Download - Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Transcript
Page 1: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

YELLOW

BLACK

MAGENTA

CYAN

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟΤΕΥΧΟΣ 34

ISSN: 1105 - 8544

ΣΕ

ΠΤ

ΕΜ

ΒΡ

ΙΟΣ

20

10

ΟΙΚ

ΟΝ

ΟΜ

ΙΚΟ

ΔΕ

ΛΤ

ΙΟ Τ

ΕΥ

ΧΟ

Σ 3

4ΤΡ

ΑΠ

ΕΖ

Α Τ

ΗΣ Ε

ΛΛ

ΑΔΟ

Σ

ΕΥΡ

ΩΣΥΣ

ΤΗΜ

Α

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ2010

Page 2: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

1-ESOFYLO:������ 1 12-10-10 12:00 ������ 1

Page 3: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

1-ESOFYLO:������ 1 12-10-10 12:00 ������ 2

Page 4: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟΤΕΥΧΟΣ 34

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ2010

1-ESOFYLO:������ 1 12-10-10 12:00 ������ 3

Page 5: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

TPAΠEZA THΣ EΛΛAΔOΣEλευθ. Bενιζέλου 21102 50 Aθήνα

www.bankofgreece.gr

Διεύθυνση Oικονομικών Mελετών - ΓραμματείαTηλ. +30 210 320 2393Fax +30 210 323 3025

Tυπώθηκε στοΊδρυμα Eκτύπωσης Tραπεζογραμματίων και Aξιώντης Tράπεζας της Eλλάδος

ISSN 1105 - 8544

1-ESOFYLO:������ 1 12-10-10 12:00 ������ 4

Page 6: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

ΠΕΡ Ι ΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΜΕ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥΣ ΤΩΝ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣΘεόδωρος ΜητράκοςΠάνος ΤσακλόγλουΙωάννης Χολέζας 7

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΩΝ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ ΑΠΟ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣΖαχαρίας ΜπραγουδάκηςΣτέλιος Παναγιώτου 43

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΑ ΒΑΣΙΚΑΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑHeather D.GibsonΧιόνα Μπαλφούσια 59

ΔΟΚIΜΙΑ ΕΡΓΑΣIΑΣ(Μάρτιος 2010 – Ιούνιος 2010) 77

ΚΑΤAΛΟΓΟΣ AΡΘΡΩΝ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕYΘΗΚΑΝ ΣΕ ΠΡΟΗΓΟYΜΕΝΑ ΤΕYΧΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟYΔΕΛΤIΟΥ 85

1-ESOFYLO:������ 1 12-10-10 12:00 ������ 5

Page 7: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 20106

1-ESOFYLO:������ 1 12-10-10 12:00 ������ 6

Page 8: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Προηγούμενη εργασία των συγγραφέων είχεδιαπιστώσει ότι, παρά την αύξηση της ανερ-γίας των πτυχιούχων τις δύο τελευταίες δεκα-ετίες και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας τωναποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κατά ταπρώτα έτη μετά το πέρας των σπουδών τους,η αποφοίτηση από ίδρυμα τριτοβάθμιαςεκπαίδευσης σε γενικές γραμμές παρέχει μιασχετική ασφάλεια κατά της ανεργίας μακρο-χρόνια, τουλάχιστον σε σύγκριση με τις κατώ-τερες βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος(Μητράκος, Τσακλόγλου και Χολέζας, 2010).Ωστόσο, τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίαςδεν σημαίνουν από μόνα τους ότι η τριτοβάθ-μια εκπαίδευση αποτελεί καλή επένδυση. Γιανα αποφανθεί κανείς πάνω σ’ αυτό το ζήτημα,θα πρέπει να γνωρίζει και τις αποδόσεις τωνδιαφόρων βαθμίδων της εκπαίδευσης ή, δια-φορετικά, τον προσδοκώμενο μισθό μετά τηναποφοίτηση από συγκεκριμένα τμήματα τουεκπαιδευτικού συστήματος.

Η βιβλιογραφία για τις αποδόσεις της εκπαί-δευσης στην Ελλάδα είναι αρκετά πλούσια καιμια σύντομη επισκόπησή της παρουσιάζεταιπαρακάτω. Όμως, κυρίως λόγω έλλειψηςκατάλληλων στατιστικών δεδομένων, καμίααπό τις διαθέσιμες εμπειρικές μελέτες δενεπιχειρεί την εκτίμηση των (ιδιωτικών) απο-δόσεων της εκπαίδευσης για επιμέρους ομοι-ογενείς ομάδες αποφοίτων. Αυτό το κενό επι-διώκει να καλύψει η παρούσα εργασία, χρη-σιμοποιώντας, παρά τις όποιες αδυναμίεςτους, τα μισθολογικά δεδομένα των ΕρευνώνΕργατικού Δυναμικού της περιόδου α’ τρί-μηνο 2004-γ’ τρίμηνο 2007.

Στην επόμενη ενότητα της μελέτης παρουσιά-ζονται συνοπτικά τα ευρήματα των διαθέσιμωνεμπειρικών ερευνών για τις αποδόσεις τηςεκπαίδευσης στην Ελλάδα. Στην τρίτη ενότηταπαρουσιάζονται οι Έρευνες Εργατικού Δυνα-μικού που χρησιμοποιούνται στην εμπειρικήανάλυση, ενώ στην τέταρτη ενότητα παρατί-θενται τα σημαντικότερα αποτελέσματα τηςανάλυσης. Η τελευταία ενότητα συνοψίζει ταευρήματα της μελέτης. Αναλυτικές πληροφο-ρίες παρατίθενται στα Παραρτήματα.

2 ΣΥΝΤΟΜΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ

Το ζήτημα των μισθολογικών διαφορώνμεταξύ βαθμίδων του εκπαιδευτικού συστή-ματος στην Ελλάδα έχει εξεταστεί κυρίως στοπλαίσιο της διερεύνησης των αποδόσεων τηςεκπαίδευσης (πρωτίστως των “ιδιωτικών” απο-δόσεων). Σε σύγκριση με άλλες χώρες, οιδημοσιευμένες μελέτες που υπολογίζουν τιςαποδόσεις της εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναιπεριορισμένες σε αριθμό, αλλά εν μέρει και σεβάθος, κυρίως λόγω περιορισμών στα διαθέ-σιμα στατιστικά δεδομένα. Το ζήτημα των απο-δόσεων της εκπαίδευσης στην Ελλάδα εξετά-στηκε για πρώτη φορά από τον Leibenstein(1967). Από τότε μέχρι σήμερα, οι ερευνητικέςεργασίες έχουν πολλαπλασιαστεί.1

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 7

ΠΡΟΣΔ ΙΟΡ Ι Σ Τ Ι ΚΟ Ι ΠΑΡΑ ΓΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΤΩΝ Μ Ι ΣΘΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ , ΜΕ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΟΥΣΜ Ι ΣΘΟΥΣ ΤΩΝ ΑΠΟΦΟ Ι ΤΩΝ ΤΡ Ι ΤΟΒΑΘΜ ΙΑΣΕΚΠΑ Ι ΔΕΥΣΗΣ *

Θεόδωρος ΜητράκοςΤράπεζα της ΕλλάδοςΔιεύθυνση Οικονομικών Μελετών

Πάνος ΤσακλόγλουΟικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ιωάννης ΧολέζαςΚέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ)

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις των συγγραφέων και όχι κατ’ ανά-γκην της Τράπεζας της Ελλάδος. Ευχαριστίες εκφράζονται στουςH. Gibson, Ν. Καστή, Γ. Καλογήρου, Η. Κικίλια, Δ. Νικολίτσα, Ε.Παπαπέτρου, Τ. Πολίτη και Γ. Ψαχαρόπουλο για τα χρήσιμα σχό-λιά τους. Η παρούσα μελέτη υποστηρίχθηκε από τη Μορφωτικήκαι Αναπτυξιακή Πρωτοβουλία. Προηγούμενη εκδοχή της απο-τελούσε μέρος της συνολικότερης δράσης της με τίτλο “Εκπαί-δευση και Ανάπτυξη: Σύνδεση Εκπαίδευσης και Απασχόλησης”.

1 Για αναλυτική επισκόπηση της βιβλιογραφίας για τις ιδιωτικέςαποδόσεις της εκπαίδευσης στην Ελλάδα, βλ. Cholezas andTsakloglou (1999) και Χολέζας (2005).

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 7

Page 9: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται στιςδημοσιευμένες μελέτες καλύπτουν τη χρονικήπερίοδο από το 1957 μέχρι τις μέρες μας. Πολ-λές και ποικίλες βάσεις δεδομένων έχουν χρη-σιμοποιηθεί. Οι περισσότερες μελέτες βασί-ζονται σε στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. (ΈρευνεςΟικογενειακών Προϋπολογισμών, Ευρω-παϊκό Πάνελ Νοικοκυριών, Έρευνες Εισο-δημάτων και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοι-κοκυριών κ.ά.), όμως έχουν χρησιμοποιηθείκαι μισθολογικά στοιχεία δημόσιων και ιδιω-τικών επιχειρήσεων, ακόμη και δεδομένα πουέχουν συγκεντρωθεί από ιδιώτες ερευνητές.Κατά συνέπεια, δεν είναι πάντοτε εύκολο νααξιολογηθούν η ποιότητα και η καταλληλό-τητα των πληροφοριών που περιλαμβάνεικάθε βάση δεδομένων. Τέλος, όλες οι βάσειςδεδομένων που έχουν χρησιμοποιηθεί στιςυπάρχουσες εργασίες είναι διαστρωματικές(cross-section).

Όσον αφορά τη μεθοδολογία, οι περισσότε-ρες μελέτες χρησιμοποιούν τη μέθοδο τωνελαχίστων τετραγώνων (OLS) για να εκτιμή-σουν την κλασική ημιλογαριθμική εξίσωσηανθρώπινου κεφαλαίου του Mincer (1974) καινα προσδιορίσουν την επίδραση της εκπαί-δευσης στις αποδοχές. Σε γενικές γραμμές, ημεταβλητή “εκπαίδευση” εκφράζεται είτε σεέτη είτε σε επίπεδα εκπαίδευσης με τη χρήσηψευδομεταβλητών, ενώ συχνά, με στόχο τηβελτίωση της ερμηνευτικής ικανότητας τουυποδείγματος, χρησιμοποιούνται επιπρόσθε-τες ερμηνευτικές μεταβλητές, όπως η δυνητικήεμπειρία και το τετράγωνό της καθώς και ηηλικία και το εκπαιδευτικό επίπεδο τουπατέρα. Η μέθοδος για τη διόρθωση της μερο-ληπτικότητας του δείγματος ή του σφάλματοςεπιλογής δύο σταδίων του Heckman χρησι-μοποιείται από τον Kanellopoulos (1997), προ-κειμένου να προσδιοριστούν οι πραγματικέςαποδόσεις των ατόμων που απασχολούνταιστο δημόσιο τομέα, καθώς και από τουςKanellopoulos and Mavromaras (2002), οιοποίοι επιχειρούν να ερμηνεύσουν τη δια-φορά στις αποδοχές μεταξύ ανδρών και γυναι-κών. Ακόμη, η Παπαπέτρου (2004) χρησιμο-ποιεί τη μέθοδο της παλινδρόμησης των ποσο-στημορίων (quantiles regression), η οποία επι-

τρέπει την εκτίμηση της επίδρασης των ανε-ξάρτητων μεταβλητών στην εξαρτημένη μετα-βλητή κατά μήκος της κατανομής της τελευ-ταίας. Τέλος, οι κοινωνικές αποδόσεις τηςεκπαίδευσης έχουν υπολογιστεί με τη χρήσητεχνικών κόστους-ωφέλειας από τουςLeibenstein (1967), Psacharopoulos (1982),Magoula and Psacharopoulos (1999) καιΚανελλόπουλο, Μαυρομαρά και Μητράκο(2003).

Σχεδόν όλα τα αποτελέσματα των διαθέσιμωνεμπειρικών μελετών είναι σύμφωνα με τηθεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου, καθώςεπιβεβαιώνεται η θετική επίδραση τηςεκπαίδευσης και της δυνητικής εμπειρίας στιςαποδοχές. Οι αποδόσεις των επιπέδωνεκπαίδευσης αυξάνονται με τα έτη εκπαί-δευσης και οι επιπρόσθετες μεταβλητές έχουντο αναμενόμενο πρόσημο. Βέβαια, στην πραγ-ματικότητα οι αποδόσεις μπορεί να διαφέ-ρουν σε σημαντικό βαθμό μεταξύ των ατόμων,ανάλογα π.χ. με την πνευματική τους ικανό-τητα ή την ποιότητα του εκπαιδευτικού ιδρύ-ματος όπου φοίτησαν και τη φήμη που αυτόδιαθέτει στην αγορά εργασίας, αλλά αυτές οιυποθέσεις δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν μετα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία. Έναακόμη σημείο προβληματισμού είναι ηευρεία χρήση της δυνητικής αντί της πραγ-ματικής εργασιακής εμπειρίας ως ερμηνευτι-κής μεταβλητής, με αποτέλεσμα την πιθανήυπερεκτίμηση της συνδρομής της εμπειρίας,καθώς δεν λαμβάνονται υπόψη διαστήματαανεργίας, διαστήματα προσωρινής απουσίαςαπό την εργασία λόγω εγκυμοσύνης ή γιαάλλους λόγους, μεταβατικές περίοδοι μεταξύεργασιών κ.λπ. Επιπλέον, πολλές μελέτεςπροχωρούν στη χρήση περισσότερων ανε-ξάρτητων μεταβλητών, με αποτέλεσμα οι απο-δόσεις στην εκπαίδευση να μην είναι συγκρί-σιμες, εφόσον αυτές οι μεταβλητές επηρεά-ζουν την εκτιμημένη συμβολή της εκπαίδευ-σης στις αποδοχές. Από την άλλη πλευρά,αυτές οι μεταβλητές αυξάνουν την ερμηνευ-τική ικανότητα του υποδείγματος και επιτρέ-πουν τη διεύρυνση του αριθμού των παραγό-ντων που επιδρούν στις αποδοχές, ενώ συχνάαποκαλύπτουν υπερεκτίμηση των αποδόσεων

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 20108

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 8

Page 10: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

της εκπαίδευσης.2 Τέλος, ένα σημαντικό πρό-βλημα είναι αυτό του σφάλματος επιλογής στοδείγμα. Στην περίπτωση των γυναικών π.χ., τοδείγμα περιλαμβάνει μόνο τις εργαζόμενες.Αν όμως αυτές οι γυναίκες δεν έχουν επιλε-γεί τυχαία, αν δηλαδή είναι κυρίως γυναίκεςμε περισσότερα έτη εκπαίδευσης ή ανύπα-ντρες, τότε δεν αντιπροσωπεύουν όλες τιςγυναίκες, με αποτέλεσμα να υπάρχει σφάλμαεπιλογής και οι εκτιμήσεις θα πρέπει να διορ-θωθούν με τη χρήση των κατάλληλων οικο-νομετρικών τεχνικών.

Λαμβάνοντας υπόψη τους παραπάνω παρά-γοντες, επιχειρούμε μια συγκριτική ανάλυσητων αποτελεσμάτων των διαθέσιμων μελετών.Σε γενικές γραμμές, η απόδοση της εκπαί-δευσης στην Ελλάδα μειώνεται μέχρι τα τέλητης δεκαετίας του ’80 και αυξάνεται κατά τηδεκαετία του ’90. Έτσι, η απόδοση από έναεπιπλέον έτος εκπαίδευσης ξεκινά από 7,8%το 1964 (Kanellopoulos, 1985), μειώνεται σε5,8% το 1977 (Patrinos, 1992) και σε 2,5% το1985 (μέσος όρος ανδρών-γυναικών, Patrinosand Lambropoulos, 1993) για να ανακάμψει σε7,6% το 1994 (Magoula and Psacharopoulos,1999) και σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα το1999 (Χολέζας, 2005).3 Η ανάκαμψη των απο-δόσεων της εκπαίδευσης αποδίδεται τόσο στηναναπτυξιακή τροχιά της ελληνικής οικονομίαςκαι τη συνακόλουθη αύξηση της ζήτησηςεκπαιδευμένου προσωπικού όσο και στηνπαράλληλη εγκατάλειψη της εισοδηματικήςπολιτικής σύγκλισης των αποδοχών που εφαρ-μόστηκε τη δεκαετία του ’80. Στις περισσότε-ρες μελέτες, οι αποδόσεις για κάθε επίπεδοεκπαίδευσης χωριστά εμφανίζουν μια σχεδόνγραμμική σχέση προς τα έτη εκπαίδευσης, μεπιθανή εξαίρεση την τριτοβάθμια και, κυρίως,την πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Για παρά-δειγμα, το 1994 η απόδοση ανά έτος είναι 6,7%για την ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση,6,3% για την αντίστοιχη τεχνική, 6,9% για ταΤΕΙ και 8,7% για τα ΑΕΙ (Magoula andPsacharopoulos, 1999), ενώ το 1999 τα αντί-στοιχα ποσοστά για άνδρες/γυναίκες είναι9,3%/12,5%, 9,6%/7,9%, 11,1%/21,2% και14,5%/16,3% (Χολέζας, 2005). Η σύγκριση τωναποδόσεων της εκπαίδευσης στην Ελλάδα σε

σχέση με άλλα κράτη-μέλη της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίαςτου 1990 με βάση τα στοιχεία του ΕυρωπαϊκούΠάνελ Νοικοκυριών (ECHP) δείχνει ότι οιαποδόσεις είναι υψηλότερες στις χώρες τουΕυρωπαϊκού Νότου και η Ελλάδα καταλαμ-βάνει μία από τις κορυφαίες θέσεις (Χολέζας,2005). Σε αντίθετα συμπεράσματα καταλήγουνάλλες μελέτες, οι οποίες όμως χρησιμοποιούνδιαφορετικές βάσεις δεδομένων για κάθεχώρα (Harmon, Walker and Westergaard-Nielsen, 2001, OECD, 2010).

Όσον αφορά τη διαφορετική απόδοση τηςεκπαίδευσης μεταξύ των φύλων, παρατηρούμεότι, ενώ οι γυναίκες συχνά απολάμβανανχαμηλότερες αποδόσεις στο παρελθόν, τα πιοπρόσφατα δεδομένα υποδηλώνουν ότι η κατά-σταση έχει αλλάξει και οι αποδόσεις τηςεκπαίδευσης για τις γυναίκες υπερτερούνπλέον αισθητά των αντίστοιχων αποδόσεωνγια τους άνδρες. Έτσι, το 1964 η απόδοση απόένα έτος επιπλέον εκπαίδευσης ανέρχεται σε6,6% για άνδρες και 6,5% για γυναίκες μισθω-τούς (Kanellopoulos, 1982), ενώ τα αντίστοιχαποσοστά για άνδρες/γυναίκες είναι7,1%/11,4% το 1974, 5,2%/6,4% το 1988,6,7%/7,8% το 1994 και 7,2%/8,9% το 1999(Χολέζας, 2005).

Το ζήτημα των αποδόσεων της εκπαίδευσηςανάλογα με τον τομέα απασχόλησης φαίνεταιότι δίνει πιο σταθερά αποτελέσματα, αφού οιαποδόσεις είναι συνήθως υψηλότερες στονιδιωτικό τομέα (Hadjidema, 1998). Αυτό δενσημαίνει ότι οι μισθοί των γυναικών ή τωνιδιωτικών υπαλλήλων είναι υψηλότεροι απόό,τι των ανδρών ή των δημοσίων υπαλλήλων,το αντίθετο μάλιστα – οι αποδόσεις τους είναι

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 9

2 Επομένως, η χρήση επιπλέον μεταβλητών πρέπει να κρίνεται κατάπερίπτωση, αφού πρώτα εκτιμηθούν οι θετικές και οι αρνητικέςσυνέπειες.

3 Ανάλογη γενικά πορεία των αποδόσεων της εκπαίδευσης κατα-γράφεται και από τους Κανελλόπουλο, Μαυρομαρά καιΜητράκο (2003) με βάση τα στοιχεία των Ερευνών Οικογενεια-κών Προϋπολογισμών για την περίοδο 1974-1999. Συγκεκριμένα,για τους άνδρες οι συγγραφείς διαπιστώνουν σημαντική μείωσητων αποδόσεων όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης την περίοδο1974-1988, αξιόλογη αύξηση την περίοδο 1988-1994 και σταθε-ρότητα ή ελαφρά μείωση στη συνέχεια (1994-1999). Στην περί-πτωση των γυναικών οι αντίστοιχες αποδόσεις μειώνονται σημα-ντικά την περίοδο 1974-1982 για να αυξηθούν στη συνέχεια (1982-1999).

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 9

Page 11: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

υψηλότερες κυρίως επειδή οι αποδοχές τηςομάδας αναφοράς τους (δηλαδή, αντίστοιχα,γυναικών ή εργαζομένων του ιδιωτικού τομέαμε χαμηλά προσόντα) είναι εξαιρετικά χαμη-λές (Χολέζας, 2005). Για παράδειγμα, οι αμοι-βές των γυναικών στον ιδιωτικό τομέα είναι37% χαμηλότερες από τις αμοιβές των γυναι-κών στο δημόσιο τομέα, ενώ το εύρος της δια-φοράς στις αποδοχές των δύο ομάδων εξαρ-τάται από το ύψος των αποδοχών, καθώς αυτήη διαφορά φαίνεται να μειώνεται όσο αυξά-νονται οι αποδοχές (Παπαπέτρου, 2003).

Ο συντελεστής της δυνητικής εμπειρίας (με ήχωρίς τα έτη αρχαιότητας εντός της ίδιας επι-χείρησης) είναι πάντοτε θετικός, αποδει-κνύοντας τη σημασία της προϋπηρεσίας στηδιαδικασία καθορισμού των αποδοχών. Οσυντελεστής της αρχαιότητας, αν και συνα-ντάται σε λίγες μελέτες, είναι θετικός και υψη-λότερος από το συντελεστή της εμπειρίας. Τογεγονός αυτό πιθανότατα υπονοεί ότι οι εργο-δότες εκτιμούν περισσότερο την εμπειρία στοεσωτερικό της επιχείρησης και άρα αξιολο-γούν ως σημαντικότερη την ειδική από τηγενική εμπειρία. Μάλιστα, όταν στις ανεξάρ-τητες μεταβλητές περιλαμβάνεται η αρχαιό-τητα, η απόδοση ενός επιπλέον έτους εκπαί-δευσης μειώνεται κατά μία περίπου ποσοστι-αία μονάδα (Kanellopoulos, 1985). Οι υπό-λοιπες μεταβλητές που χρησιμοποιούνταιέχουν τα αναμενόμενα πρόσημα. Ιδιαίτεροενδιαφέρον παρουσιάζει η αύξηση της από-δοσης ενός επιπλέον έτους εκπαίδευσης σεάτομα με υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης τουπατέρα (Patrinos, 1992, 1995), καθώς αποτε-λεί ένδειξη διαγενεακής μεταβίβασης τωνμισθολογικών ανισοτήτων.

Στη βιβλιογραφία ερευνώνται επίσης επιμέ-ρους ζητήματα που σχετίζονται με τις αποδό-σεις της εκπαίδευσης με τον ένα ή τον άλλοτρόπο. Έτσι, ενώ σύμφωνα με τη θεωρία τουανθρώπινου κεφαλαίου οι θετικές αποδόσειςτης εκπαίδευσης οφείλονται στην αύξηση τηςπαραγωγικότητας, σύμφωνα με τη θεωρία τουφίλτρου μπορεί να προέρχονται από το γεγο-νός ότι η εκπαίδευση σηματοδοτεί στους εργο-δότες αυξημένες ικανότητες του εργαζομένου.

Στην περίπτωση αυτή, η εκπαίδευση ουσια-στικά μπορεί να συνεπάγεται σπατάλη πόρων,αφού δεν συμβάλλει στην αύξηση της παρα-γωγικότητας των εργαζομένων. Τα αποτελέ-σματα των διαφόρων μελετών για την ελληνικήαγορά εργασίας δεν φαίνεται να συμφωνούνπάντοτε μεταξύ τους (Lambropoulos, 1992,Magoula and Psacharopoulos, 1999, Χολέζας,2005) και τείνουν να επηρεάζονται σημαντικάαπό τη μέθοδο ελέγχου που χρησιμοποιείται.

Ένα δεύτερο σημείο ενδιαφέροντος που σχε-τίζεται με τις αποδόσεις της εκπαίδευσης είναιοι διακρίσεις μεταξύ των φύλων στην αγοράεργασίας. Οι διαθέσιμες μελέτες δείχνουν ότισε μεγάλο βαθμό οι μισθολογικές διαφορέςανάμεσα στα δύο φύλα στην Ελλάδα μπορούννα αποδοθούν σε διακρίσεις στην αγορά εργα-σίας, αφού το 1988/1994 ένα ποσοστό71,5%/53,8% των μισθολογικών διαφορών δενμπορεί να ερμηνευθεί από διαφορές ως προςτο ανθρώπινο κεφάλαιο ανδρών και γυναικών(Kanellopoulos and Mavromaras, 2002).4

Μεταξύ 1988 και 1999 το χάσμα των αποδοχώντων δύο φύλων στον ιδιωτικό τομέα αυξάνεταιελαφρά αλλά, ανεξάρτητα από τη μεθοδολο-γία που ακολουθείται, το μεγαλύτερο τμήματης διαφοράς δεν μπορεί να ερμηνευθεί απότις παρατηρούμενες διαφορές στο απόθεμαανθρώπινου κεφαλαίου ανδρών και γυναικών(Χολέζας, 2005). Επιπλέον, σημαντική δια-φοροποίηση υπάρχει στις αποδοχές ανδρώνκαι γυναικών όταν ληφθούν υπόψη η θέσηκατά μήκος της κατανομής των αποδοχών(Papapetrou, 2008) και το εκπαιδευτικό επί-πεδο των εργαζομένων (Παπαπέτρου, 2007),αν και στις περισσότερες των περιπτώσεων οιμισθολογικές διαφορές δεν μπορούν να ερμη-νευθούν από διαφορές ως προς τα παραγω-γικά χαρακτηριστικά των εργαζομένων.

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, καμία απότις διαθέσιμες μελέτες δεν υπολογίζει απο-δόσεις της εκπαίδευσης για επιμέρους ομάδεςαποφοίτων εντός συγκεκριμένης εκπαιδευτι-κής βαθμίδας (π.χ. μηχανικών, ιατρών, οικο-

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201010

4 Το ποσοστό της ανεξήγητης διαφοράς σύμφωνα με τη μελέτη τωνΚανελλόπουλου, Μαυρομαρά και Μητράκου (2003) έφθασε το87,9% το 1999 (1994: 70,7%, 1988: 46,3%).

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 10

Page 12: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

νομολόγων κ.λπ.). Επίσης καμία από τις δια-θέσιμες μελέτες δεν έχει χρησιμοποιήσει ταδεδομένα των Ερευνών Εργατικού Δυναμι-κού. Αν και το κύριο μέλημα αυτής της μελέ-της δεν είναι ο υπολογισμός των ιδιωτικώναποδόσεων της εκπαίδευσης, αλλά η εξέτασητων μισθολογικών διαφορών μεταξύ ομάδωνεργαζομένων, στο πλαίσιό της θα επιχειρηθείη κάλυψη αυτού του κενού.

3 ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ: ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΠΡΩΤΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Για τους σκοπούς της παρούσας μελέτης χρη-σιμοποιήθηκαν τα μικροδεδομένα των τριμη-νιαίων Ερευνών Εργατικού Δυναμικού (ΕΕΔ)που διενήργησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή(ΕΛ.ΣΤΑΤ.) κατά την περίοδο μεταξύ τουπρώτου τριμήνου του 2004 και του τρίτου τρι-μήνου του 2007. Η περίοδος αυτή επελέγηδιότι α) η μεθοδολογία συλλογής πληροφο-ριών της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού ανα-μορφώθηκε ριζικά το 2004 και β) γι’ αυτό τοδιάστημα τα μικροδεδομένα είναι διαθέσιμααπό την ΕΛ.ΣΤΑΤ. σε μορφή “κυλιόμενου”δείγματος (rotating panel), καθώς κάθε μέλοςτου δείγματος συμμετέχει στην έρευνα για έξισυνεχόμενα τρίμηνα (“κύματα”).

Η ΕΕΔ διενεργείται δειγματοληπτικά από τηνΕΛ.ΣΤΑΤ. σε τριμηνιαία βάση από το 1998(παλαιότερα μόνο κατά το β’ τρίμηνο κάθεέτους). Βασικός σκοπός της έρευνας είναι ησυγκέντρωση αναλυτικών στοιχείων για τηναπασχόληση και την ανεργία των μελών τωννοικοκυριών, ηλικίας 15 ετών και άνω. Τομέγεθος του τριμηνιαίου δείγματος της ΕΕΔανέρχεται περίπου σε 30.000 νοικοκυριά(μέσο κλάσμα δειγματοληψίας 0,85%) καιεναλλάσσεται (αντικαθίσταται) κατά το 1/6του σε κάθε επόμενο τρίμηνο, το οποίο συνε-πάγεται τη διενέργεια 120.000 τουλάχιστονσυνεντεύξεων ετησίως.

Στο τέλος του ερωτηματολογίου της ΈρευναςΕργατικού Δυναμικού ―και μόνο προς ταμέλη του νοικοκυριού που εργάζονται με την

ιδιότητα του μισθωτού― υποβάλλεται ερώ-τημα σε σχέση με τις μηνιαίες αποδοχές τους.Tο σχετικό ερώτημα διατυπώνεται ως εξής:“Ποιες είναι συνολικά οι καθαρές μηνιαίεςαποδοχές σας από την κύρια εργασία, συμπε-ριλαμβανομένων και των πρόσθετων αμοιβών(αφορά αποδοχές του τελευταίου μήνα);”. Οιαπαντήσεις στο ερώτημα αυτό δίνονται μεβάση τα παρακάτω εννέα κλιμάκια εισοδή-ματος: μέχρι 250 €, 251-500 €, 501-750 €, 751-1.000 €, 1.001-1.250 €, 1.251-1.500 €, 1.501-1.750 €, 1.751-2.000 €, 2.000 € και άνω. Αυτήη πληροφορία αξιοποιείται για τους σκοπούςτης παρούσας μελέτης, παρότι οι ομαδοποιη-μένες πληροφορίες δεν είναι οι πλέον ενδε-δειγμένες για την οικονομετρική ανάλυση τωνμισθολογικών διαφορών μεταξύ των μελώντου δείγματος.

Αρχικά έγινε προσπάθεια να χρησιμοποιη-θούν τα δεδομένα τύπου panel της ΕΕΔ μεεφαρμογή κατάλληλων οικονομετρικών τεχνι-κών, ώστε να απομονωθεί η επίδραση των μηπαρατηρήσιμων ατομικών χαρακτηριστικώνκαι να υπολογιστεί η “καθαρή” επίδραση τωνεπιμέρους συνιστωσών του εκπαιδευτικούσυστήματος στο ύψος της ωριαίας αμοιβής τωνμισθωτών. Δυστυχώς, αυτό δεν κατέστη δυνα-τόν, διότι η διαχρονική μεταβλητότητα τηςεξαρτημένης μεταβλητής (αλλά και, σε ακόμημεγαλύτερο βαθμό, πολλών ανεξάρτητωνμεταβλητών) ανά μονάδα παρατήρησης(άτομο) ήταν εξαιρετικά περιορισμένη. Μεάλλα λόγια, στη συντριπτική πλειοψηφία τωνπεριπτώσεων, το κλιμάκιο εισοδήματος τουμισθωτού μεταβαλλόταν πολύ λίγο, ακόμη καιμεταξύ έξι διαδοχικών τριμήνων, ενώ και ταλοιπά χαρακτηριστικά των μισθωτών συνήθωςπαρέμεναν αμετάβλητα κατά τη διάρκεια τηςσυμμετοχής τους στην ΕΕΔ. Ως εκ τούτου, γιατους σκοπούς της ανάλυσης χρησιμοποιήσαμεδιαστρωματικά στοιχεία των ΕΕΔ. Πιοσυγκεκριμένα, χρησιμοποιήσαμε όλους τουςμισθωτούς όλων των ετών της έρευνας, τηνπρώτη φορά που εμφανίζονται στις ΕΕΔ κατάτο διάστημα 2004 (Ι)-2007 (ΙΙΙ). Οι αντίστοι-χες κατανομές μηνιαίων μισθών ανά εκπαι-δευτικό επίπεδο μισθωτού παρουσιάζονταιστον Πίνακα 1. Περίπου το 15% των μισθωτών

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 11

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 11

Page 13: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

του δείγματος δεν έχει δώσει απάντηση στο ενλόγω ερώτημα (δήλωσε: Δεν γνωρίζει/Δεναπαντά) και συνεπώς αποκλείστηκε από τηνανάλυση. Το ποσοστό αυτό δεν φαίνεται νασχετίζεται στενά με το εκπαιδευτικό επίπεδοτων μισθωτών, αν και είναι ελαφρά υψηλό-τερο στις πολύ χαμηλές και τις πολύ υψηλέςεκπαιδευτικές ομάδες.

Για τους σκοπούς της ανάλυσης, για τα “κλει-στά” κλιμάκια εισοδήματος υποθέσαμε ότι ομισθωτός λάμβανε ως αμοιβή τη μέση τιμή τουδιαστήματος, ενώ για τις μέσες τιμές των δύο“ανοικτών” κλιμακίων (στο άνω και στο κάτωμέρος της κατανομής) αντλήσαμε πληροφο-ρίες από τα αναλυτικά δεδομένα της ΈρευναςΟικογενειακών Προϋπολογισμών που διε-νεργήθηκε από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. μεταξύΦεβρουαρίου 2004 και Ιανουαρίου 2005, όπουη πληροφορία για το ύψος των καθαρών αμοι-βών των μισθωτών συλλέγεται χωρίς τη χρήσηκλιμακίων. Δεδομένου ότι το δείγμα της ΕΕΔπου αξιοποιήθηκε στην ανάλυση των μισθώνκάλυψε σε τριμηνιαία βάση την περίοδο 2004(Ι)-2007 (ΙΙΙ), οι μέσες τιμές των εισοδηματι-κών κλιμακίων κάθε τριμήνου της ΕΕΔ “πλη-θωρίστηκαν” με βάση τα στοιχεία του ΔείκτηΤιμών Καταναλωτή που δημοσιεύονται απότην ΕΛ.ΣΤΑΤ. και με αυτό τον τρόπο όλα τα

στοιχεία των μισθών έχουν πλέον αναχθεί σεσταθερές τιμές του τρίτου τριμήνου του 2007.Τέλος, για τη μετατροπή των μηνιαίων μισθώνσε ωριαία βάση αξιοποιήθηκαν οι απαντήσειςτων μισθωτών στο ερώτημα πόσες ώρες εργά-ζονται συνήθως την εβδομάδα στην κύριαεργασία τους. Με βάση αυτό το ερώτημα, ορι-σμένα ακόμη άτομα εξαιρέθηκαν από τηνανάλυση, καθώς δήλωσαν ότι “δεν μπορούν νακαθορίσουν τις ώρες που συνήθως εργάζο-νται, γιατί αυτές διαφέρουν σημαντικά απόεβδομάδα σε εβδομάδα ή από μήνα σε μήνα”.Οι κατανομές που προκύπτουν εμφανίζονταιστο Διάγραμμα 1, για έξι κατηγορίες μισθω-τών ομαδοποιημένων ανάλογα με το εκπαι-δευτικό τους επίπεδο. Από το διάγραμμα προ-κύπτει σαφής θετική σχέση μεταξύ ωριαίαςαμοιβής και εκπαιδευτικού επιπέδου. Αυτή ησχέση αναλύεται λεπτομερώς στην επόμενηενότητα της μελέτης.

Αναφορικά με τον ορισμό των εκπαιδευτικώνομάδων, η ΕΕΔ υποδιαιρεί τον πληθυσμό σεπολυάριθμες ―και πολλές φορές μάλλοναυθαίρετες ως προς την παρεχόμενη λεπτο-μέρεια― εκπαιδευτικές κατηγορίες. Δεδομέ-νου ότι η παρούσα μελέτη επικεντρώνεταιστους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης,επελέγη η ομαδοποίηση των πτυχιούχων ΑΕΙ

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201012

Έως 250 1,5 0,7 0,6 0,4 0,5 0,2

251-500 7,4 5,6 5,3 3,1 2,5 1,3

501-750 26,8 23,7 23,8 14,9 8,6 4,5

751-1000 30,7 28,8 26,7 29,6 18,2 12,5

1001-1250 12,8 16,5 15,1 23,6 25,1 19,0

1251-1500 4,2 7,3 7,4 10,3 16,5 15,4

1501-1750 1,5 2,1 2,5 2,4 5,3 9,0

1751-2000 0,4 0,6 1,0 0,9 2,6 6,9

2000+ 0,2 0,4 1,5 1,1 3,3 11,9

Δεν απάντησαν 14,6 14,3 16,3 13,6 17,3 19,3

Καθαρές μηνιαίες αποδοχές

Εκπαιδευτικό επίπεδο

Προλυκειακήεκπαίδευση Λύκειο

Μεταλυκειακήμη τριτοβάθμια

εκπαίδευση ΤΕΙ ΑΕΙΜεταπτυχιακές

σπουδές

Πίνακας 1 Ποσοστιαία κατανομή μισθωτών σε κλιμάκια εισοδήματος ανά εκπαιδευτικήβαθμίδα (όλες οι ΕΕΔ, χωρίς προσαρμογές για πληθωρισμό)

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 12

Page 14: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

και ΤΕΙ σε όσο το δυνατόν περισσότερο ανα-λυτικές ομάδες. Σε πολλές περιπτώσεις όμωςαυτό δεν ήταν εφικτό, λόγω του μικρού αριθ-μού μισθωτών στις αντίστοιχες ομάδες.Τελικά, το κριτήριο που επελέγη για τη δια-τήρηση ή συγχώνευση εκπαιδευτικών ομάδωντριτοβάθμιας εκπαίδευσης ήταν, εκτός τηςομοιογένειας των γνωστικών αντικειμένωντους, η ύπαρξη ενός ελάχιστου αριθμού παρα-τηρήσεων (περίπου 100 ανδρών ή γυναικών)που να καλύπτουν μεγάλο εύρος ετών μετά τηναποφοίτηση. Για τις χαμηλότερες εκπαιδευ-τικές βαθμίδες η ομαδοποίηση έγινε σε σχε-τικά μικρό αριθμό ομάδων. Επίσης, αποφα-σίστηκε να μείνουν εκτός δείγματος λίγες ομά-δες που είτε είχαν μικρό σχετικά αριθμόπαρατηρήσεων είτε παρουσίαζαν ιδιαίτεραπροβλήματα (απόφοιτοι σχολείων ατόμων μεειδικές ανάγκες, απόφοιτοι Ανοικτού Πανε-πιστημίου και Προγραμμάτων Σπουδών Επι-λογής, απόφοιτοι σχολών ενόπλων δυνάμεωνκαι σωμάτων ασφαλείας, απόφοιτοι ΣΕΛΕΤΕκαι παιδαγωγικών ακαδημιών διδασκάλωνδιετούς διάρκειας). Η πλήρης αντιστοίχιση

μεταξύ των εκπαιδευτικών κατηγοριών τηςΕΕΔ και των εκπαιδευτικών κατηγοριών τηςπαρούσας μελέτης εμφανίζεται στο Παράρ-τημα ΙΙ της μελέτης των Μητράκου, Τσακλό-γλου και Χολέζα (2010), με δύο εξαιρέσειςλόγω μικρού αριθμού μισθωτών τόσο σεάνδρες όσο και σε γυναίκες. Η πρώτη εξαί-ρεση αντιστοιχεί στην ομάδα των αποφοίτων“δομικών” ΤΕΙ, η οποία έχει συγχωνευθεί μετην ομάδα αποφοίτων σχολών των ΤΕΙ “μηχα-νολόγων και Η/Υ”. Η δεύτερη αφορά τουςαποφοίτους ΑΕΙ των σχολών Πληροφορικήςκαι έχει συγχωνευθεί με την ομάδα των απο-φοίτων “πολυτεχνικής μηχανολόγων” πουπεριέχει και το συγγενή κλάδο των “μηχανι-κών Η/Υ”.

4 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΝ

Για τους σκοπούς της μελέτης επιχειρείταιεκτίμηση των ωριαίων αποδοχών των μισθω-τών του δείγματος με βάση τη θεωρία τουανθρώπινου κεφαλαίου. Πρωτεργάτες αυτήςτης θεωρίας θεωρούνται οι Mincer (1958,1974), Schultz (1961), Becker (1964), Beckerand Chiswick (1966) και Ben-Porath (1967), οιοποίοι βασίστηκαν σε ιδέες του Άνταμ Σμιθ.Στη θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου, οιδιαφορές στις αποδοχές από την εργασίαοφείλονται στο διαφορετικό απόθεμα ανθρώ-πινου κεφαλαίου των επιμέρους εργαζομένων.Το απόθεμα αυτό καθορίζει την παραγωγι-κότητά τους, η οποία σε μια ανταγωνιστικήαγορά προσδιορίζει το ύψος των αποδοχών.Συστατικά του ανθρώπινου κεφαλαίου είναι οιγνώσεις, οι ικανότητες και οι δεξιότητες πουαποκομίζει το άτομο από την τυπική ή τηνάτυπη εκπαίδευση και την προηγούμενη εργα-σιακή εμπειρία (OECD, 1998), αλλά και οιέμφυτες ικανότητες ενός ατόμου. Με βάση τιςπαραδοχές αυτές, διαμορφώθηκε η μινσε-ριανή εξίσωση αποδοχών (Mincer, 1974), ηοποία έχει χρησιμοποιηθεί ευρύτατα στηβιβλιογραφία των οικονομικών της εκπαί-δευσης. Η συγκέντρωση των εμπειρικών εκτι-μήσεων πολλών από αυτές τις μελέτες από τονΨαχαρόπουλο (Psacharopoulos, 1973, 1981,

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 13

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 13

Page 15: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

1985, 1994, Psacharopoulos and Patrinos,2004) επιβεβαιώνει την ισχυρή θετική συσχέ-τιση μεταξύ εκπαίδευσης και αποδοχών, αλλάεπίσης και τις σημαντικές διαφορές ως προςτο ύψος των αποδόσεων της εκπαίδευσης,ιδίως των ιδιωτικών, μεταξύ χωρών και χρο-νικών περιόδων.

Η ανάλυσή μας αφορά τόσο ευρείες εκπαι-δευτικές ομάδες, όπως αυτές του Πίνακα 1,όσο και στενά καθορισμένες εκπαιδευτικέςομάδες ως προς το γνωστικό αντικείμενο τωνσπουδών των μισθωτών. Με βάση τα ευρή-ματα των μελετών που παρατίθενται στη δεύ-τερη ενότητα της παρούσας μελέτης, προκρί-θηκε να εκτιμηθούν οικονομετρικές εξισώσειςχωριστά για άνδρες και γυναίκες (με το σκε-πτικό ότι, ακόμη και αν οι μεταβλητές πουεπηρεάζουν το ύψος των μισθών ανδρών καιγυναικών είναι οι ίδιες, η επίδρασή τους είναιποσοτικά διαφορετική). Το δείγμα της ανά-λυσης αποτελείται από 29.317 άνδρες και20.851 γυναίκες. Η σύνθεση του δείγματος ωςπρος τα εκπαιδευτικά προσόντα των μελώντου εμφανίζεται στον Πίνακα 2.

Δύο σημεία θα πρέπει να επισημανθούν. Πρώ-τον, η αυτοαπασχόληση είναι ευρέως διαδε-δομένη στην Ελλάδα. Το 41,0% του συνόλουτων απασχολούμενων ανδρών του δείγματοςκαι το 26,1% του συνόλου των απασχολούμε-νων γυναικών είναι αυτοαπασχολούμενοι. Ηαυτοαπασχόληση είναι ιδιαίτερα διαδεδομένημεταξύ των κατόχων χαμηλών εκπαιδευτικώνπροσόντων (κυρίως στον αγροτικό τομέα τηςοικονομίας) και σε συγκεκριμένες ομάδεςυψηλών εκπαιδευτικών προσόντων. Ενδει-κτικά, μόνο το 25,2% των ανδρών αποφοίτωννομικής του δείγματος είναι μισθωτοί. Επίσης,πολύ χαμηλά ποσοστά μισθωτής εργασίαςεμφανίζονται μεταξύ των ανδρών αποφοίτωνπολυτεχνικών σχολών δομικών (35,3%) καιιατρικής κ.λπ. (46,6%). Τα αντίστοιχα ποσο-στά για γυναίκες αποφοίτους είναι 44,0%,54,7% και 45,1%. Για τις ομάδες αυτές ίσωςείναι ελαφρά παρακινδυνευμένο να συναγά-γουμε συμπεράσματα από τους μισθωτούςαποφοίτους για το σύνολο των αποφοίτων τωναντίστοιχων σχολών.5 Δεύτερον, ορισμένες

ομάδες είναι πολύ μικρές, ανομοιογενείς ή καιτα δύο. Αυτό ισχύει για τις ομάδες “άλλο ΤΕΙ”και “άλλο ΑΕΙ”, όπως και για την ομάδα τωνανδρών αποφοίτων “ξένων γλωσσών” (και, σεμικρότερο βαθμό, τις ομάδες ανδρών απο-φοίτων “κοινωνικών επιστημών” και γυναικώναποφοίτων “γεωπονικής και δασολογίας”). Τααποτελέσματα των ομάδων αυτών δεν θα σχο-λιαστούν.

Τα αποτελέσματα που παρατίθενται στονΠίνακα 2 ενδεχομένως υποδηλώνουν ότι τοδείγμα των μισθωτών μπορεί να μην είναιτυχαίο και επομένως να απαιτείται εκτίμησηδύο σταδίων. Δηλαδή, κατ’ αρχάς εκτίμηση τηςπιθανότητας συμμετοχής ενός ατόμου στοδείγμα των μισθωτών και κατόπιν εκτίμησητου ύψους του μισθού των μισθωτών, αφούπρώτα συμπεριληφθεί στις ερμηνευτικέςμεταβλητές και ο σχετικός διορθωτικός όρος(Inverse Mills Ratio). Σε όλες τις απόπειρεςεκτίμησης δύο σταδίων που πραγματοποιή-θηκαν, ο σχετικός όρος ήταν πάντοτε στατι-στικά μη σημαντικός και κατά συνέπεια τααποτελέσματα που παρουσιάζονται παρακάτωέχουν εκτιμηθεί με τη χρήση της μεθόδου τωνελαχίστων τετραγώνων.

