Download - Η Ελπίδα ψάχνει μια νέα πατρίδα

Transcript
Page 1: Η Ελπίδα ψάχνει μια νέα πατρίδα

Η ΕΛΠΙΔΑ ΨΑΧΝΕΙ ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΑΤΡΙΔΑ

Page 2: Η Ελπίδα ψάχνει μια νέα πατρίδα

Ήταν κάποτε ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Ελπίδα. Ζούσε σε μια φτωχή χώρα αλλά είχε όλα όσα χρειαζόταν για να είναι χαρούμενη…

Είχε αγάπη και φροντίδα από την οικογένειά της, είχε παιχνίδια και φίλους για να παίζει, είχε ρούχα να φοράει, φαγητό να φάει, ένα σπίτι για να τη ζεσταίνει και μια αγκαλιά για να μη φοβάται. Πήγαινε σχολείο και όταν αρρώσταινε υπήρχε γιατρός και νοσοκομείο.

Μια μέρα όλα καταστράφηκαν. Ξέσπασε πόλεμος. Η Ελπίδα αναγκάστηκε να φύγει τρέχοντας για να γλιτώσει από τις βόμβες που έπεφταν.

Page 3: Η Ελπίδα ψάχνει μια νέα πατρίδα
Page 4: Η Ελπίδα ψάχνει μια νέα πατρίδα

Η Ελπίδα έφτασε στη χώρα των Δοτικών. Εκεί ζούσαν άνθρωποι που χαίρονταν να προσφέρουν σε όσους είχαν ανάγκη. Η Ελπίδα σκέφτηκε πως στη χώρα αυτή θα μπορούσε να βρει μια αγκαλιά. Στάθηκε έξω από ένα όμορφο σπίτι.

Ένας κύριος με μουστάκια την πλησίασε και τη ρώτησε:-Κοριτσάκι, θέλεις αυτά τα παπουτσάκια;-Ναι, απάντησε χαρούμενη η Ελπίδα. Περπατάω ξυπόλητη και τα χρειάζομαι.Προσπάθησε να τα φορέσει. Όμως ήταν μικρά και δεν χωρούσαν στα πόδια της.

Page 5: Η Ελπίδα ψάχνει μια νέα πατρίδα
Page 6: Η Ελπίδα ψάχνει μια νέα πατρίδα

Σε λίγο ξέσπασε καταιγίδα. Μια όμορφη κυρία που έτρεχε για να μπει στο σπίτι, την είδε και της έδωσε μια λουλουδάτη ομπρέλα. Μα όταν άνοιξε την ομπρέλα, ήταν πάρα πολύ μικρή. Η Ελπίδα κρύωνε, φοβόταν και βρεχόταν. Μα κανένας πια δεν κυκλοφορούσε στο δρόμο. Έχει νυχτώσει και όλοι ήταν στα σπίτια τους.

Η Ελπίδα κούρνιασε στην είσοδο του σπιτιού και κοιμήθηκε πάνω στο κρύο μάρμαρο…

Το πρωί βγήκαν ο κύριος με τα μουστάκια και η όμορφη κυρία. Η Ελπίδα τους ζήτησε λίγο ψωμί να φάει γιατί πεινούσε πολύ.-Τόσα πράγματα σου δώσαμε χθες και ζητάς κι άλλα; Ντροπή! ---Να φύγεις από δω! άρχισαν να φωνάζουν και η Ελπίδα έφυγε πολύ στεναχωρημένη…

Page 7: Η Ελπίδα ψάχνει μια νέα πατρίδα

Περπάτησε πολύ κι έφτασε σε μια χώρα δίπλα στη θάλασσα. Ήταν η χώρα της Κοροϊδίας.

Κορόιδευαν την Ελπίδα και γελούσαν γιατί δεν είχε παπούτσια, γιατί τα ρούχα της ήταν σκισμένα, γιατί ήταν φτωχή, γιατί δεν είχε σπίτι…

Η Ελπίδα στάθηκε έξω από ένα μαγαζί. Ο ιδιοκτήτης μόλις την είδε τη ρώτησε:-Τι θέλεις εσύ εδώ; Έτσι όπως είσαι σίγουρα δεν έχεις χρήματα για ν’αγοράσεις τίποτα. Να φύγεις! Κι άρχισε να γελά δυνατά.- Βοηθήστε με… είπε η Ελπίδα. Βλέπω ένα νησί απέναντι και θέλω να πάω εκεί. Έβγαλε από την τσέπη της ένα δαχτυλίδι, δώρο από τη μαμά της.

