Download - Ίστωρ copy

Transcript
Page 1: Ίστωρ copy

Τεύχος 15 / 2009

Ιωάννης Κ. Χασιώτης

Πολιτισµική όσµωση και εθνολογική µετάλλαξη: οι «italo-greci» και οι «italo-albanesi» της Κάτω Ιταλίας

Ανάτυπο

Page 2: Ίστωρ copy
Page 3: Ίστωρ copy

© Ίστωρ, 15 (2009), 65-90

ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΟΣΜΩΣΗ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ:

ΟΙ «ITALO-GRECI» ΚΑΙ ΟΙ «ITALO-ALBANESI» ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑΣ

Ι. Κ. Χασιώτης

Στη µνήµη του Vittorio Peri (1932-2006)

ι ελληνικές εστίες της Κάτω Ιταλίας µπορούν να ταξινοµηθούν σε τρεις κατηγορίες: Στην πρώτη –την πιο γνωστή– εντάσσονται τα θε-ωρούµενα από τους γλωσσολόγους έσχατα ελληνόφωνα λείψανα

των αρχαϊκών ελληνικών εποικισµών του 8ου και 7ου αιώνα π.Χ. στη Μεγά-λη Ελλάδα. Η οµάδα αυτή, που διακρίνεται για τη χρήση µιας αρχαΐζουσας ελληνικής διαλέκτου, των «κατωιταλικών», είναι σήµερα περιορισµένη σε δυο θυλάκους, έναν στην Απουλία (Grecìa Salentina), µε 9 χωριά και 35.000 περίπου κατοίκους (που ώς τις παραµονές του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου µι-λούσαν ή τουλάχιστον καταλάβαιναν το «grecànico»), και, έναν στην Κα-λαβρία, στην επαρχία Bovesìa (Reggio Calabria), µε 9 και πάλι χωριά και 5.000 κατοίκους (που µιλούσαν ή τουλάχιστον καταλάβαιναν το «griko»). Με βάση αισιόδοξες εκτιµήσεις, οι σηµερινοί κάτοικοι και των δυο αυτών περιοχών δεν ξεπερνούν τα 12.000 άτοµα συνολικά1.

Σε µια δεύτερη κατηγορία εντάσσουµε τους ελληνορθόδοξους µετοίκους και φυγάδες που µετακινήθηκαν από τη νότια βαλκανική στην ιταλική χερ-σόνησο, κατά κύµατα και σε διάφορες εποχές, από τις αρχές του 15ου ώς τα τέλη του 18ου και σποραδικά ώς και τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ένα τµήµα των ανθρώπων αυτών εγκαταστάθηκε σε αστικά κέντρα και λι-µάνια είτε της βόρειας και κεντρικής Ιταλίας (κυρίως στη Βενετία, την Α-γκώνα και το Λιβόρνο) είτε της νότιας (µε κέντρα τη Νεάπολη, τη Μεσσήνη και το Παλέρµο)2. Η πλειονότητα, πάντως, από εκείνους που στράφηκαν προς τη νότια Ιταλία διοχετεύθηκε στην ύπαιθρο, σε κωµοπόλεις και χωριά

1. Η βιβλιογραφία (φιλολογικού και εθνογραφικού κυρίως χαρακτήρα) είναι µε-

γάλη και µε αποκλίνουσες θέσεις ως προς την προέλευση (αρχαϊκή, βυζαντινή ή νεο-ελληνική) των ελληνόφωνων κοινοτήτων· βλ. την εισαγωγή και τη βιβλιογραφία στον τόµ. 1 του ογκώδους λεξικού τού Αναστασίου Καραναστάση (1984-1992: ιδ’-κ’, 33-38)· πρβλ. Προφίλη (1999α) και Violi (1997) και (2001).

2. Γενική θεώρηση στο Mανούσακα (1991).

Ο

έρευνα

Page 4: Ίστωρ copy

66 Ι. Κ. Χασιώτης που είχαν ερηµώσει από φυσικές κυρίως καταστροφές: από τον µεγάλο σει-σµό –έναν από τους µεγαλύτερους της ιταλικής ιστορίας– του 1456, αλλά και τις µεταγενέστερες επιδηµίες3. Οι εµφύτευσή τους στις εγκαταλελειµένες γαί-ες και βαρονίες στόχευε επίσης και στην ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας (ανδηγαυικής, αραγονικής, ισπανικής και βουρβονικής) έναντι των απεί-θαρχων τοπικών φεουδαρχών4. Η οµάδα αυτή σχηµατίστηκε από µετοικεσί-ες από διάφορες περιοχές της ελληνορθόδοξης Ανατολής. Η αρχή έγινε στις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα, µε µαζικές µετακινήσεις αλβανικών κυρί-ως πληθυσµών, που συγκρότησαν και το βασικό υπόστρωµα των αλβανο-φώνων της ιταλικής χερσονήσου5. Από το δεύτερο µισό του ίδιου αιώνα και εξής άρχισαν οι µετοικεσίες µεταναστών και φυγάδων προς την Κάτω Ιταλία από ελληνικές κυρίως χώρες: την Ήπειρο (βόρεια και νότια), τα Επτάνησα και την Πελοπόννησο, την Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου και την Κύπρο6.

Τέλος, σε µια τρίτη οµάδα ανήκουν οι µετανάστες της σύγχρονης ελληνι-κής διασποράς, εκείνοι δηλαδή που διάλεξαν ως τόπο προσωρινής ή µονι-µότερης εγκατάστασης τα ιταλικά αστικά κέντρα µετά τη δηµιουργία του ελληνικού κράτους, κυρίως από το δεύτερο µισό του 19ου αιώνα ώς τις µέρες µας. Στην ίδια κατηγορία συναριθµούνται και οι χιλιάδες έλληνες φοιτητές που από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και µετά άρχισαν να κατακλύζουν τα ιταλικά πανεπιστήµια7.

Επικοινωνία ανάµεσα στις τρεις οµάδες υπήρχε, αλλά φαίνεται ότι γενι-κά ήταν µικρότερη από την αναµενόµενη. Στην πρώτη, την αρχαιότερη, τα γλωσσικά τεκµήρια δείχνουν µιαν αισθητή επίδραση των εποικισµών της µέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου και µόνο κάποια λεξιλογικά κυρίως στοιχεία των µεταγενέστερων χρόνων. Ξεκινώντας από τις επιδράσεις αυτές αρκετοί ιταλοί µελετητές (µε πρωτοστάτη τον Oronzo Parlangeli) υποστήρι-ξαν ότι οι σηµερινοί ελληνόφωνοι της Απουλίας και της Καλαβρίας δεν α-ποτελούν συνέχεια των αρχαϊκών ελληνικών εποικισµών, αλλά επιβιώσεις µετοικεσιών της βυζαντινής περιόδου που ενισχύθηκαν µάλιστα δηµογρα-

3. Rodotà (1763: 49 κ.ε.). Στον σεισµό του 1456 αναφέρεται το δίτοµο έργο του

Figliuolo (1988-1989). 4. Για να ενθαρρύνουν τις εγκαταστάσεις αυτές οι Αραγονέζοι και οι Ισπανοί πα-

ραχώρησαν ποικίλες φορολογικές διευκολύνσεις και προνόµια στους ηγέτες µερικών ελληνικών και αλβανικών στρατιωτικών οικογενειών· δείγµατα στους Rodotà (1763: 52-53), Λάµπρο (1911) (χωρίς σχόλια), και Martínez Ferrando (1943: vii-xxiii, 31, 35, 36, 52). Πρβλ. Croce (61965: 104-109).

5. Rodotà (1763: 49-53)· πρβλ. Primaldo Coco (1921). 6. Η ποικιλία της γεωγραφικής προέλευσης των µετοίκων φαίνεται στη σύνθεση

της ελληνικής κοινότητας της Νεάπολης: Hassiotis (1981). 7. Πρβλ. Χασιώτης (1993: 142-146).

Page 5: Ίστωρ copy

Πολιτισµική όσµωση και εθνολογική µετάλλαξη 67

φικά µε µετανάστες των πρώτων αιώνων της Τουρκοκρατίας8. Ωστόσο, από την εποχή (1927) των ερευνών στην Κάτω Ιταλία του γερµανού γλωσσολό-γου και διαλεκτολόγου Gerhard Rohlfs (1892-1986) που ανακάλυψε στα «γκραικάνικα» επιβιώσεις της αρχαίας δωρικής διαλέκτου, οι θέσεις αυτές εξασθένισαν9. Η τρίτη, τέλος, οµάδα, που συγκροτήθηκε από τη σύγχρονη ελληνική µετανάστευση, δεν φαίνεται να επηρέασε αισθητά τον ελληνορθό-δοξο πληθυσµό των προγενέστερων υποστρωµάτων παρά µόνο περιστασια-κά σε µερικά αστικά κέντρα του ιταλικού νότου. Επιπλέον, η τελευταία αυτή οµάδα χαρακτηρίζεται και από τις συνεχείς παλιννοστήσεις και γενικά από την προσωρινότητα των εγκαταστάσεών της, σε σύγκριση µάλιστα µε τη µα-κραίωνη ιστορία των δύο άλλων κατηγοριών10.

Από τις τρεις κατηγορίες θα µας απασχολήσουν εδώ µόνον οι δυο πρώτες και ουσιαστικά η δεύτερη, αυτή που σχηµατίστηκε από ελληνορθόδοξους µετοίκους και φυγάδες του 15ου-18ου αιώνα. Ο λόγος αυτής της προτίµησης είναι η ιδιοµορφία που παρουσιάζει η ιστορική εξέλιξή τους, τόσο από την άποψη του αρχικού εθνοτικού, δηµογραφικού και κοινωνικού τους σχηµα-τισµού όσο και του σταδιακού τους «επιπολιτισµού» (acculturation) στο το-πικό/επαρχιακό και, λιγότερο, στο εθνικό/ιταλικό περιβάλλον. Με δυο λό-για, οι κοινότητες της «Grecìa Salentina» και της Bovesìa δεν φαίνεται να υπέστησαν καµιά καινοφανή εθνοτική µεταµόρφωση –πέρα από την αναπό-φευκτη δηµογραφική συρρίκνωση και την ολοκληρωτική σχεδόν θρησκευτι-κή αλλοτρίωσή τους έναντι του λατινικού περιβάλλοντος11. Αντίθετα, ο κοι-νωνικός και πολιτιστικός µετασχηµατισµός των ελληνορθόδοξων µετοίκων της περιόδου της πρώιµης Τουρκοκρατίας επέφερε τη δραµατική σχεδόν ε-θνοτική τους µετάλλαξη, από τον αρχικά κυρίαρχο «ελληνικό» τους χαρα-κτήρα (στο πεδίο τόσο της γλώσσας, όσο και της ιδεολογίας) προς δύο κα-τευθύνσεις, µιαν ιταλική (που ήταν η αναµενόµενη) και µιαν αλβανική (που συνιστά και την ιδιαιτερότητα του προβλήµατος). Ας σηµειωθεί ότι η ιταλι-κή ιστοριογραφία άρχισε χωρίς δισταγµό –και µε ελάχιστες εξαιρέσεις– να αποκαλεί τους µετανάστες της οµάδας αυτής «albanesi», ακόµα κι όταν αυ-τοί αυτοπροσδιορίζονταν ως «greci» ή προέρχονταν από ελληνικές περιοχές µε ελάχιστο ή καθόλου αλβανόφωνο στοιχείο (π.χ. τη Μάνη, την Κύπρο και την Κρήτη). Το βασικό επιχείρηµα αυτής της τακτικής (το οποίο, πάντως, δεν µπορεί να χρησιµοποιηθεί για όλες τις περιπτώσεις) ήταν ότι ο όρος «graecus/greco» αντιπροσώπευε θρησκευτική µόνο ταυτότητα, όχι και εθνο-

8. Τα προβάλλουν οι έρευνες του Parlangeli (1960). 9. Για µια γενική θεώρηση του πολυσυζητηµένου αυτού προβλήµατος βλ.

Kapsomenos (1977: 289-302). 10. Πρβλ. Solaro (2006). 11. Πρβλ. Πετροπούλου (1997: 23 κ.ε.).