Παραδοσιακά, στις οικονομετρικές εκτιμήσειςτων ιδιωτικών αποδόσεων της εκπαίδευσης, ηεξαρτημένη μεταβλητή είναι ο λογάριθμος τωνωριαίων αποδοχών των μισθωτών, ενώ οιβασικές ερμηνευτικές μεταβλητές που προ-σεγγίζουν το συσσωρευμένο στον εργαζόμενοανθρώπινο κεφάλαιο είναι δύο: η εκπαίδευσηκαι η εργασιακή εμπειρία του. Στο κύριομέρος της ανάλυσης, για την εκπαίδευση χρη-σιμοποιούνται ψευδομεταβλητές που απεικο-νίζουν την ανώτατη βαθμίδα και ειδίκευσηεκπαίδευσης που ολοκλήρωσε ο μισθωτός σύμ-φωνα με τις αναλυτικές πληροφορίες τουΠίνακα 2. Για την εργασιακή εμπειρία χρησι-μοποιούνται τα έτη από την αποφοίτηση τουεργαζομένου και το τετράγωνό τους. Ο τετρα-

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201014

5 Σημειώνεται ότι στις συγκεκριμένες ομάδες αποφοίτων έχουμεμικρό αριθμό μισθωτών και όχι γενικά λίγες παρατηρήσεις. Επο-μένως, αυτές οι ομάδες χρησιμοποιούνται ως ανεξάρτητες, αλλάτα αποτελέσματα πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή, καθώς έναμεγάλο ποσοστό αυτών των αποφοίτων δεν είναι μισθωτοί.

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 14

Page 16: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

γωνικός όρος, ο οποίος αναμένεται να έχειαρνητικό πρόσημο στις οικονομετρικές εκτι-μήσεις, υποδηλώνει ότι η συσσώρευση εμπει-ρίας επιδρά αυξητικά ―αλλά με φθίνονταρυθμό― στις αποδοχές του ατόμου και ενδέ-

χεται, από ένα σημείο και μετά, η οριακή επί-δρασή της να είναι αρνητική (λόγω απαξίωσηςγνώσεων και δεξιοτήτων). Η χρησιμοποιού-μενη μεταβλητή για την εργασιακή εμπειρίατου ατόμου δεν είναι ιδεώδης, εφόσον απλώς

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 15

Προλυκειακή εκπαίδευση 49,6 10.090 53,6 4.218

Πρωτοβάθμια 44,4 5.988 46,6 2.645

Κατώτερη δευτεροβάθμια 58,6 4.102 68,7 1.573

Λύκειο 63,5 10.797 79,4 7.141

Γενικό λύκειο 62,3 7.503 78,9 6.249

Τεχνικό λύκειο 69,8 1.629 88,0 642

Μέση τεχνική σχολή 63,0 1.665 72,2 250

Μεταλυκειακή μη τριτοβάθμια εκπαίδευση 69,5 2.501 83,6 2.903

IEK 69,5 2.145 84,5 2.608

Άλλο μεταλυκειακό 69,6 356 76,4 295

ΤΕΙ 69,7 1.506 89,7 1.803

Δομικών, μηχανολόγων και Η/Υ 71,4 774 85,5 200

Γεωργικής τεχνολογίας και τροφίμων 71,8 139 81,0 105

Οικονομίας και διοίκησης 68,6 416 88,4 578

Ιατρικών επιστημών 65,8 146 93,0 809

Άλλο ΤΕΙ 55,2 31 89,6 111

ΑΕΙ 61,9 3.949 78,2 4.467

Πολυτεχνική δομικών 35,3 260 54,7 149

Πολυτεχνική μηχανολόγων, πληροφορική 69,3 486 89,1 132

Φυσικές επιστήμες 77,4 368 82,1 198

Μαθηματικά και στατιστική 75,3 281 88,9 160

Ιατρική κ.λπ. 46,6 417 45,1 287

Γεωπονική και δασολογία 67,3 220 90,8 97

Νομική 25,2 104 44,0 235

Οικονομικά και διοίκηση 68,9 880 88,8 795

Κοινωνικές επιστήμες 72,6 64 83,2 178

Ανθρωπιστικές επιστήμες 82,3 386 90,2 1.071

Ξένες γλώσσες 57,4 27 81,2 327

Φυσική αγωγή 80,4 267 91,4 167

Παιδαγωγικά 96,5 144 97,3 581

Άλλο ΑΕΙ 73,4 45 81,0 90

Μεταπτυχιακές σπουδές 74,9 474 79,4 319

Μεταπτυχιακό 73,1 286 77,6 221

Διδακτορικό 78,2 188 85,4 98

ΣΥΝΟΛΟ 59,0 29.317 73,9 20.851

Εκπαιδευτικό επίπεδο

Άνδρες Γυναίκες

Ποσοστό μισθωτών

Αριθμόςμισθωτών

Ποσοστό μισθωτών

Αριθμόςμισθωτών

Πίνακας 2 Ποσοστά μισθωτών στο σύνολο των απασχολούμενων ατόμων ηλικίας 15-64 ετώντην πρώτη φορά που εμφανίζονται στο δείγμα των ΕΕΔ (2004 Ι - 2007 ΙΙΙ)

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 15

Page 17: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

προσεγγίζει την πραγματική εργασιακή εμπει-ρία του (παραβλέπει διαστήματα ανεργίας,διαστήματα εκτός αγοράς εργασίας, αλλά καιδιαστήματα εργασίας κατά τη διάρκεια τωνσπουδών).6 Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υπε-ρεκτίμηση της πραγματικής εμπειρίας, άρα καιτης επίδρασής της στις αποδοχές. Όμως, σεσύγκριση με την αντίστοιχη μεταβλητή πουχρησιμοποιείται στη μεγάλη πλειονότητα τωνεργασιών που αναφέρονται στο δεύτερο τμήματης παρούσας μελέτης (ηλικία μείον ελάχιστααπαιτούμενα έτη σπουδών για την απόκτησητου πτυχίου μείον 6), αναμφίβολα αποτελείπολύ καλύτερη προσέγγιση της πραγματικήςεργασιακής εμπειρίας των μελών του δείγμα-τος. Επειδή θεωρητικά δεν υπάρχει λόγος νααναμένουμε ότι η σχέση εμπειρίας και απο-δοχών θα είναι η ίδια σε όλες τις εκπαιδευτι-κές βαθμίδες και ειδικότητες, στην εκτιμημένηεξίσωση εισάγονται ως ανεξάρτητες ερμη-νευτικές μεταβλητές πολλαπλασιαστικοί όροιμεταξύ των ψευδομεταβλητών των επιπέδωνεκπαίδευσης και των ετών από την αποφοί-τηση και το τετράγωνό τους.

Εκτός από τις μεταβλητές που προσεγγίζουντο απόθεμα ανθρώπινου κεφαλαίου του εργα-ζομένου, κάποιες άλλες μεταβλητές που σχε-τίζονται με το επίπεδο των αποδοχών τωνεργαζομένων έχουν συμπεριληφθεί στηνανάλυση ως ερμηνευτικές μεταβλητές. Αυτέςαφορούν την περιφέρεια και το βαθμό αστι-κότητας του τόπου κατοικίας, τον τομέα απα-σχόλησης (δημόσιο/ιδιωτικό), την υπηκοότητακαι την οικογενειακή κατάσταση του ατόμου,το μέγεθος της τοπικής μονάδας και τον κλάδοοικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησηςστην οποία απασχολείται, το έτος και το τρί-μηνο της ΕΕΔ. Τα περισσότερα αποτελέσματααπεικονίζονται σε γραφήματα, όπου η εξαρ-τημένη μεταβλητή (ωριαίος μισθός) παρου-σιάζεται ως συνάρτηση των ετών από το έτοςαποφοίτησης, χωριστά για άνδρες και γυναί-κες. H ομάδα αναφοράς (reference group)αποτελείται από ανύπαντρα άτομα (άνδρες ήγυναίκες, ανάλογα με την εξίσωση), αποφοί-τους γενικού λυκείου, ελληνικής υπηκοότητας,που μένουν στην Αθήνα, εργάζονται σεμονάδα επιχείρησης που απασχολεί 10 ή λιγό-

τερα άτομα, στον κλάδο λιανικού ή χονδρικούεμπορίου του ιδιωτικού τομέα και συμμετεί-χαν στην ΕΕΔ κατά το γ’ τρίμηνο του 2007. Τααναλυτικά αποτελέσματα και η περιγραφή τηςεξαρτημένης και των ανεξάρτητων μεταβλη-τών που χρησιμοποιούνται στην οικονομε-τρική ανάλυση παρατίθενται στο ΠαράρτημαΙ. Λόγω ύπαρξης ετεροσκεδαστικότητας, ταεκτιμημένα τυπικά σφάλματα των συντελε-στών έχουν διορθωθεί με τη μέθοδο του White(1980).

Προτού προχωρήσουμε στη διαγραμματικήπαρουσίαση των αναλυτικών αποτελεσμάτων,είναι ενδιαφέρον να εξεταστούν τα αντίστοιχααποτελέσματα για έξι ευρείες εκπαιδευτικέςομάδες (προλυκειακή εκπαίδευση, λύκειο,μεταλυκειακή μη τριτοβάθμια εκπαίδευση,ΤΕΙ, ΑΕΙ, μεταπτυχιακές σπουδές). Τα απο-τελέσματα προέρχονται από εκτιμήσεις με τιςίδιες μεταβλητές, όπως αυτές που αναφέρθη-καν προηγουμένως αλλά για ευρύτερες ομά-δες αποφοίτων, και παρουσιάζονται στα Δια-γράμματα 2α και 2β για άνδρες και γυναίκεςαντίστοιχα. Τα διαγράμματα αυτά απεικονί-ζουν το εκτιμημένο ύψος της ωριαίας αποζη-μίωσης των μισθωτών (κάθετος άξονας) ωςσυνάρτηση των 20 πρώτων ετών μετά την απο-φοίτηση του ατόμου από το ανώτερο εκπαι-δευτικό επίπεδο το οποίο έχει ολοκληρώσει(οριζόντιος άξονας), αφού έχει απομονωθεί ηεπίδραση όλων των υπόλοιπων μεταβλητών(οικογενειακή κατάσταση, περιφέρεια, αστι-κότητα, υπηκοότητα, τομέας και κλάδος οικο-νομικής δραστηριότητας, μέγεθος τοπικήςμονάδας επιχείρησης, τρίμηνο έρευνας).Κατά πάσα πιθανότητα, το διάστημα της εικο-σαετίας μετά την αποφοίτηση είναι το μέγιστοχρονικό διάστημα το οποίο λαμβάνουν υπόψητους οι νέοι προκειμένου να αποφασίσουν γιατο επίπεδο και την ειδίκευση των σπουδώντους. Παρόμοια διαγράμματα χρησιμοποιού-νται στην υπόλοιπη μελέτη. Τα διαγράμματα

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201016

6 Όπως ήδη αναφέρθηκε στην επισκόπηση της βιβλιογραφίας, ηπροσέγγιση της πραγματικής εργασιακής εμπειρίας με τη δυνη-τική μπορεί να οδηγήσει σε υπερεκτίμηση της επίδρασης αυτήςστις ωριαίες αποδοχές, καθώς δεν λαμβάνεται υπόψη η αρχαιό-τητα, λόγω έλλειψης των αναγκαίων πληροφοριών στο δείγμα τωνΕΕΔ.

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 16

Page 18: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

αυτά φαίνεται να επιβεβαιώνουν πλήρως τηθεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου, καθώςόσο υψηλότερο είναι το εκπαιδευτικό επί-πεδο, τόσο υψηλότερο είναι και το εκτιμημένοεπίπεδο των αποδοχών, αλλά και την επιλογήμας να εισαγάγουμε πολλαπλασιαστικούςόρους μεταξύ του επιπέδου εκπαίδευσης καιτων ετών από την αποφοίτηση, εφόσον οι κλί-σεις των συναρτήσεων αποδοχών-εμπειρίαςφαίνεται να διαφέρουν σημαντικά μεταξύεκπαιδευτικών επιπέδων.

Τα Διαγράμματα 3.1α έως 3.7β παρουσιάζουνπαρόμοια αποτελέσματα για ομοιογενείς ομά-δες, συνήθως εντός συγκεκριμένων εκπαι-δευτικών βαθμίδων, με έμφαση στις αποδοχέςτων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.Για να υπάρχει μέτρο σύγκρισης, σε όλα ταδιαγράμματα έχει συμπεριληφθεί και ηκαμπύλη των εκτιμημένων αμοιβών της ομά-δας αναφοράς των ανδρών (απόφοιτοι γενι-κού λυκείου). Τα Διαγράμματα 3.1α και 3.1βπαρουσιάζουν τις εκτιμημένες ωριαίες απο-δοχές ανδρών και γυναικών χαμηλών εκπαι-δευτικών προσόντων (απόφοιτοι πρωτοβάθ-μιας και κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαί-δευσης). Τα περισσότερα μέλη αυτών τωνομάδων είναι άτομα σχετικά μεγάλης ηλικίας.Στην κατηγορία “πρωτοβάθμια” περιλαμβά-νονται τόσο τα άτομα που δεν έχουν ολοκλη-ρώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση όσο καιαυτά που έχουν απολυτήριο δημοτικού ήέχουν παρακολουθήσει κάποιες τάξεις τουγυμνασίου. Όπως αναμενόταν, οι αποδοχέςκαι των δύο κατηγοριών υπολείπονται τωναποδοχών των ανδρών αποφοίτων λυκείου.Στο Διάγραμμα 3.1β, αυτό που προξενεί εντύ-πωση είναι, πρώτον, η πολύ μικρή διαφοράστις αμοιβές των δύο ομάδων μισθωτών και,δεύτερον, το ότι οι αμοιβές αυτές φαίνεται ναμεταβάλλονται ελάχιστα με την πάροδο τωνετών από το έτος αποφοίτησης. Με άλλαλόγια, η συσσώρευση εργασιακής εμπειρίαςδεν φαίνεται να επηρεάζει ουσιαστικά τιςαποδοχές των μισθωτών αυτών των κατηγο-ριών.

Τα Διαγράμματα 3.2α και 3.2β αφορούν απο-φοίτους ανώτερης δευτεροβάθμιας και μετα-λυκειακής μη τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οιαπόφοιτοι ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαί-δευσης ομαδοποιούνται σε τρεις κατηγορίες:“γενικό λύκειο”, “τεχνικό λύκειο” και “μέσεςτεχνικές σχολές”. Η πρώτη από αυτές τιςκατηγορίες περιλαμβάνει και άτομα τα οποίαδεν έχουν ολοκληρώσει σπουδές τριτοβάθ-μιας εκπαίδευσης, η δεύτερη περιλαμβάνειτους αποφοίτους τεχνικών και επαγγελματι-κών λυκείων (ΤΕΛ), ενιαίων πολυκλαδικώνλυκείων (ΕΠΛ) και τεχνικών επαγγελματικώνεκπαιδευτηρίων (ΤΕΕ), ενώ η τρίτη τους απο-

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 17

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 17

Page 19: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

φοίτους των τεχνικών και επαγγελματικώνσχολών (ΤΕΣ), των μέσων σχολών εργοδηγώνκαι των μέσων σχολών εμπορικού ναυτικού.Οι απόφοιτοι μεταλυκειακής μη τριτοβάθμιαςεκπαίδευσης ομαδοποιούνται σε δύο κατη-γορίες: αποφοίτους “ΙΕΚ” (δημόσιων ή ιδιω-τικών) και αποφοίτους “άλλων μεταλυκεια-κών” ιδρυμάτων. Στην τελευταία κατηγορίαεντάσσονται οι απόφοιτοι κολεγίων, σχολώνχορού, τουριστικών επαγγελμάτων, ξένων

γλωσσών (μη πανεπιστημιακών), αξιωματι-κών εμπορικού ναυτικού κ.λπ. Στους άνδρες,οι εκτιμημένοι μισθοί των αποφοίτων γενικούλυκείου είναι ελαφρώς υψηλότεροι από εκεί-νους των αποφοίτων τεχνικού λυκείου καιμέσων τεχνικών σχολών, αλλά μετά τηνπάροδο δεκαετίας οι διαφορές σχεδόν εξα-λείφονται. Οι εκτιμημένες αποδοχές των απο-φοίτων “άλλων μεταλυκειακών” ιδρυμάτωνείναι σαφώς υψηλότερες από τις αμοιβές των

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201018

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 18

Page 20: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

αποφοίτων ΙΕΚ. Μάλιστα, οι αποδοχές τωντελευταίων κατά την πρώτη πενταετία μετάτην αποφοίτησή τους δεν διαφέρουν από τιςαντίστοιχες των αποφοίτων γενικού λυκείου,αλλά κατόπιν το χάσμα διευρύνεται υπέρ τωναποφοίτων ΙΕΚ. Στις γυναίκες η εικόνα είναιελαφρώς διαφορετική. Για δεδομένο αριθμόετών από την αποφοίτηση, οι αποδοχές τωναποφοίτων γενικού λυκείου και μέσων τεχνι-κών σχολών είναι πανομοιότυπες, ενώ αυτέςτων αποφοίτων τεχνικού λυκείου χαμηλότε-ρες. Και στις γυναίκες οι αποδοχές των απο-φοίτων “άλλων μεταλυκειακών” ιδρυμάτωνμη τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι υψηλό-τερες από αυτές των αποφοίτων ΙΕΚ, αλλά οιδιαφορές μεταξύ των δύο ομάδων δεν είναιτόσο μεγάλες όσο στην περίπτωση τωνανδρών.

Τα Διαγράμματα 3.3α και 3.3β απεικονίζουντους εκτιμημένους μισθούς ανά ώρα απασχό-λησης των αποφοίτων ΤΕΙ (παλαιότερα,ΚΑΤΕΕ). Οι απόφοιτοι αυτοί έχουν ομαδο-ποιηθεί σε πέντε ομάδες. Η πρώτη είναι πολυ-τεχνικής κατεύθυνσης (“δομικών, μηχανολό-γων και Η/Υ”), η δεύτερη προέρχεται από τησυνένωση των αποφοίτων των ομάδων σχολώνγεωργικών τεχνολογιών και τεχνολογίας τρο-φίμων (“γεωργικής τεχνολογίας και τροφί-μων”), οι δύο επόμενες αφορούν αποφοίτουςσχολών “οικονομίας και διοίκησης” και “ιατρι-κών επιστημών” και η τελευταία (“άλλο ΤΕΙ”)περιλαμβάνει τους αποφοίτους σχολών βιβλιο-θηκονομίας, κοινωνικής εργασίας και εφαρ-μοσμένων τεχνών. Όπως αναφέρθηκε προη-γουμένως, λόγω της ετερογένειας αλλά και τουμικρού αριθμού παρατηρήσεων, τα αποτελέ-σματα που αφορούν την κατηγορία “άλλο ΤΕΙ”πρέπει να ερμηνεύονται με σημαντική επιφύ-λαξη και δεν σχολιάζονται αναλυτικά (βλ. καισχήμα καμπύλης αποδοχών της ομάδας στοΔιάγραμμα 3.3α). Τόσο στους άνδρες όσο καιστις γυναίκες, οι εκτιμημένοι μισθοί των απο-φοίτων γεωργικής τεχνολογίας και τροφίμωνυπολείπονται των αμοιβών των άλλων απο-φοίτων ΤΕΙ. Από τις υπόλοιπες κατηγορίες, οιαπόφοιτοι δομικών, μηχανολόγων και Η/Υφαίνεται να έχουν ένα μικρό πλεονέκτημα,αλλά οι διαφορές δεν είναι σημαντικές.

Λόγω της υποδιαίρεσης των αποφοίτων ΑΕΙ(εκτός μεταπτυχιακών) σε μεγάλο αριθμόομάδων, τα αντίστοιχα αποτελέσματα έχουνομαδοποιηθεί και παρουσιάζονται σε τρειςομάδες γραφημάτων. Τα Διαγράμματα 3.4ακαι 3.4β παρουσιάζουν εκτιμήσεις για τις ωρι-αίες αποδοχές των αποφοίτων σχολών θετικήςκατεύθυνσης. Πιο συγκεκριμένα, παρουσιά-ζονται εκτιμήσεις για τις ομάδες “δομικών”,“μηχανολόγων και πληροφορικής”, “φυσικώνεπιστημών” και “μαθηματικών και στατιστι-

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 19

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 19

Page 21: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

κής”. Στην ομάδα των “δομικών” έχουν συμπε-ριληφθεί οι απόφοιτοι σχολών όπως πολιτικοίμηχανικοί, αρχιτέκτονες, τοπογράφοι κ.λπ.,ενώ στην ομάδα “μηχανολόγοι και πληροφο-ρική” συμπεριλαμβάνονται, εκτός των μηχα-νολόγων μηχανικών, οι ναυπηγοί, οι ηλε-κτρολόγοι μηχανικοί, οι χημικοί μηχανικοί, οιμεταλλειολόγοι κ.λπ. Η ομάδα των αποφοίτων“φυσικών επιστημών” περιλαμβάνει τους απο-φοίτους τμημάτων φυσικής, χημείας, βιολογίας(εκτός ιατρικής βιολογίας) και γεωλογίας.

Λόγω της μεγάλης αυτοαπασχόλησης μεταξύτων αποφοίτων “δομικών”, τα αντίστοιχα απο-τελέσματα ενδέχεται να μη μπορούν να γενι-κευθούν για όλους τους αποφοίτους των σχο-λών που απαρτίζουν αυτή την ομάδα.

Αντίθετα με τα διαγράμματα των αποφοίτωνΤΕΙ, στα γραφήματα αυτά, όπως και στις δύοεπόμενες ομάδες γραφημάτων που ακολου-θούν, οι διαφορές αποδοχών από αυτές τωνανδρών αποφοίτων γενικού λυκείου είναισημαντικές. Ωστόσο, και οι διαφορές μεταξύανδρών και γυναικών είναι επίσης ευδιάκρι-τες. Στους άνδρες, μετά την πρώτη πενταετία,υψηλότερες αποδοχές μεταξύ των τεσσάρωνομάδων αποφοίτων φαίνεται να εξασφαλίζουνοι απόφοιτοι “μηχανολόγων και πληροφορι-κής” και “φυσικών επιστημών”, ενώ σχετικάχαμηλότερες οι απόφοιτοι “μαθηματικών καιστατιστικής”. Στις γυναίκες, οι εκτιμημένεςωριαίες αμοιβές των αποφοίτων “φυσικώνεπιστημών” ξεκινούν από σχετικά χαμηλά επί-πεδα και κατά την πρώτη δεκαετία μετά τηναποφοίτηση υπολείπονται των αμοιβών τωναποφοίτων πολυτεχνικών σχολών, αλλά μετάαπό αυτό το χρονικό σημείο φαίνεται να είναιοι υψηλότερες μεταξύ των τεσσάρων ομάδωντου γραφήματος. Όπως και στους άνδρες έτσικαι στις γυναίκες, τις χαμηλότερες αποδοχέςμεταξύ των τεσσάρων ομάδων κατά την πρώτηεικοσαετία μετά την αποφοίτηση εμφανίζεταινα έχουν οι απόφοιτοι “μαθηματικών και στα-τιστικής”.

Τα Διαγράμματα 3.5α και 3.5β απεικονίζουν τιςεκτιμήσεις των ωριαίων αμοιβών πέντε ομάδωναποφοίτων ΑΕΙ: “ιατρικής κ.λπ.”, “γεωπονικήςκαι δασολογίας”, “νομικής”, “οικονομίας καιδιοίκησης” και “κοινωνικών επιστημών”. Ηομάδα “ιατρική κ.λπ.” περιλαμβάνει και τουςαποφοίτους οδοντιατρικής, φαρμακευτικής καικτηνιατρικής, ενώ στην ομάδα “κοινωνικές επι-στήμες” περιλαμβάνονται οι απόφοιτοι σχολώνκοινωνιολογίας, ψυχολογίας, ανθρωπολογίαςκ.λπ. Λόγω υψηλών ποσοστών αυτοαπασχόλη-σης μεταξύ των αποφοίτων της ιατρικής καικυρίως της νομικής, τα αποτελέσματα αυτά ενδέ-χεται να μη μπορούν εύκολα να γενικευθούν γιαόλους τους αποφοίτους αυτών των ομάδων.

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201020

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 20

Page 22: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Αξιοσημείωτη είναι η εξέλιξη των αμοιβώντων αποφοίτων της νομικής σε συνάρτηση μετα έτη από την αποφοίτηση. Κατά τα πρώταχρόνια μετά την αποφοίτηση, πιθανόταταλόγω της υποχρεωτικής άσκησης των απο-φοίτων αυτής της ομάδας, οι εκτιμημένοι ωρι-αίοι μισθοί είναι εξαιρετικά χαμηλοί, όμωςαυξάνονται με ταχύτατους ρυθμούς και μετάτην παρέλευση 12 ετών στις γυναίκες και 20ετών στους άνδρες είναι οι υψηλότεροι ανά-μεσα στις υπό εξέταση ομάδες. Υψηλές είναι

επίσης και οι αμοιβές των αποφοίτων “ιατρι-κής κ.λπ.”, ενώ σε σχετικά χαμηλά επίπεδακυμαίνονται οι μισθοί των γυναικών αποφοί-των “γεωπονικής και δασολογίας” και τωνανδρών αποφοίτων “κοινωνικών επιστη-μών”. Τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναί-κες, οι αμοιβές της σχετικά πολυπληθούς ομά-δας των αποφοίτων σχολών “οικονομίας καιδιοίκησης” εμφανίζονται να ξεκινούν από ικα-νοποιητικά επίπεδα και να εξελίσσονται μεσχετικά γρήγορους ρυθμούς (ιδιαίτερα μεταξύτων ανδρών).

Η τρίτη ομάδα αποφοίτων ΑΕΙ αποτελείταικυρίως από αποφοίτους “καθηγητικών” σχο-λών και τα αντίστοιχα αποτελέσματα αποτυ-πώνονται στα Διαγράμματα 3.6α και 3.6β γιαπέντε ομάδες σχολών: “ανθρωπιστικές επι-στήμες”, “ξένες γλώσσες”, “φυσική αγωγή”,“παιδαγωγικά” και “άλλο ΑΕΙ”. Η ομάδα“άλλο ΑΕΙ” περιλαμβάνει αποφοίτους σχολώνκαλών τεχνών, ιατρικής βιολογίας, νοσηλευ-τικής, διαιτολογίας, δημοσιογραφίας, βιβλιο-θηκονομίας, οικιακής οικονομίας κ.λπ. Λόγωτης μεγάλης ετερογένειας και του μικρούμεγέθους της ομάδας, δεν γίνεται αναλυτικόςσχολιασμός των αντίστοιχων εκτιμήσεων. Επί-σης, δεν σχολιάζονται αναλυτικά τα αποτελέ-σματα της ομάδας “ξένες γλώσσες” τωνανδρών, διότι οι σχετικές εκτιμήσεις προέρ-χονται από πάρα πολύ μικρό αριθμό παρατη-ρήσεων (σε μικρότερο βαθμό, το πρόβλημααυτό παρατηρείται και μεταξύ των ανδρώναποφοίτων κοινωνικών επιστημών). Τέλος, ηομάδα “ανθρωπιστικές επιστήμες” περιλαμ-βάνει τους αποφοίτους σχολών ελληνικήςφιλολογίας, φιλοσοφίας, ιστορίας, αρχαιολο-γίας, θεολογίας, μουσικής, θεάτρου κ.λπ. Αξί-ζει να σημειωθεί ότι οι εκτιμημένες αποδοχέςτων αποφοίτων “παιδαγωγικών” σχολών, τόσοανδρών όσο και γυναικών, δείχνουν να αυξά-νονται με σταδιακά υψηλότερο ρυθμό καθώςαπομακρυνόμαστε από το έτος αποφοίτησης.Επειδή αυτή η ομάδα σχολών περιλαμβάνειελάχιστα άτομα με μεγάλη εργασιακή εμπει-ρία (οι σπουδές στα αντίστοιχα τμήματα ανα-βαθμίστηκαν σε επίπεδο ΑΕΙ πριν από δύοδεκαετίες περίπου), το αποτέλεσμα αυτό πρέ-πει να ερμηνευθεί με επιφύλαξη. Αξιοσημεί-

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 21

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 21

Page 23: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

ωτο είναι επίσης ότι άνδρες και γυναίκες από-φοιτοι “φυσικών επιστημών” και άνδρες από-φοιτοι “ανθρωπιστικών επιστημών” ξεκινούναπό σχετικά χαμηλά μισθολογικά επίπεδα,αλλά οι εκτιμημένοι μισθοί τους αυξάνονταιμε ταχείς ρυθμούς όσο περνούν τα χρόνια απότην αποφοίτηση.7

Τέλος, τα Διαγράμματα 3.7α και 3.7β αναφέ-ρονται σε κατόχους μεταπτυχιακών τίτλωνσπουδών, χωριστά για κατόχους μεταπτυχια-

κού (Master) και διδακτορικού.8 Και στις δύοπεριπτώσεις, οι εκτιμημένες αποδοχές ξεκι-νούν από σχετικά υψηλά επίπεδα και αυξά-νονται με την πάροδο του χρόνου. Τόσο στουςάνδρες όσο και στις γυναίκες, οι κάτοχοι διδα-κτορικού διπλώματος έχουν σαφώς υψηλότε-ρες αποδοχές. Εντούτοις, στις γυναίκες η από-σταση μεταξύ των δύο ομάδων είναι σχετικάμικρή και φαίνεται να παραμένει σταθερήκαθώς απομακρυνόμαστε από το έτος ολο-κλήρωσης των σπουδών, ενώ στους άνδρες οιδιαφορές στο ξεκίνημα είναι μεγάλες, αλλάσταδιακά παρατηρείται σύγκλιση.

Ορισμένα ακόμη αποτελέσματα των οικονο-μετρικών εκτιμήσεων παρουσιάζονται σταΔιαγράμματα 4.1α έως 4.2β, χωριστά γιαάνδρες και γυναίκες αποφοίτους ΑΕΙ. Συγκε-κριμένα, στα Διαγράμματα 4.1α και 4.1βπαρουσιάζεται η μισθολογική εξέλιξη των δύοφύλων καθώς απομακρυνόμαστε από το έτοςαποφοίτησης για εργαζόμενους στο δημόσιοκαι τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, αφούέχει προηγουμένως απομονωθεί η επίδρασητων υπόλοιπων παραγόντων. Επιπρόσθετα,στην εκτίμησή μας έχουν συμπεριληφθείμεταξύ των ερμηνευτικών μεταβλητών και πολ-λαπλασιαστικοί όροι του τομέα απασχόλησηςκαι των ετών από την αποφοίτηση. Τα αποτε-λέσματα είναι πολύ ενδιαφέροντα. Τόσο στουςάνδρες όσο και στις γυναίκες, οι εκτιμημένεςωριαίες αποδοχές είναι υψηλότερες στο δημό-σιο τομέα της οικονομίας. Πράγματι, και σταδύο φύλα, αλλά πιο έντονα μεταξύ των γυναι-κών, παρατηρείται απόκλιση μεταξύ των απο-δοχών δημόσιου και ιδιωτικού τομέα καθώςαπομακρυνόμαστε από το έτος αποφοίτησης.

Στα Διαγράμματα 4.2α και 4.2β παρουσιάζο-νται οι αντίστοιχες διαφορές ανάλογα με τηνυπηκοότητα των εργαζομένων. Τόσο μεταξύ

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201022

7 Σημειώνεται επίσης ότι, με βάση την εμπειρία πολλών χωρών,σημαντική μερίδα εκπαιδευτικών (ομάδα που υπεραντιπροσω-πεύεται στις παραπάνω ομάδες αποφοίτων) συχνά, όταν ερωτώ-νται για τις συνήθεις ώρες απασχόλησής τους δηλώνουν μόνο τιςώρες διδασκαλίας, παραβλέποντας τις ώρες προετοιμασίας κ.λπ.,με αποτέλεσμα οι εκτιμώμενες ωριαίες αποδοχές τους να είναιυπερεκτιμημένες.

8 Λόγω υψηλότερων αποδοχών, στα διαγράμματα αυτά ο κάθετοςάξονας αντιστοιχεί σε μεγαλύτερο εύρος αποδοχών από ό,τι σταάλλα γραφήματα.

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 22

Page 24: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

των ανδρών όσο και μεταξύ των γυναικών, οιεκτιμημένες ωριαίες αποδοχές Ελλήνων καικατοίκων άλλων χωρών της ΕΕ δεν διαφέρουνσχεδόν καθόλου και είναι σημαντικά υψηλό-τερες από αυτές των μισθωτών με υπηκοότηταεκτός των χωρών της ΕΕ. Αυτό μπορεί ναείναι αποτέλεσμα διακρίσεων, μπορεί όμωςκαι να αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι στηναγορά εργασίας δεν εκτιμώνται ιδιαιτέρως ταεκπαιδευτικά προσόντα που έχουν αποκτήσειτα άτομα αυτά, πιθανότατα, στις χώρες κατα-γωγής τους.

Τα αποτελέσματα της ανάλυσης των οικονο-μετρικών εκτιμήσεων κατά βαθμό αστικότηταςκαι περιφέρεια της κατοικίας διαμονής τωνεργαζομένων ενδεχομένως αντανακλούν καιδιαφορές στο κόστος διαβίωσης στις διάφορεςπεριοχές της χώρας (τα σχετικά διαγράμματαείναι διαθέσιμα από τους συγγραφείς). Οιεκτιμήσεις τόσο για τους άνδρες όσο και γιατις γυναίκες δείχνουν ότι, ceteris paribus, οιμισθοί είναι υψηλότεροι στα αστικά κέντρακαι ιδιαίτερα στο Πολεοδομικό ΣυγκρότημαΘεσσαλονίκης από ό,τι στις ημιαστικές και τις

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 23

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 23

Page 25: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

αγροτικές περιοχές της χώρας. Σε σχέση μετην εξέλιξη των εκτιμημένων ωριαίων απο-δοχών ανδρών και γυναικών πτυχιούχων ΑΕΙστις διάφορες περιφέρειες (Υπηρεσίες Περι-φερειακής Ανάπτυξης) της χώρας, τα αποτε-λέσματα των εκτιμήσεων παρουσιάζουνκάποιες διαφορές στα δύο δείγματα. Πάντως,και στα δύο φύλα, εφόσον όλοι οι άλλοι παρά-γοντες παραμένουν σταθεροί, οι εκτιμημένοιμισθοί είναι υψηλότεροι για τους μισθωτούςτου Νοτίου Αιγαίου και χαμηλότεροι στην

Κεντρική Μακεδονία, τα Ιόνια Νησιά και τηνΑνατολική Μακεδονία και Θράκη.

Πολλές εμπειρικές μελέτες δείχνουν ότι,ceteris paribus, οι μεγαλύτερες επιχειρήσειςπληρώνουν υψηλότερους μισθούς από τιςμικρότερες. Διάφορες εναλλακτικές ερμηνείεςέχουν δοθεί γι’ αυτό το φαινόμενο. ΣτηνΕλλάδα, η συντριπτική πλειονότητα των επι-χειρήσεων είναι μικρές ή πολύ μικρές. ΟιΕΕΔ δεν παρέχουν πληροφορίες για το μέγε-θος της επιχείρησης των μισθωτών, αλλά μόνογια το μέγεθος της τοπικής μονάδας στηνοποία απασχολούνται. Η μεταβλητή αυτή μαςβοηθά να κατατάξουμε στη μία κατηγορία τιςεπιχειρήσεις που δεν είναι πολύ μικρές(τοπική μονάδα άνω των 10 ατόμων). Στηνάλλη κατηγορία συγκαταλέγονται βέβαια καιορισμένα άτομα που εργάζονται σε μικρέςμονάδες μεγάλων επιχειρήσεων. Εν πάσηπεριπτώσει, τα αποτελέσματα της μελέτης γιατις εκτιμημένες ωριαίες αποδοχές ανάλογα μετο μέγεθος της τοπικής μονάδας της επιχεί-ρησης είναι σαφή. Η απασχόληση σε μικρέςμονάδες συνδέεται με αρκετά σοβαρό μισθο-λογικό μειονέκτημα.

Στην οικονομετρική εξίσωση που εκτιμήθηκεέχουν επίσης περιληφθεί και άλλες ερμηνευ-τικές μεταβλητές. Η διαφοροποίηση των απο-δοχών μεταξύ κλάδων οικονομικής δραστη-ριότητας είναι έντονη. Αφού απομονωθεί η επί-δραση των λοιπών παραγόντων, οι κλάδοι πουφαίνεται να απολαμβάνουν υψηλότερουςμισθούς είναι η “εκπαίδευση”, οι “ετερόδικοιοργανισμοί και όργανα” και τα “ορυχεία καιλατομεία”, ενώ οι μισθωτοί στη “γεωργία καικτηνοτροφία”, στις “οικιακές υπηρεσίες” και,σε μικρότερο βαθμό, στο “λιανικό και χονδρικόεμπόριο” εμφανίζονται να απολαμβάνουνχαμηλότερους μισθούς. Επίσης, οι μισθοί τωνπαντρεμένων είναι υψηλότεροι, περισσότεροτων παντρεμένων ανδρών, γεγονός που μπορείνα αποδοθεί είτε στη μεγαλύτερη προσπάθειαπου καταβάλλεται από αυτούς είτε, το πιθα-νότερο, στην καταγραφή των οικογενειακώνεπιδομάτων μαζί με το μισθό. Τέλος, το ύψοςτου μισθού εμφανίζει εποχικότητα και κυρίωςδιαχρονική τάση, γεγονός αναμενόμενο, εφό-

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201024

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 24

Page 26: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

σον κατά τη διενέργεια των ΕΕΔ που χρησι-μοποιούνται στην παρούσα ανάλυση ο πραγ-ματικός μισθός αυξήθηκε σημαντικά.

Το υπόδειγμα ερμηνεύει το 44,3% της μετα-βλητότητας της εξαρτημένης μεταβλητήςστην περίπτωση της εξίσωσης των ανδρών καιτο 46,7% της μεταβλητότητας της εξαρτημένηςμεταβλητής στην περίπτωση της εξίσωσης τωνγυναικών. Τα ποσοστά αυτά κρίνονται μάλλονικανοποιητικά για τις συγκεκριμένες δια-στρωματικές εκτιμήσεις της παρούσας εργα-σίας.

Ένας σχετικά εύληπτος τρόπος για να συνο-ψίσει κανείς τις πληροφορίες των Διαγραμ-μάτων 3.1α-3.7β είναι αυτός του Πίνακα 3.Στον πίνακα αυτό παρουσιάζονται εκτιμημέ-νες ωριαίες αποδοχές ανά βαθμίδα εκπαί-δευσης και ειδικότητα το πρώτο έτος μετά τηναποφοίτηση, καθώς και 3, 5 και 10 έτη μετάτην αποφοίτηση, χωριστά για άνδρες καιγυναίκες της ομάδας αναφοράς (ανύπαντραάτομα, ελληνικής υπηκοότητας, που μένουνστην Αθήνα και εργάζονται σε μονάδα επι-χείρησης του ιδιωτικού τομέα που απασχολεί10 ή λιγότερα άτομα, και συμμετείχαν στηνΕΕΔ το γ’ τρίμηνο του 2007). Ειδικότερα όσοναφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση, κατά τηνπρώτη δεκαετία μετά την αποφοίτηση τις υψη-λότερες εκτιμημένες αποδοχές μεταξύ τωναποφοίτων ΤΕΙ έχουν οι απόφοιτοι “δομικών,μηχανολόγων και Η/Υ”, ακολουθούμενοι απότους αποφοίτους “οικονομίας και διοίκησης”.Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εκτιμημένεςαμοιβές αυτών των ομάδων είναι υψηλότερεςαπό τις εκτιμημένες αμοιβές ομάδων απο-φοίτων ΑΕΙ. Ως προς τους αποφοίτους ΑΕΙ,κατά την πρώτη δεκαετία μετά την αποφοί-τηση, τόσο μεταξύ ανδρών όσο και μεταξύγυναικών, οι υψηλότερες εκτιμημένες αποδο-χές παρατηρούνται μεταξύ των αποφοίτων“ιατρικής κ.λπ.” και των δύο ομάδων πολυτε-χνικών σχολών (“δομικών” και “μηχανολόγωνκαι πληροφορικής”), ενώ, όπως έχει ήδη ανα-φερθεί, οι εκτιμημένες αποδοχές των κατόχωνδιδακτορικού διπλώματος είναι υψηλότερεςαπό ό,τι αυτών που κατέχουν μεταπτυχιακότίτλο σπουδών (Master).

Ωστόσο, οι εκτιμημένες ωριαίες αμοιβές πουπαρατίθενται στον Πίνακα 3, αν ένας από-φοιτος συγκεκριμένης βαθμίδας και ειδίκευ-σης απασχολείται, απεικονίζουν a priori τονπροσδοκώμενο μισθό του; Η απάντηση είναιαρνητική, εφόσον σε κάθε στάδιο της καριέ-ρας τους υπάρχει και η πιθανότητα ανεργίας.Μάλιστα, όπως δείχνουν οι Μητράκος, Τσα-κλόγλου και Χολέζας (2010), τα εκτιμημέναποσοστά ανεργίας διαφέρουν σημαντικάμεταξύ εκπαιδευτικών βαθμίδων και ειδικεύ-σεων και αλλάζουν δραματικά όσο απομα-κρυνόμαστε από το έτος αποφοίτησης. Επο-μένως, για τον υπολογισμό του προσδοκώμε-νου μισθού θα πρέπει να πολλαπλασιαστούνοι εκτιμήσεις του Πίνακα 3 με την πιθανότητααπασχόλησης της αντίστοιχης εκπαιδευτικήςομάδας κατά τη συγκεκριμένη χρονική από-σταση από το έτος αποφοίτησης, όπως αυτήπροκύπτει από τον Πίνακα 4 της προηγούμε-νης μελέτης των Μητράκου, Τσακλόγλου καιΧολέζα (2010).

