Download - Παπαντωνίου Ζ.-Λυπημένα Δειλινά

Transcript

εκδόσεις Δ Ι Α Ν Υ Σ Μ Α

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ Λ Υ Π Η Μ Έ Ν Α Δ Έ Ι Λ Ι Ν Α & ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Λ Υ Π Η Μ Έ Ν Α Δ Έ Ι Λ Ι Ν Α

ΣΕΙΡΑ: ποιηση στην Ελλαδα της κρισης, Νο ΙV

[email protected]

εκδόσεις Δ Ι Α Ν Υ Σ Μ Α

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ Λ Υ Π Η Μ Έ Ν Α Δ Έ Ι Λ Ι Ν Α & ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΗΣ ΒΑΡΚΟΥΛΑΣ

Αγεράκι τα φτερά σου για λίγο κόψε...Φόβον έχω το γιαλό μην ανασάνει,τι εδώ πα στο φεγγαρόλουστο λιμάνιμια βαρκούλα αποκοιμήθηκεν απόψε. Λαγαρή και φωτερή η θωριά της πέφτειστων νερών τον ολοκάθαρο καθρέφτηκαι θαρρείς πως είδεν όνειρο η καϋμένηαπό ανέμους κι από κύμα αποσταμένη. Να γελούν οι φαντασίες εμάς μονάχα!Νά που αράζει σε νησάκια διαμαντένια,σε ουρανούς φωτοχυμένους λάμνει τάχα.Μην ξυπνήσει απ’ το ταξίδι έχω έννια... Κόσμε, αλάργευε από δω, λεφούσι, πέρνα.Μην ταράξεις το υπνοφάντασμα, διαβάτη.Στων νεράιδων τη σπηλιά κοιμήσου, μπάτη,πίνε ακόμα συ, βαρκάρη, στην ταβέρνα!

7

ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΤΑ ΖΩΑ

Σαν αλαργεύουν από με γεμάτοι τρόμο οι γάτοιθαρρώντας που απαντήθηκαν με φοβερό διαβάτηας ήταν, Θε μου, δυνατό να βγούνε απ’ την απάτη. Ο ίσκιος που τρέχει να χαθεί παράμερα του δρόμουμέσ’ στα βαθειά μεσάνυχτα που πάω στο φτωχικό μουνα τόξερε τι ανάξιος οπούμαι τέτοιου τρόμου! Με των προγόνων τους θα ζουν τα θολωμένα φρένακαι τρέμουνε τον άνθρωπο τα ζώα τ’ αγαπημέναίσως κι εγώ, σκληρό παιδί, να τάχα αδικημένα. Μα τώρα πούχω μέσα μου ελέους κι αγάπης βρύσηπολλών ψυχών τα κρίματα μπορούσε να τα σβήσειστης γάτας το γουναρικό το χάδι μου αν γλυστρήσει. Στη μοναξιά μας την ιερή και τη βαθειά ησυχίαόταν εκείνη αργοπατεί στα μάταια τα βιβλίαδεν είναι η σιωπή μας νους, ο λόγος ανοησία; Bουβή η αφή, μα νόημα κι υπομονή γεμάτηχαϊδεύοντας τη ράχη του γυρτή, απαλή, χνουδάτη,μιλεί του ζώου για τη φριχτήν ανθρώπινην απάτη.

8

9

ας ήταν η ασημότερη κι η πιο κυνηγημένηστο κρύο! τη νύχτα! από στενό σοκάκι μαζεμένηαπό τις δούλες και τις γριές αναθεματισμένη από το πετροβόλημα παιδιών φοβερισμένηγια ζεστασιά! για μίλημα! για χάδι πεινασμένηαυτή που θάτανε γραφτό να κάμω ευτυχισμένη!

ΣΕΡΕΝΑΔΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ

Σοφέ μου, το τετράσοφοΠου σε φωτάει λυχνάριΝάτανε, λέει, φεγγάριΚαι συ είκοσι χρονώ !

Νάτανε τάχα η γνώση σουΜε τον αγέρα αμάχη,Για δασωμένη ράχηξεκίνημα πρωινό...

Νάτανε τάχα η σκέψη σουΣυρτού χορού τραγούδιαΜιαν αγκαλιά λουλούδιαΜιαν ιστορία τρελλή,

Τα μύρια που δε γνώρισεςΝερό θαν τάειχες μάθειΜε δάσκαλο τα πάθηΜ’ ένα κλεφτό φιλί.

