Download - Η Ιστορία της Γραφής

Transcript
Page 1: Η Ιστορία της Γραφής

Γραφή και ανάγνωση

Εισαγωγή.

Από όλες τις ανθρώπινες τέχνες που ο θεός Ενλιλ τους έδωσε ονόµατα, καµιά δεν είναι δυσκολότερη από την τέχνη του γραφέα.

(Απόσπασµα από σουµεριακό «αναγνωστικό» για µαθητές που θα γίνονταν γραφείς)

Τα διαστηµόπλοια είναι φτιαγµένα µε πάπυρο του Νείλου και πηλό από τον Ευφράτη. Δηλαδή, η ειδική έκφραση της ανθρώπινης νόησης που ονοµάζουµε «τεχνολογική γνώση» είναι ενσωµατωµένη σε κάθε ανθρώπινο τεχνούργηµα µε τρόπο σωρευτικό: κάθε καινούργιο τεχνολογικό δηµιούργηµα στηρίζεται στα προηγούµενα επιτεύγµατα της ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως αυτά µαρτυρούνται από την εποχή των πολιτισµών της Μεσοποταµίας και της Αιγύπτου ως τα σήµερα. Δεν φαίνεται πιθανόν να ήταν δυνατό είχε κατασκευαστεί το αεροπλάνο πριν αναπτυχθεί η µεταλλουργία ούτε και οι µηχανές εσωτερικής καύσεως πριν οι Σουµέριοι αρχίσουν να γράφουν αριθµούς πάνω στον πηλό. Η γνώση που κατέκτησαν οι άνθρωποι βρίσκεται ενσωµατωµένη στο σπόρο, στο αλέτρι, στο βόδι, στο οικοδόµηµα, στο αεροπλάνο, στον υπολογιστή, στα αντικαταθλιπτικά. Για το θέµα που µας αφορά, τα µέσα επικοινωνίας, µαρτυρούν για τη σωρευτικότητα τα ολοένα παχύτερα στρώµατα τεχνολογίας που παρεµβάλλονται στις ανθρώπινες επικοινωνιακές δραστηριότητες: κάποτε αρκούσε ένα κοµµάτι καλάµι και λίγος πηλός για να δηµιουργηθούν κείµενα, σήµερα απαιτούνται ηλεκτρονικοί υπολογιστές και γιγάντια δίκτυα που τυλίγουν όλον τον πλανήτη µε καλώδια που σέρνονται στα βάθη των ωκεανών και δορυφόρους που αιωρούνται ψηλά στον ουρανό. Όµως δεν αρκεί η ενσωµάτωση, η κρυστάλλωση του λογισµικού, της γνώσης σε τεχνουργήµατα: για να συνεχίσουν να παράγονται τα τεχνουργήµατα πρέπει κάθε γενιά να γνωρίζει πώς τα δηµιούργησε η προηγούµενη διότι τα ανθρώπινα έργα δεν αναπαράγονται µόνα τους - εκτός και αν η γνώση ενσωµατωθεί σε βιολογικά αυτοαναπαραγόµενους µηχανισµούς, όπως συµβαίνει στην περίπτωση που ο χωρικός κρατά σπόρο για την επόµενη χρονιά από το χωράφι που είχε τη µεγαλύτερη απόδοση ή επιλέγει να κρατά για το κοπάδι του απογόνους ζώων που ξεπερνούσαν τα άλλα σε επιδόσεις. Με τον τρόπο αυτό δηµιουργούνται ποικιλίες φυτών και ράτσες ζώων που συνεχίζουν από µόνες τους να δίνουν καλά αποτελέσµατα - η «γνώση» για το πώς θα γίνει αυτό είναι ενσωµατωµένη στα βιολογικά χαρακτηριστικά των φυτών και ζώων που «βελτιώνονται» από τον άνθρωπο. Σε αντίθεση όµως µε τους καλούς σπόρους, τα καλά αλέτρια δεν αναπαράγονται µόνα τους: επί χιλιάδες χρόνια οι γεωργοί χρησιµοποιούσαν το ησιόδειο άροτρο είχε απλώς σιδερένια µύτη στην άκρη του για να σχίζει το χώµα. Ο τεχνίτης που επινόησε τη βελτίωση να υπάρχει µυτερή, κοφτή κυρτή επιφάνεια η οποία να αναποδογυρίζει το χώµα και να σκεπάζει το σπόρο έπρεπε να µεταδώσει τη γνώση για το πώς κατασκευάζεται το άροτρο αυτό (πρόκειται για το «σύγχρονο» σιδερένιο άροτρο που αντικατέστησε το «ησιόδειο» µόλις πριν εκατό χρόνια) και σε άλλους τεχνίτες, αλλιώς θα έπαιρνε µαζί του στον τάφο του τη βελτίωση. Για πολλές χιλιετίες η µετάδοση αυτών των γνώσεων γινόταν στόµα µε στόµα από γενιά σε γενιά και από τόπο σε τόπο. Μέσα σε κάθε οικογένεια µεταφέρονταν από γονείς σε παιδιά οι γνώσεις που αφορούσαν τις καλλιέργειες, την εκτροφή ζώων, την ύφανση, το µαγείρεµα. Ειδικές οµάδες τεχνιτών αναλάµβαναν να φέρουν σε πέρας πολυπλοκότερα έργα, όπως η µεταλλουργία, η κεραµική, οι οικοδοµές. Και στο πλαίσιο των οµάδων αυτών η γνώση µεταδιδόταν στόµα µε στόµα, από µάστορα σε µαθητευόµενο. Έµποροι, ταξιδιώτες, αιχµάλωτοι ή και προδότες µεταφέρουν από τόπο σε τόπο τα τεχνολογικά επιτεύγµατα κάθε πολιτισµού, ενίοτε καλά κρυµµένα µυστικά, όπως π.χ. έγινε µε τις τεχνολογίες της σηροτροφίας και της παραγωγής χαρτιού από την Κίνα προς τη Δύση. Υπάρχουν όµως κάποιες τεχνολογίες ή κάποιες πλευρές των τεχνολογιών για τις οποίες ακόµη και οι παλαιότερες κοινωνίες δεν µπορούν να αρκεστούν στην απόλυτη προφορικότητα, τουλάχιστον από τη στιγµή που παύουν να είναι απλώς κυνηγετικές και συλλεκτικές κοινωνίες, µια που ο κύκλος των εποχών επιβάλλει καταναγκασµούς ανυπέρβλητους στις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Μπορεί η γνώση για το πώς γίνεται το άρµεγµα των προβάτων ή το πώς σπέρνεται το στάρι να µεταφέρεται προφορικά, πρέπει όµως επιπλέον να γνωρίζει κανείς πότε είναι η κατάλληλη εποχή για τη σπορά, πότε θα πρέπει να

Page 2: Η Ιστορία της Γραφής

µετακινηθούν τα ζώα σε περιοχές όπου θα βρουν νερό και λιβάδια, πώς θα επιστρέψει κανείς στον τόπο όπου γνωρίζει ότι υπάρχει εποχιακή τροφή για τους ανθρώπους και τα ζώα τους, πόσο στάρι πρέπει να σπείρει για να εξασφαλίσει ικανοποιητική σοδειά. Όλα αυτά απαιτούν καταµετρήσεις που απαιτούν σηµείωση. Αν δεν σηµειώσει κανείς πόσες ηµέρες ταξίδεψε προς κάποιον άγνωστο τόπο, δεν θα καταφέρει να γυρίσει εκεί από όπου ξεκίνησε - ο µίτος της Αριάδνης για την επιστροφή θα είναι κάποιο κλαδί ή κόκκαλο που ο κυνηγός ή ο ναυτικός σηµειώνει κάθε ηµέρα που περνά αποµακρυνόµενος και τις σβήνει µία-µία γυρίζοντας. Για το πότε πρέπει να γίνουν διάφορες εργασίες, εποχιακές µετακινήσεις ή τελετές υπάρχουν βέβαια τα αστρονοµικά σηµάδια: οι αρχαίοι Αιγύπτιοι γνώριζαν πως όταν λίγο πριν την ανατολή του ηλίου εµφανίζεται στον πρωινό ανατολικό ορίζοντα ο Σείριος, το λαµπρό αστέρι που βρίσκεται στον αστερισµό του Κυνός, σε λίγο τα νερά του Νείλου θα αρχίσουν να φουσκώνουν. Σε περιοχές όµως που δεν είναι τόσο ανέφελες πρέπει να καταµετρηθούν οι ηµέρες που πέρασαν από την προηγούµενη πανσέληνο ή το προηγούµενο ηλιοστάσιο για να ρυθµίσουν οι κοινωνίες τις δραστηριότητές τους. Επιπλέον, από τη στιγµή που οι άνθρωποι ανταλλάσσουν αγαθά µε κάποιο χρονικό ορίζοντα (σου δίνω δέκα κοφίνια στάρι την εποχή της σποράς για να µου τα επιστρέψεις όταν θερίσεις) πρέπει να σηµειώσουν αυτές τις συναλλαγές. Η αντιστοίχιση µιας πέτρας σε ένα δοχείο ή µιας γραµµής σε κάποιο ξύλο για κάθε κοφίνι που δόθηκε ή για κάθε ηµέρα που πέρασε αποτελούν τις απλούστερες µορφές τέτοιων σηµειώσεων - και αποτελούν τις αρχαιότερες µορφές σηµείων που δεν είναι απεικονιστικά, δεν προσπαθούν δηλαδή να αναπαραστήσουν µε εικόνες την πραγµατικότητα διότι δεν είναι δυνατόν: οι ποσότητες δεν έχουν µορφή, δεν είναι πράγµατα· είναι αφηρηµένες έννοιες που δηλώνουν σχέσεις ανάµεσα στα πράγµατα. Τέτοιες παραστάσεις ποσοτήτων ή ηµερολογίων µε χαράγµατα πάνω σε οστά ζώων ή και σε λίθους έχουν βρεθεί και είναι τόσο παλιά όσο τουλάχιστον και η ζωγραφική των σπηλαίων. Ορισµένοι υποστηρίζουν ότι ακόµη και ο άνθρωπος του Νεάντερταλ σηµείωνε ποσότητες µε βάση τέτοια χαράγµατα γραµµών που έχουν βρεθεί πάνω σε οστά ζώων εκείνης της εποχής. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι, όπως θα δούµε παρακάτω, η γραφή των αριθµών προηγήθηκε της γραφής των λέξεων. Η αντιστοίχιση «ένα προς ένα» που βρίσκεται στη βάση της αριθµητικής και µε την οποία ένας άνθρωπος, ένα µαµούθ, ένα πρόβατο, ένα ψάρι, ένα κοφίνι στάρι µπορούν όλα να αναπαρασταθούν σαν ποσότητες µε το ίδιο σηµείο (ένα υψωµένο δάχτυλο του χεριού ή ένα χαλίκι σε δοχείο ή µια χαραγή σε ξύλο) αποτελεί την πρώτη γραφή, την πρώτη αυθαίρετη πράξη σηµειοδότησης, την πρώτη απόδοση σηµασίας που δεν έχει σχέση µε την απεικονιστική, ζωγραφική, αναπαράσταση της πραγµατικότητας. Μπορούµε να υποθέσουµε ότι πολύ παλιά επίσης είναι τα σηµεία που δηλώνουν την ταυτότητα, όπως για παράδειγµα τα σηµάδια που ακόµη και σήµερα αποτυπώνουν οι νοµάδες κτηνοτρόφοι στα ζώα τους για να τα αναγνωρίζουν σε περίπτωση κλοπής ή ανάµιξης µε τα ζώα άλλων κοπαδιών. Τα πρώτα κείµενα που διαθέτουµε από τη Σουµερία είναι κοµµάτια πηλού σφραγισµένα, και υποθέτουµε ότι καταγράφουν κάποια συναλλαγή µε τις σφραγίδες να δηλώνουν την ταυτότητα αυτών που συµµετέχουν σε αυτή. Οι ποσότητες, από τη στιγµή που ξεπερνούν το στάδιο των στιβαγµένων χαλικιών ή των χαραγµάτων σε κάποιο ξύλο και γίνονται αριθµοί, αποκτούν µαγικές ιδιότητες, όπως όλοι πολύ καλά γνωρίζουµε. Οι αριθµοί (και τα γεωµετρικά σχήµατα: τα µαθηµατικά σηµεία γενικότερα) έχουν τη δυνατότητα να ενεργούν µόνοι τους. Η φράση «οκτώ συν τρία…» είναι ηµιτελής, όπως και η φράση «ο άντρας και η γυναίκα…»· αλλά η πρώτη συµπληρώνεται αυτόµατα µόνη της - δεν µπορεί να είναι παρά το «ίσον έντεκα». Στη δεύτερη, το συµπλήρωµα µπορεί να είναι οτιδήποτε σχεδόν: «παντρεύονται», «κάνουν παιδιά», «τσακώθηκαν», «αγαπήθηκαν», «έρχονται». Οι αριθµοί µπορούν να κάνουν καταπληκτικά πράγµατα: να µας πουν ότι αύριο είναι πανσέληνος και ας µας κρύβουν πολλές ηµέρες τώρα τα σύννεφα το φεγγάρι· επιτρέπουν να χωριστούν αγαθά και γη ανάµεσα σε πολλούς· µπορούν να µας πουν πόσες ηµέρες θα ταξιδέψουµε για να επιστρέψουµε εκεί από όπου φύγαµε. Για να είναι αξιοποιήσιµη η γνώση πρέπει να υπάρχει ως λογισµικό κατανοητό, ώστε να καταγραφεί, να µεταδοθεί σε αποστάσεις ή στο χρόνο για να ξαναχρησιµοποιηθεί ή για να βοηθήσει στη δηµιουργία νέων γνώσεων. Διαπιστώνουµε ότι διατυπώνοντας την απαίτηση αυτή, διατυπώνουµε ουσιαστικά την απαίτηση ύπαρξης µέσων, την ανάγκη µόνιµων αναπαραστάσεων του κόσµου των γνώσεων. Η γραφή, τα διάφορα συστήµατα γραφής µάλλον, αποτελούν τέτοιου είδους λογισµικό που θέτει στη διάθεση των ανθρώπων τις γνώσεις άλλων γενεών ή άλλων τόπων. Και όχι µόνο αυτό: τα διάφορα συστήµατα γραφής αποτελέσανε εξαιρετικά πρόσφορο τρόπο επεξεργασίας των γνώσεων που επέτρεπε την επέκταση τους µέσω του σηµειωτικού χειρισµού της πραγµατικότητας που επιτρέπει η γραπτή αναπαράστασή της.

Page 3: Η Ιστορία της Γραφής

Διατυπωµένη έτσι γενικά η έννοια του συστήµατος γραφής επεκτείνεται πολύ πέρα από την έννοια του «αλφάβητου» ή γενικότερα των συστηµάτων αποτύπωσης της ανθρώπινης οµιλίας που µας έρχεται αµέσως στο νου όταν αναφερθούµε σε γραφή. Σύστηµα γραφής είναι οποιαδήποτε ανεικονική αναπαράσταση του κόσµου που αποτυπώνεται σε µόνιµο µέσο, υπό την έννοια της γενικότερης διαδικασίας παραγωγής γραπτών σηµείων που «αναπαριστούν» όχι πράγµατα, όπως οι ζωγραφικές αναπαραστάσεις, αλλά έννοιες -δηλαδή και όσα κατανοούµε αλλά δεν τα αισθανόµαστε, δεν τα βλέπουµε, δεν τα ακούµε. άρα τον ανθρώπινο Λόγο γενικά, και όχι ειδικά την ανθρώπινη οµιλία. Το σύστηµα των µαθηµατικών σηµείων, όπως αποτυπώνονται στο χαρτί ή στο µαυροπίνακα, αποτελεί σύστηµα γραφής· οµοίως το σύστηµα των σηµείων της φυσικής, της χηµείας, της βιολογίας. Το σύστηµα αναπαράστασης γίνεται γραφή από τη στιγµή που το σηµείο παύει να προσπαθεί να µιµηθεί οπτικά το σηµαινόµενο. Η απεικόνιση, η ζωγραφιά, προσπαθεί να είναι αναπαράσταση του εξωτερικού κόσµου, η γραφή είναι αναπαράσταση και του εσωτερικού κόσµου, του κόσµου της ανθρώπινης σκέψης, των νοηµάτων. Αλλά η αναγκαιότητα της γραφής δεν έχει να κάνει µόνο µε την ανάγκη διατήρησης, αναπαραγωγής, επέκτασης της γνώσης - αυτό είναι µάλλον πρόσφατο σχετικά φαινόµενο. Για χιλιετίες πολλές τις τεχνολογικές γνώσεις τους οι άνθρωποι τις µετέφεραν προφορικά από γενιά σε γενιά: οι µάστορες είχαν τα µυστικά της τέχνης τους που τα παρέδιδαν µόνο στα νεώτερα µέλη του σιναφιού τους, αυτά τα οποία µαθήτευαν κοντά τους. Όµως στις κοινωνίες υπάρχουν επίσης σηµειωτικές αναπαραστάσεις που καθορίζουν τις σχέσεις των µελών τους µεταξύ τους και σηµειωτικά συστήµατα που δηµιουργούν συλλογική ταυτότητα, επιτρέποντας την ατοµική ή οµαδική κοινή έκφραση συναισθηµάτων µέσα από συµµετοχικές διαδικασίες: µύθοι, θρησκείες, αφηγήσεις, χοροί, τραγούδια, δρώµενα, απεικονίσεις, ενδύµατα είναι ορισµένες από αυτές τις σηµειωτικές πρακτικές. Και ως προς αυτές τις τελευταίες διαδικασίες τα συστήµατα γραφής είναι πολύτιµα διότι επιτρέπουν τη διαχρονική και δια-τοπική αναπαραγωγή τους. Τα ίδια τα συστήµατα γραφής αποτέλεσαν άλλωστε τέτοια αυτόνοµα σηµειωτικά συστήµατα που ο χειρισµός τους απαιτούσε δεξιοτεχνία και προσέδιδαν στο γνώστη τους κύρος και εξουσία. Παρά τη καθολική σήµερα παρουσία των συστηµάτων γραφής σε όλες τις κοινωνίες του πλανήτη µας, η «γραφολογία» ή «γραµµατολογία», δηλαδή η µελέτη των συστηµάτων γραφής, δεν έχει αναπτυχθεί σε αυτόνοµη επιστήµη. Συνήθως οι γλωσσολόγοι ασχολούνται παρεµπιπτόντως µε τη µελέτη των συστηµάτων γραφής µε αποτέλεσµα όµως σηµαντική επιστηµολογική παρέκκλιση: να µελετώνται πρωτίστως τα συστήµατα γραφής σε σχέση µε την οµιλούµενη γλώσσα, µε αποτέλεσµα να υποτιµάται ο «εξωγλωσσικός» σηµασιολογικός και πληροφοριοδοτικός τους πλούτος. Εξ άλλου το γεγονός ότι πρόκειται για «παρεµπίπτουσα» δραστηριότητα έχει ως αποτέλεσµα να µην υπάρχει γενικά αποδεκτή ορολογία - πολύ περισσότερο να µην υπάρχουν σαφείς έννοιες.

Η καταγραφή της οµιλίας. Η γραφή, από την ειδική και περιορισµένη σκοπιά της καταγραφής της φευγαλέας ανθρώπινης οµιλία, αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη της διαµεσολαβηµένης (της µη άµεσης, προσωπο-µε-πρόσωπο) επικοινωνίας. Η µετάδοση (ή καταγραφή-διατήρηση) νοηµάτων µε τη βοήθεια της ανθρώπινης µνήµης, την αποστήθιση και την προφορική επανάληψη, δεν µπορεί παρά να αφορά περιορισµένο όγκο επικοινωνιακού υλικού. Οι ραψωδοί ήσαν σε θέση, χρησιµοποιώντας ποικίλες τεχνικές, να αποµνηµονεύσουν χιλιάδες έµµετρους οµηρικούς στίχους, θα ήταν αδύνατο όµως να αποµνηµονεύσουν και τους πλατωνικούς διαλόγους και την ιστορία του Θουκυδίδη και τα Στοιχεία του Ευκλείδη. Επιπλέον, ουδείς µπορεί να εγγυηθεί την ακρίβεια κατά την προφορική φύλαξη/µετάδοση επικοινωνιακού περιεχόµενου, κάτι που η γραφή το εξασφαλίζει σε σηµαντικό βαθµό. Σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, και στα ελληνικά, η πρωτογενής έννοια του «γράφω» είναι «χαράζω», «ξύνω» και παραπέµπει βεβαίως στις πρώτες τεχνικές της γραφής. Αλλά της εγχάραξης της ανθρώπινης οµιλίας σε σταθερό υπόστρωµα, προηγήθηκαν κατά πολύ εικονογραφικές απεικονίσεις ζώων και ανθρώπων που αρχίζουν να εµφανίζονται πριν από 30-35 χιλιάδες χρόνια και διασηµότερο παράδειγµά τους είναι η ευρωπαϊκή «ζωγραφική των σπηλαίων» (~15.000 π.Χ.). Θεωρείται γενικά ότι οι απεικονίσεις αυτές εξυπηρετούσαν σκοπούς λατρευτικούς, µαγικούς, χρηστικούς, ή και αισθητικούς· ανεξάρτητα όµως από τη συγκεκριµένη λειτουργία που επιτελούσαν, οι εκτεθειµένες σε κοινή θέαση τοιχογραφίες των σπηλαίων πρέπει να θεωρηθούν από τα παλαιότερα «µαζικά µέσα επικοινωνίας» - ή τουλάχιστον τα παλαιότερα που

Page 4: Η Ιστορία της Γραφής

έχουν διασωθεί, διότι δεν µπορούµε να αποκλείσουµε να υπήρξαν απεικονίσεις µε χρήση υλικών που δεν αντιστέκονταν στη φθορά του χρόνου όσο οι προφυλαγµένες αυτές τοιχογραφίες. Η απεικονιστική αποτύπωση του κόσµου, δηλαδή η αναπαράστασή του µε εικόνες, έχει ισχυρούς περιορισµούς: αποτελεί ουσιαστικά αναλογική και ολική µέθοδο αναπαράστασης των νοηµάτων ενώ η φωνητική γραφή, που απεικονίζει φθόγγους και συλλαβές, όχι µόνο απαθανατίζει τους ήχους της γλώσσας που εξαφανίζονται την ίδια στιγµή που εκφέρονται, αλλά επιπλέον αναλύει το αναπαριστώµενο (τη λέξη) σε επιµέρους στοιχειώδη στοιχεία: αποτελεί την πρώτη «ψηφιακή» µέθοδο επεξεργασίας σηµείων. Τα νοήµατα δηλαδή αναπαριστάνονται µέσω της συνδυαστικής απλών στοιχείων, που δίνουν µεγαλύτερες νοηµατικές ενότητες. Δεν είναι υποχρεωτικό η γραφή να κατακερµατίζει την οµιλία σε επίπεδο φθόγγου για να τη χαρακτηρίσουµε ψηφιακή-συνδυαστική: ακόµη και τα γραφήµατα λέξεων µπορούν να αποτελέσουν τη βάση συνδυαστικών συστηµάτων, σχηµατίζοντας φράσεις, κατά τον ίδιο τρόπο που σχηµατίζουµε φράσεις όταν µιλάµε, χωρίς να έχουµε συνείδηση της υποδιαίρεσης των λέξεων σε συλλαβές ή φθόγγους. Επιπλέον, τα σηµεία αυτά που χρησιµοποιούνται για τις λέξεις και τις φράσεις, (εποµένως για τα πράγµατα, τα νοήµατα και τις καταστάσεις) καθιερώνουν την αυθαιρεσία του σηµείου απέναντι στο σηµαινόµενο: η «λέξη µήλο» µε όποιον τρόπο και αν γραφεί, σε οποιαδήποτε γλώσσα ή σύστηµα γραφής αποτελεί οπτικό σήµα που δεν έχει σχέση µε το «πράγµα µήλο» παρά µόνο επειδή αυτό αποτελεί κοινά αποδεκτή κοινωνική-επικοινωνιακή σύµβαση - µε πιθανή εξαίρεση τα πρώτα-πρώτα συστήµατα γραφής για τα οποία η επικρατέστερη άποψη είναι πως ήσαν «πικτογραφικά», απεικόνιζαν δηλαδή λίγο ως πολύ το αντικείµενο που, ως σηµεία, υποκαθιστούσαν. Στην περίπτωση της εικονικής αναπαράστασης, το σηµείο πρέπει «να µοιάζει» στο αντικείµενο που αναπαριστά, να το απεικονίζει κατ’ αναλογίαν, έστω και σχηµατικά, όπως στα πικτογράµµατα. Κι αν αυτό είναι σχετικά εύκολο να συµβεί για να αναπαρασταθεί η έννοια «δρυς», είναι εξαιρετικά δύσκολο για να καταγραφεί η συγκεκριµένη «ιερά δρυς της Δωδώνης». Για τούτο και οι Έλληνες και Ρωµαίοι είχαν σε εξαιρετική εκτίµηση τους καλλιτέχνες (ζωγράφους, γλύπτες) που πετύχαιναν να αναπαριστούν µε µεγίστη ακρίβεια τα χαρακτηριστικά των απεικονιζόµενων ατόµων, ζώων ή αντικειµένων. Αυτή η δυσκολία απεικονιστικής αναπαράστασης του συγκεκριµένου είναι που υποχρεώνει τους ζωγράφους των αγγείων (όπως και τους αγιογράφους ως σήµερα) να ονοµατίζουν τους ήρωες που ζωγραφίζουν, εκτός κι αν τα λοιπά στοιχεία της αναπαράστασης καθιστούν περιττή την ονοµατοδοσία, όπως στην περίπτωση που κάποιος παλεύει µε λιοντάρι ή που κάποιος έφιππος σκοτώνει µε το κοντάρι του φίδι: οι µετέχοντες της αρχαίας ελληνικής παιδείας αναγνώριζαν στο πρώτο τον Ηρακλή, οι µετέχοντες της χριστιανικής παιδείας αναγνωρίζουν στο δεύτερο σηµείο τον Άη Γιώργη. Όµως ακόµη και η τελειότερη και ακριβέστερη «φωτογραφική» απεικόνιση είναι χρήσιµη µόνο σε όσους µπορούν να αναγνωρίσουν το πρόσωπο ή πράγµα που αφορά. Πενήντα χιλιόµετρα µακρύτερα ή πενήντα χρόνια αργότερα µπορεί να µην υπάρχει οικειότητα µε τις απεικονίσεις και το πρόσωπο του βασιλιά σε κάποιο νόµισµα να είναι σαν του οποιουδήποτε άλλου βασιλιά ή και θνητού. Απαιτούνται λοιπόν αφηρηµένα, ανεικονικά στοιχεία για να προσδιορίσουν το συγκεκριµένο: το σύµβολο της δυναστείας του προσδιορίζει για το βασιλιά ποιας χώρας πρόκειται - κι ακόµα καλύτερα τον προσδιορίζει βέβαια η γραφή του ονόµατός του, που µπορεί να µεταφέρει στο χώρο και στο χρόνο την προφορική εξήγηση του «ποιος είναι αυτός που έχω µπροστά µου». Οι απεικονίσεις όµως δεν πάσχουν µόνο ως προς την αναπαράσταση του συγκεκριµένου: πάσχουν πρωτίστως ως προς την αδυναµία αναπαράστασης του µη ορατού - των ψυχικών καταστάσεων και των εννοιολογικών δηµιουργηµάτων της ανθρώπινης νόησης. Οι έννοιες «χαρά», «θυµός», «χρόνος», «τετραγωνική ρίζα του 2» δεν είναι ορατές άρα δεν απεικονίζονται. Μπορούν µόνο να σηµειωθούν µε τη χρήση των σηµείων που επινοεί ο άνθρωπος. Η καταγραφή του λόγου ως οµιλία µέσω της κατάτµηση της σε στοιχεία όπως λέξη, συλλαβή, φθόγγος δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε τόσο απλή όσο φαίνεται σε όσους έχουν ήδη αποκτήσει τη δυνατότητα αποτύπωσης της µέσω του αλφαβήτου. Όταν ακούµε γλώσσα που δεν γνωρίζουµε, ακούµε συνεχή ροή ήχων που διακόπτεται µόνο από τις αναπνοές του οµιλητή ή από κρατήµατα σε σηµεία που (στο γραπτό λόγο) αντιστοιχούν σε κόµµατα, άνω τελείες, ερωτηµατικά, και τελείες ή άλλα «σηµεία στίξεως» που χρησιµοποιούµε αφειδώς σήµερα και άρχισαν δειλά να πρωτοεµφανίζονται πριν 1.000 περίπου χρόνια. Η κατανόηση λοιπόν του γεγονότος ότι µπορεί να καταγραφεί όχι το αντικείµενο (ζωγραφίζοντάς το) αλλά η λέξη που το σηµατοδοτεί κατά την οµιλία, αποτελεί σηµαντική κατάκτηση της ανθρώπινης νόησης. Ακόµη

Page 5: Η Ιστορία της Γραφής

σηµαντικότερη κατάκτηση αποτελεί (σύµφωνα τουλάχιστον µε ορισµένους µελετητές) η αποδόµηση και καταγραφή των στοιχείων της λέξης, δηλαδή των συλλαβών και των φθόγγων. Πριν όµως επιτευχθεί αυτό είχαν χρησιµοποιηθεί πολύ άλλοι τρόποι καταγραφής και µεταφοράς νοηµάτων, πέρα από τη ζωγραφική αναπαράσταση η οποία αναφέρθηκε παραπάνω. Πολύ παλιά είναι τα διάφορα χαράγµατα ειδικών σηµείων ή και απλών γραµµών σε κόκκαλα, πέτρες ή ξύλα που άλλα θεωρούνται καταγραφές ποσοτήτων και άλλα στοιχειώδη «ηµερολόγια» που µετρούν ηµέρες καταγράφοντας τις φάσεις της σελήνης. Ανάλογα µε τους πολιτισµούς και τα διαθέσιµα µέσα, φαίνεται ότι και τεχνικές όπως οι κόµποι σε σχοινιά (κυρίως για υπολογισµούς), η ύφανση, χάραξη ή το ζωγράφισµα αφηρηµένων σηµαδιών (και όχι απεικονίσεων) σε δέρµατα ή ξύλα λειτούργησαν επίσης ως µνηµονικά σηµεία για κάποια γεγονότα ή για τη µεταφορά µηνυµάτων. Βέβαια τέτοια φθαρτά υλικά δεν έφθασαν ως τις ηµέρες µας παρά σε σπάνιες περιπτώσεις. Η υπόθεση για την ύπαρξη τέτοιων τεχνικών «αποθήκευσης πληροφοριών» κατά τους προϊστορικούς χρόνους στηρίζεται κυρίως στην παρατήρηση επικοινωνιακών φαινοµένων σε σύγχρονες κουλτούρες που δεν χρησιµοποιούσαν τη γραφή όταν τους επισκέφθηκαν οι κατακτητές, οι έµποροι, οι ιεραπόστολοι ή οι εθνολόγοι. Πρέπει βέβαια να υπενθυµίσουµε πως ούτε η οµιλία αποτελεί το µοναδικό τρόπο επικοινωνίας µεταξύ των ανθρώπων ούτε η γραφή αποτελεί το µοναδικό παράδειγµα «αποτυπωµένου» κώδικα. Η οµιλία θεωρείται ότι κατακτήθηκε από το είδος µας κατά τη µακρά πορεία «εξανθρώπισης» των βιολογικών ειδών που προηγήθηκαν του homo sapiens και µπορεί να θεωρηθεί υποπερίπτωση της «νευµατικής» (gestuelle) έκφρασης, κατά την οποία η επικοινωνία αποκαθίσταται µε νεύµατα, τις κινήσεις δηλαδή των µελών του σώµατος - η κίνηση της γλώσσας και των χειλιών που αρθρώνουν σε φθόγγους τον αέρα που βγαίνει από τα πνευµόνια µας µπορεί να θεωρηθεί ειδική µορφή σωµατικής κίνησης που κινητοποιεί όµως άλλη αίσθηση στο δέκτη (την ακοή) και όχι την όραση, όπως συµβαίνει µε τα νεύµατα. Βέβαια και η γραφή µε αυτή την πολύ γενική έννοια είναι «νευµατική» αλλά, κατ’ αντίθεσιν προς τις προηγούµενες µορφές, απαιτεί την ύπαρξη µέσου που να καταγράφει τα «νεύµατα» του χεριού µε την πένα, το καλάµι ή τη σµίλη. Ως προς την αποτύπωση, υπάρχουν σήµερα τα ιδιαίτερα µουσικά συστήµατα γραφής που επίσης αποτυπώνουν ήχους, τα χορογραφικά που αποτυπώνουν κινήσεις του σώµατος, τα µαθηµατικά που αποτυπώνουν τους αριθµούς και τις σχέσεις τους, τα χαρτογραφικά που απεικονίζουν την επιφάνεια της γης, ίσως ;;; και τα σήµατα της τροχαίας. Και δεν θα πρέπει να ξεχάσουµε τον κώδικα Μπράιγ που είναι µεν αλφαβητικός αλλά στηρίζεται στην αφή και χρησιµοποιείται για να µπορούν οι τυφλοί να διαβάζουν. Ανήκει, όπως και ο κώδικας Μορς, στους δευτερογενείς κώδικες που µεταγράφουν µε άλλα σηµεία το καθιερωµένο σύστηµα γραφής είτε γιατί έτσι είναι πιο εύκολη η µεταφορά µηνυµάτων µέσα από κάποιους διαύλους είτε για λόγους µυστικότητας του µηνύµατος (κρυπτογραφία).

Συστήµατα γραφής. Η γραπτή επικοινωνία για να πραγµατοποιηθεί µε τα παραδοσιακά χειρωνακτικά ή µηχανικά µέσα απαιτεί να υπάρχει κώδικας αντιστοίχισης γραπτών σηµείων-λόγου (π.χ. αλφάβητο, ιερογλυφικά, φωνογράµµατα, ιδεογράµµατα), υπόστρωµα πάνω στο οποίο θα καταγραφούν τα σηµεία (π.χ. πηλός, µάρµαρο, κερωµένη πλάκα, πάπυρος, κόκκαλο, δέρµα, περγαµηνή, χαρτί), εργαλείο γραφής (π.χ. καλάµι για εγχάραξη σε πηλό ή σε κερωµένη πλάκα, σµίλη, πινέλο, πένα, λιθογραφική πλάκα, τυπογραφικά στοιχεία) και, στην περίπτωση που δεν πρόκειται για εγχάραξη απ’ ευθεία στο υπόστρωµα, χρωστική ουσία (π.χ. χρώµα, µελάνι, µελανοταινία γραφοµηχανής). Οι κώδικες που χρησιµοποιούνται για να διατυπωθούν τα µηνύµατα, δηλαδή τα συστήµατα γραφής που αποτελούν το βασικό λογισµικό της γραπτής επικοινωνίας, ίσως εξαρτώνται από τη µορφή της οµιλούµενης γλώσσας, από το κοινωνικό-οικονοµικό πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσεται και στο οποίο καλείται να ενταχθεί η γραφή· οπωσδήποτε όµως εξαρτώνται και από το υλικό, δηλαδή από το υπόστρωµα, τα εργαλεία γραφής και τα υλικά αποτύπωσης: τα «επισυρµένα» γράµµατα που χρησιµοποιούµε σήµερα όταν γράφουµε µε το µαρκαδόρο ή το στυλό διαρκείας σε χαρτί θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο ή και αδύνατο να αποτυπωθούν πάνω σε πέτρα µε τη βοήθεια σµίλης· τα γραφήµατα της σφηνοειδούς γραφής δύσκολα αποτυπώνονται µε χαρτί και µελάνι. Οι χαρακτήρες της κινεζικής γραφής ήταν εξαιρετικά δύσκολο να χρησιµοποιηθούν στις γραφοµηχανές, αλλά δεν υπάρχει πρόβληµα µε τους υπολογιστές. Μπορεί τα σηµεία του κάθε συστήµατος γραφής ως λογισµικό να είναι αυθαίρετα, υπακούουν όµως σε πρακτικούς καταναγκασµούς του χρησιµοποιούµενου υλικού.

Page 6: Η Ιστορία της Γραφής

Βλέποντας τα πράγµατα από τη σκοπιά της ατοµικής χρήσης της γραφής για τη διαπροσωπική επικοινωνία, η γραφοµηχανή αρχικά και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές εν συνεχεία έχουν αλλάξει αυτά τα χαρακτηριστικά του υλικού της γραφής. Ανάµεσα στο πληκτρολόγιο και στην εµφάνιση του γράµµατος στην οθόνη µεσολαβεί υλικό και λογισµικό που δεν ελέγχεται από το χρήστη. Κάποτε ήταν ίσως δυσκολότερο να µάθεις γραφή κι ανάγνωση εξ αιτίας της πολυπλοκότητας των συστηµάτων γραφής και των κοινωνικών περιορισµών που υπήρχαν στη διάδοση της γνώσης τους αλλά ήταν µάλλον εύκολο εν συνεχεία να αποκτήσεις τα αναγκαία υλικά για να γράψεις - αν και δε πρέπει καθόλου να υποτιµάµε τη δυσκολία εξεύρεσης πάπυρου, περγαµηνής ή και χαρτιού στις εποχές που αυτά τα υποστρώµατα κυριαρχούσαν. Αλλά σήµερα, όπως συµβαίνει και µε πλήθος άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες, παχύτερο στρώµα τεχνολογίας παρεµβάλλεται πλέον για να πραγµατοποιηθεί αυτό που κάποτε µπορούσε να γίνει µε το νύχι πάνω στο κερί ή ένα κοµµάτι καλάµι και λίγο νωπό πηλό. Πρέπει επίσης να διαχωρίσουµε τη διάδοση της γραφής από τη διάδοση της ανάγνωσης: σε όλες τις κοινωνίες αυτοί που ήξεραν να διαβάζουν ήσαν και είναι πάντα περισσότεροι από αυτούς που ξέρουν να γράφουν, ιδιαίτερα αυτούς που γνωρίζουν να γράφουν «σωστά», µε ότι αυτό σηµαίνει για κάθε είδος γραφής - πρωτίστως καλλιγραφικά, µε σωστή ορθογραφία, σύνταξη, κτλ. Ιδιαίτερα η ανάγνωση ή απλώς κατανόηση των ιερών κειµένων ήταν ευκταία ή και υποχρεωτική σε ορισµένες κοινωνίες, ενώ αντίθετα η γνώση της γραφής µπορούσε είτε να µη θεωρείται απαραίτητη είτε να αποτελεί προνόµιο ειδικής κοινωνικής οµάδας, των γραφέων ή γραµµατέων όπως ονοµάζονταν κατά την αρχαιότητα, των γραµµατικών όπως ονοµάζονταν τα νεώτερα χρόνια. Για παράδειγµα, στις προτεσταντικές χώρες η ανάγνωση διδασκόταν σε πολύ µεγαλύτερη έκταση από όσο η γραφή, ώστε να είναι σε θέση οι πιστοί να επιτελούν την ιερή υποχρέωση της ανάγνωσης της Αγίας Γραφής. Στην Αρχαία Αίγυπτο, µπορεί οι µνηµειακές επιγραφές να ήσαν κατανοητές από τους υπηκόους των Φαραώ, αλλά η γνώση της ιερογλυφικής γραφής ήταν προνόµιο ολίγων. Καίτοι µεταξύ των ειδικών που ασχολούνται µε τα συστήµατα γραφής δεν υπάρχει γενική συµφωνία ούτε ως προς τους κανόνες βάσει των οποίων θα µπορούσε κανείς να τα ταξινοµήσει ούτε ως προς τις κατηγορίες που υπάρχουν και τις ονοµασίες τους, ακολουθώντας τη µέση οδό ανάµεσα τις συγκρουόµενες απόψεις, µπορούµε να κατατάξουµε τα διάφορα συστήµατα γραφής που έχουν εµφανιστεί στις εξής κατηγορίες:

Αλφαβητικά συστήµατα γραφής, όπως τα συστήµατα που χρησιµοποιούν το ελληνικό, λατινικό ή κυριλλικό αλφάβητο. Βασικό χαρακτηριστικό του αλφάβητου είναι ότι αποτελείται από σηµεία (τα γράµµατα) που απεικονίζουν και τα σύµφωνα και τα φωνήεντα της οµιλούµενης γλώσσας. Θεωρητικά, θα έπρεπε για κάθε φθόγγο («φώνηµα») να αντιστοιχεί ένα µόνο γράµµα («γράφηµα») και αντίστροφα σε κάθε γράµµα να αντιστοιχεί µόνο ένας φθόγγος, κάτι που όπως γνωρίζουµε και από την ελληνική γραφή δεν ισχύει. π.χ., τα γράµµατα <ι>, <η>, <υ>, και τα διγράµµατα <οι>, <ει>, αντιστοιχούν όλα στο ίδιο φώνηµα /I/, έχουν δηλαδή την ίδια «φωνητική αξία». Αντιστρόφως, το γράµµα <υ>, µπορεί να έχει την αξία /i/ (τυρί), /f/ (αυτός), /v/ (ευάερος), ενώ στο δίγραµµα <ου>, το <ο> και το <υ> «εξαφανίζονται» ως αυτόνοµα σηµεία και δίνουν από κοινού το φώνηµα /u/. Υποτίθεται όµως ότι υπήρξε κάποια «χρυσή εποχή» κατά την οποία η ορθογραφία ήταν φωνητική, δηλαδή υπήρχε πλήρης αµφιµονοσήµαντη αντιστοιχία φωνηµάτων-γραµµάτων, η οποία υποτίθεται εξέλιπε λόγω αλλαγών στην οµιλία που δεν τις ακολούθησε η γραφή ως πιο συντηρητικό σηµειωτικό σύστηµα από την οµιλία, µένοντας πιστή στην «ιστορική ορθογραφία». Συµφωνητικά συστήµατα γραφής, όπου βασικά αναπαρίστανται µε γράµµατα µόνο τα σύµφωνα της γλώσσας -όπως στο αραβικό και εβραϊκό σύστηµα γραφής τα οποία έχουν κοινή ρίζα µε τα ευρωπαϊκά το φοινικικό σύστηµα, στο οποίο και παραµένουν πιστότερα αφού ούτε εκείνο διέθετε γράµµατα για τα φωνήεντα. Το σύνολο των γραµµάτων αυτού του συστήµατος ονοµάζεται συµφωνητάριο (consonantary) ή abjad, από την ονοµασία των πρώτων γραµµάτων του αραβικού σύµφωνα µε την παλαιά τους σειρά. Ορισµένα διακριτικά σηµεία («τελείες», «τόνοι», «περισπωµένες») που τοποθετούνται επί των συµφώνων ή κάτω από αυτά, µπορούν να προσδιορίζουν για ποια ακριβώς συλλαβή πρόκειται (δηλαδή, ποιο φωνήεν συνοδεύει το συγκεκριµένο σύµφωνο) αν υπάρχει περίπτωση αµφιβολίας. Μπορεί όµως και ορισµένα από τα σύµφωνα να χρησιµοποιούνται για να δηλώνουν ορισµένα από τα φωνήεντα, για τούτο και η διάκριση αλφάβητα-

