Download - Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Transcript
Page 1: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ
Page 2: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ
Page 3: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Σάπιες Ιστορίες

Γιώργος Μικάλεφ

Ιστορίες που μου Διηγήθηκε ο Γιώργος Σάπιος… Κάποιες παίζει και να έχουν συμβεί…

αφιερωμένο σε σας που με αγαπήσατε & σε εσάς που μ’ αγαπάτε

Page 4: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Πρώτη έκδοση: Κέρκυρα Νοέμβρης 2013 Από τις εκδόσεις “Το Κόλο”

kolobooks.wordpress.com Προσοχή: όποιος αποπειραθεί

Να χρησιμοποιήσει μέρος αυτού του βιβλίου για οικονομικό όφελος,

θα εύχεται οι συνέπειες να ήταν νομικές

Page 5: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

τρία λόγια… Το βιβλίο τούτο είναι μια συλλογή από τις ιστορίες που μου διηγήθηκε ο Σάπιος τον τελευταίο καιρό. Κάποιες ίσως να τις έχετε διαβάσει σκόρπιες (οι πιο πιστοί) και κάποιες άλλες δημοσιεύονται πρώτη φορά σε αυτό εδώ το αρχείο... Το τελευταίο διάστημα τρέχω να προλάβω τη ζωή μου που άρχισε να τρέχει ξανά προς διάφορες κατευθύνσεις. Προσπαθώ να την προλαβαίνω και να την συμμαζεύω όταν ξεφεύγει αλλά δεν ξέρω αν τα καταφέρνω και πολύ καλά… Άλλες φορές ενθουσιάζομαι & άλλες νομίζω πως πηγαίνω στο γέρο Διάολο αλλά το μόνο σίγουρο (?) είναι ότι ακολουθώ το δρόμο μου και γράφω το δικό μου παραμύθι με τα καλά & τα άσχημα. Αυτό στην τελική νομίζω πως κάνει ο καθένας μας… γράφει από μια ιστορία, ένα παραμύθι.... ό,τι αρέσει στον καθένα… μπορεί να είναι μελό, δράμα, μελόδραμα, τρόμου, όπερα, σαπουνόπερα, δράσης, αδράνειας, παράνοιας, τσόντα ή όλα μαζί. Ο καθένας ακολουθεί το δρόμο του και εγώ τον δικό μου… και αρχίζω να νοιώθω επιτέλους άνετα με τον δρόμο μου και με τις επιλογές μου… Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε πολλούς Ανθρώπους… ένα σε εσένα που κάθεσαι να με διαβάσεις… και ένα σε εσένα που ξέρω πως βαριέσαι, αλλά θα ρίξεις τουλάχιστον ένα καλό ξεφύλλισμα...

Επικοινωνία & αντικοινωνικότητα

facebook.com/george.micalef georgemicalef.blogspot.gr [email protected]

Page 6: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Το Αυτοπυρπολημένο Μυαλό Δύο Σκύλων & Τρεισήμισι Κιλά Αγάπης

Καιρό είχα να γράψω… Τώρα που χορτάσαμε παγωτό, καφέ και θάνατο, είναι ο καιρός καλός για εξωτερική αναζήτηση και καταγραφή… Ο δρόμος φαινόταν ατέλειωτος και πράγματι ήταν… ο καθένας διαλέγει τον δρόμο του και ο δικός μας θαρρείς δεν θα τέλειωνε ούτε εκείνο το βράδυ. Ένοιωσα να πνίγομαι και σου ζήτησα να σταματήσεις. Κατέβηκα από τ’ αμάξι ζαλισμένος. Έπεσα στα γόνατα. Βγήκες να με βοηθήσεις, να δεις τι μου συμβαίνει μα σαν με αντίκρισες σε πλημύρισε ο τρόμος σαν κατάλαβες πως δεν ήμουν εγώ αυτός που κοιτούσες… Εγώ ήμουν χαμένος κάπου μακριά και τα μάτια μου είχαν κλείσει… Όταν τα άνοιξα δεν ήξερα που βρισκόμουν. Η μυρωδιά της αρρώστιας έμπαινε μέσα στα πνευμόνια μου… Ένα σπασμένο κομμάτι καθρέφτη στο πάτωμα βουτηγμένο στο αίμα, μου έδωσε να καταλάβω πως ήμουν σε κακά χάλια. Το φως κίτρινο και άρρωστο σαν το δέρμα μου εκείνο το βράδυ. Μια πόρτα στο βάθος και θόρυβοι… σημεία ζωής σκέφτηκα και είπα να τρέξω και την άνοιξα για να βρεθώ μαζί με τους ζωντανούς, μα με το θέαμα που αντίκρισα πεθύμησα ξανά τους σάπιους και τους σπασμένους… Αντίκρισα ένα μάτσο ανδρείκελα με βαθιά ντεκολτέ, τόσο ερωτευμένα με την ομορφιά τους, τραβάγανε μαλακία μπροστά σε έναν τεράστιο σπασμένο καθρέφτη στον τοίχο, την ώρα που οι μανάδες τους ξεπούλαγαν ισόβια τις ζαρωμένες σάρκες τους με δημοσιοϋπαλληλικά όνειρα. Δεν άντεξα… ξέρασα πάνω στους εφιάλτες τους και μπήκα στο τρένο… Πάρκαρα το τρένο στο γκαράζ και μπήκα σπίτι. Έφτιαξα καφέ να ξενερώσω. Τα χέρια μου χτυπημένα και το κουταλάκι μου έφυγε

Page 7: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

δυο φορές από τα χέρια και η Παναγία μου έφυγε τρεις φορές από το στόμα… Έκατσα στον καναπέ μετά από καιρό και άνοιξα την τηλεόραση. Είχα ξεχάσει πόσο άνετος ήταν. Κρύωνα και σκεπάστηκα με μια κουβέρτα. Το κεφάλι μου το ένοιωθα τόσο άσχημα χτυπημένο που δεν άντεξα και έβαλα ειδήσεις. Ακρωτηριασμοί, πατρίδες, δώρο ένα πλυντήριο, σεισμός, θάνατοι, φόβος θανάτου, φόβος φτώχειας, φόβος τρομοκρατίας, φόβος, έλεγχος, φαντασμαγορικά σώου με τραγούδι και χορό και μπόλικη δόση χούντας. Άντε γαμηθείτε… πείρα δυο χάπια και έπεσα για ύπνο… Ξύπνησα και είδα το πρόσωπο σου να λάμπει. Καθόμασταν σε μια στάση λεωφορείου. Έλαμπες. Η παράσταση είχε τελειώσει και χαζεύαμε το κωλόμπαρο απέναντι με τα δωμάτια από πάνω που κανείς δεν θα νοίκιαζε. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στην πολυκατοικία και τα καλώδια απ’ τις κεραίες που τρυπούσαν τα πλευρά της. Σε κοίταξα ξανά… ήρθε το λεωφορείο να μας πάρει στο σπίτι…. Σ’ αγαπώ… Το τηλέφωνο χτυπάει… Μόλις είχα καταφέρει να κοιμηθώ. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει όπως κάθε φορά που χτυπάει τέτοια ώρα το τηλέφωνο... Το σήκωσα… η φωνή σου στο ακουστικό… είμαστε βλέπεις καταδικασμένοι να σηκωνόμαστε, μαχαιρωμένοι κάθε φορά από αυτοαποκαλούμενους ανθρώπους και οι καρδιές μας να χτυπάνε ακόμα και όταν θα κολυμπάμε στα βαθιά, με μυαλά αυτοπυρπολημένα, να ατενίζουμε στο χάους τους και να ζητάμε λύτρωση… Σε φιλώ… Καλή σου νύχτα...

Page 8: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Σάπιου Μύθος I. Ο σκύλος κάποτε ρώτησε τον γάτο γιατί πίνει και εκείνος απάντησε… Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να πιω αλλά για κανέναν από αυτούς δεν πίνω. Πίνω μόνο για να ξεχάσω όλους αυτούς τους λόγους που εσύ με

τη γαμημένη σκυλίσια ερώτηση σου μου θυμίζεις.

Page 9: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Love, Peace & το Μπλε Μαγιόξυλο ενός Ισπανοτσολιά

Σαββάτο βράδυ και η προσπάθεια ανεύρεσης καλής ταινίας απεδείχθη άκαρπη. Έξω από το παράθυρο τα τέρατα του δρόμου κοιμόταν απειλητικά και εμπόδιζαν κάθε έξοδο από την κοινωνία. Καταλήξαμε στο “Into The Wild” που τόσα πολλά είχαμε ακούσει. Δεν πρέπει να καταφέραμε να τη δούμε ως τη μέση. Δεν μπορώ να γνωρίζω τι είχε στο μυαλό του ο Χριστόφορος McCandless όσο ζούσε, αλλά η ταινία παραήταν κάπως… περίεργη. Τι να πούμε και εμείς που μεγαλώσαμε βυζαίνοντας σκίουρος και τρώγοντας κομματάκια άθλιας σοκολάτας, στις φτωχογειτονιές της Ευρασίας… Φάγαμε τα σουβλάκια, κατέβηκα απ’ το λεωφορείο και πείρα ένα τρένο. Μπήκα στην πολυκατοικία, ανέβηκα με τον ανελκυστήρα και περπάτησα τις σκάλες. Χτύπησα το κουδούνι και μου άνοιξες την πόρτα. Μου είπες πως μ’ αγαπάς και ο σκύλος σου με φώναξε στο μπαλκόνι. Έντρομος μου έδειξε δέκα Ισπανοτσολιάδες να αράζουν πάνω σε ένα κομμάτι πλεξιγκλάς, δίπλα στο τσιπουράδικο του άγιου Χριστόφορου του Κυνοκέφαλου. Προσπάθησα να ηρεμίσω τον γάτο, χαϊδεύοντας του το κεφάλι και μπαίνοντας πάλι μέσα σε φίλησα στο στόμα και σου είπα πως σε αγαπώ και εγώ… μα εσύ δεν με πίστεψες. Κατέβηκα απ’ το τραμ και αγόρασα μια πίτα με γύρο, πατάτες και σάλτσα και καθώς το λάδι έσταζε και γυάλιζε το πλαστικό των παπουτσιών μου, άρχισα να φιλοσοφώ τη ζωή… Εμείς δεν γίναμε ποτέ Ισπανοτσολιάδες και τα δικά μας τα κουφάρια, τα έκαιγε η ιερά εξέταση την ώρα που εσείς βρίζατε

