριάντατέσσερα.»

Για μια στιγμή οι σκέψεις της οδηγήθηκαν αλλού. «Δεν μένεις στο Μάντβιλ Χάουζ;»Τα χείλη του στράβωσαν. «Όχι.»

Page 52: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Η άμαξα σταμάτησε, κι εκείνος άνοιξε την πόρτα. Σταμάτησε μόνο για να της πει: «Θα είμαι στοσπίτι σου στις εννέα αύριο το πρωί.»

Η Ηρώ έσκυψε προς το μέρος του. «Μα, δεν σκόπευα να επισκεφτώ το σπίτι τόσο σύντομα!»«Ναι, όμως πιστεύω ότι μπορώ να σε βοηθήσω στα προβλήματα που έχεις με τον αρχιτέκτονα»

της απάντησε αργά και υπομονετικά. «Στις εννέα ακριβώς. Σύμφωνοι;»Τα πράσινα μάτια του την κοίταξαν διαπεραστικά, κι η Ηρώ δεν μπόρεσε παρά να κουνήσει

καταφατικά το κεφάλι.«Ωραία» είπε εκείνος.Πήδηξε έξω, βροντώντας την πόρτα πίσω του. Σχεδόν αμέσως η άμαξα ξεκίνησε.Η Ηρώ άδειασε το οξυγόνο από τα πνευμόνια της και επέτρεψε στο σώμα της να χαλαρώσει. Και

για πρώτη φορά αναρωτήθηκε: Τι έκανε ο Ρίντινγκ στο Σεντ Τζάιλς;

* * *

Το επόμενο πρωί, η Ηρώ κατέβηκε τα σκαλοπάτια του σπιτιού της με ένα αίσθημα νευρικότητας.Εννιά η ώρα ήταν πολύ νωρίς για την Ξαδέρφη Μπατίλντα –ή για οποιαδήποτε άλλη κοσμική κυρία–για να εμφανιστεί δημόσια, ωστόσο πάντα υπήρχε ο κίνδυνος να τη δει κάποιο άλλο μάτι μαζί με τοδιαβόητο μέλλοντα γαμπρό της. Όμως, όταν κοίταξε πάνω και κάτω το δρόμο, δεν είδε κανέναν.

Απολύτως κανέναν.Για μια στιγμή αισθάνθηκε κάτι που έμοιαζε πολύ με απογοήτευση. Θα έπρεπε να διώξει την

άμαξα που την περίμενε ήδη μπροστά. Τι να γίνει; Στο κάτω-κάτω, το ήξερε πως είχε να κάνει μεέναν αλήτη. Τι περίμενε; Ίσως να μην ήταν του στιλ του οι πρωινές εκδρομούλες με αξιοπρεπείςκυρίες. Ίσως, μάλιστα…

«Σου έλειψα;»Η βραχνή αντρική φωνή ακούστηκε τόσο κοντά στην πλάτη της, που η Ηρώ αναπήδησε,

αφήνοντας να της ξεφύγει μια τρομαγμένη κραυγή. Στράφηκε και κοίταξε τον Ρίντινγκ, ο οποίοςφαινόταν πολύ ταλαιπωρημένος και απεριποίητος.

«Πάλι τριγυρνούσες όλη τη νύχτα έξω;» τον ρώτησε χωρίς να το σκεφτεί, κι αμέσως κατάλαβετο λάθος της.

Εκείνος γέλασε καθώς τη βοηθούσε να ανέβει στην άμαξα. «Φυσικά. Εμείς οι αλήτες δενκοιμόμαστε ποτέ τις νύχτες. Έχουμε πολύ πιο, ε, ενδιαφέροντα πράγματα να κάνουμε τα βράδια.»

«Χμ.» Βολεύτηκε στα μαξιλάρια.Το περίεργο ήταν πως, παρόλο που τα λόγια του την ενόχλησαν πολύ, η Ηρώ ένιωθε μια έντονη

συγκίνηση που εκείνος είχε τελικά εμφανιστεί στο ραντεβού τους.«Αντιθέτως, εσύ» συνέχισε ο Ρίντινγκ καθώς καθόταν απέναντί της «δείχνεις ξεκούραστη και

ανανεωμένη. Σαν ανθισμένος κρίνος.»Τον κοίταξε καχύποπτα. Αυτό που κανονικά θα έπρεπε να ήταν ένα κομπλιμέντο, κατά περίεργο

τρόπο από τα χείλη του είχε ακουστεί σαν προσβολή.Το αθώο χαμόγελο που της χάρισε προκάλεσε βαθιές γραμμές δεξιά και αριστερά από το στόμα

του. Τα μαύρα γένια που είχαν μεγαλώσει στο πιγούνι του έκαναν έντονη αντίθεση με την άσπρη

Page 53: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

περούκα που φορούσε.«Θα μπορούσες να γίνεις το μοντέλο για κάποια συμβουλευτική διαφήμιση με τίτλο “Άσωτη

Ζωή”» του είπε με φωνή που έσταζε μέλι.Εκείνος έβαλε τα γέλια. «Φαίνεται πως ο κρίνος μου έχει αγκάθια.»«Οι κρίνοι δεν έχουν αγκάθια, και, εν πάση περιπτώσει, δεν είμαι κρίνος σου.»«Όχι, μόνο η αγαπημένη μου μελλοντική αδερφούλα.»Συγκρατήθηκε για να μην του πει για άλλη μια φορά να μην την αποκαλεί αδερφούλα του,

συνειδητοποιώντας πως οποιαδήποτε διαμαρτυρία από μέρους της το πιθανότερο θα ήταν να τονοδηγήσει σε ακόμα πιο εκνευριστική συμπεριφορά. «Πού πηγαίνουμε;» τον ρώτησε, αλλάζονταςθέμα.

Ο Ρίντινγκ τέντωσε τα πόδια του ανάμεσά τους, και οι μπότες του ακούμπησαν το μεταξένιούφασμα του ανοιχτοκίτρινου πρωινού φορέματός της. «Έχω έναν παλιό φίλο που θα ήθελα να σουγνωρίσω.»

«Για ποιο λόγο;»«Είναι αρχιτέκτονας.»«Αλήθεια;» Η Ηρώ τον κοίταξε με περιέργεια. «Πού τον γνώρισες;»Της έριξε μια σαρδόνια ματιά. «Πότε-πότε περνάω λίγο χρόνο κάνοντας παρέα με

αξιοσέβαστους ανθρώπους.»«Δεν…»Με μια αόριστη χειρονομία προσπέρασε την αμήχανη δικαιολογία που ήταν έτοιμη να

ξεστομίσει. «Γνώρισα τον Τζόναθαν Τέμπλετον στο Κέιμπριτζ.»«Άκουσα πως τα παράτησες μετά τον πρώτο χρόνο» είπε σιγά.«Εμένα με χαρακτήρισες άμυαλο» της θύμισε. «Όμως, αυτό δεν σημαίνει πως όποιος γνώρισα

στο πανεπιστήμιο ήταν το ίδιο ανεύθυνος με μένα. Ο πατέρας του Τζόναθαν ήταν εφημέριος μεπολύ λίγα εισοδήματα. Ο μοναδικός λόγος που εκείνος βρέθηκε στο Κέιμπριτζ ήταν επειδή κάποιοςφίλος της οικογένειάς του προσφέρθηκε να αναλάβει τα έξοδα των σπουδών του. Εκείνοςανταπόδωσε την καλοσύνη του φίλου τους μελετώντας μέρα-νύχτα.»

Έγειρε στο πλάι το κεφάλι της και τον κοίταξε προσεκτικά. «Και εσύ τι έκανες στο Κέιμπριτζ;»Ο Ρίντινγκ ξεφύσησε περιφρονητικά. «Εννοείς, εκτός από το να πίνω και να μπερμπαντεύω;»Αυτήν τη φορά η Ηρώ δεν τσίμπησε το δόλωμα.Όταν κατάλαβε πως δεν θα του απαντούσε, ο Ρίντινγκ χαμήλωσε το βλέμμα στα χέρια του, με

ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη. «Κλασική Ιστορία, αν μπορείς να το πιστέψεις.»«Σου άρεσε;»Ανασήκωσε νευρικά τους ώμους. «Προφανώς όχι όσο χρειαζόταν για να συνεχίσω.»«Διάβασα Ηρόδοτο στα Ελληνικά» του είπε.Την κοίταξε με έκπληξη. «Αλήθεια; Δεν το ήξερα πως τα Ελληνικά εμπεριέχονται στη διδακτέα

ύλη των κοσμικών δεσποινίδων.»«Έτσι είναι.» Γιατί του το είχε πει αυτό; «Τέλος πάντων.»Χαμήλωσε το βλέμμα στα χέρια της που ακουμπούσαν χαλαρά πάνω στα γόνατά της και

Page 54: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

ευχήθηκε να μπορούσε να σκέφτεται κάθε φορά πριν του μιλήσει.«Τι γνώμη έχεις για τις περιγραφές του σχετικά με την Αίγυπτο;» τη ρώτησε εκείνος.Τον κοίταξε για να καταλάβει αν την κορόιδευε, όμως ο Ρίντινγκ έδειχνε απόλυτα σοβαρός. Για

μια στιγμή δίστασε. Έπειτα έσκυψε προς το μέρος του. «Βρήκα τον τρόπο ταφής τους πολύαποκρουστικό.»

Το πρόσωπό του χαλάρωσε, και φωτίστηκε από ένα συγκρατημένο χαμόγελο. «Αλλάσυναρπαστικό, έτσι; Όλη αυτή η διαδικασία με τα μύρα και τα λιβάνια.»

Η Ηρώ ρίγησε. «Πιστεύεις ότι είναι αλήθεια όλα αυτά που έγραψε; Πολλά από τα κείμενά τουδείχνουν να είναι αποκυήματα της φαντασίας του.»

«Όπως ο Αρίωνας ο αρπιστής που ταξίδευε πάνω στην πλάτη ενός δελφινιού;»«Ή τα φτερωτά ερπετά που φύλαγαν τα λιβάνια στην Αραβία.»«Ή τα γιγαντιαία μυρμήγκια που κυνηγούσαν τις καμήλες;»«Γιγαντιαία μυρμήγκια που κυνηγούσαν καμήλες;» Έσμιξε τα φρύδια. «Δεν θυμάμαι κάτι

τέτοιο.»«Απορώ πώς δεν το θυμάσαι» της είπε με ένα χαμόγελο. «Στην Ινδία;»«Α, ναι, φυσικά. Τα μυρμήγκια που έσκαβαν για να βρουν χρυσό!» φώναξε.«Ναι, αυτά.» Κούνησε το κεφάλι του με θαυμασμό. «Του γερο-Ηρόδοτου σίγουρα του άρεσε να

γράφει ενδιαφέρουσες ιστορίες, όμως ξέρουμε πολύ καλά πως συμβαίνουν αρκετά παράξεναπράγματα στον κόσμο. Ποιος μπορεί να πει ότι οι Αιγύπτιοι δεν γέμιζαν στ’ αλήθεια τα νεκράσώματα των προγόνων τους με μύρο; Ή πως δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα στην Ινδίατεράστια άγρια μυρμήγκια που τρομοκρατούν τις καμήλες;»

«Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτείς πως φαίνεται λιγάκι απίθανο.»«Δεν μπορώ να παραδεχτώ κάτι τέτοιο, λαίδη μου.» Τα χείλη του χαμογελούσαν ακόμη. «Έχεις

διαβάσει Θουκυδίδη;»«Φοβάμαι πως όχι.» Κοίταξε ξανά τα χέρια της. «Ο καθηγητής που με δίδασκε Ελληνικά

αναγκάστηκε να σταματήσει για λόγους υγείας. Αυτός που τον αντικατέστησε δεν ενέκρινε τιςελληνικές σπουδές μου. Τα Γαλλικά είναι πολύ πιο σημαντικά για μία κυρία. Άλλωστε, πολύγρήγορα άρχισα να παρακολουθώ μαθήματα χορού, τραγουδιού και ζωγραφικής. Είναι τόσα πολλάαυτά που πρέπει να μάθει μια κοπέλα πριν κάνει την επίσημη εμφάνισή της στην κοινωνία.»

«Α» μουρμούρισε. «Σου αρέσει η ζωγραφική;»Πήρε μια βαθιά αναπνοή και τον κοίταξε με ειλικρίνεια. «Τη μισώ.»Ο Ρίντινγκ κούνησε το κεφάλι με κατανόηση. «Κάπου έχω ένα αντίτυπο του Θουκυδίδη. Θα

ήθελες να σ’ το δανείσω;»«Δεν…» Σταμάτησε και τον κοίταξε. Θα έπρεπε να αρνηθεί την προσφορά του. Το να εμπλακεί

ακόμα περισσότερο μαζί του θα ήταν ένας σίγουρος δρόμος προς την καταστροφή. Κι εκείνος έδειξενα καταλαβαίνει τις σκέψεις της – ήδη το πρόσωπό του είχε πάρει μια έκφραση που έδειχνε πωςήταν έτοιμος για την απόρριψή της.

«Ναι, σε παρακαλώ» του είπε πριν προλάβει να σκεφτεί κάτι περισσότερο.Ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του. «Πολύ καλά.»Η άμαξα σταμάτησε και ο Ρίντινγκ κοίταξε έξω από το παράθυρο. «Φτάσαμε.»

Page 55: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Τη βοήθησε να κατέβει, και η Ηρώ πρόσεξε πως βρίσκονταν έξω από ένα περιποιημένο, αλλά σεκαμία περίπτωση πλούσιο, σπίτι. Ο Ρίντινγκ χτύπησε την πόρτα.

«Είναι πολύ νωρίς για επισκέψεις» ψιθύρισε η Ηρώ.«Μην ανησυχείς. Μας περιμένει.»Και πράγματι, η πόρτα άνοιξε, για να εμφανιστεί ένας νεαρός άντρας με σοβαρή καστανή

περούκα και στρογγυλά ματογυάλια.«Λόρδε μου!» αναφώνησε, με ένα μεταδοτικό χαμόγελο. «Χαίρομαι τόσο πολύ που σε βλέπω.»«Κι εγώ, Τζόναθαν.» Ο Λόρδος Γκρίφιν έσφιξε το χέρι του άντρα. «Λαίδη Ηρώ, να σου

συστήσω το φίλο μου, τον κύριο Τέμπλετον. Τζόναθαν, η Λαίδη Ηρώ.»«Χριστέ μου!» φώναξε ο κύριος Τέμπλετον, χάνοντας το χαμόγελό του. «Δεν είχα ιδέα πως ο

Λόρδος Γκρίφιν είχε σκοπό να φέρει μια κυρία της τάξης σας, λαίδη μου. Θέλω να πω, είναι μεγάλητιμή για μένα που σας γνωρίζω, λαίδη.»

Η Ηρώ έκλινε με χάρη το κεφάλι, συνειδητοποιώντας για άλλη μια φορά πως η θέση της στηνκοινωνία λειτουργούσε σαν ένας φράχτης ανάμεσα στην ίδια και στον υπόλοιπο κόσμο. Αναστέναξεδιακριτικά.

Ο κύριος Τέμπλετον κοίταξε γύρω του σαστισμένα, κι έπειτα τους έκανε νεύμα να περάσουν.«Θα έρθετε μέσα;»

Η Ηρώ τού χαμογέλασε σε μια προσπάθεια να τον βοηθήσει να χαλαρώσει. «Ευχαριστώ πολύ.»Τους οδήγησε σε ένα μικρό σαλόνι, ανεπαρκώς επιπλωμένο αλλά πεντακάθαρο.«Θα ειδοποιήσω να μας φτιάξουν τσάι» είπε ο κύριος Τέμπλετον. «Ελπίζω να έχω την έγκρισή

σας, λαίδη μου.»«Πολύ καλή ιδέα.» Διάλεξε μια πολυθρόνα με ίσια πλάτη, ενώ ο Ρίντινγκ πλησίασε μια στενή

βιβλιοθήκη και άρχισε να εξετάζει τα ράφια της.Ο κύριος Τέμπλετον έριξε μια ανήσυχη ματιά προς το φίλο του. «Ο Λόρδος Γκρίφιν μού είπε ότι

θα θέλατε να με συμβουλευτείτε για κάποιο έργο;»«Μάλιστα.» Η Ηρώ σταύρωσε τα χέρια στα γόνατά της και του εξήγησε για το Ίδρυμα για Ατυχή

Βρέφη και Έκθετα Παιδιά. Του είπε για το καινούριο οίκημα που σκόπευαν να χτίσουν και ταπροβλήματα που αντιμετώπιζαν. Τη στιγμή που τελείωσε, έφτασε το τσάι, και ο Ρίντινγκαπομακρύνθηκε από τη βιβλιοθήκη.

«Τι γνώμη έχεις, Τζόναθαν;» ρώτησε, παίρνοντας το φλιτζάνι που του πρόσφερε η Ηρώ. «Οαρχιτέκτονας που έχουν προσλάβει δείχνει απατεώνας.»

Ο κύριος Τέμπλετον ανέβασε τα ματογυάλια του στο μέτωπό του και έτριψε τη μύτη του. «Όσοκι αν δεν θέλω να κακολογώ ένα συνάδερφο, η αλήθεια είναι πως τον έχω ακουστά το συγκεκριμένοάνθρωπο.» Κοίταξε απολογητικά την Ηρώ. «Λέγεται πως έχει φύγει από τη χώρα εξαιτίας των χρεώντου.»

Η Ηρώ κράτησε την αναπνοή της. Αν στ’ αλήθεια ο αρχιτέκτονάς τους το είχε σκάσει, τότε είχανχαθεί τα χρήματα που είχε πληρώσει η ίδια και η Λαίδη Κέιρ για το καινούριο κτήριο. Βέβαια, είχε κιάλλα από την κληρονομιά της, όμως τα εισέπραττε σαν ετήσιο εισόδημα, και ήδη είχε εισπράξει τοποσό που της αναλογούσε για φέτος. Πού θα μπορούσε να βρει περισσότερα χρήματα;

«Μπορείς να κάνεις κάτι για τη Λαίδη Ηρώ, Τζόναθαν;» ρώτησε ο Ρίντινγκ.

Page 56: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Ναι, ναι. Φυσικά και μπορώ.» Ο κύριος Τέμπλετον ακούμπησε το φλιτζάνι του σε ένα χαμηλότραπεζάκι. «Μπορώ να κοιτάξω τα σχέδια που έχει φτιάξει ο αρχιτέκτονάς σας και να δω τι εργασίεςπρέπει να γίνουν στο κτήριο. Ουσιαστικά, μπορώ, με την έγκρισή σας, να αναλάβω εγώ αυτό τοέργο.»

«Κάτι τέτοιο θα ήταν υπέροχο, κύριε Τέμπλετον» είπε η Ηρώ. «Όμως, θα πρέπει να είμαιειλικρινής. Με τη συνεργάτιδά μου να λείπει στο εξωτερικό, τα κονδύλια που μπορώ να διαθέσωείναι περιορισμένα. Μπορώ να σας δώσω ένα ποσό ευθύς αμέσως, όμως οι υπόλοιπες απολαβές σαςθα πρέπει να περιμένουν μέχρι να βρω άλλους πόρους.»

Ο κύριος Τέμπλετον κούνησε με κατανόηση το κεφάλι. «Σας ευχαριστώ για την ειλικρίνειά σας,λαίδη μου. Την εκτιμώ απόλυτα. Μπορούμε να πούμε ότι εγώ θα ξεκινήσω τη δουλειά, και όταν θαχρειαστώ περισσότερα χρήματα, θα σας πληροφορήσω;»

«Ναι, αυτή είναι μια πολύ καλή ιδέα.» Έτσι, θα κέρδιζε περισσότερο χρόνο για να κάνει κάτι μετις «υπόλοιπες απολαβές του.» Σηκώθηκε όρθια. «Θα κανονίσω να έρθουν τα σχέδια που έχουμεεδώ, στο σπίτι σας, μαζί με τη διεύθυνση της οικοδομής. Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Τέμπλετον.»

Εκείνος σηκώθηκε βιαστικά και έκανε μια ευγενική υπόκλιση. «Ευχαρίστησή μου, λαίδη μου.»Τους συνόδεψε μέχρι έξω, όπου ο Λόρδος Γκρίφιν τον αποχαιρέτησε εγκάρδια πριν βοηθήσει

την Ηρώ να ανέβει στην άμαξα.«Πού θα βρεις κι άλλα χρήματα για το ίδρυμά σου;» τη ρώτησε ο Ρίντινγκ.«Προς το παρόν δεν ξέρω.»«Θα σκεφτόσουν ένα μικρό δάνειο;»Τον κοίταξε, ξαφνιασμένη. «Το ξέρεις πως δεν μπορώ να δεχτώ χρήματα από σένα.»«Γιατί όχι;» τη ρώτησε ήρεμα. «Δεν θα το έλεγα σε κανέναν. Θα ήταν μια μικρή, μυστική

συναλλαγή ανάμεσα μόνο σε εμάς τους δύο. Μπορείς να μου τα επιστρέψεις όταν θα έχεις τηδυνατότητα.»

Η Ηρώ άνοιξε το στόμα για να πει κάτι, αλλά τελικά δεν μίλησε. Θα την είχε του χεριού του ανδεχόταν να πάρει δανεικά από εκείνον… όμως, δεν ήταν αυτό που την προβλημάτιζε. «Για ποιολόγο μού κάνεις αυτή την εξυπηρέτηση;»

Τα βλέφαρά του τρεμόπαιξαν. «Υπάρχει κάποιος λόγος να μη θέλεις δικά μου χρήματα;»«Δεν με ξέρεις καλά. Νομίζω πως ούτε καν με συμπαθείς. Για ποιο λόγο μού κάνεις αυτή την

πρόταση; Δεν καταλαβαίνω.»Έγειρε πίσω το κεφάλι του και την κοίταξε προσεκτικά. «Νομίζω πως είναι απόλυτα προφανές.

Εγώ έχω τα λεφτά κι εσύ είσαι αυτή που τα χρειάζεται.»«Το συνηθίζεις να κάνεις τέτοιες προσφορές σε οποιαδήποτε κυρία έχει ανάγκη από χρήματα;»

Άρχισε να κοκκινίζει πριν ακόμη τελειώσει την ερώτησή της, συνειδητοποιώντας τη διττή σημασίατης φράσης της, όμως κατάφερε να κρατήσει σταθερό το βλέμμα της. Άραγε, θα τη διευκόλυνε μεμια απόπειρα για χιούμορ;

Όχι. Ο Γκρίφιν έδειχνε θυμωμένος τώρα, ωστόσο της απάντησε κοφτά: «Όχι, φυσικά. Καιβέβαια όχι.»

Η Ηρώ έμεινε απλά να τον κοιτάζει.Ξαφνικά, εκείνος έσκυψε μπροστά και στήριξε τους αγκώνες του στα γόνατά του. «Τα

Page 57: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

οικονομικά είναι ένας τομέας στον οποίον είμαι πολύ καλός. Μπορείς να με εμπιστευτείς απόλυτασε αυτό το θέμα. Δεν εξαπατώ. Δεν κλέβω. Όταν πρόκειται για χρηματικές συναλλαγές, μπορείς ναβασίζεσαι σε μένα.»

Έμοιαζε σαν να της έκανε κάποιου είδους εξομολόγηση, και η Ηρώ αισθάνθηκε μια παράξενησυγκίνηση, λες και είχε μοιραστεί κάτι πολύ προσωπικό μαζί της.

Παρ’ όλα αυτά, γεγονός ήταν πως αυτό τον άντρα τον γνώριζε λιγότερο από σαράντα οχτώ ώρες.Ο τρόπος που ανατράφηκε όλα αυτά τα χρόνια τη συγκράτησαν. «Εκτιμώ την ευγενική προσφοράσου» του είπε, διαλέγοντας με προσοχή τα λόγια της «αλλά πιστεύω πως θα πρέπει να την αρνηθώγια την ώρα.»

Ο Γκρίφιν κατένευσε σαν να περίμενε αυτή την απάντηση και έγειρε στην πλάτη του καθίσματόςτου. «Η προσφορά μου θα συνεχίσει να ισχύει στην περίπτωση που αλλάξεις γνώμη.»

Η Ηρώ αισθάνθηκε μια αναπάντεχη ανακούφιση παρόλο που είχε αρνηθεί τα λεφτά του. Ήταν μετο μέρος της, δεν πάλευε μόνη της τώρα πια. «Δεν σε ευχαρίστησα, έτσι δεν είναι;»

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι, με ένα ανάλαφρο χαμόγελο στα χείλη.Εκείνη πήρε μια βαθιά αναπνοή, προσπαθώντας να συγκρατήσει το δικό της, χαζό, χαμόγελο.

«Λοιπόν, σε ευχαριστώ πολύ. Ο κύριος Τέμπλετον δείχνει ικανός αρχιτέκτονας και, ίσως αυτό ναείναι το πιο σημαντικό, απόλυτα έντιμος. Δεν θα είχα καταφέρει ποτέ να τον βρω χωρίς τη βοήθειάσου.»

Ανασήκωσε απλά τους ώμους. «Χαίρομαι που σε βοήθησα.»«Ωστόσο, θέλω να σου κάνω μια ερώτηση.»«Μόνο μία;»«Γιατί είχες πάει στο Σεντ Τζάιλς χθες το πρωί;»Αν περίμενε να τον δει να σαστίζει ή να υπεκφεύγει, θα απογοητευόταν. Ο Ρίντινγκ χαμογέλασε

και χτύπησε την οροφή της άμαξας για να ειδοποιήσει τον οδηγό να σταματήσει.«Ήμουν στο Σεντ Τζάιλς για δουλειές» της είπε μόλις σταμάτησαν. Άνοιξε την πόρτα και της

έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του. «Για βρομοδουλειές.»Πήδησε κάτω και χτύπησε το καπέλο του σε ένδειξη χαιρετισμού. «Να έχεις μια όμορφη μέρα,

αγαπητή μου Λαίδη Τέλεια.»Έκλεισε με πάταγο την πόρτα, και η άμαξα ξεκίνησε πάλι.Η Ηρώ έγειρε στα μαξιλάρια, μουρμουρίζοντας: «Μια όμορφη μέρα και σε σένα, αγαπητέ μου

Λόρδε Ξεδιάντροπε.»

Page 58: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Κεφάλαιο Πέντε

Λοιπόν, αυτό κι αν ήταν πρόβλημα, όπως μπορεί να φανταστεί κανείς!Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα εμπιστευόταν το ίδιο –αλλά και δεν εμπιστευόταν– τουςσυμβουλάτορες, τους υπουργούς και τους διανοούμενούς της. Πώς να διάλεγε ποιοςαπό τους τρεις πρίγκιπες θα γινόταν ο τέλειος σύζυγος; Αφού ασχολήθηκε επί πολλέςμέρες με το ζήτημα, πέζεψε τη φοράδα της και ανακοίνωσε πως είχε καταλήξει σε μίααπόφαση. Θα προσκαλούσε τους τρεις άντρες στο κάστρο της και θα τους περνούσεαπό κάποιες δοκιμασίες, για να ξεχωρίσει τον τέλειο βασιλικό σύζυγο. Οιπαρευρισκόμενοι την επιδοκίμασαν. Όμως, ο επιστάτης των στάβλων, που στεκότανστην άκρη του πλήθους, παρέμεινε σιωπηλός…

-από το Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα

Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε εκείνο το βράδυ ο Γκρίφιν όταν μπήκε στο Μάντβιλ Χάουζ ήταν τομεγάλος πλήθος κεριών. Αυτό και τους δύο υπηρέτες με τον μπάτλερ, ο οποίος έτρεξε να πάρει τοκαπέλο του, πράγμα που σήμαινε ότι η μητέρα του είχε αποφασίσει να μετατρέψει ένα απλόοικογενειακό δείπνο σε επίσημη εκδήλωση.

Ο Γκρίφιν αναστέναξε.Ένα δείπνο με την οικογένειά του ήταν έτσι κι αλλιώς αρκετά κουραστικήυπόθεση χωρίς να χρειάζεται επιπλέον φραμπαλάδες.

«Η λαίδη έχει ήδη καθίσει» είπε ο μπάτλερ, καταφέρνοντας να δώσει στη φωνή του έναν τόνοδουλοπρεπή και αποδοκιμαστικό ταυτόχρονα.

«Φυσικά» μουρμούρισε ο Γκρίφιν. Λες και δεν ήταν αρκετό που έπρεπε να υποστεί ένα επίσημοδείπνο με τον Τόμας και την τέλεια μνηστή του, έπρεπε να έρθει και καθυστερημένος.

Έπνιξε ένα χασμουρητό καθώς ακολουθούσε τον μπάτλερ στη σκάλα που οδηγούσε στηντραπεζαρία. Οι λίγες ώρες που είχε καταφέρει να ξεκλέψει για να κοιμηθεί αφότου άφησε τη ΛαίδηΗρώ στην άμαξα μέχρι να ετοιμαστεί για το δείπνο δεν αποδείχτηκαν αρκετές.

«Ο Λόρδος Γκρίφιν Ρίντινγκ» τον ανήγγειλε ο μπάτλερ, λες και δεν τον γνώριζε κανείς.«Άργησες» είπε η Καρολάιν, η μεγαλύτερη από τις δύο αδερφές του. Στην Κάρο ανέκαθεν άρεσε

να δηλώνει το προφανές. Οι περισσότεροι τη θεωρούσαν καλλονή, όμως ο Γκρίφιν πίστευεενδόμυχα πως η λάθος αίσθηση χιούμορ που διέθετε υποσκέλιζε το λαμπερό χείμαρρο των μαύρωνμαλλιών της και τα αμυγδαλωτά καστανά μάτια της. «Πού ήσουν;»

«Στο κρεβάτι» απάντησε λακωνικά ο Γκρίφιν καθώς διέσχιζε το δωμάτιο για να πάει στη μητέρατου. Στα μισά σταμάτησε για να αγγίξει το μάγουλο της Μάργκαρετ, της μικρότερης αδερφής του.«Είσαι καλά, Μεγκς;»

«Ω, Γκρίφιν!» είπε εκείνη. «Σε επιθύμησα.»Ανασήκωσε το ροδαλό πρόσωπό της και του χαμογέλασε. Η Μεγκς ήταν η νεότερη στην

οικογένεια, στα είκοσι δύο της χρόνια, και η μεγάλη αδυναμία του αδερφού της.

Page 59: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Της χαμογέλασε κι εκείνος, και συνέχισε προς το κεφάλι του τραπεζιού. Το παραλληλόγραμμοτραπέζι ήταν στρωμένο για επτά άτομα. Ο Τόμας καθόταν στη μία άκρη με τη Λαίδη Ηρώ στα δεξιάτου και την Κάρο στα αριστερά, η μητέρα στο άλλο άκρο με τον Γουέικφιλντ στη μία μεριά και τοΛόρδο Χαφ, το σύζυγο της Κάρο, στην άλλη. Η τελευταία άδεια καρέκλα βρισκόταν ανάμεσα στονΧαφ και στη Λαίδη Ηρώ. Απόψε φορούσε ένα φόρεμα σε βαθύ πράσινο χρώμα που έκανε τακόκκινα μαλλιά της να μοιάζουν με φωτιά.

Ο Γκρίφιν έσκυψε και φίλησε το μάγουλο της μητέρας του. «Καλησπέρα, μητέρα.»«Δεν χρειάζεται να καυχιέσαι για τις ακολασίες σου» γκρίνιαξε η Κάρο.Εκείνος ανασήκωσε τα φρύδια. «Θα ήταν καυχησιά αν έλεγα ποια ήταν ξαπλωμένη δίπλα μου.»«Σε παρακαλώ, απόφυγέ το για το καλό όλων μας» είπε η αδερφή του.Ο Γκρίφιν συνάντησε το βλέμμα της μητέρας του που έδειχνε τόσο πως διασκέδαζε, όσο και

πως εκνευριζόταν.«Δεν θα έπρεπε να κοροϊδεύεις την αδερφή σου» μουρμούρισε.«Μα, είναι τόσο εύκολο να το κάνει κανείς» της ψιθύρισε πριν ξεκινήσει για το κάθισμά του.«Έχασες το ψάρι» είπε ο Χαφ.Ο γαμπρός του ήταν ένας κοντός, γεροδεμένος άντρας. Η Κάρο είχε κληρονομήσει το ανάστημα

των Μάντβιλ, κι έτσι ήταν πολλά εκατοστά ψηλότερη από τον άντρα της – κάτι που την ίδια τηνέκανε να ντρέπεται πολύ ενώ ο Χαφ δεν έδειχνε ούτε καν να το προσέχει. Στην πραγματικότητα δενέδειχνε να προσέχει πολλά από αυτά που έκανε η γυναίκα του. Ωστόσο, την αγαπούσε με ένανκάπως αφηρημένο τρόπο, και η Κάρο ήταν απόλυτα ευτυχισμένη με το γάμο της, από τη στιγμήμάλιστα που ο Χαφ ήταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στην Αγγλία.

«Ήταν κάτι καλό;» τον ρώτησε ο Γκρίφιν.«Μπακαλιάρος» απάντησε ο Χαφ κάπως αφηρημένα.«Α.» Ο Γκρίφιν ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι με το κόκκινο κρασί που μόλις είχαν αφήσει

μπροστά του. Από τη στιγμή που είχε κάνει το κοινωνικό του καθήκον με το γαμπρό του,πραγματικά δεν είχε άλλη επιλογή παρά να στραφεί στη Λαίδη Ηρώ. «Ελπίζω πως είσαι καλά, λαίδημου;»

Είχαν περάσει μόλις λίγες ώρες από τότε που την είχε δει, όμως η διαύγεια που έβλεπε τώρα στογκρίζο των ματιών της του προκαλούσε μια αλλόκοτη αναστάτωση. Θυμήθηκε το πείσμα της ναβοηθήσει μόνη της το ίδρυμα για ορφανά παιδιά, έστω κι αν ο αδερφός της ήταν αντίθετος σε αυτήτης την προσπάθεια. Κι έπειτα ήταν εκείνες οι στιγμές μετά την επίσκεψή τους στον Τζόναθαν όπουφάνηκε να απολαμβάνουν μαζί μια περίεργη αρμονία. Την προσφορά του για το δάνειο την είχεκάνει εντελώς παρορμητικά, και ήταν κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ άλλοτε στη ζωή του.

Και δεν το θεωρούσε λάθος. Ήθελε να τη βοηθήσει, να μοιραστεί το βάρος της. Δεν έδινεδεκάρα τσακιστή για το ορφανοτροφείο. Μόνο για εκείνη νοιαζόταν…

Τι είχε αυτή η γυναίκα που τον άγγιζε τόσο; Έπιασε τον εαυτό του να κοιτάζει αυτά τα καθάριαμάτια της, να επικεντρώνεται στους βαθύχρωμους κύκλους στο κέντρο τους που διαστέλλονταν όσοτον κοιτούσε. Έγειρε προς το μέρος της, κοντά της, σαν να ήθελε να αιχμαλωτίσει την ανάσα τηςστα δικά του ρουθούνια.

Ω, δεν ήταν καθόλου καλό αυτό.

Page 60: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Πίσω της, ακούστηκε ο Τόμας να ξεροβήχει.Η Λαίδη Ηρώ πετάρισε τις βλεφαρίδες της. «Είμαι πολύ καλά, ευχαριστώ, λόρδε μου.»Ο Γκρίφιν κατένευσε και άφησε το βλέμμα του να την προσπεράσει. «Κι εσύ, Τόμας;»«Μια χαρά» απάντησε κοφτά εκείνος. «Είμαι μια χαρά.»«Ωραία.» Χαμογέλασε βιαστικά και ήπιε άλλη μια γουλιά από το κρασί του. Ίσως αν έπινε

αρκετά, αυτό το δείπνο να μπορούσε να γίνει υποφερτό.«Άκουσα μια τρομερή ιστορία χθες» είπε η Κάρο, ακουμπώντας τα χείλη της στο ποτήρι της.

«Μια ολόκληρη οικογένεια βρέθηκε πεθαμένη από ασιτία σε ένα από εκείνα τα ρημαγμέναχαμόσπιτα του Ιστ Εντ.»

«Τι τρομερό» σχολίασε η Μεγκ μελαγχολικά «να μην έχεις να φας ούτε ένα κομμάτι ψωμί.»Η Κάρο ξεφύσησε. «Δεν θα τους βοηθούσε το ψωμί. Απ’ ό,τι φαίνεται, ολόκληρη η οικογένεια,

συμπεριλαμβανομένου και ενός βυζανιάρικου μωρού, ζούσαν μέχρι τώρα μόνο με τζιν.»Ο Γκρίφιν πρόσεξε πως η Λαίδη Ηρώ είχε αφήσει το πιρούνι της.Ο Δούκας του Γουέικφιλντ μετακινήθηκε νευρικά στο κάθισμά του. «Δεν εκπλήσσομαι. Σχεδόν

καθημερινά ακούμε τέτοιου είδους τραγωδίες, και πολύ φοβάμαι ότι θα συνεχιστούν αν δενκαταφέρουμε να εξαφανίσουμε μια για πάντα το τζιν από το Λονδίνο.»

«Στην υγειά μας.» Ο Τόμας σήκωσε το ποτήρι του από την άλλη άκρη του τραπεζιού.Ο Γκρίφιν στράβωσε τα χείλη. «Εξοχότατε, παίρνω το θάρρος να σας ρωτήσω, πώς προτείνετε

να το πετύχουμε αυτό; Αν οι άνθρωποι θέλουν να πίνουν, σίγουρα κάθε προσπάθεια να τουςεμποδίσουμε θα είναι σαν να προσπαθούμε να αδειάσουμε τη θάλασσα με ένα κουτάλι.»

Τα μάτια του Γουέικφιλντ στένεψαν. «Αν μπορέσουμε να σταματήσουμε την παραγωγή αυτούτου αισχρού ποτού, θα έχουμε κερδίσει το μισό πόλεμο. Αν εξαφανίσουμε τους προμηθευτές, οιφτωχοί σύντομα θα βρουν κάτι πιο υγιεινό να πίνουν.»

«Αφού το λέτε εσείς» μουρμούρισε ο Γκρίφιν, πίνοντας από το κρασί του. Άραγε, ο δούκας είχεανησυχήσει ποτέ για την οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του; Πολύ αμφέβαλλε.

Μια πιατέλα με βραστό βοδινό τοποθετήθηκε μπροστά του ακριβώς τη στιγμή που άρχισε ναμιλάει η Μεγκς από την απέναντι θέση. «Ο Χαφ μάς έλεγε νωρίτερα για ένα φάντασμα πουπιστεύουν ότι έχει στοιχειώσει το καφενείο που πηγαίνει.»

«Ανοησίες!» μουρμούρισε η Κάρο.Ο Γκρίφιν κοίταξε ερωτηματικά το συνήθως μετρημένο γαμπρό του. «Ένα φάντασμα, Χαφ;»Ο Χαφ ανασήκωσε τους ώμους, προσπαθώντας να κόψει ένα κομμάτι από το βοδινό που

βρισκόταν μπροστά του. «Φάντασμα ή πνεύμα. Λένε πως κοπανάει ακατάπαυστα ένα τύμπανο τιςνύχτες. Στο καφενείο Κράκερινγκ. Έχει καλό όνομα.»

«Μέσα στο καφενείο;» ρώτησε η Λαίδη Ηρώ. «Μα, υπάρχει εκεί κανείς τα βράδια;»«Κάποιος θα πρέπει να υπάρχει» είπε ο Χαφ. «Αλλιώς ποιος θα μπορούσε να το ακούει;»Ο Γκρίφιν έριξε μια ματιά προς το μέρος της Ηρώς. Θα μπορούσε να πάρει όρκο πως η λαίδη

προσπαθούσε να πνίξει ένα χαμόγελο. Βιαστικά, χαμήλωσε το βλέμμα στο πιάτο του.«Έχω ακούσει πως υπάρχει κάποιο φάντασμα ή στοιχειό στο Σεντ Τζάιλς» είπε κάπως

αναπάντεχα η Κάρο.

Page 61: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Κοπανάει τύμπανα;» ρώτησε ο Γκρίφιν με σοβαρότητα.Η Κάρο ζάρωσε τη μύτη της. «Όχι, και βέβαια όχι, χαζέ. Σκοτώνει ανθρώπους.»Ο Γκρίφιν κοίταξε την αδερφή του, γουρλώνοντας τα μάτια.«Με ένα ξίφος» εξήγησε η Κάρο, λες κι έτσι εξηγούνταν όλα.«Πού το άκουσες αυτό;» ρώτησε η μητέρα του.«Ω, δεν ξέρω.» Η Κάρο κοίταξε για μια στιγμή το κενό, ζαρώνοντας το μέτωπό της, κι έπειτα

κούνησε το κεφάλι ανυπόμονα. «Όλοι έχουν ακούσει γι’ αυτό.»«Εγώ όχι» είπε η Μεγκς.«Ούτε εγώ» συμφώνησε ο Γκρίφιν. «Αναρωτιέμαι μήπως είναι δημιούργημα της Κάρο.»Η αδερφή του πήρε μια βαθιά αναπνοή, και το πρόσωπό της βάφτηκε από ένα μάλλον

ανησυχητικό ροζ χρώμα.Πριν προλάβει να μιλήσει, η Λαίδη Ηρώ ξερόβηξε. «Η αλήθεια είναι πως εγώ το έχω δει.»Όλα τα κεφάλια στράφηκαν προς το μέρος της.«Αλήθεια;» ρώτησε η Μεγκς με ενδιαφέρον. «Σαν τι μοιάζει;»«Φοράει μια αστεία στολή αρλεκίνου –κατάμαυρη, με κόκκινα τριγωνάκια και διαμάντια– και

ένα μεγάλο μαλακό καπέλο στο κεφάλι με ένα κόκκινο φτερό. Α, και έχει το μισό του πρόσωποκαλυμμένο με μια μάσκα παντομίμας.» Κοίταξε γύρω της στο τραπέζι και κούνησε συγκαταβατικάτο κεφάλι. «Τον ονομάζουν Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς, όμως εγώ δεν νομίζω πως πρόκειται γιαφάντασμα. Εμένα μου φαίνεται άνθρωπος.»

Ακολούθησε μια σύντομη σιωπή, σαν όλοι να μελετούσαν τα λόγια της.Ύστερα, η μητέρα ρώτησε: «Όμως, εσύ τι ήθελες στο Σεντ Τζάιλς, αγαπητή μου;»Ο Γκρίφιν ακούμπησε κάτω το ποτήρι του και προσπάθησε να σκεφτεί κάτι που να δικαιολογεί

την επίσκεψη της Λαίδης Ηρώς στο Σεντ Τζάιλς.Ωστόσο, η λαίδη δεν φάνηκε να συμμερίζεται την ανησυχία του. «Πήγα να δω το Ίδρυμα για

Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά μαζί με άλλα μέλη της κοινωνίας μας. Θυμάσαι, Μάξιμους, τηνπερασμένη άνοιξη. Το σπίτι κάηκε συθέμελα. Τότε ήταν που είδα το φάντασμα του Σεντ Τζάιλς.Έπρεπε να τακτοποιήσουμε τα παιδιά στο δικό σου σπίτι. Εσύ έλειπες όλον το μήνα.»

Ο Γουέικφιλντ στράβωσε τα χείλη του.«Α, ναι. Γύρισα στο σπίτι και βρέθηκα μπροστά σε έναν αγώνα μπάντμιντον που δινόταν στην

αίθουσα χορού.»Η Λαίδη Ηρώ κοκκίνισε. «Ναι, εντάξει, δεν αργήσαμε να τα μεταφέρουμε.»«Θα πρέπει να κατατρομάξατε» είπε γλυκά η Μεγκς. «Μία φωτιά και ένα φάντασμα.»«Ήταν πολύ συναρπαστικό» ομολόγησε αργά η Λαίδη Ηρώ «αλλά δεν νομίζω πως είχα χρόνο

για να τρομάξω. Κόσμος έτρεχε πάνω-κάτω, προσπαθώντας να σβήσει τη φωτιά και να σώσει ταπαιδιά από τις φλόγες. Το φάντασμα εξαφανίστηκε έτσι απλά μέσα στο πλήθος. Δεν έμοιαζε μεδολοφόνο. Στην πραγματικότητα, βοήθησε.»

«Ίσως να σκοτώνει μόνο τις νύχτες» είπε αβασάνιστα ο Γκρίφιν.«Ή όταν δεν υπάρχει κόσμος» πρόσθεσε η Μεγκς.«Τις Δευτέρες» είπε ο Χαφ.

Page 62: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Ο Γκρίφιν τον κοίταξε ερωτηματικά. «Τι θέλεις να πεις με αυτό;»«Ίσως να δολοφονεί μόνο τις Δευτέρες και να έχει ρεπό τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας»

εξήγησε εκείνος.«Χαφ, είσαι μεγαλοφυΐα.» Ο Γκρίφιν κοίταξε με θαυμασμό το γαμπρό του. «Ένας δολοφόνος

που σκοτώνει μόνο Δευτέρες! Ως εκ τούτου, ο κόσμος μπορεί να νιώθει ασφαλής από τις Τρίτεςμέχρι και τις Κυριακές.»

Ο άλλος άντρας ανασήκωσε ταπεινά τους ώμους. «Μόνο που υπάρχουν κι άλλοι δολοφόνοι.»Η Κάρο δεν μπορούσε να αντέξει περισσότερα. Ξεφύσησε σαν οργισμένος ταύρος. «Ανοησίες!

Τι θα μπορούσε να κάνει ένα φάντασμα στα δρομάκια του Σεντ Τζάιλς ντυμένο με στολή αρλεκίνουαν όχι να σκοτώνει ανθρώπους;»

Ο Γκρίφιν σήκωσε με επισημότητα το ποτήρι του. «Για άλλη μια φορά μάς αποστόμωσες, Κάρο.Υποκλίνομαι στη λογική σου. Με κατατρόπωσες.»

Η Ηρώ άφησε έναν πνιχτό ήχο δίπλα του, σαν να ήθελε να εμποδίσει το γέλιο της.«Γκρίφιν» τον προειδοποίησε η μητέρα του.«Εν πάση περιπτώσει, ελπίζω το φάντασμα να περιοριστεί στο Σεντ Τζάιλς» είπε η Μεγκς. «Δεν

θα ήθελα να πέσω πάνω του αύριο βράδυ.»«Τι θα γίνει αύριο το βράδυ;» ρώτησε ο Γκρίφιν αφηρημένα. Μπροστά του εμφανίστηκε άλλο

ένα πιάτο που φαινόταν να περιέχει ζελέ με μερικά άγνωστης ταυτότητας κομμάτια να επιπλέουνμέσα του.

«Θα πάμε στο Χαρτς Φόλι» είπε η Μεγκς. «Η Κάρο κι ο Χαφ, η Λαίδη Ηρώ κι ο Τόμας, οΛόρδος Μπόλινγκερ κι εγώ, και η Λαίδη Φοίβη με την Εξοχότητά της.»

Ο Γουέικφιλντ μετακινήθηκε νευρικά στην καρέκλα του. «Ζητώ συγγνώμη, αλλά έμαθα πως έχωένα πολύ σημαντικό ραντεβού αύριο το βράδυ. Δεν θα μπορέσω να παρευρεθώ.»

«Ω, αλήθεια, Μάξιμους;» Η φωνή της Λαίδης Ηρώς φανέρωνε απογοήτευση. «Τότε, ποιος θασυνοδέψει τη Φοίβη; Το ξέρεις με πόση ανυπομονησία περίμενε αυτή την έξοδο.»

Ο δούκας συνοφρυώθηκε φανερά σαστισμένος. Χωρίς αμφιβολία σπάνια δεχόταν παρατηρήσεις.«Χρειάζεται συνοδό;» ρώτησε ο Γκρίφιν. «Θέλω να πω, με όλους εσάς εκεί;»Η Λαίδη Ηρώ αντάλλαξε μια γρήγορη ματιά με τον Γουέικφιλντ, τόσο γρήγορη, που ο Γκρίφιν

σχεδόν πίστεψε πως τη φαντάστηκε.«Καλά, ίσως να μη χρειάζεται να έρθει» μουρμούρισε η Ηρώ.«Ω, μα, μπορεί να τη συνοδέψει ο Γκρίφιν» πρότεινε η Μεγκς. «Έτσι δεν είναι, Γκρίφιν;»Εκείνος σάστισε προς στιγμή. «Εγώ…»«Φυσικά δεν θα θέλαμε να σας βάλουμε σε κόπο.» Η Λαίδη Ηρώ κοιτούσε σταθερά το πιάτο

που βρισκόταν μπροστά της. Η έκφρασή της ήταν ήρεμη, όμως εκείνος ήξερε πως στο βλέμμα τηςκρυβόταν λύπη.

Ο Τόμας τον κοιτούσε, με πρόσωπο απόμακρο.«Γκρίφιν» είπε η μητέρα, και για πρώτη φορά εκείνος δεν κατάλαβε αν είπε το όνομά του για να

τον ενθαρρύνει ή για να τον προειδοποιήσει.Και εν πάση περιπτώσει, δεν είχε καμιά σημασία. Για άλλη μια φορά ενέδωσε στον πειρασμό.

Page 63: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Θα είναι χαρά μου να σας συνοδέψω όλους στο Χαρτς Φόλι.»

* * *

Είχε φαγούρα στο πρόσωπο.Ο Τσάρλι Γκρέιντι ακούμπησε τον αγκώνα του στο τραπέζι που καθόταν και ξύστηκε

αφηρημένα, νιώθοντας τα πρηξίματα και τις εκδορές κάτω από τα δάχτυλά του. Ο Φρέντι, ο έναςαπό τους καλύτερους άντρες του, πηγαινοερχόταν νευρικά μπροστά του. Ο Φρέντι ήταν ένας πολύμεγαλόσωμος άντρας, εντελώς φαλακρός, με μία άσχημη ουλή στο κάτω χείλι του. Τονπροηγούμενο μήνα είχε σκοτώσει τέσσερις άντρες μόνος, παρ’ όλα ταύτα δεν έβρισκε τη δύναμη νακοιτάξει τον Τσάρλι στο πρόσωπο. Το βλέμμα του πήγαινε από το ταβάνι στο πάτωμα, περνώνταςξυστά από το αριστερό αφτί του Τσάρλι. Αν ήταν μύγα, ο Τσάρλι θα τον είχε κοπανήσει.

Ίσως θα έπρεπε να ηρεμήσει.«Δύο γυναίκες βρήκαν την προηγούμενη εβδομάδα οι πληροφοριοδότες του Δούκα του

Γουέικφιλντ» έλεγε ο Φρέντι. «Πετυχαίνοντας να τρομοκρατήσουν τους υπόλοιπους.»«Εγκατέλειψε κανείς το πόστο του;» ρώτησε ήρεμα ο Τσάρλι.Ο Φρέντι ανασήκωσε τους ώμους, με το βλέμμα καρφωμένο πάνω από τον ώμο του Τσάρλι.

«Όχι ακόμη. Όσο τα κονομάνε, θα πουλάνε τζιν, αλλά με τους χαφιέδες τριγύρω τους θα πρέπει ναπροσέχουν πολύ τα βήματά τους και να αλλάζουν θέσεις πολύ πιο συχνά.»

«Αυτό μας κοστίζει χρήμα.»Ο Φρέντι ανασήκωσε ξανά τους ώμους.Ο Τσάρλι πήρε από το τραπέζι δύο κοκάλινα ζάρια και άρχισε να τα γυρίζει αφηρημένα ανάμεσα

στα δάχτυλά του. «Τότε, θα πρέπει να φροντίσουμε τους χαφιέδες, έτσι δεν είναι;»Ο άλλος άντρας κατένευσε, κοιτώντας στο κενό.«Τι θα γίνει με τα σχέδιά μας για το Σεντ Τζάιλς;»«Ο Μακέι έφυγε από το Λονδίνο.» Ο Φρέντι ίσιωσε τους ώμους σαν να το ευχαριστιόταν που

ήταν αυτός ο άγγελος καλών ειδήσεων. «Και σήμερα το πρωί άκουσα πως ο Σμιθ ήταν ακόμη μέσαόταν το ανατινάξαμε. Είναι ζωντανός, αλλά τα εγκαύματά του είναι πολύ σοβαρά. Λένε πως δεν θατη βγάλει περισσότερο από μια-δυο μέρες ακόμα.»

«Ωραία.» Ο Τσάρλι άνοιξε τα δάχτυλά του για να κοιτάξει τα ζάρια στην παλάμη του. «Και οαγαπητός μου Λόρδος Ρίντινγκ;»

«Μάζεψε όλες τις επιχειρήσεις του σε ένα κτήριο.» Ο Φρέντι συνοφρυώθηκε. «Έξω έχει ένανψηλό τοίχο και μέσα φρουρούν οπλισμένοι άντρες. Θα είναι πολύ δύσκολο να τους επιτεθούμε.»

«Όμως, θα το κάνουμε.» Άφησε τα ζάρια να πέσουν στο τραπέζι. Έξι κι άσος. Το επτά ήτανπάντα ο τυχερός του αριθμός. Μούγκρισε με ευχαρίστηση. «Απόψε, νομίζω.»

* * *

«Πού είναι ο Λόρδος Γκρίφιν;» ρώτησε η Φοίβη τη στιγμή που τη βοηθούσε ο Μάντβιλ να κατέβειαπό την άμαξα.

Page 64: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Η Ηρώ στράφηκε για να κοιτάξει προς τον Τάμεση μέχρι να έρθει κοντά της η Φοίβη. Αλήθεια,πού είναι ο Λόρδος Γκρίφιν;

Η ίδια, ο Μάντβιλ και η Φοίβη έφτασαν μαζί σε μία από τις σκάλες που κατέβαινε στον Τάμεση.Το Χαρτς Φόλι βρισκόταν νότια του ποταμού, και έπρεπε να πάρουν βάρκες για να πάνε μέχρι εκεί.Η Λαίδη Μάργκαρετ, ο Λόρδος Μπόλινγκερ, η Λαίδη Καρολάιν και ο Λόρδος Χαφ είχαν έρθει μεάλλη άμαξα, είχαν ήδη κατέβει τη σκάλα, και χωρίς αμφιβολία τώρα θα είχαν ήδη επιβιβαστεί σεκάποια λέμβο.

Τα φανάρια της άμαξας σχημάτιζαν φωτεινές λιμνούλες πάνω στο υγρό καλντερίμι. Είχε βρέξεινωρίτερα, όμως τώρα ο ουρανός ήταν καθαρός και τα αστέρια έλαμπαν στη νύχτα. Η ζέστη ήτανασυνήθιστη για Οκτώβρη μήνα, ιδανική για μία επίσκεψη σε ένα πάρκο αναψυχής.

Η Ηρώ σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το φεγγάρι που φλέρταρε με ένα ανάριο σύννεφο. «Είπεπως θα μας συναντούσε στις σκάλες. Πιστεύω πως σύντομα θα εμφανιστεί.»

«Είναι συχνό φαινόμενο να μπλέκει ο αδερφός μου με τις δουλειές του» είπε ο Μάντβιλ μεουδέτερο τόνο στη φωνή του. «Παρακαλώ να μην απογοητευτείς, Λαίδη Φοίβη, αν τελικά δεν έρθειμαζί μας.»

«Ω» έκανε η Φοίβη, χαμηλώνοντας μελαγχολικά το βλέμμα παρά τη συμβουλή του Μάντβιλ.Η Ηρώ αισθάνθηκε ένα κύμα οργής να την πλημμυρίζει. Πώς τολμούσε ο Ρίντινγκ να

απογοητεύσει την αδερφή της; Σίγουρα τώρα θα βρισκόταν στο κρεβάτι κάποιας γυναίκας ενώ αυτοίτον περίμεναν εδώ.

«Έλα, καλή μου» είπε μάλλον απότομα. «Ας κατέβουμε στο ποτάμι. Θα χρειαστεί λίγη ώραμέχρι να ετοιμαστεί η βάρκα, και ίσως μέχρι τότε να έρθει και ο Ρίντινγκ.»

«Λογική πρόταση.» Ο Μάντβιλ χαμογέλασε επιδοκιμαστικά. «Τα σκαλοπάτια γλιστράνε. Θέλειςνα κρατηθείς από το χέρι μου, Λαίδη Ηρώ;»

Της πρόσφερε το μπράτσο του, όμως εκείνη παραμέρισε, συνοφρυωμένη. «Σε παρακαλώ,κράτησε τη Φοίβη. Εγώ θα ακολουθώ πίσω σας.»

Της έριξε μια απορημένη ματιά. «Όπως επιθυμείς.»Πρόσφερε τον αγκώνα του στη Φοίβη, κι εκείνη τον δέχτηκε, στέλνοντας στην Ηρώ ένα

χαμόγελο ευγνωμοσύνης. Η Ηρώ αναστέναξε με ανακούφιση. Ο Μάντβιλ έκανε νόημα σε κάποιονυπηρέτη με φανάρι για να προπορευτεί, και άρχισαν να κατεβαίνουν.

Η Ηρώ ανασήκωσε τη φούστα της, για να μπορεί να βλέπει τα σκαλιά, και τους ακολούθησε. Ησκάλα ήταν μεσαιωνική, στενή και απότομη, εντελώς εκτεθειμένη στο κενό. Ο αέρας που φυσούσετης έφερνε τις μυρωδιές του ποταμού: σάπια ψάρια και υγρή λάσπη, μαζί με το αρχέγονο άρωμα τουνερού που χύνεται ακατάπαυστα στον ωκεανό.

Οι δύο αδερφές είχαν φορέσει πουπουλένιες μάσκες και πολύχρωμα φορέματα. Η Φοίβη έναπανέμορφο φουστάνι σε πορφυρό και κρεμ χρώμα, ενώ η Ηρώ αποτόλμησε φωτεινό κόκκινο μερουμπινί μεσοφόρια και διακοσμητικούς φιόγκους. Σε αντίθεση, ο Μάντβιλ είχε βάλει μαύροντόμινο και μάσκα.

Από πάνω τους ακούστηκαν βήματα. Η Ηρώ γύρισε για να κοιτάξει, στηρίζοντας το χέρι της στογλιτσιασμένο τοίχο. Το τακούνι της πιάστηκε στην άκρη του σκαλοπατιού, και ένιωσε το σώμα τηςνα ταλαντεύεται, χάνοντας ξαφνικά την ισορροπία του. Η καρδιά της χοροπήδησε τρελά κάτω απότο στήθος της.

Page 65: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Πρόσεχε!» Δυνατά, αντρικά χέρια άρπαξαν τα μπράτσα της και τη στήριξαν πάνω σε έναστιβαρό στέρνο. «Είναι δύσκολο το κατέβασμα.»

«Σε ευχαριστώ.» Οι σφυγμοί της δεν είχαν καταλαγιάσει ακόμη. «Είμαι καλά τώρα.»«Είσαι σίγουρη;» Η φωνή του Ρίντινγκ ακούστηκε βαθιά, και κατά έναν τρόπο οικεία μέσα στη

νυχτιά. Το κράτημά του δεν είχε χαλαρώσει καθόλου.Πιο κάτω, ο Μάντβιλ και η Φοίβη είχαν σταματήσει σε ένα μικρό πλάτωμα που σχηματιζόταν

στο σημείο που έστριβε η σκάλα.Ο Μάντβιλ κοίταξε προς τα πάνω. «Εντάξει;»Το πρόσωπό του κρυβόταν στο σκοτάδι, ωστόσο η Ηρώ ξεχώρισε το δηκτικό τόνο στη φωνή

του.Τραβήχτηκε, και ο Ρίντινγκ πήρε τα χέρια του από τα μπράτσα της. «Ναι, ερχόμαστε.»Ο Μάντβιλ κούνησε καταφατικά το κεφάλι, έκανε μεταβολή και συνέχισε να κατεβαίνει τη

σκάλα.«Άργησες» μουρμούρισε η Ηρώ, προσέχοντας περισσότερο τα βήματά της.«Γιατί πρέπει όλοι να μου το λένε αυτό;»«Μήπως επειδή συνέχεια καθυστερείς;»«Νομίζεις πως δεν έχω συναίσθηση του χρόνου και της αργοπορίας μου;»«Όχι» του απάντησε με ευκρίνεια και σαφήνεια, σαν να μιλούσε σε ένα αργόστροφο παιδί

«επειδή αν ήξερες την ώρα, δεν θα ήσουν μονίμως καθυστερημένος.»Τον άκουσε να γελάει. «Με αποστόμωσες, αγαπητή μου Λαίδη Τέλεια.»«Μη με λες έτσι.»«Γιατί όχι;» Η ανάσα του χάιδευε τις τριχούλες στη βάση του λαιμού της. «Δεν είσαι η

προσωποποίηση της τελειότητας;»Προσπάθησε να καταπολεμήσει την ανατριχίλα που ένιωσε. «Είτε είμαι είτε όχι, σίγουρα δεν

είμαι σου.»«Κρίμα» ψιθύρισε εκείνος.Είχαν φτάσει στη στροφή της σκάλας, και η Ηρώ σταμάτησε απότομα. «Τι είπες;»«Ποίημα.» Την κοίταξε αθώα. «Τόσο εσύ όσο και η αδερφή σου είσαστε σαν ποίημα απόψε.»Έμεινε να τον κοιτάζει, και για πρώτη φορά στη ζωή της δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Τα

ανοιχτοπράσινα μάτια του ήταν μισοκρυμμένα πίσω από τη μαύρη μάσκα του, αλλά η έκφραση στοπρόσωπό του φανέρωνε ηρεμία. Ωστόσο, το χέρι του είχε σφιχτεί σε γροθιά στο πλευρό του.Ξαφνικά αισθάνθηκε δυσφορία και ταλαντεύτηκε σαν να ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει.

«Πρόσεχε» της ψιθύρισε τρυφερά.Το βλέμμα της στάθηκε στα χείλη του, σαρκώδη και αισθησιακά, κατακόκκινα κάτω από τη

μαύρη μάσκα που κάλυπτε το μισό πρόσωπό του. Δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί φιλήδονα τιγεύση να είχε το φιλί του.

«Κάνε γρήγορα, Γκρίφιν!» φώναξε η Λαίδη Κάρο από τη βάση της σκάλας.Η Ηρώ γύρισε σπασμωδικά, ευγνώμων για το σκοτάδι που έκρυβε το πρόσωπό της από όλους

αυτούς εκεί κάτω. Κατέβηκε τα υπόλοιπα σκαλοπάτια χωρίς να ξεχάσει ούτε στιγμή την επιβλητική

Page 66: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

αντρική φιγούρα που την ακολουθούσε.«Χαίρομαι που κατάφερες να έρθεις, Γκρίφιν» είπε ο Μάντβιλ με αργόσυρτη φωνή όταν

έφτασαν κοντά τους.Τα υπόλοιπα μέλη της παρέας είχαν μαζευτεί στην πέτρινη αποβάθρα όπου είχαν αράξει δύο

χαμηλές βάρκες. Η Λαίδη Καρολάιν φορούσε ένα φόρεμα στο χρώμα του ζαφειριού και μία μάσκαπου ταίριαζε με το βαθύ μπλε ντόμινο του Λόρδου Χαφ. Το φουστάνι της Λαίδης Μάργκαρετ ήτανκίτρινο με ροζ κεντήματα και φιόγκους. Ο συνοδός της, ο Λόρδος Μπόλινγκερ, ένας ασήμαντοςνεαρός, ήταν ντυμένος με μαύρο ντόμινο.

«Φοίβη, να σου γνωρίσω το Λόρδο Γκρίφιν Ρίντινγκ» είπε η Ηρώ με μάλλον ξέπνοη φωνή.«Λόρδε Γκρίφιν, από δω η αδερφή μου, Λαίδη Φοίβη.»

«Λυπάμαι τόσο πολύ που σας έκανα να με περιμένετε» απολογήθηκε ο Ρίντινγκ τη στιγμή πουέκανε μια ιπποτική υπόκλιση πάνω από το χέρι της Φοίβης. «Σας παρακαλώ να με συγχωρήσετε.»

«Δεν πειράζει.» Η κοπέλα έριξε μια αμήχανη ματιά στην αδερφή της. «Δεν υπάρχει τίποτα για νασυγχωρήσω. Φτάσατε στην ώρα σας.»

«Τότε, ας προχωρήσουμε εμείς» είπε ο Μάντβιλ. «Χαφ, θα ήθελες να πάρεις τις αδερφές μου καιτο Λόρδο Μπόλινγκερ σε εκείνην τη βάρκα για να πάρουμε εμείς αυτήν;»

Ο Λόρδος Χαφ κατένευσε αμέσως. «Καλή ιδέα.»«Αγαπητή μου;» Ο Μάντβιλ άπλωσε το χέρι του προς την Ηρώ.Εκείνη το έπιασε, και επιβιβάστηκε προσεκτικά στη λέμβο. Στις δύο άκρες της βάρκας, πάνω σε

ψηλούς στύλους, ήταν στερεωμένα φανάρια, και τα στενόμακρα καθίσματα ήταν σκεπασμένα μεμαλακά μαξιλάρια.

«Άνετα;» τη ρώτησε ο Μάντβιλ.«Ναι, ευχαριστώ.» Η Ηρώ τού χαμογέλασε. Πραγματικά νοιαζόταν για την άνεση και την

καλοπέρασή της.«Πρόσεχε πού πατάς» είπε ο Ρίντινγκ καθώς βοηθούσε τη Φοίβη να ανέβει. «Δεν θέλεις να

κολυμπήσεις στο ποτάμι.»Η Φοίβη κάθισε δίπλα στην αδερφή της, γελώντας. «Ω, είναι υπέροχα! Το ποτάμι μοιάζει με

παραμυθένιο βασίλειο τη νύχτα.»Η Ηρώ κοίταξε τα νερά. Εδώ κι εκεί διέκρινε τα φώτα από τις άλλες βάρκες και την

αντανάκλαση των φαναριών στον ποταμό. Τα κουπιά σηκώνονταν και έπεφταν καθώς οι δύοκωπηλάτες δούλευαν ασταμάτητα στο πίσω μέρος, και ο ήχος από διαπεραστικά ή διακριτικά γέλιασκορπιζόταν στον αέρα. Παρά την έντονη δυσοσμία του νερού, όλα έμοιαζαν μαγευτικά.

«Νομίζετε πως θα έχει και πυροτεχνήματα;» ρώτησε η Φοίβη.«Σίγουρα» είπε ο Ρίντινγκ.Οι δύο άντρες κάθονταν απέναντί τους. Τα μαύρα ντόμινο που φορούσαν τους έκαναν να

φαίνονται σχεδόν ίδιοι μέσα στο μισοσκόταδο. Όμως, ενώ ο Μάντβιλ καθόταν στητός, με τα χέριαακουμπισμένα στα γόνατά του, ο Ρίντινγκ είχε γείρει πίσω, με τα πόδια του ανοιχτά, και τεντωμέναμπροστά, και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.

Η Ηρώ βιάστηκε να τραβήξει το βλέμμα της από πάνω του παρόλο που δεν υπήρχε τρόπος νατον αγνοήσει μέσα σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο. Θυμήθηκε εκείνην τη συγκλονιστική στιγμή

Page 67: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

στη σκάλα, όταν το βλέμμα της αιχμαλωτίστηκε από το δικό του. Και το γεγονός πως μόλις χθες τηνείχε βοηθήσει με το ίδρυμα και της είχε μιλήσει για τον Ηρόδοτο. Ή πως προχθές είχε συμφωνήσειμαζί του να τη συνοδεύει κάθε φορά που εκείνη ήθελε να επισκεφτεί το Σεντ Τζάιλς. Ένιωσε έναπαράξενο αίσθημα αβεβαιότητας, σαν να βρισκόταν ακόμη σε εκείνα τα απότομα σκαλοπάτια,έτοιμη να γκρεμιστεί. Έναν αλλόκοτο ίλιγγο που τη γέμιζε εξίσου με ανυπομονησία και προσμονή.

«Σήμερα το απόγευμα πήρα το τσάι με τη μητέρα σου» είπε στον Μάντβιλ. «Μου έδειξε τομενού που έχει σχεδιάσει για το γαμήλιο γεύμα μας.»

«Αλήθεια;» Της χαμογέλασε ευγενικά, ενώ ο Ρίντινγκ έστρεψε το βλέμμα του στα νερά τουποταμού. «Ελπίζω πως έχει την έγκρισή σου.»

«Δεν…» Για κάποιο λόγο, κοίταξε τον Ρίντινγκ. Εκείνος, σαν να ένιωσε το βλέμμα της, γύρισενα την κοιτάξει. Τα μάτια του γούρλωσαν κοροϊδευτικά. Η Ηρώ πήρε μια βαθιά αναπνοή, ελπίζονταςπως η νύχτα θα έκρυβε το αναψοκοκκίνισμά της. «Ναι. Ναι, έχει ετοιμάσει έναν όμορφο εορτασμόγια την τελετή μας.»

Ο Ρίντινγκ χαμήλωσε το βλέμμα.«Ωραία» είπε ο Μάντβιλ. «Χαίρομαι πολύ που εσύ και η μητέρα γίνατε φίλες.»«Θα ήταν δύσκολο να συμβεί το αντίθετο.» Η Ηρώ χαμογέλασε με ειλικρινή θέρμη. «Η μητέρα

σου είναι αξιαγάπητη.»Σε αυτό το σχόλιο, ο Ρίντινγκ στράβωσε ειρωνικά τα χείλη και απέστρεψε το βλέμμα του.«Σχεδόν φτάσαμε» είπε η Φοίβη που όλη αυτή την ώρα χάζευε τον ποταμό. «Εκεί είναι η

αποβάθρα, έτσι;»Κοίταξε την αδερφή της, περιμένοντας επιβεβαίωση.Η Ηρώ κατάλαβε πως είχαν τραβήξει την προσοχή του Ρίντινγκ που τώρα τις κοιτούσε με

περιέργεια.«Ναι, καλή μου» είπε, πιάνοντας το χέρι της Φοίβης. «Έτσι μοιάζει.»Ωστόσο, δύσκολα έλεγες εκείνο το σημείο «αποβάθρα». Ήταν μια πλατφόρμα στερεωμένη σε

ξύλινους πάσσαλους πάνω από το ποτάμι, πλημμυρισμένη από φώτα. Καθώς πλησίαζαν, η Ηρώδιέκρινε υπηρέτες με εντυπωσιακές λιβρέες να βοηθούν τους υπόλοιπους της παρέας να κατέβουναπό τη βάρκα τους. Κάθε υπηρέτης φορούσε κοστούμι σε μοβ και κίτρινο χρώμα, όμως όλοιέδειχναν διαφορετικοί. Ένας φορούσε ριγέ σακάκι και καρό κάλτσες. Κάποιος άλλος περούκα σεβαθύ κίτρινο χρώμα και μοβ σακάκι με κίτρινες κορδέλες. Και ένας ακόμα κατακίτρινο σακάκι πάνωαπό ένα γιλέκο με μοβ βούλες. Όλοι έπαιζαν με παραλλαγές του ίδιου θέματος.

Η βάρκα τους πλησίασε την αποβάθρα, και ένας τύπος με περούκα που μύριζε το άρωμα τηςλεβάντας έσκυψε για να τη βοηθήσει να βγει. «Καλώς ήλθατε στο Χαρτς Φόλι, λαίδη μου.»

«Ευχαριστώ» απάντησε η Ηρώ, περιμένοντας να αποβιβαστεί και η υπόλοιπη παρέα της.Η Φοίβη ήρθε και στάθηκε δίπλα της. «Πρόσεξες την πασχαλούδα στην περούκα του;»Η Ηρώ στράφηκε και είδε πως πραγματικά ο υπηρέτης είχε στερεωμένο ένα λευκό λουλούδι

πάνω από το αφτί του.«Ελπίζω πως δεν θα είναι η νέα μόδα» μουρμούρισε ο Ρίντινγκ, κοιτώντας τη Φοίβη. «Θα

δείχνω μάλλον γελοίος με τουλίπες γύρω από τα αφτιά μου.»Η Φοίβη έκρυψε το στόμα με το χέρι της και γέλασε σιγανά.

Page 68: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Θα ήσουν πραγματικά γελοίος» δήλωσε ο Χαφ.«Σε ευχαριστώ, Χαφ, για τη γνώμη σου» απάντησε τραχιά ο Ρίντινγκ.Ο Μάντβιλ ξερόβηξε. «Πάμε;»Πρόσφερε το μπράτσο του στην Ηρώ, κι εκείνη το έπιασε και τον άφησε να την οδηγήσει σε ένα

κατάφυτο μονοπάτι. Από τα δέντρα δεξιά και αριστερά τους κρέμονταν παραμυθένιες φλόγες. ΗΗρώ κοίταξε καλύτερα και είδε πως η καθεμία από αυτές ήταν μια στρογγυλή γυάλινη μπάλα, όχιμεγαλύτερη από την παλάμη του χεριού της, που μέσα της έκρυβε φως. Μέσα από τα περιποιημέναδέντρα και τους διακοσμημένους θάμνους ξεχύνονταν μελωδίες που γίνονταν όλο και πιο δυνατέςκαθώς εκείνοι προχωρούσαν. Το μονοπάτι πλάταινε ξαφνικά, καταλήγοντας σε ένα υπέροχο ξέφωτο.

Μπροστά τους εκτεινόταν ένα καταπράσινο πλάτωμα, σαν γυμνή προέκταση του δάσους. Στοβάθος διακρίνονταν συντρίμμια έντεχνα τοποθετημένα. Αν κανείς κοιτούσε πιο προσεκτικά, θαέβλεπε την ορχήστρα να παίζει ανάμεσα σε σπασμένους κίονες. Στην άλλη μεριά ορθώνοντανπολυτελή πανύψηλα θεωρεία, κάποια ανοιχτά και κάποια άλλα κρυμμένα με κουρτίνες για ναπροσφέρουν απομόνωση στους ενοίκους τους.

Μία όμορφη θεραπαινίδα, με μοβ και κίτρινες κορδέλες στα μαλλιά, τους οδήγησε προς τα εκεί,κι έπειτα σε μία σκάλα στρωμένη με χαλί που κατέληγε σε ένα ψηλό θεωρείο ακριβώς μπροστά απότη σκηνή.

«Αυτό τρίζει» αναφώνησε ο Λόρδος Μπόλινγκερ, ένας ήσυχος άνθρωπος που έδειχνε να έχεικυριευτεί από δέος μπροστά στην κοινωνική τάξη του Μάντβιλ.

Η Λαίδη Μάργκαρετ έσφιξε το μπράτσο του συνοδού της. «Είναι όλα τόσο υπέροχα, Τόμας.»Ο Μάντβιλ χαμογέλασε, θυμίζοντας ξαφνικά μικρό παιδί. «Χαίρομαι που σου αρέσει, Μεγκς.»Η Ηρώ τού χαμογέλασε πριν καθίσει στην καρέκλα που εκείνος τράβηξε για χάρη της. «Σε

ευχαριστώ που κανόνισες αυτήν τη βραδιά.»«Χαρά μου.» Έκανε μια υπόκλιση, αλλά, τη στιγμή που σηκωνόταν, το βλέμμα του πήγε πίσω

από τον ώμο της, και φάνηκε να σφίγγεται.Οι κουρτίνες στο πίσω μέρος του θεωρείου τους άνοιξαν και ένα μπουλούκι από υπηρέτες

εμφανίστηκε με το φαγητό. Ο Μάντβιλ βολεύτηκε στην καρέκλα δίπλα από την Ηρώ ενώ μπροστάτους εμφανίστηκαν πιάτα με λεπτές φέτες ζαμπόν, τυριά, γκλασαρισμένα κεκάκια, και κρασί.

«Μία πρόποση» μουρμούρισε ο Χαφ, σηκώνοντας το ποτήρι του. «Στις όμορφες κυρίες πουσυνοδεύουμε απόψε.»

«Ω, Χαφ» είπε η Λαίδη Καρολάιν, και τα μάγουλά της κοκκίνισαν καθώς έφερνε το ποτήρι τηςστα χείλη.

Η Ηρώ χαμογέλασε και ήπιε μια γουλιά από το κρασί της, ωστόσο έριχνε ματιές στουςυπόλοιπους που αστειεύονταν πίσω της. Στο απέναντι θεωρείο καθόταν μια κυρία με μαλλιά στοχρώμα του ρουμπινιού. Περιτριγυριζόταν από τρεις νεαρούς και όμορφους άντρες, όμως το βλέμματης γυναίκας ήταν καρφωμένο στο δικό τους θεωρείο.

Η Ηρώ ακολούθησε το βλέμμα της. Η κυρία Τέιτ κοιτούσε τον Μάντβιλ.

* * *

Page 69: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Τα μάτια του Γκρίφιν στένεψαν όταν είδε πως η Λαίδη Ηρώ πρόσεχε την κοκκινομάλλα γυναίκαπου καθόταν απέναντί τους. Τι, διάβολο, σκάρωνε ο Τόμας; Είχε κανονίσει μια παράνομησυνάντηση με την ερωμένη του ενώ ήταν παρούσα η μνηστή του;

Η Λαίδη Ηρώ στράφηκε πάλι στο τραπέζι τους, και το βλέμμα της συνάντησε το δικό του. Δενυπήρχε καμία ένδειξη πάνω της, ωστόσο εκείνος μπορούσε να πει με σιγουριά πως ήταναναστατωμένη.

Ανάθεμά σε, Τόμας!Ευτυχώς, εκείνην τη στιγμή, άρχισε το ψυχαγωγικό θέαμα στη σκηνή με ένα χορευτικό από μία

ομάδα κοριτσιών ντυμένων με φανταχτερές στολές.Ο Γκρίφιν παρακολουθούσε μελαγχολικά, πασπατεύοντας το διαμαντένιο σκουλαρίκι στην

τσέπη του γιλέκου του. Τι τον ένοιαζε εκείνον αν ο Τόμας δεν ήταν τόσο τέλειος όσο τον νόμιζε ηΛαίδη Ηρώ; Το τι είχαν συμφωνήσει οι δυο τους σίγουρα δεν ήταν δική του δουλειά. Τότε, γιατίένιωθε την ακατανίκητη ανάγκη να στριμώξει τον αδερφό του σε μια απομονωμένη γωνιά και μελίγες συγκεκριμένες κουβέντες –και ίσως με κάνα δυο μπουνιές– να του επιστήσει την προσοχή στησυμπεριφορά του;

«Έχουν τόση αρμονία» είπε η Λαίδη Φοίβη. Καθόταν δίπλα του, απέναντι από τον Τόμας καιτην Ηρώ.

«Πράγματι» συμφώνησε ο Γκρίφιν και της χαμογέλασε.Η Λαίδη Φοίβη ήταν τόσο διαφορετική από την αδερφή της, που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί

ότι την είχαν αντικαταστήσει μετά τη γέννα. Ενώ η Λαίδη Ηρώ διέθετε ένα ψηλόλιγνο κορμί, ηΛαίδη Φοίβη είχε μέτριο ανάστημα και στρουμπουλό σώμα, στρογγυλεμένους ώμους και πλαδαράμπράτσα. Η πρώτη πρόσεχε πολύ τις εκφράσεις και τις κινήσεις της, αντιθέτως η δεύτερη επέτρεπεσε οποιοδήποτε συναίσθημα να καθρεφτίζεται στο πρόσωπό της, τα εκφραστικά της χείλη ναανοίγουν με έκπληξη, ή να χαμογελούν με κέφι μπροστά στους θεατρινισμούς κάποιου γελωτοποιούστη σκηνή.

«Μα, πού πήγε;» αναρωτήθηκε μόνη της. «Η μικρή μαϊμού;»Ο Γκρίφιν κοίταξε στη σκηνή. Ο γελωτοποιός έπαιζε με μια μαϊμού, αλλά τώρα το ζώο καθόταν

χαμηλά στα πόδια του, περιμένοντας υπάκουα.Κοίταξε ξανά τη Λαίδη Φοίβη. Είχε γείρει μπροστά και είχε καρφώσει το βλέμμα στη σκηνή.

Ξαφνικά άρχισε να γελάει. «Γύρισε.»Ο Γκρίφιν ακολούθησε το βλέμμα της. Ο γελωτοποιός καθοδηγούσε τη μαϊμού να πηδάει μέσα

από ένα στεφάνι. Έφερε το ποτήρι του στο στόμα και έσμιξε σκεφτικά τα φρύδια.Οι χορεύτριες και ο γελωτοποιός έπαιζαν ένα θεατρικό έργο, το Απόλυτη Αγάπη, και το έκαναν με

μεγάλη επιτυχία παρόλο που ο Γκρίφιν δεν έδινε και μεγάλη προσοχή. Ήταν απασχολημένος με τονα παρακολουθεί τη Λαίδη Ηρώ με την άκρη του ματιού του.

Τη στιγμή που οι ηθοποιοί υποκλίνονταν, ο Τόμας σηκώθηκε όρθιος. «Πάμε να περπατήσουμεστους κήπους;»

Ο υπαινιγμός ήταν προφανής, αν και ο Τόμας δεν κοίταξε καθόλου το απέναντι θεωρείο.Ωστόσο, ο Γκρίφιν δεν ξαφνιάστηκε καθόλου όταν είδε πως είχε σηκωθεί και η κοκκινομάλλαγυναίκα. Με ύφος βλοσυρό, πρόσφερε το μπράτσο του στη Λαίδη Φοίβη.

Οι κήποι αναψυχής ήταν περιποιημένοι με ιδιαίτερη τέχνη. Τα μονοπάτια ήταν περιτριγυρισμένα

Page 70: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

από ψηλούς θάμνους που ήταν έτσι κουρεμένοι, ώστε να αποδίδουν το σχήμα φανταστικών θηρίων,αποκρύπτοντας στενότερους διαδρόμους που οδηγούσαν σε σκοτεινές γωνιές και απόμερες σπηλιέςφτιαγμένες για εξεζητημένες διασκεδάσεις. Καθώς συνόδευε τη Λαίδη Φοίβη, ο Γκρίφιναναρωτήθηκε κυνικά πόσες από τις γυναίκες που προσπερνούσαν δεν είχαν παρευρεθεί εκεί γιακαθαρά επαγγελματικούς λόγους.

«Ω, κοιτάξτε!» Η Λαίδη Φοίβη τον τράβηξε από το μπράτσο καθώς βρέθηκαν μπροστά σε ένααπό τα παράξενα δημιουργήματα. «Πώς το έφτιαξαν;»

Έμοιαζε με ανθισμένο βράχο που βρεχόταν από τα νερά ενός μικρού καταρράκτη. Μόνο πουεδώ τον καταρράκτη τον δημιουργούσαν πολύχρωμα φώτα.

«Τι έξυπνο» μουρμούρισε η Μεγκς. «Δεν καταλαβαίνω πώς το επινόησαν. Ίσως θα μπορούσε ναμας εξηγήσει κάποιος από τους κύριους;»

«Δεν έχω ιδέα» παραδέχτηκε αμέσως ο Μπόλινγκερ με καλή διάθεση.Η Μεγκς γέλασε. «Χαφ;»«Θα πρέπει να λειτουργεί μηχανικά» είπε εκείνος.«Μα, φυσικά είναι μηχανισμός» είπε η Κάρο. «Όμως, πώς δουλεύει;»Ο Τόμας συνοφρυώθηκε. «Με κάποιου είδους τροχαλία, πάω στοίχημα.»Για μια στιγμή έμειναν όλοι να κοιτάζουν καθηλωμένοι τα φώτα που έμοιαζαν να τρέχουν πάνω

στο στείρο βράχο.«Νομίζω πως παραβλέπουμε την πιο προφανή εξήγηση» είπε ο Γκρίφιν.«Η οποία είναι, λόρδε μου;» Η Λαίδη Ηρώ ανασήκωσε το αριστερό της φρύδι.«Μαγικά» απάντησε με τραχιά φωνή.«Ω, για όνομα του Θεού!» γκρίνιαξε κακότροπα η Κάρο και τράβηξε τον άντρα της παρά τις

δικές του διαμαρτυρίες.«Μαγικά» επανέλαβε η Λαίδη Ηρώ, και οι άκρες των χειλιών της ανασηκώθηκαν.«Μαγικά.» Ο Γκρίφιν πέρασε το ελεύθερο χέρι του ανάμεσα στα κουμπιά του γιλέκου του και

πήρε ύφος παντογνώστη. Έγειρε προς τα πίσω το κεφάλι, έσμιξε με επισημότητα τα φρύδια καιπρόταξε το στέρνο. «Κατά τη γνώμη μου –που, επί τη ευκαιρία, είμαι αυθεντία στο θέμα–, κάθεμεμονωμένο φως αυτού του καταρράκτη είναι στην πραγματικότητα μια μαγικά γρήγορη ροή πάνωστα βράχια.»

Η Μεγκς χαμογελούσε και η Λαίδη Φοίβη γελούσε δυνατά, αλλά η Ηρώ κούνησε συναινετικά τοκεφάλι, σαν να ήταν πιθανή η ανοησία που είχε ακούσει. «Αλλά αν είναι μαγικά, όπως λες, τότε γιατίφαίνεται να τρέχουν προς τα κάτω αντί για πάνω;»

«Αγαπητή μου λαίδη» απάντησε ο Γκρίφιν με φανερή απογοήτευση «δεν ξέρεις πως οικαταρράκτες τρέχουν μόνο προς τα κάτω και ποτέ αντίθετα;»

Το στόμα της είχε μισανοίξει. Αυτά τα αισθησιακά, ροδαλά της χείλη τρεμούλιασαν από το γέλιοπου προσπαθούσε να συγκρατήσει, και η καρδιά του άρχισε να τραγουδά. Έτσι απλά. Χωρίςφαινομενικό λόγο, χωρίς κάποια συγκεκριμένη αιτία, χωρίς να έχει προηγηθεί τίποτα και χωρίς ναπεριμένει να ακολουθήσει κάτι, ο Γκρίφιν αισθανόταν ευτυχισμένος. Και, κοιτώντας τα καθάριαβάθη των γκρίζων ματιών της, ήξερε πως κι εκείνη ένιωθε ευτυχισμένη. Πόσο παράξενο τουφαινόταν αυτό, αυτή η μαγική στιγμή, η τόσο απλή αλλά και τόσο πολύπλοκη, που αρκούσε μόνο

Page 71: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

να είναι ευτυχισμένη εκείνη για να νιώθει και αυτός ο πιο χαρούμενος άνθρωπος στον κόσμο.Για μία μόνο στιγμή.Και τότε ο Τόμας, ο οποίος αν μη τι άλλο θα πρέπει να είδε με καχυποψία τα πειράγματά τους,

είπε μάλλον μηχανικά: «Να ακολουθήσουμε αυτό το μονοπάτι, αγαπητή μου;»Και την πήρε μαζί του.«Πάμε» τον προέτρεψε η Λαίδη Φοίβη, και, μαζί με τη Μεγκς και τον Μπόλινγκερ,

ακολούθησαν κάποιο άλλο μονοπάτι.Ο Γκρίφιν ακολούθησε, ακούγοντας αφηρημένα τα πειράγματα και τα ξεφωνητά τους. Οι

προσπάθειές του να διατηρήσει μια φυσιολογική συμπεριφορά θα πρέπει να ευόδωσαν, αφού κανείςδεν τον κοίταξε παράξενα, ή δεν τον τράβηξε παράμερα για να τον ρωτήσει γιατί, στην ευχή,φλέρταρε με τη μέλλουσα νύφη του.

Μόνο που εκείνος ήξερε. Ω, ναι, ήξερε – είχε αρχίσει να βουλιάζει σε μια πολύ επικίνδυνηκατάσταση. Μπορεί να τον εκνεύριζε η αυτοπεποίθηση της Λαίδης Ηρώς σχετικά με την τελειότητατου χαρακτήρα της, ο εύκολος τρόπος με τον οποίον τον καταδίκαζε χωρίς καν να του δίνει ταπεριθώρια να απολογηθεί, ακόμα και η στοργή που έδειχνε για τον Τόμας, ωστόσο τίποτε από αυτάδεν άλλαζε τις επιθυμίες του κορμιού του. Αυτή η γυναίκα τον σαγήνευε – και, κάτι ακόμαχειρότερο, είχε κι εκείνη γοητευτεί από αυτόν. Ήταν ακριβώς αυτό που κάποτε είχε ορκιστεί να μηνεπιτρέψει ποτέ να συμβεί. Έπρεπε να σταματήσει τώρα. Έπρεπε να κάνει τα πάντα για να κρατηθείμακριά της.

Ωστόσο, εδώ, απόψε, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό του και να μην ψάχνει με τοβλέμμα σε δρομάκια και σπηλιές για να εντοπίσει ένα βαθυκόκκινο φουστάνι, κάποια πυρρόξανθαμαλλιά, έναν ψηλόλιγνο λαιμό. Πού την είχε πάει ο Τόμας;

Να πάρει! Άραγε, είχαν αφεθεί σε ερωτικές περιπτύξεις;Είχαν ήδη γυρίσει μια φορά τούς κήπους, όταν ακούστηκε η πρώτη εκπυρσοκρότηση.«Τα πυροτεχνήματα!» Η Λαίδη Φοίβη έδειξε πάνω από τα κεφάλια τους.Ένα πυρακτωμένο κόκκινο αστέρι άστραψε μέσα στη νύχτα και έσκασε στον ουρανό,

στέλνοντας βροχή από πράσινες και μπλε σπίθες. Η παρέα τους είχε σταματήσει σε ένα μικρόξέφωτο, και γύρω τους άρχισε να συγκεντρώνεται πλήθος κόσμου. Η Κάρο με τον Χαφ βρέθηκανσύντομα κοντά τους. Ο Γκρίφιν κοίταξε ολόγυρα, όμως δεν μπόρεσε να διακρίνει ούτε τη ΛαίδηΗρώ ούτε τον Τόμας.

«Ρώτησα αν είναι χελώνα αυτό» άκουσε τον Χαφ πίσω του.«Όχι» ακολούθησε η αγανακτισμένη απάντηση της Κάρο. «Είναι αράχνη.»«Εμένα μου μοιάζει με χελώνα» είπε ο Χαφ, ανεπηρέαστος από τη διόρθωση της συντρόφου

του.Με την άκρη του ματιού του έπιασε μια βαθυκόκκινη λάμψη. Ο Γκρίφιν στράφηκε γρήγορα και

είδε τη Λαίδη Ηρώ να εξαφανίζεται σε ένα μονοπάτι. Θεέ και Κύριε, ήταν μόνη της; Σίγουρα θαήξερε πως δεν έπρεπε να τριγυρίζει μόνη τη νύχτα σε σκοτεινά δρομάκια.

Ζήτησε συγγνώμη από τη μικρή παρέα, βεβαιώθηκε πως η Λαίδη Φοίβη ήταν κοντά στη Μεγκς,στην Κάρο και στους συνοδούς τους, κι έπειτα έφυγε βιαστικά για το μονοπάτι που είχε δει τηΛαίδη Ηρώ. Οι εκρήξεις συνεχίζονταν ψηλά στον ουρανό, και ξαφνικά το δρομάκι μπροστά του

Page 72: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

λούστηκε σε ένα πορτοκαλί φως. Στην άλλη άκρη στεκόταν η Λαίδη Ηρώ κοιτώντας γύρω της.Καθώς την πλησίαζε, εκείνη στράφηκε προς τα πίσω. «Τόμας;»Την έπιασε από το μπράτσο, νιώθοντας πολύ θυμωμένος για να μπει στον κόπο να τη διορθώσει.

Πού, διάβολο, είχε πάει ο αδερφός του; Την τράβηξε προς το μέρος του, αλλά εκείνη πείσμωσε.Μπλε και κίτρινες λάμψεις έσκασαν από πάνω τους.

«Γιατί βιάζεσαι, λόρδε μου;» Σήκωσε το πρόσωπό της για να τον κοιτάξει, με τα μάτια της ναλάμπουν παιχνιδιάρικα πίσω από την πουπουλένια μάσκα που φορούσε. «Δεν το βρίσκεις όλο αυτόρομαντικό;»

Ξαφνικά οι εκρήξεις μεταφέρθηκαν μέσα στο κεφάλι του. Ο Γκρίφιν κοίταξε αυτά τα αθώαπλάνα μάτια, και συνειδητοποίησε ήρεμα πως δεν μπορούσε να αντισταθεί περισσότερο.

Έσκυψε και τη φίλησε.

Page 73: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Κεφάλαιο Έξι

Πόσο εντυπωσιακό ήταν το θέαμα όταν έφτασαν οι τρεις πρίγκιπες! Ο ΠρίγκιπαςΓουέστμουν ήρθε με μία άμαξα κατασκευασμένη από χρυσό και διαμάντια που τηνέσερναν δώδεκα κάτασπρα άλογα. Ο Πρίγκιπας Ίστσαν έφτασε με μία χειράμαξαδιακοσμημένη με ρουμπίνια και σμαράγδια, και με κουρτίνες φτιαγμένες από ατόφιομετάξι. Και ο Πρίγκιπας Νόρθγουιντ κατέφτασε με ένα επίχρυσο ιστιοφόρο, με πανιάσε χρώμα βαθυκόκκινο και χρυσό. Και οι τρεις άντρες ήταν υπερόπτες, αυταρχικοί,και όμορφοι πέρα από κάθε προσδοκία. Αλλά μόνο το μικρό καφετί πουλί και οεπιστάτης ήξεραν πως εκείνο το βράδυ η βασίλισσα αποσύρθηκε στην κρεβατοκάμαράτης με την καρδιά της βαριά σαν μολύβι…

-από το Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα

Ήταν παράλογο και κουτό, όμως ο Τόμας ανακάλυψε πως δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτότου και να μην ψάξει τη Λαβίνια Τέιτ. Δεν τον αποθάρρυνε ούτε το ότι θα ήταν δύσκολο να τηνανακαλύψει στο σκοτάδι μέσα σε ένα δαίδαλο από μονοπάτια. Τρεις άντρες; Μήπως είχε αρχίσει ναδημιουργεί χαρέμι; Μήπως εξελισσόταν σε μια γυναίκα παραδομένη ολοκληρωτικά στα πάθη τουκορμιού της; Κάτι τέτοιες σκέψεις δεν καλυτέρευαν τη διάθεσή του, γι’ αυτό όταν επιτέλουςξετρύπωσε τη Λαβίνια –μαζί με τους τρεις μορφονιούς της–, η αυτοκυριαρχία του είχε φτάσει σταόριά της.

«Διώξε τους» απαίτησε άγρια και κοίταξε τους άντρες. Οι δύο ήταν τόσο νέοι, που δεν ήξερε ανείχαν αρχίσει ακόμη να ξυρίζονται, όμως ο τρίτος ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας με φαρδείςώμους.

Ο Τόμας έσφιξε τις γροθιές του. Έτσι όπως ήταν τώρα, δεν ήθελε και πολύ να αρπαχτεί και μετους τρεις μαζί.

«Λόρδε μου» είπε η Λαβίνια με αργόσυρτη φωνή. Φορούσε πάλι ένα κατακόκκινο φόρεμα σεπαρεμφερή απόχρωση με τα εξωτικά μαλλιά της, με ένα βαθύ ντεκολτέ που μπορούσε ναπροκαλέσει ταραχή σε οποιονδήποτε άντρα.

Ο Τόμας την κοίταξε με βλοσυρό βλέμμα. «Πες τους να φύγουν, Λαβίνια.» Εκείνη ανασήκωσετα φρύδια στο άκουσμα του ονόματός της, και για μια στιγμή ο Τόμας σκέφτηκε πως θα έπρεπετελικά να διαλέξει αν θα έπρεπε να υποχωρήσει ή να μπλέξει σε καβγά. Ύστερα, η γυναίκα κάτιψιθύρισε στο μεγαλόσωμο άντρα, και με μια τελευταία απειλητική ματιά έκαναν και οι τρειςμεταβολή και απομακρύνθηκαν.

«Ορίστε, λοιπόν.» Σταύρωσε τα χέρια πάνω στο στήθος της, σαν να ετοιμαζόταν για μιαδύσκολη αντιπαράθεση. «Τι τρέχει, Τόμας;»

«Τρεις, Λαβίνια;» Τα χέρια του σφίχτηκαν σε γροθιές. «Και όλοι τους μικρά αγόρια.»Έριξε πίσω το κεφάλι της και έβαλε τα γέλια. «Τυχαίνει, λόρδε μου, τα δύο από αυτά τα αγόρια

Page 74: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

να είναι ανίψια μου. Και πολύ αμφιβάλλω αν του Σάμιουελ θα του άρεσε να τον αποκαλείς αγόρι.»Ώστε ο μεγαλόσωμος άντρας ήταν ο εραστής της. Ο Τόμας ένιωσε την ανάγκη να χτυπήσει τη

γροθιά του πάνω σε κάτι. «Είναι νεότερός σου.»«Όπως κι εσύ» του απάντησε ήρεμα. «Κι όμως, αυτό δεν σε κράτησε μακριά από το κρεβάτι

μου.»Για μια στιγμή έμεινε να την κοιτάζει με πόθο καθώς θυμήθηκε το κρεβάτι της και τα όσα είχαν

κάνει εκεί.Έπειτα, εκείνη απέστρεψε το βλέμμα της. «Τι θέλεις;»«Τι θέλω;» Την κοίταξε, σαστισμένος μπροστά στην ανάγκη που ένιωθε να βρίσκεται κοντά της.«Εσύ είσαι αυτός που με ακολούθησε.»«Σε ακολούθησα;»Δεν ήξερε ποια ακριβώς αντίδραση περίμενε από εκείνην –ίσως διαμαρτυρίες, ή ακόμα και

δάκρυα–, όμως σίγουρα όχι αυτήν. Η συγκεκριμένη έμοιαζε επικίνδυνα με οίκτο, έτσι όπως τονκοιτούσε με σμιχτά τα φρύδια και τις άκρες των αισθησιακών χειλιών της πεσμένες.

«Τόμας, δεν σε ακολούθησα εγώ.»«Εξήγησέ μου, τότε, πώς έτυχε να βρίσκεσαι εδώ την ίδια βραδιά που ήρθα κι εγώ με τη μνηστή

μου;»Απάντησε στα θυμωμένα λόγια του με ένα αδιάφορο –πραγματικά αδιάφορο!– ανασήκωμα των

ώμων. «Σύμπτωση, υποθέτω.»«Κι ο Σάμιουέλ σου;» Τώρα ήταν έτοιμος να υποκύψει στην παρόρμησή του να την αγγίξει,

αλλά δεν τόλμησε. «Αρνήσου το, αν μπορείς, ότι τον κουβάλησες εδώ σε μια αξιολύπητηπροσπάθεια να με κάνεις να ζηλέψω.»

Είχε προφέρει περιφρονητικά τα λόγια του, ωστόσο εκείνη τον κοιτούσε μόνο με απορία. «Εσύζηλεύεις, Τόμας; Δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί, από τη στιγμή που εσύ ήσουν εκείνος πουδιέκοψε τη σχέση μας όταν αποφάσισες να παντρευτείς τη Λαίδη Ηρώ.»

Απέφυγε το οξυδερκές βλέμμα της. «Ποτέ δεν είπα πως έπρεπε να διακόψουμε, μόνο ναπεριμένουμε λίγο καιρό μετά το γάμο. Ένα χρόνο το πολύ. Θα μπορούσα να σου αγοράσω έναμεγαλύτερο σπίτι αν ήθελες. Και μία άμαξα με άλογα.»

«Δεν έπαιξαν ποτέ ρόλο τα χρήματα.»«Τότε, τι;»Η Λαβίνια αναστέναξε. «Όσο μικροαστικό κι αν σου φανεί, δεν θέλω να έχω σχέση με έναν

παντρεμένο άντρα. Είναι μάλλον ανήθικο, δεν νομίζεις; Άλλωστε, είδα τη Λαίδη σου, και φαίνεταικαλή κοπέλα. Δεν θα ήθελα να την πληγώσω.»

Ο Τόμας έσφιξε τα δόντια, συνειδητοποιώντας πως τον έπιανε πονοκέφαλος. «Μου λες πωςνοιάζεσαι περισσότερο για τη μνηστή μου παρά για μένα;»

Τον κοίταξε με ύφος που πάλι θύμιζε οίκτο. «Εσύ μου λες πως δεν νοιάζεσαι;»«Τι θέλεις από μένα;» τη ρώτησε. «Δεν μπορώ να σε παντρευτώ, το ξέρεις αυτό, Λαβίνια. Ακόμα

κι αν ήμαστε ένα ταιριαστό ζευγάρι, ακόμα κι αν δεν είχες περάσει την ηλικία της γονιμότητας, δενθα μπορούσα να παντρευτώ μια γυναίκα σαν εσένα.»

