Download - ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ ΩΣ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ

Transcript

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Π. ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ

ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ ΩΣ

ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ

ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2012

1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ .................................................................................... 1

ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ...................................................... 3

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ........................................................... 5

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’. ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ .................................... 7

Ι. Η έννοια του ηλεκτρονικού εγγράφου ............................................. 7

ΙΙ. Η νομική φύση του ηλεκτρονικού εγγράφου ................................ 14

ΙΙΙ. Η αποδεικτική δύναμη του ηλεκτρονικού εγγράφου .................... 18

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’. Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ................................. 22

Ι. Η έννοια και τα είδη της ηλεκτρονικής υπογραφής ....................... 22

ΙΙ. Οι έννομες συνέπειες της ηλεκτρονικής υπογραφής .................... 26

ΙΙ. 1. Το προϊσχύσαν δίκαιο .......................................................... 26

ΙΙ. 2. Το ισχύον δίκαιο ................................................................... 28

ΙΙΙ. Η απόδειξη της γνησιότητας ....................................................... 34

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ. ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΒΑΣΕΙ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΕΓΓΡΑΦΟΥ. Η ΜΠρΑθ 1327/2001 ................................... 42

Ι. Σχέση ηλεκτρονικού μηνύματος (e – mail) και ηλεκτρονικής

υπογραφής ................................................................................................. 43

Ι. 1. Ταύτιση φερόμενου ως αποστολέα και κατόχου e – mail ...... 43

Ι. 2. Ο χαρακτηρισμός του e – mail ως ηλεκτρονικής υπογραφής 46

ΙΙ. Το εκτύπωμα ηλεκτρονικού εγγράφου (print – out) αποτελεί

αντίγραφο; .................................................................................................. 47

ΙΙΙ. Το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης (άρθρο 20 Σ) ........................ 48

ΕΠΙΛΟΓΟΣ .......................................................................................... 51

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ................................................................................... 52

2

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ .................................................................................. 54

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ...................................................................................... 56

ΠΔ 150/2001: Ηλεκτρονικές Υπογραφές (ΟΔΗΓ 99/93/ΕΚ) ................... 56

1327/2001 ΜΠΡ ΑΘ ........................................................................... 67

3

ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΑΠ Άρειος Πάγος

αρ. αριθμός

Αρμ. Αρμενόπουλος (περιοδικό)

Δ Δίκη (περιοδικό)

ΔΕΕ Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών (περιοδικό)

ΔιΜΕΕ Δίκαιο Μέσων Ενημέρωσης και Επικοινωνίας (περιοδικό)

ΕΕΝ Εφημερίς Ελλήνων Νομικών (περιοδικό)

ΕλλΔνη Ελληνική Δικαιοσύνη (περιοδικό)

ΕΕμπΔ Επιθεώρηση Εμπορικού Δικαίου (περιοδικό)

επ. επόμενα

ΕπισκΕΔ Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου (περιοδικό)

ΕΤΡΑΞΧΡΔ Eπιθεώρηση Τραπεζικού Αξιογραφικού και

Χρηματιστηριακού Δικαίου (περιοδικό)

Εφ Εφετείο

ΕφΑΔ Εφαρμογές Αστικού Δικαίου (περιοδικό)

Η/Υ Ηλεκτρονικός Υπολογιστής

κ.λπ. και λοιπά

ΚΠολΔ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας

ν. Νόμος

ΝοΒ Νομικό Βήμα (περιοδικό)

ΟλΑΠ Ολομέλεια Αρείου Πάγου

4

ό.π. όπως παραπάνω

π.δ. προεδρικό διάταγμα

ΠΠρ Πολυμελές Πρωτοδικείο

π.χ. παραδείγματος χάριν

σελ. σελίδα

υποσημ. Υποσημείωση

5

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Η επίδραση της τεχνολογικής προόδου στο ισχύον δίκαιο αποτελεί

γεγονός αναντίρρητο. Κατ’ εξοχήν δε από τις τεχνολογικές εξελίξεις

επηρεάζεται το δίκαιο της απόδειξης, που αποτελεί τον δικαιικό κλάδο που

«κατά λειτουργίαν και προορισμόν επιδίδεται εις την αναζήτησιν της αληθείας,

κινείται δηλαδή επί του πρωταρχικώς οικείου εις πάσαν επιστήμην τομέως»1.

Με την εισχώρηση άυλων ή ηλεκτρονικών μορφών επικοινωνίας στο βασικό

μηχανισμό του δικαίου της απόδειξης μεταβάλλονται οι όροι της αποδεικτικής

δραστηριότητας. Για την αντιμετώπιση των σύγχρονων αυτών προκλήσεων

κρίνεται αναγκαία η εις βάθος μελέτη των κλασικών εννοιών του δικαίου της

απόδειξης, ώστε να ελεγχθεί αν και υπό ποιες ερμηνευτικές προϋποθέσεις

είναι δυνατή η ομαλή ένταξη των νέων δεδομένων στο παραδοσιακό σώμα

των κανόνων του. Αρχικά, απαιτείται νομοθετική προσπάθεια για ενίσχυση

της ηλεκτρονικής συναλλαγής. Εκτός όμως αυτού, και η νομολογία πρέπει να

λαμβάνει υπ’ όψιν της τα σύγχρονα τεχνολογικά επιτεύγματα. Εν τέλει,

αποτελεί επιστημονική οφειλή να ερμηνεύονται οι σχετικές διατάξεις κατά

τρόπο φιλικό προς τις σύγχρονες εξελίξεις, χαράσσοντας φυσικά τα όρια

μεταξύ της μεθοδολογικά επιτρεπτής ερμηνευτικής παρέμβασης και της

αναγκαίας νομοθετικής επέμβασης2.

Με τις Οδηγίες 1999/93 ΕΚ για τις ηλεκτρονικές υπογραφές και

2000/31 ΕΚ για το ηλεκτρονικό εμπόριο ο κοινοτικός νομοθέτης έδειξε τη

σαφή του βούληση να δημιουργηθεί το κατάλληλο πλαίσιο για την ενίσχυση

της ηλεκτρονικής συναλλακτικής δραστηριότητας. Η ένταξη των Οδηγιών

αυτών στην ημεδαπή έννομη τάξη με τα π.δ. 150/2001 για τις ηλεκτρονικές

υπογραφές και 131/2003 για το ηλεκτρονικό εμπόριο επιβεβαιώνει την ανάγκη

ερμηνευτικών προσεγγίσεων που να διευκολύνουν την επίτευξη των

κοινοτικών στόχων .

1 Κεραμεύς Κ., Το ελληνικόν δίκαιον αποδείξεως υπό την επίδρασιν της συγχρόνου

τεχνολογίας, Δ 3 (1972), σελ. 27.

2 Κουσούλης Σ, Ηλεκτρονικό έγγραφο και ηλεκτρονική υπογραφή. Οι σύγχρονες

εξελίξεις, σε τεύχος 56 ΕΝΟΒΕ, σελ. 213.

6

Βέβαια, πρέπει να επισημανθεί ότι πολύ πριν από τις Οδηγίες αυτές, το

ελληνικό δίκαιο απόδειξης είχε καταστρωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί

να προσαρμοστεί στις επερχόμενες αλλαγές. Πιο συγκεκριμένα, κατά τις

συζητήσεις στη Συντακτική Επιτροπή του ΚΠολΔ ο Γ. Οικονομόπουλος είχε

αντιταχθεί με σθένος κατά της ιδιόχειρης υπογραφής ως όρου της

αποδεικτικής δύναμης των ιδιωτικών εγγράφων, με την εξής

επιχειρηματολογία: «Το ιδιόχειρον της υπογραφής διά να έχη αποδεικτικήν

δύναμιν το ιδιωτικόν έγγραφον ουδένα σκοπόν εξυπηρετεί. Λαμβανομένου

υπ’ όψει ότι επιτρέπεται η ανταπόδειξις ουδείς κίνδυνος υπάρχει εκ της μη

ιδιοχείρου υπογραφής. Ο εκδότης έχει πάντοτε την δυνατότητα της

ανταποδείξεως ότι το έγγραφο δεν εξεδόθη υπ’ αυτού. Άπαξ όμως δεν

αμφισβητείται τούτο, ουδείς λόγος υπάρχει να μη έχη αποδεικτικήν δύναμιν το

έγγραφον επί τω λόγω ότι δεν φέρει ιδιόχειρον υπογραφήν του εκδότου»3. Η

πρότασή του δεν βρήκε άλλους υποστηρικτές στη Συντακτική Επιτροπή.

Αντιτάχτηκε ότι το ιδιόχειρο της υπογραφής «κρίνεται σκόπιμον διά την

εξασφάλισιν της γνησιότητος του περιεχομένου» (Γ. Ράμμος), ότι επιβάλλεται

από λόγους ψυχολογικούς (Εμ. Μιχελάκης) και ότι τυχόν κατάργησή του θα

αποτελούσε επικίνδυνη καινοτομία (Ι. Σακκέτας)4. Ρητά όμως ο Γ. Ράμμος

τόνισε την ανάγκη να εξεταστεί το «εάν πρέπει να αυξηθούν οι περιπτώσεις,

καθ’ ας θα αποδίδεται η αποδεικτική δύναμις εγγράφων εις φωτογραφίας,

φωνοληψίας κ.λπ. και άλλα αντικείμενα, μη φέροντα ιδιόχειρον υπογραφήν»5.

Έγινε έτσι η πρόταση από τον Γ. Οικονομόπουλο, και έγινε δεκτό από την

Επιτροπή, να συμπεριληφθεί διάταξη, κατά την οποία ως ιδιωτικά έγγραφα

θεωρούνται και οι μηχανικές απεικονίσεις (άρθρο 444 § 1γ ΚΠολΔ), οι οποίες

αποτελούν πλήρη απόδειξη, δεκτική ανταποδείξεως, ως προς τα γεγονότα ή

πράγματα που αναγράφουν (άρθρο 448 § 2 ΚΠολΔ)6.

3 ΣχΠολΔ VI, 220.

4 ΣχΠολΔ VI, 220, 221.

5 ΣχΠολΔ VI, 221.

6 ΣχΠολΔ VI, 226.

7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’. ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ

Ι. Η έννοια του ηλεκτρονικού εγγράφου

Κατά τη θεωρία, ως ηλεκτρονικό έγγραφο νοείται «κάθε έγγραφο του

οποίου η υπογραφή παράγεται (εξ ολοκλήρου ή απλώς αποτυπώνεται) με τη

βοήθεια της ηλεκτρονικής τεχνολογίας»7. Βάσει δε του ορισμού αυτού

επιχειρείται η διάκριση των ηλεκτρονικών εγγράφων σε: α) γνήσια ηλεκτρονικά

έγγραφα (ή ηλεκτρονικά έγγραφα με στενή έννοια), τα οποία έχουν εξ’

ολοκλήρου ηλεκτρονική υπόσταση, δηλαδή καταχωρήσεις ηλεκτρονικών

δεδομένων σε μαγνητικό υλικό (π.χ. σκληρός δίσκος, δισκέτα, zip, cd κ.λπ.),

και β) μη γνήσια ηλεκτρονικά έγγραφα, τα οποία είναι έγχαρτα με περιεχόμενο

και υπογραφή ηλεκτρονικά αποτυπωμένη σ’ αυτά (π.χ. το fax και το telex)8.

Σύμφωνα με άλλη άποψη, ηλεκτρονικό έγγραφο συνιστούν «το σύνολο

των δεδομένων τα οποία, αφού εγγραφούν στο μαγνητικό δίσκο ενός Η/Υ και

γίνουν αντικείμενο ηλεκτρονικής επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα,

αποτυπώνονται εν συνεχεία, με βάση τις εντολές του προγράμματος, κατά

τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο είτε στην οθόνη του μηχανήματος είτε

στον προσαρτημένο εκτυπωτή»9. Ηλεκτρονικό έγγραφο είναι δηλαδή το

κείμενο που εμφανίζεται στην οθόνη του Η/Υ ή που εκτυπώνεται στον

εκτυπωτή (print - out) καθώς και το κείμενο που συντάσσει κάποιος στον

υπολογιστή του και το στέλνει μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε κάποιον

αποδέκτη, ο οποίος στη συνέχεια το εμφανίζει στην οθόνη του υπολογιστή

του ή το εκτυπώνει. Αποτελεί δε απεικόνιση της εγγραφής που έχει

7 Χριστοδούλου Κ., Ηλεκτρονικά έγγραφα και ηλεκτρονική δικαιοπραξία, σελ. 3.

8 Βλ. αναλυτικά Χριστοδούλου Κ., ό.π., σελ. 2 – 5.

9Κουσούλης Σ., Σύγχρονες μορφές έγγραφης συναλλαγής, σελ. 138. Τον ακολουθούν

οι Νικολόπουλος Γ., Το δίκαιο της αποδείξεως, σελ. 337 επ., Καράκωστας Γ., Δίκαιο και

Internet: νομικά ζητήματα του διαδικτύου, σελ. 191 (νεότερη έκδοση), Σιδηρόπουλος Θ., Το

δίκαιο του διαδικτύου, σελ. 75-76 (νεότερη έκδοση), Μιχαηλίδου Χ., Το πρόβλημα της

ηλεκτρονικής υπογραφής, Δ. 31 (2000), 1190.

8

καταχωρηθεί στη μαγνητική επιφάνεια του σκληρού δίσκου του Η/Υ. Ως εκ

τούτου αποτελεί μηχανική απεικόνιση. Ο ορισμός αυτός έγινε δεκτός και από

την νομολογία10.

Ότι το ηλεκτρονικό έγγραφο αποτελεί περίπτωση μηχανικής

απεικόνισης11, κατά την έννοια του άρθρου 444 § 1γ ΚΠολΔ, δεν μπορεί να

τεθεί υπό σοβαρή αμφισβήτηση12. Έτσι, για να γίνει καλύτερα αντιληπτή η

10

ΕφΑθ 32/2011, ΔΕΕ 2011, σελ. 591, ΕΠολΔ 2011, σελ. 756, ΜΠρΑθ 1932/2011,

ΕΠολΔ 2011, σελ. 482, με παρατηρήσεις Κατηφόρη Ν., ΜΠρΑθ 6302/2004, Αρμ. 2005, σελ.

239, ΜΠρΑθ 1963/2004, Δ 2005, σελ. 586, ΔΙΜΕΕ 3/2004, σελ. 404 με παρατηρήσεις

Γιαννόπουλου Γ., ΜΠρΑθ 1327/2001, ΝοΒ 2001, σελ. 866, ΕΕμΔ 2001, σελ. 256., ΕΤρΑξΧρΔ

2002, σελ. 558, ΔΕΕ 2001, σελ. 377, με παρατηρήσεις Κουσούλη Σ. και Δ 32 (2001), σελ. 457

με παρατηρήσεις Χριστοδούλου Κ. και Μπέη Κ. 11

Μηχανική απεικόνιση κρίθηκε ότι αποτελεί το βιβλιάριο καταθέσεων ταμιευτηρίου

στο οποίο δεν υπάρχει υπογραφή του αρμόδιου υπαλλήλου, απεικονίζεται δε σ΄ αυτό από τον

Η/Υ της τραπεζικής εταιρίας η αρχική κατάθεση και οι υπογραφόμενες από τον καταθέτη

μεταγενέστερες αναλήψεις ή καταθέσεις που διατηρούνται στο αρχείο της τράπεζας και στη

μνήμη του Η/Υ (ΑΠ 1765/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 405/2007,

ΕλλΔνη 2008, σελ. 209, ΑΠ 1122/2005, ΔΕΕ 2006, σελ. 289, ΕφΘεσσαλ 74/2011,

ΕπισκΕμπΔ 2011, σελ. 243, ΕφΘεσσαλ 690/2006, ΕλλΔνη 2006, σελ. 1518, ΕφΑθ

8212/2006, ΔΕΕ 2007, σελ. 460, ΕπισκΕμπΔ 2007, σελ. 771, ΕφΘεσσαλ 764/2004, ΔΕΕ

2004, 665, ΜΠρΖακυνθ 763/2009, ΕφΑΔ 2010, σελ.91, ΜΠρΑθ 1252/2008, Τράπεζα

Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΡόδου 81/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών

ΝΟΜΟΣ), οι οπτικοακουστικοί δίσκοι – DVD (ΑΠ 813/2010, ΕΠολΔ 2010, σελ. 830), οι

αυτόματες συσκευές καταγραφής στοιχείων οχήματος – ταχογράφοι (ΑΠ 925/2008, ΝοΒ2008,

σελ. 2469). 12

Κουσούλης Σ., ό.π., σελ. 139, Μπέης Κ., Δ 2001, σελ. 467 επ., Μανιώτης Δ., Η

ψηφιακή υπογραφή ως μέσο διαπιστώσεως της γνησιότητας των εγγράφων στο αστικό

δικονομικό δίκαιο, σελ. 76. Τη θέση αυτή δέχτηκε και η νομολογία (βλ. σχετικά ΑΠ 1628/2003,

Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 1932/2011, ΕΠολΔ 2011, σελ. 482, με

παρατηρήσεις Κατηφόρη Ν., ΜΠρΑθ 6302/2004, Αρμ. 2005, σελ. 239, ΜΠρΑθ 1963/2004, Δ

2005, σελ. 586, ΔΙΜΕΕ 3/2004, σελ. 404 με παρατηρήσεις Γιαννόπουλου Γ., ΜΠρΑθ

1327/2001, ΝοΒ 2001, σελ. 866, ΕΕμΔ 2001, σελ. 256., ΕΤρΑξΧρΔ 2002, σελ. 558, ΔΕΕ

2001, σελ. 377, με παρατηρήσεις Κουσούλη Σ. και Δ 32 (2001), σελ. 457 με παρατηρήσεις

Χριστοδούλου Κ. και Μπέη Κ. Το ότι το ηλεκτρονικό έγγραφο δεν είναι μηχανική απεικόνιση

υποστηρίχτηκε από τον Χριστοδούλου Κ. (βλ. Δ 32 (2001) σελ. 463 επ.). Στην ελληνική

θεωρία πάντως διατυπώθηκε η άποψη, κατά την οποία τα ηλεκτρονικά έγγραφα

κατατάσσονται στα αποδεικτικά μέσα, θεωρούμενα ως αντικείμενα αυτοψίας. Αυτή είναι η

κρατούσα άποψη στη γερμανική θεωρία, η οποία καταλείπει την αποδεικτική αξία των

ηλεκτρονικών εγγράφων στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστή, κυρίως για τους εξής λόγους:

α) επειδή τα ηλεκτρονικά έγγραφα υπόκεινται ευκολότερα σε αλλοιώσεις, οι οποίες δεν

γίνονται αντιληπτές, β) επειδή δεν περιέχουν σταθερή και διαρκή ενσωμάτωση γνήσιας

δήλωσης βούλησης, γ) επειδή το περιεχόμενό τους δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό με την

όραση, αλλά απαιτείται παρέμβαση της τεχνολογίας και δ) επειδή δεν μπορούν να

επιτελέσουν την εγγυητική λειτουργία των κλασικών εγγράφων, αφού από αυτά δεν μπορεί να

προκύψει το πρόσωπο του εκδότη. Η άποψη αυτή δεν έχει επικρατήσει στην ελληνική έννομη

9

έννοια του ηλεκτρονικού εγγράφου πρέπει να εντοπίσει κανείς την έννοια των

μηχανικών απεικονίσεων. Βέβαια, το εννοιολογικό περιεχόμενο των

μηχανικών απεικονίσεων δεν είναι απολύτως ευκρινές. Πάντως, όπως

προκύπτει από την ενδεικτική13 απαρίθμηση του άρθρου 444 § 1γ ΚΠολΔ,

σύμφωνα με το οποίο ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι φωτογραφικές ή

κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική

απεικόνιση, το βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα των μηχανικών

απεικονίσεων είναι η αποτύπωση εντυπώσεων που πραγματοποιείται με

μηχανικά μέσα14. Η ειδοποιός δε διαφορά των μηχανικών απεικονίσεων από

τα ιδιωτικά έγγραφα έγκειται στη μέθοδο ενσωμάτωσης και μετάδοσης του

περιεχόμενου μηνύματος: «τα συνήθη ιδιωτικά έγγραφα χρησιμοποιούν προς

τούτο την γραφήν, ενώ αι μηχανικαί απεικονίσεις την οπτικήν15 ή ακουστικήν16

αποτύπωσιν – ακόμα και όταν το απεικονιζόμενον συνίσταται εις παράστασιν

διά γραμμάτων»17.

Ειδικότερα, οι μηχανικές απεικονίσεις αποτελούν το τελικό προϊόν μίας

διαδικασίας που εξελίσσεται σε τρία βασικά στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο, τα

δεδομένα του κειμένου εισάγονται με γραφή αναγνώσιμη στον άνθρωπο

(στάδιο εισαγωγής). Κατά το δεύτερο στάδιο, τα δεδομένα που

καταχωρήθηκαν κωδικοποιούνται σε στοιχεία κατανοητά μόνο από το

σύστημα του Η/Υ και αποθηκεύονται στη κεντρική μονάδα επεξεργασίας

(στάδιο επεξεργασίας). Στο τρίτο και τελευταίο στάδιο, τα δεδομένα έπειτα

από σχετικές εντολές, αποκωδικοποιούνται σε σημεία κατανοητά από τον

τάξη (βλ. αναλυτικότερα για το ζήτημα αυτό σε Κουσούλη Σ., ό.π., σελ. 139 επ. και την εκεί

αντίκρουση της άποψης αυτής). 13

Ότι η αναφορά των μηχανικών απεικονίσεων στη διάταξη του άρθρου 444 §1γ

ΚΠολΔ είναι ενδεικτική βλ. Μητσόπουλου Γ./Κεραμέως Κ., Το τηλετύπημα (TELEX) αποτελεί

αρχή εγγράφου αποδείξεως υπέρ του αποστολέα του;, ΝοΒ 31 (1983), σελ. 330-331 (υπό 4),

βλ. και ΑΠ 195/2008, ΝοΒ 2009, 1655, όπου επισημαίνεται ότι κάθε υλική αποτύπωση

οπτικών ή ακουστικών εντυπώσεων ή ακόμη και νοήματος, που πραγματοποιείται με

μηχανικά ηλεκτρονικά κ.λπ. μέσα, μπορεί να θεωρηθεί και να αντιμετωπιστεί δικονομικά ως

ιδιωτικό έγγραφο. 14

Βλ. Μητσόπουλου Γ./Κεραμέως Κ., ό.π., σελ. 330-331 (υπό 4), Κουσούλη Σ., ό.π.,

σελ. 117. Βλ. και ΑΠ 813/2010, ΕΠολΔ 2010, σελ. 830, ΑΠ 195/2008, ΝοΒ 2009, 1655. 15

ΑΠ 813/2010, ΕΠολΔ 2010, σελ. 830, ΑΠ 195/2008, ΝοΒ 2009, 1655. Βλ. και ΑΠ

155/2004, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ όπου επισημαίνεται ότι ως φωτογραφία

νοείται «κάθε υλική αποτύπωση οπτικών εικόνων με μηχανικά μέσα». 16

ΑΠ 813/2010, ΕΠολΔ 2010, σελ. 830, ΑΠ 195/2008, ΝοΒ 2009, 1655. 17

Μητσόπουλος Γ./Κεραμεύς Κ., ό.π., σελ. 331 (υπό 5).

10

άνθρωπο (στάδιο εξαγωγής)18. Οι τρεις αυτές διαδοχικές φάσεις, που

χαρακτηρίζουν τη δημιουργία κάθε μηχανικής απεικόνισης, την διακρίνουν

από το παραδοσιακό ιδιωτικό έγγραφο. Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του

τελευταίου είναι η παραγωγή του σε ένα μόνο στάδιο, στο οποίο συντάσσεται

άμεσα, ιδιοχείρως ή με τη βοήθεια άλλων μηχανικών μέσων (π.χ.

γραφομηχανή), χωρίς να ακολουθούνται άλλα στάδια προκειμένου να

παραχθεί.

Κατά μία άποψη ηλεκτρονικά έγγραφα είναι τα εξαγόμενα κατά το τρίτο

στάδιο της παραπάνω αλληλουχίας, τα οποία παράγονται έμμεσα, αφότου η

αρχική καταχώρηση κωδικοποιηθεί σε στοιχεία κατανοητά για τη μηχανή και

αποκωδικοποιηθεί στη συνέχεια σε σημεία κατανοητά για τον άνθρωπο19.

Ωστόσο, σύμφωνα με άλλη εκδοχή ηλεκτρονικό έγγραφο είναι οι ίδιες

οι μαγνητικές καταχωρήσεις ηλεκτρονικών δεδομένων στη μονάδα

επεξεργασίας, οι οποίες όπως προαναφέρθηκε είναι κωδικοποιημένες στη

γλώσσα του Η/Υ. Κατά την άποψη αυτή, το άρθρο 2 αρ. 1 της Οδηγίας

1999/93 ΕΚ για τις ηλεκτρονικές υπογραφές20, καθορίζει έμμεσα την έννοια

και το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού εγγράφου, όταν ορίζει τι υπογράφεται με

την ηλεκτρονική υπογραφή που αποτελεί το ειδοποιό χαρακτηριστικό του

ηλεκτρονικού εγγράφου. Το προαναφερόμενο άρθρο λοιπόν, ορίζει ότι η

ηλεκτρονική υπογραφή θα πρέπει να συνάπτεται με δεδομένα σε ηλεκτρονική

μορφή, που θα αποτελούν το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού εγγράφου. Η

διάταξη αυτή καθορίζοντας το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού εγγράφου δεν

απαιτεί να έχει αυτό επιπροσθέτως εκτυπωθεί ή προβληθεί στην οθόνη του

Η/Υ. Επιπλέον, κατά την άποψη αυτή, η έννοια αυτή του ηλεκτρονικού

εγγράφου συνάδει καλύτερα και προς το υπόλοιπο σύστημα του νόμου, όπως

π.χ. τη διατύπωση των άρθρων 42 § 2 και 43 § 1 ν. 2396/96, που

προσδιορίζοντας την προς το Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών εκ μέρους των

εκδοτριών ανακοίνωση του μετοχολογίου τους σε ηλεκτρονική μορφή μιλούν

18

Βλ. Κουσούλη Σ., ό.π., σελ. 117 επ. 19

Κουσούλης Σ., ό.π., σελ. 117 επ. 20

Η ένταξη της Οδηγίας αυτής στην ημεδαπή έννομη τάξη έγινε με το π.δ. 150/2001

περί ηλεκτρονικών υπογραφών.

11

απλά για «αρχείο σε μαγνητικό μέσο»21. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η

άποψη κατά την οποία μηχανική απεικόνιση είναι και «ο σκληρός δίσκος του

ηλεκτρονικού υπολογιστή, μολονότι δεν αποτυπώνονται σ’ αυτόν οπτικές ή

ακουστικές παραστάσεις, αλλά νοήματα»22. Και οι δύο αυτές εκδοχές

συγκλίνουν στο ότι η δημιουργία του ηλεκτρονικού εγγράφου ολοκληρώνεται

ήδη στο δεύτερο στάδιο της προηγούμενης τεχνικής διαδικασίας, όταν η

εισαγωγή δεδομένων μετασχηματισθεί σε μαγνητικές εγγραφές.

Η τελευταία αυτή σύλληψη της έννοιας του ηλεκτρονικού εγγράφου δεν

μπορεί να γίνει αποδεκτή. Και αυτό διότι τυχόν αποδοχή της θα οδηγούσε σε

αλλοίωση του πυρήνα της έννοιας του εγγράφου. Ειδικότερα, βασικό

εννοιολογικό γνώρισμα του εγγράφου αποτελεί η διά της γραφής αποτύπωση

σκέψεων σε ορισμένο υλικό φορέα, που το καθιστά κατανοητό ή έστω

κατανοήσιμο στον άνθρωπο23. Περιεχόμενο του σκληρού δίσκου αποτελούν οι

μαγνητικές εγγραφές, οι οποίες όμως είναι ακατανόητες για τον άνθρωπο.

