Download - Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

Transcript
Page 1: Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

Ντοστογιέφσκυ

ΤΟ ΟΝΕ/ΡΟ ΕΝ.ΟΣ ΓΕΛΟΙΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Φανταστικο 11α 1ραμύθι

-1-.

Εuμσ:ι yελοϊος avθρωπος. Τώρα: ,με λέ\Αε τρελλ6. Αότός θό: i'j•ταν άvώτερος τίτλος, Ci:ν δέιν &τα:υα νό: είμαι yελοϊιος yιό: τοuς άνθ.ρώπους. Μό: τώρα πιΟ: ·δεν θυμώνω, yια:τί δ'λο~ είναι άρκ•:ο-τΟ:. εuyE.v~κol μο:.ζί μου, καί Οτα:ν με κορο"ύδeοοvν, είναι, θό:!λr.:::γ>Ξς, ·aκόιμα πιο θύγενικοι Εύχαρίστως θό: γελοοοα μα­ζί τοuς, οχu τόσο ιμέ ταν έαυτό μου, δοο γιό: νό: τοuς εtμαι ·εuχάριστος, Ci:v δέν εvοωθα τόση, θλίψη κυττάζοντάς τους. Θλί·~ομαι ποu ι!ιλέlπω πως &έιν γινωρίζοuν την άλήθ.εια, αύτη τη,ν ά:λήιΘεια ποu .έγω τη.ν ·γνωρίζω. τί σκληρο ποu είναι νά

την yνωρuζης μόνο έσύ.! ΜΟ: δεν θό: καταλάι!ι>Οuν. "Οχ ι, δev θά καταλά~ουν.

'ΊΑλλοτε, ύπ:όlφερα: πολu ποu φαινόμουν yελοϊος.Δέν φαινό· ,μουν, ~μουν. Πάντα μου ~μουν y'ελοϊος καl ξέρω 1τC:)ς σίγοuρσ: θό: είμαι άπό γε.ννιηισuμωG μοu. θcr η·μου.ν καt δΕ. θά i\•μοuν έ­πτ<Χ χρονων δταν \Sμαθα πως ημουv γελοίος. 'Ύστερα σπού­;δασα στο Πα:VΕ'Ιτιστf]μιο - κι' iδσο σπο6δσ:ζα, τόσο μάθαινα

πως Jiμoυv yελοϊος. •Κι' ετσι, φαίνεται πως δλη ή πσ:νεπιστη· ;μιακή μου έπιστήμη, &ιτηρχε μόνο κσ:l μόνο yιά νά μοΟ άπο· δείξη κσ:l νά μοϋ έξηyήση, δσο τηιν ·έμ~άθuvα, πως i\μouv γε·

Page 2: Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

λοϊος. Και μέ τη ζωή μοu εγινε το ίδιο δπως και στην ιέπιστή~ μη μου. Χρόνο μέ τό χρόνο, άποκτοΟσα ολο καl περισσότερο τη ι:ιε&ι:ιότητα πως aπ' ολες τlς aπόψεις ψαινόμ,ουν γελοίος.

ΠαντοΟ καl 1τάντα, ολοι ·μΕ. κοροίδεuαν" μό: κανένας δΕ.ν θά μτωροGσε νό: (Jποπτεuθfj, πως dν uπfιρχε Ξνας avθρωπος στον ;κόσμο που ~ξερε καλλίτερα άπ' δλοuς πως ~μοιuν γελοϊος, αύ-, ,τος ό aνθρωπος ημουν έγώ. 'Έτσι, fννιωθα κάτι σό:ν 1τείσμα διαπιστώνοντας πω,ς κανένας δέν το ύποτrτωόταν. Σ' αύτό

φταίω έyώ, γtατl πάντα η περηφάνεια .μοv μ' ίέμπόδιζε νά ό· ,μολογ1)σω το μυστικό μου . . Κ( αύτyt ή ΠΕpψpάνεια ολο καl ιμε­,Υάλωνε οσο περνοΟσαν τά χρόνια, κι" dν παρασvρόμσuν κι" a­ναγvώ;ριζα μπροστό: σε άποιοδήτrοτε πως εtμαι γελοίος, νο­μίζω πως το ίδιο ~ρά!δυ θ'άσπαζα το κεφάλι μοu .μέ μιό: πι~

στολιά. Πόσο ότrόφερα:, οταν ημοuν €φη~ς καl σκεφτόμουν ,πως δ:Ξ.ν θό: μτrοροuσα ν' άvθέξω καl Θό: τ' όμολογοuσα ξα­

φνικό: στοuς .φίλους μου. Μά σάν έγινα τrαληκάρι, .μ· ολο που

,κάθε χρόνο ποu περνοΟσε ι:ιει3αιωνόμουν τrερισσότερο γιό: την τρομιερή μοv ίδιορρuθμία, κατάφερα, οσο νdναι, νό: ήσυχάσω. κ~· αύτό, γιαrτι ό:κριιι9(;}ς ως ικαl τότε άyνοοΟισα το πως καl το

,γιατί. "Ισως έξ αl.τ(ας τfjς aπέραντης μελαγχολίας ποu γέμι­

σε την ψυχή, μοv Ξvα γεγονος τrολU άνώ'Ι:ερο aπο τον έαυτό

μου, δηλαδ'ι']: ιή πεποίθηση ποu είχε έδραιω·θfl μέσα μοο, πως . ·έδω-κάτω τίποτα δέν εχει σημασία. Αύτο το ύποπτευόμοuν :aπό πολu καιρό, μό: ξαφνικά ι:ιε-t;αιώθηκα έντελ&'>ς καl δλο­.κληρωτικό: γι' αύτό: ξαφνικό: ιενοιωσα 1τως θό: .μοΟ ftταν aδιά-; ψορο dv ιlrnfjρχε •δ κόσμος η δΕ.ν ό'Πηρχε τί'Ποτα 1τουθενά. 'Άρ­χισα νά καταλα15αίνω καl νό: νοιC.:.•θω πως κατό: ~άθος δεν

δm)pχε τίποτα γιά μένα. "Ως τό: τότες, μοΟ φαινόταν 1τάντα

,πως ύπfιρχαν 1τολλa πράγματα πρlν a1το μένct. Κι' ιέκείτη τη. στιγμη άρχισα ν' άντιλαμ15άνωμαι rος δέν •ό1τfjpχε τί:τrοτα 1τρlν tj μάλλον πως μόνο .φαινόμενα •umjρχαν. Σ ιyό:......ισι.γα aπόκτη­Όα την πεποίιθη·ση 'ΓCως 'ΓCοτες δέν 'ί>πfjιρχ-ε τ[τrοτα. και τότε, Ε-· παψα να ιέlξο,ρyuζωιμαι μέ τοuς aνθρώπους καί κατέλη!ξα να μή~ .τοuς 1τροσέχω 1τιά. Αόη'Jι η διάθεση ιέκ'δηλωνόταν στά 1τιο μι­κρόχαρα γεγονότα τflς ζωflς: παραδε(γματος χάρη, τύχαινε

καμιμιό: φορά, καθως 1Ί€p-rοατο.Ο:σα στο δρ6μο, νό: σκοντάφτω ,πάνω στοuς aνθρώπους. "Οχι ιέ1τειδij fjμουν aπορροψημένος .a1το κcφμιά σκέψη, ό:ψοΟ τότες δέν σκεφτόμουν πιό: τα τrράy­ματα 1το.u. Μ:πpε1τε να σκέ:qΥrωμαι: άδιαφοροίΥσα γιό: ολα. Να ,είχα τουλάχιστον στά χέρια μοu την λύση των 1τpσ~λημάτων Ι Οϋτε Ξνα δέν είχα λόσει. ,Κι' ενας θεός ξέρει τrόσα KO:t πόσα ,πρσ~λήματα είχαν 'Παροοσιαστεί στο μυαλό μoul ΜαΊέτrειδι'Jς aδιαψοροί}σα γιό: το κάθε τι, είχα 'ΓCετάξη καl τό: 'Ιt.ροlhλήματα.

ΙΝό: λοι1τόν ποu ξέρω την άλήιθεια. Αότ!'Jι την άλήιθεια, την ~μαθα 1τέρυσι το Νοέμιι9ρη. ό:κρι!fh(;)ς στlς τ.ρείς τοϋ ·Νοέμ.~ρη,

Page 3: Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

και ώτο τότ>Ξς την έχω 1tάντα μέσα στο μυαλό μου. 'Ήτανε ;μιό: θεοσκότΕινη νύχτα, ,ή 1tto σκοτειvη νόχτα 1!0U μΊtορε'ί 1!0·'

τές νό: γίνη. Γ6ριζα σΊtίτι μου, θυμάμαι, κατό: τις εvτεκα ή ω­,ρα, και aκρι~ως σκεψτόμουν πως Μ:τανε aδύνατο νό: δf\ς μιό: νύχτα τrιό σκοτΕινij: ώτό ιέκείνη.. 'Όλη, τη, μέρα 'Εi$ριεχε, μιό: aπ' τις 1tl0 κρύες και τις πιο φσ~ερές \Sροχές, κάτι σό:ν ό:πει­λητικη ~pοχή, θυμ&μαι, γιομάτη ιΞχθρότηιτα yιό: τοuς άνθρώ­,ποuς, δταν ξαφνι,κό:, κατό: τlς έντεκα σταμάτησε, κι' δ:ρχισε νό:

,σηκώνεται μιό: ψριχτη ύγpασία, 1tLo uγρη· και πιο κρύα aπ' .τr'J,ν ύγρασία τf\ς ~ροχης. Κάτι σaν ·cΧτμος .άναδινόταν aπ' δ­λες τις 'Πλάκες τοϋ δρόμου, ά:Ίtο κό:ιθε δρομaκο σό:ν κύ.τταζες

,1τιό μακριι;ό: σε Ίτ.pοοτrτ~κη ό:π' τη μια δ:κρη τοί} δρόμου ως την aλλη. Καl ξαφνικά, .μοG ψάνη:κε -τrως dv έσ~υνε aπό παντοϋ τό γκάζι, τότε θaταvε λ~γώτερο λυτrηιτερη ιή ,έντιΥπωση, τόσο

,πολu σοϋ θλί~ανε την καρδιό: τό: φ&τα: τοΟ γκαζιοσ Ίtou τό: ,φωτίζω'€ Όλ' α:ύτά. Δεν είχα φάει 'κείνη τη μέρα κι' είχα Ίtε­,ράσει το ~ράδu στο ΟΊtίτι ένός μηχα:v~κοϋ μαζι μέ δυό aλλους

φίλους του. Δέν ,μιλοuσα, καl νομίtζω πως μέ ~ρηκαv cΧνιαρό. ,'Εκε'ίvοι μιλο6σαvε μέ τrύ:ριvα λόγια, καi. γιό: μιό: στιyμη μά:λι­,στα, τοuς .επιασε θυμός: Μό: στην Ίtραγματικότητα, δλ' α:Uτό: τοuς ,ηταν άδιάψορα· αύτο το~λετrα καλά, κι' av θυμώνανε, τό ,κάναV€ μόνο yιό: τόν τίιπο. Και ξαφνικά, τοuς ε1πα: «!Κύριοι, κατa ~άθος δλ' αύτό: σΟ:ς είναι ι:Χδιό:ιψορα». Και 'κεί:νοι δέ θυ­μώσαvε, μόνο yελάσαvε μ' αύτό: τά λόγια μοιυ. Τοuς τd:πα :χωρlς κανένα τόνο .μομφfjς ,μόνο και μόνο yιατι μοΟ φαινό-

.._δ ' κ , έ ~ [' , ' ' , δ ' ταν Lλ cαψορο. ι 1 ·κεινοι παρατηρησαν αυτη τη,ν α ιαψορια

.καi. σκάσανε στΟ: γέλια. ' ''Όταν συλλογίστηκα στο δρόμο το φως τοG y,κΟJζιοϋ, σή­κωσα τό: μάτuα μου στον ούρανό. "Ολος δ θόλος ά1tλω~:rαvε: ,ψ ριχτό: σκοτεινός καl · ξεχώρvζες καθαρό: τό: κουρελιασμένα σίιvνεφα Ίtou τό: όργωναν ~αθειές μελανΕ.ς κηλτδες. =αφνικά, :πάνω σέ μιό: .απ· αύτές τις κηλίδες, είδα εvα μικρο άστε.ράκι, κι' ό:ρχισο:: νό: το κuττάω καλό: -καλά. Γιατί, Ίtpαγ:μα:τικά, αύ­,τό το ό:στεράκι μοG ξύπνη:σε μέσα μου μιό:ν ίδέα. 'Αποφάσισα .νό: σκοτωθω ·έκείνη τη ν6χτα. Αύτο το σχέδιο τό είχα κατα­στρώσ.zι πρlί' δυ•ό .μfjνες, και μ' Όλη μου τη φτώχ;zια, ·ό:yόρασα [να θαυμάσιο περίστροφο καi το yέμισα την ίδια μέρα. ΕΙχα­.νε τrε.ράσει λοιπόν δυο μfjνες, και το περίστροφο κοιμώτανε ,μέσα στο συρτάρι, μό: δλλχ μοί} είχανε γίνει τόσο ά:διάφοριχ ,ποι) μοδpθ.Ξ •ή ορεξη VCx 1ttpψένω τij.v l:Jρα ΠΟU θό: μοϋ φαινό­ϊ:ανε λιγώτε,ρο ό:διάψορο .. Γιατί; δΕ.ν ξέρω. Λοιπόν, δυό μηνες τώρα, κάθε φο.ρa ΊtOu έπαιρνα τό δρόμο γιό: νό: γυρίσω σπίτι :μου, σκεφτόμουν νό: τtνάξω τό: ιμυαλά μοu. Μόνον περίμενα :riιν κατάλληλη στιγμή: ,και νό: Ίtou μοϋφερε μιό: ίδέα αuτό το ,aστεράκι: ό:τrοφάσισα Ίtως θό: τοκανα έtξάπαvτος ;έκείνη τη vύ-

Page 4: Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

χτα. Ma δσο γιa το πως μοG ξ&ττνηοσ.ε μέσα μου αuτή. τή·ν ίδέ-α,. ~δΕ.ν τό ξέρω καθόλου αύτό.