Οι εκτιμήσεις που προκύπτουν παρατίθενταιστον Πίνακα 4. Προφανώς, οι εκτιμήσειςαυτές είναι χαμηλότερες από αυτές που παρα-τίθενται στον Πίνακα 3. Σε αρκετές εκπαι-δευτικές κατηγορίες, ιδίως κατά τα πρώτα έτημετά την αποφοίτηση, όταν τα εκτιμημέναποσοστά ανεργίας είναι υψηλά, και περισσό-τερο στην περίπτωση των γυναικών παρά τωνανδρών, οι εκτιμήσεις είναι πολύ χαμηλότερεςαπό τις αντίστοιχες του Πίνακα 3. Παρ’ όλααυτά, ειδικά μετά τα πρώτα έτη από την απο-φοίτηση, όσο υψηλότερο είναι το εκπαιδευ-τικό επίπεδο, τόσο υψηλότερος είναι και οπροσδοκώμενος μισθός μετά την προσαρμογήγια την πιθανότητα ανεργίας, και μάλιστα οιδιαφορές από τα χαμηλότερα εκπαιδευτικάεπίπεδα βαίνουν αυξανόμενες. Κατά το μεγα-λύτερο μέρος τους, τα αποτελέσματα τουΠίνακα 4 δεν διαφέρουν ουσιωδώς από τααντίστοιχα αποτελέσματα του Πίνακα 3 ωςπρος την κατάταξη των διαφόρων ειδικοτήτωνγια την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Και πάλι,όσον αφορά τα ΤΕΙ, τις υψηλότερες προσδο-κώμενες αμοιβές έχουν οι απόφοιτοι “δομι-κών, μηχανολόγων και Η/Υ”, ακολουθούμενοιαπό τους αποφοίτους των σχολών “οικονομίας

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 25

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 25

Page 27: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201026

Προλυκειακή εκπαίδευση

Πρωτοβάθμια 3,10 3,32 3,46 3,80 3,33 3,40 3,44 3,53

Κατώτερη δευτεροβάθμια 3,21 3,46 3,62 4,00 3,42 3,50 3,54 3,65

Λύκειο

Γενικό λύκειο 3,60 3,83 3,98 4,34 3,41 3,57 3,67 3,91

Τεχνικό λύκειο 3,40 3,66 3,82 4,22 3,22 3,34 3,43 3,64

Μέση τεχνική σχολή 3,33 3,62 3,82 4,28 3,45 3,59 3,68 3,92

Μεταλυκειακή μη τριτοβάθμια εκπαίδευση

IEK 3,54 3,86 4,06 4,55 3,46 3,70 3,85 4,22

Άλλο μεταλυκειακό 4,65 4,90 5,06 5,44 3,94 4,24 4,43 4,83

ΤΕΙ

Δομικών, μηχανολόγων και Η/Υ 4,18 4,50 4,71 5,18 3,48 3,90 4,16 4,75

Γεωργικής τεχνολογίας και τροφίμων 4,10 4,31 4,44 4,76 3,26 3,65 3,89 4,39

Οικονομίας και διοίκησης 3,83 4,27 4,54 5,15 3,88 4,07 4,20 4,53

Ιατρικών επιστημών 3,96 4,27 4,47 4,97 3,61 3,91 4,11 4,55

Άλλο ΤΕΙ 4,87 4,57 4,43 4,27 4,13 4,44 4,62 4,96

ΑΕΙ

Πολυτεχνική δομικών 5,07 5,21 5,30 5,54 4,91 5,13 5,26 5,59

Πολυτεχνική μηχανολόγων, πληροφορική 4,79 5,22 5,50 6,15 4,52 4,94 5,19 5,63

Φυσικές επιστήμες 4,67 5,04 5,28 5,86 3,83 4,37 4,72 5,57

Μαθηματικά και στατιστική 4,42 4,71 4,89 5,35 4,45 4,64 4,77 5,14

Ιατρική κ.λπ. 5,10 5,52 5,79 6,42 5,10 5,25 5,35 5,58

Γεωπονική και δασολογία 4,15 4,51 4,74 5,30 4,78 4,71 4,68 4,70

Νομική 3,02 3,69 4,16 5,36 3,13 3,81 4,28 5,41

Οικονομικά και διοίκηση 4,22 4,63 4,90 5,56 4,04 4,39 4,61 5,12

Κοινωνικές επιστήμες 4,26 4,41 4,53 4,86 3,99 4,28 4,48 4,98

Ανθρωπιστικές επιστήμες 3,79 4,32 4,67 5,53 4,52 4,82 5,02 5,51

Ξένες γλώσσες 5,08 5,50 5,79 6,49 4,95 5,14 5,26 5,55

Φυσική αγωγή 3,84 4,29 4,59 5,31 3,62 4,13 4,46 5,24

Παιδαγωγικά 4,75 4,81 4,90 5,34 4,90 5,06 5,19 5,57

Άλλο ΑΕΙ 5,67 5,67 5,69 5,79 4,64 4,91 5,07 5,35

Μεταπτυχιακές σπουδές

Μεταπτυχιακό 5,52 5,89 6,14 6,74 5,57 5,84 6,02 6,45

Διδακτορικό 6,99 7,34 7,56 8,02 6,03 6,37 6,59 7,06

Εκπαιδευτικό επίπεδο

Άνδρες Γυναίκες

Έτη μετά την αποφοίτηση Έτη μετά την αποφοίτηση

<1 3 5 10 <1 3 5 10

Πίνακας 3 Εκτιμημένες ωριαίες αποδοχές 0, 3, 5 και 10 έτη μετά την αποφοίτηση

(ευρώ, σταθερές τιμές 2007)

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 26

Page 28: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 27

Προλυκειακή εκπαίδευση

Πρωτοβάθμια 2,80 3,03 3,18 3,54 3,00 3,01 3,01 3,03

Κατώτερη δευτεροβάθμια 3,05 3,29 3,45 3,83 3,13 3,18 3,20 3,29

Λύκειο

Γενικό λύκειο 3,36 3,62 3,78 4,18 2,99 3,16 3,27 3,53

Τεχνικό λύκειο 3,15 3,45 3,63 4,07 2,60 2,76 2,87 3,14

Μέση τεχνική σχολή 3,14 3,44 3,65 4,13 2,95 3,09 3,19 3,45

Μεταλυκειακή μη τριτοβάθμια εκπαίδευση

IEK 3,20 3,58 3,82 4,38 2,75 3,04 3,22 3,66

Άλλο μεταλυκειακό 4,37 4,63 4,79 5,18 3,39 3,69 3,88 4,28

ΤΕΙ

Δομικών, μηχανολόγων και Η/Υ 3,75 4,21 4,49 5,06 2,53 3,26 3,67 4,48

Γεωργικής τεχνολογίας και τροφίμων 3,59 3,95 4,15 4,58 2,38 2,84 3,13 3,73

Οικονομίας και διοίκησης 3,40 3,96 4,29 5,01 3,07 3,33 3,50 3,90

Ιατρικών επιστημών 3,14 3,80 4,17 4,88 2,72 3,23 3,55 4,21

Άλλο ΤΕΙ 4,30 4,26 4,22 4,18 2,90 3,59 3,96 4,59

ΑΕΙ

Πολυτεχνική δομικών 4,75 4,99 5,13 5,45 3,95 4,51 4,81 5,36

Πολυτεχνική μηχανολόγων, πληροφορική 4,51 4,98 5,29 5,98 4,00 4,59 4,93 5,48

Φυσικές επιστήμες 3,91 4,51 4,87 5,67 2,29 3,17 3,75 5,06

Μαθηματικά και στατιστική 3,34 4,18 4,57 5,26 2,49 3,44 3,95 4,84

Ιατρική κ.λπ. 4,66 5,11 5,43 6,23 4,15 4,61 4,86 5,33

Γεωπονική και δασολογία 3,88 4,28 4,54 5,16 3,61 3,61 3,66 3,93

Νομική 2,99 3,66 4,14 5,34 2,80 3,52 4,02 5,23

Οικονομικά και διοίκηση 3,76 4,32 4,66 5,43 3,30 3,79 4,09 4,76

Κοινωνικές επιστήμες 3,80 4,08 4,26 4,68 2,71 3,39 3,79 4,60

Ανθρωπιστικές επιστήμες 3,30 3,93 4,34 5,33 3,29 3,84 4,19 5,00

Ξένες γλώσσες 4,13 4,82 5,33 6,41 4,30 4,61 4,79 5,19

Φυσική αγωγή 3,34 3,83 4,15 4,96 3,29 3,64 3,88 4,62

Παιδαγωγικά 4,43 4,56 4,69 5,21 3,84 4,25 4,51 5,15

Άλλο ΑΕΙ 5,22 5,26 5,30 5,46 3,93 4,35 4,58 4,99

Μεταπτυχιακές σπουδές

Μεταπτυχιακό 5,03 5,53 5,85 6,55 4,60 5,16 5,48 6,13

Διδακτορικό 6,49 7,02 7,33 7,95 4,93 5,62 6,00 6,73

Εκπαιδευτικό επίπεδο

Άνδρες Γυναίκες

Έτη μετά την αποφοίτηση Έτη μετά την αποφοίτηση

<1 3 5 10 <1 3 5 10

Πίνακας 4 Εκτιμημένες ωριαίες αποδοχές 0, 3, 5 και 10 έτη μετά την αποφοίτηση διορθω-μένες για την πιθανότητα ανεργίας

(ευρώ, σταθερές τιμές 2007)

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 27

Page 29: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

και διοίκησης” (και “ιατρικών επιστημών”στην περίπτωση των γυναικών), ενώ για ταΑΕΙ οι υψηλότερες προσδοκώμενες αποδοχέςκατά την πρώτη τουλάχιστον δεκαετία μετάτην αποφοίτηση παρατηρούνται μεταξύ τωναποφοίτων της “ιατρικής κ.λπ.” και των δύοκατηγοριών αποφοίτων πολυτεχνικών σχολών(“δομικών” και “μηχανολόγων και πληροφο-ρικής”). Στο άλλο άκρο της κατανομής, ταπράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα, αν και οιαπόφοιτοι των σχολών “κοινωνικών επιστη-μών” συγκαταλέγονται σχεδόν πάντοτεμεταξύ των ομάδων με τις χαμηλότερες προσ-δοκώμενες αποδοχές.

Όμως, το γεγονός ότι οι απόφοιτοι μιας ειδί-κευσης σε μια συγκεκριμένη βαθμίδα έχουνυψηλότερες απολαβές από τους αποφοίτουςμιας άλλης ειδίκευσης της ίδιας βαθμίδας δενεγγυάται ότι η απόδοση στην πρώτη περί-πτωση είναι υψηλότερη, διότι τα έτη σπουδώνστις δύο ειδικεύσεις μπορεί να διαφέρουν. Ταδεδομένα στα οποία βασίζονται οι εκτιμήσειςτων Πινάκων 3 και 4 επιτρέπουν να υπολογι-στεί ο εσωτερικός λόγος απόδοσης από τηνολοκλήρωση των σπουδών σε κάθε βαθμίδακαι ειδίκευση της εκπαίδευσης, με ή χωρίςδιόρθωση για την επίδραση της ανεργίας.Αυτό δεν έχει επιχειρηθεί μέχρι στιγμής στηνελληνική βιβλιογραφία. Εκτιμήσεις των ιδιω-τικών αποδόσεων της εκπαίδευσης για τουςαποφοίτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσηςβασισμένες στις πληροφορίες που χρησιμο-ποιήθηκαν στους Πίνακες 3 και 4 παρουσιά-ζονται στον Πίνακα 5. Βέβαια, επειδή κάποιεςαπό τις αντίστοιχες ομάδες του εν λόγω δείγ-ματος είναι σχετικά μικρές, δεν αντιπροσω-πεύονται επαρκώς σε όλο το εύρος των ετώνμετά την αποφοίτηση ή έχουν μεγάλα ποσοστάαυτοαπασχόλησης, τα αντίστοιχα αποτελέ-σματα πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή. Ημεθοδολογία που εφαρμόστηκε περιγράφεταιαναλυτικά στο Παράρτημα ΙΙ, όπου και παρα-τίθεται αναλυτικό παράδειγμα υπολογισμούτων ετήσιων οριακών ιδιωτικών αποδόσεωντης εκπαίδευσης για τα έτη μετά την αποφοί-τηση από το λύκειο, σε άνδρες και γυναίκεςαποφοίτους ΑΕΙ σχολών “οικονομικών καιδιοίκησης”.

Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι, λόγωτης χρήσης πολλαπλασιαστικών όρων μεταξύτων εκπαιδευτικών επιπέδων και ειδικεύσεωνκαι των ετών από την αποφοίτηση και τουτετραγώνου τους, οι αποδόσεις της εκπαί-δευσης που προκύπτουν από την ανάλυση δενείναι σταθερές, αλλά μεταβάλλονται καθώςαπομακρυνόμαστε από το έτος αποφοίτησης.Για τον υπολογισμό των αποδόσεων αυτώνέχουν γίνει πολλές υποθέσεις.

Όσον αφορά τους αποφοίτους των ΤΕΙ, υπο-θέσαμε ότι προέρχονται κυρίως από τεχνικάλύκεια, οπότε η σύγκριση των εκτιμημένωναποδοχών τους έγινε με τις εκτιμημένες απο-δοχές των αποφοίτων τεχνικού λυκείου. Εφό-σον οι τελευταίες είναι χαμηλότερες από τιςαποδοχές των αποφοίτων του γενικού λυκείου,αν οι απόφοιτοι των ΤΕΙ προέρχονται κυρίωςαπό γενικά λύκεια, τότε οι αποδόσεις τουςέχουν υπερεκτιμηθεί στους παρακάτω πίνα-κες.9 Οι σπουδές τόσο στα ΚΑΤΕΕ ―παλαι-ότερα― όσο και στα ΤΕΙ μέχρι πρόσφαταδιαρκούσαν τρία χρόνια. Όμως, σε ορισμέναΤΕΙ ήδη από το 1999 και σε όλα από το 2001οι σπουδές έγιναν τετραετείς. Λόγω του σχε-τικά μικρού αριθμού αποφοίτων ΤΕΙ τετραε-τούς διάρκειας στο δείγμα μας, οι εκτιμήσειςπου παρουσιάζονται παρακάτω υποθέτουντριετείς σπουδές. Προφανώς, οι εκτιμημένοιεσωτερικοί λόγοι απόδοσης θα ήταν χαμηλό-τεροι αν υποθέταμε τετραετείς σπουδές. Γιατις σπουδές στις πολυτεχνικές σχολές όπωςκαι στις σχολές “γεωπονίας και δασολογίας”έγινε η υπόθεση ότι διαρκούν πέντε χρόνια.Οι αποδόσεις των αποφοίτων της “ιατρικήςκ.λπ.” υπολογίστηκαν επίσης με την υπόθεσηπενταετών σπουδών, παρότι οι σπουδές στιςιατρικές σχολές διαρκούν 6 έτη, επειδή σεάλλες σχολές της ίδιας ομάδας οι σπουδέςδιαρκούν 5 ή 4 έτη. Και στην περίπτωση αυτή,οι εκτιμημένοι εσωτερικοί λόγοι απόδοσης θα

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201028

9 Υπενθυμίζεται ότι η απόδοση κάθε εκπαιδευτικού επιπέδου προ-κύπτει από τη σύγκριση του εκτιμημένου συντελεστή της ψευδο-μεταβλητής του εν λόγω επιπέδου με τον αντίστοιχο εκτιμημένοσυντελεστή της ψευδομεταβλητής του αμέσως προηγούμενουεκπαιδευτικού επιπέδου (οριακή απόδοση). Επομένως, στον υπο-λογισμό έχει σημασία η υπόθεση για το είδος της εκπαιδευτικήςβαθμίδας που ολοκλήρωσε το άτομο (τεχνικό ή γενικό λύκειο) πρινολοκληρώσει τις σπουδές του σε κάποιο ΤΕΙ, εφόσον αποτελεί τονέναν όρο της εξίσωσης.

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 28

Page 30: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

ήταν χαμηλότεροι αν υποθέταμε σπουδέςμεγαλύτερης διάρκειας. Για τους υπόλοιπουςαποφοίτους ΑΕΙ έγινε η υπόθεση ότι οι σπου-δές τους διαρκούν τέσσερα έτη. Για τους κατό-χους μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών έγινε ηυπόθεση ότι οι σπουδές τους μετά το λύκειοδιαρκούν 5 έτη και επομένως, αν οι μεταπτυ-χιακές σπουδές είναι κυρίως διετείς και οιπερισσότεροι απόφοιτοι προέρχονται απόσχολές με 5 ή περισσότερα έτη προπτυχιακώνσπουδών, τότε οι αντίστοιχες αποδόσεις έχουνυπερεκτιμηθεί στους παρακάτω πίνακες.Τέλος, για την απόκτηση του διδακτορικούδιπλώματος έγινε η υπόθεση ότι απαιτούνταιοκτώ έτη σπουδών μετά το λύκειο.

Φυσικά, οι εκτιμήσεις του Πίνακα 5 επικε-ντρώνονται στις ιδιωτικές χρηματικές αποδό-σεις της εκπαίδευσης και παραβλέπουν άλλαμη χρηματικά οφέλη που μπορεί να αποκομί-ζει ο σπουδαστής από τη συμμετοχή του στιςανώτερες βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστή-ματος. Για τον υπολογισμό των αποδόσεωνπου παρατίθενται στους πίνακες αυτούς, υπο-θέσαμε ότι ο εργασιακός βίος των ατόμωνείναι 35 έτη. Το όριο αυτό είναι πιθανόταταρεαλιστικό για την περίπτωση των ανδρών,αλλά ίσως είναι υπερβολικό για την περίπτωσητων γυναικών, τουλάχιστον με βάση τα τωρινάδεδομένα (μετά τις πρόσφατες αλλαγές ταόρια συνταξιοδότησης μεταβλήθηκαν προς

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 29

ΤΕΙ

Δομικών, μηχανολόγων και Η/Υ 6,8 7,2 7,0 8,4

Γεωργικής τεχνολογίας και τροφίμων 3,9 3,4 3,6 1,0

Οικονομίας και διοίκησης 5,4 7,5 5,5 6,9

Ιατρικών επιστημών 6,1 6,4 5,8 7,8

Άλλο ΤΕΙ 3,6 8,8 3,7 9,2

ΑΕΙ

Πολυτεχνική δομικών 5,2 7,4 5,5 7,9

Πολυτεχνική μηχανολόγων και πληροφορική 7,0 5,7 7,1 6,9

Φυσικές επιστήμες 7,8 8,2 7,4 7,3

Μαθηματικά και στατιστική 5,7 7,8 5,3 7,0

Ιατρική κ.λπ. 7,9 7,4 7,9 8,0

Γεωπονική και δασολογία 4,0 4,7 4,2 3,9

Νομική 5,5 7,0 6,2 8,1

Οικονομικά και διοίκηση 6,4 6,6 6,5 6,9

Κοινωνικές επιστήμες 4,1 6,7 3,8 6,2

Ανθρωπιστικές επιστήμες 5,8 8,9 5,7 8,3

Ξένες γλώσσες 10,5 9,2 9,9 9,8

Φυσική αγωγή 5,3 6,5 4,8 6,8

Παιδαγωγικά 8,7 10,0 8,9 9,9

Άλλο ΑΕΙ 8,6 6,9 7,9 7,1

Μεταπτυχιακές σπουδές

Μεταπτυχιακό 9,3 10,5 9,3 11,5

Διδακτορικό 7,8 7,4 8,0 8,0

Εκπαιδευτικό επίπεδο

Χωρίς προσαρμογή για την πιθανότηταανεργίας

Με προσαρμογή για την πιθανότητα ανεργίας

Άνδρες Γυναίκες Άνδρες Γυναίκες

Πίνακας 5 Εκτιμημένες ιδιωτικές αποδόσεις της εκπαίδευσης

(ποσοστά %)

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 29

Page 31: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

αυτή την κατεύθυνση). Συχνά στη βιβλιογρα-φία γίνονται εκτιμήσεις για εργασιακό βίομεταξύ του (θεωρητικού) έτους αποφοίτησηςκαι του (θεωρητικού) έτους συνταξιοδότησης.Κάτι τέτοιο θα έδινε στην περίπτωση της Ελλά-δος εργαζόμενους αποφοίτους λυκείου με έωςκαι 46 έτη εμπειρίας μετά την αποφοίτηση.Όμως, στο δείγμα μας συμπεριλαμβάνονταιελάχιστοι εργαζόμενοι (και σχεδόν κανέναςμισθωτός) με παρόμοια χαρακτηριστικά.

Συνήθως στη βιβλιογραφία εκτιμήσεις σαναυτές που παρατίθενται στον Πίνακα 5 απο-καλούνται “ιδιωτικές αποδόσεις της εκπαί-δευσης”. Τα αποτελέσματα του Πίνακα 5 δεί-χνουν τις ετήσιες εκτιμημένες αποδόσεις τηςεκπαίδευσης χωριστά για άνδρες και γυναί-κες, ανά κατηγορία αποφοίτων τριτοβάθμιαςεκπαίδευσης. Παρόλο που, όπως δείχνουν τααποτελέσματα του Πίνακα 3, οι μισθοί τωνγυναικών είναι πολύ χαμηλότεροι από αυτούςτων ανδρών, τόσο στα ΑΕΙ όσο και στα ΤΕΙ,στις περισσότερες περιπτώσεις οι αποδόσειςτης εκπαίδευσης των γυναικών είναι υψηλό-τερες από τις αντίστοιχες των ανδρών.Φυσικά, αυτό οφείλεται πρωτίστως στο ότι,αναλογικά, η απόσταση μεταξύ γυναικών απο-φοίτων λυκείου και τριτοβάθμιας εκπαίδευσηςείναι ακόμη μεγαλύτερη από την αντίστοιχηανδρών αποφοίτων λυκείου και τριτοβάθμιαςεκπαίδευσης. Επίσης, οι αποδόσεις των ΑΕΙδείχνουν να είναι υψηλότερες των ΤΕΙ, αν καιοι διαφορές μεταξύ ομάδων σχολών εντός τωνδύο τύπων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναιμεγάλες. Σε γενικές γραμμές, οι αποδόσειςμπορούν να θεωρηθούν από ικανοποιητικέςμέχρι πολύ ικανοποιητικές. Οι υψηλότερεςαποδόσεις παρατηρούνται μεταξύ των απο-φοίτων “παιδαγωγικών” (αποτέλεσμα που,όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, πρέπει ναεκτιμηθεί με επιφύλαξη), “ξένων γλωσσών”(γυναίκες), “φυσικών επιστημών” και, σεμικρότερο βαθμό “ιατρικής κ.λπ.”, ενώ στοναντίποδα βρίσκονται οι απόφοιτοι “γεωπονι-κής και δασολογίας” και “κοινωνικών επι-στημών” (μόνο για τους άνδρες αποφοίτους).Ιδιαίτερα υψηλές είναι οι αποδόσεις τωνκατόχων μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτ-λων σπουδών.

Εφόσον θεωρηθεί ότι η επένδυση σε ανθρώ-πινο κεφάλαιο είναι πραγματικά μια μορφήεπένδυσης, τότε κατά την εκτίμηση των απο-δόσεων θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και τοκόστος των ενδεχόμενων κινδύνων. Κατάπάσα πιθανότητα, ο μεγαλύτερος κίνδυνοςείναι ο κίνδυνος της ανεργίας, η οποία μπορείνα εκμηδενίσει (σε ατομικό επίπεδο) ή να μει-ώσει σημαντικά (σε συλλογικό επίπεδο) τιςπροσδοκώμενες αποδόσεις. Ως εκ τούτου,θεωρούμε ότι οι πραγματικές ιδιωτικές απο-δόσεις της εκπαίδευσης είναι αυτές που προ-κύπτουν από τις εκτιμήσεις που φανερώνουντα αποτελέσματα του Πίνακα 4 και παρου-σιάζονται στον Πίνακα 5. Κατά τον υπολογι-σμό των αποδόσεων αυτών έχει ληφθεί υπόψηη πιθανότητα ανεργίας για συγκεκριμένοαριθμό ετών μετά την αποφοίτηση τόσο για ταάτομα της ομάδας αναφοράς (απόφοιτοι γενι-κού ή τεχνικού λυκείου) όσο και για τους απο-φοίτους κάθε ομάδας της τριτοβάθμιαςεκπαίδευσης.

Οι διαφορές μεταξύ των εκτιμήσεων τουΠίνακα 5 με ή χωρίς προσαρμογή για τηνπιθανότητα ανεργίας δεν είναι πολύ έντονες.Σε άλλες περιπτώσεις οι εκτιμημένες ετήσιεςαποδόσεις της εκπαίδευσης αυξάνονται, ενώσε άλλες μειώνονται, αλλά οι μεταβολές είναισυνήθως μικρές. Μεταξύ των αποφοίτων ΤΕΙ,τις υψηλότερες αποδόσεις φαίνεται ότι έχουνοι απόφοιτοι “δομικών, μηχανολόγων καιΗ/Υ” και τις χαμηλότερες οι απόφοιτοι “γεωρ-γικής τεχνολογίας και τροφίμων” τόσομεταξύ των ανδρών όσο και μεταξύ των γυναι-κών. Μεταξύ των αποφοίτων ΑΕΙ, οι αποδό-σεις αυξάνονται σε σύγκριση με τον Πίνακα5 στις περιπτώσεις των δύο κατηγοριών απο-φοίτων πολυτεχνείου, “ιατρικής κ.λπ.”, “νομι-κής” και, σε μικρότερο βαθμό, “οικονομικώνκαι διοίκησης”.

Η κατάταξη των σχολών ως προς τις προσδο-κώμενες αποδόσεις της εκπαίδευσης δεν μετα-βάλλεται σημαντικά. “Παιδαγωγικά”, “ξένεςγλώσσες” (γυναικών), “ιατρική κ.λπ.”,“νομική”, “φυσικές επιστήμες” και οι δύοκατηγορίες αποφοίτων του πολυτεχνείου“δομικών” και “μηχανολόγων και πληροφο-

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201030

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 30

Page 32: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

ρικής” εμφανίζουν τις υψηλότερες αποδόσεις,ενώ οι χαμηλότερες αποδόσεις εμφανίζονταιστις ομάδες “γεωπονική και δασολογία” και“κοινωνικών επιστημών” (ανδρών). Οι απο-δόσεις των κατόχων μεταπτυχιακών και διδα-κτορικών τίτλων σπουδών εμφανίζονταιακόμη υψηλότερες από ό,τι στον Πίνακα 5,ενώ και πάλι οι ετήσιες αποδόσεις είναιαισθητά υψηλότερες για τους κατόχους μετα-πτυχιακών παρά διδακτορικών τίτλων (παράτις υψηλότερες αμοιβές των τελευταίων).

5 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η παρούσα μελέτη περιέχει αρκετά ευρή-ματα που αναλύονται σε επιμέρους ομάδεςπτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ορι-σμένα από τα ευρήματα αυτά συνάδουν μεαντίστοιχα παλαιότερων μελετών, ενώ άλλαείναι νέα στη βιβλιογραφία. Η σχέση ανά-μεσα στην αμοιβή ανά μονάδα εργασίας καιτο εκπαιδευτικό επίπεδο είναι αναμφίβολαθετική. Οι αποδοχές των αποφοίτων τριτο-βάθμιας εκπαίδευσης είναι σημαντικά υψη-λότερες από τις αποδοχές των αποφοίτωνκατώτερων βαθμίδων του εκπαιδευτικούσυστήματος σε παρόμοιο στάδιο της επαγ-γελματικής τους σταδιοδρομίας (έτη μετά τηναποφοίτηση). Ωστόσο, υπάρχουν πολύ σημα-ντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των ομάδωναποφοίτων. Παρά τους περιορισμούς τηςανάλυσης που οφείλονται στη φύση των δεδο-μένων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στηνπαρούσα μελέτη (ομαδοποιημένα μισθολο-γικά δεδομένα, δείγματα με μικρό αριθμόπαρατηρήσεων χωρίς ικανοποιητική δια-σπορά ως προς την εργασιακή εμπειρία γιασυγκεκριμένες ομάδες αποφοίτων, μεγάλακαι διαφορετικά ποσοστά αυτοαπασχόλησηςσε διαφορετικές ομάδες ειδικοτήτων κ.λπ.),ορισμένα συμπεράσματα είναι σαφή. Οι από-φοιτοι ιατρικών και πολυτεχνικών σχολών,όπως και οι κάτοχοι τίτλων μεταπτυχιακώνκαι διδακτορικών σπουδών, απολαμβάνουνυψηλές αμοιβές ανά μονάδα εργασίας, αν καιαυτό δεν συνεπάγεται πάντοτε υψηλούς εσω-τερικούς λόγους απόδοσης σε σύγκριση μεάλλες ειδικότητες.

Το γεγονός ότι οι απόφοιτοι τριτοβάθμιαςεκπαίδευσης έχουν υψηλότερες αποδοχές δενσυνεπάγεται αναγκαστικά ότι έγιναν περισ-σότερο παραγωγικοί λόγω των σπουδών τους.Μπορεί απλώς να είναι ικανότεροι και ναχρησιμοποιούν την αποφοίτησή τους από τηντριτοβάθμια εκπαίδευση ως διαδικασία σημα-τοδότησης (signalling) προς τους εργοδότες,κάτι το οποίο δεν εξετάστηκε στο πλαίσιο τηςπαρούσας μελέτης. Επιπρόσθετα, οι αποδό-σεις της εκπαίδευσης που εξετάστηκαν στηνπαρούσα εργασία είναι ιδιωτικές αποδόσεις.Υψηλές ιδιωτικές αποδόσεις δεν συνεπάγο-νται αναγκαστικά και υψηλές κοινωνικές απο-δόσεις, οι οποίες είναι απαραίτητες για ναυποστηριχθεί η άποψη ότι η επένδυση στηντριτοβάθμια εκπαίδευση είναι επικερδής γιατην κοινωνία. Και κατά μείζονα λόγο από τηστιγμή που κανένας δεν μπορεί να προβλέψειμε ασφάλεια αν οι υψηλές ιδιωτικές αποδό-σεις θα διατηρηθούν και στο μέλλον, καθώς ηπροσφορά ειδικευμένης εργασίας αναμένεταινα αυξηθεί σημαντικά λόγω της παρατηρού-μενης μαζικοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαί-δευσης με ταχείς ρυθμούς στην Ελλάδα κατάτην τελευταία δεκαετία.

Σύμφωνα με πρόσφατη εργασία των Γεωργα-ντά, Κανδηλώρου και Λειβαδά (2008), 58%των δευτεροετών φοιτητών δύο ΑΕΙ της χώρας(Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών καιΠανεπιστήμιο Μακεδονίας) δήλωσαν ότι ολόγος που αποφάσισαν να συνεχίσουν τιςσπουδές τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευσηείναι για να βρουν ευκολότερα καλύτερα αμει-βόμενη εργασία. Τα ευρήματα των Μητράκου,Τσακλόγλου και Χολέζα (2010) δείχνουν ότιπράγματι η αποφοίτηση από ίδρυμα τριτο-βάθμιας εκπαίδευσης αποτελεί, τουλάχιστονμακροχρόνια, ασπίδα κατά της ανεργίας. Ταευρήματα της παρούσας μελέτης δείχνουν επί-σης ότι οι σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσηςμακροχρόνια εξασφαλίζουν καλύτερα αμει-βόμενη εργασία και, συνακόλουθα, ικανοποι-ητικές αποδόσεις – ειδικά στις σχολές και βαθ-μίδες όπου φαίνεται να υπάρχει μεγάλη ζήτησηαπό την πλευρά των υποψηφίων. Εν κατα-κλείδι, τα αποτελέσματα της ανάλυσης υπο-δηλώνουν ότι οι Έλληνες νέοι φαίνεται να

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 31

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 31

Page 33: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

ενεργούν απολύτως ορθολογικά ως προς τιςεκπαιδευτικές επιλογές τους. Παραμένειόμως ανοικτό το ερώτημα κατά πόσον και ηπολιτεία από την πλευρά της ενεργεί ορθολο-

γικά επεκτείνοντας διαρκώς την τριτοβάθμιαεκπαίδευση, είτε με την ίδρυση νέων ΑΕΙ καιΤΕΙ είτε με τη δημιουργία νέων τμημάτων σταήδη υφιστάμενα ιδρύματα.

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201032

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 32

Page 34: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 33

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I ΑΝΑΛΥΤ ΙΚΑ Ο ΙΚΟΝΟΜΕΤΡ ΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Πρωτοβάθμια -0,1479 *** -0,0244

Κατώτερη δευτεροβάθμια -0,1132 *** 0,0031

Γενικό λύκειο Ομάδα αναφοράς

Τεχνικό λύκειο -0,0564 * -0,0583

Μέση τεχνική σχολή -0,0785 ** 0,0105

IEK -0,0151 0,0128

Άλλο μεταλυκειακό 0,2558 *** 0,1447

Δομικών, μηχανολόγων και Η/Υ (ΤΕΙ) 0,1509 *** 0,0206

Γεωργικής τεχνολογίας και τροφίμων (ΤΕΙ) 0,1313 * -0,0461

Οικονομίας και διοίκησης (ΤΕΙ) 0,0637 0,1292 ***

Ιατρικών επιστημών (ΤΕΙ) 0,0970 0,0558

Άλλο ΤΕΙ 0,3035 ** 0,1896

Πολυτεχνική δομικών 0,3433 *** 0,3644 ***

Πολυτεχνική μηχανολόγων και πληροφορική 0,2865 *** 0,2798 ***

Φυσικές επιστήμες 0,2616 *** 0,1163

Μαθηματικά και στατιστική 0,2064 0,2650

Ιατρική κ.λπ. 0,3479 *** 0,4009 ***

Γεωπονική και δασολογία 0,1426 * 0,3369 ***

Νομική -0,1755 -0,0852

Οικονομικά και διοίκηση 0,1599 *** 0,1690 ***

Κοινωνικές επιστήμες 0,1680 0,1571 **

Ανθρωπιστικές επιστήμες 0,0508 0,2819 ***

Ξένες γλώσσες 0,3442 0,3719 ***

Φυσική αγωγή 0,0663 0,0578

Παιδαγωγικά 0,2768 0,3613 ***

Άλλο ΑΕΙ 0,4547 * 0,3065 ***

Μεταπτυχιακό 0,4283 *** 0,4895 ***

Διδακτορικό 0,6638 *** 0,5691 ***

Ανεξάρτητες μεταβλητές

Συντελεστής

Άνδρες Γυναίκες

Συντελεστές εκτίμησης λογαρίθμου ωριαίων αποδοχών

Εξαρτημένη μεταβλητή: λογάριθμος ωριαίων αποδοχών σε σταθερές τιμές

***Στατιστικά σημαντικός συντελεστής σε επίπεδο σημαντικότητας 1%** Στατιστικά σημαντικός συντελεστής σε επίπεδο σημαντικότητας 5%* Στατιστικά σημαντικός συντελεστής σε επίπεδο σημαντικότητας 10%

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 33

Page 35: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201034

Έτη από την αποφοίτηση x Πρωτοβάθμια 0,0019 -0,0087 *

Έτη από την αποφοίτηση x Κατώτερη δευτεροβάθμια 0,0042 -0,0083 *

Έτη από την αποφοίτηση x Γενικό λύκειο Ομάδα αναφοράς

Έτη από την αποφοίτηση x Τεχνικό λύκειο 0,0037 -0,0030

Έτη από την αποφοίτηση x Μέση τεχνική σχολή 0,0081 ** -0,0024

Έτη από την αποφοίτηση x IEK 0,0078 ** 0,0079 **

Έτη από την αποφοίτηση x Άλλο μεταλυκειακό -0,0034 0,0106

Έτη από την αποφοίτηση x Δομικών και μηχανολόγων και Η/Υ (ΤΕΙ) 0,0044 0,0246 *

Έτη από την αποφοίτηση x Γεωργικής τεχνολογίας και τροφίμων (ΤΕΙ) -0,0045 0,0250

Έτη από την αποφοίτηση x Οικονομίας και διοίκησης (ΤΕΙ) 0,0168 0,0004

Έτη από την αποφοίτηση x Ιατρικών επιστημών (ΤΕΙ) 0,0040 0,0132 **

Έτη από την αποφοίτηση x Άλλο ΤΕΙ -0,0462 ** 0,0112

Έτη από την αποφοίτηση x Πολυτεχνική δομικών -0,0128 -0,0009

Έτη από την αποφοίτηση x Πολυτεχνική μηχανολόγων και πληροφορική 0,0086 0,0182

Έτη από την αποφοίτηση x Φυσικές επιστήμες 0,0047 0,0305 ***

Έτη από την αποφοίτηση x Μαθηματικά και στατιστική -0,0003 -0,0020

Έτη από την αποφοίτηση x Ιατρική κ.λπ. 0,0062 -0,0055

Έτη από την αποφοίτηση x Γεωπονική και δασολογία 0,0076 -0,0224

Έτη από την αποφοίτηση x Νομική 0,0489 ** 0,0541 ***

Έτη από την αποφοίτηση x Οικονομικά και διοίκηση 0,0107 ** 0,0132 **

Έτη από την αποφοίτηση x Κοινωνικές επιστήμες -0,0098 0,0084

Έτη από την αποφοίτηση x Ανθρωπιστικές επιστήμες 0,0249 *** 0,0065

Έτη από την αποφοίτηση x Ξένες γλώσσες 0,0062 -0,0027

Έτη από την αποφοίτηση x Φυσική αγωγή 0,0169 * 0,0314 **

Έτη από την αποφοίτηση x Παιδαγωγικά -0,0203 -0,0051

Έτη από την αποφοίτηση x Άλλο ΑΕΙ -0,0224 0,0058

Έτη από την αποφοίτηση x Μεταπτυχιακό 0,0008 0,0012

Έτη από την αποφοίτηση x Διδακτορικό -0,0039 0,0042

***Στατιστικά σημαντικός συντελεστής σε επίπεδο σημαντικότητας 1%** Στατιστικά σημαντικός συντελεστής σε επίπεδο σημαντικότητας 5%* Στατιστικά σημαντικός συντελεστής σε επίπεδο σημαντικότητας 10%

Συντελεστές εκτίμησης λογαρίθμου ωριαίων αποδοχών (συνέχεια)

Εξαρτημένη μεταβλητή: λογάριθμος ωριαίων αποδοχών σε σταθερές τιμές

Ανεξάρτητες μεταβλητές

Συντελεστής

Άνδρες Γυναίκες

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 34

Page 36: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 35

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Πρωτοβάθμια -0,0022 0,0094

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Κατώτερη δευτεροβάθμια -0,0091 0,0102

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Γενικό λύκειο Ομάδα αναφοράς

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Τεχνικό λύκειο -0,0090 0,0164

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Μέση τεχνική σχολή -0,0145 * 0,0141

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x IEK -0,0147 -0,0164 *

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Άλλο μεταλυκειακό 0,0049 -0,0407

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Δομικών, μηχανολόγων και Η/Υ (ΤΕΙ) -0,0164 -0,0719 *

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Γεωργικής τεχνολογίας και τροφίμων (ΤΕΙ) 0,0062 -0,0885

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Οικονομίας και διοίκησης (ΤΕΙ) -0,0600 * 0,0121

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Ιατρικών επιστημών (ΤΕΙ) -0,0009 -0,0368 **

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Άλλο ΤΕΙ 0,1423 ** -0,0642

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Πολυτεχνική δομικών 0,0290 0,0011

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Πολυτεχνική μηχανολόγων και πληροφορική -0,0224 -0,0974 **

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Φυσικές επιστήμες -0,0075 -0,0686 ***

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Μαθηματικά και στατιστική 0,0067 0,0291

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Ιατρική κ.λπ. -0,0174 0,0094

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Γεωπονική και δασολογία -0,0184 0,0705 *

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Νομική -0,1010 ** -0,1318 ***

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Οικονομικά και διοίκηση -0,0182 -0,0315 **

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Κοινωνικές επιστήμες 0,0443 -0,0004

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Ανθρωπιστικές επιστήμες -0,0577 *** -0,0041

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Ξένες γλώσσες -0,0031 0,0047

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Φυσική αγωγή -0,0323 -0,0803 **

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Παιδαγωγικά 0,1337 0,0429

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Άλλο ΑΕΙ 0,0572 -0,0515

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Μεταπτυχιακό 0,0044 -0,0013

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 x Διδακτορικό -0,0101 -0,0201

Έτη από την αποφοίτηση 0,0216 *** 0,0155 ***

Έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 -0,0287 *** -0,0184 ***

***Στατιστικά σημαντικός συντελεστής σε επίπεδο σημαντικότητας 1%** Στατιστικά σημαντικός συντελεστής σε επίπεδο σημαντικότητας 5%* Στατιστικά σημαντικός συντελεστής σε επίπεδο σημαντικότητας 10%

Συντελεστές εκτίμησης λογαρίθμου ωριαίων αποδοχών (συνέχεια)

Ανεξάρτητες μεταβλητές

Συντελεστής

Άνδρες Γυναίκες

Εξαρτημένη μεταβλητή: lnhrwg: λογάριθμος ωριαίων αποδοχών σε σταθερές τιμές

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 35

Page 37: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201036

Υπηκοότητα ελληνική Ομάδα αναφοράς

Υπηκοότητα λοιπών χωρών της ΕΕ -0,0172 -0,0057

Υπηκοότητα τρίτων χωρών -0,1392 *** -0,1189 ***

Ανατολική Μακεδονία – Θράκη -0,0963 *** -0,0626 ***

Κεντρική Μακεδονία -0,1024 *** -0,0995 ***

Δυτική Μακεδονία -0,0514 *** -0,0169

Ήπειρος -0,0151 -0,0092

Θεσσαλία -0,0672 *** -0,0259

Ιόνια νησιά -0,0687 *** -0,0355

Δυτική Ελλάδα -0,0146 0,0005

Στερεά Ελλάδα και Εύβοια -0,0095 -0,0195

Αττική Ομάδα αναφοράς

Πελοπόννησος -0,0560 *** -0,0369 **

Βόρειο Αιγαίο 0,0353 ** 0,0105

Νότιο Αιγαίο 0,0346 *** 0,0709 ***

Κρήτη -0,0045 0,0055

Περιφέρεια πρωτευούσης – Αθήνα Ομάδα αναφοράς

ΠΣ Θεσσαλονίκης 0,0728 *** 0,0950 ***

Λοιπές αστικές περιοχές 0,0022 -0,0031

Ημιαστικές περιοχές -0,0259 *** -0,0197

Αγροτικές περιοχές -0,0371 *** -0,0457 ***

Πρώτο έτος έρευνας (2004) -0,0073 -0,0009

Δεύτερο έτος έρευνας (2005) -0,0296 *** -0,0039

Τρίτο έτος έρευνας (2006) -0,0278 *** -0,0146

Τέταρτο έτος έρευνας (2007) Ομάδα αναφοράς

Πρώτο τρίμηνο -0,0115 * -0,0175 **

Δεύτερο τρίμηνο -0,0261 *** -0,0259 ***

Τρίτο τρίμηνο Ομάδα αναφοράς

Τέταρτο τρίμηνο 0,0105 0,0225 **

***Στατιστικά σημαντικός συντελεστής σε επίπεδο σημαντικότητας 1%** Στατιστικά σημαντικός συντελεστής σε επίπεδο σημαντικότητας 5%* Στατιστικά σημαντικός συντελεστής σε επίπεδο σημαντικότητας 10%

Συντελεστές εκτίμησης λογαρίθμου ωριαίων αποδοχών (συνέχεια)

Εξαρτημένη μεταβλητή: λογάριθμος ωριαίων αποδοχών σε σταθερές τιμές

Ανεξάρτητες μεταβλητές

Συντελεστής

Άνδρες Γυναίκες

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 36

Page 38: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 37

Γεωργία, κτηνοτροφία, θήρα και δασοκομία -0,1414 *** -0,1221 ***

Αλιεία -0,0245 0,1955 ***

Ορυχεία και λατομεία 0,2171 *** 0,1737 ***

Μεταποιητικές βιομηχανίες 0,0556 *** 0,0642 ***

Παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου και νερού 0,1787 *** 0,1399 ***

Κατασκευές 0,0962 *** 0,1376 ***

Χονδρικό και λιανικό εμπόριο, επισκευή αυτοκίνητων οχημάτων, μοτοσικλετών και ειδών προσωπικής και οικιακής χρήσης

Ομάδα αναφοράς

Ξενοδοχεία και εστιατόρια 0,0051 0,0193

Μεταφορές, αποθήκευση και επικοινωνίες 0,0864 *** 0,0894 ***

Ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί 0,1359 *** 0,1542 ***

Διαχείριση ακίνητης περιουσίας, εκμισθώσεις και επιχειρηματικές δραστηριότητες

0,0234 * 0,0663 ***

Δημόσια διοίκηση και άμυνα, υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση 0,1072 *** 0,1236 ***

Εκπαίδευση 0,3150 *** 0,2901 ***

Υγεία και κοινωνική μέριμνα 0,0612 *** 0,1124 ***

Άλλες δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών υπέρ του κοινωνικού συνόλου και άλλων υπηρεσιών κοινωνικού ή ατομικού χαρακτήρα

0,0637 *** 0,0500 ***

Ιδιωτικά νοικοκυριά που απασχολούν οικιακό προσωπικό -0,1571 *** -0,1698 ***

Ετερόδικοι οργανισμοί και όργανα 0,3139 *** 0,3588 *

Τοπική μονάδα επιχείρησης με 10 ή λιγότερα άτομα Ομάδα αναφοράς

Τοπική μονάδα επιχείρησης με περισσότερα από 10 άτομα 0,0807 *** 0,0794 ***

Άγαμος Ομάδα αναφοράς

Έγγαμος 0,0313 *** 0,0165 **

Ιδιωτικός τομέας Ομάδα αναφοράς

Δημόσιος τομέας 0,0757 *** 0,0689 ***

Δημόσιος τομέας x έτη από την αποφοίτηση 0,0025 0,0092 ***

Δημόσιος τομέας x έτη από την αποφοίτηση τετρ./100 -0,0004 -0,0161 ***

Σταθερός όρος 1,2514 *** 1,1754 ***

Αριθμός παρατηρήσεων 29.256 20.826

R-squared 0,4432 0,4658

***Στατιστικά σημαντικός συντελεστής σε επίπεδο σημαντικότητας 1%** Στατιστικά σημαντικός συντελεστής σε επίπεδο σημαντικότητας 5%* Στατιστικά σημαντικός συντελεστής σε επίπεδο σημαντικότητας 10%

Συντελεστές εκτίμησης λογαρίθμου ωριαίων αποδοχών (συνέχεια)

Εξαρτημένη μεταβλητή: λογάριθμος ωριαίων αποδοχών σε σταθερές τιμές

Ανεξάρτητες μεταβλητές

Συντελεστής

Άνδρες Γυναίκες

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 37

Page 39: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝΟΡΙΑΚΩΝ ΑΠΟΔΟΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Για τον υπολογισμό των ιδιωτικών οριακώναποδόσεων της εκπαίδευσης, στον Πίνακα 5χρησιμοποιήθηκε το προεξοφλητικό επιτόκιοτου τύπου της εσωτερικής απόδοσης της επέν-δυσης. Παραδείγματος χάριν, για τον υπολο-γισμό των ιδιωτικών οριακών εσωτερικώναποδόσεων της αποφοίτησης από ΑΕΙ σχολώνοικονομικών και διοίκησης για άνδρες καιγυναίκες (6,4% και 6,6% αντίστοιχα), χρησι-μοποιήθηκαν τα στοιχεία των Πινάκων Α καιΒ με βάση τον ακόλουθο τύπο:

όπου και είναι αντίστοιχαοι προσδοκώμενες ωριαίες αποδοχές τωναποφοίτων λυκείου και των αποφοίτων ΑΕΙσχολών οικονομικών και διοίκησης κατά τοέτος t,

[ και

]

και τα εκτιμημένα ποσοστά ανεργίαςτων αποφοίτων λυκείου και των αποφοίτωνΑΕΙ σχολών οικονομικών και διοίκησης κατάτο έτος t,

και οι εκτιμημένες ωριαίες αποδοχέςτων αποφοίτων Λυκείου και των αποφοίτωνΑΕΙ σχολών οικονομικών και διοίκησης κατάτο έτος t

και r το προεξοφλητικό επιτόκιο.

Τεχνικές για τον υπολογισμό του προεξο-φλητικού επιτοκίου που εξισώνει την καθαράπαρούσα αξία των προσδοκώμενων ωριαίωναποδοχών των αποφοίτων λυκείου και τωναποφοίτων ΑΕΙ σχολών οικονομικών και διοί-κησης είναι διαθέσιμες ακόμη και σε σχετικάαπλά στατιστικά πακέτα, όπως το Excel.