Page 6: Ίστωρ copy

68 Ι. Κ. Χασιώτης τική12. Μερικοί µάλιστα έφτασαν στο σηµείο να αποδίδουν στις αναλύσεις τους το επίθετο «greco» των πηγών τους µε το «albanese» και, σε ορισµένες περιπτώσεις, να προβάλλουν ως χώρα προέλευσης των ελληνορθόδοξων µε-ταναστών την Αλβανία (από την οποία όµως προέρχονταν, όπως αναφέρα-µε, ορισµένα µόνο, κυρίως τα πρωιµότερα κύµατα (του πρώτου µισού του 15ου αιώνα)13. Η ελληνική πλευρά, αντίστροφα, που έτεινε άλλοτε κι αυτή να συµπεριλαµβάνει όλους τους ελληνορθόδοξους της Κάτω Ιταλίας, ελλη-νόφωνους και αλβανόφωνους, στη νεοελληνική διασπορά, άρχισε εδώ και µερικές δεκαετίες να γίνεται προσεκτικότερη στη γενικευτική απόδοση εθνο-τικής ταυτότητας στην οµάδα αυτή14.

Οι δυο οµάδες είχαν εξαρχής ορισµένα κοινά χαρακτηριστικά. Καταρ-χήν γειτνίαζαν γεωγραφικά και, το σηµαντικότερο, διέσωζαν µια κοινή ή έστω πολύ συγγενική θρησκευτική και πολιτιστική παράδοση που τους ξε-χώρισε από τους «Λατίνους». Και πραγµατικά, δίπλα στην «Grecìa Salen-tina» αναπτύχθηκαν και οι εστίες της δεύτερης οµάδας. Στην Καλαβρία επί-σης –αλλά κάπως µακριά από τα «γραικάνικα»– αναπτύχθηκαν και τα πε-ρισσότερα χωριά των µετοίκων της περιόδου της Τουρκοκρατίας· το ίδιο ί-σχυε και για τις αντίστοιχες κοινότητες της Σικελίας, προπάντων στα αστικά κέντρα της Μεσσήνης και του Παλέρµου. Τα δεδοµένα αυτά θα έπρεπε κα-νονικά να ευνοήσουν την κοινωνική επικοινωνία ανάµεσα στις δυο οµάδες. Ωστόσο, οι σχετικές αναφορές σε σωζόµενες αρχειακές πηγές είναι περιορι-σµένες, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις µικρές πόλεις και τα χωριά της υπαί-θρου15. Υπάρχουν µάλιστα µαρτυρίες για πεισµατική αποστασιοποίηση των µελών της πρώτης οµάδας –που πρόβαλλαν µε υπερηφάνεια την «αυτοχθο-νία» τους και την ελληνική τους καταγωγή– έναντι των Αλβανών ή ακόµα και των Ηπειρωτών και των Πελοποννησίων και γενικά των «Greci di Levante» ή «Orientali». Η ερµηνεία τού φαινοµένου µπορεί να αποδοθεί κα-ταρχήν στη δυσπιστία των παλαιότερων έναντι των νεηλύδων εξαιτίας θρη-

12. Η τακτική αυτή χαρακτηρίζει ακόµα και σύγχρονους σοβαρούς µελετητές,

όπως π.χ. τον Petta (1996α) που εξαλβανίζει συλλήβδην ακόµα και δεδηλωµένους Έλληνες όχι µόνο του 16ου και 17ου αιώνα, αλλά και του 18ου. Πρβλ. Petta (1996β). Προσεκτικότερος είναι ο Patitucci D’Alifera Patitario (1989-1990) που διακρίνει τους «fuggiaschi dell’Albania», τους «greci arvaniti» και τους «greci».

13. Πρβλ. Primaldo Coco (1921: 72-73, 80-92, 94-96). 14. Bακαλόπουλος (21976: 64 κ.ε.) (1968: 88 κ.ε., 183-185). Πρβλ. Γιοχάλας (1993: 12

κ.ε.). Για την παλαιότερη τάση, τουλάχιστον ώς το 1878, τα ταυτίζονται εθνολογικά µε τους Έλληνες όχι µόνο οι αλβανόφωνοι, αλλά και οι Aλβανοί γενικότερα, βλ. Σκοπετέα (1988: 187-189) και, αναλυτικότερα, Γούναρης (2006: κυρίως 40-47). Σήµερα στην Ελλάδα οι απόψεις αυτές είναι σχετικά περιθωριοποιηµένες.

15. Μερικά δείγµατα στο Chirizzi (1996).

Page 7: Ίστωρ copy

Πολιτισµική όσµωση και εθνολογική µετάλλαξη 69

σκευτικών λόγων: οι πρώτοι, αν και συνέχιζαν να διακρίνουν τους εαυτούς τους από τους «Λατίνους», είχαν αρχίσει στην πλειονότητά τους να αποδέ-χονται το ρωµαιοκαθολικό δόγµα, σε µερικές περιοχές ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα, σε άλλες από τα µέσα του 17ου16. Σύµφωνα µε έναν διακεκριµέ-νο εκπρόσωπό τους του τέλους του 16ου αιώνα, τον κερκυραϊκής καταγωγής «ενωτικό» λόγιο κληρικό του Soleto Αντώνιο Αρκούδη, οι εκκαθολικισµένοι «Italogreci», «di idioma et di natione da immemorabil tempo son stati greci, chiamati Italogreci, αυτόχθονες [sic], come l’Atheniensi, ciò è nati lì original-mente, havendono origine da Minoe et Diomede, re di Creta [!], non gente accogliettina nè di Schiavoni, nè di Albanesi nè Chimarroti, nè di schismati-ci, vibendono nella religione loro ab antiquo, alquanto differenti da l’Orien-tali»17. Αντίθετα, οι µετανάστες της περιόδου της Τουρκοκρατίας –και ιδιαί-τερα οι αλβανόφωνοι– παρέµειναν σε µεγαλύτερο ποσοστό πιστοί στην oρθόδοξη πίστη ή τουλάχιστον στο ελληνικό τυπικό («rito greco», κατά την παλαιότερη, ή «rito greco-bizantino» ή ακόµα και «rito italo-bizantino», κα-τά τη σύγχρονη ιταλική ορολογία18). Σηµαντικό, ωστόσο, ρόλο έπαιξε και η χρόνια υπανάπτυξη του ιταλικού νότου, η οποία ευθύνεται για την έλλειψη συγκοινωνιών και γενικά συνθηκών για εύκολη επικοινωνία ανάµεσα σε ο-ρισµένες δυσπρόσιτες περιοχές της Απουλίας και ιδιαίτερα της ορεινής Κα-λαβρίας. Όπως κι αν έχουν τα πράγµατα, η κοινωνική αποµόνωση και η πε-ριθωριοποίηση και των δυο οµάδων σε σχέση µε τον ιταλικό περίγυρο (εξαι-τίας των διαφορών στη γλώσσα και τη θρησκεία) συντέλεσαν στη δηµιουρ-γία σ’ αυτές παρόµοιων ερµητικών µικρόκοσµων, µε κλειστή και αυτάρκη αγροτοκτηνοτροφική οικονοµία, αυστηρή ενδογαµία, στατικές κοινωνικές δοµές και αντιλήψεις και γενικά µε κοινωνικο-πολιτιστικά «απολιθώµατα» που διατηρήθηκαν –και στις δυο περιπτώσεις– ώς τον Β’ Παγκόσµιο Πόλε-µο19. Η «γκετοποίηση» ευνόησε ασφαλώς και τη διατήρηση της ελληνικής και αλβανικής γλώσσας, και τη λειψή γνώση –ώς σχετικά πρόσφατα– της ι-ταλικής20. Και θα χρειαστεί να περάσουµε στο 19ο αιώνα για να ανακαλυφ-θούν από τους εθνογράφους και γλωσσολόγους της εποχής τα εθνολογικά αυτά «eldorados», µε τις ιδιόµορφες, παµπάλαιες κοινωνικές και θρησκευτι-

16. Εξαιρετικά τεκµηριωµένες είναι οι µελέτες του Vittorio Peri· βλ. π.χ. Peri

(1973) και Peri (1995). Πρβλ. Longo (1988), Palma (1995) και, για τις προωιµότερες περιόδους, Vaccaro (2006).

17. Peri (1967: 239-240). 18. Βλ. π.χ. το λήµα «Rito italo-bizantino» (Ανώνυµο, 1951). 19. Τα χαρακτηριστικά αυτά ήταν εµφανέστερα στις ελληνόφωνες κοινότητες της

Καλαβρίας· πρβλ. Martino (1979: κυρίως 317-320). Το παράδειγµα του χωριού Galli-cianò αναλύει η Πετροπούλου, (1997: 52-65, 159 κ.ε.).

20. Πετροπούλου (1997: 28-29, 214-237).

Page 8: Ίστωρ copy

70 Ι. Κ. Χασιώτης κές παραδόσεις και τα ξένα προς την ιταλική γλωσσικά τους ιδιώµατα21. Σή-µερα οι γλωσσικές και πολιτιστικές ιδιαιτερότητες και των δυο οµάδων, έχο-ντας πια διασφαλίσει την προστασία του ιταλικού Συντάγµατος (άρθρα 3 και 6) και ειδικά νοµοθετήµατα (Ν. 482/1999), αλλά και ευνοϊκές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (16 Οκτωβρίου 1981) για τις απειλούµενες µε εξαφάνιση εθνοτικές και γλωσσικές µειονότητες22, αναδεικνύονται σε αξιο-ποιήσιµα γραφικά (σχεδόν εξωτικά) στοιχεία του κατωιταλικού τουρισµού, ιδιαίτερα του αγροτικού23.

Πέρα όµως από τις αποκλίσεις στις θρησκευτικές τους παραδόσεις, υπάρ-χουν και άλλα στοιχεία που διαφοροποίησαν τις δυο οµάδες: τα «γκραικά-νικα» χωριά ήταν αποκλειστικά ελληνόφωνα, ενώ οι ελληνορθόδοξες εστίες που σχηµατίστηκαν από τον 15ο αιώνα και εξής αποτελούνταν για πολλές γενιές από ελληνόφωνους και αλβανόφωνους, οι περισσότερες από δίγλωσ-σους που χρησιµοποιούσαν και τις δυο βαλκανικές γλώσσες στη µεταξύ τους επικοινωνία. Κι αυτό επειδή, όπως αναφέραµε, στη µεγάλη τους πλειονότη-τα οι µετανάστες της περιόδου αυτής προέρχονταν είτε από ελληνόφωνους χώρους της ελληνορθόδοξης Ανατολής είτε από δίγλωσσους (όπως ήταν π.χ. ήδη από τα µέσα του 15ου αιώνα µερικά χωριά της Χιµάρας και κάποιες πε-ριοχές της Πελοποννήσου)24. Εξάλλου, πριν διαβούν στις απέναντι ακτές του Ιονίου οι αλβανόφωνοι των ζωνών αυτών –µετά από δυο σχεδόν αιώνες συµβίωσης µε τον ελληνόφωνο πληθυσµό– είχαν ήδη ενσωµατωθεί στον κοι-νωνικό περίγυρο των ελλαδικών τους πατρίδων25. Γι’ αυτό και τα «αρβανί-τικα» (arbërisht) –που χρησιµοποιούσαν στο οικογενειακό τους περιβάλλον και που προήλθαν από την τοσκική διάλεκτο της νότιας Αλβανίας) – είχαν ήδη υποστεί σοβαρές επιδράσεις της ελληνικής γλώσσας και στη µορφολογία και στο λεξιλόγιο26. Το δεδοµένο αυτό, σε συνδυασµό µε την κοινή θρησκευ-τική ζωή, κατέστησε τη συµβίωσή τους µε τους ελληνόφωνους συντοπίτες τους, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιταλία, οµαλή και λειτουργική. Εξάλ-

21. Πετροπούλου (1997: 26 κ.ε.). 22. Γενική θεώρηση της σηµερινής κατάστασης των µειονοτικών αυτών οµάδων

στην Καλαβρία προσφέρει η προσεκτική έρευνα του Piromalli (1981). 23. Αρκεί κανείς να διατρέξει τους άφθονους «τόπους» που διαθέτουν πολλές

κοινότητες και των δυο οµάδων στο ∆ιαδίκτυο. Ειδικότερα για τις ελληνόφωνες κοινότητες βλ. Πετροπούλου (1997: 255-260).

24. Valentin (1955). 25. Ducellier (1994: 45-49). Για τους Αρβανίτες της Ελλάδας βλ. τη βιβλιογραφία

που σηµειώνουν ο Σκουλίδας (1998-99) και ο Γούναρης (2006: 39 σηµ. 4-5)· πρβλ και Ciampi (1985) και Altimari (1998).

