Το ημερολόγιο ενός ουρανοδρόμου
εκδόσεις δήγμαΜαντινείας 48, Τ.Κ. 54644, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΤηλ.: 6937 160705 και 6937 108881Ιστοσελίδα: http//www.ekdoseis-digma.gr/E-mail: thanasis@triaridis,gr&Ομήρου 47, Τ.Κ. 10672, ΑΘΗΝΑΤηλ.: 210 3614968, Φαξ: 210 3613581E-mail : info@eurasiabooks,gr
δήγμα / μυθοπλασίες 18Το ημερολόγιο ενός ουρανοδρόμου1η έντυπη έκδοση, Άνοιξη 201456 σελίδες (12 «επί» 20,5)ISBN: 978-618-5027-32-2© για την έντυπη ελληνική έκδοση: εκδόσεις δήγμα
και ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣΜορφοποίηση του εξωφύλλου και της έκδοσηςέκανε ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΡΙΑΡΙΔΗΣ.σελιδοποίηση: Δήμητρα ΔούμπλαΠαραγωγή: ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΑΒΕΕ, Αθήνα (τηλ: 210 6466086)
Διακίνηση: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΥΡΑΣΙΑ (http // www. eurasiabooks.gr/)Ομήρου 47, Τ.Κ. 10672, ΑΘΗΝΑ(Τηλ.: 210 3614968, Φαξ: 210 3613581)
θανάσης γεωργιάδης * ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΕΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΥ * ποιήματα
δήγμα
στη
Γεω
ργία
Δημα
ρά-Γ
εωργ
ιάδο
υ,στ
ονΓι
ώργ
οΠ
ούπη
[5]
σελήνη,σίγμα λαμπρό του ουρανούχρυσάργυρο
Θεσσαλονίκη, 20 Νοεμβρίου 1960
�
ΩΣ ΒΟΥΝ ΕΠΙ ΦΑΤΝΗι«Πόσο και πώς μαρμαίρει ο μέγας οίκος»εικάζω, πρόλαβε μόλις να πει, γυρίζονταςστο σπιτικό του από την Τροία
Αμέσως ύστερα τον σκότωσαν η μοιχαλίδακαι ο εξάδελφος
μέσα στο ανάκτορο σαν βόδι στο παχνί τουενώ απορούσαν βλέποντας τον φόνο νήπιοιο Αγαμεμνονίδης κι οι βασιλοκόρες
Μυκήνες, Ιούλιος του 1963
�
ΜΙΝΩΙΚΑ1.Η αρμονία του τοπίου εκμηδένιζε
κάθε διάθεσή σου, ουτιδανήΚι έπειτα έλαμψε η μέρα
επιτέλους–
άνοιξε τα φτερά του το γαλάζιο πουλί
2.Ο Πρίγκηψ με τα κρίνα;δεν είχε πρίγκιπες ποτέ εδώ ο τόπος
η ξένη αρχοντιά ολοφάνεραπερίσσευε στο τέλειο έργο
του καλού τεχνίτηΗράκλειο, 1η του Οκτωβρίου, 1964
�
Κάτω απ’ τα βουνά, θολός θαμπός ο κάμποςΚάτω απ’ τα βουνά, ξέχασα τ’ όνομά μουμόνος και στριφογυριστός ανέβαινε ο καπνός
εκεί, φθινόπωρο, κι εσύ
κυκλωμένος απ’ τους ίδιους πράσινους λόφουςδιαρκώς, και δεν ήξερες πότε θα ξημερώσει
Πέλλα, 193η Μοίρα Βαρέως Πυροβολικού, 1964
�
ΑΝΟΙΞΗΤο πρόσωπό μου μέσα στ’ αντίρρινα, κατάλευκοτις λιβελούλες τους βαπτιστές –έν’ ακροθίνιο αυτού κι
η μέρα
Aκόμη λάμπει γύρω μου, ακόμη σύγκειται γνωστόςχορός,
Σάτυροι ΑμαδρυάδεςΜηδέν, στον πρώην Βάλτο-Λυδία λίμνη, 30.4.1964
[6]
[7]
ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥΈβγαινε πανωραία από τη θάλασσα
αναδυομένηκι έβαφε ο ήλιος το υγρό της σώμα
δύνονταςμαβί στων αλλονών τα μάτιαΘεσσαλονίκη (Σαλαμίνα, Ιούνιος 1965)
�
Απρίλης, ο ανελέητος μήνας, και οι πασχαλιές δε λενν’ ανθίσουν φέτος
μαυρίσαν στα ερημονήσια τα φτερά των γλάρωνκαι των Ελλήνων τα ιερά σιωπούνε κόκαλα
Θεσσαλονίκη, 1967, Απριλίου 21η
�
ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣΣφαδάζει η φλόγα του κεριού στον άνεμοπριν σβήσει
Θεσσαλονίκη, 10 Μαΐου 1967
�
Ό,τι πετά υπάρχει περισσότεροαπ’ όσα στέκονται, ενδεχομένως
Ισλανδία, 14 Μαΐου 1967
�
Μάθε να διαβάζεις τη σιωπήΚρύβει κι εκείνη μέσα της πολλά τα αινίγματα
Θεσσαλονίκη 18. 1. 2013
ΔΑΝΙΑ Η ΕΝ ΑΜΕΡΙΚΗΣταμάτησε ένα λεπτό στην Ντένιαμε τις αβικενίες να του κεντούν τα μάτια
Πώς ωχριούσε πλάι στον άσπρο βυθόαντικρύ του, πώς ωχριούσε κατά τον ουρανό
και τρέμιζεΚι ο θόρυβος του ωκεανού παλινδρομούσε
συνεχώς
Ύστερα μπαίνει στον καφενέ ορμητικάτο ύφος του δεν παραλλάσσειστέκεται πίνει καφέ καπνίζειτο είδωλό του βλοσυρό τον επιβλέπει
Κι η μέρα παλινδρομούσε διαρκώς μαζί μουΝτένια, Φλώριδα, Νοέμβριος 1967
�
ΘΟΥΛΗΘεά θαλασσινή βλέπει τα κύματα
και πελαγίσιατην ίδια ώρα Ινώ και Λευκοθέατα κύματα μακρύτερα απ’ τον πόθο της στεριάςκι η Λευκοθέα γλάρος θηλυκός σε βράχο κάποιο,
κουρασμένος
—δίχως στεριά η θάλασσα τι θα ήταν;Ρέκιαβικ, 13 Σεπτεμβρίου του 1967
[8]
[9]
Ήμουν σαν υπενθύμιση του πρότερου εαυτού μουκαι κάτι πριν από υπενθύμιση ήμουν–ημέρα με πέντε αιώνες μέσα της
Νέα Υόρκη, 2 Μαΐου του 1968
�
ΑΓΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣΜίλησα πρώτα κι ύστερα μετάνιωσαφεύγοντας για τα ξένα βουνά με μια λαχτάρα
δική μουδεν ήθελα τη γνώση κανενός, προ πάντωνόσα τα κίτρινα μάτια τους κρύβαν
των άλλων δηλαδή–
ό,τι γνωρίζω πλέον σαν να πέθανεπριν από χρόνια, κάπως έτσι
3 Μαΐου του 1968
�
ΧΩΡΙΟ ΤΩΝ ΗΠΑΤρέμιζε χλόη βαθυκύανη προς τη φορά του ανέμουάσπρος ο δρόμος απ’ τα δάση ως τα σπίτιακι εκείνοι οι μοναχικοί δρυμοί κι οι μετρημένες
κατοικίες
Κάποτε, είχες πει, «ζούσα σ’ ένα χωριό»αυτό σου δείχνω
Βόρεια Φλώριδα, Ιούνιος του 1968
ΜΥΚΗΝΕΣΜα ποιος μες στου καιρού τ’ αλλάγματαέκοψε έφερε στοίβαξε τόσ’ αγκωνάριαπριν από την Περσεία, το Μέγαρο;
Ακούω τη σιωπή με παλλόμενες φλέβες·το ανερμήνευτο πυρπολημένου τόπουκαι το καρφί αναπόφευκτο του ήλιου
Μυκήνες 20. 7.1968
�
Βράδυ, θα φύγει η κρυφήμνήμη θα φύγει η φανερή θα μείνειτα σκοτεινά αναμοχλεύονταςπάθη του παρελθόντοςό,τι σαν πρώτ’ ακινητούσε υπάρχοντας
η σκοτεινιά δεν έχει συγγενείςΑκτή Ντένια, 18 Ιουνίου 1968
�
ΕΠΑΝΟΔΟΣΓαλάζιο νερό στις κορυφές των εσβεσμένων
ηφαιστείων,άνθιζε η λάβα παγωμένη χαμηλότερα σε σχήματα