Page 7: Η Ιστορία της Γραφής

abjad δεν είναι πάντα σαφής και, επειδή ιστορικά το ελληνικό αλφάβητο έχει προκύψει από abjad, µπορούν ίσως να χρησιµοποιούνται εναλλακτικά οι δύο όροι. Υποτίθεται ότι το σύστηµα αυτό προσιδιάζει στις «σηµιτικές γλώσσες» διότι οι λέξεις τους αποτελούνται από σταθερό «σκελετό» συµφώνων και τα φωνήεντα αλλάζουν για να προσδιορίσουν χρόνους και κλίσεις στο εσωτερικό του σκελετού και δεν έχουν ιδιαίτερη σηµασιολογική σπουδαιότητα, µπορεί δηλαδή να γίνει κατανοητό το νόηµα και µε παράλειψη των φωνηέντων. Αντιθέτως, στις «ινδοευρωπαϊκές» γλώσσες, όπως η ελληνική, υποτίθεται ότι τα φωνήεντα έχουν µεγάλη σηµασιολογική σπουδαιότητα και πρέπει να δηλώνονται. Πάντως η αλήθεια είναι ότι και abjad έχουν χρησιµοποιηθεί για την καταγραφή µη σηµιτικών γλωσσών (π.χ., Ιράν, Αλταϊκές) και αλφάβητα πλήρη (µε φωνήεντα δηλαδή) για να γραφούν σηµιτικές γλώσσες (Μάλτα). Αλφασυλλαβικά συστήµατα (ή νέο-συλλαβάρια ή ψευτο-αλφάβητα ή ηµι-συλλαβάρια ή abugida): τα «γράµµατα» παριστάνουν µόνο τα σύµφωνα, τα οποία όµως θεωρείται ότι συνοδεύονται από κάποιο συγκεκριµένο φωνήεν, το ίδιο πάντα, (π.χ., το /a/ στην ινδική) και προστίθεται διακριτικό σήµα µόνο αν συνοδεύονται από κάποιο άλλο. Δηλαδή, αν <π> <τ> είναι γραφήµατα κάποιου αλφασυλλαβικού συστήµατος, όταν απαντιούνται µόνα τους, διαβάζονται πάντα /pa/ και /ta/ αντιστοίχως. Αν πρέπει να γραφεί /po/ ή /pi/, τότε θα είναι το <π> µε κάποιο διακριτικό, π.χ. <π΄> για το /po/ και <π> για το /pi/. Οµοίως θα είναι <τ΄> =/to/ και <τ> = /ti/. Χαρακτηριστικά παραδείγµατα τέτοιας γραφής αποτελούν οι ινδικές γραφές (Μπράχµι, Ντεβαναγκάρι) και η αιθιοπική. Αν τα σύµφωνα είναι συνεχόµενα, πχ πρέπει να γραφεί «πτ» και να µη διαβάζεται «πατ», πρέπει ξανά να τοποθετηθεί διακριτικό και να γραφεί, ας πούµε, <πτ>. Υπάρχουν ειδικά σηµεία για τα φωνήεντα όταν απαντώνται µόνα τους, κατά κανόνα στην αρχή λέξεων. Συλλαβικά συστήµατα γραφής, που χρησιµοποιούν συλλαβάριο (syllabary): κάθε σηµείο («γράφηµα») του συστήµατος αντιπροσωπεύει και µία συλλαβή, δηλαδή συνδυασµό συµφώνου (ή συµφώνων) µε φωνήεν ή ένα φωνήεν µόνο του. Κατά κανόνα δεν υπάρχει οµοιότητα στα γραφήµατα που παριστάνουν φωνητικά παραπλήσιες συλλαβές, δηλαδή οι συλλαβές «πο» και «πα», για παράδειγµα, παριστάνονται µε γραφήµατα εντελώς διαφορετικά που δεν αποκαλύπτουν στον αναγνώστη την ύπαρξη του κοινού «π», όπως συµβαίνει στην προηγούµενη περίπτωση των «ψευδοσυλλαβαρίων». Η Κρητο-µινωική γραφή Γραµµική Β΄ και το Κυπριακό Συλλαβάριο αποτελούν τέτοια συστήµατα. Προφανώς τα συλλαβικά συστήµατα έχουν πολλαπλάσιο αριθµό σηµείων από τα προηγούµενα, διότι για την ελληνική γλώσσα, π.χ., θα έπρεπε να υπάρχου τα σηµεία για τους 5 φωνηεντικούς φθόγγους της ελληνικής (/a/, /e/, /i/, /o/, /u/) και µετά οι συνδυασµοί µε όλων αυτών µε καθένα από τους συµφωνητικούς (/ba/, /be/, /bi/, /bo/, bu/, κτλ) -εποµένως περίπου 5 + 17 x 5= 90 σηµεία. Λογογραφικά (ή λογοσυλλαβικά): κάθε σηµείο της γραφής δηλώνει ολόκληρη λέξη (ή και συλλαβή), υπάρχει ελάχιστη ή και καθόλου αντιστοίχηση µεταξύ γραπτών σηµείων και οµιλίας. Δηλαδή, το ίδιο σηµείο σηµαίνει το ίδιο πράγµα σε διάφορες γλώσσες ή διαλέκτους και ακούγεται, όταν διαβάζεται, µε άλλο τρόπο. Όπως για παράδειγµα το σηµείο «1», που στα ελληνικά θα διαβαστεί «ένα», στα αγγλικά «one» και στα γαλλικά «un». Στην κατηγορία αυτή ανήκαν το σουµερο-βαβυλωνιακό σφηνοειδές και τα αιγυπτιακά (ιερογλυφικά, ιερατικό, δηµοτικό) συστήµατα γραφής. Σήµερα ανήκει µόνο το κινεζικό σύστηµα γραφής και εν µέρει τα συστήµατα της Ανατολικής Ασίας που προήλθαν από αυτό. Μεικτά συστήµατα, τα οποία συνδυάζουν χαρακτηριστικά των προηγουµένων. π.χ. η κορεατική γραφή που είναι µεν αλφαβητική αλλά δεν «παρατάσσει» τα γράµµατα, τα συνδυάζει σε συλλαβικά συµπλέγµατα που µοιάζουν, οπτικά µόνο, µε τα κινεζικά ιδεογράµµατα. επίσης τα αρχαία ιβηρικά συστήµατα γραφής που είχαν και συλλαβικά και αλφαβητικά στοιχεία. Επίσης η ιαπωνική γραφή που συνδυάζει κινεζικούς χαρακτήρες και ειδικά συλλαβικά σηµεία, τα kana, ώστε να αποδίδεται η ιαπωνική γλώσσα.

Η εµφάνιση της γραφής.

Φαίνεται ότι στους Σουµέριους, που κατοικούσαν στη Μεσοποταµία (στο σηµερινό νότιο Ιράκ) ανήκει η τιµή της επινόησης του πρώτου συστήµατος γραφής: στην πόλη Ουρούκ (σηµερινή Βάρκα) στα χαλάσµατα ναών και ανακτόρων έχουν βρεθεί χαραγµένα πάνω σε πήλινες πινακίδες τα αρχαιότερα ως σήµερα δείγµατα γραφής, χρονολογούµενα από την 4η χιλιετία π.Χ. Η πρώτη εµφάνιση της σε αυτήν την περιοχή δεν είναι βέβαια άσχετη µε το γεγονός ότι εκεί εµφανίζονται οι πρώτες µεγάλες πόλεις και επίσης

Page 8: Η Ιστορία της Γραφής

τα πρώτα φαινόµενα συγκεντρωτικής θεοκρατικής/πολιτικής εξουσίας. Η Ουρούκ ήταν µία από τις πρώτες µητροπόλεις στην ιστορία της ανθρωπότητας, µια από τις δέκα περίπου πόλεις-κράτη που υπήρχαν την εποχή εκείνη στην περιοχή της Σουµερίας. Οι ανασκαφές στην Ουρούκ ξεκίνησαν στις αρχές του αιώνα µας και συνεχίζονται ως τις ηµέρες µας - όταν δεν γίνονται πόλεµοι στην περιοχή. Οι Γερµανοί αρχαιολόγοι που τις πραγµατοποίησαν έχουν αριθµήσει, από πάνω προς τα κάτω, από το I ως το XVII [και µε υποδιαιρέσεις όπως IVa, IVb ] τα διαφορετικά στρώµατα που συναντούσαν στην κεντρική περιοχή της πόλης, όπου ο ναός της θεάς Εάννα, καθώς κατέβαιναν βαθύτερα στη γη και πήγαιναν πιο πίσω στο χρόνο. Το νεώτερο, το «Uruk I», υπολογίζεται ότι αντιστοιχεί στο 2000 π.Χ. και το αρχαιότερο, το «Uruk XVII», στο 4400 π.Χ. Τα κτίρια της περιόδου (στρώµατος) III κτίστηκαν σε µέρος όπου προηγουµένως υπήρχαν άλλα κτίρια τα οποία γκρεµίστηκαν και µε τα «µπάζα τους» αλλά και µε µπάζα από άλλα µέρη ισοπεδώθηκε η περιοχή. Ανάµεσα σε αυτά τα µπάζα, που βρίσκονται στο στρώµα IV, βρέθηκαν χιλιάδες πήλινες πινακίδες µε επιγραφές - τα αρχαιότερα ως τώρα δείγµατα γραφής στον κόσµο. Στα παλαιότερα στρώµατα από το IV δεν βρέθηκαν ίχνη γραφής αλλά στα στρώµατα VI-V ανακαλύφθηκαν σφραγισµένοι πήλινοι «φάκελοι» και πινακίδες µε αριθµούς, για τα οποία θα µιλήσουµε παρακάτω. Η συνηθέστερη χρονολόγηση για το στρώµα VIa είναι 3300 π.Χ. και τότε τοποθετείται η εφεύρεση της γραφής - αν και ορισµένοι τη χρονολογούν δύο αιώνες αργότερα, δηλαδή προς το 3100 π.Χ. Λίγο νωρίτερα, το 3500 π.Χ., αρχίζει η Εποχή του Χαλκού στην ίδια περιοχή και έχουµε την επινόηση του τροχού. Υπάρχει βεβαίως πρωτίστως το ερώτηµα της καταγωγής: πώς προέκυψε η γραφή; Η γραφή προέκυψε από διαδικασία µάλλον περίεργη, υποστηρίζουν µερικοί: από την αρχική ύπαρξη κινητών, µεταφεροµένων «λέξεων» που µάλιστα υπήρξαν και από τα πρώτα οπτά (ψηµένα στη φωτιά) πήλινα δηµιουργήµατα του ανθρώπου, που ψήθηκαν για να γίνουν ανθεκτικά, τα πρώτα δηλαδή κεραµικά. Από τις αρχές σχεδόν της νεολιθικής εποχής (και πιο συγκεκριµένα από το 8000 π.Χ.) στη Μέση Ανατολή και κυρίως στην περιοχή της «Εύφορης Ηµισελήνου», (που ξεκινά βορείως του Σινά και καταλήγει στο όρος Ζάγρος της Περσίας µέσω Λιβάνου, Συρίας, Ιράκ) απαντώνται µικροσκοπικά, πήλινα αντικείµενα (tokens στα αγγλικά, µικκύλια, που σηµαίνει µικρούτσικα, αγγεία για τους έλληνες αρχαιολόγους ή ίσως απλώς ψηφίδες) διαστάσεων από 1,5cm ως 4,5cm, διαφόρων σχηµάτων (σφαίρας, κώνου, πυραµίδας, βαλανιδιού, δίσκου, κυλίνδρου, κτλ,) µε πρόσθετα σηµάδια (κύκλους, γραµµές) χαραγµένα ενίοτε πάνω τους, τα οποία οι αρχαιολόγοι θεωρούσαν παιδικά παιχνίδια, φυλαχτά ή κοσµήµατα. Τα τελευταία χρόνια όµως υποστηρίζεται ότι τα µικκύλια αυτά αντιπροσώπευαν το καθένα µία µονάδα συγκεκριµένου αγαθού (ένα αρνί, ένα πρόβατο, ένα δοχείο µπύρα, ένα καρβέλι ψωµί, κτλ) και χρησιµοποιούνταν για να κρατούνται λογαριασµοί στις περιπτώσεις ανταλλαγών ή οικονοµικών δοσοληψιών. Κατά το 4.400 π.χ. τα µικκύλια αγγεία αρχίζουν να γίνονται πολυπλοκότερα, να αναπαριστούν δοχεία, σκεύη ή και ζώα, ενώ ορισµένα κατασκευάζονται πλέον από πέτρα ή άλλα υλικά, γεγονός που ερµηνεύεται ως αύξηση της πολυπλοκότητας όχι µόνο της παραγωγής τους αλλά και των δοσοληψιών, που αποκτούν πλέον το χαρακτήρα «δοσιµάτων», υποχρεωτικών προσφορών σε βασιλείς ή ιερά θεοτήτων. Υποτίθεται ότι τόσο τα απλά όσο τα πολύπλοκα µικκύλια φυλάσσονταν σε µικρούς σάκκους δερµάτινους ή υφασµάτινους, υλικά που δεν επέζησαν. Η ύπαρξη µικρής διαµπερούς τρύπας σε πολλά είδη µικκυλίων οδήγησε στο συµπέρασµα ότι αυτά τα περνούσαν σε σπάγκο, που ενίοτε οι άκρες του ενώνονταν µε πηλό, ο οποίος σφραγιζόταν µε τη σφραγίδα ή τις σφραγίδες αυτών τους οποίους αφορούσε η δοσοληψία, ώστε να µη γίνονται επιζήµιες για κάποιον από τους συναλλασσόµενους προσθαφαιρέσεις. Για λόγους µεγαλύτερης ασφαλείας µάλλον, κάποια εποχή (~3.500 π.χ.) άρχισαν να τα κλείνουν µέσα σε πήλινους «φακέλους» (envelopes, συνήθως πήλινες κενές σφαίρες) -και σε κάποιον/α (ες/οιους) ήρθε η ιδέα, πριν τα κλείσει, να τα αποτυπώσει, πιέζοντας τα πάνω στο πήλινο περίβληµα, για να γνωρίζει τι υπάρχει µέσα. Με την αποτύπωση των µικκυλίων πάνω στους πήλινους φακέλους γίνεται η µεγάλη στροφή που οδηγεί από τα µικκύλια στο γράψιµο: διότι η πρακτική της αποτύπωσης υποτίθεται ότι οδήγησε στη ακόµη φαεινότερη ιδέα ότι η αποτύπωση των µικκυλίων στον πηλό είναι ισοδύναµη µε τον εγκλεισµό τους και εποµένως µπορούσε να τον αντικαταστήσει. Σύντοµα οι πήλινοι φάκελοι θα αντικατασταθούν µε πήλινες πλάκες όπου θα γίνεται η αποτύπωση των µικκυλίων στο νωπό πηλό, σαν σφράγισµα. Τέλος, περίπου το 3300 π.Χ., στη Σουµερία την αποτύπωση των ποσοτικών αυτών σηµείων στον πηλό θα την αντικαταστήσει η εγχάραξη τους µε γραφίδα - µε την προσθήκη και άλλων γραφηµάτων (αφηρηµένων ή απεικονιστικών) που παριστάνουν πρόσωπα ή άλλα πράγµατα· η πρώτη µορφή του σουµεριακού γραφικού συστήµατος, ο άµεσος πρόγονος της σφηνοειδούς γραφής έχει δηµιουργηθεί.

Page 9: Η Ιστορία της Γραφής

Η θεωρία αυτή (της αµερικανίδας αρχαιολόγου Denise Schmandt-Besserat) δεν είναι από όλους αποδεκτή. Περισσότεροι µάλλον είναι όσοι υποστηρίζουν ότι η σουµεριακή γραφή (άρα η γραφή γενικά, αφού στη Σουµερία έχουµε τα πρώτα δείγµατά της) ξεκίνησε µε τη στοιχειώδη «ζωγραφική» απεικόνιση των αντικειµένων (πικτογραµµατα) που η παράθεση τους δηµιουργεί στοιχειώδεις «φράσεις». Αυτές οι σχηµατικές εικονογραφικές αναπαραστάσεις γίνονταν όλο και πιο αφαιρετικές και κατέληξαν στη λεξιγραφία (ή λογογραφία, logography) όπου κάθε γράφηµα έχει πάψει πια να είναι απεικόνιση, πικτογραφική αναπαράσταση κάποιου αντικειµένου: έχει γίνει αφηρηµένο ιδεόγραµµα ή λογόγραµµα ή λεξίγραµµα και παριστάνει κάποια λέξη. Το πρόβληµα µε την άποψη που επιµένει ότι η γραφή ξεκίνησε ως «σχηµατική ζωγραφική», πικτογραφική, αναπαράσταση συγκεκριµένων αντικειµένων, είναι ότι δεν έχουν βρεθεί ίχνη αυτής της πρώτης, καθαρά πικτογραφικής, γραφής: οι παλαιότερες πήλινες σουµεριακές πινακίδες, αυτές της Uruk IV, έχουν ήδη περισσότερα αφηρηµένα, µη απεικονιστικά στοιχεία, παρά «ζωγραφιές». Πριν απ’ αυτές υπάρχουν µόνο φάκελοι και «αριθµητικές πινακίδες». Δηλαδή, τα πρώτα ίχνη σουµεριακής γραφής που διαθέτουµε δείχνουν ότι βρίσκεται σε προχωρηµένα ήδη στάδια της εξέλιξης της, αν υποθέσουµε ότι ξεκίνησε από τη ζωγραφική απεικόνιση αντικειµένων. Από τους υποστηρικτές αυτής της άποψης διατυπώθηκε λοιπόν η υπόθεση (που δεν µπορεί να αποδειχθεί) ότι πριν τις πήλινες πινακίδες χρησιµοποιούνταν ως υποστρώµατα για τη γραφή φθαρτά υλικά όπως ξύλο ή δέρµα που δεν διασώθηκαν. Πάντως τα δέντρα ήταν εξαιρετικά σπάνιο είδος στη Σουµερία και δεν είναι πολύ πειστική η υπόθεση περί δερµάτων, δηλαδή υλικού που απαιτεί κοπιαστική επεξεργασία για να χρησιµοποιηθεί και το οποίο εν συνεχεία αντικαθίσταται από το κατ’ εξοχήν άφθονο υλικό στην περιοχή, τον πηλό. Η συνηθισµένη πορεία είναι αντίθετη, από τα τεχνολογικά απλά στα τεχνολογικά σύνθετα. Η κατάσταση είναι τέτοια που ορισµένοι οµιλούν για ανακάλυψη της γραφής από τους Σουµέριους ex nihilo, δηλαδή τη σύλληψη της ιδέας και την άµεση εφαρµογή της, χωρίς την κοπιαστική διαδικασία του περάσµατος από καθαρά πικτογραφικό στάδιο απεικόνισης των αντικειµένων. Κατά τον ίδιο τρόπο που και η Αθηνά βγήκε πάνοπλη από την κεφαλή του Δία. Αντιθέτως, η άποψη που θεωρεί τα µικκύλια και την αποτύπωση τους σε πηλό ως αρχή της γραφής, έχει υπέρ αυτής το γεγονός ότι αρκετά πήλινα µικκύλια µοιάζουν καταπληκτικά µε τα «ιδεογράµµατα» των πρώτων πήλινων πινακίδων. Η Σµαντ-Μπεσεράτ υποστηρίζει επιπλέον ότι τα απλά µικκύλια έδωσαν τα γραφήµατα για τα αγροτικά προϊόντα ενώ από τα σύνθετα προέκυψαν τα γραφήµατα για τα βιοτεχνικά, αυτά που παράγονται στις πόλεις. Πάντως υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι οι Σουµέριοι ίσως να εισβάλουν και να εγκαθίστανται στη Μεσοποταµία για πρώτη φορά εκείνη ακριβώς την εποχή, της εµφάνισης της γραφής, διότι τα ευρήµατα δείχνουν µεγάλη πολιτιστική αλλαγή από την εποχή Uruk V προς Uruk IV. Εποµένως, δεν µπορεί να αποκλειστεί η εκδοχή ότι τα πρώτα στάδια της γραφής διανύθηκαν σε άλλο τόπο, στην «αρχική πατρίδα» των Σουµερίων δηλαδή, για την οποία έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις (Τουρκµενιστάν, Ινδίες, Καύκασος, κτλ) µε βάση τα λίγα στοιχεία που υπάρχουν για τη γλώσσα τους αλλά καµιά δεν έχει υπέρ αυτής ισχυρά τεκµήρια. Εξαιρετικά γοητευτική είναι η άποψη που εκφράστηκε τελευταία ότι οι Σουµέριοι προέρχονται από τις περιοχές του Εύξεινου Πόντου και κατέφυγαν στη Μεσοποταµία, διασχίζοντας την Ανατολία, µετά τον «Κατακλυσµό του Νώε», στον οποίον πρώτα αναφέρονται σουµεριακά κείµενα. Ο δε κατακλυσµός ήταν το αιφνίδιο γέµισµα του Εύξεινου Πόντου από τα νερά της Μεσογείου, όταν η στάθµη αυτής της τελευταίας (κάπου το 5500 π.Χ.) ανέβηκε µε το λιώσιµο των παγετώνων και άρχισε από το στενό του Βόσπορου να ρίχνει τα αλµυρά νερά της στην περίκλειστη λίµνη που ήταν τότε η Μαύρη Θάλασσα. Το βέβαιο είναι πως η κατάκτηση της γραφής αριθµών προηγήθηκε: οι παλαιότερες πήλινες πινακίδες που υπάρχουν, οι «αριθµητικές πινακίδες», έχουν απλά στρογγυλά ή ελλειψοειδή σηµάδια πάνω τους τα οποία θεωρείται ότι παριστάνουν αριθµητικές ποσότητες αγαθών και ενίοτε συνοδεύονται από τη σφραγίδα ή τις σφραγίδες αυτών που αφορούν τα αγαθά. Δεν είχε όµως ακόµη κατακτηθεί η αφηρηµένη έννοια της ίδιας ποσότητας διαφορετικών πραγµάτων (8 πρόβατα, 8 κιλά κριθάρι, 8 δοχεία λάδι) που µπορεί να εκφραστεί µε το ίδιο σηµείο (τον αριθµό 8): τα 60 περίπου σηµεία που χρησιµοποιούνται γύρω στο 3000 π.χ. για να εκφράσουν ποσότητες, έχουν άλλη τιµή ανάλογα µε το είδος στο οποίο αναφέρονται. Για παράδειγµα, το ίδιο σηµείο (•), µπορούσε να σηµαίνει 10, 6 ή 18 µονάδες, ανάλογα αν αναφερόταν σε πρόβατα, κριθάρι ή έκταση γης, αντιστοίχως. Πάντως, έχει ξεπεραστεί η κατά µονάδες αρίθµηση, κατά την οποία έπρεπε κανείς να εγκλείει σε πήλινο περίβληµα, φάκελο, τόσα µικκύλια όσα και τα αγαθά που σηµειώνουν: αντί να χαραχτεί 18 φορές το γράφηµα του προβάτου, χαράζεται το <18> συνοδευόµενο µία µόνο φορά από το

Page 10: Η Ιστορία της Γραφής

γράφηµα του προβάτου. Κατά τη Σµαντ-Μπεσεράτ αυτή η ανάγκη χωριστής απεικόνισης των αγαθών από τους αριθµούς δηµιουργεί τις πρώτες απεικονίσεις των αγαθών µε βάση τα προϋπάρχοντα µικκύλια και ανοίγει το δρόµο για τη γραφή καθ’ εαυτή. Όλοι επίσης συµφωνούν ότι η εµφάνιση και ανάπτυξη της γραφής σχετίζεται µε τις εξουσιαστικές ανάγκες της γραφειοκρατικής θεοκρατίας των πόλεων της Μεσοποταµίας και όχι µε ανάγκες για τη γραφή θρησκευτικών, αφηγηµατικών ή τεχνικών-επιστηµονικών κειµένων - δηλαδή χρησιµοποιείται στην πρώτη της εµφάνιση για την καταγραφή και τον υπολογισµό δοσιµάτων, φόρων, υποχρεώσεων σε εργασία, αποθηκευµένων ή παραχωρούµενων αγαθών, αριθµού ζώων, καλλιεργούµενης γης, κτλ: περίπου 5.000 πινακίδες που χρονολογούνται µεταξύ του 3100-3000 π.Χ. βρέθηκαν στο ναό της Εάννα στην Ουρούκ και στην τεράστια πλειοψηφία τους έχουν τέτοιο περιεχόµενο. Η γραφή εµφανίστηκε και αρχικώς αναπτύχθηκε για να χρησιµεύσει ως «αποθήκη πληροφοριών», ως «βάση δεδοµένων» της εξουσίας, ως µέσον που της επέτρεπε να αποθηκεύει και να επεξεργάζεται οικονοµικές-διοικητικές πληροφορίες. Η χρησιµοποίηση της σφηνοειδούς γραφής για κείµενα θρησκευτικά ή λογοτεχνικά θα αρχίσει πολύ αργότερα, γύρω στο 2800 π.χ. Από τα πρώτα κιόλας κείµενα, της περιόδου Ουρούκ IV που χρονολογούνται, όπως αναφέρθηκε, γύρω στο 3300 π.Χ., οι Σουµέριοι γραφείς χρησιµοποιούν συνδυασµούς πικτογραµµάτων, ιδεογραµµάτων και αριθµών. Επιπλέον, ειδικά προσδιοριστικά σηµεία που προστίθενται στα γραφήµατα, τους αλλάζουν έννοια (π.χ., τέσσερις γραµµές στο γράφηµα που σηµαίνει «άνδρας», του δίνουν την έννοια «βασιλιάς»). Ακόµη, συνδυασµοί σηµείων δηµιουργούν νέες σηµασίες: «βουνό» (όπου βρίσκονται εχθρικοί λαοί) + «γυναίκα» = «σκλάβα» (γυναίκα από τα βουνά). Η χρήση γραφηµάτων µε «φωνητική αξία» που αντιστοιχούν σε ήχους της οµιλούµενης γλώσσας ίσως να µην υπάρχει ακόµη - εµφανίζεται όµως σίγουρα στις πινακίδες της επόµενης φάσης Ουρούκ ΙΙΙ (~3200 π.Χ.). Δηλαδή, ορισµένα από τα σηµεία-γραφήµατα της σουµεριακής γραφής γίνονται φωνογράµµατα, (phonogrammes): χρησιµοποιούνται µε τη «φωνητική αξία» τους για να αναπαραστήσουν ήχους, όπως συµβαίνει και µε τα δικά µας γράµµατα της αλφαβήτου, καίτοι βεβαίως δεν υπάρχουν ακόµη «γράµµατα». Η µετάβαση αυτή διευκολύνεται από το γεγονός ότι η σουµεριακή, όπως και η κινεζική παλαιότερα, είναι µονοσυλλαβική γλώσσα, δηλαδή οι λέξεις της αποτελούνται κατά κανόνα από µία µόνο συλλαβή. Ακόµη και αν οι συλλαβές αυτές διαφέρανε κατά το «ύψος», το µουσικό τόνο δηλαδή, όπως ακριβώς συµβαίνει και στην κινεζική, είναι φανερό ότι και πάλι θα υπάρχουν πολλά αντικείµενα ή καταστάσεις µε το ίδιο όνοµα, τον ίδιο ήχο. Για παράδειγµα (το αγαπηµένο της σχετικής βιβλιογραφίας), το «βέλος» στα σουµεριακά προφερόταν /ti/ αλλά και η «ζωή» /ti/ επίσης - γι’ αυτό και το γράφηµα του βέλους χρησιµοποιείται στις πινακίδες σαν φωνογράφηµα, σαν συλλαβή που εκφράζει ηχητικά την έννοια «ζωή». Πρόκειται δηλαδή για τη χρησιµοποίηση οµόηχων λέξεων µε τον τρόπο που γίνεται στα «ρέµπους», όπου η απεικόνιση µήλου στα ελληνικά µπορεί να διαβαστεί «µύλος», ενώ στα αγγλικά ρέµπους η εικόνα µατιού µπορεί να σηµαίνει «εγώ» (eye, I). Είναι δυνατοί και οι συνδυασµοί βεβαίως, όπως π.χ., η εικονογράφηση «γριά δίπλα σε βάτα» µπορεί στα ρέµπους να δηλώνει «γραβάτα». Από τη στιγµή που τα σηµεία της γραφής αποκτούν αυτόνοµη φωνητική αξία, ό,τι λέγεται (και ό,τι µπορούµε να σκεφθούµε µε λέξεις) είναι πλέον δυνατόν να γραφεί - δηλαδή να αναπαρασταθεί. Άλλωστε, µόνο όταν υπάρχει τέτοια φωνογραφική χρήση των γραφηµάτων, τότε µόνο η γραφή συνδέεται µε συγκεκριµένη γλώσσα: όσο η γραφή παραµένει πικτογραφική ή ιδεογραφική-λεξιγραφική, προφανώς τα σηµεία της µπορούν να εκφράσουν νοήµατα σε οποιαδήποτε γλώσσα αφού δεν αναπαριστούν εκφερόµενες λέξεις αλλά «ιδέες», έννοιες, όπως συµβαίνει σήµερα µε τους αριθµούς και τα σήµατα του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας που γίνονται κατανοητά σε όλες τις χώρες, ανεξάρτητα από γλώσσα - αλλά και µε το κινεζικό σύστηµα γραφής, όπως θα δούµε παρακάτω. Για όποιον γνωρίζει στοιχειώδη αριθµητική το σηµείο «10» σηµαίνει το ίδιο και θα κατανοηθεί µε τον ίδιο τρόπο από όποιον το βλέπει, αλλά θα διαβαστεί ως «dix» για το Γάλλο, ως «δέκα» αν πρόκειται για Έλληνα, κοκ· ενώ το σηµείο «δύο» δεν σηµαίνει τίποτα για το µη ελληνοµαθή Γάλλο, έστω και αν µαντέψει τους ήχους που εκπροσωπούν τα γράµµατα και τους εκφέρει. Οι µόνοι που δυσκολεύονται σήµερα να κατανοήσουν τους «αραβικούς αριθµούς» (1, 2, ...) είναι οι Άραβες - οι µόνοι που χρησιµοποιούν διαφορετικό σύστηµα αριθµητικής γραφής, διότι έχουν κρατήσει παλαιότερη µορφή των αριθµών: στην πραγµατικότητα, οι «αραβικοί αριθµοί» έλκουν την καταγωγή τους από την Ινδία, όπου επινοήθηκαν κατά τον 6ο αιώνα µ.Χ., αλλά έφθασαν στην Ευρώπη µέσω των Αράβων κατά το 1200 µ.Χ. και για τούτο η ονοµασία.

Page 11: Η Ιστορία της Γραφής

Κατά τη διάρκεια του α΄ ηµίσεως της 3ης χιλιετίας π.χ. (3000-2500 π.Χ.) η γραφή των Σουµερίων θα εξελιχθεί σηµαντικά ως προς τον τρόπο γραφής των σηµείων της και ως προς την εσωτερική λογική της. Ως προς τη µορφή, την κατακόρυφη, κατά στήλες, γραφή θα την αντικαταστήσει η οριζόντια (κατά γραµµές) από αριστερά προς τα δεξιά, και τα γραφήµατά της θα στραφούν κατά 90ο, από «όρθια» δηλαδή που ήσαν, «πλαγιάζουν». Τα σηµεία της θα απολέσουν την αρχαϊκή «πικτογραφική» (όσα είχαν) ή «ιδεογραφική» µορφή που γινόταν µε το χάραγµα γραµµών πάνω στον πηλό, και θα αποκτήσουν όλα τη χαρακτηριστική «σφηνοειδή» µορφή τους, αποτυπούµενα πάνω στον πηλό µε τη χρήση τριγωνικής γραφίδας (ξυσµένου καλαµιού που η «µύτη» του είναι τριγωνική): είναι πιο εύκολο να κάνεις «βαθουλώµατα» πάνω στον πηλό πιέζοντας τη γραφίδα παρά να χαράζεις γραµµές - αν και τα διάφορα συστήµατα γραφής δεν φαίνεται να ακολουθούν την αρχή της εργαλειακής αποτελεσµατικότητας, όπως θα συζητήσουµε παρακάτω. Τα κείµενα θα χαράζονται πια όχι µόνο σε πήλινες πλάκες που ξεραίνονταν στον ήλιο ή ψήνονταν σε κάµινους αλλά για µνηµειακούς λόγους και σε πέτρα ή µέταλλο - µε σµίλες και σφυριά, βέβαια. Ως προς την εσωτερική λογική της, η σφηνοειδής γραφή θα µετατραπεί σε συµπίληµα λογογραµµάτων [ή ιδεογραµµάτων, σηµείων που αναπαριστούν λέξεις ολόκληρες], συλλαβικών φωνογραµµάτων [σηµείων που έχουν φωνητική αξία και αντιστοιχούν σε συλλαβές] και προσδιοριστικών [που εξειδίκευαν σηµασίες]· συνδυαζόµενα όλα αυτά, µπορούσαν να εκφράσουν πλήρως τη γλώσσα. Έτσι, τα σηµεία της µειώθηκαν από 1.200 περίπου που είχε στην αρχαϊκή µορφή της σε 200-400 µόνο, ανάλογα µε το είδος του κειµένου. Στην εξέλιξη της αυτή συνετέλεσε και το γεγονός ότι από το 2500 π.Χ. τα ίδια αυτά σφηνοειδή σηµεία της σουµεριακής γραφής χρησιµοποιήθηκε για να σηµειωθεί και µια άλλη γλώσσα, η ακκαδική (ασσυρο-βαβυλωνιακή). Οι Ακκάδιοι κατοικούσαν κι αυτοί στη Μεσοποταµία αλλά κυριαρχούσαν στο Βορρά έως ότου κάποια εποχή επέκτειναν την κυριαρχία τους στο νότο. Ενώ για τους Ακκάδιους γνωρίζουµε ότι η γλώσσα τους είναι σηµιτική, η εθνολογική προέλευση των Σουµερίων είναι, όπως προείπαµε, άγνωστη. Το πέρασµα από τα σουµεριακά στα ακκαδικά διευκολυνόταν από το γεγονός ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η πρώτη ήταν «αναλυτική γλώσσα» µε λέξεις που όχι µόνο δεν είχαν κλίσεις αλλά ήσαν σε συντριπτικό ποσοστό µονοσύλλαβες, και πιθανόν διακρίνονταν, όπως προείπαµε, από το «ύψος», το µουσικό τόνο, όπως συµβαίνει σήµερα µε την κινεζική γλώσσα [και όπως υποστηρίζουν πολλοί συνέβαινε και κατά την αρχαιότητα µε την ελληνική γλώσσα, της οποίας ο τονισµός άλλαξε κατά τους ρωµαϊκούς µάλλον χρόνους για να καταλήξει «δυναµικός»] - δηλαδή, τον τονισµό τον καθόριζε πλέον η ένταση της φωνής και όχι το ύψος. Η µονοσυλλαβικότητα της σουµεριακής γλώσσας και εποµένως των σφηνοειδών σηµείων που αναπαριστούσαν τις λέξεις της, επέτρεπε να χρησιµοποιεί κανείς τα σηµεία που στα σουµεριακά ήσαν λέξεις σαν συλλαβές για τις πολυσύλλαβες λέξεις άλλων γλωσσών (οι σηµιτικές γλώσσες περιλαµβάνουν κυρίως τρισύλλαβες λέξεις), µε τον ίδιο τρόπο που στα ελληνικά από απλές λέξεις (π.χ., άνεµος, µύλος) δηµιουργούµε σύνθετες (ανεµόµυλος). Κάποια βέβαια από τα σηµεία εξακολούθησαν να χρησιµοποιούντα ως λογογράµµατα, για να δηλώνουν την ίδια λέξη, αλλά µε την ακκαδική της πλέον φωνητική αξία. Αποτέλεσµα αυτού του µετασχηµατισµού είναι ότι ενώ για τη γραφή της σουµεριακής γλώσσας, τα χρησιµοποιούµενα σφηνοειδή σηµεία είναι κατά 50% λογογράµµατα, κατά 45% συλλαβογράµµατα και κατά 5% προσδιοριστικά, γα την ακκαδική έχουµε µόλις 5% λογογράµµατα και σχεδόν 90% συλλαβογράµµατα. Η σφηνοειδής σουµεριακή γραφή από διαδικασία καταγραφής ποσοτήτων ή «πικτογραφικής» και λογογραφικής αναπαράστασης πραγµάτων, χρειάστηκε περίπου 800 χρόνια για να γίνει πλήρης γραφή, να είναι σε θέση δηλαδή να αποτυπώσει µε γραπτά σηµεία, δηλαδή γραφήµατα, την ανθρώπινη οµιλία. Όµως η σφηνοειδής αργότερα θα «βαρύνει» ξανά ως προς τον αριθµό των σηµείων της και δεν θα γίνει ποτέ καθαρά συλλαβική, συµφωνητική ή αλφαβητική γραφή στην περιοχή της Μεσοποταµίας: θα παραµείνει «λογοσυλλαβική» - τα γραφήµατά της δηλαδή θα αναπαριστούν συλλαβές ή και ολόκληρες λέξεις. Επιπλέον, τα περισσότερα σηµεία της ήσαν «οµώνυµα»: αντιστοιχούσαν σε περισσότερες από µία λέξεις ή συλλαβές (polysemy, πολυσηµία) και αντιστρόφως λέξεις και συλλαβές µπορούσαν να αποδοθούν µε περισσότερα από ένα σφηνοειδή σηµεία (homophony, οµοφωνία), ενώ ορισµένα από αυτά µπορούσαν να είναι ταυτόχρονα και προσδιοριστικά. Για παράδειγµα, το λογόγραµµα που χρησιµοποιόταν για να δηλώσει το βουνό (/sadu/) µπορούσε επίσης να δηλώνει και «χώρα» οπότε διαβαζόταν /matu/. Το ίδιο ακριβώς σηµείο χρησιµοποιόταν και ως προσδιοριστικό για τα ονόµατα βουνών και χωρών (δηλαδή, όταν συναντούσε αυτό το σηµείο ο αναγνώστης καταλάβαινε ότι αυτό που ακολουθεί είναι όνοµα όρους ή

Page 12: Η Ιστορία της Γραφής

χώρας) -αλλά µπορούσε επιπλέον να λειτουργεί και ως συλλαβικό φωνόγραµµα µε πέντε διαφορετικές φωνητικές αξίες (/kur/, /kin/, /sat/, /nat/, /gin/), οπότε σε συνδυασµό µε άλλες συλλαβές έδινε άλλες λέξεις. Η πολιτισµική παράδοση της περιοχής, η χρήση της σφηνοειδούς τόσο για την καταγραφή των ιερών σουµεριακών κειµένων όσο και για τις τρέχουσες ανάγκες στη ακκαδική γλώσσα, ο περιορισµός της γνώσης της στην ειδική κοινωνική κατηγορία των γραφέων, δεν της επέτρεψαν (παρά σε εξαιρετικές περιπτώσεις) να στηριχτεί µόνο στις δυνατότητες φωνητικής αναπαράστασης που διέθετε, όπως θα φαινόταν λογικό σε µας που είµαστε συνηθισµένοι στη χρήση της αλφαβήτου και θεωρούµε αυτονόητο σχεδόν ότι η γραφή είναι απεικόνιση της οµιλίας. Τα τελευταία κείµενα που υπάρχουν σε σφηνοειδή γραφή στην περιοχή της Μεσοποταµίας ανάγονται στο 1ο αιώνα µ.Χ. Με τον ίδιο τρόπο θα χρησιµοποιήσουν τη σφηνοειδή γραφή διάφοροι λαοί της Μέσης Ανατολής (Εµπλαϊτες στη Συρία, Ελαµίτες στην περιοχή της σηµερινής Περσίας, Χιττίτες στη σηµερινή Τουρκία, Ουράρτιοι στα υψίπεδα ης Αρµενίας, κτλ) για να αποτυπώσουν τη γλώσσα τους, είτε µεταφέροντας τα ιδεογράµµατα, τα συλλαβογράµµατα και τα προσδιοριστικά των Σουµερίων µε τη σηµασία που ήδη είχαν, είτε δίνοντας τους νέες σηµασίες ή νέες φωνητικές αξίες ώστε να ταιριάζουν µε τη δοµή και να αναπαριστούν τους φθόγγους της δικής τους γλώσσας. Ιδιαίτερα η ασσυροβαβυλωνιακή σφηνοειδής θα αποτελέσει τη διπλωµατική γλώσσα της εποχής κατά την περίοδο 2000-1500 π.Χ.: οι διάφοροι ηγεµόνες ανταλλάσσουν «έγγραφα» γραµµένα σε πήλινες πλάκες µε σφηνοειδείς χαρακτήρες σε αυτή τη γλώσσα. Η λογοσυλλαβική µορφή της σφηνοειδούς γραφής αναφέρεται στη χρήση της από Σουµέριους, Βαβυλώνιους και Ασσύριους και όσους τους µιµήθηκαν. Αλλά υπήρξαν και άλλες επιλογές, άλλων λαών, που χρησιµοποιώντας τα ίδια υλικά (πηλό και καλάµι) επινόησαν γραφές που µοιάζουν οπτικά µε αυτή αλλά έχουν εντελώς άλλη λογική: η σφηνοειδής, ως µορφή γραφής που χαρακτηρίζεται από τη χρήση των «σφηνών» για τη δηµιουργία των γραφηµάτων της πάνω σε πηλό, έχει υπάρξει και ως καθαρά φωνητική, συµφωνητική ή και αλφαβητική γραφή, µε τη µορφή του «αλφάβητου της Ουγκαρίτ» (πόλη που βρισκόταν κοντά στη σηµερινή Λατάκια της βορειοδυτικής Συρίας, κοντά στην εκβολή του Ορόντη ποταµού, απέναντι από την Κύπρο) και του συλλαβάριου των Αχαιµενιδών στην Περσία. Το πρώτο εµφανίστηκε περί τον 14ο αιώνα π.Χ. και αποτελούνταν από 27+3 σηµεία: 27 σύµφωνα, δύο ειδικά σηµεία µε αξία φωνηέντων και ένα που χρησιµοποιόταν για µόνο για τη γραφή ξενόγλωσσων λέξεων. Παράλληλα όµως, τόσο στην ίδια την Ουγκαρίτ αλλά κυρίως στη γύρω περιοχή, χρησιµοποιείται και το «βραχύ ουγκαριτικό αλφάβητο» µε 22 σφηνοειδή γραφήµατα που αντιπροσώπευαν µόνο 22 από τα σύµφωνα της ουγκαριτικής γλώσσας. και εποµένως θα έπρεπε µάλλον να το αποκαλούµε συµφωνητάριο, ένα από τα αρχαιότερα στον κόσµο. Το δεύτερο δηµιουργήθηκε πολύ αργότερα, τον 6ο π.Χ. αιώνα, και περιελάµβανε 36 σηµεία για τις συλλαβές και τα φωνήεντα και πέντε λεξιγράµµατα για θεµελιώδεις και πολύτιµες έννοιες όπως «βασιλιάς», «θεός» και «Αχουραµάσδα».