Page 10: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

κάποιον άγνωστο υπουργό δικαιοσύνης, πίνοντας ντόπιες μπύρες σε κάποια συναγωγή… εμείς βρίζαμε τον ίδιο τον Θεό και πηδιόμασταν σαν τα ζώα για να ερωτευθούμε σαν άνθρωποι, όπως μου είπε πρόσφατα μια φίλη… κάπου το είδε γραμμένο… και στο παράθυρο από κάτω έγραφε… “ΑΓΑΠΗ ΡΕ ΜΟΥΝΙΑ”. Το είδα καθώς προσπάθησα να σηκωθώ μονάχος, αιμορραγώντας σε μια σκοτεινή μεριά της πλατείας, διαπιστώνοντας πως δεν μπορούσα πια να σηκωθώ, πέφτοντας ξανά κάτω μέσα στα δικά μου αίματα και φωνάζοντας βοήθεια χωρίς να μου έχει απομείνει φωνή, αφού την ξόδεψα όλη για να γελάσω με ένα ζευγάρι παραμορφωμένα χέρια… Πώς να σε πάρω μετά στα σοβαρά αγαπητό κουτσαβάκι που θες να μαρκάρεις την περιοχή σου? Πετάω τα χαρτιά μου και πάω πάσο, αφού πρώτα μπλοφάρω μέχρι να γαμηθώ ξανά στα γέλια για τη σιγουριά σου. Έχεις περάσει πολλά… είμαι σίγουρος… Έχεις γυρίσει και τον κόσμο, στα ρηχά πάντα κολυμπώντας και έχεις ζήσει σε μέρη μακρινά, μακριά απ’ τους δικούς σου που πάντα θα σε αγαπούν για το ανήσυχο πνεύμα σου και εσύ θα σηκώνεις τα λεφτά από την τράπεζα και θα σκέφτεσαι αν θα τους σηκώσεις το γαμημένο τηλέφωνο, τυφλωμένος από το όραμα σου για έναν καλύτερο κόσμο, πνίγεσαι ανάμεσα στα υγρά μπούτια κάποιας πρώην σου… Βλέπεις άνθρωπε, που ποτέ δεν θα γίνεις φίλος μου, εμένα οι φίλοι μου μπαίνουν στα μαγαζιά, που εσύ θα πας για να (ε)πηδήξεις και ξερνάνε με κραυγές πάνω στα πανάκριβα σου ρούχα και γεμίζουν με ξερατά και όνειρα τα καλοχτενισμένα μαλλιά της γκόμενας σου. Φεύγοντας φοράνε τρία σακάκια μαζί (το ένα ήταν δικό σου) και γράφουν στα αρχίδια τους κάθε φασίστα πορτιέρη. Εμένα οι φίλοι καρφώνουν το μαχαίρι στην παλάμη τους και ύστερα χέζουν επάνω στην καλαισθησία σου και τον εγωκεντρισμό σου. Και όταν ο πατέρας σου αρχίζει να παινεύεται για το γιο του, καθώς

Page 11: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

παραγγέλνει σουβλάκια, για να μας δείξει πόσο πετυχημένος είσαι, εμείς παραγγέλνουμε κοντοσούβλι και τον γράφουμε στ’ αρχίδια μας. Πως θες να κάνουμε παρέα λοιπόν?

“Θάνατος σε αυτούς που δολοφονούν την αγάπη …και σκατά στους φασίστες”

Page 12: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Σάπιου Μύθος ΙΙ. Ένας σκύλος έκανε έρωτα με έναν άλλο σκύλο σε ένα συνεργείο. Ένας

ομοφυλόφιλος μυοπόταμος τους κοιτούσε με μια δόση ζήλιας που εκείνος δεν μπορούσε να ερωτοτροπήσει όπως οι σκύλοι και με

θρασύτητα απερίγραπτη τους πέταξε έναν κουβά νερό. Τότε οι δύο σκύλοι μετά από μερικά γαμοσταυρίδια, έπιασαν το ομοφυλόφιλο

ζώο και του έδειξαν πως κάνουν έρωτα οι σκύλοι.

Page 13: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Σαν της κωλοφωτιάς τον κώλο…

Τα λόγια τα ωραία ο σκύλος μου ποτέ δεν τα ‘μαθε και ποτέ δεν τα μίλησε. Μήτε ορθογραφία εγνώριζε, μήτε γραφή και ωραίους τρόπους. Νόμους ανθρώπινους ποτέ δεν τους εννόησε και το περπάτημα του περίεργο, λαβωμένος σαν ήταν. Αλλά το βλέμμα του σοφό και η ψυχή του καθάρια, σαν τις ψυχές των μωρών. Και η σιωπή του αρκούσε για να διδάξει σχολειά ολόκληρα… αλλά τα σχολειά ποτέ τη γνώμη του δεν εζήτησαν και οι άνθρωποι να διδαχθούν από τη σιωπή του άχρηστοι ήσαν. Εκείνος συνέχιζε να σωπαίνει την ώρα που όλοι έσκουζαν τα δίκια τους. Κρυφό παράπονο είχε και πικρία στα μάτια, αλλά το στόμα παρέμενε κλειστό. Μονάχα όταν τον σκότωναν άνοιξε το στόμα του και ψέλλισε μια ερώτηση… τι αξίζει? Ο γάτος σοφός δεν ήταν σαν τον σκύλο. Αλλά την ώρα που ο πιστός εχθρός τους ξεψυχούσε, εδάκρυσε και αυτός και οι εφτά ψυχές του… και τα λόγια του τα στερνά, εκράτησε εις την μονάκριβη καρδιά του φυλαμένα. Όταν βαριά αρρώστησε, στο νεκρικό του το χαλί εσυλλογιζόταν… θεατές των τελευταίων του στιγμών, τα τέσσερα από τα τριάντα-τρία παιδιά του και οι δύο από τις εφτά ψυχές του… Αξίζει να ζεις για ένα όνειρο και να σε κάψει και η φωτιά του? Όχι δεν αξίζει… Στο Δίαολο και τα όνειρα και ο Διάολος ο ίδιος! Λόγια, λέξεις και γράμματα είναι όλα αυτά… εμείς δεν είμαστε φτιαγμένοι από αυτά και πανεπιστήμια δεν πήγαμε για να τα νοήσουμε. Τον πόνο των εφτά ψυχών μας, όλοι αυτοί οι λογάτορες, αδύνατο να νοιώσουν… και αν ποτέ τον νοιώσουν, μολύβι και χαρτί θα πάρουν για να τον καταγράψουν με γράμματα άψυχα και λόγια άθλια και όμορφα. Αλλά ο πόνος μας δεν είναι τα λόγια τα όμορφα εκείνων

Page 14: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

που κοιτάνε τις λέξεις και τις μουσούδες τους να πουλήσουν. Και οι χαρές μας το ίδιο. Εγώ όσο ζούσα να τα πω δεν ήθελα παρά να τα ζήσω μόνο. Και τα έζησα και τα εχάρηκα και τα επόνεσα και για πράγματα που δεν εμπόραγα να αλλάξω δεν μετάνιωσα. Αν είναι να κρατήσετε δυο λόγια από εμέ να είναι μονάχα αυτά… να αγαπάτε… Ο γάτος έκλεισε τα μάτια και εκοιμήθει και όταν εξύπνησε ήταν κοντά του ο σκύλος και τον επήρε ψηλά στις γειτονιές των ουρανών και κυνηγήθηκαν όπως τότε και εγέλασαν και αιώνια φωτισμένοι ήσαν και το φως τους αγνό… σαν της κωλοφωτιάς τον κώλο…

Page 15: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Σάπιου Μύθος ΙΙΙ.

Στη λίμνη ένα βράδυ μία πάπια φλέρταρε χυδαία με έναν κάβουρα. Την ώρα που ψήθηκε η κατάσταση και ετοιμαζόταν να πάνε στην καβουροφωλιά να βγάλουν τα μάτια τους, ένας μουνουχισμένος

κυνηγός, πυροβόλησε τον κάβουρα στο κεφάλι και τον σκότωσε. Η πάπια πέταξε μακριά και παντρεύτηκε έναν Αύγουστο.

Page 16: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

ένας μπάσταρδος σκύλος, μία μεγάλη αγάπη & ο φασισμός στον Άγιο Ονούφριο της Αστόριας…

Ο σκύλος έκοβε βόλτες πάνω κάτω στην αυλή. Μπάσταρδος και σοφός μέχρι αηδίας. Τα βράδια έτρωγε τις σάρκες των εγωκεντρικών περαστικών και τα πρωινά σκότωνε γριές πουτάνες που πούλησαν τα νιάτα τους στο πανηγύρι του Άη Λεία. Τα μεσημέρια μόνο, το αιμοδιψή τετράποδο, τους έγραφε όλους και κοιμόταν και ονειρευόταν την επανάσταση των μπάσταρδων τετράποδων. Ονειρευόταν ανθρώπους και μυοπόταμους, κατακρεουργημένους και ευκατάστατους σαν τα παιδιά στην Αστόρια που τα βίασε αιμοδιψή μαρσιποφόρο. Κάτι παρόμοιο είχε στο νου του και ο καλός του ο αφέντης, την ώρα που το τάιζε με ανθρώπινο αίμα αγέννητων ψυχών και χαλασμένα όσπρια. Ο αφέντης είχε δύο κόρες. Τις σκότωσε και τις δύο στο ποτάμι την ώρα που πότιζε τα μπρόκολα. Το έκανε μόνο και μόνο για να αποδείξει στο σκύλο του πόσο πολύ μισούσε τους μυοπόταμους το καλοκαίρι και τα τζιτζίκια το Χειμώνα. Ο σκύλος χρειάστηκε ένα μήνα να συνέλθει από το αρχικό σοκ και τρεις νύχτες για να φάει μπισκότα. Μισούσε την κοινωνία και τους νόμους της, μισούσε τη ρίγανη και το θυμάρι και μισούσε και τον ίδιο του τον εαυτό, γιατί ποτέ δεν μπόρεσε να αγαπήσει τη θάλασσα και τα άγρια δέντρα. Προτιμούσε να αγαπάει τις ζεστές σάρκες των θυμάτων του και να γεύεται κάθε απόλαυση που του προσέφερε η νεκρή φύση. Ήθελε να πετάξει αλλά ποτέ δεν τα κατάφερνε. Μονάχα την ώρα που πέταγε τα κατάφερνε και αυτό μέχρι να πατήσει πάλι τα δύο μπροστινά πόδια του στο χώμα και να μυρίσει τη σαπίλα των νεκρών που κρυβόταν κάτω από αυτό. Μια κοπέλα ερχόταν από τον Άγιο Ονούφριο. Μια Τετάρτη της μίλησε και της ξεδίπλωσε προσεκτικά στο τραπέζι τα συναισθήματα του. Η κοπέλα τον κοιτούσε σαν φλιτζάνι και

Page 17: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

αυτός πείρε ένα πριόνι και έκοψε το χέρι του. Το έβαλε στη φωτιά για να σταματήσει η αιμορραγία και για τελείωμα, τρόχισε το κόκαλο στον τροχό για να το κάνει ποντερνό σαν σουβλάκι από το πανηγύρι του Άη Σαύρου. Η κοπέλα συνέχισε να τον κοιτάει σαν ένα κομμάτι ξύλο με κρέας. Αυτός πήρε ένα μαχαίρι με το γερό του χέρι, το τρόχισε και αυτό και άνοιξε μια μεγάλη τρύπα στην κοιλιά του. Έχωσε μέσα στην τρύπα το καινούριο του χέρι και ψαχούλεψε μέχρι που βρήκε την καρδιά του και την τρύπησε με το σουβλάκι. Της την έβαλε στην εφημερίδα, την τύλιξε και την πέταξε στα σκουπίδια λέγοντας… Εσύ που με κοιτάς με τα καστανά σου μάτια και περιμένεις τις κουβέντες που θα πω για να μου τις γυρίσεις πίσω και να με καρφώσεις με τα σίγματα τα τελικά σου. Εσύ που με αγάπησες, σαν ήμουνα Χριστός και Άχριστο στην εκκλησία με κατηγορούσες. Τι και αν δε με αγαπάς και αν η πόρτα της καρδιάς σου και τα πόδια σου είναι κλειστά. Τι και αν με μαχαίρωσες την ώρα που κοιμόμουν με τη φίλη του ψαρά που δε φορούσε βρώμικες κάλτσες. Εγώ όλα αυτά καθόλου δεν τα βλέπω, γιατί είμαι τυφλός και από σήμερα εγώ καρδιά δεν έχω να σου δώσω. Μόνο πάρε τούτον το σκύλο…της είπε και ο σκύλος έφαγε ένα παιδάκι στο δρόμο που περνούσε. Το αίμα έσταζε από το αμπέλι του ψαρά και ο ουρανός θεσπέσιος φεγγοβολούσε κάτω από το κρεβάτι και μέσα στις καρδιές μικρών παιδιών, την ώρα που το παγωτό τους πέφτει στο χώμα. Εκείνα κλαίνε γιατί λεφτά για παγωτό άλλο δεν έχουν και ο σκύλος τον σκότωσε τον μπάσταρδο, για να τον απαλλάξει από το αυριανό του μαρτύριο. Και το βρέφος φώναξε… Δεν μου λες κύριε τσιγγάνε… γιατί τα ποντίκια σφυρίζουν στις ακρογιαλιές και τα ψάρια ερωτεύονται το καβούκι τους… να μου πεις ιστορίες παλιές για πολέμους και όμορφες κυρές που τα πόδια τους ήταν πάντα ανοιχτά και ποτέ δεν χρειάστηκε να τρέξουν στην αγορά για ένα αβγό. Και η σαλάτα, η σημαιοστολισμένη,

