Download - ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Transcript
Page 1: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Γιώργος Βελουδής

ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Page 2: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Γιώργος Βελουδής

ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑΘ Ε Ω Ρ Ι Α Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α Σ

Page 3: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Οα% ηοη ΐηίβΙΙΐ&ϋ Γβ8, ηοη ροίββί

βχ νβτΙή8 Ββηεντη βΐΐοβνβ

Όποιος δεν κατανοεί τα πράγματα, δεν μπορεί

να βγάλει νόημα από τις λέξεις

Μαρτίνος Λούθηρος

ΤΗβ ρΓοο/ ο/ ίΗβ ριιάάίη& ίβ ίη ίΗβ βαίίη&

αγγλική παροιμία

Page 4: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος................................................................................ 11

Εισαγωγή................................................................................ 17

I. Οι γραμματολογικές σπουδές στη Δύση (14ος-19ος αι.) . 31

II. Το αντικείμενο: γραμματεία/λογοτεχνία........................ 55

— Π Ι . Λογοτεχνικά γένη και είδη............................................. 82

IV. Ποίηση........................................................................ .. 104

Αφήγηση............................................................. 128

VI. Δράμα ........................................................ ................. ί5°

VII. Χρηστικά κείμενα ...................................................... .. · 183

VIII. Φιλολογία (κωδικολογία/παλαιογραφία, βιβλιογραφία /βι­

βλιολογία, κριτική κειμένου/εκδοτική) . ................... 210

IX. Ανάλυση και ερμηνεία κειμένου..................................... 235

X. Εθνική, γενική και συγκριτική γραμματολογία ............. 276

XI. Η λογοτεχνία και οι άλλες τέχνες................................... 296

XII. Λογοτεχνία και ψυχανάλυση ........................... .. 312

XIII. Κοινωνιολογία της λογοτεχνίας................................ .. . 335

XIV. Ιστορία της λογοτεχνίας................................................ 359

Σημειώσεις..................................................... ........................ 383

Βιβλιογραφία ........................................................................... 399

Ευρετήριο................................................................................ 429

Page 5: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Δέκα χρόνια εργασίας χρειάστηκαν, μέχρι να πάρει την τελική του

μορφή, με την οποία παραδίνεται σήμερα στη διάθεση και την κρίση

του κοινού του, το βιβλίο αυτό. Ωστόσο> και τα δέκα αυτά χρόνια

εργασίας ίσως να μην ήταν για μια τέτοια παράτολμη επιχείρηση

αρκετά χωρίς την προϊστορία της:

Είχα την τύχη να βρεθώ για δυόμισι περίπου δεκαετίες, από τις

αρχές της εύφορης εκείνης δεκαετίας του 1960, και να παρακολου­

θήσω από κοντά, στο ευρωπαϊκό Κέντρο, τα κινήματα και τα θεωρή­

ματα, που εξέθρεφαν^και γονιμοποίησαν, για δύο τουλάχιστον δεκαε­

τίες, τις κοινωνικές επιστήμες γενικότερα, τη θεωρία της λογοτε­

χνίας και τις γραμματολογικές σπουδές ειδικότερα - και είχα την

τύχη να δω και ν* ακούσω, Ιίνβ θα έλεγα, μερικούς από τους

σημαντικότερους εκπροσώπους του μοναδικού εκείνου στο δεύτερο μισό

του αιώνα μας θεωρητιχού κινήματος, όπως είναι ο ΒαιϊΙηβΒ και ο

3ΐΓαιΐ88, ο ΟοΙάτηαηη και ο ΑΐίΗη88βΓ, ο Ρί&οΗβτ, ο Ματαιββ (μετά

την επιστροφή του στη Γερμανία) και ο Ηαύβηηα$ — εκπροσώπους,

όπως διαφάνηκε ήδη από τον ελλειπτικό κατάλογο των ονομάτων

τους, των δύο κύριων, και μάλιστα αντίμαχων, ρευμάτων του: του

στρουκτουραλισμού και του νεομαρξισμού.

Ας μου επιτραπεί να επικαλεστώ, από τις προγενέστερες εργασίες

μου, τις μελέτες μου για την παλαιότερη και τη νεότερη λαϊκή

λογοτεχνία, για τη λογοτεχνία-ντοκουμέντο, για την ειρωνεία ως

λογοτεχνικό τρόπο και, από τις σχετικά πρόσφατες, τις μελέτες μου

για τη συγκριτική γραμματολογία, για τον ευρωπαϊκό και τον ελλη­

νικό Ρομαντισμό και για ζητήματα σχετικά με την ελληνική και

διεθνή γραμματολογική ορολογία, για να τεκμηριώσω την πρώιμη κ’

έγκαιρη σύζευξη των καθαρά ερευνητικών, ακόμα καί αρχειακών,

μελετών μου με τις θεωρητικές γραμματολογικές ζητήσεις κ’ ενασχο­

λήσεις μου.

Page 6: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

12 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Αλλά κα* πάλι, μετά την απονενοημένη επανάχαμφη και την

αποτυχημένη (ευτυχώς!) επανενσωμάτωσή μου στην ελλαδική Έρημη

Χώρα, η μελέτη ενός τόσο απέραντου πεδίου ερευνάς δε θα ήταν

δυνατή, αν δεν είχα διατηρήσει ζωντανή την επικοινωνία μου με το

ευρωπαϊκό Κέντρο — επικοινωνία, που κατέστησε δυνατή χαι την

πρόσβασή μου σε μερικές από τις πλουσιότερες και καλύτερα οργανω­

μένες, και στον τομέα αυτό των γραμματολογικών σπουδών, ευρωπαϊ­

κές βιβλιοθήκες, όπως είναι οι μεγάλες κρατικές και πανεπιστημιακές

βιβλιοθήκες του Μονάχου, του Βερολίνου και του Παρισιού.

Είναι αυτονόητο, ότι μπροστά σε μια τέτοια, τεράστια προσφορά

ερευνητικού «υλικού», μπροστά σε μιαν απέραντη βιβλιογραφία στις

κυριότερες τέσσερεις ή πέντε ευρωπαϊκές γλώσσες, ήμουν υποχρεωμέ­

νος να κάνω, και πραγματικά έκανα τις επιλογές μου — καί προς την

καθαρά (κοσμο)θεωρητική και προς την περισσότερο προικτική κατεύ­

θυνση: Η μελέτη μου στηρίχτηκε, τελικά, στην, εξαντλητική και

συστηματική, αξιοποίηση 1.000, κατά προσέγγιση, βιβλιογραφικών

«λημμάτων», αυτοτελών δημοσιευμάτων και μελετών. Απ’ αυτά,

σχεδόν τα μισά, κάτι περισσότερο από 460 έργα και μελέτες, που

βρίσκονται στην προσωπική μου βιβλιοθήκη, καταγράφονται στην

εκτενέστατη, δυστυχώς, Βιβλιογραφία, που επισυνάπτεται στο τέλος

του βιβλίου αυτού — ταυτόχρονα ως τεκμήριο των κυριότερων ττηγών

και βοηθημάτων της μελέτης μου και ως ερέθισμα για τη μελέτη του

φιλόπονου αναγνώστη μου —, ενώ μερικές άλλες εκατοντάδες έργων

αναφέρονται «απλά» στο κύριο σώμα του βιβλίου μου.

Ο χρήστης του βιβλίου αυτού θα διαπιστώσει εύκολα ότι η βιβλιο­

γραφία μου είναι σχεδόν αποκλειστικά ξενόγλωσση: αγγλική, γαλ­

λική, γερμανική, ιταλική και, σποραδικά, ρωσική· την ελληνική —

για την ακρίβεια: την ελληνόγλωσση — βιβλιογραφία χρησιμοποίησα

μόνο κατ’ εξαίρεση: όταν δεν μπορούσα να την αποφύγω. Την απορρι-

πτική κρίση μου για τις ελληνικές μεταφράσεις θεωρητικών γραμμα­

τολογικών κειμένων και ειδικότερα για τα δύο σημαντικότερα εγχειρί­

δια θεωρίας της λογοτεχνίας σ’ ελληνική μετάφραση, τη «θεωρία

λογοτεχνίας» των ΜνβΙΙβΗ και λνατνβη και την «Εισαγωγή στη

θεωρία της λογοτεχνίας» του Εα&ΙβΙοη, διατύπωσα σε προηγούμενο

Page 7: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 13

δημοσίευμά μου («Ψηφίδες», 1992). Δεν αρνούμαι ότι υπάρχουν και

μερικές, ελάχιστες θετικές εξαιρέσειςψ μιαν απ’ αυτές, τη μετάφραση

της «Μορφολογίας του παραμυθιού» του Ρτορρ (μετάφραση: Α.

Παρίση, 1987), αναφέρω τιμητικά και από την προλογική αυτή θέση.

Ύστερα από τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι το κήρυγμα για την

ύπαρξη και τη συγγραφή μιας «ελληνικής» θεωρίας της λογοτεχνίας,

όπως την εννοούν μερικοί ελληνορθόδοξοι ή «ελληνοκεντρικοί» παρα­

τηρητές, το θεωρώ, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον ουτοπικό: ως μιαν

από τις αυταπάτες με τις οποίες επιμένει να τρέφεται, εδώ και δύο

αιώνες, ο εγχώριος επαρχιωτισμός: Όχι μόνο οι νεότερες γραμματολο-

γικές-φιλολογικές σπουδές, με πρώτη ανάμεσά τους την κλασική

φιλολογία, αλλά και η φιλοσοφία, η νεότερη τέχνη και λογοτεχνία

και, προπαντός, οι επιστήμες και το αποφασιστικά μεγαλύτερο τμήμα

του νεοελληνικού πολιτισμού χαι μάλιστα της νεοελληνικής «εθνικής»

ιδεολογίας ήρθαν στην Ελλάδα, από την εποχή του Ρήγα και του

Κοραή, απά την «Ευρώπη».

Και στις μέρες μας, για να επανέλθουμε, χρονικά και θεματικά,

στο συγκεκριμένο αντικείμενό μας3 ακόμα και χώρες οικονομικά και

πολιτικά πανίσχυρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, δε

θα μπορούσαν ν’ αναπτύξουν, τις τελευταίες δεκαετίες, μια «δική

τους», αυτοφυή και αυτόνομη «σχολή» στη λογοτεχνική θεωρία — και

στις γραμματολογικές σπουδές — χωρίς μιαν άμεση και στενή επαφή

με την ευρωπαϊκή τους κοιτίδα, όπως δείχνει η πιο πρόσφατη, όχι

όμως και μοναδικής περίπτωση της «αποδόμησης» (άβοοηΒίΓΗοΟοη).

Η διακήρυξη μιας - απευκταίας και αποτρόπαιης — «ελληνικότη­

τας» της ελληνόγλωσσης γραμματολογικής-λογοτεχνικής θεωρίας

από μερικούς «καθαρόαιμους» ιθαγενείς δεν είναι παρά η νεοελληνική

παράφραση του αισώπειου μύθου με την αλεπού και τα σταφύλια: Και

γι’ αυτούς, η ευρωπαϊκή λογοτεχνική θεωρία και γενικότερα η ευρω­

παϊκή επιστήμη, όσο δε διαθέτουν τις γλωσσικές και πολιτιστικές

προσβάσεις σ’ αυτές, θα παραμένουν «όμφαχες».

Αλλά και από μιαν άλλη άποψη δε θα μπορούσαμε να διεκδική-

σουμε, σήμερα τουλάχιστον, τον κότινο μιας ελληνικής τ- ή άλλης —

«πρωτοτυπίας» στη λογοτεχνική θεωρία: Ιδιαίτερα σ’ αυτόν τον τομέα

Page 8: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

14 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

των γραμματολογικών σπουδών έχουμε περάσει, εδώ και καμιά δεκα­

ριά χρόνια, σε μια «μεταθεωρητική» φάση του αντικειμένου των

σπουδών μας — με την αδόκιμη, χρονική σημασία του προθέματος

«μετά»: Τα μοντέρνα και μεταμοντέρνα θεωρήματα, που κατέκλυσαν

τις όχθες της λογοτεχνίας από τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας,

έχουν συμπληρώσει ήδη τον κύκλο τους — το πιο πολύκροτο μάλιστα

απ’ αυτά, ο στρουκτουραλισμός, οδηγήθηκε στον τάφο του από τους

ίδιους τους τέως φορείς και τροφούς του (ΌβτΗάα).

Βρισκόμαστε, λοιπόν, μετά την ολοκλήρωση της «κλασικής» επο­

χής της λογοτεχνικής και γραμματολογικής θεωρίας στον αιώνα μας,

αν επιτρέπεται ο αναχρονισμός, στην «ελληνιστική» της φάση. Όμως

και στη νέα, τη δική μας «μετακλασική» εποχή έχει αρχίσει να

διαφαίνεται, μετά την υπέρβαση όλων των (μετα)μοντέρνων -ισμών,

κάτι το νέο και στον τομέα αυτό των θεωρητικών γραμματολογικών

σπουδών: μια «νέα φιλολογία», η «γενετική κριτική» (οΗΗηηβ ζέηέίι-

ηηβ) του κειμένου, και μια «νέα ιστορία» (ηβχν ΗίδΐοτΊ/), στις οποίες

γίνεται σύντομη αναφορά στ* αντίστοιχα κεφάλαια του βιβλίου αυτού

(VIII, XIV).

Αυτό που μπορούμε και πρέπει να κάνουμε, και αυτό θεώρησε ως τη

βασικότερη υποχρέωσή του ο συγγραφέας του βιβλίου αυτού, είναι να

καταγράφουμε, όσο γίνεται πιο κριτικά, τις θέσεις και τα πορίσματα

της θεωρητικής παραγωγής στο πεδίο αυτό τις τελευταίες δεκαετίες,

αποφεύγοντας οπωσδήποτε το σκόπελο του εκλεκτικισμού: Ελπίζω ότι

πίσω από την πληθώρα του «υλικού», που παρουσιάζω με το βιβλίο

ανυτό, θα μπορέσει ο αναγνώστης του να διακρίνει και την «προσω­

πική», κεντρική, ενοποιητική θεωρητική θέση — ή μάλλον: την,

υποφώσκουσα έστω, σύνθεση, που επιδίωξε ο συγγραφέας του.

Κατά τ άλλα, από τις «ελλείψεις» του βιβλίου αυτού θα ήθελα να

επισημάνω ο ίδιος τα κενά, που έμειναν αναγκαστικά, παρά την

αρχική μου πρόθεση, έξω από τα περιθώρια του βιβλίου μου: Τρία

τουλάχιστον κεφάλαια, ένα που θ' αναφερόταν, συνοπτικότατα εννοεί­

ται, στις λογοτεχνικές θεωρίες και στις γραμματολογικές σπουδές

στον αιώνα μας (η στοιχειώδης σχετική βιβλιογραφία, που συνοδεύει

τη βιβλιογραφία του πρώτου κεφαλαίου, ας θεωρηθεί ως ένα κίνητρο

Page 9: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 15

για την περαιτέρω μελέτη του ενδιαφερόμενου αναγνώστη), ένα

δεύτερο, που θα ήταν αφιερωμένο στα λεγάμενα «εσωτερικά στοιχεία»

του κειμένου (θέμα, μοτίβο, ιδέα/γλώσσα, ύφος, στίχος, μέτρο, ρυθ­

μός), κ ’ ένα τρίτο, που θα εξέταζε τις σχέσεις της λογοτεχνίας με τη

φιλοσοφία και την ιδεολογία, θυσιάστηκαν στο βωμό της ακατάσχετης

κόπωσης αλλά και της «οικονομίας» και αυτού του εκδοτικού-τυπογρα-

φικού εγχειρήματος. Ωστόσο, ψήγματα από τα παραπάνω θέματα

μπόρεσαν να διοχετευτούν σε μερικά σχετικά μ ’ αυτά κεφάλαια του

βιβλίου.

Επιπλέον, τα παραδείγματα, με τα οποία «εικονογραφούνται» τα

θεωρητικά ζητήματα του βιβλίου αυτού, θα μπορούσαν να είχαν

αντληθεί αφθονότερα από τη μακραίωνη ιστορία της νεοελληνικής

λογοτεχνίας* όμως από την έλλειψη των σχετικών προεργασιών

αναγκάστηκα να 7Περιοριστώ στα παραδείγματα που μπόρεσα να συλ-

λέξω, κάθε άλλο παρά συστηματικά κ’ εξαντλητικά, κατά τη διάρ­

κεια της δεκάχρονης θεωρητικής εργασίας μου.

Το βιβλίο αυτό πήρε, σκόπιμα, τη μορφή και το «ύφος» ακαδημαϊ­

κού εγχειριδίου — του πρώτου και μόνου ώς τώρα, που έχει στην

επικεφαλίδα του τ’ όνομα ενός έλληνα συγγραφέα, θέλω ωστόσο να

πιστεύω ότι θ’ αποδειχτεί χρήσιμο και για τον ενδιαφερόμενο καλλιερ­

γημένο αναγνώστη, που κινείται έξω από τα τείχη του ακαδημαϊκού

χώρου. Μ ’ αυτή την ελπίδα της «χρησιμότητάς» του, της «χρησιμό-

τητάς» μας, θα ήθελα να κλείσω, αντλώντας και πάλι από την

αστείρευτη πηγή' της βιωτικής και καλλιτεχνικής φιλοσοφίας του

Βγ6οΗι, την προλογική μου αυτή απολογία.

Page 10: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Α. Γραμματολογία: η επιστήμη

Γραμματολογία είναι η επιστήμη που εξετάζει γενικότερα τα γραπτά

μνημεία (= γραμματεία) και ειδικότερα τα έντεχνα, αισθητικά φορτι­

σμένα και αξιολογημένα γραπτά μνημεία (= λογοτεχνία) μιας ή

περισσότερων εθνικών και γλωσσικών κοινοτήτων ή όλου του κόσμου,

αναλυτικά και συνθετικά, στατικά και δυναμικά, το καθένα χωριστά ή

στις μεταξύ τους σχέσεις* σε ομάδες και είδη ή στο σύνολό τους, σ’ εθνικό

ή υπερεθνικό επίπεδο, στην ιστορική τους εξέλιξη (διαχρονικά) ή στις

τυποποιημένες τους μορφές (συγχρονικά), με στόχο της τη διαπίστωση

και τη διατύπωση των νόμων που καθορίζουν την παραγωγή, τη δομή, τη

λειτουργία και την επίδρασή τους στην ανθρώπινη κοινωνία.

Η γραμματολογία είναι κλάδος των λεγάμενων «επιστημών του

ανθρώπου» (δοίβηοβδ Ηιιιηαίηβδ), δηλαδή των ιστορικοκοινωνικών επι­

στημών, συγγενής των «επιστημών του πολιτισμού» (ΚυΙίιιηνίδδβηδοΗα-

Αβη), όπως η ιστορία της τέχνης (των εικαστικών τεχνών), η

μουσικολογία, η θεατρολογία, η φιλμολογία, η ψυχολογία, η εθνολογία

και λαογραφία, η θρησκειολογία, και αξιοποιεί και χρησιμοποιεί για τους

σκοπούς της εκτός από τις ειδικές γΓ αυτήν μεθόδους και πορίσματα των

«γενικών» ή «βασικών» επιστημών (Οηιη<1\νίδδ6ηδθ1ΐΐ3Αβη), όπως η

φιλοσοφία, η ιστορία, η κοινωνιολογία, η επιστημολογία, η γνωσεολο-

γία, η λογική, τα μαθηματικά, η σημειολογία, η πληροφορική, η

κυβερνητική και ιδιαίτερα η γλωσσολογία, η αισθητική και η πολιτισμο­

λογία ή ιστορία του πολιτισμού.

Για τη συστηματοποίηση των (υπο)χλάδων της γραμματολογίας

έχουν διατυπωθεί μερικές - ελάχιστες — προτάσεις* τα βασικά μειονε­

κτήματα αυτών και των παρόμοιων συστηματοποιήσεων είναι η στατικό-

τητα και η σχηματικότητά τους.

Page 11: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

18 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Στην πραγματικότητα, όπως κάθε — ιστορικοκοινωνική — επιστήμη

και το αντικείμενό της, έτσι και οι επιμέρους «κλάδοι» της υπόκεινται

στο «νόμο» της ιστορικής αλλαγής: Η ανάπτυξη και η διαφοροποίησή

τους είναι συνάρτηση ολόκληρης της ιστορικής εξέλιξης, ειδικότερα

της κατανομής εργασίας και της εξειδίκευσης και, εν μέρει, της

κοινωνικής και θεσμικής τους αναγνώρισης — γεγονός, που θα γίνει

κατανοητό στην ιστορική ανασκόπηση των ιστορικών σπουδών, που

επιχειρούμε στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου αυτού. Για τον ίδιο λόγο,

και τα όρια μεταξύ των επιμέρους (υπο)κλάδων μιας ορισμένης επιστή­

μης, όπως και μεταξύ των διαφόρων επιστημών, δεν μπορεί να είναι

στεγανά.

Είναι αυτονόητο ότι οι παραπάνω περιορισμοί ισχύουν και για τη

συστηματοποίηση των (υπο)κλάδων της γραμματολογίας, που προτεί­

νουμε παρακάτω - συστηματοποίηση κατ’ ανάγκην στατική και

σχηματική:

1. θεωρία/επιστημολογία της γραμματολογίας/μεταγραμματο-

λογία.

1.1. Ιστορία της γραμματολογίας.

2. θεωρία της λογοτεχνίας/γραμματείας.

2.1. Θεωρία των λογοτεχνικών και γραμματειακών γενών και

ειδών.

2.1.1. θεωρία της ποίησης/ποιητολογία.

2.1.2. θεωρία της αφήγησης/αφηγηματολογία.

2.1.3. θεωρία του δράματος/δραματολογία.

2.1.4. θεωρία των εξωλογοτεχνικών γενών και ειδών.

3. θεωρία του κειμένου/κειμενολογία.

3.1. Μορφολογία (θέματα, μοτίβα, τρόποι, ύφος, μέτρο, ρυθμός

κ.τ.λ.).

4. Φιλολογία (κωδικολογία/παλαιογραφία, βιβλιογραφία, βιβλιο­

λογία, κριτική κειμένου/εκδοτική).

5. Ανάλυση και ερμηνεία κειμένου.

6. Εθνική, γενική και συγκριτική γραμματολογία.

6.1. Σχέσεις της λογοτεχνίας με τις άλλες τέχνες.

Page 12: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 19

7. Σχέσεις της γραμματολογίας με τις άλλες «επιστήμες του

ανθρώπου» (γλωσσολογία, κοινωνιολογία, ψυχολογία, φιλοσο­

φία κ.τ.λ.).

8. Ιστορία της λογοτεχνίας/γραμματείας.

Β. Επιστημολογική παρέκβαση

1. Επιστήμη: Σύστημα οργανωμένων θεωρητικών γνώσεων για

τη φύση, την κοινωνία και τον άνθρωπο (ως βιολογικό και πνευματικό

ον), με αντικειμενική ισχύ, με ιδιαίτερα θεωρητικά μέσα για την

ανάπτυξή του (μεθόδους), που προβαίνει ορθολογικά-αποδεικτικά

(άίδΙαίΓδίν), με τη δυνατότητα αυτοελέγχου και αυτοδιόρθωσης/αυτο­

βελτίωσης, που βασίζεται πάνω στην ανθρώπινη, κοινωνικά οργανω­

μένη εμπειρία και πράξη και επιδρά, με τη σειρά του, καθοριστικά-

διορθωτικά πάνω σ’ αυτήν, με στόχο την επέμβαση του ανθρώπου/της

κοινωνικής ομάδας πάνω στη φύση και τον άνθρωπο/την κοινωνική

ομάδα, για την παραγωγή και αναπαραγωγή της ανθρώπινης ζωής σ’

όλες της, τις υλικές και τις πνευματικές, εκδηλώσεις.

2. Φυσικομαθηματικές («εφαρμοσμένες») επιστήμες//ιστο-

ριχοχοινωνιχές επιστήμες/επιστήμες του ανθρώπου (δοίβηεββ

Ηηπιαίηββ/ΗηηιαηιιΑδδβηβοΗαββη/* ΟβίβίβδίνίεββηΘοΗαββη).

• Σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις

πρώτες και τις δεύτερες, παρά α) ως προς το αντικείμενο: Το

αντικείμενο των φυσικομαθηματικών επιστημών είναι η έξω από

τον άνθρωπο φύση και ο άνθρωπος ως μέρος της (βιολογικό ον)* το

αντικείμενο των ιστορικοκοινωνικών επιστημών είναι η ανθρώπινη

κοινωνία και ο άνθρωπος ως μέλος της (κοινωνικό ον) — συμπερι­

λαμβανομένων και όλων των πνευματικών/ψυχικών/βουλητικών/

νοητικών εκδηλώσεών του και της ανθρώπινης σκέψης κ’ επιστήμης

και των νόμων/κανόνων που τις διέπουν* β) ως προς τις ιδιαίτερες,

ειδικές για τις πρώτες και τις δεύτερες, μεθόδους. (Αλλά μια

Page 13: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

20 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

τέτοια διαφοροποίηση υφίσταται και μεταξύ των επιμέρους επιστη­

μών και των κλάδων τους, είτε φυσικομαθηματικών, είτε ιστορικο-

κοινωνικών: καθεμιά απ’ αυτές και καθένας απ’ αυτούς αναπτύσ­

σουν ιδιαίτερες, ειδικές μεθόδους — και τεχνικές).

• Κοινά είναι ανάμεσα στις μεν και στις δε όλα τα υπόλοιπα

στοιχεία/χαρακτηριστικά που συμπεριλάβαμε στον παραπάνω

ορισμό:

α) συστηματικότητα

β) αντικειμενικότητα

γ) ορθολογικότητα/αποδεικτικότητα

δ) σύστημα αυτοελέγχου/αυτοδιόρθωσης

ε) διαλεκτική σχέση θεωρίας/πράξης.

• Αναλυτικότερα:

α) Η αντικειμενικότητα αμφισβητήθηκε στις ιστορικοκοινωνικές επι­

στήμες. Το πρόβλημα δημιουργέ ίται, επειδή σ’ αυτές το (ατομικό

και κοινωνικό) αντικείμενο είναι ταυτόχρονα και (ατομικό και

κοινωνικό) υποκείμενο της γνώσης/επιστήμης.

Αλλά: Αντικειμενικότητα δε σημαίνει, ειδικά στις ιστορικοκοινωνι-

κές επιστήμες, ουδετερότητα, αλλ’ ακριβώς το αντίθετο: ενσυνεί­

δητη ένταξη με τις κοινωνικές δυνάμεις και ομάδες που ενσαρκώ­

νουν και εκφράζουν το εκάστοτε πιο προχωρημένο σημείο/στάδιο

της ιστορικής διαδικασίας (ΡΐΌζβδδ)* με την έννοια αυτή, η αντι­

κειμενικότητα, η αντικειμενική αλήθεια, είναι ιστορικά και κοινω­

νικά καθορισμένη και αποτελεί, και στις φυσικομαθηματικές και

στις ιστορικοκοινωνικές επιστήμες, την εκάστοτε πιο προχωρη­

μένη, ανώτερη, προοδευτικότερη σύνθεση θεωρίας και πράξης.

β) Η πράξη στις φυσικομαθηματικές επιστήμες ονομάζεται: τεχνική-

στις ιστορικοκοινωνικές επιστήμες: πολιτική.

γ) Κοινή είναι και στις πρώτες και στις δεύτερες η χρήση του

πειράματος: Και στις ιστορικοκοινωνικές επιστήμες χρησιμοποιεί­

ται μέσω της ττολιτικής — το πείραμα: όπως λ.χ. η εφαρμογή

πορισμάτων της Οικονομικής Επιστήμης στη βιομηχανία, γεωργία

κ.τ.λ. ή η εφαρμογή πορισμάτων της Παιδαγωγικής Επιστήμης

Page 14: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 21

στη -σχολική- εκπαίδευση (με τη μορφή «μοντέλων»), με στόχο

την επαλήθευσή τους, τη βελτίωσή τους και την περαιτέρω προώ­

θηση της παραγωγής και της κοινωνικής οργάνωσής της.

δ) Ιδιαίτερη επιφύλαξη, αμφισβήτηση και μάλιστα άρνηση εκφρά­

στηκε ως προς τη δυνατότητα της αντικειμενικής, συστηματικής,

επιστημονικής γνώσης της λογοτεχνίας και συνεπόμενα ως προς το

δικαίωμα ύπαρξης του επιστημονικού κλάδου της γραμματολογίας.

Οι αντιρρήσεις αυτές έχουν την αφετηρία τους αφενός στη σύγχυση

ανάμεσα στην ιδιαιτερότητα του γνωστικού αντικειμένου «λογοτε­

χνία» («υποκειμενικότητα», «ψυχικότητα», «πολυσημία» κ.τ.λ.) και

το αίτημα της αντικειμενικότητας, που χαρακτηρίζει, όπως και κάθε

άλλη επιστήμη, το γνωστικό κλάδο του, την επιστήμη της γραμματο­

λογίας, και αφετέρου στις αγνωστικιστικές φιλοσοφικές/γνωσεολογι­

κές στάσεις και θεολογίες που αναιρέσαμε συνοπτικά παραπάνω.

3. Γλώσσα και μεταγλώσσα/θεωρία χαι μεταθεωρία

Σε μια θεωρητική/επιστημονική γλώσσα, όπως λ.χ. στη Γεωγρα­

φία, εκφέρονται προτάσεις όπως η ακόλουθη:

α) Η Αθήνα είναι πρωτεύουσα της Ελλάδας.

Στις προτάσεις αυτές εκφράζεται μέσω της γλώσσας (Γ) μια σχέση

ανάμεσα σ’ ένα γνωστικό/θεωρητικό αντικείμενο (Αθήνα: Α) και μια

γνώση/θεωρία (θ).

Σε μιάν άλλη επιστημονική γλώσσα (Γλωσσολογία/Γραμματική) βρί­

σκεται λ.χ. η πρόταση:

β) Η λέξη «Αθήνα» είναι τρισύλλαβη.

Στην πρόταση αυτή το γνωστικό αντικείμενο δεν είναι η γεωγραφική

έννοια Αθήνα, αλλά η λέζτη «Αθήνα» — τα εισαγωγικά είναι η

εξωτερική ένδειξη αυτής της νέας χρήσης της λέξης «Αθήνα». Εδώ η

σχέση ανάμεσα στο γνωστικό αντικείμενο (Α') και τη θεωρία πραγμα­

τοποιείται, με τη μεσολάβηση της γλώσσας (Γ'), σ’ ένα άλλο,

ανώτερο λογικό/θεωρητικό επίπεδο (θ').

Τη γλώσσα στην οποία είναι διατυπωμένη η πρώτη πρόταση την

Page 15: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

22 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ονομάζουμε γλώσσα του αντικειμένου ή γλώσσα της α' βαθμίδας· τη

γλώσσα της δεύτερης πρότασης μεταγλώσσα ή γλώσσα της β'

βαθμίδας. (Με τη λογική αυτή ιεράρχηση το γνωστικό αντικείμενο

ανήκει πάντα στη λεγόμενη «βαθμίδα 0» (μηδέν)* η γλώσσα της

γλωσσολογίας είναι, από την άποψη αυτή, πάντα μια μεταγλώσσα).

Το θεωρητικό επίπεδο στο οποίο κινείται η πρώτη πρόταση το ονομά­

ζουμε α' θεωρητικό επίπεδο ή Θεωρία, το θεωρητικό επίπεδο της

δεύτερης πρότασης β" Θεωρητικό επίπεδο ή μεταΘεωρία.

Η μετάβαση σ’ ένα ακόμα ανώτερο γλωσσικό/θεωρητικό επίπεδο θα

δημιουργούσε μια νέα μεταγλώσσα/μεταμεταγλώσσα (Γ") και μια νέα

μεταθεωρία/μεταμεταθεωρία (θ"). Η ικανότητα αυτή της μετάβασης

από το κατώτερο στο ανώτερο θεωρητικό επίπεδο και η αντανάκλαση

του πρώτου στο δεύτερο είναι σύμφυτη μιε την ανθρώπινη γνώση/

συνείδηση: Ο άνθρωπος δεν έχει μόνο την ικανότητα ν’ «αντανακλά»

«μέσα του» (στον εγκέφαλό του) τον κόσμο των αντικειμένων (συνεί­

δηση), αλλά και αυτή την ίδια την «αντανάκλαση» (συνείδηση της

συνείδησης).

Το λογικό πρόβλημα που πηγάζει από την ύπαρξη μιας γλώσσας/

μεταγλώσσας και θεωρίας/μεταθεωρίας ήταν ήδη γνωστό στους

αρχαίους, όπως δείχνει το «δίλημμα του Επιμενίδη» (στον κρητικό

Επιμενίδη αποδιδόταν η ρήση: «Κρήτες αεί ψεύσται»), η συστηματική

του όμως λύση και διατύπωσή επιτεύχθηκε μόλις στον αιώνα μας, από

δύο μαθηματικούς, τον αυστριακό Κυιΐ Οοάβΐ («ϋ Ι)Θ Γ ίοπη&Ι απ-

βηΐδοΙιβκΙΒαΓβ δαΐζβ άβΓ Ρπηοίρί& Μ&Λβιη&ώίοα ιιηά νβην&ηάΐβΓ

8γδίβπΐθ», 1931) και τον πολωνό ΑΐίτβοΙ Τατδία («Όβτ λναΗΛβίΙδββ-

£π£Γ ίη άβη ίοπηαΐίδίθΐΐβη δρΓ&οΙιβη», 1935* «ΙηϊΓοάιιοΙίοη Ιο Ι^ο§ίο

αηά Ιο Μβώοάο1ο§γ ο£ ΌβίΙιιοΗνθ δοίβηοβδ», 1941).

Η εφαρμογή των παραπάνω επιστημολογικών παρατηρήσεων και

πορισμάτων στο χώρο της επιστήμης της γραμματολογίας παρουσιά­

ζει ορισμένες ιδιοτυπίες:

Η λογοτεχνία/το λογοτεχνικό κείμενο είναι ένα γνωστικό/θεωρη­

τικό αντικείμενο που «αποτελείται» το ίδιο από γλώσσα. Από μερικούς

μελετητές (Κ. Βατώβδ, Ο. Οβηβ^β) έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η

γλώσσα της λογοτεχνίας πρέπει να θεωρηθεί ως γλώσσα της α'

Page 16: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ η

βαθμίδας, οπότε η γλώσσα της επιστήμης της γραμματολογίας θα

ήταν μια γλώσσα της β' βαθμίδας και επομένως μια μεταγλώσσα. Η

άποψη αυτή δεν πρέπει να γίνει δεκτή, επειδή α) η γλώσσα της

λογοτεχνίας αποτελεί το υλικό, την «ύλη» την ίδια του λογοτεχνικού

έργου και είναι αναπόσπαστα μ’ αυτό δεμένη, είναι κατά κάποιον

τρόπο συνώνυμό του* η γλώσσα του λογοτεχνικού έργου αποτελεί το

ίδιο το γνωστικό αντικείμενο της επιστήμης της γραμματολογίας και

επομένως ανήκει, σύμφωνα με τα παραπάνω, στη γλωσσική και

θεωρητική βαθμίδα 0 (μηδέν) - και β) η γλώσσα της λογοτεχνίας,

παρόλο που έχει χαι καταδηλωτική ικανότητα (άέηοΐ&ϋοη), δεν είναι

θεωρητική γλώσσα, αλλά κυρίως γλώσσα στην αισθητική της ύπαρξη.

Και είναι αυτή ακριβώς η «αισθητικότητα» της λογοτεχνικής γλώσ­

σας που διαφοροποιεί, και γλωσσικά, τη λογοτεχνία ως τέχνη από τη

θεωρητική γλώσσα,\που χρησιμοποιεί η επιστήμη.

Έτσι, η γλώσσα/ορολογία που χρησιμοποιούμε στην επιστήμη της

γραμματολογίας είναι η πρώτη θεωρητική γλώσσα και το αντίστοιχο

θεωρητικό επίπεδο το πρώτο θεωρητικό επίπεδο. Είναι φανερό ότι η

θεωρία αυτής της επιστήμης κινείται στο δεύτερο θεωρητικό επίπεδο:

η γλώσσα/ορολογία της είναι μια πρώτη μεταγλώσσα και η ίδια μια

-πρώτη— μεταθεωρία· γι’ αυτό θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε και

«μεταγραμματολογία».

Ωστόσο, στην επιστημονική πράξη, στην πράξη όλων των επιστη­

μών, η αυστηρή διάκριση ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο θεωρη­

τικό επίπεδο δεν *είναι πάντα δυνατή — και προπαντός: δεν1 είναι

σκόπιμη. Έτσι, η θεωρία της γραμματολογίας/μεταγραμματολογία

(μετα)κινείται και στο πρώτο θεωρητικό επίπεδο, το επίπεδο της

γραμματολογίας, για να εξατάσει άμεσα το αντικείμενό της, τη

γραμματεία και ιδιαίτερα τη λογοτεχνία.

Επιπλέον: Επειδή κάθε επιστήμη συνοδεύεται, αναγκαστικά., από

τη θεωρητική/επιστημολογική της αντανάκλαση, τη μεταθεωρία της,

συνάγεται ότι η θεωρία της γραμματολογίας/μεταγραμματολογία

είναι ταυτόχρονα κλάδος της γραμματολογίας και ότι σ’ αυτήν

ανήκουν, αυτονόητα, και οι —επιμέρους- θεωρίες/μεταθεωρίες των

επιμέρους κλάδων τους — έστω και αν αυτές δε συμπεριλήφθηκαν, από

Page 17: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

24 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

πρακτικούς λόγους, στη σχηματική.συστηματοποίηση της γραμματο­

λογίας ως επιστήμης που προτείναμε παραπάνω.

Γ. Ζητήματα ορολογίας

Η επιστημονική ορολογία, ιδιαίτερα η ορολογία μιας ιστορικοκοι-

νωνικής επιστήμης, δεν είναι απλά το αποτέλεσμα μιας γλωσσικής

σύμβασης* αντικατοπτρίζει την ίδια την εξέλιξη της επιστήμης,

καθορίζοντάς την, ώς ένα βαθμό, πάλι με τη σειρά της: η (επιστημο­

νική) παραγωγή προωθείται από τα (επιστημονικά) εργαλεία, που

έχουν παραχθεί μέσα στην ίδια την (επιστημονική) παραγωγή.

Ειδικότερα, η ζήτηση των όρων μιας ορισμένης επιστήμης συνά­

γεται με τη (μετα)θεωρία της ίδιας επιστήμης και αυτή η τελευταία

αναπτύσσεται σ’ ένα προχωρημένο στάδιο της επιστημονικής πράξης —

και όλα αυτά ισχύουν, όπως θα δούμε παρακάτω, και για την

επιστήμη της νεοελληνικής γραμματολογίας. Με την έννοια αυτή, η

«κωδικοποίηση» της ορολογίας της νεοελληνικής γραμματολογίας,

που επιχειρούμε με την εργασία μας αυτή, αποτελεί, ταυτόχρονα,

μιαν ιστορική ανασκόπηση και αναχώνευση όλης της επιστημονικής

πράξης και θεωρίας στον κλάδο αυτό μέχρι σήμερα και μια πρόταση

για την περαιτέρω ανάπτυξή της* ένας πρώτος στόχος της «κωδικο­

ποίησης» αυτής θα ήταν η σύνταξη ενός «ειδικού» λεξικού, του λεξικού

των νεοελληνικών γραμματολογικών — όχι «λογοτεχνικών»! - όρων.

θ’ αρχίσουμε από τους βασικούς όρους, που αναφέρονται στην

επιστήμη αυτή στο σύνολό της και στο - ολικό — αντικείμενό της,

όπως τα ορίσαμε παραπάνω, παραπέμποντας την εξέταση των μερικό-

τερων, ειδικότερων όρων, που αναφέρονται στους επιμέρους κλάδους

της επιστήμης και στα επιμέρους γένη και είδη του αντικειμένου της,

στ’ αντίστοιχα σημεία της μελέτης μας.

α) Ο όρος «γραμματολογία» αποτελεί την εννοιολογικά πιστή

απόδοση του γερμανικού «ΙϋβΓαίιιπνίδδβηδοΗαΛ» (επί λέξει: «επι­

στήμη της λογοτεχνίας», όπου η λ. «της λογοτεχνίας» είναι γενική

αντικειμενική), που είναι σε χρήση το αργότερο από τα 1828/1842. Η

Page 18: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 25

γερμανική «ΟΙβΓαϊυηνίδδβηδθΗ3&>>, που είχε ως αντικείμενό της μόνο

ό,τι ορίσαμε παραπάνω ως «λογοτεχνία» και ήταν ένας επιμέρους

κλάδος της «φιλολογίας» (ΡΗίΙοΙο^ίβ), τείνει να διευρυνθεί, ώστε να

συμπεριλάβει στο αντικείμενό της όλα τα γραπτά μνημεία (= γραμ­

ματεία), αντιστρέφοντας με τον τρόπο αυτό τη σχέση της με την

πατροπαράδοτη «φιλολογία».

Το δεύτερο συνθετικό του όρου (λνίδδβηδοΗαΑ = επιστήμη) δε

δηλώνει μόνο το αίτημα για την «επιστημονικότητα» του κλάδου,

αλλά και αντιστοιχεί απόλυτα, όπως δείχνουν τα πολυάριθμα παρό­

μοια σύνθετα της γερμανικής (ΚβΙίβίοηδνπδδβηδοΙιβΑ, Μιΐδίΐανίδδβη-

δοΗαή κ.τ.λ.), στο ελληνικό επίθημα -λογία. Η βαθμιαία επικράτηση

του γερμανικού όρου καταφαίνεται και από την πιστή του απόδοση,

από το 19ο ήδη αιώνα, στα ρωσικά, την ανανεωμένη χρήση του από

τους πρώτους ρώσους φορμαλιστές στο Μεσοπόλεμο (ΙϋβΓ&ϊιίΓονβάβ-

ηίβ/ΙίίβΓαΙχιπι α ηαιιΐία) και την αποδοχή του, σ’ επιλέξει μετάφραση

(«δοίβηοβ θβ 1β ΙΐΚβΓαίιΐΓβ»), από μερικούς μεταπολεμικούς «παραδοσι­

ακούς» γάλλους μελετητές (Οην ΜίοΗαηά, «Ιηίπχΐιιοΰοη α αηβ δοίβη­

οβ άβ Ια ΙίΙίβΓ^υΓβ», 1950) και τους μοντέρνους διαδόχους των ρώσων

φορμαλιστών (Κ. ΒατϊΗββ, «Οηϋφΐβ βϊ νβηϊβ», 1966 σ. 56, Τ.

Τοάονου, «ΙιίΚβΓ&ΙιΐΓβ β* δί^ηίβοαίίοη», 1967, σ. 7). Τέλος, η

περιφραστική αυτή απόδοση του γερμανικού «ΙΛ!:βΓ&*ιιηνίδδβηδθ1ΐ3&»

πέρασε, πιθανότατα από τους τελευταίους αυτούς γαλλόφωνους στρου-

κτουραλιστές, και στην ελληνική ορολογία (Σ. Δημτητρίου, «Λεξικό

όρων...», τ. 1, 1978, σ. 122: «επιστήμη της λογοτεχνίας»), χωρίς

όμως, ευτυχώς, να καθιερωθεί.

(0 γαλλικός όρος «§ΓαπιηΐΕΐο1ο§ίβ», που τον «δανείστηκε» ο |.

ϋθΓπάα («ϋβ 1η βΓΗηιπίΗίοΙοβίβ», 1967) από τον I. Οβ11> («Α 5ίιι<1γ

ο£\νηΙίη§, Λβ Γοιιηά&ϋοηδ ο£ Οϊ*αιηιηα1:ο1θ£γ», 1952) για να δηλώ­

σει τη «γραπτότητα» του κειμένου, δεν έχει καμιάν — ιστορική και

σημασιολογική - σχέση με το γερμανικό «ΙίΙβπιΙιιηνίδδβηδοΗβΑ» και

το ελληνικό «γραμματολογία»).

Για τη δήλωση της επιστήμης, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος

της, που αναφέρεται στο αισθητικά φορτισμένο αντικείμενό της,

χρησιμοποιείται ακόμα στα γαλλικά ο όρος «ΙίΐΙβΓαΙιιΐΓβ», που σημαίνει

Page 19: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

26 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

όμως, πρωταρχικά, το ίδιο το αντικείμενο της επιστήμης — πράγμα

εντελώς ανυπόστατο και απαράδεκτο από επιστημολογική άποψη.

Πολύ σαφέστερος, αν και στενότερος από τον ελληνικό όρο «γραμμα­

τολογία», όπως τον οριοθετήσαμε παραπάνω, είναι ο όρος «ροβϋφΐβ»,

που χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα από τους — γαλλόφωνους,, κυρίως -

στρουκτουραλιστές 0α]£θ1)δοη, ΤοάοΓον) για τη δήλωση ολόκληρου του

κλάδου που έχει ως αντικείμενό του τη «λογοτεχνία» (Ιϋίέπ&ΐΓβ), όχι

μόνο την «ποίηση» (ροβδίβ). Ο όρος, που αποτελεί μ ιαν ανανεωμένη

χρήση του αριστοτελικού — και κλασικιστικού — όρου «ποιητική», είχε

ήδη χρησιμοποιηθεί τον περασμένο αιώνα, με την ίδια ακριβώς ευρύ­

τερη σημασία, από το σημαντικότερο εκπρόσωπο του γερμανικού

γραμματολογικού θετικισμού λνίϋιβίιη δοΗβΓβΓ («Ρθ6ϋ1ο>, 1888).

Ιδιότυπη και κάθε άλλο,"παρά ικανοποιητική είναι η κατάσταση

στην αντίστοιχη αγγλική γραμματολογική ορολογία: Πλάι στον —

ελάχιστα χρησιμοποιούμενο — όρο «1ί1:6Γ&ι*γ δοΗοΙ&τδΙιίρ», που καλύπτει

σχεδόν ολόκληρο το περιεχόμενο του γερμανικού «ΟΐβΓαϊαηνίδδβη-

δοΙιοΑ» και με τον, ίδιο τονισμό της «ακαδημαϊκότητας» του κλάδου,

είναι σε — πολύ κοινότερη — χρήση οι πιο διαφορετικοί όροι, όπως

«ΙίΙβΓ&ιγ ώβοιγ» (και «Λβοιγ οΠίίβι-α&ΐΓβ»), «1ίΐ6Γαιγ οπΗοίδΐη» και

«ΙίΐβΓ&ιγ Πίδίοιγ», που, εκτός από το ελάττωμα της περίφρασης,

έχουν και το μειονέκτημα ν’ αναφέρονται μόνο στο σπουδαιότερο μεν,

αλλ’ οπωσδήποτε μερικό αντικείμενο της επιστήμης, τη λογοτεχνία

(ΙϋβΓ&ΙιΐΓθ), ή σε μια μόνο πλευρά της σπουδής της, ενώ ο πατροπαρά­

δοτος όρος «ρΙιί1ο1θ£γ», που είχε διευρυνθεί, στη γερμανική ιδίως

εκδοχή του, για να χωρέσει ολόκληρο το φάσμα της —κλασικής—

αρχαιογνωσίας, έχει στενέψει, στη σύγχρονη αγγλική χρήση του,

τείνοντας να γίνει συνώνυμο της — κλασικής και μεταγενέστερης —

«γλωσσολογίας».

Ο ελληνικός όρος «γραμματολογία» βρίσκεται σε χρήση το αργό­

τερο από τα 1844, χρησιμοποιείται εντούτοις από τον πρώτο ήδη

χρήστη του, τον κλασικό φιλόλογο Κωνσταντίνο Ασώπιο (1850) για

τη δήλωση όχι της επιστήμης αλλά του -ειδικότερου- αντικειμένου

της, της —κλασικής— γραμματείας. Οπωσδήποτε, η γνώμη ότι πρώτος

ο Αριστείδης Κυπριανός (1861) χρησιμοποίησε τον όρο για τη

Page 20: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 27

σήμανση του επιστημονικού κλάδου (της κλασικής γραμματολογίας)

πρέπει πιθανότατα ν’ αναθεωρηθεί, αφού ως πρώτος ακριβής χρήστης

του όρου για τη δήλωση του επιστημονικού κλάδου, και μάλιστα σ’

αναφορά με τις νεότερες «γραμματείες» και «λογοτεχνίες» και σε

σύζευξη με το επίθετο «συγκριτική», μπορεί τώρα να τεκμηριωθεί ο

γενάρχης της νεοελληνικής —λογοτεχνικής— κριτικής Ιάκωβος Πολυ-

λάς («του διδασκάλου αυτού της συγκριτικής γραμματολογίας»: ειρω­

νική αποστροφή για το Σπ. Ζαμπέλιο, στο: «Πόθεν η μυστικοφοβία

του κ. Σπ. Ζαμπελίου», 1860). Έκτοτε, ο όρος «γραμματολογία»

χρησιμοποιήθηκε, έστω και σποραδικά, μ’ αυτήν ακριβώς τη σημασία,

από πολλούς μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας (και γραμμα­

τείας), για να γνωρίσει μάλιστα και την «επίσημη» κωδικοποίησή

του, μαζί με τον ορισμό του, σε μερικά από τα σημαντικότερα

ελληνικά λεξικογράφικά έργα από τον περασμένο αιώνα ώς τις μέρες

μας.

Οι δύο κύριοι σταθμοί της οριστικής καθιέρωσης του όρου «γραμμα­

τολογία» σημαδεύονται από το άρθρο του Ιωάννη Πανταζίδη «Φιλολο­

γία, γραμματολογία, λογοτεχνία» στο περιοδικό «Εστία» (1886) και

το εκτενέστατο λήμμα «Γραμματολογία» του Ιωάννη Συκουτρή στη

«Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» (1929), όπου γίνεται φανερό

ότι με τον όρο αυτό αποδίδεται το γερμανικό «ΕίίβΓαίυηνίδδβηδοΗ&β:»

και όπου δίνεται, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ένας πλήρης ορισμός

του επιστημονικού αυτού κλάδου. Η περιφραστική απόδοση του ίδιου

όρου από τον Κ. Δ. Γεωργούλη 23 χρόνια αργότερα («Η επιστήμη της

λογοτεχνίας», 1952) ήταν, εννοείται, άσχετη από τη χρήση του ίδιου

όρου από τους ρώσους φορμαλιστές — και την έμμεση και, ευτυχώς,

εφήμερη ελληνική του αντανάκλαση, που επισημάναμε περαπάνω.

Η χρήση του όρου «γραμματολογία» με τη σημασία «ιστορία της

λογοτεχνίας», που επιχειρήθηκε, σποραδικά, προπολεμικά, σ’ αναφορά

με μια ξενόγλωσση αρχικά ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Γ .

Βαλέτας, «Εκδόσεις και σύνθεση της νεοελληνικής γραμματολογίας

του Αλεξ. Ρ. Ραγκαβή», Νέα Εστία, 1936) και μεταπολεμικά και

στον ίδιο τον τίτλο μιας ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας

(Αδαμ^ Παπαδήμας, «Νέα ελληνική γραμματολογία», 1948), είναι

Page 21: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

28 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

σήμερα αδόκιμη και πρέπει να εγκαταλειφτεί, προς όφελος μιας

μεγαλύτερης ορολογίακής πληρότητας, διακριτικής ικανότητας και

σαφήνειας του επιστημονικού κλάδου της γραμματολογίας, όπως τον

ορίσαμε παραπάνω.

β) Ο όρος «φιλολογία» έχει στην Ελλάδα μιαν εννοιολογική ιστο­

ρία εντελώς παράλληλη προς τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες και

γραμματολογίες — μ’ εξαίρεση, όπως είδαμε, την αγγλική —, που

ξεκίνησε από την «κλασική φιλολογία», για να «εξειδικευτεί», με τη

μετάβασή της στις νεότερες εθνικές «φιλολογίες», στη δεύτερη,

στενότερη σημασία της, στην οποία την περιορίζουμε κ’ εμείς στο

βιβλίο μας αυτό: σ’ έναν επιμέρους κλάδο της γραμματολογίας.

Αυτή, η μερικότερη κ’ εξειδικευμένη, χρήση της προσκρούει προσω­

ρινά στη θεσμοθετημένη,* ακαδημαϊκή χρήση της για τη σήμανση

ολόκληρου του επιστημονικού κλάδου, και μάλιστα ολόκληρων επιστη­

μονικών κλάδων στις Φιλοσοφικές Σχολές των ελληνικών πανεπιστη­

μίων («Τμήμα Φιλολογίας», «πτυχίο φιλολογίας»), αλλ’ αυτός ο

ορολογιακός διχασμός, που δεν είναι, και στους άλλους επιστημονικούς

κλάδους ή θεσμούς («Φιλοσοφική Σχολή»), άγνωστος και στις άλλες

ευρωπαϊκές χώρες, μπορεί να ξεπεραστεί.

Η -εξαιρετική- ελληνική ιδιοτυπία - σε σχέση με τις ευρωπαϊκές

γραμματολογίες - που προκύπτει από την, ξεπερασμένη πια, χρήση

του όρου «φιλολογία» για τη δήλωση και του αντικειμένου της

επιστήμης, της γραμματείας γενικότερα, της λογοτεχνίας ειδικότερα,

και που δεν ήταν παρά η - εννοιολογικά πιστή αλλά λεξιλογικά

εντελώς άστοχη — απόδοση του γαλλικού «ΙίΚέΓαΙυΓβ» και των άλλων

ευρωπαϊκών αντιστοίχων του στην πρώτη σημασία του (βλ. λ.χ. την

ελληνική μετάφραση του «ΟβδοΙιίοΙιΐΘ άβτ ηβα^πβοΗίδοΚβη Ι_.ί1ί€Γ&-

*υι> του Α. Ρ. Ραγκαβή: «Περίληψη ιστορίας της νεοελληνικής

φιλολογίας», Αθήνα 1887), έχει ήδη ελεγχθεί και απορριφθεί στα

1861 από το μεσαιωνολόγο Δ. Μαυροφρύδη* για το λόγο αυτό, η

παρατεινόμενη χρήση του, στην ίδια αυτή σημασία, και μάλιστα με

την προσθήκη του σχετλιαστικού επιθέτου «ελαφρά», δεν πρέπει να

μας απασχολήσει ιδιαίτερα.

γ) Από τους δύο όρους που χρησιμοποιήσαμε, στον ορισμό ήδη της

Page 22: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 29

επιστήμης μας, για τη σήμανση του αντικειμένου της στη διπλή του

έκφανση, ο πρώτος, «γραμματεία», έχει μια μακρότατη λεξικολογική

προϊστορία, που φτάνει ώς την άμεσα μετακλασική περίοδο (Πλούταρ­

χος), όπου όμως η λέξη σήμαινε την «ιδιότητα, το αξίωμα του

γραμματέως» — σημασία που τη διατήρησε, μαζί με τη θεσμοθετημένη

του συγκεκριμενοποίηση (Γραμματεία *= Υπουργείο), υπό την επί­

δραση της γερμανικής «καγκελλαρίας» (Καηζΐβί), ώς τον ελληνικό

19ο αιώνα.

Από την ίδια όμως εποχή, το αργότερο από τα 1839, μπορεί να

τεκμηριωθεί και η χρήση του όρου για τη δήλωση καταρχήν του

αντικειμένου της επιστήμης της «(κλασικής) φιλολογίας» (όηιάί-

Ηοη), αλλά και της «λογοτεχνίας» (ΙίΚέπιίιΐΓβ) και της ίδιας της

επιστήμης, για να σταθεροποιηθεί, στον αιώνα μας και στις μέρες

μας, στη δήλωση «όλων των γραπτών μνημείων», ανεξάρτητα από

την αισθητική τους φόρτιση, μιας νεότερης, εθνικής και επομένως και

της νεοελληνικής, γλώσσας.

Page 23: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

01 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗ ΔΓΣΗ (14ος-19ος αι.)

I

Η γραμματολογία ως επιστήμη θεμελιώνεται στην Ευρώπη στις

πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, του αιώνα του ιστορισμού και του

επιστημονισμού. Ωστόσο, και η γραμματολογία έχει, όπως και κάθε

άλλη επιστήμη, μ*α μακρότατη προϊστορία, που φτάνει ώς την

πρώιμη μετακλασική, την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή* μια

αυστηρή διάκριση ανάμεσα στην επιστημονική και την προεπιστημο-

νική της φάση θ’ αντιστρατευόταν όχι μόνο την ιστορική πράξη της

εξέλιξης του επιστημονικού αυτού κλάδου, αλλά και το χαρακτήρα ή

την ουσία της εξέλιξης της ανθρώπινης γνώσης γενικότερα.

Η ανανέωση των γραμματολογικών σπουδών που συνεπέφερε η

ευρωπαϊκή Αναγέννηση με την «ανακάλυψη» και την ενσωμάτωση στο

χώρο των ενδιαφερόντων της των νεότερων, εθνικών πολιτισμών,

γλωσσών και λογοτεχνιών, μετά τη σχεδόν ολική έκλειψη του —

δυτικού και ανατολικού — Μεσαίωνα, δεν ήταν αρχικά, όπως και στ’

άλλα πεδία του επιστητού, παρά μια δημιουργική πρόσληψη και

προέκταση της αρχαίας, μετακλασικής παράδοσης του κλάδου, και

μάλιστα στις τρεις κύριες κατευθύνσεις του: α) τη φιλολογία (κριτική/

έκδοση κειμένων, γλώσσα, γραμματική)* β) την καταγραφή (κατάλο­

γοι, βιογραφίες) και γ) την ποιητική (θεωρία λογοτεχνίας).

Η διαίρεση της σύντομης επισκόπησης που ακολουθεί σε περιόδους

και φάσεις δεν μπορεί παρά να οφείλεται σε λόγους πρακτικούς-

μεθοδικούς* στην πραγματικότητα, τα όρια μεταξύ των διαφόρων

περιόδων και φάσεων είναι ρευστά: κάθε νέο ρεύμα πηγάζει από το

προηγούμενο και εκχύνεται στο επόμενο.

Page 24: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

32 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

1. 14ος-18ος αιώνας: Αναγέννηση, Ανθρωπισμός, Διαφωτισμός

Α . Φιλολογία

• Ιταλία. Η Ιταλία, λίκνο των νεότερων φιλολογικών σπουδών στην

Ευρώπη, όπως και της ευρωπαϊκής Αναγέννησης και του Ανθρωπι­

σμού, γενικότερα* η κριτική των κειμένων μερικότερη έκφραση του

κριτικού πνεύματος της Αναγέννησης - κατά της αυθεντίας της

μεσαιωνικής Σχολαστικής (ξηρός σχολιασμός των κειμένων),

θεμελιωτές: οι «κλασικοί» ποιητές (ταυτόχρονα: φιλόλογοι και

ουμανιστές) του 14ου αιώνα:

- Ρναηοβδοο Έβίτατοα (1304-1374): Βάζει τα θεμέλια της «κριτικής

του κειμένου» (αμφισβήτηση της γνησιότητας μιας δήθεν επιστολής

του αυτοκράτορα Αυγούστου).

- Οοναηηί Βοοβααήο (1313-1375): Πρώτη εκδήλωση φιλολογικού

ενδιαφέροντος για ένα κείμενο της νεότερης εθνικής λογοτεχνίας

(αντίγραφο της «Οίνίηα Οοιηιη6<1ί&»: 1351 ή 1359). Πρώτη

βιογράφηση ενός νεότερου, εθνικού συγγραφέα («Οθ οπβίηβ νίία

$1υ<1ϋ§ βί ιηοπΒιΐδ νίπ οΐαηδδίιηί ϋαηϋδ Αΐί^βπί...», ή «Ίϊαίαίβΐΐο

ίη Ι&αάβ άί Ο&ηίβ», 1364).

• Η πρόσκληση του Μανουήλ Χρυσολωρά από την Κωνσταντινούπολη

στη Φλωρεντία (1397) εγκαινιάζει τη στροφή των ιταλών ουμανι-

στών (και) στις ελληνικές κλασικές σπουδές, που ήταν ώς τότε

στραμμένες αποκλειστικά στη ρωμαϊκή αρχαιότητα* νέα ώθηση θα

πάρουν οι ελληνικές σπουδές με τη φυγή των ελλήνων λογίων μετά

την Άλωση στην Ιταλία (και άλλες χώρες της Δύσης).

• Πρώτη ακμή των — ελληνικών και λατινικών — κλασικών σπουδών,

ιδιαίτερα της φιλολογικής κριτικής:

- Αη&βΙο ΡοΙΐζίαηο (1454-1494): μετάφραση αρχαίων συγγραφέων,

«κριτική κειμένων». («Οβηΐιιπα ρηιηα πιίδοβίΐαηβοηιιη», 1489).

• Πρώτη ακμή της εκδοτικής αρχαίων, κλασικών συγγραφέων:

- Αΐάηβ Μαηηϋηβ/Αΐάο Μαηηζίο (± 1450-1515).

• Εξάπλωση των —κλασικών— φιλολογικών σπουδών στις άλλες

χώρες της Δύσης:

Page 25: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

01 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗ ΔΤΣΗ 33

• Γερμανία. Κλασική φιλολογία:

- Κοηιαά ΟβΙίΐΒ (1459-1508): Καθηγ. στο Πανεπιστήμιο της Ιη§ο1-

δ&κΐΐ* ποιητής (σε λατιν. γλώσσα), κατά το πρότυπο του Οβιδίου

και του Ορατίου: Εξέδωσε την «Οβπηαηία» του Τακίτου. Ανακά­

λυψε τα (λατινικά) δράματα της ΗΐΌδΙνϋ: (Κθδ\νίΛα) νοη ΟαηάβΓδ-

Ηβίιη (10ος αι.).

- Ετα8τηκ8 νοη Εοϋβτάαηι (1469-1536)· ολλανδός. Δίδαξε στο (γερ­

μανικό) Πανεπιστήμιο της Βασιλείας. «Ερασμιακή προφορά». Εξέ­

δωσε το (αρχικό) ελληνικό κείμενο της «Καινής Διαθήκης».

• Β* μισό 16ου αι. — αρχές 18ου αι.: Ενδιαφέρον για τις μεσαιωνικές

μεταφράσεις της Βίβλου (υπό την επίδραση της Μεταρρύθμισης)

και τη γερμανική ποίηση του όψιμου Μεσαίωνα (ΗοοΗππΚβΜίβι·).

• Μέσα 18ου αι.: Οι «ελβετοί» (Ζυρίχη) ΙοΚαηη |α1ζθΙ> ΒοάιηβΓ και

ΙοΗαηη ΒΥβίίίη£βΓ «ανακαλύπτουν» και εκδίδουν τη γερμα­

νική ερωτική ποίηση («Μίηηβδαη^») και το έπος («Ν&β1υη§βη-

Ιίβά») του όψιμου Μεσαίωνα («ΡπΛβη άβτ αΐΐβη δοΗλναΒίδοΗβη

Ροβδίβ άβδ 13. |α1ΐΓΐιιιη<1βΓΐ:δ», 1748* «8αηιπι1υη§ νοη Μίηηβδίη-

£βι*η αιΐδ άβιη δοΙίΛν&βΐδοΙιβη Ζβίίρυΐάβ» 1758· «ΝΛβΙυη^βηΙίβά»,

1757).

• Αγγλία

- ΒίοΗατά ΒβηίΙβν (1662-1742)' κλασικός φιλόλογος. Συνέλαβε

(1721) το «επαναστατικό σχέδιο για μια [κριτική] έκδοση της

ελληνικής Καινής Διαθήκης» — βασισμένη στα παλαιότερα ελλη­

νικά χειρόγραφα και τη λατινική «Υιι1§&1:β.»* το σχέδιό του θα

πραγματοποιηθεί 110 χρόνια αργότερα (1831) από το γερμανό ΚατΙ

Ι.αο]ιιη&ηη.

Β . Καταγραφή

Πρόδρομοι:

• Κατάλογοι κλασικών συγγραφέων και έργων στην ελληνιστική και

ρωμαϊκή εποχή (Καλλίμαχος, 3ος αι. π.Χ .: «Πίνακες των έν πάση

παιδεία διαλαμψάντων»).

Page 26: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

34 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

★ Κατάλογοι/βιογραφίες επιφανών ανδρών της ρωμαϊκής εποχής

(Κορνήλιος Νέπως, 1ος αι. π.Χ .: «Όβ νίηδ ίΐΐιΐδίπίπΐδ»).

★ Συνέχεια της αρχαίας παράδοσης στο -δυτικό και ανατολικό/βυ­

ζαντινό— Μεσαίωνα, με προσθήκη των χριστιανών συγγραφέων.

Οι σπουδαιότεροι «κατάλογοι» (15ος-16ος αι.):

★ Γερμανία:

— ]οΗαηηβ8 ΤτίΐΗβτηΐιιβ, «Οαΐαίο ιΐδ ίΠαδίπυΐϊΐ νίΐΌπιπι Οβππ&ηί&β»,

1486.

— Κοηταά Οβ$(8)ηβΓ (1516-1565)· (γερμανόφωνος) ελβετός φυσικός,

γιατρός και λόγιος: Οοηναάηε Οβδηβηιε, «ϋηίνΘΓδαΙίδ, δίνβ Οαΐαίο-

§υδ οιηηπιιη δοπρίοηιιη ΙοοιιρΙβΙίδδίιηιΐδ ίη ίπΒιΐδ Ιίη^υίδ, Ι^ΐίηα,

ΟΓαβοα βϊ Ηββι·αίοα», 1545-1555.

Άσκησε τεράστια επίδραση* αποτέλεσε το πρότυπο για τη συγ­

γραφή παρόμοιων «καταλόγων» στις άλλες ευωρωπαϊκές χώρες το

16ο αιώνα, όπως:

★ Αγγλία:

— /ο/ιη ΒαΙβ, «Ιΐΐιΐδίπιιιη Μαίοπδ ΒπΙαηηίαβ δοπρίοηιιη δυπυηα-

ηιιιη», 1548.

★ Ιταλία:

— Οϊφο Οτβ£οήο ΟίΓαΙάΐ, «Όβ ροβϋδ ηοδίτοηιιη ίβιηροηιπι»., 1551.

★ Γαλλία/Προβηγκία:

— ]βαη Νθ8ΐΓαάαπΐΗ8, «νίβδ άβδ ρΐιΐδ αηοίβηδ βϊ οβΙββΓβδ ρο&ίβδ.., άβ

ΡΐΌνβηοβ», 1575.

— ΟΙαηάβ ΡαηοΗβί, «Κβοαβίΐ άβ Γ οη^ίηβ άβ Ια 1αη§ιιβ βϊ ροέδίβ

ίταηςοίδβ», 1581.

— Ρ. Οτηάέ, εΐβητ ά& Ϊμ Οτοίχ άη Μαίηβ, «ΒίΜίοΛ&φΐβ ίτ&ηςοίδβ»,

1584.

17ος αι.: Αιώνας της πολυϊστορίας και πολυμαθείας. Συνεχίζονται

Page 27: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

01 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΠΟΓΔΕΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ 35

τα έργα συλλογής και καταγραφής, κατά συγγραφείς, είδη και

έργα:

★ Γερμανία:

- ΌαηιβΙ Οβον& ΜογΗο/ (1639-1691): «ΡοΙγΙιίδϊιοΓ ΜβΓαπυδ»

(1688-1692)* η μέχρι τότε πληρέστερη «καταγραφή» της παγκό­

σμιας «λογοτεχνίας».

★ Ιταλία:

- Οίαη ΜαΗα Ονβββίηώβηί (1663-1728): «ΙδΙοιία άβΐΐα \ίοΙ%ρτ Ροβ-

δία» (1698).

★ Γαλλία:

- ΟηίΙΙαητηβ ΟοΙΙβίβί (1598-1659): «νίβδ άβδ ροβ*βδ ίτ&ηςοίδ» (α'

δημ.: 1854 κ.ε.)

- ΡίβΓΓβ ΒαψΙβ (1647-1706): «Όίοϋοηη&ΐΓβ ίί$Ιοηφΐ6 βί οηίίφΐβ»,

1695-1697 (συνδυασμός πολυμάθειας και κριτικής).

★ Ισπανία:

- ΉιοοΙαε Αηΐοηίο: «ΒίΜίοΛβοα Ηίδραηα ηονα», 1672. «ΒΛΙίοΰιβοα

Ηίδραηα νβΐιΐδ», 1692.

18ος αι.: Μεταβατική εποχή: βαθμιαία μετάβαση από τα έργα

συλλογής και καταγραφής του περασμένου αιώνα στις εθνικές

ιστορίες της λογοτεχνίας του επόμενου αιώνα. Τα κυριότερα έργα:

★ Αγγλία:

- ΤΗοτηα8 ^ατίοη: «ΤΗβ Ηίδ<:οΓγ ο£Εη§1ίδ1ι ΡοβΙιγ...», 1774-1781.

- ΒατηηβΙ ]οΗη$οη: «ΤΗβ ί.ίνβδ ο£ ύιβ Ροβίδ», 1779-1781.

★ Γαλλία:

- Αηίοίηβ ΒχνβΙ άβ Ια Οταη&β (1683-1749), (μοναχοί Βενεδικτίνοι

του δαίηί-Μαιιι*, υπό τη διεύθυνσή του): «ΗίδίοίΓβ Ιί&βΓαΐΓβ άβ Ια

Ρπιηοβ», 12 τόμοι, 1733-1763. (Αρχίζει με τους συγγραφείς της

Page 28: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

36 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

αρχαίας Γαλατίας, φτάνει ώς το 12ο αιώνα· συνεχίστηκε ώς τα

1941, έφτασε ώς τον 38ο τόμο: συγγραφείς ώς το 15ο αι.).

— ]βαη-ΈΓαηςο%8 άβ Ιμ Ηατρβ: «1.6 1<γο6β ου ΟοιίΓδ άβ ΙϋίβΓαΙυΓβ

Εηοίβηηβ βϊ πιοίΐβπιβ», Παρίσι 1799-1805. (Καθαρά κανονιστική

/ρυθμιστική αντίληψη για τη λογοτεχνία).

★ Ιταλία:

— Οουαηηί Μαήα ΜαζζηοΗβΙΙι: «δοπΉοπ (Γ Ιίαΐΐα», 1753-1763.

— ΟίτοΙαπιο ΤίταΒοβοΗχ: «δίοπα άβΙΙο. ΙβϋβΓ&ΙυΓα ϋαΐίαπα», 1772-

1782 (ιησουίτης* βιβλιοθηκάριος των Εδ*β στη Μοάβηα).

★ Γερμανία:

— Εάινίη ]υΙνα$ ΚοοΗ (1764-1834): «Οοΐϊΐρβηάίπιη άβΓ άβιιΐδοΐιβη

ΟίβΓ&ΙυΓ», 1790-1798* κυρίως: καταγραφή χειρογράφων και

εκδόσεων λογοτεχνικών έργων, με χρονολογίες και βιογραφίες

των συγγραφέων.

Τέτοια εγχειρίδια/ευρετήρια θα συνεχιστούν και κατά τον επόμενο

αιώνα:

— /. Ο. ΕϊοΗΗογπ: «ΟβδοΙιίοΗΐβ άβΓ ΠΐβΓ&ίχΐΓ», 1805.

Αλλά τα θεμέλια για μια συνθετικότερη, πραγματικά ιστορικό-

τερη θεώρηση/μελέτη της λογοτεχνίας είχαν ήδη τεθεί, στη Γερ­

μανία, από τον πρόδρομο του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού και ιστορι­

σμού:

— ϊοΐιαηη Οοίί/ήβά ΗβνάβΓ (1744-1803). 0 ΗβπΙβΓ, εκτός από

την τεράστια ώθηση που έδωσε στη νεότερη λογοτεχνική κρι­

τική, στη μελέτη της γλώσσας, στη συγκριτική γραμματολογία,

στην έρευνα και τη μελέτη της δημοτικής ποίησης όλων των

λαών, στην αισθητική της λογοτεχνίας με τα μεγαλύτερα έργα

του, κατέδειξε με μερικές μικρότερες εργασίες του («Αΐ)1ιαη<11ιιη£

αΙ>6Γ άίβ Οάβ», 1767* «νβΓδίιοΙι βίηβΓ ΟβδοΗίοΗίβ άβΓ ϋίοΗΐ-

ΙαιηδΙ:», 1765) την ιστορικότητα των λογοτεχνικών έργων και

ειδών και την ίση αξία της λογοτεχνικής παραγωγής των διαφό­

ρων λαών, αρχαίων και νέων, καταφέροντας το αποφασιστικότερο

Page 29: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

01 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΈΣ ΣΠΟΓΔΕΣ ΣΤΗ ΔΓΣΗ 37

πλήγμα στην κλασικιστική, ρυθμιστική/κανονιστική και επομένως

αντιιστορική αντίληψη και θεώρηση της λογοτεχνίας, που επικρα­

τούσε στην εποχή του.

Γ . Ποιητική ( + Ρητορική = θεωρία λογοτεχνίας, αισθη­τική).

Πρότυπα: Αριστοτέλης, Οράτιος, Ψευδο-Αογγίνος, Κοϊντιλιανός.

Κύρια/γενικά χαρακτηριστικά:

— ενσωμάτωση της Ρητορικής στην Ποιητική: στόχοι κανονιστικοί/

ρυθμιστικοί

— «ροβία άοοί!ΐ8»/«ρο6& βπκϊίΐιΐδ»: κατέχει τους «κανόνες» (της

Ρητορικής) ν

— «μίμησις» (Αριστοτέλης) == ίπιίΐΗΐιίο (= το «πιθανόν», όχι το

φανταστικό)

— «μίμησις»: α) της «φύσης» β) των αρχαίων (κλασικών ποιητών)

— «ιιί ρίοΐατα ροβδίδ» (= Οράτιος, «Ποιητική», στ. 361)

— σκοπός της ποίησης: άοοβνβ + άβίβοΐατβ (= Οράτιος, «Ποιητική»,

στ. 331: «αυΐ ρΓοάβδδβ νοίιιηΐ αιιϊ άβΙβο&Γβ ροβίαβ») + τηονβτβ

(== Αριστοτέλης: «κάθαρσις»)

— «τρεις ενότητες» (στην τραγωδία): τόπου, χρόνου, υπόθεσης

— τα «είδη του λόγου»/τρία ύφη (§βηβΓα άίοβηάί) της αρχαίας Ρητο­

ρικής (§βηαδ Κιιιηίΐβ = άοςβΓβ, §βηιΐδ ιηβάίοβΓβ = άβΙβοίΗΓβ,

£βηιΐδ ^Γαηάβ = ιηονβΓβ) συνδέονται (ήδη από τον όψιμο Μεσαί­

ωνα) τώρα (Αναγέννηση, Μπαρόκ) με τις τρεις κοινωνικές τάξεις

(«ρήτρα των κοινωνικών τάξεων») και τα τρία είδη του δράματος:

τραγωδία, κωμωδία ( + αστικό δράμα/πρόζα).

Χώρα-λίκνο της «ποιητικής» της Αναγέννησης είναι και πάλι η

★ Ιταλία' προηγούνται (τέλη 15ου/αρχές 16ου αι.) — πρώτα οι

λατινικές, έπειτα και οι ιταλικές μεταφράσεις της «Ποιητικής»

του Αριστοτέλη και του Οράτιου και πολλοί ιταλοί σχολιαστές

τους (Ο. νβΐΐα, 1498· Α. Ραζζί, 1536 — 1. ϋοΐοβ, 1535/Ρ.

ΚοβοϊΊβΙΙο, 1548* V. Μ᧣ΐ-Β. Ι,οΐϊΛαπΙί, 1550* Ρ. ΥβΉοπ,

Page 30: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

38 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

1560* ί.. Ο&δίβίνβίχο, 1576), ακολουθεί η συγγραφή «Ποιητικών»

(με πρότυπα τον Αριστοτέλη και τον Οράτιο)· κυριότερος εκπρό­

σωπος:

- Αηίοηίο ΒβΒαεϋαη Μϊηίητηο (| 1574): «Οβ ροβία», 1559

(λατιν.).

- «1/ ατϊβ ροβΗοα», 1563 (ιταλ.).

• Μια πρώτη αντίδραση κατά της κλασικιστικής/ρυθμιστικής Ποιητι­

κής εκδηλώνεται από τα τέλη του 16ου και κατά το 17ο αι. υπό

την επίδραση της Αντιμεταρρύθμισης (= Μανιερισμός, «Μαρινι-

σμός»: από το όνομα του ΟαηΒύίΗ&α Μαηηο, 1569-1625 =

Μπαρόκ)* κύριοι εκπρόσωποι:

- (Ρίβίτο) 8/οτζα ΡαΙΙαυίοίηο (1607-1667): «II ΐΓ&ίΙαίο <1β11ο δίίΐβ θ

άβΐ άία1ο§ο», 1654.

- ΕτηαηίίβΙβ Τββαητο (1592-1675): «II οαπηοοοΚίαΙβ Απδίοΐβΐίοο»,

1661.

• Οι θέσεις τους: α) απελευθέρωση της ποιητικής φαντασίας από τους

κλασικιστικούς «κανόνες»* β) «μορφή» κατά «περιεχομένου».

• Σ’ ολόκληρο το 17ο αι., τον αιώνα του Μπαρόκ, θα συνεχιστεί η

διαμάχη ανάμεσα στους κλασικιστές («αττικιστές») και τους νεοτε-

ριστές («ασιανούς»).

• Γαλλία: Ανάλογη/παράλληλη εξέλιξη* θεμελιωτής της κλασικιστι-

κής/κανονιστικής Ποιητικής στη Γαλλία ο ιταλικής καταγωγής:

- ]ηΙίΗ8 Οαβεατ ΞοαΙί&βν (Βογ<3οπθ άβΐΐα δοαίπ) (1484-1558): «Ροβϋ-

οβδ Ι&π δβρίβιη», 1561* πρότυπά του: Αριστοτέλης, Οράτιος*

επέδρασε σε όλους τους επόμενους.

• Κύριοι εκπρόσωποι: οι ποιητές της «Ρΐ&αάβ» (ϋιι Ββ11αγ, 1549* Ρ.

άβ Ηοηδατά, 1566). Ο Κλασικισμός αποκορυφώνεται τον επόμενο,

17ο, αιώνα, με κύριο εκπρόσωπό του το

- Ν. ΒοίΙβαη: «Αιΐ ροβϋφΐβ», 1674* πρότυπό του: Οράτιος.

• Και στη Γαλλία αντίδραση κατά των κλασικιστών η διαμάχη

εγκαινιάζεται με το πολύκροτο έργο του

- ΟΗαΗββ ΡβτταηΙί, «Ρ&τ&ΙΜβ άβδ Αηοίβηδ βϊ άβδ Μοάβπιβδ»,

1688-1697.

Page 31: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

01 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ 39

★ Εντούτοις, ο Κλασικισμός θα επικρατήσει στη Γαλλία σ’ ολόκληρο

το 18ο αι.· η «Βίβλος» του:

- 0%αήβ8 Βαϋβηχ (1713-1780): «Ι,βδ Ββαυχ Αιΐδ Γβάιιίίδ α ιιη

ιηέιηβ ρπηοίρβ», 1746.

★ Ισπανία: Ανάλογη εξέλιξη (όπως και στις άλλες καθολικές χώρες)*

πρώτα κυριαρχεί ο Κλασικισμός* οι κυριότερες ποιητικές του:

- Εόρβζ Ρίηοίαηο: «Ρίΐοδοίια αηϋ§υα ροθίίοα», 1596.

- Εορβ άβ Υβ%α: «Αιΐβ ηιιβνο άβ ΗαοβΓ οοπιβάΐαδ», 1609.

- Ρταηβίββο ΟαβοαΙββ, «ΤαΗΙαδ ροβϋοαδ», 1617.

Έπειτα η «αντεπίθεση» του Μανιερισμού:

- ΒαΙίαβαν Οταοχάη: «Α^ιιαάβζα ο ατίβ άβ ίη^βηίο», 1648.

- Ι ηαβχο ΪΜζάη: «Ροβϋοα ο τβ§1αδ άβ Ια ροβδία», 1737.

- ΕβίαΒαη άβ ΑΗέα&α: «ϋβ Ια Ηβΐΐβζα ίάβαί», 1789.

★ Αγγλία: 16ος-17ος αι.: ο Κλασικισμός πολύ πιο αδύνατος από ό,τι

στις καθολικέςΑατινικές χώρες* κυριότερος εκπρόσωπός του:

- ΡΗχΙχρ 8χάηβν: «ΤΗβ ϋβίβηδβ ο£ Ροβ§γ»/«Αη Αρο1ο§γ £ογ Ροβΐχγ»,

1595.

- Έπειτα: Μεγάλη επίδραση του δΗαΙζβδρβατβ* γΓ αυτό: μέση στάση

ανάμεσα στους κλασικιστικούς «κανόνες» και τη θέση για τη

μοναδικότητα του καλλιτεχνικού έργου και την ατομικότητα του

καλλιτέχνη:

- /ο/ιη Όη/άβη, «ΕδδαΥ ο£ ϋΓαιηαϋο Ροβδγ», 1688.

- Αΐβχαηάβτ Ρορβ, «Αη ΕδδαΥ οη Οπίίοίδΐη», 1711.

Οι άγγλοι κριτικοί/θεωρητικοί της λογοτεχνίας του 18ου αι. προα­

ναγγέλλουν την αισθητική/θεωρία της λογοτεχνίας του Ρομαντι­

σμού:

- ΒΗαβββΒηΐΊ/ (ΑηίΗοηψ ΑβΗΙβψ, Εατί ο£) «δο1ί1οφΐγ ογ Αάνίοβ ίο αη

ΑιιΛογ», 1710.

- Εάτηηηά Βηνίίβ: «ΤΗβ διιΗΙίηιβ αηά Ββαηΐΐίηΐ», 1756.

- Ηη&Η ΒΙαχΓ: «ΕβοίυΓβδ οη ΚΗβΙοπο αηά Ββ11βδ-Ι·β1±Γβδ», 1783.

★ Γερμανία: Πρώτα (17ος αι.): κυριαρχία των κλασικιστικών «κανό-

Page 32: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

40 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

νων». Ο (σπουδαιότερος) θεμελιωτής της νεότερης γερμανικής

ποιητικής — πάνω σε γαλλικά (κλασικιστικά) πρότυπα:

— Μαΐϊιη Ορϋζ: «ΒιιοΙι νοη άβΓ άβαΐδβΐιβη ΡοβίβΓβγ», 1624.

Άλλοι:

— ΟβΟΓβ ΡΗ. ΗαΓβάόΓβη «ΡοβίίδοΙιβΓ ΤηοΙιίβΓ», 1647-1653.

— ϋ . Ο. ΜογΗο/: «ϋηίβΐΎΪοΙιΙ: νοη άβΓ ΐβιιίχοΐιβη δρπιοΐιβ αηά Ροβ-

δίβ», 1682.

• Στο 18ο αι. (Διαφωτισμός): η ποίηση συνδέεται με τον ορθό λόγο*

σκοπός της τέχνης/ποίησης: το «ωφέλιμο» = η ηθική διαπαιδαγώ­

γηση του ανθρώπου σύμφωνα με τις αρχές του ευρωπαϊκού Διαφωτι­

σμού. Κύριος εκπρόσωπος: ο γερμανός «πάπας της λογοτεχνίας»

του 18ου αι.

— ϊοΗαηη ΟΗτίβίορΗ ΟοίίβοΗβά (1700-1766): «νβΓδαοΙι βίηβΓ οπΰδ-

οΗβη ϋίοΜαιηδΙ:», 1730.

• Αντίθετα με τον ΟοίΙδβΗβά, οι «ελβετοί» (Ζυρίχη) κηρύσσουν μια

ποιητική βασισμένη στο (συν)αίσθημα και τη φαντασία:

— /οΛαηη /α&ο& Βοώηβν (1698-1783): «νοη άβιη Εΐηίΐιΐδδ αηά

ΟβΙ>Γ&αο1ι άβΓ ΕίηΙ)ί1άαη£δ1α·3ή:»> 1727 — «ΚπίιίδοΙιβ ΑβΗαηά1αη§

νοη άβπι \ναηάβΑατβη ίη άβΓ Ροβδίβ», 1740.

— }οΗαηη ]α1ιοΙ) Βνβιϋη&βτ (1701-1776): «ΟπϋδβΙιβ ϋίοΐι&αηδΐ:»,

1740.

• Όμως: τα ισχυρότερα πλήγματα κατά του Κλασικισμού τα έδωσαν

οι:

— /. Ο. ΗβΓάβΓ (βλ. παραπάνω — και: «νοη άβαίδοΗβΓ Ατϊ αηά

Καηδϊ», 1773* ανακάλυψη της δημοτικής ποίησης των λαών, του

Οδδίαη, του δΗα βδρβατβ· τον ποιητή δεν τον κάνει η μόρφωση,

αλλά το γνήσιο, βαθύ αίσθημα* κάθε λαός έχει άξια ποίηση) — και

— ΟοϋΗοΙά ΕρΗναίπι Ιχ88ίη& (1729-1781): «Εαο^οοη οάβΓ ϋββΓ άίβ

ΟΓβηζβη άβΓ Μ&ΙβΓβί αηά Ροβδίβ», 1766 (2η επαυξημένη έκδ.:

1788).

• Ακμή της γερμανικής θεωρίας της τέχνης, ειδικότερα της ποίησης

με τους μεγάλους γερμανούς ποιητές («κλασικούς») ΟοβίΗβ (1749-

1832) και ΖοΗΟΙβΓ (1759-1805).

• Στο μεταξύ, η θεωρία της τέχνης/ποίησης είχε περάσει στα χέρια

Page 33: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

01 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΠΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ 41

των φιλοσόφων, για ν’ αποτελέσει έναν κλάδο της φιλοσοφίας: την

Αισθητική* «εφευρέτης» της ο:

— Αΐβχαηάβτ ΟοϋΙίβύ Βαητη&ατίβη (1714-1762): «Αβδ&6ϋο&», 2

τόμοι, 1750.

• Η ακμή της θα συμπέσει με την ακμή της κλασικής γερμανικής

φιλοσοφίας* κύριοι εκπρόσωποί της:

— ΙηντηαηηβΙ Καηί (1724-1804): «Κπίίΐί άβτ υιΐβίΐδία-αβ», 1790 (το

«Ωραίο»: «ίηίΘΓβδδβΙοδβδ \νοΗ1§β£α11βη»).

— ΡΗβάτ. \νίΙΗ. ]08. 8όΗβΙΙίη& (1775-1854): «ϋΗβΓ ά&δ νβιΜΙΐηίδ

άβτ Μάβηάβη ΚϋηδΙβ ζα άβΓ ΝαΙαι*», 1807.

— ΟβθΓ£ \νίΙΗ. Ρτίβάτ. Ηβ&βΙ (1770-1831): «νοΓίβδαη^βη ιΛθγ

ΑδώβΛ», 1818-1827 (έκδ.: 1835).

\

2. 19ος αι. (-1914): Ρομαντισμός/Ιστορισμός, Επιστημονισμός/ θετικισμός

• Φάσεις:

α) 1800(-1815)-1850: Ρομαντισμός/Ιστορισμός (1800-1815:

Μεταβατική φάση),

β) 1850-1883: Επιστημονισμός/Θετικισμός (1883-1914: Μεταβα­

τική φάση: Ιδεαλισμός/Αντιεπιστημονισμός).

• Κλάδοι: φιλολογία (ιδιαίτερα στη Γερμανία), ιστορία της λογοτε­

χνίας (σε όλες τις χώρες), θεωρία της λογοτεχνίας, κριτική/δοκίμιο

(ιδιαίτερα: Γαλλία, Αγγλία).

• Κυριότερες χώρες: Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία.

• «Νέες» χώρες (εκτός από τις ρομανικές: Ιταλία, Ισπανία κ.τ.λ.):

ΗΠΑ, Ρωσία.

• Κύρια χαρακτηριστικά/τάσεις:

— Σταθεροποίηση αστικών καθεστώτων μετά τα 1815 + Ρομαντισμός

« στροφή προς τις «εθνικές» — μεσαιωνικές και νεότερες — λογοτε­

χνίες, ιδιαίτερα τις «δημοτικές» (= λαϊκές) λογοτεχνίες.

Page 34: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

42 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

— Ο ιστορισμός και οι ιστορικές σπουδές επιφέρουν και στις γραμματο­

λογικές σπουδές μιαν άνθηση των — εθνικών πρώτα, των ξένων

έπειτα — ιστοριών της λογοτεχνίας.

— Η «παραδοσιακή» (από την Αναγέννηση) «Ποιητική» εξελίσσεται/

αναπτύσσεται στη —μοντέρνα— «θεωρία της λογοτεχνίας» (—» 20ός

αι.)·

— Το πέρασμα των αστικών καθεστώτων στον ιμπεριαλισμό γεννάει,

στις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα, την αντίδραση κατά του

επιστημονισμού/θετικισμού = ιδεαλισμός, ιρρασιοναλισμός (αντιορ-

θολογισμός), ψυχολογισμός, υποκειμενισμός.

— Παράλληλα, στο β' μισό του αιώνα, εμφανίζεται ο επιστημονικός

σοσιαλισμός (μαρξισμός)· πρώτες εκδηλώσεις και στη μελέτη της

λογοτεχνίας, συμπαγέστερη-συστηματικότερη εμφάνιση στον 20ό

αι.

— Η «παραδοσιακή» «κλασική φιλολογία» γεννάει τις νεότερες,

«εθνικές» αδελφές της, ιδιαίτερα στη Γερμανία («ΟβΓίϊΐ&ηίδΐΛ»,

«ϋθΐιΐδοΐιβ ΡΗί1ο1ο§ίβ»: Κ. Ι^οΗηιαηη).

— Ο. —αστικός— κοσμοπολιτισμός του 19ου αι. συντελεί στη μελέτη

(όχι μόνο των «εθνικών», αλλά) και των ξένων, ιδιαίτερα των

«μακρινών», «εξωτικών» (ασιατικών) λογοτεχνιών, αλλά και στη

γένεση της συγκριτικής γραμματολογίας.

— Η «γραμματολογία» γίνεται ακαδημαϊκός/πανεπιστημιακός κλά­

δος, ιδιαίτερα στη Γερμανία και στη Γαλλία* εμφάνιση του «ειδι-

κού»/ακαδημαϊκού/πανεπιστημιακού μελετητή/καθηγητή* η «γραμ­

ματολογία» και η «θεωρία της λογοτεχνίας» παίρνουν διαζύγιο από

τη «λογοτεχνική κριτική».

— Η λογοτεχνική κριτική ασκείται κυρίως στην Αγγλία (και λιγότερο

στη Γαλλία), κυρίως από λογοτέχνες και ερασιτέχνες (σε περιοδικά

και εφημερίδες).

— Πολλές «Ιστορίες της λογοτεχνίας» είναι γραμμένες από ιστορικούς

(νίΐΐβπιαίη, ΟβΓνίηιΐδ), όχι από γραμματολόγους/«φιλολόγους».

— Εμφανίζονται, στις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα, τα «αυστη-

ρά»/ογκώδη ακαδημαϊκά/πανεπιστημιακά «εγχειρίδια» γραμματο­

λογίας και ιστορίας της λογοτεχνίας.

Page 35: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

01 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ 43

- Εμφανίζονται τα ειδικά/επιστημονικά γραμματολογικά/φιλολογικά

περιοδικά.

- Γεννιούνται νέοι γραμματολογικοί κλάδοι: Κοινωνιολογία της λογο­

τεχνία ς, Συγκριτική γραμματολογία - που θ’ αναπτυχτούν/συγκρο­

τηθούν τον επόμενο, 20ό, αιώνα.

• Γαλλία

• Στο κατώφλι του αιώνα στέκεται το βιβλίο της

- (Αηηβ-ΐΛ>ηί8β-Οβηηαίηβ) Μτηβ άβ 8ίαβΙ (1766-1817): «Όβ Ια Ιίίίβ-

Γ&ΐιΐΓβ οοηδίάβΓΘβ άαηδ 565 Γαρροιΐδ ανβο Ιβδ ίηδϋΐιιϋοηδ δοοίαΐβδ»,

1800. Μίγμα λογοτεχνικής κριτικής, ιστορίας και κοινών ιολογίας

της λογοτεχνίας* ετερόκλητα κριτήρια (φυσικά, κλιματολογικά,

κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά).

- Με το δεύτερο βιβλίο τίης («Όβ Γ Αΐΐβΐϊΐα^ηβ», 3 τόμοι, Παρίσι

1810) η Μπιβ άβ δίαβί, υπό την επίδραση του Α. \Υ. δοΗ1β£β1,

έκανε γνωστή στη Γαλλία και την υπόλοιπη Ευρώπη τη γερμανική

φιλοσοφία και ποίηση, δίνοντας μια πρόσθετη, δυνατή ώθηση στον

ευρωπαϊκό Ρομαντισμό και προλειαίνοντας, ταυτόχρονα, το έδαφος

για μιαν υπερεθνική εξέταση της (ευρωπαϊκής) λογοτεχνίας.

• Μια παρόμοια ώθηση, προς τις λογοτεχνίες της Νότιας Ευρώπης

(ιταλική, ισπανική), έδωσε το βιβλίο του ιταλο-ελβετού ιστορικού

και οικονομολόγου

- ]βαη-0}ιαΗβ8-ΙΛοηατά 8ίηιοηάβ άβ 8ί8τηοηάί (1773-1842): «ϋβ Ια

ΙίΚβΓαίιΐΓβ άιι Μίάί άβ Γ ΕιίΓορβ», 1813.

• Το πνεύμα του Ρομαντισμού στρέφει τις φιλολογικές σπουδές στη

συλλογή, δημοσίευση και μελέτη της παλαιογαλλικής, ιδιαίτερα

της διαλεκτικής (προβηγκιανής) επικής (οΐιαηδοηδ άβ §βδ!β) και

«δημοτικής» ποίησης (ποίηση των τροβαδούρων) — αλλά και των

ξένων λαών* κύριοι εκπρόσωποι:

- ¥ταηςο%8-]η8ΐ Κα^ηοηανά (1761-1836): «ΟΗοίχ άβ ροβδίβδ οπ^ίπα-

Ιβδ άβδ ΐχοιώαάουΓδ», 6 τόμοι, 1816-1821* ακμή των μελετών

αυτών στο πρόσωπό δύο μεγάλων ρομανολόγων:

- ΟΙαηάβ ΡαιιΗβΙ (1772-1844): («ΟΙιαηΐδ ρορυΙαίΓβδ άβ Ια Ογθοθ

ιηοάβπιβ», 2 τόμοι, 1824-1825) - «ΗίδΙοίΓβ άβ Ια ροέδίβ ρΐΌνβη-

Page 36: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

44 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ςαΐβ», 1846 - «ϋαηίβ βϊ Ιβδ οη§ίηβδ άβ Ια 1αη£ΐιβ βϊ άβ Ια

ΙϋΙβΓαΙιΐΓθ ίίαΐίβηηβ», 1854.

- Οαείοη Ραηε (1839-1903): «ΗίδίοίΓβ ροβίίςιιβ άβ ΟΗατΙβιηα^ηβ»,

1865.

— Στη λογοτεχνική κριτική (εφημερίδες, περιοδικά) δεσπόζει, επί

τέσσερεις περίπου δεκαετίες, ο «ερασιτέχνης» €ΗαΗβ8-Αυ,£Η8Ηη

8αίηίβ-Ββηνβ (1804-1869): Με μια μεγάλη σειρά «λογοτεχνικών

πορτραίτων» («Οαιΐδβπβδ άιι Ιιιηάί», 1857* «Ροιΐταίίδ ΙίϋβΓαίΓβδ»,

1862-1864) εγκαινιάζει και θεματικά (στροφή προς το πρόσωπο-

συγγραφέα) και μεθοδικά (εναίσθηση στο βιογραφούμενο πρόσωπο,

συνδυασμός ψυχολογίας και - ως πρόδρομος του Ταίηβ — «περιβαλ­

λοντολογίας») μιαν ολόκληρη «σχολή» λογοτεχνικής κριτικής, που

θα κυριαρχήσει ώς τον αιώνα μας, ιδιαίτερα στη Γαλλία και στην

Αγγλία.

• Η αντιπροσωπευτικότερη συμβολή στη Θεωρία της λογοτεχνίας του

19ου αιώνα, όχι μόνο για τη Γαλλία, οφείλεται ωστόσο στον

ΗίρροΙ^ίβ Ταίηβ (1823-1893), που μετέφερε και εφάρμοσε (Εισα­

γωγή στην «ΗίδΙοίΓβ άβ Ια ΙίΙίέΓαΐιΐΓβ αη§1αίδβ», 1863-1374) τα

διδάγματα του —αστικού— μηχανικού υλισμού, εμπειρισμού και

βιολογισμού (ϋαηνίη) της εποχής του στην ερμηνεία του λογοτε­

χνικού φαινομένου, το οποίο εξηγούσε, α ιτιοκρατ ικά-ντετερμινι-

στικά (καθοριστικά), ως απόρροια ή συνάρτηση τριών παραγόντων:

της «φυλής», του «περιβάλλοντος» και της (ιστορικής) «στιγμής»

(«Γαοβ, ιηίΐίβιι, ιηοιηβηΙ:»).

• Τη θεωρία του Δαρβίνου (και του Ηαβοίζβΐ) για τη γένεση, την

ακμή και την παρακμή των βιολογικών ειδών μετέφερε ο Ρβνάί-

ηαηά ΒτηηβΟέτβ (1849-1906) στην ιστορία των λογοτεχνικών

ειδών («1/ ένοΐιιίίοη άβδ §βηΓβδ άαηδ Γ ΗίδίοίΓβ άβ Ια ΙίΜβΓαΐιΐΓβ»,

1890).

• Από τον Ταίηβ θα ξεκινήσουν, για να τον ξεπεράσουν, ο ΡαηΙ

Βοητ&βί (1852-1935) («Εδδαίδ άβ ρδγοΗο1ο§ίβ οοηΙβιηροΓαίηβ»,

1883) και ο έηιίΐβ Ηβηηβηηίη (1858-1888) («Γ& οηϋφΐβ δοίβηϋβ-

φΐβ», 1888* «έίιιάβδ άβ οηίίφΐβ δοίβηΐίβφΐβ», 1888), προκατα­

λαμβάνοντας εν μέρει νεότερες τάσεις του 20ού αιώνα με την

Page 37: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

01 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ 45

εισαγωγή στη μελέτη της λογοτεχνίας ψυχολογικών κριτηρίων ο

πρώτος, αισθητικών, ψυχολογικών και κοινωνιολογικών κριτηρίων ο

δεύτερος.

• Η ιστορία της λογοτεχνίας ξεκινάει από τα πανεπιστημιακά

«μαθήματα» του ΑΒβΙ-Ρταηςοίε νϊΙΙβτηαίη (1790-1870) («ΟοιίΓδ άβ

ΙίΚθΓ&ΐΛίΓβ ίταηςαίδΘ», 1828-1829), μίγμα ιστορίας, κριτικής βασι­

σμένης πάνω σ’ ένα κλασικιστικό-κανονιστικό γούστο και ακαδη­

μαϊκής ευγλωττίας, περνάει στην ιστορία της λογοτεχνίας ως

έκφραση του «εθνικού πνεύματος» με τον Όέείτέ Νίβανά (1806-

1888) («ΗίδΙοίΓΘ άβ 1ε ΙίΉβΓαίιΐΓβ ίταηςαίδβ», 1844-1861), για ν’

αποκορυφωθεί, μέσα από πολυάριθμα ειδικότερα ιστορικά έργα και

συνθετικότερες ιστορίες της λογοτεχνίας, στη συμπαγή, συστημα­

τική και αυστηρή μορφή του ακαδημαϊκού «εγχειριδίου» πάνω σε

εκλεκτικιστική, «Αντικειμενική» θεωρητική βάση με τον Οηβίαυβ

Ιαηβοη (1857-1934) («ΗίδΐοίΓβ άβ Ια ΙίίίβΓαίιΐΓβ ίταηςαίδβ», 1894*

12η έκδοση: 1912), που θα υπηρετήσει πολλές γενεές «ειδικών».

• Γερμανία

• Η Γερμανία παρουσιάζει μιαν αρκετά ανάλογη εξέλιξη στις γραμ­

ματολογικές σπουδές με τη Γαλλία - με ορισμένες ιδιοτυπίες και

διαφορές: α) Στη Γερμανία είναι πολύ πιο έντονες οι φιλολογικές

σπουδές, απότοκες της —ακμάζουσας— κλασικής φιλολογίας, β) Στη

Γερμανία είναι πολύ πιο έντονο το αίτημα για την «επιστημονικό­

τητα» του κλάδου της γραμματολογίας και πολύ πιο έντονη η

ακαδημαϊκοποίησή του. γ) Αντίθετα με τη Γαλλία, στη Γερμανία

είναι πολύ ισχνή η παρουσία της λογοτεχνικής κριτικής, δ) Η

Γερμανία επιβεβαιώνει, από το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, την

πρώτη θέση στη θεωρία της λογοτεχνίας πάνω σε φιλοσοφική

βάση, που είχε ήδη αρχίσει να καταλαμβάνει από τις αρχές του

αιώνα.

• Η φιλολογία (κριτική κειμένων, εκδοτική) περνάει οριστικά στην

επιστημονική της φάση: Στηριζόμενος πάνω στη γερή παράδοση

της γερμανικής κλασικής φιλολογίας στο 18ο/19ο αιώνα (Ρ. Α.

ΪΥοΙί, 1759-1824* Ο. Ηβπηαηη, 1772-1848* Α. Βόοΐώ, 1785-

Page 38: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

46 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΊΑ

1867), ο ΚαΗ ΐΜϋΗτηαηη (1793-1851) μεταφέρει τους αυστηρούς

κανόνες της κλασικής φιλολογίας στην έκδοση μεσαιωνικών και

νεότερων λογοτεχνικών κειμένων και γραμματειακών μνημείων

(1826: έκδοση του «ΝΛβΙυη^βηΙίβά»* 1831: κριτική έκδοση της

«Καινής Διαθήκης»· 1838/1840: έκδοση των έργων του ί,βδδίη£ σε

13 τόμους).

Σημαντικούς σταθμούς στον ίδιο κλάδο σημείωσαν και οι κριτι­

κές εκδόσεις των γερμανών κλασικών δοΙιίΙΙβΓ (1867/1876: 15

μέρη σε 17 τόμους) και Οοβθιβ (1887/1919: 133 μέρη σε 143

τόμους), καθώς και η «κωδικοποίηση» της επιστήμης — της κλασι­

κής φιλολογίας — από τον Α. Βόβΐώ, («ΕηζγΗοραάίβ υηά Μβώοάο-

1ο§ίβ άβΓ ρΗίΙοΙο ίδοΚβη λνίδδθηδοΚ&Αβη», 1877)· τέλος, και η

«κωδικοποίηση» αυτή θα επεκταθεί και στις άλλες, νεότερες «φιλο­

λογίες»:

— Ο. Κότϊίη&: «Εηζγο1οραάίβ ιιηά ΜβΰιοάοΙο^ίΘ άβΓ Γοιηαηίδοΐιβη

ΡΗί1ο1ο§ίβ», 1884.

— Ο. Ονούβη «Οπιηάπδδ άβΓ Γοιηαηίδοΐιβη ΡΗίΙοΙο^ίβ», 1888-.

— Η. ΡαηΙ: «Οπιηάπδδ άβΓ £βππ&ηίδθ1ιβη ΡΗϊΙοΙο^ίβ», 1889-1893.

• Ο γερμανικός Ρομαντισμός, με την ώθηση που δέχτηκε από τον

περασμένο ήδη αιώνα από το ΗβΓάβΓ και την «κλασική γερμανική

φιλοσοφία», αποτέλεσε το ιδεολογικό έδαφος στο οποίο βλάστησε

και άνθησε η γραμματολογική μελέτη των νεότερων λογοτεχνιών.

Κυριότερος φορέας της: οι αδελφοί Αη&ηεί 'ΨϊΙΗβΙτη (1767-1845)

και ΡήβάτίοΗ (1772-1829) 8οΗΙβ&βΙ> που με το έργο τους (Α. \Υ.

ΞοΗΙβ&βΙ: «ϋΙ)6Γ άΓαηιαΙίδοΙιβ ΚιιηδΙ ιιηά ΟϊβκιίιΐΓ», 1809/1811

κ.ά.π. — Ρ. 8Μβ£βΙ: «Οβδοΐιίοΐιϊβ άβΓ αΐίβη υηά ηβυβη ΙίίβΓΗΐυΓ»,

1815, κ.ά.π.) άσκησαν αποφασιστική επίδραση στη λογοτεχνία και

τη γραμματολογία του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, στις ρομανικές,

στις σανσκριτικές, στις ασιατικές και στις συγκριτικές γραμματο­

λογικές σπουδές.

• Στην ιστορία της λογοτεχνίας κυριάρχησε, ιδιαίτερα στο α' μισό

του αιώνα, και μάλιστα πιο έντονα απ’ ό,τι στη Γαλλία, η άποψη

της «εθνικής λογοτεχνίας» — άποψη εθνοπλαστική και ηθοπλα­

στική. Κυριότεροι εκφραστές της:

Page 39: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

01 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ 47

— Αη&ηβΙ ΚοΙ)βτ8ίβίη: «Οπιηάπδδ άβτ ΟβδοΙιίοΗϊβ άβΓ άβιιΐδοΐιβη

Ν&ΗοηαΙΙίίβΓαίιΐΓ», 1827.

— \ΥοΙ/£αη& ΜβηζβΙ: «Όΐβ άβιιίδοΗβ ΟίβΓβίιΐΓ», 1828* β' επαυξημένη

έκδοση: 1836.

— ΟβθΓ& Οοϋ/ήβά Οβτνΐηη8: «ΟβδοΗίοΗίβ άβΓ ροβϋδββη Ναϋοηαΐ-

Ι,ϋθΓαίαΓ άβΓ ΏβαΐδοΗβη», 1835/1842.

— Αη&η8ί ΡτίβάήοΗ €Ηη8ΐιαη νίΐηιαπ «ΟβδοΗίοΙιίβ άβΓ άβιιίδβΐιβη

ΝαΗοηαΠίίβΓαίυΓ», 1845. (Μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον

Κλέωνα Ραγχαβή στα 1806· βλ. παραπάνω).

— Ηβηηαηη Ηβΐΐηβπ «Ι,ϋβΓαίαΓ^βδοΙιίοΙιΙβ άβδ 18. ΙβΙΐΓΐιιιηάβιΐδ», 3

μέρη/6 τόμοι, 1856/1870.

— /ο^β/ ΝαάΙβη «ΟίβΓ&ίυΓ^βδοΙιίοΙιΙβ άβΓ άβυίδβΐιβη δίαπιιηβ», 3

τόμοι, 1912/1928. (Σ’ αυτήν γίνονται εμφανή τα σημεία μιας

εθνικιστικής —«φυλετικής»— ρατσιστικής ιστοριογραφίας της λογο­

τεχνίας).

• Στο β' μισό του αιώνα κάνει την εμφάνισή της η θετιχιστιχΥ)

ιστοριογραφία της λογοτεχνίας* γαλλικά πρότυπα: Αα ιΐδίβ ΟοιηΙβ,

Ηίρροίγΐβ Ταΐηβ* σημαντικότερος εκπρόσωπός της:

— IVϊΙΗβΙτη ΒοΗβνβτ (1841-1886): «ΟθδοΗΐοίβ άβΓ άβαίδοΗβη ΟίβΓα-

Ιιιγ», 1880/1883.

Ο δοΙιβΓβΓ ακολουθεί τα διδάγματα της σύγχρονής του φυσικής και

βιολογίας. Την ιστορία της λογοτεχνίας την εννοεί αιτιοκρατικά-

ντετερμινιστικά* τρεις παράγοντες συναποτελούν και εξηγούν το

λογοτεχνικό έργοι ό,τι είναι από το δημιουργό του «βιωμένο,

κληρονομημένο, μαθημένο» (ΕΓίβΗΐβδ, ΕΓβΛίβδ, ΕΓίβπιίβδ). Οι

τρεις αυτοί παράγοντες αντιστοιχούν στο τριαδικό σχήμα του Ταίηβ:

«Γαοβ, ιηίΐίβα, ιηοιηβηί:»· άλλα, αισθητικά ή ψυχολογικά, κριτήρια

δεν ισχύουν.

• Παράλληλα, στη Γερμανία επιβίωσε και τελειοποιήθηκε, περισσό­

τερο απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, η «καταγραφή» (βιογρα­

φία, χρονολογία, βιβλιογραφία έργων και συγγραφέων), της οποίας

το εντυπωσιακότερο δείγμα είναι το ογκωδέστατο «εγχειρίδιο»-

ευρετήριο του:

— ΚαΗ Οοβάβΐίβ: «Οπιηάπδδ ζιιγ ΟβδοΗίοΙιΙβ άβΓ άβαίδβΗβη ϋίβΓα-

Page 40: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

48 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

*ιιη>, 1859/1882* (συνεχίστηκε ώς τα 1975: 15 τόμοι 4- Ευρε­

τήρια).

• Στη Γερμανία σημειώθηκε, στις δύο τελευταίες δεκαετίες του

αιώνα, η σημαντικότερη στροφή στη θεωρία της λογοτεχνίας, που

επρόκειτο να συγκαθορίσει αποφασιστικά τις ιδεαλιστικές-συντηρη-

"τικές τάσεις στη μελέτη της λογοτεχνίας στο α μισό του αιώνα

μας* η στροφή αυτή σημαδεύεται από το φιλόσοφο /ίΙΗβΙτη ΣΗΐίΗβψ

(1833-1911). Ήδη στο πρώτο σημαντικό έργο του «Είηΐβίίυηβ ίη

άίβ ΟβίδίβδΑνίδδβηδοΗαΑβη» (1883) αντιστρατεύεται τον ιστορισμό

και το (φυσικό) θετικισμό του 19ου αιώνα και υποστηρίζει ότι, σε

αντίθεση με τις φυσικομαθηματικές, στις «πνευματικές επιστήμες»,

όπως ονομάζει τις ιστορικοκοινωνικές επιστήμες, δεν είναι δυνατή η

-αντικειμενική- εξήγηση (ΕιΜ&Γβη) του αντικειμένου, αλλά μόνο

η — υποκειμενική, διαισθητική — «κατανόηση» (νβΓδΙβΙιβη). Στο

δεύτερο, ειδικότερο, γραμματολογικό-αισθητικό έργο του («Όίβ

Είη ίΙάυη^δΙατβΑ άβδ ϋίοΗίβΓδ», 1887) ο Οί1Λβγ ανάγει την

ποιητική δημιουργία και το προϊόν της στο «βίωμα» (Ειΐββηίδ) του

δημιουργού του—, όπου όμως με «βίωμα» δεν εννοεί το σύνολο των

«βιογραφικών» εμπειριών, όπως ο δοΗβΓβι*, αλλά μιαν «αρχέγονη

βίωση», ανάμεσα στο όνειρο, στο ονειροπόλημα και τη φαντασίωση.

Την ίδια βασική και κινητήρια αρχή της ποιητικής δημιουργίας, τη

«φαντασία» (ΕίηΜ<1ιιη§δ1α·ΗΑ), συμπληρωμένη από την ανάμνηση

(Επηηβπιη£), θεωρεί ο ΒίΜιβγ ως το γενεσιουργό αίτιο και τον

ουσιαστικό τρόπο πρόσβασης στο λογοτεχνικό έργο.

Αυτή η «πνευματοκεντρική» θεώρηση της λογοτεχνίας συνεπαγόταν

την αποσύνδεση του λογοτεχνικού έργου από τους ιστορικούς-υλικούς

όρους της ύπαρξής του και τη στροφή σ’ έναν υποκειμενισμό* και

ψυχολογισμό με κέντρο του την προσωπικότητα του συγγραφέα/

ποιητή και το «πνεύμα» του — στροφή, που θα εκμαιεύσει μια

σωρεία «πνευματοκεντρικών» γραμματολογικών μελετών ώς το Β'

Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι μόνο στη Γερμανία.

Page 41: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

01 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ 49

• Ιταλία

• Στην Ιταλία η θεωρία καί η κριτική της λογοτεχνίας βρίσκεται,

στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, στα χέρια των κριτικών και των

ποιητών του ιταλικού Ρομαντισμού - και αυτός ο τελευταίος

αποτελεί το σπουδαιότερο πνευματικό, ιδεολογικό και καλλιτεχνικό

κίνημα που συνοδεύει και συν εκφράζει το ιταλικό ΚίδΟΓ ίιηβηΙο

(1815-1848/1870), το πολιτικό κίνημα για την απελευθέρωση της

Ιταλίας από την ξένη κυριαρχία και για την εθνική-κρατική

Ενότητα. Τα μανιφέστα του ιταλικού Ρομαντισμού, όπως η «Ι,βΐ-

ίβΓα δβΐϊΐίδβπα άί Οπδοδίοπιο» (1816) του Οοναηπί ΒβηΗβί, το

«Ιάββ βίβιηβηϊ&π δΐιΐΐα ροβδία ΐΌΐϊΐαη1ιο&» (1818) του Εηηβ8

νΐεοοηϋ, το «ϋίδοοΓδο άί ιιη Ιίαΐίαηο ίηίοΓηο αΐΐα ροβδία ΐΌΐϊΐαη-

ϋοα» (1818* δημοσ. 1906) του Οΐαοοτηο 1#ορατάί και η «Ι·βί±τβ α

Μ. Ο(Ηαιινβΐ)» (Ϊ820) του Αίβεεαηάνο Μαηζοηί, κηρύσσουν, υπό

την επίδραση της Μιηβ άβ δίαβί και των γερμανών ρομαντικών, το

ξεπέρασμα του υπεραιωνόβιου Κλασικισμού και τη δημιουργία μιας

νέας λογοτεχνίας, που έχει τις πηγές της στη νεότερη εθνική-

λα'ική παράδοση. Το. σημαντικότερο θεωρητικό έργο του «εθνικού

μυθιστοριογράφου» της Ιταλίας, του Α. Μαηζοηί, για το ιστορικό

μυθιστόρημα («Όβΐ ιόιϊι&πζο δίοποο», 1845) ερευνά, πάνω στις

ίδιες αρχές, τις σχέσεις του ιστορικού μυθιστορήματος με τη

-νεότερη— εθνική ιστορία.

• Στην κριτική και τη θεωρία της λογοτεχνίας ο Οίηεβρρβ Μαζζίηί

(1805-1872) ενσάρκωνε με το δραστικότερο τρόπο τη σύζευξη

πατριωτικής δράσης και λογοτεχνικής θεωρίας, που χαρακτήριζε το

ιταλικό ΚϊδΟΓ ίπιβιιΙο («Ό’ ιιηα ΙβίϊβΓαίιίΓα βιιΐΌρβΕ», 1829· «Όβΐ

άΐΉΐηιηα δϊοηοο», 1830· «Αί ροβίί άβΐ δβοοίο XIX», 1832 κ.ά.),

ενώ ο ΝίοοοΙό Τοτηηιαεβο (1802-1874) μελέτησε το λογοτεχνικό

φαινόμενο στα πλαίσια της φιλοσοφικής Αισθητικής, σύμφωνα με

τα πρότυπα του γερμανικού Ιδεαλισμού και ειδικότερα του Ηβ§β1

(«Οίζίοηατίο βδίβίίοο», 1840* «δίιιάί οπίίοί», 1843* «ΙδρίΓ&ζίοηβ

βά Αιΐβ», 1858).

• Στο δεύτερο μισό του αιώνα σήμανε και για την Ιταλία η ώρα της

εθνικής και θετικιστικής ιστορίας/ιστοριογραφίας της λογοτεχνίας.

Page 42: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

50 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΊΑ

Τις τάσεις αυτές εκπροσωπούν καταρχήν ο 0β8ατβ Οαηίύ («δίοιία

άβΐΐα ΙβΗΰΐΏΐατα ίίαΐίαηα», 1865) και ο ΑάοΙ/ο ΒαΓίοΙΐ («δίοπα

άβΐΐα ΙβίΐβΓαίιίΓα ίΐΕΐίαηα», 1878-1889), αλλά η ωριμότερη ιστο­

ρική σύνθεση οφείλεται στο σημαντικότερο κριτικό της λογοτεχνίας

στην Ιταλία του 19ου αιώνα, το νεαπολιτάνο Ρταηβββοο άβ $αηβϋ8

(1817-1883), που, «μαθητής» και αυτός του Ηβ£β1, θα ενσωματώ­

σει στην Ιστορία του («δίοπα άβΐΐα ΙβΗβΓαίιίΓα ίίαΐίαηα», 1870-

1871) και αισθητικά κριτήρια, προκαταλαμβάνοντας με τον τρόπο

αυτό τις νεότερες τάσεις της ιστορίας και κριτικής της λογοτεχνίας

στην Ιταλία του 20ού αιώνα (ΒβηβάβΉο Οτοββ).

★ Ισπανία

• Στην Ισπανία σημειώνεται μια ανάλογη με την Ιταλία και τις

άλλες ευρωπαϊκές χώρες εξέλιξη από το θετικισμό στον αισθητικι-

σμό του τέλους του 19ου αιώνα: Η «Ηίδϊοπα οηϋοα άβΐΐα ΙίίβΓαΙιίΓΗ

βδραηοΐα» (1861-1865) του ]θ8β Ατηαάον άβ Ιο$ Κίθ8 αντικαθρεφτί-

ζει ακόμα πιστά τις θετικιστικές αρχές του Τ&ίηβ και των συγχρό­

νων του, η μελέτη του ΜαηηβΙ ΜίΙά ψ ΡοηίαηαΙε για την επική

ποίηση της Καστίλλης («Όβ Ια ροβδία ΗβΓοΐοο-ροραΙίΐΓ οαδίβΙΙαηΕ»,

1874) δέχεται ακόμα τον καθοριστικό ρόλο της «στιγμής» της

δημιουργίας του λογοτεχνικού έργου, για να προχωρήσει σε μια

σχετικά αυτόνομη αισθητική εκτίμησή του, αφού το εξετάζει μόνο

συγχρονικά, ενώ ο μαθητής του ΜατββΙίηο Μβηβηάβζ ΐ) ΡβΙαψο

(«Εδίικίίοδ γ άίδοιίΓδΟδ άβ βπϋβα Ηίδίοποα γ ΙίΙβΓαπα», 1878),

ρίχνει το βάρος της ερμηνείας του λογοτεχνικού έργου στο προσω­

πικό ύφος (δϋΐ) του συγγραφέα-δημιουργού του.

★ Αγγλία

• Στην Αγγλία η μελέτη της λογοτεχνίας θα παραμείνει, περισσό­

τερο απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης, και στο 19ο

αιώνα, έργο των ποιητών, των κριτικών, των δοκιμιογράφων και

των «ερασιτεχνών», που διαθέτουν, εντούτοις, μια γερή γενική

παιδεία και στενή επαφή με το αντικείμενο της μελέτης τους -ο

δΙιαΙίβδρβαΓβ είναι σ’ όλους αυτούς ο κοινός τόπος αναφοράς τους.

Page 43: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

01 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ 51

• Στο πρώτο μισό του αιώνα κυριαρχούν οι μεγάλοι άγγλοι ρομαντικοί

δοοΙΙ, ΒγΓοη, δΗβΙΙβγ και ιδίως ο ϋοΐβπά^β με πολυάριθμα δοκίμια

πάνω στο δΗβ^βδρβατβ και τους άλλους άγγλους κλασικούς (Μίΐ-

Ιοη, Ρορβ), καθώς και πάνω στην ποίηση — πάντα ως έκφραση των

ρομαντικών καλλιτεχνικών τους αναζητήσεων. Αλλά ήδη μερικοί

ιδιοφυείς «ερασιτέχνες»-λόγιοι, όπως ο ΟΗαΗβε Εαηώ («δρβοίιηβηδ

ο£ Εη^Μι Όγατηοϊίο Ροβίδ», 1808) και, περισσότερο, ο ν/%11ϊαπί

ΗαζΙϋί («ΟΗαΓαοΙβΓδ ο£ δΚβΙςβδρΘατβ'δ Ρΐαγδ», 1817* «ΕβοΐιΐΓΘδ οη

ΰιβ Εη§1ίδΙι Ροβίδ», 1818· «ΤΗβ δρίηί ο£Λβ Α§β», 1825 κ.ά.), θα

καλλιεργήσουν το χαρακτηριστικό εκείνο αγγλικό είδος του δοκιμίου

- μίγμα καλλιέργειας, ευαισθησίας και πραγματισμού και συνάρ­

τηση της «προσωπικής επαφής» με τα —«εκλεκτά»— κείμενα και

τους —«εκλεκτούς»— συγγραφείς.

• Την τάση του αιώνα για' συγκέντρωση της μελέτης γύρω από το

πρόσωπο του «μεγάλου» συγγραφέα/ποιητή θα ενσαρκώσει με το

δραστικότερο τρόπο ο ΤΗοπιαβ Οαήιββ («Οη ΗβΓΟβδ, ΗβΓ0-\ν0Γδ1ιίρ

αηά Λβ Ηθγοιο ίη ΗίδίθΓγ», 1840), στον οποίο ο «μεγάλος»

συγγραφέας θα ταυτιστεί με τον «ήρωα» της ιστορίας («ΤΚθ Ηθγο

αδ Μαη ο£ ΙιβΚβΓδ»).

• Στο δεύτερο μισό του αιώνα επιβάλλεται ο κορυφαίος κριτικός

ΜαϋΗβ\ν ΑτηοΙά, ένας στενός «συγγενής» του γάλλου δαίηίβ-

Ββιινβ, που στα πολυάριθμα κριτικά του δοκίμια θα πλησιάσει τα

λογοτεχνικά έργα και πρόσωπα περισσότερο με τη μέθοδο της

συμπάθειας, της «συγγένειας» και της ψυχολογικής ανάλυσης,

παρά με τη «ματιά» του ιστορικού της λογοτεχνίας.

• Έτσι, οι μόνες αξιόλογες, από άγγλους γραμμένες ιστορίες της

αγγλικής λογοτεχνίας θα φανούν μόλις στις δύο τελευταίες δεκαε­

τίες του ίδιου και στις αρχές του επόμενου αιώνα -και μόλις σ’

αυτές τις ιστορίες θα εκδηλωθεί με κάποια σαφήνεια το θετικι-

στικό-επιστημονικό πνεύμα του αιώνα:

- Ο. 3αΐηί8ΒιιτΊ/-8. ΒνοοΙιβ-Ε. V/. Οθ88β: «Α ΗίδΙοΓΥ ο£ Εη§1ίδ1ι

ϋίβΐΏϋιτβ», 1887-1896.

— \ν. /. ΟοιιτίΗορβ: «ΗίδίθΓγ ο£ Εη§1ϊδΗ Ροβίιγ», 1895-1910.

• Τη μετάβαση από την ατομική στη συλλογική ιστορία της λογοτε­

Page 44: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

52 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

χνίας θα σημαδέψει, στο τέλος ακριβώς αυτής της περιόδου, η

- «ΟοπΛ π (1£6 ΗίδίοΓγ ο£Εη§1ίδ1ι ΕϋβΓαίυΓθ», 1907-1916.

• Η.Π.Α.

• Και στις Η.Π.Α. ξεχωρίζει, στο πρώτο μισό του αιώνα, όπως και

στην Αγγλία, το κριτικό έργο ενός μεγάλου ρομαντικού: Οι κριτικές

και τα δοκίμια του Ε. Α. Ροβ («Η&Λνώοπιβ’δ Τ&ΐβδ», 1842* «ΤΗβ

ΡΜοδορΗγ ο£ Οοιηροδίϋοη», 1846* «ΤΗβ Ροβίίο Ρπηοίρΐβ», 1850)

αποτελούν, όπως και τα διηγήματά του, την αφετηρία και τη βάση

για τη σύγχρονη θεωρία μερικών νεότερων λογοτεχνικών ειδών, όπως

η δΗοϊΐ δΐοιγ, το φανταστικό διήγημα/μυθιστόρημα (τρόμου) και το

αστυνομικό διήγημα/μυθιστόρημα.

• Ανάλογη είναι, στο δεύτερο μισό του 19ου και στις αρχές του επόμενου

αιώνα, η σημασία του κριτικού έργου του Ηβηττ} }ατπ68 («ΡγθποΚ

Ροβ*δ &ηά Νονβΐίδΐδ», 1878· «Η&\νΛθΓΠΘ», 1879* «Ρ&ιΐί&Ι Ρογ-

ΐΓΕίΙδ», 1888* «Εδδαχδ ίη ί,οηάοη αηά Εΐδθ\νΗβΓβ», 1893* «Νοΐβδοη

Νονβΐίδίδ», 1914) για την ανάπτυξη και τη θεωρία του μοντέρνου

ψυχολογικού μυθιστορήματος (π.χ. από την οπτική γωνία των

προσώπων του).

• Για τη σύνθεση μιας ιδιαίτερης, «εθνικής» ιστορίας της αμερικανικής

λογοτεχνίας έπρεπε να περάσει η εποχή του Εμφυλίου Πολέμου

(1861-1865), για να γίνουν αισθητά, και στη λογοτεχνία, τα

εθνοενωτικά αποτελέσματά του:

- Μ. Ο. Τί/Ιβν: «ΗίδΐοΓΥ οί Απιβηο&η Ι,ίίβΓαϊιΐΓβ», 1878-1897.

• Ρωσία

• Ιδιαίτερους δρόμους ακολούθησε η μελέτη της λογοτεχνίας στη

Ρωσία: Η καθυστέρησή της στις γραμματολογικές σπουδές σε σχέση

με τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης καταφαίνε­

ται από το γεγονός ότι η πρώτη συγκροτημένη, συνθετική ιστορία της

ρωσικής λογοτεχνίας θα κυκλοφορήσει μόλις κατά τα τέλη του αιώνα:

- Αΐβ^βαπάν Νί^οΙα^βνΐό Ρψρΐη (1833-1904), «Ιστορία της ρωσικής

λογοτεχνίας από τις αρχές ώς τον Γκόγκολ» (ρωσ.), 4 τόμοι, 1898-

1899.

Page 45: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

01 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ 53

• Στα τέλη του αιώνα η ακαδημαϊκή γραμματολογία θ’ αποκτήσει

ένα σημαντικό εκπρόσωπό της με τον Αΐβ^αηάν Νί&ο1(0βνί€

Ιον$1ά] (1838-1906), πατέρα της συγκριτικής γραμματολογίας στη

Ρωσία και πρόδρομο του ρωσικού φορμαλισμού. Στο κύριο έργο του

(«Ιδίοηδβδ^α ροβίί1ία»/«Ιστορική ποιητική», 1894) ο νβδβίονδία)

θα επιχειρήσει μιαν ιστορική ερμηνεία της λογοτεχνικής δημιουρ­

γίας, αναζητώντας ορισμένα θέματα και μοτίβα στην ποίηση όλων

των λαών, από την πρωτόγονη εποχή ώς τις μέρες μας.

• Κατά τ’ άλλα, η θεωρία της λογοτεχνίας θ’ ασκηθεί κυρίως στα

πλαίσια της «δημοσιογραφικής» λογοτεχνικής κριτικής και, σπανι­

ότερα, στα πλαίσια της φιλοσοφικής Αισθητικής. Οι κύριοι εκπρό­

σωποι αυτής της τάσης συμμετείχαν, ταυτόχρονα, στο ριζοσπα­

στικό επαναστατικό δημοκρατικό κίνημα της εποχής τους κατά της

τσαρικής απολυταρχίας — μια πολιτική στράτευση, που, εκτός από

τις διώξεις που τους κόστισε, καθόρισε αποφασιστικά και τη λογο­

τεχν ική-καλλ ιτεχνική τους θεωρία: Κύριες θέσεις τους είναι οι

σχέσεις της τέχνηςΑογοτεχνίας με την «πραγματικότητα», την

πολιτική, το «έθνος» και το «λαό» («ηατοά» = έθνος + λαός)·

κοινές θεωρητικές τους πηγές είναι η κλασική και ρομαντική

γερμανική φιλοσοφία (Κ&ηί, ΡίαΙιΙβ, δο1ιβ11ίη§, Ηβ§β1) και ο πρώι­

μος, προμαρξιστικός υλισμός των Νεο-Εγελιανών (ΡβυβΛ&οΗ) -

πολιτική στράτευση και γερμανική φιλοσοφική καταγωγή τους

συνδέουν με τους επαναστάτες ρομαντικούς του ιταλικού Κίδοι ί-

ιηβηΐο:

- Ο νίβατίοπ ΒβΙϊη$1ά] (1811-1848) στις ετήσιες επιθεωρήσεις του

της σύγχρονής του ρωσικής λογοτεχνίας («Σκέψεις και παρατηρή­

σεις για τη ρωσική λογοτεχνία», 1846· «Παρατηρήσεις για τη

ρωσική λογοτεχνία του έτους 1846,... 1847») ζητάει τη δημιουρ­

γία μιας εθνικής, ρεαλιστικής λογοτεχνίας, που έχει τις πηγές της

στη ζωή του λαού* στο «Γράμμα στον Γκόγκολ» (1847* δημοσ.

1855) κηρύσσει τη στράτευση της -ρωσικής- λογοτεχνίας στον

αγώνα για την απελευθέρωση των χωρικών και κατά του τσαρι­

σμού.

- Ο μαθητής του ΝΟίόΙαί £βτηί$βνβ&ί] (1828-1889) εξετάζει στη

Page 46: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

54 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

διατριβή του «Οι αισθητικές σχέσεις της τέχνης με την πραγματι­

κότητα» (1855) τη σχέση της τέχνης με την κοινωνική πραγματι­

κότητα και υποστηρίζει, σε αντίθεση με τα γερμανικά πρότυπά του,

την υποδεέστερη, δευτερεύουσα θέση της τέχνης σε σχέση με την

κοινωνική (πολιτική, ιστορική) πραγματικότητα.

- Και ο νεότερος διάδοχος του Ββΐίηδία] Νΐ&οΙα] Όούτοψηύον (1836-

1861), χωρίς ν’ αρνείται την αισθητική ύπαρξη της λογοτεχνίας/

ποίησης, κηρύσσει τη δημιουργία μιας ρεαλιστικής λογοτεχνίας ως

έκφρασης του εθνικού χαρακτήρα στην υπηρεσία του λαού («Για τη

συμβολή του λαού στην ανάπτυξη της ρωσικής λογοτεχνίας»,

1858* «Τι είναι ο Ομπλομοβισμός;», 1859).

Page 47: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

πΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ/ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Ορίσαμε το αντικείμενο της επιστήμης της γραμματολογίας με τη

διπλή έννοια της γραμματείας και της λογοτεχνίας εννοώντας με την

πρώτη όλα «τα γραπτά μνημεία», ανεξάρτητα από την αισθητική

τους φόρτιση και αξιολόγηση, και με τη δεύτερη «τα έντεχνα,

αισθητικά φορτισμένα και αξιολογημένα μνημεία» μιας ή περισσότε­

ρων εθνικών και γλωσσικών κοινοτήτων.

Η διπλή ύπαρξη του αντικειμένου της γραμματολογίας μπορεί να

παρασταθεί γραφικά με δύο ομόκεντρους κύκλους* η επιφάνεια του

μεγαλύτερου καλύπτει το περιεχόμενο της ευρύτερης έννοιας (γραμμα­

τεία), η επιφάνεια του μικρότερου το περιεχόμενο της στενότερης

έννοιας (λογοτεχνία)* στα προβλήματα που υποδηλώνονται και στη

σχηματική παράσταση της σχέσης αυτής θ’ αναφερθούμε συστηματι­

κότερα παρακάτω:

Page 48: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

56 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Κείμενο (Τβχϊ)/έργο (λΥβΑ)

Σε απόλυτη αντιστοιχία με τη διάκριση του αντικειμένου της

γραμματολογίας σε «γραμματεία» και «λογοτεχνία» βρίσκεται και η

διπλή χρήση των όρων «κείμενο» και «έργο», που αναφέρονται στις

συγκεκριμένες μορφές τους:

α) Κείμενο είναι ένα σύστημα γραπτών γλωσσικών σημείων

(σημαίνοντα) οργανωμένων σε μια δομική ενότητα ορισμένου μεγέθους,

που αντιστοιχεί σε μια σημαντική (σημασιολογική) δομική ενότητα

(σημαινόμενα) και που περιέχει μία τουλάχιστον πληροφορία, που

αναφέρεται σε μιαν εξωκειμενική πραγματικότητα (αναφορά). Σύμ­

φωνα με τον παραπάνω ορισμό από την έννοια «κείμενο» αποκλείονται:

α) τα εξωγλωσσικά συστήματα σημείων — σ’ αντίθεση με την άποψη

μερικών σύγχρονων θεωρητικών*1 β) τα μονολεκτικά γλωσσικά

σημεία* γ) τα συστήματα περισσότερων λέξεων που δεν περιέχουν

καμιά πληροφορία* δ) σύνολα γραπτών γλωσσικών σημείων, που δεν

αποτελούν ένα οργανωμένο σύστημα (λεξικά, τηλεφωνικός κατάλογος,

ίοπιιιιΙαίΓβδ). Αντίθετα, στην ίδια έννοια εμπερικλείονται και γλωσσι­

κές ενότητες της προφορικής, λαϊκής λογοτεχνίας από τη στιγμή της

καταγραφής τους.

β) Έργο είναι το αισθητικά φορτισμένο και/ή αξιολογημένο κείμενο.

Η έννοια «έργο» συνυπονοεί την έννοια «κατασκευή» και μέσω αυτής

την έννοια «τέχνη» (ατδ) και παραπέμπει στην — ιστορική — «στιγμή»

της δημιουργίας και του δημιουργού του.

Η «γραπτότητα» είναι ένα αναπόσπαστο, ιστορικά-πολιτισμικά

αναπτυγμένο, συστατικό στοιχείο του «κειμένου» και του «έργου»,

αφού συνεπάγεται α) την αποδέσμευσή του από το «συγγραφέα»/

δημιουργό του και β) την αποδέσμευσή του από τη «στιγμή» της

«γραφής»/δημιουργίας του. Συνέπεια της διπλής αυτής αποδέσμευσης

είναι η —νέα— λειτουργία (στην περίπτωση του «έργου»: αισθητική

λειτουργία) στο «δέκτη» του.

Η «γραπτότητα» του κειμένου, ιστορικά — όχι «οντολογικά»! —

επιτεταγμένη και υποτεταγμένη στην «προφορικότητά» του, έχει

παρασύρει μερικούς από τους νεότερους θεωρητικούς σε μιαν υποστασί-

ωση του εντύπου-φορέα του κειμένου (Κ. ν/βΙΙβΜΑ. ^Νατνβη, «ΤΙίΘΟίγ

Page 49: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ/ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 57

οίϋΙβι-αϋιΐΓβ», 31976 [4949], σ. 142 κ.ε.) ή ακόμα και σ’ ένα φετιχι-

σμό του «γράμματος» και της «γραφής» (/. ϋβΓτίάα, «ϋβ Ια ΓαΐΏίπαίο-

1ο§ίβ», 1967). Όπως έδειξαν, ανάμεσα σε άλλους κριτικούς του, ο I

ΟαΙΙβΓ («δίΓαοΙιΐΓ&ΙΐδΙ: ΡοβΙίοδ», 1975, σ. 131-133) και ο \¥. I. Οη§

(«ΟΓαΙίίχ αηά Ιϋ:6ΓΗογ», 1982, σ. 165-170), ο φετιχισμός αυτός του

«γράμματος» και της «γραφής» στον Οβηίάα έχει την αφετηρία του

στην παραγνώριση της κοινωνικής σύμβασης και της ιστορικότητας της

σχέσης της «προφορικότητας» και της «γραπτότητας» του κειμένου.

Τίθεται το ερώτημα αν στη γραπτότητα του κειμένου/έργου πρέπει να

συγκαταλεχτούν και οι νέες τεχνικές της «καταγραφής» του (μαγνητο­

κύλινδρος, φωνογραφικός δίσκος, μαγνητοταινία)* σε περίπτωση κατα­

φατικής απάντησης, τίθεται το αίτημα της διερεύνησης της νέας

πολιτισμικής (στην περίπτωση του έργου: και αισθητικής) λειτουργίας

του ίδιου «κειμένου».ν

Το «ορισμένο μέγεθος» εκτείνεται από το διαφημιστικό σλόγκαν ώς το

πολύτομο μυθιστόρημα — η διάκριση σε «μικρές» και «μεγάλες»

(λογοτεχνικές) «μορφές» και η συγχρονική και διαχρονική μελέτη τους

είναι ένα από τα επιμέρους αντικείμενα έρευνας της γραμματολογίας. Ο

όρος «πληροφορία» χρησιμοποιείται στον ορισμό αυτό με το νόημα που

έχει στη σημειωτική και την επικοινωνιολογία, δηλαδή «το σύνολο των

σημαινομένων ενός μηνύματος».2

Η έννοια «κείμενο» αναφέρεται κυρίως στη «γραμματεία» και

αποτελεί το συγκεκριμένο της αντικείμενο* η έννοια «έργο» αναφέρεται

πρωταρχικά στη «λογοτεχνία» και αποτελεί το συγκεκριμένο της

αντικείμενο. Κάθε «έργο» είναι «κείμενο»* κάθε «κείμενο» δεν είναι

«έργο». Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο «κείμενο» και το «έργο» είναι

αισθητικής φύσεως. Με τ’ό «κείμενο» ασχολείται η θεωρία του κειμένου/

κειμενολογία* με το «έργο» η θεωρία της λογοτεχνίας.

Η αισθητική φόρτιση και/ή αξιολόγηση του «κειμένου»/«έργου»

πραγματοποιείται κατά τη «στιγμή» της δημιουργίας και/ή της

πρόσληψης — και οι δύο «στιγμές» είναι συνάρτηση της ιστορίας του

«κειμένου»/«έργου»: Όπως θα δούμε παρακάτω, η σχέση ανάμεσα στα

«λογοτεχνικά έργα» και τα «εξωλογοτεχνικά/χρηστικά κείμενα» είναι

ιστορικά μεταβλητή.

Page 50: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

58 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Η διάκριση και ο ορισμός του «κειμένου» και του «έργου» αποτέ-

λεσε και αποτελεί ακόμα ένα αμφισβητούμενο και δυσεπίλυτο πρό­

βλημα της νεότερης και σύγχρονης θεωρίας της λογοτεχνίας -και της

κειμενολογίας-, γεγονός που οφείλεται, μερικά τουλάχιστον, στη

χρήση μιας συγκεχυμένης ορολογίας και εννοιολογίας, προπαντός

όμως στη στατική και ρυθμιστική οπτική γωνία των μελετητών.

Έτσι λ.χ. ο ]αη Μιι1ίβΓονδ1ίγ διέκρινε ήδη στα 1936 («Αισθητική

λειτουργία, νόρμα και αξία ως κοινωνικά γεγονότα») ανάμεσα στο

«υλικό κατασκεύασμα» και στο «αισθητικό αντικείμενο»,3 όπου όμως

και οι δύο όροι αναφέρονται στο —λογοτεχνικό— «έργο», στη «στιγμή»

της δημιουργίας ο πρώτος, στη «στιγμή» της πρόσληψης από το

εκάστοτε κοινό του ο δεύτερος.

Ο Ιιιιίί ΐΛ)*ιηαη χρησιμοποιεί στο κύριο έργο του («Η δομή του

καλλιτεχνικού κειμένου», 1970) αποκλειστικά τον όρο «καλλιτεχνικό

κείμενο» (οΚικΙοέβδΙνβηηχί Ιβ&δί:) ως ακριβές συνώνυμο του όρου

(λογοτεχνικό) «έργο», ορίζοντάς το ως «δευτερογενές [σε σχέση με

την «κοινή γλώσσα»] σημειωτικό σύστημα».4

Στην απάλειψη των ορίων ανάμεσα στο —γραμματειακό— «κείμενο»

και το -λογοτεχνικό- «έργο» οδηγεί στην πραγματικότητα 6 Αηάι-αδ

δαηάοΓ («Τβχί ιιη<1 ΧΥβΑ», 1979), όταν, υπό την επίδραση των

νεότερων θεωριών της πρόσληψης (\¥. ΙδβΓ), εννοεί το «έργο» ως

«μετατροπή» (ϋπίδβϊζιιη^) του ανενεργού, «νεκρού» «κειμένου» σ’

«έργο» από τον «προσλήπτη», δηλαδή αποκλειστικά ως αποτέλεσμα

της πρόσληψης - όχι και της παραγωγής του «κειμένου»/«έργου».

Συνεπέστερη φαίνεται ύστερ’ απ’ όλ’ αυτά η δεδηλωμένη κατάρ­

γηση της έννοιας «έργο» και η αποκλειστική χρήση της έννοιας

«κείμενο» από τους γάλλους (μετα)στρουκτουραλιστές/σημειολόγους

0. Κπδΐβνα, «Σημειωτική», 1969· Η. ΒατΛβδ, «5/Ζ», 1970): Η

«οριστική» μετάβαση «από το έργο στο κείμενο» (Κ. Β&τίΗβδ, «ϋθ

Γοβιτντβ αιι ίβχΐβ», 1971)5 δεν είναι παρά η ομολογία της χρεοκοπίας

του εγχειρήματος των ίδιων για τον ορισμό του —λογοτεχνικού-

«έργου» με κριτήρια καθαρά γλωσσικά-ενδοκειμενικά.

Η «ταυτότητα του λογοτεχνικού κειμένου», που εξακολουθούν ν’

αναζητούν, εντελώς πρόσφατα, μερικοί από τους πιο έγκριτους θεωρη­

Page 51: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ/ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 59

τικούς (Μ. /. ναΐάββ κ.ά., «ΤΗβ ΙάβηΙίΐγ ο£ ϊΗβ ΠΐβΓΟίγ Τβχί»,

1985), μπορεί να επιτευχθεί, όπως παρατηρεί ο Κ. λΥθίπιαπη, «όταν

οι εγγεγραμμένες [στο έργο] πράξεις του λόγου συναντηθούν και

επηρεαστούν από ένα άλλο επίπεδο πράξης του λόγου, που είναι αυτό

της πραγματοποιούσας (αοίιια1ίζίη§) πράξης του αναγνώστη ή του

κριτικού»,6 και σε μιαν εντελώς ανάλογη άποψη για τη συνθεώρηση

της «στιγμής» της δημιουργίας και της «στιγμής» της πρόσληψης

καταλήγει, σχεδόν ταυτόχρονα με το \νβίιηαηη, ο Κ. ΒΓβιιβΓ (1984).7

Η διττή ορολογία για τον ορισμό του γνωστικού αντικειμένου της

γραμματολογίας που χρησιμοποιήσαμε παραπάνω (γραμματεία/λογο­

τεχνία) αντιστοιχεί στις δύο σημασίες του όρου «0 (ΐ)ϊβι*α1:ιιη> στη

γερμανική και των αντίστοιχων παραγώγων του λατινικού «ΙίίίβΓα-

ΙιίΓα», πιστού αντιτύπου του ελληνικού «γραμματική», στις άλλες

ευρωπαϊκές γλώσσες, όταν* ο όρος αυτός αναφέρεται στο αντικείμενο

της επιστήμης.

Μιαν αξιοσημείωτη εξαίρεση ανάμεσα στις ευρωπαϊκές γλώσσες

αποτελεί η χρήση, ήδη από το 19ο αιώνα, μιας διπλής ορολογίας στα

ρωσικά, εντελώς αντίστοιχης με την ελληνική: «ΙίΙβΓαίιίΓα» (=

λογοτεχνία) και «δίονβδηοδί’» (= γραμματεία).

Η διχοτόμηση του όρου ΙίΙίβΓαΙυΓβ/ϋίβΓαίυΓ/ΙίίβΓαΙυΓβ κ.τ.ό. στις

ευρωπαϊκές γλώσσες στις δύο κύριες σημασίες του, που αντιστοιχούν

στη διπλή ελληνική ορολογία, είναι ένα αρκετά νεότερο φαινόμενο*

χρονολογείται μόλις από το β; μισό του 18ου αιώνα: Έτσι, ο νοΙίαΐΓβ

χρησιμοποίησε, πιθανότατα για πρώτη φορά, στο «ϋίοϋοηηαίΓβ ρΐιίΐο-

δορίιίφΐβ» (1764-1772) την περίφραση «ΒβΗβ ΙίΚ^ΓαΙιΐΓβ» για τη

σήμανση των «αισθητικά φορτισμένων ή αξιολογημένων γραπτών

μνημείων» («λογοτεχνία») και από την ίδια περίπου εποχή χρονολο­

γείται και η χρήση του πιο συγκεκριμένου «Ηβΐΐβδ ΙβΜτβδ» στην ίδια,

στενότερη σημασία.

Την ίδια περίπου εποχή αρχίζει να χρησιμοποιείται στη Γερμανία ο

όρος «ϋΐ(ί)6ΐ*αϋΐΓ» στη νεότερη, στενότερη και ειδικότερη, σημασία

του (Ο. Ε. 1#88%η&, «Βπβίβ άίβ πβυβδίβ ΙϋβΓ&ίιΐΓ ΗβίΓβϋβηά», 1759/

65).

Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκε από το 18ο αιώνα, και χρησιμοποι­

Page 52: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

60 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΊΑ

είται ακόμα και σήμερα, στα γερμανικά ο όρος «ΏίοΙι1:ιιιΐ£» (και

«ΌίοΗΐΙαιη8ΐ») για τη δήλωση όλης της «κυρίως λογοτεχνίας», όχι

μόνο της «ποίησης», ενώ ο πολύ αρχαιότερος όρος «Ροβδίβ» στένεψε

τόσο, ώστε να σημαίνει σήμερα μόνο τη «λυρική ποίηση» — ο

ξενόφερτος από τη Γαλλία όρος «Ββΐΐβίτίδϋΐο) («δοΐιοηβ/δοΗοη βΐδΙί β

ΟίβΓαΙατ») χρησιμοποιείται και σήμερα, αλλά μόνο σποραδικά και

ιδιωματικά.

Στ’ αγγλικά ο όρος «ΙίΙβΓαίιΐΓβ» σημαίνει στο 18ο ακόμα αιώνα

«Λβ λνΗοΙβ Βοάγ ο£ ναΐιιβά \νπΗη£ ΐη δοοί6ΐγ: ρΗί1οδορΗγ, ΗΐδίΟΓχ,

βδδ&γδ αη(1 ΙβΙίβΓδ αδ \νβ11 &δ ροβηΐδ» και μόλις από το 19ο αιώνα, την

εποχή του -αγγλικού— Ρομαντισμού, άρχισε να στενεύει για τη

δήλωση μόνο των «αισθητικά φορτισμένων κειμένων», της «λογοτε­

χνίας».8 0 παλαιότερος όρος «ροβΐχγ», που κάλυπτε, στην «κλασική»

χρήση του, την αριστοτελική «ποίηση» (ΡΗίΙίρ Ξίάηβι/, «Απ Αρο1ο§γ

£ογ Ροβΐχγ», 1595), χρησιμοποιείται, σποραδικά, σήμερα σε μιαν

ευρύτερη σημασία για να καλύψει όλη την «ίιπα^ίηαΐίνβ ΙίίβΓαΐιΐΓβ»,

χωρίς όμως ν’ απεκδυθεί, ακριβώς όπως και η εντελώς αντίστοιχή της

γερμανική «Όίοΐιΐιιη^», τη στενότερη χρήση της στη σημασία

(λυρική) «ποίηση».