Τα ιερογλυφικά.

Η αρχαία αιγυπτιακή γραφή λόγω των σηµείων που χρησιµοποιεί και του τρόπου που διατάσσονται, κυρίως όταν βρίσκονται πάνω σε µνηµεία και κτίρια προοριζόµενα για δηµόσια θέαση, έχει κινήσει το ενδιαφέρον (και τη φαντασία) των ειδικών και του κοινού περισσότερο ίσως από οποιαδήποτε άλλη. Η ονοµασία των γραφηµάτων της από τους Έλληνες, ιερογλυφικά, αποδίδει ακριβώς το χαρακτήρα που αποπνέουν τα κείµενα, χαρακτήρας που οφείλεται µάλλον στο ότι και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι τα θεωρούσαν ιερά, αποκαλώντας τα «θεϊκές λέξεις», αφού εφευρέτη τους θεωρούσαν το θεό της σοφίας Θευθ. Εκδοχή που την ασπάζεται και ο Ηρόδοτος, αποκαλώντας τα ιερογλυφικά ιερά γράµµατα. Ως προς τη γλώσσα που βρίσκεται πίσω από τα κείµενα αυτής της γραφής, την αρχαία αιγυπτιακή γλώσσα, ανήκει στην οικογένεια των Χαµιτο-σηµιτικών ή Αφρό-ασιατικών γλωσσών, και συγγενεύει από την ανατολική ασιατική πλευρά µε τις ζωντανές και νεκρές σηµιτικές γλώσσες (όπως τα αραβικά, εβραϊκά, αραµαϊκά, ασσυρο-βαβυλωνιακά, κτλ) και από τη νότια-δυτική αφρικανική πλευρά µε γλώσσες όπως η των Βερβέρων, των Σουδανών και Ερυθραίων και του Τσαντ. Όπως και η λατινική, η αιγυπτιακή (που στο γεωγραφικό χώρο της Αιγύπτου την υποκατέστησαν τα αραβικά) αναβιώνει ως «ζωντανή γλώσσα» µόνο στις θρησκευτικές τελετές των ορθόδοξων Χριστιανών της Αιγύπτου που ονοµάζονται Κόπτες, οι οποίοι διαβάζουν τα ιερά κείµενα του χριστιανισµού στην κοπτική γλώσσα, όπως οι Καθολικοί τα διαβάζουν στη λατινική. Η ονοµασία «Κόπτες» προέρχεται από το Qubti, αραβική παραφθορά του ελληνικού «Αιγύπτιος», το οποίο µε τη σειρά του θεωρείται ότι προέρχεται από την ιερατική ονοµασία της πόλης που οι Έλληνες αποκαλούσαν

Page 13: Η Ιστορία της Γραφής

«Μέµφις», και ήταν η σηµαντικότερη φαραωνική πόλη της Αιγύπτου. Η κοπτική επιβίωσε ως ζωντανή γλώσσα περίπου ως το 1200 µ.Χ. αλλά ως γραφή επιβιώνει ακόµη στα λειτουργικά εκκλησιαστικά κείµενα. Τα αρχαιότερα κείµενα µε ιερογλυφικά που έχουν βρεθεί χαραγµένα σε µνηµειακές στήλες από ασβεστόλιθο χρονολογούνται από το 3150 π.χ., είναι δηλαδή κατά 100-200 χρόνια νεώτερα των σφηνοειδών, σύµφωνα µε τις επικρατέστερες απόψεις. Ήδη αυτά τα πρώτα ιερογλυφικά παρουσιάζουν όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν και τη σουµεριακή γραφή, είναι δηλαδή πολύ αποµακρυσµένα από το πρώτο στάδιο των καθαρών πικτογραµµάτων που αποτελούν, υποτίθεται, την απαρχή της γραφής. Όµως, σε αντίθεση µε ό,τι αναφέρθηκε πριν, τα µνηµειακά ή θρησκευτικά κείµενα είναι πολύ περισσότερα από τα διοικητικά, οικονοµικά και γραφειοκρατικά κείµενα που σηµαδεύουν την απαρχή της γραφής στη Μεσοποταµία. Επιπλέον, τα σηµεία που λειτουργούν ως φωνογράµµατα είναι πολυπληθέστερα σε σύγκριση µε τη σουµεριακή σε αυτή την πρώτη φάση. Τα γραφήµατα του αιγυπτιακού συστήµατος γραφής περιλαµβάνουν όπως και στην περίπτωση της Σουµερίας τρία είδη σηµείων: πικτογραφικά ή λεξιγραφικά, που αναπαριστούν ολόκληρες λέξεις και είναι πραγµατικά ιδεογράµµατα· συµφωνητικά φωνογράµµατα που αναπαριστούν ένα σύµφωνο ή συµπλέγµατα συµφώνων· και τέλος προσδιοριστικά σηµεία που συνοδεύουν κατά κανόνα τα προηγούµενα για να διευκρινίσουν αν πρόκειται για λεξιγράµµατα ή φωνογράµµατα ή για να διευκρινίσουν τη σηµασία τους, ιδιαίτερα στην περίπτωση των οµωνύµων, εντάσσοντάς τα σε ευρύτερες οµάδες, όπως συνέβαινε στα σουµεριακά και συνεχίζει να συµβαίνει µε τα σηµερινά κινεζικά «κλειδιά», που θα συζητήσουµε παρακάτω. Και καταλαβαίνουµε ότι τα οµώνυµα θα ήσαν πολλά δεδοµένου ότι δεν σηµειώνονται τα φωνήεντα, άρα η γραφή, π.χ., <κτπ>, θα µπορούσε να σηµαίνει «κιτάπι», «κτυπώ», «κόπτω», «κουτούπι», «κατά πώς», «και τόπι», κα. Όλα τα ιερογλυφικά γραφήµατα συνδυάζονται ή ως ιδεογράµµατα ή µε τις φωνητικές τους αξίες για να δώσουν το νόηµα του κειµένου, σύµφωνα και µε την τεχνική των «ρέµπους», των οµόηχων δηλαδή λέξεων. Καίτοι είναι δεδοµένο ότι υπήρχαν σχέσεις µε τη Μεσοποταµία ήδη από την εποχή που έχουµε για πρώτη φορά ιερογλυφικά, και είναι λογικό να υποθέσουµε ότι οι προηγηθέντες Σουµέριοι επηρέασαν τους Αιγυπτίους στη διαµόρφωση της γραφής τους, τέτοια επιρροή δεν διαφαίνεται - παρά µόνο στο επίπεδο της αφηρηµένης ανάλυσης που επιχειρούµε εµείς σήµερα αναλύοντας τα σηµεία σε πικτογραφικά, λεξιγραφικά, κτλ. Όµως χρησιµοποιούνται εντελώς διαφορετικά γραφήµατα που διευθετούνται µε διαφορετική λογική σε διαφορετικό υπόστρωµα: οι αιγύπτιοι χρησιµοποιούν πέτρα και πάπυρο και όχι πηλό, η αιγυπτιακή γραφή είναι λογοσυµφωνητική, δηλαδή τα γραφήµατα δηλώνουν ανάλογα µε τη χρήση τους ολόκληρες λέξεις ή σύµφωνα ή συνδυασµούς περισσοτέρων συµφώνων (1, 2 ή και τρία), ενώ η σφηνοειδής είναι, όπως προαναφέρθηκε, πρωτίστως λογοσυλλαβική. Υπάρχουν 27 «αλφαβητικά» γραφήµατα που δηλώνουν µόνο ένα σύµφωνο, 80 γραφήµατα για τα πλέον συνήθη «δισύµφωνα» και άλλα 70 για τα «τρισύµφωνα». Οι δύο τελευταίες κατηγορίες γραφηµάτων κατά κανόνα συνοδεύονται από «αλφαβητικές επεξηγήσεις» µε τη βοήθεια των γραφηµάτων για τα σύµφωνα. Τα προσδιοριστικά σηµεία, τέλος, εγγίζουν τα 100 και χρησιµεύουν επιπλέον να χωρίζουν τις λέξεις που προσδιορίζουν, διότι οι Αιγύπτιοι δεν διαχωρίζουν µε κενά, όπως εµείς, τις λέξεις. Τα λεξιγραφήµατα είναι περίπου 500-700 στην κλασική αιγυπτιακή, ανάλογα µε την περίοδο, αλλά γίνονται χιλιάδες κατά την περίοδο των Πτολεµαίων και των Ρωµαίων. Δηλαδή, µπορεί ο συνολικός αριθµός των σηµείων της ιερογλυφικής γραφής σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξης της να ξεπερνά τις 5.000, όµως τα περισσότερα από αυτά εµφανίστηκαν κατά την ελληνορωµαϊκή εποχή - ορισµένοι υποστηρίζουν ότι τα γραφήµατά της πολλαπλασιάστηκαν τότε για να «κρυπτογραφούνται» τα κείµενα, διότι στις προηγούµενες περιόδους τα εν χρήσει σηµεία δεν ξεπερνούσαν τα 1.000. Αυτός ο πολλαπλασιασµός και η «κρυπτογράφηση» δηµιούργησαν στους Έλληνες και Ρωµαίους την εντύπωση ότι είχαν να κάνουν µε καθαρά ιδεογραφική γραφή, χωρίς χρήση φωνογραµµάτων. Ακόµα και πριν σταµατήσει η χρήση της ιερογλυφικής γραφής, η επιβλητική και µυστηριακή όψη των ιερογλυφικών γραφηµάτων είχε δηµιουργήσει επί χιλιετίες την εντύπωση ότι ήσαν καθαρά «ιδεογράµµατα», γραφήµατα δηλαδή που καθένα αναπαριστούσε λέξεις ή και πολύπλοκες ιδέες και έννοιες, κατά τον ίδιο τρόπο που σήµερα διάφορα µαθηµατικά σηµεία (+, ∑, √, ∫, ∂, ∇2) παριστάνουν απλές ή πολύπλοκες µαθηµατικές διαδικασίες. Ήταν περίπου αδιανόητο ότι ήταν δυνατό κάποια από τα γραφήµατα αυτά να έχουν φωνητική αξία, όπως τα δικά µας γράµµατα του αλφαβήτου. Για τούτο και η αποκρυπτογράφηση των ιερογλυφικών έγινε δυνατή µόνο όταν στις αρχές του 19ου αιώνα ο Σαµπολιόν µπόρεσε α) να συγκρίνει τα ιερογλυφικά µε τα ελληνικά πάνω στην περίφηµη δίγλωσση (ελληνικά-

Page 14: Η Ιστορία της Γραφής

αιγυπτιακά) στήλη της Ροζέτας, που είχε γραµµένο το ίδιο περιεχόµενο µε τρία συστήµατα γραφής (ελληνικό, ιερογλυφικά, δηµοτική) β) να υποθέσει ότι ορισµένα γραφήµατα, που απαντούσαν στο ιερογλυφικό κείµενο και σχηµάτιζαν µε βάση το ελληνικό κείµενο ονόµατα βασιλέων, είχαν φωνητικό χαρακτήρα - και ας απεικόνιζαν αντικείµενα γ) να συσχετίσει τη νεκρή αιγυπτιακή γλώσσα µε την απόγονο της, την κοπτική γλώσσα, ώστε να µπορεί να βρίσκει και τη σηµασία άλλων λέξεων που τις διάβαζε µεν ηχητικά µε βάση τις αντιστοιχήσεις φωνηµάτων-γραφηµάτων που είχε ήδη εντοπίσει, αλλά δεν µπορούσε βέβαια να γνωρίζει τι σηµαίνουν. Και η αιγυπτιακή γραφή θα µπορούσε λοιπόν να µετεξελιχθεί σε συµφωνητική µόνο ή και αλφαβητική, δεδοµένου ότι ήδη πριν το 2000 π.Χ. διέθετε 26-27 µονό-συµφωνικά γραφήµατα για όλα τα σύµφωνα της αιγυπτιακής γλώσσας που η φωνητική χρήση τους µπορούσε να καταργήσει τα ιδεογραφικά λεξιγραφήµατα, τους συνδυασµούς συµφώνων και τις υπόλοιπες συµβάσεις για τη γραφή και την ανάγνωση. Όµως οι Αιγύπτιοι χρησιµοποιούσαν τα µονό-συµφωνητικά «αλφαβητικά» φωνογράµµατα κυρίως για να επαναλάβουν αυτό που δηλωνόταν µε τα λεξιγράµµατα ή τα πολυσυµφωνικά συµπλέγµατα, κυρίως στην περίπτωση που τα πρώτα ήσαν πολυσηµικά γραφήµατα. Φαίνεται ότι ο ιερός και µνηµειακός χαρακτήρας της εµπόδισε, όπως και στην περίπτωση της Μεσοποταµίας, την «αλφαβητική εξέλιξη» - αν και ορισµένοι υποστηρίζουν ότι ήταν τέτοια η δοµή της αιγυπτιακής γλώσσας ώστε ήταν βολικότερη η γραφή της µε ιερογλυφικά. Τα σηµεία της γράφονται είτε κατακόρυφα από πάνω προς τα κάτω σε κολώνες είτε σε οριζόντιες γραµµές και προς τις δύο κατευθύνσεις, συνήθως από δεξιά προς τα αριστερά. Η εκάστοτε φορά της γραφής καθορίζεται από τα σηµεία της που απεικονίζουν ανθρώπινες µορφές ή µορφές ζώων: είναι πάντα στραµµένες προς την αρχή της γραµµής στην οποία βρίσκονται. Στις µνηµειώδεις επιγραφές η φορά της γραφής διαφόρων γραµµών µπορεί να εναλλάσσεται σε οριζόντιες και κατακόρυφες διευθύνσεις µε αισθητικά κριτήρια, την ωραιότητα δηλαδή του εικαστικού αποτελέσµατος. Για τις µη µνηµειακές χρήσεις, κυρίως και για τη γραφή πάνω σε πάπυρο και σε «όστρακα» γραφειοκρατικών, ιδιωτικών αλλά και θρησκευτικών και επιστηµονικών κειµένων, αναπτύχθηκε η ιερατική γραφή ταυτόχρονα και παράλληλα µε την ιερογλυφική, σχεδόν για 2.500 χρόνια. Η ιερατική γράφεται είτε κατακόρυφα είτε οριζόντια αλλά πάντα από δεξιά προς τα αριστερά και στην αρχική µορφή της δεν είναι παρά απλοποιηµένη ιερογλυφική γραφή, δηλαδή τα γραφήµατά της είναι τα ίδια τα ιερογλυφικά σχεδιασµένα µε τρόπο που να συνάδει στα υλικά που χρησιµοποιούνται και στην απαίτηση της ταχύτητας, της γρήγορης γραφής, που απουσιάζει εντελώς, προφανώς, από τα λαξευµένα µνηµειακά κείµενα. Εν συνεχεία όµως τα σηµεία της διαφοροποιούνται κατά τόπους και ανάλογα µε τη χρήση, αν επρόκειτο δηλαδή για ιερά ή κοσµικά κείµενα, µε αποτέλεσµα κατά το 700 π.Χ., να γίνει πλήρης διαφοροποίηση: από τη µια είναι η δηµοτική γραφή, απλοποιηµένη ιερατική, που προορίζεται για όλες τις µη θρησκευτικές χρήσεις και από την άλλη η καθαυτό ιερατική. Για τούτο και οι Έλληνες τους έδωσαν αυτά δύο ονόµατα (ιερατική και δηµοτική) αφού στην εποχή τους χρησιµοποιούνται πλέον δύο σαφώς διαφοροποιηµένες γραφές για τις θείες και εγκόσµιες, λειτουργικές και καθηµερινές, χρήσεις. Η δηµοτική, σε αντίθεση µε την ιερατική, χαράζεται και σε µνηµειακές επιγραφές, µε γνωστότερο παράδειγµα αυτό της διάσηµης Στήλης της Ροζέτας, η οποία είναι ψήφισµα για τις ευεργεσίες του Πτολεµαίου Ε΄ του Επιφανούς, του 200 π.Χ. περίπου. Η δηµοτική γραφή θα επιβιώσει ως τον 5ο µ.Χ. αιώνα αλλά από τον 1ο µ.Χ. αιώνα είχε αρχίσει να την υποκαθιστά η κοπτική γραφή η οποία στηρίζεται στο ελληνικό αλφάβητο: οι Αιγύπτιοι (που θα ονοµαστούν Κόπτες από τους Άραβες) καταργούν το χωρισµό των λέξεων µε διακριτικά σηµεία, εγκαταλείπουν την από δεξιά προς τα αριστερά γραφή και υιοθετούν: α) την ελληνική συνεχή γραφή β) την ελληνική φορά γραφής από τα αριστερά προς τα δεξιά γ) κάπως παραλλαγµένα τα 27 γράµµατα του ελληνικού αλφαβήτου: φωνήεντα, σύµφωνα αλλά και τα τρία σηµεία-ψηφία Ϛ (στίγµα),Ϟ (κόππα) και Ϡ (σαµπί) που χρησιµοποιούνταν για να δηλώσουν τους αριθµούς 6, 90 και 900 στο αρχαίο ελληνικό («Μιλήσιο») σύστηµα αρίθµησης δ) τέλος υιοθετούν και 6 σηµεία της δηµοτικής αιγυπτιακής και έχουν έτσι ένα κατακαινούργιο αλφάβητο µε 33 σηµεία. Με αυτό το αλφάβητο θα γραφούν τα κοπτικά ευαγγέλια όταν θα αρχίσει ο εκχριστιανισµός της Αιγύπτου, το οποίο χρησιµοποιείται και σήµερα από τους χριστιανούς κόπτες για τα λειτουργικά τους κείµενα. Το γεγονός ότι η κοπτική, ακολουθώντας την ελληνική παράδοση, αποδίδει και τα φωνήεντα, επιτρέπει στους αιγυπτιολόγους να εικάσουν πως προφέρονταν λέξεις ή ονόµατα κατά την κλασική εποχή της Αιγύπτου, δεδοµένου ότι οι προηγούµενες γραφές ήσαν µόνο συµπλέγµατα

Page 15: Η Ιστορία της Γραφής

συµφώνων. Πάντως η ένθεση φωνηέντων στις σηµερινές αναγνώσεις ιερογλυφικών, ιερατικής και δηµοτικής είναι κατά βάση αυθαίρετη και χρησιµοποιείται µόνο για να γίνει δυνατό να εκφέρονται οι αιγυπτιακές λέξεις, διότι συµπλέγµατα φωνηέντων όπως ’Mn-htp (Αµενχοτέπ), R‘mss (Ραµσής) δεν µπορούν να εκφωνηθούν αν δεν εισάγουµε κάποια φωνήεντα.

Τα συλλαβάρια και τα συµφωνητάρια.

Η συλλαβογραφία, δηλαδή η χρήση σηµείων που αναπαριστούν τη φωνητική αξία χωριστών συλλαβών της οµιλούµενης γλώσσας, είναι επινόηση που κατά πάσα πιθανότητα οφείλουµε στους Ακκάδιους (Ασσύριους και Βαβυλώνιους) οι οποίοι υιοθέτησαν τη σφηνοειδή-σουµεριακή κρατώντας τις φωνητικές αξίες των γραφηµάτων της, για να εκφράσουν όπως προαναφέρθηκε τη δική τους πολυσύλλαβη γλώσσα. Το πλήρες συλλαβάριο κάποιας γλώσσας απαιτεί προφανώς τόσα σηµεία όσοι και οι συνδυασµοί συµφώνων (Σ) και φωνηέντων (Φ). π.χ., αν η γλώσσα είχε 15 σύµφωνα και 4 φωνήεντα, δεδοµένου ότι τα σύµφωνα δεν εκφέρονται µόνα τους, θα απαιτούσε 15Χ4=60 συλλαβογράµµατα για τις περιπτώσεις ΣΦ (πχ, /fa/, /fe/, /fi/, /fo/, /va, ve, vi, vo,… κτλ) και άλλα 4 γράµµατα για τα φωνήεντα (που εκφέρονται µόνα τους), σύνολο 64 - άρα ο πλήρης συλλαβικός κώδικας απαιτούσε αρκετές ή και πάρα πολλές δεκάδες σηµεία για να µπορεί να εκφράσει τα γλωσσικά στοιχεία, ανάλογα µε το πλήθος των βασικών φθόγγων (φωνηµάτων) της γλώσσας. Τυπικό παράδειγµα τέτοιας γραφής είναι το κλασικό κυπριακό συλλαβάριο (που δεν πρέπει να το συγχέουµε µε την παλαιότερη Κύπρο-µινωική γραφή) το οποίο χρησιµοποιόταν στην Κύπρο παράλληλα µε το ελληνικό αλφάβητο κατά την περίοδο 800-200 π.Χ., αποτελούµενο από 53-56 γραφήµατα (ανάλογα µε την εποχή). Περιλαµβάνει µόνο σηµεία της µορφής ΣΦ και δεν διαχωρίζονται οι συλλαβές µε µακρά-βραχέα φωνήεντα («πω» (/po:/ και «πο» /po/) γράφονται µε το ίδιο σηµείο). Το συλλαβάριο αυτό αποκρυπτογραφήθηκε από τους Smith και Ahrens κατά τη δεκαετία του 1870 και θεωρείται ότι αποτελεί εξέλιξη της Κρητο-µυκηναϊκής Γραµµικής Β΄. Στον αιγιακό και ελλαδικό χώρο θα εµφανιστούν µετά το 2000 πX. οι γραµµικές γραφές, όπου το «γραµµικός» δεν εννοεί ότι οι λέξεις γράφονται σε γραµµές αλλά ότι τα γραφήµατα δεν είναι ούτε σφηνοειδή ούτε ιερογλυφικά ούτε πικτογράµµατα: αποτελούνται από γραµµές καµπύλες και ευθείες, όπως και τα σηµερινά γράµµατα των διαφόρων αλφαβήτων, και δηµιουργούνται µε «σύρσιµο» της γραφίδας πάνω στο υπόστρωµα, πηλό κατά κανόνα. Τέτοιες γραφές είναι η Γραµµική Α΄ των Μινωιτών, η Γραµµική Β΄ των Μυκηναίων, η Κυπροµινωική της Κύπρου -γραφές συλλαβικές οι οποίες επιζούν περίπου ως το 1200 π.Χ., στις οποίες θα αναφερθούµε αναλυτικότερα παρακάτω. Δεν αναπτύχθηκαν όµως πάντα τέτοια συλλαβάρια αλλά και συστήµατα που αναπαριστούσαν µόνο τα σύµφωνα, όπως το φοινικικό abjad µε 22 σηµεία (~1100 π.Χ.), και µερικές φορές (στο αραµαϊκό abjad αρχικώς) κάποια από τα συµφωνητικά σηµεία ήταν δυνατόν να χρησιµοποιούνται για να δηλώνονται τα φωνήεντα και έτσι προσδιοριζόταν για ποια συλλαβή επρόκειτο σε περίπτωση που µπορούσε να υπάρχει σύγχυση ως προς τη λέξη. Βεβαίως, εφ’ όσον αυτό το σύστηµα δηλώνει πρωτίστως τα σύµφωνα (όπως και το προηγούµενο της Ουγκαρίτ) πρόκειται για «συµφωνητάριο» και όχι για αλφάβητο, µε βάση τους ορισµούς που έχουµε δώσει. Στην πραγµατικότητα όµως πρόκειται για το σύστηµα που κατ’ εξοχήν δικαιούται (ετυµολογικά) να ονοµαστεί «πρώτο αλφάβητο», αφού σε αυτό συναντάµε τις ονοµασίες «άλεφ» και «µπετ» για τα δύο πρώτα γράµµατά του, που έγιναν µερικούς αιώνες αργότερα τα ελληνικά «άλφα» και «βήτα». «’alf» στη σηµιτική γλώσσα είναι το βόδι και «bet» είναι το σπίτι. Το «’» είναι φθόγγος (glottal stop) που δεν υπάρχει στην ελληνική οµιλία [µοιάζει µε το «σφίξιµο» των φωνητικών χορδών που προκύπτει όταν προσπαθούµε να πούµε δύο ίδια φωνήεντα (α, α), ανάµεσα στα φωνήεντα] και για τούτο προφέρουµε το «’alf», ως «άλεφ».

Το πώς ακριβώς προέκυψε το φοινικικό συµφωνητάριο δεν είναι γνωστό. Ως πιθανότερη εκδοχή θεωρείται η ιερογλυφική καταγωγή, πολλούς αιώνες νωρίτερα, κατά το 1700 π.Χ. περίπου, αλλά µέσω µάλλον απίθανης και οπωσδήποτε αναπόδεικτης διαδικασίας: υποτίθεται ότι τα πρώτα σηµιτικά γράµµατα προέκυψαν από ιερογλυφικά γραφήµατα µε βάση την αρχή της ακρωνυµίας: κάθε γράµµα πήρε τη «φωνητική αξία» του πρώτου συµφώνου της σηµιτικής λέξης στην οποία αντιστοιχούσε το ιερογλυφικό γράφηµά του. Δηλαδή η υπόθεση είναι ότι οι δηµιουργοί του αλφαβήτου, σηµιτικής καταγωγής, χρησιµοποίησαν κάποια ιερογλυφικά λεξιγραφικά σηµεία να τα χρησιµοποιήσουν ως γωνογράµµατα και από τη σηµιτική µετάφραση των αντιστοίχων λέξεων πήρε το όνοµα του το γράφηµα και ο πρώτος (φωνηεντικός) φθόγγος του ήταν η φωνητική αξία του αντίστοιχου ιερογλυφικού, που έγινε πλέον γράµµα. Ήτοι, διάλεξαν το λεξιγράφηµα «βόδι» που στα

Page 16: Η Ιστορία της Γραφής

σηµιτικά λέγεται «’alf» για να δηλώνει το «’», το λεξιγράφηµα για το σπίτι που λέγεται «bet» για το «b», κτλ. Πρόκειται για µάλλον απίθανη εκδοχή που στηρίζεται στο ότι το «άλεφ» σε πρώτες του µορφές συναντάται και σαν Α ανεστραµµένο και µοιάζει µε το κεφάλι βοδιού και στο ότι το «µπετ», σε κάποιες πρώτες του µορφές ξανά, µοιάζει υποτίθεται µε τέντα, σκηνή, που ήταν «σπίτι» για τους νοµάδες Σηµίτες. Αξίζει να σηµειωθεί ότι οι Κινέζοι, αρχαϊκό σηµείο της γραφής τους, που είναι ολόιδιο µε το υποτιθέµενο άλεφ-βόδι των Σηµιτών, θεωρούν ότι αποτελεί πικτογραφική αναπαράσταση του στόµατος, για να εξηγήσουν τη σηµασία που αποκτούν αργότερα κινεζικά γραφήµατα που µοιάζουν µε το αρχαϊκό! Ανεξάρτητα από την αρχική προέλευσή τους, ενδιάµεσες, ανάµεσα στα ιερογλυφικά και στο φοινικικό συµφωνητάριο, θεωρούνται οι λεγόµενες πρωτοχαναναϊκές ή δυτικοσηµιτικές γραφές, συστήµατα δηλαδή που εµφανίστηκαν στην ανατολική ακτή της Μεσογείου, από τη χερσόνησο του Σινά ως τη σηµερινή Τουρκία. Το όνοµα προέρχεται από τη Χαναάν, τη γη της επαγγελίας της Βίβλου. Έχουν βρεθεί αρκετές επιγραφές που στηρίζουν την υπόθεση ότι υπήρξε ένα βασικό σηµιτικό αλφάβητο 27 σηµείων, µε πρώτο δείγµα ίσως αυτό που χρησιµοποιήθηκε στην πρωτοσιναϊτική γραφή, της οποίας ελάχιστα δείγµατα έχουν βρεθεί στην περιοχή του Σινά, σε ορυχεία όπου εξαγόταν ο ηµιπολύτιµος λίθος καλλαΐτης (τουρκουάζ). Και το ουγκαριτικό αλφάβητο θεωρείται ότι αποτελεί µεταγραφή σε σφηνοειδή γραφή, σε µορφή κατάλληλη δηλαδή για να γράφεται πάνω σε πηλό µε καλάµι, κάποιας πρωτοχαναναϊκής γραµµικής γραφής. Το φοινικικό συµφωνητάριο αποδείχθηκε το γονιµότερο σύστηµα γραφής της υφηλίου: όλες οι γραφές που υπάρχουν σήµερα προέρχονται ή από αυτό ή από τα κινεζικά ιδεογράµµατα. Τα φοινικήια γράµµατα, όπως τα ονοµάτιζε ο Ηρόδοτος, έχουν ηλικία άνω των 3.000 ετών και οι απόγονοι τους έχουν κατακλύσει όλον τον πλανήτη, µε εξαίρεση την Άπω Ανατολή (Κίνα, Κορέα, Ιαπωνία, Ινδοκίνα) όπου τα συστήµατα γραφής ακολούθησαν ή προσαρµόστηκαν στην κινεζική σηµειογραφία. Από τη φοινικική γραφή δηλαδή, προέκυψαν κατά σειρά η αραµαϊκή (~1000 π.Χ.), η παλαιοεβραϊκή (~900 π.Χ.), η ελληνική (~800 π.Χ.), η καρχηδονική και άλλες γραφές, κυρίως της αραβικής και της ιβηρικής χερσονήσου, που σήµερα έχουν εκλείψει. Από την ελληνική, προέκυψαν το λατινικό, κοπτικό, αρµενικό, κυριλλικό, κτλ, αλφάβητα. Από την αραµαϊκή γραφή προέκυψε η αραβική, η εβραϊκή, τα συστήµατα της Ινδίας - έως την Ταϋλάνδη, όπου η φωνητική γραφή συνορεύει µε τα κινεζικά ιδεογράµµατα. Υπήρξαν βέβαια και συστήµατα γραφής που δεν κατάγονται από το φοινικικό ή το κινεζικό αλλά όλα αυτά έχουν πια εκλείψει. Σηµαντικότερα θεωρούνται η γραφή του Ινδού ποταµού (2500-1900 π.Χ.), και από τα δεκαπέντε περίπου συστήµατα που υπήρχαν στην προκολοµβιανή Αµερική, οι γλυφές των Μάγια (200-1500 µ.Χ.). Κανένα από αυτά δεν έχει πλήρως αποκρυπτογραφηθεί. Η γραφή των Μάγια παραπέµπει µε το µνηµειακό γλυπτό χαρακτήρα της στα ιερογλυφικά της Αιγύπτου και φαίνεται να είναι, όπως και η σφηνοειδής, λογοσυλλαβική γραφή, µε 1000 περίπου σηµεία από τα οποία 90 είναι φωνογράµµατα. Οι περισσότερες επιγραφές που υπάρχουν είναι ηµερολογιακές και αστρονοµικές - όλος ο πολιτισµός των Μάγια στηριζόταν στους κύκλους των πλανητών και των άστρων. Αντίθετα, φαίνεται ότι η γραφή του Ινδού εξυπηρετούσε κυρίως οικονοµικές δοσοληψίες.

Συστήµατα γραφής στον ελληνικό χώρο.

Φαίνεται ότι το πρώτο οργανωµένο σύστηµα γραφής στον ελλαδικό χώρο είναι η µινωική «ιερογλυφική» γραφή, όπως την ονόµασε ο Σερ Άρθουρ Έβανς που πρώτος εντόπισε σφραγίδες πέτρινες και πήλινες πινακίδες στην Κνωσσό µε πικτογραφικά κυρίως σηµεία που θύµιζαν τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά (από τα οποία µάλλον προέρχονται ορισµένα), εξ ου και η ονοµασία. Χρονολογούνται από την περίοδο 1750-1600 π.Χ., στην οποία ανήκει και ο περίφηµος πήλινος ∆ίσκος της Φαιστού που στις δύο όψεις του έχει 242 αποτυπώµατα 45 διαφορετικών σφραγίδων. Παρά τη χρονολογική συσχέτιση, δεν υπάρχει σχέση ανάµεσα στα σηµεία της «ιερογλυφικής» γραφής και σε αυτά του Δίσκου. Φαίνεται δηλαδή ότι την ίδια περίοδο αναπτύχθηκαν στην Κρήτη δύο διαφορετικά συστήµατα πικτογραµµάτων ή ιδεογραµµάτων. Πρέπει να σηµειώσουµε ότι η οικονοµική, πολιτική και θρησκευτική ζωή κατά τη µυκηναϊκή περίοδο (όπως και κατά τη µινωική) οργανώνεται γύρω από τα µεγάλα εξουσιαστικά κέντρα που ονοµάζονται «ανάκτορα» και τις ανάγκες αυτών των κέντρων έρχεται να καλύψει η γραφή, όπως συνέβαινε και στη Μεσοποταµία.

Page 17: Η Ιστορία της Γραφής

Στην Κνωσσό και σε άλλες περιοχές της Κρήτης (στην Αγία Τριάδα κυρίως) εντοπίστηκαν και άλλου τύπου πήλινες πινακίδες χρονολογούµενες ~1450 π.Χ., µε χαράγµατα που δεν είναι πικτογράµµατα αλλά φαίνεται να προέρχονται από απλοποίηση των πικτογραµµάτων της «ιερογλυφικής» γραφής που είχε προηγηθεί. Αυτός ο τύπος γραφής ονοµάστηκε από τον Έβανς Γραµµική Α΄. Πρόκειται για εκατό περίπου σηµεία από τα οποία 88 θεωρούνται συλλαβικά φωνογράµµατα ενώ τα υπόλοιπα είναι µάλλον λεξιγράµµατα. Πινακίδες και πήλινες σφαίρες µε σηµεία όµοια σχεδόν µε αυτά της Γραµµικής Α΄ βρέθηκαν τόσο στην Κύπρο (Έγκωµη, χρονολογούνται περίπου εκατό χρόνια πριν από αυτές της Κρήτης) όσο και διάσπαρτες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου. Θεωρείται ότι οι µινωίτες έµποροι διέδωσαν τη γραφή τους και σε αυτές τις περιοχές. Η «ιερογλυφική», ο Δίσκος της Φαιστού και η «Κυπροµινωική» Γραµµική Α΄ δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί και ούτε έχει βρεθεί ποια γλώσσα εκφράζουν - πάντως δεν µπορεί να είναι η ελληνική: οι Έλληνες δεν έχουν ακόµη εµφανιστεί στο προσκήνιο της ιστορίας. Αντιθέτως, στην ελληνική γλώσσα είναι γραµµένες και έχουν αποκρυπτογραφηθεί οι πινακίδες οι γραµµένες στη λεγόµενη Γραµµική Γραφή Β΄ των οποίων πρώτα δείγµατα είχε ανακαλύψει, στην Κνωσσό ξανά, ο Έβανς. Η αποκρυπτογράφησή της έγινε κατά τη δεκαετία του 1950 από το Βέντρις, αρχιτέκτονα ο οποίος χρησιµοποίησε την εµπειρία που είχε αποκτήσει κατά το Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, εργαζόµενος στις υπηρεσίες αποκρυπτογράφησης του βρετανικού στρατού. Το πρόβληµα ήταν εξαιρετικά δύσκολο διότι ήταν άγνωστη και η γραφή και η γλώσσα που αποτύπωνε. Το «κλειδί» ήταν η υπόθεση του Βέντρις ότι η γλώσσα που αναπαριστούν τα σηµεία είναι η ελληνική, ενώ όλοι όσοι είχαν ασχοληθεί ως τότε είχαν αποκλείσει αυτήν την εκδοχή. Η Γραµµική Β΄ χρησιµοποιεί περίπου 190 γραµµικά σηµεία από τα οποία 90 είναι συλλαβογράµµατα και τα υπόλοιπα είναι ιδεογράµµατα (λεξιγράµµατα) ή σηµεία µέτρων και σταθµών και αριθµητικά. Πήλινες πινακίδες χαραγµένες µε γραφήµατα της Γραµµικής Β έχουν βρεθεί κυρίως στην Κνωσό και την Πύλο και αποτελούν τα λογιστικά αρχεία των εκεί ανακτόρων. Έχουν βρεθεί και αγγεία µε «γραπτά» (dipnti, δηλαδή ζωγραφισµένα) γραφήµατα της Γραµµικής Β πάνω και σε αγγεία, κυρίως στις Θήβες. Ίνες παπύρου που έχουν βρεθεί σε πήλινες σφραγίδες δηµιουργούν τη σκέψη ότι µάλλον χρησιµοποιούσαν και φύλλα πάπυρου για τις γραφικές ανάγκες τους. Τόσο οι Μινωίτες όσο και οι Μυκηναίοι χρησιµοποιούν τη γραφή τους πρωτίστως για την καταγραφή οικονοµικών στοιχείων - των δοσοληψιών που έχουν τα µινωικά ή µυκηναϊκά ανάκτορα µε τους υπηκόους των ανάκτων. Τα νεώτερα δείγµατα Γραµµικής Β΄ χρονολογούνται ~1150 π.Χ. και για 400 περίπου χρόνια δηλαδή, δεν υπάρχουν δείγµατα γραφής στην ελληνική γλώσσα. Μετά από αυτή τη «σκοτεινή περίοδο» οι αρχαιολόγοι έχουν ανακαλύψει επιγραφές που χρονολογούνται από το 750 π.Χ. περίπου αλλά γραµµένες µε νέο σύστηµα γραφής: το ελληνικό αλφάβητο που θα αποτελέσει ένα βήµα επιπλέον στην εξέλιξη της φωνητικής γραφής, µετά από αυτά των φοινίκων: οι Έλληνες δανείστηκαν για να απεικονίσουν τα σύµφωνα και φωνήεντα της γλώσσας τους τα υπάρχοντα σηµεία του φοινικικού συµφωνητάριου, προσαρµόζοντάς τα στην ελληνική λαλιά, προσδίδοντας τους δηλαδή νέες φωνητικές αξίες και δηµιουργώντας και νέα σηµεία µετά το γράµµα Τ που ήταν το τελευταίο του φοινικικού αλφαβήτου. Ο Ηρόδοτος (V, 58, µετάφραση Η. Σ. Σπυρόπουλου) είναι σαφής για τη σχέση ελληνικών γραµµάτων και φοινίκων εποίκων που εγκαθίστανται στη Βοιωτία:

Κι οι Φοίνικες αυτοί που ήρθαν µαζί µε τον Κάδµο. . . δίδαξαν στους έλληνες κι άλλες πολλές γνώσεις και προπάντων τα γράµµατα που, όπως νοµίζω, ήταν άγνωστα ως τότε στους Έλληνες· αρχικά ήσαν αυτά που χρησιµοποιούσαν όλοι οι Φοίνικες, αργότερα όµως, µε το πέρασµα του καιρού, µαζί µε τη γλώσσα άλλαξαν και τη µορφή των γραµµάτων. Λοιπόν εκείνο τον καιρό η ελληνική φυλή που, στις πιο πολλές περιοχές, γειτόνευε µε αυτούς ήταν οι Ίωνες κι αυτοί πήραν ως µαθητές τους τα γράµµατα από τους Φοίνικες κι αφού άλλαξαν ελαφρά τη µορφή τους τα χρησιµοποιούσαν, και χρησιµοποιώντας τα τους έδωσαν όνοµα· κι όπως το ήθελε και το δίκιο, µια και τα είχαν φέρει στην Ελλάδα οι Φοίνικες, τους έδωσαν το όνοµα «φοινικήια».

Παρά τις προσαρµογές που πραγµατοποίησαν οι Έλληνες στην εκφορά και στη γραφή των φοινικήιων γραµµάτων, η σχέση καταγωγής είναι έκδηλη δεδοµένου ότι τα ελληνικά γράµµατα διατηρούν την ονοµασία και τη σειρά που είχαν στο φοινικικό συµφωνητάριο αλλά και στο αλφάβητο της Ουγκαρίτ: στην πόλη αυτή βρέθηκαν τα πρώτα αλφαβητάρια, δηλαδή καταγραφές της σειράς όλων των γραµµάτων η οποία, µε κάποιες εξαιρέσεις, είναι η σηµερινή αλφαβητική σειρά όπως τη γνωρίζουµε. Η προσαρµογή αυτή έγινε µε διαφορετικούς τρόπους στις διάφορες ελληνικές περιοχές και υπάρχουν διάφορα ελληνικά

Page 18: Η Ιστορία της Γραφής

αλφάβητα µε παραλλαγές µεταξύ τους κυρίως ως προς τα «νέα», τα µετά το Τ τελευταία γράµµατα του αλφαβήτου, και επιπλέον τα F (δίγαµµα), Η, Ξ, (κόππα) και Ϡ. Τα βασικά αλφάβητα που δηµιουργούνται κατά περιοχές ονοµάζονται µε χρώµατα, διότι στην πρώτη ταξινόµηση τους ο Kirchof, που την πραγµατοποίησε κατά τη δεκαετία του 1860, χρησιµοποίησε αντίστοιχα χρώµατα για να εντοπίσει τις περιοχές των αλφαβήτων σε χάρτη. Αυτά είναι τα εξής:

ϞΚόκκινα αλφάβητα, τα οποία απαντώνται κυρίως στη Δυτική Ελλάδα και στις αποικίες της Ιταλίας. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι το γράµµα Χ έχει φωνητική αξία /ks/ και το Ξ δεν χρησιµοποιείται, ενώ το Ψ έχει την αξία /kh/ του σηµερινού ελληνικού Χ και για το /ps/ χρησιµοποιείται το δίγραµµα <ΦΣ>. Δεν υπάρχει Ω ούτε και Ϡ. Κατά την επικρατέστερη εκδοχή αυτό το αλφάβητο υιοθέτησαν από τους Έλληνες αποίκους οι ντόπιοι γείτονές τους Ετρούσκοι, από αυτούς οι Ρωµαίοι, για να καταλήξει µε ελάσσονες προσθαφαιρέσεις γραµµάτων το σηµερινό λατινικό αλφάβητο.