26. Γιοχάλας (1975). Για τη σηµερινή γλωσσική κατάσταση των αρβανιτόφωνων της Ελλάδας και της Ιταλίας έχει ήδη συγκεντρωθεί αρκετή βιβλιογραφία· βλ. ενδεικτικά Tsitsipis (1998) και τις µελέτες στο Altimari και Savoia (επιµ.) (1994).

Page 9: Ίστωρ copy

Πολιτισµική όσµωση και εθνολογική µετάλλαξη 71

λου, µοναδική παιδεία ελληνόφωνων και αρβανιτόφωνων και στην Ιταλία ήταν η ελληνική (η αλβανόφωνη εκπαίδευση δεν θα αρχίσει εκεί πριν από τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα). Κοινές ή πάρα πολύ συγγε-νικές ήταν επίσης οι κοινωνικές τους συνήθειες, οι γιορτές, οι ενδυµασίες, τα τραγούδια και παραµύθια και γενικά οι λαϊκές παραδόσεις27. Οι ίδιοι απο-καλούνταν στην Ιταλία άλλοτε ως «greci» (Γραικοί) και άλλοτε ως «albanesi» ή «arvaniti» (Αλβανίτες-Αρβανίτες, στο ιδίωµά τους arbërëshe-arbërorë), όπως δηλαδή ονοµάζονταν επί αιώνες και στην Ελλάδα οι απογόνοι των Αλβα-νών που είχαν εγκατασταθεί σε ελληνικές χώρες κατά τον ύστερο Μεσαίω-να28. Γι’ αυτό και όσοι αναφέρονταν σ’ αυτούς χρησιµοποιούσαν (ώς τα µέ-σα τουλάχιστον του 19ου αιώνα) και τους δυο εθνοτικούς προσδιορισµούς (Graeci quidam vulgo Albanenses appellati, Albanesi seu Greci, ή, ακόµα, Graeca-stri seu Albanesi, Greco-albanesi, ή, σπάνια de nazione greca e albanese)29. Οι µε-τανάστες που προέρχονταν από βορειότερες αλβανικές επαρχίες αποκαλού-νταν επίσης, επί το λογιότερον, « Ιλλυριοί» (Illiri), και από τις νοτιότερες και τη Χιµάρα «Ηπειρώτες» (Epiroti)30. Αυτό, πάντως, δεν σηµαίνει ότι έλειπαν οι χωριστοί εθνοτοπικοί προσδιορισµοί και µάλιστα σε κρατικά και εκκλη-σιαστικά έγγραφα, που δείχνουν ότι η εθνοτική (κατά βάση γλωσσική) δια-φορά ad intra ελληνοφώνων και αλβανοφώνων δεν ακυρωνόταν από την κοινή εκκλησιαστική τους ταυτότητα (Γραικοί και Αλβανίτες, Graeci ac Albanen-ses, Graeci et Albanenses ritum graecum sequentes, Albanesi et Greci κλπ.)31. Η ρωµαιοκαθολική εκκλησία ιδιαίτερα έδινε διπλό εθνοτικο-θρησκευτικό περι-εχόµενο στον όρο «graecus», όχι πάντοτε µονοµερή θρησκευτικό, όπως δια-

27. Crispi (1853), Schirò (1923: 34, 36, 52) και Petrottà (1966: 200-217 όπου βιβλιο-

γραφία). Πρβλ. τις κριτικές παρατηρήσεις της Καραντζά (2004). Για τα έθιµα των σηµερινών Αρβανιτών της Ελλάδας βλ. ∆έδε (1987)· πρβλ. Aλεξάκης (1996).

28. Παναγιωτόπουλος (1985: 68-85, 97-98). 29. Πρβλ. Peri (1975: 16) και Peri (1967: 181). Τον αυτοπροσδιορισµό «de nación

albanesa y griega» συνάντησα µια φορά στον αρβανίτικης καταγωγής κύπριο στρα-τιωτικό και ενεργό µέλος της ελληνικής κοινότητας της Νάπολης Ιερώνυµο Κόµπη· βλ. Χασιώτης (επιµ.) (1999: 28-29).

30. Πρβλ. ενδεικτικά το επιτύµβιο (του 1637) του διάσηµου condottiere του 15ου αιώνα Μερκουρίου Μπούα (comiti e principibus Peloponnesi, Epirotarum equitum ductori), στο Paribeni (1940: 31) και τους χαρακτηρισµούς των Αρβανιτών του Ρηγίου σε πηγή του τέλους του 16ου αιώνα (populi Illyrici, Albanenses nominatim, inteligentes et loquentes non modo lingual Illyricam sed et Calabram) στο Peri (1967: 185).

31. Peri (1973: 277, 281, 282, 317-318, και 329 σηµ. 1), όπου σε παπική βούλα του πάπα Γρηγορίου ΙΓ’ (1572-1585) γίνεται διάκριση και στη γεωγραφική τους προέλευ-ση (in terris vero locis et casalibus Graecorum et Albanensium, seu in quibus fuerint Graeci vel Albanenses, sive sint indigenae sive ex Graeciae provinciis et insulis vel ex Cypri et Albaniae partibus aut alias undecumque advenerint).

Page 10: Ίστωρ copy

72 Ι. Κ. Χασιώτης τείνονται αρκετοί σύγχρονοι ερευνητές32. Η διάκριση αυτή (που γινόταν συ-χνά και από τις κρατικές υπηρεσίες της ισπανοκρατούµενης Κάτω Ιταλίας), όταν αναφερόταν σε οργανωµένες οµάδες και κοινότητες, συνοδευόταν συ-χνά από τον πρόσθετο προσδιορισµό «nationis graecae», «nationis graeco-rum», «della natione greca» «de nación griega», και από τα µέσα του 17ου αιώνα τουλάχιστον και εξής, µε το σαφέστερο χαρακτηρισµό «nazionali Greci»33.

Ο ελληνικός χαρακτήρας των δίγλωσσων αυτών κοινοτήτων ενισχύθηκε µετά την εγκατάσταση στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία 3-4 χιλιάδων Πελο-ποννησίων που µεταφέρθηκαν µε τον ισπανικό και γενοβέζικο στόλο από την Κορώνη στα 1533-153434. Σε αντίθεση µε τους εποίκους των προηγούµε-νων µεταναστευτικών κυµάτων (που ήταν γενικά απαίδευτοι αγρότες, κτη-νοτρόφοι και στρατιωτικοί), οι νεοφερµένοι –που αποκαλούνταν γενικά «Κορωναίοι» (Coronei, Coroneses)– είχαν στις τάξεις τους αρκετούς εγγράµ-µατους και λογίους (κωδικογράφους, χρονικογράφους, ποιητές κλπ.)35. Στα πρώτα δέκα χρόνια µετά την άφιξή τους στην Ιταλία, οι «Κορωναίοι» ευ-νοήθηκαν από τις ισπανικές αρχές µε φορολογικές απαλλαγές, επιδόµατα, διανοµή σταριού, διορισµούς κατ’ εξαίρεση στον ισπανικό στρατό και στόλο κλπ.). Τα προνόµια αυτά τους βοήθησαν να επικρατήσουν κοινωνικά έναντι των άλλων ελληνόφωνων και αλβανόφωνων κατοίκων των περιοχών όπου εγκαταστάθηκαν36. Γι’ αυτό και πολλοί πρόβαλλαν µε επιµονή για έναν τουλάχιστον αιώνα την «αριστοκρατικότητά» τους, αλλά και τη συνακόλου-θη «grecità» τους, ενισχύοντας έτσι ακούσια το εθνοτικό περιεχόµενο του όρου «greco» έναντι του θρησκευτικού37. Η τάση ανανεώθηκε µε νεότερους ελληνικούς εποικισµούς στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία, κυρίως Κρητικών

32. Πρβλ. Fyrigos (1990: 201-206). Πρβλ. Bresc (1972), όπου σε κατάσταση (535-

538) του 1489-1498 προσώπων µε επώνυµα συνηθισµένα στους αλβανοφώνους, όλοι, πλην ενός, προσδιορίζονται από το νοτάριο συντάκτη της ως «graeci».

33. Οι προσδιορισµοί σε κείµενα των ετών 1536-1800, που εκδόθηκαν µε τη φρο-ντίδα της ίδιας της ελληνικής κοινότητας της Νάπολης· βλ. Ανώνυµο (1872: 6, 12, 16, 19, 20, 24, 29, 31 κ.ε., 37, 41-42, 43, 45-46, 51, 53, 58-59, 63, 71 κ.ε., 89, 93).

34. Για τα γεγονότα που οδήγησαν στον εκπατρισµό εκείνο και τις πρώτες εγκα-ταστάσεις των φυγάδων της Κορώνης βλ. Hassiotis (1998).

35. Βλ. π.χ. Kακλαµάνης (1993). 36. Αποσπάσµατα µεµονωµένων εγγράφων δηµοσιεύτηκαν χωρίς σχόλια και µε

αρκετά λάθη στο Νέον Ελληνοµνήµονα (Ανώνυµο, 1911 και Ανώνυµο 1926). 37. Αυτό τουλάχιστον υποδηλώνουν τα υποµνήµατά τους προς τις ισπανικές αρ-

χές· µε ελάχιστες εξαιρέσεις, στα έγγραφα αυτά οι ενδιαφερόµενοι αυτοπροσδιορίζο-νται ως «griegos de Corón». Πρβλ. και τις καταστάσεις των Κορωναίων που έπαιρ-ναν «subsidios» από τις ισπανικές αρχές της Νάπολης, που εκδίδει ασχολίαστες ο Coniglio (1986).

Page 11: Ίστωρ copy

Πολιτισµική όσµωση και εθνολογική µετάλλαξη 73

και Μανιατών κατά το δεύτερο µισό του 17ου αιώνα, και Ηπειρωτών και Επτανησίων κατά τον 18ο και τις αρχές του 19ου38.

Το διπλό εθνοτικο-θρησκευτικό περιεχόµενο του όρου «graecus» διακρί-νεται και στις ονοµασίες που έδινε η ρωµαιοκαθολική Εκκλησία στις µέσες και ανώτερες εκκλησιαστικές σχολές που ίδρυε για τους ελληνόφωνους και αλβανόφωνους Ορθοδόξους, όπως π.χ. το βραχύβιο Ελληνικό Γυµνάσιο (1514-1521) του πάπα Λέοντα Ι’ και το µακρόβιο Ελληνικό Κολλέγιο του Α-γίου Αθανασίου της Ρώµης (από το 1576 µέχρι σήµερα)39. H ελληνοφωνία των δυο αυτών ιδρυµάτων είναι αναµφισβήτητη: καταρχήν στο Ελληνικό Γυµνάσιο εισάγονταν µόνο παιδιά από την Ελλάδα, τα περισσότερα από τα οποία διακρίθηκαν αργότερα για την ελληνοµάθειά τους40. Προϋπόθεση ε-ξάλλου για την αποστολή των αποφοίτων του Ελληνικού Κολλεγίου της Ρώ-µης ως κληρικών στην ελληνική Ανατολή ή στα ελληνόρρυθµα χωριά της Κάτω Ιταλίας ήταν η γνώση της ελληνικής (έστω της εκκλησιαστικής αρχαΐ-ζουσας), αφού και η λειτουργία και η υµνογραφία και γενικά οι θρησκευτι-κές εκδηλώσεις τού ποιµνίου τους, από τη γέννηση ώς το θάνατο, γίνονταν στα ελληνικά (in graeco sermone seu verbis graecis, missas cum orationibus et praecibus graecis41). Εξάλλου, η πλειονότητα των σπουδαστών του Κολλεγίου προερχόταν από ελληνικές χώρες. Σε σύνολο π.χ. 299 σπουδαστών του της περιόδου 1576-1650, οι 189 (δηλ. πάνω από το 63%) κατάγονταν από την Ελλάδα, οι 13 ήταν ελληνόφωνοι της Ιταλίας, οι 18 χαρακτηρίζονται ως «greco-albanesi» και µόνο 2 ως «albanesi» (οι υπόλοιποι ήταν oρθόδοξοι άλ-λων εθνοτήτων). Ας σηµειωθεί, τέλος, ότι στον κανονισµό της Σχολής προ-βλεπόταν ότι οι µαθητές και οι δάσκαλοι θα έπρεπε να µιλούν και να συνεν-νοούνται µεταξύ τους µόνο στα ελληνικά42.