:Και τότε, ένω κύτταζα τόν ούpαvό, μ' aρπαξε ά1τ' τόν

&γκωνα έκε'ίvο το μικρο κοριτσάκι. 'Ο δρόμος ~ταν ~ρημος: :Ξκε[νη τη στιγμή, 11 τουλάχιστον δέν πε.ρνοuσε καvέvας άπό ,κεϊ. Έκε'ί-κάτω, ενας άμαξας λαγοκοψώτανε πάνω ατό κά­

θισ.μά του. Το κοριτσάκι θdταν ως .όκτω χρονων: ψοροί>σε στό •ΚΕ'ψάλι του Ενο:J μαvτfjλι κι' ΕtΊα\Λε ντuμένο μ' Ενα ψτωχιΚΟ ψό­ρεμα, έσταζε δλόκληρο αιt' τ?]: ιbιpοχή., μα προπαντός πρόσεξα τό: σκιιαμένα παπσύiτ:σια του ποu μπάζανε ·νερό, καl το θυιμaμαι ,Ο::κόμα κι' αύτη τη στιγμή: Mou είχανε κάνει ί:διαίτερη ιέντύ·­,πωση. ΕΙχε <Χρχίσ·Ξι ξαφνικό: νό: μέ τ.ραrbάη Ο:π' τον άγκωνο: ,και νό: μt φωνάζη·. Δέν €κλαιγε, ,μό: μέ ψt:::ιναζε .με κομμένη ,φωνή, λέγοντας λόγια ποu δεν κατάφερνε νό: τό: προψέρη για­,τι !iτρεμε άπό το κρύο. Φαινόταν σαν κάτι νό: τήν τρόμαζε, και ,φώναξε με ά1τελπισία: «'Μαμά μοu, μαμάκα μου!» Γόρισα

,και την κύτταξα, μό: δέν είπα λέιξη, και .συνέχισα το δρόμο :μου. 'Εκείνη .ετρεξΕ ξοπίσω μου και .με τρCXJrbouσε Ο::πό το .μπράτσο, ,ένω άπό τό λαρuγγι της έιbγαινε ενας ιbραχνος η. ,χος, ιέκε'ίνος δ f)χος ποu δείχνει την άπόγνωση δταν rbγαίvεt 4π' τό: μικρό: πωδιά. Τόν ξέρω καλό: αύτό τόν τόνο. Μ' δλο.

;rou δtν πρόφερνε καμμιό: λέξη, κατάλαrbα πως κάπου ή .μητέ­ρα της ά:γωvιοuσε η. πως κάτι τέτοιο της σvνέ(b.αινε έκείvrr:

,τη στιγμή. Είχε τρέξει γιό: νό: rbpfi κάποιον η κάτι για νό:: Ι'Sοηιθήση τη μητέρα τη:ς. Μό: δγω δέν την ά:κολοόlθησα:· άvτίθ€-· τ~, μοδρθ€ στο νοu μου ξαφνικό: νό: την διωξω. Στην άρχη της είπα νό: φωνά:ξη κανέναν Ο:στυψύ•λακα. Μα άμέσως, έκεt:νο ,εvωσε τό: χεράκια τοu και με λυγμούς, καταλαχανιαcψένJ, έ­

,ξακολούθησε νό: περπατάη δί-rrλα μρu χωρις νό: .μέ παρατάη. Τότες 'yw την ΙΞιbρισα και χτύπησα κάτω τό πόδι μου. Μό: ιέ­.κεϊνο φώναξ;.:; μονάχα: <~Κuριε, ,Κύριε! ... » ·Κι' uστε.ρα ξαφνικό: ,με παράτησε και πέρασε σό: (bέ.λος στή.v Ο:λλη Ο:κρη τοΟ δρό~ ,μου. Σίγουρα, κάποιος Ο:λλος διαιbάτης eια φάνηκε ιέκεϊ­,κάτω, καί θό: μ' aψvσε για νό: τρέξη σ' έκεϊνον. 'Εyω Ο::νέιbη­

,κα: ηΊ σκάλα ποu φέρνει στο -rrέμπτο μου πάτωμα. Τό διοψέ.ρι­,σμα είναι ενα .έπιπλωμένο σπίτι &που iμένουν διάφοροι .έvοικια­στές. Τό δωμάτιό μου είναι μικρό και φτωχι·κό, κι' ΣΞχ·zι γιό: ,παράθυρο το ήμιθόλιο ένος παραθυρωΟΙ της σοφίτας. ·~Εχω ~να ντιιbάνι. σκε-rrασμένο μ' ε να μοr,J•σαμa, ε να τραπέζι με τό: rbι(:)λία μου, δυό καρέκλες και μιό: παλιό: ξεχα:.ρrbαλωμένη '11:0-

λυθρόνα μό: ποu !Ξχει χαμηλό κάθvσμα και ψηλi] πλάτη. Κάθι­ι:Jα, Ο:ναψ<χ το κερι κι' d:ρχισα νό: συλλογιέμαι. Στό πλα"ίνο δω­μάτιο, δηλα:δηι ά:πό τη,ν Ο:λλη, μεριό: τοΟ χωρίσματος, γινότανε χαροκόπι ποu .κρατοuσε δuό μέρες τώρα. ΑLiτος ποu καθότα~ yε σ' αύτο τό δωμάτιο, ~ταν ενας άπόστρατος λοχαγός. Είχε

Page 5: Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

:ίέπισκέψεις, καμμιό: δεκαριό: Ο:λfjτες 1τοu μεθοκο1τοίισαv •μt ρα:-' ' 'Κl καt -τrαίζανε ψαραω με μιό: 1t<Χλιό: τρά'πουλα. την 1tεpασμέ-1VτJ νύχτα εtχε ξεσπ:άσει καuγάς, κι· ~ρα 1τως δυο ά:τrο δαύ­;rους ε'ίχαvε 1τιαστη στο ξόλο. Βέ~αια, ή στrιτονοικακυρό: 1tfjγε καt εκανε 1ταρά1tονα, μό: τον φο~ώτανε το λοχαγό. Οί άλλοι ;νοικάρη&ς ε'ίτανε μιό: .μικροκαμωμένη κυρία καχtΚτικ!) καt .~δύνατη, χήρα ένΟς QjξιωματικοΟ, κι' είχε τρία παιδιά, 1tou ;μόλις ~ρθανε σ' αύτη την τρώγλη, 1tέσανε Ο:μέσως άρρωστα. :ε·κείνη καt τό: 1τωδιό: ψο~ωvταν τόσο 1τολu τό λοχαγό, ποu. ολη τη νύχτα δεν κάνανε άλλο 1ταρό: νό:: τρέμοuν καt νό: 11pο­σεύχωνται, καl μάλιστα, το μικρότερο πωδl εtχε 1tάθ€ι κάτι σό:ν νευρικι) κρ~ση. 'Ήξερα 'Πώς αύτός .δ λοχαγός σταματοίισε τοuς δια~άτες στη λεωφόρο Νέψσ.κυ καl τοuς ζητοϋισε έλεη:-' μο:σύvη. .Κανένας δεν τοΟ ~μ1tι•στεuόταν τη:ν. 1ταροψικρη δου-· λΕιά, κι' δμως, 1tε.ρ~εργο πρδ:γμα ('καl μι·λάω γι' αύτον μόνο ;καl μόνο γ ιό: νό: τονίσω αύτο το γεγονός), θνα Δλόκληρο .μfi­,να πσu έμ.ενε στο 'ίδιο σπίτι με .μένα, δεν είχε ξt!1tvήισει μέσα μου το 1tαραμικpό συναίσθημα a1tέχθειας. Βέ~αtα, arιo την

:rτρώτη κιόλας μέρα, ψρόντισα νό: μην τοΟ. σι>σ1ηθω, καΙ. άλλω­pτε ·θό: ,§αρυώτανε τη συντpοψιά μcΥυ. ιΜό: .μ' δλο το θόρυ~ ποu ,κάvαvε άrιο τi]v aλλη με.ριό: τοΟ χωρίσματος, καt δσο rιολλοl

,κι' aν ε'ίτανε,-μοΟ 1jταν aδιάψορο. Συνή-θως, δέν κοιμώμοι>ν ~λη τη νύ·χτα, και για va πω την aλ1Ίθεια, δεν τοuς aκοuγα, ;κι' ετσι ξεχνοuσα tijιν π<φοοοία τους. Δεν ,μπορω νό: κλείσω !μάτι πplν ξημερώση: καl νό: ψανταστfjς, αύτο κρατάει τώρα :κι' !Ξνα χρόνο! Περνάω λοι1τον τη ν&χτα μου μnρός στο τρα­πέζι μου, καθισμένος στην 1τολuθρόνα, χωρlς νό: κάνω τίποτα. ,Δια~άζω μόνο τη μέρα. 'ΊΕτσι, μένω καθισμένος χωρlς οδτε νό: σκέψτωμαι τί'Ι!οτα, κι' άφίνω τlς σκέψεις μοι> νό: 1τετοΟν Ίδ(;) καt 'κ·εϊ ο11ως τοuς aρέσει. Στό κρΕ!Ιhάτι 1tfj,ρα το 1tε.pί­

στροφο καl τό ά!κοίψ1ΠΙ!σα δί-τrλα μου. θυιμCiμαι, 1τως τη, στιyμη. ποu το άκου:μποuσα, Ο:να:ρωτήθηκα:: 4!ΕΙναι ~έ~αιο ;» Κ•ι' άπάν­:τησο: δ ίδιος aτόν έαυτό μου, με ώτόλυτη Ιhε:Ιhαιότηιτα: <<!Ναί, είναι ~έlhα~ο !» Δηλαδή, θό: σκοτωνόμουν. "Ηiξερα πως Υjταν ,arιόλυτα ~έ·~αιο πως θό: σκοτωνόμιουν ιέκείνη τη ν6χτα, μό: πό­,ση ωρα θό: .έξακολουθοΟσα άκόμα νό: κάθωμαι ετσι δδ: μ11pο­,στό: στο τραπέζι, περιμένωντας τiηιν τελευταία στιγμή; Αύτό, δεν τοξερα. ;Καl σίγουρά, θό: σκοτωνόμουν, Ο:ν δεν Υjταν έκεϊ­,νο το κοριτσάκι.

-2-

. Βλέπετε, δσο κι' Ο:ν flμοον aδιάφορος, ώστόοο είχα καl .

. κάrrοιο: εύαισθησία, εστω και γιΟ: τον πόνο, rιαρο:δε~γματος χάρη. "Αν με χτυποοοε κανένας, θό: πουνοοοα. Μό: κι' άτrό ,fιθικη ώτοψη•, Ο:ν μοΟ σuνέlhαινε κάτι πολU δυσάρεστο, θό: λu-

Page 6: Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

:rrόμουv &πως καί πρίν, tvω •στη ζωη άδιαψοροΟσα γιά τά πάν­τα. Και εtχα αlσlθανθfί και οίκτο, πριν ά1tο λίγο: GέGα:ια:, θοο ,μ1tοροuσα νά είχα ~ηΘήση έκεϊνο το κοριτσάκι. Μά γιατi. δέν το ~οήθησα; Ά1tλούιστατα, γιατi. μοΟ fιρθε ιέ:κείνη ή ίδέα, .. ~~1 στιγμη 1tού μέ τρα~uσε ά1tο το .μανίκι καl μέ φώναζε, κι' iέ'!tε~δη είχε τεθfΊ ξαφνικά μπροστά μου •έκεϊνο το έρώτη.μα, ποu δέν μποροUσα νό: ά'!tαντήσω. "Ητανε τιποτένιο έρώτημα,. ;μά μέ Ιέξερέθ~ζε. Κα:i .δ θυιμός μου προερχόταν ά1tο τον έξfiς ,συλλογισ:μό: 'ΑφοG άποψάσvσα νά Μλω μόνος .μου τέλος στη; ,ζωή μα.ι, κατό: συνέπ-εια:, κι' .έκείνη· ηΊ, στιγμη περισσότερο" ,ά'!tο κάθε ό:λλη, ψορά, θάπ.ρεπε ν' ά'διαψορω γιά δλα. Γιατί λοι1tον νά νοιώσω ξαφνικά πως δεν μοΟ είτανε δλα άδιάψορα ;και πως το λιΥΠ6μουν αύτο το κοριιrσάκι; θvμδ::μαι πως τc)c ,λυπόμουν πολύ, ως το σημεϊο νά uποψέρω ιέ'ξ αίτίας του, μέ :έντελως άνάpμοστο τρόπο γιό: τη·v κατάστασή .μου. Πραγμα­τικά, δεν μ1t0pω νά περιγράψω το λιγόλε1ττο αίΟ'θημα ποu μέ κυρί:εψε τότε, μό: αύτο το σuναίσθη•μα έ1τέμενε μέσα: μου καΙΖ: ~κατισα μττ:ροστά στο τραπέζι μου σέ χειρότερη κατάσταση

1έρεθισμοG άπό πρίν. Οί συλλογισμοί έρχόνταv δ εvας πίσω ?:πο τον &.λλο: «Είναι φανερό, έλεγα μέσα .μοu, πως άψοQ εί­,μαι &.νθpω1tος, δέν είμαι μηδ.zνικό, και δσο δέν γίνομαι μηδε­,νικό, ζω, καl κατό: συνέπεια μπορω νό: ύποψέρω, νά έiξοργί­,ζωμαι, καl νό: ντ.ρέπωμαι γιό: τlς πράξεις .μου. 'Εντάξει, μά:

aν σκοτωθω, aς ποuμΕ σέ δυο ώρες, τί μέ νοιάζει yιό: το κο­:rιτσάκι κι' αν ντρέ1tωμαι καl τό: λοι:πά; θό: γίνω μηιδενικό, a­:π:όλυτο .μηδενικό. Είν<Χι δ~νατόν ή συνείδηση του δτι ξέρω πως ,σέ λίγο θό: πάψω έ ν τ ε λ ω ς νό: 6πάρχω, 1ίως aς 1tο0με δέν·

~θό: uπάρχη τίποτα στόν κόσμο, νό: μην ιέπηρεάζη καθόλου οuτε. ~ο συναίσθημα τοΟ οίκτου μου yιό: το κοριτσάκι οϋτε 'το συ­~αίσθημα τfjς ντροπfjς μου· γιό: τήν άνανδρία πού. έδειξα; Για­τι .έπιτέλοuς, χτ6πη·σα το ποδάρι μου κάτω, .κι' ε•ι!Jρισκα το κο-.