Γαλάζια αλφάβητα, της Ανατολικής Ελλάδας, κυρίως το ιωνικό. Έχει 27 στοιχεία, δηλαδή εκτός από τα γνωστά σηµερινά «24 γράµµατα του ελληνικού αλφαβήτου» έχει επιπλέον και τα F, Ϟ, Ϡ. (βλ. παρακάτω). Το γράµµα Χ είναι /kh/, το Ψ είναι /ps/ και το Ξ είναι /ks/, όπως και στο σηµερινό ελληνικό αλφάβητο. Υπάρχει η παραλλαγή «ανοιχτό γαλάζιο αλφάβητο» µε χαρακτηριστικότερο παράδειγµα της Αττικής: δεν υπάρχουν ειδικά σηµεία για τους σύνθετους συµφωνητικούς φθόγγους /ks/, /ps/, δηλαδή τα Ξ και Ψ, τα οποία γράφονται ως δίψηφα σύµφωνα: Ξ=ΧΣ και Ψ =ΦΣ. Επίσης, στο αττικό αλφάβητο δεν υπάρχει Ω (για το οποίο χρησιµοποιείται το Ο, που επίσης είναι και ΟΥ) ούτε χρησιµοποιούνται στη γραφή τα F, , Ϡ. Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι το Η στην Αττική είναι «δασύς ήχος», όπως το γαλλικό h, ενώ στην Ιωνία έχει τη φωνητική αξία του «µακρού Ε».

ϞΠράσινα αλφάβητα ονοµάζονται αυτά που χρησιµοποιούνται σε Μήλο, Θήρα, Κρήτη και θεωρούνται τα πλέον αρχαϊκά διότι από τα πρόσθετα ελληνικά γράµµατα, τα µετά το Τ, εµφανίζεται µόνο το Υ. Το Φ γράφεται ΠΗ, το Χ γράφεται ΚΗ, (δηλαδή, όπως και στην Αττική το Η έχει φωνητική αξία δασέως h), το Ξ γράφεται ΚΣ και το Ψ ΠΣ.

1 2 3 4 5 6 7 8 9 Α Β Γ ∆ Ε F Ζ Η Θ

10 20 30 40 50 60 70 80 90 Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ϟ

100 200 300 400 500 600 700 800 900 Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϡ

Τα γράµµατα του τελικού ελληνικού συστήµατος γραφής (ιωνικό αλφάβητο) και οι

αριθµητικές τους αξίες µε βάση το Μιλήσιο Σύστηµα Αρίθµησης.

Τελικώς επικράτησε από τον 5ο αιώνα και µετά σε κοινή χρήση όλων των ελληνικών πόλεων το ιωνικό αλφάβητο το οποίο, όπως προείπαµε έχει 27 στοιχεία, περιλαµβάνει δηλαδή εκτός από τα 24 γνωστά µας γράµµατα και το «δίγαµµα» (F) που σε ορισµένες περιοχές γράφεται σαν ορθογώνιο C και αργότερα θα ονοµαστεί «στίγµα» και θα έχει τη µορφή Ϛ, το «κοπά» ( ) και το Ϡ (σαµπί), που αρχικά γραφόταν σαν αναποδογυρισµένη τρίαινα. Αυτά τα 27 στοιχεία (όπως ονόµαζαν οι Έλληνες τα γράµµατα) αντιστοιχούν επίσης και στα ψηφία του Μιλήσιου Συστήµατος Αρίθµησης, που µερικές φορές το χρησιµοποιούµε και σήµερα για ειδικούς λόγους.

ϞΓια να ανακεφαλαιώσουµε, έχοντας ως αναφορά το ιωνικό αλφάβητο: το φοινικικό συµφωνητάριο είχε 22 γράµµατα, όλα σύµφωνα, τα οποία αντιστοιχούν στα ελληνικά Α ως Τ, µε την εξαίρεση του γράµµατος Μ

(tsadê), (η υπογράµµιση τοποθετήθηκε για να µη γίνεται σύγχυση µε τη σηµερινή µορφή του «µυ», Μ) που είχε φωνητική αξία κοντινή προς το Σ, το οποίο υπήρχε στο φοινικικό αλφάβητο µεταξύ Π και Ϟ και δεν υπάρχει στο ελληνικό. Σε ορισµένα από τα φοινικήια γράµµατα (Ε, Η, Ι, Ο) οι Ίωνες έδωσα αξίες φωνηέντων και τα υπόλοιπα τα αντιστοίχησαν µε παραπλήσιους συµφωνητικούς φθόγγους της δικής τους

Page 19: Η Ιστορία της Γραφής

γλώσσας. Μετά το τελευταίο φοινικικό γράφηµα, το Τ, οι Έλληνες πρόσθεσαν τα 6 στοιχεία Υ, Φ, Χ, Ψ, Ω, Ϡ, οπότε έχουµε τελικά: 22 αρχικά φοινικικά, µείον το tsadê 21, συν τα τελικά 6, σύνολο 27. Πολλοί επιγραφολόγοι και γλωσσολόγοι θεωρούν ότι το έσχατο στοιχείο του αλφαβήτου, το Ϡ (σαµπί), δεν είναι παρά το Μ (tsadê) που επανέρχεται µετά το 550 π.Χ. στο αλφάβητο των 24 στοιχείων, (µαζί µε τα F, Ϟ που είχαν και αυτά εκπέσει ως άχρηστα) για να γίνουν τα στοιχεία 27 και να µπορούν να χρησιµοποιηθούν τα γράµµατα και ως ψηφία για τους αριθµητικούς υπολογισµούς. Όµως το αρχαιότερο ελληνικό αλφαβητάριο που έχουµε, ένα πήλινο κύπελλο που έχει χαραγµένη πάνω του όλη την αλφαβητική σειρά, το Αλφαβητάριο της Σάµου, και χρονολογείται από το 660 π.Χ. έχει και τα 27 στοιχεία µε τη σειρά που παρατίθενται παραπάνω. Το Αλφαβητάριο της Σάµου αποτελεί επιπλέον το αρχαιότερο ελληνικό αλφαβητάριο που έχει βρεθεί, την αρχαιότερη σωζόµενη ιωνική επιγραφή και είναι το πολύ 80 χρόνια νεώτερο από τις δύο αρχαιότερες σωζόµενες ελληνικές επιγραφές, που χρονολογούνται µεταξύ 740-720 π.Χ. και είναι χαραγµένες στο Κύπελλο του Νέστορος, (βρέθηκε στην Ίσκια, το νησί απέναντι από την ιταλική Νεάπολη) και στην Οινοχόη του ∆ίπυλου (Αθήνα). Επιπλέον, γεννάται το ερώτηµα γιατί οι Ίωνες δηµιούργησαν διπλά γράµµατα όπως το Ψ (που γραφόταν, είδαµε και ΦΣ ή ΠΣ) ή κράτησαν άλλα όπως το Ξ (ΚΣ, ΧΣ) τα οποία επιπλέον είναι εξαιρετικά σπάνια, εµφανίζονται δηλαδή µε συχνότητα 0,1% ή 0,2% στα κείµενα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Μία πιθανή απάντηση είναι ότι οι Ίωνες ευθύς εξ αρχής επέλεξαν έτσι τα στοιχεία του αλφαβήτου τους ώστε να είναι 27 και να µπορεί να λειτουργεί και ως αριθµητικό σύστηµα -απάντηση η οποία δηµιουργεί και τη σκέψη ότι ίσως υπάρχον αριθµητικό σύστηµα 27 σηµείων χρησιµοποιήθηκε και ως αλφάβητο, για την καταγραφή δηλαδή της οµιλίας. Αν έτσι είναι, το ενδιαφέρον συµπέρασµα που προκύπτει είναι ότι η γραφή της ελληνικής γλώσσας καθορίστηκε από τις ανάγκες των µαθηµατικών -ίσως και άλλων πριν από αυτή, αν θυµηθούµε τα 27 γραφήµατα των πρώτων σηµιτικών συστηµάτων γραφής. Το ίδιο φαινόµενο απαντάται εν συνεχεία και σε άλλα αλφάβητα ή συλλαβάρια στα οποία είτε προστέθηκαν (µάλλον περιττά) στοιχεία σε αυτά που ήδη υπήρχαν ώστε να φθάσουν στο µαγικό αριθµό 27 (αραβικό, εβραϊκό) είτε έγιναν εξ αρχής κατά αποµίµηση του ελληνικού (ιωνικού) αλφάβητου µε 27 ή 36 στοιχεία ώστε (στην τελευταία περίπτωση) να µπορούν να εκφράζουν µε το σύστηµά τους και τις χιλιάδες (1.000 - 9.000), για τις οποίες οι Έλληνες χρησιµοποιούσαν συνήθως τα ψηφία Α-Θ µε τόνους κάτω αριστερά: ΄Α=1.000, ΄Β=2.000, κτλ. Τέτοια ήσαν το γεωργιανό, το γλαγολιτικό (παλαιοσέρβικο) και το αρµενικό. Αξίζει να επισηµάνουµε ότι ενώ το σύνολο σχεδόν των πινακίδων σε Γραµµική Β΄ είναι λογαριασµοί, τα πρώτα όστρακα και αγγεία µε ελληνική αλφαβητική γραφή αναφέρουν στίχους, ονόµατα ή είναι «οµιλούντα αγγεία» - αγγεία δηλαδή µε επιγραφή σε πρώτο πρόσωπο, σα να είναι οµιλία δική τους. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι αρχικά και για αιώνες η φορά της γραφής είναι εντελώς ασταθής: τα ελληνικά γράφονταν, όπως και τα φοινικικά, από δεξιά προς τα αριστερά («επί τα λαιά») ή από τα αριστερά προς τα δεξιά ή και βουστροφηδόν: κάθε καινούργια γραµµή άρχιζε από εκεί που είχε τελειώσει η προηγούµενη, µε αποτέλεσµα αν µία γραµµή διαβάζεται από τα αριστερά προς τα δεξιά, η επόµενη θα διαβάζεται από τα δεξιά προς τα αριστερά. Η γραφή από αριστερά προς τα δεξιά θα σταθεροποιηθεί και θα επικρατήσει από το 500 π.Χ. και µετά. Σύµφωνα µε τις κρατούσες απόψεις, από το «κόκκινο» ελληνικό αλφάβητο προέκυψαν εν συνεχεία και όλα τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά αλφάβητα. Τα οποία όπως γνωρίζουµε στην πραγµατικότητα έχουν καταλήξει να µην είναι φωνητικά: πολλά από τα γραφήµατα που χρησιµοποιούνται για να δηλώσουν κάποια λέξη δεν αντιστοιχούν σε φθόγγους προφερόµενους κατά την οµιλία, π.χ. το <e> στο τέλος των γαλλικών λέξεων, τα διπλά όµοια σύµφωνα στα ελληνικά και σε άλλες γλώσσες, το <ι> στα «δίψηφα φωνήεντα <αι>, <ει>, <οι>. Άλλες φορές για τον ίδιο φθόγγο υπάρχουν περισσότερα από ένα σηµεία (όπως τα ελληνικά ι, η, υ, ει, ηι, οι, υι. τα ο, ω και ωι· τα σ και ς, κτλ). Και ακόµη το ίδιο γράφηµα µπορεί να δηλώνει διαφορετικούς φθόγγους ανάλογα µε τη θέση στην οποία βρίσκεται µέσα στη λέξη αλλά και µε τη λέξη: τα αγγλικά φωνήεντα «a» και «e», «i» είναι τα γνωστότερα παραδείγµατα που βασανίζουν όλους όσοι προσπαθούν να µάθουν αγγλικά αλλά και το ελληνικό «υ» άλλοτε προφέρεται όπως το /i/, άλλοτε όπως το /f/» και άλλοτε σαν «v», όπως πολύ καλά γνωρίζουν οι εγγράµµατοι Έλληνες. Οι λόγοι είναι µάλλον ιστορικοί: η οµιλούµενη γλώσσα αλλάζει συνεχώς αλλά η γραφή της δεν ακολουθεί πάντα αυτές τις αλλαγές. Δεν είναι βέβαιο όµως ότι υπήρξε κάποια «χρυσή εποχή» κατά την οποία οι λέξεις εκφωνούνταν όπως διαβάζονταν,

Page 20: Η Ιστορία της Γραφής

κατά την οποία δηλαδή υπήρχε αµφιµονοσήµαντη αντιστοιχία γραφηµάτων-φωνηµάτων. Το γεγονός ότι βρίσκουµε ανορθόγραφες επιγραφές, όπως «Αθινά» ή «Διµοσθένις» από τις αρχές του 4ου κιόλας π.Χ. αιώνα αποτελεί ένδειξη προς αυτή την κατεύθυνση. Στην αρχαϊκή πόλη, και για δηµόσια κείµενα, η γραφή χρησιµοποιήθηκε αρχικά για να γραφούν οι νόµοι. Σχετικές επιγραφές υπάρχουν από τα µέσα του 7ου αιώνα, έναν αιώνα αργότερα δηλαδή από την εµφάνιση της ιδιωτικής χρήσης της γλώσσας, µε βάση τα υπάρχοντα αρχαιολογικά τεκµήρια. Αν ίσως την εποχή των κρητικών και µυκηναϊκών ανακτόρων η γραφή χρησίµευε για να ελέγχονται οι σχέσεις των υπηκόων µε την κεντρική εξουσία, στην αρχαϊκή Ελλάδα πρωτίστως θα χρησιµεύσει για τη δηµόσια, σε κοινή θέα, καταγραφή των νόµων και την εξασφάλιση εποµένως των πολιτών από την αυθαιρεσία των ισχυρών. Η καταγραφή βέβαια δεν εγγυάται και την εφαρµογή του νόµου, προφυλάσσει όµως τουλάχιστον από την επιλεκτική µνήµη που θα µπορούσε να τον τροποποιήσει κατά τα συµφέροντά της. Από το Δρήρο της Κρήτης έχουµε το παλαιότερο τέτοιο µνηµείο (~650 π.Χ.). Βέβαια, δεν µπορούµε να αποκλείσουµε την πιθανότητα να ήσαν πριν καταγραµµένοι οι νόµοι σε φθαρτά υποστρώµατα (οι Νόµοι του Σόλωνα ήσαν γραµµένοι σε ξύλινες πινακίδες), αλλά αυτή η πιθανότητα µάλλον είναι πολύ µικρή. Έναν αιώνα αργότερα θα ακολουθήσουν και οι επιγραφές µε ονόµατα ολυµπιονικών, πυθιονικών, αρχόντων και ιερέων - ουσιαστικά πρόκειται για τα πρώτα «χρονολόγια» που επιτρέπουν να εντοπιστούν χρονικά αποµακρυσµένα γεγονότα αφού µε τα ονόµατα των αρχόντων (και µε τη βοήθεια της αρίθµησης των Ολυµπιάδων) προσδιορίζονται τα έτη κατά τα οποία συνέβησαν τα γεγονότα αυτά. Στην αρχαία ελληνική γραφή δεν υπάρχουν «κεφαλαία» και «µικρά» γράµµατα όπως σήµερα, ούτε σηµεία στίξης ή τονισµού, ούτε χωρισµός των λέξεων, ούτε χωρισµός παραγράφων: ήταν συνεχής µεγαλογράµµατη γραφή, δηλαδή όλα τα σηµεία ήσαν σαν τα σηµερινά «κεφαλαία γράµµατα» περίπου και έχουν το ίδιο ύψος όταν γράφονται, χωρίς κενά ανάµεσα στις λέξεις ή ενδείξεις για παραγράφους. Η µνηµειώδης επιγραφική αισθητική επιβάλλει επιπλέον τα γραφήµατά της να εγγράφονται περίπου στον ίδιο χώρο, ένα ιδεατό τετράγωνο, ανεξαρτήτως αν ήσαν παχιά (όπως τα Θ, Φ) ή στενά (όπως το Ι). Η µεγαλογράµµατη γραφή, εξελισσόµενη και διαφοροποιούµενη φυσικά, αλλά σε λεπτοµέρειες, χρησιµοποιήθηκε ως τον 9ο αιώνα για όλα τα κείµενα ενώ στα εκκλησιαστικά λειτουργικά κείµενα επέζησε δύο αιώνες επιπλέον. Τα σηµεία στίξης, οι τόνοι και τα πνεύµατα εικάζεται ότι επινοήθηκαν µεν από το γραµµατικό Αριστοφάνη το Βυζάντιο κατά το τέλος του 3ου π.Χ. αιώνα αλλά δεν είχαν την ίδια ακριβώς µορφή µε αυτή που χρησιµοποιήθηκαν αργότερα (και υιοθετήθηκαν από τους τυπογράφους), η δε χρήση τους δεν γενικεύθηκε παρά τον 9ο αιώνα, παράλληλα περίπου µε την εµφάνιση και καθιέρωση της µικρογράµµατης γραφής. Οι παλαιογράφοι ξεχωρίζουν τρεις τύπους µεγαλογράµµατης γραφής, µε βάση κυρίως χειρόγραφα που διασώθηκαν σε αιγυπτιακούς πάπυρους ή σε θρησκευτικά λειτουργικά βιβλία: την επισεσυρµένη, τη γραφειοκρατική και τη βιβλιακή. Η πρώτη είναι η γραφή των ιδιωτών για τους οποίους κρίσιµα είναι, όταν γράφουν, η κατανόηση του κειµένου τους από τον παραλήπτη και η ταχύτητα, άρα δεν είναι τυποποιηµένη και έχει πάντα την προσωπική σφραγίδα του γράφοντος. Η γραφειοκρατική είναι η γραφή των επισήµων εγγράφων όπου δεν ενδιαφέρει τόσο η ταχύτητα όσο η κατάδειξη της επισηµότητας και της αυθεντικότητας του εγγράφου. Η βιβλιακή τέλος είναι η τυποποιηµένη γραφή που χρησιµοποιούν οι αντιγραφείς κλασικών ή ιερών κειµένων στα καλλιγραφία (σκριτόρια, scriptoria) που πρέπει και ευανάγνωστη, να είναι και κοµψή και µε όσο το δυνατόν λιγότερα προσωπικά στοιχεία. Εικάζεται ότι η µικρογράµµατη γραφή προέκυψε ως εξέλιξη της επισεσυρµένης µεγαλογράµµατης, υπό την επίδραση της λατινικής uncialis, που απετέλεσε το ενδιάµεσο στάδιο από τη µεγαλογράµµατη λατινική γραφή προς τη µικρογράµµατη λατινική γραφή. Η βυζαντινή επισεσυρµένη δηλαδή, αναζητώντας την ευκολία και την ταχύτητα, άρχισε να διαφοροποιεί τα γράµµατα ώστε να ενώνονται µε τα επόµενα, να διαχωρίζει τις λέξεις και ταυτόχρονα να δηµιουργεί συµπλέγµατα γραµµάτων που αποτελούν συλλαβές ή και λέξεις. Θεωρείται ότι τυποποιήθηκε, ώστε να µπορεί να αποτελεί και επίσηµη γραφή, στη Μονή Στουδίου της Κωνσταντινούπολης, την εποχή που ήταν ηγούµενος ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ο οποίος έζησε από το 759 ως το 826. Τότε λοιπόν, στις αρχές του 9ου αιώνα, άρχισε η αντιγραφή έργων από τη µεγαλογράµµατη στη µικρογράµµατη γραφή. Αυτή η αλλαγή του λογισµικού της γραφής έδωσε αφ’ ενός µεν τη δυνατότητα να αντιγραφούν έργα σε πολλαπλά αντίγραφα και εποµένως να διασωθούν, αφ’ ετέρου δε «φόρτωσε» τα κείµενα µε αλλαγές και λάθη δύσκολο να προσδιοριστούν µια και τα µεγαλογράµµατα «αντίβολα» (τα

Page 21: Η Ιστορία της Γραφής

χειρόγραφα τα οποία χρησίµευαν ως «πρωτότυπα» για την αντιγραφή) εξαφανίστηκαν σιγά-σιγά ως µη λειτουργικά πλέον. Η αρχική µικρογράµµατη γραφή, συνδυασµένη µε τους τόνους, τα πνεύµατα, τις υπογεγραµµένες και τα σηµεία στίξης, τροποποιήθηκε αρκετά τους επόµενους αιώνες µε την υιοθέτηση µεγαλογράµµατων χαρακτήρων για ορισµένα γράµµατα, για να οδηγήσει τελικά (µέσω της τυπογραφίας) στο συνδυασµό µικρών και κεφαλαίων που χρησιµοποιούµε σήµερα.

Οι σηµερινές γραφές.

Οι περισσότεροι λαοί του πλανήτη µας υιοθέτησαν το αλφαβητικό σύστηµα γραφής, κυρίως το λατινικό και κυριλλικό, από τα οποία το πρώτο µάλλον και το δεύτερο οπωσδήποτε αποτελούν προσαρµογές του αρχαίου ελληνικού αλφαβήτου και οπωσδήποτε αποτελούν συνέχεια των σηµιτικών συστηµάτων. Άλλοι έφθασαν σε λιγότερο ή περισσότερο πλήρη αλφάβητα, όπως το περσικό «Φαρσί», µέσω του αραβικού που παρέµεινε πιστότερο στη σηµιτική παράδοση και στην πραγµατικότητα είναι, όπως είπαµε, συµφωνητάριο, αναπαριστά δηλαδή βασικά µόνο τα σύµφωνα της γλώσσας και προστίθενται ειδικά σηµεία (τόνοι, τελείες) ή χρησιµοποιούνται κάποια από τα υπάρχοντα σύµφωνα για τον προσδιορισµό των φωνηέντων που απουσιάζουν. Υπάρχουν ακόµη τα προερχόµενα µάλλον απευθείας από το αραµαϊκό αλφάβητο (και όχι µέσω του αραβικού, που και αυτό από το αραµαϊκό προέρχεται) συστήµατα γραφής abugiba, τα «ηµισυλλαβάρια» που χρησιµοποιούνται από το ένα δισεκατοµµύριο των κατοίκων της Ινδίας και της Αιθιοπίας. Όλα όµως αυτά έχουν κοινή ρίζα τα σηµιτικά συστήµατα γραφής που εµφανίζονται κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. στην παραλία του Λεβάντε, τη ζώνη από τη διώρυγα του Σουέζ ως τα σύνορα της Τουρκίας, και είναι φανερό ότι σχετίζονται µε τα µεγάλα θρησκευτικά δόγµατα: αλφάβητα για τους χριστιανούς, συµφωνητάρια για τους µουσουλµάνους (και τους εβραίους), ηµισυλλαβάρια για τους ινδουιστές. Περίπου 4,5 δισεκατοµµύρια άνθρωποι, το 75% του παγκόσµιου πληθυσµού χρησιµοποιούν αυτά τα συστήµατα. Το υπόλοιπο 25%, περίπου 1,5 δισεκατοµµύρια άνθρωποι χρησιµοποιούν την κινεζική γραφή ή κάποια παραφυάδα της, τη γραφή που είναι η πλέον αποµακρυσµένη σήµερα από το φωνητικό σύστηµα. Το κινεζικό σύστηµα γραφής στηρίζεται στη χρήση χιλιάδων χαρακτήρων, που αποκαλούνται ενίοτε σινογράµµατα ή και ιδεογράµµατα. Υπολογίζουν ότι συνολικά υπάρχουν περίπου 60.000 χαρακτήρες αλλά αυτός ο αριθµός αφορά το σύνολο των χαρακτήρων που έχει εµφανιστεί στην πορεία της κινεζικής γλώσσας και γραφής κατά την τρισχιλιετή ιστορία της. Στην πολύ µεγάλη πλειοψηφία τους δεν χρησιµοποιούνται σήµερα, όπως δεν χρησιµοποιούνται στα ελληνικά οι περισσότερες οµηρικές λέξεις. Τα χρηστικά λεξικά της κινεζικής γλώσσας περιλαµβάνουν από 3.500 µέχρι 10.000 χαρακτήρες που είναι σε κοινή χρήση σήµερα. Τα αρχαιότερα κινεζικά κείµενα που έχουν βρεθεί χρονολογούνται από το 1200-1000 π.Χ. και είναι χαραγµένα πάνω σε καβούκια από χελώνες και σε οστά βοδιών: φαίνεται ότι πρόκειται για ερωτήσεις που απευθύνονταν από τους πιστούς στους θεούς και χαράζονταν µε µαχαίρι πάνω στα κόκκαλα από µάντεις οι οποίοι εν συνεχεία τα πλησίαζαν στη φωτιά ή τα τρυπούσαν µε πυρωµένα µέταλλα και «διάβαζαν» την απάντηση στα σκασίµατα που δηµιουργούσε η υψηλή θερµότητα πάνω στο οστό (οστεοµαντεία). Καταγραφόταν η απάντηση και µερικές φορές γραφόταν αργότερα αν τα γεγονότα επιβεβαίωσαν το χρησµό. Υπάρχουν και πολύ αρχαιότερα σηµάδια, ορισµένα χρονολογούνται από το 3000 π.Χ., αλλά δεν είναι βέβαιο ότι αντιστοιχούν σε γραφή. Οι χαρακτήρες που βρίσκονται στα κόκκαλα αυτά είναι ακόµη ασαφείς και ασταθείς, εξελίσσονται συνεχώς, όπως προκύπτει από µεταγενέστερους χαρακτήρες που βρίσκονται χαραγµένοι πάνω σε χαλκό και σφραγίδες. Τέλος, περίπου το 200 µ.Χ. δηµιουργείται η kaoshu, η «πρότυπη γραφή», όπως την ονοµάζουν οι κινέζοι, που ουσιαστικά, µε κατά καιρούς αλλαγές και απλοποιήσεις, χρησιµοποιείται ως τα σήµερα σε διάφορες παραλλαγές, ανάλογα µε τα υλικά που χρησιµοποιούνται και µε τη χρήση για την οποία προορίζεται το κείµενο. Κάθε χαρακτήρας αντιστοιχεί σε µία συλλαβή και η κλασική κινεζική γραφή είναι µονοσυλλαβική: κάθε χαρακτήρας δηλώνει πάντα µία λέξη. Σήµερα, υπάρχουν δύο ειδών χαρακτήρες: α) αυτοί που µπορούν µόνοι τους να δηλώνουν λέξεις ή να παρατάσσονται µε άλλους για να παράγουν λέξεις β) αυτοί που µόνο παρατάσσονται µε άλλους, εµφανίζονται δηλαδή µόνο ως συνθετικά πολυσύλλαβων λέξεων. Από το σύνολο των χρησιµοποιουµένων χαρακτήρων, οι µισοί περίπου ανήκουν στην πρώτη κατηγορία και οι άλλοι µισοί στη δεύτερη. Οι πολυσύλλαβες λέξεις για τις οποίες χρησιµοποιούνται δύο ή περισσότεροι χαρακτήρες

Page 22: Η Ιστορία της Γραφής

αποτελούν σήµερα την πλειοψηφία του συνόλου των λέξεων της κινεζικής γλώσσας. Κάθε χαρακτήρας, ανεξάρτητα από την πολυπλοκότητα του (και υπάρχουν χαρακτήρες εξαιρετικά πολύπλοκοι που προέρχονται από συνδυασµό 3-4 άλλων σε ένα µόνο) αποτελείται από «στοιχεία» (1 έως 34), δηλαδή γραµµές οριζόντιες κατακόρυφες, πλάγιες, τελείες και άγκιστρα που πρέπει να γράφονται µε καθορισµένη σειρά και µε καθορισµένη φορά, αλλιώς θεωρούνται «ανορθόγραφα» γραµµένοι. Κάθε χαρακτήρας, όσα στοιχεία και αν έχει, πρέπει να καταλαµβάνει τον ίδιο χώρο, να εγγράφεται σε ένα νοητό τετράγωνο, όπως γινόταν και µε την αρχαία ελληνική επιγραφική «στοιχηδόν» γραφή. Στην κλασική κινεζική γραφή οι χαρακτήρες γράφονται σε κατακόρυφες στήλες από πάνω προς τα κάτω και από δεξιά προς τα αριστερά. Σήµερα όµως κατά κανόνα γράφονται σε οριζόντιες γραµµές και από αριστερά προς τα δεξιά. Σχεδόν πριν 2.000 χρόνια, γύρω στο 100 µ.Χ., µε βάση το πρώτο λεξικό που συντάχθηκε τότε, οι κινεζικοί χαρακτήρες ταξινοµήθηκαν σε τέσσερις βασικές κατηγορίες ως προς την «ετυµολογία τους», δηλαδή τον τρόπο µε τον οποίο προέκυψαν: α) πικτογραφικοί: αυτοί για τους οποίους θεωρήθηκε ότι αποτελούσαν εξέλιξη των αρχικών εικονογραφικών στοιχείων από τα οποία υποτίθεται (όπως και στην περίπτωση της σφηνοειδούς και της ιερογλυφικής) ότι προέκυψε η κινεζική γραφή, περίπου το 1200 π.Χ. Πρόκειται προφανώς για µάλλον απλούς χαρακτήρες που αντιπροσωπεύουν συνήθως συγκεκριµένα «αντικείµενα» (ήλιος, φεγγάρι, βροχή, βουνό, πλοίο, πόρτα, δέντρο, κτλ). Ο αριθµός τους, την εποχή εκείνη ήταν µικρός, περίπου 400, 4% από τις 10.000 χαρακτήρες που χρησιµοποιούνταν. Σήµερα είναι ακόµη λιγότεροι διότι ελάχιστοι νέοι χαρακτήρες δηµιουργήθηκαν µε τη λογική «να µοιάζουν» µε το αντικείµενο που κατέγραφαν, οι δε υπάρχοντες τότε πικτογραφικοί εξελίχθηκαν έκτοτε και θυµίζουν ακόµη λιγότερο τα αντικείµενα που παριστάνουν. β) ενδεικτικοί: πρόκειται ξανά για απλούς χαρακτήρες που εξέφραζαν αφηρηµένες έννοιες και προέρχονταν κατά κανόνα από τους πικτογραφικούς µε την προσθήκη επ’ αυτών κάποιου απλού στοιχείου (τελείας, γραµµής) που τους έδινε νέα σηµασία. Υπήρχαν περίπου 100, 1% τέτοιοι χαρακτήρες. γ) συνδυαστικοί: είχαν προκύψει από τον εννοιολογικό συνδυασµό δύο ή περισσοτέρων χαρακτήρων σε έναν καινούργιο χαρακτήρα που η σηµασία του προέκυπτε από το νόηµα των χαρακτήρων που είχαν συνδυαστεί. Ο νοηµατικός σύνδεσµος δεν είναι αυτονόητος: π.χ., ο χαρακτήρας για το ρήµα «συγκεντρώνω» είναι ο συνδυασµός σε ένα καινούργιο χαρακτήρα των δύο χαρακτήρων «πουλί» και «δέντρο», που όφειλε το νόηµα του στο γεγονός ότι τα πουλιά συγκεντρώνονται πάνω σε δέντρα. Η µέθοδος πάντως επιτρέπει τη δηµιουργία χαρακτήρων για ρήµατα και επίθετα. Αντιπροσώπευαν περίπου το 13% των χαρακτήρων. δ) πικτο-φωνητικοί: οι χαρακτήρες αυτοί προέκυψαν από το συνδυασµό φωνητικής συνιστώσας και σηµασιοδοτικής ρίζας (ή «κλειδιού»), αντίστοιχου προς τα σουµεριακά ή αιγυπτιακά «προσδιοριστικά», που είναι όµως ενταγµένα στα γραφήµατα που προσδιορίζουν και όχι πριν ή µετά από αυτά. Η φωνητική συνιστώσα δήλωνε την προφορά του χαρακτήρα ενώ το «κλειδί» προσδιόριζε το νόηµα, σε ποια γενική κατηγορία ανήκει ο χαρακτήρας -διότι η µονοσυλλαβική δοµή της κινεζικής γλώσσας έχει ως αποτέλεσµα να υπάρχουν πολλές οµόηχες λέξεις. π.χ., η συλλαβή µε προφορά «sh΄i» έχει 19 διαφορετικές έννοιες οι οποίες παριστάνονται µε 19 διαφορετικούς χαρακτήρες. Ο χαρακτήρας «l΄ing» συναντάται ως φωνητική συνιστώσα σε τριάντα άλλους χαρακτήρες. Δεδοµένου όµως ότι µε το πέρασµα του χρόνου άλλαξε η προφορά των λέξεων, ελάχιστη σχέση υπάρχει σήµερα ανάµεσα στην προφορά που δήλωνε κάποτε η φωνητική συνιστώσα του χαρακτήρα και στη σηµερινή του προφορά. Οµοίως, έχει µεταβληθεί το νόηµα πολλών χαρακτήρων και οι σηµασιοδοτικές ρίζες λίγο βοηθούν να γίνει κατανοητό το νόηµα κάποιου άγνωστου χαρακτήρα που πρωτοσυναντά κανείς. Πάντως, αυτοί οι χαρακτήρες που, αρχικώς τουλάχιστον, απεικόνιζαν και φωνητικά στοιχεία αποτελούσαν το 80% του συνόλου και προφανώς αυτοί επέτρεψαν στην κινεζική γραφή να επεκταθεί, δηλαδή να δηµιουργήσει χαρακτήρες για όλες τις λέξεις της οµιλούµενης τότε γλώσσας. Οι σηµασιοδοτικές ρίζες (κλειδιά) χρησιµεύουν κυρίως για τη λεξικογραφική κατάταξη των κινεζικών χαρακτήρων. Παλαιότερα χρησιµοποιούνταν 540 κλειδιά αλλά σήµερα τα έχουν περιορίσει και, ανάλογα µε το λεξικό, χρησιµοποιούνται από 189 ως 250. Τα κλειδιά ταξινοµούνται µε τη σειρά, ανάλογα µε τον

Page 23: Η Ιστορία της Γραφής

αριθµό στοιχείων που έχει κάθε κλειδί. Κάθε χαρακτήρας τοποθετείται στο αντίστοιχο κλειδί και η σειρά του είναι ανάλογη µε τον αριθµό των στοιχείων του. Δηλαδή, αν συναντήσει κανείς κάποιον κινεζικό χαρακτήρα και δεν γνωρίζει τι σηµαίνει ή πώς προφέρεται, πρέπει να εντοπίσει ποιο είναι το κλειδί του, να βρει το κλειδί στο λεξικό και εν συνεχεία να αναζητήσει µεταξύ των χαρακτήρων που σηµασιοδοτεί αυτό το κλειδί το χαρακτήρα που ψάχνει µε βάση τον αριθµό στοιχείων που το αποτελούν. Στα λεξικά η προφορά αποδίδεται µε τη χρήση δύο ειδικών απλών χαρακτήρων που ο πρώτος δίνει τον πρώτο φθόγγο της συλλαβής του άγνωστου χαρακτήρα και ο δεύτερος το δεύτερο. Εναλλακτικά, κυρίως στα λεξικά που απευθύνονται σε ξένους, η προφορά µπορεί να δοθεί µε γράµµατα του λατινικού αλφαβήτου στα οποία έχει αντιστοιχηθεί συγκεκριµένη προφορά, η οποία για τα περισσότερα αντιστοιχεί µε την αγγλική προφορά αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις, π.χ. το Q δηλώνει το φθόγγο «τς» (όπως στο αγγλικό cheek) και το Χ δηλώνει παχύ «σ», όπως στο αγγλικό «sheep». Η ηχητική αυτή µεταγραφή ονοµάζεται Hanyu Pinyin ή απλώς Pinyin και χρησιµοποιείται πλέον ως ο επίσηµος τρόπος µεταγραφής κινεζικών λέξεων και ονοµάτων πόλεων, προσώπων, κτλ στις ξένες γραφές. Φυσικά, ιδιαίτερα στις χώρες που χρησιµοποιούν το λατινικό αλφάβητο, από τους µη ειδικούς χρήστες τα γράµµατα διαβάζονται µε την ιδιαίτερη προφορά που έχουν σε κάθε χώρα (αλλιώς προφέρονται το J, U, I, Υ στη Γαλλία, τη Βρετανία, τη Γερµανία) µε αποτέλεσµα να υπάρχει ασυνεννοησία ως προς την προφορά αυτών των ονοµάτων διεθνώς. Εποµένως, λόγω της µικρής σχέσης της µε την προφορά των λέξεων, η κινεζική γραφή είναι σε σηµαντικό βαθµό (αλλά όχι αποκλειστικά) πραγµατικά ιδεογραφική. Αυτό δεν σηµαίνει πως δεν έχει σχέση µε τη γλώσσα, πως δεν είναι δηλαδή γραφή της οµιλίας: κάθε χαρακτήρας αντιστοιχεί σε µια συγκεκριµένη συλλαβή µε συγκεκριµένο νόηµα, έστω κι αν µπορεί ο ίδιος χαρακτήρας να προφέρεται διαφορετικά σε διαφορετικούς τόπους αλλά και σε διαφορετικές πολυσύλλαβες λέξεις. Αυτό είναι εξαιρετικά χρήσιµο για την πολυπληθή Κίνα όπου υπάρχει πλήθος και διαφορετικών γλωσσών και ανόµοιων διαλέκτων οι οποίες δεν είναι αµοιβαία κατανοητές µεταξύ τους. Η γραφή, όντας απεξαρτηµένη από την οµιλία, επιτρέπει την επικοινωνία ανάµεσα σε όλους -και υπάρχει το φαινόµενο όταν δύο Κινέζοι δεν µπορούν να συνεννοηθούν µιλώντας, να σχεδιάζουν νοερά στη αριστερή παλάµη µε τα δάκτυλα του άλλου χεριού το χαρακτήρα της λέξης που δεν γίνεται κατανοητή. Επιπλέον, δεν χρειάζεται κανείς να γνωρίζει όλες τις χιλιάδες των χαρακτήρων για να µπορεί π.χ. να διαβάσει εφηµερίδα. Έχει υπολογιστεί ότι γνωρίζοντας κανείς τους 160 συνηθέστερους χαρακτήρες µπορεί να αναγνωρίσει το 50% των χαρακτήρων που συναντά σε εφηµερίδα. Γνωρίζοντας 950 χαρακτήρες διαβάζει το 90% και µε 2.400 χαρακτήρες διαβάζει το 99%. Το πλήθος και η πολυπλοκότητα των χαρακτήρων της κινεζικής γραφής δεν κάνει τόσο δύσκολη όσο θα νόµιζε κανείς την πληκτρολόγησή τους και την επεξεργασία τους µε ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Η πλέον διαδεδοµένη λύση σήµερα είναι η χρήση λατινικού πληκτρολογίου της οποίας υπάρχουν διάφορες παραλλαγές αλλά βασικά λειτουργεί κάπως έτσι: ο χρήστης του υπολογιστή γράφει µε τους λατινικούς χαρακτήρες σε pinyin την προφορά της λέξης και σε «παράθυρο» στην οθόνη του εµφανίζονται οι χαρακτήρες που αντιστοιχούν σε αυτή την προφορά, δεδοµένου ότι η γλώσσα, όπως προείπαµε έχει πολλές οµόηχες λέξεις. Οι χαρακτήρες εµφανίζονται αριθµηµένοι στη σειρά: πρώτος ο συνηθέστερος χαρακτήρας που έχει αυτή την προφορά µε τον αριθµό 1 δίπλα του, δεύτερος ο αµέσως επόµενος µε τον αριθµό 2 δίπλα του, κοκ, και το µόνο που έχει να κάνει αυτός που πληκτρολογεί είναι να χτυπήσει το πλήκτρο µε τον αριθµό του χαρακτήρα που θέλει να γράψει. Ο χαρακτήρας αυτός γράφεται στο κείµενο, το «παράθυρο» κλείνει, και αρχίζει η πληκτρολόγηση σε πινγιν του επόµενου χαρακτήρα. Φυσικά, οι έµπειροι χρήστες θυµούνται τον αριθµό που αντιστοιχεί στους συνηθέστερους χαρακτήρες και δεν έχουν καν ανάγκη να κοιτάζουν στο «παράθυρο». Με τον τρόπο αυτό, όσο πολύπλοκος και αν είναι ο χαρακτήρας, δεν απαιτείται να πληκτρολογούνται περισσότερα από 5-6 γράµµατα και αριθµοί, όσα απαιτούνται και για τη γραφή λέξεων σε άλλες γλώσσες. Η λύση όµως αυτή προϋποθέτει να γνωρίζει κανείς την προφορά σε πινγιν του χαρακτήρα, δηλαδή την προφορά του στην «µανδαρινική» εκδοχή που είναι η οµιλία του Πεκίνου, το οποίο στην πραγµατικότητα (µια που το έφερε η κουβέντα) λέγεται Beijing. Αυτό όµως δεν είναι τόσο απλό λόγω των πολλών διαλέκτων που υπάρχουν στην Κίνα. Αυτή η λύση, σε συνδυασµό µε την επέκταση της χρήσης υπολογιστών, φαινόταν να αποτελεί απειλή για το κινεζικό σύστηµα γραφής, µε την έννοια ότι οδηγούσε σε φωνητική γραφή της γλώσσας. Όµως, ακόµη κι αν υποθέσουµε ότι θα ήταν ευκταίος ο «αλφαβητισµός» του κινεζικού συστήµατος για τους σηµερινούς του χρήστες, τέτοια αλλαγή αφ’ ενός θα καταστήσει απρόσιτα κείµενα όχι µόνο πολύ παλιά αλλά και πολύ

Page 24: Η Ιστορία της Γραφής

πρόσφατα, αφ’ ετέρου δεν είναι και τόσο εύκολο να πείσεις το 1/5 του πληθυσµού της γης, 1,25 δισεκατοµµύρια ανθρώπους, να αλλάξουν τον τρόπο που γράφουν και να µάθουν καινούργιο. Έτσι, λόγω και του τεράστιου αριθµού δυνητικών χρηστών ηλεκτρονικών υπολογιστών που υπάρχει στην Κίνα, έχουν αρχίσει να εµφανίζονται εύχρηστα συστήµατα που στηρίζονται στην πληκτρολόγηση των «στοιχείων» (strokes) των χαρακτήρων. Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να είναι µακριά η ηµέρα που η τεχνολογία θα επιτρέψει, για όλες τις γραφές του κόσµου, να σηµειώνει κανείς πάνω σε ηλεκτρονικό χαρτί µε ηλεκτρονική πένα και οι χαρακτήρες, τα γράµµατα, οι αριθµοί να µεταφέρονται στην οθόνη και στο λογισµικό του υπολογιστή.

Το πρόβληµα της οικονοµίας κατά τη γραφή.