Ορθότερη είναι η άποψη που υποστηρίζει ότι το ηλεκτρονικό έγγραφο

παράγεται όταν δοθεί εντολή μετασχηματισμού των μαγνητικών εγγραφών σε

κατανοητή για τον άνθρωπο γραφή, δηλαδή κατά το τρίτο στάδιο της

προαναφερόμενης τεχνικής διαδικασίας24.

Η συζήτηση γύρω από την ακριβή έννοια της μηχανικής απεικόνισης

έχει σημασία ως προς το αν το εκτύπωμα (print – out) ενός ηλεκτρονικού

εγγράφου αποτελεί το παραγόμενο αντίγραφο ή το πρωτογενές πρωτότυπο.

Πιο συγκεκριμένα, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η εκδοχή που θέλει ως

ηλεκτρονικό έγγραφο να νοούνται οι ίδιες οι μαγνητικές εγγραφές, είναι

συνεπές ο μετασχηματισμός τους σε αναγνώσιμη μορφή και η εκτύπωσή τους

21

Χριστοδούλου Κ., ό.π., σελ. 4-5. Έτσι και Γεωργιάδης Γ., Η σύναψη συμβάσεως

μέσω του διαδικτύου, σελ. 207, κατά τον οποίο: «οι μαγνητικές εγγραφές σε Η/Υ αποτελούν

μηχανική απεικόνιση και ως τέτοιες ιδιωτικό έγγραφο». 22

Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας/Τεντές, ΚΠολΔ Ι (2000) άρ. 444 αρ. 5. 23

Για το ότι ως έγγραφο νοείται γραπτό κείμενο που μπορεί να διαβαστεί και να

κατανοηθεί από τον άνθρωπο βλ. ενδεικτικά σε Γέσιου-Φαλτσή Π., Δίκαιο αποδείξεως, σελ.

272: έγγραφα είναι τα ανθρώπινα έργα που διατηρούν τη μνήμη παρωχημένων γεγονότων με

γράμματα, Νικολόπουλο Γ., Το δίκαιο της αποδείξεως, σελ. 282,

Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα/Τέντε, ό.π., άρ. 432 αρ. 1, Κουσούλη Σ., ό.π., σελ. 94 επ., Μανιώτη

Δ., ό.π., 92 επ. 24

Βλ. παραπάνω σελ. 7.

12

να αποτελεί το παραγόμενο αντίγραφο και όχι το πρωτότυπο. Αυτό

υποστηρίχτηκε στη θεωρία25 και έχει γίνει δεκτό και από τη νομολογία26

απαιτώντας, κατά συνεπή παρέκταση, να προσκομίζεται στο δικαστήριο το

«επικυρωμένο κατά νόμο αντίγραφο του αποσταλθέντος ηλεκτρονικού

μηνύματος». Βέβαια, η άποψη αυτή οδηγεί στο παράλογο να καλείται ο κατά

νόμο αρμόδιος να επικυρώσει αντίγραφο από πρωτότυπο, η ανάγνωση του

οποίου δεν είναι ανθρωπίνως εφικτή. Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 424 Ι

ΠολΔ/1934, ο οποίος διατηρεί τη σημασία του και υπό τον ισχύοντα ΚΠολΔ,

αντίγραφο είναι «απλή μίμησις του πρωτοτύπου, μη επαναλαμβανομένης της

πρώτης καταστατικής πράξεως»27. Κατ’ αντιδιαστολή, πρωτότυπο είναι το

έγγραφο που παρήχθη με την τέλεση της πρώτης καταστατικής πράξεως

(άρθρο 423 ΠολΔ/1834). Στην περίπτωση του ηλεκτρονικού εγγράφου, ως

πρώτη καταστατική πράξη πρέπει να θεωρηθεί η πράξη που οδηγεί στη

δημιουργία της μηχανικής απεικόνισης. Πρωτογενές όμως κείμενο κατανοητό

ή έστω κατανοήσιμο από τον άνθρωπο, που να πληροί τα γνωρίσματα του

εγγράφου, είναι το κείμενο που δημιουργείται κατά το τρίτο στάδιο της

προαναφερόμενης διαδικασίας. Στο στάδιο αυτό τα εγγεγραμμένα δεδομένα

αποκωδικοποιούνται σε κείμενο κατανοητό το οποίο αποτελεί την πρώτη

καταστατική πράξη δημιουργίας του εγγράφου και ως τέτοιο πρωτότυπο28.

Έτσι, ως πρωτότυπο προσκομίζεται παραδεκτά στο δικαστήριο η εκτύπωση

25

Βλ. Μανιώτη Δ., ό.π., σελ. 56-57. 26

ΕφΑθ 32/2011, ΔΕΕ 2011, σελ. 591, ΕΠολΔ 2011, σελ. 756, ΜΠρΑθ 1932/2011,

ΕΠολΔ 2011, σελ. 482, με παρατηρήσεις Κατηφόρη Ν., ΜΠρΑθ 6302/2004, Αρμ. 2005, σελ.

239, ΜΠρΑθ 1963/2004, Δ 2005, σελ. 586, ΔΙΜΕΕ 3/2004, σελ. 404 με παρατηρήσεις

Γιαννόπουλου Γ., ΜΠρΑθ 1327/2001, ΝοΒ 2001, σελ. 866, ΕΕμΔ 2001, σελ. 256., ΕΤρΑξΧρΔ

2002, σελ. 558, ΔΕΕ 2001, σελ. 377, με παρατηρήσεις Κουσούλη Σ. και Δ 32 (2001), σελ. 457

με παρατηρήσεις Χριστοδούλου Κ. και Μπέη Κ. Και η ΑΠ 1628/2003 χαρακτηρίζει ως

αντίγραφα τις εκτυπώσεις των ηλεκτρονικών επιστολών. 27

Βλ. Ράμμο Γ., Εγχειρίδιον αστικού δικονομικού δικαίου ΙΙ, σελ. 885, Νικολόπουλο

Γ., ό.π., σελ., 225. 28

Κουσούλης Σ., Ηλεκτρονικό έγγραφο και ηλεκτρονική υπογραφή. Οι σύγχρονες

εξελίξεις, σε τεύχος 56 ΕΝΟΒΕ, σελ. 219 επ., Νικολόπουλος Γ., ό.π., σελ. 253, Μητσόπουλος

Γ./Κεραμεύς Κ., ό.π., σελ. 331. Ότι η εκτύπωση δεν αποτελεί αντίγραφο αλλά πρωτότυπο

υπογραμμίζει και ο Χριστοδούλου Κ., Δ 2001, σελ. 465, παρόλο που υποστηρίζει ότι μηχανική

απεικόνιση αποτελούν οι μαγνητικές εγγραφές στο δίσκο του Η/Υ. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η

μόνη νοητή βεβαιωτική αρμοδιότητα του δικηγόρου σχετικά με το print – out θα ήταν να το

θεωρήσει κατά κάποιον τρόπο ως μετάφραση από τη γλώσσα της πληροφορικής στη

νεοελληνική γλώσσα και με αυτήν την έννοια να βεβαιώσει την ακρίβειά της. Για το θέμα αυτό

βλ. παρακάτω σελ. 44.

13

των εγγράφων αυτών, χωρίς ανάγκη επικυρώσεως29. Ο Άρειος Πάγος30 σε

αποφάσεις του έκανε δεκτό το παραπάνω συμπέρασμα, δεχόμενο, στην

περίπτωση των μηχανογραφικώς τηρούμενων εμπορικών βιβλίων, τα εξής:

«η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε

ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της

γνησιότητας της εκτυπώσεως από τον υπάλληλο της τράπεζας που ενήργησε

την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει εις χείρας της η

τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον

ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Επομένως, στην

περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια

αρχή ή δικηγόρο αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου».

Με το άρθρο 40 ν. 3994/2011 καταβλήθηκε προσπάθεια από τον

νομοθέτη να διατυπωθεί ορισμός του ηλεκτρονικού εγγράφου, το οποίο

μάλιστα, ρητά πλέον, κατατάσσεται στις μηχανικές απεικονίσεις. Σύμφωνα με

την § 2 του νέου άρθρου 444 ΚΠολΔ «μηχανική απεικόνιση είναι και κάθε

μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη

υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή,

αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να

διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο

υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή

ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά

προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη

σημασία. Η διατύπωση της ως άνω παραγράφου, κατά την περιληφθείσα σ’

αυτή δεύτερη περίπτωση, φαίνεται να απηχεί στην άποψη που παρατέθηκε

παραπάνω31, κατά την οποία την έννοια του ηλεκτρονικού εγγράφου

συναπαρτίζουν και τα χαρακτηριζόμενα ως μη γνήσια ηλεκτρονικά έγγραφα,

29

Βλ. Κουσούλη Σ., ΔΕΕ 2001, σελ. 381 επ. 30

ΑΠ 35/2011, ΕφΑΔ 2011, σελ. 455, με παρατηρήσεις Ηλιακόπουλου Η., ΕΕμπΔ

2011, σελ. 340, ΔΕΕ 2011, σελ. 806, ΝοΒ 2011, σελ. 1268 με παρατηρήσεις Καρπαθάκη Μ.,

ΑΠ 570/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 441/2007, Τράπεζα Νομικών

Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, 1094/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 902/2006,

Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 578/2005, ΔΕΕ 2006, σελ. 62, ΑΡΜ 2006, σελ.

406, ΑΠ 1022/2003, ΕλλΔνη 45 (2004), σελ. 90, ΑΠ 1117/2002, ΔΕΕ 2003, σελ. 70. 31

Βλ. παραπάνω σελ. 4.

14

τα οποία είναι έγχαρτα, με περιεχόμενο και υπογραφή ηλεκτρονικά

αποτυπωμένη σ’ αυτά (π.χ. το fax και το telex).

ΙΙ. Η νομική φύση του ηλεκτρονικού εγγράφου

Προέκυψε το ζήτημα αν με την διάταξη της § 1γ του άρθρου 444

ΚΠολΔ, ο νομοθέτης επεδίωξε την πλασματική εξομοίωση των μηχανικών

απεικονίσεων, και ειδικά του ηλεκτρονικού εγγράφου, με τα παραδοσιακά

ιδιωτικά έγγραφα ή την ευθεία έμπτωσή τους στο πλάτος της έννοιας του

εγγράφου.

Κατά μία άποψη, οι μηχανικές απεικονίσεις εξομοιώνονται κατά

πλάσμα δικαίου32 προς τα έγγραφα, αφού μέσω του άρθρου 444 § 1γ ΚΠολΔ

ο νομοθέτης, έχοντας σαφή επίγνωση των διαφορών τους, επιχείρησε να τις

εξομοιώσει κατά την αποδεικτική τους αξία με τα έγγραφα. Πρόκειται

επομένως, για κανονιστική - αξιολογική εξομοίωση33 δύο διαφορετικών

νομοτυπικών μορφών34.

Πιο συγκεκριμένα, η παραδοχή του πλάσματος ως ιδιότυπου

νομοτεχνικού μέσου παραπομπής35 σημαίνει ότι πρόκειται για διαφορετικές

νομοτυπικές υποστάσεις των οποίων η ενιαία αντιμετώπιση όσον αφορά τις

έννομες συνέπειες δεν πρέπει να ξεπερνά ορισμένα όρια. Τα όρια αυτά

χαράσσονται με βάση τη βούληση του νομοθέτη σχετικά με την έκταση

32

Για την έννοια και λειτουργία του πλάσματος δικαίου βλ. Ποδηματά Ε., Η καταδίκη

σε δήλωση βουλήσεως κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ, σελ. 49 επ. 33

Με την κανονιστική εξομοίωση χωρίς να επέρχεται πραγματική ή λογική ταύτιση

των διαφορετικών πραγματικών, η βάση του πλάσματος ρυθμίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις,

που διέπουν την πρότυπη νομοτυπική μορφή, ενώ η αξιολογική εξομοίωση οδηγεί στην

επέκταση των έννομων συνεπειών ορισμένου πραγματικού στο πραγματικό που αποτελεί τη

βάση του πλάσματος, συνεπειών που χωρίς την καθιέρωση του πλάσματος δεν θα

επέρχονταν. Βλ. Καράση Μ., Τι είναι ακυρότητα; Το πλάσμα του άρθρου 180 ΑΚ, Αρμ. 1978,

σελ. 902. 34

Κουσούλης Σ., Σύγχρονες μορφές, ό.π., σελ. 114 επ. 35

Ποδηματά Ε., ό.π., σελ. 57.

15

εφαρμογής ενιαίων έννομων συνεπειών στις διαφορετικές περιπτώσεις που

αυτός μπορούσε να προβλέψει και θέλησε να πετύχει με την καθιέρωση του

πλάσματος. Πρόκειται για ανάλογη εφαρμογή της διάταξης, προς την οποία

γίνεται η παραπομπή. Κύριο χαρακτηριστικό της πλασματικής κατασκευής

αποτελεί το γεγονός ότι η εφαρμογή των έννομων συνεπειών στο πραγματικό

που αποτελεί τη βάση του πλάσματος, επέρχονται αποκλειστικά λόγω της

κατασκευής αυτής36.

Η αξιολογική ταύτιση των μηχανικών απεικονίσεων με τα ιδιωτικά

έγγραφα αφορά αρχικά τη δικονομική τους αντιμετώπιση. Έτσι, είναι δυνατή η

ενεργοποίηση της διαδικασίας επιδείξεως εγγράφων και για τις μηχανικές

απεικονίσεις37, ενώ εφαρμόζονται και σε αυτές οι διατάξεις για τη γνησιότητα

και την πλαστότητα εγγράφων38.

Ωστόσο, οι μηχανικές απεικονίσεις δεν αποκτούν, απλώς λόγω της

πλασματικής εξομοίωσής τους με τα έγγραφα, την ίδια με αυτά αποδεικτική

ισχύ. Ενόψει του αξιολογικού – κανονιστικού χαρακτήρα της εξομοίωσης των

διαφορετικών πραγματικών, δεν επιτρέπεται η εκ των προτέρων συναγωγή

έννομων συνεπειών από τη βάση του πλάσματος, αλλά θα πρέπει να κρίνεται

κατά περίπτωση σε ποια έκταση είναι δικαιολογημένη η όμοια νομική

αξιολόγηση, σύμφωνα με τους συνήθεις ερμηνευτικούς κανόνες.

Η παραπάνω άποψη λοιπόν, που εντάσσει τις μηχανικές απεικονίσεις

κατά πλάσμα δικαίου στην έννοια του εγγράφου, προϋποθέτει ότι κατά τη

βούληση του νομοθέτη στα μέσα καταγραφής πραγματικών γεγονότων που

υπάγονται στην έννοια του εγγράφου, δεν περιλαμβάνονται οι μηχανικές

απεικονίσεις. Πριν την προσφυγή σε τελολογικά κριτήρια για την ένταξη των

μηχανικών απεικονίσεων στην έννοια των εγγράφων, θα πρέπει να

διερευνηθεί η σχετική βούληση του νομοθέτη σε συνδυασμό με τη διατύπωση

που διάλεξε για να την εκφράσει.

36

Βλ. Καράσης Μ., ό.π.,σελ. 902. 37

Βλ. Γέσιου-Φαλτσή Π., Ο εξαναγκασμός της αποδείξεως ως επακόλουθο του

δικαιώματος αποδείξεως, Δ 18 (1987), σελ. 115. 38

Βλ. Γέσιου-Φαλτσή Π., Η προσβολή των εγγράφων ως πλαστών εις την πολιτικήν

δίκην, σελ. 334-335.

16

Η αντίκρουση της άποψης αυτής εκκινεί από μία ευρύτερη έννοια των

εγγράφων υπό τον ΚΠολΔ. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο νομοθέτης με το

άρθρο 444 § 1γ ΚΠολΔ επεδίωξε να προσαρμόσει την έννοια του εγγράφου

στις νέες δυνατότητες που παρέχει η τεχνολογία για την καταγραφή των

γεγονότων. Επομένως, βούληση του νομοθέτη, όπως προκύπτει από το

σκοπό της διατάξεως που έχει καταγραφεί στα πρακτικά της συντακτικής

επιτροπής39, όσο και από τελολογικά κριτήρια, ήταν να εντάξει τις μηχανικές

απεικονίσεις στο πλάτος της έννοιας του εγγράφου, το οποίο έτσι καθίσταται

αρκούντως ευρύ για να συμπεριλάβει και έγγραφες μορφές που δε

συγκεντρώνουν τα παραδοσιακά γνωρίσματα του εγγράφου ως αποδεικτικού

μέσου40.

Μάλιστα κατά την άποψη αυτή, η εκδοχή που υποστηρίζει ότι το άρθρο

444 § 1γ ΚΠολΔ εξομοιώνει κατά τρόπο πλασματικό τις μηχανικές

απεικονίσεις με τα έγγραφα δεν μπορεί να γίνει δεκτή, γιατί στην περίπτωση

των μηχανικών απεικονίσεων δεν απαντά ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της

λειτουργίας του δικαιικού πλάσματος, δηλαδή η επέκταση των έννομων

συνεπειών (άρθρο 445 ΚΠολΔ) ενός ρυθμισμένου πραγματικού (άρθρα 432,

443 ΚΠολΔ) σε ένα μη ρυθμισμένο πραγματικό, καθώς οι μηχανικές

απεικονίσεις ρυθμίζονται διαφορετικά από τα παραδοσιακά έγγραφα, αφού

αναπτύσσουν ιδία αποδεικτική δύναμη (άρθρο 448 § 2 ΚΠολΔ)41.

39

Η συντακτική επιτροπή του κώδικα κατέστησε σαφή τη θέση της ότι ο δικονομικός

νομοθέτης δεν ταυτίζει τα έγγραφα με τα χειρόγραφα ή τα έντυπα, αλλά δέχθηκε και την «δι’

άλλων σημείων» έγγραφη διατύπωση. Κατά τις συζητήσεις της συντακτικής επιτροπής δεν

έγινε δεκτός του κώδικα ο ορισμός της έννοιας του εγγράφου ως της διατριβής που γράφεται

με το χέρι ή τυπώνεται, διότι με τον τρόπο αυτό αποκλείονται οι φωτογραφίες. Έτσι, θεωρεί

ότι περιλαμβάνονται στην έννοια των εγγράφων και οι μηχανικές απεικονίσεις. Άρα, και η

καταγραφή γεγονότων με τη βοήθεια μηχανικών μέσων εντάσσεται στην έννοια των

εγγράφων, όπως την αντιλαμβάνεται ο δικονομικός νομοθέτης. Βλ. ΣχΠολΔ VI 212, 226.

40Την άποψη αυτή αναπτύσσει ο Μανιώτης Δ., ό.π., σελ. 47 επ. Βλ. και

Δεληκωστόπουλο Γ., Η ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστή στη πολιτική δίκη,

σελ. 117-118. 41

Μπέης Κ., Τα έγγραφα στην πολιτική δίκη, Δ 23 (1992), σελ. 47, Κατηφόρης Ν.,

ΕΠολΔ 2011, σελ. 486 επ. Και ο Μητσόπουλος Γ., (Το πρόβλημα της εννοίας του δικαιικού

πλάσματος, Αρμ. 1998, σελ. 160 επ.) στη θεωρία του για το δικαιικό πλάσμα έχει απορρίψει

την πλασματική εξομοίωση των μηχανικών απεικονίσεων με τα έγγραφα.

17

Η διχογνωμία που αναπτύχθηκε δεν στερείται πρακτικής σημασίας42.

Εάν γίνει δεκτή η άποψη ότι η μηχανική απεικόνιση εμπίπτει στο πλάτος της

έννοιας του εγγράφου43 συνεπές είναι να γίνει δεκτό ότι η αποδεικτική της αξία

περιορίζεται αποκλειστικά σ’ αυτήν που καθιερώνεται στο άρθρο 448 § 2

ΚΠολΔ44. Όπως όμως θα φανεί στο οικείο κεφάλαιο45, η αποδεικτική αξία που

καθιερώνεται στο άρθρο 448 § 2 ΚΠολΔ, έχει περιορισμένη μόνο σημασία

συναρτώμενη προς τη φυσιογνωμία των μηχανικών απεικονίσεων, και

πάντως διαφέρει ουσιαστικά από την συνήθη αποδεικτική ισχύ των ιδιωτικών

εγγράφων.

Αντίθετα, η θεώρηση των μηχανικών απεικονίσεων ως κατά πλάσμα

δικαίου εγγράφων επιτρέπει την αναζήτηση των προϋποθέσεων, υπό τις

οποίες είναι δυνατόν να προσδοθεί σε αυτές και η συνήθης αποδεικτική ισχύς

των ιδιωτικών εγγράφων. Αυτή η επιδίωξη αντιστοιχεί στην εμπρόθετη

νομοθετική επιλογή να αναζητηθούν περιπτώσεις, κατά τις οποίες θα

αποδοθεί η αποδεικτική δύναμη των εγγράφων και σε αντικείμενα που δεν

φέρουν την ιδιόχειρη υπογραφή46.

Είναι βέβαια προφανές ότι το ηλεκτρονικό έγγραφο, το οποίο επίσης

απεικονίζεται σε γραφή κατανοητή για τον άνθρωπο, είναι ως προς αυτό

συγγενές με τα έγγραφα υπό στενή έννοια. Ωστόσο, τα γνωρίσματα του

ηλεκτρονικού εγγράφου απέχουν ουσιωδώς από τα γνωρίσματα του

42

Αντίθετα, κατά τον Χριστοδούλου Κ., ό.π., σελ. 64 επ., η εν λόγω διχογνωμία δεν

παρουσιάζει πρακτικό ενδιαφέρον λόγω του ότι η μηχανική απεικόνιση θα είναι έγγραφο εάν

φέρει υποκατάστατο της ιδιόχειρης υπογραφής. Δε θα είναι όμως έγγραφο εάν δε φέρει

υπογραφή. Κατά τον ίδιο το φαινόμενο αυτό της πολλαπλής υπαγωγής του ηλεκτρονικού

εγγράφου δε θα πρέπει να ξενίζει, δεδομένου ότι τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα βρίσκονταν

έξω από τον ορίζοντα του ιστορικού νομοθέτη. Η θέση αυτή αντικρούεται από τον Κουσούλη

Σ., Ηλεκτρονικό έγγραφο, ό.π., υποσημ. 24, σελ. 221, διότι υποστηρίζει ότι συγχέει την έννοια

του εγγράφου και της νομικής του φύσης με το στοιχείο της ιδιόχειρης υπογραφής, η οποία

απαιτείται απλώς για την προσαυξημένη αποδεικτική του αξία. Επιπλέον, ο δικονομικός

νομοθέτης είχε σαφή επίγνωση των μελλοντικών τότε εξελίξεων και σκόπιμα συμπεριέλαβε

τις μηχανικές απεικονίσεις στο αποδεικτικό οπλοστάσιο των μερών. 43

Ότι στο εν λόγω άρθρο ο νόμος δεν καθιερώνει πλάσμα και ότι η μηχανική

απεικόνιση εμπίπτει στο πλάτος της έννοιας του εγγράφου συμφωνεί και ο Μπέης Κ., Τα

έγγραφα στην πολιτική δίκη, Δ 23 (1992), σελ. 47. 44

Έτσι και Μπέης Κ., ό.π., σελ. 47. 45

Βλ. παρακάτω σελ. 18 επ.

46 Βλ. Κουσούλη Σ., Ηλεκτρονικό έγγραφο, ό.π., σελ. 222.

18

εγγράφου υπό στενή έννοια κατά τον ΚΠολΔ. Όπως προαναφέρθηκε, το

έγγραφο παράγεται αμέσως διά της γραφής σε υλικό που παρουσιάζει

διάρκεια ζωής. Αντίθετα, το ηλεκτρονικό έγγραφο παράγεται, ως μηχανική

απεικόνιση, εμμέσως αφού προηγηθούν οι φάσεις κωδικοποίησης και

αποκωδικοποίησης των στοιχείων. Επομένως, η εξομοίωση των δύο

διάφορων νομοτυπικών μορφών μπορεί να γίνει μόνο πλασματικά47.

ΙΙΙ. Η αποδεικτική δύναμη του ηλεκτρονικού εγγράφου

Ως περίπτωση μηχανικής απεικόνισης το ηλεκτρονικό έγγραφο έχει την

αποδεικτική δύναμη του άρθρου 448 § 2 ΚΠολΔ. Αποτελεί πλήρη απόδειξη,

δεκτική ανταποδείξεως, ως προς τα γεγονότα ή πράγματα που αναγράφει48.

Με πλήρη αποδεικτική ισχύ περιβάλλεται η πιστότητα της απεικόνισης

καθεαυτή, δηλαδή η ακρίβεια των πραγματικών γεγονότων ή πραγμάτων που

καταγράφονται ή απεικονίζονται επ΄ αυτής49 και όχι η αλήθεια του κειμένου ή

της αναπαράστασης καθεαυτής50. Παρεμβάσεις ή δυσλειτουργίες κατά την

εισαγωγή του κειμένου και την κωδικοποίησή του σε μαγνητικές εγγραφές

αλλά και κατά τον μετασχηματισμό του και την εμφάνισή του στην οθόνη του

Η/Υ ή την εκτύπωσή του μπορεί να αλλοιώσουν το κείμενο που αρχικώς

καταχωρήθηκε. Ακριβώς σε τέτοιες μεταμορφώσεις που μπορεί να υπέστη το

κείμενο κατά τους διαδοχικούς μηχανικούς του μετασχηματισμούς αναφέρεται

47

Βλ. Κουσούλη Σ., Ηλεκτρονικό έγγραφο, ό.π., σελ. 223.

48 Κατά τις συζητήσεις στην Αναθεωρητική Επιτροπή ο Αλ. Βαμβέτσος υπέδειξε ότι οι

μηχανικές απεικονίσεις είναι δεκτικές ευχερούς παραποίησης (π.χ. δημιουργία φωτογραφικών

συμπλεγμάτων από μεμονωμένες φωτογραφίες, δυνατότητα απομιμήσεως της φωνής κ.λπ.)

και έτσι πρότεινε την απάλειψη της παραπάνω διάταξης περί πλήρους αποδεικτικής τους

δύναμης. Παρά το ότι με την άποψη αυτή ετάχθησαν οι Χ. Φραγκίστας και Χ. Λιβαθηνός, η

Επιτροπή απέρριψε την πρόταση. Βλ. ΠρΑν, σελ. 132. 49

ΑΠ 405/2007, ΕλλΔνη 2008, σελ. 209, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας/Τέντες, ό.π., άρ.

448 αρ. 4. 50

Βλ. Αρβανιτάκη Π., Ζητήματα αποδεικτικών εγγράφων κατά τον ΚΠολΔ, σελ. 136.

19

η δυνατότητα ανταπόδειξης του άρθρου 448 § 2 ΚΠολΔ51. Συνεπώς, η

δυνατότητα παραποίησης των μηχανικών απεικονίσεων, αν και σε γνώση του

νομοθέτη, δεν επηρεάζει την πλήρη αποδεικτική τους ισχύ. Η αντιμετώπιση

των σχετικών κινδύνων ανατέθηκε στο δικαστή, ο οποίος καλείται να

σταθμίσει το βάρος της ανταποδεικτικής προσπάθειας52.