Αλλά και οι εκκλησιαστικοί αξιωµατούχοι του Οικουµενικού Πατριαρ-χείου, που, αψηφώντας τις απειλές του τοπικού λατινικού κλήρου, επισκέ-πτονταν (από τον όψιµο 15ο ώς τα µέσα του 17ου αιώνα) τις ελληνορθόδοξες κοινότητες της Κάτω Ιταλίας, για να τονώσουν το θρησκευτικό φρόνηµα των κατοίκων, ήταν όλοι τους ελληνόφωνοι. Και φυσικά στα ελληνικά πραγµα-τοποιούσαν εκεί τις εκκλησιαστικές πράξεις, για τις οποίες απαιτούνταν η παρουσία τους (όπως π.χ. στις χειροτονίες κληρικών), αλλά και σε βαφτίσεις, γάµους, κηδείες κλπ. Το ίδιο ισχύει και για τους ιεροµόναχους της ορθόδο-

38. Primaldo Coco (1921: 72 κ.ε.). Πρβλ. Βακαλόπουλος (1968: 537-538), Χασιώτης

(1969), Nίκας (1990) και Γιαννακοπούλου (1997). 39. Μανούσακας (1963) και Τσιρπανλής (1980). 40. Μανούσακας (1963: 69-172), όπου αναφορά στη µετέπειτα φιλολογική σταδι-

οδροµία των πρώτων µαθητών του Γυµνασίου. 41. Βλ. π.χ. Tσιρπανλής (1992: 12). 42. Τσιρπανλής (1980: 26, 46, 73, 183).

Page 12: Ίστωρ copy

74 Ι. Κ. Χασιώτης ξης Ανατολής που διέµεναν για µικρά ή µεγάλα χρονικά διαστήµατα σε πό-λεις και χωριά της Κάτω Ιταλίας. Όταν οι λατίνοι κληρικοί εµπόδιζαν αυτές τις δραστηριότητες, τότε οι ίδιοι οι ενδιαφερόµενοι κάτοικοι περνούσαν κα-τά κανόνα στα γειτονικά Επτάνησα, την Ήπειρο και την Πελοπόννησο, για να καλύψουν τις απαραίτητες για τη συνέχεια της θρησκευτικής τους ζωής εκκλησιαστικές ανάγκες (χειροτονία κλπ.). Τελικά, η Αγία Έδρα, για να ε-λέγξει την κατάσταση, άρχισε να ορίζει αυτή έναν επίσκοπο «di rito greco», αλλά απαραίτητα ελληνόφωνο, για τις χειροτονίες των ορθόδοξων της Κάτω Ιταλίας43.

Η «grecità» των ελληνορθόδοξων µεταναστών είναι εµφανέστερη στα α-στικά κέντρα. Οι κοινότητες και αδελφότητες που συγκροτούσαν στη Νεά-πολη και τη Μεσσήνη (αλλά και στην Αγκώνα και το Παλέρµο) ονοµάζο-νταν κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, τόσο στα κρατικά έγγραφα όσο και σε παπικές βούλες, «universitas» ή «natio graecorum» (στα ελληνικά «γένος των Γραικών»), «natio graeca» και «nazione» greca», και µόνο σε σπάνιες περιπτώσεις σηµειωνόταν και η διπλή –ελληνική και αρβανίτικη– προέλευ-ση των ελληνόφωνων και αλβανόφωνων κατοίκων τής ίδιας πόλης («graeci et albanenses ritu graecorum viventes»). Στο κλείσιµο του 17ου και στον 18ο αιώνα χρησιµοποιούνταν σαφέστεροι προσδιορισµοί των µελών των αστι-κών κοινοτήτων: «comunità de’ nazionali Greci»44.

Παρόλ’ αυτά, από τα τέλη του 17ου και κυρίως από τον 18ο αιώνα άρχι-σαν οι διεργασίες που οδήγησαν στο σταδιακό αφελληνισµό, µε τον εξιταλι-σµό ή και τον πλήρη εξαλβανισµό της δίγλωσσης οµάδας των «greco-albane-si». Η εξέλιξη αυτή µπορεί να αποδοθεί σε ποικίλους παράγοντες, που εντο-πίζονται στις πηγές που αφορούν επιµέρους ατοµικές περιπτώσεις. Καταρ-χήν η ενσωµάτωση στο ιταλόγλωσσο περιβάλλον πραγµατοποιήθηκε πρώτα στα αστικά κέντρα, εκεί δηλαδή όπου είχε επικρατήσει το ελληνόφωνο στοι-χείο45. Εξάλλου, η οποιαδήποτε σταδιοδροµία στον ισπανικό κρατικό µηχα-νισµό, αλλά και η κοινωνική καταξίωση, τόσο στις µεγάλες πόλεις όσο και στην περιφέρεια, προϋπέθεταν απάρνηση του ορθόδοξου δόγµατος και καλή γνώση της ιταλικής (και συχνά και της ισπανικής) γλώσσας. Η κοινωνική ανάδειξη συνδυάστηκε µε την εξοικείωση της δεύτερης κιόλας γενιάς των µε-τοίκων µε την ιταλική παιδεία. Βασικός, πάντως, συντελεστής για τη δογµα-τική αλλοτρίωση ήταν οι αφόρητες πιέσεις της καθολικής εκκλησίας: Παρά τις προγενέστερες παπικές βούλες που επέτρεπαν την ελεύθερη λατρεία του

43. Peri (1973: 278 κ.ε., 402 κ.ε.. 450 κ.ε.). Πρβλ. Sciambra (1962: 110-115) και (1963:

10 κ.ε., 99, 106-111), και Nikas (1998: 38 κ.ε., 60 κ.ε., σποράδην) (η µελέτη, παρά τον τίτλο της, είναι στα ελληνικά).

44. Πρβλ. την πιο πάνω σηµ. 33. 45. Πρβλ. Γιοχάλας (1996α: 11).

Page 13: Ίστωρ copy

Πολιτισµική όσµωση και εθνολογική µετάλλαξη 75

«rito greco» (και µάλιστα υπό την εποπτεία ορθόδοξου επισκόπου), η Αγία Έδρα περιέκοψε δραστικά, αµέσως µετά τη Σύνοδο του Τριδέντου (1563) και, ακόµα περισσότερο, µετά το πέρασµα στον 17ο αιώνα, τις θρησκευτικές εκδηλώσεις των ελληνόρρυθµων κατοίκων της Κάτω Ιταλίας. Παράλληλα, µε τις παρεµβάσεις του λατινικού κλήρου, η επάνδρωση µε εφηµερίους των ελ-ληνορθόδοξων ναών γινόταν πια µε ουνίτες ή και καθολικούς κληρικούς. Παράλληλα, άρχισε και απώλεια σεβαστού τµήµατος της συσσωρευµένης περιουσίας των ελληνικών κοινοτήτων της Κάτω Ιταλίας46. Το αποτέλεσµα ήταν να κλείσουν και τα εναποµένοντα υποτυπώδη συνήθως σχολεία των ελληνορθόδοξων παροικιών. Αλλά και τα εκπαιδευτικά ιδρύµατα της Αγίας Έδρας κατέτειναν µακροπρόθεσµα στη σταδιακή αποµάκρυνση των τροφί-µων τους από το Οικουµενικό Πατριαρχείο και τη θρησκευτική ένωση µε την Αγία Έδρα. Η ένταξη στον κυρίαρχο θρησκευτικό και ιδεολογικό περί-γυρο ευνόησε την έξοδο από την κοινωνική περιθωριοποίηση· αυτό άνοιξε αναπόφευκτα το δρόµο στους µικτούς γάµους και στον εξιταλισµό της ελλη-νόφωνης ελίτ. Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκε κυρίως η πλειονότητα των «Κορωναίων», αλλά και των στρατιωτικών που είχαν διακριθεί για την πολυχρόνια υπηρεσία τους στον ισπανικό στρατό. Πολλοί άλλωστε από αυ-τούς είχαν πάρει, ήδη από τα µέσα του 16ου αιώνα, τίτλους ευγενείας και ποικίλες κοινωνικές διακρίσεις που διευκόλυναν την ενσωµάτωσή τους. Το αποτέλεσµα ήταν η σταθερή µείωση της µη χρηστικής πια ελληνοφωνίας α-κριβώς στις κοινωνικές εκείνες τάξεις που, όπως αναφέραµε, πρόβαλλαν κα-τά τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους στην Ιταλία την «ελληνικότητά» τους. Με τις εξελίξεις αυτές οι ελληνορθόδοξες κοινότητες της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας έχασαν, µετά το πέρασµα στον 17ο αιώνα, την ούτως ή άλ-λως ισχνή (σε σχέση π.χ. µε την κοινότητα της Βενετίας) πνευµατική τους η-γεσία, µε µοιραία βέβαια αποτελέσµατα στην επιτάχυνση της αφοµοιωτικής διαδικασίας των µελών τους.

Στην ύπαιθρο, οι αλλαγές αυτές είχαν πιο αργούς ρυθµούς. Αλλά κι εκεί η απαγόρευση της ποιµαντικής δράσης των ιεραρχών που έρχονταν από την Ελλάδα, προκαλούσε αρχικά ένα είδος δογµατικού συγκρητισµού και στη συνέχεια το σταδιακό εκκαθολικισµό αρκετών ελληνορθόδοξων εστιών. Και ενώ στις συµπαγείς ελληνόφωνες κοινότητες –αυτές της Grecìa Salentina και της Bovesìa– η µετάβαση αυτή δεν συνοδεύτηκε µε ολοκληρωτική απώλεια της ελληνικής γλώσσας (παρά τη χρήση του λατινικού αλφαβήτου), στις δί-γλωσσες τα πράγµατα ακολούθησαν άλλους δρόµους: οι ελληνόφωνοι επέ-

46. Πέρα από τη βιβλιογραφία που σηµειώθηκε πιο πάνω (σηµ. 16), πρβλ. Peri

(1997: 403-441, κυρίως 409 κ.ε.). Ακόµα και η σχετικά ισχυρή κοινότητα της Νάπολης υποχρεώθηκε σε σηµαντικές υποχωρήσεις τόσο στο εκκλησιαστικό όσο και στο οικο-νοµικό πεδίο: Hassiotis (1981: 420 κ.ε.).

Page 14: Ίστωρ copy

76 Ι. Κ. Χασιώτης δειξαν κι εδώ µεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα, µε αποτέλεσµα το σταδι-ακό εξιταλισµό τους. Αντίθετα, οι αλβανόφωνοι, περιχαρακωµένοι στη στέ-ρεη παραδοσιακή οικογενειακή τους οργάνωση, αποδείχτηκαν –µε την κοι-νωνική τους περιθωριοποίηση– περισσότερο ανθεκτικοί στις πιέσεις των «Λατίνων» (Lëtinj) και στην πολιτιστική αλλοτρίωση: παρέµειναν πεισµατι-κά προσηλωµένοι στο οικογενειακό τους αρβανίτικο ιδίωµα, διατηρώντας και τις θρησκευτικές και τις λαϊκές παραδόσεις που κάποτε µοιράζονταν µε τους ελληνόφωνους συµπατριώτες τους, πρώτα στην Ελλάδα και στη συνέ-χεια στην Ιταλία. Είχαν βέβαια κι αυτοί απώλειες, τόσο στη γλώσσα όσο και στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις: από τους 250.000 περίπου ελληνορθόδο-ξους κατοίκους των παλιών δίγλωσσων ή αποκλειστικά αλβανόφωνων κοι-νοτήτων της Κάτω Ιταλίας, απέµειναν –σύµφωνα µε σχετικά αισιόδοξους υπολογισµούς– 98-100.000 γνώστες της αρβανίτικης, από τους οποίους µό-νον οι µισοί διατηρούν τις ελληνορθόδοξες παραδόσεις τους, αρκετά φαλκι-δευµένες κι αυτές από τη µακροχρόνια λατινική πολιορκία47. Οι τελευταίοι υπάγονται σε δυο εκκλησιαστικές επισκοπές, εξαρτηµένες από την Αγία Έ-δρα (η οποία άλλωστε και τις ίδρυσε στα 1919 και 1937 αντίστοιχα), τις «eparchie» του Lungro (Κοζέντσα) και της Piana degli Albanesi (Παλέρµο)48. Οι εναποµένοντες ορθόδοξοι –που εντοπίζονται κυρίως στις νεότερες ελλη-νικές παροικίες και εντελώς σποραδικά στις παλαιότερες ελληνόφωνες εστίες της Κάτω Ιταλίας– υπάγονται στη σχετικά πρόσφατα (1991) ιδρυµένη ορθό-δοξη µητρόπολη Ιταλίας και Εξαρχία Νοτίου Ευρώπης (και µέσω αυτής στο Οικουµενικό Πατριαρχείο) και δεν συνδέονται µε τις κοινότητες «di rito greco» των αλβανοφώνων της χώρας49.