πολλάκαι της φωτιάς τα πλάσματα καθένα με τα μυστικά του
–άλλαζε χρώμα συνεχώς το βάρος του βασάλτηΙσλανδία, 1η Σεπτεμβρίου του 1969
[10]
[11]
MAΪΑΜΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑΊχνη υποδημάτων στην άμμο εδώενός πλανόδιου εμποράκου το χεράμαξο εκείπλατιές χειρονομίες κάποιων κυρίων παραπέρακαι πράγματ’ άλλα αυτού του κόσμουπάντοτε στον ίδιο τόπο, ολοτρόγυρα
Έτσι συμβαίνει και κάτι μεγαλώνει μέσα μουστα ξαφνικά
κάτι δεν εξηγείται με τα άραγε και με τα ίσωςΠροχωρώντας, χάνομαι ολοένα βρίσκομαι αλλού
σε κάποιαν έρημοπου δεν είναι δική μου
Νορθ Μαϊάμι, 1η Οκτωβρίου του 1968
�
Ήχοι της πέτρας και βουή των λίγων φύλλωνθρόισμα
κάτι στεκούμενο που μες στον ήχο του τελειώνειΣάντα Φε, 15 Οκτωβρίου του 1968
�
ΠΡΩΙ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗΤο κουβαλώδίχως κανένα κόπο, συνεχώςτο κουβαλώ πάντα μαζί μουαυτό είναι το πρόσωπό μουάθροισμα ζωής
Χόλιγουντ Φλώριδα, 28,10. 1969
Ενίοτε παίρνω παράξενα ονόματαόπως Ευάριστος Πανωλόβλητος Ζυθοπότηςσαν να σύγκειμαι από στοιχεία τριακόσιααυτοβαπτίζομαι ή προσωπιδοφορώ και λαρισεύωΤέτοιες φορές, υπάρχω απλώςλες και κοιμούμαι ανονείρευτοςστον άπειρο των συγγραμμάτων χρόνο
Μπαχάμες, 1η Νοεμβρίου 1969
�
Στην άσπρη λάσπη των ελών η άμπωτις ξεχείλιζεενώ πυκνόφυλλες αβικενίες ρίζωναν στον αέραΑνάμεσα στους κοκοφοίνικες η υλακή του ανέμου
αληγήςκαι τα παιδιά παράσερνε στην άβυσσο/ των πεθαμένων
η ανάσα
Άλλοι είν’ οι τόποι που μ’ αρέσουν.Εβεργκλέιντς, 3 Δεκεμβρίου του 1969
�
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑΌ,τι είδα δεν είναι πρώτο ή δεύτεροό,τι άκουσαΧόλιγουντ της Φλώριδας, 25 Δεκεμβρίου 1969
�
Η μητέρα μου είναι λουλούδια τώρα,είναι πρωινή δροσιάΓεωργιανοί Βεροίας, Μαρτίου 18, 1970
[12]
[13]
ΑΝΘΙΣΜΕΝΗ ΕΡΗΜΟΣ1.Χώμα ή χους και έδαφος, όλα τους ένατο πρόσωπο του ανθρώπου χάνεται
μέσα σ’ αυτάτα λόγια του το ίδιο, χώμα τα σκεπάζει(όπως το λέει και ο Ποιητής, πολύ το πάχος
των νεκρών κάτω απ’ τη γη)
2.Ο τόπος της ποιήσεως είναι μια έρημος
συνήθηςανθοφορεί τα πλέον σπάνια λουλούδιαμα έχει κι εκείνη τα βδελύγματά τηςόπως κάθε Σαχάρα ή Γκόμπι
Θεσσαλονίκη, 31 Σεπτεμβρίου του 1969
�
Αρχίζουμε απ’ το τέλος πάντοτετο προδιαγραμμένο ήδη
κι ούτε στο ελάχιστο μας κατατρύχειη υποψία
πως όποιο το ξεκίνημαθ’ αποδειχθεί, το ίδιο και το τέρμα
Θεσσαλονίκη, 10 Μαρτίου του 1970
�
Η Θούλη των πουλιών ακόμη υπάρχειακόμη επιμένει μες στον ύπνο
Βέροια, Ιούνιος του 1970
ΕΚΑΤΟΝΤΑΧΡΟΝΑ(της Παρισινής Κομμούνας)
γιατί ως προς το κάλλος το κάθε πράγμα ήτανήδη παλαιικό
τότε, ακμαίο όμως μέχρι τώρα και πρόσφατοσυνάμα ή νεουργό
διότι έτσι πάντοτε ανθίζει νεότητα ορισμένητην όψη που διατηρεί του κόσμου άθικτη
απ’ τον χρόνο
σαν πνεύμα αειθαλές κι αγέραστη ψυχήγίνεται ένα με τα έργα καθενός μας
Παρίσι, 1 Μαΐου 1971
�
Τα δέντρα είναι ο χρόνος, είπεΚαθένα τους μετρά
ζωές πολλών ανθρώπων
Αλλά κι ο ίδιος είχε γίνεισαν τον χρόνο –πέτρα
Κατρακυλούσε επί αιώνεςδίχως να το ξέρει
Παρίσι, Μαΐου τέλη, 1971
�
Δεν έχει εδώ ανάσταση καμία στα βουνά/ μονάχαμέσα στον νου των ζωντανών σιωπούν οι αποθαμένοι
Γεωργιανοί, Αύγουστος του 1973
[14]
[15]
ΣΥΜΠΑΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΑυτοί που τον κοιτάζαν ήξεραν σε τι κόσμο ζούμεδεν έβλεπαν ωστόσο ότι εκείνος τον άλλο κόσμο
κουβαλούσε τον δικό τουστους λιγνούς του ώμους;
Ειδομένη, Μάιος του 1973 (επιστρέφοντας)
�
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΕΝΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥΔικός μου αυτός ο μήνας, πατέρα, με τ’ αυγουστάπιατα σιδερόμηλα ασπροπράσινα, οι παρειές τους ροδαλέςΗ μέρα κοκκινίζει κατά τον Ζέλυμπο πεθαίνονταςκι αυτή δική μου μες στο φωτεινό σκοτάδιΜόνο η μοίρα του παππού Νικόλα απρόσιτη μένει
μακριά μουΈφυγ’ εκείνος κάποιο πρωινό του 1956 προς τη Δράμα
και ούτε τον ξαναείδα ποτέ
Λέξη χωρίς κανένα έλεος η τελευταία–σαν όλα τα ποτέ μονίμως
Γεωργιανοί, Βεροίας, Αύγουστος του 1973
�
ΣΧΕΔΟΝ ΔΗΜΩΔΕΣΧάθηκαν των βουνών οι κορυφές μες στην ομίχλη της
νοτιάςχάθηκαν και τα πάθη των ανθρώπων όσων δαγκώσανε
πεθαίνοντας το χώμα σε πάλη μάταιη—
κανένας πια δεν τους θυμάται. Έλεος!Γεωργιανοί Βεροίας, Αύγουστος του 1973
Έρχονται οι αγριόπαπιες στριγγλίζονταςσε σμήνη παραπλανημένες
και πίσω τους λευκός τις κατατρέχειο χειμώνας
Γεωργιανοί, Οκτώβριος του 1973
�
ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑΓεμάτη ασφαλίτες η γειτονιά
συνταξιούχους ή εν ενεργείαΈτσι κοιμούμαι ήσυχος τις νύχτεςΞέρω, κανείς δε θα τολμήσει να με κλέψει
Βέροια, τέλη Μαρτίου, 1974
�
ΠΕΡΙΣΤΑΣΙΑΚΟΠοτέ δε θα δεις την άβυσσο
δε θα γνωρίσειςτα μυστικά σου ανομάτιστα θα μείνουνεσαεί καταμεσής στον χρόνο –σκόνη του
και πάντα θα λερώνεται το χιόνι σουαμίαντο
Βέροια, 1 Ιουνίου του 1974
�
Υπάρχουνε κι αυτοίόσοι σκοτώνουν από πρόθεση δήθεν καλήκι εμμέσως Ωστόσοτίποτε και κανείς δεν περισσεύει από τον κόσμο
Βέροια, 11 Σεπτεμβρίου του 1975
[16]
[17]
Ερχόμαστε πάλιΦεύγουμεγια να επιστρέψουμε ξανάαμετανόητοι και ίδιοιφάσματα κουρασμένα
ονόματα άδοξα, παλαιάΒέροια, 10 Ιουνίου του 1974
�
Τελειώσαν οι συνταγματάρχεςτα παραγγέλματαΚατέρχονται τώρα γαύροι λάβροιοι πολιτικοί στην κονίστραΗμιανάπαυση!