Εξαιτίας του γεγονότος ότι στα ηλεκτρονικά έγγραφα συνήθως

περιέχονται δικαιοπρακτικές δηλώσεις βούλησης (π.χ. παραγγελία ποσότητας

εμπορεύματος), καίρια σημασία για τις συναλλαγές αποκτά, όχι τόσο η

απόδειξη της ακρίβειας της απεικόνισης, αλλά η πιστοποίηση της καταγωγής

του ηλεκτρονικού εγγράφου, του προσώπου δηλαδή από το οποίο προέρχεται

και αναλαμβάνει τις περιεχόμενες σ’ αυτό δεσμεύσεις και υποχρεώσεις53. Η

πιστοποίηση αυτή δεν παρέχεται από τη διάταξη του άρθρου 448 § 2 ΚΠολΔ,

αφού αυτή, όπως προαναφέρθηκε, δεν ρυθμίζει το ζήτημα της προέλευσης

της μηχανικής απεικόνισης, αλλά αναφέρεται απλά στο γεγονός της ύπαρξης

του κειμένου. Απασχόλησε λοιπόν τη δικονομική θεωρία54 το ζήτημα αν οι

σύγχρονες μορφές μηχανικών απεικονίσεων (telex, telefax, ηλεκτρονικό

έγγραφο) εκτός από την πλήρη αποδεικτική δύναμη που προβλέπεται στο

άρθρο 448 § 2 ΚΠολΔ, μπορούν να αναπτύξουν και την τυπική αποδεικτική

δύναμη των κλασικών ιδιωτικών εγγράφων, που καθορίζεται στο άρθρο 445

ΚΠολΔ. Αν δηλαδή η παραγόμενη από αυτές πλήρης απόδειξη αφορά, εκτός

από την απεικόνιση αυτή καθεαυτή, και την προέλευσή τους και το

περιεχόμενό τους.

Παλαιότερα είχε διατυπωθεί η άποψη ότι οι μηχανικές απεικονίσεις δεν

έχουν εκδότη όπως τα συνήθη ιδιωτικά έγγραφα. «Περιέχουσαι αντικειμενικήν

51

ΜΠρΑθ 1932/2011, ΕΠολΔ 2011, σελ. 482, με παρατηρήσεις Κατηφόρη Ν.,

ΜΠρΑθ 6302/2004, Αρμ. 2005, σελ. 239, ΜΠρΑθ 1963/2004, Δ 2005, σελ. 586, ΔΙΜΕΕ

3/2004, σελ. 404 με παρατηρήσεις Γιαννόπουλου Γ., ΜΠρΑθ 1327/2001, ΝοΒ 2001, σελ. 866,

ΕΕμΔ 2001, σελ. 256., ΕΤρΑξΧρΔ 2002, σελ. 558, ΔΕΕ 2001, σελ. 377, με παρατηρήσεις

Κουσούλη Σ. και Δ 32 (2001), σελ. 457 με παρατηρήσεις Χριστοδούλου Κ. και Μπέη Κ. Βλ.

όμως Νικολόπουλο Γ, ό.π., σελ. 342, κατά τον οποίο το ενδεχόμενο παρεισφρήσεως λαθών ή

τεχνικών δυσλειτουργιών στην τελική απεικόνιση αντιμετωπίζεται με την αμφισβήτηση της

γνησιότητας του ηλεκτρονικού εγγράφου κατ’ άρθρο 457 § 4 ΚΠολΔ. 52

Μητσόπουλος Γ./Κεραμεύς Κ., ό.π., σελ. 331 ΙΙ, 332 (υπό 8). 53

Βλ. Ψούνη-Ζορμπά Ν., Δήλωση βουλήσεως μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, σελ.

50 επ., 57 επ. 54

Βλ. ειδικότερα Κουσούλη Σ., Ηλεκτρονικό έγγραφο, ό.π., σελ. 225 επ.

20

αποτύπωσιν γεγονότων ή πραγμάτων δεν εξαρτούν την αποδεικτική των

αξίαν από την προέλευσίν των εκ συγκεκριμένου προσώπου»55. Το σίγουρο

είναι ότι η άποψη αυτή δεν μπορεί να καλύπτει και το ηλεκτρονικό έγγραφο

διαθέσεως, μέσω του οποίου διατυπώνεται ή μεταβιβάζεται ηλεκτρονικά

ορισμένη δήλωση56. Ως εκδότης της περιλαμβανόμενης στο ηλεκτρονικό

έγγραφο δήλωσης βούλησης νοείται το πρόσωπο από το οποίο αυτή

προήλθε, δηλαδή ο αποστολέας της57.

Όπως η κατ’ άρθρο 445 ΚΠολΔ αποδεικτική δύναμη του ιδιωτικού

εγγράφου εξαρτάται, κατ’ αρχάς, από την ύπαρξη της ιδιόχειρης υπογραφής

(άρθρο 443 ΚΠολΔ), αντιστοίχως και στο ηλεκτρονικό έγγραφο τίθεται το

ζήτημα της ύπαρξης της ηλεκτρονικής υπογραφής. Για να καλυφθεί λοιπόν η

έλλειψη ιδιόχειρης υπογραφής στα ηλεκτρονικά έγγραφα, η θεωρία κατέτεινε

στην ανάδειξη τελολογικού υποκατάστατου της ιδιόχειρης υπογραφής,

υπογραμμίζοντας ότι οι μορφές αυτές περιέχουν στοιχεία ικανά να

υποκαταστήσουν από άποψη λειτουργίας την ιδιόχειρη υπογραφή. Πιο

συγκεκριμένα, διατυπώθηκε η θέση ότι η ηλεκτρονική υπογραφή χαρακτηρίζει

ένα ορισμένο πρόσωπο, εμπεριέχοντας κατ’ ουσία δήλωση της ταυτότητας

του δηλούντος58. Η άποψη αυτή επιβεβαιώθηκε και νομολογιακά από τη

στιγμή που έγινε δεκτό ότι: «η μοναδική για κάθε χρήστη ηλεκτρονική

διεύθυνση, που έχει ορισθεί και εφαρμοστεί από τον ίδιο τον αποστολέα, έχει

το χαρακτήρα της ιδιόχειρης υπογραφής έστω και αν δεν έχει την

παραδοσιακή μορφή της τελευταίας»59.

55

Μητσόπουλος Γ./Κεραμεύς Κ., ό.π., σελ. 333 (υπό 11). 56

Βλ. Νικολόπουλο Γ., ό.π., σελ. 344. 57

Για την ταύτιση αποστολέα - εκδότη στο ηλεκτρονικό έγγραφο βλ. ΑΠ 1628/2003,

Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, ΕφΑθ 32/2011, ΔΕΕ 2011, σελ. 591, ΕΠολΔ 2011,

σελ. 756, ΜΠρΑθ 1932/2011, ΕΠολΔ 2011, σελ. 482, με παρατηρήσεις Κατηφόρη Ν.,

ΜΠρΑθ 6302/2004, Αρμ. 2005, σελ. 239, ΜΠρΑθ 1963/2004, Δ 2005, σελ. 586, ΔΙΜΕΕ

3/2004, σελ. 404 με παρατηρήσεις Γιαννόπουλου Γ., ΜΠρΑθ 1327/2001, ΝοΒ 2001, σελ. 866,

ΕΕμΔ 2001, σελ. 256., ΕΤρΑξΧρΔ 2002, σελ. 558, ΔΕΕ 2001, σελ. 377, με παρατηρήσεις

Κουσούλη Σ. και Δ 32 (2001), σελ. 457 με παρατηρήσεις Χριστοδούλου Κ. και Μπέη Κ. : «…

η περιλαμβανόμενη σ’ αυτό δήλωση προέρχεται από τον εκδότη - αποστολέα του…». 58

Βλ. αναλυτικά Κουσούλη Σ., Σύγχρονες μορφές, ό.π., σελ. 121 επ. 59

ΕφΑθ 32/2011, ΔΕΕ 2011, σελ. 591, ΕΠολΔ 2011, σελ. 756, ΜΠρΑθ 1932/2001,

ΕΠολΔ 2011, 482, με παρατηρήσεις Κατηφόρη Ν., ΜΠρΑθ 1963/2004, Δ 2005, σελ. 586,

ΔΙΜΕΕ 3/2004, σελ. 404 με παρατηρήσεις Γιαννόπουλου Γ., ΜΠρΑθ 1327/2001, ΝοΒ 2001,

σελ. 866, ΕΕμΔ 2001, σελ. 256., ΕΤρΑξΧρΔ 2002, σελ. 558, ΔΕΕ 2001, σελ. 377, με

21

Δυνάμει του άρθρου 41 ν. 3994/2011, προστέθηκε τρίτη παράγραφος

στο άρθρο 448 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία: «Οι απεικονίσεις της

παραγράφου 2 του άρθρου 444 αποτελούν πλήρη απόδειξη με την επιφύλαξη

του άρθρου 445 ΚΠολΔ». Με την παραπάνω παράγραφο επιβεβαιώνεται

νομοθετικά η ήδη διαμορφωθείσα τάση να αποδίδεται στις μηχανικές

απεικονίσεις, που περιέχουν δηλώσεις, η αποδεικτική δύναμη το άρθρου 445

ΚΠολΔ. Κατά ορθή ερμηνεία της παραγράφου 3 του άρθρου 448 ΚΠολΔ, την

πλήρη αποδεικτική δύναμη του άρθρου 445 ΚΠολΔ δεν έχουν όλες οι

μηχανικές απεικονίσεις (πληροφορίες, εικόνες, σύμβολα, ήχοι), ακόμα και αν η

αποτύπωσή τους κ.λπ., έγινε με τον τρόπο που περιγράφεται στο άρθρο 444

§ 2 ΚΠολΔ και έτσι εντάσσονται στην έννοια των ηλεκτρονικών εγγράφων60.

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 448 § 3 ΚΠολΔ αφορά μόνο τις

απεικονίσεις που το περιεχόμενό τους συνίσταται σε δήλωση και όχι αυτές

που αναπαριστούν απλώς ένα γεγονός, όπως π.χ. μία εικόνα. Εξάλλου, αν

μία απεικόνιση δεν περιέχει δήλωση δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να έχει

την αποδεικτική δύναμη του άρθρου 445 ΚΠολΔ. Για την εφαρμογή λοιπόν

της νέας διάταξης του άρθρου 448 § 3 ΚΠολΔ απαιτείται εκτός από το να

εντάσσεται η μηχανική απεικόνιση στην περίπτωση του άρθρου 444 § 2

ΚΠολΔ και ο έλεγχος του περιεχομένου της.

Επιπροσθέτως, η ευρύτητα της διατύπωσης του άρθρου 448 § 3

ΚΠολΔ, δηλαδή η απόδοση της αποδεικτικής δύναμης του άρθρου 445

ΚΠολΔ στις μηχανικές απεικονίσεις του άρθρου 444 § 2 ΚΠολΔ, δεν μπορεί

να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι μηχανικές απεικονίσεις αγνώστου

προελεύσεως έχουν άνευ ετέρου την καθοριζόμενη στο άρθρο 448 § 3 ΚΠολΔ

αποδεικτική δύναμη. Εξάλλου, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική έκθεση

του νόμου με τη νέα αυτή παράγραφο δεν προσδίδεται στα ηλεκτρονικά

έγγραφα που μνημονεύονται στο άρθρο 444 § 2 ΚΠολΔ μεγαλύτερη

αποδεικτική δύναμη από εκείνη του κλασικού ιδιωτικού εγγράφου. Επομένως,

και υπό το ισχύον νομικό καθεστώς, την αποδεικτική δύναμη του άρθρου 448

§ 3 ΚΠολΔ έχουν οι μηχανικές απεικονίσεις του άρθρου 444 § 2 ΚΠολΔ μόνο

παρατηρήσεις Κουσούλη Σ. και Δ 32 (2001), σελ. 457 με παρατηρήσεις Χριστοδούλου Κ. και

Μπέη Κ. 60

Νικολόπουλος Γ., ό.π., σελ. 345 επ.

22

όταν περιέχουν στοιχεία ικανά να υποκαταστήσουν την έλλειψη ιδιόχειρης

υπογραφής61.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’. Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Ι. Η έννοια και τα είδη της ηλεκτρονικής υπογραφής

Το π.δ. 150/2001 προσάρμοσε την ελληνική νομοθεσία στις διατάξεις

της Οδηγίας 1999/93 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και

καθιέρωσε την ηλεκτρονική υπογραφή. Βασικός σκοπός της Οδηγίας υπήρξε

η διευκόλυνση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του ηλεκτρονικού

εμπορίου62. Το άρθρο 2 § 1 π.δ. 150/2001 δίνει τον ορισμό της ηλεκτρονικής

υπογραφής ορίζοντάς την ως «δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή, τα οποία

είναι συνημμένα σε άλλα ηλεκτρονικά δεδομένα ή συσχετίζονται λογικά με

αυτά και τα οποία χρησιμεύουν ως μέθοδος αποδείξεως της γνησιότητας»63.

Ο νομοθετικός αυτός ορισμός χαρακτηρίζεται για την ευρύτητα της

61

Βλ. Νικολόπουλο Γ., ό.π., σελ. 346. 62 Βλ. σχετικά Δελούκα-Ιγγλέση Κ., Νομικά θέματα ηλεκτρονικού εμπορίου, σελ. 170

επ., Ζέκο Γ., Ιδιόχειρες ηλεκτρονικές υπογραφές και ηλεκτρονικές συμβάσεις, ΔΕΕ 6 (2004),

σελ. 627 επ., Κόμνιο Κ, Η ηλεκτρονική διακυβέρνηση (E-Government) και οι ηλεκτρονικές

υπογραφές στη δημόσια διοίκηση, Δ 34 (2003), σελ. 1063 επ., Λιναρίτη Ι., Η νομοθετική

ρύθμιση των ηλεκτρονικών υπογραφών μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας 99/93 της

Ευρωπαϊκής Ένωσης στο ελληνικό δίκαιο με το ΠΔ 150/2001, ΔΕΕ 3 (2002), σελ. 257 επ.,

Καραδημητρίου Κ., Ηλεκτρονικές υπογραφές: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ

ΤΟ Π.Δ. 150/2001, Αρμ. 2002, 10, σελ. 1535 επ., Καραγιάννη Β., Το κοινοτικό πλαίσιο για τις

ηλεκτρονικές υπογραφές- Η Οδηγία 1999/93/ΕΚ, ΔΕΕ 6 (2000), σελ. 580 επ., Ιγγλεζάκη Ι., Οι

νομικές ρυθμίσεις για τις ψηφιακές υπογραφές. Η Οδηγία 1999/93/ΕΚ και οι εθνικές

νομοθεσίες, ΕπισκΕΔ Γ/2000, σελ. 619 επ., Μιχαηλίδου Χ., Το πρόβλημα της ηλεκτρονικής

υπογραφής, Δ 31 (2000), σελ. 1193 επ.

63 Ο ορισμός αυτός επαναλαμβάνεται αυτολεξεί στο άρθρο 3 ν. 3979/2011 «Για την

ηλεκτρονική διακυβέρνηση».

23

διατύπωσής του64. Ο ίδιος αποτελεί το αποτέλεσμα μιας σειράς μακρών

διαβουλεύσεων στο πλαίσιο της κοινοτικής νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας

και επιτυγχάνει να συνδυάζει από τη μια πλευρά προσαρμοστικότητα έναντι

των επερχόμενων τεχνολογικών εξελίξεων και από την άλλη μη απόρριψη

πρακτικών που έχουν ήδη εδραιωθεί στο χώρο των ηλεκτρονικών

συναλλαγών65. Εξάλλου, όπως αναφέρεται στο σημείο 8 του προοιμίου της

Οδηγίας «η ταχεία τεχνολογική ανάπτυξη και ο παγκόσμιος χαρακτήρας του

Internet επιβάλλουν προσέγγιση που θα είναι ανοιχτή σε διάφορες

τεχνολογίες και υπηρεσίες ηλεκτρονικής αναγνώρισης της γνησιότητας

δεδομένων».

Από τον ορισμό αυτό του π.δ. 150/2001 για την ηλεκτρονική υπογραφή

προκύπτει το συμπέρασμα ότι αυτή αποτελεί μέθοδο τεκμηρίωσης της

γνησιότητας του ηλεκτρονικού εγγράφου66. Έτσι, οποιαδήποτε ηλεκτρονική

μέθοδος μπορεί να φανεί χρήσιμη στην απόδειξη της γνησιότητας του

ηλεκτρονικού εγγράφου εμπίπτει στην έννοια της ηλεκτρονικής υπογραφής,

ανεξάρτητα από το βαθμό βεβαιότητας ή πιθανολογικής ασφάλειας με τον

οποίο μπορεί να συντελείται η απόδειξη αυτή67. Στα εννοιολογικά στοιχεία

λοιπόν της ηλεκτρονικής υπογραφής περιλαμβάνεται απλώς η εν δυνάμει

δυνατότητα της εκάστοτε μεθόδου να αποδείξει την γνησιότητα του

ηλεκτρονικού εγγράφου και όχι η επίτευξη βεβαιότητας ως προς αυτήν.

Στην έννοια της ηλεκτρονικής υπογραφής, όπως περιγράφηκε

παραπάνω, εμπίπτει ο Προσωπικός Κωδικός Αριθμός (PIN), που συνηθίζεται

σε κλειστά δίκτυα και προϋποθέτει την προηγούμενη συμβατική επαφή των

συναλλασσομένων68. Εδώ εμπίπτει και η μέθοδος της κρυπτογραφίας, η

64

Βλ. Λιναρίτη Ι., ό.π., σελ. 258, Ιγγλεζάκη Ι., ό.π., σελ. 27, 65

Λιναρίτης Ι., ό.π., σελ. 258 66

Βλ. Γεωργιάδη Γ., ό.π., σελ. 166 επ., Κουσούλη Σ., Ηλεκτρονικό έγγραφο, σελ.

225, Λιρανίτη Ι., ό.π., σελ. 258 επ. Βλ. όμως και Μανιώτη Δ., ό.π., σελ. 34. 67

Βλ. Μανιώτη Δ., Η σύναψη της ηλεκτρονικής συμβάσεως, σελ. 27 επ. 68

Βλ. Γεωργιάδη Γ., ό.π., σελ. 168 επ., Πιτσιρίκο Ι., Σύγχρονα μέσα επικοινωνίας

(τηλεομοιότυπο, τηλετύπημα, ηλεκτρονικό έγγραφο) για την κατάρτιση τυπικών

δικαιοπραξιών, ως ζήτημα σχέσεως εγγράφου τύπου και δικαιοπραξίας, σελ. 390 επ.

Χρήση του Προσωπικού Κωδικού Αριθμού (PIN) γίνεται κατά κόρον από τους

πελάτες τραπεζών, όταν συμφωνούν ότι πράξεις πιστώσεως ή χρεώσεως, πληρωμές,

αναλήψεις χρημάτων κλπ. θα γίνονται όχι μόνο με την υπογραφή κάποιου εντύπου, αλλά και

24

οποία νοείται ως ο μετασχηματισμός των δεδομένων Η/Υ με τη χρήση των

κατάλληλων αλγορίθμων, έτσι ώστε η ανάγνωσή τους να είναι δυνατή μόνο με

τη βοήθεια ενός κλειδιού αποκρυπτογράφησης69. Με σημείο αναφοράς το

κλειδί αυτό, υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες κρυπτογραφίας: η συμμετρική,

όταν το κλειδί είναι κοινό και για τους δύο και η ασύμμετρη, η οποία στηρίζεται

σε ένα συνδυασμό μυστικού κλειδιού για την κρυπτογράφηση και δημοσίου

κλειδιού για την αποκρυπτογράφηση70. Η σημαντικότερη εφαρμογή της

ασύμμετρης κρυπτογραφίας είναι η ψηφιακή υπογραφή71. Η ψηφιακή

υπογραφή πληροί επιπλέον τις προϋποθέσεις της «προηγμένης ηλεκτρονικής

υπογραφής» με την έννοια του άρθρου 2 § 2 π.δ. 150/2001. Σύμφωνα με το

άρθρο αυτό «ως προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή» ή «ψηφιακή υπογραφή»

νοείται η ηλεκτρονική υπογραφή η οποία: συνδέεται μονοσήμαντα με τον

υπογράφοντα, καθορίζει ειδικά και αποκλειστικά την ταυτότητα του

υπογράφοντος και ανταποκρίνεται σε ορισμένους όρους ασφαλείας72.

Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το ζήτημα αν η ηλεκτρονική διεύθυνση,

που συνοδεύει τα μηνύματα που στέλνονται μέσω του ηλεκτρονικού

ταχυδρομείου, μπορεί να αξιολογηθεί ως ηλεκτρονική υπογραφή. Η ελληνική

νομολογία73 στις υποθέσεις που τέθηκαν ενώπιων της υιοθέτησε την άποψη

με την πίεση ορισμένων πλήκτρων και τη χρήση μίας μαγνητικής κάρτας. Η κάρτα φέρει

μαγνητικά στοιχεία, τα οποία επιτρέπουν στο χρήστη την είσοδο στο σύστημα των

συναλλαγών. Ο τελευταίος είναι εφοδιασμένος με τον προσωπικό του κωδικό για την είσοδό

του στο σύστημα, για να πραγματοποιηθεί η συγκεκριμένη συναλλαγή επί λογαριασμού, τον

οποίο τηρεί στην παρεμβαλλόμενη τράπεζα. Αυτή η μέθοδος τεκμηρίωσης που συνίσταται,

όπως προαναφέρθηκε στη χρήση ενός κωδικού αριθμού, είθισται να χρησιμοποιείται και στο

διαδίκτυο π.χ. για την εγγραφή σε συνδρομητικές βάσεις δεδομένων αντί χαμηλού

οικονομικού ανταλλάγματος ή έναντι της συναίνεσης στη χρησιμοποίηση των προσωπικών

δεδομένων του χρήστη για σκοπούς ερευνητικούς ή διαφημιστικούς. 69

Ιγγλεζάκης Ι., ό.π., σελ. 620. 70

Βλ. εκτενή παρουσίαση σε Δελούκα-Ιγγλέση Κ., ό.π., σελ. 157 επ., Πιτσιρίκο Ι.,

ό.π., σελ. 392 επ., Γεωργιάδη Γ., ό.π., σελ. 179 επ., Καραδημητρίου Κ., ό.π., σελ. 1535 επ. 71

Βλ. ειδικότερα Μανιώτη Δ., Η ψηφιακή υπογραφή, ό.π., σελ. 39 επ. 72

Η έννοια της ψηφιακής υπογραφής προσδιορίσθηκε αρχικά με τον άρθρο 14 ΙΙ 5 ν.

2672/1998. Βλ. σχετικά Κόμνιο Κ., ό.π., σελ. 1065 επ. Βλ. για την ειδική σημασία που

παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά του άρθου 2 αρ. 2 π.δ. 150/2001 ιδίως σε Γεωργιάδη Γ.,

ό.π., σελ. 196 επ., Χριστοδούλου Κ., ό.π., σελ. 91 επ., Πιτσιρίκο Ι, Νομική φύση του

ηλεκτρονικού εγγράφου και της ηλεκτρονικής υπογραφής κατά το π.δ. 150/2001 και την

Οδηγία 1999/93/ΕΚ, ΕΕμπΔ 2011, σελ. 317 επ. 73

ΕφΑθ 32/2011, ΔΕΕ 2011, σελ. 591, ΕΠολΔ 2011, σελ. 756, ΜΠρΑθ 1932/2011,

ΕΠολΔ 2011, σελ. 482, με παρατηρήσεις Κατηφόρη Ν., ΜΠρΑθ 6302/2004, Αρμ. 2005, σελ.

239, ΜΠρΑθ 1963/2004, Δ 2005, σελ. 586, ΔΙΜΕΕ 3/2004, σελ. 404 με παρατηρήσεις

25

που είχε υποστηριχθεί παλιότερα στη θεωρία και αντιμετώπισε τις

ηλεκτρονικές διευθύνσεις των αποστολέων του μηνύματος κατά τρόπο

λειτουργικά ισοδύναμο προς την ιδιόχειρη υπογραφή74. Ειδικότερα, δέχτηκε

ότι εφόσον μία μέθοδος ηλεκτρονικής υπογραφής προσφέρει ίδια εχέγγυα

ασφάλειας με την ιδιόχειρη, όσον αφορά τη γνησιότητα των δεδομένων και

την προέλευσή τους από τον φερόμενο ως αποστολέα τους, θα πρέπει να

θεωρηθεί ως λειτουργικά ισοδύναμη προς την ιδιόχειρη υπογραφή και να

επαγάγει τις έννομες συνέπειες της τελευταίας, τουλάχιστον στο πεδίο του

δικαίου της απόδειξης. Το δικαστήριο έχοντας ως αφετηρία την παραπάνω

σκέψη προέβη –σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας- σε μία

αξιολόγηση του κατά πόσο η διεύθυνση ηλεκτρονικής αλληλογραφίας παρέχει

τα εχέγγυα αυτά. Σύμφωνα με το συλλογισμό του δικαστηρίου, η διεύθυνση

αυτή καθεαυτή συνιστά ένα ειδικό κωδικό, βάσει του οποίου το σύστημα

αναγνωρίζει τον χρήστη είτε ως αποστολέα είτε ως λήπτη μηνύματος.

Επιπλέον, η ηλεκτρονική διεύθυνση του δηλούντος είναι πρωτότυπη αλλά και

μοναδική για κάθε χρήστη, αφού έχει «κατοχυρωθεί» από τον αρμόδιο φορέα,

και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί νόμιμα από κάποιον άλλο. Ο κωδικός

αυτός προσδιορίζει το χρήστη αλλά και τον συνδέει άρρηκτα με το μήνυμά του

καθιστώντας τους ένα «ενιαίο σύνολο», καθώς δεν είναι τεχνικά δυνατή η

αποστολή του μηνύματος εάν δε συνοδεύεται από τη διεύθυνση του

αποστολέα. Επομένως, ο καθορισμός της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά

τρόπο μοναδικό από τον ίδιο το χρήστη και η δήλωσή της σε κάθε

αποστελλόμενο μήνυμα συνιστούν, κατά το δικαστήριο, απόδειξη της

ταυτότητας του εκδότη και πληρούν τις λειτουργίες της υπογραφής. Σύμφωνα

με τον παραπάνω συλλογισμό θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διεύθυνση

ηλεκτρονικής αλληλογραφίας πληροί τις προϋποθέσεις της ηλεκτρονικής

υπογραφής του άρθρου 2 § 1 του π.δ. 150/2001. Αντίθετα δεν μπορεί να γίνει

λόγος για ηλεκτρονική υπογραφή όταν π.χ. το ηλεκτρονικό μήνυμα

συνοδεύεται από διεύθυνση που επιτρέπει την ανωνυμία (όπως όταν η

Γιαννόπουλου Γ., ΜΠρΑθ 1327/2001, ΝοΒ 2001, σελ. 866, ΕΕμΔ 2001, σελ. 256., ΕΤρΑξΧρΔ

2002, σελ. 558, ΔΕΕ 2001, σελ. 377, με παρατηρήσεις Κουσούλη Σ. και Δ 32 (2001), σελ. 457

με παρατηρήσεις Χριστοδούλου Κ. και Μπέη Κ. 74

Κουσούλης Σ., Σύγχρονες μορφές, ό.π., σελ. 142 επ. Ομοίως, Νίκας Ν., Πολιτική

Δικονομία ΙΙ, 2005, σελ. 525 επ., Νικολόπουλος Γ., ό.π., σελ. 351 επ.

26

διεύθυνση έχει διαμορφωθεί χωρίς καταχώρισή της σε κάποιον φορέα, π.χ.

στο hotmail.com) ή όταν από το περιεχόμενο της ηλεκτρονικής διεύθυνσης

δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί ο φορέας της75.

ΙΙ. Οι έννομες συνέπειες της ηλεκτρονικής υπογραφής

ΙΙ. 1. Το προϊσχύσαν δίκαιο

Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 είχε απασχολήσει τη θεωρία

αλλά και την νομολογία76 το ζήτημα εάν είναι δυνατή η αναλογική εφαρμογή

των διατάξεων 160 ΑΚ και 443, 444 § 3, 445 ΚΠολΔ όταν ένα ηλεκτρονικό

έγγραφο φέρει ηλεκτρονική υπογραφή.