Η έλλειψη µορφωµένων κληρικών µεταξύ των Αρβανιτών της Ιταλίας δηµιουργούσε προβλήµατα στην ορθή εκτέλεση των θρησκευτικών τους α-ναγκών ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα. Την κατάσταση αυτή προσπάθησε να αντιµετωπίσει –µε την ενθάρρυνση της Αγίας Έδρας– ο ελληνορθόδοξος κληρικός και άλλοτε µαθητής του Ελληνικού Κολλεγίου του Αγίου Αθανα-σίου Λουκάς Ματαράγκας ή Matranga (1567-1619) από την Pianna dei Greci. Ο Matranga, απόγονος δίγλωσσης αρβανίτικης οικογένειας από την Πελοπόννησο, απέδωσε µάλλον άτεχνα το 1592 στα τοσκικά ένα σηµαντικό κατηχητικό κείµενο της Καθολικής Εκκλησίας –την Doctrina Christiana του σύγχρονού του ισπανού ιησουίτη Diego de Ledesma (περ. 1519-1575)–, εε-

47. Πρβλ. Γιοχάλας (1996α: 9). 48. Alberti (1916). Τη βιβλιογραφία για τους «italo-albanesi» συγκέντρωσε ο Γιο-

χάλας (1996α: 29-207). 49. Είναι ενδεικτικό ότι οι επισκοπές αυτές τείνουν να εγκαταλείψουν τον παρα-

δοσιακό όρο «rito greco» µε το «Chiesa bizantina» ή ακόµα µε το «Chiesa bizantina cattolica».

Page 15: Ίστωρ copy

Πολιτισµική όσµωση και εθνολογική µετάλλαξη 77

γκαινιάζοντας ουσιαστικά την αρβανίτικη λογοτεχνία µε το πέρασµα από την καθιερωµένη ώς τότε προφορική µόνο χρήση του ιδιώµατος στο γραπτό λόγο50. Μερικές δεκαετίες αργότερα, στα 1635, ένας καθολικός κληρικός από τη βόρεια Αλβανία, ο Frang Bardhi (Francesco Bianchi, 1606-1643), τύπωσε στη Ρώµη µε τη συνδροµή της Propaganda Fide ένα λατινο-αλβανικό λεξικό (Dictionarium Latino-Epiroticum), και ένα χρόνο αργότερα ένα έργο µε αρκε-τά πρώιµο ιδεολογικό περιεχόµενο, µια απολογία γραµµένη στα λατινικά για την αµφισβητούµενη από τότε αλβανική καταγωγή τού Γεωργίου Κα-στριώτη-Σκεντέρµπεη (1403-1468)51. Οι προσπάθειες όµως εκείνες, προπά-ντων των καθολικών Αλβανών, δεν βρήκαν καµιά ανταπόκριση στους ορ-θόδοξους αλβανόφωνους της Κάτω Ιταλίας, οι οποίοι επέµειναν να τελούν τις θρησκευτικές τους τελετές στην ελληνική εκκλησιαστική γλώσσα.

Από τις αρχές, πάντως, του 18ου και, περισσότερο, µετά το πέρασµα στον 19ο αιώνα –µε την ενθάρρυνση πάντοτε της Αγίας Έδρας, αλλά και τη µετέ-πειτα επίδραση του ∆ιαφωτισµού– άρχισε η επανεκτίµηση και στο αλβανό-φωνο στοιχείο της Κάτω Ιταλίας της προγονικής γλώσσας. Η κίνηση απέδω-σε καρπούς µετά την ίδρυση δυο επαρχιακών εκκλησιαστικών σχολείων, του «Seminario Greco» του Παλέρµου (1716, 1734) και, κυρίως, του «Collegio Greco» («Corsini») της Καλαβρίας (από το 1732 στο San Benedetto Ullano και από το 1794 στο µοναστήρι του Αγίου Αδριανού στο San Demetrio Corone). Στα εκπαιδευτήρια αυτά άρχισε να χρησιµοποιείται και η αλβανι-κή, ενώ η ελληνική παρέµεινε στα µαθήµατα της κλασικής ελληνικής και εκ-κλησιαστικής γραµµατείας52. Από τους χώρους λοιπόν αυτούς άρχισε να αναδύεται µια καθαυτό αλβανόφωνη διανόηση, που άρχισε να δραστηριο-ποιείται κυρίως στη συλλογή δηµοτικών τραγουδιών και την καταγραφή των τοπικών παραδόσεων, αλλά και στις απόπειρες αξιοποίησης του ιδιώµα-τος σε ποιητικά έργα –µε πρώτον (από το 1762) στον τοµέα αυτόν τον κληρι-κό και ποιητή Giulio Variboba (1724-1788)53. Την ίδια εποχή ο αρβανίτικης καταγωγής δίγλωσσος κληρικός Giuseppe Schirò προσπάθησε για πρώτη φορά να καταγράψει τα στοιχεία (στη γλώσσα, τα έθιµα, τις παραδόσεις, το χαρακτήρα, αλλά και τον τρόπο λατρείας) που διαφοροποιούσαν τους «gre-ci» από τους «albanesi» της Ιταλίας54. Από το εθνογραφικό και το λογοτεχνι-

50. Γενικά για τη δράση του Bardhi βλ. τις πηγές που εξέδωσε ο Zamputi (1956). 51. Sciambra (1964). Για τη θητεία του στο Ελληνικό Κολλέγιο του Αγ. Αθανασί-

ου: Τσιρπανλής (1980: 281). 52. Το Κολλέγιο ιδρύθηκε µε βούλα του πάπα Κλήµεντα ΙΒ’ (1730-1740, κατά

κόσµον Lorenzo Corsini)· βλ. Giura, (1984). Στο Σεµινάριο του Παλέρµου είναι αφι-ερωµένα δυο τεύχη (2-3) του περιοδικού Oriente Cristiano, 25 (1985).

53. Cassiano (1981: 15 κ.ε.). 54. Karalevski (1910). Ο Schirò επαναλάµβανε χονδρικά όσα είχε ισχυριστεί, πριν

Page 16: Ίστωρ copy

78 Ι. Κ. Χασιώτης κό πεδίο η κίνηση πέρασε στο γλωσσλογικό και στη συνέχεια και στο πολιτι-κό. Οι εκπρόσωποί της, πάντως, φαίνεται ότι µάλλον αγνοούσαν δυο σηµα-ντικές για την αλβανική γλώσσα εκδόσεις που είχαν ετοιµαστεί την εποχή εκείνη στην ίδια την Αλβανία από ελληνορθόδοξους λογίους: το τρίγλωσσο λεξικό (ελληνο-βλαχο-αλβανικό) του Θεοδώρου Καβαλιώτη (1718?-1786) και το τετράγλωσσο (ελληνο-βουλγαρο-βλαχο-αλβανικό) του ∆ανιήλ Μοσχοπο-λίτη (που εκδόθηκαν στη Βενετία το 1770 και στην Κωνσταντινούπολη το 1802 αντίστοιχα)55. ∆εν ξέρω επίσης αν αργότερα βρήκε κάποια απήχηση στους αρβανιτόφωνους της Ιταλίας και η φιλολογική και κυρίως η λεξικο-γραφική προσπάθεια του Κωνσταντίνου Χριστοφορίδη (1830-1895), που κα-τέληξε πρώτα (1882) στη Γραµµατική της Αλβανικής Γλώσσης και στη συνέχεια στο θεµελιώδες Λεξικόν της Αλβανικής Γλώσσης, το οποίο ολοκληρώθηκε γύρω στα 1890, αλλά εκδόθηκε µεταθανάτια, στην Αθήνα το 190456.

Πρόδροµος στην πνευµατική κίνηση των Αρβανιτών της Κάτω Ιταλίας (και ουσιαστικά και του αλβανικού ∆ιαφωτισµού-«Rilindja»)57 αναδείχτηκε στα µέσα του 19ου αιώνα ο ποιητής και δηµοσιογράφος Girolamo De Rada (1814-1903), γιος κληρικού και δασκάλου της λατινικής και ελληνικής στο Collegio Greco του San Demetrio Corone και απόφοιτος του σχολείου αυτού της Καλαβρίας. Ο De Rada αρχικά κινήθηκε στον κύκλο των αρβανιτόφω-νων της Ιταλίας, κυρίως µε την έκδοση (από το 1848) των πρώτων αλβανι-κών εφηµερίδων· στη συνέχεια στράφηκε προς τους αµφιταλαντευόµενους τα χρόνια εκείνα αλβανούς διανοούµενους που ζούσαν στην Οθωµανική Αυτοκρατορία, προσπαθώντας να τους πείσει να ευνοήσουν την καλλιέρ-γεια της γλώσσας και την προβολή της ιστορίας της κοινής αλβανικής πα-τρίδας58. Η πολιτικοποίηση των Αρβανιτών της Ιταλίας επιταχύνθηκε µετά το πέρασµα στο δεύτερο µισό του 19ου αιώνα. Σταθµός προς την εξέλιξη αυ-τή θεωρείται η πρώτη συνέλευση αλβανόφωνων λογίων στο «Collegio Greco» του S. Demetrio Corone τον Iούλιο του 1865. Στα αµέσως επόµενα χρόνια, αµέσως σχεδόν µετά την ενοποίηση της Ιταλίας και µε πρωτοβουλίες των αρβανίτικης καταγωγής ιταλών πολιτικών –µε πρώτο τον δυο φορές πρωθυπουργό (1887, 1893) Francesco Crispi (1818-1901)–, άρχισε και η δια-σύνδεση των γεωπολιτικών συµφερόντων της χώρας µε τα απέναντι αλβανι-κά εδάφη59. Προς την κατεύθυνση αυτή βοήθησαν και τα ιταλο-αλβανικά

από δυο περίπου αιώνες, ο Αρκούδης, για τον οποίο έγινε λόγος πιο πάνω.

55. Kωνσταντακοπούλου (1988: 42 κ.ε., 58 κ.ε.), όπου συγκρίσεις του έργου του ∆ανιήλ και του Καβαλιώτη.

56. Skendi (1967: 122-123). Πρβλ. Κυριαζής (2003). 57. Skendi (1967: 115 κ.ε.). 58. Skendi (1967:116-117, 119-121, 223). Πρβλ. Altimari (2004). 59. Πρβλ. Maserati (1977) και Skendi (1967: 214 κ.ε., 226 κ.ε.).

Page 17: Ίστωρ copy

Πολιτισµική όσµωση και εθνολογική µετάλλαξη 79

συνέδρια της ίδιας περιόδου, τα οποία, παρά το φιλολογικό τους περιεχόµε-νο, δεν έκρυβαν τον πολιτικό τους χαρακτήρα60.