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201038

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι Ι

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:01 ������ 38

Page 40: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 39

0 0 6,65 3,60 3,36 - - - -

1 1 6,26 3,68 3,45 - - - -

2 2 5,89 3,75 3,53 - - - -

3 3 5,54 3,83 3,62 - - - -

4 4 5,21 3,90 3,70 0 10,87 4,22 3,76

5 5 4,91 3,98 3,78 1 9,20 4,36 3,96

6 6 4,62 4,05 3,87 2 7,79 4,49 4,14

7 7 4,35 4,13 3,95 3 6,60 4,63 4,32

8 8 4,10 4,20 4,03 4 5,60 4,77 4,50

9 9 3,86 4,27 4,10 5 4,77 4,90 4,67

10 10 3,64 4,34 4,18 6 4,07 5,04 4,83

11 11 3,43 4,41 4,25 7 3,49 5,17 4,99

12 12 3,24 4,47 4,33 8 3,00 5,30 5,14

13 13 3,05 4,54 4,40 9 2,59 5,43 5,29

14 14 2,88 4,60 4,47 10 2,26 5,56 5,43

15 15 2,72 4,66 4,53 11 1,98 5,69 5,57

16 16 2,57 4,72 4,60 12 1,74 5,81 5,71

17 17 2,43 4,78 4,66 13 1,55 5,93 5,84

18 18 2,30 4,83 4,72 14 1,39 6,05 5,96

19 19 2,17 4,89 4,78 15 1,26 6,16 6,08

20 20 2,06 4,94 4,84 16 1,15 6,27 6,20

21 21 1,95 4,99 4,89 17 1,05 6,38 6,31

22 22 1,85 5,03 4,94 18 0,98 6,48 6,41

23 23 1,75 5,07 4,99 19 0,92 6,57 6,51

24 24 1,66 5,12 5,03 20 0,87 6,67 6,61

25 25 1,58 5,15 5,07 21 0,84 6,75 6,70

26 26 1,50 5,19 5,11 22 0,81 6,84 6,78

27 27 1,43 5,22 5,15 23 0,79 6,91 6,86

28 28 1,36 5,25 5,18 24 0,79 6,98 6,93

29 29 1,29 5,28 5,21 25 0,79 7,05 6,99

30 30 1,23 5,31 5,24 26 0,79 7,11 7,05

31 31 1,18 5,33 5,26 27 0,81 7,16 7,10

32 32 1,13 5,35 5,29 28 0,84 7,21 7,14

33 33 1,08 5,36 5,30 29 0,88 7,24 7,18

34 34 1,03 5,37 5,32 30 0,93 7,28 7,21

35 35 0,99 5,38 5,33 31 0,99 7,30 7,23

36 - - - - 32 1,06 7,32 7,25

37 - - - - 33 1,16 7,34 7,25

38 - - - - 34 1,27 7,34 7,25

39 - - - - 35 1,40 7,34 7,24

t

Απόφοιτος λυκείου Απόφοιτος ΑΕΙ σχολών οικονομικών και διοίκησης

Έτη απότην αποφ. Us- Ws- E(Ws)

Έτη απότην αποφ. UT

- WT- E(WT)

Πίνακας A Εκτιμημένα ποσοστά ανεργίας (Us- ), εκτιμημένες ωριαίες αποδοχές (Ws- ) και προσδοκώμενες ωριαίες αποδοχές (E(Ws)) ανδρών αποφοίτων λυκείου και αποφοίτων ΑΕΙσχολών οικονομικών και διοίκησης

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:02 ������ 39

Page 41: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010

0 0 12,19 3,41 3,00 - - - -

1 1 11,98 3,47 3,05 - - - -

2 2 11,75 3,52 3,10 - - - -

3 3 11,52 3,57 3,16 - - - -

4 4 11,28 3,62 3,21 0 18,26 4,04 3,30

5 5 11,03 3,67 3,27 1 16,57 4,16 3,47

6 6 10,78 3,72 3,32 2 15,04 4,27 3,63

7 7 10,52 3,77 3,37 3 13,65 4,39 3,79

8 8 10,26 3,82 3,43 4 12,38 4,50 3,94

9 9 9,99 3,87 3,48 5 11,24 4,61 4,09

10 10 9,72 3,91 3,53 6 10,21 4,72 4,23

11 11 9,45 3,96 3,58 7 9,29 4,82 4,37

12 12 9,18 4,00 3,64 8 8,46 4,93 4,51

13 13 8,90 4,05 3,69 9 7,71 5,03 4,64

14 14 8,62 4,09 3,74 10 7,04 5,12 4,76

15 15 8,34 4,13 3,79 11 6,44 5,22 4,88

16 16 8,06 4,17 3,84 12 5,91 5,31 5,00

17 17 7,78 4,21 3,89 13 5,43 5,40 5,10

18 18 7,50 4,25 3,93 14 5,01 5,48 5,20

19 19 7,22 4,29 3,98 15 4,63 5,56 5,30

20 20 6,94 4,32 4,02 16 4,29 5,63 5,39

21 21 6,66 4,36 4,07 17 3,99 5,70 5,47

22 22 6,38 4,39 4,11 18 3,72 5,77 5,55

23 23 6,11 4,42 4,15 19 3,48 5,82 5,62

24 24 5,84 4,45 4,19 20 3,27 5,88 5,69

25 25 5,58 4,48 4,23 21 3,08 5,93 5,75

26 26 5,32 4,51 4,27 22 2,92 5,97 5,80

27 27 5,06 4,54 4,31 23 2,77 6,01 5,84

28 28 4,81 4,56 4,34 24 2,65 6,04 5,88

29 29 4,56 4,58 4,37 25 2,54 6,07 5,91

30 30 4,32 4,61 4,41 26 2,44 6,09 5,94

31 31 4,08 4,62 4,44 27 2,36 6,10 5,96

32 32 3,86 4,64 4,46 28 2,29 6,11 5,97

33 33 3,63 4,66 4,49 29 2,24 6,11 5,97

34 34 3,42 4,67 4,51 30 2,19 6,10 5,97

35 35 3,21 4,69 4,54 31 2,16 6,09 5,96

36 - - - - 32 2,13 6,08 5,95

37 - - - - 33 2,12 6,05 5,93

38 - - - - 34 2,12 6,03 5,90

39 - - - - 35 2,13 5,99 5,86

t

Απόφοιτη λυκείου Απόφοιτη ΑΕΙ σχολών οικονομικών και διοίκησης

Έτη απότην αποφ. Us- Ws- E(Ws)

Έτη απότην αποφ. UT

- WT- E(WT)

Πίνακας B Εκτιμημένα ποσοστά ανεργίας (Us- ), εκτιμημένες ωριαίες αποδοχές (Ws- ) και προσδοκώμενες ωριαίες αποδοχές (E(Ws)) γυναικών αποφοίτων λυκείου και αποφοίτων ΑΕΙσχολών οικονομικών και διοίκησης

40

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:02 ������ 40

Page 42: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010

Ξενόγλωσση

Becker, G.S. (1964), Human Capital: A Theoretical and Empirical Analysis with SpecialReference to Education, The University of Chicago Press, 3rd ed., Chicago.

Becker, G.S. and B.R. Chiswick (1966), “Education and the Distribution of Earnings”, AmericanEconomic Review, 56, 358-69.

Ben-Porath, Y. (1967), “The Production of Human Capital and the Life Cycle of Earnings”,Journal of Political Economy, 75, 352-65.

Cholezas, I. and P. Tsakloglou (1999), “Private returns to education in Greece: A review of theempirical literature”, στο: R. Asplund and P. Telhado Pereira (επιμ.), Returns to human capitalin Europe, 147-62, ETLA, Helsinki.

Hadjidema, S.H. (1998), “Rates of Return on Higher Education in Greece”, Spoudai, 48(1-4), 157-168.Harmon, C., I. Walker and N. Westergaard-Nielsen (2001), “Introduction”, στο C. Harmon, I.

Walker and N. Westergaard-Nielsen (επιμ.), Education and earnings in Europe, Edward Elgar,Cheltenham.

Kanellopoulos, C.N. (1982), “Male-Female Pay Differentials in Greece”, Greek EconomicReview, 4, 222-241.

Kanellopoulos, C.N. (1985), “Individual Pay Differentials in Greece”, Σπουδαί, 35(1-2), 109-25.Kanellopoulos, C.N. (1997), “Public-Private Wage Differentials in Greece”, Applied Economics,

29, 1023-32.Kanellopoulos, C.N. and K.G. Mavromaras (2002), “Male-Female Labour Market Participation

and Wage Differentials in Greece”, Labour, 16(4), 771-801.Lambropoulos, H.S. (1992), “Further Evidence on the Weak and Strong Versions of the Screening

Hypothesis in Greece”, Economics of Education Review, 11(1), 61-65.Leibenstein, H. (1967), “Rates of Return to Education in Greece”, Economic Development

Report, No. 94.Magoula, T. and G. Psacharopoulos (1999), “Schooling and Monetary Rewards in Greece: An

Over-Εducation False Alarm”, Applied Economics, 31, 1589-97.Mincer, J. (1958), “Investments in Human Capital and Personal Income Distribution”, Journal

of Political Economy, 66(4), 281-302.Mincer, J. (1974), Schooling, Experience and Earnings, Columbia University Press, New York.OECD (1998), Human Capital Investment: An International Comparison, OECD, Paris.OECD (2010), Jobs for the Youth: Greece, OECD, Paris.Papapetrou, E. (2008), “Evidence on gender wage differentials in Greece”, Journal of Economic

Change and Restructuring, 41, 155-66.Patrinos, H.A. (1992), “Higher Education Finance and Economic Inequality in Greece”,

Comparative Education Review, 36(3), 298-308.Patrinos, H.A. (1995), “Socioeconomic Background, Schooling, Experience, Ability and Monetary

Rewards in Greece”, Economics of Education Review, 14(1), 85-91.Patrinos, H.A. and H.S. Lambropoulos (1993), “Gender Discrimination in the Greek Labour

Market”, Education Economics, 1(2), 153-64.Psacharopoulos, G. (1973), Returns to education: An international comparison, Elsevier, San

Francisco.Psacharopoulos, G. (1981), “Returns to education: An updated international comparison”,

Comparative Education, 17, 321-41.Psacharopoulos, G. (1982), “Earnings and Education in Greece, 1960-1977”, European Economic

Review, 17(3), 333-47.Psacharopoulos, G. (1985), “Returns to education: A further international update and

implications”, Journal of Human Resources, 20, 583-604.

Β ΙΒΛ ΙΟ ΓΡΑΦ ΙΑ

41

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:02 ������ 41

Page 43: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Psacharopoulos, G. (1994), “Returns to investment in education: A global update”, WorldDevelopment Report, No. 22, 1325-43.

Psacharopoulos, G. and H.A. Patrinos (2004), “Returns to investment in education: A furtherupdate”, Education Economics, 12, 111-35.

Schultz, T.W. (1961), “Investment in Human Capital”, American Economic Review, 51(1), 1-17.

White, H. (1980), “A Heteroskedasticity-Consistent Covariance Matrix Estimator and a DirectTest for Heteroskedasticity”, Econometrica, 48(4), 817-838.

Ελληνική

Γεωργαντά, Ζ., Ε. Κανδηλώρου και Α. Λειβαδά (2008), “Η έλλειψη δεξιοτήτων μάθησης απο-τελεί τροχοπέδη στην πανεπιστημιακή γνώση”, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Στα-τιστικής, Technical Report 236.

Κανελλόπουλος Κ.Ν., Κ.Γ. Μαυρομαράς και Θ. Μητράκος (2003), “Εκπαίδευση και ΑγοράΕργασίας”, Μελέτη Νο. 50, Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ),Αθήνα.

Μητράκος, Θ., Π. Τσακλόγλου και Ι. Χολέζας (2010), “Προσδιοριστικοί παράγοντες της πιθα-νότητας ανεργίας των νέων στην Ελλάδα, με έμφαση στους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαί-δευσης”, Τράπεζα της Ελλάδος, Οικονομικό Δελτίο, 33, 23-68.

Παπαπέτρου, Ε. (2003), “Μισθολογικές διαφορές μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στηνΕλλάδα”, Τράπεζα της Ελλάδος, Οικονομικό Δελτίο, 21, 35-66.

Παπαπέτρου, Ε. (2004), “Μισθολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα”,Τράπεζα της Ελλάδος, Οικονομικό Δελτίο, 23, 57-78.

Παπαπέτρου, Ε. (2007), “Εκπαίδευση, αγορά εργασίας και μισθολογικές διαφορές στηνΕλλάδα”, Τράπεζα της Ελλάδος, Οικονομικό Δελτίο, 28, 57-83.

Χολέζας, Ι. (2005), “Ιδιωτικές αποδόσεις της εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την ΕυρωπαϊκήΈνωση”, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, διδακτορική διατριβή.

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201042

2-Meleti Mitrakos:������ 1 12-10-10 12:02 ������ 42

Page 44: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα, πολ-λές μελέτες στον τομέα των διεθνών οικονο-μικών έχουν διερευνήσει εμπειρικά τις διε-θνείς εμπορικές συναλλαγές και έχουν ελέγ-ξει την εγκυρότητα των διαφόρων θεωριών, μεεπίκεντρο τα εξής ερωτήματα:

(α) Ποια αγαθά εμπορεύονται οι χώρες;

(β) Με ποιους εμπορικούς εταίρους συναλ-λάσσονται;

(γ) Ποιο είναι το ύψος των εμπορικών συναλ-λαγών;

Για να διερευνήσουν αυτά τα ζητήματα, οMacDougall (1951, 1952) χρησιμοποίησε τοσυγκριτικό κόστος εργασίας με βάση έναρικαρδιανό υπόδειγμα, ενώ ο Leontief (1954)χρησιμοποίησε το ίδιο μέγεθος με βάση τουπόδειγμα των Heckscher-Ohlin. Ο Deardorff(1984) έλεγξε εμπειρικά τις διάφορες θεωρίεςτου εμπορίου και οι Goldstein and Khan(1985) εκτίμησαν την ελαστικότητα των εμπο-ρικών συναλλαγών ως προς το εισόδημα καιτις τιμές και διατύπωσαν ανάλογες προτάσειςπολιτικής. Οι παραπάνω μελέτες είχαν αντι-κείμενο αποκλειστικά και μόνο το εμπόριοαγαθών και τους προσδιοριστικούς τουπαράγοντες.

Καθώς όμως άρχισε να αυξάνεται θεαματικάκαι το εμπόριο υπηρεσιών μεταξύ των ανε-πτυγμένων χωρών και οι ΗΠΑ δρομολόγησαντη σταδιακή απελευθέρωσή του,1 το ενδιαφέ-ρον της ακαδημαϊκής κοινότητας στράφηκεπρος τους προσδιοριστικούς παράγοντες τουεμπορίου υπηρεσιών. Ο Kravis (1983) ανέλυσετο ρόλο των υπηρεσιών τόσο στην εγχώριαοικονομία όσο και στις διεθνείς συναλλαγές

και συμπέρανε ότι οι υπηρεσίες αποτελούνπαράγοντα ανάπτυξης για τις εγχώριες οικο-νομίες. Διαπίστωσε επίσης ραγδαία αύξησητων εμπορικών συναλλαγών τόσο επί αγαθώνόσο και επί υπηρεσιών κατά την περίοδο πουκάλυπτε η μελέτη του (δηλ. την εικοσαετία1960-1979).

Είναι πάντως προφανές ότι, όσο αυξάνεται τομερίδιο των υπηρεσιών στο παγκόσμιο ΑΕΠ,τόσο αυξάνεται και η σπουδαιότητά τους γιατο διεθνές εμπόριο. Σύμφωνα με τον Karsenty(2000), οι υπηρεσίες αφορούν σχεδόν το 1/3του παγκόσμιου εμπορίου. Οι Helkie andStekler (1987) ήταν από τους πρώτους που επι-χείρησαν να κατασκευάσουν ένα υπόδειγμαγια το εμπόριο υπηρεσιών των ΗΠΑ. Οι Hungand Viana (1995) αξιοποίησαν τη μεθοδολο-γική προσέγγιση δύο σταδίων των Engle andGranger (1987) ―εκτίμηση συνολοκλήρωσηςκαι υπόδειγμα διόρθωσης σφάλματος(ECM)― για να κατασκευάσουν ένα υπό-δειγμα των εμπορικών συναλλαγών επί υπη-ρεσιών των ΗΠΑ. Ωστόσο, η μελέτη τους επι-κεντρωνόταν στον τουρισμό, τις λοιπές ιδιω-τικές υπηρεσίες, τις πληρωμές πνευματικώνδικαιωμάτων και δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας(royalties & licence fees) και δεν περιλάμβανετις στρατιωτικές και μεταφορικές υπηρεσίες.Σε σχετικά πιο πρόσφατη μελέτη του Πανε-πιστημίου του Μίτσιγκαν (Νοέμβριος 2000)αναφορικά με την τριμηνιαία πρόβλεψη για τοεμπόριο υπηρεσιών των ΗΠΑ, αυτό το υπό-δειγμα επεκτάθηκε ώστε στις εμπορικές

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 43

ΠΡΟΣΔ ΙΟΡ Ι Σ Τ Ι ΚΟ Ι ΠΑΡΑ ΓΟΝΤΕΣ ΤΩΝ Ε Ι ΣΠΡΑΞΕΩΝ ΑΠΟ ΘΑΛΑΣΣ Ι Ε Σ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ : Η ΠΕΡ ΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ *

Ζαχαρίας ΜπραγουδάκηςΔιεύθυνση Οικονομικών Μελετών

Στέλιος ΠαναγιώτουΔιεύθυνση Οικονομικών Μελετών

* Ευχαριστίες εκφράζονται στους Ε. Θανοπούλου, Γ. Ζομπανάκηκαι H. Gibson για τα εποικοδομητικά σχόλιά τους. Προηγούμενηεκδοχή της μελέτης είχε παρουσιαστεί στο ετήσιο συνέδριο τηςΠαγκόσμιας Ένωσης Ναυτιλιακών Οικονομολόγων (InternationalAssociation of Maritime Economists) τον Ιούλιο του 2007 στηνΑθήνα. Η μελέτη απηχεί τις απόψεις των συγγραφέων και όχι κατ’ανάγκην τις απόψεις της Τράπεζας της Ελλάδος.

1 Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 η κυβέρνηση Ρήγκαν ανέλαβεδιπλωματική πρωτοβουλία για την άρση των περιορισμών στοεμπόριο υπηρεσιών.

3-Meleti Bragoudaki-Panagiotou:������ 1 12-10-10 12:02 ������ 43

Page 45: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

συναλλαγές επί υπηρεσιών να συμπεριλαμ-βάνονται και οι μεταφορικές υπηρεσίες(Hymans, Deardorff & Stern, 2000).

Για την Ελλάδα, σημαντικότατη συνιστώσατων διεθνών συναλλαγών της επί υπηρεσιώναποτελούν οι θαλάσσιες μεταφορές (ναυτι-λία). Γι’ αυτό και η παρούσα μελέτη εξετάζειτους παράγοντες που καθορίζουν τις εισπρά-ξεις από την παροχή υπηρεσιών θαλάσσιωνμεταφορών στην ελληνική οικονομία, χρησι-μοποιώντας ως μεθοδολογικό πλαίσιο έναυπόδειγμα διόρθωσης σφάλματος (ECM). Τακύρια αποτελέσματα που προκύπτουν από τημελέτη φανερώνουν ότι τόσο οι ναύλοι όσο καιτο ύψος των πιστώσεων από το ελληνικό τρα-πεζικό σύστημα προς τον κλάδο των θαλάσ-σιων μεταφορών αποτελούν στατιστικά σημα-ντικούς προσδιοριστικούς παράγοντες τωνναυτιλιακών εισπράξεων που καταγράφονταιστο ισοζύγιο πληρωμών. Επίσης εξετάζεται ηπροβλεπτική ικανότητα που έχει το προτει-νόμενο από τη μελέτη υπόδειγμα διόρθωσηςσφάλματος (ECM) να διεξάγει προβλέψειςγια τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη των ναυτιλια-κών εισπράξεων. Το προτεινόμενο ECMσυγκρίνεται με άλλα ανταγωνιστικά απλάυποδείγματα, π.χ. τα αυτοπαλίνδρομα υπο-δείγματα (AR) πρώτης και τρίτης τάξης και τουπόδειγμα του τυχαίου περιπάτου (RW), καιπροκύπτει βάσει των ευρημάτων ότι υπερέχειως προς την προβλεπτική του ικανότητα.

Η παρούσα μελέτη διαρθρώνεται ως εξής:Στην επόμενη ενότητα γίνεται μια συνοπτικήβιβλιογραφική επισκόπηση των εμπειρικώνμελετών που εξετάζουν τους προσδιοριστικούςπαράγοντες των ναυτιλιακών εισπράξεων στηνεθνική οικονομία. Η τρίτη ενότητα παρουσιά-ζει το μεθοδολογικό πλαίσιο και τα στοιχείαπου χρησιμοποιούνται, ενώ η τέταρτη σχολιά-ζει τα εμπειρικά ευρήματα. Τέλος, η πέμπτηενότητα συνοψίζει τα συμπεράσματα.

2 ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Η διαρθρωτική ανάλυση και πρόβλεψη τωνεισροών του ναυτιλιακού συναλλάγματος στην

ελληνική οικονομία με τη χρήση οικονομε-τρικής ανάλυσης επιχειρήθηκε για πρώτηφορά, εξ όσων γνωρίζουμε, από την Κωνστα-ντοπούλου (1976) για τις ανάγκες του τότεπενταετούς αναπτυξιακού προγράμματος(1976-1980). Η μεθοδολογία βασίστηκε στονυπολογισμό του εισοδήματος των “συντελε-στών παραγωγής ναυτιλιακών υπηρεσιών”(δηλ. της εργασίας και του κεφαλαίου) και τηςεπίδρασής τους στις εισροές του ναυτιλιακούσυναλλάγματος. Σύμφωνα με την τότε εφαρ-μοζόμενη μεθοδολογία κατάρτισης του ισο-ζυγίου πληρωμών,2 οι ναυτιλιακές εισροέςκαταγράφονταν ως εξής:

1. Ναύλοι εμπορευμάτων (εισαγωγές/εξαγω-γές αγαθών προς και από την Ελλάδα).

2. Εμβάσματα ναυτιλλομένων.

3. Εμβάσματα εφοπλιστών.

4. Ανεφοδιασμός - επισκευές πλοίων κ.λπ.

5. Εισφορές σε ασφαλιστικά ταμεία (NATκ.λπ.).

6. Φορολογία εφοπλισμού.

7. Εισιτήρια.

Αν και υπήρχαν διαθέσιμα αναλυτικά στοιχείαγια τις παραπάνω επτά κατηγορίες, η Κων-σταντοπούλου δεν τα θεώρησε αρκετά αξιό-πιστα και επέλεξε να χρησιμοποιήσει συγκε-ντρωτικά στοιχεία για τις εισροές ναυτιλιακούσυναλλάγματος. Από την οικονομετρική ανά-λυση (εκτίμηση μιας σειράς εναλλακτικών εξι-σώσεων) που έγινε με βάση ετήσια στοιχεία(1960-1974) διαπιστώθηκε ότι οι εισροές ναυ-τιλιακού συναλλάγματος εξαρτώνται από τοεισόδημα των ναυτικών και τα έσοδα του υπόελληνική σημαία εμπορικού στόλου.

Παρόμοια οικονομετρική ανάλυση εφάρμοσεκαι ο Tambakis (1984), χρησιμοποιώντας τόσο

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201044

2 Μέχρι και το τέλος του 1998 η Τράπεζα της Ελλάδος ακολουθούσετη συναλλαγματική προσέγγιση για την κατάρτιση του ισοζυγίουπληρωμών.

3-Meleti Bragoudaki-Panagiotou:������ 1 12-10-10 12:02 ������ 44

Page 46: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

τα αναλυτικά στοιχεία του ναυτιλιακούσυναλλάγματος σύμφωνα με τις παραπάνωκατηγορίες όσο και τα συνολικά μεγέθη. Απότη μελέτη αυτή προκύπτει ότι οι συνολικές εισ-ροές από τη ναυτιλία εξαρτώνται πρωτίστωςαπό το παγκόσμιο θαλάσσιο εμπόριο (πουαντιπροσωπεύει τη ζήτηση ναυτιλιακών υπη-ρεσιών) και από το μέγεθος του ελληνικούστόλου, δηλ. τον αριθμό των πλοίων υπό ελλη-νική σημαία (που αντιπροσωπεύει την ελλη-νική προσφορά ναυτιλιακών υπηρεσιών).Όπως επισημαίνει ο Goulielmos (1997), ηστατιστική σημαντικότητα αυτών των δύομεταβλητών αποτελεί και ένδειξη της σπου-δαιότητας των ναύλων, οι οποίοι καθορίζονταιαπό την παγκόσμια προσφορά και ζήτηση ναυ-τιλιακών υπηρεσιών.

Ο Χαραλαμπίδης (1986) εξέτασε τη συσχέτισημεταξύ των εισροών ναυτιλιακού συναλλάγ-ματος και των εγχώριων μακροοικονομικώνπαραγόντων σε σύγκριση με αντίστοιχους διε-θνείς παράγοντες. Όπως και ο Tambakis(1984), βασίζεται τόσο σε συγκεντρωτικά όσοκαι σε αναλυτικά στοιχεία. Εκτίμησε μια σειράαπό οικονομετρικές εξισώσεις χρησιμοποιώ-ντας, μεταξύ άλλων, ως εξαρτημένες μετα-βλητές τις συνολικές εισροές ναυτιλιακούσυναλλάγματος, τα εμβάσματα εφοπλιστών, ταεμβάσματα ναυτιλλομένων και τις πρώτες δια-φορές τους και ως ανεξάρτητες μεταβλητέςτους ναύλους, τον δείκτη τιμών καταναλωτήτης Ελλάδος και τη συναλλαγματική ισοτιμίαδολαρίου ΗΠΑ/δραχμής. Η οικονομετρικήανάλυση εφαρμόστηκε σε δύο σύνολα εξισώ-σεων. Στο πρώτο σύνολο ο συγγραφέας έλεγξεκατά πόσον οι εισροές συναλλάγματος παρου-σιάζουν συσχέτιση με εγχώριους παράγοντεςπου προσδιορίζουν την εξέλιξη των μεγεθώντης ναυτιλίας – δηλ. με μεταβλητές της ελλη-νικής οικονομίας όπως η συναλλαγματική ισο-τιμία και ο πληθωρισμός. Στο δεύτερο σύνολοεξισώσεων διερευνήθηκε η σχέση μεταξύ τωνναυτιλιακών εισροών και του γενικού ναυλο-δείκτη που καταρτίζει το βρετανικό ναυτιλιακόεπιμελητήριο (General Council of British Ship-ping – GCBS). Όπως αναφέρει ο Χαραλα-μπίδης, δεν χρησιμοποίησε τις πιο προηγμένεςοικονομετρικές τεχνικές που προτείνονταν

από τη διεθνή βιβλιογραφία, επειδή θα απαι-τούσαν χρονοβόρους υπολογισμούς χωρίςσημαντική βελτίωση της αξιοπιστίας των απο-τελεσμάτων (λόγω του μικρού δείγματος παρα-τηρήσεων που ήταν διαθέσιμο). Με βάση τααποτελέσματα της έρευνάς του, τα κύριασυμπεράσματα συνοψίζονται ως εξής:

• Η ταξινόμηση του ναυτιλιακού συναλλάγμα-τος κατά πηγές προέλευσης, μέθοδος τηνοποία χρησιμοποιούσε τότε η Τράπεζα τηςΕλλάδος, ήταν εσφαλμένη και μπορούσε ναοδηγήσει σε παραπλανητικά συμπεράσματα.

• Τα εμβάσματα ναυτιλλομένων στην Ελλάδαεμφανίζονται ανελαστικά στις διακυμάνσειςτων ναύλων, αφενός διότι καλύπτουν πιοανελαστικές δαπάνες που αφορούν κυρίωςτη συντήρηση των οικογενειών των ναυτι-κών και αφετέρου διότι οι μισθοί δεν ακο-λουθούν τους ναύλους, αφού συμφωνούνταιεκ των προτέρων.

• Οι εισροές ναυτιλιακού συναλλάγματοςσχετίζονται πρωτίστως με τις εγχώριεςμακροοικονομικές συνθήκες και όχι με τιςεξωτερικές (διεθνείς), όπως π.χ. τους ναύ-λους ή τη ζήτηση εξαγωγών. Ειδικότερα, οιβασικές μακροοικονομικές παράμετροιπου επηρεάζουν τις εισροές είναι ο ρυθμόςπληθωρισμού και η συναλλαγματική ισοτι-μία δολαρίου ΗΠΑ/δραχμής, δηλ. παράγο-ντες που και οι δύο μπορούν να ελεγχθούναπό τις νομισματικές αρχές.

Ο Χαραλαμπίδης διαπιστώνει ότι οι υποτιμή-σεις της δραχμής επηρέασαν αρνητικά τις εισ-ροές εκφραζόμενες σε δολάρια ΗΠΑ, ενώ οGoulielmos (1997) αντίθετα υποστήριξε ότισημαντικότερη εν προκειμένω είναι η σχέσημεταξύ υποτίμησης της δραχμής και αυξήσεωντων ονομαστικών μισθών των ναυτικών σεδραχμές. Ο Goulielmos καταλήγει στο συμπέ-ρασμα ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος τηςδεκαετίας του 1980 οι μισθοί των πληρωμάτωνπου εκφράζονταν σε δολάρια ΗΠΑ είτε μει-ώθηκαν είτε σημείωσαν μικρές αυξήσεις. Καιοι τρεις προαναφερθείσες μελέτες (Κωνστα-ντοπούλου, 1976, Χαραλαμπίδης, 1986, και

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 45

3-Meleti Bragoudaki-Panagiotou:������ 1 12-10-10 12:02 ������ 45

Page 47: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Tambakis, 1984) έχουν τον περιορισμό ότι δενεφαρμόζουν στατιστικούς ελέγχους για τηνύπαρξη μοναδιαίων ριζών (στοχαστικώντάσεων) στις μεταβλητές που εξετάστηκαν,αφού πραγματοποιήθηκαν πριν από τηνέκδοση της σχετικής μελέτης των Engle andGranger (1987).

Ο Goulielmos (1993) εξέτασε τη νηολόγησηελληνόκτητων πλοίων υπό σημαίες ανοικτούνηολογίου (γνωστές και ως σημαίες ευκαι-ρίας) και την επίδρασή της στις εισροές ναυ-τιλιακού συναλλάγματος κατά τη δεκαετία1981-1991. Ειδικότερα διερεύνησε τη σχέσημεταξύ του μισθολογικού κόστους πληρώμα-τος και των εισροών ναυτιλιακού συναλλάγ-ματος. Σύμφωνα με τη μελέτη, η μείωση τωνεισροών συναλλάγματος κατά την εν λόγωπερίοδο αποδίδεται κατά κύριο λόγο σταπλοία που τέθηκαν σε αργία και στην ανεργίατων ναυτικών και δευτερευόντως στην υιοθέ-τηση σημαίας ευκαιρίας και την επίδρασή τηςστην απασχόληση.

Σε μεταγενέστερη μελέτη του ο ίδιος συγγρα-φέας (Goulielmos, 1997) ως κύριους παράγο-ντες που συνέβαλαν στη μείωση των εισροώνναυτιλιακού συναλλάγματος την περίοδο τηςκρίσης του 1981-1987 εντοπίζει τα αργούνταπλοία, τη μείωση της απασχόλησης των Ελλή-νων ναυτικών και την υιοθέτηση σημαιώνευκαιρίας από ελληνόκτητα σκάφη. Τη δεκαε-τία του 1970 η εισροή ναυτιλιακού συναλλάγ-ματος προς την ελληνική οικονομία αφορούσε:(α) υποχρεώσεις προς το Δημόσιο (φόροςπλοίων, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης) και(β) τα λειτουργικά έξοδα (δηλ. κόστος λει-τουργίας ναυτιλιακών γραφείων, εμβάσματαπρος τις οικογένειες των ναυτικών, κόστος επι-σκευών). Η μελέτη βασίζεται σε στοιχεία για715 ελληνικές ναυτιλιακές εταιρίες και κατα-λήγει στο συμπέρασμα ότι “τα αργούντα πλοίακαι η μειωμένη απασχόληση πληρωμάτωνευθύνονταν κυρίως ―έως και κατά 83% (42%+ 41% αντίστοιχα)― για τη μείωση των εισ-ροών μεταξύ 1980 και 1982-1984”.

Μέχρι το 1998 η Τράπεζα της Ελλάδος ακο-λουθούσε τη συναλλαγματική προσέγγιση για

την κατάρτιση του ισοζυγίου πληρωμών. Από το1999 χρησιμοποιείται η 5η Έκδοση του Εγχει-ριδίου Ισοζυγίου Πληρωμών του ΔΝΤ (1993),που βασίζεται στη διάκριση μεταξύ κατοίκωνκαι μη κατοίκων (βλ. και το Πλαίσιο VIII.1στην Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας τηςΕλλάδος για το 1998, καθώς και Παντελίδης,1997). Οι προαναφερθείσες μελέτες, εκτός απότο ζήτημα της έλλειψης ελέγχου για μοναδιαίεςρίζες στις σειρές, βασίζονται σε ετήσια στοι-χεία που έχουν καταρτιστεί με την παλαιάμεθοδολογία. Η σύγχρονη μεθοδολογία έχει τοπλεονέκτημα ότι μας επιτρέπει να επιλέξουμετα στοιχεία εκείνα των εισροών/εισπράξεωναπό ναυτιλιακές υπηρεσίες τα οποία σχετίζο-νται στενά με τους διεθνείς ναύλους θαλάσσιωνμεταφορών, όπως περιγράφεται στην τρίτη ενό-τητα. Μια ακόμη σημαντική αλλαγή επήλθε μετην εισαγωγή του ευρώ, το οποίο αντικατέ-στησε τη δραχμή. Τέλος, στην παρούσα μελέτη,επειδή το ενδιαφέρον μας στρέφεται κυρίωςστις βραχυχρόνιες εξελίξεις των εισπράξεωναπό ναυτιλιακές υπηρεσίες, χρησιμοποιούμεμηνιαία στοιχεία.

Η παρούσα μελέτη επιχειρεί λοιπόν να διε-ρευνήσει τους προσδιοριστικούς παράγοντεςτων εισπράξεων από την ποντοπόρο ναυτιλία,χρησιμοποιώντας μια πληρέστερη και πιο πρό-σφατη οικονομετρική μεθοδολογία συγκριτικάμε τις προηγούμενες μελέτες. Τα χρησιμο-ποιούμενα στοιχεία έχουν καταρτιστεί σύμ-φωνα με τη νέα μεθοδολογία. Επιπρόσθετα,αξιολογώντας την εκτός δείγματος προβλε-πτική ικανότητα του προτεινόμενου υποδείγ-ματος ECM, η μελέτη ελέγχει τη χρηστικότητατου υποδείγματος για τη διενέργεια βραχυ-πρόθεσμων προβλέψεων και παρέχει ενδεί-ξεις ότι αυτό υπερέχει σε σχέση με άλλα απλάυποδείγματα αναφοράς.

3 ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

3.1 ΔΕΔΟΜΕΝΑ

Σύμφωνα με το Εγχειρίδιο του Ισοζυγίου Πλη-ρωμών του ΔΝΤ, το ισοζύγιο πληρωμών ορί-ζεται ως:

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201046

3-Meleti Bragoudaki-Panagiotou:������ 1 12-10-10 12:02 ������ 46

Page 48: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

“ένας στατιστικός πίνακας στον οποίοκαταγράφονται με συστηματικό τρόπο οιοικονομικές συναλλαγές μεταξύ κατοίκωνκαι μη κατοίκων, ανεξαρτήτως νομίσματοςσυναλλαγής κατά τη διάρκεια ορισμένηςχρονικής περιόδου. Καταγράφει συναλλα-γές, κυρίως μεταξύ κατοίκων και μη κατοί-κων, που αφορούν αγαθά, υπηρεσίες, εισο-δήματα, χρηματοοικονομικές απαιτήσεις ήυποχρεώσεις έναντι του υπόλοιπου κόσμου,καθώς και όσες συναλλαγές (π.χ. δωρεές)ταξινομούνται ως μεταβιβάσεις δηλ. μονο-μερείς εισπράξεις και πληρωμές μεταξύκατοίκων και μη κατοίκων.”

Η διάκριση μεταξύ κατοίκων και μη κατοίκωνκατέχει κεντρική θέση στο ισοζύγιο πληρω-μών. Το Εγχειρίδιο Ισοζυγίου Πληρωμών τουΔΝΤ ορίζει ότι μια επιχείρηση λογίζεται“κάτοικος” όταν ασκεί σημαντική δραστηριό-τητα παραγωγής αγαθών ή/και υπηρεσιών στηνεγχώρια οικονομία. Η έννοια του κατοίκου/μηκατοίκου σύμφωνα με αυτό τον ορισμό δενσυμπίπτει με το νομικό πρόσωπο της επιχεί-ρησης. Συγκεκριμένα, κάποια τμήματα αυτής(δηλ. υποκαταστήματα) που λειτουργούν σεμια συγκεκριμένη οικονομία λογίζονται κάτοι-κοι της εν λόγω οικονομίας και συνεπώς κάθεσυναλλαγή μεταξύ αυτών και της μητρικήςεταιρίας αποτελεί συναλλαγή μεταξύ κατοίκουκαι μη κατοίκου αντίστοιχα και άρα κατα-γράφεται στο ισοζύγιο πληρωμών.

Η εκμετάλλευση κινητού εξοπλισμού ―η γενι-κότερη κατηγορία στην οποία υπάγονται οιεκμεταλλεύσεις πλοίων σύμφωνα με τηνέκδοση Balance of Payments Textbook(1996)― δυσχεραίνει τη διάκριση μεταξύκατοίκων και μη κατοίκων κατά την κατάρτισητου ισοζυγίου πληρωμών. Στην περίπτωσηαυτή, ως κριτήριο λαμβάνεται ο χαρακτηρι-σμός (“κάτοικος” ή “μη κάτοικος”) που απο-δίδεται στην επιχείρηση η οποία εκμεταλλεύ-εται τον κινητό εξοπλισμό (πλοίο). Συνεπώς,από τη σκοπιά του ισοζυγίου πληρωμών, ταπλοία τόσο υπό ελληνική σημαία όσο και υπόξένη σημαία τα οποία διαχειρίζονται ναυτι-λιακές εταιρίες εγκατεστημένες στην Ελλάδαθεωρούνται κάτοικοι.

Η Τράπεζα της Ελλάδος, σταδιακά από το1999, προσάρμοσε τη μεθοδολογία κατάρτισηςτου ισοζυγίου πληρωμών της χώρας σύμφωναμε την 5η έκδοση του σχετικού εγχειριδίου τουΔΝΤ (IMF, Balance of Payments Manual, 5thedition, 1993) και τον σχετικό οδηγό κατάρ-τισης του ισοζυγίου πληρωμών (Balance ofPayments Compilation Guide, 1995). Η Τρά-πεζα της Ελλάδος συλλέγει στοιχεία από ταχρηματοπιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουνστην Ελλάδα. Οι υπηρεσίες θαλάσσιων μετα-φορών διακρίνονται στις εξής κατηγορίες:

― Υπηρεσίες μεταφορών για διαμετακομι-στικό εμπόριο (cross-trading)

― Μεταφορά επιβατών

― Μεταφορά αγαθών

― Λοιπές/βοηθητικές υπηρεσίες

Από τα στοιχεία του Πίνακα 1 φαίνεται ότι τοδιαμετακομιστικό εμπόριο αποτελεί τη μεγα-λύτερη κατηγορία, με μερίδιο κατά μέσο όρο97% επί του συνολικού ποσού των εισπράξεωναπό ναυτιλιακές υπηρεσίες μεταφορών τηνπερίοδο 2002-2009. Εξ ορισμού, στο διαμε-τακομιστικό εμπόριο περιλαμβάνονται οι υπη-ρεσίες που παρέχονται από ελληνικές εταιρίεςγια τη μεταφορά αγαθών μεταξύ τρίτωνχωρών. Αν και τα ελληνόκτητα πλοία (συνή-θως υπό τη διαχείριση εταιριών που εδρεύουνστην Ελλάδα) αντιπροσωπεύουν περίπου το15% της χωρητικότητας του παγκόσμιου εμπο-ρικού στόλου (σε όρους χωρητικότητας dwt),η ελληνική οικονομία δεν διαθέτει αρκετόβάθος σε εγχωρίως παραγόμενα εξαγώγιμααγαθά ώστε να απασχολεί σημαντικό ποσοστότου ελληνικού στόλου.

Δεδομένου ότι οι εισπράξεις από την παροχήναυτιλιακών υπηρεσιών για διαμετακομιστικόεμπόριο αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερομέρος των ναυτιλιακών εισπράξεων, τοεμπειρικό υπόδειγμα της παρούσας μελέτηςεπικεντρώνεται σε αυτές. Οι εν λόγω εισπρά-ξεις αναμένεται να σχετίζονται στενά με τουςδιεθνώς συμφωνούμενους ναύλους και να

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 47

3-Meleti Bragoudaki-Panagiotou:������ 1 12-10-10 12:02 ������ 47

Page 49: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201048

Εισ

πρά

ξεις

απ

ό τη

ν π

αροχ

ή υ

πη

ρεσι

ών

για

θαλά

σσιε

ς μ

εταφ

ορές

7.56

1,8

10.1

36,5

15.4

29,7

16.1

14,7

16.6

74,6

21.4

87,2

25.9

20,0

17.1

02,5

16.3

03,4

Επι

βατώ

ν95

,375

,594

,611

9,6

92,3

135,

716

8,3

114,

711

2,0

Αγα

θών

49,1

49,5

64,0

42,6

48,2

89,8

92,5

60,3

62,0

Δια

μετα

κομι

στικ

ού ε

μπορ

ίου

(cro

ss-t

radi

ng)

6.91

9,8

9.55

6,1

14.7

13,6

15.7

90,0

16.3

59,7

21.0

95,0

25.4

78,0

16.7

49,5

15.8

32,7

Επι

κουρ

ικές

προ

ς τη

να

υτιλ

ία υ

πηρε

σίες

497,

545

5,3

557,

516

2,4

174,

416

6,4

181,

217

8,0

296,

6

Ποσ

οστι

αία

σύνθ

εση

τω

ν ει

σπρά

ξεω

ν10

0,0

100,

010

0,0

100,

010

0,0

100,

010

0,0

100,

010

0,0

Επι

βατώ

ν1,

30,

70,

60,

70,

60,

60,

60,

70,

7

Αγα

θών

0,6

0,5

0,4

0,3

0,3

0,4

0,4

0,4

0,4

Δια

μετα

κομι

στικ

ού ε

μπορ

ίου

(cro

ss-t

radi

ng)

91,5

94,3

95,4

98,0

98,1

98,2

98,3

97,9

97,1

Επι

κουρ

ικές

προ

ς τη

να

υτιλ

ία υ

πηρε

σίες

6,6

4,5

3,6

1,0

1,0

0,8

0,7

1,0

1,8

2002

2003

2004

2005

2006

2007

2008

2009

Μέσ

ος ό

ρος

(200

2-20

09)

Πίν

ακας

1Ει

σπ

ράξε

ις α

πό

την

παρο

χή υ

πηρ

εσιώ

ν γι

α θ

αλά

σσιε

ς με

ταφ

ορές

(σε

εκατ

. δολ

άρια

ΗΠ

Α)

Πηγ

ή: Τ

ράπε

ζα τ

ης Ε

λλάδ

ος.

3-Meleti Bragoudaki-Panagiotou:������ 1 12-10-10 12:02 ������ 48

Page 50: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

αντανακλούν τις δραστηριότητες των παρα-δοσιακών ελληνικών ναυτιλιακών εταιριών.

Σε σύγκριση με το παλαιότερο συναλλαγμα-τικό καθεστώς της δραχμής, το ευρώ είναινόμισμα πιο εύκολα μετατρέψιμο και εμπο-ρεύσιμο στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος.Έτσι, από την υιοθέτηση του ευρώ σε φυσικήμορφή το 2002 οι ναυτιλιακές εταιρίες με έδραστην Ελλάδα άρχισαν να πραγματοποιούνμεγαλύτερο ποσοστό των συναλλαγών τουςμέσω του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.Γι’ αυτό το λόγο στην παρούσα μελέτη θεω-ρήθηκε σκόπιμο η περίοδος δείγματος να αρχί-ζει τον Ιανουάριο του 2002 και όχι νωρίτερα.Σημειώνεται ότι η περίοδος αυτή περιλαμβά-νει και τη χρηματοπιστωτική αναταραχή του2008, η οποία είχε τεράστιες επιπτώσεις στοναυτιλιακό κλάδο και ειδικότερα στην εξέλιξητων ναύλων. Στη μελέτη χρησιμοποιούνταιμηνιαία στοιχεία και το δείγμα καλύπτει τηνπερίοδο Ιανουάριος 2002-Μάρτιος 2010.

Αφετηρία της διερεύνησης είναι η υπόθεση ότιοι εισπράξεις από την παροχή υπηρεσιώνθαλάσσιων μεταφορών για το διαμετακομι-στικό εμπόριο εξαρτώνται από τους διεθνείςναύλους, το μέγεθος της εν Ελλάδι ναυτιλιακήςσυστάδας (maritime cluster), που περιλαμβά-νει τις εφοπλιστικές εταιρίες, τις εταιρίεςπαροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών καιτις εταιρίες παροχής βοηθητικών υπηρεσιώνστη ναυτιλία, και τη μεταφορική δυναμικότητα(χωρητικότητα) του ελληνόκτητου στόλου.

Στην ανάλυσή μας, ως δείκτης των διεθνώνναύλων χρησιμοποιείται ο δείκτης ClarkSea(που εκφράζεται σε δολάρια ΗΠΑ ανά ημέρα).Πρόκειται για ένα σταθμισμένο μέσο δείκτητων ναύλων όλων των κύριων εμπορικώνπλοίων. Συγκεκριμένα, όπως περιγράφεται στοSources and Methods for the Shipping Intelli-gence Weekly (2009) της Clarkson ResearchStudies: Ο δείκτης ClarkSea είναι ο μόνοςδημοσιευόμενος εβδομαδιαίος δείκτης εσόδωνγια όλους τους κύριους τύπους εμπορικώνπλοίων. Σταθμίζεται με βάση τον αριθμό τωνπλοίων ανά κατηγορία. Η Clarksons Researchσυλλέγει στοιχεία για τους ναύλους απευθείας

από τους ναυλομεσίτες της Clarksons σε ημε-ρήσια και εβδομαδιαία βάση και τα χρησιμο-ποιεί για να υπολογίσει τα έσοδα που περι-λαμβάνονται στην κατάρτιση του δείκτηClarkSea. Οι κατηγορίες πλοίων τις οποίεςκαλύπτει ο δείκτης ClarkSea είναι τα πετρε-λαιοφόρα δεξαμενόπλοια (VLCC, Suezmax,Aframax), τα πλοία μεταφοράς χύδην ξηρούφορτίου (Capesize, Panamax, Handymax καιHandysize), τα πλοία μεταφοράς υγροποιημέ-νων αερίων (VLGC) και τα πλοία μεταφοράςεμπορευματοκιβωτίων (βλ. www.clarksons.net).