1pιιrσάΚι' Κι' αύτη τ'ft•ν cΧ1tάνθpωπη άνανδpία την eκανα, οχι μο­yάχα yιό: ν' άποδείξω ·πως ημοuν άναίσθητος ως προς τον οί- . . κτο, .Ο:λλό: yιατl ολα θό: τέλε"ωναν μέσα σέ δυο ώρες. ΠιστεuΕ­,τε είλικρινό: πως γι' αύτο φώναξα; Σχεδόν μοϋρχεται νό: το ,πιστέψω καl 'yω αύτη· τη στιγμή. Φανταζόμουv δλοκάθαρα. ;η:ως μόνο ά'Πο μένα εξαρτιώταν ή ζωη καl δ κόσμος. Και μά­λιστα μποροGσε νό: πfj κανένας πως ούσιαστικό: yιό: μένα Είχε ;πλαστη ό κόσμος: Μόλις θό: τίναζα τό: μυαλά μου στον άέρα, δ κόσμος θΟ:παυε νό: uπάρχη, τουλάχιστον yιό: .μένα. Χω.ρlς: .νό: λογαριάσουμε πως πραyιματικό: μπορεϊ, μόλις ιέιξαψανιστη ;ή συνε.[δησή μου, νό: χαeη σό:ν φάντασμα χι' δλόκληρος δ κό­σμος· ά<ψοu ·δέν είναι κι· αύτος &.~λο ά'πο :Ενα άντι:κείμενο τfjς

· συνείδησής μου, μ'Πορεϊ νά έ·κμηοενιστη, άφοG μ1τορεϊ έyώ, ,νdμαι δλος ιδ κόσμος κι' δλοι οί <Χνθρωnοι. θuμaμαι λοιnόν, ...

Page 7: Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

-π:C:χ; καθώς καθόμουν καl σuλλογιζόμοuν ελuνα δια-δοχικό: 'δλ' αότό: τό: ζητή,ματα και τό: ·έξη,γοϋσα με έντελwς διο:;q>ορε­-τικη aποψη, άνακαλύη:τοντάς τους ιέντελwς καινούργιες δψΕις. ::Παpαδε[yματος χάρη, ξαφνικό: tjpθε στο μυαλό .μου μcό: η:ε· ,ρίεργη σκέψη. "Ας uη:οθέσοuμε, Ελεγα, η:ώς κάη:οτες Ξζησα pτο φεγγάρι η στον "Αρη, και η:ώς κεϊ-nέρα είχα κάνει ενα

\έξαιρετικό: ~.ρωμερο κι' άτιμωτι·κο lγκ.λημα, το χειρότερο η:οu .;μη:ορεϊ νό: φανταστη κανένας, aς uη:οθέσουfliε πώς Ξγινα τέτοιο άν.τικεί!μενο ντροη:ης καί καταφρόνιας, η:οu μόνο στον uη:νο ,σου καl μάλιστα σε {φιάλτη' μη:ορεϊς νό: το δfjς" κι' αν, ξu­Ίfνωντας ·ξαφνικό: η:άνω στ?ι yfj, Είχα συνείδηση το{) τί είχα ,κάνει στον άλλο η:λανήτη καί ημουv ~έ~αιος πώς δτι κι' ό:ν ,γίrvη δεν θό: ξαναγύριζα η:οτες έκέϊ, τότε, ναl η δχι, θό: μοΟ ηταν άδLάψορο τ ο κάθε τ ί η:οu θ' άφ.οροϋσε τη σελήνη; θό: .,fνοιω'θα ναί η οχ ι ντροη:ή, δταν θυμώμοuν το Ξyκλημά μου; ~·οχ· αι)τά ηταν Ο:σκοη:α και άτοπα ζητή,ματα ,καl ,μάλ~στα ά­

,ψοϋ είχα μπρός μου το η:ερίστραψο, κι' ηξερα άπό τά κατά­,®αθα τοΟ είναι ,[l!OV πώς θό: το ιέ:κτελοΟσα α u τ ό, μά αι)το ,μοϋcpερνε πυp•Ξτό, κι' ή ταραχή μου Ο:γγιζ•Ξ στά δρια τοΟ πα­ροξυσμοΟ. Τώρα, μοG είτανε κατό: κάποιον τρόη:ο άδύνατο νa

:πεθάνω αύτη τη. στιγμή, ιeκτος πιό: αν εϋρισκα η:ροηγοt)μένως " λ ' ' /!.λ ' Μ" δ ' λ' ' ' ' ' τ1 1 υση καποι.συ προ.~:~ ηματος. ι=. υο σyια, αυτηι η μικρσu-

(-.α .με είχε σώσει, yιατί ό:η:ο το ενα ζi]τημα .στο aλλο, άνέr!ιαλα

τη σ:τιγμη, τσu wροJ~ολισμοϋ1 Τώρα. Στο μεταξύ, και στο δω­,μάτιο τοG λοχαγοί>, Ο:ρχισε νό: γίνεται ,ή:συχία. Σταματή•σαvε ,νό: η:αvζοuνε χαρτιά, τακτσπ:οιηtθήικανε yιό: νό: κοι:μηΗοΟνε,

,και πιό: δεν Ο:κουγες Ο:λλο &η:ο ,μακρινό: μουγκρητ·ά καl κά­,που-κάη:ου καl καμμιά (i)ρισιά η:οu λέγανε με νυσταλέα ψω­

νη. Τότε άκρι®wc;, μι':. η:fj:ρε καl 'μένα ξαφνικά δ ϋπνος, πρδ:γ-Ιμα ΙΠ:ΟU ποτ8ς δtν μοδχε ξανασυ:μ~'ii ως τό: τότε μτrρσστό: στό τραη:έζι μου, στην πολυθρόνα .μου. Κοψi]<θηκα χωρις νό: το ,κατα~άλω. "Ολοι το ξέρουμε, η:ως τό: ονειρα είναι κάτι πολu

"!tαράiξεvο: μερικό: σοu παροιισιάζονται με τόν η: ιό τρομακτικό:' ,.,αξu τρό.η:ο, με τη λεπτόλοyηι άiκρ[:~εια τοΟ λε1ττοδουiλεμένοv

,χρuσαφικοΟ, ·Ε.νω σε aλλα, διασχίζεις χωρiς νό: τό καταλά~ης :ro χwρο καl 1:0 χρόνο. "IΟη:ωc; φαίνεται, δεν είναι το λοyι:κο ). .... ' ι: ... \ ~, 'ή> θ , ' , .... ή · )ι::.κεινο που υη:ο:κ,νει το ον.=.ιρο, μα 'c.iη:~ υμια, το κεψα.Λ.ι,

,καρδιά, κι' δμως η:ό:;η λεmότητα δε ψανέρωσε το λογικό μου :στο ονειρο! ~Εη:ιτελεϊ η:ραy.ματικοuς Ο:θλουc;, η:οu είναι άνΞ'ξή­,yητοι. Τον aδελφό μου, η:αραδείγματοc; χάρη, ποu η:έθανε

η:ρlν &π:ό η:έντε χρόνια, τον ~λέπω καμμιa ψορό: στ' ον.::.ιρό ;μου· συμμετέχη στίς δουλειές μου, ;ένδιο:ψερόμαστε κι' .σί δvό

:,μας 1τολU γι· .αuτές, καl δμως οU.τε μιό: στιγμή: τij:ν l)ρα η:ού

;rόν όνειρε6ομαι, δεν μου διαφεύγει πώς ιό άδελψός ,μοv έχει ;πεθάνΕι καl τον θάψαμε. Πwς γίνεται λοιη:ον νό: μΥjν η:αpαξε-

Page 8: Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

\)ΞUCψαι, aφou ξέρω πως έχει πεθάνΕι, νό: τον ~λέm:ω νό: κ.&θεται δίπλα: μου καl νό: δοuλε6η μαζί μου; πως γίvεταt νό: ,τό: δέχεται τόσο εϋκολc:: δλ' αύτό: το λογικό .μου; Μό: άρκετά ,είπαμε. 'Έρχομαι τc:ψά: στ' δνειρό ·μοu. Ναί, τότε το εΙδα αύ­το το όνειρο, το· δνειρό μου τfjς 3 τοΟ Νοέμ~~ρη,. , Πολλοl σήμερα με κορο'uδεύοuν, καl λένε πως ηταν μόνο

Όνειρο. Μό: τί ση•μασlα εχει dν f]ται.ι όνειρο η οχι, ι±ψοu αύτο ;ro δνειρο t'ίτανε γ~ό: μένα ό .Ο:γγελος τΊjς άλήθειαc;; Άψοu εί­δα μιό: γιό: πάντα τι)ν οάλήθεια, αό1::ο σημαίνει m:ως πραγματι· κό: ηταν ή Ο:λήιθεια καl πως θέν .μιιορεϊ νό: .ύπάρχη aλλη 0:-:τ' αύτήν, ε'ίτε στ' δνειρό μου την εt'δα, ε'ίτε στο ξύπνιο μου. τί σημασία: /Ξχει λοι1τον αν είτανε μόνο όνειρο, άψοu α:uτη τ'Γι1 ζωη :rcou την ~άζετε τόσο πιο πάνω, Ίlμοuν ετοuμος νό: τη·v ιέξαφα­νίσω με μιό: πιστολιά, .ενω· 't'O δνειρό .μου, i;)! το δνc:ιρό μου ιJπfjplξε γιό: μένα ιό άγγελος μιας κcχινοίψγιαc; ζωfjς, μιας ζωfjς aπέραντης, αναζωογονημένης καl δυνατfjς.

\Ακοσστε, λοrπό>ν.

-3-

Ευπα πως είχα aπσκοuμη:θεϊ χωρlς νό: το καταλά~ω, τη•

στιγμη πού .έξαιωλουθοuσα νό: σκέφτομαι τΟ: ίδια πράγματα. Ξαψνικά, όνειρεύτη•κα 1ίως ετrαιρνcχ το Π•:ψίστροψο καl πώς, ,καθισμένος οπως ημουνα, το πήycχινα δλό'ίσια: στην καρ'διά μου- στrιν καpδιό: καl δχι στο κεφάλι. Κι' δμως, Είχα αποφα­σίσει νό: χώσω μcό: σφαίρα στο aριστερό μου μηνίγγι. 'ΑφοΟ ·χ , , , • .ι -e · " δ , δ οιπον το ακουμπη:σα στv στηι ος μου, περιμενα cνα ___, uo ευ-

:rερόλεmα καl το κερl μαζl ,με το τ.ραπέζι καl τον Ο::πέναντι τοίχο aρχίσανε ξαφνι·κό: νό: κουνιοuντω σό: νό: τρικλίζανε. Πe.;­;pο~όλησα (i)ιαστικά

, !Πολλές φορές τυχαίνει νό: ~λέπης στ' δνέιρό σοu πως :πέφτεις ά1το ιrcoλu ψη•λά, 'Π'ως σε 1τλη•γώνοuν η τtως σέ δέρνοu­:vε. Μό: ποτΕ.ς δέν νοιώθεις πόνο, ιέκτQ.ς πιό: αν τύχη νό: κτυ'Πij­.σης στο σίδερο τοίJ κρεlδο:τιοu, ό1!όϊε δεν .μm:ορεϊ παρό: νό: πο­,νέσης. "Ομως ιέμένα μοu φάνηκε πcilς ·ΙΞνοιωσα κάποιον κλονι­,σμο 0:11' αuτηv την πιστολιό:-καl ξαcpνικ·ό: δλα σlδύισανε κu' εμει­:vα 3υΘισμένος μέσα σε ~αθu σκοτάδι. Σ ό:ν νό: τυφλώθη.κα καl ;va Ιδουι?άθηχα. 'Ύστερα, είμαι qαϊτλω.μέν.ος άν.άσκελα ~κάτω ,aπό κάτι σκληιpό, χωρlς νό: ~λέπω τί1τοτα κι' οϋτε νό: μπορω νό.: κάνω την παραμικρη κίνηση. Γlφω μου 1τεpπατανε, φωνά­,ζουνε, ,δ λοχαγός οuρλιάζει, ή σπιτονοικσκυρό: ώρύεται. Καl 11άλι, γίνεται μιό: ξαφνικ'Ιj, διακσ1τη καl με μεtαφέρουν ξέσκε­πο μέσα σ· ενα ψέpετρο. Νοιώθω ro φέρετρο ποu σκαμ1τανε-· .~αίνει, τό συιλλογιέμαι αuτό, καl γιό: 'Πpώτη φορό: .μοϋρχεται ,στο νοu μου ή ίδέα πως είμαι πεθαμένος, πεΘαμένος yιό: τα καλά. Το ξέρω χωρlς κα1μμιό: aμφι~ολία, ά<j>ou οϋτε Ιδλέ1τω