0 εννοιολογικός διχασμός που υποδηλώνεται με τη διπλή σημασία

των νεότερων ευρωπαϊκών παραγώγων του λατινικού «ΙίΚβΓαίιίΓα», ο

διχασμός ανάμεσα στη «γραμματεία» και τη «λογοτεχνία», στιγμά­

τισε το μεγαλύτερο μέρος των νεότερων γραμματολογικών σπουδών —

η «γραμματολογία» συρρικνώθηκε σ’ ένα κλάδο της: τη «θεωρία της

λογοτεχνίας».

Το ερώτημα «Τί είναι λογοτεχνία;», που είχε θέσει ο ^ Ρ. δατίτβ

αμέσως μετά τον τελευταίο Μεγάλο Πόλεμο με τ’ ομότιτλο βιβλίο του

(«(^ιι’βδΐ-οβ φΐβ Ια Ιί&θΓαίιΐΓβΡ», 1948), εξακολουθεί να βασανίζει

τους θεωρητικούς ώς τις μέρες μας.

Το μεγάλο θεωρητικό κενό, που άφησαν πίσω τους όλες οι θεωρίες

της ανάλυσης και του ορισμού του λογοτεχνικού έργου «εκ των έσω»,

φαίνεται να ξεπερνάνε, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980,

μερικές ωριμότερες απόψεις, που, παρά τον υποφώσκοντα σκεπτικισμό

τους, αφήνουν να διαφανεί μια νέα «αλλαγή παραδείγματος»:

Page 53: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ/ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 61

«Η ταύτιση ενός κειμένου ως λογοτεχνικού κειμένου φαίνεται να

είναι ρυθμισμένη από μιαν ενιαία σύμβαση», αποφαινόταν ακόμα

διστακτικά στα 1980 ο Κ. ν^βίιηαι·.9

«Μπορούμε ίσως να προτείνουμε ως ένα γενικό ορισμό [της λογοτε­

χνίας] μιαν αντίληψη του «λογοτεχνικού», που είναι, στην πραγματι­

κότητα, ιστορικά συγκεκριμένη» — απαντούσε, στα 1983, στο ερώ­

τημα «λνΗαΙ ίδ ΟΐβΓ&ΙυΓβ», που είχε προτάξει στο βιβλίο του Λίίβ-

ΤΒΥγ ΤΙιθογυ» ο Τ. Εα^Ιβίοη* και αποφαινόταν συμπερασματικά: «Κάθε

τι μπορεί να είναι λογοτεχνία και κάθε τι που θεωρείται, αμετάβλητα

και αναντίρρητα, λογοτεχνία [...] μπορεί να πάψει να είναι λογοτε­

χνία».10

Εντελώς ανάλογη ήταν η απάντηση που έδινε στο ίδιο ερώτημα

πιο πρόσφατα (1989) ο ]. ΟιιΙΙθγ: «Υπ’ αυτούς τους όρους, θα μπορούσε

κανείς να συμπεράνει ότι η λογοτεχνία δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά

αυτό που μια δεδομένη κοινωνία δέχεται ως λογοτεχνία».11

Έτσι, είναι πολύ κατανοητό, όταν ένα χρόνο αργότερα (1990) ο Α.

Μαπηο πρότεινε να πάρει τη θέση ενός -στατικού- ορισμού της

έννοιας «λογοτεχνία» η συγγραφή της «βιογραφίας της ιδέας της

λογοτεχνίας», δηλαδή η ιστορία των - διαδοχικών σε τόπο και χρόνο

- αντιλήψεων για τη φύση και το περιεχόμενο της λογοτεχνίας.12

Πραγματικά, μόνο μια τέτοια ιστορική ανασύστατη της μεταβλη­

τότητας της έννοιας «λογοτεχνία» μπορεί να θέσει τέρμα και στην

τελευταία, ατέρμονη, κυκλική, «οντολογική» αναζήτηση της αφιστο-

ρικευμένης έννοιας του «λογοτεχνικού» από το ]. ΒβδδίβΓβ («ϋΐΓβ 1β

ΙίϋέΓ&ΐΓβ», 1989).

Η ιστορία των αντιλήψεων για το αντικείμενο της γραμματολο­

γίας είναι ταυτόχρονα, σε μεγάλο μέρος, και η ιστορία της επιστήμης

της ίδιας* η «θεωρία της λογοτεχνίας» είναι ταυτόχρονα σε σημαντικό

βαθμό, ιδίως στον 20ό αιώνα, και η μεθολοδογία της επιστήμης της

γραμματολογίας* το αντικείμενο της επιστήμης, ο καθορισμός των

ορίων της και η μεθοδολογία και η ορολογία της βρίσκονται σε

διαλεκτική-ιστορική αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση. Αυτό

σημαίνει ότι ο ορισμός του αντικειμένου της επιστήμης στη διπλή

σημασία του (γραμματείαΑογοτεχνία) δεν μπορεί να είναι στατικός-

Page 54: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

62 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

κανονιστικός/ρυθμιστικός, αλλά ιστορικός — η σημερινή οπτική γωνία

συνάρτηση της θεωρητικής, ιστορικής εμπειρίας και της «λογικής

ανάλυσης».

Η πρώτη απόπειρα για μια θεωρητική προσέγγιση της «λογοτε­

χνίας» και της τέχνης γενικότερα πραγματοποιήθηκε στην κλασική

αρχαιότητα* το πρώτο θεωρητικό εργαλείο της ερμηνευτικής αυτής

προσέγγισης ήταν η έννοια της «μίμησης». Η θεωρία του Πλάτωνα

για την τέχνη και την ποίηση στο 10ο βιβλίο της «Πολιτείας»

αποτελεί συνάρτηση της πλατωνικής θεωρίας για την «ιδέα»: Ο

πραγματικός, ο αληθινός κόσμος, ο κόσμος των αιώνιων ουσιών είναι ο

κόσμος των «ιδεών»* ο κόσμος των εμπειρικών αντικειμένων, η

«φύση», δεν είναι παρά η αντανάκλαση, η «μίμηση» του αληθινού

κόσμου των ιδεών.

Τα έργα της τέχνης, ιδιαίτερα της ζωγραφικής και της ποίησης,

δεν είναι παρά μια απλή αναπαράσταση, «μίμηση» του κόσμου των

αντικειμένων, μίμηση της μίμησης, δηλαδή μίμηση από δεύτερο χέρι

και ως εκ τούτου κατώτερη και από τα έργα του απλού τεχνίτη, του

χειρώνακτος, όπως π.χ. του ξυλουργού, που μιμείται την ίδ α την ιδέα

του τραπεζιού.

Η απόρριψη της τέχνης και της ποίησης από τον Πλάτωνα, μ’

εξαίρεση τα καθαρά διδακτικά είδη όπως ο ύμνος, έχει βάσεις γνωσεο-

θεωρητικές και ηθικές: Η τέχνη ήταν «ψεύδος» αφού, σε αντίθεση με

τη φιλοσοφία και τη θεολογία, δεν παρείχε την αλήθεια — την

αλήθεια για τους θεούς. Επιπλέον, η τέχνη ήταν αντίθετη με το λόγο,

αφού καλλιεργούσε τα ένστικτα και τα πάθη.

Η «Ποιητική» του Αριστοτέλη αποτελεί τη σημαντικότερη συμ­

βολή της κλασικής αρχαιότητας στη θεωρία της λογοτεχνίας. Και

για τον Αριστοτέλη η «ποίησις», που περιλαμβάνει τώρα, εκτός από

τα παραδεδομένα έμμετρα ποιητικά είδη (μ’ εξαίρεση την καθαρή, μη

αφηγηματική λυρική ποίηση και τη διδακτική ποίηση για τη φύση),

μερικά πεζά είδη, όπως το μίμο και το διάλογο, και τη μουσική και το

χορό (κεφ. 1), είναι «μίμησις» — αλλά «μίμησις» ανθρώπινης πράξης,

δηλαδή της ίδιας της —κοινωνικής— πραγματικότητας. Με τον τρόπο

αυτό η «ποίησις» συγγενεύει, σ’ αντίθεση με τον Πλάτωνα, με την

Page 55: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ/ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 63

«τέχνη», την παραγωγική δραστηριότητα του τεχνίτη· είναι και αυτή

μίμηση πρώτου βαθμού* για τη γνωσεολογία του Αριστοτέλη οι ιδέες

των υλικών-εμπειρικών αντικειμένων δεν υπάρχουν ανεξάρτητα από τα

ίδια αυτά τ’ αντικείμενα. Ταυτόχρονα, η έννοια του «εικότος», της

«πιθανοφάνειας» της μίμησης, που εισάγει για πρώτη φορά ο Αριστο­

τέλης (κεφ. 9), διαφοροποιεί την «ποίηση» από την «τέχνη» του

χειρώνακτος από τη μια πλευρά, από την ιστορία από την άλλη* απο

τη δεύτερη μάλιστα η ποίηση είναι «φιλοσοφώτερον και σπουδαιό-

τερον».

Σημαντική είναι επιπλέον η εφαρμογή ανθρωπολογικών κριτηρίων

από τον Αριστοτέλη για την ερμηνεία της «μιμήσεως» και ιστορικών

κριτηρίων για τη έρευνα της γένεσης και εξέλιξης των ποιητικών

ειδών (κεφ. 4-5).

Η «Ποιητική» του Αριστοτέλη καθόρισε αποφασιστικά, σχεδόν

αποκλειστικά, την ποιητική θεωρία του ευρωπαϊκού Κλασικισμού από

την Αναγέννηση μέχρι το 18ο αιώνα - χωρίς να εξαιρούνται οι

παρεξηγήσεις και παρερμηνείες της, όπως λ.χ. ο «κανόνας» των

«τριών (δραματικών) ενοτήτων». Ωστόσο, η ενσωμάτωσή της στη —

ρωμαϊκή κυρίως — Ρητορική (και την «Ποιητική» του Ορατίου)

μετέβαλε την αριστοτελική «Ποιητική» από θεωρία της λογοτεχνίας

σε κανονιστικό-ρυθμιστικό εγχειρίδιο της ποιητικής πρακτικής και για

τις ανάγκες αυτής της τελευταίας η αριστοτελική «μίμησις» επεκτά-

θηκε από τη μίμηση της «φύσης» στη μίμηση των αρχαίων κλασικών

προτύπων. Από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα η «Ποιητική» του

Αριστοτέλη θα περάσει από τα χέρια των ποιητών στα χέρια των

φιλοσόφων και μόλις στον αιώνα μας θα βρει, τουλάχιστον ως θεωρία

του δράματος, στο πρόσωπο του «αντιαριστοτελικού» ΒγθοΙιΙ τον

κριτικότερο και ταυτόχρονα το δημιουργικότερο ερμηνευτή της.

Ο ευρωπαϊκός Ρομαντισμός εισάγει, από τα τέλη του 18ου αιώνα

και τις αρχές του 19ου αιώνα, μια νέα θεμελιακή έννοια κ’ ένα νέο

κριτήριο για την ερμηνεία, τον ορισμό και τη διάκριση του λογοτεχνι­

κού και γενικότερα του καλλιτεχνικού έργου: τη φαντασία. «Ποίηση»,

όριζε ήδη στα 1817 ο Οο1βπ(1§6, είναι το προϊόν «εκείνης της

συνθετικής και μαγικής δύναμης, στην οποία έχουμε αποκλειστικά

Page 56: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

64 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΊΑ

επιφυλάξει το όνομα της φαντασίας».13 Το ποιητικό και γενικότερα το

καλλιτεχνικό έργο είναι καθαρό προϊόν της έτσι εννοημένης «φαντα­

σίας» του καλλιτέχνη και ως εκ τούτου κάτι αποκομμένο και ξένο από

την πραγματικότητα* ο καλλιτέχνης, Δημιουργός σαν άλλος θεός,

φτειάχνει τη δική του πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, η έννοια της

«λογοτεχνίας» ,(ΙίΜβΓαίιΐΓβ/ροβδίθ) στενεύει, αποβάλλοντας από το

περιεχόμενό της κάθε γραπτό, που δεν ικανοποιεί το μέτρο του

φανταστικού-πλασματικού (βοΗοη), και η στενότερη αυτή έννοια θα

επιβιώσει από τους ρομαντικούς ποιητές και σε πολλούς — συντηρητι­

κούς — Θεωρητικούς της λογοτεχνίας ώς τον αιώνα μας και ώς τις

μέρες μας: «ΤΗ© ϊθγγπ “ΙϋβΓαίιΐΓβ” δββπΐδ ΗβδΙ ί£ \νβ ΙΐιηΐΙ ϋ Ιο ώβ ατί

ο£ ΙϋβΓ&ίιΐΓθ, ώαΐ ίδ, Ιο ίιπα^ίηαΰνβ ΙίΙβΓαΙιΐΓβ» (Κ. λνβΐΐβΐί).14

Ταυτόχρονα, στον ευρωπαϊκό Ρομαντισμό η αντίληψη για την

ποίηση ως «μίμηση» του «αντικειμενικού κόσμου» αντικαθίσταται από

την αντίληψη για την ποίηση ως «έκφραση» του εσωτερικού, του

ψυχικού κόσμου του ποιητή.

Έτσι, για το Νον&ΐίδ «η ποίηση είναι αναπαράσταση του πνεύμα­

τος, του εσωτερικού κόσμου στην ολότητά του» («ΡΓ&^τηβηΙβ»).

Αλλά, στις αρχές ακόμα του 19ου αιώνα, μέσα στην ακμή του

ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, ένας πρόδρομος του νεότερου Ρεαλισμού, ο

δίβηάΐιαΐ, θα καταφύγει στην εικόνα του καθρέφτη, παρμένη από τον

Πλάτωνα, για να εκφράσει το μιμητικό χαρακτήρα της ποίησης και

της τέχνης, του ρεαλιστικού μυθιστορήματος ειδικότερα: «Ένα μυθι­

στόρημα είναι ένας καθρέφτης που τρέχει κατά μήκος του δρόμου».15

Δεν υπάρχει αμφιβολία: Η «φαντασία» είναι μια κεντρική λειτουρ­

γία και ένα βασικό κίνητρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. «Χωρίς

φαντασία μόνο επιπόλαια μπορεί να περιγράφει η πραγματικότητα —

και δεν μπορεί καθόλου να κατανοηθεί αισθητικά».16 Όμως: Η «φαντα­

σία» δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του καλλιτέχνη* συνοδεύει τον

επιστήμονα στην εργασία του κάνοντας δυνατή την. εφευρετικότητά

του, τον τεχνίτη κατά την παραγωγή υλικών προϊόντων, τον άνθρωπο

γενικότερα στην καθημερινή του ζωή αλλά και στην επαφή του με το

έργο τέχνης. Και προπαντός: Η «φαντασία» δεν είναι, ούτε στον

καλλιτέχνη, κάτι ξένο από την πραγματικότητα, αλλ’ αντίθετα την

Page 57: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ/ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 65

προϋποθέτει, είναι γέννημά της — ακριβώς η απολυτοποίηση της

καλλιτεχνικής φαντασίας από τους ρομαντικούς είχε λόγους αυτό­

χρημα ιστορικούς: Ήταν η ιδεολογική-καλλιτεχνική έκφραση της

αντίθεσης, της αυτοάμυνας και της αυτοαπομόνωσής τους απέναντι

στον αρχόμενο - βιομηχανικό — καπιταλισμό και η νεότερη και

σύγχρονη παραλλαγή της συνάρτησης του μοντέρνου αισθητισμού και

του δόγματος «Η τέχνη για την τέχνη» — της «αισθητικής» συγκάλυ­

ψης ή απολογίας της ύστατης φάσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης —

φάσης της πλήρους εμπορευματοποίησες της τέχνης και, ταυτόχρονα,

της ιδεολογικής της απόκρυψης. Αν πάλι η καλλιτεχνική «φαντασία»

αναχθεί, όπως επιβάλλεται, στην πηγή της, την πραγματικότητα,

τότε είναι κατάδηλη και δυνατή η επανασύνδεσή της με την αριστοτε­

λική «μίμηση» και μάλιστα σε συνάρτηση μ’ ένα λειτουργικό στοιχείο

της, την «πιθανοφάνεια» (το «εικός»).

Μια τρίτη τάση για την ερμηνευτική προσέγγιση του λογοτεχνικού

έργου εκδηλώθηκε — παρόλο που είχε και αυτή την αρχαία και νεότερη

προϊστορία της — με κριτήριο τη γλώσσα. Η τάση αυτή έχει την

αφετηρία της στο γαλλικό —γλωσσολογικό- «στρουκτουραλισμό» και

στο ρωσικό «φορμαλισμό», δύο ρεύματα που γεννήθηκαν σχεδόν ταυτό­

χρονα στα χρόνια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου (1916) και έδωσε τους

ωριμότερους καρπούς της στη θεωρία της λογοτεχνίας στη δεκαετία

1960-1970. Το βασικό κριτήριο, σύμφωνα με τη «σχολή» αυτή, για

τον «καθορισμό» του ποιητικού-λογοτεχνικού έργου και της διάκρισής

του από το εξωλογοτεχνικό, γραμματειακό «κείμενο» είναι η «από­

κλιση» της ποιητικής-λογοτεχνικής γλώσσας από τη γλωσσική

«νόρμα», από την «κανονική», καθημερινή (και επιστημονική)

γλώσσα, ή, όπως το εκφράζει δραστικότερα ένας από τους διαπρεπέ­

στερους εκπροσώπους της, ο Κοιη&η }α1ςοΙ)5οη, «η οργανωμένη βία που

ασκείται πάνω στην κοινή ομιλία».17

Στόχος της δομικής ανάλυσης του ποιητικού έργου είναι η διαπί­

στωση της «λογοτεχνικότητάς» του («ΙίίβΓαηοίίγ»: Κ. Ι&1α>1>δοη) και

συνακόλουθα η διάκρισή του από το εξωλογοτεχνικό κείμενο.

Κριτική στη στρουκτουραλιστική μέθοδο έχει ασκηθεί από πολλές

πλευρές και ιδιαίτερα από μαρξιστική. Παρά τις φιλοσοφικές και

Page 58: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

66 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ιδεολογικές αφετηρίες και περιπλοκές του στρουκτουραλισμού, δεν

μπορούμε ν’ αρνηθούμε τη συμβολή του στην καλύτερη κατανόηση της

«δομής» μερικών συγκεκριμένων λογοτεχνικών έργων — ποιητικών

κυρίως. Μια γονιμότερη αξιοποίησή του διαγράφεται από τη σύμπλεξή

του με τη σημειολογία, που έδωσε ήδη τους ωριμότερους καρπούς της

στη σοβιετική γραμματολογία στις δεκαετίες του 1960 και του 1970

{]. Ι/θΙιηαη).

Ωστόσο, ο στρουκτουραλισμός, στην «κλασική» του μορφή, ως

μέθοδος ανάλυσης του ποιητικού έργου «εκ των έσω», είναι χρεοκοπη­

μένος και στη γραμματολογική πράξη ξεπερασμένος — και το αδιέξοδό

του ομολογείται από τους ίδιους τους (πρώην) οπαδούς του: «Το

αποτέλεσμα αυτής της διαδρομής μπορεί να φαίνεται αρνητικό: συνί-

σταται στο ν’ αρνηθούμε τη νομιμότητα μιας δομικής έννοιας της

“λογοτεχνίας” , ν’ αμφισβητήσουμε την ύπαρξη ενός ομογενούς “λογο­

τεχνικού” λόγου. Είτε είναι νόμιμη η λειτουργική έννοια της λογοτε­

χνίας είτε όχι, - η δομική έννοια δεν είναι» (Τ. Τοάοτου, «Ια ηοΗοη

άβ ΙΐΐίβΓαίιΐΓβ», 1978).18

Οπωσδήποτε, ο στρουκτουραλισμός δεν είναι σε θέση να δώσει μιαν

ικανοποιητική ερμηνευτική απάντηση στο ερώτημα της’ φύσης, της

γένεσης και της —κοινωνικής— λειτουργίας του λογοτεχνικού, του

καλλιτεχνικού γενικότερα έργου.

Η απάντηση αυτή μπορεί να δοθεί από τη μέθοδο του ιστορικοδια-

λεκτικού υλισμού: Στη μαρξιστική θεωρία η θεωρία της λογοτεχνίας

είναι ενσωματωμένη στη γενική θεωρία της τέχνης και αυτή πάλι

αποτελεί τον κορμό της μαρξιστικής αισθητικής. Ήδη ο νέος ΜαΓΧ

είχε παρατηρήσει (1844) ότι ο άνθρωπος σ’ αντίθεση με το ζώο, δεν

εξαντλείται στη βιωτική του δραστηριότητα, δεν ταυτίζεται και δεν

τελειώνει μ’ αυτήν: «Ο άνθρωπος κάνει και την ίδια αυτή τη

δραστηριότητά του αντικείμενο της θέλησης και της συνείδησής του*

έχει συνειδητή βιωτική δραστηριότητα».19 Και μερικά ζώα, όπως η

αράχνη και η μέλισσα, «παράγουν», κατασκευάζουν υλικά αντικείμενα

για την αναπαραγωγή της ζωής τους, θ’ αναπτύξει πιο συγκεκριμένα

ο Μογχ στο ωριμότερο και σημαντικότερο έργο του («Το κεφάλαιο»,

1867). «Αυτό όμως που κάνει και το χειρότερο αρχιτέκτονα να

Page 59: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ/ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 67

υπερέχει από πριν και από την καλύτερη μέλισσα είναι ότι αυτός το

«κελλί» της κερήθρας του το έχει ήδη κατασκευασμένο στο μυαλό του,

πριν να το κατασκευάσει στο κερί».20 Πολύ περισσότερο: «Το ζώο

μορφοποιεί μόνο κατά το μέτρο και την ανάγκη του είδους στο οποίο

ανήκει, ενώ ο άνθρωπος ξέρει να παράγει κατά το μέτρο κάθε είδους

και να βάζει παντού το εγγενές μέτρο στο αντικείμενο* όθεν ο

άνθρωπος μορφοποιεί και σύμφωνα με τους νόμους της ομορφιάς».21

Ένας από τους τρόπους με τους οποίους ο άνθρωπος αναδιπλασιάζει

ιδεατά, αντανακλά στη συνείδησή του, τον κόσμο των αντικειμένων

και την ίδια του τη «βιωτική δραστηριότητα» (θεωρία, σκέψη, φιλοσο­

φία), είναι και η «εικονική», «πλαστική» αναπαράσταση του

«κόσμου», συμπεριλαμβανομένου και του ψυχικού του κόσμου, όπως

αυτός «προσφέρεται» άμεσα στις αισθήσεις του -δηλαδή η τέχνη*

«γιατί όχι μόνο με τη σκέψη, αλλά και μ’ όλες τις αισθήσεις...

καταφάσκεται ο άνθρωπος στον κόσμο των αντικειμένων».22

Είναι φανερό ότι για το Μ&γχ η πρώτη «αφετηρία» για τη γένεση

της τέχνης είναι ανθρωπολογική -μια αντίληψη που έχει την αφετη­

ρία της στη «φύση» της αριστοτελικής «μίμησης»: η τέχνη της

μίμησης είναι έμφυτη στον άνθρωπο ως ένα ορισμένο βιολογικό είδος,

η «μίμηση» είναι δοσμένη στον άνθρωπο από την παιδική του ηλικία.

Από κει και πέρα, η γένεση και η εξέλιξη των επιμέρους τεχνών και

των ειδών τους είναι φαινόμενο ιστορικοκοινωνικό — και στο σημείο

αυτό η μαρξιστική θεωρία έχει το μακρινό πρόδρομό της στην αριστο­

τελική Ποιητική*

Έτσι, και η εμφάνιση της «τέχνης του λόγου», της «ποίησης»,

είναι συνδεδεμένη, στους αρχαιότερους λαούς και στις αρχαιότερες

μορφές της, με διάφορα «δρώμενα», μαγικές, οργιαστικές, ιερές-

θρησκευτικές πράξεις, αλλά και με την ίδια την υλική παραγωγή. Η

ανάπτυξη των διαφόρων τεχνών, μορφών και ειδών, αλλά και η

εξαφάνισή τους και η γένεση νέων, είναι συνάρτηση της προϊούσας

κατανομής της εργασίας και της εξειδίκευσης — ταυτόχρονα στην

υλική, στην πνευματική και στην καλλιτεχνική παραγωγή.

Κεντρική σημασία για την ερμηνεία και την κατανόηση της

καλλιτεχνικής-ποιητικής δημιουργίας κατέχει η συνάρτησή της, σύμ­

Page 60: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

68 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

φωνα με τη μαρξιστική αισθητική, με την υλική παραγωγή: Όπως και

το υλικό έτσι και το καλλιτεχνικό προϊόν είναι αποτέλεσμα της

ανθρώπινης εργασίας, είναι έργο.

Την άμεση συνάρτηση της καλλιτεχνικής με την υλική παραγωγή

έχουν διασώσει όχι μόνο ο ελληνικός όρος «τέχνη» και το λατινικό

αντίστοιχό του «ατδ» μαζί με τα νεότερα ευρωπαϊκά επιγεννήματά του

(αιΐ> αιΐβ, κ.τ.ό.), αλλά και οι αντίστοιχοι όροι σε πολλές εξωλατινι-

κές γλώσσες (γερμανικά: Κιιηδί* ρωσικά: ίδίαΐδδΐνο· ουκρανικά:

ππδΙβζίΛνο* τσέχικα: υιπβηί).

Σ’ αυτή τη θεμελιακή κατηγορία της -καλλιτεχνικής- παραγω­

γής και του συγκεκριμένου προϊόντος της, του -καλλιτεχνικού- έργου

επανέρχεται, από τη δεκαετία του 1960, η σύγχρονη μαρξιστική

θεωρία της τέχνης και της λογοτεχνίας (Ρ. ΜαοΗβΓβφ, «Ροιιγ ιιηβ

Αβοπβ άβ Ια ρΓοάυοίίοπ ΙίΚέΓαίΓβ», 1966* I». Υ/ιηοΜβτ, «Κιιΐίυηνα-

ΓβηρΓοάιιΙίϋοη», 1973* Β. /. ^ανηβλβη, «ΐΛίΘΓαπδοΙίΘ Ρπ>άυ1ίΙίοη»,

1979), ύστερα από μερικές δεκαετίες περιπλάνησης και αποπλάνησης

σε μια ξένη προς τις αρχικές θέσεις και προθέσεις των «ιδρυτών» Μογχ

και Εη^βίδ ορολογία και εννοιολογία:

Σ’ αντίθεση με την αριστοτελική «μίμηση», έννοια ανθρωπολογι-

χής προέλευσης, ο λενινιστικός όρος «αντανάκλαση» (ο*Γθέβηί|β)

φέρει το στίγμα της γνωσεολογιχής του καταγωγής: Ο όρος χρησιμο-

ποιήθηκε από το Ι,βηίη, συστηματικά, σ’ ένα καθαρά γνωσεοθεωρη-

τικό έργο, το «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός» (1909), και, παρεκ­

βατικά, στα εντελώς ασήμαντα για τη θεωρία της λογοτεχνίας άρθρα

του για τον Τοίδίο] (1908, 1910, 1911). Ο αντίστοιχος και προδρομι-

κός γερμανικός μαρξιστικός όρος ήταν ο όρος «αντικατοπτρισμός»

(\νίάβΓδρί6§β1ιιη§), που είχε χρησιμοποιηθεί από το Μογχ και τον

Επ§β1δ, με απόλυτη συνέπεια, σε μια καθαρά και αποκλειστικά

γνωσεοθεωρητική συνάφεια, ιδίως σε θέματα ιδεολογίας.

Η -μηχανιστική- μεταφορά του όρου από τη θεωρία της γνώσης

στη θεωρία της λογοτεχνίας άρχισε στη δεκαετία του 1930 και

ολοκληρώθηκε από τον Ο. Ι,υΐί&οδ, στη «σταλινική» φάση του, στην

«Εισαγωγή στα αισθητικά γραπτά των Μογχ και Εη§β1δ» («ΕΐηίαΗ-

ηιη§ ίη άίβ αδώβίίδβΐιβη δοΗπίϊβη νοη Ματχ υηά Εη§β1δ», 1945).

Page 61: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ/ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 69

Συνέπεια της αποκλειστικά «γνωσεολογικής» αυτής μεθερμηνείας της

λογοτεχνίας ήταν, στο θεωρητικό επίπεδο, η απόλυτη ταύτισή της με

την ιδεολογία και, στο πρακτικό-πολιτικό επίπεδο, η διευκόλυνση της

κομματικής επέμβασης στο καλλιτεχνικό-λογοτεχνικό έργο.

Μια σημαντική διορθωτική επέμβαση στη «χυδαιοκοινωνιολογική»,

όπως τη χαρακτηρίζει, αντίληψη του «αντικατοπτρισμού» (ν ίάβΓ-

δρίβ§β1ιιη§) επιχείρησε ο Μ. Ναιιιη&ηη («ΟβδβΠδοΗώ-ΕίΐβΓαίυχ-Ι.β-

δβη», 1975): Η λογοτεχνία και γενικότερα η τέχνη, σ’ αντιπαράθεση

με την επιστήμη, δεν «απεικονίζει» απευθείας την «αντικειμενική

πραγματικότητα» αλλά όπως αυτή είναι δοσμένη - και διαθλασμένη -

στην ατομική-υποκειμενική συνείδηση.23

Όπως δηλώνει το παράδειγμα του Μογχ με τον αρχιτέκτονα, που

παραθέσαμε παραπάνω, ο παραγωγός του υλικού προϊόντος έχει ήδη

έτοιμο, με τη φαντασία του, το προϊόν, και μάλιστα στην ολότητά

του, πριν από την παραγωγή-χατασχευή του. Η «φανταστική» όμως

πρώτα, πραγματική έπειτα κατασκευή του προϊόντος του θα ήταν

αδύνατη, αν δεν προϋπέθετε και δεν περιέκλειε μέσα της — και μέσα

στο τελικό προϊόν —, εκτός από τις «πρώτες ύλες» της παραγωγής

του, και όλη την προηγούμενη σχετική πείρα, γνώση, μάθηση κ.τ.λ.

του παραγωγού-τεχνίτη και μάλιστα ως μέλους μιας παραγωγικής

κοινότητας. Μ’ άλλα λόγια: Το - τελικό— υλικό προϊόν «περιέχει»

μέσα του τρεις παραγωγικές-δημιουργικές «στιγμές»: παρόν («στιγ­

μή» της φανταστικής παραγωγής), παρελθόν (χρόνος της συσσωρευμέ-

νης παραγωγικής εμπειρίας) και μέλλον («στιγμή» της πραγματικής

παραγωγής προεκτεινόμενη μελλοντικά στη «στιγμή» της κατανά­

λωσης).

Εντελώς ανάλογη είναι η παραγωγή καλλιτεχνικών προϊόντων,

έργων τέχνης και λογοτεχνικών έργων —και με την αναλογία αυτή δεν

πρόκειται για απλή παρομοίωση ή αντιστοιχία, αλλά πραγματικά για

έναν άλλο, αν και ανάλογο, τομέα παραγωγής. Η ουσιαστικότερη

διαφορά ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο τομείς παραγωγής έγκειται στο

ότι το καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό έργο είναι προϊόντα πνευματικής

εργασίας, έργα πνευματικά. Η βασική του αυτή διαφορά από το υλικό

προϊόν συνεπάγεται πάλι μερικές ιδιότητες/ιδιαιτερότητες του καλλι-

Page 62: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

70 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

τεχνικούΑογοτεχνικού προϊόντος/έργου με σημαντικές ερμηνευτικές

επιπτώσεις σχετικά με τη φύση — και τη λειτουργία του:

α) Και το υλικό και το πνευματικό προϊόν (== καλλιτεχνικό/

λογοτεχνικό έργο) αποβλέπουν στην κατανάλωση. Ενώ όμως το υλικό

προϊόν καταναλώνεται μια για πάντα, το πνευματικό προϊόν, ως

ιδεατό προϊόν, μπορεί να «καταναλώνεται» επανειλημμένα και από

διαδοχικές γενιές, χωρίς να εξαντλείται. Το μόνο που εξαντλείται,

και πρέπει να ξανακατασκευαστεί στην —υλική- παραγωγική διαδικα­

σία, είναι το «περίβλημά» του, η «συσκευασία» του (βιβλίο/χαρτί,

δίσκος/μαγνητοταινία κ.τ.λ.). Στη ζωγραφική και τη γλυπτική ούτε

αυτό, η αναπαραγωγή του «περιβλήματος», είναι δυνατό, επειδή στο

έργο της ζωγραφικής και της γλυπτικής -πνευματικό/καλλιτεχνικό

ιδεατό προϊόν και υλικό «περίβλημα» είναι τόσο αξεδιάλυτα δεμένα

μεταξύ τους, ώστε να μην υπάρχει «περίβλημα»· το μόνο «περίβλημα»

που μπορεί να καταναλωθεί μια για πάντα στο ζωγραφικό έργο είναι η

κορνίζα. Σ’ αυτές τις τέχνες η «μοναδικότητα» του έργου τέχνης

σημαίνει και μοναδικότητα του ενός και μοναδικού αντιτύπου* ο

πολλαπλασιασμός των «αντιτύπων» σ’ αυτές με νεότερε τεχνικές

αναπαραγωγής (γραφικές τέχνες, φωτογραφία) οδηγεί στην πραγμα­

τικότητα σε νέα είδη και νέες μορφές τέχνης.

Αντίθετα, η τεχνική αναπαραγωγή του ενός καλλιτεχνικού έργου

στη λογοτεχνία — και τη μουσική - (βιβλίο, δίσκος κ.τ.λ.) είναι

απαραίτητη προϋπόθεση για την πραγματοποίηση του στόχου και της

πνευματικής παραγωγής: της κατανάλωσης. (Η μορφή και ο βαθμός

της τεχνικής του αναπαραγωγής είναι απόρροια και συνάρτηση της

γενικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων).

β) Είδαμε ότι και στο υλικό και στο πνευματικό/καλλιτεχνικό

προϊόν βρίσκονται ενσωματωμένες τρεις χρονικές «στιγμές»: παρελθόν,

παρόν, μέλλον. Στο πνευματικό προϊόν, στο καλλιτεχνικό/λογοτεχνικό

έργο, στη «στιγμή» του παρελθόντος περιέχονται, όπως και στο υλικό

προϊόν, οι γνώσεις, η εμπειρία αλλά και η πρώτη ύλη του παραγωγού

και της παραγωγής* αλλά στο καλλιτεχνικό προϊόν/έργο όλα αυτά τα

στοιχεία και η «πρώτη ύλη» έχουν χαρακτήρα πνευματικό: η παιδεία

του, οι ειδικές τεχνικές γνώσεις του παραγωγού καλλιτέχνηΑογοτέ-

Page 63: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ/ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 71

χνη στον τομέα του (π.χ. στη λογοτεχνία: ορισμένα λογοτεχνικά είδη,

γλώσσα, ποιητικές ή αφηγηματικές τεχνικές, μετρικές μορφές,

θέματα και μοτίβα — και μαζί μ’ αυτά: όλα, κατ’ αφαίρεση, τα

καλλιτεχνικά/λογοτεχνικά έργα, που έχουν παραχθεί ώς τη «στιγμή»

της δικής του παραγωγής) με μια λέξη ολόκληρη η πνευματική του

περιουσία, και από την άποψη της στιγμής του παρελθόντος η

«παράδοση».

γ) Ο πνευματικός/ιδεατός χαρακτήρας του καλλιτεχνικού/λογοτε-

χνικού έργου, σε συνάρτηση με το ν τρόπο της «κατανάλωσής» του,

μπορεί να οδηγήσει στη λύση ενός από τα βασικότερα προβλήματα της

αισθητικής, της θεωρίας της τέχνης, της θεωρίας της λογοτεχνίας

ειδικότερα -του προβλήματος της υπερχρον ικότητας του έργου της

τέχνης: Επειδή το καλλιτεχνικό προϊόν έχει την ιδιότητα να μπορεί να

«καταναλώνεται» επανειλημμένα χωρίς να «καταναλώνεται» ποτέ

οριστικά, η «στιγμή» του μέλλοντος, που είναι ενσωματωμένη σ’

αυτό, μπορεί να επιμηκύνεται προς τα εμπρός θεωρητικά επ’ άπειρον.

Οι διαδοχικές «καταναλώσεις» του καλλ ιτ εχν ικού-λογοτεχν ικού προϊό­

ντος αποτελούν τις εκάστοτε στιγμές/φάσεις της πρόσληψής του -η

πρόσληψη του λογοτεχνικού έργου αποτελεί το ερευνητικό αντικείμενο

ενός ολόκληρου κλάδου, ή τουλάχιστον μιας ολόκληρης σειράς μελε­

τών των γραμματολογικών σπουδών.

δ) Σ’ ένα πολύ προχωρημένο στάδιο της ανάπτυξης των παραγωγι­

κών δυνάμεων και του καταμερισμού της εργασίας, όπως το καπιταλι­

στικό, η ενότητα της παραγωγής ενός προϊόντος έχει γενικά ξεπερα-

στεί: Ο μεμονωμένος παραγωγός, λ.χ. ένας παπουτσής, που παράγει

το προϊόν του, π.χ. ένα παπούτσι, ολόκληρο, από την αρχή ώς το

τέλος, έχει εξαφανιστεί* τη θέση του έχει πάρει ο βιομηχανικός

εργάτης που παράγει ένα μικρό μόνο μέρος του προϊόντος. Το μόνο που

μπορεί να (ανα)παραχτεί, όπως είδαμε, στον τομέα αυτό καπιταλι­

στικά είναι το υλικό «περίβλημα» του καλλιτεχνικού προϊόντος: το

βιβλίο, ο δίσκος κ.τ.λ. — δυνατότητα, όπως θα δούμε, όχι χωρίς

συνέπειες και για το ίδιο το καλλιτεχνικό έργο ως προϊόν. Όμως: η

ενότητα, η ολότητα της παραγωγής έχει παραμείνει και στον καπιτα­

λισμό, στην καλλιτεχνική παραγωγή, ως ενότητα της δημιουργικής

Page 64: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

72 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

στιγμής, της δημιουργίας, και στο συγκεκριμένο προϊόν της: το καλλι-

τεχνικόΑογοτεχνικό έργο. Η ενότητα αυτή αποτελεί ένα ουσιαστικό

στοιχείο του τρόπου ύπαρξης του καλλιτεχνικού έργου — ύπαρξης

αισθητικής - και είναι και αυτό ένα από τα κεντρικότερα προβλήματα

της αισθητικής, της θεωρίας της τέχνης και της λογοτεχνίας.

Άρρηκτα συνδεδεμένο με το πρόβλημα για τη φύση της λογοτε­

χνίας και γενικότερα της τέχνης είναι και το ερώτημα για τη

λειτουργία της. Το τί είναι τέχνη και λογοτεχνία προκαθορίζει σε

μεγάλο βαθμό και τις δυνατότητες ή τις μορφές της επίδρασής τους

—και αντίστροφα: ο καθορισμός και η περιγραφή των στόχων τους

παρέχει τα μέσα για μια διεισδυτικότερη κατανόηση κ’ ερμηνεία του

χαρακτήρα τους. Και στο πρόβλημα αυτό το σχετικό με τη λειτουρ­

γία, τη σκόπευση και την επίδραση της «ποίησης» και γενικότερα της

τέχνης η παράδοση ανάγεται ώς την κλασική αρχαιότητα, θα

συγκρατήσουμε εδώ τις κυριότερες «στιγμές» της μακρότατης αυτής

θεωρητικής παράδοσης ώς τις μέρες μας:

Όπως είδαμε, ο Πλάτωνας εξοστράκισε από την «Πολιτεία» του

την ποίηση με κίνητρα ηθικά: Διέβλεπε μιαν ενδεχόμενη ψυχική

διάβρωση των «πολιτών» της από τα συναισθήματα που προκαλούσε

-συναισθήματα που θα παρέμεναν έξω από τον έλεγχο του λόγου.

Αλλ’ ακριβώς αυτή την ψυχολογική επίδραση, τουλάχιστον της τρα­

γωδίας πάνω στους θεατές της, δέχεται και καταφάσκει στην «Ποιη­

τική» του ο μαθητής και αντίποδάς του Αριστοτέλης, ορίζοντάς την

ως «δΓ έλέου και φόβου κάθαρσιν» (κεφ. 6). Επομένως και οι δύο

κορυφαίοι θεωρητικοί της κλασικής αρχαιότητας δέχονται, παρά την

αντιθετική στάση τους απέναντι της, τη λειτουργία του λογοτεχνικού

έργου έξω από τον εαυτό του, δηλαδή στο κοινό του —λειτουργία και

για τους δυο τους κυριότατα ψυχολογική, όχι «αισθητική».

Ούτε για τον Οράτιο, πολύ λιγότερο γΓ αυτόν, η ποίηση είναι

αυτοσκοπός· το στόχο της τον καθορίζει, και μάλιστα ως πρόθεση των

ίδιων των ποιητών, στον περιβόητο στίχο 333 της «Ποιητικής» του

(Ατδ ροβίίοα) ως σύζευξη της ωφέλειας με την τέρψη: «ΑιιΙ ρπκίβδδβ

νοίαηί αιιί άβίβοίατβ ροβίαβ» («ή να ωφελούνε θέλουν ή να τέρπουν οι

ποιητές»).

Page 65: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ/ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 73

Μετά τη μακρότατη παρένθεση του Μεσαίωνα, οπότε η ποίηση,

όπως και η τέχνη και η φιλοσοφία, θα τεθούν, από την επίσημη

«αισθητική» της Καθολικής Εκκλησίας, τουλάχιστον ώς το θωμά

Ακινάτη (13ος αι.), στην υπηρεσία της θεολογίας και της μεταφυσι­

κής, η αντίληψη του Ορατίου για τη λειτουργία της ποίησης θα

επικρατήσει στην Ευρώπη σ’ ολόκληρη τη νεότερη εποχή από την

Αναγέννηση ώς το Διαφωτισμό. Αργότερα, στη διπλή λειτουργία της

ποίησης κατά τον Οράτιο, το «ρΐΌάβδδβ» και το «άβίβοΐατβ», θα

προστεθεί, δανεισμένο από την αρχαία Ρητορική, και το «ιηονβΓβ», η

συγκίνηση, ενώ πολλοί θεωρητικοί, από την εποχή ήδη της Αναγέννη­

σης, όπως ο ΡΜίρ δίάηβγ (1595), θα καθορίσουν το ηθικό ώφελος ως

τον τελικό στόχο της ποίησης. Η αντίληψη για την ηθική στόχευση

της ποίησης και της τέχνης θα γνωρίσει στον κλασικό γερμανικό

ιδεαλισμό του Ιβου^αιώνα τη λαμπρότερη και ταυτόχρονα την ουτοπι-

κότερη αποκορύφωσή της: Στα ώριμα αισθητικά του δοκίμια «ϋΒβΓ

άίβ έίδώβΐίδοΐιβ ΕΓζίβΗιιπ άβδ ΜβηδοΚβη» (1795) και «Όίβ δοΗαιι-

ΜΗηβ αΐδ βίηβ ιηοΓβΙίδοΗβ ΑηβΙ&Ιΐ: ββίχ&οΗίθΙ» (1802) ο ΡπβάπβΙι

δοΗίΙΙβΓ θα διακηρύξει, ως έσχατος εκπρόσωπος του ευρωπαϊκού Δια­

φωτισμού, σε μια μοναδική προσπάθεια σύντηξης της καντιανής

Αισθητικής με την καντιανή Ηθική, την «ηθική» (στην αστική-

πολιτική έννοια της λέξης) τελείωση του ανθρώπινου γένους με το

παιδευτικό μέσο της ποίησης, της τέχνης και του θεάτρου.

Η θεωρία για την -απόλυτη- αυτοτέλεια της τέχνης, για την

τέχνη ως αυτοσκοπό, το δόγμα «Γατί ροιίΓ Γατί:», είναι νεότερο

δημιούργημα, γέννημα του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, της εποχής

του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού — και αποτελούσε και αυτό, όπως και η

απολυτοποίηση και αποθέωση της «φαντασίας», μιαν αντίδραση και

αυτοάμυνα του καλλιτέχνη απέναντι στην απειλή ενός εχθρικού προς

κάθε μορφή τέχνης επεκτεινόμενου καπιταλισμού. Η πρώτη συστημα­

τική χρήση του περιφραστικού αυτού ιδεολογήματος στη γαλλική του

μορφή έγινε από τον πάπα του γαλλικού εκλεκτικισμού νίοΙοΓ Οονιδίη

(1818), η θεωρητική του αφετηρία βρισκόταν εντούτοις στη φιλοσοφία

του γερμανικού ιδεαλισμού: Την απόλυτη αυτοτέλεια του αισθητικού

φαινομένου, την ολοκληρωτική του αποδέσμευση από τις υπόλοιπες

Page 66: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

74 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

νοητικές, ψυχικές και κοινωνικές του συναρτήσεις είχε ήδη διακηρύξει

στην «Αισθητική» του («Κπ£& άβτ ϋιΐΘίΙδΙαΉβ:», 1790) ο Καηϊ, όταν

όριζε το «ωραίο» ως «ανιδιοτελή ευαρέσκεια» («ίηΐβΓΘδδβΙοδθδ \νοΗ1-

^βίοΗβη»), Τώρα το καλλιτεχνικά ωραίο θα ταυτιστεί απερίφραστα,

σε μιαν ακραία υπέρβαση της καντιανής «ανιδιοτέλειας», της αισθητι­

κής συγκίνησης, με το «ανωφελές». «Από τη στιγμή που ένα πράγμα

γίνεται χρήσιμο», θα διακηρύξει ο ΤΗβορΗίΙβ ΟαιιίίθΓ (ΡΓέ&οβ, στο:

«ΑΐΒβιΐυδ», 1832), «παύει να είναι ωραίο... Η ζωγραφική, η γλυ­

πτική, η μουσική δε χρησιμεύουν σε τίποτα απολύτως».24

Αλλά, ενώ στα 1829 ακόμα ένας διάσημος ρομαντικός, ο νίοΙοΓ

Ηυ§ο, διεκδικούσε για τον ποιητή το δικαίωμα να δημοσιέψει «ένα

ανώφελο βιβλίο καθαρής ποίησης ριγμένο μέσα στις βαριές φροντίδες

του κοινού», ήδη στα 1864 θα διακηρύξει ο ίδιος, όλο και πιο

στρατευμένος και πιο ρεαλιστής ποιητής: «Η τέχνη για την τέχνη

μπορεί να είναι ωραία, αλλά η τέχνη για την πρόοδο είναι ακόμα πιο

ωραία».25 Παρ’ όλ’ αυτά, το δόγμα «Γ&τί ροιίΓ Γατί» θα γνωρίσει στον

αστικό αισθητικισμό μια νέα, την οξύτερη ώς τότε, υποτροπή από την

τελευταία δεκαετία του ίδιου αιώνα, οπότε το «ωραίο» θα ταυτιστεί

ακόμα μια φορά με το «ανώφελο» (Ο. \νί1άβ, 1890: «Α11 άτϊ ίδ ςμιϋβ

ιΐδβίβδδ»).

Το δόγμα «η τέχνη για την τέχνη» επιβίωσε -λαθραία— στον

αιώνα μας στο ρωσικό φορμαλισμό του μεσοπολέμου, αλλά και στα

νεότερα συστήματα ανάλυσης του ποιητικού λογοτεχνικού έργου «εκ

των έσω», όπως η αμερικανική «Νέα Κριτική» (Νβ\ν ΟηΙίοίδΐη).

Η αξιοποίηση των μεθόδων και πορισμάτων της σημειολογίας/

σημειωτικής στη γραμματολογική επιστήμη κατέδειξε ότι η αυστηρά

«ενδοκειμενική» ανάλυση του λογοτεχνικού έργου, που είχε διακηρύξει

ο στρουκτουραλισμός, ήταν τελικά αδύνατη και οδηγούσε σ’ αδιέξοδο:

Ακόμα και για τον καθορισμό των δυνατών «συνδηλώσεων» (οοηηοΐα-

ϋοηδ) του ποιητικού κειμένου, του χαρακτηριστικότερου ακριβώς δια­

κριτικού στοιχείου της ποιητικής από την «εννοιακή» γλώσσα, παρου­

σιάστηκε η αναπόδραστη ανάγκη της προσφυγής σε γλωσσικές, δομι­

κές, εννοιολογικές και προπαντός κοινώνικοϊστορικές πραγματικότητες

έξω από το αναλυόμενο κείμενο.

Page 67: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ/ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 75

Με μεγαλύτερη σαφήνεια κατέδειξαν οι μέθοδοι της επικοινων ιολο­

γίας (ΚοιηιηιιηΛ&ϋοηδλνίδδβηδοΙίΒΑ) την κοινωνική λειτουργία του

λογοτεχνικού κειμένου — παρόλο που οι ίδιες μέθοδοι είναι εντελώς

ανεπαρκείς για την κατανόηση και την ερμηνεία της αισθητικής φύσης

του.

Μιαν ιδιαίτερη θέση ανάμεσα <*τις θεωρίες της λογοτεχνίας ως

επικόινωνιακού φαινομένου διεκδίκησε το «Διάγραμμα της εμπειρικής

γραμματολογίας» («Οπιηάπδδ άβΓ ΕιηρίπδοΙιβη ΟίβΓαίιιηνίδδβη-

δοΗαΑ», 1980* 21991) του δ. δοΗιηκΙί' ο αυτοχαρακτηρισμός της

θεωρίας αυτής ως «εμπειρικής» δηλώνει το αίτημά της για την

«εμπειρική», & ροδϊβηοη, ελεγξιμότητα και επαληθευσιμότητά της

στην ερευνητική πράξη.

Το θεωρητικό μοντέλο της «λογοτεχνικής επικόινωνιακής πράξης»

(υΐθΓ&ηδοΗθ ΚοιηπιαπΛΗϋοηδΙι&ηάΙιιη^) που «κατασκεύασε» ο δ. ].

8οΗιηί<1ί αξιοποιώντας τα θεωρήματα των «πράξεων ομιλίας» (δρββοΐι-

αοίδ) του Κ. δβ&τίβ (1969), των «κοινωνικών συστημάτων» (δοζίαΐβ

δγδ*βΐϊΐβ) του Ν. Ι,ιιΐιιηαηη (1970) και της «πρόσληψης» (Κβζβρϋοη)

του λογοτεχνικού έργου του Η.Κ. Ι&ιΐδδ και του \¥. ΙδθΓ, έχει το

πλεονέκτημα ότι εμπεριέχει όλες τις «στιγμές» ή «φάσεις» της

λογοτεχνίας ως επικοινωνιακόύ φαινομένου: την παραγωγή, τη διαμεσο-

λάβηση και την — κοινή ή κριτική/επιστημονική —πρόσληψη— αλλά και

την «αισθητική» ιδιαιτερότητά της, και εκτείνεται, όπως τονίζει ο ίδιος,

πέρα απ’ ό,τι ονομάζεται «λογοτεχνικό έργο»: σε όλες τις επικοινωνια-

κές και εξωεπικοινωνιακές κοινωνικές πράξεις και τα συστατικά τους

στοιχεία, όπως: αντικείμενα, καταστάσεις, προϋποθέσεις, συμβάσεις

κ.τ.λ.

Η βασική αδυναμία του μοντέλου, εκτός από τη δαιδαλώδη ορολογία

και την άκαμπτη σχηματικότητά του, έγκειται, όπως ομολόγησε ο ίδιος

ο δ. ]. δοΐιιηίάί στον επίλογο της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου του

(1991), στην αποκλειστικά συγχρονική του θεμελίωση και στην αναφορά

του σε μιαν ορισμένη κοινωνία, στην «κοινωνία μας» («ιιηδβΓβ ΟβδβΗ-

δοΗαΑ») — γεγονός, που το απέδειξε, στη δεκαετία που μεσολάβησε,

ανίκανο να προωθήσει τις συγκεκριμένες έρευνες της λογοτεχνίας ως

«επικοινωνιακής πράξης» πάνω σε διαχρονικη-ιστορική βάση.

Page 68: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

76 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Μιαν ακόμα σφαιρικότερη ερμηνεία της λειτουργίας του λογοτεχνι­

κού έργου, της λογοτεχνίας γενικότερα, είναι σε θέση να παράσχει η

κοινωνιολογική μέθοδος που στηρίζεται πάνω στη μαρξιστική γνωσεολο-

γία, αισθητική, θεωρία της τέχνης γενικότερα, Θεωρία της λογοτεχνίας

ειδικότερα:

Η σχετική αυτονομία του λογοτεχνικού και γενικότερα του καλλιτε­

χνικού έργου και φαινομένου δεν αμφισβητείται ούτε από τη μαρξιστική

Θεωρία της τέχνης και της λογοτεχνίας. Η αυτονομία μάλιστα αυτή της

λογοτεχνίας πραγματοποιείται προς δύο κατευθύνσεις: προς την κατεύ­

θυνση των άλλων πνευματικών-πολιτιστικών δραστηριοτήτων του

ανθρώπου, όπως λ.χ. η επιστήμη, και προς την κατεύθυνση των άλλων

καλλιτεχνικών-αισθητικών μορφών, όπως λ.χ. η ζωγραφική ή η

μουσική. Η αυτονομία της λογοτεχνίας καθορίζει επομένως την ιδιαιτε-

ρότητά της απέναντι στις άλλες μορφές της ανθρώπινης πράξης, της

υλικής και της πνευματικής παραγωγής. Ωστόσο, αυτονομία της

λογοτεχνίας δε σημαίνει απομόνωση της από την κοινωνία, την

οικονομία, τους άλλους πολιτιστικούς θεσμούς, τις άλλες τέχνες, με μια

λέξη: την ιστορία — ούτε καν απομόνωση του καλλιτέχνη/λογοτέχνη.

Επιπλέον, αυτονομία δε σημαίνει για τη λογοτεχνία αυτάρχεια. Η

λογοτεχνία είναι, όπως θα δούμε στ’ αντίστοιχα κεφάλαια του βιβλίου

μας, όχι μόνο δεμένη με τις άλλες μορφές της ανθρώπινης -υλικής και

πνευματικής— δραστηριότητας, αλλά και «τρέφεται» απ’ αυτές.

Η σχετική αυτονομία, η μορφική γλωσσική, εννοιολογική ιδιαιτερό­

τητα ενός λογοτεχνικού έργου, μπορεί να καταδειχτεί, όπως αναφέραμε

παραπάνω, μόνο ώς ένα ορισμένο βαθμό με μεθόδους ενδοκειμενικές,

στρουκτουραλιστικές, σημειολογικές κ.ά. και το προϊόν μιας τέτοιος

αναλυτικής εργασίας δεν μπορεί παρά να είναι η εξήγηση (βχρίίοαίίοη)

του συγκεκριμένου κειμένου/έργου. Αντίθετα, για την ερμηνεία (ίπίβι**·

ρΓβΙαΐίοη) και του μεμονωμένου έργου και, προπαντός, του λογοτεχνικού

φαινομένου γενικότερα είναι απαραίτητη η αναγωγή τους έξω απ’ αυτό —

η μετάβαση από την ανάλυση στη σύνθεση.

Η συνθετική αυτή ερμηνεία επιβάλλει τη θεώρηση ταυτόχρονα της

φύσης και της λειτουργίας της λογοτεχνίας ως ιστορικοκοινωνικού

φαινομένου:

Page 69: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ/ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 77

Η αναγκαιότητα της λογοτεχνίας και γενικότερα της τέχνης είναι

συνάρτηση της οιχουμενιχότητάς της. Η τέχνη και η λογοτεχνία

εμφανίζονται σ’ όλους τους λαούς σ’ όλα τα — ιστορικά — στάδια της

εξέλιξής τους και σ’ όλες τις μορφές της κοινωνικής τους οργάνωσης.

Η απελπισμένη κραυγή του Αάοπιο «Δεν είναι δυνατόν να γράφονται

ποιήματα μετά το Άουσ&τς», παραγνωρίζει όχι μόνο την αναγκαιό­

τητα και οικουμενικότητα της τέχνης, αλλά και την ίδια την ιστορική

πραγματικότητα του 'Αουσβιτς: Και μέσα στο Άουσβιτς δεν έπαψε να

υπάρχει η τέχνη και η λογοτεχνία - και μάλιστα όχι μόνο στα

θύματα, αλλά και στους θύτες του.

Όπως στην υλική, έτσι και στην πνευματική-καλλιτεχνική παρα­

γωγή, δεν παράγει μόνο ο άνθρωπος το προϊόν — το προϊόν διαμορφώ­

νει, με τη σειρά του, τον παραγωγό του: «Το καλλιτεχνικό αντικείμε­

νο δημιουργεί, όπως'και κάθε άλλο προϊόν, ένα φιλότεχνο και καλαί­

σθητο κοινό. Όθεν η παραγωγή δεν παράγει μόνο ένα αντικείμενο για

το υποκείμενο, αλλά και ένα υποκείμενο για το αντικείμενο» (Κ. Μ εγχ ,

«ΟηιικΙηδδΘ άβτ Κηί& άβΓ ροΐίϋδοΐιβη Οΐίοηοιηΐβ», 1857/1858).26

Η λειτουργία επομένως της τέχνης εν γένει είναι εξ-ανθρωπιστιχή,

με την πρωταρχική σημασία του όρου: είναι μια από τις μορφές και

ένα από τα μέσα του ανθρώπου, στον ιστορικοκοινωνικό του καθορισμό,

για την εξελικτική του πορεία προς μιαν όλο και μεγαλύτερη καθυπό-

ταξη και ιδιοποίηση της φύσης. Ειδικότερα, η λειτουργία και η

επίδραση της λογοτεχνίας στους «παραγωγούς» της, στο κοινό της,

καθορίζεται από την ιδιαιτερότητά της απέναντι στις άλλες τέχνες:

Η λογοτεχνία είναι, διαφορετικά απ’ ό,τι οι εικαστικές τέχνες και η

μουσική, μια -«πλαστική»- «αναπαράσταση» («μίμηση») της πραγ­

ματικότητας μέσω της γλώσσας. Η αισθτητιχή φύση της λογοτεχνικής

γλώσσας, που αποτελεί, όπως είδαμε, την ειδοποιό διαφορά του

λογοτεχνικού από το μη λογοτεχνικό κείμενο, τη «λογοτεχνικότητά»

του, είναι η μια όψη της γλώσσας* η εννοιαχή φύση της, η άλλη.

Για το λόγο αυτό η λογοτεχνία συμμετέχει, περισσότερο από κάθε

άλλη τέχνη, στην έκφραση των ανθρώπινων ιδεών και συναισθημάτων

με το λόγο, συγγενεύει με την ανθρώπινη γνώση — παρόλο που δεν

ταυτίζεται μ’ αυτήν: Η προσέγγιση της ποίησης από τον Αριστοτέλη

Page 70: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

78 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

στη φιλοσοφία («φιλοσοφώτερον ποίησις ιστορίας»: «Ποιητική», κεφ.

9) στόχευε στην ίδια, «γνωσεολογική» κατεύθυνση και αιτιολόγηση με

την κοινή με τη φιλοσοφία δυνατότητά της ν’ αποδίδει το «γενικό»,

ενώ η ιστορία αποδίδει, κατά τον Αριστοτέλη, το «ειδικό».

Με τον τρόπο όμως αυτό τίθεται το πρόβλημα της σχέσης της

λογοτεχνίας με την κοσμοθεωρία και την ιδεολογία: Μερικά τουλάχι­

στον από τα μεγαλύτερα ποιητικά έργα, όπως η «θεία Κωμωδία» του

ϋ&ηΐβ ή ο «Φάουστ» του Οοβίΐιβ, αποτελούν, πραγματικά, μια

καλλιτεχνική συμπύκνωση της κοσμοθεωρίας, της συνολικής αντίλη­

ψης περί κόσμου, μιας ολόκληρης εποχής - της εποχής των δημιουρ­

γών τους —, δεν μπορεί όμως να υποστηριχτεί το ίδιο και για

οποιοδήποτε λογοτεχνικό έργο, π.χ. για ένα μικρό, καθαρά λυρικό

ποίημα.

Αντίθετα, στοιχεία ή έστω ψήγματα ιδεολογίας, στην αρνητική

και τη θετική σημασία του όρου, βρίσκονται και στο μικρότερο και

αποσπασματικότερο ακόμα λογοτεχνικό έργο. Με τις ιδεολογικές

αυτές συναρτήσεις του λογοτεχνικού έργου είναι πάλι συνδεδεμένο το

πρόβλημα της «αλήθειας» και του «ψεύδους» στη λογοτεχνία, της

ψευδούς και της αληθούς καλλιτεχνικής «μίμησης»/«αντανάκλασης»

και, σαν προέκτασή του, το πρόβλημα του ρεαλισμού στη λογοτεχνία

και γενικότερα την τέχνη.

Κατά τη μαρξιστική θεωρία η λογοτεχνία αποτελεί, όπως και οι

άλλες μορφές τέχνης, μέρος του κοσμοθεωρητικού, ιδεολογικού και

αισθητικού-καλλιτεχνικού εποικοδομήματος, που καθορίζεται τελεσί­

δικα (ίη ΙβΙζΙβΓ Ιηδίαηζ) από τη βάση — τον τρόπο και τις σχέσεις της

υλικής παραγωγής-, αλλά και συγκαθορίζει, με τη σειρά του, την

ίδια τη βάση. Κάθε μεταβολή στην οικονομική βάση συνεπιφέρει

αλλαγές και στο εποικοδόμημα - και στις καλλιτεχνικές-αισθητικές

μορφές του. Απόρροιά τους είναι οι μεταβολές, με άλλα λόγια η

ιστορική εξέλιξη, και στη λογοτεχνική δημιουργία - και μάλιστα ως

παραγωγή και ως κατανάλωση.

Επιπλέον, ο ταξικός καθορισμός του ιδεολογικού μέρους του εποικο­

δομήματος στις ταξικές κοινωνίες συνεπάγεται και την ταξική λει­

τουργία της λογοτεχνίας, της τέχνης και των άλλων μορφών του

Page 71: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ/ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 79

πολιτισμού. Από τη διαπίστωση αυτή της ιδεολογικής-ταξικής λει­

τουργίας της τέχνης και της λογοτεχνίας στις ιστορικές-ταξικές

κοινωνίες πηγάζει η μαρξιστική θέση-αίτημα για την —ενσυνείδητη-

χοινωνιχή στράτευση του καλλιτέχνη/λογοτέχνη.

Το πρόβλημα της στράτευσης είχε βρει την έγκαιρη και έγκυρη

θεωρητική του αντιμετώπιση ήδη από τους «κλασικούς» του ιστορικο-

διαλεκτικού υλισμού: Η «στράτευση» (Τβηάβηζ) στην τέχνη, στο

λογοτεχνικό έργο ειδικότερα, δέν απορρίπτεται, με την προϋπόθεση

όμως ότι το —προοδευτικό— «μήνυμα» υποτάσσεται στην καλλιτεχνική

μορφή, η ιδεολογία υπακούει στην αισθητική: «Δεν είμαι καθόλου

αντίθετος με τη στρατευμενή ποίηση καθεαυτήν», έγραφε ο Ρ. Εη^βίδ

στις 26.11.1885 στη Μίηηα Κ&ιιίδ1ίγ* «Ο πατέρας της τραγωδίας

Αισχύλος και ο πατέρας της κωμωδίας Αριστοφάνης ήταν και οι δύο

άξιοι στρατευμένοι Ποιητές, και όχι λιγότερο στρατευμένοι ήταν ο

ϋαηϊβ και ο ΟβΓναηϊΘδ, και το καλύτερο στο «Ραδιουργία και έρωτας»

του δοΜ1©Γ είναι ότι είναι το πρώτο γερμανικό πολιτικά στρατευμένο

δράμα. [...] Πιστεύω όμως ότι η στράτευση πρέπει να εκπηγάζει από

την ίδια την κατάσταση και την υπόθεση χωρίς να επισημαίνεται

εκπεφρασμένα και ότι ο λογοτέχνης (ΟίοΚίβΓ) δεν είναι υποχρεωμένος

να δίνει στο χέρι του αναγνώστη και τη μελλοντική ιστορική λύση

των κοινωνικών συγκρούσεων που αναπαριστάνει».27

Τρία χρόνια αργότερα (Απρίλιος 1888) έγραφε ο Εη^βίδ στην

αγγλίδα μυθιστοριογράφο Μ&τ§ατβ(: Ηατίαιβδδ, κρίνοντας ένα «σοσια­

λιστικό» μυθιστόρημά της, που του είχε στείλει: «Απέχω πολύ από το

να θεωρώ λάθος, ένα καθαρόαιμο σοσιαλιστικό μυθιστόρημα, ένα

«ΤβηάβηζΓΟίη&η», όπως λέμε εμείς οι γερμανοί* για να εγκωμιάσουμε

τις πολιτικές απόψεις του συγγραφέα. Κάθε άλλο: Όσο πιο κρυμμένες

μένουν οι απόψεις του συγγραφέα, τόσο το καλύτερο για το καλλιτε­

χνικό έργο. Ο ρεαλισμός, όπως τον εννοώ εγώ, μπορεί να φανερωθεί

ακόμα και σε πείσμα των απόψεων του συγγραφέα».28

Εδώ όμως είναι απαραίτητες μερικές συμπληρωματικές και συμπε­

ρασματικές παρατηρήσεις:

α) Από την άποψη της παραγωγής: Το «έργο» δεν μπορεί να

ταυτιστεί απόλυτα με την «ταξική θέση» - και «συνείδηση» - του

Page 72: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

80 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

δημιουργού του* η αισθητική υπόσταση του «έργου» του προσδίδει και

μιαν «ανθρωπολογική» διάσταση, που πάει πέρα από τις «τάξεις» και

την ιστορική του «στιγμή» και που διευκολύνει την αποδοχή του από

ένα «ταξικά» και ιστορικά διαφορετικό κοινό.

β) Από την άποψη της πρόσληψης: Το παράδειγμα του Βαίζαο

(Μ&Γχ/Εη^βΙδ) και του Τοίδίό) (Ιιβηίη) υποδηλώνει ότι έργα εκπροσώ­

πων άλλων «τάξεων», ακόμα και των πιο «αντιδραστικών», μπορούν

να προσληφθούν «προοδευτικά» από ένα διαφορετικό, σύγχρονο ή

νεότερο τους, κοινό. Η τεχνική της «αποξένωσης» (νβΓ&βπκΙυη^) του

ΒγθοΗΙ: τείνει προς τον ίδιο στόχο, αν μεταφερθεί από την παραγωγή/

δημιουργία στην κατανάλωση/πρόσληψη του λογοτεχνικού/καλλιτεχνι­

κού έργου.

γ) Η έννοια της «κομματικότητας» (Ρ&ιΐβίΐίοΐι&βϋ:) αποτελεί πιθα­

νότατα μιαν αυθαίρετη μεθερμηνεία και μεταλειτούργηση της μαρξι­

στικής έννοιας της κοινωνικής «στράτευσης» (Τβηάβηζ), που παρακο­

λουθήσαμε παραπάνω. Η μεταποίηση αυτή της «στράτευσης» σε

«κομματικότητα» δε βαρύνει, ωστόσο, τόσο το Ιιβηίη όσο τους άμεσους

διαδόχους του: Ο Ιιβηίη («Κομματική οργάνωση και λογοτεχνία»,

1905), δεν απαιτούσε την «κομματικότητα», την τήρηση της κομμα­

τικής «γραμμής», από τη «λογοτεχνία» (ΙίΙβΓ&ίητα) αλλά από τα

εξωλογοτεχνικά «κείμενα» (δΙοΥβδυοδ^), που δημοσιεύονταν από τα

μέλη του «Κόμματος» στα επίσημα δημοσιογραφικά του όργανα —

ακριβώς όπως όλοι οι ιδιοκτήτες, εκδότες και διευθυντές εφημερίδων

και άλλων «μέσων επικοινωνίας» σ’ όλον τον κόσμο επιβάλλουν,

σήμερα ακόμα, τη «γραμμή» της εφημερίδας στους συνεργάτες τους.

Ενώ η στροφή, του ρομαντικού καλλιτέχνη στον εαυτό του και ο

αισθητικισμός του τέλους του 19ου αιώνα απευθύνονταν σ’ ένα «εκλε­

κτό» αναγνωστικό κοινό, σε μια πνευματική «όΐίίθ», ο ίδιος αυτός

αναπτυγμένος καπιταλισμός από τον οποίο αυτοί ήθελαν ν’ αυτοπρο-

στατευθούν τόσο αισθητικά, προχωρούσε σε μιαν ακατάσχετη εμπορευ-

ματοποίηση και του λογοτεχνικού προϊόντος, δημιουργώντας μια —

δευτερογενώς λαϊκή — (υπο) λογοτεχν ία και γενικότερα μιαν υποκουλ-

τούρα για τις μάζες.

Την άρση της πολιτισμικής αυτής διχοτόμησης ανάμεσα σε μιαν

Page 73: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ/ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 81

«υψηλή» και σοβαρή λογοτεχνία για μιαν «έΐίΐβ» και μιαν «ελαφρά»,

λαϊκίζουσα ή ψυχαγωγική, λογοτεχνία για τις μάζες, επιδίωξαν, και

με το λογοτεχνικό τους έργο και με την αισθητική τους θεωρία,

μερικοί προοδευτικοί λογοτέχνες στον αιώνα μας. Ο σημαντικότερος

απ’ αυτούς, ο ΒγθοΙιΙ, προώθησε το ξεπέρασμα της ψυχολογικής

λειτουργίας του θεάτρου (και κατ’ επέκταση της λογοτεχνίας) κατά

την αριστοτελική αισθητική, την αντικατάσταση της κάθαρσης (των

θεατών) στηριζόμενης στην εναίσθησή τους στα δρώμενα (Είηβΰι1υη§)

από μιαν κριτική αποστασιοποίησή τους απέναντι σ’ αυτά, βασισμένη

πάνω στην αρχή της «αποξένωσης» (νβΓ&βηκΙαη^), που θα τους

έβαζε σε θέση να μεταφέρουν την ίδια αυτή κριτική τους στάση και

έξω από το θέατρο και τη λογοτεχνία γενικότερα, στην ίδια την

κοινωνία. Ταυτόχρονα ο ΒγθοΙιΙ: διείδε την αναγκαιότητα για τη

δημιουργία νέων, προοδευτικών «περιεχομένων» στη λογοτεχνία σε

αξεδιάλυτη συνάρτηση με τη δημιουργία νέων, προοδευτικών λογοτε­

χνικών μορφών, αλλά και την αξεδιάλυτη σύζευξη στο ίδιο λογοτε­

χνικό έργο του κλασικού (ΙοοβΓβ με το κλασικό άθΐβοϊατβ, της —

πολιτικής- διδασκαλίας με την —αισθητική— τέρψη.29

Page 74: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Π Ι

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΓΕΝΗ ΚΑΙ ΕΙΔΗ

Με τους όρους «γένος» και «είδος» επισημαίνονται, αντίστοιχα, τα

μεγάλα λογοτεχνικά μορφώματα, όπως το έπος, το δράμα και η

ποίηση, και οι υποδιαιρέσεις τους, όπως: η τραγωδία, η ωδή ή το

σονέτο. Η διπλή ελληνική ορολογία αντιστοιχεί στον τουλάχιστον

δισήμαντο γερμανικό όρο «0&Μ:ιιη£» και στον αγγλικό όρο «£θιιγ6»,

μαζί με τ’ ανάλογά του στις νεολατινικές και άλλες ευρωπαϊκές

γλώσσες (γαλλ. §6ΠΓβ' ιταλ. βπβΓβ* ρωσ. «ζοιιγ»), που χρησιμοποι­

ούνται, κατά κανόνα, για τη σήμανση και των μεγάλων και των

μικρών λογοτεχνικών μορφωμάτων.

Για τη δήλωση των ακόμα μικρότερων υποδιαιρέσεων, ρπως λ.χ.

του σονέτου ως μικρότερου «είδους» της λυρικής ποίησης, στα ελλη­

νικά θα προτείναμε τη χρήση του περιφραστικού ορού «μικρό είδος»,

για τον οποίο υπάρχει το ιδιαίτερο, έστω και όχι καθιερωμένο,

αντίστοιχό του σε μερικές από τις παραπάνω ευρωπαϊκές γλώσσες.

Μια μικρή δειγματοληψία από τη διεθνή ορολογία αρκεί για να

πείσει ότι και σ’ αυτό το θέμα επικρατεί μια ευνόητη εννο ιολογ ική

«αναρχία»: Στ’ αγγλικά, παράλληλα με το γαλλογενές «ββηΓβ»,

χρησιμοποιείται ο όρος «Ιάηά» για τα —ιστορικά— λογοτεχνικά «γένη»

και ο όρος «δίΛ^βιΐΓβ» για τα λογοτεχνικά «είδη»· στα γερμανικά,

εκτός από το καθιερωμένο «ΟαΙί:ιιη£» και το γαλλικό δάνειο «Οθπγθ»,

χρησιμοποιούνται και οι όροι «Αγ£6π» και «ϋηΙβΓΕΓίβη» — αλλά και

«ϋη1:6Γ£&ϋ:ιιη£βη»· στα γαλλικά οι όροι «£θπγ6» και «βδρβοθ» ή

«δοα8-§βηΓβ» και στα ιταλικά οι όροι «ββηβΓβ» και «δθϋ;ο§βηβΓβ» για

τα «γένη» και τα «είδη» αντίστοιχα.

Η σύγχυση επιτείνεται από το γεγονός ότι για τη σήμανση των

«υπερ ιστορικών», «υφολογ ικών» εννο ιολογ ικών αφαιρέσεων από τα

Page 75: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΓΕΝΗ ΚΑΙ ΕΙΔΗ 83

συγκεκριμένα ιστορικά, λογοτεχνικά γένη και είδη, που θα παρακολου­

θήσουμε παρακάτω, χρησιμοποιείται, ιδίως στ’ αγγλικά, μια δαιδα-

λώδης ορολογία (τηοάβ$/τηοοά$/Ιγρβ$/{οηχι$), χωρίς να γίνεται πάντα

σαφής εννοιολογική διάκριση από τους παραπάνω όρους.

Μιαν ακριβέστερη αλλά περιττή διάκριση ανάμεσα στις πρώτες και

τις δεύτερες κατηγορίες επιχείρησε ο Τ. ΤοάοΓον («ΙηΙχοάιιοΙίοη & 1&

Ιϋϊόι-αϊιΐΓβ ί&ηΙαδίίφΐΘ», 1970) - και το ίδιο περιττός είναι ο όρος

«αρχιγένη» («ατοΙιί§6ηΓθ5»), που επινόησε ο Ο. ΟβηβΙϊβ («ΙπίΓοάιιο-

ϋοπ α Γ ατοίπίβχϊβ», 1979) για τη σήμανση των τριών παραδεδομένων

μεγάλων γενών (Λυρική ποίηση, Έπος, Δράμα).

Η μελέτη των λογοτεχνικών γενών και ειδών, στη συγχρονική

τους «τυποποίηση» και στη διαχρονική τους εξέλιξη, είναι αντικείμενο

της θεωρίας της λογοτεχνίας και ταυτόχρονα της ιστορίας της

λογοτεχνίας και ατέοτελεί' ένα από τα πιο ενδιαφέροντα, αν και

αμφισβητούμενα, θέματα της γραμματολογικής επιστήμης.

Όπως παρατήρησε ο Ι--Μ. δοΗ&βίΤβΓ («<?ιι’ βδΐ-οθ φΐ' \ιη §βηΓβ

1ίΗέΐΏίτ6?», 1989, σ. 8), «ήδη από τον Αριστοτέλη, το ζήτημα της

γνώσης αυτού που είναι ένα λογοτεχνικό είδος [...] θεωρήθηκε ταυτό­

σημο με το ζήτημα της γνώσης αυτού που είναι λογοτεχνία».

Η ριζικότερη αμφισβήτηση της αντικειμενικής ύπαρξης των λογο­

τεχνικών γενών και ειδών διατυπώθηκε, στο κατώφλι του αιώνα μας,

από τον Ββηβάβϋο Ογοοθ («ΕδΙβϋοα», 1902): «Εποποιία και λυρισμός

ή δράμα και λυρισμός είναι διαιρέσεις σχολαστικές του αδιαίρετου».1

Και όμως: τα λογοτεχνικά είδη είναι πολύ παλαιότερα από τους

-νεότερους— αμφισβητές τους. Πολύ περισσότερο: Τα λογοτεχνικά

«γένη» και «είδη» προϋπήρξαν, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, της

«λογοτεχνίας» - η αρχαία κωμωδία, η τραγωδία, ο ύμνος, υπήρξαν

πολύ πριν υπάρξει η αριστοτελική «ποίησις». Η «περιληπτική» έννοια

«ποίησις» — και πολύ αργότερα: «λογοτεχνία» — δεν είναι παρά η

μεταγενέστερη, αν και καθ’ όλα νόμιμη, προσπάθεια της συμπερίλη-

ψης των επιμέρους κάτω από έναν «κοινό παρονομαστή» — σύμφωνα με

τους βασικότατους νόμους της συστηματοποιημένης ανθρώπινης

γνώσης.

Η αντικειμενική ύπαρξη των λογοτεχνικών γενών και ειδών επιβε­

Page 76: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

84 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

βαιώνεται, επιπλέον, και από τη διπλή ύπαρξη και λειτουργία της

λογοτεχνίας — ως παραγωγής και ως κατανάλωσης: Τα «είδη» δεν

είναι μόνο «μοντέλα» με τα οποία «συμμορφώνεται» (ή από τα οποία

«αποκλίνει») ο συγγραφέας, αλλά και «μοντέλα», στα οποία δοκιμά­

ζεται και πραγματοποιείται ο «ορίζοντας προσδοκίας» του ασκημένου

αναγνώστη.

Ο συγγραφέας-παραγωγός δε γράφει ποτέ «λογοτεχνία», αλλά ένα

δράμα, ένα ποίημα, ένα μυθιστόρημα κ.τ.λ., όπως δηλώνουν αυτές και

οι ανάλογες ειδολογικές κατηγορίες που χρησιμοποιεί ο ίδιος, πολύ

συχνά, στον τίτλο ή τον υπότιτλο του έργου του. Πολύ περισσότερο:

Όταν γράφει ένα σονέτο, ξέρει ότι γράφει ένα σονέτο* η γνώση του

αυτή και η εργασία του στηρίζονται πάνω στη συσσωρευμένη εμπειρία

του: όλα τα σονέτα που υπήρξαν πριν από το δικό του. Επομένως: οι

σύγχρονες αντιλήψεις για το «προσωπικό ύφος» ενός συγγραφέα πρέπει

να αναθεωρηθούν, στις περιπτώσεις τουλάχιστον εκείνες στις οποίες

μπορεί ν’ αποδειχτεί ότι τα στοιχεία ύφους ενός ορισμένου έργου δεν

είναι επινοήσεις του συγγραφέα του, αλλ’ απλή αναπαραγωγή των

υφολογικών γνωρισμάτων του λογοτεχνικού είδους που «υπηρετεί».

Ως «προσωπικό ύφος» του συγγραφέα θα μπορούσαν να θεωρηθούν

μόνο τα στοιχεία εκείνα που στοιχειοθετούν την ατομική του απόκλιση

από τον «κανόνα» του είδους — είναι οπωσδήποτε φανερό ότι και η

ατομική απόκλιση προϋποθέτει ακριβώς τον «κανόνα» της καλλιτεχνι­

κής του συντεχνίας, όπως βρίσκεται «διατυπωμένος» στο συγκεκριμένο

λογοτεχνικό είδος.

Άλλωστε, η προΰπαρξη των λογοτεχνικών ειδών εξηγεί γιατί το

φαινόμενο οικουμενικών ποιητών σαν τον ΟοβΛβ, που μπορούν να

γράφουν «λογοτεχνία», δηλαδή σε όλα τα λογοτεχνικά είδη, με την

ίδια επιτυχία, είναι σπανιότατο, ενώ δεν υπάρχουν γενικά «λογοτέ­

χνες», αλλά ειδικά μυθιστοριογράφοι, λυρικοί ποιητές, δραματικοί ή

επικοί ποιητές.

Οι έννοιες «γένος» και «είδος» μπορούν, καταρχήν, να οριστούν:

α) σε σχέση με τα επιμέρους, συγκεκριμένα «έργα»/«κείμενα», β) στη

μεταξύ τους σχέση και γ) σε σχέση με την «περιληπτική» έννοια

«λογοτεχνία»:

Page 77: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΓΕΝΗ ΚΑΙ ΕΙΔΗ 85

Η σχέση των εννοιών «γένος»/«είδος» προς τα συγκεκριμένα έργα

μπορεί να εννοηθεί ανάλογα με τη σχέση «γένος» —«είδος»— «άτομο»

στο φυσικό κόσμο, αλλά χωρίς τα «βιολογικά» της συμφραζόμενα,

αφού το καλλιτεχνικό έργο δεν είναι φυσικό φαινόμενο ή βιολογικό ον,

αλλά ανθρώπινο δημιούργημα. Για να μιλήσουμε με το στόμα του Η.

Κ. Ι&1185 («Τΐιβοπβ άβΓ ΟαΗ:ιιη§βη ιιηά ΙϋβπιΙιΐΓ άβδ ΜίΚβΙαΙίβΓδ»,

1972, σ. 110) «τα λογοτεχνικά γένη (Οβ«:ιιη§βη) δεν πρέπει να

εννοηθούν ως «γένη» (§βηβι·α/Κΐα5δβη) με τη σημασία του όρου στη

Λογική, αλλά ως ομάδες (Οπιρρβη) ή ιστορικές οικογένειες (Ηίδίοπ-

δοΗβ Ραπιίΐίβη)».2 ν

Αυτό που συνδέει τα επιμέρους έργα με το «είδος» και το <ηρένβξ»

τους είναι μερικά κοινά, μορφικά, θεματικά κ.ά., χαρακτηριστικά και

όχι οι σχέσεις της ^ογικής εξάρτησης και υπόταξης.

Τέλος, η σχέση της «λογοτεχνίας» με τα «γένη»/«είδη» και τα

επιμέρους «έργα»/«κείμενα» — δεν πρέπει να εννοηθεί ούτε ως «ειδολο­

γική» ούτε ως «λογική», αλλά απλά ως «αθροιστική»* για την

περιγραφή της κατάλληλη είναι η έννοια του «συνόλου» (᧣β§αΙβ).

που πρότεινε ο Α. ΡσννΙβΓ.3

Σήμερα, μετά» την υπέρβαση των ρυθμιστικών-κανονιστικών α

ρποιί αντιλήψεων, που οδηγούσαν σ’ ένα στατικό-ανιστορικό ορισμό

των εννοιών «γένος» και «είδος» (ίΐηΐβ Γβδ), και των νομιναλιστικών α

ροδϊβποπ αντιλήψεων (ροδί Γβδ), που οδηγούσαν στην άρνηση της

ύπαρξης των «γενών» και των «ειδών», φαίνεται να επικρατεί η

«ρεαλιστική» θεωρητική άποψη για την πραγματική ύπαρξή τους - μ’

άλλα λόγια: η παραδοχή και αυτών των «γενικών εννοιών» (ιιηίνβΓδα-

Ιία) ίη Γβ1>αδ.

Η θεωρητική σύλληψη του φαινομένου και της έννοιας των λογοτε­

χνικών/ποιητικών «ειδών» είναι, στην πραγματικότητα, νεότερη:

Και στους δύο κλασικούς «γραμματολόγους», τον Πλάτωνα και τον

Αριστοτέλη, κριτήριο για μια στοιχειώδη, εμβρυακή διάκριση των

«ειδών» είναι η κατηγορία της «μίμησης»: Έτσι, ο Πλάτων («Πολι­

τεία», 3.392ά-394ά) διακρίνει τρεις τρόπους «μίμησης»: την καθαρή

μίμηση, κατά την οποία α ποιητής βάζει τα πρόσωπά του να μιλούν

πέρα για πέρα τα ίδια, την καθαρή διήγηση, κατά την οποία ο

Page 78: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

86 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ποιητής αφηγείται ο ίδιος τα γεγονότα, και το μικτό τρόπο, που

αποτελείται από το συνδυασμό των δύο πρώτων. Σύμφωνα με τη

διάκριση αυτή, στον πρώτο τρόπο ανήκουν η τραγωδία και η κωμωδία,

στο δεύτερο ο διθύραμβος, στον τρίτο το έπος. Στον Αριστοτέλη

(«Ποιητική», κεφ. 3) διαφαίνεται μια δυαδική διάκριση των ειδών, με

κριτήριο τον τρόπο της μίμησης: ένα αφηγηματικό, επικό,-και ένα

«παραστατικό», δραματικό, είδος* ανώτερο θεωρεί ο Αριστοτέλης το

δεύτερο — σε συνέπεια με την αρχή του της «μίμησης» — από την

αριστοτελική «ειδολογία» απουσιάζει ολοκληρωτικά η καθαρή λυρική

ποίηση.

Ούτε ο Πλάτωνας όμως ούτε ο Αριστοτέλης προχώρησαν σ’ ένα

σαφή ορισμό και καθορισμό των σύγχρονών τους ειδών, του έπους, της

τραγωδίας, της κωμωδίας, των λυρικών ειδών. Η θεωρητική αυτή

έλλειψη και ασάφεια εντάθηκε σ’ ολόκληρο το δυτικό Μεσαίωνα,

οπότε ακόμα και οι παραδεδομένες ειδολογικές κατηγορίες «τραγωδία»

και «κωμωδία» ξέπεσαν σημασ ιολογ ικά, για να σημάνουν η πρώτη

οποιοδήποτε έργο με τραγική έκβαση, η δεύτερη οποιοδήποτε έργο με

ευτυχισμένη έκβαση/Καρργ βηά (Όαηίβ, «ϋίνϊηα Οοηιιηβ(1ι&»).

Η επικράτηση της αρχαίας «Ρητορικής» (Δημήτριος, Κικέρωνας,

ΚόΤντΐλιάνος) ~ στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα είχε ως αποτελεσμα ν’

αναπτυχτεί, αντί μιας «ποιητικής» των λογοτεχνικών «γενών» και

«ειδών», μια «ρητορική» των «υφολογικών ειδών» (§βηβΓα άίοβικίί),

που άφησε τα ίχνη της και στην «Ποιητική» της Αναγέννησης και του

Μπαρόκ: Τα τρία «ύφη» της (μετα)κλασικής Αρχαιότητας, το

«μεγάλο» ή «υψηλό» ( ΓαηοΙβ/δίΛΙίπιβ), το «μέτριο» (ιηβ<ϋοοΓβ) και

το «ταπεινό» (Ιιιιιηίΐβ), συνάφθηκαν, από το 13ο αιώνα, πρώτα με’τα

τρία κύρια έργα του Βιργιλίου («Αινειάδα», «Γεωργικά», «Βουκο­

λικά») κ’ έπειτα με τις τρεις κοινωνικές τάξεις (αριστοκράτες, αστοί,

αγρότες), ενώ η «μίξη» τους στο ίδιο έργο απαγορευόταν, όπως θ’

απαγορευόταν αργότερα, στον ευρωπαϊκό Κλασικισμό, και η «μίξη»

των λογοτεχνικών-ποιητικών «ειδών».

Η θεωρία των ειδών της Αναγέννησης, του ευρωπαϊκού Κλασικι­

σμού και του Διαφωτισμού ώς το 18ο αιώνα θα στηριχτεί βασικά στην

αριστοτελική «Ποιητική». Από αυτήν θα παραληφθεί η θεμελιακή

Page 79: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΓΕΝΗ ΚΑΙ ΕΙΔΗ 87

διάκριση των δύο μεγάλων γενών, του έπους και του δράματος, με τη

διαφορά ότι η σειρά προτίμησης θ’ αντιστραφεί, υπέρ του πρώτου, ενώ

η λυρική ποίηση, χωρίς να εξαφανιστεί, ούτε στην ποιητική πράξη

ούτε στην ποιητική θεωρία, θα εξακολουθήσει να παραμένει έξω από

το «ανώτερο» αυτό δυαδικό σχήμα - η αναγνώριση της λυρικής

ποίησης ως τρίτου μεγάλου ποιητικού είδους (γένους) στην «Ποιητική»

(«ϋβ ροβία» 1559) του ΑπΙοηίο δβΒαδϋαη ΜίηΙαπιο δεν της εξασφά­

λιζε πραγματική αυτοτέλεια, αφού στηριζόταν στο τρίτο, μικτό είδος

(μίμηση + αφήγηση) του Πλάτωνα. Στην πραγματικότητα, στη

ρυθμιστική Ποιητική της ευρωπαϊκής Αναγέννησης δεν υπάρχει καμία

θεωρία των γενών — και των ειδών. Τα παραδεδομένα γένη και είδη

θεωρούνται ως δεδομένα και η διάκρισή τους στηρίζεται στο δόγμα της

«καθαρότητας» των γενών — και των ειδών. Έτσι λ.χ. στο σημαντικό­

τερο θεωρητικό έργο της ευρωπαϊκής Αναγέννησης, την «Ποιητική»

(«ΡοβΗοβδ 1&π δβρίβπι», 1561) του }ιι1ίιΐδ Οαβδατ δοοίί βι*, διακρίνο-

νται, χωρίς να ταξινομούνται ιεραρχικά σε (μεγάλα) γένη και (μικρά)

είδη, η λυρική, η βουκολική, η επική, η δραματική ποίηση και

επιχειρείται ένας υφολογικός καθορισμός μερικών μεγαλύτερων και

μικρότερων ποιητικών μορφών: του έπους, της τραγωδίας, της κωμω­

δίας, του ειδυλλίου, της ωδής, της ελεγείας κ.ά.

Ταυτόχρονα αναζητούνταν, ιδιαίτερα στις ρομανικές χώρες, η

οριοθέτηση των νέων, άγνωστων στην κλασική αρχαιότητα, ποιητι­

κών ειδών: Έτσι,* στην Ιταλία (ΟίΓαΙάΐ Οίηζίο, «ΌΐδοοΓδί», 1554)

επιχειρήθηκε η διάκριση του νεότερου ιταλικού έπους («Γοιπαηζο») από

τον αρχαίο πρόγονό του και στην Ισπανία η ενσωμάτωση του νεότερου

ισπανικού λαϊκού θεάτρου (Ι,ορβ άβ Υββα) στο παραδεδομένο ειδολο­

γικό σχήμα της αριστοτελικής «Ποιητικής». Αλλά στην ίδια χώρα,

το νεοαριστοτελικό σχήμα της αυστηρής διάκρισης ανάμεσα στην

τραγωδία και την κωμωδία αρχίζει να καταρρέει κάτω από το βάρος

της επιβολής του μικτού δραματικού είδους της «κωμικοτραγωδίας»,

που καταξίωσαν στην ποιητική πράξη οι εθνικοί συγγραφείς της

Ισπανίας (Ιχ>ρβ άβ νβ§α, ΤίΓδο άβ Μοίίηα) και στην ποιητική θεωρία

οι ισπανοί αισθητικοί (Μβηβηάβζ γ Ρβ1αγο, Οοηζαΐβδ άβ δαίαδ).

Ακόμα και στο Νίβοΐοδ Βοίΐβαα («Ι/αιΐ ροβΐίφΐβ», 1674), τον πάπα

Page 80: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

88 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

του γαλλικού Κλασικισμού του 17ου αιώνα, αναφέρονται, καθ’ υπέρ­

βαση του κλασικού του ειδολογικού «κανόνα», πλάι στα παραδεδομένα

γένη και είδη (ποιμενική ποίηση, ελεγεία, ωδή, επίγραμμα, σάτιρα,

τραγωδία, κωμωδία, έπος), και μερικά από τα νεότερα «μικρά είδη»,

όπως το σονέτο και το μαδριγάλι.

Το νεότερο και σύγχρονο σχήμα των μεγάλων λογοτεχνικών γενών

(Έπος, Δράμα, Λυρική Ποίηση) διαμορφώθηκε για πρώτη φορά από

τους μεγάλους εκπροσώπους της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας κ’

αισθητικής: «Γπάρχουν μόνο τρεις γνήσιες φυσικές μορφές της ποίη­

σης», αποφαινόταν ο ΟοβΛβ στα 1819 («ΝοΙβη ιιηά ΑίΛβηάΙιιηββη

ζιι 1>6δ56Γ6ΐη νβΓδί&ηάηίδ άβδ λΥβδΙ-οδίΗοΗβη ϋίν&ηδ»): «η καθαρά

αφηγηματική, η ενθουσιαστικά συγκινημένη και η προσωπικά δρώσα:

το Έπος, η Λυρική Ποίηση και το Δράμα. Αυτά τα τρία ποιητικά είδη

μπορούν να δρουν συνδυασμένα ή χωριστά».

Αλλά, ενώ στον ΟοβΛβ διατηρείται ακόμα η σχετική αυτοτέλεια

και ιστορικότητα των τριών (μεγάλων) ποιητικών γενών, παρά την

αναγνώριση στους ποιητές του δικαιώματος της ανάμιξης των χαρα­

κτηριστικών τους στα έργα τους, με το δοΙιίΙΙβΓ είχε αρχίρει ήδη η

αφαίρεση από τα συγκεκριμένα, ιστορικά παραδεδομένα ποιητικά είδη

και η απόσταξη θεμελιακών, υπεριστορικών ποιητικών «ειδών»-

τάσεων: Στο σημαντικό αισθητικό του δοκίμιο «Για την αφελή και την

αισθηματική ποίηση» («01>6Γ ηαίνβ ιιηά δβηϋιηβηΐβΐίδοΐΐθ Ρίο1ιϊιι移

1795-1796) ο δοΙιίΙΙβΓ διέκρινε στην παγκόσμια ποίηση δύο θεμελια-

κότατες τάσεις, δύο στοιχειωδέστατους χαρακτήρες: το «αφελές» και

το «αισθηματικό»· το προχτο προσιδίαζε περισσότερο στην αρχαία,

κλασική και προκλασική, το δεύτερο στη νεότερη, μοντέρνα (=

«ρομαντική») ποίηση - χωρίς όμως να περιορίζονται αποκλειστικά,

ούτε το ένα ούτε το άλλο, στις δύο μεγάλες αυτές «εποχές».

Αντιφατική ήταν, και στην ποιητική πράξη και στην ποιητική

θεωρία, η στάση του γερμανικού, κυρίως, Ρομαντισμού απέναντι στα

λογοτεχνικά είδη, όπως εκδηλώνεται παραδειγματικά με τους εξοχό­

τερους θεωρητικούς εκπροσώπους του, τους αδελφούς 8οΜβ§β1: Έτσι

λ.χ. ο ΓπβάποΗ δοΜβββΙ («Οβδρι-ΜοΚ ί&βΓ άίβ Ροβδίβ», 1800),

ευαγγελιζόταν από τη μια την εξαφάνιση και την κατάργηση των

Page 81: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΓΕΝΗ ΚΑΙ ΕΙΔΗ 89

ειδών, διακήρυσσε από την άλλη: «Η θεωρία των ποιητικών ειδών θα

είναι η κατεξοχήν καλλιτεχνική θεωρία της ποίησης», ενώ ο αδελφός

του Αυ§υδΙ \νίΙΗβ1ιη («νοι·Ιβδυη§βη υββΓ δοΐιοηβ ί,ίίβΓαΙυΓ υηά

Κυηδί», 1801-1802), επιβεβαίωνε την τριαδική διάκριση των γενών

«έπος, δράμα, λυρική ποίηση» με τα χαρακτηριστικά τους (αντικεί­

μενο, υποκείμενο, σύνθεσή τους στο τρίτο είδος), όπως θα έβρισκαν

τελικά την «οριστική» τους διατύπωση στην εγελιανή «Αισθητική».

Όμως, στην «Αισθητική» του («Αδΐ1ιβίί1ο>, α' έκδ. 1835-38) ο

Ηθβθΐ θα επιβεβαιώσει και θα ενισχύσει μάλιστα την καθαρότητα του

τριαδικού σχήματος των μεγάλων ποιητικών ειδών, των «τρόπων

παράστασης» (ΟατδΙ:β1Ιυη£δ\νβίδβη), όπως λέει ο ίδιος, (έπος, λυρική

ποίηση και δράμα), για να τα ενσωματώσει, εννοείται, στο αυστηρό

διαλεκτικό του σύστημα (θέση — άρση — σύνθεση): το πρώτο είδος θα

το ταυτίσει με το «αντικειμενικό», το δεύτερο με το «υποκειμενικό»

και το τρίτο θα το θεωρήσει ως νέο μίγμα του «αντικειμενικού» με το

«υποκειμενικό», και το ίδιο ακριβώς σχήμα θ’ ακολουθήσει πιστά στην

«Αισθητική» του ο μαθητής του ΚατΙ ΤΗβοάοΓ νίδοΚβΓ, («ΑδΐΗβϋ1ο>,

1846-57). Μολοντούτο, ο Ηβ§β1 λάμβανε απλή γνώση της ύπαρξης,

έξω από την αυστηρή του τυποποίηση, μερικών νεότερων ποιητικών

ειδών, όπως του μυθιστορήματος, του διηγήματος και της νουβέλας· η

θεωρία του για τη γένεση του πρώτου από τη διάλυση του μεσαιωνικού

ευρωπαϊκού ιπποτικού έπους με τη διαμεσολάβηση του «Δον Κιχώτη»

του ΟβΓναηΐβδ θα βρει στην εποχή μας στο πρόσωπο του ιδιοφυούς

μαθητή του ΟβθΓ§ ί,υΜοδ τον εγκυρότερο και δημιουργικότερο συνεχι­

στή της. Σε σχετικούς χαρακτηρισμούς του από τον ΟοβίΗβ: («δυΒί6-

ΐΛίνβ Ερορδβ») και στον ίδιο το Ηβ§β1 («ΒϋΓ§βι:1ίοίιβ Ερορδβ») έχει

την αφετηρία της και η νεότερη και σύγχρονή μας κατάταξη του

μοντέρνου αυτού λογοτεχνικού είδους στο «επικό γένος».

Η πιο αξιόλογη και ταυτόχρονα η πιο αμφισβητήσιμη συμβολή στη

θεωρία των λογοτεχνικών ειδών στον «επιστημονικό» 19ο αιώνα

οφείλεται, αναμφίβολα, στο ΡβΓάίηαηά Βπιηβίί&Γβ («Ι/ένοΙυϋοη άβδ

£βηΓβδ άαηδ ΠιίδΐοίΓβ άβ Ια ΙίϋόΓαίυΓβ», 1890). Επαναλαμβάνοντας ο

ΒηιηβίίβΓβ, όχι μόνο στον τίτλο του βιβλίου του, τις απόψεις του

σύγχρονού του βιολογισμού (Οαηνίη, Ηαβοΐίβΐ) και μεταφέροντάς τες

Page 82: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

90 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

μηχανικά από την ιστορία της φύσης στην ιστορία της λογοτεχνίας,

πιστεύει ότι μπορεί ν’ αποδείξει την εντελώς ανάλογη με το φυσικό

και ζωικό κόσμο γέννηση, ανάπτυξη και εξαφάνιση των λογοτεχνικών

ειδών — σ’ ένα καθαρά βιολογικό αγώνα, κατά τον οποίο οι καλύτεροι

εκπρόσωποι από κάθε είδος, τ’ αριστουργήματα της παγκόσμιας

λογοτεχνίας, που αποτελούν το λεγόμενο «κανόνα», επιβιώνουν ακρι­

βώς σύμφωνα με το —δαρβινικό— νόμο της «φυσικής επιλογής: «ΙΙη

Οθπγθ η&ίί:, £Γ&η<1ί1:, αΗβίηΙ 8Ε ρβ ιίβοϋοη , άββΐίηβ, βϊ βηβη ηιβιιιΊ:».4

Ως μια πολύ μεγαλύτερη απειλή της ύπαρξης των —ιστορικών—

λογοτεχνικών ειδών από τη ριζική, αλλά ρηματική άρνησή τους από

τον Β, Οοοβ θ’ αποδεικνύονταν μερικές νεότερες αστικές θεωρίες για

τα λογοτεχνικά είδη στον αιώνα μας. Ξεκινώντας από την υπαρξιακή

φιλοσοφία του Μ. Ηβίά⧧βΓ, ο γερμανόφωνος ελβετός Επιίΐ δίαί θΓ

(«ΟτυηάΒββηββ άβΓ Ροβϋ1ο>, 1946) υποκαθιστά στα παραδεδομένα

ιστορικά γένη «λυρική ποίηση», «έπος», «δράμα» τις «οντολογικές»

κατηγορίες «Λυρικό», «Επικό» και «Δραματικό», — έννοιες που δεν

είναι γΓ αυτόν παρά «γραμματολογικά ονόματα για θεμελιακές δυνα­

τότητες της ανθρώπινης ύπαρξης». Με τον τρόπο όμως αυτόν καταρ-

γείται η ιστορικότητα των λογοτεχνικών γενών (και ειδών), που

διασωζόταν ακόμα και στις ιδεαλιστικότερες αφαιρέσεις της γερμανι­

κής κλασικής και ρομαντικής φιλοσοφίας (Οοβύιβ, Ε. και Α.νν.

δο1ι1β§β1), για να μην αναφέρουμε, ότι τα —αιώνια— «χαρακτηρι­

στικά» που προσάπτουν στις παραπάνω «θεμελιακές έννοιες» (ΟπιικΙ-

1>β§π0*β) ο δ&ί£βΓ και οι οπαδοί του (Μ. \νβ1ΐΓΐί) είναι τόσο υποκειμε­

νικά, που τις καθιστούν εντελώς άχρηστες για τη γραμματολογική

ερευνητική πράξη.

Μια προσπάθεια για το ξεπέρασμα του παλιού τριαδικού σχήματος

των γενών αποτελούν οι δυαδικές προτάσεις μερικών νεότερων γραμ-

ματολόγων. Έτσι, λ.χ. η Κ&ίβ ΗηπιΙ)ιιγ£6γ («ϋίβ Ι.Ο&& άβΓ ϋΐοΐι-

ίιιη£», 1957) προτείνει τη διάκριση δύο μόνο μεγάλων λογοτεχνικών

γενών, του «πλασματικού ή μιμητικού» («β^ϋοηαΐβ οάβΓ ιηίιηβΙίδοΗβ

ΟαίΙιι移) και του «λυρικού» («Ιγπδβΐιβ Οα#ιιη£») — διάκριση, που

της επιτρέπει να ενσωματώσει στο πρώτο γένος, εκτός από το αρχαίο

και το νεότερο έπος, το αρχαίο και το νεότερο δράμα, και όλες τις

Page 83: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΓΕΝΗ ΚΑΙ ΕΙΔΗ 91

νεότερες πεζές μορφές της «επικής» αφήγησης (μυθιστόρημα, νουβέλα

κ.τ.λ.).

Πάνω σε διπλή γραμμή βαδίζει και ο καναδός κριτικός Ν ογΛ γο ρ

¥τγβ («Αηα1:οιηγ ο£* Οηϊίοίδΐη», 1957), προσπαθώντας να συμβιβάσει

στη λογοτεχνική του θεωρία τους διιστορικούς λογοτεχνικούς «τρό­

πους» («ιηοάβδ») με τα ιστορικά μορφώματα των λογοτεχνικών

«γενών» («§βηΓβδ»):5 Ξεκινώντας από τους τρεις τρόπους μίμησης των

«ηθών», δηλ. των χαρακτήρων, όπως τους ορίζει ο Αριστοτέλης στο

2ο κεφάλαιο της «Ποιητικής» του, ο Ργυθ διακρίνει πέντε «λογοτεχνι­

κούς/πλασματικούς τρόπους» (πκχΐβδ): α) το μύθο (πιγ1:1ι), όπου ο

ήρωας-ημίθεος είναι ανώτερος από τους άλλους και από το περιβάλλον

του· β) τη ρομάντσα (ΐΌΐη&ηοβ), δηλ. τη φανταστική διήγηση, όπου ο

ήρωας-άνθρωπος είναι ανώτερος από τους άλλους και το περιβάλλον

του (π.χ.: λαϊκή παράδοση, λαϊκός μύθος, παραμύθι)· γ) τον υψηλό

μιμητικό τρόπο (1ιί§1ι πππίθϋο πκκίβ), όπου ο ήρωας-άνθρωπος είναι

ανώτερος από τους άλλους, όχι όμως και από το περιβάλλον (π.χ.

τραγωδία, έπος)· δ) τον κατώτερο μιμητικό τρόπο (Ιονν ιηίιηβϋο

ιικχΙθ), όπου ο ήρωας είναι ίσος με τους άλλους (π.χ.: κωμωδία,

μυθιστόρημα, νουβέλα)· ε) τον ειρωνικό τρόπο (πόπιο πιοάβ), όπου ο

ήρωας-άνθρωπος είναι κατώτερος από τους άλλους και το περιβάλλον

(π.χ.: σάτιρα).

Η συγγένεια των λογοτεχνικών τρόπων του Ρι*γβ με τις «θεμελια­

κές έννοιες» ή «στάσεις» του Ε. 5ΐαί§βΓ και των άλλων γερμανόφωνων

γραμματολόγων είναι προφανής — η ανθρωπολογ ική τους βάση και η

θεωρητική τους οφειλή στην ψυχολογική θεωρία των «αρχετύπων» του

Ο. Ιιιη§ έχουν ήδη παρατηρηθεί. Σωστά επίσης παρατηρήθηκε ότι το

«κωμικό» λ.χ., που κατατάσσεται από το Ριγβ στον τέταρτο από τους

παραπάνω τρόπους, «της νουβέλας του Βοκακίου», είναι οφθαλμοφα-

νώς εντελώς διαφορετικό από το κωμικό της νουβέλας του ΡίΓαηάβΙΙο.6

Αντίθετα με τις παραπάνω δυαδικές θεωρίες, επιχειρήθηκε και

παλαιότερα και στα χρόνια μας, η διεύρυνση του παραδεδομένου

τριαδικού σχήματος (επική, λυρική, δραματική ποίηση) με την προ­

σθήκη ενός τέταρτου γένους: Έτσι, από την κλασικιστική ποιητική και

αισθητική θεωρία του 18ου αιώνα (ΟΗ. ΒηΉθιιχ, δυΐζβι*) προτά-

Page 84: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

92 ΙΤΑΜΜΑΤ0Λ0Γ1Λ

θηκε η αναγνώριση της διδακτικής ποίησης ως τέταρτου γένους, που

είχε μεν αποκλειστεί από τη «μιμητική» θεωρία της αριστοτελικής

«Ποιητικής», είχε γνωρίσει όμως την ωριμότατη ακμή του, μετά την

κλασική Αρχαιότητα και το Μεσαίωνα, ακριβώς στον Αιώνα των

Φώτων. Παρόμοια ο ΡπβάποΗ δβπ^ΐβ («νοΓδοΗΙα^β ζιιγ Κβ&πη άβΓ

ΙίΙβΓαηδοΗβη ΕοππθηΙβΙΐΓθ», 1969) πρότεινε την «ίδρυση» ενός τέταρ­

του γένους με την ετικέτα «σκόπιμη ποίηση» («Ζ\νβο1α1ίο1ι(:ιιη£»),

κάτω από την οποία θα μπορούσαν να συστεγαστούν πολλά νεότερα

εξωλογοτεχνικά είδη (βιογραφία και αυτοβιογραφία, διάλογος, λόγος,

ημερολόγιο, δοκίμιο κ.ά.), που δε συμβιβάζονται με το μοντέρνο

κριτήριο της λογοτεχνικής «πλασματικότητας» (βοΗοη).

Πραγματικά, «πέρα από το λογοτεχνικό γένος» (και είδος), όπως

δηλώνεται ήδη στον τίτλο του βιβλίου του αμερικανού θεωρητικού Ραυΐ

Ηβηιαάί («Ββγοηά ΟβΠΓβ», 1972), οδηγούν μερικές κατηγορίες συγ­

γενικές με τις - ανθρωπολογικά αιτιολογημένες - «θεμελιακές στά­

σεις» (Οηιηάΐΐίΐΐΐαη^βη) ή «θεμελιακές έννοιες» (ΟπιπάΙ>β§η£Ρβ) του

5*31§6γ και των διαδόχων του, που αναφέραμε παραπάνω («Λυρικό»,

«Επικό», «Δραματικό»). Οι κατηγορίες αυτές, που μπορούν να πολλα-

πλασιαστούν θεωρητικά επ’ άπειρον (το «τραγικό», το «κωμικό», το

κωμικοτραγικό, το παθητικό, το υψηλό, το φανταστικό, το γκροτέσκο

κ.ά.π.), δεν είναι παρά θεωρητικές αφαιρέσεις από τα συγκεκριμένα,

ιστορικά γένη και είδη, τα οποία και διαπερνούν, χωρίς να ταυτίζο­

νται μν ένα ορισμένο απ’ αυτά* για τη δήλωσή τους μπορούμε να

δεχτούμε τους όρους «τύποι» ή «στοιχεία», που αποδίδουν αντίστοιχους

ξένους όρους. Μερικές από τις κατηγορίες αυτές, όπως το «υψηλό»,

έχουν αρχαία καταγωγή (Ψευδο-Λογγίνος) και άλλες, όπως το

«παθητικό», το «αισθηματικό» και το «αφελές», οφείλουν τη γένεσή

τους, όπως είδαμε, στην κλασική φιλοσοφία και αισθητική του γερμα­

νικού Ιδεαλισμού (δοΜΙβΓ), που ξανασυζήτησε μαζί τους και τις

παραδεδομένες αφαιρέσεις (το «υψηλό», το «τραγικό» κ.τ.λ.). 'Οπως

μαρτυρείται ακριβώς από τη θεωρητική τους προϊστορία, οι αρχαίες

αλλά και οι νεότερες αυτές κατηγορίες είναι, πολύ περισσότερο από

έννοιες ειδολογικές, έννοιες — λογοτεχνικού — ύφους.

Η μετάβαση από τα λογοτεχνικά γένη στα λογοτεχνικά είδη και

Page 85: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΓΕΝΗ ΚΑΙ ΕΙΔΗ 93

από αυτά στα μικρά είδη κάνει όλο και πιο αμφίβολες τις άνθρωπολο-

γικές-φιλοσοφικές-οντολογικές θεωρίες για τα λογοτεχνικά γένη, που

εκθέσαμε συνοπτικότατα παραπάνω, και όλο και πιο πειστική την

ιστορικο-αντικειμενική ύπαρξη των ειδών και των μικρότερων υποδιαι-

ρέσεών τους: Η τραγωδία, η κωμωδία κ.τ.λ. (για την ακρίβεια: οι

επιμέρους τραγωδίες, κωμωδίες κ.τ.λ.) προϋπήρξαν, κατάδηλα, της

έννοιας του δράματος — ενώ από την άλλη πλευρά, νεότερα (μικρά)

είδη, όπως το σονέτο, η μπαλάντα και η νουβέλα, επιβάλλουν στο

μελετητή την ύπαρξή τους με τη μορφική τους συγκεκριμενότητα,

τυπικότητα και σταθερότητα.

Με τα -μικρά- λογοτεχνικά είδη δεν πρέπει να συγχέονται οι

λεγόμενες «απλές μορφές» -μια έννοια που εισήγαγε, πριν από τον

πόλεμο, με το ομότιτλο βιβλίο του («Είη&οΐι© Γοπώθπ», 1930) ο

Αηάτέ Ιοίΐβδ, και πού» απασχόλησε και μεταπολεμικά τους γραμματο-

λόγους, τους λαογράφους και τους εθνολόγους. Ο |ο11βδ κωδικοποίησε,

περιέγραψε και ανέλυσε εννέα, πρωταρχικές, στοιχειωδέστατες, όπως

πίστευε, αφηγηματικές «απλές μορφές» (συναξάρι, παράδοση, μύθος,

αίνιγμα, ρητό, περίπτωση, ενθύμημα, παραμύθι και αστείο), που

γεννήθηκαν, ως πρωτόγονα, προλογοτεχν ικά μορφώματα, από ισάριθ­

μες γλωσσικές συμπεριφορές, που αντιστοιχούν με τη σειρά τους σε

ισάριθμες πρωταρχικές «πνευματικές ασχολίες» («θ6ίδΐ6δΙ>6δθ1ι8ίΒ-

§υη§βη») του ανθρώπου: Στην «απλή μορφή» του «μύθου» («ΜχΛβ»)

λ.χ. αντιστοιχεί η «πνευματική ασχολία» της γνώσης και της ερμη­

νείας του κόσμου, του «αινίγματος» (Βαίδβΐ) η προβληματική γνώση

ενός μυστικού, της «περίπτωσης» (Καδυδ) ένα νομικό-ηθικό δίλημμα

κ.τ.λ. Οι «απλές μορφές» αποτέλεσαν, κατά το |οΙ1βδ, τον πυρήνα

από τον οποίο αναπτύχτηκαν οι συνθετότερες, έντεχνες λογοτεχνικές

«μορφές», τα έντεχνα λογοτεχνικά είδη, όπως λ.χ. η νουβέλα από την

«περίπτωση».

Η θεωρία του Ιοίΐβδ, όσο γόνιμη και αν στάθηκε, εκτός από τη

γραμματολογία, για την εθνολογία και την ανθρωπολογία, δεν επιβε­

βαιώνεται από την ιστορική γραμματολογική έρευνα: Οι πρωτόγονες

«απλές μορφές» μπορεί να επέδρασαν σε μερικές από τις σύνθετες

έντεχνες λογοτεχνικές «μορφές», πολλές από αυτές τις τελευταίες

Page 86: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

94 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

όμως, όπως π.χ. η αρχαία «ωδή», γεννήθηκαν και αναπτύχτηκαν,

αποδεδειγμένα, ανεξάρτητα και μάλιστα πριν από τις πρώτες.

Ο ισχυρισμός ότι οι πρωτόγονες, «λαογραφικές» «απλές μορφές»

ήταν προλογοτεχνικές ή εξωλογοτεχνικές παραμένει αναπόδεικτος —η

έλλειψη της συνείδησης της λογοτεχνικότητάς τους από τους φορείς

τους δεν αποδεικνύει την έλλειψη της λογοτεχν ικότητάς τους: η

λογοτεχνία υπήρξε πολύ πριν από τη θεωρία της. Η προβληματικό­

τητα του’ορισμού και της διάκρισης των γενών (και των ειδών) έχει

την αφετηρία της στην προβληματικότητα των εφαρμοζόμενων κριτη­

ρίων: Στις νεότερες — αστικές — «ειδολογικές» θεωρίες, που παρουσιά­

σαμε συνοπτικότατα παραπάνω, επικράτησαν, όπως είδαμε, τα ανθρω-

πολογικά-φιλοσοφικά κριτήρια. Παράλληλες και ακόμα νεότερες θεω­

ρητικές προσπάθειες στηρίχτηκαν σε διαφορετικά κάθε φορά κριτήρια:

α) Με κριτήριο τη γλώσσα, κριτήριο που συνόδευε μερικές από τις

παραπάνω «ανθρωπολογικές» θεωρίες (5ΐαΐ§6Γ, Ιοίΐβδ), προσπάθησαν

να ορίσουν τα λογοτεχνικά είδη μερικοί νεότεροι θεωρητικοί. Τη

στροφή όμως αυτή από την «Ποιητική» στη «Ρητορική», μ’ άλλα

λόγια από τη «λογοτεχνία» στη «γραμματεία», την εί^ε κάπως

διστακτικά αποτολμήσει στα 1957 ο Ν. ¥τγβ στο τέταρτο δοκίμιο του

βιβλίου του που αναφέραμε παραπάνω («Αη&ίοΐϊΐγ%ο£ Οηίίοΐδπι», σ.

241-337: «ΚΙιθϊοποοΙ Οηϋδΐδίη: ΤΗβοιγ ο£ ΟβηΓβδ»): Η «ρητορική»

αφετηρία του Ριγβ του επιτρέπει να συμπεριλαμβάνει στην εξέτασή

του, εκτός από τα παραδεδομένα ή καθιερωμένα γένη της λογοτεχνίας

/βοΗοη (Πεζογραφία, Δράμα, Ποίηση), και μερικά —εξωλογοτεχνικά

— είδη πρόζας (σ. 326-337: «ΤΗβ ΚΗβίοπο ο£ Νοη-ΙίίβΓατγ ΡΐΌδβ»).

Ωστόσο, οι μελέτες πάνω σε γλωσσολογική βάση δεν μπόρεσαν να

προχωρήσουν πέρα από την ανάλυση μερικών συγκεκριμένων, κατά

προτίμηση μικρών, ειδών, όπως λ.χ. η μικρή μελέτη του 3βΓ§β

Μβίβιιο για τη δομή του αποφθέγματος («δίηκ&ιΐΓβ άβ Ια Μ&χππθ»,

1969). Ιδιαίτερα οι μελέτες των νεότερων ρώσων φορμαλιστών και

στρουκτουραλιστών με κριτήριο τη δομή της γλώσσας τείνουν, και στο

πρόβλημα του ορισμού των ειδών, ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση

από τις αρχικές προθέσεις, εξαγγελίες και σκοπεύσεις τους (διαπί­

στωση της «λογοτεχνικότητας» ενός κειμένου): στην απάλειψη των

Page 87: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΓΕΝΗ ΚΑΙ ΕΙΔΗ 95

ορίων ανάμεσα στο (λογοτεχνικό) έργο και το κείμενο, ανάμεσα στη

λογοτεχνία και τη γραμματεία, όπως θα λέγαμε εμείς. *

Έτσι, οι θεωρητικοί αυτοί, απόλυτα συνεπείς με τη θεωρητική

αφετηρία τους, δε μιλάνε πια για λογοτεχνικά γένη και είδη, αλλά

για «είδη κειμένων» (Τβχίαιΐβη, Τβχίδοιΐβη) — σ’ αυτούς έχει ήδη

συντελεστεί η —ανεπαίσθητη— διολίσθηση από τη μορφολογία των

λογοτεχνικών «έργων» στην τυπολογ/α των γραμματειακών «κειμέ­

νων», από τη θεωρία της λογοτεχνίας στη γλωσσολογία. Την τελευ­

ταία απόληξη της παραπάνω τάσης αποτελεί η νεότερη ειδολογική

μελέτη του Τζνβϊαη ΤοάοΐΌν «1.65 §βηΓθδ άιι άίδοοιίΓδ» (1978), που

σημειώνει, και στον τομέα των «ειδών», μια στροφή από την «Ποιη­

τική» στη «Ρητορική»: «II Γαυί ίηίΓοάιΠΓβ ίοί ιιηβ ηοίίοη ^βηβπφαβ,

ρατ Γ&ρροιΐ: α οβίΐβ άβ ίΜβΓαίιΐΓβ: ο’βδί οβίΐβ άβ άΪ800ΗΤ8».7 Επιπλέον,

η ιδιαίτερη προτίμηση του ΤοάοΓον για τα μικρά είδη του «λόγου»

(αίνιγμα, αστείο, λογοπαίγνιο) προδίδει την ανομολόγητη από τον ίδιο

οφειλή του στο |ο11βδ.

β) Με κριτήριο τη μετρική και στροφική μορφή μπορούν να καθορι­

στούν, πραγματικά, μερικά παραδοσιακά μικρά ποιητικά είδη στις

ρομανικές λογοτεχνίες, όπως το σονέτο> η μπαλάντα, το ριτορνέλο και

η σεστίνα, αλλά και μερικά «εξωτικά» είδη, όπως το χαϊκού ή το

λίμερικ. Και η εφαρμογή μετρικών μορφικών κριτηρίων έχει τη -

σπερματική— προϊστορία της, όπως παρατήρησε ο λΥβΗοΙί,8 στην

αριστοτελική «Ποιητική», όπου το ιαμβικό μέτρο θεωρείται ότι αρμό­

ζει στην τραγωδία, το ηρωϊκό (δακτυλικό εξάμετρο) στο έπος. (Ο

Αριστοτέλης είχε καταφερθεί ήδη στο πρώτο κεφάλαιο της «Ποιητι­

κής» κατά της χυδαίας εκείνης γνώμης που κατέτασσε στην ποίηση

ένα έργο λόγου, μόνο και μόνο επειδή ήταν γραμμένο σε μέτρο). Η

εντελώς περιορισμένη χρηστικότητα του κριτηρίου αυτού είναι κατά­

δηλη: Σήμερα, 150 περίπου χρόνια μετά την «εφεύρεση» του «πεζού

ποιήματος» (ροβπιβ βη ρΐΌδβ), δεν μπορεί καν να επιβεβαιωθεί η

παραδοσιακή, όχι καθαρά ειδολογική, διάκριση «ποίηση»/«πρόζα».

γ) Και ένα ακόμα εξωτερικότερο από τη μετρική μορφή στοιχείο,

το μέγεθος των έργων που εκπροσωπούν ένα είδος, έχει χρησιμοποιηθεί

ως κριτήριο για τη διάκριση των λογοτεχνικών ειδών: Ήδη ο Αριστο­

Page 88: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

96 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

τέλης («Ποιητική», κεφ. 6) παρατηρούσε ότι η «πράξη» της τραγω­

δίας έπρεπε να έχει ένα κάποιο μέγεθος («μέγεθος έχούσης»), και αυτό

καθοριζόταν στην εποχή του, όπως και στο νεότερο θέατρο, από τις

λειτουργικές-σκηνικές ανάγκες και δυνατότητες του δραματικού

γένους και την «αντοχή» του κοινού του.

Στον αιώνα μας, ο ]ιιιτ| Τγη;}&ηον, που χαρακτήρισε αρχικά («Το

λογοτεχνικό γεγονός», 1924) το «μέγεθος» ως «ενεργητική έννοια»

του είδους, για να το κατατάξει λίγο αργότερα («Για τη λογοτεχνική

εξέλιξη», 1927) στα «δευτερεύοντα χαρακτηριστικά» του, επισήμανε

την αντίθεση «μικρό» νδ «μεγάλο μέγεθος» — διάκριση, που δεν

αναφέρεται, καταρχήν, στη σχέση (μεγάλο) «γένος»/μικρό «είδος».9

Μια τέτοια δυαδική αντιπαράθεση θα μπορούσε να συμπληρωθεί

από μια τριαδική διάκριση, όπως φαίνεται τουλάχιστον στη σχέση:

«μυθιστόρημα»Λ<νουβέλα»/«διήγημα» (δΗοιΙ δ*0Γγ). Είναι αυτονόητο

ότι η ίδια η έννοια «μέγεθος» είναι πάρα πολύ σχετική, και μόνο σε

μερικά από τα μικρά ποιητικά είδη, όπως το σονέτο, η οττάβα και η

σεστίνα ή το λίμερικ, το «μέγεθος» είναι με «ακρίβεια» προκαθορι­

σμένο: από τον αριθμό και το «μήκος» (τον αριθμό των συλλαβών) των

στίχων τους.

δ) Με κριτήριο τη λειτουργικότητα προβάλλει μια τέταρτη τάση

για την προσέγγιση του προβλήματος των «γενών» και των «ειδών» —

μια τάση, που στηρίζεται στις μεθόδους της επικοινωνιολογίας και

της σημειωτικής και στις σύγχρονες Θεωρίες της «πρόσληψης» (Κβζβρ-

ϋοη) της λογοτεχνίας, ή σε συνδυασμένη χρήση τους. Έτσι λ.χ., ο Η.

Κ. Ι&ιΐδδ, αξιοποιώντας σε μια σημαντική μελέτη του για τα λογοτε­

χνικά γένη και είδη στις ρομανικές λογοτεχνίες του Μεσαίωνα («ΤΗβ-

οηβ άβΓ ΟαΗ:αη§βη αηά ΟΐβΓαϊατ άβδ ΜίϋβΙ&ΙίβΓδ», 1972) τις

προγενέστερες έρευνές του πάνω στα φαινόμενα της λογοτεχνικής

«πρόσληψης», ορίζει το σχηματισμό της λογοτεχνικής σειράς του

«είδους» ως μιαν ιστορική — διαδικασία (Ρτοζβδδ) διαδοχικής

«ίδρυσης ορίζοντα» (ΗοπζοηϊδΙί&αη§) και «μεταβολής ορίζοντα»

(ΗοπζοηίνβΓαηάβηιη^) των επιμέρους έργων που το «απαρτίζουν».

Αντίστοιχα, αν και από διαφορετική οπτική γωνία, ο Κ. \¥.

ΗβπιρίβΓ («0&Μ:αη£δΑβοπ6», 1973) εννοεί τα λογοτεχνικά είδη ως

Page 89: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΓΕΝΗ ΚΑΙ ΕΙΔΗ 97

«επικοινωνιακές νόρμες» (ΙςοπιπιιιηίΙκΛίνβ Νοπηβη), στις οποίες

συμπεριλαμβάνονται, εκτός από το «μήνυμα» (κείμενο), και ο

«πομπός» (συγγραφέας) και ο «δέκτης» (αναγνώστης). Κατά το

ΗβιηρίβΓ, το. λογοτεχνικό είδος συναποτελείται- από «ιστορικές μετα­

βλητές» και «απόλυτα ή σχετικά, υπεριστορικές σταθερές».10

Είναι προφανής η πρόοδος των δύο τελευταίων αυτών απόψεων,

αφού εμπερικλείουν την ιστορική διάσταση του φαινομένου των λογο­

τεχνικών γενών και ειδών, όμως στον πρώτο (|αιι$δ) η προσληπτική

«στιγμή» της «αισθητικής προσδοκίας» του αναγνώστη υποστασιώνε-

ται σε μοναδικό συστατικό, γενετικό και εξελικτικό., στοιχείο και στο

δεύτερο (ΗβιχιρίβΓ) το λογοτεχνικό είδος αποσυντίθεται, στρουκτουρα-

λιστικά-σημειωτικά,. σε επιμέρους σταθερά και μεταβλητά στοιχεία,

ενώ η ιστορικότητα χαρακτηρίζει το «είδος» στην ολότητά του.

Οι δυσκολίες τη<£ διάκρισης και της ταξινόμησης των γενών και

των — μεγάλων και μικρών — υποδιαιρέσεών τους φαίνονται αξεπέρα­

στες. Οι δυσκολίες αυτές έχουν την πρώτη πηγή .τους, στο θεωρητικό

«στρουκτουραλισμό», σχετικά με τη γένεση και τη φύση των λογοτε­

χνικών αυτών μορφωμάτων, όπως τον επισκοπήσαμε αδρά παραπάνω.

Οι δυσκολίες προέρχονται όμως και από ,τη σύγχυση της γραμματολο­

γικής βάσης* πάνω στην οποία επιχειρείται η διάκριση και η ταξινό­

μηση των γενών και των ειδών: η σύγχυση ανάμεσα στο λογοτεχνικό

και το γραμματειακό επίπεδο της έρευνας,, όπως τα . ορίσαμε παρα­

πάνω, η μετάβαση «από το έργο στο κείμενο»* όπως δηλώνει , μια

έκφραση του, στρουκτουραλιστή Κ. Β&ιΐΐιβδ. Το χάσμα αυτό προσπα­

θούσε να γεφυρώσει, προφανώς, -η πρόταση του Ρ. δβη ΐβ (1967-

1969) για την αναγνώριση ενός τέταρτου, γένους, της «σκόπιμης

ποίησης» (Ζννβο^άίοΗΐιιη ), για την ομαδοποίηση μερικών επιμέρους

ειδών, που φαίνονται να κινούνται φυγρκεντρα από τον πυρήνα της

—κυρίως— «λογοτεχνίας». Πολύ πιο κατάδηλα κινείται έξφ από το

χώρο της λογοτεχνίας στο χώρο της «γραμματείας» μια άλλη κατη­

γορία κειμένων, που συμπεριλαμβάνονταν μόνο. μέρει στο «τέταρτο

γένος» του 5βη§1β και για την οποία προτάθηκε και σχεδόν καθιερώ­

θηκε, στη γερμανική τουλάχιστον, γραμματολογία, η έννοια, γένους

«χρηστικά κείμενα» (ΟβΙ ΓαιιοΙίδίβχίβ).

Page 90: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΙΤΑΜΜΑΤΟΑΟΙΤΛ

Βία την κατάταξη των λογοτεχνικών ειδών* καίτων παραδέδομέ-

νων και των νεότερων, φαίνεται ναι επικρατεί τοο «κλασικό^ τριαδικό

σχήμα, . όπως: έχει * μεταρρυθμιστεί: στο ένα-' σκέλος·; του ( «έπος » ) σώμ-

με. τορ. «&&£γμα?τα»> της: νεότερης; β^^ιάςί της;: αφΙογη της (αφη-

γηματολ^γίας)* Το τριαδικό αυτό σχήμα περιλοιμβάνει τα γένη:

(Λυρικής ποίηση, Έπος (αφηγηματικά^ κείμενα^ Δ^άμα' (θεατρικά

κβέμε^φ.Μ& ποια* κριτήρια: θα γινόταν όμι ςς ητ ταξινόμησην τι**ν ειδών και

υποδί^ρέσεών * τους; καιϊ ητ, κατώταξή' το*#ς? κάτω* αι# τιςτ τρεις: ή1

τέσσερεις κατηγορίες των -μεγάλων*- γενών; Η εφαρμογή συνδυασμέ-

νβ^ κριτηριών μορφικών (στίχ^ς/πρόζ^ μελική, μορφή, δ©μή,κ.τ:λφ

και περιεχομενικών (Θέμα/αντικείμεν% «εσωτερική στάση», λειτουργία

κόέηφ&Λ^®^ > που^πριοτ^ΐΐ^εα^ είναιθεω*

ρητικά ορθή και * έχει?. βρει ή§η π©λλ**#ςς υποστηρικτές,, είναι ? όμως : στη

ηΠΡΡφ|| α9Τθ3ΐ)Βΐ| 9β>τφά ]Τ]|4Μ·ϋ<7 ορ |ΜΜ

έπος, τραγωδίας ? νουβέλα;, αστυνομικό μ^Ιστόρημαχκ,άέ))

Αλλάί και η εφαρμογή αποκλειστικά μορφικών > λ.χ με^κώτ*

κριτήριά, μπορεί να. οδηγήσει σεε σαφείς διακρίσεις; ό»#ςς δέίξίαμε

ει%έ-ττ ςλΙ»ρ.ιι ήςςκ : ξί ποίη*?ηςς, Μώ'ττγτ- άλλη;πλει^, η εφα^λογή;: αϊϋοκλ€ΐστικά^περιεχομε

νικώνν κριτηρίων- για·*. την οριοθΐέτηση; μερικώτειδών^, καιμάλιστα* από’

τοκ αρχαιότεροι και: τα:,;, «επισημότερος, όπως: η; κωμωδία στα πλαίσια^

του δρριματικ®ύ γέν©υ<ς';, φαίνεται αναπόφευκτης, κβαιτοοιδίο; ισχύεικαι

ρ®(*,*ει«3Κοώίεέί&ιςς του μυθ^οριι^^ος;(ιπι^ικό; ιστορικός περιπετει*

άδες;, Ηϋ ϋ^ ι ο ι»» » ), αίΛρ^π%®9 >4Φ*3 ^ΤΡβ®9 > κ«&)) · *· κα*

&ισπιστίά?. τ»*ν αμερικανών θεωρητικών, πουυ ανάφερ 7ταραπάν ί3 απέναντι, στις; α<1! ίπίϊηίίιιπι υποδιαιρέσεις; του, ί&οι νεότερου και σύγχρονου επικού -είδους; μεε αποκλειστικό κριτήρ,ιοο τ#.* Θ&ματικό" περιε- χομεν» *(γρτθίκό, πολιτική, θρηχρ<*ϊ*ηκό; ουτοπικά ίΙ ^ : λ .)δέ^ εένβα; Μκβίΰλυυ.βΒΒδβ«ΐΦ9ϊ6γηίρ ;..

Π£οβληματική;;παρα}^ε ηοριοθίτησης ,μεοπ*>ιαδή*Γ7ϋο ε§:, μορφικά , θΐματικάάή μι»τέ|, κρ4τή$*&?κκι ιηςτρο τοηΐφίχφϊ ; στο σάττιρβκ τ»«Γ/ λογοτεχνικών ειδώΐτ/μερ|0ίών>* νεότερων*—κ ί<»ς; σ ηνι*

Page 91: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

^ σι**· Όο- <Μ φ»> τΜ> ιίφώ&ΤΜ»; **>> « «***

θί&νρ*®Λ" τ(·. οϋίέριβί καν τδβ' «ϋάβΛ0*ί*' φ ί ί* ^ !·' β&ελώς απόφα εκτη ά<ΜΆ'· άβΗ~ η *η*ή& · * * ύ[ κ6«*^#τί'. <ΚΦ *#0&(ϋΑ· <ά#χημ*|ΐ&ρ'αβ2ήν γρδέμψίΛΛολογικών «κατηγ^ριώ*», ώ’ί «ι*Λοίί&Ιρέ<Γε**ν» 'ίή ί (&ΐ;ρική·ς):' τίοί-ψης, όπως «ίτυμβο'λιίΓΪΐίίή' ποίησην, (Λ^ρί»»^'ίί<««ή; ΐν&ΡφΊ& ΰί, οέ*ρ*β&ί' ετίεί^ον βΛΤΜί »»^1 «Λ"«Μβχΰιώ' ιΐερ^Μ^ένΛ-' γ (» ϊί{ ιί< ^ δ )^ ί^ λ ν ^ ^ 1ί5«Α'>*ώ «$(ΐ ^ ρ40|*4Μϊ»5· π<**! β®ρίέ|Λλ'«ί<4ίάν<Λ ·' |<&λι#ί#

οΚφ(Μβ& «*Κ^0»4ίΐ«β^· (»Η··ιβ^Μί^>«^*>Λ«^ί^'*

ιί¥ ιφ ί*ο ΐ){ κΛϊ' ^ ν -' β««Κ1&&ί*νλ^ίήζνίίιί μβΗ^Μ’ί'^»' ό ^ ; τόΡ λ β γ ο ί^ ί^ ε<δφ

ΊΛ Λ ^ β ή Λ -ι» γίνένάν φέΛέρβ'άΐί’ η[ Φ&τϊ$ά&\κτίε ' ξ ϋ ^ ψ ι^ ι ^ ^ ο ^ ά ψ ρ τ { , <&ω* τώ * >^ό*εχνικώ * γένώ* κόκ

·<βο

εΐτΕΥ&^'τόδί- γερμ^ι*® ^ θέ%ΐί«ί#{ί!>60 ■ ·ϊϋά · Ι^ ίβ οϊϊέ^ΰί' |ίώιι*' ΡβΙβί$6»(*&&> β«&ν? νο^ <ϋ«· ιβδ^ί «& *1 «δΦ ^^

και ■ π ίβα ^ ίΛ α άό’κοτέη'- κβ« ί^ > 'Ί ^ ύ « ί ' -πί&ό ;π ερ « ^ ερ ο , για1 τα &*γρ%1ίίΤα· εκ έή » ι*& ' ενβ'^ά'ϊώίέΛ μ^ρέκβί νεότερο*1 θέίάρητοάϊκ

ΐϊ$δ* &·$£6ΐί%

« « ^ Α β ^ ^ Μ ^ ώ ίΙ ίΗ Ι Ι ^ '. Α Λ ιϋ ^ ί «ΐΙϋίθΙ οΓ ώ ^ Κ»^> 198^ ]) - ^ ! 5<^Μ«ίίί; « ^ ^ ί ^ ςίΐινιβ ^ΓΤ ίΛ ίδ»»^;

1& Φ )]-Οίφβό α* οί<#έ;ς τΓι?-πβρ«ΡΤ'ώ»ε»4 ^ '·π ρ& ά κα Γ;γί«ί τβί'ι*τορι*ά γέ\ ^ κ*ί·εί& ί, ό«ω< τΓα' <»λ0; αλλά ε& ε:

Υί τίΚ-» ' ε**¥ Υ***™*1«Λ ρβΚ ^ (ι#*1«5· οΚ ^ιι^1<Μ ί)ϊ είτε γΜί1 μίΛ* σύγκίχο-μ έ 4 ^ α ^ Λ * ί^ έ ^ ^ ί’τ^ 'τ^ ίώ »· ο ί Κ ^ '^ ϊ ^ 'ρ * ^ ■ Ρ&Φίβρβί κίΛβΡ

'ε ί^ ν κβίΙ'·τ»ν (Λ»β{»»ρέβέω» τίβύ<,

κά%«* 'αΛέ'τρεις-ή τεσ<*φί*< -μεγάλες" εν)ί^^τ^7^ρ0(® 6ίδ|ί*ένΐΜ ”κί« 'ΐβ Μ 'ν ^ ε^ ν Υένώ·^ - πρβ»φέρβ(Ηβίΐ <τήμβρά^ΐ*^λ*ί<τ<*^·« δ ^ ί^ 'ο ίά ' εγ£6*ρίϋ$ί' κ«ί< - 7ίέ^ρίζβνΐΓαί ’· Λ ήν' κ&*#γ'ρ«φη: το^'ί- <ϊί εθ^Εκή

λ ογ Μ φ ίΆ -τη γ ε ρ ^ * ^ < 4 'Α λλΛ^κ*ΐ<*Υ|5£φών §έν έγ*ίίτβ« '< ^ ν -α ί*# # ^ > ^ τ ρ έλλ*ίψη"' πλή#ό*η*βι%! Βκτός ο£^ τ * ·α « * > ν * * » ^ εβΨογλώ^α·ικης κοινότητόίς') πόό’ π&ρ&ΥΥΜρίζίί'- τ ό - οϋαΐά^ίκ^ φιχϊνο^έ^β'τήί;·

Page 92: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

100 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

κινητικότητας των λογοτεχνικών , ειδών, της παραλαβής τους από τη

μιαν εθνική λογοτεχνία στην άλλη, σημαντικότερη , έλλειψη είναι η

στατικότητα/συγχρονικότητά τους, που καταργεί το σημαντικότερο

χαρακτηριστικό της ύπαρξής τους: τηιδιαχρονική τους εξέλιξη, δηλαδή

την ιστορικότητα τους. *

Η ιστορικότητα αυτή των ειδών δεν έχει τίποτα το κοινό με τον

εξελικτικό β ιολογ ισμό του Βηιηβίί&ΓΘ και δεν ταυτίζεται με τη

«γενετική θεωρία» για την εξήγηση της γένεσης των νεότερων

πολύπλοκων ειδών από τις παλαιότερες, «απλές»μορφές, όπως πίστευε

ιιριν οεπό τον πόλεμο (1930) ο Αηάτέ }ο1ΐ6$, .ή από τις «κατώτερες

υπολογοτεχν ικές» μορφές, όπως πίστευε ο σύγχρονός του ρώσος φορμαλι­

στής ΥιΙΛογ δΐάονδία): Σ’ ελάχιστες, εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να

υποστηριχτεί πειστικά η γένεση ενός —νεότερου— λογοτεχνικού είδους

από ένα άλλο - λογοτεχνικό, ή γραμματειακό - είδος, όπως λ.χ. η γένεση

του «επιστολικού μυθιστορήματος» του 18ου και του 19ου αιώνα από την

ιδιωτική επιστολή. Επιπλέον* η ιστορικότητα των λογοτεχνικών ειδών

δεν μπορεί να -είναι απλά η μεταβλητότητα του «ειδολογικού συστήμα­

τος» μέσα στη «λογοτεχνική. εξέλιξη» και η ιστορική της «συνάφεια»

(ΚοΓΓβΙαΙΐοη) απλά η διάπλεξη αυτού του συστήματος με .τ’ άλλα

ενδολογοτεχνίκά «συστήματα», που διακήρυξε ο φίλος του &Μον$1ά]Ιαι-η

Τγπ}£ϋΐον («Το λογοτεχνικό γεγονός», 1924* «Για τη λογοτεχνική

εξέλιξη», 1927), αλλά η εξέλιξη του «ειδολογικού συστήματος» σε

συνάρτηση με όλα τ’ 'άλλα, και τα εξωλογοτεχνικά, «συστήματα».

Την ιστορικότητα, τη:γένεση, την ανάπτυξη των (παλαιών) λογοτε­

χνικών γενών και ειδών και την εμφάνιση νέων, σε συνάρτηση με τη

γενικότερη, οικονομική, τεχνική, πολιτική, κοινωνική, εξέλιξη διακή­

ρυσσε, με μια σειρά ρητορικών ερωτήσεων, που αφορούσαν, και ταυτό­

χρονα εξηγούσαν την εξαφάνιση του αρχαίου έπους, ο ώριμος Μογχ («Ζιιγ

Κιίϋΐε άβΓροΐϋίδοΐιβη ό^οηοχηίβ», 1859):15 «Είναι δυνατό να υπάρξει ο

Αχΐλλέας με το μπαρούτι και το μολύβι; Ή γενικότερα η «Ιλιάδα» με το

πιεστήριο και μάλιστα με .την εκτυπωτική μηχανή; * Δεν παύουν να

υπάρχουν, αναγκαστικά^ το τραγούδι και η απαγγελία και η Μούσα με το

μοχλό του πιεστηρίου* επομένως δεν εξαφανίζονται οι αναγκαίοι όροι της

επικής ποίησης;».

Page 93: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΓΕΝΗ ΚΑΙ ΕΙΔΗ ΙΟΙ

Οπως είδαμε, το ιστορικά συγκεκριμένο δεν είναι η λογοτεχνία,

αλλά τα λογοτεχνικά είδη. Για το λόγο αυτό είναι ευκολότερο να

γραφτεί — και έχει γραφτεί — η ιστορία Κολλών επιμέρους ειδών κα*

των μικρότερων υποδιαιρέσεών τους, και σε εθνικό και- σε υπερεθνικό

επίπεδο. Και είναι ακριβώς η ιστορία αυτών των - μικρών ή μεγάλων

- ειδών, που μπορεί να υποστηρίξει με τον πειστικότερο τρόπο και την

ιστορικότητα όλων, και των μικρών και των μεγάλων, ειδολογικών

γραμματολογικών εννοιών και κατηγοριών: Η γένεση, η ακμή και η

παρακμή λ.χ. του σονέτου στην ευρωπαϊκή ποίηση είναι δυνατό να!

διαγραφεί με μεγάλη ακρίβεια, χρονογραφικά σχεδόν, από το 13ο

αιώνα (Σικελία) ώς την τελευταία άνθηση στις αρχές του αιώνα μας

(Κί&β), και μια σχεδόν εντελώς παραλληλη βιογραφία είχε ένα άλλο,

αφηγηματικό αυτή τη φορά, είδος, η νουβέλα. Πολύ πιο εφήμερα

αποδείχτηκαν μερικά μικρά είδη των τραγουδιών των τροβαδούρων του

όψιμου Δυτικού Μεσαίωνα της Νότιας Γαλλίας (Προβηγκία) και της

Ιταλίας, όπως το Ο&ηδο (Οαηζοηβ), η ΑΙΒα, το δίΓνβηίβδ, η Ρ&δίο-

Γβΐΐβ κ.ά., που εξαφανίστηκαν χωρίς ν’ αφήσουν, τα περισσότερα, τα

ίχνη τους στη νεότερη ποίηση των χωρών τους.

Συνεχίζοντας ο Ε. ΚϋΙιΙβΓ (<<Οα&\ϊΐΐ&&$γ5ϊβχη ιιηά θ€δβ11δο1ιαήδδγ-

δίβηι», 1977) το πρόσφατο «παράδειγμα» του Η. Ε. Ι&ιΐδδ σ’ ένα,πιο

προωθημένο θεωρητικό και ερευνητικό επίπεδο, που συνδυάζει την

ιστορική με την κοινωνιολογική οπτικής κατόρθωσε να καταδείξει με

πειστικότητα την ιστορική μεταβολή μερικών λογοτεχνικών ειδών

στις ρομανικές λογοτεχνίες του όψιμου Μεσαίωνα και των πρωίμων

αστικών αιώνων ώς τον Κλασικισμό του 18ου αιώνα, οπως λ χ. η

ποίηση των τροβαδούρων, το —αυλικό- έπος, το έμμετρο μυθιστόρημα

η νουβέλα, και μερικών μικρών λυρικών ειδών, όπως η Ρ&δίΟΓβΠβ και

η ΑΗ>α, σε άμεση" συνάρτηση με τον ανταγωνισμό αλλά και τις;

-ευκαιριακές- συμμαχίες μεταξύ των επιμέρους κοινωνικών ομάδων

(«υποσυστημάτων») στον ίδιο ιστορικό χώρο: της Αυλής, της ανώτε­

ρης και της κατώτερης ιπποτικής «τάξης», της στρατιωτικής και της

δικαστικής «αριστοκρατίας» (ηοΗβδδβ ά’βρέβ, ηοΜβδδ© άβ πΛ>©)

κ.τ.λ.

Το ίδιο ακριβώς έτος με τον ΚδΙιΙβΓ παρακολουθούσε και ο \Υ.

Page 94: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

■ΓΡΑΜ ΤΡΛΟΠΑ

Υο«3ΐς3ΐηρ ,(χ(θΕ«ΐ4η§βη α1Ηίΐ9Γ3ηϊθ1ι-$θίίϊ3]β Ιη*ΙΗμίκ>ί>βη», :ί&?7)ιβ

^ "$*Ιν πρρβλγ ψη και ^η λειτουργία δνο «επικών» ειδών, της

<ϊίΙθΙ}ΐη,ϊφΐ}3(1β;> .και -του,<ιΒί1άμη§$π>|Τ)3η», σε σι*νάρτ;ηση με τις ιδεο­

λογίας ανάγκες ,*νρς αστμωμ ,κοι,νρό στ;ην Αγγλία καιτη -Γερμανία

του βδρυ και των πρώτων -δεκαετιών του 19ου αιώνα.

■Τη Υ *®η;·>«ί»ι .Τφ1 ί^ελίξη τρμ ιστρρφρύ μυθιστορήματος μέσα .<*?ιό

τις ·ιρτρρ#$βς .^(π^β ιες Λης-αρτικής -τάξ»Κ σ'ίη ,&υτι*η (Ευρώπη α?(ό

την πτωρη του ^απρλέοντα (<18,15) ώς τις ^λε^ταίες δεκαετίες του

49ου αιώνα $^ε «νασί^ττησει *ε μι^ν ευρύτ^η, #λ<*σρ^ αήμερα

,Μ^έ'τη τρυ, ,ή§η ;πριν ^πό <$»> $ίεγάλρ Βρλεμρ ;(1837(), ο

0®ρΐ8ιΐίΐΐί^οβ ;(<φβΓ ^ίίίοτίίςΗβ ,Βοπι^η», α ' γερμ. ;έ*δ.: ι19$5>).

Ατ'ό-'ΐην #λλη -Τΐλευρά, στο 19ρ και πε_ρισσότε.ρο στρν. αιώνα μας τρφαινόμενο της γένεσης νέων «ι§^ν έχει ενταθείσε τέτοιο Μ μό, ώστ εη ώ κ ^ τρμς.να κ^ταρρί^τει 4«ί%ίθ τις .θβίι ρίες .της ^ισβήτηρής

'5ΡΜί .(ΰτοοβ) — α,ρτο -που επριψε να υπάρχει σ*ςην επρ^ή -μας δεν είναιτα λογοτεχνικά βιδη, Αλλα τα παλιά, παραδεδομενα είδη —, .καιαπρτ?λ«<τε .μια γρ«|Αματρλογική-ιστρρική .ειρωνεία το γεγονός ότι μιασυστηματικότατη, -πολύτομη ιστρρι<χ τ&»ν λογοτεχνικών ειδίψ,ν ·άρχι<χενα δημοσιεύεται λίγα χρόνια ,μετά τ,ην αμφισβήτηση τομς, σαν απά-ντηρη στην -ιφφ^ψ^ τρν ,(«$*οφ .φ» Ιθ^γ^Ρ 4&1ΐί3Βί»,Λ ΐίαρο 1912).