Ο μαγαζάτορας μόλις το είδε, σκέφτηκε πως έπρεπε να κοροϊδέψει το μικρό κορίτσι και να το πάρει. Έτσι έδωσε στην Ελπίδα ένα σωσίβιο με αντάλλαγμα το δαχτυλίδι.Η Ελπίδα φόρεσε το σωσίβιο κι άρχισε να κολυμπάει. Σε λίγη ώρα όμως άρχισε να βουλιάζει…

Page 8: Η Ελπίδα ψάχνει μια νέα πατρίδα
Page 9: Η Ελπίδα ψάχνει μια νέα πατρίδα

Τότε κατάλαβε πως την είχαν κοροϊδέψει κι ένιωσε απελπισμένη.

Καθώς βούλιαζε, ένα δελφίνι που το έλεγαν Μπέλα, την πήρε στην πλάτη της και την πήγε στις Γοργόνες. Εκεί οι γοργόνες τη ρώτησαν:-Μα πώς βούλιαξες ενώ είχες σωσίβιο;-Μου πούλησαν σωσίβιο που δεν ήταν φτιαγμένο με σωστά υλικά. Κι έτσι βούλιαξα. Ευτυχώς με έσωσε η Μπέλα!Τότε η βασίλισσα Αμφιτρίτη φώναξε:-Απαράδεκτο!!! Πώς μπόρεσαν να κάνουν κάτι τέτοιο; Θα μείνεις μαζί μας!Όλες οι γοργόνες συμφώνησαν με τη βασίλισσά τους κι η Ελπίδα ένιωσε πως βρήκε μια ζεστή αγκαλιά. Όμως η χαρά της δεν κράτησε για πολύ. Μόλις η Ελπίδα έβγαλε το παλτό της, μια γοργόνα φώναξε δυνατά:-Κοιτάξτε! Κοιτάξτε! Δεν έχει ουρά!-Δεν είσαι σαν κι εμάς!-Πρέπει να φύγεις, διέταξε η βασίλισσα.

Page 10: Η Ελπίδα ψάχνει μια νέα πατρίδα
Page 11: Η Ελπίδα ψάχνει μια νέα πατρίδα

Έτσι το δελφίνι πήρε την Ελπίδα και συνέχισαν το ταξίδι τους μέσα στη θάλασσα, μέχρι που έφτασαν στο Βραχονήσι. Το Βραχονήσι ήταν ένα μικρό νησάκι όπου ζούσαν μικρόσωμοι άνθρωποι. Η Ελπίδα τους είπε:-Δεν έχω που να μείνω και πεινάω πολύ! Θα με αφήσετε να μείνω μαζί σας;-Δεν βλέπεις πόσο μικρό είναι το νησί μας; Είπε ένας από τους κατοίκους του νησιού.

- Δεν χωράς! Πρέπει να φύγεις. Είπε ένας άλλος.-Τουλάχιστον δώστε μου κάτι να φάω. Πεινάω!-Δεν μας περισσεύει τίποτα. Να πας αλλού! Είπε νευριασμένα ένας άλλος.

Page 12: Η Ελπίδα ψάχνει μια νέα πατρίδα
Page 13: Η Ελπίδα ψάχνει μια νέα πατρίδα

Η Ελπίδα και το δελφίνι αναγκάστηκαν να φύγουν. Συνέχισαν το ταξίδι τους ώσπου έφτασαν στη χώρα των Θαλάσσιων Χαρούμενων Χελώνων.

Οι χελώνες την υποδέχτηκαν με χαρά και της έδωσαν να φάει μέδουσες. Όμως η Ελπίδα δεν μπορούσε να φάει μέδουσες. Οι χελώνες ψιθύριζαν:«Δεν καταδέχεται το φαγητό μας»«Ψέματα λέει πως πεινάει»«Να φύγει! Να φύγει!»

Κι έτσι οι χελώνες την έδιωξαν από τη χώρα τους και θύμωσαν πολύ…

Η Ελπίδα ήταν λυπημένη γιατί και πάλι κανείς δεν της άνοιξε μια αγκαλιά.

Ζήτησε από τη μόνη φίλη που είχε, την Μπέλα, να την αφήσει στη στεριά. Ίσως να ήταν πιο τυχερή.«Καλή τύχη» ευχήθηκε η Μπέλα κάνοντας δυο βουτιές.«Αντίο» φώναξε η Ελπίδα και συνέχισε το ταξίδι της.