Βέροια, 22 Ιουλίου 1974
�
Φωνές στον πρωινό αέραοι δικές μας,
πνεύματα στις αρχαίες τέφρεςφυσούνται και φυσούν
γυρεύοντας άλλους ανθρώπους
μα δε διασπούν καθόλου(δεν το μπορούν)
την ευλογία της δρόσουΓεωργιανοί Βεροίας, Μάρτιος του 1975
ΔΙΔΑΣΚΟΜΕΝΟΣΈχασα κέρδισα στα ζάρια την ψυχή μουμες στα μικρά χωριά της ΛήθηςΚαρκάρα Πορταριά Άγιο Νικόλαοκαι τώρα με καταμετρούνε ζωντανό
με τους αποθαμένουςο χωροφύλακας υπό τον εχθρικό ουρανόο ιερέας στην άλλη μεριά των λόφων
–δρόμοι μακρύτερα του κόσμου και λεπτομέρειεςάλλες
φύσεις νεκρές και παραλίες της άλω τουφεγγαριού–
Χαλκιδική, 10 Μαρτίου 1975
�
Νύχτα με κανένα φεγγάρικι η αύρα ν’ ασπάζεται τις καρυδιέςμαυλιστική
Σκοτάδι με ήλιους πολλούς—μοσχοβολούν σαν πορτοκάλια
φρεσκοκομμέναΒέρμιο, 1.9.1975
�
Ο ΞΕΝΟΣΈρχομαι για να φύγω, πάντα φεύγωΑν θέλεις να μάθεις για μένα
ρώτα τον άνεμοΝικήτη, 5 Ιουνίου 1979
[18]
[19]
ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΕΤΙΑΣ(ένα χρόνο μετά ακριβώς)
Γνωρίζω σήμερα ποιος ήμουν στα τριάνταόμως το αγνοούσα τότε τριαντάχρονος
Νόμιζα τα νερά τριγύρω μου στεκάμεναμα εκείνα συνεχώς κελάρυζαν ανάκουστασιγά σιγά με οδηγούσαν τρέχονταςστις θάλασσες του άλλου κόσμου
τον τελικό προορισμό μουΘεσσαλονίκη, 15 Δεκεμβρίου 1975
�
Ο ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΣΤΟ ΗΛΥΣΙΟ ΠΕΔΙΟ«Εδώ φυσάει πάντοτε δροσερός ο Ζέφυροςείν’ ήσυχα εδώ –οι σοδειές πλούσιεςούτε χιονίζει μήτε βρέχειεύκολη η ζωή στο Ηλύσιο πεδίοκι η ευτυχία μια μονοτονία»
Αυτά μου είπε με το στόμα του Πρωτέαο Όμηρος
Μ’ αλήθεια πού να βρίσκεται αυτήη μυστηριώδης χώρα των Μακάρων;
Σπάρτη (Μενελάειον), 2 Αυγούστου 1976
�
Υπάρχουμε ανάμεσα στις λέξειςτα λόγια εικονίζουν τα έργα μας
προοιωνίζονταςΝικήτη, Κότσικας, Πρωτομαγιά του 1978
Αφουγκράζομαι τη σιωπή της νύχταςΣκοτεινές κοιλάδες γλιστρούν από τον ουρανόχάμω στους ερημωμένους δρόμουςγεμίζουν φωλιές πουλιών την κοιμισμένη πολιτείαέπειτα χάνονται τελικώς μες στ’ άστρα
Χθες βράδυ είδα καθαρά την όχθη τ’ ουρανούΧθες βράδυ ονειρεύτηκα πολύχρωμη
την ακτή τουΑθήνα, 10 Αυγούστου του 1976
�
ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ ΣΥΡΑΚΟΣΙΟΣΌταν περνούσε έστω τυχαίααπ’ τη Διονυσιάδα οδόεκείνοι που έστηναν αυτίακούγανε των ξένων κόσμων ήχους
Μπορεί η γη μας να χωρά ενίοτεσ’ ενός ανθρώπου την πατούσα;
Θεσσαλονίκη, 20 Αυγούστου 1976
�
Σώματακομμένα στα δύοστη σκιά των νεκρών ζουνστη σκιά των γεγονότων
Πέφτουμε πάνω τους οι ζωντανοίσκοντάφτοντας
το ίδιο κι εμείς διχασμένοιΣιθωνία, 1977, Φλεβάρης στα τέλη του
[20]
[21]
ΜΝΗΜΗ ΛΕΥΚΗστον Δημήτρη Πατάκα
Γυρίζεις σήμερα δεμένος στο μαγγάνι ολημέραγυρίζεις ναι δεμένος στο μαγγάνι πάνταΚάποιοι παλιοί συμμαθητές κοντά σου
αθέλητοι συνοδοιπόροι των νέων καιρώνο Αθανάσιος-Απόστολος, ο Κωνσταντίνος απλώς
και τα κωνσταντινάταΆσπρα που είχαν κοκκινίσει προδοτικά και ο καιρόςπάντοτ’ αλλιώτικος (φουρτουνιασμένος)
Καλλίπετρα, 29η Μαΐου 1978
�
Δεν το νομίζω πως είμαι μοναχάτο άθροισμα των έργων μου, κ. ΣαρτρΚι οι σκέψεις, τα λόγια, οι αγάπες μου;
Πρωί με τον όρθρο, 1η Αυγούστου 1978,Καλλίπετρα Βεροίας
�
ΜΝΗΜΗ ΑΛΕΞΗ ΤΡΑΪΑΝΟΥΤων ωραίων η μοίρα ένα γλαυκό στο ποτάμι
Τορώνη Σιθωνίας, 5 Ιουλίου 1979
�
ΔΥΟ ΑΟΡΑΚΙΑΠερπατώ απόμερα μονοπάτιαΠατρίδα μου είναι το εγγύς μέλλον
προς αυτό κατευθύνομαι πάνταΗράκλειο, 23 Δεκεμβρίου 1979
ΝΕΣΤΩΡ ΝΗΛΕΪΑΔΗΣΤι αναδεύεται ακόμητραγούδι πρωινό τερέτισματον άμμο ο που σηκώνει στην ποταμιάανάμεσα στο Θρύο και τον Πτελεόστο Δώριον και το Έλος;
Αμύνεται ωστόσο ο ουρανός, ευρύςκαι των μετάλλων η στριγγή δωδεκάδαπάνω και κάτω μου, πέρα και γύρω
Μια θαλπωρή αόρατη τα όρη κατεβαίνειβλέπω, βοτρύδια κρέμονται στους βράχουςτα νήπια πετεινά γλαυκή πληθώρα
Κι εγώ μες στα φυρά φυρός, κι εγώστην Πύλο γέροντας σπέρνω ποτίζω συνεχώς
του φόβου τη βοτάνη
Αύριο, θα κοιμούμαι πάλι μ’ ανοιχτά μάτια–έχω περάσει προ πολλού τα ενενήντα–αλλά κρατώ πάντα το ύψος των ονείρων μου
χωρίς να γίνομαι ούτε στιγμή θεόςΚορυφάσιον, 20 Αυγούστου 1979
�
ΓΑΛΗΨΟΣΗ μέρα φεύγει, έρχεται η θάλασσασούρουπο, κι εσύπάνω σε μια δεντρογαλιά κοιμάσαι!