Η συµπάθεια βέβαια των Αρβανιτών της Ιταλίας προς την Ελλάδα, απ’ όπου προέρχονταν οι πρόγονοί τους, δεν έλειψε· την υπογραµµίζει η θετική τους ανταπόκριση στα αλυτρωτικά προγράµµατα των Ελλήνων61. Εξάλλου, µερικοί εκπρόσωποί τους –όπως π.χ. ο Demetrio Camarda (1821-1882), που χρησιµοποιούσε το ελληνικό αλφάβητο στην απόδοση της αρβανίτικης δια-λέκτου– πίστευαν ότι η καλύτερη οδός προς την εθνική χειραφέτηση των Αλβανών και τη διάσωση του πολιτισµού τους ήταν η συνεργασία τους µε τους Έλληνες ή ακόµα και η ένταξή τους στο πλαίσιο του ελληνικού κρά-τους62. Αλλά η ίδια η Ελλάδα στάθηκε µάλλον αδιάφορη ή και άστοργη α-πέναντι των «greco-albanesi» της Κάτω Ιταλίας. Οι ίδιοι, εξάλλου, οι Αρβα-νίτες της χώρας, αλλά και οι ελληνορθόδοξοι της Βόρειας Ηπείρου, δεν ήθε-λαν την εποχή εκείνη να συσχετιστούν µε οµάδες που ευνοούσαν τον ανα-δυόµενο αλβανικό εθνικισµό· γι’ αυτό και αποµόνωναν µε κάθε τρόπο τους οµόγλωσσους συµπατριώτες τους –π.χ. τον υδραίο Παναγιώτη Κουπιτόρη (1821-1881) στα 1879 και, κυρίως, το σαλαµίνιο Αναστάσιο Κουλουριώτη στα 1882-1883– που πάσχιζαν (χωρίς επιτυχία) να προβάλουν τα εθνοτικά τους χαρακτηριστικά63. Μια απόπειρα µάλιστα «επαναπατρισµού», ύστερα από τέσσερις αιώνες, Αρβανιτών της Σικελίας στην Πελοπόννησο κατέληξε σε τραγική αποτυχία για τους «παλιννοστήσαντες»64. Εξάλλου, η ιδέα ενός οµοσπονδιακού ελληνο-αλβανικού κράτους, που συζητιόταν κατά περιό-δους στην Ελλάδα ώς τις αρχές του 20ού αιώνα, αποδείχτηκε ουτοπική65. Έ-τσι, όταν άρχισαν να τίθενται διλήµµατα επιλογής ανάµεσα στις δυο χώρες, οι «italo-albanesi» στράφηκαν προς την Αλβανία. Είναι ενδεικτικό ότι το «Comitato Politico Albanese» που ιδρύθηκε σε συνέλευση των Αλβανών της Νεάπολης, το Φεβρουάριο του 1897, πρόβαλε την «reintegrazione nazionale de la patria» (δηλ. της Αλβανίας) και όχι τη βοήθεια προς την «αδελφή» Ελ-λάδα («sorella, ma non dominatrice nostra»)66. Η τάση αυτή, που εναρµονι-ζόταν µε τις ιταλικές βλέψεις στην απέναντι ακτή του Ιονίου67, έγινε σαφέ-

60. Πρβλ. Tamborra (1980) και Skendi (1967: 216 κ.ε.). 61. Για τη συνεργασία των ελληνικών επαναστατικών «κοµιτάτων» µε τους αλ-

βανόφωνους της Κάτω Ιταλίας στα µέσα του 19ου αιώνα, βλ. Λιάκος (1985: 158, 160-162).

62. Βλ. Altimari (1984: 101-111, κυρίως 105). Για τη χρήση του ελληνικού αλφαβή-του στην απόδοση της αλβανικής γλώσσας βλ. Elsie (1991).

63. Πρβλ. Skendi (1967: 126-128). 64. Χ. Κ. Βάµβας (1877). 65. Πρβλ. Skendi (1967: 308-311) Kondis (1976: 30-35, 39 κ.ε. σποράδην). 66. Laviola (1973: 67 κ.ε., 72 κ.ε.). 67. Πρβλ. τις κατηγορίες εναντίον των Ελλήνων του Σικελού ποιητή Giuseppe

Page 18: Ίστωρ copy

80 Ι. Κ. Χασιώτης στερη κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέµου (1912), και ακόµα πε-ρισσότερο µετά την ίδρυση, στα 1912-3 του αλβανικού κράτους68. Το γεγονός ότι η επίσηµη ιταλική πολιτική απέβλεπε στην κηδεµονία της Αλβανίας ενί-σχυσε αυτές τις τάσεις. Εξάλλου, το φασιστικό καθεστώς, για να εξασφαλίσει την ευµένεια του αρβανίτικου στοιχείου στις προκλητικές επεµβάσεις του στην Αλβανία, φρόντισε να ενισχύσει ακόµα περισσότερο τον αλβανικό χα-ρακτήρα των ελληνόρρυθµων κοινοτήτων της Νότιας Ιταλίας69. Στα 1928 δόθηκε και η χαριστική βολή στα τελευταία λείψανα της ελληνικότητας στους εναποµένοντες αρβανίτικους θυλάκους µε τη γενική αντικατάσταση του χαρακτηρισµού «greco» µε το «albanese» στις ονοµασίες των ιδρυµάτων που αφορούσαν τον ελληνορθόδοξο κόσµο της Κάτω Ιταλίας, αλλά και στα αντίστοιχα τοπωνύµια, µε έσχατο δείγµα τη µετονοµασία τής Piana dei Gre-ci του Παλέρµου σε «Piana degli Albanesi»70. Από τις µετονοµασίες εκείνες γλύτωσε µόνο η ιδρυµένη το 1004 µοναστική κοινότητα της Κρυπτοφέρρης (Badìa Greca di Grottaferrata) όχι µόνο επειδή ήταν ήδη «monumento na-zionale» της Ιταλίας, αλλά και επειδή από το 1883 και εξής επανδρωνόταν –µε τη φροντίδα πάντοτε της Αγίας Έδρας– µε «ενωτικούς» αλβανόφωνους µοναχούς της Σικελίας και (από το 1927) και της Καλαβρίας. Με το νέο αυτό δυναµικό της, το µεγάλο αυτό µοναστικό κέντρο καλλιέργησε συστηµατικά την αλβανική γλώσσα, χωρίς όµως να πάψει και προβάλλει και την απώτερη ελληνο-βυζαντινή του ιστορία. Πάντως, οι απόπειρες του Βατικανού για τον πλήρη εξοβελισµό της ελληνικής γλώσσας από τις εκκλησιαστικές τελετές εί-χαν µερική επιτυχία: πολλές αλβανόφωνες κοινότητες, ιδίως της Σικελίας, εξακολουθούσαν να χρησιµοποιούν σε σηµαντικές εκκλησιαστικές τελετές όχι µόνο το βυζαντινό µέλος, αλλά και την ελληνική εκκλησιαστική γλώσσα·

Schirò (1865-1927) (Schirò, 1904: 1 κ.ε., 30 κ.ε.).

68. Ενδεικτικά είναι τα πολεµικά κείµενα δυο γνωστών ιταλοαλβανών διανοου-µένων εναντίον της αλβανικής πολιτικής της Αθήνας, του Cosmo Serembe (1879-1938) (Serembe, 1912: 7-9) και του Gaetano Petrottà (Petrottà, 1913).

69. Αντίστροφη µε τη φιλοαλβανική πολιτική του Benito Mussolini (1883-1945) ήταν βέβαια η αρνητική του (µετά το 1925) στάση έναντι των άλλων γλωσσικών µει-ονοτήτων, ιδιαίτερα των «γαλλόφωνων» και των Σλοβένων· βλ. π.χ. Smith (1972: 637 κ.ε.). Πρβλ. Πετροπούλου (1997: 267-268). ∆εν µπόρεσα να συµβουλευτώ τη µελέτη του Altimari (2007).

70. Ανάλογες (και περισσότερες) µετονοµασίες τοπωνυµίων πραγµατοποιήθηκαν στον ιταλικό βορρά, π.χ. στην Valle d’Aosta, Val Susa, Val Chisone κ.α. Πάντως, το καθεστώς δεν προχώρησε στην αλλαγή της ονοµασίας των ελληνόφωνων χωριών (π.χ. του Castrignano de’ Greci της Απουλίας), αλλά και της αλβανόφωνης κωµόπο-λης της Καµπανίας Greci, ίσως εξαιτίας της µακραίωνης ιστορίας της (που, σύµφωνα µε την παράδοση, ανάγεται στα χρόνια του Ιουστινιανού).

Page 19: Ίστωρ copy

Πολιτισµική όσµωση και εθνολογική µετάλλαξη 81

και µόλις πρόσφατα άρχισε σταδιακά να υιοθετείται η χρήση µεταφράσεων είτε στα ιταλικά και λατινικά είτε στα αλβανικά71.

Σήµερα πια, οι αρβανιτόφωνοι της Ιταλίας, παρά τις αποστάσεις που τη-ρούν έναντι των αλβανικών πραγµάτων (κυρίως στην Piana degli Albanesi), αρχίζουν να υιοθετούν σταδιακά όχι µόνο τη σύγχρονη αλβανική γλώσσα έναντι της παραδοσιακής «arbërisht», αλλά σύµβολα και ιδεολογήµατα που τους συνδέουν πια µε τη σηµερινή Αλβανία. Στο πλαίσιο αυτό ανήκει και η συνεχής αναγωγή της προέλευσής τους στους συµπολεµιστές του εξιδανι-κευµένου Σκεντέρµπεη, στην προβολή της αλβανικής σηµαίας και –παρά τις κάποιες εσωτερικές αντιδράσεις– στις προσπάθειες για την υιοθέτηση της άγνωστης ώς τώρα στους «italo-albanesι» εθνικής ονοµασίας «Shqipëri». Μερικοί --µε πρωτοστάτη τον εξαιρετικά δραστήριο Καλαβρό papàs Anto-nio Bellusci (γενν. 1934)– στρέφονται και προς την Ελλάδα, επιδιώκοντας µιαν όψιµη επανασύνδεση των «αρβανίτικων» επιβιώσεων του ελλαδικού χώρου µε τις «αρβανίτικες» εστίες της Κάτω Ιταλίας72. Όλα αυτά προκαλούν τις καχυποψίες της επίσηµης ελληνικής πλευράς, προπάντων όταν παράλ-ληλα µε τη χρήση της εθνογραφίας, επιστρατεύονται και σύµβολα του σηµε-ρινού αλβανικού εθνικισµού· το τελικό αποτέλεσµα είναι η διατήρηση ή και η διεύρυνση µάλλον, αντί της µείωσης. στις υπάρχουσες ήδη ιδεολογικές αποκλίσεις ανάµεσα στους αλβανοφώνους και τους ελληνόφωνους της Κάτω Ιταλίας73. Σπεύδω να προσθέσω ότι και στην πλευρά των ελληνοφώνων πα-ρατηρούνται αντίστοιχες κινήσεις που ευνοούν την εκµάθηση της κοινής νε-οελληνικής (από το 1968 µε τη βοήθεια ελλαδιτών εκπαιδευτικών) και την υιοθέτηση πολιτιστικών ηθών της σύγχρονης Ελλάδας ή ακόµα που τείνουν (από τις αρχές της δεκαετίας του 1970) στη σταδιακή επαναφορά του καταρ-γηµένου επί τέσσερις αιώνες ελληνορθόδοξου τυπικού74. Προς τον τελευταίο

71. Πρβλ. Pecoraro (1986). Στην κοσµική µουσική των ελληνοφώνων και των

αλβανοφώνων της Κάτω Ιταλίας είναι αφιερωµένο το Λιάβας και ∆ιονυσόπουλος (1983).

72. Από το 1980 ο αιδεσ. Bellusci επιµελείται την έκδοση του Lidhja/Unione, µιας δίγλωσσης (στα ιταλικά και αλβανικά) περιοδικής έκδοσης «di cultura italo-greco-albanese». Είναι επίσης συγγραφέας αρκετών γλωσσικών και εθνογραφικών έργων για τους Έλληνες «αρβανίτες»· βλ. π.χ. Bellusci (2004).

73. Πάντως, έγιναν µερικές σοβαρές προσπάθειες συνεννόησης µε πρωτοβουλίες διαφόρων τοπικών φορέων, όπως π.χ. του ιδρυµένου το 1986 συλλόγου ελληνοφώ-νων και αλβανοφώνων τής Καλαβρίας «Calavria» (Πετροπούλου, 1997: 262-263) ή και ελληνικών επιστηµονικών ιδρυµάτων (βλ. π.χ. Γιοχάλας, 1996β).

74. Πρβλ. Πετροπούλου (1997: 237 κ.ε., 273 κ.ε.). Πρβλ. Προφίλη (1999β). Πάντως, η συνειδητοποίηση της εθνοτικο-πολιτιστικής ιδιαιτερότητας των ελληνοφώνων είχε αρχίσει ήδη από τη δεκαετία του 1950: Martino, «L’isola grecanica», 326-327. Για το ορθόδοξο τυπικό στις ελληνόφωνες κοινότητες της Καλαβρίας βλ. Piromalli (1981:

Page 20: Ίστωρ copy

82 Ι. Κ. Χασιώτης αυτόν στόχο εργάστηκαν µερικοί αγιορείτες µοναχοί που πρωτοστάτησαν στην οικοδόµηση ορθόδοξου ναού στο ελληνόφωνο Gallicianò και στην ε-παναλειτουργία, µετά από αιώνες, δυο ορθόδοξων µοναστηριών –µε πρώτο (από το φθινόπωρο του 1994) του Οσίου Ιωάννη του Θεριστή στο Gerace της Καλαβρίας75. Οι εξελίξεις αυτές, ενώ τείνουν να ενισχύσουν, από το ένα µέ-ρος, τη συρρικνούµενη «αλβανικότητα» ή την «ελληνικότητα» των δυο ε-θνοτικών οµάδων που µας απασχόλησαν, απειλούν, από το άλλο, µε εξαφά-νιση πολλές από τις ιστορικές, γλωσσικές και πολιτισµικές ιδιαιτερότητες που τους χαρακτήριζαν επί αιώνες τόσο έναντι του ιταλικού περιβάλλοντος όσο και έναντι των πολιτιστικών και εθνικών πραγµατικοτήτων που δηµι-ουργήθηκαν στις χώρες της απώτερης προέλευσής τους στο διάστηµα που µεσολάβησε από τον εκπατρισµό τους ώς σήµερα.