Ακρισίας ,η γ$«0η ;?5»λλ?μ?> . ή>» -,ϊ|ρΑη ρ μβ?κ> ^ηκ,?τρν χ ο ^ *ά*«ι «*φ&νη

V) «30^1 &Ψ/&01 5Ρ)« -1*ε τΜ&νίνώ ;#ρ^ΜΗΗ$Μ^ημί» <(Α«* ρβ^ί^τάζ, 5Ρ χρ^νρ^ράφ^,,

το ραδιοφωνικό φΥΡ (^^ρίθ ί/Γ^ίρ,ρ^γ) λ.χ. οφείλουν, αποδείξιμα,

*ψ .ύπαρξη -τους -στα σμγχρονα μέσα επικοινωνίας (εφημερίδα, ραδιρ-

&**’$).> ^^ι^λεραν και «πρ^ίλομν τομς ριρυς φορείς και διριμε-

,?τρ>» -παραγωγό <(σ*>γγρ<*φέα,) και στοχρινό τους.

®ελρς, -<εην ί·Λ^Ρ.5»Φΐ5^? ®»ίν λργρτβχνικών γενών κβςι ειδών Μψ&Μ&ί#,ι, ^ρι^*ρτ<5ρρ .#πρ <&λλρ, ,κ?ιι*) ,μετα^λλόι^νη μίέσ* ^ρο τρν χοινωνρςό χρόνο και 3ίΦΡ° «^ραρχία των γενών», §γ}λ*χ£ή ,η

·$£!£>£ 5ους .^πό τρι>ς κ^ι

Page 95: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΓΕΝΗ ΚΑΙ ΕΙΔΗ 103

κριτικούς μέσα στο ίδιο «λογοτεχνικο συστη(/Λ>>, οπως καταφαίνεται

στο σχετικό πίνακα ταυ Α. Εο’ΝνΙβΓ, που περιλαμβάνει την «ιεράρχηση»

των συγχρόνων τους γενών και ειδών σε δέκα σημαντικούς κριτικούς

από τον Κικέρωνα ώς τον Ότγάβη (167*) >και τον Βοίίβαυ (1Θ83).17

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η μελέτη των λογοτεχνικών

γενών και ειδών δεν μπορεί παρά να «είναι ιστορική, μεσα στα πλαίσια

και με τις μεθόδους της ιστορίας της λογοτεχνίας, χωρίς αυτό να

σημαίνει ότι παραγνωρίζεται η ποιητικη-μορφολογικη άποψη της

προβληματικής τους. Η ιστορική θεμελίωση της ερευνάς τους συνεπά­

γεται: την έξεταση των «σταθερών» των λογοτεχνικών γενών και

ειδών σε συνάρτηση με τη μελέτη των «μεταβλητών» τους στη

διαχρονική τους εξέλιξη τη διαχρονική .εξέταση των εκάστοτε ειδολο­

γικών επιλογών του συγγραφέα-λογοτέχνη και των ειδολογικών προ-

τψήπ&ών του* τη «υ^εξέταση *ων ^ξωλογοτεχνικών, κοινωνικών,

^ω ν καιίβεσμών, όπως λ.χ. του σ^ολεί^, του Εθνικού ύφους» ή των

μέσων επικοινωνίας, για τη συντήρηση των παραδεδομένων ειδολογι­

κών μορφωμάτων* την έρευνα του βαθμού επίδρασης του προσχηματι­

σμένου «ορίζοντα προσδοκίας» του αναγνωστικού κοινού για τη συντη-

ρηση, την αλλαγή ή την εξαφάνιση των παραδεδομενων ειδών και τη

δημιουργία νέων και το βαθμό επίδρασης των παραπάνω εξωλογοτε-

χνικών, κοινωνικών «εξαναγκασμών» πάνω στους μηχανισμούς επιλο­

γής του συγγραφέα-λογοτεχνη · τέλος, τη μελέτη της μακροβιοτητας

ή *υης ραχυβι^ητα^, της εθνικής ιδιαιτερότητας »ή της υπερεθνικές

κινητικότητας των' λογοτεχνικών γενών και ειδών.

Στα παρακάτω θα εξετάσουμε τις Μωρίες των λογοτεχνικών και

]έξο>λογοτεχνικών γενών, με την ακολούθη σειρά: (λυρική) ποίηση,

(επική) αφήγηση, δράμα/θεατρικά κείμενα, χρηστικά κείμενα.

Page 96: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ινΠΟΙΗΣΗ

Όπως είδαμε, ο όρος «ποίησις» είναι ο αρχαιοκλασικός πρόδρομος

και το ιστορικό αντίστοιχο του νεόκοπου όρου «λογοτεχνία» — χωρίς η

ιστορική αυτή «αντιστοιχία» των δύο όρων να σημαίνει και να

συνεπάγεται μια πλήρη ταύτιση και του περιεχομένου τους· ο ίδιος

ελληνικός όρος «ποίησις» κάλυπτε, σχεδόν αυτονόητα, στον ευρω­

παϊκό, αναγεννησιακό και διαφωτιστικό, Κλασικισμό, το αισθητικά

φορτισμένο, το «λογοτεχνικό», θα λέγαμε σήμερα, αντικείμενο, του

οποίου η θεωρητική διαπραγμάτευση άποτελούσε ακριβώς την αρχαία,

κλασική και τη νεότερη, κλασικιστική «Ποιητική».

Εντελώς παράλληλα μ ε ' την ευρωπαϊκή εξέλιξη, ο έλληνικός

Διαφωτισμός «επαναλαμβάνει» τη χρήση του όρου «ποίησις» στην

ευρύτερη — κλασική και κλασικιστική — σημασία του (= λογοτεχνία*

βλ. π.χ. Κωνσταντίνος Οικονόμου, «Γραμματικών... βιβλία Δ '», τ.

Α', Βιέννη 1817, σ. θ' κ.ε.).

Σήμερα, ο ελληνικός όρος «ποίηση» χρησιμοποιείται σε μια πολύ

στενότερη σημασία, πού καλύπτει μόνο το περιεχόμενο του --ακριβέ­

στερου— περιφραστικού όρου «λυρική ποίηση» — μια εννοιολογική

στένωση, της οποία’ς η χρονική αφετηρία δεν μπορεί να οριστεί μέ

ακρίβεια, πρέπει όμως, αναμφίβολα, να είχε συντελεστεί με τον

Παλαμά και τη γενιά του. Σ’ αυτή τη στενότερη σημασία του

(«ποίηση» =* «λυρική ποίηση») ο όρος χρησιμοποιείται στο κεφάλαιο

αυτό για να σημάνει και να καλύψει το ένα από τα τρία -μεγάλα-

λογοτεχνικά γένη, όπως τα ορίσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο.

Η εννοιολογική εξέλιξη του ελληνικού όρου «ποίησις»/«ποίηση» —»

«λυρική ποίηση» αντικατοπτρίζει, έστω και ασύγχρονα, ανάλογες

εννοιολογικές διεργασίες στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες και

Page 97: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΠίΡΙΗΣΗ 105

λογοτεχνίες, στις οποίες ο ελληνογενής όρος (ροέδίβ, ροβίιγ, ροβδία

κ.τ.ό.) τείνει να υποκατασταθεί, όπως είδαμε, στην ευρύτερη σημα­

σία του από το νεότερο ΙΐίΐβΓαΙιΐΓβ, ΙίίβΓαΙιΐΓβ, Ιβ&βΓα&ίΓα, 0(ί)ΐ6ΐΏ-

ΙαΓ και στη στενότερη από τα περιφραστικά ΙγήοαΙ ροβϊτγ ή τα

μονολεκτικά Ι,γπο (αγγλ.) και Ί,γήί (γερμ.) — όρος που στα γερ­

μανικά συνεπιβάλλεται και από την ευρύτερη και «αισθητικότέρη»

εννοιολογική προϊστορία του όρου ΕΗο1ι1;ιιη§ ( = «λογοτεχνία»* ιδιαί­

τερα: «ποιοτικά ανώτερη λογοτεχνία» - αλλά και: «ποίηση»).

Και η εννοιολογική-ορολογιακή αυτή μετάβαση καθορίστηκε

ουσιαστικά, και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, από μιαν αντί-

στοιχη, πραγματική εξέλιξη στην ίδια την ιστορία της λογοτε­

χνίας: τη βαθμιαία επικράτηση της «λυρικής ποίησης» ώς την ταύ­

τιση της «ποίησης^ με τη «λυρική ποίηση» και την εκτόπιση κάθε

άλλου παραδεδομένόυ είδους/γένους ποίησης (της επικής και της

δραματικής ποίησης) από την εποχή του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού

από τη μια πλευρά, την οριστική επικράτηση της πεζογραφίας/

πρόζας πρώτα στο επικό γένος και την «αντικατάσταση» του

αρχαίου και νεότερου έμμετρου έπους από το νεότερο πεζό έπος, το

μυθιστόρημα,, και έπειτα στο δράμα, το θεατρικό-σκηνικό κείμενο,

που ήταν ώς τότε, σχεδόν αποκλειστικά, κείμενο γραμμένο σε στί­

χους, έργο «ποιητικό», από την άλλη. Με τα παραπάνω επισημάν-

θηκε ήδη μια οριοθέτηση του όρου (λυρική) «ποίηση» στη σύγχρονη,

στενότερη χρήση του: κατ’ αντίθεση/αντιπαράθεση προς τη -λογοτε­

χνική— πεζογραφία/πρόζα — και η οριοθέτηση αυτή "δε θίγεται στο

παραμικρό από την ύπαρξη του «πεζού ποιήματος», που οφείλει την

καθιέρωσή του στον ΒαιιάβΙαίΓθ, — είδους που συγκαταλέγεται στη

—λυρική— ποίηση.

Ωστόσο, παρά τις νεότερες αυτές μετατοπίσεις στις <*χέσεις

μεταξύ των - παραδεδομένων και νεότερων — τριών μεγάλων

γενών, η θέση της λυρικής ποίησης εξακολουθεί να παραμένει στο

σύστημα των λογοτεχνικών γενών, και διαχρονικά και συγχρονικά,

επιβλητική* η επιβολή της αυτή υπογραμμίζεται όχι μόνο από την

ιστορική της οικουμενικότητά, αλλά και από την ειδολογική της

πληθωρικότητα: η έστω και απλή απαρίθμηση των μικρότερων υπο-

Page 98: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

1106 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ιτης, των ειδών ·*γ’ όλες τις :#αι -π ίόλ ς τιςεθνικές λογοτεχνίες, είναιαστην -πράξη αδύνατη.

Απόλυτα ενδεικτικό για την ήζέχρυσα θέση που εξακολουθεί να

κατέχει στον αιώνα μας ^ -«λυρική- ποίηση είναι το γεγονός ότι

μερικά «ΦΊΓ* που ίπαρουσιάστηκαν, πριν και μετά τον Πόλεμο, ως

8Υ3 ιριδια «γενιάς» Θεωρίας της λογοτεχνίας, όπως η «Θεωρία τι^;

λογοτεχνίας. ιΙΙοιητική» («Τθο^α Ιίίβι- ιιρ. ΦοβίΛβ», 1925· 11957)

του Β. Τοπ?3$θνδΐ41 και «Το γλωσσικό καλλιτέχνημα)) («Ο&δ $ρΓ&ο1ι-

ΙίοΗβ Κυη3ϊ\ν6ϊ1ϋ>, 1948· ί21967) *του Κβ »βΓ, είναι αφιερωμένα

στο μεγαλύτερο «μέρος τους, κατά τα τρία τέταρτα περίπου, στη

θεωρία της ποίησης.

Για το 'σ υ^ονικόΑ ^ι^^^ ορισμό του γένους της

λυρικής ποίησης έχουν ιδιαίτερα στον αιώνα μας, διαφορε­

τικές απόψεις, που τις συνοψίζουμεεδώ κριτικά: Ας παραθέσουμε όμως

πρώτα τον ορισμό που Μνβι ϊένα ατύγχρονο, πολύ «επιτυχημένο» και

εύχρηστο, γερμανικό γραμματολογικό λεξικό:1 «Λυρική ,ποίηση ι(από

το^λλην. λυρα)· η.υποκειμενικότερη από τις τρεις «φυσικέςμορφές»

[*= γένη[] της ποίησης (λογοτεχνίας)· άμεση μορφοποίηση ενδοφυχι-

κών διεργασιών του ποιητή, που γεννιούνται από την ευαίσθητη

συνάντηση του με τον κόσμο ?(βλ. βίωμα), ανυψώνονται, μέσω της

γλωσσικής τους πραγμάτωσης, απο την ατομική περίπτωση στο

Γενικό και Συμβολικό και προσφερονται στον προσλαμβάνοντα μέσω

μιας εναισθανόμενης συ,ν-κινησης»

Στον τυπικά «γερμανικό» αυτό ορισμό έχουν ι^μπεριληφβεί όι

κοινοτ^ροι τόποι μιας σύγχρονης, όχι μόνο γερμανικής, αντίληψής για

τη -λυρική- ποίηση υποκειμενικότητα, ενδοψυχισμός, .ευαισθησία

ατομικο/γεν.ικο, συγκίνηση. Πολύ περισσότερο: Μια υποκρυπτόμενη

ρρολογία («βίωμα», «εναίσθηση», «ψυχισμός» και «αίσθημα») παραπέ­

μπει, αι^ραγνωρισ^α, στην ιστορική ι&ολογική*%ωρητική Λ ργή της:

Στο σημαντικό για την αστική θεωρία του πολιτισμού και ιδιαίτερα

τητς γραμματολογίας και -της ποίησης στο πρώτο μισό του αιώνα μας

έργο του «£>«5 ?ΕΛ^ηίδ ,ιιηάΛβ ΟΐοΗΗιη£» (1905), τυου αναφέραμε σε

προηγούμενο κεφάλαιο,, ο ΏίΙΛβχ θεωρούσε τα πνευματικά ιπροϊο-

ντα ως «έκφραση» ψιλικών ίομών, στις οποίες εκδηλωνόταν κατ’

Page 99: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΚΜΗΣΗ

αυτόν ,η θεμελιακή πραγματικότητα της «ζωής». (Γι’ αυτό *«ι η

έκφραση «βίωμα» προσέλαζε μια κεντρική γ«’ αυτόν (πρωσία. ΙΓ-α

**υ|Μ *»«ί ■φβ&φβΜ', Μ/κά- 5β» ιΡίΙΛ«ν> ^ **<> **&**>-Μ»η»ι — Μ» ||Μ ^0 Ί*®» -.της ^ενταί^θηβης» ιίΕϊηβΰιΙοηβ)·

'Για τρ «μαθητή» του >Ε)11ΐΙ»βγ $5. δΙώββΓ («ΟϊΐιικΙβββΗίΓβ (1&γ ΡοβίίΗ», ί1&<46|) η «θεμελιακή κατάσταση» ί(Λβηιηΰ1»βιι<Μϊ<ϊΜίβΐί») της λι^ικής ηοίφφί> ·*ν& «*® Λ» 5 » » < φ » ι ντ)*#*** ·γένη, ;ήτ«ν <^«6ώς ίϊ] δώβεση» ><«®ίίϊ»ϊθϊΗΐβ» )* -για * ρ δΟίββτ ο -λυρικός-ποιητής ·δημ«βΜΡΚ*» «ρήΐ**^ τομ,κίΗνού του -*-^«υ αναγνώστη: «Ολοκληρωτικά όμως ε θ ίζ ε ι ένα λνρ.ικό κομ^,άτι μόνο στη σιγή |«ας

μοναχικής ζωής». *

Σίτο $μ> <«ρ |Μ βκδ.ντρ»«)» .ρεύμα, που πηγάζει απο τον Οί1ΰιβγ, πλέει .*«ι Ρ \νο1%ϋη§ Κ&γ5βΓ .(:1948), όταν -διακρίνει «το «λυρικό» τρεις βασικές «στάσεις» ( Είαΐ ϋϊΐββη»):3 τη λυρική αναφορά, όπου «το [λυρικό] εγώ βρίακεται απέναντ ι ρ ’ .-ένα “αντό”, σ’ ένα “υπάρχον”, το συλλαμβάνει ^.ι 50; τρν»μά-ζ?ί)>· «λυρική -προσφώνηση», όπου «η ψυχική .και ;η ,» ικ»ιμ«Μκή .σφαίρα δε στέκονται αντιμέτωπες χωρι­στά, αλλά επιδρούν η μια πάνω στην άλλη, αναπτύσσονται στησυνάντησή τομς, η αντικειμενικότητα γίνεται «εσύ»· και την «ασμα-

τική ομιλία», πον χαρακτηρίζει ακριβώς -την «κυρίως λυρική στάση»,

όϋβμ ·9ρ Ού$&# εγώ *λι «> αντικείμενο («σ^ντήκονται -εντελώς και τα

•δύο»· =βδώ <ί*) /λΜρ,ικη εκδήλωση είναι η «πλη αυτοεκφραση της

εν*ρ]*ο»ισμένιης εσωτερικότητας (<Ϊ3Γ , ββϊίΐΏΐοϊθη ΐΙηηβϊΙκΜφΜ:) η εσωτερικής εναρμόνισης (οίΙβΓ ΗϊηβΓβη <3β3ΐίιηπιίΰΐθϊ£)».

(Είναι φηβφό ,ρ$ι «ι ίί«ρατι«ινω «λυρικές ίττάσεκ» ,*.ίναι οντολογικές

φΗ& ζζϊί, * * ·**ι*Κ»««ΐί 1*ε το συγκείμενο ποιητικό εργο του

λυρικού γένους, ?<ιράγμα που αναγνωρίζει ,και ο ίδιος ο εφευρέτης τους,

όταν διαπιστώνει λ·χ· στ» («Επινίκια» του Πινδάρου αναμεμιγμένες

κ«ι τις τρεις αυτές «στάσεις»· Το ίδιρ ισχύει και για μια μεγαλύτερη

σειρά χαρακτ,ηριστικών του «Λυρικού», που ο ϊΚφΚδβτ τις ονομάζει

«εσωτερικές μορφές» (ίρηθίίβ Γοοηβη;), όπως ο αίνος, ο θρήνος, η

παράκληση, η ευχή, το απόφθεγμά, ο «ξορκισμός κ·π.ά· Η από τον

Κβγ5βΓ ανομολόγητη καταγωγή των «εσωτερικών μορφών» του απο

τις ανθρωπολογικές «γλωσσικές χειρονομίας» του }0ΐ1β5 προδιδεται

Page 100: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

108 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ήδη από τη χρήση της ίδιας ακριβώς με αυτόν ορολογίας (8ρταο1ΐ£β-

β&κίβη).

Με τις ίδιες θεωρητικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις (Ηαδδβιΐ,

Οί1ϋΐ6γ) αντιμετωπίζει και η Κβ*θ ΗαιηΒιιτ βΓ («Οίβ 1/>£& άβτ

Βίο1ιΙιι移, 1957) το —λυρικό- ποίημα, που είναι γι’ αυτήν «απόλυτα

ταυτόσημο με τη γλωσσική του μορφή»/ για να σύρει την άποψη για

την απόλυτη «υποκειμενικότητα» της λυρικής ποίησης, την οποία,

όπως είδαμε, βγάζει έξω από τη «μίμηση», ώς τις ακρότατες συνέ­

πειες της Για τη ΗαιηΙ)ΐΐΓ§θΓ η μόνη πραγματικότητα στο λυρικό

πο ημα είναι το υποκείμενο, το «λυρικό Εγώ» —κΓ αυτό ανεξάρτητα

από την πραγματική ταυτότητα ή ετερότητα του «εγώ» του ποιήμα­

τος με το πρόσωπο του ποιητή: «Η λυρική εκφώνηση (Αιΐδδα β) δε

θέλει να έχει καμιά λειτουργία σε μιαν αντικειμενική ή πραγματική

συνάφεια».5 Ούτε καν το «βίωμα» του λυρικόυ υποκειμένου είναι

ανάγκη να είναι πραγματικό: «Το βίωμα μπορεί να είναι “φαντα­

στικό” με την έννοια “εφευρημένο” , αλλά το υποκείμενο του βιώμα­

τος και συνακόλουθα το υποκείμενο της εκφώνησης, το λυρικό Εγώ,

μπορεί να υπάρχει μόνο ως πραγματικό, ποτέ ως φανταστικό».6

Η «φαινομενολογική» (η «λογική», όπως λέει η Κ Η ο ιϊιΒιιγ£€γ)

ανάλυση της λυρικής ποίησης οδηγεί και αυτή τη μελετήτρια, ανα­

γκαστικά, έξω από την ιστορία Ετσι, σε απόλυτη συνέπεια με τις

θεωρητικές της καταβολές αποκλείει από το λυρικό γένος την «μπα­

λάντα» λόγω του αφηγηματικού-μιμητικού και συνεπόμενα «αντικει­

μενικού» χαρακτήρα της..

Η αν ιστορικότητα των παραπάνω, στατικών-φαινομενολογικών,

θεωριών κάνει φανερό προς τα πού πρέπει να στροαφεΐ: η ερμηνεία της

φύσης της -.λυρικής ποίησης: Η λυρική ποίηση: είνα^ πολύ περισσότερο

από τη «λογοτεχνία», στο σύνολό της, η ίδια η ■ ιστορία, της —η

θεωρητική της «δικαίωση» είναι, και πάλι, ένα αρκετά νεότερο

φαινόμενο- γέννημα της ελληνικής κλασικής εποχής. Η πρωτόγονη

-λυρική- ποίηση, απο την όποια . δε σώζονται γραπτά μνημεία,

βρισκόταν αξεδιαλυτα δεμένη με το τελετουργικό μαγικών και θρη­

σκευτικών «δρωμένων» και συμπεριλαμβανε, κατά πάσαν πιθανότητα,

νεκρικούς θρήνους, εργατικά, πολεμικά, μαγικά-λατρευτικά και θρη­

Page 101: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΗΟΙΗΣΗ 109

σκευτικά τραγούδια (άσματα)* «Η εξέλιξη φαίνεται ν’ ακολούθησε την

ίδια πορεία στις διάφορες, κουλτούρες»,7 . . ·

Ήδη στ’ αρχαιότερα, τα αιγυπτιακά, ποιητικά. μνημεία, στα

«Κείμενα των Πυραμίδων» (γύρω στα 2.600 π.Χ ,), διακρίνονται,

εμβρυακά διαμορφωμένα, τα πρώτα είδη της λυρικής ποίησης (ελε­

γεία, ωδή, ύμνος), ενώ επιγραφικά τεκμήρια από την ίδια περίπου

εποχή και την ί$ια κουλτούρα διασώζουν, τα κείμενα άλλων, εξίσου

σημαντικών λυρικών ειδών, όπως τα τραγούδια της δουλειάς, των

βοσκών, των ψαράδων και των αρχόντων. Και ήδη σ’ αυτά τα πρώτα

κείμενα βρίσκονται .μερικά από τα. τεχνικά και τα εκφραστικά μέσα

(παρήχηση, παρονομασία, παραλληλισμός, ειρωνεία και λογοπαί­

γνιο), που θ’ αποτελέσουν και τα συστατικά στοιχεία, της παγκόσμιας,

αρχαίας και νεότερης, ποίησης,· της λυρικής ποίησης ιδιαίτερα. Και

στην αρχαία Κίνα, V] λυρική ποίηση είναι η πρώτη και ταυτόχρονα η

εγκυρότερη και δημοφιλέστερη μορφή ποίησης* σ’ αυτήν («Βιβλίο των

τραγουδιών», 1500-500 π,Χ .) επικρατούν οι λαϊκοί τρόποι με διδα­

κτικό περιεχόμενο. , ·

Η αρχαία εβραϊκή ποίηση (10ος-2ος αι. π.Χ .) περιλάμβανε, στην

πραγματικότητα, περισσότερα .είδη απ’ όσα υποδηλώνει η μεταγενέ­

στερη συγκέντρωσή τους στο «Ψαλτήριο»; Εκτός από το θρησκευτικό-

λατρευτ.ικό είδος («ψαλμός»), μπορούν να διακριθούν: ο ύμνος, ο

θρήνος, το ευχαριστήριο άσμα, το ιστορικό άσμα για ένα βασιλιά και

τραγούδια με διάφορα, λατρευτικά και κοινώνικά^-ατομικά θέματα.

Κοντά στα αιγυπτιακά της,,δάνεια, (ρυθμός, παραλληλισμός) η

.εβραϊκή λυριχή ποίηση ανάπτυξε, μιαν αξιοσημείωτη ποικιλία μέτρων

. και ιδιαίτερους τρόπους εκφώνησης: συνδυασμού άσματος και απαγγε­

λίας («ψαλμωδία»), ατομικής και χορωδιακής εκτέλεσης («αντιφώ­

νηση»). Επιπλέον, στην . εβραϊκή ποίηση, πιστοποιείται, για . πρώτη

φορά ιστορικά, η συνοδεία, της ποίησης από μουσικά, όργανα (άρπα,

ν σάλπιγγα, κύμβαλα).

Και της αρχαίας ελληνικής ποίησης οι μακρινές ρίζες , ήταν

·, λαϊκές: η λατρεία και η εργασία* λείψανά της, διασώζονται ήδη στο

,ομηρικό έπος (θρήνος της Ελένης,.θρήνος του Αχιλλέα για το θάνατο

του Πατρόκλου, θρήνος στον τάφο του Έκτορα) και το αρχαιοτατο

Page 102: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ιιο Π'ΑΜΜΑΤΟΑΟΪίΑ

διαμορφωμένο- είδβ« τ^ί εκΐίρ&ηοκεΐχβα αΛό-ΐους' λεγόμενΛχ; «Ομηρι­κούς Ύρναύζ» (βϋς βος αι. Λ.Χ.). Η1 (ψΐα'ίχή λίψική πϊ>ίφγ{ <η’Φ· έΜΗψϋώ ιώϊμ&»(Τ<>ς-βο4 <*%·. η ;^ή 'ι^^^Μ ··^χ ν ·τύρ ίφ ί·Λ ^Ι) <ο·

βϋφέ- β«η&(«%' 'ΛβΒί·ί -ν)ρΜοβώ«·' κβο -«λ

διαδέχτηκαν, και ■ τρέφεΐόίί αηό το — νΟτηφοΓ 'ίϊλΐίοά — αγώνα1 των' δήμβκ^τίΐίών εναντίον των τελευταίων: είναι σϊ' μεγάλα §«%ιό πόί- η^Λ ^οιήτμ*>^ι& ;ϊ§ό0*<. «καρνώια** ·«*-τ"ο Σβλ^»^,. το* Α ^ - λο ΟΓ' ΧΜ'- *&*' Α&Μ(& Ήρ* ί&«· ββχή' <τα*ΐΓέλένΐαΐ μΜ' ιφή*^, βϊραντίίίή' δϊ«ψβρο«ή^τ»}: ανάμεσα αία ομ«®Β«6 άσμα (^«^«τή π&ί- ψ ψ )ί >&ρίύκ & &β(*χή Μλεχνο, καί’<ττο αΐόμίχέ'άσμα, <τΤα»ολοφ ιω *^',δ4άλ«^ ·τ«»ε4ίτέλό»ΛταΜ'α'*ό' έ“να μό\#> κΛελ&Γϊή· καίταδύβ- οκμτ# εί% "Ηφαφ. η&ΐψτ ,· <*Μ6&Μ*Κ»ν Ο0#:· &«* μα&ΐκά άργαν®* β& ίφφ λ ύ ^ - αΚΜ'ΐώφΚ' κίβφί' ή' φ$|!ργγ«·' *;άί ( μελική ι«Λψψ)ί

&ψ> αφ ή Ί^ίί φ ^ ϊί'· % <£&$&» ε%Χ.ψι%ί(: ταφ ή ; ι«6φ*(· <*&* λΛ οβ# &»' Οίίώτ»»· μέ'ΐ κύρΙ«#< είβφφΧδτΐές' <«)$; -ίδΡ· Ί*ψά*ί&ηι ■ λ#*· ι#βΐφ<ά#α βαφιβήν* α«Ηίή' μκά&Μβ *** · Ιίί*83φ&' κο«=το Βώί#μ- >ϊί«ί,. '

Σ*ο σύνολ#· ΐί^ Τ}·; αρχαία- λόρίκή· πδ φτητ δέακ ίνί'ίαί· αΛο τί;·μ«γά%! Λ*»**)*** τϊμλ' ε?«μέ^«ί· ««·?>««&' «**&»·' καί μβρφ$»; λ » ««ΐί#»***}• ^ ϊ^ 6^ ίζέι^ ά ^ ''ϊ& ,,<*?’ ο ί & # ^ 0*μ«*ί*£φίϋφ*

του ϋήμώβ'ίΟϋοϋα 'τΟΟ' ι&ω ίκού'β'ίουί ύμνβς, ωδή, - παιάνας δώΰρ&μ&ς, εγκώμιο,- προ»ωδί φήνδς,' σκόλιο, ομενοίιοί;,- πδφθένιο, γνωρΚίίή,. σκωτϊτϊκή· «οίηση, ελεγεία* μύθός; εΑίγραμμα-κ.-ά.· τίολΧά'απ' αοτά·#

·■ τ 'Τ’ην' ϊίβ^^Αέ^ηέ^ ·Γ νΐέ ϊί εϊϊρββΐβ»

κώ* ««τ^Ικών είδών;, ι&*ί·τέ£α σ*θν εβ^τίδίϊΛ ' Κλασικισμό -»■■ κβ«' Ν*Οκλ«£4κί«·μά ■-■ α'Λ& τ?)ν' Ανιαγέννγ Γί]' ώςτ&· 18» αιών*:

'Οί«»ς'είδαμε, η α(9«σ·ΐ<«ελϋΐή «Ποδική* δΤγνβόρίζέι τήν έννΜα’ γένοϋί «λ^κή^ίίΐφϊ}»*' α ^ ;τα··είδητη<;' βρ&λουν σ* αϋΗ'ήν μ<«θ&ίη μόν» ό»«* (Λ^βί άζονΐαί- μβ αρ5ίή' τής «ρ^φϊΐίζί» , άΐ^ς «Βφτ)^κ«Εκά;δ ·δίβ^αρ^; Μία-· τ($ώττ(:αβώπ$.ψί· Υϊα τφ>ο&&γ»& Ρ*«Γ τβο- τ|>ίΐ«* αί«6ό- 7«« {Λβύ·'’ γέν«^· μ*; τη βνν^|&!μ#0#»6ώ*··! ο^φ»-»χ. )«^ίί*ίί τί)<ίζ λ^9ίξί. «Μ Ι)^{9βΙι»ν &ί (ϋ ΰ ^ α φ ^ ’·γρφίΗΚ'ββιΛίΦΦιμ* ; 1% ολι· ιο ύ «: «ϋέ^λορΐώ *'*Μφ·&*·*)}

Page 103: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΠΟΙΗΣΗ 111

μια* συστηματ ικότ ερη κατάταξη των ΜπμέββΜΐ* ειδών του πραγματο- ποιή^ηκε μόλις κατά τους πρώτους: μεταχριστίανικούς αιώνες (Προ- κλθ?, 2δς αι. μ .Χ ·: «Χρηστοήθβια»).

Στην παράδοση της ελληνιστικής, στηριζόταν η ρωμαϊκή λυρική ποίηση· μ« τους ρωμαίους ποιητές Κάτουλλο, Τίββυλλο, Προπερτιο, θ€ίδ»«>,, Οράτιο και Μάρτιάλητρίο' κυράως είδη της, η ελεγεία, η ωδή και το- επίγραμμα, θα πετύχβυν την- ά«ρ<* τεχνική-μ»ρφ*κή τους

τελειότητα:Ολόκληρος ο» ευρωπαϊκός Μεσαίωνας χίφακτη^ίζέται; σε συνάρ-

τϊ^ 'μ ^ τ» 'γ ^ ιχ β ΐ6 ^ '7 » ^ τ» « μ » ^ δ^ίΜΓρέ^αϊ^ ^δΐάβΛϊίϊΓϊίίσΕ; μιαν εκκλησιαστική και μια· κοσμική -λυρικής ποίηση-, κοινότους ·χ«ρα»τη- ριστικό είναι εντούτοις ηαδ«άσπαστη:σύξέυ% ,της-λυρι^ ποίησης- με τη» -ενόργανη- μουσική: Κατά- κανόνα1* ο ποιητήν και ΛΝ#έτης (και οβφ ίρε3«ΤΕ Ε0ΐή ς) ·εί*β«*,και: στις:δ6β&τδβς;,■τ»·ίδιο- «ρ&δΜβ»/ ΠΙφέΐΑ λη>« προς- την εκκλησιαστική 7®%η·; στ- λατινική γλώσσα:· (κυρίως: ■ ύμνβς ^ϊδίδάκτική.ποίήίτη)* αναητ% ηκί στ««.όφ»μο Μεσαίωνα-,-ακό> τ© Ιδδ αιών» και; ύστερα, με' αφϊτη$>ία>- τη ν Π ^ η γκ ία και την-· υπόλοιπη Γαλλία; τη ν Ιταλία* τη Γερμανίας ■ τηνΙίτ™ »«« και άλλες

βφΜΜκίΝ&χιίίΚ) > »ρώ τ*? σ τ μ ® β * ί « « ^ Χ ί » ^ ) ^ ύαχχ&Η/α · στιςί κατά* τόπους:, εθνικές γλώσσες,, μια·-· θεματικά- χλι - μορφικά1 τερ& στια'σε:πο*κιλία' κοσμική ποίηση, ά ρ ρ η ^ »δ ίμ έ^ μεετη μουσι»ή.και το τραγρύδί · («οίηση1 των τροβαδούρων,· ποίηση, τω ν1 πϊριπλ&ν»μενων τραγουδιστών^ ερωτιχήποίηση*,:Μίπ»»©83Μ?); της'οπ©ίας;πολλά είδη, όκω ς;το«ω ζο»β, η 8β*0π4, το-σονέτο, το μαδ£ΐγάίΑ’κ α ιη :μ«αλάντα> 0Β ’« » η Ιίί^ η ο ·Λ Ν | ^ ^ ι-ανά τυξη <«*--νεότερων» εθ*«κών ευρωπαϊκών λογοτεχνιών .

Π2φάΒΛ^Κ' «<ί μ? αυτές-τιςιλυ ικές μορφίς, θ’ αναβιώσουν, στονευρωπαϊκό Κλασικισμό, ώς τ»>1β& το«λά% <«^ α ^ κ > κ ο ^ α ^ ΐ *λατινικά του? «πρότυπα» αρχαία λυρικά- είδη; όπως ο ύμνος, η ελεγεία « η η ωδή. Η εφίό βση (15ος αι.):· και η , διάδοση της τυπογραφίας, σβ· συνάρτηση με την εμφάνισην εν&ς πλατύτερου: αν*- γνωστικούκοινου, θα επιφέρει την αποφ ιστικότερη, -την ε*»»α9τ«- τΐκότερη θα λέγαμε, μετκ&λή στητ -λυρική- κυρίως ποέτιση': σ? ολόκληρη τη μακραίωνη ιστορία·· της·,: την αποκοπή" τη$ί οββ4'> τη

Page 104: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

112 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

μουσική, το τραγούδι και το χορό και την αυτονόμηση της «καθαρής»

ποίησης, ως ποιητικού «κειμένου». Την επόμενη άνθησή της, ταυτό­

χρονα όμως και τη μεγαλύτερη ώς τότε, ιδεολογ ική κρίση και «ειδολο­

γική» συρρίκνωση θα γνωρίσει η λυρική ποίηση στην εποχή του

ευρωπαϊκού Ρομαντισμού: Η «ποίηση» θα ταυτιστεί από τους ευρωπαί-

ους, ιδιαίτερα τους άγγλους και τους γερμανούς, ρομαντικούς ποιητές

με, τη «λυρική ποίηση» και αυτή η τελευταία με την έκφραση του

«εγώ» — απόλυτα εννοημένου και αποκομμένου από το κοινωνικό του

περιβάλλον — και αυτή η «έννοια» της λυρικής ποίησης ως «εσωτερι-

κενμένης», υποκειμενικής έκφρασης ατομικών αισθημάτων επικρά­

τησε, ρπως είδαμε, στους συντηρητικούς ποιητές και θεωρητικούς ώς

τις μέρες μας. Ήδη για το \νοΓάδννοΓ*Ιι (Πρόλογος στο «ί.γποα1

Βαίΐ&άδ»; 1800) ή «ποίηση» (και λέγοντας «ποίηση» εννοούσε:

«λυρική ποίηση») ήταν «το αυθόρμητο ξεχείλισμα δυνατών αισθη­

μάτων».8 ,

Η απεγνωσμένη προσπάθεια των ρομαντικών ποιητών να ενσωμα­

τώσουν στην ποίησή τους «μουσικά» στοιχεία — προσπάθεια που θα

επαναληφθεί στο φθίνοντα 19ο αιώνα από τους συμβολιστές διαδόχους

τους - επιβεβαιώνει το οριστικό διαζύγιο, που είχε ήδη πάρει η

—λυρική— ποίηση, τουλάχιστον, η έντεχνη, από τη σιαμαία αδελφή

της, τη μουσική, > , .

Η ιστορία της νεότερης και σύγχρονης λυρικής ποίησης από την

εποχή του, γαλλικού — και ευρωπαϊκού γενικότερα — Συμβολισμού ώς

τις μέρες μας δεν μπορεί ν’ αποδοθεί εδώ ούτε καν συνοπτικότατα*

παρά την αυξανόμενη επικράτηση του μεγάλου, επικούς είδους του

μυθιστορήματος, η θέση του πανάρχαιου αυτού., ποιητικού γένους στο

, λογοτεχνικό στερέωμα, παραμένει κεντρική; Η σύγχρονη λυρική, ποί­

ηση· κατέδειξε την. ικανότητά της όχι μόνο να,, υπερβαίνει τις παραδε-

δομένες τεχνικές (μέτρο,, ομοιοκαταληξία, στροφή), αλλά και ν’

αναβιώνει δημιουργικά παλαιές μορφές και, παγιωμένα είδη (σονέτο,

μπαλάντα) και να δημιουργεί, αδιάλειπτα, νέα.. Προπαντός όμως: Η

ακατάπαυστη εναλλαγή, κατά τα τελευταία εκατό ,χρόνια,, λογοτε­

χνικών συρμών και ρευμάτων, των πολυποίκιλων και αλληλοαναιρού-

μενων —ισμών, αλλά και οι επανειλημμένες, «εφευρέσεις», ιδίως στον

Page 105: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΠΟΙΗΣΗ 113

αιώνα μας, όλο και περισσότερο δυσθεώρητων και δυσδιάκριτων λογο­

τεχνικών θεωριών και μεθόδων, στηρίζονται, σχεδόν αποκλειστικά,

στην ποίηση και μάλιστα στο νεότερο συνώνυμό της: τη λυρική

ποίηση. Οπωσδήποτε, θα συγκρατήσουμε εδώ τα σημαντικότερα,

μορφολογικά κυρίως, σημεία της παραπάνω εξέλιξης, που θα μπορού­

σαν να προωθήσουν τη θεωρητική μας διερεύνηση:

α) Μια «κοπερνικάνεια τροπή» στο χώρο της ευρωπαϊκής λυρικής

ποίησης επέφερε η ποιητική θεωρία και πράξη των γάλλων «παρακμι-

ακών» και συμβολιστών (Κίιηβαικί, Μαΐΐαπηέ, ν&ίβιγ): Η λυρική

ποίηση απογυμνώνεται από το οποιοδήποτέ «περιεχόμενό» της, ακόμα

και από τη —ρομαντική— «έκφραση υποκειμενικών συναισθημάτων»,

και εξισώνεται με την ποιητική λέξη - και μάλιστα με την ηχητική

της υπόσταση. Μια τέτοια συρρίκνωση, που προσπαθεί, απεγνωσμένα,

να αποκαταστήσει την πρωταρχική σύζευξη της ποίησης με τη

μουσική, θ’ αποκορυφωθεί στον αιώνα μας, στα λεκτικά παιχνίδια των

φουτουριστών, των ντανταϊστών και, στο δεύτερο Μεταπόλεμο, των

λεττριστών, στα οποία και η ίδια η λέξη θα διαλυθεί στα συστατικά

της φωνητικά στοιχεία, τους φθόγγους, και τα οπτικά τους υποκατά­

στατα, τα γράμματα του αλφαβήτου («ακουστική ποίηση»).

Αντίστροφα και ανάλογα, η προϊούσα «γραπτότητα», η «τυπογρα­

φικότητα» θα λέγαμε, της ποίησης και της λογοτεχνίας γενικότερα

εκμαίευσε από την ίδια εποχή και με τους ίδιους προδρόμους (Μ&1-

ΙαπιΐΘ: «ϋη οουρ ά& ά05», ΑροΙΙίηαΐΓβ: «Ο α11ί§Γαπΐϊηθδ»), μια πλού­

σια, αν και βραχύβια, ποικιλία «οπτικών ποιημάτων», στα οποία, με

τη βοήθεια της τυπογραφικής τέχνης, η ποιητική λειτουργία της

λέξης, του λόγου σωστότερα, υποτιμάται, μηδενίζεται σχεδόν, για

χάρη μιας οπτικής-τυπογραφικής απόδοσης και υποβολής του ποιητι­

κού «αντικειμένου» («οπτική ποίηση», «συγκεκριμένη ποίηση»).

β) Παρά το διαζύγιο της έντεχνης ποίησης από τη μουσική, η

πανάρχαιη σύζευξη των δύο αυτών αδελφών τεχνών δε θα επιβιώσει

μόνο, και στον αιώνα μας, στο παραδοσιακό δημοτικολαϊκό τραγούδι σ’

όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου, ακόμα και στις πιο εκβιομηχανι-

σμένες ανάμεσά τους (Ιρλανδία, Λατινική και Βόρεια Αμερική). Η

συνύπαρξη στο ίδιο πρόσωπο του ποιητή, του συνθέτη και, πολύ συχνά,

Page 106: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

114 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

του εκτελεστή θα ξαναβρεί στον αιώνα μας την ανανεωμένη δικαίωσή

της, μετά τα σποραδικά της προανακρούσματα με το νέο ΒγθοΙιΙ:,

μερικούς αξιόλογους εκπροσώπους, μοντέρνους τροβαδούρους, ιδιαίτερα

για την ποιητική-λυρική συνέκφραση (Ρορδοη^/ΡΐΌίβδΙδοη^) των

αντιαυταρχικών, όχι μόνο φοιτητικών, κινημάτων στη δεκαετία του

1960 (Ββαίΐβδ, ΒοΒ ϋ^ΐοη, )οαη Βαβζ, Ι,βοηΗΐχΙ ΟοΗβη, \¥ο1£ Βίβι*-

ιηαηη κ.ά.). Μια επιστημονική και όχι κανονιστική γραμματολογία

είναι υποχρεωμένη να συμπεριλάβει και αυτά, αλλά και τ’ αναρίθμητα

εκείνα δείγματα του σύγχρονου μαζικού, λαϊκού ή ψευτολαϊκού, λογο­

τεχνικού ή παραλογοτεχνικού τραγουδιού στην ιστορία και τη θεωρία

της λυρικής ποίησης* η ενδεχόμενη εφαρμογή ποιοτικών-αξ ιολογ ικών

κριτηρίων στον τομέα αυτό θα ήταν ενέργεια εντελώς ανιστόρητη και

θα οδηγούσε, οπωσδήποτε, στον αποκλεισμό από τη γραμματολογική

και ποιητολογική έρευνα όχι μόνο ενός μέρους της παραδοσιακής

δημοτικολαϊκής, αλλά κ’ ενός μεγαλύτερου τμήματός της — νεότερης

ή παλαιότερης, παραδοσιακής ή μοντέρνας - έντεχνης ποίησης.

γ) Η βαθμιαία επικράτηση του «ελεύθερου στίχου» («νβι-δ ΙΛγ©»)

από την εποχή του γαλλικού Συμβολισμού οδήγησε, στον αιώνα μας,

στην προϊούσα διάλυση και, τελικά, στην οριστική, μετά το δεύτερο

Μεγάλο Πόλεμο, εγκατάλειψη των παραδοσιακών μέτρων και των

συνυφασμένών μ’ αυτά μετρικών μορφών (ισόμετρων στίχων, ομοιοκα­

ταληξίας, ισόστιχων/ισομερών στροφών) από την έντεχνη «μοντέρνα»

ποίηση, της οποί ας κύριο «μετρικό» γνώρισμα, είναι ο ανομοιοκατάλη­

κτος «ελεύθερος στίχος» και ο «ελεύθερος ρυθμός». Ωστόσο, τα πατρο­

παράδοτα μέτρα και η ομοιοκαταληξία δεν επιβίωσαν μόνο σ’ ολό­

κληρη την παραδοσιακή ποίηση, στο σύγχρονο λαϊκό τραγούδι και στο

διαφημιστικό σλόγκαν, αλλά και αναβίωσαν, σε μερικές ευρωπαϊκές

λογοτεχνίες, ως σκόπιμα «νεόκοπο» μορφικό-εκφραστικό μέσο σ’ ένα

μέρος της μοντέρνας, έντεχνης, αισθητικά καταξιωμένης λυρικής

ποίησης.

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η εξέταση της λυρικής

ποίησης στο σύνολό της (φύση, χαρακτηριστικά, λειτουργία) αλλά και

στα επιμέρους μορφικά συστατικά της στοιχεία (ήχος, μέτρο, ρυθμός)

και στις.σχέσεις με τις άλλες τέχνες, ιδιαίτερα τη μουσική, δεν

Page 107: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΠΟΙΗΣΗ 115

μπορεί παρά να εδράζεται πάνω σε βάση ιστορική. Στα επόμενα θα

συζητήσουμε μερικά από αυτά τα «χαρακτηριστικά» και τα «συστα­

τικά στοιχεία» της λυρικής ποίησης:

α) Ως πρώτο και εξωτερικότερο χαρακτηριστικό της αναφέρεται το

μικρό μέγεθος. Η αντίληψη αυτή έχει, πιθανότητα, την αφετηρία της

στους ρομαντικούς ποιητές (Ε.Α. Ροβ) και αντικατοπτρίζει, αντικει­

μενικά, την αντιπαράθεση του «μικρού» αυτού γένους στα δύο άλλα,

από την αρχαιότητα καθιερωμένα και αναγνωρισμένα μεγάλα γένη,

το έπος και το δράμα —και σ’ αυτά θα μπορούσε να προστεθεί και το

νεότερο, αστικό «έπος», το μυθιστόρημα. Ωστόσο, το μέγεθος των

επιμέρους ειδών και, πολύ περισσότερο, των επιμέρους ποιημάτων

μέσα στα πλαίσια του ίδιου γένους, της λυρικής ποίησης, παρουσιάζει

μια τεράστια ποικιλία: Πόλλά επιγράμματα λ.χ. που περιλαμβάνο­

νται στην «Ελληνική (ή «Παλατινή») Ανθολογία» αποτελούνται από

δύο μόνο στίχους, τα δίδυμα λυρικά ποιήματα «II Α11θ£γο» και «II

ΡβηδβΓΟδο» (1631) του |ο!ιη Μίΐίοη έχουν 152 και 176 στίχους

αντίστοιχα, ενώ η λυρικότατη «Ελεγεία, γραμμένη σ’ ένα επαρχιακό

κοιμητήριο» («Εΐβ§γ λνπίίβη ίη & Οοαηΐιγ 01ιιΐΓθ1ιγαιτ1», 1751) του

ΤΚοπιαδ Ο γ&υ , το μεγαλύτερο ποίημα του αγγλικού 18ου αιώνα,

αποτελείται από 29 τετράστιχα (= 166 στίχους) — και τα παραδείγ­

ματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν από την παγκόσμια — και

τη νεοελληνική — ποίηση:

θα παραβλέψούμε μερικά ευρύροα επικολυρικά — «περιγραφικά»,

όπως τα χαρακτηρίζει ο Β. Τοιη^βνδία]9 - ποιήματα της ρομαντικής

εποχής (Βγτοη, Ριΐδίάη), που φτάνουν ώς τους 10.000 στίχους, ή το

τεράστιο «φιλοσοφικό έπος» του Ν. Καζαντζάκη «Οδύσσεια» (33.333

στίχοι), αφού με τα σημερινά μας κριτήρια είναι σκοπιμότερο να

καταταχτούν, παρά την έμμετρη μορφή τους, στο νεότερο μεγάλο

γένος της —«επικής»— «αφήγησης», για να σημειώσουμε μόνο, εντε­

λώς ενδεικτικά, το «μέγεθος» μερικών νεότερων, αναντίρρητα λυρι­

κών, έργων— κατά κανόνα σ’ ελεύθερο στίχο: V. Μαβά^ουΒίάΐ, «Σύν­

νεφο με παντελόνια» (1914/1915): περ. 15 σελίδες* Τ. δ. Εΐίοί, «Η

έρημη χώρα» (1929): 433 στίχοι* Ρ. Νβτηάα, «Τα ύψη του Μάτσου-

Πίτσου» (στο: «ΟαηΙο §βηβΓ3ΐ», 1950): περ. 15 σελίδες* Ο. Ελότης,

Page 108: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

116 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

«Το Άξιον Εστί» (1959): περ. 75 σελίδες· Γ. Ρίτσος, «Το τερατώδες

αριστούργημά» (1977): περ. 40 σελίδες.

Από την άλλη πλευρά, στο επικό, αφηγηματικό γένος συμπεριλαμ-

βάνονται πολλά, και έντεχνα και λαϊκά, μικρά πεζά είδη όπως το

ανέκδοτο, το αστείο, η παράδοση και η γερμανική «σύντομη ιστορία»

(«Κιιι*ζ§6δοΗϊοΗίβ»), που μπορούν να είναι μικρότερα σ’ έκταση από

μερικά εκτεταμένα λυρικά ποιήματα.

β) Για την «ειδολογική» οριοθέτηση της λυρικής ποίησης επιχει-

ρείται η αντιπαράθεσή της στις γραμματολογικές κατηγορίες της

πεζογραφίας (πρόζας) και της αφήγησης.10 Και ο κατ’ αντιπαράθεση

αυτός ορισμός του λυρικού γένους δεν είναι εντελώς απαλλαγμένος από

προβλήματα: Καταρχήν, οι δύο αυτές κατηγορίες (πεζογραφία/αφή-

γηση) δεν είναι ταυτόσημες — απλώς επιτέμνονται. Η «αφήγηση»

είναι ευρύτερη έννοια, που καλύπτει και τους αφηγηματικούς τρόπους

σε έμμετρα («ποιητικά») είδη (αρχαίο ηρωικό και νεότερο, ιπποτικό,

θρησκευτικό κ.τ.λ. έπος, μερικά μικρότερα αφηγηματικά ποιητικά

είδη). Έπειτα: Η αντιπαράθεση της λυρικής ποίησης στην πρώτη, την

πεζογραφία, είναι πολύ σαφέστερη -παρά την ύπαρξη της «λυρικής

πρόζας»: η αντιπαράθεση βασίζεται στην ύπαρξη μέτρου (στίχου,

στροφής, ομοιοκαταληξίας) και/ή ρυθμού στην πρώτη, στην έλλειψή

τους στη δεύτερη. Επιπλέον: Στη λυρική ποίηση ανήκουν και μερικά

μικρά «αφηγηματικά» είδη, όπως ο διθύραμβος από τα αρχαία, η

—λαϊκή και η έντεχνη— μπαλάντα απο τα νεότερα (άσχετα από το

γεγονός ότι τα είδη αυτά συμπεριέχουν και «δραματικά» στοιχεία).

Και τέλος: Η αντιπαράθεση της λυρικής ποίησης στην πεζογραφία δεν

είναι ειδολογική και πολύ λιγότερο «οντολογική», αλλ’ απόρροια και

συνάρτηση της ιστορικής λογοτεχνικής εξέλιξης, κυρίως από τις

αρχές του 19ου αιώνα, όπως την επισημάναμε παραπάνω: της βαθμι­

αίας επικράτησης της πρόζας και της παράλληλης «αυτονόμησης»

της λυρικής ποίησης.

γ) Ήχος, μέτρο, ρυθμός. Η σχέση της λυρικής —κυρίως— ποίησης

με τον ήχο, το μέτρο και το ρυθμό βρίσκεται στο κέντρο της νεότερης

ποιητολογίας και αποτελεί το αντικείμενο ενός ιδιαίτερου κλάδου της,

της μετρικής. Τα συστατικά αυτά στοιχεία της λυρικής ποίησης

Page 109: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΠΟΙΗΣΗ 117

θεωρούνται κατά κάποιον τρόπο συνώνυμά της. Το γεγονός αυτό

οφείλεται στην κοινή (προ)ιστορία τους, όπως τη σκιαγραφήσαμε

παραπάνω: στην αρχική αξεδιάλυτη σύμπλεξή τους, μαζί με τη

μουσική και το χορό, στην πρωτογενή μορφή της λυρικής ποίησης: το

τραγούδι* στη νεότερη και σύγχρονη μορφή τους αποτελούν απλά

«υπολείμματα», γραπτά «απολιθώματα» της αρχικής αυτής σύζευξης

και η «αισθητικοποίησή» τους είναι απόρροια και συνάρτηση της

βαθμιαίας και μακρόχρονης αισθητικοποίησης της ποίησης και γενικό­

τερα της τέχνης.

Οι μακρινές ρίζες του ρυθμού στην ποίηση και στις συγγενικές μ’

αυτήν τέχνες (μουσική, χορός) είναι β ιολογ ικές-ανθρωπολογ ικές

(σφυγμός, χτύποι της καρδιάς, ζωή και θάνατος, βάδισμα) και φυσι-

κές-κοσμολογικές (κυματισμός, ημέρα και νύχτα, άμπωτη και πλημ­

μυρίδα, καλοκαίρι και χειμώνας)* η φύση και η γένεση του ποιητικού

ρυθμού μπορεί όμως να ερμηνευτεί και με κριτήρια καθαρά ενδογλωσ-

σικά (τονισμένες/άτονες συλλαβές, μουσικός τόνος: υψηλός/χαμηλός,

μακρά/βραχέα φωνήεντα, συλλαβές, όρια ανάμεσα σε φθόγγους,

λέξεις, προτάσεις κ.ά.). Η παραλαβή του σε ορισμένες πρωτογενείς

μορφές της λυρικής ποίησης (εργατικό τραγούδι, εμβατήριο, νανούρι­

σμα, τραγούδι του χορού) ήταν ταυτόχρονα και το πρώτο βήμα για τη

«λογοτεχνοποίηση» κ’ «αισθητικοποίησή» του. Παρόμοια, ορισμένα

στοιχεία ηχητικών-υφολογικών τεχνασμάτων στη — λυρική κυρίως —

ποίηση (επανάληψη, παραλληλισμός, παρήχηση, ονοματοποιία), έ­

χουν τη μακρινή καταγωγή τους σε μερικές προλογοτεχν ικές μορφές

και μαγικά ή λατρευτικά δρώμενα (μαγική επωδή, ξόρκι, λατρευτικό

τραγούδι).

Η ιστορική αυτή προτεραιότητα του ρυθμού απέναντι στο μέτρο

μπορεί πιθανότατα να καθορίσει και τη λειτουργική τους σχέση μέσα

στο ίδιο -λυρικό- ποιητικό έργο - σχέση αντίστροφη απ’ ό,τι αφήνει

να εννοηθεί ένας «συγχρονικός» στατικός-περιγραφικός ορισμός τους:

Το μέτρο ορίζεται, γενικά, ως το αφηρημένο, αλλά σταθερό σχήμα

της διαδοχής και της επανάληψης μακρών και βραχέων ή τονισμένων

και άτονων συλλαβών, ενώ ο ρυθμός ως η συγκεκριμένη ατομική

«εφαρμογή» ή «πραγματοποίηση» του αφηρημένου μετρικού σχήματος

Page 110: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

118 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

σ’ ένα ορισμένο ποίημα. Συνεπόμενα, η αισθητική πραγμάτωση της

ηχητικής ύπαρξης του ποιήματος προκύπτει από την ένταση (δίτβδδ)

ανάμεσα στο «μέτρο» και το «ρυθμό», είναι απόρροια της αλληλεπί­

δρασής τους («ίη(6ΐρ1αγ»).. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο το ιστο-

ρικά-εξελικτικά αλλά και το λειτουργικά-ποιητικά «πρότερον» είναι ο

ρυθμός* το μέτρο είναι «αποτέλεσμα» της ποιητικής «σύμβασης» και

παράδοσης. Ενισχυτικό της άποψης αυτής τεκμήριο είναι η ύπαρξη

ρυθμού, με ταυτόχρονη απουσία του μέτρου, όχι μόνο σ’ ένα μεγάλο

μέρος της νεότερης και σύγχρονης ποίησης, στο λεγόμενο «ελεύθερο

στίχο», αλλά και σ’ ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής και ρητορι­

κής πρόζας, αν όχι και της καθημερινής ομιλίας.

Όπως παρατηρούν οι Μοίίηο και ^ Οατάθδ-Τ&ΐϊΐίηβ («Ιηίπχΐιιο-

Ηοη α Γ αηα1γδβ άβ Ια ροβδίβ», 1982* 21987, σ. 32-58), οι νεότερες

«ανθρωπολογικές» έρευνες κατέδειξαν ότι η αίσθηση του ρυθμού υπάρ­

χει στο παιδί πριν από την εκμάθηση της γλώσσας - και είναι ο

ρυθμός, όχι το μέτρο, που προσεγγίζει την ποίηση στις άλλες «τέχνες

του χρόνου» (Ο. Ε. Ι.6δδίη§), τη μουσική και το χορό.

Το κοινό γνώρισμα του ρυθμού και του μέτρου είναι η επανάληψη

χρονικών «τμημάτων» (δβ§ιηβη1δ), που τα στοιχεία τους είναι σημα­

δεμένα με διακριτικά «σημεία» (τόνος, ύψος, μήκος), σε μιαν ορισμένη

ενότητα (στίχος, πρόταση, φράση).

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο ρυθμός και το μέτρο είναι στοι­

χεία «προσωδιακά», που δεν «πραγματοποιούνται», κανονικά, κατά τη

«βουβή» ανάγνωση του ποιήματος. Είναι για το λόγο αυτό κατανοητό,

γιατί και η θεωρητική μελέτη της αχουστιχής «πραγματοποίησης»

(ρβιίοπη&ηοβ) του ποιήματος μέσω της «απαγγελίας» (άβοίαιη&ϋοη)

προέρχεται ακριβώς από το χώρο του ρωσικού φορμαλισμού (5£Γ£&/

Ββηι&β/η, «Αισθητικές προϋποθέσεις μιας θεωρίας της απαγγελίας»,

1927)11' και από μια χώρα, στην οποία η παράδοση της δημόσιας

«απαγγελίας» ήταν και είναι ακόμα ζωντανή (Ε. Ενίιι^βηΐίο) —

παράδοση, η οποία καλλιεργήθηκε, σποραδικά, και στην Ελλάδα στο

19ο και τον 20ό αιώνα (Α. Παράσχος, Α. Σικελιανός, Γ. Ρίτσος).

Τις σχέσεις της -λυρικής- ποίησης με τη μουσική (και τις άλλες

τέχνες) εν γένει θα εξετάσουμε σ’ ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο. Ειδικότερα

Page 111: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΠΟΙΗΣΗ 119

για τη σχέση του ποιητικού ρυθμού, του μέτρου και του ήχου με τη

μουσική θα σημειώσουμε μόνο εδώ ότι η αρχική σύζευξη των πρώτων

με την τελευταία στην ενότητα του —λυρικού— τραγουδιού δεν αρκεί

για την ερμηνεία και την κατανόηση της —νέας- λειτουργίας τους

στην «καθαρή» λυρική ποίηση* αυτό που αποτελεί το νέο, ιδιάζον,

καθαρά ποιητικό χαρακτηριστικό τους είναι ακριβώς η -ιστορική—

αποσύνθεση τους από την πρώην σιαμαία αδελφή τους. Σωστά έχει

παρατηρηθεί ότι ο λόγος για τη «μουσικότητα» στην ποίηση είναι

λόγος κενός* όλες οι ιδιαίτερες σχέσεις της ποίησης με τη μουσική που

ευαγγελίζονταν οι ευρωπαίοι ρομαντικοί (και οι συμβολιστές «διάδο­

χοί» τους) αποκαλύπτονται εκφράσεις μεταφορικές.12 Στην πραγματι­

κότητα, οι ήχοι της μουσικής («τόνοι») λειτουργούν αυτόνομα* οι ήχοι

της ποίησης («φθόγγοι») δεν υπάρχουν έξω από τις λέξεις και οι

λέξεις χωρίς το νόημα — και η πραγματικότητα αυτή επιβεβαιώνεται

από τη σύγχρονη γραμματολογική πράξη: τη μετρική ανάλυση του

στίχου και του ποιήματος.

Η ιστορική εξέταση και των παραπάνω, καθαρά μορφικών-τεχνι-

κών στοιχείων της λυρικής ποίησης επιβεβαιώνει, πολύ περισσότερο

από κάθε άλλη γραμματολογική μελέτη, και την ιστορικότητα της

ίδιας της ποίησης, της λογοτεχνίας εν γένει: Έτσι λ.χ. η στατική

περιγραφή του «κλασικού» στίχου της γαλλικής ποίησης, του «αλε­

ξανδρινού» (ιαμβικού 12σύλλαβου ή 13σύλλαβου με σταθερή τομή

μετά την 6η συλλαβή),* στο γραμματολογικό λεξικό, από το οποίο

άντλησα τον παραπάνω «σχολικό» ορισμό της λυρικής ποίησης, παρα­

τρέχει και παραγνωρίζει τις μεταβολές που έγιναν, ακριβώς στην

«υποχρεωτική» για το λεξικογράφο αυτό τομή, στην κλασική γαλλική

ποίηση του 17ου αιώνα, αλλά και τις αλλαγές που γνώρισε ο στίχος

αυτός έξω από τη χώρα της προέλευσής του, ώς τα τέλη του 19ου

αιώνα ακόμα (Πορτογαλία: Ευ§βηίο (1β ΟαδίΓΟ, 1890) - τις μεταμορ­

φώσεις που είχε υποστεί ο γαλλικός «αλεξανδρινός» στίχος κατά την

παραλαβή του στην πολωνική και την ιταλική ποίηση είχε επισημάνει

ήδη πριν από τον πόλεμο (1925/1927) ο ρώσος «φορμαλιστής» Β.

Τοιηαδβνδίφ.13

Το ίδιο ισχύει και για τα ηχητικά-τεχνικά μέσα της. λυρικής

Page 112: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

120 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ποίησης, όπως η ομοιοκαταληξία* «Οι κανόνες της ομοιοκαταληξίας

είναι, όπως όλες οι ποιητικές νόρμες, εξαρτημένοι από το χρόνο και

υποτάσσονται στην ιστορική μεταβολή. Αυτό ισχύει π.χ. για τη χρήση

της ταυτόσημης ομοιοκαταληξίας, που θεωρούνταν επί πολύ χρόνο ως

τεχνικό λάθος, ή για την αξιολόγηση της πλούσιας ομοιοκαταληξίας

(γαλλ. «ππΐ6 ιίοΗθ»), που θεωρούνταν ως λάθος στη γερμανική

ποίηση, ενώ, αντίθετα, στη γαλλική ποίηση είναι ανεπίληπτη».14

δ)"ΐI γλώσσα>ήταν για τη νεότερη ποιητική θεωρία η λυδία λίθος,

με τήν~οπσία επιχειρήθηκε ο προσδιορισμός του μεγάλου αυτού λογοτε­

χνικού γένους στον αιώνα μας: «Η ποιητική μπρεί να θεωρηθεί ως ένα

αναπόσπαστο τμήμα της γλωσσολογίας» είναι ο προκλητικός αφορι-

σμός του όψιμου πρωταγωνιστή του προπολεμικού φορμαλισμού και του

μεταπολεμικού στρουκτουραλισμού Κ. Ιί&οβδοη («Οη§ιιίδΗοδ &η<1 Ροβ-

*1οδ», 1960).15

Το βασικότερο θεώρημα της γλωσσολογικής αυτής «ποιητικής», η

αντίληψη για την «ποιητική γλώσσα» ως «απόκλιση» ((ΙβνΜίοη/

Θ03ΐΐ) από την «κοινή» ή «πρακτική» γλώσσα, έχει γίνει ήδη κοινός

τόπος από το ρωσικό φορμαλισμό (1914/1915-1930) και το «Γ^ωσσο-

λογικό Κύκλο της Πράγας» (1927-1948), των οποίων ο Κ. ^οβδοη

υπήρξε ο διασημότερος σύνδεσμος, συνεχιστής και απόστολος - και η

αντίληψη αυτή είχε το μακρινό της πρόγονο στην αρχαία «Γραμμα­

τική» και «Ρητορική» (Κοϊντιλιανός).16

Για τη σήμανση της «διαφοράς» της «ποιητικής» από την «κοινή»

γλώσσα οι ρώσοι φορμαλιστές είχαν χρησιμοποιήσει, εκτός από την

έννοια της «απόκλισης» (οίΗοηβηίβ), που αποτέλεσε και μια κεντρική

έννοια της σύγχρονης «υφολογίας», και τους συγγενείς, όχι όμως και

ταυτόσημους, όρους «αποξένωση» ή «ανοικείωση» (οδίχοηβηίβ) και

«παραμόρφωση» (άβίοπηαο^α).

Και σ’ αυτή την περίπτωση η γραμματολογική-ποιητολογική

θεωρία δεν ήταν παρά η ε ροδίβποπ ανάπτυξη και «κωδικοποίηση»

της ποιητικής πράξης και των θεωρητικών διακηρύξεων των ίδιων των

ποιητών του γαλλικού Συμβολισμού (Μ&ΙΙογπιθ) και Νεοσυμβολισμού

(ν&ΐόιγ) και του ρωσικού Φουτουρισμού από το β' μισό του 19ου ώς τη

β' δεκαετία του αιώνα μας, όπως ομολογούσε ένας από τους πρωτερ­

Page 113: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΠΟΙΗΣΗ 121

γάτες της, ο V. δΜονδΙά) («Η ανάσταση της λέξης »/«νοδ1α·6§6ηί6

δίονπ», 1914).17

Είναι για το λόγο αυτό κατανοητό, γιατί μια τέτοια «γλωσσολο-

γική» θεωρία για την ποίηση, εκ γενετής στατική και κατά κάποιον

τρόπο «ρυθμιστική», αποδείχτηκε εντελώς ακατάλληλη για την

ερμηνεία της ποιητικής γλώσσας και της ίδιας της ποίησης στη

δυναμική-διαχρονική της ύπαρξη — και από την ίδια στατικότητα

πάσχουν και οι αναλυτικές εργασίες σαν αυτή του I. ΟοΗβη («δίχιιο

Ιιιγθ άα 1αη§ιια£6 ροβΗφίβ», 1966), παρόλο που το εμπειρικό της

υλικό είναι αντλημένο από τις λαμπρότερες εποχές της γαλλικής

λογοτεχνίας (Κλασικισμός, Ρομαντισμός, Μοντερνισμός), επειδή

στηρίζεται πάνω στις ίδιες αν ιστορικές θεωρητικές βάσεις.

Ωστόσο, ο συστηματικότερος ορισμός της έννοιας της «απόκλισης»

και των συνωνύμων της προσκρούει στην προβληματικότητα που

παρουσιάζει το δεύτερο σκέλος της αντιπαράθεσης: Για την έννοια

της «κοινής γλώσσας» έχουν χρησιμοποιηθεί και οι όροι «καθημε­

ρινή», «πρακτική», «εννοιακή γλώσσα» και, προπαντός, ο όρος

«γλωσσική νόρμα», ενώ η σχέση «γλωσσική νόρμα»/«ποιητική

γλώσσα» είχε προσεγγιστεί από το I. Τγι^αηον και το Η. |α!ςοΙ)δοη

στην «κλασική» αντιπαράθεση «1αη§υβ»/«ρ&Γθ1β» της σωσσυριανής

γλωσσολογίας.18

Από ποια «κοινή γλώσσα» ή «γλωσσική νόρμα» «αποκλίνει» όμως

η «ποιητική γλώσρ-α»; Όπως έχει ήδη παρατηρηθεί από πολλούς

μελετητές, στην πραγματικότητα μιας εθνογλωσσικής κοινότητας

ίεν υπάρχει μία «κοινή» «γλωσσική νόρμα», αλλά μόνο «αποκλί­

σεις»: διάλεκτοι, ιδιόλεκτοι, }&Γ£οηδ ή δ1αη§δ, επιστημονική, εκκλη­

σιαστική, δικανική γλώσσα κ.τ.λ. Η έννοια της «κοινής γλώσσας»

και, προπαντός, η σωσσυριανή έννοια της «γλώσσας» (Ιαη ιιβ) δεν

είναι, αντίθετα απ’ ό,τι πίστευαν οι θεωρητικοί της, παρά θεωρητι­

κές αφαιρέσεις από τις συγκεκριμένες «ομιλίες» (ρατοΐβδ), τις πραγ­

ματικές «εκφωνήσεις» (έηοηοίαύοη$) και τα «εκφωνήματα» (βηοη-

οβδ) της όποιος, καθημερινής, λογοτεχνικής, επιστημονικής κ.τ.λ.

«γλώσσας» — αφαιρέσεις που «απεικονίζονται» στην παραδοσιακή,

στρουκτουραλιστική ή οποιαδήποτε άλλη στατική-συγχρονική «Γραμ­

Page 114: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

122 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ματική»* χάβε ατομικός γλωσσικός χρήστης, όχι μόνο ο ποιητής,

«αποκλίνει» απ’ αυτή την αφηρημένη γλωσσική-γραμματική «νόρμα».

Προσφορότερη για την «περιγραφή» της ποιητικής γλώσας ως

γλωσσικής πραγματοποίησης (ρατοΐβ) φαίνεται η έννοια της «επιλο­

γής» (δβίβοϋοη), που επιχειρεί ο ποιητής όχι στο αφηρημένο σχήμα

της «γλώσσας» (1αη§ιΐθ), αλλά στο συγκεκριμένο, προσιτό σ’ αυτόν

γλωσσικό υλικό της κοινότητας και της παράδοσής του για την

«κατασκευή» του έργου του* η έννοια της «επιλογής», που έχει επίσης

χρησιμοποιηθεί στη σύγχρονη «υφολογία», μπορεί να δηλώσει ευστο­

χότερα την ποιητική δημιουργικότητα και εφευρετικότητα μέσω της

γλώσσας.

Για να επαναλάβω τον Η. διιΗ&ιηγ («Ια ροβΗςμιβ», 1986*

21991),19 η γλωσσολογία, απαραίτητη στο θεωρητικό της ποίησης όσο

και η γλώσσα στον ποιητή, είναι εντελώς ανεπαρκής ν’ αποκαλύψει

το μυστικό της ποιητικής εφευρετικότητας (ίηνβηΗοη) ή να δώσει

λογαριασμό γι’ αυτό που ο ΜβδοΗοηίο ονομάζει «ποιητική πρόθεση»

(ίηίθηίΐοη ροβΗηιιβ).

Αυτό που διαφοροποιεί, πραγματικά, την ποιητική γλώσσα από

οποιαδήποτε «ειδική» γλώσσα είναι η «ποιητική λειτουργία» (ροβΐίο

ίυηοϋοη), μια από τις «έξη βασικές λειτουργίες της γλωσσικής

επικοινωνίας», που διέκρινε ο Κ. }&]ίθΙ)δοη («Ιίη^ιιίδϋοδ ζηά Ροθϋοδ»,

1960),20 διευρύνοντας το τριαδικό σχήμα του Κ. ΒϋΗΙβΓ («δρΓαοΚΛβο-

ιΪ6», 1934), ή, σύμφωνα με την ευστοχότερη έκφραση του ΜιιΙίΗ-

ιΡονδΙ («Η ποιητική ονομασία και η αισθητική λειτουργία της

γλώσσας», 1938), η «αισθητική λειτουργία» της - και όχι η γλώσσα

«αυτή καθ’εαυτήν», όπως διασάλπιζαν οι συμβολιστές και οι φουτουρι-

στές από το Μ&Η&πηβ («το ποίημα δε γίνεται με ιδέες αλλά με

λέξεις») ώς τον ΚπιοβηγοΗ και το Οΐιΐθβη&ον («Η λέξη αυτή καθ’

εαυτήν»: «δίονο Ιαά ϊ&ΙίονοΘ», 1913).21 Ακριβώς η νεότερη ποίηση

κατέδειξε ότι χάβε λέξη, καθημερινή, τεχνική, επιστημονική, ακόμα

και η πιό «χυδαία» ή «αντιποιητική», μπορεί να μπει στο ποίημα και

να λειτουργήσει μέσα του «ποιητικά», δηλαδή αισθητικά.

Για τη διευκρίνιση της «αισθητικής λειτουργίας» της ποιητικής

γλώσσας και του ποιητικού έργου είναι αναπόφευκτη, όπως υποδείκνυε

Page 115: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΠΟΙΗΣΗ 123

ήδη στα 1921/1923 ο «φορμαλιστής» V. 2ίπηυηδ1α| («Ζητήματα

ποιητικής»/«Ζαάαδί Ροβϋΐά»),22 η προσφυγή στη φιλοσοφική Αισθη­

τική. Αυτήν ακριβώς την υπέρβαση της φορμαλιστικής Ποιητικής και

τη διαλεκτική συγχώνευσή της, πάνω σε ιστορική βάση, στη φιλοσο­

φική Αισθητική επρόκειτο να πραγματοποιήσει, δεκαεφτά χρόνια

αργότερα, στη σημαντική μελέτη του «Για την ποιητική γλώσσα»

(1940) ο ωριμότερος εκπρόσωπος της «Σχολής της Πράγας»

Μυ1ίαΓονδ1ίγ.23

ε) Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα στη θεωρία της λυρικής

ποίησης είναι αυτό που αναφέρεται στο ουσιαστικότερο, κατά τους

σύγχρονους θεωρητικούς, συστατικό γνώρισμά της: στην «υποχειμενι-

χότητά» της και τη συγκεκριμένη, γραμματική έκφρασή της, το

«λυριχό εγώ)). Πραγματικά, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο,

ήδη ο Ηβ§β1 είχε ταυτίσει στην «Αισθητικής του το δεύτερο μεγάλο

ποιητικό γένος, τη λυρική ποίηση, με το «υποκειμενικό» («στο Λυρικό

είναι το υποκείμενο που εκφράζεται») και η αντίληψη αυτή θα

γενικευτεί και θα επικρατήσει με τους ευρωπαίους ρομαντικούς, που θα

ορίσουν τη (λυρική) ποίηση ως έκφραση ατομικών-υποκειμενικών

αισθημάτων. Η συγκεκριμένη αυτή καταγωγή του κεντρικού αυτού

ποιητολογικού θεωρήματος κάνει κατάδηλη και τη συγκεκριμένη ιδεο­

λογική λειτουργία του στους νεότερους και σύγχρονους αστούς θεωρη­

τικούς, που αναφέραμε παραπάνω (5ΐαί§6Γ, Η&ΐϊΐΙ>υΓ§6Γ κ.λ.): την

αφιστορίκευση κα συνεπόμενα την απολυτοποίηση σχετικών, δηλαδή

ιστορικά καθορισμένων και περιορισμένων, τεχνικών-ποιητικών μορ­

φών — και ταυτόχρονα των θεωριών που τις συνοδεύουν.

Καταρχήν: Η ιστορική μας επισκόπηση κατέδειξε ότι στη λυρική

ποίηση όλων των λαών συμπεριλαμβάνονταν και συμπεριλαμβάνονται

λυρικά ποητικά είδη και ποιήματα που δεν περιορίζονται, όπως ένα

μεγάλο μέρος της νεότερης και σύγχρονης ποίησης, στην έκφραση

ατομικών-υποκειμενικών αισθημάτων και που στο κέντρο τους δε

βρίσκεται το «λυρικό εγώ» (διθύραμβος, ύμνος, μπαλάντα, επίγραμ­

μα). Αλλά και η μοντέρνα ποίηση γνωρίζει ένα μεγάλο αριθμό

ποιημάτων («ϋίη££θάίο1ιϊ6»), στο κέντρο των οποίων δε βρίσκεται το

υποκείμενο, αλλά το αντικείμενο (Μοπ1<6, Κΐΐΐίβ, γάλλοι ρ&πι&δδί-

Page 116: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

124 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

βηδ). Επιπλέον: Το γραμματικό α' ενικό πρόσωπο, («εγώ») σ’ ορισμέ­

νες μοντέρνες, αναμφισβήτητα λυρικές ποιητικές μορφές, όπως ο

«δραματικός μονόλογος» (ΒΓ0\νηίη§, Καβάφης) δεν ταυτίζεται, κατά­

δηλα, με το πρόσωπο του ποιητή - είναι το «εγώ» του προσώπου-ρόλου

του ποιήματος. Έπειτα: Στην ερωτική ποίηση του όψιμου ευρωπαϊκού

Μεσαίωνα (ποίηση των τροβαδούρων, Μίηηβΐίβά) το «λυρικό εγώ» (α'

ενικό πρόσωπο) αποτελεί καθαρή λογοτεχνική σύμβαση, δεν ταυτίζε­

ται με το πρόσωπο του ποιητή-τροβαδούρου, ακριβώς όπως φανταστικό

είναι και το αντικείμενο της ποίησής του, το πρόσωπο της αγαπημέ­

νης γυναίκας. Πολύ περισσότερο: Μερικοί νεότεροι θεωρητικοί προτεί­

νουν, και για τη μοντέρνα ποίηση, την αποταύτιση του γραμματικού

α' ενικού προσώπου του ποιήματος από το εμπειρικό πρόσωπο του

ποιητή του, ακόμα και στις περιπτώσεις που ο ομιλητής και ο ποιητής

του ποιήματος συμπίπτουν, — αποταύτιση που έτσι κΓ αλλιώς πραγμα­

τοποιείται από τον αναγνώστη του κατά τη -νεότερη- στιγμή της

πρόσληψής του.

Το γραμματικό υποκείμενο (α' ενικό πρόσωπο), το «λυρικό εγώ»

της προαστικής, αρχαίας και μεσαιωνικής, ποίησης σπάνια ταυτίζε­

ται με το πρόσωπο του ποιητή* κατά κανόνα εκπροσωπεί κ’ εκφράζει

το συλλογικό (θρησκευτικό-λατρευτικό ή εθνικό-ταξικό) «εγώ»* έτσι

γίνεται κατανοητό γιατί η Κ. ΗαΐϊίΒιΐΓββΓ στο βιβλίο της που αναφέ­

ραμε παραπάνω («ϋίβ άβΓ ΟίρΗΐιι移, 1957) εξοστρακίζει από

τη λυρική ποίηση μερικά καθαρά λυρικά είδη της αρχαίας εβραϊκής

αλλά και της μεσαιωνικής ευρωπαϊκής ποίησης, όπως ο ψαλμός και η

προσευχή: «Το Εγώ της προσευχής είναι το Εγώ της Κοινότητας».24

Το «Εγώ» της δικής τους Κοινότητας, της αρχαίας ελληνικής -

αριστοκρατικής ή δημοκρατικής - πόλης, εκπροσωπούν κ’ εκφράζουν

και οι αρχαίοι έλληνες λυρικοί, όπως ο Αλκαίος (6ος αι. π.Χ .) και ο

Πίνδαρος (5ος αι. π.Χ .): Οι πολιτικοί αγώνες της εποχής και του

τόπου του, οι διαμάχες των αριστοκρατικών οικογενειών της πατρίδας

του Μυτιλήνης, βρίσκονται στο κέντρο της -^χποσπασματικότατης-

ποίησης του Αλκαίου. Αριστοκράτης ο ίδιος, μιλάει, από την εξορία

του, εν ονόματι της κοινωνικής του τάξης και της —μυστικής—

πολιτικής του ομάδας («εταιρείας»), καί οταν υπόσχεται στο λαό της

Page 117: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΠΟΙΗΣΗ 125

«πόλης» του την απελευθέρωση του από τον τύραννο (Πιττακό) και

όταν καυτηριάζει τον τελευταίο για την προδοσία του — μια ποίηση

καθαρά πολιτική και επικαιρική, πράγμα που εξηγεί και τη μεταγενέ­

στερη αποσιώπησή της.

Επικαιρική ήταν και η ποίηση του Πινδάρου: Στα «Επινίκιά» του

μιλάνε, με το στόμα και το πρόσωπο του ποιητή, οι νικητές στους

ολυμπιακούς και τους άλλους πανελλήνιους αγώνες, η οικογένειά

τους, η πατρίδα τους, μ’ ολόκληρη την τοπική θρησκευτική τους

παράδοση, μ’ άλλα λόγια ολόκληρη η δική τους και δική του ιστορική

κοινότητα.

Τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο «λυρικό εγώ» και την κοινότητα

επισήμανε ο ΤΗβοάοΓ Αάοπιο σ’ ένα αξιοσημείωτο δοκίμιό του («Κβάβ

ϋΙ)6Γ ϋ.γη1ί ιιηά Ο^δβΙΙδοΗ^ίί», 1957): Η κοινωνικότητα της λυρικής

ποίησης δε βρίσκεται και οπωσδήποτε δεν εξαντλείται στην αναζή­

τηση του «λεγόμενου κοινωνικού στίγματος ή της κοινωνικής τοποθέ­

τησης των έργων και μάλιστα των συγγραφέων τους» — πραγματοποι­

είται αισθητικά μέσα στο ίδιο το ποίημα μέσω της γλώσσας. «Γιατί

το περιεχόμενο ενός ποιήματος δεν είναι απλά η έκφραση ατομικών

συγκινήσεων και εμπειριών* αλλά αυτές γίνονται μόνο τότε καλλιτε­

χνικές, όταν, ακριβώς δυνάμει της αισθητικής τους μορφοποίησης,

πετυχαίνουν τη μέθεξή τους στο Γενικό... Αλλ’ αυτή η Γενικότητα

του λυρικού περιεχομένου είναι ουσιαστικά κοινωνική». Ακόμα και το

εξατομικευμένο, απομονωμένο «λυρικό εγώ» της μοντέρνας αστικής

λυρικής ποίησης δεν είναι παρά η διαλεκτική έκφραση της αντιπαρά­

θεσής του στην εμπορευματοποίηση και αλλοτρίωση της καπιταλιστι­

κής του κοινότητας: «Αισθάνεστε τη λυρική ποίηση ως κάτι το

αντιτιθέμενο στην κοινωνία», παρατηρούσε ο Αάοπιο στους ακροατές

του* «Το αίσθημά σας επιμένει ότι έτσι πρέπει να μείνει, ότι η λυρική

έκφραση, λυτρωμένη από την υλική βαρύτητα, πρέπει να εξορκίζει

την εικόνα μιας ζωής ελεύθερης από τον εξαναγκασμό της αυτοσυντή­

ρησης. Αλλ’ αυτό το αίτημα που απευθύνετε στη λυρική ποίηση, το

αίτημα της παρθενικής λέξης, είναι και το ίδιο κοινωνικό. Συνυπονοεί

τη διαμαρτυρία ενάντια σε μια κοινωνική κατάσταση, που καθένας

από σας νιώθει σαν εχθρική, ξένη, ψυχρή, καταπιεστική απέναντι

Page 118: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

126 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

του... Με τη διαμαρτυρία του ενάντιά της το ποίημα εκφράζει το

όνειρο για έναν κόσμο, που θα μπορούσε να είναι διαφορετικός: Η

ιδιοσυγκρασία του λυρικού πνεύματος ενάντια στην εξουσία των πραγ­

μάτων είναι μια μορφή αντίδρασης ενάντια στην πραγμοποίηση (νβΓ-

άίη£ΐίο1ιιιη§) του κόσμου, την κυριαρχία των εμπορευμάτων πάνω

στους ανθρώπους, που εξαπλώθηκε από την αρχή των Νέων Χρόνων,

που, εξελίχτηκε από τη βιομηχανική επανάσταση κ’ ύστερα σε

κυρίαρχη εξουσία της ζωής».25

Τέλος, μέσα από την κρίση της αστικής ατομικότητας, όπως

εκφράζεται και με το «λυρικό εγώ», ο Αάοπιο βλέπει ν’ «ανεβαίνει

προς τα πάνω, στα πιο διαφορετικά σημεία, το συλλογικό υπόστρωμα

της λυρικής ποίησης, στην αρχή σαν απλό φύραμα της ίδιας της

ατομικής έκφρασης, έπειτα όμως ίσως και σαν προϊδέαση μιας κατά­

στασης που πάει θετικά, περ’ από την απλή ατομικότητα» —και σαν

κύριους φορείς αυτής της υπερατομικής λυρικής έκφρασης ξεχωρίζει το

ΙιΟΓΟΕ και τον ΒγθοΙι!:.26

θα ολοκληρώσουμε το κεφάλαιο αυτό με την παράθεση τεσσάρων

από τις εννέα συμπερασματικές θέσεις, με τις οποίες ο Η. \¥. Ι·ικΐΛνί£

συνοψίζει το θέμα «Λυρική ποίηση και κοινωνία» στο βιβλίο του για τη

λυρική ποίηση, που αναφέραμε και χρησιμοποιήσαμε παραπάνω:27

α) Για την ανάλυση της κοινωνικής αναφοράς της λυρικής ποίησης

δεν αρκεί ν’ αποστάξει κανείς κατ’ αφαίρεση από τα κείμενα το

κοινωνικό ως κάτι το απλά περιεχομενικό — λ.χ. ως πολιτική τοποθέ­

τηση κ.τ.λ. Το κοινωνικό στη λυρική ποίηση πραγματοποιείται, πολύ

περισσότερο, εντός και μέσω της εκάστοτέ αισθητικής μορφοποίησης

των κειμένων. «Το κοινωνικό αποφασίζει στα καλλιτεχνικά έργα τί

είδους περιεχόμενο μιλάει μέσα από τις μορφικές τους δομές»

(Αάοπιο). Ένα ξανακύλισμα στο χωρισμό περιεχομένου και μορφής στο

επιμέρους έργο είναι λοιπόν και στο σημείο αυτό ανεπίτρεπτο.

β) Με παραδείγματα, που μπορούν να πολλαπλασιαστούν, καταδεί­

χτηκε ότι η μεταβολή των λογοτεχνικών («μορφικών») συμβάσεων

υπόκειται σε κοινωνική διαμεσολάβηση. Μια κοινωνική ιστορία της

λογοτεχνίας πρέπει, συνακόλουθα, να συμπεριλαμβάνει μια κοινωνική

ιστορία των λογοτεχνικών μορφών και συμβάσεων. Στο σημείο αυτό

Page 119: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΠΟΙΗΣΗ 127

γόνιμη μπορεί ν’ αποδειχτεί μια ερευνητική αρχή, που εννοεί τα

λογοτεχνικά είδη ως μορφώματα λογοτεχνικής-κοινωνικής σύμβασης.

γ) Η συρρίκνωση της έννοιας της λυρικής ποίησης στην κατηγορία

του βιώματος, που είχε επιχειρηθεί από τη γραμματολογία με γνώ­

μονα το ρομαντικό φυσιολατρικό ποίημα, και η απολυτοποίηση του

λυρικού αυτού τύπου ως του λυρικού εν γένει πρέπει να θεωρηθεί ως

κοινωνικό γεγονός, ακριβώς, όπως και η συγκέντρωση της γραμματο­

λογίας σε ζητήματα κοινών ιολογίας της λογοτεχνίας, στις αρχές της

δεκαετίας 1960-1970, με τη βοήθεια της οποίας αίρεται η στένωση

αυτής της έννοιας της λυρικής ποίησης. Και για τις δύο αυτές τάσεις,

είναι εύκολο να καταδειχτούν οι κοινωνικές εξαρτήσεις και επιστημο­

λογικές τους προϋποθέσεις.

δ) Η ευρύτητα του φάσματος της λυρικής ποίησης διαγράφεται ήδη

κατά την αρχή της δυτικής ποιητικής παράδοσης. Με δυο λόγια: Πλάι

στη Σαπφώ, το έργο της οποίας ο Ειηίΐ δίαί£6Γ μ-πορεί, ανενόχλητα,

να ενσωματώνει στη δική του έννοια του λυρικού, υπάρχει, στον ίδιο

χρόνο και στον ίδιο τόπο, ο Αλκαίος.

Page 120: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΦΗΓΗΣΗ

Όπως είδαμε, ρ Οοβώβ (1819) όριζε το Έπος ως την «καθαρά

αφηγηματική» (Ματ βΓΖ&ΜβικΙβ) ανάμεσα στις τρεις μεγάλες «φυσι­

κές μορφές της ποίησης» (ΝαΙυιίοΓΠιβη άβτ Ροβδίβ).

Και ο νεότερος αυτός ορισμός του Έπους ως ποίησης «καθαρά

αφηγηματικής» έχει τις ρίζες και τα πρότυπά του στην ελληνική

κλασική αρχαιότητα: Στο τρίτο βιβλίο της «Πολιτείας» του (393α

κ.ε.) ο Πλάτωνας στήριζε το τριαδικό του σχήμα των ποιητικών

γενών πάνω στη διάκριση ανάμεσα στην καθαρή «διήγηση» (όπου ο

ποιητής μιλάει πάντα ο ίδιος) και στην καθαρή «μίμηση» (όπου ο

ποιητής αφήνει να μιλάνε τα πρόσωπά του). Την καθαρή ^ιήγηση ο

Πλάτωνας την επιφύλασσε σε μερικά αφηγηματικά ποιητικά είδη,

όπως ο διθύραμβος και τα έπη του Ησιόδου, την καθαρή μίμηση στο

δράμα (τραγωδία, κωμωδία), ενώ τα ομηρικά έπη τα κατέτασσε στο

τρίτο, μικτό είδος (διήγηση+μίμηση).

Τη διάκριση αυτή παρέλαβε από τον Πλάτωνα ο Αριστοτέλης και

την ενσωμάτωσε στο δυαδικό ειδολογικό σύστημα της «Ποιητικής» του

(κεφ. 3), με τη διαφορά ότι αυτός κατατάσσει και τον επικό ποιητή

(«άπαγγέλλοντα»), και στις δύο «όψεις» του («ή έτερόν τι γιγνόμενον,

ώσπερ Όμηρος ποιεί, ή τον αυτόν και·μη μεταβάλλοντα»), στους γνήσια

μιμητικούς ποιητές.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η σύγχρονη θεωρία της αφήγησης (αφηγη-

ματολογία) επιστρέφει, και στο σημείο αυτό, στις αρχαιοκλασικές της

πηγές, παρόλο που έχει διανύσει στο μεταξύ ένα μακρότατο και

γονιμότατο δρόμο.

Στη διάρκεια της μακράς αυτής πορείας είχαν εντούτοις συντελε-

στεί στο ίδιο το σώμα της λογοτεχνίας μερικές σημαντικές μεταβολές,

Page 121: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΦΗΓΗΣΗ 129

που επέβαλαν και αυτή τη θεωρητική, γραμματολογική επιστροφή

στις πηγές:

Η γένεση του νεότερου, αστικού, πεζού «έπους», του μυθιστορήμα­

τος, από τη διάλυση του μεσαιωνικού, ιπποτικού-εθνικού έμμετρου

έπους και η βαθμιαία, αλλ’ ακατάσχετη επικράτηση της πρόζας από

το 18ο αιώνα και ύστερα έκανε διάφανο, και στο θεωρητικό επίπεδο,

το κοινό στοιχείο που συνδέει τα δύο μεγάλα αυτά επικά είδη μεταξύ

τους και με τον αρχαίο πρόγονό τους, αλλά και με τους μικρότερους,

αρχαίους και νέους, «επικούς» συγγενείς τους: το στοιχείο της αφήγη­

σης. Με τον τρόπο αυτό, η έννοια αφήγηση υποκατάστησε στη

σύγχρονη γραμματολογική θεωρία τον παραδεδομένο όρο έπος για τη

σήμανση του δεύτερου, πατροπαράδοτου, μεγάλου λογοτεχνικού

γένους, περιορίζοντας, ταυτόχρονα, τη σημασία του στη δήλωση ενός

ορισμένου είδους τόυ, του αρχαίου και νεότερου έμμετρου έπους, παρόλο

που η νέα αυτή ειδολογική οριοθέτηση και η αντίστοιχη ορολογία της

παρουσιάζουν ακόμα μιαν αξιοσημείωτη ανισότητα και ανομοιογένεια

στις διάφορες εθνικές γραμματολογίες: Έτσι λ.χ. ο ελληνικός όρος

«αφήγηση» επικαλύπτεται πλήρως, ως έννοια γένους, από το γερμα­

νικό νεολογισμό «Ερί1ο>· το γερμανικό συνώνυμό του «Ει·ζα1ι1ιι移 έχει

το μειονέκτημα ότι εκτός από τη σήμανση του βασικού χαρακτηριστι­

κού του επικού γένους, της «αφήγησης», χρησιμοποιείται και για τη

δήλωση ενός —μικρού— πεζού είδους του, του διηγήματος. Στα γαλ­

λικά, η ακριβέστερη αντιστοιχία του ελληνικού όρου «αφήγηση»

βρίσκεται στο αφηρημένο ουσιαστικό «ηαιταϋοη», ενώ παράλληλα,

χρησιμοποιείται, στην ίδια σημασία, και το συγκεκριμένο υποκατά­

στατο του «ΓόοΐΙ». Σύμφωνα με τη διπλή αυτή γαλλική ορολογία, θα

προτείναμε την αποδοχή του αφηρημένου ουσιαστικού «αφήγηση»

εκτός από τη δήλωση του λογοτεχνικού γένους και για τη δήλωση της

πράξης του αφηγείσθαι και την καθιέρωση του όρου «αφήγημα» για τη

δήλωση του συγκεκριμένου «εμπειρικού» προϊόντος της, ανεξάρτητα

από την ειδολογική του κατάταξη (μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα

κ.τ.λ.)

Ιδιότυπη παρουσιάζεται, και στο θέμα αυτό, η αγγλική ορολογ ία *

στην οποία ο συγγενέστερος με τον ελληνικό όρο «αφήγηση» (και το

Page 122: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

130 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΊΑ

γερμανικό «Ερί1ο>) όρος θα ήταν η άβολη περίφραση «ΠΕίταϋνΘ

ΒοΗοη», που εξειδικεύεται όμως στη σήμανση της πεζής αφήγησης.

Παράλληλα, χρησιμοποιείται με την ίδια σημασία ο απλός όρος

«βοΐίοη», που σημαίνει «οηγ ίιηα^ΐηβά ογ ΐηνβηίβίΐ η&ιταΐίοη, Ιίίβκι-

ίιΐΓβ οοη5ίδϋη§ ο£ δυοίι ηαιταϋνβ, ιΐδυα11γ ίη ρΐΌδβ»,1 ενώ οι όροι

«Ερίο» και «Ν&ττΣίϋνβ Ροβίιγ» επιφυλάσσονται στη σήμανση του

παραδοσιακού έμμετρου έπους ο πρώτος, κάθε έμμετρης αφήγησης ο

δεύτερος. Η «απαρχαιωμένη» αυτή αγγλική ορολογία θέτει όμως,

σιωπηρά, μερικές ιστορικά αιτιολογημένες οριοθετήσεις και συναρτή­

σεις του όρου «αφήγηση»: Ο όρος «αφήγηση», ως έννοια γένους, είναι

ευρύτερος από τον όρο «πεζογραφία» («πρόζα») και απλά επιτέμνεται

μ’ αυτόν: Ενώ από τη μια μεριά υπάρχει, όπως είδαμε, έστω και

«περιθωριακά», μια «λυρική», «ποιητική» και συνεπόμενα μη αφηγη­

ματική πρόζα, υπάρχουν από την άλλη, εκτός από το μεγάλο αφηγη­

ματικό είδος, το έμμετρο αρχαίο και νεότερο έπος, και το αρχαίο και

μεσαιωνικό έμμετρο ερωτικό και περιπετειώδες μυθιστόρημα, και

μερικά μικρότερα, έμμετρα, «επικά» είδη, όπως η μπαλάντα ή το

έμμετρο χρονικό, που, παρά την έμμετρη «ποιητική» μορ<|ή τους,

μπορούν να γίνουν αντικείμενο της αφηγηματολογικής έρευνας. Το

γεγονός ότι η σύγχρονη αφηγηματολογία έχει συγκεντρώσει το ενδια­

φέρον της στη μελέτη των πεζών επικών μορφών και ιδιαίτερα του

μυθιστορήματος οφείλεται στην επικράτηση της πεζογραφίας και του

μεγαλύτερου νεότερου εκπροσώπου της, που αναφέραμε παραπάνω.

Οι δυσχέρειες που παρουσιάζονται κατά την κατάταξη των επιμέ­

ρους ειδών του μεγάλου «επικού» γένους είναι πολύ μεγαλύτερες απ’

ό,τι στην περίπτωση των δύο άλλων μεγάλων λογοτεχνικών γενών,

της λυρικής ποίησης και του δράματος. Οι λόγοι οφείλονται, καταρ-

χήν, στο γεγονός ότι η έννοια της «αφήγησης» είναι νεότερη,

αφηρημένη και, κατά κάποιον τρόπο, «υπερμορφική» και «υπεριστο-

ρική», αφού, όπως αναφέραμε, διαπερνάει πολλά λογοτεχνικά είδη,

που είχαν την πιο διαφορετική ιστορική και μορφική-ειδολογική παρά­

δοση* το «επικό» γένος είναι και από αυτή την άποψη, όχι μόνο με την

πλατωνική σημασία του όρου («διήγησις»4·«μίμησις»), ένα «μικτό

είδος».

Page 123: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΦΗΓΗΣΗ 131

Η ιδιαιτερότητα αυτή του «επικού» γένους της «αφήγησης»

καταφαίνεται και από τη δυνατότητα ή και την αναγκαιότητα της

εφαρμογής διαφορετικών κριτηρίων για τη διάκριση και την ομαδο­

ποίηση των επιμέρους ειδών του:

α) Με κριτήρια μορφικά θα μπορούσαν να διακριθούν τα αφηγη­

ματικά είδη σε έμμετρα, και πεζά' μιαν ανάλογη, ιστορικά διαπι­

στωμένη εξέλιξη από τον έμμετρο-ποιητικό στον πεζό λόγο θα

παρακολουθήσουμε και στο τρίτο μεγάλο γένος, το δράμα. Ας

σημειώσουμε παρεκβατικά ότι όπως και στο δράμα έτσι και στο

«έπος», παρά την τελική επικράτηση της πρόζας, ιδίως μετά τη

νικηφόρα πορεία του νεότερου, «αστικού έπους», του —πεζού— μυθι­

στορήματος, δεν έπαψαν να γράφονται, και στον αιώνα μας, επικές

αφηγήσεις σε έμμετρη-ποιητική μορφή (Ν. Καζαντζάκης, «Οδύσ­

σεια», 1938). ^

β) Με κριτήριο το θέμα ή το περιεχόμενο έχουν οριστεί, πραγμα­

τικά, πολλά «υποείδη» του νεότερου, «αστικού έπους», όπως: ερω­

τικό, περιπετειώδες, ιστορικό, αστυνομικό μυθιστόρημα, μυθιστόρημα

επιστημονικής φαντασίας (δοίβηοβ βοϋοη), μορφωτικό/εξελικτικό

μυθιστόρημα (ΒίΜαη§δ-/ΕΓζίβ1ιυη§δ-/ΕηίΛνίοΗυη£δΓθΠιαη) κ.τ.λ.

γ) Με συνδυασμένα ιστορικά και μορφικά κριτήρια η μπαλάντα,

λόγια και λαϊκή, ανήκει στα είδη της λυρικής ποίησης, θα μπο­

ρούσε όμως, όπως είπαμε, να γίνει αντικείμενο της αφηγηματολο-

γίας, όπως άλλωστε και πολλά άλλα «αφηγηματικά» ποιητικά

είδη της πιο διαφορετικής προέλευσης (αρχαίος διθύραμβος, λίμερικ

κ.ά.).

δ) Με κριτήριο το μέγεθος, μια έννοια, όπως αναφέραμε σε προ­

ηγούμενο κεφάλαιο, εντελώς σχετική, επιχειρήθηκε η κατάταξη

των «επικών»-αφηγηματικών ειδών σε δύο μεγάλες ομάδες.

Με τα παραπάνω κριτήρια θα καταγράψουμε εδώ, ακολουθώντας

ελεύθερα δύο χρηστικά γραμματολογικά εγχειρίδια,2 τα κυριότερα

«επικά»-αφηγηματικά είδη, επισημαίνοντας, για μιαν ακόμη φορά,

ότι οι παρόμοιες κατατάξεις ή κατηγοριοποιήσεις έχουν κατ’ ανά­

γκη χαρακτήρα στατικό και υπηρετούν, καταφανώς, ακαδημαϊκούς-

διδακτικούς σκοπούς. Στην πραγματικότητα, η μελέτη και αυτών

Page 124: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

132 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

των «επικών»-αφηγηματικών ειδών δεν μπορεί παρά να παρακολουθεί

την ιστορική εμφάνιση, διαμόρφωση, εξέλιξη και διαδοχή τους, σ’

εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο:

α) Μιχρά είδη: Παραμύθι (λαϊκό/έντεχνο), μύθος, παράδοση,

αστείο/αν έκδοτο (λαϊκό/έντεχνο), ιστορία (λαϊκή/λόγια), διήγημα,

σύντομη ιστορία (δΚοιΙ: δίθΓγ/ΚαΓΖ£βδβ1ιίο1ιΙβ).

β) Μεγάλα είδη: (έμμετρο) έπος (αρχαίο-ηρωικό έπος, χριστιανικό

έπος, αυλικό έπος, κωμικό έπος, ιστορικό έπος), λαϊκό (αφηγηματικό)

βιβλίο, αγιογραφία (βίοι αγίων), μυθιστόρημα (αρχαίο έμμετρο, ερω-

τικό-περιπετειώδες/«σοφιστικό>> μυθιστόρημα, μεσαιωνικό έμμετρο μυ­

θιστόρημα, νεότερο πεζό-«αστικό» μυθιστόρημα), νουβέλα.

Στα παρακάτω δεν μπορούμε παρά να παραθέσουμε, συνοπτικό­

τατα, τα κύρια και συγκλίνοντα σημεία της σύγχρονης θεωρίας της

αφήγησης, χωρίς ν’ αναφερθούμε συστηματικά στις αποκλίνουσες

απόψεις των θεωρητικών της — αποκλίσεις που περιορίζονται, συχνά,

στη χρήση διαφορετικής ορολογίας:

Στα αφηγηματικά «μοντέλα» της «Παρισινής Σχολής», όπως

εκπροσωπούνται κυρίως από το Κ. Βαιΐΐιβδ, τον 01. ΒΓβιηοηΑ, τον Α.

ΟΓβίιηαδ και τον Τ. ΤοάοΐΌν, θ’ αναφερθούμε στο κεφάλαιο «Ανάλυση

και ερμηνεία κειμένου», επειδή αποτελούν βασικά, κατά τη γνώμη

μου, παρά τις θεωρητικές τους επιπλοκές, μεθόδους ανάλυσης του

κειμένου. Αντίθετα, θ’ αξιοποιήσουμε εδώ τη σημαντικότερη, πιστεύω,

γαλλική συμβολή στη θεωρία της αφήγησης, που οφείλεται στο Ο.

Οβηβϋβ («ϋίδοοιίΓδ άα Γθοίί», στο «Ρΐ£αΓβδ III», 1972 και «Νοα-

νβαα (ΙίδοοαΓδ άα τθοϊΙ», 1983):

1) Πραγματική και πλασματική αφήγηση. Η στοιχειωδέστατη

«πρωτογενής κατάσταση της αφήγησης» («υΓδίίααΐίοη άβδ Εγζ&Ιι-

Ιβηδ») προϋποθέτει για την πραγματοποίησή της τη συνύπαρξη τριών

παραγόντων: ένα θέμα, έναν αφηγητή, και ένα ακροατήριο. Σωστά

όμως παρατηρήθηκε ότι ο ορισμός αυτός της «πρωτογενούς επικής

κατάστασης» αναφέρεται στην αφήγηση ενός πραγματικού γεγονότος,

αφήγηση όπως βρίσκεται λ.χ., σε γραπτή μορφή, σε μιαν είδηση, σ’

ένα ρεπορτάζ ή σ’ ένα ιστορικό έργο, δηλαδή σε κείμενα έξωλογοτε-

χνικά («χρηστικά κείμενα»).3 ν

Page 125: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΦΗΓΗΣΗ 133

Στην «πραγματική αφήγησ^))_(«\νΐΓΜΐο1ι1ί6ί1;δΐ36πο1ιΙ))) το αντικεί­μενο της αφήγησης βρίσκεται .μέσα στο εμπειρικό ή .βιωματικό πεδίο του εμπειρικού υποκειμένου της .αφήγησης (στο προσωπικό του ή στο ιστορικό παρελθόν) και υπάρχει πραγματικά, ανεξάρτητα και έξω από το υποκείμενο και την πράξη της αφήγησης. Αντίθετα, το αντικείμενο της λογοτεχνικής, πλασματικής επικής αφήγησης (βοΐίοη) είναι εφεύρημα (βοίίοη) του υποκειμένου της αφήγησης, βρίσκεται και «πραγματοποιείται» μόνο μέσα στο πλαίσιο της αφηγηματικής πρά­ξης. Το πλαίσιο της αφηγηματικής πράξης καθορίζεται από τη λογοτεχνική παράδοση και σύμβαση (π.χ. «μυθιστόρημα») και αντα- ποκρίνεται στον «ορίζοντα προσδοκίας» του αναγνώστη. Η διάκριση αυτή παραπέμπει στην αντιδιαστολή της «ποιήσεως» προς την ιστορία από τον Αριστοτέλη («Ποιητική», κεφ. 9), κατά την οποία ο ιστορικός διαφέρει από τον ποιητή «τφ τον μέν τα γενόμενα λέγειν, τον δε οία άν γένοιτο» (κατά τό είκός).

Την έννοια «αφήγηση» (ηαιταϋοη) δε θα τη δεχτούμε εδώ με τη «σημειολογική» ευρύτητα που της προσέδωσαν ο 01. Βγ6ιϊιοικΙ («Ι·β Πΐ655&£6 ηαιτ&ώ», 1964, σ. 4-5) και μερικοί ακόλουθοί του (Η. Βατώβδ, Α. ΟΓβίηιαδ, Τ. ΤοάοΐΌν), επεκτείνοντάς την, όπως έκαναν και με την έννοια «κείμενο», και σε εξωγλωσσικά συστήματα σημείων (θέατρο, παντομίμα, μπαλέτο, φιλμ, κόμικ, φωτορομάντζο), αλλά θα την περιορίσουμε, σύμφωνα με τη γραμματολογική μας βάση, ακολου­θώντας στο σημείο αυτό το Ο. ΟθηβΙΙβ («Νοιινβαιι άίδοοιίΓδ άιι Γβοίί», 1983, σ. 12) και τη 5. Βίπιπιοπ-ΚΘηαπ («Ν&ΓΓ&ϋνβ βοϋοη», 19891, 1983, σ. 1), στη γλωσσική και ειδικότερα στη λογοτεχνική αφήγηση (ηαιταϋνβ βοϋοη) και μάλιστα στα συγκεκριμένα της «εκφωνήματα» (έποποόδ): τα «αφηγήματα» (Γέοίίδ).

Σε συνέπεια πάλι με την παραδοχή μας αυτή, από την τριαδική διάκριση του Ο. ΟβηβΙΙβ («ϋίδοοιίΓδ άιι Γόοι*», στο: «Ρί£ΐΐΓ6δ III», 1972, σ. 72: «ΗίδίοίΓβ», «Γέοίί», «η&ιταίίοη») την «ιστορία» (Ηίδ- Ιοίτβ/δίοιγ) δε θα τη δεχτούμε ως μια δομή «προκειμενική», αλλά <υς μια μετοιχειμενιχτ) αφήγηση (Ναο1ΐ€ΓΖΗΐι1ιιη§) σε χρόνο ενεστώτα και σε χρονολογική σειρά, σαν το κατ’ αφαίρεση αποτέλεσμα της ανάγνω­σης του κειμένου, δηλαδή ως την «περίληψη» ή «υπόθεση» της κοινής

Page 126: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

134 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

γλώσσας ή τη «σύνοψη» (δγηορδβ) της «θεωρίας της αφήγησης» του Ρ. Κ. δίαηζβΐ («ΤΗβοηβ άβτ Επζ£ΐι1ιιη£», 1979, σ. 39-67).

Κοινή είναι στην πραγματική και στην πλασματική αφήγηση και η χρήση του ίδιου γραμματιχ^χ^νου: του ρήματος χρόνου παρωχημέ- νου (στα ελληνικά: αο£ΐστου η παρατατικού)..^Ωστόσο, η λογοτεχνική σύμβαση οδηγεί και εδώ στη διάκριση της πραγματικής από την πλασματική αφήγηση εκ μέρους του αναγνώστη: Το ιστορικό γεγονός προσλαμβάνεται ως πραγματικά παρελθόν, το πλασματικό αναβιώνε- ται απ’ αυτόν ως πλασματικά παρόν — συχνά με τη βοήθεια λεκτικών δεικτών (χρονικών επιρρημάτων, ρημάτων της ψυχικής κατάστασης κ.ά.). · —-

Η συστηματική χρήση του — «πραγματικού», όχι του «ιστορικού»- ενεστώτα, έξω από τα διαλογικά μέρη, τις περιγραφές και τις παρεμβάσεις του αφηγητή, σε ορισμένες μορφές της αφήγησης (ηοιι- νβαυ Γοιη&η, επιστολικό μυθιστόρημα) καθώς και η χρήση του μέλλο­ντα σε βιβλικά-προφητικά-οραματικά «αφηγηματικά» κείμενα, που έχουν επισημανθεί από τους μελετητές,4 αποτελούν εντελώς ειδικές περιπτώσεις, που δεν αναιρούν την πραγματικότητα κάθε (στορικής, πραγματικής και πλασματικής αφήγησης, που είναι: η έκθεση «γεγο­νότων» από μια μεταγενέστερη χρονική στιγμή — γεγονός που δεν αναιρείται ούτε από την προβολή του χρόνου της αφήγησης στο μέλλον, όπως στην «κλασική» περίπτωση του «1984» (1949) του Ο. Οηνθίΐ και των «μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας» (δοίβηοθ βοίίοη) γενικότερα.

2) Συγγραφέας χαι αφηγητής. Για την πραγματοποίηση μιας αφήγησης είναι απαραίτητη η διαμεσολάβηση ανάμεσα σ’ αυτήν και το δέκτη της (ακροατήριο/αναγνώστη) ενός αφηγητή. Μ’ εξαίρεση ορισμένα αφηγηματικά είδη (αυτοβιογραφία, απομνημόνευμα, ημερο­λόγιο), ο αφηγητής δεν ταυτίζεται με το συγγραφέα της αφήγησης. Στη σύγχρονη αφηγηματολογία επικρατεί η άποψη ότι ο αφηγητής είναι ένα πλασματικό πρόσωπο, δημιούργημα και αυτό, όπως και τ ’ άλλα πρόσωπα της αφήγησης, του εμπειρικά πραγματικού συγγρα­φέα, κι’ αυτό ανεξάρτητα από το γραμματικό πρόσωπο της αφήγησης (α' ή γ ' πρόσωπο ενικού) και ανεξάρτητα από το αν ο αφηγητής είναι

Page 127: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΦΗΓΗΣΗ 135

ένα από τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος στην «υπόθεση» της αφήγη­σης («ΚοΙΙβηΘΓΖ&ΙιΙβΓ») ή όχι. Κατά μιαν αποκλίνουσα άποψη (Κ. Η&ιπΙηιγ§6γ), μ’ εξαίρεση την αφήγηση σε α' ενικό πρόσωπο, δεν υπάρχει κανένας προσωπικός πλασματικός αφηγητής διαφορετικός από τον εμπειρικά-ιστορικά πραγματικό συγγραφέα, αλλά μόνο μια «αφη­γηματική λειτουργία» (ΕΓζΜΗΙ&ηΙίΗοη), ένα τεχνικό μέσο της αφήγη­σης στα χέρια του πραγματικού συγγραφέα της: «Υπάρχει μόνο ο αφηγούμενος ποιητής [= λογοτέχνης/συγγραφέας] και η αφήγησή του».5

Και οι δύο απόψεις παραγνωρίζουν την ιστορική ρίζα του προβλή­ματος: Ο αφηγητής ήταν πραγματικά, δηλαδή εμπειρικά-β ιολογ ικά, παρών στις αρχέγονες, λαϊκές μορφές αφήγησης (παραμύθι, παράδοση κ.τ.λ.) — όπως άλλωστε εμπειρικά-β ιολογ ικά παρών ήταν και ο δέκτης του, το ακροατήριό του. Η μετάβαση της αφηγηματικής πράξης (όπως και της λογοτεχνίας, γενικότερα) από την προφορικό- τητα του λόγου στη γραπτότητα του κειμένου συνεπιφέρει την «εξαφά­νιση» του εμπειρικά πραγματικού αφηγητή και τη μεταμόρφωσή του στο αφηρημένο, πλασματικό «πρόσωπο» του αφηγητή εκ μέρους του συγγραφέα δημιουργού του — αυτό που ο ΤΗ. Μ&ηη είχε χαρακτηρίσει αυτοσχέδια και αυθόρμητα «πνεύμα της αφήγησης» (Οβίδΐ: άβΓ ΕγζοΗ- 1υη£).6

Ας προσθέσουμε ότι η αντίστοιχη, αντίστροφη εξέλιξη από την πρωτογενή, λαϊκή, προφορική στην έντεχνη, γραπτή αφήγηση παρου­σιάζεται και στον άλλο κεντρικό «παράγοντα» της αφήγησης, το συγγραφέα: Στην πρώτη, τη λαϊκή αφήγηση, δεν υπάρχει ένας προσωπικός, εμπειρικά ορισμένος κ’ επώνυμος συγγραφέας, διαφορετι­κός από τον αφηγητή και το ακροατήριό του* ο εμπειρικά πραγματικός συγγραφέας εμφανίζεται και αυτονομείται ακριβώς παράλληλα και μέσα στην ίδια διαδικασία της μετάβασης από την προφορικότητα/ λαϊκότητα/ανωνυμία στη γραπτότητα/λογιότητα/επωνυμία της αφή­γησης.

Για το χαρακτηρισμό των δύο νέων, αφιηρημένων πόλων της αφή­γησης, του πλασματικού συγγραφέα και του πλασματικού αναγνώστη, θα μπορούσαμε να δεχτούμε τους όρους* «υπονοούμενος συγγράφέας»

Page 128: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

136 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

(«ίΐϊΐρΐίβά ααώθΓ»/«ίιηρ1ίζίΐ6Γ ΑαίΟΓ») και «υπονοούμενος αναγνώ­στης» («ίπιρίιβεί ΓβαάβΓ»/«ίιηρ1ίζϋβΓ ΕβδβΓ») αντίστοιχα, που έχουν προταθεί και χρησιμοποιηθεί στη σύγχρονη θεωρία της αφήγησης — αν και έξω από την ιστορικά αιτιολογημένη συνάφεια και εξέλιξη που επισημάναμε παραπάνω.

Η θεωρητική διάκριση ανάμεσα στον ιστορικό-εμπειρικό συγγρα­φέα, τον «υπονοούμενο συγγραφέα» και τον «αφηγητή» έχει γίνει, το αργότερο από τον \¥. V. ΒοοίΗ («ΤΗβ ΚΗβίοηο οί* Ρίοϋοη», 1961), ένας κοινός τόπος κ’ ένα αναμφισβήτητο «δόγμα» της σύγχρονης αφηγηματολογίας, που έχει προκαλέσει, όπως παρατήρησε ο Η.-XV. Ι·ο(1\νί§ («ΑΛβίίδΗιιοΗ ΚοΐΉαηαΙγ5β», 1982, σ. 82-84), μιαν απαρά­δεκτη σύγχυση ως προς το ρόλο και τη θέση του πρώτου στην αφήγηση: Η μη ταύτιση του συγγραφέα με τον «αφηγητή» δε σημαίνει με κανέναν τρόπο την εξαφάνιση ή το «θάνατο» του πρώτου, όπως διακήρυξαν μερικοί θεωρητικοί.7 Είναι αναντίρρητο ότι ο «πραγ­ματικός συγγραφέας» («γθοΙθγ Αιιϊογ») είναι «παρών» στην αφήγηση με την αφηρημένη μορφή του «υπονοούμενου συγγραφέα», δηλαδή ως «αφηρημένος συγγραφέας» («&Ηδ1χ3&6Γ Αιιϊογ», σύμφωνα με τη σαφέ­στερη ορολογία των Ο. ΚαΗπηαηη/Ο. Ββίδδ/Μ. δοΗΙυοΗΐβΓ, «ΕγζΜΗΙ- Ιθχ*αη&1γδθ», 21991, σ. 48 κ.ε.).

Παρόλο που ο «αφηρημένος συγγραφέας» δεν ταυτίζεται απόλυτα και συνολικά με τον πραγματικό, ιστορικό συγγραφέα στη βιογραφική, εξωκειμενική του ύπαρξη, αυτός ο τελευταίος δεν παύει να είναι καί ενδοχειμενιχά «παρών» και αναγνωρίσιμος, όχι μόνο με την αφηρη­μένη μορφή της «συγγραφικής πρόθεσης» και τής «συγγραφικής συνείδησης», αλλά και με ορισμένα και συγκεκριμένα στοιχεία του κειμένου, που, κατά κοινή ομολογία, δεν ανήκουν στον -πλασματικά- «αφηγητή», όπως είναι: η διάρθρωση και διαίρεση της αφήγησης σε κεφάλαια και, ενδεχομένως, η αρίθμησή τους, οι τίτλοι και οι μεσό­τιτλοι, οι πρόλογοι και οι επίλογοι και τ* άλλα «παρακείμενα», αλλά και ο ίδιος ο «αφηγητής», τα «πρόσωπα», η δομή και όλες οι «ιδέες» και «σημασίες» ως δημιουργήματα του συγγραφέα και, επιπλέον, από την άποψη της «πρόσληψης», ως αυτό το πραγματικό, ιστορικά και βιολογικά υπαρκτό πρόσωπο, που «προσδοκά» και «αναγνωρίζει» πίσω

Page 129: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΦΗΓΗΣΗ 137

από το συγκεκριμένο έργο και τον «υπονοούμενο συγγραφέα» του, ο πραγματικός-εξωκειμενικός αναγνώστης («ΓβαΙβΓ Εβδβι·»).

3) Το ζήτημα των προσώπων της αφήγησης θα μας απασγολήσει σε μιαν αρμοδιότερη συνάφεια, μαζί με τα «πρόσωπα του δράματος» (άκιπίΕϋδ ρβΓδοηαβ), στο επόμενο κεφάλαιο («Δράμια») — δεν είναι τυ­χαίο ότι τα σύγχρονα, φορμαλιστικά και στρουκτουραλιστικά, θεωρή- μιατα για το «πρόσωπο» και την «πλοκή» μεταφέρθηκαν από τη θεωρία της αφήγησης στη θεωρία του δράματος. Εδώ θα περιοριστούμε σε μερικές στοιχειωδέστατες παρατηρήσεις, που αναφέρονται στα ειδικότερα προβλήματα που θέτει το ζήτημα των «προσώπων» της αφήγησης.

α) Το σημείο, στο οποίο τα πρόσωπα της αφήγησης φαίνεται, καταρχήν, να συναντώνται με τα πρόσωπα του δράματος, είναι ο λόγος τους στα διαλογικά μέρη της αφήγησης· εδώ, η αφήγηση και το δράμια φαίνεται να συμπίπτουν στην πλατωνική έννοια της —καθα­ρής— «μίμησης». Ενώ όμως τα πρόσωπα του δράματος απαιτούν τη σκηνική τους «πραγματοποίηση», οπότε και προσλαμβάνουν μιαν αισθητή ύπαρξη στο σώμα του ηθοποιού και «κατανοούνται» μέσα σ’ ένα άλλο, πιο πολύπλοκο, σημειωτικό σύστημα, τα πρόσωπα της αφήγησης «αυτοχαρακτηρίζονται», και με το λόγο τους ακόμα, μόνο έμμεσα, για να κερδίσουν την —πλασματική— «προσωπικότητά» τους μέσα στην αναπλαστική φαντασία του αναγνώστη κατά τη στιγμή της «πρόσληψης»: η ειδοποιός διαφορά τους από τα πρόσωπα του δράματος είναι η απόλυτη «κειμενικότητά» τους.

β) Χαρακτηριστικό σημείο των προσώπων της αφήγησης — και του δράματος — είναι το όνομα (ή/και: επώνυμο, παρωνύμιο) και τ ’ άλλα στοιχεία της «ταυτότητάς» του (φύλο, ηλικία, κ .τ.λ.). Το όνομα είναι στοιχείο ερμηνευτικά σημαντικό ακόμα και σε περιπτώσεις ανωνυμίας, όπως στο «Ι/ΙηηοιηαΜθ» (1953) του 8. ΒβοΙίβΗ: και στο «ηοιινβαιι ΓΟΐϊΐαη» (Α. ΚοΒ&β-ΟηΙΙβί, Ν. δαιτ&ιιίβ), ή σχεδόν ανωνυμίας, όπως ο «Κ» στον «Πύργο» («ϋαδ δοΜοδδ», 1922/26) του Ρ. Κα&α — και η «ανωνυμία» αυτή έχει μιαν εντελώς διαφορετική «σημειωτική» λει­τουργία από την ανωνυμία των προσώπων στη λαϊκή αφήγηση (παρα­μύθι κ.τ.λ.).

Page 130: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

138 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

γ) Ακόμα εμμεσότερος από τον «αυτοχαρακτηρ ισμό» τους είναι ο χαρακτηρισμός των προσώπων από τ ’ άλλα στοιχεία της αφήγησης και ειδικότερα από τον «αφηγητή»* ο χαρακτηρισμός του προσώπου μπορεί να περιλαμβάνει: την περιγραφή της εξωτερικής του εμφάνι­σης, των κινήσεων και των χειρονομιών του, του χώρου και του περιβάλλοντος του, την απόδοση των σκέψεων και του εσωτερικού κόσμου του, είτε έμμεσα («ελεύθερο πλάγιο ύφος»), είτε άμεσα («εσωτερικός μονόλογος»).

δ) Το πρόσωπο χαρακτηρίζεται, επιπλέον, και στην αφήγηση, όπως και στο δράμα, από την «πράξη» του και από τη σχέση του με τ ’ άλλα πρόσωπα της «πράξης».

ε) Τέλος, το πρόσωπο της αφήγησης χαρακτηρίζεται από ^τα^ λόγια, τις σκέψεις και τις κρίσεις των άλλων προσώπων της αφήγη­σης γ ι’ αυτό.

4) Οπτιχή γωνία, της αφήγησης (ΕΓζαΗΙρβΓδρβ^ίνβ/ροίηΐ: ο£ νίβνν). Ονομάζεται έτσι η απόσταση που παίρνει ο αφηγητής από τα γεγονότα και τα πρόσωπα της αφήγησης - θέση που καθορίζει τη σκάλα της εποπτείας των ίδιων γεγονότων και προσώπων εκ μέρους του και συνεπάγεται την αντιχειμενοποίηση ή υποχειμενοποίηση της αφηγηματικής αναπαράστασης. Διακρίνονται μια κοντινή και μια. μαχρινή οπτιχήγωνία (πρβ. φιλμ: 0Γ05δ-/Τ0*3ΐαυίηαΗιη6, Ν&ΗαυΓ- ηαίιιηβ): η πρώτη οδηγεί σε μια σκηνική παρουσίαση των προσώπ^Μ* η δεύτερη σε μια πανοραμική έκθεση γεγονότων και χοίρων. Η αντίστοιχη διάκριση γίνεται στο Ιβαη ΡοιιίΙΙοη («Τβιηρδ βΐ τοιηοη», 1946) ανάμεσα σε μια «θέα από πίσω» («νίδίοη ρατ (Ιθγπ&γθ») και μια «θέα μαζί» («νίδίοη ανβο») και στον Ρθγου ΙλΛΒοο («ΤΗθ Ογ&& ο£ Ρίοϋοη», 1947) ανάμεσα σε μιαν εξωτεριχή (βχΙβΓηαΙ) και μιαν εσωτεριχή οπτιχή γωνία (ίηίβΐΊΐαΙ ροίηΐ ο£ νίβ\ν). Πιο πρόσφατα ο Τζνβίαη ΤοάοΓον («Εβδ οαΐέ^οηβδ άυ Γβοίί ΙίΙΙβΓ&ίΓθ», 1966), ακο­λουθώντας τον ΡουίΠοη, επιχείρησε μιαν ακριβέστερη απ’ αυτόν, τριαδική, διάκριση ανάμεσα σε: α) μιαν οπτική γωνία από πίσω (νίδίοη ρατ άβιτί&Γβ), όπου «ο αφηγητής ξέρει περισσότερα από το πρόσωπό του»* β) μιαν οπτική γωνία μαζί («νίδίοη ανβο»), όπου «ο αφηγητής ξέρει τόσα όσα και τα πρόσωπα» και γ) μιαν οπτική γωνία

Page 131: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΦΗΓΗΣΗ 139

απ’ έξω («νίδίοη άυ άβΙιΟΓδ»), όπου «ο αφηγητής ξέρει λιγότερα απ’ οποιοδήποτε από τα πρόσωπα».8

5) Ο εκάστοτε ρόλος του -πλασματικού- αφηγητή στην αφήγηση καθορίζει και την εκάστοτε αφηγηματική κατάσταση — ή στάση (ΕΓζαΐΐδίίιιαϋοη/ΕΓζαίιΐΐιαίΐυη^/Εγζ&ΙιΙνβιΊι&Ιΐβη). Διακρίνονται τρεις αφηγηματικές καταστάσεις — όπου όμως πρέπει να σημειωθεί ότι και οι «καταστάσεις» αυτές αποτελούν θεωρητικές αφαιρέσεις, που σπάνια ή εξαιρετικά παρουσιάζονται σε αποκλειστική και αμιγή μορφή σε μια συγκεκριμένη αφήγηση, σ’ ένα ορισμένο αφήγημα από την αρχή ώς το τέλος, αλλά εναλλασσόμενα και που, οπωσδήποτε, είναι ανεξάρητες από το γραμματικό πρόσωπο της αφήγησης:

α) Συγγραφική αφηγηματική κατάσταση (αυ^οηαΐβ ΕΓζαΚΙδίΙυα- Ιίοη). Σ ’ αυτήν αντιστοιχεί και επικρατεί η «εξωτερική οπτική γωνία»: η —κυρίως— αφήγηση πραγματοποιείται στο γ ' πρόσωπο. Στην αφηγηματική αυτή κατάσταση ο αναγνώστης σχηματίζει την εντύπωση ότι στην αφήγηση είναι παντού και πάντα παρών ένας αφηγητής ανεξάρτητος από τον πλασματικό κόσμο και τα πρόσωπα της αφήγησης — αυτό που οι θεωρητικοί της αφήγησης ονόμασαν «παντογνώστης αφηγητής» (&1Ηνίδδ6η<ΐ6Γ ΕγζβΗΙθγ). Ο αφηγητής αυτός είναι σε θέση να περιγράφει γεγονότα και καταστάσεις, που συμβαίνουν σε οποιονδήποτε τόπο και χρόνο, καθώς και το εξωτερικό και το εσωτερικό των προσώπων του — πάντα όμως από τη δική του οπτική γωνία.

Ο αφηγητής κάνει αισθητή την παρουσία του με τη διακοπή της κυρίως αφήγησης για την παρεμβολή, σε α' πρόσωπο, ενικού ή πλη­θυντικού, δικών του σκέψεων, παρατηρήσεων, σχολίων, ακόμα και για την ίδια την πορεία της αφήγησης, ή και αποστροφών του προς τον αναγνώστη. Οι παρεκβάσεις, παρεμβάσεις και επεμβάσεις αυτές, ιδιαίτερα οι αποστροφές του αφηγητή στον αναγνώστη, προκαλούν, μέσω της διακοπής της κυρίως αφήγησης και της αναγκαστικής αποστασιοποίησης του αναγνώστη απ’ αυτήν, μιαν άρση της λογοτε­χνικής πλασματικότητας (βοΗοη) και έναν «αποφενακισμό» (ΟβδίΠυ- δίοηίβηιη§) της λογοτεχνικής ψευδαίσθησης (Ιΐΐυδίοπ). Η τεχνική αυτή, που αποτελεί την επισημότερη ίσως μορφή της λογοτεχνικής

Page 132: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

140 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ειρωνείας, χαρακτηρίζει ένα μεγάλο μέρος της παλαιότερης αφηγη- ματογραφίας από την όψιμη Αναγέννηση ώς το Ρομαντισμό (ΟβΓναη- Ιβδ, δίΘΓηβ, δν άΑ, \νίβ1αη<1, Ραιιΐ), χρησιμοποιήθηκε όμως και από μερικούς πεζογράφους του αιώνα μας (Ήι. Μαηη).

β) Προσωπική αφηγηματική κατάσταση (ρθΓδοηαΙβ ΕΓζαΗΙδίίιια- Ιίοη): Αντιστοιχεί στην «εσωτερική οπτική γωνία». Στην αφηγημα­τική αυΐή κατάσταση τα πλασματικά γεγονότα της αφήγησης εκτίθενται από την οπτική γωνία ενός μόνο προσώπου, που παίρνει μέρος στην αφηγηματική πράξη, παρόλο που το πρόσωπο αυτό παρουσιάζεται, όπως και ολόκληρη η αφήγηση, σε γ ' πρόσωπο. Έτσι, ο αναγνώστης δε μαθαίνει όλα τα γεγονότα αντικειμενικά, όπως θα του τα πρόσφερε ένας «παντογνώστης» και ουδέτερος αφη­γητής, αλλά μόνο όσα υποπίπτουν στην αντίληψη αυτού του προσώ­που και μάλιστα υποκειμενικά, σύμφωνα με τη θέση του απέναντι σ’ αυτά, την ψυχική του διάθεση και το χαρακτήρα του. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιεί ορισμένα τεχνικά εκφραστικά μέσα όπως το «ελεύθερο πλάγιο ύφος» και ο «εσωτερικός μονόλογος», που θ’ ανα­φέρουμε παρακάτω. ,

γ) Αφηγηματική κατάσταση σε α ' πρόσωπο (ενικού) (ΙοΗ-ΕγζΜΚΙ- 5ίΙυ&Ηοη)7ΤΓ αφηγηματ^ή^Ίχυτη^ κατάσταση δεν αποτελεί απλά μιάν εναλλακτική τεχνική, που μπορεί να εφαρμόζεται στα πλαίσια της ίδιας επικής αφήγησης σε γ ' πρόσωπο, όπως οι δύο προηγούμε­νες, αλλά μια σαφώς διακρινόμενη απ’ αυτές τεχνική, εφαρμόζεται σε μια μεγάλη κατηγορία επικών αφηγήσεων από την αρχή ώς το τέλος τους και οδηγεί στη συγκρότηση ορισμένων επικών ειδών (του αυτοβιογραφικού, του εξελικτικού/μορφωτικού [ΒίΜαπ^δΓοιη&ιι], του επιστολικού, του ημερολογιακού μυθιστορήματος).

Στην αφηγηματική αυτή, κατάσταση το αφηγηματικό «εγώ» ταυτίζεται με το κύριο πρόσωπο («ήρωα») ή, σπανιότερα, μ’ ένα από τ ’ άλλα πρόσωπα, που παίρνουν μέρος, που έχουν ένα ρόλο στα γεγονότα της αφήγησης («ΚοΙΙβηβΓζδΚΙβΓ»), και δεν έχει σχέση με το πλασματικό πρόσωπο του αφηγητή στην αφήγηση σε γ ' πρό­σωπο. Η αφήγηση σε α' πρόσωπο κυριαρχείται από την έντα^που,. δημιουργείται ανάμεσα στο αφηγούμενο εγώ (βΓζϋΗΙβηάβδ ΙοΚ) και

Page 133: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΦΗΓΗΣΗ 141

το βιωματικό εγώ (βΓΐβΒβικΙβδ ΙοΗ), ανάμεσα στη στιγμή του βιώμα­τος και τη στιγμή της καταγραφής του.

Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η χρήση του α' αφηγηματικού προ­σώπου στην «εσωτερική αφήγηση» (ΒίηηβηβΓΖ&Η1ιιη§) μιας «πλαισιω­μένης αφήγησης» («ΚαΗιη6η6ΓζΜΗ1ιι移). Παραδείγματά της προσφέ­ρει η αρχαία («Οδύσσεια», θ'-ιβ') και, αφθονότερα, η ανατολική («Χίλιες και μια νύχτες») και η νεότερη ευρωπαϊκή επική αφήγηση (Βοοοαοοίο, «ΟβοαπιβΓοηβ»· ΟΗειιοθγ, «ΟαηίβΑιΐΓγ Ταΐβδ» κ.ά.).

Το φαινόμενο της ένθεσης μιας αφήγησης σε μιαν άλλη απασχό­λησε τη γαλλική αφηγη ματολογ ία με τον όρο «βηοΗαδδβιηβηί» («ενθήκευση» ή «εγκιβωτισμός»), όπου η εξωτερική αφήγηση λέγεται «Γβοϋ βηοαοίΓβ» («πλαισιωμένη αφήγηση») και η εσωτερική αφήγηση «Γθοίί βηοΜδδβ» («ενθηκευμένη»/«εγκιβωτισμένη αφήγηση»)* στην αγγλοσαξωνική θεωρία ό αντίστοιχος όρος είναι «βπΛβάίΙβοΙ ηοιτα- Ηνβ»).

Με αφετηρία το φαινόμενο της «αφήγησης μέσα στην αφήγηση» ο Ο. ΟβηβΙ±β («ΟίδοοιίΓδ..., 1972, σ. 238 κ.ε.* Νοανβ&ιι (ΙίδοοιίΓδ..., 1983, σ. 55 κ.ε.) επιχείρησε να επαναπροσδιορίσει συστηματικότερα τα «αφηγηματικά επίπεδα» (ηίνβ&ιιχ ηαΓΓαϊίίδ/η&ΐΎαΐΐνβ Ιβνβίδ): Την «εξωτερική αφήγηση» μιας «πλαισιωμένης αφήγησης» ο ΟβηβίΙβ την ονομάζει «εξωδιηγητική» (βχίΓ&άίβ^βΗ^υβ) και την «εσωτερική» «εσωδιηγητική» (ίη1χ&(ϊί6£β11φΐ6). Από την άποψη της θέσης του «αφηγητή» στην αφήγηση ο ΟβηβΛβ διακρίνει πάλι μιαν αφήγηση «ομοδιηγητική» (Ηοιηο-ίΐίό^βΐίςαβ), όταν ο αφηγητής αφηγείται τη «δική του ιστορία», και μιαν «ετεροδιηγητική» (ΗβίβΓοάΐβ^βίΐφΐβ), όταν ο αφηγητής δεν παίρνει μέρος στην αφήγηση που αφηγείται.

Η ιδιοτυπία της επικής αφήγησης σε α' πρόσωπο (ενικού) έγκειται στη συγγένειά της με το α' αφηγηματικό πρόσωπο, τηο πραγματικής^ μη πλασματικής αφήγησης («ΧνΐΓΜΐοΜίβϋδΒβποΙιΙ:») - συγγένεια, που μπορεί να προκαλέσει θεωρητική σύγχυση. Αλλά το α' ενικό πρόσωπο της «πραγματικής αφήγησης» ταυτίζεται, πραγματικά, με το πρό­σωπο του συγγραφέα* συνακόλουθα, τα είδη της (αυτοβιογραφία, απομνημόνευμα, ημερολόγιο, επιστολή κ.τ.λ.) ανήκουν, απαραγνώρι­στα, στο εξωλογοτεχνικό γένος («χρηστικά κείμενα»)* η μετάβαση

Page 134: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

142 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

από αυτά τα τελευταία στ’ «αντίστοιχά» τους πλασματικά, λογοτε­χνικά είδη (αυτοβιογραφικό, επιστολικό κ.τ.λ. μυθιστόρημα) στηρίζε­ται ακριβώς, όπως και σ’ όλες τις πλασματικές μορφές αφήγησης, στην αποταύτιση του αφηγητή από το συγγραφέα. Η χρήση,, του υποκειμενικού α' ενικού προσώπου εξασφαλίζει στο συγγραφέα μεγα­λύτερη αφηγηματική ελευθερία, επιτρέποντας του την αναπαράσταση εξωπραγματικών,, φανταστικών γεγονότων και καταστάσεων απο την οπτική γωνία του αφηγητή-ήρωά του, αλλά και την απόδοση της εσωτερικής, ψυχικής κατάστασης των προσώπων του: Το «εγώ>Γτης αΦ ΐ ί^ βιωματικρ^~καΓ7αγδ-τερο ένα αφηγηματικό πρόσωπο.

β) Χρόνος της αφήγησης. Το κύριο χαρακτηριστικό της επικής α$ηγησης είναι η αφήγηση γεγονότων στη χρονική τους διαδοχή. Συνήθως η πραγματική χρονική διάρκεια των γεγονότων δε συμπίπτει με τη χρονική διάρκεια που απαιτεί η πλασματική αναπαράστασή τους, η επική αφήγηση. Για τη διάκριση των δύο αυτών χρόνων χρησιμοποιούνται στη σύγχρονη αφηγηματολογία οι όροι «αφηγηματι­κός χρόνος» (ΕΓζαΜζβίΙ») και «αφηγημένος χρόνος» («θγζη1ι11|Β Ζβίί») αντίστοιχα* με το δεύτρο όρο («αφηγημένος χρόνος») νοείται η χρονική διάρκεια που καλύπτουν τα γεγονότα της αφήγησης ώς το τέλος της, με τον πρώτο («αφηγηματικός χρόνος») η διάρκεια της εκφώνησης ή ανάγνωσης της αφήγησης — που μπορεί να μετρηθεί χοντρικά με τον αριθμό, των σελίδων της. Ο συσχετισμός και η ένταση ανάμεσα στα δύο αυτά χρονικά ποσά καθορίζει αποφασιστικά στο επίπεδο της παραγωγής (καλλιτεχνικής δημιουργίας), τη δόμηση και στο επίπεδο της κατανάλωσης (πρόσληψης, ανάγνωσης) το αισθητικό αποτέλεσμα της αφήγησης.

Ο «αφηγημένος χρόνος» σπάνια συμπίπτει και εξισούται ακριβώς με τον «αφηγηματικό χρόνο»* κατά κανόνα, αυτό συμβαίνει στα διαλογικά μέρη της αφήγησης (ακριβώς στο σημείο αυτό και από την άποψη αυτή γίνεται λόγος για τη μέχρι ταύτισης συγγένεια του επικού με το δραματικό γένος) - σπανιότερα στην περιγραφή μικρής διάρκειας «γεγονότων» (π.χ. μιας κίνησης) ή- στην απόδοση των σκέψεων ενός προσώπου σε γ ' πρόσωπο (πλάγιο ελεύθερο ύφος). Ακόμα

Page 135: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΦΗΓΗΣΗ 143

σπανιότερα, ο «αφηγηματικός χρόνος» είναι μεγαλύτερος από τον «αφηγημένο χρόνο», (ραλαντί/Ζβϋδραηηβ), όπως σε μεγάλα τμήματα του μοντέρνου μυθιστορήματος και ιδιαίτερα στον «εσωτερικό μονό­λογο» (|ογοβ, «ϋ1γδδθδ»).

Κατά κανόνα ο «αφηγηματικός χρόνος» είναι (πολύ) μικρότερος από τον «αφηγημένο χρόνο»: Ο συγγραφέας είναι μερικές φορές «υποχρεωμένος» ν’ αποδώσει τα γεγονότα, που εκτείνονται χρονικά σε μερικές δεκαετίες ή και μερικές γενιές, σε αφηγηματικό χρόνο μερι­κών λεπτών, μιας ή μερικών ωρών.

Δύο είναι κυρίως οι τεχνικές που έχει στη διάθεσή του ο συγγρα­φέας για τη σύντμηση του αντικειμενικού, πραγματικού χρόνου της διάρκειας των «γεγονότων» στα όρια του χρόνου της αφήγησής του: η παράλειψη, (Αιΐδίαδδΐιη^) και η επιτάχυνση (Ζβΐίχαίϊυη^). Η πρώτη συνίσταται στην υπερπήδηση «γεγονότων» που δε θεωρούνται απαραί­τητα για τη συνέχιση της αφήγησης* το αφηγηματικό «κενό» γίνεται φανερό από εκφράσέις του τύπου: «μετά από λίγο/πολύ/κάμποσο καιρό..», «... χρόνια αργότερα..» κ.τ.ό. Η δεύτερη («επιτάχυνση») πραγματοποιείται με μια συντομότερη ή εκτενέστερη περίληψη ενός σχετικά μεγάλου αριθμού «γεγονότων» — είτε στη χρονική σειρά της αφήγησης («διαδοχική επιτάχυνση»/δΐι^6δδίνβ ΖβϋΓοβυη^), είτε μιας σειράς όμοιων και επαναλαμβανόμενων γεγονότων («επαναληπτική- διαρκούσα επιτάχυνση»/ίΐ6Γαϋν-άιΐΓ£ΐί:ίν6 Ζβϋχ3&ιι*§). Ο αριθμός, η συχνότητα και η, λειτουργία των αφηγηματικών αυτών τεχνικών μέσων καθορίζουν την ύπαρξη των αφηγηματικών φάσεων της αφήγη­σης* η εξωτερική ένδειξη των αφηγηματικών «φάσεων» δηλώνεται, κατά κανόνα, με τη διαίρεση της αφήγησης σε κεφάλαια (με τίτλους ή με αριθμούς κ.τ.λ.).

7) Αναδρομές (Καο1ανβη(1υη§βη) και προαγγελίες (ΥοΓαιΐδάβυϊυη- §βα)* στη γαλλική — και εν μέρει, την αγγλοσαξωνική — αφηγηματο- λογία έχει γίνει δεκτή η ορολογία που πρότεινε ο Ο. ΟβηβΗβ: «ανάληψη» (αηαίβρδβ) και «πρόληψη» (ριοίβρδβ) αντίστοιχα. Σπάνια η χρονική ακολουθία/διαδοχή, η «ροή της αφήγησης» (Είζ&ΗΙβιΐδδ), είναι απόλυτα γραμμική, χωρίς διακοπή από την αρχή ώς το τέλος. Επειδή κάθε αφήγηση είναι εξ ορισμού μια παράθεση «γεγονότων»

Page 136: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

144 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

στην χρονική τους διαδοχή, η απόδοση χρονικά παράλληλων γεγονό­των είναι δυνατή μόνο με τη διακοπή της αφήγησης και τη συνέχισή της με την παράθεση/αφήγηση του άλλου γεγονότος ή των άλλων γεγονότων που έγιναν παράλληλα με το πρώτο- η παραλληλία αυτή δηλώνεται συνήθως στην αφήγηση με εκφράσεις όπως: «στο μεταξύ..» κ.τ.ό. Μια παραλλαγή της παράλληλης αφήγησης αποτελεί η αφή­γηση του ίδιου «γεγονότος» (επεισοδίου) από δύο ή περισσότερους μάρτυρες-πρόσωπα της αφήγησης. Η τεχνική αυτή της. απόδοσης χρονικά παράλληλων «γεγονότων» χρησιμοποιείται συστηματικά στο μοντέρνο μυθιστόρημα για την απόδοση της αποσπασματικότητας και ταυτόχρονα της «πανοραματικότητας» της πραγματικότητας.

Οι κυριότεροι τρόποι της διακοπής της -κυρίως- αφήγησης είναι ωστόσο η αναδρομή και η προαγγελία.

Αναδρομή είναι η παρεμβολή στην κυρίως αφήγηση αφηγηματικών στοιχείων (γεγονότων, επεισοδίων, πληροφοριών) που κείνται χρονικά είτε πριν απο το σημείο της διακοπής της αφήγησης είτε πριν από το χρονικό* σημείο της αρχής ολόκληρης της αφήγησης. Μια ιδιότυπη μορφή της τεχνικής αυτής παρουσιάζεται στην «πλαισιωμένη αφή­γηση» (Η&ΗιηβηβΓζαΚΙιιη^* κλασικό παράδειγμα: Βοοοαοοίο, «Ρβοα- ιηβΐΌηθ»), στην οποία κάθε «εσωτερική αφήγηση» (ΒίηηβηβΓζ&Μιιη^) μπορεί να θεωρηθεί ως «αναδρομή» ως προς την εξωτερική αφήγηση, την «αφήγηση-πλαίσιο». Μια ιδιαίτερη μορφή αναδρομής είναι επίσης η παρεμβολή μιας «προτερόχρονης πράξης» (νοΓΖθΐώαηά1ιιη§), η διεξοδική αφήγηση γεγονότων που κείνται χρονικά πολύ πριν από την αρχή της αφήγησης, όπως λ.χ. η παιδική ηλικία ενός προσώπου της αφήγησης, και που Τίεν αποτελούν οργανικό μέρος της αφήγησης. Κατά τ ’· άλλα, διακρίνονται δύο σταθερές μορφές αναδρομής: α) η «εποικοδομητική αναδρομή» (αιι&αιιβηοΐβ Κϋο1ί\νθη(1ιιη§)· ακολουθεί συνήθως, ως δεύτερη φάση της αφήγησης, άμεσα μετά μιαν «από­τομη» ή σκηνική αρχή της αφήγησης (διάλογος) και αποσκοπεί σε μιαν εκ των υστέρων ενσωμάτωση της αρχής αυτής στην ευρύτερη αφηγηματική συνάφεια* β) η «διαλυτική αναδρομή» (αιιβδδβηάβ Κϋοΐί- ν^6ηάιιη§)· χρησιμοποιείται συνήθως στην προτελευταία φάση του αστυνομικού μυθιστορήματος, κατά την οποία επαναλαμβάνονται με

Page 137: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΦΗΓΗΣΗ 145

διεξοδικότερο τρόπο προγενέστερα «γεγονότα» της αφήγησης, που είχαν αναφερθεί ελλειπτικά-υπαι νικτικά, για να (δια)λυθεί ο «κόμπος» τους και να οδηγηθεί, στην τελευταία φάση, η πράξη στη «λύση» της.

Ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο «ακραίες» μορφές της αναδρομής μπορεί να υπάρχουν άλλες «παρεμβλημένες αναδρομές» (βίη^βδοΗοΒβηβ ΗϋοΙκΛνβηάιιη^βη): α) η υποχώρηση (ΚϋοΙίδοΙιηΜ:): αναδρομή σε στοι­χεία της «ιστορίας» ενός προσώπου πριν από την —πρώτη— εμφάνισή του στο σημείο της διακοπής της κυρίως αφήγησης* β) η επαναστροφη (Κϋο1ί£πίϊ): ανάκληση ενός γεγονότος ή στοιχείων από το παρελθόν χωρίς δικό τους αφηγηματικό περιεχόμενο* γ) η ανασκόττηση (Κϋοίζ- 1>1κ&)' η ανάκληση από ένα πρόσωπο της αφήγησης με τη φαντασία του του ίδιου του — βιωμένου — παρελθόντος του.