Νικήτη, 1981, τέλη Αυγούστου
[22]
[23]
ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΑΚΑΡΙΑΙΑΣιωπές της Κυριακής ημέρας
το φωςτης πόλης στα μάτια σου,συγκεντρωμένο εκεί
Παίζει μια γνώριμη μελωδίακάποιο βιολί
ο αέρας κυματίζει προς το μέρος σουφροντισμένες
χειρονομίες νεύματα κινήσειςεν Θεσσαλονίκη, χειμώνας του 1980
�
ΟΡΟΣ ΙΤΑΜΟΣΑνάβει το καντήλι της ημέρας
ο μέγας φωτοδότηςχαράζει μόλις
Το αυθύπαρκτοακροάται τον εαυτό του ξανάΝικήτη Σιθωνίας, αυγή 9ης Ιουνίου 1980
�
ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΣΑκόμα και μια κάμπια με το σώμα τηςμετράει το κλαδί ο που ζεικαι με τον τρόπο της το σέβεται
Νικήτη, 1982, Ιούλιος
ΑΟΙΔΟΣ ΑΝΕΜΩΛΕΙΑ ΒΑΖΩΝστον Ισίδωρο Ζουργό
Περνούσαν οι σκιές σχεδόν ασήμαντεςπάντοτε αδρανείς στην άκρη των οδών
της πόλεως Θεσσαλονίκηςμισοφαινόμενες στα πεζοδρόμια–σκιές του ένδοξού μας Βυζαντινισμού κυρίωςΕκείνος είναι ο Ιωάννης Απόκαυκος περίπουο άλλος φέρνει προς τον Μιχαήλ Παλαιολόγο
Σκιές των περασμένων ζώσεςμετά τόσες γενιές σωστές μονίμωςκι οι όντως ζωντανοί πάντοτε ξέπνοοιπάντοτε καταπονημένοι, διαρκώς λαθεύουν
όλο λαθεύουνεν Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος του 1981
�
ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΕδώ το Ριανόν τείχος, υπολογίζωο Άσπαρ άφαντος μακριά, μακρύτεραανθρωποκάνθαροι πολλοί
παραταγμένοι οι δορυφόροιπάντα οι απρόσωποι Πραιτωριανοίπρος τη Χαρσία πύλη,και ο υπαγορεύων να κωλυσιεργεί
εσαεί και αοράτωςΠόλη των πόλεων στρατοκρατούμενη,Δεκεμβρίου 23, του 1982
[24]
[25]
ΜΟΥΡΓΚΑΝΙ Ή ΞΕΡΙΑΣΑνάψτε τη φωτιά ό,τι θ’ αφανιστεί είναι το σώμα
του ποτάμιου θεού
Κι ήρθανε γλώσσες του πυρός αυτόματες Μοιράστηκανστις κεφαλές όσων απάρτιζαν το πλήθοςκι έπλευσε ύστερα πάνω στον Πηνειό σαν λάδιλιώνοντας/ υγρή φωτιά ή ύδωρ της Στυγός
Έκτοτε το αλλόκοτο φέρει όνομα Τιταρήσιος ο ποταμόςΣαραντάπορος, Απρίλιος του 1984
�
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΑΝΤ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΆγγελοςέπεφτε μες στ’ άστρα και μαζί τουςκατέβαινε μετέωρος στον δικό μας ουρανόδιόλου λαμπρός έπεφτε
Μικρός Διάττων τ’ όνομά τουΘεσσαλονίκη, 14 Φλεβάρη 1985
�
ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΣΗΚΟΥΑΝΑΤου δράκοντα τα νύχια στο πρόσωπου του φεγγαριού–ποιο πρόσωπο; αναρωτιέται ακόμη ο ΠλούταρχοςΚαι το κενό ολοένα να μαυρίζειεδώ που έχασα το σώμα μου για πάντα
Παρίσι, 15 Ιουλίου 1985
Νύχτα, κοιτάζω τ’ άστρατου ουρανού φωστήρεςκαι περπατώ στη γη σκοντάφτοντας
Νικήτη Χαλκιδικής, Μάιος 1986
�
ΑΜΦΙΠΟΛΗ ΣΕ ΚΑΙΡΟ ΧΕΙΜΩΝΟΣΛόγι’ από τέφραχωνεύονται μες στην ομίχλη γκρίζασκίζα ενός τεράστιου δαυλού
ο κεραυνόςκαι του Στρυμόνα οι Εννέα Οδοί παντέρμες
κάπου περί την Αμφίπολη, Μάιος 1987
�
ΟΛΥΜΠΟΣΗ γη ροδίζει αυτού, ασπρίζει και σαρκώνεταιψηλότερα στου ποταμού τις γούρνεςκι ο Δίας πάντα άφαντος στα δήθεν θεία
γούπαταΕνιππέας, 8 Αυγούστου 1988
�
ΡΙΓΟΣΤρεκλίζουν δέντρα, σκιρτούνε τα βουνά,
οι λόφοιεν θέσει τρεμουλιάζοντας·
χειμώναςΚαλλίπετρα Βεροίας, 18 Ιανουαρίου 1989
[26]
[27]
ΕΝΙΟΤΕΛόγια ανεμάρπαστα, είπεςΤα έλεγαν γυναίκες-λωτοί
ανθισμένεςΧείλη που έκαιγανσε όψεις πυρέσσουσες
Τίποτε περισσότεροτο παραμικρότερο άγγιγμα τις δονούσε
Θεσσαλονίκη, φθινόπωρο 1990
�
ΣΧΕΔΟΝ ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΣΜΟΣστον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Ήταν προ πάντων έντιμος και αυστηρόςιδίως με τον εαυτό του Γι’ αυτό και αργότερατον είπαν μάστιγα των άλλων Η μόνη περιουσίαο που κατείχε επί γης υπήρξε η μητρική του γλώσσα—σύμφωνα δεκαεπτά φωνήεντα μόλις επτά κι εκείνοπου ενίοτε επέτρεπε να ψιμυθιώνει την εικόνα του:
τα χρώματατης δύσης προς τον Όλυμπο
και της ανατολής κατά το Κίσσιον όροςεν Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 1991
�
ΕΝ ΠΑΡΟΔΩΚαμία Παρθενόπη στη Νάποληούτε Σειρήνες, άλλες Και τ’ όνομα
Οδυσσέαςσπανίζει εντελώς εδώ
Παυσίλυπον, Αύγουστος 1993
Κοιλάδα με τα μύρια μύχια στόματατα ρεύματα υπόγειων ποταμών–και οι επιδρομές του αοράτουόσες τον άνω κόσμο θώπευαν
Εκεί υπήρχε κι ήτανε ο τελευταίος τόποςΕκβολές του Γαλλικού/ Εχέδωρουάνοιξη του 1992
�
Η ΤΕΧΝΗ ΜΟΥΑκονίζω ξανά τη γραφίδα μου–να χαράξω μ’ αυτήν τις λέξειςΔε δραπετεύουν πλέον τα λόγια μου
αιχμάλωτα ευάλωτα