Είχε υποστηριχθεί η άποψη ότι τελολογικά οι βασικές λειτουργίες της

ιδιόχειρης υπογραφής, δηλαδή η πιστοποίηση της γνησιότητας, με την έννοια

της εξασφάλισης αφενός της βεβαιότητας ως προς τον εκδότη και αφετέρου

της ακρίβειας του περιεχομένου του εγγράφου, δεν καταφάσκονται με εύλογη

βεβαιότητα στην ψηφιακή υπογραφή και επομένως δεν είναι δυνατή η

αναλογική εφαρμογή στα ηλεκτρονικά έγγραφα των διατάξεων που διέπουν

την ιδιόχειρη υπογραφή77. Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνταν και η άποψη

κατά την οποία απαιτείται νομοθετική ρύθμιση για την υποκατάσταση της

ιδιόχειρης υπογραφής από την ηλεκτρονική στις τυπικές δικαιοπραξίες, όπως

75

Για τη θεωρητική συζήτηση που προκάλεσε η νομολογιακή αυτή προσέγγιση βλ.

παρακάτω, σελ. 42 επ. 76

Βλ. ΑΠ 1623/1995 ΕλλΔνη 1998, σελ. 133 επ. και ΔΕΕ 1996, σελ. 390 επ. και ΕΕΝ

1997, σελ. 335 επ., ΑΠ 54/1993, ΕλλΔνη 1993, σελ. 600 επ. και ΕΕμπΔ 1993, σελ. 374 επ.

και ΕΤΡΑΞΧΡΔ 1993, σελ. 369 επ., ΕφΑθ 1807/1997, ΕλλΔνη 1998, σελ. 201 επ., ΕφΑθ

807/2000, ΔΕΕ 2000, σελ. 522 επ. 77

Μανιώτης Δ., Η ψηφιακή υπογραφή, ό.π., σελ. 98 επ., 118 επ., 160 επ.

27

και για την αποδεικτική ισχύ των ηλεκτρονικών εγγράφων78. Υποστηρίχθηκε

βέβαια και η άποψη ότι θα μπορούσε να χωρήσει στα ηλεκτρονικά έγγραφα

αναλογική εφαρμογή της 160 ΑΚ για την κάλυψη επιγενόμενου νομοθετικού

κενού λόγω της τεχνολογικής προόδου (και μάλιστα αναφορικά με τα

ηλεκτρονικά δεδομένα που δεν φέρουν καν ηλεκτρονική υπογραφή). Η ίδια

άποψη όμως, αναγνωρίζοντας τη θεωρητική διχογνωμία και την αβεβαιότητα

δικαίου που θα επέρχονταν, κατέληξε ότι είναι επιβεβλημένη η νομοθετική

ρύθμιση του θέματος79. Διατυπώθηκε όμως και η θέση ότι τα ηλεκτρονικά

έγγραφα, αν και δεν συγκεντρώνουν τα κατά τον ΚΠολΔ στοιχεία του

εγγράφου, ιδίως τα στοιχεία της σταθερότητας κατά την ενσωμάτωσή τους σε

υλικό φορέα που έχει διάρκεια ζωής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι δυνατή η

λειτουργική υποκατάσταση της παραδοσιακής υπογραφής από τη νέα

ηλεκτρονική μορφή της, λόγω των εγγυήσεων κατά τη διαδικασία χρήσης της

ηλεκτρονικής υπογραφής. Επομένως, η ύπαρξη τελολογικού υποκατάστατου

υπογραφής επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου 445 και την παραγωγή

πλήρους αποδεικτικής δύναμης τόσο ως προς την προέλευση του

ηλεκτρονικού εγγράφου όσο και ως προς το περιεχόμενό του80. Η θέση αυτή,

όπως αναφέρθηκε, έγινε και νομολογικά δεκτή81.

Όπως θα φανεί παρακάτω82, με τη θέσπιση του π.δ. 150/2001 και

συγκεκριμένα της διάταξης 3 § 1, που άνοιξε το δρόμο για την ευθεία πλέον

εφαρμογή των άρθρων 160 ΑΚ και 443, 444 § 3, 445 ΚΠολΔ στις

περιπτώσεις που γίνεται χρήση ασφαλούς προηγμένης ηλεκτρονικής

υπογραφής, οι απόψεις αυτές απέκτησαν θεωρητική μόνο αξία. Τα πορίσματα

78

Ρόκας Ν., Σύγχρονη Τεχνολογία και Εμπορικό Δίκαιο, ΕΕμπΔ 1998, σελ. 1, 7 επ.

Έτσι και Καραγιάννης Β., Η νομική προστασία της ηλεκτρονικής ανταλλαγής δεδομένων, ΔΕΕ

2000, σελ. 29 επ. 79

Μπέης Κ., ό.π., σελ. 52. 80

Κουσούλης Σ., Σύγχρονες μορφές, ό.π., σελ. 143 επ. 81

ΕφΑθ 32/2011, ΔΕΕ 2011, σελ. 591, ΕΠολΔ 2011, σελ. 756, ΜΠρΑθ 1932/2011,

ΕΠολΔ 2011, σελ. 482, με παρατηρήσεις Κατηφόρη Ν., ΜΠρΑθ 6302/2004, Αρμ. 2005, σελ.

239, ΜΠρΑθ 1963/2004, Δ 2005, σελ. 586, ΔΙΜΕΕ 3/2004, σελ. 404 με παρατηρήσεις

Γιαννόπουλου Γ., ΜΠρΑθ 1327/2001, ΝοΒ 2001, σελ. 866, ΕΕμΔ 2001, σελ. 256., ΕΤρΑξΧρΔ

2002, σελ. 558, ΔΕΕ 2001, σελ. 377, με παρατηρήσεις Κουσούλη Σ. και Δ 32 (2001), σελ. 457

με παρατηρήσεις Χριστοδούλου Κ. και Μπέη Κ. Και η ΑΠ 1628/2003 χαρακτηρίζει ως

αντίγραφα τις εκτυπώσεις των ηλεκτρονικών επιστολών. 82

Βλ. παρακάτω σελ. 28 επ.

28

του επιστημονικού αυτού διαλόγου διατήρησαν τη σημασία τους στο πλαίσιο

της αξιολόγησης της αποδεικτικής αξίας των ηλεκτρονικών υπογραφών, οι

οποίες δεν πληρούν μεν τα εχέγγυα ασφαλείας που θέτει το π.δ. στο άρθρο 3

§ 1 αλλά δεν επιτρέπεται εξ’ αυτού μόνο του λόγου να αποκλεισθούν ως

παραδεκτά αποδεικτικά μέσα, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 § 2 π.δ. 150/2001.

Πλέον με τη θέσπιση, δυνάμει του ν. 3994/2011, των νέων διατάξεων των

άρθρων 444 § 2 ΚΠολΔ και 448 § 3 ΚΠολΔ, τα ηλεκτρονικά έγγραφα, ως

μηχανικές απεικονίσεις, αναπτύσσουν την αποδεικτική ισχύ των ιδιωτικών

εγγράφων.

ΙΙ. 2. Το ισχύον δίκαιο

Όπως προβλέπεται ρητά στο άρθρο 1 § 2 του π.δ. 150/2001, οι

διατάξεις του εν λόγω διατάγματος δεν θίγουν διατάξεις που επιβάλλουν

τήρηση ορισμένου τύπου για τη σύσταση έννομων υποχρεώσεων, ούτε και

διατάξεις που ρυθμίζουν την αποδεικτική χρήση ή δύναμη εγγράφων.

Επομένως, οι σχετικές διατάξεις του ουσιαστικού και του δικονομικού δικαίου

παραμένουν αμετάβλητες. Ωστόσο, ο νομοθέτης επέλεξε να εξομοιώσει μία

μορφή ηλεκτρονικής υπογραφής, η οποία πληροί ορισμένους αυξημένους

όρους ασφαλείας, με την ιδιόχειρη υπογραφή.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 3 § 1 του π.δ 150/2001, η

προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή83 «που βασίζεται σε αναγνωρισμένο

πιστοποιητικό84 και δημιουργείται από ασφαλή διάταξη δημιουργίας

83

Βλ. Γεωργιάδη Γ., ό.π., σελ. 198 επ., Χριστοδούλου Κ., ό.π., σελ. 122 επ. 84

Βλ. Μανιώτη Δ., Η σύναψη της ηλεκτρονικής συμβάσεως, ό.π., σελ. 64,

Χριστοδούλου Κ., ό.π., σελ. 139 επ., 161 επ., Γεωργιάδη Γ., ό.π., σελ. 193 επ., Πιτσιρίκο Ι.,

ό.π., σελ. 319 επ. Eντελώς συνοπτικά αναφέρεται πάντως ότι η ηλεκτρονική υπογραφή

δημιουργείται από τον πάροχο υπηρεσιών πιστοποίησης, ο οποίος είναι φυσικό ή νομικό

πρόσωπο ή άλλος φορέας που εκδίδει πιστοποιητικά ή παρέχει άλλες υπηρεσίες

πιστοποίησης, συναφείς με τις ηλεκτρονικές υπογραφές. Ο πάροχος υπηρεσιών

πιστοποίησης που εκδίδει αναγνωρισμένο πιστοποιητικό στο κοινό ή εγγυάται για την

ακρίβεια τέτοιου πιστοποιητικού, ευθύνεται έναντι οποιουδήποτε φορέα ή φυσικού ή νομικού

29

υπογραφής επέχει θέση ιδιόχειρης υπογραφής τόσο στο ουσιαστικό όσο και

στο δικονομικό δίκαιο». Μέσα από τη διάταξη αυτή αναγνωρίζεται μία ειδική

κατηγορία προηγμένης υπογραφής, η οποία συγκεντρώνει πρόσθετες

προδιαγραφές ασφάλειας και για το λόγο αυτό ονομάζεται «ασφαλής

προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή». Πρόκειται για είδος ηλεκτρονικής

υπογραφής, το οποίο μέσω της ανάμιξης των παρόχων υπηρεσιών

πιστοποίησης διασφαλίζει το μεγαλύτερο δυνατό βαθμό πιθανολογικής

ασφάλειας ως προς την προέλευση και το αναλλοίωτο του ηλεκτρονικού

εγγράφου. Αυτό το είδος της ηλεκτρονικής υπογραφής επέχει θέση ιδιόχειρης

υπογραφής, επισύροντας τις εντεύθεν συνέπειες στο ουσιαστικό και στο

δικονομικό δίκαιο.

Από πλευράς ουσιαστικού δικαίου η ως άνω ρύθμιση έχει ως

αποτέλεσμα την ευθεία εφαρμογή του άρθρου 160 ΑΚ στα ηλεκτρονικά

έγγραφα που συνδέονται με μία ασφαλή προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή.

Έτσι, τα ηλεκτρονικά αυτά έγγραφα πληρούν τις προϋποθέσεις του

συστατικού τύπου, είτε αυτός έχει ορισθεί από το νόμο είτε από τα μέρη.

προσώπου για τη ζημία που προκλήθηκε σε βάρος του, επειδή το πρόσωπο εύλογα

βασίστηκε στο πιστοποιητικό. Το π.δ. 150/2001 περιέχει ένα πλέγμα διατάξεων (άρθρα 4, 6,

7, 9) που αφορούν την ασφάλεια για την παραγωγή προηγμένων ηλεκτρονικών υπογραφών

κάτω από την εποπτεία της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών προς εξασφάλιση της

γνησιότητας της υπογραφής. Από νομικής άποψης υποστηρίζεται ότι το εν λόγω

πιστοποιητικό αποτελεί μία μορφή διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης που δημιουργεί μαχητό

τεκμήριο για τη γνησιότητα της ηλεκτρονικής υπογραφής και αναπτύσσει αποδεικτική ισχύ

ανάμεσα στα μέρη (Χριστοδούλου Κ., Τρία νέα ζητήματα του δικαίου των ηλεκτρονικών

εγγράφων μετά το σχέδιο νόμου για τις ηλεκτρονικές υπογραφές, σελ. 1016, ο ίδιος,

Ηλεκτρονικά έγγραφα, ό.π., σελ. 120 επ., Λιναρίτης Ι., ό.π., σελ. 260, Καράκωστας Γ., ό.π.,

σελ. 204). Η θεωρητική αυτή κατασκευή θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στη

διευκόλυνση της αποδεικτικής διαδικασίας αλλά και στον περιορισμό της οικονομικής

επιβάρυνσης για τη διεξαγωγή της, αλλά δεν μπορεί να στηριχθεί στο νόμο. Η ανυπαρξία

δήλωσης βούλησης εκ μέρους του λήπτη του εγγράφου προκειμένου να υπαγάγει την

απόδειξη της γνησιότητας της ψηφιακής υπογραφής σε διαιτησία, φαίνεται να καθιστά την

άποψη ότι το πιστοποιητικό αποτελεί μορφή διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης αβάσιμη.

Εξάλλου, η συμφωνία υπαγωγής σε διαιτητική πραγματογνωμοσύνη πρέπει, κατά την

κρατούσα άποψη, υποχρεωτικά να καταρτίζεται εγγράφως (επιχείρημα από 869 ΚΠολΔ, βλ.

Κουσούλη Σ., Θεμελιώδη προβλήματα της διαιτησίας, σελ. 41). Η εξακρίβωση της μη

ανάκλησης του πιστοποιητικού του δηλούντος (ενέργεια που γίνεται κατά κανόνα

αυτοματοποιημένα βάση προγραμματισμού του Η/Υ του) πέρα του ότι είναι άτυπη δεν μπορεί

να θεωρηθεί ότι συνιστά δήλωση βούλησής του να υπαχθεί σε δεσμευτική διαιτησία. Πολύ δε

περισσότερο δε φαίνεται να αποτελεί ούτε ανεπιφύλακτη υποβολή του λήπτη στη διαιτησία με

την έννοια της διάταξης του άρθρου 869 § 1 στ. γ ΚΠολΔ (έτσι όμως Χριστοδούλου Κ.,

Ηλεκτρονικά έγγραφα, ό.π., σελ. 136 επ.).

30

Συνεπώς, είναι έγκυρη η δήλωση βούλησης που περιέχεται σε ένα τέτοιο

έγγραφο και κατευθύνεται στην κατάρτιση μίας δικαιοπραξίας, για την οποία ο

νόμος ή τα μέρη έχουν προβλέψει την τήρηση του έγγραφου τύπου.

Στο δικονομικό δίκαιο με τη διάταξη του άρθρου 3 § 1 π.δ. 150/2001 τα

ηλεκτρονικά έγγραφα που φέρουν το είδος της ασφαλούς προηγμένης

ηλεκτρονικής υπογραφής εξομοιώνονται από πλευράς έννομων συνεπειών

πλήρως με τα ιδιοχείρως υπογεγραμμένα έγγραφα και αναπτύσσουν την

αυξημένη αποδεικτική ισχύ της 445 ΚΠολΔ. Επομένως, τα συγκεκριμένα

ηλεκτρονικά έγγραφα, εφόσον η γνησιότητά τους αναγνωρίσθηκε ή

αποδείχθηκε, αποτελούν πλήρη απόδειξη ότι η δήλωση που περιέχουν

προέρχεται από τον ηλεκτρονικώς υπογράφοντα, επιτρεπομένης όμως της

ανταπόδειξης. Με του ίδιους όρους αυτά αποτελούν πλήρη απόδειξη και ως

προς το περιεχόμενο των δικαιοπρακτικών δηλώσεων που περιέχουν, όπως

το άρθρο 445 ΚΠολΔ ορίζει.

Ιδιαίτερα κρίσιμο είναι το ζήτημα της αποδεικτικής αξίας των

ηλεκτρονικών εγγράφων που φέρουν ηλεκτρονική υπογραφή η οποία όμως

δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ασφαλής προηγμένη, με την έννοια που

περιγράφηκε παραπάνω85. Ακριβώς για τις περιπτώσεις αυτές το άρθρο 3 § 2

π.δ. 150/2001 προβλέπει ότι: «η ισχύς της ηλεκτρονικής υπογραφής ή το

παραδεκτό της ως αποδεικτικού στοιχείου δεν αποκλείεται από μόνο τον λόγο

ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου».

Το παραπάνω άρθρο εύλογα επισημαίνει το παραδεκτό του

ηλεκτρονικού εγγράφου που είναι υπογεγραμμένο έστω και με απλή

ηλεκτρονική υπογραφή, εφόσον ο νομοθέτης με την εισαγωγή των δικαστικών

τεκμηρίων ουσιαστικά εξέφρασε τη βούλησή του να συνεκτιμάται κάθε δυνατή

πηγή δικαστικής γνώσης86.

85

Ειδικότερα ενδέχεται να μην συνοδεύεται από πιστοποιητικό Παρόχου υπηρεσιών

πιστοποίησης ή (άρθρο 2 § 10 π.δ. 150/2001), το πιστοποιητικό αυτό να μην είναι

αναγνωρισμένο, ή να έχει λήξει (βλ. Λιναρίτη Ι, ό.π., σελ. 262, υποσημ. 26). Συχνότερα όμως

η ηλεκτρονική υπογραφή θα συνίσταται σε μία μέθοδο τεκμηρίωσης «χαμηλού επιπέδου»,

όπως η χρήση PIN ή της διεύθυνσης ηλεκτρονικής αλληλογραφίας 86

Κουσούλης Σ., Σύγχρονες μορφές, ό.π., σελ. 139.

31

Η διάταξη όμως αυτή δεν έδωσε απάντηση στο ζήτημα της

αποδεικτικής αξίας των ηλεκτρονικών εγγράφων που φέρουν απλή

ηλεκτρονική υπογραφή, προκαλώντας έτσι τη διατύπωση διαφορετικών

θέσεων.

Υποστηρίχτηκε η άποψη ότι ο νομοθέτης, με τη θέση σε ισχύ του π.δ.

150/2001, συνειδητά διαχώρισε τα ηλεκτρονικά έγγραφα, από πλευράς

αποδεικτικής ισχύος, ανάλογα με το εάν αυτά είναι εφοδιασμένα με την

εγγύηση της ασφαλούς προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής ή όχι. Αφού τα

έγγραφα που φέρουν αυτό το είδος της υπογραφής, που πληροί αυξημένες

προδιαγραφές ασφάλειας, έχουν την αποδεικτική ισχύ του άρθρου 445

ΚΠολΔ, μπορεί να συναχθεί εξ’ αντιδιαστολής το συμπέρασμα ότι η απλή

ηλεκτρονική υπογραφή δεν μπορεί να λειτουργήσει ως υποκατάστατο της

ιδιόχειρης. Επομένως, ο νομοθέτης δεν εξόπλισε τα έγγραφα που φέρουν μη

ασφαλή προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή με την αυξημένη αποδεικτική ισχύ

της 445 ΚΠολΔ. Διαφορετικά, η διάκριση του νόμου μεταξύ ασφαλούς

προηγμένης και απλής ηλεκτρονικής υπογραφής θα στερούνταν νοήματος.

Κατά την ίδια άποψη, το νόημα της διάταξης του άρθρου 3 § 2 π.δ. 150/2001

δεν είναι ότι ο δικαστής θα πρέπει, εφόσον η ηλεκτρονική υπογραφή δεν

πληροί τις προϋποθέσεις της § 1 του ίδιου άρθρου, να προβεί σε ad hoc

αξιολόγηση των εχεγγύων γνησιότητας που προσφέρει το συγκεκριμένο είδος

υπογραφής και να αποφανθεί εάν το προσκομιζόμενο έγγραφο θα έχει την

αυξημένη αποδεικτική ισχύ της διάταξης του άρθρου 445 ΚΠολΔ ή όχι.

Σκοπός του νομοθέτη με τη θέσπιση της διάταξης αυτής είναι να αποκλείσει

το εξ’ αντιδιαστολής επιχείρημα ότι το έγγραφο αυτό, επειδή δεν φέρει

ηλεκτρονική υπογραφή που να πληροί τις προδιαγραφές της ασφαλούς

προηγμένης, δεν επιτρέπεται να προσαχθεί παραδεκτά ως αποδεικτικό μέσο

ή ότι στερείται οποιασδήποτε αποδεικτικής ισχύος.

Καταλήγοντας η άποψη αυτή επισημαίνει ότι το έγγραφο αυτό θα έχει

την αποδεικτική ισχύ της διάταξης του άρθρου 448 § 2 ΚΠολΔ, δηλαδή θα

32

αποτελεί πλήρη απόδειξη για τα γεγονότα ή πράγματα που αναγράφει,

επιτρεπομένης όμως της ανταπόδειξης87.

Κατά μία διαφορετική εκδοχή, το έγγραφο που φέρει ηλεκτρονική

υπογραφή που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 § 1 π.δ.

150/2001, αποτελεί ατελές -ελλιπές από άποψη προϋποθέσεων- έγγραφο και

ως τέτοιο δικαστικό τεκμήριο. Κατά συνέπεια, η αποδεικτική του αξία

περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη

(άρθρο 395 ΚΠολΔ). Η αποδεικτική δύναμη ενός τέτοιου εγγράφου δεν θα

είναι πλήρης, καθώς το δικαστήριο υποχρεούται να το εκτιμήσει ελεύθερα, σε

αντίθεση με το ηλεκτρονικό έγγραφο που φέρει ασφαλή προηγμένη

ηλεκτρονική υπογραφή, που συνιστά πλήρη απόδειξη κατά το άρθρο 445

ΚΠολΔ88.

Κατά την άποψή μου, η απόδοση στο έγγραφο, που δεν φέρει ασφαλή

προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, της αποδεικτικής ισχύος του άρθρου 448

§ 2 ΚΠολΔ δεν δίνει λύση στο πρόβλημα. Διότι για ένα αποδεικτικό έγγραφο

διαθέσεως, ακόμα και σε ηλεκτρονική μορφή, κρίσιμη είναι η απόδειξη της

γνησιότητάς του ως προς την προέλευσή και το περιεχόμενό του. Εξάλλου, η

απόδειξη του άρθρου 448 § 2 ΚΠολΔ είναι δυσχερής, με αποτέλεσμα η

αποδεικτική δύναμη των ηλεκτρονικών εγγράφων που σχετίζονται με απλή

υπογραφή, να περιορίζονταν σημαντικά. Επομένως, τα έγγραφα αυτά

δεδομένα, προκειμένου να μην απολέσουν τη σημασία τους, που συνίσταται

στην ταχεία εξυπηρέτηση των αναγκών ιδίως του σύγχρονου εμπορίου89,

ορθότερο είναι να αναπτύσσουν την αποδεικτική δύναμη του άρθρου 445

ΚΠολΔ90.

Επιπροσθέτως, η άποψη που μεταχειρίζεται τα ηλεκτρονικά έγγραφα

που συνδέονται με απλή ηλεκτρονική υπογραφή ως δικαστικά τεκμήρια δεν

ευσταθεί, διότι ως δικαστικά τεκμήρια εκτιμώνται τα ανυπόγραφα έγγραφα.

Συνεπώς η άποψη περί δικαστικού τεκμηρίου γίνεται δεκτή μόνο για τα

87

Γεωργιάδης Γ., ό.π., σελ. 207 επ., Λιναρίτης Ι., ό.π., σελ. 262. 88

Χριστουδούλου Κ., ό.π., σελ. 200 επ. 89

Για τη σημασία των ηλεκτρονικών εγγράφων στις σύγχρονες συναλλαγές βλ.

Κουσούλη Σ, Σύγχρονες μορφές, ό.π., σελ. 23 επ. 90

Βλ. Νικολόπουλο Γ., ό.π., σελ. 351-352, υποσημ. 344.

33

ηλεκτρονικά έγγραφα τα οποία δεν φέρουν κανενός είδους ηλεκτρονική

υπογραφή με την έννοια του άρθρου 2 § 1 π.δ. 150/200191. Ηλεκτρονικά

έγγραφα με ηλεκτρονική υπογραφή, η οποία δεν έχει όμως το χαρακτήρα της

ασφαλούς προηγμένης, δεν είναι δυνατόν να μεταπίπτουν στον κύκλο των

ελευθέρως αξιολογούμενων αποδεικτικών μέσων.

Τέλος σύμφωνα με άλλη άποψη, η ιδιόχειρη υπογραφή, ως όρος του

κύρους του αποδεικτικού εγγράφου, μπορεί μεθοδολογικά να υποκατασταθεί

από τελολογικά ή λειτουργικά της ισοδύναμα, που επιτελούν ίδια με αυτήν

λειτουργία. Από τη στιγμή λοιπόν που τα ηλεκτρονικά δεδομένα, που κατά τον

ορισμό του άρθρου 2 § 1 π.δ. 150/2001 χρησιμεύουν στην απόδειξη της

γνησιότητας του ηλεκτρονικού εγγράφου, μπορούν να υποκαταστήσουν

λειτουργικά ή τελολογικά την ιδιόχειρη υπογραφή, λόγοι δογματικοί,

μεθοδολογικοί και συναλλακτικοί επιβάλλουν το ηλεκτρονικό έγγραφο στο

οποίο είναι αυτά προσαρτημένα να έχει την αποδεικτική δύναμη του άρθρου

445 ΚΠολΔ92.

Αυτήν ακριβώς την εκδοχή υιοθέτησε και η νομολογία, δεχόμενη ότι η

ηλεκτρονική διεύθυνση, που καθορίζεται κατά τρόπο μοναδικό από τον ίδιο το

χρήστη, επέχει θέση ιδιόχειρης υπογραφής, έστω και εάν δεν έχει την

παραδοσιακή μορφή της τελευταίας93.

Ήδη με τη θέση σε ισχύ, δυνάμει του ν. 3994/2011, των νέων

διατάξεων των άρθρων 444 § 2 ΚΠολΔ και 448 § 3 ΚΠολΔ, επιβεβαιώνεται

πλέον και νομοθετικά η ανωτέρω θέση. Τα ηλεκτρονικά έγγραφα, ως

μηχανικές απεικονίσεις, αναπτύσσουν την αποδεικτική ισχύ των ιδιωτικών

εγγράφων, όχι μόνο μέσω της εφαρμογής του π.δ. 150/2001 αλλά και μέσω

91

Βλ. όμως Γεωργιάδη Γ., ό.π., σελ. 214, υποσημ. 36, κατά τον οποίο το άρθρο 444

§ 1γ ΚΠολΔ συνιστά εμπόδιο στην υπαγωγή των ηλεκτρονικών εγγράφων, που δεν φέρουν

κανενός είδους ηλεκτρονική υπογραφή, στα δικαστικά τεκμήρια. 92

Κουσούλης Σ., Ηλεκτρονικό έγγραφο, ό.π., σελ. 229 επ. Έτσι και Νικολόπουλος Γ.,

ό.π., σελ. 351 επ. 93

ΕφΑθ 32/2011, ΔΕΕ 2011, σελ. 591, ΕΠολΔ 2011, σελ. 756, ΜΠρΑθ 1932/2011,

ΕΠολΔ 2011, σελ. 482, με παρατηρήσεις Κατηφόρη Ν., ΜΠρΑθ 6302/2004, Αρμ. 2005, σελ.

239, ΜΠρΑθ 1963/2004, Δ 2005, σελ. 586, ΔΙΜΕΕ 3/2004, σελ. 404 με παρατηρήσεις

Γιαννόπουλου Γ., ΜΠρΑθ 1327/2001, ΝοΒ 2001, σελ. 866, ΕΕμΔ 2001, σελ. 256., ΕΤρΑξΧρΔ

2002, σελ. 558, ΔΕΕ 2001, σελ. 377, με παρατηρήσεις Κουσούλη Σ. και Δ 32 (2001), σελ. 457

με παρατηρήσεις Χριστοδούλου Κ. και Μπέη Κ.

34

του άρθρου 448 § 3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο: «Οι απεικονίσεις της

παραγράφου 2 του άρθρου 444 αποτελούν πλήρη απόδειξη με την επιφύλαξη

του άρθρου 445 ΚΠολΔ». Έχει ορθά διατυπωθεί η θέση ότι η διάκριση των

ηλεκτρονικών εγγράφων με κριτήριο το εάν φέρουν ασφαλή προηγμένη

ηλεκτρονική υπογραφή ή απλή ηλεκτρονική υπογραφή έχει σημασία και μετά

τη θέσπιση του άρθρου 448 § 3 ΚΠολΔ κατά το εξής: αν φέρουν ασφαλή

προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, αναπτύσσουν αυτόματα την αποδεικτική

δύναμη του άρθρου 445 ΚΠολΔ, ενώ αν φέρουν απλή ηλεκτρονική

υπογραφή, το άρθρο 448 § 3 ΚΠολΔ μπορεί να εφαρμοστεί μόνο εφόσον

αποδεικνύεται ύπαρξη τελολογικού υποκατάστατου της ιδιόχειρης

υπογραφής94.