Καθώς το μέγεθος της ναυτιλιακής συστάδαςμε έδρα στην Ελλάδα αυξάνεται, οι πλοιοκτή-τες τείνουν να προτιμούν για τις τραπεζικέςτους συναλλαγές πιστωτικά ιδρύματα ή κατα-στήματα αυτών που εδρεύουν την Ελλάδα καιειδικεύονται στην εξυπηρέτηση της ναυτιλίας.Επιπλέον, όταν λαμβάνουν δάνειο από μιατράπεζα για την απόκτηση ενός πλοίου, οι τρά-πεζες τους υποχρεώνουν να ανοίξουν έναλογαριασμό για το χρηματοδοτούμενο πλοίοστην ίδια τράπεζα και να εκτελούν μέσω αυτούτου λογαριασμού όλες τις εμπορικές συναλ-λαγές που αφορούν το εν λόγω πλοίο (συμπε-ριλαμβανομένων και των εισπράξεων ναύ-λων). Έτσι, το ύψος των ανεξόφλητων δανείων(σε δολάρια ΗΠΑ) αποτελεί ένδειξη της επέ-κτασης του εμπορικού στόλου γενικά, αλλά καιτου ελληνόκτητου στόλου ειδικότερα. Δεδο-μένου ότι είναι σχεδόν αδύνατον να συλλε-χθούν μηνιαία στοιχεία για το μέγεθος τηςελληνικής ναυτιλιακής συστάδας και του ελλη-νόκτητου στόλου, τα υπόλοιπα των πιστώσεωνπου έχουν χορηγηθεί προς τις ναυτιλιακέςεταιρίες από το εγχώριο τραπεζικό σύστημαμέσω υποκαταστημάτων στην Ελλάδα μπορούννα χρησιμεύσουν ως προσεγγιστικές μετα-βλητές αυτών των μεγεθών. Θα πρέπει ωστόσονα σημειωθεί ότι, με βάση τα ετήσια στοιχείατης Ελληνικής Επιτροπής Ναυτιλιακής Συνερ-γασίας, ο ελληνόκτητος στόλος αυξανότανκατά περίπου 3,2% ετησίως (ή κατά 0,26%μηνιαίως) την περίοδο που καλύπτει ηπαρούσα ανάλυση (2002:M1-2010:M3).

Ακόμη και σήμερα, το δολάριο ΗΠΑ είναι τονόμισμα που κυριαρχεί στις ναυτιλιακές

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 49

3-Meleti Bragoudaki-Panagiotou:������ 1 12-10-10 12:02 ������ 49

Page 51: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

συναλλαγές. Γι’ αυτό το λόγο, αλλά και για νααποφευχθεί τυχόν στρέβλωση των αποτελε-σμάτων μας λόγω διακυμάνσεων της ισοτιμίαςτου δολαρίου-ευρώ, όλες οι χρονολογικές σει-ρές εκφράζονται σε δολάρια ΗΠΑ, με βάση τομηνιαίο μέσο όρο της ισοτιμίας του δολαρίουέναντι του ευρώ όπως δημοσιεύεται από τηνΕυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

3.2 ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Η οικονομετρική μεθοδολογία που εφαρμό-στηκε στην παρούσα μελέτη περιλαμβάνει ταεξής στάδια:

Στο πρώτο στάδιο, για τη διερεύνηση ύπαρξηςμοναδιαίας ρίζας στις σειρές χρησιμοποιείταιο επαυξημένος έλεγχος Dickey-Fuller (1979).Συγκεκριμένα, ελέγχεται ο βαθμός ολοκλή-ρωσης I(d) για τις ακόλουθες μεταβλητές: τονδείκτη ναύλων ClarkSea (ind), το υπόλοιπο τωνδανείων προς τον ναυτιλιακό τομέα (ls) και τιςεισπράξεις από τις ναυτιλιακές υπηρεσίεςμεταφορών διαμετακομιστικού εμπορίου (sr).

Στο δεύτερο στάδιο ακολουθούμε τη μέθοδοδύο βημάτων (2-steps approach) που προτά-θηκε από τους Engle-Granger (1987), με τονπροσδιορισμό και την εκτίμηση ενός υπο-δείγματος διόρθωσης σφάλματος, με σκοπό ναδιερευνήσουμε την ύπαρξη μακροχρόνιαςσχέσης μεταξύ των σειρών ind, ls και sr καθώςεπίσης και τη βραχυχρόνια δυναμική των ναυ-τιλιακών εισπράξεων.

Στο πρώτο βήμα, αν οι σειρές είναι I(1) και ογραμμικός συνδυασμός τους είναι dt ~I(0),τότε οι σειρές θεωρούνται συνολοκληρωμένεςκαι η μακροχρόνια σχέση τους μπορεί ναεκφραστεί από το στατικό υπόδειγμα (1):

log(sr)t= μ+ ζ log(ind)t + m log(ls)t + dt (1)

όπου η ενδογενής μεταβλητή, που είναι οι ναυ-τιλιακές εισπράξεις (sr), προσδιορίζεται απότις εξωγενείς μεταβλητές, που είναι ο δείκτηςτων ναύλων (ind) και το υπόλοιπο τωνδανείων (ls). Ο όρος μ είναι μια σταθερά, οιπαράμετροι ζ και m εκφράζουν τις μακρο-

χρόνιες ελαστικότητες του δείκτη των ναύλων(ind) και του υπολοίπου των δανείων (ls) αντί-στοιχα, ενώ ο όρος dt είναι τα κατάλοιπα πουπροκύπτουν από την εκτίμηση της μακροχρό-νιας σχέσης (1).

Εκτιμώντας το υπόδειγμα (1) με τη μέθοδοτων ελαχίστων τετραγώνων (OLS), επιτυγ-χάνουμε μια συνεπή εκτίμηση της μακροχρό-νιας κατάστασης ισορροπίας που υπάρχειμεταξύ των μεταβλητών. Πιθανά προβλήματαενδογένειας και βραχυχρόνιων ανισορροπιώνμπορούν να αγνοηθούν ασυμπτωτικά και αυτόοφείλεται στην ιδιότητα της υπερσυνέπειας(super-consistency) που έχει η εκτιμήτριαOLS όταν οι σειρές είναι συνολοκληρωμένες(Harris, 1995). Για να ελέγξουμε τη μηδενικήυπόθεση ότι οι ναυτιλιακές εισπράξεις και οιεξωγενείς μεταβλητές δεν συνολοκληρώνο-νται, εξετάζουμε αν τα κατάλοιπα του υπο-δείγματος (1) έχουν μοναδιαία ρίζα, δηλαδήαν dt~I(1), εκτελώντας ελέγχους ADF καιλαμβάνοντας υπόψη τις κρίσιμες τιμές πουπαρέχονται από τον MacKinnon (1991). Αν ημηδενική υπόθεση δεν μπορεί να γίνει στατι-στικά δεκτή, αυτό σημαίνει ότι υπάρχειμακροχρόνια σχέση (συνολοκλήρωση) μεταξύτων μεταβλητών που εξετάζονται.

Στο δεύτερο βήμα εκτιμάται το υπόδειγμαδιόρθωσης σφάλματος (ECM). Τα σφάλματαμε μία χρονική υστέρηση (dt-1) που προκύ-πτουν από το υπόδειγμα (1) λαμβάνονταιυπόψη στην εξειδίκευση του υποδείγματος (2)και παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τηνταχύτητα προσαρμογής των βραχυχρόνιωνανισορροπιών στη μακροχρόνια ισορροπία.Το ECM που εκτιμάται μπορεί να γραφεί στηγενική του μορφή ως εξής:

Δlog(sr)t=δ0+Σm

i=1 αi Δlog(sr)t-i

+Σn

i=0βi Δlog(ind)t-i +Σ

h

i=0κi Δlog(ls)t-i

+ γdt-1 + Sdummies + εt (2)

όπου Δ είναι οι πρώτες διαφορές σε λογαρίθ-μους, dt-1=log(sr)t-1- ζ log(ind)t-1- m log(ls)t-1 -μείναι ο όρος διόρθωσης σφάλματος και

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201050

3-Meleti Bragoudaki-Panagiotou:������ 1 12-10-10 12:02 ������ 50

Page 52: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

εt~N(0, σ2) είναι τα κατάλοιπα που προκύ-πτουν από την εκτίμηση του υποδείγματος (2).

Αν οι σειρές sr, ls και ind είναι I(1), η στασι-μότητα του όρου dt συνεπάγεται ότι οι σειρέςσυνολοκληρώνονται με διάνυσμα συνολοκλή-ρωσης x’= [1 – ζ – m – μ], όπου ζ, m, μ είναιοι παράμετροι της μακροχρόνιας σχέσης. Στουπόδειγμα (2) έχουν προστεθεί και εποχικέςψευδομεταβλητές (Sdummies) ώστε να ληφθείυπόψη κάποια πιθανή εποχική μεταβλητότητατων ναυτιλιακών εισπράξεων. Για την εκτί-μηση της φειδωλής μορφής του υποδείγματος(2) ακολουθήθηκε η διαδικασία “general-to-specific” που έχει προταθεί από τον Hendry(1995).

Στο τρίτο στάδιο αξιολογείται η προβλεπτικήικανότητα του προτεινόμενου υποδείγματοςδιόρθωσης σφάλματος ECM σε σύγκριση μετρία απλά στατιστικά υποδείγματα: δύο αυτο-παλίνδρομα υποδείγματα 1ης και 3ης τάξης,AR(1) και AR(3), και ένα υπόδειγμα τυχαίουπεριπάτου, RW. Ειδικότερα, υπολογίζεται ηρίζα του μέσου τετραγωνικού σφάλματος(RMSE) που προκύπτει από μια εκτός δείγ-ματος δυναμική και επαναλαμβανόμενη δια-δικασία πρόβλεψης (recursive dynamic out-of-sample forecast) (Anderson, Hoffman andRasche (2002), Stock and Watson (1999),Hoffman and Rasche (1996), Clements andHendry (1993). Συμπληρωματικά υπολογίζο-νται και τα κριτήρια του μέσου απόλυτουσφάλματος (MAE), του μέσου απόλυτουποσοστιαίου σφάλματος (MAPE)3 και τουσυντελεστή ανισότητας του Theil. Tο συνολικόδείγμα καλύπτει την περίοδο Ιανουαρίου2002-Μαρτίου 2010. Η προβλεπτική επίδοσητης προτεινόμενης εξειδίκευσης του υποδείγ-ματος διόρθωσης σφάλματος (ECM) συγκρί-νεται με τα ανταγωνιστικά υποδείγματα ανα-φοράς AR(1), AR(3) και RW στην υποπε-ρίοδο Ιανουαρίου 2009-Μαρτίου 2010 (περίο-δος 15 μηνών). Αρχικά το υπόδειγμα εκτιμά-ται για την περίοδο Ιανουαρίου 2002-Δεκεμ-βρίου 2008 αφήνοντας μια περίοδο 15 μηνώνγια την αξιολόγηση της πρόβλεψης. Στη συνέ-χεια διενεργείται μια δυναμική προβολή σεορίζοντα 3 περιόδων μπροστά (3-months

ahead). Επαναλαμβάνουμε αυτή τη διαδικα-σία, διευρύνοντας κάθε φορά το εκτιμώμενοδείγμα κατά μια παρατήρηση (δηλαδή έναμήνα) και διενεργώντας μια νέα δυναμικήπροβολή 3 περιόδων μέχρι να εξαντληθεί όλοτο δείγμα των παρατηρήσεων, δηλαδή μέχριτο Μάρτιο του 2010. Κατόπιν, υπολογίζονταιαρχικά τα κριτήρια RMSE, MAE, MAPE καιTheil για όλες τις περιόδους πρόβλεψης καιστη συνέχεια υπολογίζονται οι μέσοι όροι τωντιμών των κριτηρίων για το σύνολο των κυλιό-μενων προβλέψεων. Η ίδια επαναληπτική δια-δικασία εφαρμόζεται και για όλα τα ανταγω-νιστικά υποδείγματα.

4 ΕΜΠΕΙΡΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Η υπόθεση της ύπαρξης μοναδιαίας ρίζας σταλογαριθμικά επίπεδα των ind, sr και ls δενμπορεί να απορριφθεί. Αντίθετα, η υπόθεσητης ύπαρξης μοναδιαίας ρίζας στις πρώτεςδιαφορές απορρίπτεται σε όλες τις περιπτώ-σεις. Αυτά τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότιόλες οι σειρές είναι I(1) (βλ. Πίνακα 2). Τακατάλοιπα της μακροπρόθεσμης σχέσης (1)είναι επίσης στάσιμα σε επίπεδα dt ~I(0), καιμπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι σειρέςσυνολοκληρώνονται.

Η μακροπρόθεσμη σχέση των ναυτιλιακώνεισροών εκτιμήθηκε για τη χρονική περίοδοΙανουαρίου 2002-Μαρτίου 2010 και τα απο-τελέσματα παρουσιάζονται στην εξίσωση (3):

log(sr)= -2.95 + 0,44*log(ind) + 0,64*log(ls)(-12,0) (21,32) (31,21)

R2 -adj.= 0,95 (3)

Από την εξίσωση (3) γίνεται φανερό ότι και οιδύο μεταβλητές (δείκτης ναύλων και υπόλοιποδανείων) είναι στατιστικά σημαντικές για τηνερμηνεία των ναυτιλιακών εισπράξεων και,όπως αναμενόταν, έχουν θετικό πρόσημο. Το

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 51

3 Επιπλέον το κριτήριο MAPE και ο συντελεστής ανισότητας τουTheil δεν εξαρτώνται από τις μονάδες μέτρησης και γι’ αυτό θεω-ρούνται καταλληλότερα για τη σύγκριση της προβλεπτικής ικα-νότητας διαφορετικών υποδειγμάτων σε αντίθεση με το RMSE καιτο MAE που εξαρτώνται από τις μονάδες μέτρησης.

3-Meleti Bragoudaki-Panagiotou:������ 1 12-10-10 12:02 ������ 51

Page 53: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

εκτιμώμενο διάνυσμα συνολοκλήρωσης απο-καλύπτει μια μερική επίδραση του δείκτηClarkSea στις ναυτιλιακές εισπράξεις και ημακροχρόνια παράμετρος (ελαστικότητα) ζεκτιμάται σε 0,44, που σημαίνει ότι, αν ο δεί-κτης αυξηθεί κατά 10%, οι ναυτιλιακέςεισπράξεις θα τείνουν να αυξηθούν μόλιςκατά 4,4%. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί με βάσητο διεθνή χαρακτήρα των ελληνικών ναυτι-λιακών εκμεταλλεύσεων. Τα έσοδα από ναύ-λους μπορούν να κατατίθενται σε τραπεζικούςλογαριασμούς σε μεγάλα ναυτιλιακά κέντραόπως το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη και ο Πει-ραιάς. Ως εκ τούτου, μόνο ένα μέρος τωναυξημένων εσόδων εισέρχεται στο ελληνικότραπεζικό σύστημα, άρα και στα στοιχεία πουκαταρτίζει η Τράπεζα της Ελλάδος. Τέλος,όταν οι τράπεζες χορηγούν δάνεια σε ναυτι-λιακές εταιρίες, απαιτούν παράλληλα τοάνοιγμα ενός λογαριασμού (“retentionaccount”) μέσω του οποίου θα πραγματοποι-είται η εξόφληση του δανείου. Έτσι, στοβαθμό που οι ελληνικές ναυτιλιακές εταιρίεςχρηματοδοτούνται από μη ελληνικές τράπεζες,τα έσοδα από ναύλους διοχετεύονται στο διε-θνές (εκτός Ελλάδος) τραπεζικό σύστημα.Επιπλέον, η σύνθεση του ελληνόκτητου στό-λου (με σημαντική συγκέντρωση στα πλοίαμεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου και δεξαμε-νοπλοίων) δεν είναι απαραιτήτως ίδια μεεκείνη του παγκόσμιου στόλου. Ενδέχεταιεπομένως να υπάρχει αναντιστοιχία ανάμεσαστη στάθμιση του δείκτη ClarkSea και τη σύν-θεση του υπό ελληνικό έλεγχο στόλου.4

Στην περίπτωση του υπολοίπου των δανείωνπρος τη ναυτιλία, η μακροχρόνια ελαστικό-τητα εκτιμάται σε 0,64, κάτι που υποδηλώνειότι μια αύξηση των ανεξόφλητων δανείωνκατά 10% οδηγεί σε αύξηση των ναυτιλιακώνεισροών κατά 6,4%.Όπως προαναφέρθηκε, ησπουδαιότητα του υπολοίπου των δανείωνείναι διττή: αφενός αντανακλά την αύξηση τουελληνόκτητου στόλου και αφετέρου την ενί-σχυση της ναυτιλιακής συστάδας, αφού οιπλοιοκτήτες που λαμβάνουν ένα δάνειο απόκάποια τράπεζα υποχρεούνται παράλληλα ναανοίξουν στην ίδια τράπεζα ένα λογαριασμόγια το χρηματοδοτούμενο πλοίο και να εκτε-λούν όλες τις εμπορικές συναλλαγές (συμπε-ριλαμβανομένων και των εισπράξεων ναύλων)του εν λόγω πλοίου μέσω αυτού του λογαρια-σμού.

Η εκτίμηση της φειδωλής μορφής του ECMπαρουσιάζεται στη σχέση (4):

dlog(sr)=0,05-0,32*dlog(sr)t-1-0,13*dlog(sr)t-2(4,10)(-3,39) (-1,74)

+ 0,17*dlog(ind)t-1 + 0,59*dlog(ls)t(2,31) (1,73)

- 0,18*DV038 - 0,24*DV0510 - 0,55*dt-1(-2,51) (-3,34) (-5,06)

R2-adj. = 0,60 F-statistic = 12,07 (4)

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201052

4 Στη μελέτη των Bragoudakis, Panagiotou and Thanopoulou (2010)γίνεται προσπάθεια να εκτιμηθεί ένας δείκτης ναύλων για τηνελληνική ναυτιλία.

Σταθερός όρος-2,1(-3)

- 4,61*(-2)

-2,5(-1)

- 6,75*(0)

-1,31(0)

-8,57*(0)

-7,06*(0)

Τάση και σταθερός όρος-2,14(-3)

- 4,74*(-2)

-2,33(-1)

- 6,82*(0)

-0,62(0)

-8,71*(0)

-7,02*(0)

Χωρίς τάση και σταθερόόρο

1,05(-3)

- 4,45*(-2)

0,23(-1)

- 6,77*(0)

6,32(0)

-2,14*(-3)

-7,10*(0)

Στατιστική ADF log(rs) Δlog(rs) log(ind) Δlog(ind) log(ls) Δlog(ls)

Κατάλοιπαμακροχρόνιας

σχέσης (d)

Πίνακας 2 Αποτελέσματα επαυξημένων ελέγχων Dickey–Fuller

* Συμβολίζει απόρριψη της μηδενικής υπόθεσης σε επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας 5%. Σημείωση: Οι αριθμοί εντός παρενθέσεως είναι οι χρονικές υστερήσεις που έχουν επιλεγεί με βάση το κριτήριο πληροφόρησης Schwarz ώστετα κατάλοιπα που προκύπτουν από την εξίσωση επαυξημένου ελέγχου DF να μην αυτοσυσχετίζονται.

3-Meleti Bragoudaki-Panagiotou:������ 1 12-10-10 12:02 ������ 52

Page 54: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Στον Πίνακα 3 συνοψίζονται οι εκτιμώμενεςπαράμετροι της εξίσωσης (4).

Στον Πίνακα 4, εμφανίζονται οι διαγνωστικοίέλεγχοι της εξίσωσης (4).

Η εκτιμώμενη εξίσωση (4) έχει καλή προ-σαρμογή και ικανοποιεί τα κριτήρια των δια-γνωστικών ελέγχων χ2 για τυχόν ύπαρξη αυτο-συσχέτισης και ετεροσκεδαστικότητας στα

κατάλοιπα και για την υπόθεση ότι τα κατά-λοιπα ακολουθούν την κανονική κατανομή.Επιπρόσθετα, στην εξειδίκευση της σχέσης (4)έχουν συμπεριληφθεί δύο ψευδομεταβλητές,η DV038 (Αύγουστος 2003) και η DV0510(Οκτώβριος 2005), οι οποίες βελτιώνουν τηνπροσαρμογή του υποδείγματος. Ένα τελευ-ταίο ζήτημα αφορά τη διαχρονική σταθερό-τητα των εκτιμώμενων παραμέτρων του υπο-δείγματος (4), λόγω του σχετικά μικρού δείγ-ματος (Ιανουάριος 2002-Μάρτιος 2010). Γι’αυτό το λόγο εφαρμόστηκαν οι έλεγχοιCUSUM και CUSUMSQ.

Τα αποτελέσματα των ελέγχων CUSUM καιCUSUMSQ παρουσιάζονται στο Διάγραμμα1. Η μηδενική υπόθεση της σταθερότητας τωνπαραμέτρων στη διάρκεια της περιόδου τουδείγματος δεν μπορεί να απορριφθεί σε επί-πεδο στατιστικής σημαντικότητας 5%.

Βραχυχρόνια, ο δείκτης ClarkSea, ind, με χρο-νική υστέρηση ενός μήνα επηρεάζει την εισ-ροή εισπράξεων από τη ναυτιλία. Η παράμε-τρος β1=0,17 εκφράζει τη βραχυχρόνια ελα-στικότητα των ναυτιλιακών εισπράξεων σεμεταβολές του δείκτη ClarkSea. Αν ο δείκτηςClarkSea αυξηθεί κατά 10%, τότε αναμένεταιάνοδος των ναυτιλιακών εισπράξεων κατά1,7% μετά από ένα μήνα. Στην πράξη, λόγωτης διαδικασίας είσπραξης των ναύλων, οισχετικές εισροές καταγράφονται στο ελληνικόισοζύγιο πληρωμών περίπου ένα μήνα αργό-τερα κατά μέσο όρο,5 πράγμα σύμφωνο και μετη ναυτιλιακή πρακτική.

Η παράμετρος γ=-0,55 (συντελεστής διόρ-θωσης σφάλματος) αποκαλύπτει την ταχύτηταπροσαρμογής των ναυτιλιακών εισροών στημακροχρόνια κατάσταση ισορροπίας τους καιυποδηλώνει μια σχετικά ταχεία επιστροφή στηκατάσταση ισορροπίας, αφού απαιτούνταιπερίπου δύο μήνες για να διορθωθούν οι βρα-χυχρόνιες ανισορροπίες. Οι αρνητικοί συντε-λεστές α1= -0,32 και α2 = -0,13 των ναυτιλια-κών εισροών, με χρονικές υστερήσεις ενός και

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 53

5 Γεγονός που επιβεβαιώνεται από ναυλομεσιτικές πηγές (βλ.Bragoudakis, Panagiotou and Thanopoulou (2010).

[m,n,h] [2,1,0]

δ00,05*(4,1)

α1-0,32*

(-3,39)

α2-0,13**(-1,74)

β10,17*

(2,31)

κo0,59**(1,73)

γ-0,55*

(-5,06)

Ναυτιλικές εισπράξεις (rs)

Πίνακας 3 Αποτελέσματα της εκτίμησηςτου υποδείγματος διόρθωσης σφάλματος

* Συμβολίζει απόρριψη της μηδενικής υπόθεσης σε επίπεδο στατι-στικής σημαντικότητας 5%. ** Συμβολίζει απόρριψη της μηδενικής υπόθεσης σε επίπεδο στατι-στικής σημαντικότητας 10%.Σημειώσεις: [m, n, h] συμβολίζουν τις χρονικές υστερήσεις που επι-λέχθηκαν με βάση τα πληροφοριακά κριτήρια Akaike (1973) καιSchwarz (1978).Οι αριθμοί εντός παρενθέσεως είναι οι τιμές της στατιστικής t.

R2 - adj. 0,60

LM(1) [p-value] 0,82

LM(6) [p-value] 0,24

LM(12) [p-value] 0,68

ARCH(1) [p-value] 0,85

ARCH(2) [p-value] 0,78

Jarque-Bera [p-value] 0,35

Πίνακας 4 Διαγνωστικοί έλεγχοι του υπο-δείγματος διόρθωσης σφάλματος

3-Meleti Bragoudaki-Panagiotou:������ 1 12-10-10 12:02 ������ 53

Page 55: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

δύο μηνών αντίστοιχα, δείχνουν διορθωτικέςενέργειες από πλευράς των ναυτιλιακών εται-ριών. Συγκεκριμένα, όταν οι εισροές (ταέσοδα) από τους ναύλους κάποιο μήνα είναιιδιαίτερα υψηλές, οι ναυτιλιακές εταιρίες μεέδρα στην Ελλάδα αποφασίζουν να μειώσουν(τους επόμενους μήνες) τα έσοδα από ναύλουςπου οι ναυλωτές εμβάζουν στους λογαρια-

σμούς τους. Τα εισπραχθέντα ποσά των ναύ-λων χρησιμοποιούνται πρωτίστως για την εξυ-πηρέτηση τραπεζικών δανείων (τοκοχρεολύ-σια) και για τα λειτουργικά έξοδα των εφο-πλιστικών επιχειρήσεων. Αυτό αποτελείένδειξη ότι κάθε ναυτιλιακή εταιρία θέτει ωςστόχο ένα υπόλοιπο λογαριασμού, το οποίοκρίνει σκόπιμο να διατηρεί και μεριμνά ώστενα διορθώνονται τυχόν αποκλίσεις από αυτότο επίπεδο.

Στον Πίνακα 5 και αναλυτικότερα στο Παράρ-τημα παρουσιάζονται τα αποτελέσματα τηςεκτός δείγματος δυναμικής και επαναλαμβα-νόμενης διαδικασίας πρόβλεψης για την αξιο-λόγηση της προβλεπτικής ικανότητας του υπο-δείγματος ECM με την εξειδίκευση πουπαρουσιάζεται στη σχέση (4). Τα ευρήματαστηρίζουν την άποψη ότι η φειδωλή μορφή τουυποδείγματος ECM που προτείνεται στημελέτη έχει καλύτερη προβλεπτική ικανότητααπό τα ανταγωνιστικά υποδείγματα AR(3),AR(1) και RW. Η μέση τιμή του κριτηρίουRMSE για το σύνολο των κυλιόμενων προ-βλέψεων που έγιναν στη διάρκεια της περιό-δου πρόβλεψης 2009:M1-2010:M3 είναιμικρότερη για το ECM από ό,τι για τα αντα-γωνιστικά υποδείγματα αναφοράς, συνεπώςτο ECM παράγει ακριβέστερες προβλέψεις. Ηυπεροχή του ECM ενισχύεται περαιτέρω καιαπό τις τιμές των λοιπών κριτηρίων αξιολό-γησης, δηλαδή του MAE, του MAPE και τουσυντελεστή ανισότητας Theil, όπως αυτέςπαρουσιάζονται στον πίνακα του παραρτή-ματος.6 Συνοψίζοντας, από τον έλεγχο τηςπροβλεπτικής επίδοσης του προτεινόμενουECM προκύπτει ότι αυτό είναι ένα αποτελε-σματικό εργαλείο για τη βραχυχρόνια πρό-βλεψη των ναυτιλιακών εισροών στην ελλη-νική οικονομία. Επιπλέον το προτεινόμενοECM, λόγω της διαρθρωτικής του εξειδίκευ-σης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τη διε-νέργεια προσομοιώσεων σχετικά με τη βρα-χυχρόνια αντίδραση των ναυτιλιακών εισπρά-

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201054

6 Όλες οι στατιστικές (RMSE, MAE, MAPE και Theil’s inequalitycoefficient) προκρίνουν την προβλεπτική ικανότητα του εκτιμώ-μενου ECM έναντι των άλλων υποδειγμάτων, με μόνη εξαίρεσητο υπόδειγμα AR(1) το οποίο ―σύμφωνα μόνο με τη στατιστικήMAPE― αποδίδει καλύτερα από το ECM.

3-Meleti Bragoudaki-Panagiotou:������ 1 12-10-10 12:02 ������ 54

Page 56: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

ξεων σε εξωγενείς διαταραχές που αφορούντόσο την εξέλιξη του δείκτη των ναύλων όσοκαι των χρηματοπιστωτικών συνθηκών στηναυτιλία.

5 ΣΥΝΟΨΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Οι εισπράξεις από την παροχή υπηρεσιώνθαλάσσιων μεταφορών διαδραματίζουν πρω-τεύοντα ρόλο στην κάλυψη του ελλείμματοςτρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδος. Τιςδεκαετίες του 1970 και του 1980 πολλές μελέ-τες εξέτασαν τους προσδιοριστικούς παρά-γοντες των ναυτιλιακών εισπράξεων. Ωστόσο,εξ όσων γνωρίζουμε, καμία σχετική έρευναδεν έχει πραγματοποιηθεί μετά την καθιέ-ρωση νέας μεθοδολογίας για την κατάρτισητου ισοζυγίου πληρωμών και τη μετάβαση απότη δραχμή στο ευρώ.

Στην παρούσα μελέτη εξετάστηκε η σχέσηανάμεσα στις εισπράξεις από την παροχή ναυ-

τιλιακών υπηρεσιών (διαμετακομιστικό εμπό-ριο), τους ναύλους και τα υπόλοιπα τωνδανείων προς το ναυτιλιακό τομέα. Τα εμπει-ρικά ευρήματα αποκαλύπτουν την ύπαρξημιας σταθερής μακροχρόνιας σχέσης μεταξύτου δείκτη ClarkSea, του υπολοίπου τωνδανείων και των εισροών ναυτιλιακώνεισπράξεων.

Από τη μελέτη προέκυψε περιορισμένη μετά-δοση 44% από τους ναύλους και 64% από τουπόλοιπο των δανείων προς τις ναυτιλιακέςεισπράξεις. Τα αποτελέσματα αυτά συνδέο-νται σε μεγάλο βαθμό με το διεθνή χαρακτήρατων ελληνικών ναυτιλιακών επιχειρήσεων καιτην αυξανόμενη σπουδαιότητα της ελληνικήςναυτιλιακής συστάδας (στην οποία συμπερι-λαμβάνεται ο τομέας της χρηματοδότησης τηςναυτιλίας). Τέλος, ο έλεγχος της εκτός δείγ-ματος προβλεπτικής ικανότητας έδειξε ότι τοεπιλεγμένο ECM είναι καλύτερο από ένασύνολο απλών στατιστικών υποδειγμάτων μετα οποία συγκρίθηκε.

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 55

2009M1-2009M3 0,119 0,076 0,105 0,159

2009M2-2009M4 0,089 0,067 0,08 0,08

2009M3-2009M5 0,103 0,083 0,05 0,112

2009M4-2009M6 0,041 0,109 0,062 0,165

2009M5-2009M7 0,041 0,093 0,07 0,155

2009M6-2009M8 0,037 0,079 0,064 0,138

2009M7-2009M9 0,062 0,052 0,083 0,092

2009M8-2009M10 0,069 0,038 0,058 0,103

2009M9-2009M11 0,078 0,048 0,071 0,101

2009M10-2009M12 0,054 0,094 0,127 0,154

2009M11-2010M1 0,06 0,108 0,15 0,207

2009M12-2010M2 0,075 0,082 0,115 0,204

2010M1-2010M3 0,122 0,055 0,111 0,192

Μέση τιμή 0,073 0,076 0,088 0,143

Υποδείγματα ECM AR(3) AR(1) RW

Περίοδος πρόβλεψης RMSE RMSE RMSE RMSE

Πίνακας 5 Αποτελέσματα των δυναμικά επαναλαμβανόμενων προβλέψεων 3 περιόδων

ECM: Υπόδειγμα διόρθωσης σφάλματοςAR(3): Αυτοπαλίνδρομο σχήμα τρίτης τάξης AR(1): Αυτοπαλίνδρομο σχήμα πρώτης τάξηςRW: Υπόδειγμα τυχαίου περιπάτου

3-Meleti Bragoudaki-Panagiotou:������ 1 12-10-10 12:02 ������ 55

Page 57: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Στον πίνακα παρουσιάζεται η προβλεπτική επίδοση του υποδείγματος διόρθωσης σφάλματος,ECM, και όλων των ανταγωνιστικών υποδειγμάτων με βάση τα κριτήρια αξιολόγησης της προ-βλεπτικής ικανότητας RMSE, MAE, MAPE και Theil.

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201056

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

EC

M:

Υπό

δειγ

μα δ

ιόρθ

ωση

ς σφ

άλμα

τος

AR

(3):

Αυτ

οπαλ

ίνδρ

ομο

σχήμ

α τρ

ίτης

τάξ

ης

AR

(1):

Αυτ

οπαλ

ίνδρ

ομο

σχήμ

α πρ

ώτη

ς τά

ξης

RW

πόδε

ιγμα

τυχ

αίου

περ

ιπάτ

ουR

MSE

: Ρ

ίζα

μέσο

υ τε

τραγ

ωνι

κού

σφάλ

ματο

ςM

AE

έσο

απόλ

υτο

σφάλ

μαM

AP

E:

Μέσ

ο απ

όλυτ

ο πο

σοστ

ιαίο

σφ

άλμα

T

heil:

Συν

τελε

στής

ανι

σότη

τας

The

il

2009

M1-

2009

M3

0,11

90,

099

177,

891

0,52

60,

076

0,07

112

4,18

40,

345

0,10

50,

083

69,0

210,

783

0,15

90,

116

55,6

360,

657

2009

M2-

2009

M4

0,08

90,

076

210,

715

0,57

30,

067

0,05

721

1,27

80,

454

0,08

00,

053

78,6

660,

892

0,08

00,

068

447,

368

0,45

6

2009

M3-

2009

M5

0,10

30,

087

254,

617

0,60

50,

083

0,08

225

7,94

80,

743

0,05

00,

040

96,3

820,

645

0,11

20,

106

498,

866

0,64

2

2009

M4-

2009

M6

0,04

10,

039

86,5

840,

285

0,10

90,

101

198,

741

0,98

30,

062

0,05

074

,849

0,69

00,

165

0,15

953

1,00

40,

861

2009

M5-

2009

M7

0,04

10,

040

58,3

530,

226

0,09

30,

075

95,3

440,

719

0,07

00,

070

98,0

070,

670

0,15

50,

144

277,

698

0,95

9

2009

M6-

2009

M8

0,03

70,

034

35,6

580,

182

0,07

90,

062

62,2

230,

452

0,06

40,

063

63,0

080,

434

0,13

80,

119

221,

329

0,55

3

2009

M7-

2009

M9

0,06

20,

047

76,4

160,

334

0,05

20,

050

60,2

180,

370

0,08

30,

083

106,

669

0,64

90,

092

0,08

819

5,99

10,

354

2009

M8-

2009

M10

0,06

90,

061

586,

451

0,44

50,

038

0,03

653

9,89

90,

261

0,05

80,

055

417,

768

0,43

70,

103

0,10

010

4,57

30,

396

2009

M9-

2009

M11

0,07

80,

076

614,

473

0,79

80,

048

0,04

250

1,32

70,

499

0,07

10,

065

385,

080

0,88

40,

101

0,09

611

5,28

70,

589

2009

M10

-200

9M12

0,05

40,

048

233,

683

0,23

20,

094

0,08

548

4,86

00,

510

0,12

70,

104

191,

897

0,81

50,

154

0,13

412

0,58

60,

660

2009

M11

-201

0M1

0,06

00,

057

54,3

030,

240,

108

0,10

380

,560

0,57

40,

150

0,14

611

7,80

60,

863

0,20

70,

185

75,0

400,

668

2009

M12

-201

0M2

0,07

50,

060

93,4

440,

279

0,08

20,

066

45,3

110,

400

0,11

50,

099

75,7

580,

635

0,20

40,

168

56,3

870,

650

2010

M1-

2010

M3

0,12

20,

108

115,

082

0,58

70,

055

0,04

742

,025

0,24

00,

111

0,09

473

,592

0,63

80,

192

0,15

857

,735

0,62

7

Μέσ

η τ

ιμή

0,07

30,

064

199,

821

0,40

90,

076

0,06

720

7,99

40,

504

0,08

80,

077

142,

193

0,69

50,

143

0,12

621

2,11

50,

621

Υπ

οδεί

γματ

αE

CM

AR

(3)

AR

(1)

RW

Περ

ίοδο

ς π

ρόβλ

εψης

RM

SEM

AE

MA

PE

The

ilR

MSE

MA

EM

AP

ET

heil

RM

SEM

AE

MA

PE

The

ilR

MSE

MA

EM

AP

ET

heil

Αποτ

ελέσ

ματα

τω

ν δυ

ναμικ

ά ε

πανα

λαμβανό

μεν

ων

εκτό

ς δε

ίγματο

ς π

ροβ

λέψ

εων

3 π

εριό

δων

3-Meleti Bragoudaki-Panagiotou:������ 1 12-10-10 12:02 ������ 56

Page 58: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Ελληνική

Κωνσταντοπούλου, M. (1976), “Ναυτιλιακό συνάλλαγμα: οικονομετρική ανάλυση και προ-βλέψεις για την πενταετία του προγράμματος ανάπτυξης 1976-1980”, Κέντρο Προγραμματι-σμού & Οικονομικών Ερευνών, Αθήνα.

Παναγιώτου, Στ. και Ζ. Μπραγουδάκης (2010), “Κεφάλαιο 2.5 Θαλάσσιες μεταφορές – ποντοπόροςναυτιλία” στο: Γ. Οικονόμου, Ι. Σαμπεθάι και Γ. Συμιγιάννης (επιμ.), Ισοζύγιο τρεχουσών συναλ-λαγών της Ελλάδος: αιτίες ανισορροπιών και προτάσεις πολιτικής, Τράπεζα της Ελλάδος.

Παντελίδης, Ε.Θ. (1997), “Η νέα μεθοδολογία κατάρτισης του Ισοζυγίου Πληρωμών της Τρά-πεζας της Ελλάδος”, Οικονομικό Δελτίο, 9, Μάρτιος 1997, Τράπεζα της Ελλάδος.

Τράπεζα της Ελλάδος (1999), Έκθεση του Διοικητή για το έτος 1998, Κεφάλαιο VIII, Πλαί-σιο VIII.1, σελ. 227.

Χαραλαμπίδης, Η.Ε. (1986), “Ναυτιλία και Οικονομική ανάπτυξη”, Θέματα Προγραμματισμού,30, Κέντρο Προγραμματισμού & Οικονομικών Ερευνών, Αθήνα.

Χαρλαύτη, Τζ., Ι. Θεοτοκά και Ε. Θανοπούλου (2009), “Το παρόν και το μέλλον της ελληνικήςναυτιλίας” (επιστημονική ευθύνη Ακαδ. Κ. Δρακάτου), Γραφείο Οικονομικών Μελετών, Μελέ-τες: Αριθμός 10, Ακαδημία Αθηνών.

Ξενόγλωσση

Akaike, H. (1973), “Information theory and an extension of the maximum likelihood principle”,στο: Petrov, B.N. and F. Csaki (επιμ.), 2nd International Symposium of Information Theory,Akademiai Kiado, Budapest.

Anderson, R.G., D.L. Hoffman and R.H. Rasche (2002), “A vector error-correction forecast-ing model of the US economy”, Journal of Macroeconomics, 24(4), 569-598.

Bragoudakis, Z., St. Panagiotou and H. Thanopoulou (2010), “Investment strategy and Greekshipping earnings: exploring the pre & post ‘ordering-frenzy’ period”, Proceedings of the Inter-national Association of Maritime Economists Conference, July, Lisbon.

Clarkson Research Services (2009), Sources & Methods for the Shipping Intelligence Weekly.Updated: May 2009, www.clarksons.net.

Clarkson Research Services (2010), Shipping Intelligence Network, www.clarksons.net.Clements, M.P and D.F. Hendry (1993), “On the limitations of comparing mean square forecast

errors”, Journal of Forecasting, 617-637.Deardorff, A.V. (1984), “Testing trade theories and predicting trade flows”, στο: R.W. Jones and

P.B. Kenen (επιμ.), Handbook of International Economics, Vol. I. Dickey, D.A. and W.A. Fuller (1981), “Likelihood ratio statistics for autoregressive time series

with a unit root”, Econometrica, 49, 1057-1072.Engle, R.F. and C.W.J. Granger (1987), “Cointegration and error-correction: representation,

estimation and testing”, Econometrica, 55, 251-276.Goldstein, M. and M.S. Khan (1985), “Income and price effects in foreign trade”, στο: R.W Jones

and P.B. Kenen (επιμ.), Handbook of International Economics, Vol. II.Goulielmos, A.M. (1993), “The behaviour of the state, of ship-owners and of the Greek ship-

ping foreign exchange inflow during 1981-1991”, Μελέτες προς τιμήν του Καθηγητού ΦρίξουΑ. Λέτσα, Πανεπιστήμιο Πειραιώς.

Goulielmos, A.M. (1997), “The factors determining the foreign exchange inflows from shipping”,Εssays in honour and in memory of late Professor Emeritus of Maritime Economics Dr BasilN. Metaxas, University of Piraeus, Department of Maritime Studies, 567-587.

Grammenos, C.Th. (2002) (επιμ.), The Handbook of Maritime Economics and Business, Lloyd’sof London Press, London.

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 57

Β ΙΒΛ ΙΟ ΓΡΑΦ ΙΑ

3-Meleti Bragoudaki-Panagiotou:������ 1 12-10-10 12:02 ������ 57

Page 59: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

GSCC (διάφορα έτη), Greek Controlled Shipping, Greek Shipping Co-operation Committee.Haralambides, H.E. (1990), “Shipping transactions in the balance of payments statistics: A

tabular approach”, Marine Policy Reports, Vol. I, no 2.Haralambides, H.E. (1996), “The economic impact of shipping on the national economy”, Pro-

ceedings of the International Conference on Shipping, Ports and Logistics Services: Solutionsfor Global Issues, International Association of Maritime Economists, Vancouver.

Harris, R. (1995), Using Cointegration Analysis in Econometric Modelling, Prentice Hall,London, chapter 4, 52-72.

Helkie, W. and L. Stekler (1987), “Modeling Investment Income and Other Services in the U.S.International Transactions Accounts”, International Finance Discussion Paper no 319, FederalReserve Board.

Hendry, David F. (1995), Dynamic Econometrics, Oxford University Press, Oxford.Hoffman, D.L. and R.H. Rasche (1996), “Assessing forecast performance in a cointegrated sys-

tem”, Journal of Applied Econometrics, 11, 495-517.Hung, J.H. and S. Viana (1995), “Modelling U.S. Services Trade Flows: A Cointegration-ECM

Approach”, Federal Reserve Bank of New York Research Paper, no. 9518.Hymans, S.H., A.V. Deardorff and R.M. Stern (2000), A Quarterly Forecast of the US Trade

in Services and the Current Account, 2000-2003, University of Michigan.IMF (1995), Balance of Payments Compilation Guide, International Monetary Fund, Washington,

D.C.IMF (1996), Balance of Payments Textbook, International Monetary Fund, Washington D.C.Karsenty, G. (2000), “Assessing trade in services by mode of supply”, στο: P. Suave and R. Stern

(επιμ.), GATS 2000: New Directions in Services Trade Liberalization, Brookings Institution,Washington D.C., 487-508.

Kravis, I.B. (1983), “Services in the domestic economy and in world transactions”, NBER Work-ing Paper no. 1124, National Bureau of Economic Research.

Leontief, W. (1954), “Domestic production and foreign trade: the American capital position re-examined”, Economia Internazionale, 7, February, 3-32.

MacDougall, G.D.A. (1951), “British and American export: a study suggested by the theory ofcomparative costs, Part I”, Economic Journal, 61, December, 697-724.

MacDougall, G.D.A. (1952), “British and American export: a study suggested by the theory ofcomparative costs, Part II”, Economic Journal, 62, September, 487-521.

MacKinnon, J.G. (1991), “Critical Values for Cointegration Test”, στο: R.F. Engle and C.W.J.Granger (επιμ.), Long-Run Economic Relationships. Readings in Cointegration, Oxford Uni-versity Press, New York, 266-276.

Schwarz, G. (1978), “Estimating the dimension of a model”, Annals of Statistics, 6, 461-64.Stock, J.H. and M.W. Watson (1999), “Forecasting Inflation”, NBER Working Paper no. 7023,

March, National Bureau of Economic Research.Tambakis, D. (1984), “An econometric analysis of the factors affecting shipping in Greece”, Mar-

itime Policy & Management, Vol. 11:1, 21-33.Thanopoulou, H.A. (2007), “A fleet for the 21st century: modern Greek shipping”, στο: A.A.

Pallis (επιμ.), Maritime Transport: the Greek Paradigm, Elsevier, Oxford.

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201058

3-Meleti Bragoudaki-Panagiotou:������ 1 12-10-10 12:02 ������ 58

Page 60: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι επιδράσεις της ονομαστικής και της πραγ-ματικής αβεβαιότητας (όπως μετρείται από τημεταβλητότητα των ονομαστικών ή πραγματι-κών μεγεθών) στα μακροοικονομικά μεγέθη,όπως είναι ο πληθωρισμός και ο ρυθμός ανά-πτυξης, έχουν προσελκύσει σημαντικό ενδια-φέρον από πλευράς των ερευνητών. Το μέγε-θος και η κατεύθυνση αυτών των επιδράσεων,όπως αναλύονται παρακάτω, έχουν ιδιαίτερησημασία για τη χάραξη οικονομικής πολιτικής,δεδομένου ότι επιτρέπουν να διαπιστωθείκατά πόσον θα απέφερε οφέλη ευημερίας ησταθεροποίηση όχι μόνο των επιπέδων αλλάκαι της μεταβλητότητας των ρυθμών πληθωρι-σμού και ανάπτυξης.