«Τι ιπποτικό από μέρους σου να τονίζεις την προχωρημένη μου ηλικία – για άλλη μια φορά» του

Page 75: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

είπε με αργόσυρτη φωνή. «Πάντως, όπως έχουν τα πράγματα, δεν υπάρχει λόγος για τέτοιαδράματα. Το γνωρίζω πολύ καλά πως δεν μπορούμε να παντρευτούμε και αρνούμαι να έχω μιασχέση μαζί σου όταν είσαι μνηστευμένος με άλλη. Πραγματικά δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο ναπούμε.»

Ο Τόμας ένιωσε σχεδόν απελπισία. «Νόμιζα πως νοιαζόσουν για μένα.»Πάνω από τα κεφάλια τους άρχισαν πάλι να σκάνε πυροτεχνήματα.«Νοιαζόμουν. Νοιάζομαι.» Αναστέναξε και σήκωσε το κεφάλι για να δει τις πολύχρωμες

λάμψεις που φώτιζαν τον ουρανό. «Μόνο που τα αισθήματά μου για σένα δεν έχουν καμία σχέση μεαυτήν τη συζήτηση. Η Αν σκότωσε την εμπιστοσύνη σου πολύ πριν εμφανιστώ εγώ στη ζωή σου.Δεν νομίζω πως θα μπορέσεις ποτέ ξανά να εμπιστευτείς μια γυναίκα, πόσω μάλλον όταν αυτή έχειένα παρελθόν σαν και το δικό μου. Το έχεις ξεκαθαρίσει αυτό. Ειλικρινά μοιάζει με θαύμα το ότιμπόρεσες να κάνεις πρόταση γάμου έστω και σε μία αγνή κοπέλα σαν τη Λαίδη Ηρώ.»

Ένιωσε το στήθος του να σφίγγεται οδυνηρά στα λόγια της, επειδή, ανάθεμά την, είχε δίκιο.Ποτέ δεν θα κατάφερνε να την εμπιστευτεί απόλυτα.

«Όπως έχεις ήδη δηλώσει, είναι αδύνατο να γίνει κάτι άλλο.» Έριξε μια ματιά πίσω από τον ώμοτης. «Με περιμένουν. Είχαμε κανονίσει να δούμε μαζί τα πυροτεχνήματα.»

Την κοίταξε χωρίς να πει τίποτα, ανήμπορος να βρει τις σωστές λέξεις για να δικαιολογήσει αυτήτην κατάσταση. Ανίκανος να βρει τα λόγια εκείνα που θα την έπειθαν να μείνει.

Η Λαβίνια τού χαμογέλασε κουρασμένα. «Αντίο, Τόμας. Εύχομαι να έχεις έναν επιτυχημένογάμο.»

Κι εκείνος δεν ήξερε τι άλλο να κάνει από το να την κοιτάζει καθώς έφευγε μακριά του.

* * *

Η Ηρώ είχε την περιέργεια να μάθει τι γεύση είχαν τα χείλη του Ρίντινγκ. Τώρα ήξερε. Μύριζανκρασί, ανδρισμό και πόθο.

Καθαρό, φλογερό πόθο που χύθηκε στις φλέβες της σαν υδράργυρος, ανάβοντας φωτιές στοκορμί της και παραλύοντας τους μύες της, μέχρι που έμεινε να τρέμει κυριολεκτικά μέσα στα χέριατου. Δεν την είχε φιλήσει σαν να ήταν η κόρη ενός δούκα, με προσοχή και ευλάβεια. Όχι, την είχεφιλήσει έτσι όπως αν ήταν μια οποιαδήποτε γυναίκα. Τα χείλη του ήταν τραχιά, απαιτητικά,ανυπόμονα. Η γλώσσα του πιεστική, πάλευε επίμονα να βρει την είσοδο που αναζητούσε. Η Ηρώάνοιξε πρόθυμα το στόμα κι εκείνος όρμησε χωρίς δισταγμό, σαν να είχε κάθε δικαίωμα πάνω της.

«Γκρίφιν» μουρμούρισε, και τα χέρια της σφίχτηκαν πάνω στο μαύρο ντόμινό του, αβέβαια γιατο τι έπρεπε να κάνουν. Εκείνος την τράβηξε πάνω του, τόσο κοντά του, που η Ηρώ ένιωσε τουςμύες των ποδιών του να σφίγγονται πάνω από το φόρεμά της. Τα δάχτυλά του μπλέχτηκαν σταμαλλιά της, κι έπειτα γλίστρησαν πάνω στο λαιμό της μέχρι που άγγιξαν το πάνω μέρος του στήθουςτης.

Θα έπρεπε να τον σπρώξει μακριά της, όμως αυτό που ήθελε στην πραγματικότητα ήταν ναπιάσει το χέρι του και να το σπρώξει μέσα από το κορσάζ της. Να το οδηγήσει στις ερεθισμένεςθηλές της που πονούσαν από ηδονή. Σκέφτηκε θολά πως ίσως και να πέθαινε από έκσταση αν τελικάτην άγγιζε εκεί.

Page 76: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Ένας δυνατός κρότος την έκανε να τιναχτεί και να διακόψει το φιλί τους. Ο σκοτεινός ουρανόςφωτίστηκε για λίγο, μετατρέποντας τη νύχτα σε μέρα, και η Ηρώ είδε καθαρά το μασκοφορεμένοπρόσωπό του και τα χείλη του, υγρά και προκλητικά. Τραβήχτηκε μακριά της, συνεχίζοντας να τηνκρατάει από τους ώμους και να την κοιτάζει σαν να ήταν υπνωτισμένος. Ένας Θεός ήξερε τιέκφραση είχε εκείνη στο πρόσωπό της.

Πίσω τους ακούστηκαν οι επευφημίες των παρευρισκόμενων.Η Ηρώ προσπάθησε να πει κάτι, και ανακάλυψε πως έπρεπε να ξεροκαταπιεί πολλές φορές πριν

καταφέρει να ξεστομίσει λίγες λέξεις. «Πρέπει να γυρίσουμε.»Δεν της απάντησε. Έπιασε το χέρι της και έκανε μεταβολή, ανηφορίζοντας στο μονοπάτι. Εκείνη

τον ακολουθούσε παραπατώντας, με τα πόδια της ασυγχρόνιστα και τις σκέψεις της μπερδεμένες.Άλλο ένα πυροτέχνημα έσκασε πάνω από τα κεφάλια τους, σκορπίζοντας παντού πράσινες, μοβ καικόκκινες λάμψεις. Το μονοπάτι φάρδαινε. Πλησίαζαν το πλάτωμα όπου στέκονταν οι θεατές.

Ξαφνικά, ο Ρίντινγκ την τράβηξε σε μία σκοτεινή παράμερη γωνιά. Γύρισε να την κοιτάξει,τραβώντας τη βίαια στην αγκαλιά του. Ολάκερο το κορμί της ρίγησε όταν τα χείλη του ξεστόμισανμια βαριά βλαστήμια πριν αιχμαλωτίσουν για άλλη μια φορά τα δικά της. Έπεσε πάνω της σανπεινασμένος, σαν άντρας που είχε μέρες να φάει και βρέθηκε ξαφνικά με ένα καρβέλι νόστιμο ψωμί.Έγλειψε ανυπόμονα τα χείλη της, δάγκωσε τις άκρες τους, αφήνοντας μικρές κραυγές πόθου σεόποιο σημείο κι αν την άγγιζε. Αυτήν τη φορά, η Ηρώ άνοιξε πρόθυμα το στόμα, ξέροντας πια τι τηςζητούσε… Τι ήθελε και η ίδια.

Κι άλλες ζητωκραυγές ακούστηκαν.Τράβηξε τα χείλη του από τα δικά της, μουρμουρίζοντας: «Έχεις γεύση αμβροσίας, κι εγώ είμαι

ένας τρελός.»Για μερικές στιγμές έμειναν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον, και η Ηρώ είχε την παράξενη

αίσθηση πως και εκείνος ένιωθε το ίδιο αμήχανος.Ο Ρίντινγκ ανοιγόκλεισε τα μάτια σαν να ήθελε να διώξει κάποιο όνειρο, βλαστήμησε ξανά, και

μετά την έπιασε από το χέρι και την οδήγησε μέχρι το πλάτωμα.Όλοι οι παρευρισκόμενοι είχαν στραμμένα τα πρόσωπά τους προς τον ουρανό και

παρακολουθούσαν την εντυπωσιακή επίδειξη. Η Ηρώ ακολούθησε τον Ρίντινγκ χωρίς να το σκεφτεί,νιώθοντας μεγάλη ταραχή καθώς ανακατεύονταν με τον κόσμο μέχρι να βρουν την παρέα τους.

«Εδώ είσαι» φώναξε η Φοίβη μόλις η αδερφή της ήρθε και στάθηκε δίπλα της. Χειροκροτούσεκαι ζητωκραύγαζε κάθε φορά που εμφανίζονταν πολύχρωμες φωτιές πάνω από τα κεφάλια τους.Έσκυψε προς το μέρος της Ηρώς και ρώτησε με δυνατή φωνή: «Μα, τι συνέβη στο ΛόρδοΜάντβιλ;»

Η Ηρώ κούνησε το κεφάλι, νιώθοντας επιτέλους το μυαλό της να λειτουργεί ξανά. «Πήγε ναφέρει αναψυκτικά, και τον έχασα» φώναξε.

Άκουσε τον Ρίντινγκ να γρυλίζει. Τα χείλη του είχαν γίνει μια ίσια γραμμή, και η Ηρώαπέστρεψε βιαστικά το βλέμμα.

«Ω, κοίτα!» φώναξε η Φοίβη.Φωτοβολίδες έσκαγαν και μεταμορφώνονταν σε φωτεινά ερπετά με χρυσοπράσινες φτερούγες.

Τα πύρινα όντα έκαναν μία καμπύλη, και ύστερα διασκορπίζονταν σαν βροχή από άσπρουςσπινθήρες.

Page 77: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Είναι υπέροχα» σχολίασε ξέπνοα η Λαίδη Μάργκαρετ.Πράγματι ήταν. Ήταν η καλύτερη επίδειξη πυροτεχνημάτων που είχε δει ποτέ της, κι όμως, κατά

έναν περίεργο τρόπο, την άφηνε εντελώς αδιάφορη. Εκείνη είχε επίγνωση μόνο του Ρίντινγκ πουστεκόταν στο άλλο πλευρό της Φοίβης. Τώρα έμοιαζε σαν να υπήρχε μια αόρατη κλωστή ανάμεσάτους, καμωμένη από αισθησιασμό και αμαρτία.

Θεέ μου, τι είχε κάνει;Έφερε τα δάχτυλά της που έτρεμαν στα χείλη της. Είχε διαπράξει μια τρομερή προδοσία. Το

ήξερε. Γνώριζε πολύ καλά τις επιπτώσεις και τις τύψεις που θα ακολουθούσαν. Την πιθανότητα μιαςακόμα μεγαλύτερης αμαρτίας και ακόμα πιο αβάσταχτης ενοχής. Το γεγονός πως ολόκληρη ηύπαρξή της βρισκόταν σε κίνδυνο.

Και δεν την ένοιαζε.Ένιωθε σαν να ήταν άρρωστη. Το μόνο που επιθυμούσε ήταν να δοκιμάσει ξανά τη γεύση των

χειλιών του και να νιώσει το στιβαρό κορμί του πάνω της. Να ανακαλύψει πόσο καυτό ήταν τογυμνό του δέρμα, πόσο απαλό το στέρνο του κάτω από τα δάχτυλά της. Να ξαπλώσει ολόγυμνηπλάι του.

Ένας κόμπος έφραξε το λαιμό της. Προσπάθησε να πάρει μια βαθιά ανάσα, επειδή νόμισε ότιπνιγόταν. Ποτέ της δεν είχε σκεφτεί τον εαυτό της σαν ένα πλάσμα με σαρκικές ανάγκες. Ποτέάλλοτε δεν είχε νιώσει έναν τέτοιο πόθο για κάποιον άλλον άντρα. Λες και όλα αυτά τα χρόνια ήτανναρκωμένη, και τώρα εμφανίστηκε εκείνος για να την αφυπνίσει και να της ανάψει φωτιές. Άξαφναόλα έγιναν ξεκάθαρα και σαρωτικά. Και ο ουρανός τώρα έμοιαζε σαν να πανηγύριζε το αναπάντεχοξύπνημά της.

Η μάσκα της είχε ραγίσει. Συνειδητοποίησε συγκλονισμένη πως ήταν και εκείνη το ίδιο θνητή μετους υπόλοιπους, εξίσου αδύναμη με τις περισσότερες παραστρατημένες γυναίκες.

Και δεν την απασχολούσε καθόλου. Αρκούσε να της κάνει ένα νεύμα, και η Ηρώ θα έκανεμεταβολή για να τον ακολουθήσει σε ένα από αυτά τα μισοσκότεινα μονοπάτια. Θα τύλιγε το κορμίτης γύρω του και θα αναζητούσε ξανά το φιλί του.

Ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά το κορμί της και τύλιξε τα χέρια γύρω της.«Κρυώνεις;» Η φωνή του ακούστηκε βαθιά και πολύ κοντά της.Κούνησε αρνητικά το κεφάλι, αρκετά απότομα, και έκανε ένα βήμα μακριά του, βάζοντας μια

συνετή απόσταση ανάμεσά τους. Εκείνος συνοφρυώθηκε και ετοιμάστηκε να πει κάτι.«Α, εδώ είστε» ακούστηκε η φωνή του Μάντβιλ από την άλλη μεριά.Η Ηρώ στράφηκε προς το μέρος του και του χαμογέλασε, νιώθοντας μια ανακούφιση, που

άγγιζε τα όρια του πανικού. Ο Μάντβιλ ακουγόταν ήρεμος και φυσιολογικός. Ο Μάντβιλ ήταν έναςσυνετός άνθρωπος.

Κάποια από τα συναισθήματά της θα πρέπει να καθρεφτίζονταν στα μάτια της.Ο μνηστήρας της έγειρε κοντά της, ώστε να μπορεί να τον ακούσει μέσα στις εκρήξεις και στις

ζητωκραυγές. «Με συγχωρείς που χαθήκαμε. Ελπίζω να μη σε αναστάτωσα.»Του απάντησε με ένα αρνητικό κούνημα του κεφαλιού, εξακολουθώντας να χαμογελάει σαν

ανόητη, ανήμπορη να αρθρώσει μία λέξη.«Πού το είχες το μυαλό σου;» ακούστηκε η άγρια φωνή του Ρίντινγκ, και η Ηρώ σκέφτηκε για

Page 78: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

πρώτη φορά πως την κατηγορούσε. Έπειτα γύρισε και είδε το δολοφονικό βλέμμα που έριχνε στονΜάντβιλ. «Δεν είναι ασφαλές να τριγυρνάει μια κυρία μόνη της εδώ πέρα.»

Εκείνος σήκωσε υπεροπτικά το κεφάλι. «Πώς τολμάς;»Ο Ρίντινγκ έκανε μια έκφραση αηδίας, γύρισε και πήγε να σταθεί στην άλλη άκρη του ξέφωτου.Ο αδερφός του κοίταξε με αβεβαιότητα την Ηρώ. «Λυπάμαι…»Χριστέ μου, δεν μπορούσε να δεχτεί συγγνώμη από εκείνον τώρα. Ακούμπησε το χέρι της στο

μανίκι του. «Σε παρακαλώ, μη σκοτίζεσαι.»«Όμως, θα έπρεπε» είπε αργά ο Μάντβιλ. «Ο αδερφός μου έχει δίκιο. Δεν έπρεπε να σε είχα

χάσει μέσα σε εκείνον το λαβύρινθο. Ήταν μεγάλη επιπολαιότητα από μέρους μου. Σε παρακαλώ,συγχώρεσέ με, Ηρώ.»

Σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιούσε το όνομά της χωρίς τον τίτλο της. Η Ηρώ ένιωσε ξαφνικάδάκρυα να πλημμυρίζουν τα μάτια της. Αυτός ο άντρας ήταν τόσο καλός, τόσο σωστός, κι εκείνηήταν μια ανόητη που επέτρεπε σε έναν καταιγιστικό, σαρκικό πόθο να θέτει σε κίνδυνο την ευτυχίατης κοντά του.

Έσφιξε το μπράτσο του με το χέρι της. «Τώρα έγινε, και δεν συνέβη τίποτα το κακό. Σεπαρακαλώ. Ας μην το συζητήσουμε άλλο.»

Εκείνος κοίταξε προσεκτικά το πρόσωπό της για λίγο, κάτω από τα μοβ και κόκκινα φώτα πουάστραφταν πάνω από τα κεφάλια τους.

«Πολύ καλά» της είπε τελικά. «Φαίνεται πως πρόκειται να παντρευτώ μια πολύ σοφή γυναίκα.»Τα χείλη της τρεμούλιασαν όταν σήκωσε το βλέμμα της για να τον κοιτάξει, επειδή ήξερε ότι δεν

άξιζε τον έπαινό του. Αυτός ήταν ο άντρας που είχε διαλέξει για να παντρευτεί. Η απόφαση είχεπαρθεί, τα συμφωνητικά είχαν συνταχθεί και υπογραφεί. Θα ήταν ένας καλός γάμος, βασισμένοςστο σεβασμό και στους κοινούς τους στόχους.

Ωστόσο, δεν κατάφερε να συγκρατηθεί και να μη γυρίσει το κεφάλι για να κοιτάξει με τρόπο τονΡίντινγκ. Στεκόταν μόνος του, με το πρόσωπο στραμμένο προς τον ουρανό καθώς οι πολύχρωμεςλάμψεις καθρεφτίζονταν στα μάτια του.

* * *

«Σηκωθείτε, λόρδε μου. Βγήκε έξω.»Ο Γκρίφιν βόγκηξε, γύρισε ανάσκελα και σκέπασε τα μάτια του με το χέρι του. «Φύγε από δω.»«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, λόρδε μου» του είπε με εύθυμη φωνή ο Ντιντλ, ο οποίος είχε

αναλάβει το ρόλο του προσωπικού του βαλέ, του γραμματέα, και του υπηρέτη γενικών καθηκόντων.«Μου είπατε να σας ξυπνήσω αν έβγαινε έξω, και να μην υποχωρήσω όσο κι αν επιμένετε εσείςμέχρι να σας δω όρθιο. Αυτό κάνω κι εγώ. Σας ξυπνάω.»

Ο Γκρίφιν αναστέναξε και μισάνοιξε το ένα του μάτι. Αυτό που συνάντησε το βλέμμα του δενήταν και το καλύτερο θέαμα. Ο Ντιντλ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, δεν ήταν πάνω απόείκοσι πέντε χρόνων, ωστόσο είχε προλάβει να χάσει και τα δύο πάνω μπροστινά του δόντια. Αυτό,βέβαια, δεν φαινόταν να τον ενοχλεί κρίνοντας από το πλατύ χαμόγελο που φώτιζε το πρόσωπό του.Φορούσε μια περούκα –μία από εκείνες που είχε παρατήσει ο Γκρίφιν– που χρειαζόταν επειγόντως

Page 79: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

βούρτσισμα και πουδράρισμα. Τα θολά καφέ του μάτια ήταν πολύ μικρά και πολύ κοντά το ένα στοάλλο, πάνω από μια γαμψή μύτη τόσο μεγάλη, που το μικρό του στόμα και το ακόμα μικρότεροπιγούνι του έδειχναν σαν να είχαν παραιτηθεί εντελώς και είχαν αποτραβηχτεί χαμηλά στο λαιμότου.

Ο Ντιντλ χαμογέλασε στο ανοιχτό μάτι του Γκρίφιν και έχωσε τη γλώσσα του στο κενό τωνδοντιών του – μια μάλλον ατυχής συνήθειά του. «Θα θέλατε λίγο καφέ, λόρδε μου;»

«Αχ, ναι.» Κοίταξε αλληθωρίζοντας προς το παράθυρο. Πραγματικά, ο ήλιος είχε ανέβει ψηλάστον ουρανό, όμως χθες βράδυ είχαν μείνει έξω μέχρι μετά τα μεσάνυχτα. Θυμήθηκε εκείνο τογλυκό φιλί που είχε μοιραστεί με τη Λαίδη Ηρώ – και το πώς εκείνη δεν τον ξανακοίταξε ποτέ σταμάτια μετά. Έκανε μια γκριμάτσα. «Είσαι σίγουρος πως έφυγε;»

«Ο νεαρός που έβαλα να την προσέχει ήρθε τρέχοντας και μου το είπε πριν από δέκα λεπτά»απάντησε ο Ντιντλ. «Της κυρίας πρέπει να της αρέσουν τα πρωινά, ε;»

«Δεν της αρέσει, όμως, να κρατάει τις υποσχέσεις της.» Ανακάθισε στο κρεβάτι, αφήνοντας τασεντόνια να γλιστρήσουν πάνω από το γυμνό του στέρνο, και έξυσε το πιγούνι του καθώςσκεφτόταν την αιθέρια Λαίδη Ηρώ. Προσπαθούσε να τον αποφύγει. Άραγε, την είχε τρομάξει τόσοπολύ το φιλί του; «Είσαι σίγουρος πως πηγαίνει στο Σεντ Τζάιλς;»

«Πήρε εκείνον το μεγαλόσωμο υπηρέτη και μπήκε στην άμαξα. Λίγο νωρίς για κοινωνικέςεπισκέψεις.» Ο Ντιντλ ανασήκωσε τους ώμους. «Νομίζω πως είναι φανερό το για πού το έβαλε, έτσιδεν είναι;»

Ο Γκρίφιν αναστέναξε. «Ναι, είναι φανερό.»Σηκώθηκε άτονα από το κρεβάτι και άρχισε να πλένεται στη λεκάνη με το νερό. «Έχουμε νέα

από τον Νικ Μπαρνς;»Ο Ντιντλ τακτοποίησε στη σειρά το ξυράφι, το λουρί ακονίσματος και τις πετσέτες. «Όχι.»«Να πάρει.» Ο Γκρίφιν συνοφρυώθηκε. Συνήθως ο Νικ τού έστελνε μήνυμα πρωί-πρωί. Τώρα

εκείνος θα έπρεπε να δει αν τον είχε πάρει ο ύπνος ή αν είχε συμβεί κάτι ανησυχητικό. Όμως, πρώταέπρεπε να ασχοληθεί με την αξιαγάπητη Λαίδη Ηρώ. Και με τις συνέπειες της χθεσινοβραδινήςπαρόρμησής του.

Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, ο Γκρίφιν κατέβαινε τις σκάλες του σπιτιού που είχε νοικιάσει στηνπόλη. Δεν βρισκόταν στην πιο αριστοκρατική περιοχή του Γουέστ Εντ, αλλά είχε αποφασίσει εδώκαι καιρό πως το να μένει μακριά από τον αδερφό του ήταν πολύ σημαντικό για την οικογενειακήγαλήνη.

Ο Ράμπλερ τον περίμενε στη βάση της σκάλας, παρέα με ένα νεαρό σταβλίτη. Ο Γκρίφιν χάιδεψετο λαμπερό τρίχωμα στο λαιμό του αλόγου, κι έπειτα ανέβηκε στη σέλα και πέταξε στο αγόρι ένασελίνι.

Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, και ο Ράμπλερ απόλαυσε τη βόλτα του στους δρόμους του Λονδίνου.Ο Γκρίφιν πρόλαβε την άμαξα της Λαίδης Ηρώς είκοσι λεπτά αργότερα, εγκλωβισμένη πίσω απόένα κοπάδι γουρούνια.

Ο αμαξάς της κούνησε το κεφάλι όταν είδε τον Γκρίφιν να του γνέφει και να μπαίνει στηνάμαξα.

«Καλημέρα» της είπε μόλις κάθισε.«Φύγε» του απάντησε εκείνη.

Page 80: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Έφερε το χέρι του στο μέρος της καρδιάς του. «Τόση σκληρότητα από μια τόσο όμορφη κυρία.»Δεν έκανε τον κόπο ούτε να τον κοιτάξει. Κράτησε το βλέμμα της καρφωμένο έξω από το

παράθυρο, με μια έκφραση απόμακρη και επιφυλακτική στο πρόσωπό της. Μόνο το ροζ χρώμα πουέβαψε τα μάγουλά της διέψευσε τη φαινομενική ηρεμία της. «Δεν θα έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ.»

«Ναι.» Τέντωσε τα πόδια του και τα σταύρωσε στο ύψος των αστραγάλων, παλεύοντας με τοεντελώς άγνωστο για εκείνον συναίσθημα της ενοχής. Απέξω ακούστηκαν ξεφωνητά. «Θα έπρεπε ναβρίσκομαι στο κρεβατάκι μου και να ονειρεύομαι ακόμη, όμως δεν φταίω εγώ αν εσύ αποφάσισες νασηκωθείς νωρίς και να ξεπορτίσεις για το Σεντ Τζάιλς χωρίς εμένα.»

Έσφιξε τα χείλη της θυμωμένα. «Δεν ήταν εξυπνάδα αυτό.»Ο Γκρίφιν πρόσεξε πως δεν είχε αρνηθεί τον προορισμό της. «Είπες στον αδερφό σου ή στον

Τόμας για τις εκδρομούλες σου στο Σεντ Τζάιλς;»«Όχι, αλλά…»«Τότε, θα έρθω μαζί σου.»Έκλεισε τα μάτια της σαν να πονούσε. «Το ξέρεις πως δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό.»Την είχε πληγώσει τόσο πολύ; Ξερόβηξε νευρικά, νιώθοντας μια πρωτόγνωρη ντροπή. «Σχετικά

με χθες βράδυ…»Σήκωσε το χέρι και απέστρεψε το πρόσωπό της. «Μη.»Ο Γκρίφιν άνοιξε το στόμα για να συνεχίσει, όμως εκείνη έμοιαζε με μορφή χαραγμένη σε

πέτρα. Ήταν σαν να είχε κρύψει κάπου βαθιά μέσα της τον πραγματικό της εαυτό.Να πάρει ο διάβολος! Έσφιξε με δύναμη τα χείλη του και γύρισε να κοιτάξει έξω από το

παράθυρο τη στιγμή που ξεκινούσε και πάλι η άμαξα. Τελικά τα είχε κάνει θάλασσα. Αν μπορούσενα διορθώσει την κατάσταση, θα… Τι; Σίγουρα δεν θα έπαιρνε με τίποτα πίσω αυτό το φιλί.

Αναστέναξε και ακούμπησε το κεφάλι του πίσω στα μαξιλάρια. Αυτό το φιλί ήταν πραγματικάσυγκλονιστικό. Θυμήθηκε τα χείλη της, τρυφερά και μεταξένια, το στήθος της που πίεζε το στέρνοτου, και το δυνατό χτύπημα της δικής του καρδιάς. Είχε ερεθιστεί, φυσικά, αλλά, κατά ένανπερίεργο τρόπο, αυτό που είχε αποτυπωθεί ανεξίτηλα στο μυαλό του δεν ήταν ο ερωτισμός τουεναγκαλισμού τους, αλλά η γλυκύτητα. Του είχε φανεί τόσο… σωστό – όσο λάθος κι αν ήταν.

Και σαν πραγματικός βλάκας που ήταν, αφού είχε φιλήσει τη μνηστή του αδερφού του, ήξερεπως θα το έκανε και πάλι αν η Λαίδη Ηρώ τού έδινε το παραμικρό σημάδι συναίνεσης.

Μισάνοιξε τα μάτια του, και ξεφύσησε σιγανά. Η γυναίκα δεν έδειχνε καθόλου τέτοια σημάδιασήμερα. Καθόταν στητή στο κάθισμά της –σίγουρα καθόλου άνετη στάση με την άμαξα νακλυδωνίζεται παλινδρομικά–, με το πρόσωπο

ακόμη απόμακρο. Το μόνο που έδειχνε ήταν να τον μισεί.Ωραία· δεν ήταν καλύτερα έτσι;Ο Γκρίφιν αναστέναξε. «Γιατί αποφάσισες να ξαναπάς στο Σεντ Τζάιλς τόσο σύντομα;»«Ο κύριος Τέμπλετον συμφώνησε να με συναντήσει στο εργοτάξιο του καινούριου ιδρύματος»

απάντησε.Εκείνος ανασήκωσε τα φρύδια, περιμένοντας περισσότερες εξηγήσεις που, όμως, δεν φαίνονταν

να έρχονται. Πολύ καλά, αφού το ήθελε έτσι. Κατέβασε το καπέλο του πάνω από τα μάτια του καιέγειρε πίσω για να ξεκλέψει λίγο από τον ύπνο που είχε χάσει σήμερα το πρωί.

Page 81: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Λίγο αργότερα τον ξύπνησε το απότομο σταμάτημα της άμαξας. Κοίταξε νωχελικά τη ΛαίδηΗρώ που σηκώθηκε και κατέβηκε χωρίς να του απευθύνει ούτε μία λέξη. Τα χείλη τουσυσπάστηκαν. Σίγουρα έτσι τον έβαζε στη θέση του. Θα μπορούσε να μείνει στην άμαξα και να τηνπεριμένει να γυρίσει, όμως νίκησε η περιέργειά του. Κατέβηκε ξωπίσω της και κοίταξε τριγύρω.

Βρίσκονταν στο Σεντ Τζάιλς, μάλιστα κοντά στους αποστακτήρες του. Η άμαξα είχε σταματήσειστην αρχή ενός στενοσόκακου, πολύ φαρδιά για να χωρέσει να περάσει εκεί μέσα. Ο Γκρίφιν είδε τηΛαίδη Ηρώ να διασχίζει αποφασιστικά το δρομάκι μαζί με τον Τζορτζ, τον υπηρέτη της. Επιτάχυνετο βήμα του για να τους προλάβει. Μέχρι να φτάσει δίπλα της, εκείνη είχε αρχίσει ήδη να μιλάει μετον Τζόναθαν. Ο αρχιτέκτονας ήταν ντυμένος στα μαύρα και κρατούσε κάτω από τη μασχάλη τουένα χοντρό ρολό με χαρτιά. Γύρισε για να χαιρετήσει τον Γκρίφιν, όμως η Λαίδη Ηρώ συνέχισε νατου μιλάει.

«…όπως βλέπετε κι εσείς. Τώρα ανησυχούμε πως τα παιδιά θα αναγκαστούν να μείνουν και τοχειμώνα στο ερειπωμένο σπίτι που βολεύτηκαν προσωρινά. Μπορείτε να μας δώσετε κάποια ελπίδα,κύριε Τέμπλετον;»

Σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα, και ο Γκρίφιν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να απλώσει τοχέρι στο φίλο του. «Καλή σου μέρα, Τζόναθαν. Πώς είσαι σήμερα;»

«Αρκετά καλά, λόρδε μου» απάντησε ο αρχιτέκτονας, λάμποντας. «Αρκετά καλά.» Κοίταξε τηΛαίδη Ηρώ και σάστισε με το ψυχρό της βλέμμα. «Εε… Λοιπόν, σχετικά με την πρόοδο τουορφανοτροφείου, λαίδη μου. Όπως μπορείτε να δείτε κι εσείς, ο προηγούμενος αρχιτέκτονας δενέριξε σωστά τα θεμέλια. Βρήκα την ευκαιρία να επιθεωρήσω το εργοτάξιο, και πολύ φοβάμαι πωςανακάλυψα αρκετές επικίνδυνες κακοτεχνίες.»

Η Λαίδη Ηρώ σκυθρώπιασε. «Αλήθεια;»Ο Τζόναθαν κατένευσε και έσπρωξε τα ματογυάλια του στο μέτωπό του. «Τα περισσότερα

θεμέλια είναι γερά, όμως σε μερικά σημεία έχουν ήδη καθίσει, και θα πρέπει να σκάψουμε, ναενισχύσουμε και να ξαναχτίσουμε. Επιπλέον, σύμφωνα με τα χαρτιά που μου στείλατε, φαίνεται πωςέχουν αγοραστεί και αποθηκευτεί εδώ ειδικές πλάκες, ξύλα και άλλα υλικά. Πολύ φοβάμαι πως δενκατάφερα να τα βρω.»

«Κλάπηκαν;» ρώτησε ο Γκρίφιν.«Μάλιστα, λόρδε μου. Ή ίσως και να μην αγοράστηκαν στην πραγματικότητα ποτέ.» Ο

Τζόναθαν έδειχνε ταραγμένος. «Εν πάση περιπτώσει, τα υλικά θα πρέπει να αγοραστούν πριν γίνουνπεραιτέρω κατασκευές.»

Ο Γκρίφιν κοίταξε τη Λαίδη Ηρώ, και την είδε να δαγκώνει τα χείλη της. «Θα.. Θα πρέπει ναφροντίσω να συγκεντρώσω τα χρήματα που χρειάζονται για να αγοραστούν τα υλικά. Την τελευταίαφορά μάς πήρε εβδομάδες μέχρι να μεταφερθούν οι μαρμάρινες πλάκες με το πλοίο.»

«Α.» Ο κύριος Τέμπλετον στηρίχτηκε στις μύτες των ποδιών του. «Εδώ νομίζω πως σας έχωκαλά νέα. Γνωρίζω έναν προμηθευτή εξαιρετικού γρανίτη ο οποίος έχει ήδη μια ποσότητα στιςαποθήκες του στο Λονδίνο. Είμαι βέβαιος πως έχει όσο χρειαζόμαστε για να καλύψουμε τις ανάγκεςμας. Δεν είναι το ιταλικό μάρμαρο που σχεδιάζατε αρχικά, όμως ο γρανίτης είναι αρκετά όμορφος.Και φθηνότερος. Πιστεύω ότι θα μπορέσω να τον πείσω να σας κάνει μία πίστωση για τις πλάκες.»

Η Λαίδη Ηρώ έδειξε να χαλαρώνει. «Υπέροχα, κύριε Τέμπλετον! Βασίζομαι πάνω σας, για νακανονίσετε να αγοραστεί και να σταλεί ο γρανίτης εδώ. Τώρα, μήπως θα μπορούσατε να μου δείξετε

Page 82: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

τα προβλήματα για τα οποία μιλήσατε;»Ο Γκρίφιν κάθισε στα θεμέλια του ιδρύματος της Λαίδης Ηρώς και περίμενε μέχρι εκείνη να

τελειώσει την επιθεώρησή της με τον Τζόναθαν. Έγειρε πίσω το κεφάλι του, αφήνοντας το πρόσωπότου εκτεθειμένο στο λαμπερό ήλιο. Μόλις τελείωναν, θα την πήγαινε πίσω στο σπίτι της, και μετάθα ξαναγυρνούσε στο Σεντ Τζάιλς, για να αποφασίσουν με τον Νικ τι θα έκαναν με τον Εφημέριο.Έτριψε το σβέρκο του άτονα. Δεν μπορούσε να παραμείνει επ’ άπειρον στο Λονδίνο για να προσέχειτο αποστακτήριο. Ίσως υπήρχε κάποιος τρόπος για να εξαγοράσουν τον Εφημέριο. Βέβαια, οΓκρίφιν δεν ήθελε με τίποτα να δώσει λεφτά σε αυτό τον άντρα. Ο μόνος άλλος δρόμος που έμενεγια να εξουδετερωθεί ο βασιλιάς του εγκλήματος ήταν η δολοφονία.

Ξεφύσησε με αηδία. Δεν είχε πέσει τόσο χαμηλά ακόμη.«Λόρδε μου!»Έστρεψε το βλέμμα και είδε έναν υπηρέτη να τρέχει προς το μέρος του.«Τι είναι;» ρώτησε, ισιώνοντας το κορμί του.«Είναι ένα παλικάρι στην άμαξα που σας ζητάει. Μου είπε να σας πω ότι τον έστειλε ο Νικ.»Εκείνην τη στιγμή επέστρεψε και η Λαίδη Ηρώ μαζί με τον Τζόναθαν. Κοίταξε τον Γκρίφιν για

πρώτη φορά εκείνη την ημέρα. «Τι έγινε;»«Κάτι με τη δουλειά.» Στράφηκε στον Τζόναθαν. «Τελειώσατε εδώ;»«Ναι, αλλά…»«Τότε, ας πηγαίνουμε.» Έπιασε το μπράτσο της και ξεκίνησε γρήγορα για την άμαξα. Δεν ήθελε

να την πάρει μαζί του, ωστόσο δεν μπορούσε να την αφήσει να περιφέρεται μόνη της στο ΣεντΤζάιλς. «Να πάρει ο διάβολος.»

Τον κοίταξε ανασηκώνοντας το φρύδι της, όμως συνέχισε να περπατά δίπλα του,προσαρμόζοντας τα βήματά της με τα δικά του. Ο νεαρός που περίμενε δίπλα από την άμαξα ήτανένας από το τσούρμο του Νικ. Έβγαλε το καπέλο του στη θέα της Λαίδης Ηρώς, γουρλώνοντας ταμάτια. Μάλλον δεν θα είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του μια αριστοκράτισσα κυρία.

«Τι τρέχει;» ζήτησε να μάθει ο Γκρίφιν.Το παλικάρι αναπήδησε και τράβηξε το βλέμμα του από τη Λαίδη Ηρώ. «Ο Νικ θέλει να σας

μιλήσει, λόρδε μου. Και γρήγορα, αν μπορείτε.»Ο Γκρίφιν κατένευσε. «Πήδα στο πίσω μέρος της άμαξας.»Έδωσε οδηγίες στον αμαξά, κι έπειτα βοήθησε τη Λαίδη Ηρώ να ανέβει πριν χτυπήσει την

οροφή.Εκείνη τον κοίταξε να γέρνει στα μαξιλάρια. «Πώς σε βρήκαν οι αγγελιαφόροι σου;»«Είχα ειδοποιήσει πού θα ήμουν» της απάντησε αφηρημένα.Ευτυχώς δεν του έκανε άλλες ερωτήσεις. Η άμαξα τώρα σταματούσε μπροστά από τον τοίχο του

ποτοποιείου.«Μείνε εδώ» την πρόσταξε πριν πηδήσει από την άμαξα.Ο Νικ τον περίμενε στην αυλή.«Από δω» του είπε, και έγνεψε με το κεφάλι προς το αποστακτήριο, ξεκινώντας πρώτος εκείνος.Μέσα, οι φωτιές που φώτιζαν το σπηλαιώδη χώρο έμοιαζαν σαν να είχαν βγει από τον Άδη. Μια

Page 83: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

μικρή ομάδα αντρών είχε μαζευτεί γύρω από κάτι που βρισκόταν στο πάτωμα της αποθήκης.Πλησιάζοντας, ο Γκρίφιν πρόσεξε πως ήταν κάποιος άνθρωπος.

Ή ό,τι είχε απομείνει από άνθρωπο.Το σώμα ήταν σαν μπερδεμένο, οι αρθρώσεις στα άκρα φαίνονταν σπασμένες. Ο Γκρίφιν έριξε

μια ματιά στο πρόσωπο και βιάστηκε να αποτραβήξει το βλέμμα του.«Ο Τόμι Ριζ» είπε ο Νικ και έφτυσε στα άχυρα. «Έφυγε χθες το απόγευμα για να πιει καμιά

μπίρα, και πριν από κανένα μισάωρο τον πέταξαν πάνω από τον τοίχο, έτσι όπως τον βλέπεις.»Ο Γκρίφιν έσφιξε τις γροθιές του. Τον θυμόταν τον Τόμι. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από είκοσι

χρόνων. «Πρόλαβε να πει τίποτα;»Ο Νικ κούνησε το κεφάλι. «Ήταν ήδη νεκρός.» Κοίταξε έντονα τους άντρες που έστεκαν

σιωπηλοί, και ύστερα στράφηκε στον Γκρίφιν. «Τον βασάνισαν, πιστεύω, λόρδε μου.»«Χωρίς αμφιβολία.» Ο Γκρίφιν έκανε μια γκριμάτσα. «Ήξερε ο Ριζ κάποιο ιδιαίτερο μυστικό για

τη δουλειά μας;»«Μπα. Πρόσφατα είχε ξεκινήσει.»«Τότε, ο Εφημέριος το έκανε αυτό για προειδοποίηση.»«Και για να τρομάξει τους άντρες.» Ο Νικ χαμήλωσε τη φωνή του. «Ήδη το έβαλαν στα πόδια

δύο. Δεν κατάφερα να τους σταματήσω παρόλο που είπα στους φουκαράδες πως θα είναι ασφαλείςεδώ μέσα.»

«Γαμώτο.» Ο Γκρίφιν τέντωσε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι, για να ξεπιαστεί ο λαιμός του, καιμετά στράφηκε προς τους άντρες. «Λοιπόν, από δω και στο εξής, κανείς δεν θα βγαίνει έξω ταβράδια, και τη μέρα θα κυκλοφορείτε ζευγάρια. Είναι ξεκάθαρο αυτό;»

Οι άντρες κατένευσαν, αν και κανείς δεν διασταύρωσε το βλέμμα του με του Γκρίφιν.Εκείνος χαμογέλασε, παρόλο που αυτό που ήθελε στην πραγματικότητα ήταν να ουρλιάξει. «Και

ο μισθός σας μόλις διπλασιάστηκε, εντάξει; Όποιος άντρας βρίσκεται εδώ μέχρι αύριο, θα πάρει μιαχούφτα νομίσματα. Αντιθέτως, όποιος βγει έξω απόψε, αύριο θα πάρει αυτό.» Έδειξε με το πιγούνιτου το πτώμα.

Κοίταξε έναν-έναν όλους τους άντρες μέχρι να τον κοιτάξουν όλοι στα μάτια και να κουνήσουνσυναινετικά το κεφάλι.

Έπειτα, ο Γκρίφιν έγνεψε προς τα καζάνια. «Συνεχίστε με αυτά.»Οι άντρες έπιασαν πάλι δουλειά. Κανείς δεν χαμογέλασε και κανένας δεν έδειξε ιδιαίτερα

εύθυμος, αλλά τουλάχιστον είχαν σταματήσει να ψιθυρίζουν ο ένας στον άλλον αντιδραστικά. ΟΝικ φώναξε δυο άντρες παράμερα και τους έδωσε οδηγίες με χαμηλή φωνή. Ένα λεπτό αργότερα, οιδυο άντρες σήκωναν το πτώμα του άτυχου Ριζ και το έβγαζαν στην αυλή. Ο Γκρίφιν γύρισε, καικοίταξε μελαγχολικά τους αποστακτήρες.

«Θεέ μου» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή πίσω του.Γύρισε και συνάντησε το επικριτικό βλέμμα της Λαίδης Ηρώς. «Διατηρείς αποστακτήριο!»

Page 84: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Κεφάλαιο Επτά

Νωρίς το επόμενο πρωί, η βασίλισσα συνάντησε τους επίδοξους μνηστήρες της στηναίθουσα του θρόνου. Φορούσε ένα φόρεμα από ασήμι και χρυσάφι, και τα κατάμαυραμαλλιά της ήταν πλεγμένα και πιασμένα κάτω από το χρυσό στέμμα της. Όλοι οιάντρες που ήταν παρόντες έμειναν έκθαμβοι από την ομορφιά και τη συμπεριφορά της.Η βασίλισσα κοίταξε τους υποψήφιους συζύγους της και τους έκανε την εξής ερώτηση:«Ποια είναι τα θεμέλια του βασιλείου μου; Έχετε διορία μέχρι απόψε τα μεσάνυχταγια να μου δώσετε την απάντησή σας.»Τότε ο Πρίγκιπας Ίστσαν κοίταξε τον Πρίγκιπα Γουέστμουν, κι εκείνος με τη σειρά τουκοίταξε τον Πρίγκιπα Νόρθγουιντ. Έπειτα, και οι τρεις μαζί έφυγαν από την αίθουσα.Ωστόσο, όταν ο επιστάτης των στάβλων άκουσε την ερώτηση, το μόνο που έκανε ήταννα χαμογελάσει…

-από το Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα

Η Ηρώ δεν μπορούσε να το πιστέψει, όμως οι αποδείξεις ήταν όλες μπροστά της. Η μεγάληαποθήκη έκρυβε τεράστια χάλκινα καζάνια τοποθετημένα πάνω από φωτιές που σιγόκαιγαν, και οαέρας μύριζε αλκοόλ και αιθέρια έλαια αρκεύθου. Βρισκόταν σε ένα αποστακτήριο τζιν, το οποίοπολύ πιθανό να ήταν παράνομο.

Και ο Ρίντινγκ δεν φαινόταν διατεθειμένος να μπει στον κόπο να της εξηγήσει.«Τι συμβαίνει εδώ; Ήταν νεκρός ο άντρας που είδα στην αυλή;» Τον κοίταξε, περιμένοντας

κάποια διευκρίνιση, όμως εκείνος της γύρισε την πλάτη.Στην πραγματικότητα, αυτός που έδειξε περισσότερο αμήχανος ήταν ο γεροδεμένος άντρας που

στεκόταν δίπλα του. «Λόρδε μου, η κυρία…»«Η λαίδη μπορεί να περιμένει» του είπε ο Ρίντινγκ.Η Ηρώ ένιωσε το πρόσωπό της να αναψοκοκκινίζει. Ποτέ άλλοτε δεν την είχαν απαξιώσει έτσι.

Και να σκεφτεί κανείς πως είχε επιτρέψει σε αυτό το υποκείμενο να τη φιλήσει χθες το βράδυ!Έκανε μεταβολή, για να φύγει από αυτό το απαίσιο κτήριο, όμως ξαφνικά εκείνος βρέθηκε δίπλα

της, και τα δυνατά χέρια του την έπιασαν από τα μπράτσα.«Άσε με να φύγω» απαίτησε με σφιγμένα δόντια.Η έκφρασή του δεν φανέρωνε ούτε στάλα κατανόησης. «Έχω δουλειά εδώ. Μόλις τελειώσω, θα

σε συνοδέψω στο σπίτι…»Τραβήχτηκε μακριά του και του γύρισε την πλάτη.«Ηρώ» της είπε ήρεμα, κι έπειτα φώναξε δυνατά σε κάποιον άλλον: «Φροντίστε να μη φύγει η

άμαξα χωρίς εμένα.»«Μάλιστα, λόρδε μου.» Δύο άντρες την προσπέρασαν και έτρεξαν προς την πόρτα, χωρίς

Page 85: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

αμφιβολία για να την κρατήσουν αιχμάλωτη όση ώρα ο Ρίντινγκ θα έκανε την επαίσχυντη «δουλειά»του. Εκείνη συνέχισε να κατευθύνεται ψύχραιμα προς την άμαξα – δεν θα του επέτρεπε να τη δει σεκατάσταση υστερίας. Μόλις βρέθηκε στο δρόμο και στην άμαξά της, αγνόησε τους μπράβους τουΡίντινγκ και ανέβηκε.

Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ, αλλά ακόμα κι έτσι δεν είχε την καλύτερη διάθεση όταν ηάμαξα κουνήθηκε και ο Ρίντινγκ πήδησε μέσα. Χτύπησε την οροφή, και ύστερα κάθισε στη θέσητου, έχοντας το βλέμμα του στραμμένο έξω από το παράθυρο. Πέρασαν λίγα λεπτά ώσπου η Ηρώδεν κατάφερε να συγκρατηθεί άλλο.

«Δεν έχεις σκοπό να μου πεις τι ήταν όλα αυτά;»«Δεν υπολόγιζα να κάνω κάτι τέτοιο» απάντησε εκείνος με αργόσυρτη φωνή, τόσο κοφτά, που η

Ηρώ ήταν σίγουρη πως το έκανε επίτηδες για να την εξαγριώσει.«Αυτός ο χώρος ήταν ένα αποστακτήριο.»«Ναι, ήταν.»«Για παρασκευή τζιν.»«Πράγματι.»Τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια, νιώθοντας το στήθος της να ξεχειλίζει από θυμό. Υπήρχε ο

κίνδυνος να χάσει –για άλλη μια φορά– το κοινωνικό προσωπείο της. Προσπάθησε να ελέγξει τηφωνή της, αλλά ακόμα κι έτσι οι λέξεις έμοιαζαν σαν να έγδερναν το λαιμό της. «Έχεις καθόλουιδέα το μέγεθος και το βάθος της δυστυχίας που φέρνει το τζιν στους ανθρώπους που ζουν στο ΣεντΤζάιλς;»

Δεν της μίλησε.Η Ηρώ έσκυψε μπροστά και τον χτύπησε στο γόνατο. «Έχεις; Σου φαίνεται αστείο όλο αυτό;»Εκείνος αναστέναξε και, επιτέλους, στράφηκε προς το μέρος της, προκαλώντας της σοκ από την

εξάντληση που ήταν χαραγμένη στο πρόσωπό του. «Όχι, δεν είναι αστείο.»Δάκρυα λαμπύρισαν στις άκρες των ματιών της, και ανακάλυψε με τρόμο πως η φωνή της

έτρεμε. «Δεν έχεις δει τα μωρά που λιμοκτονούν επειδή οι μανάδες τους πίνουν τζιν όλη μέρα; Δενέχεις σκοντάψει ποτέ πάνω σε κορμιά μισοπεθαμένων ανθρώπων, ανθρώπων που έχουν μείνεισκελετοί από το τζιν; Θεέ μου, δεν έχεις κλάψει για την εξαθλίωση που προκαλεί αυτό το ποτό;»

Ο Ρίντινγκ έκλεισε τα μάτια.«Εγώ έχω.» Δάγκωσε το χείλι της, προσπαθώντας να ελέγξει τα συναισθήματά της, τις

αντιδράσεις της. Ο Ρίντινγκ δεν ήταν βλάκας. Θα πρέπει να υπήρχε κάποια αιτία γι’ αυτή την τρέλατου. «Εξήγησέ μου. Γιατί; Γιατί ανακατεύτηκες σε τόσο βρόμικες δραστηριότητες;»

«Αυτές οι “βρόμικες δραστηριότητες” έσωσαν την περιουσία του Μάντβιλ, αγαπητή μου ΛαίδηΤέλεια.»

Τίναξε απότομα το κεφάλι της. «Δεν καταλαβαίνω. Δεν άκουσα ποτέ μου πως η περιουσία τουΜάντβιλ χρειαζόταν να σωθεί.»

Τα χείλη του χαμογέλασαν ειρωνικά. «Σε ευχαριστώ. Αυτό σημαίνει πως έκανα πολύ καλήδουλειά.»

«Εξηγήσου.»«Το ξέρεις πως ο πατέρας μου πέθανε πριν από περίπου δέκα χρόνια;»

Page 86: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Ναι.» Θυμήθηκε τη συζήτηση που είχε κάνει με την Ξαδέρφη Μπατίλντα τη βραδιά τωναρραβώνων της. «Παράτησες αμέσως το Κέιμπριτζ για να γλεντοκοπάς στην πόλη.»

Αυτήν τη φορά το χαμόγελό του ήταν αληθινό. «Ναι, καλά, αυτή η ιστορία ήταν περισσότεροεύπεπτη από την αλήθεια.»

«Η οποία ήταν;»«Οι τσέπες μας είχαν αδειάσει. Ναι» –κούνησε το κεφάλι μπροστά στην έκπληκτη έκφρασή της–

«ο πατέρας μου είχε καταφέρει να χάσει όλη την οικογενειακή περιουσία με μια σειρά απόεπενδύσεις οι οποίες ήταν, το λιγότερο, απερίσκεπτες. Εγώ δεν είχα ιδέα για τα οικονομικά τηςοικογένειας. Καθώς ήμουν ο μικρότερος γιος, ο πατέρας με τον Τόμας θεωρούσαν πως δεν ήτανδική μου δουλειά. Έτσι, όταν στην κηδεία μού είπε η μητέρα σε τι οικονομικές δυσχέρειεςβρισκόμαστε, έμεινα άναυδος.»

«Και εγκατέλειψες το σχολείο για να αναλάβεις τα οικονομικά της οικογένειάς σας;» τον ρώτησεδύσπιστα η Ηρώ.

Εκείνος άνοιξε τα χέρια και έγειρε στο πλάι το κεφάλι του.«Όμως, γιατί εσύ; Δεν ήταν ευθύνη του Τόμας να βρει χρηματοοικονομικό σύμβουλο;»«Αφενός» –τέντωσε το ένα του δάχτυλο σαν να ήθελε να τονίσει τα λόγια του– «δεν είχαμε την

οικονομική δυνατότητα να προσλάβουμε σύμβουλο και αφετέρου ο Τόμας στα οικονομικά θέματαείναι τόσο κακός, όσο ήταν κι ο συγχωρεμένος ο πατέρας μας. Ξόδεψε τα τελευταία χρήματα πουμας είχαν απομείνει μέσα στην εβδομάδα που ακολούθησε το θάνατο του πατέρα.»

«Ενώ εσύ είσαι πολύ καλός στον οικονομικό τομέα» είπε αργά η Ηρώ. «Αυτό μου είχες πει ότανμου πρότεινες το δάνειο. Σε ό,τι αφορά τα οικονομικά, μπορεί κανείς να βασιστεί πάνω σου.»Μήπως το σωστότερο θα ήταν να πει ότι για το μόνο πράγμα που θα μπορούσε κανείς να βασιστείπάνω του ήταν τα λεφτά;

Ο Γκρίφιν κατένευσε. «Δόξα τω Θεώ, η μητέρα μου πήρε είδηση τι έκανε ο Τόμας. Είχε δική τηςμια μικρή κληρονομιά που την είχε κρατήσει μυστική από τον πατέρα. Περίπου τον πρώτο χρόνοζήσαμε από αυτή με μικροποσά, μέχρι που το αποστακτήριό μου άρχισε να αποφέρει χρήματα.»

Τα λόγια του τράβηξαν ξανά την προσοχή της στην αρχική της έννοια. «Όμως… αποστακτήριοτζιν; Γιατί αυτό από τόσα άλλα;»

Έσκυψε μπροστά και ακούμπησε τους αγκώνες στα γόνατά του. «Πρέπει να καταλάβεις. Έφυγααπό το πανεπιστήμιο και γύρισα στο σπίτι για να βρω τη μητέρα μου σωστό ράκος από τη θλίψη καιτην ανησυχία. Τα μισά έπιπλα του σπιτιού είχαν ξεπουληθεί για να πληρωθούν τα χρέη του πατέρα,οι φοροεισπράκτορες μάς επισκέπτονταν οποιαδήποτε ώρα της ημέρας και ο Τόμας ήταναπασχολημένος μόνο με το πόσο όμορφη θα ήταν μια άμαξα με επίχρυσα διακοσμητικά στοιχεία.Ήταν φθινόπωρο, κι εγώ το μόνο που είχα στα χέρια μου ήταν μια κακή σοδειά σιτηρών, η μισήσχεδόν σαπισμένη από την υγρασία. Θα μπορούσα να την πουλήσω σε ένα μεσάζοντα, ο οποίος μετη σειρά του θα τη μεταπωλούσε σε κάποιον παρασκευαστή τζιν. Και τότε σκέφτηκα, για μιαστιγμή, γιατί να χάσω το περισσότερο κέρδος; Αγόρασα ένα αποστακτήριο από δεύτερο χέρι καιπλήρωσα έξτρα το κάθαρμα που μου το πούλησε για να μου δείξει πώς να το χρησιμοποιήσω.»

Έγειρε στην πλάτη του καθίσματός του και ανασήκωσε τους ώμους. «Δύο χρόνια αργότεραήμαστε ικανοί να αντεπεξέλθουμε στο ντεμπούτο της Κάρο.»

«Και ο Μάντβιλ;» τον ρώτησε ήρεμα. «Εκείνος γνωρίζει τι κάνεις για να στηρίξεις την

Page 87: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

οικογένειά σας;»«Μείνε ήσυχη» της είπε με απόλυτο κυνισμό. «Τα χέρια του μνηστήρα σου δεν βρόμισαν από

όλα αυτά. Ο Τόμας νοιάζεται για πολύ πιο ευγενή ζητήματα και όχι για το από πού προέρχονται ταχρήματα που τον ντύνουν. Τον απασχολεί μόνο το Κοινοβούλιο και ανάλογα θέματα, όχι οιφοροεισπράκτορες.»

«Όμως» –έσμιξε τα φρύδια καθώς προσπαθούσε να καταλάβει– «θα πρέπει να έχει κάποια ιδέαγια το από πού βγαίνουν αυτά τα λεφτά. Δεν έχει ρωτήσει ποτέ;»

«Όχι.» Ο Ρίντινγκ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Ίσως και να αναρωτιέται, αλλά, όπως κιαν είναι, ποτέ δεν μου έχει πει κάτι.»

«Κι εσύ δεν προσπάθησες ποτέ να το συζητήσεις μαζί του;»«Όχι.»Κοίταξε τα χέρια της, ταραγμένη. Αυτό που έκανε ο Ρίντινγκ για να εξοικονομήσει λεφτά ήταν

αξιοκατάκριτο, όμως πώς λεγόταν ένας άντρας που του άρεσε να απολαμβάνει τον πλούτο χωρίςποτέ να νοιαστεί από πού προέρχεται; Κατά κάποιον τρόπο, δεν ήταν και ο Μάντβιλ το ίδιοκατακριτέος όσο και ο αδερφός του; Ίσως και περισσότερο, αφού είχε όλα τα οφέλη χωρίς ναυποφέρει από τις ψυχοφθόρες επιπτώσεις που συνεπάγονταν της ανάμιξής του με το αποστακτήριοτου τζιν. Υπήρχε ένα συγκεκριμένο επίθετο που χαρακτήριζε έναν τέτοιου είδους άντρα, το ήξερε.

Άνανδρος, ψιθύρισε μια αδύναμη φωνούλα από τα βάθη της καρδιάς της.Προσπάθησε να διώξει αυτήν τη σκέψη και κοίταξε τον Ρίντινγκ. «Αν ανακαλύψει ο αδερφός

μου τι κάνεις, δεν θα διστάσει να σε σύρει στα δικαστήρια. Ο Μάξιμους δεν μπορεί να σκεφτείλογικά όταν πρόκειται για κάτι που έχει σχέση με το τζιν.»

«Ακόμα κι αν ρισκάρει να μπλέξει την αγαπημένη του αδερφούλα σε σκάνδαλο;» Ανασήκωσε τοφρύδι. «Δεν το νομίζω.»

Η Ηρώ κούνησε δεξιά-αριστερά το κεφάλι, και μετά γύρισε και κοίταξε έξω από το παράθυρο.Τώρα είχαν αφήσει πίσω τους το Σεντ Τζάιλς και διέσχιζαν μια πολύ καλύτερη περιοχή. «Δεν τονξέρεις καλά. Έχει πάθει εμμονή με το τζιν και τις επιπτώσεις που έχει στους άπορους του Λονδίνου– την έχει πάθει μετά τη δολοφονία των γονιών μας. Πιστεύει πως το τζιν είναι ο κύριος υπεύθυνοςγια το θάνατό τους. Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να κάνει, ακόμα κι αν πρόκειται να γίνεις σύντομακουνιάδος μου.»

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Είναι ένα ρίσκο που πρέπει να πάρω.»Έσφιξε τα χείλη της. «Τι λέγατε με εκείνον τον άντρα στο αποστακτήριο;»Ο Ρίντινγκ αναστέναξε. «Έχω έναν ανταγωνιστή –αν και αυτός ο χαρακτηρισμός είναι πολύ

εξευγενισμένος για λόγου του– που το έχει βάλει σκοπό να με πετάξει έξω από τη δουλειά.»Η Ηρώ τον κοίταξε ανήσυχα. «Τι είδους ανταγωνιστή;»«Από το είδος αυτό που αρέσκεται να καταστρέφει αποστακτήρες και να πετάει το

ακρωτηριασμένο πτώμα ενός από τους άντρες μου πάνω από τον τοίχο της αυλής» είπε. «Αυτόςείναι ο λόγος που ήρθα στο Λονδίνο. Καλά, αυτός και οι αρραβώνες σου με τον Τόμας.»

«Χριστέ μου.» Κούνησε δύσπιστα το κεφάλι της. Πώς μπορούσε να αστειεύεται όταν ήτανμπερδεμένος σε τέτοια εγκλήματα; «Τότε, αυτός ο άντρας ήταν…»

«Τον έλεγαν Ριζ και το μοναδικό του έγκλημα φαίνεται πως ήταν το ότι βγήκε έξω χθες το

Page 88: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

βράδυ για ένα ποτό.»Ανατρίχιασε. «Τον καημένο τον άνθρωπο.»«Εσύ δεν χρειάζεται να ανησυχείς» της είπε. «Όπως προανέφερα, ο Τόμας δεν είναι

μπλεγμένος.»Έμεινε να τον κοιτάζει δύσπιστα. Πραγματικά τη θεωρούσε τόσο ρηχή;«Καταλαβαίνω πως αγωνιζόσουν να αποκαταστήσεις τα οικονομικά της οικογένειάς σας» του

είπε αργά. «Όμως, τώρα πια δεν κινδυνεύουν, έτσι δεν είναι; Ο αδερφός μου θα το είχε ανακαλύψειαν υπήρχε τέτοιο θέμα όταν συνέτασσε το συμφωνητικό του γάμου μου.»

«Ο αδερφός σου είναι ένας πανέξυπνος άνθρωπος» απάντησε ο Ρίντιγνκ. «Δεν χωράει καμιάαμφιβολία σε αυτό. Η περιουσία των Μάντβιλ δεν κινδυνεύει τώρα. Δεν θα μπορούσε να βρει κάτιμεμπτό.»

«Αν είναι έτσι, τότε γιατί συνεχίζεις να παρασκευάζεις τζιν;»«Δεν καταλαβαίνεις…» άρχισε.«Πάλι με πατρονάρεις» τον διέκοψε.Τα ανοιχτοπράσινα μάτια του την κοίταξαν με μια αναπάντεχη σκληρότητα. «Πρέπει να σκεφτώ

την οικογένειά μου, αγαπητή μου Λαίδη Τέλεια. Η Κάρο έχει κάνει έναν τέλειο γάμο ενώ η Μεγκςείναι ακόμη ελεύθερη. Αν θέλουμε να κάνει κι αυτή έναν καλό γάμο, θα πρέπει να φροντίζουμε τηνγκαρνταρόμπα και τις εμφανίσεις της, όπως πολύ καλά καταλαβαίνεις. Δεν μπορώ να παρατήσω τοαποστακτήριο πριν αποκατασταθεί η αδερφή μου – πριν ισορροπήσω οικονομικά. Έχουμε ανάγκητα χρήματα από το ποτοποιείο, για να πληρώνουμε τις κοινωνικές εμφανίσεις της.»

Η Ηρώ έκλεισε τα μάτια και μίλησε μέσα από την καρδιά της. «Είχαμε τις διαφορές μας,αγαπητέ μου Λόρδε Ξεδιάντροπε. Τις τελευταίες μέρες υπήρξαν φορές που σκέφτηκα ότι σεαντιπαθούσα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου.» Ξεφύσησε νευρικά, αλλά συνέχισε. Ήθελε ναξεκαθαρίσει τη θέση της πριν την εγκαταλείψει το θάρρος της. «Ωστόσο, πιστεύω πως μάθαμε καιμερικά πράγματα ο ένας για τον άλλον. Θα ήθελα να σκέφτομαι πως είμαστε κάτι σαν φίλοι.»

Η σιωπή ήταν τόσο απόλυτη, που η Ηρώ σκέφτηκε προς στιγμή πως εκείνος κρατούσε τηνανάσα του. Άνοιξε τα μάτια της και τον είδε να την κοιτάζει, με τους αγκώνες στηριγμένους σταγόνατά του, το βλέμμα του ήρεμο, αλλά με μία έκφραση στα ανοιχτοπράσινα βάθη των ματιών τουπου της έκοψε την αναπνοή. Έδεσε σφιχτά τα χέρια της για να πάρει δύναμη και να συνεχίσει.

«Ναι, φίλοι» είπε ήρεμα, μιλώντας τόσο στον εαυτό της, όσο και σε εκείνον. «Και σαν φίλη, σεεκλιπαρώ: σταμάτα να βγάζεις με αυτό τον τρόπο χρήματα.»

«Η Μεγκς…»Τον διέκοψε, κουνώντας δυνατά το κεφάλι. «Ναι, η Λαίδη Μάργκαρετ χρειάζεται τουαλέτες για

να βρει ένα σύζυγο, όμως θα πρέπει να υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για να κερδίζει κανείς λεφτά. Έχωδει πώς το τζιν καταστρέφει ζωές στις χαμηλότερες τάξεις του Λονδίνου. Μπορεί να μη σεενδιαφέρει αυτήν τη στιγμή, μπορεί τώρα να νοιάζεσαι μόνο για την οικογένειά σου και τα χρήματαπου έχετε ανάγκη, όμως μια μέρα θα σηκώσεις το κεφάλι και θα δεις γύρω σου. Όταν θα έρθει αυτήη μέρα, θα συνειδητοποιήσεις τη δυστυχία που προκάλεσες εσύ και το τζιν που φτιάχνεις. Και ότανθα συμβεί αυτό, το τζιν θα σε καταστρέψει κι εσένα.»

«Φίλοι.» Έγειρε πίσω στο κάθισμά του, αγνοώντας την προειδοποίησή της. «Στ’ αλήθεια, αυτόπιστεύεις πως είμαι για σένα; Ένας φίλος;»

Page 89: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Η Ηρώ πετάρισε τα βλέφαρά της. Δεν περίμενε να της κάνει μια τέτοια ερώτηση. «Ναι, γιατίόχι;»

Ανασήκωσε τους ώμους του και την κοίταξε μελαγχολικά. «Πράγματι, γιατί όχι. Η λέξη φίλοςείναι τόσο… ακίνδυνη. Συνηθίζεις να φιλάς όλους τους φίλους σου με τον τρόπο που φίλησες εμέναχθες το βράδυ;»

Τα μάτια της ήταν μισόκλειστα τώρα – περίμενε την επίθεσή του. Ωστόσο, δεν μπορούσε ναεμποδίσει εντελώς ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο. Τα χείλη του έκαιγαν . «Σου είπα πως δεν θέλω νασυζητήσω για χθες το βράδυ. Είναι κάτι που πέρασε.»

«Και ξεχάστηκε;»«Ναι.»«Περίεργο.» Χάιδεψε το σαγόνι του. «Εγώ, πάλι, το βρήκα πολύ δύσκολο να το ξεχάσω. Τα

χείλη σου ήταν τόσο απαλά, τόσο γλυκά όταν άνοιξαν κάτω από τα δικά μου.»Τα λόγια του έβαλαν φωτιά στο κορμί της. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Ένιωθε πάλι

τον πόθο της να φουντώνει. Να πάρει, του ήταν τόσο εύκολο να την ανάβει.«Σταμάτα» του ζήτησε χαμηλόφωνα. «Τι νομίζεις πως κάνεις;»Ήταν η σειρά του να αποστρέψει το βλέμμα του. «Ειλικρινά, δεν ξέρω.»«Παντρεύομαι τον Τόμας» του είπε. «Σε μόλις πέντε εβδομάδες από τώρα. Αν είναι να έχουμε

μια σχέση κουνιάδου-νύφης, πρέπει να το ξεχάσεις.»Στράβωσε τα χείλη σαν να του είχε πει κάτι το άσεμνο. «Εσύ μπορείς;»Σήκωσε το πιγούνι χωρίς να του απαντήσει.«Το περίμενα» μουρμούρισε. «Άρα, φιλαράκια. Μόνο φιλαράκια.»Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του και έβγαλε ένα βιβλίο. Το πέταξε χωρίς να πει τίποτα στα

γόνατά της, κι έπειτα κοίταξε ξανά μελαγχολικά έξω από το παράθυρο.Η Ηρώ χαμήλωσε το βλέμμα. Ήταν ένα αντίτυπο του Πελοποννησιακός Πόλεμος, του

Θουκυδίδη. Χάιδεψε τα ανάγλυφα γράμματα στο δερμάτινο εξώφυλλό του, νιώθοντας ξαφνικά ταμάτια της να πλημμυρίζουν με δάκρυα.

* * *

«Ω, κυρία Χόλινμπρουκ, έχεις ένα γράμμα!» Η Νελ Τζόουνς μπήκε στην κουζίνα του ιδρύματος,κουνώντας στον αέρα ένα κομμάτι χαρτί.

Η Σάιλενς σήκωσε το βλέμμα από τη λιγοστή ζύμη μπισκότων που προσπαθούσε να ανοίξει σεφύλλο. Πραγματικά δεν ήταν μία από τις καλύτερες μαγειρικές προσπάθειές της.

Η Νελ κοίταξε το ζυμάρι και ζάρωσε τη μύτη της. «Έλα, άσε με να το τελειώσω εγώ μέχρι νακαθίσεις για λίγο και να διαβάσεις το γράμμα σου.»

Η Σάιλενς παράτησε με χαρά την κυλινδρική ζύμη. Έτριψε τα χέρια της, τα έπλυνε σε μίαλεκάνη, και μετά τράβηξε μία καρέκλα κοντά στο τραπέζι. Η Μέρι Ντάρλινγκ έπαιζε με ένα κύπελλοκαι ένα μεγάλο κουτάλι στο πάτωμα, αλλά όταν είδε τη Σάιλενς να κάθεται, μπουσούλισε κοντά τηςκαι ζήτησε να την πάρει αγκαλιά.

Η Σάιλενς τη σήκωσε στα χέρια της και τη φίλησε στο κεφάλι. Τους τελευταίους επτά μήνες, τα

Page 90: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

μαλλιά του μωρού είχαν μακρύνει και πυκνώσει, και τώρα το όμορφο προσωπάκι της πλαισιωνόταναπό κατάμαυρες μπούκλες.

Βόλεψε τη μικρή στο γόνατό της και της έδειξε το γράμμα. «Από ποιον λες να είναι, λοιπόν;»ρώτησε καθώς το άνοιγε προσεκτικά.

«Είναι από τον κάπτεν-Χόλινμπρουκ;» ρώτησε η Νελ. Από πάνω τους ακούστηκε ένας γδούπος,και ύστερα κάτι που έμοιαζε με ποδοβολητά αλόγων. Υποτίθεται πως τα παιδιά έκαναν τηναπογευματινή μελέτη τους κάτω από την επιτήρηση των υπηρετριών, όμως με κάποιον τρόπο αυτή ηκαθημερινή διαδικασία πολύ συχνά εξελισσόταν σε μάχη.

Η Σάιλενς αναστέναξε και χαμήλωσε το βλέμμα στο γράμμα. «Ναι, είναι από τον Γουίλιαμ.»«Θα σου δώσει μεγάλη χαρά, είμαι σίγουρη γι’ αυτό, κυρία.»«Ω, ναι» μουρμούρισε εκείνη αφηρημένα.Άρχισε να διαβάζει, κρατώντας μακριά το χαρτί από τα ανήσυχα χέρια της Μέρι Ντάρλινγκ. Ο

Γουίλιαμ έγραφε για τον Σπίνο και τα εμπορεύματά του, για μια καταιγίδα που είχαν αντιμετωπίσεικαι για έναν τσακωμό ανάμεσα στο πλήρωμα.

«Πάρε λίγο μπουρέκι» είπε η Νελ στη Μέρι Ντάρλινγκ και της έδωσε λίγο ζυμάρι.Ένα θαλασσοπούλι που είχαν πυροβολήσει οι άντρες, κάποιο γαλλικό πλοίο που είχαν

συναντήσει… Η Σάιλενς διέτρεξε γρήγορα τη σελίδα, ακολουθώντας την καλλιγραφική γραφή τουάντρα της, για να καταλήξει στο τέλος στην υπογραφή του… Γουίλιαμ Χ. Χόλινμπρουκ. Έμεινε νακοιτάζει ανέκφραστα το γράμμα, πριν αρχίσει να το ξαναδιαβάζει πιο αργά, πιο εξονυχιστικά αυτήντη φορά. Μόνο που το ήξερε ήδη – δεν υπήρχαν αστεία σαν εκείνα που μοιράζονταν οι δυο τους,δεν υπήρχαν γλυκόλογα, ή δηλώσεις για το πόσο ανυπομονούσε να γυρίσει στο σπίτι και πόσο πολύτου έλειπε. Στην πραγματικότητα, το γράμμα θα μπορούσε να είχε γραφτεί για τον οποιονδήποτε.

«Είναι καλά;» τη ρώτησε η Νελ.«Αρκετά καλά.» Η Σάιλενς σήκωσε το βλέμμα και πρόσεξε πως η Μέρι Ντάρλινγκ έκοβε

κομματάκια από το ζυμάρι των μπισκότων, τα έβαζε στο στόμα της και τα μασούσε με έκφρασησκεφτική. «Όχι, γλυκιά μου. Δεν κάνει να το τρως άμα δεν είναι ψημένο.»

Η Νελ χαμογέλασε στο μωρό. «Νομίζει πως είναι.»«Δεν θα την πειράξει;» ρώτησε η Σάιλενς ανήσυχα.Η άλλη γυναίκα ανασήκωσε τους ώμους. «Είναι κυρίως αλεύρι και νερό.»«Ωστόσο…»Η Σάιλενς άρχισε να ξεκολλάει τη ζύμη από τα χέρια της μικρής. Φυσικά της Μέρι Ντάρλινγκ

δεν της άρεσε αυτή η ιδέα, και άρχισε να διατυπώνει τις διαμαρτυρίες της δυνατά.Κάποιος χτύπησε την έξω πόρτα.«Να κοιτάξω ποιος είναι;» ρώτησε η Νελ προσπαθώντας να ακουστεί μέσα από τα ξεφωνητά του

μωρού.«Θα δω εγώ» είπε η Σάιλενς. Σήκωσε στην αγκαλιά της τη μικρή και την έκανε μια γύρα. «Ποιος

λες να είναι; Ο Βασιλιάς ή η Βασίλισσα; Ή μήπως ο γιος του φούρναρη;»Η Μέρι Ντάρλινγκ χαχάνισε, ξεχνώντας το ζυμάρι που είχε χάσει. Η Σάιλενς τη στήριξε στο

γοφό της και πήγε να ανοίξει την πόρτα. Ακουμπισμένο στο κατώφλι ήταν ένα μαντίλι δεμένο μεπροσοχή. Έμεινε για μια στιγμή να το κοιτάζει, κι έπειτα έψαξε με το βλέμμα της το δρόμο. Μια

Page 91: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

γυναίκα έπλενε τα σκαλοπάτια της, δύο άντρες τσουλούσαν ένα καροτσάκι, και μερικά αγόριατσακώνονταν για ένα μικρό σκυλί. Κανένας δεν φαινόταν να της δίνει σημασία.

Έσκυψε και πήρε το μαντίλι. Ο κόμπος ήταν χαλαρός, και λύθηκε εύκολα παρόλο πουχρησιμοποίησε μόνο το ένα της χέρι. Μέσα του υπήρχε μια χούφτα σμέουρα, καλά γινωμένα καιχωρίς κανένα χτύπημα.

«Ωωω!» φώναξε η Μέρι Ντάρλινγκ και άρπαξε δύο για να τα χώσει στο στόμα της.Τώρα αποκαλύφθηκε ένα μικρό κομμάτι χαρτί, και η Σάιλενς το τράβηξε έξω από τα σμέουρα.

Μόνο μια λέξη ήταν γραμμένη πάνω του.Αγαπημένη.Ξανακοίταξε στο δρόμο καθώς η μικρή έτρωγε άλλους τρεις καρπούς. Αισθανόταν πολύ

παράξενα. Κανείς δεν φαινόταν να κοιτάζει προς το μέρος της, κι όμως εκείνη ένιωθε πως κάποιοβλέμμα ήταν καρφωμένο πάνω της. Ρίγησε και έπιασε το πόμολο της πόρτας για να την κλείσει.

Μια κραυγή ακούστηκε από την πάνω μεριά του δρόμου. Τέσσερις άντρες έτρεχαν στη στροφή.Μαζί τους τραβούσαν και μια φτωχοντυμένη ηλικιωμένη γυναίκα η οποία προσπαθούσε να ξεφύγειαπό τα χέρια τους.

«Αφήστε με να φύγω, αλήτες!» ούρλιαξε. «Δεν το έκανα εγώ, σας λέω.»«Χριστέ μου» είπε σιγανά η Νελ πίσω από την πλάτη της Σάιλενς.Η Σάιλενς κοίταξε την υπηρέτρια, και μετά ξανά το δρόμο. Κόσμος έριχνε κλεφτές ματιές από τα

παράθυρα και τις πόρτες του, για να καταλάβει το λόγο που γινόταν όλη αυτή η φασαρία.«Κάντε πίσω!» φώναξε ο ένας από τους τέσσερις άντρες και στριφογύρισε ένα χοντρό ρόπαλο

πάνω από το κεφάλι του.Κάποιος έριξε στη συμμορία έναν κουβά βρόμικα νερά, αλλά δεν κατάφερε να τους πετύχει. Οι

τέσσερις άντρες άρχισαν να τρέχουν πιο γρήγορα.«Χαφιέδες» είπε με οργή η Νελ. «Η καημένη η γυναίκα. Θα την έχουν καταδικάσει πριν από

τους δικαστές πως εμπορεύεται τζιν και για ανταμοιβή θα πάρουν κάποιο καλό βραβείο.»«Τι θα της κάνουν;» Η Σάιλενς σιχαινόταν τις παρενέργειες που είχε το τζιν στη συμπεριφορά

των ανθρώπων του Σεντ Τζάιλς, αλλά ταυτόχρονα ήξερε πολύ καλά ότι οι περισσότεροι που τοπουλούσαν, το έκαναν μόνο και μόνο επειδή προσπαθούσαν να εξοικονομήσουν τα χρήματα πουχρειάζονταν για να μπορούν να πληρώνουν την τροφή και τη στέγη τους.

«Φυλακή. Ίσως και τίποτα χειρότερο. Θα εξαρτηθεί από το αν θα μπορέσει να πληρώσει γιαμάρτυρες.» Η Νελ κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι. «Πάμε μέσα, κυρία.»

Με μια τελευταία ματιά στους πληροφοριοδότες, η Σάιλενς έκλεισε και αμπάρωσε την πόρτα.«Τι έχεις εκεί;» τη ρώτησε η Νελ.«Σμέουρα» απάντησε, δείχνοντάς της το μαντίλι.«Οκτώβρη μήνα; Είναι ακριβά τέτοια εποχή.» Η Νελ έκανε μεταβολή και κίνησε για την κουζίνα.Στ’ αλήθεια ήταν ακριβά. Η Σάιλενς έπιασε ένα σμέουρο και το έβαλε στο στόμα της Μέρι

Ντάρλινγκ. Πριν από ένα μήνα είχε βρει ένα παιδικό ρουχαλάκι στο κατώφλι της και τον αμέσωςπροηγούμενο είχαν αφήσει ένα σακουλάκι με ζαχαρωτά. Στην πραγματικότητα, κάθε μήνα από τότεπου είχε βρει το μωρό έξω από την πόρτα της ανακάλυπτε και ένα μικρό ανώνυμο δώρο για τοκοριτσάκι.

Page 92: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Και το καθένα συνοδευόταν κι από ένα σημείωμα με μία μόνο λέξη γραμμένη: Αγαπημένη.Το ίδιο σημείωμα που είχε βρει και μαζί με τη Μέρι. Ο λόγος που η Σάιλενς είχε ονομάσει το

μωρό Μέρι Ντάρλινγκ.«Μήπως έχεις κάποιον κρυφό θαυμαστή;» ψιθύρισε στο αφτί του κοριτσιού.Αλλά η Μέρι Ντάρλινγκ αρκέστηκε να της χαμογελάσει με τα κατακόκκινα χειλάκια της.

* * *

«Πιστεύετε πως μπορεί ένας άντρας να αλλάξει;» ρώτησε η Ηρώ εκείνο το βράδυ στο δείπνο.Σκάλισε ανόρεχτα το κρύο βοδινό που βρισκόταν στο πιάτο της. Στο τραπέζι κάθονταν μόνο η

Ξαδέρφη Μπατίλντα, η Φοίβη και η ίδια, και η Ξαδέρφη είχε προτείνει να μη βάλουν τη μαγείρισσανα κάνει πολλές ετοιμασίες και να αρκεστούν σε ένα ήσυχο δείπνο.

Μόνο που της Ηρώς δεν της άρεσαν τα κρύα φαγητά.«Όχι» απάντησε αμέσως η Ξαδέρφη Μπατίλντα. Ήταν σπάνιο φαινόμενο να μην έχει μια

κατηγορηματική γνώμη για όλα.«Τι είδους αλλαγές εννοείς;» ρώτησε η Φοίβη.Το φως των κεριών λαμποκόπησε στους φακούς των γυαλιών της έτσι όπως έγειρε το κεφάλι

της όλο ενδιαφέρον. Απόψε φορούσε ένα φωτεινό κίτρινο φόρεμα που την έκανε να αστράφτει μέσαστη μικρή οικογενειακή τραπεζαρία. Το τραπέζι ήταν μικρό σε μέγεθος, πράγμα που πρόσδιδεοικειότητα, και το τζάκι, διακοσμημένο με μπλε και άσπρες πλάκες, ήταν όσο μεγάλο χρειαζόταν γιανα δείχνει ο χώρος ζεστός και φιλικός.

«Ω, δεν ξέρω» είπε η Ηρώ, παρόλο που φυσικά και ήξερε. «Ας πούμε, για παράδειγμα, πωςκάποιος κύριος έχει πάθος με τον τζόγο. Πιστεύετε ότι θα μπορούσε ποτέ να πειστεί να τονπαρατήσει;»

«Όχι» επανέλαβε η Ξαδέρφη Μπατίλντα. Έφερε το δεξί της χέρι κάτω από το τραπέζι καικάρφωσε το βλέμμα της ίσια μπροστά της. Κάτω από το τραπεζομάντιλο διεξαγόταν μια μικρήσυμπλοκή.

Καμία από τις δύο κοπέλες δεν έδειξαν πως είχαν προσέξει κάτι το ασυνήθιστο.«Εγώ νομίζω πως εξαρτάται από τον ίδιο τον κύριο» είπε σκεφτικά η Φοίβη. «Και ίσως από τον

τρόπο με τον οποίο θα προσπαθήσει κανείς να τον πείσει.» Έπιασε ένα μικρό κομματάκι από τοκρέας της και κατέβασε το χέρι της κάτω από το τραπέζι.

«Ανοησίες» δήλωσε η Ξαδέρφη Μπατίλντα. «Θυμηθείτε τα λόγια μου: Καμία γυναίκα δενκατάφερε ποτέ να αλλάξει έναν άντρα, είτε με πειθώ είτε με άλλον τρόπο.»

«Δώσε μου τα παντζάρια» μουρμούρισε η Φοίβη στην αδερφή της. «Πώς το ξέρεις εσύ,Ξαδέρφη Μπατίλντα;»

«Το λέει ο κοινός θηλυκός νους» απάντησε η γυναίκα. «Σκεφτείτε τη Λαίδη Πέπερμαν.»«Ποια;» ρώτησε η Ηρώ. Σερβίρισε στο πιάτο της λίγα παντζάρια, παρόλο που και αυτά ήταν

κρύα, πριν δώσει την πιατέλα στη Φοίβη.«Εσείς ήσασταν πολύ μικρές ακόμη» είπε η Ξαδέρφη Μπατίλντα. «Ακούστε τώρα. Ο Λόρδος

Πέπερμαν ήταν γνωστός τζογαδόρος καθώς επίσης και πολύ άτυχος. Μια φορά είχε χάσει τα ρούχα

Page 93: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

του στα χαρτιά, αν μπορείτε να πιστέψετε κάτι τέτοιο, και είχε αναγκαστεί να γυρίσει στο σπίτι τουμόνο με τα εσώρουχα και την περούκα του.»

Η Φοίβη πνίγηκε, και σκέπασε βιαστικά το στόμα με την πετσέτα της.Ωστόσο, η Ξαδέρφη Μπατίλντα είχε πάρει φόρα, και τίποτα δεν μπορούσε να τη σταματήσει. «Η

Λαίδη Πέπερμαν είχε φτάσει σε πλήρες αδιέξοδο, κι έτσι αποφάσισε να δώσει ένα μάθημα στοσύζυγό της για να τον κάνει να κόψει τα χαρτιά.»

«Αλήθεια;» ρώτησε με ενδιαφέρον η Ηρώ. Διάλεξε ένα κομμάτι βοδινό και το πέρασε κάτω απότο τραπέζι. Μια μικρή, ζεστή και απαλή μουσούδα τρίφτηκε στο χέρι της, κι έπειτα το κρέαςεξαφανίστηκε. «Πώς το κατάφερε αυτό;»

Ο Πάντερς, ο μπάτλερ, καθώς και οι δύο υπηρέτες ήταν πολύ καλά εκπαιδευμένοι, ώστε ταπρόσωπά τους να μη φανερώνουν τίποτα παρά μόνο ανία, ωστόσο και οι τρεις άντρες έγειραν προςτο μέρος της Ξαδέρφης Μπατίλντα.

«Του είπε ότι μπορούσε να χαρτοπαίζει όσο ήθελε, αλλά μόνο φορώντας τα εσώρουχά του!»είπε η γυναίκα.

Όλοι στο δωμάτιο, συμπεριλαμβανομένων και των υπηρετών, έμειναν με το στόμα ανοιχτό μεαυτό που είχαν ακούσει.

Η Φοίβη ήταν η πρώτη που το έκλεισε και ρώτησε διστακτικά την Ξαδέρφη: «Έπιασε αυτό τοκόλπο;»

«Και βέβαια όχι!» της είπε η Μπατίλντα. «Δεν άκουσες λέξη από όσα είπα; Ο Λόρδος Πέπερμανσυνέχισε να παίζει, μόνο που τώρα πια φορούσε μόνο τα εσώρουχά του. Πέρασε ένας χρόνος, ίσωςκαι περισσότερο, ώσπου έχασε σχεδόν τα πάντα, και προσπάθησε να τινάξει τα μυαλά του στοναέρα.»

Τώρα ήταν η Ηρώ αυτή που πνίγηκε. «Προσπάθησε;»«Το μόνο που κατάφερε ήταν να κόψει την άκρη του αφτιού του» ανακοίνωσε η Ξαδέρφη.

«Ήταν απαίσιος σκοπευτής. Δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο είχε αποφασίσει η ΛαίδηΠέπερμαν να τον παντρευτεί.»

«Χμ» έκανε η Ηρώ καθώς ενστερνιζόταν αυτή την επιμορφωτική ιστορία. Δεν μπορούσε νακαταλάβει πώς να τη συνδέσει με το Λόρδο Ρίντινγκ.

Ακολούθησε ένα σύντομο μεσοδιάστημα σιωπής, όπου το μόνο που ακουγόταν ήταν τοδιακριτικό χτύπημα των μαχαιροπίρουνων στα πιάτα.

«Είδα τη Λαίδη Μπέκινχολ σήμερα» είπε τελικά η Ξαδέρφη Μπατίλντα «σε ένα απαίσιο τσάιπου έδωσε η κυρία Χάντιγκτον. Το μόνο που είχε για συνοδευτικά ήταν κάτι μικρά, στεγνά κεκάκια.Είμαι σίγουρη πως ήταν μπαγιάτικα –τουλάχιστον δύο ημερών!– και η Λαίδη Μπέκινχολσυμφώνησε απολύτως μαζί μου.»

Αν μπορούσε ας έκανε κι αλλιώς, σκέφτηκε μάλλον σαρκαστικά η Ηρώ.«Με πληροφόρησε πως η Λαίδη Κέιρ σκέφτεται να παρατείνει την περιοδεία της στην Ευρώπη

για όλο το χειμώνα» συνέχισε η Μπατίλντα.Η Ηρώ στράφηκε απότομα προς το μέρος της. «Ω, όχι. Αλήθεια;»«Είναι πρόβλημα αυτό;»«Μάλλον ναι» απάντησε η Ηρώ.

Page 94: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Γιατί;» ζήτησε να μάθει η Φοίβη.«Για τις εργασίες που γίνονται για το καινούριο ορφανοτροφείο.» Αναστέναξε. «Αναγκάστηκα

να προσλάβω κάποιον άλλον αρχιτέκτονα, επειδή ο προηγούμενος καταχράστηκε τα χρηματικάποσά που του είχαμε δώσει.»

«Θεέ μου!» αναφώνησε με φρίκη η Ξαδέρφη Μπατίλντα.«Μάλιστα. Θα χρειαστούμε κι άλλα χρήματα – αρκετά ακόμα, φοβάμαι» είπε η Ηρώ. «Και το να

μείνει μακριά ακόμα περισσότερο η Λαίδη Κέιρ δεν θα βοηθήσει καθόλου την κατάσταση.»«Τι θα γίνει με το γιο της;» ρώτησε η Φοίβη. «Δεν είναι να γυρίσουν όπου να ’ναι ο Λόρδος

Κέιρ με την καινούρια του σύζυγο;»Η Μπατίλντα ξεφύσησε. «Δεν θα ξαφνιαζόμουν αν έμεναν εκεί μέχρι την άνοιξη. Στο κάτω-

κάτω, παντρεύτηκε την κόρη ενός ζυθοποιού. Θα χρειαστεί τη βοήθεια της μητέρας του αν θέλει ναδέχεται προσκλήσεις.»

«Δεν νομίζω πως η Τέμπερανς ή ο Λόρδος Κέιρ ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για κοινωνικέςεκδηλώσεις» άρχισε η Ηρώ.

Η Μπατίλντα πήρε απότομα μια βαθιά εισπνοή.«Αλλά έχεις δίκιο» πρόσθεσε γρήγορα η Ηρώ. «Ίσως μείνουν μακριά από την πόλη για ακόμα

περισσότερο τώρα πια.»«Τι θα κάνεις;» ρώτησε η Φοίβη.Η Ηρώ κούνησε το κεφάλι και έμεινε για λίγο σιωπηλή, καθώς οι υπηρέτες μάζευαν τα πιάτα

τους και έφερναν μια πουτίγκα για επιδόρπιο.Περίμενε μέχρι να σερβιριστούν και οι τρεις τους, και ύστερα είπε με επισημότητα: «Θα πρέπει

με κάποιον τρόπο να βρω μόνη μου τα χρήματα.»«Μπορείς να πάρεις από τα δικά μου» προσφέρθηκε πρόθυμα η Φοίβη. «Η μαμά κι ο μπαμπάς

μού άφησαν αρκετά. Τουλάχιστον έτσι λέει ο Μάξιμους.»«Όμως, δεν μπορείς να τα πειράξεις μέχρι να ενηλικιωθείς» της θύμισε τρυφερά η Ηρώ. «Όπως

κι αν έχει, σε ευχαριστώ πολύ, αγαπητή μου.»Η Φοίβη έτριψε το πρόσωπό της. «Θα έβαζα στοίχημα πως υπάρχουν κι άλλες κυρίες που θα

ήθελαν να βοηθήσουν το ορφανοτροφείο.»«Αλήθεια;» Η Ηρώ έβαλε στο στόμα μια κουταλιά από την πουτίγκα της, χωρίς ωστόσο να

καταλαβαίνει τη γεύση της.«Ναι.» Η αδερφή της είχε αρχίσει να ενθουσιάζεται. «Θα μπορούσες να δημιουργήσεις ένα…

συνδικάτο;»«Σαν τα επαγγελματικά συνδικάτα των αντρών;» ρώτησε σκυθρωπά η Ξαδέρφη Μπατίλντα.«Ναι» απάντησε η Φοίβη. «Μόνο που θα έχει αποκλειστικά κυρίες –επειδή αν αφήσεις να μπει

και κάποιος άντρας, θα θέλει να διευθύνει τα πάντα– και θα είναι για να προσφέρει χρήματα και όχιγια να τα εξοικονομεί. Θα μπορούσες να το ονομάσεις Γυναικείο Συνδικάτο επ’ ωφελεία τουΙδρύματος για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά.»

«Είναι μια υπέροχη ιδέα, αγαπητή μου» της είπε η Ηρώ, χαμογελώντας. Ήταν δύσκολο νααντισταθεί κανείς στον ενθουσιασμό της Φοίβης. «Αλλά ποιες γυναίκες να πλησίαζα για να κάνουνδωρεές με τα χρήματά τους;»

Page 95: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Καταρχάς, θα μπορούσες να δοκιμάσεις με τη Λαίδη Μπέκινχολ» είπε απροσδόκητα ηΞαδέρφη Μπατίλντα. «Γνωρίζω στα σίγουρα πως ο συγχωρεμένος ο άντρας της την άφησεεξαιρετικά ευκατάστατη.»

«Ναι, αλλά εκείνη θα θέλει να στερηθεί ένα μέρος από την περιουσία της;» Η Ηρώ κούνησεδύσπιστα το κεφάλι. Δεν τη γνώριζε τόσο καλά τη Λαίδη Μπέκινχολ, ωστόσο τις λίγες φορές πουτην είχε δει της είχε δώσει την εντύπωση ότι ενδιαφερόταν περισσότερο για τη μόδα και τατελευταία κουτσομπολιά παρά για φιλανθρωπίες.

«Θα σε βοηθήσω εγώ να κάνεις μία λίστα» είπε η Φοίβη. «Θα την ονομάσουμε ΠιθανέςΦιλεύσπλαχνες και Ευκατάστατες Κυρίες.»

«Κάτι τέτοιο σίγουρα θα βοηθήσει πολύ.» Η Ηρώ γέλασε.«Μμμ.» Η Φοίβη έφαγε λίγη από τον πουτίγκα της με ολοφάνερη ευχαρίστηση. «Ήθελα να πω,

γιατί ρώτησες νωρίτερα αν μπορούν να αλλάξουν οι άνθρωποι;»«Ω, δεν ξέρω» απάντησε εκείνη.«Ο Λόρδος Μάντβιλ φαίνεται τέλειος έτσι όπως είναι» σχολίασε η μικρότερη αδερφή της.

«Παίζει χαρτιά;»«Όχι απ’ όσο ξέρω» απάντησε η Ηρώ.«Αν έπαιζε, δεν νομίζω ότι θα σου επέτρεπε να τον περιορίσεις να το κάνει μόνο με τα εσώρουχά

του όπως ο Λόρδος Πέπερμαν» είπε η Φοίβη.Ο πιο νεαρός υπηρέτης πνίγηκε, αποσπώντας από τον Πάντερς μια αυστηρή ματιά.Ξαφνικά, στο μυαλό της Ηρώς ξεπήδησε η εικόνα του Λόρδου Γκρίφιν, μισόγυμνου, φορώντας

μόνο τα εσώρουχά του, και το κορμί της ολάκερο πήρε φωτιά. Βιαστικά, σήκωσε το ποτήρι με τοκρασί της και ήπιε ένοχα μία γουλιά.

«Πράγματι, έτσι είναι» είπε η Ξαδέρφη Μπατίλντα, προφανώς ανίδεη για όσα συνέβαιναν γύρωτης. «Φοβάμαι πως θα πρέπει να αποδεχτείς το Λόρδο Μάντβιλ έτσι όπως είναι, αγαπητή μου. Και,ευτυχώς για σένα, είναι σχεδόν τέλειος.»

Η Ηρώ κατένευσε, με το μυαλό της ακόμη στο Λόρδο Ρίντινγκ, πράγμα που ήταν και η αιτία νααναπηδήσει στα επόμενα λόγια της Ξαδέρφης.

«Τώρα, όσο για το Λόρδο Γκρίφιν» είπε η μεγαλύτερη γυναίκα «είναι εντελώς άλλη υπόθεση.Δεν θα μου έκανε καμία εντύπωση αν αυτός έπαιζε υπερβολικά.»

«Γιατί;» ρώτησε η Φοίβη.«Γιατί, τι;»«Γιατί υποψιάζεσαι το Λόρδο Γκρίφιν για τόσο άσχημα πράγματα; Εμένα μου φάνηκε

αξιαγάπητος χθες βράδυ.»Η Ξαδέρφη Μπατίλντα χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι με έναν τρόπο που η Ηρώ έβρισκε

εξοργιστικό όταν ήταν στην ηλικία της αδερφής της. «Τέτοιες ιστορίες δεν είναι για αθώα αφτιάόπως τα δικά σου, αγαπητή μου.»

Η Φοίβη χαμήλωσε το βλέμμα. «Πάντως, ασχέτως με τις όποιες αχαρακτήριστες πράξεις του,εγώ τον συμπαθώ. Με κάνει να γελάω, και εκείνος δεν μου συμπεριφέρεται σαν να είμαι μικρόπαιδί.»

Φυσικά, αυτή η μικρή επανάσταση έκανε την Ξαδέρφη Μπατίλντα να αρχίσει μια διάλεξη για

Page 96: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

την ευπρέπεια των κοριτσιών και για τους κινδύνους που κρύβονται όταν κανείς χαρακτηρίζει τουςάντρες με μοναδικό κριτήριο την ικανότητά τους να προκαλούν το γέλιο.

Η Ηρώ χαμήλωσε το βλέμμα στην κρύα πουτίγκα της. Μπορούσε να την καταλάβει την αδερφήτης – και η ίδια συμπαθούσε τον Ρίντινγκ. Στο βάθος, ασχέτως με τα όσα έλεγε η ΞαδέρφηΜπατίλντα, ήταν ένας καλός άνθρωπος. Και ακριβώς επειδή ήταν καλός, εκείνη έπρεπε να του δώσεινα καταλάβει γιατί ήταν λάθος αυτό που έκανε. Όχι μόνο για όλους εκείνους που καταστρέφοντανεπειδή έπιναν το τζιν, αλλά και για τον ίδιο τον Ρίντινγκ. Αν εξακολουθούσε να το παρασκευάζει,κάποια στιγμή θα έπαυε να είναι καλός.

Και αυτό ήταν κάτι που η Ηρώ ήξερε με σιγουριά πως δεν θα μπορούσε να το αντέξει.

Page 97: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Κεφάλαιο Οχτώ

Εκείνο το βράδυ, οι υποψήφιοι μνηστήρες εμφανίστηκαν στην αίθουσα του θρόνου καιπαρουσίασαν τις απαντήσεις που είχαν ετοιμάσει για τη βασίλισσα. Πρώτος ήταν οΠρίγκιπας Γουέστμουν. Έκανε μια υπόκλιση και άφησε μπροστά της ένα αψεγάδιαστοδιαμάντι. «Τα πλούτη είναι τα θεμέλια του βασιλείου σου, Μεγαλειοτάτη.»Έπειτα, ο Πρίγκιπας Ίστσαν έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της. Έσκυψε τοκεφάλι μπροστά στη βασίλισσα και απέθεσε στα πόδια της ένα όμορφο, χρυσό στιλέτο,καλυμμένο ολόκληρο από πολύτιμους λίθους. «Τα όπλα είναι τα θεμέλια του βασιλείουσου, Μεγαλειοτάτη.»Τέλος, ο Πρίγκιπας Νόρθγουιντ παρουσίασε μια βελούδινη κασετίνα με είκοσι πέντετέλεια μαργαριτάρια και είπε: «Οι εμπορικές συναλλαγές, Μεγαλειοτάτη, είναι ταθεμέλια του βασιλείου σου…»

-από το Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα

Ο Γκρίφιν βλαστημούσε τον Εφημέριο του Γουάιτσαπελ το επόμενο πρωί καθώς γύριζε στο σπίτιτου. Είχε περάσει μια άγρυπνη νύχτα στο αποστακτήριο, σε μια διαρκή υπερδιέγερση και αγωνία,προσπαθώντας να εντοπίσει το παραμικρό σημάδι που θα τον προειδοποιούσε για παράνομηεισβολή. Ωστόσο, δεν είχε φανεί ούτε ο Εφημέριος ούτε κάποιος από τους άντρες του. Τώρα τοκεφάλι του πονούσε, και το μόνο που ήθελε ήταν να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του και ναξαπλώσει στο άνετο κρεβάτι του.

Ήταν τόσο προσηλωμένος σε αυτές τις δύο ανάγκες του, που σχεδόν δεν πρόσεξε την άμαξαπου περίμενε διακριτικά απέναντι από το σπίτι του. Μόνο όταν είδε με την άκρη του ματιού του τογνωστό αμαξά, προσγειώθηκε στην πραγματικότητα.

Σταμάτησε τον Ράμπλερ με μια πνιχτή βρισιά. Τι, διάβολο, γύρευε η Λαίδη Ηρώ στο δρόμο τουμια τόσο ακατάλληλη ώρα; Το σπίτι του ήταν λίγα μέτρα μακριά, όμως ο Γκρίφιν αναστέναξε καιοδήγησε το άλογό του στην άμαξα. Χτύπησε το παράθυρό της.

Λεπτά δάχτυλα παραμέρισαν τα κουρτινάκια, και η Λαίδη Ηρώ τον κάλεσε με ένα ανυπόμονονεύμα να ανέβει.