Υπάρχει λόγος άραγε να θεωρούµε ότι οι διάφορες µορφές γραφής που εµφανίστηκαν και εξαφανίστηκαν αποτελούν «πορεία τελειοποίησης» που οδηγεί από τα πικτογράµµατα (ή τα µικκύλια) στο αλφάβητο ή µπορούµε να τις θεωρήσουµε ισοδύναµες µεταξύ τους; Και ανάµεσα στις γραφές που υπάρχουν σήµερα, υπάρχουν κάποιες που είναι «ανώτερες» από κάποιες άλλες; Οι απαντήσεις στα ερωτήµατα αυτά διχάζουν τους ειδικούς: άλλοι θεωρούν ότι το αλφάβητο αποτελεί την κορωνίδα των γραφών διότι, κατ’ αυτούς, εξασφαλίζει τη µεγαλύτερη δυνατή οικονοµία σηµείων σε συνδυασµό µε τη µεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια του νοήµατος - εξασφαλίζει τη µεγαλύτερη δυνατή πληροφοριακότητα θα λέγαµε· άλλοι θεωρούν ότι το συµφωνητάριο είναι «οικονοµικότερο» διότι εµπράκτως, από την ύπαρξη του, αποδεικνύεται ότι η καταγραφή και των φωνηέντων δεν είναι απαραίτητη για την κατανόηση των κειµένων· άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι οι διάφορες γραφές, όντας αυθαίρετες πολιτισµικές κατασκευές υπηρετούν διαφορετικές ανάγκες σε διάφορες κοινωνίες και εποχές και εποµένως δεν είναι συγκρίσιµες. Επιπλέον, οι γλώσσες που καταγράφουν οι διαφορετικές γραφές χαρακτηρίζονται από διαφορετικούς ήχους, γραµµατική, σύνταξη. Εποµένως, η αξιολόγηση των συστηµάτων γραφής θα έπρεπε να γίνεται αναφορικά µε συγκεκριµένη γλώσσα - θα πρέπει δηλαδή να εξετάσει κανείς ποια σηµεία αποδίδουν καλύτερα, π.χ., την αιγυπτιακή γλώσσα και οµιλία: τα ιερογλυφικά λογοσυµφωνητικά γραφήµατα, τα σφηνοειδή λογοσυµφωνητικά γραφήµατα ή τα γραµµικά, αλφαβητικά γραφήµατα; Και µετά να αξιολογήσει αυτά τα συστήµατα γραφής ως προς τη συγκεκριµένη γλώσσα. Βεβαίως, οι συλλογισµοί αυτοί δηµιουργούν και άλλο ένα ερώτηµα: µήπως υπάρχει ιεραρχία και µεταξύ των γλωσσών; Μήπως η κινεζική γλώσσα είναι ανώτερη από την ελληνική, κι αυτή από την ιαπωνική και αυτή από τη γαλλική; Υπάρχουν σήµερα πολλοί, κατά κανόνα µη ειδικοί επιστήµονες, που υποστηρίζουν πως κάποια συγκεκριµένη γλώσσα είναι ανώτερη από τις άλλες - αυτή που µιλούν οι ίδιοι συνήθως ως εθνική γλώσσα ή ως ειδικό τεχνικό ιδίωµα. Παλαιότερα, η άποψη αυτή ήταν αυτονόητη: τα λατινικά θεωρούνταν ως τον 17ο αιώνα η γλώσσα της σοφίας και ως το 1980 σχεδόν η κυρίαρχη ιδεολογία στην Ελλάδα θεωρούσε την καθαρεύουσα ανώτερη από την καθοµιλουµένη δηµοτική. Ιδιαίτερα όταν υπάρχουν ζητήµατα θρησκευτικής πίστεως τα πράγµατα είναι ακόµη πιο ξεκάθαρα για τα ιερατεία: είναι ακόµη και σήµερα αδιανόητη η «µετάφραση» και η τέλεση της θεία λειτουργίας στα νέα ελληνικά για την ορθόδοξη εκκλησία της Ελλάδας και στα ιταλικά, από τα λατινικά, για την καθολική εκκλησία. Ακόµα και οι πρώτες µεταφράσεις των Ευαγγελίων στη δηµοτική, για προσωπική και όχι εκκλησιαστική χρήση, στις αρχές του 20ου αιώνα απετέλεσαν φοβερό σκάνδαλο. Οι αξιολογικές κρίσεις περί ανωτερότητας και κατωτερότητας θέτουν αµέσως το ζήτηµα των κριτηρίων: ποια κριτήρια θα χρησιµοποιήσουµε για να αξιολογήσουµε και να κατατάξουµε σε ιεραρχική σειρά τις γλώσσες ή τις γραφές; Οι γλωσσολόγοι διαθέτουν κριτήρια ταξινόµησης των γλωσσών, συγγένειας και απόστασης και καταγωγής µεταξύ τους, αλλά αυτές οι ταξινοµήσεις δεν είναι ιεραρχικές. Ακόµα και όταν κάποια γλώσσα κατάγεται από άλλη, όπως τα νέα ελληνικά από τα αρχαία, τα γαλλικά από τα λατινικά ή τα αγγλικά από τα γερµανικά: ούτε η «µητέρα γλώσσα» θεωρείται αυθεντικότερη και εποµένως ανώτερη ούτε η «κόρη» θεωρείται ανώτερη ως πλέον εξελιγµένη - από τους περισσότερους γλωσσολόγους τουλάχιστον. Οι γλώσσες αλλάζουν συνεχώς αλλά κανείς δεν έχει διατυπώσει κανόνες (γενικά αποδεκτούς, τουλάχιστον) που να οδηγούν στο συµπέρασµα ότι η αλλαγή προς µια κατεύθυνση αποτελεί «πρόοδο» ενώ προς κάποια άλλη «εκφυλισµό». Αν υπάρχει κάποιο κριτήριο για τη ζωτικότητα των γλωσσών είναι το πόσοι τις µιλούν και εποµένως πόσα σηµειωτικά προϊόντα παράγονται µέσω αυτών - αν είναι δηλαδή αρκετά τα άτοµα που

Page 25: Η Ιστορία της Γραφής

µιλούν και γράφουν κάποια συγκεκριµένη γλώσσα ώστε να είναι εξασφαλισµένη η απλή ή διευρυµένη αναπαραγωγή της. Δεν αποκλείεται κάποτε να αποδειχθεί ότι η αλλαγή/προσαρµογή του λογισµικού των φυσικών γλωσσών υπακούει σε κάποια ιστορική τάση. Αλλά κάτι τέτοιο για την ώρα δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει καµιά ένδειξη πως, σε ότι αφορά την εξέλιξη των γλωσσών, υπάρχουν σωρευτικά φαινόµενα «εµπλουτισµού» τους όπως αυτά που παρατηρούµε στην τεχνολογία και στην επιστήµη και στην κυρίαρχη τεχνική «γλώσσα» που τα εκφράζει, τα µαθηµατικά. Λέξεις εµφανίζονται και εξαφανίζονται, η γραµµατική και η σύνταξη αλλάζουν, αλλά τα νέα γλωσσικά προϊόντα, ακόµα και τα πολυπλοκότερα όπως τα µεγάλα λογοτεχνικά έργα, δεν φαίνεται να ενσωµατώνουν αναγκαστικά τα παλαιά, ενώ αυτό συµβαίνει µε την τεχνολογία. Για παράδειγµα, µπορεί οι τεχνικές της εποχής του χαλκού για τη χύτευση µετάλλων να έχουν εγκαταλειφθεί πλέον, αλλά στην πραγµατικότητα είναι ενσωµατωµένες στη σύγχρονη µεταλλουργία: η τελευταία δεν θα ήταν δυνατή αν δεν είχαν προηγηθεί αυτές. Η βιοτεχνολογία δεν θα ήταν δυνατή αν δεν είχε προηγηθεί η ανόργανη χηµεία, ούτε ο διαφορικός λογισµός αν δεν είχε προϋπάρξει η ευκλείδεια γεωµετρία. Για την ακρίβεια, όλες οι θετικές επιστήµες προϋποθέτουν όλες τις άλλες και µάλιστα σε όλες τις προηγούµενες µορφές τους. Κάθε νέο τεχνολογικό δηµιούργηµα ενσωµατώνει στο λογισµικό του όλα όσα έχουν προϋπάρξει. Κάτι τέτοιο όµως δεν φαίνεται να ισχύει για τα άλλα πολιτιστικά δηµιουργήµατα: ναι µεν ο Τζόυς δεν θα µπορούσε να έχει γράψει τον Οδυσσέα του και ο Καζαντζάκης την Οδύσσεια του αν δεν είχε υπάρξει ο Όµηρος, αλλά Οι ∆ουβλινέζοι του πρώτου και Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται του δεύτερου δεν το χρειάζονται - ενώ τον Ευκλείδη και τον Πυθαγόρα τους «χρειάζονται» όλα ανεξαιρέτως τα έργα των επιστηµών και της τεχνολογίας. Υπάρχει κάτι το «αναγκαίο» στην επιστήµη που παράγει σηµεία µελετώντας την εκτός ηµών φύση που οικοδοµείται µε την τεχνική γλώσσα των µαθηµατικών το οποίο δεν υπάρχει σε αυτά που οικοδοµούνται µε τη «φυσική γλώσσα» της οµιλίας. Δηλαδή, φαίνεται ότι το Πυθαγόρειο Θεώρηµα αποτελεί µια εκτός ηµών πραγµατικότητα που αργά ή γρήγορα θα έπεφταν πάνω της οι άνθρωποι και εποµένως αν δεν το είχε διατυπώσει ο Πυθαγόρας το θεώρηµα κάποιος άλλος θα το είχε κάνει στη θέση του - καθόλου δεν φαίνεται όµως ότι η Ιλιάδα ήταν αναγκαίο να δηµιουργηθεί: αν δεν είχε υπάρξει ο Όµηρος µάλλον δεν θα την είχε κάνει κανένας άλλος. Ως προς το ερώτηµα της ιεράρχησης των φυσικών γλωσσών, λοιπόν, η απάντηση είναι µάλλον σαφής: δεν υπάρχουν ανώτερες και κατώτερες γλώσσες. Και, προφανώς, δεν υπάρχουν ανώτερα και κατώτερα ιδιώµατα ή διάλεκτοι κάποιας συγκεκριµένης γλώσσας. Η αξία που αποδίδεται, ενίοτε, σε αυτές έχει να κάνει µε την κοινωνική αξία που αποδίδεται στις οµάδες που χρησιµοποιούν τα ιδιώµατα ή τις διαλέκτους, µε την αξία που αποδίδεται στις µορφές έκφρασης που παράγονται µε τη χρήση τους αλλά και µε τις σχέσεις εξουσίας (συµβολικής, κοινωνικής, πολιτικής, οικονοµικής) που υπάρχουν. Είναι πιθανόν βέβαια, ορισµένα ιδιώµατα να προσφέρονται για κάποια χρήση περισσότερο από κάποια άλλα, ιδιαίτερα όταν έχει προηγηθεί µακρόχρονη παράδοση που τα συνέδεε µε αυτή τη χρήση. π.χ., η καθαρεύουσα σε σχέση µε τη δηµοτική πλεονεκτεί για τη σύνταξη (ή εκφώνηση) νοµικών κειµένων διότι επί αιώνες χρησιµοποιόταν γι’ αυτόν το σκοπό και οι νοµικοί είχαν µάθει να σκέπτονται και να εκφράζονται µε βάση το καθιερωµένο καθαρευουσιάνικο γλωσσικό τυπικό. Ως προς το ζήτηµα της ιεράρχησης των γραφών, ήδη από την πρώτη γνωστή εµφάνισή τους, στη Μεσοποταµία και την Αίγυπτο, είναι µάλλον σαφές από τα ευρήµατα που υπάρχουν ότι οι αντίστοιχες γραφές εκλήθησαν να εξυπηρετήσουν διαφορετικές ανάγκες. Όπως προαναφέρθηκε τα πρώτα υπάρχοντα σουµεριακά κείµενα είναι υπολογιστικά, λογαριασµοί δούναι και λαβείν, - ενώ τα πρώτα αιγυπτιακά είναι λατρευτικά, κείµενα που εξυµνούν τους Φαραώ ή τους θεούς. Ίσως αυτή η διαφορά να ερµηνεύει και τη διαφορά στη µορφή - τα επί πηλού σφηνοειδή ορνιθοσκαλίσµατα των Σουµερίων και τα µνηµειώδη σε πέτρα ιερογλυφικά των Αιγυπτίων. Όµως και η σφηνοειδής γραφή έγινε µνηµειακή και τα ιερογλυφικά κατέγραψαν ταπεινότερα κείµενα, αλλά τα συστήµατα γραφής δεν άλλαξαν ριζικά για να προσαρµοστούν σε αυτές τις νέες ανάγκες. Διατήρησαν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά τους στα νέα υποστρώµατα και στις νέες χρήσεις - αν και η περί διατήρησης των ουσιωδών χαρακτηριστικών άποψη είναι µάλλον επηρεασµένη από την τάση µας να διακρίνουµε στασιµότητα επειδή δεν υιοθετήθηκε «καθαρό» σύστηµα γραφής, αλλά συνεχίστηκε η παράθεση λογογραµµάτων, συλλαβογραµµάτων, και προσδιοριστικών. Υπάρχει οπωσδήποτε ένας τουλάχιστον βασικός λόγος που εµποδίζει το µετασχηµατισµό των συστηµάτων γραφής, καθιστώντας τα «συντηρητικά» συστήµατα: το γεγονός ότι η ριζική αλλαγή τους θα καθιστούσε

Page 26: Η Ιστορία της Γραφής

άχρηστα όλα τα κείµενα που είχαν συνταχθεί µε την παλιότερη γραφή: γενεαλογίες βασιλέων, νοµικά έγγραφα, ιερά κείµενα, µνηµειακές επιγραφές - τίποτα από όλα αυτά δεν θα µπορούσε πλέον να διαβαστεί. Ίσως τα χρηστικά κείµενα να µπορούσαν να ξαναγίνουν στη νέα γλώσσα αλλά τα µνηµειακά, οι επιγραφές πάνω σε ιερά και στήλες είναι αδύνατο βέβαια να ξαναγίνουν: θα έπρεπε να αλλάξει η χρήση τους, να αντιµετωπίζονται πλέον, ανάλογα µε το είδος τους, είτε σαν ζωγραφιές είτε σαν αφηρηµένα ανεικονικά σηµεία και όχι σαν γραφή. θα έπρεπε δηλαδή να αντιµετωπίζουν τα ιερογλυφικά οι τότε Αιγύπτιοι µε το ίδιο µάτι που τα αντιµετώπιζαν τότε οι ξένοι επισκέπτες τους ή τα αντιµετωπίζουν οι σηµερινοί Αιγύπτιοι που αγνοούν τη σχετική γραφή. Φυσικά, οι απλοί υπήκοοι των Φαραώ έτσι ή αλλιώς δεν ήξεραν να τα διαβάζουν. Το ιερατείο και οι ειδικευµένοι γραφείς θα είχαν το πρόβληµα - οι παλιότεροι θα είχαν να αντιµετωπίσουν το πρόβληµα της προσαρµογής τους στη «νέα τεχνολογία», όπως θα λέγαµε µε σηµερινή γλώσσα. Η συνύπαρξη παλαιού και νέου λογισµικού αποτελεί ενίοτε τη λύση σε τέτοιες καταστάσεις: όπως προαναφέρθηκε, ένας από τους λόγους που η σφηνοειδής γραφή έγινε πολυπλοκότερη προς το τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. είναι και το ότι έπρεπε να καταγράφει και τη νέα πραγµατικότητα αλλά και τα παλιά, ιερά σουµεριακά κείµενα. Τελικά βέβαια, αλλάζουν και τα συστήµατα γραφής. Η κατεύθυνση της αλλαγής τους δεν είναι πάντα κατανοητή: η καθιέρωση των πνευµάτων και των τόνων από τους Βυζαντινούς, αµέσως µετά την τρικυµιώδη περίοδο της Εικονοµαχίας δυσκόλεψε τη γραφή της ελληνικής, χωρίς να διευκολύνει την κατανόησή της. Αυτό που διευκόλυνε ήταν η εκφώνηση των αρχαίων κειµένων µε τρόπο που να θυµίζει τον αρχικό, αφού η ελληνική γλώσσα είχε πλέον αλλάξει. -αν υποθέσουµε ότι κάποτε είχε τη µορφή που υποστήριζαν οι Αλεξανδρινοί γραµµατικοί και οι σύγχρονοι γλωσσολόγοι ότι είχε, κάτι για το οποίο µπορούµε να έχουµε αµφιβολίες. Δηλαδή ότι η ελληνική γλώσσα είχε µουσικό τονισµό, σαφή διάκριση όλων των «ι, η, υ, κτλ» και σαφή διάκριση µακρών -βραχέων φωνηέντων κατά την προφορά. Διότι, πρώτον, θεµελιώδες χαρακτηριστικό γλωσσών µε µουσικό τονισµό, όπως η κινεζική και η σουµεριακή (εικαζόµενη περίπτωση), είναι πως πρόκειται για «µονοσυλλαβικές» γλώσσες, κάθε συλλαβή δηλαδή ορίζει και διαφορετικό µόρφηµα και η ύπαρξη µελωδικού τονισµού επιτρέπει σε οµόηχες συλλαβές να λειτουργούν ως τέσσερα διαφορετικά µορφήµατα, δεδοµένου ότι υπάρχουν τέσσερις µελωδικοί τόνοι. Δηλαδή ο µουσικός τόνος δηµιουργεί µεγαλύτερη διακριτική ικανότητα στην οµιλία. Σε γλώσσα πολυσυλλαβική και κλινόµενη, όπως η ελληνική, µε πολύ λίγες οµόηχες λέξεις, τι θα προσέφερε από αυτή την άποψη ο µουσικός τονισµός; Δεύτερο, είναι απορίας άξιον γιατί σε διάστηµα λίγων σχετικά αιώνων (700 π.Χ.- 300 π.Χ.) εξαφανίζονται τόσα πολλά είδη µακρών φωνηέντων, το δασύ πνεύµα και οι µουσικοί τόνοι, ενώ στη συνέχεια (πρακτικά µετά τους αλεξανδρινούς γραµµατικούς) επί 2.300 χρόνια η προφορά διατηρείται ουσιαστικά σταθερή. Τρίτο, αν από τέτοιο φωνηεντικό πλούτο (οι αρχαίοι Έλληνες πρέπει µάλλον να τραγουδούσαν παρά να µιλούσαν) η γλώσσα φτωχαίνει σε τόσο µικρό χρονικό διάστηµα τόσο πολύ, θα πρέπει να αναρωτηθούµε από πόσο παλαιότερο και άρα πλουσιότερο σύστηµα προέρχεται και ίσως να ανησυχήσουµε ότι η φυσική ροπή των γλωσσών είναι πορεία έκπτωσης από τη γλώσσα των αγγέλων προς την αλαλία. Και τα σηµεία στίξεως που εισάγονται την εποχή µετάβασης προς τη µικρογράµµατη δεν έχουν στόχο να διευκολύνουν την κατανόηση του νοήµατος, όπως συµβαίνει σήµερα: προορίζονται και αυτά να διευκολύνουν την εκφώνηση, οριοθετώντας τα σηµεία όπου πρέπει ο αναγνώστης, που διαβάζει µεγαλόφωνα, να πάρει αναπνοή, να σταµατήσει, να τονίσει. Το πέρασµα από την «µεγαλογράµµατη» στη «µικρογράµµατη» συνοδεύεται, λοιπόν, από τη γενίκευση της χρήσης των τόνων και των πνευµάτων, την εισαγωγή της χρήσης της υπογεγραµµένης, τον πολλαπλασιασµό των ειδικών γραφηµάτων που αντιστοιχούν σε συµπλέγµατα και συνδυασµούς γραµµάτων, την αποκοπή τµηµάτων λέξεων που είναι ευκόλως εννοούµενα (όπως οι καταλήξεις), την εισαγωγή ταχυγραφικών σηµείων, δηλαδή συντοµογραφιών που αντικαθιστούν ολόκληρες λέξεις οι οποίες επανέρχονται συχνά στο κείµενο: για το σύγχρονο Έλληνα που δεν είναι παλαιογράφος είναι µάλλον ευκολότερο να διαβάσει µεγαλογράµµατα χειρόγραφα συνεχούς γραφής και να κατανοεί τις λέξεις παρά µικρογράµµατα κείµενα και ας έχουν χωρισµένες τις λέξεις. Φυσικά, υπάρχουν και στη µεγαλογράµµατη γραφή συντοµογραφίες αλλά πρόκειται κυρίως για µερικά ιερά ονόµατα για τα οποία χρησιµοποιούνται τα γνωστά από τη βυζαντινή εικονογραφία συµπλέγµατα ΙΣ, ΧΣ, ΜΡ που λειτουργούν σαν θεία ιδεογράµµατα.

Page 27: Η Ιστορία της Γραφής

Γιατί λοιπόν εγκαταλείπεται η µεγαλογράµµατη γραφή χάριν της µικρογράµµατης; Αρκεί ως εξήγηση το ότι επιτυγχάνεται οικονοµία σε χώρο (λιγότερες περγαµηνές) και ίσως σε χρόνο χάρη στην επισεσυρµένη µικρογράµµατη γραφή - αν και αυτό είναι συζητήσιµο αφού προστίθενται τα σηµεία για τους τόνους και τα πνεύµατα που δεν απαιτούν χρόνο µόνο για την τοποθέτησή τους αλλά και για να σκεφθεί και να αποφασίσει κανείς ποιο ταιριάζει σε κάθε θέση σύµφωνα µα τους κανόνες ή τις εξαιρέσεις τους. Και αφού ενδιαφέρει η οικονοµία σε χώρο, γιατί εισάγεται ο χωρισµός των λέξεων µε κενά, άχρηστα διαστήµατα; Δεν αποκλείεται η εµφάνιση της µικρογράµµατης να αποτελεί αραβική επιρροή δεδοµένου ότι έχει προηγηθεί η ενσωµάτωση νέων σηµείων στην Αραβική γραφή και η ανάπτυξη της καλλιγραφίας - µήπως η εικονοµαχική διαµάχη είναι άσχετη µε την απαγόρευση εικονικής αναπαράστασης του θείου στο Ισλάµ; Για να κατανοήσουµε ποια ήταν η εξέλιξη της µικρογράµµατης βιβλιακής γραφής πρέπει να µεταφερθούµε στην εποχή της εµφάνισης της τυπογραφίας: όταν ο Λαόνικος, πρωτόπαπας Χανίων, αποφασίζει να εκδώσει το 1486 τη Βατραχοµυοµαχία (12 χρόνια µετά την εκτύπωση του πρώτου ελληνικού βιβλίου στην Μπρέσια, το 1474, που ήταν επίσης η Βατραχοµυοµαχία µε λατινική µετάφραση και έµµετρη απόδοση) και χρησιµοποιεί σαν πρότυπο για τα τυπογραφικά του στοιχεία την τρέχουσα, επισεσυρµένη γραφή µε τις συντοµογραφίες της, θα χρειαστεί να χυτεύσει 1.223 διαφορετικά µεταλλικά στοιχεία για την κάσα του ώστε να µπορεί να αποδώσει το κείµενο· ο Άλδος στις εκδόσεις του θα τον µιµηθεί και το αποτέλεσµα θα είναι ξανά εκατοντάδες στοιχεία - ιδεογράµµατα σύµφωνα µε ορισµένους· οι Στέφανοι (Francois και Robert Estienne) που θα χαράξουν το 1539 τα περίφηµα Ελληνικά Βασιλικά Στοιχεία (Grecs du Roi) θα χρειαστούν 430 στοιχεία για να αποδώσουν τα ελληνικά, από τα οποία 367 είναι συµπλέγµατα - από τα οποία πάλι 82 είναι συµπλέγµατα του «σ» µε διάφορα άλλα γράµµατα. Βέβαια, αυτό δεν συµβαίνει µόνο µε την τυπογραφική γραφή των ελληνικών: και ο Γουτεµβέργιος χύτευσε 300 χαρακτήρες για να αποδώσει τα λατινικά της Βίβλου του, ακριβώς επειδή και αυτός µιµήθηκε τα συµπλέγµατα που χρησιµοποιούσαν οι γραφείς. Θα έλεγε κανείς ότι οι πρώτοι τυπογράφοι ανθίστανται στον ψηφιακό, κερµατισµένο χαρακτήρα της τυπογραφικής τέχνης που συνδυάζει ανεξάρτητα µεταξύ τους αντικείµενα-σηµεία (τα τυπογραφικά στοιχεία µας θυµίζουν τα µικκύλια) για να σχηµατίσει λέξεις και έννοιες, και επιµένει στην ολιστική προσέγγιση της επισεσυρµένης γραφής, η οποία στις στιγµές που γίνεται πραγµατική τέχνη αναιρεί πλήρως µε τις περίφηµες βυζαντινές «µονοκοντυλιές» τον ψηφιακό, συνδυαστικό χαρακτήρα του αλφάβητου και επαναφέρει τη γραφή αν όχι την αναλογική προσέγγιση της πικτογραφίας οπωσδήποτε τη συνθετική, ολιστική προσέγγιση των λογογραµµάτων. Αλλά και τα πολλαπλά συµπλέγµατα να µην υπήρχαν στην ελληνική γραφή, ο αριθµός των αναγκαίων γραφηµάτων είναι πολύ µεγαλύτερος από τα 24 που θεωρητικά αρκούν για να γραφεί η ελληνική γλώσσα, αν σκεφθούµε ότι υπάρχουν, πέραν των γραµµάτων, οι τόνοι, τα πνεύµατα, η κορωνίς (µοιάζει µε ψιλή και τοποθετείται στις κράσεις), τα διαλυτικά. Το «α» πρέπει να υπάρχει στην κάσα του στοιχειοθέτη µε τις εξής µορφές: άτονο, µε οξεία, µε περισπωµένη, µε βαρεία, µε ψιλή, µε δασεία, µε κορωνίδα, µε υπογεγραµµένη, µε ψιλή-οξεία, ψιλή-δασεία, περισπωµένη-δασεία, περισπωµένη-ψιλή. Άλλα τόσα στοιχεία απαιτούνται για τους τονικούς συνδυασµούς του κεφαλαίου «Α» - ήτοι, µόνο για το γράµµα άλφα απαιτούνται 25 περίπου τυπογραφικά στοιχεία. Και αναρωτιέται κανείς: είναι πιο οικονοµικό στη γραφή και στη ανάγνωση τέτοιο σύστηµα από το µεγαλογράµµατο µε τα 24 όλα κι όλα σηµεία του; Είναι περισσότερο βολικό από το φοινικικό συµφωνητάριο των 22 σηµείων στο οποίο όλα αυτά τα «άλφα» (δηλαδή τα φωνήεντα) υπονοούνται και δεν γράφονται; Και είναι ευκολότερη η εκµάθηση της µικρογράµµατης ή της µεγαλογράµµατης γραφής; Η χρήση του ελληνικού αλφάβητου για τη γραφή γλώσσας που δεν µιλιόταν πλέον, της αρχαίας ελληνικής, είχε πάντως τα ίδια αποτελέσµατα που αναφέραµε στην περίπτωση της σφηνοειδούς και των ιερογλυφικών: τον πολλαπλασιασµό των γραφηµάτων. Βέβαια, αν αντιµετωπίσουµε τη γραφή σαν αυτόνοµο σηµειωτικό σύστηµα µε συνδυαστικούς κανόνες αφηρηµένους, όπως της αριθµητικής, και δεν θέσουµε σαν όρο ότι πρέπει να αναπαριστά µε ικανοποιητικό τρόπο την οµιλούµενη γλώσσα, τότε η εκµάθηση της γραφής γίνεται ενδιαφέρουσα πνευµατική άσκηση αφ’ εαυτής - η οποία όµως µας αποµακρύνει από το περιεχόµενο των κειµένων: γίνεται τόσο δύσκολο το µέρος του λογισµικού που απαιτείται για να στηρίξει το περιεχόµενο ώστε ελάχιστοι, εκτός από τους επαγγελµατίες γραφείς, µπορούν να ασχοληθούν µε αυτό. Κατά τον ίδιο τρόπο που τα προβλήµατα µε δύσκολες αριθµητικές πράξεις εµποδίζουν να κατανοηθεί η λογική της επίλυσης τους. Βεβαίως, τα µαθηµατικά είναι σύστηµα αυτοαναφορικό, δεν είναι υποχρεωτικό οι αριθµοί και οι σχέσεις

Page 28: Η Ιστορία της Γραφής

µεταξύ τους να υποκαθιστούν κάτι άλλο, δηλαδή να καταλήγουν να είναι σύµβολα συγκεκριµένων ποσοτήτων (τρία κιλά): το περιεχόµενο εξαντλείται στη µορφή τους και στις εσωτερικές σχέσεις µεταξύ αυτών των µορφών, όπως συµβαίνει και µε τη µουσική. Οι σχέσεις ανάµεσα στα αριθµητικά σηµεία µπορούν να είναι «ψευδείς» ή «αληθείς», ή και «απροσδιόριστες» (Goedel) ανάλογα µε τα «αξιώµατα» και τους «ορισµούς» που τα καθορίζουν. Όµως τα συστήµατα γραφής των φυσικών γλωσσών δεν είναι αυτοαναφορικά, τα σηµεία και οι µεταξύ τους σχέσεις αποκτούν νόηµα µόνο εφ’ όσον παραπέµπουν σε οντότητες έξω από τα ίδια. Κατά το κλασικό παράδειγµα του Τσόµσκι, η φράση «άχρωµες πράσινες ιδέες κοιµούνται µανιασµένα» είναι απόλυτα σωστή γραµµατικά και συντακτικά αλλά «δεν λέει τίποτα». Οι 25 δυνατότητες του άλφα που επιτρέπει η µικρογράµµατη ελληνική γραφή (και τις επέτρεπε µέχρι πριν δύο δεκαετίες, οπότε καταργήθηκαν πνεύµατα και τόνοι) δεν έλεγαν σχεδόν τίποτα στη τεράστια πλειοψηφία των αναγνωστών· έλεγαν µερικά πράγµατα για τις ίδιες τις λέξεις, ανεξάρτητα από το νόηµα το οποίο διαµόρφωναν µε τις άλλες που σχηµάτιζαν φράσεις, στους ίδιους τους γραµµατικούς: κυρίως για το αν το άλφα ήταν µακρό ή βραχύ και εποµένως πώς υποτίθεται ότι το πρόφεραν οι αρχαίοι Έλληνες και πώς το ενέτασσαν στους στίχους τους. Στοιχεία δηλαδή χρήσιµα, όπως και τα σηµεία στίξης της εποχής, για την εκφώνηση, την απαγγελία του κειµένου, στο βαθµό που ήθελε κανείς να µιµηθεί την εικαζόµενη «τονική» οµιλία των αρχαίων Ελλήνων της κλασικής εποχής αλλά άχρηστα µάλλον για την κατανόηση του νοήµατος του κειµένου. Τα συστήµατα γραφής υπόκεινται σε πολλαπλές πιέσεις: στη συντηρητικότητα των γραφέων, στην αλλαγή της οµιλούµενης γλώσσας που αχρηστεύει ορισµένα γραφήµατα, όπως τα πολλά «ο» και «ι» της ελληνικής γλώσσας, στην πίεση που υφίσταται από άλλα συστήµατα γραφής (όπως αυτή που υφίστανται σήµερα όλα τα συστήµατα γραφής από το λατινικό αλφάβητο), από την αλλαγή της τεχνολογίας, των υλικών της γραφής, από αισθητικές ή και θρησκευτικές αντιλήψεις - αλλά και σε πιέσεις που µας είναι ακατανόητες: γιατί άραγε να υπάρχουν στο ελληνικό αλφάβητο Ψ και Ξ, όταν υπάρχει ΠΣ και ΚΣ και αντιθέτων παραµένουν «δίχρονα» τα «α, ι, υ», εκφράζοντας (απ’ όσο ξέρουµε) άλλοτε µακρείς και άλλοτε βραχείς φθόγγους, ενώ υπάρχει τόση απαιτούνται τόσα πολλά «ι» κατά τη γραφή; Αλλά εδώ ίσως η απάντηση να βρίσκεται στην εκ των µαθηµατικών προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου που αναφέρθηκε προηγουµένως. Πρωτίστως όµως τα συστήµατα γραφής εµφανίζονται, εξαφανίζονται, δηµιουργούνται, υιοθετούνται από πρωτοβουλίες της πολιτική εξουσίας, ή και απλώς αλλάζουν κάτω από την πίεση της. Πηγαίνοντας στα πολύ παλιά χρόνια, µαθαίνουµε πως οι µικρασιάτες Χιττίτες απέκτησαν τη γραφή κατά το 1500 π.Χ. ως λεία πολέµου, µεταφέροντας µαζί µε τα άλλα λάφυρα από την επιδροµή τους στη Βαβυλώνα ολόκληρη «σχολή γραφέων» που εγκαταστάθηκε στα ανάκτορα και εντάχθηκε στην, αγράµµατη ως τότε, κρατική µηχανή. Το κορεατικό σύστηµα γραφής άλλαξε τον 15ο αιώνα µετά από αλλαγή της βασιλεύουσας δυναστείας. Για να διευκολυνθεί η απόφαση της νέας εξουσίας να εγκαταλειφθεί ο βουδισµός και να υιοθετηθεί ο κοµφουκιανισµός, εγκαταλείφθηκε το κινεζικό σύστηµα και εφευρέθηκε κυριολεκτικά εκ του µηδενός το κορεατικό· το τουρκικό σύστηµα γραφής άλλαξε από αραβικό σε λατινικό κατά τη δεκαετία του 1920 για να διευκολύνει τη µετάβαση από το θεοκρατικό οθωµανικό σύστηµα στο τουρκικό λαϊκό κράτος. Μεταξύ των Σλάβων των Βαλκανίων, εγκατάλειψη του γλαλολιτικού αλφαβήτου υπέρ του κυριλλικού σηµατοδοτούσε και την προσχώρηση στην πατριαρχική (έναντι της παπικής) εκκλησιαστική εξουσία και το αντίθετο. Στη νότια Ασία κάθε γλώσσα που σέβεται τον εαυτό της πρέπει να έχει και ιδιαίτερο σύστηµα γραφής για να διαφοροποιούνται πολιτικά και πολιτιστικά οι χρήστες της από τους γείτονες τους. Ίσως µετά από 2.000 χρόνια οι άνθρωποι να αναρωτιούνται γιατί υπήρχαν τόσα πολλά συστήµατα γραφής και τόσες πολλές γλώσσες κατά το 20ο µ.Χ. αιώνα, ενώ τους ήσαν προφανή τα επικοινωνιακά πλεονεκτήµατα ενός µόνο, παγκόσµιου συστήµατος γραφής και µιας µόνο παγκόσµιας γλώσσας. Μπορεί όµως και να αναρωτιούνται γιατί είχαµε τόσα λίγα συστήµατα γραφής και τόσες λίγες γλώσσες αφού µας ήταν εύκολο να δηµιουργήσουµε πολλά. Το επιχείρηµα ότι ορισµένα είδη γραφής διατηρήθηκαν και δεν άλλαξαν επειδή ταιριάζουν περισσότερο στη δοµή της οµιλούµενης γλώσσας δεν φαίνεται αρκετά ισχυρό, αφού γνωρίζουµε ότι η σφηνοειδής γραφή, π.χ., χρησιµοποιήθηκε για να γραφούν πλήθος διαφορετικές γλώσσες που δεν είχαν καµιά οµοιότητα. Οι Ιάπωνες (και οι Κορεάτες παλαιότερα) χρησιµοποιούν το κινεζικό σύστηµα, ενώ η γλώσσα τους είναι εντελώς διαφορετική από την κινεζική: πολυσυλλαβική, δεν

Page 29: Η Ιστορία της Γραφής

εµφανίζει «µουσική τονικότητα», οι λέξεις δέχονται καταλήξεις και επιθέµατα. Η τουρκική γλώσσα δεν είναι σηµιτική αλλά εκφράστηκε µε την αραβική γραφή και εν µια νυκτί, µε απόφαση του Κεµάλ Ατατούρκ, άρχισε να γράφεται στο λατινικό αλφάβητο. Έχουν δηµιουργηθεί τα πιο περίεργα µείγµατα γραφών. Στην Ταϋλάνδη, για παράδειγµα χρησιµοποιήθηκαν οι κινεζικοί χαρακτήρες πολλαπλά:

είτε για να δηλώσουν ότι σήµαιναν και στα κινέζικα, διαβάζοντας τους µε την κινεζική προφορά είτε για να δηλώσουν ότι σήµαιναν και στα κινέζικα αλλά διαβάζοντάς τους στην ταϋλανδική γλώσσα είτε χρησιµοποιώντας τους χαρακτήρες µε τη φωνητική αξία που έχουν στα κινέζικα για να γράψουν λέξεις της δικής τους γλώσσας. Για παράδειγµα, αντίστοιχη κατάσταση µε αυτή της Ταϋλάνδης θα υπήρχε αν στην Ελλάδα χρησιµοποιούσαµε το χηµικό σύµβολο S (θείο, θειάφι) και 1) το διαβάζαµε sulphur, 2) το διαβάζαµε «θείο» 3) γράφαµε «S βρέφος» για να πούµε «θείον βρέφος» 4) γράφαµε <Sδόσκονη> και εννοούσαµε <σουλφαµιδόσκονη>. Έχει ενδιαφέρον πάντως ότι εσχάτως έχει αρχίσει να δηµιουργείται κάτι το ανάλογο και στα ελληνικά, αφού βλέπουµε γραφές του «εφ» και του «ευ», του τύπου: «fόλης της ύλης» ή «fάπαξ» -γιατί όχι και fτυχία, fπεπτος και «απfθείας»; Οι Ιάπωνες από την άλλη πλευρά δηµιούργησαν (µετασχηµατίζοντας κινεζικούς χαρακτήρες όπως είχαν κάνει οι Έλληνες µε τα φοινικήια γράµµατα) δύο συλλαβάρια µε 48 γραφήµατα το καθένα που ονοµάζονται «χίρα κάνα» και «κατά κάνα» (hira kana, kata kana). Το πρώτο δηµιουργήθηκε για να καλύψει τις ανάγκες καταλήξεων και επιθεµάτων που χρησιµοποιεί η ιαπωνική και δεν υπάρχουν στην κινεζική, το δεύτερο σαν πλήρες αυτόνοµο φωνητικό σύστηµα µεταγραφής για χρήση των γυναικών κυρίως αλλά και των ποιητών. Όµως τα δύο αυτά συλλαβάρια εκφράζουν όλες τις συλλαβές της ιαπωνικής γλώσσας και δεν χρειαζόταν άλλο τι για να γράφονται τα ιαπωνικά - θα αρκούσε µάλιστα µόνο το ένα συλλαβάριο διότι και τα δύο έχουν τις ίδιες ακριβώς συλλαβές αλλά τις παριστάνουν µε άλλα σηµεία. Όµως, οι Ιάπωνες χρησιµοποιούν επιπλέον και τους κινεζικούς χαρακτήρες είτε µε την προφορά που έχουν στην Κίνα είτε µε τη σηµασία που έχουν στην Κίνα προφέροντας τους στα ιαπωνικά. Επιπλέον, χρησιµοποιούν και τα «χίρα κάνα» για να δηλώσουν τις κλίσεις και τα επιθέµατα της ιαπωνικής γλώσσας που δεν υπάρχουν στην κινεζική και τα «κατά κάνα» για να αποδίδουν φωνητικά τα ξένα ονόµατα άλλοτε όµως (παλιότερα κυρίως) δίπλα στα κινεζικά ιδεογράµµατα για να «µεταφράσουν» το χαρακτήρα σε ιαπωνική φωνητική γραφή ώστε να διευκολύνουν όσους αναγνώστες δεν τον γνωρίζουν. Κι ακόµη, τα κείµενα διαβάζονται κατακόρυφα σε στήλες (πάνω προς τα κάτω και από δεξιά προς τα αριστερά) αν πρόκειται για λογοτεχνία, εφηµερίδες περιοδικά, αλλά οριζοντίως σε γραµµές (από αριστερά προς δεξιά) αν πρόκειται για κείµενα επίσηµα ή επιστηµονικά. Μετά το Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο απλοποιήθηκε κάπως το σύστηµα: πρώτον, οι κινεζικοί χαρακτήρες που χρησιµοποιούνται περιορίστηκαν επισήµως σε λιγότερους από 2.000 αλλά µαζί µε αυτούς που δηλώνουν ονόµατα φθάνουν τις 3.000 - πάντως οι Ιάπωνες προγραµµατιστές έχουν φροντίσει καλού-κακού να εφοδιάσουν τους υπολογιστές µε 6.350 κινεζικά ιδεογράµµατα, κατά τον ίδιο τρόπο που και στην Ελλάδα «περνάνε» στους υπολογιστές τα εν αχρησία, υποτίθεται, πνεύµατα και τόνους. Και καθιερώθηκε τα «κατά κάνα» να χρησιµοποιούνται πλέον σχεδόν µόνο για τη µεταγραφή ξένων λέξεων. Μόνο ορθολογιστικό και οικονοµικό δεν θα µπορούσε βέβαια να αποκαλέσει κανείς το ιαπωνικό σύστηµα γραφής. Αλλά µήπως ήταν ορθολογικό το ελληνικό σύστηµα µε τους τόνους, τις υπογεγραµµένες και τα πνεύµατα που χρησιµοποιήθηκε για 2.000 χρόνια σχεδόν χωρίς να υπάρχει άλλος λόγος πέρα από την παράδοση; Υπάρχει η πιθανότητα, όπως µας δείχνει η κινεζική γραφή αλλά και το παράδειγµα της χρήσης της λατινικής στη µεσαιωνική Ευρώπη όπου λειτουργούσε σαν lingua franca (= κοινή ιταλοελληνοαραβο-ϊσπανογαλλική γλώσσα των λιµανιών της Μεσογείου, για να συνεννοούνται µεταξύ τους οι ετερόγλωσσοι ναυτικοί) των διανοουµένων, ότι τόσο η σφηνοειδής όσο και η ιερογλυφική διατήρησαν τον πολύπλοκο ιδεογραφικό χαρακτήρα τους επειδή δεν απευθύνονταν σε γλωσσικά οµογενείς πληθυσµούς. Σε αυτήν την περίπτωση η κεντρική εξουσία, όταν υπάρχει, δεν έχει λόγο να επιβάλει τη φωνητική γραφή, διότι τότε τα κείµενα θα ήσαν ακατανόητα από όσους δεν µιλούν την ίδια γλώσσα. Για τη Σουµερία υπάρχουν ενδείξεις ότι αποτελούσε µωσαϊκό εθνοτήτων - άρα και γλωσσών. Η εκδοχή να υπήρχαν πολλές οµιλούµενες γλώσσες και στην Αίγυπτο δεν είναι απίθανη, αν σκεφθούµε ότι η «φυσική» τάση των γλωσσών είναι να διαφοροποιούνται και όχι να συγκλίνουν. Το παράδειγµα της Μελανησίας είναι ενδεικτικό: το νησί Βανουάτου (Vanuatu) έχει 150.000 κατοίκους οι οποίοι µιλούν 105 διαφορετικές γλώσσες· στα Νησιά του