ΙΙΙ. Η απόδειξη της γνησιότητας

Απαραίτητη προϋπόθεση για να έχουν τα ηλεκτρονικά έγγραφα την

αποδεικτική δύναμη των ιδιωτικών εγγράφων είναι η αναγνώριση ή απόδειξη

της γνησιότητάς τους. Το άρθρο 457 § 4 ΚΠολΔ αναφέρεται στην απόδειξη

της γνησιότητας των μηχανικών απεικονίσεων, ορίζοντας ότι:

«Σε φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και

κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση τη γνησιότητά τους, εφόσον αμφισβητείται,

οφείλει να την αποδείξει εκείνος που τις επικαλείται και τις προσάγει». Η

αμφισβήτηση της γνησιότητας των μηχανικών απεικονίσεων, λόγω της φύσης

τους, αφορά το περιεχόμενό τους και συγκεκριμένα ότι αυτό δεν αποτελεί

γνήσια αναπαράσταση της πραγματικότητας95.

94

Νικολόπουλος Γ., ό.π., σελ. 352 επ. 95

Βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα/Τέντε, ό.π., άρθρο 457 αρ. 5. Βλ. ΑΠ 378/1997,

ΕλλΔνη 1997, 1788, στην οποία η αμφισβήτηση της γνησιότητας συνίσταται στο ότι η

προσκομιζόμενη φωτογραφική αναπαράσταση αποδίδει παραποιημένη την πραγματικότητα

λόγω μηχανικών τεχνασμάτων.

35

Με την απόδειξη της γνησιότητας του περιεχομένου της μηχανικής

απεικόνισης, κατά το άρθρο 457 § 4 ΚΠολΔ96, βαρύνεται ο διάδικος που την

προσάγει και την επικαλείται. Για παράδειγμα, ο δέκτης του ηλεκτρονικού

εγγράφου θα πρέπει να αποδείξει αυτό στάλθηκε από το φερόμενο εκδότη-

αποστολέα του. Η απόδειξη της γνησιότητάς της μπορεί να γίνει με κάθε

νόμιμο αποδεικτικό μέσο, ακόμα και με μάρτυρες (άρθρο 458 ΚΠολΔ)97. Σε

περίπτωση πάντως που η προσαγόμενη και επικαλούμενη μηχανική

απεικόνιση είναι φανερά αλλοιωμένη, γίνεται δεκτό ότι εφαρμόζεται αναλογικά

η διάταξη του άρθρου 457 § 1 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα να παρέλκει η

διεξαγωγή απόδειξης σχετικά με τη γνησιότητά της98.

Εφόσον αναγνωρισθεί ή αποδειχθεί η γνησιότητα ηλεκτρονικού

εγγράφου, τότε κατά το άρθρο 448 § 3 ΚΠολΔ οι μηχανικές απεικονίσεις, ως

προς τις δικαιοπρακτικές δηλώσεις βούλησης που περιέχουν, αποτελούν

πλήρη απόδειξη τόσο για την προέλευση των δηλώσεων αυτών όσο και για

το περιεχόμενό τους. Είναι επιτρεπτή όμως η ανταπόδειξη (άρθρο 445

ΚΠολΔ)99. Έτσι, μπορεί ο αποστολέας του μηνύματος να ισχυριστεί και να

ανταποδείξει ότι η δήλωση βούλησης προέρχεται μεν από δική του

ηλεκτρονική διεύθυνση, εστάλη όμως εν αγνοία του από το συνεργάτη του, ή

χωρίς δική του εντολή, ή να προβάλει ενστάσεις του ουσιαστικού δικαίου100.

Ισχύει έτσι για τις μηχανικές απεικονίσεις ότι προβλέπεται και για τα

συνήθη ιδιωτικά έγγραφα, την αμφισβητούμενη γνησιότητα και των οποίων

αποδεικνύει όποιος τα επικαλείται και τα προσάγει (άρθρο 457 § 1 ΚΠολΔ)101.

Ωστόσο, η όμοια νομοθετική αντιμετώπιση των δυο μορφών εγγράφων, των

χάρτινων και των ηλεκτρονικών, αναφορικά με το ζήτημα της απόδειξης της

96

Βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν. 3994/2011, όπου ρητά αναφέρεται ότι όσον αφορά το

ζήτημα της γνησιότητας όλων των περιπτώσεων μηχανικών απεικονίσεων, τόσο εκείνων της

παραγράφου 2, όσο και εκείνων της παραγράφου 3 του άρθρου 448 ΚΠολΔ ισχύει ο κανόνας

του άρθρου 457 § 4 ΚΠολΔ. 97

Βλ. ΑΠ 876/1976, ΝοΒ 1977, 377. 98

Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας/Τέντες, ό.π., άρθρο 457 αρ. 5. 99

Επισημάνθηκε ότι στην περίπτωση αυτή η ανταπόδειξη πρέπει να εκληφθεί ως

κύρια απόδειξη περί του αντιθέτου (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας/Τέντες, ό.π., άρθρο 445 αρ. 6). 100

Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας/Τέντες, ό.π., άρθρο 445 αρ. 6. 101

Βλ. ειδικότερα Αρβανιτάκη Π., Ζητήματα αποδεικτικών εγγάφων κατά τον ΚΠολΔ,

σελ. 67 επ.

36

γνησιότητας τους, δεν είναι αυτονόητη102. Η απόδειξη της γνησιότητας του

ιδιοχείρως υπογεγραμμένου εγγράφου γίνεται άμεσα, είτε με παρατήρηση

από το δικαστήριο (άρθρο 457 § 1 ΚΠολΔ) είτε με πραγματογνωμοσύνη. Οι

έννομες συνέπειες που απορρέουν από την απόδειξη της γνησιότητας της

υπογραφής, συνίστανται στην αναγνώριση της αυθεντικότητας του

περιεχομένου του εγγράφου, σύμφωνα με το άρθρο 457 § 3 ΚΠολΔ, καθώς

και στην παραδοχή της τηρήσεως του τύπου του ιδιωτικού εγγράφου (άρθρο

160 § 1 ΑΚ).

Αντίθετα, η απόδειξη της γνησιότητας ενός ηλεκτρονικού εγγράφου

είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει με παρατήρηση από το δικαστήριο ή με

πραγματογνωμοσύνη, διότι λείπει το στοιχείο του ιδιοχείρου. Από την

ηλεκτρονική υπογραφή δεν προκύπτουν τα εξατομικευμένα χαρακτηριστικά

του εκδότη του ηλεκτρονικού εγγράφου. Έτσι, δεν μπορεί να δημιουργηθεί

δικανική πεποίθηση ως προς το πρόσωπο του εκδότη ενός ηλεκτρονικού

εγγράφου, μετά από εκτίμηση και παρατήρηση της μορφής της γραφής του,

με τη βοήθεια των αισθήσεων του δικαστή ή τρίτου που κατέχει γνώσεις

ειδικής πείρας. Επιπροσθέτως, η μαρτυρία τρίτου προσώπου, από την οποία

ο δικαστής επίσης θα μπορούσε να δημιουργήσει κατά άμεσο τρόπο δικανική

πεποίθηση, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορούσε να χρησιμεύσει στην

απόδειξη της γνησιότητας ενός ηλεκτρονικού εγγράφου. Και αυτό κυρίως διότι

η επίκληση γνώσης τρίτου προσώπου σχετικά με τη γνησιότητα και την

αποστολή του εγγράφου προϋποθέτει ότι το πρόσωπο, που παραδεκτά

χρησιμοποιείται ως μάρτυρας, είναι σε θέση να ελέγχει τα παραπάνω δύο

στοιχεία. Η αξιοπιστία όμως μίας τέτοιας μαρτυρίας είναι ιδιαίτερα

αμφισβητήσιμη, διότι πρόσωπο που θα μπορεί να ελέγχει τη γνησιότητα και

αποστολή του εγγράφου, συνήθως ανήκει στο επαγγελματικό ή οικογενειακό

περιβάλλον του φερόμενου ως εκδότη του ηλεκτρονικού εγγράφου. Σημειωτέο

μάλιστα είναι ότι τρίτα πρόσωπα, τα οποία έχουν καθήκον να συμβάλουν στην

εξασφάλιση της γνησιότητας και του αναλλοίωτου των ηλεκτρονικών

εγγράφων, δεν είναι δυνατόν να βεβαιώσουν άμεσα την έκδοση εγγράφου με

ορισμένο περιεχόμενο από συγκεκριμένο πρόσωπο, διότι δεν είναι παρόντα

102

Βλ. Μανιώτη Δ., Η ψηφιακή υπογραφή, ό.π., σελ. 133 επ. Τον ίδιο, Η σύναψη της

ηλεκτρονικής συμβάσεως, ό.π., σελ. 29 επ.

37

κατά την υπογραφή του103. Ο δικαστής λοιπόν στις περισσότερες περιπτώσεις

είναι υποχρεωμένος να διαπιστώσει τη γνησιότητα της ηλεκτρονικής

υπογραφής με τη βοήθεια της έμμεσης απόδειξης. Στην περίπτωση βέβαια

που το πρόσωπο είναι παρόν κατά την υπογραφή του εγγράφου και δεν

δημιουργεί υπόνοιες αναξιοπιστίας, λόγω της σχέσης του με τον φερόμενο

εκδότη, μπορεί ο δικαστής να οδηγηθεί στη δημιουργία άμεσης δικανικής

πεποίθησης για το αποδεικτέο ζήτημα104.

Όπως όμως επισημάνθηκε στην οικεία θέση105 τα διάφορα είδη

ηλεκτρονικής υπογραφής δεν παρέχουν τον ίδιο βαθμό πιθανολογικής

ασφάλειας ως προς τη γνησιότητα του ηλεκτρονικού εγγράφου. Κατ’

αντιστοιχία λοιπόν και η μέθοδος για την απόδειξη της γνησιότητας της

ηλεκτρονικής υπογραφής δεν μπορεί να είναι ίδια για όλες της μορφές της. Τα

αποδεικτικά βάρη μετατοπίζονται ανάλογα με το βαθμό της παρεχόμενης

ασφάλειας ως προς την προέλευση της ηλεκτρονικής υπογραφής. Για το

σκοπό αυτό είναι δυνατό να γίνει διάκριση δύο κατηγοριών ηλεκτρονικών

εγγράφων106.

Στην πρώτη κατηγορία μπορεί να ενταχθεί η ηλεκτρονική διεύθυνση.

Κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, η απεικόνιση της διεύθυνσης του

αποστολέα πάνω στο μήνυμα, τον καθιστά απολύτως συγκεκριμένο, έτσι

ώστε να μην είναι δυνατόν να επέλθει σύγχυσή του με άλλο χρήστη του ίδιου

συστήματος, ενώ η ταύτισή του με το περιεχόμενο του μηνύματος είναι

άρρηκτη. Η άποψη που υποστηρίζει ότι η χρήση της ηλεκτρονικής διεύθυνσης

κάποιου από άλλα πρόσωπα πρέπει να πιθανολογείται στο δικαστήριο107,

ανάγει, χωρίς επαρκή βάση, σε κανόνα εξαιρετικές και παθολογικές

καταστάσεις. Το ακριβές όμως είναι ότι η παράνομη χρήση ξένης

ηλεκτρονικής υπογραφής χωρίς να είναι τεχνικά δυσχερής, αποτελεί ένα μικρό

ποσοστό της καθημερινά συντελούμενης ηλεκτρονικής αλληλογραφίας. Η

103

Μανιώτης Δ., Η ψηφιακή υπογραφή, ό.π., σελ. 113 επ. 104

Βλ. Μανιώτη Δ., Η ψηφιακή υπογραφή, ό.π., σελ. 133 επ. Τον ίδιο, Η σύναψη της

ηλεκτρονικής συμβάσεως, ό.π., σελ. 29 επ. 105

Βλ. παραπάνω σελ. 22 επ. 106

Κουσούλης Σ., Ηλεκτρονικό έγγραφο, ό.π., σελ. 232 επ. 107

Γιαννόπουλος Γ., ΔΙΜΕΕ 3/3004, 407 επ. Για την άποψη αυτή βλ. ειδικότερα

παρακάτω, σελ. 42 επ.

38

παρατήρηση αυτή δημιουργεί ικανή εμπειρική βάση για τη δημιουργία

διδάγματος κοινής πείρας περί της ταυτίσεως του φορέα της ηλεκτρονικής

διεύθυνσης με τον εκδότη του ηλεκτρονικού μηνύματος108. Με την

προσκόμιση του ηλεκτρονικού εγγράφου, όπου αναγράφεται και η

ηλεκτρονική διεύθυνση, δημιουργείται εκ πρώτης όψεως απόδειξη109 για την

ταυτότητα του φερόμενου εκδότη. Ωστόσο, η απόδειξη αυτή υπόκειται σε

ανταπόδειξη εκ μέρους του εκδότη, ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιήσει προς

το σκοπό αυτό οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο (άρθρο 458 ΚΠολΔ). Με τη

λύση αυτή επιτυγχάνεται ισόρροπη κατανομή των αποδεικτικών κινδύνων

μεταξύ των προσώπων που συμμετέχουν στην ηλεκτρονική συνδιαλλαγή. Ο

λήπτης του μηνύματος ευλόγως πιστεύει ότι, κατά τα συνήθως συμβαίνοντα,

αυτός που εξατομικεύεται μέσω της ηλεκτρονικής διεύθυνσης είναι και ο

πραγματικός εκδότης του. Ενώ, ο φερόμενος ως εκδότης του ηλεκτρονικού

μηνύματος μπορεί να ανατρέψει την εις βάρος του δημιουργηθείσα

κατάσταση, χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, ακόμα και

μάρτυρες, για να κλονίσει το αποδεικτικό πόρισμα ότι το ηλεκτρονικό μήνυμα

προέρχεται από αυτόν. Εξάλλου, υπάρχει η δυνατότητα χρησιμοποίησης

ασφαλέστερων μεθόδων ηλεκτρονικής υπογραφής, οι οποίες προβλέπονται

στο π.δ. 150/2001, για να αποφύγει ο φερόμενος ως εκδότης την εις βάρος

του συναγωγή αποδεικτικών συμπερασμάτων.

Η κατάσταση όμως διαφέρει στην περίπτωση των προηγμένων

ηλεκτρονικών υπογραφών του π.δ. 150/2001. Η παραποίηση της ψηφιακής

υπογραφής είναι πρακτικά αδύνατη, εκτός εάν τα δεδομένα δημιουργίας

υπογραφής, τα οποία βρίσκονται στον αποκλειστικό έλεγχο του

υπογράφοντος, περιέλθουν σε γνώση τρίτου. Ειδικά στην περίπτωση της

ασφαλούς προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής ο Πάροχος Υπηρεσιών

Πιστοποίησης βεβαιώνει με την έκδοση του αναγνωρισμένου πιστοποιητικού

ότι το δημόσιο κλειδί που διαβιβάσθηκε στον λήπτη ανήκει πράγματι σε αυτόν

που φέρεται ως αποστολέας του μηνύματος. Ο ίδιος μάλιστα οφείλει να

ειδοποιεί αμέσως τον Πάροχο σε περίπτωση απώλειας των δεδομένων

108

Κουσούλης Σ., Ηλεκτρονικό έγγραφο, ό.π., σελ. 233. 109

Γι’ αυτήν και την κριτική της αποτίμηση βλ. Μητσόπουλο Γ., Η πιθανολόγησις εν

τω αστικώ δικονομικώ δικαίω, σελ. 59 επ.

39

δημιουργίας υπογραφής (άρθρο 4 ΙΙ Κανονισμού Παροχής Υπηρεσιών

Πιστοποίησης Ηλεκτρονικής Υπογραφής). Αναλόγως, ο Πάροχος

υποχρεούται να προβεί άμεσα σε ανάκληση του αναγνωρισμένου

πιστοποιητικού εάν υπάρχουν έστω και αποχρώσες ενδείξεις ότι τα δεδομένα

δημιουργίας υπογραφής του δικαιούχου του πιστοποιητικού έχουν γίνει

γνωστά ή χρησιμοποιούνται από τρίτους (άρθρο 5 Ι στοιχείο η Κανονισμού

Παροχής Υπηρεσιών Πιστοποίησης Ηλεκτρονικής Υπογραφής). Έτσι,

εισάγεται ένα πλέγμα διατάξεων, κατά το οποίο τα μυστικά κλειδιά

κρυπτογραφήσεως και αποκρυπτογραφήσεως βρίσκονται στον πλήρη και

αποκλειστικό έλεγχο του αποστολέα του μηνύματος, ο οποίος οφείλει να τα

κρατά μυστικά και να λαμβάνει τα απαραίτητη μέτρα για να αποφευχθεί η

διαρροή τους σε τρίτα πρόσωπα110. Αντίστοιχες υποχρεώσεις, που

συνάγονται από την αρχή της καλής πίστης, βαρύνουν και τον κάτοχο της

προηγμένης, αλλά όχι και ασφαλούς, ηλεκτρονικής υπογραφής. Εξάλλου,

όπως το άρθρο 2 § 2 στοιχ. γ π.δ. 150/2001 ορίζει η προηγμένη ηλεκτρονική

υπογραφή πρέπει να δημιουργείται με μέσα τα οποία ο υπογράφων μπορεί

να διατηρήσει υπό τον αποκλειστικό του έλεγχο.

Οι υποχρεώσεις αυτές έχουν ιδιαίτερη σημασία στο δίκαιο αποδείξεως.

Η γνησιότητα της ηλεκτρονικής υπογραφής θα πρέπει να θεωρείται

αποδεδειγμένη όταν η διαδικασία αποκρυπτογράφησης λειτουργήσει

επιτυχώς111. Ο κάτοχος των δεδομένων δημιουργίας υπογραφής φέρει τότε το

βάρος να αποδείξει ότι, παρά την επιτυχή λειτουργία του μηχανισμού

αποκρυπτογράφησης, το σχετικό μήνυμα δεν προήλθε από αυτόν αλλά από

μη εξουσιοδοτημένο τρίτο, σε γνώση του οποίου περιήλθαν τα μυστικά

κλειδιά. Η λύση βέβαια αυτή δεν βασίζεται στην ύπαρξη νόμιμου τεκμηρίου,

σύμφωνα με το οποίο από την επιτυχή λειτουργία του συστήματος

αποκρυπτογράφησης θα μπορούσε να συναχθεί συμπέρασμα μαχητό σχετικά

με τη γνησιότητα της ηλεκτρονικής υπογραφής. Βέβαια, η καθιέρωση ενός

τέτοιου νόμιμου μαχητού τεκμηρίου θα ήταν μάλλον ενδεδειγμένη για την

110

Βλ. και Μανιώτη Δ., Η υπογραφή της ηλεκτρονικής συμβάσεως, ό.π., σελ. 30,

κατά τον οποίο από το δίδαγμα κοινής πείρας ότι ο κάτοχος του κρυπτογραφικού υλικού το

χρησιμοποιεί κατά τρόπο αποκλειστικό, συνάγεται το δίδαγμα κοινής πείρας ότι αυτός είναι

και εκδότης του ηλεκτρονικού εγγράφου. 111

Μανιώτης Δ., Η υπογραφή της ηλεκτρονικής συμβάσεως, ό.π., σελ. 31.

40

εντελή καθιέρωση της ισοτιμίας ιδιόχειρης και ηλεκτρονικής υπογραφής,

καθώς η ισοτιμία, την οποία καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 3 § 1 π.δ.

150/2001, περιορίζεται στα έννομα αποτελέσματα των εγγράφων που έχουν

υπογραφεί με την ηλεκτρονική μέθοδο αναγνωρίσεως του εκδότη112. Ισοτιμία

όμως δεν υφίσταται, όταν η επιτυχής λειτουργία της μεθόδου αναγνωρίσεως

της γνησιότητας της ηλεκτρονικής υπογραφής δεν δημιουργεί ίσης έκτασης

δέσμευσης στο δικαστή, όπως στην περίπτωση διακρίβωσης των στοιχείων

της ταυτότητας από το γραφικό χαρακτήρα της ιδιόχειρης υπογραφής. Η

επίρριψη στο φερόμενο ως εκδότη του βάρους απόδειξης ότι η προηγμένη

ηλεκτρονική υπογραφή (απλή ή ασφαλής) δεν προέρχεται από αυτόν δεν

βασίζεται βέβαια ούτε στην ύπαρξη του αναγνωρισμένου πιστοποιητικού, το

οποίο απλώς επαυξάνει περαιτέρω το βαθμό πιθανολογικής ασφάλειας για τη

γνησιότητα του εγγράφου, αλλά αποτελεί την αποδεικτική συνέπεια των

υποχρεώσεών του να έχει υπό τον πλήρη και αποκλειστικό του έλεγχο τα

δεδομένα δημιουργίας υπογραφής και να τα τηρεί με αυξημένη επιμέλεια113.

Αυτές οι υποχρεώσεις θα καθιστούσαν πρακτικά αδύνατο για αυτόν που

επικαλείται και προσάγει το ηλεκτρονικό έγγραφο να αποδείξει την

αμφισβητούμενη γνησιότητά του. Γίνεται δεκτό ότι σε αντίστοιχες περιπτώσεις

αποδεικτικής δυσχέρειας αντιστρέφεται το βάρος απόδειξης και επιρρίπτεται

στο φερόμενο ως εκδότη του ηλεκτρονικού εγγράφου, στην αποκλειστική

σφαίρα επιρροής του οποίου ευρίσκεται το αποδεικτέο γεγονός114. Έτσι, έχει

διατυπωθεί η σκέψη ότι ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 457 § 4 ΚΠολΔ, το

πιστωτικό ίδρυμα που επικαλείται την ηλεκτρονική απεικόνιση της εντολής θα

έφερε το βάρος, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδείξει τη γνησιότητά

της, την καταγωγή της από το πρόσωπο στο οποίο ανήκει ο χρησιμοποιηθείς

112

Μανιώτης Δ., Η υπογραφή της ηλεκτρονικής συμβάσεως, ό.π., σελ. 31 επ. 113

Βλ. Κουσούλη Σ., Ηλεκτρονικό έγγραφο, ό.π., σελ. 235 επ. 114

Κουσούλης Σ., Ηλεκτρονικό έγγραφο, ό.π., σελ. 236. Την ανωτέρω θέση δέχθηκε

και η νομολογία (ΜΠρΑθ 1327/2001, ΔΕΕ 2001, σελ. 378) και για την περίπτωση των

ηλεκτρονικών διευθύνσεων με τη σκέψη ότι οποιαδήποτε παθολογία εμφανίζεται στο

ηλεκτρονικό μήνυμα «ανήκει στη σφαίρα επιρροής του φερόμενου ως αποστολέα». Όπως

όμως αναφέρθηκε ήδη τυχόν επεμβάσεις στην ηλεκτρονική διεύθυνση δεν αποκλείονται, ούτε

είναι τεχνικά δυσχερές να γίνουν. Ακόμα και αν η ηλεκτρονική διεύθυνση βρίσκεται στη

σφαίρα επιρροής του φορέα της, δεν αποκλείεται η παρέμβαση σε αυτήν και η παραποίηση ή

νόθευσή της. Για το λόγο αυτό έγινε η διαφορετική αποδεικτική αξιολόγηση των δύο

περιπτώσεων.

41

κωδικός αριθμός, πρέπει να αντιστραφεί το βάρος απόδειξης. Εάν λοιπόν η

τράπεζα αποδείξει ότι οργανωτικά είχε σε πλήρη καλή λειτουργία το σύστημα

ηλεκτρονικής συναλλαγής και ότι είχε ενημερώσει πλήρως τον πελάτης της να

τηρεί μυστικό τον προσωπικό του αριθμό, τότε αυτός φέρει το βάρος της

απόδειξης ότι η εντολή δόθηκε από άλλο πρόσωπο, το οποίο χρησιμοποίησε

τον αριθμό χωρίς την έγκρισή του115.

Παρόλο που στο ελληνικό δίκαιο η επίκληση γενικότερου κανόνα για

την κατανομή του βάρους απόδειξης με βάση τη θεωρία των σφαιρών

επιρροής δε φαίνεται δυνατή λόγω του άρθρου 338 § 1 ΚΠολΔ, εν τούτοις η

εφαρμογή της αρχής αυτής δικαιολογείται από το γεγονός ότι το αποδεικτέο

γεγονός βρίσκεται στην αποκλειστική σφαίρα επιρροής του φερόμενου ως

εκδότη ενός ηλεκτρονικού εγγράφου, όπως και του κατόχου ενός μυστικού

κωδικού PIN116.

115

Κουσούλης Σ., Σύγχρονες μορφές, σελ. 146 επ. 116

Κουσούλης Σ., Σύγχρονες μορφές, σελ. 146.

42

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ. ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΒΑΣΕΙ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΕΓΓΡΑΦΟΥ. Η ΜΠρΑθ 1327/2001

Η διαταγή πληρωμής βάσει ηλεκτρονικού εγγράφου του ΜΠρΑθ

1327/2001 σηματοδότησε την αρχή μίας νέας εποχής στη δικαστική πρακτική,

συμβάλλοντας ουσιαστικά στη δικονομική προσέγγιση της γραπτής

επικοινωνίας, που διενεργείται στις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Αντικείμενό της

αποτελεί η αποδεικτική δύναμη των ηλεκτρονικών μηνυμάτων, που

αποτελούν μία από τις βασικές λειτουργίες του διαδικτύου117. Αφού για την

έκδοση διαταγής πληρωμής απαιτείται να αποδεικνύεται η ύπαρξη της

απαίτησης με ιδιωτικό ή δημόσιο έγγραφο (623 ΚΠολΔ), κατέστη αναγκαίο να

κριθεί εάν τέτοιο έγγραφο, περιβεβλημένο με πλήρη απόδειξη, συνιστά και η

προσκομιζόμενη εκτύπωση του ηλεκτρονικού μηνύματος. Η εν λόγω διαταγή

πληρωμής δέχτηκε το ηλεκτρονικό έγγραφο ως έγγραφο κατά την έννοια του

άρθρου 623 ΚΠολΔ, προς στήριξη αίτησης για την έκδοση διαταγής

πληρωμής. Με την ευκαιρία, διατυπώθηκαν και γενικότερες σκέψεις για την

έννοια και την νομική φύση του ηλεκτρονικού εγγράφου και για πρώτη φορά

έγινε δικαστικά δεκτό ότι και το ηλεκτρονικό έγγραφο εμπίπτει στην έννοια των

μηχανικών απεικονίσεων118.

Η διαταγή πληρωμής του ΜΠρΑθ 1327/2001, έδωσε ερεθίσματα για

ένα πλούσιο επιστημονικό διάλογο. Στα κεφάλαια που ακολουθούν γίνεται

προσπάθεια επισήμανσης των σημαντικότερων ζητημάτων που αναφύονται

από αυτή τη διαταγή πληρωμής καθώς και των σχολίων, θετικών και μη, που

έχει προκαλέσει119.

117

Βλ. Καράκωστα Ι., Το δίκαιο του Internet (Νομική αντιμετώπιση του διαδικτύου),

ΝοΒ 46, σελ. 1173. 118

Σήμερα βέβαια με το άρθρο 444 § 2 ΚΠολΔ το ηλεκτρονικό έγγραφο ρητά

κατατάσσεται στις μηχανικές απεικονίσεις. 119

ΜΠρΑθ 1932/2011, ΕΠολΔ 2011, σελ. 482, με παρατηρήσεις Κατηφόρη Ν.,

ΜΠρΑθ 6302/2004, Αρμ. 2005, σελ. 239, ΜΠρΑθ 1963/2004, Δ 2005, σελ. 586, ΔΙΜΕΕ

3/2004, σελ. 404 με παρατηρήσεις Γιαννόπουλου Γ., ΜΠρΑθ 1327/2001, ΝοΒ 2001, σελ. 866,

ΕΕμΔ 2001, σελ. 256., ΕΤρΑξΧρΔ 2002, σελ. 558, ΔΕΕ 2001, σελ. 377, με παρατηρήσεις

Κουσούλη Σ. και Δ 32 (2001), σελ. 457 με παρατηρήσεις Χριστοδούλου Κ. και Μπέη Κ. Βλ.