Page 14: Η Ελπίδα ψάχνει μια νέα πατρίδα
Page 15: Η Ελπίδα ψάχνει μια νέα πατρίδα

Ύστερα από πολλή ώρα έφτασε στη χώρα που ζούσαν οι Πετράνθρωποι. Αυτοί είχαν σκληρή καρδιά σαν πέτρα. Μόλις είδαν την Ελπίδα να πλησιάζει έκαναν έναν τοίχο και άρχισαν να ρίχνουν πέτρες κακίας.

Η Ελπίδα τους παρακάλεσε : « Θέλω λίγο ψωμί και ένα κρεβατάκι για να κοιμηθώ. Αφήστε με να περάσω. Η χώρα μου καταστράφηκε και ψάχνω μια νέα πατρίδα που να μπορώ να ζήσω».-Δεν μπορείς να περάσεις από δω!-Να φύγεις μακριά! Να πας πίσω στην πατρίδα σου!-Εμείς εδώ δεν θέλουμε ξένους! Άρχισαν να φωνάζουν οι Πετράνθρωποι.

Η Ελπίδα λυπήθηκε και απογοητεύθηκε πολύ. Συνέχισε το ταξίδι της αλλά ήταν θλιμμένη, πεινασμένη και κουρασμένη. Ένιωθε πως δεν άξιζε τίποτα. Ένιωθε μοναξιά και φόβο.

Page 16: Η Ελπίδα ψάχνει μια νέα πατρίδα
Page 17: Η Ελπίδα ψάχνει μια νέα πατρίδα

Περπάτησε πολύ και ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σε μια υπέροχη χώρα! Μια μεγάλη πινακίδα έγραφε: «ΚΑΛΩΣΗΡΘΑΤΕ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΓΚΑΛΙΑΣ»

Η Ελπίδα είδε όμορφα σπίτια, πολλά λουλούδια, παιδιά που έπαιζαν γελώντας σε μεγάλα πάρκα με καταπράσινο γρασίδι και δέντρα. Είδε λαγουδάκια να τρέχουν, πολύχρωμες πεταλούδες να πετάνε και πουλιά να κελαηδούν!

Προχωρώντας σκεφτόταν πόσο θα ήθελε να μπορούσε να μείνει στη χώρα αυτή.

Κοντά στο πάρκο συνάντησε έναν χαμογελαστό κύριο. Φορούσε άσπρο σακάκι, μπλε παντελόνι κι ένα πολύχρωμο καπέλο.Ήταν ο κύριος Καλόψυχος. Η Ελπίδα του διηγήθηκε όλα όσα πέρασε κι ο κύριος Καλόψυχος της είπε:-Μην στεναχωριέσαι πια καλό μου παιδί. Εδώ θα βρεις μια μεγάλη αγκαλιά και όλα όσα χρειάζεσαι! Εδώ οι άνθρωποι είναι καλοί, ευγενικοί και γεμάτοι αγάπη. Ξέρουν να μοιράζονται.

Page 18: Η Ελπίδα ψάχνει μια νέα πατρίδα
Page 19: Η Ελπίδα ψάχνει μια νέα πατρίδα

Σε λίγο τους πλησίασαν παιδιά που ρώτησαν την Ελπίδα αν ήθελε να μπει στην παρέα τους. Η Ελπίδα δέχτηκε με ενθουσιασμό και όλοι μαζί έτρεξαν να βρουν την κυρία Αγάπη. Η Κυρία Αγάπη ήξερε να δίνει πολλή αγάπη σε όλα τα παιδιά. Ήταν δασκάλα και δίδασκε την φιλία.

Απέναντι ήταν ένα σπίτι με μεγάλα παράθυρα. Μια κυρία βγήκε από την αυλόπορτα , πλησίασε την Ελπίδα και την αγκάλιασε. Ήταν η κυρία Χαρά. Η κυρία Χαρά μοίραζε στα παιδιά χαρά και τους μάθαινε παιχνίδια.

Λίγο πιο πέρα η Ελπίδα είδε να βγαίνουν από ένα μαγαζί… οι γονείς της! Έτρεξε και τους αγκάλιασε. Ήταν τόσο ευτυχισμένη επιτέλους μετά από τόσες περιπέτειες!

Η Ελπίδα αποφάσισε να αγωνιστεί μαζί με όλα τα παιδιά για να γίνει όλη η γη σαν την υπέροχη χώρα που βρήκε επιτέλους να ζήσει! Την Χώρα της μεγάλης αγκαλιάς!

Page 20: Η Ελπίδα ψάχνει μια νέα πατρίδα