Υπέροχα. Διέταξε έναν από τους υπηρέτες να οδηγήσει τον Ράμπλερ στους στάβλους. Έπειτασκαρφάλωσε στην άμαξα. Η Λαίδη Ηρώ φορούσε ένα σκούρο πράσινο πανωφόρι πάνω από έναφόρεμα σε ανοιχτότερη απόχρωση. Τα κόκκινα μαλλιά της έμοιαζαν σαν να ακτινοβολούσαν στομισοσκότεινο εσωτερικό της άμαξας.

«Καλημέρα, Λαίδη Ηρώ.»«Καλημέρα» του απάντησε κοφτά. «Έχω ένα ραντεβού στο Σεντ Τζάιλς και, από τη στιγμή που

επιμένεις να με συνοδεύεις εκεί, σκέφτηκα να σε γλιτώσω από τον κόπο να κυνηγάς την άμαξάμου.»

Page 98: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Τι ευγενικό εκ μέρους σου.» Σωριάστηκε στο κάθισμα απέναντί της.Εκείνη τον κοίταξε σκυθρωπά. «Κοιμήθηκες καθόλου;»«Όχι. Ούτε έφαγα πρωινό.»«Χμ.» Φαινόταν αξιολάτρευτα αυστηρή. «Τότε, κοιμήσου.»Κι ο Γκρίφιν ήταν τόσο εξαντλημένος, που ούτε τη ρώτησε τι δουλειά είχε να κάνει στο Σεντ

Τζάιλς. Ακούμπησε το κεφάλι του στα μαξιλάρια και έχασε τις αισθήσεις του τόσο γρήγορα, σαν νατον είχε χτυπήσει κάτι στο κεφάλι.

Άνοιξε τα μάτια λίγη ώρα αργότερα για να δει πως η Λαίδη Ηρώ τον παρακολουθούσε με ταγκρίζα μάτια της, με μια έκφραση κάπως φιλική.

«Καλύτερα;» τον ρώτησε με απαλή φωνή.Εκείνος δεν έκανε καμία κίνηση παρά έμεινε να ανταποδίδει το βλέμμα της, απολαμβάνοντας τη

στιγμή. «Πολύ καλύτερα, σε ευχαριστώ.»Τον κοίταξε με περιέργεια. «Για κάποιον που αυτοαποκαλείται ρεμάλι, δουλεύεις πιο σκληρά

από όλους τους κύριους που γνωρίζω.»Σήκωσε το κεφάλι του. Αν είχε πει κάποιος άλλος κάτι τέτοιο, θα το θεωρούσε επίπληξη –ένας

αριστοκράτης δεν επιτρεπόταν να δουλεύει–, όμως ο τόνος της Λαίδης Ηρώς ήταν σκεφτικός.Υπήρχε κάτι πάνω του που στ’ αλήθεια εκείνη το επιδοκίμαζε;

Οι άκρες των χειλιών του ανασηκώθηκαν. «Μην το πεις στο σινάφι των ρεμαλιών, εντάξει;»Η Ηρώ γέλασε απαλά, και ύστερα ξετύλιξε ένα κομμάτι ύφασμα στα γόνατά της. «Σου αγόρασα

ένα κομμάτι κρεατόπιτα όσο εσύ κοιμόσουν.»«Είσαι ένας άγγελος» της είπε με ευγνωμοσύνη. Πήρε την πίτα –ακόμη ζεστή– και τη δάγκωσε,

απολαμβάνοντας τη νοστιμιά της.«Δεν είσαι καλός μόνο στο να κερδίζεις λεφτά» του είπε ήσυχα.Ανασήκωσε τα φρύδια του ερωτηματικά, εξακολουθώντας να τρώει.Ο ψηλόλιγνος λαιμός της κοκκίνισε. «Είσαι καλός και στο να κάνεις τους ανθρώπους να

γελάνε.»Κατάπιε την μπουκιά του. «Έτσι κάνουν οι ανόητοι.»Η Ηρώ κούνησε αρνητικά το κεφάλι σε μια ήπια επίπληξη. «Εσύ κοροϊδεύεις, όμως είναι πολύ

σημαντικό πράγμα να μπορεί κάποιος να κάνει τους άλλους να γελούν. Η Φοίβη πέρασε πολύόμορφα προχθές, περισσότερο εξαιτίας σου.»

«Δεν έκανα τίποτα το ιδιαίτερο» είπε και δάγκωσε άλλο ένα κομμάτι.«Μα, έκανες.» Τον κοίταξε επίμονα. «Η Φοίβη είναι… Είναι ιδιαίτερη, και της έχω μεγάλη

αδυναμία. Δεν μπορώ να σου πω πόσο ευγνώμων σου είμαι που την έκανες να διασκεδάσει τιςπροάλλες. Σε ευχαριστώ.»

Μισόκλεισε τα μάτια καθώς θυμήθηκε το πώς η Φοίβη είχε χάσει από τα μάτια της τη μικρήμαϊμού στη σκηνή. «Τι…» Η άμαξα σταμάτησε απότομα, τραβώντας του την προσοχή πρινπρολάβει να τελειώσει τη σκέψη του. «Αποφάσισες να επιθεωρήσεις ξανά την οικοδομή;»

«Όχι.» Χαμήλωσε το βλέμμα στα χέρια της. «Σταματήσαμε στο οίκημα που στεγάζει προσωρινάτο ίδρυμα. Ήθελα να σου δείξω κάτι.»

Page 99: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Αλήθεια;» Απέφυγε να τον κοιτάξει, κάτι που σήμαινε πως μάλλον δεν θα του άρεσε αυτό πουτου επιφύλασσε. Έφαγε το τελευταίο κομμάτι της πίτας του και τίναξε τα χέρια. «Μετά από σένα.»

Ίσως το χαμόγελό του να μην ήταν τόσο φυσικό, γιατί η Ηρώ τον κοίταξε μάλλον νευρικά πρινκατέβει από την άμαξα. Έξω, η μέρα ήταν γκρίζα και φυσούσε ένας παγωμένος αέρας.

Ο Γκρίφιν τής πρόσφερε το μπράτσο του. «Πάμε;»Ακούμπησε το χέρι της στο μανίκι του, κι εκείνος ρίγησε κάτω από το άγγιγμά της παρόλο που

ήταν ανάλαφρο. Του έδινε ιδιαίτερη χαρά που μπορούσε να τη συνοδέψει στο δρομάκι πουοδηγούσε στο προσωρινό ορφανοτροφείο. Να φέρεται σαν τέλειος τζέντλεμαν στη συνοδό του.

Σταμάτησαν έξω από την πόρτα του ιδρύματος, κι ο Γκρίφιν έκανε ένα βήμα μπροστά καιχτύπησε.

Από μέσα δεν ακουγόταν τίποτα.Της έριξε μια ερωτηματική ματιά. «Σε περιμένουν σήμερα;»Η Ηρώ ξερόβηξε νευρικά, ενώ ένα ροδαλό χρώμα έβαψε τα μάγουλά της. «Δεν τους είπα ότι θα

ερχόμουν.»Δεν πρόλαβε να της πει τίποτα πάνω σε αυτό, επειδή η εξώπορτα άνοιξε διάπλατα. Ένα νεαρό

κορίτσι εμφανίστηκε μπροστά τους, με μια τεράστια ποδιά στερεωμένη στο κορσάζ της.«Καλημέρα, Μέρι Γουίτσαν» χαιρέτησε η Λαίδη Ηρώ. «Είναι εδώ η κυρία Χόλινμπρουκ;»Το κορίτσι έκανε μια ελαφριά υπόκλιση. «Μάλιστα, λαίδη μου. Περάστε, παρακαλώ.»Ο Γκρίφιν προσπέρασε το κατώφλι και πρόσεξε αμέσως τις γυμνές, σκεβρωμένες σανίδες του

προθάλαμου. Το κορίτσι τούς οδήγησε σε ένα μικρό καθιστικό.«Θα φωνάξω την κυρία Χόλινμπρουκ από την κουζίνα» τους είπε η Μέρι Γουίτσαν και βιάστηκε

να φύγει.Ούτε η Λαίδη Ηρώ ούτε ο Γκρίφιν κάθισαν. Εκείνος έκανε μια βόλτα στο δωμάτιο πριν σταθεί

μπροστά στο τζάκι. Χτύπησε τα δάχτυλά του πάνω στο γείσο του και παρακολούθησε τακομματάκια του σοβά που έπεφταν στην εστία.

Βήματα ακούστηκαν από το διάδρομο, κι έπειτα η πόρτα άνοιξε. Η νεαρή γυναίκα πουεμφανίστηκε ήταν πολύ όμορφη, όμως έδειχνε μάλλον πελαγωμένη. Είχε πιασμένα ταανοιχτοκάστανα μαλλιά της με τις κοκκινωπές τουφίτσες κάτω από ένα σκουφάκι, αλλά λίγεςμπούκλες είχαν ξεφύγει και έπεφταν στα αναψοκοκκινισμένα μάγουλά της. Το πιγούνι της ήτανλερωμένο με αλεύρι.

«Λαίδη Ηρώ, δεν σας περιμέναμε» είπε με φούρια, κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση.«Δεν πειράζει, κυρία Χόλινμπρουκ.» Η Ηρώ χαμογέλασε ήρεμα, πράγμα που φάνηκε να

καθησυχάζει κάπως την άλλη γυναίκα. «Έφερα ένα φίλο, το Λόρδο Γκρίφιν Ρίντινγκ. Με άκουσε ναμιλάω για το ίδρυμα και έδειξε ενδιαφέρον. Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσατε να του δείξετε κάποιααπό τα παιδιά.»

Το πρόσωπο της κυρίας Χόλινμπρουκ φωτίστηκε. «Πώς είστε, λόρδε μου;» Έκανε μιαανυπόμονη υπόκλιση. «Θα χαρώ πολύ να σας συστήσω σε μερικούς από τους οικότροφούς μας.»

Ο Γκρίφιν χαμογέλασε και έσκυψε ευγενικά. «Σας ευχαριστώ.»Περίμενε μέχρι να κάνει μεταβολή η γυναίκα για να τους οδηγήσει έξω από το δωμάτιο, και τότε

γύρισε και έριξε ένα συλλογισμένο βλέμμα στη Λαίδη Ηρώ.

Page 100: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Τι σκαρώνεις, Λαίδη Τέλεια;» μουρμούρισε κοντά στο αφτί της, ακουμπώντας απαλά το χέριτου στη στενή της πλάτη.

Τον κοίταξε νευρικά καθώς την έσπρωχνε έξω από το σαλονάκι. Σιωπηλά, ακολούθησαν τηνκυρία Χόλινμπρουκ στο πίσω μέρος του κτηρίου.

Μπήκαν σε μία κουζίνα που έμοιαζε με σπηλιά. Ο Γκρίφιν αναγκάστηκε να σκύψει το κεφάλι γιανα μη χτυπήσει στο πρέκι. Έξι μικρά κορίτσια ήταν μαζεμένα γύρω από ένα στενόμακρο ξύλινοτραπέζι και προσπαθούσαν να ανοίξουν κάποιου είδους φύλλο. Όλα μαζί, σήκωσαν το βλέμμα τουςκαι τον κοίταξαν, και ύστερα πάγωσαν σαν τρομαγμένα ελαφάκια στο ξέφωτο του δάσους.

«Παιδιά» είπε η κυρία Χόλινμπρουκ «έχουμε έναν εξαίρετο καλεσμένο. Το Λόρδο ΓκρίφινΡίντινγκ, φίλο της Λαίδης Ηρώς. Παρακαλώ, δείξτε στην ευγένειά του τους καλούς σας τρόπους.»

Το «καλοί τρόποι» θα πρέπει να ήταν ένα είδος κώδικα. Ένα-ένα τα κορίτσια υποκλίθηκαν, τοκαθένα με τη δική του χάρη.

Ο Γκρίφιν κούνησε το κεφάλι και μουρμούρισε: «Πώς είστε;»Ένα μικροκαμωμένο κορίτσι με πυρρόξανθα μαλλιά προσπάθησε να πνίξει ένα γελάκι.Η κυρία Χόλινμπρουκ επέλεξε να αγνοήσει αυτή την παραβίαση του πρωτόκολλου. Σήκωσε το

χέρι και έδειξε το μεγαλύτερο κορίτσι. «Αυτή είναι η Μέρι Γουίτσαν, την οποία πιστεύω πως ήδησυναντήσατε στην πόρτα.»

Η Μέρι Γουίτσαν έκανε μια υπόκλιση.Η Λαίδη Ηρώ ξερόβηξε. «Πόσο καιρό ζει η Μέρι Γουίτσαν στο σπίτι, κυρία Χόλινμπρουκ;»«Σχεδόν δέκα χρόνια, λαίδη μου» απάντησε η ίδια η Μέρι Γουίτσαν.«Και πώς ήρθες στο σπίτι;»Η Μέρι έριξε μια γρήγορη ματιά προς το μέρος της κυρίας Χόλινμπρουκ. Ανάμεσα στα μάτια

της γυναίκας είχε σχηματιστεί μια αδιόρατη γραμμή. «Τη Μέρι την έφερε σε μας, ε…» –κοίταξεβιαστικά τα κορίτσια– «ε, κάποιο άτομο με κακιά φήμη. Ήταν ακριβώς τριών χρόνων εκείνη τηνεποχή.»

«Και η μητέρα της;» ρώτησε ήρεμα η Λαίδη Ηρώ.«Δεν γνωρίζουμε τίποτα για τους γονείς της, απάντησε αργά η κυρία Χόλινμπρουκ «αλλά

κρίνοντας από το άτομο που την έφερε εδώ, βγάλαμε το συμπέρασμα πως η μητέρα της ήταν μιαφτωχιά, κακότυχη που τριγυρνούσε στους δρόμους.»

Η μητέρα της ήταν μία πόρνη. Ο Γκρίφιν κοίταξε το κορίτσι και αναρωτήθηκε πώς θα πρέπει νααισθανόταν όταν ήταν υποχρεωμένη να ακούει να συζητιούνται τόσο προσωπικά θέματα μπροστάτης.

Το κορίτσι ανταπόδωσε το βλέμμα του, με έκφραση παγερή.Ο Γκρίφιν τής έγνεψε με το κεφάλι και της είπε απαλά: «Σε ευχαριστώ, Μέρι Γουίτσαν.»Η κυρία Χόλινμπρουκ προχώρησε στο επόμενο κορίτσι. «Αυτή είναι η Μέρι Λιτλ. Είναι μαζί

μας από τότε που την εγκατέλειψαν βρέφος στο κατώφλι μας.»Η Μέρι Λιτλ υποκλίθηκε. «Είστε αυτός που θα παντρευτεί τη Λαίδη Ηρώ;»Η Λαίδη Ηρώ άφησε ένα πνιχτό επιφώνημα πίσω του. Ο Γκρίφιν δεν τόλμησε να την κοιτάξει.

«Όχι, ο αδερφός μου είναι αυτός που θα παντρευτεί τη Λαίδη Ηρώ.»«Ω» έκανε το παιδί.

Page 101: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Η διευθύντρια καθάρισε αμήχανα το λαιμό της. «Και αυτή» –έδειξε με το χέρι το τρίτο κορίτσιστη σειρά– «είναι η Μέρι Κομπάσιον. Ήρθε σε μας σε ηλικία δύο χρόνων μαζί με τον αδερφό της,τον Τζόζεφ Κομπάσιον. Οι γονείς τους πέθαναν με μία εβδομάδα διαφορά ο ένας από τον άλλον απόγρίπη και ελλιπή διατροφή.»

«Κι από το ποτό» μουρμούρισε η Λαίδη Ηρώ.Ο Γκρίφιν την κοίταξε με απάθεια. Εκείνη σήκωσε το πιγούνι πεισματικά και ανταπόδωσε το

βλέμμα του.«Ε, ναι.» Η κυρία Χόλινμπρουκ έριξε και στους δύο από μια ματιά, με μια σαστισμένη έκφραση

στο πρόσωπό της. «Οι περισσότεροι θάνατοι στο Σεντ Τζάιλς –εννοώ από αυτούς που δενοφείλονται στα γηρατειά– οφείλονται με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο στο πιοτό.»

«Πόσοι είναι αυτοί που πεθαίνουν από γηρατειά στο Σεντ Τζάιλς;» ρώτησε η Λαίδη Ηρώ.«Λίγοι» απάντησε ήρεμα η διευθύντρια. «Πάρα πολύ λίγοι.»Ο Γκρίφιν έσφιξε τις γροθιές του και προσπάθησε να διατηρήσει τη φωνή του αμετάβλητη. «Και

οι υπόλοιπες νεαρές κυρίες;»«Ω.» Η κυρία Χόλινμπρουκ κοίταξε αφηρημένα τα παιδιά. «Αυτή είναι η Μέρι Ίβνινγκ. Είναι

μαζί μας από μωρό. Βρέθηκε στα σκαλοπάτια κάποιας κοντινής εκκλησίας. Δίπλα της είναι η ΜέριΡεντρίμπον, την οποία μας την έφερε ένας ντόπιος ταβερνιάρης.» Η διευθύντρια έριξε ένα γρήγοροβλέμμα στη Λαίδη Ηρώ. «Φοβάμαι πως τη Μέρι Ρεντρίμπον την άφησε στο καπηλειό η μητέρα τηςκαι δεν επέστρεψε ποτέ για να την πάρει.»

Ο Γκρίφιν πίεσε τον εαυτό του να χαμογελάσει τη στιγμή που τα μικρά κορίτσια έκαναν όλαμαζί μια υπόκλιση. Ήθελε να ουρλιάξει πως δεν έφταιγε εκείνος αν ο κόσμος επέλεγε να πίνει τζιν.Αυτός δεν είχε σπρώξει καμία γυναίκα στην πορνεία, ούτε είχε αναγκάσει κάποια μάνα ναεγκαταλείψει το παιδί της σε καπηλειό. Αν δεν έφτιαχνε εκείνος το τζιν που έπιναν, θα το έκανεκάποιος άλλος.

«Και τέλος, αυτή είναι η Μέρι Σουίτ.» Η κυρία Χόλινμπρουκ χάιδεψε τις μπούκλες τουμικρότερου κοριτσιού, το οποίο δεν πρέπει να ήταν πάνω από τριών χρόνων. «Η μητέρα της είχεάλλα πέντε παιδιά και προσπάθησε να πουλήσει τη Μέρι όταν ήταν ακόμη βρέφος. Εμείςκαταφέραμε να την πείσουμε να τη δώσει σε μας.»

Ο Γκρίφιν πήρε μια βαθιά αναπνοή. «Τι ευτύχημα για τη Μέρι Σουίτ.» Κοίταξε το παιδί πουβιάστηκε να κρύψει το προσωπάκι του πίσω από τα φουστάνια της διευθύντριας.

«Και για μας ήταν ευτύχημα» είπε με αγάπη η κυρία Χόλινμπρουκ. «Τώρα, αν θέλετε να έρθετεμαζί μου, μπορώ να σας συστήσω κάποια από τα αγόρια μας.»

«Α, όσο γι’ αυτό.» Ο Γκρίφιν έκανε έναν απολογητικό μορφασμό. «Φοβάμαι πως η Λαίδη Ηρώυπερεκτίμησε το διαθέσιμο χρόνο μου. Θα πρέπει να αναβάλουμε την υπόλοιπη ξενάγησή σας γιακάποια άλλη μέρα.»

«Ω, φυσικά» είπε η κυρία Χόλινμπρουκ. «Είσαστε ευπρόσδεκτος οποιαδήποτε ώρα, λόρδεμου.»

Χαμογέλασε ευγενικά και έπιασε σταθερά το μπράτσο της Λαίδης Ηρώς για να τη σπρώξει προςτην πόρτα πριν καλά-καλά εκείνη προλάβει να χαιρετήσει. Κράτησε το χαμόγελο καρφωμένο στοπρόσωπό του μέχρι τη στιγμή που βρέθηκαν έξω.

Η Ηρώ προσπάθησε να τραβήξει το χέρι της. «Λόρδε μου…»

Page 102: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Όχι εδώ» μουρμούρισε εκείνος, διασχίζοντας γρήγορα το μικρό δρομάκι. Έδωσε οδηγίες στοναμαξά, τη βοήθησε να ανέβει και κάθισε κι ο ίδιος στη θέση του.

Έπειτα την κοίταξε και τη ρώτησε με αργόσυρτη φωνή: «Τι νομίζεις ότι πας να κάνεις;»

* * *

Τα ανοιχτοπράσινα μάτια του Ρίντινγκ την κοιτούσαν τραχιά, τα χείλη του ήταν τόσο σφιγμένα, πουμικρές άσπρες γραμμούλες είχαν σχηματιστεί στις άκρες τους και τα ρουθούνια του είχαν διασταλεί.

Της φαινόταν τόσο απειλητικός, που αναγκάστηκε να ξεροκαταπιεί μερικές φορές πριν να τουαπαντήσει. «Προσπαθώ να σε κάνω να καταλάβεις τι κάνει το αποστακτήριό σου στο Σεντ Τζάιλςκαι στους καημένους τους ανθρώπους που ζουν εδώ. Σαν φίλη…»

Εκείνος γέλασε απότομα, σκεπάζοντας τη φωνή της. «Ναι; Σαν φίλη, τι νόμισες ότι θα γίνει ότανμε πήγες εκεί πέρα; Ότι θα έβλεπα αυτά τα μικρά κοριτσάκια και θα μου γινόταν μια ξαφνικήαποκάλυψη; Μήπως ότι θα χάριζα τα υλικά υπάρχοντά μου στους φτωχούς και θα πήγαινα να γίνωκαλόγερος;»

Έσκυψε προς το μέρος της. «Άκου, και άκου με καλά, λαίδη μου. Μου αρέσει αυτό που είμαικαι αυτό που κάνω. Είμαι ένα αμετανόητο ρεμάλι που παρασκευάζει παράνομο τζιν. Μην πιστέψειςπως εσύ ή οποιοσδήποτε άλλος θα μπορούσατε να με αλλάξετε – ακόμα κι αν ήθελα να αλλάξω.»

Έκλεισε σφιχτά τα χείλη της και έγειρε το κεφάλι, κοιτώντας τον σταθερά, χωρίς να του μιλάει.Τώρα είχε αρχίσει και εκείνη να νιώθει θυμό.

Ο Γκρίφιν ανταπόδωσε επίμονα το βλέμμα της μέχρι που φάνηκε να μην αντέχει άλλο τη σιωπή.«Τι;»

«Εσύ, λόρδε μου, δεν είσαι τόσο απερίσκεπτος –ή τόσο κακός–, όσο θέλεις να με κάνεις ναπιστεύω.»

«Στο Θεό σου, τι αρλούμπες μού λες τώρα;»«Η φήμη σου.» Κούνησε αόριστα το χέρι. «Η αλήτικη συμπεριφορά σου. Τους άφησες όλους

στο Λονδίνο να νομίζουν πως παράτησες το Κέιμπριτζ εξαιτίας κάποιας επιπόλαιης ιδιοτροπίας σουόταν στην πραγματικότητα το άφησες για να βοηθήσεις την οικογένειά σου. Έκανες τους άλλους ναπιστέψουν πως ζεις μια ακόλαστη ζωή, χωρίς να νοιάζεσαι ή να ανησυχείς για τίποτα, όταν αυτό πουκάνεις είναι να δουλεύεις για χάρη των δικών σου.»

Γέλασε επιφυλακτικά. «Για την περίπτωση που έχει διαφύγει από τη μνήμη σου, ήμουν έτοιμοςνα κάνω έρωτα με μια παντρεμένη γυναίκα όταν πρωτοσυναντηθήκαμε.»

Η Ηρώ απέστρεψε το βλέμμα. Αυτή η εικόνα, κατά περίεργο τρόπο, μεγάλωνε ακόμα πιο πολύτο θυμό της. «Ποτέ δεν είπα ότι είσαι τέλειος. Απλώς όχι τόσο απαίσιος, όσο αφήνεις τους άλλουςνα πιστεύουν.»

«Έτσι λες;»Σήκωσε περήφανα το κεφάλι και τον κοίταξε στα μάτια. «Ναι.»Της χαμογέλασε ψεύτικα. «Και τι έχεις να πεις για την πρώην γυναίκα του αγαπημένου μου

αδερφού;»Η καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα. Ο χώρος μέσα στην άμαξα ήταν πολύ

Page 103: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

περιορισμένος, και η διάθεσή του έμοιαζε σαν ένα κόκκινο πανί ανάμεσά τους. «Τι να πω γι’αυτήν;»

«Όλος ο κόσμος ξέρει πως την ξελόγιασα κάτω από τα μάτια του καημένου του αδερφού μουκαι πως, αν δεν είχε πεθάνει στη γέννα μαζί με το μωρό, χωρίς αμφιβολία θα ήμουν εγώ ο πατέραςτου μελλοντικού κληρονόμου του.»

«Αλήθεια είναι;» τον ρώτησε ήρεμα.«Ποιο πράγμα;»«Έκανες στ’ αλήθεια όλα αυτά τα πράγματα που πιστεύει ο κόσμος και ο αδερφός σου;»Για μια στιγμή έμεινε να την κοιτάζει, θυμωμένος και απογοητευμένος ταυτόχρονα, και η Ηρώ

κράτησε την αναπνοή της περιμένοντας την απάντησή του.Έπειτα εκείνος κούνησε αργά το κεφάλι. «Όχι. Θεέ μου, όχι.»Έγειρε προς το μέρος του. «Τότε, γιατί τους αφήνεις όλους να πιστεύουν ένα τόσο άδικο ψέμα;

Γιατί προσποιείσαι πως είσαι χειρότερος απ’ ό,τι στην πραγματικότητα;»«Εγώ δεν…» άρχισε, μόνο που η Ηρώ δεν είχε ολοκληρώσει τις ερωτήσεις της.«Γιατί;» τον ρώτησε θυμωμένα. «Γιατί συνεχίζεις αυτή την απαίσια επιχείρηση με το τζιν;

Αξίζεις πολύ καλύτερα πράγματα, Ρίντινγκ.»«Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να κάθεσαι και να με κρίνεις;» τη ρώτησε με χαμηλή, απειλητική

φωνή. «Α, ξέχασα. Θεωρείς τον εαυτό σου πιο ενάρετο από όλους εμάς τους κοινούς θνητούς. Είσαιη Λαίδη Τέλεια που δικάζει τις αμαρτίες των άλλων, μια αδιάφθορη γυναίκα, πιο κρύα κι απ’ ό,τι τομάρμαρο μέσα στο χειμώνα.»

Κράτησε την αναπνοή της, ανήμπορη να μιλήσει για λίγο. Στ’ αλήθεια έτσι την έβλεπε; Σαν μιαενάρετη, ψυχρή και στερημένη γυναίκα;

«Πώς τολμάς;» ψιθύρισε χωρίς να καταφέρει να συγκρατήσει τα δάκρυα που πλημμύρισαν ταμάτια της. «Ανάθεμά σε.»

Τα δάκρυα είχαν θολώσει την όρασή της, γι’ αυτό δεν είδε την κίνηση που έκανε, παρά βρέθηκεξαφνικά στην άλλη μεριά της άμαξας, μισοξαπλωμένη μέσα στην αγκαλιά του.

«Τολμάω» μουρμούρισε «επειδή είμαι εγωιστής και ματαιόδοξος και άκαρδος. Τολμώ επειδήεσύ είσαι αυτό που είσαι ενώ εγώ είμαι διαφορετικός. Τολμώ επειδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.Έζησα πάρα πολύ καιρό χωρίς να έχω να φάω ή να πιω, σερνόμενος ολομόναχος σε μια αχανήέρημο, κι εσύ, αγαπητή μου Λαίδη Τέλεια, είσαι σαν μάννα εξ ουρανού.»

Τα χείλη του συνάντησαν τα δικά της, ανυπόμονα και καυτά. Ω, Θεέ, η Ηρώ δεν είχε καταλάβειπόσο πολύ είχε επιθυμήσει τα φιλιά του! Το στόμα του είχε τη γεύση του πόθου, ενός πόθου πουείχε μείνει καταπιεσμένος για πάρα πολύ καιρό, αλλά ενώ περίμενε πως θα ήταν βίαιος μαζί της,εκείνος αντιθέτως ήταν πάρα πολύ τρυφερός.

Υπέροχα τρυφερός.Τα χείλη του πίεσαν τα δικά της, η γλώσσα του τα χάιδεψε στις άκρες.«Άσε με» την παρακάλεσε, παρόλο που η Ηρώ άνοιξε το στόμα της χωρίς δισταγμό.Έσκυψε κοντά της, την τράβηξε πάνω του και άφησε τη γλώσσα του να γλιστρήσει βαθιά μέσα

στο στόμα της. Τα γένια του γρατσούνισαν την απαλή επιδερμίδα του πιγουνιού της, όμως εκείνηδεν την ένοιαξε. Ρούφηξε με λαχτάρα τη γλώσσα του, σαν να ήταν ό,τι πιο γλυκό είχε γευτεί ποτέτης.

Page 104: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Άσε με» μουρμούρισε ξανά ο Γκρίφιν, και η Ηρώ ένιωσε το χέρι του να γλιστρά στο γυμνόδέρμα κάτω από το λαιμό της.

Τη χάιδεψε σαν να ήταν ένα μικρό γατάκι, τρυφερά και επιτήδεια, οδηγώντας το χέρι του όλο καιπιο χαμηλά. Όλη της η προσοχή επικεντρώθηκε σε τούτο το χέρι, στα δάχτυλά του που πλησίαζαντην κορυφή του στήθους της. Το ένιωσε να σφίγγεται, να βαραίνει από προσδοκία, και η Ηρώπερίμενε με κομμένη την ανάσα να την αγγίξει εκεί. Ο Γκρίφιν δάγκωσε απαλά το κάτω χείλι της,και τότε –ω, Θεέ!– τα δάχτυλά του χώθηκαν κάτω από το κορσάζ της.

Βόγκηξε σιγανά, νιώθοντας το ζεστό του χέρι να χαϊδεύει τη σκληρυμένη θηλή της. Πρώτα ταδάχτυλα κι ύστερα η παλάμη του έπαιξαν αισθησιακά μαζί της. Όταν την έσφιξε, η Ηρώ αισθάνθηκεέναν ξαφνικό σπασμό ανάμεσα στους μηρούς της.

«Σσς» ψιθύρισε εκείνος, γαληνεύοντας τα βογκητά της. «Άσε με.»Η Ηρώ κοίταξε και είδε πως της είχε κατεβάσει το μπούστο, αφήνοντας εκτεθειμένη τη θηλή της.

Τον άκουσε να μουρμουρίζει κάτι καθώς πάλευε με τα κορδόνια του κορσέ της, κι αμέσως μετάφανερώθηκαν γυμνά και τα δύο της στήθη.

Για μια στιγμή έμεινε μόνο να την κοιτάζει, έχοντας αιχμαλωτίσει τις απαλές καμπύλες τηςανάμεσα στα πλατιά, μαυρισμένα χέρια του, ενώ τα δάχτυλά του έπαιζαν κτητικά με τις θηλές της.

«Όμορφα, τόσο όμορφα» μουρμούρισε. «Άσε με να τα φάω.»Την κοίταξε με τα πράσινα μάτια του να γυαλίζουν σαν να είχε πυρετό, με βλέμμα που έμοιαζε

σαν να πετούσε φωτιές. Γι’ αυτό φαίνεται πως η Ηρώ συμφώνησε –αυτός πρέπει να ήταν ο λόγος–,επειδή δεν μπόρεσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να κουνήσει το κεφάλι.

Και τότε το στόμα του βρέθηκε εκεί που ποτέ άλλος άντρας δεν την είχε αγγίξει. Η γλώσσα τουχάιδεψε τη γυμνή θηλή της, υγρή και τραχιά ταυτόχρονα. Δεν είχε ιδέα πως ήταν τόσο ευαίσθητη σεαυτή την περιοχή. Τον ένιωσε να ρουφάει τη σάρκα της στο στόμα του –τρυφερά, ευλαβικά– καιαναρίγησε. Έπειτα τη ρούφηξε δυνατά, προκαλώντας της ένα αίσθημα τόσο υπέροχα γλυκό, πουάγγιζε τα όρια του πόνου.

Χαμήλωσε το βλέμμα της, ζαλισμένη, κοιτώντας την άσπρη περούκα του πάνω στο στήθος της.Όλο αυτό ήταν πολύ προσωπικό για να γίνεται μέσα σε μία άμαξα, φορώντας όλα τους τα ρούχα.Και η Ηρώ ήθελε να ανακαλύψει διάφορα δικά του σημεία. Τράβηξε την περούκα από το κεφάλι τουκαι την πέταξε στο κάθισμα. Εκείνος δεν διέκοψε ούτε για μια στιγμή την απασχόλησή του, απλώςμετακινήθηκε και στην άλλη θηλή της.

Κάτω από την περούκα, τα μαλλιά του ήταν μαύρα και πυκνά, κομμένα πολύ κοντά. Έσυρε τοχέρι της πάνω στο κεφάλι του, λυγίζοντας τα δάχτυλά της ανάμεσα στις απαλές τρίχες των μαλλιώντου. Έκλεισε τα μάτια, απολαμβάνοντας μια πρωτόγνωρη ευδαιμονία. Εκείνος πίεζε τη μία θηλή τηςανάμεσα στα δάχτυλά του ενώ ρούφαγε με το στόμα του την άλλη. Μια φωτιά είχε ανάψει στοκέντρο της ύπαρξής της, σαρωτική και ανεξέλεγκτη.

«Άγγιξέ με» της ψιθύρισε πάνω στο στήθος της.«Σε… Σε αγγίζω» του απάντησε.Άνοιξε πάλι τα μάτια και τον είδε να τρίβει το μάγουλό του πάνω στην κοκκινισμένη ρώγα της.

Ξεροκατάπιε μπροστά στο ερωτικό θέαμα, στην όμορφα τραχιά αίσθηση που προκαλούσαν τααξύριστα γένια του πάνω στην ευαίσθητη σάρκα της. Τα πράσινα μάτια του την κοιτούσαν πυρετικά,ζητώντας της κάτι.

Page 105: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Όχι εκεί» της είπε. Της έπιασε το χέρι και το έσυρε ανάμεσά τους. Το φόρεμά της έκρυβε ταπόδια του, κι εκείνος τράβηξε το χέρι της κάτω από τα μεσοφόρια της, πασπατεύοντας κάτι με τοάλλο του χέρι, μέχρι που ξαφνικά –αναπάντεχα– η Ηρώ βρέθηκε να αγγίζει γυμνό δέρμα.

Το βλέμμα της συνάντησε το δικό του.Το χαμόγελό του ήταν μελαγχολικό, αλλά και τεταμένο. Κοίταξε ξανά τα γυμνά της στήθη,

όμως αυτό που κρατούσε εκείνη στο χέρι της ήταν εκατοντάδες φορές πιο ερωτικό.«Με αισθάνεσαι;» τη ρώτησε με τραχιά φωνή.Έγλειψε τα χείλη της, στρέφοντας το βλέμμα της στο πρόσωπό του. «Ναι.»«Χάιδεψέ με.» Τα μάτια του είχαν μισοκλείσει. «Σε παρακαλώ.»Η Ηρώ τέντωσε τα δάχτυλα για να εξερευνήσει αυτή την άγνωστη, καυτή σάρκα. Την ένιωθε

τόσο σκληρή, που έμοιαζε εξωπραγματική. Κι όμως, το δέρμα ήταν απίστευτα τρυφερό. Τύλιξε τοχέρι της γύρω του και ένιωσε την παλάμη του να σκεπάζει τη δική της, δυνατή, και αβάσταχταοικεία. Της έδειξε πώς να τον χαϊδέψει αργά μέχρι τη φαρδιά άκρη του. Κι εκείνη το έκανε,απολαμβάνοντας τη λεία επιφάνεια με τη μικροσκοπική εσοχή στην κορυφή. Τον άκουσε να αφήνειένα βογκητό, σχεδόν σαν να πονούσε, και ύστερα έπιασε το χέρι της και το οδήγησε ξανά στηχοντρή βάση. Ήταν πολύ πιο μεγάλο από όσο είχε ποτέ της φανταστεί.

«Σε παρακαλώ» στέναξε ο Γκρίφιν. «Σε παρακαλώ.»Γύρισε το κεφάλι και έγλειψε τη ρώγα της πριν την κλείσει απαλά ανάμεσα στα δόντια του. Η

Ηρώ βόγκηξε και άφησε το κεφάλι της να πέσει πάνω στον ώμο του. Εκείνος συνέχισε να δαγκώνειτο στήθος της, κι έπειτα άρχισε να το φιλάει και πάλι τρυφερά.

«Χάιδεψέ με» της ζήτησε, και άφησε ελεύθερο το χέρι της.Η Ηρώ υπάκουσε πρόθυμα και χάιδεψε τη γυμνή σάρκα που ήταν κρυμμένη κάτω από τα

μισοφόρια της.«Έτσι;» τον ρώτησε, με φωνή ψιθυριστή και αισθησιακή μέσα στην άμαξα που κουνιόταν

ρυθμικά. Έξω, προσπερνούσαν τους δρόμους του Λονδίνου. Μέσα, κρατούσε τον ανδρισμό ενόςάντρα στην παλάμη της.

«Ναιιιι» έκανε ο Γκρίφιν πριν αρχίσει να γλείφει την άλλη θηλή της. «Ακριβώς έτσι.»Χαμήλωσε το βλέμμα και είδε τον εαυτό της, αφημένο στα χέρια του, σε μια γιορτή ακολασίας,

με τις θηλές της κόκκινες και πρησμένες, τόσο ευάλωτες στο παραμικρό άγγιγμά του. Το χέρι τηςάρχισε να κινείται παλινδρομικά κάτω από τα φουστάνια της, και η Ηρώ ένιωσε έκπληξη με τηντόση τόλμη της. Ίσως όλο αυτό να ήταν ένα όνειρο, μια αμαρτωλή φαντασίωση που γινότανπραγματικότητα μέρα μεσημέρι, μέσα στην άμαξά της. Χάιδευε το γυμνό όργανο ενός άντρα –τογυμνό όργανο του Ρίντινγκ– για να του προσφέρει σαρκική απόλαυση. Κοίταξε το πρόσωπό του πουγυάλιζε από τον ιδρώτα, τα μάτια του που παρακολουθούσαν λαίμαργα το στήθος της και το στέρνοτου που ανεβοκατέβαινε σπασμωδικά με κάθε ανάσα που έπαιρνε. Από το μυαλό της πέρασε ησκέψη πως μπορεί να μη μοιραζόταν ποτέ ξανά μια τόσο οικεία, τόσο εκστατική στιγμή με κανένανάλλον άντρα.

Τώρα, και τα δυο του τα χέρια βρίσκονταν στα στήθη της και έπαιζαν ταυτόχρονα με τις δύοθηλές της. Η Ηρώ δάγκωσε το χείλι της και άφησε να κυλήσει στο μάγουλό της ένα δάκρυ ηδονής.Ήταν αλήθεια. Ήταν κάτι πέρα από την καθημερινή ρουτίνα της ζωής της. Το στόμα του βρισκότανπάνω στο δικό της, τραχύ και απαιτητικό, και οι γοφοί του ανεβοκατέβαιναν, κάνοντας τον ανδρισμό

Page 106: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

του να κινείται μέσα στη χούφτα της σε ένα ζωώδη ρυθμό. Τσίμπησε ξανά τις ερεθισμένες ρώγεςτης, τραβώντας τες απαλά προς το μέρος του. Και η Ηρώ αισθάνθηκε…

Αισθάνθηκε ζωντανή.Κύρτωσε την πλάτη της, πιέζοντας τα στήθη της στα χέρια του, προσκαλώντας τη γλώσσα του

να τα ρουφήξει, και ένιωσε ένα ακατάσχετο κύμα καθαρής, διάφανης ηδονής να σαρώνει το κορμίτης. Και την ίδια στιγμή, σαν για συμπαράσταση, η αντρική σάρκα στο χέρι της άρχισε να σπαρταράκαι να αναβλύζει ένα ζεστό υγρό στα δάχτυλά της. Τα κορμιά τους δονούνταν στον ίδιο ρυθμό,δοκίμαζαν το ίδιο ρίγος, και η Ηρώ δεν ήθελε να τελειώσει ποτέ αυτή η εμπειρία.

Όταν τελικά άνοιξε τα μάτια, έδειχνε ταυτόχρονα τρομαγμένη και κατάπληκτη.Τα πράσινα μάτια κοιτούσαν προσεκτικά το πρόσωπό της, με βλέμμα νωχελικό και

ικανοποιημένο, και πέρα για πέρα αρρενωπό. Εκείνην τη στιγμή, όλα φαίνονταν γαλήνια καιφυσιολογικά.

Και τότε θυμήθηκε. «Θεέ μου. Πρόκειται να έρθει ο Τόμας στο σπίτι μου για φαγητό.»

* * *

Το κορμί του Γκρίφιν ήταν παραδομένο σε ένα ζεστό λήθαργο, όμως τα λόγια της Λαίδης Ηρώςήταν σαν να του έριξαν έναν κουβά παγωμένο νερό πάνω του. Ίσιωσε την πλάτη και κοίταξε έξωαπό το παράθυρο. Μπορούσε να δει το σπίτι της. Γύρισε προς το μέρος της, και για μια στιγμήαισθάνθηκε την ίδια μαγεία. Ήταν ξαπλωμένη στην αγκαλιά του, με τα στήθη της γυμνά και τιςυπέροχες θηλές της εκτεθειμένες, τα μάγουλά της αναψοκοκκινισμένα, και τα λαμπερά μάτια τηςθολά ακόμη από αυτό που μόλις είχαν μοιραστεί.

Θεέ και Κύριε, πράγματι.Βιαστικά, έψαξε στις τσέπες του πανωφοριού του και βρήκε ένα μαντίλι. Πήρε το χέρι της κάτω

από τα μεσοφόρια της και άρχισε να σκουπίζει προσεκτικά τα δάχτυλά της.Η Ηρώ τραβήχτηκε. «Μπορώ… Μπορώ να το κάνω μόνη μου.»Ανασήκωσε τα φρύδια του, αλλά την άφησε να πάρει το μαντίλι. Έμεινε να την παρατηρεί όσο

εκείνη έτριβε τα δάχτυλά της, και μετά την είδε να ζαρώνει τη μύτη της μπροστά στη θέα τουμαντιλιού.

«Θα το πάρω εγώ αυτό» της είπε.Κούνησε το κεφάλι της και προσπάθησε να φτιάξει το κορσάζ της. «Σε παρακαλώ, μην

κοιτάζεις.»Ήταν έτοιμος να της δώσει την κατάλληλη απάντηση, αλλά το σκέφτηκε καλύτερα. Γύρισε και

κοίταξε τις κλειστές κουρτίνες στο παράθυρο. Η Ηρώ είχε κατέβει από πάνω του, όμως εκείνος τηνένιωθε να κινείται δίπλα του καθώς προσπαθούσε να ευπρεπιστεί. Ντρεπόταν, το καταλάβαινε πολύκαλά αυτό, και για πρώτη φορά στη ζωή του δεν ήξερε τι να κάνει για να βοηθήσει.

Την ένιωσε να σηκώνεται και να μεταφέρεται στο απέναντι κάθισμα της άμαξας. Τότε γύρισε νατην κοιτάξει.

Προσπαθούσε να στρώσει τα μαλλιά της, αποφεύγοντας να συναντήσει το βλέμμα του. «Ε…Ελπίζω να μη μιλήσεις σε κανέναν γι’ αυτό που έγινε.»

Page 107: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Άφησε να του ξεφύγει μια βαριά βλαστήμια.Εκείνη τίναξε το κεφάλι της σαν να είχε δεχτεί χαστούκι και τον κοίταξε με ένα βλέμμα που τον

έκανε να θέλει να κλάψει και ταυτόχρονα να ουρλιάξει.Ο Γκρίφιν έτριψε το μέτωπό του. «Φυσικά και δεν θα μιλήσω.»Δάγκωσε το χείλι της, κι έπειτα κατένευσε σπασμωδικά. «Πρέπει να βάλεις την περούκα σου.»«Πρέπει;» Έψαξε με το βλέμμα του το κάθισμα, και τελικά τη βρήκε χωμένη σε μια γωνία. Η

άμαξα σταμάτησε τη στιγμή που τη φορούσε. «Καλύτερα;»«Ναι.»Κάθισαν εκεί σιωπηλοί μέχρι να στήσει ο υπηρέτης το σκαλοπάτι και να ανοίξει την πόρτα. Ο

Γκρίφιν προσπάθησε να βρει κάτι για να πει. Της είχε κλέψει την αθωότητα – στη θεωρία αν όχιστην πράξη. Δεν υπήρχε πια δρόμος επιστροφής.

Τελικά, έπειτα από αιώνες αναμονής, η πόρτα άνοιξε και η Ηρώ κατέβηκε, αποστρέφοντας τοπρόσωπό της από το δικό του. Χωρίς αμφιβολία, αυτήν τη στιγμή δεν θέλει ούτε να με βλέπει,σκέφτηκε βλοσυρά καθώς την ακολουθούσε.

«Ηρώ, καλή μου, εδώ είσαι!» φώναξε η Λαίδη Φοίβη από την κορυφή της σκάλας. «Η ΞαδέρφηΜπατίλντα έχει ανοίξει τρύπες στο χαλί του σαλονιού από το πήγαινε-έλα και η μαγείρισσα έκαψετη σούπα.» Τα φωτεινά μάτια της κοίταξαν προς το μέρος του, αλληθωρίζοντας λιγάκι πίσω από ταγυαλιά της. «Και έφερες και το Λόρδο Γκρίφιν για γεύμα. Τι καλά.»

Ο Γκρίφιν την ένιωσε να σφίγγεται δίπλα του. «Δεν θέλω να σας επιβάλω την παρουσία μου στογεύμα σας, Λαίδη Φοίβη. Η αδερφή σας είχε την ευγένεια να με μεταφέρει με την άμαξά της, τίποταπερισσότερο.»

«Ω, όχι, πρέπει να μείνετε» διαμαρτυρήθηκε η Λαίδη Φοίβη. «Η μαγείρισσα θα διορθώσει τησούπα, πάντα το κάνει, και είναι τόσο καλύτερα με δύο κύριους αντί με έναν ανάμεσα σε τόσεςγυναίκες. Ηρώ, κάνε τον να μείνει.»

Η Λαίδη Ηρώ στράφηκε προς το μέρος του και του χαμογέλασε με χείλη που έτρεμαν. Τοβλέμμα της ήταν τραγικό, πραγματικά. «Παρακαλώ.»

Έπρεπε να αρνηθεί, το ήξερε. Όπως ήξερε και ότι εκείνη δεν τον ήθελε στ’ αλήθεια εκεί.Ωστόσο, η τόσο ευάλωτη όψη της εκείνην τη στιγμή δεν τον άφηνε να φύγει μακριά της.

Έκανε μια υπόκλιση και της πρόσφερε το μπράτσο του. «Όπως επιθυμείτε, λαίδη μου.»Η Ηρώ απέθεσε το χέρι της στο μανίκι του, κι εκείνος θυμήθηκε με μια ξαφνική ταραχή πως

αυτά τα ίδια δάχτυλα είχαν τυλιχτεί λίγα λεπτά πριν γύρω από τον ανδρισμό του. Χριστέ καιΠαναγιά, η μνηστή του αδερφού του. Τι μεγάλο μπλέξιμο που είχε προκαλέσει.

Ανέβηκαν τα σκαλιά και μπήκαν στο σπίτι, με την αδερφή της να φλυαρεί ακατάπαυστα, χωρίςνα προβληματίζεται –ευτυχώς– από τη σιωπή τους. Η Λαίδη Ηρώ έδειχνε τόσο άκαμπτη δίπλα του,που θα μπορούσε κανείς να την παρομοιάσει με κινούμενο άγαλμα. Ένιωσε την παρόρμηση νασκεπάσει τα δάχτυλά της με το χέρι του, να δει αν κυλούσε ζωή μέσα της.

Άραγε να τον μισούσε τώρα; Να ευχόταν να μην είχε συμβεί ποτέ αυτό που είχαν κάνει νωρίτεραστην άμαξα; Το ήξερε πως κανονικά θα έπρεπε να μετανιώνει για εκείνες τις στιγμές, όμως δενμπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Τα απαλά στήθη της ήταν τόσο γλυκά, τα βογκητά που είχαν ξεφύγειαπό τα χείλη της όταν της ρουφούσε τις θηλές μέσα στα χείλη του τόσο όμορφα. Τα γκρίζα της

Page 108: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

μάτια είχαν παρασυρθεί στην ηδονή σαν να της είχε κάνει ολοκληρωτικό έρωτα. Και, μα τηναλήθεια, αυτή την ανάμνηση θα την έπαιρνε μαζί του στον τάφο του και θα ήταν μια ζωή ευγνώμωνγι’ αυτήν, ασχέτως με το κόστος.

Ένας υπηρέτης πήρε την κάπα της, και η Λαίδη Ηρώ κοίταξε τον Γκρίφιν. Έπειτα τράβηξεβιαστικά το βλέμμα της. «Θέλω… Πρέπει να φρεσκαριστώ. Η Φοίβη θα σε οδηγήσει στηντραπεζαρία.»

Ο Γκρίφιν έκανε μία υπόκλιση και έμεινε να την παρακολουθεί μελαγχολικά καθώς ανέβαινε τησκάλα.

Ύστερα στράφηκε στη Λαίδη Φοίβη και της πρόσφερε το μπράτσο του. «Είμαι στο έλεός σας.»Εκείνη του χαμογέλασε και τον έπιασε από τον αγκώνα. «Θα είμαστε μόνο εμείς στο τραπέζι –

εγώ, η Ηρώ, ο αδερφός σας και η Ξαδέρφη Μπατίλντα. Την έχετε γνωρίσει την ΞαδέρφηΜπατίλντα;»

«Δεν είχα την τιμή.»Η Φοίβη κούνησε το κεφάλι. «Μην αφήσετε τη Μινιόν να σας τρομάξει. Αγριεύει με όλους.»Και με αυτά τα αινιγματικά λόγια, τον συνόδεψε στη σκάλα και από εκεί σε ένα φωτεινό, θηλυκό

δωμάτιο, με βασικά χρώματα το κίτρινο και το άσπρο, και γεμάτο με απίστευτα εύθραυστα έπιπλα.Ο Τόμας στεκόταν στην άλλη άκρη μαζί με μία μάλλον εύσωμη ώριμη κυρία. Στράφηκε προς τομέρος τους, δείχνοντας όχι και τόσο ευχαριστημένος που έβλεπε τον αδερφό του.

«Κοιτάξτε ποιον έφερε η Ηρώ» τους είπε η Φοίβη μόλις πλησίασαν.«Γκρίφιν» μουρμούρισε ο Τόμας σαν χαιρετισμό.«Τόμας.» Ο Γκρίφιν στράφηκε στην ώριμη κυρία και κοίταξε το μικρό ασπρόμαυρο σπάνιελ που

κρατούσε στην αγκαλιά της. Του γρύλιζε σιγανά και επίμονα, ένας ήχος που έμοιαζε περισσότερο μεβουητό εντόμου.

«Από δω ο Λόρδος Γκρίφιν Ρίντινγκ, Ξαδέρφη Μπατίλντα» έκανε τις συστάσεις η Λαίδη Φοίβη.«Λόρδε μου, αυτή είναι η ξαδέρφη μου, η δεσποινίς Μπατίλντα Πίκλγουντ.»

Η δεσποινίς Πίκλγουντ έκανε μια κοφτή υπόκλιση. «Θα πρέπει να πούμε στον Πάντερς ναυπολογίσει άλλον έναν στο τραπέζι.»

«Θα προσπαθήσω να μη φάω τόσο πολύ» αστειεύτηκε ο Γκρίφιν. «Τι όμορφο σκυλάκι.»«Δεν είναι πολύ όμορφη;» Η δεσποινίς Πίκλγουντ είχε σχεδόν κοκκινίσει. Χάιδεψε το κεφάλι

του σπάνιελ, κι εκείνο σταμάτησε το γρύλισμα για να της γλείψει τα δάχτυλα. «Θα θέλατε να τηχαϊδέψετε;»

«Α.» Ο Γκρίφιν κοίταξε καχύποπτα το σκυλί. Δεν είχε αρχίσει να γρυλίζει ξανά, όμως ταεξογκωμένα καφετιά μάτια του δεν έδειχναν και πολύ φιλικά.

Δίπλα του, τα μάτια της Λαίδης Φοίβη χόρευαν πίσω από τα ματογυάλια της. «Μη φοβάστε. Ανσας δαγκώσει, θα φωνάξουμε γιατρό, σας διαβεβαιώνω.»

«Αιμοβόρικη τσαπερδόνα» μουρμούρισε εκείνος πριν απλώσει το χέρι του προς τη μουσούδατου σκύλου. Αν ήταν να τον δαγκώσει η «μαντμουαζέλ Μινιόν» ας ξεμπέρδευε μια ώρα αρχύτερα.

Το σκυλί ρουθούνισε κοκέτικα, και μετά άνοιξε ευχαριστημένο το στόμα του καθώς εκείνος τοχάιδευε επιφυλακτικά πίσω από τα αφτιά του.

«Δεν την καταλαβαίνω» μουρμούρισε η δεσποινίς Πίκλγουντ. «Συνήθως μισεί τους άντρες.»

Page 109: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Ο Γκρίφιν κοίταξε τη Λαίδη Φοίβη που είχε φέρει το χέρι στο στόμα της για να κρύψει έναγελάκι.

Η κοπέλα ανασήκωσε τους ώμους. «Η αλήθεια είναι πως δεν έχει δαγκώσει ποτέ κάποιον κύριο.Μόνο τους απειλεί.»

«Παραλίγο να δαγκώσει εμένα» είπε ο Τόμας ψυχρά. «Θα πρέπει να έχεις τρίψει τα δάχτυλά σουσε καπνιστό χοιρινό, Γκρίφιν.»

«Ίσως απλώς να έχει καλό γούστο» είπε ο Γκρίφιν καθώς χάιδευε το πιγούνι της Μινιόν.«Εν πάση περιπτώσει, δείχνει στ’ αλήθεια να σας συμπαθεί» είπε η δεσποινίς Πίκλγουντ και

κατένευσε στον μπάτλερ που της έκανε κάποιο σινιάλο. «Νομίζω πως είμαστε έτοιμοι για ναπεράσουμε μέσα. Μήπως θα μπορούσες να δεις τι είναι αυτό που καθυστερεί τόσο την αδερφή σου,Φοίβη;»

Η Λαίδη Φοίβη βγήκε από το δωμάτιο και ο Τόμας έκανε μια κοινωνική παρατήρηση, όμως οΓκρίφιν δεν έδινε προσοχή. Χάιδευε αφηρημένα το μικρό σπάνιελ και αναρωτιόταν αν ήταν αυτός ηαιτία που η Ηρώ έδειχνε απρόθυμη να έρθει για το γεύμα.

Να πάρει, να πάρει, να πάρει! Είχε κάνει το χειρότερο λάθος της ζωής του.«Να ’την.»Γύρισε να κοιτάξει στο άκουσμα της φωνής της Λαίδης Φοίβης. Η Ηρώ στεκόταν δίπλα της,

ανασυγκροτημένη, παρόλο που ακόμα τα μάγουλά της ήταν κόκκινα.Προχώρησε αμέσως προς τον Τόμας και άπλωσε το χέρι της. «Λόρδε μου, χαίρομαι που σε

βλέπω.»Ο Τόμας έσκυψε πάνω από το χέρι της σε έναν ευγενικό, καθημερινό χαιρετισμό που με κανέναν

τρόπο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί περιπαθής, και ο Γκρίφιν ένιωσε το κορμί του να καίγεται απόπόνο. Εκείνην τη στιγμή, αυτό που ήθελε ήταν να σπρώξει παράμερα τον αδερφό του, να αρπάξειστα χέρια του την Ηρώ και να την πάρει μακριά. Να την πάει κάπου όπου θα μπορούσε ναεξαφανίσει αυτή την έκφραση της πλήξης από το πρόσωπό της και να την αντικαταστήσει με πόθο.Πόθο για εκείνον.

Ωστόσο, πήρε μια βαθιά αναπνοή και πρόσφερε το μπράτσο του στη Λαίδη Φοίβη. «Θα μεσυνοδέψετε στην τραπεζαρία, λαίδη μου;»

Εκείνη του χαμογέλασε, με το στρογγυλό, ροδαλό πρόσωπό της εμφανώς χαρούμενο. «Μετάχαράς, λόρδε μου.»

Το γεύμα, όπως και το δωμάτιο, αποδείχτηκε γυναικεία υπόθεση. Σούπα ελάχιστα πιο πηχτή απόαπλό ζωμό, όμορφες μικρές πιτούλες χωρίς πολλή γέμιση, και μια ποικιλία από ψωμιά και τυριά. Τοκρασί, όμως, ήταν καλό, και υπό κανονικές συνθήκες ο Γκρίφιν θα το απολάμβανε.

«Απ’ ό,τι έχω καταλάβει, διαχειρίζεστε την περιουσία της οικογένειας» είπε η δεσποινίςΠίκλγουντ με μια παράξενη έκφραση στο πρόσωπό της. Είχε καθίσει στην κεφαλή του τραπεζιούκαι είχε κρύψει το ένα της χέρι κάτω από το τραπέζι.

«Το διαχειρίζεστε είναι πραγματικά πολύ μεγάλη κουβέντα» είπε ο Τόμας αργόσυρτα από τηνάλλη άκρη του τραπεζιού. «Ο αδερφός μου είναι απασχολημένος με τις διασκεδάσεις του, κι εμείςεκμεταλλευόμαστε πολλές εκτάσεις γης.»

Ο Γκρίφιν έπιασε το μαχαίρι του. «Αυτό που θέλει να πει ο αδερφός μου είναι πως, ναι,

Page 110: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

επιβλέπω την ακίνητη περιουσία των Μάντβιλ καθώς και τη δική μου.»Ο Τόμας τού έριξε ένα ανέκφραστο και καθόλου φιλικό βλέμμα και ήπιε μια γουλιά από το

κρασί του.Στα δεξιά του Τόμας, η Λαίδη Ηρώ ίσιωσε την πλάτη και έβαλε το χέρι της κάτω από το τραπέζι.

«Βρίσκονται και τα δικά σας κτήματα στο Λανκασάιρ, Λόρδε Γκρίφιν;»«Ναι.» Ο Γκρίφιν πασπάτευε το μαχαίρι του. «Απόρροια συνετών γάμων που έκαναν κάποιοι

πρόγονοί μου.»«Μα, είναι πολύ μακριά από το Λονδίνο» είπε η Λαίδη Φοίβη. «Σίγουρα θα νιώθετε μόνος στην

επαρχία.»Δάγκωσε το χείλι της και κοίταξε ίσια μπροστά της, ενώ το χέρι της εξαφανίστηκε ξαφνικά κάτω

από το τραπέζι.Ο Τόμας ξεφύσησε περιφρονητικά. «Ο αδερφός μου μπορεί να βρει συγκινήσεις οπουδήποτε κι

αν βρίσκεται. Και έχει τα ταξίδια του στο Λονδίνο για να κάνει τις κραιπάλες του.»Ο Γκρίφιν κοίταξε τον αδερφό του με μισόκλειστα μάτια, χωρίς να μπορεί να κρύψει το θυμό

που σκοτείνιασε το πρόσωπό του. Χαμογέλασε ψυχρά και άφησε το μαχαίρι του να πέσει. Αυτόχτύπησε πάνω στο πιάτο του.

Οι κυρίες ξαφνιάστηκαν.Ο Τόμας απλώς ανασήκωσε τα φρύδια.Ο Γκρίφιν οδήγησε το βλέμμα του στη Λαίδη Φοίβη, η οποία καθόταν ανάμεσα σε εκείνον και

στον Τόμας. «Διασκεδάζω με το κυνήγι και κάνοντας ιππασία, λαίδη μου. Επίσης, μου παίρνει πολύχρόνο το να επιβλέπω τα κτήματα και τα σιτηρά, γι’ αυτό, όχι, δεν νιώθω μόνος, αν και σαςευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον σας.»

Εκείνη είχε συνοφρυωθεί και κοιτούσε πότε τον Γκρίφιν και πότε τον αδερφό του, όμως ταλόγια του την έκαναν να χαμογελάσει διστακτικά. «Λοιπόν, θα πρέπει να σιγουρευτούμε πωςδιασκεδάζετε αρκετά όταν έρχεστε στο Λονδίνο, έτσι δεν είναι, Ηρώ;»

Η Λαίδη Ηρώ έσφιξε τα χείλη. «Φοίβη…»«Τι;» Η αδερφή της φάνηκε σαστισμένη.Το πρόσωπο της Λαίδης Ηρώς είχε πάρει μια ξινισμένη έκφραση. Ακόμα και η δεσποινίς

Πίκλγουντ έδειχνε περισσότερο φιλική.Εκείνην τη στιγμή, ο Γκρίφιν ένιωσε κάτι να του χτυπάει απαλά και επίμονα το γόνατο.«Με μεγάλη μου χαρά να πάω όπου σκεφτείτε, Λαίδη Φοίβη.» Χαμογέλασε, έκοψε ένα μικρό

κομματάκι πίτα και το έδωσε στη Μινιόν που περίμενε κάτω από το τραπέζι.«Ο περισσότερος χρόνος μας είναι πιασμένος από τις ετοιμασίες του γάμου» είπε η Ηρώ

αυταρχικά.«Όμως, θα πρέπει να πηγαίνετε για ψώνια.» Έπιασε ξανά το μαχαίρι του και άρχισε να το

στριφογυρίζει ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Θα πρέπει και να τρώτε και να πηγαίνετε σε διάφοραπανηγύρια, και όλα τα σχετικά.»

Η Λαίδη Φοίβη γέλασε νευρικά.Η Ηρώ χαμήλωσε το βλέμμα στο πιάτο της. Τα μάγουλά της είχαν χλωμιάσει και τα χείλη της

είχαν γίνει μια ίσια γραμμή.

Page 111: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Εκείνος ανασήκωσε με άνεση τους ώμους, παρόλο που η καρδιά του είχε σφιχτεί. «Ίσως καιόχι.»

Ο Τόμας μετακινήθηκε νευρικά στο κάθισμά του. «Εσένα δεν νομίζω πως θα σε ξανακαλέσουνπουθενά.»

Η Λαίδη Φοίβη σήκωσε το κεφάλι. «Γιατί το λέτε αυτό;»Ο Γκρίφιν κοίταξε τον αδερφό του, ανασηκώνοντας τα φρύδια. Κάποια παλιά ανάμνηση φάνηκε

να του φτιάχνει τη διάθεση.«Επειδή ο Γκρίφιν παρά λίγο να σκοτωθεί στην τελευταία εκδήλωση που παραβρέθηκε από μια

ομάδα πλανόδιων γανωτήδων» εξήγησε ο Τόμας με αργόσυρτη φωνή.«Αλήθεια;» Η Φοίβη έγειρε μπροστά.«Πράγματι. Προσπάθησε να κλέψει…»«Απλώς να εξετάσω» τον διόρθωσε ο Γκρίφιν.«Να κλέψεις» επέμεινε ο Τόμας με το ύφος που χρησιμοποιούσε όταν μιλούσε στο Κοινοβούλιο

«κάποιο μπιχλιμπίδι.»«Ένα σουγιαδάκι» ψιθύρισε ο Γκρίφιν στη Φοίβη. «Είχε ένα ρουμπίνι στη λαβή του.»Ο Τόμας ξεφύσησε περιφρονητικά. «Μάλλον απομίμηση. Εν πάση περιπτώσει, ένας από τους

γανωτήδες, ένας άντρας τουλάχιστον ένα ενενήντα ψηλός, τον άρπαξε από το σβέρκο, και αν δενπαρενέβαινα εγώ, σήμερα θα είχα έναν αδερφό λιγότερο.»

Ο Γκρίφιν χαμογέλασε ειρωνικά. Άφησε το μαχαίρι στο πιάτο του και ήπιε μια γουλιά από τοκρασί του. «Από τότε ακόμα ο Τόμας είχε γίνει διάσημος για τους λόγους που εκφωνούσε.»

Ο Τόμας χαμογέλασε και ο Γκρίφιν θυμήθηκε με νοσταλγία εκείνη την παλιά εποχή. Τοναιφνίδιο φόβο που είχε νιώσει, την ανακούφιση και την ευγνωμοσύνη που είχε αισθανθεί όταν ομεγαλύτερος αδερφός του είχε έρθει για να τον σώσει. Χαμήλωσε το βλέμμα στο πιάτο του καισκούντηξε το μαχαίρι με το δάχτυλό του. Του φαινόταν σαν να είχε περάσει ένας αιώνας από εκείνεςτις μέρες.

«Πόσων χρόνων ήσουν;» ρώτησε η Ηρώ με απαλή φωνή.Εκείνος πήρε μια βαθιά αναπνοή και σήκωσε το κεφάλι για να συναντήσει το διορατικό της

βλέμμα. «Σχεδόν δώδεκα.»Κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι της, και η συζήτηση μεταπήδησε σε κάποιο κουτσομπολιό

που είχε ακούσει η δεσποινίς Πίκλγουντ.Παρ’ όλα αυτά, ο Γκρίφιν παρέμεινε αμίλητος, να στοχάζεται το παρελθόν, τότε που εκείνος και

ο Τόμας ήταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλον.Και να σκέφτεται το παρόν όπου είχαν απομακρυνθεί τόσο πολύ οι δυο τους.

Page 112: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Κεφάλαιο Εννέα

Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα κοίταξε τα δώρα των τριών υποψήφιων μνηστήρων τηςκαι κούνησε ηγεμονικά το κεφάλι. «Σας ευχαριστώ» είπε και τους οδήγησε στηντραπεζαρία, όπου η συζήτηση μεταφέρθηκε σε άλλα θέματα. Όμως, εκείνην τη νύχτα,την ώρα που η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα στεκόταν στο μπαλκόνι της, το μικρόκαφετί πουλί πέταξε στα κάγκελα. Το έπιασε απαλά ανάμεσα στα χέρια της και είδεπως είχε μια κλωστή δεμένη στο λαιμό του, και στην άκρη της κλωστής υπήρχε έναμικρό σιδερένιο καρφί. Και τότε χαμογέλασε. Επειδή οι άνθρωποι χρησιμοποιούσανκαρφιά για να χτίσουν τα σπίτια τους, και αυτοί –οι υπήκοοί της και τα σπίτια τους–ήταν τα θεμέλια όπου στηριζόταν το βασίλειό της…

-από το Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα

Το επόμενο απόγευμα, η Ηρώ κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη της τουαλέτας της καιαναρωτήθηκε ποιανού είδους γυναίκα θα επέτρεπε στον αδερφό του μνηστήρα της να της κάνειέρωτα. Η γυναίκα που έβλεπε στον καθρέφτη ήταν αυτή που πάντα γνώριζε –αμυγδαλωτά γκρίζαμάτια, καλοχτενισμένα κόκκινα μαλλιά, σταθερό, γαλήνιο βλέμμα–, όπως ακριβώς τη θυμόταν.Ωστόσο, με κάποιον τρόπο, ήταν πολύ διαφορετική από τον άνθρωπο που μέχρι πριν λίγες μέρεςπίστευε πως ήταν. Αυτή η γυναίκα –αυτή η Ηρώ– δεν θα είχε διαπράξει ποτέ της καμία αμαρτία καιθα είχε αντιδράσει ακόμα και στον παραμικρότερο υπαινιγμό πως θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο.

Κι όμως, το είχε κάνει.Άγγιξε απαλά μια μπούκλα στον κρόταφό της.«Είναι πολύ όμορφο, αγαπητή μου» διέκοψε τις σκέψεις της η Λαίδη Μάντβιλ.Η Ηρώ χαμήλωσε το βλέμμα και κοιτάχτηκε. Ήταν τυλιγμένη από μπόλικα μέτρα λαμπερού

μεταξιού σε εκτυφλωτικό βερικοκί χρώμα, το οποίο το είχε ανασηκώσει για να αποκαλυφθεί έναμπεζ μεσοφόρι κεντημένο με πράσινα, μπλε και ροζ μπουκέτα. Το κέντημα ανέβαινε μέχρι πάνω καιστόλιζε το βαθύ, στρογγυλό ντεκολτέ της. Ήταν πραγματικά ένα πολύ ωραίο φόρεμα.

Τότε, γιατί εκείνη ένιωθε την ανάγκη να βάλει τα κλάματα;«Σου αρέσει κι εσένα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Λαίδη Μάντβιλ. «Μπορούμε να το

επιδιορθώσουμε, ή ακόμα και να φτιάξουμε ένα άλλο, αν δεν σου αρέσει. Έχουμε ακόμη χρόνομέχρι το γάμο.»

«Όχι, όχι» απάντησε βιαστικά η Ηρώ. «Είναι πολύ όμορφο. Οι ράφτρες έκαναν σπουδαίαδουλειά.»

Η μικροκαμωμένη γυναίκα που ήταν γονατισμένη μπροστά στα πόδια της τής χάρισε έναχαμόγελο ευγνωμοσύνης πριν ασχοληθεί ξανά με το στρίφωμα.

Πάντα ήξερα ποια είμαι, σκέφτηκε η Ηρώ. Μία κυρία με αρχές. Μια γυναίκα με ευαισθησίεςκαι μερικά όνειρα, που όμως ήταν πάντα συνετή και προσγειωμένη. Συχνά επιβράβευε τον εαυτό της

Page 113: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

για τη λογική που διέθετε. Η χθεσινή μέρα ήταν ένα ισχυρό πλήγμα τόσο για τη λογική, όσο και γιατην εικόνα που είχε μέχρι τώρα για τον εαυτό της. Ήταν είκοσι τεσσάρων χρόνων, μια ηλικία πουεγγυόταν ωριμότητα. Θα πίστευε κανείς πως μέχρι τώρα θα είχε σχηματίσει πλήρη αντίληψη τουποια ήταν στην πραγματικότητα.

Προφανώς έκανε λάθος.«Ορίστε» είπε η υπεύθυνη των μοδιστρών, ισιώνοντας την πλάτη της. Κοίταξε προσεκτικά το

στρίφωμα. «Θα ανασηκώσουμε λιγάκι αυτό, και μετά θα προσθέσουμε λίγη δαντέλα στα μανίκια καιστο μπούστο. Θα είναι έξοχο όταν θα τελειώσει, λαίδη μου. Μη φοβάστε.»

Η Ηρώ έκανε την απαραίτητη στροφή για να κοιτάξει το φόρεμα από το πλάι. Τέλειο φουστάνι.Μακάρι και η γυναίκα που το φορούσε να ήταν εξίσου τέλεια. «Είμαι σίγουρη ότι θα γίνειπανέμορφο.»

«Θα χρειαστούμε άλλες τρεις πρόβες, νομίζω. Να πούμε για την επόμενη Τετάρτη το πρωί, λαίδημου;» Η ράφτρα και οι βοηθοί της άρχισαν ήδη να της βγάζουν το φόρεμα.

«Εντάξει» μουρμούρισε η Ηρώ.«Θα έρθω και σε αυτή την πρόβα» ανακοίνωσε η Λαίδη Μάντβιλ. «Μπορούμε να συζητήσουμε

για τα οικογενειακά κοσμήματα και για ποια κομμάτια ίσως θελήσεις να φορέσεις.»«Φυσικά.»Η Ηρώ συνάντησε το βλέμμα της στον καθρέφτη ενώ οι ράφτρες δούλευαν γύρω της. Γκρίζο και

ήρεμο. Είχε διαπράξει μια αμαρτία. Δεν ήταν σίγουρη αν θα μπορούσε ποτέ να ξαναφορέσει τοπροσωπείο της τελειότητας. Το είχε ραγίσει η ενοχή και η απελπισία και… Και όμως, κάνοντας ό,τιείχε κάνει χθες με το Λόρδο Ρίντινγκ, της φαινόταν κατά βάθος σωστό.

Η ψυχή της τη δικαίωνε.Αυτό το συναίσθημα ήταν ίσως εκείνο που την ενοχλούσε περισσότερο.Χρειάστηκε άλλη μισή ώρα για να ντυθεί ξανά. Η Λαίδη Μάντβιλ φλυαρούσε ανάλαφρα όσο η

Ηρώ περιποιόταν την εμφάνισή της, και ακόμα κι αν είχε προσέξει κάτι παράξενο στη συμπεριφοράτης μέλλουσας νύφης της, δεν έκανε κανένα σχόλιο. Οι ράφτρες έφυγαν αφού δίπλωσαν προσεκτικάτο νυφικό της Ηρώς, και τότε μόνο σηκώθηκε και η Λαίδη Μάντβιλ. Φόρεσε τα γάντια της καθώς ηΓουέσλι διέσχιζε το δωμάτιο για να φέρει από την γκαρνταρόμπα ένα παλτό για την Ηρώ.

«Είσαι σίγουρη πως σου αρέσει το φόρεμα, αγαπητή μου;» ρώτησε ήρεμα η Λαίδη Μάντβιλ.Η Ηρώ κοίταξε το καλοσυνάτο πρόσωπο της άλλης γυναίκας και ένιωσε ντροπή. Δεν της άξιζε

αυτή η υπέροχη γυναίκα για πεθερά. «Ω, ναι.»«Είναι που» –η Λαίδη Μάντβιλ ακούμπησε ανάλαφρα το δάχτυλό της στον ώμο της Ηρώς–

«δείχνεις μάλλον μελαγχολική σήμερα.»Η Ηρώ χαμογέλασε, συγκολλώντας βιαστικά γύρω από το πρόσωπό της τα θρυμματισμένα

κομμάτια της μάσκας της. «Προγαμιαίος εκνευρισμός, φαντάζομαι.»Η Λαίδη Μάντβιλ δεν φάνηκε να πείθεται, όμως στο τέλος κούνησε με κατανόηση το κεφάλι.

«Φυσικά. Όμως, αν θελήσεις να μου μιλήσεις για οτιδήποτε –ό,τι κι αν είναι αυτό–, ε, πιστεύω πωςέχουμε μια πολύ καλή σχέση για να το κάνουμε.»

«Κι εγώ το πιστεύω» απάντησε γρήγορα η Ηρώ. Πόσο ήθελε να της εξομολογηθεί όλες τιςαμφιβολίες και τις ανησυχίες της! Όμως, η Λαίδη Μάντβιλ δεν την κοιτούσε πια τόσο καλότροπα,

Page 114: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

λες και είχε καταλάβει ότι η μέλλουσα νύφη της είχε απατήσει το γιο της. «Σας ευχαριστώ.»Η Λαίδη Μάντβιλ τράβηξε μια τελευταία φορά τα γάντια της. «Ωραία, αγαπητή μου. Χαίρομαι.

Τώρα, ας μην αφήσουμε τον Τόμας να περιμένει περισσότερο. Ξέρω πως ανυπομονεί να σε πάειβόλτα με την άμαξα μετά το μεσημέρι.» Με αυτά τα λόγια, η λαίδη απηύθυνε τους χαιρετισμούς τηςκαι έφυγε.

Η Ηρώ φόρεσε ένα όμορφο πράσινο παλτό με τη βοήθεια της Γουέσλι.Η ράφτρα έκανε ένα βήμα πίσω για να θαυμάσει τη δουλειά της και κατένευσε με ικανοποίηση.

«Του Λόρδου Μάντβιλ θα του κόψετε την ανάσα σήμερα, λαίδη μου.»Η Ηρώ χαμογέλασε συγκρατημένα. «Σε ευχαριστώ, Γουέσλι.»Κατέβηκε τη σκάλα και βρήκε τον Μάντβιλ να την περιμένει στο σαλόνι.«Αγαπητή μου» της είπε μόλις την είδε «η ομορφιά σου κάνει τον ήλιο να ντρέπεται.»Εκείνη έκανε μια τυπική υπόκλιση. «Σε ευχαριστώ, λόρδε μου.»«Και πώς πάνε οι προετοιμασίες για το γάμο;» τη ρώτησε καθώς τη συνόδευε έξω από το

σαλόνι, και από εκεί στη σκάλα της εισόδου. «Άκουσα πως το φόρεμα έχει σχεδόν τελειώσει.»«Ναι, λίγες διορθώσεις θέλει ακόμα.» Τον κοίταξε με περιέργεια. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που

έδειχνε κάποιο προσωπικό ενδιαφέρον για εκείνην. «Σ’ το είπε η μητέρα σου πριν φύγει;»Της απάντησε με ένα καταφατικό νεύμα του κεφαλιού και τη βοήθησε να ανέβει στην ανοιχτή

άμαξά του. «Η μητέρα μου λατρεύει τους γάμους. Θα έπρεπε να την έβλεπες πώς έκανε ότανπαντρευόταν η Καρολάιν. Νομίζω πως το μόνο που τη στενοχωρεί τώρα είναι το γεγονός πως έναςγιος δεν χρειάζεται προίκα.»

Η Ηρώ χαμήλωσε το βλέμμα στα χέρια της που είχε σταυρώσει πάνω στα γόνατά της και έκρυψεένα χαμόγελο στη σκέψη του Μάντβιλ να τον ντύνουν με καινούριες κάλτσες και εσώρουχα. «Τηναγαπώ πολύ τη μητέρα σου. Πρόσφερε τεράστια βοήθεια στις προετοιμασίες του γάμου.»

«Χαίρομαι που το ακούω.» Για λίγο συγκεντρώθηκε στα χαλινάρια για να οδηγήσει τα δύοπανέμορφα κανελί άλογά του στο συνωστισμένο δρόμο του Λονδίνου.

Η Ηρώ σήκωσε διακριτικά το πρόσωπό της. Σήμερα είχε βγει ο ήλιος, μια ευχάριστηφθινοπωρινή έκπληξη. Γύρω από την άμαξα, η κυκλοφορία έμοιαζε με ένα μεγάλο κύμα παλίρροιαςπου πήγαινε κι ερχόταν. Το βαρύ κάρο ενός μυλωνά σερνόταν μπροστά τους, ενώ αχθοφόροι πουκουβαλούσαν κουβούκλια μεταφοράς περνούσαν κάθε τόσο από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο μετους επιβάτες τους να χοροπηδάνε μέσα στα όρθια κουτιά. Μερικοί στρατιώτες προσπερνούσανκαβάλα στα άλογά τους, αγνοώντας τις βλαστήμιες που τους φώναζαν δύο αγόρια από το χασάπικο,επειδή είχαν λερωθεί από τις λάσπες του δρόμου. Μία ρακένδυτη γυναίκα έσκουζε ρυθμικά κάποιοτραγούδι στο πεζοδρόμιο, έχοντας στα πόδια της τα δύο της παιδιά να επαιτούν με τα χέριααπλωμένα.

«Σε συμπαθεί, να ξέρεις» είπε ο Μάντβιλ.«Η μητέρα σου;»«Ναι.» Χτύπησε τα ηνία μόλις η άμαξα προσπέρασε το κάρο του μυλωνά, και τα άλογα

ξεχύθηκαν σε ένα γρήγορο καλπασμό. «Έχει δικό της σπίτι, φυσικά, από μία κληρονομιά, όμως τοβρίσκω πολύ βολικό αν οι δυο σας τα πηγαίνετε καλά.»

«Φυσικά» μουρμούρισε η Ηρώ. Ίσιωσε το τελείωμα στο γάντι της. «Συμπαθούσε την πρώτη σου

Page 115: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

γυναίκα;»Ο Μάντβιλ την κοίταξε επιφυλακτικά. «Εννοείς την Αν;»Δεν ήταν ξεκάθαρη η ερώτησή της; «Ναι.»Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους, στρέφοντας πάλι την προσοχή του στα άλογα. «Η μητέρα

καταφέρνει να τα πηγαίνει μια χαρά με όλους, όπως φαίνεται. Ποτέ δεν έδειξε φανερά τηναντιπάθεια ή την αποδοκιμασία της.»

«Όμως, έδειξε κάποιου είδους επιδοκιμασία;»«Όχι.»Τον παρακολούθησε για λίγο έτσι όπως χειριζόταν με άνεση τα ηνία. Ήταν εσωστρεφής

άνθρωπος, το ήξερε, αλλά σε λίγες εβδομάδες θα γίνονταν σύζυγοι. «Την αγαπούσες;»Έδειξε να ταράζεται σαν να του είχε πει κάτι άσεμνο. «Αγαπητή μου…»«Το ξέρω πως δεν με αφορά» είπε ήρεμα. «Όμως, δεν μου έχεις μιλήσει ποτέ γι’ αυτήν. Θα

ήθελα να ξέρω.»«Καταλαβαίνω.» Έμεινε για μια στιγμή σιωπηλός, με μια έκφραση δυσαρέσκειας ανάμεσα στα

φρύδια του. «Τότε, θα προσπαθήσω να ικανοποιήσω την περιέργειά σου. Την… Την αγαπούσα τηνΑν και λυπήθηκα πολύ όταν πέθανε, όμως δεν μου έχουν μείνει απωθημένα για εκείνην. Δενχρειάζεται να ανησυχείς γι’ αυτό το θέμα.»

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Και ο Ρίντινγκ;»«Τι, ο Ρίντινγκ;»«Φοβάμαι πως άκουσα τις φήμες που κυκλοφορούν» του είπε προσεκτικά. Θυμήθηκε την

απάντηση του Ρίντινγκ για το συγκεκριμένο θέμα όταν τον πίεσε να της πει αν είχε ξελογιάσει τηγυναίκα του αδερφού του. Όχι. Θεέ μου, όχι. «Στ’ αλήθεια πιστεύεις πως θα μπορούσε ο αδερφόςσου να σε προδώσει με τέτοιον τρόπο;»

«Δεν χρειάζεται να πιστέψω τίποτα» της απάντησε κοφτά. «Μου το είπε η ίδια η Αν.»

* * *

Ο Τόμας είδε τα λεπτά φρύδια της μνηστής του να ανασηκώνονται σε ένδειξη έκπληξης και ένιωσεένα αίσθημα εκνευρισμού να τον κυριεύει. Τι της είχε περάσει από το μυαλό; Πως είχε παρασυρθείαπό μερικές παράλογες υποψίες χωρίς να έχει κανένα στοιχείο;

Και γιατί, που να πάρει, τον ανέκρινε έτσι;Κοίταξε ξανά μπροστά του, και τέντωσε τα ηνία έτσι ώστε να περάσουν δίπλα από ένα βοσκό

που οδηγούσε τα πρόβατά του στη μέση του δρόμου. Πλησίαζαν το Χάιντ Παρκ, και λαχταρούσε ναβρεθεί στον καθαρό αέρα. Μακάρι να μπορούσε να αφήσει ελεύθερα τα άλογά του να τρέξουνξέφρενα μέχρι τον προορισμό τους.

Μόνο που κάτι τέτοιο δεν ταίριαζε σε ένα μαρκήσιο.«Με συγχωρείς» μουρμούρισε δίπλα του η Λαίδη Ηρώ, εμφανώς μετανιωμένη.Τέλος πάντων, ακόμα και οι πιο άψογες γυναίκες γίνονταν καμιά φορά συναισθηματικές. Δεν

μπορούσαν να το ελέγξουν, έτσι ήταν φτιαγμένες. Η Αν ήταν ένα πλάσμα κυκλοθυμικό. Η Λαβίνιαήταν ένας άνθρωπος με πάθος, αλλά μπορούσε να ελέγχει τις αντιδράσεις της. Σε σύγκριση μαζί

Page 116: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

τους, η Ηρώ ήταν η προσωποποίηση της αυτοσυγκράτησης, πραγματικά.Ο Τόμας αναστέναξε. «Εν πάση περιπτώσει, έχει περάσει πια πολύς καιρός. Δεν θα καταφέρω

ποτέ να συγχωρήσω τον Γκρίφιν, αλλά σίγουρα μπορώ να αφήσω κατά μέρος το όλο θέμα και νασυνεχίσω κοιτώντας μπροστά. Όπως είπα, εσύ δεν χρειάζεται να ανησυχείς για το τι έγινε στο γάμομου με την Αν. Ανήκει στο παρελθόν.»

Για μια στιγμή προσπάθησε να θυμηθεί την εικόνα της Αν εκείνη την τρομερή νύχτα. Είχε πάθεικρίση υστερίας και έκλαιγε καθώς προσπαθούσε να σπρώξει το άτυχο, νεκρό μωρό έξω από τοσώμα της. Τότε είχε πιστέψει πως οι εικόνες και οι ήχοι εκείνης της νύχτας θα στοίχειωναν τουςεφιάλτες του για την υπόλοιπη ζωή του. Παρ’ όλα αυτά, το μόνο που μπορούσε να θυμηθεί τώρα πιαήταν το άψυχο κορμάκι του μωρού με τα άτονα χαρακτηριστικά και τη σκέψη που είχε κάνει πωςόλο αυτό το αίμα και η υστερία δεν είχαν καμία σημασία. Το παιδί ήταν κορίτσι.

Ένα μικροσκοπικό, πεθαμένο κορίτσι.«Καταλαβαίνω» είπε η Λαίδη Ηρώ.Ευτυχώς μπροστά τους φάνηκαν οι πύλες του πάρκου. Ο Τόμας απεχθανόταν κάτι τέτοιες

σκέψεις, ανώφελες και αποθαρρυντικές. Σκέψεις που αμφισβητούσαν το κύρος του και τη θέση τουστην κοινωνία. Ένας μαρκήσιος δεν θα έπρεπε να ακούει την ετοιμοθάνατη γυναίκα του να τουεξομολογείται τις απιστίες της. Και δεν θα έπρεπε να δει το νεκρό σώμα της κόρης του.

«Δεν θα το ξανασυζητήσουμε αυτό το θέμα άλλη φορά» είπε. «Τώρα που οι ερωτήσεις σουαπαντήθηκαν.»

Η Ηρώ δεν είπε τίποτα, αλλά και τι μπορούσε να πει; Φυσικά θα υπάκουγε στην επιθυμία του.Σκέφτηκε πως αν ήταν στη θέση της, η Λαβίνια θα επέμενε να συζητήσει το θέμα. Παράξενη σκέψη– και καθόλου εξυπηρετική. Κατέβαλε κάθε φιλότιμη προσπάθεια για να τη διώξει από το μυαλότου.

Το πάρκο ήταν γεμάτο από κόσμο σήμερα· ο καλός καιρός είχε παρασύρει έξω παρέες από όλατα κοινωνικά στρώματα. Ανάγκασε τα άλογα να καλπάσουν αργά πίσω από μια ουρά από άλλαάλογα και άμαξες που κατευθύνονταν προς το τέλος του Χάιντ Παρκ.

«Είδα τον Γουέικφιλντ χθες» είπε ο Τόμας.«Αλήθεια;» Η φωνή της ακούστηκε κάπως ψυχρή, αλλά ίσως να την είχε παρασύρει όλη αυτή η

κοσμοσυρροή.«Πράγματι. Μου είπε πως υπάρχει η πιθανότητα να πιάσει σύντομα κάποιον γαλαζοαίματο

παρασκευαστή τζιν.»Η Ηρώ κοκάλωσε δίπλα του. Πολλές γυναίκες έβρισκαν τις πολιτικές συζητήσεις ανιαρές,

ωστόσο είχε την εντύπωση πως αυτή εδώ θα έδειχνε περισσότερο ενδιαφέρον από τις υπόλοιπες.Στο κάτω-κάτω, ήταν η αδερφή ενός από τους επιφανέστερους άντρες του Κοινοβουλίου. Καιφυσικά γνώριζε τις πολιτικές φιλοδοξίες του.

«Ξέρεις ποιον;» τον ρώτησε, καθησυχάζοντας την ανησυχία του.«Δεν είπε. Το πιο πιθανό είναι πως το κρατάει μυστικό μέχρι να σιγουρευτεί. Ο αδερφός σου

είναι σκοτεινός αντίπαλος. Α, να κι ο Φέργκους.» Ο Τόμας κούνησε το κεφάλι στο ΛόρδοΦέργκους που καθόταν με τη μάλλον άχαρη γυναίκα του. Πίσω τους κάθονταν οι δυο τους κόρες,δυστυχώς εξίσου άχαρες. «Είναι στη ναυτική υπηρεσία» την πληροφόρησε χαμηλόφωνα καθώςοδηγούσε τα άλογα δίπλα από την άμαξα του Φέργκους.

Page 117: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Και τότε ο Τόμας ένιωσε περήφανος για τη μνηστή του, επειδή η Λαίδη Ηρώ χαιρέτησε μεχαριτωμένη κλίση του κεφαλιού της τις τρεις γυναίκες που της σύστησαν, και έπειτα έκανε μιαευγενική φιλοφρόνηση στη Λαίδη Φέργκους για το σκουφάκι της, προκαλώντας ένα ροζ χρώμα στοκιτρινιάρικο πρόσωπο της λαίδης. Οι δύο κοπέλες έσκυψαν μπροστά, και σε λίγο οι τέσσερίς τουςείχαν παρασυρθεί σε μια ζωηρή κουβέντα.

«Πετυχημένο προξενιό, Μάντβιλ» δήλωσε ο Φέργκους αφού συζήτησαν τα τελευταία σκάνδαλατης Βουλής των Λόρδων. «Είσαι τυχερός άνθρωπος.»

«Πραγματικά, πραγματικά» μουρμούρισε ο Τόμας.Οι πρόσφατες γελοίες αμφιβολίες του διαλύθηκαν. Η Λαίδη Ηρώ ήταν πάνω απ’ όλα ένα ήρεμο

και σεμνό πλάσμα που δεν αφηνόταν να παρασυρθεί από τρομερά δράματα σαν κι εκείνα πουσυνήθιζε να δημιουργεί η Αν.

Ο Φέργκους συνέχισε την ψιλοκουβέντα για ένα δεκάλεπτο ακόμα –είχε μια τάση να μιλά μεδασκαλίστικο ύφος–, και μετά αποχαιρετίστηκαν ευγενικά.

Ο Τόμας έπιασε πάλι τα ηνία. «Ελπίζω να μη βρήκες πολύ βαρετή τη συζήτηση με τη ΛαίδηΦέργκους και τις κόρες της.»

«Καθόλου» απάντησε η Ηρώ. «Ήταν πολύ συμπαθητικές. Άλλωστε, ξέρω πόσο σημαντικές είναιαυτές οι συναντήσεις για την καριέρα σου, Μάντβιλ. Θέλω να κάνω ό,τι μπορώ για να σε βοηθήσω.»

Εκείνος χαμογέλασε. «Όλο ξεχνώ πως η εξυπνάδα σου συναγωνίζεται την ομορφιά σου, λαίδημου. Στ’ αλήθεια, είμαι ένας τυχερός άνθρωπος.»

«Με κολακεύεις.»«Όλες οι γυναίκες δεν θέλετε να σας κολακεύουν;»Δεν του απάντησε, και ο Τόμας γύρισε προς το μέρος της. Η Λαίδη Ηρώ κοιτούσε σταθερά στο

πλάι, κι έτσι δεν μπορούσε να δει παρά μόνο το προφίλ της. Ακολούθησε το βλέμμα της και ένιωσεσαν να του είχαν ρίξει γροθιά στο στομάχι.

Η Λαβίνια Τέιτ καθόταν στην παραδίπλα άμαξα και γελούσε με αυτόν τον Σάμιουελ που την είχεσυνοδέψει στο Χαρτς Φόλι. Φορούσε ένα πουπουλένιο παλτό στο κόκκινο χρώμα της παπαρούνας,και τα λαμπερά κόκκινα μαλλιά της άστραφταν κάτω από το φως του ήλιου. Δεν υπήρχε περίπτωσηνα μην τραβήξει την προσοχή του κάθε άντρα στο Χάιντ Παρκ, παρά μόνο αν ήταν πεθαμένος.

Ή ηλίθιος.«Τι σου είναι αυτή η γυναίκα;» τον ρώτησε ήρεμα η Λαίδη Ηρώ.«Τίποτα» απάντησε ο Τόμας με σφιγμένα χείλη.«Ωστόσο, την κοιτάζεις σαν να είναι κάποια πολύ σημαντική.»«Τι;» Τράβηξε το βλέμμα του από τη Λαβίνια και κοίταξε τη μνηστή του. Το πρόσωπό της ήταν

αρκετά χλωμό, τα μαλλιά της είχαν την καλαίσθητη, φυσική απόχρωση του χαλκού. Έδειχνε τόσοάχρωμη δίπλα στην εκτυφλωτική παρουσία της Λαβίνια. «Είναι… κάποια που είχα γνωρίσεικάποτε.»

«Δεν τη γνωρίζεις πια;» τον ρώτησε ήρεμα η Λαίδη Ηρώ και έγειρε ευγενικά το κεφάλι.Το γέλιο της Λαβίνια παρασύρθηκε στο πάρκο από το φθινοπωρινό αεράκι.Ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να βάλει τις φωνές στη Λαίδη Ηρώ, να διώξει αυτή την πραότητα

από το πρόσωπό της, να την ταρακουνήσει βίαια μέχρι να σταματήσει πια τις ερωτήσεις της και τις

Page 118: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

ανιχνευτικές ματιές, κι έπειτα να πηδήξει από την άμαξα και να ρίξει ένα δυνατό χαστούκι σε αυτότον ηλίθιο νεαρό που συνόδευε τη Λαβίνια.

Φυσικά, δεν έκανε τίποτα από όλα αυτά. Οι άντρες της τάξης του δεν συμπεριφέρονταν ποτέ μετέτοιο τρόπο. Γι’ αυτό, κέντρισε τα άλογα, περιμένοντας εναγωνίως να προσπεράσουν την άμαξατης Λαβίνια.

«Ανήκει στο παρελθόν μου» είπε ψυχρά. «Τη γνώρισα όταν ήμουν σε κακή ψυχολογία,φοβάμαι.»

Θυμήθηκε την εποχή που αυτός ήταν ο άντρας που την έκανε να γελάει έτσι, φουσκώνοντας τοστήθος της από ευτυχία. Και θυμήθηκε τη μορφή της κάτω από το φως της αυγής, τόσο αισθησιακή,τόσο διάφανη. Μπορούσε να διακρίνει και την παραμικρή ρυτίδα στο πρόσωπό της, τηνανεπαίσθητη χαλάρωση στα στήθη της, κι όμως ποτέ δεν τον είχαν ενοχλήσει αυτού του είδους οιλεπτομέρειες. Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχε συναντήσει ποτέ του.

Η πιο όμορφη ακόμα κι από αυτές που επρόκειτο να συναντήσει. Ξερόβηξε νευρικά. «Ανήκειστο παρελθόν τώρα. Δεν θα μιλήσουμε γι’ αυτό.»

Η Ηρώ αναστέναξε δίπλα του, ένας ήχος θλιμμένος, και κάπως μοναχικός. «Μάλλον έχεις δίκιο.Είναι καλύτερα να αφήσουμε πίσω μας όσα έγιναν στο παρελθόν. Θα πρέπει να επικεντρωθούμε στοκοινό μας μέλλον.»

Ακούμπησε το γαντοφορεμένο χέρι της στον αγκώνα του. «Θα γίνουμε ένα αξιοθαύμαστοζευγάρι, εσύ κι εγώ, Τόμας.»

Κατάφερε να σχηματίσει ένα χαμόγελο στα χείλη του για να της το προσφέρει. «Ναι. Ναι, θαγίνουμε.»

Και, επιτέλους, προσπέρασαν τη Λαβίνια Τέιτ.

* * *

Το επόμενο πρωί, η Γουέσλι έβαζε τις τελευταίες πινελιές στο φόρεμα της Ηρώς, όταν η Φοίβηόρμησε στο δωμάτιο.

«Δεν μπορείς να μαντέψεις!»Η Ηρώ άνοιξε το στόμα για να τη ρωτήσει τι ήταν αυτό που δεν μπορούσε να μαντέψει, όμως η

αδερφή της συνέχισε με φούρια. «Ο Λόρδος Γκρίφιν και η Λαίδη Μάργκαρετ πέρασαν και ρώτησαναν θέλουμε να πάμε μαζί για ψώνια!»

Για κλάσματα του δευτερολέπτου, η καρδιά της Ηρώς χοροπήδησε από χαρά στη σκέψη του.Όμως, αμέσως επικράτησε η πρακτική πλευρά του χαρακτήρα της.

«Ω, καλή μου.» Η Ηρώ μόρφασε από θλίψη μπροστά στη χαρά που διέκρινε στο πρόσωπο τηςΦοίβης. Έμοιαζε σαν να ακτινοβολούσε ολόκληρη. «Το ξέρεις πως η Μπατίλντα δεν θέλει να μεβλέπουν με τον Ρίντινγκ. Κι έπειτα από προχθές που τον έφερα στο σπίτι για γεύμα…»

Το φως χάθηκε από το πρόσωπο της Φοίβης. «Όμως, εγώ δεν μπορώ να πάω μόνη μου μαζίτους.»

Όχι, σίγουρα δεν μπορεί, και ο Ρίντινγκ το ξέρει πολύ καλά αυτό, σκέφτηκε θυμωμένα η Ηρώ.«Σε παρακαλώ, Ηρώ.»

Page 119: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της, αλλά αυτό δεν σταμάτησε τη φωνή της Φοίβης. «Σεπαρακαλώωωω.»

Άνοιξε ξανά τα μάτια. «Ωραία. Αλλά μόνο για καμιά ώρα, όχι περισσότερο.»Δεν ήταν απαραίτητος ο περιοριστικός όρος. Η Φοίβη ήδη χοροπηδούσε πάνω-κάτω όλο χαρά.Η Ηρώ αναστέναξε, ξέροντας πολύ καλά πως όλο αυτό ήταν μια πάρα πολύ κακή ιδέα. Ωστόσο,

χρειάστηκε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο καθώς κατέβαινε τις σκάλες πίσω από την αδερφή της.Ο Ρίντινγκ περίμενε κάτω, εντελώς αξιοπρεπής μέσα στο σκούρο μπλε πανωφόρι και στο

παντελόνι του. Χαμογέλασε στη Φοίβη που έτρεχε κατά πάνω του, αλλά το βλέμμα τουπαρακολουθούσε την Ηρώ.

Εκείνη προσπάθησε να μην κοκκινίσει.«Χαίρομαι που μπόρεσες να έρθεις μαζί μας, Λαίδη Ηρώ» είπε καθώς τις συνόδευε έξω.Του έριξε μια αυστηρή ματιά, περιμένοντας να διακρίνει κάποια ειρωνική έκφραση στο πρόσωπό

του, όμως εκείνος έδειχνε απόλυτα σοβαρός. «Πού είναι η αδερφή σου;»Τα μάτια του την κοίταξαν παιχνιδιάρικα. «Στην άμαξα.»Πράγματι, μόλις ανέβηκαν στην άμαξα, βρήκαν τη Λαίδη Μάργκαρετ να τους περιμένει.«Ω, χαίρομαι πολύ που καταφέρατε να έρθετε παρόλο που σας ειδοποιήσαμε τελευταία στιγμή!»

αναφώνησε μόλις βολεύτηκαν στα καθίσματα. «Αισθάνομαι πως πρέπει να γνωριστούμε καλύτερααπό τη στιγμή που παντρεύεσαι τον αδερφό μου.»

«Φυσικά» μουρμούρισε η Ηρώ. «Σύντομα θα γίνουμε αδερφές, έτσι δεν είναι;»Ο Ρίντινγκ γύρισε το ανέκφραστο πρόσωπό του προς το παράθυρο.«Το ελπίζω» είπε η Λαίδη Μάργκαρετ. «Ήδη νιώθω σαν να γνωρίζω τον αδερφό σου, το δούκα,

καλύτερα. Ο Τόμας μιλάει τόσο συχνά γι’ αυτόν, κι ύστερα, πέρασαν τόσο χρόνο μαζί το καλοκαίρισχεδιάζοντας το νομοσχέδιό τους για την υπόθεση του τζιν. Ο Γουέικφιλντ έχει εμμονή με αυτή τηνυπόθεση, σωστά;»

«Πιστεύει πως το Σεντ Τζάιλς έχει γίνει εγκληματική περιοχή εξαιτίας του τζιν» είπε σοβαρά ηΦοίβη. «Κατ’ επέκταση, κατηγορεί το τζιν για το θάνατο των γονιών μας.»

Η Ηρώ κοίταξε την αδερφή της, αρκετά ξαφνιασμένη που είχε καταλήξει σε αυτό τοσυμπέρασμα μέσα από τα μετρημένα λόγια που έλεγε ο Μάξιμους μπροστά της.

Η Λαίδη Μάργκαρετ κατένευσε. «Φαντάζομαι, τότε, πως κι εσείς οι δύο θα είστε παθιασμένες μεαυτό το θέμα.»