Page 9: Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

οϋτε κουνιέμαι, κι' δμως αtσ.θάνομαι καl σκέφτομαι. 'Αλλά πολU γρήγορα συνηθίζω, σύμφωνα .με τη λογικη των όνείpων' παραδέχομαι ά1συζητητεϊ την πραγματ~κότητα. , .και νό: πού με κατεrbάζουν μέσα στi]· γfi. "Ολοι ψ€lιγοuν, ,καl 'yώ μένω μόνος, δλομόναχος. Δέν κουνάω οϋτc. Ξνα μέ­λος μου. 'Πρίν, στό: νυχτέρια .μοu, δταν σuλλογιώμουν πως θό: :ημοuν μέσα στον τάφο, ή· μόνη ί:δέα πού μοΟ έpχόταν εϊτανε το αίσθημα τfiς ύγρασίας καl τοΟ κρύου. "ΙΕτσι καi. τώρα, Ε.­,νοιωθα πως κρύωνα ΠΟλύ, ΚαL προπαντος στ!η1ν aιφη των δα­:;:ruλων των ποδιων μου, μό: δεν ένοιωθα τί'Ιτοτε' άλλο αιτ· αlιτό. ' \Κειτόμοuν, καί, 'Ιταράξενο nρδ:γμα, ·δΕ.ν πεpίμενα τί'Ιτοτα. και παρα&χόμοuν χωρi.ς vό: τό άίμφ~σ~ηrrω nC:x; εν.α.ς "Π.εiθαμέ­νος δεν πρέπει τίποτα ΊΛά: περιμένηι. Μό: είχε ύγρα:σία. Δεν ,ξέρω πόσο Ε.μεινα έτσι, μιά ωρα, ίσως καi. μερι•κες μέρες. μ1τορεϊ καl nολλες μέρες. Καl νό: ποu ξαφν~κά, πάνω στο ,κλειστό άριστερό μου μάτι, μέσ' από το σκέπασμα τοΟι φέρε­::r.ΡΟU, έπεσε μιό: σταγόνα νερό, κι' δστερα μιό: άλλη, κι' έτσι .συνέχ•Ξια, σΕ. κάθε λε'Ιττο τfiς &ρας. 'Ένα ~αiθύ 1τεuσμα μοϋκα­;ψε την καρδιά, κι' ένοιωσα εvα αίσθηιμα φuσικfiς αδιαθεσίας:

.<~Είναι aπό την πληγή μου, σκέφτηκα-είναι ή πυστολιό: ποu

:rpά~ηξα, καl 1'\ σφαϊ.ρα ~ρίσκεται αuτοC»>. Κι' σί σταγόνες μα­ζεuόνταν μιό: κάθε λΕπτό. Πέ~τανε όλό"ίσια 'Ιτάνω στό κλξΟιστό ,μου μάτι. Καi. τότε, ξαφνικό: ψώνα:ξα, δχι ~έ~α"α μέ τ.η φωνή ,μου aψοΟ tjταv παράλυτη, μό: με δλο μου τό είναι, τον αόθέν­,τη ·έ·κΕ'lνον που ημουν παίγνιό του. «-"Οποιος κι' δ:ν είσαι, δ:ν

:παρεδεχτω δτι είσαι καi. πώς όπάρχει κάτι το πιο λογικο <..':τι'

;αlιτο που εtμαι τιαιγνιό του, !Ε! άψισε νό: yίνη .έδw αuτό. "Αν μοΟ έπι~άλ;λης αuτη τό: γελοιοποίηση κι' αtιτη τη ~λ,ακώοη έπl­

·~ίωση yιό: νό: με έΙκJδ~κη:θης γιό: τη ~λα:κώδη, αότσκτονία μου,. ;ποτέ, δσο μεγάλο κι' aν είναι το .μαρτ6ριο πού μπορεί νό: .μοΟ :θπ~ι5ληΗη, δεν θό: φcrό:!ση την σιω1τηλij περιφρόνηση πού θό: νοι­ώi:Jω, έστω κι' aν ~αστaξη• χιλιάδες χρόνια αlιτό τό μαρτύ­ριο!» .

":Ετσι είπα, καl σώπασα:. Πέρασα κοντό: /!να λεπτό μέσα ,σε ~αθειά σιωπή, καl μάλιστα επεσε Ο:t-λη μιό: σταγόνα, μό: rjξερα, rjξερα καl nLστευα μέ άnόλuτη κι' άκλόνητη eεeαιότη~ ;τα πώς δλα θ' άλλάζαvε την ίδια στιγμή . .Καl νά, που ξαφνικό: άνοιξΕ δ τάψος μου. Δηλαδή, δεν ξέρω άν άνοιξε καi. άδΕια­σε, μό: με aρπαξε ενα σκοτεινό καl άγνωστο δν καl eρεθή κα-­:με μέσα στο διάστημα. =α:φv~κά, ξανα:~ρηκα τό ψως μοu' ή :νύχτα είτανε ~αθειό: καi. ποτέ, ποτέ. μου δέν είχα ξανα&η τέ­τοια σκοτάδια! Πηγαίναμε μέσα στό διάστημα κι' είχαμε κιό­:λας ξεμακρ6νει τιολύ άπό τη γfi . .Δε ρώτησα τίποτε αότον που ;μέ μετέφΕρε. :Περίμενα, κλεισμένος άλαζονικό: μέσ' στη, σιωrcτ};

Page 10: Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

;μοu· f}μouv Μ~ιος πώς δεν φοΜμουνα, - κι' άναγάλλιαζα άπό έ.&uσιαcμό με τη, σκέψη πώς δέ ψοιΜμοvv. Δέ θυμάμαι, κι' οϋτε μrιτορ& vά ύπολογίσω πόσο καιρό π.ετοuσαμε: δλ' αό~ τό: γιvόvταν δπως γ(νεται πάντα στ' όνειρο δταv διασχίζουμε

:ro χρόνο καί τό χωρο, παραeιάζωvτας δλοvς τους νόμους τοu ,είναι καl τf)ς λογικης, καl U στεκόμαστε nαρc'χ μόνο· στc'χ ση­,μεία που ποθεί τ') καρδιά μας. θuμ<Χiμαι, rος ξαψνικό: είδα ,εν· ό:στεράκι μέσ' στο σκοτάδια. - Είv' δ Σ όριο ς; ρώτησα χωρlς νό: μ1τορ& νό: κρατη!θω, μ: Ολο ποu τωθΕ.λα πολ6. :-«'Όχι, είναι τ' aστέρι που είχες δf\ μέσ' άπ' τό: σ6ννεφα, σα

γ6ριζες σπ(τι σου», μοΟ άπάντησε το ον πού μέ μ·~τέψερε. 'Ή­ξερα πως ~ταν άνθρώπινης καταγωγf)ς, μό: περίεργο πρcχγ­

Ί..ια, δέv το σιψπαθοGσα καΗόλοu αύτό το ον, καl μάλιστα μοΟ προκαλοGσε ~αθειό: aπέχθεια. Περίιμενα πc::ις Μι?ρισκα ,το άιτόλuτο μηιδέv, καl γι' αύτό ~χωσα τη σqχχί:ρα στην καρ­:διά μου. Καl τώρα, νό: που e.ρισκόμουν στήν aγκαλιό: ένός &ντος, δχι ~ρώτιινοu ~έ·eαια, μeχ που ~ταν καl ύπfjρχε. «'Ώστε uπάρχει λοιποv πέραν το Ο τάφοu ζωή ! » σκέφτηκα μ' έικε[νη; τήv παρό:ξενη ζαλάδα τοΟ όνείρου, μό: ώστόσο, ή καρδιά μοu διατηροΟσε κο:τό: ~άθος τή,ν οοοιαστική, άpΕτή της: «ιάψοΟ θcr

. ,ξαναϋπάpξω, iΞλεγα μέσα μου, καl θό: ξαναζήσω .έπειδij το Θέλει μιά ό:δυσ6πωτη ι?ο6ληση, δΕ. θέλω οΟτε va νικηθω οϋτ-ε vό: τα:πεινωΗω! »- «Ξέρεις πώς σέ ψσι?&μαι καl γι' αότο με ,περιφρονείς», ε~πα ξαφνικά στό σύντροφό .μου μη μπορωντας ;νό: συγκρατήσω τ1\ν ταπείνωση αuτης της .sρώτησης Οποι> δια­,ψαινόταν μιό: δλόκληρη όμολοyία, καί νοιC:)Θοντας πώς αun) ή δειλ(α μοG τρuι?έλι·ζε τ'f;ιν καρδιό: σά νά μΕ. τσψποGσε ι?ελό­.να. 'Εκείνος δέν Ο:ιπ:άντησε στη.ν έpώϊησή· μου, μα ξαφνικό: ΣΞ.­vοιωσα πώς δΕ. με περιψρονοΟσε, πως δέ .μέ κορόϊδ..:.t:ε κι· οϋτε κdv μέ λυtπόν:τrοΛε, καl πώς τό ταξε~δι μας ~τεινΕ σ· ενα μυστηριώδη κι' cχγνωστο σκοπό που μόνο έ:μένα άφοροu·­σε. υ τρόμος μεγάλωνε μέ·σα στην καρδιά μοu. 'Η σ~ωπη τοϋ ,συvτρόψοu μου μεταδόθηκ.:Ξ καl ·ΟΕ μένα καi μέ διαπότιζε, ο­

χι χωρίς πόνο, με τήν σιωιπ:ηλη παρουσία του. Πηγαίναμε ,μέσ' ό:πό άι?uθομέτρητα σκοτaδ~α. Άrπ:ο καιρό, δeν ει?λεπα πια ,τοuς γνωστούς μου άστερισμούς. "Ηξερα πως στο βάθος τ' puρανοΟ ύπάρχουν aστέρια που οί άχτίVΕς τους φτάνουνε στl) γijς μόνο ύστερα από χιλιά;δεςκι',ικατομμ6ρ~α χρόνια."/.σως \ιiΧ• ,χαμε περάσει κιόλας αύτά τά χρονικό: διαστήματα. Περ(μ..:.να κάτι, yεμcχτος όmό ε να νοσταλ γι κο πόνο που μοu ράγιζΕ τi]:v καρδιά. Καl ξαφν~κό: ενα πολυ γνωστο συναίσθημα που μοϋ­;φερνε eαθ..:.ιές Ο:ναμvήσεις μέ συγκλόνισε δλόκληρο. Ξαvάι?λ..:.­,πα τόv flλιο μας! "Ηιξερα πώς δέν μποροuσε vό: είναι ό flλιος μας, ~κεϊν:ος ποu γέννησε τη γη μας, και πώς ι?ρισκό-μαστe .σέ <fττειρη άπόσταση ά:πο τόν ηλιο μας, μά μέσα μου καταλά-

Page 11: Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

Gαινα πως ~ταν ενας tjλιος ό:πόλuτα ομοιος με τον δικ6μας,κά­τι ·σαν άmίλα:λος ·και σαν .σωσίας τοu.Μιό: ό:πέραντη τρι.ιψερότη.­:τα πλημμύρισε τήν ψuχή μου, φέρνοντάς της ένθοι>σιασμό: Το ψ-ως έκείνου ποu με δημιο6ρyησε άντιλα:λοuσε μέσ' ctη)v καρ­'f>ιά μου καl τήν Ο:νάσταινε, κι' ένοιc.)σα yιό: πρώτη φορΟ: άπό τότε 'Πού κα:τέ~ηκα στόν τάψο τό yυp~Οiμό της ζωης, τijς πα­:λιaς ζωf]ς. . ......Μ' άφοΟ είναι ό tjλιος, άκρι~ως ό ίδιος tjλιος με τόν δικό μας, τότΕ ποΟ είναι ή yη ;- Κι' ό σύντροφός μοu μοΟδει­μ Εν' άστέρι σό: σμαράγδι ποu άστροψτοκόπαyε μέσα στη νuχτα. .

Πsτού•σαμε όλό'(σια καταπάνω τοu. -Μό: είναι δυνατόν νό: yίνωνται τέτοι€ς έ'Πιστρο.ψες μέσα

στό σύμπαν, είναι δυνατό νό: εtν' αuτος δ ψυσtκός νόμος; Κι' aν είναι yf]ς αότό μπορεϊ νdναι ή ίδια yης με τή δικιά μας; ... :ΕvτελΔς δμοια, τό 'ίδιο δ6στuχη καl τό 'ίδιο φτωχιά, κι' δμως ό:yαπητή, αίώνια άyαπη;μέvη, μιό: yfjς 1ωύ ξέpsι ν' άyα,τι:ιέται

,Ο:κόμα καl άπ' τό: πιο aχάριστα παιδιά της; ... Φώνα:ξα Ο:ναρ­ριywντας άπο άJg(ωταyη, άyάπη yι' αύτή, τή, yf]ς 'ΠΟU yεννή­

:θη κ α καl ποu λιποτάχτη•σα άπ' αότή•ν. Κα:l '•μ'Πpός μου, σό:ν

;<Χστpα'Πή, περάσε ή είκpια τcΟ μικροΟ κοριτσιοΟ πού είχα Β.'λ"­-rτ:ροσ~α Ν.::.ι.