58-67) και Minuto (1988: 37-72). Πρβλ. Κουκούσας (2002).

75. Βλ. «Η αναβίωση µιας µονής στην Καλαβρία», εφηµ. Η Καθηµερινή, Αθήνα, 11 Μαρτίου 2000.

Page 21: Ίστωρ copy

Πολιτισµική όσµωση και εθνολογική µετάλλαξη 83

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Aλεξάκης, Eλευθέριος Π. (1996)

Tα παιδιά της σιωπής. Oικογένεια, συγγένεια και γάµος στους Aρβανίτες της NA Aττικής-Λαυρεωτικής (1850-1940), Παρουσία, Aθήνα.

Ανώνυµο (1872) Principali documenti intorno alia nazionalità, ortodossia orientale e privilegi della Chiesa e Confraternita dei SS. Pietro e Paolo dei Nazionali Greci in Napoli, Νάπολη.

Ανώνυµο (1911) Νέος Ελληνοµνήµων, 8: 413-461.

Ανώνυµο (1926) Νέος Ελληνοµνήµων, 20: 158-160, 161-163.

Ανώνυµο (1951) «Rito italo-bizantino», Enciclopedia Cattolica, τόµ. 7, Βατικανό, 506-518.

Ανώνυµο (2000) «Η αναβίωση µιας µονής στην Καλαβρία», Η Καθηµερινή, 11 Μαρτίου.

Bακαλόπουλος, A. E. (1968) Iστορία του Nέου Eλληνισµού, τόµ. 3, Θεσσαλονίκη.

Bακαλόπουλος, A. E. (21976) Iστορία του Nέου Eλληνισµού, τόµ. 2, Θεσσαλονίκη.

Βάµβας, Χ. Κ. (1877) «Περί των εν Ιταλία Ελληνοαλβανών και ιδίως περί των εις την Ελλάδα µεταναστευσάντων», Επετηρίς Παρνασσού, 1: 19-26.

Γιαννακοπούλου, Eλένη (1997) «Hπειρώτες έµποροι στην Iταλία κατά το 18ο αιώνα (Nέα αρχειακά στοιχεί-α)», O Eρανιστής, 21: 143-175.

Γιοχάλας, Tίτος Π. (1975) «Eπόψεις του ελληνισµού των αλβανικών κοινοτήτων της Σικελίας», Πρακτικά της Aκαδηµίας Aθηνών, 49: 363-372.

Γιοχάλας, Tίτος Π. (1993) Eλληνικά επώνυµα, ονόµατα και τοπωνύµια των αλβανικών κοινοτήτων της Kάτω Iταλίας και της Σικελίας, Aθήνα.

Γιοχάλας, Τίτος (1996α) Αλβανο-ιταλικά, Κέντρο Σπουδών Ν.Α. Ευρώπης, Αθήνα.

Γιοχάλας, Τίτος (επιµ.) (1996β) Πρακτικά του ελληνοαλβανικού συµποσίου: Η ελληνική και η αλβανική γλώσσα στην Κάτω Ιταλία και την Σικελία, Κέντρο Σπουδών Ν.Α. Ευρώπης, Αθήνα.

Γούναρης, Βασίλης (2006) «Σύνοικοι θυρωροί και φιλοξενούµενοι: ∆ιερευνώντας τη “µεθόριο” του ελ-ληνικού και αλβανικού έθνους κατά τον 19ο αιώνα», στο: Παντελής Βουτου-ρής και Γιώργος Γεωργής (επιµ.), Ο ελληνισµός στον 19ο αιώνα. Ιδεολογικές και αισθητικές αναζητήσεις, Καστανιώτης, Αθήνα, 38-54.

∆έδε, Μαρία (1987) Οι Έλληνες Αρβανίτες, Ίδρυµα Βορειοηπειρωτικών Ερευνών, Ιωάννινα.

Page 22: Ίστωρ copy

84 Ι. Κ. Χασιώτης Kακλαµάνης, Στέφανος (1993)

«Mιχαήλ Pοσέτος, Kορωναίος κωδικογράφος του 16ου αιώνα», Aφιέρωµα στον πανεπιστηµιακό δάσκαλο Bασ. Bλ. Σφυρόερα, Λύχνος, Aθήνα, 53-86.

Καραναστάσης, Αναστάσιος (1984-1992) Ιστορικό λεξικό των νεοελληνικών ιδιωµάτων της Κάτω Ιταλίας, τόµ. 1-5, Ακαδηµία Αθηνών, Αθήνα.

Καραντζά, Αΐντα (2004) «Ακριτικές επιδράσεις στη λαϊκή αλβανική λογοτεχνία», στο: Ευρωπαϊκή ακριτική παράδοση: Από τον Μεγαλέξανδρο στον ∆ιγενή Ακρίτα, Ακαδηµία Αθη-νών, Αθήνα, 126-188.

Κουκούσας, Βασίλειος (2002) Η επαρχία Υδρούντος της Νοτίου Ιταλίας. Ελληνική παρουσία και Ορθοδοξία στην Κάτω Ιταλία, Τέρτιος, Κατερίνη.

Κυριαζής, ∆ώρης Κ. (2003) «Η ελληνική ως µεταγλώσσα: η περίπτωση της Γραµµατικής της Αλβανικής Γλώσσης και του Λεξικού της Αλβανικής Γλώσσης του Κ. Χριστοφορίδη», Πρακτι-κά του ΣΤ΄ ∆ιεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας, Πανεπιστήµιο Κρήτης, Ρέθυµνο. (∆ιαθέσιµο ηλεκτρονικά στη διεύθυνση: http://www.philology.uoc.gr/conferences/6thICGL/).

Kωνσταντακοπούλου, Aγγελική (1988) H ελληνική γλώσσα στα Bαλκάνια (1750-1850). Tο τετράγλωσσο λεξικό του ∆ανιήλ Mοσχοπολίτη, Iωάννινα.

Λάµπρος, Σπυρίδων Π. (1911) «Μετανάστευσις Ελλήνων, ιδίως Πελοποννησίων αποίκων εις το βασίλειον της Νεαπόλεως», Νέος Ελληνοµνήµων, 8: 380-382, 384-390, 397-400.

Λιάβας, Λάµπρος και Νίκος ∆ιονυσόπουλος (επιµ.) (1983) Η ελληνική µουσική παράδοση της Κάτω Ιταλίας/The Hellenic Musical tradition in South Italy. Hellenophones, Albanophones. Salento, Calabria, Sicily, Πελοπον-νησιακό Λαογραφικό Ίδρυµα, Ναύπλιο.

Λιάκος, Aντώνης 1985 H ιταλική ενοποίηση και η Mεγάλη Iδέα, Θεµέλιο, Aθήνα.

Μανούσακας, Μ. Ι. (1963) «Η παρουσίαση από τον Ιανό Λάσκαρη των πρώτων µαθητών του Ελληνικού Γυµνασίου της Ρώµης στον πάπα Λέοντα Ι’», Ο Ερανιστής, 1/5: 161-172.

Mανούσακας, M. I. (1991) «Oι µεγάλες ελληνικές παροικίες της Iταλίας (Bενετία, Nεάπολη, Λιβόρνο, Tεργέστη) από την Άλωση της Kωνσταντινούπολης (1453) ώς σήµερα», στο: John M. Fossey (επιµ.), Proceedings of the First International Congress on the Hellenic Diaspora, τόµ. 2, J. C. Gieben Publ., Άµστερνταµ, 1-12.

Nίκας, Kωνσταντίνος (1990) «Oι Eπτανήσιοι στη Nεάπολη κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. O Kεφαλλονίτης Γεώργιος Xωραφάς», Iταλοελληνικά, 3: 97-139.

Παναγιωτόπουλος, Bασίλης (1985) Πληθυσµός και οικισµοί της Πελοποννήσου (13ος-18ος αιώνας), Ιστορικό Αρχείο-Εµπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Aθήνα.

Page 23: Ίστωρ copy

Πολιτισµική όσµωση και εθνολογική µετάλλαξη 85

Πετροπούλου, Χριστίνα (1997) Μνήµη, συγγένεια, ταυτότητα σ’ ένα ελληνόφωνο χωριό της Καλαβρίας (Γκαλλι-τσιανό), αδηµοσίευτη διδ. διατρ., Τµήµα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη.

Προφίλη, Όλγα (1999α) «Η ελληνική στη νότια Ιταλία/The Greek language in Southern Italy», στο: Α.-Φ. Χριστίδης κ.ά. (επιµ.), ∆ιαλεκτικοί θύλακοι της ελληνικής γλώσσας/ Dialect Enclaves of the Greek Language, Υπουργείο Παιδείας – Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα, 31-37 (ελλ.) και 107-112 (αγγλ.).

Προφίλη, Όλγα (1999β) «Η αναζωογόνηση της Grico στην Grecía Salentina /The revival of Grico in the Greek community of Salento», στο: Α.-Φ. Χριστίδης κ.ά. (επιµ.), ∆ιαλεκτικοί θύλακοι της ελληνικής γλώσσας/ Dialect Enclaves of the Greek Language, Υπουργείο Παιδείας – Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα, 47-54 (ελλ.), 121-128 (αγγλ.).

Σκοπετέα, Έλλη (1988) Tο «πρότυπο βασίλειο» και η Mεγάλη Iδέα. Όψεις του εθνικού προβλήµατος στην Eλλάδα, 1830-1880, Πολύτυπο, Aθήνα.

Σκουλίδας, Ηλίας Γ. (1998-99) «Μετοικεσίες αλβανοφώνων στον ελλαδικό χώρο. Φυσικές προσβάσεις και πληθυσµιακή αναδιάταξη», Ηπειρωτικά Χρονικά, 33: 277-290.

Τσιρπανλής, Ζ. Ν. (1980) Tο Eλληνικό Kολλέγιο της Pώµης και οι µαθητές του (1576-1700), Ίδρυµα Πατερι-κών Mελετών, Θεσσαλονίκη.

Tσιρπανλής, Z. Ν. (1992) Ελληνικές παροικίες και εκκλησίες στην περιοχή του Ότραντο (16ος αι.). Μαρτυρίες και προβλήµατα, Πάτρα.

Χασιώτης, I. K. (1969) «Eλληνικοί εποικισµοί στο βασίλειο της Nεάπολης κατά τον δέκατο έβδοµο αιώνα», Helleniká, 22: 116-162.

Χασιώτης, Ι. Κ. (1993) Επισκόπηση της ιστορίας της νεοελληνικής ∆ιασποράς, Βάνιας, Θεσσαλονίκη.

Χασιώτης, Ι. Κ. (επιµ.) (1999) Πηγές της κυπριακής ιστορίας από το ισπανικό αρχείο Simancas, Κέντρο Επιστηµο-νικών Ερευνών, Λευκωσία.

Alberti, L. (1916) «Il vescovado ed il collegio italo-greco degli albanesi della Calabria. Ap-punti» Roma e l’Oriente, 6: 123-133.

Altimari, Francesco (1984) «La questione alfabetica nella “Rilindja”: Il contributo di Demetrio Camarda», στο: A. Guzzetta, (επιµ.), Demetrio Camarda e la linguistica albanese, Παλέρµο, 101-111.

Altimari, Francesco (1998) «Un quadro storico-culturale sulla presenza albanese in Calabria», στο: Λου-κάς Τσιτσιπής (επιµ.), Αρβανίτικα και ελληνικά, Λεβαδειά, 192-200.