Page 30: Η Ιστορία της Γραφής

Σολοµώντα, µε πληθυσµό 300.000 µιλούν 90 διαφορετικές γλώσσες· και στη Νέα Γουινέα, 4.000.000 νησιώτες µιλούν 860 γλώσσες. Η ερµηνεία του φαινοµένου δεν πρέπει να αναζητηθεί µόνο στην αποµόνωση µικρών οµάδων σε δυσπρόσιτες περιοχές, που αναπτύσσουν ιδιώµατα και γλώσσες: γειτονικά χωριά σε κάµπους, που επικοινωνούν τακτικότατα, επιµένουν να µιλούν διαφορετικές γλώσσες. Ίσως επειδή αναζητούν στη γλωσσική διαφοροποίηση την ταυτότητα - ίσως όµως και επειδή δεν υπήρχε κεντρική πολιτική εξουσία, σύστηµα γραφής και γραπτή παράδοση που να δηµιουργούν την ανάγκη ή την επιθυµία κοινής γλώσσας. Είναι φανερό λοιπόν από όσα προηγήθηκαν ότι η διατήρηση ή αλλαγή των συστηµάτων γραφής των φυσικών γλωσσών, των συστηµάτων που καταγράφουν την ανθρώπινη οµιλία δηλαδή, είναι πρωτίστως υπόθεση πολιτιστική και πολιτική και δεν έχει να κάνει µε την οικονοµία κατά τη γραφή: η ανωτερότητα ή κατωτερότητα δεν έχει να κάνει τόσο µε το πόσο γρήγορα γράφουµε, αλλά µε το πόσο εκτιµάται ο τρόπος της γραφής. Η απλοποίηση της ελληνικής γραφής σίγουρα θα λιγόστευε τον αναγκαίο χρόνο για να µάθουµε τη γλώσσα και για να τη γράφουµε αλλά οι τόνοι και τα πνεύµατα διατηρήθηκαν επί αιώνες ενώ ήσαν παντελώς άχρηστα. Υπάρχει βέβαια και το πρόβληµα ότι θα γινόταν δυσκολότερη η ανάγνωση των παλαιών κειµένων που θα ήσαν γραµµένα µε το σύνθετο τρόπο αλλά το πρόβληµα µε τα αρχαία κείµενα είναι η κατανόηση των νοηµάτων των λέξεων τις γραµµατικής και του συντακτικού. Θα ήταν µάλιστα εξαιρετικά εύκολο αν γράφαµε και χρησιµοποιούσαµε καθόλου φωνήεντα και πολύ αν ήµασταν κατανοητοί. Όµως τα ενώ όλα αυτά θα µπορούσαν να γίνουν και πολλοί µεταρρυθµιστές τα πρότειναν κατά καιρούς, τα γράµµατα δεν αντιµετωπίστηκαν ποτέ σαν απλά σηµάδια µε φωνητική αξία - καίτοι όλοι συµφωνούν πως (τουλάχιστον στην ελληνορωµαϊκή περίπτωση όπου οι πολιτισµοί στηρίζονται στον προφορικό λόγο και η τέχνη της ρητορικής είναι ανώτερη από την τέχνη της γραµµατικής) βασική τους λειτουργία είναι η υποβοήθηση, η ενίσχυση της ικανότητας για οµιλία. Τα γράµµατα ήσαν και ως ένα βαθµό είναι µαγικά επειδή µιλάνε τα ίδια, έχουν λαλιά. Αν το θαύµα της οµιλίας µας «εξανθρώπισε» ήταν δηλαδή καθοριστικό βήµα για την εµφάνιση του homo sapiens sapiens, αφού πολλοί υποστηρίζουν ότι οι νεαντερτάλειοι δεν µιλούσαν, πρόκειται για θαύµα που συνεχώς επαναλαµβάνεται, που το έχουµε συνεχώς µπροστά µας: συνέχεια διαπιστώνουµε πως από ό,τι µας περιβάλλει (ή µας περιέβαλε ως πριν εκατό χρόνια) µόνο οι άνθρωποι µιλούν - και τα γράµµατα. Άρα τα κείµενα δεν έχουν µόνο ζωή, έχουν και νόηση και µπορούν µάλιστα να µας λένε πράγµατα που δεν µας τα έχει πει ποτέ κανείς από όσους έχουµε ακούσει. Η µαγική χρήση των γραµµάτων απαντάται εξαρχής, µε την εµφάνισή τους, στην αρχαία Ελλάδα: «είµαι η λήκυθος της Ταταίης· όποιος µε κλέψει να τυφλωθεί», διαβάζουµε σε µικρή κορινθιακή φιάλη των αρχών του 7ου αιώνα που βρέθηκε στην Εύβοια. Οι εγγραφές ονοµάτων σε µολύβδινα ελάσµατα («κατάδεσµοι») είναι από τις µορφές µαγείας. Φαίνεται ότι ακόµη και η κατάθεση κάποιου θραύσµατος αγγείου στο ναό του Σηµείου Διός στον Υµηττό που γράφει απλώς «το έγραψε ο τάδε» αρκεί για να υπάρξει θεϊκή προστασία. Στην Αραβία, οι µεταλλικές κούπες στις οποίες φτιάχνουν οι γιατροί τα φάρµακα έχουν χαραγµένα πάνω τους ρητά από το Κοράνι, ώστε µαζί µε το φάρµακο να µεταδοθεί και ο Λόγος του Θεού στον πιστό δια της καταπόσεως. Πρέπει να σηµειώσουµε όµως και το γεγονός πως η γραφή σήµερα ελάχιστη σχέση έχει µε την οµιλία: η οµιλία δεν έχει ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΣ και πεζούς, έντονους ή πλάγιους φθόγγους· δεν έχει εκθέτες ανωφερείς ούτε δείκτες κατωφερείς που χρησιµοποιούνται π.χ. στις υποσηµειώσεις· ο οµιλία δεν έχει «ο» και «ω» ούτε «σ» και «ς» ούτε πολλαπλά «ι»· δεν έχει ούτε «ψ» ή «ξ» - έχει «πσ» και «κσ» (δεν έχει ούτε καν εισαγωγικά ή παρενθέσεις η οµιλία)· λέµε συνεχώς ήχους που δεν θα τους γράψουµε ποτέ - λέµε «το µπατέρα», «τη µπόρτα» και γράφουµε «τον πατέρα, την πόρτα»· γράφουµε σηµάδια που ποτέ δεν θα τα εκφέρουµε, εκφέρουµε ήχους που ποτέ δεν τους γράφουµε. Επί 2.000 σχεδόν χρόνια οι λαοί της Ανατολικής Μεσογείου χρησιµοποιούσαν ως γραφή «νοηµατοδοτικά σήµατα», λέξεις και φράσεις δηλαδή που κανείς δεν τα µιλούσε -ούτε καν αυτοί που τα έγραφαν: την αττική ελληνική διάλεκτο. Το ίδιο στη Δυτική Ευρώπη: έως την Αναγέννηση το µεγαλύτερο µέρος της γραπτής παραγωγής είναι µε γραφήµατα που επίσης δεν οµιλούνται - τα λατινικά. Ακόµη και σήµερα το Πατριαρχείο στην Πόλη και το Βατικανό στη Ρώµη γράφουν γλώσσες που δεν τις αναγνωρίζει και δεν τις καταλαβαίνει κανείς - σχεδόν. Πρόκειται για ειδικές γλώσσες, για ειδικά κείµενα, για ειδικές γραφές που

Page 31: Η Ιστορία της Γραφής

δεν είναι κατανοητές παρά σε µικρούς κύκλους ειδηµόνων· κάτι σαν τις τεχνικές γλώσσες, τα «τεχνητά» συστήµατα γραφής των µαθηµατικών ή της χηµείας. Το σύστηµα γραφής δεν µπορεί να διαχωριστεί από το σύστηµα κειµένων που παράγει. Μήπως δεν έχουν το ίδιο σύστηµα όλοι όσοι χρησιµοποιούν το λατινικό αλφάβητο αφού παράγουν αµοιβαίως ακατάληπτα κείµενα; Στην πραγµατικότητα, η γραφή επιτέλεσε τα µαγικά που περίµεναν οι άνθρωποι να πετύχουν µε την απλή εκφορά ή γραφή σηµείων: δεν χρειάζεται καν να πεις «άνοιξε σουσάµι» σε πολλές σηµερινές πόρτες, µόλις σε βλέπουν να πλησιάζεις ανοίγουν µόνες τους. Τα φάρµακα που πίνουµε σήµερα, όπως κάποτε «έπιναν» ρητά από το κοράνι, δεν µεταφέρουν µέσα τους τις λέξεις, τους χηµικούς τύπους που τα δηµιούργησαν εκ του µηδενός; Σε πολύ σηµαντικό βαθµό αυτά που περίµεναν οι άνθρωποι να τους δώσει ο λόγος της θρησκείας τους τα δίνει η ανθρώπινη νόηση, ο ανθρώπινος λόγος, ο ενσωµατωµένος σαν λογισµικό που έγινε ύλη σε τόσα και τόσα ανθρώπινα δηµιουργήµατα - στην πραγµατικότητα γραψίµατα είναι όλα αυτά, χαράγµατα πάνω στην ύλη, διευθετήσεις της. Από αυτή τη σκοπιά λοιπόν, η γραφή είναι λογισµικό απόδοσης εννοιών, δεν είναι απεικόνιση της οµιλίας. Αλφάβητο και πληροφορία

Όσα προαναφέραµε για το ζήτηµα της οικονοµίας κατά τη γραφή δείχνουν πως τελικά µικρή σηµασία έχει η σηµασιοδοτική ισχύς της, η πληροφορία που µεταφέρει κάθε σηµείο της, µε την έννοια που ορίσαµε την πληροφορία παραπάνω, ως άρση της αβεβαιότητας για κάποια κατάσταση. Τα συστήµατα γραφής είναι φορτωµένα µε πλήθος άλλες σηµασίες, η χρήση τους ακόµη και σήµερα υπακούει και σε τελετουργικές κοινωνικές ανάγκες και είναι µάλλον το τελευταίο πρόβληµα που ενδιαφέρει το χρήστη τους αν το ίδιο µήνυµα θα µπορούσε να το στείλει µε λιγότερα σηµεία (γράµµατα ή χαρακτήρες) - εκτός και αν πρόκειται γα τηλεγράφηµα, οπότε η σηµειακή οικονοµία σχετίζεται µε τη χρηµατική οικονοµία. Ως προς τη γραφή, η αβεβαιότητα του αναγνώστη έγκειται στο ποιο σηµείο θα ακολουθήσει το σηµείο που ήδη διάβασε· δηλαδή, στην περίπτωση της ελληνικής γραφής, η αβεβαιότητα του αναγνώστη ήταν τι γράµµα θα ακολουθήσει το Α, το τελευταίο γράµµα της λέξης «οικονοµία», που είναι η τελευταία λέξη της προηγούµενης παραγράφου. Τι πιθανότητα υπήρχε µετά το Ω να εµφανιστεί το Σ, ώστε να γίνει η λέξη ΩΣ, και µετά να ακολουθήσει το γράµµα Π της λέξης Π; Θα µπορούσε να είναι οποιοδήποτε από τα 24, οι ελληνικές λέξεις µπορούν να αρχίζουν µε οποιοδήποτε από αυτά τα γράµµατα. Όµως κάθε γράµµα από τα 24 δεν έχει την ίδια πιθανότητα να εµφανιστεί, τα γράµµατα του ελληνικού αλφάβητου δεν χρησιµοποιούνται µε την ίδια συχνότητα. Επιπλέον, γνωρίζουµε ότι κάποια γράµµατα είναι αδύνατον αν είναι µετά από κάποια άλλα: το Ψ, ας πούµε, δεν µπορεί να εµφανιστεί πριν ή µετά από κανένα άλλο σύµφωνο στην ίδια λέξη, οµοίως και το Ξ. Μετά όµως από κάποιο φωνήεν, µπορεί να είναι οποιοδήποτε άλλο γράµµα. Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει µε ποια συχνότητα εµφανίστηκαν τα 24 γράµµατα σε σύνολο κειµένων (του γράφοντος) που περιείχαν περίπου 900.000 γράµµατα, σχεδόν 160.000 λέξεις., κάτι λιγότερο δηλαδή από έναν τόµο της µπορχεανής βιβλιοθήκης. Στον υπολογισµό των συχνοτήτων δεν έχουν υπολογιστεί τα κεφαλαία και τα τονούµενα, δηλαδή τα τέσσερα σηµεία «Α, α, Ά, ά» θεωρήθηκαν ως ένα, όπως και τα επτά γραφήµατα «Υ, υ, Ύ, ύ, Ϋ, ϋ, ΰ» αντιµετωπίστηκαν ως ένα: το «Α» και το «Υ» αντίστοιχα του θεωρητικού ελληνικού αλφάβητου των 24 γραµµάτων. Η πιθανότητα λοιπόν να ακολουθεί το αρχικό «Ο» αυτής της παραγράφου του κειµένου µου το γράµµα «Α» (σε κάποια από τις τέσσερις µορφές του) είναι 12%, να είναι το «Ο» 10,2%, κτλ. Διαπιστώνουµε ότι πραγµατοποιείται η 12η κατά σειρά δυνατότητα αφού έχει γραφεί το γράµµα «Π». Με την πιθανότητα εµφάνισης κάθε γράµµατος είναι συνυφασµένη και η ποσότητα πληροφορίας που φέρει κάθε γράµµα και είδαµε στο Κεφάλαιο 1.3.2 ότι, µε βάση τον τύπο του Σάνον για την πληροφορία, τα πιο «απίθανα» σηµεία µας δίνουν περισσότερη πληροφορία από τα πιο πιθανά. Εφαρµόζοντάς τον, στις συχνότητες εµφάνισης των γραµµάτων και θεωρώντας ότι αυτές εκφράζουν και την πιθανότητα ενδεχόµενης εµφάνισής τους, βρίσκουµε τις τιµές που παρατίθενται στον Πίνακα.

Δεν θα επεκταθούµε στο ζήτηµα αλλά πρέπει να αναφερθεί ότι αυτό που κυρίως ενδιαφέρει δεν είναι η ποσότητα πληροφορίας που µεταφέρει ένα µόνο γράµµα, διότι σπάνια ένα µόνο γράµµα δίνει κάποιο νόηµα. Οι συνδυασµοί όµως γραµµάτων υπακούουν και σε συνδυαστικούς κανόνες: η ελληνική γλώσσα, πχ, δεν επιτρέπει τρία ίδια σύµφωνα στη σειρά ούτε δύο ίδια φωνήεντα ούτε συνδυασµούς όπως «ψτ», «χκ», «θπ», «πκ», κτλ. Σηµασία λοιπόν για την ποσότητα πληροφορίας έχουν οι συνδυασµοί γραµµάτων και η

Page 32: Η Ιστορία της Γραφής

συχνότητα µε την οποία εµφανίζονται οι διγράµµατοι συνδυασµοί (αβ, αγ, αε,... βα, βγ, βδ,... ωα, ωβ, ωγ...), οι τριγράµµατοι, κοκ. Από τους τετραγράµµατους όµως συνδυασµούς και επάνω ουσιαστικά έχουµε να κάνουµε µε λέξεις - που αποτελούν και το πλέον σαφές νοηµατικό στοιχείο. Άρα ο πλούτος του λεξιλογίου καθορίζει κυρίως την πληροφοριακότητα κάθε γλώσσας αλλά και την πληροφοριακότητα των διαφόρων συγγραφέων στο πλαίσιο της ίδιας γλώσσας. Με τον ορισµό που έχουµε δώσει για την ποσότητα πληροφορίας είναι φανερό ότι όσο µεγαλύτερο απόθεµα λέξεων έχει κανείς, τόσο πλουσιότερο είναι πληροφοριακά το περιεχόµενο των κειµένων του - και εδώ η ποσοτική προσέγγιση έρχεται να συµφωνήσεις µε την ποιοτική, που όπως γνωρίζουµε αποδίδει ιδιαίτερη σηµασία στον πλούτο των λέξεων που χρησιµοποιούµε για να εκφραστούµε. Τα αλφαβητικά συστήµατα δεν έχουν µελετηθεί ως προς την πληροφοριακή τους ισχύ, δηλαδή ως προς τη σχετική ικανότητά τους να απεικονίζουν τον προφορικό λόγο. Έχει υπολογιστεί ότι κάθε γράµµα της αγγλικής µεταφέρει περίπου 1 bit πληροφορίας.

Πίνακας: Εκτίµηση συχνότητας εµφάνισης και ποσού πληροφορίας των γραµµάτων του ελληνικού αλφαβήτου.

Σύνολο Συχνότητα bits Α 107. 983 12,0% 3,1 Ο 92. 125 10,2% 3,3 Ι 86. 176 9,6% 3,4 Ε 75. 347 8,4% 3,6 Τ 71. 256 7,9% 3,7 Σ 67. 061 7,4% 3,7 Ν 58. 499 6,5% 3,9 Η 41. 663 4,6% 4,4 Υ 40. 684 4,5% 4,5 Ρ 36. 886 4,1% 4,6 Κ 36. 707 4,1% 4,6 Π 35. 053 3,9% 4,7 Μ 29. 538 3,3% 4,9 Λ 25. 176 2,8% 5,2 Ω 20. 981 2,3% 5,4 Γ 16. 810 1,9% 5,7 Δ 16. 391 1,8% 5,8 Χ 10. 701 1,2% 6,4 Θ 9. 977 1,1% 6,5 Φ 7. 728 0,9% 6,9 Β 6. 315 0,7% 7,2 Ξ 3. 264 0,4% 8,1 Ζ 2. 989 0,3% 8,2 Ψ 1. 427 0,2% 9,3 Σύνολο 900. 737 100,0% 4,1

Το συχνότερο λοιπόν γράµµα του ελληνικού αλφαβήτου είναι το Α και το σπανιότερο το Ψ, ενώ αντίστροφη είναι η ποσότητα πληροφορίας του καθενός. Συνολικά, η εντροπία του ελληνικού αλφάβητου είναι 4,1 bits, ενώ αν τα γράµµατα ήσαν ισοκατανεµηµένα η εντροπία θα ήταν 4,6 bits - ήτοι η πλεονασµατικότητα (περιττότητα) είναι 11%. Βεβαίως, η συχνότητα των διαφόρων φθόγγων κατά την οµιλία, είναι εντελώς διαφορετική, αν λάβουµε υπ’ όψιν µας ότι τα ι, η, υ, ει, οι ακούγονται όλα σαν «ι», τα αι και ε σαν «ε» και τα ο και ω σαν «ο». Προκύπτει εύκολα από τον πίνακα ότι κυρίαρχος φθόγγος κατά την οµιλία των ελληνικών είναι το «ι».

Η εξέλιξη των υλικών της γραφής.

Ως προς τα υλικά αποτύπωσης γραφής οι Σουµέριοι χρησιµοποίησαν τον πηλό και το καλάµι, οι Αιγύπτιοι την πέτρα και τη σµίλη -αλλά κυρίως την αγία τριάδα της γραφής: τον πάπυρο, τη µελάνη και τη γραφίδα που για αιώνες πολλούς ήσαν τα βασικά υλικά της γραφής στο µεσογειακό κόσµο. Το µελάνι γίνεται από αιθάλη που διαλύεται σε νερό και προστίθεται κόλλα. Οι γραφίδες είναι κατά κανόνα από καλάµι (οι ελληνικές) που καταλήγει σε οξεία αιχµή ή από βούρλο (οι αιγυπτιακές) που η άκρη του κοπανιέται ώστε να σχηµατίσει µικρό πινέλο αλλά οι καλύτερες, που εµφανίζονται τον 4ο αιώνα, είναι από φτερά πουλιών -κατά προτίµηση χήνας. Πρόκειται για φθηνά υλικά, εύκολο να βρεθούν και να δουλευτούν, σε αντίθεση µε τον πάπυρο, που είναι το σπουδαιότερο, σπανιότερο και ακριβότερο από τα υλικά του µεσογειακού και ευρωπαϊκού χώρου που χρησιµοποιήθηκαν για γράψιµο. Πρόκειται για υδροχαρές φυτό, αυτοφυές στο Νείλο, όπως στα δικά µας έλη και ποτάµια το ψαθί. το στέλεχος του κόβεται κατακόρυφα σε λεπτές

Page 33: Η Ιστορία της Γραφής

λωρίδες (µήκους 5 ως και 40 εκατοστά, αλλά γύρω στα 25 συνήθως) οι οποίες τοποθετούνται πλάι-πλάι ώστε να εφάπτονται πάνω σε υδαρή σανίδα· εν συνεχεία τοποθετούνται πάνω τους κάθετα άλλες λωρίδες. Κοπανώντας τα δύο στρώµατα των λωρίδων έβγαινε από τις ίνες του πάπυρου ουσία που κολλούσε τις λωρίδες µεταξύ τους και έτσι, αφήνοντάς τις να στεγνώνουν στον ήλιο, δηµιουργούσαν ενιαία εύκαµπτη και στερεή επιφάνεια, µε χρώµα ελεφαντοστού και αφή µετάξινη - αυτό είναι το φύλλο. Τα φύλλα αυτά τα κολλούσαν µεταξύ τους (γι’ αυτό και το φύλλο που αποτελεί τµήµα κυλίνδρου ονοµάζεται κόλληµα), κατά κανόνα ανά είκοσι, ώστε να αποτελέσουν ταινία µήκους αρκετών µέτρων (7-10) που τυλίγεται σε κύλινδρο και αποτελεί το χάρτη. Τα φύλλα κολλιούνται έτσι ώστε στη µία πλευρά όλες οι λωρίδες του πάπυρου να είναι παράλληλες προς το µήκος του χάρτη, οπότε στην από πίσω ήσαν κάθετες βέβαια. Από το χάρτη µπορούν να κοπούν κοµµάτια για να γραφούν επιστολές, σηµειώµατα ή έγγραφα - ή να γραφεί όλος ο κύλινδρος οπότε θα έχουµε στα χέρια µας τον τόµο κάποιου βιβλίου. Η γραφή και η ανάγνωση του τόµου απαιτεί το ξετύλιγµα του από τη µια άκρη (τη δεξιά) και το τύλιγµα του στην άλλη (την αριστερή) µε τη βοήθεια δύο ξύλινων κυλίνδρων που βρίσκονται στις δύο άκρες και αποκαλούνται οµφαλοί. Το κείµενο γράφεται κατά στήλες που είναι παράλληλες προς τους οµφαλούς και κάθετες βέβαια προς τον άξονα (το µήκος) της ταινίας - κάθε µια από αυτές τις στήλες ονοµαζόταν σελίδα. Γράφεται µόνο από τη µία πλευρά, από την πλευρά όπου οι λωρίδες του πάπυρου είναι παράλληλες προς το µήκος της ταινίας ώστε οι λωρίδες να χρησιµεύουν σαν γραµµές πάνω στις οποίες γράφει ο κάλαµος τις αράδες. Αυτή η γραµµένη πλευρά που βρίσκεται στο εσωτερικό του κυλίνδρου ονοµάζεται recto και η εξωτερική, η άγραφη, verso. Έτσι όµως αξιοποιείται µόνο η µία πλευρά, αν και για λόγους οικονοµίας µπορεί να χρησιµοποιηθεί και η πίσω πλευρά για πρόχειρα σηµειώµατα, ενίοτε κόβοντας σε κοµµάτια τον ήδη γραµµένο κύλινδρο αν το περιεχόµενό του δεν έχει πια σηµασία. Επιπλέον η ανεύρεση κάποιου σηµείου απαιτεί χρονοβόρο ξετύλιγµα για την αναζήτησή του. Το πλάτος των σελίδων, των στηλών δηλαδή, κυµαίνεται από 15-30 γράµµατα, σαν των εφηµερίδων σήµερα περίπου, και το ύψος τους από 25 ως 40 αράδες, όσες ενός µικρού ή µέτριου σηµερινού βιβλίου. Ο τίτλος του βιβλίου γράφεται σε στενή ετικέτα από πάπυρο ή δέρµα (σίλλυβος) και δένεται από τον οµφαλό. Το πρώτο κόλληµα, που ονοµάζεται πρωτόκολλο βέβαια, κολλιέται ανάποδα, έτσι ώστε να είναι οι εσωτερικές του λωρίδες να είναι κάθετες προς το µήκος του χάρτη και όχι παράλληλες και παλιότερα έµενε άγραφο για να προστατεύει όλον τον κύλινδρο. Επειδή όµως πολύ αργότερα οι Βυζαντινοί έβαζαν στο χώρο αυτό χρονολόγία και επίσηµη επικύρωση του περιεχοµένου κυλίνδρου αν ήταν δηµόσιο έγγραφο, γι’ αυτό και σήµερα έχουν πρωτόκολλα όλες οι δηµόσιες υπηρεσίες. Ο πάπυρος χρησιµοποιήθηκε ως γραφική ύλη επί 4.000 χρόνια, µε πρώτους χρήστες τους Φαραώ του 3000 π.Χ. και τελευταίους τους πάπες, που ως το 1000 µ.Χ. χρησιµοποιούσαν τον πάπυρο ως επίσηµη γραφική ύλη, τροφοδοτούµενοι από την παραγωγή σικελικών φυτειών τους τελευταίους αιώνες, αφού η Αίγυπτος από τα µέσα του 7ου αιώνα ήταν πια στα χέρια των Αράβων. Οι ανάγκες για υπόστρωµα γραφής συνεχώς αυξάνονται όσο οι κρατικές γραφειοκρατίες επεκτείνονται και πρέπει να ανταλλάσσουν έγγραφα, όσο αυξάνονται αυτοί που θέλουν να γράψουν κι αυτοί που θέλουν να διαβάσουν, όσο επεκτείνεται η συνήθεια για την καταγραφή ιδιωτικών πράξεων (πωλήσεων, δανείων, διαθηκών, προικών, κτλ) για τις οποίες παλιότερα αρκούσε για την πιστοποίησή τους η µαρτυρία κάποιων τρίτων µαρτύρων. Η αυξηµένη ζήτηση φαίνεται ότι οδηγεί στην εµφάνιση νέου προϊόντος, της περγαµηνής, που µπορεί να υποκαταστήσει τον πάπυρο και έτσι θα αρχίσει να εξαπλώνεται η χρήση της ως υποστρώµατος. Πρόκειται για κατεργασµένα µε ειδικό τρόπο δέρµατα ζώων, κυρίως κατσικιών αλλά και αρνιών και προβάτων -όµως την καλύτερη ποιότητα περγαµηνής, που ονοµάζεται velum, τη δίνουν τα δέρµατα από µοσχάρια, ενώ αυτά που δεν έχουν προλάβει καν να γεννηθούν κι εποµένως να αναπτύξουν τριχοφυΐα, δίνουν την άφθαστη και περιζήτητη «εµβρυογενή περγαµηνή», charta virginea, που την ανταγωνίζονται ίσως µόνο οι περγαµηνές από αντιλόπες ή γκαζέλλες. Αλλά αυτά είναι εξαιρετικές πολυτέλειες για βιβλία που προορίζονται για βασιλιάδες και µεγάλους άρχοντες. Η γραφή σε δέρµατα (διφθέρας) υπήρχε βέβαια και στην Ελλάδα και αλλού από αρχαιοτάτων χρόνων, την αναφέρει και ο Ηρόδοτος άλλωστε (V, 58, µτφρσ Η. Σ. Ηλιόπουλος):

Επίσης οι Ίωνες από τον παλιό καιρό τα βιβλία τα λένε διφθέρες (κατεργασµένα δέρµατα), γιατί κάποτε που σπάνιζε ο πάπυρος έγραφαν πάνω σε διφθέρες κατσικιών και προβάτων - ακόµη και στη δική µου εποχή πολλοί από τους βαρβάρους γράφουν πάνω σε τέτοιες διφθέρες.

Η διαφορά της κατάλληλης µόνο για βαρβάρους διφθέρας από την ευγενική περγαµηνή έγκειται στον τρόπο κατεργασίας των δερµάτων, η δεύτερη δίνει πολύ λεπτά, λευκά και λεία υποστρώµατα και εφευρέθηκε ή

Page 34: Η Ιστορία της Γραφής

τελειοποιήθηκε (ή απλώς διαδόθηκε περισσότερο), όπως µαρτυρά η ονοµασία, στην περιοχή της Περγάµου, εξ αιτίας έλλειψης παπύρου τον 2ο π.Χ. αιώνα, λέει η παράδοση, που αν δεν προκλήθηκε από πόλεµο, µάλλον προκλήθηκε από το φθόνο των Πτολεµαίων της Αλεξάνδρειας που δεν ήθελαν οι ηγεµόνες της Περγάµου να κάνουν τη βιβλιοθήκη τους τόσο σπουδαία όσο και ήταν η δική τους. Η περγαµηνή βιβλιοδετείται σε κυλίνδρους όπως και ο πάπυρος. Συνήθως ως recto στην περγαµηνή χρησιµοποιείται το εξωτερικό του δέρµατος, το εχέτριχο, που είναι οµαλότερο από το εσωτερικό, το εχέσαρκο, που χρησιµοποιείται ως εξωτερικό, ως verso του κυλίνδρου. Λόγω της σπανιότητας και της ακρίβειας του πάπυρου και της περγαµηνής, ενίοτε σβήνουν ή ξύνουν περγαµηνές και πάπυρους για να τα ξαναχρησιµοποιήσουν, κι αυτά είναι τα παλίµψηστα. Η περγαµηνή θα εκτοπίζει συνεχώς τον πάπυρο διότι η πρώτη ύλη της, τα δέρµατα, µπορούν να βρεθούν παντού, ενώ πάπυρος υπήρχε σχεδόν µόνο στο Νείλο, τον οποίο από το 640 µ.Χ. τον ελέγχουν πλέον οι Άραβες. Επιπλέον, η περγαµηνή είναι ανθεκτικότερη στις ταλαιπωρίες αλλά και στο χρόνο. Από τον 7ο ως τον 13ο µ.Χ. αιώνα λοιπόν, οπότε θα αρχίσει να την ανταγωνίζεται το χαρτί, θα κυριαρχεί ως βασικό υπόστρωµα γραφής. Η άλλη σηµαντική καινοτοµία θα είναι, τους πρώτους µ.Χ. αιώνες, η υιοθέτηση της µορφής του κώδικα για τα βιβλία -τα «φύλλα» δηλαδή της περγαµηνής ή του πάπυρου δεν τα κολλούν το ένα πλάι στο άλλο για να σχηµατίσουν ταινία αλλά τα διπλώνουν στη µέση και σχηµατίζουν δίφυλλα τα οποία µπαίνουν το ένα µέσα στο άλλο και (ως έξι) σχηµατίζουν τεύχη δισσά, (δύο δίφυλλα, οκτώ σελίδες), τρισσά (τρία δίφυλλα, δώδεκα σελίδες), τετράδια, (τέσσερα δίφυλλα, δεκάξι σελίδες), κτλ, τα οποία µετά ενώνονται στις ράχες τους µε τρόπο που αποκτούν τη µορφή του σηµερινού βιβλίου. «Βιβλίο» παλαιότερα σήµαινε τον πάπυρο (από το φοινικικό λιµάνι Βύβλος που ήταν κέντρο εµπορίας του για τους Έλληνες) και συνεκδοχικά τον κύλινδρο από πάπυρο, µε την ιδιαίτερη ονοµασία τόµος, αν ήταν γραµµένος και χάρτης αν ήταν άγραφος - εξ ου και αργότερα η ονοµασία του χαρτιού. Αλλά και οι κύλινδροι περγαµηνής (και εν συνεχεία οι κώδικες), βιβλία ονοµάστηκαν κι αυτοί, διότι σηµασία είχε πλέον η χρήση και όχι το υλικό. Με τη µορφή του «κώδικα» επιτυγχάνεται αξιοποίηση και των δύο όψεων του πανάκριβου υποστρώµατος (περγαµηνής ή πάπυρου) αλλά και ευκολία ανεύρεσης κάποιου µέρους του κειµένου, χωρίς να απαιτείται το χρονοβόρο ξετύλιγµα του κυλίνδρου. Είναι τόσο προφανή, για µας τουλάχιστον, τα πλεονεκτήµατα του κώδικα έναντι του ρολού ώστε θα ήταν απορίας άξιο γιατί επί τόσους αιώνες δεν είχε υιοθετηθεί αυτή η µορφή - αν δεν γνωρίζαµε ότι τα βιβλία και η γραφή εκείνη την εποχή δεν είναι απλώς media αλλά εξαιρετικής σπουδαιότητας σύµβολα -σχεδόν ιερά. Η εβραϊκή θρησκεία, για παράδειγµα, απαγόρευε την καταστροφή κειµένων γραµµένων µε εβραϊκά γράµµατα: τα άχρηστα γράµµατα, έγγραφα ή βιβλία, ακόµα και τα τυπωµένα, δεν επιτρεπόταν να πεταχτούν ή να καούν· έπρεπε να αποθηκευθούν και να ταφούν µε ευθύνη των ραβίνων. Ίσως λοιπόν επειδή οι ραβίνοι πρέπει να χρησιµοποιούν υποχρεωτικά την Τόρα, την Πεντάτευχο δηλαδή, µε τη µορφή κυλίνδρου στις συναγωγές (και υπήρχαν αυστηροί κανονισµοί για το τι είδος δερµάτων θα χρησιµοποιηθούν για την κατασκευή της περγαµηνής αλλά ακόµη και για τα υλικά µε τα οποία θα φτιαχτούν τα µελάνια για να αντιγραφεί το ιερό κείµενο), ίσως για να διαφοροποιήσουν τη λατρεία του Μεσσία τους οι χριστιανοί χρησιµοποιούν για τα Ευαγγέλια που διαβάζουν στις εκκλησίες τους τη µορφή του κώδικα: σε όλες τις αναπαραστάσεις ευαγγελιστών, τις παλαιότερες που υπάρχουν, όλοι τους γράφουν πάντα σε κώδικα, ποτέ σε κύλινδρο. Δεν έχει βρεθεί κανένα κείµενο της Καινής Διαθήκης, καµιά Αγία Γραφή γραµµένη στα ελληνικά που να είναι σε κύλινδρο. Πέρα από την ανάγκη διαφοροποίησης της συναγωγής από την εκκλησία, υπήρχε βέβαια και το γεγονός ότι τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες τις απαρτίζουν άτοµα από τα φτωχότερα στρώµατα και εποµένως ίσως η οικονοµία στα υλικά να είχε µεγαλύτερη σηµασία γι’ αυτούς σε σχέση µε τους µορφωµένους αριστοκράτες που θέλουν να είναι περήφανοι για τις βιβλιοθήκες τους. Έτσι ή αλλιώς, ο κώδικας αποτέλεσε «σήµα κατατεθέν» των χριστιανικών κειµένων και η επικράτηση του χριστιανισµού οριστικοποίησε την αντικατάσταση του κυλίνδρου από τον κώδικα. Εκτός από τον πάπυρο και την περγαµηνή υπήρχαν και άλλα προχειρότερα µέσα καταγραφής, όπως οι ξύλινες πινακίδες που τις χαράζουν ή ενίοτε τις βάφουν λευκές (λευκώµατα ή album για τους Λατίνους) και γράφουν πάνω τους µε µελάνι. Υπάρχουν και οι ξύλινες επικηρωµένες (κερωµένες) πλάκες, (πυκτία ή δέλτοι) οι οποίες αποτελούν το πιο απλό και φθηνό µέσο γραφής (µετά την άµµο και τα όστρακα), αφού ό,τι γράφεται (χαράζεται µάλλον) µπορεί να σβηστεί και να ξαναχρησιµοποιηθεί η πλάκα· γι’ αυτό και αποτελούν (µαζί µε τις ασβεστολιθικές «πλάκες» και τα «κοντύλια») τα πρόχειρα «τετράδια» των µαθητών

Page 35: Η Ιστορία της Γραφής

σε όλη σχεδόν την περίοδο που προηγήθηκε της φθηνής µαζικής παραγωγής χαρτιού. Για το γράψιµο πάνω στο κερί χρησιµοποιείται ο στύλος, µεταλλική βελόνα αιχµηρή από τη µια πλευρά ώστε να χαράζει και πεπλατυσµένη από την άλλη άκρη ώστε να σβήνει - και ενίοτε τόσο µακριά και γερή ώστε να χρησιµεύει και σαν όπλο, στιλέτο. Οι ξύλινες πλάκες έχουν κάποιο βάθος είτε επειδή τις ξύνουν είτε επειδή τους κολλούν λεπτό πλαίσιο γύρω-γύρω, για να κρατάνε το κερί ή για να προστατεύεται ό,τι είναι γραµµένο µε µελάνι. Ενίοτε αυτά τα πλαίσια τα τρυπούν και ενώνουν δύο, τρεις, περισσότερες πλάκες µαζί και το σύνολο που αποτελούν στα λατινικά ονοµάζονται codex ή δίπτυχα, τρίπτυχα,. . . πολύπτυχα στα ελληνικά. Γι’ αυτό και η σύνδεση των τευχών που δηµιουργούνται από πάπυρο ή περγαµηνή θα πάρει κι αυτή την ονοµασία κώδικας. Στην αρχαία Ελλάδα, ακόµα πιο πρόχειρο µέσο γραφής είναι τα όστρακα, θραύσµατα δηλαδή από πήλινα αγγεία πάνω στα οποία µπορεί κανείς να χαράξει µε αιχµηρό αντικείµενο (ή να γράψει µε κάρβουνο) κάποια σηµείωση, ένα όνοµα σε κάποια ψηφοφορία - πιθανόν αυτού που επιθυµεί να τον εξοστρακίσει. Αλλού χρησιµοποιούνται η φλούδα των δέντρων, τα φύλλα φοινικιάς ή και ελιάς (για τις αθηναϊκές ψηφοφορίες ξανά, τις εκφυλλοφορίες) και φυσικά ο πηλός ποτέ δεν εγκαταλείπεται. Αλλά και ο µόλυβδος που εύκολα µπορεί να χαραχθεί και να ισοπεδωθεί µε το στύλο, σαν το κερί σχεδόν, χρησίµευε για πρόχειρες εγγραφές, κυρίως για επιστολογραφία επειδή το µαλακό µέταλλο µπορούσε να διπλωθεί και να µη φαίνεται τι ήταν γραµµένο - αλλά πρωτίστως για κατάρες: δεν υπάρχει αποτελεσµατικότερη αρά από αυτή που γίνεται κατάδεσµος, που θάβεται δηλαδή στη γη γραµµένη σε µόλυβδο. Είναι απολύτως βέβαιο ότι θα πιάσει. Εκτός από τα πρόχειρα και τα συνήθη υπάρχουν και τα πολυτελή ή µνηµειακά υποστρώµατα - χρυσός, ελεφαντόδοντο, άργυρος, χαλκός, πέτρα, µάρµαρο, πορφυρές περγαµηνές µε χρυσά µελάνια, που χρησιµοποιούνται στις επιτύµβιες στήλες, στις δηµόσιες, βασιλικές ή ιερατικές επιγραφές για να απαθανατίσουν τη µνήµη αγαπηµένων νεκρών ή εξαιρετικής σηµασίας κείµενα από τη φθορά του χρόνου - τα οποία κείµενα γίνονται βέβαια ακόµη πιο σηµαντικά λόγω του υποστρώµατος που χρησιµοποιείται. Το επόµενο σηµαντικό βήµα είναι η ανακάλυψη του χαρτιού που την οφείλουµε στους Κινέζους: ήδη από τον 2ο π.Χ. αιώνα αρχίζουν να αντικαθιστούν τα πλακίδια από µπαµπού που χρησιµοποιούσαν ως τότε για υπόστρωµα γραφής και χρησιµοποιούν χαρτί που παράγεται από πολτό φυτικών ινών (φλούδα µουριάς, µπαµπού, άχυρα ρυζιού, λινάρι). Η τεχνική βελτιώνεται κατά τους επόµενους αιώνες, το παραγόµενο χαρτί γίνεται συνεχώς λεπτότερο και ανθεκτικότερο και τον 2ο αιώνα µ.Χ. ο Τσάι Λουν (Cai Lun) θα την τελειοποιήσει προσθέτοντας στον πολτό υφασµένες ίνες: κοµµάτια από κουρέλια, σχοινιά, παλιά δίχτυα ψαρέµατος που προηγουµένως έχουν υποστεί ζύµωση (έχουν σαπίσει δηλαδή) µέσα σε νερό. Οι Άραβες θα µάθουν κατά τον 8ο αιώνα την τεχνική της παρασκευής χαρτιού, από δύο Κινέζους τεχνίτες που συνέλαβε αιχµάλωτους στο Τουρκεστάν ο κυβερνήτης της Βαγδάτης, ο οποίος έσπευσε να ιδρύσει χαρτοποιείο στη Σαµαρκάνδη. Το προϊόν του εκτιµήθηκε σε όλη τη Μέση Ανατολή και η µεγάλη ζήτηση οδήγησε στην ίδρυση χαρτοποιείων στο Χαλέπι και στη Δαµασκό - ίσως και στη γειτονική προς αυτές Βαµβύκη, από όπου προµηθεύονται το χαρτί οι Βυζαντινοί από τον 11ο τουλάχιστον αιώνα και το ονοµάζουν ως εκ τούτου βαµβύκινο ή βοµβύκινο χάρτη. Οι αραβικές χαρτοποιίες συνέχισαν να διαδίδονται προς τα δυτικά, προς την Αίγυπτο, την Τυνησία, το Μαρόκο και διαβαίνοντας το στενό του Γιβραλτάρ βρέθηκαν επί ιβηρικού εδάφους τον 12ο αιώνα, απ’ όπου και θα αρχίσουν να τροφοδοτούν τον ευρωπαϊκό βορρά - όπου πάντως το χαρτί συναντά και αντιδράσεις στην αρχή διότι ορισµένες αρχές ανησυχούν ότι το νέο υλικό δεν θα έχει την αντοχή και τη µακροβιότητα της περγαµηνής και εποµένως ίσως απολεσθούν όσα γράφονται πάνω του. Κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα θα ιδρυθούν νέα χαρτοποιεία στην ηπειρωτική Ιταλία, µε διασηµότερα και σηµαντικότερα αυτά του Φαµπριάνο, βιοτεχνικής κώµης κοντά στην Αγκώνα, όπου προϋπήρχαν χυτήρια σιδήρου. Οι τεχνίτες του Φαµπριάνο χρησιµοποιούν τα άφθονα νερά της περιοχής τους για να κινήσουν τους µύλους που ανακατεύουν και πολτοποιούν τα ράκη. Καθιερώνουν τη συνήθεια να τοποθετούν λεπτά ορειχάλκινα σύρµατα που σχηµατίζουν διάφορα σχήµατα πάνω στο πλέγµα όπου στεγνώνει «σουρώνοντας» ο χαρτοπολτός για να γίνει φύλλο χαρτιού, µε αποτέλεσµα στο χαρτί να χαράζονται υδατόσηµα (filigranes), προς µεγάλη χαρά των σηµερινών παλαιογράφων που χάρη σε αυτά µπορούν να προσδιορίζουν τον κατασκευαστή, το έτος παραγωγής, και να εικάζουν την προέλευση των κειµένων που µελετούν όταν δεν το αναφέρουν τα ίδια. Ακόµη οι δυτικοί χρησιµοποιούν οργανική κόλλα (ζελατίνα) για να «κολλάρουν» το χαρτί τους ώστε να µη ρουφά σαν στυπόχαρτο το µελάνι, επιτυγχάνοντας

Page 36: Η Ιστορία της Γραφής

καλύτερα αποτελέσµατα συγκριτικά µε το άµυλο που χρησιµοποιούσαν οι Άραβες. Πάντως το ανατολικό, βοµβύκιο, χαρτί παραµένει πιο καλοδουλεµένο, πιο λείο και στιλπνό από το δυτικό για πολλούς αιώνες. Κατά τον 14ο αιώνα η παραγωγή χαρτιού είχε επεκταθεί σε όλη τη Δυτική Ευρώπη. Το χαρτί αντικαθιστά σταδιακά την ακριβή περγαµηνή για τρέχουσες χρήσεις (αλληλογραφία, συµβόλαια, έγραφα, κτλ). Η ανάπτυξη της τυπογραφίας από το 1450 θα εκτοπίσει οριστικά την περγαµηνή ως υπόστρωµα γραφής και για τα βιβλία: την εποχή της εµφάνισης της τυπογραφίας η τιµή του χαρτιού για το φύλλο 50Χ30 cm ήταν ενάµισι δηνάριο, και της περγαµηνής περίπου τετραπλάσια. Πέρα όµως από τις διαφορές κόστους, η τυπογραφία δεν θα µπορούσε να αναπτυχθεί χωρίς το χαρτί διότι θα απαιτούνταν εκατόµβες ζώων για να εξοικονοµηθεί η αναγκαία περγαµηνή, αφού η παραγωγή βιβλίων είναι πλέον µαζική - για τα µέτρα της εποχής. Τριάντα-τριανταπέντε αντίτυπα της Βίβλου του Γουτεµβέργιου τυπώθηκαν σε περγαµηνή και χρησιµοποιήθηκαν 5.000 δέρµατα ζώων. Για τα υπόλοιπα 150 περίπου που τυπώθηκαν σε χαρτί, θα χρειάζονταν άλλες 25.000 δέρµατα. Για το χαρτί όµως δεν απαιτούνται ζώα, η πρώτη ύλη είναι σχετικά εύκολο να βρεθεί. Ως τα µέσα του 19ου αιώνα το χαρτί παρασκευάζεται σύµφωνα µε την παραδοσιακή κινεζική τεχνική, δηλαδή αποκλειστικά σχεδόν από ράκη -κουρέλια χρησιµοποιηµένων υφασµάτων, διχτύων, σχοινιών που συγκεντρώνονται, υποβάλλονται σε ζύµωση, αποχρωµατίζονται, διαλύονται σε νερό και δηµιουργούν τελικώς λευκό παχύρρευστο πολτό. Μέσα στον πολτό εισάγεται τελάρο µε πλέγµα, «σίτα», τεντωµένη πάνω του και µετά ανασύρεται. Οι Κινέζοι χρησιµοποιούσαν µπαµπού για να φτιάξουν το πλέγµα, οι Άραβες της Ισπανίας το αντικατέστησαν µε ορειχάλκινα σύρµατα. Το νερό φεύγει, ο πολτός στραγγίζει, σχηµατίζεται λεπτό στρώµα που όταν στεγνώσει «κολλάρεται» και δίνει µια «κόλλα χαρτί». Οι συνεχώς αυξανόµενες ανάγκες των Δυτικών κοινωνιών για χαρτί θα οδηγήσουν προς τα τέλη του 19ου αιώνα στη χρήση ξυλείας δέντρων για την παρασκευή του και οι περιβαλλοντικές ανησυχίες τους στα τέλη του 20ου στην ανακύκλωση µεγάλων ποσοτήτων µεταχειρισµένου χάρτου. Βεβαίως, όλη η διαδικασία από τις αρχές του 19ου αιώνα άρχισε να εκµηχανίζεται µε τη χρήση ατµού ως κινητήριας δύναµης, όπως συνέβη και µε τόσες άλλες παραγωγικές διαδικασίες που ως τότε χρησιµοποιούσαν κατά κανόνα την υδραυλική ενέργεια του νερού που έπεφτε από ψηλά σε φτερωτές και κινούσε διάφορους τροχούς. Τελειώνοντας, αξίζει να αναφέρουµε πως σχεδόν όλες αυτές τις προβιοµηχανικές χιλιετίες οι άνθρωποι γράφουν στο πόδι, καθισµένοι οκλαδόν µε τον πάπυρο ή την περγαµηνή ξετυλιγµένη πάνω στο γόνατο, συνήθως χωρίς κανένα άλλο υποστήριγµα. Κάποια στιγµή στο µεσαίωνα οι επαγγελµατίες αντιγραφείς αποκτούν, φαίνεται έδρανο, αλλά πρόκειται για προνόµιο που η χρήση του γενικεύθηκε στην Ευρώπη µετά την Αναγέννηση.