43

Ι. Σχέση ηλεκτρονικού μηνύματος (e – mail) και ηλεκτρονικής

υπογραφής

Ι. 1. Ταύτιση φερόμενου ως αποστολέα και κατόχου e – mail

Στη συγκεκριμένη διαταγή πληρωμής γίνεται δεκτό ότι η αναγραφή της

διεύθυνσης στο μήνυμα συγκεκριμενοποιεί («ταυτοποιεί») τον υπογράφοντα

και αποτρέπει τη σύγχυσή του με άλλον. Επιπλέον επισημαίνεται ότι η

αποστολή του ηλεκτρονικού μηνύματος είναι δυνατή μόνο εάν συνοδεύεται

από την ηλεκτρονική διεύθυνση και ότι με αυτή η δήλωση βούλησης συνιστά

ένα ενιαίο σύνολο. Μάλιστα, την εν λόγω διαταγή πληρωμής απασχόλησε το

πρόβλημα του νομικού χαρακτηρισμού της αντίρρησης που προτείνει ο

διάδικος εναντίον του οποίου προσκομίζεται ηλεκτρονικό έγγραφο, όταν

εκείνος ισχυρίζεται ότι δεν είναι ο ίδιος αποστολέας του, αλλά τρίτος, άγνωστο

και μη κατονομαζόμενο πρόσωπο, το οποίο έκανε παράνομη χρήση του

ηλεκτρονικού του υπολογιστή και απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα εξ’ ονόματος

του ήδη διαδίκου και δικαιούχου χρήστη αυτού του υπολογιστή. Ο

προβληματισμός αυτός της εν λόγω διαταγής πληρωμής δεν είχε βέβαια

εννοιοκρατική διάσταση, αλλά υπέκρυπτε ουσιαστικά τον προβληματισμό

ποιος διάδικος φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή όταν δεν μπορεί

να σχηματιστεί πλήρης δικανική πεποίθηση αναφορικά με το ερώτημα αν το

επίδικο ηλεκτρονικό μήνυμα είχε σταλεί από το δικαιούχο χρήστη του

υπολογιστή αποστολής ή από τρίτο πρόσωπο, που είχε ενεργήσει παράνομα,

με ανεπίτρεπτη πρόσβασή του σ’ αυτόν τον υπολογιστή.

Η διαταγή πληρωμής δέχτηκε την άποψη που υποστηρίχτηκε στη

θεωρία, κατά την οποία σε περιπτώσεις αποδεικτικής αδυναμίας θα πρέπει να

αντιστρέφεται το βάρος απόδειξης και να επιρρίπτεται σε αυτόν, στην

αποκλειστική σφαίρα επιρροής του οποίου βρίσκεται το αποδεικτέο

επίσης Καρανάσιου Α., Έκδοση διαταγής πληρωμής βάσει ηλεκτρονικού εγγράφου, Δ 33

(2002), σελ. 561 επ.

44

γεγονός120. Εφόσον η χρήση της ηλεκτρονικής υπογραφής ή των

λειτουργικών ισοδυνάμων της ανήκει στην αποκλειστική σφαίρα επιρροής του

χρήστη του συστήματος, πρέπει αυτός να αποδεικνύει ότι η δήλωση δεν

προήλθε απ’ αυτόν. Συνεπώς, τον κίνδυνο αμφιβολίας του δικαστή εάν έγινε ή

όχι παράνομη χρήση του υπολογιστή αποστολής εκ μέρους τρίτου

προσώπου, δεν επιτρέπεται να φέρει ο διάδικος, που δεν είχε καμία σχέση με

τις συνθήκες λειτουργίας του συγκεκριμένου υπολογιστή, αλλά ο δικαιούχος

χρήσης του, που οφείλει να παίρνει τα κατάλληλα μέτρα, ώστε ο υπολογιστής

του να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τρίτα, άσχετα πρόσωπα. Διότι,

όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής, «η λειτουργία του

συστήματος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου παρέχει εγγυήσεις για την

πιστότητά της και η οποιαδήποτε παθολογία εμφανίζεται δεν προέρχεται από

ελάττωμα του συστήματος, αλλά από επέμβαση τρίτου σε αυτό, γεγονός το

οποίο ανήκει στη σφαίρα επιρροής του φερόμενου ως αποστολέα».

Την τελολογική όμως αυτή επιλογή η διαταγή πληρωμής προσπάθησε

να στηρίξει στο θετικό δίκαιο, προσφεύγοντας στις διατάξεις για το βάρος της

απόδειξης όταν προσβάλλεται παραδοσιακό έγγραφο ως πλαστό (άρθρο 463

ΚΠολΔ), και όχι των διατάξεων για το βάρος απόδειξης της γνησιότητας των

μηχανικών απεικονίσεων (άρθρο 457 § 4 ΚΠολΔ). Βέβαια, είναι αμφίβολο το

εάν η επίκληση του ότι έγινε παράνομη χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή,

και συνεπώς αθέμιτη πρόκληση της εντύπωσης ότι το κρίσιμο ηλεκτρονικό

έγγραφο προέρχεται από τον δικαιούχο χρήστη του υπολογιστή, συνιστά

πλαστογραφία και όχι αμφισβήτηση της γνησιότητας προέλευσης του

εγγράφου121.

Ενώ οι κρίσεις αυτές της ΜΠρΑθ 1327/2001 χαιρετίστηκαν από μέρος

της θεωρίας122, διατυπώθηκαν και κάποιες επιφυλάξεις123. Συγκεκριμένα,

διατυπώθηκε η άποψη ότι η αποκλειστική ταυτοποίηση του χρήστη με την

ηλεκτρονική διεύθυνση e – mail και η εξασφάλιση της γνησιότητας του

120

Κουσούλης Σ., Σύγχρονες μορφές, ό.π., σελ., 146 επ. Βλ. ειδικότερα για το θέμα

αυτό, Μανιώτη Δ., Η ψηφιακή υπογραφή, ό.π., σελ. 133 επ. 121

Μπέης Κ., Δ 36 (2005), σελ. 591. 122

Βλ. Μπέη Κ., Δ 32 (2001), σελ. 466 επ., Κουσούλη Σ., ΔΕΕ 4/2001, σελ. 380 επ. 123

Βλ. Χριστοδούλου Κ., Δ 32 (2001), σελ. 463 επ.. Γιαννόπουλο Γ., ΔιΜΕΕ 3/2004,

σελ. 407 επ.

45

ηλεκτρονικού μηνύματος μπορούν να επιτευχθούν μόνο υπό την προϋπόθεση

της χρήσης της μεθόδου των ηλεκτρονικών πιστοποιητικών – ηλεκτρονικών

υπογραφών. Επομένως, λανθασμένα η διαταγή πληρωμής δέχτηκε ότι μόνη η

απεικόνιση της διεύθυνσης επί του μηνύματος καθιστά τον αποστολέα

γνωστό στον παραλήπτη, αφού όταν δεν χρησιμοποιούνται οι κατάλληλες

μέθοδοι πιστοποίησης, η χρήση της ηλεκτρονικής διεύθυνσης από τρίτον, μη

δικαιούχο χρήστη του συγκεκριμένου υπολογιστή, πρέπει να πιθανολογείται.

Έτσι, κατά την ίδια άποψη κακώς δέχτηκε η διαταγή πληρωμής ότι

εξασφαλίζεται άρρηκτος δεσμός του αποστολέα με το περιεχόμενο του

μηνύματος, από τη στιγμή που η γνησιότητα του περιεχομένου και το

αναλλοίωτο πιστοποιούνται μόνο με τη χρήση ειδικών μεθόδων.

Κατά τη γνώμη μου, η τελευταία αυτή άποψη, που υποστηρίζει ότι η

χρήση της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κάποιου από άλλα πρόσωπα πρέπει να

πιθανολογείται στο διαδίκτυο, εκκινεί από εξαιρετικά παθολογικές καταστάσεις

και τις ανάγει σε κανόνα. Η παράνομη χρήση ξένης ηλεκτρονικής διεύθυνσης

χωρίς να είναι τεχνικά αδύνατη, αποτελεί την εξαίρεση. Επομένως, ορθά η

διαταγή πληρωμής δέχτηκε ότι η απεικόνιση της διεύθυνσης του αποστολέα

πάνω στο μήνυμα τον καθιστά απολύτως συγκεκριμένο για τον παραλήπτη,

έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν να επέλθει σύγχυσή του με άλλο χρήστη του

ίδιου συστήματος και ότι η ταύτισή του αποστολέα με το περιεχόμενο του

μηνύματος είναι άρρηκτη. Εξάλλου, ο φερόμενος ως αποστολέας μπορεί να

ανταποδείξει ότι το μήνυμα δεν προήλθε απ΄ αυτόν χρησιμοποιώντας για το

σκοπό αυτό οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, και μάρτυρες (άρθρο 458

ΚΠολΔ). Εξάλλου, ο ίδιος θα μπορούσε να επιλέξει πιο ασφαλείς μεθόδους

ηλεκτρονικής υπογραφής, που προβλέπονται στο π.δ. 150/2001, για να

αποφύγει την εις βάρος του συναγωγή αποδεικτικών συμπερασμάτων.

46

Ι. 2. Ο χαρακτηρισμός του e – mail ως ηλεκτρονικής υπογραφής

Στη θεωρία είχε υποστηριχτεί, πριν από τη θέση σε ισχύ του π.δ.

150/2001, ότι τα ηλεκτρονικά έγγραφα, αν και δεν συγκεντρώνουν τα στοιχεία

του εγγράφου, ιδίως τα στοιχεία της σταθερότητας και της ενσωμάτωσής σε

υλικό φορέα που έχει διάρκεια ζωής, πρέπει να γίνει δεκτό, λόγω των

εγγυήσεων κατά τη διαδικασία χρήσεως της ηλεκτρονικής υπογραφής, ότι

είναι δυνατή η λειτουργική υποκατάσταση της παραδοσιακής υπογραφής από

τη νέα μορφή της124.

Η διαταγή επιβεβαίωσε νομολογιακά την πλήρη λειτουργική ισοδυναμία

των εξατομικευμένων γνωρισμάτων της ηλεκτρονικής διεύθυνσης προς την

αποστολή της ιδιόχειρης υπογραφής επισημαίνοντας ότι «αυτή ακριβώς η

μοναδική για κάθε χρήστη ηλεκτρονική διεύθυνση, που έχει οριστεί και

εφαρμοστεί από τον ίδιο αποστολέα, έχει τον χαρακτήρα της ιδιόχειρης

υπογραφής, έστω και αν δεν έχει την παραδοσιακή μορφή της τελευταίας».

Αυτή η κρίση της διαταγής δέχτηκε επικρίσεις, καθώς υποστηρίχτηκε

ότι το e – mail, ακόμα και αν χαρακτηρίζονταν ως ηλεκτρονική υπογραφή, δεν

θα πληρούσε πάντως τους όρους της ασφαλούς προηγμένης ηλεκτρονικής

υπογραφής, που το π.δ. 150/2001 θεσπίζει ως νομικά ισοδύναμη προς την

ιδιόχειρη125.

Κατά την γνώμη μου, υπό την αμέσως προεκτεθείσα ερμηνευτική

εκδοχή ο κύριος όγκος των ηλεκτρονικών μηνυμάτων θα παρείχε την

απόδειξη του άρθρου 448 § 2 ΚΠολΔ και επομένως η αποδεικτική τους

δύναμη, η αξιούμενη από τις σύγχρονες συναλλαγές, θα περιορίζονταν

σημαντικά. Επομένως, τα ηλεκτρονικά αυτά έγγραφα για να μην αποβάλουν

124

Κουσούλης Σ., Σύγχρονες μορφές, ό.π., σελ. 143 επ. 125

Βλ. Γιαννόπουλο Γ., ΔιΜΕΕ 3/2004, σελ. 407 επ., Χριστοδούλου Κ., Δ 32 (2001),

σελ. 462 επ. Ο τελευταίος παρόλο που αξιολογεί θετικά από μεθοδολογική σκοπιά τον

χαρακτηρισμό της ηλεκτρονικής διεύθυνσης ως ηλεκτρονικής υπογραφής, δεν θεωρεί πως

ευσταθεί κατ’ ουσία.

47

τη σημασία τους, που συνίσταται στην ταχεία εξυπηρέτηση των σύγχρονων

αναγκών και ιδίως του εμπορίου, δέον είναι να αναπτύσσουν την αποδεικτική

δύναμη του άρθρου 445 ΚΠολΔ, εφόσον βέβαια αποδεικνύεται ύπαρξη

τελολογικού υποκατάστατου υπογραφής.

Με τη θέση σε ισχύ, δυνάμει του ν. 3994/2011, των νέων διατάξεων

των άρθρων 444 § 2 ΚΠολΔ και 448 § 3 ΚΠολΔ επιβεβαιώθηκε πλέον η

ανωτέρω νομολογιακή θέση και νομοθετικά. Τα ηλεκτρονικά έγγραφα, ως

μηχανικές απεικονίσεις, αναπτύσσουν την αποδεικτική δύναμη του άρθρου

445 ΚΠολΔ. Αν φέρουν βέβαια απλή ηλεκτρονική υπογραφή πρέπει να γίνει

δεκτό ότι το άρθρο 448 § 3 ΚΠολΔ μπορεί να εφαρμοστεί μόνο εφόσον

αποδεικνύεται ύπαρξη τελολογικού υποκατάστατου υπογραφής126.

ΙΙ. Το εκτύπωμα ηλεκτρονικού εγγράφου (print – out) αποτελεί

αντίγραφο;

Η διαταγή πληρωμής του ΜΠρΑθ 1327/2001 θίγει και το ζήτημα εάν το

εκτυπωμένο ηλεκτρονικό μήνυμα αποτελεί πρωτότυπο ή αντίγραφο που

πρέπει να επικυρωθεί για να ληφθεί υπ’ όψιν από το δικαστήριο (άρθρα 449 §

1 ΚΠολΔ και 453 §1β ΚΠολΔ). Αποφαίνεται υπέρ της δεύτερης εκδοχής,

τονίζοντας ότι πλήρη απόδειξη αποτελεί το «επικυρωμένο κατά το νόμο

αντίγραφο του αποσταλθέντος μηνύματος, το οποίο περιέχεται στο σκληρό

δίσκο του παραλήπτη». Υποδεικνύει μάλιστα ότι για την απόδειξη των

συμβάσεων, που καταρτίζονται μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, πρέπει

να προσκομίζονται «επικυρωμένα από πληρεξούσιο δικηγόρο αντίγραφα των

περιεχομένων στο σκληρό δίσκο του ηλεκτρονικού υπολογιστή μηνυμάτων

των συμβαλλομένων».

Ως προς την άποψη αυτή έχουν διατυπωθεί ορισμένες επιφυλάξεις

από μέρος της θεωρίας127. Συγκεκριμένα, υποστηρίχτηκε ότι η ίδια η μηχανική

126

Νικολόπουλος Ν., ό.π., σελ. 344 επ. 127

Βλ. Χριστοδούλου Κ., Δ 32 (2001), σελ. 465., Κουσούλη Σ., ΔΕΕ 4/2001, σελ. 381

επ.

48

απεικόνιση συνιστά πρωτότυπο και όχι αντίγραφο κειμένου128. Ειδικά το

ηλεκτρονικό έγγραφο δεν μπορεί να αποτελεί το αντίγραφο του πρωτότυπου

μηνύματος, το οποίο είναι καταχωρημένο στο δίσκο του ηλεκτρονικού

υπολογιστή, διότι οι εγγραφές στο δίσκο του ηλεκτρονικού υπολογιστή δεν

είναι αναγνώσιμες από τον άνθρωπο. Αυτές καθίστανται αναγνώσιμες αφού

υποστούν επεξεργασία από την κεντρική μονάδα, ώστε να απεικονιστούν

κατά τρόπο προσιτό στον άνθρωπο. Εφόσον λοιπόν οι μαγνητικές εγγραφές,

αυτές καθ’ εαυτές, δεν μπορούν να διαβαστούν, δεν αποτελούν πριν από την

επεξεργασία τους «έγγραφο». Διατυπώθηκε μάλιστα η θέση ότι η μόνη νοητή

βεβαιωτική αρμοδιότητα του δικηγόρου σχετικά με το print – out θα ήταν να

το θεωρήσει κατά κάποιον τρόπο ως μετάφραση από τη γλώσσα της

πληροφορικής στη νεοελληνική γλώσσα και με αυτήν την έννοια να βεβαιώσει

την ακρίβειά της129.

Ωστόσο, στην άποψη αυτή θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί ότι

σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 454 ΚΠολΔ πρέπει επί επικυρωμένης

μετάφρασης να συνυποβληθεί και το πρωτότυπο του ξενόγλωσσου

εγγράφου, ακόμα και αν δεν αμφισβητείται η γνησιότητα του τελευταίου ή η

ακρίβεια της απόδοσής του στην ελληνική. Αναλογικά, αν ίσχυε κάτι τέτοιο και

για το εκτυπωμένο ηλεκτρονικό μήνυμα, αυτό θα σήμαινε ότι μαζί θα έπρεπε

να συνυποβληθεί και ο σκληρός δίσκος του Η/Υ. Έτσι όμως ο δικαστής θα

μετατρεπόταν σε τεχνικό.

ΙΙΙ. Το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης (άρθρο 20 Σ)

Ένα άλλο ζήτημα που τέθηκε, ενόψει της έκδοσης διαταγής πληρωμής

βάσει ηλεκτρονικού εγγράφου, υπήρξε το ότι «παραμένουν άθικτοι όλοι οι

ιδιαίτεροι κίνδυνοι που εγκυμονεί το ηλεκτρονικό έγγραφο», αφού η διαδικασία

128

Βλ. και Μητσόπουλο/Κεραμέα, ό.π., σελ. 329 επ. 129

Χριστοδούλου Κ., Δ 32 (2001), σελ. 465.

49

αυτή δεν αποτελεί δίκη με την αυστηρότερη έννοια του όρου, διότι λείπει η

προηγούμενη δυνατότητα δικαστικής ακρόασης του καθ΄ου οφειλέτη.

Επομένως, επισημαίνει πως αυτό αποτελεί σημαντικό λόγο για μια φειδωλή

στάση ως προς την αξιολόγηση των εγγράφων στη διαδικασία διαταγής

πληρωμής130.

Η αντίθετη άποψη αντιτάσσει το επιχείρημα πως όταν πρόκειται για το

παραδοσιακό ιδιωτικό έγγραφο ο κίνδυνος είναι εντονότερος. Και αυτό γιατί

χωρίς προηγούμενη αναγνώριση (εκ μέρους του καθ’ ου οφειλέτη) ή χωρίς

προηγούμενη απόδειξη της γνησιότητας αυτού του εγγράφου (εκ μέρους του

προσκομίζοντα το έγγραφο δανειστή), αυτό δεν έχει την αυξημένη αποδεικτική

δύναμη των ιδιωτικών εγγράφων (άρθρο 445 ΚΠολΔ). Παρόλα αυτά, το

παραδοσιακό ιδιωτικό έγγραφο νομίμως στηρίζει αίτηση για έκδοση διαταγής

πληρωμής (άρθρο 623 ΚΠολΔ). Αντιθέτως, το ηλεκτρονικό έγγραφο είναι από

τη φύση του εξοπλισμένο από τη φύση του με απόλυτη βεβαιότητα ότι

προέρχεται από την ηλεκτρονική διεύθυνση του οφειλέτη. Συνεπώς, αν όχι

περισσότερο, πάντως εξίσου με το κλασικό ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να

στηρίζει αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής.

Σύμφωνα με την άποψή μου, οι επιφυλάξεις για την προστασία του

εναγόμενου οφειλέτη σε περίπτωση αλλοίωσης του κειμένου ή φαινομενικής

παρουσίασης του ως αποστολέα είναι υπερβολικές. Άλλωστε, υπάρχει το

δικαίωμα ανακοπής του άρθρου 623 ΚΠολΔ που μπορεί να ασκήσει ο

φερόμενος ως οφειλέτης. Μάλιστα, εκτός των άλλων πρέπει να ληφθεί υπόψη

το γεγονός ότι η ratio της διάταξης στην οποία στηρίζεται η έκδοση διαταγής

πληρωμής είναι η εξασφάλιση και προστασία του δανειστή.

Στην ΜΠρΑθ 1327/2001 στηρίχτηκε και η ΜΠρΑθ 1963/2004 η οποία

ακύρωσε αποφάσεις γενικής συνέλευσης αστικού σωματείου λόγω σύγκλησης

αυτής από αναρμόδιο πρόσωπο μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού

ταχυδρομείου. Στην ίδια κατεύθυνση, ως προς το ζήτημα της αποδεικτική

δύναμης απλού μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, κινείται και η ΑΠ

1628/2003, η οποία εξετάζοντας αίτηση αναίρεσης κατά εφετειακής

130

Βλ. Χριστοδούλου Κ., Δ 32 (2001), σελ. 465 επ.

50

απόφασης, σε διαδικασία εργατικών διαφορών, δέχεται ως αποδεικτικό μέσο

που δεν πληροί τους όρους του νόμου και τις «μηχανικές απεικονίσεις στις

οποίες περιλαμβάνονται τα ηλεκτρονικά έγγραφα και οι ηλεκτρονικές

επιστολές (e – mail) καθώς και τα αντίγραφα αυτών που εκτυπούνται από τον

ηλεκτρονικό υπολογιστή του αποστολέως – εκδότη ή του παραλήπτη».

Ωστόσο, και αυτή η απόφαση δέχεται ανεπιφύλακτα την προέλευση του

ηλεκτρονικού μηνύματος από τον αποστολέα – αναιρεσίβλητο με μόνη την

αναγραφή της διεύθυνσης του αποστολέα στο ληφθέν μήνυμα ηλεκτρονικού

ταχυδρομείου. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι στις περιπτώσεις που

απασχόλησαν τη νομολογία ο φερόμενος ως αποστολέας του ηλεκτρονικού

μηνύματος δεν αμφισβήτησε την προέλευση ή το περιεχόμενό του.

51

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Από την ανάπτυξη που προηγήθηκε μπορεί να συναχθεί το

συμπέρασμα ότι το ελληνικό δίκαιο, κατάλληλα ερμηνευμένο, παρέχει

επαρκείς βάσεις για την αποδεικτική αξιοποίηση των ηλεκτρονικών εγγράφων.

Ωστόσο, οι συναγόμενες λύσεις πρέπει να συνεκτιμούν από τη μία πλευρά,

την ανάγκη διασφάλισης των ηλεκτρονικών συναλλαγών μέσω της έκδοσης

γνήσιων ηλεκτρονικών δηλώσεων βούλησης και από την άλλη πλευρά την

ανάγκη διευκόλυνσής τους, καθώς ο μεγαλύτερος όγκος τους λαμβάνει χώρα

μέσω μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, την ώρα μάλιστα, που η

ψηφιακή υπογραφή έχει τύχει ελάχιστης αναγνώρισης.

52

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ Π., Ζητήματα αποδεικτικών εγγράφων κατά τον

ΚΠολΔ, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1992.

2. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ Γ., Η σύναψη συμβάσεως μέσω του διαδικτύου,

Εκδόσεις Αντ. Ν, Σάκκουλα, 2003.

3. ΓΕΣΙΟΥ-ΦΑΛΤΣΗ Π., Η προσβολή των εγγράφων ως πλαστών εις την

πολιτικήν δίκην. Τόμος προς τιμήν Γ. Ράμμου, 1ος τόμος, Αθήναι,

1979.

4. ΓΕΣΙΟΥ-ΦΑΛΤΣΗ Π., Δίκαιο Αποδείξεως, 3η έκδοση, Θεσσαλονίκη,

1985.

5. ΔΕΛΗΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ Γ., Η ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων από

το δικαστή στην πολιτική δίκη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2004.

6. ΔΕΛΟΥΚΑ-ΙΓΓΛΕΣΗ Κ., Νομικά θέματα ηλεκτρονικού εμπορίου,

Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2005.

7. ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΣ Γ., Δίκαιο και Internet: νομικά ζητήματα του διαδικτύου,

Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, 2009.

8. ΚΕΡΑΜΕΥΣ/ΚΟΝΔΥΛΗΣ/ΝΙΚΑΣ/ Τέντες, ΚΠολΔ Ι (2000) 442-446.

9. ΚΟΥΣΟΥΛΗΣ Σ., Σύγχρονες μορφές έγγραφης συναλλαγής, Εκδόσεις

Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1992.

10. ΚΟΥΣΟΥΛΗΣ Σ., Ηλεκτρονικό έγγραφο και ηλεκτρονική υπογραφή. Οι

σύγχρονες εξελίξεις, σε τεύχος 56 ΕΝΟΒΕ, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2006.

11. ΜΑΝΙΩΤΗΣ Δ., Η ψηφιακή υπογραφή ως μέσο διαπιστώσεως της

γνησιότητας των εγγράφων στο αστικό δικονομικό δίκαιο, Εκδόσεις

Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1998.

12. ΜΑΝΙΩΤΗΣ Δ., Η σύναψη της ηλεκτρονικής συμβάσεως και η ευθύνη

των παρεχόντων συνδρομή στην κατοχύρωση της γνησιότητας και

53

αναλλοίωτου των ηλεκτρονικών εγγράφων, Εκδόσεις Αντ. Ν.

Σάκκουλα, 2003.

13. ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ Γ., Η πιθανολόγησις εν τω αστικώ δικονομικώ

δικαίω, Αθήναι: Εκδοτικός οίκος Ιωάννου Ν. Ζαχαρόπουλου, 1952.

14. ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ Γ., Το πρόβλημα της έννοιας του δικαιικού

πλάσματος, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1998.

15. ΝΙΚΑΣ Ν., Πολιτική δικονομία ΙΙ, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005.

16. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ Γ., Το δίκαιο της αποδείξεως, Εκδόσεις Αντ. Ν.

Σάκκουλα, 2011.

17. ΠΙΤΣΙΡΙΚΟΣ Ι, Σύγχρονα μέσα επικοινωνίας (τηλεομοιότυπο,

τηλετύπημα, ηλεκτρονικό έγγραφο) για την κατάρτιση τυπικών

δικαιοπραξιών, ως ζήτημα σχέσεως εγγράφου τύπου και

δικαιοπραξίας, δ.δ. Αθηνών, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002.

18. ΠΟΔΗΜΑΤΑ Ε., Η καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως κατά το άρθρο

949 ΚΠολΔ, Εκδόσεις Σάκκουλα Αφοι, 1989.

19. ΡΑΜΜΟΣ Γ., Εγχειρίδιον αστικού δικονομικού δικαίου ΙΙ, Εκδόσεις

Σάκκουλα, 1978-1980.

20. ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ Θ., Το δίκαιο του διαδικτύου: ηλεκτρονικές

συμβάσεις, πνευματική ιδιοκτησία, προστασία προσωπικών

δεδομένων, κατοχύρωση και χρήση “domain name”, Εκδόσεις

Σάκκουλα, 2008.

21. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ., Ηλεκτρονικά έγγραφα και ηλεκτρονική

δικαιοπραξία. Μετά τις νέες κοινοτικές ρυθμίσεις, Εκδόσεις Αντ. Ν.

Σάκκουλα, 2001.

22. ΨΟΥΝΗ-ΖΟΡΜΠΑ, Δήλωση βούλησης μέσω ηλεκτρονικού

υπολογιστή. Ένταξη στο σύστημα του ΑΚ. Δυνατότητες Ακύρωσης.

Εκδόσεις Σάκκουλα, 1998.

54

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

1. ΓΕΣΙΟΥ-ΦΑΛΤΣΗ Π., Ο εξαναγκασμός της αποδείξεως ως επακόλουθο

του δικαιώματος αποδείξεως, Δ 18 (1987), σελ. 112 επ.

2. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΔιΜΕΕ 3 (2004), 27-30.

3. ΖΕΚΟΣ Γ., Ιδιόχειρες ηλεκτρονικές υπογραφές και ηλεκτρονικές

συμβάσεις, ΔΕΕ 6 (2004), σελ. 627 επ.

4. ΙΓΓΛΕΖΑΚΗΣ Ι., Οι νομικές ρυθμίσεις για τις ψηφιακές υπογραφές. Η

Οδηγία 1999/93/ΕΚ και οι εθνικές νομοθεσίες, ΕπισκΕΔ Γ/2000, σελ.

619 επ.

5. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ Β., Το κοινοτικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές

υπογραφές-Η Οδηγία 1999/93/ΕΚ, ΔΕΕ 6 (2000), σελ. 580 επ.

6. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ Β., Η νομική προστασία της ηλεκτρονικής ανταλλαγής

δεδομένων, ΔΕΕ 2000, σελ. 29 επ.

7. ΚΑΡΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Κ., Ηλεκτρονικές υπογραφές: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ Π.Δ. 150/2001, Αρμ. 2002, 10, σελ. 1535

επ.

8. ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΣ Ι., Το δίκαιο του Internet (Νομική αντιμετώπιση του

διαδικτύου), ΝοΒ 46, σελ. 1172 επ.

9. ΚΑΡΑΝΑΣΙΟΥ Α., Έκδοση διαταγής πληρωμής βάσει ηλεκτρονικού

εγγράφου, Δ 33 (2002), σελ. 560 επ.

10. ΚΑΡΑΣΗΣ Μ., Τι είναι ακυρότητα; Το πλάσμα του άρθρου 180 ΑΚ, Αρμ

1978, σελ. 897 επ.

11. ΚΕΡΑΜΕΥΣ Κ., Το ελληνικόν δίκαιον αποδείξεως υπό την επίδρασην

της συγχρόνου τεχνολογίας, Δ 3 (1972) σελ. 26 επ.

55

12. ΚΟΜΝΙΟΣ Κ, Η ηλεκτρονική διακυβέρνηση (E-Government) και οι

ηλεκτρονικές υπογραφές στη δημόσια διοίκηση, Δ 34 (2003), σελ. 1059

επ.

13. ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ Ι., Η νομοθετική ρύθμιση των ηλεκτρονικών υπογραφών

μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας 99/93 της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο

ελληνικό δίκαιο με το ΠΔ 150/2001 ΔΕΕ 3 (2002), σελ. 257 επ.

14. ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ Γ./ΚΕΡΑΜΕΥΣ Κ., Το τηλετύπημα ( TELEX) αποτελεί

αρχή εγγράφου αποδείξεως υπέρ του αποστολέα του; Γνμδ., ΝοΒ 1983,

σελ. 329 επ.

15. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ Χ., Το πρόβλημα της ηλεκτρονικής υπογραφής, Δ 31

(2000), σελ. 1188 επ.

16. ΜΠΕΗΣ Κ., Τα έγγραφα στην πολιτική δίκη, Δ 23 (1992), σελ. 44 επ.

17. ΠΙΤΣΙΡΙΚΟΣ Ι., Νομική φύση του ηλεκτρονικού εγγράφου και της

ηλεκτρονικής υπογραφής κατά το π.δ. 150/2001 και την οδηγία

1999/93/ΕΚ, ΕΕμπΔ 2011, σελ. 310 επ.

18. ΡΟΚΑΣ Ν., Σύγχρονη Τεχνολογία και Εμπορικό Δίκαιο, ΕΕμπΔ 1998,

σελ. 1 επ.

19. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ., Τρία νέα ζητήματα του δικαίου των ηλεκτρονικών

εγγράφων μετά το σχέδιο νόμου για τις ηλεκτρονικές υπογραφές, Δ 31,

σελ. 1006 επ.

56

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΔ 150/2001: Ηλεκτρονικές Υπογραφές (ΟΔΗΓ 99/93/ΕΚ)

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ`ΑΡΙΘ.150/ΦΕΚ Α`/125 25-6-2001

Προσαρμογή στην Οδηγία 99/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού

Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το

κοινοτικό πλαίσιο για ηλεκτρονικές υπογραφές.

*** Βλ. σχ. με επικύρωση των εγγράφων του παρόντος

άρθρ.16 παρ.12 Ν.3345/2005.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:

α) Του άρθρου 3 του Ν. 1338/1983 "Εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου"

(Α` 34), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 του Ν. 1892/1990 (Α` 101)

"Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις".

β) Του άρθρου 4 του αυτού Ν. 1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με την

παράγραφο 4 του άρθρου 6 του Ν. 1440/1984 (Α` 70) "Συμμετοχή της

Ελλάδος στο κεφάλαιο, τα αποθεματικά και τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής

Τράπεζας Επενδύσεων, στο κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακος

και Χάλυβος και του Οργανισμού ΕΥΡΑΤΟΜ" και τροποποιήθηκε με το άρθρο

22 του Ν. 2789/2000 (Α` 21).

2. Τις διατάξεις του δεύτερου άρθρου του Ν. 2077/1992 "Κύρωση της

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση και των σχετικών πρωτοκόλλων και

δηλώσεων που περιλαμβάνονται στην Τελική Πράξη" (Α` 136).

3. Τις διατάξεις του άρθρου 29 Α`του Ν. 1558/1985 (Α` 137) το οποίο

προστέθηκε με το άρθρο 27 του Ν. 2081/1992 (Α` 154) και αντικαταστάθηκε

57

με την παρ. 2α του άρθρου 1 του Ν. 2469/1997 (Α` 38).

4. Τις διατάξεις του Ν. 2867/2000 (Α` 273) "Οργάνωση και λειτουργία

των τηλεπικοινωνιών και άλλες διατάξεις".

5. Τις διατάξεις του Ν. 2672/98 (Α` 290) "Οικονομικοί πόροι της

Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και άλλες διατάξεις".

6. Οτι από την εφαρμογή του παρόντος Διατάγματος δεν προκαλείται

δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.

7. Την υπ` αριθμ. 98/2001 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας

μετά από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και

Αποκέντρωσης, Εθνικής Οικονομίας, Δικαιοσύνης και του Υπουργού

Μεταφορών και Επικοινωνιών, αποφασίζουμε:

Αρθρο 1

Σκοπός και Πεδίο Εφαρμογής

1. Με το παρόν Διάταγμα προσαρμόζεται η ελληνική νομοθεσία προς τις

διατάξεις της Οδηγίας 99/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του

Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1999 "Σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο

για ηλεκτρονικές υπογραφές" (ΕΕL 13/19.1.2000) στο εξής: Οδηγία.

2. Οι διατάξεις του παρόντος Διατάγματος δεν θίγουν διατάξεις που,

αναφορικά με τη σύναψη και την ισχύ συμβάσεων ή εν γένει τη σύσταση

νομικών υποχρεώσεων, επιβάλλουν τη χρήση ορισμένου τύπου, ούτε

διατάξεις για την αποδεικτική ή άλλη χρήση εγγράφων ή διατάξεις με τις

οποίες απαγορεύεται να διακινούνται και να καθίστανται γνωστά έγγραφα

ορισμένων κατηγοριών και δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

Αρθρο 2

Ορισμοί

Για την εφαρμογή του παρόντος Διατάγματος νοούνται ως:

1. "ηλεκτρονική υπογραφή": δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή, τα οποία

είναι συνημμένα σε άλλα ηλεκτρονικά δεδομένα ή συσχετίζονται λογικά με

αυτά και τα οποία χρησιμεύουν ως μέθοδος απόδειξης της γνησιότητας.

2. "προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή" ή "ψηφιακή υπογραφή": ηλεκτρονική

υπογραφή, που πληροί τους εξής όρους:

α) συνδέεται μονοσήμαντα με τον υπογράφοντα,

58

β) είναι ικανή να καθορίσει ειδικά και αποκλειστικά την ταυτότητα του

υπογράφοντος,

γ) δημιουργείται με μέσα τα οποία ο υπογράφων μπορεί να διατηρήσει

υπό τον αποκλειστικό του έλεγχο και

δ) συνδέεται με τα δεδομένα στα οποία αναφέρεται κατά τρόπο, ώστε να

μπορεί να εντοπισθεί οποιαδήποτε μεταγενέστερη αλλοίωση των εν λόγω

δεδομένων.

3. "υπογράφων": φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που κατέχει διάταξη

δημιουργίας υπογραφής και ενεργεί είτε στο δικό του όνομα είτε στο

όνομα άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου ή φορέα.

4. "δεδομένα δημιουργίας υπογραφής": μονοσήμαντα δεδομένα, όπως

κώδικες ή ιδιωτικά κλειδιά κρυπτογραφίας, που χρησιμοποιούνται από τον

υπογράφοντα για τη δημιουργία ηλεκτρονικής υπογραφής.

5. "διάταξη δημιουργίας υπογραφής": διατεταγμένο υλικό ή λογισμικό

που χρησιμοποιείται για την εφαρμογή των δεδομένων δημιουργίας της

υπογραφής.

6. "ασφαλής διάταξη δημιουργίας υπογραφής" διάταξη δημιουργίας

υπογραφής, που πληροί τους όρους του Παραρτήματος ΙΙΙ.

7. "δεδομένα επαλήθευσης υπογραφής": δεδομένα, όπως κώδικες, ή

δημόσια κλειδιά κρυπτογραφίας, τα οποία χρησιμοποιούνται για την

επαλήθευση της ηλεκτρονικής υπογραφής.

8. "διάταξη επαλήθευσης υπογραφής": διατεταγμένο υλικό ή λογισμικό,

που χρησιμοποιείται για την εφαρμογή των δεδομένων επαλήθευσης

υπογραφής.

9. "πιστοποιητικό": ηλεκτρονική βεβαίωση, η οποία συνδέει δεδομένα

επαλήθευσης υπογραφής με ένα άτομο και επιβεβαιώνει την ταυτότητά του.

10. "αναγνωρισμένο πιστοποιητικό": πιστοποιητικό που πληροί τους

όρους του Παραρτήματος Ι και εκδίδεται από πάροχο υπηρεσιών

πιστοποίησης, ο οποίος πληροί τους οριζόμενους στο Παράρτημα ΙΙ όρους.

11. "πάροχος υπηρεσιών πιστοποίησης": φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή άλλος

φορέας, που εκδίδει πιστοποιητικά ή παρέχει άλλες υπηρεσίες, συναφείς

με τις ηλεκτρονικές υπογραφές.

12. "προϊόν ηλεκτρονικής υπογραφής": υλικό ή λογισμικό ή συναφή

συστατικά στοιχεία τους, που προορίζονται προς χρήση από τον πάροχο

υπηρεσιών πιστοποίησης για την προσφορά υπηρεσιών ηλεκτρονικής

υπογραφής ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία ή

επαλήθευση ηλεκτρονικών υπογραφών.

59

13. "εθελοντική διαπίστευση": κάθε άδεια διαπίστευσης των

ηλεκτρονικών δεδομένων, στην οποία ορίζονται τα δικαιώματα και οι

υποχρεώσεις, που διέπουν την παροχή υπηρεσιών πιστοποίησης και η οποία

χορηγείται ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου παρόχου υπηρεσιών από

τον φορέα που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 4 του παρόντος.

Αρθρο 3

Εννομες συνέπειες των ηλεκτρονικών υπογραφών

1. Η προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή που βασίζεται σε αναγνωρισμένο

πιστοποιητικό και δημιουργείται από ασφαλή διάταξη δημιουργίας

υπογραφής επέχει θέση ιδιόχειρης υπογραφής τόσο στο ουσιαστικό όσο και

στο δικονομικό δίκαιο.

2. Η ισχύς της ηλεκτρονικής υπογραφής ή το παραδεκτό της ως

αποδεικτικού στοιχείου δεν αποκλείεται από μόνο τον λόγο ότι δεν

συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου.

Αρθρο 4

Πρόσβαση στην αγορά - Αρχές της εσωτερικής αγοράς

1. Τα διατιθέμενα προϊόντα ηλεκτρονικής υπογραφής μπορεί να αφορούν

ασφαλείς διατάξεις υπογραφής ή και μη ασφαλείς διατάξεις στον βαθμό που

αυτό διατυπώνεται κατά τρόπο απόλυτα σαφή για οποιονδήποτε τρίτο με την

επιφύλαξη του άρθρου 3 του παρόντος.

2. Η συμμόρφωση των ασφαλών διατάξεων δημιουργίας υπογραφής προς το

Παράρτημα ΙΙΙ του παρόντος Διατάγματος διαπιστώνεται από την Εθνική

Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.) (άρθρο 3 του ν.

2867/2000) ή από οριζόμενους από αυτήν δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς. Η

Ε.Ε.Τ.Τ. και οι οριζόμενοι από αυτή δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς

υποχρεούνται στην εφαρμογή των ελαχίστων κριτηρίων που προβλέπονται

στην Απόφαση της Επιτροπής της 6.11.2000 (Ε (2000) 3179 τελικό). Η

συμμόρφωση των προϊόντων ηλεκτρονικής υπογραφής προς αναγνωρισμένα

πρότυπα αποτελεί τεκμήριο συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που

καθορίζονται στο σημείο (στ) του Παραρτήματος ΙΙ και στο Παράρτημα ΙΙΙ

του παρόντος.

3. Τα παρεχόμενα πιστοποιητικά επαλήθευσης ορίζουν ρητά, κατά τρόπο

εύκολα αντιληπτό από μη ειδικό τρίτο, αν πρόκειται για αναγνωρισμένα ή

μη αναγνωρισμένα πιστοποιητικά.

60

4. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, για την

παροχή των υπηρεσιών πιστοποίησης οποιασδήποτε μορφής δεν απαιτείται η

χορήγηση άδειας στους παρόχους των υπηρεσιών αυτών.

5. Προκειμένου να επιτευχθεί βελτιωμένο επίπεδο παροχής υπηρεσιών

πιστοποίησης, παρέχεται από την Ε.Ε.Τ.Τ. ή από οριζόμενους από αυτήν

δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, ύστερα από έγγραφη αίτηση του

ενδιαφερόμενου παρόχου υπηρεσιών πιστοποίησης, εθελοντική διαπίστευση.

Με την εθελοντική διαπίστευση απονέμονται δικαιώματα και επιβάλλονται

υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων τελών, στον πάροχο υπηρεσιών

πιστοποίησης. Οι προϋποθέσεις εθελοντικής διαπίστευσης πρέπει να είναι

αντικειμενικές, διαφανείς, ανάλογες με τον επιδιωκόμενο σκοπό και να

μην οδηγούν σε διακρίσεις. Η Ε.Ε.Τ.Τ. δεν μπορεί να περιορίσει τον

αριθμό των παρόχων υπηρεσιών πιστοποίησης, που επιθυμούν τη διαπίστευσή

τους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.

6. Οι διαπιστευμένοι ή μη, πάροχοι υπηρεσιών πιστοποίησης, που

πληρούν τις προϋποθέσεις του Παραρτήματος ΙΙ του παρόντος, εκδίδουν

αναγνωρισμένα πιστοποιητικά για το κοινό.

7. Οι πάροχοι υπηρεσιών πιστοποίησης οφείλουν ιδιαίτερα να μεριμνούν

για την από μέρους τους τήρηση των διατάξεων για την προστασία του

ανταγωνισμού, για τον αθέμιτο ανταγωνισμό, για την πνευματική και

βιομηχανική ιδιοκτησία και για την προστασία του καταναλωτή.

8. Η Ε.Ε.Τ.Τ. έχει την εποπτεία και τον έλεγχο των εγκατεστημένων

στην Ελλάδα παροχών υπηρεσιών πιστοποίησης, καθώς και των σύμφωνα με

τις παραγράφους 5 και 2 του παρόντος φορέων διαπίστευσης και ελέγχου

της συμμόρφωσης των υπογραφών προς το παράρτημα ΙΙΙ.

9. Σε περίπτωση που πάροχος υπηρεσιών πιστοποίησης ενεργεί ως

διαπιστευμένος πάροχος υπηρεσιών πιστοποίησης, χωρίς να είναι, η

Ε.Ε.Τ.Τ. επιβάλλει πρόστιμο από εξήντα χιλιάδες (60.000) έως τριακόσιες

χιλιάδες (300.000) Ευρώ.

Αρθρο 5

Διεθνείς πτυχές

1. Η προσφορά υπηρεσιών πιστοποίησης εντός της ελληνικής επικράτειας

από πάροχο υπηρεσιών πιστοποίησης, που είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα

διέπεται από την κείμενη ελληνική νομοθεσία.

2. Υπηρεσίες πιστοποίησης στους καλυπτόμενους από τη νομοθεσία της

Ευρωπαϊκής Ενωσης για την ηλεκτρονική υπογραφή τομείς, εφόσον

προέρχονται από άλλη χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, συνεπάγονται τις

ίδιες έννομες συνέπειες με τις αντίστοιχες υπηρεσίες πιστοποίησης, που

61

παρέχονται από πάροχο υπηρεσιών πιστοποίησης, ο οποίος είναι

εγκατεστημένος στην Ελλάδα.

3. Προϊόντα ηλεκτρονικής υπογραφής, τα οποία συνάδουν με την κείμενη

νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, συνεπάγονται τις ίδιες έννομες

συνέπειες με τα αντίστοιχα προϊόντα ηλεκτρονικής υπογραφής, τα οποία

προέρχονται από την Ελλάδα. Ιδιαίτερα, η διαπίστωση συμμόρφωσης προς

την κείμενη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που αφορά προϋποθέσεις για

ασφαλείς διατάξεις δημιουργίας της υπογραφής από φορέα στον οποίο έχει

ανατεθεί ή διαπίστωση αυτή σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους της

Ευρωπαϊκής Ενωσης, έχει άμεση ισχύ και στην Ελλάδα.

4. Τα αναγνωρισμένα πιστοποιητικά, που εκδίδονται στο κοινό από

πόροχο υπηρεσιών πιστοποίησης, ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε χώρα

εκτός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είναι νομικώς ισοδύναμα με τα εκδιδόμενα

από πάροχο υπηρεσιών πιστοποίησης εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ενωση,

εφόσον:

α) ο πάροχος αυτός πληροί τους όρους του παρόντος Διατάγματος και

έχει διαπιστευθεί εθελοντικώς σε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης

β) για το συγκεκριμένο πιστοποιητικό έχει εγγυηθεί πάροχος υπηρεσιών

πιστοποίησης, που είναι εγκατεστημένος σε κράτος - μέλος και πληροί

τους όρους του παρόντος Διατάγματος.

γ) το αναγνωρισμένο πιστοποιητικό του παρόχου υπηρεσιών πιστοποίησης

αναγνωρίζεται βάσει διμερούς ή πολυμερούς συμφωνίας μεταξύ της

Ευρωπαϊκής Ενωσης και τρίτων χωρών ή διεθνών οργανισμών.

Αρθρο 6

Ευθύνη των παρόχων πιστοποίησης

1. Ο πάροχος υπηρεσιών πιστοποίησης, διαπιστευμένος ή μη, που εκδίδει

αναγνωρισμένο πιστοποιητικό στο κοινό ή εγγυάται για την ακρίβεια

τέτοιου πιστοποιητικού, ευθύνεται έναντι οποιουδήποτε φορέα ή φυσικού ή

νομικού προσώπου για τη ζημία που προκλήθηκε σε βάρος του επειδή το

πρόσωπο αυτό εύλογα βασίσθηκε στο πιστοποιητικό, όσον αφορά:

α) την ακρίβεια, κατά τη στιγμή της έκδοσής του, όλων των πληροφοριών

που περιέχονται στο αναγνωρισμένο πιστοποιητικό, καθώς και την ύπαρξη

όλων των στοιχείων που απαιτούνται για την έκδοσή του.

β) τη διαβεβαίωση ότι ο υπογράφων, η ταυτότητα του οποίου βεβαιώνεται

στο αναγνωρισμένο πιστοποιητικό, κατά τη στιγμή της έκδοσής του,

κατείχε δεδομένα δημιουργίας υπογραφής, που αντιστοιχούσαν στα

αναφερόμενα ή καθοριζόμενα στο πιστοποιητικό δεδομένα επαλήθευσης της

υπογραφής.

γ) τη διαβεβαίωση ότι αμφότερα τα δεδομένα δημιουργίας υπογραφής και

62

επαλήθευσης υπογραφής μπορούν να χρησιμοποιηθούν συμπληρωματικά, εφόσον

προέρχονται από πάροχο υπηρεσιών πιστοποίησης.

2. Ο πάροχος υπηρεσιών πιστοποίησης ευθύνεται επίσης, αν παραλείψει

να καταγράψει την ανάκληση του πιστοποιητικού.

3. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ο πάροχος δεν ευθύνεται, αν

αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα.

4. Στο αναγνωρισμένο πιστοποιητικό δύνανται να αναγράφονται, από τον

πάροχο υπηρεσιών πιστοποίησης, περιορισμοί χρήσης αυτού, υπό την

προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί τίθενται κατά τρόπο, ο οποίος είναι

αναγνωρίσιμος από οποιονδήποτε τρίτο. Σ` αυτή την περίπτωση ο πάροχος

υπηρεσιών πιστοποίησης δεν ευθύνεται για τη ζημία που προκύπτει από την

υπέρβαση των αναφερόμενων περιορισμών κατά τη χρήση του αναγνωρισμένου

πιστοποιητικού.

5. Στο αναγνωρισμένο πιστοποιητικό δύνανται να αναγράφονται, από τον

πάροχο υπηρεσιών πιστοποίησης, όρια για το ύψος των συναλλαγών, για τις

οποίες μπορεί να χρησιμοποιηθεί το σχετικό πιστοποιητικό, με την

προϋπόθεση ότι τα όρια αυτά τίθενται κατά τρόπο αναγνωρίσιμο από

οποιονδήποτε τρίτο. Στην περίπτωση αυτήν ο πάροχος υπηρεσιών

πιστοποίησης δεν ευθύνεται για τη ζημία που προκαλείται από την

υπέρβαση των ορίων αυτών.

6. Τα οριζόμενα στις διατάξεις των παραπάνω παραγράφων ισχύουν με την

επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 2251/1994 (Α` 191) όπως ισχύει για την

προστασία καταναλωτών και ιδιαίτερα για τις καταχρηστικές ρήτρες των

συμβάσεων, που συνάπτονται με καταναλωτές.

Αρθρο 7

Προστασία δεδομένων

1. Οι πάροχοι υπηρεσιών πιστοποίησης, η Ε.Ε.Τ.Τ και οι φορείς του

άρθρου 4 του παρόντος Διατάγματος υπόκεινται στις διατάξεις του ν.

2472/1997 (Α` 50) και του Ν. 2774/1999 (Α` 287) για την προστασία του

ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2. Ειδικότερα ο πάροχος των υπηρεσιών πιστοποίησης που εκδίδει

πιστοποιητικό, δύναται να συγκεντρώνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα

για την έκδοση πιστοποιητικών μόνο απευθείας από το ενδιαφερόμενο

πρόσωπο ή κατόπιν ρητής συγκατάθεσής του και μόνο στο βαθμό που είναι

απαραίτητο για την έκδοση και διατήρηση του πιστοποιητικού. Η συλλογή ή

επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για άλλους σκοπούς

απαγορεύεται, χωρίς τη συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου προσώπου.

63

3. Επιτρέπεται στους παρόχους υπηρεσιών πιστοποίησης να αναγράφουν

στο αναγνωρισμένο πιστοποιητικό ψευδώνυμο αντί του ονόματος του

υπογράφοντος.

Αρθρο 8

Κοινοποίηση

1. Η Γενική Γραμματεία Επικοινωνιών του Υπουργείου Μεταφορών

Επικοινωνιών ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το ταχύτερο δυνατόν για

την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 4 του παρόντος.

2. Η Ε.Ε.Τ.Τ ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις επωνυμίες και

τις διευθύνσεις όλων των διαπιστευμένων εθνικών παρόχων υπηρεσιών

πιστοποίησης.

3. Τυχόν αλλαγές των παραπάνω πληροφοριών ανακοινώνονται το ταχύτερο

δυνατόν στην Επιτροπή από τα ανωτέρω όργανα.

Αρθρο 9

Παραρτήματα

Αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του παρόντος τα παρακάτω Παραρτήματα Ι,ΙΙ, ΙΙΙ

και ΙV

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Οροι ισχύοντες για αναγνωρισμένα πιστοποιητικά

Τα αναγνωρισμένα πιστοποιητικά πρέπει να περιλαμβάνουν:

α) ένδειξη ότι το πιστοποιητικό εκδίδεται ως αναγνωρισμένο

πιστοποιητικό,

β) τα στοιχεία αναγνώρισης του παρόχου υπηρεσιών πιστοποίησης και το

κράτος, στο οποίο είναι εγκατεστημένος,

γ) το όνομα του υπογράφοντος ή ψευδώνυμο που αναγνωρίζεται ως

ψευδώνυμο,

δ) πρόβλεψη ειδικού χαρακτηριστικού του υπογράφοντος, που θα

περιληφθεί εφόσον είναι σημαντικό σε σχέση με τον σκοπό για τον οποίο

64

προορίζεται το πιστοποιητικό,

ε) δεδομένα επαλήθευσης υπογραφής που αντιστοιχούν σε δεδομένα

δημιουργίας υπογραφής υπό τον έλεγχο του υπογράφοντος,

στ) ένδειξη της έναρξης και του τέλους της περιόδου ισχύος του

πιστοποιητικού,

ζ) τον κωδικό ταυτοποίησης του πιστοποιητικού,

η) την προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή του παρόχου των υπηρεσιών

πιστοποίησης που το εκδίδει,

θ) τυχόν περιορισμούς του πεδίου χρήσης του πιστοποιητικού, και

ι) τυχόν όρια στο ύψος των συναλλαγών για τις οποίες το πιστοποιητικό

μπορεί να χρησιμοποιηθεί.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Οροι ισχύοντες για παρόχους υπηρεσιών πιστοποίησης που εκδίδουν

αναγνωρισμένα πιστοποιητικά

Οι παρόχοι υπηρεσιών πιστοποίησης πρέπει:

α) να αποδεικνύουν την απαραίτητη αξιοπιστία για την παροχή υπηρεσιών

πιστοποίησης, σύμφωνα με τα εκάστοτε ισχύοντα κριτήρια,

β) να διασφαλίζουν την παροχή ασφαλών και άμεσων υπηρεσιών καταλόγου

και ανάκλησης,

γ) να διασφαλίζουν ότι η ημερομηνία και ο χρόνος έκδοσης ή ανάκλησης

πιστοποιητικού μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς,

δ) να προβαίνουν, με κατάλληλα μέσα και σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο,

σε επαλήθευση της ταυτότητας και ενδεχομένως τυχόν ειδικών

χαρακτηριστικών του ατόμου στο όνομα του οποίου έχει εκδοθεί

αναγνωρισμένο πιστοποιητικό.

ε) να απασχολούν προσωπικό που διαθέτει την κατάρτιση, την εμπειρία

και τα προσόντα που είναι απαραίτητα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες,

ιδίως ικανότητα σε διαχειριστικό επίπεδο, τεχνογνωσία και εμπειρία στις

ηλεκτρονικές υπογραφές και εξοικείωση με τις κατάλληλες διαδικασίες

ασφάλειας και να χρησιμοποιούν κατάλληλες διοικητικές και

διαχειριστικές διαδικασίες, οι οποίες να αντιστοιχούν προς

αναγνωρισμένα πρότυπα.

65

στ) να χρησιμοποιούν αξιόπιστα συστήματα και προϊόντα τα οποία

προστατεύονται έναντι τροποποίησης και να διασφαλίζουν την τεχνική και

κρυπτογραφική ασφάλεια των διεργασιών πιστοποίησης οι οποίες

υποστηρίζονται από αυτά.