Ο Ρίντινγκ γύρισε για να κοιτάξει την Ηρώ, κι εκείνη σήκωσε το κεφάλι για να απαντήσειλακωνικά. «Ναι.»

«Εμείς οι γυναίκες δεν μπορούμε να φέρουμε νομοσχέδια στο Κοινοβούλιο» είπε η Φοίβη«όμως, η Ηρώ έγινε προσφάτως προστάτιδα ενός ιδρύματος για εγκαταλειμμένα παιδιά στο ΣεντΤζάιλς.»

«Αλήθεια;» ρώτησε η Λαίδη Μάργκαρετ. «Πόσο σε θαυμάζω, Λαίδη Ηρώ. Εγώ δεν έχω κάνειποτέ μου κάτι τόσο φιλάνθρωπο.»

«Όμως, θα μπορούσες.» Η Φοίβη έσκυψε μπροστά με ανυπομονησία. «Η Ηρώ αποφάσισε νααφήσει κι άλλες κυρίες να βοηθήσουν το ίδρυμα προσφέροντας χρήματά τους.»

«Αλήθεια;» ρώτησε ο Ρίντινγκ. «Επιτρέπεται και σε κύριους να βοηθήσουν; Ίσως μπορώ να

Page 120: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

κάνω μια δωρεά.»Η Ηρώ δεν άντεχε να συναντήσει το βλέμμα του. Αστειευόταν, φυσικά, ωστόσο είχε ήδη

προσφερθεί να τη βοηθήσει μια φορά…Αλλά πριν προλάβει να πει κάτι, η Φοίβη πήρε το λόγο. «Φοβάμαι πως είναι μόνο για κυρίες.»«Τι άνιση αντιμετώπιση» μουρμούρισε εκείνος.«Οι άντρες θέλουν πάντα να έχουν τον έλεγχο» του αντιγύρισε η Ηρώ.Ο Ρίντινγκ χαμογέλασε ειρωνικά.«Αυτό είναι μεγάλη αλήθεια» είπε η Λαίδη Μάργκαρετ. «Πιστεύω πως είναι πολύ έξυπνο από

μέρους σου που περιορίζεις το, ε…»«Συνδικάτο» πετάχτηκε η Φοίβη. «Θα ονομαστεί Γυναικείο Συνδικάτο επ’ ωφελεία του

Ιδρύματος για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά.»«Υπέροχο!» είπε όλο ενθουσιασμό η Λαίδη Μάργκαρετ. «Νομίζω πως ένα συνδικάτο μόνο για

γυναίκες είναι θαυμάσια ιδέα. Μπορώ να γίνω κι εγώ μέλος;»«Φυσικά» απάντησε η Ηρώ ενώ ο Ρίντινγκ χαμήλωνε το βλέμμα.«Μόνο που…» Η Λαίδη Μάργκαρετ φάνηκε ξαφνικά αμήχανη. «Έχω μόνο μικροποσά να

προσφέρω. Μάλλον δεν θα είναι αρκετά για να συμμετέχω.»«Δεν έχουμε ορίσει ελάχιστο όριο» της είπε η Ηρώ, παρόλο που συνειδητοποίησε ότι το

συνδικάτο της ίσως κατέληγε μεγαλύτερο από ό,τι είχε αρχικά οραματιστεί. «Είναι ευπρόσδεκτηκάθε γυναίκα με οικονομικούς πόρους, αρκεί να επιθυμεί στ’ αλήθεια να βοηθήσει τα ορφανά παιδιάτου Σεντ Τζάιλς.»

«Ω, τέλεια.»Ο Ρίντινγκ χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι. «Βρισκόμαστε στην Μποντ Στριτ, κυρίες μου.

Θα έρθετε για ψώνια τώρα;»Η Φοίβη και η Λαίδη Μάργκαρετ κατέβηκαν πρόθυμα από την άμαξα, κι έτσι η Ηρώ βρέθηκε

πίσω μόνη με τον Ρίντινγκ.Έσκυψε από πάνω της ενώ οι αδερφές τους προχωρούσαν μπροστά. «Ώστε, βρήκες μόνη σου τη

λύση στο πρόβλημά σου για τα κεφάλαια του ιδρύματος.»«Η Φοίβη σκέφτηκε την ιδέα, αλλά ναι, πιστεύω πως είναι μία καλή λύση» του απάντησε.«Το ίδιο κι εγώ» της είπε αναπάντεχα. «Μπράβο.»Η επιδοκιμασία του την πλημμύρισε με μια γλυκιά ζεστασιά, σαν να είχε πιει καυτό τσάι μέσα

στο χειμώνα. Το γιατί θα έπρεπε να νοιάζεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο για το τι σκεφτότανεκείνος δεν το καταλάβαινε, όμως η αλήθεια ήταν αυτή – νοιαζόταν.

«Έχεις μιλήσει στον Τόμας για την ανάμιξή σου στο ίδρυμα;» τη ρώτησε.«Όχι.» Χαμήλωσε ένοχα το βλέμμα. «Θα το κάνω σύντομα, φυσικά.»«Φυσικά» μουρμούρισε εκείνος. «Απλώς, ελπίζω ο Τόμας να είναι τόσο φιλελεύθερος, όσο είναι

ο αδερφός σου.»«Δεν είναι ωραίο αυτό που λες.»Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Όμως, είναι αλήθεια. Οι δραστηριότητές σου θα έχουν

αντίκτυπο στον Τόμας, κι αυτός έχει μια πολύ στενοκέφαλη άποψη για το τι σημαίνει να είσαι ο

Page 121: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Μαρκήσιος του Μάντβιλ.»Η Ηρώ εκνευρίστηκε, παρόλο που ήξερε πως ο Ρίντινγκ δεν έλεγε παρά την αλήθεια. Ο Μάντβιλ

έπρεπε να φροντίζει για τη φήμη του αφού ήταν ένα πολλά υποσχόμενο μέλος του Κοινοβουλίου.Και σαν γυναίκα του, πάντα θα περνούσε κάτω από εξονυχιστική εξέταση. Ωστόσο… «Δεν μπορώνα φανταστώ πως το να είμαι η προστάτιδα ενός ιδρύματος για ορφανά παιδιά μπορεί να θεωρηθείτόσο τολμηρή κίνηση.»

«Όχι, αλλά το να σουλατσάρεις στο Σεντ Τζάιλς είναι.» Τη βοήθησε να προσπεράσουν μιαομάδα γυναικών που είχε μαζευτεί μπροστά σε μία βιτρίνα. «Θα θελήσει να σταματήσεις όταν θαπαντρευτείτε.»

«Δεν μπορείς να το ξέρεις αυτό» επέμεινε πεισματικά. «Άλλωστε, δεν μπορώ να καταλάβω γιατίσε αφορά το θέμα.»

«Δεν μπορείς;» Στράφηκε προς το μέρος της, και τα πράσινα μάτια του κοίταξαν τα δικά της. Οδρόμος, ο κόσμος, όλα έμοιαζαν να ξεθωριάζουν, και η Ηρώ το μόνο που άκουγε ήταν τουςγρήγορους χτύπους της καρδιάς της.

Πήρε μια βαθιά αναπνοή και απόστρεψε το βλέμμα. «Όχι, δεν μπορώ. Άλλωστε, είναιφυσιολογικό να θέλει ο Μάντβιλ να προστατέψει τη γυναίκα του. Αυτό θα πρέπει να τοκαταλαβαίνεις.»

«Πρέπει;» Κούνησε δύσπιστα το κεφάλι και στράβωσε τα χείλη του. «Εγώ το μόνο πουκαταλαβαίνω είναι πως προτιμώ να ακούω το κελάηδισμα ενός πουλιού από το λιβάδι και όχι από τοκλουβί.»

«Αλήθεια; Σκέφτηκες ποτέ σου το πουλί;» τον ρώτησε με έντονο ύφος. Ξαφνικά ήταν σαν να μημιλούσαν πια για πουλιά. «Ίσως να νιώθει πιο ασφαλής αν ξέρει πως υπάρχει κάποιος που τηφροντίζει μέσα στο κλουβί της. Ίσως να φοβάται τις αχανείς εκτάσεις όπου δεν υπάρχει κανένας γιανα την προσέχει.»

Για μια στιγμή έμεινε σιωπηλός. Έπειτα είπε με χαμηλή φωνή: «Πώς μπορεί να ξέρει το πουλίότι μισεί την ελευθερία του λιβαδιού αν δεν την έχει γνωρίσει ποτέ του;»

Τα πράσινα μάτια του είχαν αιχμαλωτίσει τα δικά της, και η Ηρώ ανακάλυψε πως δεν μπορούσενα τραβήξει το βλέμμα. Η ανάσα της είχε σταματήσει στο στήθος της, και ξαφνικά ένιωσε τηνεπιθυμία να κάνει έτσι απλά αυτό που είχε πει εκείνος: να πετάξει, ελεύθερη. Όμως, δεν μπορούσε…

«Φτάσαμε!» τους φώναξε η Λαίδη Μάργκαρετ από μπροστά, δείχνοντάς τους ένα μικρό,όμορφο μαγαζί.

Το μαγαζί ήταν ένα καπελάδικο όπου η Φοίβη ανακάλυψε αρκετά μέτρα από μιαλεπτοδουλεμένη βέλγικη δαντέλα. Αργότερα, ο Ρίντινγκ τις κέρασε τσάι και βουτήματα, κι έπειταεπέμεινε να επισκεφτούν ένα βιβλιοπωλείο. Η Φοίβη με τη Λαίδη Μάργκαρετ πήγαν να χαζέψουνμια συλλογή από όμορφα εικονογραφημένα βιβλία βοτανολογίας, ενώ ο Ρίντινγκ τράβηξε την Ηρώπαράμερα, σε ένα μικρό ράφι με ελληνικά και λατινικά αντίτυπα.

«Εδώ βρίσκει κανείς μερικά πολύ ενδιαφέροντα βιβλία» της είπε, κατεβάζοντας έναν τόμο μεθεατρικά. «Έχεις διαβάσει Αριστοφάνη;»

«Δεν θα έπρεπε» μουρμούρισε, παρόλο που πήρε το βιβλίο από τα χέρια του και χάιδεψε απαλάτη δερμάτινη ράχη του.

«Γιατί όχι;» τη ρώτησε ήρεμα. «Είναι απλώς ένα βιβλίο με θεατρικά έργα, λίγο σκανδαλιστικό

Page 122: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

σε μερικά σημεία, αλλά τίποτα που να σε παρασύρει σε ακολασίες.»«Μα, είναι βιβλίο με θεατρικά» του τόνισε, κρατώντας ακόμη τον τόμο στα χέρια της. «Δεν είναι

Ιστορία όπως του Θουκυδίδη ή του Ηρόδοτου.»«Το λοιπόν;» Ανασήκωσε ερωτηματικά τα φρύδια.«Το λοιπόν, δεν είναι σοβαρό.» Έβαλε προσεκτικά το βιβλίο πίσω στο ράφι του. «Έχω την

υποχρέωση να κρατώ το μυαλό μου απασχολημένο με πιο σημαντικά θέματα απ’ ό,τι είναι οικωμωδίες.»

«Υποχρέωση σε ποιον;» άρχισε μάλλον επιθετικά, αλλά ξαφνικά ακούστηκε μια κραυγή και έναςγδούπος από πίσω του.

Η Ηρώ κοίταξε και είδε τη Φοίβη πεσμένη μπροστά από μια μικρή στοίβα με βιβλία, ακριβώςδίπλα σε μια σειρά από σκαλοπάτια. «Ω, Θεέ μου!»

Έτρεξε προς τα εκεί μαζί με τον Ρίντινγκ.Το πρόσωπο της Φοίβης ήταν κάτασπρο, και η Λαίδη Μάργκαρετ, παρόλο που στεκόταν δίπλα

της, δεν έδειχνε σε καλύτερη κατάσταση.«Τι έγινε;» ρώτησε θυμωμένα ο Ρίντινγκ.«Δεν ξέρω» είπε η αδερφή του. «Θα πρέπει να σκόνταψε στα σκαλιά.»«Δεν τα είδα» ψέλλισε η Φοίβη με χείλη που είχαν χάσει το χρώμα τους. «Πήγαινα σε κάποιο

άλλο ράφι, και ξαφνικά σαν να πετάχτηκαν τα σκαλιά μπροστά μου.»Ο Ρίντινγκ την κοίταξε προσεκτικά, και μετά έσκυψε κοντά της. «Μπορείς να σταθείς;» τη

ρώτησε.«Έτσι… Έτσι νομίζω.»«Ρίντινγκ, το μέτωπό της» είπε η Ηρώ. Υπήρχε μια γραμμή από αίμα που έσταζε στο πρόσωπο

της Φοίβης.«Θα πρέπει να το χτύπησε στο πέσιμο.» Άγγιξε απαλά τα μαλλιά της Φοίβης.«Άουτς.» Η Φοίβη πήγε να σηκώσει το δεξί της χέρι, αλλά πήρε μια κοφτή ανάσα, και το

πρόσωπό της έγινε σχεδόν πράσινο. «Ωχ!»«Τι είναι;» ρώτησε η Ηρώ.«Νομίζω πως έσπασε το χέρι της» είπε ο Ρίντινγκ. «Όχι, μην το πιάνεις. Άφησε εμένα.» Με μια

επιδέξια κίνηση, έπιασε τη Φοίβη στην αγκαλιά του και σηκώθηκε. «Θα την πάω στην άμαξα, καιόταν φτάσουμε σπίτι, θα ειδοποιήσουμε να έρθει κάποιος γιατρός.»

«Πολύ καλά» άρχισε η Ηρώ, όμως ο Ρίντινγκ είχε ήδη ξεκινήσει για την εξώπορτα του μαγαζιού.Μαζί με τη Λαίδη Μάργκαρετ έτρεξαν για να τον προλάβουν, και γρήγορα έφτασαν στην άμαξα.

Η διαδρομή για το σπίτι αποδείχτηκε τρομερή εμπειρία, αφού κάθε τράνταγμα προκαλούσεδυνατούς πόνους στη Φοίβη. Ο Ρίντινγκ είχε καθίσει δίπλα της και προσπαθούσε να τη στηρίζει σεκάθε ταρακούνημα, με το στόμα του να έχει γίνει μια άσπρη γραμμή. Μόλις έφτασαν στο σπίτι, ηΜπατίλντα βγήκε έξω και άρχισε να δίνει οδηγίες στις καμαριέρες και στους υπηρέτες. Η Φοίβημεταφέρθηκε μέσα στο σπίτι, και η Ηρώ ήταν έτοιμη να πάει μαζί της, όταν ένα δυνατό χέρι τηνέπιασε από το μπράτσο.

Γύρισε και αντίκρισε το θυμωμένο πρόσωπο του Ρίντινγκ. «Γιατί δεν φοράει καλύτερα γυαλιά;Είναι προφανές ότι δεν βλέπει με αυτά που έχει. Δεν είδε τα σκαλοπάτια! Πρέπει να συμβουλευτείτε

Page 123: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

κάποιον ειδικό.»Η Ηρώ έκλεισε τα μάτια, περιμένοντας να αισθανθεί θυμό ανάλογο με το δικό του, όμως το

μόνο που ένιωσε ήταν βαθιά, αβάσταχτη θλίψη.«Ηρώ;» της είπε, σφίγγοντας το μπράτσο της.«Έχουμε συμβουλευτεί τους ειδικούς» του απάντησε κουρασμένα. «Μερικοί ήταν από μέρη

μακρινά, όπως είναι η Πρωσία. Εδώ και ένα χρόνο, από τότε που καταλάβαμε πως η όρασή της ήταναδύναμη, έχουμε κάνει τα πάντα. Ένας σωρός από “θεραπείες” δοκιμάστηκε πάνω της.»

Το πρόσωπό του σκυθρώπιασε. «Και;»Ανοιγόκλεισε τα μάτια για να συγκρατήσει τα δάκρυά της, προσπαθώντας χωρίς επιτυχία να

χαμογελάσει. «Και τίποτα δεν πέτυχε. Η Φοίβη θα τυφλωθεί εντελώς.»

* * *

Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν ο Γκρίφιν έφτασε στο Σεντ Τζάιλς εκείνο το βράδυ, και όσοιαποτελούσαν εύκολη λεία βρίσκονταν ήδη πεσμένοι στη γη. Από τότε που είχαν πετάξει το κορμίτου Ριζ πάνω από τη μάντρα του, δεν είχε δει ούτε ίχνος από τους άντρες του Εφημέριου. Ίσως ναείχε χάσει το ενδιαφέρον του για τη συγκεκριμένη περιοχή του Λονδίνου. Ίσως τα νέα πως οΕφημέριος σχεδίαζε να επιτεθεί ξανά να ήταν μόνο φήμες. Ίσως και να ήταν νεκρός.

Ίσως, αλλά ο Γκρίφιν δεν μπορούσε να βασιστεί σε αυτό. Έτρεχε με το άλογό του, έχοντας ταμάτια ανοιχτά και το ένα χέρι στο γεμισμένο όπλο που είχε στερεωμένο στη σέλα του. Ήταν γνωστόπως ο Εφημέριος επιδείκνυε μεγάλη υπομονή όταν κυνηγούσε κάτι που ήθελε πολύ. Και, όπως είχεφανεί, ήθελε το αποστακτήριο του Γκρίφιν με κάθε τίμημα.

Μια σκιά κινήθηκε στα δεξιά του και γλίστρησε στο κούφωμα μιας πόρτας. Ο Γκρίφιν τράβηξεένα από τα πιστόλια που είχε στη σέλα του. Γύρισε, σηκώνοντας το όπλο, και μετά ανοιγόκλεισεδύσπιστα τα μάτια μπροστά σε αυτό που είδε. Ένας άντρας ντυμένος με κάτι σαν εφαρμοστόκουστούμι, μία κοντή κάπα και ένα αλλόκοτο καπέλο με φτερό. Η φιγούρα έκανε μια ελαφριάυπόκλιση, κραδαίνοντας το καπέλο της, κι έπειτα πήδηξε και βρέθηκε όρθια στον τοίχο κάποιουσπιτιού πριν εξαφανιστεί πάνω στη στέγη.

Θεέ και Κύριε. Ο Γκρίφιν κοίταξε ψηλά, αλλά δεν είδε τίποτα από το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς– γιατί αυτό έπρεπε να ήταν. Το παράξενο ον φορούσε μαύρα και κόκκινα ρούχα. Μήπως ήτανλωποδύτης; Όμως, το φάντασμα δεν είχε κάνει καμία προσπάθεια να τον ληστέψει. Σε τι ακριβώςεξυπηρετούσαν οι περιπλανήσεις του; Κούνησε σαστισμένα το κεφάλι και χτύπησε με το γόνατο τονΡάμπλερ για να ξεκινήσει. Κρίμα που δεν μπορούσε να μιλήσει στη Μεγκς γι’ αυτό που είχε δει – θαφούντωνε η περιέργειά της.

Όταν έφτασε στο αποστακτήριο, ήταν θεοσκότεινα. Χτύπησε την πόρτα και του φάνηκε πωςπερίμενε μια αιωνιότητα μέχρι να του απαντήσουν. Όλη αυτή την ώρα είχε κολλήσει το στέρνο τουστη ράχη του αλόγου, ξέροντας πόσο εκτεθειμένος ήταν. Όταν επιτέλους ο Νικ Μπαρνς άνοιξε τηνπόρτα, ο Γκρίφιν ένιωσε τα νεύρα του να σφίγγονται. Το πρόσωπο του Νικ ήταν βλοσυρό.

«Τι τρέχει;» τον ρώτησε καθώς ξεπέζευε στην αυλή. Πήρε τα δύο γεμισμένα πιστόλια από τησέλα και τα έχωσε σε μια μεγάλη δερμάτινη ζώνη που είχε περάσει κάτω από το πανωφόρι του.

«Χάσαμε άλλον έναν άντρα σήμερα το πρωί» γρύλισε ο Νικ. «Δεν ξέρω αν τον πήρε ο

Page 124: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Εφημέριος ή αν απλώς το έβαλε στα πόδια από μόνος του.»«Να πάρει.» Ο Γκρίφιν έβγαλε το πανωφόρι του και πήρε ένα φτυάρι για να σκαλίσει τη φωτιά

που έκαιγε κάτω από το χάλκινο καζάνι. Σήμερα όλα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Ακόμηδεν μπορούσε να ξεχάσει τη μικρή Φοίβη με το χλωμό πρόσωπό της τραβηγμένο από τον πόνο. Ηπληροφορία πως έχανε την όρασή της τον έκανε να νιώθει ανήμπορος. Να πάρει, δεν έπρεπε νατυφλωθεί ένα νέο κορίτσι σαν κι αυτήν. Ο Θεός δεν έπρεπε να επιτρέψει να συμβεί κάτι τέτοιο.

Όταν σήκωσε ξανά το βλέμμα του, είδε τον Νικ να τον κοιτάζει συλλογισμένα. «Άσχημα ταπράγματα.»

Ο Γκρίφιν βόγκηξε και έριξε μια φτυαριά κάρβουνα στη φωτιά.«Δεν θα κρατήσουμε πολύ έτσι» είπε ήρεμα ο Νικ.Ο Γκρίφιν κοίταξε γύρω του, όμως κανένας από τους άντρες δεν βρισκόταν αρκετά κοντά ώστε

να μπορεί να ακούσει. «Το ξέρω αυτό. Το μόνο που χρειάζεται ο Εφημέριος είναι να μας χτυπά κάθεφορά κι από λίγο, και μετά να περιμένει μέχρι να φτάσω στο σημείο να μην μπορώ να πληρώσωαρκετά ώστε να κρατήσω τους άντρες εδώ.»

Ο Νικ έξυσε το πιγούνι του. «Αυτό που αναρωτιέμαι είναι αν αξίζει όλο αυτό. Έχεις βάλει στηνάκρη κάτι λίγα λεφτά, το ξέρω. Ίσως είναι καιρός να αποσυρθείς. Παράτησε το αποστακτήριο καιβρες κάποιον άλλον τρόπο για να βγάλεις χρήματα.»

Ο Γκρίφιν γύρισε και του έριξε μια άγρια ματιά.Ο άλλος άντρας ανασήκωσε ατάραχα τους ώμους. «Τότε, ίσως μπορούμε να κάνουμε κάτι πιο

αποτελεσματικό.»«Χριστέ μου.» Ο Γκρίφιν έσκυψε και έριξε κι άλλο κάρβουνο.Είχε καταλάβει τι εννοούσε ο Νικ: να επιτεθούν εκείνοι. Όλο αυτό είχε ξεκινήσει σαν μια απλή

επιχείρηση – ποτέ ευυπόληπτη, φυσικά, αλλά πάντως επιχείρηση. Πότε είχε μετατραπεί σε πόλεμο;Ίσως ήταν καιρός να εγκαταλείψει αυτές τις παράνομες μεθόδους για να κερδίζει χρήματα· όμως, τιάλλο είχε; Γη που τη δούλευαν οι εργάτες του για να βγάλουν μια μίζερη σοδειά. Πώς αλλιώς θαμπορούσε να βγάλει λεφτά από τα σιτηρά του;

Ο Νικ έμεινε για λίγο να τον κοιτάζει καθώς έριχνε κάρβουνα στη φωτιά.«Είδα εκείνη την κυρία που ήρθε μαζί σου τις προάλλες» είπε μετά από λίγο, έχοντας διάθεση

για κουβέντα.Ο Γκρίφιν ίσιωσε την πλάτη και στήριξε τον αγκώνα του πάνω στο φτυάρι, ανασηκώνοντας τα

φρύδια με απορία. Ο Νικ δεν ήταν άνθρωπος που φλυαρούσε.Εκείνος έσφιξε τα χείλη – καθόλου ευχάριστο θέαμα. «Φάνηκε κάπως αναστατωμένη. Ίσως από

κάτι που της είπες, λόρδε μου;»«Δεν επιδοκιμάζει το αποστακτήριο» του είπε άχρωμα ο Γκρίφιν.«Α.» Ο Νικ έγειρε πίσω και στηρίχτηκε στις φτέρνες του. «Δεν είναι κατάλληλη ασχολία για

τους λιμοκοντόρους, σωστά;»«Σωστά.» Έκανε ένα μορφασμό και έτριψε το σβέρκο του. «Όχι, δεν είναι εντελώς σωστό αυτό.

Εκείνη προστατεύει ένα ορφανοτροφείο στο Σεντ Τζάιλς. Πιστεύει πως το τζιν είναι η αιτία πουυπάρχουν τόσο πολλά ορφανά. Είναι η ρίζα όλων των κακών στο Λονδίνο, υποστηρίζει.»

«Το Ίδρυμα για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά.»

Page 125: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Ο Γκρίφιν τον κοίταξε, ξαφνιασμένος. «Ξέρεις γι’ αυτό;»«Δύσκολο να μην ξέρεις αν ζεις σε τούτα τα μέρη.» Ο Νικ έριξε πίσω το κεφάλι για να κοιτάξει

τη σκοτεινή οροφή της αποθήκης. «Είναι καλό μέρος, απ’ ό,τι έχω ακούσει. Όχι σαν κι αυτά πουπουλάνε τα παιδιά σε κακά σπίτια. Κρίμα που το ίδρυμα κάηκε πέρσι το χειμώνα.»

Ο Γκρίφιν αναστέναξε. «Το ξαναχτίζει. Πιο μεγάλο και πιο αρχοντικό.»«Μοιάζει σαν καλός άγγελος με σιδερένια θέληση, νομίζω.»Ο Γκρίφιν τον κοίταξε, έχοντας την υποψία πως τον κορόιδευε.Ο Νικ έδειχνε αθώος. «Θα αναρωτιόταν κανείς τι δουλειά έχει μαζί σου, έτσι δεν είναι, λόρδε

μου;»«Έχει αρραβωνιαστεί τον αδερφό μου.» Έριξε κι άλλα κάρβουνα παρόλο που η φωτιά είχε

ανάψει για τα καλά τώρα.«Α, τότε, δεν έχει παρά αδερφικό ενδιαφέρον για σένα.»«Νικ» έκανε αυστηρά ο Γκρίφιν για να τον προειδοποιήσει.Μόνο που ο άλλος άντρας δεν υπήρξε ποτέ από τους τύπους που δειλιάζουν.«Είναι από εκείνες τις αθώες, απ’ ό,τι κατάλαβα, που χρειάζονται προσοχή» είπε. «Οι πόρνες,

τώρα, είναι απλή υπόθεση – τις πηδάς και τις πληρώνεις. Χωρίς προβλήματα, όλα καλά καινοικοκυρεμένα, χωρίς δεύτερη σκέψη μετά. Αλλά με μία ευυπόληπτη γυναίκα, ακολουθούνσυζητήσεις για συναισθήματα, και τέτοια πράγματα. Μπελάς, οι περισσότερες από δαύτες. Όχι πωςδεν αξίζει στο τέλος, απλώς υπάρχουν έννοιες στην αρχή. Καλύτερα να είναι προετοιμασμένος έναςάντρας.»

«Νικ» είπε ο Γκρίφιν αργά «μου δίνεις ρομαντικές συμβουλές;»Ο Νικ έσπρωξε το καπέλο του πίσω, έτσι ώστε να μπορέσει να ξύσει το κεφάλι του. «Ούτε που

θα μου περνούσε από το μυαλό κάτι τέτοιο, λόρδε μου.»«Εν πάση περιπτώσει, όπου να ’ναι θα γίνει νύφη μου» είπε εκείνος, με ένα σιγανό βογκητό.«Βέβαια, βέβαια» μουρμούρισε ο Νικ.Δεν φάνηκε να πείθεται καθόλου με την υπενθύμιση του συνεργάτη του.Ούτε και ο Γκρίφιν ένιωθε σίγουρος πως είχε πειστεί. Αναστέναξε βαθιά και άφησε στην άκρη το

φτυάρι. «Θυμάσαι όταν πρωτοξεκινήσαμε όλο αυτό πριν από χρόνια;»Ο Νικ γέλασε. «Εκείνο το μικρό αποστακτήριο στο Τίπινγκ Λέιν; Ήσουν πρωτάρης τότε, λόρδε

μου. Και πολύ καχύποπτος.»«Δεν ήμουν σίγουρος αν μπορούσα να σε εμπιστευτώ.»Ο Νικ χαμογέλασε. «Ούτε εγώ εσένα. Ήσουν ένας αριστοκράτης που είχε έρθει από εκείνο το

πολυτελές σχολείο, όλο δαντέλες και μπιχλιμπίδια. Δεν ήμουν σίγουρος αν θα άντεχες μίαβδομάδα.»

Ο Γκρίφιν ξεφύσησε. Είχε συναντήσει τον Νικ σε ένα εξαθλιωμένο καπηλειό του Σέβεν Ντίαλς– καμία σχέση με τα μέρη όπου συνήθως κάποιος μπορεί και βρίσκει συνεργάτες. Όμως, κάτι πάνωστον επιβλητικό πρώην μποξέρ τον είχε κάνει να σχηματίσει την εντύπωση πως ήταν ιδιαίτεραέντιμος. Ο Νικ ήταν αυτός που του είχε συστήσει τον άνθρωπο από τον οποίο είχε αγοράσει τοπρώτο του αποστακτήριο – ένα εντελώς ετοιμόρροπο κτίσμα.

«Θυμάσαι τότε που πιστεύαμε ότι το αποστακτήριο θα εκραγεί;» ρώτησε. Ο Νικ έφτυσε στα

Page 126: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

άχυρα. «Ποια από όλες τις φορές; Επειδή εγώ θυμάμαι πολλές.»Ο Γκρίφιν χαμογέλασε και κοίταξε γύρω του την αποθήκη. Δεν είχε καμία σχέση με εκείνο το

μικρό αποστακτήριο στο Τίπινγκ Λέιν. Του είχε πάρει χρόνια να φτιάξει τη δική του επιχείρηση σετούτο το σημείο, εκεί που δεν χρειαζόταν να μένει ξάγρυπνος τα βράδια ανησυχώντας για λεφτά καιγια σιτηρά. Εκεί που μπορούσε να πει στη μητέρα του να προγραμματίσει τη νέα γκαρνταρόμπα τηςΜεγκς και να είναι σίγουρη ότι είχαν τα χρήματα για να την αγοράσουν. Ήθελε μόνο λίγο χρόνοακόμα για να σταθεροποιηθεί εντελώς οικονομικά.

«Δουλέψαμε σκληρά για να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε, έτσι δεν είναι;» είπε.«Όντως, αυτό κάναμε.»«Να με πάρει ο διάβολος αν αφήσω τον Εφημέριο να μου πάρει τη δουλειά τώρα.»«Γεια στο στόμα σου.» Ο Νικ έβγαλε ένα μικρό τσιμπούκι από το γιλέκο του. Με ένα άχυρο

πήρε φωτιά από το τζάκι και το άναψε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. «Σκέφτηκες ποτέ να κάνεις κάτιάλλο;» ρώτησε μετά.

Ο Γκρίφιν τον κοίταξε με έκπληξη. «Όχι. Υποθέτω πως ποτέ δεν είχα το χρόνο να σκεφτώ για ναβρω άλλη δουλειά. Έχεις σκεφτεί εσύ;»

«Όχι.» Ο συνεργάτης του έξυσε το πίσω μέρος του κεφαλιού του. «Δηλαδή, όχι ακριβώς. Οπατέρας μου ήταν υφαντής, όμως εγώ δεν έμαθα ποτέ την τέχνη. Μου φαινόταν βαρετή δουλειάόταν ήμουν νέος, και τώρα πια είμαι πολύ μεγάλος για να μάθω καινούρια κόλπα.»

«Υφαντουργία.» Ο Γκρίφιν σκέφτηκε τα κτήματα των Μάντβιλ στο Λανκασάιρ. Το έδαφος ήταναρκετά πετρώδες για να ευδοκιμήσει σιτάρι. Πολλοί από τους γείτονές τους είχαν βάλει πρόβατα γιανα εκμεταλλεύονται το μαλλί και το κρέας τους.

«Η μάνα και οι αδερφές μου έγνεθαν το νήμα για τον πατέρα» είπε ο Νικ. «Το ίδιο έκανα κι εγώόταν ήμουν παλικαράκι.»

Ο Γκρίφιν χαμογέλασε στη σκέψη του Νικ να γνέθει νήμα με αυτά τα τεράστια χέρια.Μια κραυγή ακούστηκε πίσω τους. Ο Γκρίφιν γύρισε, τραβώντας ένα πιστόλι από τη ζώνη του.

Πυκνός καπνός έβγαινε από τη μία από τις μεγάλες καμινάδες που ήταν χτισμένες πάνω στουςεξωτερικούς τοίχους. Οι άντρες απομακρύνονταν, βήχοντας από το μαύρο καπνό.

Ο Νικ βλαστήμησε βρόμικα. «Έχουν κλείσει την καμινάδα απέξω!»«Σβήστε τη φωτιά!» φώναξε ο Γκρίφιν. «Θα κοιτάξω τους τοίχους.»Έγνεψε στους άντρες, χτυπώντας με το χέρι του τις πλάτες όσων πλησίαζαν, κι έπειτα έτρεξε

στην είσοδο της αποθήκης. Έπεσε πάνω στον τοίχο δίπλα από την πόρτα και την άνοιξε ίσα με μιαχαραμάδα με το πόδι του. Οι άντρες που φρουρούσαν έξω πάλευαν δίπλα από τη μάντρα με αυτούςπου τους είχαν επιτεθεί. Ήδη είχαν καταφέρει να μπουν στην αυλή τρεις άγνωστοι.

«Μπαίνουν μέσα» είπε στην ομάδα του. «Βεβαιωθείτε πως δεν θα πλησιάσουν την αποθήκη.»Αμέσως κλότσησε την πόρτα για να την ανοίξει διάπλατα, τράβηξε και το δεύτερο όπλο του και

άρχισε να πυροβολεί και με τα δύο χέρια. Ένας από τους επιτιθέμενους σωριάστηκε στοπλακόστρωτο της αυλής. Κι άλλοι πυροβολισμοί ακούστηκαν από τα όπλα των αντρών του,ρίχνοντας κάτω και το δεύτερο. Όμως, κάποιος ορμούσε στην πόρτα ενώ άλλοι κατατρόπωναν τουςφρουρούς της αυλής. Από μία άκρη ακούστηκε ο Ράμπλερ να χλιμιντρίζει και να κλοτσάειτρομοκρατημένος.

Page 127: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Πιάστε τους!» φώναξε ο Γκρίφιν, αλλά η φωνή του ακούστηκε πνιχτή ακόμα και στα δικά τουτα αφτιά.

Οι άντρες του πέρασαν από δίπλα του, τρέχοντας προς τη μάντρα. Εκείνος πέταξε κάτω το έναπιστόλι του και τράβηξε το σπαθί του για να αντιμετωπίσει έναν εισβολέα. Ο άντρας ήταν κοντόςαλλά γεροδεμένος και κρατούσε μία τεράστια χαντζάρα στο χέρι. Όρμησε προς τον Γκρίφιν, κιεκείνος έκανε έναν πλάγιο ελιγμό για να τον αποφύγει από φόβο μήπως η βαριά χαντζάρα έσπαγε τολεπτό σπαθί του. Ο τύπος, με τη φόρα που είχε πάρει για το χτύπημα, έκανε μια στροφή σαράνταπέντε μοιρών, και τότε ήταν που βρήκε την ευκαιρία ο Γκρίφιν να τον καρφώσει με το ξίφος του στημασχάλη. Ο άντρας δεν έκανε ούτε ένα μορφασμό. Σήκωσε το άλλο του χέρι για να χτυπήσει τονΓκρίφιν, αλλά εκείνος πρόλαβε να σκύψει, κι έτσι γλίτωσε το πρόσωπό του και δέχτηκε το χτύπημαστον ώμο, κρατώντας ακόμη το σπαθί του που ήταν καρφωμένο στο κορμί του εισβολέα. Ο άλλοςσήκωσε ξανά τη χατζάρα του, όμως ξαφνικά άρχισε να τρεκλίζει μέχρι που σωριάστηκε στη γη σανμαριονέτα που είχαν κοπεί απότομα τα σκοινιά της.

Ο Γκρίφιν πάτησε με το πόδι του το στήθος του άντρα και τράβηξε το σπαθί από το κορμί του.Στράφηκε προς τη μάντρα, έτοιμος, όμως δεν χρειάστηκε να κάνει κάτι άλλο. Τέσσερα κορμιάκείτονταν πάνω στις πλάκες και ένας άντρας –ένας από τους δικούς του– καθόταν με την πλάτηακουμπισμένη στον τοίχο και έκλαιγε. Οι υπόλοιποι εισβολείς είχαν τραπεί σε φυγή.

Η μάχη είχε τελειώσει, τουλάχιστον για την ώρα.«Φέρ’ τον μέσα.» Ο Γκρίφιν έδειξε τον άντρα που έκλαιγε. «Εσείς οι υπόλοιποι μείνετε να

προσέχετε την αυλή από άλλη επίθεση.»Άφησε δέκα άντρες να προσέχουν τον τοίχο και κίνησε για την αποθήκη. Ο Ράμπλερ

εξακολουθούσε να φριμάζει και να τινάζεται στη γωνιά που ήταν δεμένος.Ο Γκρίφιν πήγε κοντά του και ακούμπησε το χέρι του στην ιδρωμένη ράχη του ζώου. «Όλα

καλά, αγόρι μου. Τώρα είναι όλα καλά.»Το άλογο γύρισε το βλέμμα του στο πρόσωπό του.Ο Γκρίφιν τού μίλησε ήρεμα για μερικά λεπτά ακόμα, και μετά πήρε έναν τορβά από τη σέλα και

έριξε μέσα μια χούφτα βρώμη. Άφησε τον Ράμπλερ να μασουλάει ευχαριστημένος και γύρισε στηναποθήκη. Από την πόρτα έβγαινε ακόμη καπνός και ξεχυνόταν μέσα στη νύχτα, όμως τώρα δεν ήταντο ίδιο πυκνός. Σήκωσε το πιστόλι που είχε πετάξει νωρίτερα και μπήκε μέσα.

Ήταν μουντά, με τον καπνό να πυκνώνει προς το ταβάνι. Ο Γκρίφιν μισόκλεισε τα μάτια του πουέτσουζαν από τη στάχτη. Ο Νικ ξεπρόβαλε μέσα στο σκοτάδι –ίδιος δαίμονας– με το πρόσωπό τουμαυρισμένο. «Είναι σχεδόν σίγουρο πως τους διώξαμε, παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε ναλειτουργήσουμε το αποστακτήριο τώρα με τέτοιο χάλι.»

Ο Γκρίφιν κατένευσε. «Χρειαζόμαστε φρουρούς και στη στέγη.»Ο άλλος άντρας ανασήκωσε το ένα του φρύδι, δείχνοντας τώρα πραγματικά σατανικός. «Και

πώς θα βρούμε άντρες γι’ αυτήν τη δουλειά;»«Πλήρωσέ τους τα τριπλά» είπε βλοσυρά ο Γκρίφιν.«Κάποια στιγμή θα καταλήξεις να δίνεις περισσότερα απ’ όσα βγάζεις» τον προειδοποίησε ο

Νικ.«Το έχω υπόψη μου.»Ο Νικ κούνησε το κεφάλι και γύρισε για να κοιτάξει τις καταστροφές που είχαν γίνει στη

Page 128: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

βουλωμένη καμινάδα. «Θα μπορούσε να ήταν πολύ χειρότερα.»«Γιατί το λες αυτό;»«Προσπάθησαν να φράξουν κι άλλη καμινάδα, αλλά έπεσαν όσα είχαν χώσει για να τη

βουλώσουν. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να φουντώσει περισσότερο η φωτιά.» Κοίταξε τονΓκρίφιν. «Φτηνά τη γλιτώσαμε.»

Ο Γκρίφιν κάθισε κουρασμένα σε ένα βαρέλι και έπιασε να αδειάσει από τα πιστόλια του τιςσφαίρες και το μπαρούτι. «Αυτήν τη φορά.»

«Έτσι ακριβώς» συμφώνησε με πνιχτή φωνή ο Νικ και στράφηκε προς τις καμινάδες, αφήνονταςτα τελευταία του λόγια να αιωρούνται δυσοίωνα. «Ας προσευχηθούμε να κρατήσει λίγο ακόμα ητύχη μας.»

Page 129: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Κεφάλαιο Δέκα

Την επόμενη μέρα, η βασίλισσα ειδοποίησε να ετοιμάσουν το άλογό της και κανόνισενα πάει με τους πρίγκιπες για κυνήγι με γεράκια. Και καθώς εκείνοι περίμενανέφιπποι στον προαύλιο χώρο των στάβλων, εκείνη στράφηκε στους επίδοξουςμνηστήρες και ρώτησε: «Ποιο είναι το ισχυρότερο πράγμα στο βασίλειό μου;» Έπειταξεχύθηκε με το άλογό της έξω από τον περίβολο των στάβλων χωρίς να ρίξει ούτε μιαματιά πίσω της. Οι πρίγκιπες ακολούθησαν τη βασίλισσα στο κυνήγι, με μια έκφρασηαπογοήτευσης στα πρόσωπά τους, όμως ο επιστάτης των στάβλων κούνησεσυλλογισμένα το κεφάλι του…

-από το Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα

Στα μέσα του πρωινού γύρισε ο Γκρίφιν από το Σεντ Τζάιλς. Ξεπέζεψε κουρασμένα τον Ράμπλερέξω από το σπίτι του και παρέδωσε τα ηνία στο νεαρό ιπποκόμο.

«Φρόντισε να τον τρίψεις καλά και δώσε του να φάει» πρόσταξε το αγόρι. Με ένα τελευταίοχάδι στον Ράμπλερ, ανέβηκε τη σκάλα και μπήκε στο σπίτι του. Εδώ, στο Λονδίνο, δεν είχε πολύυπηρετικό προσωπικό από τη στιγμή που δεν δεξιωνόταν κόσμο. Ένας μάγειρας, λίγες καμαριέρες,ένα αγόρι για να του γυαλίζει τα υποδήματα και ο Ντιντλ ήταν υπεραρκετοί για τις ανάγκες του. Τοαντίτιμο γι’ αυτή την έλλειψη προσωπικού ήταν το ότι συχνά δεν έβρισκε κανέναν να τον περιμένειστην πόρτα του.

Πέταξε το καπέλο του σε ένα τραπεζάκι του χολ και δεν μπήκε στον κόπο να σκύψει και να τομαζέψει όταν αυτό έπεσε κάτω. Άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα. Θεέ μου, πονούσε λες και ήτανγέρος. Άλλη μια νύχτα ξαγρύπνιας είχε προστεθεί στις μάχες και στα πηγαινέλα του στο ΣεντΤζάιλς. Τώρα το μόνο που ήθελε ήταν να κάνει ένα ζεστό μπάνιο και να ξαπλώσει στο κρεβάτι του.Και όχι απαραιτήτως με αυτήν τη σειρά.

Όμως, ο Ντιντλ ήξερε πολύ καλά τις συνήθειες του αφεντικού του.Ο υπηρέτης έβγαλε το κεφάλι του από την κρεβατοκάμαρα του Γκρίφιν μόλις άκουσε τα βήματά

του στο χολ του πάνω ορόφου. «Έχω βάλει το νερό να βράσει, λόρδε μου. Θα έχουμε έτοιμο τομπάνιο σε λίγα δευτερόλεπτα.»

«Να ’σαι καλά, άνθρωπε» είπε εκείνος. Κάθισε στο κρεβάτι του και άρχισε να βγάζει τις μπότεςτου ενώ οι καμαριέρες έρχονταν τρέχοντας με κατσαρόλες που άχνιζαν στα χέρια.

Είκοσι λεπτά αργότερα, ο Γκρίφιν έκανε ένα μορφασμό, και μετά αναστέναξε με ανακούφισηκαθώς βυθιζόταν σε μια μπανιέρα με ζεστό νερό.

Ο Ντιντλ μάζεψε τα βρόμικα ρούχα του, και ύστερα έπιασε τις λασπωμένες μπότες του. «Θα τιςκατεβάσω στο αγόρι, εντάξει;»

Ο Γκρίφιν έκλεισε τα μάτια και του έγνεψε καταφατικά με το χέρι.Η πόρτα έκλεισε πίσω από το βαλέ.

Page 130: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Είχε ήδη σαπουνίσει το κεφάλι και το σώμα του, όμως ο ατμός που ανέβαινε από το νερό ήτανυπέροχος. Γι’ αυτό, έμεινε κι άλλο βυθισμένος εκεί μέσα, αφήνοντας το μυαλό του ελεύθερο ναταξιδέψει. Είχε δώσει οδηγίες στον Νικ να βρει κι άλλους άντρες με οποιαδήποτε τιμή. Ο Εφημέριοςδεν είχε βάλει στο μάτι μόνο το αποστακτήριο του Γκρίφιν. Μέσα στη νύχτα είχε ακουστεί πωςείχαν μπει άλλες δύο φωτιές σε διαφορετικά σημεία για να καταστρέψουν κι άλλους παρασκευαστέςτζιν. Τουλάχιστον ένας άντρας είχε πεθάνει μέσα στις φλόγες. Θα μπορούσε να διατηρήσειπαραγωγική την επιχείρησή του;

Ξεφύσησε σιγανά. Η Λαίδη Ηρώ σίγουρα θα χαιρόταν αν βούλιαζε. Ένας παρασκευαστήςλιγότερος ανάμεσα σε εκατοντάδες –αν όχι χιλιάδες– στο Σεντ Τζάιλς. Αλλά πάλι, ίσως και να είχεδίκιο που αποδοκίμαζε τη δουλειά του.

Μετά από αυτήν τη σκέψη, όπως ήταν φυσικό, ακολούθησαν κι άλλες σκέψεις που τηναφορούσαν. Θυμήθηκε τη μικρή γραμμούλα που σχηματιζόταν ανάμεσα στα τόξα των φρυδιών τηςκάθε φορά που του έκανε διάλεξη. Τον τρόπο που χαλάρωναν τα ροδαλά της χείλη όταν άκουγε τιςαπαντήσεις που της έδινε. Και το πώς είχαν βαρύνει τα βλέφαρά της όταν την είχε φιλήσει στολαιμό.

Ο Γκρίφιν βόγκηξε, και το χέρι του γλίστρησε ανάμεσα στους μηρούς του και άγγιξε τονανδρισμό του που είχε ήδη ερεθιστεί. Στο μυαλό του ήρθαν εικόνες από εκείνα τα γλυκά μικρά τηςστήθη, από τις κόκκινες θηλές της που έδειχναν μεγάλες σε σύγκριση και αβάσταχτα ερωτικές.Είχαν φουσκώσει και σκληρύνει για εκείνον, και τώρα φανταζόταν πως τις είχε στο στόμα του καιτις δάγκωνε απαλά. Σχεδόν μπορούσε να ακούσει τους αισθησιακούς αναστεναγμούς της.

Άρπαξε στο χέρι του την απόδειξη της ηδονής του και το έσυρε μέχρι πάνω, συνειδητοποιώνταςτην άκαμπτη σκληρότητά του αλλά και την υπέροχη ευαισθησία στην κορυφή.

Είχε λύσει τις δαντέλες από τον κορσέ της και την είχε απογυμνώσει για τη δική του προσωπικήαπόλαυση. Και κάτω από τα μεσοφόρια της, υπήρχε εκείνο το γλυκό, ζεστό, υγρό…

Από κάτω, κάποιος άρχισε να βροντά την εξώπορτα.Ο Γκρίφιν βόγκηξε. Σίγουρα κάποιος θα υπήρχε για να ανοίξει. Μπορεί να μην είχε πολλούς

υπηρέτες, όμως ήταν αρκετοί για να μπορούν να ανοίξουν μια καταραμένη πόρτα. Εκτός κι αν οεπισκέπτης τους εγκατέλειπε τις προσπάθειες.

Ωστόσο, τα χτυπήματα συνεχίζονταν.«Διάβολε» πέταξε, τραβώντας το χέρι του από τον ερεθισμό του. Ίσως να είχε έρθει ο Νικ

Μπαρνς με καινούρια νέα.Βγήκε από την μπανιέρα, καταβρέχοντας με νερά το χαλί, κι έπειτα σκούπισε βιαστικά το κορμί

του με μία πετσέτα και φόρεσε ένα παντελόνι και μια πουκαμίσα. Κατέβηκε τη σκάλα ξυπόλητος,τρέχοντας, και πήγε στον προθάλαμο για να ανοίξει την πόρτα.

«Ποιος;»Βρέθηκε να κοιτάζει τα ξαφνιασμένα γκρίζα μάτια της Λαίδης Ηρώς. Το βλέμμα της σύρθηκε

πάνω του, κάνοντάς τον να συνειδητοποιήσει πως το νοτισμένο πουκάμισό του είχε κολλήσει πάνωστο κορμί του και το παντελόνι του δεν μπορούσε να καλύψει απόλυτα τον ερεθισμό του.

Στράφηκε βιαστικά στο πρόσωπό του. «Ω!»«Τι γυρεύεις εδώ;»«Ω, δόξα τω Θεώ!» είπε χαμηλόφωνα. «Άκουσα σήμερα το πρωί πως κάποιο αποστακτήριο

Page 131: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

κάηκε στο Σεντ Τζάιλς. Είπαν πως σκοτώθηκε ένας άντρας.»«Λοιπόν, δεν ήμουν εγώ» της απάντησε, όχι και τόσο ευγενικά.«Το βλέπω αυτό.» Ξερόβηξε αμήχανα. «Μπορώ να περάσω;»Ο Γκρίφιν κοίταξε δεξιά και αριστερά το δρόμο. Δεν υπήρχε κανείς που να τους δίνει σημασία.

Άπλωσε το χέρι του, τύλιξε τα δάχτυλά του γύρω από το μπράτσο της και την τράβηξε μέσα στοσπίτι του.

Η Λαίδη Ηρώ τρέκλισε, αφήνοντας μια σιγανή κραυγή να της ξεφύγει. «Τι νομίζεις πως κάνεις;»«Προσπαθώ να περισώσω τη φήμη σου» μουρμούρισε εκείνος. Έκανε μεταβολή και

κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθήκη χωρίς να μπει στον κόπο να δει αν τον ακολουθούσε. «Εσύ τινομίζεις πως κάνεις με το να επισκέπτεσαι το σπίτι ενός εργένη –ασυνόδευτη– τέτοια ώρα;»

«Ήθελα να βεβαιωθώ πως είσαι καλά» είπε από πίσω του. «Και έπρεπε να σου μιλήσω.»Ο Γκρίφιν βόγκηξε. Η εκνευριστική γυναίκα σίγουρα θα ήθελε να συνεχίσει τους φιλιππικούς

της για το αποστακτήριο. Έπιασε μία καράφα με μπράντι και σέρβιρε σε ένα ποτήρι. Στράφηκε προςτο μέρος της με το ποτήρι στο χέρι και τη βρήκε να κοιτάζει σκυθρωπά μερικά σκόρπια χαρτιά πουβρίσκονταν πάνω στο γραφείο του. Μάλλον δεν την ευχαριστούσε αυτή η ακαταστασία.

Στριφογύρισε το μπράντι μέσα στο ποτήρι του. «Για ποιο πράγμα;»Γύρισε να τον κοιτάξει, ακόμη συνοφρυωμένη. «Συγγνώμη;»Έκανε μια απότομη κίνηση με το χέρι, ρίχνοντας λίγο από το ποτό του στο πάτωμα. «Για ποιο

πράγμα θέλεις να μου μιλήσεις;»Έσφιξε τα χείλη της, και το μόνο που πέτυχε ήταν να τραβήξει την προσοχή του στο στόμα της.

Φαντάστηκε τα χείλη της γύρω από κάποιο συγκεκριμένο σημείο του κορμιού του, και ο ανδρισμόςτου αφυπνίστηκε εντελώς.

Ο Γκρίφιν κατέβασε μονορούφι το ποτό του.Εκείνη άνοιξε αυτό το αισθησιακό της στόμα. «Εγώ…»«Μήπως ήθελες να μιλήσουμε για τον καιρό;» τη ρώτησε με βελούδινη φωνή, και ξαναγέμισε το

ποτήρι του. «Κάτι τέτοιο θα ήταν πρέπον θέμα για συζήτηση για μια τόσο πρωινή επίσκεψη.»Ανοιγόκλεισε αμήχανα τα βλέφαρά της. «Εγώ…»Τέντωσε το δάχτυλό του για να τη σταματήσει και ήπιε άλλη μία γουλιά από το μπράντι. Τον

έκαιγε καθώς κατέβαινε στον οισοφάγο του, όμως ο ώμος του, που πονούσε μετά την πρωινή μάχη,άρχισε να χαλαρώνει.

«Πρέπει να πίνεις τόσο πολύ τέτοια ώρα;» τον ρώτησε αποδοκιμαστικά.«Ναι.» Την αγριοκοίταξε και ήπιε ακόμα μία γουλιά για να υποστηρίξει τα λόγια του. «Πάντα

πίνω όταν είμαι μισοντυμένος και φιλοξενώ κυρίες.»Το πρόσωπό της άρχισε να κοκκινίζει. «Ίσως να πρέπει να έρθω κάποια άλλη στιγμή.»«Ω, όχι.» Ακούμπησε σε ένα τραπεζάκι το ποτήρι του και έκανε μερικά βήματα προς το μέρος

της. «Διέκοψες το μπάνιο μου, και μάλιστα διέκοψες κάποιες πολύ απολαυστικές ασχολίες μου εκεί.Θα πρέπει να μου πεις αυτό για το οποίο ήρθες.»

Έμεινε να τον κοιτάζει άφωνη.«Μάλλον θα θέλεις να με μαλώσεις ξανά για τις δουλειές μου στο αποστακτήριο, ε;» Έσκυψε

Page 132: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

από πάνω της, αδιαφορώντας για το αν τη φόβιζε, ή ακόμα και για το αν την τρομοκρατούσε. «Ή ναμε κατσαδιάσεις επειδή πηδάω τόσο πολύ.»

Τα τελευταία του λόγια της προξένησαν ολοφάνερη ταραχή, ωστόσο παρέμεινε αμετακίνητη στηθέση της.

Μισόκλεισε απειλητικά τα μάτια του. Πώς τολμούσε να στέκεται εκεί, μπροστά του, με ύφοςοσιομάρτυρα, όταν εκείνος πονούσε –κυριολεκτικά πονούσε– για εκείνην; Χτύπησε τα δάχτυλά τουσαν να θυμήθηκε ξαφνικά κάτι. «Όμως, δεν μπορείς να με κατηγορήσεις για αποπλάνηση από τηστιγμή που έχεις δεχτεί τις άσεμνες ερωτικές προτάσεις μου, έτσι δεν είναι; Τώρα πια δεν είσαι καιτόσο αθώα, σωστά;»

Τα μάτια της γούρλωσαν, και ο Γκρίφιν είχε την υποψία πως μέσα τους είδε να λαμπυρίζουνδάκρυα. Αλλά δεν θα υποχωρούσε τώρα. Όχι αφού έπρεπε επιτέλους να τη διώξει από το σπίτι του,να τη βγάλει από τη ζωή του, να την εξαφανίσει από τις σκέψεις του.

Έσκυψε και ψιθύρισε πάνω στο αφτί της: «Αλλά ίσως γι’ αυτό ακριβώς να ήρθες νασυζητήσουμε. Για αποπλάνηση. Ίσως όλες αυτές οι βλακείες για την παρασκευή τζιν να είναι απλώςμια δικαιολογία για να έρθεις να με βρεις. Ίσως αυτήν τη φορά να θέλεις να φιλήσω κι άλλα σημείατου κορμιού σου εκτός από τα όμορφα στήθη σου.»

* * *

Τη χλεύαζε, τη βασάνιζε, της έκανε επίθεση, και την έφερνε σε ένα σημείο που δύσκολα μπορούσενα αντέξει. Και τώρα έσκυβε από πάνω της, δείχνοντας ξεκάθαρα πως προσπαθούσε να τηντρομοκρατήσει.

Μόνο που εκείνη δεν φοβόταν.Η καυτή ανάσα του Λόρδου Γκρίφιν, αρωματισμένη με μπράντι, χάιδεψε τη γυμνή επιδερμίδα

του λαιμού της, και τα αμαρτωλά του λόγια πυροδότησαν κάτι που ήταν κρυμμένο βαθιά μέσα της.Θα μπορούσε να ήταν –θα έπρεπε σίγουρα να ήταν– ντροπή, όμως εκείνη πολύ φοβόταν πως ήτανκάτι εντελώς διαφορετικό.

«Αυτό είναι που θέλεις;» συνέχισε ο Γκρίφιν. «Το χέρι μου στην κοιλιά σου; Να σε χαϊδεύειμέχρι να φτάσει στις τριχούλες σου; Θα έβαζα στοίχημα πως είναι τόσο απαλές, όσο το τρίχωμα μιαςγάτας.»

Η Ηρώ πήρε μια ανάσα, τρέμοντας, και πίεσε το χέρι της πάνω στο υπογάστριό της. Δεν είχεδικαίωμα να της λέει τέτοια πράγματα. Θα έπρεπε να τον κάνει να σταματήσει. Θα έπρεπε να φύγειαπό εκεί μέσα. Εκτός… εκτός κι αν ήθελε με όλη την καρδιά να μείνει. Να τον αντιμετωπίσει σταίσα – μόνο γι’ αυτήν τη φορά.

Σαν γυναίκα του.Εκείνος δεν την άγγιζε. Απλώς στεκόταν τόσο κοντά της και της ψιθύριζε αυτά τα ξεδιάντροπα,

σκανδαλώδη, προκλητικά λόγια. «Αλλά αυτό που βρίσκεται πιο χαμηλά είναι ακόμα πιο τρυφερό,έτσι δεν είναι; Τα γλυκά πέταλά σου είναι υγρά και μεταξένια, κι έχουν ανθίσει για μένα μόνο.Μπορώ να βρω το κρυφό μπουμπούκι σου που βρίσκεται μέσα τους και να το αγγίξω. Όχι τόσοδυνατά, ώστε να σε πονέσω – ω, όχι. Δεν θα σε πονέσω. Αλλά όχι και τόσο απαλά, ώστε να μηνμπορέσεις να το νιώσεις, Ηρώ. Θέλω να με νιώσεις.»

Page 133: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το βογκητό που ξέφυγε από τα χείλη της. Δεν ήθελε νασυγκρατείται άλλο. Έστρεψε το πρόσωπό της προς το μέρος του. Το δικό του απείχε μόλις λίγαεκατοστά. Τα μάτια του με αυτό το ακαταμάχητα ανοιχτοπράσινο χρώμα την κοιτούσαν υπεροπτικάκαι αμαρτωλά. Αν είχε διακρίνει μόνο αυτά στα υπέροχα βάθη τους, θα είχε φύγει αμέσως από εκεί.

Ήταν αυτή η ευάλωτη έκφρασή τους που την έκανε να μείνει.Το βλέμμα της κατέβηκε στα χείλη του. Είχαν στραβώσει ειρωνικά, όμως το κάτω χείλος ήταν

ακόμη υγρό από το μπράντι. Στη θέα του ένιωσε μια ζεστασιά να κυλάει χαμηλά στην κοιλιά της.«Γκρίφιν.»

Εκείνος βόγκηξε και ψιθύρισε κάτι πρόστυχο. Έπειτα την άρπαξε στα χέρια του, χωρίς καμιάευγένεια, και το στόμα του σκέπασε το δικό της, βίαιο και διεκδικητικό.

«Ηρώ» μουρμούρισε καθώς τα χείλη του γεύονταν τα δικά της. «Ηρώ.»Φαινόταν πως είχε χάσει πια κάθε έλεγχο. Οι κινήσεις του ήταν σπασμωδικές και άγαρμπες.

Πέταξε το καπέλο της στο πάτωμα. Δάγκωσε το πιγούνι της και το λαιμό της καθώς προσπαθούσενα αποσπάσει την εσάρπα από τους ώμους της. Άφησε να του ξεφύγει μια βλαστήμια και τράβηξε τοκεφάλι του, κοιτώντας χαμηλά όσο έλυνε γρήγορα τα κορδόνια του μπούστου της.

Η Ηρώ θα έπρεπε να νιώθει φοβισμένη, τρομοκρατημένη, όμως η πρωτόγονη συμπεριφορά τουσαν να ικανοποιούσε κάποια κρυφή ανάγκη της. Τα χέρια της βοήθησαν πρόθυμα τα δικά του.Προσπαθούσε να απαλλαγεί από τα ρούχα της με ανυπομονησία ανάλογη με τη δική του. Τοδωμάτιο ήταν ζεστό, η ανάσα της έβγαινε πνιχτή, και οι μυρωδιές από το μπράντι και τον πόθο τήςπροκαλούσαν λιποθυμία.

Το φόρεμά της έπεσε ξαφνικά από πάνω της, κι η Ηρώ έμεινε να στέκεται μπροστά του μόνο μετο κομπινεζόν, τις κάλτσες και τα παπούτσια της.

Τα βλέφαρά του βάρυναν και τα χέρια του ακινητοποιήθηκαν. Για μια τρομερή στιγμή, η Ηρώφοβήθηκε πως είχε έρθει στα συγκαλά του και θα σταματούσε.

Όμως, εκείνος οδήγησε αργά το χέρι του στην άκρη του κομπινεζόν της στον ώμο της. Πέρασετα δάχτυλά του απαλά πάνω από το λεπτό ύφασμα, με το βλέμμα του πάντα αιχμάλωτο στο δικότης. Έπειτα, με μια απότομη κίνηση, έσπρωξε τα δάχτυλά του κάτω από το ρούχο και το τράβηξεπρος τα κάτω. Κάποια ραφή άνοιξε, κάτι σκίστηκε, και το κομπινεζόν έφυγε από πάνω της.

Κράτησε την ανάσα της, έκπληκτη, όρθια ολόγυμνη μπροστά του. Ποτέ της δεν είχε εκτεθεί έτσισε έναν άντρα. Ήξερε πως οι θηλές της είχαν σκληρύνει και είχαν ορθωθεί μέσα στη χαμηλήθερμοκρασία του γραφείου, και καταλάβαινε πως τα γόνατά της έτρεμαν. Μόνο που –Θεέ καιΚύριε!– εκείνος δεν κοιτούσε τα γόνατά της. Το βλέμμα του ανέβηκε στο στήθος της που λες καιείχε φουσκώσει. Στα χείλη του ζωγραφίστηκε ένα χαμόγελο. Πριν καν ολοκληρώσει τη σκέψη της,τα χέρια του τυλίχτηκαν σφιχτά γύρω από τους καρπούς της.

«Όχι.» Κούνησε αργά το κεφάλι του, χωρίς να τραβήξει ούτε για μια στιγμή το βλέμμα του απότο κορμί της. «Άφησέ με να σε κοιτάξω. Άσε με να σε απολαύσω.»

Η Ηρώ ρίγησε. Ολόκληρο το κορμί της έκαιγε και παλλόταν από ηδονή, λες και μπορούσε νατην αγγίξει πραγματικά με τα μάτια του. Έμοιαζε με βασανιστήριο όλο αυτό, να στέκεται ολόγυμνημπροστά του και να τον αφήνει να την κοιτάζει χωρίς να μπορεί να προφυλαχτεί ούτε καν με ταχέρια της.

Εκείνος γέλασε, σιγανά και αινιγματικά, κι έπειτα, συνεχίζοντας να κρατάει τους καρπούς της,

Page 134: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

έσκυψε και σκέπασε το δεξί στήθος της με το στόμα του.Η Ηρώ αναπήδησε και άφησε το κεφάλι της να πέσει αδύναμα πίσω. Τα χείλη του ήταν καυτά

και ρουφούσαν με ένταση τη σάρκα της. Ήθελε να αισθανθεί περισσότερα, είχε ανάγκη απόπερισσότερα, γι’ αυτό οι γοφοί της, σαν από μόνοι τους, τινάχτηκαν προς το μέρος του.

«Ω, όχι ακόμη» ψιθύρισε ο Γκρίφιν πάνω στην υγρή, ευαίσθητη θηλή της. «Είναι νωρίς ακόμη.Σκεφτόμουν να συνεχίσουμε τα παιχνίδια για πολλή ώρα ακόμα.»

Τι; αναρωτήθηκε μέσα στη ζάλη της. Τι ακριβώς σκεφτόταν να κάνει;Ο Γκρίφιν γονάτισε μπροστά της και η Ηρώ σήκωσε το κεφάλι της που είχε βαρύνει και τον

κοίταξε με περιέργεια. Τι ετοιμαζόταν να…;Άφησε τους καρπούς της, έφερε τα χέρια του στους μηρούς της και την πίεσε να ανοίξει τα

πόδια. Το παραζαλισμένο της μυαλό άρχισε να σκέφτεται ξανά. Βρισκόταν τόσο κοντά στο πιοαπόκρυφο σημείο της. Μπορούσε να δει και, πολύ σημαντικό, να μυρίσει τα πάντα.

Της σήκωσε το ένα πόδι –φορούσε ακόμη τα κομψά παπούτσια της– και το πέρασε πάνω απότον ώμο του, πράγμα που τον έφερε ακριβώς από κάτω της.

«Όχι» του είπε, πανικόβλητη. «Δεν…»Εκείνος σήκωσε το κεφάλι για να την κοιτάξει, με τα ανοιχτοπράσινα μάτια του να γυαλίζουν.

«Ναι. Κρατήσου από την πλάτη του καναπέ και, ό,τι κι αν γίνει, μη την αφήσεις.»Και τότε, πριν καλά προλάβει να κινηθεί ή να σκεφτεί, έσκυψε το κεφάλι του μπροστά και

άρχισε να γλείφει τις πτυχές της.Η Ηρώ βόγκηξε και στηρίχτηκε στην πλάτη του καναπέ που βρισκόταν πίσω της. Είχε ακούσει

κάποιες κουβέντες γι’ αυτό, όμως δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένη να το αντιμετωπίσει. Τηφιλούσε –όχι, χειρότερα, την έγλειφε– στο πιο ιδιαίτερο σημείο της. Ήταν ό,τι πιο εκπληκτικό είχεδοκιμάσει σε ολόκληρη τη ζωή της. Η γλώσσα του, καυτή και ανεπαίσθητα τραχιά, τη χάιδευεσταθερά, ξανά και ξανά, προχωρώντας όλο και πιο βαθιά μέσα της μέχρι που κατάλαβε γιατίνωρίτερα το είχε αποκαλέσει μπουμπούκι.

Άδειασε τα πνευμόνια της από αέρα και δάγκωσε τα χείλη της. Τα μάτια της είχαν κλείσεισφιχτά. Δεν έπρεπε να φωνάξει, δεν έπρεπε να κάνει κανέναν ήχο, όμως ήταν τόσο, μα τόσοδύσκολο αυτό. Την έγλειφε με προσοχή, με επιδεξιότητα, χωρίς να σταματά. Τον ένιωσε να ανοίγειτα πέταλά της με τα δάχτυλά του και να σπρώχνει το στόμα του στο κέντρο της ύπαρξής της.

Και τη ρούφηξε.Η Ηρώ άφησε ένα δυνατό βογκητό να ηχήσει στο δωμάτιο. Ήταν τόσο οδυνηρό, όσο και γλυκό.

Ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν, και δεν μπορούσε να τα συγκρατήσει με τίποτα.Τον κοίταξε κλεφτά.Το κεφάλι του με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά βρισκόταν ανάμεσα στους μηρούς της. Τα πυκνά

βλέφαρά του τρεμόπαιζαν καθώς εκείνος τη φρόντιζε. Το χέρι του ανέβηκε στο γοφό της, κάνονταςέντονη αντίθεση με την αλαβάστρινη επιδερμίδα της. Έδειχνε τόσο μεγαλόσωμος, τόσο αρρενωπός,και την περιποιόταν τόσο τέλεια. Σίγουρα ήταν λάθος, σίγουρα ήταν αμαρτία, όμως ήταν τόσουπέροχο.

Τα μάτια του άνοιξαν ξαφνικά και την κοίταξαν καθώς εκείνος τη φιλούσε ανάμεσα στουςμηρούς της, σε ένα σημείο που δεν είχε αγγίξει ποτέ κανείς εκτός από την ίδια.

Page 135: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Το θέαμα ήταν υπερβολικό για να το αντέξει. Μια δυνατή έκρηξη ξεκίνησε από τον πυρήνα της,στέλνοντας ερωτικά κύματα σε όλο το κορμί της. Δάγκωσε το χείλι της και έκλεισε τα μάτια,ανήμπορη να αντέξει το βλέμμα του τη στιγμή που δοκίμαζε αυτή την τελευταία, προσωπική ηδονή.Της φαινόταν ντροπή. Της φαινόταν υπέροχο. Άρχισε να τρέμει σύγκορμη κάτω από τοσυγκλονιστικό ξέσπασμά της, και το έκανε μπροστά του. Περίμενε να τον νιώσει να τραβιέται, όμωςεκείνος συνέχισε με σύντομα, ρουφηχτά φιλιά, κάνοντας τους τελευταίους σπασμούς της νασυνεχίζουν μέχρι που τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν τόσο δυνατά, που φοβήθηκε ότι θασωριαζόταν στο πάτωμα.

Έπειτα, εκείνος σηκώθηκε, την έπιασε από τη μέση και την έβαλε να καθίσει στον καναπέ.Σήκωσε τα ρούχα της και, πριν η Ηρώ προλάβει να αναρωτηθεί τι ετοιμαζόταν να κάνει, τη σήκωσεστην αγκαλιά του.

Κρατήθηκε από τους ώμους του καθώς εκείνος προχωρούσε προς την πόρτα της βιβλιοθήκης,και τότε κατάλαβε τι σκόπευε να κάνει. «Δεν μπορείς!»

«Κοίτα με» της απάντησε.Φοβόταν μήπως τους δει κάποιος από τους υπηρέτες, όμως κανείς δεν φάνηκε εκεί γύρω καθώς

εκείνος διέσχιζε το μικρό προθάλαμο και έτρεχε προς τις σκάλες. Προσπέρασε το χολ τού πάνωορόφου και άνοιξε μια πόρτα στο τέλος του διαδρόμου. Η Ηρώ ίσα που πρόλαβε να δει μια γεμάτημπανιέρα, λίγες τσαλακωμένες πετσέτες και ένα τεράστιο κρεβάτι με κουρτίνες σε εκτυφλωτικόκόκκινο και πορτοκαλί χρώμα. Την επόμενη στιγμή βρέθηκε ξαπλωμένη εκεί.

Ο Γκρίφιν πέταξε τα ρούχα της στο πάτωμα, της έβγαλε τα παπούτσια, και μετά έμεινε να τηνκοιτάζει.

Η Ηρώ κράτησε την ανάσα της και αναρωτήθηκε τι να περίμενε άραγε από εκείνην. Δεν είχεκάνει ποτέ άλλοτε κάτι τέτοιο, δεν το είχε σχεδιάσει και δεν ήταν με κανέναν τρόποπροετοιμασμένη. Έκανε να ανασηκωθεί και να στηριχτεί στον αγκώνα της, όμως εκείνος κούνησεαργά το κεφάλι.

«Μείνε εκεί.» Έφερε τα χέρια του πάνω από τους ώμους του και έπιασε το πίσω μέρος τηςπουκαμίσας του. «Μείνε ακίνητη.»

Τράβηξε την πουκαμίσα πάνω από το κεφάλι του και έβγαλε το παντελόνι του.Είχε δει και άλλοτε γυμνούς άντρες. Αγάλματα, ξασπρισμένα και στιλπνά. Ζωντανά αγόρια, ή

ακόμα και νεαρούς άντρες που δούλευαν γυμνοί από τη μέση και πάνω.Όμως, δεν είχε δει ποτέ της αυτό τον άντρα γυμνό. Το δέρμα του ήταν σκουρόχρωμο. Αυτό που

εκείνη πίστευε πως ήταν μαύρισμα από τον ήλιο ήταν στην πραγματικότητα φυσικό μελαχρινόχρώμα. Οι ώμοι του ήταν τετράγωνοι και φαρδιοί, και, σε αντίθεση με εκείνα τα άψυχα αγάλματα, τοκορμί του ήταν πασπαλισμένο με τρίχες. Σκούρες και κατσαρές, ξεκινούσαν από τη μία θηλή τουκαι έφταναν μέχρι την άλλη, άφηναν ένα γυμνό κομμάτι από το στέρνο μέχρι την κοιλιά του, καιμετά σχημάτιζαν μια γραμμή από τον αφαλό μέχρι το τρίχωμα που περιέβαλε τα γεννητικά τουόργανα. Σε εκείνο το σημείο γίνονταν πυκνές και μαύρες, ενώ το μόριό του ξεπρόβαλε ροδοκόκκινο,ένα περίεργο και άγνωστο αντρικό κομμάτι.

Η Ηρώ έμεινε να τον κοιτάζει, νιώθοντας να μουδιάζει μπροστά σε αυτό το πρωτόγνωρο θέαμα,στην αίσθηση πως ήταν ελεύθερη να περιεργάζεται το γυμνό κορμί του. Είχε κρατήσει εκείνο τοσημείο του μέσα στα χέρια της, όμως δεν το είχε δει ποτέ της. Είχε σηκωθεί σχεδόν κατακόρυφα

Page 136: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

μπροστά από την κοιλιά του, χωρίς ωστόσο να ακουμπάει το σώμα του. Χοντρές φλέβεςδιακρίνονταν σε όλο του το μήκος που κατέληγαν σε μια στρογγυλεμένη, σαν πρησμένη, άκρη.Γυάλιζε λιγάκι κάτω από το φως των κεριών, ερυθρωπό και έτοιμο. Ήταν ό,τι πιο εξαίσιο είχε δειστη ζωή της – και ό,τι πιο εκφοβιστικό.

«Σου αρέσει;» τη ρώτησε, πιάνοντάς το με το χέρι του.Εκείνη τον κοίταξε σαν υπνωτισμένη να τραβάει το δέρμα του προς τα κάτω, και ύστερα ξανά

επάνω, μέχρι που έκλεισε το κεφάλι στην παλάμη του. Το βλέμμα της συνάντησε το δικό του, καιδεν μπόρεσε παρά να του πει την αλήθεια. «Ναι.»

Οι άκρες των χειλιών του ανασηκώθηκαν, παρόλο που δεν έδειχνε να έχει διάθεση για γέλια.«Ωραία. Είχα ακούσει πως οι παρθένες το βάζουν στα πόδια ουρλιάζοντας όταν το βλέπουν γιαπρώτη φορά.»

Δάγκωσε το χείλι της στη λέξη παρθένα.«Είσαι, δεν είσαι;» τη ρώτησε με φωνή που από κάποιον άλλον άντρα θα τη θεωρούσε μειλίχια.

«Παρθένα;»Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Μία παρθένα. Έτοιμη να χάσει την παρθενιά της. Ήταν λάθος

αυτό. Ήταν αμαρτία. Ήταν…«Μη σκέφτεσαι» την πρόσταξε. Πλησίασε προς το μέρος της και στήριξε το γόνατό του στο

κρεβάτι, κάνοντας το στρώμα να βουλιάξει κάτω από το βάρος του. «Μη σκέφτεσαι, μην απορείς,μη νοιάζεσαι. Μόνο νιώσε.» Χαμήλωσε πάνω της, με τα χέρια του δεξιά κι αριστερά στο κεφάλι της,και το κορμί του να καίει ξαφνικά το δικό της. «Νιώσε με.»

Και υπάκουσε. Έσπρωξε τα πόδια της με τα δικά του, μέχρι που έφερε τους μηρούς του ανάμεσάτης, και βολεύτηκε πάνω της. Η Ηρώ ένιωσε τις τρίχες των ποδιών του που τρίβονταν πάνω στα δικάτης, τους μύες της κοιλιάς του να την πιέζουν, και περισσότερο από όλα το σκληρό όργανό του νατην καίει σε όποιο σημείο την άγγιζε.

Τον κοίταξε στα μάτια καθώς εκείνος χαμήλωνε το κεφάλι, μουρμουρίζοντας: «Νιώσε με.»Τα χείλη του ήταν βελούδινα αλλά όχι απαλά. Έσπρωξε τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της, και

τώρα εκείνη ήξερε πώς να την καλοδεχτεί, πώς να γυρίσει το κεφάλι της ώστε να εναρμονιστούν ταφιλιά τους. Τα χέρια του πήγαν στα μαλλιά της, τράβηξαν τις φουρκέτες της και χώθηκαν ανάμεσαστις μπούκλες της. Τότε η Ηρώ συνειδητοποίησε ξαφνικά πως μπορούσε κι εκείνη να τονεξερευνήσει.

Έσυρε τα χέρια της στα πλευρά του, χαϊδεύοντας, απολαμβάνοντας το ζεστό του δέρμα. Η πλάτητου ήταν λεία, κάπως υγρή, ίσως από το μπάνιο, ή από τη φωτιά που είχε ανάψει ανάμεσά τους.Προχώρησε πιο ψηλά και ένιωσε τους μύες των ώμων του να σφίγγονται κάτω από το άγγιγμά της.Ήταν τόσο ερωτικό όλο αυτό, τόσο ξεχωριστό: να αγγίζει τη γυμνή πλάτη ενός άντρα, να τον νιώθεινα της κάνει έρωτα.

Ο Γκρίφιν μουρμούρισε κάτι και ανασηκώθηκε, διακόπτοντας το φιλί τους. Έγειρε στο πλάικάπως λοξά και έφερε το χέρι του ανάμεσά τους. Η Ηρώ ένιωσε τα δάχτυλά του να γλιστρούν στιςτριχούλες της ήβης της. Αμέσως μετά αισθάνθηκε τον ανδρισμό του να πιέζει τα πέταλά της,τρίβοντας το κεφάλι στην υγρασία του κορμιού της. Κοίταξε προσεκτικά το πρόσωπό του, είδε τασφιγμένα του χείλη, το ανεπαίσθητο συνοφρύωμα ανάμεσα στα φρύδια του. Ιδρώτας έκανε τομέτωπό του να γυαλίζει, και η Ηρώ είχε την αίσθηση πως, παρόλο που δεν είχε καμία αμφιβολία ότι

Page 137: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

το είχε κάνει αυτό αμέτρητες φορές στο παρελθόν, αυτήν τη φορά την είχε πάρει πολύ σοβαρά.Αυτή η σκέψη την ανακούφισε.Ύστερα, εκείνος μετακινήθηκε και σήκωσε το βλέμμα, ενώ ταυτόχρονα η Ηρώ αισθάνθηκε την

άκρη του ανδρισμού του στην είσοδο του πυρήνα της.Τον κράτησε σφιχτά από τους ώμους, νιώθοντας ξαφνικά αμφιβολίες.Εκείνος χαμήλωσε το κεφάλι και την κοίταξε στα μάτια. «Μη σκέφτεσαι. Μόνο νιώσε.»Και έσπρωξε με τα πόδια του.Η Ηρώ περίμενε πως θα ένιωθε πόνο, όμως δεν ήταν παρά μια παράξενη αίσθηση σαν τσίμπημα.

Πήρε μια βαθιά αναπνοή, περιμένοντας κάτι περισσότερο – πόνο ή ηδονή, δεν ήταν σίγουρη.Ο Γκρίφιν τραβήχτηκε λιγάκι προς τα έξω, και μετά γλίστρησε ακόμα πιο μέσα.Τα χείλη της μισάνοιξαν καθώς συνειδητοποιούσε πως δεν είχε μπει ακόμη όλος μέσα της.«Χαλάρωσε» της ψιθύρισε πάνω στην άκρη των χειλιών της.Τραβήχτηκε πάλι και έσπρωξε ξανά, αυτήν τη φορά λίγο πιο δυνατά. Το τσίμπημα είχε

εξασθενήσει, όμως υπήρχε ακόμη ένα σφίξιμο, μια πίεση, που δεν της προκαλούσαν πόνο, αλλάούτε και της πρόσφεραν κάποια ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Τότε εκείνος ανασηκώθηκε, της έπιασε ταπόδια και τα τύλιξε γύρω από τη μέση του. Ξαφνικά δημιουργήθηκε μια άνεση. Ο Γκρίφινγλίστρησε πάλι προς τα έξω, κι έπειτα έσπρωξε δυνατά μέχρι που τα κόκαλα των γοφών τουχτύπησαν πάνω στο ισχίο της.

Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε, γεμάτη πλέον από εκείνον. Αυτό ήταν όλο;Ο Γκρίφιν σαν να διάβασε την απορία της στα μάτια της. Ξάπλωσε πάνω της, στηριγμένος στα

χέρια του, έτσι ώστε το πάνω τμήμα του κορμιού του να μην την ακουμπάει. Της χαμογέλασε ξανά,αυτήν τη φορά μάλλον αποφασισμένα, και της είπε με βραχνή φωνή: «Νιώσε.»

Άρχισε να ανεβοκατεβαίνει πάνω της, βγάζοντας αργά και ξαναβάζοντας τον ανδρισμό του στοκορμί της. Η Ηρώ άφησε μια πνιχτή κραυγή να της ξεφύγει. Όσο επαναλάμβανε τις ρυθμικέςκινήσεις του, τα μάτια του κοιτούσαν συνέχεια τα δικά της.

«Ω!» Με τα πόδια της σηκωμένα ψηλά, το κορμί του έβρισκε κατευθείαν το στόχο του, ενώ μεκάθε τράβηγμά του έκανε ακόμα μεγαλύτερη την υπέροχη αίσθηση που την είχε κατακλύσει.

«Νιώσε, καρδιά μου» της ψιθύρισε, και η Ηρώ πρόσεξε πως τα μάτια του γυάλιζαν. Πρινπρολάβει να του πει κάτι, ο Γκρίφιν έσκυψε το κεφάλι και έπαιξε με τη γλώσσα του τη θηλή της.

Κύρτωσε την πλάτη της σαν τόξο. Το στιβαρό κορμί του την καθοδηγούσε και τηνικανοποιούσε, οι γοφοί του ανεβοκατέβαιναν ακούραστα, σημαδεύοντας εκείνο το ιδιαίτερο σημείοτης. Άρχισε πάλι να απλώνεται εκείνη η γλυκιά ζεστασιά ανάμεσα στα πόδια της, να φουντώνει καινα ξεχύνεται σε ολόκληρο το κορμί της. Άφησε να της ξεφύγει μια δυνατή κραυγή και κρεμάστηκεαπό τους ώμους του. Τώρα κάτι είχε αλλάξει. Υπήρχε μια τρομερή θλίψη, μια υπέρμετρη χαρά, λεςκαι όλα τα συναισθήματα που είχε συγκρατήσει όλα αυτά τα χρόνια να έβγαιναν ξαφνικά στηνεπιφάνεια. Δεν μπορούσε να ελέγξει τίποτα. Ούτε το πρόσωπο, ούτε το σώμα, ούτε την καρδιά της.Ένιωθε πως διαλυόταν, και ήξερε ότι ποτέ πια δεν θα μπορούσε να ξανακολλήσει τα κομμάτια της.

Ο Γκρίφιν τής έκανε έρωτα, και ήταν σίγουρη πως αυτή ήταν μια μοναδική εμπειρία. Μόνο εδώπέρα θα μπορούσε να ήταν αληθινά ελεύθερη. Τον έσφιξε πάνω της, από φόβο μήπως σταματήσειγια κάποιο λόγο και την αφήσει μόνη της.

Page 138: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Ωστόσο, εκείνος δεν έκανε τίποτα τέτοιο. Δάγκωσε τρυφερά τη ρώγα της και άρχισε ναανεβοκατεβαίνει πάνω της όλο και πιο γρήγορα, με το κορμί του μουσκεμένο από τον ιδρώτα, μέχριπου η Ηρώ άρχισε να τραντάζεται από σπασμούς από κάτω του. Άνοιξε το στόμα της σαν να ήθελενα ουρλιάξει, μόνο που δεν βγήκε κανένας ήχος. Τότε εκείνος σκέπασε τα χείλη της με τα δικά τουκαι άρχισε να δονείται μέσα της, συνεχίζοντας να ανεβοκατεβαίνει πάνω της μέχρι που τραβήχτηκεξαφνικά.

Η Ηρώ ένιωσε το ζεστό υγρό που έπεσε στην κοιλιά της και άνοιξε τα μάτια της. Ήταν από πάνωτης, με τον ανδρισμό του στο χέρι του και το πρόσωπό του γαληνεμένο πια.

Τέλος. Είχε πάψει να είναι μία παρθένα.

* * *

Ο Τσάρλι παρακολούθησε τα ζάρια που έπεσαν από το χέρι του. Δύο και τρία. Το πέντε ίσως ναήταν τυχερό, ίσως και όχι. Θα εξαρτιόταν από το παιχνίδι.

«Συνεπώς, η έφοδος απέτυχε.» Ήξερε χωρίς να χρειαστεί να σηκώσει το βλέμμα του πως οΦρέντι μετακινούσε αμήχανα το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο.

«Μάλιστα. Τρεις άντρες σκοτώθηκαν εκεί έξω και άλλοι δύο τραυματίστηκαν και είναι στοκρεβάτι.»

Ο Τσάρλι γρύλισε και μάζεψε τα ζάρια. Τα ανακάτεψε στο χέρι του, απολαμβάνοντας το γνωστόκοκάλινο ήχο τους. «Κι εμείς ακόμη ασχολούμαστε με τους καταραμένους χαφιέδες του δούκα.»

Ο Φρέντι δεν απάντησε σε αυτό, ίσως επειδή δεν χρειαζόταν να το κάνει.«Όμως, είπες πως είδαν τον Ρίντινγκ με την αδερφή του δούκα;» ρώτησε ο Τσάρλι

συλλογισμένα.«Δύο φορές στο Σεντ Τζάιλς» απάντησε ο Φρέντι.Ο άλλος άντρας κατένευσε με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. «Ο δούκας, ο δούκας. Πάντα στο

δούκα καταλήγουμε, έτσι δεν είναι; Στο δούκα και στον Ρίντινγκ, καλέ μου φίλε.»Ο Φρέντι έγλειψε νευρικά τα χείλη του.Ένα δυνατό χτύπημα μαζί με ένα έντονο μουρμουρητό ακούστηκαν από πάνω τους.Ο Τσάρλι σήκωσε το κεφάλι, λες και μπορούσε να δει τη γυναίκα που βρισκόταν πάνω. «Πώς

είναι αυτή σήμερα;»Ο Φρέντι ανασήκωσε τους ώμους. «Η νοσοκόμα λέει πως έφαγε λίγο ζωμό σήμερα το πρωί.»Ο Τσάρλι χαμήλωσε το βλέμμα χωρίς κανένα σχόλιο και έριξε τα ζάρια. Κύλησαν μέχρι την

άκρη του τραπεζιού: τρία ξανά και τέσσερα. Το τυχερό επτά. «Ίσως είναι καιρός ναχρησιμοποιήσουμε τους πληροφοριοδότες του δούκα για δικό μας συμφέρον. Ίσως ήρθε η ώρα ναμάθει η Εξοχότητά του τι δουλειά κάνει στην πραγματικότητα ο Ρίντινγκ στο Σεντ Τζάιλς.»

Page 139: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Κεφάλαιο Έντεκα

Εκείνο το βράδυ, η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα κάλεσε ξανά τους υποψήφιουςμνηστήρες της στην αίθουσα του θρόνου και τους ζήτησε να της δώσουν τις απαντήσειςτους. Ο Πρίγκιπας Γουέστμουν κροτάλισε τα δάχτυλά του, και αμέσως ένας ιπποκόμοςοδήγησε ένα μαύρο επιβήτορα στην αίθουσα. Ο Γουέστμουν έκανε μία μεγάληυπόκλιση. «Αυτό το άλογο είναι το ισχυρότερο πράγμα στο βασίλειό σας,Μεγαλειότατη.»Ο Πρίγκιπας Ίστσαν έκανε ένα νεύμα με το χέρι του, και ένας γιγαντόσωμοςπολεμιστής μπήκε με αποφασιστικά βήματα στην αίθουσα του θρόνου, με το στήθοςτου θωρακισμένο με ασήμι, και το σπαθί του κρυμμένο σε χρυσό θηκάρι. «Αυτός οάντρας είναι το δυνατότερο πράγμα στο βασίλειό σας, Μεγαλειότατη.»Στο τέλος, ο Πρίγκιπας Νόρθγουιντ παρουσίασε έναν άσπρο ευνουχισμένο ταύρο μεεπίχρυσα κέρατα. «Αυτός ο ταύρος είναι το δυνατότερο πράγμα στο βασίλειό σας,Μεγαλειότατη.»

-από το Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα

Ο Γκρίφιν σωριάστηκε στα στρωσίδια του κρεβατιού, με το κορμί του κορεσμένο. Έμεινε έτσιανάσκελα, με το ένα του χέρι πάνω από τα μάτια του, το μυαλό εντελώς άδειο από σκέψεις καιόλους τους μύες του χαλαρωμένους. Ήταν σαν να βρισκόταν σε έκσταση.

Κάτι που προφανώς δεν θα μπορούσε να το πει και για την Ηρώ.Μόλις το κρεβάτι κουνήθηκε, συνειδητοποίησε πως η ερωμένη του ίσως να μη βρισκόταν σε μια

αντίστοιχη κατάσταση νιρβάνας.Ο Γκρίφιν μισάνοιξε το ένα του μάτι και κοίταξε, σαστισμένος, τη Λαίδη Ηρώ που πήδηξε από

το κρεβάτι και κρύφτηκε στο πλάι. Ένα λεπτό αργότερα σηκώθηκε, πασχίζοντας με ό,τι είχεαπομείνει από το κομπινεζόν της.

Εκείνος χασμουρήθηκε. «Το ξέρω πως δεν έχεις πείρα σε αυτά, γλυκιά μου, αλλά αυτό πουγίνεται συνήθως είναι να ξαπλώνεις για λίγο, ίσως και να το επαναλαμβάνεις, Θεού και πουλιού μουθέλοντος. Δεν χρειάζεται να το βάζεις στα πόδια.»

Μόλις τελείωσε αυτά που έλεγε, το μυαλό του –καθυστερημένα– λειτούργησε, και κατάλαβεπως ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να πει.

Η Ηρώ παράτησε το κομπινεζόν της και έσκυψε για να σηκώσει το κορσάζ της. Είχε το πρόσωπότης ελαφρώς γυρισμένο, ωστόσο εκείνος μπόρεσε να δει και από το προφίλ της ότι τα χείλη τηςείχαν γίνει μια ίσια γραμμή. «Πρέπει να φύγω.»

Ο Γκρίφιν δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί πολύ λογικά –κάτι περισσότερο από το συνηθισμένοείχε συμβεί εδώ πέρα–, όμως ήξερε πως δεν ήθελε να την αφήσει να φύγει. Έτριψε το χέρι πάνω στοκεφάλι του, προσπαθώντας να βρει κάτι για να τη συγκρατήσει. «Ηρώ…»

Page 140: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Εκείνη έσκυψε ξανά.Ο Γκρίφιν ανασηκώθηκε και κοίταξε στο πλάι του κρεβατιού. Ήταν γονατισμένη και ψαχούλευε

τη στοίβα με τα ρούχα της. Παρόλο που είχε σκυμμένο το κεφάλι, δεν έδειχνε και πολύ φιλική.Αναστέναξε. «Μείνε λίγο ακόμα, και θα πω να μας ετοιμάσουν λίγο τσάι.»Σηκώθηκε ξανά όρθια, τραβώντας τα μεσοφόρια της. «Δεν πρέπει να με δουν εδώ.»Μπήκε στον πειρασμό να τη ρωτήσει για ποιο λόγο είχε κάνει, τότε, τον κόπο να έρθει, αλλά η

σύνεση –που δεν συγκαταλεγόταν στις αρετές του– σφράγισε τα χείλη του. Ήξερε πως έπρεπε νατης μιλήσει, όμως δεν μπορούσε να βρει τα λόγια που θα την έπειθαν να μείνει. Ένιωσε το κεφάλιτου βαρύ, γεμάτο από το βρόμικο λινάρι, και τον πυκνό καπνό που ανέπνεε όλη τη νύχτα στηναποθήκη.

Δεν ήταν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο, να πάρει.Είχε φορέσει τον κορσέ της τώρα και προσπαθούσε με αδέξιες κινήσεις να τον δέσει. Χωρίς

αμφιβολία, συνήθως θα τη βοηθούσε κάποια καμαριέρα για να το κάνει. Ένιωσε μια παράξενητρυφερότητα μπροστά σε αυτή την εικόνα.

Κύλησε μέχρι την άκρη του κρεβατιού και κάθισε εκεί, με τα πόδια του απλωμένα, τραβώνταςτην άκρη ενός σεντονιού για να σκεπάσει το υπογάστριό του. «Άφησέ με να σε βοηθήσω.»

Η Ηρώ έκανε ένα βήμα πίσω και γύρισε στο πλάι. «Μπορώ… Μπορώ να τα καταφέρω.»«Κλαις;» τη ρώτησε, έντρομος.«Όχι!»Όμως, έκλαιγε. Θεέ και Κύριε. Έκλαιγε.Δεν ήξερε τι να κάνει, πώς να το διορθώσει όλο αυτό. «Παντρέψου με.»Ήταν σαν να είχε μπει ένα κομμάτι στη θέση του – ένα χαμένο κομμάτι που δεν είχε καταλάβει

ποτέ ως τότε ότι του έλειπε, και το ήξερε τώρα πια, άξαφνα και σίγουρα, πως το να παντρευτεί τηνΗρώ ήταν το σωστότερο που θα μπορούσε να κάνει. Δεν ήθελε να την πληγώσει άλλο. Λαχταρούσενα γίνει η ασπίδα της, ο προστάτης της. Για πρώτη φορά από τότε που είχε επιστρέψει στο Λονδίνο,ένιωθε πως ήξερε ποιος ήταν ο σκοπός του. Ένιωθε σωστός.

Ατυχώς, εκείνη δεν έδειχνε να αισθάνεται το ίδιο.Κούνησε το κεφάλι της, πνίγοντας ένα λυγμό, και έσκυψε για να σηκώσει το φόρεμά της.Η περηφάνια του πληγώθηκε. Σηκώθηκε όρθιος, αφήνοντας το σεντόνι να γλιστρήσει από πάνω

του. «Τι λες εσύ;»«Μην είσαι ανόητος» μουρμούρισε καθώς προσπαθούσε να φορέσει το φουστάνι της.Το κεφάλι του έγειρε πίσω σαν να τον είχε χαστουκίσει. «Βρίσκεις μια πρόταση γάμου από μένα

ανόητη;»«Ναι.» Είχε περάσει το φόρεμα πάνω από το κεφάλι της και ετοιμαζόταν να δέσει τα κορδόνια

του μπούστου. «Μου το ζητάς μόνο και μόνο επειδή κοιμήθηκα μαζί σου.»Έφερε τα χέρια στους γοφούς του, νιώθοντας το θυμό να φουντώνει μέσα του. Το κεφάλι του

πονούσε –είχε πολλές μέρες να κοιμηθεί κανονικά–, αλλά προσπάθησε να κρατήσει ήρεμη τη φωνήτου. «Σου πήρα την παρθενιά, λαίδη μου. Με συγχωρείς αν τον θεωρώ κι αυτόν έναν πολύ καλόλόγο για να σε κάνω γυναίκα μου.»

«Ω, Θεέ μου.» Γύρισε για να τον κοιτάξει. Το βλέμμα της χαμήλωσε στο γυμνό κορμί του, κιέπειτα στάθηκε σταθερό στη μέση του. «Δεν έχεις ακούσει λέξη από όσα σου έχω πει τις τελευταίες

Page 141: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

μέρες; Ο γάμος είναι μια συμφωνία, ένα συμβόλαιο ανάμεσα στις οικογένειες. Μια αμοιβαίαδέσμευση για το μέλλον, μετά από σοβαρή σκέψη και επίσημες διαδικασίες. Δεν είναι κάτι που τοκάνει κανείς από καπρίτσιο.»

Κούνησε το κεφάλι του. «Δεν είναι καπρίτσιο.»«Τότε, γιατί δεν μου το ζήτησες πριν ξαπλώσεις μαζί μου;»Έμεινε να την κοιτάζει, έτοιμος να υποκύψει στον πειρασμό και να της απαντήσει πως μέχρι να

τη ρίξει στο κρεβάτι του σκεφτόταν με το μικρότερο κεφάλι του.Όμως, εκείνη συνέχισε να μιλά, με φωνή δυσοίωνα ήρεμη. «Εσύ κι εγώ δεν έχουμε παρεμφερείς

στόχους και προθέσεις. Μου δήλωσες πριν από λίγες μέρες πως δεν έχεις σκοπό να παντρευτείςποτέ. Η πρότασή σου βασίζεται ή σε ενοχές ή σε κακώς ερμηνευμένο ιπποτισμό, από τα οποίακανένα δεν αποτελεί γερά θεμέλια για ένα γάμο. Έκανα ένα τρομερό λάθος» –η φωνή της τσάκισε,προκαλώντας ένα δυνατό σφίξιμο στην καρδιά του– «αλλά με το να ακυρώσω το γάμο μου με τονΜάντβιλ απλώς θα το επιδεινώσω.»

Την κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. Πότε είχε προλάβει να τα σκεφτεί όλα αυτά;Θα μπορούσε να αντικρούσει όλα τα επιχειρήματά της αν κατάφερνε να κοιμηθεί για λίγο, αλλά

ένα συγκεκριμένο δεν μπορούσε να το αγνοήσει. «Δεν πρόκειται να παντρευτείς τον Τόμας.»Ανασήκωσε τα φρύδια της. «Αυτός είναι ο λόγος που ξάπλωσες μαζί μου;»«Όχι!» φώναξε.«Ωραία» του είπε, απόλυτα λογικά, απόλυτα τέλεια. «Το τι θα κάνω εγώ με τον Τόμας αφορά

εμένα κι αυτόν. Εσύ δεν έχεις καμία δουλειά.»«Επίτρεψέ μου να διαφωνήσω» είπε εκείνος, συνειδητοποιώντας πόσο γελοία θα πρέπει να

ήχησαν τα λόγια του έτσι όπως στεκόταν εκεί γυμνός, να λογομαχεί με τη γυναίκα που μόλις είχεδιακορεύσει. «Είμαι ο αδερφός του Τόμας και ο άντρας που μόλις πήδηξες!»

Έκανε ένα μορφασμό πόνου. «Την απεχθάνομαι αυτήν τη λέξη. Σε παρακαλώ να μη τηχρησιμοποιείς όταν είμαι κι εγώ παρούσα.»

«Να πάρει, Ηρώ!»«Πρέπει να φύγω τώρα» είπε ευγενικά, και αυτό ακριβώς έκανε.Για μια στιγμή έμεινε να κοιτάζει την κλειστή πόρτα, άναυδος και κατάπληκτος. Τι είχε συμβεί;

Τι είχε κάνει;Το βλέμμα του έπεσε στα άσπρα σεντόνια του κρεβατιού, και πρόσεξε μια μικρή κηλίδα από

αίμα. Το θέαμα ξέσκισε την καρδιά του. Βλαστήμησε και χτύπησε τη γροθιά του στο κεφαλάρι τουκρεβατιού, τραυματίζοντας τις κλειδώσεις του.

Ο Ντιντλ ήρθε στο δωμάτιο και κοίταξε γύρω του με βλέμμα που έλαμπε. «Συνάντησα μια κυρίαστο διάδρομο, λόρδε μου. Βιαζόταν πολύ. Πάντως, πολύ όμορφη. Δεν ήξερα πως θα κάνατε κάτιτέτοιο, καταλαβαίνετε τι θέλω να πω, μετά το χθεσινό βράδυ.»

Ο Γκρίφιν βόγκηξε και έπεσε πίσω στο κρεβάτι, κρατώντας με τα χέρια του το κεφάλι του πουπονούσε. «Σκάσε, Ντιντλ.»

* * *

Page 142: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Η μέρα ήταν φωτεινή και ηλιόλουστη, ακόμα και στο Σεντ Τζάιλς, και η Σάιλενς Χόλινμπρουκχαμογέλασε καθώς πήγαινε για τα πρωινά της ψώνια.

«Μιαμ!» φώναξε η Μέρι Ντάρλινγκ από το πάνινο καθισματάκι της που κρεμόταν στο γοφό τηςΣάιλενς και άπλωσε τα παχουλά χεράκια της προς μία στοίβα από κόκκινα μήλα.

Η Σάιλενς γέλασε και σταμάτησε. «Πόσο έχουν;» ρώτησε την πωλήτρια. Θυμήθηκε κάποια φοράτον πρώτο καιρό του γάμου της που την είχε επαινέσει ο Γουίλιαμ για μία νόστιμη μηλόπιτα πουείχε φτιάξει.