Γραφή και ανάγνωση κατά το µεσαίωνα.

Στο Βυζάντιο.

Οι ρωµαϊκές παραδόσεις συνεχίζονται στο Βυζάντιο για πολλούς αιώνες. Βεβαίως, τα βιβλία που κυκλοφορούν έχουν όλο και συχνότερα τη µορφή του κώδικα και όλο και περισσότερο είναι χριστιανικά - που διακοσµούνται πλούσια και γράφονται σε πορφυρές περγαµηνές µε µελάνια χρυσά και ασηµένια και έξοχες µινιατούρες, γεγονός που καταδικάζουν διάφοροι φονταµενταλιστές όπως ο Ιωάννης ο Χρυσόστοµος διότι αποσπούν την προσοχή από το βασικό, το Θείο Λόγο. Κατά την υπερχιλιετή ζωή της η Βυζαντινή αυτοκρατορία διαθέτει δηµόσιο πανεπιστήµιο όπου διδάσκονται οι επιστήµες τα γράµµατα και οι τέχνες αλλά όχι και η θεολογία, της οποίας τη διδασκαλία έχει αναλάβει το πατριαρχείο στη δική του Σχολή. Οι εθνικές σχολές θα κλείνουν η µία µετά την άλλη και για να σωθεί η ζωή των νεοπλατωνικών της Αθήνας έπρεπε να παρέµβει ο βασιλέας των Περσών Χοσρόης. Ο θρησκευτικός ή πολιτικός φανατισµός των αυτοκρατόρων θα οδηγήσει σε βαρβαρότητες πολλές φορές: το Πανδιδακτήριο, Διδασκαλείον Οικουµενικόν, που είχε ιδρυθεί επί Ηρακλείου, το έκαψε όλο (κτήριο, βιβλιοθήκες, καθηγητές και φοιτητές µαζί) ο Λέων ο Ίσαυρος -έτσι ισχυρίζονται οι εχθροί του εικονολάτρες. Σε κανονικές συνθήκες, οι βιβλιοθήκες, εκκλησιαστικές ή κοσµικές, φροντίζουν για την αναπαραγωγή των χειρογράφων τους µε τη χρησιµοποίηση αντιγραφέων που δεν είναι µόνο καλόγεροι, όπως συµβαίνει στη µεσαιωνική δύση, που οι ιδιώτες αντιγραφείς θα εµφανιστούν µετά την ίδρυση των πανεπιστηµίων τουλάχιστον. Άλλοι αντιγράφουν για να ενισχύσουν το εισόδηµά τους κι άλλοι για την προσωπική τους ικανοποίηση, όπως ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ ή ο καθηγητής στο πανεπιστήµιο της Κωνσταντινούπολης και Αρχιεπίσκοπος Αρέθας. Και άλλοι για να παρηγορηθούν, όπως ο αυτοκράτορας

Page 37: Η Ιστορία της Γραφής

Ιωάννης Καντακουζηνός όταν έχασε το θρόνο του και κατέφυγε στο αθωνικό Βατοπέδι. Χάρις στους κοσµικούς βυζαντινούς αντιγραφείς διασώθηκαν τα αρχαία κείµενα την εποχή που η Δύση, µετά την πτώση της Ρώµης, τα είχε εντελώς λησµονήσει. Οι κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου επιβάλλουν στους µοναχούς να διαβάζουν, να αντιγράφουν και να εκπαιδεύουν τους νεώτερους - τα σχολεία τους όµως προορίζονται αποκλειστικά για µοναχούς. Από τους αρχαίους χρειάζονται µόνο γραµµατική και ρητορική, όλα τα υπόλοιπα βιβλία είναι θρησκευτικά. Τα βιβλία, που όσο προχωρούν τα χρόνια όλο και σπανιότερα είναι παπύρινοι κύλινδροι κι όλο συχνότερα κώδικες από περγαµηνή ώσπου τον 11ο αιώνα να εµφανιστεί και το αραβικό χαρτί, είναι είτε πολυτελείς ογκώδεις εκδόσεις για επίσηµες τελετές ή για επίδειξη σε αντίζηλους βιβλιόφιλους, είτε µικρά «τσέπης» για χρήση καθηγητών και φοιτητών, για το γραφείο ή για το ταξίδι - πάντα όµως µε την εικόνα του συγγραφέα µπροστά-µπροστά, ακόµη και στα ευαγγέλια των Ευαγγελιστών, σύµφωνα φαίνεται µε αρχαία συνήθεια. Η γλώσσα που γράφουν οι βυζαντινοί είναι η κοινή, η ελληνική γλώσσα όπως διαµορφώθηκε κατά τους ελληνιστικούς και ρωµαϊκούς χρόνους -αλλά δεν είναι αυτή η γλώσσα που µιλιέται, η οποία έχει δεχθεί πλήθος προσµείξεων και έχει υποστεί πλήθος αλλαγών από τους ανελλήνιστους που τη χρησιµοποιούσαν και από την επίδραση άλλων γλωσσών στους ελληνισµένους. Ενώ στη δύση ο εκφυλισµός της λατινικής γλώσσας οδήγησε στη δηµιουργία των λατινογενών γλωσσών και στις εθνικές γλώσσες και λογοτεχνίες, η βυζαντινή λογοτεχνία επί 1.000 χρόνια θα εκφράζεται σε παγωµένο αρχαίο ιδίωµα (όπως της επίσηµης λατινικής, που χρησιµοποιούν οι επιστήµονες και η καθολική εκκλησία) και η ζωντανή λαλιά δεν θα έχει δικαίωµα γραπτής αναφοράς: τον 12ο αιώνα ο πατριάρχης Νικόλαος Μουζαλός διέταξε να ριχτεί στην πυρά Βίος Αγίου που είχε γραφεί στην καθοµιλουµένη. Η λαϊκή οµιλία θα χρησιµοποιηθεί στο γραπτό λόγο µόνο µετά το 1204 σε έργα όπως Το Χρονικόν του Μορέως, αλλά η «βυζαντινή αναγέννηση» του 15ου αιώνα, θα οδηγήσει ξανά στην επικράτηση της αυστηρής κοινής.

Στη ∆υτική Ευρώπη.

Η κατάλυση της Δυτικής Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας από τους βαρβάρους τον 5ο µ.Χ. αιώνα άλλαξε ριζικά την κατάσταση που επικρατούσε εκεί ως τότε. Οι Γερµανοί που έχουν καταλύσει την αυτοκρατορία έχουν το εθιµικό δίκαιο τους που µεταδίδεται προφορικά, η νοµική πολυπλοκότητα της ρωµαϊκής αυτοκρατορίας, που τροφοδοτούσε συνεχώς τους γραφείς µε κείµενα προς αντιγραφή και διάδοση, δεν τους χρειάζεται. Βεβαίως είναι χριστιανοί και διαθέτουν γραφή αλλά δεν τους είναι αναγκαία όσο στο ρωµαϊκό τρόπο ζωής. Ο Άγιος Βενέδικτος, ο θεµελιωτής του µοναχικού βίου στη Δύση, µιµούµενος τα ήθη της ανατολικής εκκλησίας και τα όσα ο Μέγας Βασίλειος είχε εκεί καθιερώσει 150 χρόνια νωρίτερα, εισήγαγε στη µοναστική ζωή την αντιγραφή εκκλησιαστικών κειµένων σαν ένα από τα καθήκοντα των µοναχών στο µοναστήρι που ο ίδιος ίδρυσε το 529 και µετά την επιβολή από τον Καρλοµάγνο (τέλη του 8ου αιώνα) του βενεδικτικού κανόνα στα µοναστήρια της αυτοκρατορίας του, πολλαπλασιάστηκαν τα scriptoria της Ευρώπης· τα οποία αντέγραφαν πρωτίστως βέβαια τα θρησκευτικά βιβλία αλλά δεν παραµελούσαν και τα έργα των Λατίνων κλασικών. Όχι επειδή είχαν καθαυτή αξία, διευκρίνιζαν οι άγιοι Πατέρες της εποχής, αλλά επειδή βοηθούσαν στη κατανόηση των αγίων κειµένων και στην εκµάθηση της λατινικής που παραµένει η επίσηµη γλώσσα της εκκλησίας. Ο ίδιος ο Άγιος Βενέδικτος επέβαλε και την κατ’ ιδίαν ανάγνωση ιερών κειµένων, επί τρεις ώρες το χειµώνα και δύο το καλοκαίρι, γεγονός που θεωρείται ότι συνέβαλε στην εξάπλωση της συνήθειας της σιωπηλής ανάγνωσης, σε αντίθεση µε τη µεγαλόφωνη ή ψιθυριστή ανάγνωση των Ελλήνων και των Ρωµαίων. Οι εκκλησιαστικές ψαλµωδίες, αντίθετα, αποτελούν υψηλόφωνη ανάγνωση, ρυθµική και µελωδική, που καθιστούν το κείµενο κτήµα όλου του σώµατος. Επειδή οι Κέλτες διατήρησαν το ρωµαϊκό ήθος απέναντι στους κατακτητές Αγγλοσάξωνες, η Ιρλανδία ήταν η χώρα όπου διατηρήθηκε η λατινική παράδοση και γλώσσα, µε καταπληκτικά αντιγραφικά επιτεύγµατα. Οι µικρές «αναγεννήσεις» που επιτυγχάνουν οι αυτοκράτορες Καρλοµάγνος (~800) και Όθωνας (~1000), βοηθούν κι αυτές να τονώσουν το ενδιαφέρον για το ρωµαϊκό παρελθόν µεγαλείο και το βυζαντινό παρόν και εποµένως για τη λατινική κοσµική παράδοση. Η ανάπτυξη των εµπορικών σχέσεων κατά τον ύστερο µεσαίωνα έχει ως συνέπεια την ανάπτυξη της γραφής για την εξυπηρέτηση των συναλλαγών: συµφωνητικά, συµβολαιογραφικά έγγραφα, συναλλαγµατικές, λογιστικά βιβλία, αποφάσεις δικαστηρίων ολοένα και περισσότερο περνούν στο χώρο του γραπτού. Η ανάπτυξη της κεντρικής εξουσίας,

Page 38: Η Ιστορία της Γραφής

στη Γαλλία µε τους Καπετίδες και στην Αγγλία µε το Γουλιέλµο τον κατακτητή και τους Νορµανδούς (Domesday Book) και της συνακόλουθης γραφειοκρατίας έχει αντίστοιχα αποτελέσµατα. Στην Ιταλία, η στροφή προς την αρχαιότητα µαρτυράται από την ίδρυση του πανεπιστηµίου της Μπολόνιας, του πρώτου πανεπιστηµίου της Ευρώπης, στα τέλη του 11ου αιώνα, που η νοµική του σχολή ξαναφέρνει στη δύση το ρωµαϊκό δίκαιο µέσω των ιουστινιάνειων κωδίκων που για 500 περίπου χρόνια είχαν ξεχαστεί. Θα αναζητηθούν στην Ανατολή χειρόγραφα φιλοσοφικά, επιστηµονικά, φιλολογικά ελληνικά και αραβικά. Τα έργα του Αριστοτέλη, του Ευκλείδη, του Γαληνού, του Ιπποκράτη, του Πτολεµαίου γίνονται πάλι κτήµα των διανοουµένων στις βόρειες παραλίες της Μεσογείου -ιταλικές και ισπανικές. Θα εισαχθούν οι αραβικοί αριθµοί, ο αστρολάβος, θα µεταφραστεί το Κοράνι. Μετά την Μπολόνια, πανεπιστήµια αρχίζουν να ιδρύονται από τον 12ο αιώνα στο Παρίσι, στην Οξφόρδη, το Κέιµπριτζ, στη Νεάπολη, τη Σαλαµάνκα της Ισπανίας, στην Πράγα. Φοιτητές και καθηγητές αυτοοργανώνονται σε συντεχνίες και αποσπούν προνόµια από τον Πάπα και τους βασιλείς ή αυτοκράτορες. Οι σπουδές στις επτά µεσαιωνικές ελεύθερες τέχνες του trivium (γραµµατική, ρητορική, λογική) και του quadrivium (αριθµητική, µουσική, γεωµετρία, αστρονοµία) άνοιγαν το δρόµο για τη θεολογία, τα νοµικά, την ιατρική. Το πανεπιστήµιο είναι συζητητικό κυρίως, η διδασκαλία παίρνει συχνά τη µορφή αντιπαράθεσης επιχειρηµάτων και η ρητορική δεινότητα είναι απαραίτητη για λαµπρή θητεία στην εκκλησία (όπου το κήρυγµα είναι ζωτικής σηµασίας πρακτική) ή και στην αυλή. Το 1200, η γραφή επιστρέφει λοιπόν· διότι µετά την εµφάνιση των πανεπιστηµίων στα τέλη του 12ου αιώνα, άρχισαν να δηµιουργούνται και στις πόλεις εργαστήρια που αντέγραφαν κείµενα προς χρήση καθηγητών και φοιτητών ή έγραφαν κείµενα για τις τρέχουσες (νοµικές ή επιστολογραφικές) ανάγκες των πολιτών. Τα πρώτα από τα εργαστήρια αυτά ήσαν ενσωµατωµένα στην πανεπιστηµιακή δοµή ενώ τα άλλα, που εµφανίστηκαν και αργότερα, ήσαν ελεύθερες «επιχειρήσεις». Στα πανεπιστήµια υπήρχαν και «παλαιοπώλες» που διακινούσαν µεταξύ αγοραστών- πωλητών υπάρχοντα βιβλία παίρνοντας οι ίδιοι κάποια προµήθεια αλλά και «βιβλιοχαρτοπώλες» οι οποίοι δάνειζαν εγκεκριµένα και ελεγµένα αντίτυπα (ώστε να µην έχουν λάθη) για να τα αντιγράψουν οι ίδιοι ενδιαφερόµενοι φοιτητές/καθηγητές ή για να τα δώσουν σε επαγγελµατίες γραφείς να τα αντιγράψουν. Η διαδικασία παραγωγής βιβλίων κατά το µεσαίωνα έχει αρκετά κοινά µε τη σηµερινή - µε την έννοια ότι υπάρχει σαφής διαχωρισµός µεταξύ συγγραφέα (auctor) και γραφέα (scribe). Επιτελούν δύο εντελώς διαφορετικές λειτουργίες που ονοµάζονται dictare και scribere. Ο συγγραφέας κατά κανόνα θα δηµιουργήσει το dictamen, το προς «υπαγόρευσιν» κείµενο γράφοντας πάνω σε κερωµένους άβακες (µια που η περγαµηνή είναι ακριβό υλικό), ενίοτε σε «στενογραφική» µορφή, µε συντοµογραφίες και σύµβολα που είναι κατανοητά µόνο από τον ίδιο (littera inintelligibilis). Ανάλογα µε τη µορφή, ο συγγραφέας είτε πράγµατι θα υπαγορεύσει το κείµενο από το dictamen σε επαγγελµατία γραφέα, είτε θα του το παραδώσει για να το καταστήσει liber scriptus. Εν συνεχεία το κείµενο που δηµιούργησε ο γραφέας θα το αναλάβει πάλι ο συγγραφέας για τις διορθώσεις (emendare) ώστε να καταστεί exemplar, το πρότυπο από το οποίο θα προκύψουν τα αντίγραφα του βιβλίου. Φυσικά, υπάρχουν auctores που κατασκευάζουν οι ίδιοι το exemplar, όπως υπάρχουν και λόγιοι που αντιγράφουν οι ίδιοι βιβλία που τους ενδιαφέρουν· υπάρχουν ακόµη σπάνιας ικανότητας άτοµα που υπαγορεύουν κατ’ ευθείαν το κείµενο, χωρίς να δηµιουργήσουν dictamen· όπως υπάρχουν και πλούσιοι συγγραφείς που συνθέτουν το dictamen στην ακριβή περγαµηνή και όχι σε κερωµένες πλάκες. Όµως αυτές οι εξαιρέσεις δεν αναιρούν τους κανόνες που αναφέραµε παραπάνω. Η αποµνηµόνευση είναι κεφαλαιώδους σηµασίας γι’ αυτήν την εποχή που τα βιβλία είναι σπάνια και ακριβά. Όλοι οι λόγιοι από τα µαθητικά τους χρόνια θα εξασκηθούν στην αποµνηµόνευση. Δεν είναι ίσως υπερβολή να πούµε ότι ο Μεσαίωνας είναι η εποχή της Μνήµης, σε σύγκριση µε τη δική µας που είναι η εποχή των Τεκµηρίων. Δεν πρόκειται όµως για παθητική αποµνηµόνευση - ή µάλλον η αποµνηµόνευση είναι το πρώτο στάδιο της συνολικής διαδικασίας απόκτησης γνώσεων που σε πολλά κείµενα της εποχής παροµοιάζεται µε χώνευση και κυρίως µε µηρυκασµό: τα κείµενα έρχονται και ξανάρχονται από το «στοµάχι» της µνήµης, όπου έχουν αποθηκευθεί, στο στόµα για να τα απολαύσει ξανά ο «ουρανίσκος» της ενθύµησης και µέσω της νέας µάσησης να χωνευθούν και να αφοµοιωθούν, να µεταβολιστούν, να γίνουν ένα µε τον αναγνώστη. Η περιγραφή δεν είναι απλή µεταφορά διότι το µουρµούρισµα του κειµένου συνοδεύει σχεδόν πάντα την ανάγνωση ή τη νοητή επανάληψη του κειµένου: η σιωπηλή ανάγνωση εξακολουθεί να αποτελεί εξαίρεση. Οι voces paginarum, οι φωνές των σελίδων, γίνονται και φωνή των αναγνωστών.

Page 39: Η Ιστορία της Γραφής

Άλλωστε και στα µοναστήρια τα γεύµατα συνοδεύονται από ανάγνωση ιερών κειµένων ώστε να τρέφονται ταυτόχρονα ο νους και το σώµα. Προφανώς, λοιπόν, δεν πρόκειται για παθητική διαδικασία αποστήθισης αλλά για διαδικασία ερµηνευτικής ανάγνωσης· κατά τον πάπα Γρηγόριο το Μέγα «ό,τι διαβάζουµε µετασχηµατίζεται µέσα µας, γίνεται καθρέφτης της ωραιότητάς µας ή της ασχήµιας µας· διότι, όπως ο Ιεζεκιήλ, έχουµε φάει το βιβλίο» -παραπέµποντας στο χωρίο όπου ο προφήτης του Ισραήλ (3:3) τρώει το βιβλίο που του παραδίδει ο Θεός του. Αντίστοιχη αναφορά έχουµε και στην Αποκάλυψη (10: 9-11). Βέβαια η αρχική ανάγνωση (lectio) είναι λίγο ως πολύ µηχανική, αφού πρέπει να εφαρµοστούν οι τεχνικές της αποµνηµόνευσης· αλλά η ανάγνωση ολοκληρώνεται µόνο µε το µηρυκασµό και τη χώνευση που εξυπηρετεί τη meditatio, το διαλογισµό επί του κειµένου. Η ανάγνωση είναι ερµηνευτική διότι δεν παραµένει στο κείµενο: ο αναγνώστης όχι µόνο δικαιούται αλλά υποχρεούται να κατανοήσει την intentio auctoris, την πρόθεση του συγγραφέα, το τι «ήθελε να πει» γράφοντας το κείµενο - κειµενική προσέγγιση που θα έκανε να φρίξουν πολλοί σηµερινοί κριτικοί της λογοτεχνίας και κυρίως οι µαθητές του Ρόλαν Μπαρτ. Αυτή η διαδικασία ανάγνωσης κυριολεκτικά αίρει την αντίρρηση του Άµµωνα απέναντι στην εφεύρεση του Θωθ που µας περιγράφει ο Πλάτων στο Φαίδρο: ο µεσαιωνικός αναγνώστης δεν έχει µπροστά του νεκρά, χωρίς ψυχή γράµµατα, συνοµιλεί µε το χειρόγραφο. Υπάρχουν ειδικά εγχειρίδια, στηριγµένα στην κληρονοµιά της ρωµαϊκής ρητορικής, που διδάσκουν τις τεχνικές της αποµνηµόνευσης. Δεν θα σταθούµε σε αυτά αλλά θα επισηµάνουµε ότι και τα ίδια τα µεσαιωνικά βιβλία εξυπηρετούν την αποµνηµόνευση - κατά τον ίδιο τρόπο που τα σηµερινά βιβλία, µε τα ευρετήρια και τις βιβλιογραφίες (ή και τους ηλεκτρονικούς δεσµούς στα υπερκείµενα), εξυπηρετούν την τεκµηρίωση. Η εικονογράφηση, τα αρχιγράµµατα, οι ρουµπρίκες, η διαµόρφωση της σελίδας δεν υπηρετούν µόνο την αισθητική: παρέχουν στηρίγµατα, οπτικά σηµεία αναφοράς, στα οποία µπορεί να καταφεύγει ο αναγνώστης για να αποτυπώνει στο µυαλό του το κείµενο, κατά τρόπο ανάλογο µε την αποµνηµόνευση που επιτυγχάνουν οι ρήτορες «εναποθέτοντας» στοιχεία της οµιλίας τους σε σηµεία του χώρου. Υπάρχουν χειρόγραφα που παραθέτουν το λατινικό αλλά και άλλα αλφάβητα που δεν φαίνεται να έχουν κάποια χρηστική σχέση µε το κείµενο - το ελληνικό, το εβραϊκό, το ρουνικό, το κοπτικό, ακόµα και φανταστικά αλφάβητα· θεωρείται ότι χρησιµεύουν για να βοηθούν τον αναγνώστη να συνδέει τµήµατα του κειµένου µε τα αλφαβητικά σύµβολα και να τα επαναφέρει στη µνήµη του. Υπάρχουν και βιβλία πιστά αντίγραφα, θα λέγαµε, της µνήµης: οι ανθολογίες, τα florilegia, που περιέχουν αποσπάσµατα από έργα µεγάλων συγγραφέων. Ο δηµιουργός τους κατά κάποιο τρόπο εκθέτει το περιεχόµενο της µνήµης του, αυτά που ο ίδιος αποθησαύρισε, και τα προτείνει και στους άλλους· βεβαίως, η δεοντολογία επιβάλλει αυτά να χρησιµοποιούνται µόνο ως βοηθήµατα για όσους ήδη έχουν διαβάσει τα έργα και δεν χρησιµοποιούν αυτούς τους communes loci, τους κοινούς τόπους για να εντυπωσιάσουν τους αδαείς. Μπορεί η αποστήθιση να είναι αναγκαίο στοιχείο της αποµνηµόνευσης αλλά η «παπαγαλία», η γραπτή ή προφορική εκφώνηση των κοινών τόπων ουδόλως εκτιµάται. Πολύ περισσότερο δεν εκτιµάται η παράθεση αποσπασµάτων, µε τη βοήθεια των ανθολογιών, από έργα που ο συγγραφέας δεν έχει διαβάσει. Αυτό όµως δεν σηµαίνει ότι αυτό δεν γίνεται - άλλωστε ως τις ηµέρες µας κυκλοφορούν ανθολογίες µε κοινούς τόπους µεγάλων ανδρών επί παντός θέµατος και υπάρχουν συγγραφείς που καταφεύγουν σε αυτούς για να εντυπωσιάσουν το κοινό τους. Βεβαίως, όπως και στην αναγέννηση, είναι υποχρέωση κάθε λόγιου να σχηµατίζει το δικό του τετράδιο κοινών τόπων. Φαίνεται ότι αυτή η παράδοση είναι πολύ παλιά, πως ο Πρωταγόρας πρώτος έφτιαξε τέτοια συλλογή κοινών τόπων, σύµφωνα µε όσα λέει ο Κικέρωνας που τα διάβασε κι αυτός στον Αριστοτέλη. Προς τα τέλη του 13ου αιώνα, εκατό χρόνια µετά την εµφάνιση των πανεπιστηµίων δηλαδή, αρχίζει να εµφανίζεται καινούργιο βιβλιόφιλο αναγνωστικό κοινό που τα ενδιαφέροντά του δεν είναι αποκλειστικά ακαδηµαϊκά. Πρόκειται για νοµικούς, για γιατρούς, για βασιλικούς συµβούλους, για πλούσιους εµπόρους και ανώτατους υπαλλήλους που θέλουν να προµηθευτούν βιβλία όχι µόνο επαγγελµατικά ή θρησκευτικά αλλά και ψυχωφελή αναγνώσµατα, ποιήµατα, µυθιστορήµατα, µεταφράσεις στην κοινή γλώσσα από τα λατινικά ή τα ελληνικά. Εµφανίζονται τότε οι πρώτοι συγγραφείς, όπως ο Βοκκάκιος, που προσπαθούν να κερδίσουν χρήµατα όχι µόνο από τους µαικήνες στους οποίους τα αφιερώνουν και προσφέρουν το «πρώτο αντίτυπο» αλλά και από τα αντίγραφα των βιβλίων τους - αφού κρατούν οι ίδιοι το πρωτότυπο που το δίνουν για αντιγραφή µετά από παραγγελία όποιου ενδιαφέρεται να το αποκτήσει. Χάριν του κοινού αυτού

Page 40: Η Ιστορία της Γραφής

δηµιουργούνται οι «ελεύθερες», εκτός πανεπιστηµίου, εκδοτικές επιχειρήσεις που διακινδυνεύουν κιόλας την αντιγραφή βιβλίων χωρίς να τους έχουν παραγγελθεί, ελπίζοντας ότι θα βρουν αγοραστή. Από αυτές τις ιδιωτικές επιχειρήσεις µερικές, όπως του Φλωρεντινού Βεσπασιανού ντα Μπίστιτσι που προς το τέλος του 15ου αιώνα απασχολούσε 200 υπαλλήλους, ήσαν πραγµατικές βιοµηχανίες όπου υπήρχε σαφής καταµερισµός εργασίας ανάµεσα σε αυτούς που έγραφαν το κυρίως κείµενο, αυτούς που έφτιαχναν τα αρχιγράµµατα και τα στολίδια, αυτούς που κοσµούσαν τα βιβλία µε µινιατούρες. Ενίοτε υπάρχουν και χωριστά εργαστήρια αντιγραφής, αρχιγραµµάτων και εικονογράφησης στα οποία θα στείλει διαδοχικά ο βιβλιοπώλης το πρωτότυπο χειρόγραφο για να αντιγραφεί. Ιδιαίτερα οι εικονογράφοι χρησιµοποιούν κι αυτοί διαδικασίες «µαζικής παραγωγής» ετοιµάζοντας πρότυπα που τους βοηθούν να επαναλάβουν την ίδια εικόνα σε πολλά βιβλία. Τα «γραφεία αντιγραφέων» πάλι χωρίζουν το βιβλίο σε τµήµατα (pecia) και δίνουν κάθε τµήµα σε διαφορετικό γραφέα, έτσι ώστε να τελειώνει η εργασία γρηγορότερα. Το εµπόριο των βιβλίων ήταν διεθνές, οι βασιλιάδες και οι πρίγκιπες µπορούσαν να παραγγέλνουν από την άλλη άκρη της Ευρώπης τα βιβλία που τους ενδιέφεραν, µε κριτήριο την ποιότητα της δουλειάς των διαφόρων σκριτορίων. Πάντως τα βιβλία παραµένουν σπάνια: στα µέσα του 14ου αιώνα η βιβλιοθήκη της Σορβόννης περιλαµβάνει 338 εγχειρίδια αλυσοδεµένα στα αναγνωστήρια για τους φοιτητές για να µην κλαπούν και άλλα 1.800 στα ράφια της -από τα οποία έχουν εξαφανιστεί, σηµείωνε ο απογραφέας, τα 300. Και πρόκειται για την πλουσιότερη βιβλιοθήκη της δυτικής Ευρώπης, καµιά από τις υπόλοιπες δεν έχει περισσότερες από µερικές εκατοντάδες βιβλία. Η αυξηµένη ζήτηση για βιβλία και διαφόρων τύπων έγγραφα δηµιούργησε και αυξηµένη ζήτηση «υλικού» µε αποτέλεσµα να αυξηθεί η ζήτηση χαρτιού έναντι της ακριβότερης περγαµηνής και να αρχίσουν να δηµιουργούνται «χαρτόµυλοι» και στη κεντρική Ευρώπη, από τις αρχές του 15ου αιώνα, ενώ ως τότε γίνονταν εισαγωγές από την Ιταλία και την Ισπανία. Από τους Άραβες έγινε γνωστή και διαδόθηκε στην Ευρώπη και η τεχνική της «ξυλοτυπίας», της εγχάραξης δηλαδή κειµένων σε ξύλο και της δηµιουργίας πολλαπλών αντιτύπων µε εκτύπωση. Τροποποιήθηκε όµως και το «λογισµικό» της γραφής: παράλληλα προς το βαρύ γοτθικό στυλ γραφής που χρησιµοποιόταν για τα θρησκευτικά κείµενα, άρχισαν να εµφανίζονται τα λεπτότερα και πιο «αεράτα» ροµανικά γράµµατα που χρησιµοποιούνται για τα εγκόσµια κείµενα, αρχαία ή της εποχής. Εκεί στον ύστερο µεσαίωνα αρχίζουν να εµφανίζονται και οι εθνικές λογοτεχνίες µε την καταγραφή συνθέσεων, κυρίως των επικών ιπποτικών ποιηµάτων, που ως τότε ήσαν προφορικές και εκτελούνταν από τους τροβαδούρους και τους ζογκλέρ στις γιορτές και στους πύργους. Το cursus publicus, το δηµόσιο ταχυδροµείο, είχε κι αυτό την τύχη και των υπόλοιπων ρωµαϊκών θεσµών κατά τη διάρκεια του µεσαίωνα, όπως και το περίφηµο οδικό σύστηµα της αυτοκρατορίας: κατέρρευσαν. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, τα πανεπιστήµια απέκτησαν µόνιµους ταχυδρόµους πριν από τους βασιλείς και τους πάπες. Συγκεντρώνοντας σπουδαστές απ’ όλη την Ευρώπη που έπρεπε να συνοδεύονται για να πηγαινοέρχονται µε ασφάλεια αλλά και να επικοινωνούν τακτικά µε τις οικογένειές τους ή µε τους προστάτες τους που από τότε συνηθιζόταν να τους στέλνουν χρήµατα, χρήσιµα καλάθια µε τρόφιµα, ρούχα φρεσκοπλυµένα και αχρείαστες συµβουλές. Η εκκλησία ακολούθησε, όταν ο Πάπας εγκαταστάθηκε στην Αβινιόν κι έπρεπε να επικοινωνεί µε την Ιταλία. Το 1480 ιδρύθηκε το γαλλικό βασιλικό ταχυδροµείο, το 1516 ο αυτοκράτωρ Μαξιµιλιανός εµπιστευόταν στο Φραντς φον Τάξις την επικοινωνία της Βιέννης µε τις Βρυξέλλες, το Άµστερνταµ, το Μιλάνο. Η οικογένεια Thurn und Taxis, όπως ονοµάστηκαν όταν απέκτησαν τίτλο ευγένειας, επέκτεινε και σε άλλες χώρες το δίκτυό της και έγιναν στους επόµενους αιώνες οι διασηµότεροι ταχυδρόµοι και µεταφορείς της Ευρώπης, φθάνοντας να χρησιµοποιούν στο απόγειο της δόξας τους, 20. 000 ιππείς.

Η Γουτεµβέργεια επανάσταση.