Page 18: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

κατρακύλησε το βράχο και έσπασε τα αβγά της κότας. Και η κότα πέθανε από καρδιά. Ήταν πρωί και η γριά ήταν ακόμα ζωντανή και συνάμα πεθαμένη σαν κουνουπίδι πεθαμένο που βρωμάει. Ο σκύλος κατούρησε τη γωνία και ο αφέντης του κουλός και μισόγυμνος, έπλενε τα μούτρα του. Η κοπέλα ρεύτηκε την καρδιά που μόλις έφαγε από τα σκουπίδια και είπε συγνώμη. Συγνώμη γιατί? Αναρωτήθηκε το βρέφος? Για τη ζωή που αρνήθηκε να ζήσει ή για την αγάπη που έκλεισε στο ντουλάπι με τα δημητριακά και τα σπαράγγια? Στο ντουλάπι, χαραγμένο με μαχαίρι κουζίνας έγραφε… δεν θα περάσει ο φασισμός…

Page 19: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Σάπιου Μύθος ΙV. Ο μυοκάστορας ένα βράδυ τα έπινε μαζί με τον γάτο. Ο γάτος ρώτησε το συμπότη του γιατί πίνει. Ο μυοκάστορας του απάντησε… δεν μας

γαμάς ρε γάτε. Και έτσι έγινε…

Page 20: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Αίμα, Τιμή & Λίπασμα Για Το Χωράφι Ενός Νεκρού Σκύλου

Κλεισμένος μέσα σε κόσμο δικό μου, την ώρα που τα κτήνη κοιτάνε πώς να σπάσουνε τις σάπιες πόρτες τις αμπαρωμένες, κάθομαι ήρεμος και βλέπω γύρω μου παιδιά που ξέρουν να αγαπάνε. Σαν πλησιάζω το παράθυρο βλέπω πίσω απ’ το τζάμι ανθρώπους που περιμένουν ένα ματωμένο χέρι να τους υποδείξει τον φετινό τους στόχο. Το χέρι κατευθύνεται χωρίς ενοχές και δείχνει μια γωνιά. Στη γωνιά αυτή βρίσκονται κάτι σκουριασμένοι απόκληροι… παιδιά ενός ξένου Θεού. Τα χέρια των ανθρώπων σκληρά σαν πέτρα και το αίμα στις φλέβες μολυσμένο με μίσος… μίσος τυφλό που πια δεν μπορεί να εκτονωθεί ατιμώρητα σε κορμί γυναικείο. Η μάζα με τρομάζει… Πάω να κλείσω το παράθυρο αλλά ξέχασα πως δεν έχω μπατζούρια, ούτε κουρτίνες. Δεν θέλω να βλέπω αλλά πρέπει… πρέπει να δω τη κτηνωδία του θηρίου. Πρέπει να δω και πρέπει κάποτε να πράξω… Τα μάτια αρνούνται να κλείσουνε και τα χέρια αρνούνται να χτυπήσουν ξένη σάρκα. Τα χείλη μου μονάχα γελούν και μου θυμίζουν πως ποτέ δεν θα μου λείψει το κρέας… Και κάθομαι στο τραπέζι δίπλα στο παράθυρο και χαζεύω μια άδικη πρωτόγνωρη για τα μάτια μου σφαγή. Ανοίγω την ασπρόμαυρη τηλεόραση και χαζεύω μια σφαγή που πια μας έγινε συνήθεια. Και σηκώνομαι και λέω στη Μαρία να γυρίσουμε σπίτι με τη μηχανή. Και γυρνάμε μέσα σε δρόμους σκοτεινούς πνιγμένους στα βάτα. Σαν φτάσουμε στο κουρελιασμένο σπίτι που αγάπη θυμίζει, βλέπω ανθρώπους που από καιρό είχα χάσει και εκείνοι χαίρονται που με βλέπουν και με αγκαλιάζουν… μα εγώ τρέχω να φύγω γιατί φοβάμαι μην ανακαλύψουν ότι η καρδιά λείπει από το στήθος μου. Και η Μαρία τρέχει πίσω μου και φεύγει μαζί μου ώσπου στο δρόμο χάνεται και αυτή σιγά-σιγά και μαζί της και τα δέντρα και ο ουρανός και τα χώματα. Και να ‘μαι πάλι εδώ μόνος, νοιώθοντας τύψεις για μια μεγάλη προδοσία. Και να ‘μαι πάλι μόνος με έναν

Page 21: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

σκύλο που από καιρό έχει πεθάνει… κοντεύει χρόνος μα εγώ ακόμα προσπαθώ να τον αναστήσω… και τον ρωτάω να μου πει ποιος είμαι και που πηγαίνω. Και εκείνος μου δείχνει άψυχα προς το ντουλάπι στο βάθος του κήπου. Ανοίγω το ντουλάπι με το σκουριασμένο κλειδί και βλέπω πως το μόνο πράγμα που έχει απομείνει εκεί μέσα ζωντανό είναι ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Κοιτάω τον σκύλο μου στα μάτια και με ένα του άψυχο νεύμα και χωρίς δεύτερη σκέψη, το καρφώνω από συνήθεια εκεί που κάποτε ήταν η καρδιά μου…. Είμαι ξαπλωμένος πάνω σε ένα χαλί μουσκεμένο από το αίμα. Αλλά όσες μέρες, μήνες, χρόνια και να περάσουν, η ψυχή μου αρνείται να αφήσει αυτό το τσακισμένο κουφάρι. Και έρχεται κάθε τόσο ένας σκύλος και γλύφει τις πληγές μου… και έρχεται κάθε τόσο μία γάτα και πάλι τις ανοίγει…. Σηκώνομαι κάθε τόσο από το χαλί και κόβω βόλτες μέσα στον κόσμο μου. Όσο και οι πόρτες να χτυπιούνται από τα κτήνη, ξέρω πως δεν μπορούν να μπούνε μέσα. Το μυαλό το δικό μου δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από τέτοια κτήνη… δεν έχουν τη δύναμη να το βλάψουνε… έχει άλλα κτήνη δικά του… να το φοβίζουν και να το παρηγορούν… Κάθομαι ξανά στο τραπέζι μου και συλλογιέμαι τα χώματα, τα αγκάθια και τα αίματα. Αναρωτιέμαι τι να σημαίνει για τους άλλους η πατρίδα και πώς να περνάει απόψε η Μαρία στα ξένα. Και αναρωτιέμαι τι να σημαίνει φασισμός και τι γεύση να έχει απόψε η κάρδια του κτήνους. Σκύβω και γεμίζω τη χούφτα με χώμα. Χώμα που πάτησα παιδί… χώμα που οι παππούδες έσκαψαν και δούλεψαν… χώμα που τους τάιζε και με ταΐζει και μένα και θα ταΐζει τα παιδιά μου. Αυτό το χώμα αγαπώ και αίμα ή χρώμα τα μάτια μου δεν βλέπουν μέσα του.

Page 22: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Δεν θα το ποτίσω μόνο με αγάπη αραιωμένη σε νερό… θα το ποτίσω με το αίμα όσων θέλησαν την αγάπη να σκοτώσουν. Λίπασμα του θα γίνουν τα πόδια και τα χέρια που χτυπάνε τη γενιά μου. Και για σκιάχτρα θα βάλω τα κορμιά που πνιγμένα στο φαρμάκι του μίσους, δαγκώνουν τα παιδιά μου… Η ώρα πέρασε. Ξαπλώνω πάλι στο ματωμένο χαλί να ξεκουράσω το ταλαιπωρημένο κουφάρι μου. Το βράδυ θα δω όνειρα μεγάλα και λαμπρά. Θα κάθομαι λέει σε μια θάλασσα και θα κοιτώ τον ορίζοντα… θα νοσταλγώ εκείνα τα χώματα που πόδι ανθρώπου δεν πάτησε και θα παρακαλώ κάποιο Θεό να με κόψει πριν να γίνω εγώ αυτός που θα τα πατήσει.

Page 23: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Σάπιου Μύθος V.

Πριν δέκα χρόνια ο λύκος εγκαταστάθηκε στο χωριό και άνοιξε ψησταριά για χορτοφάγους. Οι μόνοι πελάτες του ήταν ο τράγος και ο μυοκάστορας ο μερακλής που έπινε ρετσίνα με τηγανητές μελιτζάνες και φασόλια. Ένα βράδυ μπήκε στην ψησταριά το χέλι να πουλήσει προστασία. Ο τράγος του είπε "δεν μας γαμάς ρε χέλι…” και ο λύκος το έπιασε και το πέταξε στο καυτό τηγανόλαδο. Εκείνο έσκουζε και

φώναζε “την έχετε γαμήσει μπάσταρδοι” την ίδια ώρα που το στομάχι του μυοκάστορα γουργούριζε για τον καινούριο μεζέ…

Page 24: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Ερωτικό Γράμμα Ενός Μελλοθάνατου Σε Μια Αγράμματη

18/3/2012 Τι και αν έφυγες και σε πήραν μακριά μου μέσα σε φωνές και ποδοβολητά άψυχων διπρόσωπων καγκουρό… Ήσουνα πάντα εκεί όταν έπεφτα αλλά ποτέ όταν σηκωνόμουν αβοήθητος τη νύχτα του τραγικού ξεσηκωμού… Τότε που μαύρα άλογα καβάλα σε τυχάρπαστα, δίκυκλα αυτοκίνητα, συγκρούστηκαν αιματηρά με τους κλόουν της πάνω γειτονιάς. Πλημυρισμένοι δρόμοι από άψυχες ψυχές και κουφάρια πλαστικού, αγοραίου έρωτα που μην έχοντας που να κρυφτούνε, πέσανε στις γραμμές του αστικού λεωφορείου και τα παρέσυραν τα ρακούν της Αστάρτης. Μα εγώ θα σε αγαπάω και πάντα θα νοσταλγώ τις νύχτες που μου έλεγες το αντίο. Εκεί στο σκοτεινό δωμάτιο που η ψυχή μου σκότωνε τ’ αριστερό μου χέρι και το κατέστησε άχρηστο για τη μεγάλη μάχη. Και πάντα σε κοιτούσα να απομακρύνεσαι και να χάνεσαι στον ορίζοντα… ακόμα και τις νύχτες που έλειπα πέρα από τις θάλασσες που γνώρισαν τα πόδια σου. Θυμήσου αγαπημένη μου και την θυσία την μεγάλη, τη δικιά μου. Τότε που έκοψα κομμάτια από τις σάρκες μου για να στις στείλω να χορτάσεις. Και τα δόντια της μαύρης αλεπούς ανίκανα την πληγή να κλείσουν. Καταδικασμένος σε θάνατο για τις φριχτές μου πράξεις, σου γράφω ένα γράμμα και ας ξέρω πως δεν θα το διαβάσεις ποτέ. Αγράμματη νεράιδα μου, είσαι το φως μες στην ψυχή μου εδώ στην ξένη. Και ξανά μονάχος στο σκοτεινό κελί μου, με μόνη παρηγοριά το ορφανό ρακούν μου. Προσευχόμασταν μαζί στην ψυχή της Αστάρτης και ακόμα ζητάμε αγάπη από τις πληγές που αρνήθηκαν