Η γυναίκα χαμογέλασε, κάνοντας τις ρυτίδες στο ηλιοκαμένο πρόσωπό της να βαθύνουν ακόμαπιο πολύ. «Για σας και για μια τόσο όμορφη κοπελιά, μόνο τρεις πένες η δωδεκάδα.»

Κανονικά, η Σάιλενς θα έκανε παζάρια για να κατεβάσει την τιμή, όμως τα μήλα φαίνοντανυπέροχα και η τιμή τους λογική. «Θα πάρω μια ντουζίνα.»

Έδωσε τα νομίσματα και το καλάθι που κρατούσε, κι έπειτα παρακολούθησε την πωλήτριακαθώς διάλεγε προσεκτικά τα μήλα για να της το γεμίσει. Θα μπορούσε να φτιάξει κάνα δυονόστιμες μηλόπιτες για τα παιδιά.

Συνέχισε το δρόμο της ανάμεσα στους πάγκους. Είχε πάρει μαζί της για να τη βοηθήσουν σταψώνια τη Μέρι Ίβνινγκ, τη Μέρι Κομπάσιον και τη Μέρι Ρεντρίμπον, και τα κορίτσια τηνακολουθούσαν σαν υπάκουα παπάκια. Είχαν ήδη αγοράσει κρεμμύδια, ρέβες και ένα σβώλο φρέσκοβούτυρο, και τώρα η Σάιλενς πλησίαζε έναν πάγκο με παντζάρια, όταν μια φωνή την έκανε νακοιτάξει δεξιά της.

Είδε μια μικρή ομάδα από τρία αγόρια – συνηθισμένο θέαμα στον Σεντ Τζάιλς, αλλά και σε όλοτο Λονδίνο. Τα τρία αγόρια ήταν απορροφημένα σε ένα παιχνίδι με ζάρια που έπαιζαν, και,προφανώς, το ένα από αυτά μόλις είχε κερδίσει ή είχε χάσει. Πηδούσε πάνω-κάτω, και τότε κάποιοάλλο αγόρι τού έριξε μια καρπαζιά. Αμέσως τα δύο παιδιά βρέθηκαν να κυλιούνται στο χώμα χωρίςκανείς να τους δίνει σημασία παρά μόνο για να τα προσπεράσουν χωρίς να τα πατήσουν. Τότε, εκείπου τα κοιτούσε αδιάφορα, πρόσεξε κάτι –κάποιον– ξέχωρα από τα αγόρια. Μια αέρινη αντρικήφιγούρα, με μαύρες μπούκλες που έπεφταν μέχρι τους φαρδιούς της ώμους και μια υποψία απόπαχιά, σαρκαστικά χείλη.

Δεν ήταν δυνατόν.Τραβήχτηκε στο πλάι, προσπαθώντας να δει καλύτερα. Εκείνος είχε γυρίσει αλλού το κεφάλι,

και τώρα είχαν μπει κι άλλοι άνθρωποι ανάμεσά τους. Δεν μπορούσε να είναι σίγουρη, όμως ανκατάφερνε να ρίξει μια καλύτερη ματιά…

«Πού πηγαίνουμε, κυρία;» ρώτησε η Μέρι Ίβνινγκ, λαχανιασμένη.Η Σάιλενς κοίταξε γύρω της και συνειδητοποίησε πως τα κορίτσια έτρεχαν για να προλάβουν τα

γρήγορα βήματά της. Ύστερα έψαξε με το βλέμμα το σημείο όπου είχε δει νωρίτερα αυτό το τόσογνωστό πρόσωπο.

Είχε φύγει.Ίσως και να τον είχε φανταστεί. Ίσως να τον είχε μπερδέψει με κάποιον άλλον άντρα που είχε τα

ίδια μακριά μαλλιά χωρίς περούκα. Η Μέρι Ντάρλινγκ δυσανασχέτησε και άπλωσε το χέρι προς τοκαλάθι με τα μήλα που κρατούσε η Μέρι Ίβνινγκ. Η Σάιλενς έπιασε ένα με χέρια που έτρεμαν και τοέδωσε στο μωρό. Δεν τον είχε ξαναδεί από εκείνη την απαίσια νύχτα. Σίγουρα θα είχε κάνει λάθος.

Ωστόσο, το ήξερε πως δεν έκανε. Είχε δει τον Ωραίο Μίκι Ο’Κόνορ, τον πιο διαβόητο πειρατή

Page 143: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

στο Λονδίνο.«Είναι ώρα να γυρίσουμε στο σπίτι» είπε αποφασιστικά στα κορίτσια.Έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε γρήγορα από την αγορά. Ίσως ήταν απλώς μια σύμπτωση

που ο Ωραίος Μίκι είχε βρεθεί εκεί την ίδια ώρα με εκείνην. Βέβαια, ζούσε στο Σεντ Τζάιλς, όπωςπολύ καλά γνώριζε. Μόνο που δεν φανταζόταν πως ο κύριος Ο’Κόνορ έκανε μόνος του τα ψώνιατου. Επιτάχυνε τα βήματά της τόσο που σχεδόν έτρεχε. Η καρδιά της χτυπούσε πολύ γρήγορα, τόσογρήγορα και αδύναμα, που φοβήθηκε πως θα λιποθυμούσε.

Δεν έπρεπε να φανερωθεί ο φόβος της μπροστά στο στόμα του λύκου.Έκανε να γελάσει, όμως ο ήχος που βγήκε από τα χείλη της έμοιαζε περισσότερο με λυγμό. Ο

Μίκι δεν είχε καμία σχέση με έναν άγριο, πεινασμένο λύκο – τουλάχιστον όχι στην εμφάνιση. Τημοναδική φορά που τον είχε δει, ήταν ντυμένος με βελούδο και δαντέλες, και είχε στολισμένα όλατα δάχτυλα των χεριών του με δαχτυλίδια φορτωμένα με πολύτιμους λίθους. Ήταν κομψός καιευγενικός. Παρ’ όλα αυτά, πίσω από την αβρή επιφάνεια, Θεέ μου, ήταν ακριβώς όπως έναςπεινασμένος λύκος.

Η Σάιλενς είχε λαχανιάσει τη στιγμή που έφτασαν στο σπίτι. Τα χέρια της έτρεμαν καθώςπάλευαν με το κλειδί που της έπεσε δύο φορές μέχρι να καταφέρει να το βάλει στην κλειδαριά.Ρίχνοντας μια τελευταία ταραγμένη ματιά πίσω της, έβαλε τα κορίτσια μέσα και έκλεισε με δύναμητην πόρτα.

«Είστε καλά, κυρία;» ρώτησε ανήσυχα η Μέρι Ίβνινγκ.«Ναι.» Έφερε το χέρι πάνω στο στήθος της, προσπαθώντας να ελέγξει την αναπνοή της. Η Μέρι

Ντάρλινγκ μασούλαγε ανενόχλητη το μήλο της, αδιαφορώντας για ό,τι συνέβαινε γύρω της.Ευτυχώς δεν είχε αναστατωθεί το μωρό. Κατάφερε να χαμογελάσει. «Ναι, καλά είμαι. Όμως,πεθαίνω για ένα φλιτζάνι τσάι. Εσείς;»

«Μάλιστα, κυρία!» ήταν η γενική ομολογία.Έτσι, κίνησε για την κουζίνα μαζί με τα κορίτσια, νιώθοντας κάπως καλύτερα.Ωστόσο, η διάθεσή της έπεσε πάλι όταν είδε τον Γουίντερ να στέκεται κατηφής στην κουζίνα. Ο

αδερφός της δεν ερχόταν ποτέ στο ίδρυμα πριν από τη μία, που ήταν η ώρα του για να κολατσίσει.Τον κοίταξε, συνοφρυωμένη. «Τι γυρεύεις στο σπίτι τέτοια ώρα;»Ο Γουίντερ κοίταξε το μεγαλύτερο κορίτσι. «Μέρι Ίβνινγκ, σε παρακαλώ, βάλε τα ψώνια στο

τραπέζι και πάρε τα κορίτσια πάνω. Νομίζω πως η Νελ μόλις έφτιαξε λίγο τσάι για τα παιδιά.»Τα κορίτσια έφυγαν υπάκουα από την κουζίνα.Η Σάιλενς κοίταξε τον Γουίντερ, νιώθοντας ένα σφίξιμο στο στήθος. «Γουίντερ;»Εκείνος κοίταξε αφηρημένα τη Μέρι Ντάρλινγκ που βρισκόταν ακόμη στην αγκαλιά της. «Ίσως

θα ήταν καλύτερα αν στέλναμε και το μωρό επάνω.»«Όχι.» Η Σάιλενς ξεροκατάπιε νευρικά και ακούμπησε το μάγουλό της στις απαλές, μαύρες

μπούκλες της Μέρι Ντάρλινγκ. «Άφησέ τη να μείνει μαζί μου.»Ο Γουίντερ κατένευσε. «Θα καθίσεις;»Η Σάιλενς βολεύτηκε σε έναν από τους πάγκους της κουζίνας. «Τι συμβαίνει; Πες μου.»«Είχαμε κάποια ειδοποίηση από τους ιδιοκτήτες του πλοίου του Γουίλιαμ» της είπε ήρεμα.Το κεφάλι της άρχισε να γυρίζει. Τα λόγια του αδερφού της έφταναν συγκεχυμένα στα αφτιά

Page 144: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

της.Αλλά, όταν εκείνος συνέχισε, η Σάιλενς τον κατάλαβε πολύ καλά. «Το πλοίο του Γουίλιαμ

χάθηκε στα ανοιχτά. Δεν υπήρξαν επιζώντες. Φοβάμαι πως ο Γουίλιαμ είναι νεκρός.»

* * *

«Φαίνεσαι κουρασμένη, αγαπητή μου» παρατήρησε η Ξαδέρφη Μπατίλντα εκείνο το βράδυ καθώςταλαντεύονταν στο ρυθμό της άμαξας. «Ίσως δεν θα έπρεπε να είχες καθίσει με τη Φοίβη όλο τοαπόγευμα.»

Πήγαιναν σε κάποιο χορό. Η Ηρώ συνοφρυώθηκε λιγάκι, προσπαθώντας να θυμηθεί. Α, ναι, τοχορό των Γουίτκομπ. Ίσως απόψε να έβρισκε κάποια λαίδη που να ενδιαφερόταν να βοηθήσει τοίδρυμα, αν βέβαια συγκέντρωνε το μυαλό της σε αυτό. Περίεργο, αλλά όλη μέρα δυσκολευόταν νασυγκεντρωθεί σε οτιδήποτε.

«Αγαπητή μου;» επέμεινε η Ξαδέρφη Μπατίλντα.«Η Φοίβη δεν με κούρασε.» Έτριψε αργά το μέτωπό της. «Με πονάει λιγάκι το κεφάλι.»«Θέλεις να πούμε στον οδηγό να μας γυρίσει πίσω;»«Όχι» απάντησε η Ηρώ κάπως απότομα, και ύστερα πήρε μια βαθιά αναπνοή. «Όχι, είμαι καλά,

Ξαδέρφη.»«Δεν μπορώ να πιστέψω πως είσαι καλά όταν χρησιμοποιείς αυτό τον τόνο» είπε η Ξαδέρφη

Μπατίλντα.Η Ηρώ έπνιξε έναν αναστεναγμό και πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει. «Ειλικρινά, με

συγχωρείς που σου μίλησα απότομα.»«Πολύ καλά, λοιπόν» απάντησε η άλλη γυναίκα. «Έτσι κι αλλιώς, είναι μάλλον αργά για να

γυρίσουμε πίσω τώρα. Σχεδόν φτάσαμε. Παρόλο που αισθάνομαι άσχημα που αφήσαμε τηνκαημένη τη Φοίβη μόνη στο κρεβάτι. Σου είπε τίποτα ο Μάξιμους για εκείνην;»

«Όχι, όχι ακόμη.»«Πιστεύω πως πρέπει να πάρει μια απόφαση σύντομα.» Γραμμές ανησυχίας σχηματίστηκαν

γύρω από τα μάτια της Ξαδέρφης Μπατίλντα. «Δόξα τω Θεώ, ο γιατρός είπε πως το χέρι της θα γίνεικαλά. Θα ήταν τρομερό αν έμενε και ανάπηρη εκτός από…» Η φωνή της έσβησε σαν να μηνμπορούσε ούτε να προφέρει τη λέξη.

Η Ηρώ αναστέναξε και γύρισε να κοιτάξει έξω από το παράθυρο παρόλο που δεν μπορούσε ναδιακρίνει τίποτα μέσα στο σκοτάδι. Πόσο περίεργα ένιωθε! Σαν να είχε αποσυνδεθεί από το σώματης και από όλα όσα συνέβαιναν γύρω της. Κανονικά, θα έπρεπε να σκεφτεί σε βάθος, να πάρεικάποιες αποφάσεις και να βρει κάποιον τρόπο για να διορθώσει τα πράγματα. Αντιθέτως, το έβρισκεπολύ δύσκολο να εστιάσει την προσοχή της σε οτιδήποτε. Σε οτιδήποτε εκτός από τον Γκρίφιν καιτο πώς είχε αισθανθεί το πρωί όταν τον είχε δεχτεί μέσα στο κορμί της. Σχεδόν μπορούσε ακόμη ναμυρίσει την αρμύρα από το δέρμα του, να νιώσει τις τριχούλες στο στέρνο του να γρατζουνάνε τογυμνό της στήθος, να δει τα μάτια του που την παρακολουθούσαν πάντα…

«Ελπίζω να μην είναι απόψε στο χορό ο Λόρδος Γκρίφιν» είπε η Ξαδέρφη Μπατίλντα,ξαφνιάζοντάς την.

Page 145: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Ευτυχώς, η ξαδέρφη της δεν έδειξε να πρόσεξε το τρομοκρατημένο βλέμμα της Ηρώς.«Μας φτάνει το κακό που η Φοίβη δείχνει εντελώς γοητευμένη μαζί του» είπε με ολοφάνερη

δυσαρέσκεια η Μπατίλντα. «Δεν μπορώ να πιστέψω πως εσύ κάλεσες αυτό τον άνθρωπο γιαφαγητό!»

«Η Φοίβη δεν γνωρίζει λεπτομέρειες για τα όσα διαδίδονται γι’ αυτόν» απάντησε η Ηρώ,προσπαθώντας να βγάλει από τη συζήτηση τον εαυτό της.

«Και βέβαια όχι!» Η Μπατίλντα έδειξε να σοκάρεται και μόνο στη σκέψη. «Ένα μικρό, αθώοκορίτσι σαν κι αυτή να ξέρει σε όλη τους την έκταση τα σκάνδαλα του Λόρδου Γκρίφιν – ούτε να τοσκέφτομαι.»

«Ωστόσο, έχει και τις καλές του πλευρές» είπε η Ηρώ πριν προλάβει να συγκρατηθεί. «Είναιδιασκεδαστικός, ξέρει να κάνει ενδιαφέρουσες συζητήσεις και μπορεί να γίνει πολύ ευγενικός.»

«Διασκεδαστικός και ευγενικός δεν είναι προσόντα που να δικαιολογούν την αλήτικησυμπεριφορά ενός άντρα.»

«Σύντομα θα μπει στην οικογένειά μας» της θύμισε η Ηρώ, νιώθοντας την επιθυμία να βάλει τακλάματα.

«Χμ!» Ήταν το μόνο που είχε να πει η Ξαδέρφη Μπατίλντα.Η απροκάλυπτη αγανάκτησή της έκανε την Ηρώ να χαμογελάσει. «Μην ξεχνάς, η Μινιόν τον

συμπαθεί.»Το μικρόσωμο σκυλί σήκωσε το κεφάλι του μόλις άκουσε το όνομά του. Ήταν κουλουριασμένο

πάνω στο κάθισμα, δίπλα από την Ξαδέρφη Μπατίλντα.Η Μπατίλντα κοίταξε με σοβαρό ύφος το ζωντανό της. «Θα πρέπει να ομολογήσω ότι συνήθως

έχει καλύτερα γούστα.»Η Μινιόν αποφάσισε πως δεν την ενδιέφερε η συζήτησή τους από τη στιγμή που δεν

περιελάμβανε λιχουδιές. Χασμουρήθηκε και ακούμπησε πάλι κάτω το κεφάλι της.«Α, φτάσαμε» είπε η Μπατίλντα καθώς η άμαξα σταματούσε. Πήρε τη Μινιόν στην αγκαλιά της

και ακολούθησε την Ηρώ που κατέβαινε τα σκαλοπάτια.Έξω, το σπίτι των Γουίτκομπ ήταν φωτισμένο με δαυλούς. Υπηρέτες με λιβρέες τις

προϋπάντησαν και τις συνόδεψαν μέχρι μέσα.«Βλέπω πως η Έλενα έχει βάλει τα δυνατά της φέτος» ψιθύρισε η Μπατίλντα κοντά στο αφτί της

Ηρώς. «Και πολύ καλά έκανε μετά την περσινή της πανωλεθρία.»Προσπαθούσε ακόμη να θυμηθεί ποια ακριβώς ήταν η εν λόγω πανωλεθρία όταν έφτασαν στο

σημείο υποδοχής.«Μπατίλντα.» Μία πολύ αδύνατη κυρία με ασημόγκριζα μαλλιά έσκυψε μπροστά και σχεδόν

ακούμπησε το μάγουλό της σε εκείνο της Ξαδέρφης Μπατίλντα. «Πόσο χαίρομαι που σεξαναβλέπω. Και έφερες και το αξιαγάπητο σκυλάκι σου» παρατήρησε με σφιγμένα χείλη ενώ ηΜινιόν τής γρύλιζε.

«Έλενα.» Η Μπατίλντα χάιδεψε καθησυχαστικά το κεφάλι της Μινιόν. «Θυμάσαι την αγαπημένημου ξαδέρφη, Λαίδη Ηρώ Μπάτεν.»

«Λαίδη μου.» Η Ηρώ έκανε μια υπόκλιση.«Μνηστή του Μαρκήσιου του Μάντβιλ, σωστά;» Η Λαίδη Γουίτκομπ την κοίταξε

Page 146: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

επιδοκιμαστικά. «Πολύ καλό συνοικέσιο, αγαπητή μου. Συγχαρητήρια.»«Ευχαριστώ, λαίδη μου» μουρμούρισε η Ηρώ. Ένιωσε ένα ασφυκτικό βάρος, λες και είχε

καθίσει στο στήθος της ένας τεράστιος βράχος. Πόσο θα σκανδαλίζονταν όλοι εδώ μέσα αν ήξεραντι κρυβόταν στην πραγματικότητα πίσω από το προσωπείο της. Είχε χάσει την τελειότητα που πάνταπίστευε πως είχε. Είχε χάσει τη θέση της στην κοινωνία. Για μια στιγμή ένιωσε την παρόρμηση νακάνει μεταβολή και να φύγει τρέχοντας από την αίθουσα.

«Να κι ο Μάντβιλ» αναφώνησε η Ξαδέρφη Μπατίλντα.Η Ηρώ σήκωσε το βλέμμα και είδε το μνηστήρα της, ίδιο και απαράλλαχτο όπως πάντα. Απόψε

ήταν πολύ κομψός με το σκούρο καφέ γιλέκο του κεντημένο με χρυσή και κόκκινη κλωστή.Μόλις τις είδε, βιάστηκε να πάει προς το μέρος τους. «Δεσποινίς Πίκλγουντ, Λαίδη Ηρώ.

Παίρνω όρκο πως απόψε είστε οι ωραιότερες γυναίκες εδώ μέσα.»«Λόρδε μου.» Αναρωτήθηκε τι θα της απαντούσε αν τον ρωτούσε ποιο χαρακτηριστικό της

έβρισκε σαν το πιο όμορφο πάνω της. Μήπως τα μάτια της; Το λαιμό της ίσως; Το στήθος της; Αλλάπάλι, δεν είχε δει ποτέ το στήθος της γυμνό. Μόνο ένας άντρας το είχε δει, κι αυτός δεν ήταν οαρραβωνιαστικός της.

Έστρεψε αλλού το βλέμμα και δάγκωσε το χείλι της, νιώθοντας την ενοχή της να θεριεύει πάλι.«Ελπίζω πως είναι καλύτερα η αγαπητή αδερφή σου» ρώτησε ο Μάντβιλ τραχιά.«Όσο καλύτερα θα περίμενε κανείς, λόρδε μου» απάντησε η Ξαδέρφη Μπατίλντα. «Ο γιατρός

συνέστησε κατάκλιση στο κρεβάτι, αλλά πιστεύει πως το χέρι θα δέσει.»«Χαίρομαι πολύ.»«Βλέπω την καλή μου φίλη κυρία Χαγκς εκεί πέρα» είπε η Ξαδέρφη Μπατίλντα. «Ελπίζω πως

θα με συγχωρέσετε εσείς οι νέοι.»«Φυσικά» μουρμούρισε ο Μάντβιλ. Πρόσφερε το μπράτσο του στην Ηρώ, χωρίς στην ουσία να

την κοιτάξει. «Θα κάνουμε μία βόλτα;»«Παρακαλώ» του απάντησε λακωνικά, αγνοώντας τις υστερικές φωνές που ηχούσαν μέσα στο

κεφάλι της.Πέρασε το χέρι της στο δικό του και τον άφησε να την οδηγήσει ανάμεσα στον κόσμο. Στην

αίθουσα επικρατούσε πολλή ζέστη. Η Λαίδη Έλενα είχε επιλέξει να διακοσμήσει το χώρο μεεκατοντάδες τριαντάφυλλα, και το άρωμα των μαραζωμένων λουλουδιών ήταν σχεδόν αποπνικτικό.Κουνούσε ευγενικά το κεφάλι και αντάλλαζε κενολογίες με διάφορους γνωστούς πουδιασταυρωνόταν μέχρι τη στιγμή που ένιωσε την ανάγκη να ουρλιάξει. Ο κόσμος της είχε έρθειπάνω-κάτω, κι εκείνη δεν ήξερε πώς να τα έβαζε όλα στην αρχική τους θέση.

Και τότε, ξαφνικά, ο Γκρίφιν βρέθηκε μπροστά τους, ντυμένος κομψά σε μπλε και χρυσό,φορώντας την κατάλευκη περούκα του. Είχε το χέρι του λυγισμένο, σαν να χάιδευε αφηρημένα κάτιπου κρατούσε. Τα πράσινα μάτια του κοίταξαν πρώτα το πρόσωπό της, και μετά το χέρι της,ακουμπισμένο πάνω στο μανίκι του Μάντβιλ, για να καταλήξουν στο πρόσωπο του αδερφού του.

Η Ηρώ προσπάθησε να καταπιεί, όμως ο λαιμός της είχε στεγνώσει. Σίγουρα δεν θα έλεγε, δενθα έκανε κάτι εδώ;

Ο Γκρίφιν έκανε σφιγμένα μια υπόκλιση. «Καλησπέρα, Τόμας, Λαίδη Ηρώ.»Εκείνη κούνησε το κεφάλι, ανήμπορη να μιλήσει.

Page 147: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Γκρίφιν» άκουσε δίπλα της τον Μάντβιλ να λέει. «Δεν το ήξερα πως ήσουν προσκαλεσμένοςαπόψε.»

«Δεν φαντάζεσαι σε τι μέρη είμαι ευπρόσδεκτος.»Η Ηρώ σήκωσε το βλέμμα στον κυνικό του τόνο. Η έκφρασή του ήταν βλοσυρή και τα πράσινα

μάτια του συνάντησαν με έπαρση τα δικά της.Κράτησε την ανάσα της.«Τι έχεις εδώ πέρα;» ρώτησε ο Μάντβιλ.Ο Γκρίφιν ανασήκωσε τα φρύδια και άνοιξε το χέρι. Η Ηρώ εισέπνευσε αθόρυβα. Στην παλάμη

του βρισκόταν το διαμαντένιο σκουλαρίκι της – εκείνο που του είχε πετάξει στο μικρό σαλονάκι τηβραδιά των αρραβώνων της.

Χαμογέλασε αχνά. «Ένα μπιχλιμπίδι που βρήκα στο πάτωμα. Λέτε να μου πηγαίνει;»Πλησίασε το σκουλαρίκι στο αφτί του ενώ η Ηρώ γούρλωσε τα μάτια σαν για να τον

προειδοποιήσει. Σίγουρα ο Μάντβιλ θα αναγνώριζε πως ήταν δικό της!«Ή ίσως να ταιριάζει καλύτερα σε μια κυρία» συνέχισε ο Γκρίφιν με αργόσυρτη φωνή. Άπλωσε

το χέρι του, και η Ηρώ ένιωσε τη ζεστασιά του καθώς το κουνούσε κοντά στο αφτί της.Ο Μάντβιλ συνοφρυώθηκε, παίρνοντας μια έκφραση σαστιμάρας. «Μη γίνεσαι τόσο ανόητος.»«Όχι;» Το χαμόγελο του Γκρίφιν εξαφανίστηκε τη στιγμή που την κοίταξε. «Καλά, ίσως το

κρατήσω σαν ενθύμιο.»Έχωσε το σκουλαρίκι στην τσέπη του γιλέκου του.Η Ηρώ έμεινε να τον κοιτάζει, νιώθοντας το στήθος της να πονάει σαν να έκλαιγε. Τον είχε

χάσει, το συνειδητοποίησε ξαφνικά. Από δω και στο εξής δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι ξανάφίλοι.

Ο Γκρίφιν κοίταξε τον Μάντβιλ. «Με την άδειά σου, θα ήθελα να προσφέρω ένα χορό στημνηστή σου.»

«Βεβαίως» απάντησε ο Μάντβιλ.Και έτσι απλά, η Ηρώ βρέθηκε από τον έναν άντρα στον άλλον, σαν να ήταν βραβείο σε

εμποροπανήγυρη.Περίμενε μέχρι να απομακρυνθούν λιγάκι από τον Μάντβιλ. «Δεν θέλω να σου μιλήσω.»«Το ξέρω» απάντησε σιγανά ο Γκρίφιν. «Φαίνεται πως το μόνο που θέλεις να κάνεις είναι, ε,

άλλα πράγματα μαζί μου.»«Σσς!» έκανε με απελπισία.Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος άντρας στη θέση του, θα πίστευε πως η έκφραση στο πρόσωπό

του έδειχνε πόνο. «Δεν έχω σκοπό να σε ντροπιάσω εδώ μέσα μπροστά σε τόσο κόσμο, μηφοβάσαι.»

Δεν ήξερε πώς να του απαντήσει σε αυτό, και, όση ώρα το σκεφτόταν, εκείνος την οδήγησεγρήγορα σε μια δίφυλλη τζαμόπορτα, και από εκεί έξω.

Η Ηρώ κοίταξε γύρω της την όμορφα επιστρωμένη βεράντα με τα φαρδιά σκαλοπάτια πουοδηγούσαν σε έναν πυκνοφυτεμένο κήπο, κι έπειτα γύρισε προς το μέρος του με βλέμμα επικριτικό.«Είπες στον Μάντβιλ πως θα χορεύαμε.»

Page 148: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Θα του πούμε πως ζεστάθηκες πολύ. Σίγουρα δείχνειςξαναμμένη.»

Έφερε το χέρι της στο αναψοκοκκινισμένο μάγουλό της. «Δεν ήταν και τόσο ευπρεπές τοσχόλιό σου.»

Εκείνος γέλασε κοφτά και χωρίς καθόλου διάθεση. «Τίποτα από όσα λέω δεν σε ικανοποιεί ποτέ,αγαπητή μου Λαίδη Τέλεια. Το έχεις προσέξει; Μόνο αυτά που κάνω σου προσφέρουνευχαρίστηση.»

Τράβηξε το βλέμμα της, όμως ο Γκρίφιν έβαλε τον αντίχειρά του κάτω από το σαγόνι της και τηςγύρισε το κεφάλι έτσι ώστε να μην έχει άλλη επιλογή παρά μόνο να τον κοιτάξει. «Ευχαριστήθηκεςσήμερα το πρωί, έτσι δεν είναι;»

Ήθελε να του πει ψέματα, όμως δεν τα κατάφερε, γι’ αυτό έμεινε απλώς σιωπηλή.Ο Γκρίφιν έκανε ένα μορφασμό και άφησε το χέρι του να πέσει με έναν τρόπο που φανέρωνε

απέχθεια. «Δεν πρόκειται να το παραδεχτείς, αλλά εγώ το ξέρω πως ευχαριστήθηκες. Σε ένιωσα ότανέγινες κομμάτια μέσα στα χέρια μου, όταν τα γλυκά σου πέταλα σφίγγονταν γύρω από μένα.»

Η Ηρώ ρίγησε καθώς θυμήθηκε κι εκείνη την αίσθηση που γνώρισε όταν τον δέχτηκε μέσα στοκορμί της. «Σε παρακαλώ.»

Την κοίταξε για λίγο σκληρά, και μετά την τράβηξε προς τα σκαλοπάτια, και από εκεί στις σκιέςτου κήπου. Την οδήγησε μακριά, κάπου που κανείς δεν θα μπορούσε να τους δει ή να τους ακούσειαπό το σπίτι.

Γύρισε προς το μέρος της και ακούμπησε τα χέρια του στα μπράτσα της. «Πρέπει να τοσυζητήσουμε, ακόμα κι αν εσύ θέλεις να το ξεχάσεις για πάντα.»

«Αυτό είναι το θέμα» ψιθύρισε, παίρνοντας θάρρος από το σκοτάδι που τους τύλιγε. «Δεν θέλωνα ξεχάσω.»

«Ηρώ» είπε με απαλή φωνή, και το όνομά της ακούστηκε σαν προσευχή στα χείλη του.Χαμήλωσε το κεφάλι του, μέσα στο σκοτεινό κήπο, και τα χείλη του χάιδεψαν απαλά τα δικά

της. Ήταν τόσο ανάλαφρα, σαν το φιλί ενός ιππότη σε μία δεσποσύνη αξιοσέβαστη. Άραγε, τηνέβλεπε έτσι, ακόμα και τώρα που του είχε αποδείξει πως δεν ήταν η ενάρετη γυναίκα που όλοιπίστευαν; Τραβήχτηκε λιγάκι και προσπάθησε να διακρίνει κάτι στο πρόσωπό του, όμως το έκρυβανοι σκιές. Θα μπορούσε να ήταν κάποιος ξένος.

Πήγε να κάνει ένα βήμα πίσω, αλλά ο Γκρίφιν τής έπιασε το χέρι και την κράτησε κοντά του.«Θα με παντρευτείς;»

Κούνησε το κεφάλι της, στρέφοντας προς τα πάνω το πρόσωπό της για να κοιτάξει τα αστέρια,ακίνητα και τόσο μακρινά. «Πώς μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο;»

«Πώς μπορείς να μην το κάνεις;» της αντιγύρισε, με φωνή βαθιά. «Σου πήρα την παρθενιά.»Έκλεισε τα μάτια της.«Ηρώ.» Τα χέρια του σηκώθηκαν για να την κρατήσουν σφιχτά από τους ώμους. «Πρέπει να με

παντρευτείς.»«Με αγαπάς;» τον ρώτησε.Το κεφάλι του τινάχτηκε προς τα πίσω. «Τι πράγμα;»«Με αγαπάς, Λόρδε Γκρίφιν;»

Page 149: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Νιώθω… Τρέφω αισθήματα για σένα.»Ένιωσε την καρδιά της να ραγίζει λιγάκι. «Τα αισθήματα δεν είναι το ίδιο με την αγάπη.»«Δεν αγαπάς τον Τόμας.»Κούνησε το κεφάλι. «Όχι, κάτι τέτοιο δεν ήταν στη συμφωνία μας.»«Τότε, για όνομα του Θεού, γιατί ζητάς κάτι τέτοιο από μένα;» ζήτησε να μάθει με χαμηλή,

πιεστική φωνή. «Αν είμαι καλός στο κρεβάτι, σίγουρα είμαι καλός και στο γάμο.»Η Ηρώ απλώς κούνησε ξανά το κεφάλι. Στο στήθος της φούντωνε ο πανικός, μια αποπνικτική

αίσθηση πως δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκαταστήσει το λάθος της, πως δεν θα κατάφερνε ποτέ ναανακτήσει τη θέση που είχε πάντα στην κοινωνία και στην οικογένειά της.

«Εσύ με αγαπάς;» τη ρώτησε.«Όχι!» Η άρνηση βγήκε από τα χείλη της χωρίς σκέψη ή προετοιμασία. Και μόνο στη σκέψη πως

θα μπορούσε να ερωτευτεί αυτό τον άντρα, ένιωθε το φόβο να πλακώνει το στήθος της.«Τότε, γιατί ήρθες σε μένα; Γιατί με άφησες να σου κάνω έρωτα;»«Δεν ξέρω.» Πήρε μια βαθιά αναπνοή, για να σταθεροποιήσει τη φωνή της. «Ήρθα… Ήρθα

εκείνο το πρωί για να δω αν ήσουν καλά, για να σου μιλήσω για το ίδρυμα, για το τζιν πουφτιάχνεις. Δεν είχα σκοπό να γίνει αυτό που κάναμε.»

Όμως, είναι αυτή η αλήθεια; ακούστηκε μια μικρή φωνούλα βαθιά μέσα της. Η καρδιά τηςχτυπούσε σαν τρελή όσο περίμενε έξω από την πόρτα του. Ένιωθε αναστατωμένη, τα χέρια τηςέτρεμαν από προσμονή. Ίσως, χωρίς να το γνωρίζει ούτε καν η ίδια, να είχε πάει μέχρι εκεί για νατου παραδοθεί. Για να ανακαλύψει, μια για πάντα, αν ήταν κάτι περισσότερο από μια επίφαση τηςκόρης ενός δούκα.

Ο Γκρίφιν κούνησε δεξιά-αριστερά το κεφάλι, φανερά μπερδεμένος. «Τουλάχιστον απάντησεστην ερώτησή μου: Γιατί δεν με παντρεύεσαι;»

Η Ηρώ ένιωσε πανικό. «Δεν… Δεν μπορώ να σκεφτώ. Εσύ δεν μπορείς να καταλάβεις τησπουδαιότητα αυτής της απόφασης. Αν σε παντρευτώ, η ζωή μου δεν θα είναι ποτέ πια η ίδια. ΟΜάξιμους θα με μισήσει. Ίσως και να με αποκηρύξει, να με κρατήσει μακριά από την οικογένεια.»

«Για όνομα του Θεού.» Για μια στιγμή θα μπορούσε να πάρει όρκο πως έκανε προσπάθειες γιανα διατηρήσει τη φωνή του χαμηλή. Έπειτα τον άκουσε να λέει με επιμονή: «Μπορεί να είμαι έναρεμάλι, όμως η φήμη μου δεν είναι τόσο άθλια. Αμφιβάλλω για το αν ο αδερφός σου θα χαρεί με τησχέση μας, όμως για να διώξω…»

«Μισεί αυτούς που φτιάχνουν τζιν» του αντιγύρισε με έντονο τόνο. «Εσύ είσαι ποτοποιός.Πόσος χρόνος θα χρειαστεί μέχρι να το ανακαλύψει; Δεν έχεις ιδέα πόσο βαθύ είναι το μίσος του γιατο τζιν και αυτούς που το παρασκευάζουν. Για το τι θα σου κάνει –και σε μένα– όταν θα το μάθει.»

Ξαφνικά, την έσπρωξε μακριά του, σαν να μην εμπιστευόταν τα χέρια του πάνω της. «Έχειςσκεφτεί ποτέ τις άλλες παραμέτρους; Αν προχωρήσεις σε αυτόν το γάμο με τον Τόμας, εμείς οι δύοθα είμαστε πάντα δεμένοι με αυτό που έγινε ανάμεσά μας.»

«Το ξέρω» φώναξε. «Θεέ μου, νομίζεις πως δεν το ξέρω από την πρώτη στιγμή που σηκώθηκααπό το κρεβάτι σου σήμερα το πρωί;»

Η οργή που χρωμάτιζε τη φωνή της τον έκανε να οπισθοχωρήσει. Και εκείνην τη στιγμή, η Ηρώέκανε κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ σε ολόκληρη τη ζωή της.

Page 150: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Έκανε μεταβολή και άρχισε να τρέχει.

Page 151: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Κεφάλαιο Δώδεκα

Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα κοίταξε το άτι, τον πολεμιστή και τον ταύρο αρκετέςφορές, όμως στο τέλος απλώς κατένευσε και ευχαρίστησε τους πρίγκιπες για τιςαπαντήσεις τους. Δείπνησε με επισημότητα μαζί τους, ωστόσο, παρόλο που εκείνοιείχαν πολλά να πουν –και για τα οποία να διαφωνήσουν–, η βασίλισσα παρέμεινεσχεδόν αμίλητη καθ’ όλη τη διάρκεια του δείπνου. Αισθάνθηκε ανακούφιση όταντελικά ήρθε η ώρα για να αποσυρθεί στα διαμερίσματά της. Μόλις απομονώθηκε εκεί,η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα έτρεξε γρήγορα στο μπαλκόνι της. Εκεί βρισκόταν ήδητο μικρό καφετί πουλί και την περίμενε.Και από ένα σπάγκο στο λαιμό του κρεμόταν ένα βελανίδι…

-από το Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα

Ο Γκρίφιν γύρισε γρήγορα στην αίθουσα χορού, προσπαθώντας να φέρεται με ευπρέπεια, σαν ναμην κυνηγούσε στην πραγματικότητα την Ηρώ. Πράγμα που στην πραγματικότητα έκανε.

Σταμάτησε ακριβώς μέσα από τις τζαμόπορτες, κοιτώντας δήθεν αδιάφορα γύρω του, και το μάτιτου έπιασε κάποιες κόκκινες μπούκλες στα δεξιά του. Χαμογέλασε σε κάποια κυρία που περνούσεαπό μπροστά του –η οποία έδειχνε αναστατωμένη– και ξεκίνησε προς εκείνη την κατεύθυνση.

Ανέκαθεν αγαπούσε τις γυναίκες. Από τότε που είχε γνωρίσει εκείνην τη γλυκιά κόρη τουταβερνιάρη – την Μπελ, ή Μπέτυ, ή ίσως και Μπέσσυ. Είχε μεγάλα γαλάζια μάτια, και φακίδες στοστήθος, και του είχε χαρίσει αμέτρητη ηδονή στην ηλικία των δεκάξι χρόνων. Δεν είχε ποτέ τουιδιαίτερο πρόβλημα στο να ελκύει τις γυναίκες, είτε προέρχονταν από τα κατώτερα κοινωνικάστρώματα είτε από πολύ ψηλά. Μάλλον τις γοήτευε το χαμόγελo και η άνεσή του. Κάποια από τιςερωμένες του τον είχε χαρακτηρίσει γοητευτικό, και ίσως να ήταν. Εκείνος το μόνο που ήξερε ήτανπως, κατά τη διάρκεια της σύντομης περιόδου που ήταν μαζί τους, τις φρόντιζε, και όταν ερχόταν ηαναπόφευκτη ώρα του χωρισμού, είτε με γέλια είτε με δάκρυα, χαμογελούσε, τις φιλούσε και τιςάφηνε να συνεχίσουν το δρόμο τους. Δεν τις αναπολούσε ποτέ, δεν ξενυχτούσε για χάρη τους, καιποτέ, μα ποτέ, ποτέ, δεν έτρεχε ξωπίσω τους σαν ερωτοχτυπημένος αγαθιάρης.

Και να που τώρα έτρεχε μέσα σε μία κατάμεστη αίθουσα χορού, όπου παρευρίσκονταν οαδερφός του και η ξαδέρφη της. Ωραία. Αυτό έκανε το κυνήγι πιο ενδιαφέρον, έτσι δεν είναι;

Την είδε να περιφέρεται στην άκρη του πλήθους. Κοίταξε πάνω από τον ώμο της, και ο Γκρίφινσταμάτησε, σχεδόν με την πλάτη του προς το μέρος της, και χαιρέτησε έναν ηλικιωμένο κύριο πουδεν είχε γνωρίσει ποτέ. Ο άντρας ανασήκωσε τα φρύδια, σαστισμένος αλλά ικανοποιημένος, και οΓκρίφιν έσκυψε πιο κοντά του για να ακούσει την απάντησή του.

Η Ηρώ πίστεψε το κόλπο του, ανόητο κορίτσι, και έτρεξε προς το διάδρομο. Εκείνος ίσιωσε τηνπλάτη και έκανε μεταβολή, ξέροντας τώρα πού πήγαινε. Με μια ματιά είδε πως ο Τόμας βρισκότανστην άλλη άκρη της αίθουσας μαζί με κάποιον κύριο που ο Γκρίφιν αναγνώρισε αόριστα σαν ένααπό τα μέλη της Βουλής των Λόρδων. Βεβαιώθηκε πως κανείς δεν του έδινε ιδιαίτερη προσοχή και

Page 152: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

εξαφανίστηκε στο διάδρομο.Το χολ ήταν φωτισμένο, όμως οι λυχνοστάτες ήταν λίγοι και μακριά ο ένας από τον άλλον.

Σίγουρα δεν περνούσαν από δω οι κυρίες που ήθελαν να διορθώσουν την εμφάνισή τους. Έκανε μιαέκφραση αποδοκιμασίας. Η Ηρώ δεν θα μπορούσε να είχε διαλέξει καλύτερο μέρος για ναδιευκολύνει τους σκοπούς του.

Γλυπτά πλαισίωναν το διάδρομο, δείχνοντας να έχουν μια απόκοσμη ζωντάνια κάτω από το φωςτων κεριών. Το πρώτο δωμάτιο βρισκόταν στα αριστερά του, και η πόρτα του ήταν μισάνοιχτη.Έριξε μια ματιά στο εσωτερικό του και διέκρινε δύο φιγούρες να κινούνται μέσα στο μισοσκόταδο.Τα χείλη του χαμογέλασαν κυνικά. Δεν είχε έρθει να κρυφτεί εδώ. Το επόμενο καθιστικό ήτανάδειο. Το έψαξε προσεκτικά, έχοντας το νου του και στην πόρτα ώστε να τη δει αν περνούσε απέξω.

Τη στιγμή που μπήκε στο τρίτο δωμάτιο, κατάλαβε. Ίσως ήταν το αχνό γυναικείο άρωμα, ή ίσωςκι ένας σιγανός λυγμός. Ίσως απλώς να το αισθανόταν βαθιά στην ψυχή του: Ήταν εδώ μέσα.Έκλεισε την πόρτα πίσω του, απομονώνοντάς τους στο μισοσκότεινο χώρο. Υπήρχε μόνο ένα κερί,παρατημένο σε ένα τραπεζάκι.

Ο Γκρίφιν κοίταξε τριγύρω του το δωμάτιο. Θα πρέπει να ήταν μια μικρή βιβλιοθήκη, ή κάποιοδωμάτιο χαλάρωσης. Τρεις καρέκλες βρίσκονταν γύρω από το τζάκι στην άλλη μεριά, με τις πλάτεςτους γυρισμένες προς την πόρτα. Πιο κοντά του υπήρχαν δύο καναπέδες, τοποθετημένοι γωνιακάδίπλα από ένα τραπεζάκι στο κέντρο του δωματίου. Ο ένας καναπές είχε την πλάτη του στραμμένηπρος το μέρος του, ωστόσο οι τρεις καρέκλες ήταν η πιο κραυγαλέα επιλογή.

Χαμογέλασε αχνά, νιώθοντας τους σφυγμούς του να επιταχύνονται, και πλησίασε αργά προς τοτζάκι.

Η Ηρώ περίμενε μέχρι να σκύψει πάνω από την πλησιέστερη καρέκλα. Ακολούθησε μια ξαφνικήαναμπουμπούλα, όμως ο Γκρίφιν ήταν σε επιφυλακή.

Έτρεξε και έφτασε στην πόρτα πριν από εκείνην.Η Ηρώ σταμάτησε, λαχανιασμένη, μόλις λίγα εκατοστά μακριά από το στήθος του.Τέντωσε το κεφάλι του, χαμογελώντας όχι και τόσο καλότροπα. «Πηγαίνεις κάπου, αγαπητή μου

Λαίδη Τέλεια;»«Άφησέ με να βγω» απαίτησε. Κάθε άλλη γυναίκα θα τον είχε παρακαλέσει.Ο Γκρίφιν έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, αναγκάζοντάς τη να οπισθοχωρήσει για να μην

πέσει πάνω της. «Όχι.»Η Ηρώ σήκωσε περήφανα το κεφάλι. Τα διαμάντια στα κόκκινα μαλλιά της άστραψαν. «Σ’ το

είπα πως δεν θα σε παντρευτώ.»«Μου το είπες» συμφώνησε ευγενικά. «Μόνο που αυτήν τη στιγμή δεν γυρεύω γάμο.»Τα χείλη της μισάνοιξαν, και ο Γκρίφιν πρόσεξε τη φλέβα που πετάριζε κάτω από την

αλαβάστρινη επιδερμίδα του λαιμού της. Την είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι του μόλις σήμερα το πρωί.Ήταν αγνή, παρθένα. Ήταν λογικό να νιώθει ευάλωτη. Και βρίσκονταν σε μία κοινωνική εκδήλωση,για όνομα του Θεού.

Τίποτε από όλα αυτά δεν είχε σημασία.Την ποθούσε σαν τρελός.«Έλα εδώ» της ψιθύρισε.

Page 153: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Γκρίφιν.»Μισόκλεισε τα μάτια του στο άκουσμα της φωνής της. «Πρόφερες το όνομά μου σαν ερωμένη,

τόσο απαλά, τόσο γλυκά. Θέλω να ρουφήξω τη λέξη από τα χείλη σου, να πιω την ανάσα σου απότο στόμα σου. Θέλω να σε κάνω ολότελα δική μου. Αυτήν τη στιγμή. Εδώ που είμαστε.»

Τότε εκείνη όρμησε προς το μέρος του, προσπαθώντας να κρεμαστεί από πάνω του. Ο Γκρίφιντην έπιασε από τη μέση και την κόλλησε πάνω στην κλειστή πόρτα.

Έπειτα χαμήλωσε το κεφάλι και κοίταξε τα λαμπερά γκρίζα μάτια της. «Τι θα γίνει, κυρία μου;»

* * *

Η Ηρώ κοίταξε αυτά τα σατανικά πράσινα μάτια, και ένιωσε απόγνωση ανάμεικτη με ένα αίσθημαελευθερίας. Δεν μπορούσε να του αντισταθεί. Για ποιο λόγο, δεν ήταν σίγουρη. Αν ήταν κάποιοςάλλος άντρας, θα είχε τρέξει μακριά του. Όμως, όχι από τον Γκρίφιν.

Ποτέ από τον Γκρίφιν.Άφησε ελεύθερα ακόμα και τα χειρότερα ένστικτά της. Σήκωσε τα χέρια, έκλεισε μέσα στις

παλάμες της το πρόσωπό του και τράβηξε το κεφάλι του προς το δικό της.Ω, ναι, το χρειαζόταν αυτό. Εκείνον χρειαζόταν.Τα χείλη του ήταν ζεστά και αισθησιακά, και η Ηρώ τα ρούφηξε σαν πεινασμένο παιδί. Ούτε που

το είχε καταλάβει πόσο της είχε λείψει η γεύση των φιλιών του. Η γεύση της ελευθερίας.Εκείνος βόγκηξε και άρχισε να παιδεύεται με το φόρεμα και τα μεσοφόρια της, τραβώντας τα,

σηκώνοντάς τα ψηλά. Η Ηρώ ένιωσε ένα χάδι δροσερού αέρα στους γυμνούς μηρούς της, κι αμέσωςμετά τα ζεστά του χέρια στα οπίσθιά της. Τη ζούλαγε, τη χάιδευε, έχοντας ταυτόχρονα χώσει τηγλώσσα του στο στόμα της, φιλώντας τη με ασυγκράτητο πάθος. Τα δάχτυλά του χώθηκαν στησχισμή των γλουτών της και γλίστρησαν προς τα κάτω μέχρι που βρήκαν την υγρασία πουαποζητούσαν.

Τράβηξε το στόμα του από το δικό της, ασθμαίνοντας. «Βάλε τα χέρια σου γύρω από τουςώμους μου.»

Υπάκουσε, χωρίς να έχει ιδέα για το τι είχε μέσα στο μυαλό του. Τότε εκείνος τη σήκωσε μέσαστα χέρια του, και η Ηρώ, αφού ταλαντεύτηκε για λίγο άκομψα, τύλιξε ενστικτωδώς τα πόδια τηςγύρω από τη μέση του.

«Μπράβο, το κορίτσι μου» μουρμούρισε ο Γκρίφιν ξέπνοα.Το χέρι του βρισκόταν ανάμεσά τους, ψαχουλεύοντας αδέξια, και η Ηρώ δάγκωσε τα χείλη για

να συγκρατήσει έναν ακατάλληλο για τη στιγμή παροξυσμό γέλιου. Ήταν και οι δυο τους ντυμένοιεντελώς. Εκείνος φορούσε ακόμα και τη λευκή περούκα του. Πώς σκεφτόταν ότι θα μπορούσαν…

Κι όμως, ένιωσε τη ζεστασιά του γυμνού ανδρισμού του.Βόγκηξε και τον κοίταξε στα μάτια, που απείχαν μόλις λίγα χιλιοστά από τα δικά της.«Σσς» έκανε σιγανά. «Δεν πρέπει να κάνεις καθόλου θόρυβο.»Με μία επιδέξια κίνηση, μπήκε στις μεταξένιες πτυχές της.Η Ηρώ δάγκωσε το χείλι της.Στήριξε το ένα του χέρι στην πόρτα και έσκυψε το κεφάλι για να ψιθυρίσει πάνω στο στόμα της.

Page 154: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Τώρα.»Και χώθηκε μέσα της.Ένιωσε ένα ανεπαίσθητο τσίμπημα, ένα τράβηγμα. Πρόσεξε πως τα χείλη του έκαναν έναν

αμυδρό μορφασμό – σχηματίστηκαν άσπρες γραμμούλες στις άκρες τους. Έσπρωξε ξανά. Η Ηρώάφησε ένα πνιχτό βογκητό καθώς εκείνος μπήκε ακόμα πιο βαθιά.

Η πόρτα βρόντηξε πίσω από την πλάτη της.Η Ηρώ τσίριξε από φόβο. Ο Γκρίφιν σκέπασε με το χέρι του το στόμα της και πίεσε δυνατά την

πόρτα. Τον κοίταξε με μάτια γουρλωμένα. Της έκανε νόημα με το κεφάλι να μην ανησυχεί.«Σ’ το είπα, η πόρτα δεν θα ανοίξει» ακούστηκε απέξω μια ψευδή αντρική φωνή.Η πόρτα βρόντηξε ξανά, κάτι που έκανε την Ηρώ να σφίξει ακόμα πιο πολύ τα πόδια της γύρω

του. Ο ανδρισμός του γλίστρησε εντελώς μέσα της και η λεκάνη του ταίριαξε αρμονικά με τη δικήτης.

«Να προσπαθήσω ξανά;» ρώτησε η αντρική φωνή.Ο Γκρίφιν έριξε όλο το βάρος του πάνω της και πάνω στην πόρτα, με τα πόδια του σφιγμένα, το

κεφάλι του δίπλα από το δικό της και το μέτωπό του ακουμπισμένο στο ξύλο της πόρτας. Η Ηρώέμεινε αιχμάλωτη εκεί, καθηλωμένη από τη σκληρή του σάρκα, να περιμένει να δει αν τους είχανανακαλύψει.

Η πόρτα μετακινήθηκε ελαφρώς, ανοίγοντας ίσα με μια χαραμάδα. Ο Γκρίφιν την κοπάνησεβίαια για να την ξανακλείσει. Η Ηρώ έκλεισε τα μάτια, απολαμβάνοντας αυτήν τη στενή επαφή,παραδομένη στην έκσταση.

«Να πάρει, θα βρούμε άλλο δωμάτιο, εντάξει;» είπε ο άντρας απέξω.Βήματα ξεμάκρυναν.Ο Γκρίφιν δεν κινήθηκε. Την κράτησε ψηλά, πάνω του, γύρω του – ήταν μέσα της. Ανάσαιναν

ταυτόχρονα, τα στήθη τους ανεβοκατέβαιναν σαν να ήταν ένα. Αργά, πολύ αργά, το χέρι του άφησετην πόρτα και πέρασε ανάλαφρα, σχεδόν τυχαία, πάνω από το στήθος της.

Η Ηρώ περίμενε με το χέρι της τυλιγμένο γύρω από το λαιμό του, νιώθοντας τη ζωώδη ζεστασιάτου. Εκείνος έχωσε το χέρι κάτω από τα μεσοφόρια της και έσυρε τα δάχτυλά του στο εσωτερικόμέρος του μηρού της, προχωρώντας προς το κέντρο της, προς το σημείο εκείνο όπου είχαν ενωθεί. ΗΗρώ γύρισε το κεφάλι και έπιασε το λοβό του αφτιού του μέσα στα δόντια της. Τα δάχτυλά τουσχημάτισαν έναν ανάλαφρο κύκλο, κι έπειτα στάθηκαν στις υγρές πτυχές της και τις άνοιξαν. Τοχέρι του σκέπασε το πάνω μέρος του φύλου της και πίεσε αισθησιακά την κλειτορίδα της.

Και τότε ένιωσε να εκτινάζεται, να αιωρείται σε άλλη διάσταση, και μετά να πέφτει από μεγάλούψος, με τον άνεμο της ηδονής να βουίζει στα αφτιά της, απολαμβάνοντας την πτώση της.

Ο Γκρίφιν άρχισε να κινείται μπρος και πίσω, δυνατά, γρήγορα και ακούραστα. Έβγαινε κιέμπαινε στο κορμί της με κοφτές, σπασμωδικές, ελεγχόμενες κινήσεις, όχι τόσο βίαια, ώστε νατραντάζει την πόρτα, όχι τόσο απαλά, ώστε να της επιτρέψει να ολοκληρώσει την πτώση της.

Η Ηρώ ήθελε να φωνάξει, ήθελε να ουρλιάξει από χαρά. Όλη αυτή η ένταση που είχε κυριεύσειτο κορμί της ήταν συγκλονιστική. Δεν ήθελε να σταματήσει. Ήθελε να συνεχίσει για πάντα.Δάγκωσε απαλά το αφτί του, και ο ρυθμός του άλλαξε. Τραβήχτηκε, έσπρωξε, τραβήχτηκε ξανά, καιύστερα χώθηκε μέσα της μια τελευταία φορά και έμεινε εκεί.

Page 155: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Η Ηρώ αισθάνθηκε κάτι ζεστό να πλημμυρίζει τα σωθικά της.Η ανάσα του ακουγόταν δυνατή και τραχιά καθώς εκείνη συνέχιζε να παίζει με τη γλώσσα της το

λοβό του αφτιού του. Έπειτα, με αργές και προσεκτικές κινήσεις, της τράβηξε τα πόδια από τη μέσητου και τη βοήθησε να πατήσει σταθερά στο πάτωμα.

Έγειρε την πλάτη της πάνω στην πόρτα και κράτησε την ανάσα της, παρακολουθώντας τον ναβγάζει ένα μαντίλι και να καθαρίζεται. Πώς είχε γίνει τόσο ακόλαστη μέσα στο διάστημα μιας μόνομέρας;

Ο Γκρίφιν σήκωσε το κεφάλι και την είδε να τον κοιτάζει. Επίτηδες, της πρόσφερε το μαντίλι.«Λαίδη μου;»

Θα έπρεπε να νιώσει ντροπή, ακόμα και ταπείνωση, ωστόσο, κατά έναν περίεργο τρόπο, τηςφάνηκε μια πολύ οικεία χειρονομία. Πήρε το μαντίλι του και, χώνοντας το χέρι κάτω από ταμεσοφόρια της, σκούπισε τους μηρούς της από τα σημάδια του έρωτά του. Άφησε τα ρούχα της ναπέσουν και έμεινε να κρατάει το λερωμένο πανί, χωρίς να ξέρει τι θα έπρεπε να κάνει.

Εκείνος κούμπωσε το παντελόνι του και πήρε το μαντίλι, το δίπλωσε και το έβαλε στην τσέπητου σακακιού του. Έστρωσε με τα χέρια του το φόρεμά της και έσπρωξε μια μπούκλα από ταμαλλιά της πίσω από το αφτί της. Έπειτα την κοίταξε έτσι όπως στεκόταν μπροστά του, με ένα ύφοςμακαριότητας σαν μικρού παιδιού.

«Ορίστε» ψιθύρισε σχεδόν λυπημένα. «Η εμφάνισή σου διορθώθηκε, αγαπητή μου ΛαίδηΤέλεια. Κανείς δεν πρόκειται να καταλάβει πόσο σε μόλυνα. Είσαι το ίδιο όμορφη όσο είσαι πάντα.»

Η Ηρώ ξεροκατάπιε και έγειρε το κεφάλι της πίσω στην πόρτα. «Ποτέ άλλοτε δεν με έχεις πειόμορφη.»

«Όχι;» τη ρώτησε με απαλή φωνή. Έκανε μεταβολή και κοίταξε γύρω του το δωμάτιο,προφανώς για να σιγουρευτεί πως δεν θα άφηναν πίσω τους ίχνη. Τότε στράφηκε ξανά προς τομέρος της, με τις άκρες των αισθησιακών χειλιών του ανασηκωμένες. «Ίσως να μη βρήκα ποτέ τηνευκαιρία με τον Τόμας να εκθειάζει συνέχεια την ομορφιά σου.»

«Το κάνει από συνήθεια» του είπε. «Εσύ;»«Όχι» μουρμούρισε και χάιδεψε ανάλαφρα τα μαλλιά της. «Τίποτα από όσα κάνω μαζί σου δεν

είναι από συνήθεια.»Η καρδιά της σκίρτησε. Τι προσπαθούσε να της πει; Πήρε μια βαθιά αναπνοή για να του

απαντήσει κάτι –δεν ήξερε τι ακριβώς–, όμως ο Γκρίφιν τράβηξε το χέρι του από το κεφάλι της,έκανε ένα βήμα πίσω, και υποκλίθηκε με ευγένεια.

Το πρόσωπό του είχε φορέσει μια μάσκα αβροφροσύνης όταν ξαναμίλησε. «Αυτό που γίνεταισυνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να φεύγει πρώτη η κυρία. Θα περιμένω τον απαιτούμενοχρόνο για να σε ακολουθήσω, έτσι ώστε να μη μας δει κανείς μαζί.»

«Ω» έκανε, νιώθοντας ξαφνικά ανόητη. «Φυσικά.»Ίσιωσε τα ρούχα της μια τελευταία φορά και έριξε μια προσεκτική ματιά έξω από την πόρτα. Ο

μισοσκότεινος διάδρομος ήταν άδειος. Κοίταξε πίσω της τον Γκρίφιν, νιώθοντας πως έπρεπε να πεικάτι, θέλοντας να πει κάτι. Εκείνος ανασήκωσε περιπαιχτικά τα φρύδια.

Πολύ καλά, μπορούσε και η Ηρώ να συμπεριφερθεί με κυνισμό. Πήρε μια βαθιά ανάσα καιξεκίνησε, προχωρώντας χωρίς να βιάζεται. Ήταν άπειρη σε αυτού του είδους τα κόλπα, ωστόσο τηςφάνηκε λογικό να δείχνει ατάραχη. Έφτασε στο τέλος του διαδρόμου, πήρε άλλη μία αναπνοή και

Page 156: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

πέρασε στην αίθουσα χορού.Έδινε συγχαρητήρια στον εαυτό της που είχε καταφέρει να μην την εντοπίσουν, όταν ακούστηκε

δίπλα της η φωνή του αδερφού της. «Εδώ είσαι, Ηρώ.»Μπορεί να μην πήδηξε στον αέρα, όμως θα πρέπει να της ξέφυγε κάποια αδύναμη κραυγή πριν

στραφεί προς το μέρος του Μάξιμους.Εκείνος έσμιξε τα πυκνά του φρύδια. «Έγινε κάτι;»«Όχι.» Έλυσε τα χέρια της, πήρε μια βαθιά αναπνοή και του χάρισε ένα φωτεινό χαμόγελο. «Και

βέβαια όχι. Δεν το ήξερα πως θα ερχόσουν κι εσύ απόψε.»Έσφιξε τα χείλη του και κοίταξε ανιχνευτικά γύρω του. «Πρέπει να συζητήσω κάτι πολύ επείγον

με τον Μάντβιλ. Τον έχεις δει;»Η Ηρώ κατένευσε. «Μιλήσαμε νωρίτερα.»«Πώς είναι η Φοίβη;»Κοίταξε τον αδερφό της, τρεμοπαίζοντας τα βλέφαρά της. Το διαπεραστικό του βλέμμα είχε

ξαφνικά καρφωθεί πάνω της. «Καλύτερα. Θα έρθεις να τη δεις πάλι; Ρωτούσε για σένα.»«Ναι. Αύριο το απόγευμα, νομίζω. Θα πρέπει να της μιλήσω όταν θα τη δω.»Η Ηρώ πήρε μια βαθιά αναπνοή και έκλεισε τα μάτια. «Αυτό θα πει πως έχεις πάρει κάποια

απόφαση.»«Ναι. Δεν μπορεί να κάνει ντεμπούτο.»«Τόσο καιρό αυτό ονειρεύεται, το ξέρεις.» Η καρδιά της πονούσε.«Εσύ θα διακινδύνευες να πέσει σε ένα χορό;» τη ρώτησε ήπια. «Μπορείς να φανταστείς τον

εξευτελισμό που θα νιώσει; Δεν θα την αφήσω να διακινδυνεύσει ούτε την περηφάνια της ούτε τοάτομό της. Θα την κρατήσουμε ασφαλή μαζί μας, με την οικογένειά της.»

«Πώς θα μπορέσει να παντρευτεί;» Δάγκωσε το χείλι της. «Σίγουρα δεν έχεις σκοπό να τηναφήσεις να μείνει γεροντοκόρη για όλη της τη ζωή;»

Ο Μάξιμους ανασήκωσε ανυπόμονα τους ώμους. «Είναι μόνο δεκαεπτά χρόνων. Όταν έρθει ηκατάλληλη εποχή, μπορώ να της συστήσω κάποιους εκλεκτούς κύριους. Μη φοβάσαι. Θα τηφροντίσω μια χαρά.»

Η Ηρώ κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Και βέβαια θα τη φρόντιζε. Ο αδερφός της φρόντιζεπάντα όλους όσοι ζούσαν κοντά του. Και ίσως να είχε δίκιο – ένα ντεμπούτο θα μπορούσε νααποδειχτεί πολύ αγχωτικό για τη Φοίβη, που η όρασή της εξασθενούσε με τον καιρό.

Ωστόσο, θα ήταν μεγάλο πλήγμα εκείνην. Ήταν τόσο ενθουσιασμένη με την προοπτική τουντεμπούτου της.

«Πήρες τη σωστή απόφαση» μουρμούρισε η Ηρώ, χαμηλώνοντας το βλέμμα στα χέρια της.Ο Μάξιμους γύρισε και την κοίταξε πάλι, διορατικά. «Είσαι σίγουρη πως είσαι καλά;»«Φυσικά.» Του χαμογέλασε μάλλον μελαγχολικά.Θα ήταν τόσο ωραία αν μπορούσε να του μιλήσει για τα προβλήματά της. Για τον Γκρίφιν και

την αλλόκοτη, περίπλοκη σχέση που είχαν, για τις αμφιβολίες της σχετικά με τον επικείμενο γάμοτης με τον Μάντβιλ, και για το αν θα έπρεπε τελικά να τον κάνει. Υπήρχαν τόσα πολλά που ήθελε νασυζητήσει μαζί του, με το μεγαλύτερο αδερφό της. Είχε χάσει πολύ μικρή τους γονείς της, και ως εκτούτου δεν μπορούσε να ισχυριστεί πως της έλειπαν υπερβολικά, όμως υπήρχαν στιγμές σαν και

Page 157: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

αυτήν που τους αποζητούσε. Που ήθελε να νιώσει κοντά της κάποιον που θα νοιαζόταν πραγματικάγια εκείνην.

Αλλά ποτέ δεν είχε αυτού του είδους τη σχέση με τον Μάξιμους. Ίσως να έφταιγε ο δικός τηςκλειστός χαρακτήρας, ή το γεγονός πως εκείνος ήταν τόσο πολύ μεγαλύτερός της καιεπιφορτισμένος με πάρα πολλά καθήκοντα σαν Δούκας του Γουέικφιλντ. Ή ίσως έτσι να ήτανγραφτό να γίνει. Όπως κι αν είχε, τώρα συνειδητοποιούσε πως στην πραγματικότητα ο αδερφός τηςήταν ένας άγνωστος για εκείνην. Τουλάχιστον, δεν τον γνώριζε με τη βαθύτερη έννοια της λέξης.Δεν ήξερε τους φόβους του – αν υπήρχε κάτι που να φοβόταν. Δεν ήξερε αν είχε αγαπήσει ποτέ του,αν είχε κλάψει, ή αν υπήρξαν νύχτες που να υπέφερε από αμφιβολίες ή ενοχές.

Φυσικά, ούτε κι εκείνος τη γνώριζε αληθινά, σωστά;Ο Μάξιμους την ξάφνιασε πιάνοντας το χέρι της. «Νοιάζομαι για σένα και για την ευτυχία σου –

το ξέρεις, έτσι δεν είναι;»Κατένευσε σιωπηλά, νιώθοντας στα λόγια του ενοχή ανάμεικτη με πόνο.«Αν ποτέ με χρειαστείς, Ηρώ, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να με ζητήσεις» της είπε.Της έσφιξε το χέρι, κι έπειτα το πέρασε στο μπράτσο του. «Έλα. Βλέπω τον Μάντβιλ στην άλλη

άκρη. Είμαι σίγουρος πως θα χαρεί πολύ να δει την αρραβωνιαστικιά του.»Συμφώνησε, αφού δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, ωστόσο έψαξε με το βλέμμα της την αίθουσα

καθώς πήγαιναν προς τον Μάντβιλ. Δεν κατάφερε να εντοπίσει τον Γκρίφιν. Ίσως να είχε πάει ήδηγια το δείπνο.

«Σε τι αφορά αυτό το επείγον θέμα που θέλεις να συζητήσεις με τον Μάντβιλ;» τον ρώτησεαδιάφορα.

«Στον αδερφό του.»Η Ηρώ σταμάτησε, κάνοντας και τον Μάξιμους να σταθεί δίπλα της. «Τι έγινε με τον Ρίντινγκ;»Ο αδερφός της την κοίταξε, συνοφρυωμένος. «Παρασκευάζει τζιν στο Σεντ Τζάιλς. Είμαι

υποχρεωμένος να τον συλλάβω.»Το πλήγμα ήταν τόσο ξαφνικό, τόσο βαρύ, που για μια στιγμή δεν κατάλαβε τον πόνο. «Όχι!»«Λυπάμαι, αγαπητή μου» άρχισε ο Μάξιμους. «Το ξέρω πως είναι ο αδερφός του Μάντβιλ…»Έσφιξε το μπράτσο του με χέρι που έτρεμε. «Δεν μπορείς να συλλάβεις τον Γκρίφιν. Δεν

γίνεται.»Τα μάτια του Μάξιμους στένεψαν απότομα. «Τον Γκρίφιν;»Αυτό ήταν. Είχε προδοθεί. Τώρα θα έχανε τον Μάξιμους, θα έχανε την οικογένειά της, τους

φίλους της όλους.Τράβηξε με προσοχή τα χέρια της από το μπράτσο του Μάξιμους και τα σταύρωσε με σεμνότητα

μπροστά της. Δεν έπρεπε να ξεχνά πως βρίσκονταν στη μέση μιας κατάμεστης σάλας χορού.«Για χάρη μου, Μάξιμους» ψιθύρισε με χείλη που έτρεμαν. «Υποσχέσου μου πως δεν θα τον

πειράξεις.»Γύρω τους ο κόσμος μιλούσε, γελούσε, φώναζε κάποιες φορές, όμως ο Μάξιμους είχε μείνει

ακίνητος και ανέκφραστος σαν μαρμαρωμένος.Η Ηρώ έκλεισε τα μάτια και έκανε μια προσευχή.Στο τέλος, εκείνος μίλησε. «Ό,τι κι αν σου είναι ο Ρίντινγκ, πρέπει να σταματήσει αμέσως.»

Page 158: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Άνοιξε πάλι τα μάτια της. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό και ανέκφραστο, το αίμα είχε στραγγίξειαπό τα χείλη του. Η Ηρώ άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει.

Ο Μάξιμους σήκωσε το χέρι του ανάμεσά τους, απότομα και αυταρχικά. «Περίμενε. Δεν θακάνω καμία κίνηση εναντίον του για χάρη σου, αλλά σε αντάλλαγμα εσύ θα μου υποσχεθείς ότι θατον παρατήσεις. Ηρώ, παρασκευάζει τζιν.» Πρόφερε την τελευταία λέξη σαν να έφτυνε.

Έσκυψε το κεφάλι της, νιώθοντας την καρδιά της να χτυπά γρήγορα από ανακούφιση.«Υποσχέσου το, αδερφή.»Κατένευσε, αμίλητη.Ο Μάξιμους πήρε μια βαθιά αναπνοή, και η Ηρώ συνειδητοποίησε άξαφνα πως ολόκληρο το

κορμί του ήταν σφιγμένο και έτρεμε, σαν άλογο κούρσας που το συγκρατούσαν με το ζόρι στοσημείο εκκίνησης.

«Δεν θα το ξανασυζητήσουμε άλλη φορά» μουρμούρισε και την πήρε αποφασιστικά από το χέρι.Η Ηρώ προσπαθούσε να αναπνεύσει κανονικά όσο προχωρούσαν σοβαροί προς το μέρος του

Μάντβιλ.Τα πρώτα λόγια του μνηστήρα της δεν τη βοήθησαν καθόλου. «Αγαπητέ μου Γουέικφιλντ.» Ο

μαρκήσιος έκανε μια βαθιά υπόκλιση και στους δύο, και μετά συνοφρυώθηκε. «Θα πρέπει ναεπιπλήξω τον αδερφό μου, λαίδη μου. Όπως φαίνεται, σας άφησε μόνη.»

«Δεν πειράζει» του απάντησε. «Ξέρω πως ήθελε να μιλήσει με κάποιον.»Οι δύο άντρες έκαναν κάποιους ήχους αόριστης συγκατάνευσης, και ύστερα ο Μάξιμους

παρέσυρε τον Μάντβιλ σε μία συζήτηση σχετική με κάποιο νομοσχέδιο που ήθελε να περάσει στοΚοινοβούλιο.

Η Ηρώ περίμενε να ακούσει μέχρι να σιγουρευτεί πως το νομοσχέδιο δεν είχε καμία σχέση με τοτζιν, κι έπειτα φόρεσε μια ευχάριστη μάσκα ενδιαφέροντος και άφησε το μυαλό της να ταξιδέψει.Άνοιξε τη βεντάλια της, και μέσα από τα ζωγραφισμένα φύλλα της κοίταξε προσεκτικά τη σάλα. ΟΓκρίφιν φορούσε μπλε με χρυσό απόψε, και προς στιγμή τής φάνηκε ότι τον είδε να συνοδεύει μιακυρία στο μενουέτο. Τότε ο άντρας έκανε μία στροφή, και κατάλαβε πως δεν ήταν αυτός. Έπρεπε νατον προειδοποιήσει με κάποιον τρόπο χωρίς ωστόσο να τη δει κανείς μαζί του. Ίσως θα μπορούσενα του στείλει κάποιο σημείωμα στο σπίτι του αύριο.

Ο Μάξιμους υποκλίθηκε και έκανε κάποιο αποχαιρετιστήριο σχόλιο, όμως η Ηρώ ούτε που τονπρόσεξε, τόσο αφοσιωμένη ήταν στην αναζήτηση του Γκρίφιν.

«Θα πρέπει να ζητήσω συγγνώμη τόσο για τον αδερφό μου όσο και για μένα» είπε ο Μάντβιλ.«Χμ;» Γύρισε προς το μέρος του και τον είδε να την κοιτάζει με απόλυτη σοβαρότητα.«Είμαι κι εγώ το ίδιο ένοχος που έμεινες μόνη σου όσο και ο αδερφός μου» είπε ο Μάντβιλ.

«Φοβάμαι πως δεν έχω φερθεί όπως αρμόζει σε έναν περιποιητικό μνηστήρα τις τελευταίες μέρες.»«Ω, λόρδε μου» του είπε, νιώθοντας ένα σφίξιμο στην καρδιά. «Είμαι απόλυτα ευχαριστημένη

με το ενδιαφέρον σου.»Εκείνος συνοφρυώθηκε. «Είσαι ευγενική όπως πάντα, λαίδη μου, όμως ήμουν αμελής.» Δίστασε

για μια στιγμή πριν συνεχίσει. «Θαυμάζω πάρα πολύ το δούκα. Θεωρώ πως είναι ένας από τουςσπουδαιότερους ταγούς του έθνους μας. Ίσως κάποιες φορές να ξεχνάω πως έχω δεσμευτεί ναπαντρευτώ εσένα και όχι εκείνον.»

Page 159: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Ένιωσε την επιθυμία να γελάσει στη σκέψη του Μάντβιλ να στέκεται μπροστά σε ένα βωμό μαζίμε τον αδερφό της και να ανταλλάζουν γαμήλιους όρκους, όμως συγκρατήθηκε. Ήξερε πως θαπλήγωνε τα αισθήματα του Μάντβιλ αν έδειχνε πως έβρισκε τα λόγια του διασκεδαστικά. Εκείνος ταεννοούσε μέσα από την καρδιά του.

Ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του. «Κι εκείνος σε θαυμάζει, λόρδε μου. Και σεδιαβεβαιώνω πως δεν ζηλεύω για το χρόνο που περνάς με τον αδερφό μου. Ξέρω πως κι οι δυο σαςέχετε σοβαρά εθνικά θέματα να λύσετε. Πραγματικά, χαίρομαι που η κυβέρνησή μας στηρίζεται σετόσο άξια χέρια.»

Ο Μάντβιλ τής χάρισε ένα από εκείνα τα σπάνια, αυθόρμητα χαμόγελά του που πρόσδιδαν στοπρόσωπό του μια παιδική γοητεία, και τότε η Ηρώ θυμήθηκε το λόγο που είχε συμφωνήσει να γίνειη γυναίκα του.

Εκείνος έκανε μια υπόκλιση. «Έλα, αγαπητή μου. Πάμε να ανακαλύψουμε τι μας περιμένει στηντραπεζαρία.»

Και η Ηρώ τον συνόδεψε, με την καρδιά της περισσότερο μπερδεμένη από ποτέ.

* * *

Ο Γκρίφιν είχε τις περισσότερες από τις ερωτικές συνευρέσεις του στους χορούς και σε άλλεςκοινωνικές εκδηλώσεις. Με κυρίες που ερεθίζονταν στην ιδέα του κινδύνου ή στην πιθανότητα ναγίνουν αντιληπτές. Με κάποιες άλλες απλώς του ήταν ευκολότερο να τις συναντάει σε κάποιο χορόπαρά να ρισκάρει να σκαρφαλώσει στα παράθυρά τους το βράδυ.

Τέτοιου είδους εξεζητημένα ξελογιάσματα έδειχναν πολύ συναρπαστικά στην αρχή, όμωςξεχνιόντουσαν εύκολα μετά. Όλες αυτές οι περιπέτειες στα ανώνυμα σκοτεινά δωμάτια έγιναν,έπειτα από μια σειρά παρόμοιων συνευρέσεων, απλώς ένα είδος ρουτίνας. Μόλις έβγαινε από τονοποιοδήποτε σκοτεινό χώρο που είχε διαλέξει για το βράδυ του, σπάνια σκεφτόταν ξανά τη γυναίκαπου είχε συμμετάσχει.

Αλλά, όπως είχε ήδη αποδειχτεί σε πολλές άλλες περιπτώσεις, η Ηρώ ήταν διαφορετική.Από τη στιγμή που επέστρεψε στην αίθουσα χορού, ολάκερη η προσοχή του ήταν στραμμένη

πάνω της. Άραγε να το είχε μετανιώσει; Μήπως είχε συνειδητοποιήσει πόσο ποταπό ήταν έναραντεβού στη μέση μιας κοινωνικής εκδήλωσης με τόσο κόσμο τριγύρω; Να πάρει, δεν έπρεπε νατην είχε ακολουθήσει στο διάδρομο. Η Ηρώ δεν έμοιαζε με τις κυνικές γυναίκες που συνήθιζε νασαγηνεύει. Ήταν ιδεαλίστρια, περήφανη, σίγουρη για την ακεραιότητά της. Κι εκείνος είχε γίνει οάνθρωπος που της είχε αποδείξει πόσο θνητή ήταν.

Οι σκέψεις του δεν βοήθησαν καθόλου τη διάθεσή του. Ακόμα χειρότερα, ήταν αρκετές για νατον κάνουν να σκεφτεί σοβαρά την περίπτωση αποκατάστασης των ηθικών αξιών του. Ξεφύσησεδυνατά, ξαφνιάζοντας μια παχουλή κυρία που στεκόταν κοντά του. Ίσως να είχε έρθει πια ο καιρόςνα νοικοκυρευτεί και να περνά τα βράδια του με ένα φλιτζάνι ζεστό γάλα δίπλα από τη φωτιά.

Έκανε ακόμη μελαγχολικές σκέψεις, όταν πρόσεξε την Μεγκς. Η αδερφή του φορούσε έναωραίο κίτρινο φόρεμα με μαύρα και κόκκινα κεντίδια, όμως έμοιαζε με μαραμένη νεραγκούλα.

«Ω, Γκρίφιν» είπε αναστενάζοντας μόλις τον είδε.Εκείνος ανασήκωσε τα φρύδια. «Ω, Μεγκς.»

Page 160: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Ανασήκωσε άτονα το φόρεμά της. «Πιστεύεις πως είμαι από τις γυναίκες που θα ήθελε ναφιλήσει ένας κύριος;»

«Όχι όταν βρίσκομαι εγώ κοντά, ελπίζω» της απάντησε με χαμηλή και απειλητική φωνή.Η κοπέλα χαμήλωσε το βλέμμα. «Δεν μπορώ να μείνω παρθένα για πάντα, Γκρίφιν. Ελπίζω πως

μια μέρα θα αποκτήσω παιδιά χωρίς θεϊκή παρέμβαση. Αυτό, βέβαια» –η ξαφνική επίδειξηπνεύματος κράτησε μόνο μια στιγμή– «αν ποτέ δείξει κάποιος άντρας τον πόθο που χρειάζεται γιανα με κάνει γυναίκα του.»

Ο Γκρίφιν ίσιωσε την πλάτη και την κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. «Τι έκανε αυτός ο γάιδαροςο Μπόλινγκερ;»

«Περισσότερο είναι αυτό που δεν έκανε» γκρίνιαξε η Μεγκς. «Αρνήθηκε να με πάει στον κήπο.»«Και πολύ καλά έκανε» είπε ο Γκρίφιν με αποδοκιμαστικό ύφος. Θεέ και Κύριε, πολλά θα

μπορούσαν να συμβούν σε έναν κήπο κατά τη διάρκεια κάποιου χορού – εκείνος το γνώριζε πολύκαλά αυτό.

«Όχι, αλήθεια, Γκρίφιν» επέμεινε η Μεγκς σοβαρά. «Ξέρω πως πρέπει να ξεπεράσεις όλα αυτάτα συναισθήματα του μεγάλου αδερφού, όμως προσπάθησε λιγάκι. Πώς μπορώ να σκέφτομαι ναπαντρευτώ έναν άντρα που βρίσκει αποκρουστική ακόμα και τη σκέψη να με φιλήσει;»

«Πώς μπορείς να ξέρεις πως του πέρασε από το μυαλό να σε φιλήσει;» τη ρώτησε ο Γκρίφιν.«Ίσως να σκέφτηκε το κρύο ή, Θεέ μου, Μεγκς, την υπόληψή σου. Ίσως να…»

«Επειδή του το ζήτησα» τον διέκοψε.«Του ζήτησες…;»«Να με φιλήσει» επιβεβαίωσε. «Και εκείνος έκανε σαν να του είχα ζητήσει να γλείψει ένα

χταπόδι. Ένα ζωντανό χταπόδι.»Ο Γκρίφιν αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να γρονθοκοπήσει έναν άντρα επειδή δεν είχε φιλήσει

την αδερφή του.«Ω» είπε, κάτι που ήταν μια εντελώς ανεπαρκής απάντηση.Παραδόξως, όμως, η Μεγκς έδειξε ικανοποιημένη. «Ακριβώς. Καταλαβαίνεις ποιο είναι το

πρόβλημα; Αν δεν μπήκε ούτε στον πειρασμό, αν τον αηδίασε και μόνο η σκέψη, τότε τι ελπίδεςυπάρχουν για έναν ικανοποιητικό γάμο;»

«Δεν ξέρω.» Ο Γκρίφιν κούνησε το κεφάλι, προσπαθώντας να βρει κάτι καλύτερο να πει. «Τοξέρεις πως οι άνθρωποι του κύκλου μας δεν παντρεύονται από αγάπη, Μεγκς. Έτσι έχει ηκατάσταση.»

Τα λόγια του προκάλεσαν αμέτρητη θλίψη ακόμα και στον ίδιο.«Νομίζεις πως δεν το ξέρω;» του είπε. «Ξέρω πολύ καλά πως προορισμός μου είναι να κάνω

έναν καλό γάμο κατά τον οποίον, αν είμαι τυχερή, ο άντρας μου δεν θα έχει μισή ντουζίνα ερωμένεςκαι δεν θα με κολλήσει σύφιλη.»

«Μεγκς» διαμαρτυρήθηκε ο Γκρίφιν, αληθινά σοκαρισμένος. Πότε έγινε τόσο κυνική η μικρήτου αδερφή;

Εκείνη αγνόησε την αμηχανία του. «Αλλά μπορώ τουλάχιστον να βρω κάποιου είδους… φιλία,δεν νομίζεις; Μία συντροφικότητα, την επιθυμία να κάνουμε κάτι περισσότερο στην κρεβατοκάμαρααπό το να αναπαράγουμε έναν κληρονόμο;»

Page 161: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Φυσικά» την καθησύχασε. Ήξερε πως έπρεπε να διαμαρτυρηθεί για το σκανδαλώδη τρόπο μετον οποίον του μιλούσε, όμως αυτήν τη στιγμή δεν είχε την αντοχή για τόση υποκρισία. «Θα σουβρούμε έναν καλό σύζυγο, Μεγκς.»

Αναστέναξε. «Μπορεί να γίνει, έτσι; Η Κάρο τα πάει αρκετά καλά με τον Χαφ. Και ο Τόμαςδείχνει ευχαριστημένος με τη Λαίδη Ηρώ.»

Ο Γκρίφιν σφίχτηκε μόλις άκουσε το όνομα της Ηρώς, όμως η Μεγκς δεν φάνηκε να τοπρόσεξε.

Ζάρωσε τη μύτη της. «Δεν είναι ιδιαίτερα διαχυτικός μαζί της, αλλά εκείνη είναι ευχάριστοςτύπος. Εγώ τη συμπαθώ πολύ, αλήθεια, και δείχνει να καταλαβαίνει πως ο Τόμας πρέπει να φέρεταιμε στόμφο μερικές φορές.»

Ο Γκρίφιν χαμογέλασε με το ζόρι.«Απλώς είναι που…» Η Μεγκς έγειρε προς τα πίσω το κεφάλι και κοίταξε για λίγο τις φλόγες

που τρεμόπαιζαν στους πολυελαίους. «Να, αν η Λαίδη Ηρώ πέθαινε ξαφνικά –τραγικά, ξέρεις, όπωςας πούμε από κάποιο ατύχημα την ώρα που έκανε ιππασία ή από κάποιον κεραυνό–, πιστεύω πως οΤόμας θα στενοχωριόταν, αλλά δεν θα γινόταν και κομμάτια.» Τον κοίταξε μάλλον μελαγχολικά.«Δεν θα έπεφτε του θανατά. Απλώς πιστεύω πως θα ήταν ωραία αν παντρευόμουν έναν άντρα πουθα θρηνούσε πραγματικά την απώλειά μου έτσι και πέθαινα. Βρίσκεις λογικά αυτά που σου λέω;»

«Ναι» της είπε, και πρόσεξε την Ηρώ στην άλλη μεριά της σάλας, αιθέρια και γοητευτική, καιεντελώς άπιαστη για εκείνον. Αν πέθαινε, συνειδητοποίησε ξαφνικά πως δεν θα τον ενδιέφερεκαθόλου αν θα ζούσε ή αν θα πέθαινε κι αυτός. «Ναι, τα βρίσκω εντελώς λογικά.»

Page 162: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Κεφάλαιο Δεκατρία

Η βασίλισσα χαμογέλασε με αγαλλίαση όταν είδε το βελανίδι που κρεμόταν στο λαιμότου μικρού πουλιού. Ένα βελανίδι γίνεται δρυς, το δυνατότερο δέντρο στο δάσος, καιτα δάση του βασιλείου της ήταν γεμάτα από κραταιές βελανιδιές. Άρα, ήταν αλήθειαπως το βελανίδι ήταν το ισχυρότερο πράγμα στο βασίλειό της.Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα τράβηξε προσεκτικά τον καρπό από το λαιμό τουμικρού πουλιού. Κράτησε το πουλί στα χέρια της και του ψιθύρισε τα μυστικά της πριντο αφήσει να πετάξει. Έπειτα έγειρε πάνω από το μπαλκόνι της και κοίταξε τιςεκτάσεις του κάστρου, όμως όλα ήταν ήσυχα και σκοτεινά. Μόνο μια μικρή λάμψητρεμόπαιζε στους στάβλους…

-από το Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα

«Χάσαμε άλλον έναν» είπε ο Νικ μόλις ο Γκρίφιν μπήκε στην αποθήκη νωρίς εκείνο το πρωί.Ο Γκρίφιν αναστέναξε και άφησε τα πιστόλια που είχε φέρει μαζί του πάνω σε ένα ξύλινο

βαρέλι. Οι άντρες δούλευαν, ωστόσο δεν ακούγονταν τα συνηθισμένα γέλια και οι δυνατέςκουβέντες. Το αποστακτήριο ήταν απόκοσμα ήσυχο.

«Το έβαλε στα πόδια ή τον έπιασαν οι άντρες του Εφημέριου;» ρώτησε.Ο Νικ ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω. Απλώς εξαφανίστηκε.»Ο Γκρίφιν κατένευσε και κάθισε για να γεμίσει τα πιστόλια. Τα είχε αγοράσει μεταχειρισμένα,

αλλά είχε φροντίσει να σιγουρευτεί πως όλα δούλευαν αρκετά καλά.«Και οι φήμες λένε πως οι πληροφοριοδότες μάζεψαν τρεις ακόμα πωλητές σήμερα» είπε ο Νικ.Ο Γκρίφιν σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. «Είσαι πραγματική πηγή ευχάριστων ειδήσεων.»Ο άλλος άντρας χαμογέλασε ειρωνικά. «Μεταξύ του Εφημέριου και των χαφιέδων, νιώθω λιγάκι

σαν αγαπητικιά δύο ναυτικών – ο ένας την παίρνει από μπροστά κι ο άλλος της το κάνει από πίσω.»Ο Γκρίφιν μόρφασε με την περιγραφική παρομοίωση. «Σε ευχαριστώ γι’ αυτήν τη σκέψη.»«Είναι ο τρόπος που το βλέπω, λόρδε μου» είπε εύθυμα ο Νικ. «Τώρα, αν μπορούσαμε να

βάλουμε τους χαφιέδες και τον Εφημέριο να μας πληρώσουν για το ρουσφέτι, μη μου πεις, θακολυμπούσαμε στο χρυσάφι.»

Ο Γκρίφιν γέλασε απρόθυμα. «Κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται να γίνει στο άμεσο μέλλον.»«Μπα, δεν πρόκειται.» Έξυσε για μια στιγμή το σαγόνι του στοχαστικά. «Τι κάνει αυτή η κυρία

που είχες φέρει εδώ τις προάλλες;»«Της ζήτησα να με παντρευτεί.»«Τι λες! Συγχαρητήρια, λόρδε μου!»«Και μου αρνήθηκε.»Ο Νικ ανασήκωσε τους ώμους. «Οι γυναίκες θέλουν χρόνο για να σκεφτούν κάτι τέτοια

Page 163: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

ζητήματα.»Ο Γκρίφιν έκανε μια γκριμάτσα και ακούμπησε κάτω το πιστόλι που μόλις είχε γεμίσει. «Είναι

κάτι περισσότερο από αυτό. Δεν με βλέπει σαν τον κατάλληλο σύζυγο. Επιπλέον, υπάρχει ακόμηαυτή η μικρή λεπτομέρεια πως είναι ακόμη αρραβωνιασμένη με τον αδερφό μου.»

«Όποια γυναίκα διάλεγε τον αδερφό σου αντί για σένα θα ήταν χαζή, αν μου επιτρέπεις να πωκάτι τέτοιο, λόρδε μου.»

Ο Γκρίφιν χαμογέλασε ειρωνικά.«Σκέφτηκες καθόλου τι θα μπορούσες να κάνεις αν χάναμε το αποστακτήριο;» ρώτησε ο Νικ.Ανασήκωσε τους ώμους του, κοιτώντας τα πιστόλια.«Ο παππούς μου ήταν βοσκός» του είπε ο Νικ, γυρνώντας προς τα μαυρισμένα καδρόνια της

στέγης. «Μεγάλωσα περιτριγυρισμένος από πρόβατα. Τα πιο χαζά ζώα στον κόσμο, λάβε υπόψησου, όπως μου έλεγε, αλλά εύκολα και με καλή πόρεψη.»

Ο Γκρίφιν στοχάστηκε για μια στιγμή αυτή την παράξενη πληροφορία και αναρωτήθηκε το λόγογια τον οποίον του την έδινε. «Θέλεις να φροντίζεις πρόβατα;»

«Μπα.» Ο Νικ φάνηκε προσβεβλημένος. «Αλλά το μαλλί, αποφέρει λεφτά.»«Πώς γίνεται αυτό;»«Βάζεις μερικά πρόβατα πάνω στο βορρά, καταλαβαίνεις; Είχες πει ότι τα κτήματα δεν είναι

καλά για καλλιέργειες. Ό,τι δεν είναι καλό για σοδειά συνήθως είναι πολύ καλό για να βόσκουνζωντανά.»

«Αυτό μάλλον είναι σωστό» είπε αργά ο Γκρίφιν. Του προκάλεσε έκπληξη που ο Νικ είχεαφιερώσει χρόνο για να σκεφτεί αυτό το ζήτημα.

Η τραχιά φωνή του άλλου άντρα έκρυβε ενθουσιασμό. «Στέλνεις το μαλλί στο Λονδίνο όπου τογνέθουν και το υφαίνουν. Γνωρίζω ακόμη μερικούς υφαντές, ήταν κάποτε φίλοι μου. Θαμπορούσαμε να ξεκινήσουμε ένα εργαστήρι. Θα μπορούσα να επιβλέπω τη λειτουργία του εκεί.»

«Θέλεις να γίνεις ένας υφαντής;»«Είναι μια τίμια δουλειά» απάντησε ο Νικ με αξιοπρέπεια και με έναν τόνο στη φωνή του που

φανέρωνε πως είχε θιχτεί. «Και κάτι που θα αποφέρει και στους δυο μας παράδες.»Ο Γκρίφιν συνοφρυώθηκε. «Ποιος θα γνέθει το μαλλί;»Οι φαρδιοί ώμοι του Νικ ανασηκώθηκαν τάχα αδιάφορα. «Παιδιά ή γυναίκες μπορούν να

κλώθουν.»«Χμ.» Υπήρχε αυξημένη ζήτηση μάλλινων ρούχων στο Λονδίνο, τόσο για να ντυθεί ο

πληθυσμός του, όσο και για εξαγωγές. Και όσο για τα παιδιά που θα έγνεθαν το μαλλί, ίσως ναυπήρχε μια έτοιμη πηγή εκεί κοντά. Ο Νικ χτύπησε τα γόνατά του. «Ξέχασα να σου πω – το μαγαζίστη γωνία φτιάχνει ένα υπέροχο πιάτο από πηχτό χέλι. Δοκίμασα λίγο χθες. Νοστιμότατο. Μιαστιγμή, και θα σου φέρω ένα πιάτο.»

«Αχ…»Ο Νικ έκανε μεταβολή και βγήκε από την αποθήκη πριν προλάβει να εκφράσει την αντίθεσή του

ο Γκρίφιν. Εκείνος αναστέναξε. Ο συνεργάτης του είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία στα χέλια που εκείνοςδεν τη συμμεριζόταν.

Αλλά πάλι, μπροστά στον Εφημέριο και στην Ηρώ, η προοπτική να φάει ένα μπολ παχύρρευστο

Page 164: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

ζωμό με χέλια ήταν η μικρότερη ανησυχία του.Ο Γκρίφιν βγήκε έξω να περιμένει το αηδιαστικό πρωινό του. Ο ουρανός πάνω από την ψηλή

μάντρα της αποθήκης είχε πάρει ένα μαργαριταρένιο γκρίζο χρώμα καθώς ο ήλιος άρχιζε ναανεβαίνει. Ο Νικ είχε ήδη αρχίσει να σκέφτεται το τι θα μπορούσαν να κάνουν στο μέλλον αντί ναπαρασκευάζουν τζιν, και αν ήταν κάτι που πάντα εμπιστευόταν ο Γκρίφιν, ήταν το επιχειρηματικόμυαλό του συνεργάτη του. Αν ο Νικ πίστευε ότι θα μπορούσαν να βγάλουν λεφτά από τα πρόβατα,τότε…

Ο πυροβολισμός ακούστηκε δυνατός μέσα στο ήσυχο πρωινό.Ο Γκρίφιν έτρεξε στην αυλόπορτα, και μόνο όταν την άνοιξε διάπλατα, συνειδητοποίησε πως

ήταν άοπλος. Αν ήταν μια παγίδα για να τον τραβήξουν έξω… Αλλά όχι, το στενό δρομάκι έξω απότην αποθήκη ήταν έρημο.

Συνοφρυώθηκε. «Νικ! Πού είσαι, Νικ;»Την ώρα που έκανε μεταβολή, άκουσε το βογκητό.Βρήκε τον Νικ σωριασμένο μέσα σε ένα κούφωμα, μόλις λίγα μέτρα μακριά από την είσοδο της

αποθήκης.Ο Γκρίφιν βλαστήμησε και έσκυψε πάνω από το φίλο του. Οι πλάκες του δρόμου ήταν

πιτσιλισμένες με αίμα και ζωμό χελιών. Ο Νικ προσπαθούσε να σηκωθεί, όμως κάτι δεν πήγαινεκαλά με τα πόδια του μεγαλόσωμου άντρα.

«Μου έχυσαν τα χέλια» είπε ο Νικ, ξεφυσώντας. «Οι λεχρίτες μού έχυσαν το ζωμό με τα χέλια.»«Ξέχνα τα καταραμένα τα χέλια σου» αγρίεψε ο Γκρίφιν. «Πού χτυπήθηκες;»Ο Νικ σήκωσε ψηλά το βλέμμα, και ο ήλιος που ανέβαινε ψηλά στον ουρανό φώτισε όλες τις

άσχημες ουλές στο πρόσωπό του. Οι άκρες των ματιών του ήταν πεσμένες, τα χείλη του χαλαρά. ΟΓκρίφιν πήρε μια βαθιά αναπνοή, και τότε ανακάλυψε πως δεν μπορούσε να αναπνεύσει κανονικά.

«Τα καλύτερα χέλια στο Σεντ Τζάιλς» ψιθύρισε ο Νικ.«Ανάθεμά σε, Νικ Μπαρνς» είπε μέσα από τα δόντια του ο Γκρίφιν. «Μην πεθάνεις.»Άρπαξε το μπράτσο του φίλου του και έσκυψε, σηκώνοντας το βάρος του άντρα πάνω στον ώμο

του και προσπαθώντας να ισορροπήσει καθώς σηκωνόταν. Ο Νικ ήταν γεμάτος από μύες, και βαρύςσαν άλογο. Ο Γκρίφιν προσπέρασε την αυλόπορτα της αποθήκης και την αμπάρωσε πριν αφήσει τονΝικ πάνω στις κρύες, υγρές πλάκες της αυλής.

«Φέρτε μερικά ρούχα!» φώναξε στους φρουρούς. Το αίμα είχε χυθεί παντού, είχε μουσκέψει τοπαντελόνι του Νικ και είχε λερώσει το σακάκι του Γκρίφιν. Έστρεψε πάλι την προσοχή του στοφίλο του, κρατώντας το κεφάλι του στα χέρια του. «Νικ!»

Εκείνος άνοιξε τα μάτια και του χαμογέλασε γλυκά. «Με περίμεναν. Οι άντρες του Εφημέριου.Γαμημένα χέλια.»

Τα μάτια του Νικ σφάλισαν και, παρά τις βλαστήμιες του Γκρίφιν, δεν άνοιξαν ποτέ ξανά.

* * *

Η Ηρώ χτύπησε για δεύτερη φορά εκείνο το απόγευμα την πόρτα του Ιδρύματος για Ατυχή Βρέφηκαι Έκθετα Παιδιά. Έκανε δύο βήματα πίσω και κοίταξε τα παράθυρα του πάνω ορόφου,

Page 165: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

σαστισμένη. Όλα ήταν κλειστά.«Ίσως να μην είναι κανείς εδώ, λαίδη μου» της είπε ο Τζορτζ, ο υπηρέτης.Η Ηρώ συνοφρυώθηκε. «Κάποιος βρίσκεται πάντα εδώ. Στο κάτω-κάτω, είναι ένα ίδρυμα για

παιδιά.»Αναστέναξε, και κοίταξε νευρικά το δρόμο. Βαθιά μέσα της ήλπιζε ότι ο Γκρίφιν θα είχε

ανακαλύψει πως είχε έρθει στο Σεντ Τζάιλς χωρίς εκείνον. Μέχρι τώρα είχε δείξει μια μυστήριαικανότητα να γνωρίζει το πότε σκόπευε να έρθει μέχρι εδώ. Κι όμως, σήμερα δεν υπήρχε καμίαένδειξη της παρουσίας του.

Η πόρτα άνοιξε, και η Ηρώ γύρισε με ανακούφιση, όμως το χαμόγελό της ξεθώριασε όταναντίκρισε τη θλιμμένη φιγούρα στο κούφωμα. «Α, Μέρι Ίβνινγκ, τι συμβαίνει εδώ;»

Το κορίτσι χαμήλωσε το κεφάλι, παραμέρισε και την άφησε να περάσει μέσα. Η Ηρώ ζήτησεαπό τον Τζορτζ να την περιμένει στο κατώφλι. Μπήκε μέσα, και αμέσως ένιωσε έκπληξη με τηνησυχία που επικρατούσε στο σπίτι. Αντί να την οδηγήσει στο σαλόνι, η Μέρι Ίβνινγκ την πήγε στηνκουζίνα. Έπειτα, το κορίτσι έφυγε από το δωμάτιο, αφήνοντάς τη μόνη.

Η Ηρώ κοίταξε γύρω της. Ένα κατσαρόλι σιγόβραζε στο τζάκι, και μερικά πλυμένα πιάτα ήτανστοιβαγμένα σε ένα σερβάν για να στεγνώσουν. Πλησίασε ένα ντουλάπι, άνοιξε με περιέργεια τοπορτάκι του και περιεργάστηκε το περιεχόμενό του: τσάι, αλεύρι, ζάχαρη και αλάτι.

Βήματα ακούστηκαν από το διάδρομο. Η Σάιλενς Χόλινμπρουκ εμφανίστηκε στο άνοιγμα τηςπόρτας. Για μια στιγμή, η Ηρώ δεν κατάφερε να εντοπίσει την αλλαγή στην εμφάνιση της γυναίκας.Ύστερα συνειδητοποίησε πως, αντί για τα συνηθισμένα καφέ ή γκρίζα ρούχα της, η διευθύντριαήταν ντυμένη στα μαύρα.