Προαγγελία, μ,ια τεχνική της αφήγησης αντίθετη από την ανα­δρομή, είναι η αναφορά σ’ ένα μελλοντικό σημείο της αφήγησης, ο προϊδεασμός του αναγνώστη για την έκβαση ενός γεγονότος, ενός επεισοδίου, μιας φάσης της αφήγησης ή και για την τελική έκβαση ολόκληρης της αφήγησης. Επειδή η προαγγελία αυτή γίνεται κατά κανόνα υπαινικτικά και ακαθόριστα, όχι μόνο δεν ενοχλεί τη ροή της κυρίως αφήγησης, αλλ’, αντίθετα, συντελεί στην ένταση της παρακο­λούθησής της εκ μέρους του αναγνώστη.

Διακρίνονται οι εξής μορφές της προαγγελίας: α) αβέβαιη προαγ­γελία (ιιη^βλνίδδβ νοΓ&υδάβυίιιη^): ο προϊδεασμός, η προαίσθηση ενός προσώπου της αφήγησης για την ίδια του τη μελλοντική «τύχη»* β) βέβαιη προαγγελία (§β\νίδδβ νοι*αιΐδά6ΐι1:ιιη§): ο προϊδεασμός του αναγνώστη εκ μέρους του αφηγητή (σε γ ' ή α ' πρόσωπο) για τη μελλοντική «τύχη» ενός γεγονότος ή ενός θέματος ή ενός προσώπου.

Οι τελευταίες αυτές προαγγελίες διακρίνονται σε: α) εισαγωγικές (βίηίυΙΐΓβηάβ), όταν βρίσκονται στον πρόλογο, στην εισαγωγή ή και στον ίδιο τον τίτλο/υπότιτλο της αφήγησης* β) τελικές (αβδοΐιΐίβδ- δβηάβ), όταν προϊδεάζουν, προς το τέλος της αφήγησης, για τη συνέχιση και την τελική έκβαση της πράξης μετά το τέλος της αφήγησης («και ζήσανε αυτοί καλά κ’ εμείς καλύτερα») και γ) παρεμβλημένες (βίη&β$ο\ιόί>βηβ) στα ενδιάμεσα σημεία της αφήγη­σης, ιδιαίτερα στο τέλος μιας αφηγηματικής φάσης ή μιας άλλης

Page 138: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

146 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ενότητας της πράξης για την προαγγελία της επόμενης ή των επόμενων.Τα τεχνικά μέσα της αναδρομής και της προαγγελίας υπηρετούν τους

στόχους της «επικής ολοκλήρωσης» (βρίδοΗβ ΙηΙβι^&ϋοη), δηλαδή της ενσωμάτωσης των διαφόρων νημάτων των γεγονότων και επεισοδίων της αφήγησης σε μιαν αφηγηματική, θεματική και νοηματική ενότητα. Τον ίδιο στόχο υπηρετούν και πολλά άλλα αφηγηματικά μέσα ή στοιχεία, όπως επαναλαμβανόμενα μοτίβα (λάιτ-μοτίβα), παρεμβαλλόμενα τρα­γούδια ή στίχοι, παραθέματα κ.ά.

8) Αφηγηματικοί τρόποι (ΕΓζ&ΜΛνβίδβη/ηατΓαΙίνβ ιηοάβδ/ιηοάβδ άιι Γβοίΐ:). Αφηγηματικοί τρόποι ονομάζονται τα συστατικά στοιχεία που συναποτελούν μιαν αφήγηση* διακρίνουμε τους εξής αφηγηματικούς τρόπους:

α) Έκθεση (ΒθιίοΙλ)· η έκθεση είναι η αφήγηση γεγονότων και πράξεων και ως εκ τούτου το κυριότερο μέσο στα χέρια του αφηγητή για τη χρονική εξέλιξη της πράξης («υπόθεσης», δράσης) της αφήγησης και την προώθησή της ώς το τέλος της. Η πυκνότητα της έκθεσης (συμπυκνωμένη-επιταχυμένη ή διεξοδική απόδοση γεγονότων και πρά­ξεων) καθορίζει αποφασιστικά τη σχέση αφηγηματικού και αφηγημένου χρόνου.

β) Διάλογος (Βία1ο§)· το μέρος της αφήγησης, στο οποίο δύο ή ' περισσότερα πρόσωπα της αφήγησης παρουσιάζονται συνδιαλεγόμενα σε

ευθύ λόγο και σε α' ενικό πρόσωπο. Μια ενότητα διαλογικών μερών μ’ ελάχιστες παρεμβάσεις του αφηγητή (έκθεση, σκηνική οδηγία, σχόλιο)— ή και καθόλου — αποτελεί μια (δραματοποιημένη) σκηνή (άΓαπιαΙιίδίβιΐβ

\ δζβηβ)* είναι το στοιχείο αυτό της αφήγησης που συγκροτεί στο σημείο 'αυτό και απ’ αυτήν την άποψη τη στενότατη συγγένειά της με το τρίτο γένος, το δράμα* η αντιθετική σχέση του —σκηνικού— διαλόγου με την κυρίως αφήγηση (έκθεση) είχε ήδη επισημανθεί, όπως είδαμε, από τον Πλάτωνα (διήγηση Φ μίμησις).

Η πλατωνική αυτή διάκριση έχει παραληφθεί, με τους ίδιους ακριβώς όρους (άίβ£βδίδ/πιίιηβδίδ), και στη σύγχρονη, τη γαλλική καταρχήν (Οβηβϋβ), αφηγηματολογία, ενώ στην αγγλοσαξωνική θεωρία είχαν εισαχθεί ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα (Η, ^ιηβδ) οι όροι «ίβ11πΐ£» και «δΗοννίη^» αντίστοιχα.

Page 139: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΦΗΓΗΣΗ 147

Στη σκηνική αναπαράσταση ο «αφηγηματικός χρόνος» τείνει να επικαλυφθεί και να εξισωθεί ακριβώς με τον «αφηγημένο χρόνο». Από την άποψη των γραμματικών χρόνων του ρήματος, που χρησιμοποιού­νται στη «διήγηση» από τη μια πλευρά, στη «μίμηση» από την άλλη, χρήσιμη είναι η διάκριση που εισήγαγε ο Η. λΥθίπηοΙι στο σημαντικό έργο του για το «χρβνο» της αφήγησης («Τβιηριίδ»,4 1985*1 1964, σ. 28 κ.ε.) ανάμεσα σ’ έναν «ομιλημένο κόσμο» (ΒβδρΓΟοΗβηβ ΥΥβΙϊ) για τη «μίμηση» κ’ έναν «αφηγημένο κόσμο» (βΓΖ&ΗΙΙΐβ λΥβΙ*) για τη «διήγηση».

γ) Περιγραφή (ΒβδοΗΓβ&υη^άθδοπρΙίοιι)· είναι η αναπαράσταση (του εξωτερικού) προσώπων, τόπων και αντικειμένων εκ μέρους του αφηγητή σε γ ' πρόσωπο. Ενώ η έκθεση είναι αφήγηση πράξεων, η περιγραφή είναι αφήγηση καταστάσεων χαρακτηριστικό της είναι η στατικότητα, η ο£χρονικότητα — η διακοπή της χρονικής διαδοχής/ εξέλιξης της αφηγηματικής πράξης.

δ) Σχόλιο (Κοιηιηβη1:αΓ/ΕΓ6ι1:βΓΐιη§/οοιηιηβη1:)· είναι η μετά από μια διακοπή της αφήγησης (έκθεσης, περιγραφής, διαλόγου) παρεμ­βολή σχολίων, σκέψεων, γνωμών ή και ολόκληρων μικρών διατριβών του αφηγητή, που οδηγούν πέρα από τη συγκεκριμένη αφηγηματική πράξη στο χώρο της θεωρητικής γενίκευσης ή της φιλοσοφικής θεώρησης του αντικειμένου της. Και το σχόλιο κείται έξω από τη χρονική ροή της αφήγησης και στοιχειοθετεί, όπως και η περιγραφή, μιαν επιβράδυνσή της.

Σε μερικές περιπτώσεις το «σχόλιο» του αφηγητή μπορεί να πάρει την έκταση και το ύφος μιας, αυτονομημένης από την κυρίως αφή­γηση, μικρής θεωρητικής διατριβής, ενώ ο αναγνώστης σχηματίζει την εντύπωση ότι ο αφηγητής έχει παραχωρήσει τη θέση του στον ίδιο το συγγραφέα. Το αφηγηματικό αυτό φαινόμενο, που χαρακτηρίζεται ως «δοκιμιογραφισμός» (Εδδ&γίδΐηιΐδ), έχει επισημανθεί σε πολλούς ευρωπαίους συγγραφείς (ϋ . Ώβίοβ, ΤΗ. Μαηη, Κ. Μιΐδίΐ)9 και σ’ αυτούς θα μπορούσε να συγκαταριθμηθεί και ο Γ. θεοτοκάς («Αργώ», 1933).

ε) Ελεύθερο πλάγιο ύφος (δΙγ1β ίηάΐΓβοΙ: 1ϊΙ>γθ/£γ66 ίικΙΐΓβοί δρβθοίι/ βιίβΒίβ Ββάθ)* είναι η πιστή, «επιλέξει» απόδοση των μη εκπεφρα-

Page 140: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

148 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

σμένων σκέψεων, διαθέσεων ή συναισθημάτων ενός προσώπου της αφήγησης από τον αφηγητή σε γ ' πρόσωπο και σε παρωχημένο χρόνο του ρήματος. Η γραμματική αυτή μορφή της απόδοσής τους (γ' πρόσωπο, παρωχημένος χρόνος) κάνει το είδος ή το μέρος αυτό της αφήγησης να φαίνεται ότι ταυτίζεται με την καθαρή αφήγηση (έκθεση)· το ότι όμως ο λόγος αυτός αποτελεί μη εκπεφρασμένες/εξωτερικευμένες σκέψεις κ.τ.λ. του προσώπου της αφήγησης, μπορεί να διαπιστωθεί εύκολα με την απλή μετατροπή του σ’ ευθύ λόγο. Το ελεύθερο πλάγιο ύφος αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την ενδιάμεση βαθμίδα, που οδηγεί από τον πλάγιο λόγο του αφηγητή στον επόμενο αφηγηματικό τρόπο.

ζ) Εσωτερικός μονόλογος (πιοηοΐο^αβ ίη^πβιΐΓ/ίηηβΓΘΓ Μοηο1ο§)* είναι η απόδοση των σκέψεων, των συναισθημάτων και γενικότερα του «περιεχομένου της συνείδησης» ενός προσώπου της αφήγησης σε α' ^οόσωπο και σε ρήμα ενεστώτα. Λονω της εκφώνησής του αυτής ο «εσωτερικός μονόλογος» δε διαφέρει γραμματικά από τον ευθύ λόγο των προσώπων στα διαλογικά μέρη της αφήγησης, αποτελεί όμως, σ’ αντίθεση μ’ αυτόν, ένα «βουβό μονόλογο», μή αρθρωμένα και εκπεφρα­σμένα ακόμα στοιχεία της συνείδησης* η διάκρισή του από τον ευθύ λόγο γίνεται συνήθως με τη βοήθεια των εξωτερικών τυπογραφικών σημείων (εισαγωγικά, παύλες) αλλά και των σκηνικών παρεμβάσεων του αφηγητή (του τύπου «είπε...»), που συνοδεύουν τον ευθύ λόγο. Όπως στο «ελεύθερο πλάγιο ύφος», έτσι και στον «εσωτερικό μονόλογο», η «οπτική γωνία της αφήγησης» είναι η οπτική γωνία ενός προσώπου (Ββίΐβΐ&οι·) - ο αφηγητής «εξαφανίζεται» ολοκληρωτικά πίσω από το πρόσωπο της αφήγησής του.

Μετά από την πρώιμη, σποραδική και πειραματική χρήση του σε μερικούς πεζογράφους του 19ου αιώνα (νδβνοΐοά Μ. Οατδίη, «Τέσσερεις μέρες», 1877* έιηίΐ Όι^απίίη, «1,68 Ι&ιιπβΓδ δοη* οοιιρβδ», 1887), ο «εσωτερικός μονόλογος» αξιοποιήθηκε συστηματικά στον αιώνα μας από τους κυριότερους εκπρόσωπους του ευρωπαϊκού και αμερικανικού μοντερ­νισμού (Α. δοΐιηίίζίβι·, I- Ιογοβ, V. λΥοοΙί, Μ. ΡΐΌΐΐδΙ, \ν . ΡαιιΙΙαιβΓ, Α. ϋδΗίη) για την απόδοση της «ροής της συνείδησης» (δίΓβαπι ο£ οοηδοίοιίδηβδδ), εν μέρει και των στοιχείων του υποσυνειδήτου των προσώπων της αφήγησης.

Page 141: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΦΗΓΗΣΗ 149

Περισσότερο από κάθε τι άλλο, η συστηματική χρήση του τεχνικού μέσου του «εσωτερικού μονολόγου» στο α' μισό του αιώνα μας από τους μοντέρνους αστούς μυθιστοριογράφους κάνει διάφανες τις συναρτήσεις της λογοτεχνίας, και μάλιστα των επιμέρους μορφικών-εκφραστικών της στοιχείων, με τα φιλοσοφικά και ιδεολογικά ρεύματα της εποχής της: Με θεωρητική τους αφετηρία τον ψυχολογισμό του τέλους του περασμένου αιώνα (\¥. ]&χηβ8), όπως είχε εκφραστεί κ’ εφαρμοστεί στο νεότερο μυθιστόρημα (Η. Ιαιηβδ), οι μοντέρνοι αστοί μυθιστοριο- γράφοι απομακρύνονται από την αντικειμενική ανάπλαση της πραγμα­τικότητας, όπως είχε πραγματοποιηθεί στους ευρωπαίους ρεαλιστές (και νατουραλιστές) του 19ου αιώνα, για χάρη της πραγματικότητας, όπως αυτή αντανακλάται στο — μοντέρνο, αλλοτριωμένο — υποκείμενο και, ταυτόχρονα, του προβληματισμού γύρω από την κερματισμένη ταυτότητα του ίδιρυ αυτού υποκειμένου.

Page 142: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

VI

ΔΡΑΜΑ

Το «Δράμα» ήταν, όπως είδαμε, για τον Οοβίΐιβ (Ί819) η τρίτη από τις «φυσικές μορφές της ποίησης», δηλαδή της λογοτεχνίας — και η σειρά αυτή στην απαρίθμησή τους δε σημαίνει καμιάν αξιολογική κατάταξή της μετά τις μεγάλες αδελφές της, την Επική και τη Λυρική ποίηση.

Αντίθετα: Τουλάχιστον στην πρώτη ευρωπαϊκή ποιητική θεωρία, την «Ποιητική» του Αριστοτέλη, το δράμα, και ειδικότερα η τραγω­δία, κατέχει όχι απλά μιαν, αλλά τη μοναδική ανάμεσα στις άλλες «μορφές της ποίησης» θέση, έτσι ώστε η ποιητική θεωρία, καταρχήν και προπάντων θεωρία του δράματος, και η θεμελιακή κατηγορία της «μιμήσεως» ν’ αποβούν ο «κανόνας» και η πηγή από την οποία απέρρευσε και η νεότερη, από την Αναγέννηση και ύστερα, θεωρία της ποίησης και της λογοτεχνίας εν γένει — ακόμα και μετά τη «μη- αριστοτελική» δραματουργική θεωρία και πράξη του Ββιΐοΐί: ΒγθοΙιΙ:.

Αυτό που επέβαλε, αν όχι την πλήρη ανατροπή, τουλάχιστον όμως την αναθεώρηση της αριστοτελικής «Ποιητικής» δεν ήταν τόσο η νεότερη δραματική θεωρία όσο η ίδια η δραματουργική και θεατρική πράξη, από το δΗ&Ιίβδρβ&Γβ και τον Ο&ΙάβΐΌη και από την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και ύστερα, και ιδιαίτερα το μοντέρνο θέατρο στον αιώνα μας — για μιαν ακόμα φορά επιβεβαιώθηκε η — όχι μόνο χρονική — προτεραιότητα της δεύτερης σε σχέση με την πρώτη.

Η εξαιρετική ιδιοτυπία του δράματος σ’ αντιπαράθεση με τ ’ άλλα δύο παραδεδομένα λογοτεχνικά γένη έγκειται, κατά γενική ομοφωνία, στο γεγονός ότι το δράμα ως λογοτεχνικό κείμενο προορίζεται, κατά κανόνα, για την παράστασή του (ρβιίοπηαηοβ) από τη θεατρική σκηνή· η ιστορία των σχετικών αντιλήψεων συναποτελεί, αυτονόητα,

Page 143: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΔΡΑΜΑ 151

την ιστορία όχι μόνο της δραματολογίας ως θεωρίας του δράματος, αλλά και του ίδιου του δράματος ως λογοτεχνικού γένους. Από το γεγονός αυτό πηγάζει μια σειρά θεωρητικών ζητημάτων, που εκτείνο­νται από τα προβλήματα ορολογίας και εννοιολογικής και επιστημολο­γικής οριοθέτησης του γνωστικού αντικειμένου ώς τη διευκρίνιση της θέσης του στο σύστημα των ιστορικοκοινωνικών επιστημών: της γραμ­ματολογίας απο τη μια πλευρά, της Θεατρολογίας από την άλλη. Τα προβλήματα αυτά θα σκιαγραφήσουμε στα πλαίσια της δικής μας, γραμματολογικής, σκόπευσης συνοπτικότατα παρακάτω:

Η πρώτη και βασική διάκριση του «δράματος» ως λογοτεχνικού κειμένου, που επιβάλλεται από την άποψη του γραμματολόγου, είναι η αντιδιαστολή του προς την έννοια του «θεάτρου»: Το θέατρο είναι μια «τέχνη» πολύ συνθετότερη από τη «λογοτεχνία» και το δράμα ως γένος της. Το κύριο και αποκλειστικό συστατικό στοιχείο του δράματος ως λογοτεχνικού γένους είναι, όπως και των άλλων λογοτεχνικών γενών και ειδών, ο «λόγος», η γλώσσα — το δράμια είναι, καταρχήν, γλωσσικό χείμενο. Το κύριο χαρακτηριστικό του θεάτρου είναι η θεατρική «πράξη», η παράσταση. Στην έννοια του θεάτρου συμπερι- λαμβάνονται και «πράξεις» (παραστάσεις), που δεν περιέχουν καθόλου «λόγο», όπως η παντομίμα και το μπαλέτο, αλλά και συνθετότερα «έργα», όπως η όπερα και τ ’ άλλα είδη του «μουσικού θεάτρου», στα οποία ο «λόγος», το γλωσσικό κείμενο κατέχει μιαν υποδεέστερη θέση, πλάι σε άλλες τέχνες (μουσική κ.ά.). Κοινό χαρακτηριστικό όμως όλων των μορφών του «θεάτρου», με ή χωρίς «λόγο», είναι η «ζωντανή» (Ιίνβ) παράσταση.

Την πιο σύγχρονη πρόταση για τη σαφή διάκριση του δράματος ως λογοτεχνικού γένους από το θέατρο ως παράσταση και της σχέσης τους μέσα στο «σύστημα των τεχνών» διατύπωσε ο Τ. Κο\νζαη («υΗέΐΏΐιΐΓβ βΐ δρβοΐαοΐβ», 1975): Ξεκινώντας από τη θεμελιακή για τη νεότερη θεωρία των τεχνών διάκριση του Ο.-Ε. Ιιβδδίηβ («Εαο- Ιεοοη», 1766) σε τέχνες, που τα «σημεία« τους (ο μοντέρνος αυτός όρος είναι του Ι·68δίη§) αποτελούν μιά διαδοχή στο χρόνο (Ρο1§β αιιίβίηαικίΘΐ·), όπως η ποίησηΑογοτεχνία, η μουσική και ο χορός, και σε τέχνες που τα «σημεία» τους αποτελούν μια παράταξη στο χώρο

Page 144: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

152 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

(Ροΐ^β ηβΒβηβΐη&ηάβι·), όπως οι εικαστικές, ο Κο\νζαη κατατάσσει, αυτονόητα, το δράμα στις πρώτες, τις τέχνες του χρόνου, και το θέατρο στις μικτές, σύνθετες τέχνες, που «πραγματοποιούνται» ταυτόχρονα στο χώρο και το χρόνο.

Ευρύτερη και από την έννοια «θέατρο» είναι η έννοια «θέαμα»:Στα θεάματα συμπεριλαμβάνεται, εκτός απ’ όλες τις μορφές του

θεάτρου, και μια μεγάλη σειρά των πιο ποικιλόμορφων «παραστάσεων», απο τις οποίες δεν απουσιάζει πάντα και υποχρεωτικά ένας, υποτυπώδης έστω, «λόγος», όπως οι αρχαίες θηριομαχίες, οι τελετές όλων των ειδών και μορφών (θρησκευτικές, πολιτικές, στρατιωτικές, αυλικές κ .τ.λ.), και θεάματα του τύπου «ήχος και φως» ή ορισμένα είδη αθλητικών εκδηλώσεων, προπαντός όμως τα σύγχρονα οπτικά μαζικά μέσα έκφρασης και επικοινωνίας. Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο θέατρο — και το δράμα — απο τη μια πλευρά, το θέαμα από την άλλη είναι αισθητικής φύσης: η αισθητική καταξίωση του πρώτου, η αισθητική απαξίωση του δευτέρου.

Η κατάταξη εντούτοις στην πρώτη ή στη δεύτερη κατηγορία παρουσιάζει ορισμένα προβλήματα: Ενώ λ.χ. ο κινηματογράφος έχει ήδη πολιτογραφηθεί στην περιοχή της αισθητικά καταξιωμένης «τέχνης», οι σύγχρονές μας μορφές θρησκευτικών αναπαραστάσεων, όπως η ετήσια αναπαράσταση των «Παθών» στο 0ΒβΓ&ηιιηθΓ§&ιι της Νότιας Γερμα­νίας, δε φαίνεται, παρά τη συνύπαρξη θεατρικής «μίμησης» και «λόγου», ν’ ανήκει αναμφισβήτητα στην κατηγορία του θεάτου ως -σύνθετης— τέχνης* αν μάλιστα θέλαμε να εφαρμόσουμε εδώ το θεώρημα του ]. Μαΐζαίονδίςρ για την «αισθητική λειτουργία» (1936), θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι σ αυτά τα «θρησκευτικά δρώμενα» επικρατεί η «ηθική» (θρησκευτική) σε βάρος της «αισθητικής αξίας».

Ύστερα από τα παραπάνω, η διάκριση του δράματος ως λογοτεχνικού γένους και του θεάτρου ως σύνθετης και σχετικά αυτόνομης τέχνης και συνακόλουθα η διάκριση ανάμεσα στους αντίστοιχους σ’ αυτά τα γνωστικά αντικείμενα.επιστημονικούς κλάδους, τη γραμματολογία και τη θεατρολογία, δεν παρουσιάζει ανυπέρβλητες δυσχέρειες, Η γραμμα­τολογία διεκδικεί ως αντικείμενο το δραματικό έργο/κείμενο για τους εξής λόγους:

Page 145: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΔΡΑΜΑ 153

α) Το δραματικό κείμενο προορίζεται, όπως είπαμε, κατά κανόνα για το θέατρο, για τη σκηνική του «πραγματοποίηση», είναι, σύμ­φωνα με την προσφυή έκφραση του Τ. Κο\νζαη, ένα «δυνητικό Θέαμα» (δρβοίΕοΙβ νίΓΐυβΙ).1 Έχουν όμως γραφτεί και δραματικά-Θεατρικά έργα, τα «αναγνωστικά δράματα» (Ι,βδβάΓαιηβη/οΙοδβΙ: <ΐΓ&ιη&δ/ρ1αγδ), γνωστά ήδη στον Αριστοτέλη («Ρητορική», 1410. I) 12), που ο δεδηλωμένος από τον ίδιο το συγγραφέα προορισμός τους είναι η ανάγνωσή τους ως λογοτεχνικών κειμένων - και τούτο ανεξάρτητα από το γεγονός ότι και αυτά τα δραματικά, όπως άλλωστε και μερικά εξωδραματικά-εξωθεατρικά, π.χ. αφηγηματικά, κείμενα μπορούν να παρασταθούν, μετά από μια «κατάλληλη» διασκευή τους, όπως έγινε λ.χ. με το β' μέρος του «Γαιΐδί» του Οοβώβ ή με το «δοιιΙίβΓ άβ δαϋη» του Οΐααάβΐ - αλλά και με τη «Δίκη» («Όβτ ΡΐΌζβδδ») του Κα&α.

Τα «αναγνωστικά δράματα», που δεν ήταν, κριι αυτά, χωρίς τους αρχαίους προγόνους τους (Σενέκας), κατέκλυσαν τις ευρωπαϊκές λογο­τεχνίες της εποχής του Ρομαντισμού, μιας εποχής, που δε διακρίθηκε για τις θεατρικές-σκηνικές της προτιμήσεις κ’ επιδόσεις. Είναι για το λόγο αυτό κατανοητό, γιατί ο Ηβ§θ1 στρέφεται στην «Αισθητική» του («ΑδΛβώο), 1818/27* α' εκδ.: 1835) εναντ/ον αυτής της έντυπης υπερπαραγωγής «δραμάτων για ανάγνωση», των «βιβλιοδραμάτων» («ΒαοΗάπιιιιβη»), όπως τα λέει, και συνιστά να κυκλοφορούν, σε χειρόγραφο, μόνο τα δράματα που προορίζονται, πραγματικά, για τη θεατρική σκηνή.2

β) Είναι στην ίδια συνάφεια αναμφισβήτητο ότι όχι μόνο το «αναγνωστικό δράμα», αλλά και κάθε δράμα μπορεί να διαβαστεί, και διαβάζεται, όπως και οποιοδήποτε άλλο λογοτεχνικό κείμενο, πριν και ανεξάρτητα απο οποιαδήποτε σκηνική-θεατρική «πραγματοποίησή» του. Μια τέτοιαν ανάγνωση του δραματικού κειμένου εννοούσε, κατα­φανώς, ο Αριστοτέλης, όταν αποφαινόταν με αξιοσημείωτη επιμονή («Ποιητική», κεφ. 6. 19): «ή γάρ τής τραγωδίας δύναμις και άνευ άγώνος και υποκριτών έστιν» και (κεφ. 26.3): «έτι ή τραγωδία και άνευ κινήσεως ποιεί τό αυτής, ώσπερ ή εποποιία* διά γάρ του άναγινώ- σκειν φανερά οποία τίς έστιν».

Page 146: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

154 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Η διαφορά της πρόσληψης του δραματικού κειμένου από τη μια πλευρά, της θεατρικής παράστασης από την άλλη, η διαφορά ανάμεσα στην ατομική ανάγνωση του πρώτου και τη συλλογική παρακολούθηση του δευτέρου, συναποτελεί την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στο λογοτε­χνικό γένος «δράμα» και τη σύνθετη τέχνη «θέατρο« — και δεν μπορεί να μας απασχολήσει διεξοδικότερα και συστηματικότερα στη γραμμα­τολογική μας συνάφεια, θα σημειώσουμε μόνο ενδεικτικά εδώ ότι ο «ρυθμός», η «ταχύτητα» της παράστασης ενός δραματικού έργου αντιστοιχεί μόνο κατηγοριακά με το χρόνο της ανάγνωσης του ίδιου δραματικού — ή ενός αφηγηματικού — κειμένου* στην πραγματικότητα, ο «ρυθμός της παράστασης» αποτελεί υφολογικό στοιχείο του θεάτρου— και της «ερμηνείας» του δραματικού έργου —, ενώ ο «χρόνος της ανάγνωσης» αναφέρεται αποκλειστικά στον τρόπο πρόσληψης του δραματικού ή άλλου κειμένου.

γ) Στο γνωστικό χώρο της γραμματολογίας ανήκουν, κατά κοινή παραδοχή, και θεατροειδή κείμενα ενός ορισμένου είδους, του λεγάμε­νου «ΗδΓδρίβ1»/«Γ&άίο ρ1αγ» («ραδιοφωνικό έργο»), που καλλιεργήθη- κε ιδιαίτερα στην προπολεμική και μεταπολεμική Γερμανία, ανάμεσα σ’ άλλους και από μερικούς διάσημους θεατρικούς και άλλους συγγρα­φείς (Β. ΒγθοΚΙ:, \Υ. Ββη^&ππη, Α. ΟοΜίπ, Ε. Κ&δΙηβΓ κ.ά.)* από την Ελλάδα αρκεί ν’ αναφέρω το διπλό παράδειγμα του «Οίκου ευγηρίας» (1979) του Μ. Κορρέ στη θεατρική και τη ραδιοφωνική του παραλ­λαγή και «Τα παράσιτα. Έξι ραδιοδράματα» (1984) του Γ. Μανιώτη.

δ) Στο χώρο των αντικειμένων της γραμματολογίας ανήκουν, όπως αναφέρουμε σε άλλο σημείο του βιβλίου μας, και όλα εκείνα, τα, πλήρως ή υποτυπωδώς, λογοτεχνικά κείμενα, στα οποία ο «λόγος» κατέχει μια δευτερεύουσα — όχι όμως υποχρεωτικά — θέση, όπως το λιμπρέτο των έργων του μουσικού θεάτρου και το σενάριο του κινημα­τογραφικού έργου, ή ακόμα τα κείμενα του γαλλικού και γερμανικού οαβ&τβί/Κ&Β&ΓΘίί:, του Ηαρρβηϊη^ κ.τ.λ.

ε) Το κύριο αντικείμενο της θεατρολογίας, η συγκεκριμένη θεα­τρική παράσταση ως μια ορισμένη σκηνική «ερμηνεία», είναι κάτι το εντελώς μοναδικό και ανεπανάληπτο, για τις αναρίθμητες παραστά­σεις μάλιστα του παρελθόντος κάτι το πρακτικά ασύλληπτο* το πραγ-

Page 147: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΔΡΑΜΑ 155

ματ ικό αντικείμενο του θεατρολόγου, η παράσταση, μπορεί ν’ ανασυ- σταθεί στις πολύ περισσότερες αυτές περιπτώσεις μόνο έμμεσα, μέσω των «μνημείων», μαρτυριών κ.τ.λ. Αντίθετα, αυτό που μένει και για το θεατρολόγο σταθερό είναι, όπως ακριβώς και για το γραμματολόγο, το δραματικό κείμενο. Πολύ περισσότερο: Η φιλολογική «εξασφάλιση» του δραματικού κειμένου και η ιστορικογραμματολογική ερμηνεία του προηγούνται και της επιστημονικής, θεατρολογικής, και της καλλιτε­χνικής, σκηνικής, «ερμηνείας» του από το σκηνοθέτη, τους ηθοποιούς και τους άλλους παράγοντες της παράστασης.

ζ) Μια πραγματικότητα, που δεν μπορεί να παραβλέψει ούτε ο σύγχρονός μας θεατρολόγος, είναι το γεγονός ότι η θεωρία του δράματος ασκήθηκε, από τον Αριστοτέλη ώς τις αρχές του αιώνα μας, σχεδόν αποκλειστικά από τους φιλοσόφους και τους αισθητικούς στα πλαίσια της «Αισθητικής» και της «Ποιητικής» και από το 19ο αιώνα από τους γραμματολόγους στα πλαίσια της επιστήμης και ειδικότερα της θεωρίας της λογοτεχνίας. Η θεατρολογία είναι ένας επιστημονι­κός κλάδος, ακόμα'νεότερος και από τη γραμματολογία, που απέκτησε τη θεσμοθετημένη ακαδημαϊκή-πανεπιστημιακή του αυτοτέλεια μόλις από τα τέλη του 19ου αιώνα, πρώτα στις ΗΠΑ και στη Γαλλία (1895/1896), έπειτα και στη Γερμανία (1900) — και είναι^ για το λόγο αυτό, σ’ ένα πολύ μεγάλο βαθμό, ακόμα και σήμερα, εξαρτημένη από τα πλουσιότατα θεωρητικά πορίσματα των παραπάνω επιστημών.

Το κεντρικό θεωρητικό πρόβλημα της θεατρολογίας, η σύλληψη του γνωστικού της αντικειμένου, της παράστασης, ως ενός σύνθετου αλλά ενιαίου συνόλου, παρά τις προσπάθειες που έγιναν και τις προόδους που σημειώθηκαν στον αιώνα μας, παραμένει στην αναλυτική πράξη ουσιαστικά άλυτο — το δραματικό κείμενο επιμένει να επιβεβαιώνει τη σχετική αλλά πραγματική αυτοτέλειά του απέναντι στη σκηνική πράξη:

0 σύγχρονος προβληματισμός γύρω από τη σχέση των δύο αυτών «στοιχείων» του θεάτρου έχει τις ρίζες του στον τσέχικο στρουκτουρα­λισμό στις δεκαετίες του 1930 και του 1940, που δεν έχει πολλά κοινά σημεία ούτε με τον προγενέστερο ρωσικό φορμαλισμό ούτε με το μεταγενέστερο γαλλικό στρουκτουραλισμό: Ενώ ο πατέρας του τσέχι-

Page 148: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

156 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΊΑ

κου στρουκτουραλισμού 0 *η1«ιγ ΖίοΗ είχε προτείνει ήδη στα 1931 μια πριμοδότηση της θεατρικής παράστασης αρνούμενος διαρρήδην την αυτονομία του δραματικού κειμένου, ο |ί ϊ ί νβΐίπίδΐίγ μελετούσε στα 1942 ακόμα αποκλειστικά «Το δράμα ως λογοτεχνικό έργο».3 Στο μεταξύ όμως, ο μαθητής του Ζίοΐι και πραγματικός ιδρυτής της «Σχολής της Πράγας» Ι&η Μιι^αίονδΐ^, αφού είχε στρέψει την προσοχή του στα γλωσσικά στοιχεία του δράματος (1937, 1940), επιχείρησε για πρώτη φορά (1941) να συλλάβει το «θέατρο» ως ένα «ολικό καλλιτέχνημα» (ο Μα^&τονδ1εγ χρησιμοποιεί δεδηλωμένα τον όρο «θ65&ιηΰαιηδ*\ν6ΐ·1ί», που είχε καθιερώσει ο Κ. \να§ηβι*), του οποίου οι πιο ετερογενείς συνιστώσες (λογοτεχνία: δραματικό κείμενο, μιμική, σκηνογραφία, ενδυματολογία, μουσική, θεατρικός χώρος, κοινό κ.τ.λ.) χάνουν την αυτοτέλειά τους μετά την «είσοδό» τους στην παράσταση, εξακολουθούν όμως να βρίσκονται σε μια σχέση έντασης μεταξύ τους, διαφορετική κάθε φορά μέσα από την ιστορία του δράματος και του θεάτρου.4 Την ιστορικότητα της σχέσης αυτής του «κειμένου» και της «παράστασης» ως «ιεραρχία» των συστατικών της στοιχείων προσπάθησε να διατυπώσει δύο χρόνια αργότερα (1943) ο /ίηεΙποΗ Ηοηζΐ, υποδεικνύοντας, ταυτόχρονα, τουλάχιστον γ*ια την αρχαία τραγωδία, την απόλυτη προτεραιότητα του δραματικού κειμέ­νου, του «ποιήματος», όπως λέει.5

Η τελευταία μέχρι στιγμής προσπάθεια για τη διατύπωση ενός «μοντέλου» έρευνας του θεάτρου ως ενός ενιαίου συνόλου έγινε με τη βοήθεια της σύγχρονης σημειολογίας — και επικοινωνιολογίας:

Στο τρίτο μέρος του βιβλίου του «ΙιϋΙέη&ΐΓβ βϊ δρβοΐαοΐβ» (21975) ο πολωνός σημειολόγος του θέατρου Ταάβιΐδζ Κο\νζαη καταλήγει στη διατύπωση ενός πίνακα, στον οποίο βρίσκονται όλες οι, δεκατρείς, συνολικά, διαφορετικές κατηγορίες των διαφορετικών θεατρικών σημείων, κατανεμημένων σε πέντε ομάδες συγγενών σημείων. Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τις σημειολογικές κατηγορίες «λόγος» (ρ&ΓοΙβ/ΚβίΙβ) και «τόνος» (Ιοη/Γοη), που αντιστοιχούν στο «εκφερό- μενο κείμενο» (ίβχίβ ρΓοηοηοβ/^βδρΓΟοΗβηβΓ Τβχΐ) της θεατρικής παράστασης.6 Είναι φανερό ότι στη δική μας, γραμματολογική, έννοια του «δράματος» ως γραπτού κειμένου αντιστοιχεί μόνο η πρώτη από

Page 149: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΔΡΑΜΑ 157

τις δεκατρείς αυτές κατηγορίες «σημείων»: ο — γραπτός, μη εκφερόμε- νος — «λόγος».

Σε μια διχοτόμηση της θεατρικής επικοινωνίας σε δύο διακεκριμέ­νες κατηγορίες σημείων, τα «γλωσσικά» (νβΛαΙδ) και τα «εξωγλωσ- σικά» (ηοη-νβΛαΙδ), απολήγει, την ίδια ακριβώς εποχή, και η θεωρητική προσέγγιση της Αηηβ ϋΗβΓδίβΙά ( « Ο γθ 1β Αέ&Ιτβ», 1982* *1977), η οποία μάλιστα αμφισβητεί ρητά την ερευνητική υπόθεση του Κο\νζΕη για τη δυνατότητα σύλληψης μιας «ελάχιστης ενότητας της παράστασης» («αηίίβ πήηίπιαίβ άβ Ια ΓβρΓβδβηίαΗοη») ως «κάθε­της» συνισταμένης όλων, και των γλωσσικών και των εξωγλωσσικών της, «σημείων».7

Τη διπλή και ισόνομη ύπαρξη του «δράματος» ως «μονοεπικοινωνι- ακού» (ιηοηοπίθάϊαΐ), δηλαδή λογοτεχνικού, και ταυτόχρονα «πολυε- πικοινωνιακού» (ρΐιιπηιβάίαΐ), δηλαδή θεατρικού, «κειμένου» δέχεται από μια προωθημένη, σύγχρονη (1984) οπτική γωνία η Εη1ς& ΡίδοΗβΓ- ΙΛοΗΐβ.8

Ένα βήμα παραπέρα πάει ο ΚβΐΓ Εΐαπι («ΤΗβ δθπιίοϋοδ οίΤΗβαϊτβ βηά ΡΓαπια», 1980), προσπαθώντας να συλλάβει όλο το σύστημα «σημείων» και «κωδίκων» της θεατρικής παράστασης στο σύνολό της από την άποψη της επικοινωνίας ως ενός «ολικού μηνύματος» (§1οΗα1 πΐ655&£6), ανάλογα με την «ολικότητα» του κινηματογραφικού έργου. Στο δικό του, εξαιρετικά πολύπλοκο, επικοινωνιακό θεωρητικό μοντέλο οι «δραματικοί υποκώδικες» (άτΕΐηαϋοΗΐ δΐιΗακΙβδ) καταλαμβάνουν την τρίτη θέση, μετά τους καθαρά «θεατρικούς» (ΑθηΙιίοεΙ δαΗοοάβδ) και τους «πολιτισμικούς υποκώδικες» (οιιΙίιίΓαΙ δΐιΐχχκίβδ), στην (απο) κωδικοποίηση του παραστασιακού «μηνύματος» — όπου το «δράμα» ως γραπτό κείμενο έχει αφομοιωθεί εντελώς μέσα στο θεατρικό χώρο. Ωστόσο, ο ίδιος ο Εΐαπι, στο συμπερασματικό του επίλογο, ομολογεί ότι στην αναλυτική πράξη εξακολουθεί να επικρατεί ακόμα ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στους σημε ιολόγους του «θεάτρου» ως παράστασης και τους σημε ιολόγους του «δράματος» ως λογοτεχνικού κειμένου.

Μιαν επιβεβαίωση της παραπάνω διάστασης φαίνεται να προσφέρει και η τελευταία προσπάθεια για τη θεωρητική σύλληψη της δράματι-

Page 150: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

158 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

κής-θεατρικής επικόινωνιακής πολυπλοκότητας ως ενός ενιαίου «υπερ- σημείου» (δυρβΓζβίοΙιβη) από το Μ&ηίτβά ΡίΐδίβΓ («ϋαδ ϋΓαηια)), 51988* 11982): Στο θεωρητικό του σχήμα επικρατεί τελικά ο διχασμός του «πολυεπικοινωνιακού κειμένου» του θεάτρου σε δύο διαφορετικές κατηγορίες «κωδίκων», τους «γλωσσικούς» (δρΓ&οΗΙίοΙιβ) — και παρα- γλωσσικούς — και τους «εξωγλωσσικούς» (αυδδβΓδρΓαοΗΙίοΙιβ) κώδικες, ενώ όλο το υπόλοιπο, το αναλυτικότερο, μέρος του βιβλίου του στηρίζεται, σχεδόν αποκλειστικά, πάνω στην πρώτη κατηγορία — δηλαδή το δραματικό, γραπτό γλωσσικό κείμενο.

Εντελώς πρόσφατα (1989), ο ΡαΙηοβ Ρανίδ κατέγραψε, αναλυτικά και συγκριτικά, από θεατρολογική, όχι γραμματολογική, σκοπιά, το διπλό αντικείμενο (δραματικό κε ίμενο+ σκηνική παράσταση) των «θεατρολογικών σπουδών» σε δύο παράλληλους πίνακες, για να «υπο­βάλει», όπως λέει, «τον παραλληλισμό και τη διαφορά των ερωτημά­των, που θέτουν [στο μελετητή τους] το κείμενο και η παράσταση».9

Πρέπει, οπωσδήποτε, να συμφωνήσουμε με τους παραπάνω θεωρη­τικούς του δράματος και του θεάτρου ότι μια σημειολογία του δράμα­τος δεν είναι δυνατή χωρίς μια σημειολογία της παράστασης — και αντίστροφα* η μεταξύ τους σχέση δεν είναι σχέση υπόταξης, αλλά σχέση αλληλεξάρτησης. Για το γραμματολόγο είναι, τουλάχιστον σήμερα, σαφές ότι η ανάλυση και ερμηνεία του δραματικού κειμένου δεν είναι δυνατή χωρίς τις εξωκειμενικές, θεατρικές-σκηνικές, αναφο­ρές του, στο βαθμό που αυτές είναι — και κατά κανόνα είναι, αν και πολύ διαφορετικά από εποχή σ’ εποχή και από είδος σε είδος — εγγεγραμμένες στο ίδιο το δραματικό κείμενο: «Η σκηνικότητα του [δραματικού] κειμένου» («Ώαδ δζβηίδοΗβ ίιη Τβχί»), όπως επιγράφεται ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο μιας νέας «Εισαγωγής στο δράμα» (/. ΗαβΙβν, στο: Ν. ΟτβίηβΓ κ.ά., «Είη&Ηπιη§ ίηδ Όγ&πιςι», 1982, τ. 2, σ. 71- 82), είναι για το λόγο αυτό, και γενικότερα, ένα από τα επιμέρους κ’ εντούτοις αναφαίρετα αντικείμενα της σύγχρονής μας δραματολογίας ως κλάδου της γραμματολογικής θεωρίας.

Ύστερα απ’ όσα παρατηρήσαμε στα τρία προηγούμενα κεφάλαια του βιβλίου αυτού, είναι εύλογο ότι είναι σχεδόν αδύνατο να δοθεί ένας στατικός και γενικά αποδεκτός ορισμός του τρίτου αυτού μεγάλου

Page 151: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΔΡΑΜΑ 159

λογοτεχνικού γένους, του δράματος, αφού και σ’ αυτήν την περίπτωση το λογοτεχνικό γένος και τα είδη του είναι το «αποτέλεσμα» της ιστορικής τους γένεσης και εξέλιξης. Επιπλέον, η ειδολογική οριοθέ­τηση του δράματος είναι, κατά παράδοξο τρόπο, από τους αρχαίους ήδη θεωρητικούς, συνάρτηση της κατ’ αντιπαράθεση διάκρισής του από το πρώτο μεγάλο γένος, το έπος — ή, σύμφωνα με τη σύγχρονή μας ορολογία, την «αφήγηση» - και τούτο, πιθανότατα, επειδή το τρίτο μεγάλο λογοτεχνικό γένος, η «καθαρή» λυρική ποίηση, δε συμπεριλαμβανόταν, όπως είδαμε, στον «κανόνα» της κλασικής Ποιη­τικής.

Η οριοθέτηση του δράματος σ’ αντιπαράθεση (και) με τη λυρική ποίηση είναι σπάνια, επειδή, όπως παρατήρησε ο Ε. δί&ί^ΘΓ,10 η διαφορά τους είναι^ οφθαλμοφανής. Μια τέτοια περίπτωση ήταν ο ορισμός της «δραματικής ποίησης» από το Ηθ§θ1 ως εκείνης, «που ενώνει την αντικειμενικότητα του έπους με την υποκειμενική αρχή της λυρικής πρίησης».11

Έτσι, ως το κύριο χαρακτηριστικό του δράματος παραμένει και αναγνωρίζεται μέχρι σήμερα η «μίμησις πράξεως», όπως την είχε ορίσει ήδη ο Αριστοτέλης στο 6ο κεφάλαιο της «Ποιητικής» του, διακρίνοντάς την ταυτόχρονα από τ ’ άλλα ποιητικά είδη και ειδικό­τερα από το έπος: «δρώντων και ου δι’ άπαγγελίας». Αυτό λοιπόν που χαρακτηρίζει το δράμα σ’ αντιπαράθεση με την (επική) αφήγηση είναι το γεγονός ότι ο ποιητής «εξαφανίζεται» πίσω από τα πρόσωπά του* γ ι’ αυτό ακριβώς ο ΟοβίΙΐΘ (1819) είχε ορίσει τη δραματική ποίηση ως «προσωπικά δρώσα» («ρβΓδοηΙίοΗ ΗαικΙθΙιιάΘ») και στην ίδια θεωρητική παράδοση κινείται, στις μέρες μας, η Κ. ΗαιηΙ)ΐΐΓ£6Γ, όταν αποφαίνεται («Όίβ Ι·ο§& άβΓ ϋίοΐιίιιιΐβ», 31977, σ. 158): «Γιατί, η γλωσσολογική θέση του δράματος στο σύστημα της ποίησης [= λογοτεχνίας] συνάγεται αποκλειστικά από την έλλειψη της αφηγημα­τικής λειτουργίας, από το δομικό γεγονός ότι οι μορφές (ΟβδΙαΙΐβη) διαμορφώνονται διαλογικά».

Κύριο χαρακτηριστικό λοιπόν του δράματος, που αποτελεί ταυτό­χρονα την ειδοποιό διαφορά του από τα άλλα λογοτεχνικά γένη, είναι η αποκλειστική και ολοκληρωτική χρήση του λόγου στη μορφή του

Page 152: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

160 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

διαλόγου (των προσώπων) — για το μονόλογο στο δράμα θα μιλήσουμε παρακάτω. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι κάθε λογοτεχνική μορφή διαλόγου ανήκει στο δραματικό γένος — και τούτο ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στοιχεία διαλόγου υπάρχουν και στις αρχαίες και στις νεότερες μορφές της «αφήγησης» (έπος, μυθιστόρημα, κ .τ.λ.) αλλά και σε μερικά είδη της - μη «καθαρής» - λυρικής ποίησης (μπαλά­ντα). Ο «διάλογος», ως αυτοτελές λογοτεχνικό είδος γραμμένο απο­κλειστικά σε διαλογική μορφή, είχε βρει ήδη τη θέση του, με τους «σωκρατικούς», δηλαδή τους πλατωνικούς, διαλόγους, στην αριστοτε­λική «Ποιητική», αφού εκπληρούσε το βασικό της κριτήριο, τη «μίμηση». Ακολουθώντας αυτά τα κλασικά πρότυπα, ο «διάλογος» επιβίωσε ως αναγνωρισμένο λογοτεχνικό είδος, από την Αναγέννηση και το Διαφωτισμό (ΡβίΓ&τοα, Μ&οΗίανβΙΙί, Εγ»5ιπιι5, Ιλ688ηι§, Μβη- άβΙδδοΗη, Μαΐβίκαηοβ, Εβηβίοη, ΟμΙθγοΙ, ΒβΛβΙβγ, Ηιιιηβ κ.ά.* στην Ελλάδα: Σολωμός και άλλοι «σολωμικοί») μέχρι τον αιώνα μας (Οκΐβ, ναΐβιγ, Οίαικίβΐ, ΒγθοΙιΙ: κ.ά.), αλλά οι «διάλογοι» αυτοί δεν προορίζονταν για τη θεατρική σκηνή και, μ’ ελάχιστες, αυτονόητες εξαιρέσεις (ΒγθοΙιΙ, «ΕΐϋοΗί1ίη£δ§6δρΓ&ο1ΐ6», 1940), δεν ανέβηκαν σ’ αυτήν.

Από την άλλη πλευρά, ιδιαίτερα με την επίδραση και τη βοήθεια της σύγχρονής μας αφηγηματολογίας, έγιναν στις μέρες μας πιο διάφανες οι «ομοιότητες» και μάλιστα οι «δομικές» αναλογίες του «δράματος» με το «έπος» και τις άλλες, νεότερες μορφές της «επικής» αφήγησης (μυθιστόρημα κ.τ.λ.):

Τη συνάντηση του δράματος με το —αρχαίο— έπος σ’ ένα κοινό σημείο είχε ήδη διακρίνει ο Πλάτωνας στο 3ο κεφάλαιο της «Πολι­τείας» του: «... τής ποιήσεώς τε και μυθολογίας ή μέν διά μιμήσεως δλη έστίν, [·...] τραγψδία τε και κωμωδία, ή δέ δι’ άπαγγελίας αυτού τού ποιητού — ευροις δ’ αν αυτήν μάλιστα έν διθυράμβοις— ή δ’ αύ δι’ άμφοτέρων έν τε τή των επών ποιήσει, πολλαχού δέ καί άλλοθι...».

. Σ ’ αντίθεση δηλαδή με το διθύραμβο, το αρχαίο («ομηρικό») έπος ήταν κατά τον Πλάτωνα, θα λέγαμε παραφράζοντάς τον, ένα «μικτό είδος», στο οποίο εκτός από την «καθαρή» αφήγηση συνυπήρχε και το κύριο χαρακτηριστικό του «καθαρού» δράματος: ο διάλογος μεταξύ των

Page 153: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΔΡΑΜΑ 161

προσώπων — και το ίδιο ισχύει, βασικά, όπως κατέδειξε η σύγχρονη αφηγηματολογία, και για το νεότερο «επικό» είδος: το μυθιστόρημα. Από την άλλη πλευρά, το δράμα είναι αναγκασμένο, όπως και το έπος, σύμφωνα με το Ηθ§θ1, να κάνει αισθητό ένα γεγονός, μια πράξη— είναι δηλαδή και τα δύο «μίμησις πράξεως»· κοινό χαρακτηριστικό τους, το σημείο της συνάντησής τους, είναι, κατά τον Αριστοτέλη («Ποιητική», κεφ. 23), ο «μύθος»: «Περ'ι δε τής διηγηματικής και έν μέτρφ μιμητικής οτι δει τούς μύθους καθάπερ έν ταίς τραγψδίαις συν ιστάνα ι δραματ ικούς...».

Στην αλληλογραφία τους «Για την επική και τη δραματική ποίηση» («ϋΰβΓ βρίδοΐΐθ υη(1 άΓαπιαΙίδοΙιβ ϋίοΗΐυη^», 1797) οι γερ- μανοί κλασικοί ΟοβίΚβ και δοΙιίΙΙβΓ είχαν μεν διακρίνει τα δύο μεγάλα παραδεδομένα «ποιητικά» γένη κατ’ αντιπαράθεση με κριτήριο τον τρόπο της αναπαράστασης/μίμησης: «η μεγάλη, ουσιαστική διαφορά τους έγκειται όμως στο ότι ο επικός ποιητής απαγγέλλει το γεγονός ως εντελώς παρωχημένο και ο δραματικός ποιητής το παριστάνει ως εντελώς παρόν», αντιπαραθέτοντας παραδειγματικά το «ραψωδό» στο «μίμο»* είχαν όμως προσθέσει αμέσως ότι κανένα από τα δύο αυτά μεγάλα γένη δεν είχε την αποκλειστικότητα στη «μίμηση» ορισμένων «αντικειμένων», δηλαδή «θεμάτων», και «μοτίβων», δηλαδή «τρό­πων», της «πράξης» — και με τον τελευταίο αυτό όρο κατέγραφαν τα πέντε κύρια «στοιχεία» της αφήγησης, όπως ακριβώς έχουν καθιερω­θεί στη σύγχρονή μας αφηγηματολογία.

Είναι για το λόγο αυτό κατανοητό γιατί οι νεότεροι θεωρητικοί, όπως λ.χ. οι Κ. δοΐιοΐβδ και Ο.Η. Κίαιΐδ, παραλαμβάνουν από την αφηγηματολογία έννοιες και όρους (έκθεση, αναδρομή, σχολιασμός κ.τ.λ.) και για την περιγραφή των «αφηγηματικών» στοιχείων του δράματος.42

Τη σχέση του δράματος με την αφήγηση προσπάθησε ο Μ. ΡβδίβΓ να τη διατυπώσει σχηματικά και κατ’ αντιπαράθεση, αξιοποιώντας τις βασικές αρχές και τα πορίσματα της σύγχρονης επικοινωνιολογίας και αφηγηματολογίας σ’ ένα -διπλό- «επικοινωνιακό μοντέλο των αφηγηματικών και δραματικών κειμένων».13 Από την αντιπαράθεση αυτή συνάγεται το συμπέρασμα ότι στο «επικοινωνιακό μοντέλο» του

Page 154: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

162 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

δραματικού κειμένου απουσιάζουν τα επικοινωνιακά στοιχεία: «πλα­σματικός (ενδοκειμενικός) αφηγητής» και «πλασματικός (ενδοκειμενι- κός) δέκτης/αναγνώστης» του αφηγηματικού κειμένου* κοινά και στα δύο είδη κειμένων είναι τα επικοινωνιακά στοιχεία: «εμπειρικός πομπός/συγγραφέας» — «εμπειρικός δέκτης/αναγνώστης/θεατής», «πλασματικός συγγραφέας» — «πλασματικός αναγνώστης/θεατής» και «πλασματικά, διαλογικά επικοινωνούντα πρόσωπα».

Σ ’ εντελώς ανάλογα συμπεράσματα οδηγεί και το διπλό «μοντέλο» του δράματος και της αφήγησης, που εκπόνησε ο Οβδατβ δβ§Γβ για μια συστηματικότερη σύγκρισή τους («Τθηϊγο 6 γοιϊιηπζο», 1984) με τη βοήθεια της σύγχρονης αφηγηματολογίας και ιδιαίτερα του ρωσι­κού φορμαλισμού και της σημειολογίας (Ρπ>ρρ, Τοίϊΐαδβνδία], Ρανβΐ, Ιοϊίϊΐαη):14 Τα ουσιαστικότερα σημεία της διαφοροποίησης των δύο αυτών μεγάλων γενών είναι η απουσία του αφηγηματικού εγώ και η αμεσότητα της «μίμησης»/αναπαράστασης στο πρώτο (δράμα/θέατρο) σ’ αντιπαράθεση με το δεύτερο (αφήγηση/μυθιστόρημα).

Οι «ελλείψεις» του δραματικού απέναντι στο αφηγηματικό κείμενο αναπληρώνονται, όπως είδαμε παραπάνω, κατά τη σκηνική του «πραγματοποίηση» (παράσταση) από ένα πλήθος εξωγλωσσικών «κωδίκων», εν μέρει όμως και από μερικά ενδοκειμενικά στοιχεία του δράματος, όπως ο χορός στην αρχαία τραγωδία, οι αλληγορικές προσωποποιήσεις και, προπαντός, οι «σκηνικές οδηγίες» και τ ’ άλλα «παρακείμενα», που θ’ αναφέρουμε παρακάτω.

Τις τάσεις αυτές για τη γεφύρωση της απόστασης ανάμεσα στο δράμα και την αφήγηση αξιοποιέί συστηματικά για τις δικές του εκφραστικές-αισθητικές ανάγκες το νεότερο και σύγχρονο «επικό θέα­τρο», όπως βρήκε την ολοκλήρωσή του στη θεατρική θεωρία και πράξη του Β. ΒγθοΙιΙ. Ο όρος «επικό θέατρο» - όρος, του οποίου την ανεπάρκεια, λόγω «φορμαλισμού»,, είχε επισημάνει στην οψιμότητα του ο ίδιος ο ΒΓβοΙι*:, — συμπεριλαμβάνει, στην πραγματικότητα, ένα μεγάλο αριθμό δραματικών και θεατρικών-σκηνικών εκφραστικών μέσων και τεχνικών μ’ επίκεντρο και στόχο την «αποξένωση» (νβΓ- Ιτ6ΐη<1ιιη§), τη μη-ταύτιση μέσω της «εναίσθησης» (Εΐηία1ι1υη§) του θεατή στα δρώμενα.

Page 155: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΔΡΑΜΑ 163

Στο σημείο αυτό θα συγκροτήσουμε, εντελώς σχηματικά, μόνο τα καθαρά δραματικά-εσωκειμενικά μέσα του «επικού θεάτρου», που τεκ­μηριώνουν την «επικοποίηση του δράματος», την προϊούσα υπέρβαση και γεφύρωση του παραδεδομένου, από τον Πλάτωνα και τον Αριστο­τέλη ώς τον Οοβώβ και το δοΗίΠθΓ, χάσματος ανάμεσα στο «δράμα» και στο «έπος», χωρίς αυτά να χάνουν εντούτοις την ειδολογική τος αυτοτέλεια — σε μερικά άλλα, θεατρικά-σκηνικά στοιχεία θ’ αναφερ­θούμε, παρεκβατικά, παρακάτω. Τα «αφηγηματικά» αυτά μέσα του «επικού θεάτρου» είναι: η εμφάνιση ενός αφηγητή ή εκφωνητή ή παρουσιαστή της δραματικής πράξης, η χαλαρή παράθεση, όχι η δομημένη άρθρωση, «σκηνών», «επεισοδίων» και «εικόνων», η χρήση προλόγου, επιλόγου και χορού, η ολοκληρωτική και συστηματική κατάργηση των κλασικών «τριών ενοτήτων» του δράματος, η τεχνική του μοντάζ, η παρεμβολή τραγουδιών, μεσότιτλων, επιγραφών και σχολίων του συγγραφέα ή ενός προσώπου, που διακόπτουν και ταυτό­χρονα συνδέουν «ερμηνευτικά» τα δρώμενα, και το «ανοιχτό» τέλος της πράξης του δράματος.

Και η ειδολογική διάσπαση και διάκριση του μεγάλου δραματικού γένους είναι συνάρτηση της ιστορίας του: Όπως και στα άλλα μεγάλα λογοτεχνικά γένη, έτσι και σ’ αυτό τα επιμέρους είδη του προϋπήρξαν, εν μέρει, της -θεωρητικής- συγκρότησής του σ’ έννοια γένους, ενώ άλλα γεννήθηκαν και αναπτύχτηκαν στη μετέπειτα ιστορική του εξέλιξη, ώς τις μέρες μας, συμπαρασύροντας και ανακαθορίζοντας, μορφικά, θεματικά και εννοιολογικά, και στην πράξη και στη θεωρία και στην ορολογία, ολόκληρο το «δραματικό» τους εποικοδόμημα, ενώ η ιστορία, η θεωρία και η εννοιολογία του «δράματος» είναι, ταυτό­χρονα, ιστορία, θεωρία και εννοιολογία του «θεάτρου»:

Στη λατρεία και τα λαϊκά δρώμενα έχουν τις ρίζες τους και τα τρία πρώτα, από τη στροφή του 6ου προς τον 5ο π.Χ. αιώνα ιστορικά μαρτυρημένα είδη του δραματικού γένους, η τραγωδία, η κωμωδία και το σατυρικό δράμα* η ραγδαία εκκοσμίκευση και «αφιέρωσή» τους στον 5ο π.Χ. αιώνα σήμαινε ταυτόχρονα και την «αισθητικοποίηση»1 αυτών των, λογοτεχνικών πια, ειδών - και μια παρόμοια εξέλιξη θα γνωρίσει και το μεσαιωνικό εκκλησιαστικό-λειτουργικό δράμα από τους Μέσους

Page 156: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

164 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

στους Νεότερους Χρόνους. Η σποραδική επιβίωση των μεσαιωνικών «μυστηρίων», όπως λ.χ. η αναπαράσταση των «Παθών» στο ΟββΓ&Εη- ΐϊί6ΐ*§αιι της Νότιας Γερμανίας, αποτελεί ακριβώς ένα ακραίο, καθότι εξαιρετικό, παράδειγμα της «μη-θεατροποίησης» και συνεπόμενα της «μη-αισθητικοποίησης» του μεσαιωνικού λαϊκού θρησκευτικού δρωμέ­νου στην εποχή μας.

Ενώ όμως το τρίτο από τα αρχαία παραδεδομένα είδη, το σατυρικό δράμα, δεν επρόκειτο να επιζήσει πέρα από την πρόσκαιρη ρωμαϊκή του επιβίωση, η αναβίωση των δύο πρώτων από την Αναγέννηση και ύστερα επρόκειτο να καθορίσει την εξέλιξη ολόκληρου του ευρωπαϊκού δράματος και τη γέννηση των νέων ειδών του ώς τις μέρες μας. Εντούτοις, τα νέα αυτά είδη του δράματος παρουσιάζουν μια τέτοια ποικιλία, ώστε ο εννοιολογικός καθορισμός τους και η ειδολογική συστηματοποίηση και κατάταξή τους να παρουσιάζει μεγαλύτερες από οποιοδήποτε άλλο γραμματολογικό γένος και είδος αντιστάσεις, συμπαρα σύροντας και τον εννο ιολογ ικό επανακαθορισμό του γένους «δράμα», από το οποίο «απέρρευσαν».

Η τραγωδία δεν έπαψε να καλλιεργείται ως «καθαρό» είδος, αν και με νέο, αστικό, περιεχόμενο και με τη βοήθεια ενός μεθερμηνευμένου «Αριστοτέλη», από την Αναγέννηση και ύστερα, με τη σημαντικότερη ακμή της στην «κλασική εποχή» του γαλλικού 17ου αιώνα. Την, «εννοιολογική» τουλάχιστον, αντοχή του είδους μαρτυρεί το γεγονός ότι όχι μόνο ο γενάρχης του μοντέρνου δράματος δΗα^βδρθατβ και οι «κλασικοί» ΟοβΛβ και δοΜΙθΓ, αλλά και μερικοί δραματουργοί του αιώνα μας, όπως ο Ρ. λΥβάβΙαπά, ο Η. ν. ΗοίπίΒηηδώ&Ι, ο Αηοιιϋΐι, ο 8. Ο’ Οαδβγ, ο Ε. 0 ’ Νβίΐ, ο Ρ. Οατοία Εογοε αλλά και ο Κ. ΗοοΗΗιιΰι, θα επιμείνουν, παρά το διακηρυσσόμενο «θάνατο της τραγωδίας» (Ο. δίβίηβι·) και του «τραγικού» (Κ. ΧαδρβΓδ), να γρά­φουν, να εννοούν και να χαρακτηρίζουν τα δράματά τους ως «τραγω­δίες».

Το ίδιο ισχύει, πολύ περισσότερο, για το δεύτερο παραδεδομένο δραματικό είδος, την κωμωδία, αφού από την Αναγέννηση μπόρεσε να τραφεί σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και από τις δύο κύριες πηγές της, τη λόγια, μέσω της αναβίωσης της αρχαίας, κυρίως της μεταγενέστερης

Page 157: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΔΡΑΜΑ 165

ελληνικής και της ρωμαϊκής, κωμωδίας (οοπιιηβ(1ί& βπΐ(1ϋ&), και τη λαϊκή, αυτοσχέδια αδελφή της (οοΐϊΐΐϊΐβάία άβΙΓ ατίβ), για ν’ αναπτύ­ξει αρκετές νεότερες ποικιλίες (φάρσα, φαρσοκωμωδία) και μερικές παραλλαγές τους (δο1ι\ναη1ζ, Βυιίβδίίβ, Ροδδβ), που δεν έχουν το ακριβές τους αντίστοιχο στα ελληνικά.

Η πολυτυπία αυτή και στα δύο παραδεδομένα είδη, την τραγωδία και την κωμωδία, έγινε δυνατή, γιατί μετά τη «διάλυση» του αρχαίου δράματος η διαφοροποίηση στηρίχτηκε σχεδόν αποκλειστικά σε κριτή­ρια όχι «μορφικά» αλλά «περιεχομένου» και, κυρίως, στην αντιπαρά­θεση: «τραγικό/σοβαρό/υψηλό» νδ «κωμικό/αστείο/ταπεινό». Αλλά και η αντιπαράθεση αυτή έχασε τον απόλυτο χαρακτήρα της, έτσι ώστε ήδη στην Αναγέννηση και ιδίως στην εποχή του Μπαρόκ ν’ αναπτυ­χτεί, και πάλι με αρχαία-ρωμαϊκά πρότυπα (Πλαύτος: «Αμφιτρύων»), ένα νέο, μικτό εί&ος, η «κωμίκοτραγωδία» (Ιτ&§ί00-00πΐ06<1ίίΐ), μ’ εξοχότερους εκπροσώπους του τους κλασικούς Ιορβ άβ ν⧣ΐ και δΙια^Θδρβ&τβ.

Η αμφισβήτηση της ειδολογικής «καθαρότητας» του δράματος συμπληρώθηκε, όπως και στα άλλα γένη και είδη, από το Ρομαντισμό ώς το Μοντερνισμό: Η ειδολογική αυτή «σύγχυση» εικονογραφείται με τον πειστικότερο τρόπο από την περίπτωση του «Βυσσινόκηπου» (1904) του Α. ύβοΗον, που αναφέρει ο Μ. Εδδΐίη («Αηαίοπιίβ άβ Γ οτϊ άκιιη&ΐΊφΐβ», 1979, σ. 79): Ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας του «ισχυριζό­ταν» ότι το έργο του «δεν είναι δράμια, αλλά κωμωδία», ο σκηνοθέτης του δίαηίδίανδίά) επέμενε στη δική του ειδολογική «κατάταξη»: «Δεν είναι κωμωδία, δεν είναι φάρσα, όπως λέτε — είναι τραγωδία». Ενδεικτικότερο ίσως είναι το παράδειγμα του Ν. Καζαντζάκη, του οποίου το μονόπρακτο δράμα με τον τίτλο «Κωμωδία» (1909) έχει τον υπότιτλο: «τραγωδία».

Το σημαντικότερο στοιχείο της ειδολογικής εξέλιξης του «σοβαρού είδους» του δράματος και της εννοιολογίας του από την Αναγέννηση ώς το 19ο αιώνα είναι η προϊούσα αστικοποίησή του, όπως γίνεται φανερή στην οριστική υπέρβαση της -αυλικής— «κλασικής-κλασικιστι- κής τραγωδίας» (ΐΓΕ^βάϊβ οΐ&δδίφΐβ) από το νεότερο διάδοχό της, το «αστικό δράμα» (άΓαιηβ ΐ3οαΓ£βοίδ/ΒύΓ£βΓΐίο1ΐ6δ ϋΓ&ιηα). Η μετάβαση

Page 158: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

166 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

«από την [κλασική] τραγωδία στο [αστικό] δράμια», όπως επιγράφει το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου του ο ΚοιΛίηβ, καθιερώθηκε οριστικά, στη θεατρική πράξη και στη θεατρολογική θεωρία, στο β' μισό του 18ου αιώνα από δραματουργούς όπως ο Ό . ϋκΙβίΌΐ: στη Γαλλία και ο Ο. Ε. Ι,6δδΗΐ£ στη Γερμανία.15

Με την υπέρβαση αυτή ο όρος «δράμα» συρρικνώνεται από έννοια γένους σ’ έννοια είδους, ενώ, ταυτόχρονα, ο όρος «θέατρο», πιθανό­τατα στην ακολουθία της εντεινόμενης σκηνοθετικής-θεατρικής πρα­κτικής, τείνει να τον υποκαταστήσει ως έννοια γένους, στο οποίο υποτάσσονται και οι εξωκειμενικές, εξωγλωσσικές μορφές της σκηνι­κής (ανα)παράστασης. Ταυτόχρονα, αν και βαθμιαία, το νεότερο, αστικό δράμα και μαζί του ολόκληρο το έτσι αναπροσδιορισμένο «θέατρο» διακλαδώνονται σε νέες «υποκατηγορίες», που δύσκολα μπο­ρούν να θεωρηθούν ειδολογικές υποδιαιρέσεις, αφού τα κριτήρια της συστηματοποίησης και κατάταξής τους είναι μόνο κατ’ εξαίρεση μορφολογ ικά-τυπολογ ικά:

Πρώτα-πρώτα, η αρχική διάκριση στις δύο μεγάλες κατηγορίες με κριτήριο τη συνύπαρξη ή όχι μουσικής και δραματικού/ κειμένου: «μουσικό θέατρο» και «θέατρο πρόζας»· για τη δεύτερη κατηγορία πολύ πιο εύστοχος θα ήταν ο όρος «θέατρο λόγου» (γερμ.: «δρΓβοΚώβ- αίβΓ»), αφού σ’ αυτό συμπεριλαμβάνονται και τα έμμετρα, «ποιητικά» θεατρικά έργα και όχι μόνο τα «πεζά». Στην πρώτη μεγάλη κατηγο­ρία μπορούν να καταταχτούν τα «είδη»: μελόδραμα/όπερα, οπερέτα, μιούζικαλ, ναικίβνίΐΐθ/κωμειδύλλιο κ.ά. με βάση τη διάκριση «σοβαρό/ υψηλό — αστείο/ταπεινό». Ας σημειωθεί ότι ο πρώτος όρος («μελό­δραμα») χρησιμοποιείται, μεταφορικά, σε μερικές δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες για τη σήμανση του λαϊκού, αισθηματικού, δακρύβρεχτου «πεζού» δράματος, που άκμασε στη Γαλλία κυρίως κατά το 19ο αιώνα* από το είδος αυτό η σχετλιαστική αυτή σημασία μεταδόθηκε σε άλλα, εξωθεατρικά λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά είδη («μελό»).

Στη δεύτερη μεγάλη κατηγορία, που αποτελεί και το κατεξοχήν νεότερο δράμια, κατατάσσονται δυσαρίθμητα «είδη», όπως: μονόπρα­κτο, δίπρακτο, τρίπρακτο κ.τ.λ. έργο - με κριτήριο τον αριθμό των πράξεων μονόδραμα, δυόδραμα — με κριτήριο τον αριθμό των προσώ­

Page 159: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΔΡΑΜΑ 167

πων, συνήθως με τη συνοδεία οργανικής μουσικής* μπουλβάρ (Ιοοιιΐβ- νατά), λαϊκό θέατρο, σχολικό θέατρο κ.ά.— με κριτήριο το κοινό του* ιησουητικό δράμα - με κριτήριο την κοινωνική ομάδα-δημιουργό του* θέατρο/δράμα της Αναγέννησης και του Μπαρόκ, κλασικιστικό, νατου- ραλιστικό, συμβολιστικό, εξπρεσιονιστικό κ.τ.λ. θέατρο/δράμα — με κριτήρια ταυτόχρονα ιστορικά και μορφολογικά, όπως και για τ ’ «αντίστοιχα» εξωθεατρικά λογοτεχνικά γένη και είδη* ιστορικό, κοι­νωνικό, πολιτικό, φιλοσοφικό (ιδεών) θέατρο/δράμα/έργο - με κριτήριο το «θέμα» και, εν μέρει, την κοινωνική του σκόπευση* τέλος, ποιητικό θέατρο/δράμα, θέατρο του παραλόγου, θέατρο ντοκουμέντο, επικό θέα­τρο — για ορισμένες, ιστορικά και προγραμματικά συγκεκριμένες μορφές, όχι «είδη» με την έγκυρη γραμματολογική σημασία του όρου, θεάτρου και θεατρικού/σκηνικού κειμένου.

Η αναλυτική-ερμηνευτική πράξη του δράματος ως ταυτόχρονα γραμματολογικού και Θεατρικού κειμένου στηρίζεται στη θεωρητικο­ποίηση των επιμέρους «στοιχείων» του, που μπορούν να συστηματοποι­ηθούν σε τέσσερεις κατηγορίες: α) λόγος, β) πράξη, γ) πρόσωπα και δ) (χωρο)χρόνος.

Και αυτή η διάκριση έχει τις αρχαίες ρίζες της στην αριστοτελική «Ποιητική» (κεφ. 6), στην οποία διακρίνονται έξη «μόρια» της τραγωδίας: «όψις», «μελοποιία», «λέξις», «ήθος», «διάνοια» και «μύθος». Τα «μόρια» «λέξις» (= γλώσσα), «ήθος» (= χαρακτήρας) και «μύθος» (= «υπόθεση») αντιστοιχούν στα τρία πρώτα «στοιχεία» της σύγχρονης θεωρίας του δράματος (λόγος, πρόσωπα, πράξη), η «διάνοια» (ιδέες, «περιεχόμενο») βρίσκεται ενσωματωμένη στα «στοι­χεία» «πράξη» και «πρόσωπα» της νεότερης διάκρισης, ενώ τα «μόρια» «όψις» (= σκηνοθεσία/σκηνογραφία) και «μελοποιία» (= μου­σική) ανήκουν στα εξωκειμενικά-εξωγλωσσικά-σκηνικά στοιχεία του δράματος. Είναι αυτονόητο ότι τα στοιχεία του δράματος δε συνυπάρ­χουν παραθετικά-παρατακτικά, αλλά είναι διαλεκτικά, δηλαδή οργα- νικά-λειτουργικά αλληλένδετα στο ίδιο έργο* ο διαχωρισμός τους υπαγορεύεται, και στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, από τις αναλυτι­κές αναγκαιότητες:

Page 160: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

168 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

α) Λόγος

Η γλώσσα του θεατρικού κειμένου είναι, στο σύνολό της, λόγος των προσώπων του δράματος. Το σημαντικότερο «παρακείμενο» (ΝβββηΙβχΐ) του θεατρικού κειμένου, οι «σκηνοθετικές οδηγίες» ή οι «διδασκαλίες» (άίάαδοαίίβδ), όπως τις ονομάζει η Αηηβ ϋ&βΓδίβΙά, του συγγραφέα στην αρχή ή στα ενδιάμεσα του «κυρίως κειμένου» (ΗαιιρΚβχί), «εξαφανίζεται», όπως είχε ήδη παρατηρήσει ο εισηγη­τής αυτής της διάκρισης και της σχετικής ορολογίας Κ. Ιη^ατάβη,16 κατά τη σκηνική-θεατρική «πραγματοποίηση» του δραματικού κειμέ­νου, για να μεταμορφωθεί και να ενσωματωθεί στο εξωγλωσσικό σύστημα των θεατρικών σημείων.

Τα «παρακείμενα» του δραματικού κειμένου, όπως είναι ο τίτλος, ο πρόλογος, οι αφιερώσεις, ο πίνακας των προσώπων, η αρίθμηση των πράξεων και των σκηνών και, προπαντός, οι «διδασκαλίες», ανήκουν στη γλώσσα του συγγραφέα - η σύγχυση της γλώσσας του συγγραφέα με τη γλώσσα των προσώπων του έχει συντελέσει στις παραδεδομένες παρερμηνείες του δραματικού κειμένου, που απολήγουν στην ταύτιση των «ιδεών» των προσώπων με τις «ιδέες» του συγγραφέα του δράματος. Η ύπαρξη έμμεσων «σκηνικών οδηγιών» ή «δεικτών» και μέσα στο «κυρίως κείμενο», η λεγόμενη «εσωτερική σκηνοθεσία», δεν είναι παρά μια επιπλέον ένδειξη της «θεατρικότητας» του δραματικού κειμένου.

Η ποσοτική σχέση ανάμεσα στις παρακειμενικές «διδασκαλίες» και το «κυρίως κείμενο», το λόγο των προσώπων του δράματος, ποικίλλει σε ύψιστο βαθμό από τη μια ιστορική εποχή στην άλλη και από τον ένα «τύπο» του δράματος στον άλλο και φτάνει από την πλήρη απουσία του «παρακειμένου» μέχρι, σε μερικές ακραίες μοντέρνες περιπτώσεις, σε πλήρη απουσία του «κυρίως κειμένου». Έτσι λ.χ. στο αρχαίο δράμα λείπουν εντελώς οι παρακειμενικές «σκηνοθετικές οδη­γίες», όπου, σαν αντίβαρο, αυξάνουν εντονότερα οι «δείκτες» της «εσωτερικής σκηνοθεσίας», στο δΗ&^βδρβατβ εμφανίζονται μόνο σπο­ραδικά, καταλαμβάνουν έναν όλο και μεγαλύτερο χώρο στο νατουραλι-

Page 161: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΔΡΑΜΑ 169

στικό θέατρο στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, για να εκτοπίσουν εντελώς το «κυρίως κείμενο» σε μερικά εντελώς μοντέρνα έργα του 8. ΒβολβΗ και του Ρ. Ηαικϋεβ.

Την ιδιαιτερότητα του δραματικού λόγου αποδίδει, λακωνικότατα αλλά περιεκτικότατα, ο Κ. Είαιη:17 «Αη I &άάτ658ίη£ α ψοιι Ιιθγθ οηά πσνν» -μια πρόταση, στην οποία έχουν συμπεριληφθεί τα κύρια γνωρίσματα του θεατρικού (δια)λόγθυ: το διαπροσωπικό (I, γοιι), το δεικτικό-τοπικό (ΚβΓβ) και το χρονικό-ενεστωτικό (ηο\ν). Για τον ίδιο λόγο και οι κυρίαρχες μορφές του δραματικού ρήματος είναι ο ενεστώ­τας (χρόνος) και η προστακτική (τρόπος) — και αυτό σ’ αντιπαράθεση με τον αφηγηματικό λόγο από τη μια πλευρά, το θεωρητικό λόγο από την άλλη.

Ο θεατρικός λόγος συγγενεύει με το λόγο της καθημερινής ομιλίας, αλλά η θεμελια>*ή ειδοποιός διαφορά του απ’ αυτόν είναι, όπως και της θεατρικής πράξης που «συνοδεύει», η «πλασματικότητα» (βοϋ- νϋέ), η «αισθητικότητα», η «μιμητικότητά» του με την αριστοτελική σημασία του όρου, δηλαδή η «καλλιτεχνικότητά» του - με την έννοια αυτή η γλώσσα των προσώπων του δράματος είναι, παραδεδεγμένα, καί γλώσσα του συγγραφέα του.

Για το λόγο αυτό, οι νεότερες γλωσσικές θεωρίες του Κ. ΒϋΗΙβΓ (1934) και των «πράξεων ομιλίας» (δρββοΐι αοίδ) του |. Αυδίίη (1962) και του Κ. δβ&τίβ (1969), που χρησιμοποιήθηκαν από πολλούς θεωρητικούς για την ανάλυση της γλώσσας του δράματος,18 αφήνουν κενή τη διαφορά του δραματικού από τον «πρακτικό» λόγο.

Ο δραματικός λόγος καθορίζεται, μέσα από τη 2500χρονη ιστορία του, από τη θεατρική σύμβαση και από την παράδοση του λογοτεχνι­κού είδους: Η γλώσσα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας ήταν η αττική διάλεκτος για τη γλώσσα των προσώπων, η δωρική για το χορό. Το ίδιο ισχύει και για το κλασικό δράμα της Αναγέννησης και τη γαλλική «ΐΓα^βάίβ οΐαδδίφΐβ» του 17ου και του 18ου αιώνα, στα οποία τα πρόσωπα μιλάνε μιαν «υψηλή» γλώσσα, αντίστοιχη στην υψηλή κοινωνική τους θέση. Η θεατρική σύμβαση καταφαίνεται από τη χρήση του έμμετρου λόγου όχι μόνο στο αρχαίο και το νεότερο κλασικό δράμα ώς το 19ο αιώνα, αλλά και την αναβίωση του στίχου,

Page 162: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

170 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

από υφολογ ικους λογους, και πολύ μετά την επικράτηση του πεζού λόγου, σε μερικούς δραματικούς συγγραφείς του αιώνα μας (Τ. 8. Εΐίοί, ΟΗπδίορΗβΓ Γιγ, ϋ ’Απηιιηζΐο, ΜαβϊβΓίίηοΙί, ΗοίΐϊΐαηηδΛαΙ κ.ά.).

Αλλά και στο νατουραλιστικό του 19ου αιώνα και στο νεονατουρα- λιστικό δράμα του αιώνα μας (Κ. \ν . ΡαδδΙήικΙβΓ, Ρ. X. Κγο6*ζ), στο οποίο γίνεται, συνειδητά και θεωρητικά αιτιολογημένα, προσπάθεια για την πιστή, «φωνογραφική» απόδοση της ιδιολέκτου και κοινωνιο- λέκτου των προσώπων του δράματος, η διαφορά από την «πραγμα­τική», εξωδραματική, «κανονική» γλώσσα παραμένει, όπως έχουν καταδείξει σχετικές συγκριτικές αναλύσεις.19

Ο λόγος των προσώπων του δράματος έχει μια διπλή λειτουργία: χαρακτηρίζει τα πρόσωπα και προωθεί την πράξη του δράματος. Όπως έχει παρατηρηθεί, και είναι και αυτό ένα τεκμήριο της θεατρικής σύμβασης, τα πρόσωπα του δράματος μιλάνε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα «αντίστοιχα» πρόσωπα στην εξωθεατρική πραγματικότητα.

Ο λόγος των προσώπων του δράματος έχει κατά κανόνα τη μορφή του διαλόγου και μόνο κατά -φαινομενική— εξαίρεση τη μορφή του μονολόγου. Ο διάλογος είναι, όπως είχε παρατηρήσει ήδη ο Ηβ£β1, «η τέλεια δραματική μορφή», παρόλο που συνιστά συστατικό στοιχείο και άλλων λογοτεχνικών-μιμητικών ειδών, όπως του αρχαίου έπους και του αρχαίου και του νεότερου μυθιστορήματος, και παρόλο που αποτε­λεί, στην «καθαρότερη» μορφή του, ένα αυτοτελές, και αρχαίο και νεότερο, γραμματειακό είδος, το «διάλογο».

Κατά το I. Μιι1<:αΓονδ1ίγ, στον οποίο οφείλονται δύο πρωτοποριακές μελέτες για το (θεατρικό) διάλογο (1937, 1940),20 το βασικότερο χαρακτηριστικό του διαλόγου, που αποτελεί ταυτόχρονα και την ειδοποιό διαφορά του από το μονόλογο, είναι η διαπροσωπική ένταση σε δύο (ή περισσότερα) υποκείμενα του λόγου, του «εγώ» και του «εσύ», η διαπλοκή δύο ^τουλάχιστον— διαφορετικών «συναφειών» (ΚοηίθΧίβ) και η συνεχής αλλαγή από το ένα «σημαντικό» επίπεδο στο άλλο, όπως κορυφώνεται ιδιαίτερα στη «στιχομυθία» — το δράμα είναι ταυτόχρονα διαλογικό και διαλεκτικό.

Η αναλυτική πράξη του δράματος συμπεριλαμβάνει την ποιοτική

Page 163: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΔΡΑΜΑ 171

και ποσοτική εξέταση των διαλογικών μερών του δράματος (δίλογος, πολύλογος — ανάλογα με τον αριθμό των συμμετεχόντων προσώπων, συχνότητα των «διακοπών» και μήκος των «απαντήσεων», ποσοτική σχέση με τα πρόσωπα του δράματος, η «ρητορική» του κ.τ.λ.).

Η άλλη μορφή του δραματικού λόγου, ο μονόλογος, μπορεί να εννοηθεί μόνο σ’ αντιπαράθεση με το διάλογο — τη μονολογικότητα του διαλόγου και τη διαλογικότητα του μονόλογου είχε επισημάνει ήδη οI. Μιιΐίατονδίίγ (1940).21 Όπως ο διάλογος, έτσι και ο μονόλογος αποδεικνύει τη σημασία του με την ανάπτυξή του και την αυτονόμησή του σ’ ένα μικρό δραματικό είδος, το «μονόδραμα», σε μερικούς μοντέρνους δραματουργούς 0 . Οοοίβαυ, 8. ΒβοΙίβΉ κ.ά.).

Και ο μονόλογος προϋποθέτει συχνά ένα «εσύ», έναν υπονοούμενο συνομιλητή, όπως λ.χ. στην περίπτωση του «εσωτερικού διαλόγου» ενός προσώπου ή του μονολόγου που απευθύνεται στους θεατές (αά δρβοί&ΙΟΓβδ) — και αυτές οι μορφές του μονολόγου τεκμηριώνουν, περισσότερο από κάθε άλλο, τη «συμβατικότητα» του δραματικού- θεατρικού λόγου.

Σημαντικότερη από μια «φαινομενολογική» τυπολογία του δραμα­τικού μονολόγου, όπως την επιχείρησε λ.χ. ο XV. ΚαγδβΓ22 (τεχνικός, επικός, λυρικός, στοχαστικός και κυρίως δραματικός μονόλογος), είναι η διαχρονική-ιστορική λειτουργία του: Έτσι λ.χ. στην αρχαία τραγω­δία και περισσότερο στην κωμωδία ο μονόλογος εκτοπίζει βαθμιαία το χορό, υποκαθιστώντας τον στο ρόλο του σχολιαστή των δρωμένων, στο νεότερο αστικό δράμα της Αναγέννησης και του Μπαρόκ και, προπα­ντός, στη -γαλλική- «Ιτ&%έάίβ οΐαδδίφΐβ» του 17ου και του 18ου αιώνα ο μονόλογος έχει όλα τα χαρακτηριστικά της ρητορικής «επί­δειξης», στο δΙίί&βδρβΕΓΘ εκφράζει συχνά («Ηαιηΐβ*», «ΟΑβίϊο», «Εθ&γ») την εσωτερική, συνειδησιακή κρίση και σύγκρουση των προ­σώπων, ενώ σε μερικούς μοντέρνους δραματουργούς (5. Ββί&βϋ:, Ε. Ιοηβδοο κ.ά.) οι παράλληλοι μονόλογοι των προσώπων υποδηλώνουν την αδυναμία για την πραγματοποίηση ενός γνήσιου διαλόγου.

Page 164: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

172 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

β) Πράξη

Ως" «μίμησις πράξεως» ορίζεται από τον Αριστοτέλη στο 6ο κεφά­λαιο της «Ποιητικής» η τραγωδία — και κατ’ επέκταση το δράμα. Και ο όρος «δράμα» παραπέμπει στο «δράν», του οποίου είναι το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Στο ίδιο κεφάλαιο της «Ποιητικής» γίνε­ται φανερό ότι η έννοια «πράξις» αναφέρεται στην εξωποιητική- εξωδραματική κοινωνική πραγματικότητα: «τραγωδία μίμησίς έστιν ούκ ανθρώπων, άλλα πράξεων και βίου». Το «ποιητικό» αποτέλεσμα της «μιμήσεως» της πράξεως, η «πράξις» στο ενδοκειμενικό επίπεδο, όπως θα λέγαμε σήμερα, είναι, πάντα κατά τον Αριστοτέλη («Ποιη­τική», κεφ. 6), ο «μύθος»: «έστιν δή τής μέν πράξεως ό μύθος ή μίμησις».

Στη σύγχρονη θεωρία του δράματος έχει γίνει προσπάθεια για μια πιο διαφοροποιημένη διάκριση των εννοιών αυτών με τη βοήθεια της νεότερης αφηγηματολογίας — προσπάθεια, που οδήγησε, σχεδόν ανα­πόφευκτα, σε μιαν αναλυτικότερη, πολυπλοκότερη και, συχνά, συγκε­χυμένη ορολογία: Το κοινό στοιχείο ανάμεσα στην αφήγη<ρ) και το δράμα, που διαφοροποιεί ταυτόχρονα αυτά τα λογοτεχνικά γένη από την «καθαρή» λυρική ποίηση και από τα θεωρητικά «χρηστικά κεί­μενα», όπως λ.χ. η «διατριβή», είναι η «ιστορία*) (Ηίδ1οίΓβΜθΓγ/ ΟβδοΗίοΙιίβ). Η «ιστορία» είναι μια έννοια εξωκειμενική, που περιέ­χει, όπως και στην αφήγηση, μια σειρά γεγονότων και πράξεων στη χρονική και στη «λογική» τους ακολουθία, ενώ για τη «συγκεκριμένη» ενδοκειμενική αναπαράσταση της ιστορίας, όχι υποχρεωτικά στην ίδια χρονική και «λογική» τους ακολουθία, χρησιμοποιείται ο ελληνογενής όρος «μύθος» και τ ’ αντίστοιχά του «Ρ&Ββ1»/«£αΙ)1β» (από το λατινικό «ίαβυΐα») και «ρΐοί»· στο ρωσικό φορμαλισμό η ίδια διάκριση γίνεται με τις έννοιες και τους όρους «ίαββΐ» και «δ^ζβί» αντίστοιχα. Πιο πολύπλοκη και συγκεχυμένη γίνεται η σχετική ορολογία, χωρίς ν’ αυξάνεται η πρακτική-αναλυτική της χρηστικότητα, αν στους παρα­πάνω προσθέσουμε και τους όρους «υπόθεση», «δράση» και «πλοκή»(ηβΧ11δ/ίη1ΐΊ§ΙΙβ).

Page 165: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΔΡΑΜΑ 173

Η αξιολόγηση της προτεραιότητας της «πράξης» σ’ αντιπαράθεση με τα «πρόσωπα», τους «χαρακτήρες» του δράματος, είναι, αυτονό­ητα, ένα φαινόμενο που υπόκειται στη σχετικότητα της ιστορίας του: Η προτίμηση του Αριστοτέλη ήταν μονοσήμαντα εκπεφρασμένη στο ίδιο, το 6ο κεφάλαιο της «Ποιητικής» του: «Έτι άνευ μέν πράξεως ούκ αν γένοιτο τραγψδία άνευ δέ ήθών γένοιτ’ άν».

Στους νεότερους χρόνους, η μετακίνηση του βάρους από την «πράξη» στα «πρόσωπα» του δράματος σημειώνεται, εκτός από την κωμωδία (κωμωδία «χαρακτήρων», ανθρώπινων «τύπων»), κυρίως με το δΗαΙίβδρβατβ («Ηαιηΐβΐ:», «ΟίΗβΗο», «Ι,βαι·»). θεωρητικοί και πρακτικοί του δράματος του 18ου αιώνα, όπως ο Ο. Ε. Ι·6δδίιι§, ταλαντεύονται ακόμα ανάμεσα στην «πράξη» και στα «πρόσωπα», ώσπου τα «πρόσωπα» να επικρατήσουν «οριστικά» στους δραματουρ­γούς του ευρωπαϊκου αστικού Ρεαλισμού και Νατουραλισμού (ΗβΙΛβΙ, Ηαιιρίιηαπη κ.ά.). Την επιστροφή στην αριστοτελική έξαρση του «μύθου» διακήρυξε, κατά παράδοξο αλλ’ εύλογο τρόπο, ο «αντιαριστο- τελικός» ΒγθοΗι («Κίβίηβδ Οι^αηοη &γ άα§ ΤΗβαΙβη), 1948). Από την αντιπαράθεση αυτή απέρρευσε μια πρώτη, στοιχειώδης τυπολογία, του δράματος σε «δράμια πράξης» (Η&ηά1υη§δάι*£ΐηα) και «δράμα χαρακτήρων» (0Ηατ£]Λ6πΐΓαιη&) — τύποι, που δε συναντώνται «καθα­ροί», εννοείται, ούτε σ’ όλες τις εποχές ούτε σ όλους τους δραματι­κούς συγγραφείς.

Η πρωτεύουσα σημασία του δραματικού στοιχείου «πράξη» κατα­φαίνεται από το γεγονός ότι όλες οι νεότερες απόπειρες, από το 19ο αιώνα ώς τις μέρες μας και ιδίως στο γερμανόφωνο χώρο, για μια τυπολογική διάκριση του δράματος βασίζονται κατά κύριο λόγο ή και αποκλειστικά πάνω στη μορφή της «πράξης» του δράματος:

Ο Οιΐδί&ν ΕγβγίΆ£ («Όίβ ΤβοΗπίΙζ άβδ ΟΓ&πιαδ», 1863) είχε παραστήσει το μύθο του δράματος με τη μορφή πυραμίδας: η πράξη άρχιζε με μιαν «εισαγωγή» στην αριστερή βάση της πυραμίδας, ανερχόταν, μέσα από ένα σημείο «έντασης», ώς την «κορύφωσή» της και κατερχόταν στη δεξιά πλευρά της, ώσπου να φτάσει, μέσα από ένα σημείο «τραγικής σύγκρουσης», στην «καταστροφή» της στη δεξιά βάση της πυραμίδας. Η καταγωγή του «πυραμιδοειδούς» αυτού σχήμα­

Page 166: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

174 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Ι>

τος της πράξης του δράματος από την αριστοτελική «Ποιητική» είναι ευδιάκριτη* το κύριο μειονέκτημά του είναι ότι απεικονίζει, και μάλιστα εξαιρετικά ελλειπτικά και εκλεκτικά, την πράξη του κλασι­κού δράματος και ειδικότερα της τραγωδίας.

Για το λόγο αυτό και κάτω από την επίδραση του μοντέρνου και του σύγχρονου θεάτρου από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα προτάθηκαν, στον αιώνα μας, για την περιγραφή των δύο «βασικών τύπων» του παγκόσμιου δράματος δυαδικά κατ’ αντιπαράθεση σχή­ματα, όπως: «συγκεντρωτικό» νδ «εκδιπλωτικό δράμα», «συγκρουσι­ακό» νδ «αποκαλυπτικό δράμα», «στατικό» νδ «κινητικό δράμα», «αναλυτικό» νδ «μη-αναλυτικό δράμα», «τεκτονικό» νδ «ατεκτονικό δράμα», «πυραμιδοειδές» νδ «κυκλικό δράμα», «αριστοτελικό» νδ «μη- αριστοτελικό δράμα», «κλειστό» νδ «ανοιχτό δράμα». Σ ’ ένα τριαδικό σχήμα των «ειδών» του δράματος επί τη βάσει των τριών βασικών «στοιχείων» του είχε καταλήξει ο \Υ. Καγ§6Γ («Ώαδ δρΓαοΚΙίοΗβ ΚιιιΐδίννβΓίο), 1948* 121967, σ. 368 κ.ε.): «δράμα χαρακτήρων» (Εί£ΐΐΓβη(ΐΓ&πια), «δράμα χώρου» (ΚΗΐιπιάΓαΐϊΐα) και «δράμια πράξης/ γεγονότων» (Ηαηά1ιιη£δ-/Οβδο1ιβ1ιβηδάΓαιη&). ,

Είναι φανερό ότι οι κατηγορίες αυτές δεν είναι παρά θεωρητικές κατασκευές, «ιδεατοί τύποι» (Ιάβα1ί:γρβπ), ή, όπως λέει ο V. Κίοϊζ («ΟβδοΜοδδβηβ υηά οββηβ Ροπή ίιη Οι*αιη&», 1969, σ. 215 κ.ε.), στον οποίο συγκεντρώθηκαν και συστηματοποιήθηκαν όλες οι προηγού­μενες προσπάθειες δυαδικής τυποποίησης του δράμιατος, «υφολογικές τάσεις» (δίίΐίβηάβηζβη), που περιγράφουν την «εσωτερική δομή των στοιχείων» και ιδιαίτερα της πράξης του δράματος, που δεν ταυτίζο­νται και δε συμπίπτουν, με τα συγκεκριμένα ιστορικά είδη, παρόλο που επιβεβαιώνουν την «ευρετική» χρησιμότητά τους στην ερμηνευτική πράξη.

Η έννοια της ενότητας της πράξης του δράματος είναι ίσως η μώνη από τις τρεις «ενότητες», του μύθου, του τόπου και του χρόνου, του δράματος που έχει, πραγμιατικά, την καταγωγή της στην αριστοτε­λική «Ποιητική» (κεφ. 7-8) - και είναι η μόνη «ενότητα» που άντεξε και στις νεότερες μορφές του «ανοιχτού» δράματος, αλλά και στις ανάγκες της δραματολογικής ανάλυσης.

Page 167: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΔΡΑΜΑ 175

Για την ανάλυση της πράξης του δράματος στα συστατικά της μέρη χρησιμοποιείται, σήμερα ακόμα, τουλάχιστον για το κλασικό και το νεότερο «κλειστό» δράμα, η «εξωτερική» του διαίρεση σε «πράξεις» και «σκηνές». Και οι δύο επικρατέστερες μορφές, η «τρίπρακτη» και η «πεντάπρακτη», έχουν την αφετηρία τους κυρίως στη ρωμαϊκή δραμα­τική πράξη και ποιητική (Σενέκας, Οράτιος), από την οποία κατάγε­ται και η σχετική ορολογία (λατ. «&ο!ιΐδ») στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες* η διαίρεση σε τρεις πράξεις επικράτησε κυρίως στην ιταλική κωμωδία, η διαίρεση σε πέντε πράξεις στην κλασικιστική τραγωδία και το «σοβαρό δράμα» από την Αναγέννηση ώς το 18ο αιώνα, ενώ παράλληλα γράφτηκαν και δράματα με λιγότερες ή περισσότερες από πέντε πράξεις.

Είναι ωστόσο χαρακτηριστικό για την αντοχή των συστατικών στοιχείων του αρχαίου δράματος ότι ο «χορός», που βρισκόταν έτσι κι’ ^ αλλιώς έξω από την κύρια πράξη του αρχαίου δράματος και είχε απορριφθεί από το νεότερο κλασικιστικό δράμα, αναβίωσε, έστω και πειραματικά, στο έργο μερικών νεότερων (Ε. 3οΗϊ11θγ) και εντελώς σύγχρονων και μοντέρνων (Τ. 8. ΕΐίοΙ, Β. ΒγοοΗ*, Ρ. \¥θίδδ κ.ά.) δραματουργών.

Η προϊούσα «διάλυση» της πράξης στο «ανοιχτό» δράμα από το δΗ& βδρβΗΓβ και ύστερα οδήγησε, μέσα από μια βαθμιαία και αντιφα­τική εξέλιξη, στην εξαφάνιση της «πράξης» (οαϊ) ως της μεγαλύτερης ενότητας και στην επικράτηση, στο μοντέρνο και ιδιαίτερα στο «επικό θέατρο» του αιώνα μας, της παράταξης και της αυτονόμησης των επιμέρους «σκηνών» και «εικόνων» του θεατρικού έργου. Παράλληλα, η σύγχρονη αναλυτική θεωρία αναζήτησε τη διαπίστωση της «δομής» του δράματος στα εσωτερικότερα και οργανικότερα στοιχεία της πράξης του* η πράξη του δράματος εννοείται όπως είχε ήδη οριστεί από τον Ο. Ε. Ι^βδδίη : ως μια σειρά αλλαγών της — εκάστοτε νέας — «κατάστασης», που, όλες μαζί, αποτελούν ένα «οργανικό» σύνολο.

Καταρχήν, η ανάλυση στηρίχτηκε στο μικρότερο στοιχείο του δράματος, την «κατάσταση» (δίίιΐΗϋοη). Ο όρος, που είχε τους προδρο- μικούς χρήστες του στο 18ο και το 19ο αιώνα (Οοζζί, ΌκΙβΓοί, Ηβ^βΐ κ.ά.), χρησιμοποιήθηκε συστηματικά στην εποχή μας από τον Ε.

Page 168: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

176 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

δοιιη&α στο βιβλίο του «Ι^βδ (Ιβιιχ οβηί πιίΐΐβ δϋιι&Ιίοηδ άπιιηίΐϋφΐΘδ» (1950). Ο δουηαυ ξεκινάει από έξη «βασικές λειτουργίες» της δραματικής πράξης σε συνάρτηση με τα πρόσωπα του δράματος, για να καταλήξει στην απαρίθμηση κάτι περισσότερο από 200.000 δραμα­τικών «καταστάσεων», ανάμεσα στις οποίες έχει να επιλέξει ο δραμα­τουργός στο συγκεκριμένο έργο του.

Η θεωρία των «δραματικών καταστάσεων», που αξιοποιήθηκε, όπως είδαμε, σε συνδυασμό με το μοντέλο των «δρώντων στοιχείων» του V. ΡΓορρ, από το σύγχρονο στρουκτουραλισμό στη θεωρία της αφήγησης (01. ΒΓβιηοικΙ), επαναχρησιμοποιήθηκε στη νέα αυτή μορφή της από τη σύγχρονη δραματολογία (Α. ϋββΓδίβΙοΙ κ.ά.) στην ανάλυση της «δομής» της πράξης του δράματος ως «μοντέλο των δρώντων στοιχείων» (ηιοοίβΐβ αοίαηϋβΐ). Η χρεοκοπία όμως του στρου­κτουραλισμού και σ’ αυτό το σημείο επιβεβαίωσε, και μάλιστα σ’ ένα υψηλότερο και πιο επεξεργασμένο επίπεδο, τις δοκιμασμένες, με τα πορίσματα των νεών θεωριών εμπλουτισμένες ιστορικές μεθόδους ανά­λυσης και ερμηνείας της «μορφής» και της «δομής» της πράξης του δράματος (Μ. ΡβδίβΓ κ.ά.), ενώ μια από τις τελευταίες συστηματικές θεωρητικές προσεγγίσεις της πράξης του δράματος (δ. \νβΓΐίιΐ£, «Η»η(11αη§ ίιη ϋΐΓ&ιηα», 1989) στηρίζεται πάνω στη θεωρία της «πράξης» του ΤβΙοοΜ: Ρ&Γδοη («Τολνατά ά ΟβηβΓ&Ι ΤΗβοιγ ο£ Αοίίοη», 1951).

γ) Πρόσωπα

Και για τα «πρόσωπα» του δράματος (άι*αηιαΙίδ ρβΓδοηαβ) ισχύει η αρχή της «μιμητικότητας», της «πλασματικότητας», που θέσαμε για τη δραματική «πράξη»* η αρχή αυτή συνεπάγεται τη διάκρισή τους από τα «πρόσωπα» της εξωπλασματικής, εξωθεατρικής πραγματικό­τητας, Για τη διάκριση αυτή, που θ’ αντιστοιχούσε στο ζεύγος «πράξη»/«μύθος», χρησιμοποιείται, αν και όχι ομόφωνα, ο όρος «χαρα­κτήρας» για τη σήμανση του πλασματικού-δραματικού-θεατρικού αντι­στοίχου του «προσώπου» της εξωθεατρικής πραγματικότητας — όρος,

Page 169: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΔΡΑΜΑ 177

που αντιστοιχεί κατά προσέγγιση στον αριστοτελικό όρο «ήθος». Η πρόταση του Μ. ΡίΐδΙβΓ για την αντικατάσταση της δεύτερης αυτής έννοιας με τον όρο «φιγούρα» (Γι£ιιγ)23 περιπλέκει ανώφελα τα πράγ­ματα, τουλάχιστον σε σχέση με τον «ανθρώπινο» χαρακτήρα των προσώπων του δράματος ως θεατρικού είδους του λόγου.

Αντίθετα, ο όρος «τύπος» για τη σήμανση ενός δραματικού «χαρα­κτήρα» απογυμνωμένου από την «ατομικότητά» του είναι εύχρηστος για τη διάκριση των κατ’ αφαίρεση «προσώπων» («χαρακτήρων») ενός ορισμένου δραματικού είδους, ιδιαίτερα της «κωμωδίας τύπων» (οοιη- ιηβάίΕ (ΙβΙΓ ατίβ, ΜοΙίβΓβ κ.ά.). Το πρόσθετο «σημειολογικό»-θεατρο- λογικό στοιχείο, που δημιουργέίται από την «ενσάρκωση» ενός δραμα­τικού «χαρακτήρα» από έναν ορισμένο ηθοποιό από σκηνής, δε θα μας απασχολήσει εδώ, λόγω της δεδηλωμένης γραμματολογικής-κειμενι- κής βάσης της μελέτης μας.

Το ζήτημα των προσώπων του δράματος τεκμηριώνει, περισσότερο από κάθε άλλο «στοιχείο» του, την ιστορικότητα του δράματος ως λογοτεχνικού — και θεατρικού — είδους εν γένει:

Ήδη ο Αριστοτέλης είχε διακρίνει, στο 2ο κεφάλαιο της «Ποιητι­κής» του, τους «χαρακτήρες» («ήθη») του δράματος σε «καλούς» («σπουδαίους») και «κακούς» («φαύλους»), επεκτείνοντας μάλιστα, στο 4ο κεφάλαιο της «Ποιητικής», την ίδια διάκριση και στους ίδιους τους —δραματικούς— ποιητές και στα δύο κύρια δραματικά είδη, την τραγωδία και την κωμωδία.

Η «ηθική» αυτή διάκριση μεθερμηνεύτηκε, με τη διαμεσολάβηση της «Ποιητικής» του Ορατίου, από την Ποιητική της Αναγέννησης 0.Ο. 5οα1ί§6Γ, 1561) και του Μπαρόκ σε διάκριση «κοινωνική», για να επικρατήσει στο δράμα του ευρωπαϊκού Κλασικισμού ώς τα μέσα του 18ου αιώνα ως «ρήτρα των κοινωνικών τάξεων» (δίαικΙβΜααδβΙ), ^ σύμφωνα με την οποία τα πρόσωπα του «ανώτερου» δραματικού είδους, της τραγωδίας, έπρεπε ν’ ανήκουν στο «ανώτερο» κοινωνικό στρώμα (βασιλιάδες, ηγεμόνες, «ευγενείς»), τα πρόσωπα του «κατώτερου» είδους, της κωμωδίας, στα «κατώτερα» κοινωνικά στρώματα.

Και σ’ αυτό το σημείο, καταλυτικό ρόλο για τη ρήξη και την υπέρβαση του αισθητικού — και κοινωνικού — αυτού δόγματος έπαιξε η

Page 170: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

178 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

άνοδος της αστικής τάξης και η επικράτηση του «αστικού δράματος» - γεγονός, που συμπαρέσυρε, απο το Ρομαντισμό ώς τις μέρες μας, και την απολυτότητα των «ηθικών» κριτήριων της αριστοτελικής «Ποιη­τικής»: Το «καλό» και το «κακό», το «υψηλό» και το «ταπεινό» μπορούσαν τώρα να συνυπάρχουν όχι μόνο στο ίδιο δραματικό έργο, αλλά και στο ίδιο δραματικό πρόσωπο — ή, όπως παρατηρούσε ο Α. δΙηπ<11)€Γ§ στον Πρόλογο της «Δεσποινίδας Ιουλίας» («Γγο θπ ^Ιΐβ», 1888), το «ελάττωμα μπορεί να είναι — για το νατουραλιστή δραμα­τουργό — η άλλη όψη της αρετής».

Σ ’ αντίθεση με τον αρχαίο τραγικό μυθικό ήρωα, που έκρυβε το καθαρά «ιδεατό», απρόσωπο «πρόσωπό» του κάτω από τη μάσκα του ηθοποιού-ενσαρκωτή του, η «εξατομίκευση» του δραματικού ήρωα, που άρχισε με το δΙιαΙίβδρθαΓβ (ΚΐοΗίυτά III, Ηαΐϊΐΐβΐ, Ο&θΙΙο, Μ&οΒβΐΗ κ.ά.), έφτασε στο αποκορύφωμά της με την αστική «προσωπικότητα» στην εποχή του γερμανικού Ιδεαλισμού (ΟοβΛβ, Ηβ^βΐ). Η «αποδό- μηση της προσωπικότητας» επρόκειτο εντούτοις να συντελεστει, όπως κατέδειξε σε μιά συστηματική μελέτη της η Μ. Κβδϋη§ («Ώθγ ΑΒΒ&ιι άβΓ ΡβΓδόηϋοΜίβίΙ:», 1976),25 από τους ίδιους αστούς δραματουργούς, από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα ώς τις μέρες μας — στο μοντέρνο δράμα αντικατοπτρίζεται περισσότερο απ’ ό,τι άλλο η κρίση της αστικής «προσωπικότητας» και «ατομικότητας».

Η εξέλιξη αυτή, που άρχισε με το δ*πηάΙ>6Γ§ και συνεχίστηκε με τον ΡίΓ&ηάβΙΙο, έφτασε στο αποκορύφωμά της με το «θέατρο του παραλόγου». Έτσι λ .χ ., στο «ΗαρρΥ Όα^δ» (1961) του δ. Ββοΐίβίΐτα πρόσωπα «λνίηηίβ, μια γυναίκα γύρω στα πενήντα» και «λνίΐΐίθ, ένας άντρας γύρω στα εξήντα», έχουν απογυμνωθεί από κάθε ατομικό κοινωνικό καθορισμό κ’ έχουν μεταβληθεί σε «μαριονέτες», εκφραστές- φορείς, με τη γλώσσα τους, της προχωρημένης διάλυσης της αστικής «ατομικότητας» και της επιβεβαίωσης της προϊούσας «αλλοτρίωσης» στο κοινωνικό σύστημα, του οποίου τα ίδια αυτά «πρόσωπα» δεν αποτελούν παρά δραματικές-σκηνικές αφαιρέσεις,

Η φορμαλιστική και στρουκτουραλιστική μέθοδος ανάλυσης των προσώπων του δράματος, που είχε την αφετηρία της στα θεωρήματα του ΡΓορρ και του δοιιπαιι, ήταν, όπως είπαμε παραπάνω, στην

Page 171: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΔΡΑΜΑ 179

πραγματικότητα μια μέθοδος ανάλυσης της πράξης του δράματος μέσω των κατηγοριακών αφαιρέσεων «κατάσταση» (δϋυαϋοη) και «δρων στοιχείο» (&ο*ηπ1:) και βασιζόταν σε μιαν απροσχημάτιστη «αποπροσω- ποποίηση» των δραματικών χαρακτήρων.

Αλλά οι δραματικοί χαρακτήρες, ακόμα και οι «τύποι» της παλαιότε- ρης κωμωδίας ή του νεότερου νατουραλιστικού και ρεαλιστικού δράματος καθώς και οι φιγούρες-μαριονέτες του «θεάτρου του παραλόγου», μπορούν ν’ αναλυθούν και αυτόνομα και στις μεταξύ τους σχέσεις και στις κοινωνικές τους συναρτήσεις. Μια χρηστική πρόταση για την κατα­γραφή των «ατομικών» χαρακτηριστικών των προσώπων του δράματος έχει παρουσιάσει ο Μ. Ρβδίβι*.26 Ωστόσο, σημαντικότερη είναι, μ’ εξαίρεση το μονόδραμα, η ανάλυση των προσώπων του δράματος στις μεταξύ τους διασυνδέσεις και «ομαδοποιήσεις», τους λεγόμενους «συνα- στερισμόυς» (Κοηδίβίΐαϋοη/Κοηβ^υΓαΙίοη). Έτσι λ.χ. τα «πρόσωπα του δράματος» στους «Υφαντές» («Οίβ \¥θΙ)βΓ», 1892) του Ο. Ηαυρϊιη&ηη βρίσκονται ήδη κατανεμημένα στον «Πίνακα» που προτάσσεται στο έργο σε δύο ομάδες: τον εργοστασιάρχη με την οικογένειά του και τα πρόσωπα του άμεσου, «ιδιωτικού» περιβάλλοντος του στην πρώτη, τους εργάτες του εργοστασίου του, τους υφαντές, στη δεύτερη — και η «ομαδοποίησή» τους αυτή, «πιστή» αναπαράσταση των κοινωνικών τους συναρτήσεων, προαναγγέλλει και την κοινωνική-ταξική σύγκρουσή τους στο ίδιο το έργο.

δ) (Χωρο)χρόνος

Το δόγμα για την «ενότητα του τόπου και του χρόνου» του δράματος, που καταδυνάστευσε τη δραματολογική θεωρία, και τη δραματουργική πράξη από την Αναγέννηση (I,. Ο&δΙβΙνβϊΐΌ, 1576) ώς το γαλλικό Κλασικισμό (Ρ. ΟοΓηβίΙΙβ, 1660), είχε, καταρχήν, την αφετηρία του σε μια παρερμηνεία του Αριστοτέλη («Ποιητική», κεφ. 5), που παρατη­ρούσε σχετικά με το «μήκος» της τραγωδίας σε σχέση με το έπος ότι η πρώτη απλά «πειράται υπό μίαν περίοδον ήλιου είναι ή μικρόν έξαλλάττειν», ενώ δεν αναφερόταν καθόλου σε καμίαν «ενότητα τόπου».

Page 172: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

180 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΊΑ

Η «παρεξήγηση» όμως αυτή, πέρα από την παραγνώριση της σκηνικής αναγκαιότητας του αρχαίου και του νεότερου δράματος (διαρκής παρουσία του χορού, στατικότητα του σκηνικού), μαρτυρούσε, προπάντων, μια θεμελιακή θεωρητική σύγχυση ανάμεσα στο χώρο και το χρόνο της θεατρικής παράστασης από τη μια πλευρά, τον τόπο και το χρόνο της δραματικής πράξης («υπόθεσης») από την άλλη - σύγχυση ανάμεσα στη σκηνική «πραγματικότητα» και τη δραματική- λογοτεχνική πλασματικότητα.

Για τη διάκριση ανάμεσα στο «θεατρικό» και το «δραματικό χώρο» θα μπορούσε να γίνει δεκτή η χρήση μιας διπλής ορολογίας, των όρων «τόπος» (Ιίβιι/Οιΐ) για τον πρώτο και «χώρος» (βδραοβ/Καιιιη) για το δεύτερο, που έχει προταθεί από μερικούς θεωρητικούς (ϋΒβΓδίβΙά, ΡβδίβΓ κ.ά.). Όπως έδειξε η Α. ϋββΓδίβΜ, η ύπαρξη του «σκηνικού χώρου», που συμπεριλαμβάνει, εκτός από την κυρίως σκηνή, και το χώρο των θεατών και ολόκληρο το θεατρικό «οικοδόμημα», αποτελεί ακριβώς την ειδοποιό διαφορά του «θεάτρου» από το δραματικό «κεί­μενο» και, ταυτόχρονα, την ουσιαστική διαφοροποίησή του από τα άλλα λογοτεχνικά γένη, ιδιαίτερα την αφήγηση, και τα θεωρητικά ή γραμματε ιακά «κείμενα».27

Είναι αυτονόητο ότι η γραμματολογική μας βάση επιβάλλει τον περιορισμό της οπτικής μας γωνίας στο δραματικό χώρο, όπως αυτός δηλώνεται μέσα στο δραματικό κείμενο, με άλλα λόγια στο σύστημα των «εσωτερικών κωδίκων», όπως το ορίσαμε παραπάνω: Ο λεγόμενος «ομιλούμενος χώρος» πραγματοποιείται στο δράμα μέσω των ενδο- γλωσσικών τοπικών δεικτών, που η παρουσία τους μέσα στο δραματικό κείμενο είναι τόσο συχνότερη και πλουσιότερη, όσο λιτότερη και φτωχότερη είναι η πραγματοποίηση του δραματικού χώρου με θεα- τρικά-σκηνικά μέσα, όπως συμβαίνει λ.χ. στο ελισαβετιανό σ’ αντί­θεση με το νατουραλιστικό θέατρο — η «ποιητικότητα» του δραματικού κειμένου δεν είναι άσχετη από την έντονη παρουσία του «ομιλούμενου χώρου». Στο παράδειγμα του ΡβδίβΓ από την 6η σκηνή της α' πράξης του «Μ&οΒβΛ» του δΗα^Θδρβατβ, στην οποία το κάστρο του ΜαοΒβΛ «περιγράφεται» γλωσσικά με όλο το περιβάλλον του,28 θα προσθέσω από το νεοελληνικό θέατρο τη σχεδόν σύγχρονή του «Ερωφίλη» του Γ.

Page 173: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΔΡΑΜΑ 181

Χορτάτζη, στην οποία ο δραματικός χώρος ορίζεται από πολυάριθμους ενδοκειμενικούς-ενδογλωσσικούς δείκτες: «τούτες σας τσι πυράμιδες», «τούτο το ψηλό κ’ ευγενικό παλάτι», «τούτ’ είναι η Μέμφ’ η ξακουστή», «τα τείχη τούτα συντηρώ, τσι πόρτες, τσι κολόνες» κ.ά.

Η σχέση ανάμεσα στο χρόνο της παράστασης και το χρόνο της πράξης του δράματος έχει την αναλογία της στη σχέση ανάμεσα στον αφηγηματικό και τον αφηγημένο χρόνο της σύγχρονής μας αφη γη μα­τολογ ί ας. Ο χρόνος της παράστασης είναι ήδη χοντρικά προκαθορισμέ­νος απο το «μήκος» του δραματικού κειμένου και το συγγραφέα του και αυτός πάλι είναι υποταγμένος στις «συμβάσεις» της εποχής του: Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η παράσταση στο θέατρο και την εποχή του Οοπιβίΐΐβ διαρκούσε δύο, στο ελισαβετιανό τρεις περίπου ώρες.Από την άλλη πλευρά, ο σκηνοθέτης της θεατρικής παράστασης μπορεί, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ο διευθυντής της ορχήστρας στην ανάλογη περίπτωση της μουσικής παρτιτούρας, να δώσει το δικό του «ρυθμό της παράστασης», πράγμα που αποτελεί ένα από τα στοιχεία της συγκεκριμένης σκηνικής «ερμηνείας».

Το ψευτοαριστοτελικό δόγμα του ευρωπαϊκού Κλασικισμού για την «ενότητα» του δραματικού χρόνου (ο ΟοπιβίΗβ δεχόταν την επέκταση φ της δραματικής πράξης το πολύ-πολύ στις 30 ώρες) βρήκε το ριζοσπα­στικότερο αναθεωρητή του στη θεατρική πράξη, ιδιαίτερα στα ιστο­ρικά δράματα, του δΗ&ΙίθδρβΕΓΘ με ακρότατο παράδειγμα την τριλογία του «Ερρίκου του Έκτου», στην οποία η δραματική πράξη εκτείνεται σ’ ένα χρονικό διάστημα σαράντα περίπου ετών — θεατρική πράξη, που επέβαλε την αναθεώρηση του δόγματος, ακριβώς επί τη βάσει της νέας πρόσληψης του θεάτρου του δΗα^βδρβατβ, και στη νέα θεωρία του δράματος στο β' μισό του 18ου αιώνα, σχεδόν ταυτόχρονα στην Αγγλία (8. |οΙιηδοη) και τη Γερμανία (Ο. Ε. Ι·6δδίη§, Ο. ΗβΓάβι*).

Στο σύγχρονο θέατρο ο χρόνος της δραματικής πράξης μπορεί να εκτείνεται σε διάστημα μικρότερο από είκοσι τέσσερεις ώρες, όπως λ.χ. στο νατουραλιστικό δράμα «Οικογένεια Σέλικε» («Ραιηίΐίβ δβίκ^β», 1890) των Ατηο Ηοΐζ και Ιοίιαηηβδ δοΗΜ, ή και σε δέκα χρόνια, όπως λ.χ. στη «Μάνα Κουράγιο» («Μιι&θγ ΟοιίΓα^β υηά ίΙΐΓβ ΚίηάβΓ», 1939) του Β. ΒγθοΙιΙ:. Και στις δύο αυτές, όπως και σ’ όλες

Page 174: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

182 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

τις άλλες περιπτώσεις του μοντέρνου δράματος, ο χρόνος της πράξης του δράματος υπακούει στις αισθητικές επιλογές και υπηρετεί τους αισθητικούς στόχους του δραματικού συγγραφέα.

Page 175: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

VII

ΧΡΗ ΣΤΙΚ Α ΚΕΙΜΕΝΑ

Ως «χρηστικά κείμενα» ορίζουμε, προκαταρκτικά, όλα τα κείμενα που δεν είναι εξ αρχής αισθητικά φορτισμένα είτε εκ των υστέρων αισθητικά αξιολογημένα - δηλαδή: τα «εξωλογοτεχνικά κείμενα».

Όπως είδαμε, ο όρος «χρηστικά κείμενα» (ΟβΒΐΉΐιοΙίδίβχίβ) καθιε­ρώθηκε, στη γερμανική τουλάχιστον γραμματολογία, από το Ρ. δ β η § 1 β («νοΓδοΗ 1α§6Χ ζ ιιγ Β β ίο π π άβΓ ΙϋβΓ& τίδοΙιβη Ρ ο π η β η Ι β Ι ΐΓ β » ,

1967* 21969) για την «ειδολογική» διάκριση ενός τέταρτου γένους όλων των εξωλογοτεχνικών, γραμματειακών κειμένων. Αλλά και στο θέμα αυτό, η ορολογιακή πολυτυπία, που αναπτύχτηκε στο μεταξύ σχετικά με τα εξωλογοτεχνικά κείμενα, απαιτεί μερικές περαιτέρω εννοιολογικές διακρίσεις για την αποφυγή μιας επαπειλούμενης ορολο- γιακής σύγχυσης: Παράλληλα προς τον επικρατήσαντα όρο «χρηστικά κείμενα» χρησιμοποιήθηκαν, εν μέρει και από τον ίδιο το δ β η ^ ΐβ , και οι όροι «χρηστική λογοτεχνία» (Οβ^ΓαυβΙΐδΙϋβΓΒίιΐΓ), «σκόπιμη λογο­τεχνία» (ΖλνβοΙάίίβΓαΙιιι·) ή «λογοτεχνικές χρηστικές μορφές» (ΙίίβΓα- πδβΗ β Ο βΒ Γ α υ ο Η δ ίο π π β ιι) .

Η ορολογιακή κατάσταση περιπλέκεται από το γεγονός ότι ο Β. ΒγθοΙιΙ και ο \Υ. Ββη^ππη είχαν χρησιμοποιήσει τον όρο «χρηστική λογοτεχνία» (ΟβΒΓαυοΗδΙίϊβΓ&ίυι*), για να χαρακτηρίσουν, σ’ αντίθεση με τη μεταγενέστερη χρήση του όρου, την κοινωνικά στρατευμένη λογοτεχνία και μάλιστα τη λυρική ποίηση, χωρίς ν’ αρνούνται, ταυτόχρονα, την αισθητική της φόρτιση και αξιολόγηση.

Η πιθανή σύγχυση με τα τρία πρώτα, παραδεδομένα λογοτεχνικά γένη, μπορεί να προκύψει από το γεγονός της διπλής σημασίας του όρου « Ι ίΙ β Γ Ε ί ι ΐΓ » (λογοτεχνία/γραμματεία) στα γερμανικά και των αντιστοίχων του στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, που επισημάναμε σε

Page 176: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

184 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

προηγούμενο κεφάλαιο του βιβλίου μιας* η σύγχυση αυτή μπορεί ν’ αποφευχθεί στα ελληνικά, αν ο όρος συναφθεί με τις έννοιες «κείμενο» και «γραμματεία», όπως τις ορίσαμε στο προεισαγωγικό μας κεφά­λαιο. Αντίθετα, σαφέστερος είναι και ο γερμανικός όρος «πραγματολο­γικά κείμενα» (δαοΗΐθχίθ), παρόλο που δεν επικαλύπτεται απόλυτα με τον επικρατήσαντα όρο «χρηστικά κείμενα», που υιοθετήσαμε κ’ εμείς.

Τα «χρηστικά κείμενα» πρέπει να διευκρινιστούν σ’ αντιπαράθεση με δύο «οριακές» κατηγορίες κειμένων: α) τη νεότερη και σύγχρονη λαϊκή λογοτεχνία, την «παραλογοτεχνία» και β) τις «απλές μορφές»: Η πρώτη έννοια («παραλογοτεχνία») δεν είναι «ειδολογική», αλλά απλά κοινωνιολογική και αξιολογική και περιλαμβάνει κείμενα που δεν έχουν συμπεριληφθεί στον κυρίαρχο «λογοτεχνικό κανόνα» του «ανώτερου» αναγνωστικού στρώματος, που δεν παύουν όμως να είναι «καθαρά» λογοτεχνικά* η δεύτερη («απλές μορφές»), που καθιερώ­θηκε, όπως είδαμε, από τον Α. |ο11βδ (1930), αναφέρεται σε προλογο­τεχν ικές-προαισθητικές, «λαογραφικές» μορφές κειμένων. Η μελέτη μερικών απ’ αυτές, όπως το αίνιγμα, η μαγική επωδή, το λογοπαίγνιο κ.ά., στα πλαίσια της σύγχρονης γραμματολογίας και τιρς θεωρίας της λογοτεχνίας, που επιχείρησε ο Τ. ΤοάοΓον («Ι»€5 §βηΓβδ άιι άίδοοιίΓδ», 1978, σ. 223 κ.ε.), επαναθέτει, όπως ακριβώς και το ζήτημα των «χρηστικών μορφών», ολόκληρο το πρόβλημα της σχέσης «λογοτεχνία»/«γραμματεία», «έργο»/«κείμενο», «ποιητική»/«ρητορι- κή», και, ταυτόχρονα, το πρόβλημα των λογοτεχνικών — και γραμμα­τειακών — γενών και ειδών.

Πολύ περισσότερο: Η σχέση των «χρηστικών» με τα «λογοτε­χνικά» κείμενα επαναθέτει το πρόβλημα των «δύο πολιτισμών», του όλο και περισσότερο από το 19ο αιώνα διευρυνόμενου χάσματος ανά­μεσα στη λογοτεχνία, την τέχνη, και τις ανθρωπιστικές επιστήμες από τη μια πλευρά, τις φυσικομαθηματικές επιστήμες και την τεχνική από την άλλη, όπως το επαναδιατύπωσε στην εποχή μας ο ΟΗατΙβδ δηοΛν («ΤΗβ Τ\νο ΟιιΙίιΐΓΘδ αηά Λβ δοίβηίίβο Ηβνοίηϋοη», 1959).

Όπως είπα παραπάνω, η έννοια και το γένος «χρηστικά κείμενα» πρέπει να εννοηθούν σ’ αντιπαράθεση με την έννοια «λογοτεχνία» και σε συνάρτηση με την έννοια «γραμιματεία»* η συνάρτηση όμως αυτή

Page 177: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΧΡΗΣΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 185

με τη δεύτερη αυτή έννοια δε φτάνει ώς την πλήρη ταύτιση των δύο αυτών όρων, «χρηστικά κείμενα»/«γραμματεία», αφού η δεύτερη συμπεριλαμβάνει, όπως είδαμε, κατ’ αφαίρεση και διαχρονικά, όλα τα κείμενα, ανεξάρτητα από την αισθητική τους φόρτιση και αξιολόγηση. Επομένως, «χρηστικά κείμενα» είναι τα «γραμματειακά» εκείνα κεί­μενα, που μένουν έξω από τον εκάστοτε, σε ορισμένο τόπο και χρόνο ισχύοντα, «λογοτεχνικό κανόνα». Μ’ άλλα λόγια: Όπως μεταβάλλε­ται, διαχρονικά, το περιεχόμενο της έννοιας «λογοτεχνία», και μάλι­στα σ’ αντιπαράθεση με τα —εκάστοτε— εξωλογοτεχνικά κείμενα, έτσι μεταβάλλεται και το περιεχόμενο της έννοιας «χρηστικά κείμενα», και μάλιστα σ’ αντιπαράθεση με την έννοια «λογοτεχνία».

Εδώ ακριβώς βρίσκεται η αχίλλειος πτέρνα της πρόσφατης προ­σπάθειας του I. Αη<ΐ6Γ6§£ («Ε&ϋοη αηά ΚοηιηιαηΛ&Ιίοη», 1977) για τη διάκριση των «πραγματολογικών κειμένων» (δαοΗίθχίθ) από τα «πλασματικά κείμενα» (Ρ&ίίνίβχΐβ) με τη βοήθεια του επικόινωνιακού μοντέλου: Κατά τον ΑηάθΓ6££, το «πεδίο αναφοράς» (Ββζα^δίβΐά) των πρώτων είναι το πραγματικό —ιστορικό— βιωματικό «πεδίο αναφο­ράς», η εζωχειμενιχή συνάφεια (Κοηίβχΐ) του πομπού και του δέκτη, τα δεύτερα δημιουργούν το δικό τους «πεδίο αναφοράς».1 Η αδυναμία του μοντέλου αυτού έγκειται, όπως παρατηρήθηκε, στη στατικότητα του, στην ανιστορικότητά του:2

Ήδη ο I. Μη1ί&ϊονδ1ίγ («ΑδώβϋδοΗθ ΕαηΐΛίοη...», 1936) είχε παρατηρήσει ότι δεν υπάρχουν σταθερά όρια ανάμεσα στον αισθητικό και τον εξωαισθητικό χώρο. Εξωαισθητικά αντικείμενα μπορούν ν’ αποκτήσουν «αισθητική λειτουργία» ή, αντίστροφα, «καλλιτεχνικά έργα, που είναι προνομιούχοι φορείς της αισθητικής λειτουργίας, μπορούν να τη χάσουν», ενώ, πάλι, υπάρχουν μερικά είδη, όπως το δοκίμιο, η διδακτική ποίηση και η μυθιστορηματική βιογραφία, που ταλαντεύονται ανάμεσα στη «λογοτεχνία» και την «πληροφορία» (Μϋΐθίΐαηβ).3

Όπως είδαμε, ο Αριστοτέλης απέκλειε από την «Ποιητική» του την —έμμετρη, βέβαια— διδακτική, «φιλοσοφική» ποίηση των «φυσιολό­γων», ενώ συμπεριελάμβανε σ’ αυτήν το φιλοσοφικό, το «σωκρατικό», όπως τον έλεγε, διάλογο. Ο — φιλοσοφικός, κυρίως — διάλογος, που

Page 178: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

186 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

είχε αποτελέσει ένα από τα καθιερωμένα, αυτόνομα «ποιητικά», δηλαδή λογοτεχνικά, είδη σ’ ολόκληρη την κλασικιστική «Ποιητική» από την Αναγέννηση ώς το 18ο αιώνα, παρά τις μεμονωμένες επανεμφανίσεις του από το Ρομαντισμό ώς τις μέρες μας, «ξέπεσε» στα εξωλογοτεχνικά-γραμματειακά κείμενα. Αντίστροφα, στη νεό­τερη, αντιμιμητική Ποιητική οποιαδήποτε διδακτική, φιλοσοφική κ.τ.λ. «ποίηση» αναγνωρίζεται ως καθαρά ποιητικό-λογοτεχνικό είδος με κριτήριο το στίχο και το μέτρο, ενώ το σημαντικότερο λογοτεχνικό είδος της εποχής μας, το μυθιστόρημα, έμενε επί μερικούς αιώνες έξω από την πόρτα της κλασικής Ποιητικής και του «λογοτεχνικού κανόνα».

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν μερικά είδη χρηστικών κειμένων, όπως το δοκίμιο, το ταξιδιωτικό, η (αυτο)βιογραφία, αλλά και μερικά έργα — εκλαϊκευτικής ή όχι — επιστημονικής πρόζας, όπως τα έργα του I. ΒατοΐΏτάί και του 5. ΡγθικΙ, που, αν όχι εντάσσονται, οπωσδή­ποτε όμως προσεγγίζονται από μερικούς μελετητές στη λογοτεχνία — με κριτήρια υφολογικά. Αν όμως, όπως δείξαμε, ούτε τα λογοτεχνικά κείμενα ορίζονται, όπως ισχυρίστηκε ο σύγχρονός μας γλωσσόλογικός στρουκτουραλισμός, με κριτήρια καθαρά γλωσσικά, τότε και η κατά­ταξη των παραπάνω «ειδών» μπορεί και πρέπει να γίνει επί τη βάσει της εκάστοτε ισχύουσας «αισθητικής νόρμας» (Μα1ζ0Τ0νδ1ίγ), της «μιμητικότητας», της «πλασματικότητας» ή της «λογοτεχνικής σύμ­βασης».

Η άποψη αυτή ενισχύεται από το διαπιστωμένο γεγονός ότι ορι­σμένα χρηστικά κείμενα, όπως η επιστολή, το ημερολόγιο, το δοκίμιο, η (αυτο)βιογραφία, το ταξιδιωτικό αλλά και το ρεπορτάζ και το ιστορικό ντοκουμέντο, χρησιμοποιήθηκαν μέσα σε λογοτεχνικά κείμενα ή και αποτέλεσαν τη μήτρα από την οποία γεννήθηκαν «νέα» λογοτε­χνικά είδη, όπως το επιστολικό και το ημερολογιακό μυθιστόρημα, η μυθιστορηματική (αυτο).βιογραφία και η «λογοτεχνία-ντοκουμέντο» (ΟοΙαιΐϊίθηίατΙϋβΓαίιΐΓ).

/Οπως διαφαίνεται σε άλλα σημεία του βιβλίου μας, ο σχεδόν απόλυτος αυτοπεριορισμός της νεότερης γραμματολογίας στη λογοτε­χνία με τη στενότερη σημασία του όρου «ΙίΙΙόΓ&ίιΐΓβ/ΙίϊβΓ&ίαΓβ/ΙβΙΙβΓΕ-

Page 179: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΧΡΗΣΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 187

ΙαΓθ/ΙιίίβΓΕίιΐΓ)) είχε την αφετηρία του στις κυρίαρχες λογοτεχνικές θεωρίες και σχολές του αιώνα μας, από το ρωσικό φορμαλισμό και την αμερικανική Νέα Κριτική στο Μεσοπόλεμο ώς τον ευρωπαϊκό στρου­κτουραλισμό του Μεταπολέμου, αλλά και στην παράδοση της κλασι­κής και ρομαντικής Αισθητικής του γερμανικού Ιδεαλισμού.

Αλλ’ ακριβώς στη δεκαετία του 1960, όταν ο γλωσσολογικός στρουκτουραλισμός περιόριζε το ενδιαφέρον του στη «λογοτεχνικό­τητα» του λογοτεχνικού κειμένου, ακούστηκαν δύο εξέχουσες φωνές από την πλευρά της κλασικής φιλολογίας και των μεσαιωνικών ρομανικών φιλολογιών, που κήρυσσαν την επαναδιεύρυνση του όρου «ΙΐίίβΓαίιΐΓβ» και των αντιστοίχων του στις ευρωπαϊκές γλώσσες στο εύρος του ελληνικού όρου «γραμματεία»: Στα 1963 ο κορυφαίος κλασικός φιλόλογος ψ . 5οΙΐίΐάβν &1άΐ: υπενθύμιζε («ϋβΓ ϋπι&η£ άβδ Ββ^ηβδ άβΓ ΙίΐβπίίυΓ ίη άβΓ ΑηΗΐίβ», 1963), αντιπαρατασσόμενος στις νεότερες τάσεις των γερμανολόγων, ότι η ιστορία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας «συμπεριλάμβανε όλα τα γραπτά μνημεία της ελληνικής αρχαιότητας, που έφτασαν ώς εμάς: [...] Εκτός από την ποίηση και όλα τα ποιητικά είδη, [...] την ιστοριογραφία και τη γεωγραφία, τη φιλοσοφία, την επιστημολογία και την κοσμολογία, την ιατρική, τα μαθηματικά με όλες τις επιμέρους επιστήμες, τη ρητορική, τη βιογραφία [...], ακόμα και τους οδηγούς μαγειρικής».4

Ο ρομανολόγος Η. Κ. Ι&ιΐδδ κατέδειξε, σε μια μελέτη του για τα λογοτεχνικά είδη στη λογοτεχνία του Μεσαίωνα (1970),5 ότι οι ρομανικές λογοτεχνίες περιλαμβάνουν και στη λογοτεχνική πράξη και στη λογοτεχνική θεωρία, πολλά λογοτεχνικά και εξωλογοτεχνιχά είδη, που δε συμβιβάζονταν και για το λόγο αυτό αποκλείστηκαν από τη μεταγενέστερη, ρυθμιστική, κλασικιστική Ποιητική.

Από το χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας/γραμματείας ας αναφέ­ρουμε το εξαιρετικό παράδειγμα της «Ιστορίας της βυζαντινής λογοτε­χνίας» («Οβδοΐιίοΐιΐβ άβΓ 1>γζ&ηΗηίδοΙιβη ϋΚβΓα&ΐΓ, 1890* 21897) του Κ. ΚηιιηβαοΙιβΓ, που, ενώ γνωρίζει τη διχοτόμηση ανάμεσα στη «λόγια» και τη «λαϊκή» λογοτεχνία, αφιερώνει το πρώτο μέρος της ογκώδους «Ιστορίας» του στα γραμματειακά-εξωλογοτεχνικά «είδη», τη θερλογία, την ιστοριογραφία, τη γεωγραφία, τη φιλοσοφία, τη

Page 180: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

188 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ρητορική, τις ιστορικοκοινωνικές και τις φυσικομαθηματικές επι­στήμες.

Όπως επισημαίνω και σε άλλο σημείο του βιβλίου αυτού, από τη δεκαετία του 1970 και υπό την επίδραση της «γλωσσολογίας του κειμένου» (Τβχίΐίη^ιπδϋΐί), όπως εκπροσωπείται λ.χ. από το 8. I. 8ο1ιιηΐ(1ΐ, πραγματοποιείται μια στροφή από το -λογοτεχνικό- «έργο» στο —γραμματειακό— «κείμενο» — στροφή, που στη θεωρία των γενών και των ειδών σήμαινε τη μετάβαση από τα «λογοτεχνικά γένη» (ΙιίΙβΓαΙιΐΓβ&ίΙυη^Θη) στα «είδη κειμένων» (Τβχίδοιίθη), τη μετά­βαση, στην ανάλυση του κειμένου, από τη διαπίστωση της «λογοτε­χνικότητας» του λογοτεχνικού έργου στην «ανάλυση του λόγου» (Οΐδ1αΐΓδίΐπ&1γδβ) και, στη θεωρία της λογοτεχνίας, από την Ποιητική στη Ρητορική. Η σύγχυση, που απειλεί τις γραμματολογικές σπουδές από τη νέα αυτή εξάλειψη των ορίων ανάμεσα στο — αισθητικά αξιολογημένο — λογοτεχνικό έργο και το εξωαισθητικό-εξωλογοτε- χνικό κείμενο, μπορεί ν’ αποσοβηθεί μόνο με την υιοθέτηση της ιστορικής θεώρησης του ζητήματος των λογοτεχνικών και των εξωλο- γοτεχνικών ειδών, που απαιτούν μελετητές όπως ο |. {ίβπηαηά («δτηΛβίίδοΗβδ ΙηίβιρΓβϋβΓβη», 1968* 51977, σ. 243) και ο Η. Κ. Ι&ιΐδδ στη μελέτη του που ανάφερα παραπάνω.

Μια συστηματική ομαδοποίηση και κατάταξη των «χρηστικών κειμένων», επιχείρησε, πειραματικά, ο Η. Ββΐΐίβ (1973)*6 τη μετα­φέρω εδώ πιστά:

1. Κείμενα ιδιωτικής χρήσης: επιστολή, ημερολόγιο, αυτοβιογρα­φία, απομνημονεύματα.

2. Επιστημονικά χρηστικά κείμενα: πραγματεία, διατριβή, μελέ­τη, δοκίμιο, μονογραφία, βιογραφία, βιβλιοκρισία, υπόμνημα (Κοπι- ΐΗβηΙαι*), πρωτόκολλο (ΡΐΌίοΙίοΙΙ).

3. Διδαχτικά χρηστικά κείμενα: λόγος, κήρυγμα, διάλεξη, (πανε­πιστημιακή) παράδοση (νοιτΐ6δΐιιι§), εκλαϊκευτικό-επιστημονικό «πραγματολογικό βιβλίο» (δαοΙΛυοΗ), σχολικό βιβλίο, (σχολική) έκ­θεση.

4. Δημοσιογραφικά χρηστικά κείμενα: είδηση, δελτίο, χρονογρά­φημα, ανταπόκριση, ρεπορτάζ, συνέντευξη, κύριο άρθρο, σημείωμα

Page 181: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΧΡΗΣΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 189

(ΕηΙΐΌβΙβΙ:), σχόλιο (Οΐοδδβ), στήλη (Οοΐιιπιη), επιφυλλίδα (Ρβυίΐΐβ- ϊοη) - μονόφυλλο/προκήρυξη (Εΐιι^ΒΙαΜ:), φυλλάδιο (Εΐα^δοΗπΑ), λίβελλος (ΡαιηρΙιΐΘί), αγγελία, διαφήμιση (εμπορικά και πολιτικά διαφημιστικά κείμενα).

Είναι καταρχήν αυτονόητο ότι, σύμφωνα με το ιστορικό αίτημα του Η. Η. |αιΐ5δ που δεχτήκαμε παραπάνω, η «συστηματοποίηση» αυτή των «χρηστικών κειμένων» δεν μπορεί παρά να εκφράζει, στατικά- συγχρονικά, την οπτική γωνία του σημερινού μελετητή τους. Ο ίδιος πάντως ο Ββ&β ορίζει το διπλό κριτήριο της κατάταξής του: ως προς το αντικείμενο (το στόχο του) και ως προς το δέκτη τους. Η «τοποθέτηση» του μελετητή στον ιστορικό του χώρο και χρόνο (στην περίπτωση αυτή: η γερμανόφωνη γραμματεία) εξηγεί λ.χ. γιατί στην παραπάνω κατάταξη συμπεριλήφθηκαν μερικά «χρηστικά» είδη, όπως το «πρωτόκολλο» και η (πανεπιστημιακή) «παράδοση», που δε συνα- ντώνται, τουλάχιστον σ’ αυτή την «τυποποιημένη μορφή», στον εξωγερμανικό πολιτισμικό χώρο.

Οπωσδήποτε, από μια μακρά σειρά ιστορικά τεκμηριωμένων λογο­τεχν ικών-γραμματειακών ειδών, που έχει καταγράψει ο Ββ&β σε μιαν άλλη μελέτη του («ΟΐβΓίΐΓίδοΙιβ ΟβΙ)Γ&υοΗδ£οηηβη», 1973, σ. 30) κάτω από την κατηγορία «διδακτική λογοτεχνία» (ΙβΗΛοΑβ Οίοΐι- Ιιιη§), ελάχιστα μπορούν να θεωρηθούν, είτε συγχρονικά είτε διαχρο­νικά, ως πραγματικά εξωλογοτεχνικά, χρηστικά κείμενα· ακριβώς αυτά τα «διδακτικά» είδη κάνουν φανερό πόσο ρευστά είναι, ιδίως ιδωμένα διαχρονικά, τα όρια ανάμεσα στις δύο μεγάλες κατηγορίες κειμένων.

Είναι επίσης φανερό ότι το «σύστημα» αυτό είναι ανοιχτό ως προς τα επιμέρους «μέλη» του, τα επιμέρους «είδη», που μπορεί να δεχτεί κάθε μια από τις παραπάνω τέσσερεις ομάδες «χρηστικών κειμένων»: Έτσι λ.χ. το «είδος» «πραγματολογικό βιβλίο» (5αοΜ)ΐιο}ι) στην τρίτη ομάδα μπορεί να συμπεριλάβει, εκτός από τα εκλαϊκευτικά-επιστημο- νικά κείμενα/βιβλία, και τα κείμενα όλων των ανθρωπιστικών και πολιτισμικών επιστημών, όπως λ.χ. τα κείμενα των νόμων, ενώ η τέταρτη κατηγορία, τα «δημοσιογραφικά/επικοινωνιακά κείμενα», εμπλουτίζονται «καθημερινά» με νέα επιμέρους «είδη».

Page 182: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

190 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Επιπλέον, στα παραπάνω θα μπορούσαν να προστεθούν, χωρίς να είναι αναμφισβήτητη η θέση τους σε κάθε υποκατηγορία, το ταξιδιω­τικό και ο — φιλοσοφικός-θεωρητικός — διάλογος, που ανάφερα παρα­πάνω, αλλά και μερικά εντελώς «περιθωριακά» μικρά είδη, που έχουν μείνει έξω από το «λογοτεχνικό κανόνα», όπως: το απόφθεγμα, το α-νέκδοτο και το αστείο, η συνταγή/το βιβλίο μαγειρικής, το δελτίο καιρού, η οδηγία χρήσεως (που επισυνάπτεται σε πολλά καταναλω­τικά αντικείμενα), οι οδηγοί «καλής συμπεριφοράς» (δ&νοίΓ-νίνΓβ), το ωροσκόπιο κ.ά.

Από την παραπάνω απαρίθμηση έγινε φανερό το ήδη από τους μελετητές διαπιστωμένο γεγονός ότι η μεγάλη κατηγορία των «χρη­στικών κειμένων» συγκροτείται (σχεδόν;) αποκλειστικά από πεζά εξωλογοτεχνικά είδη. Το γεγονός αυτό έχει τη ρίζα του, καταφανώς, στην ιστορία και τη θεωρία της λογοτεχνίας/γραμματείας: Ό ,τι ήταν γραμμένο σε στίχους και μέτρο ανήκε, «αυτοδίκαια», στο χώρο της «ποίησης» και της «ποιητικής», ό,τι ήταν γραμμένο σε πρόζα υπαγό­ταν στα αντικείμενα της «ρητορικής». Η παράδοση των κειμένων των μεσαιωνικών «αιΐβδ» σ’ «επιστημονική πρόζα» (ΡαοΗρίΌδα) αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε, από την Αναγέννηση και ύστερα, η διχοτόμηση αυτή ανάμεσα στην «ποίηση» και την «πρόζα»* «θύμα» αυτής της απόλυτης διχοτόμησης ήταν, όπως αναφέραμε, το σημαντικότερο λογοτεχνικό είδος των νεότερων χρόνων, το μυθιστό­ρημα, που ήταν αναγκασμένο να μένει για μερικούς αιώνες έξω από τον ευρωπαϊκό «λογοτεχνικό κανόνα».

Τέλος, για να προκαταλάβουμε μιαν ενδεχόμενη ένσταση σχετικά με την αναγνώριση των «χρηστικών κειμένων» ως γραμματειακών, εξωλογοτεχνικών ειδών, θα παρατηρήσουμε ότι η «μορφοποίηση», η «τυποποίηση» και αυτών των κειμένων, που θα τους επέτρεπε — και τους επιτρέπει — να δεχτούν το κατηγόρημα του «είδους», δεν είναι λιγότερο προχωρημένη απ’ ό,τι στην κατηγορία των λογοτεχνικών ειδών: Από τη μια πλευρά, υπάρχουν μερικά «είδη», όπως κυρίως το επιστημονικό (εκλαϊκευτικό ή όχι) βιβλίο ή το δοκίμιο, που δύσκολα συμβιβάζονται με την έννοια της - ορισμένης, τυποποιημένης - μορφής, αλλ’ αυτό ισχύει και για ορισμένα καθαρά λογοτεχνικά είδη,

Page 183: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΧΡΗΣΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 191

όπως λ.χ. η κωμωδία ή το μυθιστόρημα* από την άλλη όμως, υπάρχουν κ’ εδώ μερικά είδη, όπως η — εμπορική ιδίως — επιστολή, το δελτίο καιρού και η συνταγή μαγειρικής, των οποίων η μορφική τυποποίηση δεν υστερεί καθόλου από την αυστηρή μορφή του σονέτου. Τα κριτήρια της «ειδολογικότητας» των κειμένων, και στις δύο περιπτώσεις, δεν είναι αποκλειστικά μορφικά, αλλά, κυρίως, λειτουρ­γικά· ιστορικά.