Page 25: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

να κλείσουν. Τον ορφανό σύντροφο μου κοιτάω στα μάτια και του ζητώ παρηγοριά στο φόβο του θανάτου. Και εκείνος δακρυσμένος αγκαλιάζει το κοάλα και το φιλάει σταυρωτά στα στήθια. Πριν χαθεί το τελευταίο δάκρυ ο δεσμοφύλακας απομακρύνει το χέρι μου από τον αφαλό της μάνας Γης και εγώ κουλουριασμένος του ζητάω την αρχή της μαύρης ξέρας. Στέκομαι σε απόσπασμα με γάτες και λουλούδια, περιμένοντας το τηλεφώνημα του πατέρα σου για να με σώσει. Μπροστά μου τέσσερα σκαθάρια με ουρά ποντικού και μάτια σμέρνας με κοίταξαν στα δόντια πριν καλά-καλά σταθώ στον ορθόλιθο της αυλόπορτας. Οι δικαστές με κοίταξαν στα μάτια και έξυσαν την πλάτη μου με τη μητρική συμπόνια του αλόγου. Μέτρησαν τρία γράμματα και τουφέκισαν τον καθαρό αέρα. Τα ποντίκια και τα ψάρια όρμισαν στις σάρκες μου και μέσα σε τρεις μέρες με κατασπάραξαν με θράσος. Και αν πέθανα και τώρα σε κοιτάζω από το στομάχι ενός γαιοσκώληκα, ακόμα θα σε αγαπάω και θα νοσταλγώ το φευγιό σου…

Page 26: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Σάπιου Μύθος VI.

Το τσοπανόσκυλο κόντευε να πνιγεί από το σφιχτό κολάρο και ζήτησε από τον γάτο να του το χαλαρώσει. Ο γάτος του ζήτησε να

χαμηλώσει το κεφάλι του για να τον βοηθήσει. Τότε ο γάτος έβγαλε ένα σουγιά και του έκοψε το λαιμό.

Page 27: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Το Χαλί

Πριν στάξει στο χαλί και η τελευταία σταγόνα λογικής από το μυαλό του άρρωστου σκύλου, γύμνωσε τα δόντια του και δάγκωσε με λύσσα το πόδι του κοριτσιού. Εκείνη ούρλιαζε από τον πόνο καθώς το τετράποδο ζώο έκανε δικό του ένα κομμάτι φρέσκιας σάρκας από τη γάμπα της. Μόλις το ματωμένο πόδι ελευθερώθηκε από τα σουβλερά δόντια του θηρίου, το κορίτσι το κλώτσησε τόσο δυνατά, που έκανε το κτήνος να πετάξει και να προσγειωθεί απότομα πίσω από τον καναπέ, ανοίγοντας το κεφάλι του στον τοίχο . Εκεί πίσω, μέσα σε ένα ξεχασμένο ανθοδοχείο, βρισκόταν μια μεγάλη ποσότητα από τη χαμένη λογική του ζώου. Άνοιξε με τα μπροστινά του χέρια ακόμα περισσότερο το κεφάλι του και με το μυαλό του ρούφηξε και την τελευταία σταγόνα λογικής που του έλειπε. Η κοπέλα κλαίγοντας σπαραχτικά από τον πόνο, είχε κουλουριαστεί σε μια γωνία και με μια παλιά πετσέτα προσπαθούσε να σταματήσει το αίμα που έσταζε και λέρωνε το αγαπημένο της χαλί. Ο σκύλος, γεμάτος λογική και αγάπη, την πλησίασε και εκείνη τον έβαλε στην αγκαλιά της και χάιδευε το ματωμένο του κεφάλι. Άνοιξε τότε το στόμα του και της έδωσε πίσω το κομμάτι σάρκας που της έλειπε. Η κοπέλα το πείρε και το τοποθέτησε πίσω στη θέση του. Όταν χτύπησε αργότερα την πόρτα το αγόρι, η κοπέλα κοιμόταν στο χαλί της και ο σκύλος άνοιξε την πόρτα. Μπαίνοντας χαιρέτησε το σκύλο και τον πείρε στην αγκαλιά του. Το ζωντανό του διηγήθηκε τι είχε συμβεί. Καθησύχασε τον σκύλο και του είπε να μην στενοχωριέται αφού τώρα όλα είχαν πάει στη θέση τους και για το χαλί δεν πειράζει. Πήγε πάνω απ την κοπέλα και της χάιδεψε στοργικά τα μαλλιά. Ήταν στενοχωρημένος για ότι είχε συμβεί στην κοπέλα και στο χαλί, αλλά προσπάθησε να το κρύψει. Εκείνη όμως μυρίστηκε τον οίκτο του και ξύπνησε. Όρμισε στο αγόρι

Page 28: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

αιφνιδιάζοντας το και του δάγκωσε το μάγουλο μέχρι που τα πάνω δόντια να ενωθούν με τα κάτω και ένα κομμάτι του αγοριού να καταλήξει στο άδειο στομάχι της κοπέλας, αμάσητο. Τον κοίταξε στα μάτια. Εκείνος δάκρυσε από παράπονο και όχι από πόνο. Η πληγή στο πρόσωπο του αιμορραγούσε άσχημα, λερώνοντας τα ρούχα του και ακόμα περισσότερο το χαλί. Η κοπέλα δακρυσμένη και αυτή τον κοίταζε στα μάτια και του είπε… μόλις γίναμε ένα. Τότε αγκαλιάστηκαν σιωπηλά και άρχισαν να γελάνε δυνατά.

Page 29: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Σάπιου Μύθος VII.

Ένας μεγάλος αρουραίος ήταν στην παραλία με τον μυοκάστορα και πίνανε μπύρες. Ο τελευταίος ρώτησε τον αρουραίο γιατί πίνει και του

απάντησε… πίνω για να ξεχάσω τα υλικά δεσμά αυτού του κόσμου που κρατάνε το πνεύμα μου σκλαβωμένο στους υπονόμους της

ύπαρξης. Ο μυοκάστορας κοίταξε τον αρουραίο και κατέβασε την μπύρα του με ευχαρίστηση… το βγάλαμε το μεροκάματο και

σήμερα… σκέφτηκε ενδόμυχα…

Page 30: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Για Τον Μικρό Μου Φίλο

Ήταν το μεσημέρι μιας ανοιξιάτικης μέρας που ξεκίνησε με δυνατό πονοκέφαλο και ένα σωρό ανούσιες υποχρεώσεις. Στο τραπέζι της κουζίνας ο μικρός μου φίλος, που δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα του, μου εξομολογήθηκε ότι τα παιδιά στο σχολείο τον κοροϊδεύουν. Του βγάλανε και κάποιο όνομα που εκείνη τη στιγμή δεν το θυμόταν ή πιο πιθανό να ντρεπόταν να το αναφέρει. Τον ρώτησα πόσα ήταν αυτά τα παιδιά και μου απάντησε… -Πολλά -Όταν λες πολλά πόσα? 20? -Όχι πιο λίγα -30? -Όχι πιο λίγοι -10? -Πιο κάτω. -Πέντε? -Ναι! Προσπάθησα να τον καθησυχάσω λέγοντας του ότι τα παιδιά σε αυτή την ηλικία πολλές φορές μπορεί να είναι σκληρά και δεν καταλαβαίνουν και άλλες τέτοιες μαλακίες που το φοβισμένο μυαλό ενός οχτάχρονου δεν χαμπαριάζει με τέτοια επιστημονικά... Μόλις συνειδητοποίησα ότι αυτά που έλεγα δεν είχαν κανένα νόημα για τον μικρό μου φίλο, τον καθησύχασα πραγματικά λέγοντας του ότι θα πάω στο σχολείο στο δεύτερο διάλλειμα να τακτοποιήσω το θέμα. Τότε ο μικρός ηρέμισε και επιτέλους ξεκίνησε να τρώει ένα μεγάλο κομμάτι πίτσα. Το κεφάλι μου ήταν έτοιμο να σπάσει και το στομάχι μου ήταν σε μαύρα χάλια. Έφτιαξα μια ζεστή σοκολάτα και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Το μόνο που ακουγόταν στο δωμάτιο ήταν τα πουλιά

Page 31: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

απ’ έξω και ο μικρός στον υπολογιστή που έπαιζε ένα παιχνίδι με πρόβατα. Ξάπλωσα ανάσκελα και έκλεισα τα μάτια μου. Δεν την πάλευα με τίποτα. Κατέβασα τη σοκολάτα μου με τρεις ρουφηξιές και άρχισα να σκέφτομαι… Μετά από μισή ώρα κουράστηκα να σκέφτομαι και σταμάτησα… Το πρωί ο μικρός πήγε σχολείο χαρούμενος. Μού είχε εμπιστοσύνη. Πίστευε πως η παρέμβαση μου θα άλλαζε το καθημερινό του μαρτύριο. Δεν έπρεπε να τον απογοητεύσω… Πήρα τηλέφωνο τον Τζίμη. Το κουδούνι χτυπάει. Τα παιδιά ορμάνε στην αυλή χαρούμενα φωνάζοντας. Τα παιχνίδια αμέσως ξεκίνησαν. Κυνηγητό η τρίτη τάξη με τη Δευτέρα, οι πιο μεγάλοι μπάσκετ και άλλοι παίζανε μήλα. Δυο περίεργες φιγούρες εμφανίζονται στο χωμάτινο δρομάκι στο πλάι του Δημοτικού σχολείου. Ο υποφαινόμενος με μια γελοία πλαστική μάσκα σκύλου και ο Τζίμης με μια τρομακτική λαστιχένια μάσκα λυκάνθρωπου. Με την σκυλήσια όσφρηση μου οσμίστηκα τα πέντε αρχίδια που πουλούσαν τσαμπουκά στον μικρό. Τα έδειξα στον Τζίμη με το μυαλό μου. Δεν χρειαζόταν δεύτερη κουβέντα… Πηδήξαμε τα κάγκελα και βρεθήκαμε μέσα στην αυλή. Τα παιδάκια μας κοιτούσαν με απορία. Δεν έπρεπε να χάσουμε χρόνο. Ορμήσαμε τρέχοντας προς τα πέντε αρχίδια που μας κοίταξαν και γέλασαν με τις μάσκες μας. Ένα μας έδειξε και κάτι πήγε να πει αλλά δεν πρόλαβε… η κλωτσιά που έφαγε στο στομάχι ήταν αρκετή για να το βουλώσει. Ο Τζίμης άρπαξε το πιο αδύνατο από τα πέντε και αφού το γύρισε τρεις φορές στον αέρα το πέταξε στις βατσουνιές. Αυτό γεμάτο αγκάθια έβαλε τα κλάματα και ούρλιαζε προσπαθώντας να ελευθερωθεί από τα βάτα. Την ώρα που χάζευα το μαλακισμένο με τα αγκάθια, έφαγα μια γερή κλωτσιά στα αρχίδια και λύγισα… άρπαξα το μικρό γαμήδι, του κατέβασα τα βρακιά και του έριξα μια