Βαδίζω παλιά μονοπάτια, δοκιμασμένααπ’ αυτά οδηγώ την τέχνη μουνήπιος ξανά, νήπιος διαρκώς
εν Θεσσαλονίκη, Απρίλιος 1992
�
Μέτρα και άνθρωποικερδοσκοπίες συναλλαγές ρίσκα και πρόσοδοισε δρόμους ήττας τελικής τα πάντα
–δε θα υπάρξει άλλη φορά γι’ αυτά, για σέναΘεσσαλονίκη, τέλη Σεπτεμβρίου 1993
[28]
[29]
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑστον Βασίλη Ψευτογκά
Έσταζαν του Θεού τα χέρια ολημερίςδουλεύοντας
μύρα και σμύρνα πάνω απ’ το βουνόχλωροφυλλούχα θαύματα πολύχρωμαγι’ αυτό του δώσαν έκτοτε το όνομα
όρος των αρωμάτων
Εκεί τον κάθε Μάιο σκιρτούνσαν ελαφίνες τα κορίτσιαΖέλυμπος, Γεωργιανοί Βεροίας, 1.5.1992
�
ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ(τα πενήντα έτη)
Βλέπω τον εαυτό μου όπως πρώτατην ηλικία μου φορώνταςδίχως να το ξέρω
Θεσσαλονίκη, 1 Δεκεμβρίου 1994
�
Μες στον Κουφό βουβή σιγήμονάχος γραβαλίζει στην κουζίνα του ο μάγειρος,κι εσύ κοιμάσαι στα μεσούρανα των Ήλιων καθιστόςκωφότερος του Κωφού λιμένος πάντα
Τορώνη, Κουφός, 30.5.1966
ΛΥΚΑΥΓΕΣ ΤΟΥ ΘΕΡΟΥΣτου Νίκου Στάγκου
Πάντοτε θα υπήρχε μια άλλη φοράπίστευες τους καιρούς εκείνουςτα πρωινά θ’ ακούγαμε τους γλάρους
πιθανώς, έλεγεςπολλά μες στην κροκόπεπλη αυγήπράγματα βασανίζοντας στον νου σουόπως των νέων χρόνων στιγμιότυπαέναν χειμώνα κι ύστερα άλλον χειμώνα–καλή σε όλους τους καιρούς κρυψώνα
η μνήμη
Άκουσες τότε την καρδιά σου να χτυπάειμεσάνυχτα και στην απόλυτη σιγή
σφυρί του κόσμου παντοδύναμο!Θεσσαλονίκη, Ιανουάριος 1995
�
ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑΠοιήματα, όσα γράφηκανσαν τα ποτάμια που στερεύουν
κάθε χίλια χρόνια,στιγμιαία
Ποιος θα θυμάται εκείνον που ήξερετις λέξεις να υποτάσσει;
Περίπου αιωνόβιοςμα νιώθω μόλις στα τριάντα
Θεσσαλονίκη, Μάιος 1996
[30]
[31]
Τρελοί ουρανοδρόμοι τρέχουν στον αιθέραοι πιλαλημένοι
στη γη μονάχοι έμειναν η παρα-ποίησηκι οι λειτουργοί τηςελλιποβαρείς
Τορώνη, 15η Μαΐου 1966
�
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΧΈπλεε μες στη θολούρα των καιρών, ανεύθυνος σχεδόν
όπως ένας κανονικός άνθρωπος,βάδιζε μες στη βροχή βαλλόμενος από σταγόνες
πανταχόθεν ή νιφάδεςκι εκείνες οι μάχες των διότι και επειδήκαι των γιατί Ή τ’ άλλα τα ποιος ξέρει; των μοιρολατρών
όσων ανέλυαν οι πολυάσχολοι το ολοφάνερο–ασάφεια που κάλυπτε μια πασίδηλη ακρίβειαΑυτός και οι άλλοι
θετικιστές αφ’ ενός πραγματιστές αφ’ ετέρου,αυτός και οι άλλοι
θεωρητικολογούντες
δίχως οδηγίες σαφείς, χωρίς φύλλα πορείαςκαι μπούσουλα κανέναν
Αλόνησος, 17 Αυγούστου του 1996
�
ΣΥΝΕΠΕΙΑΜόνο οι νεκροί είναι πλήρεις σήμερα,έχουν αρχή μέση και τέλος
Θεσσαλονίκη (29 Οκτωβρίου 1996)
ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗΑρχέγονη σαν της μητέρας Γηςρέει η φωνή της πλούσια κελαρύζονταςήχος και μέλος σύντονο πολλών υδάτωνπάταγος του ανέμου μουσικός
N. Μουδανιά, Πρωτομαγιά του 1996
�
Πόσα τόσα κορίτσια, απρόσιτα ενύπνιαλουλούδισαν αμάραντα πάνω στη γη
και κάτω τηςόταν τρελοί ουρανοδρόμοι οργώναν
μόνοι τον αέρα!Δράμα, 20 Μαρτίου 1997
�
ΑΝΤΩΝΙΑ«Κάποτε», λέει απλώς κοιτώντας τον στα μάτια«ό,τι είναι να γίνει θα γίνει εντέλει, αγαπημένε»
με ένα τρέμουλο αχνό να χρωματίζει τη φωνή τηςεν Θεσσαλονίκη, 17 Ιουλίου 1997
�
ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΩΣΤΗΡΑΜε τον χρωστήρα ξεπερνάς τα φυσικάμε τον χρωστήρα ακολουθείς τα χνάρια του Θεούμε τον χρωστήρα συμπληρώνεις το λειψόφως της ζωής μας, Ναταλία Θωμαΐδου
Θεσσαλονίκη, 15 Απριλίου του 2002
[32]
[33]
Φως ό,τι αθροίζω με τα μάτια μου τις νύχτεςφως ό,τι χάνω πρωινός με την αυγή
κάθε περιστερά της γειτονιάς με ξέρει όταν πετάόταν κουρνιάζει
Δεν είναι μόνο ανθρώπινος ο κόσμος μου –λοιπόνΘεσσαλονίκη, 1Αυγούστου του 1999
�
ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΑΓΡΙΜΙΩΝΌταν τις νύχτες του καλοκαιριού ακούω να ολολύζουνδιψασμένα τα τσακάλια όλα μαζίη πρόδηλη αδηφαγία με απελπίζει των ομοίων μου
θηρευτών και άλλων
Δεν είναι δεν μπορεί λοιπόν να είναιμονάχα ανθρώπινος ο κόσμος μουΝικήτη Χαλκιδικής, Σεπτέμβριος του 1999
�
ΗΜΙΦΩΣτου Φαίδωνος
Όσο για την ομίχλη,έγινε για να ξεδιψά η γη,να κρύβεται η όψις των πραγμάτων,
σκέφτηκε
Και ο ίδιος έμπαινε έβγαινε απρόσκλητοςσυχνά στον ομιχλώδη
διάκοσμο μιας παλαιάς ταινίας του 1930πάντοτε σιωπηλός, πάντα διψασμένος
εν Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 2000