,-Θα τό:: μό!θη.ς ολα, μοu aπάντησε δ σόνψοφός μοv· καί στα λόγια τοu, διαφαινόταν ενας θλιμμένος τόνος.

iΜό: yρήΙyορα ζυγώναμ.:ο στον πλανήτη, Μιεyάλω'.hε μΉpός στό: .μάτια μου, κ( Ιάpχισα χί ολας νά δια:Rpίνω τον Q.κεανο

καl τό: 'Π'ΕpuyράμJματα της Εύρώ1πης, δταν ξαψνtκά ενα παρό:­ξsνο αίσ9ηΙμα ζή:λειας - μία εόyεv~κή, καl ayια .ζήλεια - άνα­

ψ:Ξ μεσ' 'ση),ν καρδιά μου. πως μΉορΕϊ νό: yί\οtται μιό: τέτοια έ•πα:ινάληψη, εtπα μέσα μοv, καl yιά· -π;οιό σκαπό; "Αiyαιτω, καl μόνο αόη) τή yflς ποu άψισα μΉορω ν' άyα'Πήσω, 'Πού πάνω της sμειvΌ:ν οί στάιλες ~ά"Π' τό αiμα μου, δτα:ν, σάν qχάpιστος

yιός, ~ε:~σλα τέλος ·στή1 ιζωή .μοv με μιά πιστολια πάνω στήν .καρδιά ιμοv. Μά ποτέ, δχι, •'ΠΟτέ δεν επαψα νό: την όJyατrω αuτη τή yf]ς, άκόμα καl κsίνη, τη ν6χτα 'ΠΟύ τήν <αιτοχαφέτησα. Να όπάρχη τάχα ό 'πόνος πάνω σ' αόη) τη,ν καιVΙούργια Ύflς; 'Ε­ΚΙzϊ - πέρα, στη yης μας, μόνο μέ 'Πόνο μ11:οpσίJμΕ ,1/ ayαπή­ΟΟLJμε, καl μόνο .μέσ' άπ' τόν 'Πόνο. Δέν ξέρουμε ν' άyαποuμε δι­

αψορετικά, κι' οϋτε ξέροιψz άλλη άyάπη. Ζηιτω τον πό<νΌ γιό: vό: μ"Ποpέσω ν" ό:yαπήσω, ποιθω, διψω ν· αγκαλιάσω κλαίγον­

τας αuτη τή ιμ,ονaδικη yης πού παράτησα, καl δΕ. θέλω νά ζή­σω· άρνιέμαι νά ζήσω σ' ό:ποια\Λδή1τοτε άλλη! .. ·

:Μα κιόλας, ό σό\Λψσφός μοv ~μ· Είχ·z παρατήσει. =αιφνικά, χωρlς νό: το καταλάβ,ω, e,ρέΘηκα σ' οJuτή, τηr; αλ.λη yης, μέσα

στό •έ!κ'θα:μ(i)ωτικό ψως μιaς λιόλοuστης μέρας, δμορψης σαv

Page 12: Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

.·τΟν παράδεισο. Μοϋ φο:ιν&τανε σΟ:: νό:: ~ρισκόμοuν d' ~·να; ά>Υtό 1<είνα τα νησάκια τ.οΟ .έλιληνuκοΟ άρχ~1tέλο:yου της γfjς μας·.~ κάπου άλλοί3 στΟ:: :έριι;ί1τια: φaς ήrττ.είρου .κοντα στο άpχι1τέλαγο. :Σ' .έκιείJ.!α .τα μέρη,, δλα είταΙVε ά:κρ~ι!ι&ς &rτως καl σε μaς, κι· ::δμως δλα άχτινο·~·ολούσrο1ε .με μιό:: σσ~αρη1 κι' ιέ1τίσηtμηι χαρά, -ποu θψτανε ως το ύπέροχο. Μια σμαραyδέ1Λια θάλασσα ~οκα­ζε άπαλα στt'JiV &κρογιαλιά, χαΊJδείιοντάς την με ψανερή, σαρ­κική ·καί σχεδόν σv\ΛΕ>t:δητη ~γά-πη,. Δέντρα με θαυμαστά κλω­Ύάρια όρθώνονταν μ' δλο τΟν όργιώtδη χυμό τους •καl τ' άναρ­,ρίθμψα ψvλλαράJκια τους, κι' εtμαι ~έ~αως πως με χαιρε­

-ι-οοοανε •μέ τό y:λιικό τους θρό~σμα καl μοιάζανε σΟ:: νά ψιθυ­ρίζα~ έρωrrό'λογα. Τό λιΙ~άiδι άστρΟJψτοκο•τιοΟσ>ε .με τη 1 ψλογε­ρη καl χuμώlδη άνiθη.οή του. τα πουλιά σκίζανε σμήνη - σμήινη τόν άέpα, κι' έρχό1nαν aψ-oi~ vf άκοuμπήσουνε στοuς ώμους

κα:l στα χέρια μοu με χαρού•μενα φτεροκοrττή·ματα .. 'Ύστερα, ·ΕΤδα έπιτέλους καi. τοuς κατοίκους αuτfjς τfjς μακάριας γfjς. "ΗρΘαVJε .μόνοι τους κοvτά μου, με πtριτριγίψισαJV καl με φι-λ ~ π δ ' ~ "λ ο ' ~ ~λ ~ι · · · οuισαν. α ι> ι α του η ιου, Ήα:U ια του , 1 ιοv τους - ω τι ω-

;ραϊοι ποu ?jταν! Ποτές στη γfjς μας δεν είχα δεί τόση, δμορ­<ψιά στΟιν άνθρωπο ! Μόνο στά παιδιά μας, καl μάλι·στα στά ΉρWτα .τιωδ~κά τους χρόνια, .μ1tοpοuσες νά δια:κρίW]ς κάτι σά ;μιa .μακρυνη άντα6γεια, μα πο.λu 'έξα:σθενηιμένη, αιlτfjς τfjς ό­μορφιaς. Τά μάτια αότ&ν των μακάρων λάμπανε δλοκάθαρα. ΤΟ: Ήpόσωπά τους άχrινσ~οιιλοΟισαν τη σοφία καl τη, συ,ν\Ξί•δη­,ση, μιό: συνείδη·ση ΉΟU είχε ψτάοcι στή•ν •ύπέ·ρτατη. γαλήνη, δ­

:μως, αιlτά τό: πpόσωιπα μένανε χαρο6μενα καl μιό:: πταιδιάστι­κη .χαρό:: avτηχοuσε μέσα στό: λόγια καl στη, φωνη αuτων των οντων! -;-Ω! τό: είχα κα:τα.λά·~ει δλα, δ"'Να, άιπ'ο την πρώτη. μα­

. τιά! "Εiδ& ~ταν ή γης, ΉpστοG ·τηrν μολ6νη το πpο1tαrrορικο δ:­μάρτημα: αί κάτοικοί της, μιά κο;l ,δεν ξέραι',ε το κακό, ζοU­

σα\Λε ·στον tδιο έκε'lνο παρό!δοεισο Οιττου, σ6μιφωνα με τlς m:αρα­δόσιεις τfjς άνιθρωπότψας, ε{χω\Ξ ζήσει κι' οί ένοχοι πpο1tά-

. τ,ορές μιας, μέ μόνη τrι διαiψορό: Ήώς ιΕΙδδ ιή γης είταvε 1t0:1ΛτΟU Ί~νας καl δ αuτος παρό:Jδει·σος. Αοτοl οί 0:\Λθρωιττοι με το χαροΥ., .;μενο ~χαμό'γελο με .'!τε.pιτριγυρίζανε καl .μοϋ χάρuζαν αψeονα χάδια. Με Ήήγαν€ στά ΟΉίτια>τοuς καt δλοι τοvς θέλανε νό:: με ξε·κοuράσοuν. Δέ [l!OU κάναν οέρωτή·σεις· .φαινόντα1ι1 1tώς τά ξέρανε δλα, καl μ.όνο Ε να πράγrμα ,Ηέλανε: νά διώξου\ΙΕ το yρηγορC:ηερο αοτή, τiJ·v όδύνη ποu είτανε χαραγμένη. 1rάvω στά χαρακτηριστικό: μου.

-4-

Το καταλα,~ιαίνετιε, άλλη μιό: φορά, τί ση;μασία έχει ποu

. fιταν. ονειρο; ΊΗ ά:γάmη αότ(;)ν τω,ν άlθώων καl λαμΉp&ν '!rλα­σμάτων μοu εκαvε Ο:ληrσμόινητη έvτ6πωση καl νοιώιθω Ήως. ή

Page 13: Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

~ά'πη τους στάζει .παντοτ€ινά .ά!πό κεί - πέρα πάνω στην ψυ­χή !μου. rιατt τοuς γvώρuσα, τούς ~γάπηισ<χ, κι' όπόφερα ϋστε­ρα γιt αύτοuς. "'Ω, τό κατάλα:~ άμέσως, άτι'' την πρώτη στι-­~μή, πως σέ πο~ό: ση,μεϊα δέν. τούς καταιλάi&cινα: πα:fΧΧ!δεί­yματος χάριν, δέν ,μποροοο,z νό: χω.ρέση τό ιμυcrλό ,μιου, ~μένα:: τοϋ :μο.ντέρνου pώισσου προοlδεuτι•κοϋ καt ~ρωμ~σμένοv iΠετρου­

πολίτη, mως •μποροίJσσΝ, αότοt ποu ξέρανε τάσα: ·καt τόσα πρά­γματα, νό: .περuq>ροινοϋν την έ'πυστήμη, μας. Μό: δέν άρ)ιησα νό:; κατα:λ~ω πως ή γνώση τους είτανιε τέλεια:, πως στηριζόταν καί είχε γιό: κανόll€ς έντελC>ς άλλες διαισθή:Ο'€ις ά!π' ·τiς δι•κές­μας και ,πως δμοια διαψορετι'κοl είτανε κι' οί πόlθοι τοuς:. Δέν-­ε.tχα:ν έπιlθuμίες και μέσα στη, γαλήνη τους ιδέ διψο6σαν.ε σαν~ .έJμ:Ciς νΟ: γvωρισοvν. τη. ζωή·, <)jφοϋ έιχα\ι~ ψτά:σει στη:ν κατά­σταuη της τελειό'τη:τας. Μό: ή γνώση. τους εrιτα•~ ~αθίιτερη καί ιaοώ·τερη άπό τη δική· μας έτηστήΙμη, για:τι .ή δική μας έπι­στή:μη. ζητάει νό: έlξη:γή'ση; τί εtναι ή ζωη, και προσττα!θεί νό: τη· γνωρ(ση γιό: νό: .μάθη στοuς άλλους πως νό: ζοϋνε. ΊΕνω eκΕί­νοι, δΕ.ν είχανε κα:μιμιό: ιάνάγκηι τη,ν έ>Πιστήιμη:, κι' αότό τό κα­ταλ~ινα, χωρίς: νό: μ'Μρω νό: ιέν:νοήσω τηιν γνώση, τους. Mou' δείχνανε τό: δέντρα τους και τοuς μιλοόσανε σό: vό: μιλοϋσαV'

σέ Οντα ,Ομοιά τους. Γιατί, νό: το ξέρετε, δέν .πιστε6ω νό: γε­λιέμαι σόΝ λέω πως τούς μιλούσανε! Ναί, είχανε άvακαιλίιψει

τη γλωσσα τους, κι' εuμαι (jίγοuρος πως κα:l κrείνα ·τοuς κα:τα­λαι5αίνcαι:. "'Ε'τσι ~λέlπανε τη, ψuση. Μέ rrό: ζ&α, ζο6σα:νε εί­ρηvιικά, και δΕν τοuς κάνανε χαΊΛένα κακό' τ' άyαπο6σαι:ε,

'Καl τα είχανε μερώσει μέ την άyά:πη τους. MoG i&ίχναvε τ·· ά:στέρια: και ,μοϋ μιλο6σανε γι' αότά, μοG λέγανε πράγμα­

τα ποu δέν μ:11:οροΟσα νό: τό: 'Κα'ταλά~ω. ,μα είμαι ι5έΙ~αιος πως θό: έπ~κοιvωvο6σα:νε μέ τ' άστέρια τ" οόρα:νοu, καί Οχ·ι μο.νά­χα μέ τη σκέψη, μα μέ ·κά'!\οιο ζωντανό τρόι;rο! "'Ω! αότό: τc:Χ:

οmα δέν. καταψέpναv1Ε. να μέ κάνουν ·νό: τα καταλά~ω, μα μ~ άyαιπο6σα'>Ι::: κι' Ε:-rσι, .άλλό: ,ηξερα πως οϋτε κείνοι μέ κα:ταλά­

·ι5α:ιvαν και γι' αότο σχεiδον δέν τοuς μιλοuσα για τη γης μιας.