Page 32: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

γερή γροθιά στο μάτι. Έπεσε κάτω και δεν ξανασηκώθηκε μέχρι να φύγουμε. Μέσα στη μάχη τα παιδιά γύρω-γύρω ούρλιαζαν, γελούσαν, άλλα κλαίγανε και κάποιοι μικροί ρουφιάνοι τρέξανε στο γραφείο να ζητήσουν βοήθεια. Ο μικρός μου φίλους κοιτούσε διακριτικά από απόσταση με ένα χαμόγελο ευχαρίστησης. Για σένα μικρέ, είπα από μέσα μου καθώς κυνήγησα το μικρό κάθαρμα που πήγε να ξεφύγει και του έριξα μια τρικλοποδιά. Εκείνο σύρθηκε στην άσφαλτο γδέρνοντας άσχημα τα γόνατα του. Δεν το λυπήθηκα… Την ίδια ώρα ο Τζίμης σώριαζε καταγής τον τελευταίο της συμμορίας μετά από μια άγρια μάχη. Εγώ άρπαξα τον δικό μου γδαρμένο αλήτη, τον σήκωσα ψηλά και τον πέταξα πάνω στο κλαιγόμενο αρχίδι που είχα ρίξει πριν μέσα στα βάτα. Η αποστολή επετεύχθη. Έκανα σήμα στον Τζίμη και αρχίσαμε να τρέχουμε προς τα κάγκελα. Στο δρόμο μας βρέθηκε ο διευθυντής του σχολείου μαζί με τη δασκάλα της έκτης. Ο Τζίμης ο λυκάνθρωπος έβγαλε από τη μέση τον χοντρομαλάκα με μια αεροκλωτσιά και εγώ αντιμετώπισα την νεαρή δασκάλα με μια γροθιά στο όμορφο γαλακτερό πρόσωπο της. Πηδήξαμε τα κάγκελα με ένα αξιοζήλευτο ακροβατικό σάλτο και χαθήκαμε στο δρομάκι και μετά κρυφτήκαμε μέσα στον σκοτεινό υπόνομο. Την ίδια μέρα τα κανάλια βούιξαν. Όχι μόνο του νησιού αλλά και ολόκληρης της χώρας. Όλοι έλεγαν για την παράδοξη, άλογη, αισχρή και θρασύτατη επίθεση σε μαθητές και εκπαιδευτικούς δημοτικού σχολείου από τραμπούκους της δεξιάς. Για μας όμως δεν ήταν έτσι… Εμείς χτυπήσαμε το θεσμό στα αρχίδια. Κάναμε τον μικρό μας φίλο περήφανο. Τώρα πια δεν φοβάται να πάει στο σχολείο, ούτε μένει νηστικός τα μεσημέρια. Τα πέντε άτριχα αλλά μελανιασμένα αρχίδια, παρακολουθούν ακόμα

Page 33: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

ψυχολόγους, δεν μιλάνε ιδιαίτερα και στα διαλλείματα κάθονται μέσα στην τάξη αμπαρωμένα…

Page 34: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Σάπιου Μύθος VIII.

Κάποτε την Γαρίτσα την επισκέφθηκε ένας μεγάλος μυοκάστορας όπου κατασπάραξε ένα τσοπανόσκυλο και στραγγάλισε τρεις γάτες.

Η αλεπού τον είδε λέει να πετάει από δέντρο σε δέντρο. Αλλά η αλεπού όλο μαλακίες έλεγε…

Page 35: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Κλείνοντας Δυο Μάτια Ζεστά…

Λιώμα και πληγωμένος μέχρι το σπασμένο κόκκαλο, προσευχόμουνα ξανά στο Θεό με τις δικές μου προσευχές και ήλπιζα να με ακούσει… εκείνο το βράδυ κατέληξα καθισμένος σε μια καρέκλα να πιάνω ένα χέρι και να το παρακαλάω να ζωντανέψει. Ήταν ακόμα ζεστό και το κορμί ετούτο το ταλαιπωρημένο, στο κρεβάτι ξαπλωμένο και γαλήνιο. Τα μάτια άνοιγαν κάθε τόσο μα εγώ τα έκλεινα ξανά, ζεστά και αυτά. Είχα την εντύπωση πως μια φορά τα κλείνουνε κι ας είχα στο μυαλό μου την ιστορία με την κόλλα… Παρακαλούσα να κόψει την πλάκα να ξυπνήσει και να γελάσουμε όλοι μαζί με αυτή την μακάβρια φάρσα τη θανατερή… αλλά δεν μου την έκανε την χάρη και ας ήξερα πόσο ήθελε να ζήσει… Έξω απ’ την πόρτα κλάματα μέσα στη νύχτα, μα δεν έμπαιναν μέσα, να μην μας χαλάσουν την ησυχία και την κουβέντα που είχαμε πιάσει με τα στόματα κλειστά. Και έτσι έφυγε μια νύχτα πριν πιάσουνε ξανά τα κρύα… πριν ξαναπούμε πως θα περάσει και αυτός ο Χειμώνας… και το νεκροταφείο γεμάτο κόσμο μα εγώ δεν μπήκα μέσα στην εκκλησιά. Τα είχαμε πει από προχθές…

Page 36: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Σάπιου Μύθος IX.

Μια φορά και έναν καιρό στου Διαόλου τη μάνα, ζούσε ένα πλάσμα τόσο βρώμικο που ούτε οι νεκρές σαρδέλες δεν άντεχαν να κάτσουν

δίπλα του. Αυτό το πλάσμα ζούσε εις βάρος της κοινότητας των γάτων, χρησιμοποιώντας κατάπτυστα παιχνίδια. Μια μέρα ένας

σκύλος του ακρωτηρίασε με μια δαγκωνιά τα γεννητικά του όργανα και αφού τα μάσησε, του τα έφτυσε στα μούτρα. Το πλάσμα συνέχισε

όμως να κάνει τις βρωμιές του, γιατί έτσι και αλλιώς δεν είχε αρχίδια…

Page 37: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Σαν Τότε Που Ματώναμε Μαζί…

Και να που τα καταφέραμε ξανά να ξημερώσει σχεδόν και τρεκλίζοντας προσεχτικά να μην καρφωθούμε και πάλι, μπήκαμε στο σπίτι ξυπνώντας τους όλους, πέφτοντας πάνω σε σκόρπια πράγματα που μακάρι να ‘ξερα τι ήταν. Γδυθήκαμε αρχίσαμε να τη βρίσκουμε ζόρικα. Πρέπει να έβαλες τα δυνατά σου γιατί μου άφησες και αρκετά σημάδια αλλά δεν ένιωθα πόνο και δεν μπόρεσα να τα ευχαριστηθώ. Εκείνες τις μέρες πίναμε σερί... Ένας θόρυβος ακούστηκε από το παράθυρο. Με άγχωναν οι ανοιχτές κουρτίνες και η πολυκατοικία απέναντι και ας ήταν τα παράθυρα τους όλα θεόκλειστα. Η πόρτα μισάνοιξε και σηκώθηκα να την κλείσω μην ξυπνήσουμε κανέναν… αρχίσαμε να πηδιόμαστε και προσπαθούσα με όλες μου τις δυνάμεις να είμαι σκληρός παρά το ατέλειωτο πιόμα. Εσύ μεταμορφωμένη σε ένα πλάσμα ερωτικό και πρόστυχο, έκρυψες για λίγο την παιδικότητα σου αλλά παρέμεινες το γλυκό εκείνο κορίτσι που λάτρεψα έστω για λίγο και ας με αρρώσταινε η λέξη. Ο λαιμός μου έμοιαζε στραγγαλισμένος και η γλώσσα μου είχε σκουριασμένη γεύση από αίμα. Νόμισα πως μου είχες κόψει λίγο τη γλώσσα με τις δαγκωνιές σου. Όταν ανέβηκες από πάνω μου, είδα όλη τη μαγεία της πλάσης να γίνεται ένα με το κορμί μου… και όταν ξαναγίναμε δύο, είδα το πόδι μου μες τα αίματα και απόρησα… μα δεν ήξερα ποιανού να ‘ναι το αίμα. Σε ρώτησα και ένοιωσες τόση ντροπή, μα εγώ σε φίλησα και σου είπα δεν με νοιάζει και πήγες στο μπάνιο. Ήτανε ξένα και τα σεντόνια μου είπες. Όταν γύρισες κουκουλώθηκες στις κουβέρτες και εγώ πήγα στο μπάνιο να καθαρίσω τα αίματα από πάνω μου. Ξάπλωσα δίπλα σου και ήσουν το πιο γλυκό ντροπιασμένο πλάσμα που ‘χα αντικρίσει. Σε αγκάλιασα, φιληθήκαμε και κοιμήθηκες σαν άγγελος. Ήμουν ξανά ευτυχισμένος…

Page 38: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Σάπιου Μύθος X.

Πριν δύο μήνες ένας σκαντζόχοιρος έπιασε στα πράσα τη γυναίκα του να τον απατάει με έναν αρουραίο. Αφού το σκέφτηκε καλά,

πλήρωσε έναν ρινόκερο για να κάνει έρωτα μαζί του και φρόντισε να τον δει ο αρουραίος ο οποίος έπαθε μεγάλο σοκ. Την επόμενη μέρα ο κερατάς σκαντζόχοιρος είδε τον αρουραίο στο δρόμο, του έκλεισε το

μάτι και του είπε με νόημα… έτσι γαμάνε τα ογκώδη φυτοφάγα θηλαστικά της Αφρικής που στο πάνω ρύγχος τους

έχουν ένα ή και δύο κέρατα…

Page 39: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Αγαπόντας…

Και η αλήθεια είναι πως η καρδιά μου χτύπησε από την πρώτη στιγμή ακόμα και σ’ εκείνη τη γαμημένη Άνοιξη που σαν τρελός εγύριζα, ψάχνοντας για Θεό ή Θάνατο… Και σε γνώρισα να κάθεσαι και να κάνεις τις χειροτεχνίες σου μου φάνηκε, με ένα ψαλίδι αμίλητη. Και σε κοίταξα δίπλα στη δασκάλα και απορούσα πως τα καταφέρνετε και σταματάτε το χρόνο και περπατάτε σε γραμμές παράλληλες, δίχως αποτυπώσεις σε χαρτιά. Και που να ‘ξερα πως θα σε μάθαινα μια μέρα και στη ζωή μου θα ‘μπαινες… και που να ‘ξερα, πως θα σε είχα στο μυαλό μου μέχρι τώρα και πως ποτέ δεν θα βγει η έγνοια σου προτού να φύγω. Και η καρδιά μου χτυπάει άλαλα με τρόπους αλλόκοτους και έχει τον τρόπο της να σ’ αγαπάει και εσένα και να σε βλέπει να χάνεσαι εκεί μέσα και να ματώνει και να σε βλέπει ξανά παιδί και να φωτίζεται μαζί με σένα. Βλέπεις η αγάπη η δική μου η παράξενη, αγκαλιάζει καμιά φορά ολάκερη την πλάση όταν εκεί μέσα γυρνάνε πλάσματα σαν και εσένα και δεν θέλω να τα χάσω πριν να χαθώ…

Page 40: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Σάπιου Μύθος XI.

Ήταν μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα στο μυρμηγκοβασίλειο. Οι δουλειές είχαν παύσει για μεσημέρι και ένα μυρμήγκι μες στην ντάγκλα του,

έπινε τον καφέ του και ένα μικρό παιδί, που ποτέ δεν έμαθε την αξία της ζωής, το πάτησε. Από τότε το μυρμήγκι δεν ξαναήπιε καφέ νες. Το

παιδί γέρασε και πέθανε.