Ο δήθεν ερωτικόςπληθαίνει ερημωμένες γυναίκεςματαίως
Νικήτη Σιθωνίας, Οκτώβριος 2001
�
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑΠριν από κάθε Αλέξανδρο μεγάλο
ή μικρό μικρομεσαίογράφηκε τ’ όνομά σου στον πηλόσ’ εκείνη την ατελή συλλαβική
γραφήως αλεκασαδαρα ή a-le-kasa-da-raμ’ αυτόν τον τρόπο η μουσοποιός, εσύ,
γεννήθηκες–περίπου τρεις αιώνες προτού υπάρξειένας αρσενικός Αλέξανδροςφύλακας των ανθρώπων και φρουρός
Θεσσαλονίκη, Αύγουστος του 1998
�
ΑΛΓΟΣΦώτα νεκρά, σταματημένα ποτάμια
20 Ιουλίου 2002, έξω από τις Σέρρες
�
Ποτέ δεν αιματώνεταιη σάρκα τ’ ουρανούμπλαβίζει μόνοβράδυ στην Αλεξανδρούπολη,4.8.2004
[34]
[35]
ΤΡΥΓΟΝΙΣΜΑΈτρεχαν τα παιδιά σας έτρεχαν πάνταστις παιδϊές των φωτεινών τόπωνΜεγάλωναν τρυγονίζοντας με τον άνεμομαυρισμένα απ’ τα φιλιά του ήλιουώσπου να έρθει τελικά μετά καιρούςη νύχτα της σοβαρής ηλικίας
αναπόφευκτηΘεσσαλονίκη, 2 Ιουλίου του 2002
�
ΝΑ ΜΕΙΝΕΙΤο γένος Κωτσή εξ Ευβοίας η Λίνα Μώρουφιλόλογος καλή, διωγμένη απ’ όλες τις δουλειέςωσάν στοιχείο αντεθνικό (κατατρεγμένη η φιλόπατρις)Έτσι τη χαρακτήρισαν ταγματαλήτες και δωσίλογοιΚι ο άντρας της φυλακωμένος της κακής Ελένης νήσουΓι’ αυτό, όταν δολοφονήθηκε το ’49 εκείνοςέγινε και πατέρας των παιδιών της εξ ανάγκης
Ήτανε μία απ’ τις πολλές, η άνθρωπος του καθήκοντοςγι’ αυτό πρέπει να μείνει τ’ όνομά της
Θεσσαλονίκη, 12 Απριλίου του 2002
�
Εξήντα χειμώνες ήδη πολιορκούν την ψυχή σουπείσμονες
Αγνόησέ τους Αυτό μόνο μπορείς και δύνασαιΘεσσαλονίκη, 15. 12. 2004
ΗΜΕΡΟΒΙΟΣ/ ΜΕΡΩΨΤα μάτια μου βασιλεμένα ας είναιαυτά που ανοίγουν μέσα στ’ άστραδρόμους του ουρανού καινούργιους
Τα μάτια μου κατασκηνώνουνόταν θέλω στις φωτεινές
πτυχές του αιθέρα
γιατί χωρίς το φως δε θα μετρούσανμήτε τον ξένομήτε τον δικό μας πόνο
Κωφός Λιμήν Σιθωνίας, 2003, χειμώνας
�
ΜΙΚΡΑ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥΠυρπολημένα χωριά στο πέρασμά σουτρίβολοι και αγκάθιατο μαύρο πολλαπλασιασμένο
Ευτυχώς, πάντα υπάρχει ο ήλιοςΒέροια, 2003, Πρωτομαγιά
�
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗΚοιμούμαι ακούγονταςύμνους από αόρατους αγγέλουςΝύχτα, καιρός της σιωπής για τους μεσήλικες
Εξήντα χρονώνΚι ωστόσο αισθάνομαι μόλις σαράντα
Θεσσαλονίκη, 31 Δεκεμβρίου του 2004
[36]
[37]
ΜΑΤΑΙΟΤΗΣΑυτός ο γέροντας θρηνεί διαρκώςγιατί το χρώμα τ’ ουρανού δεν είναι αρκούντως ουρανίγιατί η θάλασσα δεν είναι σήμερα αρκούντως θαλασσιάγιατί της χλόης το χρώμα δεν είναι αρκούντως πράσινοκαι γι’ άλλους λόγους ευτελείς πολλούς
Έτσι ο θρήνος έγινε ζωής αιτία για κείνονΤου Θωμά, 26 Απριλίου 2003, Νικήτη Σιθωνίας
�
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ(ή πώς παίρνεις την πατρίδα σου στιςσόλες των παπουτσιών σου φεύγοντας)
στον Βαγγέλη ΤασιόπουλοΈδυσε πάλι ο ήλιος, σκϊάστηκαν όλοι οι δρόμοιστραμμένο προς τον Νότο το αυτοκίνητό σου
διαρκώςμα ήδη το γνωρίζεις πως ο τόπος
των παιδικών σου ονείρωνστους χάρτες δεν υπάρχει πουθενά
κι είναι πάντα μακρύς ο δρόμος για τη ΜεσσηνίαΘεσσαλονίκη, Μάιος του 2003
�
ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΟΥΠοιοι το γνωρίζουν, πόσοι τ’ αντέχουνπως χάνονται προώρωςτα πιο γαλήνια και γαλάζια μάτιατα λεπτά ξανθά μαλλιά–
Θεσσαλονίκη, 10 Μαΐου του /2006
ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΠΡΩΤΟΣ ΑΙΩΝΒαδίζαμε προωθούμενοι όλοι Βράχοι μάς έδειχναν
τα δόντια τους βρυχώμενοιΟ Αιγαίων ψιθύριζε, εκατόγχειρας Τον άκουσες κι
είπες: «Οι κινδυνώδειςθ’ αναγνωρίζονται όχι από τ’ όνομα Κλειδοκράτορες
θα ξέρουνπού σταματά καθείς και πότε, εάν αρχίζει ανθίζει ή
συνέχεται και πόσο»
Σκέψεις ψιθυριστές συλλογισμοί οι συνοδοί τουςήταν, είναι
Έδιναν δίνουνε οι πάντες ό,τι καθένας δύναταινομίσματα νοητά/ ιδεώδη/ κόμπους ιδρώτα/ κάποιοι
τις γυναίκες τουςώστε ούτ’ ένας να μη μένει παραπονούμενος
όταν προσθέτει όταν αφαιρεί1/ 1/ 2005, Θεσσαλονίκη (Κεδρηνός λόφος)
�
ΠΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΠΟΥΛΟΥΔΑΠαιδιά των ανέμων θεοφόρηταδυο σιταρήθρες δέκα τσουτσουλιάνοιμε τα περίεργα λοφία τουςσκύβουν ορθώνονται και προχωρούντσιμπούν αγριοσίταρο κριθάριορθώνονται σκύβουν και πάλι προχωρούν
οι μόνοι γεωργοί του έρημου αγρούΝικήτη, καλοκαίρι του 2000
[38]
[39]
Βουνά αμετακίνητακαι αναπόφευκταφυσικά φρούριαπάντα μπροστά μουΒέρμιο, τέλη Μαΐου του 2006