Στα παρακάτω θα σχολιάσουμε, επιλεκτικά και συνοπτικά, μερικά απο τα «σημαντικότερα», τα πιο καθιερωμένα είδη «χρηστικών κει­μένων»:

1. Επιστολή (ΒπβΜβ^βΓ, βρίδϋθ/ΐβίΐχβ/βρίδίοΐα). Η επιστολή ως χρηστικό, εξωλογοτεχνικό, μη-πλασματικό είδος μπορεί να οριστεί, απλουστευτικά, ως —γραπτή— «ανακοίνωση» ενός πραγματικού, ιστο­ρικά εμπειρικού προσώπου προς ένα άλλο, επίσης πραγματικό, ιστο­ρικά εμπειρικό πρόσωπο, που, σ αντίθεση με τη ζωντανή συνομιλία, είναι απόν — ή, σύμφωνα με τον αρχαίο ορισμό, ως «δθπηο αβδβηΰδ &ά Λδβηίβιη» («λόγος απόντος προς απόντα»).

Στη σύγχρονη γραμματολογική θεωρία η επιστολή διακρίνεται κατ’ αντιδιαστολή προς: α) την προφορική συνομιλία, το «ζωντανό» διάλογο: Και η επιστολή απευθύνεται, νοερά, σ’ ένα «εσύ», αλλά η απουσία του «εννοούμενου» συνομιλητή εμποδίζει την ολοκλήρωση του διαλόγου* η επιστολή είναι, σύμφωνα με την έκφραση του Αριστοτέλη, το «ήμισυ ενός διαλόγου» ή, σύμφωνα με τη μοντέρνα διατύπωση της Ε. ΗίηδβΓ, ο «μονόλογος που θέλει να γίνει διάλογος». Η διαφορά ανάμεσα στην επιστολή ως γραπτό κείμενο και τη «ζωντανή», προφορική επικοινωνία καταδεικνύεται, και ενδοκειμενικά, από τα «μετεπικοινωνιακά στοιχεία της επιστολικής επικοινωνίας», που επι- σήμανε ο Κ. Εππβιΐ: (1979), όπως: η τοποχρονολόγηση στην «επικε­φαλίδα» της επιστολής, η προσφώνηση του «απόντος» παραλήπτη στην αρχή της επιστολής, οι τυπικοί «χαιρετισμοί» και η υπογραφή του αποστολέα στην κατακλείδα της*7 β) το ημερολόγιο: Ενώ η επιστολή χαρακτηρίζεται από την αναφορά της σ’ ένα «εσύ», το ημερολόγιο παραμένει «εγωκεντρικό», είναι δηλαδή αυτοαναφορ ικό* γ) την τηλεφωνική συνομιλία: Και στην τηλεφωνική συνομιλία ο συνομι­

Page 184: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

192 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

λητής είναι — τοπικά, όχι χρονικά — απών, αλλά ο διάλογος πραγμα­τοποιείται με τη βοήθεια του σύγχρονου τεχνικού μέσου-διαμεσολα- βητή — είναι ένα πραγματικό υποκατάστατο της ζωντανής συνομι­λίας, προφορικός λόγος, ενώ η επιστολή είναι εξαρχής γραπτό κεί­μενο.

Αλλά περισσότερο από οποιονδήποτε στατικό «ορισμό» της η επι­στολή καθορίζεται, όπως κάθε λογοτεχνικό ή «χρηστικό» είδος, από την ιστορία της — και αυτή δεν είναι παρά η συνάρτηση και η ένταση ανάμεσα στις σταθερές και τις μεταβλητές της: Η επιστολή ως γραμματειακό είδος είναι τόσο αρχαία όσο και η γραφή* τα πρώτα δείγματά της ανάγονται στην 3η χιλιετία π.Χ. (Αίγυπτος) και προέρχονται από «υψηλά ιστάμενα» δημόσια πρόσωπα.

Η «Επιστολή» του Ισοκράτη στο Φίλιππο της Μακεδονίας (344 π.Χ .), η «Αγ$ ροβίίβα» («Ερΐδΐοΐα αά Ρίδοηβδ», περ. 12 π.Χ .) του Ορατίου και οι «Επιστολές» του Αποστόλου Παύλου είναι τρία μόνο από τ ’ αναρίθμητα παραδείγματα για τις πιο διαφορετικές μορφές που προσέλαβε το είδος «επιστολή» ήδη από την αρχαιότητα* οι «Ηρωί- δες» («ΗβΐΌίάβδ») του Οβιδίου (43 π.Χ. — 17 μ.Χ.) βρίσκονται στην αρχή της παράδοσης για τη δημιουργία μιας μεγάλης σειράς πλασμα­τικών επιστολών και του πλασματικού επιστολικού είδους.

Ενώ στο Μεσαίωνα η επιστολή ήταν στην υπηρεσία της κοσμικής και της εκκλησιαστικής εξουσίας, από την Αναγέννηση θα περάσει στα χέρια των ανθρωπιστών (ΡβΐΓΟτβα, ΕΐΌδΐηαδ κ.ά.), για να εκφρά- σει, συνήθως σε λατινική γλώσσα, τα νέα επιστημονικά ενδιαφέροντα και τη νέα ανθρωπιστική κοσμοθεωρία. Την πρώτη ακμή της στους νεότερους χρόνους θα γνωρίσει η επιστολή στη Γαλλία το 17ο και το 18ο αιώνα, οπότε το επιστολικό είδος θ’ αποκτήσει μερικά λαμπρά, σχεδόν «λογοτεχνικά» υφολογικά υποδείγματα, όπως οι «ΕβΝτβδ βοπίβδ α ιιη ρΓονίηοίαΙ» (1656/1657) του Ραδοαΐ και οι «Εβίΐτβδ ρβΓδαηβδ» (1721) του Μοηίβδφΐίβιι.

Δύο παραδείγματα από το γερμανικό 18ο αιώνα, οι «Επιστολές αναφορικά με τη νεότατη λογοτεχνία» («Βηβίβ άίβ ηβιιβδίβ ϋΐβπ&ατ 1>β1τβ£Γβηά», 1759-1765) του Ι βδδίη& και οι «Επιστολές για την αισθητική αγωγή του ανθρώπου» («Βηβίβ ΐ&βΓ άίβ οδΑβϋδβΙιβ

Page 185: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΧΡΗΣΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 193

ΕτζΐβΗτιη^ άβδ ΜβηδοΗβη», 1795) του δοΗίΙΙβΓ, δείχνουν οτι η επιστολή ως είδος είχε ξεπεράσει κατά πολύ το χαρακτήρα της διατονικής επικοινωνίας, για να μεταβληθεί σ’ ένα σύγχρονο ανταγω­νιστή του δοκιμίου για την εκτενέστατη διαπραγμάτευση φιλοσοφι­κών, καλλιτεχνικών κ.τ.λ. ζητημάτων.

Με προδρόμους τον ΟοθϊΗθ και το δοΗίΙΙβΓ, η αλληλογραφία των σημαντικότερων λογοτεχνών στο 19ο και τον 20ό αιώνα, όπως ο ΕίαιιΗβΓί, ο ϋκ&βηδ, ο ΒΐΌ\νηιη£, ο Κΐΐΐίβ, ο ΤΗ. Μαπη, ο Κβ&β κ.π.ά., κατέχει μια σημαντική, όχι μόνο «ερμηνευτική», θέση πλάι στο κύριο λογοτεχνικό τους έργο και απευθύνεται, στην πραγματικό­τητα, σ’ ένα ευρύτερο καλλιεργημένο κοινό. Το επιστολικό είδος, μ’ εξαίρεση την «εμπορική» παραλλαγή του, θα εκλείψει βαθμιαία στην εποχή μιας κάτω από την πίεση της νέας τηλεπικοινωνιακής τεχνολο­γίας, του τηλεφώνου και του £αχ.

Σημαντική πηγή για τη μελέτη του επιστολικού είδους στις πιο αναπτυγμένες λογοτεχνίες/γραμματείες της Ευρώπης είναι οι παλαιό- τερες και νεότερες συλλογές επιστολών ή οι μεμονωμένες φιλολογικές εκδόσεις διάσημων λογοτεχνών-επιστολογράφων, μερικούς από τους οποίους ανάφερα παραπάνω. Από το νεοελληνικό χώρο θα σημειώσω εδώ δύο συγκεντρώσεις επιστολών λογιών της Τουρκοκρατίας, τη «Νεοελληνική επιστολογραφία» (1955) με επιμέλεια του Κ. θ . Δημαρά και τη συλλογή «Επιστολαί διαφόρων» του Ιωάννη Οικονόμου του Λαρισαίου σε νερτερη έκδοση (1964), και θα επισημάνω ανάμεσα στους σημαντικότερους έλληνες επιστολογράφους, των οποίων η αλλη­λογραφία μπορεί να μελετηθεί σε νεότερες, φιλολογικά επιμελημένες εκδόσεις, τον Κοραή, τον Παλαμά, τον Καζαντζάκη και το Σεφέρη.

Τέλος, αξιοσημείωτες για την τυποποίηση του είδους και ταυτό­χρονα σημαντική πηγή για τη μελέτη της γραπτής κουλτούρας εν γένει είναι οι συλλογές υποδειγμάτων επιστολών, ο «οδηγοί αλληλο­γραφίας» και τα λεγόμενα «επιστολάρια», του «εκκλησιαστικού» και του «εμπορικού» τύπου επιστολών στα παλαιότερα, αλλά και της «ερωτικής αλληλογραφίας» στα νεότερα χρόνια.

2. Ημερολόγιο (Τα^βΗιιοΗ, ϋίαπυΐΉ/άίατΥ^οιιπιαΙ). Με μιαν ανα­πόφευκτη λεξικογραφική λιτότητα και συμβατικότητα μπορούμε να

Page 186: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

194 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ορίσουμε το ημερολόγιο ως την ημερήσια ή «τακτική» και σε χρονολο­γική σειρά καταγραφή σε πρόζα των προσωπικών εμπειριών και πράξεων, παρατηρήσεων και σκέψεων του «συγγραφέα» του στις κοινωνικές και πολιτικές του σχέσεις, αλλά από την υποκειμενική οπτική του γωνία.

Κυρίαρχο πρόσωπο της ημερολογιακής καταγραφής — σ’ αυτό συμφωνούν όλοι οι μελετητές - είναι το α ' πρόσωπο ενικού (εγώ) και κυρίαρχος ρηματικός χρόνος ο ενεστώς, χωρίς αυτό ν’ αποκλείει τις —παρεκβατικές— αναδρομές στο παρελθόν και τις προβολές στο μέλλον. Από «υφολογική» άποψη, το κύριο χαρακτηριστικό του ημερολογίου είναι η αποσπασματικότητα, που καθορίζεται από τον - καθημερινό ή «τακτικό» — «ρυθμό» των εγγραφών του.

Άλλα, «εσωτερικά», χαρακτηριστικά του ημερολογίου είναι: α) Ο ιδιωτικός χαρακτήρας του: Το ημερολόγιο δεν προορίζεται καταρχήν για δημοσίευση, όπως δηλωνόταν λ.χ. στην περίπτωση των «Ημερο­λογίων» του \¥. ΟοβΛβ («Τα§- υηά Ι&ΙΐΓβδΙιβ&β», 1815 κ.ε.) από τον ίδιο το συγγραφέα του* ακόμα και σε μιαν ενδεχόμενη μεταθανάτια δημοσίευση του ημερολογίου του ο «συγγραφέας» του, όπως ^ .χ . ο Α. Οίάβ, δηλώνει την επιφύλαξη και τη δυσπιστία του απέναντι στην αξιοπιστία, την αντικειμενικότητα του: «Όταν δημοσιέψει κανείς αργότερα το ημερολόγιό μου, θα κοινοποιηθεί, φοβάμαι, μια αρκετά εσφαλμένη αντίληψη για μένα».8 Μια δεδηλωμένη πρόθεση του συγ­γραφέα για τη —μεταγενέστερη— δημοσίευση του ημερολογίου του, από τον ίδιο ή έναν άλλο, συνεπάγεται, κατά κανόνα, μιαν επεξεργασία των αρχικών του καταγραφών, που τείνει στη «λογοτεχνοποίηση» του κειμένου και, ταυτόχρονα, στη μετατροπή του από ιδιωτικό σ’ επικοι- νωνιακό μέσο έκφρασης, β) Η στροφή του συγγραφέα «προς τα μέσα», προς το εγώ του: Η εσωστρέφεια αυτή υποδηλώνεται από τα σύνθετα συστατικά με το πρόθεμα αυτό-, που συναντώνται με μεγάλη συχνό­τητα στα ίδια τα κείμενα των ημερολογίων: αυτοανάλυση, αυτοέ­ρευνα, αυτοανάπτυξη, αυτοεμπειρία, αυτογνωσία, αυτοαγωγή, αυτοέ­λεγχος, αυτοπειθάρχηση, αυτοσυνομιλία (συνομιλία με τον εαυτό μου), αυτοανάμνηση, αυτοστοχασμός, αυτοεπικοινωνία, αυτοτεκμηρί­ωση, αυτοκατηγορία, αυτοϋπεράσπιση, αυτοσυντριβή, αυτοθεραπεία.

Page 187: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΧΡΗΣΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 195

Είναι για τους παραπάνω λόγους ευνόητο γιατί το ημερολόγιο,

παρά τους μακρινούς προδρόμους του («Εφημερίδες».· Μάρκος Αυρή-

λιος, «Εις εαυτόν»), είναι στην ουσία ένα νεότερο γραμματειακό είδος:

γέννημα της Αναγέννησης, που γνώρισε την ακμή του στον ευρωπαϊκό

16ο, 17ο και ιδίως το 18ο αιώνα, τον αιώνα της αστικής ατομικότη­

τας, του «ευσεβισμού» (Ρΐβϋδΐηυδ) και της «αισθαντικότητας»

(Επιρβηάδαιηΐίβϋ:): Μ.Ε. άβ ΜοηΙαίβηβ (1580-1589), δ» Ρβιγ

(1660-1669), ΒοδχνβΗ (1762-1763), I. Ο. ΗβπΙβΓ (1769), δίβη-

άΗαΙ (1801), I. \ν. ΟοβΛβ (1815 κ.ε.)·

Αλλά και στους δύο επόμενους αιώνες, ώς τις μέρες μας, άφησαν

το προσωπικό τους ημερολόγιο μερικοί από τους διασημότερους συγ­

γραφείς, όπως ο ΟΗ. ΒαυάβΙίίίΓβ, ο I. Τοίδίο), ο ΤΗ. Μαηη, ο Ρ.

Κ^δαι, η V. \¥οο1ί, ο Α. ΟΒίηιΐδ κ.ά., ενώ ιδιαίτερα πρέπει ν’

αναφέρουμε την εξαιρετική περίπτωση του γαλλόφωνου ελβετού Η.-Ρ.

Απιίβΐ (1831-1881), του οποίου το τεράστιο «απόκρυφο ημερολόγιο»

(«]οιιπια1 ίηΐίιπβ») εκτείνεται σε 17.000 περίπου χειρόγραφες σελίδες.

Ας σημειώσουμε, τέλος, δύο από τα σύγχρονά μας παραδείγματα

πλασματικού (βοΐίί) ημερολογίου, που τεκμηριώνουν ότι και αυτό το

είδος «χρηστικών κειμένων» έχει αποτελέσει, όπως και η επιστολή,

τη βάση για τη γένεση ενός νέου, καθαρά λογοτεχνικού είδους: οι

«ΑυίζθΐοΗπιιη^βη άβδ Μαΐίβ Ι&ιιπάδ Β秧⻠(1910) του Β.Μ. Κί&β

και το «Ιοιιπιαΐ ά’ιιη αίΓβ άβ οαιηρα^ηβ» (1936) του Ο. ΒβΓηαηοδ.

Για τη διάκριση του ημερολογίου από τα δύο συγγενικά του είδη,

την αυτοβιογραφία και τ’ απομνημονεύματα, θ’ αρκεστούμε εδώ σε

μερικές στοιχειωδέστατες παρατηρήσεις: Και στα δύο αυτά «γραμμα­

τειακά» είδη το — αστικό, κυρίως — άτομο καταγράφει τα «βιώματά»

του, αξιοποιώντας μάλιστα, ενδεχομένως, ως «πρώτη ύλη» εγγραφές

από το ημερολόγιό του· αλλά σ’ αντίθεση μ’ αυτό το τελευταίο: α) η

αυτοβιογραφία και τ’ απομνημονεύματα τονίζουν πολύ περισσότερο τις

υπερατομικές, ιστορικές, πολιτικές, κοινωνικές κ.τ.λ. διαπλέξεις του

συγγραφέα τους και το «ρόλο» του σ’ αυτές* β) παρέχουν ένα κείμενο

με πολύ μεγαλύτερη συνοχή (οοΙιβΓβηοθ) από το ημερολόγιο, και,

προπαντός, γ) γράφονται σε μια (πολύ) μεταγενέστερη χρονική

στιγμή από το χρόνο των καταγραφόμενων γεγονότων — και είναι

Page 188: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

196 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ακριβώς αυτή η ένταση ανάμεσα στο καταγραφόμενο («τότε») και το

καταγράφον («τώρα») «εγώ», που συντελεί σε μιαν υποψώσκουσα

«πλασματοποίηση» και συνακόλουθα «λογοτεχνοποίηση» των δύο αυτών

ειδών χρηστικών κειμένων.

Μια ουσιαστικά διαφοροποιημένη από την παραπάνω «καθαρή»

μορφή ιδιωτικού ημερολογίου είναι η μορφή του «ημερολογίου εργασίας/

εργαστηρίου», στο οποίο μερικοί συγγραφείς καταγράφουν «ημερολογι­

ακά» την πορεία του έργου ή ενός συγκεκριμένου έργου τους, ενώ,

ταυτόχρονα, αποθησαυρίζουν σκόρπια πρωτογενή υλικά (ιδέες, σχεδιά­

σματα, αποσπάσματα κ.τ.λ.) από το υπό «κατασκευή» έργο. Είναι

ευνόητο ότι τέτοια «ημερολόγια εργασίας» κρατούν κυρίως οι συγγρα­

φείς εκείνοι, σχεδόν αποκλειστικά πεζογράφοι, που τηρούν μιαν ορθολο­

γική, θεωρητική και, κατά κάποιον τρόπο, «επιστημονική» σχέση ή

απόσταση απέναντι στο ίδιο το συγγραφικό τους έργο, όπως, για ν’

αναφέρω δύο γερμανικά παραδείγματα, ο διάσημος φυσικομαθηματικός,

τεχνοκριτικός, σατιρικός και στοχαστής του γερμανικού Διαφωτισμού

του 18ου αιώνα Ο. Οΐι. Οθ1ιί:6ηΙ>6Γ§ («δυάβ11)ϋο1ιβΓ», 1764 κ.ε.) και ο

«κλασικός» διαφωτιστής του 20ού αιώνα Β. ΒγθοΙιΙ: («ΑΛθι οιιπι&Ι»,

1938-1955).

θα καταγράψω επίσης εδώ τρεις αξιοσημείωτες περιπτώσεις «ημε­

ρολογίων εργασίας» από τη σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία (πεζο­

γραφία), που επιβεβαιώνουν τις παρατηρήσεις μας για το χαρακτήρα

του είδους αυτού ημερολογίων και των συγγραφέων τους: Γ. θεοτοκάς,

«Ημερολόγιο της “Αργώς” και του “ Δαιμονίου” » (1939), Σ. Τσίρκας,

«Τα ημερολόγια της τριλογίας “Ακυβέρνητες πολιτείες” » (1945-

1964) και Β. Βασιλικός, «Το ημερολόγιο του “ Ζ” » (1965-1966).

Είναι ανεκτίμητη η σημασία αυτών και των άλλων, «ιδιωτικών» ή

«πολιτικών» ημερολογίων των συγγραφέων για τη μελέτη του καθαρά

λογοτεχνικού έργου τους* μια τέτοια, παράλληλη «ανάγνωση» της

ποίησης και του πολύτομου και πολύμορφου ημερολογιακού έργου του Γ.

Σεφέρη επιχείρησε, μ’ επιτυχία, στο χώρο της νεοελληνικής λογοτε­

χνίας, ο Μ. νϊίΗ («Φθορά και λόγος: Εισαγωγή στην ποίηση του

Γιώργου Σεφέρη», 1978) - μια ανάλογη αξιοποίηση των «Ημερολο­

γίων» του Κ. Καβάφη περιμένει ακόμα τον έλληνα μελετητή του.

Page 189: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΧΡΗΣΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 197

3. Βιογραφία (Ηίο^ΓαρΗγ/Βίο^ΓαρΚίβ/Βίο^ΓαρΚϊβ). Εκ πρώτης ό-

ψεως φαίνεται πολύ απλό να ορίσει κανείς αυτό το γραμματειακό — και

λογοτεχνικό — είδος, αφού φαίνεται να είναι αυτό που λέει ο ίδιος ο όρος: η

—πεζή— αφήγηση του βίου ενός ιστορικού προσώπου. Ωστόσο, οι δυσκολίες

για το γραμματολογικό καθορισμό του περιεχομένου και των διακριτικών

χαρακτηριστικών, των σταθερών και των μεταβλητών του είδους είναι

σχεδόν ανυπέρβλητες - γεγονός, που εξηγεί και την απουσία μιας

συστηματικής και γενικά αποδεκτής θεωρίας της βιογραφίας.

Καταρχήν, το περιεχόμενο του όρου «βιογραφία», όπως ορίστηκε

παραπάνω, θα μπορούσαν να διεκδικήσουν και μερικά διαφορετικά μεταξύ

τους, στη μορφή και στην έκταση, κείμενα, όπως: το βιογραφ ικό και

αυτοβιογραφ ικό σημείωμα, το -βιογραφ ικό- απομνημόνευμα, το άρθρο-

λήμμα σ’ ένα βιογραφικό λεξικό και σ’ ένα σύγχρονο «Λεξικό προσωπικο­

τήτων» («λνΐιο’δ \¥ΐΐ( )), ο «βίος αγίου» (νίίΒ/Ι^β^βπάθ), η αυτοβιογρα­

φία και η μυθιστορηματική βιογραφία. Η βιογραφία στη στενή και κύρια

σημασία του όρου οριοθετείται από τα υπόλοιπα, μικρότερα ή μεγαλύ­

τερα, είδη από το γεγονός ότι γράφεται από ένα διαφορετικό από το

βιογραφούμενο πρόσωπο, χαρακτηρίζεται από την επιδίωξη της ολότη­

τας και συστηματικότητας και, σ’ αντίθεση με τη μυθιστορηματική

βιογραφία, από την πρόθεση της ιστορικής αυθεντικότητας.

Όπως και στ’ άλλα είδη «χρηστικών κειμένων», έτσι και στη

βιογραφία τα διακριτικά χαρακτηριστικά της ως είδους καθορίζονται

πολύ περισσότερο από τη «χρηστικότητα», δηλαδή τη λειτουργικότητά

της και πολύ λιγότερο από τα μορφικά της στοιχεία: Έτσι λ.χ. η

βιογραφική αφήγηση είναι βασικά γραμμιχη, ακολουθώντας την εξέλιξη

του βιογραφούμενου αντικειμένου της, σ’ αντιπαράθεση λ.χ. με το

μυθιστόρημα, στο οποίο η κυρίως αφήγηση («διήγηση») διακόπτεται,

όπως είδαμε, από αναδρομές, μακροσκελείς περιγραφές και σχόλια του

αφηγητή, μεγάλα «κενά» κ.ά. Καθαρά στοιχεία «ύφους» δεν αρκούν,

όπως και στις ανάλογες περιπτώσεις άλλων «χρηστικών κειμένων», για

να κατατάξουν τη σύγχρονη «λογοτεχνική βιογραφία» (ΙίΙβΓαηδοΙι©

ΒίοβΓ&ρΗίΘ / βίοβΠφΙιίβ ΙίΙΙβΓαπδέ) στα γνήσια λογοτεχνικά είδη, όπως

είναι το «βιογραφικό μυθιστόρημα».

Οι σταθερές της βιογραφίας ως χρηστικού, εξωλογοτεχνικού κειμένου

Page 190: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

198 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

μπορούν να καθοριστούν, όπως και σ’ όλες τις ανάλογες περιπτώσεις,

μόνο κατ’ αφαίρεση από τις μεταβλητές του είδους, τις συγκεκριμένες,

ιστορικές του πραγματοποιήσεις:

Καταρχήν, είναι κατάδηλη και κοινά αποδεκτή η στενή συγγένεια

της βιογραφίας με την ιστορία, έτσι ώστε η πρώτη να διεκδικείται

από τη δεύτερη· ο ΤΗ. Οατί ΐβ μάλιστα πίστευε ότι η ιστορία δεν είναι

παρά «μια σύνθεση από ατομικές βιογραφίες».9 Όπως η ιστορία, έτσι

και η βιογραφία στη στενή σημασία της στηρίζεται πάνω στα

ιστορικά γεγονότα και τα ιστορικά τεκμήρια. Αυτό πάλι της προσδίδει

την επίφαση, τουλάχιστον, της «αντικειμενικότητας» και της «αυθε­

ντικότητας», που εξασφαλίζονται, υποτίθεται, από την «απόσταση»

του βιογράφου από το βιογραφούμενο πρόσωπο. Ωστόσο, ακόμα και

στις βιογραφίες που έχουν γραφτεί από ιστορικούς και με τις «επιστη­

μονικότερες» προθέσεις και μόνο η επιλογή ανάμεσα στην απειρία του

ιστορικού-βιογραφικού υλικού σημαίνει μιαν «αξιολογική» επέμβαση

του ιστορικού υποκειμένου, του βιογράφου, στο ιστορικό αντικείμενό

του. Από ’κει και πέρα η πρόσμιξη του πραγματικού με το φανταστικό

στη βιογραφία περνάει από πολλές διαβαθμίσεις, πριν να ^αταλήξει

στην καθαρά μυθοπλαστ ική-λογοτεχν ική μορφή της, το βιογραφ ικό

μυθιστόρημα.

Όσο παράδοξο, λοιπόν, και αν φαίνεται, στο κέντρο της βιογραφίας

δε βρίσκεται το βιογραφούμενο πρόσωπο, αλλά ο βιογράφος του. Αυτό

καταφαίνεται από την περίπτωση, στην οποία ο βιογράφος είναι

σύγχρονος και μάλιστα οικείος του βιογραφούμενου - μια σχέση, από

την οποία αναμένεται μια μεγαλύτερη «αυθεντικότητα» της βιογρα­

φίας: Όπως παρατηρεί ο Α. δΗβΙδΙοη, «η βιογραφία του φίλου -£ου

[ΚίοΗαπΙ 5&να§β] από το [δαιηιιβΐ] 7οΗηδοπ [1744] μετατρέπεται σε

αυτοβιογραφία του ίδιου του ΙοΗηδοη».10

Αλλά πολύ σημαντικότερη από την «παρουσία» του βιογράφου στο

βιογραφούμενο είναι η αντανάκλαση της ιδεολογίας της εποχής του

στο βιογραφικό του έργο* αυτό γίνεται φανερό από την παρακολούθηση

των μεταβλητών του είδους, που δεν είναι άλλο από την ιστορία του:

Ήδη στις πρώτες, κλασικές βιογραφικές συλλογές, στο «ϋβ νίπδ

ίΙΗΐδίπΗιΐδ» του Κορνηλίου Νέπωτος και στους «Βίους παραλλήλους»

Page 191: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΧΡΗΣΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 199

του Πλουτάρχου, αλλά και στην πρώτη ατομική βιογραφία, στον

«Α§ποο1α» του Τακίτου, γίνεται φανερό ότι η ιστορία «γράφεται»

από τους «μεγάλους άνδρες», τους πολιτικούς, στρατηλάτες και

αυτοκράτορες της Αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης, ενώ, ταυτό­

χρονα, τα ίδια πρόσωπα προβάλλονται, όπως δηλώνει ο πλήρης

τίτλος του τελευταίου έργου («ϋβ νίϊα β! τηοηΐηιε Ιυΐϋ Α§ποο-

Ιαβ»), ως υποδείγματα «ηθικής» στους πολίτες-αναγνώστες τους.

Στο χριστιανικό Μεσαίωνα, εκτός από τις βιογραφίες των ηγε­

μόνων, όπως λ.χ. η «VII» Οατοΐί Μ&§ηί» (9ος αι.) του ΕίηΗαπΙ

κατά το υπόδειγμα του Σουετώνιου («ϋβ νίία Ο&βδ&ηιιη»), θ’

ακμάσει κυρίως η βιογραφία των Αγίων και Μαρτύρων της

Εκκλησίας («αγιογραφία»), στην οποία το πραγματικό και το

φανταστικό συντήκονται αξεδιάλυτα στο χωνευτήρι της θρησκευτι­

κής πίστης.

Μετά τις σποραδικές βιογραφίες μερικών τροβαδούρων του όψι­

μου Μεσαίωνα, η «κλασική» βιογραφία του ϋαηΐβ από τον Βοο-

οαοοίο (1357/1360) θα εγκαινιάσει, από την πρώιμη ήδη Αναγέν­

νηση, το νεότερο «είδος» βιογραφίας: τη βιογραφία των «μεγά­

λων» λογοτεχνών και καλλιτεχνών. Η μεγάλη βιογραφική συλ­

λογή, με παραπάνω από 200 τέτοιες βιογραφίες,του Ο. ν&δ&π

(1550) θα προκαταλάβει τα τεράστια εκείνα βιογραφ ικά-εγκυκλο-

παιδικά έργα του 17ου αιώνα, του αιώνα της «πολυιστορίας»,

μερικά από τα# οποία ανάφερα στο εισαγωγικό κεφάλαιο του

βιβλίου μου.

Την πρώτη κορύφωση της «λογοτεχνικής» βιογραφίας σημάδεψε

η διάσημη βιογραφία του 8. ΙοΗπδοη από τον ΒοδλνβΗ («ΤΗθ

ΙΑί& ο£ δαιηυβί |οΙιηδοη», 1791) στον αιώνα της ακμής της

—αστικής— «προσωπικότητας», ενώ ο επόμενως, 19ος, αιώνας, ο

αιώνας του ιστορισμού και του επιστημονισμού, θα γεννήσει, ιδιαί­

τερα στη Γερμανία, ένα μεγάλο αριθμό «ιστορικών», «επιστημονι­

κών» βιογραφιών, όπως λ.χ. η βιογραφία του στρατάρχη ΥοΛ από

το ]. Ο. Οι·ογδβη (1851-1852), του ΜίοΗβΙ&η^βΙο από το Η.

Οηιηιη (1860-1863) και του δοΗΙβίβπηαοΙιβΓ από το \ν. Βί1ΐΗβγ

(1870). Στις βιογραφίες αυτές το βιογραφούμενο πρόσωπο ενείρε-

Page 192: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

200 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ται, για πρώτη φορά συστηματικά, στα ιστορικά του «συμφραζόμενα»,

όπως φαίνεται ιδίως στις μαρξιστικής «εμπνεύσεως» βιογραφίες του

Ιιθδ8ίη§ (1891-1892), του δοΙιίΙΙβΓ (1905) και του Ματχ (1918) από

το Γ. ΜβΗπη^.

Σαν αντίδραση προς το θετικιστικό πνεύμα της ιστορικής βιογρα­

φίας του 19ου αιώνα και, ταυτόχρονα, σαν έκφραση της «ηθικής»

κρίσης του αστικού κράτους και του αστικού «προσώπου» από τη

στροφή του αιώνα και ιδίως μετά το «χάος» του πρώτου Μεγάλου

Πολέμιου θα εμφανιστεί μια χορεία βιογράφων από τον «Κύκλο του

δΐβίαη ΟβθΓ§6» με εξοχότερο εκπρόσωπό τους το Ρ. Οιιηάοΐί

(«ΟοθΑθ», 1916* «Οθογ£6», 1920· «Κίβίδΐ:», 1922* «δΗ&^βδρβ&ΓΘ»,

1928), στον οποίο το βιογραφούμιενο πρόσωπο θα μεταμορφωθεί σ’ έναν

προϊστορικό «ημίθεο», το «μεγάλο πνεύμα» θα κοινωνήσει στο «μυστή­

ριο» — η «βιογραφία» θα μεταβληθεί, σύμφωνα με την επιγραμματική

διατύπωση του Η. δοΗβιιβΓ, σε «μυθογραφία».11

Στη βικτωριανή Αγγλία είχε καλλιεργηθεί ήδη από το 19ο αιώνα,

ιδιαίτερα από τον ΤΗ. ΟαΓΐγ1β, η βιογραφία ως υμνογραφία των

«μεγάλων ανδρών», ως «ηρώων» της ιστορίας («Οοπίλνβΐΐ»/, 1845*

«Ηίδΐοιγ ο£ ΡπβάποΗ II ο£ Ρπίδδία», 1857-1865), ενώ, ταυτόχρονα,

και είναι και αυτό ένα χαρακτηριστικό της βικτωριανής «ηθικής», ο

βιογράφος εισέδυε στον ιδιωτικό-οικογενεκζκό χώρο του βιογραφούμε­

νου δημοσίου ανδρός.

Στον 20ό αιώνα, η διείσδυση αυτή θα επεκταθεί, κάτω από την

επίδραση της ψυχολογίας και ιδιαίτερα της ψυχανάλυσης, στον εσωτε­

ρικό, ψυχικό κόσμο του βιογραφούμενου ατόμου, όπως λ.χ. στις

βιογραφίες του φίλου του 8. ΡΓβικΙ δΐ. Ζ\νβί£ («|οδβρΗ ΡοαοΗβ»,

1929* «Ματίβ ΑπΙοίηβίΙβ», 1932). Ο Ζ\νβίβ, ο Ε. («ΟοβίΗβ,

1920* «Ν&ροΐβοη», 1925* «ΑνίΙΗβΙιη II.», 1926) στη Γερμανία και ο

Α. Μαιιππδ («δΗβ11βγ», 1923* «ΡίδΓ&βΙί», 1927) στη Γαλλία εγκαινι­

άζουν και καταξιώνουν, από τη δεκαετία του 1920, τη λογοτεχνί-

ζουσα «μυθιστορηματική βιογραφία» («Ηίο§ΓαρΗίθ τοηιαηοββ»), συνδυ­

άζοντας το τερπνό (ύφος) με το ωφέλιμέ («συμβίωση» του ξένου βίου),

για να κερδίσουν ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.

Η παρακμή του βιογραφικού είδους μετά τον Πόλεμο, παρά τις

Page 193: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΧΡΗΣΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 201

σποραδικές εκλάμψεις του αποκορυφώθηκε στις σκανδαλοθηρικές εκεί­

νες βιογραφίες πολλών αστέρων του Ηο11γ\νοο(1 (Ν. ΜαίΙβΓ, «Μαπ-

1γη» [Μοπγο©], 1973) και άλλων «δημόσιων προσώπων» και υπηρε­

τούσε αποκλειστικά τη νοσηρή περιέργεια ενός «λαϊκού» κοινού για

τον ιδιωτικό χώρο, και μάλιστα το βοικΙοίΓ, των «ειδώλων» του.

Παρόλο που η ιστορία των γραμμάτων έχει να επιδείξει μερικές

λαμπρές βιογραφίες για ορισμένους μεγάλους λογοτέχνες, η «βιογρα-

φική μέθοδος», όπως εφαρμόστηκε από τον περασμένο αιώνα στις

γραμματολογικές σπουδές, δέχτηκε τη δικαιολογημένη κριτική — όχι

μόνο από τους εκπροσώπους των διαφόρων «σχολών» της «ενδοκειμενι-

κής ανάγνωσης» του λογοτεχνικού έργου.

Ο κίνδυνος που ελλοχεύει και στην «καλύτερη» βιογραφία ενός

μεγάλου ή όχι λογοτέχνη είναι ν’ απομακρύνει τον αναγνώστη από το

ίδιο το λογοτεχνικό του έργο, αντί να το προσελκύσει σ’ αυτό.

Από την ιστορία της νεοελληνικής γραμματείας θα ήθελα μόνο να

επισημάνω εδώ τις αναρίθμητες «λαϊκές» μυθιστορηματικές βιογρα­

φίες των «αγωνιστών του ’21», Από τον κύριο χώρο της λογοτεχνίας

απουσιάζουν οι συστηματικές και ολοκληρωμένες βιογραφίες των

σημαντικότερων ελλήνων λογοτεχνών, ενώ οι «αγιογραφικές» βιογρα­

φίες του Μ. Περάνθη για τον Κ. Κρυστάλλη («Ο τσέλιγκας», 1943),

τον Α. Παπαδιαμάντη («Ο κοσμοκαλόγερος», 1948) και τον Κ.

Καβάφη («Ο αμαρτωλός», 1953) ανήκουν μάλλον στην περιοχή της

λαϊκίζουσας «παραλογοτεχν ίας».

Είναι αξιοσημείωτο ότι η μεγάλη εκείνη σειρά γνήσια λαϊκών

«βίων» των Αγίων και Νεομαρτύρων από την περίοδο της Τουρκοκρα­

τίας δεν έχει επισύρει την προσοχή των μελετητών, παρόλο που

ανήκουν στα πιο ενδιαφέροντα δείγματα της λαϊκής αφήγησης.

4. Δοκίμιο (β889ί/β88αγ/Ε88Άγ/8&££ίο). Ένας ξερός και σύντομος

λεξικογραφικός ορισμός, όπως:12 «δοκίμιο [...] ασαφής ονομασία για

ως επί το πλείστον όχι πολύ εκτεταμένα, με υφολογικές αξιώσεις

πεζά κείμενα, στα οποία εκτίθεται οποιοδήποτε θέμα χωρίς συστημα­

τικότητα, από την άποψη του συγγραφέα του», είναι ανεπαρκής: Το

δοκίμιο ορίζεται, εκτός από την «ιστορία» του, περισσότερο περιγρα­

φικά και κατ’ αντιπαράθεση με τα συγγενικά του χρηστικά ή γραμμα­

Page 194: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

202 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

τειακά-εξωλογοτεχνικά κείμενα, θ ’ αρχίσουμε από τα χαρακτηρι­

στικά του, που περιλαμβάνονται στον παραπάνω ελλειπτικό ορισμό:

α) Το μέσο μέγεθος, η μέτρια έκταση του δοκιμίου, το τοποθετεί

ανάμεσα στα μικρά χρηστικά είδη, όπως το απόφθεγμα και η επιφυλ­

λίδα, και τα μεγάλα, όπως η βιογραφία και το —εκλαϊκευτικο-

«πραγματολογικό βιβλίο» (δαοΗΗιιοΗ)* η αναλογία με τα λογοτεχνικά

έργα, από την άποψη του μεγέθους, βρίσκεται λ.χ. στη νουβέλα, που

«κείται» ανάμεσα στο διήγημα και το μυθιστόρημα.

β) Το χαρακτηριστικό «χωρίς συστηματικότητα» αναφέρεται στην

ίδια την καταγωγή και ακόμα την ετυμολογία του όρου «βδδίά» κ.τ.ό.:

Ο όρος κατάγεται από το μεσαιωνικό λατινικό «βχ&§ίιιιη», που σημαί­

νει «δοκιμή», «πείραμα» — κ’ έτσι ακριβώς έχει αποδοθεί, σποραδικά,

ο όρος στα γερμανικά («νβΓδίιοΗ») και στα ελληνικά (Σεφέρης:

«Δοκιμές»). Το δοκίμιο δηλαδή εννοήθηκε, από τη στιγμή κιόλας της

γέννησής του (Μ. άβ ΜοηίΕί^ηθ, «Εδδ&ίδ», 1580), σ’ αντιπαράθεση

με τη μεσαιωνικής προέλευσης θεολογική—επιστημονική «διατριβή» ή

«πραγματεία» (ΐχ&ίϊβ, ΤΐΌ Ιαί:), που διαπραγματευόταν το θέμα της

«συστηματικά»—σχολαστικά, σύμφωνα με μια προκαθορισμένη, επα­

γωγική συλλογιστική και «αποδεικτική» μέθοδο («πρώτον... δεύτε­

ρον... τρίτον»). Το δοκίμιο προβαίνει, σύμφωνα με την ευρηματική

έκφραση του ΤΗ. Αάοπιο στο λαμπρό του δοκίμιο για το δοκίμιο,13

«μεθοδικά αμέθοδα» — σαν προκαταβολική αντίδραση προς τους «τέσ­

σερεις κανόνες» της επιστημονικής μεθόδου, όπως τους εισήγαγε, λίγο

αργότερα, ο πατέρας του ευρωπαϊκού αστικού ορθολογισμού Κ. Όβζοατ-

Ιβδ («ΌίδοοιίΓδ άβ Ια ιηβίΗοάθ», 1637): Το δοκίμιο αναπτύσσει το

θέμα του διαισθητικά, συνειρμικά, εμπειρικά, παραστατικά, «επιδει­

κτικά» — όχι αποδεικτικά.

γ) Από τα παραπάνω πηγάζει το τρίτο χαρακτηριστικό του δοκι­

μίου, που είναι η «πειραματ ικότητα» του: Το δοκίμιο δεν επιδιώκει ν’

«αποδείξει» (επιστημονικά), αλλ’ απλά να «καταδείξει» («δοκιμα­

στικά») το θέμα του, ν’ αναπτύξει και όχι να λύσει το «πρόβλημα».

Αυτό πάλι του προσδίδει το χαρακτήρα του «ανοιχτού», του μη

οριστικού, του προσωρινού γραπτού κειμένου.

δ) Η διαπραγμάτευση του θέματος «από την άποψη του συγγραφέα

Page 195: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΧΡΗΣΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 203

του» προσδίδει στο δοκίμιο το χαρακτήρα της «υποκειμενικότητας»:

Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το γραμματικό πρόσωπο εκφοράς του

δοκιμίου είναι, κανονικά, το α' πρόσωπο ενικού, το «Ιβ» του Μοηΐαί-

£Π6, σε κάθε δοκίμιο «ακούγεται» ένα «εγώ»: η —αστική— «προσωπι­

κότητα» του συγγραφέα του. Γι’ αυτόν άλλωστε το λόγο δεν μπορούν

να θεωρηθούν γνήσια δοκίμια το «αφηγηματικό» και το «θεατρικό»

δοκίμιο, που δέχονται οι Κ. δοΐιοΐβδ και Ο. Η. Κίαιΐδ,14 επειδή σ’ αυτά

ο συγγραφέας εξαφανίζεται είτε πίσω από τον «αφηγητή» — στο

πρώτο «είδος» — είτε πίσω από τα πρόσωπα του «διαλόγου» — στο

δεύτερο. Το δοκίμιο είναι πάντα «στοχαστικό», ανήκει δηλαδή στα

«θεωρητικά» είδη κειμένων. Αυτό πάλι κάνει σαφές το γεγονός ότι η

«λογοτεχνικότητα», οι «υφολογικές αξιώσεις» του δοκιμίου, που επι­

σημαίνουν, εκτός από το λεξικογράφο μας, και οι περισσότεροι μελε­

τητές του, δεν αρκούν για να το κατατάξουμε στα «πλασματικά»,

δηλαδή τα καθαρά λογοτεχνικά είδη.

ε) Πολύ σημαντικότερο από το «λογοτεχνικό» του ύφος για τον

προσδιορισμό του δοκιμίου είναι το κοινό του: Το δοκίμιο είναι, παρά

τους αρχαίους προγόνους του (Πλούταρχος, Σενέκας κ.ά.), γνήσιο

γέννημα της ανερχόμενης — και πολιτιστικά — αστικής τάξης από την

Αναγέννηση και ύστερα. Το πραγματικό, ιστορικά εμπειρικό «επικοι-

νωνιακό εγώ» του συγγραφέα, όπως το είχε διακρίνει ο Αη(1βΓ⧧,

απευθύνεται, εκπεφρασμένα ή υπονοούμενα, σ’ ένα «εσύ»: τον —αστό-

αναγνώστη του. 'Ετσι εξηγείται γιατί το δοκίμιο γεννήθηκε και

άκμασε πρώτα στη Γαλλία (ΜοηΙαΐ^ηβ, 1580) και την Αγγλία

(Βαοοη, 1597) και με καθυστέρηση στη Γερμανία (18ος αι.) — χώρες,

στις οποίες ο αστός συγγραφέας είχε στη διάθεσή του ένα καλλιεργη­

μένο, αστικό αναγνωστικό κοινό, αυτό που οι γερμανόί ονόμασαν

αργότερα (19ος αι.) «Βί1άυη§δβϋΓ§6Γίιιπι».

Η διάδοση του δοκιμίου οφείλεται, ιδιαίτερα στην Αγγλία και τη

Γερμανία, από το 18ο αιώνα, στα λεγόμενα «ηθικά εβδομαδιαία

περιοδικά», όπως το «ΤαΐΙβΓ» και το «δρβοΐαίοι·», τα οποία με το νέο

γραπτό είδος, το δοκίμιο, διέδωσαν τα πολιτιστικά αιτήματα του

ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στο «μορφωμένο», αστικό αναγνωστικό τους

κοινό.

Page 196: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

204 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ζ) Με τα παραπάνω συνδέεται, επιπλέον, η ευρύτατη θεματική

(«ένα οποιοδήποτε θέμα») του δοκιμίου, που μπορεί ν’ αναφέρεται σε

οποιοδήποτε πολιτιστικό, πνευματικό, επιστημονικό, καλλιτεχνικό,

κοινωνικό, θρησκευτικό και πολιτικό ακόμα ζήτημα — χωρίς να

ταυτίζεται με το εκλαϊκευτικό—επιστημονικό «πραγματολογικό

βιβλίο» (δ&οΗΗιιοΗ). Είναι εντούτοις αξιοσημείωτο ότι, παρά τις

υφολογικές — «λογοτεχνικές» αξιώσεις του, η βασική στάση του

δοκιμίου δεν είναι, όπως παρατηρήθηκε, «αισθητική» αλλά «ηθική».15

η) Η αρχική αντιπαράθεση του δοκιμίου προς την «επιστήμη» και

την επιστημονική «διατριβή», που συνεχίστηκε ώς την εποχή μας,

κάνει φανερό γιατί οι διασημότεροι δοκιμιογράφοι, από το 19ο αιώνα

ώς τις μέρες μας, προέρχονται από το χώρο των λογοτεχνών (Ο.

\νί1(1β, Τ. 8. ΕΐίοΙ, Ρ. ν&ίβιγ, Α. Οκΐβ, ΤΗ. Μαηη, Κ. Μιΐδίΐ κ.ά.) και

των φιλόσοφων και ιστορικών του πολιτισμού (Ρ. ΝίβΙζοΗβ, ]. Βυιχ&-

Ηακίΐ, Α. Ηιιχ1βγ, Μ. άβ ϋη&ιηιιπο, \¥. Ββη]αιηίη, ΤΗ. Αάοπιο, Ο.

Ι.ιιΗθδ κ.ά.). Για τον ίδιο λόγο, η παρακμή του δοκιμίου στις μέρες

μας συνάπτεται, πιθανότατα αιτιατά, με την προϊούσα εξειδίκευση

της επιστήμης από τη μια πλευρά και την παράλληλη ανάρτυξη των

δημοσιογραφικών—επικόινωνιακών χρηστικών ειδών, όπως το χρονο­

γράφημα, η επιφυλλίδα και το ρεπορτάζ, από την άλλη.

Για την ενσωμάτωση και αυτού του «χρηστικού κειμένου», του

δοκιμίου, στο σημαντικότερο λογοτεχνικό είδος της εποχής μας, το

μυθιστόρημα, ας αρκεστούμε σε δύο από τα διασημότερα παραδείγ­

ματα: το «Μαγικό βουνό» («ϋβΓ ΖαιιΗβΛ>βι·§», 1924) του ΤΗ. Μαπη

και το «Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες» («ϋβΓ Μαηη οΗηβ Εί§βηδοΗα&-

βη», 1930-1934/1943) του Β. Μυδίΐ.

Στην Ελλάδα, η ακμή του δοκιμίου σημειώνεται στο Μεσοπόλεμο,

όταν διαμορφώνεται για πρώτη φορά ένα αριθμητικά αξιόλογο καλλι­

εργημένο αστικό αναγνωστικό κοινό. Είναι αξιοσημείωτο ότι ακριβώς

ένας από τους επισημότερους εκπροσώπους της αστικής «Γενιάς του

’30», ο «καρτεσιανός» Γ. θεοτοκάς, θα ενσωματώσει στο σημαντικό­

τερο μυθιστόρημά του («Αργώ» 1933/36), με τη μορφή του ιντερμέ-

διου, ευδιάκριτα κείμενα δοκιμίου - του γραμματειακού εκείνου είδους,

του οποίου ο ίδιος είχε να επιδείξει, απ’ όλη τη διάρκεια της

Page 197: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΧΡΗΣΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 205

συγγραφικής του σταδιοδρομίας, ώριμα δείγματα («Ελεύθερο πνεύμα»,

1929* «Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα», 1932* «Στο κατώφλι των

νέων καιρών» 1945* «Δοκίμιο για την Αμερική», 1954* «Προβλήματα

του καιρού μας», 1956 κ.ά.).

5. Ρεπορτάζ (Γβροϊΐα^β/Κβροιΐα^β). Το ρεπορτάζ είναι, από γραμ­

ματολογική άποψη, το σημαντικότερο και, οπωσδήποτε, το εκτενέ­

στερο «χρηστικό» είδος της —έντυπης— δημοσιογραφίας. 0 γαλλικός

όρος «ΓβροΓία^β», που έχει επικρατήσει σήμερα διεθνώς, σχηματί­

στηκε στα 1865 από το αγγλικό «Γβροιΐβι·» και δηλώνει την εργασία

του ρεπόρτερ και το —γραπτό— αποτέλεσμά της: το συγκεκριμένο

δημοσιογραφικό κείμενο. Το ρεπορτάζ ορίζεται, όπως δηλώνει η

ετυμολογία του όρου, ως «έκθεση» (ΓβροΓΐ < ΓβροΓΐβΓθ) «επίκαιρων»

γεγονότων από έναν αυτόπτη μάρτυρα, το δημοσιογράφο-ρεπόρτερ, ποϋ

δημοσιεύεται στον) ημερήσιο κατά κανόνα, τύπο — οι οπτικοακουστικές

μορφές των νεότερων «μαζικών μέσων επικοινωνίας» δε θα μας

απασχολήσουν εδώ.

Ο ακριβέστερος ειδολογικός εντοπισμός του ρεπορτάζ επιχειρείται,

και στην περίπτωση αυτή, μέσω της περιγραφής των χαρακτηριστι­

κών του και της διάκρισής του από τ’ άλλα δημοσιογραφικά είδη:

Εκτός από τη μεγαλύτερη έκτασή του απ’ αυτά (είδηση, επιφυλλίδα,

σχόλιο, άρθρο κ.τ.λ.), το ρεπορτάζ διακρίνεται από την εντελώς

ιδιάζουσα σ’ αυτό σύζευξη της πραγματιστικής του βάσης, της

στήριξής του στα «γεγονότα», και της απόδοσής τους από την οπτική

γωνία του «συγγραφέα» του, του ρεπόρτερ — από το συνδυασμό της

«αντικειμενικότητας» του αντικειμένου του και της «υποκειμενικότη­

τας» της εκφοράς του.

Η σημασία της προσωπικότητας του «συγγραφέα» του ρεπορτάζ

καταφαίνεται από το γεγονός ότι, σ’ αντίθεση με τα περισσότερα

δημοσιογραφικά είδη (είδηση, σχόλιο, άρθρο κ.τ.λ.), το ρεπορτάζ

διατηρεί την «επωνυμία» του: είναι πάντα ενυπόγραφο.16

Το κοινό ανάμεσα στο ρεπορτάζ και τ’ άλλα δημοσιογραφικά είδη

είναι, βέβαια, η εφήμερη (όπως και η εφημερίδα!) ύπαρξή του, η θυσία

του στο βωμό της «επικαιρότητας». Εντούτοις, η ιδιαίτερη σημασία

του ως χρηστικού κειμένου υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι πολλά

Page 198: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

206 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

«επιτυχημένα» ρεπορτάζ, όπως αυτά που θ’ αναφέρουμε παρακάτω,

αξιώθηκαν και μιαν αντίστοιχη έκδοση σε βιβλίο — έστω και μετά από

μια νεότερη, ελαφρά πάντως, επεξεργασία του κειμένου από το

συγγραφέα τους.

Επιπλέον, η σημασία του, πάντα μέσα στα πλαίσια του δημοσιο­

γραφικού φορέα του, καταδεικνύεται από την περαιτέρω ανάπτυξη,

μέσω εξειδικευμένων δημοσιογράφων-ρεπόρτερ, όλο και περισσότερων

νέων επιμέρους (υπο)ειδών του: του «πολιτικού», του «δικαστικού», του

«κοινωνικού», του «αστυνομικού», του «οικονομικού», του «πολιτιστι­

κού», του «πολεμικού» — αλλά και του «αθλητικού» ρεπορτάζ.

Είναι, τέλος, αξιοσημείωτο ότι το ρεπορτάζ είναι το μόνο γνήσιο

δημοσιογραφικό είδος, που αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία,

ιδιαίτερα στο Μεσοπόλεμο και, μεταπολεμικά, στις δεκαετίες του

1960 και του 1970, ενός, τουλάχιστον μικτού, αν όχι καθαρά λογοτε­

χνικού, είδους, του μυθιστορήματος-ρεπορτάζ (Κβροι1α§β-Κοπι&η), και

γενικότερα της λεγάμενης «τεκμηριωτικής λογοτεχνίας» (ϋοίαιιηβη-

ΙαΓίίΐβΓαΙιπ·).Η «μορφή» και το «ύφος» του ρεπορτάζ καθορίζονται ακριβώς από

την ενδιάμεση θέση του ανάμεσα στα μέλη της δημοσιογραφικής

οικογένειας: συνδυάζει την περιγραφή (του «γεγονότος») με την

αξιολόγηση του (από τον «αυτόπτη μάρτυρα»: το ρεπόρτερ), είναι

«πραγματιστικό» (δ&οΗΙίοΙι), αναφέρεται άμεσα στο «γεγονός» που

εκθέτει, μπορεί όμως να χρωματίζεται, όχι μόνο ιδεολογικά αλλά και

γλωσσικά, από το «συγγραφέα» του, το ρεπόρτερ — άσχετα από το

γεγονός, ότι και αυτό το κείμενο μπορεί να υποβληθεί στον «επανέ­

λεγχο» της ανώτερης δημοσιογραφικής «αρχής»: της σύνταξης του

δημοσιογραφικού εντύπου.

Η ιστορία του δημοσιογραφικού αυτού είδους μπορεί να παρακολου-

θηθεί το πολύ-πολύ από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα:

Ως οι δύο απώτεροι πρόδρομοι του είδους μπορούν να θεωρηθούν ο

αμερικανός \ναδ1ιίη§1:οη Ιι·νίη§ («δΐίβίοΐι ΒοοΙο>, 1819) και ο άγγλος

ΟΗατΙβδ ϋκ&βιΐδ («ί&βίοΐιβδ Βοζ», 1835), δύο από τους σημαντι­

κότερους συγγραφείς της εποχής και της χώρας τους,- όπου ο όρος

«σκίτσο» (δΙίβϊοΗ) ήταν ταυτόχρονα ο πρόγονος του νεότερου όρου

Page 199: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΧΡΗΣΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 207

«ρεπορτάζ». Ας σημειωθεί ότι όχι μόνο τα «σκίτσα», αλλά και το

πλούσιο και διάσημο μυθιστορηματικό έργο του δεύτερου, του ϋκ&θπδ,

είναι συνδεδεμένο με το δημοσιογραφικό του επάγγελμα. Αλλά το

ρεπορτάζ επρόκειτο να καθιερωθεί ως δημοσιογραφικό είδος μόλις στο

δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν στο πρόσωπο του έππίβ Ζοΐα,

γνωστού επίσης και για τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα,

συναντώνται οι βασικές «αρχές» του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ, η

«παρατήρηση», η «περιγραφή» και η «πιστότητα της αναπαράστασης

του πραγματικού», με τις προγραμματικές διακηρύξεις της νέας

λογοτεχνικής Σχολής: του Νατουραλισμού.

Την πραγματική του ακμή θα γνωρίσει, εντούτοις, το ρεπορτάζ

στον αγγλόφωνο και γερμανόφωνο χώρο στη δεκαετία του 1920 και

στις αρχές της δεκαετίας του 1930* η - όχι μόνο χρονική - σύμπτωση

της ακμής αυτής τοί> ρεπορτάζ με το κίνημα του «Νέου Πραγματι­

σμού» (Νβιιβ δαοΗΙΐοΙιΙίβϋ:) στη Γερμανία, που αγκάλιαζε τη λογοτε­

χνία και τις εικαστικές τέχνες, είναι και για τα δύο ερμηνευτικά

εύγλωττη. Το προανάκρουσμα αποτέλεσε το πολύκροτο βιβλίο του

ΙοΙιη Κθβά «Τβη ΰι&ί δΐιοοίί Λβ \¥ογ1(1» (1919), ένα ευρύτατο

ρεπορτάζ από τη νεαρή Σοβιετική Ένωση, που θ’ αποτελέσει και στην

επόμενη δεκαετία μαζί με τις ΗΠΑ τις δύο κυριότερες χώρες προτίμη­

σης των ευρωπαίων ρεπόρτερ. Απ’ αυτούς, ο διασημότερος ήταν,

πιθανότατα, ο ακαταπόνητος γερμανοεβραίος, συμπατριώτης του

Κα&α, Ε§οη Εηνίη ΚίδοΚ, του οποίου το ογκωδέστατο δημοσιογραφικό

έργο από λαμπρά γραμμένα ρεπορτάζ («Ηβίζία§ά άιίΓοΙι άίβ ΖβίΙ:»,

1926* «Όβτ Γίΐδβη(1β ΚβροιΐβΓ», 1926· «λΥα πίδ ίπ οΙΙθγ \νβ1ΐ», 1927

κ.ά.) κατόρθωσε, με τις επανειλημμένες συγκεντρωτικές επανεκδόσεις

του, να ξεπεράσει την εφήμερη ύπαρξη του δημοσιογραφικού αυτού

είδους.

Δεν είναι τυχαίο ότι στον ίδιο μεσοπολεμικό χώρο σημειώθηκε και

η ζωηρότερη συζήτηση και γονιμότερη θεωρητική αντιμετώπιση του

δημοσιογραφικού ρεπορτάζ και της «μεταφοράς» του στη λογοτεχνία:

το μυθιστόρημα. Η σημαντικότερη από τις θεωρητικές αυτές παρεμβά­

σεις ήταν το συστηματικό δοκίμιο του Ο. Ιιιΐίάοδ «ΚβροΗΒ^β οάβτ

Οβδ&1ίυη§?» (1932),17 που δεχόταν, αν και με ορισμένες «γνωσεοθεω-

Page 200: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

208 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ρητικές» ενστάσεις, το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, απέρριπτε όμως, σ’

αντίθεση με τον Β. ΒγθοΙιΙ, την αξιοποίηση του σ’ έργα της λογοτε­

χνικής μυθοπλασίας, όπως το επίκαιρο τότε μυθιστόρημα-ρεπορτάζ του

Εηΐδί ΟΗνναΙί: «Οιδασι γάρ τί ποιούσι» («Οβηη δίβ >νίδδβη, \ναδ δίβ

Ιιιη», 1931). Την τελευταία του αναλαμπή γνώρισε το λογοτεχνικό

ρεπορτάζ στη μεταπολεμική Γερμανία, στις δεκαετίες του 1960 και

του 1970 (Ο. \ν&11ι·αίΓ, Ε. Κυ秀 κ.ά.).

Παρά την έλλειψη των σχετικών μελετών, μπορούμε να διαβεβαι-

ώσουμε ότι το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, μαζί με το πολύ πιο διαδεδο­

μένο «χρονογράφημα», καθιερώθηκε στην Ελλάδα τις τελευταίες ή

την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, και αυτό οφείλεται στην

εμφάνιση του σύγχρονου ημερήσιου τύπου («Εφημερίς», «Ακρόπολις»,

«Πρωία» κ.ά.) στην κυβερνητική εικοσαετία του Τρικούπη (1875-

1895) - είναι ακριβώς η εποχή, κατά την οποία πολλοί έλληνες

λογοτέχνες συνδέονται, τουλάχιστον ημιεπαγγελματικά, με τη δημο­

σιογραφία, μια σχέση, που άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη της και στο ίδιο

το λογοτεχνικό-πεζογραφικό τους έργο: Για το νέο αυτό δημοσιογραφι­

κό είδος φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε, αρχικά, ο όρος «έρρνα»· στα

1898 μαρτυρείται ο σχετλιαστικός χαρακτηρισμός «ρεπόρτερίσκοι»

(των εφημερίδων), ενώ ο αγγλοπρεπής πληθυντικός «ρεπόρτερς» χρη­

σιμοποιείται από τον Α. Παπαδιαμάντη στα 1907.

Θ ’ αναφέρω, κλείνοντας, μόνο δύο από τα πιο ενδιαφέροντα παρα­

δείγματα από τη νεότερη και σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία:

Οι αναρίθμητες ανταποκρίσεις, που έστελνε ο Ν. Καζαντζάκης στα

χρόνια 1925-1928 και 1933-1937 από τη Σοβιετική Ένωση, την Πα­

λαιστίνη, την Ιταλία, την Ισπανία και άλλες χώρες σε διάφορες αθη­

ναϊκές εφημερίδες («Ελεύθερος Αόγος», «Ελεύθερος Τύπος», «Πρωία»,

«Καθημερινή») και που αναδημοσιεύτηκαν αργότερα, κατ’ επιλογήν

και με νέα επεξεργασία, στους τόμους των «Ταξιδιωτικών» του,

ανήκουν, στην πραγματικότητα, και από μορφική και από λειτουργική

άποψη, στο γνήσιο δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, όπως το περιγράψαμε

παραπάνω, και δεν αποτελούν «απλές» ειδησεογραφικές ανταποκρίσεις

από το εξωτερικό — τα παράλληλα με του Καζαντζάκη δείγματα

ευρωπαίων και αμερικανών συγγραφέων-δημοσιογράφων, με ακριβώς

Page 201: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΧΡΗΣΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 209

τα ίδια αντικείμενα δημοσιογραφικής «περιέργειας», ανάφερα παρα­

πάνω.

Καθαρά δείγματα ρεπορτάζ ήταν, πολύ περισσότερο, τα δημοσιο­

γραφικά εκείνα κείμενα, που δημοσίεψε ο Β. Βασιλικός από τα 1963

ώς τα 1965 στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Ταχυδρόμος» και που συγκε­

ντρώθηκαν αργότερα στον τόμο «Εκτός των τειχών» (1966). Είναι

πολύ ενδιαφέρον ότι στο «εμπορικά» πιο επιτυχημένο βιβλίο του, το

«Ζ», που δημοσιεύτηκε το ίδιο αυτό έτος (1966), ο Β. Βασιλικός

πραγματοποίησε, και στην Ελλάδα, με την τεχνική του μοντάζ, τη

σύζευξη και σύντηξη μερικών κειμένων «καθαρού» ρεπορτάζ, που είχαν

δημοσιευτεί με τον παραπάνω δημοσιογραφικό τρόπο, με κείμενα

«καθαρής» λογοτεχνικής μυθοπλασίας (βοίίοη) — όπως ακριβώς στην

ευρωπαϊκή λογοτεχνία του Μεσοπολέμου, που αναφέραμε συνοπτικό­

τατα παραπάνω.

Page 202: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

VIII

ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ

Η μεγάλη στροφή προς τη θεωρία της λογοτεχνίας στον αιώνα μας

και ο πληθωρισμός των επιμέρους θεωρημάτων και συστημάτων που τη

συνόδεψαν ώθησαν στο περιθώριο τους καθιερωμένους εκείνους κλάδους

των γραμματολογικών σπουδών που συμπεριλαμβάνουμε στον παραδο­

σιακό όρο «φιλολογία»* η «φιλολογία» από έννοια γένους για τη

σήμανση, όπως είδαμε, ολόκληρου του κλάδου των μελετών της

λογοτεχνίας και μάλιστα της γραμματείας συρρικνώθηκε σ’ ένα

«βοηθητικό» υποκλάδο της γραμματολογίας.1

Ιδιαίτερα οι μέθοδοι και οι τεχνικές της ανάλυσης του λογοτεχνι­

κού - κατά προτίμηση, αν όχι κατ’ αποκλειστικότητα - κειμένου «εκ

των έσω» εφαρμόστηκαν από τους οπαδούς και χρήστες τους με πλήρη

παραγνώριση των φιλολογικών προϋποθέσεων της ύπαρξης και της

παράδοσης του κειμένου — γεγονός που, εκτός από την αμφισβητήσιμη

θεωρητική τους αφετηρία, τους συμπαρέσυρε, πολλές φορές, σε κατά-

φωρες παρερμηνείες, δηλαδή σε αποδεδειγμένα εσφαλμένες ερμηνείες

του αντικειμένου της μελέτης τους.

Παρόλο που η μελέτη των χειρογράφων, ιδιαίτερα των αρχαίων

και των μεσαιωνικών κειμένων, και των εντύπων εκδόσεων της —

νεότερης κυρίως - λογοτεχνίας και γενικότερα της γραμματείας έχει

ήδη αναπτυχτεί σε επιμέρους φιλολογικούς (υπο)κλάδους (κωδικολογία

/παλαιογραφία, βιβλιολογία/βιβλιογραφία), με τους οποίους ασχολού­

νται ειδικοί μελετητές, ο γραμματολόγος είναι υποχρεωμένος ν’

αξιοποιεί κριτικά τα ευρήματα και τα πορίσματα των παραπάνω

εργασιών και μάλιστα να διεκπεραιώνει ο ίδιος παρόμοιες φιλολογικές

προεργασίες, όπου αυτό είναι απαραίτητο για τη δική του μελέτη, την

ανάλυση, την ερμηνεία, την ιστορία των γραμματειακών κειμένων,

Page 203: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ 211

και την αισθητική ακόμα αξιολόγηση των λογοτεχνικών έργων.

Καμιά μομφή «σχολαστικισμού» δεν μπορεί ν’ αποτρέψει το γραμματο-

λόγο από τη διεκπεραίωση τέτοιων προκαταρκτικών φιλολογικών

εργασιών, αν αυτός ενσαρκώνει τον «τέλειο σκεπτικό τύπο» («ιΗοιό-

ιι§}ι§οπι§ δΐ βρΐΐο») του φιλολόγου-ερμηνευτή που απαιτεί, απόλυτα

δικαιολογημένα, ο Κ. ϋ . Αΐϋοΐί.2

Η πρώτη, «εξωτερική» προϋπόθεση για τη μελέτη-εργασία του

γραμματολόγου είναι η γνώση των «πηγών» και των «βοηθημάτων»

του - η «( ιΐΘΠβηΙαιικΙβ», όπως την εννοεί και την ασκεί λ.χ. στο

γερμανόφωνο χώρο, μ’ εντυπωσιακά αποτελέσματα, ο χαλκέντερος

ΡαιιΙ ΚηηΒθ . Αυτό πάλι σημαίνει, πρώτα-πρώτα, εξοικείωση του

γραμματολόγου-μελετητή με τους χώρους, στους οποίους φυλάσσονται

οι «πηγές» και τα «βοηθήματα» της εργασίας του: τις μεγάλες ή

μικρές, δημόσιες και ιδιωτικές, γενικές και ειδικές βιβλιοθήκες και τα

ιστορικά και λογοτεχνικά αρχεία — και τον τρόπο της οργάνωσης και

λειτουργίας τους.

Οι πηγές της φιλολογικής και γραμματολογικής έρευνας και

μελέτης παρουσιάζονται με δύο κυρίως μορφές: το χειρόγραφο (στην

κλασική και μεσαιωνική φιλολογία: κώδικας) και το (έντυπο) βιβλίο.

Σ ’ αυτές, τις παραδοσιακές σήμερα μορφές, μπορούν να.προστεθούν και

οι σύγχρονες τεχνικές καταγραφής και αναπαραγωγής του κειμένου,

της μαγνητοφώνησης (μαγνητοταινία/κασέτα). Ιδίως τα κείμενα της

προφορικής λαϊκής λογοτεχνίας μπορούν να γίνουν αντικείμενο μελέ­

της της φιλολογίας και, γενικότερα, της γραμματολογίας, μόνο από

τη στιγμή της καταγραφής τους μ’ ένα από τα παραπάνω, «οπτικά» ή

«ακουστικά», μέσα.

Η μελέτη των χειρογράφων περιλαμβάνει ένα πλήθος επιμέρους

εργασιών, από την τεχνική-εξωτερική μελέτη της γραφικής ύλης ώς

τη μελέτη της γραφής και την αναπαραγωγή των χειρογράφων - τα

όρια ανάμεσα στην κωδικολογία και την παλαιογραφία παραμένουν,

αναγκαστικά, ρευστά. Ως γραφική ύλη χρησιμοποιήθηκαν, στις μεσαι­

ωνικές και τις νεότερες φιλολογίες, μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις, κυρίως η

περγαμηνή, που κατασκευαζόταν από δέρματα ζώων, και το χαρτί,

που άρχισε να χρησιμοποιείται και ν’ αντικαθιστά την περγαμηνή από

Page 204: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

212 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

το 12ο αιώνα στο Βυζάντιο, από το 13ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη.

Με τη βοήθεια των «υδατοσήμων» (β1ί§Γαηβ/\νΒΐ:βΓΠΐαΓΐ(/\ναδδβΓΖθί-

οΗθπ), των «υδάτινων σημείων» που εντυπώνονταν στο φύλλο του

χαρτιού με σύρματα που προσθέτονταν στη «φόρμα» από τον κατασκευ­

αστή και που «παρίσταναν» συνήθως το «βιομηχανικό σήμα», τη

«μάρκα» του, είναι, πολλές φορές, δυνατή, κατά προσέγγιση έστω, η

χρονολόγηση αχρονολόγητων χειρογράφων — και έντυπων βιβλίων —

και συνακόλουθα των περιεχομένων σ’ αυτά κειμένων — ο άλλος τρόπος

της κατά προσέγγιση χρονολόγησης αχρονολόγητων χειρογράφων

είναι επί τη βάσει της γραφής· και για τις δύο μεθόδους υπάρχουν

σχετικά «βιβλιογραφικά» βοηθήματα.

Η μελέτη της γραφής αποσκοπεί κυρίως στην ορθή ανάγνωση και

τη φιλολογική «αποκατάσταση» του κειμένου, αλλά, ενδεχομένως,

και στη διευκρίνιση ζητημάτων σχετικών με την πατρότητα και την

αυθεντικότητα του κειμένου ή τμημάτων του κειμένου. Η «εξωτερική»

μελέτη, τέλος, της τεχνικής της αναπαραγωγής (αντιγραφής) των

χειρογράφων μπορεί να οδηγήσει, σε συνδυασμό με την κωδικολογία

και την παλαιογραφία, στη μελέτη και τη διαπίστωση του χαρακτήρα

των αντιγραφικών λαθών — «οπτικών» κατά την αντιγραφή από ένα

γραφέα, «ακουστικών» κατά τη, βιοτεχνική κατά κάποιον τρόπο,

ομαδική, καθ’ υπαγόρευση, αντιγραφή σ’ ένα εργαστήριο αντιγραφής

χειρογράφων, όπως μαρτυρείται όχι μόνο για το Μεσαίωνα, αλλά και

για τους αρχαίους ήδη χρόνους, προπαντός όμως στη μελέτη της

7εαράδοσης ή, όπως θα λέγαμε σήμερα, της πρόσληψης των αρχαίων

μεσαιωνικών και νεότερων γραμματειακών κειμένων και λογοτεχνικών

έργων.

Παραγνωρισμένη από τη σύγχρονή μας γραμματολογία είναι και η

μελέτη των χειρογράφων των νεότερων και νεότατων συγγραφέων,

ιδιαίτερα των αυτογράφων και δαχτυλογραφώ» που έχουν παραδοθεί

στον τυπογράφο και εκδότη, και τα οποία φέρουν, πολλές φορές, τις

τελευταίες διορθώσεις από το χέρι των συγγραφέων τους — πολύτιμη

πηγή για τις αλλαγές που υπέστη το κείμενο στο δρόμο απο τον

παραγωγό στον αναπαραγωγο^του (τυπογράφο-εκδότη), ιδιαίτερα για

τις μη «αυθεντικές» επεμβάσεις του τελευταίου στο κείμενο του έργου.

Page 205: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ 213

Η μελέτη της γραφής των νεότερων συγγραφέων και λογοτεχνών

υποβοηθείται από τη φωτομηχανική αναπαραγωγή και έκδοση των

γραφικών δειγμάτων (δρ6οίπήη£ΐ) είτε ενός συγγραφέα, είτε διαφορε­

τικών συγγραφέων, όπως είναι λ.χ. η συλλογή των Α. Βτοχνη και Α.

ΡβΜ «Εη^ΙίδΗ Ι.ίΙβΓ&Γγ Ηαηάδ £γοιπ ΟΗαιιοβΓ ϊο ΟιγοΙβη» ((Χοη(1οη]

1965) ή η μεγάλη συλλογή του Η. Μ. ΕΙβίβν, «ΟβιιΙδοΗβ ϋίοΗΐβΓ-

Ιιαη<1δο1ιπ&6η» (13 τόμοι, [ϋΓβδάβπ], 1920-1922). Από τη-νεοελλη­

νική βιβλιογραφία ας σημειώσουμε, ενδεικτικά, την πανομοιότυπη

αναπαραγωγή αυτογράφων του Σολωμού («Αυτόγραφα έργα», 1964),

του Ρίτσου («Τα ερωτικά», 1981) και του Καβάφη («Λεύκωμα

Καβάφη», 1983).

Το -έντυπο- βιβλίο είναι ο κύριος «φορέας» και γΓ αυτό η

κυριότερη πηγή για τη μελέτη όλων των νεότερων λογοτεχνιών, από

την εφεύρεσή του, γύρω στα 1450, μέχρι σήμερα. Η μελέτη του

βιβλίου («βιβλιολογία») έχει αναπτυχτεί σε ιδιαίτερο και ανεξάρτητο

επιστημονικό κλάδο, ο φιλόλογος και γραμματολόγος είναι εντούτοις

υποχρεωμένος όχι μόνο ν’ αξιοποιεί τις γνώσεις και τα «πορίσματα»

αυτού του κλάδου, αλλά να διεκπεραιώνει και ο ίδιος, εν ανάγκη,

επιμέρους βιβλιολογικές και βιβλιογραφικές εργασίες για τους στόχους

της δικής του μελέτης: Όπως στο χειρόγραφο, έτσι — πολύ περισσότερο

— και στο —έντυπο— βιβλίο, η γνώση και μελέτη του συμπεριλαμβάνει

ένα πλήθος επιμέρους εργασιών, από το χαρτί και τα τυπογραφικά

στοιχεία, τις τεχνικές της εκτύπωσης και γενικότερα της αναπαρα­

γωγής ώς τους τρόμους διακίνησης, διάθεσης και κατανάλωσης του

«προϊόντος» (βιβλιεμπόριο, βιβλιοθήκες κ.ά.), αλλά και τις σχέσεις

όλων όσοι συμμετέχουν σ’ αυτές (συγγραφέας, τυπογράφος, εκδότης,

βιβλιοπώλης, αγοραστής/αναγνώστης) — με τις τελευταίες εργασίες

περνάμε στην κοινωνιολογία του βιβλίου και της ίδιας της λογοτε­

χνίας. «Έτσι, η ιστορία της λογοτεχνίας από τις πρώτες αρχές της

τυπογραφίας μέχρι σήμερα ήταν πάντα και η ιστορία της παραγωγής

και της εμπορίας του βιβλίου».3

Το τί είναι λ.χ. — νεότερη γραπτή - «λαϊκή λογοτεχνία» μπορεί να

καθοριστεί, πάντα σε αντιπαράθεση με τη «λόγια λογοτεχνία», λιγό-

τερο με μεθόδους εσωτερικές-μορφικές (γλώσσα, ύφος, κ.τ.λ.) και

Page 206: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

214 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

περισσότερο επί τη βάσει και με τη βοήθεια της βιβλιολογικής — και

βιβλιογραφικής - έρευνας (ποιότητα του χαρτιού, τιμή του βιβλίου,

αριθμός αντιτύπων της έκδοσης/ίίι*&£6, σκοπούμενο και πραγματικό

αναγνωστικό κοινό κ.τ.λ.).

Και η βιβλιογραφία, με μακρινό της πρόδρομο τους «Πίνακες» του

Καλλιμάχου (3ος αι. π.Χ.), έχει αναπτυχτεί, σε στενή σχέση με τη

βιβλιολογία, σε ιδιαίτερο «βοηθητικό» κλάδο με δικές του μεθόδους και

τεχνικές. Έτσι, ο γραμματολόγος μπορεί, κατά κανόνα, να περιοριστεί

στη γνώση και την αξιοποίηση των υπαρχόντων βιβλιογραφικών

έργων, αλλά και σε μερικές, όχι σπάνιες περιπτώσεις είναι υποχρεω­

μένος να αναπληρώσει τις υπάρχουσες ελλείψεις με τις προσωπικές

του βιβλιογραφικές ζητήσεις - γεγονός που κάνει αναγκαία, και γι’

αυτόν, τη γνώση των βασικότερων βιβλιογραφικών κανόνων.

Βιβλιογραφία είναι η αναζήτηση και, προπαντός, η συστηματική

περιγραφή και καταγραφή των έντυπων πηγών και βοηθημάτων και

ιδιαίτερα κάθε λογοτεχνικού και γραμματειακού κειμένου σε οποιονδή-

ποτε έντυπο φορέα του (βιβλίο, περιοδικό, εφημερίδα κ.τ.λ.). Βασικοί

κανόνες της βιβλιογραφικής εργασίας είναι η πληρότητα ως προς τον

αριθμό των βιβλιογραφικών αναγραφών («λημμάτων») και ή ακρίβεια

ως προς τ’ αναγραφόμενα βιβλιογραφικά στοιχεία* η πληρότητα ως

προς τ’ αναγραφόμενα στοιχεία (συγγραφέας, τίτλος του έργου, τόπος

και χρόνος της έκδοσης, εκδότης κ.τ.λ.) εξαρτάται από το είδος και

τη σκόπευση του συγκεκριμένου βιβλιογραφικού έργου.

Η κατάταξη των βιβλιογραφικών λημμάτων μπορεί να είναι: α)

αλφαβητική κατά συγγραφείς, β) αλφαβητική κατά τους τίτλους των

έργων, γ) θεματική και δ) χρονολογική — ή και ν’ αποτελεί συνδυασμό

των παραπάνω τρόπων.

Τπάρχουν πολλά είδη βιβλιογραφιών, ανάλογα με τη σκόπευσή

τους, δηλαδή το θέμα, το αντικείμενο, το πρόβλημα ή την ομάδα των

ερευνητών στους οποίους απευθύνονται: γενική βιβλιογραφία, διεθνής

βιβλιογραφία, εθνική βιβλιογραφία, ειδική βιβλιογραφία (για έναν

ορισμένο κλάδο), ετήσια, κατά μιαν ορισμένη περίοδο, για έναν

ορισμένο τόπο (τοπική), για ένα ορισμένο θέμα (θεματική), για έναν

ορισμένο συγγραφέα (προσωποβιβλιογραφία, βιοβιβλιογραφία) ή για το

Page 207: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ 215

έργο του (εργο[βιβλιο]γραφία), αναλυτική βιβλιογραφία (με σύντομη

αναφορά του περιεχομένου των λημμάτων), κριτική βιβλιογραφία (με

σύντομη αξιολόγηση του περιεχομένου των λημμάτων), βιβλιογραφία

περιοδικών, εφημερίδων κ.τ.λ., βιβλιογραφία των λανθανουσών βιβλι­

ογραφιών (των βιβλιογραφιών σε φιλολογικά, γραμματολογικά κ.ά.

έργα), βιβλιογραφία των βιβλιογραφιών κ.ά.

Ο γραμματολόγος που ασχολείται με μιαν εθνική λογοτεχνία και

γραμματεία (ελληνιστής, αγγλιστής, ρομανολόγος, γερμανολόγος

κ.τ.λ.) πρέπει να είναι ενημερωμένος πάνω στις γενικές και ειδικές

βιβλιογραφίες που αφορούν τον κλάδο του — αλλά περ’ απ’ αυτές είναι

υποχρεωμένος να γνωρίζει και ν’ αξιοποιεί και για τις δικές του

ζητήσεις μερικές από τις σημαντικότερες διεθνείς βιβλιογραφίες όπως:

η «ΒίΗ1ίο§ΓίΐρΗγ ο£ Οοιηρ&Γαϋηβ ΠΐβΓαίυΓθ» (1950) των Ρ. Βαίάβηδ-

ρβΓ£6Γ και \¥. Ρ. Ρ^βάβποΗ, που συνεχίζεται στο ΥβαΛοοΙε ο£ Οοιηρα-

τΰΛίνβ αηά ΟβηβΓαΙ ΟίβΓαϊιΐΓβ (1952 κ.ε.), η βιβλιογραφία «ΡιιΗΙίοα-

ϋοηδ ο£ ύιβ Μοάβηι Ι&η^υ&βθ Αδδοοίαϋοη ο£ Απιβηοα» (1884 κ.ε.),

που συνεχίζεται ως «Μ ίΑ Ιηΐβπιαίίοηαΐ ΒίΗ1ίο§ΓαρΗγ» (1969 κ.ε.),

και η διεθνής βιβλιογραφία των μεταφράσεων «Ιηάβχ Ιταηδίαϋοηιιιη»

(1932 κ.ε. και 1948 κ.ε.), που συνεχίζεται από την ϋΝ ΕδΟΟ (1950

κ.ε.).

Στις μεγάλες διεθνείς βιβλιογραφίες μπορούν να συγκαταριθμηθούν

και οι εντυπωσιακοί σ’ έκταση και όγκο τυπωμένοι Κατάλογοι μερι­

κών από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες του κόσμου, όπως ο Κατάλογος

της Βιβλιοθήκης του Βρεταννικού Μουσείου (ΒπΗδΗ Μιΐδβιιιη ΙλΗγηγυ)

στο Λονδίνο, της Εθνικής Βιβλιοθήκης (ΒίΗΙίοίΗβφΐβ Ναϋοηαΐβ) στο

Παρίσι, της Βιβλιοθήκης του Αμερικανικού Κογκρέσου (Ιλ Η γο γυ ο £

(ϋοη§Γ6δδ) στην Ουάσιγκτον και, προπαντός, ο κυκλώπειος συγκεντρω­

τικός Κατάλογος όλων των βιβλιοθηκών των ΗΠΑ (ΤΗβ Ναίίοη&Ι

ϋηίοη Οαϊαίοβ) σε 800 περίπου ογκώδεις τόμους.

Ωστόσο, μια υγιής δυσπιστία εκ μέρους του «σκεπτικού» φιλολόγου-

ερευνητή επιβάλλεται, όπως παρατηρεί και πάλι ο Η.ϋ. ΑΜοΙς, απέ­

ναντι στα λεγόμενα «βιβλιογραφικά φαντάσματα» (ΗίΗΗο Γ&ρΗίοαΙ

§Ηοδίδ), τις ανακριβείς εκείνες λημματικές αναγραφές, σε παλαιότε-

ρες ιδίως βιβλιογραφίες, που αναφέρονται σε εκδόσειο που δεν κατα-

Page 208: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

216 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

γράφηκαν από αυτοψία και που δεν υπήρξαν στην πραγματικότητα

ποτέ.4

Τη σημασία της βιβλιογραφικής έρευνας για τις γραμματολογικές

σπουδές είχε καταδείξει, παραδειγματικά, ήδη πριν από τον πόλεμο ο

διάσημος βιβλιογράφος \¥.\ν. Ογθ§ σε μια μελέτη του πάνω στον

«Κίη§ Ιλ€&γ» του δΗΛβδρβατβ (1933), ενώ η μελέτη της μεγάλης (ίη

ίοΐίο) (1623) και των μικρών (ίη οοϊ&νο) εκδόσεων των έργων του

δΙίΕ^βδρββτβ, ενός συγγραφέα που δεν άφησε κανένα αυτόγραφο, που

απασχόλησε και απασχολεί δεκάδες ειδικών μέχρι σήμερα, αποτελεί

στην ιστορία των νεότερων φιλολογιών το λαμπρότερο παράδειγμα

αξιοποίησης των βιβλιογραφικών και βιβλιολογικών σπουδών για τη

μελέτη της παράδοσης και την αποκατάσταση του λογοτεχνικού

I*. κειμένου. Αλλά και μόνο μια «απλή» αλλά πλήρης βιβλιογραφία ενός

I οποιουδήποτε νεότερου λογοτέχνη θα μπορούσε ν’ αποτελέσει τη στερε­

ί ότερη αφετηρία και βάση για τη μελέτη ης τύχης (ίοιΐαηβ) και της

I πρόσληψης (Γβοβρίίοη) του έργου του, σύμφωνα με τα αιτήματα και

τα διδάγματα του νέου αυτού τομέα της γραμματολογίας.

Στις «φιλολογικές προϋποθέσεις»5 ανήκει και η διευκρίνιση ζητη-

μάτων σχετικών με τη ^ρονολόγτ^η, ^^γγρα.φεά, τ%γνησιό^τ&

και την (χϋθενηχότητ τονίκειμένου' η διασύνδεσή τους με τις άλλες

φιλολογ{κές““εργασίες, ιδιαίτερα με την κριτική αποκατάσταση και

την έκδοση του κειμένου, είναι ήδη αυτονόητη.

Το πρόβλημα της χρονολόγησης στο πλαίσιο αυτών των φιλολογι­

κών προεργασιών αφορά τη χρονολόγηση ενός ορισμένου έργου και,

ενδεχομένως, και των διαδοχικών μορφών ή γραφών του υλικού φορέα

του (χειρόγραφο, έντυπο) ή τη χρονολόγηση των έργων ενός συγγρα­

φέα και τη διαπίστωση της χρονικής τους διαδοχής στο πλαίσιο

ολόκληρης της δημιουργίας του* προβλήματα μακροσκοπικής χρονολό­

γησης, όπως λ.χ. των λογοτεχνικών εποχών ή περιόδων και των

γενεών, απασχολούν το γραμματολόγο στα πλαίσια της ιστορίας της

λογοτεχνίας και της θεωρίας της.

Η χρονολόγηση ενός αχρονολόγητου έργου μπορεί να γίνει με

κριτήρια «εξωτερικά», που αναφέρονται δηλαδή στον υλικό φορέα του,

χειρόγραφο ή έντυπο (χαρτί, υδατόσημο, γραφή, τυπογραφικά στοι-

Page 209: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ 217

χεία, βιογραφία του συγγραφέα κ.ά.), ή «εσωτερικά», που αναφέρο-

νται δηλαδή στο ίδιο το κείμενο του έργου (γλώσσα, μετρική, έμμεσες

ή άμεσες χρονολογικές αναφορές, διαπιστωμένες πηγές κ.ά.) - ή με

συνδυασμό και των δύο κριτηρίων. Στόχος των προσπαθειών αυτών

είναι η απόλυτη χρονολόγηση του έργου ή του υλικού φορέα του (έτος,

μήνας κ.τ.λ.) ή η σχετική χρονολόγηση του με τη βοήθεια ενός

ίβππίηιΐδ ροδί φίβιη κ’ ενός Ιβπηίηιΐδ αηΐβ φίβιη.

Ιδιαίτερα προβλήματα παρουσιάζει, στις νεότερες φιλολογίες, η

ακριβής χρονολόγηση των θεατρικών κειμένων, επειδή η σκηνική τους

πραγματοποίηση (παράσταση) σπάνια συμπίπτει με το χρόνο γραφής ή

δημοσίευσής τους, και η ακριβέστερη χρονολόγηση των επιμέρους

ποιημάτων μιας ποιητικής συλλογής, όταν δεν είναι γνωστή η χρονο­

λογία της γραφής ή της πρώτης δημοσίευσής τους. Η ανασύσταση της

χρονολογικής διαδοχής των έργων ενός ορισμένου συγγραφέα μπορεί να

οδηγήσει σε χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με την εσωτερική και

την υφολογική ακόμα εξέλιξη της δημιουργίας και της «ποιητικής»

του.

Για τη λύση των χρονολογικών προβλημάτων του ο μελετητής έχει

στη διάθεσή του, εκτός από τα σχετικά παλαιογραφικά και βιβλιογρα­

φικά έργα, και μερικά βοηθήματα, που αναφέρονται είτε στις επιμέρους

εθνικές λογοτεχνίες, όπως οι χρονολογικοί πίνακες που συμπεριλαμβά-

νονται στην ιστορία μιας ορισμένης εθνικής λογοτεχνίας (η «ΗίδΐοίΓβ

άβ 1η ΙίΉβΓαίιΐΓβ ίταηοαίδβ», 1894 του Οιΐδίανβ Εαηδοη ήταν ίσως η

πρώτη απ’ αυτές τις ιστορίες) και τα χρονογραφικά έργα για μιαν

εθνική λογοτεχνία, όπως το «Αηηαΐδ ο£ Εηξίίδΐι ΟΐβΓαίιΐΓβ» 1475-

1950 (21960) για την αγγλική και το «ΏαΙβη άβιιΙδοΚβΓ ΌίοΗΐηη£»

(41968) των Η.Α. και Ε. ϊτβηζβΐ για τη γερμανική λογοτεχνία,

ιδίως οι μεγάλοι χρονολογικοί πίνακες που ξεπερνούν τα όρια μιας

εθνικής λογοτεχνίας, όπως το «ΚβρβΓίοίΓβ οΗπ>ηο1ο§ίφΐβ άβδ Ιί&βΓα-

ίιΐΓβδ πιοάβπιβδ» (1937) του Ρ. ναη Τίβ^Ηβπι, το «νβΓ^ΙβίβΗβηάβ

Ζβΐ&αίβΐη άβΓ λνβΜΐΙβΓαίιΐΓ» (1951) του Α. δρβιηαηη, το «δγηβΙιΐΌ-

ηορδβ άβΓ λνβΜίΙβΓαΙιΐΓ» (1983) της Ο. \νίΠιβ!πι και προπαντός το

μνημειώδες «ΚιιΙΐηιίαΙίΓρΙαη» (1976* !1946) του \ν. δϊβίη, που περι­

λαμβάνει συγχρονικούς πίνακες, εκτός από την ιστορία, την πολιτική

Page 210: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

218 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

και την τεχνική, τη λογοτεχνία και όλες τις περιοχές του πολιτισμού,

από τις «αρχές» ώς τις μέρες μας.

Το πρόβλημα της χρονολόγησης των έργων του δΗαΙίβδρβ&Γβ, που

απασχόλησε γενεές ολόκληρες μελετητών, χωρίς να έχει ακόμα λυθεί

οριστικά, αποτελεί μόνο το περιφημότερο παράδειγμα της παγκό­

σμιας, όχι μόνο της αγγλικής, ιστορίας της λογοτεχνίας και τον

κοινότερο τόπο της φιλολογικής έρευνας. Παρόμοια παραδείγματα

μπορούν ν’ αναφερθούν από την ιστορία όλων των εθνικών λογοτε­

χνιών, των μικρότερων λογοτεχνιών και των μικρότερων συγγραφέων.

Από την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, το πρόβλημα της

χρονολόγησης του «Ερωτόκριτου» του Β. Κορνάρου, και σε συνάρτηση

μ’ αυτό της «ταυτότητας» του ποιητή του, αποτελεί το λαμπρότερο

παράδειγμα ενός «φιλολογικού» ζητήματος, από τη λύση του οποίου

εξαρτάται όχι μόνο η ορθότερη ιστορικογραμματολογική τοποθέτηση

του έργου (Αναγέννηση ή Μπαρόκ), αλλά και η ορθότερη «ανάγνωσή»

του.

Παρά τα κηρύγματα μερικών νεότερων και σύγχρονών μας θεωρη­

τικών της λογοτεχνίας (ναΐβιγ, ΒατΛβδ) για μιαν «ιστορία της

λογοτεχνίας χωρίς ονόματα», εύλογη αντίδραση κατά της1 κατάχρη­

σης της «βιογραφικής μεθόδου» στο 19ο και στις πρώτες δεκαετίες του

αιώνα μας, τα προβλήματα τα σχετικά με το συγγραφέα του έργου

και, σε συνάρτηση μ’ αυτά, της πατρότητας, της γνησιότητας ή

αυθεντικότητας του κειμένου θα εξακολουθήσουν ν’ απασχολούν το

γραμματολόγο - και το γραμματολόγο των νεότερων εθνικών λογοτε­

χνιών. Σήμερα τουλάχιστον είναι γενικά αποδεκτό ότι παρόμοιο

πρόβλημα, πατρότητας και αυθεντικότητας του κειμένου, δεν μπορεί

να τεθεί μόνο σ’ αναφορά με τη μεσαιωνική και πρώιμα νεότερη

ανώνυμη «λαϊκή λογοτεχνία». Είναι επίσης αυτονόητο ότι πρόβλημα

πατρότητας του έργου δεν τίθεται, μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις, για

ολόκληρη τη νεότερη και σύγχρονη λογοτεχνία, αφού τ’ όνομα - ή το

καθιερωμένο ψευδώνυμο — του συγγραφέα αναφέρεται κατά κανόνα,

μαζί με τον τίτλο, στην έκδοση (ή στο χειρόγραφο) του έργου.

Και στις ζητήσεις του αυτές ο μελετητής-γραμματολόγος διευκο­

λύνεται από μερικά χρήσιμα βοηθήματα, όπως είναι τα λεξικά ψευδω­

Page 211: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ 219

νύμων, ανωνύμων και ψευδωνύμων έργων και τίτλων των έργων.

Ωστόσο, στις αποφασιστικά περισσότερες περιπτώσεις ο μελετητής

έχει ν’ αντιμετωπίσει προβλήματα σχετικά με το συγγραφέα, την

πατρότητα και την αυθεντικότητα του κειμένου, που έχουν ήδη

επισημανθεί και συζητηθεί από τους ερευνητές. Η διασημότερη από

τις περιπτώσεις σ’ ολόκληρη την ιστορία των νεότερων λογοτεχνιών

είναι η περίπτωση των ποιημάτων ενός εφευρημένου αρχαίου κέλτη

ποιητή με τ’ όνομα «0^ίαιυ> («ΤΗθ λΥοΛδ ο£ Οδδίαη», 1765), που η

αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας του ποιητή τους, του Ι&πιβδ

ΜαορΙιβΓδοη (1736-1796), αποκάλυψε ταυτόχρονα τη λογοτεχνική

αυτή παραχάραξη και το μύθο της υποτιθέμενης αυτής «λαϊκής»

ποίησης. Ήδη αυτό το παράδειγμα διδάσκει ότι η γνώση της «ταυτό­

τητας» του συγγραφέα ενός έργου δεν ικανοποιεί απλά την περιέργεια

του ερευνητή, αλλά μπορεί να συνεπάγεται μια διαφορετική ανά­

γνωση-ερμηνεία του συγκεκριμένου έργου — στην περίπτωση του

«Οδδί&η», μίαν ανάγνωση «λόγια» με την επικουρία της γραμματολο­

γικής κατηγορίας της «μίμησης» αντί για μ ιαν ανάγνωση σύμφωνη με

την κατηγορία της ανώνυμης, λαϊκής, πηγαίας ποίησης.

Μια ανάλογη και ταυτόχρονα διαφορετική περίπτωση, τη φορά

αυτή από την ιστορία της πορτογαλικής λογοτεχνίας, αποτελεί σχε­

δόν τον κοινό τόπο στ’ αντίστοιχα κεφάλαια πολλών γραμματολογικών

έργων: Ανάλογα με το ποιον από τους δύο προτεινόμενους συγγραφείς,

το ΟπδΙόναη Γαΐοαοδ ή τον Ββπιαπίίιη ΚιΒθπό, θα δεχτεί κανείς ως

τον πραγματικό* συγγραφέα του βουκολικού-ειδυλλιακού ποιήματος

«ΟπδΜ» (16ος αι.), θα εξαρτηθεί η ανάγνωση του έργου: Η

σύμπτωση ορισμένων «ιστορικών» αναφορών στο έργο με τα (αυτο)βιο-

γραφικά στοιχεία του πρώτου θα συνεπαγόταν μια «ρεαλιστική»

ανάγνωση του έργου - μια «φαντασιακή» στην περίπτωση της προσ-

γραφής του στο δεύτερο συγγραφέα.

Η δεύτερη αυτή περίπτωση θέτει, έμμεσα, το πρόβλημα της

σχέσης μεταξύ του έργου και της (αυτο)βιογραφίας του συγγραφέα

του: Η διευκρίνιση και ερμηνεία του έργου με αφετηρία τα βιογραφικά

στοιχεία του συγγραφέα του μπορεί, σε ορισμένες, συγκεκριμένες

περιπτώσεις, να προωθήσει την έρευνα, αν γίνει λελογισμένη χρήση

Page 212: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

220 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

της «μεθόδου»* ο αντίστροφος δρόμος, από το έργο στη βιογραφία του

συγγραφέα του, όπως έκανε λ.χ. ο ^-Ρ. δαιίτβ με τον Ο. ΡίαιΛβιΐ

(«1/ κΐίοΐ: άβ Ια £&ιϊη11θ», 1971/1972), εμπερικλείει πολύ περισσότε­

ρους ερμηνευτικούς κινδύνους.

θα συμπληρώσουμε και πάλι την «εικονογράφηση» του προβλήμα­

τος με μερικά παραδείγματα από την ιστορία της νεοελληνικής

λογοτεχνίας, για να καταδείξουμε την «οικουμενικότητά» του: Αν

μπορούσαμε ν’ αποδείξουμε, πειστικά και τελεσίδικα, την πατρότητα

του Βιντσέντσου Κορνάρου καί για τη «θυσία του Αβράαμ», θα ήμαστε

σε θέση να προσδιορίσουμε, με τη συνεπικουρία της χρονολόγησής της,

ακριβέστερα τη γραμματολογική θέση του έργου ταυτόχρονα στην

προσωπική δημιουργία του συγγραφέα και της εποχής του και, κατά

προέκταση, το λογοτεχνικό του χαρακτήρα.

Σε ανάλογους με του πορτογαλικού «Οιΐδ&Ι» ερμηνευτικούς εξανα­

γκασμούς θα οδηγούσε η διαπίστωση της πραγματικής συγγραφικής

πατρότητας ενός από τα πιο αξιόλογα πεζογραφικά έργα του ελληνι­

κού 19ου αιώνα, του «Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι» (1870): Η

απόδειξη της «αυτοβιογραφικότητας» ορισμένων ιστορικών αναφορών

στο έργο θα ενίσχυε τη «ρεαλιστική», το αντίθετο, τη «φαντασιακή»

ανάγνωση του έργου.

Τέλος, είναι φανερό ότι η πρόσφατη αποκάλυψη της πραγματικής

πατρότητας του ποιήματος «Πόθος», που συνεκδίδεται μαζί με τ’

άλλα πρωτότυπα έργα του Σολωμού, επιβάλλει μια, μικρή έστω,

διορθωτική φιλολογική στο οοηριίδ του σολωμικού έργου κίνηση: τη

μετακίνηση του ποιήματος αυτού απο το πρωτότυπο στο μεταφραστικό

τμήμα του.

Η κριτική του κειμένου είναι η προτελευταία φάση πριν από την

έκδοση του κειμένου* έχει γίνει ήδη φανερό ότι τα όρια ανάμεσα σ’

αυτές και τις προηγούμενες φάσεις της φιλολογικής εργασίας είναι

ρευστά. Αλλά και τα όρια ανάμεσα στην κριτική του κειμένου ή

φιλολογική κριτική («κατώτερη κριτική»), από τη μια πλευρά, την

ιστορική και τη λογοτεχνική κριτική («ανώτερη κριτική») από την

άλλη δεν είναι, δεν μπορεί να είναι στεγανά: Και η φιλολογική

κριτική είναι ιστορική, αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ιστορικό­

Page 213: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ 221

τητας του κειμένου, και, ταυτόχρονα, είναι υποχρεωμένη να χρησιμο­

ποιεί στοιχεία και έννοιες της λογοτεχνικής κριτικής, όπως είναι το

«ύφος». Και προπαντός: Το κοινό σημείο συνάντησής τους είναι η

χριτιχή: δηλαδή η αξιολόγηση και επιλογή ανάμεσα σε δύο ή περισσό­

τερες μορφές του κειμένου, ανάμεσα σε δύο ή περισσότεροες «στιγμές»

της παράδοσης.

Η χριτιχή και η εχδοτιχή του κειμένου φέρει, και για τις νεότερες

φιλολογίες, και σήμερα ακόμα, το στίγμα της καταγωγής της από

την κλασική φιλολογία. Όπως είδαμε, η φιλολογική κριτική, που είχε

τους μακρινούς της προγόνους στους αλεξανδρινούς φιλολόγους (3ος-

2ος αι. π.Χ.) και τους νεότερους και άμεσους προδρόμους της στην

ιταλική Αναγέννηση (Ρβΐτατοα, Βοοοαοοίο: έκδοση του Ο&ηΙβ) και

στον αγγλικό εμπειρισμό του 17ου και 18ου αιώνα (Κ. Ββηϋβν:

πρόταση για μια κριτική έκδοση της «Καινής Διαθήκης»), συγκροτή-

θηκε από τους κλασικούς φιλολόγους τις πρώτες δεκαετίες του 19ου

αιώνα σ’ επιστήμη στη Γερμανία, όπου ο ΚατΙ Ι^οΗπιαπη (1793-

1851) εφάρμοσε, για πρώτη φορά, τους «αυστηρούς κανόνες» της

κριτικής έκδοσης των κλασικών κειμένων στην έκδοση ενός γερμανικού

μεσαιωνικού κειμένου, του «ΝΛβΙιιη^βηΙίβά» (1826), έπειτα και στην

έκδοση των «Απάντων» ενός νεότερου γερμανού συγγραφέα, του Ο. Ε.

1 65§ίη£ («δαιπώοΗβ δοΐιηήβη», 13 τόμοι, Βερολίνο 1838-1840).

Στόχος της κριτικής του κειμένου, όπως τον είχε ορίσει στα 1841 ο

Κ. ί,αοΐιπιηαηη και όπως ισχύει, γενικά, για την κλασική φιλολογία,

είναι «ν’ αποκατασταθεί, κατά το δυνατό, το αρχικό έργο, όπως το

συνέταξε ο συγγραφέας του».6 Στην πορεία της για την επίτευξη του

στόχου αυτού διακρίνονται, για συστηματικούς λόγους, τρία ερευνη­

τικά στάδια - στην πράξη και τα τρία αυτά στάδια συμπλέκονται

μεταξύ τους: α) θεώρηση (Γβοβηδίο) των «φορέων» της παράδοσης του

κειμένου (χειρογράφων), για τη διαπίστωση της κατάστασής τους,

της θέσης τους στην ιστορία της παράδοσης του κειμένου και της

μεταξύ τους σχέσης και εξάρτησης* το πόρισμα διατυπώνεται σ’ ένα

σχήμα με τη μορφή γενεαλογικού δέντρου, το στέμμα (δΐ6πιιη&

οοώουπι). Στο «στέμμα» βρισκόταν συμπυκνωμένος ο πυρήνας της

κριτικής «μεθόδου Ι&οίιηαηη». Από τη στιγμή που οι γενεαλογικές

Page 214: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

222 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

σχέσεις μεταξύ των κωδίκων επί τη βάσει των «κοινών λαθών» σε

ορισμένους απ’ αυτούς θα είχαν αποτυπωθεί σε μία κάθετη γραμμή (εξ

ου και ο χαρακτηρισμός της ως «συστήματος μιας γραμμής κάθετων

σχέσεων»), η αυθεντικότητα των γραφών των κωδίκων θα μπορούσε να

καθοριστεί με μερικούς κανόνες καθαρά μηχανικούς και ως εκ τούτου

καθαρά «αντικειμενικά» και «επιστημονικά», β) Εξέταση (©χαιηίη&ϋο)

των φορέων της παράδοσης: σύγκριση, αντιβολή (οοΐΐαϋο) των διαφο­

ρετικών γραφών του κειμένου (Ιβοϋοηβδ) σ’ αυτούς και διαπίστωση

της γνησιότητας ή αξιοπιστίας τους σ’ αναφορά με το αρχικό κείμενο

(«πρωτότυπο»), γ) Διόρθωση (βπίΘΐκΙαίΊο) των διαπιστωμένων εσφαλ­

μένων γραφών και εισαγωγή τους στο αποκαταστημένο, έστω και

κατά προσέγγιση, αρχικό κείμενο («πρωτότυπο«). Οι διαφορετικές

γραφές των χειρογράφων, που θεωρούνται εσφαλμένες και γι’ αυτό

απορρίπτονται, καταγράφονται στο λεγόμενο «κριτικό υπόμνημα»

(αρρΒΓαίιΐδ οπϋοιίδ), στο κάτω μέρος της σελίδας του εκδιδόμενου

κειμένου.

Είναι αυτονόητο ότι δεν μπορούμε ν’ αποδώσουμε εδώ, ούτε περιλη-

τικά, το πολύπλοκο εκείνο σύστημα τεχνικών και κανόνων της κριτι­

κής του κειμένου, όπως «κωδικοποιήθηκαν» στην εποχή μας (Ρ.

«Τβχ&ιΐϋΐί», 1927* 41960), με το οποίο ασχολείται ο βασικός αυτός

κλάδος της κλασικής κυρίως φιλολογίας, θα συγκρατήσουμε μόνο

ακόμα εδώ ότι το κύριο χαρακτηριστικό της «μεθόδου Εαοΐιιη&ηη»

είναι ακριβώς αυτή η αρχή της διόρθωσης των παραδεδομένων από

τους φορείς «λαθών» και ότι η εφαρμογή της περιορίζεται, όπως

ακριβώς σ’ ολόκληρη σχεδόν την κλασική παράδοση, στις περιπτώσεις

εκείνες, κατά τις οποίες υποτίθεται α) ότι υπήρξε, πράγματι, ένα

αρχικό κείμενο («πρωτότυπο»), που βγήκε από το χέρι ενός συγγραφέα

και β) ότι η παράδοση δεν παρουσιάζει «συμφυρμό» (οοηϊαπήηαΗο) του

κειμένου διαφόρων «μαρτύρων».

Η μηχανική μεταφορά της «μεθόδου ΐΑοΙιιηαηη» στην κριτική και

την έκδοση μεσαιωνικών και, προπαντός, νεότερων κειμένων οδήγησε,

αντίθετα από την αρχική πρόθεση του εισηγητή της, στη φιλολογική

κατασκευή κειμένων, που δεν αντιστοιχούσαν σε καμιά «στιγμή» της

παράδοσης. Οι λόγοι αυτής της κατάχρησης οφείλονταν στην παρα­

Page 215: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ 223

γνώριση των ουσιαστικών διαφορών ανάμεσα στην αρχαία παράδοση

από τη μια πλευρά, τη μεσαιωνική και τη νεότερη από την άλλη —

διαφορές, που πάνε πολύ πέρα από τη διαφορά ανάμεσα στους κύρι­

ους υλικούς φορείς τους, το χειρόγραφο και το έντυπο:

Η παράδοση της αρχαίας-χλασιχής γραμματείας δε διασώζει σε

καμιά περίπτωση το πρωτότυπο κείμενο ενός έργου, δηλαδή το

αυτόγραφο του συγγραφέα ή ένα πιστό του αντίγραφο. Το αρχαίο

κείμενο σώζεται, κατά κανόνα, σ’ ένα μικρό ή μεγάλο αριθμό αντι­

γράφων, που τα παλαιότερά τους είναι τουλάχιστον 2-3 αιώνες

νεότερα από το πρωτότυπο. Η κριτική του κειμένου στην κλασική

φιλολογία στοχεύει στην, κατά κάποιον τρόπο «αρχαιολογική», απο­

κατάσταση του πρωτοτύπου μέσω της αποκατάστασης ενός —ιδεα­

τού— αρχετύπου, ενός κειμένου που πλησιάζει όσο το δυνατό περισ­

σότερο στο κείμενο του - χαμένου— πρωτοτύπου και από το οποίο

«κατάγονται» όλοι οι —νεότεροι— «μάρτυρες της παράδοσης». Το ίδιο

ισχύει και για το μεγαλύτερο μέρος της προσωπικής και επώνυμης

μεσαιωνικής γραμματείας, παρόλο που σ’ αυτήν η χρονική από­

σταση των αντιγράφων από το — επίσης χαμένο — πρωτότυπο είναι

πολύ μικρότερη απ’ ό,τι στην κλασική παράδοση. Σ ’ αυτές τις

περιπτώσεις μπορούν να εφαρμοστούν, γενικά, οι κανόνες της κριτι­

κής και της εκδοτικής του κειμένου της κλασικής φιλολογίας

(«μέθοδος Ι.&οΗιηαηη»).

Σ ’ ένα επίσης μεγάλο όμως μέρος της μεσαιωνικής, ιδιαίτερα

της όψιμης, ανώνυμης, λαϊκής ή λαϊκίζουσας, λογοτεχνίας/γραμμα-

τείας ένα υποθετικό πρωτότυπο, έστω και αν, εντελώς θεωρητικά,

υπήρξε κάποτε, είναι αδύνατο ν’ ανασυσταθεί. Οι διαφορετικές γρα­

φές των χειρογράφων σε πολλές απ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν

οφείλονται σε απλά «αντιγραφικά λάθη», που πρέπει να διορθωθούν,

αλλά στην ενσυνείδητη επέμβαση των γραφέων στο κείμενο που

αναπαρήγαν. Πολύ περισσότερο: Οι «αντιγραφείς» αυτοί δε δίστα­

ζαν, συχνά, ν’ αναπληρώσουν ένα — πραγματικό ή υποθετικό —

«κενό» στο χειρόγραφο που «αντέγραφαν» προσθέτοντας τμήματα

από ένα άλλο χειρόγραφο, την προφορική παράδοση - ή τη φαντα­

σία τους. Αυτός ο συμφυρμός (οοηίαιηίηαίίο) δημιουργούσε, στην

Page 216: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

224 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

πραγματικότητα, όχι ένα νέο αντίγραφο, αλλά μια νέα διασκευή

(νβΓδίοη, Γβπι&ηίβιηβη1/Ραδδ\ιη§, Κβάαΐίϋοη) του έργου.7

Η μηχανική εφαρμογή των κανόνων της κλασικής κριτικής και

εκδοτικής του κειμένου θα οδηγούσε στις περιπτώσεις αυτές σ’ ένα νέο

«συμφυρμό» διαφορετικών κειμένων — τη φορά αυτή από το φιλόλογο­

εκδότη, όπως φανερώνει η «κριτική» έκδοση ελληνικών δημοτικών

τραγουδιών από τον Α. Ραδδονν (1860) και, προπαντός, η αποτρόπαιη

κατασκευή «τέλειων», αλλά στην πραγματικότητα ανύπαρκτων παραλ­

λαγών των δημοτικών τραγουδιών σύμφωνα με το άδηλο «αισθητικό»

κριτήριο του συλλέκτη και εκδότη τους Ν.Γ. Πολίτη (1914). Εδώ, η

ενδεικνυόμενη μέθοδος είναι η ξεχωριστή ή η παράλληλη έκδοση των

διαφορετικών κειμένων («διασκευών»), η λεγόμενη «συνοπτική έκδοση»

(δγηορϋδθΗ© Αιΐδ§&1>β), όπως λ.χ. η έκδοση των διαφόρων «διασκευών»

του «Διγενή Ακρίτα» από τον Ε. Τϊαρρ (1971) - και το ίδιο ισχύει, πολύ

περισσότερο, για τα καθαρά λαϊκά, ανώνυμα κείμενα της, προφορικής

ιδιαίτερα, λογοτεχνίας, από τη στιγμή της καταγραφής τους ώς την

«οριστική» φιλολογική τους έκδοση. Αυτό που προέχει σ’ όλες αυτές τις

περιπτώσεις δεν είναι η ανασύσταση του «αρχικού κειμένου», αλλά η

ανασύσταση της παράδοσης — έννοια, που συμπίπτει, σε μεγάλο ποσοστό,

με τη σύγχρονή μας έννοια της πρόσληψης. Εδώ, το «στέμμα» της

κλασικής φιλολογικής κριτικής θα είχε έναν εντελώς άλλο χαρακτήρα:

θ’ απεικόνιζε τις σχέσεις κ’ εξαρτήσεις μεταξύ των παραλλαγών, όχι

μεταξύ των επιμέρους φορέων της παράδοσης (χειρογράφων).

Το αποφασιστικό ρήγμα στη «μέθοδο ί&οΐιιηαηη» το επέφερε ακριβώς

ένας γάλλος μεσαιωνολόγος, ο ΙοδβρΗ ΒέάίβΓ, ο οποίος μελετώντας και

εκδίδοντας κριτικά (1890/1913/1928) ένα ποίημα του 13ου αιώνα, το

«Τραγούδι της Σκιάς» («Ι« Ιοί άβ 1ΌπιΙ>Γβ») του Ιβαη Κβηίώΐ:,

οδηγήθηκε αναγκαστικά στη διατύπωση ενός γενεαλογικού στέμματος

των εφτά χειρογράφων του, κατανεμημένων σε δύο «οικογένειες»,

τεσσάρων και τριών χειρογράφων αντίστοιχα, με δύο γραμμές (ο

δάσκαλός του Ο. Ρ&τίδ διέκρινε τρεις γραμμές), γεγονός που θα μπορούσε

να εξηγηθεί μόνο με την εξαρχής ύπαρξη δύο (ή τριών) διαφορετικών

«γραφών», δηλαδή «διασκευών», του ίδιου κειμένου, οφειλομένων είτε

στο συγγραφέα του είτε σε διασκευαστές του.

Page 217: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ 225

Δε φαίνεται σήμερα παράδοξο ότι ο Β. ΟβΓφΐί^ΐΗΐί («έ1ο§β άβ Ια

ναπαηΐβ», 1989), ένας από τους ριζοσπαστικότερους οπαδούς και

εκπροσώπους της «Νέας Φιλολογίας», προωθεί την αντίληψη για την

αυτοτέλεια των διαφόρων «παραλλαγών» ή «διασκευών» του ίδιου

έργου ώς τις έσχατες συνέπειές της, όταν αποφαίνεται ότι τα εφτά

πλήρη χειρόγραφα του «ΟΗαηδοπ άβ ΚοΙαηά» (περ. 1100) αντιπροσω­

πεύουν ισάριθμες «διασκευές» και ότι υπάρχουν τουλάχιστον δύο (δια­

φορετικές διασκευές του) «Ρ&ΓββναΙ» (12ος αι.) του ΟΐΐΓβΙίβη άβ

ΤΐΌχβδ, και μάλιστα δύο αυτοτελείς και αυθεντικές παραλλαγές του

«Κίη£ Ιιβ&Γ» και πέντε του «ΜαοΒβΐΗ» του δΗα^βφβατβ.

Αντίθετα, στις νεότερες γραμματείες/λογοτεχνίες διασώζεται,

κατά κανόνα, ένα πρωτότυπο, και μάλιστα ένα «αυθεντικό» κείμενο

του έργου: δηλαδή είτε ένα αυτόγραφο (ιδιόχειρο ή δακτυλόγραφο) του

συγγραφέα, είτε ένα^απ’ αυτόν εγκεκριμένο αντίγραφο (αιιϊοηδίβιΊβ

ΑβδοΗπΑ), είτε ένα τουλάχιστον αντίτυπο μιας απ’ αυτόν επιμελημέ­

νης ή εγκεκριμένης έκδοσης (ααΐοπδίβιΐβ Αιΐδ^αββ).

Η συζήτηση των προβλημάτων, που γέννησε η νέα αυτή κατά­

σταση της παράδοσης στις νεότερες γραμματείες και λογοτεχνίες,

έχει σχηματίσει στο μεταξύ, και σ’ αυτόν τον τομέα των φιλολογικών

και γραμματολογικών σπουδών, μιαν εξαιρετικά διογκωμένη βιβλιο­

γραφία* εδώ θα σκιαγραφήσουμε, κριτικά, μόνο τα κυριότερα σημεία

της:

α) Είναι φανερό ότι με την κατάσταση αυτή της παράδοσης του

κειμένου στη νεότερη προσωπική και επώνυμη λογοτεχνία δεν μπορούν

να εφαρμοστούν, στις παραπάνω περιπτώσεις, οι διορθωτικοί κανόνες

της κλασικής κριτικής και εκδοτικής του κειμένου. Οι διαφορετικές

γραφές στο αυτόγραφο ενός κειμένου ή ανάμεσα σε διαφορετικές αλλά

εξίσου «εγκεκριμένες εκδόσεις» του ίδιου έργου, που οφείλονται στη

διαφορετική κάθε φορά βούληση του συγγραφέα του, δεν έχουν τίποτα

το κοινό με τις διαφορετικές γραφές της χειρόγραφης παράδοσης της

κλασικής γραμματείας, που οφείλονται σε λάθη των αντιγραφέων για

τη διάκρισή τους, η νεότερη φιλολογία έχει προτείνει τους όρους

«παραλλαγές της παράδοσης» (ϋΗβΓίίβίβπιη^δναπαηΙβη) ή «γραφές»

(ΙιβδΗΓίβη) για τις δεύτερες, «παραλλαγές της γένεσης» (ΕηϊδίβΗ-

Page 218: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

226 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

αη^δναη&ηΐβη) ή απλά «παραλλαγές» (ν&π&ηΐβη) για τις πρώτες.

Στη γαλλική «κειμενολογία» (ΟβΓφΐϊ§1πιί) χρησιμοποιούνται οι όροι

«ν&η&ηίβδ (ΤαιιίβιΐΓ» και «ν&η&ηοβδ άβ οορίδΐβ» και στην αγγλική

«αναλυτική βιβλιογραφία» (Ο&δίζβΐΐ) οι όροι «ναπ&Ηοη ο£ οοιηροδί-

ϋοη» και «ν&ηΗίίοη ο£ ίΓ&ηδΐηίδδίοη» αντίστοιχα.

Συν επόμενα, αυτό που προέχει στην κριτική και εκδοτική του

κειμένου στις νεότερες γραμματείες και λογοτεχνίες δεν είναι η

αποκατάσταση ενός, ιδεατού αλλά πραγματικού, «πρωτοτύπου», μέσω

της γενεαλογίας των φορέων της παράδοσής του, όπως στην κλασική

φιλολογία, ή η αποκατάσταση της παράδοσης, δηλαδή της διαδοχικής

πρόσληψης του κειμένου, όπως στη, μεσαιωνική και νεότερη, ανώ­

νυμη, λαϊκή λογοτεχνία, αλλά η αναπαράσταση της γένεσης και της

τελικής μορφής του έργου, σύμφωνα με τη βούληση του συγγραφέα του

(Αυίοηνίΐΐβ/ααΐΐιοπαΐ ΐηίβηϋοη).

β) Η ύπαρξη της έντυττης παράδοσης στις νεότερες γραμματείες δε

συγκροτεί, καταρχήν, μια νέα κατάσταση της παράδοσης. Ο έντυπος

φορέας μιας από το συγγραφέα επιμελημένης ή εγκεκριμένης έκδοσης

επέχει θέση αυτογράφου. Μια ιδιαίτερη κατάσταση της έντυπης

παράδοσης στοιχειοθετείται μόνο από τη στιγμή που δε σώζδται ούτε

αυτόγραφο του έργου, ούτε ένα έστω αντίτυπο μιας επιμελημένης ή

εγκεκριμένης από το συγγραφέα του έκδοσης, αλλά μόνο αντίτυπο ή

αντίτυπα άλλων, μη εγκεκριμένων εκδόσεων, όπως συμβαίνει τουλά­

χιστον με μερικά έργα και μερικούς συγγραφείς στους δύο πρώτους

αιώνες των Νεότερων Χρόνων. Στην περίπτωση αυτή, οι — ηθελημέ­

νες ή αθέλητες — επεμβάσεις των τυπογράφων, των επιμελητών και

των εκδοτών στο κείμενο που εκδίδουν παρουσιάζουν, παρά τις ιδιοτυ­

πίες τους, μερικές σημαντικές αναλογίες με τις αντίστοιχες αλλαγές

του κειμένου που επέφεραν οι αντιγραφείς και οι «εκδότες» της

κλασικής και μεσαιωνικής γραμματείας. Εδώ, οι κριτικοί και εκδοτι­

κοί κανόνες της κλασικής φιλολογίας διατηρούν ένα μεγάλο μέρος της

ισχύος τους.

Είναι για το λόγο αυτό κατανοητό γιατί η λεγόμενη «αναλυτική

βιβλιογραφία» (αηα1γ!:ίο&1/(1βδοπρ1ίνβ/οπ!:ΐοα1/!:6χΙ:υ&1 Βί1>1ίο£πιρ1ιγ), η

κριτική και εκδοτική του κειμένου, που στηρίζεται αποκλειστικά πάνω

Page 219: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ

στην εξωτερική και εσωτερική μελέτη των εντύπων εκδόσεων,

άκμασε, πριν και μετά τον πόλεμο, στις αγγλοσαξωνικές χώρες (Κ.Β.

ΜοΚβΓΓοχν, νν.\¥. Ογθ£, Ρ. ΒολνβΓδ, ΡΗ. Ο&δίεβίΐ), αφού είχε ν’

αντιμετωπίσει την αποκλειστικά έντυπη παράδοση του μεγάλου κλα­

σικού τους: του δΗ&Ιίβδρβατβ.

Είναι φανερό ότι μια τέτοια «αναλυτική/κριτική/κειμενική βιβλιο­

γραφία», όπως ακριβώς και το νεότερο γερμανικό της αντίστοιχο, η

«αναλυτική έρευνα των εντύπων» (Μ. Βο^Η&Γάΐ:, «Αηαΐχϋδοΐΐθ ϋηι<&-

ίθΓδο1ι\ι移, 1977), εκτείνεται, πολύ πέρα από την απλή καταγραφή

των εκδόσεων, σ’ ολόκληρο το φάσμα της «βιβλιολογίας», συμπερι-

λαμβάνοντας μέσα της και τη «φιλολογική κριτική» του κειμένου στον

έντυπο φορέα του.

Αλλά και η «κειμενολογία» (*6 δ1:ο1ο§ί)α), όπως θεμελιώθηκε και

ανδρώθηκε στη Σοβιετική Ένωση από τον Β.ν. Τοίϊΐ&δβνδΙα] και τον

Ό. δ. Ποίιαδβν (1962) και όπως συνεχίστηκε μ’ επιτυχία στη Γαλλία

από το Κ. ΕαιιίβΓ («ΙηίΓοάαοΙίοη α Ια Ιβχίοΐο ίβ», 1972), μπόρεσε ν’

αξιοποιήσει τις αρχές και τις μεθόδους της κλασικής φιλολογίας

(παλαιογραφία, κωδικολογία, κριτική του κειμένου) για τη μελέτη

της έντυπης παράδοσης στις νεότερες γραμματείες και λογοτεχνίες.

Η χρήση της αποκαλούμενης από το όνομα του εφευρέτη της

«Ηίηιηαη Οο11αϋη£ ΜαοΚίηβ» για τη σύγκριση των αντιτύπων της

ίδιας έκδοσης και την επισήμανση των διαφορετικών «γραφών» του

κειμένου, πρώτα του δΚα^βδρβαΓβ, έπειτα και άλλων συγγραφέων,

σήμαινε μόνο μια ποσοτική μεταβολή στο κριτικό έργο του βιβλιογρά-

φου-φιλολόγου, το οποίο στηριζόταν, και σ’ αυτή την περίπτωση,

ποιοτικά στη μέθοδο της «αντιβολής» (οοΐΐαϋο) των χειρογράφων στην

κλασική φιλολογία.

Στο μεταξύ, για την αντιβολή των έντυπων εκδόσεων, αλλά και

των χειρογράφων ενός έργου για τη διάκριση των αυτογράφων από τ’

αντίγραφά του, και την επεξεργασία του κειμένου για την κριτική του

έκδοση χρησιμοποιήθηκαν, στην Αμερική και στην Ευρώπη, και τα

νεότερα τεχνολογικά μέσα, όπως ο ηλεκτρονικός υπολογιστής και οι

ακτίνες ΙαδβΓ.

γ) Οι αλλαγές που έπιφέρει ο συγγραφέας στο έργο του στις

Page 220: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

228 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

διάφορες φάσεις ή μορφές του, από τις πρώτες σημειώσεις και τα

σχεδιάσματα, δηλαδή αυτό που η σύγχρονή μας θεωρία του κειμένου (|.

Ββΐΐβΐϊΐίη-Νοθΐ, «Ε© ίβχίβ 6ΐ ΓαναπΜβχίβ», 1972),' ονομάζει «προκεί-

μενο» (αναηΐ-ΐβχϊβ, Εναηΐβδίο), το προσχέδιο και το πρόχειρο, ώς την

«τελική» γραφή, το δακτυλόγραφο και τα τυπογραφικά δοκίμια και,

πέρα απ’ αυτά, από τη μια δημοσίευση ή έκδοση του έργου στην άλλη,

ξεκινούν από τη διόρθωση μιας λέξης και φτάνουν ώς τη μερική

επεξεργασία τμημάτων ή «κεφαλαίων» και την αναθεώρηση και

ανάπλαση ολόκληρου του έργου του* σ%ην τελευταία αυτή περίπτωση η

έννοια της διαφορετικής «γραφής» ή «παραλλαγής» (Εβδ&ιΐ/ν&π&ηίβ)

εκτείνεται σ’ ολόκληρο το έργο και γίνεται συνώνυμη της έννοιας

«διασκευή». Η χρονική απόσταση ανάμεσα στην πρώτη «γραφή» του

έργου και τη νεότερη επέμβαση του συγγραφέα του μπορεί να εκτείνεται

από μια «στιγμή», όπως στην άμεση διόρθωση μιας λέξης στο ίδιο

αυτόγραφο, μέχρι μερικές τουλάχιστον δεκαετίες μετά την πρώτη γραφή

ή την πρώτη δημοσίευση του έργου.

Η περίπτωση του Οοβώβ που σ’ ολόκληρη την ασυνήθιστα μακρά,

περίπου εξηνταπεντάχρονη, καλλιτεχνική του δημιουργία και δημόσιό-

τητα (1765-1831) δεν έπαψε ν’ αναθεωρεί το έργο του από χειρόγραφο σε

χειρόγραφο κι’ από έκδοση σ’ έκδοση, μέχρι τη δημιουργία εντελώς νέων

«διασκευών», νέων «κειμένων» θα λέγαμε, του ίδιου έργου («υιίαιΐδΐ»,

1773-1775/«Ραιΐδί», I, II, 1806/1831· «λνβΓ&βΓ», 1774/1787· «ΙρΗί- §6ΐιίθ άμϊ Τπαπδ», 1779/1787), είναι μόνο το λαμπρότερο, όχι το

μοναδικό, παράδειγμα από την ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας για

την ασίγαστη δραστηριότητα της αισθητικής βούλησης του συγγραφέα,

ενώ οι επανειλημμένες επεξεργασίες των θεατρικών έργων του από τον

Βγ6οΙι1: αντικατοπτρίζουν την αξεδιάλυτη διάπλεξη σ’ αυτόν τον

«πολιτικό» ποιητή της καλλιτεχνικής βούλησης του συγγραφέα με την

κοσμοθεωρία του: την αντίληψη για την αδιάκοπη μεταβλητότητα του

φυσικού και - προπαντός— του κοινωνικού γίγνεσθαι, όπως την εκφράζει,

όχι μόνο στον υπότιτλό της, η μεγάλη φιλολογική-κριτική προεργασία

του Ο. δβίάβΐ για μια νέα ιστορική-κριτική έκδοση του έργου του Β.

ΒΓβοΙιΙ: («ΒβΓίοΙί ΒγθοΗϊ:, ΑΛβϋδν^βίδβ ιιικί ΕάΜοη. ϋ&δ ΙΐΙβΓ&ΠδοΗβ

\νβΓ& αΐδ Ργοζ655», 21977).

Page 221: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ 229

Πάνω στην ίδια θεωρητική βάση, αν και με διαφορετική αφετηρία,

στηρίχτηκε και στη Γαλλία, από τη δεκαετία του 1970, η «γενετική

κριτική» (οπϋφΐβ §όηβΙίφΐβ), όπως εκπροσωπείται κυρίως από το

Ι,ουίδ Η&γ, που κήρυξε τη στροφή της φιλολογικής κριτικής από το

έτοιμο «κείμενο» («1.6 ίβχϊβ η’βχίδΐβ ραδ», 1985) στη διαδικασία της

παραγωγής του, τη «γραφή» (έοήϊητβ). Όπως παρατηρεί ο I.. Η&γ,

«αυτό που ενδιαφέρει, είναι να κατανοήσουμε ένα έργο από την ιστορία

του και όχι μόνο από την αποπεράτωσή του».8 Με τις μεθόδους της

γαλλικής «γενετικής κριτικής» μελετήθηκε, με πολύ αξιόλογα αποτε­

λέσματα, στη χειρόγραφη μορφή του και εν τη γενέσει του, το έργο

μερικών από τους σημαντικότερους, όχι μόνο γάλλους, συγγραφείς του

19ου και του 20ού αιώνα, όπως λ.χ. του δίβικΰιαΐ, του Ρΐ&τώβιΐ, του

Ηιι§ο, του Ηβίηβ, του^οχββ και του ΡΐΌυδί.

Η σύγχρονή μας αντίληψη για την καλλιτεχνική-ποιητική δημι­

ουργία ως «έργο εν προόδω» (\νοι*1< ίη ρΐΌ§Γβδδ) δεν είναι άσχετη από

το κεντρικό αυτό πόρισμα της σύγχρονής μας φιλολογικής κριτικής,

αντίθετα: τη συνεκφράζει: Η νεότερη αντίληψη για την «ιστορικότητα

των λογοτεχνικών κειμένων» (Η. ΚτβΛ, «Όίβ ΟβδοΗίοΗώοΙιΙίβίΙ: Ιϋβ-

ΓατίδοΚβΓ Τ6x1:6», 1973) αντικατοπτρίζεται ακριβώς στη «γενετική

μέθοδο» (§6ηβϋδθ1ΐ6 ΜβίΗοάβ) και στην «ιστορική-κριτική έκδοση»

(ΗίδίοπδοΗ-ΙαΊίίδοΗβ Αιΐδ^αββ), που κυριάρχησαν στη σύγχρονη κριτική

και εκδοτική του κειμένου, θεωρητική βάση και ταυτόχρονα στόχευσή

τους είναι, σε ριζική αντιπαράθεση με την κλασική φιλολογική

κριτική και εκδοτική, η «αυτοψία στο εργαστήριο του ποιητή» (Είη-

ΜίοΙ* ίη άίβ λΥβι^δΐαίΙ άβδ ϋίβΙιΐβΓδ) για την ανασύσταση του «τρόπου

εργασίας» του συγγραφέα (ΑΛβίίδλνβίδβ άβδ ΑιιΙΟΓδ). Πάνω σε μια

τέτοια θεωρητική βάση και με μια τέτοια στόχευση πραγματοποιήθη-

καν στον αιώνα μας μερικές επιβλητικές «ιστορικές-κριτικές εκδόσεις»

των σημαντικότερων γερμανών ποιητών, που αποτέλεσαν ταυτόχρονα

το υπόδειγμα και την αφετηρία για το σύγχρονό μας φιλολογικό-

κριτικό-εκδοτικό προβληματισμό, όπως η ρηξικέλευθη εφτάτομη

έκδοση του ΗοΙάβΓίίη από το Ρ. ΒβίδδηβΓ (Στουτγάρδη 1943 κ.ε.). Η

έκδοση αυτή αποτελεί, ανάμεσα στ’ άλλα, υπόδειγμα για την έκδοση

αποσπασματικών έργων, όπως του Ηόΐάβιΐίη, και θα μπορούσε ν’

Page 222: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

230 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

αποτελέσει και το υπόδειγμα για την έκδοση και του αποσπασματικού

έργου του μεγάλου έλληνα ρομαντικού: του Σολωμού.

δ) Η ((βούληση του συγγραφέα» φαίνεται αδιαμφισβήτητα εκπε­

φρασμένη σε τρεις περιπτώσεις: 1. στο ολοκληρωμένο αυτόγραφο* 2.

σε όλες τις από το συγγραφέα επιμελημένες εκδόσεις* και 3. σε όλες

τις από το συγγραφέα εγκεκριμένες εκδόσεις* σ’ όλες τις άλλες

περιπτώσεις οι μάρτυρες του κειμένου συγγενεύουν μ’ εκείνους στην

παράδοση της κλασικής φιλολογίας.

Στην περίπτωση κατά την οποία ένα κείμενο σώζεται σε περισσό­

τερους από έναν ανάμεσα στους παραπάνω μάρτυρες της παράδοσης,

ποιος απ’ αυτούς πρέπει ν’ αποτελέσει το «βασικό κείμενο» (ΒαδίδΐβχΙ: /

Οηιηάίβχΐ) για τη νεότερη φιλολογική-κριτική του έκδοση; Ο σεβα­

σμός από το φιλόλογο-εκδότη της «στιγμής» της δημιουργίας οδηγεί

στην προτίμηση του αυτογράφου (με όλες τις ενδεχόμενες διαφορετικές

γραφές του), η προτίμηση μιας από τις «αυθεντικές» εκδόσεις του

έργου — υποχρεωτική, βέβαια, όταν δε σώζεται κανένα αυτόγραφο —

ρίχνει το βάρος στην επικοινωνιακή λειτουργία του έργου, και προς

την κατεύθυνση αυτή ωθούν, πράγματι, οι σύγχρονες μας θεωρίες της

«πρόσληψης» του λογοτεχνικού έργου.

Στην περίπτωση της ύπαρξης δύο μερικά ή ολικά διαφορετικών

μορφών, δύο «διασκευών» (Ραδδΐιη£6η/νθΓδίοηδ) του ίδιου έργου, μιας

από τη νεανική και μιας από τη γεροντική ηλικία του συγγραφέα του,

σε δύο διαφορετικές εκδόσεις, ποια απ’ αυτές πρέπει ν’ αποτελέσει το

«βασικό κείμενο» της φιλολογικής έκδοσης: η πρώτη (θάίΗο ρπηοβρδ

/Αηδ§αΙ>€ θΓδίβΓ Ηαηά) ή η τελευταία από το συγγραφέα επιμελημένη

ή εγκεκριμένη έκδοση (Αιΐδ^αΒβ ΙβΙζΙβΓ Η αηά); Η προτίμηση της

δεύτερης λύσης,προς την οποία κλίνει η νεότερη σοβιετική (ρωσική)

κειμενολογία (V. 8. Νβδαβνα), θα σήμαινε έναν απόλυτο σεβασμό της

ωριμότερης αισθητικής βούλησης του συγγραφέα — η προτίμηση της

πρώτης, σεβασμό της ιστορικότητας του έργου* η τελευταία αυτή

λύση ευνοείται, όπως είναι φυσικό, από τη νεότερη ιστορική αντίληψη

της λογοτεχνικής δημιουργίας και της φιλολογικής κριτικής, όπως

τεκμηριώνει η αποδοχή και η εφαρμογή της στη νέα ιστορική-κριτική

έκδοση των «Έργων» (\¥θγ^θ) του ΟοβίΗβ (1952 κ.ε.) από την

Page 223: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ 231

Ακαδημία Επιστημών του Βερολίνου. Είναι αυτονόητο ότι οποιαδήποτε

από τις λύσεις αυτές προτιμηθεί, πρέπει να συμπεριληφθεί στη φιλο­

λογική έκδοση και η δεύτερη «διασκευή» του ίδιου έργου, είτε παράλ­

ληλα προς την πρώτη, είτε στο Παράρτημα.

Οπωσδήποτε, είναι σήμερα γενικά αποδεκτό ότι σ’ όλες τις παρα­

πάνω περιπτώσεις — και, αυτονόητα, σ’ όλες τις περιπτώσεις όπου δεν

υπάρχει η εκπεφρασμένη «βούληση του συγγραφέα» — ο φιλολογικός

εκδότης δεν είναι υποχρεωμένος να σεβαστεί τυφλά και απόλυτα την

εκπεφρασμένη ή υποτιθέμενη «βούληση του συγγραφέα» ακόμα και

μπροστά στην ύπαρξη «λαθών» που αλλοιώνουν κατάδηλα το «αυθε­

ντικό» κείμενο. Ο φιλολογικός εκδότης μπορεί να επέμβει «διορθω­

τικά», α) όταν πρόκειται για απλά «γραφικά λάθη» (Ι&ρδίΐδ οαΐαπή)

του συγγραφέα ή για αναμφισβήτητα τυπογραφικά λάθη, όχι όμως

όταν πρόκειται για πραγματικά λάθη, όταν λ.χ. ο συγγραφέας

αποδίδει λανθασμένα ένα όνομα, μια χρονολογία ή οποιοδήποτε άλλο

στοιχείο της αντικειμενικής, φυσικής, κοινωνικής ή ιστορικής, πραγ­

ματικότητας* β) όταν το κείμενο μιας αυθεντικής ή όχι, εγκεκριμένης

ή όχι έκδοσης έχει αλλοιωθεί από μια ξένη προς το συγγραφέα

αυθεντία, τον τυπογράφο, τον (επιμελητή του) εκδότη ή, πολύ περισ­

σότερο, τη λογοκρισία* στις περιπτώσεις αυτές ο τυφλός σεβασμός της

—έντυπης— παράδοσης θ’ απέβαινε εις βάρος της αυθεντικότητας του

κειμένου. |ΐπό ορισμένους όρους, ο φιλολογικός εκδότης μπορεί επίσης

να επέμβει για τον «εκσυγχρονισμό» της ορθογραφίας του υπό έκδοση

κειμένου, ενώ άκρα επιφυλακτικότητα συνιστάται απέναντι σε οποια­

δήποτε επέμβαση στη στίξη του κειμένου, αφού αυτή αποτελεί,

ιδιαίτερα σ’ ένα μεγάλο μέρος της μοντέρνας λυρικής ποίησης,

προσωπικό εκφραστικό στοιχείο του συγγραφέα του. Κ ’ εδώ όμως

ισχύει ο σιδηρούς κανόνας της κλασικής φιλολογικής κριτικής και

εκδοτικής: Ο φιλόλογος-εκδότης δεν πρέπει, σε καμιά περίπτωση, να

επιχειρήσει έναν οποιονδήποτε συμφυρμό (οοηίαιηίηαϋο) διαφορετικών

γραφών ή παραλλαγών του ίδιου κειμένου σε διαφορετικούς, χειρόγρα­

φους ή έντυπους, μάρτυρες, κατασκευάζοντας με τον τρόπο αυτό ένα

κείμενο που δεν υπήρξε στην πραγματικότητα ποτέ.

Ο δεύτερος απαράβατος κανόνας της κριτικής και εκδοτικής του

Page 224: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

232 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΊΑ

κειμένου είναι: Κάθε επέμβαση του φιλολογικού εκδότη στο κείμενο

που εκδίδει πρέπει να μνημονεύεται* η κύρια θέση για τη σήμανση των

επεμβάσεών του είναι, όπως και στην κλασική φιλολογία, το κριτικό

υπόμνημα. Η διαφορά εντούτοις ανάμεσα στο κριτικό υπόμνημα, στην

κλασική φιλολογία και στις νεότερες φιλολογίες είναι θεμελιακή και

καθορίζεται από τη διαφορά της παράδοσης ανάμεσά τους, όπως τη

σκιαγραφήσαμε παραπάνω: Στο κριτικό υπόμνημα της νεότερης έκδο­

σης δεν καταγράφονται οι διαφορετικές γραφές των χειρογράφων, που

δεν ανήκουν στο -ιδεατό- πρωτότυπο κ’ επομένως απορρίπτονται,

όπως στην έκδοση κλασικών κειμένων («αρνητικό υπόμνημα»), αλλά,

σύμφωνα με τις αρχές της «γενετικής κριτικής», οι διαφορετικές

γραφές του ίδιου κειμένου στις διαφορετικές «φάσεις» του, που τις

αποδίδουν διαχρονικά ισότιμα («θετικό υπόμνημα»). Για τις αυξημένες

ανάγκες της σήμανσης αυτών των φιλολογικών επεμβάσεων στη

νεότερη ιστορική-κριτική έκδοση έχει επινοηθεί στις νεότερες φιλολο­

γίες ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός από κριτικά εκδοτικά σημεία

(δί§1&) απ’ ό,τι στην κλασική φιλολογία*9 αυτό που απομένει είναι η

τυποποίησή τους. ι

Η χρήση της λατινικής γλώσσας στο κριτικό υπόμνημα των

νεότερων φιλολογικών εκδόσεων όχι μόνο δεν είναι υποχρεωτική, αλλά

όπου επιχειρήθηκε, όπως π.χ., στο χώρο της νεοελληνικής φιλολο­

γίας, στην περίπτωση της έκδοσης της έμμετρης «Ιστορίας του

Μεγαλέξαντρου» από τον ϋ. Ηοΐΐοη (1974) ή της έκδοσης των

«Ωδών» του Κάλβου από το Γ.Μ. Ροηίαηί (1970), προσέδωσε στην

έκδοση μόνο την επίφαση μιας —επίπλαστης— «επιστημονικότητας».

Τα περιεχόμενα μιας ιστορικης-κριτικής έκδοσης παραμένουν,

βασικά, όπως τα είχε καθορίσει στις αρχές του αιώνα ο Β. δβιιδβΓΐ:

για την έκδοση του λνΐβίαικί (1904 κ.ε.):10 I. Κείμενο. Π . Φιλολογικό

παράρτημα: 1) Αρχές της έκδοσης. 2) Βραχυγραφίες και δί§1α. 3)

Πηγές του έργου. 4) Γένεση του έργου. 5) Παράδοση του έργου. 6)

(θετικό) κριτικό υπόμνημα. 7) Σχόλια. 8) Μαρτυρίες για την επί­

δραση του έργου. 9) Ευρετήρια. Η ενσωμάτωση στην ιστορική-κριτική

έκδοση φωτογραφικών πανομοιοτυπων (Ρα&είτηίΙβ) από τ’ αυτόγραφα,

κυρίως, του εκδιδόμενου έργου έχει αποκλειστικά συμπληρωματικό-

Page 225: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ 233

βοηθητικό χαρακτήρα και δεν μπορεί, σε καμιά περίπτωση, ν’ αντικα­

ταστήσει το φιλόλογο-εκδότη και το απ’ αυτόν εκδιδόμενο κείμενο.

Πιστεύω εντούτοις, ότι τα τμήματα 7 (Πηγές του έργου) και 8

(Επίδραση του έργου) μπορεί και πρέπει σήμερα να λείπουν ακόμα και

από την πληρέστερη ιστορική-κριτική έκδοση, αφού η συστηματικό­

τερη διαπραγμάτευσή τους ανήκει, κατάδηλα, στο χώρο ενός άλλου

γραμματολογικού κλάδου, της Συγκριτικής Γραμματολογίας — ή στο

χώρο της - γραμματολογικής και ιστορικής - ερμηνείας του κειμένου.

Είναι, οπωσδήποτε, κοινά αποδεκτό ότι μια απλή φιλολογική

έκδοση για το ευρύτερο κοινό («Ι.05βαιΐδ§αΙ)Θ») δεν είναι υποχρεωτικό

και μάλιστα δεν πρέπει να περιέχει όλα τα παραπάνω τμήματα του

φιλολογικού παραρτήματος — μ’ εξαίρεση τά «Σχόλια», περιορισμένα

όμως και αυτά γιο^τις ανάγκες του μη ειδικού αναγνώστη, και τα

«Ευρετήρια»· επιπλέον, το κείμενο της απλής φιλολογικής έκδοσης

πρέπει να είναι κατά το δυνατόν απαλλαγμένο από το βάρος των

κριτικών-εκδοτικών σημείων και να είναι ορθογραφικά προσαρμοσμένο

στις ανάγκες του μη ειδικού αναγνώστη — πράγμα που δεν μπορεί

όμως με κανέναν τρόπο να σημαίνει παραγνώριση της επιστημονικής

βάσης και της απλής φιλολογικής έκδοσης.

Τα ίδια φιλολογικά προβλήματα και οι ίδιοι φιλολογικοί κανόνες

που διέπουν την ιστορική-κριτική ή την απλή φιλολογική έκδοση

βρίσκουν την εφαρμογή τους ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για την

έκδοση ενός μεμονωμένου έργου (ΕίηζβΙαιΐδ^&Ββ), ενός μέρους από τη

συνολική δημιουργία ενός συγγραφέα (ΤβίΙ&ιΐδ αΙ)©) ή το σύνολο του

έργου του (ΟβδαΐϊΐΙαυδ§αΙ)β). Ένας ειδικότερος προβληματισμός μπορεί

να αναπτυχτεί και έχει αναπτυχτεί μόνο σχετικά με τα περιεχόμενα

και τη διάρθρωση της τελευταίας έκδοσης - των «Απάντων» ενός

συγγραφέα — ιδίως όταν το έργο του, όχι μόνο το καθαρά λογοτεχνικό,

παρουσιάζει μιαν εξαιρετική ειδολογική ποικιλία. Το πρώτο ερώτημα

που τίθεται σχετικά είναι: Ειδολογική ή -απόλυτα— χρονολογική

διάρθρωση της έκδοσης; Η απάντηση κλίνει προς μια συνδυασμένη

χρήση και των δύο όρων του ερωτήματος. Το δεύτερο ερώτημα είναι:

Για τη χρονολογική κατάταξη του επιμέρους έργου στο πλαίσιο μιας

ειδολογικής κατηγορίας, ποια χρονολογία λαμβάνεται ως βάση της

Page 226: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

234 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

χρονολόγησης: η χρονολογία γραφής ή η χρονολογία της δημοσίευσης

ή έκδοσης του έργου; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό — εφόσον δεν

πρόκειται, εννοείται, για ανέκδοτο έργο — είναι: η χρονολογία της

δημοσίευσης ή έκδοσης, αφού αυτή αποτελεί την «τομή» ανάμεσα στη

δημιουργία του έργου και την πρόσληψή του. Επιπλέον, είναι κοινά

αποδεκτό ότι, παρά την ενδεχόμενη αυστηρή τήρηση της χρονολογικής

σειράς των επιμέρους έργων στο πλαίσιο μιας ειδολογικής κατηγορίας,

δεν πρέπει να διασπάται μια από το συγγραφέα δεδομένη και δεδηλω­

μένη ενότητα του έργου του, όπως λ.χ. στην περίπτωση μιας ποιητι­

κής συλλογής ή μιας συλλογής διηγημάτων του.