Πολύ την καταφρόνεσεςΤη ζωή, πανάθεμά τη...Και τώρα ; Eίναι φευγάτηΣαν όνειρο πρωινό.

10

11

Χειλάκια ανθούν στη γειτονιάΓαρούφαλα στη γλάστρα–Και συ διαβάζεις τ’ άστραΚαι το βαθύ ουρανό.

12

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ

Κύριε, σὰν ἦρθεν ἡ βραδιά, σοῦ λέω τὴν προσευχή μου.Ἄλλη ψυχὴ δὲν ἔβλαψα στὸν κόσμο ἀπ᾿ τὴ δική μου.Ἐκεῖνοι ποὺ μὲ πλήγωσαν ἦταν ἀγαπημένοι.Τὴν πίκρα μου τὴ βάσταξα. Μοῦ δίνεις καὶ τὴν ξένη.Μ᾿ ἀπαρνηθῆκαν οἱ χαρές. Δὲν τὶς γυρεύω πίσω.Προσμένω τὰ χειρότερα. Εἶν᾿ ἁμαρτία νὰ ἐλπίσω.Σὰν εὐτυχία τὴν ἀγαπῶ τῆς νύχτας τὴ φοβέρα.Στὴν πόρτα μου ἄλλος δὲν χτυπᾷ κανεὶς ἀπ᾿ τὸν ἀγέρα.Δὲν ἔχω δόξα. Εἶν᾿ ἥσυχα τὰ ἔργα ποὺ ἔχω πράξει.Ἄκουσά τη γλυκιὰ βροχή. Τὴ δύση ἔχω κοιτάξει.Ἔδωκα στὰ παιδιὰ χαρές, σὲ σκύλους λίγο χάδι.Ζευγᾶδες καλησπέρισα ποὺ γύριζαν τὸ βράδυ.Τώρα δὲν ἔχω τίποτα νὰ διώξω ἢ νὰ κρατήσω.Δὲν περιμένω ἀνταμοιβή. Πολύ ῾ναι τέτοια ἐλπίδα.Εὐδόκησε ν᾿ ἀφανιστῶ χωρὶς νὰ ξαναζήσω...Σ᾿ εὐχαριστῶ γιὰ τὰ βουνὰ καὶ γιὰ τοὺς κάμπους ποὺ εἶδα.

13

Ο ΑΝΥΠΟΜΟΝΟΣ

Μόλις τ᾿ αὐγά της ζέστανε ἡ κλώσσακαὶ τὰ μικρὰ ἑτοιμάστηκε νὰ βγάλει,ἕνα πουλάκι ἐσήκωσε κεφάλιμὲς τὸ τσόφλι μιλώντας τέτοια γλώσσα:«Ὡς πότε ἐδῶ θὰ μ᾿ ἔχουνε κλεισμένο;καθόλου δὲν μπορῶ νὰ περιμένω!Πῶς; Ἔτσι τὸν καιρό μου ἐδῶ θὰ χάνω;Ἐγὼ ἔχω κατορθώματα νὰ κάνω!Κόκορας βέβαια θἆμαι δίχως ἄλλο,λοφίο ψηλό, χρυσὰ φτερὰ θὰ βγάλω.Τὴ μέρα καὶ τὴ νύχτα θὰ στολίσω,θὰ φέρνω τὴν αὐγή, μόλις λαλήσωστὸ φράχτη, στὴν αὐλή, σὲ κάθε μέροςστρατεύματα τὶς κότες θὰ ὁδηγῶ».Καὶ τοὖπε τότε ὁ κόκορας ὁ γέρος:«Στάσου νὰ βγεῖς παιδάκι μου ἀπ᾿ τὸ αὐγό!»

14

ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΔΕΙΛΙΝΑ

Στῆς γειτονιᾶς τῆς φτωχικῆςγυρίζει ὁ νοῦς μου τὰ στενά,τὰ λυπημένα δειλινὰστοχάζομαι τῆς Κυριακῆς.

Μέσα στὴν κόκκινη ἀντηλιὰτὸ μαραμένο θηλυκὸδίχως ἐλπίδα καὶ μιλιὰποτίζει τὸ βασιλικό.