Μόνο μια εξήγηση θα μπορούσε να υπάρχει γι’ αυτό.«Με συγχωρείτε που σας έκανα να περιμένετε» είπε μουδιασμένα η κυρία Χόλινμπρουκ. «Δεν

ξέρω γιατί η Μέρι Ίβνινγκ σάς έφερε στην κουζίνα.»«Έχετε πένθος» παρατήρησε η Ηρώ.«Μάλιστα.» Η κυρία Χόλινμπρουκ έστρωσε με το χέρι της το μαύρο φόρεμά της. «Ο κύριος

Χόλινμπρουκ… Ο σύζυγός μου, εννοώ.»Άφησε να της ξεφύγει μια πνιχτή κραυγή πόνου.«Καθίστε.» Η Ηρώ έτρεξε κοντά της και τράβηξε έναν από τους πάγκους της κουζίνας.«Όχι, με συγχωρείτε, απλώς… Εγώ…»«Καθίστε» επανέλαβε η Ηρώ, σπρώχνοντας μαλακά τον ώμο της. «Σας παρακαλώ.»Η κυρία Χόλινμπρουκ σωριάστηκε στον πάγκο, με μια έκφραση σαστιμάρας στο πρόσωπό της.«Πότε το μάθατε;» Η Ηρώ γύρισε στο ντουλάπι και πήρε το κουτί με το τσάι. Δίπλα στα πιάτα

που στράγγιζαν υπήρχε και μία καφέ κεραμική τσαγιέρα. Τη γύρισε όρθια και άρχισε να ρίχνειφύλλα τσαγιού.

«Χθες. Μάλλον… Ναι, ήταν μόλις χθες» μουρμούρισε η διευθύντρια έκπληκτη. «Μοιάζει σαννα έχει περάσει τόσος καιρός.»

Η Ηρώ πήγε στο τζάκι και, με τη βοήθεια μιας πετσέτας, έπιασε το κατσαρόλι και έριξε βραστόνερό στην τσαγιέρα. Ατμοί γεμάτοι με άρωμα ξεχύθηκαν από μέσα μέχρι να ξαναβάλει το καπάκιτης. Είχε έρθει για να πληροφορήσει την κυρία Χόλινμπρουκ σχετικά με τον καινούριο αρχιτέκτονα

Page 166: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

και τις περαιτέρω καθυστερήσεις της οικοδομής, ωστόσο ήταν προφανές πως αυτό το θέμα έπρεπενα περιμένει. Υπήρχαν πιο σημαντικά.

Έφερε την τσαγιέρα στο τραπέζι. «Χάθηκε στη θάλασσα;»«Ναι.» Η διευθύντρια πασπάτεψε τη φούστα της. «Το πλοίο του βυθίστηκε. Πενήντα ένας

άντρες ταξίδευαν, και χάθηκαν όλοι στη θάλασσα.»«Λυπάμαι πάρα πολύ.» Έφερε δύο φλιτζάνια από τον μπουφέ.«Είναι φοβερό, δεν είναι;» είπε η άλλη γυναίκα. «Στη θάλασσα. Θυμάμαι συνέχεια αυτές τις

γραμμές από το Η Τρικυμία: Πέντε οργιές κάτω από τη θάλασσα κείται ο πατέρας σου/ Τα κόκαλάτου γίνονται κοράλλια/ Αυτά τα μαργαριτάρια ήταν τα μάτια του…» Η φωνή της έσβησε καθώς τοβλέμμα της κοιτούσε απλανές το τραπέζι.

Η Ηρώ σέρβιρε το τσάι και πρόσθεσε μια γεμάτη κουταλιά ζάχαρη πριν ακουμπήσει το έναφλιτζάνι μπροστά στην κυρία Χόλινμπρουκ.

«Πόσος χρόνος νομίζετε ότι χρειάζεται;» μουρμούρισε η διευθύντρια.«Για ποιο πράγμα;» ρώτησε η Ηρώ.Η άλλη γυναίκα την κοίταξε με μάτια πρησμένα. «Για να μετατραπεί ένα πτώμα σε κάτι άλλο

μέσα στη θάλασσα; Πάντα με παρηγορούσε η σκέψη πως όλοι μας θα γίνουμε χώμα στο τέλος –τουλάχιστον όσοι θαφτούμε στη γη. Το χώμα είναι κάτι πολύ καλό, στο κάτω-κάτω. Τρέφει ταλουλούδια, φυτρώνει το χορτάρι που βόσκουν τα πρόβατα και οι αγελάδες. Ένα νεκροταφείο νομίζωπως μπορεί να είναι ένα πολύ γαλήνιο μέρος. Όμως, η θάλασσα… Είναι τόσο κρύα και μοναχικάεκεί. Τόσο μοναχικά.»

Η Ηρώ ξεροκατάπιε, κοιτώντας το φλιτζάνι της. «Του κάπτεν-Χόλινμπρουκ τού άρεσε ναταξιδεύει;»

«Ω, ναι.» Η διευθύντρια φάνηκε να εκπλήσσεται. «Μιλούσε γι’ αυτό ακόμα κι όταν βρισκότανστο σπίτι, στη στεριά. Από πάντα ήθελε να γίνει ναυτικός, από τότε που ήταν μικρό παιδί ακόμη.»

«Τότε, μάλλον δεν θα είδε ποτέ τη θάλασσα έτσι όπως τη βλέπουμε εσείς κι εγώ» είπε η Ηρώδιστακτικά. «Θέλω να πω, δεν μπορώ να ξέρω τι ακριβώς σκεφτόταν, όμως δεν σας φαίνεται λογικότο να έχει κάποια διαφορετική άποψη για τη θάλασσα; Πως μπορεί ακόμα και να την αγαπούσε;»

Η κυρία Χόλινμπρουκ ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Ίσως. Ίσως και όχι.»Έπιασε το ζεστό φλιτζάνι της και με τα δυο της χέρια και το έφερε στα χείλη για να πιει μια

δοκιμαστική γουλιά.Ήπιε και η Ηρώ από το δικό της. Παρόλο που το τσάι δεν ήταν τόσο εκλεκτό, όσο αυτό που

συνήθιζε να πίνει, ήταν δυνατό και ζεστό, ό,τι έπρεπε για εκείνην τη στιγμή.«Με συγχωρείτε» είπε η κυρία Χόλινμπρουκ αφηρημένα. «Θα έπρεπε… Για ποιο λόγο ήρθατε

σήμερα;»Η Ηρώ σκέφτηκε τα νέα που ήθελε να μοιραστεί μαζί της σχετικά με τον καινούριο αρχιτέκτονα.

«Δεν είναι τίποτα το σημαντικό.»«Ω.» Η κυρία Χόλινμπρουκ έσμιξε τα φρύδια, δείχνοντας να χάνεται σε βαθιές σκέψεις.

«Απλώς…»«Τι πράγμα;» τη ρώτησε ήρεμα.«Δεν θα έπρεπε να σας πω όλα αυτά τα πράγματα» μουρμούρισε η άλλη γυναίκα,

Page 167: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

αναστατωμένη. «Δεν σας νοιάζουν.»«Νομίζω» είπε η Ηρώ «ότι θα ήθελα να με νοιάζουν. Αν δεν έχετε εσείς κάποιο πρόβλημα.»«Ναι. Δεν έχω κανένα πρόβλημα.» Η κυρία Χόλινμπρουκ πήρε μια βαθιά αναπνοή και είπε με

φούρια: «Είναι που όταν έφυγε –την τελευταία φορά που μπάρκαρε ο Γουίλιαμ– δεν ήμαστε τόσοκαλά μεταξύ μας.»

Η Ηρώ χαμήλωσε το βλέμμα στο φλιτζάνι της και θυμήθηκε τις φήμες που είχαν κυκλοφορήσειτον περασμένο χειμώνα γι’ αυτήν τη γυναίκα. Υπήρχαν άνθρωποι που είχαν σπεύσει με μεγάληπροθυμία να την πληροφορήσουν πως είχε γίνει γνωστό ότι η κυρία Χόλινμπρουκ είχε πουλήσει τηντιμή της σε κάποιον άντρα επονομαζόμενο Μίκι Ο’Κόνορ. Εκείνο τον καιρό, η Ηρώ είχε αποφασίσεινα αγνοήσει τις διαδόσεις. Εμπιστευόταν τόσο την Τέμπερανς, όσο και τον Γουίντερ Μακπίς, και αναυτοί οι δύο πίστευαν πως η αδερφή τους ήταν ικανή να διευθύνει ένα ίδρυμα, τότε κι εκείνησυμμεριζόταν τη γνώμη τους.

Είχε συνεργαστεί απευθείας με την κυρία Χόλινμπρουκ κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού καιτου φθινοπώρου, και μέσα σε αυτό το διάστημα δεν είχε βρει κανένα λόγο για να την αμφισβητήσει.Δεν ήξερε ποια αλήθεια κρυβόταν πίσω από τις φήμες, αν ήταν αβάσιμες ή αν η κυρία Χόλινμπρουκείχε με κάποιον τρόπο προβεί σε συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Όμως, ούτε και η Ηρώ ήταν πιατόσο ενάρετη, ώστε να μπορεί να κρίνει άλλες γυναίκες για τα ελαττώματά τους, σωστά; Αλλάακόμα κι αν το έκανε, εξακολουθούσε να πιστεύει πως κατά βάθος η κυρία Χόλινμπρουκ ήταν έναςκαλός άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που δικαιούταν το επίθετο «ενάρετος».

Παρ’ όλα αυτά, εκείνην τη στιγμή δεν είχε καμία σημασία αν οι φήμες ήταν αληθινές. Ηεμπιστοσύνη μπορούσε να χαθεί εύκολα μετά από κάποιο ψέμα.

«Λυπάμαι» είπε, επειδή δεν ήξερε τι άλλο να πει.Η κυρία Χόλινμπρουκ δεν έδειχνε να έχει ανάγκη από πολλά λόγια. «Εύχομαι να είχα άλλη μια

ευκαιρία για να του μιλούσα. Να του πω…» Η φωνή της έσβησε. Κούνησε με απόγνωση το κεφάλικαι πήρε μια βαθιά αναπνοή. «Απλώς θα ήθελα να μην είχαμε χωρίσει κάτω από τόσο εχθρικέςσυνθήκες.»

Η Ηρώ άπλωσε διστακτικά το χέρι προς το μέρος της άλλης γυναίκας. Δεν την ήξερε καλά –ανήκαν σε διαφορετικές τάξεις–, όμως ο πόνος ήταν καθολικός.

Η διευθύντρια τής έσφιξε σπασμωδικά το χέρι. «Είναι εγωιστικό, το ξέρω, αλλά συνέχειασκέφτομαι πως τελείωσε τώρα.»

«Ποιο πράγμα;» τη ρώτησε ήρεμα η Ηρώ.Η κυρία Χόλινμπρουκ κούνησε ξανά το κεφάλι. Δάκρυα κύλησαν ξαφνικά στα μάγουλά της. «Η

ζωή μου, τα πάντα… Όλα όσα πίστευα πως είχα. Η αγάπη μου, ο γάμος μου. Με τον Γουίλιαμυπήρξαμε ευτυχισμένοι κάποτε. Πάρα πολύ.» Έκλεισε τα μάτια της. «Η αγάπη –η ευτυχία– είναι κάτισπάνιο, αλήθεια. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν τη συναντούν ποτέ σε ολόκληρη τη ζωή τους. Εγώτην είχα. Και τώρα χάθηκε.» Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε απελπισμένα το κενό. «Δεν πιστεύω ότι ηαγάπη έρχεται δεύτερη φορά στη ζωή μας. Τελείωσε. Τώρα θα πρέπει να συνεχίσω χωρίς αυτήν.»

Η Ηρώ χαμήλωσε το βλέμμα, νιώθοντας και τα δικά της μάτια να πλημμυρίζουν με δάκρυα. Ηαγάπη είναι κάτι σπάνιο. Το ήξερε αυτό με ένα θεωρητικό τρόπο, όμως τώρα είχε μπροστά της ένανάνθρωπο που την είχε και την έχασε. Ξαφνικά ένιωσε μία δυνατή ανάγκη, σχεδόν πανικό, νασυναντήσει τον Γκρίφιν. Έπρεπε να τον προειδοποιήσει πως ο Μάξιμους γνώριζε για το

Page 168: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

αποστακτήριό του. Έπρεπε να του πιάσει το χέρι, να σιγουρευτεί πως ήταν γερός και ζωντανός.Έπρεπε να τον ακούσει να αναπνέει. Ήταν αγάπη αυτό; Πόθος; Ή μήπως κάτι σαν απατηλήαπομίμηση;

«Με συγχωρείτε» είπε η κυρία Χόλινμπρουκ, σκουπίζοντας τα δάκρυά της. «Συνήθως δεν είμαιτόσο κλαψιάρα.»

«Μην απολογείστε» την καθησύχασε η Ηρώ. «Δεχτήκατε ένα δυνατό σοκ. Θα ήταν περίεργο ανδεν ήσασταν λυπημένη.»

Η διευθύντρια κατένευσε κουρασμένα.Η Ηρώ έμεινε λιγάκι ακόμα, μέχρι να πιουν το τσάι τους, συντροφεύοντας την άλλη γυναίκα με

τη σιωπή της. Ωστόσο, η ανάγκη της να δει τον Γκρίφιν –να εξακριβώσει η ίδια πως ήταν ζωντανόςκαι γερός– ήταν ακόμη έντονη. Σύντομα ζήτησε συγγνώμη και κίνησε για την πόρτα.

Στο βαρετό ταξίδι με την άμαξα προς τα καλύτερα μέρη του Ιστ Εντ, δεν κατάφερε να εμποδίσειτο μυαλό της να κάνει τις πιο άσχημες σκέψεις: Ο Γκρίφιν μπροστά στο δικαστήριο,καταδικασμένος και εξευτελισμένος, και, το πιο τρομακτικό απ’ όλα, με το κορμί του να αιωρείταιαπό την αγχόνη του δήμιου.

Μέχρι τη στιγμή που ανέβηκε τα σκαλοπάτια του σπιτιού του, η νοσηρή της φαντασία την είχεοδηγήσει σε σημείο υστερίας.

Την πόρτα την άνοιξε ο ίδιος ο Γκρίφιν. Δεν φαινόταν να έχει στην υπηρεσία του πολλούςυπηρέτες. Την κοίταξε βλοσυρά, με το πιγούνι του σκεπασμένο από τα αξύριστα γένια του, τηνπουκαμίσα του ανοιχτή στο λαιμό και τα μαλλιά του ανακατωμένα. Τα μάτια του πλαισίωνανέντονοι μαύροι κύκλοι.

«Τι γυρεύεις εδώ;» τη ρώτησε απότομα.Η ανακούφιση που ένιωσε όταν είδε πως ήταν καλά υποχώρησε μπροστά στην εριστική του

διάθεση και έδωσε τη θέση της σε ένα έντονο αίσθημα ενόχλησης. «Θα με αφήσεις να μπω μέσα;»Εκείνος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους και παραμέρισε απρόθυμα.Η Ηρώ πέρασε στον προθάλαμο και προχώρησε κατευθείαν προς τη βιβλιοθήκη του,

ακολουθούμενη από τον Γκρίφιν. Κοίταξε γύρω της. Την τελευταία φορά που είχε βρεθεί εδώ μέσα,ο διαπληκτισμός τους ήταν τόσο άμεσος και έντονος, που δεν είχε προλάβει να παρατηρήσει το σπίτιτου.

Τώρα έβλεπε πως η βιβλιοθήκη του ήταν ακριβά, αν και απερίσκεπτα, εξοπλισμένη. Μια εξαίσιαζωγραφισμένη υδρόγειος σφαίρα ήταν μισοκρυμμένη κάτω από ένα γιλέκο. Πολλές μικρέςαγιογραφίες, παλιές και λεπτοδουλεμένες, κρέμονταν στον τοίχο, όλες σκονισμένες και δύοραγισμένες. Τα ράφια ήταν παραφορτωμένα, και τα βιβλία στριμωγμένα όπως-όπως. Με μιαγρήγορη ματιά, εντόπισε ένα χοντρό τόμο με χάρτες, την ιστορία της Ρώμης, μία φυσιοδιφικήμελέτη, ελληνική ποίηση και μία πρόσφατη έκδοση με Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ.

«Ήρθες για να ελέγξεις το αναγνωστικό μου γούστο, λαίδη μου;» Ο Γκρίφιν έβαλε σε έναποτήρι λίγο μπράντι.

«Το ξέρεις πως όχι.» Γύρισε για να τον κοιτάξει. «Άρχισα τον Θουκυδίδη, αν και φοβάμαι πωςπροχωράω πολύ αργά. Τα Ελληνικά μου έχουν σκουριάσει.»

«Σου αρέσει;»

Page 169: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Ναι» απάντησε απλά, επειδή αυτή ήταν η αλήθεια. Η πνευματική κόπωση που απαιτείτο για νακατανοήσει το ελληνικό γραπτό την έκανε να νιώθει περήφανη κάθε φορά που τελείωνε μίαπαράγραφο.

Περίμενε να τον ακούσει να της πει κάτι.Όμως, εκείνος ανασήκωσε τους ώμους και ήπιε από το μπράντι του. «Γιατί ήρθες;»«Για να σε προειδοποιήσω για τον αδερφό μου.» Μετακίνησε μια στοίβα με βιβλία από την άκρη

του καναπέ και κάθισε, αφού εκείνος δεν έκανε τον κόπο να της το προτείνει. «Έμαθε πως έχειςαποστακτήριο τζιν στο Σεντ Τζάιλς.»

Την κοίταξε. «Αυτό ήταν;»Η Ηρώ συνοφρυώθηκε, νιώθοντας την ενόχλησή της να φουντώνει. Δεν ενδιαφερόταν για την

ασφάλειά του;«Δεν είναι αρκετό; Πρέπει να παρατήσεις αμέσως το αποστακτήριό σου, πριν ο Μάξιμους στείλει

στρατιώτες για να σε συλλάβουν.»Ο Γκρίφιν κοίταξε το κεχριμπαρένιο υγρό στο ποτήρι του. «Όχι.»Απογοήτευση την πλημμύρισε. Μπορεί ο Μάξιμους να της είχε δώσει το λόγο του πως δεν θα

έκανε κάτι εναντίον του, όμως όσο διατηρούσε το αποστακτήριο, ο Γκρίφιν θα βρισκόταν σεκίνδυνο. «Γιατί όχι; Δεν είσαι μόνο ένας άντρας που νοιάζεται για τα λεφτά, Γκρίφιν. Είσαι πολλάπερισσότερα. Είσαι τρυφερός, διασκεδαστικός και ευγενικός. Δεν μπορείς να καταλάβεις πως…»

Γύρισε και την κοίταξε, και η Ηρώ κράτησε την ανάσα της. Τα πράσινα μάτια του γυάλιζαν σαναπό δάκρυα.

«Τι συμβαίνει;» ψιθύρισε.«Ο Νικ είναι νεκρός» είπε εκείνος. «Ο Νικ Μπαρνς. Μαζί στήσαμε το αποστακτήριο. Μπορεί να

μην τον θυμάσαι – ήταν μαζί μου όταν ήρθες εκεί τις προάλλες. Ο μεγαλόσωμος άντρας με τις ουλέςστο πρόσωπο.»

«Θυμάμαι.» Ήταν φανερό πως ήταν φίλοι, παρ’ ότι ανήκαν σε διαφορετική κοινωνική τάξη. «Τιέγινε;» τον ρώτησε.

«Σήμερα το πρωί, ο Νικ βγήκε έξω για να αγοράσει ζωμό από χέλια.» Ο Γκρίφιν έκανε μιααλλόκοτη γκριμάτσα, λίγο σαν μορφασμό, λίγο σαν χαμόγελο. «Τρελαινόταν για τα χέλια. Οιάντρες του Εφημέριου τον πυροβόλησαν, κι εγώ τον βρήκα…»

Κούνησε το κεφάλι σαν να ήθελε να διώξει την εικόνα από το μυαλό του, και η φωνή τουέσβησε.

Η Ηρώ σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος του, ανήμπορη να μείνει μακριά του τη στιγμή πουεκείνος πονούσε. «Λυπάμαι.» Πήρε το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια της. «Λυπάμαι τόσο πολύ.»

«Δεν μπορώ να τα παρατήσω τώρα» είπε με τραχιά φωνή, ενώ τα πράσινα μάτια του γυάλιζαν.«Δεν το καταλαβαίνεις; Τον δολοφόνησαν τον Νικ. Δεν μπορώ να τους αφήσω να γλιτώσουν έτσι.»

Δάγκωσε το χείλι της. «Όμως, η ζωή σου βρίσκεται σε κίνδυνο.»«Και τι έχει να κάνει αυτό με σένα;»Έμεινε με ανοιχτό το στόμα. «Τι;»Ο Γκρίφιν άφησε το ποτήρι του να πέσει στο χαλί, κι αυτό κύλησε κάτω από τον καναπέ. Τα

χέρια του άρπαξαν τους ώμους της. «Τι σε νοιάζει εσένα αν η ζωή μου κινδυνεύει; Επειδή είμαι ένας

Page 170: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

φίλος που μοιράζεσαι το κρεβάτι του; Ο μέλλοντας γαμπρός σου που θα καλέσεις στο γάμο σου; Τι,Ηρώ; Τι είμαι εγώ για σένα;»

Έμεινε να τον κοιτάζει, προσπαθώντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις. Νοιαζόταν για εκείνον,αυτό ήταν μεγάλη αλήθεια, ωστόσο πέρα από αυτό δεν μπορούσε να του πει κάτι άλλο. Δεν έβρισκετα λόγια για να περιγράψει τα αισθήματά της.

Απλώς δεν ήξερε.Εκείνος φάνηκε να καταλαβαίνει το δίλημμά της. Στα μάτια του πάλευαν η απογοήτευση με την

απελπισία.«Ανάθεμά σε» είπε μέσα από τα δόντια του, και τη φίλησε.

* * *

Τα χείλη της ήταν απαλά και ενδοτικά, όμως αυτό δεν καταπράυνε το θυμό του Γκρίφιν. Ήθελε νααφήσει τη σφραγίδα του πάνω της. Να την κάνει να καταλάβει πως ήταν κάτι πολύ περισσότερο απόφίλος ή από υποψήφιος γαμπρός της. Να σιγουρευτεί πως δεν θα τον ξεχνούσε ποτέ.

Ήθελε να χαράξει ανεξίτηλα ολάκερη την ύπαρξή της.Ο πόνος και η οργή του για το χαμό του Νικ έδειχνε να παραμορφώνεται και να μετατρέπεται σε

πρωτόγονο πόθο για την Ηρώ. Εδώ και τώρα.Πίεσε άγρια το στόμα του πάνω στο δικό της, κάνοντάς τη να παραπατήσει για να διατηρήσει την

ισορροπία της. Ένιωσε τα δάχτυλά της να αρπάζουν σφιχτά την πλάτη του, όμως δεν πάσχιζε να τοναποδιώξει. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να φύγει μακριά του, ή να ξεφύγει από τη βίαιη λεηλασίατων χειλιών του.

Αυτό εξευμένισε λιγάκι το κτήνος μέσα του. Τραβήχτηκε πίσω και κοίταξε τα όμορφα μάτια της.Ήταν σαστισμένα, θολά από λάγνες ανάγκες. Τη σήκωσε στα χέρια, αγνοώντας την κραυγή της, καιτην πήρε από τη βιβλιοθήκη σαν άρπαγας πειρατής.

Ο Ντιντλ είχε μόλις μπει στο χολ. Το στόμα του βαλέ άνοιξε διάπλατα τη στιγμή που είδε τοναφέντη του. Ο Γκρίφιν τού έριξε μια άγρια ματιά, για να σιγουρευτεί πως δεν θα γίνονταναυτόβουλα σχόλια. Έπειτα έτρεξε προς τη σκάλα με την Ηρώ στην αγκαλιά του.

Εκείνη έκρυψε το πρόσωπό της στο στέρνο του. «Ω, Θεέ μου! Μας είδε.»«Και δεν πρόκειται να πει κουβέντα αν θέλει να κρατήσει τη θέση του» είπε ο Γκρίφιν με

αργόσυρτη φωνή.Διέσχισε το διάδρομο και την πήγε στην κρεβατοκάμαρά του, κλείνοντας την πόρτα πίσω τους

με μια κλοτσιά. Την έριξε στο κρεβάτι και τη γύρισε ανάσκελα.Η Ηρώ τον κοίταξε με βλέμμα ναρκωμένο από τον πόθο. «Όμως, θα ξέρει τι κάνουμε εδώ»

ψιθύρισε.«Ωραία.» Ανέβηκε πάνω της, αιχμαλωτίζοντάς τη με το κορμί του. «Αν εξαρτιόταν από μένα,

όλο το Λονδίνο θα ήξερε τι κάνουμε εδώ.»Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα στα λόγια του, και ο Γκρίφιν περίμενε να ακούσει τις

διαμαρτυρίες της. Αλλά, εκείνη άπλωσε τα χέρια και τον χάιδεψε στο κεφάλι.«Γκρίφιν» είπε με χαμηλή, σχεδόν λυπημένη φωνή. «Ω, Γκρίφιν.»

Page 171: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Η θλίψη έκανε το στήθος του να πονέσει, ωστόσο δεν θα έκανε πίσω ακόμα κι αν του τοζητούσε. Όχι τώρα. Όχι αυτήν τη φορά. Τον είχε κυριεύσει μια βιασύνη, μια λαχτάρα ναολοκληρώσει αυτό που ήθελε να κάνει μαζί της πριν να ήταν πολύ αργά. Έσκισε τα κορδόνια τουκορσάζ της σαν πεινασμένο θηρίο.

Η Ηρώ δεν προσπάθησε να τον σταματήσει. Έμεινε από κάτω του και χάιδευε τα μαλλιά του σαννα ήθελε να τον καθησυχάσει. Εκείνος άνοιξε το κορσάζ της και το έσπρωξε στο πλάι, ανυπόμονος.Ο κορσές της έδειχνε να του αντιστέκεται. Σε αυτόν που πάντα έβγαζε με ευκολία τα ρούχαοποιασδήποτε γυναίκας.

«Άσε με εμένα» ψιθύρισε η Ηρώ και έσπρωξε μαλακά τα χέρια του που έτρεμαν.Έλυσε τον κορσέ της, κι εκείνος γέμισε τα χέρια του με τη ζεστή σάρκα της. Προσπάθησε να

ηρεμήσει και να την αγγίξει όσο πιο τρυφερά μπορούσε στην κατάσταση που βρισκόταν.«Όλα» την πρόσταξε. «Βγάλε τα όλα.»Ανασήκωσε τα φρύδια της, αλλά υπάκουσε, ξετρελαίνοντάς τον έτσι όπως αφαιρούσε αργά όλο

αυτό το ακριβό ύφασμα από πάνω της. Όταν κλότσησε μακριά τα παπούτσια της και πήγε να βγάλειτις δαντελένιες καλτσοδέτες της, ο Γκρίφιν ανασηκώθηκε.

«Άφησέ τες.»Την κοίταξε, σαν ειδήμων που εξέταζε ένα ιδιαίτερα περίτεχνο κομμάτι τέχνης. Το κορμί της

ήταν λεπτοκαμωμένο, τα στήθη της στητά και ντελικάτα, οι γοφοί της αδύνατοι και το αλαβάστρινοδέρμα της έμοιαζε σαν να φεγγοβολούσε μέσα στη μισοσκότεινη κρεβατοκάμαρά του. Οι τριχούλεςστην κορυφή των μηρών της έμοιαζαν με κόκκινο φάρο.

Ο ανδρισμός του ήταν πανέτοιμος, όμως αυτό που ένιωθε έτσι όπως την κοιτούσε, γυμνή καιεκτεθειμένη σε αυτόν, δεν ήταν λαγνεία. Ήταν μια παράξενη αίσθηση κτητικότητας, μίαακατανίκητη ανάγκη να την κρατήσει κοντά του, να την προστατέψει και να την τιμήσει. Μπορούσενα πληγωθεί με τόσους πολλούς τρόπους αυτή η περήφανη γυναίκα, και ο καθένας από αυτούς ήτανσαν μαχαιριά στην καρδιά του, έτσι που στο τέλος ολόκληρη η ψυχή του έμοιαζε να έχειπλημμυρίσει από αίμα.

Μα, δεν μπορούσε εκείνη να δει το αίμα του; Δεν μπορούσε να τον προφυλάξει από το δικό τουπόνο;

Την κοίταξε, νιώθοντας τόσα αντικρουόμενα συναισθήματα μέσα του. Στον αριστερό της ώμοείχε μερικές φακίδες, και ο Γκρίφιν έσκυψε για να τις γλείψει.

Τα χέρια της κράτησαν το κεφάλι του. «Γκρίφιν.»«Ηρώ» μουρμούρισε πειρακτικά και τη δάγκωσε απαλά στην καμπύλη του λαιμού της. «Σου

αρέσει αυτό;»«Εε… Ναι» ψιθύρισε, κι εκείνος ένιωσε ξαφνικά ένα μείγμα μελαγχολίας και πόθου.«Τι άλλο σου αρέσει;» τη ρώτησε.«Θέλω να σε αγγίξω.»Τραβήχτηκε και την κοίταξε. Ήταν ξαπλωμένη ήρεμα και τον κοιτούσε με αυτά τα σοβαρά

γκρίζα μάτια της. Είχε συνηθίσει να καθοδηγεί ο ίδιος το παιχνίδι. Έκανε διάφορα στις ερωμένεςτου, κι αυτές σπάνια του τα ανταπέδιδαν. Ίσως να ήταν μια ανάγκη του να έχει εκείνος τον έλεγχο, ήαπλώς μία επιβεβαίωση της αντρικής κυριαρχίας. Ό,τι κι αν ήταν, ο Γκρίφιν δεν ήταν συνηθισμένος

Page 172: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

να παραδίδει σε άλλα χέρια τα ηνία του έρωτα.«Σε παρακαλώ» του είπε.Απρόθυμα, μετακινήθηκε στο πλάι, έτοιμος να την αρπάξει αν δοκίμαζε να δραπετεύσει. Όμως,

εκείνη σηκώθηκε και γονάτισε δίπλα του, κοιτώντας τον με περιέργεια. Φορούσε ακόμη τοπαντελόνι και την πουκαμίσα του.

Ακούμπησε το δάχτυλό της στο λαιμό του και το έσυρε μέχρι το σημείο που άνοιγε η πουκαμίσαστο στέρνο του. «Βγάλε το αυτό, σε παρακαλώ.»

Εκείνος ανασηκώθηκε τόσο όσο χρειαζόταν για να περάσει την πουκαμίσα πάνω από το κεφάλιτου.

«Τώρα το παντελόνι σου.»Ο Γκρίφιν το κλότσησε μαζί με τα εσώρουχά του και ξάπλωσε πάλι, ολόγυμνος.Η Ηρώ κάθισε στα γόνατά της για μια στιγμή και έγειρε στο πλάι το κεφάλι, κοιτάζοντας το

κορμί του με περιέργεια. Ο Γκρίφιν ανυπομονούσε να κινηθεί. Να την αρπάξει και να τη φέρει απόκάτω του. Ωστόσο, πήρε μια βαθιά αναπνοή και της έδωσε το χρόνο που ήθελε για να τονπεριεργαστεί.

Έπειτα, η Ηρώ ακούμπησε τα χέρια της στο στήθος του, και τα δάχτυλά της σφίχτηκαν λιγάκι,τρίβοντας τους μύες πάνω από τις θηλές του. Τα μάτια της βάρυναν.

«Δεν το ήξερα πως οι άντρες έχουν τόσες τρίχες πάνω στο κορμί τους» είπε ήρεμα. «Δεν έχω δεισε κανένα άγαλμα – εκτός από εκείνες πάνω στους βουβώνες. Αλλά εσύ έχεις περισσότερες, έτσιδεν είναι;»

Τα χέρια της χάιδεψαν το στέρνο του, και οι τρίχες του μπερδεύτηκαν στα δάχτυλά της. Τονγαργαλούσε λιγάκι, και κάποιες φορές ένιωθε να τον τραβάει. Τα πόδια του μετακινούνταν νευρικά.Ποτέ δεν είχε ασχοληθεί τόσο πολύ με το κορμί του παρά μόνο με το πώς θα μπορούσε να νιώσει ήνα προσφέρει ικανοποίηση.

«Σου προκαλούν αποστροφή;» τη ρώτησε.«Όχι» απάντησε σκεφτικά. «Απλώς με… ξενίζουν.»Τα δάχτυλά της χάιδευαν την κοιλιά του τώρα, κάνοντας κύκλους γύρω από τον αφαλό του. Τον

κοίταξε ερωτηματικά. «Σε γαργαλάνε;»Ανασήκωσε τα φρύδια με ξαφνική ευθυμία. «Όχι. Μερικές φορές πιάνονται στα ρούχα μου,

πράγμα που είναι πολύ οδυνηρό, αλλά δεν συμβαίνει συχνά.»Κούνησε το κεφάλι της, δείχνοντας ευχαριστημένη με την απάντησή του. Τώρα, τα δάχτυλά της

είχαν φτάσει στην ήβη του, πολύ κοντά αλλά χωρίς να αγγίζουν τον ανδρισμό του.«Εδώ έχεις κι εσύ» της ψιθύρισε. Σήκωσε το χέρι και πέρασε τα δάχτυλά του ανάμεσα στις

κόκκινες τριχούλες της. Τα πόδια της ήταν σφιχτά κλεισμένα, γι’ αυτό δεν μπορούσε να κάνειτίποτα περισσότερο.

Η Ηρώ χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε το χέρι του, σαν μαγεμένη από το θέαμα. «Είναιπαράξενο, έτσι; Φοράμε τόσα πολλά ρούχα, σφιγμένα πάνω μας με κορδόνια και αγκράφες, κι όμωςαπό κάτω είμαστε» –τέντωσε τα δάχτυλά της και έπιασε τον ανδρισμό του στην καμπύλη πουσχημάτιζε ο αντίχειρας με το δείκτη της– «έτσι.»

Σήκωσε το κεφάλι, και το σοβαρό της βλέμμα συνάντησε το δικό του. «Έτσι σκέφτονται όλες οι

Page 173: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

ερωμένες σου; Πως έχουν ένα μυστικό μεταξύ τους; Έτσι ήταν και με τις άλλες γυναίκες σου;»Το γεγονός πως κατέταξε τον εαυτό της στην ίδια κατηγορία με τις υπόλοιπες απρόσωπες

γυναίκες που είχαν ξαπλώσει μαζί του τον ενόχλησε βαθιά. Αυτές αποτελούσαν εφήμερες εμπειρίες.Τίποτα περισσότερο από φαντάσματα που μπαινόβγαιναν στη ζωή του.

Εκείνη ήταν κάτι παραπάνω.Τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της και τη σήκωσε, έτσι ώστε να ανοίξει τα πόδια της και

να τον καβαλικέψει. «Ποιες άλλες γυναίκες; Δεν μπορώ να θυμηθώ καμία άλλη γυναίκα πριν απόσένα.»

Την τράβηξε, θέλοντας να τη φέρει κοντά του για να τη φιλήσει, όμως εκείνη τον σταμάτησεβάζοντας το χέρι της πάνω στο στέρνο του. «Τα λόγια σου είναι όμορφα, λόρδε μου, όμως τογεγονός παραμένει το ίδιο. Υπήρξαν άλλες γυναίκες στο παρελθόν σου και θα υπάρξουν ακόμαπερισσότερες στο μέλλον.»

«Όχι.» Την αντέκρουσε έντονα και άμεσα χωρίς να προλάβει να το σκεφτεί. Μιλώντας του γιαένα μέλλον που εκείνος θα είχε άλλες ερωμένες –για ένα μέλλον που οι δυο τους θα ήταν χώρια–τον άφηνε να εννοήσει πως και η ίδια θα είχε κάποιον άλλον εραστή. Δεν του άρεσε καμία από τιςδύο προοπτικές.

Την τράβηξε κοντά του, και κυλίστηκε μαζί της στο κρεβάτι μέχρι που ήρθε εκείνος από πάνω.Ίσως και να την έλιωνε με το βάρος του, αλλά δεν τον ένοιαζε.

Όφειλε να τον καταλάβει.«Δεν υπάρχουν άλλοι, ούτε για μένα ούτε για σένα» της είπε, με τη μύτη του σχεδόν κολλημένη

στη δική της. «Δεν υπάρχει κανείς έξω από τούτο το δωμάτιο. Μόνο εγώ κι εσύ, και αυτό.»Γλίστρησε μέσα της. Η Ηρώ ήταν σφιγμένη, και όχι εντελώς έτοιμη, όμως εκείνος την έσπρωξε

βίαια. Δεν θα δίσταζε, δεν θα έκανε πίσω.«Γκρίφιν» ψέλλισε μαζί με ένα βογκητό. Κύρτωσε την πλάτη από κάτω του και άνοιξε

περισσότερο τα πόδια.Αυτό του έδωσε περισσότερη ελευθερία. Εκμεταλλεύτηκε το πλεονέκτημα, πιέζοντας ακόμα πιο

πολύ προς τον πυρήνα της.«Εμείς οι δύο» της είπε, λαχανιασμένος «είμαστε διαφορετικοί. Δεν κάνουμε αυτό που κάνουν

οι άλλοι. Δεν μοιάζει με ό,τι κι αν έχω κάνει στο παρελθόν. Είμαστε μοναδικοί.»«Είναι αδύνατο αυτό» επέμεινε εκείνη καθώς τα λεπτά της χέρια γράπωναν τους γλουτούς του.«Δεν είναι» είπε πάνω στα χείλη της. Μα, γιατί δεν τον πίστευε; Γιατί απαρνιόταν κάτι που

έμοιαζε με θαύμα; «Άκουσέ με. Ποτέ δεν πρόκειται να έχω άλλη γυναίκα σαν εσένα. Κι εσύ ποτέδεν θα έχεις άλλον εραστή σαν εμένα. Αυτό που έχουμε θα πρέπει να το προσέχουμε και να τοαγαπάμε.»

Έσπρωξε για μία ακόμα φορά, και έπειτα έμεινε καθισμένος πάνω της. Η Ηρώ έκανε μικρέςκυκλικές κινήσεις με τη λεκάνη της, τόσο ερωτικές, που ο Γκρίφιν ένιωσε το κορμί του έτοιμο ναεκραγεί και το μυαλό του να θολώνει.

«Όμως, δεν νομίζω…» άρχισε πάλι αυτό το εξοργιστικό, αντιδραστικό πλάσμα.Και αφού δεν μπορούσε άλλο πια να σκεφτεί μια απάντηση με λογικό ειρμό, έκανε το επόμενο

καλύτερο πράγμα που μπορούσε. Της σκέπασε το στόμα με το δικό του και έκρυψε τη γλώσσα του

Page 174: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

στα υγρά της βάθη, αφήνοντας τα πόδια του να κινούνται στο δικό τους ρυθμό. Μεγάλε Θεέ!Βρισκόταν στον Παράδεισο, παρόλο που θα τιμωρούταν γι’ αυτήν τη βλάσφημη σκέψη. Εκείνη,τόσο τρυφερή και δοτική στα χέρια του, άφηνε να της ξεφεύγουν σιγανά βογκητά πάνω στα χείλητου όσο ο πυρήνας του κορμιού της έδινε… έδινε… έδινε…

Ο Γκρίφιν δεν μπορούσε, δεν νοιαζόταν, να κινείται άλλο με τεχνική. Τόσα χρόνια εξάσκησηςστον έρωτα πήγαιναν χαμένα επειδή δεν έλεγε ψέματα. Αυτό εδώ δεν έμοιαζε με τίποτα από όσα είχεγνωρίσει πριν. Ενώ στο παρελθόν εκτελούσε μια απλή σωματική διαδικασία, τώρα έπαιρναν μέροςκαι το κορμί και η ψυχή.

Με την Ηρώ έκανε αληθινό έρωτα.Έριξε πίσω το κεφάλι του, απολαμβάνοντας τον έρωτά τους τόσο σωματικά, όσο και ψυχικά. Η

Ηρώ είχε την ικανότητα να τον κάνει να νιώθει πως μπορούσε να πετάξει. Κοίταξε το πρόσωπό τηςπου γυάλιζε από τον ιδρώτα. Τα μάτια της ήταν κλειστά, με μια ανεπαίσθητη γραμμούλα ανάμεσάτους, τα χείλη της μισάνοιχτα. Την είδε να δαγκώνει το κάτω χείλι της, και κατάλαβε πωςετοιμαζόταν να τελειώσει.

Ετοιμαζόταν να τελειώσει, κι εκείνος μπορούσε να της το κάνει αξέχαστη εμπειρία.Ανασηκώθηκε πάνω της και πίεσε τους αντίχειρές του στις απολήξεις των μηρών της, τρίβοντας

μαλακά την περιοχή. Είδε το λαιμό της να συσπάται.Έσφιξε τα δόντια του και τραβήχτηκε λιγάκι. Είχε έρθει κι ο ίδιος κοντά, όμως δεν θα τελείωνε

πριν φτάσει εκείνη στο εκρηκτικό αποκορύφωμά της. Χαμήλωσε το κεφάλι και της ψιθύρισε στοαφτί: «Τελείωσε για μένα, γλυκιά μου.»

Η Ηρώ κούνησε πεισματικά το κεφάλι.«Ναι» μουρμούρισε ο Γκρίφιν πάνω στο λαιμό της. Είχε τη γεύση γυναίκας και αρμύρας, και ο

ανδρισμός του διαμαρτυρήθηκε έντονα.Εκείνη βόγκηξε.«Άσε με να νιώσω το μέλι σου.» Πέρασε τη γλώσσα του πάνω από το στήθος της. «Τελείωσε για

μένα.»Κύρτωσε την πλάτη της για να κολλήσει πάνω του, και τα πόδια της άρχισαν να κινούνται

αδιάκοπα.«Έλα, αγάπη μου» μουρμούρισε πάνω στη θηλή της, και ύστερα ρούφηξε την τρυφερή της

σάρκα στο στόμα του. Την τράβηξε ανάμεσα στα δόντια του, και τη δάγκωσε προσεκτικά, τρυφερά.Και τότε η Ηρώ έγινε κομμάτια μέσα στα χέρια του, με το κορμί της να τον κρατά τόσο σφιχτά

μέσα της, που ο Γκρίφιν άφησε τη ρώγα της και έσπρωξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Φώναξεδυνατά, προσκολλημένος στα γλυκά της βάθη, τινάζοντας το κορμί του ξανά και ξανά.

Ήταν δικιά του, ήταν δικός της, και τούτη την ώρα ο κόσμος τους δεν χωρούσε κανέναν άλλον.

* * *

Η Ηρώ κοίταξε το θόλο πάνω από το κρεβάτι του Γκρίφιν, χαϊδεύοντας κυκλικά τη φαρδιά τουπλάτη. Είχε σωριαστεί πάνω της έπειτα από τον έρωτά τους και δεν έδειχνε καμία διάθεση ναμετακινηθεί. Τα πόδια της είχαν μείνει ανοιχτά από κάτω του, και ο ανδρισμός του ήταν ακόμη

Page 175: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

φωλιασμένος μέσα της. Δεν ήταν και τόσο βολική στάση, όμως εκείνη δεν την ένοιαζε.Τον κρατούσε τρυφερά στην αγκαλιά της, αυτόν το σωματώδη, δυνατό άντρα. Τον άντρα που

της έβαζε τις φωνές και που την είχε κουβαλήσει στην κρεβατοκάμαρά του –δύο φορές!– για να τηνπαρασύρει στα αμαρτωλά του παιχνίδια. Ήταν πεισματάρης και ανάγωγος και έβγαζε χρήματαφτιάχνοντας τζιν. Ήταν όλα όσα εκείνη αποδοκίμαζε, κι όμως, αν γυρνούσε τώρα και της ζητούσε ναξανακάνουν έρωτα, θα δεχόταν.

Και πολύ περισσότερο, δεν είχε καμία αμφιβολία πως θα το απολάμβανε.Άραγε ήταν αγάπη αυτό; Ανόητη ερώτηση. Ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να μη συγχέει τη σαρκική

έλξη με την αγάπη, ωστόσο… η απορία αυτή απασχολούσε το μυαλό της. Αν δεν ένιωθε τίποτα γι’αυτόν, πώς εξηγούταν αυτή η σχεδόν μόνιμη επιθυμία να βρίσκεται μαζί του; Και γιατί θρηνούσεήδη για τον επερχόμενο χωρισμό τους;

Ο Γκρίφιν αναστέναξε και σηκώθηκε από πάνω της, αφήνοντας ένα κενό ανάμεσα στα πόδια της.Ένιωσε σαν να της στέρησαν κάτι.

«Με συγχωρείς» της είπε, ψευδίζοντας λιγάκι. «Δεν ήθελα να σε σκάσω.»«Δεν με έσκασες» του απάντησε με έναν ευγενικό τόνο, σαν να της είχε ζητήσει συγγνώμη

επειδή της είχε πατήσει το πόδι ενώ χόρευαν.Εκείνος βόγκηξε και πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της για να την τραβήξει κοντά

του. Η Ηρώ έμεινε κολλημένη πάνω του να παρακολουθεί το στέρνο του που ανεβοκατέβαινερυθμικά και τα βλέφαρά του που βάρυναν λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος.

Πήρε μια βαθιά αναπνοή και μύρισε το άρωμά του – αρρενωπό και αισθησιακό. Στοχάστηκε τοπώς ένιωθε όταν ήταν μαζί του, τον τρόπο που την κοιτούσε μερικές φορές, λες και ήταν κάποιοσπάνιο, πολύτιμο πουλί που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει το τραγούδι του. Θυμήθηκε τον Μάντβιλκαι την άψογη εικόνα του, και μετά τον Μάξιμους με την περηφάνια και την έχθρα του. Σκέφτηκετον εαυτό της και όλα όσα είχε μάθει μετά από εκείνην τη μοιραία διαδρομή με την άμαξα, τότε πουείχε ακουμπήσει το χέρι της στο πιο απόκρυφο σημείο ενός άντρα. Στου Γκρίφιν.

Και καθώς οι σκιές άρχισαν να μεγαλώνουν στον απέναντι τοίχο, η Ηρώ κατέληξε σε μίααπόφαση.

Ήξερε τι έπρεπε να κάνει.

Page 176: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Κεφάλαιο Δεκατέσσερα

Το επόμενο πρωί, οι τρεις πρίγκιπες –οι οποίοι έδειχναν αρκετά δύσθυμοι–παρουσιάστηκαν στον προαύλιο χώρο των στάβλων, επειδή η βασίλισσα ήθελε ναπάνε για ιππασία. Όταν ανέβηκαν όλοι στα άλογά τους, η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσακοίταξε τους επίδοξους μνηστήρες της και ρώτησε: «Ποια είναι η καρδιά τουβασιλείου μου;»Έριξε μια ματιά στον επιστάτη, τόσο σύντομη, που κανείς δεν φάνηκε να την προσέχει.Όμως, ο επιστάτης ακούμπησε το δάχτυλό του στο καπέλο του, και τα χείλη τουανασηκώθηκαν στις άκρες. Έπειτα, η βασίλισσα ξεχύθηκε έξω από τους στάβλουςμαζί με τους πρίγκιπες…

-από το Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα

«Δεν καταλαβαίνω γιατί η κυρία Βάγκαν πρέπει να οργανώνει μιούζικαλ κάθε χρόνο» είπε ηΞαδέρφη Μπατίλντα το επόμενο πρωί, την ώρα που έπαιρναν το πρωινό τους. Κούνησεεκνευρισμένα μια πρόσκληση στον αέρα, κάνοντας τη Μινιόν, που καθόταν στην αγκαλιά της, νατεντωθεί για να την αρπάξει.

Η Ηρώ μετακίνησε διακριτικά το φλιτζάνι της Ξαδέρφης που κινδύνευε να πέσει κάτω από τοτραπέζι.

«Ποτέ δεν ξοδεύει τα λεφτά της για να προσλάβει μουσικούς της προκοπής» συνέχισε ηΜπατίλντα «κι έτσι, εμείς είμαστε αναγκασμένοι να ακούμε τα ξεκούρδιστα βιολιά και τιςμισομεθυσμένες σοπράνο ενώ καταναλώνουμε λασπωμένα γλυκά και νερωμένο κρασί.»

«Αν είναι τόσο χάλια οι κοινωνικές εκδηλώσεις που οργανώνει, τότε γιατί πηγαίνετε;» ρώτησεδικαιολογημένα η Φοίβη. Ήταν η πρώτη μέρα που ένιωθε αρκετά καλά, ώστε να κατέβει για τοπρωινό. Το δεξί της χέρι ήταν σφιχτά δεμένο πάνω στο στήθος της, κι έτσι χρησιμοποιούσε τοαριστερό με αρκετή δυσκολία για να φάει.

«Γλυκιά μου» είπε η Ξαδέρφη Μπατίλντα με σοβαρό ύφος «η κυρία Βάγκαν είναι αδερφή τηςΔούκισσας του Τσάντσγουορθ, η οποία είναι η μητέρα του μελλοντικού Δούκα του Τσάντσγουορθ,μία πολύ καλή περίπτωση, πραγματικά. Δεν πρέπει να την προσβάλουμε.»

Η Φοίβη ζάρωσε τη μύτη της. «Λοιπόν, η Ηρώ είναι ήδη αρραβωνιασμένη και εγώ θεωρώ τομέλλοντα Δούκα του Τσάντσγουορθ διανοητικά καθυστερημένο. Συν του ότι δεν έχει καν πιγούνι.»Έβαλε μια μπουκιά ψωμί στο στόμα της.

«Ηρώ, εξήγησε στην αδερφή σου πόσο σημαντικό είναι να έχουμε την εύνοια των δουκισσών,ασχέτως με το αν οι γιοι τους έχουν πιγούνια ή όχι» έδωσε εντολή η Ξαδέρφη Μπατίλντα.

Η Ηρώ άνοιξε το στόμα της για να πει κάτι αόριστο. Το μυαλό της δεν ήταν συγκεντρωμένο στησυζήτηση. Αυτό που την απασχολούσε ήταν το ραντεβού που σκόπευε να κάνει αμέσως μετά τοπρωινό.

Page 177: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Ευτυχώς, η Ξαδέρφη Μπατίλντα δεν ήθελε στην πραγματικότητα να μιλήσει κάποιος άλλος στηθέση της. «Ασχέτως με την κοινωνική τάξη του καθενός, δεν πρέπει κανείς να εξερεθίζει την αδερφήμιας δούκισσας. Θεωρείται αγένεια.»

«Εγώ πιστεύω πως είναι αγένεια από μέρους της να παίρνει βαρετούς μουσικούς» είπε μεαναίδεια η Φοίβη.

«Εσύ είσαι μικρή ακόμη» δήλωσε η Ξαδέρφη. «Θα καταλάβεις καλύτερα όταν θα μεγαλώσεις,έτσι δεν είναι, Ηρώ;»

«Εμ…» Η Ηρώ κοίταξε για μια στιγμή τη μεγαλύτερη γυναίκα ανέκφραστα, καθώςπροσπαθούσε να αναπληρώσει όσα είχε χάσει από τη συζήτηση. «Φαντάζομαι πως ναι.»

Η Ξαδέρφη Μπατίλντα τάιζε τη Μινιόν με ένα κομματάκι μπέικον και δεν της έδωσε πολλήσημασία, όμως η Φοίβη την κοίταξε με περιέργεια, αλληθωρίζοντας πίσω από τα ματογυάλια της.«Έχεις καταλάβει καλά αυτά που συζητάμε;»

«Ω, ναι.» Ήπιε μια γουλιά από το τσάι της, και ανακάλυψε πως είχε κρυώσει. «Γιατί;»Η αδερφή της ανασήκωσε τους ώμους. «Δείχνεις αφηρημένη.»«Προγαμιαίες ανησυχίες» είπε η Ξαδέρφη Μπατίλντα. «Τα ξέρω αυτά. Όλες οι κοπέλες

κυριεύονται από ανησυχία όσο πλησιάζει η μέρα του γάμου τους. Σε λίγο θα τα έχει εντελώςχαμένα.»

«Έτσι που μιλάτε, κάνετε το γάμο να μοιάζει με αρρώστια που όσο πάει και χειροτερεύει»αστειεύτηκε η Φοίβη.

«Για μερικούς έτσι είναι» απάντησε αινιγματικά η Ξαδέρφη. «Τώρα, τελείωσε το πρωινό σου. ΟΜάξιμους είπε πως θα περάσει να σε δει σήμερα το πρωί.»

Η Μπατίλντα κοίταξε την Ηρώ με νόημα, και τότε εκείνη συνειδητοποίησε πως ο αδερφός τουςθα πρέπει να ερχόταν για να ανακοινώσει στη Φοίβη τα άσχημα νέα για το ντεμπούτο της.

Εκείνην τη στιγμή βρήκε την ευκαιρία η Ηρώ να ζητήσει συγγνώμη και να ειδοποιήσει να τηςετοιμάσουν μια άμαξα. Δεν άντεχε να καθίσει περισσότερο στο τραπέζι και να ακούει την ΞαδέρφηΜπατίλντα να μιλάει για το γάμο της, συν του ότι ανησυχούσε για τη Φοίβη. Η καημένη η Ξαδέρφηθα αναστατωνόταν τόσο πολύ όταν μάθαινε τι ετοιμαζόταν να κάνει.

Η τελευταία σκέψη της δεν ήταν καθόλου ευχάριστη και την έκανε να συνειδητοποιήσει πόσουςάλλους ανθρώπους θα απογοήτευε ακόμα. Θεέ μου, ίσως να μην τη συγχωρούσε ποτέ η οικογένειάτης. Όμως, αυτό που είχε σχεδιάσει ήταν το πιο σωστό, παρόλο που δεν ήταν και το πιο εύκολο, γι’αυτό κράτησε το κεφάλι της ψηλά καθώς κατέβαινε από την άμαξα έξω από το σπίτι του Μάντβιλ.

Η ώρα ήταν ακατάλληλη –σκανδαλώδης, για να είμαστε ακριβείς–, και δεν είχε πάρει μαζί τηςκανέναν για να τη συνοδεύει. Ο μπάτλερ ανασήκωσε αμυδρά τα φρύδια όταν του ζήτησε να δει τονΜάντβιλ, ωστόσο την οδήγησε αρκετά πρόθυμα στο σαλόνι. Η Ηρώ πλησίασε στο τζάκι και κοίταξεαφηρημένα κάποια πορτρέτα των προγόνων του Μάντβιλ. Αυτό που σκόπευε να κάνει –να ακυρώσειτη συμφωνία τους– θα εξαγρίωνε τον Μάξιμους και θα έβαζε σε κίνδυνο τον Γκρίφιν. Αφούτελείωνε τη συζήτησή της με τον Τόμας, θα έπρεπε να πάει στον Μάξιμους και να αφεθεί στο έλεόςτου. Ίσως αν του έδινε την υπόσχεση πως…

Ο Τόμας άνοιξε την πόρτα.Πήγε αμέσως κοντά της, με το όμορφο πρόσωπό του ανήσυχο. «Τι συμβαίνει, αγαπητή μου;

Έγινε κάτι;»

Page 178: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Τώρα που τον έβλεπε μπροστά της, ψηλό και επιβλητικό, η Ηρώ ανακάλυψε πως δυσκολευόταννα συντάξει τις λέξεις. «Εγώ…» Ξερόβηξε νευρικά και κοίταξε γύρω της το δωμάτιο. Στη μία γωνιάυπήρχαν δύο καρέκλες κοντά-κοντά. «Πρέπει να σου μιλήσω. Θέλεις να καθίσεις;»

Τον είδε να ανοιγοκλείνει έκπληκτος τα μάτια και συγκράτησε ένα νευρικό γέλιο. Χωρίςαμφιβολία, δεν θα του είχαν ξαναζητήσει να καθίσει μέσα στο ίδιο του το σπίτι – ή οπουδήποτεαλλού. Ήταν ένας μαρκήσιος. Ξαφνικά, αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει της προκάλεσε φόβο. Πρινπρολάβει να αλλάξει γνώμη, πλησίασε γρήγορα τις καρέκλες και κάθισε. Ο Μάντβιλ τηνακολούθησε αργά, συνοφρυωμένος τώρα.

Η Ηρώ περίμενε μέχρι να καθίσει κι εκείνος απέναντί της, και ύστερα του είπε απλά: «Δενμπορώ να σε παντρευτώ.»

Κούνησε το κεφάλι του, ανέκφραστος. «Αγαπητή μου, τέτοιου είδους αντιδράσεις είναισυνηθισμένες στις νύφες, ακόμα κι όταν πρόκειται για μια γυναίκα τόσο συνετή όσο είσαι εσύ. Μηνανησυχείς για…»

«Όχι» του είπε, κάνοντάς τον να κλείσει απότομα το στόμα του. «Δεν υποφέρω από άγχος ή… ήοποιαδήποτε γυναικεία υστερία. Απλώς δεν μπορώ να σε παντρευτώ.»

Δάγκωσε το χείλι της κάτω από το βλέμμα του.«Με συγχωρείς» συνέχισε μετά από λίγο, συνειδητοποιώντας πως τα είχε κάνει θάλασσα.Εκείνος έδειξε να σφίγγεται στα τελευταία λόγια της, πιθανώς επειδή κατάλαβε για πρώτη φορά

πως του μιλούσε σοβαρά. «Ίσως αν μου εξηγήσεις το πρόβλημα, να μπορέσω να βοηθήσω.»Ω, Θεέ μου, μακάρι να μην ήταν τόσο ορθολογιστής!Χαμήλωσε το βλέμμα στα χέρια της. «Απλώς κατέληξα στο συμπέρασμα πως… πως εμείς οι

δύο δεν θα ταιριάξουμε.»«Φταίει κάτι που έκανα;»«Όχι!» Τον κοίταξε και έγειρε προς το μέρος του. «Έχεις όλα όσα θα ήθελε μια γυναίκα από το

σύζυγό της. Δεν έχει καμία σχέση με σένα. Φοβάμαι πως φταίω εγώ. Απλώς δεν μπορώ να σεπαντρευτώ.»

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Έχει συνταχτεί το προικοσύμφωνο του γάμου μας και έχουνανακοινωθεί οι αρραβώνες μας. Είναι πολύ αργά για να αλλάξεις γνώμη, αγαπητή μου. Μπορεί ναισχυρίζεσαι το αντίθετο, όμως εγώ πιστεύω πως πρόκειται μόνο για το συνηθισμένο άγχος τηςνύφης. Ίσως αν πας στο σπίτι σου και ξεκουραστείς, αν μείνεις ξαπλωμένη και πιεις λίγο τσάι.Νιώθω…»

«Δεν είμαι πια παρθένα, Τόμας.»Το κεφάλι του τινάχτηκε προς τα πίσω σαν να τον είχε χαστουκίσει. «Αγαπητή μου…»«Η συνείδησή μου δεν μου επιτρέπει να σε παντρευτώ» του είπε ήρεμα. «Δεν θα ήταν σωστό για

σένα.»Για μια στιγμή, ο Μάντβιλ έμεινε να την κοιτάζει, και η Ηρώ πίστεψε πως είχε πια δεχτεί ότι

είχαν τελειώσει οριστικά.Έπειτα άρχισε να της μιλάει.«Δεν μπορώ να προσποιηθώ πως χάρηκα με τα νέα» είπε με ύφος βαρύ. «Ωστόσο, δεν είναι και

η συντέλεια του κόσμου. Θα θελήσω, φυσικά, να περιμένω αρκετό καιρό για να είμαι σίγουρος πως

Page 179: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

το παιδί θα είναι δικό μου, όμως…»Χριστέ και Παναγιά, ήθελε να ουρλιάξει! «Κοιμήθηκα με τον αδερφό σου, Τόμας.»Έμεινε να την κοιτάζει, και το πρόσωπό του κοκκίνισε σιγά-σιγά.Η Ηρώ σηκώθηκε. «Ενέδωσα και θυσίασα τόσο την αγνότητά μου, όσο και –ίσως πιο

σημαντικό– την υπόληψή μου. Λυπάμαι, Τόμας. Δεν σου αξίζει κάτι τέτοιο. Αν…»Τη μία στιγμή στεκόταν εκεί και του αράδιαζε ένα σωρό από ασυναρτησίες ενώ εκείνος την

κοιτούσε με ανέκφραστο πρόσωπο. Την άλλη ο Μάντβιλ έσκυβε απειλητικά από πάνω της, μεπρόσωπο κατακόκκινο και έκφραση που της ενέπνεε μόνο τρόμο. Είχε στη διάθεσή της μόνο έναδευτερόλεπτο για να νιώσει οτιδήποτε.

Τότε, ο Μάντβιλ τη χτύπησε με δύναμη στο πρόσωπο.

* * *

Ο Γκρίφιν ανέβαινε τη σκάλα του Μάντβιλ Χάουζ, με το μυαλό του θολωμένο από την κούραση.Έτσι, λοιπόν, εκδηλωνόταν η βαθιά θλίψη – με πνευματική κόπωση; Εκείνος έτσι τη βίωνε. Τοβράδυ είχε θάψει τον Νικ. Είχε πληρώσει για ένα φέρετρο, και ρούχα ενταφιασμού, για ένα μικρόκομμάτι γης και μία ταφόπλακα, και είχε μείνει ολομόναχος να παρακολουθεί καθώς κατέβαζαν τονΝικ σε εκείνο τον κρύο τάφο. Έπειτα, ο Γκρίφιν είχε επιστρέψει στο αποστακτήριό του για ναοργανώσει το πώς θα κατέστρεφε τον Εφημέριο. Ήθελε λίγες μέρες ακόμα, και μετά όλα θα ήτανέτοιμα για να κατεβάσει τον Εφημέριο και να πάρει εκδίκηση για τον Νικ. Λίγες μόνο μέρες, καιμετά θα μπορούσε να ηρεμήσει.

Στο μεταξύ, όμως, είχε και άλλες υποχρεώσεις να φροντίσει. Σήμερα το πρωί έπρεπε νασυνοδέψει τη μητέρα του στα μαγαζιά, για να αγοράσει έναν καναπέ, ή έναν μπουφέ, ή κάτι άλλαμπιχλιμπίδια. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ήθελε να κάνει τα ψώνια της τόσο νωρίς το πρωί,πάντως εκείνη ήταν αμετάπειστη για την ώρα.

Έγνεψε στον μπάτλερ καθώς διέσχιζε το κατώφλι. «Πού είναι ο αδερφός μου;»«Ο μαρκήσιος είναι στο βυσσινί σαλόνι» ανακοίνωσε ο μπάτλερ.Ο Γκρίφιν προχώρησε προς αυτή την κατεύθυνση. «Θα παρουσιαστώ μόνος μου.»«Έχει επισκέπτη, λόρδε μου.»Γύρισε να τον κοιτάξει, προχωρώντας ακόμη προ το σαλόνι. «Ποιον;»«Τη Λαίδη Ηρώ.»Ο Γκρίφιν σταμάτησε. Η Ηρώ ήταν πολύ μετρημένη χθες όταν έφευγε από το σπίτι του. Ήλπιζε

πως η σιωπή της σήμαινε ότι ξανασκεφτόταν την πρότασή του να παντρευτούν, και σίγουρα δεν θαέλεγε κάτι στον Τόμας χωρίς…

Ένα ξεφωνητό ακούστηκε από το σαλόνι.Ο Γκρίφιν έκανε μεταβολή και έτρεξε προς τα εκεί από όπου είχε ακουστεί η φωνή. Ακολούθησε

ένας δυνατός θόρυβος, και ύστερα άλλη μία κραυγή.Άνοιξε διάπλατα την πόρτα τη στιγμή που η κραυγή μπερδεύτηκε με μία δυνατά ειπωμένη λέξη.

«Πόρνη!»Ο Τόμας στεκόταν, με τους ώμους καμπουριασμένους και το πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο,

Page 180: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

πάνω από κάτι που βρισκόταν στο πάτωμα. Το μέρος που κοιτούσε ήταν κρυμμένο από τον καναπέ.Ο Γκρίφιν ένιωσε το αίμα του να παγώνει τη στιγμή που διέσχισε το δωμάτιο και κοίταξε πάνω απότον καναπέ.

Ήταν ζωντανή. Αυτό μόνο ήθελε να δει. Ήταν ξαπλωμένη μέσα σε μία λίμνη από πράσινομετάξι, όμως ήταν ζωντανή.

Τότε την προσοχή του τράβηξε το κόκκινο σημάδι πάνω στο όμορφο πρόσωπό της.Είχε το σχήμα αντρικής παλάμης.Το μυαλό του θόλωσε, παραμερίζοντας ήχους, εικόνες και αιτίες. Σημαδεύοντας τον Τόμας

χαμηλά, έπεσε με τον ώμο του στην κοιλιά του αδερφού του. Εκείνος τρέκλισε προς τα πίσω, έπεσεσε μια καρέκλα, κι έπειτα βρέθηκαν και οι δύο κάτω, μαζί με την καρέκλα. Ο Τόμας έριξε μιαμπουνιά που πέτυχε τον Γκρίφιν στον ώμο, αλλά εκείνος ούτε που κατάλαβε το χτύπημα.

Δεν μπορούσε να αισθανθεί τίποτα παρά μόνο ασυγκράτητη οργή.Έσκυψε το κεφάλι και χτυπούσε, με τις γροθιές σφιχτά κλειστές, τα δόντια σφιγμένα, τα αφτιά

του να βουίζουν δυνατά. Δεν είδε παρά μόνο το ματωμένο πρόσωπο του αδερφού του, το στόμα τουπου κινήθηκε, μάλλον για να πει κάτι, ίσως για να παρακαλέσει, αλλά η δική του καρδιά ξεχείλιζεαπό παράφορο θυμό.

Την είχε αγγίξει. Την είχε πονέσει. Και γι’ αυτό του άξιζε να του σπάσει τα παΐδια.Κάποιος τον χτυπούσε στην πλάτη, όμως εκείνος δεν έδωσε καμία σημασία. Όχι, μέχρι που

άκουσε την Ηρώ να φωνάζει στο αφτί του. «Γκρίφιν, σταμάτα!»Σιγά-σιγά, συνειδητοποίησε τους ανθρώπους που είχαν μπει στο δωμάτιο. Και μετά έναν πόνο

στον ώμο και, πράγμα περίεργο, στο σαγόνι. Σήκωσε το κεφάλι και αντίκρισε το πρόσωπο τηςμητέρας του.

Έκλαιγε.Τα χέρια του έπεσαν στο πλάι. Έμεινε να την κοιτάζει, νιώθοντας ένα πλάκωμα στο στήθος.«Ω, Γκρίφιν» είπε εκείνη, και ο Γκρίφιν θέλησε τόσο πολύ να κλάψει μαζί της. Να κλάψει γοερά

από ντροπή και θλίψη.Χαμήλωσε το βλέμμα και είδε τον Τόμας ξαπλωμένο ανάμεσα στα γόνατά του, να προσπαθεί με

το ένα του χέρι να σταματήσει το αίμα που έτρεχε από τη μύτη του. Πάνω από το χέρι του, ταγαλάζια μάτια του αδερφού του γυάλιζαν από θυμό και αντίστοιχη ντροπή.

«Γκρίφιν» είπε η Ηρώ, με το χέρι της ακουμπισμένο ανάλαφρα στον ώμο του, και επιτέλουςεκείνος γύρισε για να την κοιτάξει.

Δάκρυα έλαμπαν στα μάτια της, και το μάγουλό της είχε κοκκινίσει και είχε αρχίσει να πρήζεται.Το θέαμα φούντωσε ξανά την οργή του, όμως αυτήν τη φορά δεν κοίταξε τον αδερφό του. Αντίαυτού, άπλωσε το ματωμένο χέρι του που έτρεμε προς το πρόσωπό της.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε.«Όχι» του απάντησε. «Όχι.»«Λυπάμαι» είπε ο Γκρίφιν. «Λυπάμαι τόσο πολύ.»Σηκώθηκε και προσπάθησε να την πάρει στην αγκαλιά του, να κάνει κάτι ώστε να διορθώσει όλο

αυτό το τρομερό χάος.Όμως, εκείνη κούνησε το κεφάλι και έκανε ένα βήμα πίσω. «Μη.»

Page 181: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Ηρώ» είπε, και η όρασή του θόλωσε. «Σε παρακαλώ.»«Όχι.» Σήκωσε το ντελικάτο χέρι της για να τον σταματήσει. «Όχι. Δεν μπορώ… Μη.»Έκανε μεταβολή και έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο.Ο Γκρίφιν κοίταξε τριγύρω του. Ο μπάτλερ, ο υπηρέτης και μερικές καμαριέρες στέκονταν

αμήχανα παράμερα ενώ οι λεπτοί ώμοι της μητέρα του τραντάζονταν.«Βγείτε έξω, όλοι σας» φώναξε στο υπηρετικό προσωπικό.Εκείνοι υπάκουσαν σιωπηλά.Έπιασε τη μητέρα στην αγκαλιά του, νιώθοντας τα εύθραυστα κόκαλα της ωμοπλάτης της κάτω

από τα χέρια του. «Με συγχωρείς. Είμαι ένα κτήνος.»«Δεν καταλαβαίνω» είπε εκείνη. «Τι συνέβη;»«Ο Γκρίφιν αποπλάνησε την αρραβωνιαστικιά μου» εξήγησε ο Τόμας με αλλοιωμένη φωνή

μέσα από τα πρησμένα του χείλη. Ήταν ακόμη ξαπλωμένος στο πάτωμα. «Δεν μπόρεσε να κρατήσειάλλο τα χέρια του μακριά της, όπως δεν τα είχε κρατήσει μακριά και από την καημένη την Αν.»

«Γκρίφιν;» Η μητέρα του τον κοίταξε με βλέμμα σαστισμένο, κάτι που έκανε την καρδιά του ναραγίσει.

«Σκάσε, Τόμας» γρύλισε.«Πώς τολμάς…»Ο Γκρίφιν έστρεψε αργά το κεφάλι και κοίταξε τον αδερφό του χωρίς να μιλά, με το πάνω χείλι

του ανασηκωμένο, που ακόμα και ο Τόμας κατάλαβε την πρωτόγονη απειλή. «Εσύ δεν θα μιλήσειςγι’ αυτό. Δεν θα πεις τίποτα. Δεν θα προφέρεις ούτε το όνομά της – κατάλαβες;»

«Δεν…» Ο Τόμας έκλεισε το στόμα του.«Ούτε λέξη, αλλιώς θα τελειώσω αυτό που άρχισα.»Η μητέρα είχε ακουμπήσει το χέρι της στον ώμο του για να τον συγκρατήσει, όμως ο Γκρίφιν

μιλούσε εντελώς σοβαρά. Ήταν ικανός να του επιτεθεί ξανά, προκειμένου να κρατήσει το στόμα τουκλειστό, έστω κι αν έτσι θα την αναστάτωνε ακόμα περισσότερο. Κοίταξε στα μάτια τον αδερφό τουμέχρι που εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι και έστρεψε αλλού το βλέμμα.

«Ωραία» είπε ο Γκρίφιν. «Έλα, μητέρα. Πάμε να πιούμε λίγο τσάι, και θα προσπαθήσω να σουεξηγήσω.»

Και την οδήγησε έξω από το δωμάτιο, αφήνοντας τον Τόμας καθισμένο στο πάτωμα.

* * *

«Δεν μπορώ να προσποιηθώ πως χαίρομαι για τις πράξεις σου» είπε μία ώρα αργότερα η ΞαδέρφηΜπατίλντα στην Ηρώ. «Ωστόσο, πιστεύω πως τιμωρήθηκες αρκετά για όποιες αμαρτίες μπορεί ναέχεις διαπράξει.»

Αντικατέστησε με προσοχή το βρεγμένο ύφασμα στο πρησμένο μάγουλο της Ηρώς. Η κοπέλαέκλεισε τα μάτια, για να μη βλέπει τη στενοχώρια στο βλέμμα της άλλης γυναίκας. Ήταν ξαπλωμένηστο κρεβάτι της τώρα, μακριά από τη φασαρία που γινόταν έξω από το δωμάτιό της. Το μισόπρόσωπό της έκαιγε στην πλευρά που την είχε χτυπήσει ο Τόμας. Η Μινιόν καθόταν δίπλα της, μετη μουσούδα της κολλημένη πάνω στο καλό μάγουλό της, λες και το μικρό σκυλί ήθελε να της

Page 182: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

προσφέρει παρηγοριά.Ξαφνικά, δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. «Δεν αξίζω τη φροντίδα σου.»«Ανοησίες» είπε η Ξαδέρφη Μπατίλντα με το συνηθισμένο σθένος της. «Ο μαρκήσιος δεν είχε

κανένα δικαίωμα να σε χτυπήσει. Και μόνο στη σκέψη να χτυπήσει μια γυναίκα! Καθαρά από τύχηδεν σου έσπασε το ζυγωματικό σου. Τελικά είναι καλύτερα να μην παντρευτείς αυτό τον άντρα ανέχει τόσο βίαια ένστικτα.»

«Τον προκάλεσα» είπε η Ηρώ ξερά.Θυμήθηκε το εξαγριωμένο πρόσωπο του Τόμας έτσι όπως στεκόταν από πάνω της, και ένιωσε το

κορμί της να ανατριχιάζει. Κι έπειτα, όταν μπήκε ο Γκρίφιν με τόση ορμή. Η εικόνα των δύοαδερφών να παλεύουν τόσο άγρια έμοιαζε με απαίσιο εφιάλτη. Κάποια στιγμή είχε πιστέψει πως οΓκρίφιν δεν θα σταματούσε αν δεν σκότωνε τον αδερφό του. Πώς είχαν έρθει έτσι τα πράγματα;

«Φυσικά, θα πρέπει να οργανώσουμε μία μικρή τελετή» είπε τώρα η Ξαδέρφη Μπατίλντα.Η Ηρώ τρεμόπαιξε τα βλέφαρά της. «Μα, δεν πρόκειται να παντρευτώ τον Μάντβιλ.»Η Ξαδέρφη τη χτύπησε καθησυχαστικά στον ώμο. «Όχι, αγαπητή μου, τον Ρίντινγκ. Όσο πιο

γρήγορα γίνεται, πριν ξεκινήσουν τα κουτσομπολιά.»Έκλεισε τα μάτια της αδύναμα. Ήθελε να παντρευτεί τον Γκρίφιν; Θα της το επέτρεπε ο

Μάξιμους; Η σκέψη του αδερφού της την επανέφερε στην πραγματικότητα.«Ω, Θεέ μου, ξέχασα τον Μάξιμους!» Ανακάθισε στο κρεβάτι, και το βρεγμένο πανί γλίστρησε

από το μάγουλό της. Κοίταξε την Ξαδέρφη Μπατίλντα, πανικόβλητη. «Το έχει μάθει;»Η άλλη γυναίκα έδειξε να αιφνιδιάζεται. «Σίγουρα δεν του έχω μιλήσει εγώ, όμως τον ξέρεις τον

Μάξιμους.»«Ναι, τον ξέρω» είπε η Ηρώ, κατεβαίνοντας από το κρεβάτι της.«Τι κάνεις;»«Θα τα έχει μάθει όλα μέχρι τώρα, το ξέρεις» μουρμούρισε, ψάχνοντας για τις παντόφλες της.

«Δεν ξέρω αν θα είναι από πληροφοριοδότες, ή κουτσομπολιά, ή απλή χημεία, όμως πάντα, αργά ήγρήγορα, τα μαθαίνει όλα, και δεδομένου του σκανδάλου που εγκυμονούν αυτά τα νέα…»Σταμάτησε καθώς έσκυψε για να κοιτάξει κάτω από το κρεβάτι. Να οι παντόφλες της!

«Αγαπητή μου, δεν σκέφτομαι να σε εμποδίσω να αναζητήσεις κατανόηση από τον αδερφό σου,ωστόσο δεν θα ήταν καλύτερα αν περίμενες λιγάκι, ώστε να του δώσεις τον απαραίτητο χρόνο να, ε,να χωνέψει τα νέα;»

«Και τι πιστεύεις ότι θα κάνει τότε;» ρώτησε η Ηρώ καθώς φορούσε τις παντόφλες της. Ταμαλλιά της θα πρέπει να ήταν ανάστατα! Έτρεξε στον καθρέφτη για να κοιταχτεί.

«Τι θα κάνει; Εννοείς…;» Η Ξαδέρφη Μπατίλντα έκανε σαν να πνιγόταν.Η Ηρώ γύρισε, και κατάλαβε από την ξαφνική χλωμάδα που είδε στο πρόσωπο της Ξαδέρφης

πως η άλλη γυναίκα είχε συνειδητοποιήσει επιτέλους τον κίνδυνο. Χωρίς να έχει για ατού το γάμοτης με τον Τόμας για να διαπραγματευτεί, ο Μάξιμους θα μπορούσε να κυνηγήσει τον Γκρίφιν – ήκαι χειρότερα.

Κούνησε το κεφάλι και πέρασε το χέρι της αφηρημένα πάνω από τα μαλλιά της. Έπρεπε να τοκάνει – δεν είχε το χρόνο να περιμένει για να ντυθεί ξανά. «Θα θελήσει κάτι να κάνει, ίσως και κάτιβίαιο. Και, ειλικρινά, αρκετή αντρική βία έζησα μέσα σε μια μέρα.»

Page 183: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Έτρεξε έξω από την κρεβατοκάμαρα και κατέβηκε τη σκάλα. Τότε αναγκάστηκε να περιμένειστον προθάλαμο μέχρι να ειδοποιηθεί κάποια άμαξα.

«Περίμενε κι εμένα, αγαπητή μου» ακούστηκε λαχανιασμένη η φωνή της Ξαδέρφης Μπατίλνταπίσω της. Κρατούσε τη Μινιόν στα χέρια της σαν ασπίδα.

«Δεν θα είναι σε καθόλου καλή διάθεση» είπε η Ηρώ. «Δεν χρειάζεται να με συνοδέψεις.»Η Ξαδέρφη ανασήκωσε το πιγούνι της. «Έχω αναλάβει να σας φροντίζω όλους σας από τότε που

πέθαναν οι γονείς σας. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να τον αντιμετωπίσεις χωρίς εμένα. Άλλωστε»πρόσθεσε λίγο πιο πεζά «ίσως χρειαστούν δύο γυναίκες για να τον καλμάρουν.»

Τα λόγια της δεν βοήθησαν την Ηρώ να νιώσει πιο αισιόδοξα, ωστόσο ανέβηκε στην άμαξααποφασισμένη.

Μισή ώρα αργότερα, χτυπούσαν την πόρτα του Γουέικφιλντ Χάουζ, του επιβλητικού μεγάρουπου είχε χτίσει ο πατέρας της. Είχε κάνει όνειρα να ζήσει με την οικογένειά του εκεί, όμως τώραήταν ο Μάξιμους αυτός που είχε κληρονομήσει τούτο το ανάκτορο.

Τους άνοιξε την πόρτα ένας αλαφιασμένος μπάτλερ, ο οποίος ίσιωσε την πλάτη του αμέσωςμόλις είδε την Ηρώ. «Λαίδη μου, δεν νομίζω…»

Η Ηρώ πέρασε μέσα και γύρισε για να τον κοιτάξει. «Πού είναι ο αδερφός μου;»«Η εξοχότητά του είναι στα ιδιαίτερα διαμερίσματα, αλλά…»Κατένευσε κοφτά και κίνησε για τη σκάλα. Κανονικά δεν θα εισέβαλλε ποτέ στην

κρεβατοκάμαρα του Μάξιμους, όμως οι παρούσες συνθήκες ήταν ιδιάζουσες.Όπως αποδείχτηκε, η πόρτα του ήταν ανοιχτή για να βγει με γρήγορα βήματα ένας γραμματέας.Η Ηρώ πήρε μια βαθιά αναπνοή και μπήκε στο δωμάτιο.Ο Μάξιμους ήταν σκυμμένος πάνω από ένα γραφείο και κάτι έγραφε. Τρεις ακόμα άντρες

στέκονταν στο δωμάτιο, συμπεριλαμβανομένου και του Κρέιβεν, του από πολύ καιρό βαλέ του. ΟΚρέιβεν ήταν ψηλός και αδύνατος, και έμοιαζε περισσότερο με φερετροποιό παρά με βαλέ έτσι όπωςήταν ντυμένος όλος στα μαύρα.

Είδε την Ηρώ και την Ξαδέρφη Μπατίλντα, και στράφηκε προς τον Μάξιμους. «Εξοχότατε.»Ο Μάξιμους σήκωσε το κεφάλι και συνάντησε το βλέμμα της αδερφής του.«Αφήστε μας» είπε στους υπηρέτες.Ο Κρέιβεν συνόδεψε τους άλλους άντρες έξω από το δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα πίσω του.Ο Μάξιμους σηκώθηκε και προχώρησε προς το μέρος της. Έμεινε να κοιτάζει το πρόσωπό της,

με το δικό του εντελώς ανέκφραστο.Έπειτα ακούμπησε ένα δάχτυλο στο πρησμένο της μάγουλο. «Θα πεθάνει γι’ αυτό.»Δεν ήταν σίγουρη σε ποιον αναφερόταν ο αδερφός της, όμως ούτε που την ένοιαζε. «Όχι, δεν θα

πεθάνει.»Εκείνος συνοφρυώθηκε και γύρισε προς το γραφείο του. «Ήδη έστειλα τους μάρτυρές μου στον

Ρίντινγκ. Το ζήτημα τακτοποιήθηκε.»Η Ξαδέρφη Μπατίλντα πήρε μια βαθιά αναπνοή και βόγκηξε σιγανά.Η Ηρώ τον έπιασε από το μπράτσο. «Τότε, φώναξέ τους πίσω.»Ο Μάξιμους ανασήκωσε τα φρύδια του. Στο κάτω-κάτω, ήταν ένας δούκας. Κανείς δεν του

Page 184: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

μιλούσε έτσι, ούτε ακόμα και η ίδια του η αδερφή.Όμως, εδώ ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου.«Δεν θέλω να γίνει καμία μονομαχία» του είπε, κοιτώντας τον σταθερά στα μάτια. «Δεν θέλω

περισσότερη βία, και σίγουρα δεν θέλω κανένα θάνατο.»«Δεν σε αφορά εσένα αυτό.»«Και βέβαια με αφορά!» είπε. «Εγώ είμαι η υπεύθυνη για την οργή του Μάντβιλ. Εγώ είμαι αυτή

που επέλεξε να προσφέρει την τιμή της και να δημιουργήσει αυτό το πρόβλημα.»Εκείνος κούνησε το κεφάλι. «Ηρώ…»«Όχι, άκουσέ με» τον διέκοψε με χαμηλή φωνή. «Ντρέπομαι γι’ αυτό που έκανα, όμως δεν θα

επιτρέψω εξαιτίας της ντροπής μου να αποφύγω τις συνέπειες. Κάλεσε πίσω τους μάρτυρές σου,Μάξιμους. Μην προκαλέσεις μια μονομαχία που θα σε καταστρέψει για λογαριασμό μου. Δεννομίζω πως θα αντέξω να ζήσω με αυτό το βάρος.»

Έμεινε να την κοιτάζει για λίγο χωρίς να μιλάει. Ύστερα πήγε προς την πόρτα και την άνοιξε. ΟΚρέιβεν θα πρέπει να περίμενε έξω, επειδή άκουσε τον Μάξιμους να συζητάει χαμηλόφωνα πρινξανακλείσει την πόρτα και γυρίσει κοντά της.

«Το κάνω για σένα» της είπε. «Μόνο για σένα, και δεν σου υπόσχομαι πως δεν θα επιδιώξωαργότερα μια μονομαχία αν αισθανθώ πως το ζήτημα δεν τακτοποιήθηκε όπως αρμόζει.»

Η Ηρώ ξεροκατάπιε. Ήταν μια μεγάλη παραχώρηση αυτό που είχε κάνει ο αδερφός της, έστω κιαν δεν ήταν ολοκληρωμένη. «Σε ευχαριστώ.»

«Δόξα τω Θεώ!» αναφώνησε η Ξαδέρφη Μπατίλντα και σωριάστηκε σε μία καρέκλα.Ο Μάξιμους κατένευσε και πήγε στο γραφείο του. «Τώρα πρέπει να δούμε πόσο σύντομα

μπορείς να παντρευτείς τον Μάντβιλ. Δεν έχω καμία αμφιβολία πως οι υπηρέτες θα έχουν αρχίσειήδη τα κουτσομπολιά για την πρωινή σκηνή.»

Η Ηρώ ένιωσε να την κυριεύει πανικός. «Μάξιμους…»Εκείνος κοίταξε σκυθρωπά τα χαρτιά πάνω στο γραφείο του. «Χωρίς αμφιβολία είναι

αναστατωμένος με τη σχέση σου με τον αδερφό του, όμως πιστεύω πως θα συνέλθει μόλις βρει τηνευκαιρία να το σκεφτεί καλύτερα. Άλλωστε, το προικοσύμφωνο ήταν πολύ του γούστου του.»

«Μάξιμους!» επανέλαβε κάπως απελπισμένα.Ο αδερφός της την κοίταξε, συνοφρυωμένος.Η Ηρώ ύψωσε το πιγούνι της. «Δεν θα παντρευτώ τον Μάντβιλ.»«Θέλεις να συλλάβω το Λόρδο Ρίντινγκ;»Ξεροκατάπιε. «Όχι.»Την κοίταξε λιγάκι ακόμη, και μετά χαμήλωσε το βλέμμα στα χαρτιά του, λες και τα αισθήματά

της δεν είχαν καμία σημασία. «Τότε, θα παντρευτείς το Μαρκήσιο του Μάντβιλ.»Ο κατηγορηματικός του τόνος έστειλε ένα παγωμένο ρίγος στο κορμί της. Την ήξερε αυτήν τη

φωνή: Ήταν η φωνή του Δούκα του Γουέικφιλντ.Και ο Δούκας του Γουέικφιλντ δεν άλλαζε ποτέ την πορεία που είχε ήδη χαράξει.

Page 185: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Κεφάλαιο Δεκαπέντε

Εκείνο το βράδυ, η βασίλισσα συγκέντρωσε τους επίδοξους μνηστήρες της στηναίθουσα του θρόνου για να ακούσει τις απαντήσεις τους.Ο Πρίγκιπας Γουέστμουν προχώρησε μπροστά και ξεδίπλωσε μια υπέροχη σημαίαμπροστά στα πόδια της. Πάνω της υπήρχε κεντημένο το έμβλημα του βασιλείου τηςμαζί με ένα κάστρο. «Αυτό το κάστρο» είπε «είναι η καρδιά του βασιλείου σου,Μεγαλειότατη.»Έπειτα, ο Πρίγκιπας Νόρθγουιντ ξετύλιξε μια ασημένια πυξίδα, έξυπνα φτιαγμένη απόμάργαρο και κοράλλι. «Το λιμάνι, Μεγαλειότατη. Αυτό είναι η καρδιά του βασιλείουσου.»Τέλος, ο Πρίγκιπας Ίστσαν άφησε μπροστά της μια αστραφτερή κρυστάλλινη σφαίραπου στο κέντρο της είχε τη μινιατούρα μιας πόλης. «Η πόλη είναι η καρδιά τουβασιλείου σου, Μεγαλειότατη…»

-από το Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα

Με το Δούκα του Γουέικφιλντ δεν ήταν εύκολο να κλείσει κάποιος ακρόαση.Ο Γκρίφιν είχε περάσει το μισό του απόγευμα ξεροσταλιάζοντας από το ένα σαλόνι του

Γουέικφιλντ Χάουζ στο άλλο. Υποτίθεται ότι κόντευε να δει τον τρανό άντρα, όμως με τουςρυθμούς που προχωρούσαν, θα έρχονταν τα Χριστούγεννα, και ακόμη δεν θα είχε καταφέρει να τονσυναντήσει.

Γι’ αυτό, τώρα διέσχιζε ένα μακρύ και εξαιρετικά καλόγουστο διάδρομο, αναζητώντας τογραφείο της Εξοχότητάς του. Ήταν βέβαιος πως ο Δούκας δεν θα ήθελε να δει το διαφθορέα τηςαδερφής του –και έναν παρασκευαστή τζιν–, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Τομέλλον το δικό του και της Ηρώς εξαρτιόταν από αυτήν τη συνάντηση.

Προσπέρασε μια μικρή βιβλιοθήκη και ένα ακόμα σαλόνι –μα, πόσα χρειαζόταν επιτέλους έναςάνθρωπος;– πριν φτάσει έξω από μια κλειστή πόρτα στα δεξιά του.

Την άνοιξε χωρίς να χτυπήσει.Με δεδομένο το ότι είχε στην κατοχή του μια τεράστια έπαυλη με υπεραφθονία δωματίων, ο

Δούκας του Γουέικφιλντ είχε διαλέξει ένα σχετικά μικρό χώρο για γραφείο. Το δωμάτιο θα πρέπεινα βρισκόταν σχεδόν στο πίσω μέρος του σπιτιού, γεγονός αρκετά παράξενο. Οι τοίχοι και η οροφήήταν καλυμμένοι με σκουρόχρωμο ξύλο, λαξευμένο περίπλοκα, σαν να το είχαν φέρει από κάποιομεσαιωνικό μοναστήρι. Στο πάτωμα ήταν στρωμένο ένα χαλί κεντημένο με κεχριμπάρι, ρουμπίνιακαι σμαράγδια. Στη μία άκρη του δωματίου βρισκόταν ένα μάλλον άσχημο γραφείο που έπιανεσχεδόν όλο το πλάτος του τοίχου, φτιαγμένο και αυτό από σκούρο σκαλιστό ξύλο. Πίσω από τογραφείο βρισκόταν ο δούκας και τον κοιτούσε βλοσυρά.

Ο Γκρίφιν έκανε μία υπόκλιση. «Εξοχότατε, ελπίζω πως δεν σας ενοχλώ.»

Page 186: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Το ένα φρύδι του δούκα ανασηκώθηκε αργά μπροστά σε αυτό το ασύστολο ψέμα. «Τι θέλεις,Ρίντινγκ;»

«Την αδερφή σας.»Τα μάτια του Γουέικφιλντ στένεψαν επικίνδυνα. «Σύμφωνα με τα όσα είπε εκείνη, την

απέκτησες ήδη.»«Ναι.» Δεν υπήρχε λόγος να προσποιηθεί τον αθώο. «Και γι’ αυτό, τώρα επιθυμώ το χέρι της για

να την παντρευτώ.»Ο Γουέικφιλντ έγειρε στην πλάτη της καρέκλας του. «Αν νομίζεις ότι θα αφήσω την αδερφή μου

να παρασυρθεί σε ένα συμφεροντολογικό γάμο με έναν προικοθήρα…»«Δεν είμαι προικοθήρας.» Ο Γκρίφιν έσφιξε τη γροθιά του που ακόμη πονούσε από το σαγόνι

του αδερφού του. Το να χάσει την υπομονή του τώρα δεν θα τον βοηθούσε σε τίποτα. «Έχω αρκετάδικά μου χρήματα.»

Το πάνω χείλι του δούκα στράβωσε ανεπαίσθητα. «Πιστεύεις ότι δεν έχω κάνει έρευνες για σένακαι τις επιχειρήσεις σου;»

Ο Γκρίφιν σφίχτηκε.«Είσαι ένας άσωτος αλήτης» είπε ο Γουέικφιλντ. «Απολαμβάνεις τις περιποιήσεις αμέτρητων

γυναικών, παντρεμένων στο μεγαλύτερο ποσοστό τους. Έχεις μόνο μία μικρή κληρονομιά δική σου,αλλά για κάποιο λόγο ο αδερφός σου σε θεωρεί ικανό να τη διαχειρίζεσαι μόνος σου, όπως και τακτήματα των Μάντβιλ. Πρόσθεσε και το γεγονός πως παρασκευάζεις τζιν παράνομα στο ΣεντΤζάιλς, και δεν θα έχεις μια πολύ ωραία εικόνα, έτσι δεν είναι;»

Ο Γκρίφιν κοίταξε τον άλλον άντρα στα μάτια. «Δεν παίζω χαρτιά, ούτε πίνω υπερβολικά. Έχωπολλαπλασιάσει τέσσερις φορές από τότε που πήρα στα χέρια μου αυτό που εσείς χαρακτηρίσατεμικρή κληρονομιά και σκοπεύω να συνεχίσω να την αυξάνω. Μπορεί να είμαι γνωστός για τιςερωτικές μου σχέσεις, όμως είμαι εντελώς αποφασισμένος να παραμείνω πιστός στην αδερφή σαςόταν με παντρευτεί.»

Ο Γουέικφιλντ χαμογέλασε κυνικά. «Λίγοι είναι οι άντρες της τάξης μας που αποφεύγουν ναέχουν ερωμένη όταν παντρευτούν, κι εσύ περιμένεις να δεχτώ το λόγο σου πως δεν θα κάνεις κάτιτέτοιο;»

«Μάλιστα.»«Και τι έχεις να μου πεις για το αποστακτήριό σου; Θα το εγκαταλείψεις για χάρη της αδερφής

μου;»Ο Γκρίφιν σκέφτηκε τον Νικ, μουσκεμένο από ζωμό χελιών κι από το ίδιο του το αίμα. «Όχι.

Δηλαδή, όχι ακόμη.»Ο δούκας τον παρατήρησε σιωπηλός για μερικά δευτερόλεπτα. Ο Γκρίφιν μπορούσε να νιώσει

τις χοντρές σταγόνες ιδρώτα που κυλούσαν στην πλάτη του. Η επιθυμία του να πει κάτι ήτανακατανίκητη, ωστόσο ήξερε πως είχε εκθέσει το θέμα του όσο πιο σθεναρά μπορούσε. Αν μιλούσετώρα που ο δούκας τον είχε κατακεραυνώσει με την απειλητική του ματιά, θα έδειχνε μόνοαδυναμία.

Στο τέλος μίλησε ο Γουέικφιλντ. «Έτσι κι αλλιώς, δεν έχει σημασία. Η όλη συζήτηση είναιανώφελη. Έχω ήδη πληροφορήσει την Ηρώ πως θα παντρευτεί τον αδερφό σου την Κυριακή. Και ανδεν έχεις παρατήσει το αποστακτήριό σου μέχρι τότε, χωρίς αμφιβολία θα σε επισκεφτώ πολύ

Page 187: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

σύντομα με τους στρατιώτες μου.»Πήρε ένα φύλλο χαρτί από το γραφείο του. Ήταν φανερό πως η συνέντευξη είχε τελειώσει.Σήμερα ήταν Τετάρτη. Η Κυριακή ήταν σε μόλις τέσσερις μέρες. Ο Γκρίφιν έκανε ένα βήμα

προς το μεγάλο γραφείο και κοπάνισε τους βραχίονές του πάνω στην επιφάνειά του. Πένες, χαρτιά,βιβλία, μία μικρή μαρμάρινη προτομή και ένα χρυσό μελανοδοχείο έπεσαν στο πάτωμα.

Έσκυψε πάνω από το έπιπλο με τα χέρια του στυλωμένα στην άδεια τώρα πια επιφάνεια καικοίταξε τα εξαγριωμένα μάτια του Γουέικφιλντ. «Φαίνεται πως έχουμε κάποιο πρόβλημαεπικοινωνίας. Δεν ήρθα μέχρι εδώ για να ζητήσω το χέρι της αδερφής σας. Ήρθα για να σας δηλώσωπως θα παντρευτώ την Ηρώ, είτε με είτε χωρίς την άδειά σας, Εξοχότατε. Έχει κοιμηθεί μαζί μουπερισσότερες από μία φορά. Μπορεί άνετα να είναι έγκυος στο παιδί μου. Και αν νομίζετε ότι θαεγκαταλείψω εκείνην ή το μωρό μας, τότε μάλλον δεν θα κάνατε σωστή έρευνα για το χαρακτήρα ήτο παρελθόν μου.»

Τραβήχτηκε από το γραφείο πριν προλάβει ο άλλος να προφέρει έστω και μία λέξη και βγήκεαπό το δωμάτιο.

* * *

Ήταν αργά, πολύ αργά το βράδυ, και ο Τόμας μισόκλεισε τα μάτια καθώς στηριζόταν με το ένα χέριστο κούφωμα της πόρτας ενώ με το άλλο τη χτυπούσε για δεύτερη φορά. Έπειτα έκανε ένα βήμαπίσω, για να κοιτάξει το σπίτι. Σίγουρα ήταν το σωστό σπίτι, μάλλον δεν θα το ξεχνούσε ποτέ του.Πράγμα που σήμαινε πως η γυναίκα είτε δεν ήθελε να του ανοίξει είτε, ακόμα χειρότερα, είχεεπισκεφτεί κάποιον από τους νεαρούς εραστές της. Αν συνέβαινε αυτό, τότε θα…

Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και εμφανίστηκε ένας μεγαλόσωμος, άγριος υπηρέτης που δεν είχεξαναδεί άλλη φορά.

Ο Τόμας συνοφρυώθηκε. «Πού είναι;»Ο υπηρέτης έκανε να κλείσει την πόρτα.Ο Τόμας την έσπρωξε δυνατά με τον ώμο του, όμως το πάτημά του δεν ήταν όσο σταθερό

νόμιζε. Ξαφνικά βρέθηκε καθισμένος κάτω –για δεύτερη φορά σήμερα–, ρεζιλεμένος. Ήταν οΜαρκήσιος του Μάντβιλ, να πάρει η ευχή! Η ζωή του δεν θα έπρεπε να ήταν έτσι.

Διέκρινε κάποια κίνηση στην πόρτα, και μετά η Λαβίνια έσκυβε από πάνω του, τυλιγμένη με μίαμοβ εσάρπα, με τα εντυπωσιακά κόκκινα μαλλιά της να χύνονται στους ώμους της. Μισοντυμένη,χωρίς τη βοήθεια των βαφών της, έδειχνε την πραγματική της ηλικία. Κι όμως, όταν σήκωσε τοβλέμμα του πάνω της, είδε μπροστά του την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου.

«Τι σου συνέβη;» φώναξε.«Σ’ αγαπώ» της είπε με βραχνή φωνή.Εκείνη απέστρεψε το βλέμμα. «Είσαι μεθυσμένος. Χάτσινσον, βοήθησέ με να τον βάλουμε

μέσα.»Ο Τόμας άρχισε να διαμαρτύρεται για τη βοήθεια του υπηρέτη, αλλά μιας και τα πόδια του

έδειχναν να τρεμουλιάζουν, θεώρησε άσκοπο να συνεχίσει. Λίγα λεπτά αργότερα βρισκόταν στοσαλόνι της, πάνω στον κίτρινο καναπέ.

Page 188: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Πάντα μου άρεσε αυτός ο καναπές» είπε, χτυπώντας το μαξιλάρι δίπλα του. Της έριξε μιασαγηνευτική ματιά. «Μερικές από τις καλύτερες αναμνήσεις μου είναι από εδώ.»

Η Λαβίνια αναστέναξε, πράγμα που δεν θύμιζε τον τρόπο που ανταποκρινόταν άλλοτε στααισθησιακά βλέμματά του. «Γιατί δεν είσαι στο σπίτι της μνηστής σου, Τόμας;»

«Δεν είναι μνηστή μου πια» της είπε, και ο τόνος της φωνής του ακούστηκε ανυπόμονος ακόμακαι στα ίδια του τα αφτιά.

Τα λεπτά της φρύδια ανασηκώθηκαν. «Νόμιζα πως είχατε υπογράψει τα χαρτιά του γάμου;»«Πηδήχτηκε με τον Γκρίφιν.»Η Λαβίνια απλώς τον κοίταξε, με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από το εξαίσιο στήθος της.Ο Τόμας κούνησε το κεφάλι θυμωμένα, κοιτώντας το δωμάτιο γύρω του. «Πηδήχτηκαν κάτω

από τη μύτη μου. Όπως ακριβώς με την Αν. Πουτάνες, όλες τους.»«Ξέρεις πως δεν μου αρέσουν αυτά τα λόγια, Τόμας» του είπε ενοχλημένη.«Με συγχωρείς.» Ακούμπησε το κεφάλι του στα χέρια του, επειδή ένιωθε πως είχε αρχίσει να

γυρίζει.«Τι έπαθε το πρόσωπό σου;» τον ρώτησε απαλά.«Ο Γκρίφιν.» Γέλασε, ψηλαφώντας τη μύτη του. Ήταν πρησμένη και σκληρή, και δίχως

αμφιβολία σπασμένη, αλλά προς το παρόν ίσα που την αισθανόταν. «Μου επιτέθηκε, αν μπορείς νατο πιστέψεις. Αφού ξελόγιασε τη μνηστή μου, χτύπησε αυτός εμένα. Έπρεπε να τον καλέσω σεμονομαχία.»

«Σου άξιζε κάτι τέτοιο;»Ανασήκωσε ένοχα τους ώμους. «Τη χτύπησα. Τη Λαίδη Ηρώ. Ποτέ άλλοτε δεν έχω χτυπήσει

γυναίκα στη ζωή μου.»«Τότε, μου φαίνεται πως μάλλον σου άξιζε» είπε κοφτά η Λαβίνια. Έσκυψε για να τον εξετάσει.