�
Δρόμοι μονίμως ζωντανοίόταν τον ύπνο τους κοιμούνται οι νύχτες,σπασμένα αλφάδια της αιώνιας σιγής
Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2006
�
Η ΠΑΙΣ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΗ(στη μικρή Αφροδίτη Αδαμοπούλου)Έπαιζε με τα κύματατα ξεπερνούσε πλαταγίζονταςέτρωγε τον αφρό τουςστο πράσινο νερό βουτούσεάστρο λαμπρής ημέρας
θαλασσινόκι ύστερα αναδυόταν επιτέλους
Γι’ αυτό την είπαν ΑφροδίτηΧανιώτη Κασσάνδρας, Αύγουστος 2006
�
Μην εμπιστεύεσαι τους άρχοντεςπολύ σοφά υπαγορεύει ο υμνωδόςΠάντα θα διαψεύδουν τις ελπίδες σου
Αθήνα, Οκτωβρίου 25, 2008
Ο ΞΕΝΟΣΠτώματα περιφόρητα οι ημέτεροικατά τα άλλα δήθεν ζωντανοίστην αγορά Μοδιάνο απνευμάτιστοιο τόπος ο πόνοςΟ μόνος χαίρεται εκείμέσα στο πλήθοςΔός μοι τούτον τον ξένον
Επιτέλους!Σήμερα, βλέπεις, λέω τον ξένοαδελφό και ονομάζω
Θεσσαλονίκη, Μεγάλη Παρασκευή, 2007
�
ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΗΣΕνάντιος ουρανός περιφέρειπουλιά δρεπανηφόρα του Βορρά
ακατάπαυσταΒρισιές καπνοί βραχνοί κρωγμοίαπειλούν το αίμα μας
Πώς θα γλιτώσουνε τα μάτια σουγια να φυλάξουνε τον κόσμο;
Νικήτη, Μεγάλο Σάββατο 2008
�
Μισείς το σώμα σουόταν αρνείσαι να το βλέπεις γηρασμένο
Θεσσαλονίκη, 1 Ιανουαρίου 2011
[40]
[41]
ΠΡΟΤΡΟΠΗΚλείσε τα παράθυρα, τυφλά, τις πόρτεςσφράγισε τα στόματα, βουβά
Όσους γνώρισες όσους αγάπησεςκράτα τους έξω –αυτοίακριβώς σε σκοτώνουν
Αθήνα, Οκτωβρίου 10, 2008
�
ΣΜΑΡΑΓΔΕΝΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥΠώς σμαραγούσε παταγώντας
το νήπιο γέλιοτο όμορφο της όμορφης
(φιλί σε άνεμο εαρινόδιαρκές)
Γι’ αυτό την είπανε Σμαράγδαόπως τη θαυμαστή γιαγιά της
Θεσσαλονίκη, 4. 1. 2009
�
ΕΞΗΝΤΑ ΕΞΙ ΧΡΟΝΩΝΝόμιζες το νερό γύρω σου στεκάμενομα έτρεχε πάντα συνεχώς(κι ας μην το πρόσεχες)
Αργά αργά σε οδηγούσεστον άπειρο χρόνο των αιώνων
Θεσσαλονίκη, 1η Ιανουαρίου 2010
ΟΛΥΜΠΟΥ ΚΑΡΗΝΑΣτην Παναγιώτα Πούπη
Έφερε άλλα πρόσωπα και δράση αλλιώτικο το πρωινόαπροσδόκητα
παιδιά που κούρνιαζαν γύρω από φωτιές άνοιξη καιρόμοναχικούς ανύσταχτους ανθρώπους στις υπώρειες
των εφτά ουρανώνΚοπέλες ήδη κοίταζαν το μεγαλόπρεπο όρος.Πίσω του κρύβοσουν κι εσύ –πάντα θα κρύβεσαι
αυτού ή αλλούσκέφτηκα Επιφυλακτικά βλέμματα κατά τ’ άλλαόσων κυκλώνουν το σώμα σου σε απόσταση, θαυμαστικάσκοτεινά μονοπάτια των φυλάκων σου οι δρόμοι
ασυντρόφιαστοικανείς δεν περπατά εκεί προβοδώντας
Σήμερα πλέον οι νεκροί είναι μονάχα ασφαλείς εντελώςΕνιπέας, Όλυμπος, Ιούλιος 2009
�
Γ. ΞΕΞΑΚΗΣΜε ποια ταχύτητα αλλάζουν τα παιδιά,
Μανόλη;Πότε ο Γιώργος μπήκε στο πολυτεχνείοπότε τελείωσε και πότε πήγε στρατιώτης
Γρήγορα μεγαλώνουν τα παιδιάΚι εμείς το ίδιο γρήγορα γερνάμε
Θεσσαλονίκη, 31 Δεκεμβρίου του 2011
[42]
[43]
ΕΙΣ ΠΑΝΤΑ ΚΑΙΡΟΝΈρχονται τα ποιήματα απροσκάλεστα ταιριάζονται
στίχο τον στίχοτο ίδιο απρόσκλητα
εν ώρα χειμώνος εν καιρώ θέρους την μετοπώρα ή τηνάνοιξη
εις πάντα χρόνον καταφθάνουν στον νου του γράφοντος,δώρα του μόνου Πνεύματος
Ο άνθρωπος φεύγει εκείνα μένουν, παρατεινόμενα στομέλλον διαρκώς
εις πάντα καιρόν ζωηφόραΙερόν Κάθισμα Αγίου Ευσταθίου (Μυλοπόταμος),Θεοφάνια (με το παλιό) του 2010
�
Πολλοί περίμεναν μεγάλα πράγματααπό μένα
μα η μόνη αφθονία που είδανδιαπιστωμένη στον κλήρο μουήταν ο πλούτος του λόγου
Νικήτη Χαλκιδικής, 19.8.2012
�
Ανάμεσα κενό και πλήθοςτι πώς να επιλέξεις/ πόσοΤο ’να πολύτο άλλο μέγα
Θεσσαλονίκη, 1. 12. 2012
[44]
[45]
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗ ΜΑΤΣΟΥΛΗ[κάτης στα Βυζαντινά ελληνικά ο γάτος]
1. ΧΑΡΑΖΕΙΠρωί βασιλικό των ήχων, κι εγώγίνομαι όπως όλα τα όργαναπαίζω τη δική μου μουσική τώρα.
Ο ήλιος καρφώνεται πάλι στην κεραίατης μέρας.
Το τρίχωμά μου λάμπει, στιλπνόστο μαύρο των ματιών μου μέρος.
(Θεσσαλονίκη, Μάιος του 1985)
2. ΚΡΥΨΙΣΞανά κάτω απ’ αυτή την γκριζοπράσινη συκιάεγκάτοικος στον ίσκιο της,κι η στίλβη ιριδίζει, κίτρινη, των ματιών μου
άλλο φως.
Ποιος ουρανός με σκέπει χλωροφυλλούχος;(Νικήτη, Αύγουστος του 1988)
3. ΕΚΕΙΝΟΣ ΚΙ ΕΓΩΚοίταζα τα μάτια του περισσότεροαπ’ όσο πρόσεχα τις φωνές του.Στιγμές πολλές κυλούσαν Σειρήνες
ανάμεσά μας.
Κανείς απ’ τους δυο μας δεν τις μετρούσε.(Θεσσαλονίκη, Γενάρης του 1990)
[46]
[47]
4. ΔΙΑΡΚΕΙΑΥπάρχει ακόμη ο καιρός, ζει το λιβάδιγια μένα που τη φύση πάντοτε ακολουθώ.