Κανεὶς διαβάτης δὲν περνᾷ,κανένα αὐτὴ δὲν καρτερεῖποὺ στὸ μπαλκόνι ὀρθὴ φορεῖτὸ γιορτινό της τὸ γκρενᾶ.

Σὰ μοῖρα κάθεται μία γριά.Στὸ φῶς μιᾶς πόρτας ρημαδιοῦμακραίνει ὁ ἴσκιος τοῦ παιδιοῦ...Καμπάνα ἀκούγεται μακριά...

Στὸ σύννεφο τὸ βυσσινὶθὰ πέσει ὁ ἥλιος νὰ κρυφτεῖ.Ψαλμὸς ἀκούγεται ἡ φωνὴτοῦ τελευταίου πραματευτῆ.

15

Ὅλα σταμάτησαν ἐκεῖ.Ἀργεῖ πολὺ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βραδιά...Πῶς ἔχω τὴν ψυχὴ βαριά,Τὸ δειλινὸ τὴν Κυριακή!

Η ΜΑΡΙΓΩ

Ἡ κοπέλλα ἡ Μαριγὼμιὰ δουλειὰ σωστὴ δὲν κάνει.Τὴν κουζίνα μας ξεχνάνεικαὶ θυμᾶται τὸ χωριό.

Τὰ χεράκια της ἐδῶ,τὸ μυαλά της ἐκεῖ κάτω.Πέφτει κι ἔσπασε τὸ πιάτο...Μαριγούλα, Μαριγώ!

Φέρνει τὸ νερὸ στὸν ὦμο,μὰ θυμήθηκε ξανά:«Ποιὸς τὸ δράκο μας κουνᾶ;»Χύνει τὸ μισὸ στὸ δρόμο.

«Ἡ ἄσπρη κότα τὶ νὰ κάνει;Τὸ γουρούνι εἶναι γερό;Ὁ παπποὺς νὰ μὴν πεθάνει;...»Μαριγούλα, Μαριγώ!

«Θἄβγαλε χηνάκια ἡ χήνα,θἆναι κίτρινα, σταχτιά,θὰ τρυγᾶμε αὐτὸ τὸ μήνα,θὰ μὲ πόνεσε ἡ γιαγιά».

16

«Τὶ ἔχεις σύννεφο στὰ μάτια,τὶ ἔχεις ἀναφιλητό;Κι ἄλλο πιάτο εἶναι κομμάτια,Μαριγούλα, Μαριγώ;

Πάρε τ᾿ ἄσπρο γιορτινό σου,τὶς ποδιὲς ποὺ σοῦ φορῶ.Στὸ χωριό σου, στὸ χωριό σου,Μαριγούλα, Μαριγώ!».

17

Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ

Σὰν ἔμαθε τὴ λέξη καλησπέραὁ παπαγάλος, εἶπε ξαφνικά:«Εἶμαι σοφός, γνωρίζω ἑλληνικὰτὶ κάθομαι ἐδῶ πέρα!»

Τὴν πράσινη ζακέτα του φορεῖκαὶ στὸ συνέδριο τῶν πουλιῶν πηγαίνει,γιὰ νὰ τοὺς πεῖ μιὰ γνώμη φωτισμένη.Παίρνει μιὰ στάση λίγο σοβαρή,ξεροβήχει, κοιτάζει λίγο πέρακαὶ τοὺς λέει: καλησπέρα!

Ὁ λόγος του θαυμάστηκε πολύ.Τὶ διαβασμένος, λένε, ὁ παπαγάλος!Θἆναι σοφὸς αὐτὸς πολὺ μεγάλος,ἀφοῦ μπορεῖ κι ἀνθρώπινα μιλεῖ!

Ἀπ᾿ τὶς Ἰνδίες φερμένος, ποιὸς τὸ ξέρειπόσα βιβλία μαζί του νἄχει φέρει,μὲ τὶ σοφοὺς ἐμίλησε, καὶ πόσανὰ ξέρει στῶν γραμματικῶν τὴ γλώσσα!

«Κυρ-παπαγάλε, θἄχουμε τὴν τύχην᾿ ἀκούσουμε τὶ λὲς καὶ πάρα πέρα;»Ὁ παπαγάλος βήχει, ξεροβήχει,μὰ τὶ νὰ πεῖ; Ξανάπε: καλησπέρα!