Page 41: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Την Μέρα Που Μας δέσανε Την μέρα που μας δέσανε ο ήλιος έκαιγε ψηλά και τα γουρούνια είχαν ανάψει και θέλησαν τη δίψα τους να σβήσουν με καφέ φρέντο. Την μέρα που μας δέσανε, έλαμπες από χαρά και τρώγαμε παγωτό, μα το κοντοπούτανο ήταν αγάμητο ή κακογαμημένο. Τέτοιο ζήλο εργασίας, από τότε στο λιμάνι που ο άγνωστος δεν ήτανε πρεζάκιας, ούτε αδερφή και τρεις χωροφύλακες έψαχναν διεξοδικά σώβρακα και κάλτσες με τα βρωμόχερα τους, την ώρα που λίγα μέτρα πιο κάτω, ακρωτηρίαζαν δάχτυλα, χτυπώντας τα στα κάγκελα με τα γκλόπ τους. Την μέρα που μας δέσανε, δεν πήγαμε στη θάλασσα και σαν πρόσωπα επίσημα και επίτιμα, με προεδρική φρουρά μας γύρισαν πίσω για να μας στερήσουν τον ήλιο για μια μέρα. Την επόμενη μέρα, τα γουρούνια δεν δίψασαν για φρέντο και έκατσαν στον ίσκιο και έφαγαν το παγωτό μας που το ζηλέψανε… και εμείς πήγαμε στη θάλασσα μα ο ήλιος δεν έκαιγε…

Page 42: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Σάπιου Μύθος XII.

Τα χρόνια που ο λύκος έγραφε το βιβλίο του “περί επ’ αναστάσεως λόγοι”, το γουρούνι έγραψε το “μανιφέστο της πουστιάς”, το φίδι έγραψε την “πνευματική αναπηρία στην μετά-Εδέμ εποχή” και οι

γλάροι πετούσαν και έπαιρναν μάτι ένα ζευγάρι ανθρώπων να κάνει παθιασμένο έρωτα στην παραλία. Την επόμενη χρονιά το ζευγάρι

χώρισε και δεν ξαναέκανε έρωτα στην παραλία. Ήταν η ίδια χρονιά που οι γλάροι έκαναν επανάσταση, η αλεπού άνοιξε γιαουρτάδικο, η αρκούδα ανέβηκε στο βουνό της , εγώ έμεινα εδώ, εσύ εκεί και η ζωή

συνεχίζεται…

Page 43: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Εκεί που Νοσταλγούσα τον Ύπνο…

Και είχα να κοιμηθώ δυο μέρες όταν μου χτυπήσανε ξημερώματα την πόρτα. Ήταν η φίλη σου (η του κύκλου) και ο βλάμης σας. Η φίλη σου με ρώτησε αν είδα τις κλήσεις στο τηλέφωνο, μα το τηλέφωνο της δεν το ‘χα πια και τον τελευταίο καιρό απέφευγα να σηκώνω άγνωστα νούμερα. Ο βλάμης με διαβεβαίωσε πως τη νύχτα εκείνη δεν σε άγγιξε περεταίρω… και πώς να σε αγγίξει αφού μετά κοιμήθηκες μαζί μου… και δώσαμε τα χέρια και την έκανε μετά και στο καλό να πάει. Νοσταλγούσα με τη φίλη σου τις βόλτες μας στα κεραμίδια και κινήσαμε κατά ‘κει να θυμηθούμε εκείνα που κάποτε μάλλον ζήσαμε μαζί… μα ήτανε μικρή εκείνα τα χρόνια σε ξένα μέρη... δεν ήξερα αν τα θυμόταν… Εκείνη μπροστά με οδηγούσε πηδώντας από σκεπή σε σκεπή με σιγουριά και εγώ πιστός ακόλουθος χωρίς φόβο να χαίρομαι να την ακολουθώ στα παλιά τα κεραμίδια. Μου είπε πως ήρθες και εσύ και όταν σας βρήκαμε είχε ξημερώσει και ήσασταν ξάπλα στο γρασίδι. Ήρθα από πάνω σου και σε φίλησα. Συνεχίσαμε ό,τι αφήσαμε στη μέση εκείνο το βράδυ και γύρω μας υπήρχε διακριτικότητα όπως και τότε… μας άφησαν να χαρούμε ο ένας τον άλλο μέχρι να τελειώσεις... Τα τραπέζια γεμάτα στον κήπο και μου ‘παν πως τα είχα φτιάξει εγώ και έτσι θα ‘τανε. Πήγαμε να φέρουμε σκαμπό πλαστικά απ’ την άλλη μεριά. Και εσύ μπροστά να αρπάζεις σκαμπό, ομπρέλες και ένα σωρό από πλαστικά ζωάκια και να τρέχεις να πας στο νερό και εγώ ξεθεωμένος από πίσω να σέρνω τα υπόλοιπα. Έριξες στο νερό λιονταράκια, πάπιες, αρκουδάκια και ήσουνα χαρούμενη και έλεγα πως βγήκες μέσα από ταινία γιαπωνέζικη απ’ αυτές που δεν βλέπω και εσύ και όλη η σκηνή ετούτη και χάρηκα και εγώ με σένα για δεύτερη φορά τόσο πολύ. Σ’ ευχαριστώ… μου έχεις λείψει…

Page 44: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Σάπιου Μύθος XIII. Η αρκούδα γυρνούσε στο δάσος και κάποια στιγμή ζαλίστηκε και είπε

να βρει ένα μέρος να ξαποστάσει. Βρήκε ένα καφενείο μα η μόνη καρέκλα δίχως κώλο επάνω της, ήταν στο τραπέζι που καθόταν το

σαλιγκάρι. Κάτσε αρκούδα, της είπε και εκείνη κάθισε. Τι να κεράσω αρκούδα? Ρώτησε ο σαλίγκαρος… Άντε γαμήσου, απάντησε εκείνη. Ο σαλίγκαρος εκνευρισμένος αλλά αρκετά ψύχραιμος της είπε… Θα σου έκοβα το λαρύγγι με το στιλέτο μου, αλλά σύμφωνα με το άρθρο 258 παράγραφος 2ε και 2ζ του δασικού κώδικα, απαγορεύεται ο φόνος, η

αιχμαλωσία, η κατοχή και η έκθεση σε δημόσια θέα της αφεντιάς σου…

Page 45: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Το Ξύπνημα Ξύπνησα από έναν πόνο που μου τρυπούσε τον ώμο και καθώς τα βλέφαρα πάλευαν για να ανοίξουν έρχεται και ένας δεύτερος πιο επίμονος. Ξεθολώνουν τα μάτια και βλέπω εσένα με ένα μαχαίρι σφιχτά στα δυο σου χέρια να κλαις από πάνω μου με λυγμούς και να μου ζητάς συγνώμη. Σηκώθηκα και το αίμα άρχισε να τρέχει άφθονο στο στήθος μου και στο αριστερό μου χέρι και να καταλήγει στα σεντόνια σου. Έσφιξα τις πληγές με το χέρι μου για να σταματήσει το αίμα να λερώνει τα σεντόνια και με το άλλο σου χάιδεψα τα μαλλιά και σε φίλησα στο κεφάλι. Με κοίταξες με δυο μάτια που είχαν γίνει κατακόκκινα απ’ το κλάμα και έμοιαζες μικρό παιδί μ’ αυτό το βλέμμα. Σου είπα πως δεν πειράζει, θα το φτιάξουμε. Άφησες το μαχαίρι και με αγκάλιασες σφιχτά αλλά δεν μίλησες. Συνέχισες να κλαις. Το αίμα δεν σταμάτησε και το κορμί σου μάτωνε και αυτό. Σε ξαναφίλησα και σηκώθηκα να πάω στο μπάνιο. Πίεσα τις πληγές με μια πετσέτα. Και οι δύο ήταν μικρές σε πλάτος. Η μία μόνο εξακολούθησε να πετάει αίμα λερώνοντας τον νιπτήρα. Απόρησα. Κάτι πρέπει να πέτυχες εκεί μέσα. Πίεσα ξανά την πετσέτα που πια είχε γίνει κόκκινη. Το μαχαίρι στο κόκκαλο θυμήθηκα… κάπου το είχα ακούσει. Θα φτάσουμε το μαχαίρι στο κόκκαλο… Ήρθες στο μπάνιο. Δεν μίλησες. Το ξέρεις πως με τρομάζει η σιωπή σου, ειδικά εκείνη τη μέρα που ‘σουν μες τα αίματα μου. Άνοιξες το ντους και άρχισες να πλένεσαι φορώντας τα εσώρουχα. Άνοιξες το στόμα σου μονάχα για να μου πεις πως δεν αντέχεις άλλο και με έδιωξες…

Page 46: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Σάπιου Μύθος XIV.

Ένα δειλινό του Αυγούστου, ο σκίουρος έφαγε κρεμμύδια και η ανάσα του σκότωσε την αγάπη μας. Ο ασβός ρεύτηκε την τονοσαλάτα που

του μαγείρεψε η αλεπού και η χελώνα έπινε υποβρύχια στο στέκι παρέα με την οχιά και η ζωή συνεχίζεται και η ζωή συνεχίζεται…

Page 47: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Η ειλικρίνεια σου, σκότωσε το(ν) σκύλο μου Μέρες και αυτές βαμμένες στο αίμα… βιασμένες από το παρακράτος και από ένα τέρας που δεν μπορεί πια να μαζέψει τα πλοκάμια του… Η τηλεόραση να σπαταλάει ανεκτίμητο τηλεοπτικό χρόνο για να γκρεμίσει ό,τι έχτισε με τον τρόπο της και βετεράνοι βιαστές να χτυπούν το νέο κτήνος, ελπίζοντας να πάρουν πίσω την παλιά τους δόξα, δυο καρέκλες, ένα γραφείο και μια καινούρια γραμματέα για να τους αγαπήσει παραδειγματικά. Και μιλώντας για αγάπη θυμήθηκα και σένα… Πόσα λεξικά άνοιξα για να ερμηνεύσω τις άγνωστες λέξεις σου τις ανερμήνευτες… Πόσες μάγισσες δε ρώτησα και μου ‘πανε το ίδιο ψέμα… και εγώ να ελπίζω και κατά βάθος να ξέρω αλλά να κάνω για μια ακόμα φορά το χαζό. Αλλά το σενάριο το είχα διαβάσει και σε είχα βοηθήσει να το γράψεις… Είχα ένα σκύλο που του μάθαινα γράμματα και φιλοσοφίες κυνικές. Με αγαπούσε και τον αγαπάω ακόμα. Μα η καρδιά του σταμάτησε όταν έπεσε πάνω στα ψέματα που ξέχασες να μου πεις και στην αλήθεια που σου έκρυψα. Ζαλίστηκε ο άμοιρος… δεν το βαστούσε ο νους του και τον πάτησε ένα ποδήλατο και τον σκότωσε ένα αυτοκίνητο. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο φόβος σου στην υποψία της αρρώστιας μου, χρεοκόπησε την ειλικρίνεια μου και γέμισε με ήλιο(ν) το μπαλόνι της δικής σου. Πέταξε κούκλα μου και αυτή μαζί με σένα και αρχίσατε να περπατάτε στο ταβάνι και τρομάξατε τον ψόφιο γάτο μου που απόρησε… έπρεπε ο σκύλος να θυσιαστεί έτσι για την διατήρηση της μυθικής σου στάσης? Και η αλήθεια μου βγαίνοντας από την τσέπη θα τρύπωνε στη δική σου και θα με έκανε τον χειρότερο κακούργο στον κόσμο. Δεν σου δίνω την χαρά, ούτε το γάτο μου. Θα κλάψω μονάχα για ό,τι αξίζει και για το παγωτό ενός παιδιού που του έπεσε απ’ τα χέρια πριν προλάβει να το χαρεί…