Σε προηγούμενη μελέτη μας (Gibson καιΜπαλφούσια, 2010) είχαμε εξετάσει τη σχέσημεταξύ πληθωρισμού και ονομαστικής αβε-βαιότητας (όπως αυτή προσεγγίζεται μέσωεναλλακτικών μεθόδων εκτίμησης της μετα-βλητότητας του πληθωρισμού) για την ελλη-νική οικονομία και είχαμε διαπιστώσει ότι οπληθωρισμός όντως επηρεάζει την ονομαστικήαβεβαιότητα και, κατά συνέπεια, ότι δημι-ουργεί πραγματικά κόστη για μια οικονομία.Στην παρούσα μελέτη επεκτείνουμε την ανά-λυσή μας εξετάζοντας και την πραγματικήαβεβαιότητα (μετρούμενη αντίστοιχα μέσωεναλλακτικών εκτιμήσεων της μεταβλητότηταςτου πραγματικού ρυθμού ανάπτυξης) και τηνπιθανή επίδρασή της στον πληθωρισμό. Επι-πρόσθετα, διερευνούμε κατά πόσον η ονομα-στική ή η πραγματική αβεβαιότητα επιδρούνστo ρυθμό ανάπτυξης και, αν ναι, προς ποιακατεύθυνση. Τα αποτελέσματα της παρούσαςανάλυσης είναι δυνητικά χρήσιμα κατά τηχάραξη της οικονομικής πολιτικής, καθώςκαταδεικνύουν σε ποιο βαθμό θα πρέπει ναλαμβάνονται υπόψη, πέρα από τις μεταβολές

στα επίπεδα των βασικών μακροοικονομικώνμεταβλητών, και τυχόν μεταβολές της ονομα-στικής και πραγματικής αβεβαιότητας, δηλ. ημεταβλητότητα αυτών των βασικών μακροοι-κονομικών μεγεθών.

Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τόσο η ονομα-στική όσο και η πραγματική αβεβαιότητα επι-δρούν στο ρυθμό ανάπτυξης, όπως εξηγείταιπαρακάτω. Η ονομαστική αβεβαιότητα επη-ρέασε αρνητικά το ρυθμό ανάπτυξης στηνΕλλάδα, ιδιαίτερα την περίοδο πριν από τηνένταξη της χώρας στην ΟΝΕ. Όσον αφορά τηνπραγματική αβεβαιότητα, τα αποτελέσματα δενείναι μονοσήμαντα. Γενικώς, υπάρχουν ενδεί-ξεις ότι η πραγματική αβεβαιότητα επηρεάζειθετικά την ανάπτυξη, αλλά μόνο σε πολύ βρα-χείς χρονικούς ορίζοντες. Στην Ελλάδα καιαυτή η επίδραση φαίνεται να εξαλείφθηκε μετάτην ένταξη στην ΟΝΕ. Τέλος, η πραγματικήαβεβαιότητα δεν φαίνεται να ασκεί επίδρασηστον πληθωρισμό.

Τα αποτελέσματα συνηγορούν υπέρ της δια-τήρησης ενός σταθερού επιπέδου πληθωρι-σμού, κάτι που εξ ορισμού μειώνει την ονο-μαστική αβεβαιότητα. Με βάση τα ευρήματατης ανάλυσής μας, την περίοδο μετά τηνένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ η ονο-μαστική αβεβαιότητα δεν φαίνεται να έχειασκήσει επίδραση στον πραγματικό ρυθμόανάπτυξης. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στοπεριβάλλον σχετικά χαμηλού πληθωρισμούπου διαμορφώθηκε, το οποίο συνέβαλε στησυγκράτηση των πληθωριστικών προσδοκιών.

Η μελέτη διαρθρώνεται ως εξής: στην ενότητα2 αναλύονται οι θεωρητικοί λόγοι για τους

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 59

ΕΠ Ι ΔΡΑΣΕ Ι Σ ΤΗΣ ΟΝΟΜΑΣΤ ΙΚΗΣ ΚΑ Ι ΤΗΣ ΠΡΑ ΓΜΑΤ ΙΚΗΣ ΑΒΕΒΑ ΙΟΤΗΤΑΣ Σ ΤΑ ΒΑΣ ΙΚΑΜΑΚΡΟΟ ΙΚΟΝΟΜ ΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ *

Heather D. GibsonΔιεύθυνση Οικονομικών Μελετών

Χιόνα ΜπαλφούσιαΔιεύθυνση Οικονομικών Μελετών

* Οι συγγραφείς ευχαριστούν τον Γ. Ταβλά για τα χρήσιμα σχόλιάτου σε προηγούμενη έκδοση της μελέτης. Τυχόν λάθη βαρύνουναποκλειστικά τις συγγραφείς. Οι απόψεις που εκφράζονται στηνπαρούσα μελέτη δεν απηχούν κατ' ανάγκην τις απόψεις της Τρά-πεζας της Ελλάδος.

4-Meleti Gibson Balfoussia:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 59

Page 61: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

οποίους θα αναμενόταν η ονομαστική ή ηπραγματική αβεβαιότητα να επηρεάζουν ταμακροοικονομικά μεγέθη. Σχολιάζονται επί-σης τα εμπειρικά αποτελέσματα που είναι δια-θέσιμα για ορισμένες βιομηχανικές χώρες,εκτός της Ελλάδος. Οι ενότητες 3 και 4 περι-γράφουν τα δεδομένα και την οικονομετρικήμεθοδολογία της ανάλυσης, ενώ στην ενότητα5 παρουσιάζονται τα εμπειρικά αποτελέσματατης μελέτης. Τέλος, στην ενότητα 6 συνοψί-ζονται τα κυριότερα συμπεράσματα.

2 ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗΤΗΣ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΚΑΙ ΤΟ ΡΥΘΜΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Υπάρχουν πολλές θεωρίες που υποστηρίζουνότι η αβεβαιότητα επιδρά στον πληθωρισμόκαι το ρυθμό ανάπτυξης και αντίστροφα. Στηνπαρούσα μελέτη, ενδιαφερόμαστε ειδικότεραγια τα εξής ζητήματα και εξετάζουμε τασυναφή θεωρητικά επιχειρήματα: (α) επηρε-άζει η ονομαστική αβεβαιότητα το ρυθμό ανά-πτυξης; (β) επηρεάζει η πραγματική αβεβαι-ότητα το ρυθμό ανάπτυξης; και (γ) επηρεάζειη πραγματική αβεβαιότητα τον πληθωρισμό;

Όσον αφορά τα δύο πρώτα ερωτήματα, οιπαραδοσιακές θεωρίες οικονομικής μεγέ-θυνσης (π.χ. το αναπτυξιακό υπόδειγμα τουSolow) δέχονται ότι ο ρυθμός ανάπτυξης δενεπηρεάζεται από τη μεταβλητότητα του πλη-θωρισμού ή του ίδιου του ρυθμού ανάπτυξηςκαι ο οικονομικός κύκλος θεωρείται συνήθωςανεξάρτητος από το μακροχρόνιο ρυθμό ανά-πτυξης, ο οποίος επηρεάζεται από την τεχνο-λογική πρόοδο, την αύξηση των συντελεστώνπαραγωγής, δηλ. της εργασίας και του κεφα-λαίου, και από την άνοδο της συνολικής παρα-γωγικότητας των συντελεστών παραγωγής.Ωστόσο, υπάρχουν πλέον αρκετές σύγχρονεςθεωρίες που συνδέουν την αβεβαιότητα με τηνανάπτυξη.

Κατ’ αρχάς όσον αφορά την επίδραση της ονο-μαστικής αβεβαιότητας (όπως αυτή αντανα-κλάται στη διακύμανση του πληθωρισμού)στην ανάπτυξη, ο Friedman (1977) υποστηρί-

ζει ότι η ονομαστική αβεβαιότητα επηρεάζειτο ρυθμό ανάπτυξης αρνητικά, τουλάχιστονβραχυχρόνια. Η αυξημένη αβεβαιότητα σχε-τικά με τον πληθωρισμό στρεβλώνει το σημα-τοδοτικό ρόλο των τιμών, οδηγεί τους κατα-ναλωτές και τις επιχειρήσεις σε εσφαλμένεςεκτιμήσεις και εμποδίζει τη βέλτιστη κατα-νομή των πόρων και την αποτελεσματική λει-τουργία της οικονομίας, με αρνητικές επι-πτώσεις στην ανάπτυξη.

Πιο πρόσφατα, συγγραφείς όπως οι Dotseyand Sarte (2000) κατασκεύασαν υποδείγματαπου υποδηλώνουν ότι υπάρχει θετική σχέσημεταξύ αβεβαιότητας για τον πληθωρισμό καιρυθμού ανάπτυξης. Σε ένα νεοκλασικό υπό-δειγμα ανάπτυξης, επαυξημένο με έναν περιο-ρισμό προκαταβολής μετρητών (cash-in-advance constraint), η αυξημένη μεταβλητό-τητα του πληθωρισμού συνεπάγεται αυξημένηαβεβαιότητα σχετικά με την απόδοση των χρη-ματικών υπολοίπων (money balances), με απο-τέλεσμα να ενθαρρύνεται η αποταμίευση καιάρα να ενισχύεται ο ρυθμός ανάπτυξης. Αυτόεπιτυγχάνεται με διάφορους μηχανισμούς,όπως η αποταμίευση για λόγους πρόνοιας καιη διακράτηση χρηματικών αποθεμάτων γιακάλυψη έναντι κινδύνων.

Η σχέση μεταξύ πραγματικής αβεβαιότητας(μετρούμενης με βάση τη διακύμανση του ρυθ-μού ανάπτυξης) και ρυθμού ανάπτυξης μπορείνα λειτουργεί είτε προς τη μία είτε προς τηνάλλη κατεύθυνση. Επεκτείνοντας τη θεώρησητου Keynes (1936), ο Pindyck (1991) υποστη-ρίζει ότι η αυξημένη μεταβλητότητα του προϊ-όντος σε συνδυασμό με αυξημένη αβεβαιό-τητα οδηγούν σε μείωση των επενδύσεων καιάρα σε χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης. Το σκε-πτικό αυτό βασίζεται στην παραδοχή ότι οιεπενδύσεις είναι συνήθως μη αναστρέψιμες.Έτσι, η υψηλότερη αβεβαιότητα ωθεί τουςεπιχειρηματίες να αναβάλλουν τις επενδυτικέςτους κινήσεις, οπότε επιβραδύνεται ο ρυθμόςανάπτυξης. Οι Blackburn and Pelloni (2005)καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα χρησιμο-ποιώντας ένα υπόδειγμα ενδογενούς ανάπτυ-ξης. Όταν αυξάνεται η πραγματική αβεβαιό-τητα, οι εργαζόμενοι πιέζουν για υψηλότερους

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201060

4-Meleti Gibson Balfoussia:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 60

Page 62: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

μισθούς και, στο βαθμό που το επιτυγχάνουν,μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά η απασχό-ληση και άρα οι επενδύσεις και η ανάπτυξη.

Αντίθετα, ο Sandmo (1970) και ο Black (1987)υποστηρίζουν ότι η αυξημένη πραγματική αβε-βαιότητα επιταχύνει το μέσο ρυθμό ανάπτυ-ξης. Κατά τον Sandmo (1970) η επίδραση αυτήασκείται μέσω της αποταμίευσης για λόγουςπρόνοιας. Η αυξημένη αβεβαιότητα δημιουρ-γεί κίνητρα για διακράτηση υψηλότερων χρη-ματικών υπολοίπων που τηρούνται για λόγουςπρόνοιας, τα οποία, στο πλαίσιο ενός απλούαναπτυξιακού υποδείγματος Solow, τελικάαυξάνουν το ρυθμό ανάπτυξης (παρόμοιαείναι η επιχειρηματολογία των Dotsey andSarte για το ότι η αυξημένη αβεβαιότητα σχε-τικά με τον πληθωρισμό επιταχύνει το ρυθμόανάπτυξης). Ο Black (1987) ξεκινά από τηθετική σχέση που υφίσταται μεταξύ κινδύνουκαι απόδοσης σε ένα υπόδειγμα χαρτοφυλα-κίου. Η αυξημένη πραγματική αβεβαιότητασυνάδει με την ύπαρξη περισσότερων ευκαι-ριών επένδυσης σε έργα και δραστηριότητεςπου ενέχουν υψηλότερους κινδύνους αλλάπροσφέρουν και υψηλότερες μέσες αποδό-σεις. Συνεπώς, αυξάνεται ο μέσος ρυθμόςαύξησης του πραγματικού προϊόντος, έστω καιμε τίμημα τη μεγαλύτερη μεταβλητότητά του.

Τέλος, υπάρχει και η δυνητική επίδραση τηςπραγματικής αβεβαιότητας στον πληθωρισμό.Ο Deveraux (1989) προτείνει ένα λόγο για τονοποίο θα μπορούσε να είναι αναμενόμενη μιαθετική σχέση. Μια αύξηση της μεταβλητότηταςτων πραγματικών διαταράξεων μειώνει τοβέλτιστο βαθμό τιμαριθμικής αναπροσαρμο-γής των μισθών σε οποιαδήποτε οικονομία.Ωστόσο, σε ένα πλαίσιο Barro-Gordon, ηχαμηλότερη τιμαριθμική αναπροσαρμογήτων μισθών καθιστά τις πληθωριστικέςεκπλήξεις πιο αποτελεσματικές. Αυτό ενθαρ-ρύνει τις νομισματικές αρχές να προξενούνπερισσότερες εκπλήξεις και ο μέσος πληθω-ρισμός καταλήγει υψηλότερος.

Εναλλακτικά, οι Dotsey and Sarte (2000) ισχυ-ρίζονται ότι μια αύξηση της μεταβλητότηταςτου πληθωρισμού οδηγεί σε υψηλότερη αβε-

βαιότητα όσον αφορά την απόδοση των δια-κρατούμενων χρηματικών διαθεσίμων. Οιοικονομικοί φορείς μειώνουν τη ζήτηση χρη-ματικών υπολοίπων, με αποτέλεσμα να μειώ-νεται η κατανάλωση και να αυξάνεται η απο-ταμίευση. Όμως η άνοδος της αποταμίευσης,σε ένα απλό αναπτυξιακό υπόδειγμα Solow,επιταχύνει το ρυθμό ανάπτυξης αφού οδηγείαυτόματα σε αύξηση των επενδύσεων.

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, δεδο-μένης της ποικιλίας των θεωρητικών αποτε-λεσμάτων, τα εμπειρικά ευρήματα αναφορικάμε τις παραπάνω υποθέσεις είναι αντιφατικά.Στη βιβλιογραφία, ως μέτρο της ανάπτυξηςχρησιμοποιούνται μηνιαία στοιχεία βιομηχα-νικής παραγωγής, ενώ για την πραγματικήαβεβαιότητα χρησιμοποιούνται είτε δείκτεςτης μεταβλητότητας της ανάπτυξης πουκαταρτίζονται μέσω ερευνών είτε οικονομε-τρικές εκτιμήσεις της. Ανάλογες μετρήσεις τηςμεταβλητότητας των τιμών καταναλωτή ή τωντιμών παραγωγού χρησιμοποιούνται ως αντι-προσωπευτικές της ονομαστικής αβεβαιότη-τας.

Στον Πίνακα 1 συνοψίζονται τα εμπειρικάαποτελέσματα από ένα ευρύ φάσμα μελετών.Συνολικά, φαίνεται ότι η ονομαστική αβεβαι-ότητα (δηλ. η αυξημένη διακύμανση του πλη-θωρισμού) τείνει να ασκεί δυσμενή επίδρασηστην ανάπτυξη. Για τα άλλα δύο ερωτήματαδεν προκύπτει σαφής εικόνα.

3 ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ

Στην παρούσα μελέτη χρησιμοποιούνται δύοχρονοσειρές: οι μηνιαίοι δείκτες τιμών κατα-ναλωτή και βιομηχανικής παραγωγής για τηνΕλλάδα την περίοδο 1981-2009, όπως παρέ-χονται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσίατης Ελλάδος. Ο δεύτερος δείκτης χρησιμο-ποιείται ως προσεγγιστική μεταβλητή τουΑΕΠ, όπως και στην πλειονότητα της σχετι-κής εμπειρικής βιβλιογραφίας, καθώς στοι-χεία για το ίδιο το ΑΕΠ είναι διαθέσιμα μόνομε τριμηνιαία συχνότητα. Όπως και στημελέτη Gibson και Μπαλφούσια (2010), χρη-

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 61

4-Meleti Gibson Balfoussia:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 61

Page 63: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201062

Υπόθεση Βιβλιογραφική παραπομπή Δείγμα Αποτελέσματα

Πίνακας 1 Εμπειρικά αποτελέσματα στη βιβλιογραφία

Αιτιώδης επίδραση

από την ονομαστική

αβεβαιότητα προς

το ρυθμό ανάπτυξης

Fountas and Karanasos (2007) 1957-2000, G7

ΗΠΑ: ΔΤΚ θετική επίδρασηΔΤΠ αρνητική επίδραση

Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο: αρνητική επίδρασηΚαναδάς, Ιαπωνία: θετική επίδραση

Conrad and Karanasos (2005) 1962-2004, ΕΕ

Βέλγιο, Σουηδία, Ηνωμένο Βασίλειο: αρνητική επίδρασηΦινλανδία, Γαλλία, Ολλανδία: θετική επίδραση

Conrad and Karanasos (2008) 1960-2007, ΗΠΑ Έντονη θετική επίδραση

Davis and Kanago (1996) 1951-1990, ΗΠΑ1 τυπική απόκλιση αύξησης του πληθωρισμού,1 εκατοστιαία μονάδα πτώση του ρυθμού ανάπτυξης

Fountas et al. (2002) 1961-1999, Ιαπωνία Αρνητική και σημαντική επίδραση

Fountas et al. (2006) Tέλη δεκαετίας 1950-2000, G7 Αρνητική επίδραση (εκτός Γαλλίας, Ιταλίας)

Lee and Ni (1995) 1954-1993, ΗΠΑ Αρνητική και σημαντική επίδραση

Kneller and Young (2001) 1961-1997, χώρες ΟΟΣΑ Αρνητική και σημαντική επίδραση

Grier and Perry (2000) 1948-1996, ΗΠΑ Αρνητική και σημαντική επίδραση

Αιτιώδης επίδραση

από την πραγματική

αβεβαιότητα προς

το ρυθμό ανάπτυξης

Fountas and Karanasos (2007) 1957-2000, G7ΗΠΑ: καμία επίδρασηG7 (εκτός ΗΠΑ, Ιαπωνίας): θετική επίδραση

Fountas and Karanasos (2008)100 έτη, Ηνωμένο Βασίλειο,Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία,Σουηδία

Αμφίδρομη αιτιότητα, μικτά πρόσημα

Fountas et al. (2002) 1961-1999, Ιαπωνία Αντεστραμμένη αιτιότητα, θετική επίδραση

Fountas et al. (2004) 1961-2000, Ιαπωνία Καμία επίδραση

Fountas et al. (2006) Τέλη δεκαετίας 1950-2000, G7 Θετική επίδραση

Kneller and Young (2001) 1961-1997, χώρες ΟΟΣΑΜέτρηση της αβεβαιότητας ανά πενταετία:αρνητική και σημαντική επίδραση

Ramey and Ramey (1995) 1960-1985, 92 χώρες Αρνητική και σημαντική επίδραση

Martin and Rogers (2000)

24 ΟΟΣΑ (1960-1988)90 περιφέρειες της ΕΕ (1979-1992)72 αναπτυσσόμενες χώρες(1960-1988)

Αρνητική και σημαντική επίδραση για τιςπεριφέρειες της ΕΕ και τον ΟΟΣΑ, όχι σημαντική για τις αναπτυσσόμενες χώρες

Kormendi and Meguire (1986) Μεταπολεμικά, 47 χώρες Θετική και σημαντική επίδραση

Grier and Tullock (1989) 113 χώρες Θετική και σημαντική επίδραση

Caporale and McKiernan (1996) 1948-1991, Ηνωμένο Βασίλειο Θετική και σημαντική επίδραση

Αιτιώδης επίδραση

από την πραγματική

αβεβαιότητα προς

τον πληθωρισμό

Fountas et al. (2006) Τέλη δεκαετίας 1950-2000, G7Μικτές ενδείξεις ως προς τα πρόσημα και τη σημαντικότητα

Grier and Perry (2000) 1948-1996, ΗΠΑ Καμία επίδραση

4-Meleti Gibson Balfoussia:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 62

Page 64: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

σιμοποιούμε αυτές τις εποχικώς μη διορθω-μένες σειρές στοιχείων για να υπολογίσουμετις αντίστοιχες εποχικά διορθωμένες, εφαρ-μόζοντας την τεχνική Census X12 που παρέ-χεται από το US Bureau of the Census1 καιχρησιμοποιείται από το US Bureau of LaborStatistics για την εκτίμηση του εποχικά διορ-θωμένου δείκτη τιμών καταναλωτή στις ΗΠΑ(US CPI-U). Τα τελικά στοιχεία μας είναιυπό τη μορφή ανηγμένων σε ετήσια βάσημηνιαίων ποσοστών του πληθωρισμού βάσειτου δείκτη τιμών καταναλωτή και του ρυθμούαύξησης του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής.Οι κατασκευασμένες σειρές στοιχείων μαςεπιτρέπουν να διερευνήσουμε την αιτιότητα,αφού πρώτα λάβουμε υπόψη την εποχική δια-κύμανση.

4 ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Το βασικό εμπόδιο στο οποίο προσκρούουμεκατά τον εμπειρικό έλεγχο των θεωριών πουπεριγράφονται στην ενότητα 2 είναι ο προσ-διορισμός ενός επαρκούς δείκτη της πραγ-ματικής και της ονομαστικής αβεβαιότητας.Στη βιβλιογραφία συναντώνται πολλές εναλ-λακτικές στατιστικές προσεγγίσεις της αβε-βαιότητας. Συχνότερα, ως προσεγγιστικοί δεί-κτες της αβεβαιότητας αξιοποιούνται κυλιό-μενες στατιστικές μετρήσεις της μεταβλητό-τητας μιας μεταβλητής και η διασπορά δια-φόρων επιμέρους προβλέψεων βασισμένωνσε δειγματοληπτικές έρευνες.2 Ωστόσο,καμία από τις δύο μεθόδους δεν αποτυπώνειεπαρκώς την αβεβαιότητα όπως αυτή νοείταιστο πλαίσιο της ανάλυσής μας. Οι στατιστικέςμετρήσεις της μεταβλητότητας, όπως π.χ. οκινητός μέσος όρος της τυπικής απόκλισηςμιας μεταβλητής, εμπεριέχουν τόσο την προ-βλέψιμη όσο και τη μη προβλέψιμη μεταβλη-τότητα, ενώ μόνο η διακύμανση της στοχα-στικής (ή μη προβλέψιμης) συνιστώσας μιαςμεταβλητής είναι εκείνη που αντανακλά τηνοικονομική αβεβαιότητα.3,4

Οι πιο σύγχρονες έρευνες από τις αμιγώς στα-τιστικές μετρήσεις της αβεβαιότητας στρέφο-νται προς δείκτες που προκύπτουν από υπο-

δείγματα, πρωτίστως με βάση εκτιμήσειςτύπου GARCH.5 Σε αντίθεση με τις μεθόδουςπροσέγγισης που αναφέρθηκαν παραπάνω, οιπροσδιορισμοί GARCH παρέχουν ένα εργα-λείο για την οικονομετρική εκτίμηση της χρο-νικά μεταβαλλόμενης διακύμανσης των μηπροβλέψιμων καταλοίπων σφάλματος τηςεξαρτημένης μεταβλητής, δηλ. ενός δείκτη πουαντιστοιχεί πλήρως στην έννοια της αβεβαιό-τητας όπως χρησιμοποιείται στη θεωρητικήβιβλιογραφία στην οποία στηρίζεται η μελέτημας, και αντανακλά τη χρονική της διακύ-μανση. Κατά συνέπεια, αυτή η μεθοδολογίαυιοθετείται και εδώ.

Όσον αφορά το θέμα του ελέγχου της αιτιό-τητας, σχεδόν όλες οι προαναφερθείσες μελέ-τες στη βιβλιογραφία χρησιμοποιούν ελέγχουςαιτιότητας κατά Granger για να εντοπίσουντην ύπαρξη πιθανών αιτιωδών σχέσεωνμεταξύ των εκάστοτε εν λόγω μεταβλητών. Θαπρέπει να σημειωθεί ότι οι έλεγχοι αυτοί,όπως και κάθε άλλη στατιστική προσέγγιση,στην ουσία διερευνούν μάλλον τη χρονικήαλληλουχία των γεγονότων και όχι τόσο τησχέση αιτίου-αιτιατού, κάτι που θα πρέπει ναλαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία τωναποτελεσμάτων. Με αυτή την επιφύλαξη,εφαρμόζουμε ελέγχους αιτιότητας κατάGranger στις μεταβλητές μας σύμφωνα με τησχετική εμπειρική βιβλιογραφία. Επιχειρούμενα ενισχύσουμε τα αποτελέσματα της ανάλυ-σής μας χρησιμοποιώντας πολυάριθμες εναλ-λακτικές προσεγγιστικές μεταβλητές της

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 63

1 http://www.bls.gov/cpi/cpisapage.htm2 Για λεπτομερέστερη επισκόπηση των εναλλακτικών μετρήσεων

που χρησιμοποιούνται στη βιβλιογραφία, βλ. Gibson και Μπαλ-φούσια (2010).

3 Ειδικά στην περίπτωση του πληθωρισμού, η προβλέψιμη συνι-στώσα της μεταβλητότητας του πληθωρισμού μπορεί να αντιμε-τωπιστεί από τους οικονομικούς φορείς, π.χ. μέσω τιμαριθμικήςαναπροσαρμογής, ενώ η μη προβλέψιμη συνιστώσα της μεταβλη-τότητας του πληθωρισμού, η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστείαπό αυτούς, βρίσκεται πιο κοντά στην έννοια της αβεβαιότηταςγια τον πληθωρισμό.

4 Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρ-χουν διαθέσιμες για την Ελλάδα μετρήσεις μέσω ερευνών που νααφορούν περίοδο δείγματος επαρκούς διάρκειας.

5 Ορισμένες μελέτες που εξετάζουν μία συγκεκριμένη χώρα χρη-σιμοποιούν τα υποδείγματα τάξεως ARCH για να προσεγγίσουντην αβεβαιότητα και ιδιαίτερα την αβεβαιότητα για τον πληθω-ρισμό. Σπουδαιότερες μεταξύ αυτών είναι εκείνες των Engle(1983) και Bollerslev (1986), ενώ στις πολυάριθμες πιο πρόσφα-τες συγκαταλέγονται οι Fountas and Karanasos (2007), Hwang(2007) και Caporale and Kontonikas (2009).

4-Meleti Gibson Balfoussia:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 63

Page 65: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

αβεβαιότητας και ελέγχοντας για την ύπαρξηαιτιότητας σε πολλούς διαφορετικούς χρονι-κούς ορίζοντες.

Τρεις εναλλακτικοί προσδιορισμοί του υπο-δείγματος GARCH χρησιμοποιούνται για ναεκτιμηθούν οι αντίστοιχες εναλλακτικές χρο-νικά μεταβαλλόμενες υπό συνθήκη διακυ-μάνσεις για καθεμία από τις δύο μεταβλητέςμας, δηλ. τον πληθωρισμό και τον πραγματικόρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Αυτές χρη-σιμοποιούνται κατόπιν ως εναλλακτικέςμετρήσεις της ονομαστικής και της πραγματι-κής αβεβαιότητας αντίστοιχα. Οι τρεις εναλ-λακτικές διαμορφώσεις του υποδείγματοςπαρουσιάζονται στις εξισώσεις (1) έως (5).

Ένα τυπικό γενικό υπόδειγμα GARCH (1,1)παρουσιάζεται στις εξισώσεις (1) και (2):

xi,t = αi + ∑12

κ=1bi,k xi,t-k + ei,t (1)

σ2i,t = αi + βie2

t-1 + γiσ 2i,t-1 (2)

Χρησιμοποιούμε το xi,t όπου i={1,2} για ναδηλώσουμε καθεμία από τις δύο μακροοικο-νομικές μεταβλητές τη χρονική στιγμή t, δηλ.το x1,t αντιπροσωπεύει τον πληθωρισμό τη χρο-νική στιγμή t ενώ το x2,t τον πραγματικό ρυθμόανάπτυξης τη χρονική στιγμή t. Οι υπό συν-θήκη μέσοι όροι των μεταβλητών προσδιορί-ζονται στην εξίσωση (1) ως αυτοπαλίνδρομεςδιαδικασίες 12ης τάξεως, ώστε να αντανα-κλούν το γεγονός ότι τα δεδομένα μας είναιμηνιαία, όπου το ei,t είναι ο όρος σφάλματοςτης μεταβλητής xi,t , ο οποίος θεωρείται ότιακολουθεί μια υπό συνθήκη κανονική κατα-νομή. Η αναπαράσταση των υπό συνθήκη δια-κυμάνσεων βάσει υποδείγματος GARCH(1,1) παρουσιάζεται στην εξίσωση (2), όπουσ2

i,t είναι η υπό συνθήκη διακύμανση της μετα-βλητής xi,t. Στο υπόδειγμα γίνεται η παραδοχήότι η υπό συνθήκη διακύμανση της xi,t ακο-λουθεί μια διαδικασία ARMA (1,1), δηλ. ότιη υπό συνθήκη διακύμανση κάθε μεταβλητήςτη χρονική στιγμή t εξαρτάται από τα κατά-λοιπα σφάλματος και τις διακυμάνσεις αυτήςτης μεταβλητής στο παρελθόν. Αυτό σημαίνειότι για την πρόβλεψη της διακύμανσης της τρέ-

χουσας περιόδου, οι οικονομικοί φορείς υπο-λογίζουν έναν σταθμισμένο μέσο όρο τηςμακροχρόνιας μέσης διακύμανσης αi της μετα-βλητής, της διακύμανσής της που παρατηρή-θηκε την προηγούμενη περίοδο σ 2

i,t-1 και τουμεγέθους του σφάλματος πρόβλεψης της προη-γούμενης περιόδου για τη συγκεκριμένη μετα-βλητή, όπως αυτό περιγράφεται από τον όροe2

i,t-1. Αν οι τιμές του σφάλματος πρόβλεψηςή/και της διακύμανσης της προηγούμενηςπεριόδου ήταν απροσδόκητα υψηλές, οι οικο-νομικοί φορείς θα αυξήσουν τις εκτιμήσειςτους όσον αφορά τη διακύμανση της μετα-βλητής κατά την επόμενη περίοδο.

Η εξίσωση (3) παρουσιάζει τους εναλλακτι-κούς δείκτες των υπό συνθήκη διακυμάνσεωνπου προκύπτουν από ένα ασύμμετρα προσ-διορισμένο υπόδειγμα GARCH (Threshold-GARCH) (βλ. Zakoian, 1994, και Glosten,Jagannathan and Runkle, 1993).

σ2i,t = αi + βie2

i,t-1 + βinri,t-1e2

i,t-1 + γiσ 2i,t-1 (3)

όπου ri,t=1 αν ei,t<0 και ri,t=0 σε διαφορετικήπερίπτωση. Σε αυτό τον προσδιορισμό, ταπαρελθοντικά κατάλοιπα σφάλματος μιαςμεταβλητής επιτρέπεται να έχουν διαφορετικήεπίδραση στην υπό συνθήκη διακύμανσή τηςανάλογα με το πρόσημό τους, δηλ. οι θετικέςειδήσεις ίσως ασκούν μικρότερη επίδραση στηδιακύμανση της xi,t από ό,τι οι αρνητικές ειδή-σεις. Στην εξίσωση (3) οι θετικές ειδήσειςασκούν επίδραση βi, ενώ οι αρνητικές βi + βi

n.

Οι εξισώσεις (4) και (5) παρουσιάζουν τονπροσδιορισμό της υπό συνθήκη διακύμανσηςμε βάση ένα υπόδειγμα ComponentThreshold-GARCH (1,1) (ασύμμετρα προσ-διορισμένο υπόδειγμα GARCH βάσει συνι-στωσών). Αυτή η διαμόρφωση επαυξάνει τιςδύο προηγούμενες επιτρέποντας επιπρόσθεταστην κάθε υπό συνθήκη διακύμανση νασυγκλίνει προς ένα χρονικά μεταβαλλόμενομέσο επίπεδο.

σ2i,t – mi,t = βi(e2

i,t-1 – mi,t-1) + βinri,t-1(e2

i,t-1 – mi,t-1)+ γi(σ2

i,t-1 – mi,t) (4)

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201064

4-Meleti Gibson Balfoussia:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 64

Page 66: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

mi,t = ωi + ρi(mi,t-1 – ωi) + φi(e2i,t-1 – σ 2

i,t-1) (5)

όπου mi,t είναι αυτή τη φορά η χρονικά μετα-βαλλόμενη μακροχρόνια διακύμανση. Ηπρώτη εξίσωση περιγράφει τη μεταβατικήσυνιστώσα σ2

i,t – mi,t η οποία συγκλίνει προς τομηδέν, ενώ η δεύτερη εξίσωση περιγράφει τημακροχρόνια συνιστώσα mi,t η οποία συγκλί-νει προς το ωi , με ρυθμό που καθορίζεται απότους συντελεστές των αντίστοιχων εξισώσεων.Οι μεταβλητές στην εξίσωση της μεταβατικήςσυνιστώσας επιδρούν στις βραχυχρόνιεςκινήσεις της διακύμανσης, ενώ οι μεταβλητέςστην εξίσωση της μόνιμης συνιστώσας επηρε-άζουν τα μακροχρόνια επίπεδα της διακύ-μανσης.

Αφού εκτιμήσουμε αυτούς τους τρεις εναλ-λακτικούς μονοπαραγοντικούς προσδιορι-σμούς υποδειγμάτων GARCH για τον όροσφάλματος κάθε μεταβλητής, εξετάζουμε τησχετική καλή προσαρμογή τους (goodness offit) σε κάθε σειρά δεδομένων και κατόπινχρησιμοποιούμε τις εκτιμώμενες υπό συνθήκηδιακυμάνσεις ως προσεγγιστικές μεταβλητέςτης ονομαστικής και της πραγματικής αβε-βαιότητας αντίστοιχα. Προβαίνουμε σε αμφί-δρομους ανά ζεύγη ελέγχους αιτιότητας κατάGranger μεταξύ κάθε μίας από τις τρεις εκτι-μώμενες σειρές της υπό συνθήκη διακύμανσηςπου προκύπτουν για κάθε μεταβλητή και τωνίδιων των μεταβλητών για τις τρεις αιτιώδειςσχέσεις που αναφέρονται στη θεωρητικήβιβλιογραφία και για διαφορετικές διάρκειεςχρονικής υστέρησης (δηλ. διαφορετικούς χρο-νικούς ορίζοντες αιτιότητας) έως τους 12μήνες και, όπου εντοπίζεται αιτιότητα κατάGranger, εξετάζουμε το πρόσημο του αθροί-σματος των σχετικών συντελεστών των βοη-θητικών εξισώσεων (αιτιότητας κατάGranger) προκειμένου να διαπιστώσουμε τηνκατεύθυνση της επίδρασης. Κατόπιν χωρί-ζουμε το δείγμα μας με βάση δύο διαφορετι-κές ημερομηνίες πιθανών σημείων διαρθρω-τικής μεταβολής και επαναλαμβάνουμε τηνόλη διαδικασία προκειμένου να διερευνή-σουμε κατά πόσον υπήρξε ασυνέχεια στις σχέ-σεις που εντοπίστηκαν για ολόκληρο τοδείγμα.

5 ΕΜΠΕΙΡΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

5.1 ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΙΘΑΝΑΣΗΜΕΙΑ ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ – ΜΙΑΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Η παρουσία ισχυρών επιδράσεων τύπουARCH στα στοιχεία μας επιβεβαιώνεταιμέσω διαγνωστικών ελέγχων που διενεργού-νται με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστήLagrange (LM tests). Αυτό υποδηλώνει μεάλλα λόγια ότι η αστάθεια είναι χρονικάμεταβαλλόμενη και οι περίοδοι υψηλής ήχαμηλής αστάθειας τείνουν να συσσωρεύο-νται. Όπως είναι αναμενόμενο, η επίδρασηαυτή εμφανίζεται πολύ ισχυρότερη για τονπληθωρισμό (μια έντονα διακυμαινόμενη καιεπιμένουσα μεταβλητή) από ό,τι για τον πραγ-ματικό ρυθμό ανάπτυξης. Και οι τρεις προσ-διορισμοί του υποδείγματος GARCH φαίνε-ται να παρέχουν περίπου εξίσου καλή προ-σαρμογή στις σειρές των δεδομένων, όπωςυποδηλώνουν οι προσαρμοσμένοι δείκτες R2(adjusted-R2) που αναγράφονται στονΠίνακα 2. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η περι-γραφική ικανότητα των υποδειγμάτων μειώ-νεται κάπως για τις εποχικά διορθωμένες σει-ρές στοιχείων. Αυτό ήταν αναμενόμενοκαθώς, εξ ορισμού, μέρος της διακύμανσηςτων αρχικών στοιχείων έχει αφαιρεθεί. Για ταμη διορθωμένα στοιχεία το υπόδειγμα T-GARCH φαίνεται να παρέχει οριακά καλύ-τερη προσαρμογή με βάση τα αναφερόμενακριτήρια πληροφόρησης, δηλ. οι ασύμμετρεςεπιδράσεις εμφανίζονται στατιστικώς σημα-ντικές στις διαδικασίες διακύμανσης του πλη-θωρισμού και του ρυθμού αύξησης της βιο-μηχανικής παραγωγής. Αντίστροφα, για ταεποχικώς διορθωμένα στοιχεία ο προσδιορι-σμός C-GARCH είναι εκείνος που φαίνεταινα παρέχει οριακά καλύτερη προσαρμογή μεβάση τα περισσότερα κριτήρια πληροφόρη-σης, δηλ. οι ασύμμετρες επιδράσεις σε συν-δυασμό με μια χρονικά κυμαινόμενη μέσηδιακύμανση φαίνεται να περιγράφουν καλύ-τερα τα στοιχεία, γεγονός που δεικνύει ίσωςότι η εξάλειψη των εποχικών διακυμάνσεωναπό τις δύο μεταβλητές καθιστά ευχερέστερητη διάκριση μεταξύ των μεταβατικών και

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 65

4-Meleti Gibson Balfoussia:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 65

Page 67: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

μόνιμων συνιστωσών των υπό συνθήκη δια-κυμάνσεών τους.

Οι υπό συνθήκη διακυμάνσεις που προκύπτουνγια τις δύο μεταβλητές απεικονίζονται σεσυνάρτηση με το χρόνο στο Διάγραμμα 1. Ηπορεία τους φαίνεται να συμβαδίζει με εξελί-ξεις στην ελληνική οικονομία την περίοδο τουδείγματος. Ως προς τον πληθωρισμό, η διακύ-μανσή του ήταν υψηλή τα πρώτα έτη του δείγ-ματος, με κορυφώσεις μετά τις υποτιμήσεις της

δραχμής το 1983 και το 1985 όπως ήταν άλλω-στε αναμενόμενο. Η διακύμανση αυξήθηκεεπίσης στις αρχές της δεκαετίας του 1990,λόγω των αυξήσεων των τιμών του πετρελαίουκαι των μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτωνπου προκάλεσαν έξαρση του πληθωρισμού.Στη συνέχεια, πρόσθετη αυξητική επίδρασηστον πληθωρισμό ασκήθηκε από το μηχανισμότιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών.Περίπου από το 1994 και εξής, η αστάθειααυτή σταδιακά υποχώρησε και, σε γενικές

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201066

Μη εποχικώς διορθωμένος πληθωρισμός ΔΤΚ Μη εποχικώς διορθωμένος ρυθμός αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής

GARCH 6,65 6,83 0,78 10,59 10,77 0,73

T-GARCH 6,54 6,73 0,78 10,57 10,75 0,73

C-GARCH 6,61 6,82 0,78 10,56 10,78 0,73

Εποχικώς διορθωμένος πληθωρισμός ΔΤΚ Εποχικώς διορθωμένος ρυθμός αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής

GARCH 5,84 6,02 0,60 9,66 9,83 0,27

T-GARCH 5,84 6,03 0,60 9,66 9,85 0,28

C-GARCH 5,76 5,98 0,60 9,63 9,84 0,29

Υπόθεση Akaike Schwarz Adj. R2 Akaike Schwarz Adj. R2

Πίνακας 2 Διαγνωστικά κριτήρια

Σημείωση: Προτιμώνται μικρότερες τιμές των κριτηρίων Akaike και Schwarz.

4-Meleti Gibson Balfoussia:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 66

Page 68: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

γραμμές, έκτοτε έχει διατηρηθεί χαμηλή.Παρόμοιες αυξομειώσεις παρουσιάζει η εκτι-μώμενη υπό συνθήκη διακύμανση του πραγ-ματικού ρυθμού ανάπτυξης κατά την προ του1994 περίοδο, με τις περισσότερες κορυφώσειςκαι κατώτατες τιμές να συμπίπτουν με αυτέςπου μόλις περιγράφηκαν. Η πραγματική αβε-βαιότητα υποχωρεί και αυτή ραγδαία περίπουαπό το 1994 και εξής, με εξαίρεση δύο βρα-χύβιες εξάρσεις, μία μετά την ένταξη στη ζώνητου ευρώ (και τη σημαντική μείωση των επι-τοκίων) και την κατακόρυφη επιτάχυνση τουρυθμού ανάπτυξης κατά την περίοδο της προ-ετοιμασίας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του2004 και μία το 2008-09 υπό την επίδραση τηςπαγκόσμιας και εγχώριας κρίσης.

Αυτές οι αυξομειώσεις συμπίπτουν χρονικά μεσημαντικές επιλογές πολιτικής από πλευράςελληνικών κυβερνήσεων. Την 1η Νοεμβρίου1993 τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη του Μάα-στριχτ, προσδιορίζοντας την πορεία της Ευρώ-πης προς μια νομισματική ένωση. Η ελληνικήκυβέρνηση διακήρυξε την πρόθεσή της να επι-τύχει την ένταξη της Ελλάδος και προς τοσκοπό αυτόν έλαβε μια σειρά σημαντικώνμέτρων πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο, το 1994υπήρξε ένα έτος αποφασιστικής σημασίας γιατην ελληνική οικονομία, καθώς κατά το έτοςαυτό έγινε πλήρης απελευθέρωση της κίνησηςκεφαλαίων και απαγορεύθηκε η νομισματικήχρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμ-μάτων. Το συμβούλιο ECOFIN ενέκρινε τοπρώτο πρόγραμμα σύγκλισης που υπέβαλε ηελληνική κυβέρνηση, βασικός άξονας τουοποίου ήταν η δημοσιονομική εξυγίανση προ-κειμένου να επιτευχθούν τα κριτήρια της Συν-θήκης του Μάαστριχτ. Από το 1995 υιοθετή-θηκε πολιτική σκληρής δραχμής για να διευ-κολυνθεί η διαδικασία της ονομαστικήςσύγκλισης.6 Επακολούθησε σημαντική βελ-τίωση του οικονομικού κλίματος. Η εισροήπόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ πουδιοχετεύθηκαν σε επενδύσεις σε υποδομές, ηδραστική υποχώρηση των επιτοκίων και η βελ-τίωση των βασικών μακροοικονομικών μεγε-θών σε πραγματικούς όρους παρείχαν διαρκήώθηση στην πραγματική οικονομική δραστη-ριότητα, ενώ η ένταξη της χώρας στη ζώνη του

ευρώ και η συνειδητοποίηση των θετικώνσυνεπειών της τροφοδότησαν προσδοκίεςμακροχρόνιας οικονομικής προόδου και στα-θερότητας. Εν ολίγοις, η μάλλον εντυπωσιακήμείωση της χρονικής διακύμανσης των εκτι-μώμενων δεικτών μεταβλητότητας των μεγε-θών που εξετάζουμε από τα μέσα της δεκαε-τίας του 1990 και εξής αντανακλά σημαντικέςεξελίξεις στην ελληνική οικονομία.

Έχοντας κατά νου τις παραπάνω εξελίξεις,εξετάζουμε δύο εναλλακτικά χρονικά σημείαδιαρθρωτικής μεταβολής στα δεδομένα μας:το πρώτο είναι στα τέλη του 1993, όταν τέθηκεσε ισχύ η Συνθήκη του Μάαστριχτ, και το δεύ-τερο τον Ιανουάριο του 2001, όταν η Ελλάδαεντάχθηκε στη ζώνη του ευρώ. Έλεγχοι Chowσυνηγορούν υπέρ της ύπαρξης διαρθρωτικώνμεταβολών και στις δύο αυτές χρονικές περιό-δους.7 Λαμβάνουμε λοιπόν υπόψη στην ανά-λυσή μας αυτά τα δύο εναλλακτικά σημείαδιαρθρωτικής μεταβολής χωρίζοντας ανάλογατο συνολικό δείγμα μας και επαναλαμβάνουμεόλους τους ελέγχους αιτιότητας κατά Grangerγια καθένα από τα δύο ζεύγη υποπεριόδωνδείγματος που προκύπτουν.

5.2 ΕΛΕΓΧΟΙ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑ GRANGER

Τα αποτελέσματα των ελέγχων από όλες τιςεκτιμήσεις αιτιότητας κατά Granger παρου-σιάζονται στους Πίνακες 3 έως 5. Οι εκτιμώ-μενες στατιστικές ελέγχου για τη συνολικήπερίοδο δείγματος παρουσιάζονται στονΠίνακα 3, χωρίς εποχική διόρθωση στο άνωτμήμα και με εποχική διόρθωση στο κάτωτμήμα του πίνακα. Τα αποτελέσματα των ελέγ-χων που αντιστοιχούν στις υποπεριόδους τουδείγματος όπως οριοθετούνται από τα δύοεναλλακτικά σημεία διαρθρωτικής μεταβολήςπαρουσιάζονται στους Πίνακες 4 και 5 αντί-στοιχα. Λόγω περιορισμένου χώρου έχουνπεριληφθεί μόνο οι εκτιμήσεις που προκύ-πτουν για τις εποχικώς διορθωμένες σειρές.Έτσι, στο άνω τμήμα καθενός από αυτούς

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 67

6 Για σχολιασμό αυτής της περιόδου, βλ. Garganas and Tavlas (2001).7 Τα αποτελέσματα των ελέγχων είναι διαθέσιμα από τις συγγρα-

φείς.