Φtλοuσα μόvο μ'Πpοστά τους τη γης o11:ou ζο6σανε, καl γώ., χω-• ' λέ λ' ξ ' λ ' A·'J ' ' "'λ ' ' ' ' ρις να . ω ε η,, τους. ατριεuα. ·υτ.οι το ~:>. επαν>:::, κι αιψινα•ηε

να τοuς λατρεόω χωρlς να vτρέπωνται yιό: τη. λατρ.:::ία: μου. :όiψοϋ κι' σί ίδιοι είτανε γεμάτοι άγrnπη. Δέν λuτrό'ν\ταv, άκό­μα Κι' οταν τοιJς ψιλοuσα ΚCΧ[Lμια ψαρό: μέ δάκρυα τό: πόδια τοuς, yιατl είχανε ;στi],ν καpδ~ά τοvς τη χαροuμενη ~~eα:ιότητα

πως aνταποκρίνονταν στfιιν ό:'γάπη μου, μέ τη δί:ι','CΧ!μη της δι­'Κfiς τους της ό:γά11:η:ς. Πολλές φορές άναιρωτιώtμουv μέ ~κπλη­Ιξη, π·ως γινόταν, σ' δλο αότο τό διάστη.μα:, νό: •μην καταψέ­ροuν οΟτε μια ψορό: νό: προ;σι5·άλουν /Ξνα δv σό:ν έ!μένα, κι' οϋτε να ξυ:π:νττσοuν μέσα .μοu ο:Ιί10'θή1J-ατα ζήλειας καί φθόνου. Πολ­λές ψορeς ά:ναρωτήθη.κα πως ·μ11:οpοuσα, έγω ό καuχησάρης:

Page 14: Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

'Κ<Χl ,ψεύτης, καl .δέν τοι)ς μ~λοϋσα γιΟ:: γνώσεις που σίγουρα 'Οuτιε άκοuστό: Ιθό:: τtς εί~. πως δέ μιοuρχόταν ή έπιθψία νό: τοuς καταπλήξω, ~·στω κι' ιό:πο ά'yά'fΠ1 γ~· αύτούς; Παuζογε­,:λούισm'Ε χαJρού:μενοι σό: •μι·κρa πaiδιά. Περι'Πλανιώvταv μέσα σrό: θαvμαστόi δ~σάικια και στό: πυκνό: δάση τους. Τραγοv­δοuσαν τό: όμορφα .τρcχγοί>δια τους· ζοόσανε •μΕ. ιλαφρυό:: τρο­~ψή, μέ τοuς καρποuς dmo τό: δέντρα τους, ·μέ ιτό μέλι άπό τό: 1δάση τους ,και ,μέ το γάλα άπο τις Υ]·μερες .κατσl•κες τους. Λί­

~yη δουλειό: Ειψτανιε y~ό:; νό: 'Κιεpδίζοuν την τpοψή. ·και τό:: :ροϋχα τους. ~ο eρω.τας ~ταν κοινΟς και yεννιόvτανε παuδιά, μό:: πο­

·τές μοu δέν είδα :έκεί:νη τή. •σ κ λ η• ρ f» ήδuπάΘεια τrου χα­'ρακτη1ρίιζει δλα σχε!δΟν .τό: οντα τοΟ πλανήτη .μας, ολα μαζl 'και το ·καθένα χωpι•στά, και που είναι ή ·πη.γη, σχεlδον δλων των άμαρτηιμάτων τη.ς ό:νθρωπότηrrάς μας" χαίροmαν σό:ν έρ­

·χόντανε παuδιά ιστΟν ικόσιμο, σάν νά εtταv.ε σόντροψ.οιι σ α:ύτ9

•το. χαροόμενο γλέντι. Ποτές .δέ γίνονταν καvyάιδες η ζήλιες !ά:νάμεσά τους, και μάλιστα οϋτε •καταλά,~αιναν τlιση;μαίνοuν

-αότά τά πρό:yματα. τα .πα:ιδιά τους ·είται\ι'€ παιlδιό: δλο,vωvε,

Ύιατι δλοι τους ό:ποτελο6σανε μιaν αίκογένεια. ΣχεΜιv δέν

:ξέρανε ,τl θά πη άρρώστεια, μ' &λο ποu ξέρανε το θάνατο, μa στον τόπο τους δ yέ:ρος είχε tjσvχo θάνατο, σό: ν,' άmο•κο~μιω­ταν, nτεριτ.ρηυρισ:μένος .ό:ττο τοuς δικούς του, και τοuς εuλoyoQ..

~OIE, τΌuς χΌJμαyελοuσε, κι' ~κείνοι σuvοδεόαvε α&n)ι τη:ι,~ κΧyω­

νία μέ τό: φωτεινό: τους χ<ψόiyελα. Πο>τέ •μου, σ' αύττ'J ττ'Jιν πε­,ρί;ττωση, δέν τοuς ευδα νά θλίl~ωνται ~ νa κλαϊvε: είτανιε μόνο ψιό: α()ιξηση τfjς άyάπης που εψαινε &ς την ~κσταιση, μιά ~yα'λή·νια εκσταση, ιεtν' άλήθεια, τέλεια και ·στοχαστική;. θάλε­ιyες 'Πως 'κι' uστ~tρα άmο το θάνατο, έlξα'κολοuθοί3σαν νά έπι­κοινω.νοΟν μΕ. τοuς νε>κρούς τοuς, και πως τη, yή~νη1 ~νωσηι

ψεταξ6 τ,ους δέν τη διέlκοπτε δ 'θάνατος. ΣχΙΞδΟν δέ με κατά­

:λ~ΟJV δταν τοuς pώτηισα γιό: τηi\Λ ο:ίώνια ζωή" μό: Ε~λε;τες iΚαλό: πώς, χωpις va το ό:ντιλα:μι~άνονται, ~τανε τό'σο σίyου· ·ροι yι' αύτό, ποu οϋτιε κάν τοuς έ'tί,θετο αύτο το ζήiτη.μα. Δέν -είχαν έ;κκιληισιές και ζοόσαvε σάν σε άiδιάκοπη έ'Π:ι·κοινων(α μέ το μεγάλο παν· δέν εiχανε θρησκεία, μά ξέρανε πώς, άφοu θά

:γέμιtζαν .μέ τlς χαρές της tζω1jς ώς έικεϊ ποu εφτα,ναν τό: δριο: ·ιτf)ις γή"ίινης ψuσης, τότες γι' αύτο6ς, και τοι)ς ζωντανοuς καl •l't'QUς .ΠΕΙθ<ψέVΟυς, ,θό: γινόταν ίt:λατύτερη Jή έ;ταψη ,μΕ το .μεγά-λο παν . .Και ;τερψένανε μέ χαρό: αύτf]1 τη. στιγιμη χωρlς ~ιάση' •και χωρις νοσταλγία, σό: ινά .την ιε·'ίιχανε κιόλας ,μέ τό: προαισθή,­ψατα τη,ς καρδιας τους, κι' αύτό: ιτό: ;τροαισθή.ματα: τό: άνακοι-

<νώναvε άικο6ραστα δ ενας ·στον aλλο. ' Το ~ράδu, πριν κοιμηθοuνε, τοuς άρeσε ν' άκοuνε τέ­

;λειες χορωδίες. Μ' αύτό: τό: τραγούδια έξωτερικε6ανε δλα τά ~ίσθήματα ποu τοuς fδινε ή μέρα ποϋφεuγε καl η']'ν εύλογοΟ-

Page 15: Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

σαν &-ιτοχαιρeτωντας την. Ύ,μνούlσαν€ τη ψ6ση, τη, γfjς, τη, θό:­λαcσα, τά δάση. Τοuς d:ρεσε νά συνθέτουν τ.ραγοόδια δ Ιfνας ,γιό: τον άλλο, νό:: άλληλοεξuμνοuνται τ.ραyοuδωvτας σά μικρά Π'<Χιιδιά, με chtλό:: τ.ραγο6δια 1τοό, έ.~ιιδr'Jι έρχόνταν άmο την καρδιά, άγγί'ζανε τις καρδιές τους. Κι' υστερα, ψαlνεται πωc; δε γυρε:ό~ μόνο με τό: ηχχγοόδια τους ν' άρέσοuν δ ενας

στΟν άλλο, μό: και μ' δλιες τις πρά:ξεις τfις, ζωfις. Κάτι σό:v έρω­:ttχή ζέση, καθολtχή κο:\. ~μο~:~α:ϊα τοοc, yέμtζε τόν !Ξ.ναν yιά. τον άλλο. Ώρισμένοι άπ' αότοuς τοuς ιέ'Ιtίσημους και θpιαμ­'βεuτικοίχ:: ϋιμνοuς μου ηταν άκατανόητο. Μιτrορεί νά καταλό:-­~αινα τό: λόγια, μό: ποτΕ: δέ.ν μ1τορο&α νό: έμ·~αθ6νω σ' δλσ το νόημά τους. "Ήταν σάν άπρόσιτο γιό: το μυαλό μου, δμως, Ί') καρδιά μου, χωρις νό: το προσέξω, διαποτιζόταν δλοέvι::ι: ,και περισσότερο <Χπ' αότο6ς. Συχνά τοuς ίiλεγα πώς άλλοτε,. τότε ποu ζοuσα ά!κόμα στη. γfj μας, τό: είχα προαισθανθfj δλ' ,αύτά, και .μοu είχαν άποκαλt.Υψθfj αότi] η χαρό: κι' αύτη η ά­yαλλίαοη, σό: μιό: νοσταλγικη θλίψη ποu εψτανε καμμιό:: ψο­·ρα &ς τη στενοχώρια· πώς τοuς εtχαν προαισθαν1θfj, κι·· ,αότούς καl τη δόξα τους, στά όνειpο1τολήματα της καρδιeic; μου καt στα ονειρα τοu vou μου' πώς. συχνά, στη yfjς μας,

δΕ μ11οpοuσα νa δ& τόιv ~λιο 'ΠΟU ~σίλιευε χωρtς νά μΕ. πό:­ροuν τό: κλόψματα ... nτώς .στο μίσος μου γιό: τοuς κό:τοικους τfjς γfjς μας, είχα 11άντα {ι.έ:σα μοu κάτι σό:ν κρυιφη, όδύνη. Γιατi:' νό: .μJ)ν μπορέσω νό: τοuς μισήσω άψοϋ δεν τouc; άγαποCuα, yιατl νά μη, μπορω νό: τοι)ς σuyχωρήcω, και γιατι vό: g_ χη τόση θλίψη Ί') άγάπη μου yι' αύτοός; Γιατl va μη, μπορ&'> νά τοuς ayαπω χωρlς νό: τοuς μισ&'> ταυτόχρονα; 'Εκείνοι μ'

d:κο6γανε κι' ε~λε'Πα πως δέν μποροuσαv νό: είσχωρήσοuν στο _νόημα αύτ&'>ν ποu τοuς ελεγα: μa δέ λυ11ώμουν 'ltOu τοuς τάλe-1yα, το fιξψ::ι πως καταλά!(;αιναν τη θλίψη μου τrou σκεφτ6-

, ' ' ί ' ' ι Ν ' ό ' 'ζ ,. ' ;μουν δκΗνους τrou Ε χα αψισει. αι, τ τε .με κυττα ανε μc το'

,γλυκό κάι yεμ<Χτο άγάπη ~λέμιμα τους, κι' έγω ίiνοιωθα μπρο­στά τους νό: γίνεται ή καρδιά μου δμοια 'Καλή, κι' άγvη, μΕ: τη

·δική τους καt δε λuπόμοuν ποu δέν τοuς καταλΜαιv.α. Σ' αύ-· τό τό αίσθημα τfjς πληρότητας, σταματοβσε ή άνάσα μου και ,προσευχόμουν σιωπη•λa γι' αύτούς. . . "Ώ! Τώρα 'Ολοι θά γελάνε μαζί μου και θό: λένε πως δεν εΙναι δυνατό νό: ~λέπης στ' ονειρό σου τόσο μικρές λε'Ιτ"rσ­,μέρειες σάν αότΕ:ς 110u περιγράφω το6τη τη στιγμή, και πως στόν ϋπνο μου δέν εtδα καl δΕ:ν ένοιωσα Ίrαρά μόνο το σJίσθη­μα 'ΠΟU μοΟ U'ΠΟΚινοΟσε ή καρδιά μοu μέσα στο παραλήρη~ μά της δσο γιό: τlς λεπτομέρειες, eα λένε πώς τlς φαντάστη­κα μόνος μου μιας καt ξόπνη:σα. Ma κι' &ν δμσλοyοοοα πως f~ σως νάγιναν έτσι τό: πράγματα.----<Θέ μου, τί χό:χανα θό:: ξεση­κc~νονταν, καi πόσο θό: εόθuμοuσαv ολοι! Βέ~ια, κατό:: τά::

Page 16: Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

λεγόμενά τοος, Spισκόμουv &rro την έτtήρεια: των α:ίσθτημάτων ~ύτοΟ τοΟ δvείροu, γιατl μόνο αύτό είχε διατηρη-Θη μέσα στη σπ:αραyμένη καρδιά μοu· ό:ντLθετα, οί τι:ραyμα:τικΕ.ς ε:ί­κόVΙΕς, ot όνειρικeς μορψέ.ς, έκεϊνες δηιλαδi] τcou τι:ραγματικa είχα ζήσει έκευνη την ωρα, eίχα:νε τέτοια ό:ρμονικη, τελειότη­

:rα, εϊτανε τόσο μαγεuτικeς, τόσο ομορψες μά: καΙ. τόσο άλη­θινές, τι:οu σό:ν ξlrπνησα δeν είχα: τη δύναμη νά: τlς έvσα:ρκώ­.σω με τά: ά:δύνα:μα λόγια μΌu, κι' ~τσι σταμάτησαν μέσα ατό voG μου, καl έτσι μτι:οροuσα ~αυμάσια νά: άναγκαστω έγω

. ό rδιος, όJσυνα:ίσθητα, νό: άνασuyκροτήσω ϋστε.ρα τtς f..επτο­

μέρειές τοvς, καί, tνοεϊται, τι:αρcψορψ6νοντάς τες, έ·ξ α:iτίας :προτcα:vτός τοG ψλογε.pΌG τι:όθοu τι:οu είχα νό: τlς άνακοινώσω ~σο γινόταν γρηγορότερα, κα:l δτι:ως---6τι:ως. Μά: καl τι:ως νά: μην τcιστέψω τι:ως δλ' α:ύτό: σuνέ~ησαν τι:ρα:γμιατικά; Να(, ί­

~σως τονειpο νά: ε'ίτα:νε χίλιες φορeς τι:ιό έκθα:μ~ωτικό κα:l ΠΙΟ χαρο6μενο άτc' δσο μτι:ορω νά: τό ά:ποδώσω, Μάθετε λοιτι:όν, τι:ως

e , - , "Δ- " • , ι --J!- 6 " ' . α σας εμτι:ιστεvοω ενα μuστικο. σως νu:ιανε μ νο οΥειρο.