Page 48: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Έχω ακόμα μούτρα να σας αντικρίσω και λόγο έχω και ψυχή και ένα σακίδιο με αγάπη κρεμασμένο σε ένα δέντρο και είπα να σταθώ λίγο να ξεκουραστώ από κάτω. Έχω δύο χέρια σακατεμένα που φτιάχνουν πράγματα και έχω και δύο έψιλον ανοξείδωτα, βιδωμένα στη σπονδυλική μου στήλη, μα τα αγαπάω κι αυτά και μ’ αγαπούν και κείνα. Έχω ένα συρτάρι με παλιές φωτογραφίες και ένα γράμμα που μου έγραψες και δεν μου το έστειλες ποτέ. Έχω τέλος και αρχή και ένα μικρό κομμάτι γυαλί στον δεξί μου αντίχειρα που αρνείται πεισματικά να βγει. Ενθύμιο από μια φορά που αποφάσισες να μη σιωπήσεις… Δεν ξέρω πόσο καλό φάνταζε τότε το σενάριο, αλλά δεν λυπάμαι που δεν κατάφερα να γίνω Χορν στα μάτια σου, γιατί εσύ ποτέ δεν άφησες την Λαμπέτη να την δουν τα μάτια τα δικά μου επάνω στη σκηνή. Έτσι κι αλλιώς το σενάριο έμεινε στα αζήτητα γιατί ο σκηνοθέτης προτίμησε να διατηρήσει την εσώτερη μιζέρια του και οι ηθοποιοί είχαν αλλεργία στο σπληνάντερο. Ο κόσμος θα αρχίσει να καίγεται, αλλά εμείς προτιμούμε να ταλαιπωρούμαστε από τα ανθρώπινα πάθη μας και να τα πληρώνουμε με δραχμές… Κάποια στιγμή όμως οι σκύλοι θα κουραστούν να λένε συνέχεια “ναι” στους αφέντες τους και οι γάτοι θα φορέσουν οικιοθελώς ανθρώπινα δεσμά… τότε θα γίνει “η επανάσταση” και ίσως τότε με ξαναπάρεις τηλέφωνο μεθυσμένη για να με πεις μπάσταρδο και να μου πεις πως μ’ αγαπάς…

Page 49: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Σάπιου Μύθος XV.

Κάποτε στο στέκι του καρχαρία, βρέθηκε ένας λύκος, πρώην

χωροφύλακας να τα πίνει. Όταν ήρθε η ώρα να πληρώσει, άρχισε να

πουλά μαγκιά έχοντας στα μυαλά του τις παλιές ένστολες μέρες του.

Μια παρέα ασβών αντιεξουσιαστών, τον έβγαλαν έξω το λύκο με

σπρωξιές και τον έσπασαν στο ξύλο. Την ώρα που προσπαθούσε να

σηκωθεί, τρώει μια κλωτσιά στα πλευρά από ένα πρόβατο και του πε

“σήκω φύγε κερατά… εμείς εδώ δεν γαμάμε τσάμπα το μουνί”.

Page 50: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Η γοητεία ενός τρύπιου γκρίζου κροτάφου…

Πήγα στη θάλασσα χθες και βούτηξα βαθειά μέσα της για να βγάλω

μια σουπιά και πείρα το μελάνι της και άρχισα να πληκτρολογώ…

αναμνήσεις των τελευταίων καιρών λέει, που έρχονται ποιο έντονα

στο μυαλό και να ζουμπάω τη σουπιά και μελάνι να μη βγαίνει μα

να φτύνει αίμα… αίμα και να λερώνει τη διασταύρωση που

ερχόμουνα στα κρυφά για να σε πάρω να χαθούμε… αίμα και να

βάφει την άσφαλτο εκεί που σκοτώσανε τον Βασίλη... Και ήταν

καλός Άνθρωπος ο Βασίλης. Μα εσύ δεν μου μιλάς από καιρό.

Έκλεισα το παράθυρο και τράβηξα την κουρτίνα. Κάτι βρωμούσε

έντονα και ήθελα να πιστεύω πως ήταν απ’ έξω. Βγήκα και εγώ για

να δω τι γίνεται. Περπάτησα με συντροφιά μου ένα κομμάτι χαρτί

που περιέγραφε πόσο άχρηστος & ανεπιθύμητος ήμουν για το

προβατοποιείο τους. Κανείς δεν αύξησε τον τόνο της φωνής του,

ούτε καν μου μίλησε. Μονάχα μια μάνα που ποτέ δεν άκουσα,

ούρλιαζε και έκλαιγε στο τηλέφωνο και εγώ να κοιτάω το παιδί της

να το περνάνε νεκρό από μπροστά μου και να βλαστημάω & να

βρίζω… Και οι φονιάδες ήταν αυτοί εκεί μέσα. Και ο εχθρός ήταν

εκεί μέσα κι αυτός… Εμείς φύγαμε το βράδυ τρέχοντας μες τη

βροχή. Το παιδί πέθανε εκεί μέσα.

Η μυρωδιά της σάρκας που σαπίζει είναι ανυπόφορη και δεν

συνηθίζεται με τίποτα. Αλλά δεν γαμιέται. Καινούρια μέρα και δεν

ανοίγω το παράθυρο. Μόνο την πόρτα και βγαίνω έξω και κλείνω

γρήγορα πίσω μου μην μπει η βρώμα μέσα. Σε βρίσκω και

περπατάμε μαζί παραλιακά. Ο εχθρός μας πλησιάζει και μας λέει

καλημέρα. Είναι ένας ευπαρουσίαστος νεαρός ρουφιάνος που τον

Page 51: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

βαφτίσαν προϊστάμενο. Είναι ο ίδιος καριόλης που παρίστανε τον

ταγματασφαλίτη. Ό ίδιος ξεφτιλισμένος που έδινε ανθρώπους στον

φονιά για 48 αργύρια. Και ο νεαρός ξεφτιλίζει την κυρία που έχει

πατήσει τα 50 και προσπαθεί να κρατήσει το σπίτι της όρθιο. Και ο

όμορφος νεαρός της βλαστημάει και την βρίζει χυδαία για κάτι

ανούσιο για μένα & για σένα. Και εσύ αναρωτιέσαι ακόμα ποιος

είναι ο εχθρός? Είναι αυτός που με μια τουβλιά στο κεφάλι

αιμορραγεί τώρα στην άσφαλτο και λερώνει το ακριβό του

σακάκι…

Γυρίζω στο σπίτι λαχανιασμένος. Είναι αργά το βράδυ πια και εσύ

διακόπτεις τον ύπνο σου για να με ρωτήσεις αν βλέπω. Σου λέω πως

εσύ βλέπεις και πως κάποιοι την βόλεψαν και κάποιοι άλλοι

σακατευόταν από τα χαμαλίκια ή σκοτώνονταν για ένα γαμημένο

μεροκάματο και ήταν παιδιά ρε πούστηδες και είχανε μανάδες να

ουρλιάζουν και να κλαίνε και να μην το πιστεύουν και να βλέπουν

το παιδί τους σκοτωμένο και να το πιστεύουν και να τρελαίνονται

και να τρελαίνομαι και εγώ μαζί τους... Αντιδρώ υπερβολικά?

Άνθρωπος είμαι ρε…

Χτυπάει η πόρτα… ανοίγω. Ήταν ο Κίτσος. Μου λέει “μαλάκα τι

έκανες? Τι βρώμα είναι αυτή? Σαπίλα σκέτη!” Του λέω πως κάτι

ψόφησε κάπου εδώ απ’ έξω και δεν μπορούμε να βρούμε το

κουφάρι. Αναρωτήθηκα για μια στιγμή αν άρχισα να σαπίζω αλλά

δεν νομίζω μωρέ. Θα το έβλεπα. “Να φτιάξω δυο φραπέδες πριν

φύγουμε?” Δεν γαμιέται. Θα το φάνε τα σκουλήκια το κουφάρι να

χορτάσουνε.

Γυρίζω το βράδυ ελαφρά πιωμένος. Παρκάρω άτσαλα το τρένο στο

πλάι του σπιτιού και καταουράω τον φοίνικα. Ακόμα βρωμούσε

Page 52: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

σαπίλα κάπου εκεί έξω. Μπαίνω σπίτι και κλείνω την τηλεόραση.

Βγαίνει ένα ανδρείκελο και λέει ότι η γοητεία των γκρίζων

κροτάφων σε συνδυασμό με την επαγγελματική επιτυχία

προσφέρουν σε μια γυναίκα με αυτογνωσία την ώριμη ασφάλεια

ζωής που της πρέπει. Γελάω και ανοίγω το τηλέφωνο για να

αντικρίσω μία σφαίρα να διαπερνά έναν γκρίζο κρόταφο και το

ψοφίμι της αυλής να γελάει υστερικά. Η ομορφιά όλου του κόσμου

ξεχύθηκε μαζί με ουρικό οξύ μέσα από αυτή την τρύπα και η γιαγιά

μου παντρεύτηκε τον καλύτερο μου φίλο. Έπεσα για ύπνο αλλά δεν

τα κατάφερα και σηκώθηκα. Τα ρακούν στον κήπο κάνανε πολύ

φασαρία…

Page 53: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Σάπιου Μύθος XVI.

Ήτανε σούρουπο και η χελώνα γύρναγε στο σπίτι της πιωμένη. Στο δρόμο συναντάει το λαγό που ‘τανε σπινταρισμένος και άρχισε να της πουλάει τσαμπουκά. Η χελώνα τότε τον προκάλεσε σε αγώνα

δρόμου. Στάθηκαν δίπλα-δίπλα, όρισαν το σημείο τερματισμού και η χελώνα μαχαίρωσε στην πλάτη το λαγό 15 φορές σκοτώνοντας τον

και μετά γύρισε στο σπίτι της.

Page 54: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Αποσπάσματα Ημερολογιακά

ένα παλαιό απόσπασμα… Το χέρι του σάλεψε. Τα μάτια άνοιξαν. Ήταν θολά ακόμα όλα για

αυτόν. Άκουγε φασαρία και κόσμο. Δεν κατάλαβε τι είχε γίνει.

Έκανε να σηκωθεί. Άκουσε φωνές να τον αποτρέπουν αλλά εκείνος

προσπάθησε. Ένας φριχτός πόνος στη μέση του τελικά τον

εμπόδισε. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά… Μια κοπέλα τον

ρώτησε πως τον λένε. Εκείνος είπε το όνομα του ξεψυχισμένα. Του

είπαν πως έρχεται το ασθενοφόρο. Κάποιος βλαστήμησε. Μια

γυναίκα έκλαιγε απελπισμένα. Εκείνος σήκωσε ελαφρά το κεφάλι

του και είδε τα χέρια του ματωμένα και παραμορφωμένα να έχουν

γεμίσει με αίμα τα ρούχα του. Το ξεθωριασμένο του τζιν είχε γίνει

κατακόκκινο.

-Τα γυαλιά μου… Είπε με δυσκολία.

-Εδώ είναι, τα βρήκα εγώ. Είναι σπασμένα, είπε μια αντρική φωνή.

Η όραση του επανήλθε και έβλεπε τώρα ποιο καθαρά. Σήκωσε τα

χέρια λίγο πιο ψηλά να τα δει. Δεν ένιωθε πόνο πια αλλά η καρδιά

του κόντευε να σπάσει. Χτυπούσε δαιμονισμένα. Φοβήθηκε πως θα

πέθαινε εκείνο το βράδυ ανάμεσα σε αγνώστους. Χαμογέλασε… το

αριστερό του χέρι ήταν σε άθλια κατάσταση. Κάτω από τον καρπό

του, είχε αποκτήσει μια καινούρια κλείδωση. Είχε πρηστεί άσχημα.

Του θύμισε κεφάλι από μωρό. Τον αριστερό αγκώνα του τον

αισθανόταν περίεργα, ενώ και το δεξί χέρι που αιμορραγούσε είχε

Page 55: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

σπάσει σε περισσότερα από ένα σημεία. Ένιωσε κάτι δροσερό στο

μέτωπο του και ξαφνιάστηκε.