18

Ο ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΣ

Σὰν πῆγε στὴν Ἀμερική,ἐγύριζεν ὁ νοῦς του πίσωκαθημερινὴ καὶ Κυριακή.

Σὰν ἄρχιζε νὰ γράψῃ γράμμα,- «καλή μου μάννα κι ἀδερφή», -ἐκεῖ τὸν ἔπιανε τὸ κλάμα.

᾽Επέρασε καιρὸς πολύς,στὰ ξένα ἀσπρίσαν τὰ μαλλιά του,γυρίζει πίσω παραλῆς.

Τὰ πλούτη του εἶναι περισσά.῎Εφερε γοῦνες καὶ ρολόγια,ἔχει τὰ δόντια του χρυσᾶ.

Πηγαίνει στὸ σπιτάκι ἴσια.Ἡ μάννα του; ...ἡ ἀδερφή;Εἶναι κι οἱ δυὸ στὰ κυπαρίσσια.

Ἂς ξαναζοῦσαν μιὰ βραδιὰ- κι’ ἂς ἤτανε καὶ στ’ ὄνειρό του -Θἄδινε ὁλάκερο τὸ βιό του!

19

Ο ΚΑΗΜΕΝΟΣ

Στὸ λιβάδι ξεχασμένοςἕνας γάιδαρος βοσκοῦσε,τίποτ’ ἄλλο δὲν ζητοῦσεὁ καημένος.

Τὸ χορτάρι του μασοῦσεκι ἦταν τρισευτυχισμένος,καὶ τὸ ξύλο λησμονοῦσεὁ καημένος.

Καὶ τὴν τύχη εὐχαριστοῦσε,ποὺ δὲν ἧταν φορτωμένος,καὶ τὰ δυό του αὐτιὰ κουνοῦσεὁ καημένος.

Τοὺς ἐχθρούς του συγχωροῦσεκι ἤτανε συγχωρεμένος,καὶ τὸν κόσμο ἀγαποῦσεὁ καημένος.

Τὸν Θεὸ παρακαλοῦσε,γιὰ νὰ μείνῃ ἐκεῖ δεμένοςκαὶ νὰ βόσκῃ ὅσο θὰ ζοῦσεὁ καημένος.

20

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ

Δυὸ κατσίκια πήδησαν μπροστά μου στὴ χλόη - τάχα ποιός νὰ μοῦ στέλνη αὐτὸ τὸ δῶρο στὰ παιδιάτικα χρόνια μου, ποὺ πέρασαν;

Γαλάζιο πουλάκι ἔσεισε μπροστά μου τὴν οὐρά του - κάποιος θὰ τὸ στέλνη προσφορὰ στοὺς παλιούς μου πόνους.

Εἶδα τ’ ἄσπρο ἀρνάκι, ποὺ γεννήθηκε μόλις προχτὲς - κάποιος θὰ θυμήθηκε, πὼς ἔκαμα μιὰ καλὴ πράξη ἕναν καιρό.

Ἀπάντησα στὸν κάμπο τὸ δέντρο μὲ τὸν κορμό του σὰν ἀργὴ μουσικὴ φωνὴ - κάποιος θὰ τὸ φύτεψεν ἐκεῖ παρηγοριὰ τοῦ πνεύματός μου.

Τὸ φλογισμένο βραδινὸ σύννεφο βυθίζεται στὴ βάρυπνη ψυχή μου˙ κι ἡ ψυχή μου ροδίζει, ὅπως οἱ βάλτοι τῶν χωραφιῶν. Εὐχαριστῶ τὸ Δημιουργό!

21

η επιλογη ποιηματωνλυπημενα δειλινα και αλλα ποιηματα

του Ζαχαρια Παπαντωνιου (1877-1940)

στοιχειοθετηθηκε & σχεδιαστηκετον Απριλιο του 2014

απο τις εκδοσεις διανυσμαμε αποκλειστικο σκοπο την προβολη

του εργου του ποιητηκαι κυκλοφορει δωρεαν σε

ηλεκτρονικη μορφη στο διαδικτυο

αριθμος εκδοσης |5|

εκδόσεις Δ Ι Α Ν Υ Σ Μ Α

εκδόσεις Δ Ι Α Ν Υ Σ Μ Α