«Όπως κι αν έχει, η μύτη σου δεν φαίνεται να είναι σε καλή κατάσταση.»Την κοίταξε πονηρά. «Πάντα νοιάζεσαι για μένα, Λαβίνια.»«Όχι πια.»Ο Τόμας συνοφρυώθηκε. Θα μπορούσε τουλάχιστον να προσποιηθεί λίγη τρυφερότητα.

«Λαβίνια…»Εκείνη αναστέναξε. «Χρειάζεσαι κρύο νερό γι’ αυτήν τη μύτη.»Προχώρησε προς την πόρτα του σαλονιού, κι εκείνος την παρακολουθούσε με έντονη λαχτάρα

να φωνάζει το μαντραχαλά τον μπάτλερ και να του ζητάει κρύο νερό και ένα κομμάτι ύφασμα. Ηεσάρπα της είχε το χρώμα του αμέθυστου και έπεφτε χαλαρή πάνω από τα πλούσια στήθη της.Παρατήρησε πως τα πασούμια της ήταν φθαρμένα και το κέντημά τους ξηλωμένο. Θα μπορούσε ναέχει καινούρια, αυτά με τις πολύτιμες πέτρες στα τακούνια. Θα της χάριζε πασούμια με πολύτιμουςλίθους και άλλα, πολύ περισσότερα, φτάνει μόνο να ξαναγυρνούσε κοντά του. Έκλεισε τα μάτιατου.

Όταν τα άνοιξε ξανά, η Λαβίνια βρισκόταν δίπλα του μαζί με μία λεκάνη με νερό. Σκέπασε τημύτη του με ένα κρύο πανί.

«Άουτς.» Ο Τόμας μόρφασε.«Μείνε ακίνητος» του είπε.

Page 189: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Την κοίταξε καθώς έσκυβε από πάνω του, σμίγοντας τα φρύδια.«Γιατί με άφησες;» τη ρώτησε.«Το ξέρεις το γιατί.»«Όχι, αλλά αλήθεια» είπε συγκεχυμένα. Είχε ανάγκη να του απαντήσει στην ερώτησή του αυτήν

τη στιγμή. «Γιατί;»«Επειδή» είπε καθώς σήκωνε το πανί για να το βρέξει ξανά «εσύ αποφάσισες πως ήταν καιρός να

παντρευτείς. Ζήτησες από τη Λαίδη Ηρώ να γίνει γυναίκα σου.»«Αλλά γιατί με άφησες;» τη ρώτησε πεισματικά. «Το ξέρεις πως θα μπορούσα να σε κάνω να

ζεις στη χλιδή για την υπόλοιπη ζωή σου.»«Για την υπόλοιπη ζωή μου;» Τα καστανά της μάτια κοίταξαν τα δικά του, αλλά ο Τόμας δεν

κατάφερε να διακρίνει τα συναισθήματα που κρύβονταν μέσα τους.«Ναι» της είπε, σοβαρεύοντας ξαφνικά. «Για πάντα. Δεν θα είχα καμία άλλη μετρέσα. Θα ήμουν

αφοσιωμένος σε σένα μόνο.»«Και στη γυναίκα σου, θέλεις να πεις.» Η ιδιαίτερη μαγεία που είχε δημιουργηθεί ανάμεσά τους

διαλύθηκε. Η Λαβίνια κούνησε το κεφάλι. «Πολύ φοβάμαι, Τόμας, ότι δεν μου αρέσει ο ρόλος τηςσπιτωμένης γυναίκας.»

«Δεν μπορώ να σε παντρευτώ, που να σε πάρει» φώναξε.Το ήξερε πως δεν ήταν πια γοητευτικός. Δεν ήταν τίποτα παρά μόνο αντιπαθητικός, όμως δεν

άντεχε να μασάει τα λόγια του. Τον είχε κυριεύσει μια αλλόκοτη έξαψη.«Το ξέρω πως δεν μπορείς να με παντρευτείς» του είπε, με έναν τόνο που φανέρωνε σχεδόν

ανία. «Όμως, αυτό δεν σημαίνει πως εγώ δεν μπορώ να παντρευτώ κάποιον άλλον κύριο.»Τίναξε πίσω το κεφάλι. Το χτύπημα αυτό ήταν πιο δυνατό ακόμα κι από τη γροθιά του αδερφού

του. «Δεν θα το κάνεις!»Η Λαβίνια ανασήκωσε τα φρύδια. «Και γιατί όχι; Δεν έχεις κανένα δικαίωμα πάνω μου.»«Ανάθεμά σε» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. Πέταξε στην άκρη το καταραμένο πανί και

την τράβηξε κοντά του. «Ανάθεμά σε!»Και τη φίλησε με όλη την απελπισία που έκρυβε στη ραγισμένη, ματωμένη καρδιά του.Η Λαβίνια τραβήχτηκε καθώς εκείνος άρχισε να ψαχουλεύει κάτω από τη μεταξωτή εσάρπα της.

«Αυτό δεν πρόκειται να βοηθήσει σε τίποτα, Τόμας.»«Ίσως όχι» γρύλισε, γλείφοντας το λαιμό της. «Όμως, σίγουρα θα με κάνει να νιώσω πολύ

καλύτερα.»«Ω, Τόμας» αναστέναξε, και αφού η αντίδρασή της δεν έμοιαζε και πολύ με απόρριψη, εκείνος

συνέχισε μέχρι που έκανε αυτό που τόσους μήνες λαχταρούσε.Της έκανε έρωτα.

* * *

Ο Γκρίφιν λαγοκοιμόταν σε μία από τις καρέκλες του αδερφού του, όταν άκουσε την πόρτα τουΜάντβιλ Χάουζ να ανοίγει και να κλείνει. Άνοιξε τα μάτια του και έτριψε κουρασμένα το πρόσωπό

Page 190: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

του.Είχε επισκεφτεί το σπίτι του Τόμας το προηγούμενο βράδυ, έπειτα από τη συνάντησή του με το

Δούκα του Γουέικφιλντ, αλλά ο Τόμας έλειπε. Όταν κατάλαβε πως ο αδερφός του δεν σκόπευε ναεπιστρέψει νωρίς, ο Γκρίφιν έφυγε για το Σεντ Τζάιλς.

Σήμερα το πρωί είχε έρθει απευθείας στο σπίτι του, για να προλάβει τον αδερφό του πριν εκείνοςφύγει για τις δουλειές του. Μόνο που ο Τόμας, ο πιο συντηρητικός εργένης, έλειπε όλη τη νύχτα.

Περίεργο.Ο Γκρίφιν κρυφοκοίταξε στο χολ.Ο Τόμας είχε γυρίσει, δείχνοντας ιδιαίτερα κακόκεφος, με μία μύτη στο μέγεθος ενός γογγυλιού.

«Δεν με νοιάζει ποιος ήρθε να με δει» φώναξε άγρια στον μπάτλερ του. «Δεν είμαι στο σπίτι.»«Ούτε και για τους συγγενείς πρώτου βαθμού;» ρώτησε με συρτή φωνή ο Γκρίφιν.Ο Τόμας στράφηκε απότομα προς το μέρος του, και ύστερα μόρφασε και έφερε το χέρι του στο

κεφάλι σαν να τον πονούσε. «Ιδιαίτερα για τους καταραμένους συγγενείς πρώτου βαθμού!»Ξεκίνησε για τη σκάλα σε ένδειξη περιφρόνησης.Ο Γκρίφιν βρέθηκε δίπλα του με δυο βήματα. «Πολύ κακό αυτό, αδερφέ μου. Εμείς οι δύο

έπρεπε από καιρό να είχαμε κάνει μια εμπιστευτική κουβεντούλα.»«Ανάθεμά σε» άρχισε ο Τόμας.«Όχι.» Ο Γκρίφιν έσκυψε κοντά στο πρόσωπο του αδερφού του. «Εκτός αν θέλεις να βγάλω

εδώ και τώρα τα άπλυτά σου στη φόρα, με το υπηρετικό προσωπικό να ακούει τα πάντα.»Ο Τόμας τον κοίταξε χολωμένα για μια στιγμή, και μετά του έδειξε με το κεφάλι τη σκάλα και

άρχισε να ανεβαίνει χωρίς να πει ούτε μία λέξη.Από τη στιγμή που ο Γκρίφιν περίμενε πολύ χειρότερη υποδοχή, ακολούθησε πρόθυμα τον

αδερφό του στον πάνω όροφο.Κατέληξαν σε ένα γραφείο. Ο Γκρίφιν παρατήρησε γύρω του το χώρο ενώ ο Τόμας πλησίασε

μια κρυστάλλινη καράφα και γέμισε ένα ποτήρι με το κεχριμπαρένιο περιεχόμενό της.Ο Γκρίφιν ανασήκωσε τα φρύδια. «Λίγο νωρίς δεν είναι;»«Όχι για μένα» απάντησε εκνευρισμένα ο Τόμας.Άφησε ένα βογκητό να του ξεφύγει καθώς κοιτούσε προσεκτικά μία μεσαιωνική γκραβούρα που

κρεμόταν στον τοίχο. «Ήταν το γραφείο του πατέρα αυτό, έτσι δεν είναι;»Ο αδερφός του σήκωσε το βλέμμα σαν να είχε ξαφνιαστεί. «Ναι. Δεν το αναγνώρισες;»Ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ερχόμουν πολύ συχνά εδώ μέσα.»«Ο πατέρας συνήθιζε να με φωνάζει εδώ κάθε Κυριακή βράδυ» θυμήθηκε ο Τόμας. «Πριν φύγω

για το σχολείο. Έπειτα, όταν έμενα στο σπίτι, αποσυρόμαστε σε αυτό το γραφείο μετά το δείπνο.»«Τι κάνατε;» ρώτησε ο Γκρίφιν.«Μιλούσαμε» απάντησε αδιάφορα. «Εκείνος με ρωτούσε για τις σπουδές μου. Με έβαζε να του

λέω τα μαθήματα των Λατινικών όταν ήμουν μικρότερος. Κι όταν μεγάλωσα, συζητούσαμε για τηνπολιτική.»

Ο Γκρίφιν κατένευσε. «Σε προετοίμαζε να γίνεις μαρκήσιος.»«Έτσι νομίζω.» Γύρισε και τον κοίταξε. «Δεν έκανε τα ίδια και με σένα;»

Page 191: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Όχι. Εμένα δεν με κάλεσε ποτέ» του είπε ο Γκρίφιν άχρωμα.Ο Τόμας έμεινε να τον κοιτάζει για μια στιγμή αμήχανα. Ύστερα χαμήλωσε το βλέμμα στο

ποτήρι του. «Τι θέλεις από μένα, Γκρίφιν;»«Θέλω να αρνηθείς να παντρευτείς την Ηρώ.»«Έχει ήδη αρνηθεί εκείνη.»Ο Γκρίφιν τον κοίταξε προσεκτικά. Προφανώς δεν είχε μιλήσει ακόμη με τον Γουέικφιλντ. «Ο

αδερφός της την υποχρεώνει να σε παντρευτεί αυτή την Κυριακή.»Ο Τόμας μισόκλεισε τα μάτια. «Αλήθεια;»«Ναι.» Έσφιξε τα δόντια του. «Θέλω να αρνηθείς να την παντρευτείς.»Ο Τόμας ξεφύσησε θυμωμένα. «Και βέβαια το θέλεις. Υποθέτω πως τη θέλεις για τον εαυτό

σου, έτσι όπως θέλησες και την πρώτη μου γυναίκα.»«Δεν έχει καμία σχέση με την Αν» είπε εκείνος όσο πιο ήρεμα μπορούσε.«Ω, όχι;» σάρκασε ο Τόμας. «Κατακαημένη Αν! Τι θα έκανε αν ήξερε πως ο εραστής της την

ξέχασε τόσο γρήγορα; Αλλά εσύ το συνηθίζεις να ξεπερνάς γρήγορα τις γυναίκες. Φαντάζομαι θαδυσκολεύεσαι να συγκρατήσεις ακόμα και τα ονόματά τους, πόσω μάλλον να τις θυμάσαι ενώ έχουνπεθάνει. Έχεις μιλήσει στην Ηρώ για την Αν;»

«Ναι.»Η απάντηση τον ξάφνιασε. «Τι; Πως το έχεις κάνει συνήθειο να ξελογιάζεις τις γυναίκες του

αδερφού σου;»«Όχι. Της είπα ότι δεν άγγιξα ποτέ την Αν.» Ο Γκρίφιν κοίταξε βλοσυρά τα κοκκινισμένα μάτια

του Τόμας.«Λες ψέματα» φώναξε ο αδερφός του.«Όχι, δεν λέω.» Δεν μπορούσε να συγκρατήσει την ένταση που χρωμάτιζε τη φωνή του. Θεέ

μου! Είχε αντέξει χρόνια αυτόν το διασυρμό. «Δεν έκανα ποτέ έρωτα με την Αν, δεν την ξελόγιασαποτέ, ούτε είχα ποτέ σκοπό να την αποπλανήσω. Αν σου είπε κάτι άλλο, τότε εκείνη είναι αυτή πουείπε ψέματα.»

«Η Αν μού ομολόγησε την ώρα που πέθαινε πως ήσουν ο εραστής της.» Ο Τόμας κοπάνησε τοποτήρι του στο διπλανό τραπεζάκι. «Μου είπε ότι το μωρό ήταν δικό σου. Πως ήσασταν εραστές επίπολλούς μήνες και πως είχες αρχίσει να την ξελογιάζεις πριν καν παντρευτούμε.»

«Κι εγώ σου είπα στην κηδεία της πως έλεγε ψέματα!»«Περιμένεις στ’ αλήθεια να δείξω εμπιστοσύνη σε ένα γνωστό ρεμάλι αντί στη σύζυγό μου;»«Αυτό που περιμένω είναι να πιστέψεις τον αδερφό σου!» Η φωνή του Γκρίφιν αντήχησε μέσα

στο δωμάτιο. Έγειρε μπροστά και άρπαξε την πλάτη μιας καρέκλας, προσπαθώντας να ανακτήσειτην ψυχραιμία του. «Για όνομα του Θεού, Τόμας. Πώς μπόρεσες; Πώς μπόρεσες να πιστέψεις ότιεγώ θα ξελόγιαζα τη γυναίκα σου; Είμαι ο αδερφός σου. Δεν σου πέρασε ποτέ από το μυαλό ναδείξεις λίγη πίστη στα λόγια μου; Προτίμησες να πιστέψεις μια υστερική γυναίκα που πέθαινε τηνώρα του τοκετού αντί εμένα. Ήταν λες και το είχες στο μυαλό σου όλα αυτά τα χρόνια, και τα λόγιατης απλώς επιβεβαίωσαν τις υποψίες σου.»

«Το είχα στο μυαλό μου.» Ο Τόμας πήρε το ποτήρι του και ήπιε από το ποτό του. «Φλέρταρεςμε την Αν, παραδέξου το.»

Page 192: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Ναι! Εντάξει! Φλέρταρα μαζί της. Φλέρταρα όπως φλερτάρει κάθε άλλος άντρας με τιςγυναίκες σε ένα χορό.» Σήκωσε τα χέρια του. «Όμως, μέχρι εκεί. Δεν έγινε ποτέ τίποτα πέρα απόμερικές ανόητες κουβέντες σε δημόσιους χώρους. Ποτέ δεν είχα κατά νου να προχωρήσωπερισσότερο.»

«Σε αγαπούσε.»Ο Γκρίφιν κράτησε την ανάσα του. «Αν με αγαπούσε, δεν ήταν επειδή την ενθάρρυνα εγώ. Το

ξέρεις αυτό, Τόμας. Μόλις παντρευτήκατε, μόλις κατάλαβα πως θα μπορούσε να πάρει στα σοβαράτο κοσμικό κόρτε μας, πήγα βόρεια.»

Όμως, ο Τόμας κουνούσε αρνητικά το κεφάλι. «Το ήξερες πως σου είχε μια ιδιαίτερη αδυναμίακαι το εκμεταλλεύτηκες.»

«Γιατί, στην ευχή, να έκανα κάτι τέτοιο;» ρώτησε ο Γκρίφιν αγανακτισμένος.«Από ζήλια.» Ο Τόμας έκανε μια χειρονομία με το ποτήρι του. «Το είπες και μόνος σου, ο

πατέρας δεν σε κάλεσε ποτέ στο γραφείο του. Δεν ήσουν εσύ ο κληρονόμος.»Ο Γκρίφιν γέλασε δύσπιστα. «Θεωρείς πως είμαι τόσο ποταπός, ώστε να ξελογιάσω τη γυναίκα

του αδερφού μου με κίνητρο τη ζήλια;»«Ναι.» Ο Τόμας άδειασε το ποτήρι του με μια γουλιά.Ο Γκρίφιν έκλεισε τα μάτια. Αν ο αδερφός του ήταν οποιοσδήποτε άλλος, θα τον είχε καλέσει σε

μονομαχία. Ήταν πολύ βαριά η προσβολή για την τιμή, την αξιοπρέπεια, το χαρακτήρα του. Όμως,ήταν ο Τόμας.

Ο αδερφός του.Και εκείνος ακόμη χρειαζόταν κάτι από αυτόν.Πήρε μια βαθιά εισπνοή. «Πιστεύω πως ξέρεις, βαθιά μέσα σε αυτό το στενόμυαλο και

πεισματάρικο τομάρι σου, πως δεν είναι αλήθεια αυτή η αποτρόπαια κατηγορία.»Ο Τόμας έκανε να μιλήσει, όμως ο Γκρίφιν σήκωσε το χέρι του. «Άσε με να συνεχίσω.»Μετά από ένα στιγμιαίο δισταγμό, ο Τόμας κατένευσε παγερά.«Σ’ ευχαριστώ.» Τον κοίταξε. «Δεν την αγαπάς την Ηρώ. Ομολόγησε πως είναι ερωμένη μου.

Δεν νομίζω πως θέλεις να την παντρευτείς. Άφησε να την έχω εγώ, Τόμας.»«Όχι.»Το στήθος του σφίχτηκε από απελπισία, όμως ο Γκρίφιν δεν άφησε να φανεί η αδυναμία του.

«Δεν τη θέλεις. Ενώ εγώ τη θέλω. Μη γίνεσαι χαιρέκακος.»Ο Τόμας γέλασε. «Οι όροι αντιστράφηκαν, έτσι δεν είναι; Δεν είμαστε πια τόσο αλαζόνες, έτσι;»«Μη. Μη, Τόμας.» Έκλεισε τα μάτια του.«Αν ο Γουέικφιλντ έχει αποφασίσει να παντρευτούμε αυτή την Κυριακή, έχω σκοπό να

συμμορφωθώ με την επιθυμία του.»«Την αγαπώ.»Ο Γκρίφιν άνοιξε τα μάτια. Αυτό που μόλις είχε ξεστομίσει ήταν αλήθεια, συνειδητοποίησε.

Κανονικά θα έπρεπε να νιώθει σαν να είχε δεχτεί κεραμίδα. Ωστόσο, κατά έναν παράξενο τρόπο, τουφαινόταν απόλυτα λογικό.

Κοίταξε τον αδερφό του χωρίς καμία ελπίδα, αλλά και χωρίς φόβο.

Page 193: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Ο Τόμας φάνηκε προς στιγμή ξαφνιασμένος. Έπειτα τράβηξε νευρικά το βλέμμα του. «Ακόμαμια βλακεία σου.» Και έφυγε από το δωμάτιο.

* * *

Εκείνο το βράδυ, η Ηρώ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, αλλά δεν κοιμόταν. Το μυαλό τηςστριφογύριζε με τρελούς ρυθμούς, όταν άκουσε ένα χτύπημα στο παράθυρό της. Ήταν έναςαδύνατος ήχος, κάτι σαν γρατζουνιά, και αν δεν ήταν εντελώς ξύπνια και ανήσυχη, ίσως να μην τονείχε προσέξει. Μήπως είχε σκαρφαλώσει κάποια γάτα στο μπαλκόνι της; Ανασηκώθηκε και κοίταξετο στενόμακρο παράθυρο. Η κρεβατοκάμαρά της ήταν σκοτεινή, όμως το αδύναμο φως τουφεγγαριού φώτιζε αμυδρά το τζάμι. Μισόκλεισε τα μάτια της. Δεν μπορεί…

Μία μεγαλόσωμη φιγούρα διαγράφηκε ξαφνικά, σκοτεινή πάνω στο τζάμι.Η Ηρώ άφησε μια πνιχτή φωνή. Ήθελε να ουρλιάξει από το φόβο, όμως σαν κάτι να είχε κλείσει

το λαιμό της.Η σκιά κινήθηκε, το παράθυρο άνοιξε, και ο Γκρίφιν μπήκε ήσυχα στο δωμάτιό της.Η Ηρώ ξαναβρήκε τη φωνή της καθώς η χαρά που ένιωσε στη θέα του εκτόπισε το φόβο που της

πλάκωνε το στήθος. «Τι νομίζεις πως κάνεις;»«Σσς!» τη μάλωσε, μοιάζοντας περισσότερο με αυστηρό δάσκαλο αντί με νυχτερινό κλέφτη.

«Θέλεις να σηκώσεις στο πόδι ολόκληρο το σπίτι;»«Αυτό σκέφτομαι να κάνω» απάντησε, παρόλο που εκείνος ήξερε χωρίς καμία αμφιβολία πως

του έλεγε ψέματα. Η Ηρώ κάθισε στο κρεβάτι της και τράβηξε σεμνότυφα τα σκεπάσματα κάτω απότο χέρια της. Φορούσε ένα νυχτικό και δεν ήθελε να του μπει καμιά ιδέα πως ήταν διαθέσιμη.

Δηλαδή, περισσότερο διαθέσιμη από όσο είχε ήδη δείξει.Εκείνος δεν της απάντησε, παρά ήρθε πιο κοντά της. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, και έτσι όπως

κινήθηκε, η Ηρώ τον έχασε πίσω από τις κουρτίνες του κρεβατιού της. Για μερικά απαίσιαδευτερόλεπτα ένιωσε πανικό, λες και δεν επρόκειτο να τον δει ποτέ ξανά. Άπλωσε το χέρι για ναπαραμερίσει τις κουρτίνες και τον είδε δίπλα από την τουαλέτα της. Έδειχνε να παρατηρεί ταπράγματα που βρίσκονταν πάνω στην επιφάνειά του. Μα, μπορούσε να δει μέσα στο σκοτάδι;

«Μίλησα στον αδερφό σου.»Τσιτώθηκε. «Και;»«Μου είπε πως θα παντρευτείς τον Τόμας την Κυριακή» της είπε. «Η… συζήτησή μας δεν

τελείωσε και τόσο καλά, φοβάμαι.»Εκείνη δεν μιλούσε.«Λοιπόν; Θα παντρευτείς τον Τόμας;»Προσπάθησε να δει μέσα στο σκοτάδι, όμως πάλι δεν κατάφερε να διακρίνει την έκφρασή του.

«Αυτό θέλει ο Μάξιμους να κάνω.»Το πρόσωπό του στράφηκε προς το μέρος της. «Εσύ τι θέλεις να κάνεις;»Ήθελε τον Γκρίφιν, όμως δεν ήταν τόσο απλό. Αν αρνιόταν να παντρευτεί τον Τόμας, κανείς και

τίποτα δεν θα μπορούσε να εμποδίσει τον Μάξιμους να κυνηγήσει τον Γκρίφιν. Θα πήγαινε να τονσυλλάβει, και ύστερα θα τον καταδίκαζε σε απαγχονισμό. Αλλά ακόμα κι αν δεν ήταν έτσι η

Page 194: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

κατάσταση, θα μπορούσε να παντρευτεί τον Γκρίφιν ξέροντας πως θα έπρεπε να εγκαταλείψει τηνοικογένειά της; Ίσως να μην έβλεπε ποτέ ξανά τη Φοίβη ή την Ξαδέρφη Μπατίλντα. Ή και τον ίδιοτον Μάξιμους. Η σκέψη αυτή της προκάλεσε πανικό.

«Πήρες την απόφαση να παρατήσεις το αποστακτήριο;» τον ρώτησε ήρεμα, απεγνωσμένα.«Δεν μπορώ.» Η φωνή του ήταν τραχιά. «Ο Νικ σκοτώθηκε υπερασπίζοντάς το. Δεν μπορώ να

τον περιφρονήσω.»«Τότε, θα πρέπει να παντρευτώ τον Τόμας» είπε, νιώθοντας σαν χαμένη. Άφησε την κουρτίνα να

πέσει, κόβοντας επίτηδες την οπτική επαφή τους. «Ίσως είναι καλύτερα έτσι.»«Δεν το πιστεύεις αυτό.» Η φωνή του ακούστηκε χαμηλή, αψιά και πολύ κοντά της.«Γιατί όχι;» ρώτησε κουρασμένα. Η καρδιά της πονούσε εδώ και μέρες, τόσο καιρό, που της είχε

γίνει συνήθεια πια. Υπήρχε έτσι απλά μέσα της: μια μόνιμη σκιά θλίψης. «Δεν μπορώ να σεπαντρευτώ. Δεν μοιάζουμε σε τίποτα εμείς οι δύο.»

«Σωστά» ψιθύρισε ο Γκρίφιν, και ακούστηκε τόσο κοντά της, που τα λόγια του έμοιαζαν σαν νακρύβονταν πίσω από τις αραχνοΰφαντες κουρτίνες του κρεβατιού της. «Δεν μοιάζουμε σε τίποταεσύ κι εγώ. Εσύ μοιάζεις περισσότερο με τον Τόμας – συντηρητική, επιφυλακτική στις αποφάσειςσου, προσεκτική στις κινήσεις σου.»

«Με κάνεις να φαίνομαι πολύ βαρετή.»Ο Γκρίφιν γέλασε μέσα στο σκοτάδι. «Είπα πως μοιάζεις με τον Τόμας, όχι πως είσαι ίδια. Ποτέ

δεν σε θεώρησα βαρετή.»«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου.» Έφερε τα ακροδάχτυλά της στην κουρτίνα και πίεσε απαλά,

μέχρι που ένιωσε το ζεστό μάγουλό του πίσω από το αραχνοΰφαντο ύφασμα.«Πιστεύω πως οι μεγάλες διαφορές μας είναι που μας κάνουν το τέλειο ζευγάρι» της είπε, και το

σαγόνι του ήρθε και στάθηκε πάνω στα δάχτυλά της. «Μέσα σε ένα χρόνο θα πεθάνεις από ανία μετον Τόμας. Αν εγώ βρω μια γυναίκα με χαρακτήρα παρόμοιο με το δικό μου, θα σκοτωθούμε μέσασε λίγους μήνες. Εσύ κι εγώ, όμως, είμαστε όπως το ψωμί με το βούτυρο. Συμπληρώνει τέλεια οένας τον άλλον.»

Ξεφύσησε απαξιωτικά. «Αυτά είναι ρομαντισμοί.»«Σιωπή» είπε με τόνο σοβαρό ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να συγκρατήσει το γέλιο του.

Ακούμπησε το πιγούνι του μέσα στο χέρι της και συνέχισε: «Ψωμί και βούτυρο. Το ψωμί προσφέρεισταθερότητα στο βούτυρο και το βούτυρο δίνει γεύση στο ψωμί. Τα δύο μαζί είναι τέλεια.»

Η Ηρώ έσμιξε τα φρύδια. «Εγώ είμαι το ψωμί, έτσι δεν είναι;»«Μερικές φορές.» Η φωνή του ακούστηκε χαμηλή και απειλητική. Η Ηρώ μπορούσε να

αισθανθεί τα λόγια του έτσι όπως έπεφταν απαλά μέσα στην παλάμη της. «Και άλλες φορές είμαιεγώ το ψωμί κι εσύ το βούτυρο. Όμως, δένουμε μαζί – το καταλαβαίνεις αυτό, έτσι;»

«Δεν…» Ήθελε να του απαντήσει ναι. Ήθελε να συμφωνήσει να τον παντρευτεί και να κλείσειτα αφτιά της σε όλες τις αντίθετες φωνές που ηχούσαν μέσα στο κεφάλι της. «Δεν ξέρω.»

«Ηρώ» ψιθύρισε, και η Ηρώ ψηλάφισε την κίνηση των χειλιών του καθώς της μιλούσε. «Δενέχω νιώσει ποτέ άλλοτε έτσι για μια γυναίκα. Και δεν πιστεύω πως θα νιώσω άλλη φορά. Δενκαταλαβαίνεις; Είναι κάτι που συμβαίνει μόνο μία φορά στη ζωή μας. Αν το αφήσεις να σουγλιστρήσει μέσα από τα χέρια, θα είμαστε κι οι δύο χαμένοι. Για πάντα.»

Page 195: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Τα λόγια του την έκαναν να ριγήσει. Χαμένοι για πάντα. Δεν άντεχε στη σκέψη να τον χάσει.Αυθόρμητα, έσκυψε μπροστά και ακούμπησε τα χείλη της πάνω στα δικά του μέσα από τηνκουρτίνα, νιώθοντας τη ζεστασιά τους, απολαμβάνοντας την παρουσία του εκεί.

Όμως, εκείνος τράβηξε το κεφάλι του. «Καταλαβαίνεις πόσο σημαντική είσαι για μένα; Τιείμαστε εμείς οι δυο μαζί;»

Κούνησε το κεφάλι της. «Δεν καταλαβαίνεις πόσα πολλά μου ζητάς; Να πηδήξω στον γκρεμόβασισμένη μόνο στα λόγια σου. Δεν βλέπω πώς…»

«Τότε, άσε με εμένα να σου δείξω.»Οι κουρτίνες του κρεβατιού της παραμέρισαν, και ο Γκρίφιν βρέθηκε ξαπλωμένος μαζί της.

Έκλεισε ξανά τις κουρτίνες, και ξαφνικά το κρεβάτι της έγινε μικρό, σκοτεινό και πλήρες.Βρίσκονταν απομονωμένοι στο δικό τους μικροσκοπικό κόσμο, μόνο οι δυο τους,αποστασιοποιημένοι από τόπο και χρόνο.

Ο Γκρίφιν τράβηξε τα σκεπάσματα από πάνω της, και η Ηρώ παραδόθηκε χωρίς ίχνοςδιαμαρτυρίας. Το κορμί της άρχισε να διαμαρτύρεται από πόθο για εκείνον. Τώρα πια τον ήξερε –ήξερε τι μπορούσε να της κάνει. Πώς μπορούσε να την κάνει να νιώσει.

Τα χέρια του άγγιξαν απαλά τους αστραγάλους της, κι έπειτα τους κράτησαν σφιχτά. «Ηρώ.» Ηφωνή του ήταν αψιά, βαθιά, και παλλόταν από το συναίσθημα.

Ένιωσε τα δάχτυλά του να σέρνονται πάνω στις γάμπες της, τρυφερά και ανάλαφρα. Έβλεπεμόνο τη σκιά του, γι’ αυτό έκλεισε τα μάτια και επικεντρώθηκε στο άγγιγμά του, προσπαθώντας ναξεχάσει πως αυτή ήταν σίγουρα η τελευταία φορά που βρίσκονταν μαζί. Τα χέρια του έφτασαν ψηλάστους μηρούς της, και η Ηρώ ένιωσε την ανάσα της να βαραίνει. Την άφησε για να τραβήξει τονυχτικό της πάνω από το κεφάλι της, και μέσα σε δευτερόλεπτα βρέθηκε γυμνή, με το κορμί της ναανατριχιάζει κάτω από την παγωνιά της νύχτας.

Ύστερα, τα ακροδάχτυλά του άρχισαν να γλιστράνε πάλι προς τα κάτω, σχηματίζονταςανάλαφρους κύκλους στα πλευρά της, σχεδόν γαργαλώντας την. Κάθε σπιθαμή του κορμιού τηςήταν σαν να έπαιρνε ζωή μέσα στα χέρια του.

Η Ηρώ τον αγκάλιασε ανυπόμονα. «Γκρίφιν…»«Σσς» της ψιθύρισε. «Άσε με να σου δείξω.»Τα δάχτυλά του σύρθηκαν μέχρι την κοιλιά της και στάθηκαν πάνω στον αφαλό της. Κράτησε

την ανάσα της, ανήμπορη να σταθεί εντελώς ακίνητη κάτω από το άγγιγμά του. Ο Γκρίφιν γέλασεσιγανά και έσυρε απαλά τα νύχια του μέχρι το στήθος της. Οι θηλές της ήταν ήδη ερεθισμένες, καιένιωθε να την τσιμπούν προσμένοντας την ηδονή που θα ερχόταν. Χάιδεψε τις απαλές καμπύλεςτης, και η Ηρώ έκλεισε σφιχτά τα πόδια για να συγκρατήσει τη διέγερσή της.

Όταν το στόμα του πλησίασε τη μία ορθωμένη θηλή της, η Ηρώ αναπήδησε. Τον έπιασε σφιχτάαπό τα μαλλιά, καθώς εκείνος σχημάτιζε κύκλους με τη γλώσσα του γύρω από τη ρώγα της πριν τηρουφήξει στο στόμα του με πάθος. Ταυτόχρονα, τσιμπούσε με το χέρι του την άλλη θηλή της,προκαλώντας της ένα γλυκό πόνο.

«Γκρίφιν» βόγκηξε.Αντί για άλλη απάντηση, τη δάγκωσε. Η Ηρώ άφησε μια πνιχτή φωνή και τύλιξε τα πόδια της

γύρω από τη μέση του. Ήταν ακόμη ντυμένος, όμως αυτήν τη στιγμή δεν την ένοιαζε καθόλου αυτό.Ανασήκωσε τους γοφούς της και κόλλησε πάνω του. Τον ένιωσε, μεγάλο και σκληρό μέσα από το

Page 196: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

ύφασμα του παντελονιού του, και άνοιξε ακόμα πιο πολύ τα πόδια της, για να πιέσει πάνω του τοσημείο του κορμιού της που πονούσε.

Εκείνος άφησε όλο το βάρος του να πέσει πάνω της, ακινητοποιώντας την κάτω από το κορμίτου.

«Όχι ακόμη» μουρμούρισε και έσυρε το στόμα του μέχρι την άλλη της θηλή.Προσπάθησε να μετακινηθεί, να τριφτεί με κάποιον τρόπο πάνω του, όμως εκείνος παρέμεινε

αδιάλλακτος στη θέση του. Τέντωσε τα χέρια του, ώστε να ανασηκώσει το πάνω μέρος του κορμιούτου όσο λεηλατούσε τα στήθη της, όμως οι γοφοί του παρέμειναν καρφωμένοι στην ίδια θέση.

Του τράβηξε τα μαλλιά, προσπαθώντας να σηκώσει το κεφάλι του, αλλά εκείνος απλώς γέλασεπάνω στη θηλή της.

Έπαιζε τόσο επιδέξια με το στήθος της, κι εκείνη ήταν κοντά – πολύ κοντά! Αν την άφηνε να…«Γκρίφιν!» είπε αγανακτισμένα.Ένιωθε μια φωτιά να καίει τα σωθικά της, ενώ ολόκληρο το κορμί της βρισκόταν σε εγρήγορση,

πανέτοιμο να τον δεχτεί. Ωστόσο, εκείνος δεν έκανε καμία κίνηση.«Σσς.» Ανασήκωσε το κεφάλι και έγλειψε νωχελικά τη μία της ρώγα, με την ανάσα του να

χαϊδεύει την ξαναμμένη σάρκα της. «Ήρεμα, γλυκιά μου.»Της μίλησε σαν να είχε να κάνει με μια ανυπόμονη σεξομανή, και κάποια άλλη στιγμή ίσως του

υποδείκνυε την προσβολή του. Όμως, τώρα βρισκόταν αποκλειστικά στο έλεός του.«Γκρίφιν, σε παρακαλώ» ψιθύρισε.«Με θέλεις;» τη ρώτησε.«Ναι!» Κούνησε δεξιά-αριστερά το κεφάλι. Το κορμί της θα έσπαγε σε χιλιάδες κομμάτια αν δεν

της έδινε σύντομα τη διέξοδο που αναζητούσε.«Με χρειάζεσαι;» Φίλησε τρυφερά τη θηλή της.«Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ.»«Με αγαπάς;»Και τότε, παρά την κατάσταση στην οποία βρισκόταν, διέκρινε την παγίδα. Προσπάθησε να τον

δει μέσα στο σκοτάδι. Δεν φαινόταν το πρόσωπό του, η έκφρασή του.«Γκρίφιν.» Αναστέναξε με απελπισία.«Δεν μπορείς να το πεις, έτσι δεν είναι;» ψιθύρισε εκείνος. «Ούτε να το παραδεχτείς μπορείς.»Έτριψε το πρόσωπό του πάνω στο στήθος της, και τα μάγουλά του της φάνηκαν υγρά.«Γκρίφιν, εγώ…»Σήκωσε το κεφάλι του και έγειρε το σώμα του στο πλάι. «Δεν πειράζει.»Για μια στιγμή, η Ηρώ φοβήθηκε πως θα την άφηνε, και η καρδιά της σφίχτηκε από τον πανικό.

Του άρπαξε τα μπράτσα και τον κράτησε, απελπισμένα.Όμως, ένιωσε τους μύες του να σφίγγονται κάτω από τα δάχτυλά της καθώς τα χέρια του

κινούνταν ανάμεσά τους.«Σσς, δεν πειράζει» μουρμούρισε ενώ βολευόταν ξανά ανάμεσα στους μηρούς της. Ο ανδρισμός

του τώρα ήταν γυμνός και ασυγκράτητος. «Έχω αυτό που θέλεις και χρειάζεσαι, αν όχι αγάπη.»Κούνησε το κεφάλι της, καθόλου σίγουρη πια, ανίκανη να αποφασίσει τι ήταν συναίσθημα και τι

Page 197: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

ερωτική έξαψη. «Εγώ δεν…»«Σσς.» Ο ανδρισμός του πίεζε την ήβη της, και η Ηρώ αισθάνθηκε εκείνο το υπέροχο τράβηγμα.

«Είναι ωραίο αυτό, έτσι;»Η φωνή του είχε μια τραχιά νότα τώρα. Μπήκε μέσα της, λίγο-λίγο, κι αυτό ήταν αληθινό

μαρτύριο. Έκανε να ανασηκωθεί, να τον απολαύσει ολοκληρωτικά, όμως εκείνος σήκωσε το χέριτου και ακινητοποίησε τους γοφούς της.

«Πάρ’ το» μούγκρισε. «Άσε με να σου δώσω τουλάχιστον αυτό.»Τραβήχτηκε λίγο, και η Ηρώ άφησε μια σιγανή κραυγή διαμαρτυρίας. Τότε ο Γκρίφιν έσπρωξε

πάλι, ξανά και ξανά, μέχρι που χάθηκε στα βάθη του κορμιού της.Σταμάτησε για άλλη μια φορά. Η ανάσα του έβγαινε γρήγορα και κοφτά, ωστόσο όταν μίλησε, η

φωνή του ήταν σταθερή και στρωτή. «Ορίστε. Καλύτερα έτσι, ναι; Αυτό είναι που θέλεις – ένα καλό,σκληρό πουλί.»

Στα τελευταία λόγια, ανασηκώθηκε και τραβήχτηκε, για να σπρώξει ξανά δυνατά την καυτή τουσάρκα μέσα της. Και είχε δίκιο. Αυτό ήταν που ήθελε. Τόσο υπέροχο, πραγματικά. Εκείνον νακινείται πάνω της, στοχεύοντας στην αμοιβαία ηδονή τους.

Την έπιασε από τα γόνατα και τη σήκωσε πιο ψηλά, σπρώχνοντας δυνατά και επίμονα. Με κάθεώθηση, η Ηρώ γλιστρούσε όλο και πιο πάνω στο κρεβάτι, μέχρι που το κεφάλι της κρύφτηκε στομαξιλάρι της. Άφησε να της ξεφύγει ένα βογκητό, απολαμβάνοντας την πρωτόγονη βαρβαρότητάτου. Της άρεσε πολύ αυτό, ήθελε να συνεχίσει για πάντα, ήθελε να χαθεί μέσα της μέχρι να ξεχάσειτο ποιος ήταν. Ποια ήταν αυτή.

Μέχρι να σταματήσει ο χρόνος.Όμως, κανείς από τους δυο τους δεν μπορούσε να συνεχίσει επ’ αόριστον. Οι κινήσεις του

έγιναν σπασμωδικές και άγριες, και η Ηρώ έφτασε κοντά στη δική της έκρηξη. Αρπάχτηκε από τουςώμους του και λύγισε σαν τόξο την πλάτη. Ο Γκρίφιν σκέπασε το στόμα της με το δικό του ακριβώςτη στιγμή που ήταν έτοιμη να ξεφωνίσει. Δυνατές λάμψεις άστραψαν πίσω από τα μάτια της. Οανδρισμός του έτριβε αδιάκοπα εκείνο το υπέροχο σημείο, και η Ηρώ ένιωθε πως θα πέθαινε απόαπέραντη ηδονή.

Έχωσε τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της, κι εκείνη τη ρούφηξε λαίμαργα. Στήριξε τουςγοφούς του πάνω της και άρχισε να τρέμει. Τράβηξε το στόμα του και άφησε ένα μακρύ, σιγανόβογκητό, με το κορμί του να σπαράζει καθώς γέμιζε με ζωή το δικό της.

Έπειτα έπεσε βαρύς πάνω της και έμεινε ακίνητος εκεί, ενώ η Ηρώ προσπαθούσε να ανακτήσειτην αναπνοή της.

Στο τέλος γύρισε το κεφάλι του προς το πρόσωπό της και απέθεσε ένα φιλί στο μάγουλό της.«Σ’ αγαπώ και πιστεύω με όλη μου την καρδιά πως με αγαπάς κι εσύ. Γιατί δεν μπορείς να το πεις,Ηρώ;»

Page 198: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Κεφάλαιο Δεκαέξι

Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα κοίταξε τις απαντήσεις που της είχαν φέρει καικούνησε το κεφάλι. «Θα σας δω την επαύριον, κύριοι.»Όμως, καθώς σηκώθηκε για να εγκαταλείψει την αίθουσα του θρόνου, μίλησε οΠρίγκιπας Ίστσαν. «Ποια είναι η απόφασή σας, Μεγαλειοτάτη;» Γύρισε και κοίταξε,και είδε πως και οι τρεις πρίγκιπες την κοιτούσαν μάλλον αυστηρά. «Ναι, ποιον απόμας έχετε διαλέξει;» ρώτησε ο Πρίγκιπας Νόρθγουιντ. «Απαντήσαμε σε όλες τιςερωτήσεις σας, και ακόμη δεν έχετε πει τίποτα.»«Θα πρέπει να αποφασίσετε» είπε και ο Πρίγκιπας Γουέστμουν. «Θα πρέπει νααποφασίσετε και να μας πείτε αύριο ποιον από μας θα παντρευτείτε…»

-από το Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα

Ο Γκρίφιν σηκώθηκε και άναψε ένα κερί με τα αποκαΐδια που σιγόκαιγαν στο τζάκι της. Έπειταγύρισε πάλι στο κρεβάτι, υπεροπτικός μέσα στη γύμνια του, με το φως του κεριού να αντανακλάπάνω στο επίπεδο στομάχι του. Το άφησε στο κομοδίνο της και ανέβηκε ξανά δίπλα της, υπέροχααρρενωπός.

«Λοιπόν; Γιατί δεν μπορείς να το πεις;»Η Ηρώ τον κοίταξε, και ένιωσε πως η καρδιά της άρχιζε να σπάει σε κομμάτια. «Έχουν τόσο

μεγάλη σημασία αυτές οι δύο λεξούλες;»«Το ξέρεις πως έχουν.»Όμως, εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Δεν μπορώ. Θέλεις να εγκαταλείψω την οικογένειά μου, όλα

όσα έχω, κι εσύ δεν μπορείς να αφήσεις ούτε καν το απαίσιο αποστακτήριό σου. Δεν το βλέπεις πωςαυτό που μου ζητάς είναι αδύνατο;»

Περίμενε πως θα αντιμετώπιζε το θυμό του και μερικά σκληρά λόγια. Αντιθέτως, εκείνοςέκλεισε τα μάτια λες και δεν είχε τη δύναμη να τα κρατάει άλλο ανοιχτά. «Δεν θέλω παρά μόνο λίγοχρόνο με το αποστακτήριο. Μέχρι να καταστρέψω τον Εφημέριο. Μέχρι να…»

«Πόσο χρόνο, Γκρίφιν;» Η φωνή της πνίγηκε. «Μέρες; Εβδομάδες; Χρόνια; Δεν μπορώ ναπεριμένω τόσο. Δεν θα με αφήσουν ο Μάξιμους και ο αδερφός σου.»

Άνοιξε τα μάτια. Το βλέμμα του ήταν σκληρό τώρα. «Δηλαδή, καταλήγουμε στο ότι διαλέγειςνα παντρευτείς τον αδερφό μου αντί να παντρευτείς εμένα;»

«Ναι.»«Πώς μπορείς να μου το κάνεις αυτό; Να μας το κάνεις;»Δάγκωσε το χείλι της, προσπαθώντας να βρει τα κατάλληλα λόγια. «Πέρασα όλη μου τη ζωή

υπακούοντας σε κανόνες που μου έβαζε η κοινωνία και ο αδερφός μου. Ο Μάξιμους αποφάσισε πωςο Τόμας είναι ο καλύτερος άντρας για μένα.»

Page 199: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Με κατηγορείς που δεν παρατάω το αποστακτήριό μου για χάρη σου» της είπε ήρεμα.«Ωστόσο, πιστεύω πως εσύ είσαι περισσότερο δειλή. Δεν κάνεις τίποτα αν δεν έχεις την έγκριση τουαδερφού σου.»

«Ίσως να έχεις δίκιο» απάντησε. «Δεν μπορώ να εναντιωθώ στον Μάξιμους τώρα. Δεν μπορώ.Έχει τη δύναμη να με απομονώσει από την οικογένειά μου. Άλλωστε, έχει πάρει τη σωστή απόφαση.Ο Τόμας είναι αξιόπιστος. Προσφέρει ασφάλεια.»

«Ενώ εγώ όχι;»«Όχι.» Η λέξη έπεσε ανάμεσά τους σαν μολύβι. Η Ηρώ ένιωσε τα μάτια της να πλημμυρίζουν με

δάκρυα, παρόλο που δεν ήταν σίγουρη για ποιο λόγο έκλαιγε.Το κρεβάτι σείστηκε ξαφνικά, και ο Γκρίφιν βρέθηκε από πάνω της, με το βάρος του να την

πιέζει στο στρώμα και τη θυμωμένη του ανάσα να καίει το μάγουλό της. «Μπορεί να σου προσφέρειασφάλεια, όμως τον αγαπάς, Ηρώ;»

«Όχι» απάντησε με ένα λυγμό.«Σε κάνει να φουντώνεις από θυμό, και έπειτα από πόθο;» Έσπρωξε με τα πόδια του τα δικά της

και βολεύτηκε ανάμεσά τους. «Ξέρει αυτός πόσο ευαίσθητες είναι οι ρώγες σου; Πως μπορείς νατελειώσεις και μόνο με το να σ’ τις ρουφάω;»

«Θεέ μου. Όχι.»«Σε κοιτάζει όπως σε κοιτάζω εγώ; Το ξέρει πως τα μάτια σου μοιάζουν με διαμάντια όταν είσαι

ερεθισμένη;» Δάγκωσε απαλά το λαιμό της, αφήνοντας πάνω του καυτά, επίμονα φιλιά. «Ξέρει πωςσου αρέσει να διαβάζεις ελληνικά έργα, αλλά απεχθάνεσαι τη ζωγραφική; Περιμένει αυτός μεκομμένη την ανάσα να σε δει να ανασηκώνεις το αριστερό σου φρύδι τόσο σεμνότυφα – κι έπειτα ναφτιάχνεται όταν το κάνεις;» Χάιδεψε ταυτόχρονα και τις δύο θηλές της, προκαλώντας ένα καυτόκύμα ηδονής ανάμεσα στα πόδια της. «Πες μου, Ηρώ, που να πάρει ο διάβολος, πες μου: Σε κάνει νανιώθεις όπως σε κάνω εγώ;»

«Όχι!» Η απάντησή της ήταν μια κραυγή απελπισίας.Τα δάχτυλά του βρέθηκαν ανάμεσά τους για να ανοίξουν τις πτυχές της, σαν να ήταν κάτι που

έκανε κάθε βράδυ, σαν να ήταν δική του, τώρα και για πάντα, μέχρι το τέλος του κόσμου. Και τότεμπήκε μέσα της. Σκληρός και καυτός, να κινείται τόσο υπέροχα, που η Ηρώ άρχισε να κλαίει.

Τύλιξε τα πόδια της σφιχτά γύρω από τους στενούς γοφούς του και έφερε τα χέρια της στουςώμους του για να τον κρατήσει με ολόκληρο το κορμί της πάνω της.

Ο ανδρισμός του γλιστρούσε μέσα-έξω στις μεταξένιες της πτυχές. Ήταν ήδη ευαίσθητη από τονπροηγούμενο έρωτά τους. Βογκούσε, σχεδόν ανήμπορη να συγκρατηθεί κάτω από το γρήγορο καιέντονο ρυθμό του. Δεν μπορούσε να διατηρήσει άλλο τη συνοχή της. Ήθελε να τον σπρώξει μακριάτης. Να δραπετεύσει από τούτο το δωμάτιο, να δραπετεύσει από εκείνον και το βίαιο έρωτά του. Δεντης έδινε το χρόνο να του αντισταθεί, να συντονιστεί με τα χρονικά του περιθώρια. Απλώς την πίεζενα βιώσει αυτό που μοιράζονταν –αυτό που έκαναν– εδώ και τώρα.

Ο Γκρίφιν έσκυψε και φίλησε κτητικά το στόμα της χωρίς να διακόψει τον άγριο έρωτά τους. ΗΗρώ στέναξε και δέχτηκε την εισβολή της γλώσσας του, ρουφώντας τα δικά της δάκρυα από τα δικάτου χείλη.

«Ηρώ» της ψιθύρισε. «Ηρώ. Ηρώ. Ηρώ.»Κάθε φορά που πρόφερε το όνομά της έσπρωχνε με δύναμη τους γοφούς του, σαν να ήθελε να

Page 200: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

αφήσει τη σφραγίδα του μέσα της, να τη μαρκάρει λες και ήταν ιδιοκτησία του. Ιδρώτας έσταζε απότο κορμί του, η ανάσα του έβγαινε σαν πνιχτές κραυγές, και το κρεβάτι τρανταζόταν κάτω από τηναπελπισία του.

Η Ηρώ κούνησε το κεφάλι της πάνω στο μαξιλάρι – σαν να ήθελε να αρνηθεί εκείνον, τον έρωτάτους ή τις ανάγκες της. Δεν ήταν πια σίγουρη για τίποτα. Όμως, ο Γκρίφιν δεν την άφηνε. Έπιασε τοκεφάλι της ανάμεσα στα χέρια του, το ακινητοποίησε και την ανάγκασε να τον κοιτάζει ενώ έμπαινεμέσα στο κορμί της.

«Με αγαπάς, Ηρώ;» Τα ανοιχτοπράσινα μάτια του αντικατόπτριζαν το μαρτύριό του. «Μ’αγαπάς όπως σ’ αγαπώ εγώ;»

Και ένιωσε το κορμί της, την ύπαρξή της όλη να διαλύεται στα λόγια του καθώς ένας χείμαρροςυγρής φωτιάς ξεχύθηκε από τον πυρήνα της. Άρχισε να τρέμει, προσπαθώντας να αποτραβήξει τοβλέμμα της από το δικό του καθώς το πάθος γινόταν έκρηξη μέσα της. Καθώς η καρδιά τηςδιαλυόταν και ανασχηματιζόταν από την αρχή.

Αλλά εκείνος δεν την άφηνε να κοιτάξει αλλού. Κράτησε το βλέμμα της μέσα στα μισόκλεισταμάτια του καθώς το κορμί του σφάδαζε πάνω της. Έσπρωξε μέσα της μία, δύο, τρεις ακόμα φορέςκαι ύστερα άφησε τον εαυτό του εκεί, σφιχτά κολλημένο πάνω της, με τα κορμιά τους ενωμένα,παραδομένος στη δική του κορύφωση.

Η όρασή της θόλωσε.Ο Γκρίφιν σωριάστηκε πάνω της.Η Ηρώ έκλεισε τα μάτια και άφησε τα χέρια της να γλιστρήσουν πάνω στους ιδρωμένους του

ώμους. Ήθελε να εντυπώσει αυτή την ανάμνηση στο μυαλό της. Το άρωμα του έρωτά τους, τοβάρος του κορμιού του πάνω της, τον κοφτό ήχο της ανάσας του στο αφτί της. Κάποια μέρα, ίσωςσύντομα, θα επιθυμούσε να ανασύρει αυτήν τη θύμηση, να την ξαναζήσει και να τη φυλάξειτρυφερά μέσα στην καρδιά της.

Τον ένιωσε να γλιστρά στο πλάι, και άπλωσε τα χέρια για να τον κρατήσει κι άλλο, όμως εκείνοςδεν είχε σκοπό να φύγει από το κρεβάτι της. Τουλάχιστον όχι ακόμη.

Την τράβηξε κοντά του, ακούμπησε το στέρνο του στην πλάτη της και την άφησε να φωλιάσειμέσα στην αγκαλιά του. Έσπρωξε τα μαλλιά της από τον αυχένα της και απέθεσε ένα τρυφερό φιλί.

«Κοιμήσου» της είπε.Και η Ηρώ υπάκουσε.

* * *

Η μέρα ήταν γκρίζα, αλλά όλες οι μέρες έμοιαζαν γκρίζες τώρα πια. Η Σάιλενς κοιτούσεμελαγχολικά μέσα από το βρόμικο παράθυρο της κουζίνας.

«Μάμα!» φώναξε η Μέρι Ντάρλινγκ, τραβώντας ζωηρά το μπροστινό μέρος από το φόρεμα τηςΣάιλενς με τα λερωμένα χεράκια της. «Μάμα!»

«Ω, Μέρι Ντάρλινγκ.» Η Σάιλενς αναστέναξε.Είχε ξεχάσει να φορέσει μια ποδιά πριν κατέβει για ένα καθυστερημένο πρωινό με τα παιδιά.

Τώρα, στο μαύρο κορσάζ της υπήρχαν δύο λιπαροί λεκέδες. Χαμήλωσε το βλέμμα πάνω της,

Page 201: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

νιώθοντας χαμένη και άδεια. Έπρεπε να πάει και να πλυθεί –ή, τουλάχιστον, να φορέσει μία ποδιά–,όμως αισθανόταν τόσο αδύναμη, που δεν είχε την απαιτούμενη ενέργεια για να κάνει κάτι τέτοιο.

«Δώσε σε μένα το παιδί, αδερφή.» Ο Γουίντερ μπήκε στην κουζίνα και κρέμασε το στρογγυλόμαύρο καπέλο του στην πόρτα. Έπειτα ακούμπησε στο τραπέζι ένα τετράγωνο ξύλινο κουτί. Πήρετη Μέρι Ντάρλινγκ από τα χέρια της αδερφής του και την πέταξε στον αέρα, προκαλώντας τηςχαρούμενες φωνές και γέλια.

Γιατί οι άντρες έχουν το συνήθειο να πετούν τα μωρά στον αέρα; Ακόμα και ο Γουίντερ, ο πιοσοβαρός από τα αδέρφια της, ήταν επιρρεπής σε αυτό το παιχνίδι. «Πάντα φοβάμαι πως θα σουπέσει κάθε φορά που το κάνεις αυτό.»

«Αλλά δεν μου πέφτει ποτέ» της απάντησε.«Τι δουλειά έχεις στο σπίτι πρωινιάτικα;»«Τα μισά αγόρια έλειπαν, επειδή παρουσίασαν πυρετό, και τα άλλα μισά δεν μπορούσαν να

συγκεντρωθούν.» Ο Γουίντερ ανασήκωσε τους ώμους. «Τα έστειλα στα σπίτια τους. Πού πήγανόλοι εδώ μέσα;»

«Τα παιδιά έφαγαν ήδη. Η Νελ τα έβγαλε για μια πρωινή βόλτα.»Ο Γουίντερ κοίταξε πάνω από το μωρό, ανασηκώνοντας τα φρύδια. «Όλα τα παιδιά;»«Αυτά που είναι αρκετά μεγάλα, ώστε να περπατάνε» είπε η Σάιλενς, νιώθοντας ενοχές. «Θα

έπρεπε να είχα πάει μαζί της.»«Όχι, όχι» είπε βιαστικά ο Γουίντερ. Στήριξε το μωρό στο πλευρό του και κατέβασε ένα πιάτο

από το ντουλάπι. «Όλοι πρέπει να κάνουμε κάποιο διάλειμμα από τη δουλειά μας πότε-πότε.»«Εσύ δεν κάνεις.»«Δεν έχασα κάποιο αγαπημένο μου πρόσωπο πρόσφατα» απάντησε μαλακά.Η Σάιλενς έσφιξε για μια στιγμή τα χείλη, και μετά σηκώθηκε και πήρε το πιάτο από τα χέρια

του αδερφού της. Πλησίασε το τζάκι, γέμισε το πιάτο με χυλό βρώμης από το τσουκάλι πουκρεμόταν πάνω από την εστία και το ακούμπησε στο τραπέζι μπροστά του.

«Δώσε μου εμένα τη Μέρι. Θα αδειάσει το πιάτο πάνω σου πριν προλάβεις να το καταλάβεις.»«Ευχαριστώ» είπε ο Γουίντερ. Πήρε μια γεμάτη κουταλιά από το πόριτζ του και την έφαγε,

μουρμουρίζοντας ευχαριστημένος. «Είναι πολύ νόστιμο.»«Η Νελ το έφτιαξε» είπε ξερά η Σάιλενς. Η δική της μαγειρική δεν είχε τόση επιτυχία.«Α.» Ο Γουίντερ κατάπιε και έδειξε το ξύλινο κουτί. «Αυτό το βρήκα στο κατώφλι.»«Αλήθεια;» Η περιέργεια που ένιωσε την έκανε να κοιτάξει το κουτί με μια ζωντάνια που είχε

μέρες να επιδείξει. «Λες να είναι ο θαυμαστής της Μέρι Ντάρλινγκ;»Ο Γουίντερ χαμογέλασε ήπια. «Θα μπορούσα να κάνω μια υπόθεση, αλλά μου φαίνεται πιο

λογικό να ανοίξεις το κουτί για να μάθουμε.»Η Σάιλενς έβγαλε τη γλώσσα στον αδερφό της και αναποδογύρισε το κουτί μέσα στα χέρια της.

Δεν ήταν μεγαλύτερο από το μέγεθος της παλάμης της. Καθώς το παρατηρούσε, είδε πως αν καιήταν απολύτως σκέτο, χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι ή κάποια ζωγραφιά, ήταν ιδιαίτερακαλοδουλεμένο. Ήταν κερωμένο και γυάλιζε εντυπωσιακά. Έκανε ένα μορφασμό αμηχανίας. Τοκουτί έδειχνε πολύ πιο ακριβό από τα προηγούμενα δώρα της μικρής. Η Μέρι Ντάρλινγκ άπλωσε ταχέρια της προς το κουτί που την προκαλούσε.

Page 202: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Όχι ακόμη, γλυκιά μου» είπε η Σάιλενς. «Πρέπει πρώτα να δούμε τι έχει μέσα.»Ακούμπησε το κουτί στο τραπέζι, άνοιξε το καπάκι και άφησε μια πνιχτή κραυγή.«Τι είναι;» Ο Γουίντερ μισοσηκώθηκε για να κοιτάξει.Η Σάιλενς γύρισε, ώστε να του δείξει το κολιέ με τα μαργαριτάρια που βρισκόταν τοποθετημένο

μέσα.Εκείνος δεν μίλησε για μια στιγμή. Ύστερα άπλωσε το χέρι και σήκωσε με τα λεπτά δάχτυλά

του το περιδέραιο, κοιτώντας προσεκτικά τα μαργαριτάρια που γυάλιζαν στο φως. «Είναι πολύακριβό δώρο για ένα παιδί.»

«Δεν είναι για τη Μέρι Ντάρλινγκ» ψιθύρισε η Σάιλενς. Πήρε το χαρτάκι που βρισκόταν κάτωαπό τα μαργαριτάρια. Είχε δυο λέξεις γραμμένες πάνω του.

Σάιλενς Χόλινμπρουκ.

* * *

Όταν ξύπνησε η Ηρώ, ήξερε πριν ακόμη ανοίξει τα μάτια της πως ο Γκρίφιν δεν βρισκόταν πιακοντά της. Έμεινε ξαπλωμένη, εντελώς ακίνητη, με τα μάτια κλειστά, σαν να ήθελε να καθυστερήσειτη στιγμή που θα συνειδητοποιούσε ότι εκείνος είχε φύγει. Το κρεβάτι της ήταν παγωμένο. Θαπρέπει να είχε φύγει εδώ και ώρα.

Έσφιξε τα δάχτυλά της σε γροθιές, και ξαφνιάστηκε όταν ένιωσε πως υπήρχε κάτι στο δεξί τηςχέρι. Άνοιξε τα μάτια και έφερε το χέρι της κοντά στο πρόσωπό της. Ήταν αργά το πρωί, και ο ήλιοςέλαμπε έξω από το παράθυρό της.

Αυτό που κρατούσε στο χέρι της ήταν το διαμαντένιο σκουλαρίκι της. Το σκουλαρίκι που τουείχε πετάξει πριν από πολύ καιρό. Το κοίταξε και ένιωσε τα μάτια της να πλημμυρίζουν με δάκρυα.Το μήνυμά του ήταν ξεκάθαρο.

Δεν θα γυρνούσε πίσω ξανά.

* * *

Ήταν αργά όταν ο Γκρίφιν ανέβηκε τα σκαλοπάτια του σπιτιού του. Ένιωθε τα πόδια του ασήκωτακαι το στήθος του βαρύ σαν μολύβι.

«Πού ήσουν;»Σήκωσε το κεφάλι του στο άκουσμα της γνωστής φωνής. Η μητέρα στεκόταν στο κατώφλι του,

τυλιγμένη με τη βελούδινη κάπα της.«Τι κάνεις εδώ;» τη ρώτησε χαζά. «Έγινε κάτι;»«Αν έγινε κάτι;» επανέλαβε εκείνη σαν να μην πίστευε στα αφτιά της. «Ναι, κάτι έγινε –

χτύπησες τον Τόμας, που είπε ότι ξελόγιασες τη μνηστή του, κι έπειτα εξαφανιστήκατε και οι δυοσας! Θέλω να μάθω τι συμβαίνει και πώς σκοπεύετε να λύσετε τις φριχτές διαφορές σας. Τώρα είναιχειρότερα από την προηγούμενη φορά που ήρθες από το Λονδίνο. Τι έχει συμβεί στην οικογένειάμας;»

Ο Γκρίφιν κοίταξε αυτήν τη μικροκαμωμένη αλλά δυνατή γυναίκα και πρόσεξε πως οι ώμοι της

Page 203: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

είχαν κρεμάσει. Είχε αντέξει το θάνατο του πατέρα, είχε αντιμετωπίσει χρέη και σκάνδαλα, και τώραήταν έτοιμη να καταρρεύσει εξαιτίας του. Ένιωσε μια πικρή γεύση στα χείλη του.

Και την απογοήτευση της μητέρας του για τα κρίματά του.Έριξε μια ματιά γύρω του και συνειδητοποίησε πως βρίσκονταν έξω. Κάποιος γείτονάς του τους

κρυφοκοίταζε επίμονα πίσω από τις κουρτίνες του σπιτιού του.Ο Γκρίφιν έπιασε τη μητέρα του από το μπράτσο. «Πάμε μέσα, φίλτατη.»Εκείνη τον κοίταξε αβέβαια. Το πρωινό φως του ήλιου τόνιζε έντονα τις γραμμές γύρω από τα

μάτια της. «Γκρίφιν;»«Πάμε μέσα» επανέλαβε.Την οδήγησε στη βιβλιοθήκη του, και συνειδητοποίησε το λάθος του αμέσως μόλις είδε το

σημείο δίπλα από τον καναπέ που είχε κάνει έρωτα στην Ηρώ. Βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του,αλλά πού αλλού θα μπορούσε να την πάει; Τα μισά δωμάτια ήταν σκεπασμένα με σεντόνια, επειδήποτέ δεν τα χρησιμοποιούσε.

«Τι τρέχει;» τον ρώτησε εκείνη, αγγίζοντας ανήσυχα το μπράτσο του.«Τίποτα» απάντησε και πήγε στην πόρτα για να φωνάξει κάποιον από το υπηρετικό προσωπικό.

Πέρασε ένα ολόκληρο λεπτό πριν εμφανιστεί μια παχουλή καμαριέρα. «Φέρε μας ζεστό τσάι καιγλυκίσματα.»

Εκείνη έκανε μια ελαφριά υπόκλιση. «Δεν έχουμε γλυκίσματα, λόρδε μου.»«Ψωμί, τότε.» Ο Γκρίφιν μόρφασε. «Ή ό,τι άλλο φαγώσιμο μπορείς να βρεις.»Έκλεισε την πόρτα και στράφηκε προς τη μητέρα του, περνώντας τα χέρια πάνω από το κεφάλι

του. Δεν φορούσε περούκα, είχε μέρες να ξυριστεί, και το σπίτι του –μαζί με το προσωπικό–βρισκόταν σε αξιολύπητη κατάσταση. Ειδικά το τελευταίο δεν είχε καμία σημασία. Από τη στιγμήπου θα ξεμπέρδευε με τον Εφημέριο, θα ξενοίκιαζε το σπίτι και θα πήγαινε μαζί με τον Ντιντλ στοβορρά. Του μπάτλερ, βέβαια, δεν θα του άρεσε καθόλου αυτή η ιδέα, όμως ο Τόμας δεν θα έμενε μετίποτα στην ίδια πόλη με τον Τόμας και την Ηρώ.

«Γκρίφιν;» είπε ήρεμα η μητέρα του.Να πάρει. Η μητέρα δεν θα ήθελε ποτέ να αποσυρθεί στην ύπαιθρο. Θα αναγκαζόταν να την

αφήσει κι εκείνην πίσω του. Εκτός κι αν αποφάσιζε να εγκατασταθεί σε κάποια πόλη κοντά στακτήματα των Μάντβιλ. Αλλά και πάλι, δεν θα ήταν όπως στο Λονδίνο.

Τίποτα δεν θα ήταν όπως στο Λονδίνο.«Γκρίφιν!» Η μητέρα του διέσχισε το δωμάτιο και του έπιασε τα χέρια. «Πρέπει να μου πεις τι

σκέφτεσαι.»Της χαμογέλασε κουρασμένα. «Δεν είναι και τίποτα το τρομερό, μητέρα. Προγραμματίζω να

φύγω από το Λονδίνο.»«Όμως, γιατί;»Έκλεισε τα μάτια. «Δεν μπορώ να ζήσω εδώ, με τον Τόμας κι εκείνην.»«Τη Λαίδη Ηρώ, εννοείς.» Σαν να γέλασε, κι ο Γκρίφιν άνοιξε τα μάτια και είδε πως τον

κοιτούσε με ανησυχία. «Θα σταματήσουμε να λέμε και το όνομά της τώρα;»«Θα είναι μάλλον δύσκολο για τον Τόμας» είπε σαρκαστικά.Τον κοίταξε δύσπιστα. «Δεν έχει σκοπό…»

Page 204: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Θα παντρευτούν την Κυριακή.»Άφησε τα χέρια του να πέσουν στο πλάι και πήγε να βάλει σε ένα ποτήρι μια γενναία δόση

μπράντι.«Όμως, εγώ νόμιζα…»«Πως θα την παντρευόμουν εγώ;» ρώτησε, με την πλάτη του ακόμη γυρισμένη προς το μέρος

της. «Προφανώς όχι.»«Γιατί όχι;»Ανασήκωσε τους ώμους. «Έχει καμία σημασία; Τέλος πάντων, ο Τόμας θα πάρει την εκδίκησή

του για το ξελόγιασμα της Αν.»«Μην είσαι ανόητος.» Ξεφύσησε περιφρονητικά. «Ποτέ δεν πίστεψα πως ξελόγιασες την Αν.»Γύρισε να την κοιτάξει, ελαφρώς ξαφνιασμένος. Και μάλλον ευγνώμων. «Όχι; Όλοι οι άλλοι

αυτό πιστεύουν.»«Εγώ είμαι η μητέρα σου, Γκρίφιν.» Έφερε τα χέρια στους γοφούς της και τον κοίταξε με

δυσφορία. «Δείξε μου λίγη εμπιστοσύνη.»«Ω, μητέρα, σ’ αγαπάω τόσο πολύ.» Χαμογέλασε αδύναμα και ήπιε λίγο από το μπράντι του,

κάνοντας ένα μορφασμό καθώς ένιωσε το ποτό να του καίει το λαρύγγι.«Κανείς πια δεν πιστεύει αυτά τα παλιά κουτσομπολιά.»«Τα πιστεύει ο Τόμας.»Τον κοίταξε, ξαφνιασμένη. «Τι;»Κατένευσε και ήπιε λίγο ακόμα μπράντι. Η δεύτερη γουλιά τού φάνηκε πιο γλυκόπιοτη. Ίσως

εξελισσόταν σε μπεκρούλιακα.«Δεν μπορεί!»«Έτσι ισχυρίζεται εκείνος» της είπε. «Του το είπε η ίδια η Αν την ώρα που πέθαινε.»«Αυτό το κορίτσι ήταν πάντα ένα κουτορνίθι, ο Θεός να αναπαύει την ψυχή της» μουρμούρισε

εκείνη. «Εσύ του είπες ξεκάθαρα πως δεν έκανες τίποτα τέτοιο;»«Ναι, κι εκείνος ξεκάθαρα δεν με πίστεψε. Ίσως εξαιτίας της πρόσφατης συμπεριφοράς μου με

τη Λαίδη Ηρώ.»«Αυτό είναι ένα εντελώς διαφορετικό θέμα» ισχυρίστηκε η μητέρα του.«Λες;» ρώτησε. «Αμφιβάλλω αν είναι για τον Τόμας.»«Η Αν ήταν γυναίκα του. Η Λαίδη Ηρώ είναι απλώς αρραβωνιασμένη μαζί του. Άλλωστε…»

Σταμάτησε απότομα, δαγκώνοντας το χείλι της.Ο Γκρίφιν την κοίταξε καχύποπτα με μισόκλειστα μάτια. «Άλλωστε, τι;»Έκανε μια ανυπόμονη χειρονομία. «Δεν είναι δικό μου μυστικό. Δεν έχω δικαίωμα να το

αποκαλύψω.»«Μητέρα.»«Μη χρησιμοποιείς αυτό τον τόνο σε μένα.» Έμεινε να τον κοιτάζει για λίγο στα μάτια, κι έπειτα

απέστρεψε το βλέμμα της. «Μπορεί να γίνεται τόσο ανόητος μερικές φορές.»«Πες μου.»«Δεν σε αφορά, Γκρίφιν.»

Page 205: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Αν έχει σχέση με την Ηρώ, με αφορά. Την αγαπώ.»Αμέσως το πρόσωπό της μαλάκωσε. «Ω, αλήθεια;»«Ναι, δυστυχώς» της επιβεβαίωσε. «Τώρα πες μου.»«Απλώς, ο Τόμας δημιούργησε σχέση πέρσι με μια μάλλον τολμηρή γυναίκα, την κυρία Τέιτ.

Προσπάθησε να μου το κρύψει, φυσικά, όμως εγώ το κατάλαβα. Δεν μπορούσε να τραβήξει τοβλέμμα του από πάνω της όποτε τη συναντούσε σε κάποιο χορό ή σε άλλη κοινωνική εκδήλωση.»

«Έχει ο Τόμας ερωμένη; Να πάρει, το ήξερα! Την είχε ακολουθήσει στο Χαρτς Φόλι.»«Κάτι περισσότερο από ερωμένη, πιστεύω, παρόλο που ίσως να μην το έχει καταλάβει ούτε ο

ίδιος» είπε εκείνη με ύφος μυστηριώδες.Ο Γκρίφιν ένιωθε το θυμό του να φουντώνει. Πώς τολμούσε ο Τόμας να παντρεύεται την Ηρώ

ενώ είχε ήδη ερωμένη; «Έχει διακόψει μαζί της;»«Αυτό είναι το θέμα. Νόμιζα πως είχε σταματήσει όταν έκανε πρόταση γάμου στη Λαίδη Ηρώ,

αλλά τώρα πιστεύω πως βλέπει πάλι την κυρία Τέιτ.»«Για να τιμωρήσει την Ηρώ» είπε ο Γκρίφιν.«Όχι, δεν το νομίζω. Πιστεύω πως τρέφει αισθήματα γι’ αυτήν τη γυναίκα.» Η μητέρα κούνησε

λυπημένα το κεφάλι. «Τον αγαπώ πολύ τον Τόμας –είναι ο πρωτότοκος γιος μου–, αλλά ξέρω πωςμπορεί να γίνει πάρα πολύ μπουμπουνοκέφαλος. Θα έπρεπε να αφήσει ελεύθερη τη Λαίδη Ηρώ.»

«Α.» Ο Γκρίφιν αποτελείωσε το μπράντι του. «Μόνο που φοβάμαι πως αυτό δεν βοηθάει εμένασε κάτι.»

«Τι εννοείς;»«Εκείνη δεν με αγαπάει.» Έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να χαμογελάσει. «Δεν θα με

παντρευτεί.»«Χμ.» Εκείνη συνοφρυώθηκε. «Μπορεί να είπε ότι δεν θέλει να σε παντρευτεί, όμως δεν

πιστεύω ούτε στο ελάχιστο πως δεν σε αγαπάει. Μια γυναίκα σαν τη Λαίδη Ηρώ δεν βάζει ένανάντρα στο κρεβάτι της αν δεν είναι παντρεμένη μαζί του εκτός κι αν είναι τρελά ερωτευμένη.»

Ο Γκρίφιν κοίταξε το ποτήρι του, αδυνατώντας να συναντήσει το βλέμμα της. Ξαφνικά ένιωθεανήμπορος να μιλήσει. «Αν με αγαπάει, ξέρει να το κρύβει πολύ καλά.»

«Μακάρι να είχαμε λίγο περισσότερο χρόνο» ξέσπασε η μητέρα του. «Είμαι βέβαιη πως θαερχόταν στα λογικά της αν ο Τόμας περίμενε λίγο μέχρι να την παντρευτεί.»

«Ο Γουέικφιλντ είναι αυτός που πιέζει για να γίνει ο γάμος.» Ο Γκρίφιν κούνησε με απελπισία τοκεφάλι. «Και εν πάση περιπτώσει, ειλικρινά δεν πιστεύω πως θα άλλαζε γνώμη. Έχω κάποιεςδουλειές να τελειώσω εδώ, και μετά θα φύγω για το Λανκασάιρ.»

«Μα, δεν μπορείς να φύγεις!» φώναξε η μητέρα του. «Δεν καταλαβαίνεις; Αν της δώσεις λίγοχρόνο…»

«Δεν μπορώ να μείνω και να τη βλέπω να παντρεύεται τον Τόμας!» είπε μέσα από τα δόντια του.Τώρα πια δεν μπορούσε να συγκρατήσει άλλο τον πόνο του. Κοίταξε τη μητέρα του, και μετάτράβηξε το βλέμμα μην μπορώντας να αντικρίζει τον οίκτο που έβλεπε στα μάτια της. «Απλώς δενμπορώ.»

«Γκρίφιν…»«Όχι.» Τη σταμάτησε με μια αποφασιστική κίνηση του χεριού του. «Άκουσέ με. Θα τελειώσω

Page 206: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

τις δουλειές μου, και ύστερα θα μετακομίσω μόνιμα στο βορρά. Είτε θα μεταφέρω με κάποιοντρόπο τη βάση μου βόρεια είτε θα αναθέσω σε εντολοδόχους μου να με αντιπροσωπεύουν στοΛονδίνο. Δεν πρόκειται να γυρίσω πίσω.»

Έμεινε να τον κοιτάζει σιωπηλή, όμως τα μάτια της είχαν πλημμυρίσει με δάκρυα.Ο Γκρίφιν το παρατήρησε και ένιωσε την καρδιά του να βουλιάζει. Δεν μπορούσε να το αντέξει

και αυτό.«Δεν με αγαπάει. Θα πρέπει να το δεχτώ και να συνεχίσω τη ζωή μου.» Πήρε την καράφα κι ένα

ποτήρι, και κίνησε για την πόρτα. Εκεί σταμάτησε, έχοντας την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος της.«Με συγχωρείς» είπε.Και βγήκε από το δωμάτιο. Αν ήταν τυχερός, σε μία ώρα θα είχε γίνει στουπί από το μεθύσι.

Page 207: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Κεφάλαιο Δεκαεπτά

Εκείνο το βράδυ η βασίλισσα αποσύρθηκε στα διαμερίσματά της, νιώθοντας τηνκαρδιά της βαριά. Οι υποψήφιοι μνηστήρες της είχαν δίκιο. Έπρεπε να πάρει μιααπόφαση και να διαλέξει τον καλύτερο άντρα για να παντρευτεί, όμως η σκέψη αυτήτη γέμιζε θλίψη. Βγήκε στο μπαλκόνι της και είδε ότι το μικρό πουλί είχε ήδηκουρνιάσει εκεί.Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα έπιασε το πουλί, και πρόσεξε πως στο λαιμό του είχεπερασμένο ένα λεπτό σχοινί που από την άκρη του κρεμόταν ένας μικροσκοπικόςκαθρέφτης. Έλυσε το καθρεφτάκι και το κράτησε ψηλά – και φυσικά είδε τον εαυτότης να αντικατοπτρίζεται στην επιφάνειά του. Και τότε κατάλαβε το μήνυμα: Εκείνηήταν η καρδιά του βασιλείου της…

-από το Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα

Αργά εκείνο το απόγευμα, η Ηρώ έπαιζε αφηρημένα στο χέρι της το διαμαντένιο της σκουλαρίκι.Είχε αποσυρθεί στο σαλόνι με μια τσαγιέρα, και τώρα το τσάι κρύωνε πάνω στο χαμηλό τραπεζάκιπου βρισκόταν μπροστά της. Το δωμάτιο ήταν πλημμυρισμένο από το γλυκό άρωμα των ρόδων πουστόλιζαν μέσα σε ένα τεράστιο βάζο το γωνιακό τραπέζι. Είχαν ροζ χρώμα –το αγαπημένο της–,όμως εκείνη τράβηξε γρήγορα το βλέμμα από πάνω τους.

Η Ξαδέρφη Μπατίλντα είχε πάθει απανωτές κρίσεις υστερίας μπροστά στην απαίτηση τουΜάξιμους να παντρευτεί η Ηρώ την Κυριακή. Είχε φύγει για να προσπαθήσει να λογικέψει τονΜάξιμους, αλλά η Ηρώ είχε ελάχιστες ελπίδες πως η Ξαδέρφη θα κατόρθωνε να πείσει τον αδερφότης να αναβάλει το γάμο. Από τη στιγμή που ο Μάξιμους έβαζε στο μυαλό του κάτι, γινόταναμετακίνητος σαν βράχος.

Όχι πως είχε και κάποια ιδιαίτερη σημασία αυτό.Αν ήταν να παντρευτεί τον Τόμας, είτε το έκανε αυτή την Κυριακή είτε κάποια άλλη πολύ

αργότερα δεν είχε καμία διαφορά. Δεν την ένοιαζε ούτε το αναπόφευκτο σκάνδαλο που θαδημιουργείτο. Το ήξερε πως δεν ήταν φυσιολογική όλη αυτή η αδιαφορία. Ένα μικρό κομμάτι τουμυαλού της ούρλιαζε πως θα έπρεπε να πανικοβληθεί, θα έπρεπε να την πιάσει κι εκείνην υστερία. Κιόμως, δεν κατάφερνε να πείσει τον εαυτό της να νοιαστεί.

Έκανε ένα λάθος.Αναστέναξε και άφησε το σκουλαρίκι να πέσει δίπλα από το φλιτζάνι της. Δεν μπορούσε να

ξεπεράσει την αίσθηση πως έκανε ένα τρομερό, ανεπανόρθωτο λάθος.«Εδώ είσαι» φώναξε η Φοίβη από την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο. «Πού έχει πάει η Ξαδέρφη

Μπατίλντα; Δεν μπορώ να τη βρω πουθενά.»«Λυπάμαι, αγάπη μου» της είπε η Ηρώ, νιώθοντας ενοχή. «Έφυγε σαν τρελή για να μιλήσει στον

Μάξιμους.»

Page 208: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Ω» έκανε η Φοίβη και κάθισε σε μία καρέκλα, στα δεξιά από τον καναπέ που καθόταν η Ηρώ.Οι ώμοι της κοπέλας ήταν σκυφτοί. Η Ηρώ δάγκωσε το χείλι της. «Σου μίλησε ο Μάξιμους;»Η Φοίβη κατένευσε με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα.«Λυπάμαι πολύ.»«Δεν πειράζει.» Η πλάτη της ίσιωσε λιγάκι. «Όλοι αυτοί οι χοροί και τα σχετικά. Θα πρέπει να

είναι κουραστικά, φαντάζομαι. Δεν συμφωνείς;»«Ναι, είναι μάλλον βαρετά» συμφώνησε η Ηρώ ήρεμα.«Μόνο που…» Η Φοίβη ζάρωσε τη μύτη της. «Θα μου άρεσε να χορέψω μια φορά με έναν

κύριο που δεν θα είναι συγγενής μου. Μόνο μία φορά.»Τα μάτια της Ηρώς βούρκωσαν.«Είναι για καλό. Το καταλαβαίνω αυτό.» Η κοπέλα πήρε μια βαθιά αναπνοή και σήκωσε το

βλέμμα. «Η Ξαδέρφη Μπατίλντα πήγε να μιλήσει στον Μάξιμους για το γάμο σου;»Ο τόνος της φωνής της ήταν διστακτικός, και η Ηρώ αισθάνθηκε ακόμα πιο άσχημα. Δεν είχαν

πει στη Φοίβη τίποτα, ωστόσο εκείνη θα πρέπει να είχε καταλάβει την αναταραχή που επικρατούσεστο σπίτι τις τελευταίες δύο μέρες.

«Το ξέρεις πως ο Μάξιμους είπε ότι πρέπει να παντρευτώ αυτή την Κυριακή;» ρώτησε.«Κάποια από τις υπηρέτριες κρυφάκουσε κάτι και μου το είπε.» Το βλέμμα της χαμήλωσε και

πάλι. «Νόμιζα ότι δεν σου άρεσε πια.»«Είναι μάλλον περίπλοκο το θέμα.»«Όμως, σε χτύπησε, έτσι δεν είναι;» Τώρα η Φοίβη την κοίταξε με ανησυχία. «Έτσι έγινε η

μελανιά στο μάγουλό σου, σωστά;»«Ναι.» Η Ηρώ άγγιξε το μάγουλό της και μόρφασε. Είχε πάρει ένα έντονο μαβί χρώμα. «Αλλά

έστειλε τη συγγνώμη του.» Έδειξε προς το βάζο με τα τριαντάφυλλα.Η Φοίβη τα κοίταξε προσεκτικά. «Ώστε από αυτόν είναι;»«Ναι.»«Είναι πανάκριβα. Θα πρέπει να νιώθει πολλές ενοχές. Και καλά θα κάνει να νιώθει έτσι. Δεν

πιστεύω πως πρέπει να τον παντρευτείς» της είπε η Φοίβη με απόλυτη σοβαρότητα. «Όχι αφού σεχτύπησε. Τι σκέφτεται ο Μάξιμους;»

«Δεν είναι τόσο απλό.» Η Ηρώ αναστέναξε. Έπιασε το διαμαντένιο σκουλαρίκι και τοστριφογύρισε μέσα στο χέρι της. «Ο Μάξιμους κάνει αυτό που θεωρεί καλύτερο για μένα.»

«Δεν καταλαβαίνω το πώς.»«Ο Μάντβιλ αντέδρασε έτσι παρασυρμένος από θυμό. Έκανα κάτι που τον εξόργισε πάρα πολύ.

Συνήθως είναι πολύ αξιόπιστος άνθρωπος. Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο Μάξιμους και ξέρει πωςθα γίνει ένας υπεύθυνος, άξιος σύζυγος για μένα.»

Η Φοίβη σούφρωσε τη μύτη της. «Υπεύθυνος. Άξιος.»Με τον άχρωμο τρόπο που επανέλαβε τις αρετές του Τόμας, έκανε τα προσόντα του να

ακούγονται λιγότερο σημαντικά. Ωστόσο, η Ηρώ κατένευσε. «Ναι.»«Φαίνονται μάλλον βαρετοί λόγοι για να παντρευτείς κάποιον.»Δάγκωσε το χείλι της. «Ο γάμος θεωρείται έτσι κι αλλιώς βαρετός.»

Page 209: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Γιατί;» ρώτησε η αδερφή της. «Γιατί δεν μπορεί να είναι συναρπαστικός και… και σανπεριπέτεια; Είμαι σίγουρη πως αν έψαχνες λίγο ακόμα, θα μπορούσες να βρεις έναν άντρα που νακάνει την καρδιά σου να σκιρτά κάθε φορά που θα τον βλέπεις.»

Να κάνει την καρδιά της να σκιρτά. Έτσι ακριβώς ένιωθε όποτε έβλεπε τον Γκρίφιν. Όμως,εκείνος ήταν εντελώς ακατάλληλος, έτσι; Απλώς η Φοίβη ήταν πολύ μικρή για να καταλάβει.

Η Ηρώ κούνησε δύσπιστα το κεφάλι και κοίταξε το σκουλαρίκι που κρατούσε στο χέρι της.Η Φοίβη έσκυψε μπροστά για να κοιτάξει την παλάμη της. «Αυτό δεν είναι το σκουλαρίκι που

έχασες τη βραδιά των αρραβώνων σου;»«Ναι.» Έκλεισε τα δάχτυλά της προστατευτικά γύρω από το μικρό κόσμημα.«Τι καλά που το ξαναβρήκες» της είπε. «Πάντα πίστευα πως κάθε φορά που βρίσκουμε ένα

χαμένο σκουλαρίκι είναι σαν να έχουμε αποκτήσει ένα ολοκαίνουριο σετ.»Η Ηρώ ανασήκωσε τα φρύδια, χαμογελώντας. «Πόσο συχνά χάνεις τα σκουλαρίκια σου;»«Πολύ συχνά, φοβάμαι» παραδέχτηκε η Φοίβη. «Είναι σαν…»«Ο αδερφός σου είναι πεισματάρης σαν μουλάρι!» φώναξε η Ξαδέρφη Μπατίλντα καθώς

έμπαινε στο σαλόνι. Η Μινιόν γάβγισε λες και ήθελε να δώσει έμφαση στη δήλωση της αφεντικίναςτης.

«Δεν αλλάζει ημερομηνία;» ρώτησε η Ηρώ.«Όχι μόνο δεν αλλάζει ημερομηνία, αλλά ούτε που ήθελε να συζητήσει το θέμα.» Η Ξαδέρφη

Μπατίλντα σωριάστηκε στον καναπέ δίπλα από την Ηρώ, κερδίζοντας ένα γρύλισμα διαμαρτυρίαςαπό τη Μινιόν. «Έπειτα, είχε το θράσος να μου πει πως είχε δουλειές να τελειώσει και πως ησυνέντευξή μας είχε τελειώσει! Μπορείς να το φανταστείς; Πότε έγινε αυτός ο άνθρωπος τόσοαγενής, δεν το κατάλαβα. Η μητέρα σας ήταν η ενσάρκωση της ευγένειας, αγαπητές μου. Μιααληθινή κυρία. Κι εγώ σίγουρα δεν τον έκανα ποτέ να πιστέψει πως μια τέτοια συμπεριφορά προςτους μεγαλύτερούς του είναι αυτονόητη.»

Η Ξαδέρφη Μπατίλντα έστρωνε νευρικά το φόρεμά της, και οι επίμονες κινήσεις της προφανώςενοχλούσαν τη Μινιόν. Το μικρό σπάνιελ σηκώθηκε από τα γόνατά της και πήδηξε με λεπτότηταστην αγκαλιά της Ηρώς, όπου ξάπλωσε με ένα βαθύ αναστεναγμό.

Η Ηρώ χάιδεψε τα απαλά αφτιά της Μινιόν. «Θα ήθελες λίγο τσάι, Ξαδέρφη;»«Λίγο τσάι τώρα θα ήταν ό,τι έπρεπε» είπε η Ξαδέρφη Μπατίλντα. «Όμως, αυτό εδώ θα έχει

παγώσει χωρίς αμφιβολία. Φοίβη, θα μπορούσες να ζητήσεις να μας φέρουν άλλο;»«Μάλιστα, Ξαδέρφη Μπατίλντα» της απάντησε, και σηκώθηκε υπάκουα.Η Μπατίλντα έριξε μια ματιά στο κορίτσι που πήγαινε προς την πόρτα. «Πόσα νομίζεις πως

γνωρίζει για το θέμα;»«Μάλλον τα πάντα» είπε η Ηρώ κουρασμένα. «Οι υπηρέτες δεν μπόρεσαν να μην

κρυφακούσουν, και άρχισαν τα κουτσομπολιά, ξέρεις.»«Καταραμένα κουτσομπολιά!» Η Ξαδέρφη έκανε μια περιφρονητική γκριμάτσα, αλλά είδε τη

Φοίβη να επιστρέφει, και εξομάλυνε το πρόσωπό της. «Σ’ ευχαριστώ, αγαπητή μου. Χαίρομαι ναβλέπω πως έχω μάθει τρόπους τουλάχιστον σε εσάς τα κορίτσια.»

«Δεν νομίζω πως θα μπορούσε κανείς να πείσει τον Μάξιμους να κάνει κάτι που δεν θέλει, είτεαφορά στους τρόπους είτε όχι» είπε εύθυμα η Φοίβη. «Στο κάτω-κάτω, αυτός είναι ο δούκας.

Page 210: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Μερικές φορές είναι δύσκολο να τον φανταστεί κανείς κάπως αλλιώς, ωστόσο κάποτε θα πρέπει ναυπήρξε κι αυτός μωρό, με κρέμα πασαλειμμένη στα μούτρα του.» Έσμιξε τα φρύδια, δείχνονταςξαφνικά αβέβαιη. «Ήταν, έτσι δεν είναι;»

«Φυσικά!» είπε η Μπατίλντα. «Ήταν ένα αξιολάτρευτο μωρό, αν και πολύ σοβαρό ακόμα κιόταν έπαιζε. Η μητέρα σας γελούσε συχνά με το αυστηρό ύφος που είχε.»

«Αλήθεια;» Η Φοίβη έσκυψε προς το μέρος της με ενδιαφέρον. Πάντα της άρεσε να συζητάει γιατους γονείς τους. Αφού ήταν ακόμη μωρό όταν πέθαναν, δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα απόεκείνους.

«Ω, ναι» είπε η Ξαδέρφη Μπατίλντα «αν και ο πατέρας σας τη μάλωνε γι’ αυτό. Υποστήριζε πωςένα τόσο σοβαρό αγόρι θα γινόταν ο τέλειος δούκας. Και είχε δίκιο. Ο Μάξιμους είναι έναςυπέροχος δούκας, παρόλο που είναι πεισματάρης σαν μουλάρι.»

Εκείνην τη στιγμή μπήκαν οι υπηρέτριες με καινούριο τσάι και συνοδευτικά, και επικράτησεσιγή μέχρι να μαζέψουν τα παλιά σερβίτσια και να αφήσουν τα καινούρια. Η Ηρώ τις ευχαρίστησε,κι εκείνες έκαναν από μια υπόκλιση και έφυγαν από το δωμάτιο.

«Αυτό εδώ φαίνεται ωραίο και ζεστό» είπε η Ξαδέρφη Μπατίλντα καθώς έσκυβε για νασερβιριστεί. «Φοίβη, θα ήθελες ένα φλιτζάνι; Ηρώ;»

Η Ηρώ κούνησε αρνητικά το κεφάλι, και η Ξαδέρφη ετοίμασε ένα φλιτζάνι για τη Φοίβη και έναδικό της. Ύστερα έγειρε πίσω με το φλιτζάνι της, εισπνέοντας τον αρωματικό ατμό.

«Α, αυτό είναι ό,τι πρέπει για να με τονώσει» είπε. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο αδερφόςσας έπρεπε να με παιδέψει τόσο, αγαπητές μου.»

«Ίσως οι δουλειές που είχε να ήταν πολύ σημαντικές» υπέθεσε η Φοίβη, πίνοντας μια γουλιάαπό το τσάι της.

Η Ξαδέρφη Μπατίλντα ξεφύσησε αποδοκιμαστικά. «Έτσι είπε, και ίσως έτσι να πίστευε, όμωςεγώ δεν καταλαβαίνω πόσο σημαντικό μπορεί να είναι το να συλλάβει κάποιον παρασκευαστή τζινστο χειρότερο σημείο του Σεντ Τζάιλς, ασχέτως με το τι ισχυρίζεται.»

Η Μινιόν έσκουξε καθώς η Ηρώ έσφιξε ακούσια το αφτί της. Ο Μάξιμους κυνηγούσε κάποιονπαρασκευαστή τζιν στο Σεντ Τζάιλς – σήμερα! Ο Γκρίφιν τής είχε πει μόλις χθες βράδυ πως είχεδιαπληκτιστεί με τον αδερφό της. Αν ο Μάξιμους έβλεπε τον Γκρίφιν σαν απειλή για το γάμο της μετον Τόμας, ίσως θεωρούσε έξυπνη κίνηση να τον βγάλει από τη μέση.

Ένα έντονο αίσθημα φόβου εξαπλώθηκε μέσα της και έκανε το κορμί της να ριγήσει. Ο αδερφόςτης μπορούσε να γίνει πολύ σκληρός, ωστόσο σίγουρα –σίγουρα!– δεν θα έκανε καμία κίνησηεναντίον του Γκρίφιν τη στιγμή που εκείνη ετοιμαζόταν να παντρευτεί τον Τόμας. Δεν της το είχευποσχεθεί; Αλλά όχι, δεν είχε διατυπώσει καμία συγκεκριμένη υπόσχεση. Απλώς την είχε ρωτήσειαν θα ήθελε να συλληφθεί ο Γκρίφιν. Είχε αφήσει να εννοηθεί πως θα έβαζε να συλλάβουν τονΓκρίφιν αν εκείνη δεν παντρευόταν τον Τόμας. Ωστόσο, έπειτα από τη συζήτησή τους, ο Γκρίφινείχε καβγαδίσει με τον Μάξιμους. Μήπως ο αδερφός της είχε αποφασίσει να αντιμετωπίσει δραστικάτην αντίθεση του Γκρίφιν στο γάμο της με τον Τόμας;

Η Ξαδέρφη Μπατίλντα την κοίταξε. «Συμβαίνει κάτι, αγαπητή μου;»«Απλώς… Απλώς αναρωτιόμουν πότε σχεδιάζει ο Μάξιμους να συλλάβει αυτό τον

παρασκευαστή;» Έχωσε τα δάχτυλά της στο απαλό τρίχωμα της Μινιόν, και το σκυλί άρχισε να τηςγλείφει το χέρι.

Page 211: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Αυτήν τη στιγμή που μιλάμε» απάντησε η Ξαδέρφη Μπατίλντα, και η καρδιά της Ηρώςσταμάτησε να χτυπά. «Σύντομα, εν πάση περιπτώσει. Έλεγε, καθώς με συνόδευε στην πόρτα, πωςθα έπαιρνε στρατιώτες και θα συναντούσε τον πληροφοριοδότη του.»

Η Ηρώ έσκυψε ανυπόμονα προς το μέρος της. «Άρα, δεν έχει κάνει ακόμη τίποτα; Υπάρχειχρόνος;»

Ο Ξαδέρφη Μπατίλντα χαμήλωσε αργά το φλιτζάνι της, δείχνοντας έκπληκτη. «Ναι, υποθέτωπως ναι, αγαπητή μου. Για ποιο λόγο ρωτάς;»

«Θυμήθηκα… Θυμήθηκα ένα ραντεβού» απάντησε η Ηρώ και σηκώθηκε όρθια, αναγκάζονταςτη Μινιόν να πηδήξει στο πάτωμα. Το σκυλί έσκουξε δυνατά και χώθηκε κάτω από τον καναπέ.«Είναι η άμαξα ακόμη έξω;»

«Δεν ξέρω» απάντησε η Ξαδέρφη, κοιτώντας ανήσυχα την Ηρώ που έτρεχε προς την πόρτα.«Ηρώ, τι συμβαίνει;»

Αλλά εκείνη βρισκόταν ήδη στο χολ και πλησίαζε τις σκάλες. Δεν είχε χρόνο για να δώσειεξηγήσεις ούτε στην Ξαδέρφη ούτε στη Φοίβη. Δεν είχε χρόνο ούτε για να βρει κάποια βοήθεια.Έπρεπε να πάει στο Σεντ Τζάιλς και να ειδοποιήσει τον Γκρίφιν πριν τον ρίξει ο αδερφός της στηφυλακή…

Καταδικασμένο σε θάνατο δια απαγχονισμού.

* * *

Ο Τόμας ξαφνιάστηκε όταν, φτάνοντας αργά εκείνο το απόγευμα στο σπίτι της Λαβίνια, είδε μιαάμαξα σταματημένη απέξω. Χτύπησε την πόρτα της συνοφρυωμένος, ενώ ένα ακαθόριστο αίσθημαανησυχίας άρχισε να φουντώνει μέσα του.

Του άνοιξε ο επιβλητικός μπάτλερ, ο οποίος σκυθρώπιασε φανερά μόλις τον είδε. Ο Τόμας δενμπήκε στον κόπο να ακολουθήσει τις συνηθισμένες τυπικότητες. Προσπέρασε τον άντρα, καιαμέσως πρόσεξε τα κιβώτια και τα καλάθια που ήταν στοιβαγμένα στους τοίχους του χολ.

«Πού είναι;»«Η κυρία Τέιτ είναι στα διαμερίσματά της» του είπε ο μπάτλερ ξινισμένα, παραλείποντας –όπως

πρόσεξε ο Τόμας– το «λόρδε μου».Ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες χωρίς να πει άλλη κουβέντα. Στο διάβολο ο άντρας, τελικά. Δεν

ήταν παρά ένας απλός υπηρέτης. Ο Τόμας αποφάσισε να κάνει μια κουβέντα με τη Λαβίνια για τοπροσωπικό της, όμως όταν έφτασε στο δωμάτιό της, κοκάλωσε. Όλα τα συρτάρια της σιφονιέραςτης ήταν ανοιχτά, το ίδιο και η ντουλάπα της. Φουστάνια, μεσοφόρια, κάλτσες, παπούτσια, νυχτικιέςκαι ένας σωρός γυναικεία κομμάτια ήταν απλωμένα σε κάθε διαθέσιμη επιφάνεια. Και μέσα σε όλοαυτό το χάος, η Λαβίνια καθοδηγούσε δύο καμαριέρες πώς να πακετάρουν τα ρούχα στα κιβώτια.

«Τι κάνεις;» τη ρώτησε απότομα.Εκείνη σήκωσε το βλέμμα στο άκουσμα της φωνής του, και η έκφρασή της πάγωσε.Το στήθος του σφίχτηκε. «Λαβίνια;»«Μάρθα, Μέιζι, σας παρακαλώ, πηγαίνετε να βοηθήσετε τους υπηρέτες στα κάτω σαλόνια» είπε

η Λαβίνια.

Page 212: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Οι καμαριέρες έκαναν μια υπόκλιση και βγήκαν από το δωμάτιο, ρίχνοντας προς το μέρος τουΤόμας περίεργες ματιές.

Εκείνος αδιαφόρησε για το τι μπορούσε να σκεφτόταν το λιγοστό μυαλό τους. «Τι κάνεις;»Η Λαβίνια σήκωσε το πιγούνι. «Πακετάρω για να φύγω, φυσικά.»Σήμερα φορούσε ένα απλό γκρίζο φόρεμα –εντελώς έξω από το στιλ της–, το οποίο, σε αντίθεση

με τα λαμπερά κόκκινα μαλλιά της, της έδινε μια αυστηρή όψη.Ο Τόμας ένιωσε την ανάγκη να το βγάλει από πάνω της και να το κάνει κομμάτια.«Νόμιζα…» Αναγκάστηκε να σταματήσει και να καταπιεί, για να διώξει τον κόμπο που είχε

σταθεί στο λαιμό του. Είχε το οδυνηρό συναίσθημα πως θα έβαζε τα κλάματα. «Νόμιζα πως θαέμενες μαζί μου.»