Page 24: Ίστωρ copy

86 Ι. Κ. Χασιώτης Altimari, Francesco (2004)

«Il ruolo degli intellettuali arbëreshë nella “Rilindja” albanese e nella storia culturale del Mezzogiorno», στο: Riflessioni sul Mezzogiorno. Comunità arbëreshë e Risorgimento italiano, Istituto Mezzogiorno-Mediterraneo, Κοζέντσα, 79-94.

Altimari, Francesco (2007) «Minoranze e fascismo: Riflessioni linguistiche e testimonianze scolastiche in ambito arberesh», στο: Mario Brunetti (επιµ.), Passato e Presente. Identità mino-ritarie. Gli Arbereshe nel ventennio del silenzio, Rubbettino, Κοζέντσα, 135-153.

Altimari, Francesco και Leonardo M. Savoia (επιµ.) (1994) I dialetti italo-albanesi. Studi linguistici e storico-culturali sulle comunità arbërshe, Bulzoni, Ρώµη.

Bellusci (2004) Gli arberori-arvaniti: Un popolo invisible. Ricerche etnografiche nell’Ellade (1965-2000), Centro Ricerche Socio-Culturali «G. K. Skanderbeg», Φρασινέτο-Κοζέν-τσα.

Bresc, Henri (1972) «Pour une histoire des Albanais en Sicile (XIVe-XVe siècles)», Archivio Storico della Sicilia Orientale, 68: 527-538.

Cassiano, Domenico (1981) La cultura minoritaria arbëreshe in Calabria, Brenner, Κοζέντσα.

Chirizzi, Gino Giovanni (1996) «Albanesi e Corfiati immigrati a Lecce nei secoli XV-XVII», Annuario 1995/96 del Liceo-Ginnasio Statale «G. Palmieri», 172-192.

Ciampi, Gabriele (1985) «Le sedi dei greci arvaniti», Revista Geografica Italiana, 92: 75–116.

Coniglio, Giuseppe (1986) Il vicerregno di don Pietro di Toledo (1532-53), Giannini editore, Νάπολη, 206-211.

Crispi, Giuseppe (1853) Memorie storiche di talune costumanze appartenenti alle colonie greco-albanesi di Sicilia, Palazzo Adriano, Παλέρµο (αναστατική επανέκδοση: Arnaldo Forni, Μπολόνια 1980).

Croce, Benedetto (61965) Storia del Regno di Napoli, Laterza, Μπάρι.

Ducellier, Alain (1994) Oι Aλβανοί στην Eλλάδα (13ος-15ος αι.). H µετανάστευση µιας κοινότητας / Les Al-banais en Grece aux XIIIeme-XVeme siecles, µτφ. Κατερίνα Νικολάου, Ίδρυµα Γουλανδρή-Χορν, Aθήνα.

Elsie, Robert (1991) «Albanian Literature in Greek Script: Τhe Eighteenth and Early Nineteenth-Century Orthodox Tradition in Albanian Writing», Byzantine and Modern Greek Studies, 15: 20-34.

Figliuolo, Bruno (1988-1989) Il terremoto del 1456, Edizioni Studi Storici Meridionali, Αλταβίλα Σιλεντίανα.

Page 25: Ίστωρ copy

Πολιτισµική όσµωση και εθνολογική µετάλλαξη 87

Fyrigos, Antonis (1990) «Accezione del termine “greco” nei secoli XVI-XVIII», Bollettino della Badia Greca di Grottaferrata, 44: 201-206.

Giura, Vincenzo (1984) «La vita quotidiana nel Seminario di S. Benedetto Ullano», Storia di minoranze: Ebrei, Greci, Albanesi nel Regno di Napoli, Edizioni Scientifiche Italiane, Νάπο-λη, 157-174.

Hassiotis, Ι. Κ. (1981) «Sull’organizzazione, incorporazione sociale e ideologia politica dei Greci a Napoli (dal XV alla metà del XIX sec.)», Επιστηµονική Επετηρίδα της Φιλοσοφι-κής Σχολής του ΑΠΘ, 20: 411-452.

Hassiotis, I. K. (1998) «El Peloponeso en el marco de la política mediterránea de Carlos V», Erytheia, 19: 79-115.

Kapsomenos, S. G. (1977) «Le insule di lingua greca nell’Italia meridionale dal punto di vista storico-linguistica», στο: La Magna Grecia Bizantina e tradizione classica. Atti del setticesi-mo convegno di studi sulla Magna Grecia, Νάπολη.

Karalevski, Cirillo (1910) «Documenti inediti per servire alla storia delle chiese italo-greche», Bessarione, 7: 111-112, 387-397.

Kontis, Basil (1976) Greece and Albania, 1908-1914, Ίδρυµα Μελετών Χερσονήσου του Αίµου, Θεσ-σαλονίκη.

Laviola, Giovanni (1973) «Società, comitati e congressi italo-albanesi dal 1895 al 1904», Studi Meridio- nali, 6/1 (Iαν.-Mάρτ.).

Longo, Carlo (1988) Un momento della lenta eutanasia della grecità calabrese. Fr. Giulio Stavriano, OP, vescovo di Bova (1571-1577), Istituto Storico Domenicano, Ρώµη.

Martínez Ferrando, Jesús Ernesto (1943) Privilegios otorgados por el emperador Carlos V en el Reino de Nápoles (Sicilia a-quende el Faro), Consejo Superior de Investigaciones Científicas, Βαρκελώνη.

Martino, Paolo (1979) «L’isola grecanica dell’Aspromonte. Aspetti sociolinguistici», στο: Federico Albano Leoni (επιµ.), I dialetti e le lingue delle minoranze di fronte all’italiano, Pώµη, 305-341.

Maserati, Ennio (1977) «L'Albania nella politica estera italiana degli anni 1896-1901», Clio. Rivista trimestrale di studi storici, 13/1-2: 51-80.

Minuto, Domenico (1988) «Tradizione bizantina in Calabria: Sopravvivenze e prospettive», στο: Pietro De Leo (επιµ.), Minoranze etniche in Calabria e in Basilicata, Franco Di Mauro Editore, Κάβα ντε’ Τιρένι, 37-72.

Page 26: Ίστωρ copy

88 Ι. Κ. Χασιώτης Nikas, Constantino (1998)

I primi tentativi di latinizzazione dei Greci di Napoli e le prime «carte assolutorie» o-rientali in Occidente, Ιταλοελληνικά-Quaderni, Νάπολη.

Palma, Pantaleo (1995) «Sacerdoti more graecorum e sacerdoti more latinorum nell’evoluzione di una minoranza etnica Salentina», Bollettino di Demografia Storica, 22: 115-128.

Paribeni, Roberto (1940) «Venti anni di combattimenti di un bellicoso epirota in Italia», Rivista d’Albania, 1: 31,

Parlangeli, Oronzo (1960) Storia linguistica e storia politica nell’Italia meridionale, Felice Le Monnier, Φλορέντσια.

Patitucci D’Alifera Patitario, Raffaele (1989-1990) «Casati albanesi in Calabria e Sicilia», Rivista Storica Calabrese, νέα σειρά, 10-11: 279-324.

Pecoraro, Giovanni (1986) «Melurgia bizantina dei Siculo-Albanesi», Oriente Cristiano, 26/4: 51-57.

Peri, Vittorio (1967) «La Congregazione dei Greci (1573) e i suoi primi documenti», Studia Gratiana, 3: 239-240.

Peri, Vittorio (1973) «Chiesa latina e Chiesa greca nel Italia postridentina (1564-1596)», La Chiesa greca in Italia dall'VIII al XVI secolo. Atti del Convegno storico interecclesiale, τόµ. 1, Antenore, Πάντοβα, 271-469.

Peri, Vittorio (1975) Chiesa Romana e «rito greco», Paideia, Μπρέσια.

Peri, Vittorio (1995) «Chiesa latina e Chiesa greca: Protagonisti e regimi della coestistenza canoni-ca», Calabria Bizantina. Il territorio grecanico da Leucopetra a Capo Bruzzano, Ρου-µπετίνο, 45-74.

Peri, Vittorio (1997) «Il Concilio di Trento e la Chiesa greca», στο: Giuseppe Alberigo και Iginio Rogger (επιµ.), Il Concilio di Trento nella prospettiva del terzo millenio, Morcellia-na, Μπρέσια, 403-441.

Petrottà, Gaetano (1913) L’Albania e gli albanesi nella presente crisi balcanica, Trimarchi, Παλέρµο.

Petrottà, Salvatore (1966) Albanesi di Sicilia. Storia e cultura, Editori stampatori associati, Παλέρµο, 200-217.

Petta, Paolo, (1996α) Stradioti, soldati albanesi in Italia, sec. XV-XIX, Argo, Λέτσε.

Petta, Paolo (1996β) «L’esodo dei Coronei: Una pagina della storia degli Italo-albanesi», Incontri meridionali. Rivista quadrimestrale di storia e cultura, 1/3: 35-61.

Page 27: Ίστωρ copy

Πολιτισµική όσµωση και εθνολογική µετάλλαξη 89

Piromalli, Antonio (1981) Inchiesta attuale sulle minoranze etniche e linguistiche in Calabria, Brenner, Κοζέν-τσα.

Primaldo Coco, Antonio (1921) Casali albanesi nel Tarentino. Studio storico critico, con documenti inediti, (ανάτ. από το περιοδικό Roma e l’Oriente), Γκροταφεράτα, 71-72.

Rodotà, Pietro Pompilio (1763) Dell’origine, progresso, e stato presente del rito greco in Italia, osservato dai greci, monaci basiliani, e albanesi, τόµ. 3, G. G. Salomoni, Pώµη, (ανατ. Κοζέντσα 1986).

Schirò, Giuseppe (1904) Gli Albanesi e la questione balkanica [sic], Νάπολη.

Schirò, Giuseppe (1923) Canti tradizionali ed altri saggi delle colonie albanesi di Sicilia, Tip. Luigi Pierro & figlio, Nεάπολη (αναστατική επανέκδοση: Arti Grafiche A. Renna, Παλέρµο, 1986).

Sciambra, Matteo (1962) «Prime vicende della comunità greco-albanese di Palermo e suoi rapporti con l’Oriente bizantino», Bolletino della Badia Greca di Grottaferrata, 16,

Sciambra, Matteo (1963) «Prime vicende della comunità greco-albanese di Palermo e suoi rapporti con l’Oriente bizantino», Bolletino della Badia Greca di Grottaferrata, 17.

Sciambra, Matteo (1964) La «Dottrina Cristiana» albanese di Luca Matranga, Biblioteca Apostolica Vati-cana, Βατικανό.

Serembe, Cosmo (1912), «Contro il panellenismo», La Rivista dei Balcani, (15 Σεπτ.), 7-9.

Skendi, Stavro (1967) The Albanian National Awakening, 1878-1912, Princeton Univ. Press, Πρίνστον.

Smith, M. D. (91972) Storia d’Italia dal 1861 al 1969, Laterza, Μπάρι.

Solaro, Antonio (2006) «Ιταλία», στο: Ιωάννης Κ. Χασιώτης, Όλγα Κατσιαρδή-Hering και Ευρυδίκη Α. Αµπατζή (επιµ.), Οι Έλληνες στη ∆ιασπορά (15ος-21ος αι.), έκδ. Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 160-161.

Tamborra, Angelo (1980) «Il primo ingresso degli italo-albanesi nella politica balcanica, 1885-1886», Rassegna di Storia del Risorgimento, 32: 339-345.

Tsitsipis, Lukas D. (1998) A Linguistic Anthropology of Praxis and Language Shift: Arvanitika (Albanian) and Greek in Contact, Clarendon Press, Οξφόρδη.

Vaccaro, Attilio (2006) I greco-albanesi d’Italia. Regime canonico e consuetudini liturgiche (secoli XIV-XVI), Argo, Λέτσε.

Page 28: Ίστωρ copy

90 Ι. Κ. Χασιώτης Valentini, Giuseppe (1955)

«Sviluppi onomastico-toponomastici tribali delle comunità albanesi in Sicilia», Bollettino del Centro di Studi Filologici e Linguistici Siciliani, 3: 262-285.

Violi, Filippo (1997) La grecità calabrese: Origini e storia, Apodiafàzzi, Μπόβα.

Violi, Filippo (2001) La storia e la letteratura greca di Calabria. Autori e testi, Rexodes Magna Grecia, Ρέτζιο Καλαβρίας.

Zamputi, Injac (1956) «Relacioni i Frang Bardhi mbi Zadrimën, drejtue Kongregacionit të Prpa-gandës në Romë në shek. XVII», Buletini për Shkencat Shoqërore, 2: 163-192.