ζ) να λαμβάνουν μέτρα έναντι της πλαστογράφησης πιστοποιητικών και σε

περίπτωση που ο πάροχος πιστοποίησης παράγει δεδομένα δημιουργίας

υπογραφής να εγγυώνται την τήρηση του απορρήτου κατά τη διάρκεια της

διεργασίας παραγωγής των εν λόγω δεδομένων.

η) να διαθέτουν επαρκείς χρηματικούς πόρους ώστε να λειτουργούν

σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην οδηγία, ιδίως για την

ανάληψη της ευθύνης ζημιών,

θ) να καταγράφουν το σύνολο των συναφών πληροφοριών που αφορούν ένα

αναγνωρισμένο πιστοποιητικό για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών,

ιδίως για την παροχή αποδεικτικών στοιχείων πιστοποίησης σε νομικές

διαδικασίες. Η καταγραφή αυτή δύναται να πραγματοποιείται με

ηλεκτρονικά μέσα.

ι) να μην αποθηκεύουν ή αντιγράφουν δεδομένα δημιουργίας υπογραφής

του ατόμου προς το οποίο ο πάροχος υπηρεσιών πιστοποίησης παρέσχε

υπηρεσίες διαχείρισης κλειδιών.

ια) πριν συνάψουν συμβατική σχέση με πρόσωπο που ζητεί πιστοποιητικό

από αυτούς για να καταχυρώσει την ηλεκτρονική του υπογραφή, να το

ενημερώνουν με ανθεκτικά μέσα επικοινωνίας σχετικά με τους ακριβείς

όρους και προϋποθέσεις χρησιμοποίησης του πιστοποιητικού,

συμπεριλαμβανομένων ενδεχομένων περιορισμών της χρήσης του

πιστοποιητικού, της ύπαρξης μηχανισμού εθελοντικής διαπίστευσης και των

διαδικασιών υποβολής παραπόνων και επίλυσης διαφορών. Οι πληροφορίες

αυτές, οι οποίες δύνανται να διαβιβάζονται ηλεκτρονικώς, πρέπει να

παρέχονται εγγράφως, σε εύκολα καταληπτή γλώσσα. Σχετικά αποσπάσματα

των πληροφοριών αυτών καθίστανται επίσης προσιτά κατόπιν αιτήματος

τρίτων, οι οποίοι βασίζονται στο πιστοποιητικό αυτό.

ιβ) να χρησιμοποιούν αξιόπιστα συστήματα για την αποθήκευση

πιστοποιητικών σε επαληθεύσιμη μορφή, ούτως ώστε:

- μόνο αρμόδιοι να μπορούν να διενεργούν εισαγωγές και τροποποιήσεις

- να μπορεί να ελέγχεται η γνησιότητα των πληροφοριών,

- να είναι δυνατή η κοινόχρηστη ανάκτηση πιστοποιητικών μόνον στις

περιπτώσεις εκείνες για τις οποίες έχει δοθεί η συγκατάθεση του κατόχου

και

- οι τυχόν τεχνικές αλλαγές που θέτουν σε κίνδυνο τις εν λόγω

απαιτήσεις ασφαλείας να γίνονται εμφανώς αντιληπτές από τον χειριστή.

66

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

Διασφάλιση αξιοπιστίας της δημιουργίας υπογραφής

1. Οι ασφαλείς διατάξεις δημιουργίας υπογραφής πρέπει, μέσω

ενδεδειγμένων τεχνικών και διαδικαστικών μέσων, να διασφαλίζουν

τουλάχιστον ότι:

α) τα δεδομένα δημιουργίας υπογραφής που χρησιμοποιούνται προς

παραγωγή υπογραφών απαντούν κατ` ουσία, μόνο μία φορά και ότι το

απόρρητο είναι διασφαλισμένο.

β) τα δεδομένα δημιουργίας υπογραφής που χρησιμοποιούνται προς

παραγωγή υπογραφών δεν μπορούν, με εύλογη βεβαιότητα, να αντληθούν από

αλλού και ότι η υπογραφή προστατεύεται από πλαστογραφία με τα μέσα της

σύγχρονης τεχνολογίας,

γ) τα δεδομένα δημιουργίας υπογραφής που χρησιμοποιούνται προς

παραγωγή υπογραφών μπορούν να προστατεύονται αποτελεσματικά από τον

νόμιμο υπογράφοντα κατά της χρησιμοποίησης από τρίτους.

2. Οι ασφαλείς διατάξεις δημιουργίας υπογραφής δεν μεταβάλλουν τα

προς υπογραφή δεδομένα ούτε εμποδίζουν την υποβολή των δεδομένων αυτών

στο υπογράφοντα πριν από τη διαδικασία υπογραφής.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Συστάσεις για την ασφαλή επαλήθευση της υπογραφής

Κατά τη διαδικασία επαλήθευσης της υπογραφής θα πρέπει να

διασφαλίζεται με εύλογη βεβαιότητα ότι:

α) τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται προς επαλήθευση της υπογραφής

αντιστοιχούν στα δεδομένα που εμφανίζονται στον επαληθεύοντα,

β) η υπογραφή επαληθεύεται με αξιοπιστία και ότι το αποτέλεσμα της

επαλήθευσης εμφανίζεται με ορθό τρόπο,

γ) ο επαληθεύων μπορεί ενδεχομένως να ορίσει με βεβαιότητα τα

περιεχόμενα των δεδομένων που υπογράφονται,

δ) η γνησιότητα και η εγκυρότητα του πιστοποιητικού που απαιτείται

κατά τη στιγμή της επαλήθευσης της υπογραφής έχουν ελεγχθεί με

αξιοπιστία,

67

ε) το αποτέλεσμα της επαλήθευσης όπως και η ταυτότητα του

υπογράφοντος εμφανίζονται με τον ορθό τρόπο,

στ) η χρησιμοποίηση ψευδωνύμου δηλώνεται εμφανώς, και

ζ) μπορούν να εντοπιστούν τυχόν τροποποιήσεις απτόμενες της

ασφάλειας.

Αρθρο 10

Εναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος Διατάγματος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην

Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Στον Υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών αναθέτουμε τη δημοσίευση και

εκτέλεση του παρόντος Διατάγματος.

1327/2001 ΜΠΡ ΑΘ

ΔΕΕ/2001 (377), ΔΙΚΗ/2001 (457), ΕΕΜΠΔ/2001 (256), ΝΟΒ/2001 (866)

Ηλεκτρονικοί υπολογιστές. `Εννοια ηλεκτρονικού εγγράφου. Αποδεικτική

δύναμη. Ο νομοθέτης το εξομοιώνει με το ιδιωτικό έγγραφο. Προϋποθέσεις

λειτουργίας ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, σύμφωνα με τα διδάγματα της

κοινής πείρας. Κατά την αποστολή ενός μηνύματος μέσω ηλεκτρονικού

ταχυδρομείου, η δήλωση βουλήσεως του αποστολέα ταυτίζεται με την

68

ηλεκτρονική του διεύθυνση, η οποία έχει το χαρακτήρα της ιδιόχειρης

υπογραφής. Το επικυρωμένο κατά το νόμο αντίγραφο του αποσταλέντος

ηλεκτρονικού μηνύματος, το οποίο περιέχεται στο σκληρό δίσκο του

παραλήπτη, αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι η περιλαμβανόμενη σε αυτό δήλωση

προέρχεται από τον εκδότη - αποστολέα του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο

άρθρο 445 του ΚΠολΔ. Ο επικαλούμενος πλαστότητα φέρει το βάρος της

απόδειξής της. Δεκτή η αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής για οφειλή

από σύμβαση που καταρτίστηκε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και έχει ως

αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών στην αλλοδαπή έναντι αμοιβής πληρωτέας

επίσης στην αλλοδαπή. Η σύμβαση δεν υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου. Το

αυτό ισχύει και για την επακολουθήσασα αναγνώριση οφειλής. Δεν

απαιτείται θεώρηση του ηλεκτρονικού μηνύματος από τη ΔΟΥ.

Βλ. σημείωμα Στ.Κουσούλη στο ΔΕΕ 2001 σελ. 379.

Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών 1327/2001

Δικαστής: Π. Λυμπερόπουλος

Δικηγόρος: Ι. Βρέλλος

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ : .....................................................

Ως ηλεκτρονικό έγγραφο θεωρείται το σύνολο των εγγραφών δεδομένων στο

μαγνητικό δίσκο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, τα οποία αφού γίνουν

αντικείμενο επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας,

αποτυπώνονται με βάση τις εντολές του προγράμματος, κατά τρόπο

αναγνώσιμο από τον άνθρωπο, είτε στην οθόνη του μηχανήματος, είτε στον

προσαρτημένο εκτυπωτή του. Το ηλεκτρονικό έγγραφο δεν συγκεντρώνει μεν

τα στοιχεία του (παραδοσιακού) εγγράφου κατά τον ΚΠολΔ, λόγω κυρίως της

έλλειψης του στοιχείου της σταθερότητας κατά την ενσωμάτωσή του σε

υλικό που παρουσιάζει διάρκεια ζωής, αλλά δεν αποτελεί αντικείμενο

αυτοψίας (όπως κατά μία άποψη υποστηρίζεται), αλλά πρόκειται για μια

ενδιάμεση μορφή, την οποία ο νομοθέτης ορθώς εξομοίωσε προς τα ιδιωτικά

έγγραφα, εν όψει της εγγύτητας προς αυτά (βλ. Κουσούλη, Σύγχρονες

Μορφές Εγγραφης Συναλλαγής 1992, 138-142). Σύμφωνα με τα διδάγματα της

κοινής πείρας για τη λειτουργία του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail)

ως μέσου επικοινωνίας στο διαδίκτυο, απαιτείται, εκτός της συνδέσεως με

κάποιον διαμετακομιστή, ο οποίος παρέχει την υπηρεσία αυτή, μέσω

ειδικού λογισμικού το οποίο έχει εγκαταστήσει μόνιμα ο χρήστης στον

υπολογιστή του, η χρήση ενός ειδικού κωδικού, βάσει του οποίου

αναγνωρίζεται (ο χρήστης) στο σύστημα, είτε ως αποστολέας, είτε ως

λήπτης ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Ο κωδικός αυτός αποτελεί την ηλεκτρονική

διεύθυνση (e-mail) του χρήστη, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται κατά

πρωτότυπο τρόπο από τον ίδιο με την χρήση χαρακτήρων της επιλογής του,

οι οποίοι συνδυάζονται με το σύμβολο "@" και με χαρακτήρες που θέτει ο

διαμετακομιστής, κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο συγκεκριμένος συνδυασμός να

αφορά μόνο στον χρήστη που τον έχει ορίσει, χωρίς να είναι δυνατό να

χρησιμοποιηθεί νόμιμα από άλλον. Η απεικόνιση της διεύθυνσης του

αποστολέα πάνω στο μήνυμα, καθιστά αυτόν απολύτως συγκεκριμένο για τον

69

παραλήπτη έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν να επέλθει σύγχυσή του με άλλο

χρήστη του ιδίου συστήματος, ενώ η ταύτισή του με το περιεχόμενο του

μηνύματος είναι άρρηκτη. Κρίσιμο στοιχείο για την υπαγωγή του

ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στους κανόνες των αρ. 443 και 444 του ΚΠολΔ

αποτελεί η κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του, διότι αυτό δεν είναι

απλά ένα ηλεκτρονικό έγγραφο το οποίο υπάρχει αποθηκευμένο στο

λογισμικό ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, ή ενός εγγράφου του οποίου η

απεικόνιση μεταφέρεται ενσύρματα ή ασύρματα (τηλεομοιοτυπία,

τηλετύπημα). Η τεχνική της αποστολής οδηγεί υποχρεωτικά στην ταύτιση

μηνύματος και αποστολέα, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι μη

μεταβιβάσιμο το μήνυμα, αν δεν συνοδεύεται από την ηλεκτρονική

διεύθυνση του αποστολέα και βεβαίως αν δεν έχει και συγκεκριμένο,

υπαρκτό παραλήπτη. Αυτό έχει ως λογική συνέπεια ότι κατά την αποστολή

ενός μηνύματος μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η δήλωση βουλήσεως του

αποστολέα ταυτίζεται με την ηλεκτρονική του διεύθυνση, αποτελεί ένα

ενιαίο σύνολο, ώστε να καταστή δυνατή τεχνικά η παραλαβή της από τον

παραλήπτη και φυσικά είναι ήσσονος σημασίας η μορφή ή η διάταξη με την

οποία απεικονίζεται μηχανικά στο έντυπο.

Ο καθορισμός συνεπώς της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά τρόπο μοναδικό,

από τον ίδιο το χρήστη και η δήλωση της σε κάθε αποστελλόμενο

ηλεκτρονικό μήνυμα συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του και

κατ` αναλογίαν με τα οριζόμενα για το παραδοσιακό έγγραφο του αρ. 443

του ΚΠολΔ, η μηχανική του απεικόνιση του σε έντυπο, σύμφωνα με την

διάταξη του αρ. 444 περ. 3 του ΚΠολΔ εμπίπτει στην έννοια του ιδιωτικού

εγγράφου, με αποδεικτική δύναμη εις βάρος του εκδότη του (συνδυασμός

των αρ. 443, 444, 445 του ΚΠολΔ), διότι αυτή ακριβώς η μοναδική για

κάθε χρήστη ηλεκτρονική διεύθυνση, που έχει ορισθεί και εφαρμοστεί από

τον ίδιο τον αποστολέα, έχει τον χαρακτήρα της ιδιόχειρης υπογραφής,

έστω και αν δεν έχει την παραδοσιακή μορφή της τελευταίας. Τα ανωτέρω

ισχύουν ανεξαρτήτως της θέσεως στην οποία εμφανίζεται η ηλεκτρονική

διεύθυνση του αποστολέα σε σχέση με το κείμενο, το οποίο συνοδεύει,

κατά την εμφάνισή του στην οθόνη του υπολογιστή, ή τη μηχανική του

απεικόνιση σε χαρτί, και αυτό διότι θα πρέπει να ληφθεί υπ` όψη ότι η

πιστοποίηση του προσώπου του αποστολέα και η δέσμευσή του με την δήλωση

βουλήσεως που περιλαμβάνει το μήνυμα, προκαλείται από την συνολική

οργάνωση της συγκεκριμένης διαδικασίας, με την έννοια ότι το

οποιοδήποτε κείμενο ως ηλεκτρονικό σήμα συνδυάζεται μόνο με την

συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση σε ένα ενιαίο σύνολο, ανεξάρτητα με

το με ποιες μορφές μπορεί αυτό να απεικονισθεί με μηχανικό τρόπο και η

οποία ουσιωδώς διαφέρει από την παραδοσιακή έννοια του εγγράφου (για

την αντίθετη θέση βλ. την BGH JZ 1991 απόφαση του Γερμανικού Ακυρωτικού

Δικαστηρίου σε Κουσούλη οπ., 26). Ετσι το επικυρωμένο κατά το νόμο

αντίγραφο του αποσταλέντος ηλεκτρονικού μηνύματος, το οποίο περιέχεται

στο σκληρό δίσκο του παραλήπτη αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι η

περιλαμβανόμενη σε αυτό δήλωση προέρχεται από τον εκδότη - αποστολέα

του σύμφωνα με τα οριζόμενα στο αρ. 445 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η

λειτουργία του συστήματος κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, είναι δυνατόν να

υποκρύπτει τον κίνδυνο ότι η αποστολή του συγκεκριμένου μηνύματος έγινε

από άλλο πρόσωπο από αυτό στο οποίο ανήκει η συγκεκριμένη ηλεκτρονική

70

διεύθυνση, κάνοντας χρήση αυτής (με οποιαδήποτε τρόπο) χωρίς την

έγκρισή του. Η ελαττωματικότητα αυτή του μηνύματος που εστάλη ευθέως

παραπέμπει στις διατάξεις περί πλαστότητας του ΚΠολΔ (460 επ.),

εγκαθιστώντας αναστροφή του βάρους αποδείξεως στον επικαλούμενο αυτήν

(βλ. Κουσούλη οπ. σελ. 147), για τον λόγο ότι η λειτουργία του

συστήματος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου παρέχει εγγυήσεις για την

πιστότητά της και η οποιαδήποτε παθολογία εμφανίζεται δεν προέρχεται

από ελάττωμα του συστήματος, αλλά από επέμβαση τρίτου σε αυτό, γεγονός

το οποίο ανήκει στη σφαίρα επιρροής του φερόμενου ως αποστολέα. Με

δεδομένα τα ανωτέρω, περιορίζεται ουσιαστικά η ενέργεια της παρ. 4 του

αρ. 457 του ΚΠολΔ στο ζήτημα της ταυτότητας μεταξύ περιεχομένου του

σκληρού δίσκου του ηλεκτρονικού υπολογιστή και μηχανικής απεικονίσεώς

του, με το σκεπτικό ότι για το λήπτη ένα ηλεκτρονικό μήνυμα είναι γι

αυτόν, εισερχόμενο στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή και συνεπώς μπορεί

να είναι υπεύθυνος για την πιστότητα του αντιγράφου αυτού που έχει

παραλάβει. Περαιτέρω, στις εμπορικές συμβάσεις η τήρηση τύπου είναι

υποχρέωση που πηγάζει μόνον ευθέως από το νόμο ή από συμφωνία των

συμβαλλομένων, με συνέπεια στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση, να

εμφανίζεται αδυναμία του ως άνω μηχανισμού να λειτουργήσει, με συνέπεια

να προκύπτει η αναγκαιότητα της νομοθετικής παρέμβασης προς την

κατεύθυνση αυτή (βλ. Ε. Φιλιπποπούλου, Το νομικό πλαίσιο του

ηλεκτρονικού εμπορίου, ΔΕΕ 2000, 1088). Στις υπόλοιπες, άτυπες,

συμβάσεις, η κατάρτισή τους μπορεί να γίνει μέσω ηλεκτρονικών εγγράφων

και ειδικά μέσω του διαδικτύου είτε με συμπλήρωση στοιχείων σε

προκαθορισμένες φόρμες των δικτυακών τόπων, είτε με ανταλλαγή δηλώσεων

βουλήσεως μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Με τις μεθόδους αυτές τα

συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν ότι συμβάλλονται εγκύρως, ακριβώς διότι

δεν αμφισβητείται η ταυτότητα του αποστολέα και το περιεχόμενο της

δηλώσεως βουλήσεώς του, έτσι όπως αυτή εξασφαλίζεται κατά τα ανωτέρω

εκτιθέμενα με την αναφορά στο ηλεκτρονικό μήνυμα της ηλεκτρονικής

διεύθυνσης του. Κατόπιν αυτών στις συμβάσεις οι οποίες καταρτίζονται

μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και στις οποίες εφαρμογή έχει το

ελληνικό δίκαιο, η απόδειξη της δηλώσεως βουλήσεως των συμβαλλομένων

είναι δυνατόν να συντελεσθή υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα μέσω επικυρωμένων

από πληρεξούσιο δικηγόρο, αντιγράφων των περιεχομένων στο σκληρό δίσκο

του ηλεκτρονικού υπολογιστή, μηνυμάτων των συμβαλλομένων.

Η αιτούσα ζητά να εκδοθεί διαταγή πληρωμής κατά της καθής με βάση τα

εξής έγγραφα, δηλ.: (1) Πίνακα αμοιβών οφειλομένων στην αιτούσα από την

καθής (με νόμιμη μετάφραση στα Ελληνικά) για αντίστοιχες υπηρεσίες που

της προσέφερε η αιτούσα κατά το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 1999 έως

και Φεβρουάριο 2000 συνιστάμενες στην επ` αμοιβή διαμεσολάβησή της

αιτούσας για την παροχή καταλύματος σε ξενοδοχεία της Πράγας σε Ελληνες

τουρίστες που της υπεδείκνυε η καθής, δυνάμει συμβάσεως συναφθείσας

προφορικά μεταξύ αιτούσας και καθής στην Πράγα. (2) Το από 27 Ιουλίου

2000 και ώρας 12:34 μήνυμα (με νόμιμη μετάφραση στα Ελληνικά) που

απέστειλε ο Ε.Τ. στην αιτούσα για λογαριασμό της καθής μέσω

ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail), με το οποίο, ύστερα από έλεγχο των

βιβλίων της καθής, ανεγνώρισε την οφειλή της προς την αιτούσα από την

μεταξύ τους εμπορική συνεργασία, ανερχομένη σε 42.760 Γερμανικά Μάρκα,

71

και υπεσχέθη να την εξοφλήσει εντός του πρώτου 15ημέρου του Αυγούστου

2000. Οπως προκύπτει από το πιο πάνω ηλεκτρονικό μήνυμα, αυτό εστάλη

μέσω της ηλεκτρονικής διεύθυνσης *@*gr προς τον Διευθύνοντα Σύμβουλο

(της αιτούσας) Ι.B. στην ηλεκτρονική διεύθυνση *@*cz από την καθής. (3)

... (4) Το από 12.9.00 και ώρας 10.27 ηλεκτρονικό μήνυμα της καθής (με

νόμιμη μετάφραση στα Ελληνικά) που εστάλη από την ίδια ηλεκτρονική

διεύθυνση και δη από τον ίδιο νόμιμο εκπρόσωπο της καθής προς το ίδιο

πρόσωπο και στην ίδια ηλεκτρονική διεύθυνση, ρητά απευθυνόμενο προς την

αιτούσα, με το οποίο επανελήφθη η ίδια (ως άνω) υπόσχεση.

Περαιτέρω από τα από 27.7.00 ώρας 12:34 και από 12.9.00 ώρας 10.27

μηνύματα που απέστειλε η καθής στην αιτούσα μέσω ηλεκτρονικού

ταχυδρομείου (e-mail) αποτελούν αποτύπωση από τις εγγραφές δεδομένων

στον μαγνητικό δίσκο του ηλεκτρονικού υπολογιστή της καθής οι οποίες,

αφού έγιναν αντικείμενο επεξεργασίας με βάση τις εντολές του

προγράμματος, κατέστησαν αναγνώσιμες από τον εκτυπωτή της συσκευής του

ηλεκτρονικού υπολογιστή της αιτούσας. Κατ` αυτόν τον τρόπο αποτυπώθηκε

μηχανικά το γεγονός της αυτόματης μετάδοσης των μηνυμάτων σε δύο

ταυτόσημα κείμενα, εκείνα που παραμένουν στον ηλεκτρονικό υπολογιστή

της καθής, αποστολέα και εκείνα που καταχωρήθηκαν στον ηλεκτρονικό

υπολογιστή της αιτούσας, αποδέκτη. Συνεπώς, τα πιο πάνω ηλεκτρονικά

μηνύματα, δεδομένου ότι περιήλθαν στην αιτούσα, σύμφωνα με την ανωτέρω

νομική σκέψη αποτελούν ιδιωτικά έγγραφα και παρέχουν πλήρη απόδειξη για

τα γεγονότα ή πράγματα που αναγράφουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ.

448 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. επίσης Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ αρ. 444 αριθμ. 8,

Τέντες, σε Κεραμέα, ΚΠολΔ αρ. 444 αριθμ. 5, ΕφΑθ 807/2000, ΔΕΕ 2000,

522, βλ. για το ταυτόσημο ζήτημα της αποστολής μηνυμάτων μέσω telex:

Μητσόπουλο - Κεραμέα, ΝοΒ 31, 329 και Εφ Πειρ 1455/82, ΕΝΔ 11, 1321 και

για τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής βάσει μηχανικής απεικόνισης

Ποδηματά, σε Κεραμέα, ΚΠολΔ αρ. 623 αριθμ. 35).

Επειδή το από 27.7.00 ηλεκτρονικό μήνυμα έγινε ρητά αποδεκτό από την

αιτούσα με το από 24.10. 2000 εξώδικο της που επιδόθηκε στην καθής την

25.10.2000, καταρτίσθηκε μεταξύ αιτούσας και καθής σύμβαση αιτιώδους

αναγνώρισης χρέους (αρ. 361 ΑΚ) με την οποία η καθής ανεγνώρισε την πιο

πάνω οφειλή της από την μεταξύ τους εμπορική συνεργασία και υπεσχέθη

την εξόφλησή της (ΕφΘεσ 708/92, Αρμ. 1992, 216, ΠολΠρΙωαν 44/97, Αρμ.

1997, 763).

Επειδή αντικείμενο της σύμβασης μεταξύ αιτούσας και καθής, που

συνήφθη προφορικά στην αλλοδαπή, ήταν η εκ μέρους της αιτούσας προσφορά

υπηρεσιών στην αλλοδαπή, η δε αντίστοιχη αμοιβή είναι εξοφλητέα από την

καθής στην έδρα της αιτούσας στην αλλοδαπή (αρ. 321 ΑΚ), πρόκειται για

διεθνή συναλλαγή. Συνεπώς νόμιμα συμφωνήθηκε η αμοιβή της αιτούσας σε

συνάλλαγμα η οποία, όταν ζητείται η πληρωμή της στην Ελλάδα, γίνεται με

το σε δραχμές ισάξιο κατά την ισοτιμία της ημερομηνίας της πληρωμής

σύμφωνα με τις διατάξεις των αρ. 6 παρ. 1 ν. 5422/32 και 291, 292 ΑΚ

(ΑΠ 411190, ΕλλΔ 31,1031). Εν όψει του ότι η δραχμή αντικαταστάθηκε από

το ΕΥΡΩ ως νόμισμα της χώρας από 1.1.01, η καταβολή του πιο πάνω ποσού

Γερμανικών Μάρκων θα γίνει με το σε ΕΥΡΩ ισάξιο την ημερομηνία της

72

πληρωμής σύμφωνα με την ισοτιμία του δελτίου τιμών της Τράπεζας της

Ελλάδος, η οποία αντικατέστησε την αναφορά στην μέση τιμή της δραχμής

προς τα ξένα νομίσματα, στις πιο πάνω διατάξεις του νόμου. Το πιο πάνω

ποσό ΕΥΡΩ είναι εξοφλητέο στην Ελλάδα και με δραχμές μέχρι την 28.2.02,

με την νόμιμη ισοτιμία του ΕΥΡΩ προς την δραχμή (αρ. 1, αρ. 2 παρ. 2,

αρ. 4 παρ. 3 και παρ. 4 του ν. 2842/2000).

Επειδή οι μεταξύ αιτούσας και καθής συναλλαγές δεν υπόκεινται σε

αναλογικά τέλη χαρτοσήμου διότι πρόκειται για σύμβαση προφορικά

συναφθείσα στην αλλοδαπή που έχει ως αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών

στην αλλοδαπή έναντι αμοιβής πληρωτέας επίσης στην αλλοδαπή (ΠολΠρωτΛασ

124195, ΔΕΕ 1995, 1021). Το ίδιο ισχύει και για την αναγνώριση της

οφειλής της αμοιβής της αιτούσας, που έγινε με το από 27.7.00

ηλεκτρονικό μήνυμα διότι πρόκειται (φορολογικώς) για απόδειξη περί

απλής πιστώσεως της αιτούσας στα βιβλία της καθής με την αμοιβή της, η

οποία είναι εξοφλητέα στην αλλοδαπή (αρ. 8 παρ. 1, 15ε παρ. 6, 32 ΚΝΤΧ

και 12 ν.δ. 3717/57 βλ. ΣτΕ 984192, ΣτΕ 56191 και 1086/81 Αρμ. 1982,

160). Επίσης, εν όψει του ότι από το ηλεκτρονικό αυτό μήνυμα δεν

προκύπτουν εισοδήματα φορολογητέα στην ημεδαπή αλλ` αντίθετα αναφέρεται

σε συναλλαγές που έχουν ήδη καταχωρηθεί στα βιβλία της καθής, και

συνεπώς υπόκεινται σε νόμιμο τέλος κατ` αρ. 12 νδ. 3717/57, το μήνυμα

αυτό δεν απαιτείται να θεωρηθεί από την ΔΟΥ κατά τις διατάξεις του αρ.

8 παρ. 16 ν. 1882/90 (ΑΠ 761196, ΕλλΔ 38, 58).

....................................................................