(Νικήτη, Αύγουστος 1993)
5. ΘΗΡΕΥΤΗΣΚυνηγούσα ολόκληρη τη μέρα θλιβερά ζώα ως τότεπου τ’ άστρα τίναξαν τη σκόνη τους πάνω από την
πολιτεία.Μύγες τανυπτέρυγες, περιπλανώμενες ψυχές ανάμεσα
στα λουλούδιακι όπου αλλού έσφυζε το φυτικό αίμα, πράσινο,
θάλλονταςστην ακμή της ηλικίας μου. Τρίχωμα λαμπερό, γκρίζο·ξανθαίνει μόνο στις άκρες της χαίτης μου.Φρύδια διακριτά, παράστημα αρχοντικό,
εν γένει όψις σωστή
εκείνου που δεν ξέρει να υποτάσσεται.(Θεσσαλονίκη, Μάιος του 1994)
6. ΑΝΟΙΞΗΤο σπίτι είναι ήσυχο. Η αιθρία διεισδύει σ’ αυτό,
ύστερακουλουριάζεται ερπετό στο δάπεδο. Γνωρίζω καλάτην ελευθερία των συγκεκριμένων ημερών, τη γλύκα τους·την ορίζω στο ανθισμένο χαλί παίζοντας με μιακορδέλα κόκκινη, από υφαντό λουλούδι σε άλλοπερπατώντας όμοιό του. Κι οι τοίχοι γύρω μου
δε συνιστούν βέβαια μια φυλακή.
Είμαι ο πρίγκιπας του χώρου.(Θεσσαλονίκη, Απρίλιος 1994)
7. ΕΞΟΧΗΑυλές και φράχτες, τοίχοι τείχη κτίρια·η θέα τους μέχρι το αίμα μου αισθητή.Ο ορθός βράχος κρέμεται ψηλότερα από
τους χτύπους της καρδιάς μου.Ενδοσκοπώ την ύπαρξη των πραγμάτων,
ανασαίνοντας πυκνά,φωνές προγονικές στο καταφύγιο του κέδρου,
στον περίγυρο του φράξου φωνές,
κι η θέρμη της ημέρας γίνεται φρικίασμα του ανέμου.(Νικήτη, Αύγουστος 1996)
8. ΤΑΛΑΝΤΩΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟΑνομάτιστα αμνημόνευτα μικρά ποικίλα
έργα,δικά σου διαρκώς, επαυξάνονται.Αρμάθιασέ τα, γλυκύτατε.
Περιδινούμενα πλασμάτια υπαγορεύουντις κινήσεις του.
Αλλόκοτες νύμφες ενεδρεύουν στο πλάι του.Τα βασίλεια των μυρμηγκιών τον υπακούνεκι οι ώρες οδηγητικές.Κινήσεις ορμέμφυτες δίχως επίδειξη,
τέλειο σώμα.(Νικήτη, καλοκαίρι του 1997)
[48]
[49]
9. ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣΣτοιχειώσου στο σύμπαν, όμορφε.Περνά ο καιρός εδώ.Σε περιμένουν κι άλλοι κόσμοι.(Θεσσαλονίκη, 20 Φεβρουαρίου 1998)
ΈΈρργγαα του Θανάση Γεωργιάδη,,ΠΠοοιιηηττιικκάά: «Η αντιθετική πλην ισομερής βιολογία της Ελισάβετ Πλακίδα-Γεωργιάδου», α΄ έκδοση 1983, β΄ έκδοση 1984, Παρατηρητής, μεεξώφυλλο του Γιώργου Πούπη στην α΄ έκδοση, του Γιώργου Λα-ζόγκα στη β΄.«Ο Μέγας διάκοσμος», Α.Σ.Ε. 1984, με εξώφυλλο του ΓιώργουΛαζόγκα.«Ύπνοι και θάνατοι», εκδόσεις Χειρόγραφα, με τυπογραφική επι-μέλεια του Μάρκου Μέσκου και στο εξώφυλλο μια φωτογρα-φία του Γιώργου Πούπη, 1989.«Ωδές Α΄ - Δ΄», εκδόσεις των Ποταμοπλοίων, 1991, με κόσμημαεξωφύλλου του Σάββα Κωνσταντινίδη. «Μικρή Γεωγραφία», 2000, έκδοση εκτός εμπορίου του ΣτέλιουΨευτογκά, με τυπογραφική επιμέλεια, σχέδια και εξώφυλλοεπίσης του Στέλιου Ψευτογκά.«Ωδές Α΄ - ΙΣΤ΄», Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2007, με τυπογραφικήεπιμέλεια και εξώφυλλο του Στέλιου Ψευτογκά.«Τα Στάσιμα», Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2007, με τυπογραφικήεπιμέλεια και εξώφυλλο επίσης του Στέλιου Ψευτογκά.ΠΠεεζζοογγρρααφφίίαα:«Aλέξανδρος», αφήγημα, Αίγειρος, 1996, με τυπογραφική επι-μέλεια του Στέλιου Ψευτογκά και στο εξώφυλλο πίνακα του Σάβ-βα Κωνσταντινίδη.«Αλέξανδρος/ Θείος Γνόφος», δύο αφηγήματα (το δεύτερο χα-ρακτηρίστηκε από πολλούς ως πεζό ποίημα), με τυπογραφικήεπιμέλεια του Στέλιου Ψευτογκά, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2001.«Το βιβλίο του Ιορδάνη Γαβρά», μυθιστορία, με εξώφυλλο τουΣτέλιου Ψευτογκά, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2001. «Οι εννέα ζωές της», μυθιστορία, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2003.«Τα απόκρυφα της οδού γυναικών» ή «Η απόκρυφος ιστορίατης οδού γυναικών», ιστορικό μυθιστόρημα», Σύγχρονοι Ορίζο-ντες, 2004.«Λαός ονείρων», μυθιστορία, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2010. ΜΜεελλεεττήήμμαατταα:«Η αρχαία Μακεδονία κατά τον Στράβωνα», με Πρόλογο του
[52]
[53]
N.G.L. Hammond, Μαλλιάρης-Παιδεία, 1991.«Θράκη και Θράκες στην αρχαιότητα, 2002.«Περίπλους Ευξείνου Πόντου», Κέντρο Μαύρης Θάλασσας, 2002.«Ο Μεγάλος Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ στον Μυλοπόταμο», έκδο-ση του Μυλοποτάμου (Ιερού Καθίσματος του Αγίου Ευσταθίου),2012. ΜΜεεττααφφρράάσσεειιςς:Μεταφορά στη νεοελληνική των έργων «Ηλειακά Α΄ και Β΄ τουΠαυσανία, «Βάκχες», του Ευριπίδη, «Έργα» του Ησιόδου, «ΒίοςΑλεξάνδρου» του Πλουτάρχου, «Περί Αλεξάνδρου τύχης ή αρε-τής», επίσης του Πλουτάρχου, «Μαρτύριον Περπέτουας» του Τερ-τυλιανού (;), «Σωκράτης» του Διογένους Λαερτίου, Αρριανού καιΑνωνύμου «Περίπλους Ευξείνου», «Τα απόκρυφα Ευαγγέλια»(τα ορθόδοξα, σε δύο τόμους), «Περί μεγεθών και αποστημάτωνηλίου τε και σελήνης» του Αριστάρχου, όλα με εκτενείς προλό-γους και σημειώσεις. Μετέφρασε επίσης πολλούς ξένους λογο-τέχνες επωνύμως ή με το ψευδώνυμο Θάνος Ελισαίος, όπως Μπέρ-ναρντ Μάλαμουντ, Χ. Ντ. Λόρενς, Τζόζεφ Κόνραντ, ΡάντγιαρντΚίπλιγκ, Μαργκερίτ Ντιράς, Απολινέρ, Μαρκ Τουέιν κ. ά.