Γιατl Εγινε κάτι, κάτι τόσο ψριχrό: Ο:ληθινά τcou δέν μπορε'l νά fιτα:v οvεφο. "Α ν τι:αρα:δεχτω τι:c~ς α:ύτό τό ονεφο γεννήθη­κε στr)ν καρδιά μου, θό: είχε τάχα ή καρδιά μου τ'ή, δύναμη

να ψανερώση τή ψριχτ1) Ο:λήθεια ποu μοG συνέ~η άργότερα; · Πως .μτι:ο.ροCΙσα νά: τό φανταστω μόνος μου fι να το όνειρεuτω

σηΊν καρδιά μου; Είναι ποτΕ. δυνατό ή φτωχή τι:αιδιά·στικη καρδιά μου, το i1διό•τροl)'[ο καl κενό τι:νεΟμα μου νά: μl)'[όιpεσαν νό: UψωθοΟν ως τ(;.ν Ο:νακάλυψη τf]ς ό:λήθειας; Κpϊνετέ το κα:l μόνοι σας· ως τό: τώρα τοκρο3α, μό: τώρα θά: Ι)'[ω ολη την άλή&ια. Γιατί, Ι)'[ρ<χγματικά ... τοίΙς διέ~θΕ.ιρα ολους!

-5-

:Να:ί, ναί, στο τέλος, τοuς διέιφlθεφα δλcυς! πως i!:'yινε αύ-, δ' ξ' ' ' θ - '' λ' Τ' ~, ' ' ero; ,- εν. ερω, ,μα το. υμαμαι τι:οΛu κα, α:. ο ο·νΙΕιρο μου που

•διέοχι·σο: χιλιc\:1cες χρόνια:, 8-,.<ει ι:Χ.φίσει μέσα μου Ε\Λ<Χ α:ί01θη•μο: !ΟVνεχιε[α:ς" το ιμόνο 'ίίΟU .ξέρω, .είνω .πως ιέ'γω ημοuν ή άιτία :τοϋ Ι'Jtρώτου άμα:ριrij!μοπος. Σ ά: μολυσματικη άρρώστεια, σά:ν ,ενα μόριο χολέρας πού μ-n:ομϊ ι',cΧ ,μο.λόνη. δλόκλη.ρη αύτοκρα­rrορία, ετσι καί yώ .μόλυνα ιμe τήtν τιαρουσία .μου την γή· της εότvχLας ποu ως τό: τότες είτανε άθοο. Μάθανιε νό: λένε ψέ­

•ματα καl τοuς άρεσε το ψέμα, καl μc\:1θανε .την όμοpψιό: τοΟ ψέματος. "Ισως, δλ' αύτα ν.' άρέσανε πολu ά!θι7>α, γιά: τ' άστεία, ό:πο άiλη ψιλαρέοκεια:, σαν :ενα εόχάρι·στο Ι)'[<Χ'ιχνίιδι, κι' ίσως ιη;ραyμαηκό: :έιξ αilτίας κάποιου μορίου, μά: αύτό τό μόριο εί­

σχώρηοε μεσ· mηv καρδιά τ.ους καl τοuς ψάvη.κε εύχάριστο. 'Ύστερα &iro λίγο, γενvήθηικε κι' ή ήδυn:ά&ια, ή ή!δvτι:άθεια yέν~νησι&. τη ζηλοτυτι:ία:, ή ζη·λστvττία: τrι 01κλη,ρόιτητα . . . "Α, ΌΕ.ν ιξέρω, δΕ. θvμδiμαι, μό: σε λίγο, 'ΠΟλύ γρήγορα, χt:iθηκε το

Page 17: Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

ιιτρωτο α1ιμα: αύrο τούς κα:τέ1rληiξΙΕ, τούς τρόμαξε, κι' &ρχι­ΟΟΝ ν' άποιμα:κpόvονται δ Ενας όmό τόν άλλο, καί νό:: χωρ[Jζον­

,ται .. Σχη•μα:τίστη:καν σuμ:μαχίες, μό: έιναντίοv των ό:λλων. Ά­κοuστηικαν μορφιΞς rκαί κατηγορίες. Μάοθανε τ'' εtναι ντρο1rή., κ<αί κάι\ανε άρετη τη ντρο1τή. Τούς γεννή:θη1κε μέσα: τοιις τό αΤσθημα τfjς ημης, •καί κάJθε σuμ:μα;χία: δψωσε 1τάνω 'της τό λόJ~αpό τη,ς. "ιΑpχισαν νό: ·κακ<ψεταχεφuζωντα~ τό: ζ&, καί τα ζ&α ψύγσ<νε ,{rnc) κοντά τοι.ις γιΟ: να κρυψτοuνε ιμεσ' στα δάση κα:l τούς ;έχιθρ>cuτη'κα:ν. "iΑρχισε ενας α:ίώνα:ς άγώνων γιΟ: η']ιν ί'διστέλεια, τ6ν άτομικι•σιμό, τη.v .προσω'Ι!~κότητα, τη

· διάκρι·ση τοϋ δικοϋ μοu καί τ.οu δικοu σοu. Άρχ[.σανε νό:: μι­

λοui>Ξ διαι:pορετικΕ-ς γ.λ&>σσε~. Μάθανε τη θλ(ψη κι' ~γα1τήσανε 'tYJ ιθ.λίψη, . .Ποθήiσανε τη.ν ι6δ6νη κι' ιείπανε πως μόw ιμέ την ό­δύνη aποκτιέται ή ά:λήιθεια. KL' 8κανε την aμψάνισή της ή έ"Ι'rt­στήφ];. Σ 0: γίVΟJVε •κσJκοί, τότες ~ρχίσαιΙΞ νά μιλδ:νε γ ιό: την ό:Ιδελφωσuνη ικαί τόν ,ά\19ρω'!τισμό, καί τότες καταλά!~α\ΛΕ αύ­τές τlς ϊ;δέες. Σ ό:.ν γ(να\\ε έyκλη;ματίες, τότες έ'Πινοήσανιε τη 1δικαιοσ6νη καί θεσπί-σα:νε πλή.ρεις κώiδικες γιΟ: νό:: τη, διατηρή­·σοuν, κι' ϋστερα, γιά ν.α ιέ.ιξασψαλuσοuν .το σε~σμο γι' αύrούς τούς κώιδvκες, Βεσ1τίσαιο~ε τη λαιμητόμο. Τώρα 1τιά, πολύ ά<μu­

iδpa θvμοuνταν αύτό: n.ού Θίχανε χάσει, καt μάλιστα δέ θέλα­ΜΕ VcX πι•στέψοuνε 1rως άλλοτε εrτα'ν\Ξ ~(;)οι ικυ' εύruχισιμένοι.

Κοροϊ!δεύα'νΙ ά!διά·κοπα το Ότι μ1tο.pει 1tαλιότερα νό: ~ταν εύτu• χισμένοι, καί λέγα.-ε 'πως ήταν ον·:=.ιpο. Καl ·μάλιστα δέν μπο­ροuσαν νό: τόψαvταστσΟν σJίσθητό: η bίκονικά, κι' δμως, τί θαυ­

μαστό _καl 1ταpά!ξε\ΑΟ Ήp<Χyμα! μ' δλο '!τού είχαν χάσει την πί­

στη τοuς στη. παλιό: τοuς .εύτu.χία, ,μ' δλο πού λέγανε 1τως εί­τανε 1((Χρα:μί.1βι yιό: μωρό: παιδιά, ώστόσο, τόσο ,μεγάλη ~ταν

ή ιέΉιθυιμία τοuς vό: ξανακατακτήσοuν την άθωότητα καί την εύτυχία, πού ΎΟνατίσανε ιμ1rpοστό: στούς .πόθους τfjς καρδιιΧς

τους, χτίσανε ναούς καί Ήpοσεόχονταv. στην ίδέα τοuς, στηιv <~θπιrθuμία» τοuς, μ· δλ.ο 1τού ξέρανε 1rci>ς tjταv ι:χ1rραγματοποί­

ητη, μό: δέν παύανε '\AcX τη λατ.pε6ουν μέ προσευχές 'Καl δά­κρυα. κι:· &μως, O:v •μ1tοpοί1σα:ν νό: ξαναγυρίσουν σ· αύτt)' την

ΚΙ<Χtάσταση της όJθωότητας K<XL της εύτuχίας 1τ0ύ είχανε χάσει, κι:' Ο:ν τούς ιε,διειχναν ό::μJδρό: καl τούς ρωτοGσαν av πραγμα­τικό: rθέλα:νε νό: rξαναγι.ιρίσοuν-σίγοuρα !9' ιάρνιώvταν. ιΣ" αότό μοϋ ά:1tα:ντοuσαν: «iΕ~μαστ>c ψεUτες, κακοί καί d:δικοι· fστω· το ξέpοuιμε, κλαίμε κι' ύπσψέροιψ€ γι' αύτο καί 'έ'Π~~άλλοιιμε Ότούς ιέαuτούς μας μαρτuρια 'Καί τιιμωρίες χειρότερες tσως ά-1t0 κείΊΑες "Πού ,θό: μας <έπ~~άλη δ Φιλ.ε6σπλαχ'ν10ς Κριτης σό: μας δικάσή, ·καί 1τοό οϋτε τ' ονομά τοu δΕΙ.! ιξέροuμε. Μό: :Εχομε την ιέ1rιστήμη ·καl χάρη d αύrηιν θό: ξανα:0ρομμε τηιν άλήθεια, καί τότες ιθόi τfιιν άπο!δεχτοuμε σuνειιΟη,τά. ΊΗ γνώση είναι άνώτε­pη ιάπ' το σuvα(σθημα, κι' ή σuνε~δηση της ζωfjς ά:νώτερη· άπ·

Page 18: Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

τη ζωή .. Ή ιέιπιστήιμη θό: μας Ιδώση τη σοφία, ή σοψία θά μας d:rιοκαλuψη τοι)ς νόμους καl ή γνώση. των νόιμων τfjς εUτυχίας .εtνιαι πάνω άπο την εότuχία.» ΛότΟ: λέγανε •και, δστερο: d'rro :κάτι τέτοια λόγια, δ καθένας ξανάρχιlf- ν' ά:γαrιάη τον έιαvτό του μέ όλοένα 1τιο Ιέγωϊστικτι :άγά1τη, γιατl Ιθά τοuς fιταν ά!δύ­νατο νδ: κάνουν διαφορετικά. Καl τότε, δ καΘένας τους ά:γα-1tΟUσε τόσο ζηλότυπα την προσωrιικότη;τά του που προσπα'θοΟ­σ•z νό: έξ.εuτελίση1 κα:l νά τ απ ει νώ:ση ·με κάθε Ι[lέσο τι'JΙV π.ροσω­-πικόιτψrα των ό:.λλωv· εfτανε ζή,τηrμα ζωη;ς. 'Εμφανίστηκε ή

δου.λεία, καl μάλιστα καl Ιή Ιέθελοοουλεία. Οί ά:δύ.νατ·οι όποτά­χιθηκα.ν rιρόlθυμα στοuς ίσχυρότεροuς, φτάνει αότοl vό: τοuς :GοηΗοuσαv νΟ: συντρίψσuv τοuς πιο άδίΥνατους άτr' αότούς. ~Εμ.φανίστηκαν και οί δίκαιοι, ποu !jρiθαν σ· αότοι)ς τοuς ά:ν-8ρώποvς γιά νό: τοuς μιλήσουν, θρηνών-τας για τi)·ν άλdlζ,ο­νεία τους καl κατηγορώντας τους 'ΠΟU €χασαν το μέτρο καt την άρμονία, 1tou χάσανιε τη,v αιLδηιμοσύw], τους. Μό: τοuς κο­ρόΙδεψαν καl τοι)ς λιrθοΙΜληραv. Τό αΙμα -rων •άγ(ων ~τρεξε

1tάνω στά προαύλια των ναωv. ΊΕξ άλλου, fjpiθαv κι' άλλοι π.οu σκέψτη•καv ν.' a'Ποκαταστή~σουv τfJ·ν ·άρμον(α . άνάμεσα στοuς άνιθρώπους σε τρό'ΠΟ ΠΟύ, χωρις ό κα'θέ·VΌ:ζ; νa rια:uη VOc άyα'Πα τον έαuτό του -περισσότερο άrιο τον πλησίον του, να μην άπατελη, ώστόσο έ!μnόlδιο καl •ένόχληση, γιό: τοι)ς άλλουQ καl ολοι •μαζl :vό: σχηrματ(σοuν ~να είδος κοινωνίας δπου νό: ζο6σαvε ιμονιαΟiμένοι. Μακρόχρονοι πόλεμοι όπα&χυλίστηκα\! γιό: νά tiπ~<b.ληiθfι αUτη ή άρχή.. Οί •μαχητές δεν πιστεύανε λι ... γώτερο στιΙJθερά 1τως ή ·έτι:ιστήίμη, .ή σοψία ·και το συναίσθη,μα της τι:ροσωπικης ό:σψάλειας .eα ά:ναγκάζανε έ:πιτέλοuς τοuς άν­θρώποuς νά σuμψωνή,σουv γιά τlς /!ιάσεις μιας λογικης κοι­

νωνίας και γι' αύτό, ατό •μεταιξ6, yιά νό: !έ1tισ-π:ε6σοι>ν τά πρά­)ψατα, οί .:ποuροι» πpoO"!ro:!θoOCJiαV νά ά:παλλαγοίίν ά"Π:. δλους δσοι δεν εϊτανιε ποϋροι και δε•ν καταλά~αιναν τη·v, ί!δέα τους, γι <Χ νά μη,~ .έμπο,δί:ζουν το θρίαμ:Μ τους. IMa γρή.γορα · έξα­dθένισε τό σuναLdθημα της προσωπι·κης αότσσυντήρη,σης, κι~ dνέ·βηκα:ν οί άλαζόιvες κι· οιL ψι.λή;δονοι ποu όmαιτοϋσαν ολα, ~· τ(τι:οτα. •και yιά v' άrιο·κτή:σοuν αότά τά δλα, χρειάστηκε νό: καιαιp6γουν στη:ν άγριότητα, κu' οταv δεν πετuχαιναν, ση)ν αίrrοκτονία. "Εγιναν 'θρη:σκε'lες γιά τη λατρεία τη,ς άνuτι:αρ­ξ(ας 'καl της αότοκαταστροφης, ιέv ονόματι της αΙtώνιας γαλή­νης στοuς κόλποuς τοΟ μηιδεvός. Τελικά, αότοι οί άνθρωποι κουράστηκαν ό:πο τον χωρlς νόημα μ6χtJο και τό: -πρόσω-πά τοuς "τtήρανε τά στίγματα της οδύνης· Ε.τσι, αότοl οί άνιθ.ρωποι δια­'Κήρι.iξαν rιωc;; ή όδ6νη ·είναι δμορψιά, άψοϋ Ιμόνο άΠ τ~ν όδόνη, όπ:άρχει ή σκέψη, άρχισαν νά Ιόμνοuν τηιν ιδδόνη στό: τρα­γούδια: τους. ,Ε:yω τριγύριζα ι&τι:ε!λ-πισμέvος ά:νάμεσά τους κι· ~κλαιγα: γι' αότούς, μά τώρα τοι)ς άyατι:οΟσα τσως περισ-