Τέλος, για τη διαδοχή των ειδολογικών κατηγοριών (ποίηση,

διήγημα, μυθιστόρημα, θέατρο, δοκίμιο κ.τ.λ.) στα πλαίσια της

έκδοσης των «Απάντων» ενός συγγραφέα θα πρέπει να λαμβάνεται

υπόψη η σειρά της εμφάνισής τους στην εξέλιξη της δημιουργίας του

και να διαχωρίζονται «ειδολογικά» τα δημοσιευμένα έργα από τ

ανέκδοτα, τα λογοτεχνικά από τα θεωρητικά και αυτά από όλα τα

υπόλοιπα κείμενα του ίδιου συγγραφέα (σημειώσεις, σκαριφήματα,

αλληλογραφία, ημερολόγια, αυτοβιογραφικά υλικά, συνεντεύξεις και

άλλα έγγραφα).

Page 227: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

IX

Αυτό που για τους Η. λνβΐΐβΐί και Α. λναιτβη (1948) ήταν «η

φυσική και λογική αφετηρία για τη γραμματολογική εργασία», «η

ερμηνεία και ανάλυση των ίδιων των λογοτεχνικών έργων%1-αποτελεί

και το προβληματικότερο «κεφάλαιο» της γραμματολογίας.

Πραγματικά, στοχεπίπεδο του γραμματειακού κειμένου γενικότερα,

του λογοτεχνικού έργου ειδικότερα επανατίθεται με το ριζικότερο

τρόπο το πρόβλημα της ύπαρξης και της ουσίας ολόκληρης της

λογοτεχνίας. Πολύ περισσότερο: Το ζήτημα της ερμηνείας του —

λογοτεχνικού ή γραμματειακού — κειμένου συνεπάγεται έναν επιστη­

μολογικό προβληματισμό που αγγίζει τα όρια της γνώσης των «πνευ­

ματικών» φαινομένων εν γένει, όχι μόνο της λογοτεχνίας* μερικές από

τις επιστημολογικές και γνωσεολογικές αυτές επιπλοκές και συναρτή­

σεις θίξαμε ήδη στην Εισαγωγή, μερικές άλλες θα μας απασχολήσουν

στο καταληκτικό κεφάλαιο του βιβλίου μας: «Ιστορία της λογοτε­

χνίας». Εδώ θα περιοριστούμε στην αναγκαία για το κεφάλαιο και το

θέμα μας αυτό προθεωρία:

Το ερμηνευτικό πρόβλημα είναι σγεδόν ταυτόσημο με το ζήτημα

της ύπαρξης ή όχι «νοήματος» στο ίδιο το ερμηνευτικό αντικείμενο -

στην περίπτωσή μας: στο λογοτεχνικό (και το καλλιτεχνικό, γενικό­

τερα) έργο, ,Είναι ως εκ τούτου αυτονόητο ότι οι ενστάσεις κατά του

ερμηνευτικού εγχειρήματος στους νεότερους χρόνους και στις μέρες

μας διατυπώθηκαν, καταρχήν, ως αμφισβητήσεις της ύπαρξης «νοή­

ματος» στο ίδιο το ερμηνευτικό αντικείμενο. Η παλαιότερη ίσως απ’

αυτές, η άρνηση του «νοήματος» στην ποίηση («Λβ ροβΐ, Ηβ ηοΰιίη§

βίΒπηβΛ») από το ΡΜίρ 5κΙηβγ («ΤΗβ Οβίβηδβ ο£ Ροβδγ»/«Αη

ΑροΙο^Υ £ο γ Ροβ!τγ», 1595),2 δεν ήταν παρά μια «υπεράσπιση» της

Page 228: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

236 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

αυτοτελείας «της ποίησης» απέναντι στον εννοιακό-επιστημονικό

λόγο* το ζήτημα της ερμηνείας της δεν μπορούσε καν να τεθεί, αφού η

Ποιητική, συζευγμένη από το Μεσαίωνα με τη Ρητορική, ήταν ακόμα

ρυθμιστική — και μιαν ανάλογη στόχευση, εναντίον του ορθολογισμού

του 18ου και του επιστημονισμού του 19ου αιώνα, είχε και η ρομα­

ντική «Υπεράσπιση-της ποίησης» («Α ϋβίβηδβ οίΡοβΙιγ» 1821) από

το Κ.Β. δΗβ11βγ.

Ούτε η άρνηση του «νοήματος» στην ποίηση, τη λογοτεχνία

γενικότερα, από το σύγχρονο φορμαλισμό και στρουκτουραλισμό

σήμαινε, στην πραγματικότητα, μιαν αμφισβήτηση της ίδιας της

ερμηνείας, όπως πιστεύουν μερικοί μελετητές,3 αφού «νόημα» και

«μορφή» είναι σ’ αυτούς συνώνυμα: η «μορφή» ή η «δομή» είναι το

«νόημα».

Η όψιμη εκστρατεία της 8ιΐδαη 8οηία£ «εναντίον της ερμηνείας»

(«ΑβαίηδΙ: ΙηΙβΓρΓβΙαίίοη», 1966) δεν μπορούσε παρά να έχει στο

στόχαστρό της τους δύο «παραδοσιακούς» τρόπους («Αβ οΐά δίγΐβ ...Αβ

ιηοάβπι δ*γ1β») της ερμηνείας, τον ιμπρεσιονιστικό και το στρουκτου­

ραλιστικό, για ν’ αντιπαραθέσει σ’ αυτούς το «νέο» τρόπο ερμηνείας,

που, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν ήταν δικός της: «ΙηίβιρΓβΙαίίοη

πιαδΐ ίΐδβΐί 1>β βν&ΐιιαίβοΐ \νΐΑίη α ΗίδΙοπο&Ι νίβ\ν ο£ Ηαηιαη οοηδοίοιίδ-

ηβδδ».4

Αλλά και το παράδειγμα, με το οποίο προσπαθεί η 8. 8οη&ι§ να

εικονογραφήσει την επιχειρηματολογία της, η άρνηση του «νοήματος»

μέσω της προκλητικής και υπερβολικής «εικονικότητας» της σύγχρο-

νής της «ρορ αιί», δεν είναι νέο. Μια παρόμοια πρόκληση, μια

ηθελημένη αποστέρηση του έργου τέχνης από κάθε «νόημα», είχε

επιχειρηθεί στις πρώτες ήδη δεκαετίες του αιώνα μας από τον

Ντανταϊσμό και, ειδικότερα, στο χώρο της ποίησης, από το Λεττρι-

σμό: «Το Νταντά δε σημαίνει τίποτα», διακήρυσσε ένας από τους

πρώτους αποστόλους του, ο Τηδίαη Τζατα, στα 1918.5 Αλλά, ακόμα κ’

ένα λεττριστικό ποίημα, όπως λ.χ. το «ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ» του Ναπ.

Ααπαθιώτη, έχει «νόημα» — και μάλιστα ως «μορφή» και ως «περιε­

χόμενο»: εκτός από την ηχητική του υπόσταση και εκτός από μερικές

καθαρά γραμματικές έννοιες (όνομα, ρήμα, κατάληξη, αριθμός, γένος

Page 229: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 237

κ.ά.), ορισμένες καθαρά γραμματολογικές-ποιητολογικές έννοιες,

όπως: σονέτο, ομοιοκαταληξία, μέτρο κ.τ.λ., — ενώ το «εννοιακό

νόημά» του είναι: η «έλλειψη εννοιακού νοήματος».

Ο ίιιπί Εοίπΐίΐη, που αφιέρωσε ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου

του «Η δομή του καλλιτεχνικού κειμένου» («$1ηι1άιιτ& οΗιιάοζβδΙνθπ-

ηο£ο ίβ^δία», 1970)6 στο «Πρόβλημα της σημασίας στο καλλιτεχνικό

κείμενο», υποστηρίζει πειστικά την άποψη ότι στο «καλλιτεχνικό

κείμενο», δηλαδή στο λογοτεχνικό έργο, το οποίο ο Εοίΐϊΐαη ορίζει ως

«δευτερογενές σημειωτικό σύστημα», όλα τα γλωσσικά σημεία απο- ·

κτούν και μια νέα, δευτερογενή σημασία, που δεν την είχαν στο

«πρωτογενές σημειωτικό σύστημα»* γΓ αυτό δε διστάζει να προσυπο­

γράψει τη θέση του Κ. Ια^οΗδοη ότι οι γραμματικές μορφές, όπως και

άλλα μορφικά στοιχεία του κειμένου, αποκτούν μια πρόσθετη καλλιτε­

χνική «σημασία» (Ββάβαίαη^).7

Εντούτοις, η σοβαρότερη., απειλή κατά της ίδιας της δυνατότητας

- να. ..προελθεί μόλις στις μέρες μας, στις

δεκαετίες του 1970 και 1980, από την πλευρά της θεωρίας της

«αποδόμησης» (άβοοηδΐτιιούοιι) και στο πρόσωπο του κύριου εκπροσώ-

που της Ι&οςιιβδ ΡβΐΎίά& _(«Ρβ 1& §Γ&πιιηΗΐ:ο1θ£ί6», 1967* «1/ θοπϊιιγθ

βϊ Ιά άϋΤβΓβηοβ», 1967* «Εα νοίχ βϊ 1β ρΙιβηοιηβηΘ», 1967): Ο

ΡβΓΓίάα ξεκινάει από το βασικό θεώρημα του ιδρυτή της δομικής

γλωσσολογίας ΕθπΙηι&ικΙ άβ δαιΐδδΐΐΓβ («ΟοιίΓδ άβ Είη§ιπ5ϋφΐβ §6Π6-

ταΐβ», 1916) ότι αυτό που χαρακτηρίζει το «σημαίνον» (στην παραδο­

σιακή γλωσσολογία: «λέξη») δεν είναι η ταυτότητα με τον εαυτό του,

αλλά η —φωνητική— διαφορά του από τα άλλα σημαίνοντα: Έτσι π.χ.

το σημαίνον «μύθος» καθορίζεται από τη -φωνητική— διαφορά του από

τα σημαίνοντα «λίθος», «πίθος», «βύθος», «ζύθος» κ.τ.λ.* τη σωσσυρι-

ανή έννοια της «διαφοράς» τη μεταφέρει από το σημαίνον στο «σημαι-

νομενο» (στην παραδοσιακή γλωσσολογία: «σημασία») και από εκεί

στο «κείμενο» — που δεν το διαχωρίζει από το «έργο». Έτσι, .το -

«νόημα» μιας λέξης, ενός τμήματος.η..και, ολόκλ ιραα. του έργου^

πιστεύει ο ΡθΐΎίάα, θα μπορούσε να οριστεί μόνο σε αντιπαράθεση με

όλα τα άλλα «νοήματα» έξω από το «κείμενο)) — αυτό που ο Ρβιτιάα

χαρακτηρίζει ως «διασπορά» (άίδδβιηίηίΐϋοη) του «νοήματος». Η

Page 230: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

238 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

δι-ασπορά του «νοήματος» σ’ ένα μεγάλο ή και, θεωρητικά, σ’ ένα

άπειρο αριθμό «νοημάτων» ισοδυναμεί με την «απουσία» ενός ορισμένου

νοήματος - την «παρουσία» (ριτέδβηοβ) ο Οβιτίάα τη θεωρεί «μεταφυ­

σική».

Ο Οβιτίά& παραγνωρίζει, κατάδηλα, το γεγονός ότι η «αλήθεια»

του «νοήματος» στο «λόγο» (άίδβοιίΓδ) βρίσκεται στην «εφαρμογή»

του, στην «πραγματοποίησή» του από το λόγο - αυτό με το οποίο

ασχολείται ο γλωσσολογικός υποκλάδος της «πραγματολογίας» (ρι*&§-

πίΕϋοδ/ΡΓα ιηίΐΙίΙί). Αναβάλλοντας τη συζήτηση της «πραγματολογι­

κής» άποψης της ερμηνείας, της «αναφορικότητας» του κειμένου στην

εξωκειμεν ική πραγματικότητα, για το τελευταίο μέρος αυτού του

κεφαλαίου, θα μεταφέρω μόνο εδώ, κατά κάποιον τρόπο προκαταρ­

κτικά, τη ρήση του νεότερου προδρόμου της «ερμηνευτικής», του

μεγάλου μεταρρυθμιστή Μαρτίνου Λούθηρου, από το βιβλίο του Οαάα-

ιϊιθγ, που θα παρουσιάσω παρακάτω: «( ιιί ηοη ίηΐβΐΐί ίΐ: Γβδ, ηοη

ροΐβδί βχ νβΛίδ δβηδίιιη βΙίοβΓβ» - και την αγγλική παροιμία, που

αγαπούσε, για ευνόητους λόγους, ο Γ. Εη§β1δ: «ΤΗβ ρι·οο£ ο£ *Ηβ

ραάάίη§ ίδ ίη ύιβ βαίίη£». (

Σήμερα, εικοσιπέντε περίπου χρόνια μετά την «ερμηνευτική» πρό­

κλησή του, ο Οβιτίάα δε φαίνεται να έχει κανέναν αξιόλογο ακόλουθο,

ούτε καν στις ΗΠΑ, όπου γνώρισε την πιο ενθουσιώδη υποδοχή, κυρίως

..** από τους ακαδημαϊκούς κύκλους του Πανεπιστημίου του Υαΐβ (Ρ. άβ

Μαη, I. ΗίΗίδ ΜίΙΙβΓ, Η. Βίοοιη). Από τις πολυάριθμες κριτικές, που

έχουν ασκηθεί στον ΌβΓπάα (και τον Βίοοιη), στο χρονικό διάστημα

που μεσολάβησε, θα συγκρατήσω εδώ, εντελώς ενδεικτικά, μόνο δύο,

του Ε.\ν. δαίά («ΤΗβ λΥοΓίά, *Ηβ Τβχϊ αηά ίΗβ Οπΐίο», 1983): «Ένα

μέρος [αυτής της θεωρίας] πηγάζει από την αντίληψη για το κείμενο

ως ένα πράγμα που υπάρχει στο εσωτερικό ενός κόσμου ερμητικού,

αλεξανδρινού, στερημένου από οποιονδήποτε δεσμό με την πραγματικό­

τητα»*8 και την κατηγορηματικότερα διατυπωμένη θέση του Μ.

ν&Ιάβδ («Ώβ ΓίηΙβιρΓβΐΗΐίοη», στο: Μ. Αη^βηοί κ.ά., «ΤΗβοηβ

ΙίΉβΓΕίίΓβ», 1989): «Με άλλα λόγια, η φιλοσοφία του ΏβΓπάα,

συρρικνώνοντας ουσιαστικά τη δυνατότητα επικοινωνίας, προκάλεσε

την πιο ανασταλτική διανοητική παράλυση από την εποχή του μεσαι-

Page 231: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 239

ωνικού σχολαστικισμού. Η αποδόμηση (άβοοηδίπιοίΐοη), αντί να είναι

ένα κίνημα απελευθέρωσης για την απαλλαγή μας από τους κατανα-

γκασμούς του λογοκεντρισμού καί της φιλοσοφίας της παρουσίας, είναι

το εντελώς αντίθετο: μια πρόσκληση να σιωπήσουμε».9

/ Η ερμηνευτική του κειμένου, μπορεί, λοιπόν, να ξεκινήσει καταρ- /

)χήν από την παραδοχή ότι υπάρχει στο «κείμενο» — και το «έργο» — ^

] ένα «νόημα» και ότι αυτό μπορεί ν’ ανιχνευτεί από μιαν ερμηνευτική ί

διαδικασία για ν’ (ανα)διατυπωθεί ως «σημασία» σε προτάσεις έννοια- )

κού λόγου (άίδΙαίΓδίν):

Η θεμελιακή για τη σύγχρονη ερμηνευτική διάκριση ανάμεσα στο

«νόημα» (δίηη/δβηδ/ιη6&ηίη§) και τη «σημασία» του κειμένου (Ββάβιι-

1ιιπ§/δί§πίβοα<:ίοη/δί§ηίβο&ηοβ) έχει την αφετηρία της στο μαθηματικό

και φιλόσοφο Ο. Ργ6§6 («ϋΒβΓ δίππ υηά Ββάβυ1υ移, 1892)· η

διάκριση του Ργθ£^ αντιστοιχεί στη διάζευξη μεταξύ ενδογλωσσικής

«σημασίας» (δί^ηίβο&ηοβ) και εξωγλωσσικής «αναφοράς» (ΓβίβΓβηο©)

της μεταγενέστερης, όχι όμως της σωσσυριανής-στρουκτουραλιστικής,

γλωσσολογ ικής και σημειολογικής σημασιολογίας (δβπΐίΐηΗοδ) και

πραγματολογίας (ρΓΕ πίΕΐίοδ).

Από τους νεότερους θεωρητικούς της λογοτεχνίας, που μετέφεραν

και συνέχισαν το (γλωσσο)λογικό προβληματισμό του Γγ6§6 στην

ερμηνεία του κειμένου (Ρ. Κίοοβυι*, Τ. ΤοάοΓον, Ε. Ό. ΗίΓδοΙι, Κ.Ό.

Ιυΐιΐ, Η.-XV. ΐΛΐά\νί§, Τ. Εα^ΙβΙοη, \Υ. Βαχ, Κ. ΒΓβυβΓ, Μ.

κ.ά.), η συστηματικότερη προσπάθεια για τον ορισμό της θεμελιακής

αυτής εννοιολογικής διάκρισης οφείλεται στον Ε.Ώ. ΗίΓδοΗ («να1ίάϋγ

ΙϊΓ ΙηίβφΓβϊαΗδη»7 1967* «ΤΗβ Αίπΐδ ο£ ΙηΙβΓρΓβΙ&Ιίοη», 1976):

Κατά το ΗίτδοΙι, «Νόημα είναι αυτό που αντιπροσωπεύεται από ένα

κείμενο* είναι αυτό που ο συγγραφέας του εννοούσε χρησιμοποιώντας

μια συγκεκριμένη ακολουϋία σημείων. “Σημασία, από την άλλη

πλευρά, ονομάζεται η σχέση ανάμεσα στο νόημα αυτό κ’ ένα πρόσωπο,

μια κατάσταση1 η,' " οπωσδήποτε," χά$ετι^

__Με την ίδια θεωρητική διάκριση είναι δυνατό, πιστεύω ν’ αντιμε­

τωπιστεί θετικά στην ερμηνευτική,,_7Ι^άξηΛ το παραδεδομένρ

^δίλημμα ανάμεσα στο σταθερό «νόημα» του κειμένου και τη μετα­

Page 232: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

240 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

βλητή «σημασία» του σ£_ δ ι ο ^ ο ρ ε τ ^ ^ ^ 3 Ε X ^ Ρ «δέκτες»,

αναγνώστες κ’ ερμηνευτές του, που εξακολουθεί ν’ αποτελεί ένα από

^τα πιο δυσεπίλυτα προβλήματα της θεωρίας και, της.,ερμηνευτικής του

Τη διαφορά αυτή ανάμεσα στο -σταθερό- «νόημα» (του

συγγραφέα) και τη μεταβαλλόμενη «σημασία» του κειμένου (στον

εκάστοτε «δέκτη» του) θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «ερμηνευ­

τική διαφορά».

Ζήτημα ερμηνείας τίθεται μόνο από τη στιγμή που ο «ζωντανός»,

προφορικός λόγος μετατρέπεται σε γραπτό — τις συνέπειες της «γρα-

πτότητας» του κειμένου για τη θεωρία της λογοτεχνίας επισημαί­

νουμε, σε μιαν άλλη συνάφεια, σ’ άλλα σημεία του βιβλίου μας. Αυτό

συμβαίνει, επειδή στον προφορικό λόγο είναι παρόντες και οι δύο —

τουλάχιστον— συμμέτοχοι στο γλωσσικό-επικοινωνιακό γεγονός* σ’

αυτόν κυριαρχεί η «&οθ Ιο & οθ δϋα&ϋοη». Έτσι, εκτός από το ότι στη

«ζωντανή» επικοινωνία η κατανόηση διευκολύνεται από τα συνοδευ­

τικά στοιχεία της «επικοινωνιακής κατάστασης» (χειρονομία,

έκφραση του προσώπου, τόνος της φωνής κ.τ.λ.), ο «δέκτης» έχει,

επιπλέον, τη δυνατότητα να ελέγχει την κατανόηση του ξένορ λόγου

μέσω «διευκρινιστικών» ερωτήσεων προς τον «πομπό»—συνομιλητή

του.

Γ"” Για το λόγο αυτό, η μεταφορά της έννοιας της «διαλογικότητας»

ί του Μ . ΒαοΗϋπ από το Η . Κ . Ι & ι ΐ δ δ από τη θεωρία του μυθιστορήματος

| στη θεωρία της πρόσληψης και από εκεί στην ερμηνευτική του

] κειμένου,11 φαίνεται εντελώς άστοχη^Το «κείμενο» ή ο «συγγραφέας»

I δεν μπορεί να «ερμηνέψει» τον εαυτό του όπως ο συνομιλητής το λόγο

του στη ζωντανή επικοινωνία.

Έτσι μόνο μπορεί να γίνει κατανοητό το ερμηνευτικό δόγμα, που

διατυπώθηκε από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα (I. Καηί

«Τμ ΉΚ 3θγ Γθίηβη νβΓηυηίί», 1781), σύμφωνα με το οποίο ο ερμηνευ­

τής «πρέπει να εννοήσει το συγγραφέα καλύτερα απ’ ό,τι εννοεί ο ίδιος

τον εαυτό του».12 Η κοινή αντίληψη, ότι ,ο πιο ακατάλληλος ερμηνευ­

τής ενός έργου είναι ο συγγραφέας του, δεν είναι απλή «φιλολογική»

προκατάληψης Ο ίδιος ο Ρ. ναΙβΓγ, λογοτέχνης και θεωρητικός

ταυτόχρονα, παραιτούνταν εκ των προτέρων από κάθε αυθερμηνεία του

Page 233: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 241

ποιητικού του έργου: «Μβδ νβΓδ οηί 1β δβηδ φΐ’οη Ιοί ρΓβΙβ» («Οι

στίχοι μου έχουν το νόημα που τους αποδίδουν»), 7;αρ.ατηρούσε, υποδη­

λώνοντας τον πραγματικό «ερμηνευτή» του: τον αναγνώστη του.

Είναι στην ίδια συνάφεια, σήμερα τουλάχιστον, κοινά αποδεκτό,

ότι η λεγόμενη «πρόθεση του συγγραφέα» (αιιώοΓδ ίηίβηΗοη/ΑυϊοΓ-

ίηίβηΐίοη) δεν μπορεί παρά να είναι αυτή που βρίσκεται «διατυπω­

μένη» στο συγκεκριμένο έργο/κείμενό του — και όχι οποιαδήποτε εκ

των υστέρων ερμηνεία, ανάλυση ή διευκρίνισή του. Ωστόσο, είναι ορθή

η παρατήρηση του Ε. ΕβΛίτΐβά («ΟΐβΓ&πδοΙιβ ΗβππβηβιιΐΛ»,

1980),13 ότι τα εξωκειμενικά τεκμήρια και οι μαρτυρίες, που προέρχο­

νται από τον ίδιο το συγγραφέα, έχουν — για το γραμματολόγο-

ερμηνευτή, όχι για τον κοινό αναγνώστη — μια τουλάχιστον «ευρε-

τική», όχι και «αποδεικτική σημασία»· τέτοια τεκμήρια είναι: α)

αυτοσχόλια του συγγραφέα* β) επιστολές * γ) συνομιλίες (και συνε­

ντεύξεις)* δ) διαφορετικές «γραφές» (παραλλαγές) του έργου του* ε)

προκείμενα και παρακείμενα (σχέδια, σκαριφήματα, σημειώσεις

κ.τ.λ.)* ζ) υλικά (εξωλογοτεχνικές πηγές).

^ Το ερμηνευτικό πρόβλημα είναι, λοιπόν, πρόβλημα καθαρά «κειμε-

νικό» και, γιά^τό^Τογο^αυτο, κοινο” σΓ"Τλες τις «επιστήμες του

ανθρώπου», που στηρίζονται κυρίως πάνω σε κείμενα, είτε ως «μνη­

μεία» (ιηοηιιιηβηίδ) είτε ως «τεκμήρια» (άοοαιηβηίδ), όπως είναι,

εκτός από τη φιλολογία και τη γραμματολογία, η ιστορία, η θεολογία

και η νομική. Οι δύο σημαντικότερες απ’ αυτές, η φιλολογική και η

θεολογική ερμηνεύτική, έχουν τη ρίζα τους στις δύο κύριες γραπτές

πηγές του νεότερου ευρωπαϊκού πολιτισμού: την κλασική γραμματεία

(ΙίίίθΓΒΐιίΓα ρΐΌ&ηα) και τη χριστιανική Βίβλο (ΙίΚβΓ&ίιίΓα δαοΓίΐ): Το

ομηρικό έπος («έπος» = προφορικός λόγος) γίνεται αντικείμενο της

φιλολογικής ερμηνευτικής της ελληνιστικής εποχής (Αρίσταρχος),

από τη στιγμή που η παράδοσή του «τυποποιείται» με τη γραφή, ενώ

ο προφορικός «θείος» Λόγος του Χριστού και των αποστόλων του

«απαιτεί» την ερμηνεία του από τη στιγμή που «σταθεροποιείται» στη

«θεία» Γραφή, τη Βίβλο. ΓΓ αυτό, όταν ο Αούθηρος επαναθέτει στο

16ο αιώνα, με το ριζικότερο ώς τότε τρόπο, το πρόβλημα της

(επαν)ερμηνείας του «θείου» Λόγου, επικαλείται την αυθεντία της

Page 234: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

242 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Γραφής και, ταυτόχρονα, αναζωογονεί, με το κήρυγμα, τον προφορικό-

ζωντανό «θείο» Λόγο.

Ύστερα από τα παραπάνω, φαίνεται σχεδόν αυτονόητο, ότι και ο

Θεμελιωτής της νεότερης ερμηνευτικής^ ήταν ένας —προτεστάντης—

θεολόγος, ο ΓηβάηβΗ δβΗΙβίβπη&οΙιβΓ («ϋΙ)βΓ άβη Ββ£π£Γ άβΓ ΗβΓ-

ιηβηβυϋΐο), 1828* «ΗβπηβηβυΗΐί ιιηά Κηϋΐε», α' εκδ. 1838), μετά

τις πρώτες απόπειρες του κλασικού φιλολόγου ΡηβάποΗ Αδί («Οπιηά-

Ιίηίβη άβΓ θΓαιηιηίίί:&, ΗβηηβηβαΗΐε αηά Κηϋ1ο>, 1808). Όπως

έδειξε ο Ρ. δζοηάί, με το δοΜβίβπη&οίβΓ πραγματοποιήθηκε η

μετατόπιση του ερμηνευτικού προβλήματοΕ από το «νόημα τη^ γρα-

φής» στην ίδια την «κατανόηση» (VβΓδίβΙιβη), από το ερμηνευτικό

αντικείμενο στο ερμηνευτικό υποκείμενο.14 Στόχος της ερμηνείας, την

οποία ο δοΙιΙβίβπηαοΙιβΓ εννοεί ως «τέχνη της κατανόησης» (ΚιιηδΙ

άβδ νβΓδίβΙιβηδ), είναι^ πάντα σύμφωνα με το δβΙιΙβίβπη&βΙιβΓ, η

(ΐπαραγω », η^αναπ^ ^τον ερμηνευτή του, επί τη βάσει της «συγγένειας πνεύματος» (Κοη§β-

ηίαΐίϋίΐ) ανάμεσα σ’ αυτόν και το δημιουργό του, με οδηγό του το

«αίσθημα» (ΟβίϊίΗΙ) για την προσέγγιση του ξένου έργου μέσω της

«εναίσθησης» (ΕΐηίαΜαη^) σ’ αυτό. Η, έννοια της «μαντείας» (ϋίνί-

η&ϋοη) του «νοήματος» του κειμένου, που εισήγαγε ο δοΚΙβίβηηαοΙιβΓ,

για να δηλώσει την (ανα)παραγωγική δημιουργικότητα του ερμη­

νευτή/αναγνώστη, επρόκειτο να επιβιώσει (άβνίηβΓ/άβνίηαϋοη) σ’ ένα

μέρος της νεότερης γαλλικής κριτικής (Ρ. ναΐβιγ, Ρ. δαΓίχβ).

Ανάλογα με το δοΚΙβίβΓιηαοΙιβΓ, θα στηρίξει και ο «μαθητής» του

λΥίΙΙιβΙιη Ρίΐΐΐιβν («Ώίβ ΕηΙδΙβΗιιη^ άβΓ Ηβπηβηβαϋΐο), 1900) την

εγκυρότητα του ερμηνευτικού εγχειρήματος πάνω στην κοινότητα τ$μ

«βιώματος» (ΕΓίβΒηίδ) ανάμεσα στο δημιουργό και το έργο του απ^,το

ένα μέρος, τον ερμηνευτή τον από το άλλο; Η «κατανόηση» (νβδίβΗ-

βη) πετυχαίνεται στον Οί1ώβγ με τη «συμπάθεια» (δχπιραύΗβ) — και

είναι αυτή το εξίσου ρομαντικό αντίστοιχο της «εναίσθησης» του

δοΗΙβίβπη&οΙιβΓ. Ταυτόχρονα, με τον ϋί1Λβγ θα οριστικοποιηθεί το

χάσμα ανάμεσα στις φυσικομαθηματικές και τις ιστορικοκοινωνικές

επιστήμες με τη διάκριση ανάμεσα στην εξήγηση (ΕΓΜ&Γβη) για τις

πρώτες και την «κατανόηση» (ΥβΓδΙβΚβη) για τις δεύτερες.

Page 235: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 243

Η νεότερη ερμηνευτική τείνει να καταρρίψει το γνωσεολογικό

φράγμα που χώριζε, στον ϋίΙΐΗβΥ, τις «ερμηνευτικές» (= ιστορικοκοι-

νωνικές/«πνευματικές») από τις «εμπειρικές-αναλυτικές» (= φυσικο­

μαθηματικές) επιστήμες*15 γιατί, όπως παρατηρεί ο ]. ΗαΗβιτηαδ

(«ΕΓ^βππΙηίδ υηά ΙηΙβΓβδδβ», 1968* 91988), «και οι δύο κατευθύνο-

νται από γνωστικά ενδιαφέροντα (ΕΛβηηΙηίδδίηΙβΓβδδβη), που είναι

ριζωμένα στις βιωτικές συνάφειες της επικόινωνιακής και της εργα-

λειακής πράξης» — όπου ο όρος «ΙηΙβΓβδδβ» σημαίνει στα γερμανικά,

όπως και τ’ αντίστοιχά του στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (ίηϊβΓΘδί,

ίηίέΓ&, κ.τ.ό.), ταυτόχρονα: «ενδιαφέρον» και «συμφέρον».

Είναι αυτονόητο, ότι πάνω στην «εναίσθηση», τη «συμπάθεια» με

το δημιουργό και το έργο του ή το ατομικά εννοούμενο «βίωμα» του

ερμηνευτή, μπόρεσαν να στηριχτούν, παρά τις επιστημονικές-αντικει-

μενικιστικές διακηρύξεις των πρώτων θεωρητικών τους δοΚΙβίβηηα-

οΗβΓ και Οί1ϊΗβγ, μόνο οι αναρίθμητες εκείνες ερμηνευτικές «προσεγ­

γίσεις» (αρρΓοχίιηαΙίοηδ) στο έργο των μεγάλων ευρωπαίων ποιητών

και συγγραφέων, που πλημμύρισαν το β' μισό του 19ου αιώνα και το

α' μισό του αιώνα μας.

Μιαν «αλλαγή παραδείγματος» στην ερμηνευτική, για να χρησιμο­

ποιήσουμε, σε μικρογραφία, τον όρο που εισήγαγε ο ΤΗ. 8. ΚυΗη

(1962), επιχείρησε ο Ηαηδ-ΟβΟΓ ΟαάαπιβΓ («\ναΗι*Η6ϋ: υηά Μβ-

ΐΗοάβ», 1960), με την επισήμανση της «ιστορικότητας της κατανόη­

σης» (ΟβδοΗίοΗύίοΗΙζΘίΙ: άβδ νβΓδίβΗβηδ), δηλαδή της ιστορικότητας

του ερμηνευτικού εγχειρήματος. Ωστόσο, η «ιστορικότητα» αυτή είναι

κίβδηλη, αφού ο Ο&άαηιβΓ, δέσμιος ο ίδιος των φαινομενολογικών

(Ηυδδβιΐ) και υπαρξιστικών (Ηβίάβ^βι·) φιλοσοφικών του προϋποθέ­

σεων, εννοεί το ερμηνευτικό υποκείμενο αποκλειστικά και απόλυτα ως

άτομο και την «ιστορικότητά» του ως την «υπαρξιακή ουσία» της

(αυτο)«συνείδησης» και όχι ως ιστορικότητα των υπερατομικών, εξω-

συνειδησιακών, κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών και ιδεολογικών,

διαπλέξεων κ’ εξαρτήσεών του. Στον ΟαάαπιβΓ η απόλυτη θέση του

ερμηνευτικού υποκειμένου τείνει να εξαλείψει από την ερμηνευτική

διαδικασία το ερμηνευτικό αντικείμενο — η «κατανόηση» (νβΓδίβΗθη)

μεταβάλλεται σε «αυτοκατανόηση» (δβΙΗδίνβΓδίβΗβη).

Page 236: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

244 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ν Η τελευταία πρόταση στην ερμηνευτική προέρχεται από τη θεωρία

ΛΛ τη5 («πρόσληψης» (Κβζβρϊίοη) του λογοτεχνικού έργου, που παρουσιά-

μεγάλο βαθμό στην ακολουθία του ΟαάπιηβΓ, από τη

δεκαετία του 1960, ιδίως όπως αυτή διατυπώθηκε από τους δύο

κυριότερους εκπροσώπους της λεγόμενης «Σχολής της Κωνσταντίας»,

το ρομανολόγο Η &ηδ Κοί>€ΐ1: ΐ&ιΐδδ και τον αγγλιστή \νο1%Επ§ ΙδβΓ. Η

άνθηση της προσληπτικής θεωρίας και έρευνας την εποχ?Ραυτή,

— $* ακριβώς στη Δυτική Γερμανία και τις ΗΠΑ, βρίσκεται, κατάδηλα, σε

ιστορική συνάρτηση με τη διόγκωση του ρόλου και της ιδεολογίας της

κατανάλωσης στο σύγχρονό μας αναπτυγμένο καπιταλισμό, αφού η

«πρόσληψη», δηλαδή η «κατανάλωση» του εμπορευματοποιημένου

λογοτεχνικού — και καλλιτεχνικού γενικότερα - έργου δεν είναι,

ιδιαίτερα στο χώρο και στην εποχή της μαζικής λογοτεχνίας και

κουλτούρας, παρά μία, αν και η ορατότερη για τους θεωρητικούς της -

οικονομολόγους και γραμματολόγους — όψη της γενικής κατανάλωσης,

^ και των υλικών και των πολιτιστικών προϊόντων-εμπορευμάτων.

Τον «ορίζοντα προσδοκίας» (Εηνατίιιη^δΐιοπζοηΐ), δηλαδή το

σύνολο της «αισθητικής εμπειρίας» (αδΛβΙίδοΙίΘ Ειίαίιηιηψ του ανα­

γνώστη, που είχε θέσει ο Η. Η. |αιΐδδ ως «πρόκληση» για μια «νέα»

ιστορία της λογοτεχνίας στα 1967/1970 (η οφειλή του στην «ιστορία

της επίδρασης», τη «\ΥίΓΐίπη£δ£6δοΙιίοΗΐ:6» του Ο&ά&ιηβΓ, είναι από

τον ίδιο ομολογημένη),16 τον επεξέτεινε στα επόμενα χρόνια (1977/

1982) σε μια θεωρητική πρόταση για μια «νέα» ερμηνευτική της

λογοτεχνίας και του λογοτεχνικού έργου.

Πολύ ριζοσπαστικότερα αλλά και με μεγαλύτερη σαφήνεια διατύ­

πωνε την ίδια εποχή (1976* 21984) τις ταυτόσημες με του |αιΐδδ

*■'*·■ ερμηνευτικές του θέσεις ο \ν. ΙδβΓ: «Αν το φαντασιακό κείμενο υπάρχει

μέσω της επίδρασης, που είναι σε θέση ν’ αποδεσμεύει, τότε η

σημασία του θα πρέπει να εννοηθεί πολύ περισσότερο ως προϊόν

βιωμένης και συνακόλουθα επεξεργασμένης επίδρασης και όχι ως ιδέα,

που είναι εξαρχής ενσωματωμένη στο έργο και που εμφανίζεται μέσω

του έργου».17

Αλλά ο Κοιώ&π Ιη^ατάβη, στον οποίο ο ΙδβΓ οφείλει ένα ουσιαστικό

μέρος του εννοιολογικού του εξοπλισμού, όπως την αντίληψη του

Page 237: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 245

«κενού σημείου» (ΙβθΓδΙβΙΙθ) και της «ακαθοριστίας» (ϋηΒβδϋπιπιΙ:-

Ηβϋ) στο λογοτεχνικό έργο, είχε εννοήσει ήδη στα 1931 την πρό­

σληψη, τη «συγκεκριμενοποίηση» (Κοηία'βϋδαΐΐοη), όπως την έλεγε,

του λογοτεχνικού έργου μόνο ως το επιστέγασμα, την κατακλείδα της

ερμηνευτικής διαδικασίας, την κρηπίδα της οποίας αποτελούσε, σύμ­

φωνα άλλωστε με τις φιλοσοφικές του προϋποθέσεις, η «φαινομενολο­

γική» ανάλυση του ίδιου του «λογοτεχνικού καλλιτεχνήματος».18

Στο ίδιο το λογοτεχνικό έργο παραπέμπει και η έννοια της

«προσληπτικής παραχώρησης» (ΚβζβρΙίοηδνοΓ^&Ι)©), που εισήγαγε ο

Μαη&βά Νααπι&ηη (1975),19 αφού η «αισθητική εμπειρία» του ανα­

γνώστη έχει ήδη ενσωματωθεί προκαταβολικά, ως «παραχώρηση» η 4

«αντιστάθμισμα» (νοΓ§αΙ>6) για την αναμενόμενη πρόσληψη, στο ίδιο

το λογοτεχνικό έργο κατά τη «στιγμή» της δημιουργίας του — και

αποτελεί μόνο μία από τις πολλές αντιφάσεις στην αναγνωστική

θεωρία του ΙδβΓ, όταν ο ίδιος ομολογεί ότι «το σύγχρονο [με το έργο]

αναγνώστη μπορεί να τον ανασυστήσει κανείς μόνο μέσα απο τα 4 — *

παραδεδομένα κείμενα»,20 πράγμα που σημαίνει ότι η ερμηνεία του

κειμένου προηγείται, αναγκαστικά, πριν από κάθε «ερμηνεία» της

πρόσληψής του.

Είναι αναντίρρητο και, σήμερα τουλάχιστον, κοινά αποδεκτό ότι

καί η «απλή» πρόσληψη, η «απλοϊκή» ανάγνωση του λογοτεχνικού

έργου είναι μια πρώτη, πρωτόγονη έστω, ερμηνεία του προσλαμβανό­

μενου έργου. Ερμηνεία του έργου είναι, σύμφωνα με την κοινή και

έγκυρη ορολογία, και η «εκτέλεση» (ρβιίοηηΕηοβ) του έργου σεI / / "'7·ν " ι / .....

ορισμενες τεχνες, οπως η εκτελεση-ερμηνεια του μουσικου και του

θεατρικού κειμένου (συναυλία, παράσταση) από τους «εκτελεστές» ή

«ερμηνευτές» του.21

Όμως οι «ερμηνείες» αυτές, ιδιαίτερα η «μοναχική» ανάγνωση-

πρόσληψη του λογοτεχνικού έργου, διαφέρουν ουσιαστικά από την

επιστημονική-γραμιματολογική ερμηνεία: α) Η απλή πρόσληψη κυρι­

αρχείται από την «αισθητική» ύπαρξη του έργου — η ερμηνεία από την

«εννοιακή», παρόλο που και ο ερμηνευτής είναι ο ίδιος φορέας «αισθη­

τικής εμπειρίας», β) Η ερμηνεία είναι η προσπάθεια της μετατροπής

της «αισθητικής» ύπαρξης του έργου σε «εννοιακό λόγο» (άίδοοιίΓδ/

Page 238: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

246 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ϋίδΙαίΓδ). Πολύ περισσότερο: Η αναλυτική-ερμηνευτική «περιγραφή»

του κειμένου στα διάφορα επίπεδά του μπορεί, όπως παρατήρησε ο

Ιαηί ΙοΙπιαπ (1973), να χρησιμοποιεί διαφορετικές μεταγλώσσες.22 γ)

Η «απλοϊκή» ανάγνωση προσλαμβάνει το έργο ως Όλο — η ερμηνεία

στηρίζεται στην ανάλυση ως «αποσυναρμολόγηση» του έργου ως Όλου

και την προϋποθέτει. Είναι για το λόγο αυτό κατανοητό γιατί η

ερμηνεία του «λαϊκού» μυθιστορήματος «Ιβδ ΐϊΐγδΐΘΓ65 άβ Ραπδ» του

Ε. δαβ στην «Αγία οικογένεια» (1844) του Μαι-χ είναι ερμηνεία, αφού

στηρίζεται στην ανάλυση του έργου, ενώ η αντιμετώπιση του έργου

του Το1δ<:ο3 «Πόλεμος και ειρήνη» από το Ι βηίη (1908/1911) παραμέ­

νει στο χώρο της πρόσληψης ως πολιτικής-ιδεολογικής αξιοποίησης,

αφού δεν προϋποθέτει καμιά, ούτε δική του ούτε ξένη, ανάλυση του

έργου, και ως εκ τούτου, όπως έδειξε ο ΡβίβΓ ΒϋΓ§βΓ, δεν μπορεί να

γίνει δεκτή ως «ερμηνευτικό μοντέλο».23 δ) Η «απλοϊκή» ανάγνωση

είναι ατομική, παθητική και αυτοτελής — η επιστημονική ερμηνεία

ομαδική, ενεργητική και «ανοιχτή»: Αξιοποιεί τις προϋπάρχουσες

επιστημονικές ερμηνείες και «απλοϊκές» προσλήψεις, εκφράζει, και σε

ατομικό επίπεδο, κριτήρια και πορίσματα μιας «ερμηνευτικής κοινότη­

τας», είναι αναφορική (ΓβΟβχΐί) ως προς αυτήν και υποτάσσεται στη

«λογοδοσία» απέναντι της. ε) Η «απλοϊκή» ανάγνωση είναι συγκε­

ντρωμένη, όπως παρατήρησε και πάλι ο Ιοίπι&η,24 σ’ ένα συγκεκρι­

μένο κείμενο, «προσλαμβάνει το απο το συγγραφέα συντεταγμένο

κείμενο ως μοναδικό»· η επιστημονική ερμηνεία, και ως ανάλυση

κειμένου, μπορεί να κάνει αντικείμενό της και εξωκειμεν ικές-διακειμε-

νικές ολότητες, όπως το λογοτεχνικό «είδος» και «γένος», ζ) Η απλή

πρόσληψη στηρίζεται, σύμφωνα με την ερμηνευτική παράδοση, όπως

είδαμε, στην «εναίσθηση», στη «μέθεξη» του αναγνώστη στο κείμενο,

πράγμα που οδηγεί σ’ αυτό που ο ΟαάαπιβΓ ονόμασε «σύντηξη ορίζο­

ντα» (ΗοπζοηΙτνβΓδοΗπιβ1ζιιη£) του συγγραφέα ή του έργου και του> > ί ΟΚ / > /

αναγνώστη η ερμηνευτή·*5 η επιστημονική ερμηνεία είναι υποχρεω­

μένη να τηρεί την απόσταση του ερμηνευτή από το (αντι)κείμενο μέσω

της αποξένωσης (νβΓ&βιηάιιη^) ανάμεσα σ’ αυτόν και αυτό - αυτήν

ακριβώς την «αποξένωση», που απαιτεί ο Β. ΒγθοΗϊ και από τον κοινό,

τον «απλοϊκό» αναγνώστη του λογοτεχνικού και το θεατή του θεατρι-

Page 239: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 247

κού έργου. Την (δια «απόσταση» ανάμεσα στον ερμηνευτή και το έργο

υποστηρίζει και η έννοια της «ασυμμετρίας» (ΑδΥΐηιηβίπβ) ανάμεσα

στον αναγνώστη και το κείμενο, που εισήγαγε στη θεωρία της

πρόσληψης ο \ν. ΙδβΓ.26

Ύστερα από τα παραπάνω, ο ρόλος της θεωρίας της πρόσληψης για

την ερμηνεία του κειμένου, όπως τον υποβάλλουν και προβάλλουν οι

κυριότεροι εκπρόσωποί της, που ανάφερα παραπάνω, φαίνεται κάτι,

περισσότερο από αμφίβολοί: Η ερμηνεία του κειμένου δεν μπορεί ν’

αποτελεί το «άθροισμα» των διαδοχικών προσλήψεων του, των μέχρι

σήμερα «αναγνώσεών» του. Αντίθετα: Η ερμηνεία του κειμένου πρέπει

να συμβάλλει στον έλεγχο και στην «επανόρθωση» μερικών κατάφω­

ρων «παρερμηνειών» — χωρίς να παραγνωρίζει ούτε τη δική τους ούτε 4*

τη δική της ιστορικότητα. Πρέπει να είναι σε θέση ν’ αποκαλύπτει

ερμηνευτικά παρερμηνείες όπως λ.χ. αυτήν της «Ιλιάδας» από τους

κλασικούς φιλολόγους στην υπηρεσία της ρατσιστικής θεωρίας του Γ'

Ράιχ, που ανακήρυσσαν τον «ξανθό» ομηρικό Αχιλλέα σε γνήσιο

εκπρόσωπο της «άριας φυλής». Ακόμα περισσότερο: Η ερμηνεία του 1

κειμένου είναι υποχρεωμένη να συμπεριλάβει στο αντικείμενό της και /

μια μεγάλη σειρά κειμένων, που παραμένουν αναγκαστικά, εξ ορισμού

θα έλεγα, έξω από το θεωρητικό πεδίο της θεωρίας της πρόσληψης: τα

παλαιότερα έργα που «παραγνωρίστηκαν» στην εποχή τους, που

έμειναν άγνωστα ή λησμονήθηκαν, συχνά επί αιώνες, και που «ανακα­

λύφτηκαν» από την εποχή μας, και τα εντελώς νέα έργα, που μόλις

τώρα πρωτοκυκλοφόρησαν, δηλαδή όλα εκείνα τα έργα και τα κείμενα

που δεν έχουν ή δεν πρόλαβαν να έχουν τη δική τους «προσληπτική

ιστορία» (Κβζβρίίοηδ βδοΗίοΙιίβ) — με άλλα λόγια τα κείμενα που δεν

αποτέλεσαν (ακόμα) στοιχεία και φορεία της παράδοσης.

Η γρονιχγ) απόσταση (ΖβίίΘη&βδΙ&ικΙ), που δημιουργεί η παράδοση

ανάμεσα στο κείμενο και τον αναγνώστη τουκαι„.ΐΐ γραπτότητα τοα~

κειμένου, η αποκόλληση και η απομόνωσή του από τον προφορικό„.λάγο

και τη ζωντανή επικοινωνία είναι τα δύο βασικά κίνητρα, που

γέννησαν την ανάγκη της ερμηνε^_και την εμφάνιση του ερμηνευτήν,

^ Ιιπλός αποχωρισμός του κειμένου από την ιστορική στιγμή της?

δημιουργίας του και από τη διαλογικότητα της ζωντανής επικοινωνίας Γ

Page 240: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

248 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

εμφανίζεται μέσα στο ίδιο το κείμενο ως μια εγγενής, οργανική

διάσταση ανάμεσα στο «γράμμα» και το «πνεύμα», το «φανερό» και το

«κρυφό» νόημα, την «επιφάνεια» και το «βάθος», το «εμπρός» και το

«πίσω», το «φαινόμενο» και την «ουσία», την «έκφραση» και το

«νόημα» του κειμένου — και αυτή ακριβώς η διάσταση

Η τριαδική διάκριση από τον Ωριγένη ανάμεσα σ’ ένα «σωματικό»

(δηλ. λεκτικό), ένα «ψυχικό» (δηλ. ηθικό) κ’ ένα «πνευματικό» (δηλ.

αλληγορικό) νόημα της Βίβλου και η διχοτόμηση της Γραφής από τον

^ Αυγουστίνο σ’ ένα «νόημα του γράμματος» (δβηδίΐδ ΙίΚβΓαΙΐδ) κ’ ένα

«νόημα του πνεύματος» (δβηδίΐδ δρίηίτιαίίδ) αποτέλεσαν τη βάση της

μεταγενέστερης ερμηνευτικής, και της θεολογικής (Ηβπηβηβιιϋοα

δαοΓα) και της θύραθεν (ΗβπηβηβιιΗοα ρΐΌ&ηα)· εδώ έχει, καταφανώς,

τη ρίζα της και η διάκριση ανάμεσα στο «γράμμα» και το «πνεύμα»

του νόμου στη νεότερη και τη σύγχρονή μας νομική ερμηνεία. Η ίδια

διάκριση ανάμεσα σ’ ένα νόημα «λεκτικό» κ’ ένα νόημα «μεταφορικό»

θα επιβιώσει στους νεότερους χρόνους, παρά τη μετατόπιση του

ερμηνευτικού κέντρου από το κείμενο στον ερμηνευτή, μέσα α*ό το

Μ, ΟΜαάβηίιΐδ, το Γ. Αδί και το ¥. δοΐιΐβίβπηαοΐιβι·, ώς τις μέρες

μας, ακόμα και στο «μεταμοντέρνο» «αποδομητή» Ρ. άβ Μαη.27 Ο

σύγχρονός μας προβληματισμός γύρω απο τη «δισημία» ή την «πολυ­

σημία» του κειμένου, το πρόβλημα του «διπλού» - ή «πολλαπλού» -

^νοήματος»^ όπως το επαναθέτει ο Ρ. Κίοοβιιι\ («ί,β ρπΛΙ&ιηβ άυ

άοιιΜβ δβπδ», στο: «Γ.β οοηΟϋ: άβδ ίηΙβΓρΓβΐ&ίίοηδ», 1969), δεν είναι

-··!> του πανάρχαιου ερμηνευτικού διλήμ-

ριατος.28

Δεν πρόκειται βέβαια ούτε για την «ατέρμονη αναζήτηση του

νοήματος» ούτε για την αέναη «παρερμηνεία» του κειμένου, που

διακήρυξαν ο |. Οβιτΐάπ και ο αμερικανός ουραγός του Η. Βίοοιη, αφού

και οι δύο αυτές έννοιες δεν ήταν παρά οι νεότερες παραλλαγές και τα

συνώνυμα της «έλλειψης κάθε νοήματος» του κειμένου, που είχαν

διασαλπίσει στις αρχές του αιώνα μας οι θιασώτες του ϋαάβ. «Πολυ­

σημία» μπορεί να σημαίνει είτε α) ότι το κείμενο έχει στο σύνολό του,

ως/Ολο^ ως μία «λέξη», όπως το όρισαν οι ρώσοι φορμαλιστές και ο

Page 241: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 249

ΙοΙίϊΐ&η, πολλές, διαφορετικές σημασίες, είτε β) ότι μπορεί να προσ-

λάβει (απο τους διαφορετικούς αναγνώστες του) διαφορετικές, θεωρη­

τικά άπειρες σημασίες — είναι δηλαδή πρόβλημα ή ενδοκειμενικό ή

προσληπτικό.

Στην πρώτη περίπτωση, η «πολυσημία» του κειμένου θα μπορούσε να

συναφθεί με την «πολυσημία» της λέξης, όπως απεικονίζεται στο Λεξικό

(π.χ.: κόχχορας: α) πετεινός* β) επικρουστήρας πυροβόλου όπλου). Αλλά

το Λεξικό ανήκει στο αφηρημένο σύστημα της «γλώσσας» (Ιαη^υβ), ενώ

το κείμενο ανήκει, όπως και ο προφορικός λόγος (ώδοουΓδ), στο σύστημα

της «ομιλίας» (ρ&τοΐβ), της συγκεκριμένης «πραγματοποίησης» του

αφηρημένου γλωσσικού συστήματος. Ο συγγραφέας, όπως και ο ομιλη­

τής, επιλέγει από τις διαφορετικές λεξικολογικές σημασίες μιαν

ορισμένη σημασία ^αι την «καταγράφει» στο κείμενό του. Με την

«καθήλωσή» του αυτή, το «λέξημα» (Ιβχ&ιηβ) μεταβάλλεται σε

«σήμημα» (δβπι&πιβ)· η από το συγγραφέα επιλεγμένη σημασία του

συνάγεται από την ενδοκειμενική του συνάφεια, τα «συμφραζόμενα». Η

ερμηνευτική του Ρ. ΚίοοβιΐΓ μένει παγιδευμένη, στο σημείο αυτό, όπως

παρατήρησε ο Μ. Ρπιηΐζ,29 στη λεξικολογική σημασία της λέξης, που

είχε ξεπεράσει ήδη η ερμηνευτική του δοΜβίβηηαοΙιβΓ.

Και ο διχασμός ανάμεσα στο «νόημα του γράμματος» και στο «νόημα

του πνεύματος», που στάθηκε στο κέντρο της «αλληγορικής» ερμηνείας

της χριστιανικής Βίβλου και του ομηρικού Έπους αλλά και μιας Σχολής

της ερμηνείας των,μύθων, είναι φαινομενικός, αφού η αλληγορία και το

σύμβολο έχουν, παρά τη διπλή τους αναφορά, μιαν ορισμένη σημασία.

Στη δεύτερη περίπτωση, στη λύση του προβλήματος οδηγούν η έννοια

της «συνδήλωσης» και η θεωρία της πρόσληψης: Οι «συνδηλώσεις»

(οοηηοϊαίίοηδ) μιας λέξης του κειμένου που «συμπληρώνουν» την

ενδοκειμενική της «καταδήλωση» (άβηοίαίίοη), πραγματοποιούνται,

όπως έδειξε ο ]. ϋη1<:,30 από το δέκτη του κειμένου και είναι συνάρτηση

της κοινωνικής του αναγωγής. Έτσι λ.χ. οι δυνατές συνδηλώσεις της

λέξης «χειροφίλημα»: «ευγένεια» ή «κωμικότητα» συναρτώνται με την

κοινωνική, πολιτισμική και ιδεολογική θέση του δέκτη («ανώτερο» ή

«κατώτερο» κοινώνικό-πολιτισμικό στρώμα).

έχει καταδείξει ότι οι διαφορετικές

Page 242: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

250 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

πραγματοποιήσεις του νοήματος του κειμένου είναι αποτέλεσμα και

συνάρτηση της ιστορικότητας της πρόσληψης — είναι, συνεπομενα,

φαινόμενο διαχρονικό. Το κείμενο στη συγχρονία του έχει έναν ορι­

σμένο αριθμό «σημασιών», ανάλογο προς τις προσληπτικές-αισθητι-

κές κοινωνικές ομάδες — οι ατομικές αποκλίσεις από τον «αισθη­

τικό κανόνα» είναι ερμηνευτικά ασήμαντες;. Σε μιαν ορισμένη ιστο-

ρική στιγμή και για μ ιαν ορισμένη αναγνωστική και «ερμηνευτική

καινόχη.τα» ._όΐ5.ωί;'.την,.ιφΜ<^.^ (1980) και στην ακολουθία

του ο Γ. ΒποδοΗί (1986),31 ,το κείμενο έχει μιαν ορισμένη σγ)-

μασία.

^Εκεί βρίσκονται, ασφαλώς, τα «όρια της ερμηνείας», όπως

δηλώνει ο τίτλος του τελευταίου προς το παρόν βιβλίου του ϋ.

Εοο («I Ιίπιίϋ άβΙΓ ίπΙβιρΓβίαζίοηβ», 1990): Όπως παρατηρεί ο

ίδιος στην κατακλείδα του (σ. 338), αν μη τι άλλο, ο ίδιος προ­

σπάθησε να καταδείξει, τουλάχιστον αρνητικά, «τι δεν είναι και

δεν μπορεί να είναι» η «απεριόριστη ερμηνεία».

Ο «ερμηνευτικός κύκλος» (ΠβπηβηβαϋδοΙίθΓ ΖίιΊίβΙ), όπως τον

παρέλαβε ο δοΗΙβίβπηαοΙιβΓ (1828) από την αρχαία ρητορική και

τον καθιέρωσε στη νεότερη ερμηνευτική, υπαγορεύει την κατανό-

ηση του όλου από το μερικό και του μερικού από το όλο. Η ερμη­

νευτική διαδικασία προϋποθέτει την ανάλυση του αντικειμένου, ενώ

καμιά ανάλυση δεν μπορεί να πετύχει τον ερμηνευτικό της στόχο

χωρίς τηΤ^αναγωγή^ της στο ερμηνευτικό σύνολο;Ειδικό και

γενικό, επαγωγή και αναγωγή, ανάλυση και σύνθεση βρίσκονται

σε μ ιαν αμοιβαία, διαλεκτική σχέση, είναι οι δύο φάσεις, οι δια­

λεκτικές «στιγμές» του ερμηνευτικού εγχειρήματος.

Τίθεται όμως το ερώτημα: Μέχρι ποιο σημείο του «ειδικού»

μπορεί να φτάσει η αναλυτική και μέχρι ποιο σημείο του «γενι­

κού» μπορεί να προχωρήσει η συνθετική φάση της ερμηνευτικής

διαδικασίας; Ποια είναι η μικρότερη, περαιτέρω μη αναλύσιμη

μονάδα και ποια η μεγαλύτερη ερμηνευτικά δυνατή ενότητα στο

πλαίσιο μιας γραμματολογικής ερμηνείας ενός κειμένου;

Η «Ερμηνευτική» του δοΗΙβίθπηΕοΙιβΓ προέβλεπε την εφαρμογή

του «ερμηνευτικού κύκλου» σε μια σειρά ενεργειών, όπως τις ανα-

Page 243: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 251

συνέθεσε ο Μ. Ει-αηΐς («Όαδ ίηάίνίάαβίΐβ ΑΗ^βΐϊΐβίηβ», 1985),32 σαν μια κυκλική κίνηση ανάμεσα:1. σε μια μεμονωμένη λέζη και τη συνάφεια μιας πρότασης,

2. στην πρόταση και τη μεγαλύτερη ενότητα του «λόγου» (ΚβεΙβ),

3. α) στη μεγαλύτερη ενότητα και ολόκληρο το κείμενο ενός συγ­

γραφέα,

β) στην κύρια ιδέα και τις δευτερεύουσες ιδέες του κειμένου,

4. α) στο μεμονωμένο έργο ενός συγγραφέα και το σύνολο της

λογοτεχνίας της εποχής,

β) στο μεμονωμένο έργο και το συνολίκό βίο ενός συγγραφέα,

5. στο συνολικό βίο και έργο του συγγραφέα και το «κοινό πνεύμα της

εποχής».

Ως την πρώτη ενέργεια μιας ενδοκειμενικής ανάλυσης, με «συστη­

ματική» αφαίρεση όλων των εξωκειμενικών σχέσεων, ο I. Εοίπιαη

υπαγορεύει την αποδιάρθρωση του κειμένου στα επιμέρους στοιχεία του

— η σχέση του μη περαιτέρω αναλύσιμου «ειδικού» προς το αμέσως

επόμενο «όλο» είναι ήδη . κατάδηλη από τη σειρά της παράθεσής

τους:33 φώνημα, μόρφημα, σήμημα (λέξη), στίχος, στροφή, «κεφά­

λαιο» (= «άσμα») για το ποιητικό, λέξη, πρόταση, παράγραφος,

κεφάλαιο για το πεζό κείμενο.

Από την άλλη πλευρά η μεγαλύτερη ενότητα της ενδοκειμενικής

ανάλυσης του κειμένου — πάντα με αφαίρεση όλων των εξωκειμενικών

του σχέσεων — είναι η συνάφεια των επιμέρους στοιχείων του μεταξύ

τους και με το όλο, δηλαδή το «συγκείμενο» (οοηΙβχίθ/ΚοηίβχΙ:). Στην

ανασύσταση και την περιγραφή αυτής της ενδοκειμενικής συνάφειας,

του «συγκειμένου», στοχεύουν — και αυτοπεριορίζονται — η δομική

ανάλυση και οί άλλες, πριν και ανεξάρτητα από το δρμισμο δοκιμα­

σμένες, παραλλαγές της ενδοκειμενικής ανάγνωσης και ερμηνείας του

κειμένου (οΐοδβ Γβαάίη ΛνβΓίαιηΐϊΐ&ηΘηίβ ΙηίΘΐρΓθίαίίοη), όπως η

αγγλική «Πρακτική Κριτική» (ΡγοοΗοεΙ (ΙΙπϋοίδΐη), η αμερικανική

«Νέα Κριτική» (Νβλν ΟΜοίδΐπ) και η γαλλική «εξήγηση κειμένου»

(βχρίίοαϋοη άβ ΐβχίβ).

Είναι σχεδόν αδύνατο να συμψηφίσει κανείς τις στρουκτουραλιστι­

κές μεθόδους και τεχνικές ανάλυσης του κειμένου κάτω από έναν κοινό

Page 244: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

252 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

παρονομαστή. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στις σημαντικές διαφορές

ανάμεσα στις «εθνικές σχολές» και παραλλαγές του στρουκτουραλι­

σμού (ρωσικός/σοβιετικός, τσέχικος, γαλλικός, αγγλοαμερικανικός),

αλλά και στις αξιοσημείωτες αποκλίσεις ανάμεσα στους κυριότερους

εκπροσώπους του (Κ. Ιαίίοβδοη, I. Μιι ΗΓονδΙζγ, Κ. Βαιΐΐιβδ, Α. Ο γθι-

πιαδ, Τ. ΤοάοΓον, Ο. Οθηβϋβ, Ι οΙιηαη).

Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από την επιμιξία

του στρουκτουραλισμού με τον προγενέστερο και σύγχρονό του ρωσικό

«φορμαλισμό» (V. Ρι*ορρ) και, τέλος, από την αφομοίωση ώς την

εκτόπισή του από τη νεότερη σημειολογία (Α. ΟΓβίιη&δ). Απόληξη

όλων αυτών των αναζητήσεων και τάσεων ήταν η συγκρότηση, από

τη δεκαετία του 1970, μιας νέας, διεπιστημονικής, πέρα από τη

λογοτεχνία και το λογοτεχνικό έργο εκτεινόμενης «επιστήμης του

—* κειμένου» ή «κειμενολογίας» (ΤβχΙτννίδδβηδοΚΗή/δϋΐβηοβ άιι ίβχΐβ), ως

κύριος εκπρόσωπος της οποίας μπορεί να θεωρηθεί ο ολλανδός Τ. ν&η

ϋ ρ .

Έτσι φαίνεται να κλείνει, προς το παρόν, ο κύκλος, που καθόρισε

τη στροφή της ανάλυσης του κειμένου από τη διαπίστωση της

«λογοτεχνικότητας» του λογοτεχνικού έργου στην ανάλυση του λόγου

(άίδοοιίΓδ) — την επιστροφή από την Ποιητική στη Ρητορική, από το —

λογοτεχνικό - έργο στο - γραμματειακό - κείμενο.

Παρά τις μεταξύ τους διαφορές, δύο τουλάχιστον κοινά θεωρητικά

σημεία δεσπόζουν σε κάθε στρουκτουραλιστική προσέγγιση και ανά­

λυση του κειμένου: α) η έννοια της «δομής» και β) η αντίληψη, για το

«κείμενο» ως ένα κλειστό, αύταρκες και αυτορρυθμιζόμενο σύστημα.34

Η έννοια της «δομής» στη γλώσσα και, ειδικότερα, στο (λογοτε­

χνικό) κείμενο αναφέρεται στις σχέσεις όλων των στοιχείων, που

συναπαρτίζουν, μεταξύ τους και με το κείμενο, ένα κείμενο ως σύνολο,

και όχι στα στοιχεία του κειμένου «αυτά καθ’ εαυτά». Όπως δήλωνε ο

αρχηγέτης της Σχολής Κοιϊιηπ |α1ςοΙ>δοη σ’ ένα ώριμο άρθρο του

(«Ροβ1χγ ο£ Οι*αιηιη&Γ αηά Ογειϊιιϊιεγ ο£ Ροβίιγ», 1968), ο δομισμός

ενδιαφέρεται για τις «έννοιες σχέσης» (Γβίαϋοηαΐ οοηοβρίδ) και όχι

για τις «έννοιες ύλης» (ΐϊΐαίβηαΐ οοηοβρίδ) ή, με πιο τεχνικούς όρους,

για τη «γραμματική» και όχι για τη «λεξικολογική» άποψη της

Page 245: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 253

γλώσσας. Έτσι λ.χ. στο διπλό παράδειγμα, που δανείστηκε ο |&1ίθ1>

δοη από τον Ε<1\νατ<1 δαρίτ, «Λ© ί&τπιβΓ Ιαίΐδ ύιβ άυοΗίη^» και «ύιβ

ιηαη ίαίςβδ ώβ οΙιίο1ο> αυτό που ενδιαφέρει είναι η κοινή γραμματική

«μορφή», δηλαδή η κοινή «δομή» των δύο αυτών προτάσεων και όχι το

διαφορετικό «λεξικολογικό», δηλαδή εννοιολογικό τους περιεχόμενο·35

-·*· Ύΐα το δομισμό οι έννοιες «μορφή» και «πεοιεχόμ^νο» συμπίπτουν ΡΤΤ]ν

έννοια «δομή».

Η περαιτερω διάκριση ανάμεσα σε «μικροδομές» (δομές της πρότα­

σης) και «μακροδομές» (δομές του κειμένου) και, προπαντός, η διά­

κριση ανάμεσα σε «δομές επιφάνειας» (δυιί&ΟΘ δΙπιοίιΐΓβδ) και «δομές

βάθους» (άθβρ δΙηιοίιΐΓβδ), που στηρίχτηκε στη «γενετική-μετασχη-

ματιστική γραμματική» του Ν. θΗοιηδ1ζγ (1965),36 φανερώνει ότι ούτε

ο στρουκτουραλισμός μπόρεσε ν’ απαλλαγεί από μερικές θεμελιακές

έννοιες της παραδεγμένης ερμηνευτικής: τη σχέση μεταξύ μέρους και

όλου για την πρώτη διάκριση, το διχασμό ανάμεσα στο «γράμμα» και

το «πνεύμα», το «φανερό» και το «κρυφό» νόημα κ.τ.λ. για τη

δεύτερη.

Στόχος της δομικής ανάλυσης του κειμένου ήταν, δεδηλωμένα, η

διαπίστωση της «λονοτεγνικότητας» (ΙίΙβΓαπίΥ/ΙϋβΓατίηβδδ/ΙίΙΙβΓΒπΙέ)

ή «ποιητικότητας» (ροθϋοίίγ/ροόΐίοΐΕβ) και της «ποιητικής λειτουρ­

γίας» (ροβϋο ίυηοΗοη) του ποιητικού και, κατ’ επέκταση, του λογο­

τεχνικούέργου, δηλαδή των διακριτικών εκείνων στοιχείων ποΐ£,,, το’

διαφοροποιούν από το ε£ωλογοτεχνικό κείμενο. Σύμφωνα με το βασικό

θεώρημα και πάντα με αφετηρία το γλωσσολογικό δομισμό του |α οΙ>-

δοη («Ι4η§ιπδ*ΐοδ απ<1 Ροβΐίοδ», 1960), η «ποιητική λειτουργία προ­

βάλλει την αρχή της ισοτιμίας από τον άξονα της επιλογής στον

άξονα του συνδυασμού».37 Στη γραφική αναπαράσταση του βασικού

θεωρήματος (πρώτος ο ί&ΙωΒδοη έδειξε ιδιαίτερη αδυναμία στην

απόδοση των γλωσσικών και ποιητικών δομών με γεωμετρικά σχή­

ματα, συμφωνώντας ρητά με την άποψη του «γλωσσολόγου» δίβΐίη

για τη στενή συγγένεια της γραμματικής με τη γεωμετρία) ο άξονας

της επιλογής ήταν κάθετος και λεγόταν «παραδειγματικός άξονας»

και ο άξονας του συνδυασμού οριζόντιος και λεγόταν «συνταγματικός

άξονας».38

Page 246: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

254 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Για τη γραφή ενός «συντάγματος» ενός στίχου ή μιας πρότασης, /

δηλαδή κατά την πραγματοποίηση της «γλώσσας» ως «ομι- I

λίας» (ρατοΐβ), <(ποιητής-λογοτέχνης κάνει τ^επιλογή τ, υ'·ανάμεσα |

σε πολλά «παραδείγματα» του αφηρημένου συ^ΤΓ^Ητ^τ^ «γλώσ- /

σας» και μάλιστα σε όλα τα επίπεδα (φωνολογικό, μορφολογ ικό, I

λεξικολογικό, σημασιολογικό), και τις επιλογές του αυτές τις συνδυά- |

ζει σχη δική του «πρόταση» («σύνταγμα»). Έτσι λ.χ. από τα στοιχεία /

του εννοιολογικού «παραδείγματος» «άλογο» (ίππος, άτι, άλογο, φαρί) \

ο ποιητής επιλέγει, στο λεξικολογικό επίπεδο, ένα και το μεταφέρει ι

στο «σύνταγμά» του (στίχος, πρόταση) και αντίστοιχα ενεργεί και στα I

άλλα γλωσσικά επίπεδα, στις γραμματικές κατηγορίες (γένος, αριθ­

μός, πρόσωπο, πτώση κ.τ.λ.) και στις ποιητικές-μετρικές κατηγορίες

(μακρές/βραχείες συλλαβές, μέτρα/ρυθμοί, ομοιοκαταληξίες, στροφικά I

σχήματα κ.τ.λ.) «Η επιλογή», παρατηρεί ο Ιαία&δοη, «παράγεται '

επί τη βάσει της ισοτιμίας (©φΐίναίβηοβ), ομοιότητας και ανομοιότη-

τας, συνωνυμίας και αντωνυμίας [στον «παραδειγματικό άξονα»], ενώ

ο συνδυασμός, η οικοδόμηση της σειράς [του «συνταγματικού άξονα»]

βασίζεται στη γειτνίαση (οοηΐί ιιίίγ)» [των γλωσσικών στοιχείων στο /

σύστημα της «ομιλίας»].

Από τις κατηγορίες που εισήγαγε ο Ταίοοίι οη στη δομική ανάλυση

του ποιητικού κειμένου,, η αρχή της «ισοτιμίας» (βφΐίναίβηοβ) κατά ι

τη φάση της επιλογής (δβίβοϋοη) αποδειχτ?}κεως η πιο γόνιμη, αφού

μπόρεσε να συμπεριλάβει φαινόμενα και σχέσεις που ανήκουν, εκτός

από το γραμματικό-γλωσσικό επίπεδο (φωνολογία, μορφολογία, λεξι­

λόγιο, σημαντική/σημασιολογία, συντακτικό), και στο επίπεδο της

παραδοσιακής μετρικής: το μέτρο (ισοτιμία ποσοτικά ισότιμων συλλα­

βών), το στίχο (ισοτιμία ρυθμικών-μετρικών μονάδων), τη στροφή

(ισοτιμία ομάδων στίχων), της παρήχησης και της ομοιοκαταληξίας

(φωνολογικές ομοιοκαταληξίες). Επιπλέον, η αρχή της «ισοτιμίας» Κ

γονιμοποιήθηκε στη δομική ανάλυση του κειμένου από συνώνυμες μ’

αυτήν έννοιες, όπως: αντιστοιχία, συμφωνία, κοινότητα, επανάληψη, ·,

ταυτότητα, ομοιότητα, ομοιομορφία, συνωνυμία, αναλογία κ.ά.

Για το λόγο αυτό είναι σκόπιμο να γίνεται λόγος όχι για τη ,

«δομή», αλλά για τις «δομές» ενός ποιητικού κειμένου στα διάφορα

Page 247: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΝΑΛΓΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 255

«επίπεδά» του. Έτσι λ.χ., ο ΙϋΓ£βη Οηΐί διακρίνει τρία επίπεδα

δομικής ανάλυσης του κειμένου — ιεραρχημένα κατά την αντίστροφη

σειρά της απαρίθμησής τους:39 γλωσσικών σημαινό­

ντων (ήχος, μέτρο, ρυθμός)* β) το επίπξδρ.. των κυριολεκτικών σημα­

σιών («καταδηλώσεων»)* γ) το «συμβολικό» επίπεδο των «συνδηλώ­

σεων». Είναι χαρακτηριστική της δομιστικής αντίληψης για τη

σύμπτωση «μορφής» και «περιεχομένου» στην έννοια «δομή» η παρα­

τήρηση του ϋη& ότι ένα φωνολογικό φαινόμενο, όπως λ.χ. η παρή­

χηση ενός συμφώνου σ’ ένα ορισμένο ποίημα, προσλαμβάνει ένα

επιπλέον νόημα (φαΤνομενο της σημασιοδότησης ενός μη «σημαντικού»

στοιχείου), ενώ, αντίστροφα και αντίστοιχα, στο σημασιολογικό επί­

πεδο μπορεί να εμφανίζεται μια αποσημασιοδότηση ορισμένων «σημα­

ντικών» στοιχείων (((καταδηλώσεων»).

Το διασημότερο παράδειγμα της πρακτικής εφαρμογής των δομι-

στικών θεωρημάτων ανάλυσης κειμένου στην ποίηση αποτέλεσε η

ανάλυση από τον ίδιο το ΙαΙζοΒδοη (με τη συνεργασία του Ο. ί.βνί-

δίταιΐδδ) του σονέτου του Β&ικΙβΙ&ΐΓ© «Ι βδ οΗαΙδ» (1962).40 Ο Ιαίίοβδοη

αρχίζει την ανάλυσή του, που εκτείνεται σε είκοσι περίπου σελίδες, με

την περιγραφή της δομής των ομοιοκαταληξιών του ποιήματος, την

οποία καθορίζει ως '«το πόρισμα τριών άνομοιωτικών νόμων». Στη

συνέχεια, επεκτείνει την ανάλυσή του στο συντακτικό επίπεδο, στο

οποίο διακρίνει μια τριαδική δομή, που αποτελείται από τρεις «φρά­

σεις», δηλαδή «τμήματα»: δύο τετράστιχα και ένα εξάστιχο* στην

τριαδική αυτή «συντακτική» δομή ανακαλύπτει επιμέρους σχέσεις

αντινομίας, διχοτομίας, διπολ ικότητας, (συντακτικού) παραλληλι­

σμού. Στο σημείο αυτό ο ^ΙαΛδοη εμπλέκει στην ανάλυσή του, πιο

συστηματικά από πριν, και το «γραμματικό» («σημαντικό», λεξικολο-

γικό και μορφολογικό) γλωσσικό επίπεδο, στα οποία διαπιστώνει

δομικές σχέσεις αντιστοιχίας (οοιτβδροικίαηοβδ), οριζόντιες, κάθετες

και διαγώνιες. Η ανάλυση συμπληρώνεται με μια νέα, πέρα από τη

μετρική και την ομοιοκαταληξία, περιγραφή της «φωνολογικής υφής

του σονέτου» (ϊβχίιΐΓβ ρΗοηίφΐβ άιι δοηηβΐ:) και κορυφώνεται με μια

συστηματικότερη αναπαράσταση της «σημαντικής» (σημασιολογικής)

του δομής, στην οποία διαπιστώνονται δυαδικές σχέσεις αντίθεσης και

Page 248: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

256 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

αντιστοιχίας. Τέλος, και σε απόλυτη συμφωνία με τη δομιστική αρχή

της ενότητας και μάλιστα της ταυτότητας «μορφής» και «περιεχομέ­

νου», οι «μορφικές» και οι «σημαντικές» δομές του κειμένου συνεξετά­

ζονται συνδυαστικά και το πόρισμα της ανάλυσης διατυπώνεται σ’ ένα

τριαδικό, ανοιχτό στην κλειστότητά του, όπως λέει ο ΙαΙαΛδοη,

δομικό σχήμα, το οποίο συμπεριλαμβάνει όλες τις μορφικές συνιστώσες

σε μια νέα «σημαντική» τριαδική συνισταμένη: «πραγματικό»-«φαντα-

στ ικό» - «υπερπραγματ ικό».

Ήδη σ’ αυτό το «κλασικό» παράδειγμα δομικής ανάλυσης του

ποιητικού κειμένου γίνονται κατάδηλες οι αδυναμίες και τα όρια,

αλλά, προπαντός, οι αντιφάσεις της αναλυτικής πράξης με τις

θεωρητικές διακηρύξεις της στρουκτουραλιστικής μεθόδου — αδυναμίες

και αντιφάσεις, που πάνε πολύ πέρα απ’ αυτές που διατύπωσε ο Μ.

ΚίδαίθίτΘ σε μια νέα ανάγνωση του ίδιου ποιήματος του ΒααάβΙαίΓβ

(1966):41

α) Η «πε£ΐγ£αφή > των δομών του ποιήματος στα διαφορετικά του

«επίπεδα» συνοδεύεται, βήμα προς βήμα, από σχόλια του «ερμηνευτή»

του, όπως λ.χ. (σ. 416): «Ρεγ οβϊϊβ 1>πΐδφΐ6 οδοίΗ&Ηοη, θ* άβ *οη θΐ

άβ Λθπιθ, 1θ άίδΐΐφΐβ Γβπιρίϋ ιιηβ ίοηοϋοη, φΐί η" βδί ραδ δ&ηδ

βνοςυβΓ οθΙΙθ (Γιιηβ πιοάυΐαίιίοη άπηδ ηηβ οοιηροδΐΐίοη ηιαδίοαίβ»* τα

σχόλια αυτά βρίσκονται, αυτονόητα, έξω από τις «δομές» του κειμένου

και το ίδιο το κείμενο και αποτελούν, κατάδηλα, μιαν ερμηνευτικη

παρέμβαση του μελετητή του κειμένου — μια ερμηνευτική παρέμβαση :

επιστημολογικά αναιτιολόγητη: Το ερώτημα «πώς περνάμε από την

[αντικειμενική] περιγραφή στην [υποκειμενική] κρίση» παραμένει,

όπως παρατήρησε ήδη ο ΚίΙ&ϊΘίτβ, αναπάντητο.42

β) Η ενδοκε^ενική, δομική ανάλυση του ποιήματος συμπληρώνε­

ται, αντίθετα προς Χις θεωρητικές της διακηρύξεις, με εξωκειμενικές

και διακειμενικές αναφορές (σ. 417-418) και αποκορυφώνεται σ’ ένα

«ερμηνευτικό» συμπέρασμα (σ. 418-419), που υπερακοντίζει σε υπο­

κειμενισμό, ώς την αυθαιρεσία, και το πιο ακραίο παράδειγμα της

παραδοσιακής ιμπρεσιονιστικής κριτικής.

γ) Έξω από τις δομές του κειμένου και το ίδιο το κείμενο βρίσκο­

νται και οι γλωσσολογικές (γραμματικές κ.ά.) και γραμματολογικές ί

Page 249: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 257

(μετρικές, ειδολογικές κ.ά.) κατηγορίες, δηλαδή ολόκληρος ο θεωρη-

τικός-επιστημολογικός εξοπλισμός, με τον οποίο επιχειρείται η νοη-

τική-«ερμηνευτική» προσέγγιση των δομών και των στοιχείων του

ποιήματος* η επιστημονική αυτή μεταγλώσσα, όπως και κάθε άλλη

εννοιακή γλώσσα, δεν μπορεί να είναι, όπως έχει επανειλημμένα

καταδειχτεί,43 απαλλαγμένη από το ιδεολογικό της φόρτισμα και,

συνεπόμενα, δεν μπορεί να είναι «αντικειμενική», δηλαδή ιστορικοκοι-

νωνικά ουδέτερη.

, δ) Ενώ η δεδηλωμένη πρόθεση του ΙαΙαΛδοη ήταν να εξακριβώσει

καί \Γ αποδείξει τη «λογοτεχνικότητα» ή «ποιητικότητα» ενός ορισμέ­

νου κειμένου, του «Εβδ οΗαίδ» του Ββ&υάβΙ&ΐΓβ, το κείμενο που

επέλεξε ήταν εκ των προτέρων, δηλαδή από τη λογοτεχνική παράδοση

και σύμβαση, λογοτο^Β^ χαι μάλιστα εντεταγμένο σ’ ένα ορισμένο

λογοτεχνικό είδος/το «σονέτο». >0 ίδιος ο «αναλυτής» του πλησίαζε το

αντικείμενό του με ορισμένες, έξω και πριν από το «κείμενο» δεδομέ­

νες, «αισθητικές» προϋποθέσεις. (Με τις ίδιες «αισθητικές» προϋποθέ­

σεις ο ίδιος ο Ιαίίοβδοη είχε διαπιστώσει ποιητικές δομές και στο «I

Ι&β Ι^θ», που δεν ήταν λογοτεχνικό κείμενο αλλά προεκλογικό

σύνθημα).

ε) Μερικές τουλάχιστον από τις μετρικές/στροφικές δομές του

ποιήματος, που διαπιστώνουν οι μελετητές του, δεν αποτελούν καμιάν

«εφεύρεση», δηλαδή νεωτερισμό του ποιητή του και καμιάν ιδιαιτερό­

τητα του συγκεκριμένου κειμένου, δηλαδή «απόκλιση» από τον

«κανόνα», αλλ’, αντίθετα, στοιχεία της «προϊστορίας» του είδους του:

του σονέτου — μ’ άλλα λόγια: δεν καθορίζονται από τη συγχρονική-

ενδοκειμενική ύπαρξή του αλλ’ από τη διαχρονική-διακειμενική του

παράδοση.

ζ) Τέλος, όπως και σε μερικές άλλες περιπτώσεις, έτσι και

αναφορικά μ’ αυτό το συγκεκριμένο (λογοτεχνικό-ποιητικό) κείμενο

διάφοροι μελετητές έχουν παρουσιάσει διαφορετικές «στρουκτουραλι­

στικές» αναλύσεις του,44 γεγονός που σημαίνει ότι ούτε μ’ αυτή τη

μέθοδο δεν μπορεί να εξασφαλιστεί μια γενική, απ’ όλους αποδεκτή

και με την έννοια αυτή «αντικειμενική» ερμηνεία του - η διαφορά

καθορίζεται από το ερμηνευτικό υποκείμενο: Όπως παρατήρησε ο Κ.

Page 250: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

258 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

δοΚοΙβδ συγκρίνοντας τις δύο πρώτες απ’ αυτές 0&1ωΙ)3οη/ΚίίΪ£ΐ-

Ιβιτβ),45 «η ανωτερότητα του Κϋϊ&ίβιτβ ως ερμηνευτή οφείλεται, όπως

κάθετι άλλο, στην ανώτερη γνώση του της γαλλικής λογοτεχνικής

παράδοσης και στην ικανότητά του να διαβάζει μ’ ευαισθησία με τον

τρόπο της “ Νέας Κριτικής” ».

Παρά τις αξιοσημείωτες διαφορές της από την εφαρμογή της στην

ποίηση, η εφαρμογή της στρουκτουραλιστικής μεθόδου στην ανάλυση

της αφήγησης παρουσιάζει βασικές μ’ αυτήν αναλογίες, που οφείλο-

νται στις κοινές τους θεωρητικές-επιστημολογικές αρχές* την πρώτη

κορύφωσή της σημείωσε στην κυρίαρχη χώρα του ευρωπαϊκού στρου­

κτουραλισμού, τη Γαλλία, στη δεκαετία του 1960 με το τεύχος αρ. 8

του περιοδικού «Οοιηιηαηίοαϋοηδ» (1966) με τον τίτλο «Αηα1γδβ

δΙπιοίιίΓαΙβ άιι Γόοι*», που θεωρήθηκε ως το μανιφέστο του γαλλικού

στρουκτουραλισμού.

Στο συλλογικό αυτό τόμο, που ενώνει, μαζί με μερικούς άλλους,

τις εργασίες των σημαντικότερων γάλλων εκπροσώπων της «Σχο-

λής», γίνεται πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στους πρωτοπόρους }&1ζθΙ>δοη

και Ι,όνί-δίΓ&υδδ φανερή η καταγωγή της στρουκτουραλιστικής μεθό­

δου στην ανάλυση της αφήγησης από τους ρώσους φορμαλιστές Β.

Τοιηαδβνδίά), V. δΗονδΙά) και, προπαντός, το V. ΡΐΌρρ.

Κ ’ εδώ οι διαφορές ανάμεσα στους διάφορους μελετητές είναι

τόσες, ώστε δε μας επιτρέπεται να κάνουμε λόγο για ε'να «μοντέλο»

δομικής ανάλυσης του αφηγηματικού κειμένου* η σύγχυση επιτείνεται

από τη χρήση μιας διαφορετικής, περίπλοκης και ιδιότροπης ορολο­

γίας όχι μόνο ανάμεσα σ’ αυτούς και τους άλλους θεωρητικούς αλλά

και μεταξύ τους και με τον ίδιο το —μεταγενέστερο— εαυτό τους.

Παρ’ όλ’ αυτά, θ& συγκρ,ατήσουμε εδώ τα κύρια σημεία και τις

εισαγωγικό δοκίμιο του ΒατίΗβδ στον παραπάνω τόμο:46

α) Η ανάλυση στηρίζεται στη θεμελιακή θεωρητική διάκριση ανά­

μεσα στην «ιστορία» (ίίδΐοίτβ), χια στοιχειώδη αφηγηματική δο^ή

που προϋπάρχει του κειμένου και που περιλαμβάνει μια λογική των

πράξεων και μια «σύνταξη» των προσώπων, και στο «λόγο», (άΐ-

δοοιίΓδ), την ενδοκειμενική, διάταξη του αφηγήματος, που περιλαμβά­

Page 251: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 259

νει τους «χρόνους» τις«απόψεις» (αδρβοΐδ), , δηλαδη τις οπτικές

γωνίες της αφήγησης, και τους «τρόπουο> (ιηοάβδ), δηλαδή τη

«δείξη» (ρΓβδβηίαίίοη) και τη «διήγηση» (ηοχτ&ϊίοη), της αφήγησης

και που αποτελεί την ((πραγματοποίησηΛ.χης-«.ιστορ.ίας)).* Στην ορολο­

γία αυτή αντιστοιχούν, πάντα κατά ζεύγη, οι όροι «ίηνβηΐίο» και

«άίδροδίίίο» της αρχαίας Ρητορικής, «Μ>ιι1α» (μύθος) και «δ^ζβί»

(θέμα) του ρωσικού φορμαλισμού, «δίοιγ» και «πατκιΐίοη» της αγγλο-

σαξωνικής θεωρίας της αφήγησης.

β) Ενώ η (δομική) γλωσσολογία σταματάει στη «φράση», η δομική

ανάλυση της αφήγησης ξεκινάει από τη στοιχειώδη αφηγηματική

μονάδα, την «ακολουθία» (δβφίβηοβ), που ορίζεται από τον ΒγθπιοικΙ

ως ο πυρήνας πράξης, που αποτελείται από τις φάσεις «αρχική

κατάσταση-δράση-αποτέλεσμα», και εκτείνεται σ’ ολόκληρο το

«λόγο» (άίδοοιίΓδ), που μπορεί να θεωρηθεί ως μία «φράση»: Το

«νόημα» του κειμένου το διατρέχει, όπως λέει ο Βαιΐΐιβδ, ολόκληρο.

γ) Σύμφωνα με τον ΡΓορρ («Η μορφολογία του παραμυθιού»

/«Μοι*£ο1ο§ΐ]α δΐίαζία», 1928), που ακολουθούν και στο σημείο αυτό ο

0Γ6ΪΐΏ<ΐδ και ο ΒγθιποικΙ, «τα μόνιμα, σταθερά στοιχεία του παραμυ­

θιού είναι οι λειτουργίες των δρώντων προσώπων, ανεξάρτητα από το

ποιοι και πώς τις επιτελούν».47 Ο ΡΓορρ, εξετάζοντας την «υπόθεση»

σ’ εκατό ρωσικά μαγικά παραμύθια, διαπίστωσε σ’ αυτά τριάντα μία

βασικές «λειτουργίες» (ίοηοΐΐοηδ), δηλαδή στοιχειώδεις μορφές πρά­

ξης ή κατάστασην των δρώντων προσώπων, όπως: απουσία (ενός

μέλους της οικογένειας από το σπίτι), απαγόρευση (που επιβάλλεται

στον ήρωα) κ.ά. Οι «λειτουργίες» αυτές εννοούνται και εξετάζονται

«δομικά», δηλαδή επί τη βάσει της θέσης τους στην αφήγηση και της

σχέσης τους μεταξύ τους και με το όλο. Το θεώρημα του ΡΐΌρρ

παρέλαβε, με μερικές τροποποιήσεις (αποδέσμευση των «λειτουργιών»

από την ορισμένη σειρά τους στην αφήγηση), στο «μοντέλο» του ο

ΒΓ6ΐηοη(1, επεκτείνοντάς το, ταυτόχρονα, στην ανάλυση οποιουδήποτε

αφηγηματικού κειμένου.

δ) Τα πρόσωπα της αφήγησης δεν εξετάζονται αυτά καθ’ εαυτά

αλλά μέσω των πράξεών τους: Σ?η «Μορφολογία του παραμυθιού» ο

ΡΐΌρρ είχε διακρίνει στα ρωσικά μαγικά παραμύθια εφτά τύπους

Page 252: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

260 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΊΑ

δρώντων προσώπων, εφτά «κύκλους δράσης», όπως τους έλεγε, σύμ­

φωνα με την κατανομή των «λειτουργιών» σ’ αυτά: ανταγωνιστής/

κακοποιός, δωρητής/προμηθευτής, βοηθός κ.τ.λ. Ξεκινώντας από τη

διάκριση αυτή του ΡΐΌρρ και διασταυρώνοντάς την με τις θέσεις του

ΐϋβηηβ δοιιπαιι για τις «δραματικές καταστάσεις» (1950), ο Ογθ]-

ιη&δ διατυπώνει το θεώρημα για την ύπαρξη, στο επίπεδο της «γραμ­

ματικής της αφήγησης», έξη βασικών «δρώντων στοιχείων» (αοί&ηίδ),

δομημένων σε δυαδικές αντιθετικές σχέσεις: υποκείμενο (δΐ^βΐ) -

^αντικείμ^ο (οΐ ’βΐ)· αποστολέας (άβδίίηαίβιιι·) - αποδέκτης (άβδϋηα-

ϊοίτβ)’ αντίπαλος (ορροδ&ηΐ:) - συνεργός (αφ’αν&ηϊ).

Αυτά τα «δρώντα στοιχεία»,αντίστοιχα με τους θεατρικούς

«ρόλους», «πραγματοποιούνται», πάντα σύμφωνα με τον θΓβίιη&δ; στο

επίπεδο του «λόγου» (άίδοοιίΓδ), στα πρόσωπα του αφηγήματος, τους

«δράστες» (αοίβιΐΓδ), όπως: πατέρας, γιος, ιερέας, υπηρέτης κ.τ.λ. Οι

«δράστες» μπορούν να ενσαρκώνουν ένα ή περισσότερα «δρώντα στοι­

χεία», δηλαδή διαφορετικούς «ρόλους» — και αντίστροφα: ένα «δρων

στοιχείο» μπορεί να πραγματοποιείται, στο ίδιο αφήγημα, σε διαφορε­

τικούς «δράστες»· το «δρων στοιχείο» παραμένει, στην επανάληψή

του, σταθερό — μεταβλητή είναι μόνο η εκάστοτε «πραγματοποίησή»

του. Τη διάκριση αυτή του ΟΓβΐιηαδ ακολουθεί, βασικά, ο ΤοάοΐΌν

στην ανάλυσή του των «Οπίδοηδ άαη§ΘΓβιΐδ6δ» του ΟΗοάβιΙοδ άβ

Ι&οΐοδ, που δημοσιεύεται στον ίδιο τόμο των «ΟοπιιιιιιηίοαΗοηδ».

ε ) ϋ ^ ^ (ίηΙβ τίΐΗοη) ίπ «συνοχή» (οοΐιβ-

Γβηοβ) του αφηγηματικού κειμένου εξασφαλίζεται από την ιδιότητα

εκείνη του «λόγρφ) (άίδοοιίΓδ), που ο ΟΓβίπι δ ονόμασε «ισοτοπία»

(ίδοίορίβ) έναν όρο, που δανείστηκε από τις φυσικομαθηματικές

επιστήμες: ^0^6Η~-σ£^ια^^<ακρ (δβφίβηοβ) η. ταυτότητα του

νοήματος δηλώνεται„α % & ^ (οΐαδδβπιβ),

από το οποίο εξαρτώνται, τ& —υποκείμενα— «σημήματα» (δβιηβηθδ) και

με τη μεσολάβηση του οποίου αίρεται μια ενδεχόμενη «πολυσημία»

των «σημημάτων» της «φράσης», έτσι και σ’ ένα κείμενο η ενρχητα

του νοήματος εξασφαλίζεται από μερικά «ταξήματα», δηλαδή από

μερικές υπερκείμενες έννοιες, που επαναλαμβάνονται στα διάφορα

σημεία του κειμένου και που με τη βοήθειά τους η επιμέρους «ακολου-

Page 253: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 261

θία» αποκτά το συγκεκριμένο νόημά της και ολόκληρο.το κείμενο τη

νοηματική του «συνοχή».

Για μια κριτική αναθεώρηση των παραπάνω βασικών θέσεων της

δομικής ανάλυσης του αφηγηματικού κειμένου θα μπορούσαν να διατυ­

πωθούν μερικές παρατηρήσεις:

α) Ενώ ο ΡΓορρ είχε εξετάσει αναλυτικά το κείμενο εκατό περίπου

ρωσικών μαγικών παραμυθιών από την παλαιά συλλογή του Α. Ν.

Α&η&δβν, για να εξαγάγει τους αφηγηματικούς «νόμους» που τα

διέπουν, οι γάλλοι δομιστές διάδοχοί του κατασκεύασαν εκ των

προτέρων, σ’ ένα εντελώς αφηρημένο προκειμενικό, προγλωσσικό

επίπεδο, στο επίπεδο της «γραμματικής της αφήγησης», ένα θεωρη­

τικό «μοντέλο», το οποίο πρότειναν, και εν μέρει χρησιμοποίησαν και

οι ίδιοι, ως ένα ραδδβ-ρατϊοιιί, με το οποίο θ’ «ανοιγόταν» ερμηνευτικά

οποιοδήποτε, και λαϊκό και έντεχνο, αφηγηματικό κείμενο, όλων των

λαών και όλων των εποχών. Σ ’ αντίθεση δηλαδή με την επαγωγική

ερευνητική μέθοδο του ΡΓορρ, οι γάλλοι «μαθητές» του ακολούθησαν

μια μέθοδο αναγωγική: τα κείμενα, οποιαδήποτε κείμενα, ακόμα και

τα ποιητικά σε μερικούς νεότερους ακολούθους τους, καλούνταν έπειτα

να επαληθεύσουν εκ των υστέρων το θεωρητικό τους «μοντέλο».

Ο σχετικός μεθοδολογικός προβληματισμός του Βατώβδ,48 σύμφωνα

με τον οποίο η επαγωγική-αναλυτική μέθοδος θ’ αποδεικνυόταν ανε­

φάρμοστη, αφού τα συγκεκριμένα «αφηγήματα» (ΐΓΘοίίδ) είναι αριθμη­

τικά ανεξάντλητα, είναι επιστημολογικά ανίσχυρος, επειδή ο περιορι­

σμός της ανάλυσης σ’ έναν ορισμένο αριθμό κειμένων μπορεί να

αιτιολογηθεί μεθοδολογικά, όπως ακριβώς είχε κάνει στην προδρομική

μελέτη του ο ΡΓορρ, στρεφόμενος μάλιστα ρητά εναντίον της αναγω­

γικής μεθόδου, που είχαν ακολουθήσει οι προηγούμενοι απ’ αυτόν

μελετητές.49 Στον τόμο τουλάχιστον αυτό των «ΟοιηιηιιηίοαΗοηδ»

μόνο ο ΤοάοΓον επιχειρεί να δοκιμάσει το θεωρητικό του «μοντέλο» σ’

ένα ορισμένο κείμενο, το «Οαίδοηδ άαη§6Γ6ΐΐδ6δ» του Ι&οΐοδ, και

αργότερα μόνο μερικοί από τους γάλλους δομιστές θα εφαρμόσουν, με

σημαντικές όμως μετατροπές, τη «μέθοδό» τους αναλυτικά σε συγκε­

κριμένα αφηγηματικά κείμενα, όπως λ.χ. ο ΒαιΐΙιβδ στη νουβέλα

«δαηταδΗΐΘ» του Βαίζαο («δ/Ζ», 1970) ή ο ΤοάοΓον στο «Δεκαήμερο»

Page 254: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

262 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

του Βοκκακίου, στο «Χίλιες και μία νύχτες» κ.ά. («ΡοβΗφίβ άβ Ια

ρπ>δθ», 1971).

β) Ενώ οι πρώτοι γάλλοι δομιστές επιθυμούσαν «να δουν όλα τα

αφηγήματα του κόσμου σε μία και μόνη δομή», το συγκεκριμένο κείμενο,

για το οποίο μάχονταν, δεδηλωμένα, οι ίδιοι Θεωρητικοί, έχανε, όπως

ομολογούσε με κάποια καθυστέρηση ο ίδιος ο Β&ι*ώθδ (1970),50 την

οποιαδήποτε, ιστορική, ειδολογική και αισθητική του ιδιαιτερότητα.

Έτσι λ.χ., ενώ η τυποποίηση των «δρώντων προσώπων» στο μαγικό

παραμύθι από τον Ρτορρ υποβαλλόταν και επιβαλλόταν από την

επαναληπτικότητα και την εναλλακτικότητά τους (γριά, βασιλιάς,

πριγκήπισσα, ήρωας κ.τ.λ.), η μηχανική μεταφορά του «μοντέλου» του

στο αστικό μυθιστόρημα επρόκειτο ν’ απογυμνώσει τα πρόσωπά του από

την —ιστορικά δεδομένη και εννοημένη— αστική τους ατομικότητα.

γ) Η όψιμη διακήρυξη του ΟΓβίιηαδ («ϋυ δβηδ II», 1983):51 «η

αφηγηματική γραμματική γεννάει (^βηβΓθ) αφηγηματικά αντικείμενα

(«= αφηγήματα), εννοημένα ως αφηγηματικές επιλογές με στόχο την

έκφανσή της» προδίδει την καταγωγή της από την εγελιανή ή μάλλον

την πλατωνική «Ιδέα» και, ταυτόχρονα, το συγκεκαλυμμένο .ιδεαλισμό

του φορέα της.

δ) Εξωκειμενική είναι, επιπλέον, όπως και στους πρώτους δομιστές

του ποιητικού κειμένου, η κατηγοριοποίηση των «δομικών στοιχείων»

της αφήγησης και σ’ αυτούς τους γάλλους θεωρητικούς, όπως λ.χ. τα

κατηγορήματα με τα οποία εφοδιάζει τα στοιχεία της αφήγησης ο

ΤοάοΓον στην ανάλυση των «ϋαίδοηδ ά&η§βΓβιΐδβδ» στον ίδιο τόμο των

«ΟοΐΉπιιιηίοαΗοηδ» (σ. 136-137). Έξω από το κείμενο, δηλαδή από το

θεωρητικό-πολιτισμικό «κόσμο» του μελετητή, προέρχονται, πολύ περισ­

σότερο, και τα «ερμηνευτικά» σχόλια (οοπιπιβηίαίΓβδ), που επισυνάπτει

ο ΟΓβίιηαδ στη δική του θεωρητική συμβολή (σ. 44-48 κ.ά.). Όπως

έδειξα παραπάνω και όπως είναι σήμερα κοινό αποδεκτό, ούτε οι

ερμηνευτικές κατηγορίες ούτε τα ερμηνευτικά σχόλια, και τα δύο

εκφάνσεις της θεωρητικής μεταγλώσσας, είναι απαλλαγμένα από το

ιδεολογικό-κοσμοθεωρητικό τους φόρτισμα. Επομένως, το αίτημα της

«αντικειμενικότητας» αποκαλύπτεται κ’ εδώ ως ένα «επιστημολογικό»

(για την ακρίβεια: επιστημονικιστικό) ιδεολόγημα.

Page 255: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 263

ε) Αλλά και το αίτημα της «επιστημονικότητας», που προβάλλε­

ται από τους ίδιους θεωρητικούς, αποκαλύπτεται, και μάλιστα με τη

δική τους βοήθεια, ως ένας απροκάλυπτος νεοθετικισμός: Η δήλωση

του ΒγθϊϊιοικΙ (Οοπιπιιιηίο&ίίοηδ. 8, σ. 66): «... το σχέδιο της

κατάταξης των κόσμων (ιιηίνθΓδ) του αφηγήματος, θεμελιωμένης

πάνω σε δομικά χαρακτηριστικά εξίσου ακριβή όπως αυτά που χρησι­

μεύουν στους βοτανολόγους ή στους φυσιοδίφες, για να ορίσουν τα

αντικείμενα της μελέτης τους, παύει να είναι χιμαιρικό», παρόλο που

είναι, και αυτό, δανεισμένο από τον ΡΐΌρρ, παραμένει μια νεοθετικι-

στική ουτοπία, γιατί στο ρώσο πρόδρομο η «μορφολογική» μέθοδος, που

την είχε εμπνευσθεί, δεδηλωμένα, με τη σειρά του από το «βοτανο­

λόγο» και «φυσιοδίφη» Οοβώβ, αιτιολογούσε την ίδια την περιγρα-

φική-εμπειρική βάση της ερευνητικής του εργασίας — και δικαιωνόταν

απ’ αυτήν. ν '

Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι, όπως και οι παραδοσιακές

μέθοδοι και παραλλαγές της «ενδοκειμενικής ανάγνωσης» (ίηΐηηδΐο

Γβαάίπξ), έτσι και η αυστηρή και θεωρητικά-επιστημολογικά συνεπής

με τον εαυτό της ενδοκειμενική στρουκτουραλιστική ανάλυση αποδει-

κνύεται στην πράξη αδύνατη. 'Οπως παρατήρησε στα 1975 ο Κ.

Ρο\ν1βΓ, οι πρώτες εκείνες στρουκτουραλιστικές αναλύσεις ποιητικών

κειμένων «απέχουν πολύ από την ερμηνεία* τα ποιήματα έχαναν,

κατά παράδοξο τρόπο, το νόημά τους, ενώ - υποβάλλονταν σε μια

τεχνική, που υπετίθετο ότι θ’ αποκάλυπτε το νόημά τους».52

Αλλά ήδη στα 1965/1966 ένας από τους πρώτους κριτικούς των

γάλλων στρουκτουραλιστών, ο Ρ. ΜαοΗβΓβγ («Ροιιγ υηβ Λέοηβ άβ Ια

ρΓοάιιοϋοη ΙϋίβΓαΐΓθ», 1966), είχε αντιπαραθέσει στους κοσμοθεωρη­

τικούς του αντιπάλους: «Πραγματικά, μια γνήσια αναλυση""δεν μπορεί

να μένει με^"^ο1^πκειμενο της, να λέει μ’ άλλα λόγια αυτό που

έχει ήδη ειπωθεί. [...] Αλλά (να λέει] αυτήν την προϋπόθεση (οοηάΐ-

Ηοη), χωρίς^τηνοποία το έργο.,δε„.θα,~μπορούσε να υπάρξει»*53 αυτήν

την εξωκειμενική-προκειμενική «προϋπόθεση» κειμένου/έργ^μ ο

ΜαοΗβΓβχ την προσδιορίζει ως «ιδεολογία» — ως προκειμενική-προ-

γλωσσική αναπαράσταση της πραγματικότητας.

Ως διαμεσολάβηση (ιηβ<1ίαϋοη) ανάμεσα στο έργο και τις κοινωνι-

Page 256: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

264 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

κές, οικονομικές και πολιτικές δομές βλέπει την ερμηνεία του έργου/

κειμένου δεκαπέντε χρόνια αργότερα ο Ρ. ί&ιηβδοη («ΤΗβ Ροΐΐΐίο&ΐ

ϋηοοηοίοιίδ», 1981): Ο άμεσος στόχος της ερμηνείας, δεν είναι και

γΓ αυτόν, σχεδόν ταυτόσημα με το ΜαοΗβΓβγ, η ίδια η κοινωνική,

οικονομική, ταξική κ.τ.λ. δομή, αλλά τα —εξωκειμενικά- «ιδεολογή­

ματα» (ίάβοΙο^ΘΠίΘδ), «μικροσκοπικές μονάδες», «αμφίβια μορφώ­

ματα», που εμπεριέχουν ταυτόχρονα μιαν «ιδέα σε μιαν εμβρυωδώς

αφηγηματική μορφή» (ρΐΌΐοηαιτ&ϋνβ).54

Η ενδοκειμενική ανάλυση του κειμένου ως μια προκαταρκτική

φάση προς τη συνθετική ερμηνεία του δεν μπορεί βέβαια ν’ αποκλει*

στεί - κάθε _ά^λο;..„Εδώ. . ακριβώς, στην «εργαλειακότητά» τους,

έγκειται το θετικότερο σημείο όλων των δομιστικών εργασιών από

τις αρχές της δεκαετίας του 1980 ώς τις μέρες μας. Ταυτόχρονα

όμως φαίνεται να εγκαταλείπεται η εφαρμογή ενός αυστηρά σχημα­

τικού αναλυτικού «μοντέλου», όπως αυτά που είχαν προτείνει λ.χ. ο

ΒγθπιοιηΙ ή ο ΟΓβίιηαδ· αντ’ αυτού επικρατεί η άποψη της διατύπω­

σές των βασικών ενεργειών και κανόνων της,

σης, όπως λ.χ. οι ενέργειες και οι κανόνες που απαριθμεί , ο^Χ

Ιχ>ίιηαη από μια προωθημένη νεοστρουκτουραλιστ ική-σημε ι&λργΑκή.·

1. Καταμερισμός του κειμένου σε επίπεδα και ομάδες, που αντι­

στοιχούν στα συνταγματικά τμήματα των επιμέρους στοιχείων τους.

2. Καταμερισμός του κειμένου σε επίπεδα και ομάδες που αντι­

στοιχούν στα «σημαντικά» (σημασιολογικά) τμήματα του κειμένου

(του τύπου: «μορφές του ήρωα»), ιδιαίτερα κατά την ανάλυση πεζών

κειμένων.

3. Επεξεργασία όλων των ζευγών των επαναλήψεων («ισοτι-'

μιών»).

4. Επεξεργασία όλων των ζευγών «γειτνίασης».

5. Επεξεργασία των επαναλήψεων με τη μεγαλύτερη ισχύ ισοτι­

μίας.

6. Εξασφάλιση των ισότιμων «σημαντικών» (σημασιολογικών)

ζευγών με στόχο την επεξεργασία των διακριτικών «σημαντικών»

χαρακτηριστικών και των βασικών «σημαντικών» αντιθέσεων του

Page 257: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 265

κειμένου, σύμφωνα με όλα τα βασικά επίπεδα. Εξέταση της σημασιο-

δότησης των γραμματικών κατασκευών.

7. Αξιολόγηση της δεδομένης δομής της συνταγματικής διάταξης

καθώς επίσης και των σημασιολογικά αξιοσημείωτων αποκλίσεων απ’

αυτήν στα ζεύγη συνάφειας. Εξέταση της σημασιοδότησης των συντα­

κτικών κατασκευών.

Δύο αρμόδιοι μελετητές υποδεικνύουν τη διπλή κατεύθυνση, προς

την οποία πρέπει να στραφεί, αναγκαστικά, η ανάλυση του κειμένου:

«Στην προετοιμασία για την ανάγνωση ενός ποιήματος, ο στρουκτου­

ραλισμός μπορεί να παίξει έναν ισχυρό εκπαιδευτικό ρόλο. [...] Αλλά

δεν πρόκειται να διαβάσει το ποίημα για μας. Αυτό πρέπει να το

κάνουμε εμείς για λογαριασμό μιας», παρατηρούσε συμπερασματικά ο

Κ. δοΐιοΐβδ στην Εισαγωγή του στο «Στρουκτουραλισμό στη λογοτε­

χνία» («5ίταο1ιΐΓα1ί&η ίη ΟΐβΓαίιΐΓβ», 1974).56 Και ο ΟΓβίηιαδ εγκαι­

νίαζε στα 1966 τη θητεία του στις σημασιολογικές έρευνες με μια

τολμηρή υποθήκη, που δεν επρόκειτο, ούτε αυτός, ούτε οι πρώτοι

δομιστές συνοδοιπόροι του να μεταβάλουν σε πράξη: «Χωρίς ν’ απο­

κλείει κάθε αναφορά στο συγκείμενο (οοηΐθχΐβ), η περιγραφή των

μύθων οδηγήθηκε στη χρησιμοποίηση των εξωκειμενικών πληροφο­

ριών, χωρίς τις οποίες η αποκατάσταση της αφηγηματικής ισοτοπίας

θα ήταν αδύνατη».57

Αν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε, μεταλειτουργώντας την

ριζοσπαστικά, την ορολογία της νεότερης, σωσ,συριανής προελευσης

γλωσσολογίας, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το «κείμενο» δεν

είναι παρά το «σημαίνον» (δί^πίβαηΟ

«σημαινόμενό» της (δί ηίίϊβ) αποτελείται .από., τά. «είωκείμενο))

. Ένα νέο επιστημολογικό «παράδειγμα» για την ανάλυσΊ ^και τγ)ν

ερμηνεία του κειμένου αποτέλεσε, ήδη ( πρ τη δεκαετία του 1960^η

ζ^σημειολογια^σ^μειωτική) και ιδιαίτερα οι νεότερες τάσεις της κοινω­

νικής σημειολογίας. Επειδή στα πλαίσια της σύγχρονης σημειολογίας

δεν έχει διαμορφωθεί μια ενιαία μέθοδος ή τεχνική, θα παρακολουθή­

σουμε τα κύρια σημεία της θεωρίας της και της εφαρμογής της στην

ανάλυση και την ερμηνεία του κειμένου επί τη βάσει μιας ενδεικτικής

επιλογής από το έργο μερικών από τους κυριότερους εκπροσώπους της.

Page 258: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

266 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΊΑ

Όπως και στο στρουκτουραλισμό, έτσι και στη σημειολογία του

(λογοτεχνικού) κειμένου οι βασικές αποκλίσεις ανάμεσα στους επιμέ­

ρους φορείς της οφείλονται περισσότερο και μπορούν ν’ αναχθούν

κυρίως στις διαφορετικές εθνικές σχολές, τη γαλλική, την αγγλοσα-

ξωνική,. την ιταλική και τη σοβιετική, στις οποίες ανήκουν και οι

οποίες καθορίστηκαν από τη διαφορετική τους καταγωγή και παρά­

δοση.

Στη γαλλική σημειολογία (δβΐϊΐίο1ο£ίβ), όπως διαμορφώθηκε από

τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και τις αρχές της δεκαετίας του

1960 με τους κύριους εκπροσώπους της (ΒαιΐΗβδ, ΟΓβίπιαδ, ΤόάοΐΌν,

ΟβηβΉβ, Κηδίβνα), η καταγωγή της από τη σωσσυριανή γλωσσολο­

γία τη μετέβαλε εξαρχής σε μια παραλλαγή της στρουκτουραλιστικής

θεωρίας με την επίφαση μιας σημειολογικής ορολογίας· σύμφωνα

μάλιστα με τη δήλωση του πρωτεργάτη της Κ. ΒατΛβδ («έίβιηβηΐδ

άβ δέιηίο1ο£ίβ», 1964) και αντίθετα από τις τάσεις της σύγχρονης

σημειολογίας, η —γαλλική— «σημειολογία εννοείται ως μέρος της

[σωσσυριανής] γλωσσολογίας», επιφορτισμένη ιδιαίτερα με τις «£Γ&η-

άβδ δϊ ηίίϊ&ηΐβδ άιι άίδοοιίΓδ».58

Ο Β&τΑβδ παρουσίασε, λίγα χρόνια αργότερα, κ’ ένα από τα

πρώτα και πιο αξιόλογα δείγματα σημειολογικής ανάλυσης. ιεάναΐ.σε

στρουκτουραλιστική βάση, ενός πεζού κειμένου, της νουβέλας «δΕίτα-

δίηβ» του Η. άβ Βαίζαο («5/Ζ», 1970). Η ανάλυση στηρίζεται στην

κατάτμηση του κειμένου σε 561 αφηγηματικές μονάδες, τις Ιβχίβδ,

όπως τις λέει ο Β&τΛβδ, και διεκπεραιώνεται με τη βοήθεια πέντε

«κωδίκων», τους οποίους ο ΒαιΆβδ είχε ήδη εντοπίσει στις τρεις πρώ­

τες ενότητες (Ιβχίβδ) του κείμενου* ο σημαντικότερος απ’ αυτούς τους

«κώδικες» είναι, φαίνεται, ο κώδικας των «πράξεων» (αοϊίοηδ) της

αφήγησης, των οποίων μάλιστα επισυνάπτεται στο τέλος του βιβλίου

(σ. 259-263) κ’ ένας συνοπτικός κατάλογος. Η ανάλυση του κειμένου

συνίσταται αποκλειστικά στο «σημασ ιολογ ικό» σχολιασμό-χαρακτηρι-

σμό των 561 ενοτήτων του, μίας προς μία, ενώ ο μελετητής του

παραιτείται από τη σημασιοδότηση του έργου στο σύνολό του, διαπι­

στώνοντας απλά την άρνηση του -κλασικού- «σκεπτικού» (ρβηδίί)

κειμένου να παραδώσει το ολικό ^αι τελικό του νόημα (σ. 222-223).

Page 259: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΤΜΕΝΟΥ 267

Είναι πολύ γαοακτηριστικό για τη σημε ιολογ ική αυτή ανάλυση του

αφηγηματικού κειμένου ότι, σ’ αντιδεση^^ στρουκτουραλιστική

ανάλυση του ποιητικού κειμένου, όπως την παρακολουθήσαμε παρα­

πάνω, σ’ αυτήν δε συμπεριλαμβάνονταικαθόλου οι «συντακτικές»

δομές, η «φωνητική» οργάνωση ή άλλα καθαρά,,μορφικά στοιχεία του

κειμένου, ενώ όχι μόνο ο «σχολιασμός» του αλλά και η ο^λή

κατατμησή του σ’ έναν ορισμένο αριθμό «ενοτήτων» είναι, σύμφωνα με

την^ομολογία του ίδιου του μελετητή του (σ. 20), «αυθαίρετη»

(ατΙ)ϋΓαίΓ6), δηλαδή (μετα)θεωρητικά αναιτιολόγητη. Σημαντικότερο

όμως είναι το γεγονός ότι, ενώ ο Βατώβδ χρησιμοποιεί ως πέμπτο

"σημειωτικό κώδικα τον κώδικα της «αναφοράς» (ΓβίβΓθηοβ), δηλαδή

της παραπομπής του κειμένου σ’ εξωκειμενικές «πολιτισμικές» (οαΐία-

Γβΐΐβδ), και ιδεολογικές θα πρόσθετα, συνάφειες, ο ίδιος παραιτείται

οικειοθελώς (σ. 27) από την «ανασύσταση» (ΓβοοηδΙηιοίίοη) αυτής

ακριβώς της πολιτισμικής — κα,ι ιδεολογικής — συνάφειας του κει­

μένου.

Στα 1979 ακόμα, ο Μ. Κίβ&ίβιτβ («Ι& ρΓοάυοΐίοη άυ ίβχίβ»,

1979) θεωρεί την εξωκειμενική αναφορά (ΓβίβΓβηΙ/ΓβίθΓβηοβ) του

κειμένου ως μιαν απλή «εκλογίκευση» (Γαΐίοηαΐίδαϋοη) του αναγνώ-

στη-μελετητή του και συμπεραίνει: «Απ’ αυτό συνάγεται, πράγματι,

ότι η [εξωκειμενική] αναφορά δεν ενδιαφέρει τον αναλυτή [του κειμέ­

νου], και ότι δεν παρουσιάζει κανένα πλεονέκτημα για τον κριτικό να

συγκρίνει τη λογοτεχνική έκφραση με την πραγματικότητα και να

αξιολογεί το έργό δυνάμει αυτής της σύγκρισης».59

Το στοιχείο της «εξωκειμενικής» αναφοράς του «σημείου» — και του

κειμένου ως σημείου - αναγνωρίζει, πολύ εντονότερα από τον ΒατΑβδ,

ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της ιταλικής σχολής της σημειολογίας

ϋ. Εοο, αφού η δική του σημειολογία έχει, δεδηλωμένα, ως αφετηρία

της το «παράδειγμα» της πειρσιανής σημειωτικής. Όμως, στο σημα­

ντικότερο θεωρητικό του έργο («ΤϊαΚαίο άί δβπποΐίοα §βηβΓα1β»,

1975) ο Εοο, ενώ ομολογεί ότι το πρόβλημα των εξωσημειωτικών

αναφορών είναι «τεράστιας σημασίας» (βηοπη&ιηβηΐβ ίιηροιί&ηίβ),

δηλώνει, ταυτόχρονα, ότι η λύση αυτού του προβλήματος «βρίσκεται

έξω από το κατώφλι της σημειολογίας» (σ. 379).

Page 260: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

268 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Ο Εοο, που είχε ήδη αφιερώσει ένα μικρό μέρος αυτού του μεγάλου

έργου του στο σημειωτικό — και ερμηνευτικό - υποκείμενο, θα εξετάσει

συστηματικότερα το κεντρικό για την ερμηνευτική του κείμενου αυτό

θέμα στο νεότερο έργο του «Ι β0(:0Γ ίη Μηιία» (1979). Όμως, κ’ εδώ

απουσιάζει μια (μετα)θεωρητική θεμελίωση του ρόλου του «αναγνώ­

στη» στην ερμηνευτική-αναλυτική πράξη. Έτσι, η παραδειγματική

εφαρμογή από τον Εοο των θεωρητικών του θέσεων σε δύο κείμενα,

ένα ποιητικό, το «ΤΗ© ΤοοΛ ΜθΓοΗαηΙ:» του Ογηΐδ Α. διι1ζΙ)6Γ£θΓ, κ’

ένα πεζό, το «ϋη ώταπίΘ Βίβη ραπδίβη» του Αίρΐιοπδβ Αΐΐαίδ (σ. 186-

193, 194-218), δε διαφέρει ουσιαστικά από μια παραδοσιακή ανάλυση

του κειμένου — ούτε καν στο ρόλο του «Ιοοϊογ ίη ίαβιιία»: Όπως και

στην παλαιά, ιμπρεσιονιστική ανάγνωση του κειμένου, έτσι κ’ εδώ οι

κατηγοριοποιήσεις των στοιχείων του κειμένου εκ μέρους του «ΙβίΙοΓβ

ιηοάθΐΐο» του Εοο (σ. 194) ή του «αρχιαναγνώστη» (ατοΗίΙοοίβιΐΓ) του

ΚίβαΙοΐΎθ, όπως «δωμάτια της αμαρτίας» (σ. 191) για τους «ιδιαίτε­

ρους χώρους» του οίκου ανοχής στο ποίημα του 5ιι1ζΙ>6γ§6ι·, προέρχο­

νται από τον πολιτισμικό και ιδεολογικό «κόσμο» του ερμηνευτικού

υποκειμένου και παραμένουν, όπως και στους στρουκτουραλιστές προ-

κατόχους του, (μετα)θεωρητικά αθεμελίωτες και, επομένως, όπως θα

έλεγε ο Β&ιΆβδ, «αυθαίρετες» (ατΜίΓοίτοδ).

Ο }. Η &βοπηαδ είνε εύστοχα διατυπώσει, ήδη στα 1968, το

ερμηνευτικό αίτημα («ΕΑβηηΙηίδ υηά ΙηίβΓθδδβ», 91988, σ. 228):

55Καερμη ν ε ία μπορεί τότε μόνο να πετύχε ι και να διαπεράσει το

αντικείμενό της, όταν ο ερμηνευτής αντανακλά ταυτόχρονα το αντι­

κείμενο και τον ίδιο τον εαυτό του, ως στιγμές της αντικειμενικής

συνάφειας, που περιλαμβάνει, κάνοντάς τα δυνατά, και τα δύο».

Και είναι ακριβώς αυτό το συγκεκριμένο-εμπειρικό υποκείμενο,

που, χάρη στην πολιτιστική του περιουσία, την «εγκυκλοπαίδεια» του,

όπως λέει ο Εοο, και παρά την απουσία της (μετα)θεωρητικής

αυτοαντανάκλασής του, κάνει πολύ αξιοπρόσεχτη και αυτή την ανά-

λυση-ερμηνεία, όπως και τις αντίστοιχες αναλύσεις συγκεκριμένων

κειμένων από άλλους επαγγελματίες «αρχιαναγνώστες» (ΒατΑβδ,

Ηίβ&ΙβϊΤβ, ΤοάοΓον, Οβηβϋβ κ.ά.) αλλά και από μερικούς γερμανούς

μαθητές τους, όπως η «παραδειγματική» ανάλυση του ποιήματος

Page 261: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 269

«ϋβΓ ΜαηηοΓίαιαΗβ)) του Ο.Ρ. ΜβγθΓ, με την οποία κατακλείει τη

συστηματική διαπραγμάτευσή του ο Μ. Τίίζιηαηη («δίπιΙζίιΐΓ&Ιβ

ΤθχίαηαΐΥδβ», 1977* 21989, σ. 404-445).

Νέες δυνατότητες για την ενσωμάτωση των εξωκειμενικών παρα­

γόντων στην ανάλυση και την ερμηνεία του κειμένου προσφέρει, από

τη δεκαετία του 1970, η σημειολογία πειρσιανής καταγωγής: Ενώ ο

Ρ. άβ 3αιΐδ5ΐΐΓ6 περιόριζε το αντικείμενο της γλωσσολογίας (και της

σημειολογίας) στις -δομικές— σχέσεις μεταξύ των «σημαινόντων»

(δί^ηίβαηΐδ), πετώντας, σύμφωνα με τη δραστική διατύπωση των Η.

Ηοά§0 και Ο. ΚΓβδδ («δοοίβΐ δβπιίοϋοδ», 1988, σ. 15-18), στο

«σκουπιδοτενεκέ» τις γλωσσολογικές και σημειολογικές κατηγορίες

«ρατοΐβ», «άίαοΙίΓΟίιίβ», «δγη1&§πΐ6», «δί^πίβοαϋοπ» και, προπαντός,

τη «ΓόίέΓβηοθ» στα «θχϊτ&δβπποΐΐο ρΗαβποπίθηα» (πολιτισμός, κοινω­

νία, πολιτική), ην «σημειωτική» (δβιηίοϋοδ) που ανάγει την κατα­

γωγή της στο σύγχρονο του δαιΐδδΐΐΓβ αμερικανό φιλόσοφο Ο.δ. ΡβίΓΟβ

(1839-1914) έστρεψε το ενδιαφέρον της στην περιγραφή του «σημαι-

νομένου» (δί^πΐβέ), χωρίς ν’ αρνείται τη βασική έννοια της «δομής».

Σ ’ αντίθεση με τη διχοτόμηση του αντικειμένου από το Ρ. άβ

δαιΐδδΐΐΓβ σε «δί§ηίβ&ηί»/«δί^ηίβέ», «Ιαπ^υβ»/«ρατοΐβ, «δγηο1ΐΓοηίθ»/

«άίαοΙίΓοηίβ» και την πρακτική απόρριψη του δεύτερου σκέλους της, ο

Ο.δ. ΡβίΓΟβ πρότεινε έναν τριαδικό ορισμό της «σημείωσης» ως

συνεργασίας τριών στοιχείων: του «σημείου» (δί§η), του «ερμηνεύμα­

τος» (ΐηΐθΓρΓθΙαηΐ) και του «αντικειμένου» (οΐ^βοΐ) του. Παρόλο που

το δεύτερο ιδίως στοιχείο της πειρσιανής σημειωτικής, η έννοια του

«ερμηνεύματος», δημιούργησε στους διαδόχους του ΡβίΓΟβ μια σειρά

προβλημάτων για τον ακριβέστερο καθορισμό του περιεχομένου του,

είναι φανερό ότι το «σημείο» του Ρθηόθ συμπεριλαμβάνει, εκτός από

το «σημαίνον» του δαιΐδδΐΐΓΘ, και την «αναπαράσταση» του «σημαίνο­

ντος» με άλλο ή άλλα «σημεία» και την «αναφορά» (ΓθίβΓβηοβ) στο

«αντικείμενο» (οβ)6θί) της «σημείωσης» - που μπορεί να είναι ένα

φυσικό-υλικό πράγμα, μια ιδέα ή ένα ψυχικό-φανταστικό στοιχείο.

Την αδυναμία της πειρσιανής σημειωτικής, που αντιλαμβάνεται

την πράξη της σημείωσης ως ένα ατομικό «ψυχολογικό γεγονός»,

υπερβαίνει λίγες δεκαετίες αργότερα με την κριτική του αναίρεση της

Page 262: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

270 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

γλωσσολογίας και σημειολογίας του δαιΐδδΐΐΓβ ο σοβιετικός γλωσσολό­

γος και σημειολόγος V. Ν. νο1ο§ίηον (με τη συνεργασία του Μ.

Β&οΗϋπ) στο έργο του «Ο μαρξισμός και η φιλοσοφία της γλώσσας»

(«Ματί δίζπι ί βίοδοβ)» 3&ζγ^», 1929), Η κριτική του νοίοδίηον

συγκεντρώνεται και διατυπώνεται σε τρία κύρια σημεία: α) Η ιδεολο­

γία δεν μπορεί να διαχωριστεί από την υλική πραγματικότητα του

σημείου* β) Τα σημεία δεν μπορούν να διαχωριστούν από τις συγκεκρι­

μένες μορφές κοινωνικής επικοινωνίας* γ) Η επικοινωνία και οι μορφές

της επικοινωνίας δεν μπορούν να διαχωριστούν από την «υλική βάση»

της (επικοινωνίας.60

Την (ετερο)αναφορικότητα της «λέξης»/του «λόγου» (δίονο) στο

μυθιστόρημα και, κατ’ επέκταση, στο λογοτεχνικό εργο, την προβολή

και την προέκταση του «κείμενου» από το εσωκείμενο στο εξωκείμ^ο,

είχε διακρίνει, σ’ αντίθεση με τη σωσσυριανή γλωσσολογία και, χους

πρώτους ρώσους φορμαλιστές, ο Μ. ΒαοΙιϋη ήδη στα 1934-1935,

επεκτείνοντας την έννοια της «διαλογικότητας» από την ενδοκειμε-

~νίκή’στην~έξωκειμενική συνάφεια («Ό λόγος στο μυθιστόρημα»/«5ΐονο

ν Γοΐϊΐίΐηβ», 1934-1935): «Ο λόγος ζει έξω από τον εαυτό τουί, σε μια

ζωντανή σκόπευση προς το αντικείμενο* αν παραβλέψουμε αυτή τη

σκόπευση, δε θα μείνει παρά το απογυμνωμένο πτώμα του λόγου, που

δε θα μας προδίδει τίποτα, ούτε για την κοινωνική θέση ούτε για τη

μοίρα της κάθε λέξης. Το να εξετάζουμε το λόγο μέσα στον εαυτό του,

χωρίς να παίρνουμε υπόψη μας τον προσανατολισμό του προς τα έξω,

είναι το ίδιο παράλογο, όσο το να εξετάζουμε ένα ψυχικό βίωμα έξω

από την πραγματικότητα εκείνη προς την οποία είναι στραμμένο και

από την οποία καθορίζεται».61

Έξη χρόνια αργότερα ο ΒαοΗϋη («Για τη μεθοδολογία της γραμμα-

τολογίας»/«Κ ιηβίοάοΐοβϋ ΙίίβΓαΙιίΓονβάβη α», 1940* 21974) καθόριζε

αυτή την «εξωτερική ζωή» του λόγου όχι μόνο ως διασύνδεση με τον

ξένο λόγο, ως διακειμενικότητα του κειμένου, αλλά και ως αφομοί­

ωση, ως ενδοκειμενοποίηση θα έλεγα, των εξωκειμενικών, εξωγλωσ-

σικών, πραγματικών του αναφορών.62

Αξιοποιώντας την ίδια παράδοση της σοβιετικής σημειολογίας και

της μαρξιστικής θεωρίας για τη γλώσσα και την τέχνη, ο σύγχρονος

Page 263: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 271

σοβιετικός σημιειολόγος I. ΙιΟΐπιαη αφιέρωσε πολλά σημεία και το

τελευταίο κεφάλαιο του σημαντικότερου έργου του «Η δομή του

καλλιτεχνικού κειμένου» («δΙτιιΙίίιίΓΕ οΗαάοζβδίΎβηηο^ο ίβΙίδϊΗ»,

1970) στον εντοπισμό των εξωκειμενικών όρων της συγκρότησης και

της ύπαρξης του —λογοτεχνικού— κειμένου* οι βασικές θεωρητικές του

θέσεις βρίσκονται αντιπροσωπευτικά συμπυκνωμένες σε παρατηρήσεις

όπως: «Η ολότητα των διαμορφωμένων κατά τη διάρκε ια της ίας

κωδίκων, που νοηματοδοτούν ένα κέιμενο, αναφέρεται στη σφαίρα των

εξωκειμενικών συναφειών»63 — και: «Το από το συγγραφέα δημουργη-

μένο κείμενο αποδεικνύεται ενσωματωμένο σ’ ένα πολύπλοκο σύστημα

εξωκειμενικών σχέσεων, που, ιεραρχώντας τις εξωκαλλιτεχνικές και

καλλιτεχνικές νόρμες των διαφόρων, μέσα από την εμπειρία του

προγενέστερου καλλιτεχνικού έργου γενικευμένων και συσσωματωμέ­

νων επιπέδων, δημιουργούν έναν πολύπλοκο κώδικα, που κάνει δυνατή

την αποκωδικοποίηση της εγκλεισαένηο στο κείμενο πληροφορίας».64

Το εξωκειμενικό μέρος του κείμενου, παρατηρούσε ο ΙχΛπιαη στο

επόμενο έργο του «Ανάλυση του ποιητικού κειμένου» («Αηαΐϊζ ροβϋδβ-

δ1α>§ο Ιβίίδία», 1972), χαρακτηρίζεται, σε σύγκριση με το εσωκεί-

μενο, από μια μεγαλύτερη «ρευστότητα»* υπάρχει,. αι για το σύγχρονο

^κροατή/αναγνώστη, αλλά από πολλές απόψεις μεταλλαγμένο,65

Οι παρατηρήσεις αυτές υποβάλλουν μιαν ιστοριχη-διαλεχτικη ανά­

λυση και ερμηνεία του κειμένου σε στενή συνάρτηση με τις εξωκειμε-

νικές του συναρτήσεις και με τις ιστορικοκοινωνικές του μεταβλητές —

μεταβλητές, στις οποίες ανήκουν, όπως έγινε ήδη φανερό, και η νέα

ιστορική του «στιγμή», η νέα ερμηνεία του και το ερμηνευτικό της

υποκείμενο.

Το πρόβλημα της διπλής, εσωκειμενικής και εξωκειμενικής, ύπαρ­

ξης, της παραγωγής και της πρόσληψης του κειμένου είχε Θέσει, σε

καθαρά θεωρητικό επίπεδο και από μιαν άποψη δεδηλωμένα σημειολο-

γική, ήδη στο πρώτο της βιβλίο («Σημειωτική.

ΚβοΗθΓοΙίΘδ ρουΐΓ ιιιΐ6 δβπιαηΕΐγδβ», 1969, σ. 12-13): «Το κείμενο

λοιπόν είναι διπλά προσανατολισμένο: προς το σημαίνον σύστημα,

μέσα στο οποίο παράγεται (το γλωσσικό σύστημα [Ι&ηβυβ] και η

καθόλου γλώσσα [1αη£&§6] μιας εποχής και μιας κοινωνίας συγκεκρι­

Page 264: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

272 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

μένης), και προς την κοινωνική διαδικασία (ρτοοβδδΐΐδ), στην οποία

μετέχει ως λόγος (άίδοοιίΓδ). [...] Ενώ η σημασία (δί^ηίβαηοβ)

γίνεται μια διαφοροποιημένη απειρότητα, της οποίας η ατέρμονη

συνδυαστικότητα δε βρίσκει ποτέ όριο, η «λογοτεχνία»/το κείμενο

αποσυνδέει το υποκείμενο από τον κοινοποιημένο λόγο και με την ίδια

κίνηση θραύει τη διάταξή της/του ως κατόπτρου, που αντανακλά τις

«δομές» ενός εξωτερικού της/του. Γεννημένο από ένα εξωτερικό πραγ­

ματικό και άπειρο στην υλική του κίνηση [...] και ενσωματώνοντας

τον «αποδέκτη» του μέσα στη συνδυαστικότητα των χαρακτηριστικών

του, το κείμενο απεργάζεται μια ζώνη πολλαπλότητας γνωρισμάτων

και διαστημάτων, των οποίων η μη επικεντρωμένη εγγραφή θέτει σε

πράξη μια πολλαπλή αντοχή (ροΐγναίβηοβ) χωρίς δυνατή ενότητα

[...], χωρίς εντούτοις να το αποκόπτουν απ’ αυτό που είναι ο ρόλος του

στην ιστορική σκηνή: να σημαδεύει (ΐϊΐΒΓφίβι·), πραγματοποιώντας τες

μέσα στην ύλη της γλώσσας, τις μεταμορφώσεις της ιστορικής και

κοινώνικής πραγματικότητας».

Ωστόσο, η πρακτική εφαρμογή των θεωρητικών της θέσεων στην

ερμηνεία του κειμένου, που παρουσίασε η Κπδίβνα στο επόμενο βιβλίο

της («Γ.ε Γβνοΐιιΐίοη <Ιιι ροβϋφΐβ», 1974), δε φαίνεται να

λύνει πειστικά και οριστικά το πρόβλημα, που είχε θέσει η ίδια πέντε

χρόνια πριν: Επιχειρώντας να ερμηνέψει τις ποιητικές-γλωσσικές

δομές του κειμένου των κύριων εκπροσώπων του γαλλικού Παρνασσι­

σμού και Συμβολισμού Ι ιιίΓβαιηοηΙ; και Μ οΙΙεπώθ στο δεύτερο μισό

του 19ου αιώνα (σ. 361-620), η ΚπδΐβνΒ ανατρέχει σε εξωκειμενικές

δομές της ιστορικής «στιγμής» της παραγωγής του χρησιμοποιώντας,

ιδιότροπα διασκευασμένα, φροϋδικά (για το « βηο-ΐΘχΙβ») και μαρξικά

(για το «ρΗέηο-ϊβχίβ») εννοιολογήματα, μπολιασμένα με μερικά

υπολείμματα σημε ιολογ ικής ορολογίας:

Στην ερμηνεία της αυτή η Κπδίβνα αξιοποιεί κατά κόρον όλα

εκείνα τα διακειμενικά και εξωκειμενικά «στοιχεία» (βιογραφία,

αλληλογραφία, ημερολόγια, μαρτυρίες των ίδιων των ποιητών και

άλλων, ιστορικά και δημοσιογραφικά ντοκουμέντα, φιλοσοφικές

πηγές: Ηβ§θ1), που οι ορθόδοξαι στρουκτουραλιστές είχαν αποκλείσει

από την —ενδοκειμενική— ανάλυση του κειμένου, επεκτείνοντας τώρα,

Page 265: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΙ 273

και στην ερμηνευτική πράξη, την έννοια του «κειμένου» και σε όλα τα

προκειμενικά, ψυχαναλυτικά «κείμενα» και απομακρυνόμενη, με τον

τρόπο αυτό, ώς την εγκατάλειψή του, από το συγκεκριμένο λογοτε­

χνικό κείμενο. Εδώ, το λογοτεχνικό κείμενο δεν αποτελεί παρά μιαν

«εικονογράφηση» της ερμηνείας του — η «ανάλυση» έχει παραχωρήσει

ολοκληρωτικά τη θέση της στην «ερμηνεία», όπως ακριβώς στην

«παραδοσιακή», προστρουκτουραλιστική-προσημειολογική «κοινωνιο­

λογική» (και ψυχολογική-ψυχαναλυτική) ερμηνεία της λογοτεχνίας.

Οπωσδήποτε, είναι απόλυτα θετικό ότι_η ΚτίδΕθνα επαναφέρει την

ερμηνεία του κειμένου στο πρόσωπο-υποκείμενο του δημιουργού και

στην ιστορικοκοινωνική «στιγμή» της παραγωγής του λογοτεχνικού

κείμενοί (στην οποία πρέπει να υποταχτεί και το «ψυχαναλυτικό»

ελατήριο της λογοτεχνικής δημιουργίας στην Κπδίβν», η «ριιΐδίοη»,

η υποσυνείδητη «ώθηση»), απ’ όπου έτειναν να την απομακρύνουν ο

στρουκτουραλισμός και οι 'ακαμπτες θεωρίες της πρόσληψης.

Σήμερα, ύστερα από τη διαπίστωση του αδιεξόδου της στρουκτου­

ραλιστικής μεθόδου, γίνεται κοινή συνείδηση η συμπερασματική από­

φανση για την ερμηνεία του κειμένου, που διατυπώνει ο Ό. ΒιγοΗ

(«1&η§υα§6, ΟίβΓαίιΐΓ© &ηά Οηΐΐοαΐ Ρι-αοϋοβ», 1989, σ. 157) μετά

την παραδειγματική ανάλυση ενός ποιήματος ενός αγγλόφωνου

αυστραλού ιθαγενούς ποιητή: «Διαμόρφωσα αυτή τη συγκεκριμένη

ανάγνωση, όσο απλό και να φαίνεται, εζωχειμενιχά (βχϊηηδίοα11γ),

αλλά πυροδοτώντας την από τις ενδοκειμενικές γλωσσικές δομές».

Μιά τέτοια αναλυτική-ερμηνευτική μέθοδος, που κινείται από το

εσωκείμενο στο εξωκείμενο και αντίστροφα (ο «ερμηνευτικός κύκλος»

θα μπορούσε να ιδωθεί και απ’ αυτή την οπτική γωνία), έγ,ει ήδη

παρουσιάσει, εκτός από το παρακάνω παράδειγμα του ΒίιτοΗ, και

μερικές άλλες αναλύσεις-ερμηνείες συγκεκριμένων, είτε ποιητικών

είτε πεζών, κειμένων, όπως λ.χ. οι αναλύσεις μερικών ποιημάτων του

Ο. Ββηη και του Β. ΒγθοΗ* ή αφηγημάτων της Ε. Μ&τΙίΜ: και του ΤΗ.

Εοηί&ηβ, με τις οποίες «εικονογράφησαν» οι I. δοΗυΗβ-δαδδβ και Η.

\νβΓΠ6Γ τη συστηματική τους θεωρητική διερεύνηση («ΕίηίαΗπιη§ ίη

άί© ΙιίΙβΓαίιιηνίδδβηδοΙίΗΒ:», 1977), καθώς και οι ολοκληρωμένες

ερμηνευτικές αναλύσεις μερικών γαλλικών και αγγλικών κειμένων,

Page 266: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

274 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

που παρουσίασαν, για διδακτικούς σκοπούς, οι Ο. Ββιΐοηΐ ϋβΐ ΟιιβΓοίο

και Μ. Ο. ΟαροηβΓα («ΙβίΙβιταίιίΓα βά αηαΐίδί Ιβδίυαίβ», 51990).

Αλλά την ωριμότερη και πιο προωθημένη μέχρι σήμερα πρόταση

για την οργανική ενσωμάτωση των εξωκειμενικών αναφορών του

κειμένου στη θεωρία και την πράξη της ανάλυσης του κειμένου

παρουσίασαν οι Ο. Καίιπηαηη, Ο. Κβίδδ και Μ. δοΜιιοΗΐβΓ («ΕγζοΙιΙ-

Ιβχίαη&1γδβ», 21991): *4<μοντέλο», που στηρίζεται

πάνω στις βασικές αρχές της σημειολογίας και της επικοινωνιολο­

γίας, την -ανάλυση του...-αφηγηματικού— κειμένου σε πέντε

ιεραρχημένα.^^«^|;^ινωνιακά ~/:.-^ίπ&&» (Κοιηπιαηί^αϋοηδηίνβαιΐδ)

ανάγνωσης, που δεν υπαγορεύουν και μιαν ορισμένη σειρά των ερμη­

νευτικών ενεργειών:6 α)}το επίπεδο των αφηγημένων προσώπων* β) το

επίπεδο των αφηγούμενων προσώπωνζγΤ^ο επίπεδο της συγγραφικής

συνείδησης στο κείμενο^δητο επίπεδο (την περιοχή) της παραγωγής

και της πρόσληψης* (ΐ ρ το επίπεδο (την περιοχή) της ιστορικής

συνάφειας στην ευρύτατη σημασία της. Τα τρία πρώτα επίπεδα

ανάλυσης.ανή κ ο υ ν ^ .στο συγκείμενο, την ενδοκειμενική

συνάφεια (ίβχϋηΙβπιβΓ Κοηίβχΐ), τα δύο τελευταία στο εξωκείμενο,

^ην ε|ω%ειμενχκή.συνάφεια (ίβχίβχίβπιβΓ ΚοηΙβχί).

Χρήσιμες είναι, στο πλαίσιο των δύο τελευταίων επιπέδων ανά­

γνωσης/ερμηνείας του κειμένου, και οι ακριβέστερες διακρίσεις, που

πρότειναν εντελώς πρόσφατα μερικοί μελετητές: Ο Μ. [ ναΐά&δ

(«ΡΗβποιπβηοΙο^ίοαΙ Ηβπηβηβιιϋοδ αηά Λβ δ*ιιάγ ο£ ΙϋβΓαΙιΐΓβ»,

1987, σ. 38* πβ. Μ. Αη^βηοί κ.ά., «ΤΗέοπβ ΙίΜ&ταίΓβ», 1989, σ.

276-277) πρότεινε τη διάκριση της εξωκειμενικής συνάφειας, πάντα

στην ιστορικότητά της, σε «συνάφεια του συγγραφέα» ή «αρχική

συνάφεια» (αιιώοΓ οοηΐβχί/οπ^ίηαΐ οοηίβχΐ) από τη μια πλευρά,

«συνάφεια του αναγνώστη» — και του ερμηνευτή, εννοείται — ή «νέα

συνάφεια» (Γβ&άβΓ-οοηΙβχί/ηβνν οοηΐβχΐ) από την άλλη, ενώ ο Τ. ν&η

Οί|]< («ΤβχΐΛνΐ5δβηδο1ΐ3&», 1980* πβ. Α. ΚΛβάί-νατ^α, βά., «ΤΗέοπβ

άβ 1& ΙϋΙ&τίΐΙιΐΓβ», 1981, σ. 86-90) προχώρησε σε περαιτέρω διακρί­

σεις του «εξωκειμένου» («πραγματολογική», «γνωστική», «κοινών ικο-

ψυχολογική», «κοινωνική» και «πολιτισμική» συνάφεια).

Τέλος, στο επίπεδο των (εξω)κειμενικών συναφειών θα πρέπει να

Page 267: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 275

προστεθούν τώρα, μετά τη συστηματικότατη μελέτη του Ο. ΟβηβΉθ

(«δβιιίΐδ», 1987), και όλα τα «παρακείμενα» (ρατ&ίβχϊβδ* ο όρος

κατάγεται από το «ΝθΗβηΙβχΙ:» του «φαινομενολόγου» Κ. Ιη^απΙβη),

που συνοδεύουν το «κυρίως κείμενο» (Ηαυρΐίβχΐ): το όνομα του συγγρα­

φέα και ο τίτλος του έργου, οι υπότιτλοι και οι μεσότιτλοι, οι

πρόλογοι, οι αφιερώσεις, οι επιγραφές (μότα) κ.τ.λ. Ιδιαίτερη ερμη­

νευτική σημασία έχει και το «εκδοτικό περικείμενο» (ρβπΐβχΐβ βάίίο-

ηαΐ), όπως είναι το «πλαίσιο» μιας ορισμένης συλλογής, ανθολογίας,

συλλογικού τόμου, περιοδικού κ.ά., μέσα στο οποίο δημοσιεύτηκε το

συγκεκριμένο κείμενο: Το ποίημα «Οι γάτες τ’ Άι-Νικόλα» του Γ.

Σεφέρη λ.χ. συνεπάγεται διαφορετικές ερμηνευτικές συνδηλώσεις στο

περικείμενο των «18 κειμένων» απ’ ό,τι στην έκδοση των «Ποιημά­

των» του.

Είναι, οπωσδήποτε, εξαιρετικά σημαντικό για την ωριμότητα του

θεωρητικού «μοντέλου» των ΚβΙιπηβηη/Κβίδδ/δοΗΙυοΙιίβι·, που υποστη­

ρίζεται στην ερμηνευτική πράξη από μερικές υποδειγματικές αναλύ­

σεις συγκεκριμένων κειμένων, το γεγονός ότι όλες οι εξωκειμενικές

αναφορές, ακόμα και τα πιο εξωτερικά, τα βιογραφικά, ιστορικά

κ.τ.λ. «στοιχεία», συμπεριλαμβάνονται στην ανάλυση μόνο υπό τον

όρο ότι έχουν τους αντίστοιχους «δείκτες» τους μέσα στο κείμενο*

εσωκείμενο και εΕωκείμενο αποτ£λοι1νΤ ..με τον . τρόπο..,αυτό,, . μίαν:

ερμηνευτική συνάφεια και ενότητα.

Page 268: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΗ, ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

'Οπως είδαμε στην ιστορική μας επισκόπηση, οι νεότερες γραμμα­

τολογικές σπουδές γεννήθηκαν στην Ιταλία το 14ο αιώνα και αναπτύ­

χτηκαν, στις πιο προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες, στους επόμενους

αιώνες, στην εποχή της Αναγέννησης, του Ανθρωπισμού και του

Διαφωτισμού, με τη στροφή των λογίων από τις αρχαίες, κλασικές

λογοτεχνίες, την ελληνική και τη λατινική, και την «ανακάλυψη»

των νεότερων, τοπικών, «εθνικών» λογοτεχνιών. Η εξέλιξη αυτή δεν

ήταν παρά μια συνάρτηση και συνέκφανση της ανάπτυξης της νέας,

αστικής τάξης και της μακραίωνης πορείας της προς την( κατάληψη

της πολιτικής εξουσίας και την εγκαθίδρυση του νέου, «εθνικού»,

δηλαδή του αστικού κράτους.

Οι προσπάθειες αυτές απέληξαν, όπως είδαμε, στις πιο προχωρημέ­

νες από την άποψη αυτή ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Γαλλία,

Αγγλία), ήδη από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, στη συγγραφή των

πρώτων ιστοριών των επιμέρους εθνικών λογοτεχνιών, ενώ στην πιο

καθυστερημένη απ’ αυτές, τη Γερμανία, και ο ίδιος ο όρος «εθνική

λογοτεχνία» («Ναϋοηαΐΐίΐβΐ’αίιιΐ'») θα περάσει και θα καθιερωθεί,

προσλαμβάνοντας ήδη μια κάποια εθνικιστική απόχρωση, στον επό­

μενο, 19ο, αιώνα, και στους τίτλους των ιστοριών αυτών (ΚοΒβΓδΙβίη,

1827* ΟβΓνίηαδ, 1835-1842* νίΙιηαΓ, 1845). Στον ίδιο αυτό αιώνα,

τον αιώνα του ιστορισμού και του επιστημονισμού, θα συγκροτηθεί, σ’

όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, πάντα όμως μέσα στα όρια του «εθνικού

κράτους» και η μελέτη των επιμέρους «εθνικών λογοτεχνιών» σε

επιστήμη, ως «εθνική γραμματολογία».