«Επειδή σε άφησα να πλαγιάσεις μαζί μου;»«Ναι, που να σε πάρει!»Η Λαβίνια αναστέναξε. «Σου έχω ήδη πει ότι δεν θα γίνω η ερωμένη σου ενώ εσύ θα

παντρεύεσαι μια άλλη γυναίκα, Τόμας. Δεν άλλαξα γνώμη ποτέ.»Στράφηκε προς το κρεβάτι, αλλά εκείνος την άρπαξε άγρια από το μπράτσο. «Με αγαπάς.»«Ναι, σ’ αγαπώ.» Ανασήκωσε τα φρύδια και τον κοίταξε μελαγχολικά. «Όμως, να ξέρεις πως η

αγάπη δεν έχει να κάνει με όλο αυτό.»«Ανάθεμά σε» ψιθύρισε και, πάνω στην απελπισία του, σκέπασε το στόμα της με το δικό του.Η Λαβίνια τον άφησε. Έμεινε εκεί, ήρεμη και σιωπηλή, χωρίς να κάνει καμία κίνηση για να

αντισταθεί. Το στόμα της μύριζε μέντα και τσάι, και ο Τόμας βόγκηξε, ξαναμμένος. Ανέκαθεν είχετην ίδια επίδραση πάνω του, από τότε που την είχε συναντήσει για πρώτη φορά σε κάποιο χορό, ναμιλάει και να γελάει με κάποιους άλλους άντρες. Είχε την ικανότητα να βγάζει τη ζωώδη πλευρά απόμέσα του, να τον κάνει να ξεχνά πως ήταν ένας αριστοκράτης, ένα ευυπόληπτο μέλος τουΚοινοβουλίου, ένας τζέντλεμαν που είχε στην ιδιοκτησία του αμέτρητα στρέμματα γης.

Τον μεταμόρφωνε σε άντρα, σε έναν απλό άντρα, και κάποτε την είχε μισήσει γι’ αυτό, για το ότιτου θύμιζε πως κάτω από την τήβεννο και τα αριστοκρατικά του ρούχα ήταν απλώς και μόνο έναςάνθρωπος φτιαγμένος από σάρκα και αίμα όπως τόσοι φουκαράδες που αγωνίζονταν να επιβιώσουνστο Λονδίνο. Όμως, τώρα πια αδιαφορούσε γι’ αυτό. Επρόκειτο να τη χάσει, για πάντα. Θα έφευγετόσο απλά, στερώντας του το πληθωρικό της γέλιο, τα κατακόκκινα μαλλιά της, και αυτά τακαστανά μάτια που μέσα τους αντικατοπτρίζονταν τα πιο κρυφά μυστικά του.

Όταν επιτέλους τράβηξε το στόμα του από το δικό της, η Λαβίνια απλώς τον κοίταξε, και μετάτου γύρισε την πλάτη. Έπιασε στο χέρι της μία κάλτσα και άρχισε να την τυλίγει προσεκτικά.«Αντίο, Τόμας.»

Εκείνος έπεσε στα γόνατά του, εκεί, μέσα στο δωμάτιό της, πάνω στο φθαρμένο χαλί, και είπε τοπρώτο πράγμα που ήρθε στο μυαλό του. «Σε παρακαλώ, παντρέψου με, Λαβίνια.»

* * *

«Μοιάζετε σαν πεθαμένος που έμεινε θαμμένος για τρεις μέρες, και ύστερα αναστήθηκε ξανά.» Έτσιεγκάρδια υποδέχτηκε ο Ντιντλ τον Γκρίφιν εκείνο το απόγευμα στο Σεντ Τζάιλς. Έγειρε το κεφάλι

Page 213: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

του και του έριξε μια πιο προσεκτική ματιά. «Και που στα ενδιάμεσα πήγε στην Κόλαση» πρόσθεσε.«Ευχαριστώ, πήγα όντως» απάντησε ο Γκρίφιν καθώς γέμιζε έναν τορβά για τον Ράμπλερ.Δεν εμπιστευόταν κανέναν από τους άντρες του για να αναλάβει την εποπτεία του

αποστακτήριου, γι’ αυτό είχε αναγκαστεί να επιστρατεύσει τον Ντιντλ. Ο βαλές του στεκόταν τώραμπροστά του, οπλισμένος σαν αστακός, με δύο πιστόλια στη ζώνη και ένα ξίφος. Ο Γκρίφιν σήκωσετο βλέμμα του στον ουρανό. Η μέρα έφευγε γρήγορα και η νύχτα γέμιζε με σκιές το Σεντ Τζάιλς.

Ο Ντιντλ έχωσε τη γλώσσα του στο άνοιγμα των μπροστινών δοντιών του. «Τι σας συνέβη,λόρδε μου;»

Ο Γκρίφιν έκανε να κουνήσει το κεφάλι, αλλά σταμάτησε σχεδόν αμέσως, επειδή το ένιωσε ναπονάει προειδοποιητικά. «Τίποτα που να σε κάνει να ανησυχείς.»

«Αφού το λέτε εσείς.»«Ή το αποδέχεσαι ή όχι, δεκάρα δεν δίνω.» Ο Γκρίφιν μπήκε στη μισοσκότεινη αποθήκη.

Απόψε δεν είχε την υπομονή να κοντράρεται με τον Ντιντλ.«Τότε, θα το δεχτώ» είπε ο Ντιντλ, τρέχοντας να τον προλάβει.«Τι έγινε από την τελευταία φορά που ήρθα;» ρώτησε ο Γκρίφιν.Ο βαλές του αναστέναξε. «Χάσαμε άλλους δύο άντρες κατά τη διάρκεια της νύχτας. Έτσι,

καταλήξαμε στους πέντε, εκτός από εμάς τους δύο.»«Διπλασίασες πάλι το μισθό τους;»Ο Ντιντλ κατένευσε. «Όπως ακριβώς μου είπατε. Πράγμα που δεν εμπόδισε αυτούς τους δύο

τύπους να το βάλουν στα πόδια.»«Έτσι κι αλλιώς, δεν νομίζω πως έχει καμία σημασία πια» είπε ο Γκρίφιν. Κοίταξε με απάθεια

τους άντρες που του είχαν απομείνει να γεμίζουν με τζιν τα δρύινα βαρέλια. «Όλο αυτό θα έχειτελειώσει μέχρι αύριο.»

Ο Ντιντλ ήρθε μπροστά του για να τον κοιτάξει. «Άρα, θα γίνει απόψε;»«Ναι.» Ο Γκρίφιν έριξε μια ματιά στα μεγάλα χάλκινα καζάνια, στα βαρέλια που περίμεναν το

τζιν, στις φωτιές που έκαιγαν και στην ίδια την αποθήκη. Σε όλα αυτά που εκείνος και ο Νικ είχανδουλέψει τόσο σκληρά για να φτιάξουν. «Ναι, απόψε.»

«Χριστέ μου» είπε ο Ντιντλ. «Είστε σίγουρος; Έχουμε λιγότερους από μία ντουζίνα άντρες καιόχι όσα εφόδια θα θέλατε. Λόρδε μου, μοιάζει με αυτοκτονία.»

Ο Γκρίφιν τον κοίταξε ανέκφραστα. Το κεφάλι του πονούσε και το στόμα του είχε γεύση απόαίμα και χολή. Είχε χάσει την Ηρώ, θα έχανε τη μητέρα του αφήνοντάς την πίσω στο Λονδίνο, δενθα είχε ποτέ την ευκαιρία να συμφιλιωθεί με τον Τόμας, και ο Νικ, ο καλύτερος φίλος του, ήταννεκρός κάτω από τη γη. Το καταραμένο αποστακτήριο ήταν το τελευταίο πράγμα που του είχεαπομείνει στο Λονδίνο.

«Ή απόψε ή ποτέ. Δεν θα περιμένω άλλο. Θέλω να ξεμπερδεύω πια.» Γύρισε και έπιασε ένα απότα τρομερά σπαθιά που χρησιμοποιούσαν οι άντρες του. Έπειτα κοίταξε πάλι τον Ντιντλ. «Είσαιμαζί μου ή όχι;»

Εκείνος ξεροκατάπιε και έπιασε το πιστόλι του. «Ναι, λόρδε μου. Είμαι.»

Page 214: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Κεφάλαιο Δεκαοχτώ

Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της Βασίλισσας Μαυρομαλλούσας μπροστά στηναπλότητα και στην ομορφιά που έκρυβε το μήνυμα του μικροσκοπικού καθρέφτη.Κράτησε το πουλί μέσα στην παλάμη της. «Τι να κάνω;» ψιθύρισε πάνω στα αφράταπούπουλα. «Ποιον να διαλέξω για άντρα μου;»Άφησε το πουλί να πετάξει ελεύθερο μακριά της. Όμως, αυτό, αντί να εξαφανιστείμέσα στη νύχτα όπως έκανε πάντα, ήρθε πάλι μπροστά της σχεδόν αμέσως.Προσγειώθηκε στα κάγκελα και άνοιξε το ράμφος του για να κελαηδήσει. Άφησε τηνκαρδιά της καρδιάς να αποφασίσει…

-από το Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα

«Είναι στριμωγμένος» είπε ο Φρέντι, ικανοποιημένος, εκείνο το βράδυ. «Ο Ρίντινγκ δεν πρόκειταινα βγει από εκεί μέσα ζωντανός. Έχασε τον Νικ Μπαρνς, και οι περισσότεροι άντρες του τον έχουνεγκαταλείψει.»

Ο Τσάρλι κατένευσε, ακούγοντας με ευχαρίστηση το κροτάλισμα των ζαριών μέσα στο χέρι τουκαι προσπαθώντας ταυτόχρονα να συλλάβει οποιονδήποτε ήχο μέσα στη νύχτα. «Οπληροφοριοδότης μας είπε στον Γουέκφιλντ πού βρίσκεται το αποστακτήριο του Ρίντινγκ;»

«Του το είπε και τον πηγαίνει εκεί, όπως συμφωνήσαμε» είπε ο Φρέντι. Ήταν τόσο μεγάλη ηχαρά του, που σχεδόν κοίταξε τον Τσάρλι καταπρόσωπο.

Σχεδόν, όχι εντελώς.Ο Τσάρλι έριξε τα ζάρια στο τραπέζι. Δύο άσοι. Δύο. Έμεινε να κοιτάζει σαν μαρμαρωμένος τον

κακό οιωνό. Οι άσοι προέβλεπαν θάνατο, όμως ποιανού; Του εχθρού του ή το δικό του; Ή μήπωςτης γυναίκας που βρισκόταν επάνω;

«Θα τον τραβήξουμε έξω» ψιθύρισε, κοιτώντας ακόμη το γρουσούζικο αριθμό που είχαν φέρειτα ζάρια. «Παράσυρέ τον έξω, σκότωσέ τον και κάψε το αποστακτήριο.»

* * *

Ο ουρανός έπαιρνε ένα γκρίζο χρώμα τη στιγμή που η Ηρώ κατέβαινε από την άμαξα στις αρχές τουΣεντ Τζάιλς.

«Δεν μου αρέσει αυτό, λαίδη μου» είπε ο Τζορτζ, ο υπηρέτης. Σήκωσε ένα φανάρι και ψηλάφισετο πιστόλι που του είχε δώσει.

Ακούστηκαν δυνατές φωνές από μια ομάδα αντρών που τσακώνονταν δίπλα από ένααναποδογυρισμένο κάρο στο δρομάκι. Η άμαξά της είχε κολλήσει πίσω από το σημείο τουατυχήματος, σε ένα δρόμο τόσο στενό, που ήταν αδύνατο να πάρει στροφή.

Page 215: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Καταλαβαίνω τις αντιρρήσεις σου» μουρμούρισε η Ηρώ. «Όμως, δεν μπορώ να τους περιμένωμέχρι να αδειάσουν το δρόμο. Μπορεί να πάρει ώρες.»

«Συγχωρήστε με, λαίδη μου, αλλά δεν θα μπορούσαμε να ειδοποιήσουμε να μας στείλουν απότο σπίτι κάνα δυο ακόμα υπηρέτες να μας συνοδέψουν;»

«Σ’ το είπα, δεν έχω χρόνο.» Η Ηρώ ανασήκωσε το φόρεμά της και άρχισε να απομακρύνεταιγρήγορα από την άμαξα και τον τόπο του ατυχήματος.

«Αλλά όταν σκοτεινιάσει» δυσανασχέτησε ο Τζορτζ. «Τι θα γίνει αν μας επιτεθούν, λαίδη μου;»«Έχεις τα πιστόλια» προσπάθησε να τον καθησυχάσει.Ο Τζορτζ δεν φάνηκε να πείθεται από τα λόγια της, παρ’ όλα αυτά δεν διαμαρτυρήθηκε άλλο.

Την ακολούθησε, κοιτώντας με προσοχή τριγύρω τους.Η Ηρώ δάγκωσε το χείλι της και τύλιξε καλά το μανδύα γύρω από το κορμί της. Δεν μπορούσε

να τον κατηγορήσει τον Τζορτζ. Η αποστολή τους ήταν επικίνδυνη – πολύ επικίνδυνη. Κανονικάούτε που θα το σκεφτόταν να έρθει στο Σεντ Τζάιλς βράδυ, πόσω μάλλον με τα πόδια και με τησυνοδεία μόνο ενός σωματοφύλακα. Ήξερε πολύ καλά τους κινδύνους που κρύβονταν σε αυτή τηνπεριοχή.

Όμως, τι άλλη επιλογή είχε; Έπρεπε να πάει στο αποστακτήριο του Γκρίφιν όσο το δυνατόνγρηγορότερα. Δεν ήθελε να κινήσει τις υποψίες της Ξαδέρφης Μπατίλντα παίρνοντας μαζί τηςπερισσότερους υπηρέτες.

Κοίταξε γύρω τους. Το στενό που ακολουθούσαν γινόταν όλο και πιο σκοτεινό, όλο και πιοέρημο. Όλοι έδειχναν να βιάζονται να κλειστούν στα σπίτια τους πριν νυχτώσει για τα καλά.Ανατρίχιασε. Θεέ μου, τι θα γινόταν αν ήταν ήδη αργά και ο Μάξιμους είχε κάνει ήδη την έφοδο πουσχεδίαζε στο αποστακτήριο; Η σκέψη του Γκρίφιν δεμένου με αλυσίδες, ριγμένου σε κάποιοεξαθλιωμένο κελί ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αντέξει. Ήταν τόσο περήφανος άντρας! Κι ακόμαχειρότερα, τι θα γινόταν αν δοκίμαζε να αντισταθεί; Αν τον πυροβολούσαν;

Ένας λυγμός τής ξέφυγε στην τελευταία σκέψη. Ήταν παράλογο. Χθες βράδυ τον είχε απορρίψεικαι τώρα έτρεχε μέσα στο Σεντ Τζάιλς τρέμοντας για τη ζωή του.

Μήπως είχε τρελαθεί; Ή μήπως απλώς είχε κάνει ένα τρομερό λάθος;Γιατί τον είχε αποδιώξει; Τώρα πια δεν της φαίνονταν λογικά τα επιχειρήματα που του είχε

απαριθμήσει. Οι θέσεις της έδειχναν να μην έχουν βάση. Το μόνο που ήξερε με βεβαιότητα ήταναυτό που της φώναζε η καρδιά της: ήθελε τον Γκρίφιν. Παρά τους άξεστους τρόπους του, παρά τοσκοτεινό παρελθόν του, παρά το γεγονός πως ο αδερφός της ήταν έτοιμος να τον συλλάβει επειδήπαρασκεύαζε τζιν.

Τον ήθελε τον Γκρίφιν. Ένιωθε πως θα πέθαινε αν του συνέβαινε κάποιο κακό, και πολύφοβόταν πως η ζωή της θα γινόταν μια ατελείωτη, σκοτεινή και βαρετή δοκιμασία χωρίς εκείνον.Τον ήθελε, τον χρειαζόταν, και ναι, τον αγαπούσε – το παραδεχόταν τώρα που ίσως και να ήτανπολύ αργά. Τον αγαπούσε.

Αυτό ήταν το μόνο που είχε σημασία.

* * *

Page 216: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Είναι τρέλα» μουρμούρισε ο Ντιντλ με σφιγμένα τα δόντια του.Ο Γκρίφιν στράφηκε πίσω του και τον κοίταξε. Είχε πέσει η νύχτα και ο δρόμος πίσω από το

αποστακτήριο ήταν γεμάτος σκιές. Το σκοτάδι ήταν θείο δώρο για τα αρπαχτικά της νύχτας, αφούμπορούσε να κρύψει με επιτυχία οποιονδήποτε κακοποιό καραδοκούσε για να επιτεθεί.

Φυσικά, οι σκιές μπορούσαν να κρύψουν και αυτούς που καταδίωκαν τα αρπαχτικά. Απόψε, σεαυτούς τους τελευταίους συγκαταλέγονταν και ο Γκρίφιν με τον Ντιντλ.

Με τα δάχτυλά του έλεγξε να σιγουρευτεί πως το πιστόλι του ήταν οπλισμένο. «Μπορεί να είναιτρελό, όμως είναι η μοναδική μας ευκαιρία.»

Ο Ντιντλ γρύλισε. «Ο Εφημέριος και η συμμορία τους δεν θα μας περιμένουν, αυτό είναισίγουρο. Όχι καθισμένοι έξω στο σκοτάδι.»

Ακούστηκε ένα σύρσιμο, και ο Γκρίφιν έστρεψε το κεφάλι, όντας σε επιφυλακή. Μίαμικροκαμωμένη φιγούρα ξεπήδησε στο δρόμο.

«Γάτα» ψιθύρισε ο Ντιντλ. «Πιστεύεις πως ο Εφημέριος θα μας επιτεθεί απόψε;»«Περιμένει από τότε που σκότωσαν τον Νικ» μουρμούρισε ο Γκρίφιν. «Ήλπιζε να με

εγκαταλείψουν οι περισσότεροι άντρες μου –πράγμα που έκαναν, ανάθεμά τον– για να με βρειαπελπισμένο και φοβισμένο. Θα έλεγα πως υπάρχουν πολλές πιθανότητες να είναι απόψε η μοιραίανύχτα.»

Ο βαλές έπιασε τον ώμο του Γκρίφιν την ίδια στιγμή που και ο ίδιος πρόσεξε τις σκιές πουκινούνταν. Τρεις άντρες αργοσάλευαν στο στενό. Ο ένας έκανε ένα σάλτο και γαντζώθηκε στημάντρα της αποθήκης. Πήγαιναν να μπουκώσουν πάλι τις καμινάδες για να προετοιμάσουν τηνεπίθεση, αν υπολόγιζε σωστά.

Ο Γκρίφιν κινήθηκε γρήγορα και αθόρυβα. Έπιασε τον πρώτο άντρα από τα μαλλιά και τονχτύπησε με το κοντάκι του όπλου του. Ο άντρας σωριάστηκε στο έδαφος σαν υλοτομημένο δέντρο.Ο δεύτερος άντρας φώναξε, όμως τον πυροβόλησε ο Ντιντλ. Ο Γκρίφιν γύρισε και σημάδεψε τονάντρα που σκαρφάλωνε στον τοίχο. Πάτησε τη σκανδάλη, και ένιωσε το στήθος του να φουσκώνειαπό άγρια χαρά όταν τον είδε να πέφτει.

Τότε κάποιος τον χτύπησε από το πλάι. Το πιστόλι έπεσε από τα χέρια του και ο ίδιος πετάχτηκεβίαια πάνω στη μάντρα. Αυτός που του είχε επιτεθεί ήταν σωστός γίγαντας με ανάλογα χέρια πουτον χτυπούσαν στο πρόσωπο και στο στομάχι. Ο Γκρίφιν βόγκηξε, έσκυψε, ένιωσε τα πάντα ναγυρίζουν γύρω του. Τράβηξε το πιστόλι του και πυροβόλησε εξ επαφής το πρόσωπο του άντρα.

Ένιωσε το μάγουλό του να τσούζει από το μπαρούτι, κι έπειτα κάτι υγρό και κολλώδες να τονπιτσιλάει. Έσπρωξε στην άκρη το σώμα και σήκωσε το βλέμμα του, με τα αφτιά του να βουίζουνπερίεργα. Στην άλλη άκρη του δρόμου διέκρινε άντρες να τρέχουν προς το μέρος τους, καμιάεικοσαριά, ίσως και περισσότεροι.

Ήταν παγίδα, σκέφτηκε με αλλόκοτη ψυχραιμία. Ο Εφημέριος τούς περίμενε να εμφανιστούναπό τους τοίχους της αποθήκης. Και αυτό ακριβώς είχαν κάνει. Εμφανίστηκαν.

Προχώρησε μέχρι το κέντρο του δρόμου και έκανε μεταβολή, τραβώντας το σπαθί του για νααντιμετωπίσει την επερχόμενη επίθεση.

«Λόρδε μου» μουρμούρισε ο Ντιντλ δίπλα του. «Τι, στο διάβολο, είναι όλοι αυτοί;»Ο Γκρίφιν κοίταξε πάνω από τον ώμο του, και συνειδητοποίησε πως μια δεύτερη ομάδα από

άντρες έκλειναν την άλλη άκρη του δρόμου, βαδίζοντας με συντονισμένο βήμα, κατευθυνόμενοι

Page 217: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

προς το μέρος τους. Πίσω τους ακολουθούσαν έφιπποι άντρες.«Στρατιώτες.» Έφτυσε αίμα στο χώμα. «Αν δεν κάνω λάθος, έρχεται να με συλλάβει ο Δούκας

του Γουέικφιλντ.»«Μεγαλοδύναμε» μουρμούρισε ο Ντιντλ. «Είμαστε νεκροί, λόρδε μου. Νεκροί.»Και τότε ο Γκρίφιν έριξε πίσω το κεφάλι του και ξέσπασε σε γέλια. Ο ήχος αντήχησε στους

βρόμικους τοίχους που περιέβαλλαν το σημείο που επρόκειτο να χάσει τη ζωή του.

* * *

Η Σάιλενς διέσχιζε τους σκοτεινούς δρόμους του Σεντ Τζάιλς που οδηγούσαν πίσω στο ίδρυμα.Είχε σκοπό να κάνει μόνο ένα γρήγορο πέρασμα για να επισκεφτεί μία από τις παραμάνες του

ιδρύματος και το μωρό που είχε αναλάβει. Όμως, τη στιγμή που μπήκε στο σπίτι της γυναίκας,ένιωσε αμέσως την αψιά μυρωδιά του τζιν. Από εκεί κι έπειτα ξεκίνησαν αλληλοκατηγορίες,διαμαρτυρίες και μία μάλλον άκρως δυσάρεστη σκηνή πριν τελικά φύγει με το ορφανό βρέφος σταχέρια της. Ασχέτως με το πόσο συμπόνεσε την τροφό –μια χήρα με ένα παιδί δικό της–, η Σάιλενςδεν μπορούσε να ρισκάρει την ευεξία ενός τόσο μικρού μωρού. Ήταν περίπου ενός μηνός, ιδιαίτεραεπισφαλής ηλικία για ένα νεογνό.

Γνώριζε άλλη μία υποψήφια παραμάνα για το μωρό, όμως αυτή ζούσε σχεδόν ενάμισιχιλιόμετρο μακριά από την πρώτη και σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από το ίδρυμα. Είχε τρέξειμέχρι εκεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε με ένα μωρό στην αγκαλιά της. Και στο τέλος, η Σάιλενςέμεινε πολύ ευχαριστημένη με την ανάθεση. Η καινούρια τροφός, η Πόλι, είχε συνεργαστεί καιπαλιότερα με το ίδρυμα και είχε προσφέρει λίαν ικανοποιητικές υπηρεσίες. Παρόλο που τα δικά τηςπαιδιά είχαν πια απογαλακτιστεί, η Πόλι διαβεβαίωσε τη Σάιλενς πως είχε ακόμη αρκετό γάλα για τοορφανό μωρό.

Μια μέρα με ευτυχή κατάληξη, αλλά πολύ κουραστική, και ο λόγος που τώρα βρισκόταν έξωστο σκοτάδι.

Τράβηξε το λεπτό μάλλινο μανδύα της στους ώμους της και κοίταξε το σκοτεινό κούφωμα τηςπόρτας που προσπερνούσε. Κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες να μη σκέφτεται τις τρομερές ιστορίεςπου είχε ακούσει από την Νελ, η οποία ήταν μια αδιόρθωτη αφηγήτρια περιπετειών τρόμου. Για τηγυναίκα που είχε στραγγαλίσει ο ίδιος της ο εραστής. Για την άλλη γυναίκα που την είχαν σύρει μετη βία σε ένα στενό δρομάκι και της είχαν επιτεθεί τρεις μεθυσμένοι άντρες. Για εκείνην που είχεβγει έξω για να αγοράσει μία κρεατόπιτα για τα τέσσερα παιδιά της και εξαφανίστηκε μυστηριωδώς,αφήνοντας πίσω της μόνο το ένα της παπούτσι σε κάποιο στενό σοκάκι.

Η Σάιλενς ρίγησε. Όλες οι ιστορίες της Νελ είχαν δύο κοινά σημεία: αφορούσαν γυναίκες πουβρέθηκαν έξω μόνες.

Και όλες είχαν διαδραματιστεί νύχτα. Φωνές ακούστηκαν από κάπου μπροστά, και η Σάιλενςκοντοστάθηκε. Βρισκόταν σε κάποιο φαρδύ δρόμο, όμως δεν υπήρχαν πάροδοι εκεί κοντά. Τομοναδικό φως το έδινε ένα φανάρι που ήταν κρεμασμένο πάνω από ένα μικρό τσαγκαράδικο. Οιφωνές δυνάμωσαν και φώτα άρχισαν να πλησιάζουν από μακριά.

Η Σάιλενς κοίταξε γύρω της με απόγνωση. Κάποιος άντρας φώναξε μια θυμωμένη βλαστήμια.Ύστερα, μια ομάδα ανθρώπων εμφανίστηκε τρέχοντας στην μπροστινή στροφή του δρόμου. Ήταν

Page 218: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

άντρες που κρατούσαν δαυλούς, αλλά και γυναίκες. Προχωρούσαν και φώναζαν, ενώ κάπου στοκέντρο τους υπήρχε κάποιο αξιολύπητο πράγμα που το έσερναν από μια τραχηλιά.

Κάποιος έσπασε ένα τζάμι, και η Σάιλενς κοντοστάθηκε. Ήδη είχε αρχίσει να οπισθοχωρεί,έτοιμη να ακολουθήσει τρέχοντας τον ίδιο δρόμο που είχε μόλις διασχίσει. Όμως, αυτή ηκατεύθυνση οδηγούσε αντίθετα από το ίδρυμα. Κοίταξε πάνω από τον ώμο της τη στιγμή που δύοάντρες τραβούσαν στη μέση του δρόμου τον κακομοίρη που είχαν πιάσει και άρχιζαν να τονχτυπούν με ρόπαλα.

«Δείξτε έλεος!» άκουσε το θύμα τους να φωνάζει.Ακολούθησαν περισσότερες βρισιές, και ανάμεσά τους μία βραχνή φωνή που η Σάιλενς

κατάλαβε πως φώναξε: «Χαφιέ!»Μεγαλοδύναμε Θεέ, λιντσάριζαν έναν πληροφοριοδότη.Διάφορες πόρτες άνοιξαν μπροστά της, αλλά όταν κοίταξε με ελπίδα προς το μέρος τους, είδε

μόνον ανθρώπους να πετάγονται έξω και να τρέχουν προς τη φοβερή σκηνή που διαδραματιζότανπίσω της. Ο δρόμος γέμισε ξαφνικά από αλλόφρονες που ούρλιαζαν. Κάποιος την έσπρωξε, και ηΣάιλενς παραπάτησε. Έπεσε πάνω στον τοίχο κάποιου σπιτιού και κόλλησε την πλάτη της εκεί.

Ένας μεθυσμένος άντρας εμφανίστηκε μπροστά της, με τα χέρια του να στρίβουν σπασμωδικάκαι το άσχημο στόμα του να χαμογελά πονηρά. Χωρίς να μιλήσει, της τράβηξε την κουκούλα από τοκεφάλι, τραβώντας μαζί και τα μαλλιά της. Πίσω του φάνηκαν φλόγες να εκτοξεύονται προς τονουρανό, ρίχνοντας ένα πορτοκαλί χρώμα στο σκοτεινό πρόσωπό του. Τι, στην ευχή, έκαναν στονκαημένο τον πληροφοριοδότη;

Όμως, είχε να σκεφτεί αυτά που γίνονταν μπροστά της. Ο άσχημος άντρας έσκυψε απειλητικάπάνω της.

Ένιωσε να τη σπρώχνουν προς τα δεξιά, και προς στιγμή πίστεψε με ένα αίσθημα ανακούφισηςπως ήταν ελεύθερη.

Τότε ένα βαρύ χέρι την άρπαξε από τα μαλλιά, και αμέσως κατάλαβε πως η νύχτα θαεξελισσόταν σε εφιάλτη.

Page 219: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Κεφάλαιο Δεκαεννέα

Εκείνο το βράδυ, η βασίλισσα στριφογυρνούσε αδιάκοπα στο βασιλικό κρεβάτι της,ωστόσο το πρωί είχε καταλήξει σε μία απόφαση. Ντύθηκε με προσοχή, φορώντας τηνκαλύτερη χρυσή τουαλέτα της και μία κορόνα με διαμάντια και ρουμπίνια. Έπειταπροχώρησε προς την αίθουσα του θρόνου, για να συναντήσει τους υποψήφιουςμνηστήρες της. Και οι πρίγκιπες είχαν ντυθεί ιδιαίτερα προσεγμένα. Ο ΠρίγκιπαςΊστσαν άστραφτε μέσα σε ρούχα από ασήμι και χρυσό, ο Πρίγκιπας Γουέστμουνφορούσε ένα γιλέκο κεντημένο με σμαράγδια, και ο Πρίγκιπας Νόρθγουιντ ήτανσκεπασμένος με μαργαριτάρια. Και οι τρεις άντρες στέκονταν επιβλητικοί καιγοητευτικοί, άψογοι μέσα στη μεγαλοπρέπειά τους.«Πήρατε την απόφασή σας;» ρώτησε ο Πρίγκιπας Ίστσαν.Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα σήκωσε το κεφάλι. «Ναι…»

-από το Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα

Το πρώτο κύμα των επιτιθέμενων χτύπησε σαν πολιορκητικός κριός. Δεν φαινόταν να έχουνπιστόλια, όμως ήταν οπλισμένοι με ρόπαλα και λίγα σπαθιά. Ο Γκρίφιν έριξε τις τελευταίες σφαίρεςαπό το όπλο που του είχε απομείνει, ρίχνοντας κάτω τον άντρα που ηγείτο της εφόδου.

Ύστερα τράβηξε το σπαθί του. «Για τον Νικ Μπαρνς!»Ένας πυροβολισμός ακούστηκε από πίσω του, κι αμέσως μετά οι άντρες του Εφημέριου από τη

μία μεριά και οι στρατιώτες από την άλλη συνέκλιναν, έτσι ώστε ο Γκρίφιν με τον Ντιντλ ναβρεθούν στη μέση της συμπλοκής. Ο Γκρίφιν κούνησε στον αέρα το ξίφος του και χτύπησε τομπράτσο ενός άντρα. Ο άντρας σωριάστηκε κάτω με ένα ουρλιαχτό και ποδοπατήθηκε από κάποιοάλογο.

Για μια στιγμή, ανάμεσα στους συνωστισμένους άντρες, ο Γκρίφιν διέκρινε ένα πρόσωπο – ήκάτι που έμοιαζε με πρόσωπο μέσα σε εφιάλτη. Το δέρμα του έμοιαζε σαν να ήταν φτιαγμένο απόκερί που έλιωνε στις άκρες του κρανίου του, σχηματίζοντας μια αλλόκοτη μάσκα. Ο Γκρίφινανοιγόκλεισε τα μάτια και η οπτασία χάθηκε.

Γύρισε και μαχαίρωσε άλλον έναν άντρα, και σαν απάντηση δέχτηκε ένα δυνατό χτύπημα.Κάποιος του επιτέθηκε με ρόπαλο, πετυχαίνοντάς τον στον αριστερό ώμο και κάνοντας όλο το χέριτου να μουδιάσει από τον πόνο. Κούνησε δυνατά το κεφάλι του, προσπαθώντας να τινάξει το αίμαπου έτρεχε στα μάτια του. Ούτε που θυμόταν πώς είχε δημιουργηθεί το τραύμα. Ήταν σίγουρος πωςθα έτρωγε κάποια σφαίρα από πίσω ή πως θα τον κάρφωναν με σπαθί, ωστόσο δεν έκανε τον κόπονα κοιτάξει.

Ο θάνατος θα τον έβρισκε πολύ σύντομα.Ο Ντιντλ βλαστήμησε δίπλα του. Ο Γκρίφιν γύρισε και τον είδε να απομακρύνεται

παραπατώντας από τρεις άντρες. Το χέρι του ήταν μουσκεμένο στο αίμα.

Page 220: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Άφησε μια δυνατή κραυγή και όρμησε σε αυτούς που είχαν επιτεθεί στο βαλέ του. Χαμογέλασεμοχθηρά όταν πέταξε τον πρώτο άντρα στο πλάι. Οι άλλοι δύο έκαναν μεταβολή και το έβαλαν σταπόδια. Έπειτα, ξαφνικά, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με μια αστραφτερή μαύρη μπόταστολισμένη με ένα χρυσό σπιρούνι. Σήκωσε το βλέμμα και είδε τον Γουέικφιλντ να τον κοιτάζειπάνω από το ψηλό μαύρο άλογό του.

«Ρίντινγκ!» φώναξε ο Γουέικφιλντ. «Το αποστακτήριό σου είναι αυτό;»«Άντε πηδήξου» απάντησε ο Γκρίφιν, και χτύπησε με τον αγκώνα του στο πρόσωπο έναν κοντό,

στραβοκάνη τραμπούκο.Ο Γουέικφιλντ τράβηξε ένα πιστόλι, σημάδεψε πάνω από το κεφάλι του Γκρίφιν, τράβηξε τη

σκανδάλη, και σχεδόν ξεκούφανε τον Γκρίφιν με το μπαμ! Τότε τον κοίταξε, σκυθρωπός, καικούνησε τα χείλη, αλλά ο Γκρίφιν δεν μπορούσε να τον ακούσει.

Αισθάνθηκε κάποιο σπρώξιμο από πίσω, και γύρισε για να δει. Ο Ντιντλ χρησιμοποιούσε ένααπό τα πιστόλια του για να χτυπήσει κάποιον άντρα στο κεφάλι.

Ένιωσε ένα άγγιγμα στον ώμο του και σήκωσε το ξίφος του.Ο Γουέικφιλντ έφερε τα χέρια του σαν χωνί μπροστά στο στόμα του και φώναξε δυνατά: «Οι

άντρες σου είναι αυτοί;»«Υπήρχε περίπτωση να πολεμήσω τους ίδιους μου τους άντρες;» ρώτησε ο Γκρίφιν, οργισμένα.Έκανε έναν ελιγμό στο πλάι, για να αποφύγει το σπαθί ενός άντρα, και μετά του έβαλε μια

τρικλοποδιά και τον χτύπησε δυνατά στο κεφάλι. Κοίταξε γύρω του. Οι περισσότεροι από τουςάντρες του Εφημέριου είχαν διασκορπιστεί, καταδιωκόμενοι από τους έμπειρους στρατιώτες.

«Τότε, φαίνεται πως έχεις κάποιον ανταγωνιστή εδώ» παρατήρησε ο Γουέικφιλντ.Τράβηξε το σπαθί του και έσκυψε για να χτυπήσει με την κόψη του το πρόσωπο ενός

τραμπούκου. Ο άντρας παραπάτησε από την ορμή του χτυπήματος, αλλά και από τη φόρα που είχε οίδιος πάρει. Ο Γκρίφιν τον αποτελείωσε χτυπώντας τον στον αυχένα με τη λαβή του ξίφους του. Τονείδε να σωριάζεται στο έδαφος, κι έπειτα γύρισε προς τον Γουέικφιλντ με ένα σαρκαστικό χαμόγελοστα χείλη.

Όμως, πρόσεξε κάποια κίνηση πίσω από το τεράστιο άλογο του Γουέικφιλντ και ένιωσε τουςμύες του να τεντώνονται από τον τρόμο.

Εκεί, στην αρχή του δρόμου, η Ηρώ βάδιζε με χάρη προς το σημείο όπου δινόταν η μάχη,έχοντας κοντά της μόνο έναν υπηρέτη που κρατούσε στο ένα του χέρι ένα φανάρι και στο άλλο ένααμφιλεγόμενο πιστόλι.

«Χριστέ μου» είπε ξέπνοα ο Γκρίφιν.Ο Γουέικφιλντ κοίταξε πίσω του. «Τι, στο διάβολο, κάνει εδώ η αδερφή μου, Ρίντινγκ;»

* * *

Ο Τόμας δεν είχε γονατίσει ποτέ στη ζωή του. Έτσι όπως κοιτούσε τη Λαβίνια, ήξερε πολύ καλάπόσο ταπεινωμένος έδειχνε σε αυτήν τη στάση, όμως έτσι έπρεπε να γίνει. Της ζητούσε το χέρι. Γιατην ακρίβεια, εκλιπαρούσε για το χέρι της. Αν τον εγκατέλειπε η Λαβίνια, δεν θα του απέμενετίποτα. Ήταν ικανός να μπουσουλήσει μπροστά της, αρκεί μόνο να του το ζητούσε.

Page 221: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Άραγε, εκείνη μπορούσε να φανταστεί την τρικυμία που είχε δημιουργήσει μέσα του;Τα καστανά της μάτια γυάλιζαν από τα δάκρυα. «Το ξέρεις πως δεν μπορείς να με παντρευτείς,

Τόμας. Μου το έχεις πει τόσες φορές στο παρελθόν.»Έκανε να απομακρυνθεί από κοντά του, όμως εκείνος πετάχτηκε όρθιος, της έπιασε το χέρι και

το κράτησε ανάμεσα στα δικά του. «Έτσι σου έχω πει, όμως έλεγα ψέματα, Λαβίνια. Και σε σένακαι σε μένα. Μπορώ να σε παντρευτώ.»

«Και τι γίνεται με την Αν; Τι γίνεται με τις φοβίες που έχεις μήπως προδοθείς;»Ένιωσε το στήθος του να σφίγγεται από πανικό. «Δεν έχουν καμία σημασία.»«Ναι.» Πήρε μια βαθιά αναπνοή. «Ναι, έχουν. Η Αν σε πρόδωσε με έναν τρομερό τρόπο, κι εσύ

από τότε δεν έχεις εμπιστευτεί άλλη γυναίκα. Δεν μπορώ να ζω με το συνεχή φόβο μήπως κάνω κάτιπου εσύ θα παρεξηγήσεις.»

«Όχι!» Έκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να ελέγξει τον εαυτό του, έτσι ώστε να εκφράσεισωστά όσα σημαντικά είχε να της πει. «Ήμουν παλιάνθρωπος, το παραδέχομαι, που σεαμφισβήτησα. Ποτέ δεν μου έδωσες την παραμικρή αφορμή όσο ήμαστε μαζί. Δεν ήσουν εσύ αυτήπου βρήκε κάποιον άλλον. Εγώ ήμουν.»

«Όμως…»«Όχι, άκουσέ με.» Της έσφιξε το χέρι. «Το ξέρω πως εγώ είμαι το πρόβλημα. Ο Γκρίφιν μού

είπε ότι ποτέ του δεν είχε τίποτα με την Αν, κι όμως αρνήθηκα να του δώσω την ικανοποίηση πωςτον πιστεύω. Σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ, Λαβίνια, δείξε μου εμπιστοσύνη. Άφησέ με να σουαποδείξω ότι μπορώ να αλλάξω.»

Εκείνη κουνούσε το κεφάλι, προσπαθώντας χωρίς επιτυχία να κρύψει τα δάκρυά της. «Τι θαγίνει με το Κοινοβούλιο; Ή με τη διαδοχή του τίτλου σου;»

«Δεν καταλαβαίνεις;» Αυτός που ήταν γνωστός για την ευφράδειά του μπροστά στα έδρανα τηςΒουλής των Λόρδων, τώρα προσπαθούσε απεγνωσμένα να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να τηςεξηγήσει. «Τίποτε από όλα αυτά δεν έχει σημασία. Χωρίς εσένα, είμαι μόνο η σκιά του εαυτού μου,ένα ασήμαντο ανθρωπάκι. Το Κοινοβούλιο, η τάξη των μαρκησίων μπορούν να επιβιώσουν καιχωρίς εμένα. Όμως, εγώ δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα.»

Η Λαβίνια άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό.«Σ’ αγαπώ, Λαβίνια» της είπε με απελπισία. «Δεν νομίζω πως θα αλλάξει ποτέ αυτό, επειδή

προσπάθησα να το σταματήσω και δεν τα κατάφερα. Σ’ αγαπώ και θέλω να σε παντρευτώ. Θα μεπαντρευτείς;»

«Ω, Τόμας!» Έκλαιγε και γελούσε μαζί. Τα μάτια της ήταν πρησμένα, τα μάγουλά της είχανκοκκινίλες, κι όμως ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει ποτέ του. «Ναι, θα σε παντρευτώ.»

* * *

Η Ηρώ άρχισε να τρέχει τη στιγμή που είδε τον Γκρίφιν δίπλα από το άλογο του Μάξιμους. Η νύχταφωτιζόταν μόνο από μερικούς αναμμένους δαυλούς και στο δρόμο γινόταν μία άκρως επικίνδυνημάχη, ωστόσο εκείνη το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν τους δύο αυτούς άντρες. Θεέ μου, οαδερφός της ήταν έτοιμος να σκοτώσει τον εραστή της;

Page 222: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Λαίδη μου!» φώναξε ο Τζορτζ και αντιμετώπισε με επιτυχία ένα χτύπημα από κάποιον άντραπου κρατούσε ένα μεγάλο ραβδί. «Λαίδη μου, σας παρακαλώ!»

Ο Γκρίφιν έκανε τρέχοντας έναν ελιγμό γύρω από το άλογο του Μάξιμους. Έσπρωξε δυνατάέναν άντρα που βρέθηκε στο δρόμο του, κάρφωσε έναν άλλον με το ξίφος του, γρονθοκόπησε καικλότσησε κάποιον τρίτο. Όλα αυτά χωρίς να τραβήξει ούτε για μια στιγμή το βλέμμα του από τηνΗρώ. Ακόμα και μέσα στο μισοσκότεινο δρομάκι, τα ανοιχτοπράσινα μάτια του έδειχναν να έχουνμια άγρια λάμψη. Έφτασε κοντά της όταν ο Τζορτζ άφηνε ένα ξεφωνητό και έριχνε μια τουφεκιά μετο πιστόλι του.

Η Ηρώ αναπήδησε, και γύρισε για να δει έναν άντρα γεμάτο αίματα να πέφτει στα πόδια τουυπηρέτη.

Έπειτα κάποιος την άρπαξε από τους ώμους και την τράβηξε προς την άλλη μεριά. Ο Γκρίφιντην κοιτούσε βλοσυρά. Είχε χάσει την περούκα του και αιμορραγούσε από ένα τραύμα στο μέτωπότου. Η δεξιά πλευρά του προσώπου του ήταν σκεπασμένη από πηγμένο αίμα που πρόσδιδε μιασχεδόν σατανική λάμψη στο δεξί του μάτι.

Κόντεψε να λιποθυμήσει από την ανακούφιση που ένιωσε όταν τον είδε μπροστά της σώο καιζωντανό. Δόξα τω Θεώ που είχε φτάσει εγκαίρως. Δόξα τω Θεώ που δεν θα έπρεπε να περάσει τηνυπόλοιπη ζωή της θρηνώντας τον. Δόξα τω Θεώ…

«Τι, στο διάβολο, γυρεύεις εδώ, ηλίθια γυναίκα;» διέκοψε ο Γκρίφιν τις σκέψεις της.Η Ηρώ ανοιγόκλεισε δύσπιστα τα μάτια και κοκάλωσε από την αντίδρασή του. «Απλώς διέσχιζα

εδώ και μία ώρα το Λονδίνο για να σε βρω!»«Σου έχω πει να μην έρχεσαι ποτέ μόνη σου στο Σεντ Τζάιλς!» της φώναξε, ταρακουνώντας τη

δυνατά.«Είχα τον Τζορτζ…»Εκείνος ξεφύσησε με οργή. «Τον Τζορτζ! Έναν άντρα! Και μέσα στο σκοτάδι. Έχεις τρελαθεί

τελείως;»Η Ηρώ σήκωσε υπεροπτικά το πιγούνι της. «Ερχόμουν για να σε σώσω… γαϊδούρι!»Τα μάτια της πλημμύρισαν από δάκρυα ταπείνωσης και πόνου. Τραβήχτηκε μακριά του και

γύρισε για να φύγει.Ο Γκρίφιν μουρμούρισε μια εντελώς ανάρμοστη βλαστήμια και την άρπαξε από πίσω. Τη γύρισε

προς το μέρος του, και τότε το στόμα του σκέπασε το δικό της, καυτό και θυμωμένο – και γεμάτοαπό ζωή.

Ένιωθε τόσο χαρούμενη –τόσο ευτυχισμένη– που τον είχε βρει γερό, παρόλο που της είχεφερθεί τόσο άσχημα, που άνοιξε πρόθυμα τα χείλη κάτω από τα δικά του και τύλιξε σφιχτά τα χέριατης γύρω από το λαιμό του. Όλα χάθηκαν από γύρω τους, εικόνες και ήχοι και γεγονότα, μέχρι πουβρέθηκαν οι δυο τους στο δικό τους όμορφο κόσμο. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, πουμπορούσε να την ακούσει. Τα ρουθούνια της γέμισαν με τη μυρωδιά του ιδρώτα του, τουμπαρουτιού και όλες τις άλλες αψιές οσμές που αποδείκνυαν πως ήταν αληθινό αυτό που ζούσε.Δάκρυα χαράς κύλησαν στα μάγουλά της.

«Ηρώ» μουρμούρισε εκείνος.«Γκρίφιν» του ψιθύρισε.

Page 223: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Χριστούλη μου» ακούστηκε μια αγανακτισμένη φωνή κοντά τους.Ο Γκρίφιν σήκωσε το κεφάλι χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του από τα μάτια της. «Φύγε από δω,

Γουέικφιλντ.»Η Ηρώ γούρλωσε τα μάτια και κοίταξε τριγύρω της, μέχρι που είδε τον αδερφό της, καθισμένο

ακόμη πάνω στο μαύρο άλογό του, να τους κοιτάζει αποδοκιμαστικά.«Δεν μπορείς να τον συλλάβεις!» φώναξε και κράτησε σφιχτά τους φαρδείς ώμους του Γκρίφιν.

Ο Μάξιμους δεν θα μπορούσε να πιάσει τον Γκρίφιν αν εκείνη έμενε κρεμασμένη πάνω του.«Δεν μπορεί να με συλλάβει» της είπε ο Γκρίφιν, με τη συνηθισμένη του έπαρση. «Όχι αν με

παντρευτείς.»«Εκβιάζεις την αδερφή μου;» ρώτησε άγρια ο Μάξιμους.«Αν χρειαστεί.» Το βλέμμα του είχε στραφεί πάλι πάνω της, και αυτό που αντίκρισε μέσα στα

βάθη των ματιών του έκανε την καρδιά της να πετάξει ελεύθερη. «Θα κάνω ό,τι κι αν χρειαστεί γιανα σε παντρευτώ, Ηρώ.»

Του χάιδεψε το πιγούνι –το μοναδικό σημείο στο πρόσωπό του που δεν είχε σκεπαστεί με αίμα–με δάχτυλα που έτρεμαν. «Δεν χρειάζεται να με εκβιάσεις για να σε παντρευτώ. Σ’ αγαπώ.»

Τα μάτια του άστραψαν. Την τράβηξε ξανά κοντά του. «Το εννοείς αυτό; Θα με παντρευτείς;»«Πολύ ευχαρίστως» απάντησε ξέπνοα.Έσκυψε για να τη φιλήσει, αλλά τη στιγμή που η Ηρώ άνοιγε τα χείλη της για να ανταποκριθεί, ο

Γκρίφιν σήκωσε το κεφάλι.«Λόρδε μου!» Κάποιος στρατιώτης ερχόταν τρέχοντας προς τον Μάξιμους. «Γίνονται φασαρίες

δυτικά από δω. Να στείλουμε ενισχύσεις;»Η Ηρώ κοίταξε με τρόμο τον Γκρίφιν. «Εκεί που βρίσκεται το ίδρυμα!»Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Εντάξει.» Έψαξε με το βλέμμα του τριγύρω.

«Ντιντλ!»Ο βαλές του εμφανίστηκε, με την εμφάνισή του στραπατσαρισμένη και το χέρι του να

αιμορραγεί, ωστόσο στάθηκε ευθυτενής μπροστά τους. «Μάλιστα, λόρδε μου;»«Τσίμπησαν το δόλωμα οι άντρες του Εφημέριου;» ρώτησε ο Γκρίφιν αινιγματικά.Ο Μάξιμους συνοφρυώθηκε. «Τι σημαίνει αυτό;»Ο Ντιντλ χαμογέλασε διάπλατα. «Οι άντρες του είναι μέσα κι οι δικοί μας έξω, λόρδε μου.»«Τότε, κάνε το.»Ο Ντιντλ κατένευσε. Έβαλε δύο από τα δάχτυλά του στο στόμα και φύσηξε, ώστε να ακουστεί

ένα δυνατό, διαπεραστικό σφύριγμα.Ο Γκρίφιν στράφηκε προς τον Μάξιμους. «Προτείνω να μαζέψεις τους άντρες σου κοντά σου.»Εκείνος ανασήκωσε καχύποπτα τα φρύδια, ωστόσο φώναξε δυνατά: «Εδώ!»Αμέσως οι στρατιώτες που είχαν απομείνει ξεκίνησαν να έρχονται προς το μέρος του.«Θα πάρει λίγο, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Ντιντλ ανήσυχα.ΜΠΟΥΜ!Μία δυνατή έκρηξη έκανε τη γη να σειστεί. Από τα κοντινά κτήρια ξεκόλλησαν τούβλα ενώ

ταυτόχρονα μια δυνατή λάμψη φώτισε τη νύχτα. Ο αέρας γέμισε με τη βαριά μυρωδιά του καπνού.

Page 224: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Η Ηρώ έπιασε τον Γκρίφιν. «Τι ήταν αυτό;»«Αυτό θα κόψει το βήχα του Εφημέριου.» Ο Γκρίφιν χαμογέλασε χαιρέκακα. «Ο Νικ θα

χαιρόταν πολύ με την όμορφη παγίδα που στήσαμε στον Εφημέριο και στους άντρες του.»Ο Μάξιμους, ο οποίος κοιτούσε την έκρηξη, χαμήλωσε το βλέμμα του πάνω τους. «Ανατίναξες

το αποστακτήριο, έτσι δεν είναι;»Ο Γκρίφιν χαμογέλασε ξανά. «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα για ποιο πράγμα μιλάς. Αλλά αν

ανατινάχτηκε κάποιο αποστακτήριο, ίσως έγινε επειδή κάποια πολύ επίμονη κυρία μού έδειξεπρόσφατα τα δεινά που μπορεί να φέρει το τζιν και η παρασκευή του.»

Η καρδιά της Ηρώς φούσκωσε από χαρά και τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα. «Ω, Γκρίφιν!»Ο Μάξιμους αναστέναξε. «Είσαι ένας εκνευριστικός βλάκας, αλλά νομίζω πως θα πρέπει να σε

δεχτώ στην οικογένεια.»Κοίταξε την Ηρώ.Εκείνη σήκωσε το κεφάλι προς το μέρος του. «Εκτός κι αν προτιμάς να κλεφτώ;»Ο Μάξιμους ρίγησε. «Δεν θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα με την Ξαδέρφη Μπατίλντα αν

έκανες κάτι τέτοιο.» Έσκυψε και έδωσε το χέρι του στον Γκρίφιν. «Ειρήνη;»Ο Γκρίφιν δέχτηκε το χέρι που του πρόσφερε. «Ειρήνη.»«Τώρα.» Ο Μάξιμους ίσιωσε την πλάτη. «Πού είναι αυτό το ορφανοτροφείο;»

* * *

Η Σάιλενς σήκωσε το βλέμμα στο μεθυσμένο που της είχε επιτεθεί και αναρωτήθηκε αν θα ήθελε ναζήσει άλλο όταν αυτός θα είχε τελειώσει μαζί της.

Μια φωνή ακούστηκε πίσω από τον άντρα. Αυτός έδειξε να την αγνοεί, αφού δεν ήταν παράμόνο μία από τις τόσες άγριες φωνές που έσκιζαν τη νύχτα. Μόνο που δεν μπόρεσε να αγνοήσει καιτο γαντοφορεμένο χέρι που τον άρπαξε από τον ώμο. Ο μεθυσμένος αλήτης έκανε να γυρίσει, αλλάβρέθηκε να εκσφενδονίζεται με το πρόσωπο στη γη.

Η Σάιλενς κοίταξε το σωτήρα της.Κι έπειτα έμεινε ακίνητη, απλώς να κοιτάζει σαν μαρμαρωμένη. Ο άντρας που στεκόταν

μπροστά της έμοιαζε σαν να είχε ξεπηδήσει από κάποια παντομίμα. Φορούσε φαρδύ παντελόνι καιένα χιτώνα φτιαγμένο με τα παρδαλά χρώματα του αρλεκίνου και μαύρα διαμάντια. Στα πόδιαφορούσε ψηλές μαύρες μπότες και στα χέρια μαύρα γάντια με μανσέτες. Το μισό πρόσωπό του ήτανκαλυμμένο από μία αλλόκοτη μάσκα με μια τεράστια γαμψή μύτη, που άφηνε ελεύθερο μόνο τοστόμα και το πιγούνι του. Καθώς τον κοιτούσε, εκείνος έβγαλε το τεράστιο μαύρο καπέλο του καιέκανε μπροστά της μια ευγενική υπόκλιση.

«Είσαι το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς!» του είπε με κομμένη την ανάσα.Οι άκρες των χειλιών του ανασηκώθηκαν, όμως δεν ακούστηκε κανένας ήχος. Το μόνο που

έκανε ήταν να της δείξει με το καπέλο του μπροστά του, σαν να ήθελε να την κατευθύνει.«Εδώ μένω» του είπε, νιώθοντας λιγάκι γελοία που μιλούσε σε ένα βουβό κωμικό ηθοποιό.Το στόμα του σφίχτηκε. Έκανε άλλη μία υπόκλιση και της έδειξε με τρόπο που δεν δεχόταν

αντιρρήσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνην που βρισκόταν το ίδρυμα.

Page 225: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Υποθέτω πως μπορώ να σε εμπιστευτώ;» είπε.Εκείνος χαμογέλασε, πράγμα που δεν τη βοήθησε να νιώσει καλύτερα. Από την άλλη όμως,

εκείνος ήταν που την είχε σώσει, και με έναν τόσο διαβόητο συνοδό δεν θα φοβόταν μήπως τηνπλησιάσει πάλι κανείς με άσχημες διαθέσεις.

«Πολύ καλά.» Ανασήκωσε το φόρεμά της, και μετά σταμάτησε απότομα καθώς το βλέμμα τηςέπεσε λίγο παραπέρα.

Στην απέναντι πλευρά του δρόμου βρισκόταν ο Μίκι Ο’Κόνορ. Στεκόταν και την κοίταζεσυνοφρυωμένος, χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια για να της κρυφτεί, με τα χέρια στηριγμέναστους γοφούς του.

Αλλά πάλι, ποιο λόγο είχε να της κρύβεται;Κούνησε το κεφάλι του, δείχνοντας πως ήξερε ότι τον είχε δει. Η Σάιλενς απέστρεψε το βλέμμα

και προσπάθησε να πάρει μερικές ήρεμες αναπνοές. Εκείνην τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι τοΦάντασμα είχε ακουμπήσει το χέρι του στη λαβή του σπαθιού του.

«Μη, όχι» είπε, πιάνοντας το μπράτσο του.Εκείνος την κοίταξε και έγειρε ερωτηματικά το κεφάλι.Η Σάιλενς δεν ήξερε αν ανησυχούσε γι’ αυτόν ή για τον κύριο Ο’Κόνορ. Για το μόνο που ήταν

βέβαιη ήταν πως είχε δει αρκετό αίμα μέσα σε μία νύχτα. «Σε παρακαλώ.»Κούνησε μια φορά το κεφάλι του και τράβηξε το χέρι από το ξίφος του.Η Σάιλενς δεν κατάφερε να συγκρατηθεί. Κοίταξε ξανά στην απέναντι πλευρά του δρόμου.Το σκοτεινό του βλέμμα συνάντησε το δικό της. Δεν έδειχνε καθόλου ευδιάθετος.Εκείνη γύρισε επίτηδες προς την άλλη μεριά. «Από δω είπες;»Το Φάντασμα κατένευσε, και ξεκίνησαν. Τα πρώτα λεπτά, καθώς η Σάιλενς προχωρούσε πάνω

στις πλάκες του δρόμου, ένιωθε το βλέμμα του Ο’Κόνορ καρφωμένο στην πλάτη της. Αρνιόταν νακοιτάξει πίσω της, να του δώσει οποιαδήποτε σημασία, και μετά από λίγο δεν είχε καν την αίσθησηπως την παρακολουθούσε.

Ξεφύσησε με ανακούφιση και κοίταξε γύρω της. Το Φάντασμα περπατούσε σχεδόν χωρίς ναακούγεται, ανάλαφρα και ρωμαλέα. Κρατούσε ψηλά το κεφάλι και έδειχνε σαν να οσμιζόταν τοναέρα. Δύο φορές σταμάτησε και ακολούθησε διαφορετικό δρόμο λες και ήθελε να αποφύγει τονόχλο. Μία φορά την έπιασε από το μπράτσο και την ανάγκασε να τρέξει, ακριβώς πριν ακουστούνάγριες φωνές από πίσω τους. Ήταν παράξενο, αλλά, παρόλο που δεν της μίλησε ποτέ και που δενφανέρωσε στιγμή το πρόσωπό του, η Σάιλενς δεν ένιωσε καθόλου φόβο μαζί του.Όταν τελικάφάνηκε μπροστά τους το κτήριο που φιλοξενούσε προσωρινά το ορφανοτροφείο, η Σάιλενςσταμάτησε απότομα. Έξω από τις πόρτες του ιδρύματος ήταν συγκεντρωμένος κόσμος, και, κάτωαπό το φως των φαναριών που κρατούσαν, η Σάιλενς είδε πως ήταν στρατιώτες.

«Τι δουλειά έχουν εδώ οι στρατιώτες;» ρώτησε.Προφανώς δεν περίμενε καμία απάντηση, όμως όταν γύρισε να κοιτάξει πίσω της, είδε με

έκπληξη πως είχε μείνει μόνη. Έριξε μια προσεκτική ματιά στο δρόμο, αλλά δεν υπήρχε κανέναίχνος από το Φάντασμα.

Είχε εξαφανιστεί το ίδιο ξαφνικά όπως είχε παρουσιαστεί μπροστά της.«Οι άντρες μπορούν να σε τρελάνουν» μουρμούρισε μόνη της και ξεκίνησε για το σπίτι.

Page 226: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Κυρία Χόλινμπρουκ!» Η Νελ εμφανίστηκε στο κατώφλι και έτρεξε κατά πάνω της. «Ω, κυρία!Ανησυχήσαμε τόσο πολύ για σας. Τρεις πληροφοριοδότες σκοτώθηκαν απόψε – τουλάχιστον, έτσιείπαν. Έγιναν φασαρίες στους δρόμους, και ο κύριος Μακπίς βρίσκεται σε κατάστασηαλλοφροσύνης. Ποτέ άλλοτε δεν τον έχω ξαναδεί έτσι.»

«Πού είναι ο Γουίντερ;» ρώτησε η Σάιλενς, ζαλισμένη. «Η Λαίδη Ηρώ είναι αυτή;»«Μάλιστα, κυρία» απάντησε η Νελ. «Και ο Δούκας του Γουέικφιλντ αυτοπροσώπως! Δεν

μπορείτε να πιστέψετε τι αναστάτωση επικρατεί.»Η Σάιλενς μισόκλεισε τα μάτια. Της φάνηκε πως… «Η Λαίδη Ηρώ φιλάει το Λόρδο Γκρίφιν;»Η Νελ κατένευσε. «Αρραβωνιάστηκαν.»«Μα, νόμιζα πως ήταν αρραβωνιασμένη με τον αδερφό του, το Μαρκήσιο του Μάντβιλ» είπε η

Σάιλενς, νιώθοντας ξαφνικά πολύ μπερδεμένη.Η κοπέλα ανασήκωσε τους ώμους. «Όχι, απ’ ό,τι φαίνεται.»Και πράγματι, η Λαίδη Ηρώ έδειχνε πολύ ερωτευμένη με το Λόρδο Γκρίφιν. Η Σάιλενς

προσπαθούσε ακόμη να βγάλει κάποια άκρη, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε ο Γουίντερ, λαχανιασμένοςκαι χωρίς το καπέλο του.

«Δόξα τω Θεώ!» Την έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά του, μια καθόλου συνηθισμένη εκδήλωσηαγάπης από τον Γουίντερ. «Φοβηθήκαμε το χειρότερο.»

«Λυπάμαι» του είπε με πνιχτή φωνή. «Έπρεπε να πάω το μωρό σε άλλη τροφό, και μέχρι νατελειώσω είχε πια βραδιάσει.»

Ο αδερφός της έκανε ένα βήμα πίσω και έκλεισε τα μάτια. «Λοιπόν, ως εδώ. Δεν νομίζω ότι θακαταφέρω να βγάλω άλλη βραδιά σαν κι αυτήν. Από δω και στο εξής, θα κυκλοφορούμε έξω δύο-δύο.»

Η Σάιλενς συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι. «Έχεις δίκιο. Αν δεν ήταν το Φάντασμα του ΣεντΤζάιλς…»

Γύρισε απότομα και την κάρφωσε με το βλέμμα του. «Τι πράγμα;»«Το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς» επανέλαβε αιφνιδιασμένη. «Αυτό με συνόδεψε με ασφάλεια

μέχρι το σπίτι.»Δεν χρειαζόταν να εξηγήσει το πώς την είχε βρει. Ο Γουίντερ ήδη ανησυχούσε πολύ χωρίς να

του έχει πει ότι κόντεψαν να τη βιάσουν – και ποιος ξέρει τι άλλο.Ο Γουίντερ σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε προσεκτικά το δρόμο. «Ήταν εδώ;»«Ναι» απάντησε εκείνη. «Με έφερε μέχρι εδώ, και μετά εξαφανίστηκε. Γιατί ρωτάς;»Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Φαίνεται πως το Φάντασμα εμφανίζεται όποτε είμαι μακριά

εγώ. Θα ήθελα κάποια μέρα να ρίξω μια ματιά σε αυτό το παράξενο στοιχειό.»«Δεν είναι στοιχειό, μπορώ να σε διαβεβαιώσω γι’ αυτό» του είπε η Σάιλενς. «Ήταν τόσο

αληθινό, όσο εσύ κι εγώ.»Ο Γουίντερ αναστέναξε. «Όπως κι αν έχει, αυτήν τη στιγμή δεν έχουμε χρόνο να σκεφτόμαστε

το Φάντασμα. Οι επιφανείς επισκέπτες μας χρήζουν της προσοχής μας.»«Η Λαίδη Ηρώ είπε πως θέλει να σας μιλήσει για κάτι» είπε η Νελ. «Τώρα το θυμήθηκα.»«Για ποιο πράγμα;» ρώτησε η Σάιλενς.

Page 227: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Η Νελ έσμιξε τα φρύδια. «Κάτι σχετικά με γνέσιμο. Δεν μπορώ να σκεφτώ τι ακριβώς, όμωςεκείνη δείχνει πολύ ανυπόμονη.»

«Γνέσιμο;» Η Σάιλενς δεν μπορούσε να καταλάβει από πού κι ως πού ήταν δυνατόν το γνέσιμονα απασχολεί τη Λαίδη Ηρώ, ωστόσο οι αριστοκράτες ήταν μυστήρια φάρα. «Καλύτερα ας πάμε ναδούμε.»

Page 228: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Κεφάλαιο Είκοσι

«Έχω μια τελευταία ερώτηση να σας κάνω» ανακοίνωσε η βασίλισσα στουςσκυθρωπούς υποψήφιους μνηστήρες. «Τι βρίσκεται μέσα στην καρδιά μου;» Λοιπόν!Οι τρεις πρίγκιπες δεν δέχτηκαν με χαρά την ερώτησή της. Ο Πρίγκιπας Ίστσανσυνοφρυώθηκε, και για μια στιγμή ανοιγόκλεισε το όμορφο στόμα του, πρινπαραδεχτεί την ήττα του και φύγει με μία υπόκλιση από την αίθουσα. Ο ΠρίγκιπαςΓουέστμουν σκυθρώπιασε και βγήκε γρήγορα έξω, μουρμουρίζοντας κάτι για τηνανοησία των βασιλισσών, και των γυναικών γενικότερα. Ο Πρίγκιπας Νόρθγουιντκούνησε το κεφάλι και είπε: «Ποιος μπορεί να καταλάβει την καρδιά μιας γυναίκας;»Και αμέσως μετά έφυγε κι εκείνος.Οι συμβουλάτορες, οι υπουργοί και οι άνθρωποι των γραμμάτων άρχισαν νακαβγαδίζουν, αλλά η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα βγήκε ήσυχα από την αίθουσα τουθρόνου και κατευθύνθηκε προς τους στάβλους…

-από το Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα

ΕΞΙ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ…

«Είναι ένας βλάκας ηθικολόγος, και δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να μπω στον κόπο να τουαπαντήσω.» Ο Γκρίφιν πέταξε το γράμμα του Τόμας στο τραπέζι του πρωινού.

Απέναντί του, η μόλις μίας εβδομάδας γυναίκα του συνέχισε ατάραχα να σερβίρει το τσάι της.«Θα πρέπει όχι μόνο να του απαντήσεις, αλλά και να συμφωνήσεις να τον δεις στο δείπνο επειδήείναι ο αδερφός σου.»

«Χμ.» Ο Γκρίφιν σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και προσπάθησε να ρίξει μια θυμωμένη ματιάστην Ηρώ, όμως του απέσπασε την προσοχή το υπέροχο ντεκολτέ της. «Είναι καινούριο τοφουστάνι που φοράς;»

«Ναι, και μην αλλάζεις θέμα» του απάντησε με αξιολάτρευτη αυστηρότητα. Πάντα τονξεσήκωνε όταν προσπαθούσε να γίνει αυστηρή μαζί του.

Φυσικά, η υπέροχη γυναίκα του μπορούσε να τον διεγείρει και μόνο με το να απαγγείλει τηναλφάβητο.

«Τι έχεις σκοπό να κάνεις σήμερα;» τη ρώτησε, αγνοώντας την εντολή της.«Θα πάω να ελέγξω την πρόοδο που έκανε ο κύριος Τέμπλετον στο καινούριο σπίτι. Πιστεύει ότι

μπορεί να έχει τελειώσει και πριν την άνοιξη. Ύστερα θα περάσω από το ίδρυμα, για να δω πώς πάνετα μαθήματα υφαντικής.»

«Υπέροχα!» Ο Γκρίφιν είχε ήδη αγοράσει ένα βαρβάτο κριάρι και προβατίνες για αναπαραγωγή.Μέχρι την άνοιξη, τα παιδιά θα είχαν καινούριο μαλλί για να υφάνουν.

Του χαμογέλασε. «Και μετά θα πάω για τσάι στης Λαίδης Μπέκινχολ, όπου πιστεύω ότι θα

Page 229: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

καταφέρω να την πείσω να γίνει μέλος στο Συνδικάτο Γυναικών επ’ ωφελεία του Ιδρύματος γιαΑτυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά.»

Ο Γκρίφιν προσποιήθηκε πως ανατρίχιασε. «Και μόνο το όνομα μού προκαλεί φόβο.»«Γιατί;»«Ένα συνδικάτο γυναικών που εμπλέκει και τη γυναίκα και την αδερφή ενός άντρα μόνο φόβο

θα μπορούσε να του προκαλέσει.»«Χαζούλη» του είπε χαρούμενα. «Η Μάργκαρετ θα βάλει τα γέλια όταν της πω τι είπες.»«Και θα επαληθεύσει τα λόγια μου.»Του έριξε μια ματιά και άφησε κάτω το φλιτζάνι με το τσάι της. «Τώρα, σε ό,τι αφορά τον

αδερφό σου…»«Πες μου έναν καλό λόγο που θα πρέπει να τον δω» –τέντωσε το δάχτυλό του όταν την είδε να

ανοίγει το στόμα της– «εκτός από το γεγονός πως δυστυχώς είμαστε συγγενείς.»Του χαμογέλασε γλυκά, κάτι που όπως είχε αρχίσει να καταλαβαίνει την τελευταία εβδομάδα θα

έπρεπε να τον βάλει σε επιφυλακή. «Θα έκανες χαρούμενη τη μητέρα σου.»«Έτσι, ε;» ήταν η συγκλονιστική απάντησή του. Το θέμα ήταν πως είχε κάνει σχεδόν τα πάντα

για να είναι χαρούμενη η μητέρα του, και η Ηρώ το γνώριζε πολύ καλά αυτό.«Επίσης» συνέχισε εκείνη, παίρνοντας μια φρυγανιά «θα έκανες κι εμένα χαρούμενη.»Ο Γκρίφιν έδειξε να θυμώνει. «Σε χτύπησε!»«Κι εγώ τον συγχώρεσα» του είπε. «Και μου έδωσε εκείνο το απίστευτα ακριβό σμαραγδένιο

περιδέραιο για να μου ζητήσει συγγνώμη.»«Η Λαβίνια τον έβαλε να το κάνει» της θύμισε.«Όμως, δεν παύει να είναι μια πολύ καλή χειρονομία.» Τον κοίταξε καθώς μασουλούσε τη

φρυγανιά της. «Και το έκανε αφού μου έστελνε κάθε μέρα τριαντάφυλλα επί τρεις εβδομάδες. Δενμπορώ να καταλάβω γιατί τον σταμάτησες.»

«Ολόκληρο το σπίτι μύριζε μαραμένα τριαντάφυλλα» μουρμούρισε ο Γκρίφιν. «Άκρωςενοχλητικό.»

Η γυναίκα του τον κοίταξε με αυτά τα διαμαντένια μάτια της. «Δεν νομίζεις πως αφού μπόρεσαεγώ να τον συγχωρήσω, θα έπρεπε να το κάνεις κι εσύ;»

«Έτσι, ε;» Είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί πολύ συχνά αυτή την απάντηση από τότε πουπαντρεύτηκε την Ηρώ. Και δεν έκανε καθόλου καλό στον αυτοσεβασμό του. Ξαφνικά, μια πονηρήσκέψη πέρασε από το μυαλό του. Την κοίταξε αθώα. «Αν υποστώ αυτό που χωρίς αμφιβολία θαείναι ένα φριχτό δείπνο με τον Τόμας, δέχεσαι να με φιλήσεις;»

Τον κοίταξε καχύποπτα. Η γυναίκα του ήταν αξιαγάπητη, αλλά καθόλου κουτή. «Πάντα σεφιλάω.»

«Όχι αυτού του είδους το φιλί» της είπε μελιστάλαχτα.Είδε τα μάγουλά της να βάφονται κόκκινα. Μια εβδομάδα παντρεμένοι και μπορούσε ακόμη να

την κάνει να κοκκινίζει, Θεέ μου!«Πας να με εκβιάσεις;» τον ρώτησε δύσπιστα. «Είναι πολύ ποταπό αυτό που κάνεις, ακόμα και

για σένα.»

Page 230: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Ο Γκρίφιν έστρωσε τις μανσέτες της κάπας του. «Προτιμώ να το σκέφτομαι σαν κίνητρο.»Η Ηρώ ρουθούνισε με τακτ.«Μόνο ένα φιλί.» Τα βλέφαρά του βάρυναν από έκσταση στη σκέψη να τον φιλάει εκεί. «Ένα

μικρό, γρήγορο φιλάκι.»Ήταν απόλαυση να βλέπει τα μάγουλά της να αναψοκοκκινίζουν. «Κάθαρμα.»Της χαμογέλασε νωχελικά. «Πειραχτήρι.»«Θα πας;»«Θα με φιλήσεις;»Την είδε να δαγκώνει το χείλι της, και ο ανδρισμός του τέθηκε σε επιφυλακή.«Ίσως.»Αυτός ήταν ο λόγος που, πολλές ώρες αργότερα, ο Γκρίφιν ανέβαινε τα σκαλοπάτια του

Μάντβιλ Χάουζ. Ούτε κι αυτή η θύμηση των ματιών της τη στιγμή που του ψιθύριζε αυτό το «ίσως»δεν κατάφερε να του βελτιώσει τη διάθεση. Χτύπησε, μισοελπίζοντας πως ο αδερφός του δεν θααπαντούσε, κι έτσι θα μπορούσε να γυρίσει πίσω στη γυναίκα του.

Όμως, η πόρτα άνοιξε, και ο Γκρίφιν σε λίγο βρέθηκε στην τραπεζαρία. Κοίταξε γύρω του. Οαδερφός του καθόταν στη μία άκρη ενός μακριού μαονένιου τραπεζιού. Δεξιά από τον Τόμαςυπήρχε ένα ακόμα σερβίτσιο. Κατά τα άλλα το τραπέζι ήταν άδειο.

Δεν είχε δει τον αδερφό του από τη μέρα που τσακώθηκαν. Τις εβδομάδες που ακολούθησανείχαν κι οι δύο παντρευτεί, και ο Τόμας –σε μια ενδιαφέρουσα αντιστροφή ρόλων– είχε εμπλακεί σεένα μικρό σκάνδαλο, επειδή είχε κάνει γυναίκα του την περιβόητη κυρία Τέιτ.

Ο Γκρίφιν πλησίασε τον Τόμας. «Πού είναι η Λαβίνια;»Ο Τόμας, ο οποίος είχε σηκωθεί μόλις τον είδε να μπαίνει, πήρε το ποτήρι του με το κρασί και

ήπιε μια γερή γουλιά, κοιτώντας τον ξινισμένα. «Είπε πως θα ήταν καλύτερα αν δειπνούσαμε μόνοιμας.»

Ο Γκρίφιν κάθισε στην καρέκλα του. «Ούτε η Ηρώ θα έρθει.»Ο αδερφός του χαμήλωσε το βλέμμα. «Λυπάμαι ειλικρινά που τη χτύπησα.»«Και πολύ καλά κάνεις» είπε ο Γκρίφιν χολωμένα και κοίταξε αλλού. «Λέει πως σε έχει

συγχωρήσει.»Ο Τόμας αναστέναξε. «Χαίρομαι γι’ αυτό.»Ο Γκρίφιν έμεινε να κοιτάζει για λίγο το ποτήρι του. Αν έπινε το κρασί του, μάλλον θα συνέχιζε

να πίνει και σε όλη τη διάρκεια του δείπνου, όμως εκείνος προτιμούσε να γυρίσει νηφάλιος στηνΗρώ και στο φιλί που του είχε τάξει.

Ο Τόμας ξερόβηξε. «Η Λαβίνια λέει πως πρέπει να σ’ το πω ότι σε πιστεύω.»Άργησε λίγο να καταλάβει την μπερδεμένη δήλωσή του. «Με πιστεύεις;»Εκείνος κατένευσε, πίνοντας από το ποτήρι του.Ο Γκρίφιν χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι. Τα πιάτα αναπήδησαν και ένα πιρούνι έπεσε στο

πάτωμα. «Τότε, διάβολε, γιατί δεν το έλεγες νωρίτερα;»Ο Τόμας σκυθρώπιασε. «Πάντα της άρεσες.»«Της Αν;» τον ρώτησε δύσπιστα.

Page 231: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι.«Και λοιπόν; Εσένα παντρεύτηκε.»«Αν δεν είχα τον τίτλο…»«Αλλά τον είχες τον τίτλο.» Ο Γκρίφιν σχεδόν ούρλιαζε. Τόσο ηλίθιος, ανεγκέφαλος…Ο Τόμας χτύπησε και το δικό του χέρι στο τραπέζι. Ένα ποτήρι έπεσε στο πάτωμα. «Δεν

καταλαβαίνεις! Ποτέ σου δεν κατάλαβες. Μπορεί εγώ να είχα τον τίτλο και την αγάπη του πατέρα,όμως εσύ είχες της μητέρας και όλων των άλλων.»

Ο Γκρίφιν τον κοίταξε δύσπιστα. «Με… ζήλευες; Εμένα;»Ο αδερφός του απέστρεψε το βλέμμα του, ενώ ένας μυς παλλόταν στο σαγόνι του.Ξαφνικά όλα αυτά φάνηκαν υπερβολικά στον Γκρίφιν. Ξέσπασε σε δυνατά γέλια, κρατώντας την

κοιλιά του, διπλωμένος πάνω στο τραπέζι.«Δεν είναι αστείο» του είπε ο Τόμας όταν σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα.«Είναι. Έως γελοίο, θα μπορούσα να πω. Σχεδόν δεν μου μιλούσες για πάνω από τρία χρόνια,

και αυτό επειδή με ζήλευες. Χριστέ μου, Τόμας! Είσαι πλουσιότερος, μεγαλύτερος και πολύ πιοωραίος από μένα. Τι περισσότερο θέλεις;»

Ο Τόμας ανασήκωσε τους ώμους. «Πάντα της άρεσες περισσότερο.»Ο Γκρίφιν συνήλθε. «Ποιανής; Της Αν ή της μητέρας;»«Και στις δύο.» Κοίταξε μελαγχολικά το ποτήρι του. «Όταν πέθανε ο πατέρας, νόμιζα ότι θα

ήμουν εγώ αυτός που θα αναλάμβανε τη διαχείριση. Στο κάτω-κάτω, ήμουν ο μαρκήσιος. Όμως,μάθαμε για τα χρέη του πατέρα, κι εκείνη σε έφερε από το Κέιμπριτζ στο σπίτι.»

«Έχω καλύτερο επιχειρηματικό μυαλό.»Ο Τόμας κατένευσε σφιγμένα. «Έχεις. Είχες. Ακόμα κι όταν ήσουν μόλις είκοσι χρόνων –και

δύο χρόνια μικρότερος από μένα–, ξεκίνησες αμέσως να βελτιώνεις τα οικονομικά μας.»«Θα προτιμούσες να άφηνα να μας έβαζαν όλους στη φυλακή για χρέη;» ρώτησε κοφτά ο

Γκρίφιν.«Όχι.» Σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε με ειλικρίνεια στα μάτια. «Θα προτιμούσα να ήμουν

εγώ αυτός που θα μπορούσε να γλιτώσει τη μητέρα από την οικονομική καταστροφή.»Ο Γκρίφιν τον κοίταξε για λίγο, και σκέφτηκε πόσο πολύ θα έπρεπε να του κόστιζε το να

παραδέχεται πως δεν ήταν αρκετά καλός σε κάτι.Έσκυψε μπροστά και έβαλε στο ποτήρι του αδερφού του λίγο κρασί ακόμα. «Κάθε φορά που

έβγαζες λόγο στο Κοινοβούλιο, η μητέρα μού τα έγραφε όλα. Ατελείωτες σελίδες με λεπτομέρειες,με τα σημεία που τόνισες και τις αντιδράσεις των Λόρδων.»

Ο Τόμας φάνηκε να ξαφνιάζεται. «Αλήθεια;»Ο Γκρίφιν κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Αλήθεια. Δεν την είδες ποτέ στον εξώστη των

γυναικών;»«Όχι.» Έδειχνε να τα έχει χαμένα. «Δεν είχα ιδέα.»«Λοιπόν, τώρα ξέρεις.» Ακούμπησε το μπουκάλι στο τραπέζι και έγειρε στην πλάτη της

καρέκλας του. «Άλλωστε, τι χρειάζονται σε μια οικογένεια δύο οικονομικές ιδιοφυΐες;»

Page 232: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

* * *

Εκείνο το βράδυ την Ηρώ την ξύπνησε το άνοιγμα της πόρτας της κρεβατοκάμαρας. Χασμουρήθηκεκαι τεντώθηκε νωχελικά καθώς ο Γκρίφιν άφηνε στο κομοδίνο το κερί που κρατούσε και έβγαζε τηνπερούκα του.

Ήταν ανακόλουθο για την τάξη τους, όμως είχαν αποφασίσει πως ήθελαν να μοιράζονται το ίδιοδωμάτιο –και το ίδιο κρεβάτι– τα βράδια. Έτσι, αμέσως μετά το γάμο τους, εκείνη είχε μετακομίσειστην κρεβατοκάμαρά του και βρισκόταν στη διαδικασία να μετατρέψει το διπλανό καθιστικό σεμπουντουάρ δικό της.

«Άργησες» μουρμούρισε, με φωνή βραχνή από τον ύπνο.Ο Γκρίφιν είχε μόλις ρίξει νερό στο πρόσωπό του από τη λεκάνη που βρισκόταν στην κομότα

του και τώρα στράφηκε προς το μέρος της με ένα πανί στο χέρι. «Ο Τόμας ήθελε να μιλήσουμε γιατα κτήματά του.»

Η φωνή του ακουγόταν ήρεμη. Καμία σχέση με την ένταση που τον είχε καταλάβει λίγο πρινφύγει για το σπίτι του αδερφού του. «Όλα πήγαν καλά, λοιπόν;»

«Αρκετά καλά. Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την καινούρια δουλειά με την υφαντουργία.»Πέταξε το πανί στη σιφονιέρα και προχώρησε προς το μέρος της, με το βλέμμα καρφωμένο στομεταξωτό κάλυμμα που σκέπαζε το στήθος της. «Φοράς τίποτα από κάτω;»

Η Ηρώ χαμήλωσε ντροπαλά το βλέμμα. «Όχι… Δηλαδή, ναι.»Ανασήκωσε ερωτηματικά το φρύδι του καθώς έβγαζε το πανωφόρι του. «Τι;»Έγειρε με νόημα το κεφάλι της.Το βλέμμα του πήγε στο αριστερό αφτί της. «Α. Το διαμαντένιο σκουλαρίκι σου.» Τράβηξε το

φουλάρι του. «Πού είναι το άλλο;»Έβγαλε το χέρι της κάτω από τα σκεπάσματα και του έδειξε το κομοδίνο δίπλα της.Ο Γκρίφιν άφησε το φουλάρι και το γιλέκο του σε μία καρέκλα και πλησίασε για να κοιτάξει.

Πήρε στο χέρι του το άλλο σκουλαρίκι. «Αυτό είναι που μου πέταξες;»«Ναι.» Ξάπλωσε πίσω στα αφράτα μαξιλάρια.«Μάλιστα.» Έβγαλε τα παπούτσια του και σκαρφάλωσε δίπλα της στο κρεβάτι, κάνοντας το

στρώμα να βουλιάξει κάτω από το βάρος του. «Μπορώ;»Η Ηρώ έγλειψε τα χείλη, νιώθοντας τους σφυγμούς της να επιταχύνονται. «Παρακαλώ.»Ανέβηκε πάνω της, γονατίζοντας πάνω στο κάλυμμα και παγιδεύοντάς την ανάμεσα στα πόδια

του. Έσκυψε κοντά της, έπιασε με προσοχή το αφτί της και πέρασε στο λοβό της το χρυσόσυρματάκι του σκουλαρικιού.

Το κορμί της ρίγησε.Ο Γκρίφιν έγειρε το κεφάλι και παρατήρησε προσεκτικά το αποτέλεσμα. «Όμορφα.»«Είναι τα αγαπημένα μου» του είπε.Το βλέμμα του συνάντησε το δικό της, γελαστό, ανήσυχο και επικίνδυνα κτητικό. «Δεν

αναφερόμουν στα σκουλαρίκια.»Ανασήκωσε με αθωότητα τα φρύδια της. «Αλήθεια;»

Page 233: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Όχι.» Έσκυψε και έσυρε τη γλώσσα του πάνω στο λαιμό της.Ανατρίχιασε σύγκορμη, και οι θηλές της σκλήρυναν αμέσως.«Νομίζω πως σε ερωτεύτηκα από εκείνην τη στιγμή που μου πέταξες αυτό το σκουλαρίκι»

ψιθύρισε πάνω στη γυμνή επιδερμίδα του λαιμού της.«Πώς γίνεται αυτό;» Ήθελε να βγάλει τα χέρια της από τα σκεπάσματα για να τον αγκαλιάσει,

όμως το βάρος του πάνω στα σεντόνια δεν την άφηναν. «Εσύ τότε έκανες έρωτα σε μια άλληγυναίκα.»

«Δεν έκανα έρωτα» τη διόρθωσε. «Ποτέ δεν έκανα έρωτα μέχρι να σε γνωρίσω. Άλλωστε, δενέχει σημασία. Με το που σε είδα, την ξέχασα αυτήν.»

Η Ηρώ γέλασε με χείλη που έτρεμαν. «Περιμένεις να πιστέψω αυτές τις αρλούμπες;»«Ω, ναι» μουρμούρισε εκείνος, σπρώχνοντας τα σεντόνια πιο χαμηλά. «Πίστεψέ με και αγάπα

με.»Τον κοίταξε, και διαπίστωσε πως το βλέμμα του είχε σοβαρέψει ξαφνικά. «Σ’ αγαπώ.»Οι άκρες των χειλιών του ανασηκώθηκαν. «Πότε το κατάλαβες;»Η Ηρώ θα ήθελε να άφηναν τις κουβέντες και να αφήνονταν στο γλυκό μαρτύριο του έρωτά

τους. «Ψαρεύεις κομπλιμέντα;»«Ας πούμε πως ναι.» Έπιασε ανάμεσα στα δόντια του το κάλυμμα και το τράβηξε κάτω από το

στήθος της. Έπειτα πλησίασε τη θηλή της τόσο ώστε να αισθάνεται την καυτή ανάσα του, χωρίςόμως να την αγγίζει.

«Νομίζω πως ήταν τότε που με φίλησες στο Χαρτς Φόλι» ψιθύρισε.Ο Γκρίφιν ξεφύσησε απαξιωτικά. «Πίστευες πως ήμουν ο Τόμας.»Έβαλε τα γέλια. «Όχι! Απλώς σε πείραζα προσποιούμενη πως σε πέρασα για εκείνον – με

εκνεύριζες τόσο πολύ. Ποτέ δεν θα σε μπέρδευα με… Ω!»Είχε σκύψει κι άλλο και είχε πιάσει τρυφερά τη θηλή της ανάμεσα στα δόντια του. Ένιωσε τη

γλώσσα του να τινάζεται απαλά πάνω στη σκληρυμένη κορυφή της, και ύστερα να τη ρουφάειδυνατά.

Ένα σιγανό βογκητό ξέφυγε από τα χείλη της.Ο Γκρίφιν σήκωσε το κεφάλι. «Τι έλεγες;»«Ποτέ δεν θα σε μπέρδευα με κάποιον άλλον» ψιθύρισε, κοιτώντας τον μέσα από τα

μισόκλειστα βλέφαρά της. «Μιλήσαμε για την αληθινή αγάπη εκείνη την πρώτη νύχτα. Τοθυμάσαι;»

«Πώς θα μπορούσα να το ξεχάσω;» Κατέβασε λίγο ακόμα το κάλυμμα και άρχισε να παίζει αργάκαι με τις δύο θηλές της. «Από εκείνο το βράδυ είχα το ενοχλητικό συναίσθημα πως εσύ ήσουν οάνθρωπός μου.»

Η Ηρώ ξεροκατάπιε. Δυσκολευόταν να σχηματίσει ολοκληρωμένη πρόταση όταν τα χέρια τουέκαναν μαγικά στο κορμί της. «Εσύ είσαι η αληθινή μου αγάπη, Γκρίφιν. Τώρα και για πάντα.Μερικές φορές, όταν σκέφτομαι πως παραλίγο να σε εγκαταλείψω από καθαρή δειλία, θέλω ναβάλω τα κλάματα.»

«Σώπα» μουρμούρισε εκείνος, αφήνοντας φιλιά πάνω στα χείλη της και συνεχίζοντας να παίζειμε τις θηλές της. «Δεν το έκανες. Είμαστε μαζί – και θα μείνουμε μαζί. Για πάντα.»

Page 234: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

«Μου το υπόσχεσαι;» ψιθύρισε πάνω στο στόμα του.«Σου το υπόσχομαι» της είπε πριν τη φιλήσει με πάθος.Όταν σήκωσε ξανά το κεφάλι του, η Ηρώ ήταν έτοιμη να τον δεχτεί, όμως εκείνος συνέχισε να

την κρατάει αιχμάλωτη κάτω από το κάλυμμα.«Θα με αφήσεις επιτέλους να κουνηθώ;» τον ρώτησε.«Όχι» της απάντησε, δείχνοντας απόλυτα ικανοποιημένος. «Νομίζω πως σε προτιμώ σε αυτήν τη

θέση, ανήμπορη να αντιδράσεις σε ό,τι κι αν θελήσω να σου κάνω.»Η Ηρώ τινάχτηκε ελαφρά, νιώθοντας τα μεταξωτά καλύμματα να γλιστρούν λιγάκι πάνω στο

γυμνό κορμί της. «Μου αρέσει αυτό, όμως έχει ένα μειονέκτημα.»«Και ποιο είναι αυτό;» τη ρώτησε αφηρημένα καθώς σχημάτιζε κύκλους με τα δάχτυλά του

πάνω στο στήθος της.«Μάλλον δεν με αφήνει να σε φιλήσω.»«Τι εννοείς; Δεν είναι δύσκολο να…» Σταμάτησε απότομα μόλις κατάλαβε το υπονοούμενο που

κρυβόταν πίσω από τα λόγια της.«Όχι εκεί» του είπε ναζιάρικα. Πραγματικά, δεν το ήξερε ότι μπορούσε να μιλήσει έτσι.Το βλέμμα του συνάντησε το δικό της γεμάτο ελπίδα. Πετάχτηκε από το κρεβάτι και έβγαλε όσα

ρούχα τού είχαν απομείνει.Η Ηρώ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να σπρώξει τα σκεπάσματα. Στήριξε το κεφάλι της στο ένα

της χέρι και έμεινε εκεί ξαπλωμένη να κοιτάζει τον άντρα της που ερχόταν γυμνός και ερεθισμένοςκοντά της.

Το βλέμμα του σύρθηκε πάνω στο γυμνό κορμί της και ήρθε για να σταθεί στο πρόσωπό της που–το ήξερε– είχε γίνει κατακόκκινο. «Σ’ αγαπώ.»

«Κι εγώ σ’ αγαπώ.» Πήρε μια βαθιά αναπνοή, νιώθοντας ξαφνικά πολύ σκανδαλιάρα καθώς τουέκανε νόημα με το ένα της δάχτυλο. «Έλα εδώ και θα σου δώσω ένα φιλί που θα σου μείνειαξέχαστο.»

Και τήρησε τα λόγια της.

Page 235: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

Επίλογος

Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα πήγε στους στάβλους και βρήκε εκεί, στο βάθος, τονεπιστάτη της να βουρτσίζει την αγαπημένη της φοράδα. «Οι υποψήφιοι μνηστήρες μουέφυγαν, Ίαν» του είπε. Ο επιστάτης την κοίταξε χωρίς ιδιαίτερη έκπληξη.«Γνωρίζεις το όνομά μου, Μεγαλειότατη;»«Ω, ναι» του είπε, πλησιάζοντας περισσότερο κοντά του. «Αναρωτιόμουν αν θαμπορούσες να μου απαντήσεις σε μία ερώτηση.»«Θα κάνω ό,τι μπορώ» είπε εκείνος.«Τι βρίσκεται μέσα στην καρδιά μου;»Ο επιστάτης των στάβλων πέταξε κάτω τη βούρτσα και γύρισε για να κοιτάξει τηβασίλισσα. Το βλέμμα των καστανών ματιών του ήταν ζεστό και θαρραλέο. «Αγάπη,Μεγαλειότατη. Η καρδιά σου είναι γεμάτη με αγάπη.»Εκείνη σήκωσε υπεροπτικά τα φρύδια. «Αλήθεια; Και θα μου πεις τι υπάρχει μέσα στηδική σου καρδιά, Ίαν;»Ο άντρας ήρθε κοντά της και έπιασε τα λεπτεπίλεπτα χέρια της μέσα στις μεγάλες,ροζιασμένες παλάμες του.«Αγάπη, Μεγαλειότατη. Αγάπη για σένα.»«Τότε, πιστεύω πως θα πρέπει να με αποκαλείς Μαυρομαλλούσα, έτσι δεν είναι;»ψιθύρισε καθώς τον φιλούσε.Ο επιστάτης έριξε πίσω το κεφάλι του και έβαλε τα γέλια. «Με τίποτα δεν είμαι τέλειοςγι’ αυτόν το ρόλο, αγαπημένη μου Μαυρομαλλούσα, όμως θα γινόμουν ο πιοευτυχισμένος άντρας του κόσμου αν με έκανες σύζυγό σου.»«Κι εγώ θα ήμουν η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο αν γινόμουν γυναίκα σου.»Του ανταπόδωσε το χαμόγελό του, νιώθοντας την καρδιά της να ξεχειλίζει από χαρά,και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να του ψιθυρίσει: «Έτσι κι αλλιώς, στηνπραγματικότητα δεν έψαχνα να βρω την τελειότητα.»

-από το Η Βασίλισσα Μαυρομαλλούσα

«Μάμα!» χαχάνισε η Μέρι Ντάρλινγκ καθώς έριχνε κάτω τα τενεκεδένια κύπελλα που είχε στήσει μετη βοήθεια της Σάιλενς στο πάτωμα της κουζίνας.

Τα κύπελλα έπεσαν κάνοντας δυνατό σαματά, και το κοριτσάκι χτύπησε χαρούμενα τα χέρια.«Χριστέ μου! Μεγάλη φασαρία» είπε τρυφερά η Σάιλενς.Το μωρό χοροπήδησε πίσω της. «Μα! Μα!»«Πολύ καλά, θα τα στήσουμε άλλη μια φορά, και μετά, νεαρή μου κυρία, νομίζω πως ήρθε η

ώρα να πάρεις έναν υπνάκο.» Είχε καταλάβει πως παρόλο που η Μέρι Ντάρλινγκ διαμαρτυρόταν

Page 236: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

σθεναρά στην ιδέα να κοιμηθεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, ήταν πολύ πιο χαρούμενη μετά.«Έχεις κέφια σήμερα, αδερφή.» Ο Γουίντερ μπήκε στην κουζίνα και άφησε τον πάκο με τα

βιβλία που κρατούσε.«Αλήθεια;» Η Σάιλενς ήξερε πως ο αδερφός της δεν την άφηνε από τα μάτια του από την ημέρα

που έμαθαν για το θάνατο του Γουίλιαμ.«Ναι.» Ο Γουίντερ έκανε μια αστεία γκριμάτσα στη Μέρι, και η μικρή ξέσπασε πάλι σε γέλια.

«Πιστεύω πως σου πάει πολύ αυτή η σκούφια.»Η Σάιλενς χαμογέλασε μελαγχολικά. Δεν έφταιγε η σκούφια, το ήξερε. Ήταν η μικρή Μέρι

Ντάρλινγκ. Δεν μπορεί κάποιος να αφεθεί στη θλίψη του όταν έχει ένα υπερκινητικό μωρό ναφροντίζει. Και ίσως έτσι να ήταν καλύτερα. Χάιδεψε ανάλαφρα το παχουλό μαγουλάκι της Μέρι.Στο κάτω-κάτω, η ζωή συνεχιζόταν.

«Έχουμε πάλι ραγού;» Ο Γουίντερ κοίταξε την κατσαρόλα στο τζάκι.«Βοδινό με λάχανο» απάντησε η αδερφή του.«Ωραία.» Ποτέ δεν έδειχνε να προσέχει τι του έβαζαν μπροστά του, ωστόσο, όπως όλοι οι

άντρες, ήξερε να εκτιμάει το νόστιμο φαγητό. «Θα πάω να πλυθώ πριν το φαγητό.»«Βιάσου» του φώναξε η Σάιλενς. «Πρέπει να βάλω τη Μέρι για ύπνο.»Ο Γουίντερ έγνεψε με το χέρι του καθώς έφευγε για να της δείξει πως την είχε ακούσει.«Ας ελπίσουμε πως ο θείος Γουίντερ δεν θα αρχίσει να διαβάζει κανένα βιβλίο εκεί πάνω» είπε

στη Μέρι.Το μωρό γέλασε και χτύπησε ένα κύπελλο.«Κυρία Χόλινμπρουκ!» Ο Τζόζεφ Τίνμποξ, ένα από τα μεγαλύτερα αγόρια που φιλοξενούσε το

σπίτι, μπήκε στην κουζίνα τρέχοντας. «Κοιτάξτε τι βρήκα στην πόρτα.»Στο χέρι του κρατούσε ένα μικρό ξύλινο κουτί.Η Σάιλενς έμεινε να το κοιτάζει σαν να ήταν δηλητηριώδες φίδι. Δεν είχαν ξαναβρεί δώρα στο

κατώφλι τους από εκείνην τη νύχτα που είχαν ξεσπάσει ταραχές στους δρόμους του Σεντ Τζάιλς, καιείχε αρχίσει να ελπίζει πως ο μυστηριώδης δωρητής τούς είχε πια ξεχάσει.

«Να το ανοίξω;» ρώτησε με ανυπομονησία ο Τζόζεφ.«Όχι» του είπε η Σάιλενς κάπως απότομα. Πήρε μια βαθιά αναπνοή. «Δεν θα έπρεπε να είσαι στα

απογευματινά σου μαθήματα;»«Α!»Ανασήκωσε αυστηρά τα φρύδια. «Τώρα, Τζόζεφ.»Το αγόρι ζάρωσε τη μύτη, ωστόσο έφυγε υπάκουα για τα μαθήματά του.Η Σάιλενς έπιασε το κουτί με χέρια που έτρεμαν. Σήκωσε το καπάκι και κοίταξε μέσα. Δεν είδε

παρά μια μικρή τούφα μαλλιά, δεμένη με μία κατακόκκινη κορδέλα. Την έπιασε ανάμεσα στοναντίχειρα και στο δείκτη της, αλλά δεν βρήκε κανένα σημείωμα από κάτω.

«Ποιανού λες να είναι;» ψιθύρισε στο μωρό.Ήταν μια κατάμαυρη τούφα, στο ίδιο χρώμα με τα μαλλιά της Μέρι Ντάρλινγκ. Τώρα που είχαν

μακρύνει οι μπούκλες της αναδείκνυαν το λαμπερό μαύρο των μαλλιών της. Η Σάιλενς πλησίασεδοκιμαστικά την τούφα στο κεφάλι της μικρής, που είχε σκύψει πάνω από τα τενεκεδένια κύπελλά

Page 237: Ένοχες Απολαύσεις Elizabeth Hoyt

της.Ταίριαζαν απόλυτα.Όμως, η τούφα δεν προερχόταν από το κεφάλι της Μέρι Ντάρλινγκ. Η Σάιλενς θα το ήξερε αν

της την είχε κόψει κάποιος, και άλλωστε τα μαλλιά της Μέρι δεν ήταν ακόμη τόσο μακριά. Όχι, αυτήη τούφα ήταν μακριά, κατσαρή και πολύ όμορφη. Μια γυναίκα με μαλλιά σαν αυτά…

Ξαφνικά η Σάιλενς πέταξε την τούφα, συγκλονισμένη.Ή ένας άντρας. Γνώριζε έναν άντρα που είχε μακριά, σγουρά, κατάμαυρα μαλλιά. Κοίταξε με

τρόμο το μωρό που έπαιζε μπροστά της. Το μωρό που είχε αναθρέψει, που είχε παίξει μαζί του καιπου το είχε νανουρίσει σαν να ήταν δικό της παιδί τους τελευταίους επτά μήνες. Το μωρό που είχεκλέψει την καρδιά της.

Τα μαλλιά της Μέρι ήταν ακριβώς ίδια με τα μαλλιά του Ωραίου Μίκι.