Page 19: Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

σότερο άπο π.ρίν, -τότε πού τό: πρόσωπά τοuς δΕ.\.\ είχανε γνω­ρίσει τή'.! όδ6νη καt εί-τανε ~ωα καl ·τόσο ώραϊα. Ξανάρχι­σα v.' d:yαπάω τη Ι!ι.pC:ψvκη Ύf)ς τους πιο πολύ άπο τότες πού< εfταν.ε παρό!δεισος, μόνο καt •μόνο yιατl ηρeε δ πόνος. Άλλοί­μονο, πάντα ·μου άyά1τη<J'<Χ τον πόνο και τη θλίψη, μό: ·μόνο yιό: μένα, κι· ~κλαψα yιό: Κ€ίνους καl τούς λυπώμουν. 'Άπλωνα τό: χέρια μου •σ' αίrrούς καt κατηγοροΟσα τον έαυτό μου μέσ'" στην d:πελπισία ,μου και περιψρονοuσα τον έαυτό μοu. Τούς εί­πα πώς ~έyώ τό: είχα κάν€ι δλ' αύτά, έyώ και •μόνο, πώς έyώ· τούς εtχα φέρει τη διαψ9ορά, τη παοοuκλα και το ψέμα I Τούς παρακάλεcα νό: με σταυρώσουν, ·και τούς είπα πως να .ψτιά­

ξοuν το σταυρό. ΔΕ.ν μποροuσα, ·δΕ.ν. είχα τη δόνcψη νό: σκο­

τωθω, •μά f1Gελα vό: πάρω πάvω μοu δλοuς τούς πόνους, πο­θοΟσα ττ)ν .όδύ·vη και ποlθοϋσα •VcX χύσω ·μέσα c! αύτη, τijιv όδύΊ.'η' d:κόμα και τήν τελευταία ρανιδα άπ' το αΙμα .μου. Μό: ιέ.κεϊνοι καyχάζαv.ε, και στο τέλος με πήρανε yιό: τρελλό ιμuστικιστή. '1Ετσι, αύτοι μΕ. δικαιολοyο6σανιε και λέy<ΧV€ πώς άπόκτησαv· ·έ'κείνο ΠΟύ yυ,pεύaν;ε, και πώς δΕ_ .μποpο601:::. παpό; VcX yίνη

αότό πού ;Θyινε. Στό τέλος, μοu δηλώσανε πώς ~ρχισαv νό:· ·μΕ. ι~ρ[σκουν ;έ'πικLνδυvο και πώς dv ιδΕ. σώπαινό: Ιθό: ιμΕ. κλείνα­νε στο .φρενοκοιμε'ίο. Και τότε ή ψυχή • .μου πλημ•μύρισε άπο τό­σο δυναηΊ θλίψη πού σφίχτηκε ή καρδιά μου, €νοιωσα πώς θό: πέθαινα, και τότε . . . τότε ξύπνη·σα.

•Είχε .άρχίσει νό: χαράζη, δΕ.ν είχε ξηιμερώσει άκάμα, -είv'· άλήθεια, μόi 'θlaταν1ε περ(που ι§ξη ιή ωρα. Ξανάνοιξα τό: μάτια μου ·κα!θισμένος στην πολυθρόνα ιμου. Το κε.ρl μου είχε λυώσει &ς το ·τέλος, και στο 'δω·μάτιο τοu λοχαyοΟ δλοι κοψώνrrαν,

y6ρω ~ασίλεuε, πολύ σπάνιο πράγμα, ιή σιωπή. Ή πρώtτη μου

κίνηση είτανε .να πηlδήιξω οpiθιος d;τ( τή'<Λ πολυθρόνα ·μοu, yε­μ<Χτος κατά'πλη!ξη· ποτΕ.ς δε μοοχε ξανατύχει τέτοιο πρ<Χyμα και ·μάλιΟ'τα - αuτο είτανε τιποτένια λεπτομέρεια, vό: κοrμηθω, ιΞτσι δό: σττ').v πολuθρόνα ·μου. Ξα<j)νικά, ιέν& ση'Κωνόμουν και σuν.zρχόομοuνα, το μάτι μου δ1rεσε πάνω στο yεμ<Χτο κ~· ifτοιμο περίστρο'ψο - μό: ιό:μέ•σως τοσπρωξα ;μακρυά μου. ?Q! νό:· ζή.σω, τώρα θέλω νό: ζή;σω ! Σ ή:κωσα ψη;λό: τό: χέρια μου, και 'Πpοσεuχή>θηκα στην αtώνια iΑλή·θι.Ξια· δεν τφοσευχόμσυν,. ~κλαιγα, rκαι μιό: ζέση, μία ιάπρο{)fμέτρψtη ζέση μοϋ ιάναστά­τωvε δλο μοu το .είναι. No:l, νό: ζήσω και νό: κηρύlξω! Ί!ψέ­.σως ~ΚαΊΛCΧ το τάμα νό: κη.p6ξω -κα:ι- ιέννοε'ίοται- yιό: τη. ζωή! θό: πήγαινα νό: κηρύξω, ηιθελα νό: κη;pύiξω - τί; Τi]ιν '\Αλήθεια, αψοu τη,., :/Ξ{~λeπα, την ~~λεπα μΕ. τό: .μάτια μου, τη:v !ΟΟλεπα σ'' δλη, της τη, δόξα!

ικ~· ό:πο τότες, δ"λιο κη.ρuττω ! Κι' ά11:ο τότε, ά:yο:πω δλους

όσους yελοΟν μαζί μου, και ιμάλιστα πε.ρισσόlτερο ό:πο τοος

Page 20: Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

dλλους. Γιατί; . . . Δέν ξέρω κι' οΟτε μπορω νά το έξηyήσω,.

μό: ιδέv l.χει σηιμασία -n:ou είw.χι έτσι. Λένε -πώς τώρα -n:ιό: f!χω-. πάρει στραΜ δρόμο, ~ μ<Χλλον -πως άψοu ό:τrο τώρα Βχω -πάρει στp<ΧΙ~ό δρόμο, τί eα yίνη -n:αραιrέρα; ·ολοκάθα:ρηι άλήθεια: πfιρα στραΜ δρόμο, κι• tσως τό: πράyματα νό: -n:cXvε απ· το­κακό .στό χειρότερο. Βέ:~αια, πολλές φορές θa yε:λαστω &­σποv ν' άνακαλ6ψω -n:ii>ς πρέπει vό: κη.ρύττω, δηλαδη, μέ τί λόyια

' ' .ι.,ι::- ' ~u. .. '" λ ' ' "Ο λ' ' ά .1-. και τι -n:ρu.~ις, yιατι .u-cν ειναι εvκο ο αυτο. αuτ , τu.

ι9λέ·πω άπο τώρα δΛ:οφάνερα, ·μό: <Χκοuστε: και ποιος δέν παίρ­\.\Ξι οτρα8ό δράμο; Κι' δμως ολοι 1r€pπατο0ιv και τείνουν πρός

τόν ί1διο ·σκο-πό, ιό:πό τόν πιό σοφο ώς τόν χειρότερο .ληιστή, μό­νο πού 'βαδίζουν Ο:πο διcrψορετικοlις δρόμους. Αuτη εΙναι πα­

λιό: d:λή,θtια, ,μό: νό: καi κάτι καινοόρyιο: δέν ιμπορ•::.ϊ νd: yελιέ­μαι πολύ. Γιατι την Εtδα την d:λή.θtια, το είιδα και το ξέρω πως .μποροϋvε οί αvθρωποι νό: είναι ώραϊοι κι' ευτυχισμένοι χωρlς "1-'ό: χά:σοvv τήν ίικανότητά τους ιtό: ζήσοuνε στή, yης. Δέ θέ­λω κι' οΟτε μπορω vό: πιστέψω τι:ώς το κακο είναι ή ψuσικη: κατάσταση των Ιό:vθρώlπων. :Και ιδμως, •μόνο yι' αύτή μιοu την nε­πο('θηση μέ κορο'dδεόουν. ιΜό: πως νό: μη μέ πιστέψουν; την εί­δα τήν άλήlθεια, δέ.ιν τi],v t~yαλα άπ' τό μυαλό μοu, την εί·δα, λέω, τηιv εrδα, κι' ή ζωντανr'J< εrίκόνα της μο.Ο yέμισε yιό: ,πάmα την ψυ;χη .μοv. τη:v είδα σέ τόση; δ:πόλυτη τε'λJειόlτητα, ποu δέv μπορω νό: πιστέψω η:ώς δέ θό: &πη.ρχε στοuς d:ιΛθρώη:ους. πως λοιπΟν πη:ρα στραΜ .δρόμο; Βέ,~αια και θό: πλαvη.θω πολλΕ.ς ψορές κι' ίσως νό: πω άταίριαστα λόyια, μα οχι yια πολύ. 'Η

ζωνιτανή eίκόνα πού εtδα iθdναι πάντα μπροστά στα μάτια­μου, καt eα μέ. άvορΘώνη καl θό: μέ κατειJθόνη. -;-Ω! εtμαι yεν­ναϊος, έΎώ, ΙΞχω yερέ.ς δυνάμεις, καl Ηό: προχωρfι.σω, ΙΞστω καί yια .χ(λια χρόνια. :Βλέιπετε, στην Ιό:ρχη. fl'θελα να τό κρύψω πώς τοος είχα δλοΊ>ς διαιψθείρει . . . .κι' δμως, είτανε -σψά'Νμα, εί­τανε κιάλας το πρ&το σψ-άλJμα. Μα ,ή ΊΑiλfιlθεια μοδπε σιyανα πώς έλεyα ψέματα, και μέ προφόλαξε, καl ·μέ καlθο:δήyη-σε. Πως να κάνω, yια να φτιάξω τόv παράlδεισο; - Δέν ξέρω, yιατl OEV ξέρω να τό έικφράσω με λόyια. ΊΑη:ο τότε ποu εtδα τό 5vειρο, ξέχασα να μιλάω, η τουλάχιστον ξέχασα τlς κuριώ­τερες κι· Ccπαραίτηιτες λέιξεις. Μό: τί σηιμασία εχει; ιθα πάω και θό: τα .πω ολα, &κοόραστα, yιατl τό εtδα 1μέ τα μάτια μου, κι, 0:ς μη,v ξέρω .να πω αuτα η:οu είδα. Αύτοl οί καλλ[τεροι δε

θα το καταλά~οιιν. «"Όνειρο, λέν.e, εVδ€ Ιδq>ιάλτη, παραlσ'θηση ... » "'Ε •. •' ε ... δλ' αύτα δέν είναι σπΟ'Uδα'Lες έJξuπνά&ες. κι·· δμως είvαιι άρκετό: περήφανοι I "ΟVΙΕιρο; Μα. μfι-n:ως όνειρο· ;δΕν εtναι ή ζωη μας; Καi μάλιστα 8~λεyα τ( σηιμασία έχει, τι .σημασία: έχει dv δΕ.ν ξανάρ'θη ποτέ πια δ παράδεισος κι>· αν iδέν ύιτάρχη 'Ιίlα ('άJφοο σας λέω, τό ικαταλa(;α[νω). κι' Όμως, έyω W: κηιρUξω τόv m:χράδιeισο. Κι' δμως, τί άπλό η:ο&

Page 21: Το όνειρο ενός γελείου ανθρώπου - Ντοστογιέφσκι Φίοντορ

-tίναι ! Ιθά μ1tορο0σαν ·μέσα: σε μιά: •μέρα, .μέσα σε μ ι ά v l})­ρ α μόνο, vO: ξαναyίνοΙJJV δλα. Το οόσιωδες, είναι 11 άyαιτοϋ­με τον 1tλησ(ο.ν ιμας σάν τον έαuτόι .μας, ναί, αότο εtνα:ι τό 'ΟUσι&.'Jiδες Ι<αl τό ΠCXV, χωρlς νά χρειάζεται τ(1tο.τ' (fλλο: τότε,

άlμέισως θά ξέρουμε πως .να .χτίσοι.ψε τον 'Ιtαpά!δεισο. κι· δμως,

-αότή είναι παμπάλαια rάλrιθ€ια, την ~χουμιε δι<Χ~άσει ·καt άνα­μα:σή•σει έ·κατοιμιμόρια φορές, μό: δεν παύει νά εtνα:ι άiποτε-λεσrματική. «Ή συνείδηση τfiς ζωryς είναι άνώτερη ό:Π τη ζωή· ·ή yνώσηι των νόμων της εύτυχίας είναι άν~τερη1 ΟΟτο την ει:rru­χία». Αότό: πρέπει νό: καταιτολεμήσουιμε I Καl ιθά παλέψω. Φτά­-vει νά τ6 θελήσουν δλοι, κι' άμέσως δλα θά χτιστοΟν.

"ίΟσο yιά το κοριτσάκι, ~ψΟJξα νά το ~ρ{.) · · . Καl θά έξα­·κολου!Ήj:σω νά ψάχνω, νά ψάχνω!