Στις ενοποιητικές-εθνοποιητικές αυτές τάσεις της ανερχόμενης

Page 269: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

αστικής τάξης το αίτημα για τη δημιουργία μιας νέας, «εθνικής»

λογοτεχνίας ήταν εξαρχής αναπόσπαστα συνδεδεμένο με το αίτημα

για την καλλιέργεια μιας νέας, σε αντιπαράθεση με τη λατινική,

ταυτόχρονα «λόγιας» και «λαϊκής», εθνικής γλώσσας. Και είναι αυτή

ακριβώς η — ιστορικά προκαθορισμένη —' διάπλεξη της «εθνικής»

λογοτεχνίας με την «εθνική» γλώσσα που εξακολουθεί να καθορίζει

μέχρι σήμερα τη διάκριση των επιμέρους «εθνικών» λογοτεχνιών, με

κριτήριο τη γλώσσα. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Υ. ΟΐιβνΓβΙ («Ιλ

ΙίΉβΓαΙιΐΓθ οοηαρατέβ» 1989, σ. 20), οι έννοιες «εθνική λογοτεχνία»,

«εθνική κουλτούρα» και «εθνική γλώσσα» ούτε ήταν ούτε είναι ταυτό­

σημες. Αυτό είναι αυτονόητο τουλάχιστον για τον ευρωπαϊκό Μεσαί­

ωνα — αφού η έννοια της «εθνότητας» είναι νεότερη και συνοδεύει,

όπως είπαμε, την εμφάνιση και την άνοδο της αστικής τάξης. Έτσι

λ.χ. δύο από τους μεγαλύτερους κρατικούς σχηματισμούς του ευρωπαϊ­

κού Μεσαίωνα, η Αγγλική Αυτοκρατορία στην εποχή του Ερρίκου Β'

(12ος αι.) και η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους,

ήταν κράτη πολυεθνικά και πολύγλωσσα και το ίδιο ισχύει για τη

μεγαλύτερη περίοδο της ανατολικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η

εξέλιξη αυτή είχε αρχίσει από την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή

εποχή, όταν οι δύο κύριες, «κλασικές» γλώσσες — και λογοτεχνίες —

της Αρχαιότητας, η ελληνική και η λατινική, έγιναν όργανο επικοι­

νωνίας και λογοτεχνικής έκφρασης των πιο διαφορετικών λαών τριών

ηπείρων.

Σήμερα ακόμα, λίγες είναι οι περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες

λογοτεχνία και γλώσσα συμπίπτουν μέσα στα όρια ενός εθνικού

κράτους, όπως λ.χ., για να μείνουμε στον ευρωπαϊκό χώρο, στην

περίπτωση της Δανίας, της Σουηδίας, της Νορβηγίας, της Ολλαν­

δίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας ή, με ορισμένες επιφυλάξεις, της

Ελλάδας. Η ανακάλυψη και η εποίκιση νέων χωρών, που άρχισαν το

15ο αιώνα και η εξάπλωση της αποικιοκρατίας που τις ακολούθησαν,

συνεπέφεραν τη διάδοση και την επικράτηση μερικών ευρωπαϊκών,

πρώην «εθνικών» γλωσσών, όπως της αγγλικής, της ισπανικής, της

γαλλικής και της πορτογαλικής, πολύ πέρα από τα σύνορα των

«εθνικών» κρατών της προέλευσής τους — και ταυτόχρονα την ανά-

ΕΘΝΙΚΗ, ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ_____________________________ 277

Page 270: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

278 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

πτύξη νέων λογοτεχνιών στις νέες αυτές χώρες. Έτσι, η συγγραφή

λ.χ. μιας ιδιαίτερης «εθνικής» ιστορίας της -αγγλόφωνης- αμερικα­

νικής λογοτεχνίας, της -γαλλόφωνης- λογοτεχνίας του Καναδά ή

της γαλλόφωνης Αφρικής, της ισπανόφωνης Λατινικής Αμερικής ή

της πορτογαλικής Βραζιλίας, είναι δυνατή και απόλυτα νόμιμη. Παρά

την ύπαρξη μιας κοινής γλώσσας, η ύπαρξη διαφορετικών στις νέες

αυτές χώρες λογοτεχνιών από τη γλωσσική τους μητρόπολη, είναι

σήμερα γεγονός αναμφισβήτητο.

Αντίστροφα κΓ αντίστοιχα, η ύπαρξη διαφορετικών «εθνικών»

γλωσσών μέσα στα όρια του ίδιου «εθνικού» κράτους, όπως λ.χ. στην

περίπτωση της Ελβετίας (γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά, ραιτορομα-

νικά), δε σημαίνει αναγκαστικά και την ύπαρξη τεσσάρων «εθνικών»

λογοτεχνιών.

Εξίσου προβληματική είναι και η κατάταξη των «εθνικών» λογοτε­

χνιών σύμφωνα με ορισμένες ομάδες αναμφισβήτητα συγγενικών

μεταξύ τους «εθνικών» γλωσσών. Έτσι, η διάκριση μιας ομάδας

ρομανικών, γερμανικών ή σλαβικών λογοτεχνιών με μόνο κριτήριο τις

συγγενικές γλώσσες της αντίστοιχης ομάδας, παραγνωρίζει £ις σημα­

ντικές, σχεδόν αγεφύρωτες, ιστορικές διαφορές ανάμεσα λ.χ. στην

ισπανική και την πορτογαλική λογοτεχνία ή τη ρουμανική και την

ιταλική λογοτεχνία στην πρώτη, ανάμεσα στη δανική και την ολλαν­

δική λογοτεχνία στη δεύτερη, ανάμεσα στη βουλγαρική και τη

σέρβική λογοτεχνία στην τρίτη ομάδα.

Αντίθετα, μερικές άλλες λογοτεχνικές ομάδες, όπως λ.χ. οι βαλ­

κανικές λογοτεχνίες, παρουσιάζουν, παρά τις σημαντικές μεταξύ τους

γλωσσικές διαφορές, τουλάχιστον σε μίαν ορισμένη περίοδο της εξέλι­

ξής τους, την Τουρκοκρατία, αξιοσημείωτες ομοιότητες και συγγέ­

νειες, σπουδαιότερες από εκείνες μεταξύ μερικών γλωσσικά συγγενικό­

τατων λογοτεχνιών.

Οι συγγένειες αυτές οφείλονται, απαραγνώριστα, στη μακρόχρονη

συμβίωση των λαών αυτής της «ομάδας» στον ίδιο γεωγραφικό,

ιστορικό και πολιτισμικό χώρο κατά την ίδια περίοδο — και είναι

ακριβώς αυτή η πραγματικότητα που κάνει επιτακτική την επιστημο­

νική, γραμματολογική μελέτη των λογοτεχνιών — και των «εθνικών»

Page 271: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΗ, ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ 279

λογοτεχνιών! — καταρχην με βάση τη συγκεκριμένη ιστορική τους

εξέλιξη σ’ έναν ορισμένο χώρο και χρόνο, ανεξάρτητα από το γλωσ­

σικό τους όργανο.

Αυτό δε σημαίνει με κανένα τρόπο, ότι μια «τοπική» ή «εθνική»

λογοτεχνία πρέπει να θεωρείται και να εξετάζεται ως μια αυτοτελής

και αυτόνομη, από τις άλλες «εθνικές» λογοτεχνίες εντελώς αποκομ­

μένη ενότητα. Αντίθετα: Ήδη στην κλασική αρχαιότητα, η λατινική

λογοτεχνία τρέφεται και αναπτύσσεται από την επαφή της με την

πρώτη κλασική «εθνική» λογοτεχνία, την ελληνική. Ο -όψιμος—

Δυτικός Μεσαίωνας είναι η πρώτη μεγάλη εποχή της διεθνούς ανταλ­

λαγής λογοτεχνικών θεμάτων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο: Οι αρχαίες

ιστορίες του Τρωικού Πολέμου, του Αχιλλέα και του Μεγάλου Αλεξάν­

δρου, μαζί με τις ^έες «εθνικές» ιστορίες από τον κύκλο του Βασιλιά

Αρθούρου, του Ρολάνδου, του Λανσελότου, της νεράιδας Μελουζίνας

και του μάγου Μέρλιν, τις ερωτικές ή περιπετειώδεις ιστορίες των

λαϊκών βιβλίων «ΡΙοιγθ βϊ ΒίαηοΗβίΐΘΐΐΓ» και «Ρίβιτε άβ ΡΐΌνβποβ»,

αλλά και ιστορίες φερμένες από την Ανατολή, όπως η ινδική ιστορία

του «δίάάΗατΙ&» («Βαρλαάμ και Ιωσάφατ»), κυκλοφορούσαν ελεύθερα

σε έμμετρες παραλλαγές και πεζές διασκευές, από τη μια χώρα και

λογοτεχνία της Ευρώπης στην άλλη.

Από την εποχή της Αναγέννησης τα μεγάλα πνευματικά, καλλιτε­

χνικά και λογοτεχνικά ρεύματα (Ανθρωπισμός, Μπαρόκ, Μανιερισμός,

Κλασικισμός, Διαφωτισμός) έχουν χαρακτήρα διεθνή, πανευρωπαϊκό.

Ο 18ος αιώνας, ο αιώνας του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, είναι, ταυτό­

χρονα, ο αιώνας του κοσμοπολιτισμού* ο κοσμοπολιτισμός δεν είναι

ασυμβίβαστος με την έννοια της πατρίδας και του έθνους, αφού ο

Διαφωτισμός εμπεριέχει την ιδέα της οικουμενικότητας. Αντιπροσω­

πευτική και χαρακτηριστική είναι η στάση στο θέμα αυτό δύο κορυ­

φαίων γερμανών κλασικών του β' μισού του 18ου αιώνα: Ο Ιοίιαηη

Οοΐώιβά ΗβπΙβΓ (1744-1803), που είχε θέσει το αίτημα για τη

δημιουργία μιας «εθνικής» γερμανικής λογοτεχνίας («ΡΓα^ιηβηΙβ (ΑβΓ

άίβ ηβιιβΓβ (ίβαΙδοΗβ ΟίβΓαίιΐΓ», 1767), θα διακηρύξει το δικαίωμα

της ύπαρξης και των άλλων «εθνικών» ευρωπαϊκών, ιδιαίτερα των

μικρών, λογοτεχνιών και θα συμβάλει ο ίδιος ως μελετητής στην

Page 272: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

280 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

«ανακάλυψη» των ευρωπαϊκών λογοτεχνιών και της δημοτικής ποίη­

σης των ευρωπαϊκών λαών («Αιΐδζιι§ αιΐδ βίηβηι Βηβίλνβοΐΐδβΐ ί&βΓ

Οδδίαη ιιηά άίβ ΙΛβάβΓ αΙίβΓ νοΙΙίβΓ», 1773* «δΙιαΙζβδρββΓβ» 1773*

«νοϋίδΙίβάβΓ» 1778/79= 2«δϋιηιηβη άβΓ ΥοΙΙίβΓ ίη ΟβάβΓη» 1807),

για να διακηρύξει, τέλος, την ιστορικότητα και οικουμενικότητα

ολόκληρου του ανθρώπινου πολιτισμού («Ιάββη ζιιγ ΡΗίΙοδορΙιίβ άβΓ

ΟβδοΗίοΙιίβ άβΓ ΜβηδοΜιβίΙ:», 1784/91).

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο μεγάλος «Γέρος της

Βαϊμάρης» |οΗαηη \Υο1%αη§ νοη Οοβώβ (1749-1832) προϊδεάστηκε

και προανάγγειλε, κάτω από την επίδραση των ουτοπικών σοσιαλιστι­

κών δοξασιών του δαίηί-δίιηοη χαι του Α. διηίώ, τη σύγκλιση και,

τελικά, σύντηξη των «εθνικών» λογοτεχνιών σε μια μεγάλη «παγκό­

σμια λογοτεχνία» («λνβΜίΙβΓ&ΙιΐΓ»).1 Τον όρο αυτό χρησιμοποίησε ο

ΟοβίΗβ για πρώτη φορά στις συνομιλίες του με τον Εο^βηπαηη

(31.1.1827) και στα αμέσως επόμενα χρόνια τον περιέγραψε με

τρόπο, που φανερώνει τη ρεαλιστική, ιστορική βάση του «οράματος»

του: τη -μελλοντική— δημιουργία μιας «παγκόσμιας λογοτεχνίας» ο

ΟοβΛβ την καθόρισε ως απόρροια και συνάρτηση της επέκτασης της

διεθνούς επικοινωνίας και της παγκόσμιας ανταλλαγής εμπορευμάτων

— μ’ άλλα λόγια της ανάπτυξης και της παγκόσμιας εξάπλωσης του

καπιταλισμού.

Είκοσι περίπου χρόνια αργότερα οι Διόσκουροι Κ. Μ ογχ και Ρ.

Εη&βΙδ θα ενοφθαλμίσουν το «όραμα» του ολύμπιου ΟοβΛβ για μια

«παγκόσμια λογοτεχνία», με τον ίδιο ακριβώς όρο («\νβΜϋβΓα*ιΐΓ»),

στο δικό τους «όραμα» για μια παγκόσμια επανάσταση («Κοιηιηυηί-

δΙίδοΗβδ Μ&ηΐίβδί», 1847/1848): «Τα πνευματικά προϊόντα των επιμέ­

ρους εθνών γίνονται κοινά αγαθά. Η εθνική μονομέρεια και μετριότητα

γίνεται όλο και πιο αδύνατη και από τις πολλές εθνικές και τοπικές

λογοτεχνίες σχηματίζεται μια παγκόσμια λογοτεχνία».2

Η αρχόμενη πραγματοποίηση του «οράματος» του Οοβώβ στον

αιώνα μας κάνει ακόμα εντονότερη την ύπαρξη του «διεθνούς» χαρα­

κτήρα, το διαρκώς αυξανόμενο «εξωτερικό εμπόριο» μεταξύ των τέως

«εθνικών» λογοτεχνιών — και πολιτισμών — και ταυτόχρονα, ακόμα

πιο αδήριτη την αναγκαιότητα για την -επιστημονική- μελέτη και

Page 273: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΗ, ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΊΑ 281

της λογοτεχνίας σε υπερεθνικό, διεθνές πλαίσιο. Την αναγκαιότητα

αυτήν κάνουν υποχρέωση και πρόγραμμά τους η «Συγκριτική» και η

«Γενική Γραμματολογία».

Τον αντίστοιχο με τον ελληνικό περιφραστικό όρο για τη σήμανση

του κλάδου «Συγκριτική Γραμματολογία» χρησιμοποίησαν για πρώτη

φορά στα γαλλικά γάλλοι συγκριτολόγοι (|.Ρ.Μ. Νοβΐ/Ρ.5. άβ

Χ&ρΐ&ββ, «ΟοιίΓδ άβ ΙίΚβΓ&ΙιΐΓβ οοΐϊΐρατββ»: 1816-1825), στις πρώτες

δεκαετίες του 19ου αιώνα πάνω στο πρότυπο του Ο. ΟανίβΓ («Αηαίο-

ιηίβ οοιηρ&Γββ» 1800-1805). Σύμφωνα με το γαλλικό αυτό πρότυπο,

που επικράτησε γρήγορα στη χώρα της καταγωγής του, πλάστηκαν

στις επόμενες δεκαετίες τ’ αντίστοιχά του στις κυριότερες ευρωπαϊκές

γλώσσες, που πέρασαν, και αυτά, τον ίδιον αιώνα στους τίτλους

βιβλίων, μελετών^ και ειδικών του νέου κλάδου περιοδικών (ιταλ.

«Ιιβ^βΓ&ΙυΓα οοηιρ&Γ&Ια» * αγγλ. «ΟοιήρακΛίνθ ΙϋβΓ&ϊαΓβ»* γερμ.

« VβΓ^ΙβίβΙιβηάβ ΙιίΙβΓ&ΙιιηνίδδβηδβΙΐΒβ:»· ρωσ. «δκινηϋβΐηοβ ΙίϊβΓ&ίιι-

Γονβάβηίβ»).

Στην Ελλάδα χρησιμοποιείται, σήμερα ακόμα, ο όρος «συγκριτική

φιλολογία», πρώτος χρήστης του οποίου υπήρξε, πιθανότατα, ο Κ.

Παλαμάς («Η κριτική και ο Σολωμός» 1903). Ωστόσο, ο όρος

«συγκριτική γραμματολογία», του οποίου το κύριο, ουσιαστικό τμήμα

(«γραμματολογία») προτείναμε ήδη με τον τίτλο και αιτιολογήσαμε

στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου μας αυτού, είχε ήδη χρησιμοποιηθεί,

στα 1860, με την ίδια περίπου σημασία, από τον I. Πολυλά στην

περισπούδαστη απάντησή του στον αντισολωμικό λίβελλο του Σπ.

Ζαμπέλιου («Πόθεν η μυστικοφοβία του κ. Σπ. Ζαμπελίου», 1860) και

θα καθιερωθεί, και πάλι με μια σολωμική μελέτη, από τον Α.

Καμπάνη (1904).

Προβληματική παραμένει ακόμα, εκτός από την «αναρχία» που

επικρατεί στη σχετική μ’ αυτήν επιστημονική ορολογία, και η οριοθέ­

τηση και αυτοσυνείδηση της ίδιας της Συγκριτικής Γραμματολογίας,

ως ιδιαίτερου επιστημονικού κλάδου: Αν για την οριοθέτηση ενός

επιστημονικού κλάδου απαιτείται η εφαρμογή τριών κριτηρίων, του

ιδιαίτερου αντικειμένου (πεδίου έρευνας), της ιδιαίτερης μεθόδου και

της ιδιαίτερης οπτικής γωνίας, τότε η Συγκριτική Γραμματολογία

Page 274: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

282 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ορίζεται μόνο με βάση το τρίτο: Η Συγκριτική Γραμματολογία δεν έχει

ιδιαίτερες επιστημονικές μεθόδους, διαφορετικές από εκείνες της Εθνι­

κής Γραμματολογίας, ούτε διαφορετικό αντικείμενο (= λογοτεχνία/

γραμματεία). Σε αντιπαράθεση όμως με την Εθνική, η Συγκριτική

Γραμματολογία έχει μ ιαν ιδιαίτερη οπτική γωνία, που είναι συνάρτηση

της διεύρυνσης της υλικής της βάσης σε περισσότερες από μιαν εθνικές

λογοτεχνίες.· Ωστόσο, και στη Συγκριτική Γραμματολογία η ερευνη­

τική πράξη δεν μπορεί παρά να έχει ως αφετηρία της μιαν ορισμένη

εθνιχή λογοτεχνία.3

Οπωσδήποτε, οι συγκριτικές γραμματολογικές σπουδές είχαν στην

Ευρώπη μια μακρά προϊστορία, πολύ πριν και ανεξάρτητα από την

πρώτη χρήση του όρου «συγκριτική γραμματολογία» («ΙίίίβΓ&ΐιΐΓβ

οαιηραΓ^β») στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα: Ήδη στα 1598 είχε

συγκρίνει ο ΡΓαηοίδ ΜβΓβδ τους άγγλους με τους αρχαίους έλληνες,

τους λατίνους και τους ιταλούς ποιητές («Α ΟοπιραΓαΗνβ ΟίδοοαΓοβ ο£

Οιιγ Εη§1ίδ1ι Ροβϊδ \νίώ ϋιβ ΟΓββΙς Ιαϋη αηά Ιίαΐίαη Ροβίδ», 1598),

πάνω σε συγκριτική βάση διαδραματίστηκε, έναν αιώνα αργότερα, η

διαμάχη γύρω από τους «αρχαίους» και τους «νεότερους», που άναψε το

ομότιτλο βιβλίο του ΟΗαιΊβδ Ρβπ*αυ1ΐ: («ΡαΓαΙΙβΙθ άβδ Αηοίβηδ βϊ άβδ

ΜοάβΓηβδ», 4 τόμοι, 1688-1697), συγκριτολογικό χαρακτήρα θα

έχουν, πολύ περισσότερο, και η λογοτεχνική κριτική του Ι.βδδΗΐ£

(«ΗοπιΒαΓ^ίδοΗβ ϋΓαπιαΙυΓ^ίβ» 1768-1769), ο παραλληλισμός της

αγγλικής με τη γερμανική ποίηση από το ΗβτάβΓ («νοη άβΓ ΑΗηΙίοΗ-

ΙεβίΙ άβΓ ηιϋύβΓβη βη§1ίδθ1ιβη υηά άβυίδοΗβη ΟίοΗϋαιηδί», 1777) ή η

σύγκριση ενός λογοτεχνικού θέματος στους αρχαίους και νεότερους

ποιητές από τον Α. \Υ. δεΜβ^βΙ («Οοπφαταίδοη βηΐτβ Ια ΡΐιβάΓβ άβ

Εαοίηβ βΐ οβίΐβ άΈυπρίάβ», 1807).

Η συγκρότηση της «Συγκριτικής Γραμματολογίας», όπως άλλωστε

και των γραμματολογικών σπουδών γενικότερα, το 19ο αιώνα ως

επιστήμης, στη Γαλλία πρώτα, στη Γερμανία και τις άλλες ευρωπαϊ­

κές χώρες αργότερα, βρίσκεται, όπως είπαμε, σε συνάρτηση με την

επέκταση του καπιταλισμού και της αποικιοκρατίας και με τη συνακό­

λουθη ανάπτυξη της διεθνούς ανταλλαγής εμπορευμάτων και ιδεών από

την εποχή αυτή.

Page 275: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΗ, ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ 283

Για το λόγο αυτό, μια μεγάλη σειρά συγκριτικών μελετών του

τύπου «Η επίδραση του Μολιέρου στη λογοτεχνία..» ιδιαίτερα στην

πρώτη κοιτίδα τους, τη Γαλλία, πρόβαλλαν τον κυρίαρχο ρόλο του

πολιτισμικού-λογοτεχνικού «πομπού» πάνω στη λογοτεχνία της όχι

πάντα υπανάπτυκτης και όχι υποχρεωτικά εξαρτημένης «αποικίας».

Ωστόσο, η νεότερη ανάπτυξη της Συγκριτικής Γραμματολογίας και

η εγκαθίδρυσή της σε άλλες, μη κυρίαρχες χώρες και λογοτεχνίες,

συνεπέφερε, ιδιαίτερα μετά το Β ; Παγκόσμιο Πόλεμο, τη μετατόπιση

της οπτικής γωνίας από τον πολιτισμικό «πομπό» στο λογοτεχνικό

«δέκτη» και, ταυτόχρονα, τη διεύρυνση της συγκριτικής γραμματολο­

γικής έρευνας από το αρχικά στενό πεδίο των —διεθνών— «επιδράσεων»

σε ευρύτατους τομείς συγκριτικών εργασιών.

Το σύγχρονο προβληματισμό γύρω από τη συγκριτική έρευνα των

διεθνών λογοτεχνικών σχέσεων ως προσληπτικού φαινομένου κατέ­

γραψε πρόσφατα (1986) ο ]. Ι,&ιηββΓΐ από μια προωθημένη θεωρητική

σκοπιά.4 Εδώ, δεν μπορούμε να προσφέρουμε παρά μια συνοπτικότατη

έκθεση του νέου αυτού, διευρυμένου πεδίου της σύγχρονης συγκριτικής

γραμματολογικής έρευνας και του συνακόλουθου εννοιολογικού εξοπλι­

σμού και μεθοδολογικού προβληματισμού:

Πρόσληψη καί επίδραση

Είναι οι δύο βασικότερες κατηγορίες, που επισημαίνουν, ταυτό­

χρονα, και το παλαιότερο πεδίο άσκησης των συγκριτικών γραμματο­

λογικών σπουδών.

Οι συγκριτικές σπουδές αυτού του είδους εγκαινιάστηκαν, όπως

είδαμε, τον περασμένο αιώνα στην κοιτίδα της Συγκριτικής Γραμμα­

τολογίας, τη Γαλλία, όπου και έφτασαν στην ακμή τους στο Μεσοπό­

λεμο — γεγονός που εξηγεί και τον ευδιάκριτο σωβινισμό που χαρακτη­

ρίζει, ακόμα και σήμερα, πολλούς γάλλους συγκριτολόγους και πολλά

γαλλικά εγχειρίδια Συγκριτικής Γραμματολογίας.

Η προβληματικότητα των όρων «πρόσληψη» και «επίδραση», ιδίως

όπως εκδηλώθηκε αναφορικά με το δεύτερο και τις αντίστοιχες μ’

Page 276: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

284 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

αυτόν επιδρασιολογικές μελέτες, επιτείνεται από την εννοιολογική

σύγχυση που προκαλεί η χρήση μιας διεθνώς ποικίλης και ασυντόνι-

στης σχετικής ορολογίας: ΓΘΟβρϋοη/ΗβζβρΗοη κτλ., ίοιΐυηβ, Είη-

ίΐιΐδδ, \νίτ1αιη§, δοιίΓοβδ/ριιβΠβη, δαοο^δ/Ειίο1§ κ.τ.λ.)

Οι όροι πρόσληψη και επίδραση χρησιμοποιούνται στη Συγκριτική

Γραμματολογία με την ίδια ακριβώς σημασία που έχουν στο χώρο της

Εθνικής Γραμματολογίας* η διαφορά έγκειται μόνο στους νέους,

«διεθνείς» φορείς τους, όπως θα τους καθορίσουμε παρακάτω, και,

συνεπόμενα στη νέα, «διεθνή» οπτική γωνία του μελετητή στο νέο,

«διεθνές» πλαίσιο της Συγκριτικής Γραμματολογίας.

Τα γραμματολογικά φαινόμενα της «πρόσληψης» και της «επίδρα­

σης» προσδιορίζονται από τις τρεις «στιγμές» ή τους τρεις «παράγο­

ντες» που συμπράττουν σε κάθε επικοινωνιακό φαινόμενο, σύμφωνα με

τα διδάγματα της Επικοινωνιολογίας:

«πομπός» — «μεσολαβητής» — «δέκτης»

6Πΐϋ*6Γ ΙΧ&ΠΙδίΜβΓ ΓβΟβίνβΓ

έπιβ&βιΐΓ ΐΓ&πδΐηβϊίβιΐΓ τόοβρΙβιΐΓ

δβπάβΓ νβπηίίϋβΓ Ειηρίαη^βΓ ι

Η ιδιαιτερότητα των συγκριτικών γραμματολογικών σπουδών επι­

βάλλει και τον επαναπροσδιορισμό των τριών αυτών επικοινωνιακών

«στιγμών» για την εξειδίκευσή τους στο χώρο της διεθνούς λογοτεχνι­

κής και πολιτισμικής, γενικότερα, επικοινωνίας: Είναι γενικά αποδε­

κτό, ότι στο διεθνή αυτό χώρο «πομπός» μπορεί να είναι ένα ορισμένο

λογοτεχνικό έργο, ένας ορισμένος συγγραφέας, με τη σημασία του

συνολικού του έργου, ή μια ολόκληρη εθνική λογοτεχνία.

Θα πρέπει όμως να τονιστεί με ιδιαίτερη.έμφαση ότι στην πραγμα­

τικότητα ο «πομπός» δεν μπορεί να είναι ένα ορισμένο λογοτεχνικό

έργο, ούτε καν το συνολικό έργο ενός συγγραφέα, που αναζητά

«αυτόβουλα» το «δέκτη» του, το νέο κοινό του, έξω από τα εθνικά

γλωσσικά του σύνορα* μια τέτοια αντίληψη Θα οδηγούσε και στον

τομέα αυτό των γραμματολογικών σπουδών, σε μια μεταφυσική του

«κειμένου». Στην πραγματικότητα και η διεθνής επικοινωνία μεταξύ

«κειμένου» και νέου, αλλοεθνούς, «δέκτη» γίνεται δυνατή μόνο από

την ύπαρξη δύο τουλάχιστον εθνικών λογοτεχνιών, που επικοινωνούν

Page 277: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

μεταξύ τους — και πολύ περισσότερο: δύο επικόινωνούντων εθνικών

πολιτισμών, δύο ολόκληρων εθνών ή χωρών με διεθνείς, πρώτα-πρώτα

οικονομικές και πολιτικές, σχέσεις και ανταλλαγές. Σε τελευταία

ανάλυση «πομπός», στην περίπτωση της διεθνούς λογοτεχνικής πρό­

σληψης κ’ επίδρασης, είναι πάντα ο εθνικός πομπός, και μάλιστα ως

οικονομική, πολιτική και πολιτισμική ολότητα. Για τους ίδιους

λόγους, ο «δέκτης» πρέπει να εννοηθεί στο χώρο της διεθνούς και της

πολιτισμικής-λογοτεχνικής επικοινωνίας ως ο «εθνικός δέκτης».

Ιδιαίτερα όμως η επικοινωνιακή «στιγμή» του «μεσολαβητή» εξει­

δικεύεται στη μελέτη των διεθνών λογοτεχνικών ανταλλαγών, συγκε­

κριμένα της «πρόσληψης» και της «επίδρασης», σε μια σειρά πολιτι­

σμικών φορέων-μεσολαβητών, που θα τους εξετάσουμε διεξοδικότερα

παρακάτω.

Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι ενώ η παραδοσιακή συγκριτική

μελέτη των διεθνών επιδράσεων έριχνε το βάρος της έρευνας, από τους

ιστορικούς λόγους που εκθέσαμε παραπάνω, στον παράγοντα (εθνικός)

«πομπός», η σύγχρονη Συγκριτική Γραμματολογία, ανέτρεψε, ορθά,

τη σχέση «πομπού-δέκτη», αναγνωρίζοντας τον αποφασιστικό ρόλο του

δεύτερου κατά την πραγματοποίηση της διεθνούς λογοτεχνικής επικοι­

νωνίας και ειδικότερα της —λογοτεχνικής- επίδρασης* η νέα αυτή

γραμματολογική αρχή δηλώνεται άριστα από την παλαιά εκείνη

λατινίκή ρήση: «οηιηία ΓβοίρίιιηίιΐΓ δβουηάιιιη ΓβοίρίβηϊΘΐη».

Ωστόσο, παρά την ασάφεια και την ποικιλία της σχετικής ορολο­

γίας, η διάκριση ανάμεσα στα δύο αυτά κύρια φαινόμενα των διεθνών

λογοτεχνικών σχέσεων μπορεί να επιτευχθεί με ικανοποιητική σαφή­

νεια: Με τον όρο «πρόσληψη» εννοούμε την «υποδοχή», τη διάδοση και

τη γνωριμία ενός λογοτεχνικού έργου σ’ ένα πολιτισμικά και γλωσ­

σικά νέο κοινό σε μια ξένη χώρα και κουλτούρα, έξω από την

πολιτισμική και γλωσσική κοινότητα του δημιουργού και της δημιουρ­

γίας του, ενώ ο όρος «επίδραση» αναφέρεται, πολύ ειδικότερα, στην

υποδοχή του ξένου λογοτεχνικού έργου ή φαινομένου από ένα νέο

δημιουργικό φορέα-λογοτέχνη και τη δημιουργική μετάπλαση, ενσω-

μάτωση και αφομοίωση του ξένου λογοτεχνικού στοιχείου στο ίδιο το

έργο του. Με άλλα λόγια: η «πρόσληψη» είναι προϋπόθεση για την —

ΕΘΝΙΚΗ, ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ_____________________________ 285

Page 278: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

286 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ενδεχόμενη- πραγματοποίηση μιας -δημιουργικής- επίδρασης, η

«πρώτη βαθμίδα» (νοΓδίιιίβ) της επίδρασης, όπως χαρακτηρίστηκε.5

Επιπλέον, μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε μιαν άμεση πρόσ­

ληψη, ανάμεσα σε δύο — εθνικούς ή ατομικούς — φορείς (πομπός/

δέκτης), και σε μιαν έμμεση πρόσληψη, όταν παρεμβάλλεται ένας

τρίτος εθνικός φορέας (δέκτης-πομπός).6 Έτσι λ.χ. ένα μεγάλο μέρος

της πρόσληψης του έργου του Νίβίζδοΐιβ στην Ελλάδα στα τέλη του

19ου αιώνα πραγματοποιήθηκε μέσω των μεταφράσεών του από τα

γαλλικά. Η παρουσία μιας διαπιστωμένης ξένης λογοτεχνικής επίδρα­

σης σ’ ένα -νέο- λογοτεχνικό έργο χωρίς τη μεσολάβηση ενός ή

περισσότερων «μεσολαβητών» είναι δυνατή αλλά αρκετά σπάνια: όταν

λ.χ. ένας λογοτέχνης προσλαμβάνει και αφομοιώνει δημιουργικά ο

ίδιος, ως γνώστης της ξένης γλώσσας, ένα ξένο έργο στη γλώσσα του

πρωτοτύπου, χωρίς τη μεσολάβηση ενός μεταφραστή και μιας μετά­

φρασης. Το να μιλήσουμε εντούτοις για «άμεση επίδραση» θα ήταν

άστοχο και άσκοπο, αφού ο λογοτέχνης-δημιουργός λειτουργεί, σε μια

τέτοια περίπτωση, ως μεταφραστής για τον εαυτό του και αφού οι

άλλοι εθνικοί, υπερατομικοί φορείς-παράγοντες της πρόσληψης

έπρεπε, πιθανότατα, να ενεργοποιηθούν και για την πραγματοποίηση

αυτής της γλωσσικά μόνο άμεσης ατομικής επαφής μεταξύ «δέκτη»

και «πομπού»: «...μια μεμονωμένη επαφή [ενός ατομικού «δέκτη» μ’

έναν ξένο εθνικό «πομπό»] παραπέμπει πολύ γρήγορα σ’ ένα ολόκληρο

πολιτισμικό σύνολο» (Ρ. Βηιηβΐ/Υ. Οιβντβΐ, «ΡΓβοίδ άβ ΙίΉβΓαίιΐΓβ

οοιηρ&Γββ», 1989, σ. 181).

Το ίδιο άγονη φαίνεται και η διάκριση ανάμεσα σε μια συνειδητή

και μιαν υποσυνείδητη επίδραση: Στην πραγματικότητα, το έργο-

πομπός δεν αποτελεί παρά ένα μέρος της συνολικής πολιτισμικής

«περιουσίας» του λογοτέχνη-δέκτη και ως εκ τούτου στοιχείο της

υποσυνείδητης καλλιτεχνικής και διανοητικής του διάπλασης —

πράγμα εξάλλου, που κάνει εξαιρετικά δύσκολη την ανίχνευση των

γνήσιων, δημιουργικών επιδράσεων στο φορέα τους και που επιπλέον

εξηγεί το φαινόμενο της «δημιουργικής προδοσίας» (Ιταίπδοη βΓβα-

Ιτίοβ»), όπως το ονόμασε το Κ. Εδο&Γρίί:.7 Μια συνειδητή χρήση του

προτύπου από το νέο δέκτη στοιχειοθετεί το προσληπτικό φαινόμενο

Page 279: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΗ, ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ 287

της «μίμησης». Φαινόμενο, σ’ αντίθεση με τη γνήσια επίδραση,

ελάχιστα δημιουργικό, αφού αρκείται σε μιαν απλή, μηχανική, συχνά

μόνο μορφική «επανάληψη» του προτύπου. Αντίθετα, μια συνειδητή

«μίμηση» του προτύπου, που έχει ως στόχο της τη - μορφική ή

νοηματική — επεξεργασία, μεθερμηνεία, μεταλειτούργηση και μάλιστα

την «άρση» και την «ανατροπή» του, στοιχειοθετεί το λογοτεχνικό

φαινόμενο της «παρωδίας» — φαινόμενο καθαρά δημιουργικό.

Οι λογοτεχνικές επιδράσεις πρέπει επίσης να διακριθούν από τα

λογοτεχνικά παράλληλα φαινόμενα (ραηώΐέΐββ), τις λογοτεχνικές

ομοιότητες (δίππίϋικίβδ), τις αναλογίες (αηα1ο§ίβδ) και τις συμπτώσεις

(οοίηοίάβηοβδ) — σε διεθνή πάντα χώρο.8 Ήδη στα 1931 («Ια ΙϊΉθγε-

ίιΐΓβ οοιηραΓββ») είχε παρατηρήσει ο Ραιιΐ ν&η Τίβ^Ηβπι ότι υπάρχουν

στο διεθνή χώρο λογοτεχνικές «ομοιότητες χωρίς επιδράσεις». Έτσι

λ.χ. η διαπιστωμένή κοσμοθεωρητική συγγένεια ανάμεσα στον Ιβδβη

και τη ΟβΟΓ^βδ 8αηά αποκλείεται να οφείλεται σε μιαν οποιαδήποτε

επίδραση της δεύτερης πάνω στον πρώτο. Στις μέρες μας (1969), ο

VΐοΙΟΓ έΐΓΠΐιιηδΙά] επισήμανε την παράλληλη γένεση της πρώιμης

αστικής νουβέλας από το μεσαιωνικό ιπποτικό μυθιστόρημα στις

επιμέρους εθνικές λογοτεχνίες της Ευρώπης (Βοοοαοοίο, «Όβοζπιβ-

Γοηβ»· ΟιαιιοβΓ, «ΟαηίβΛιιιγ Ταΐβδ») και της Ασίας (δ&αάί,

«Βύδ^η»* μαλαισιανά «Ηί1&}&1»), «χωρίς να έχουν υπάρξει άμεσες

επαφές» μεταξύ των εθνικών αυτών λογοτεχνιών.9 Και είναι ακριβώς

αυτή η αναμφισβήτητη γένεση και ανάπτυξη παράλληλων λογοτεχνι­

κών ειδών και ρευμάτων στις διάφορες εθνικές λογοτεχνίες που κάνει

πειστική και επιτακτική την αναζήτηση της αιτιολογικής εξήγησης

της λογοτεχνικής δημιουργίας και των επιδράσεων πάνω σ’ αυτήν έξω

από τη λογοτεχνία την ίδια: στην κοινή δηλαδή προΰπαρξη ή συνύπαρξη

καθορισμένων και καθοριζόντων οικονομικοπολιτικών παραγόντων.

Η πραγματικότητα αυτή υπαγορεύει, και κατά την έρευνα των

διεθνών λογοτεχνικών επιδράσεων, την παραίτηση από κάθε αισθητική-

αξιολογική θεώρηση του λογοτεχνικού αντικειμένου και την υιοθέτηση

αποκλειστικά ιστορικών μεθοδολογιών και κριτηρίων. Η Συγκριτική

Γραμματολογία πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει τις παρακάτω

ερευνητικές δραστηριότητες:10

Page 280: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

288 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

1. Εξέταση της ερευνώμενης λογοτεχνικής επίδρασης στην εξέλιξή

της:

α) Πότε και πώς προσλαμβάνεται ένα έργο στη χώρα της πρόσληψής

του;

β) Ποιο μέρος του έργου ενός ορισμένου λογοτέχνη προσλαμβάνεται

κατά την εκάστοτε πρόσληψή του;

γ) Πώς μεταποιείται, μεθερμηνεύεται ή μεταλειτουργείται το προσ­

λαμβανόμενο έργο στη χώρα της πρόσληψής του; Ομοιότητες και

διαφορές του έργου-δέκτη με το έργο-πομπό.

2. Αναζήτηση των συγγραφέων ή λογοτεχνών που άσκησαν σε

μιαν ορισμένη εποχή σημαντική επίδραση, ανεξάρτητα από το ότι

σήμερα είναι ίσως «ξεχασμένοι» (π.χ. 8. Οβδδηβι·).

3. Οι εξωλογοτεχνικές επιδράσεις πάνω στη λογοτεχνία (άλλες

τέχνες, επιστήμες, φιλοσοφία).

4. Οι «καθαρά» λογοτεχνικές επιδράσεις: η πρόσληψη ξένων μορφι­

κών στοιχείων (μετρικών μορφών, λογοτεχνικών ειδών) ή αφηγηματι­

κών μονάδων (θεμάτων, μοτίβων κ.τ.λ.).

5. Το εξωλογοτεχνικό υπόβαθρο των λογοτεχνικών επιδράσεων:

οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές σχέσεις μεταξύ εθνικού

πομπού και εθνικού δέκτη, ξένα σχολεία, λεξικά, περιηγητές κ.τ.λ.

Τέλος, η συγκριτική γραμματολογική έρευνα πρέπει να εγκαταλεί-

ψει κάθε προσπάθεια να εξηγήσει αιτιοκρατικά τη γένεση και διαμόρ­

φωση ενός ορισμένου λογοτεχνικού φαινομένου, ρεύματος και έργου στη

χώρα του δέκτη ως «αποτέλεσμα» μιας οπωσδήποτε πειστικά και

αναντίρρητα διαπιστωμένης «καθαρής» επίδρασης. Ύστερα από όσα

είπαμε παραπάνω, είναι φανερό ότι γενεσιουργό αίτιό της είναι, και

στην περίπτωση αυτή, οι ενδογενείς οικονομικοπολιτικές μεταβολές,

οι οποίες απλά επιτάσσουν ή επιτρέπουν και τις τάδε ή δείνα πολιτι­

σμικές επιλογές, που κάνουν με τη σειρά τους πραγματοποιήσιμες και

πραγματικές τις τάδε ή δείνα λογοτεχνικές επιδράσεις.

Έτσι, ενώ η Συγκριτική Γραμματολογία είχε αρχίσει, όπως

είπαμε, στο 19ο αιώνα με την ανίχνευση των «καθαρών» επιδράσεων

από έργο σε έργο και από λογοτέχνη σε λογοτέχνη, εκτείνεται σήμερα

σε ένα ευρύτατο φάσμα έρευνας, που περιλαμβάνει όλους τους τομείς

Page 281: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

των διεθνών πολιτισμικών σχέσεων και των παραγόντων-μεσολαβη-

τών τους, καθώς επίσης και τις —εθνικές και διεθνείς— σχέσεις της

λογοτεχνίας σ’ ένα πλήθος εξολογοτεχνικών, πολιτισμικών φαινομέ­

νων και εκδηλώσεων:11

1. Γλώσσα. Η γλωσσική επικοινωνία μεταξύ εθνικού πομπού και

εθνικού δέκτη: Λεξικά, γραμματικές, εγχειρίδια διδασκαλίας της

γλώσσας του πομπού στη χώρα του δέκτη. Έκταση της γλωσσομά­

θειας στον εθνικό και ατομικό δέκτη. Στοιχεία, ίχνη, δάνεια της

γλώσσας του πομπού στη γλώσσα του δέκτη.

2. Ιδρύματα. Σχολεία και άλλα εκπαιδευτικά, πολιτιστικά και

επιστημονικά ιδρύματα του ξένου πομπού στη χώρα του δέκτη. Διδα­

σκαλία της ξένης γλώσσας και λογοτεχνίας στα σχολεία και πανεπι­

στήμια της χώρας του δέκτη.

3. Μεταφράσεις. οργάνωση και ο τρόπος της μεταφραστικής

εργασίας στη χώρα του δέκτη. Ποιότητα της μετάφρασης. Επιλογή

των προς μετάφραση ξένων έργων. Καταγραφή (βιβλιογραφία) των

μεταφράσεων, κατά συγγραφείς, θέματα και έργα, από τη γλώσσα

και τη λογοτεχνία του πομπού στη γλώσσα του δέκτη. Ιστορική

εξέταση των μεταφράσεων από την ξένη γλώσσα ή τις ξένες γλώσ­

σες στη χώρα του δέκτη. Γλώσσα του προτύπου και γλώσσα από την

οποία γίνεται η μετάφραση.

4. Περιοδικά ειδικευμένα στη μετάφραση, διάδοση και προπα­

γάνδα της ξένης λογοτεχνίας ή των ξένων λογοτεχνιών στη χώρα

του δέκτη.

5. Λογοτεχνική κριτική και επιστημονική-γραμματολογική έρευνα

της λογοτεχνίας του πομπού στη χώρα του δέκτη.

6. Περιηγήσεις-ταξίδια. Ο ρόλος των περιηγητών-ταξιδιωτών για

τη μετακένωση του ξένου πολιτισμού και της ξένης λογοτεχνίας στη

χώρα της υποδοχής τους. Αντίστροφα, ταξίδια και ταξιδιωτικές

εντυπώσεις και περιγραφές από την ξένη χώρα στη χώρα του δέκτη.

Άλλες ατομικές-προσωπικές επαφές μεταξύ πομπού και δέκτη.

7. Εικόνα (ίιηα β) της χώρας του πομπού στη χώρα του δέκτη.

Εθνικές αντιλήψεις και προκαταλήψεις για την ξένη χώρα, τον

πολιτισμό και τον «εθνικό χαρακτήρα» των κατοίκων και του λαού

ΕΘΝΙΚΗ, ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ_____________________________ 289

Page 282: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

290 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

της στη χώρα του δέκτη. Πηγές αυτών των αντιλήψεων και αντανά­

κλασή τους στη λογοτεχνία του δέκτη.

8. Σχέσεις μεταξύ της «λόγιας» και της «λαϊκής» λογοτεχνίας

και κουλτούρας σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο. Η παραλαβή

λογοτεχνικών μορφών, θεμάτων και μοτίβων από τη λόγια στη λαϊκή

λογοτεχνία και αντίστροφα και οι παράγοντες που την καθορίζουν. Οι

μεταβολές κατά την ανταλλαγή αυτή. Το φαινόμενο του «ξεπεσμένου

πολιτισμικού αγαθού» («ββδίιηΐίβηβδ ΚαΙίιΐΓ^αΙ»).

9. Η πρόσληψη και η επίδραση των ξένων φιλοσοφιών και ιδεών

στη .χώρα του δέκτη και τη λογοτεχνία της.

10. Σχέσεις της λογοτεχνίας με τις άλλες τέχνες — σε εθνικό και

διεθνές επίπεδο, θα τις εξετάσουμε συστηματικότερα σ’ ένα ιδιαίτερο

κεφάλαιο.

11. Επιβίωση και επίδραση της αρχαίας κλασικής λογοτεχνίας και

μυθολογίας στις νεότερες εθνικές λογοτεχνίες.

Η διάκριση ανάμεσα στη «Συγκριτική Γραμματολογία» («ΙιΉθγε-

ίιΐΓβ οοπιραΓββ») και τη «Γενική Γραμματολογία» («ΙϋίβΓαίιΐΓθ §6πβ-

γοΙθ») οφείλεται στο γάλλο συγκριτολόγο Ραιιΐ ναη Τίβ^Η^ιη («Ια

5γηΰιβδβ βη ΚίδίοίΓβ ΙϊΉθγηϊγθ. ΙιΉθγ&Ιιιγθ οοιηρατββ βΐ ΙίΉβΓαίιΐΓθ

βέηβΓ&Ιβ», Ηβναβ άβ δγηΰιβδβ Ηίδίοπφΐβ, 31, 1920, 1-27* «Ια

ΙίϋβΓΕίιΐΓβ οοιηρ&Γ6β», Ραηδ 1931, σ. 174). Σύμφωνα με τη διάκριση

του ν&η Τίβ ΐιβηι (1931), ενώ το αντικείμενο της «Συγκριτικής

Γραμματολογίας» είναι οι «δυαδικές» (βίηαίΓβδ) λογοτεχνικές σχέ­

σεις, οι ανταλλακτικές σχέσεις μεταξύ δύο εθνικών λογοτεχνιών, η

«Γενική Γραμματολογία» εκπροσωπεί «μια τάξη ερευνών που αναφέρε-

'ται στα κοινά σε περισσότερες λογοτεχνίες [λογοτεχνικά] φαινόμενα,

θεωρούμενα είτε στις αμοιβαίες τους εξαρτήσεις, είτε στη σύμπτωσή

τους».12

Η «Γενική Γραμματολογία» παρουσιαζόταν, επομένως, από την

αρχή, ως η ερευνητική εκείνη εργασία, που, εκμεταλλευόμενη τα

πορίσματα των -αναλυτικών— συγκριτικών γραμματολογικών εργα­

σιών, τις ξεπερνούσε, συμπεριλαμβάνοντας στο πρόγραμμά της, εκτός

από τη μελέτη των διεθνών επαφών, ανταλλαγών και επιδράσεων,

και τη μελέτη των διεθνών λογοτεχνικών «συμπτώσεων», «αναλο­

Page 283: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

γιών», «ομοιοτήτων» ή «παραλλήλων», για να πραγματοποιήσει τη

γραμματολογική εκείνη σύνθεση, που θα μπορούσε ίσως να οδηγήσει

στη συγκρότηση μιας Ιστορίας της παγκόσμιας λογοτεχνίας - της

οποίας τα πρώτα ήδη δείγματα έχουν παρουσιαστεί, ιδιαίτερα στο

γερμανόφωνο χώρο.13

Το προκλητικό αίτημα του Κβηβ ΕϋβιηΜβ για μια «ΙίϊίβΓαΙυΓβ

(νι-αίιηβηΐ) £6ϊιθγη1θ», για την επέκταση των γενικών (και συγκριτι­

κών) γραμματολογικών σπουδών στις λογοτεχνίες της Ασίας και της

Αφρικής δε φαίνεται ουτοπικό: Οι ενστάσεις που προβλήθηκαν, και που

αφορούν την περιορισμένη γλωσσομάθεια του συγκεκριμένου συγκριτο-

λόγου, αίρονται στα πλαίσια των συγκριτολογικών σπουδών στο

σύνολό τους. Επιπλέον, σωστά παρατηρήθηκε, ότι το ζητούμενο μιας

αληθινά «Γενικής Γραμματολογίας» δεν μπορεί να είναι (μόνο) μια

ποσοτική διεύρυνση του ερευνητικού της χώρου, αλλά —προπαντός— μια

ποιοτική-συνθετική αναθεώρηση των στόχων της.14

Το «πρόγραμμα» του ν&η Τίβ Ηβιτι, η έρευνα των λογοτεχνικών

φαινομένων («γεγονότων») στο διεθνές τους πλαίσιο, και μάλιστα

περισσότερο στη διατοπική, συγχρονική και λιγότερο στη διαχρονική

τους διάσταση, έγινε, παρά τις αντιρρήσεις που εκφράστηκαν, αποδε­

κτό και οδήγησε σε μερικές πολύ αξιόλογες γραμματολογικές συνθέ­

σεις, πρώτα στη Γαλλία, έπειτα στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τέλος

στην Αμερική, όπου ενσωματώθηκε στη —γενική— θεωρία της λογοτε­

χνίας, όπως φανερώνει η σχετική γραμματολογική ορολογία

(«ΟοΐϊΐραταΗνβ ΤΗβοιγ», «Οοπιρ&πιϋνβ ΟΓΐΗοίδΐη»).

Στην πράξη, το ερευνητικό αυτό πρόγραμμα, που είχε άμεσους

προδρόμους στο 18ο και το 19ο αιώνα, μπόρεσε να στηριχτεί στα

«μοντέλα» που παρουσίασαν ο ναη Τίβ^Ηβιη και άλλοι εκπρόσωποι

των γαλλικών συγκριτικών γραμματολογικών σπουδών, όπως είναι το

επιβλητικό, τρίτομο έργο για τον Προρομαντισμό («1.6 ρΓβΐΌΐηαηϋ-

5Π16», 1924, 1930, 1947) και τον ευρωπαϊκό Ρομαντισμό («Ι β

ΓοΐϊΐαηΗδίηβ άαηδ Ια ΙίΉβΓ&ΙιΐΓβ βιιΐΌρββηηβ, 1948) του ίδιου του ναη

Τίβ&Ιιβιη, ή η μεγάλη εκείνη διπλή σύνθεση του Ραυΐ Ηαζαπί για τον

ευρωπαϊκό Διαφωτισμό («Ι& οπδβ άβ Ια οοηδοίβποβ βιιΐΌρββηηβ»,

1935* «Ι·α ρβηδββ βιίΓορββηηβ αα XVIII* δίβοΐβ», 1946).

ΕΘΝΙΚΗ, ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ___________ _________________ 291

Page 284: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

292 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Ήδη οι δύο τελευταίες εργασίες φανερώνουν ότι το ερευνητικό πεδίο

της Γενικής Γραμματολογίας επεκτάθηκε, έγκαιρα, πολύ πέρα από την

κυρίως λογοτεχνία, για να συμπεριλάβει, τελικά, στο πρόγραμμά της

μια ποικίλη σειρά αντικειμένων και θεμάτων* σ’ αυτά ανήκουν σήμερα:

1. Τα μεγάλα λογοτεχνικά, καλλιτεχνικά, φιλοσοφικά και ιδεολο­

γικά ρεύματα. Το αργότερο από την αυγή των Νέων Χρόνων τα μεγάλα

καλλιτεχνικά, πολιτισμικά και ιδεολογικά ρεύματα, η Αναγέννηση, το

Μπαρόκ και ο Διαφωτισμός, είχαν σχεδόν πανευρωπαϊκό χαρακτήρα. Το

ίδιο ισχύει, πολύ περισσότερο, για τα νεότερα ρεύματα και τους

μοντέρνους -ισμούς, το Ρομαντισμό, το Ρεαλισμό, το Νατουραλισμό ή το

Συμβολισμό — για τους ιστορικούς λόγους που υπαινιχτήκαμε παραπάνω:

την ένταση της διεθνούς επικοινωνίας, των διεθνών οικονομικών,

πολιτικών και πολιτιστικών σχέσεων. Επιπλέον, τα μεγάλα αυτά διεθνή

ρεύματα χαρακτηρίζονται από την «οικουμενικότητά» τους με το να

διατρέχουν και να συνεκφράζουν περιοχές πολύ πέρα από τη λογοτεχνία:

τις εικαστικές και τις άλλες τέχνες, τα φιλοσοφικά συστήματα και τις

κοσμοθεωρίες — με μια λέξη, ολόκληρο το ιδεολογικό εποικοδόμημα της

εποχής. Σ ’ αυτά κεντρική θέση κατέχει για τη Συγκριτική κΛι Γενική

Γραμματολογία η έρευνα των λογοτεχνικών/ποιητικών θεωριών και

αντιλήψεων σε διεθνές επίπεδο.

Η κοινότητα αυτή των μεγάλων διεθνών ρευμάτων δεν αποκλείει τις

τοπικές, εθνικές αποκλίσεις και ιδιαιτερότητες* η συγκριτική και γενική

γραμματολογική έρευνα καλείται να διαπιστώσει το κοινό, χωρίς να

παραβλέψει το ιδιαίτερο.

Η γενική και συγκριτική γραμματολογική έρευνα έχει δώσει, στον

τομέα αυτό, εκτός από τις μεγάλες συνθέσεις του Ρ&αΐ ναη Τί6§1ΐ6ΐη και

του Ρααΐ Ηαζαπί που αναφέραμε παραπάνω, και μερικά άλλα ογκώδη

έργα σε συγχρονική ή διαχρονική βάση, όπως η παραδειγματική

ανίχνευση του ρεαλισμού στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, από την «Οδύσ­

σεια» του Ομήρου ώς το μυθιστόρημα «Προς το φάρο» (1927) της V.

\Υοο1£, από τον Ε. ΑαβΛαοΗ («Μίπίθδίδ», 1946) και το επιβλητικό έργο

του Ε.Κ. Οαιϋαδ για το «λατινικό» ευρωπαϊκό Μεσαίωνα («ΕιίΓοραίδοΗβ

ΟΐβΓαίαΓ αηά ΙαΐβίηίδοΗβδ Μί&βΙ^ΙίβΓ», 1948).

2. Περίοδοι, εποχές και γενιές. Το πρόβλημα της περιοδολόγησης

Page 285: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

της λογοτεχνίας στη διαχρονική της εξέλιξη αποτελεί ένα από τα

κεντρικότερα ζητήματα της θεωρίας της ιστορίας της λογοτεχνίας,

είτε σε εθνικό είτε σε διεθνές επίπεδο. Για το λόγο αυτό θα το

εξετάσουμε στο αντίστοιχο, καταληκτικό κεφάλαιο του βιβλίου μας —

μαζί με τα συναφή προβλήματα των λογοτεχνικών ρευμάτων, κινημά­

των, εποχών και γενεών.

3. θέματα και μοτίβα. Η μελέτη των λογοτεχνικών θεμάτων και

μοτίβων έχει αναπτυχτεί τις τελευταίες δεκαετίες σ’ ένα ιδιαίτερο και

εξαιρετικά γόνιμο πεδίο έρευνας στις γραμματολογικές σπουδές.

Παρά την ασυντόνιστη διεθνή ορολογία που χρησιμοποιείται και

στο σημείο αυτό της γραμματολογικής έρευνας (ΐΗβπίΘ/ΐΙιβηΐΒ/δίοβΓ,

ίαΜβ/ΡαΒβΙ, ΜγΐΗβ/ΜγΛοδ, ΐϊΐοϋί/Μοϋν κ.ά.), τα συστατικά αυτά

στοιχεία της λογοτ^νίας μπορούν να οριστούν και να διακριθούν με

ικανοποιητική σαφήνεια: θέμα (Λ&ιηβ/ώβιηα/δϊοίϊ) είναι μια μικρή ή

μεγάλη, αλλά ολοκληρωμένη ιστορία (με το νόημα που έχει ο όρος

στην αφη γη ματολογ ία), όπως βρίσκεται ήδη πριν και έξω από τη

λογοτεχνία και το συγκεκριμένο λογοτεχνικό κείμενο, όπως λ.χ. η

ιστορία του Δαίδαλου και του Ίκαρου. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως

αυτή του παραδείγματος μας, η στοιχειώδης αυτή ιστορία παραλαμ-

βάνεται ελεύθερα από τη μυθολογία, ταυτίζεται δηλαδή με τον

προλογοτεχν ικό και εξωλογοτεχνικό μύθο. Μοτίβο είναι μια αφηγημα­

τική μονάδα στην ίδια «ιστορία», που δεν μπορεί ν’ αναλυθεί αφηγη­

ματικά περαιτέρω και επισημαίνεται για το λόγο αυτό με μία λέξη,

όπως λ.χ. τα μοτίβα «Λαβύρινθος» ή «κέρινα φτερά» του παραδείγμα­

τος μας, ή τα μοτίβα «φεγγάρι» και «τάφος» σε πολλά ποιήματα της

ρομαντικής εποχής. Κύριο χαρακτηριστικό των θεμάτων και των

μοτίβων είναι η εναλλίζχτιχότητα και η επαναληπτιχότητά τους —

αποτελούν δηλαδή το κοινό καταρχήν απόθεμα, την κοινή «πρώτη

ύλη» όλων των λογοτεχνών και όλων των έργων.

Για τη μελέτη των θεμάτων και μοτίβών σε διεθνές επίπεδο

δεχόμαστε τις αρχές που θέτει ένας γερμανός συγκριτολόγος: «Το

πραγματικά συγκριτολογικό κριτήριο δε συνίσταται στην ανθολογική

παράταξη των διαφόρων έργων ή στην εκλεκτική συσσώρευση υλικού,

αλλά στη μεθοδική εντατικοποίηση των συγκριτικών εργαλείων και

ΕΘΝΙΚΗ, ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ_____________________________293

Page 286: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

294 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

στα πορίσματα, που συνάγονται με τον τρόπο αυτό για τα επιμέρους

λογοτεχνικά έργα, τις εποχιακές τάσεις ή τα γραμματολογικά προβλή­

ματα. Η θεματολογία μεταγράφει το μεθοδολογικό τομέα των συγκριτο-

λογικών εκείνων ερευνών, που εξετάζουν τις θεματικές όψεις και τα

μορφικά στοιχεία ως μορφοποιητικά στοιχεία της παράδοσης στη

λογοτεχνία».15

4. Γένη καί είδη. Η μελέτη των λογοτεχνικών γενών και ειδών σε

διεθνές επίπεδο είναι σε θέση, περισσότερο από τη μελέτη οποιουδήποτε

άλλου λογοτεχνικού φαινομένου, να διευκρινίσει τη φύση και τη

λειτουργία της ίδιας της λογοτεχνίας. Η συγκριτική γραμματολογική

έρευνα και η γενική γραμματολογική σύνθεση καλούνται να δώσουν

απάντηση, μεταξύ άλλων, και σε μια σειρά ερωτημάτων, όπως λ.χ.

αυτά που θέτει ο Μαπυδ-Ειταηςοίδ ΟυγαιτΙ στο μικρό εγχειρίδιό του («Ι&

ΙίίΙβΓ&ΐυΓβ οοιηρατέβ», 61978): «Γιατί δε γράφονται πια τραγωδίες σε

πέντε πράξεις και σε στίχους; Γιατί στις αρχές του 19ου αιώνα γράφουν

σ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης ιστορικά μυθιστορήματα; Γιατί σ’

ολόκληρη τη Δύση οι ποιητές της Αναγέννησης εξυμνούν με σονέτα τον

έρωτά τους;».16 Και για να ξαναθέσουμε τα ίδια περίπου ερωτήματα

θετικότερα: Ποια είναι η ευρωπαϊκή τύχη του σονέτου στο 16ο, της

τραγωδίας και της ωδής στο 18ο ή του ιστορικού μυθιστορήματος στο 19ο

αιώνα;

Σήμερα είναι κοινά αποδεκτό ότι και η συγκριτική μελέτη των

λογοτεχνικών γενών και ειδών πρέπει να διεξάγεται όχι μόνο συγχρο-

νικά-τυπολογικά, στη διατοπική τους τυπικότητα, αλλά και διαχρονικά,

στην ιστορική τους εξέλιξη. Συνεπόμενα, η παλαιότερη, κλασική μορφή

δεν μπορεί να θεωρείται ως «μοντέλο» από το οποίο προέκυψαν οι νεότερες

ως παρακμιακές παραφθορές του, όπως πίστευε ο «κλασικιστής» Ο.

ί,υΐίαοδ για την περίπτωση του ιστορικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα

ανάμεσα στο «\¥&νβΓΐβγ» (1814) του \¥. δοοίί και τη «δαίαιηιηβό» του

Ο. ΠαυΒβΓί. Όλες οι διαδοχικές μορφές ενός ορισμένου λογοτεχνικού γέ­

νους ή είδους είναι ερμηνευτικά ισάξιες* κάθε συγχρονική μορφή του λει­

τουργεί μέσα σ’ ένα ιεραρχικά δομημένο ειδολογικό λογοτεχνικό σύστη­

μα, και αυτό πάλι αντιστοιχεί — ως λογοτεχνική αντανάκλασή της — στη

δομή ενός ορισμένου κοινωνικού συστήματος.

Page 287: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

5. Λογοτεχνικές μορφές, τρόποι και τεχνικές, μετρικά και ατρο­

φικά συστήματα. Και τα καθαρά μορφικά και τεχνικά στοιχεία της

λογοτεχνίας μπορούν και πρέπει να μελετηθούν στο διεθνή χώρο τους.

«Γιατί να μην ονειρευόμαστε και μια συγκριτική στιχουργική;» διερω-

τώνται αυτοδίκαια οι τρεις συγγραφείς ενός γαλλικού εγχειριδίου

Συγκριτικής Γραμματολογίας (Κ. ΒηιηβΙ/01. ΡίοΗοίδ/Α.-Μ. Κοιίδδαα,

«( ιι’βδί-οβ €[ΐΐ6 Ια ΙίϋβΓαΙιΐΓβ οοΐϊΐρατββ», 1983, σ. 140) και το ίδιο

αίτημα ισχύει λ.χ. αναφορικά με την τεχνική της «συγχρονικότητας»

(«δίπιιιΐίαηβίδΐηβ») ή του εσωτερικού μονολόγου («ιηοηοΐο^ιιβ ίηίβη-

βιΐΓ») στο μοντέρνο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα, που διατύπωσε ο Μ.-Ρ.

Οιιγατά, ή ακόμα και το αίτημα για μια συγκριτική υφολογία,

ποιητική και κριτική, που έθεσε συστηματικότερα ο Η. λΥβΗβΙί (1970)

και θα ενστερνιστούν μετά απ’ αυτόν πολλοί συγκριτολόγοι (Ρ. Βηι-

ηβΙ/ΟΙ. Ρίοΐιοίδ/Α.-Μ. Βοιίδδβαιι, 1983· Α. Μαπηο, 1988* Ζ. ΚοηδΙα-

ηίίηονίο, 1988· Ρ. Βηιηβΐ/Υ. ΟΗβνΓβΙ, βάδ, 1988).

ΕΘΝΙΚΗ, ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ_____________________________ 295

Page 288: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ

XI

Το ερώτημα αν η μελέτη των σχέσεων της λογοτεχνίας με τις

άλλες τέχνες ανήκει, ως ιδιαίτερος τομέας έρευνας, στη γενική

ιστορία των ιδεών και του πολιτισμού ή στη Συγκριτική Γραμματολο­

γία είναι περισσότερο ένα πρακτικό θέμα, που έχει σχέση με την

οργάνωση και την ταξινόμηση της Γραμματολογίας σε επιμέρους

κλάδους και την επιστημονική-ερευνητική οργάνωσή της στις διάφορες

χώρες, και λιγότερο πρόβλημα Θεωρητικό-επιστημολογικό: Στη Γαλ­

λία η επιστημονική παράδοση τείνει προς την πρώτη, στις ΗΠΑ και

στη Γερμανία, χώρες, στις οποίες ακριβώς το πεδίο αυτό της έρευνας

καλλιεργήθηκε περισσότερο από οπουδήποτε , αλλού, στη / δεύτερη

άποψη, την ενσωμάτωση δηλαδή και αυτών των συγκρίσεων στο χώρο

της Συγκριτικής Γραμματολογίας.1

Γεγονός αναμφισβήτητο είναι, ότι οι σχέσεις αυτές της λογοτε­

χνίας με τις άλλες τέχνες υφίστανται στην ίδια την πραγματική της

ύπαρξη και αποτελούν, μαζί με τα εξωκαλλιτεχνικά αισθητικά φαινό­

μενα, το κοινό αντικείμενο της φιλοσοφικής «Αισθητικής».

Μια πρώτη γραμματολογική τους προσέγγιση επιχειρήθηκε, για

πρώτη φορά, στα πλαίσια της αρχαίας, ελληνικής και ρωμαϊκής,

«Ποιητικής» — ειδικότερα στον παραλληλισμό της ποίησης με τη

ζωγραφική: Ήδη ο Αριστοτέλης είχε καταφύγει στην «Ποιητική» του

σε παραδείγματα από τη ζωγραφική για τη διευκρίνιση μερικών

στοιχείων της ποίησης, όπως του «ήθους» (κεφ. 6: Πολύγνωτος/

Ζεύξις) ή του «πιθανού» (κεφ. 25: Ζεύξις). Αλλά ο περιβόητος στίχος

361 της «Ποιητικής τέχνης» («Αγ§ ροβίίοα») του Ορατίου «ιιί ρίοίιίΓα

ροβδίδ», σε μια μοιραία παρερμηνεία του, μελλόταν ν’ αναδειχτεί σε

κεντρικό δόγμα ολόκληρης της ευρωπαϊκής ποιητικής από την Ανα-

Page 289: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ 297

γέννηση ώς το 18ο αιώνα μιε τη συνοδεία της πολύ παλαιότερης

ρήσης, αποδιδόμενης από τον Πλούταρχο («Πότερον Αθηναίοι κατά

πόλεμον ή κατά σοφίαν ένδοξότεροι», Ο. 3) στο Σιμωνίδη τον Κείο

(556-468 π.Χ.), σύμφωνα με την οποία ο Σιμωνίδης ονόμαζε «την

μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν την δε ποίησιν ζωγραφίαν λα-

λούσαν».

Ένα πρώτο αλλ’ αποφασιστικό, ρήγμα στο κλασικιστικό δόγμα «υΐ

ρίοίιίΓα ροβδίδ» προξένησε η αναθεώρηση της θέσης της λογοτεχνίας/

ποίησης μέσα στο παραδοσιακό «σύστημα των τεχνών», αναθεώρηση

που πραγματοποιήθηκε με το ρηξικέλευθο έργο του Ο.Ε. Ι βδδίη

«Ι-&ο1α)οη» (1766): Με την ιδιοφυή του διάκριση ανάμεσα σε «τέχνες

του χώρου» και «τέχνες του χρόνου», ο Ιιβδδίη προετοίμασε την

αποδέσμευση της ποίησης/λογοτεχνίας από τις πρώτες, τις εικαστικές

τέχνες, και την ένταξή της στις δεύτερες, ανάμεσα στις οποίες

εξέχουσα θέση κατείχε η μουσική.

Το νέο δόγμα «ιιί ιηιΐδίβΕ ροβδίδ», που προέκυψε από τη σύνδεση

της ποίησης με τη μουσική, θ’ αποτελέσει το καλλιτεχνικό-αισθητικό

πιστεύω στην ποιητική θεωρία ολόκληρου του ευρωπαϊκού Ρομαντι­

σμού. Η ρομαντική αντίληψη για την ενότητα των αισθήσεων και των

τεχνών, όπως εκφραζόταν λ.χ. στο όραμα του Ρ. 3ο1ι1β§β1 για τη

δημιουργία μιας «οικουμενικής ποίησης» (ϋηίνΘΓδαΙροβδίβ), ήταν η

ευρύτερη θεωρητική-ιδεολογική βάση, πάνω στην οποία μπόρεσαν να

σταθούν όχι μόνο, τα καθαρά ποιητικά φαινόμενα της «συναισθησίας»

στον ευρωπαϊκό Ρομαντισμό και —αργότερα— Συμβολισμό (ο όρος

«Κΐαη^ίαΛβ»/«ηχόχρωμα» είναι δημιούργημα του ρομαντικού συνθέτη

Ο&τΙ Μαηα νοη λνβββι*), αλλά και η επιδίωξη ενός «ολικού καλλιτε­

χνήματος» («Οβδ&ιη&ιιηδϊνντ6ΐ·1ο>), στο οποίο θα συνενώνονταν όλες οι

υπάρχουσες ώς τότε τέχνες (ποίηση, μουσική, μιμική, χορός, ζωγρα­

φική, αρχιτεκτονική), από τον έσχατο των ρομαντικών Κ. \να£ηβι\ Η

πραγματοποίηση μιας παρόμοιας σύζευξης των τεχνών από τον Ντα­

νταϊσμό στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας ώς τα σύγχρονά μας

Ηαρρβπίη^δ δεν ήταν παρά η μετριότατη μικρογραφική απόληξη της

μεγαλεπίβολης εκείνης καλλιτεχνικής σύλληψης του Κ. \να£ηβΓ.

Το πρόβλημα της σχέσης της ποίησης/λογοτεχνίας με τις άλλες

Page 290: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

298 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

τέχνες, τις εικαστικές ιδιαίτερα, επανατέθηκε στην εποχή μας από το

γερμανό γραμματολόγο Οδ&αΓ λναΐζβΐ με το κείμενο μιας διάλεξής του

με τίτλο «Αμοιβαία διαφώτιση των τεχνών» («\νβοίΐδθ1δθίϋ£6 ΕγΗθΙ-

1ιιη£ άβΓ Κϋηδϊβ», 1917), - ένας τίτλος που θα εξέφραζε στις

επόμενες δεκαετίες ένα ολόκληρο ερευνητικό πρόγραμμα των συγκριτο-

λογικών σπουδών. Ο \¥α1ζβ1 στηριζόταν στο σημαντικό θεωρητικό

έργο του ιστορικού της τέχνης Ηβίηποΐι \νο1β1ίη «ΚππδΙ βδοΗίοΙι!:-

ΙίοΗβ Οπιη(11)β§Γί£Ρβ» («Βασικές έννοιες της ιστορίας της τέχνης»),

που είχε κυκλοφορήσει δύο χρόνια πριν (1915), και μετέφερε τις πέντε

«βασικές κατηγορίες» του λΥδΙΜίπ, που αναφέρονταν στις εικαστικές

τέχνες της Αναγέννησης και του Μπαρόκ, από την ιστορία της τέχνης

στην ιστορία της λογοτεχνίας.

- Στο μεταξύ, η εμφάνιση νέων τεχνών, όπως η φωτογραφία και ο —

ομιλών, ιδιαίτερα — κινηματογράφος, έθεσε για μιαν ακόμα φορά το

πρόβλημα της σχέσης της λογοτεχνίας με τις άλλες τέχνες - και στη

γραμματολογική θεωρία και στην καλλιτεχνική πράξη.

Και είναι ακριβώς αυτή η συνύπαρξη της λογοτεχνίας με τις άλλες

τέχνες στην ίδια την καλλιτεχνική πράξη, αυτή η «συμβίωση των

τεχνών», όπως την ονόμασε ένας γερμανός μελετητής (Κιιιΐ ΛΥαίδ,

«5γιηΙ>ίοδ6 άβτ Κίίηδΐ:©», 1936), που επιβάλλει και τη θεωρητική

αποδοχή του προβλήματος. Στα παρακάτω θα σκιαγραφήσουμε τις

κυριότερες όψεις του και θα οριοθετήσουμε, ταυτόχρονα, τους διαφορε­

τικούς τομείς έρευνας των σχέσεων της λογοτεχνίας με τις άλλες

τέχνες.

1. Μικτές μορφές

Για να παρατρέξουμε την αρχέγονη σύζευξη της -λυρικής- ποίησης

με τη μουσική και το χορό στο κοινό ποιητικό είδος όλων των λαών, το

τραγούδι, μερικά λογοτεχνικά είδη της κλασικής εποχής, όπως η

τραγωδία και η χορική ποίηση, διασώζουν την προϊστορική αυτή

συμβίωση της ποίησης με τις άλλες τέχνες και κατά τους ιστορικούς

χρόνους.

Page 291: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ 299

Παρά τη μεταγενέστερη διάζευξη της ποίησης από τις αδελφές

της τέχνες, ήδη από τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, νέες

«μικτές μορφές» σε νέους συνδυασμούς της ποίησης με τη μουσική, το

χορό, τη μιμική και τις σκηνικές εικαστικές τέχνες, θα εμφανιστούν

από την αυγή των Νέων Χρόνων και την Αναγέννηση: Το σημαντικό­

τερο από αυτά τα νέα μικτά είδη είναι η όπερα, που γεννήθηκε γύρω

στα 1600 στη Φλωρεντία από την προσπάθεια για την αναβίωση του

αρχαίου δράματος με νέα μορφή. Νεότερες και μικρότερες αδελφές της

όπερας, όπως η οπερέτα, το ορατόριο, η καντάτα, το μιούζικαλ και το

νεότερο, έντεχνο τραγούδι (Κυηδΐΐίβά), παρουσιάζουν το κοινό μ’

εκείνη στοιχείο, ότι ο λόγος, η ποίηση, ενσωματωμένη σ’ αυτές σε

μια διαφορετική από είδος σε είδος δοσολογία, περνάει σε μιαν όλο και

δευτερότερη θέση ^ε σχέση με τον όλο και πιο κυρίαρχο ρόλο της

μουσικής.

Παράλληλα και από την ίδια περίπου εποχή επιχειρείται μια

σύζευξη του λόγου με τις εικαστικές τέχνες — σύζευξη που ευνοείται

από την εφεύρεση της τυπογραφίας και την ανάπτυξη των γραφικών

τεχνών (ξυλογραφίας, χαλκογραφίας). Σε μερικές χώρες της Ευρώ­

πης, ιδιαίτερα στη Γερμανία, δημιουργούνται και ακμάζουν την εποχή

του Μπαρόκ και του Διαφωτισμού (16ος-18ος αι.) τα λεγόμενα

εμβλήματα, που αποτελούνται από μια τυπογραφικά αναπαραγόμενη,

συνήθως συμβολική εικόνα, που συνοδεύεται από ένα «επεξηγηματικό»

τίτλο και ένα μικρό, επιγραμματικό κείμενο μερικών το πολύ πολύ

στίχων. Μια νεότερη μορφή σύζευξης ποίησης/κειμένου και εικόνας

γεννήθηκε από την εικονογράφηση ενός ποιητικού-λογοτεχνικού έργου

- από τον ίδιο μερικές φορές καλλιτέχνη. Το λαμπρότερο παράδειγμα

προέρχεται από τον πρωτοπόρο του είδους στο 19ο αιώνΛ, το \νί11ι©1ιη

ΒιΐδοΗ (1832-1908), ποιητή-λογοτέχνη και ζωγράφο-σχεδιαστή ταυ­

τόχρονα, του οποίου το διασημότερο έργο, το παιδικό βιβλίο «Μαχ υηά

Μοηϊζ» (1865), μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε, με την ίδια πάντα

εικονογράφηση του πρωτοτύπου, στις περισσότερες γλώσσες του

κόσμου — και στα ελληνικά.

Η εντελώς μοντέρνα, εντελώς σύγχρονή μας παραλλαγή αυτής

της ένωσης εικαστικής τέχνης (σχεδίου) και λόγου (κειμένου) στο ίδιο

Page 292: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

300 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

έργο, παρουσιάζεται με τη μορφή των οαιΐοοηδ και των οοπιίοδ, στα

οποία ο λόγος-κείμενο παίζει έναν όλο και πιο δευτερεύοντα ρόλο.

Οι νέες δυνατότητες για μια τέτοια «συμβίωση» λόγου-εικόνας,

που πρόσφερε η εφεύρεση της φωτογραφίας, δεν αξιοποιήθηκαν σε

ευρύτερη κλίμακα. Αξιομνημόνευτο είναι ωστόσο ένα τουλάχιστον,

λαμπρό δείγμα του μικτού αυτού είδους, το «Αλφαβητάρι του πολέμου»

(«Κπβ£δίϊ1)6ΐ», 1955) του Ββιΐοΐΐ ΒγθοΗϊ, ένα κολλάζ από μια σειρά

μικρών ποιημάτων, που συνοδεύουν, σχολιάζουν και «ερμηνεύουν» μια

σειρά φωτογραφιών σ’ εφημερίδες απο τον τελευταίο Μεγάλο Πόλεμο

(1939-1945) — τα κολλάζ αυτά ο ΒγθοΙιΙ: τα έλεγε «φωτογράμματα»

(Ρΐιοίο ΓΕίηιτιβ).

Κατά τ’ άλλα, ο συνδυασμός της επινοημένης, της «σκηνοθετημέ-

νης» φωτογραφίας μ’ ένα συρρικνωμένο κείμενο γέννησε το «παραλο­

γοτεχνικό» υβρίδιο του «φωτορομάντζου» (ΡοίοΐΌΐηαη), ενός λαϊκού-

μαζικού αναγνώσματος, που γνώρισε μια πρόσκαιρη «ακμή» μετά τον

τελευταίο Μεγάλο Πόλεμο, κυριώς στις «ρομανικές» χώρες (Ιταλία,

Γαλλία).

Στη συνθετότερη και σημαντικότερη απ’ όλες τις σύγχρονες καλλι­

τεχνικές μορφές, την τέχνη του κινηματογράφου, το φιλμ και τις

νεότερες τεχνικές του παραλλαγές κ’ εφαρμογές (τηλεόραση κ.τ.λ.),

ο λόγος, το κείμενο, είναι βέβαια μόνο μια επιμέρους «τέχνη» ανάμεσα

στις άλλες, που συναποτελούν την καλλιτεχνική σύνθεση, δεν κατέχει

όμως πάντα και απαραίτητα την τελευταία απ’ όλες θέση. Από την

πολύμορφη αυτή σύζευξη της λογοτεχνίας, στη γενικότερη σημασία

του όρου, με τις άλλες τέχνες ανοίγεται μπροστά στο γραμματολόγο-

μελετητή ένα ευρύτερο πεδίο συγκριτικής έρευνας, με την αυτονόητη

προϋπόθεση ότι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του θα βρίσκεται

πάντα το «δικό» του αντικείμενο: το έργο του λόγου, το κείμενο:

Ανάμεσα στις «μικτές μορφές» που αναφέραμε παραπάνω, τα δύο

σπουδαιότερα, από γραμματολογική άποψη, είδη κειμένου είναι το

λιμπρέτοβ το κείμενο της όπερας, της οπερέτας, του μιούζικαλ και

των άλλων ειδών του μουσικού θεάτρου, και το σενάριο, το κείμενο του

κινηματογραφικού έργου (φιλμ). Η γραμματολογική τους μελέτη,

παρόλο που έχει ήδη δώσει τους πρώτους της καρπούς, προσκρούει

Page 293: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ 301

ακόμα στην προκατάληψη που δημιούργησε η — πραγματική ή υποθε­

τική — κατώτερη αισθητική-λογοτεχνική τους αξία.

Και όμως: Λιμπρέτα της όπερας εκδόθηκαν — και διαβάστηκαν —

ως αυτοτελή (λογοτεχνικά) κείμενα από τις ιστορικές ήδη αρχές του

μουσικοθεατρικού αυτού είδους. Ακόμα και μετά την επικράτηση της

μουσικής σε βάρος του κειμένου, παρουσιάστηκαν, στο 18ο αιώνα,

μερικοί πολύ αξιόλογοι λιμπρετίστες της όπερας (Ρ. ΜβΙαδϊ&δίο) και

της κωμικής αδελφής της, του ώ:απιιηα ^ίοοοδο (Ο. ΟοΜοηί, Ε.

Ροηίβ), και στη Γαλλία διέπρεψαν, από το 17ο ήδη αιώνα, στο ίδιο

είδος οι «κλασικοί» ΜοΙίβΓβ, ΟοΓηβίΙΙβ και Καοίηβ, ενώ στο 19ο αιώνα

θα διακριθεί και ο επιδεξιότερος λιμπρετίστας και εκπρόσωπος του

γαλλικού «βοιιΐβναιτί», ο Ε. δοπΒβ. Περιπτώσεις σαν του Κ. \Υα§ηβΓ,

κατά τις οποίες ο ίδιος καλλιτέχνης γράφει τη μουσική και το

λιμπρέτο των έργων του, υπήρξαν σχετικά σπάνιες* συχνότερες ήταν,

αντίθετα, οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες συγγραφείς λιμπρέτων

χρησιμοποίησαν και επεξεργάστηκαν σημαντικά λογοτεχνικά έργα-

πρότυπα, όπως έργα του Σοφοκλή, του Ριιδίάη, του ΑηάθΓδβη κ.ά. για

συνθέσεις του δίΓαννάηδΙά, και οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες συνερ­

γάστηκε, ισότιμα, ένας άξιος λογοτέχνης μ’ έναν ισάξιό του συνθέτη

(ΑΥ. Η. Ααάβη/δίΓΗλνίηδΙά, Β. ΒγθοΚϊ/Κ. Λνβίΐ, Η. ν. Ηοίιηίΐηηδώαΐ/Κ.

δίχαιΐδδ κ.ά.).

Αντίστοιχα με την έκδοση λιμπρέτων, «κείμενα» των κινηματο­

γραφικών έργων, σενάρια, εκδόθηκαν, μετά από μερικές πρώιμες

δοκιμές (1915), ιδίως από τους ίδιους τούς «συγγραφείς» μοντέρνων

«λογοτεχνικών» κινηματογραφικών έργων στις μέρες μας (I. Βθγ§-

πι&ηη, Α. ΚοΙΛβ-ΟπΙΙβ!:, Μ. Ουι*&δ), ενώ ως σεναριογράφοι ξένων

κιηματογραφικών έργων διακρίθηκαν μερικοί από τους σημαντικότε­

ρους συγγραφείς-λογοτέχνες του αιώνα μας (Ε. ΚαδΙηβΓ, I. Οοοίβαιι, I.

ΟίΓΕίιάοιιχ, Ε. Όιιιτβΐΐ κ.ά.).

Ανάλογα, η γραμματολογική μελέτη του κειμένου του νεότερου

έντεχνου τραγουδιού (Κιιηδύίβά) και των οοηιίοδ, σε σχέση πάντα με

την άλλη τέχνη, με την οποία συνευρίσκεται (μουσική, σχέδιο), έχει

ήδη προσφέρει τους πρώτους καρπούς της, ενώ η συγκριτική, ταυτό­

χρονα μουσικολογική και γραμματολογική, μελέτη του ελληνικού

Page 294: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

302 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

δημοτικού τραγουδιού (νο&δ1ίβ(Ι), έχει ήδη παρουσιάσει μερικά ρηξι­

κέλευθα πορίσματα (δ. Βαυά-Βονγ).

2. Διπλά ταλέντα (ΟορρβΙΒβ^ώηη^βη)

Το φαινόμενο των «διπλών ταλέντων», των καλλιτεχνών δηλαδή

εκείνων που ασχολήθηκαν και δημιούργησαν έργα σε περισσότερες από

μία τέχνες, κι’ ανάμεσά τους στη λογοτεχνία, είχε επισημάνει (1936)

ο Κ. \ναίδ στη μελέτη του που αναφέραμε παραπάνω. Ο ίδιος

υπεδείκνυε μερικές από τις γνωστότερες περιπτώσεις τέτοιων διπλών

καλλιτεχνικών ταλέντων, όπως του ΜίοΗβΙαη^βΙο (ζωγραφική, γλυ­

πτική, αρχιτεκτονική, ποίηση), του \¥. Βίο&ίβ (ποίηση, ζωγραφική,

χαρακτική), του Ε.Τ.Α. Ηο£&η&ηη (όλα τα είδη της λογοτεχνίας,

μουσική, ζωγραφική), Κ. \να§π6Γ (μουσική, ποίηση, πεζογραφία) και

του ϋ . Ο. ΒοδδβΜι (ποίηση, ζωγραφική). Σ’ αυτές θα μπορούσαν να

προστεθούν πολλές άλλες περιπτώσεις από την παγκόσμια λογοτε­

χνία, αλλά και από τη νεοελληνική λογοτεχνία δε λείπουν τα

παραδείγματα διπλών ταλέντων, όπως του Φ. Κόντογλου (πεζογρα­

φία, ζωγραφική), του Ν. Εγγονόπουλου (ποίηση, ζωγραφική) ή του

Ν. Γ. Πεντζίκη (πεζογραφία, ζωγραφική) — για να μην αναφέρουμε

τους σύγχρονους εκείνους συνθέτες λαϊκής αλλά έντεχνης μουσικής,

που γράφουν οι ίδιοι τους στίχους των τραγουδιών τους.

Η σχετική με το φαινόμενο αυτό γραμματολογική-συγκριτική

έρευνα προσανατολίστηκε ώς τώρα στη μελέτη, βάσει των παραπάνω

και άλλων περιπτώσεων «διπλών ταλέντων», της ψυχολογίας της

καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ωστόσο, οι μαρτυρίες των ίδιων των

καλλιτεχνών, όπως αυτή του Ε. Τ. Ηοβίϊΐ&ηη, σύμφωνα με την οποία

κατά τη διπλή καλλιτεχνική του δραστηριότητα ως λογοτέχνη, ως

μουσικοσυνθέτη ή ζωγράφου, εργάζεται και λειτουργεί κάθε φορά

ανεξάρτητα από τις άλλες καλλιτεχνικές του ιδιότητες και ικανότη­

τες, δικαιολογούν τις σοβαρές επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν απέναντι

σ’ αυτό το είδος γραμματολογικών μελετών.2 Γόνιμες, αντίθετα,

υπόσχονται ν’ αποδειχτούν οι συγκριτικές μελέτες που αναφέρονται

Page 295: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ 303

στο ίδιο το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, στο διπλό έργο του ίδιου

καλλιτέχνη από τη λογοτεχνία και μιαν άλλη από τις αδελφές της

τέχνες.

3. Μεταφορά θεμάτων και μοτίβων

Η ύπαρξη κοινών θεμάτων και μοτίβων στη λογοτεχνία και στις

άλλες τέχνες είναι γεγονός διαπιστωμένο και σχεδόν αυτονόητο: Η

παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας και των τεχνών παρέχει άπειρα

παραδείγματα της θεματικής αυτής κοινοκτημοσύνης ανάμεσα στις

πιο διαφορετικές τέχνες. Αυτό ισχύει πρώτα-πρώτα για τα μεγάλα

αρχαιοελληνικά μυθολογικά θέματα, που αποτέλεσαν τον υλικό

πυρήνα των πιο διαφορετικών καλλιτεχνικών έργων από την αρχαιό­

τητα ώς τις μέρες μας. Έτσι λ.χ. η ιστορία και η μορφή της Ελένης,

της γυναίκας του Μενελάου, δεν αποτέλεσε μόνο την πρώτη ύλη για

ένα δυσμέτρητο αριθμό αρχαίων και νεότερων ποιητικών και γενικό­

τερα λογοτεχνικών έργων αλλά στάθηκε μοντέλο για μια μεγάλη

σειρά εικαστικών παραστάσεων από τη γλυπτική, την αγγειογραφία

και τη ζωγραφική κ’ έδωσε το έναυσμα για τη συγγραφή και τη

σύνθεση πολλών δραμάτων και έργων όπερας και μπαλέτου. Η ποί­

ηση, η λογοτεχνία στη γενικότατη σημασία του όρου, υπήρξε, ιστο­

ρικά, η πρώτη πηγή, από την οποία άντλησαν και οι άλλοι καλλιτέ­

χνες, εκτός από τους ποιητές και τους λογοτέχνες, τα θέματα και των

δικών τους έργων.

Ωστόσο, υπάρχουν και αρκετά παραδείγματα του αντίστροφου

δανεισμού: της λογοτεχνίας από τις άλλες τέχνες, κυρίως τις εικαστι­

κές. Η περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα στο 18ο (Σ) άσμα της

ομηρικής «Ιλιάδος» αποτελεί την αρχαιότερη ίσως απόπειρα για την

απόδοση ενός εικαστικού έργου με τα μέσα της ποίησης - η θέση της

στο ρηξικέλευθο έργο του ί.6δδΐη£ που αναφέραμε παραπάνω είναι για

το λόγο αυτό πάρα πολύ ευνόητη. Τα παραδείγματα της ποιητικής

«αναπαράστασης» ενός· εικαστικού έργου στην παγκόσμια λογοτεχνία

θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν επ’ άπειρον: Έτσι λ.χ. οι τοίχο-

Page 296: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

304 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

γραφίες στον κήπο του παλατιού στο «Κοιηαη άβ 1& Κοδβ» του

Ουίΐίαυιηβ άβ ΧιΟίτίδ, (13ος αι.), τα γλυπτά του Ευαγγελισμού ή του

Δαβίδ και του Τραϊανού στο «Καθαρτήριο» του Δάντη, η περιγραφή

διαφόρων μνημείων στο «ΤΗβ Ηοιίδβ ο£ Ραιηβ» (1381) του ΟΗαιιββΓ,

ή, στη νεότερη εποχή, η «Οάβ οη α Οίβοΐαπ ϋπι» του Κβαίδ, το «ί.*

αρΓβδ-πιίάί ά’ιιη ίαιιηβ» του Μ&ΙΙαπηβ, εμπνευσμένο από έναν πίνακα

του ΒουβΗβΓ, και τα πολυάριθμα «εικαστικά» ποιήματα των γάλλων

παρνασσικών — και, στο πρότυπο που δημιούργησαν αυτοί, τα «εικο­

νικά ποιήματα» (Βΐΐά βάίβΐιΐβ) του Κιΐΐίβ. Εδώ θα μπορούσαν να

προστεθούν, από την ελληνική παράδοση, οι αναρίθμητες εκείνες

«εκφράσεις» ή «εικόνες», δηλαδή οι περιγραφές αρχιτεκτονικών και

πλαστικών έργων, ή και ολόκληρων τόπων, όπως καλλιεργήθηκαν

στην αρχαία (Νικόστρατος, Φιλόστρατος) και ιδιαίτερα στη βυζαντινή

εποχή (Ιωάννης και Μάρκος Ευγενικός, ερωτικά-περιπετειώδη μυθι­

στορήματα κ.τ.λ.). Ας σημειωθεί, ότι οι ποιητικές-λογοτεχνικές

αυτές «εκφράσεις» κάθε είδους δε στηρίζονται αναγκαστικά-αποκλει-

στικά σ’ ένα πραγματικό-υπαρκτό εικαστικό πρότυπο* «εικονικά ποιή­

ματα» ή «εκφράσεις» πάνω σ’ ένα φανταστικό εικαστικό έργο μπορούν

ν’ αναφερθούν απο την ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως

λ.χ. εκείνη η «ακριβής περιγραφή ενός εφευρημένου, επινοημένου

φανταστικού, αλλ’ αρχιτεκτονικά δυνατού οικοδμήματος», του

«&Μ)αγβ άβ ΤΗβΙ&ιηβ» στον «ΟπΓ^αηίυ^» (1532/1564) του Καββίαίδ.

Αυτό που ενδιαφέρει, από μεθοδολογική άποψη, τη συγκριτική

μελέτη της μεταφοράς εικαστικών έργων και παραστάσεων στη

λογοτεχνία είναι οι μεταβολές που συνεπάγεται η μεταπήδηση από τη

μια τέχνη στην άλλη, δηλαδή πώς «οι εικόνες γίνονται λέξεις», για

να χρησιμοποιήσουμε τον τίτλο μιας γερμανικής μελέτης που ασχολεί-

ται ακριβώς με το θέμα αυτό (^οΙ/&αη& Μαχ Ραηεΐ, «ΒίΙάβΓ \νβΓάβη

\νοΓΐβ», 1977). Οι μεταβολές αυτές υπαγορεύονται, γενικά, από τη

διαφορά του εκφραστικού-καλλιτεχνικού «μέσου» (ιηβάίιιπι): εικόνα-

λέξη/γλώσσα.

Μιαν ενδιαφέρουσα απόκλιση από την απλή περιγραφή εικαστικών

έργων αποτελεί η περίπτωση των «καθεδρικών ποιημάτων» («ΚαίΗβ-

άι·&1βη§βάίο1ιΙβ») του Κ. Μ. Βί11<β, που, με δύο μόνο εξαιρέσεις, δεν

Page 297: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ 305

αποτελούν μιαν απλή, «εικονική» αναπαράσταση, αλλά μιαν «ερμη­

νευτική» απόδοση, μέσω της ποίησης, του πνεύματος, του χαρακτήρα

και του συμβολισμού του εικαστικού, αρχιτεκτονικού αντικειμένου

τους: των γαλλικών γοτθικών καθεδρικών ναών.

Σπανιότερη είναι η μεταφορά στη λογοτεχνία του θέματος μιας —

πραγματικής ή φανταστικής — μουσικής σύνθεσης, που αποτέλεσε την

πηγή της έμπνευσης ενός ποιητή: Τα δύο «δοη§δ £ο γ δαίηί: Οβοίΐίαδ

ϋ&Υ» (1687, 1697) του Οιγάβη από την παλαιότερη λογοτεχνία, το

μυθιστόρημα «Τποηίο άβΐΐα ιηοιΐβ» (1899) του Ό ’ Αηηαηζίο και η

νουβέλα «ΤηδΙαπ» (1903) του ΤΗ. Μαππ, που επαναλαμβάνουν θέματα

από την όπερα «Τριστάνος και Ιζόλδη» του λν&§η6Γ, ή το 15ο

κεφάλαιο του «ϋοοΐοΓ Εαιΐδίιΐδ» (1947) του ΤΗ. Μαηη, εμπνευσμένο

από τους «Αρχιτρ^γουδιστές της Νυρεμβέργης» του λΥα^ηβΓ, από τη

νεότερη, είναι μερικά από τα παραδείγματα που αναφέρονται στη

σχετική βιβλιογραφία.

Παρόμοια δάνεια από τη μουσική δεν είναι άγνωστα και στη

νεοελληνική λογοτεχνία: Έτσι ο Κ. θεοτόκης παρέλαβε στη νουβέλα

του «Πάθος» (1899) μικρά αποσπάσματα από την παρτιτούρα της

«Παθητικής σονάτας» του ΒββΛονβη κ’ ένα παρόμοιο απόσπασμα από

την παρτιτούρα της «Σονάτας του σεληνόφωτος» του ΒββΛονβη θα

κλείσει, πολύ αργότερα, το ομότιτλο συνθετικό ποίημα του Ρίτσου

(1950), ενώ συγκεκριμένες και οργανικά ενσωματωμένες αναφορές σε

τραγούδια του δοΗιιΗβιΙ: αν ιχνεύτηκαν ήδη στην «ΕΐΌΐοα» (1937) του

Κ. Πολίτη.

Στη σχέση της λογοτεχνίας με το φιλμ σ’ όλες τις καλλιτεχνικές

του εφαρμογές (κινηματογράφος, τηλεόραση, βίντεο) μας ενδιαφέρει,

από θεματική άποψ-η, κυρίως η μεταφορά ενός λογοτεχνικού έργου,

ιδίως μυθιστορήματος ή άλλου αφηγήματος, στην τέχνη των κινουμέ-

νων εικόνων — από την έρευνά μας αποκλείουμε, προσωρινά, την

κινηματογραφική μεταφορά μιας «έτοιμης» θεατρικής παράστασης.

Η μεταφορά αυτή ενός μυθιστορήματος ή μιας νουβέλας από το

χαρτί στο σελουλόιντ καλλιεργήθηκε συστηματικότερα μετά την εφεύ­

ρεση του ομιλούντος κινηματογράφου (1929) και επεκτάθηκε, μετά

τον τελευταίο πόλεμο, με το νέο οπτικό μέσο, την τηλεόραση, —

Page 298: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

306 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αγγλία και τη Σοβιετική

Ένωση. Σήμερα πολλά από τα κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτε­

χνίας, αλλά και πολλά έργα μοντέρνων συγγραφέων είναι γνωστά, σ’

ενα διαφορετικό, όχι υποχρεωτικά αναγνωστικό, κοινό, στην κινημα-

τογραφημένη τους μορφή — και συχνά μόνο σ’ αυτήν.

Η γραμματολογική μελέτη και αυτής της μεταφοράς από το ένα

εκφραστικό μέσο (λογοτεχνία) στο άλλο (φιλμ) έχει στο κέντρο της τη

μεταβολή, τη «μεταμόρφωση» («ΤΓαηδίοηηαϋοη») του λογοτεχνικού

κειμένου στο νέο μέσο, το «μεταμορφωμένο κείμενο», όπως δηλώνει ο

τίτλος μιας πρόσφατης συστηματικής γερμανικής μελέτης (/. Ξοΐιηβί-

άβτ, «ϋ©Γ νβπναηάβΗβ Τβχί», 1981). Η ουσιαστικότερη ίσως «μετα­

μόρφωση» του λογοτεχνικού κειμένου στο νέο μέσο, το φιλμ, προέρχε­

ται από τη διαφορά των βασικών πυρηνικών φορέων των δύο διαφορετι­

κών αυτών μέσων: της γλώσσας, ενός οργάνου, ταυτόχρονα αισθητικού

και έννοιακού, από τη μια μεριά, της εικόνας, ενός μέσου αποκλει­

στικά εικαστικού, από την άλλη: «Η απόδοση πολύπλοκων εννοιακών

τμημάτων του μυθιστορήματος βρίσκεται έξω από τις δυνατότητες της

κινηματογραφικής μεταφοράς του».3 Παράδειγμα, η κινηματογραφική

μεταφορά του «Ώ&πΙοπδ Τοά» του Ο. ΒϋοΗηβΓ από τον ϋ . ΒιιοΗο\ν6-

ϊζΐά στη βωβή ακόμα φάση του κινηματογράφου (1921), η τηλεοπτική

μεταγραφή των «ΒικΙάθηΗΓΟοΙςδ» του ΤΗ. Μαηη από το Β. \ν.

ΕαδδΒίηάβΓ στις μέρες μας.

Μιαν άλλη, σημαντική διαφορά ανάμεσα στο λόγο — του μυθιστο­

ρήματος — και την εικόνα — του κινηματογράφου — κατέδειξε η Μ.

Ββιί («Είΐιη αηά ΤβχΙ», 1984) σε μια συγκριτική ανάλυση του «Εαδΐ

οίΕάβη» (1952) του I. δϊθίηΒβοΙ: και της κινηματογράφησής του <χ,πό

τον Ε. ΚαζΕΠ (1955): Τα παρεμβαλλόμενα «σχόλια» του αφηγητή του

μυθιστορήματος για την κίνηση και τη στάση των προσώπων του, που

ενεργοποιούν, όπως και οι αντίστοιχες «σκηνοθετικές οδηγίες» του

δραματικού κειμένου, τη δημιουργική φαντασία του αναγνώστη, «εξα­

φανίζονται» στο κινηματογραφικό έργο, για να μεταβληθούν σε «έτοι­

μες» οπτικές εντυπώσεις4 — και την αντιστρόφως ανάλογη «μεταμόρ­

φωση» ενός κινηματογραφικού έργου, του «Όίβ ΕΗθ άβΓ Μαηα Βγηιιπ»

(1978) του Β. XV. ΕαδδΗίηάβΓ, σε μια λογοτεχνική αφήγηση από τον

Page 299: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ 307

Ο. Ζ\νβΓβηζ (1979) κατέδειξε αναλυτικά ο Ρ&βοΐι («ΟίθΓαΙιΐΓ αηά

Ρίΐιη», 1988).5

4. Μεταφορά μορφών και δομών. Μορφική επίδραση μιας τέχνης στην άλλη (λογοτεχνία)

Η μελέτη της μορφικής αλληλεπίδρασης, αλλά και της μορφικής

συγγένειας και παράλληλης εξέλιξης των διαφόρων τεχνών αποτελεί,

πάντα με βάση και αφετηρία την τέχνη του λόγου, το πιο ενδιαφέρον

και ταυτόχρονα το πιο περίπλοκο και ολισθηρό πεδίο της —συγκριτι­

κής— γραμματολογικής έρευνας. Μια τέτοια μελέτη δεν μπορεί να

στηρίζεται ή να περιορίζεται, όπως ορθά παρατήρησε ο Κ. ΑΥθΗθΙζ,6

στο προσωπικό συναίσθημα, στην προσωπική εντύπωση ή στους κοινούς

συνειρμούς που προκάλεσαν δύο ή περισσότερα έργα από διαφορετικές

τέχνες στο μελετητή (ακροατή, αναγνώστη, θεατή) αλλ’ ούτε στις

δηλώσεις και στις θεωρίες των ίδιων των καλλιτεχνών η συγκριτική

έρευνα των τεχνών πρέπει να γίνεται «επί τη βάσει του κοινού τους

κοινωνικού και πολιτιστικού υποβάθρου»7 — πρέπει δηλαδή να είναι και

αυτή, μελέτη ιστορική.

Η ιστορικά πρώτη, η κλασική και κλασικιστική, σύζευξη της

λογοτεχνίας με τις εικαστικές τέχνες, ιδιαίτερα τη ζωγραφική,

συνεπέβαλε μερικά κοινά χαρακτηριστικά και μιαν κοινή εξέλιξη και

συγγένεια ανάμεσα σ’ αυτήν, τη λογοτεχνία, κ’ εκείνες, τις εικαστι­

κές τέχνες: Ακριβώς αυτή η κοινή τους αρχή, η αρχή της «μίμησης»,

αποτελούσε όχι μόνο τον τίτλο, αλλά και την κοινή θεωρητική βάση

της θεώρησής τους στο «ευαγγέλιο» του γαλλικού Κλασικισμού του

18ου αιώνα, που αναφέραμε στην ιστορική μας επισκόπηση, το βιβλίο

του ΟΗατΙβδ Βαϊίβαχ («Ι·βδ Ββααχ αιΐδ Γβάαϋδ α αη ιηβπΐΘ ρπηοίρβ»,

1746) - και ακριβώς αυτή την «εικαστικότητα» της ποίησης ήρθε να

καταρρίψει, δύο δεκαετίες αργότερα, το προδρομικό βιβλίο του £,βδδίη§

(1766).

Ωστόσο, η —υποτιθέμενη— ζωγραφικότητ ο/εικον ικότητα της ποίη­

σης, το ορατιανό δόγμα «αΐ ριοΙαΓα ροβδίδ», είχε συνεκμαιεύσει, στο

Page 300: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

308 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

18ο αιώνα ακόμα, μερικά προϊόντα «ομιλούσας ζωγραφικής», μια

σειρά καθαρά «περιγραφικών» ποιημάτων, λυρικών εικόνων της φύσης

(Α. νοη Η οΙΙθγ, Ε. νοη Κίβίδΐ:). Ανάλογα, η εφεύρεση ενός νέου,

εικαστικού μέσου, της φωτογραφίας, συγκαθόρισε στο β' μισό του 19ου

αιώνα την αισθητική θεωρία και τη λογοτεχνική-αφηγηματική πράξη

του γαλλικού και κατ’ επέκταση του ευρωπαϊκού Νατουραλισμού: τη

«φωτογραφική» απόδοση των εξωτερικών στοιχείων μιας οπωσδήποτε

εννοημένης «πραγματικότητας». Μιαν εντελώς μοντέρνα επιβίωση,

εξέλιξη κ’ εφαρμογή εικαστικών αντιλήψεων και συναρτήσεων στη

λογοτεχνία, το μυθιστόρημα ιδιαίτερα, στον αιώνα μας μπορούμε ν’

αναγνωρίσουμε στις επίμονες και μικροσκοπικές περιγραφές των αντι­

κειμένων στον Κβ&α και στο «ηοανβαυ ΐΌΐηαη» (Α. ΗοΗΒβ-ΟηΙΙβΙ:)

και μιαν εντελώς μοντέρνα εκμετάλλευση του θέματος της ζωγραφι­

κής στο Μ. ΡΐΌΐΐδΙ («Α Ια ΓβοΗθίοΗβ ώι Ιβπιρδ ρβιχίυ», 1913-1927)

και το Ιογο6 («Α ΡογΙγ&ιΙ: ο£ ΤΗβ Ατίίδ!: αδ α Υοιιη§ Μαη», 1916).

Στις εικαστικές τέχνες μπορούμε να κατατάξουμε, παρά την εξαι­

ρετική συνθετικότητά της, και την τέχνη του κινηματογράφου, το

καλλιτεχνικό φιλμ γενικότερα. Η μορφολογική αλληλεπίδραση ανά­

μεσα σ’ αυτήν, την «έβδομη τέχνη», και τη μοντέρνα ιδιαίτερα

λογοτεχνία στον αιώνα μας καθορίζεται κυρίως, για το γραμματο-

λόγο, από την παραλαβή και αξιοποίηση των τεχνικών του κινηματο­

γράφου στη λογοτεχνία. Έτσι λ.χ. «η ασυνέχεια του μύθου και της

σκηνικής διαδρομής, η αμεσότητα των συλλογισμών και των ψυχικών

διαθέσεων, η σχετικότητα και η ασυνέπεια των χρονικών μέτρων είναι

αυτά που μας θυμίζουν, στον ΡΐΌΐΐδί και στον Ιογοβ, στον Ώοδ Ρ&δδθδ

και τη νίΓ§ίηί& \¥οο1£, τα ντεκουπάζ, τα τρανσπαράν και τις παρεμ­

βολές του φιλμ»8 - και σ’ αυτούς θα μπορούσαμε να προσθέσουμε το Β.

Βασιλικό («Ζ», 1966).

Η αντίστροφη μορφολογική επίδραση, της λογοτεχνίας πάνω στον

κινηματογράφο, ενδιαφέρει περισσότερο το φιλμολόγο παρά το γραμ-

ματολόγο. Για την τεκμηρίωση της σχέσης αυτής αναφέρονται,

μεταξύ άλλων, τα παραδείγματα των «κλασικών» του αμερικανικού

και του σοβιετικού κινηματογράφου ΟπίΒϋι και ΕίδβηδΙβίη, που όφει-

λαν ένα ουσιαστικό μέρος της αφηγηματικής τους τεχνικής στα

Page 301: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ 309

μεγάλα λογοτεχνικά πρότυπα του ευρωπαϊκού Ρεαλισμού (ϋΐοΐίβηδ,

ΡίαιιββΓΐ:), αλλά και η περίπτωση του μοντέρνου ισπανού Ο. δαιίΓα που

εμπνεύσθηκε την τεχνική του παραλληλισμού και του τρανσπαράν

(«Ια ρπιηα Αη^βΐίοα», 1973) από την «αντίστοιχη» αφηγηματική

τεχνική του ΡΐΌΐΐδί.

Η συγκριτική μελέτη της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου

καρποφόρησε ήδη και από την παράλληλη θεώρηση μερικών «όμοιων»

ειδών και στις δύο αυτές τέχνες, όπως του «μικρού φιλμ» (ΚιΐΓζβΙιη)

και της -αμερικανικής- «σύντομης ιστορίας» (δΗοιΙ: δίοιγ). Η παράλ­

ληλη μορφολογ ική μελέτη των δύο αυτών τεχνών επιβάλλεται και

διευκολύνεται εξαιρετικά από την ουσιαστική κοινότητα ανάμεσα στο

φιλμ και το λογοτεχνικό «επικό γένος»: την κοινή και στις δύο τέχνες

κατηγορία της «αφήγησης».

Πολύ περισσότερες, αν και αμφιλεγόμενες, είναι οι μορφολογικές

επιδράσεις της μουσικής πάνω στη λογοτεχνία, την ποίηση ιδιαίτερα

— επιδράσεις που εντάθηκαν και συστηματοποιήθηκαν, όπως είδαμε,

με την επικράτηση του δόγματος «ιιΐ ιηυδίο& ροβδίδ» από την εποχή

του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού. Ωστόσο, ακόμα και εκεί όπου η γραμμα­

τολογική έρευνα αποτόλμησε μια συστηματικότερη μελέτη των μουσι­

κών μορφών στη ρομαντική, τη συμβολιστική και τη μοντέρνα ποίηση,

όπως λ.χ. στον Ροβ («Ββΐΐδ»), στο νβΓίαίηβ («ΟΗαηδοη (Γαιιίοιηηβ»)

ή στο Μαΐΐαππβ («Ια άοιΛΙβ δέαηοβ»), δεν προχώρησε πέρα από την

υπόδειξη, όχι την απόδειξη, μιας συνειρμικά προξενούμενης ή εννοού­

μενης «μουσικότητας» αυτής της ποίησης.9

Κάπως πειστικότερη φαίνεται η ανίχνευση της δομής ή άλλων

τεχνικών στοιχείων ενός ορισμένου μουσικού είδους, π.χ. της φούγκας,

της σονάτας ή της συμφωνίας, σ’ ένα - επικό κυρίως - λογοτεχνικό

είδος, το νεότερο και το σύγχρονο μυθιστόρημα, όπως λ.χ. στον

«Τοπίο Κγο§6γ» (1903) του ΤΗ. Μαππ, στο «δίΘρρβιτννοΙί» (1927)

του Η. Ηβδδβ και στην «Τοάβδίπ^β» (1945) του Ρ. Οβίαη ή, για να

αναφέρουμε και πάλι δύο ελληνικά παραδείγματα, στην «Αργώ» του

Γ. θεοτοκά και στην «ΕΐΌίοα» του Κ. Πολίτη.

Το ίδιο αναπόδεικτες και προβληματικές παραμένουν, εκτός από

την υποτιθέμενη «μουσικότητα» στην ποίηση, σε μιαν ορισμένη έστω

Page 302: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

310 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ποίηση, και οι αντίστοιχες αφηρημένες έννοιες που μεταφέρθηκαν,

κατά καιρούς, από τις άλλες τέχνες, για να εκφράσουν ένα υποτιθέ­

μενο χαρακτηριστικό ενός ποιητικού ή άλλου λογοτεχνικού έργου — οι

έννοιες: εικονικότητα, ζωγραφικότητα, φωτογραφικότητα, γλυπτικό-

τητα, αρχιτεκτον ικότητα ή κινη ματογραφ ικότητα — και αντίστροφα:

«λογοτεχνικότητα» ενός κινηματογραφικού έργου (λ.χ. του Ροπΐ).

5. Παράλληλα λογοτεχνικά καί καλλιτεχνικά ρεύματα και -ισμοί

Η ύπαρξη παράλληλων ρευμάτων και -ισμών ανάμεσα στη λογοτε­

χνία και τις άλλες τέχνες είναι ίσως η πειστικότερη απόδειξη της

συγγένειας και της αλληλεπίδρασης ανάμεσα σ’ αυτήν κ’ εκείνες. Η

συγγένεια αυτή τονίζεται από τη χρήση, στις κυριότερες ευρωπαϊκές

γλώσσες, σε αντίθεση με τη διπλή ελληνική ορολογία (ύφος, ρυθμός)

του ίδιου όρου (δ1γ1β, δϋΐ, δίίΐβ, κ.τ.ό.) για τη σήμανση της μορφολογι-

κής ενότητας ενός καλλιτεχνικού ρεύματος και μιας περιόδου ή ρτοχής

ταυτόχρονα στη λογοτεχνία και στις εικαστικές τέχνες.

Το γεγονός ότι, όπως έχει παρατηρηθεί,10 τα λογοτεχνικά-καλλι­

τεχνικά ρεύματα και τ’ αντίστοιχά τους «ύφη» δε συμπίπτουν χρονικά

απόλυτα, υποχρεωτικά και πάντα, διεθνώς, στις διάφορες χώρες, δεν

αλλάζει τίποτα, ούτε στην ιστορική ούτε στη μορφολογική κοινότητα

και αντιστοιχία τους. Έτσι λ.χ. οι όροι «Αναγέννηση» ή «Διαφωτι­

σμός» χρησιμοποιούνται για το χαρακτηρισμό ολόκληρων περιόδων ή

εποχών στην ιστορία όλων των τεχνών, συμπεριλαμβανομένης και της

λογοτεχνίας, και μάλιστα για τη δήλωση όλων των πολιτιστικών-

πνευματικών εκφάνσεων της ίδιας περιόδου ή εποχής, χωρίς να

συνδηλώνεται ένα ορισμένο «ύφος» (δίγΐ6).

Οι όροι «Κλασικισμός» και «Ρομαντισμός» χρησιμοποιήθηκαν

αρχικά στην ιστορία της λογοτεχνίας και από κει μεταφέρθηκαν στην

ιστορία των άλλων τεχνών. Αντίστροφα και συχνότερα, όροι που είχαν

εφευρεθεί και χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά στην ιστορία των

εικαστικών τεχνών, όπως Μπαρόκ και Μανιερισμός, πέρασαν από

Page 303: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ 311

αυτήν και στην ιστορία της λογοτεχνίας και το ίδιο έγινε, αν και σε

περιορισμένο βαθμό, από γερμανούς κυρίως γραμματολόγους, με τους

όρους «Ροκοκό» και «ΒίβάβπηβίθΓ». Παρά τις επιμέρους επιφυλάξεις

που διατυπώθηκαν από μερικούς Θεωρητικούς αναφορικά με τη γενική

ισχύ των παραπάνω όρων για όλες τις τέχνες στην ίδια εποχή ή

φάση,11 είναι φανερό ότι η ορολογία αυτή συλλαμβάνει και αποδίδει

την πραγματική, αντικειμενική συγγένεια, κοινότητα και παραλληλία

στην ιστορική εξέλιξη της λογοτεχνίας και των άλλων τεχνών. Η

παραδοχή αυτή ενισχύεται από τη διαπίστωση ότι όλα σχεδόν τα

μοντέρνα καλλιτεχνικά ρεύματα ή κινήματα μετά το Ρομαντισμό και

το Συμβολισμό (Σουρρεαλισμός, Ντανταϊσμός, Εξπρεσιονισμός κ.ά.)

εκδηλώθηκαν ταυτόχρονα στη λογοτεχνία και στις άλλες τέχνες,

τουλάχιστον τις εικαστικές — συχνά μάλιστα από τους ίδιους πρωτοπό­

ρους καλλιτέχνες καί ποιητές.

Το γεγονός αυτό κάνει φανερό ότι η συγγραφή μιας ιστορίας, στην

οποία θα συμπεριλαμβάνονται όλες οι τέχνες μαζί με την τέχνη του

λόγου, στηρίζεται σε βάση ρεαλιστική* τη δυνατότητα μιας τέτοιας

ιστορίας καταδεικνύει η πολύ αξιόλογη ιστορική σύνθεση του Απιοΐά

Η&ιΐδΘΓ «5οζίαΐ£6δο1ηο1ιΐ6 άβτ Καηδϊ αηά ϋίβΓαίαΓ» (1953).

Page 304: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ

XII

Αν παραβλάψουμε μερικές, εντελώς παρεκβατικές, ψυχολογικές

αναφορές στην κλασική ποιητική (Αριστοτέλης), η συστηματική εφαρ-

μογή ψυχολογικών μεθόδων στη μελέτη της λογοτεχνίας πραγματο-

ποιήθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 19ου αιώνα και ήταν απόρροια

και συνάρτηση του επιστημονισμού του ίδιου αιώνα και της συγκρότη­

σης της ψυχολογίας ως επιμέρους επιστήμης.

Η επικράτηση της ψυχανάλυσης ως της κυρίαρχης ψυχολογικής

«σχολής» από τις αρχές του αιώνα μας κάνει εύλογη και την

κυριαρχία της ψυχαναλυτικής μεθόδου κατά την ερμηνευτική προσέγ­

γιση της λογοτεχνίας με την ψυχολογία ώς τις μέρες μας. Ο

εισηγητής της ψυχαναλυτικής θεωρίας, ο βιεννέζος ψυχίατρος δί§-

ιηαικί ΡγθικΙ (1856-1939), συνδύαζε ακριβώς αυτή τη χαρακτηρι­

στική στην εποχή του σύζευξη, στο ίδιο πρόσωπο, της ψυχολογικής

θεωρίας με την κλινική πρακτική.

Στους άμεσους προγόνους και προδρόμους του ΡγθικΙ συγκαταριθ-

μούνται οι ψυχολόγοι και οι άλλοι θεωρητικοί του ευρωπαϊκού Ρομα­

ντισμού και μερικοί εκπρόσωποι του σύγχρονου βιολογισμού στο β' μισό

του 19ου αιώνα; Από τη μια, την τεχνική του υπνωτισμού για τη

διείσδυση στο χώρο του ασυνειδήτου για τη θεραπεία των νευρώσεων κ’

ένα μέρος της σχετικής ορολογίας είχε γνωρίσει ο ΡγθικΙ στο Παρίσι

(1885), στην κλινική του Ιβ&η-Μ&π© Οΐι&τοοί, παλαιού Θιασώτη του

Ρπιηζ Αηίοη ΜβδίηβΓ. Από την άλλη, ο βιολογισμός του 19ου αιώνα,

όπως είχε εκδηλωθεί και στην ψυχολογία, στο πολύκροτο στην εποχή

του έργο του ιταλού γιατρού και ανθρωπολόγου ΟβδίϋΓΘ Ι.0ΐηΙ)Γ0δ0

«Ιδιοφυία και τρέλα» («Οβηίο β ίοΐΐία», 1864), είχε οδηγήσει, μέσα

από μια ριζική αναίρεση της ρομαντικής καλλιτεχνικής «ιδιοφυίας»

Page 305: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ 313

(βέηίβ), σε μιαν ώς την ταύτιση προσέγγιση του ποιητή-καλλιτέχνη

με τον ψυχοπαθή.

Από τις αντιλήψεις αυτές Θα προέλθει όχι μόνο η μεγάλη εκείνη

σειρά των «παθογραφιών» μερικών από τους σημαντικότερους λογοτέ­

χνες και διανοητές, που ξεκίνησε από τον Ρ&υΙ ΜδΙ)ίυδ («Ηοιίδ-

δ©&υ», 1889* «ΟοβίΗβ», 1898· «δοΙιορβηΙι&υβΓ» 1899- «ΝίβϊζδοΙιβ»,

1902), αλλά και η εξίσωση του μοντέρνου λογοτέχνη και καλλιτέχνη

με τον ψυχοφυσ ιολογ ικά ανώμαλο εγκληματία στο πολυδιαβασμένο και

πολυσυζητημένο έργο του Μβχ Νοπίαιι «Εκφυλισμός» («ΕηΙατ1:υ移,

1892/93) - η απόσταση από το ΝοΓάαυ ώς τις βιολογικές-ρατσιστικές

θεωρίες του γερμανικού φασισμού για την «εκφυλισμένη» μοντέρνα

τέχνη δεν ήταν μεγάλη.

Ο ΕΓβικΙ ήταν, όπως και ο Μ ογχ, ένας φανατικός και προσεκτικός

αναγνώστης της κλασικής, αρχαίας και νεότερης, όσο και της σύγ-

χρονής του λογοτεχνίας. «Νά οι δάσκαλοί μου», έλεγε στους επισκέ­

πτες του δείχνοντας την πλούσια βιβλιοθήκη του, που περιλάμβανε,

ανάμεσα σε πολλούς άλλους, τον Όμηρο, τον Ησίοδο, το Σοφοκλή, τον

Αριστοφάνη και τον Οράτιο από τους αρχαίους, τον Βοοοαοοίο, τον

Ταδδο, το ΟβΓναηϊβδ, το δΗα&βδρβατβ, το Μ οΙι&γ©, το Μίΐΐοπ, τον

Οοβϋιβ και το δοΜΙβΓ από τους νεότερους κλασικούς, τον Ε.Τ.Α.

ΗοδΡιπαηη από τους ρομαντικούς, τον Οοδϊο^βνδίά), τον ΐΒδΘη, το

Μ αΛ Ίλν&ίη, το Ζοΐα, τον ΟδοαΓ λνίΐάβ και το δίβ&η Ζ\νβί§ από τους

συγχρόνους του. Και αυτή η εξομολόγηση του ίδιου του ΕγθικΙ

φανερώνει ότι η -παγκόσμια- λογοτεχνία ήταν ήδη για τον ιδρυτή

της ψυχανάλυσης αυτό που παρέμεινε και για τους διαδόχους του:

πηγή για τις ψυχολογικές τους μελέτες - και όχι αντίστροφα.

Αναφορές σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά πρόσωπα και πράγ­

ματα βρίσκονται σε όλο σχεδόν το έργο του ΕγθικΙ — ο ιδρυτής όμως

της ψυχανάλυσης αφιέρωσε και πολλές ειδικές μελέτες στο αντικεί­

μενο που τον απασχόλησε όσο λίγα άλλα σ’ ολόκληρη τη ζωή του:1

Στην πρώτη του συστηματική μελέτη για ένα λογοτεχνικό έργο, την

«ΟΓ&άίνα» του λνίΙΗβΙιη Ιβηδβη, «Οι παραισθήσεις και τα όνειρα στην

“ Οπιάίνα” του \ν. |βηδβη» («ϋ©Γ ΧΥοΗπ υηά άί© Τπιυιη© ίη Λ¥.

|βηδ©ηδ “ ΟΓαάίνα” », 1907), ο ΕΓβυά, εφαρμόζοντας τη μέθοδό του,

Page 306: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

314 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

αναλύει τη νουβέλα του Ιβηδβη αποκλειστικά «ενδοκειμενικά», χωρίς

να καταφύγει στην ψυχολογία του συγγραφέα της.* Όλα σχεδόν τα

μοτίβα της αφήγησης, συμπεριλαμβανομένου και του ονόματος της

«ηρωΐδας» και του τίτλου της νουβέλας, αποκαλύπτουν το νόημά τους,

αναγόμενα στις ψυχονευρωτικές παραισθήσεις του ήρωά της, του

νεαρού αρχαιολόγου Ν οΛ θγΙ Ηαηοΐά, που έχουν την πηγή τους σ’ ένα

ερωτικό «τραύμα» από την παιδική του ηλικία.

Στις φαντασιώσεις, τη φορά αυτή όμως του ποιητή-δημιουργού,

είναι αφιερωμένη και η πολύ συντομότερη και πολύ θεωρητικότερη

μελέτη του ΓγθικΙ «Ο ποιητής και η φαντασίωση» («Ώθγ ϋίοΙιϊΘΓ υηά

άαδ ΡΚαηΙαδίθΓβη», 1908). Εδώ ο ΕΓβυά παραλληλίζει και εξισώνει

τον ποιητή-λογοτέχνη με τον «ονειροπόλο», εκείνον που «βλέπει» στον

ξύπνιο του «όνειρα», και την ποιητική δημιουργία με το ονειροπόλημα,

το ημερήσιο όνειρο. Η πράξη του ποιητή αντιστοιχεί με το παιδικό

«παιχνίδι» — όπου όμως, όπως ο ίδιος λέει, «το αντίθετο στο παιχνίδι

δεν είναι η σοβαρότητα, αλλά η πραγματικότητα». Όπως και στο

ονειροπόλημα — αλλά και στο πραγματικό, νυχτερινό όνειρο — έτσι και

στην ποίηση (λογοτεχνία) ο ποιητής εκπληρώνει τις ανεκπλήρωτες

επιθυμίες του «διορθώνοντας» έτσι την ανικανοποίητη πραγματικό­

τητα. Ωστόσο, η δημιουργία του δεν είναι εντελώς αποκομμένη απ’

αυτήν την πραγματικότητα. Σε μια πρώτη φάση της εργασίας του ο

ποιητής ξεκινάει από το παρόν, ένα επίκαιρο «βίωμα» (ΕΓίβΗηίδ),

προσφεύγει συνειρμικά μέσω της ανάμνησης (Επηηβπιη^) στο προσω­

πικό του παρελθόν, την παιδική του ηλικία, και εκφράζει, στην τρίτη

και τελευταία φάση της δημιουργίας του, τη —φανταστική— εκπλή­

ρωση του ανεκπλήρωτου πόθου του στο μέλλον. Όταν δεν πρόκειται για

μιαν εντελώς πρωτότυπη, προσωπική δημιουργία, ο ποιητής, αντί να

καταφύγει στο προσωπικό του παρελθόν για να βρει το υλικό του, το

αναζητά και το βρίσκει στο «λαϊκό θησαυρό των μύθων, των παραδό­

σεων και των παραμυθιών».

Τέλος, τη «συγκινησιακή επίδραση» (ΑίΓ6ΐίΐΛνπ·]αιη§) πάνω στο

κοινό του ο ποιητής την πετυχαίνει με δύο τρόπους: α) «αμβλύνει» τον

«εγωιστικό χαρακτήρα του ονειροπολήματος του μέσω αλλαγών και

συγκαλύψεων» και β) «μας δωροδοκεί με μια καθαρά μορφική, δηλ.

Page 307: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ 315

αισθητική ηδονή». Αυτή την αισθητική ηδονή ο ΡγθικΙ την ονομάζει

«δελεαστική αμοιβή» (νβΓίοοΙίαη δρΓαιηίβ)) ή «προκαταρκτική ηδονή»

(νοΓίιΐδί).

Στη μικρή αλλά πυκνή μελέτη του «Το μοτίβο της εκλογής του

κουτιού» («Ρ&$ ΜοΗν άβτ Καδϊο1ιβη\να1ι1)), 1913) ο ΡγθικΙ επιχειρεί

για πρώτη φορά τη συστηματική ερμηνεία ενος λογοτεχνικού μοτίβου:

του «μοτίβου των τριών κουτιών» στον « Εμπορο της Βενετίας» του

δΙιαΙίβδρβ&Γθ, στο οποίο η όμορφη κ’ έξυπνη Πόρτια αναγκάζεται από

τον πατέρα της να παντρευτεί ανάμεσα στους τρεις μνηστήρες της

εκείνον που θα διαλέξει από τα τρία κουτιά, ένα χρυσό, ένα ασημένιο

κ’ ένα μολυβένιο, το «σωστό», στο οποίο βρίσκεται η εικόνα της.

Αφού πρώτα απορρίψει ο ΡγθικΙ την «αστρική» ερμηνεία του

μοτίβου, που είχε προτείνει ένας προηγούμενος μελετητής, το προσεγ­

γίζει και το διασταυρώνει διαδοχικά με μια σειρά ανάλογων μοτίβων

στα πιο διαφορετικά κείμενα, μύθους και παραμύθια (ΟβδίΕΐ Ηοιη&ηο-

πιιη, τρεις κόρες στο «Βασιλιά Ληρ» του δΙιαΙίθδρβαΓθ, εκλογή του

Πάριδος, Σταχτοπούτα, παραμύθι της Ψυχής του Απουλήϊου), για ν’

αποκαλύψει ότι και πίσω απ’ όλ’ αυτά κρύβεται το μοτίβο της εκλογής

ανάμεσα σε τρεις γυναίκες — που σε τελευταία ανάλυση ταυτίζονται

με τις τρεις Μοίρες, Κλωθώ, Λάχεσι, Άτροπο, και αυτές πάλι με τις

τρεις μορφές με τις οποίες εμφανίζεται στον άντρα η γυναίκα: η |

Μητέρα, η Αγαπημένη ή Σύντροφος και η Γυναίκα-καταστροφέας ή ]

Γη, που τον δέχεται νεκρό.

Είναι πολύ σημαντικό, για τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της

ψυχαναλυτικής θεωρίας, το γεγονός ότι την απόρριψη της «αστρικής»

ερμηνείας του μυθολογικού αυτού μοτίβου από τους προγενεστέρους του

ο ΡγθικΙ τη στηρίζει στην πεποίθησή του ότι οι μύθοι δεν αποτελούν

προβολή των ουράνιων σωμάτων προς τη γη, αλλ’, αντίθετα, ανα­

γωγή καθαρά ανθρώπινων σχέσεων στα ουράνια σώματα. Είναι επίσης

αξιοσημείωτο ότι κατά την ερμηνεία του αυτή ο ΡγθικΙ, ομολογημένα,

εφαρμόζει με απόλυτη συνέπεια τις αρχές και την τεχνική της

ψυχανάλυσης, ειδικότερα της «Ερμηνείας των ονείρων» («Τϊαιιπκίθΐΐ-

Ιαη£», 1900), όπως μαρτυρεί η σχετική ορολογία, που διατρέχει

ολόκληρο το «φιλολογικό» αυτό κείμενό του: «σύμβολο» (δγΐϊΐ1κ>1),

Page 308: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

316 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

«αντιστροφή» (νβΓ^θΗηιη^/υπι^6ΐιηιη§), «μετάθεση» (νβΓδοΙιίβ-

Βαη^), «αντίφαση» (\Υί(1βΓδρπιο1ι), «υποκατάσταση» (ΕΓδβΙζαη^),

«παραμόρφωση» (Εηίδίβΐΐαηβ).

Στη μελετη του «Μερικοί τόποι χαρακτήρων από την ψυχαναλυ­

τική εργασία» («Είηί^β ΟΚαΓοΙίΐβιΐγρβη ααδ άβΓ ρδγο1ιο&ηα1γϋδοΗβη

ΑΛβι*», 1916) ο ΕΓβαά επιχειρεί να ερμηνέψει μερικούς λογοτεχνι­

κούς χαρακτήρες ανάγοντάς τους στους αντίστοιχους παθολογικούς

ανθρώπινους τύπους που είχε γνωρίσει και αναλύσει στην ψυχιατρική

του πράξη. Έτσι, ο Δούκας του ΟΙοαββδίβΓ, ο μετέπειτα βασιλιάς

Ριχάρδος Γ' στο ομότιτλο έργο του 5ΐΐ3&βδρβΕΓβ, δεν είναι παρά ο

νευρωτικός εκείνος τύπος που θεωρεί τον εαυτό του σαν μιαν «εξαί­

ρεση» ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους, που έχει το δικαίωμα να

διαπράξει ακόμα και έγκλημα, για να «ισοφαρίσει» ένα μεγάλο,

έμφυτο, κληρονομημένο σωματικό του ελάττωμα ή μια βαριά αδικία

που του έγινε στην παιδική του ηλικία. Παρόμοια, ο ΕΓβαά ταυτίζει

τη Λαίδη Μαοββϋι στο ομώνυμο δράμα του δΙια βδρβ&Γβ και τη

Κβββΐ&α \νβδ£ στο «ΚοδίηβΓδΗοΙπι» του ΐΒδβπ με τον ψυχοπαθολογικό

τύπο του «αποτυχημένου στην επιτυχία» του, όπως τον λέει, του

ανθρώπου δηλαδή που αποτυχαίνει στην απόλαυσή του, όταν ακριβώς

πετύχει το στόχο του, επειδή είχε απωθήσει στο ασυνείδητό του για

πολύ χρόνο την εκπλήρωση της επιθυμίας του.

Στο συγγραφέα, όχι στα πρόσωπα, του έργου επικεντρώνεται το

ενδιαφέρον του ΕγθικΙ στο άρθρο του «Μια παιδική ανάμνηση από το

“ Ποίηση και αλήθεια” » («Είηβ ΚίηάΗβί1:δβηηηβηιη§ αιΐδ “ΟίοίΛιιηβ

αηά ^α^Αβί*”», 1917): Μια μικρή σκηνή από το μεγάλο αυτό

αυτοβιογραφ ικό έργο του \Υ. ΟοβΛβ, στην οποία, όπως την

απομνημονεύει ο ΟοβΛβ, όταν ήταν μικρό παιδί έριξε από το παράθυρο

το ένα μετά το άλλο τα -πήλινα— μαγειρικά σκεύη του σπιτιού, που

έσπαγαν με κρότο στο δρόμο, ο ΕΓβαά την ερμηνεύει ως ένα «συμβολι­

σμό» της —απωθημένης— αντίδρασης του ΟοβΛβ κατά τη γέννηση του

μικρότερου αδελφού του, όταν ο ίδιος ήταν 4 περίπου ετών — παιδική

αντίδραση ζηλοτυπίας κατά του μικρότερου αδελφού, που ο ΕΓβαά την

τεκμηριώνει με τα ευρήματα από μερικούς ασθενείς του κατά τη

θεραπευτική-ψυχαναλυτική του πράξη.

Page 309: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ 317

Ένα «αισθητικό» στοιχείο, όπως εμφανίζεται σ’ ένα μέρος της

«φανταστικής», όπως θα λέγαμε σήμερα, λογοτεχνίας εξετάζει ο ΡγθικΙ

στην επόμενη μελέτη του, «Το φοβερό» («ϋ&δ ϋηΙίΘΗηΙίοΙίΘ», 1919)· η

αναπόδοτη, όπως παρατηρεί ο ίδιος ο ΡγθικΙ, σε άλλες γλώσσες

γερμανική λέξη «υηΙΐΘΐιηΙιοΙι» σημαίνει το «ανοίκειο», το («παρά)ξενο»,

το «αλλόκοτο», που προκαλεί φόβο. Αυτό το «φοβερό», αφού το

ανιχνεύσει σε μια σειρά παλαιότερων και νεότερων κειμένων, ο ΡγθικΙ το

εντοπίζει ειδικότερα σε δύο έργα του γερμανικού Ρομαντισμού, τη

νουβέλα «Ο μπαμπούλας» («Ώθγ δαηίΐιηαηιι») του Ε.Τ.Α. Ηο&ηαηη και

το παραμύθι «Η ιστορία του κομμένου χεριού» («ϋίβ Οβδοΐιίοΐιΐβ νοη άβΓ

ώ^βΗαιιβηβη Ηβικί») του \¥. Ηηιι£Γ: Και τα δύο, το μοτίβο του

βγαλσίματος των ματιών από τον «μπαμπούλα» («δαηάιηαηη») στο

πρώτο και το μοτίβο του κοψίματος του χεριού στο δεύτερο, ο ΡγθικΙ τα

ανάγει, και πάλι σύμφωνα με το «συμβολισμό» της ψυχαναλυτικής του

πράξης, στον «υπαρξιακό» απωθημένο φόβο του παιδιού: το φόβο του

ευνουχισμού, της απώλειας του γεννητικού του οργάνου.

Στην ψυχοπαθολογία του συγγραφέα επιστρέφει ο ΡγθικΙ στο δοκίμιο

«Ο ΌοδΙχ ΘνδΙάΙ και η πατροκτονία» («ϋοδίχ βννδία ιιικί <3ιθ ν&ίβΓίό-

Ιιιΐϊβ», 1928): Συνδυάζοντας τα βιογραφικά στοιχεία του Όοδίο^νδία],

όπως λ.χ. τις κρίσεις της επιληψίας του και το πάθος του για το παιχνίδι

της ρουλέτας, με τα στοιχεία που ανιχνεύει στο έργο του, ο ΡγθικΙ

ανασυγκροτεί, και πάλι με οδηγό του την ψυχαναλυτική του εμπειρία, τα

στοιχεία της ψυχοπαθολογίας του ρώσου συγγραφέα: σαδομαζοχισμός,

οιδιπόδειο σύμπλεγμα, όπως εκδηλώνεται στην πατροκτονία των «Αδελ­

φών Καραμαζόφ», λανθάνουσα ομοφυλοφιλία, ακατανίκητος αυνανι­

σμός. Το τελευταίο «σύμπτωμα» της νεύρωσης του Οοδίχ βνδία] ο ΡγθικΙ

το ανιχνεύει μέσα από το υποκατάστατο του, το πάθος του παίχτη της

ρουλέτας (ο ΡγθικΙ φαίνεται ν’ αγνοεί τη λογοτεχνική απόδοση του ίδιου

θέματος από τον Οοδίοίβνδίά στον «Παίχτη»), και με τη βοήθεια της

ψυχαναλυτικής ερμηνείας του μοτίβου «παιχνίδι» στη νουβέλα «Είκοσι

τέσσερεις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας» («νΐΘπιη(1ζλναηζί£ δίιιηάβιη

αιΐδ άβΐϊΐ Ι,βββη θιπθγ Ργ&ιι») από την τριλογία του δίβ&η Ζ\νβί%

«Σύγχυση αισθημάτων» («νβηνΪΓΓΐιη§ (Ιθγ ΟβήίΗΙβ», 1927).

Ένα μικρό άρθρο του με τον τίτλο «Ψυχοπαθητικά πρόσωπα στη

Page 310: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

318 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

σκηνή» («ΡδγβΗοραίΙιίδοΙιβ ΡβΓδοηβη αυί άβΓ ΒϋΙιηβ», γρ. 1906), που

πρωτοδημοσιεύτηκε σε αγγλική μετάφραση μετά το θάνατό του

(1942), δείχνει ότι ο ΕΓβυά είχε ενδιαφερθεί πρώιμα, αν κ’ εντελώς

εμβρυακά, και για το πρόβλημα της επίδρασης του λογοτεχνικού έργου

στο κοινό του. Ειδικά για την επίδραση της τραγωδίας ο ΕΓβυά

παραπέμπει ρητά, στην αρχή κιόλας του άρθρου του, στο θεώρημα του

Αριστοτέλη για την «δΓ ελέου και φόβου» «κάθαρση» — έναν όρο που

είχε ήδη στην αρχαία του χρήση ένα διπλό, ψυχοσωματικό, εννοιολο­

γ ικό περιεχόμενο — καθορ-ίζοντάς την ως συνάρτηση και απόρροια της

«ταύτισης» («Ιάβηώϊζίβπιη^») του θεατή μ’ έναν ήρωά της. «Υπό

τους όρους αυτούς», παρατηρεί ο ΕΓβιιά, «μπορεί (ο θεατής) ν’

απολαύσει τον εαυτό του ως ένα “ μεγάλο άνδρα” , ν’ αφεθεί άφοβα

στις καταπιεσμένες παρορμήσεις του, όπως στην ανάγκη για ελευθε­

ρία από θρησκευτική, πολιτική, κοινωνική και σεξουαλική άποψη, και

να ξεθυμάνει στις κορυφαίες σκηνές της αναπαράστασης της ζωής

προς κάθε κατεύθυνση».

Την ίδιαν ακριβώς θεωρία της «κάθαρσης» μέσω της «ταύτισης» ο

ΕΓβιιά την επεκτείνει, αξιωματικά-αποφαντικά, ως ψυχική ικτόνωση

του θεατή, του αναγνώστη ή του ακροατή από τα συσσωρευμένα

έντονα συναισθήματά του και στα άλλα είδη της λογοτεχνίας — και

της τέχνης: τη λυρική ποίηση, το χορό, το έπος και το —νεότερο—

δράμα.

θα συμπληρώσουμε τη συνοπτικότατη έκθεσή μας με δύο άλλες

μελέτες του ΕΓβιιά, επειδή έχουν αμεσότατη σχέση με τη λογοτεχνία

και τη γλώσσα:

I Στη συστηματικότατη μελέτη του «Το αστείο και η σχέση του με

πτο ασυνείδητο» («ΌβΓ \νί*ζ υηά δβίηβ ΒβζίβΗυη§ ζυιη ϋηΒβ\νυδ-

δίβη»), που δημοσιεύτηκε σε βιβλίο στην αρχή της ακμής του (1905),

ο ΕΓβυά φαίνεται να διεισδύει για πρώτη φορά στην περιοχή της

μορφολογικής έρευνας των (παρα)λογοτεχνικών γλωσσικών συστημά­

των. Στη μελέτη του αυτή ο ΕΓβυά αναλύει μια μεγάλη σειρά

λεκτικών «αστείων», διασταυρώνοντάς τα με τ’ άλλα, όχι μόνο

γλωσσικά, είδη του «κωμικού»: το «λογοπαίγνιο» (ΧΥοΓίδρίβΙ), το

«ευφυολόγημα» (ΚαΙ&υβΓ, οαΙβιηβουΓ), την «ειρωνεία» (ΪΓοηίβ) και το

Page 311: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ 319

«χιούμορ», για να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι η τεχνική του

αστείου είναι αντίστοιχη με την τεχνική του ονείρου, όπως την είχε

διατυπώσει πέντε χρόνια πριν στη μεγάλη του εκείνη μελέτη με την

οποία είχε εγκαινιάσει την επιστημονική του διασημότητα («ϋίθ

Τϊ&ιιιη(ΐΘΐι1:υ移, 1900).

Η κοινή αυτή τεχνική βεβαιώνεται από τις κοινές επιμέρους

«ενέργειες» που καθορίζουν την παραγωγή του ονείρου (ΊτΕίΐιπίίίΛβίΐ)

και την παραγωγή του αστείου (\νίΙζατΙ)βϋ:): συμπύκνωση (νβπΐΐοΐιΐ-

υη§), μετάθεση (νβΓδοΗίβΗιιη^), σκεπτικό λάθος (ΟθπΗθΗΙθγ), παρά­

λογο (\νί(1βΓδίηη), έμμεση παράσταση (ίικΙίΓβΙίίΘ 0&ΓδΙ:βΙ1ιιη§), πα­

ράσταση διά του αντιθέτου (Οατδίβΐΐυη^ (ΙιιγοΗ ά&δ Οβ£βηίΘί1). Όπως

στ’ όνειρο, έτσι και στο αστείο η λεκτική του διατύπωση δεν είναι

παρά το «κατάδηλο περιεχόμενο» (ικιαιιίίβδίΘΓ ΙηΗαΙί) μιας «λανθάνου-

σας σκέψης» (ΙαίΘηίΘΓ Οβίΐαηΐίβ). Η «λανθάνουσα», κρυφή αυτή σκέψη

πάλι δεν είναι, και στα δύο, παρά μια απωθημένη στο ασυνείδητο

«επιθυμία» (λΥυηδοΚ)· τα «υλικά» της «απώθησης» ανάγονται, εννο­

είται, και στις δύο περιπτώσεις στην παιδική ηλικία: Το «λογοπαί­

γνιο», το παιχνίδι με τις λέξεις του ενήλικα, δεν είναι παρά ένα

υποκατάστατο του παιδικού παιχνιδιού.

Στόχος του αστείου είναι η «ηδονή». Κ ’ εδώ, πρώτα εδώ, η

«ηδονή» αυτή καθορίζεται από το ΡγθικΙ ως «δελεαστική αμοιβή» ή

«προκαταρκτική ηδονή» - γεγονός που δηλώνει τη στενή της συγγέ­

νεια με την αισθητική ηδονή που προξενεί η καλλιτεχνική-ποιητική

δημιουργία, όπως θα την ορίσει ο Ρ γθικΙ τρία χρόνια αργότερα στο

δοκίμιό του που αναφέραμε παραπάνω («Όβτ ΒίοΙιΙβΓ υηά ά&δ ΡΗαη-

ΙοδίβΓΘη»), και αυτής πάλι με την ηδονή, όπως την είχε επισημάνει

στο μηχανισμό της γενετήσιας πράξης στην τελευταία από τις «Τρεις

πραγματείες πάνω στη σεξουαλική θεωρία» («Όγθι Αβ1ι&η(11\ιη§Θη ζιιγ

δβχιιαΜιβοπΘ», 1905).

Μιαν ορισμένη τεχνική του ονείρου, την έκφραση διά του αντιθέτου

νοήματος (Οβ^βηδίπη) και την αντιστροφή (ϋιπ1ζΘΐιηιη§), διαπιστώ­

νει ο ΡγθικΙ και σε μια μικρή, γλωσσολογική θα λέγαμε, πραγματεία

του για τις «αρχέγονες λέξεις» («Για το αντίθετο νόημα των αρχέγο-

νων λέξεων»/«ϋΙ>ΘΓ άβη θΘ§βηδίηη άβτ ϋηνοΓίΘ», 1 9 10 ), υπολείμ­

Page 312: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

320 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ματα των οποίων αν ιχνεύει, ξεκινώντας από τ’ αρχαία αιγυπτιακά,

και σε μερικές νεότερες γλώσσες.

Το τεράστιο έργο των συνεργατών, μαθητών και διαδόχων του

ΡγθιηΙ δεν επρόκειτο μόνο να επεκτείνει την έρευνα σε τομείς που δεν

κάλυψε ικανοποιητικά εκείνος, αλλά και να προσδώσει στη θεωρία του

απόψεις και προεκτάσεις που δε θα μπορούσε ο ίδιος να προβλέψει αλλά

ούτε και ν’ αναγνωρίσει ως σύμφωνες με τη θεωρία του.2

Την πρώτη και σημαντικότερη παρέκκλιση από την τροχιά του

ΡγθινΙ σημείωσε ο ελβετός ψυχίατρος Ο&γΙ Οιΐδΐαν Ιιιη£ (1875-1961).

Όπως στο ΡγθινΙ, έτσι και στο Ιιιη£ η λογοτεχνική του θεωρία δεν

είναι παρά η εφαρμογή της ψυχολογικής του θεωρίας, της «ψυχολο­

γίας του βάθους» («ΤΐβίβηρδχοΗοΙο^ΐβ»), πάνω στα λογοτεχνικά αντι­

κείμενα* η ωριμότερη διατύπωσή της βρίσκεται στη μελέτη του

«Ψυχολογία και ποίηση» («ΡδγοΗοΙο^ίβ ιιη<1 ϋΐοΐιίυη^», 1930).

Διπλό βλέπει ο 1ιιη£ το ρόλο της ψυχολογίας κατά την ερμηνευ­

τική της προσέγγιση στη λογοτεχνία: «να καταδείξει και να εξηγήσει

από τη μια μεριά την ψυχολογική δομή του καλλιτεχνικού έργου και

από την άλλη τους ψυχολογικούς όρους του καλλιτεχνικά δημιουργικού

ανθρώπου» — ο τρίτος τομέας της ψυχολογικής μελέτης του λογοτεχνι­

κού φαινομένου, η «στιγμή» της πρόσληψης από το κοινό του, μένει,

δεδηλωμένα, έξω από την οπτική του γωνία.