4-Meleti Gibson Balfoussia:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 67

Page 69: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201068

Σημ

είω

ση:

Οι α

ριθμ

οί μ

ε κα

νονι

κή γ

ραμμ

ατοσ

ειρά

υπο

δηλώ

νουν

ότι

η μ

ηδεν

ική

υπόθ

εση

απορ

ρίπτ

εται

σε

επίπ

εδο

στατ

ιστι

κής

σημα

ντικ

ότητ

ας 1

%.

Οι α

ριθμ

οί μ

ε πλ

άγια

γρα

μματ

οσει

ρά υ

ποδη

λώνο

υν ό

τι η

μηδ

ενικ

ή υπ

όθεσ

η απ

ορρί

πτετ

αι σ

ε επ

ίπεδ

ο στ

ατισ

τική

ς ση

μαντ

ικότ

ητας

5%

ι αρι

θμοί

με

έντο

νη π

λάγι

α γρ

αμμα

τοσε

ιρά

υποδ

ηλώ

νουν

ότι

η μ

ηδεν

ική

υπόθ

εση

απορ

ρίπτ

εται

σε

επίπ

εδο

στατ

ιστι

κής

σημα

ντικ

ότητ

ας 1

0%.

Οι α

ριθμ

οί μ

ε έν

τονη

πλά

για

και υ

πογρ

αμμι

σμέν

η γρ

αμμα

τοσε

ιρά

υποδ

ηλώ

νουν

ότι

η μ

ηδεν

ική

υπόθ

εση

δεν

μπορ

εί ν

α απ

ορρι

φθε

ί σε

επίπ

εδο

στατ

ιστι

κής

σημα

ντικ

ότητ

ας 1

0%.

Τα

σύμβ

ολα

+ κ

αι –

υπο

δηλώ

νουν

το

πρόσ

ημο

του

αθρο

ίσμα

τος

των

σχετ

ικώ

ν εκ

τιμώ

μενω

ν συ

ντελ

εστώ

ν στ

ην α

ντίσ

τοιχ

η βο

ηθητ

ική

εξίσ

ωση

.

Μη

εποχ

ικώ

ς δι

ορθω

μένα

στο

ιχεί

α - π

λήρε

ς δε

ίγμα

…α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

GA

RC

H)

προς

τον

πλη

θωρι

σμό

0,12

1+0,

172+

0,48

5+0,

350+

0,19

8+0,

030

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

T-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ληθω

ρισμ

ό0,

108+

0,24

7+0,

181+

0,24

0+0,

266+

0,07

6 –

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

C-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ληθω

ρισμ

ό0,

297+

0,22

0+0,

535+

0,43

9–

0,51

1+0,

269

...α

πό τ

ην ο

νομα

στικ

ή α

βεβα

ιότη

τα (

GA

RC

H)

προς

τον

πρα

γμα

τικό

ρυθ

μό α

νάπτ

υξης

0,57

4–

0,60

5–

0,74

9+0,

604

–0,

683+

0,62

5+

...α

πό τ

ην ο

νομα

στικ

ή α

βεβα

ιότη

τα (

T-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

092

–0,

139

–0,

030+

0,05

8 –

0,22

7–

0,00

0 –

...α

πό τ

ην ο

νομα

στικ

ή α

βεβα

ιότη

τα (

C-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

249+

0,53

2+0,

610+

0,53

2+0,

796+

0,56

8+

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

GA

RC

H)

προς

τον

πρα

γμα

τικό

ρυθ

μό α

νάπτ

υξης

0,47

3–

0,25

6–

0,22

1–

0,18

2–

0,35

1–

0,74

3–

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

T-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

336

–0,

546

–0,

673

–0,

747

–0,

697

–0,

000

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

C-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

105

–0,

066

–0,

191

–0,

142

–0,

264

–0,

012

Επο

χικώ

ς δι

ορθω

μένα

στο

ιχεί

α - π

λήρε

ς δε

ίγμα

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

GA

RC

H)

προς

τον

πλη

θωρι

σμό

0,86

4–

0,92

1–

0,91

9–

0,82

6–

0,61

3–

0,63

1–

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

T-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ληθω

ρισμ

ό0,

893

–0,

908

–0,

959

–0,

124

–0,

031

–0,

102

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

C-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ληθω

ρισμ

ό0,

811

–0,

851

–0,

922

–0,

060

–0,

020

–0,

076

...α

πό τ

ην ο

νομα

στικ

ή α

βεβα

ιότη

τα (

GA

RC

H)

προς

τον

πρα

γμα

τικό

ρυθ

μό α

νάπτ

υξης

0,01

1 –

0,00

0–

0,00

0+0,

000+

0,00

0–

0,00

0+

...α

πό τ

ην ο

νομα

στικ

ή α

βεβα

ιότη

τα (

T-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

006

–0,

001

–0,

000+

0,00

0+0,

000+

0,00

0+

...α

πό τ

ην ο

νομα

στικ

ή α

βεβα

ιότη

τα (

C-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

002

–0,

001

–0,

000+

0,00

0+0,

000+

0,00

0+

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

GA

RC

H)

προς

τον

πρα

γμα

τικό

ρυθ

μό α

νάπτ

υξης

0,01

6+0,

004+

0,06

2+0,

101+

0,26

7+0,

269+

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

T-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

005+

0,00

5+0,

047+

0,06

9+0,

191+

0,22

4+

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

C-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

005+

0,00

2+0,

028+

0,04

3+0,

149+

0,19

4+

Μηδ

ενικ

ή υπ

όθεσ

η: Δ

εν υ

πάρ

χει α

ιτιό

τητα

κατ

ά G

rang

er...

23

46

812

Πιθ

ανότ

ητα

(p-v

alue

s)

Πίν

ακας

λεγχ

οι α

ιτιό

τητα

ς κατά

Gra

nger

- π

λήρε

ς δε

ίγμα

Χρο

νικό

ς ορ

ίζον

τας

αιτι

ότητ

ας (

σε μ

ήνες

)

4-Meleti Gibson Balfoussia:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 68

Page 70: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 69

Σημ

είω

ση:

Οι α

ριθμ

οί μ

ε κα

νονι

κή γ

ραμμ

ατοσ

ειρά

υπο

δηλώ

νουν

ότι

η μ

ηδεν

ική

υπόθ

εση

απορ

ρίπτ

εται

σε

επίπ

εδο

στατ

ιστι

κής

σημα

ντικ

ότητ

ας 1

%.

Οι α

ριθμ

οί μ

ε πλ

άγια

γρα

μματ

οσει

ρά υ

ποδη

λώνο

υν ό

τι η

μηδ

ενικ

ή υπ

όθεσ

η απ

ορρί

πτετ

αι σ

ε επ

ίπεδ

ο στ

ατισ

τική

ς ση

μαντ

ικότ

ητας

5%

ι αρι

θμοί

με

έντο

νη π

λάγι

α γρ

αμμα

τοσε

ιρά

υποδ

ηλώ

νουν

ότι

η μ

ηδεν

ική

υπόθ

εση

απορ

ρίπτ

εται

σε

επίπ

εδο

στατ

ιστι

κής

σημα

ντικ

ότητ

ας 1

0%.

Οι α

ριθμ

οί μ

ε έν

τονη

πλά

για

και υ

πογρ

αμμι

σμέν

η γρ

αμμα

τοσε

ιρά

υποδ

ηλώ

νουν

ότι

η μ

ηδεν

ική

υπόθ

εση

δεν

μπορ

εί ν

α απ

ορρι

φθε

ί σε

επίπ

εδο

στατ

ιστι

κής

σημα

ντικ

ότητ

ας 1

0%.

Τα

σύμβ

ολα

+ κ

αι –

υπο

δηλώ

νουν

το

πρόσ

ημο

του

αθρο

ίσμα

τος

των

σχετ

ικώ

ν εκ

τιμώ

μενω

ν συ

ντελ

εστώ

ν στ

ην α

ντίσ

τοιχ

η βο

ηθητ

ική

εξίσ

ωση

.

Επο

χικώ

ς δι

ορθω

μένα

στο

ιχεί

α - δ

είγμ

α: 1

981M

01 1

993M

12

…α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

GA

RC

H)

προς

τον

πλη

θωρι

σμό

0,60

6–

0,78

2–

0,70

4–

0,83

9–

0,80

3–

0,85

1–

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

T-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ληθω

ρισμ

ό0,

661

–0,

828

–0,

917

–0,

594

–0,

300

–0,

620

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

C-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ληθω

ρισμ

ό0,

650

–0,

808

–0,

917

–0,

491+

0,31

4–

0,63

4–

...α

πό τ

ην ο

νομα

στικ

ή α

βεβα

ιότη

τα (

GA

RC

H)

προς

τον

πρα

γμα

τικό

ρυθ

μό α

νάπτ

υξης

0,08

2–

0,00

4 –

0,00

0+0,

000+

0,00

0 –

0,00

0+

...α

πό τ

ην ο

νομα

στικ

ή α

βεβα

ιότη

τα (

T-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

058

–0,

007

–0,

000+

0,00

0+0,

000

–0,

000+

...α

πό τ

ην ο

νομα

στικ

ή α

βεβα

ιότη

τα (

C-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

028

–0,

015

–0,

000+

0,00

0+0,

000+

0,00

1+

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

GA

RC

H)

προς

τον

πρα

γμα

τικό

ρυθ

μό α

νάπτ

υξης

0,01

1+0,

003+

0,06

6+0,

138+

0,36

6+0,

431+

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

T-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

007+

0,00

7+0,

080+

0,14

7+0,

321+

0,41

4+

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

C-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

014+

0,00

6+0,

068+

0,14

1+0,

316+

0,47

2+

Επο

χικώ

ς δι

ορθω

μένα

στο

ιχεί

α - δ

είγμ

α: 1

994M

01 2

009M

12

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

GA

RC

H)

προς

τον

πλη

θωρι

σμό

0,23

8–

0,22

5–

0,36

5–

0,42

4–

0,38

0–

0,63

9–

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

T-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ληθω

ρισμ

ό0,

150

–0,

257

–0,

371

–0,

476

–0,

514

–0,

751

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

C-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ληθω

ρισμ

ό0,

339

–0,

520

–0,

644

–0,

718

–0,

412

–0,

609

...α

πό τ

ην ο

νομα

στικ

ή α

βεβα

ιότη

τα (

GA

RC

H)

προς

τον

πρα

γμα

τικό

ρυθ

μό α

νάπτ

υξης

0,00

4 –

0,01

0–

0,02

9–

0,04

9–

0,10

9–

0,10

0–

...α

πό τ

ην ο

νομα

στικ

ή α

βεβα

ιότη

τα (

T-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

004

–0,

010

–0,

028

–0,

053

–0,

114

–0,

104

...α

πό τ

ην ο

νομα

στικ

ή α

βεβα

ιότη

τα (

C-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

024

–0,

053

–0,

122

–0,

310

–0,

519

–0,

191

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

GA

RC

H)

προς

τον

πρα

γμα

τικό

ρυθ

μό α

νάπτ

υξης

0,82

3–

0,91

7–

0,98

2–

0,99

9–

0,98

2–

0,88

2–

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

T-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

952+

0,99

1+0,

991+

1,00

0+0,

826

–0,

854

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

C-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

669+

0,84

3+0,

908+

0,98

8+0,

823

–0,

790

Μηδ

ενικ

ή υπ

όθεσ

η: Δ

εν υ

πάρ

χει α

ιτιό

τητα

κατ

ά G

rang

er...

23

46

812

Πιθ

ανότ

ητα

(p-v

alue

s)

Πίν

ακας

λεγχ

οι α

ιτιό

τητα

ς κατά

Gra

nger

- δ

ιαρθ

ρωτι

κή

μετα

βολή

το

1994

Χρο

νικό

ς ορ

ίζον

τας

αιτι

ότητ

ας (

σε μ

ήνες

)

4-Meleti Gibson Balfoussia:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 69

Page 71: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

τους πίνακες παρουσιάζονται οι έλεγχοι αιτιό-τητας κατά Granger για την πρώτη υποπε-ρίοδο κάθε δείγματος και στο κάτω τμήμα γιατην αντίστοιχη δεύτερη.8,9

Σε κάθε τμήμα των πινάκων παρουσιάζονταιτρία σύνολα εκτιμήσεων, που αντιστοιχούν σεκαθένα από τα τρία προς έλεγχο θεωρητικάερωτήματα όσον αφορά την ύπαρξη αιτιώδουςσχέσης. Επιπλέον, για κάθε μία από τις πιθα-νές αιτιώδεις σχέσεις που εξετάζονται παρου-σιάζονται τρία σύνολα αποτελεσμάτων,καθένα εκ των οποίων αντιστοιχεί σε έναν απότους τρεις εναλλακτικούς προσδιορισμούς τουυποδείγματος GARCH που χρησιμοποιήθηκανγια να εκτιμηθούν οι δείκτες της αβεβαιότητας.Οι τρείς μηδενικές υποθέσεις της ανάλυσήςμας είναι ότι στην ελληνική οικονομία:

(α) δεν υπάρχει αιτιότητα κατά Granger απότην πραγματική αβεβαιότητα προς το ρυθμόπληθωρισμού,

(β) δεν υπάρχει αιτιότητα κατά Granger απότην ονομαστική αβεβαιότητα προς το ρυθμόανάπτυξης και

(γ) δεν υπάρχει αιτιότητα κατά Granger απότην πραγματική αβεβαιότητα προς τον πραγ-ματικό ρυθμό ανάπτυξης.

Δεδομένης της αρνητικής διατύπωσης τωνελέγχων, τυχόν απόρριψη οποιασδήποτε απόαυτές τις υποθέσεις σε συνήθη επίπεδα σημα-ντικότητας παρέχει εμπειρικές ενδείξειςυπέρ της ύπαρξης της αντίστοιχης αιτιώδουςσχέσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το σύμβολοεντός παρενθέσεως δίπλα στην αντίστοιχηστατιστική ελέγχου αιτιότητας κατά Grangerπαριστάνει τη φορά της εντοπιζόμενης αιτιώ-δους σχέσης, δηλ. είναι το πρόσημο του αθροί-σματος των σχετικών εκτιμώμενων συντελε-στών στην αντίστοιχη βοηθητική εξίσωση.

α. Η αιτιώδης επίδραση της πραγματικής αβεβαι-ότητας στον πληθωρισμό

Εξετάζοντας το άνω σύνολο εκτιμήσεων σεκάθε τμήμα των πινάκων διαπιστώνουμε ότι η

υπόθεση σχετικά με την ύπαρξη αιτιότηταςκατά Granger με φορά από την πραγματικήαβεβαιότητα προς τον πληθωρισμό μπορεί νααπορριφθεί για όλες τις περιόδους του δείγ-ματος και για τους τρεις εναλλακτικούς δεί-κτες της υπό συνθήκη διακύμανσης του πραγ-ματικού ρυθμού ανάπτυξης που χρησιμοποιή-θηκαν στην παρούσα μελέτη. Ως εκ τούτου, οιεκτιμήσεις μας δεν στηρίζουν κανένα από τααντίστοιχα θεωρητικά επιχειρήματα πουπεριγράφηκαν στην ενότητα 2. Ωστόσο, ταευρήματα αυτά συμφωνούν με εκείνα πουαναφέρουν οι Grier and Perry (2000), οιοποίοι επίσης δεν εντοπίζουν κάποια παρό-μοια αιτιώδη σχέση με βάση στοιχεία για τιςΗΠΑ που καλύπτουν μια 50ετία.

β. Η αιτιώδης επίδραση της ονομαστικής αβεβαι-ότητας στον πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης

Αντίθετα, τα εμπειρικά ευρήματα όσοναφορά τη θεωρητική υπόθεση για την ύπαρξηαιτιώδους σχέσης με φορά από την ονομαστικήαβεβαιότητα προς την πραγματική ανάπτυξηπαρουσιάζουν εντελώς διαφορετική εικόνα.Για τις εκτιμήσεις που αφορούν το σύνολο τουδείγματος φαίνεται να υπάρχει αρνητικήαιτιώδης επίδραση σε πολύ βραχυχρόνιο ορί-ζοντα και θετική σε μακρότερους χρονικούςορίζοντες, έως ένα έτος, κάτι που ίσως υπο-δηλώνει ότι ασκούνται τόσο η επίδρασηFriedman (1977) όσο και η επίδραση Dotseyand Sarte (2000), καθεμία σε διαφορετικό χρο-

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201070

8 Τα αποτελέσματα για τα εποχικώς μη διορθωμένα στοιχεία είναιδιαθέσιμα από τις συγγραφείς.

9 Χρησιμοποιώντας και τις τρεις εκτιμήσεις της υπό συνθήκη δια-κύμανσης σε εποχικώς μη διορθωμένα στοιχεία για ολόκληρο τοδείγμα ή οποιαδήποτε υποπερίοδο του δείγματος, φαίνεται ότι δεναπορρίπτεται καμία από τις τρεις μηδενικές υποθέσεις σε οποι-ονδήποτε χρονικό ορίζοντα. Το εύρημα αυτό αποκαλύπτει τηναδυναμία του ελέγχου όσον αφορά αυτή την ομάδα στοιχείων,καθώς τα διαστήματα εμπιστοσύνης (confidence intervals) γιαοποιαδήποτε από τις μηδενικές υποθέσεις είναι υπερβολικάευρεία προκειμένου να υπάρξει απόρριψη, ή ισοδύναμα, ο έλεγ-χος είναι πολύ αδύναμος προκειμένου να επιτρέψει να γίνει διά-κριση μεταξύ των εναλλακτικών μηδενικών υποθέσεων. Με άλλαλόγια, φαίνεται ότι τα εποχικώς μη διορθωμένα στοιχεία δεν παρέ-χουν πληροφορίες στο πλαίσιο αυτό, πιθανόν λόγω του θορύβου(noise) που απορρέει από την εποχική συνιστώσα. Δεδομένου ότιη συνιστώσα της πραγματικής και της ονομαστικής μεταβλητότη-τας που αντανακλά εποχικά πρότυπα συμπεριφοράς δεν μαςενδιαφέρει στην παρούσα ανάλυση αλλά ενδέχεται να επηρεάζειέντονα τις μετρήσεις της αβεβαιότητας που χρησιμοποιούμε,καθώς είναι πιθανόν να υπεισέρχεται στις διενεργούμενες εκτι-μήσεις των υπό συνθήκη διακυμάνσεων, προβαίνουμε σε έλεγχοεπί εποχικά διορθωμένων στοιχείων.

4-Meleti Gibson Balfoussia:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 70

Page 72: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 71

Σημ

είω

ση:

Οι α

ριθμ

οί μ

ε κα

νονι

κή γ

ραμμ

ατοσ

ειρά

υπο

δηλώ

νουν

ότι

η μ

ηδεν

ική

υπόθ

εση

απορ

ρίπτ

εται

σε

επίπ

εδο

στατ

ιστι

κής

σημα

ντικ

ότητ

ας 1

%.

Οι α

ριθμ

οί μ

ε πλ

άγια

γρα

μματ

οσει

ρά υ

ποδη

λώνο

υν ό

τι η

μηδ

ενικ

ή υπ

όθεσ

η απ

ορρί

πτετ

αι σ

ε επ

ίπεδ

ο στ

ατισ

τική

ς ση

μαντ

ικότ

ητας

5%

ι αρι

θμοί

με

έντο

νη π

λάγι

α γρ

αμμα

τοσε

ιρά

υποδ

ηλώ

νουν

ότι

η μ

ηδεν

ική

υπόθ

εση

απορ

ρίπτ

εται

σε

επίπ

εδο

στατ

ιστι

κής

σημα

ντικ

ότητ

ας 1

0%.

Οι α

ριθμ

οί μ

ε έν

τονη

πλά

για

και υ

πογρ

αμμι

σμέν

η γρ

αμμα

τοσε

ιρά

υποδ

ηλώ

νουν

ότι

η μ

ηδεν

ική

υπόθ

εση

δεν

μπορ

εί ν

α απ

ορρι

φθε

ί σε

επίπ

εδο

στατ

ιστι

κής

σημα

ντικ

ότητ

ας 1

0%.

Τα

σύμβ

ολα

+ κ

αι –

υπο

δηλώ

νουν

το

πρόσ

ημο

του

αθρο

ίσμα

τος

των

σχετ

ικώ

ν εκ

τιμώ

μενω

ν συ

ντελ

εστώ

ν στ

ην α

ντίσ

τοιχ

η βο

ηθητ

ική

εξίσ

ωση

.

Επο

χικώ

ς δι

ορθω

μένα

στο

ιχεί

α - δ

είγμ

α: 1

981M

01 2

000M

12

…α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

GA

RC

H)

προς

τον

πλη

θωρι

σμό

0,69

4–

0,82

7–

0,84

7–

0,88

3–

0,70

2–

0,83

1–

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

T-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ληθω

ρισμ

ό0,

713

–0,

847

–0,

934

–0,

315

–0,

095

–0,

313

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

C-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ληθω

ρισμ

ό0,

687

–0,

825

–0,

915

–0,

216+

0,08

3–

0,27

9–

...α

πό τ

ην ο

νομα

στικ

ή α

βεβα

ιότη

τα (

GA

RC

H)

προς

τον

πρα

γμα

τικό

ρυθ

μό α

νάπτ

υξης

0,02

3–

0,00

1 –

0,00

0 –

0,00

0 –

0,00

0 –

0,00

0 –

...α

πό τ

ην ο

νομα

στικ

ή α

βεβα

ιότη

τα (

T-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

014

–0,

001

–0,

000+

0,00

0 –

0,00

0 –

0,00

0 –

...α

πό τ

ην ο

νομα

στικ

ή α

βεβα

ιότη

τα (

C-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

006

–0,

002

–0,

000+

0,00

0 –

0,00

0 –

0,00

0 –

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

GA

RC

H)

προς

τον

πρα

γμα

τικό

ρυθ

μό α

νάπτ

υξης

0,04

1+0,

006+

0,10

3+0,

145+

0,39

1+0,

536+

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

T-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

019+

0,01

0+0,

094+

0,11

6+0,

343+

0,46

4+

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

C-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

023+

0,00

6+0,

065+

0,09

2+0,

293+

0,43

7+

Επο

χικώ

ς δι

ορθω

μένα

στο

ιχεί

α - δ

είγμ

α: 2

001M

01 2

009M

12

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

GA

RC

H)

προς

τον

πλη

θωρι

σμό

0,20

4–

0,35

6–

0,51

3–

0,23

9–

0,43

1–

0,52

7–

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

T-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ληθω

ρισμ

ό0,

121

–0,

232

–0,

372

–0,

195

–0,

369

–0,

452

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

C-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ληθω

ρισμ

ό0,

270

–0,

452

–0,

617

–0,

262

–0,

400

–0,

605

...α

πό τ

ην ο

νομα

στικ

ή α

βεβα

ιότη

τα (

GA

RC

H)

προς

τον

πρα

γμα

τικό

ρυθ

μό α

νάπτ

υξης

0,02

8–

0,06

1–

0,09

7–

0,08

2–

0,17

7–

0,17

9+

...α

πό τ

ην ο

νομα

στικ

ή α

βεβα

ιότη

τα (

T-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

025

–0,

057

–0,

099

–0,

095

–0,

192

–0,

169+

...α

πό τ

ην ο

νομα

στικ

ή α

βεβα

ιότη

τα (

C-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

023

–0,

058

–0,

117

–0,

176

–0,

298

–0,

141+

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

GA

RC

H)

προς

τον

πρα

γμα

τικό

ρυθ

μό α

νάπτ

υξης

0,45

8+0,

663+

0,87

9+0,

788

–0,

472

–0,

551

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

T-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

342+

0,51

0+0,

831+

0,70

7+0,

389

–0,

829

...α

πό τ

ην π

ραγμ

ατι

κή α

βεβα

ιότη

τα (

C-G

AR

CH

) πρ

ος τ

ον π

ραγμ

ατι

κό ρ

υθμό

ανά

πτυξ

ης0,

210+

0,34

6+0,

622+

0,50

7+0,

448

–0,

863

Μηδ

ενικ

ή υπ

όθεσ

η: Δ

εν υ

πάρ

χει α

ιτιό

τητα

κατ

ά G

rang

er...

23

46

812

Πιθ

ανότ

ητα

(p-v

alue

s)

Πίν

ακας

λεγχ

οι α

ιτιό

τητα

ς κατά

Gra

nger

- δ

ιαρθ

ρωτι

κή

μετα

βολή

το

2001

Χρο

νικό

ς ορ

ίζον

τας

αιτι

ότητ

ας (

σε μ

ήνες

)

4-Meleti Gibson Balfoussia:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 71

Page 73: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

νικό ορίζοντα. Αν όμως ληφθεί υπόψη και ηπιθανότητα να έχει σημειωθεί διαρθρωτικήμεταβολή, οδηγούμαστε σε διαφορετικάσυμπεράσματα. Αν δεχθούμε την ύπαρξησημείου διαρθρωτικής μεταβολής στα τέλη του1993, τα αποτελέσματα για την πρώτη υποπε-ρίοδο του δείγματος εμφανίζονται παρόμοιαμε εκείνα που προκύπτουν για ολόκληρο τοδείγμα. Για τη δεύτερη υποπερίοδο του δείγ-ματος όμως φαίνεται να υπάρχει πλέον μόνομία αρνητική αιτιώδης σχέση, στατιστικώςσημαντική κυρίως στους βραχύτερους χρονι-κούς ορίζοντες. Το προηγούμενο εύρημα περίύπαρξης θετικής αιτιότητας σε πιο μακροχρό-νιους ορίζοντες δεν προκύπτει πλέον για τηδεύτερη υποπερίοδο του δείγματος.

Τα αποτελέσματά μας γίνονται ακόμη πιοσαφή και επιδέχονται εύλογη οικονομικήερμηνεία όταν το πλήρες δείγμα χωρίζεται στοδεύτερο πιθανό σημείο διαρθρωτικής μετα-βολής, δηλ. στα τέλη του 2000. Εντοπίζονταιπλέον ισχυρές ενδείξεις μιας αρνητικής αιτιώ-δους σχέσης που βαίνει από την αβεβαιότηταγια τον πληθωρισμό προς την πραγματικήανάπτυξη στη διάρκεια της περιόδου πριν απότην ένταξη στην ΟΝΕ. Το εύρημα αυτό ισχύειγια όλους τους χρονικούς ορίζοντες έως έναέτος και για όλες τις μετρήσεις της αβεβαιό-τητας, παρέχοντας στήριξη στην άποψη ότιυπάρχει η κλασική επίδραση Friedman(1977), κατά την οποία η ονομαστική αβεβαι-ότητα επηρεάζει αρνητικά το ρυθμό ανάπτυ-ξης μέσω της στρέβλωσης του μηχανισμούαναπροσαρμογής των σχετικών τιμών. Όπωςφαίνεται στον Πίνακα 1, οι ενδείξεις για τηνύπαρξη μιας τέτοιας επίδρασης αποτελούνίσως το μόνο σημείο συναίνεσης όλης της σχε-τικής εμπειρικής βιβλιογραφίας – βλ. μεταξύάλλων τις μελέτες των Davis and Kanago(1996) σε τέσσερις δεκαετίες στοιχείων καιτων Grier and Perry (2000) σε ευρύτεροδείγμα στοιχείων για τις ΗΠΑ, των Fountas,Karanasos and Kim (2002) και (2006) για τηνΙαπωνία και για τις επτά μεγαλύτερες βιομη-χανικές οικονομίες (γνωστές ως G7) αντί-στοιχα, και των Kneller and Young (2001) γιατις χώρες του ΟΟΣΑ. Αντιστρόφως, για τηδεύτερη υποπερίοδο του δείγματος οι εκτι-

μώμενες στατιστικές ελέγχου δεικνύουνπλέον ότι ουσιαστικά δεν υφίσταται καμίααιτιώδης επίδραση στη διάρκεια της περιόδουμετά την ένταξη στην ΟΝΕ σε οποιονδήποτεχρονικό ορίζοντα και για οποιαδήποτεμέτρηση της αβεβαιότητας, αφού η ασθενήςαρνητική αιτιότητα που παρέμενε στην υπο-περίοδο του δείγματος μετά το 1994 έχει τώραεπίσης εξανεμιστεί. Και αυτό το εύρημα επι-δέχεται μια ιδιαίτερα εύλογη οικονομικήερμηνεία, δεδομένου ότι πιθανότατα αντανα-κλά το γεγονός ότι η ένταξη της Ελλάδος στηνΟΝΕ οδήγησε στη συγκράτηση και σύγκλισητων οικονομικών προσδοκιών για τον πληθω-ρισμό, αμβλύνοντας έτσι κάθε πιθανή προϋ-πάρχουσα αιτιώδη σχέση μεταξύ ονομαστικήςαβεβαιότητας και ανάπτυξης. Παρομοίως, στημελέτη Gibson και Μπαλφούσια (2010) ανα-φέρονται ισχυρές ενδείξεις ότι, στην περί-πτωση της Ελλάδος, κάθε αιτιώδης σχέσημεταξύ πληθωρισμού και αβεβαιότητας γιατον πληθωρισμό που υπήρχε νωρίτερα δια-κόπηκε με την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ.

γ. Η αιτιώδης επίδραση της πραγματικής αβεβαι-ότητας στην πραγματική ανάπτυξη

Τέλος, εξετάζοντας τη θεωρητική πιθανότηταύπαρξης αιτιώδους σχέσης με κατεύθυνση απότην πραγματική αβεβαιότητα προς την πραγ-ματική ανάπτυξη διαπιστώνουμε ότι και εδώεντοπίζονται κάποιες ενδείξεις διαφοροποί-ησης της διαφαινόμενης επίδρασης κατά τηνπρο και μετά ΟΝΕ εποχή, αλλά μόνο σε πολύβραχύ χρονικό ορίζοντα. Ξεκινώντας με τονΠίνακα 3, δηλ. τις εκτιμήσεις που έγιναν γιαολόκληρο το δείγμα, στατιστικώς σημαντικήκαι θετική αιτιώδης σχέση με κατεύθυνση απότην πραγματική αβεβαιότητα προς την πραγ-ματική ανάπτυξη εντοπίζεται σε χρονικό ορί-ζοντα έως 6 μηνών. Η ίδια επίδραση υφίστα-ται σε χρονικό ορίζοντα έως 3 μηνών για τηνπρώτη υποπερίοδο δείγματος που αντιστοιχείσε κάθε ένα από τα προαναφερθέντα σημείαδιαρθρωτικής μεταβολής, δηλ. την περίοδοπριν από την ένταξη στην ΟΝΕ (Πίνακες 4 και5 αντίστοιχα). Αντιστρόφως, δεν εμφανίζονταικαθόλου ενδείξεις ύπαρξης αιτιότητας για τηνπερίοδο μετά την ένταξη στην ΟΝΕ.

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201072

4-Meleti Gibson Balfoussia:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 72

Page 74: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Μια γρήγορη ματιά στον Πίνακα 1 αποκαλύ-πτει ότι η συνολική εικόνα που προκύπτει απότη σχετική εμπειρική βιβλιογραφία είναιμικτή, αν και μερικές εμπειρικές μελέτες φαί-νεται πράγματι να υποστηρίζουν την ύπαρξημιας θετικής αιτιώδους επίδρασης μεταξύ τωνδύο μεταβλητών. Ωστόσο, το γεγονός ότι τοεμπειρικό εύρημα της παρούσας μελέτης περίύπαρξης θετικής αιτιότητας εμφανίζεταιπεριορισμένο στους πολύ βραχείς χρονικούςορίζοντες είναι σχετικά δύσκολο να ερμη-νευθεί, δεδομένου ότι όλα τα θεωρητικά επι-χειρήματα που έχουν προταθεί στη βιβλιο-γραφία υπέρ της ύπαρξης μιας τέτοιας επί-δρασης συνήθως εκλαμβάνονται ως σχετιζό-μενα μάλλον με μεσοπρόθεσμες έως μακρο-πρόθεσμες επιδράσεις στην ανάπτυξη παρά μεπολύ βραχυπρόθεσμες. Αυτό ισχύει ιδιαίτεραόσον αφορά το επιχείρημα που προτείνει οBlack (1987), σύμφωνα με το οποίο η υψηλό-τερη μεταβλητότητα του εισοδήματος υποδη-λώνει την ύπαρξη κινήτρου για επενδύσεις σετεχνολογίες που ενέχουν υψηλότερους κινδύ-νους, οι οποίες με τη σειρά τους αποφέρουνυψηλότερες αποδόσεις και μέσο ρυθμό ανά-πτυξης. Εντούτοις, δεδομένου ότι φαίνεται ναπρόκειται για επίδραση που εντοπίζεται μόνοπριν και όχι μετά την ένταξη της Ελλάδος στηνΟΝΕ, έστω και μόνο σε βραχύ χρονικό ορί-ζοντα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ένδειξηυπέρ του επιχειρήματος του Mirman (1971)για την προ ΟΝΕ περίοδο, σύμφωνα με τοοποίο η μεγαλύτερη μεταβλητότητα του εισο-δήματος οδηγεί σε υψηλότερο ποσοστό απο-ταμίευσης για λόγους πρόνοιας και συνεπώςσε υψηλότερο επίπεδο ισορροπίας του ρυθμούοικονομικής ανάπτυξης. Αν ενδεχομένως λει-τουργούσε στην Ελλάδα ένας τέτοιος μηχανι-σμός την περίοδο πριν από την ένταξή τηςστην ευρωζώνη, είναι πιθανόν να εξασθένησεσε σημαντικό βαθμό μετά την ένταξη, λόγωτων συνδεόμενων με την ΟΝΕ προσδοκιώνγια μακρόχρονη και σταθερή οικονομική ανά-πτυξη που πράγματι οδήγησαν σε περιορισμότου ρυθμού αποταμίευσης των νοικοκυριών.Ως εκ τούτου, φαίνεται ότι για την εποχή μετάτην ένταξη στην ΟΝΕ οι εμπειρικές μας εκτι-μήσεις συνηγορούν υπέρ της προέκτασης τηςθεωρίας του οικονομικού κύκλου ότι η πραγ-

ματική αβεβαιότητα δεν ασκεί καμία αιτιώδηεπίδραση στην ανάπτυξη.

6 ΣΥΝΟΨΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στην παρούσα μελέτη, που αποτελεί επέκτασηεκείνης των Gibson και Μπαλφούσια (2010),εξετάστηκε κατά πόσον η ονομαστική και ηπραγματική αβεβαιότητα έχουν επιδράσειστην ανάπτυξη και κατά πόσον η πραγματικήαβεβαιότητα έχει επιδράσει στον πληθωρισμόστην Ελλάδα και, αν ναι, προς ποια κατεύ-θυνση. Τα εμπειρικά της ευρήματα επιδέχο-νται εύλογη οικονομική ερμηνεία όταν εξε-τάζονται παράλληλα με τις εξελίξεις στηνελληνική οικονομία στη διάρκεια της περιό-δου του δείγματος (1981-2009).

Για την περίοδο πριν από την ένταξη τηςΕλλάδος στην ΟΝΕ, που χαρακτηρίστηκε απόυψηλό και ασταθή ρυθμό πληθωρισμού σεσυνδυασμό με υψηλή πραγματική αβεβαιό-τητα, εντοπίστηκαν ισχυρές ενδείξεις αρνητι-κής αιτιότητας με κατεύθυνση από την ονο-μαστική αβεβαιότητα για τον πληθωρισμόπρος τον πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης, οιοποίες στηρίζουν την κλασική επίδρασηFriedman (1977) που πολύ συχνά έχει ανα-φερθεί στην εμπειρική βιβλιογραφία γιαάλλες χώρες. Για την περίοδο συμμετοχής τηςΕλλάδος στην ΟΝΕ, που χαρακτηρίστηκε απόχαμηλότερο και σταθερότερο πληθωρισμό,συνεχιζόμενους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξηςκαι έντονα θετικές προσδοκίες για την οικο-νομία, τα ευρήματα της μελέτης υποδηλώνουν,εύλογα, ότι η λειτουργία της ΕΚΤ ως αρχήςνομισματικής πολιτικής αποτέλεσε ισχυρόμέσο συγκράτησης και σύγκλισης των προσ-δοκιών για τον πληθωρισμό, σε βαθμό πουφαίνεται ότι εξαλείφθηκε η αρνητική αιτιό-τητα με κατεύθυνση από την αβεβαιότητα γιατον πληθωρισμό προς τον πραγματικό ρυθμόανάπτυξη που εντοπιζόταν για την προγενέ-στερη περίοδο. Τα ευρήματα αυτά συνάδουνμε εκείνα της μελέτης των Gibson και Μπαλ-φούσια (2010), όπου επίσης αναφέρονταιενδείξεις της επίδρασης Friedman (1977) γιατην Ελλάδα πριν από την ένταξή της στην

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 73

4-Meleti Gibson Balfoussia:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 73

Page 75: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

ΟΝΕ, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ πληθωρι-σμού και ονομαστικής αβεβαιότητας, μια επί-δραση που φαίνεται επίσης να διακόπηκεμετά την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ.

Η πραγματική αβεβαιότητα φαίνεται ότιάσκησε θετική αιτιώδη επίδραση στον πραγ-ματικό ρυθμό ανάπτυξης κατά το πρώτο μέροςτης περιόδου του δείγματος, κάτι που πιθανώςενισχύει την υπόθεση Mirman (1971), αλλάδεν εντοπίστηκε αιτιώδης επίδραση στη διάρ-κεια της περιόδου μετά την ένταξη στην ΟΝΕ,γεγονός που συνάδει με τις σχετικές προε-κτάσεις της θεωρίας του οικονομικού κύκλου.Πιθανότατα και αυτή η διαφοροποίηση τηςδιαφαινόμενης επίδρασης πριν και μετά το ενλόγω σημείο διαρθρωτικής μεταβολής νααντανακλά το οικονομικό κλίμα μειωμένηςπραγματικής αβεβαιότητας και θετικών προσ-δοκιών που επικράτησε μετά την ένταξη τηςΕλλάδος στην ΟΝΕ. Τέλος, η πραγματική αβε-βαιότητα φαίνεται ότι δεν άσκησε καμίααιτιώδη επίδραση στον πληθωρισμό σε καμίααπό αυτές τις περιόδους.

Συνοπτικά, η υιοθέτηση νομισματικής πολιτι-κής με στόχο για τη σταθερότητα των τιμώντόσο στη διάρκεια των προετοιμασιών για τηνένταξη όσο και κατόπιν, κατά τη συμμετοχήτης χώρας στην ΟΝΕ, σε συνδυασμό με τιςσημαντικές προσπάθειες της Ελλάδος γιαδημοσιονομική εξυγίανση και μακροοικονο-μική σύγκλιση στα τέλη του περασμένουαιώνα φαίνεται πως συνέβαλαν όχι μόνο στηραγδαία υποχώρηση των επιπέδων του πλη-θωρισμού και την επίτευξη συνεχιζόμενωνθετικών ρυθμών ανάπτυξης αλλά, επιπλέον,και σε μείωση της πραγματικής και της ονο-μαστικής αβεβαιότητας και συγκράτηση τωνσχετικών προσδοκιών.

Τα εμπειρικά αποτελέσματα της παρούσαςμελέτης σχετίζονται ιδιαίτερα με τη χάραξηοικονομικής πολιτικής, καθώς υπογραμμίζουντα πραγματικά οφέλη ευημερίας που μπορείνα αποφέρει η σταθεροποίηση όχι μόνο τωνμέσων επιπέδων του πληθωρισμού και τηςανάπτυξης, αλλά και της μεταβλητότητάςτους.

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201074

4-Meleti Gibson Balfoussia:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 74

Page 76: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Batbekh, S., D.R. Osborne, M. Sensier and D. van Dijk (2007), “Is there causality in the meanand volatility of inflation between the US and other G7 countries?”, αδημοσίευτη μελέτη.

Black, F. (1987), Business Cycles and Equilibrium, Basil Blackwell, New York.Blackburn, K. and A. Pelloni (2005), “Growth, Cycles and Stabilisation Policy”, Oxford Economic

Papers, 57, 262-82.Bollerslev, T. (1986), “Generalized autoregressive conditional heteroskedasticity”, Journal of

Econometrics, Vol. 31, 307-27.Burdekin, R.C.K., T. Goodwin, S. Salamun and T.D. Willet (1994), “The effects of inflation on

economic growth in industrial and developing countries: is there a difference?”, AppliedEconomics Letters, 1, 175-77.

Caporale, G.M. and A. Kontonikas (2009), “The Euro and inflation uncertainty in the EuropeanMonetary Union”, Journal of International Money and Finance, 28, 954-971.

Caporale, T. and B. McKiernan (1996), “The relationship between output variability and growth:evidence from post-war UK data”, Scottish Journal of Political Economy, 43, 2, 229-36.

Conrad, C. and M. Karanasos (2005), “Dual long memory in inflation dynamics across thecountries of the euro area and the link between inflation uncertainty and macroeconomicperformance”, Studies in Nonlinear Dynamics and Econometrics, 9, 4, Article 5.http://www.bepress.com/snde/vol9/iss4/art5.

Conrad, C. and M. Karanasos (2008), “Modeling volatility spillovers between US inflationuncertainty and output variability: the UECCC GARCH model”, αδημοσίευτη μελέτη.

Cukierman, A. and A. Meltzer (1986), “A theory of ambiguity, credibility, and inflation underdiscretion and asymmetric information”, Econometrica, Vol. 54, 1099-128.

Davis, G. and B. Kanago (1996), “On measuring the effect of inflation uncertainty on real GNPgrowth”, Oxford Economic Papers, New Series, 48, 1, 163-75.

Deveraux, M. (1989), “A positive theory of inflation and inflation variance”, Economic Inquiry,27, 105-16.

Dotsey, M. and P. Sarte (2000), “Inflation uncertainty and growth in a cash-in-advance economy”,Journal of Monetary Economics, 45, 3, 631-55.

Engle, R.F. (1982), “Autoregressive Conditional Heteroskedasticity with Estimates of theVariance of United Kingdom Inflation”, Econometrica, July, 987-1007.

Engle, R.F. (1983), “Estimates of the variance of US inflation based on the ARCH model”,Journal of Money, Credit and Banking, Vol. 15, 286-301.

Fountas, S. and M. Karanasos (2007), “Inflation, output growth and nominal and real uncertainty:Empirical evidence for the G7”, Journal of International Money and Finance, 26, 229-50.

Fountas, S. and M. Karanasos (2008), “Are economic growth and the variability of the businesscycle related? Evidence from five European countries”, International Economic Journal, 22,4, 445-59.

Fountas, S., M. Karanasos and J. Kim (2002), “Inflation and output growth uncertainty and theirrelationship with inflation and output growth”, Economics Letters, 75, 293-301.

Fountas, S., M. Karanasos and J. Kim (2006), “Inflation Uncertainty, Output Growth Uncertaintyand Macroeconomic Performance”, Oxford Bulletin of Economics and Statistics, 68, 3, 319-43.

Fountas, S., M. Karanasos and A. Mendoza (2004), “Output variability and economic growth:the Japanese case”, Bulletin of Economic Research, 56, 4, 353-63.

Friedman, M. (1977), “Nobel lecture: inflation and unemployment”, Journal of Political Economy,85, 451-72.

Garganas, N.C. and G.S. Tavlas (2001), “Monetary regimes and ip”, στο “Inflation Performance”Bryant, R.C., N.C. Garganas and G.S. Tavlas (eds), Greece’s Economic Performance andProspects, Bank of Greece and the Brookings Institution.

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 75

Β ΙΒΛ ΙΟ ΓΡΑΦ ΙΑ

4-Meleti Gibson Balfoussia:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 75

Page 77: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Gibson, H.D. και Χ. Μπαλφούσια (2010), “Πληθωρισμός και ονομαστική αβεβαιότητα: η περί-πτωση της Ελλάδος”, Τράπεζα της Ελλάδος, Οικονομικό Δελτίο, Τεύχος 33.

Glosten, L., R. Jagannathan and D. Runkle (1993), “On the relation between the expected valueand the volatility of the nominal excess return on stocks”, Journal of Finance, Vol. 48, 1779-801.

Grier, K. and M.J. Perry (2000), “The effects of real and nominal uncertainty on inflation andoutput growth: some GARCH-M evidence”, Journal of Applied Econometrics, 15, 45-58.

Grier, K. and T. Tullock (1989), “An empirical analysis of cross-national economic growth, 1951-80”, Journal of Monetary Economics, 24, 259-76.

Hwang, Y. (2007), “Causality between inflation and real growth”, Economics Letters, 94, 146-53.

Karanasos, M. and J. Kim (2005), “The inflation-output variability relationship in the G3: abivariate GARCH (BEKK) approach”, Risk Letters, 1, 2, 17-22.

Katsimbris, G.M. and S. Miller (1996), “The new-Keynesian economics and the output-inflationtrade-off”, Applied Economics Letters, 3, 599-602.

Keynes, J.M. (1936), The General Theory of Employment, Interest and Money.Kneller, R. and Young, G. (2001), “Business cycle volatility, uncertainty and long-run growth”,

The Manchester School, 69, 5, 534-52.Kormendi, R. and P. Meguire (1986), “Macroeconomic determinants of growth: cross-country

evidence”, Journal of Monetary Economics, 16, 2, 141-63.Lee, K. and S. Ni (1995), “Inflation uncertainty and real economic activities”, Applied Economics

Letters, 2, 460-62.Martin, P. and C.A. Rogers (2000), “Long-term and short-term economic instability”, European

Economic Review, 44, 359-81.Mirman, L. (1971), "Uncertainty and optimal consumption decisions", Econometrica, 39, 1, 179-85.Pindyck, R. (1991), “Irreversibility, uncertainty and investment”, Journal of Economic Literature,

29, 3, 1110-48.Ramey, G. and V. Ramey (1995), “Cross-country evidence on the link between volatility and

growth”, American Economic Review, 85, 5, 1138-51.Sandmo, A. (1970), “The effect of uncertainty on saving decisions”, Review of Economic Studies,

37, 3, 353-60.Zakoian, J.M. (1994), “Threshold heteroscedastic models”, Journal of Economic Dynamics and

Control, 18, 931-55.