Ο Johann Gensfleish, γεννήθηκε στη Μαγεντία (Mainz, Mayence -από τις σηµαντικότερες πόλεις της Ρηνανίας µαζί µε την Κολωνία και το Στρασβούργο) πιθανότατα το 1400. Επονοµάστηκε Gutenberg διότι η οικογένεια του κατείχε µέγαρο µε την επωνυµία Hof zum Gutenberg και οι πατρίκιοι της Μαγεντίας συνήθιζαν να παίρνουν ως επώνυµο το όνοµα του σπιτιού που κατοικούσαν ή του λειτουργήµατος που ασκούσαν. Υποστηρίζεται ότι σπούδασε στο Πανεπιστήµιο της Ερφούρτης, αν και δεν υπάρχουν επαρκή τεκµήρια. Το βέβαιο είναι ότι ο πατέρας του πεθαίνει το 1419 και ότι ο Γουτεµβέργιος υποχρεώνεται να εγκαταλείψει τη Μαγεντία το 1428, όταν οι συντεχνίες ξεσηκώνονται κατά της αριστοκρατίας της πόλης. Το 1434 είναι χρυσοχόος στο Στρασβούργο όπου κατασκευάζει συνεταιρικά

Page 41: Η Ιστορία της Γραφής

µαγικούς καθρέφτες: µικρούς κυρτούς καθρέφτες στερεωµένους σε ειδικά µεταλλικά πλαίσια που τους κρατάνε οι προσκυνητές στο Άαχεν για να αποτυπώσουν πάνω τους τις θαυµατουργές ιδιότητες των λειψάνων (φόρεµα της Παναγίας, σάβανο του Χριστού, εσώρουχο του Χριστού πάνω στο σταυρό) που επιδεικνύονταν κάθε εφτά χρόνια σε δεκάδες χιλιάδες πιστούς που συνέρεαν στην πόλη από όλη την Ευρώπη. Με τους ίδιους συνεταίρους ο Γουτεµβέργιος ετοίµαζε και κάποια άλλη µυστηριώδη επιχείρηση, για την οποία, όταν ο συνεταίρος πέθανε, ο Γουτεµβέργιος και οι κληρονόµοι του θανόντος βρέθηκαν στα δικαστήρια. Εκεί, απέφυγαν επιµελώς να διευκρινίσουν τι ακριβώς ήταν - επειδή όµως στις καταθέσεις των µαρτύρων γίνεται αναφορά σε κάποια «πρέσα», και σε «µήτρες», πολλοί εικάζουν ότι από τότε ο Γουτεµβέργιος είχε ξεκινήσει τις προσπάθειες του για την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ορισµένοι θεωρούν ότι πέτυχε κιόλας και ότι ο Γουτεµβέργιος τύπωσε στο Στρασβούργο µεταξύ 1440-1444 έναν Donatus [συνοπτική λατινική γραµµατική] και τις Sibyllenbuch [Προφητείες της Σίβυλλας], µυστικιστικό ποίηµα γραµµένο γύρω στο 1350 που αναφερόταν σε κάποιον βασιλιά Φρειδερίκο που θα έφερνε ειρήνη και ευτυχία - κι εκείνη την εποχή ο Αψβούργος Φρειδερίκος ΙΙΙ είχε εκλεγεί αυτοκράτωρ της Αγίας Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας. Την πράξη αυτή του Γουτεµβέργιου άλλοι τη χρησιµοποιούν για να υποστηρίξουν (σε συνδυασµό µε άλλα στοιχεία της ιστορίας του) ότι ήταν µέλος µυστικιστικής οργάνωσης, και άλλοι ότι ήταν πολύ καλός έµπορος, µε το να εκδώσει αφ’ ενός το πιο διαδεδοµένο «σχολικό βιβλίο» της εποχής [τον Donatus] αφ’ ετέρου το κατάλληλο δηµοφιλές βιβλίο [τις Sibyllenbuch] την κατάλληλη στιγµή. Το πρώτο τυπώθηκε σε ανθεκτική περγαµηνή, το δεύτερο σε φθηνό χαρτί. Πάντως στη Μαγεντία, όπου ο Γουτεµβέργιος επέστρεψε κάποια στιγµή µεταξύ 1444-1448, θα γίνει για πρώτη φορά επίσηµα γνωστή η εφεύρεσή του. Αρχικά ο Γουτεµβέργιος τύπωσε ξανά Donatuses και ηµερολόγια αλλά αποφάσισε να επεκταθεί στη εκτύπωση της Βίβλου για την οποία συνεργάστηκε µε τον έµπορο και χρυσοχόο Γιόχαν Φουστ, από τον οποίο έλαβε δάνειο 800 guildes το 1450 και έφτιαξε δεύτερο, νέο τυπογραφείο, µε τέσσερις τουλάχιστον πρέσες. Με πρότυπο υπάρχουσα χειρόγραφη Βίβλο, ο Γουτεµβέργιος και οι συνεργάτες του δηµιούργησαν τα αναγκαία 290 στοιχεία - 47 κεφαλαία γράµµατα και 243 µικρά, συµπλέγµατα γραµµάτων, συντοµογραφίες και σηµεία στίξης, για να τυπώσουν την περίφηµη «Βίβλο των 42 γραµµών», ή Β42, λόγω του αριθµού των γραµµών που είχε κάθε σελίδα (µε εξαίρεση τις εννιά πρώτες που έχουν 40 γραµµές), δίστηλη, διαστάσεων 42 επί 32 εκατοστά, όσο οι πολυτελείς παραγωγές σκριτορίων, σε δύο τόµους µε 1.282 σελίδες συνολικά. Φαίνεται ότι τυπώθηκαν κάπου 30 αντίτυπα σε περγαµηνή και 150 σε ιταλικό χαρτί, από τα οποία έχουν διασωθεί 12 και 37, αντιστοίχως. Η εκτύπωση της Βίβλου φαίνεται ότι τέλειωσε το 1454 και εν συνεχεία προστέθηκαν τα αρχιγράµµατα και στολίδια µε το χέρι. Φαίνεται ότι όλα τα αντίτυπα είχαν πουληθεί πριν ακόµη η εκτύπωση τελειώσει. Η συνεργασία µε το Φουστ τέλειωσε όταν ο δανειστής ζήτησε τα χρήµατά του πίσω και, επειδή ο Γουτεµβέργιος δεν είχε, κράτησε το τυπογραφείο για λογαριασµό του µε τη βοήθεια νεαρού απόφοιτου της Σορβόνης ονόµατι Σαίφερ, ενώ ο εφευρέτης περιορίστηκε στο πρώτο, µικρό δικό του. Αξίζει να αναφέρουµε πως εκτός από τη Βίβλο, η κοινοπραξία Γουτεµβέργιου-Φουστ τύπωσε και συγχωροχάρτια µε σκοπό την ενίσχυση της άµυνας της Κύπρου από τους Οθωµανούς - ίσως τα πρώτα έντυπα στην ιστορία της ανθρωπότητας που είχαν τυπωµένο το κείµενο της συγχώρεσης και είχε µείνει κενός ο χώρος να προστεθεί το όνοµα του πληρωτή. Βέβαια, αυτό συνηθιζόταν και στα αιγυπτιακά Βιβλία των Νεκρών, αλλά αυτά ήσαν χειρόγραφα. Υπολογίζεται ότι οι Βίβλοι από περγαµηνή πουλήθηκαν περίπου 50 gulden και οι χάρτινες 20, µε τη βιβλιοδεσία και την εικονογράφηση να κοστίζουν επιπλέον 6-12 gulden εκάστη, ήτοι 65-70 και 35-40 αντίστοιχα κόστος συνολικό κάθε Βίβλος για τον αγοραστή, ποσά που αντιστοιχούν κατ’ εκτίµηση σε 12-6 εκ. δρχ. Ο Σαίφερ, εξαίρετος καλλιγράφος, παντρεύτηκε την κόρη του Φουστ και η οικογενειακή πλέον επιχείρηση έκανε θαυµάσιες δουλειές, µε πρώτη το Psalterium Moguntinum, Ψαλτήριο της Μαγεντίας, που εµφανίστηκε το 1457 µε την ένδειξη στον Κολοφώνα του ότι τυπώθηκε από τους Φουστ-Σαίφερ. Τυπωµένο όλο σε περγαµηνή, µε έγχρωµα αρχιγράµµατα και στολίδια, τυπωµένα κι αυτά, και δύο διαφορετικές γραµµατοσειρές, 340 σελίδες. Το 1462 τύπωσαν τη νέα, ωραιότερη από τη Β42 βίβλο, τη Β48. Για το Γουτεµβέργιο εικάζεται ότι περιορίστηκε σε µικρότερες δουλειές: ηµερολόγια, προσευχές, παπικές εγκυκλίους και αστρονοµικές εφηµερίδες αλλά και ότι συνεργάστηκε µε άλλους τυπογράφους για να τυπώσουν το 1461 την εξαίρετη Βίβλο των 36 γραµµών της Βαµβέργης, τη επονοµαζόµενη Β36, µε 1768 σελίδες, και το Καθολικόν (Catholicon) -λατινικό λεξικό, γραµµατική και εγκυκλοπαίδεια ταυτοχρόνως. Το 1462 ο Αρχιεπίσκοπος Μαγεντίας συγκρούστηκε µε τον Πάπα, η πόλη πολιορκήθηκε, κυριεύθηκε και

Page 42: Η Ιστορία της Γραφής

λαφυραγωγήθηκε, πολλοί κάτοικοι εξορίστηκαν, πολλοί τυπογράφοι τεχνίτες έφυγαν, η τυπογραφία άρχισε να διαδίδεται. Το 1465 ο Γουτεµβέργιος τιµήθηκε µε σύνταξη µια στολή, 20 malter σταριού και 2 fuder κρασιού που τόσο του άρεσε το χρόνο από το νέο επίσκοπο και γύρισε στη Μαγεντία όπου πέθανε το 1468. Ως το 1500 υπήρχαν 300 τυπογραφεία σε 60 γερµανικές πόλεις. Στη Βενετία υπήρχαν 150 εκτυπωτικά καταστήµατα που είχαν εκδώσει περισσότερους από 4.500 τίτλους σε 200-500 αντίτυπα τον καθένα. Η Σορβόννη προσκάλεσε γερµανούς τυπογράφους και το Παρίσι έγινε πρωτοπόρα πόλη στην τυπογραφία µετά το1550· το ακολούθησε η Λυών που ειδικεύτηκε στην έκδοση κλεψίτυπων -οι τυπογράφοι της δηλαδή ξανατύπωναν βιβλία άλλων οίκων που είχαν αποτελέσει εκδοτική επιτυχία. Μισά από τα αρχέτυπα, (ή incunabula όπως ονοµάζονται τα βιβλία που τυπώθηκαν πριν το έτος 1500) ήσαν θεολογικά έργα· ακολουθούσαν οι έλληνες και Λατίνοι κλασικοί και ακολουθούσαν λαϊκά αναγνώσµατα, ηµερολόγια και συναφή. Συνολικά ως το 1500 σε 255 πόλεις της Ευρώπης είχαν τυπωθεί 25.000-30.000 τίτλοι σε 10.000.000-20.000.000 αντίτυπα για χρήση µερικών εκατοντάδων χιλιάδων αναγνωστών, όταν ο πληθυσµός της Ευρώπης την εποχή εκείνη δεν ξεπερνούσε τα 100.000.000. Από όλους αυτούς τους τίτλους µόνο 67 είναι ελληνικοί - πρόκειται για έργα της κλασικής γραµµατείας, βέβαια.

Η σηµασία της τυπογραφίας.

Για πολλές δεκαετίες µετά την εφεύρεση της τυπογραφίας το τυπωµένο βιβλίο παραµένει αιχµάλωτο του χειρόγραφου: µιµείται τη σελιδοποίηση τους, το είδος της γραφής που χρησιµοποιείται (τις γραµµατοσειρές, θα λέγαµε σήµερα) και η ολοκλήρωσή του εξαρτάται πάντα από το χέρι του enlumineur που θα προσθέσει χρωµατιστά αρχιγράµµατα, µινιατούρες, τίτλους και µεσότιτλους. Οι πρώτοι χαρακτήρες θα είναι γοτθικοί, που τους απεχθάνονται εδώ και χρόνια πολλά οι ουµανιστές λόγιοι που ετοιµάζουν στην Ιταλία την Αναγέννηση, και από τους οποίους θα δηµιουργηθεί η ρωµανική γραφή. Τα χειρόγραφα είχαν ξεφύγει ήδη πριν την εφεύρεση της τυπογραφίας από το σχολαστικό στυλ των φορτωµένων µε πυκνά κείµενα µεγαλόσχηµων συγγραµµάτων όπου κυριαρχούν τα σχόλια και οι γλώσσες πάνω στο πρωτότυπο, το στυλ δηλαδή που κατά παράδοσιν χρησιµοποιούσαν οι συντηρητικοί επαγγελµατίες γραφείς, αυτά τα «περιττώµατα του σύµπαντος» (faex mundi): τα ανταγωνίζονται µικρά χειρόγραφα βιβλία (in octavo), «τσέπης» θα λέγαµε, πυκνογραµµένα αλλά ευανάγνωστα, που διαβάζονται για την ευχαρίστηση της ανάγνωσης, αυτή είναι η µόδα στις αρχές του 15ου αιώνα - χωρίς να απουσιάζουν βέβαια και οι ογκώδεις (in folio) εκδόσεις συγγραµµάτων για «επαγγελµατική» θα λέγαµε χρήση. Τα τυπωµένα βιβλία δεν θα αργήσουν να ακολουθήσουν το αναγεννησιακό πνεύµα και ως προς το µικρό µέγεθος, κυρίως χάρη στην επιρροή που θα ασκήσουν οι Άλδοι της Βενετίας, µε τις «αλδίνες» τους, τις γραµµατοσειρές µε τα λεπτά ρωµανικά ή ιταλικά στοιχεία που µιµούνται την επισεσυρµένη (συνεχή) ουµανιστική γραφή αλλά που βρίθουν συντοµογραφιών. Όχι όλα όµως: η ανάµειξη των στυλ, οι ενλυµινυρ και οι αρχαίοι οι ντυµένοι µε τα σύγχρονα, της εποχής, ρούχα θα συνεχίσουν να εµφανίζονται - κυριαρχεί ο συγκρητισµός δηλαδή, η ανάµιξη των στυλ και των πολιτιστικών στοιχείων. Κατά τον Έρασµο, ο Άλδος µανούτιος ήταν ανώτερος του Πτολεµαίου Φιλάδελφου, που είχε ιδρύσει τη βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, διότι έχτιζε µε τις εκδόσεις του «βιβλιοθήκη χωρίς τοίχους» που ήταν διαθέσιµη για όλους και, κυρίως, δεν υπήρχε φόβος να καταστραφεί, όπως είχε συµβεί µε την αλεξανδρινή βιβλιοθήκη. Οι Ιταλοί εκδότες χειρογράφων του 15ου αιώνα (cartolai) είχαν ήδη καθιερώσει τη µαζική παραγωγή, προσλαµβάνοντας γραφείς και µινιατουρίστες, αγοράζοντας χαρτί και περγαµηνή χονδρικά, παρήγαγαν για όποιον ήθελε και όχι επί παραγγελία, αφήνοντας να προστεθούν την τελευταία στιγµή το όνοµα και το οικόσηµο του αγοραστή ως αξεσουάρ - αν δεν υπήρχε ήδη µαζική παραγωγή και ζήτηση κειµένων, ίσως η τυπογραφία να µην είχε εµφανιστεί τότε. Δεν έλειπαν και οι εκδόσεις πολυτελείας, διακοσµηµένες µε χάρτες (Γεωγραφία του Πτολεµαίου) -παράδειγµα που το ακολούθησαν και οι εκδότες τυπωµένων βιβλίων, τυπώνοντας ενίοτε σε περγαµηνή µερικά, τα ακριβότερα, αντίτυπα για εκλεκτούς πελάτες, όπως άλλωστε είχε κάνει και ο Γουτεµβέργιος. Τα µεγάλα πολυτελή βιβλία µε την πολύτιµη βιβλιοδεσία από ακριβά δέρµατα αποτελεί γενικότερο χαρακτηριστικό της Αναγέννησης. Η τυπογραφία δεν εκλαΐκευσε αυτόµατα την κατοχή βιβλίων: υπολογίζεται (από µελέτη των απογραφών περιουσιών) ότι στη Φλωρεντία κατείχαν βιβλία 3,3% του πληθυσµού κατά τις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα, λίγο πριν την εφεύρεσή της - ποσοστό που γίνεται 4,6% στα µέσα του 16ου αιώνα και 5,2% στα τέλη του. Η διεύρυνση είναι µικρή,

Page 43: Η Ιστορία της Γραφής

αν σκεφθεί κανείς τον όγκο των εκδόσεων, γεγονός που σηµαίνει ότι έχουν δηµιουργηθεί λίγες νέες βιβλιοθήκες: κυρίως διογκώνονται οι υπάρχουσες. Οι έρευνες σε διάφορες πόλεις έχουν δείξει πως οι ιερωµένοι, οι γιατροί, οι νοµικοί και οι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι είναι αυτοί που τα κατέχουν. Οι υπόλοιποι αρκούνται σε ελάχιστα θρησκευτικά βιβλία και στις φθηνές λαϊκές εκδόσεις ακόµη και κατά τον 17ο αιώνα, 200 χρόνια δηλαδή µετά τη γουτεµβέργεια επανάσταση. Ως τις αρχές του 17ου αιώνα κυριαρχούν οι λόγιες εκδόσεις στα λατινικά, που κυκλοφορούν σε όλη την Ευρώπη. Η έκθεση της Φρανκφούρτης αποτελεί το σηµείο αναφοράς και οι κατάλογοι της δίνουν εικόνα για τις εκδοτικές εργασίες όλης της Ευρώπης: 45.000 τίτλοι αναφέρονται σε αυτούς στις αρχές του 17ου αιώνα. Η µεταρρύθµιση απετέλεσε τον πρώτο πόλεµο όπου η προπαγάνδα µε αφίσες, γελοιογραφίες, φυλλάδια παίζει σηµαντικό ρόλο για να εµψυχώσει τους φίλους και να αποθαρρύνει τους εχθρούς. Η µεταφρασµένη στα γερµανικά Βίβλος του Λούθηρου θα γνωρίσει εκατοντάδες εκδόσεις. Από τότε, οι εκδόσεις είναι επιχείρηση µε ρίσκο: ένα στα δέκα βιβλία πετυχαίνει οικονοµικά και καλύπτει τις ζηµιές από τα εννιά. Οι τυπογράφοι βέβαια, κυρίως στην επαρχία, δεν περιµένουν να ζήσουν από τα βιβλία - εκτός κι αν πρόκειται για κλεψίτυπα, βιβλία δηλαδή άλλων εκδοτών που έχουν ήδη επιτύχει και εγγυώνται ότι θα πάνε καλά και οι νέες εκδόσεις τους, πολύ περισσότερο που ο συγγραφέας τους (ή ο µεταφραστής ή ο επιµελητής της έκδοσης) δεν θα πάρει µερίδιο από τις εισπράξεις. Φυλλάδια, ανακοινώσεις, διαφηµίσεις, διοικητικά έγγραφα, τετράδια, κατάστιχα προσφέρουν τη δυνατότητα κέρδους διότι έχουν µικρό κόστος εκτύπωσης και διακινούνται γρήγορα. Η γαλλική «Γαλάζια Βιβλιοθήκη» που ξεκινά στις αρχές του 17ου αιώνα και οφείλει το όνοµα της στο χοντροκοµµένο µπλε εξώφυλλο θα καθιερώσει τη λαϊκή, µαζική λογοτεχνία, τα βιβλία τσέπης της εποχής, που διακινούνται µέσω colporteurs (πλανόδιων πωλητών), ενώ ανθεί και η εκτύπωση αφισών, για στολίδι στα σπίτια των οικογενειών που δεν έχουν τα µέσα να αγοράσουν ζωγραφικούς πίνακες. Αντίστοιχα φαινόµενα έχουµε σε όλη την Ευρώπη: τα chapbooks στην Αγγλία, τα pliegos de cordel στην Ισπανία. Δεν πρόκειται, κατά κανόνα, για κείµενα που γράφτηκαν για λαϊκή χρήση αλλά για κείµενα που ήδη είχαν εκδοθεί «πολυτελώς» και γίνονται λαϊκά λόγω της τιµής τους, της µορφής µε την οποία εκδίδονται και του τρόπου διανοµής τους. Η λογοκρισία, ο έλεγχος αρχίζει νωρίς. από το 1479 στην Κολωνία οι εκκλησιαστικές αρχές ζητούν την παρέµβαση του πάπα, ο οποίος απαγορεύει την έκδοση βιβλίων θρησκευτικού περιεχοµένου που δεν έχουν εγκριθεί προηγουµένως από τις αρχές. Θα ακολουθήσουν παρόµοιες απαγορεύσεις στη Βενετία και σε άλλες πόλεις. Από το 1515 ο Πάπας θα καταστήσει την προηγούµενη έγκριση της εκκλησίας «οικουµενικό κανόνα» της χριστιανοσύνης και οι κυβερνήσεις θα αρχίσουν να συµµορφώνονται - κυρίως από τη µεταρρύθµιση και µετά. Τα πρώτα autodafe, δηλαδή καταστροφή δια της πυράς επικίνδυνων γα την πίστη βιβλίων, θα γίνουν στην Ισπανία το 1500, µε πρώτα θύµατα αραβικά και εβραϊκά βιβλία - χειρόγραφα ίσως. Βεβαίως, αυτονόητη προϋπόθεση για την ανάγνωση και την κατοχή βιβλίων αποτελεί η ικανότητα της ανάγνωσης - κάποιου προσώπου στο φιλικό ή συγγενικό περιβάλλον έστω, που θα µπορεί να διαβάζει και να ακούν και οι υπόλοιποι. Μπορεί στη Φλωρεντία το 1340 τα µισά παιδιά της πόλης να πήγαιναν σχολείο, αλλά αυτό αποτελούσε την εξαίρεση, ως τον 19ο αιώνα. Στη Βρετανία, το 1642, 60% των κατοίκων των πόλεων γνωρίζει να υπογράφει σε διακαιοπρακτικά έγγραφα που µελετήθηκαν και αυτό αποτελεί ένδειξη ότι µπορεί και να γνωρίζει να διαβάζει, αλλά το ποσοστό αυτό µειώνεται µόλις στο 20% στις αποµονωµένες αγροτικές περιοχές, µε ενδιάµεσες κλιµακώσεις. Στη Γαλλία οι αριθµοί είναι (άντρες-γυναίκες) 29%-14% το 1690, 47%-27% εκατό χρόνια αργότερα, 75%-61% κατά τη δεκαετία του 1870. Στην Αµερική, τα ποσοστά είναι της τάξεως του 80% κατά τη δεκαετία του 1790. Στην Αγγλία, Ουαλία, Ολλανδία τα ποσοστά είναι 60%-40% το 1790, 70%-40% για τη Βόρειο Γαλλία αλλά µόνο 27%-12% στη Νότιο Γαλλία. Το 1850 στη Σουηδία 90%, στην Πρωσσία και τη Δανία 80%, Αγγλία-Ουαλία 65%, Γαλλία 60%, Αυστροουγγαρία 55%. Αλλά οι Μεσογειακές χώρες υστερούν(Ισπανία 25%, Ιταλία 20%) και η Ρωσία µε 5%-10, ακόµη περισσότερο. Κατά τα µέσα του 18ου αιώνα παρατηρείται επανάσταση στην ανάγνωση: περνάµε από την εντατική στην εκστατική ανάγνωση. Ο εντατικός αναγνώστης έχει σχετικά λίγα κείµενα στη διάθεσή του που τα διαβάζει και τα ξαναδιαβάζει, τα αποστηθίζει. Πρόκειται για θρησκευτικά κείµενα κυρίως Ψαλτήρια, Βιβλία των Ωρών και πρωτίστως η Βίβλος. Ο εκστατικός αναγνώστης, ο σύγχρονος του Γκαίτε έχει καταληφθεί από lesewut, από τη λύσσα του διαβάσµατος και καταβροχθίζει πλήθος εντύπων: βιβλία, εφηµερίδες, φυλλάδια και πρωτίστως ποίηση και µυθιστορήµατα - τα οποία µπορεί να τον αιχµαλωτίζουν στον κόσµο τους όπως

Page 44: Η Ιστορία της Γραφής

παλιότερα τα θρησκευτικά κείµενα αλλά τον αποµακρύνουν από τις πολιτικές και θρησκευτικές αυθεντίες. Οι εφηµερίδες πολλαπλασιάζονται, οι τιµές µειώνονται, εµφανίζονται «αναγνωστικές λέσχες», και δανειστικές βιβλιοθήκες στη Δυτική Ευρώπη. Κατά το Χάµπερµας εµφανίζεται κατά τον 18ο αιώνα στη Γερµανία νέα «κοινή γνώµη», ανεξάρτητη από τις αυλές, η οποία ως «σφαίρα ιδιωτών που είχαν συγκροτηθεί σε κοινό» αµφισβητούσε το µονοπώλιο της πληροφόρησης και της ερµηνείας που ανήκε στις εκκλησιαστικές και κρατικές αρχές και εγκαθίδρυε νέες αντί-φεουδαλικές δοµές επικοινωνίας και ανταλλαγών πρώτα λογοτεχνικές και εν συνεχεία πολιτικές. Η ατοµική προσωπική ταυτότητα αντικαθιστούσε στο εξής το status που οφειλόταν στην καταγωγή και αποδιδόταν στον καθένα µε τη γέννηση του. Οι αστοί ανακάλυπταν την υποκειµενικότητα και ταυτόχρονα την ξεπερνούσαν µέσω διαρκούς επικοινωνίας που είχε για στόχο τη διεύρυνση των υποκειµενικών εµπειριών. Αυτή την επικοινωνιακή λειτουργία την ανέλαβαν τα έντυπα - ο αστός είχε και χρόνο για να διαβάσει και χρήµατα για να αγοράσει: το έντυπο έγινε ο φορέας της αστικής κουλτούρας.

Παραδοσιακές τυπογραφικές τεχνικές.

Προηγουµένως περιγράφηκε συνοπτικά η εξέλιξη των υλικών της γραφής από την εφεύρεσή της στη Σουµερία ως την εµφάνιση της τυπογραφίας. Υπήρξαν επίσης αναφορές σχετικές µε τη χρήση των βιβλίων στο Βυζάντιο και τη µεσαιωνική Δυτική Ευρώπη -και στις διαδικασίες «µαζικής» παραγωγής χειρογράφων στα µοναστήρια και στα πρώτα πανεπιστήµια προς χρήσιν των ιερέων κυρίως, των λογίων και των φοιτητών. Η γουτεµβέργια επανάσταση της τυπογραφίας θα αλλάξει ριζικά τις διαδικασίες αυτές. Οι Κινέζοι ήσαν οι πρώτοι που χρησιµοποίησαν την τεχνική παραγωγής πολλών αντιτύπων µε τη χρησιµοποίηση ξύλινων πλακών πάνω στις οποίες είχε χαραχθεί το κείµενο. Όπως είδαµε, οι ίδιοι είχαν εφεύρει και χρησιµοποιήσει το χαρτί από τον 2ο π.Χ. αιώνα ήδη, 1500 σχεδόν χρόνια πριν την εξάπλωσή του στη Δυτική Ευρώπη, αλλά και τους κινητούς χαρακτήρες, τα τυπογραφικά στοιχεία, από τον 11ο µ.Χ. αιώνα - 400 χρόνια πριν το Γουτεµβέργιο. Τα στοιχεία αυτά κατασκευάζονταν αρχικώς από πορσελάνη, αργότερα από ξύλο και ψευδάργυρο. Πλήρως µεταλλικά στοιχεία πριν το Γουτεµβέργιο είχαν χρησιµοποιήσει τόσο οι Κορεάτες όσο και οι Κινέζοι από τον ΙΔ΄ αιώνα. Οι Κινέζοι όµως προτιµούσαν να χρησιµοποιούν, αντί των κινητών στοιχείων, ξύλινες πλάκες πάνω στις οποίες σκαλιζόταν το προς αναπαραγωγή κείµενο. Εν συνεχεία, µε πινέλο, περνούσαν από πάνω µελάνι και εν συνεχεία τοποθετούσαν πάνω στη µελανωµένη επιφάνεια το χαρτί. Αρκούσε ένα ελαφρό πέρασµα µε άλλο πινέλο για να αποτυπωθούν οι σκαλισµένοι πάνω στο ξύλο χαρακτήρες. Η γενίκευση της χρήσης κινητών µεταλλικών στοιχείων φαίνεται λογική αν σκεφθούµε τον πολύ µεγάλο αριθµό χαρακτήρων του (µη αλφαβητικού) κινεζικού συστήµατος γραφής: µόνο για εκτυπώσεις πολλών έργων σε πολύ µεγάλο αριθµό αντιτύπων θα µπορούσε να είναι αποδοτική η χρήση τους, στο βαθµό που η χρήση πιεστηρίου είναι πιο αποδοτική από τη χρήση πινέλων για µελάνωµα-αποτύπωση. Άλλωστε και τα πρώτα έντυπα του Γουτεµβέργιου ήσαν τα «µαζικά έντυπα» της εποχής του: συγχωροχάρτια. Οι Κορεάτες επίσης έκαναν εκτεταµένη χρήση των κινητών στοιχείων και µάλιστα µεταλλικών στοιχείων σε όλο τον ΙΕ΄ αιώνα, πιθανότατα λόγω του ότι το δικό τους σύστηµα γραφής (εκείνης της εποχής) βασιζόταν µεν στο κινεζικό αλλά χρησιµοποιούσε µερικές εκατοντάδες χαρακτήρες αντί των χιλιάδων του κινεζικού. Υπάρχουν µάλιστα ορισµένοι που υποστηρίζουν ότι ο Γουτεµβέργιος πιθανόν να πληροφορήθηκε την ύπαρξη αυτής της τεχνικής το 1438, µέσω του Αρχιεπισκόπου (και εν συνεχεία Καρδιναλίου) Βησσαρίωνος, που εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Ιταλία και επικεφαλής οµάδας ορθόδοξων κληρικών µετείχε στη ενωτική Σύνοδο της Φεράρας -δεδοµένου ότι το Βυζάντιο αποτελούσε εκείνη την εποχή το συνδετικό κρίκο Δύσης-Ανατολής. Πάντως από τα µέσα του 1ΣΤ΄ αιώνα οι Κορεάτες εγκατέλειψαν τη χρήση τυπογραφικών στοιχείων, για να επανέλθουν σε αυτήν µετά το 1770, υπό την επίδραση των Ευρωπαίων πλέον. Ανεξάρτητα από την πιθανή κορεατική επιρροή ως προς την ιδέα των κινητών στοιχείων, το πιεστήριο, το συγκεκριµένο κράµα µετάλλων (µολύβδου, αντιµονίου, ψευδάργυρου) που χρησιµοποιήθηκε για την παραγωγή τους, το ειδικό λιπαρό τυπογραφικό µελάνι αλλά και η ιδιόµορφη µήτρα που χρησιµοποιείται για τη µαζική αναπαραγωγή των στοιχείων είναι δηµιουργήµατα της ιδιοφυΐας του Γουτεµβέργιου. Τα δηµιουργήµατα αυτά έµειναν σχεδόν όπως ακριβώς τα συνέλαβε ο Γουτεµβέργιος για περισσότερους από τρεις αιώνες, ως τη δεκαετία του 1790 δηλαδή οπότε θα εµφανιστεί το µεταλλικό πιεστήριο και η λιθογραφία.

Page 45: Η Ιστορία της Γραφής

Η διαδικασία εκτύπωσης κάθε έντυπου µέσου περιλαµβάνει δύο στάδια: τη στοιχειοθεσία ή «σύνθεση» (ή «χτύπηµα, στην περίπτωση της λινοτυπικής µηχανής) του κειµένου, τη δηµιουργία δηλαδή εκείνης της µορφής που θα επιτρέψει το δεύτερο στάδιο, την καθ’ αυτό εκτύπωση στα πιεστήρια. Η διαδικασία της στοιχειοθεσίας είναι απλή: τα τυπογραφικά στοιχεία βρίσκονται στην τυπογραφική κάσα (στοιχειοθήκη) η οποία είναι χωρισµένη σε τόσα «κουτάκια» όσα και τα χρησιµοποιούµενα σύµβολα: πεζά γράµµατα αλφαβήτου, κεφαλαία γράµµατα, σηµεία στίξης, αριθµοί, τονούµενα γράµµατα, γράµµατα µε διαλυτικά, (µε περισπωµένες, βαρείες, υπογεγραµµένες, πνεύµατα και τους συνδυασµούς τους στην πολυτονική ελληνική γραφή). Επιπλέον η κάσα περιέχει και κυψελίδες µε «διαστήµατα» (κοντύτερα µεταλλικά στοιχεία δηλαδή που δεν είχαν πάνω τους χαραγµένο γράµµα) διαφορετικού πάχους για να χωρίζονται οι λέξεις και, αν χρειαστεί, να αραιώνονται τα γράµµατα ώστε να στοιχίζονται οι αράδες. Το µέγεθος κάθε κουτιού της κάσας είναι ανάλογο του αριθµού των στοιχείων που πρέπει να περιέχει, που είναι ανάλογος προς τη συχνότητα εµφάνισης του συµβόλου κατά τη γραφή (πολλά άλφα, ελάχιστα ωµέγα). Η στοιχειοθεσία επί 400 χρόνια, ως τα τέλη του 19ου αιώνα, γινόταν αποκλειστικά «α λα Γκούτεµπεργκ», µε τον τυπογράφο όρθιο µπροστά στη στοιχειοθήκη να συγκεντρώνει ένα-ένα τα µεταλλικά στοιχεία από τα κουτάκια και να τα τοποθετεί στη σειρά στο συνθετήριο που κρατούσε στο χέρι του. Οι γραµµές (στίχοι, αράδες) του κειµένου ήσαν σχεδόν πάντα στοιχηµένες δεξιά και αριστερά έτσι ώστε να τοποθετούνται η µία µετά την άλλη και να σχηµατίζουν στήλη ορισµένου πλάτους· ο τυπογράφος ξεκινούσε λοιπόν να τοποθετεί τα γράµµατα από τα αριστερά προς τα δεξιά, χώριζε τις λέξεις µε διαστήµατα, και όταν έφθανε στην άκρη έπρεπε να φροντίσει να ευθυγραµµιστεί η αράδα µε την προηγούµενη - και το κατάφερνε µε τη χρήση των «ενωτικών» που επιτρέπουν να χωρίζονται οι λέξεις και να συνεχίζονται στην επόµενη γραµµή. Ενίοτε, επειδή ο χωρισµός των λέξεων ως γνωστόν υπακούει σε κανόνες, έπρεπε να «αραιώσει» τα γράµµατα ή τις λέξεις της αράδας, ενθέτοντας ξανά νέα διαστήµατα. Όταν τέλειωνε και ευθυγράµµιζε έναν στίχο, τοποθετούσε λεπτή µεταλλική λάµα κατάλληλου πάχους (το διάστιχο) για να ξεχωρίζει η επόµενη γραµµή και συνέχιζε έως ότου «συνθέσει» µερικές, 4-5, αράδες πάνω στο συνθετήριο. Μετά, τις γραµµές αυτές τις τοποθετούσε στο σελιδοθέτη - ορθογώνια µεταλλική ή ξύλινη πλάκα µε χαµηλό τοίχωµα στις δύο ή τρεις πλευρές, ώστε να σφηνώνονται οι αράδες και να µπορούν µεν να µετακινούνται «συρτές» από το σελιδοθέτη αλλά να µη µπορούν να κυλήσουν προς τα έξω, και τις έδενε πρόχειρα µε σπάγκο. Όταν η στήλη αποκτήσει περίπου το µήκος της σελίδας βιβλίου, τότε µελανώνεται τοποθετείται πάνω της χαρτί και µε ελαφρά πίεση βγαίνει δοκίµιο, επί του οποίου γίνεται η πρώτη διόρθωση: ο διορθωτής δηλαδή σηµειώνει πάνω στο δοκίµιο µε ειδικά σηµεία τι αλλαγές πρέπει να γίνου. Με το διορθωµένο δοκίµιο στο χέρι ο στοιχειοθέτης, (που µπορεί να είναι και αγράµµατος) αφαιρεί µε τσιµπιδάκι ένα-ένα τα λάθος στοιχεία και τοποθετεί τα σωστά. Μετά έβγαινε ξανά δοκίµιο και γινόταν η δεύτερη διόρθωση, έλεγχος δηλαδή αν «περάστηκαν» σωστά οι διορθώσεις που είχαν σηµειωθεί. Ανάλογα µε τα λάθη που εντοπίζονταν κατά τη δεύτερη διόρθωση υπήρχε περίπτωση στις ποιοτικές εκτυπώσεις βιβλίων ή στις δύσκολες εκδόσεις αρχαίων κειµένων να γίνει και τρίτη και τέταρτη και πέµπτη µερικές φορές διόρθωση, κάτι που δεν γινόταν βέβαια στις εφηµερίδες και τα περιοδικά που υπήρχε µεγάλη πίεση χρόνου και οικονοµία κόστους. Ο καλός τυπογράφος, µπορούσε να συνθέτει ως και 1.500 στοιχεία την ώρα, δηλαδή περίπου τα µισά από ίσα περιέχει µία δακτυλογραφηµένη σελίδα Α4 χωρά 350 λέξεις. Όταν θα γινόταν η εκτύπωση, οι στήλες έπρεπε να αποσυνδεθούν και τα στοιχεία ένα-ένα να ανατοποθετηθούν στη θέση τους στην κάσα. Η σηµαντικότερη ίσως µετά το Γκούτεµπεργκ τεχνολογική εξέλιξη ήταν η ανακάλυψη της λιθογραφίας από τον Τσέχο Alois Senefelder (1771-1834). Ως τότε, η εκτύπωση στηριζόταν στην πίεση χαρτιού πάνω σε ανάγλυφες επιφάνειες που είχαν µελανωθεί και µετέφεραν το µελάνι πάνω στο χαρτί. Ο Σενεφέλντερ διαπίστωσε ότι µπορούσε κανείς να ζωγραφίσει πάνω σε πλάκες από ασβεστόλιθο οποιαδήποτε εικόνα µε ειδικά «υδρόφοβα» χρώµατα· εφ’ όσον η πλάκα ήταν υγρή, µόλις µελανωνόταν, το µελάνι πήγαινε στις κατάλληλες θέσεις, επειδή το απωθούσε το νερό, ώστε να εµφανίζεται η ζωγραφιά στην εκτύπωση. Η «λινοτυπία» ήταν η επόµενη µεγάλη επανάσταση σε ό,τι αφορά τη σύνθεση των κειµένων. Η ονοµασία lino-type, σύνθετη από τη λέξη line (γραµµή) και type (τυπογραφικό στοιχείο) οφείλεται στη δυνατότητα της µηχανής να παράγει ολόκληρες αράδες κειµένου. Η µηχανή αποτελούσε από µόνη της µικρό εργοστάσιο: στην κορυφή της ήσαν τοποθετηµένες µήτρες των στοιχείων που έπεφταν µία µία για να σχηµατίσουν τη σειρά· µόλις ο λινοτύπης είχε «χτυπήσει» στο κλαβιέ της µηχανής τα γράµµατα που υπολόγιζε ότι αντιστοιχούσαν σε µία αράδα (ο καλός τεχνίτης ξεχώριζε και από αυτόν το σωστό

Page 46: Η Ιστορία της Γραφής

υπολογισµό) «έδιωχνε» την αράδα και αναλάµβανε η µηχανή να αραιώσει κατάλληλα ώστε να έχει το σωστό µήκος, δηλαδή έκανε την εργασία της «αραίωσης» µε διαστήµατα που έκανε µόνος του ο τυπογράφος στο συνθετήριο. Μετά η αράδα-µήτρα οδηγούνταν σε κατάλληλη θέση όπου πάνω της χυνόταν ειδικό λιωµένο κράµα από µικρό καµίνι που βρισκόταν στο πλάι της µηχανής. Μετά, οι µεν µήτρες οδηγούνταν ξανά στην κορυφή της µηχανής όπου τοποθετούνταν αυτόµατα στις θέσεις τους στο «µαγκαζίνο», όπως ονοµαζόταν το αντίστοιχο της κάσας. Οι γραµµές έπεφταν από τη µηχανή καφτές η µία δίπλα πίσω από την άλλη και όταν κρύωναν τις έπαιρναν να τις τοποθετήσουν στο µάρµαρο για να βγουν δοκίµια, όπως και στην περίπτωση της στοιχειοθεσίας µε το χέρι και να γίνουν οι διορθώσεις. Βέβαια, τώρα η διόρθωση δεν γινόταν στοιχείο-στοιχείο αλλά γραµµή-γραµµή, αφού κάθε αράδα αποτελούσε ενιαίο, χυτό σύνολο γραµµάτων και έπρεπε να ξαναχτυπηθεί στη λινοτυπική µηχανή · ενίοτε έπρεπε να ξαναχτυπηθεί στη λινοτυπική µηχανή και ολόκληρη παράγραφος αν η διόρθωση αφορούσε πχ την προσθήκη ολόκληρης λέξης που προφανώς επηρέαζε και τις επόµενες γραµµές. Ίσως η επέκταση της χρήσης παραγράφων στα κείµενα να µην είναι άσχετη από την ανάγκη των διορθώσεων: η ύπαρξη παραγράφων περιορίζει την έκταση του κειµένου που πρέπει να στοιχειοθετηθεί ξανά στην περίπτωση που η διόρθωση απαιτεί προσθήκη λέξεων. Οι αλλαγές δηλαδή (πιθανόν να ξανασυντεθεί όλη) περιορίζονται στην παράγραφο. Η λινοτυπία δεν αύξησε απλώς την ταχύτητα σύνθεσης των κειµένων: βελτίωσε και την ποιότητά τους αφού η εκτύπωση γινόταν κάθε φορά σαν να χρησιµοποιούσαν καινούργια, φρεσκοχυµένα αχρησιµοποίητα στοιχεία. Η λιθογραφική πλάκα αποτελούσε επιπεδογραφική µέθοδο, διότι δεν ήταν ανάγλυφη, όπως συνέβαινε µε τις γκραβούρες ή τις τυπογραφικές σελίδες. Πάντως φθειρόταν αρκετά εύκολα κατά την επαφή της µε το χαρτί - εξ ου προέκυψε στις αρχές του 20ου αιώνα η τεχνική όφσετ (offset) κατά την οποία η σχεδιασµένη επί της λιθογραφικής πλάκας εικόνα µεταφερόταν πρώτα σε πλαστικό κύλινδρο και από εκεί στο χαρτί, χωρίς δηλαδή να υπάρχει άµεση φυσική επαφή ανάµεσα στο χαρτί και στην πλάκα. Η διαδικασία αυτή επέτρεψε να εκτυπώνεται απεριόριστος ουσιαστικά αριθµός αντιτύπων και κατήργησε και την υποχρέωση ανάποδης ένθεσης των εικόνων (ή γραµµάτων) αφού µε τη διπλή µεταφορά (πλάκα-κύλινδρος, κύλινδρος-χαρτί) γινόταν και διπλή αντιστροφή του «λιθογραφικού αντικειµένου», που έπρεπε εποµένως να είναι ορθό και όχι ανεστραµµένο. Λόγω ζήτησης χαρτιού και υψηλού κόστους αναζητήθηκαν εναλλακτικές λύσεις στα ράκη και το βαµβάκι που χρησιµοποιούνταν ως τις αρχές του 19ου αιώνα για την παραγωγή του. Δύο ενδιαφέροντα υποκατάστατα των κουρελιών ήσαν το άχυρο, από το οποίο κατασκευάζονται χαρτόνια συσκευασίας και το Stipa tenacissima, είδος µεσογειακού σπάρτου, από το οποίο κατασκευαζόταν υψηλής ποιότητας χαρτί - ως την εποχή που έγινε δυνατή η πολτοποίηση των δέντρων και η εκµετάλλευση των δασών. Η παραγωγή χαρτοπολτού άρχισε στη Σαξωνία (Γερµανία) κατά τη δεκαετία του 1840 και κατά τη δεκαετία του 1850 η µέθοδος (ή παραλλαγές της) άρχισε να χρησιµοποιείται και στο Ηνωµένο Βασίλειο. Το 1866 άρχισε στις ΗΠΑ η παρασκευή χαρτιού µε τη χρήση καυστικής σόδας για πολτοποίηση των φυτικών ινών. Και µε τις δύο µεθόδους έπρεπε να προστίθενται ράκη για να βελτιώνεται η ποιότητα του παραγόµενου χάρτου.

Page 47: Η Ιστορία της Γραφής

Ενδεικτική βιβλιογραφία. Alleton V., 1990, L’ Ecriture Chinoise, PUF, Que sais - je?, Paris Binyong Y. & Rohsenow J. s., 1994, Modern Chinese Characters, Sinolingua, Beijing Blanck H., 1994, Το Βιβλίο στην Αρχαιότητα, (µετ. Δ. Γ. Γεωργοβασίλης, M. Phreimter), Εκδόσεις Παπαδήµα, Αθήνα. Bonfante, L., et. al, 1994, La Naissance des Ecritures, Editions du Seuil, Paris (Πρώτη έκδοση στα αγγλικά, 1990: Reading the Past, British Museum Publications, London). Calvet, L-J., 1996, Histoire de l’ Ecriture, Plon, Paris. Comrie, P & Matthews, St. & Polinsky, M., 1997, The Atlas of Languages, Bloomsbury, Λονδίνο Daniels, P. T. & Bright, W., (eds), 1996, The World Writing Systems, Oxford University Press, Οξφόρδη. Drucker, J., 1995, The Alphabetic Labyrinth, Thames and Hudson, London. Fevrier, J., 1995, Histoire de l’ ecriture, Payot, Paris Higounet Ch., χ. χ., Η Γραφή, σειρά Τι Ξέρω;, Δαίδαλος-Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα. Hooker, J. T., 1994, Εισαγωγή στη Γραµµική Β, Μορφωτικό Ίδρυµα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα Jean G., 1991, Γραφή, η Μνήµη των Ανθρώπων, (µετ. Θ. Γκόρπα) σειρά Ανακαλύψεις, Εκδόσεις Δεληθανάση, Αθήνα. Mioni, E., 1994, Εισαγωγή στην Ελληνική Παλαιογραφία, Μορφωτικό Ίδρυµα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα. Naissance de l’ Ecriture, 1982, Editions de la Reunion des Musées Nationaux, Paris. Nissen H. J., Damerow P., Englund R. K., 1993, Archaic Bookkeeping, The University of Chicago Press, Chicago and London. Reynolds, L. D., & Wilson, N. G., 1989, Αντιγραφείς και Φιλόλογοι, Μορφωτικό Ίδρυµα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα. Robinson, A., 1995, The Story of Writing, Thames and Hudson, London. Schmandt-Besserat D., 1992, Before Writing (Vol. 1), University of Texas Press, Austin, Texas, USA. Senner, W. M., (ed.), 1989, The Origins of Writing, University of Nebraska Press. Turner, E. G., 1989, Ελληνικοί Πάπυροι, Μορφωτικό Ίδρυµα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα. Zali, A., & Berthier, A., 1997, L’ aventure des écritures, Bibliothéque Nationale de France, Paris. Σιαµάκης, Κ., 1988α, Γραφικά, Θεσσαλονίκη. Σιαµάκης, Κ., 1988β, Το Αλφάβητο, Θεσσαλονίκη. Το κείµενο αυτό αποτελεί έργο του Δηµήτρη Κ. Ψυχογιού, Αναπληρωτή Καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήµιο, στον Τοµέα Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του Τµήµατος Επικοινωνίας Μέσων και Πολιτισµού, καθώς επίσης και συντάκτη της εφηµερίδας «Το Βήµα». Το κείµενο προέρχεται από την προσωπική του ιστοσελίδα, http://www.panteion.gr/~psycho/ και συγκεκριµένα http://www.panteion.gr/~psycho/media1/writing.doc © Επιµέλεια και µετατροπή σε .pdf: Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας, Οκτώβριος 2003.