-Ησύχασε, άκουσε μια γυναικεία φωνή, έχεις μια γρατσουνιά στο

κεφαλάκι. Του χάιδεψε τα μαλλιά. Τα ένιωσε βρεγμένα. Κοίταξε το

χέρι της και ήταν κατακόκκινο. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν απ’ τα

μάτια της και όπως έμαθα απ τη μάνα της όταν την γνώρισα, πήγε

σπίτι σε μαύρα χάλια και δεν σταμάτησε να κλαίει. Έχασα τις

αισθήσεις μου…

Ξύπνησα από τα ουρλιαχτά μιας σειρήνας. Μια φωνή με ρώτησε.

-Μπορείς να περπατήσεις?

-Όχι, ψέλλισα. Κουράστηκα…

Ένιωσα κάτι σκληρό να μου περνάν κάτω απ’ το σώμα και να με

σηκώνουν και να με βάζουν μέσα στο ασθενοφόρο. Ήθελα τόσο

πολύ να κοιμηθώ αλλά η σειρήνα δεν με άφηνε. Έτρεχε μανιασμένα.

Το ταβάνι στο ασθενοφόρο ήταν τόσο μονότονο και το μυαλό μου

διαλυμένο... Γύρισα λίγο το κεφάλι στο πλάι. Μια νεαρή κοπέλα

στεκόταν καθιστή δίπλα μου. Με κοιτούσε με τα δακρυσμένα μάτια

της και έτρεμε.

-Ηρέμησε, της είπα, όλα καλά είναι… η κοπέλα ξέσπασε σε

λυγμούς…

Page 56: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Έχω ένα κτήνος μέσα μου

Ένας κτήνος που τις τελευταίες βδομάδες Κουλουριασμένο κάθεται και κλαίει Και δεν με αφήνει τίποτα να κάνω

Παρά μόνο να γυρνάω για να βλέπει εικόνες Και όπου και να το πάω δεν θα χορτάσει

Έχω ένα κτήνος μέσα μου Που ήσυχα κοιμάται κουρασμένο, τσακισμένο

Αλλά ξέρω πως θα ξυπνήσει σε λίγο καιρό Θα ξυπνήσει και θα ζητά να του φτιάξω πράγματα

Να βλέπει να φωτίζεται η ψυχή του Και το φως να του το κλέβουν

Και το φως να μη στερεύει

Έχω ένα κτήνος μέσα μου Ένα κτήνος που αρνήθηκε να γίνει άνθρωπος

Γιατί αποστρεφόταν κάθε ανθρώπινη συνήθεια Γιατί σιχάθηκε τον κόσμο

Αλλά δεν τον μισούσε Τον λυπόταν μονάχα

Και ζητούσε λίγη αγάπη

Page 57: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Το σκεφτόμουν δύο βδομάδες αυτό το τραγούδι. Ο ξάδερφος θα το θυμάται να το ηχογραφούμε στη σοφίτα γκαρίζοντας. Το πρωί που την έκανα για αλλού με μια βαλίτσα πράγματα, ένας νεκρός θρύλος μου το τραγουδούσε και σκέφτηκα, σημάδι θα ‘ναι από τον Στέλιο… και σκέφτηκα… αρχίδια… θα γελάει με μένα πάλι ο Θεός. Ας προχωρήσω… και προχώρησα… Υπάρχουν και σοβαρότερο προβλήματα… Το νεγράκι μου λέει να πάω να γαμηθώ γιατί αυτό δεν έχει ούτε να φάει. Αλλά εκείνη την μέρα ήμουν σίγουρος πως αν είχε να φάει θα αποκτούσε την επομένη τα προβλήματα του χορτασμένου κόσμου μας… Έτσι βρεθήκαμε στο καράβι. Για αλλού εσύ, για αλλού εγώ. Βγήκαμε έξω για να καπνίσεις. Τελικά ίσως αυτοί να ‘ναι οι φυσιολογικοί… Οι άνθρωποι οι λογικοί και οι σωστοί. Ο τύπος με το ζιβάγκο που γελάει και ο άλλος ο νεαρός μαλάκας επιχειρηματίας με τα ηλεκτρονικά του γκατζέτια, που κοστίζουν όσο και η πρώην του. Η κυρία παραδίπλα με τα ρούχα της να θυμίζουν κάποια σαπουνόπερα περασμένης εφταετίας και άνθρωποι χωρίς πρόσωπα να μιλάνε για το πασόκ και τα ρακούν που φωλιάσανε στους καμπινέδες τους. Γάμα τους αυτούς. Όσο αναφορά τους άλλους… ας μην τους αφήσουμε να χορτάσουν. Καλό ταξίδι να ‘χουμε και τραβήξαμε γι’ άλλους δρόμους…

Page 58: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Και περιμένω από χθες λίγο γαλάζιο να δω τον ουρανό αλλά τον βλέπω γκρίζο. Δεν με πειράζει. Έχει το σπίτι χρώματα πολλά. Έχει και έναν γάτο… Έναν γάτο που ήθελε να περνάει για σκύλος. Αλλά οι βροντόσαυροι δεν φοράνε κάλτσες…

Ήταν ωραία εκεί στα βράχια Να το χτυπάει ο αέρας ο αλμυρός

Να το φυλάν οι γλάροι Και μες τα τσιμέντα του μας αγκάλιασε

Και ο γάτος ο μπασταρδόγατος Που χρόνια διπλά ζει

Θα σου τον κλέψω Μαζί σου να τον πάρεις

Θα ‘ρθει μια μέρα που να με αγγίξουν δεν θα μπορούν

και την κακία τους θα την καταπίνουν αραιωμένη

με το ξινισμένο γάλα & τα δημητριακά τους. Τα ποτήρια τους ραγισμένα,

σαν τις καρδιές που είχαν κάποτε… και όταν θα πίνουν το κρασί τους,

τα χείλη τους θα κόβονται και η επόμενη γουλιά

ποτισμένη θα είναι με φαρμάκι κ’ αίμα. Και θα τους χαμογελάω

και το αίμα μου θα έχει μουσκέψει… …το ξεθωριασμένο μου μανίκι.

Η πληγή στο χέρι μου θα γράφει «σμπούτζαμ» μα εγώ θα τους γράφω όλους στα αρχίδια μου…

Page 59: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Την έβλεπα εδώ και ένα τέταρτο Υπέφερε και βογκούσε

Οι άλλοι δύο είχαν αδειάσει τα κρεβάτια τους Και είχαν παραδώσει τις ψυχές τους στον Άγιο Σπυρίδωνα

Μα εκείνη 80 χρονών πάλευε ακόμα Τη μαμά της φώναζε Την ήθελε κοντά της

Μονάχα μια κόρη άχρηστη είχε δίπλα της στο κρεβάτι Να της λέει πως η μάνα της έχει πεθάνει Λένε τέτοια πράγματα σε μικρά παιδιά?

Τελικά δεν χάθηκε η θάλασσα Εγώ δεν είχα μάτια να τη δω

Πείρε «τον» στυλό και άρχισε να γράφει. Έγραψε κάθε σοφή κουβέντα στα αρχίδια του και βούτηξε ένα κουλούρι στον καφέ του. Δάγκωσε το κουλούρι και εκτόξευσε τον καφέ στον τοίχο. Ήθελε να

σπάσει ένα παλιό κάδρο με αναμνήσεις… αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να σπάσει την κούπα της Γιάννας.

Page 60: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Κυκλοφορούν απ’ τον ίδιο http://kolobookslibrary.blogspot.gr/

”Το Βιβλίο Του Κώλου 2” Η συνέχεια του πρώτου. Ο Γιώργος Μικάλεφ (καινούριο όνομα πια) επιστρέφει στην καφρίλα με μια σειρά από ποιήματα και ιστορίες. Όλα περιστρέφονται γύρω από μία λεκάνη! 2012

“Images by George & Helen” ένα άλμπουμ της Ελένης και

του Γιώργου με φωτογραφίες από γκραφίτι σε τοίχους, από τη φύση, από ζώα, από μνημεία και άλλα διάφορα. Είναι το

πρώτο της σειράς, θα ακολουθήσουν και άλλα κάποια στιγμή. 2010

“Η καταγραφή της μη-ζωής” βιβλίο με ποιήματα και κείμενα του Γιώργου Ανώνυμου (Σάπιου). Η πρώτη κυκλοφορία των εκδόσεων. 2007

“Το Βιβλίο Του Κώλου” ποιήματα και 2 ιστορίες τρόμου του Γιώργου Ανώνυμου (Σάπιου). Περιέχει και

την ιστορία «Οκάξα» της Ελένης. 2008 “KOLOPOLIC” ποιητική συλλογή του Γιώργου Σάπιου 2009

“Δράκος: η μανία του λυκανθρώπου” ένα σάπιο παραμύθι και μια ιστορία ενός περιθωριοποιημένου ατόμου που ξυπνούσε ο λύκος μέσα του. Ένας λύκος

διαφορετικός από τους άλλους… ένας πολύ ανώμαλος λύκος… 2009

Page 61: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

“Το Πρώτο μας Βιβλίο” Γραμμένο από τους μαθητές της πρώτης τάξης των σχολικών κελιών. Διαβάστε τα ποιήματα τους και τις περιπέτειες τους τα οποία μπήκαν σε αυτό το βιβλίο με αφορμή μια σχολική εργασία! Όπως καταλαβαίνετε αυτή είναι η υπόθεση του σάπιου ψευτο-βιβλίου. Η ιδέα ήρθε από ένα ανιψάκι που ήρθε να το βοηθήσω να γράψει μια περιπέτεια για μια εργασία του. Μετά έκατσα και έγραψα μερικές άρρωστες και μερικές

μακάβριες ιστορίες. Την επόμενη μέρα τελείωσα γραπτά και εικαστικά και σας το παρουσιάζω. 16 Μάη 2011 ”Μάνα, μπορώ να πάω έξω και να σκοτώσω σήμερα?”

Μια punk ιστορία αρρώστιας, αγάπης & μίσους με βία, sex, ανθρώπινα τέρατα πληκτρολογημένη από το σάπιο

χέρι του Γιώργου Σάπιου. Το τέλος θα σας αφήσει με ανοιχτό το στόμα… 2009

“Τα 101 Προβατα του Κωλομπαρα” το χριστουγεννιάτικο παραμύθι του Γιώργου Σάπιου. Ένα πρόβατο διαφορετικό από τα άλλα, ένας κακός κωλομπαράς & το θαύμα των Χριστουγέννων. 2008

”Το χωριό των ζωντανών νεκρών” παραμύθι με ζόμπι,

κουμουνιστές, μπάτσους, αναρχικούς, ζώα και άλλα ωραία που μπλέκουν τη ζωή ενός καλλιτέχνη. 2010

Page 62: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ

Άγιος Νικόλας*

Άγιε Νικόλα Άγιε Κατάρα εγώ σου βάνω

Σου εύχομαι να γκρεμιστείς Εις το χωριό απάνω

Πέσε και ‘συ καμπαναριό

Κεφάλια να τσακίσεις Του Γιάννη που ‘χει τα λεφτά

Και του φονιά επίσης

Η γης να ανοιχτεί στα δυο Να βυθιστεί η πλατεία Τα δάκρυα που έχυσα Να πνίξουνε τη μνεία

Σπίτια να μείνουν έρημα Ο κόσμος να σκορπίσει

Κι οι δρόμοι που οδηγούν σε εσέ Να σβήσουν με τη δύση

*από τα ποιήματα ενός χωρισμού (2011) Δεν τα εννοώ μωρέ…

Page 63: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ
Page 64: Σάπιες ιστορίες γιώργος μικάλεφ