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201076

4-Meleti Gibson Balfoussia:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 76

Page 78: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

111.Analyzing and comparing the impact ofalternative concepts of resources in dis-tributional studies: Greece, 2004/5Theodore Mitrakos and Panos Tsakloglou

112.Bretton-Woods systems, old and new, andthe rotation of exchange-rate regimesStephen G. Hall, George Hondroyiannis,P.A.V.B. Swamy and George S. Tavlas

113.Boosting confidence: is there a role for fis-cal policy?Panagiotis Konstantinou and AthanasiosTagkalakis

114.Export performance, competitiveness andcommodity compositionPanayiotis P. Athanasoglou, ConstantinaN. Backinezos and Evangelia A. Georgiou

115.European sovereign bond spreads: mone-tary unification, market conditions andfinancial integrationDimitris A. Georgoutsos and Petros M.Migiakis

Το κεφάλαιο αυτό περιέχει περιλήψεις Δοκιμίων εργασίας που συγγράφονται από στελέχη ή/καιεξωτερικούς συνεργάτες της Τράπεζας της Ελλάδος και εκδίδονται από την Τράπεζα. Τα πλήρηκείμενα, υπό το γενικό τίτλο “Working Papers”, είναι διαθέσιμα μόνο στα αγγλικά (σε έντυπημορφή, καθώς και στο δικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος www.bankofgreece.gr).

ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΑ

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 77

ΔΟΚ IΜ Ι Α ΕΡ ΓΑΣ I Α Σ(ΜΑΡΤΙΟΣ 2010 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2010)

5-DOKIMIA ERGASIAS :������ 1 12-10-10 12:03 ������ 77

Page 79: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201078

5-DOKIMIA ERGASIAS :������ 1 12-10-10 12:03 ������ 78

Page 80: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 79

Analyzing and comparing the impact of alternative concepts of resources in distributional studies: Greece, 2004/5

(Εναλλακτικές μεταβλητές για την εκτίμηση της ανισότητας και της φτώχειας: μια συγκριτική ανάλυση για την Ελλάδα, 2004/05)

Δοκίμιο εργασίας Νο. 111Theodore Mitrakos and Panos Tsakloglou

Bretton-Woods systems, old and new, and the rotation of exchange-rate regimes

(Το παλαιό και το νέο σύστημα Bretton Woods και η εναλλαγή των συναλλαγματικών καθεστώτων)

Δοκίμιο εργασίας No. 112Stephen G. Hall, George Hondroyiannis, P.A.V.B. Swamy and George S. Tavlas

Συνήθως, στις εμπειρικές μελέτες που έχουναντικείμενο την προσωπική διανομή και ανα-διανομή του εισοδήματος, για την προσέγγισητου επιπέδου ευημερίας των νοικοκυριών χρη-σιμοποιούνται κατανομές διαθέσιμου εισοδή-ματος ή/και καταναλωτικής δαπάνης. Ουσια-στικά, οι δύο αυτές μεταβλητές χρησιμοποι-ούνται ως προσεγγίσεις του μη παρατηρούμε-νου “μόνιμου εισοδήματος” των μελών τουπληθυσμού. Η παρούσα μελέτη αξιοποιεί τιςαναλυτικές πληροφορίες εισοδήματος καικαταναλωτικής δαπάνης της Έρευνας Οικο-γενειακών Προϋπολογισμών του 2004/05 γιατην Ελλάδα και προτείνει ένα νέο σύνθετο δεί-κτη προσέγγισης του “μόνιμου εισοδήματος”των νοικοκυριών. Οι κατανομές του διαθέσι-

μου εισοδήματος, της καταναλωτικής δαπάνηςκαι του “μόνιμου εισοδήματος” στη συνέχειασυγκρίνονται ως προς το επίπεδό τους και ωςπρος τη δομή της οικονομικής ανισότητας καιτης φτώχειας. Τα αποτελέσματα της ανάλυσηςδείχνουν ότι τόσο το επίπεδο της ανισότηταςόσο και το επίπεδο της φτώχειας είναι σημα-ντικά χαμηλότερα όταν για την εκτίμησή τουςχρησιμοποιείται η κατανομή του “μόνιμουεισοδήματος” έναντι των άλλων δύο κατανο-μών (διαθέσιμου εισοδήματος και καταναλω-τικής δαπάνης). Επιπλέον, ορισμένες ενδια-φέρουσες διαφοροποιήσεις προκύπτουν απότην εφαρμογή της τεχνικής της διάσπασης τηςσυνολικής ανισότητας και φτώχειας με βάσητις αντίστοιχες κατανομές.

Σε πρόσφατη μελέτη τους οι Dooley,Folketrs-Landau and Garber (2009) υποστη-ρίζουν ότι το σημερινό διεθνές νομισματικόσύστημα από πολλές απόψεις λειτουργείόπως το σύστημα Bretton Woods. Την περι-φέρεια του συστήματος αποτελούν αυτή τηφορά οι χώρες της Ασίας, με μια αναπτυ-ξιακή στρατηγική που βασίζεται στις εξα-γωγές, σε υποεκτιμημένες συναλλαγματικέςισοτιμίες και στη συσσώρευση συναλλαγμα-τικών διαθεσίμων. Οι ΗΠΑ, από την άλληπλευρά, είναι και πάλι το κέντρο του συστή-ματος και ασκούν τη νομισματική πολιτικήχωρίς να επηρεάζονται από την ασκούμενησυναλλαγματική πολιτική και χωρίς να λαμ-

βάνουν υπόψη τους εξωτερικούς παράγοντεςόπως η περιφέρεια. Η παρούσα μελέτη επι-χειρεί να ελέγξει εμπειρικά κατά πόσονισχύει αυτή η υπόθεση. Για το σκοπό αυτόχρησιμοποιείται μια νέα μεθοδολογία,εκείνη των μεταβαλλόμενων συντελεστών,μέσω της οποίας η εποχικά διορθωμένη στα-τιστική σειρά του ΑΕΠ διασπάται στηνκυκλική συνιστώσα και στις λοιπές της συνι-στώσες. Επιπλέον η μεθοδολογία αυτή μαςεπιτρέπει να ελέγξουμε κατά πόσον η σχέσημεταξύ των κυκλικών διακυμάνσεων και τωνμακροοικονομικών πολιτικών παραμένειαμετάβλητη όταν αλλάζει το ισχύον συναλ-λαγματικό καθεστώς.

5-DOKIMIA ERGASIAS :������ 1 12-10-10 12:03 ������ 79

Page 81: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201080

Με δεδομένη τη δραματική επιδείνωση τηςοικονομικής δραστηριότητας το 2008-2009, διε-θνείς οργανισμοί όπως το ΔΝΤ, αλλά καικυβερνητικοί παράγοντες, ο διεθνής τύπος καιενώσεις εργαζομένων έκριναν αναγκαία τηνπαρέμβαση των κυβερνήσεων με μέτρα δημο-σιονομικής πολιτικής, έτσι ώστε η κρίση να μηνεξελιχθεί σε βαθιά και παρατεταμένη ύφεση.Πολλές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο εφάρμο-σαν δραστικά μέτρα μείωσης της φορολογίαςκαι αύξησης των δημόσιων δαπανών, επιδιώ-κοντας δύο βασικούς στόχους: πρώτον, νααμβλύνουν τις επιπτώσεις της οικονομικής κρί-σης για τις ευπαθέστερες ομάδες του πληθυ-σμού, δηλαδή τα χαμηλότερα εισοδηματικάστρώματα, και δεύτερον, να ενισχύσουν τηνεμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επι-χειρήσεων και έτσι να στηρίξουν την οικονο-μική δραστηριότητα και τη σταθερότητα τουχρηματοπιστωτικού συστήματος.

Είναι διαδεδομένη η άποψη ότι, όταν ενισχύε-ται η εμπιστοσύνη των καταναλωτών, περιορί-ζεται η τάση αποταμίευσης για λόγους πρόνοιας(precautionary saving) και ενθαρρύνεται η ιδιω-τική δαπάνη, με αποτέλεσμα να στηρίζεται ηοικονομική δραστηριότητα. Αντίστοιχα, η βελ-τίωση της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων ανα-μένεται να οδηγήσει σε αύξηση των επενδύ-σεων, με θετικές συνέπειες για την απασχόληση.

Η μελέτη ελέγχει εμπειρικά αυτή τηνάποψη, δηλαδή ότι μια επεκτατική δημοσιο-νομική πολιτική μπορεί να ενισχύσει τηνεμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επι-χειρήσεων. Χρησιμοποιώντας τριμηνιαίαστατιστικά στοιχεία της περιόδου 1970-2007για την Αυστραλία, τον Καναδά, τη Φινλαν-δία, την Ιρλανδία, την Ιαπωνία, την Ολλαν-δία, τη Σουηδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τιςΗΠΑ, η μελέτη βρίσκει εμπειρικές ενδείξειςπου συνηγορούν υπέρ της παραπάνω άποψης.Συγκεκριμένα, η μείωση των άμεσων φόρωνφαίνεται να βελτιώνει την εμπιστοσύνη τόσοτων καταναλωτών όσο και των επιχειρήσεων.Θετικά επίσης επιδρά και η αύξηση της μημισθολογικής καταναλωτικής δαπάνης τουΔημοσίου. Αντίθετα, η αύξηση της μισθολο-γικής δαπάνης του Δημοσίου έχει αρνητικήεπίπτωση στην εμπιστοσύνη των καταναλω-τών και των επιχειρήσεων, πιθανόταταεπειδή εκλαμβάνεται ως μόνιμη αύξηση τουμεγέθους του δημόσιου τομέα η οποία θαπρέπει να χρηματοδοτηθεί με αυξημένηφορολογία στο μέλλον. Όπως θα ήταν συνε-πές και με την ορθόδοξη κεϋνσιανή άποψη,διαπιστώνεται ότι η αύξηση των δημόσιωνεπενδύσεων επηρεάζει αρνητικά τους δείκτεςεμπιστοσύνης, πιθανόν επειδή σε αυτή τηνπερίπτωση εκτοπίζονται οι ιδιωτικές επεν-δύσεις (crowding out effect).

Boosting confidence: is there a role for fiscal policy?(Η ενίσχυση της εμπιστοσύνης και ο πιθανός ρόλος της δημοσιονομικής πολιτικής)

Δοκίμιο εργασίας No. 113Panagiotis Konstantinou and Athanasios Tagkalakis

Export performance, competitiveness and commodity composition(Εξαγωγική επίδοση, ανταγωνιστικότητα και εμπορευματική σύνθεση)

Δοκίμιο εργασίας No. 114Panayiotis P. Athanasoglou, Constantina N. Backinezos and Evangelia A. Georgiou

Η μελέτη της εξαγωγικής επίδοσης μιαςχώρας όπως η Ελλάδα, που αντιμετωπίζεισοβαρές ανισορροπίες στο εμπορικό της ισο-ζύγιο, παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για τηλήψη αποφάσεων οικονομικής πολιτικής με

στόχο τον περιορισμό αυτών των ανισορρο-πιών. Η παρούσα εργασία επιχειρεί να εκτι-μήσει την πορεία της επίδοσης των ελληνικώνεξαγωγών κατά την περίοδο 1996-2006. Ταστοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν αφορούν 279

5-DOKIMIA ERGASIAS :������ 1 12-10-10 12:03 ������ 80

Page 82: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 81

κατηγορίες ελληνικών εξαγόμενων προϊόντωνκαι καλύπτουν περίπου το 95% του συνόλουτων εξαγωγών.

Προς το σκοπό αυτό, εξετάστηκε η διάρθρωσητων ελληνικών εξαγωγών και εκτιμήθηκε οβαθμός έκθεσης της Ελλάδος στο διεθνέςεμπόριο. Η εξαγωγική επίδοση διασπάστηκεσε συνιστώσες με τη μέθοδο των ΣταθερώνΜεριδίων Αγοράς. Στη συνέχεια, εξετάστηκεη επίδραση της εμπορευματικής σύνθεσης (σεόρους ποικιλίας και ποιότητας) των ελληνικώνεξαγωγών καθώς και η ανταγωνιστικότητάτους. Η ανταγωνιστικότητα αναλύθηκε τόσοαπό την πλευρά του προτύπου εξειδίκευσηςτων ελληνικών εξαγωγών (βαθμός και δυνα-μική εξέλιξή του) όσο και ως προσδιοριστικόςπαράγοντας των εξαγωγικών μεριδίων για τοσύνολο των περιοχών προορισμού και για τιςλοιπές χώρες της ζώνης του ευρώ (ΕΕ-15).

Η επίδοση των ελληνικών εξαγωγών κατά τηνεξεταζόμενη περίοδο θεωρείται σχετικά ικα-νοποιητική, εάν λάβουμε υπόψη τον έντονοανταγωνισμό από τρίτες χώρες εξαιτίας τουοποίου υποχώρησε το εξαγωγικό μερίδιο αγο-ράς της Ελλάδος, όπως και πολλών άλλων ανε-πτυγμένων χωρών. Κατά συνέπεια, παρατη-ρήθηκε στροφή των ελληνικών εξαγωγώνκυρίως προς τις χώρες της ΝΑ Ευρώπης, ηοποία ευνοήθηκε από τους υψηλούς ρυθμούςανάπτυξης των χωρών αυτών, τη γεωγραφικήτους εγγύτητα προς την Ελλάδα, καθώς και τησημαντική παρουσία ελληνικών επιχειρήσεωνκαι πιστωτικών ιδρυμάτων στην περιοχή.Παρά ταύτα, το άνοιγμα της Ελλάδος στο διε-θνές εμπόριο φαίνεται ότι την περίοδο 1996-2006 παραμένει σχετικά περιορισμένο, γεγο-νός που αντανακλά όχι μόνο την περιορισμένηπαραγωγική βάση της χώρας, αλλά και τηναρνητική επίδραση της εμπορευματικής σύν-θεσης και της ανταγωνιστικότητας.

Η διάρθρωση των ελληνικών εξαγωγών κατάτεχνολογικό περιεχόμενο βελτιώθηκε αισθητάκατά την εξεταζόμενη περίοδο, παραμένειωστόσο δυσμενής σε σύγκριση με την ΕΕ-15.Η Ελλάδα θα πρέπει να στραφεί εντονότεραπρος την παραγωγή προϊόντων υψηλότερου

τεχνολογικού περιεχομένου προκειμένου ναεκμεταλλευθεί τη δυναμική αύξηση της εξω-τερικής τους ζήτησης.

Στην επίδοση των ελληνικών εξαγωγών (εξα-γωγικών μεριδίων) την περίοδο 1996-2006θετική ήταν η συμβολή της ανάπτυξης τουπαγκόσμιου εμπορίου και της γεωγραφικήςδιάρθρωσης των εξωτερικών αγορών, ενώαρνητικά συνέβαλαν η εμπορευματική σύνθεσηκαι η ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο, μετά τηνένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ, οι δύοτελευταίοι παράγοντες βελτιώθηκαν σημα-ντικά, αν και η συμβολή της εμπορευματικήςσύνθεσης παραμένει οριακά αρνητική και τηςανταγωνιστικότητας οριακά μόνο θετική.

Ειδικότερα όσον αφορά την εμπορευματικήσύνθεση, με βάση το δείκτη ενδοκλαδικούεμπορίου διαπιστώθηκε ότι τα ελληνικά εξα-γόμενα προϊόντα δεν είναι επαρκώς διαφο-ροποιημένα και ότι η Ελλάδα βρίσκεταιαρκετά/πολύ κάτω του ευρωπαϊκού μέσουόρου. Εξάλλου, και η ποιότητα των ελληνικώνπροϊόντων στο σύνολο παρουσιάζει χειροτέ-ρευση τα τελευταία χρόνια σε σύγκριση μετους ανταγωνιστές, αν και η ποιότητα των εξα-γόμενων προς την ΕΕ-15 προϊόντων σημείωσεσημαντική βελτίωση την τελευταία μόνο διετία.

Ο βαθμός εξειδίκευσης του συνόλου των εξα-γωγών παραμένει σχετικά υψηλός, αν και υπο-χώρησε την περίοδο 1996-2006, κυρίως λόγωτης μείωσης της εξειδίκευσης των εξαγωγώνπρος τη ΝΑ Ευρώπη. Επίσης, το πρότυπο εξει-δίκευσης των ελληνικών εξαγωγών συγκε-ντρώνεται κυρίως στις αρνητικές τιμές του δεί-κτη Φαινομενικού Συγκριτικού Πλεονεκτή-ματος, παρουσιάζει όμως ελαφρά βελτίωσητην περίοδο 2001-2006, κυρίως λόγω της αντί-στοιχης βελτίωσης των εξαγωγών προς τη ΝΑΕυρώπη και τη Μεσόγειο και Μέση Ανατολή.Διαπιστώθηκε ακόμη ότι η διατηρησιμότητατης εξειδίκευσης των ελληνικών εξαγωγώνμεταξύ 1996 και 2006 είναι υψηλή στα θετικά(καλύτερα) διαστήματα τιμών του σχετικούδείκτη. Η δυναμική εξέλιξη του προτύπουεξειδίκευσης των ελληνικών εξαγωγών κατάτην εξεταζόμενη περίοδο είναι ενθαρρυντική,

5-DOKIMIA ERGASIAS :������ 1 12-10-10 12:03 ������ 81

Page 83: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201082

υπό τον όρο ότι θα διατηρηθεί η επιτευχθείσαπρόοδος.

Από την ανάλυση διαστρωματικών στοιχείωνπροκύπτει ότι η μακροχρόνια ελαστικότητατης ανταγωνιστικότητας τιμών των ελληνικώνεξαγωγών είναι σχετικά χαμηλή, γεγονός πουσημαίνει ότι χρειάζεται έντονη προσπάθειαπροκειμένου να βελτιωθεί η εξαγωγική επί-δοση μέσω των εξαγωγικών τιμών. Επίσης, ηχρονική υστέρηση για την προσαρμογή τωνβραχυχρόνιων εξαγωγικών μεριδίων προς ταμακροχρόνια είναι σχετικά μακρά.

Από την άλλη πλευρά, διαπιστώνεται ότι οιελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις διαθέτουνανταγωνιστική ισχύ στις αγορές του εξωτερι-κού (η οποία ωστόσο είναι σχετικά χαμηλό-τερη στην ΕΕ-15) σε ορισμένες κατηγορίεςπροϊόντων, όπως προϊόντα μηχανολογικούεξοπλισμού, μεταποιημένα μεταλλουργικά

προϊόντα και μεταποιημένα προϊόντα χάρτουκαι γυαλιού. Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι απόπλευράς ανταγωνιστικότητας οι ελληνικές επι-χειρήσεις μπορούν να επιτύχουν σχετικάκαλύτερα αποτελέσματα επιλέγοντας τη βελ-τίωση της ανταγωνιστικότητας των λοιπώνπαραγόντων εκτός των τιμών.

Η ασκούμενη πολιτική θα πρέπει να περι-λαμβάνει μέτρα για την προώθηση της και-νοτομίας, τη βελτίωση της ποικιλίας και τηςποιότητας των προϊόντων, τη δημιουργίααποτελεσματικού επενδυτικού περιβάλλο-ντος, καθώς και την ενίσχυση των επενδύ-σεων για έρευνα και ανάπτυξη. Τέλος, υπάρ-χουν περιθώρια άσκησης μικροοικονομικήςπολιτικής που να αφορά ορισμένες κατηγο-ρίες προϊόντων, στα οποία, όπως προανα-φέρθηκε, η Ελλάδα διατηρεί συγκριτικά πλε-ονεκτήματα και αξιόλογη ανταγωνιστικήθέση στις ξένες αγορές.

Στην εργασία αυτή μελετούμε την προσδιορι-στική διαδικασία των διαφορών των ομολο-γιακών αποδόσεων των κρατικών τίτλωνδεκαετούς διάρκειας των ιδρυτικών χωρών-μελών της ευρωζώνης και της Ελλάδος έναντιτων αντίστοιχων αποδόσεων του γερμανικούομολόγου-αναφοράς. Σκοπός της εργασίαςείναι η εξαγωγή συμπερασμάτων τόσο γιατους προσδιοριστικούς παράγοντες των δια-φορών των ομολογιακών αποδόσεων όσο καιγια τη διαδικασία χρηματοοικονομικής ενο-ποίησης στις ευρωπαϊκές αγορές ομολόγων. Ηεμπειρική ανάλυση καλύπτει την περίοδοΙανουαρίου 1992-Δεκεμβρίου 2009.

Οι αρχικοί έλεγχοι των ιδιοτήτων των εξαρτη-μένων μεταβλητών υποδηλώνουν ισχυρέςαυτοπαλίνδρομες επιδράσεις. Ειδικότερα,βρίσκουμε ότι οι διαφορές των ομολογιακών

αποδόσεων περιέχουν αυτοπαλίνδρομες ρίζεςπλησίον της μοναδιαίας. Ακολουθώντας τη σχε-τική διεθνή βιβλιογραφία, ερμηνεύουμε τοσυγκεκριμένο εύρημα ως αποτέλεσμα φαινο-μένων μετάβασης φάσεων στη διάρθρωση τωνεξαρτημένων μεταβλητών. Συγκεκριμένα, τααποτελέσματα φανερώνουν ότι οι διαφορέςτων αποδόσεων των ομολόγων της ζώνης τουευρώ από τις αντίστοιχες του γερμανικού ομο-λόγου υπόκεινται σε αλλαγές φάσεων σύμφωναμε τις συνθήκες μεταβλητότητας στις υποκεί-μενες αγορές ομολόγων. Σε περιόδους χαμηλήςμεταβλητότητας τα ευρήματα υποδεικνύουνύπαρξη ισχυρότερης χρηματοοικονομικής ενο-ποίησης στις ευρωπαϊκές αγορές ομολόγων.

Στη συνέχεια εισάγουμε επεξηγηματικέςμεταβλητές, οι οποίες απομονώνουν τις επι-δράσεις του πιστωτικού κινδύνου, της ρευ-

European sovereign bond spreads: monetary unification, market conditions and financial integration(Διαφορές αποδόσεων ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων:

νομισματική ενοποίηση, συνθήκες της αγοράς και χρηματοοικονομική ενοποίηση)

Δοκίμιο εργασίας No. 115Dimitris A. Georgoutsos and Petros M. Migiakis

5-DOKIMIA ERGASIAS :������ 1 12-10-10 12:03 ������ 82

Page 84: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 83

στότητας, των μακροοικονομικών προσδο-κιών, των διαφορών πληθωρισμού και τωνμετοχικών αποδόσεων. Με αυτό τον τρόποεξετάζουμε το βαθμό προσδιορισμού τωνεξαρτημένων μεταβλητών από τις ανεξάρτη-τες, καθώς και την ομοιογένεια των επιδρά-σεων. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι δια-φορές των ευρωπαϊκών ομολογιακών αποδό-σεων διαμορφώνονται όχι μόνο από τις μετα-βλητές πιστωτικού κινδύνου, αλλά και από τις

μακροοικονομικές προσδοκίες των επενδυτώνκαι τις συνθήκες ρευστότητας στις αγορές τωνεταιρικών ομολόγων. Τέλος, βρίσκουμε ότιυπάρχει έλλειψη ομοιογένειας στις προσδιο-ριστικές διαδικασίες των εξαρτημένων μετα-βλητών, ακόμη και την περίοδο χαμηλής μετα-βλητότητας, γεγονός το οποίο υποδεικνύει τηνανάγκη ενίσχυσης της διαδικασίας οικονομι-κής και χρηματοοικονομικής ενοποίησης στηνΕυρώπη.

5-DOKIMIA ERGASIAS :������ 1 12-10-10 12:03 ������ 83

Page 85: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201084

5-DOKIMIA ERGASIAS :������ 1 12-10-10 12:03 ������ 84

Page 86: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 85

Μπούτος Γιάννης, “Οικονομική σταθεροποίηση και αναπτυξιακές προοπτικές”, τεύχος 3,Φεβρουάριος 1994.

Παπαδήμος Λουκάς, “Ανάπτυξη με σταθερότητα: ο ρόλος της νομισματικής πολιτικής”, τεύχος5, Μάρτιος 1995.

Βορίδης Ηρακλής, “Η ειδική φύση των τραπεζών και ο μηχανισμός μετάδοσης της νομισματι-κής πολιτικής: Επισκόπηση της πρόσφατης βιβλιογραφίας”, τεύχος 5, Μάρτιος 1995.

Κυριακόπουλος Παναγιώτης, Μόσχος Δημήτριος και Φιλιππίδης Αναστάσιος, “Μέσα άσκησηςνομισματικής πολιτικής από την Τράπεζα της Ελλάδος”, τεύχος 6, Νοέμβριος 1995.

Παπαγεωργίου Γιώργος, Χαραλαμπίδης Μιχάλης και Χαρδούβελης Γκίκας, “Μετάβαση στο ενι-αίο νόμισμα: Προκλήσεις και προοπτικές για τα πιστωτικά ιδρύματα”, τεύχος 6, Νοέμβριος1995.

Καράμπαλης Νίκος, “Η εναρμόνιση των Δεικτών Τιμών Καταναλωτή των χωρών της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης”, τεύχος 7, Μάρτιος 1996.

Διεύθυνση Εργασιών Δημοσίου, Γραφείο Μελέτης, Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Εργασιών, “Αγο-ρές κρατικών χρεογράφων”, τεύχος 7, Μάρτιος 1996.

Saccomanni Fabrizio, “Ευκαιρίες και προκλήσεις κατά την πορεία προς την ευρωπαϊκή νομι-σματική ενοποίηση”, τεύχος 7, Μάρτιος 1996.

Παπαδήμος Λουκάς, “Προκλήσεις για τη νομισματική πολιτική κατά την πορεία προς την ΟΝΕ”,τεύχος 8, Νοέμβριος 1996.

Διεύθυνση Πληροφορικής και Οργάνωσης, “Εξελίξεις στα συστήματα πληρωμών στην Ευρω-παϊκή Ένωση: Το διευρωπαϊκό σύστημα πληρωμών TARGET και το ελληνικό σύστημαΕΡΜΗΣ”, τεύχος 8, Νοέμβριος 1996.

Gibson Heather και Μπρισίμης Σοφοκλής, “Νομισματική πολιτική, εισροές κεφαλαίων και απο-κλιμάκωση του πληθωρισμού στην Ελλάδα”, τεύχος 9, Μάρτιος 1997.

Σαμπεθάι Ισαάκ, “Από τις συμβατικές αποδοχές στο κόστος εργασίας: Εισοδηματική πολιτική,συλλογικές διαπραγματεύσεις και πληθωρισμός (1991-96)”, τεύχος 9, Μάρτιος 1997.

Ζόνζηλος Νίκος και Hall S. G., “Δυνητική παραγωγή, τρέχουσα παραγωγή και πληθωρισμόςστην Ελλάδα”, τεύχος 9, Μάρτιος 1997.

Παντελίδης Ευάγγελος, “Η νέα μεθοδολογία κατάρτισης του ισοζυγίου πληρωμών της Τράπε-ζας της Ελλάδος”, τεύχος 9, Μάρτιος 1997.

Παπαδήμος Λουκάς, “Η παγκοσμιοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών και η άσκηση τηςοικονομικής και νομισματικής πολιτικής”, τεύχος 10, Δεκέμβριος 1997.

Καστρισιανάκης Ευστράτιος και Μπρισίμης Σοφοκλής, “Λειτουργεί ο μηχανισμός μετάδοσηςτης νομισματικής πολιτικής μέσω των πιστώσεων στην ελληνική οικονομία;”, τεύχος 10, Δεκέμ-βριος 1997.

Gibson Heather, “Η σχέση του χρηματοπιστωτικού συστήματος με την πραγματική οικονομία”,τεύχος 10, Δεκέμβριος 1997.

Παπαπέτρου Ευαγγελία και Χονδρογιάννης Γιώργος, “H αιτιώδης σχέση τιμών καταναλωτή καιτιμών χονδρικής πώλησης στην Ελλάδα”, τεύχος 10, Δεκέμβριος 1997.

Hardy Daniel και Συμιγιάννης Γιώργος, “Ανταγωνισμός και αποτελεσματικότητα στο ελληνικότραπεζικό σύστημα”, τεύχος 11, Ιούνιος 1998.

Gibson Heather και Μπρισίμης Σοφοκλής, “Παρέχει η καμπύλη αποδόσεων πληροφόρηση γιατον πληθωρισμό;”, τεύχος 11, Ιούνιος 1998.

Πανταζίδης Στέλιος, “Πληθωρισμός, επενδύσεις και οικονομική μεγέθυνση στην Ελλάδα”, τεύ-χος 11, Ιούνιος 1998.

Μητράκος Θεόδωρος, “Η συμβολή των επιμέρους εισοδημάτων στη διαμόρφωση της συνολι-κής ανισότητας”, τεύχος 11, Ιούνιος 1998.

Γκαργκάνας Χ. Νικόλαος, “Ελλάδα και ΟΝΕ: προοπτικές και προκλήσεις”, τεύχος 12, Δεκέμ-βριος 1998.

ΚΑΤA ΛΟΓΟΣ A ΡΘΡΩΝ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣ Ι ΕYΘΗΚΑΝ ΣΕ ΠΡΟΗΓΟYΜΕΝΑ ΤΕYΧΗ ΤΟΥ Ο ΙΚΟΝΟΜ ΙΚΟYΔΕΛΤ I ΟΥ

6-KATALOGOS ARTHON:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 85

Page 87: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Βουμβάκη Φραγκίσκα, Μπρισίμης Σοφοκλής και Σιδέρης Δημήτρης, “Η ισοτιμία των αγορα-στικών δυνάμεων ως μακροχρόνια σχέση: εμπειρική διερεύνηση για την Ελλάδα”, τεύχος 12,Δεκέμβριος 1998.

Μανασσάκη Άννα , “Οι εισροές κοινοτικών πόρων στην Ελλάδα: ιστορική αναδρομή και προ-οπτικές”, τεύχος 12, Δεκέμβριος 1998.

Λαζαρέτου Σοφία, “Η δραχμή στα μεταλλικά νομισματικά καθεστώτα: διδάγματα από το παρελ-θόν”, τεύχος 13, Ιούλιος 1999.

Χονδρογιάννης Γιώργος, “Η αιτιώδης σχέση δημόσιων δαπανών και δημόσιων εσόδων στηνΕλλάδα”, τεύχος 13, Ιούλιος 1999.

Μητράκος Θεόδωρος και Τσακλόγλου Πάνος, “Η αναδιανεμητική επίδραση των ειδικών φόρωνκατανάλωσης”, τεύχος 13, Ιούλιος 1999.

Ντέλλας Χάρης, “Η στρατηγική νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και η μεταβλητότητα τωνμακροοικονομικών μεγεθών στην Ελλάδα”, τεύχος 13, Ιούλιος 1999.

Παπάζογλου Χρήστος, “Πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία και οικονομική δραστηριότητα:είναι απαραίτητα συσταλτική η πολιτική της περιορισμένης διολίσθησης της δραχμής;”, τεύ-χος 14, Δεκέμβριος 1999.

Gibson Heather και Λαζαρέτου Σοφία, “Πρόδρομοι δείκτες του πληθωρισμού στην Ελλάδα καιαξιολόγηση της προβλεπτικής τους ικανότητας”, τεύχος 14, Δεκέμβριος 1999.

Καραπαππάς Ανδρέας και Μηλιώνης Αλέξανδρος, “Εκτίμηση και ανάλυση του εξωτερικού χρέ-ους του ιδιωτικού τομέα”, τεύχος 14, Δεκέμβριος 1999.

Παπαδήμος Λουκάς, “Από τη δραχμή στο ευρώ”, τεύχος 15, Ιούλιος 2000.Ζόνζηλος Νίκος, “Η καμπύλη Phillips της ελληνικής οικονομίας και το διαχρονικά μεταβαλ-

λόμενο ΝΑΙRU”, τεύχος 15, Ιούλιος 2000.Πανταζίδης Στέλιος, “H διατηρησιμότητα του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλ-

λαγών”, τεύχος 15, Ιούλιος 2000.Χονδρογιάννης Γιώργος, “Διερεύνηση της αιτιώδους σχέσης μεταξύ τιμών και μισθών στην

Ελλάδα”, τεύχος 15, Ιούλιος 2000.Σαμπεθάι Ισαάκ, “Η ελληνική αγορά εργασίας: χαρακτηριστικά, προβλήματα και πολιτικές (με

έμφαση στην ευελιξία της αγοράς εργασίας και στην καταπολέμηση της ανεργίας σε συνθή-κες μη πληθωριστικής ανάπτυξης)”, τεύχος 16, Δεκέμβριος 2000.

Μπρισίμη Δήμητρα και Μπρισίμης Σοφοκλής, “Το πρόβλημα της ανεργίας στην ΕυρωπαϊκήΈνωση”, τεύχος 16, Δεκέμβριος 2000.

Μπαρδάκα Ιωάννα, “Χρηματοπιστωτική απελευθέρωση, περιορισμοί ρευστότητας και ιδιωτικήκατανάλωση στην Ελλάδα”, τεύχος 16, Δεκέμβριος 2000.

Λαζαρέτου Σοφία και Μπρισίμης Σοφοκλής, “Δημοσιονομικοί κανόνες και σταθεροποιητικήπολιτική στη ζώνη του ευρώ”, τεύχος 17, Ιούλιος 2001.

Λώλος Σαράντης-Ευάγγελος, “Ευρωπαϊκοί διαρθρωτικοί πόροι: ο ρόλος τους στην ανάπτυξητης ελληνικής οικονομίας”, τεύχος 17, Ιούλιος 2001.

Παπάζογλου Χρήστος, “Περιφερειακή οικονομική ενοποίηση και εισροή ξένων άμεσων επεν-δύσεων: η ευρωπαϊκή εμπειρία”, τεύχος 17, Ιούλιος 2001.

Γκαργκάνας Χ. Νικόλαος, “Το μέλλον της Ευρώπης και η ΟΝΕ”, τεύχος 18, Δεκέμβριος 2001.Μπρισίμης Σοφοκλής και Παπαδοπούλου Δάφνη-Μαρίνα, “Η εισαγωγή του ευρώ σε φυσική

μορφή στην Ελλάδα”, τεύχος 18, Δεκέμβριος 2001.Ζόνζηλος Νίκος, “Ο μηχανισμός μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής: τα αποτελέσματα πει-

ράματος της ΕΚΤ για την Ελλάδα”, τεύχος 18, Δεκέμβριος 2001.Καμπέρογλου Νίκος, Μπρισίμης Σοφοκλής και Συμιγιάννης Γιώργος, “Διαφορές ως προς τα

χαρακτηριστικά των τραπεζών και η σημασία τους για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτι-κής”, τεύχος 18, Δεκέμβριος 2001.

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201086

6-KATALOGOS ARTHON:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 86

Page 88: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τσαβέας Νίκος, “Συναλλαγματικά καθεστώτα και συναλλαγματική πολιτική στη Νοτιοανατο-λική Ευρώπη”, τεύχος 18, Δεκέμβριος 2001.

Gibson Heather και Δεμέναγας Νίκος, “Ο ανταγωνισμός στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα:εμπειρική μελέτη για την περίοδο 1993-1999”, τεύχος 19, Ιούλιος 2002.

Χονδρογιάννης Γιώργος, “Ιδιωτική αποταμίευση στην Ελλάδα: οικονομικοί και δημογραφικοίπροσδιοριστικοί παράγοντες”, τεύχος 19, Ιούλιος 2002.

Γκατζώνας Ευθύμιος και Νόνικα Καλλιόπη, “Χαρακτηριστικά αποδεκτών τίτλων και διαχείρισηενεχύρου στο πλαίσιο της χρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων από τις κεντρικές τρά-πεζες”, τεύχος 19, Ιούλιος 2002.

Βορίδης Ηρακλής, Αγγελοπούλου Ελένη και Σκοτίδα Ιφιγένεια, “Η νομισματική πολιτική μέσααπό τα κείμενα της Τράπεζας της Ελλάδος 1990-2000”, τεύχος 20, Ιανουάριος 2003.

Καπλάνογλου Γεωργία και Newbery David, “Οι αναδιανεμητικές επιδράσεις της έμμεσης φορο-λογίας στην Ελλάδα”, τεύχος 21, Ιούλιος 2003.

Παπαπέτρου Ευαγγελία, “Μισθολογικές διαφορές μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στηνΕλλάδα”, τεύχος 21, Ιούλιος 2003.

Αθανάσογλου Παναγιώτης και Μπρισίμης Σοφοκλής, “Η επίδραση των συγχωνεύσεων και εξα-γορών στην αποτελεσματικότητα των τραπεζών στην Ελλάδα”, τεύχος 22, Ιανουάριος 2004.

Λαζαρέτου Σοφία, “Νομισματικό σύστημα και μακροοικονομική πολιτική στην Ελλάδα: 1833-2003”, τεύχος 22, Ιανουάριος 2004.

Καράμπαλης Νικόλαος και Κοντέλης Ευριπίδης, “Εναλλακτικοί τρόποι μέτρησης του πληθω-ρισμού”, τεύχος 22, Ιανουάριος 2004.

Παπασπύρου Θεόδωρος, “Τα νέα κράτη-μέλη της ΕΕ και στρατηγικές για την ΟΝΕ: ο ρόλοςτου Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών ΙΙ (ΜΣΙ ΙΙ)”, τεύχος 23, Ιούλιος 2004.

Μητράκος Θεόδωρος, “Εκπαίδευση και οικονομικές ανισότητες”, τεύχος 23, Ιούλιος 2004.Παπαπέτρου Ευαγγελία, “Μισθολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα”,

τεύχος 23, Ιούλιος 2004.Gibson Heather, “Η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών: πρόσφατες εξελίξεις”, τεύχος 24,

Ιανουάριος 2005.Αθανάσογλου Παναγιώτης, Ασημακόπουλος Ιωάννης και Γεωργίου Ευαγγελία, “Η επίδραση

των ανακοινώσεων συγχωνεύσεων και εξαγορών στις αποδόσεις των μετοχών των τραπεζώνστην Ελλάδα”, τεύχος 24, Ιανουάριος 2005.

Ζωγραφάκης Σταύρος και Μητράκος Θεόδωρος, “Η αναδιανεμητική επίδραση του πληθωρι-σμού στην Ελλάδα”, τεύχος 24, Ιανουάριος 2005.

Θεοδοσίου Iωάννης και Πουλιάκας Κωνσταντίνος, “Κοινωνικοοικονομικές διαφορές ως προςτην εργασιακή ικανοποίηση των υψηλά και των χαμηλά αμειβόμενων εργαζομένων στηνΕλλάδα”, τεύχος 24, Ιανουάριος 2005.

Γκαργκάνας Χ. Νικόλαος, “H προσαρμογή στην ενιαία νομισματική πολιτική της ΕΚΤ”, τεύ-χος 25, Αύγουστος 2005.

Μητράκος Θεόδωρος, Συμιγιάννης Γεώργιος και Τζαμουράνη Παναγιώτα, “Το χρέος των ελλη-νικών νοικοκυριών: ενδείξεις από μία δειγματοληπτική έρευνα”, τεύχος 25, Αύγουστος 2005.

Νικολίτσα Δάφνη, “Κατά κεφαλήν εισόδημα, παραγωγικότητα και συμμετοχή στην αγορά εργα-σίας: οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία”, τεύχος 25, Αύγουστος 2005.

Νικολίτσα Δάφνη, “Η συμμετοχή των γυναικών στην ελληνική αγορά εργασίας: εξελίξεις καιπροσδιοριστικοί παράγοντες”, τεύχος 26, Ιανουάριος 2006.

Ζόνζηλος Νίκος και Μητράκος Θεόδωρος, “Διερεύνηση των επιδράσεων των εξωγενών δια-ταραχών στην εμμονή και τη δυναμική του πληθωρισμού: μια μακροοικονομική προσέγγισηγια την Ελλάδα”, τεύχος 26, Ιανουάριος 2006.

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 87

6-KATALOGOS ARTHON:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 87

Page 89: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Αθανάσογλου Παναγιώτης, Ασημακόπουλος Ιωάννης και Συριόπουλος Κωνσταντίνος, “Εξω-τερική χρηματοδότηση, ανάπτυξη και κεφαλαιακή δομή των επιχειρήσεων του Χρηματιστη-ρίου Αθηνών”, τεύχος 26, Ιανουάριος 2006.

Μητράκος Θεόδωρος και Νικολίτσα Δάφνη, “Η διάρκεια της ανεργίας στην Ελλάδα: εξελίξειςκαι χαρακτηριστικά”, τεύχος 27, Ιούλιος 2006.

Καλφάογλου Φαίδων, “Άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για το ελληνικό τραπε-ζικό σύστημα”, τεύχος 27, Ιούλιος 2006.

Παντελίδης Θ. Ευάγγελος και Κουβατσέας Α. Γεώργιος, “Έρευνα συνόρων για την ταξιδιω-τική δαπάνη: μεθοδολογία – παρουσίαση και αξιολόγηση αποτελεσμάτων 2003-2005”, τεύχος27, Ιούλιος 2006.

Βλασόπουλος Θωμάς και Μπρισίμης Σοφοκλής, “Προσδιοριστικοί παράγοντες των τραπεζικώνεπιτοκίων και συγκρίσεις μεταξύ Ελλάδος και ζώνης του ευρώ”, τεύχος 28, Φεβρουάριος 2007.

Συμιγιάννης Γεώργιος και Τζαμουράνη Παναγιώτα, “Δανεισμός και κοινωνικοοικονομικά χαρα-κτηριστικά των νοικοκυριών: αποτελέσματα από τις δειγματοληπτικές έρευνες της Τράπεζαςτης Ελλάδος”, τεύχος 28, Φεβρουάριος 2007.

Παπαπέτρου Ευαγγελία, “Εκπαίδευση, αγορά εργασίας και μισθολογικές διαφορές στηνΕλλάδα”, τεύχος 28, Φεβρουάριος 2007.

Χριστοδουλάκης Γεώργιος, “Η εξέλιξη των πιστωτικών κινδύνων: φαινόμενα, μέθοδοι και δια-χείριση”, τεύχος 28, Φεβρουάριος 2007.

Καράμπαλης Νικόλαος και Κοντέλης Ευριπίδης, “Η μέτρηση του πληθωρισμού στην Ελλάδα”,τεύχος 28, Φεβρουάριος 2007.

Καπόπουλος Παναγιώτης και Λαζαρέτου Σοφία, “Η παρουσία και ο ρόλος των ξένων τραπε-ζών: η εμπειρία των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης στην περίοδο μετάβασης”, τεύχος29, Oκτώβριος 2007.

Νικολίτσα Δάφνη , “Η συμμετοχή των νέων στην ελληνική αγορά εργασίας: εξελίξεις και προ-σκόμματα”, τεύχος 29, Oκτώβριος 2007.

Αλμπάνη Κ. Μαρία, Ζόνζηλος Γ. Νίκος και Μπραγουδάκης Γ. Ζαχαρίας, “Ένα λειτουργικόπλαίσιο για τη βραχυχρόνια πρόβλεψη του πληθωρισμού”, τεύχος 29, Oκτώβριος 2007.

Ασημακόπουλος Γ. Ιωάννης, Μπρισίμης Ν. Σοφοκλής και Ντελής Δ. Μάνθος, “Η αποτελε-σματικότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και οι προσδιοριστικοί της παράγοντες”,τεύχος 30, Μάιος 2008.

Μπαλφούσια Χιόνα, “Χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση: το Χρηματιστήριο Αθηνών στην ευρω-παϊκή χρηματοπιστωτική αγορά”, τεύχος 30, Μάιος 2008.

Μητράκος Θεόδωρος, “Παιδική φτώχεια: πρόσφατες εξελίξεις και προσδιοριστικοί παράγο-ντες”, τεύχος 30, Μάιος 2008.

Ασημακόπουλος Ιωάννης, Λαλούντας Διονύσης και Συριόπουλος Κωνσταντίνος, “Οι προσ-διοριστικοί παράγοντες της επιβίωσης των επιχειρήσεων στο Χρηματιστήριο Αθηνών”, τεύ-χος 31, Νοέμβριος 2008.

Πέτρουλας Παύλος, “Ξένες άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα”, τεύχος 31, Νοέμβριος 2008. Αναστασάτος Τάσος και Μάνου Κωνσταντίνα, “Κερδοσκοπικές επιθέσεις στη δραχμή και η

μετάβαση στο ευρώ”, τεύχος 31, Νοέμβριος 2008.Μητράκος Θεόδωρος και Συμιγιάννης Γεώργιος, “Προσδιοριστικοί παράγοντες του δανεισμού

και της χρηματοοικονομικής πίεσης των νοικοκυριών στην Ελλάδα”, τεύχος 32, Μάιος 2009.Παπάζογλου Χρήστος, “Είναι πράγματι χαμηλή η εξαγωγική επίδοση της Ελλάδος;”, τεύχος 32,

Μάιος 2009.Ζόνζηλος Νίκος, Μπραγουδάκης Ζαχαρίας και Παύλου Γεωργία, “Ανάλυση των αναθεωρήσεων

των προκαταρκτικών (flash) εκτιμήσεων των τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών”, τεύχος 32,Μάιος 2009.

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201088

6-KATALOGOS ARTHON:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 88

Page 90: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Ράπανος Βασίλης Θ. και Καπλάνογλου Γεωργία , “Ανεξάρτητα δημοσιονομικά συμβούλια καιο πιθανός ρόλος τους στην Ελλάδα”, τεύχος 33, Μάιος 2010.

Μητράκος Θεόδωρος, Τσακλόγλου Πάνος και Χολέζας Ιωάννης, “Προσδιοριστικοί παράγο-ντες της πιθανότητας ανεργίας των νέων στην Ελλάδα, με έμφαση στους αποφοίτους τριτο-βάθμιας εκπαίδευσης”, τεύχος 33, Μάιος 2010.

Gibson Heather και Μπαλφούσια Χιόνα, “Πληθωρισμός και ονομαστική αβεβαιότητα: η περί-πτωση της Ελλάδος”, τεύχος 33, Μάιος 2010.

Μηγιάκης Πέτρος Μ., “Προσδιοριστικοί παράγοντες της συσχέτισης μετοχών-ομολόγων στηνΕλλάδα”, τεύχος 33, Μάιος 2010.

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 2010 89

6-KATALOGOS ARTHON:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 89

Page 91: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Τεύχος 34Οικονομικό ΔελτίοΣεπτέμβριος 201090

6-KATALOGOS ARTHON:������ 1 12-10-10 12:03 ������ 90

Page 92: Τριακοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

ISSN: 1105 - 9729