Με αφετηρία τα δύο μέρη του «Ραιΐδ*» του Ο ο θ & θ ο Ιιιη§ διακρίνει

τη λογοτεχνία σε δύο κατηγορίες, την «ψυχολογική» («ρδγοΗο1ο§ίδθ1ιβ

ϋίοΗϊιιη£») και την «οραματική» («νίδίοηατβ ΌίοΙίϊηη^») — διάκριση

που αντιστοιχεί στη λίγο παλαιότερη διαίρεση από τον ίδιο σε

«εσωστρεφή» (ίηίΓονβιϋβιΙβ) και «εξωστρεφή» (βχίχανβιϋβιΐβ) ποί­

ηση («Για τις σχέσεις της αναλυτικής ψυχολογίας με το ποιητικό

καλλιτέχνημα»/«ϋββΓ άίβ Ββζΐβΐιυη^βπ άβΓ αηαΐγΐίδοΐιβη Ρδγο]ιο1ο§ίβ

ζιιπι (ϋοΗΐβπδοΙίΘη Κιιηδ*\ν6ΐΊο>, 1921).4

Το περιεχόμενο της πρώτης κινείται μέσα στο χώρο της συνείδησης

και αποτελείται λ.χ. από μιαν ανθρώπινη εμπειρία ή μοίρα, ένα

βίωμα ή ένα πάθος - αντικείμενα που βρίσκονται όλα στην κοινή

συνείδηση ή αίσθηση και που για το λόγο αυτό είναι αυτονόητα και δε

χρειάζονται καμιάν ιδιαίτερη ή ειδικότερη ψυχολογική ερμηνεία. Στην

Page 313: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ 321

κατηγορία αυτή ανήκουν, εκτός από τον πρώτο «Ρ&ιΐδΐ», μια μεγάλη

ομάδα λογοτεχνικών ειδών, όπως το ερωτικό, ηθογραφικό, οικογενει­

ακό, αστυνομικό και κοινωνικό μυθιστόρημα, η διδακτική και το

μεγαλύτερο μέρος της λυρικής ποίησης, η τραγωδία και η κωμωδία.

Αντίθετα, το περιεχόμενο της δεύτερης κατηγορίας αποτελείται

από ένα «αρχέγονο βίωμα» (ϋΓΘΓΐβΒηίδ), που βρίσκεται πέρα από τα

όρια της ανθρώπινης εμπειρίας και συνείδησης και χάνεται στο χάος

της προϊστορίας — ένα βίωμα που έχει τη μορφή ενός «αρχέγονου

οράματος» (ϋΓνίδίοη). Σ ’ αυτή την κατηγορία, που αποτελεί την

«ανώτερη» λογοτεχνία, κατατάσσονται από το |υη§, εκτός από το

δεύτερο «Ραιΐδΐ:», η «θεία Κωμωδία» του ϋίΐηΐβ, οι όπερες του

\Υα§ηβΓ, η ποίηση του \¥. Βίαΐίβ, το «Ό θγ §οΜβηβ Τορ£» του Ε.Τ.Α.

Ηο£6ηαηη, αλλά και μερικά έργα ασήμαντων ή λησμονημένων

σήμερα ποιητών και Συγγραφέων.

Η ψυχολογία του ΡγθικΙ, συνεχίζει ο Ιυη£, δεν είναι σε θέση να

ερμηνέψει τη «μεγάλη», την «οραματική» λογοτεχνία, επειδή αυτή

δεν πηγάζει από το ατομικό, αλλά από το «συλλογικό ασυνείδητο»

(ά&δ 1α>11β1ζϋνβ υηββνναΐδδίβ). Το καλλιτέχνημα δεν είναι κάτι το

δευτερογενές, ένα απλό «σύμπτωμα» (όπως στο Ρ γθικΙ), αλλά «ενα

πραγματικό σύμβολο, δηλαδή έκφραση μιας άγνωστης ουσίας» («βίη

ινίτΜίοΗβε 5ψηώοΐ, ηάνηΙιοΗ βίη Αη$άηιο1ί βιν ηηύβίς,αηηίβ Υ/βεβη-

Λβίί»).5

Ο ποιητής είναι για το Ιιιη§ ένας «οραματιστής» (δβΙιβΓ) και

«προφήτης» (ΡΓορΚθΐ) — εδώ, όπως και στις αναφορές του θεωρητικού

του προγόνου Ο .Ο . Οαπίδ («Ψυχή. Εξελικτική ιστορία της ψυχής»/

«Ρδγο1ιβ. ΕηίΛνίοΗιιη^δ^βδοΙιίθΚΐβ άβΓ δββΐβ», 1846), διαφαίνεται

πολύ πιο έκτυπα απ’ ό,τι στο ΡγθικΙ, η ρομαντική καταγωγή των

ιδεών του Ιιιη§: Η τέχνη είναι στον ποιητή «έμφυτη σαν ένα ένστι­

κτο». Το περιεχόμενο του «αρχέγονου οράματος» του ποιητή αποτελεί-

ται από ένα απόθεμα «αρχέγονων εικόνων» (υΛίΙάβΓ), των «αρχετύ­

πων» (ΑΓοΗβΙγρβη) — η θεωρία των «αρχετύπων», όπως και η Θεωρία

των συμβόλων, ανήκει στο βασικό Θεωρητικό οπλοστάσιο του ]ιιη§·

στοιχεία τους έχουν περισωθεί στη μυθολογία όλων των λαών κ’ έχουν

επιβιώσει, μεταμορφωμένα, και στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία.

Page 314: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

322 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Τα «αρχέτυπα» τα ανακαλύπτει ο ποιητής με την αναβύθισή του στη

«μυστική συμμετοχή» («ρ&ιϋοίραϋοη πιγδϋφΐβ») της «αρχέγονης

κατάστασης» (ϋΓζαδί&ηά)· έτσι, το βίωμά του είναι ταυτόχρονα

βίωμα ολόκληρου του λαού.

Η θεωρία του 1αη§ γνώρισε στο γερμανόφωνο χώρο ήδη πριν από το

Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μια πολύ πιο ευνοϊκή υποδοχή απ’ ό,τι η

ψυχανάλυση του ΕΓβαά, επειδή μπόρεσε ν’ αφομοιωθεί εύκολα στην

τοπική παράδοση της «πνευματοκεντρικής ιστορίας» ((Οβίδίθδ βδοΙιίοΗ-

1β), όπως είχε διατυπωθεί οριστικά, και για την ποίηση, από το \¥.

Οΐΐϋιβγ («Το βίωμα και η ποίηση»/«ϋαδ ΕΗθ^πίδ ιιηά άίβ ΟίβΗ-

*αη£», 1905). Αλλά τα βασικά θεωρήματα του }αη£ για το «συλλο­

γικό ασυνείδητο», τ’ «αρχέτυπα» και τα «σύμβολα» μπόρεσαν όχι μόνο

να εκθρέψουν μια μεγάλη σειρά μελετών γύρω από τους μύθους και τα

παραμύθια, αλλά και να περάσουν στην καθαρά γραμματολογική

έρευνα και στη θεωρία της λογοτεχνίας πολύ πέρα από τη χώρα της

προέλευσής τους.

Στον αγγλόφωνο χώρο, η Μααά Βοάΐάη επιχειρούσε ήδη στα 1934

(«Αρχέτυπες μορφές στην ποίηση»/«Αι*ο1ΐ6*γρα1 Ραίΐβπΐδ Ροβϊιγ»)

ν’ ανιχνεύσει τις «αρχέτυπες μορφές» (ρ&Ηβπΐδ) στην παγκόσμια

λογοτεχνία από τον «Οιδίποδα» ώς το «Η&ηαΐβί:», εξαϋλώνοντας

μάλιστα τα οπωσδήποτε συγκεκριμένα, θεματικά ή μοτιβικά, «αρχέ­

τυπα» του 7ιιη§ σε μερικές αφηρημένες σχέσεις, όπως «αυτοβεβαίωση»

(δβΐί-αδδβιΐιοη) και «υποταγή» (δαίπηίδδίοη) — δύο «αρχέτυπες» κατα­

στάσεις των οποίων ο ανταγωνισμός καθορίζει την έννοια του «τρα­

γικού».

Μερικά «αρχέτυπα» μοτίβα, στη γνήσια γιουγκιανή τους χρήση,

παρακολουθούσε ακόμα μετά τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο στη λογο­

τεχνία του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα ο Ε.Κ. Οιιιϋιΐδ στο πολύμοχθο έργο

του «Ευρωπαϊκή λογοτεχνία και λατινικός Μεσαίωνας» («ΕαΓοραί-

δοΐιβ ΙιϋβπιΙιΐΓ αηά ΙαΙβΐηίδοΗβδ Μί&βΙαΙίβΓ», 1948),6 αλλά ήδη στ’

ωριμότερο έργο της αμερικανικής «Νέας Κριτικής», την «Ανατομία

της κριτικής» («ΑηίΛοιηγ ο£ ΟηΗοίδπι», 1957), ο ΝοΓ&Γορ Ειγβ

διεύρυνε απεριόριστα την αρχικά «μυθική» έννοια των γιουγκιανών

«αρχετύπων» και «συμβόλων», ταυτίζοντάς τα σχεδόν με τα λογοτε­

Page 315: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ 323

χνικά «μοτίβα» στη διαχρονική τους κίνηση από το ένα έργο στο άλλο,

ευαγγελιζόμενος την ανασύσταση της ιστορίας των λογοτεχνικών

έργων μέσα από την «ιστορία» των έτσι, ευρύτατα εννοημένων «αρχε­

τύπων» και «συμβόλων» τους.7

Ενώ στο ΡγθικΙ το λογοτεχνικό έργο ήταν ακόμα συνδεδεμένο με

την, «ατομική» έστω, ιστορία του δημιουργού του, στο 1ιιη§ η

λογοτεχνία είχε ήδη απογυμνωθεί απ’ οποιαδήποτε ιστορική της

διάσταση, για να συρρικνωθεί σ’" ένα απλό φορείο ενός αριθμητικά

ορισμένου αποθέματος «αρχετύπων» συμβόλων και μοτίβων, που είχαν

κληρονομηθεί βιολογικά από ένα μυθικό παρελθόν και που επαναλαμ­

βάνονταν μονότονα από έργο σ’ έργο δια μέσου των αιώνων, ενώ ο

ποιητής-οραματιστής δεν ήταν παρά ένα παθητικό, αμετάβλητο και

απρόσωπο πίΘάίιιπι ανάμεσα στο μυθικό παρελθόν και το σύγχρονο

κοινό του.

Πολύ πιο γόνιμη αποδείχτηκε η φροϋδική θεωρία της ψυχανάλυσης,

παρόλο που ο ιδρυτής της είχε ν’ αντιμετωπίσει τον αντισημιτισμό

των συμπατριωτών του — και του ίδιου του Ιπη§ — και τις μικροαστι­

κές προκαταλήψεις γύρω από την οικογενειακή και σεξουαλική ηθική.

Η διάδοση της ψυχαναλυτικής θεωρίας και κατά την προσέγγιση

της λογοτεχνίας και των συγγενών της φαινομένων επιτεύχθηκε, μ’

ελάχιστες εξαιρέσεις στο Μεσοπόλεμο (\¥. ΜιΐδθΗ§, ΤΗ. Μαηη), έξω

από το γερμανόφωνο χώρο, κυρίως στη Γαλλία και τις ΗΠΑ* οι

παρεξηγήσεις κο ι παραχαράξεις της από μερικούς όψιμους θιασώτες

της δεν μπορούν βέβαια, ακριβώς όπως και στην ανάλογη περίπτωση

της μαρξικής θεωρίας, να καταλογιστούν σε βάρος του πρώτου διδάξα-

ντος. Από μια τεράστια σχετική βιβλιογραφία αναφέρω εδώ ενδει­

κτικά μερικούς μόνο εκπροσώπους και μερικές μόνο απόψεις:

Μια κάποια σχηματοποίηση της διδασκαλίας του ΡγθικΙ είχε

αρχίσει ήδη να διαφαίνεται στο έργο των πρώτων, πιστών συνεργατών

του: Έτσι, ο Οΐίο Καηΐί στο μεγάλο του έργο «Το μοτίβο της

αιμομιξίας στην ποίηση και στο μύθο. Βασικά χαρακτηριστικά μιας

ψυχολογίας της ποιητικής δημιουργίας» («ϋ&δ ΙηζΘδΙπιοϋν ίη ΟίοΗ-

Ιιιη§ ιιηά 3&§θ. Οπιηάζϋ§Θ βίηβΓ ΡδγοΗοΙο ίβ άβδ άίοΗΐβπδοΗβη

δοΗοΙΡβηδ», 1912, 21926) παρακολουθούσε το «μοτίβο της αιμομιξίας»

Page 316: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

324 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

(του γιου με τη μητέρα) μέσα από εκατοντάδες έργα της παγκόσμιας

λογοτεχνίας, ανάγοντας απαρέκκλιτα, την ποιητική δημιουργία και

το ποιητικό δημιούργημα στο ανυπερνίκητο «οιδιπόδειο σύμπλεγμα»

των δημιουργών τους — εξισώνοντας, απερίφραστα, τον ποιητή με το

νευρωτικό.

Ο ερμηνευτικός αυτός παμψυχολογισμός του Κ&ηΐζ γίνεται λ.χ.

κατάφωρος, όταν στο κεφάλαιο εκείνο του βιβλίου του που είναι

αφιερωμένο στο δοΙιίΙΙβΓ εξηγεί ακόμα και την ολοκληρωτική απουσία

του «μοτίβου της αιμομιξίας» στη λυρική ποίηση του δοΙιίΙΙβΓ8 ακριβώς

ως τεκμήριο της «απώθησης» του οιδιπόδειου συμπλέγματος του και

μάλιστα δε διστάζει ν’ απογυμνώσει τα επαναστατικά οράματα του

νέου δοΙιίΙΙβΓ («ΒηιΛ θγ», «Είβδοο», «Κ&Β&Ιβ ιιηά Ι,ίβββ», «ϋοη

ΟατΙοδ», «\νί11ιβ1πι Τβΐΐ») από την πολιτική τους διάσταση, ερμηνεύο­

ντας την εξέγερση των ηρώων του κατά του εγκόσμιου απολυταρχικού

ηγεμόνα-«πατέρα» τους ως υποκατάστατο (ΕΓδ&Ιζ) της —παιδικής—

«εξέγερσης» του συγγραφέα κατά του βιολογικού του πατέρα — γεγο­

νός που, ανομολόγητα, σημαίνει ότι, αν ο συγγραφέας δοΙιίΙΙβΓ - και

κάθε άνθρωπος και πολίτης - είχε «λύσει» «ομαλά» το οιδιπόδειο

σύμπλεγμά του, θα είχε γίνει ο πιστότερος υπήκοος οποιουδήποτε

απολυταρχικού καθεστώτος.

Ο εκτροχιασμός του φροϋδικού υποδείγματος ήδη στους πρώτους

θιασώτες του καταφαίνεται από την απόπειρα του Ηαηηδ δαοΐΐδ

(«Κοινά ημερήσια όνειρα»/«Οβπιβίηδ£ΐιηβ Τα^ΐΓ&ιιηβ», 1924) να ερμη-

νέψει αιτιολογικά την εμφάνιση νέων λογοτεχνικών σχολών και υφών

μέσω της αναγωγής τους στους «ψυχολογικούς μηχανισμούς που

κυβερνούν την ποιητική δημιουργία», όπως το σύμπλεγμα ενοχής και ο

ναρκισσισμός.9

Στη Γαλλία - και στις ΗΠΑ — η ψυχαναλυτική προσέγγιση της

λογοτεχνίας περνάει, εμφανέστερα, από τα χέρια των ψυχολόγων στα

χέρια των κριτικών και θεωρητικών της λογοτεχνίας* τις συνέπειες

αυτής της μετάβασης επρόκειτο να τις υποστεί αποκλειστικά η

τελευταία, η κριτική της λογοτεχνίας - όχι η ψυχανάλυση.

Η Μαπβ Βοηαρατίβ, πρόδρομος και απόστολος της ψυχανάλυσης

στη Γαλλία, είχε μείνει ακόμα πιστή στη διδασκαλία του ΕΓβιιά,

Page 317: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ 325

ξεπερνώντας μάλιστα, όπως όλοι οι «πιστοί» μαθητές, σε ζήλο το

δάσκαλό της: Από τη συστηματική μονογραφία της για τον Ε.Α. Ροβ

«Ε. Ροβ. Ψυχαναλυτική μελέτη» («Εά^ατ Ροβ. έίιιοΐβ ρδγοΗαηα1γΐί-

ςμιβ», 1933) ο αμερικανός συγγραφέας, ένας από τους αγαπημένους

στόχους ψυχαναλυτικής σκοποβολής, πρόβαλλε ως ένας ολοκληρωτικά

ανώμαλος ανθρώπινος τύπος, φορτωμένος όλες τις διαστροφές, από το

σαδισμό ώς τη νεκροφιλία, ενώ το ίδιο του το έργο παρέμενε το ίδιο

«άγνωστο» όπως και πριν.

Στα ίχνη της Ματίβ Βοηαραιΐβ πάτησαν στις επόμενες δεκαετίες,

χωρίς τη δική της ψυχαναλυτική εξάρτυση, ο ΟΗατΙβδ Βαιιάοιπη και ο

εφευρέτης της «ψυχοκριτικής» ΟΗατΙβδ Μ&ιίΓοη, για να «ψυχαναλύ-

σουν» τους μοντέρνους γάλλους ποιητές και πεζογράφους, τον Ηα§ο ο

πρώτος (1943), το ίβΓναΙ (1949), το Μαΐΐαππέ (1950) και μερικούς

άλλους κλασικούς και νεότερους μ’ επικεφαλής τους τον «αμαρτωλό»

ΒδοκΙβΙαίΓβ (1963, 1964) ο δεύτερος, και για να καταλήξουν, εννοεί­

ται, και για τους δικούς τους «ασθενείς» σε μιαν εντελώς ανάλογη με

της Μαπβ Βοη&ραιΐβ για τον Ροβ «διάγνωση».

Μια ριζική στροφή από τους προκατόχους του αποτόλμησε στη

δεκαετία του 1950 ο ^οςαβδ Ι^οαη («έοπίδ», 1965). Η «επιστροφή

στο ΡΓβιι<1», που διακήρυξε ο Ιαβ&η, ψυχαναλυτής ο ίδιος, θ’ αποδει-

κνυόταν στην πραγματικότητα μια αντιστροφή του πνεύματος και της

διδασκαλίας του μεγάλου δασκάλου:

Σε μια προσπάθεια συγκερασμού του φροϋδικού υποδείγματος με τα

διδάγματα του γλωσσολογικού στρουκτουραλισμού ο Ι&ο&η θέλησε να

εφαρμόσει τη δική του εκδοχή του ΡγθικΙ σε μια σειρά έργων και

συγγραφέων (δΙι&Ιίβδρβ&Γβ, ΜοΙΐβΓβ, ΟοβΛβ, Ηιι§ο, |ογοβ κ.ά.),

αρχίζοντας από το «Κλεμμένο γράμμα» («ΤΊιβ ΡιΐΓίοίηβά Ι,βίίβΓ,

1845) του Ε.Α. Ροβ.10 Η ερμηνεία του στηρίζεται πάνω σε μια

τολμηρή μεταφορά της φροϋδικής άποψης από την ψυχολογία στη

γλώσσα: «Το Ασυνείδητο είναι δομημένο σαν μια γλώσσα», είναι το

βασικό αξίωμα του Ι*αοαη — πράγμα που δεν είναι παρά η αντιστροφή

της «γλωσσικής» διδασκαλίας του ΡγθικΙ για το αστείο και τις

«αρχέγονες λέξεις». Με τον τρόπο αυτό, ο ίαβαη κατασκευάζει το

θεώρημά του για την απόλυτη ασυμπτωσία, τη «διαφορά», όπως θα

Page 318: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

326 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

την πει λίγο αργότερα ο Ιαοφίβδ ΟβΓπάα, ανάμεσα στο Εγώ και το

«Άλλο», το «Φανταστικό» και το «Συμβολικό», το σημαίνον και το

σημαινόμενο — από την ψυχανάλυση του ΕΓβυά δεν έχει απομείνει στο

Ι*αβαη παρά η ορολογία του. Πολύ περισσότερο: 'Οπως παρατήρησε ο

Ε. |αιηβδοη, «...Το Σεμινάριο για το “Κλεμμένο γράμμα” [του

Ιαβαη] δεν είναι δυνατό ν’ αποτελέσει ένα μοντέλο για μια τέτοια

[λογοτεχνική] κριτική, αφού, αντίθετα, το λογοτεχνικό έργο είναι σ’

αυτό ένα απλό πρόσχημα για μιαν εκθαμβωτική εικονογράφηση μιας

μη-λογοτεχν ικής θέσης».11

Η ερμηνευτική σχοινοβασία του ΐΑοαη αποκορυφώνεται, όταν προ­

σπαθώντας ν’ ανιχνεύσει στο «Ηαΐϊΐΐβ*» (1959) το αγαπημένο του

φροϋδικό σύμβολο, το «φαλλό», καταφεύγει, όπως και άλλοι σύντεχνοί

του, σε κακόζηλες παρετυμολογίες, όπως: Ορίιβίία = Ο ρΐιαΰοδ.

Την ίδια διαστροφή του φροϋδικού υποδείγματος και με αφετηρία τα

ίδια «γλωσσικά» έργα του δασκάλου, θα επιχειρήσει είκοσι χρόνια

αργότερα ο Τζνβίαη ΤοάοΓον, όταν θα μιλήσει για μια «ρητορική του

ΕΓβυά»,12 αντιστρέφοντας την αποδεικτική πορεία της φροϋδικής

ερμηνευτικής: από την ψυχολογία — το ασυνείδητο — στη γλώσσα.

Αυτήν άλλωστε την «επιστημολογική» θέση του ΕΓβυά είχε μεταγρά­

ψει πιστά ο ίδιος ο ΤοάοΓον: «ί.β πιοί ά’βδρπΐ π’ίηίβΓβδδβ ραδ Ια

ρδγβ1ιαηα1γδβ βη Ιυί ιηβιηβ, ιηαίδ Γίηοοηδβίβηί (ου 1β ρδγβΐιίδΐηβ

Ηυιηαίη βη £βηβτα1)». Μ ’ άλλα λόγια: Η θεωρία του Ι&βαη για τη

γλώσσα και του ΤοΓοάον για τη ρητορική της «μεταφοράς» και της

«μετωνυμίας» από τη μια μεριά, η θεωρία του ΕΓβυά για το ασυνεί­

δητο από την άλλη, κινούνται σε δύο διαφορετικά γνωστικά επίπεδα.

Με τη δεδηλωμένη πρόθεση να καθορίσουν, με τη βοήθεια του

ΕΓβυά, τη λειτουργία της μορφής στο λογοτεχνικό έργο ξεκίνησαν οι

αμερικανοί κριτικοί δίπιοη Ο. Ι1.βδδβΓ («Η μυθοπλασία και το ασυνεί-

δητο»/«ΕίοΙίοη αηά Α β ϋηβοηδοίουδ», 1975) και Νοπηαη Ν. Ηοΐΐαηά

(«Η δύναμη της λογοτεχνικής ανταπόκρισης»/«ΤΗβ Ργηαιηίβδ οί

ΙιίϊβΓΟΓΥ Κβδροηδβ», 1968), για να διατυπώσουν, στην πραγματικό­

τητα, μια θεωρία της επίδρασης της μορφής στον αναγνώστη — ή

μάλλον την αντίδραση του τελευταίου απέναντι στο έργο.

Τη λειτουργία της μορφής ο Ι,βδδβΓ την αναζητάει πέρα από την

Page 319: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ 327

«προκαταρκτική ηδονή» (νοΓίιΐδΐ) του ΡγθικΙ: «Η μορφή έχει μίαν

ακόμα μεγαλύτερη και σημαντικότερη αποστολή: να μας εντάξει σ’

έναν κόσμο που είναι προσηλωμένος στη ζωή, την αγάπη, την τάξη,

σ’ όλες τις αξίες που λατρεύει το Γπέρ-Εγώ και με τον τρόπο αυτό να

κατασιγάσει τον οικουμενικό εκείνο φόβο που μας περισφίγγει αδιά­

κοπα και που είναι μεγαλύτερος από το φόβο που μπορεί να προξενήσει

μια ορισμένη [λογοτεχνική] ιστορία».13

Σχεδόν ταυτόσημη με του Ι.βδδ6Γ είναι και η ψυχολογική ερμηνεία

της μορφής από το Ηοΰαικί, σύμφωνα με την οποία σε κάθε έργο είναι

ενσωματωμένο ένα —ασυνείδητο- φανταστικό στοιχείο, για να εκφοβί-

σιι και ν’ ανησυχήσει τον αναγνώστη, και ταυτόχρονα ένας -ενσυνεί­

δητος— μηχανισμός, για να υπερνικήσει αυτό το φόβο και την ανησυ­

χία του και να τη μεταλειτουργήσει σε «κοινωνικά παραδεκτά νοή- \

ματα».

Μια τέτοια «λειτουργία της μορφής» δε διακηρύσσει μόνο μια

συντηρητική λειτουργία της ίδιας της λογοτεχνίας, της προσαρμογής

και της υποταγής της στην υπηρεσία του Υπέρ-Εγώ, δηλ. του

κοινωνικού δ&ίιΐδ φΐο,' αλλά, όπως παρατήρησε ο Τ. Ε^Ιβίοη,

αναιρεί κ’ ένα μεγάλο μέρος της μοντέρνας λογοτεχνίας, στην οποία η

μορφή τείνει ακριβώς στην κριτική αμφισβήτηση αυτής της «τάξης»,

στην ανατροπή και το δυναμιτισμό της «αυτασφάλειάς» μας.14

Την πιο τερατώδη μορφή της θα πάρει η «παρέκκλιση» από το

ΡγθικΙ στο προκλητικό δοκίμιο του Η&γοΜ Βίοοιη «Το άγχος της

επίδρασης» («ΤΗβ Αηχίβίγ ο£ Ιηίΐιιβηοβ», 1973) — δεν είναι καθόλου

συμπτωματικό ότι η «παρέκκλιση» από το πρότυπο αποτελεί μια

κεντρική έννοια της ποιητικής και ταυτόχρονα κριτικής θεωρίας του

Βίοοιη: Όλη η ιστορία της «ρομαντικής ποίησης», όπως χαρακτηρίζει

ο Βίοοιη ολόκληρη την ευρωπαϊκή ποίηση από το Μίΐΐοη και ύστερα,

δεν είναι παρά η εικονογράφηση του «οιδιπόδειου συμπλέγματος» σε

«κοσμικό» λογοτεχνικό επίπεδο: Ο «έφηβος», ο νεότερος ποιητής,

παλεύει, κάτω από την πίεση του «άγχους της επίδρασης», με τον

«πατέρα», τον ποιητή-πρόγονο, ώσπου να παντρευτεί τη Μούσα-

μητέρα και να γράψει ένα «νέο» ποίημα, που δεν είναι παρά μια

«επανάληψη»: «Κάθε ποίημα», λέει ο Βίοοιη, «είναι παρερμηνεία

Page 320: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

328 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ενός πατρικού ποιήματος» - κάθε ποίηση είναι παραποίηση, θα

συμπληρώναμε εμείς.15

Οι όροι της ψυχαναλυτικής θεωρίας «Εγώ», «Τπέρ-Εγώ», «Αυτό»,

απώθηση, εξιδανίκευση, πρόχειρα αναμιγμένοι με τις άλλες δανεικές

ιδέες του «έφηβου» Βίοοιη από τους άλλους «προγόνους» του (ΚίβΓ&βΓ-

|§αατά, ΕιηβΓδοη, Νίβίζδβΐιβ), μεταφέρονται αυθαίρετα από την ατο­

μική ιστορία, το «οικογενειακό ρομάντσο», όπως έλεγε ο ΕΓβυά, σ’

| ένα μεταφυσικό-άχ£ονο χώρο, που καταργεί όχι μόνο την ιστορία και

την ψυχολογία αλλά και την ίδια την κριτική: Η , εκούσια ή ακούσια,

παρερμηνεία του ποιητή-προγόνου από τον ποιητή-επίγονο έχει το

ακριβές της αντίστοιχο, κατά την ομολογία του ίδιου του Βίοοπι,

στην, ηθελημένη ή αναγκαστική, παρερμηνεία του «προγόνου» κριτι­

κού από τον «επίγονό» του — στην περίπτωση αυτή: του ΕΓβυά από τον

Βίοοιη.

) Ο επιστημολογικός και κοσμοθεωρητικός πυρήνας αυτής της αν ι­

στορικής «θεωρίας για την ποίηση» είναι ευδιάκριτος — και απο τον

ίδιο το θεωρητικό της ομολογημένος: «Όχι η διαλεκτική μεταξύ

5 τέχνης και κοινωνίας αλλά η διαλεκτική μεταξύ τέχνης και τέχνης».

Από την παραπάνω επισκόπηση γίνεται φανερό ότι ήδη ο ιδρυτής

και αρχηγέτης της κυρίαρχης ψυχολογικής κατεύθυνσης στον αιώνα

μας, ο ΕΓβυά, είχε προσεγγίσει ερμηνευτικά, αν και μ’ εντελώς άνιση

ένταση κ’ ευστοχία, και τις τρεις φάσεις του λογοτεχνικού φαινομένου

^ στο σύνολό του: το συγγραφέα, το έργο και την επίδρασή του στο κοινό

του, ή, όπως θα λέγαμε σήμερα, την πρόσληψή του. Μια κριτική

αντιπαράθεση με τις αρχές και τα πορίσματα των γραμματολογικών

εργασιών του ΕΓβυά, των συνεργατών και των πιο «άπιστων» ακόμα

διαδόχων του θα μπορούσε ν’ ακολουθήσει το ίδιο σχήμα:

α) Στην πρώτη φάση ανήκουν δύο επιμέρους ενότητες σχετικά με

το πρόβλημα της προσωπικότητας του συγγραφέα και το πρόβλημα

της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η επικέντρωση της ψυχολογικής -

και της ψυχαναλυτικής· — μελέτης στο πρόσωπο του συγγραφέα

παραπέμπει στη «βιογραφική μέθοδο», όπως καλλιεργήθηκε κυρίως

από τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Κατά την

ερμηνευτική τους πορεία από τη βιογραφία του συγγραφέα στο έργο

Page 321: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ 329

του ο ΡγθικΙ και οι μαθητές και διάδοχοί του έκαναν, ευρύτερη ή

φειδωλότερη, χρήση των βιογραφ ικών, ενδεχομένως και αυτοβιογραφ ι-

κών του στοιχείων, που ήταν προσιτά από άλλες, καθαρά γραμματο­

λογικές, πηγές. Είναι φανερό ότι μια τέτοια «μέθοδος» παραβλέπει ή

διαγράφει την ουσιαστικότατη διαφορά ανάμεσα στις βιογραφικές ή

αυτοβιογραφικές αυτές πηγές και το «ντιβάνι» του ψυχαναλυτή.

Στη «βιογραφική» αυτή μέθοδο η παιδική ηλικία του συγγραφέα

κατείχε μιαν ερμηνευτική αποκλειστικότητα, ενώ οι άλλες «στιγμές»

της βιογραφίας του, ειδικότερα η φάση της βιογραφικής του ενηλικίω-

σης, χρησιμοποιήθηκαν μόνο ως άλλοθι για την απόδειξη των απωθη-

μένων και μη ξεπερασμένων παιδικών του «συμπλεγμάτων» — ο

συγγραφέας δέν ήταν για τον ψυχαναλυτή του παρά ένα «ώριμο»

παιδί. Ακόμα προβληματικότερη ήταν η αντίστροφη πορεία της ψυχα­

ναλυτικής αυτής «βιογραφικής» μεθόδου: από το έργο στο συγγραφέα:

Ο ίδιος ο Ρ γθικΙ δεν είχε αποφύγει τον πειρασμό ν’ αποδώσει το

«οιδιπόδειο σύμπλεγμα» των προσώπων ενός έργου («Ηαιηΐβΐ», «Αδελ­

φοί Καραμαζόφ») στο συγγραφέα του. Η μέθοδος αυτή όμως δεν ήταν,

κατάδηλα, παρά μια —πρωθύστερη— «απόδειξη» του ζητουμένου δια

του ζητουμένου.

Είναι ευνόητο, καθότι απόλυτα συνεπές με το βασικό θεώρημά του,

ότι στον Ο. Ο. ]ιιη§ το καλλιτεχνικό έργο αποδεσμεύεται πλήρως από

την προσωπικότητα του δημιουργού του — και αυτό σε δεδηλωμένη

αντίθεση με την ατομικοψυχολογική βάση της φροϋδικής ψυχανάλυ­

σης: «Καλά θα κάνει κανείς να λάβει καθαρά υπόψη του αυτές τις

αναντίρρητες συνέπειες της αναγωγής στην προσωπική ανάμνηση -

αλλιώς, δε θα δει πού οδηγεί αυτός ο τρόπος εξήγησης* οδηγεί δηλαδή

μακριά από την ψυχολογία του καλλιτεχνήματος: στην ψυχολογία του

ποιητή». Και: «Γι αυτό, η προσωπικότητα του ποιητή είναι απλά ένα

πλεονέκτημα ή ένα εμπόδιο, ποτέ όμως κάτι το ουσιαστικό για την

τέχνη του».17

Η εξίσωση του συγγραφέα με το νευρωτικό, τον ψυχωτικό, τον

παρανοϊκό είχε, όπως είδαμε, μια παλαιότερη από το Εγ6ικ1 και την

ψυχανάλυση παράδοση — κ’ εδώ διακρίνεται ένα υπόλειμμα από τη

^ ρομαντική αντίληψη για το «δαιμόνιο» καλλιτέχνη. Ανεξάρτητα από

Page 322: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

330 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

το γεγονός ότι η εξίσωση αυτή δεν επιβεβαιώνεται «στατιστικά» (οι

ψυχαναλυτές «γραμματολόγοι» επέλεξαν από την παγκόσμια λογοτε­

χνία τις πιο «παθολογικές» περιπτώσεις), δεν εξηγεί, επιπλέον, γιατί

οι άλλοι, πολύ περισσότεροι, ψυχοπαθείς, οι «κανονικοί» ασθενείς των

ψυχιάτρων και ψυχαναλυτών, δεν έγιναν καλλιτέχνες και ποιητές.

Η θεμελιακή διαφορά όμως ανάμεσα στη νεύρωση και την ποιητική

δημιουργία έγκειται ακριβώς στο ότι η πρώτη, όπως, πολύ περισσό­

τερο, και η ψύχωση, οδηγεί σε μιαν αποδιοργάνωση ή άρση της

επικοινωνίας και στη διακοπή των κοινωνικών σχέσεων, ενώ η δεύτερη

αποτελεί, ομολογημένα, μιαν επικοινωνιακή και κοινωνική πράξη.

Εδώ όμως ο ίδιος ο ΕΓβυά ήταν, για μιαν ακόμα φορά, προσεκτικό­

τερος από πολλούς διαδόχους του: «Δυστυχώς, η ψυχανάλυση είναι

αναγκασμένη να παραδώσει τα όπλα μπροστά στο πρόβλημα του

ποιητή» — ομολογούσε στην αρχή της μελέτης του για τον ϋοδίχ βν-

δΐά} (1928).18

Πιο κατηγορηματικός ήταν, αυτονόητα, ο ανταγωνιστής του

ΕΓβυά Ο. Ο. 1υη£: «Η δημιουργικότητα όμως, που έχει τις ρίζες της

στην απεραντοσύνη του ασυνειδήτου, θα μείνει αιώνια εφτασφράγιστη

στην ανθρώπινη γνώση».19 Ή — και πάλι σε μιαν επιθετική του

παρέκβαση κατά της φροϋδικής εκδοχής της καλλιτεχνικής προσωπι­

κότητας: «Αν όμως προβληθεί η απαίτηση, ότι με αυτή την ανάλυση

[του ΕΓβυά] εξηγείται και η ουσία του καλλιτεχνήματος, τότε η

απαίτηση αυτή πρέπει να απορριφθεί κατηγορηματικά».20

Το θεώρημα ότι το ασυνείδητο του καλλιτέχνη είναι η κύρια πηγή

της καλλιτεχνικής δημιουργίας αποτελεί την κύρια πλάνη της ψυχα­

ναλυτικής «ποιητικής»: Χωρίς να παραγνωρίζεται ο ρόλος του ασυνει­

δήτου για τη διάπλαση του ψυχισμού του ανθρώπου εν γένει, όχι ειδικά

του καλλιτέχνη, σήμερα είναι κοινά αποδεκτό ότι, αν εξαιρέσει κανείς

την πρώτη στιγμή της «έμπνευσης», η κύρια φάση της καλλιτεχνικής

δημιουργ ίας διεξάγετα ι/πραγματοπο ιε ίτα ι/δ ιαδραματ ίζετα ι ακρ ιβώς

από το σημείο αυτό και πέρα: «Για όλους τους δημιουργικά ενεργούς

ανθρώπους η παραγωγική διαδικασία αρχίζει στην άγρυπνη συνεί­

δηση».21 Το κήρυγμα της «αυτόματης γραφής» που διασάλπισε ο

Υπερρεαλισμός στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, ακριβώς κάτω

Page 323: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ 331

από την εντύπωση που προκάλεσε η πρόσφατη τότε ακόμα ανακάλυψη

του ασυνειδήτου, αποδείχτηκε ως ένας καλλιτεχνικός μύθος. Στην

ενσυνείδητη φάση της καλλιτεχνικής δημιουργίας δε συμπεριλαμβάνε-

ται μόνο η διαρκής επεξεργασία του «υλικού», αλλά και όλες οι

ποιητικές και εξωποιητικές γνώσεις, τα βιώματα και τα κοινωνικά

ερεθίσματα ή οι αναστολές και, προπαντός, η πρόθεση και η βούληση

του καλλιτέχνη για καλλιτεχνική δημιουργία - συνειδησιακά στοι­

χεία, που αποτελούν ακριβώς την ειδοποιό διαφορά του καλλιτέχνη

από τον «κοινό άνθρωπο».22

Η αξιοποίηση από το ΡγθικΙ, στη μελέτη του για τον ϋοδίο^ΘνδΙφ

(1928), της νουβέλας του φίλου-του δίβ&η Ζ\νβί§ για την υποστήριξη

της ψυχαναλυτικής του ερμηνείας προσκρούει σε μια μεθοδολογική

ένσταση: Εκτός από τους φίλους του ΡγθικΙ 8. ΖΛνβΐ£ και Α. δοΐιηίίζ-

Ιθγ, πολλοί άλλοι συγγραφείς στον αιώνα μας, όπως οι ϋ . Η.

ΙαιΐΓΘηοβ, ]. Ιογοβ, \¥. Ρ&ιιΙΙοιθγ, Μ. ΡτοιίδΙ, Α. Οίάβ, ΤΗ. Μαηη, Α.

1>δ1>1ίη κ.ά., εφάρμοσαν ενσυνείδητα στο έργο τους τα διδάγματα της

σύγχρονής τους ψυχανάλυσης, έτσι ώστε η εκ των υστέρων χρησιμο­

ποίησή τους από την ψυχαναλυτική ερμηνεία να μην έχει την αποδει-

κτικότητα που η ίδια ισχυρίζεται.

Ο παραλληλισμός της ποιητικής δημιουργίας με τη φαντασίωση

και το ονειροπόλημα από το ΡγθικΙ δεν είναι παρά μια όψιμη αναβίωση

της ρομαντικής αντίληψης για το ρόλο του «ονείρου» και της «φαντα­

σίας» στην καλλιτεχνική δημιουργία* η προσπάθεια της «διεύρυνσης

της συνείδησης» και της παραγωγής τεχνητών φαντασιώσεων με τη

βοήθεια του οπίου και άλλων ψυχοφαρμάκων από την ίδια εποχή ώς

τις μέρες μας (0ο1θπ(1§6, Όβ (<)ιπηοβγ, Ηιιχ1βγ) δεν εμείωσε στο

παραμικρό το ποσοστό της ενσυνείδητης εργασίας, που έπρεπε να

επενδυθεί στην καλλιτεχνική δημιουργία.

Η ψυχαναλυτική άποψη για την καλλιτεχνική δημιουργία ως

«εξιδανίκευση» (5υΜίπιίβπιη£) και το καλλιτεχνικό δημιούργημα ως

«υποκατάστατο» (ΕΓδαίζ) για τα αξεπέραστα «συμπλέγματα» και

τραύματα της παιδικής ηλικίας και για τους ανεκπλήρωτους πόθους

του καλλιτέχνη αναιρεί την αυτονομία του καλλιτεχνικού δημιουργή­

ματος υποβιβάζοντάς το σ’ ένα «μέσο» φυγής από την «πραγματικό­

Page 324: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

332 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΊΑ

τητα». Η κριτική του Αάοπιο σ’ αυτήν ακριβώς την αισθητική θέση

της ψυχανάλυσης έχει ιδιαίτερη σημασία, επειδή προέρχεται από έναν

κριτικό που έχει αφομοιώσει στη σκέψη του στοιχεία της ψυχαναλυτι­

κής θεωρίας:23 «Μόνο ερασιτέχνες εναποθέτουν τα πάντα, στην τέχνη,

στο ασυνείδητο. Το καθαρό αίσθημά τους επαναλαμβάνει ξεπερασμένα

κλισέ: Στην καλλιτεχνική παραγωγική διαδικασία τα ασυνείδητα

ερεθίσματα είναι μία ώθηση και ένα υλικό μεταξύ πολλών άλλων.

Εισέρχονται στο καλλιτέχνημα διαμεσολαβημένα από το νόμο της

μορφής. [.,.] Συνένοχη σ’ αυτή την αμουσία [των «ερασιτεχνών»]

είναι η λατρεία που ασκεί η ψυχανάλυση με την αρχή της πραγματι­

κότητας: Ό,τι δεν υπακούει σ’ αυτήν, δεν είναι παρά «φυγή»* η

προσαρμογή στην πραγματικότητα γίνεται το ύψιστο αγαθό. [...]

Βέβαια, η φαντασία είναι και φυγή, αλλά όχι πέρα για πέρα. [...] Σε

καλλιτέχνες ύψιστου βαθμού, όπως ο Βββώονθη ή ο Η θιπΒ γ&ϊκΙι, ήταν

συνενωμένη μια οξύτατη συνείδηση της πραγματικότητας με μια

αποξένωση από την πραγματικότητα* αυτό ακριβώς θα ήταν ένα άξιο

αντικείμενο μελέτης για την ψυχολογία της τέχνης. [Μια τέτοια

ψυχολογία] δε θα είχε μόνο ν’ αποκρυπτογραφήσει το καλλιτέχνημα

ως κάτι το όμοιο με τον καλλιτέχνη, αλλά σαν κάτι το ανόμοιο, ως

εργασία πάνω σε κάτι που του αντιστέκεται. Αν η τέχνη έχει

ψυχαναλυτικές ρίζες, τότε αυτές θα πρέπει να είναι οι ρίζες της

φαντασίας στη ρίζα της παντοδυναμίας. Σ ’ αυτήν όμως βρίσκεται εν

ενεργεία η επιθυμία να δημιουργήσει έναν καλύτερο κόσμο. Αυτό

απελευθερώνει ολόκληρη τη διαλεκτική, ενώ η άποψη για το καλλιτέ­

χνημα ως μια απλά υποκειμενική γλώσσα του ασυνειδήτου ούτε καν

την πλησιάζει».

β) Κατά την προσέγγισή της στο λογοτεχνικό έργο η ψυχανάλυση,

στην «κλασική» της τουλάχιστον διατύπωση, ασχολήθηκε σχεδόν

αποκλειστικά με την ερμηνεία ορισμένων θεμάτων, μοτίβων και

συμβόλων — ήταν δηλαδή, όπως παρατηρήθηκε,24 κατά κύριο λόγο μια

ερμηνεία του «περιεχομένου» του λογοτεχνικού έργου* κατά δεύτερο

λόγο η ψυχανάλυση προσπάθησε να διευκρινίσει ορισμένα πρόσωπα,

δηλαδή χαρακτήρες του έργου και, εντελώς παρεκβατικά, καθαρά

μορφικά φαινόμενα και στοιχεία: «Έκανα συχνά την παρατήρηση ότι

Page 325: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ 333

το περιεχόμενο ενός καλλιτεχνήματος μ’ ελκύει ισχυρότερα απ’ ό,τι οι

μορφικές και τεχνικές του ιδιότητες, στις οποίες ακριβώς δίνει τη

μεγαλύτερη σημασία ο καλλιτέχνης» - ομολογούσε ο Ρ γθικΙ με την

εγνωσμένη αυτοαναλυτική του διάθεση.25

Και ο ίδιος είχε βέβαια συνείδηση της προβληματικότητας που

παρουσίαζε η μέθοδος της «ψυχανάλυσης» των — πλασματικών, εννο­

είται - προσώπων του λογοτεχνικού έργου - της διαφοράς ανάμεσα

στο «κείμενο» (του έργου) και στο «ντιβάνι» (του ψυχαναλυτή): «Οι

αναγνώστες μας θα παρατήρησαν σίγουρα μ’ έκπληξή τους ότι πραγ­

ματευτήκαμε ώς τώρα το ΝοΛβιΙ: Ηοηοΐά και την Ζοθ

[τους «ήρωες» της «Οκιάίνα»] σε όλες τις ψυχικές τους εκφάνσεις και

δραστηριότητες, σαν να ήταν πραγματικά άτομα και όχι πλάσματα

ενός ποιητή».26 Και: «Πραγματευτήκαμε ώς τώρα τη ΚβΙϊβΙ&Εΐ \¥θδΙ

[στο «ΒοδίϊΐβΓδΙιοΙιη»], σαν να ήταν ένα ζωντανό πρόσωπο και όχι ένα

πλάσμα της φαντασίας του ποιητή ΐΒδβη, που καθοδηγούνταν από τη

λογική».27

Αλλά και η ψυχαναλυτική ερμηνεία ορισμένων μυθολογικών θεμά­

των ή μοτίβων (στο σημείο αυτό είναι φανερή η συγγένειά της με τη

«μυθολογική» ερμηνεία του Ιιιη§) είναι, από γραμματολογική άποψη,

προβληματική, αφού η ερμηνεία του «Οιδιπόδειου συμπλέγματος»

αφορά περισσότερο τη μυθολογία και λιγότερο το συγκεκριμένο έργο

του Σοφοκλή.

Αντιστρόφως ανάλογη με το σχεδόν αποκλειστικό ενδιαφέρον της

για το «περιεχόμενο» ήταν η παραγνώριση της «μορφής» του λογοτε­

χνικού έργου εκ μέρους της ψυχανάλυσης* η κριτική που ασκήθηκε σ’

αυτή την εγγενή αδυναμία της ψυχαναλυτικής ερμηνείας, όχι μόνο

από την πλευρά του φορμαλισμού, ήταν απόλυτα δικαιολογημένη: Η

ψυχανάλυση παραγνώρισε ακριβώς αυτό το «στοιχείο» του καλλιτεχνι-

κού-λογοτεχνικού έργου, που αποτελεί την αισθητική του ιδιαιτερό­

τητα — την ίδια την ύπαρξή του: Η θεωρητική προσέγγιση του

προβλήματος της μορφής από την ψυχανάλυση δεν προσφέρει παρά το

ερμηνευτικό άλλοθι της «προκαταρκτικής ηδονής», ενός κατάφωρου

νεοπλάσματος του αριστοτελικού «ηδυσμένου λόγου», ενός δολώματος

ή ορεκτικού, με το οποίο ο αναγνώστης θα παρασυρόταν στην κατά­

Page 326: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

334 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΊΑ

ποση οποιουδήποτε «περιεχομένου». Οι μεμονωμένες ερμηνευτικές προ­

σεγγίσεις του ΡγθικΙ και των διαδόχων του σε συγκεκριμένα μορφικά

στοιχεία, όπως λ.χ. η ομοιοκαταληξία, η παρήχηση και το ρεφραίν,

δεν οδήγησαν πέρα από τον κοινό «ψυχαναλυτικό» τόπο της «επανά­

ληψης».

γ) Η ψυχαναλυτική αντιμετώπιση του προβλήματος της επίδρασης

του λογοτεχνικού έργου στον αναγνώστη, της πρόσληψής του από το

κοινό του, αποδείχτηκε ακόμα πιο ισχνή: Η επίδραση αυτή συνίστα-

ται, όπως είδαμε, στην πρόκληση στο δέκτη του έργου, μέσω της

μέθεξης (Εΐηίυ1ι1υη§) στο έργο και της ταύτισης (ΙάΘηΙίβζίΘΠιη§) με

ορισμένα πρόσωπά του, ψυχικών διεργασιών ανάλογων με αυτές που

έχουν ενσωματωθεί στο έργο από το δημιουργό του* η ψυχαναλυτική

εκδοχή οδηγεί, δηλαδή, σε μιαν εξίσωση της «στιγμής» της δημιουρ­

γίας με τη «στιγμή» της πρόσληψης του καλλιτεχνικού-λογοτεχνικού

έργου. Αλλά, όπως παρατήρησε ήδη η κριτική της ψυχαναλυτικής

αυτής άποψης στο πρόσωπο του Ι,βδδβΓ και του Ηοΐΐ&ικί από το \¥.

ΙδβΓ, η «στιγμή» της πρόσληψης χαρακτηρίζεται ακριβώς από τη

διαφορά της, τη μη-ταύτισή της με τη «στιγμή» της δημιουργίας28 —

γεγονός άλλωστε που εξηγεί και τις εκάστοτε διαφορετικές προσλή­

ψεις του ίδιου λογοτεχνικού έργου.

Page 327: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

XIII

Τις πολλαπλές και πολύμορφες σχέσεις της λογοτεχνίας με την

κοινωνία εξετάζει ένας ιδιαίτερος κλάδος της γραμματολογίας, η

κοινών ιολογία της λογοτεχνίας.

Το ότι οι σχέσεις της λογοτεχνίας με την κοινωνία δεν ήταν πάντα

και δεν είναι, εν μέρει ακόμα και σήμερα, κάτι το εντελώς αυτονόητο

και αναμφισβήτητο, ούτε για τους παραγωγούς της, τους λογοτέχνες,

ούτε για τους θεωρητικούς της, τους αισθητικούς, τους γραμματολό-

γους ή τους κριτικούς, παρατηρήσαμε παρεκβατικά, σε μιαν άλλη

συνάφεια, σε προηγούμενα κεφάλαια και θα παρακολουθήσουμε συστη­

ματικότερα παρακάτω.

Πολύ περισσότερο: Η οριοθέτηση, ·το περιεχόμενο και η μεθοδολο­

γία του ειδικού αυτού κλάδου, της κοινών ιολογίας της λογοτεχνίας,

παραμένουν ακόμα προβληματικά* η προβληματικότητα αυτή μπορεί

να συνοψιστεί σε μερικά συγκεκριμένα ερωτήματα:1

1. Αποτελεί η κοινωνιολογία της λογοτεχνίας έναν επιμέρους κλάδο

της γραμματολογίας ή ανήκει, ως ένας ιδιαίτερος τομέας, στην

κοινωνιολογία, όπως λ.χ. η «κοινωνιολογία της εργασίας»;

2. Είναι η κοινωνιολογία της λογοτεχνίας απλά ένας «βοηθητικός»

κλάδος της γραμματολογίας ή χαρακτηρίζει, συνακόλουθα με μίαν

ορισμένη αντίληψη για τη λογοτεχνία ως κοινωνικό φαινόμενο, την

ίδια τη γραμματολογία στο σύνολό της ως κοινωνική επιστήμη;

3. Η κοινωνιολογία της λογοτεχνίας ακολουθεί τις μεθόδους και τις

τεχνικές της εμπειρικής κοινωνιολογικής έρευνας ή θέτει στον εαυτό

της το αίτημα για μια συνολική-συνθετική-ερμηνευτική θεώρηση της

λογοτεχνίας ως κοινωνικού φαινομένου;

4. Η κοινωνιολογία της λογοτεχνίας πρέπει να προσανατολιστεί προς

Page 328: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

336 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

μιαν ιστορική επιστήμη, που αναζητά —διαχρονικά— το εκάστοτε

ατομικό και συγεκριμένο, ή προς τη «γενική» κοινών ιολογ ία, που

εξακριβώνει, στατικά-συγχρονικά, το γενικό και τυπικό;

θα προσπαθήσουμε ν’ απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα

συνολικά και συνοπτικά:

Το δίλημμα που προβάλλεται με το πρώτο ερώτημα δεν είναι

επιστημολογικής φύσης: Από τη στιγμή που έχει ήδη διαμορφωθεί μια

κοινωνιολογική προσέγγιση του λογοτεχνικού φαινομένου στα πλαίσιά

της γραμματολογίας και από γραμματολόγους, η κοινωνιολογία της

λογοτεχνίας αποτελεί άβ &οίο (υπο)κλάδο της επιστήμης της γραμ­

ματολογίας. Αυτό άλλωστε επιβάλλει η ιδιαιτερότητα του αντικειμέ­

νου της, της λογοτεχνίας. Ως εκ τούτου, προβληματική δεν είναι η

άσκηση της κοινών ιολογίας της λογοτεχνίας στα πλαίσια της γραμ­

ματολογίας αλλ’, αντίθετα, η κοινωνιολογία της λογοτεχνίας ως

επιμέρους κλάδος της γενικής κοινών ιολογίας, η χρησιμοποίηση

δηλαδή του λογοτεχνικού έργου ή γραμματειακού κειμένου από τον

κοινωνιολόγο ως ενός κοινού ιστορικοκοινωνικού «ντοκουμέντου». Αυτό

πάλι δε σημαίνει ότι ο γραμματολόγος δεν μπορεί να «δανειστεί» για

τις κοινών ιολογ ικές-γραμματολογικές έρευνές του μεθόδους και τεχνι­

κές από την κοινωνιολογία — αυτό άλλωστε ισχύει και για κάθε μορφή

διεπιστημονικής συνεργασίας της γραμματολογίας με τους άλλους

επιστημονικούς κλάδους (γλωσσολογία, σημειολογία, ψυχολογία,

πληροφορική κ.τ.λ.).

Η προσπάθεια για μιαν ορολογίακή διάκριση των δύο αυτών τάσεων

με αφετηρία τη γραμματολογία από τη μια, την κοινωνιολογία από

την άλλη (ΙλϊθγβΙιιγ δοζίοΐο^ίβ/8οζίοΐο^ίβ άβΓ ΟίβΓ&ΙιΐΓ/δοζίοΙοβίδοΙιβ

ΙιϋβΓ&ΙυηνίδδβηδβΙιβή),2 είναι περιττή, αφού, αντίθετα απ’ ό,τι παρα­

τηρήσαμε, προσπαθεί να επιβάλει, εκτός από τη μόνη δυνατή κοινωνι­

ολογικά της λογοτεχνίας στα πλαίσια της γραμματολογίας, και μιαν

άλλη, έξω απ’ αυτήν.

Η κοινωνιολογία της λογοτεχνίας δεν είναι απλά ένας «βοηθητι­

κός» κλάδος της γραμματολογίας (ερώτημα δεύτερο), με την έννοια

λ.χ. της παλαιογραφίας ή της βιβλιογραφίας, αλλά ξεκινά, πραγμα­

τικά, από άλλες θεωρητικές προϋποθέσεις, από την αντίληψη για την

Page 329: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 337

κοινωνική φύση και λειτουργία της λογοτεχνίας, και οδηγεί σε

συμπεράσματα καθοριστικά για τη ίδια την επιστήμη της γραμματο­

λογίας στο σύνολό της και ιδιαίτερα τη θεωρία της λογοτεχνίας.

Το τρίτο και, υπονοούμενα, το τέταρτο ερώτημα αναφέρονται σε

δύο διαφορετικές τάσεις, κατευθύνσεις ή «σχολές» που έχουν ήδη

δώσει, και οι δύο, τους συγκεκριμένους καρπούς τους: την εμπειρική

κοινωνιολογία του λογοτεχνικού φαινομένου στις κοινωνικές του λει­

τουργίες και επιπτώσεις από τη μια, τη συνθετική-«φιλοσοφική»

κοινωνιολογική θεώρηση της λογοτεχνίας καθεαυτήν, δηλ. του ίδιου

του λογοτεχνικού έργου, από την άλλη. Οι δύο αυτές τάσεις παρουσιά­

ζονται, ακόμα σήμερα, ως δύο αντίθετες, και μάλιστα αντιμαχόμενες

και αλληλοαποκλειόμενες σχολές ή αντιλήψεις της κοινών ιολογίας

της λογοτεχνίας: Η πρώτη, η «εμπειρική» κοινωνιολογία της λογοτε­

χνίας, εκπροσωπείται λ.χ. από το Κοββιΐ: Εδοαιρί* στη Γαλλία

(«Σχολή του Βοπίβαιιχ»), το Ηαηδ Νο&βΓί Ρϋββη στη Γερμανία.

Τις θέσεις της «εμπειρικής» κοινών ιολογίας της λογοτεχί ας τις

εκφράζει λ.χ. με απόλυτη σαφήνεια ο Η. Ν. Εϋββη («Ώίβ ΗαιιρίποΙι-

*ιιη§6η άβΓ ί,ϋβΓαίιίΓδοζΐοΙο^ίβ ιιηά ιΗγθ Μβώοάβη», 21966) :3

«Επειδή η κοινωνιολογία έχει ως ερευνητικό αντικείμενο την κοινω­

νική, δηλ. τη διυποκειμενική πράξη, δεν ενδιαφέρεται για το λογοτε­

χνικό έργο ως αισθητικό αντικείμενο* η λογοτεχνία αποκτά γι’ αυτήν

[την κοινωνιολογία] μόνο τότε ενδιαφέρον, όσο πραγματοποιείται μ’

αυτήν [τη λογοτεχνία] μέσω αυτής και γΓ αυτήν μια ειδική διανθρώ­

πινη πράξη. Ως εκ τούτου, η κοινωνιολογία της λογοτεχνίας ασχολεί-

ται με την πράξη των ανθρώπων που συμμετέχουν στη λογοτεχνία*

αντικείμενό της είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ των προσώπων που

συμμετέχουν στη λογοτεχνία». Ο Ρϋ§βη είναι απόλυτα συνεπής με τις

παραπάνω θέσεις του, όταν κατατάσσει απερίφραστα την κοινωνιολο-

γία της λογοτεχνίας στην κοινωνιολογία ως επιμέρους κλάδο της και

όχι στη γραμματολογία.4

Από την άλλη πλευρά, τις ενστάσεις εναντίον μιας τέτοιας,

«εμπειρικής» κοινών ιολογίας της λογοτεχνίας, που αρκείται στη

μελέτη των εξωλογοτεχνικών, εξωκειμενικών κοινωνικών διαπλέξεων

κ’ επιδράσεων της λογοτεχνίας, και ταυτόχρονα τις θέσεις για μια

Page 330: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

338 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΊΑ

κοινωνιολογία του ίδιου του λογοτεχνικού έργου και μάλιστα των

μορφικών του στοιχείων, μ’ άλλα λόγια της αισθητικής του ουσίας και

πραγμάτωσης, είχε διατυπώσει πολύ πρώιμα (1909) ο Οβοι*§ Ιιΐιΐί&οδ:5

«Τα μεγαλύτερα λάθη της κοινωνιολογικής θεώρησης της τέχνης

είναι ότι στα καλλιτεχνικά δημιουργήματα αναζητά κ’ ερευνά τα

περιεχόμενα, προσπαθώντας να σύρει μιαν ευθεία γραμμή ανάμεσα σ’

αυτά και ορισμένες οικονομικές σχέσεις. Αλλά το πραγματικά κοινω­

νικό στη λογοτεχνία είναι: η μορφή. Η μορφή είναι ακριβώς το βίωμα

του καλλιτέχνη με τους άλλους, με το κοινό, επικοινωνία, και η τέχνη

γίνεται, κατά κύριο λόγο, ακριβώς μέσω αυτής της μορφοποιημένης

επικοινωνίας, μέσω της δυνατότητας της επίδρασης, και η πραγμα­

τικά προξενούμενη επίδραση φαινόμενα κοινωνικά».

Με το ίδιο πνεύμα θ’ απαιτήσει πολύ αργότερα (1965) ο ΊΊιβοάοΓ

Α(1ογπο από την κοινωνιολογία της τέχνης - και της λογοτεχνίας -

να διαπιστώσει «πώς αντικειμενικοποιείται η κοινωνία στα καλλιτε­

χνικά έργα».6

Η αντιπαράθεση αυτή μεταξύ των δύο διαφορετικών αντιλήψεων

για την κοινωνιολογία της' λογοτεχνίας έχει την προϊστορία της στο

19ο αιώνα: στη γένεση της επιστήμης της αστικής κοινών ιολογίας

από τη μια μεριά, της παράδοσης της εγελιανής ιστορικοκοινωνιολο-

γικής «Αισθητικής» και της μαρξιστικής θεώρησης της λογοτεχνίας

ως κοινωνικού φαινομένου από την άλλη:

Η νεότερη εμπειρική κοινωνιολογία της λογοτεχνίας έχει τις ρίζες

της στον εμπειρισμό του ιδρυτή της -αστικής- κοινών ιολογίας Αιι ιι-

8*6 ΟοιηΙβ (1798-1857), που όριζε την κοινωνιολογία σύμφωνα με το

φυσικομαθηματικό πνεύμα της εποχής του, ως μια «ρΗγδίςιιβ δοοίαΐβ»

(«ΟοιίΓδ άβ ρΜοδορΙιίβ ροδίίίνβ», 6 τόμοι, 1830-1842, τόμ. 4ος). Η

ντετερμινιστική αναγωγή του λογοτεχνικού έργου στους τρεις εξωτερι­

κούς παράγοντες «Γαοβ, ηιίΐίβα, ιηοπιβηΙ:» από τον Η. Ταίηβ λίγο

αργότερα (Εισαγωγή στην «ΗίδΙοίΓβ άβ Ια ΙΐΚβΓ&ίιΐΓβ αη§1αίδβ»,

1863/1867) δεν ήταν παρά η μεταφορά στη λογοτεχνία των θετικι-

στικών διδαγμάτων του ΟοιηΙβ και του φυσικομαθηματικού πνεύματος

της εποχής του.

Αλλά μόλις ο —αστικός- νεοθετικισμός του αιώνα μας (Μ&χ

Page 331: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 339

\ΥβΙ)6Γ) και η πρώτη ακμή των κοινωνιολογικών σπουδών στις δεκαε­

τίες του 1920 και του 1930 θα εκμαιεύσουν και τις πρώτες συστημα­

τικές μελέτες στο χώρο της κοινών ιολογίας της λογοτεχνίας πάνω σε

θετικιστική-εμπειρική βάση, όπως η πρωτοποριακή εκείνη «δοζίοΐο^ίβ

άβΓ ΙϋβΓΟΠδοΗβη ΟβδοΙιιηαο1ίδΜά\ι移 (1923/1931) του Ι βνίη I,.

δοΜο1άη§ ή η προδρομική στον τομέα της μελέτη του ΕποΗ Αιιθγ-

ΒαοΚ «Ώ&δ ίταηζδδίδοΙίΘ ΡιιΜΐΙηιχη άβδ 17. ΙΐΓΐιιιηάΘΓΐδ» (1933).

Στο μεταξύ, η κριτική του νεοθετικισμού στην κοινωνιολογία της

λογοτεχνίας (και της τέχνης), που είχε εκδηλωθεί πρώιμα από το

νεαρό Ι,ιιΜοδ, συμπληρώθηκε στις μέρες μας από τη συστηματικότερη

μαρξιστική κριτική: Η κριτική αυτή κατέδειξε ότι η νεοθετικιστική

κοινωνιολογία της λογοτεχνίας δεν είναι παρά η αντίστροφη όψη της

αστικής αντίληψης για τη μελέτη της λογοτεχνίας «εκ των έσω»,

στις διάφορες παραλλαγές της, από την «πνευματοκεντρική» θεωρία

του Οί1Λβγ ώς τις σύγχρονες στρουκτουραλιστικές της εφαρμογές:

Όπως εκείνη, η ανάλυση κ’ ερμηνεία του κειμένου «εκ των έσω»,

απομόνωνε το λογοτεχνικό έργο από τις κοινωνικές συντεταγμένες

του, έτσι κι’ αυτή, η εμπειρική νεοθετικιστική κοινωνιολογία της

λογοτεχνίας, απομονώνει τις κοινωνικές διαπλέξεις κ’ επιπτώσεις της

λογοτεχνίας από το ίδιο το λογοτεχνικό έργο στην ιδιαιτερότητά του:

ως αισθητική πραγμάτωση.

Παράλληλα, η σύγχρονη μαρξιστική κοινωνιολογία της λογοτε­

χνίας έχει διευρύνει τα όρια που της είχε θέσει η «κριτική θεωρία»

ενός Αάοπιο (1965), επεκτείνοντάς την από τη μελέτη της «αντικει-

μενοποίησης», δηλαδή της «απεικόνισης» της κοινωνίας στη λογοτε­

χνία, που είχε ζητήσει εκείνος, και στην κοινωνική λειτουργία κ’

επίδραση της λογοτεχνίας στο κοινωνικό της πλαίσιο. Έτσι, στη

μαρξιστική κοινωνιολογία της λογοτεχνίας έχει ενταχθεί και αφομοι­

ωθεί η έρευνα του αναγνωστικού κοινού και της πρόσληψης του

λογοτεχνικού έργου απ’ αυτό, όπως λ.χ. στις μελέτες του Μαη&βά

Ναιιιηαηη και άλλων («ΟβδβΙΙδοΗαβ:, ΠίβΓαίιΐΓ, Ι·6δβη. Οίβπι-

ίιίΓΓβζβρϋοη ίη ΛθΟΓβϋδοΗβΓ δίοΐιΐ», 1973· «ΒΐίοΙφυηΐΛ Ι«6δ6Γ»,

1984).

Η μομφή του Η. Η. Ι&ιΐδδ κατά της «ορθόδοξης μαρξιστικής

Page 332: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

340 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΊΑ

αισθητικής», ότι εννοεί «το λογοτεχνικό γεγονός στον κλειστό κύκλο

μιας αισθητικής της παραγωγής και της αναπαράστασης» και με τον

τρόπο αυτό στερεί «τη λογοτεχνία από μια διάσταση, που ανήκει

απαραίτητα στον αισθητικό της χαρακτήρα καθώς επίσης και στην

κοινωνική της λειτουργία: τη διάσταση της πρόσληψης και της

επίδρασής της»7, είναι, σήμερα τουλάχιστον, χωρίς αντικείμενο.

Με τον τρόπο αυτό αίρεται η παλαιά, απόλυτη, αντιδιαλεκτική

αντιπαράθεση ανάμεσα στο «μέσα» και στο «έξω, ανάμεσα στο

υποκειμενικό και το αντικειμενικό, το «αισθητικό» και το «κοινωνικό».

Ταυτόχρονα αίρεται και η αντιπαράθεση ανάμεσα στο «ατομικό», το

«διαχρονικό» και το «τυπικό» ή στατικό/συγχρονικό, ανάμεσα στην

ιστορία (της λογοτεχνίας) και την «κοινωνιολογία» (της λογοτε­

χνίας): «Κάθε κοινωνιολογία της λογοτεχνίας πρέπει να ενεργεί

ιστορικά, κάθε ιστορία της λογοτεχνίας κοινωνιολογικά»· η διαλε-

κτική-υλιστική κοινωνιολογία της λογοτεχνίας ορίζεται ως «ιστορικο-

κοινωνιολογική γραμματολογία» (Ε. ΚοΜβί:).8

Στα παρακάτω θα εκθέσουμε, συνοπτικά αλλά κριτικά, τους τρεις

κύριους τομείς έρευνας μιας, στο σύνολό της, συνθετικής-δίαλεκτικής

κοινών ιολογίας της λογοτεχνίας:

Α . Παραγωγή, διάθεση, κατανάλωση

α) Παραγωγή

Η λογοτεχνία ως κοινωνικό — και επικοινωνιακό — φαινόμενο

πραγματοποιείται σε τρεις φάσεις: στις φάσεις της παραγωγής, της

διάθεσης και της κατανάλωσης του λογοτεχνικού προϊόντος. Η αστική

θετικιστική κοινωνιολογία της λογοτεχνίας είχε συγκεντρώσει το

ενδιαφέρον της στις δύο τελευταίες φάσεις, την αγορά και την

κατανάλωση του λογοτεχνικού έργου, δηλαδή μόνο στην εμφάνισή του

ως -καπιταλιστικού- εμπορεύματος, ακολουθώντας, και στο θέμα

αυτό, το υπόδειγμα της αστικής Πολιτικής Οικονομίας. Ταυτόχρονα

και συνεπόμενα, στη φάση της παραγωγής είχε κατατάξει τον καπι­

ταλιστή (ανα)παραγωγό του υλικού φορέα της λογοτεχνίας, του

Page 333: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΚΡΑΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 341

βιβλίου (εκδότη), αγνοώντας τον πραγματικό παραγωγό της (συγγρα­

φέα). Όπου η αστική γραμματολογία είχε ασχοληθεί μ’ αυτόν τον

τελευτά ίο, τον είχε δει μόνο ως «πνευματικό δημιουργό» («βιογραφική

μέθοδος»), όχι και ως πραγματικά εργαζόμενο, ως παραγωγό του

λογοτεχνικού προϊόντος. «Η θέση του διανοουμένου στον ταξικό αγώνα

είναι δυνατό να διαπιστωθεί μόνο επί τη βάσει της θέσης του στη

διαδικασία της παραγωγής» — είχε ήδη παρατηρήσει ο λΥαΙϊβΓ Ββι α-

ιηίη στο πρωτοποριακό για την έρευνα του θέματός μας δοκίμιό του

«ϋβΓ ΑιιΙογ αΐδ ΡΐΌζικΙβηί» (1934).

Η, ιδεολογικά καθορισμένη, απόκρυψη ή παραγνώριση της θέσης

του στην υλική παραγωγή είχε οδηγήσει, όπως είδαμε, και τον ίδιο

τον αστό λογοτέχνη, από το β' μισό του 18ου αιώνα, και, εντονότερα,

από την εποχή του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, στην απολυτοποίηση της

αισθητικής ιδιαιτερότητας του έργου του και, συνακόλουθα, της ίδιας

της -παραγωγικής—. δραστηριότητάς του. Οι απαντήσεις που έδωσαν

και δίνουν οι περισσότεροι αστοί καλλιτέχνες και λογοτέχνες για το

χαρακτηρισμό της ίδιας της δραστηριότητάς τους περιλαμβάνουν

σχεδόν συνώνυμους προσδιορισμούς όπως: «προσωπική εμπειρία»,

«αυτοπροσανατολισμός», «αυτοέκφραση», «αυτοαπασχόληση», «αυτοϊ-

κανοποίηση», «αυτοβεβαίωση» κ.τ.ό.9 Ωστόσο, και αυτή η «ψευδής

(αυτο)συνείδηση» του αστού καλλιτέχνη εκφράζει, όπως και κάθε

«ιδεολογία», αντεστραμμένη μια πραγματικότητα: τη δική του,

αστική-καπιταλιστική πραγματικότητα:

Ενώ στην αθηναϊκή δημοκρατία ο ποιητής ήταν ο άμισθος εκπρό­

σωπος και λειτουργός του δήμου των ελεύθερων πολιτών, στην προ-

κλασική αριστοκρατία ο ποιητής αοιδός έπαιρνε την αμοιβή του σε

είδος: παρακαθόταν και συνέτρωγε στα συμπόσια των αρχόντων

(Δημόδοκος: Οδύσσεια, Θ44 κ.ε.) και η ίδια άμεση οικονομική εξάρ-

τηση χαρακτήριζε τη σχέση του ποιητή-τροβαδούρου με το φεουδάρχη

«εργοδότη» και ψωμοδότη του στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα. Η παλιά

γερμανική παροιμία «Όποιου το ψωμάκι τρώω, τούτου το τραγούδι

λέω» («\νβδ Βιό* ΐοΚ βδδβ, άβδ ί,ίβά ίοΗ δίη§6») διερμηνεύει παραστα­

τικότατα αυτή την πραγματικότητα.

Στην αυγή των Νεότερων Χρόνων και στους πρώτους αιώνες από

Page 334: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

342 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΊΑ

την εμφάνιση της αστικής τάξης, ο καλλιτέχνης-λογοτέχνης βρίσκε­

ται ακόμα σε μια σχέση προσωπικής εξάρτησης από το μαικήνα του

και το έργο του προορίζεται για την άμεση κατανάλωση στις τελετές

του «εργοδότη» του.

Μόλις στον προχωρημένο καπιταλισμό ο λογοτέχνης/συγγραφέας

ενσωματώνεται, μέσω της εργασίας του, στο σύστημα της καπιταλι­

στικής παραγωγής, η θέση του στο συνολικό σύστημα παραγωγής

παρουσιάζει εντούτοις μιαν εξαιρετική ιδιοτυπία: Ακόμα και στο

σημερινό, υπεραναπτυγμένο καπιταλισμό, ο λογοτέχνης/συγγραφέας

δεν έχει ενταχθεί «μόνιμα», όπως ο βιομηχανικός εργάτης, σε καμιά

μονάδα καπιταλιστικής παραγωγής (εργοστάσιο κ.τ.λ.)* μένει κ’

εργάζεται στο σπίτι του, μ’ ελάχιστα και στοιχειωδέστατα εργαλεία

(γραφική ύλη, γραφομηχανή), βρίσκεται δηλαδή ο ίδιος ακόμα στο

-προκαπιταλιστικό- στάδιο της οικοτεχνίας. Την ενδιάμεση, προκαπι-

ταλιστική αυτή θέση του συγγραφέα και του καλλιτέχνη μέσα στον

αναπτυγμένο καπιταλισμό είχε ήδη διαπιστώσει και διατυπώσει ο Κ.

Μβγχ στο λεγόμενο «4ο τόμο του Κεφαλαίου» («θεωρίες για την

Υπεραξία», 1862/1863), όπου παρατηρούσε αναφορικά με τη^ πνευμα-

τική-καλλιτεχνική (τη «μη υλική», όπως την έλεγε ο ίδιος) παρα­

γωγή υπό τους όρους του αναπτυγμένου καπιταλισμού:40 «Στον τομέα

αυτό η καπιταλιστική παραγωγή είναι δυνατό να εφαρμοστεί μόνο σ’

έναν πολύ περιορισμένο βαθμό, όταν λ.χ. ένας συγγραφέας εκμεταλ­

λεύεται για ένα κοινό έργο, λ.χ. μιαν εγκυκλοπαίδεια, έναν αριθμό

άλλων συγγραφέων ως βοηθούς. Στον τομέα αυτό, η παραγωγή

παραμένει, ως επί το πλείστον, στο μεταβατικό στάδιο προς την

καπιταλιστική παραγωγή, κατά το οποίο οι διάφοροι επιστημονικοί-ή

καλλιτεχνικοί παραγωγοί, τεχνίτες ή επαγγελματίες, εργάζονται για

ένα κοινό εμπορευματικό κεφάλαιο των βιβλιεμπόρων — μια σχέση, που

δεν έχει τίποτα το κοινό με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής

καθεαυτόν και δεν έχει ενσωματωθεί ακόμα ούτε τυπικά σ’ αυτόν».

Από την ενδιάμεση αυτή θέση του καλλιτέχνη και του συγγραφέα στο

καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής πηγάζει και η διχασμένη του

στάση, όπως τη διαπιστώνει ο Μογχ στο ίδιο έργο, αμέσως παρακάτω,

για τους καλλιτέχνες-εκτελεστές, όπως ο ηθοποιός ή ο τραγουδιστής,

Page 335: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 343

στους οποίους «η παραγωγή δε χωρίζεται από την πράξη του παρά-

γειν»: «Απέναντι στο κοινό ο ηθοποιός συμπεριφέρεται ως καλλιτέ­

χνης, αλλά απέναντι στον επιχειρηματία του είναι παραγωγικός

εργάτης».

Από την ίδια ενδιάμεση-μεταβατική Θέση στο σύστημα της καπιτα­

λιστικής παραγωγής απορρέει και η ιδεολογικοποίηση και εξατομί-

κευση της καλλιτεχνικής δραστηριότητας, αλλά και η απόλυτη

αισθητικοποίηση του συγκεκριμένου προϊόντος της, από τους περισσό­

τερους αστούς καλλιτέχνες, που επισημάναμε παραπάνω. Ωστόσο κι’

ανάμεσά τους υπάρχουν μερικές, σπάνιες έστω, εξαιρέσεις: Ακριβώς

την εποχή του ευρωπαϊκού — και αμερικανικού — Ρομαντισμού, όταν η

καλλιτεχνική δραστηριότητα περιγραφόταν, όπως είδαμε σε προηγού­

μενο κεφάλαιο, απ^ όλους σχεδόν τους φορείς του με τις κατηγορίες

της «έμπνευσης», της «ιδιοφυίας» ή της ψυχικής και συναισθηματικής

έκφρασης κ’ εκτόνωσης, ένας από τους διασημότερους εκπροσώπους

του, ο Ε. Α. Ροβ> θ’ απομυθοποιήσει, πρώτος ίσως, την ίδια την

καλλιτεχνική του δραστηριότητα, χαρακτηρίζοντάς την μάλιστα, για

πρώτη φορά, με την οικονομική κατηγορία της εργασίας - έστω κι’ αν

δεν μπορεί ακόμα, παρά το ευδιάκριτα βιομηχανικό-εργοστασιακό του

λεξιλόγιο, να τη διασυνδέσει με το συγκεκριμένο σύστημα παραγωγής

της εποχής του: το καπιταλιστικό:11 «Στους περισσότερους συγγραφείς

και προπαντός στους ποιητές είναι πιο ευχάριστο να πιστεύει κανείς

γι’ αυτούς ότι εργάζονται μέσα σ’ ένα είδος ωραίας τρέλας - μέσα σε

μιαν έκσταση της διαίσθησης - και τρέμουν μπροστά στη σκέψη ν’

αφήσουν το κοινό να ρίξει μια ματιά στη σκηνή της δημιουργίας τους,

στην κοπιαστική σμίλευση της σκέψης, [...] στην αιώνια και ατέλει­

ωτη διαλογή κ’ επιλογή - κοντολογίς στους τροχούς, στους ιμάντες

και στα βαγονέτα, στους μηχανισμούς για τη μετακίνηση των σκηνι­

κών και στα χίλια άλλα πράγματα, που χρειάζεται ο συγγραφέας

κατά την εργασία του».

Η ενδιάμεση-μεταβατική θέση του λογοτέχνη-συγγραφέα στο

σύστημα της καπιταλιστικής παραγωγής συνεπάγεται πάλι και

συγκαθορίζει την εξαιρετική ιδιοτυπία της εργασίας του: Σε αντίθεση

με το χειρώνακτα και το βιομηχανικό εργάτη, η εργασία του πνεύμα-

Page 336: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

344 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

τικού παραγωγού παρουσιάζει μιαν εξαιρετική πολυτυπία, απόρροια

του ατομικού-οικοτεχνικού τρόπου παραγωγής του. Συνεπόμενα, είναι

πρακτικά αδύνατο να καθοριστεί σ’ αυτόν ο «κοινωνικός χρόνος»

εργασίας και η «ανταλλακτική αξία» της εργασίας του, δηλαδή η

αμοιβή του, αφού το προϊόν της εργασίας του παράγεται έξω από την

κοινωνικοποιημένη καπιταλιστική παραγωγή.

Μια συστηματικότατη έρευνα, που συμπεριλαμβάνει όλα τα σχετικά

τεκμήρια από το 16ο αιώνα ώς τις μέρες μας (Κ. Εη§β1δίη§, «ΑιάβίΙ,

Ζβϋ ιιηά λΥβΛ ίτη ΙϋβΐΌΠδοΙίθη Ββηιί», 1976),12 κατέδειξε ότι ο

ημερήσιος χρόνος εργασίας του συγγραφέα ποικίλλει, από εποχή σε

εποχή, προπαντός όμως από άτομο σε άτομο, από τις 1-2 ώς τις 18-

20 ώρες το εικοσιτετράωρο. Μιαν αντίστοιχη ποικιλία, από συγγρα­

φέα σε συγγραφέα, παρουσιάζει η κατανομή του χρόνου εργασίας μέσα

στο εικοσιτετράωρο, η παρεμβολή διαλειμμάτων ή κενών, που φτά­

νουν, σε πολλές περιπτώσεις, σε μερικές τουλάχιστον ημέρες συγγρα­

φικής απραξίας. Και η ίδια αντικανονικότητα παρατηρείται στον

εντελώς διαφορετικό χρόνο — συνεχούς ή διακεκομμένης - εργασίας,

που απαιτείται για την αποπεράτωση ενός ορισμένου έργοΐ| από τον

ίδιο συγγραφέα: Ο χρόνος εργασίας, που απαιτείται για την αποπερά­

τωση ενός ορισμένου έργου, εξαρτάται από το μέγεθος του προς

εκτέλεση έργου (μικρού ποιήματος, διηγήματος, νουβέλας, μυθιστορή­

ματος ή θεατρικού έργου) και ποικίλλει από μερικές ώρες μέχρι μερικά

χρόνια, ενώ ο τρόπος δημοσίευσής του (π.χ. σε συνέχειες) καθορίζει το

ρυθμό της εργασίας του συγγραφέα. Το μέγεθος του προϊόντος της

εργασίας του συγγραφέα-λογοτέχνη κυμαίνεται σήμερα συνήθως γύρω

στις 2-3 σελίδες την ημέρα — κι’ αυτό όμως διαφέρει πάρα πολύ

ανάλογα με το λογοτεχνικό είδος (ποίημα, μυθιστόρημα) και το είδος

της συγγραφικής εργασίας (πρωτότυπη ή μεταφραστική, «υψηλή» ή

«χαμηλή» λογοτεχνία κ.τ.λ.). Η εικόνα της αντικανονικότητας επι­

τείνεται από το γεγονός ότι στο συγγραφέα ο χρόνος της παραγωγικής

(συγγραφικής) εργασίας συμπλέκεται με το χρόνο διαφορετικών, αλλά

συναφών με το κύριο έργο του ασχολιών (μελέτη, συγκέντρωση υλικού,

ταξίδια κ.τ.λ.). Αυτό όμως δείχνει, για μιαν ακόμη φορά, ότι το

ιδεολόγημα της ατομικότητας του αστού καλλιτέχνη και λογοτέχνη

Page 337: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 345

έχει το πραγματικό του αντίστοιχο στην ίδια τη φύση της εργασίας

του.

Σε ανάλογα συμπεράσματα θα μπορούσε να μας οδηγήσει η έρευνα

της επαγγελματικής θέσης του (αστού) λογοτέχνη-συγγραφέα στο

καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής και, σε συνάρτηση μ’ αυτήν, η

ιδεολογική της αντανάκλαση: η επαγγελματική του (αυτο)συνείδηση:

Η επαγγελματική θέση του —αστού— καλλιτέχνη και λογοτέχνη

παρουσιάζει μια βραδύτατη εξέλιξη, που αρχίζει από τη διάλυση της

προσωπικής του σχέσης από τον αριστοκράτη ή αστό μαικήνα του στην

πρώιμη ακόμα φάση της αστικής τάξης, για να καταλήξει στην

ανωνυμία και αποπροσωποποίηση της εργασιακής του σχέσης στη

διευρυμένη, καπιταλιστική αγορά. Κοινό χαρακτηριστικό σ’ ολόκληρη

αυτή τη μακραίωνη επαγγελματική εξέλιξη είναι ότι ο λεγόμενος

«ελεύθερος συγγραφέας», ό λογοτέχνης που δε βρίσκεται σε καμιά

μόνιμη, ιδιωτική ή δημόσια, υπαλληλική σχέση και κατορθώνει να ζει

αποκλειστικά «από την πένα του», αποτελεί, ακόμα και σήμερα, μιαν

εξαίρεση, εκτός απ’ αυτούς που έχουν προσαρμοστεί έγκαιρα, ως

παραγωγοί της νεότερης λαϊκής παραλογοτεχνίας για τις μάζες, στις

απαιτήσεις και τους όρους της αναπτυγμένης καπιταλιστικής αγοράς.

Κατά κανόνα, η ιδιότητα του συγγραφέα-λογοτέχνη ήταν συνυφα-

σμένη με τα πιο ετερόκλητα επαγγέλματα, όπως του παπά, του

δασκάλου, του πανεπιστημιακού καθηγητή, του δημοσίου υπαλλήλου ή

του κτηματία στους πρώτους αιώνες της ανάπτυξης της αστικής

τάξης, του ιδιωτικού ή δημοσίου υπαλλήλου, του ελεύθερου επαγγελ-

ματία και προπαντός του δημοσιογράφου και του συνεργάτη των

μαζικών μέσων επικοινωνίας στη νεότερη εποχή ώς τις μέρες μας.

Η στατιστική ανάλυση της κοινωνικής προέλευσης των άγγλων

και των γάλλων συγγραφέων του 19ου αιώνα παρέχει ένα εντυπωσι­

ακό κοινό στοιχείο: Τα κοινωνικά στρώματα των χειρώνακτων εργα­

τών και των αγροτών δεν είχαν τη δυνατότητα ν’ αναδείξουν και δεν

ανέδειξαν, και στις δύο αυτές χώρες την ίδια εποχή, ούτε ένα

συγγραφέα που προερχόταν απ’ αυτά.13

Έτσι εξηγείται γιατί και η επαγγελματική αυτοσυνείδηση του

«εργάτη της πένας» παρουσιάζει μια τόσο μεγάλη καθυστέρηση σε

Page 338: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

346 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

σύγκριση με τους άλλους «εξαρτημένους» από τη μισθωτή εργασία

τους: Μόλις πρόσφατα μπόρεσαν οι συγγραφείς, και μάλιστα μόνο σε

μια προχωρημένη καπιταλιστική χώρα, τη Δυτική Γερμανία, να

ενωθούν σε μιαν επαγγελματική-συνδικαλιστική, όχι πνευματική-

καλλιτεχνική, εταιρεία, μαζί με τους εργάτες των συναφών επαγγελ­

μάτων (τύπου και μαζικών μέσων επικοινωνίας). Σε άλλες, καθυστε­

ρημένες καπιταλιστικές χώρες, όπως η Ελλάδα, οι πνευματικοί

παραγωγοί της, οι πιο ερασιτέχνες σε σχέση με τους ξένους συναδέλ­

φους τους, αποποιούνται ακόμα και το συμφωνότερο με τη σύγχρονη

πραγματικότητα χαρακτηρισμό του «συγγραφέα» από φόβο μήπως

χάσουν το φωτοστέφανο του «λογοτέχνη» ή του «ποιητή».

β) Διάθεση (αγορά)

Όπως είδαμε, στην προκαπιταλιστική εποχή το πνευματικό-λογο-

τεχνικό προϊόν καταναλωνόταν, κατά κανόνα, άμεσα από τον αποδέ­

κτη του, είτε τον άρχοντα εντολέα, είτε το νεότερο μαικήνα, είτε το

αρχαίο αστικό δημοκρατικό, είτε το νεότερο αγροτολαϊκό κοινό του, μ’

άλλα λόγια πραγματοποιούσε άμεσα τη χρηστική του αξ(α από τον

καταναλωτή-χρήστη του, ενώ ο παραγωγός του πραγματοποιούσε

άμεσα την ανταλλακτική αξία της εργασίας του και του προϊόντος

του: εισέπραττε την αμοιβή του σε είδος.

Η επαναστατική τεχνική εφεύρεση του Οιιΐ6ηΙ)6Γ£? στην αυγή

κιόλας των Νεότερων Χρόνων (γύρω στα 4450), έκανε δυνατό, για

πρώτη φορά, το μηχανικό πολλαπλασιασμό του ενός αρχικού λογοτε­

χνικού έργου/κειμένου σ’ ένα θεωρητικά απεριόριστον αριθμό αντιτύ­

πων για την ικανοποίηση των αναγκών ενός όλο και περισσότερο

διευρυνόμενου καταναλωτικού/αναγνωστικού κοινού* η επαναστατική

αυτή μεταβολή και στο ίδιο το «σώμα» της λογοτεχνίας ήταν η

πρώτη στη σειρά της καπιταλιστικής αναπαραγωγής του καλλιτεχνι­

κού έργου, όπως είχε ήδη παρατηρήσει στο ρηξικέλευθο δοκίμιό του ο

ΑΥ. Ββη)αιηίη («Ό&δ ΚαηδΙβχνθΛ ίιη Ζβ&αΙΐβΓ δβίηβΓ ΐεοΐιηΐδοΐιβη

ΚβρΓοβιιζίβΛ&ΓίζβίΙ:», 1936). Με τον τρόπο όμως αυτό, το λογοτε­

χνικό προϊόν, περνώντας αναγκαστικά από την καπιταλιστική αγορά,

μετατρέπεται σε εμπόρευμα (βιβλίο, και γενικότερα έντυπο), ενώ ο

Page 339: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 347

πραγματικός παραγωγός του, ο συγγραφέας-λογοτέχνης, απομονώνε­

ται από το κοινό του, χάνει την άμεση επαφή του μ’ αυτό, ενώ,

αντίστροφα κι’ αντίστοιχα, το κοινό απομονώνεται από το συγγραφέα-

παραγωγό. Το «κενό» ανάμεσα σ’ αυτόν και αυτό καταλαμβάνουν ένα

ετερόκλητο πλήθος «μεσολαβητών», φυσικών προσώπων και θεσμών.

Αυτή η αντινομία ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση της διάθεσης (άίδίχί-

Ηυίίοη) από τη μια πλευρά, της ατομικοποίησης της παραγωγής

(ρΓοάιιοίίοη) και της κατανάλωσης (οοηδοιηιη&ϋοη) από την άλλη

αποτελεί τη χαρακτηριστικότερη αντίφαση της κοινωνικής λειτουρ­

γίας του λογοτεχνικού έργου στην εμπορευματική του μορφή (βιβλίο),

υπό τους όρους της καπιταλιστικής αγοράς.

Οι επιπτώσεις της εμπορευματοποίησης αυτής του λογοτεχνικού

προϊόντος θ’ αποδειχτούν ριζοσπαστικές, μοιραίες θα λέγαμε, όχι μόνο

για τον ίδιο τον παραγωγό του, το συγγραφέα, αλλά και για το ίδιο το

έργο του: Το έργο του θα γίνει συνώνυμο σχεδόν με τη νέα τεχνική του

«εμφάνιση», το έντυπο βιβλίο, και σ’ αυτό θα προστεθούν αργότερα και

άλλες μορφές αναπαραγωγής του λογοτεχνικού προϊόντος/έργου: το

περιοδικό και η εφημερίδα. Όλες αυτές οι υλικές, εμπορικές μορφές του

προϊόντος θα καθορίσουν αποφασιστικά όχι μόνο την κοινωνική θέση

και συνείδηση του παραγωγού-συγγραφέα, όχι μόνο τη νέα κοινωνική

λειτουργία της λογοτεχνίας, την εξέλιξη των παλαιών και τη γένεση

νέων λογοτεχνικών ειδών, αλλά, πολλές φορές, και το ίδιο το

περιεχόμενο και τη μορφή του έργου του.

Η γένεση και ανάπτυξη λ.χ. μιας νέας «λαϊκής» λογοτεχνίας

(«παραλογοτεχνίας») για τις -αστικές- μάζες και η αντιπαράθεσή

της με τη νέα λόγια λογοτεχνία για μια νέα έΐίϊβ έχει την αφετηρία

της και τη συνάρτησή της στη νέα, καπιταλιστική μαζική (αναπαρα­

γωγή του υλικού φορέα της λογοτεχνίας, του βιβλίου, και την

ανάπτυξη δύο διαφορετικών καπιταλιστικών «αγορών», δηλαδή δύο

διαφορετικών αγοραστικών«·αναγνωστικών «κοινών», — γεγονός, που

δεν έμεινε χωρίς επιπτώσεις πάνω στην «αισθητική» του νέου αυτού

λογοτεχνικού είδους. Είναι αυτονόητο ότι η νέα αυτή «λαϊκή» λογοτε­

χνία βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης κοινωνιολογικής γραμματο­

λογικής έρευνας.

Page 340: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

348 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Η έννοια «Ββδΐ-δβΗβΓ» είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική, ακριβώς

επειδή, με τη σύγχυση της ποιότητας (1>βδΐ) και της ποσότητας

(δβΐίβι·) στην ίδια λέξη, προσπαθεί να συγκαλύψει τη μεταμφίεση της

«χρηστικής αξίας» (της «αισθητικής αξίας», όπως θα έλεγε ο Μυΐία-

Γονδ1ίγ) του λογοτεχνικού έργου ως «ανταλλακτικής αξίας» του

βιβλίου-εμπορεύματος στην καπιταλιστική αγορά.14

Εξάλλου, οι μορφολογικές συνέπειες του έντυπου μέσου και του

τρόπου δημοσίευσης ενός ορισμένου λογοτεχνικού έργου, ειδικότερα του

κατεξοχήν αστικού είδους, του μυθιστορήματος, έχουν καταδειχτεί,

παραδειγματικά, στην περίπτωση πολλών μυθιστορημάτων του ΟΗατ-

Ιβδ Οιοΐίβηδ, όπως το «ΤΗβ Ρίβίανίο ΡαρβΓδ» ή το «Ώανίά Οορρβιΐ-

βΐά», στα οποία δομικά στοιχεία αλλά και αφηγηματικοί τρόποι έχουν

υπαγορευτεί, αποδεδειγμένα, από τον τρόπο της —πρώτης— δημοσίευ­

σής τους: ως «μυθιστορημάτων σε συνέχειες» (ΐΌΠίαηδ ίβιπίΐβίοη) σε

περιοδικά κ’ εφημερίδες.15 Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν ότι η

κοινωνιολογία του βιβλίου, όπως την ασκούν ο Κ. ΕδοατριΙ και οι

ομόσχολοί του, παρά την αναμφισβήτητη χρησιμότητα του εμπειρικού

και στατιστικού υλικού που προσάγει, είναι ανεπαρκής για την κοινω­

νιολογική μελέτη της λογοτεχνίας στην έντυπη μορφή της, για τη

διάκριση του λογοτεχνικού από το μη λογοτεχνικό βιβλίο — και έργο.

Η κοινωνιολογία της λογοτεχνίας, όπως την ορίσαμε παραπάνω,

ως ιστορικοκοινωνική επιστήμη, συνεξετάζει, συγχρονικά και διαχρο­

νικά, όλους τους φορείς ή παράγοντες που παίρνουν μέρος, ως «μεσο­

λαβητές», στην εμπορευματική αναπαραγωγή και διάθεση της λογο­

τεχνίας: τα τυπογραφεία και τους εκδοτικούς οίκους, με όλους τους

συνεργάτες τους, τα βιβλιοπωλεία, τις (δανειστικές) βιβλιοθήκες και

αναγνωστικές λέσχες και τα άλλα μέσα, τόπους ή τρόπους της

καπιταλιστικής αγοράς και κυκλοφορίας του βιβλίου. Η αναπαραγωγή

και διάθεση του -λογοτεχνικού- κειμένου από τη θεατρική σκηνή και

από τα νεότερα, εκτός του τύπου, οπτικοακουστικά και ηλεκτρονικά

μέσα επικοινωνίας (ραδιόφωνο, κινηματογράφος, τηλεόραση), αποτε­

λεί μόνο ένα ελάχιστο κλάσμα της συνολικής κυκλοφορίας και διάθε­

σης της λογοτεχνίας — και οπωσδήποτε προϋποθέτει, μ’ ελάχιστες

εξαιρέσεις, την ύπαρξη του έντυπου υλικού φορέα της, του βιβλίου.

Page 341: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 349

Τέλος, η (δημοσιογραφική) λογοτεχνική κριτική/βιβλιοκρισία και το

σχολείο αποτελούν δύο επιπλέον -εξω-εμπορικούς— θεσμικούς «μεσολα­

βητές» για τη διακίνηση του λογοτεχνικού έργου (βιβλίου) από το

συγγραφέα-παραγωγό του στον καταναλωτή του: το αναγνωστικό

κοινό.

γ) Κατανάλωση

Το μεγαλύτερο μέρος των κοινωνιολογικών γραμματολογικών

μελετών καταλαμβάνει σήμερα η έρευνα της «στιγμής» της κατανά­

λωσης του λογοτεχνικού έργου, στην εμπορευματική μορφή του

βιβλίου. Η έννοια της «κατανάλωσης» συμπίπτει στην περίπτωση

αυτή με την έννοια της «ανάγνωσης», το καταναλωτικό με το

αναγνωστικό κοινό λ

Μετά τις πρωτοπόρες εκείνες κοινωνιολογικές εργασίες του I,. I..

5οΗϋο]άη§ για το λογοτεχνικό γούστο και του Ε. ΑαβΛαοΗ για το

γαλλικό αναγνωστικό κοινό του 17ου αιώνα, που αναφέραμε παρα­

πάνω, η κοινωνιολογική μελέτη του αναγνωστικού κοινού συγκεντρώ­

νεται όλο και περισσότερο στο φαινόμενο της πρόσληψης του λογοτε­

χνικού έργου, όπως μαρτυρεί η δυσθεώρητα εξογκωμένη σχετική

βιβλιογραφία.

Η θετικιστική κοινωνιολογία της διαμόρφωσης του λογοτεχνικού

γούστου, μιας κατηγορίας, που είχε χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από

την «παιδαγωγική» αισθητική του αστικού Διαφωτισμού του 18ου

αιώνα, είχε εμπλακεί ήδη στον πρωτοπόρο ερευνητή της Ια. I..

δο1ιϋο1αη§ (1931) σε μια θεωρητική αντίφαση με τον εαυτό της: Ο

ίδιος ο κατακερματισμός του λογοτεχνικού γούστου σε διαφορετικά,

πάντα κοινωνικά καθορισμένα, λογοτεχνικά γούστα (ατομικό, ομαδικό,

εποχιακό, κατά κοινωνική ομάδα κ’ επάγγελμα, κυρίαρχο λογοτεχνικό

γούστο κ.τ.λ.) ανέτρεπε την αρχική πρόθεση του μελετητή για τον

καθορισμό του λογοτεχνικού έργου με βάση το λογοτεχνικό γούστο του

κοινού του, αφού η απόλυτη σχετικότητα του δεύτερου συνεπέφερε και

μάλιστα συνεπέβαλλε την απόλυτη σχετικότητα του πρώτου.

Πολλά, διαφορετικά «κοινά» αντί για ένα ομοιογενές κοινό βλέπει,

ορθά, και ο Κ. Εδοατρϋ στο αντίστοιχο κεφάλαιο του μικρού εγχειρι­

Page 342: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

350 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

δίου του «δοοίοΐοβίβ <1β Ια ΙίίΙβΓ&ίιΐΓβ» (1958* 31964). Τα «κοινά»

αυτά μπορούν, πραγματικά, να εντοπιστούν με κοινωνιολογικά κριτή­

ρια: σύμφωνα με την παιδεία τους (μορφωμένο, αμόρφωτο), το φύλο

και την ηλικία (αντρικό, γυναικείο, παιδικό), το επάγγελμα, τη

θρησκευτική, εθνική, φυλετική και τη στρωματική ή ταξική τους

καταγωγή ή τοποθέτηση κ.τ.λ. Μπορούμε επίσης να δεχτούμε την

άποψη του ίδιου ότι ο συγγραφέας, κάθε συγγραφέας, απευθύνεται,

νοερά, σ’ ένα κοινό-συζητητή του και ο φανταστικός «συζητητής»

αυτός του συγγραφέα δεν πρέπει να είναι άλλος από τον «εννοούμενο

αναγνώστη», για τον οποίο κάνει λόγο, όπως είδαμε, η σύγχρονη

αφηγηματολογία.

Όμως: Το σκοπούμενο από το συγγραφέα κοινό δε φαίνεται να

ταυτίζεται αναγκαστικά με το πραγματικό αναγνωστικό του κοινό*

αυτό είναι αυτονόητο τουλάχιστον στην περίπτωση ενός σύγχρονου,

αλλά ξένου προς το συγγραφέα κοινού και ενός λιγότερο ή περισσότερο

μεταγενέστερου από το συγγραφέα κοινού. Προπαντός σ’ ένα σύστημα

καπιταλιστικής (ανα)παραγωγής του λογοτεχνικού έργου-βιβλίου,

όπου ο συγγραφέας είναι, όπως αναφέραμε παραπάνω, αποκομμένος

από το -δυνάμει— κοινό του, το κοινό αυτό προκαθορίζεται από τους

εξωλογοτεχνικούς-εξωσυγγραφικούς, οικονομικούς «μεσολαβητές», την

καπιταλιστική αγορά. Ούτε το γούστο του κοινού του, ούτε η «τύχη»

του έργου του και πολύ λιγότερο η —εμπορική— επιτυχία («δΐιοοβδ»)

του βιβλίου του καθορίζεται από τον ίδιο το συγγραφέα. Ακόμα και η

εξωτερική εμφάνιση του λογοτεχνικού εμπορεύματος, του βιβλίου, σε

συνάρτηση με την - εκάστοτε διαφορετική - τιμή του, μια έκδοση

πολυτελείας και μια φτηνή έκδοση τσέπης του ίδιου ακριβώς έργου,

μπορεί να προκαθορίσει το διαφορετικό του κοινό και συνακόλουθα το

διαφορετικό τρόπο πρόσληψής του.

Αυτοί οι εξωλογοτεχνικοί-εξωκειμενικοί παράγοντες, και όχι η

«πολυσημία» του είδους, πρέπει να συγκαθορίζουν όχι μόνο τη

«σωστή», αλλά και την «εσφαλμένη» πρόσληψη του λογοτεχνικού

έργου, ακόμα και όταν αυτή η τελευταία οδηγεί σε μια νέα δημιουρ­

γία, τη «δημιουργική προδοσία», όπως την ονόμασε ο Κ. Εδοαιρΐί.

Μια τέτοια «εσφαλμένη πρόσληψη» λ.χ. του αρχαίου ελληνικού

Page 343: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 351

έπους, αλλά και μερικών από τα σημαντικότερα έργα της νεότερης

ευρωπαϊκής λογοτεχνίας στην εποχή του Γ' Ράιχ, οφείλεται, αποδε­

δειγμένα, στις επιταγές της άρχουσας, ρατσιστικής ιδεολογίας. Η

απόφανση του Κ. Εδοαιρί*: «Ξέρω τί είναι ένα βιβλίο, σημαίνει

πρώτα-πρώτα ξέρω πώς διαβάστηκε» απολυτοποιεί, για μιαν ακόμα

φορά, τη «στιγμή» της «πρόσληψης»-ανάγνωσης, δηλαδή της κατα­

νάλωσης, και οδηγεί, ανομολόγητα, στην κατάργηση της «στιγμής»

της παραγωγής και της ίδιας της αντικειμενικής ύπαρξης του λογοτε­

χνικού έργου.

Στο ίδιο αδιέξοδο οδηγεί και η νεότατη έρευνα της λογοτεχνικής

πρόσληψης: Κατά την άποψη του Η.Κ. Ι&ιΐδδ17 ο εκάστοτε νέος τρόπος

πρόσληψης ενός λογοτεχνικού έργου καθορίζεται από τη συσσωρευμένη

«αισθητική εμπειρία» («οδώβίίδοΙίΘ Ειίίύιπιη^») του εκάστοτε νέου

κοινού του* το λογοτεχνικό έργο προσλαμβάνεται τότε μόνο, όταν

ανταποκρίνεται στον έτσι, μέσω της αισθητικής του εμπειρίας, δια­

μορφωμένο «ορίζοντα προσδοκίας» («Εηνατίυη§δΗοπζοη1:») του εκά­

στοτε κοινού του. Στην αντίληψη του |αιΐδδ για ένα ομοιογενές κοινό,

που αντανακλά την προπαγάνδα της «κοινωνικής αρμονίας» στη

Γερμανία της εποχής του, πρέπει ν’ αντιπαραταχτεί, όπως παρατή­

ρησε ο Ρ. Ζΐπια, μια «κοινωνιολογία της πρόσληψης, που παίρνει

υπόψη της τον ιδεολογικό κατακερματισμό της κοινωνίας».18

Η πρωτοβουλία του Η.Η. }&ιΐδδ παρακίνησε μερικούς άλλους μελε­

τητές να διακηρύξουν μια νέα ιστορία της λογοτεχνίας: μιαν ιστορία

του αναγνωστικού κοινού της (Η. λνβίηποΗ, «ΡϋΓ ©ίηβ ΙϋβΓδΛιΐΓββ-

δοΙιίοΙιίΘ άβδ Ι,βδβΓδ», 1967).19 Παρά το προτέρημα της ιστορικότητάς

της σε σχέση με τις προηγούμενες και η άποψη αυτή τονίζει μονό­

πλευρα την επίδραση του κοινού πάνω στο λογοτεχνικό έργο, παρα­

γνωρίζει όμως ολοκληρωτικά την επίδραση του έργου πάνω στο κοινό

του και μεταθέτει, όπως και οι προηγούμενες, το κεντρικό αντικείμενο

της γραμματολογικής έρευνας από το έργο στο κοινό του, από τον

παραγωγό στον καταναλωτή.

Την αδυναμία αυτή προσπάθησε να παρακάμψει η θεωρητική πρό­

ταση του Μ. ΝΕίιιηαηη και των συνεργατών του:20 Κατ’ αυτόν την

«αισθητική εμπειρία», τον «ορίζοντα προσδοκίας» του κοινού του, την

Page 344: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

352 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΊΑ

ενσωματώνει ο συγγραφέας στο έργο του ως ένα είδος προνομιακής

«προσληπτικής παραχώρησης» («ΚβζβρϋοηδνοΓ^αββ») του συγγραφέα

προς τον αναγνώστη του. Όμως και αυτή η άποψη αφήνει αναπάντητα

πολλά ερωτήματα, όπως: α) Πώς βεβαιώνεται ο συγγραφέας για την

αισθητική εμπειρία του κοινού του; β) Πώς ταυτίζεται η δική του

πρόθεση με τον «ορίζοντα προσδοκίας» του αναγνώστη του; γ) Πώς

γνωρίζει και προκαταλαμβάνει ο συγγραφέας τον «ορίζοντα προσδο­

κίας» ενός μεταγενέστερου ή ξένου προς αυτόν κοινού του;

Είναι φανερό ότι και αυτά τα ερωτήματα, όπως και ολόκληρο το

πρόβλημα της σχέσης του κοινού με το λογοτεχνικό έργο μπορούν ν’

απαντηθούν μόνο με τη συνθετική μέθοδο που προτείναμε στην αρχή

αυτού του κεφαλαίου: τη διαλεκτική συνθεώρηση όλων των επιμέρους

«στιγμών» του λογοτεχνικού έργου και της κοινωνικής του λειτουργίας

με τις αμοιβαίες αλληλεξαρτήσεις και αλληλεπιδράσεις τους. Αυτή

τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον παραγωγό-καλλιτέχνη και το

κοινό του είχε επισημάνει ήδη στα 1857/1858 ο Κ. Μογχ («Οηιηά-

ιίδδβ άβΓ ΚηΐΛ άβΓ Ροΐΐίίδοΐιβη Οΐίοηοιηίβ», 1857/1858) :21 «Το καλ­

λιτεχνικό αντικείμενο — όπως κάθε άλλο προϊόν - δημιουργεί ένα

καλλιτεχνικά ευαίσθητο και καλαίσθητο κοινό. Ως εκ τούτου, η

παραγωγή δεν παράγει μόνο ένα αντικείμενο για το υποκείμενο, αλλά

και ένα υποκείμενο για το αντικείμενο». Ο ορισμός της «πρόσληψης»

του λογοτεχνικού έργου από τον Β.|. λν&τηβΐίβη ως μιας «αντίστροφης

εργασίας» του αναγνώστη του (ίηνβΓδβ ΑΛβι*)22 τονίζει την ενεργη­

τική συμμετοχή του δέκτη-αναγνώστη στην «αντίστροφη» πραγματο­

ποίηση του νοήματος του έργου, και συνεπόμενα τη διαλεκτική σχέση

της κατανάλωσης με την παραγωγή του λογοτεχνικού έργου, μπρρεί

όμως να οδηγήσει σε μια σύγχυση ή ταύτιση των δύο αυτών

«στιγμών».

Ενδεικτικές για τις νεότερες τάσεις της «εμπειρικής» έρευνας της

«ανάγνωσης» με χρήση «ερωτηματολογίου» είναι λ.χ. η μεγάλη

μελέτη του ΝοΛβιΐ ΟΐΌβββη για την «κατανόηση» και την «κατανο-

ητότητα του κειμένου» με βάση ψυχολογική («£.βδβιρδγο1ιο1ο§ίβ:

ΤβχίνβΓδίαηάιιίδ-Τβχ βΓδΙϋικΙΙίοΙιΙζβϋ:», 1982) και η μελέτη του ]&β-

φΐβδ ΙββηΗατώ:, μαθητή του I* Οοΐάπι&ηη, σε συνεργασία με τον

Page 345: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 353

Ρίβϊτβ Ιόζδα («ΙίΐΓβ Ια ΙβοίιΐΓβ», 1982), που, ξεκινώντας από τη

συγκριτική έρευνα της αναγνωστικής «συμπεριφοράς» δύο διαφορετι­

κών εθνικών κοινών (γαλλικού — ουγγρικού), σ’ αναφορά με δύο

συγκεκριμένα κείμενα, κατορθώνει ν’ αξιοποιήσει, σε βάση κοινωνιολο­

γική, το εμπειρικό υλικό της σε μια θεωρητικότερη και ερμηνευτικό-

τερη σύνθεση.

Β. Σχέση λογοτεχνίας/κοινωνίας

Η σχέση αυτή μπορεί να μελετηθεί από δύο απόψεις: α) ως

κοινωνικός καθορισμός της λογοτεχνίας, δηλαδή ως επίδραση της

κοινωνίας στη λογοτεχνία και β) ως κοινωνική λειτουργία της λογοτε­

χνίας, δηλαδή ως επίδραση της λογοτεχνίας στην κοινωνία* τη

δεύτερη αυτή άποψη σκιαγραφήσαμε στο II κεφάλαιο («Το αντικεί­

μενο*. γραμματεία/λογοτεχνία»): Η σχέση της λογοτεχνίας με την

κοινωνία αποτέλεσε, σχεδόν αποκλειστικά, το κεντρικό πεδίο έρευνας

της μαρξιστικής και της μαρξογενούς θεωρίας της λογοτεχνίας στον

αιώνα μας* η θεωρία αυτή στρεφόταν ενάντια στην ιδεαλιστική-

αστική αντίληψη για την απόλυτη αυτονομία, την πλήρη αυτοτέλεια

της λογοτεχνίας, που επικράτησε, όπως είδαμε, από το β' μισό του

18ου αιώνα, αλλά και ενάντια στη νεοθετικιστική κοινωνιολογία της

λογοτεχνίας του 19ου και του 20ού αιώνα, που σκιαγραφήσαμε

παραπάνω.

Η μαρξιστική θεωρία και κοινωνιολογία της λογοτεχνίας στηρί­

χτηκε πάνω στο μαρξιανό θεώρημα της εξάρτησης του νομικού,

πολιτικού κ.τ.λ. «εποικοδομήματος» και των αντίστοιχών του «κοινω­

νικών συνειδησιακών μορφών» (φιλοσοφίας, ιδεολογίας, τέχνης) από

την «οικονομική βάση», δηλαδή την υλική παραγωγή και αναπαρα­

γωγή της ζωής των ανθρώπων, όπως είχε διατυπωθεί από τον ιδρυτή

του ιστορικού διαλεκτικού υλισμού στον Πρόλογο (1959) της «Κριτι­

κής της Πολιτικής Οικονομίας» («Ζπγ Κηϋΐί άβτ ΡοΙίΗδοΗβη όΐίοηο-

ΠΠΘ», 1859).

Για την περιγραφή της εξάρτησης αυτής του πνευματικού «εποικό-

Page 346: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

354 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

δομήματος», ειδικότερα της τέχνης και της λογοτεχνίας, από την

υλική «βάση» χρησιμοποιήθηκε από την ίδια θεωρία επί πολλές

δεκαετίες η εικονική-μεταφορική έννοια της «αντανάκλασης» ή «απει­

κόνισης» της βάσης, δηλαδή των παραγωγικών σχέσεων, από το

καλλιτεχνικό μέρος του εποικοδομήματος, ειδικότερα τη λογοτεχνία.

Η μηχανιστική εφαρμογή της -λενινιστικής- θεωρίας της «αντανά­

κλασης» οδήγησε, στα επόμενα χρόνια σε μερικές παρερμηνείες και

στρεβλώσεις, που κορυφώθηκαν, στη δεκαετία του 1930, στο θεώρημα

του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού». Απόρροια και συνάρτηση της μηχανι­

στικής αυτής εφαρμογής ήταν η αιτιολογική αντίληψη για τη σχέση

της βάσης με το πνευματικό-καλλιτεχνικό εποικοδόμημα ως αιτίας

και αποτελέσματος, η απολυτοποίηση του γνωσεολογικού και ιδεολο­

γικού «περιεχομένου» και, αντίστοιχα, η παραγνώριση της αισθητικής

ιδιαιτερότητας της λογοτεχνίας.

Ο διάδοχος του Ι ιιΜοδ και πατέρας του «γενετικού δομισμού»

ΐΛίοίθη ΟοΜιπαηη αντικατέστησε την έννοια της αιτιοκρατικά εννοη­

μένης «αντανάκλασης» με την κατηγορία της «αντιστοιχίας», της

«ομολογίας» («Η οιϊιο1ο £Ϊ6»), όπως έλεγε ο ίδιος, της ?έχνης και

ειδικότερα της λογοτεχνίας με το συμπαγές εκείνο τμήμα του ιδεολο­

γικού εποικοδομήματος, που ο ίδιος ονόμαζε «όραμα του κόσμου» μιας

ορισμένης κοινωνικής ομάδας («νίδίοη άιι πιοηάβ»). Έτσι λ.χ. στα δύο

σημαντικότερα έργα του ο I». Οοΐάιηαηη προσπάθησε να καταδείξει

την «ομολογία» στη «δομή» της τραγικής θεώρησης του κόσμου στις

«Ρβηδόβδ» του Ρ&50&1 και στο θέατρο του Καοίηβ με τη «δομή» του

γαλλικού γιανσενισμού του «Ροιΐ Κογα1» και της ιδεολογίας της

«ηοΜβδδβ άβ Γοββ», του κοινωνικού στρώματος των γάλλων —κληρο­

νομικών— δικαστών του 17ου αιώνα — στο πρώτο («Ι.β ϋίβιι οαοΗβ»,

1959), την «ομολογία» της «πραγμοποίησης» στο γαλλικό νέο μυθι­

στόρημα στον αιώνα μας με το φετιχισμό του εμπορεύματος στο

σύγχρονο καπιταλισμό - στο δεύτερο («Ροιιγ αηβ δοοίοΐο ίβ άιι

Γοιη&η», 1964).

Η κριτική που ασκήθηκε από μαρξιστική ακριβώς σκοπιά (Η.

\ν6ΐιηαηη) στο ερμηνευτικό υπόδειγμα του Οοΐάιηβηη περιλαμβάνει

τα εξής κυρίως σημεία:23 α) η μετάθεση της σχέσης της λογοτεχνίας

Page 347: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 355

με την κοινωνία σε μερικές «συμπαγείς» δομές ανάμεσα στο ιδεολογικό

εποικοδόμημα ή στην (δια την οικονομική βάση και το έργο, απογυ­

μνώνει το ίδιο το έργο και από τη «μορφή» και από το «νόημά» του*

παραγνωρίζει δηλαδή την αισθητική του ύπαρξη* β) η έννοια της

«ομολογίας» καθιερώνει μιαν απλή παραλληλία μεταξύ του έργου και

των κοινωνικών δομών, χωρίς καμιάν αιτιολογική σχέση μεταξύ τους*

γ) η έννοια της «συμπαγούς» «νίδίοη άυ ιηοηάβ» εφαρμόζεται στα

«καλύτερα» έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αφήνοντας, με την

ανομολόγητη αυτή επιλογή και αξιολόγηση, έξω από την οπτική της

γωνία το σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής, και δ) η συγκέντρωση

του ενδιαφέροντος του μελετητή στη «νίδίοη άυ ηιοηάβ» ενός «§Γθΐιρβ

δοοίαΐ» παραγνωρίζει το χαρακτήρα της ατομικής καλλιτεχνικής

δημιουργίας και της ^ιαλεκτικής της σχέσης με την κοινωνική ομάδα.

Στην εμμεσότητα της σχέσης της λογοτεχνίας με την «υλική

βάση» παραπέμπει, ακόμια πιο ευδιάκριτα απ’ ό,τι στον Οοΐάιηαηη, η

κατηγορία της «μεσολάβησης» (νβπηίΐύυη^), που χρησιμοποίησαν

μερικοί νεότεροι μιαρξιστές ή μαρξίζοντες θεωρητικοί. Έτσι λ.χ. ο

ΕποΗ ΚοΗΙθγ («Εηπ£6 ΤΗβδβη ζυΓ ΟΐΘΓαΐυΓδοζίοΙο^ίβ», 1974) πρό-

τεινε μιαν ιστορικά μεταβλητή ιεράρχηση των «μεσολαβητών», που

παρεμβάλλονται ανάμεσα στην «οικονομική βάση» και τη λογοτεχνία

(παραγωγικές δυνάμεις, κοινωνικό σύστημα, πολιτικοί, νομικοί, θρη­

σκευτικοί θεσμοί, ιδεολογία, ψυχολογία κ.τ.λ.). Η μεταβλητότητα

της ιεράρχησης αυτής θα μπορούσε να καθοριστεί, κατά τον ΚοΗΙθγ,

από τέσσερεις συνιστώσες: α) τον εκάστοτε ιστορικό συσχετισμό* β)

την ταξική ή στρωματική τοποθέτηση και, σε συνάρτηση μ’ αυτήν, τη

«συνείδηση» του συγγραφέα* γ) την προσωπικότητα και την παιδεία

του συγγραφέα* δ) το λογοτεχνικό είδος που έχει επιλέξει.24

Το θεωρητικό αυτό «μοντέλο» έχει το πλεονέκτημα ότι συνδυάζει

το ατομικό με το κοινωνικό, το ιστορικό με το αισθητικό (λογοτε­

χνικό)* η χρηστικότητά του απομένει να καταδειχτεί από τη συγκεκρι­

μένη γραμματολογική-κοινωνιολογική έρευνα.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 εκδηλώθηκε από μερικούς

κοινωνιολόγους της λογοτεχνίας και της τέχνης (Ρ. Βϋι*£6Γ, Οη1(/

V. Ι.ίη1ς-Ηβ6Γ, Ρ. Ε. δ0Γβηδβη, ΟυΒοίδ, Ρ. ΒουΓάίβυ)25 η προσπά­

Page 348: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

356 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

θεια να επαναπροσδιοριστεί η σχέση της λογοτεχίας και, γενικότερα,

της τέχνης με την κοινωνία με τη βοήθεια των εννοιολογημάτων

«θεσμός της λογοτεχνίας/τέχνης» (ΐηβϋΐυϋοη άβ Ια ΙίΜβΓαίιΐΓβ/Ιηδΐίϊιι-

ϋοη Οίβιαΐαι/Καικί) και «λογοτεχνικό/πολιτιστικό πεδίο» (οΐιαιηρ

ΙίΗβΓ&ίΓβ/οιιΙίιΐΓβΙ). Και οι δύο όροι έχουν την αφετηρία τους στις

τάσεις «αυτονόμησης» της λογοτεχνίας/τέχνης απέναντι στις άλλες,

πολιτιστικές, πολιτικές και οικονομικές, «περιοχές» της αστικής

κοινωνίας, που εκδηλώθηκαν κ’ εμπεδώθηκαν από την Αισθητική του

γερμανικού Ιδεαλισμού στο β' μισό του 18ου αιώνα (Κ. ΡΗ. Μοιίίζ, I.

ΚεωΙ, Ρ. δοΜΙβΓ) ώς το γαλλικό αισθητισμό στο β' μισό του 19ου

αιώνα. Και οι δύο αυτές, συγγενείς μεταξύ τους, κατηγορίες πάνε

πολύ πέρα από την έννοια «θεσμός» στην εμπειρική κοινωνιολογία της

λογοτεχνίας και από την έννοια του «θεσμικού λόγου» (άίδοοιίΓδ) του

Μ . Ροιιοαυίΐ, που αναφέρεται ]χόνο στο γλωσσικό επίπεδο, για να

συμπεριλάβουν, εκτός από τους οικονομικούς και πολιτιστικούς φορείς

της «λογοτεχνίας» που αναφέραμε παραπάνω (εκδότης, βιβλιοπωλείο,

βιβλιοθήκη, κριτική, σχολείο κ.τ.λ.), και όλο εκείνο το πυκνό πλέγμα

των δομών, σχέσεων, εξαρτήσεων, αισθητικών κανόνων και ιδεολο­

γιών, που συνέχουν και καθορίζουν όλους τους συμμετέχοντες στο

«θεσμό» ή το «πεδίο», από τον «πνευματικό» παραγωγό και τον υλικό

αναπαραγωγό ώς τον τελικό αποδέκτη-καταναλωτή των «συμβολικών

αγαθών» (Ρ. ΒοιίΓάίβα). Οι έννοιες αυτές είναι, σ’ αντίθεση με την

έννοια «λογοτεχνικό σύστημα» στους πρώτους ρώσους φορμαλιστές

(Τγηίαηον, δίςΐόνδίσ}) ή την έννοια του «κοινωνικού συστήματος» στο

Ν. Χ,ιιΐιιηαηη, ανοιχτές προς τους άλλους «θεσμούς» (πολιτική, οικονο­

μία, θρησκεία κ.τ.λ.) και επικοινωνούν μ’ αυτούς.

Γ. Κοινωνιολογία του κειμένου / (Τβχϊδοζίοΐο^ίβ)

Ο «κλάδος» αυτός της κοινών ιολογίας και των λογοτεχνικών

μορφών της λογοτεχνίας αναπτύχτηκε πολύ αργά, παρά την έγκαιρη

επίκληση της κοινωνικότητας της καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής

«μορφής» από τους νεομαρξιστές και τους εκπροσώπους της «Κριτικής

Page 349: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 357

θεωρίας», όπως ο Ει&αοδ και ο Αάοηιο, που παραθέσαμε παραπάνω.

Επιπλέον, η μαρξιστική έρευνα της λογοτεχνίας είχε δώσει, όπως

είδαμε, μερικά αξιόλογα πορίσματα σχετικά με την ιστορικότητα των

μεγάλων και μικρών λογοτεχνικών μορφωμάτων, των γενών και

ειδών, και είχε υποδείξει αρκετά έγκαιρα τη συνάρτηση και μάλιστα

την εξάρτηση μερικών νεοτερικών τρόπων γραφής, όπως η διακοπή, το

κολλάζ και το μοντάζ, από τις σύγχρονες τεχνικές του κινηματογρά­

φου και των δημοσιογραφικών μέσων μαζικής επικοινωνίας (\ν. Ββη]α-

πήη, «Όβτ ΑιιΙόγ αΐδ Ρπχΐιιζβηΐ», 1934), είχε όμως παραμελήσει,

ακριβώς όπως και η -αστική— εμπειρική-θετικιστική κοινωνιολογία

της λογοτεχνίας, την κοινωνιολογική ανάλυση και ερμηνεία του ίδιου

του λογοτεχνικού κειμένουβ της ίδιας της λογοτεχνικής «γραφής».

Το αντικέιμενο νΧαι ταυτόχρονα ο στόχος της κοινωνιολογικής

ανάλυσης του κειμένου ταυτίζεται με το αίτημα που είχε Θέσει ο

Αάοπιο στην κοινωνιολογία της τέχνης γενικότερα: «Πώς η κοινωνία

αντικειμενικοποιείται στα έργα τέχνης» («Τΐιβδβη ζιιγ Καηδίδοζίοΐο-

§16», 1965)26 — ή, όπως το επαναδιατύπωσε στις μέρες μας ο ΡβΐβΓ V.

Ζίπια («Τβχίδοζίοΐο^ΐβ», 1980), σ’ αντιπαράθεση με την εμπειρική

κοινωνιολογία της λογοτεχνίας: «Η κοινωνιολογία του κειμένου επι­

χειρεί να παρακολουθήσει την πλασματικότητα (Ε&ϋοη&ΐΜϊ) ως

κοινωνικοϊστορικό φαινόμενο και να συσχετίσει τη δομή των επιμέρους

κειμένων με την κοινωνική εξέλιξη της πλασματικής γραφής».27 Πιο

συγκεκριμένα, στα *επιμέρους αντικείμενα της κοινωνιολογικής ανάλυ­

σης του κειμένου ανήκουν: η επιλογή του υλικού και του θέματος, τα

μοτίβα, το λογοτεχνικό είδος, μορφικά και υφολογικά στοιχεία και η

δομή του λογοτεχνικού κειμένου/έργου.

Το πεδίο αυτό έρευνας βρήκε ένα γόνιμο στήριγμα στην εφαρμογή

και την αξιοποίηση των μεθόδων και πορισμάτων της σύγχρονης

σημειολογίας και της κοινών ιολογίας της γλώσσας. Αυτό όμως σημαί­

νει, ότι για την κοινωνιολογία του κειμένου πρέπει να ξεπεραστούν οι

μέθοδοι του «οΐοδβ Γ6αάίη£» και των άλλων μορφών «ενδοκειμενικής»

ανάλυσης του κειμένου, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με μια

συνθετική μέθοδο, που βασίζεται στη διαλεκτική ενότητα: «κείμενο,

συγγραφέας, κοινωνία».

Page 350: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

358 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Δηλαδή: Όλα τα στοιχεία της λογοτεχνικής «γραφής», που αναφέ­

ραμε παραπάνω, πρέπει ν’ αναχθούν στις εξωχεφιενίκες, «στορ«κοκοί-

νωνιχές τους συντεταγμένες — και αυτό ισχύει και για τα στοιχεία

ακριβώς εκείνα, που αποτελούν, σύμφωνα με τη μοντέρνα σημειολο­

γία, την «ειδοποιό διαφορά» του λογοτεχνικού έργου από το γραμμα­

τειακό κείμενο, τη «λογοτεχνικότητά» του: τις «συνδηλώσεις» (οοη-

ηοί&ίίοπδ) του: «Το κείμενο δεν υφίσταται λοιπόν, από σημασιολογική

άποψη, ποτέ αυτό καθ’ εαυτό».28

Παρά τη νεαρή της ηλικία, η κοινωνιολογία του κειμένου και της

λογοτεχνικής μορφής έχει ήδη παρουσιάσει μερικές αξιοσημείωτες

εργασίες: Έτσι λ.χ. έχει καταδειχτεί η συνάρτηση μερικών κεντρικών

θεμάτων στη «Μαάαιηβ Βοναιγ» (1857) του Ο. Εΐ&ιιΒβιΙ: με ορισμένες

αφηγηματικές μορφές και αυτών των δύο με συγκεκριμένες, εξωκειμε-

νικές, κοινωνικές πραγματικότητες του γαλλικού καπιταλισμού του

19ου αιώνα, και μερικών «σημαντικών» (σημασιολογικών) δομών στον

«Ξένο» («Ι/όΙτ&η£6Γ», 1942) του Α. Οαιηιΐδ με μιαν ορισμένη ιδεολο­

γία, την ιδεολογία της «αδιαφορίας» του σύγχρονου καπιταλισμού, ή η

αντιστοιχία ανάμεσα σε ορισμένες "συντακτικές δομές και ^συνδηλώ­

σεις» (οοηηοΐαϋοηδ) σε ορισμένα ποιήματα του Ο. Ββηη και του Β.

ΒΓβοΗΐ: με συγκεκριμένα, αντίθετα μεταξύ τους, φιλοσοφικά-ιδεολο­

γικά στοιχεία των συγγραφέων τους και της εποχής τους.29

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν, στην ίδια συνάφεια, συνθετι-

κότερες μελέτες που αναφέρονται σε καλλιτεχνικές μορφές μιας

ολόκληρης εποχής, ενός ολόκληρου λογοτεχνικού ρεύματος, όπως αυτή

του λναΙίβΓ δοΐίβΐ ( « ϋ β Γ ΙϋβΓαπδοΙίθ ΕχρΓβδδίοηίδππίδ», 1970), στην

οποία οι «εκφραστικές», «ρητορικές», «αντιμιμητικές» μορφές του

γερμανικού εξπρεσιονιστικού δράματος (και του θεάτρου) του γερμανι­

κού «δΐιιπη αηά Οκιη£» ανάγονται ερμηνευτικά στην πολιτική αδυνα­

μία των συγγραφέων τους και ενός μεγάλου μέρους του κοινού τους.30

Page 351: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

X I V

Ι Σ Τ Ο Ρ ΙΑ Τ Η Σ Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α Σ

Για τη θεωρητική εξέταση της ιστορίας της λογοτεχνίας είναι

απαραίτητη η προκαταρκτική διευκρίνιση των δύο σκελών του περι­

φραστικού αυτού όρου, στον οποίο εμπερικλείονται το αντικείμενο του

«κλάδου» αυτού της γραμματολογίας και ο τρόπος, η μέθοδος της

διαπραγμάτευσης ή μελέτης του.

Στη συνάφεια αυτή το επιστημονικό αντικείμενο πρέπει να εννοηθεί

στη διπλή σημασία του όρου «ΙίϋβιταΙιΐΓΘ» και των λατινογενών

αντιστοίχων του στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, δηλαδή ως το

σύνολο των αισθητικά αξιολογημένων και εξωαισθητικών κειμένων -

διπλή σημασία, που την αποδώσαμε και διευκρινίσαμε στο πρώτο

κεφάλαιο του βιβλίου αυτού με τους ελληνικούς όρους «λογοτεχνία»

και «γραμματεία».

Ο διχασμός αυτός του αντικειμένου οδήγησε, εντελώς πρόσφατα,

τη γαλλόφωνη θεωρία (ΟΙ. Μοί$αη, «( ιι’βδί-οβ φΐβ ΠιίδίοίΓβ ΙϊΉβ-

Γ&ίΓβΡ», 1987· Ε. ΚιιβΗηβτ, «Αιϋοιιίαίίοη ΗίδΙοπφΐβ άβ 1& ΙίΜβι-α-

ΙιΐΓβ», στο Μ. Αηββηοί κ.ά., άίτ, «ΤΗβοηβ ΙίϋέΓοίΓβ», 1989* ΟΙ.

Μοίεαη, «Ι/ΗϊδίοίΓβ ΙίΗβΓαΐΓβ», 1990) στην επινόηση μιας διπλής

ορολογίας («Ηίδίοίτβ ΙίΙΙέΓαίτβ» = «ιστορία της γραμματείας»/

«ΗίδίοίΓβ άβ Ια ΙίΙίΘΓαΙιΐΓβ = «ιστορία της λογοτεχνίας») για τη

σήμανση των δύο «όψεων» της επιστημονικής προσέγγισης στο διπλό

αυτό αντικείμενο — επινόηση πλεοναστική, αφού, όπως θα δούμε

παρακάτω, η «ιστορία της λογοτεχνίας» περνάει αναγκαστικά, και

για τους θεωρητικούς αυτούς, μέσα από την «ιστορία της γραμμα­

τείας».

Και ο όρος «ιστορία» ενέχει μια σημασιολογική διττότητα: Από τη

μια αναφέρεται στο αντικείμενο, στην εξέλιξη του αντικειμενικού,

Page 352: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

360 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

φυσικού και κοινωνικού, κόσμου, στο ίδιο το «ιστορικό γίγνεσθαι» (γ6§

§βδΐαβ), από την άλλη στη θεωρητική σύλληψη, έρευνα και αντανά­

κλαση αυτού του ιστορικού γίγνεσθαι από το ιστορικό υποκείμενο,

δηλαδή στην ιστορική επιστήμη και στην καταγραφή της, την ιστο­

ρική «αφήγηση» («ιστοριογραφία»).

Επομένως, η «ιστορικότητα» διαπερνά και χαρακτηρίζει συνολικά

και το ειδικό αυτό γνωστικό αντικείμενο (λογοτεχν ία/γραμματε ία) και

τη γνωστική-επιστημονική διαδικασία που αναφέρεται σ’ αυτό (ιστο­

ρία της λογοτεχνίας/γραμματείας) και την καταγραφή της (ιστοριο­

γραφία της λογοτεχνίας).

θ ’ αρχίσουμε απ’ αυτήν την τελευταία: Η ιστορία της λογοτεχνίας

έχει και αυτή, όπως κάθε χώρος της -θεωρητικής— ανθρώπινης

δραστηριότητας, τη δική της ιστορία, την «ιστορία της ιστορίας της

λογοτεχνίας».

Όπως είδαμε στο α' κεφάλαιο του βιβλίου αυτού, η ιστορία/

ιστοριογραφία της λογοτεχνίας/γραμματείας είχε την προϊστορία της

στην «κλασική» αρχαιότητα, στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή:

Στην αρχή της εξέλιξης βρίσκονταν οι «Πίνακες» του Καλλιμάχου

(3ος αι. π.Χ.), οι Κατάλογοι, στους οποίους καταγράφονταν κατά

θέματα οι συγγραφείς και τα έργα, μαζί με τα στοιχειώδη βιογρα-

φικά, εργογραφικά και βιβλιογραφικά τους στοιχεία, που περιέχονταν

στη Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, και οι βιογραφίες επιφανών συγ­

γραφέων και λογιών που συγκέντρωσε ο Σουετώνιος (περ. 75-150

μ.Χ.) στη συλλογή του «ϋβ νΜδ ίΐΐιΐδίχ&ιΐδ», κατά μίμηση του

ομότιτλου έργου του Κορνηλίου Νέπωτος. Η παράδοση αυτή θα

συνεχιστεί σ’ ολόκληρο τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα με θεμελιωτή της

τον Άγιο Ιερώνυμο (348-420), που θα συμπεριλάβει στο έργο του με

τον ίδιο ακριβώς τίτλο («ϋβ νίηδ ίΐΐιΐδίπβιΐδ») τους πρώτους χριστια­

νούς συγγραφείς, διακρίνοντας για πρώτη φορά ανάμεσα στα συγγράμ­

ματα της ειδωλολατρικής (ΙίΚβΓαϊιίΓα) και της χριστιανικής (δοιίρ-

ίιιτα) εποχής.

Στους Νεότερους χρόνους οι βιβλιογραφικοί αυτοί «Κατάλογοι» (ο

«όρος» βρίσκεται στον τίτλο πολλών από αυτά τα έργα) συνεχίστηκαν

και αναπτύχτηκαν ιδίως κατά το 17ο αιώνα, τον αιώνα της «πολυϊ-

Page 353: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 361

στορίας» (= πολυπάθειας), σε ογκώδεις και πολύτομες συλλογές, που

συμπεριέλαβαν, συχνά σε χρονολογική παράθεση, εκτός από τους

αρχαίους συγγραφείς, και τους νεότερους συγγραφείς και τα έργα των

πιο προχωρημένων ευρωπαϊκών χωρών (Ιταλίας, Γαλλίας, Αγγλίας,

Γερμανίας) — και, συχνά, πέρα απ’ αυτές (βλ. α' κεφάλαιο του

βιβλίου αυτού).

Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των έργων ήταν η συσσώρευση

του βιογραφικού και βιβλιογραφικού υλικού τους, με τη «μέθοδο» της

απλής παράθεσης και παράταξης σε χρονολογική-χρονογραφική σειρά,

χωρίς την παραμικρή φροντίδα για την αποκάλυψη των —ιστορικών—

σχέσεων και συναφειών μεταξύ των επιμέρους «στοιχείων» του και

μεταξύ αυτών και των έξω απ’ αυτά ιστορικοκοινωνικών τους συναρτή­

σεων και χωρίς το παραμικρό ίχνος μιας οποιασδήποτε «ερμηνείας»

του υλικού τους.

Το β' μισό του 18ου αιώνα είναι και από την άποψη αυτή η εποχή

της μετάβασης από την καταλογογραφική και χρονογραφική αυτή

παράδοση στο 19ο αιώνα, τον αιώνα του ιστορισμού και του επιστημο­

νισμού: Ο Ο. Έίβτάβτ (1744-1803) διείδε πρώτος και διακήρυξε

(«νβΓδίιοΗ βίηβΓ ΟβδοΙιίοΗΐβ άβΓ ΌίοΙιΛυηδϊ:», 1765) τη σχετικότητα

και συνεπόμενα την ιστορικότητα της λογοτεχνικής και ευρύτερα της

πολιτισμικής παραγωγής όλων, και των αρχαίων και των νεότερων,

λαών. Η εποχή του Ρομαντισμού, από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου

αιώνα, ήταν η εποχή της «ανακάλυψης» της «εθνικής» λογοτεχνίας,

των «εθνικών» λογοτεχνιών της Ευρώπης, ιδιαίτερα της γερμανικής.

Οι έννοιες «ιστορία» και «εθνική λογοτεχνία» είχαν ήδη συζευχθεί

στον τίτλο πολλών γερμανικών ιστοριογραφικών έργων, που αναφέ­

ραμε στο α' κεφάλαιο του βιβλίου μας (Αα&ηβί Κο&βτβίβίη, «Οηιηά-

ιίδδ άβτ ΟβδοΗίοΗΐβ άβΓ άβαΐδοΐιβη Ν&ΙίοηαΗίΙβπΛιΐΓ», 1827* Οβοτ&

Οοίΐ/τίβά Οβτνίηηβ, «ΟβδοΙηοΠΐβ άβΓ ροβίίδοΐιβη Να£ίοηα1-ΐΛί6Γ3ΐ:ιΐΓ

άβΓ ϋβιιίδβΐιβη», 1835-1842* Αη^αβί ΡήβάτίοΚ ΟΗήεϋαη νϊΐτηαν,

«ΟβδοΗίοΗΐβ άβτ άβιιίδβΐιβη Να&οηαΙΙίίβΓαίιΐΓ», 1845). Ο σημαντικό­

τερος απ’ αυτούς, ο ΟβΓνίηιΐδ, που έγραψε και μιαν «Ιστορία του 19ου

αιώνα», έβλεπε την Ιστορία της λογοτεχνίας με τα μάτια του

ιστορικού και όχι με τα μάτια του αισθητικού ή του κριτικού της

Page 354: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

362 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

λογοτεχνίας, ως μέρος της πολιτικής ιστορίας, όπως διακήρυσσε

απερίστροφα ο ίδιος στον Πρόλογο του πεντάτομου έργου του (1835):1

«Δεν έχω καμιά σχέση με την αισθητική κριτική του αντικειμένου. Ο

αισθητικός κριτικός μας δείχνει την γένεση ενός ποιήματος από το ίδιο

το ποίημα, την εσωτερική του ανάπτυξη και τελείωση, την απόλυτη

αξία του, τη σχέση του προς το είδος του και, κατά κάποιον τρόπο,

προς τη φύση και το χαρακτήρα της ποίησης. Ο αισθητικός καλά

κάνει να συγκρίνει όσο γίνεται λιγότερο το ποίημα με άλλα και ξένα

ποιήματα — για τον ιστορικό η σύγκριση αυτή είναι το κύριο μέσο για

την επίτευξη του σκοπού του. (Ο ιστορικός) δε μας δείχνει μόνο τη

γένεση ενός ποιήματος, αλλά τη γένεση όλων των ποιητικών προϊό­

ντων από την εποχή τους, από τον κύκλο των ιδεών, των πράξεων και

των πεπρωμένων της».

Η ιστορία της λογοτεχνίας, όπως και η θεωρία της λογοτεχνίας,

κυριαρχήθηκε σ’ ολόκληρο το 19ο αιώνα, από το πνεύμα του θετικι­

σμού, όπως είχε διατυπωθεί συνοπτικά στο τριαδικό αιτιολογικό-

ερμηνευτικό σχήμα του Ηίρροίγίβ Ταίηβ (1863): «Γαοβ, ιηίΐίβιι,

πιοΐϊίβηί». Αυτό το πνεύμα θ’ ακολουθήσουν δύο από τους Αντιπροσω­

πευτικότερους ιστοριογράφους της λογοτεχνίας στον αιώνα τους, ο

γερμανός λνίΠιβΙιη δοΗβΓβΓ («ΟβδοΗίοίβ άβΓ άβυίδοΗβη ΐΛίβΓαΙιιι*»,

1880-1883) και ο γάλλος ΟιΐδΙανβ ΐΑηδοη («ΗίδίοίΓβ άβ Ια Ιίϋέι-α-

ϊιΐΓβ ίταηςαίδβ», 1894).

Χαρακτηριστικές για τη θετικιστική αυτή ιστοριογραφία της λογο­

τεχνίας είναι οι θέσεις του δοΗβΓβΓ, όπως τις διατύπωσε στην

Εισαγωγή του έργου του:2 «Δε διεισδύουμε αμέσως στα βαθύτερα

μυστήρια των πραγμάτων. Οι κοσμοθεωρίες χρεοκόπησαν. Εμείς

ρωτάμε: Πού είναι τα γεγονότα, για τα οποία ανοίγεται μια νέα

κατανόηση; Οι ωραίες απόψεις, τα πνευματώδη λόγια, οι γενικές

εκφράσεις δε μας βοηθούν σε τίποτα. Απαιτούμε τις λεπτομερειακές

έρευνες, στις οποίες το φαινόμενο που αναγνωρίστηκε με βεβαιότητα,

ανάγεται στις δρώσες δυνάμεις που το έφεραν στην πραγματικότητα.

Το κριτήριο αυτό το διδαχτήκαμε από τις φυσικές επιστήμες [...]».

Μετριοπαθέστερος ο Ι&ηδοη, θα προσμίξει στον άκρατο θετικισμό

κ’ επιστημονισμό της εποχής του και το στοιχείο της προσωπικής

Page 355: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 363

προσέγγισης του αντικειμένου και μάλιστα της «ηδονής» του ιστορι-

κού-μελετητή του* σ’ αυτόν «η λογοτεχνία αποτελεί μέρος της ιστο­

ρίας του πολιτισμού».3 Και στους δυο τους όμως, όπως και σ’ όλους

τους θετικιστές ιστοριογράφους της λογοτεχνίας, και το λογοτεχνικό

φαινόμενο είναι ιστορικό γεγονός («/αϋ ΙίΗβΓαίΓβ»). Και σ’ αυτούς και

στους άλλους συγχρόνους τους το λογοτεχνικό «γεγονός» εξετάζεται

και μάλιστα ερμηνεύεται αιτιολογικά, σε συνάρτηση με τ’ άλλα,

εξωλογοτεχνικά, κυρίως πολιτικά κείμενα - και με τη βιογραφία του

συγγραφέα του.

Στην αντίθετη κατεύθυνση οδηγούσε η «πνευματοκεντρική» θέση

του Ό ιΜ ιθυ («ϋ&δ Ει-ΙβΒηίδ υηά άίβ ΟίοΜυη^», 1905), για τον οποίο

στο κέντρο της θεώρησης - και της ιστορικής θεώρησης - του

ποιητικού έργου |ε βρίσκεται το «αντικειμενικό γεγονός», αλλά το

προσωπικό «βίωμα» (ΕιτΙβίΗΐίδ) του μελετητή. Ωστόσο, με τη «μέθοδο»

αυτή δε γράφτηκε καμιά πλήρης ιστορία της λογοτεχνίας, αν εξαιρέ­

σουμε μερικές μεγάλες βιογραφίες ποιητών και μερικές αξιόλογες

μονογραφίες για επιμέρους λογοτεχνικές εποχές, όπως λ.χ. οι μονο­

γραφίες του Ε. Ουηάοΐί για τον Οοβώβ (1916) και το δΗα&ΘδρβατΘ

(1928) ή το ογκώδες, τετράτομο έργο του Η. Α. Κογ£Ρ «Οθίδί άβδ

ΟοβίΗβζβίΐ» (1923-1953).

Για τον ΟίΙΛβγ και τους διαδόχους του η ιστορία της λογοτεχνίας

ήταν κατά βάση «ιστορία των ιδεών» («Ιάθβη^θδοΐιίοΐιΐθ») — μια τάση

που κυριάρχησε τουλάχιστον ώς το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε όμως

τους συνεχιστές της και μετά απ’ αυτόν (Ε. δίαί βι·).

Απαριθμώντας μερικές από τις αντιπροσωπευτικότερες παραδοσια­

κές αγγλικές ιστορίες της λογοτεχνίας στα 1949 ο Κ. λΥβΙΙβΙί

συμπέραινε δικαιολογημένα:4 «Οι περισσότερες από τις κύριες ιστορίες

της λογοτεχνίας είναι είτε ιστορίες του πολιτισμού ή συλλογές

κριτικών δοκιμίων. Το ένα είδος δεν είναι ιστορία της τέχνης* το άλλο

δεν είναι ιστορία της τέχνης».

Ωστόσο, το αποφασιστικότερο πλήγμα κατά της ιστορίας της

λογοτεχνίας το επέφεραν όλες -εκείνες οι νεότερες σχολές της εργοκε-

ντρικής μελέτης του λογοτεχνικού έργου/κειμένου «εκ των έσω»

(ννβΓίαιηιηαηβηΙβ ΙηίβΓρΓβΙ&ϋοη/οΙοδβ Γβ&άίηβ) και οι παραλλαγές

Page 356: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

364 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΊΑ

τους, κυρίως ο ρωσικός φορμαλισμός, από τα χρόνια ήδη του Α'

Παγκοσμίου Πολέμου, και ο στρουκτουραλισμός: Είναι γεγονός ότι οι

κυριότεροι εκπρόσωποι του —προπολεμικού— φορμαλισμού, όπως ο ίυηί

Τγη]αηον και ο Βοπδ Ε^ΙιβιΛ&ιιιη, δεν αρνήθηκαν την ιστορικότητα

της λογοτεχνίας, τη δέχτηκαν όμως αποκλειστικά ως ενδογενή

«μεταβλητότητα» των μορφών (και δομών) του λογοτεχνικού έργου,

εντελώς ανεξάρτητα από τους εξωλογοτεχνικούς, οικονομικοπολιτικο-

κοινωνικούς «παράγοντες». Στη θέση της ιστορικής «γένεσης» (£βηβ-

,δίδ) της λογοτεχνίας ο Τγη|&ηον («Το λογοτεχνικό γεγονός»/«Οίβιτα-

*υπιγί &1ϋ», 1924* «Για τη λογοτεχνική εξέλιξη»/«0 ΙϋβΓ&ΐυπι^

βνοΐιιοίί», 1927) έβαζε την —ενδογενή— λογοτεχνική «εξέλιξη» (βνο-

1ικί}£ΐ) της «λογοτεχνικής σειράς», του «λογοτεχνικού συστήματος».5

Δεν είναι τυχαίο ότι, όπως έδειξε ο Κ. \νβ11β1ί («Τΐιβ Οοηοβρί ο£

Ενοΐιιίίοη ίη Ι·ί*6Γατγ ΉίδίΟΓΥ», στο: «Οοηοβρίδ ο£ ΟηΙίοίδΐη», 1963),

πρόδρομοι του Τγηίαηον στην αντίληψη της «λογοτεχνικής εξέλιξης»

ήταν οι γάλλοι εκπρόσωποι του λογοτεχνικού β ιολογ ισμού-δαρβινισμού

του 19ου αιώνα Η. Τ&ίηβ και Ρ. Βηιηβϋ&Γβ.6

«Στη θεωρία της λογοτεχνίας ασχολούμαι με τη διερεύ ηση των

εσωτερικών της νόμων», ομολογούσε ο V. §Μονδ1φ' στην Εισαγωγή

του βιβλίου του «Για τη θεωρία της πρόζας» («Ο Ιβοηί ρι*οζγ», 1925)

— και διευκρίνιζε: «Για ν’ αναφέρω ένα παράλληλο από τη βιομηχα­

νία: δεν ενδιαφέρομαι ούτε για την κατάσταση στην παγκόσμια αγορά

βάμβακος ούτε για την πολιτική των τραστ, αλλά μόνο για τα είδη

του νήματος και για τους τρόπους ύφανσης».7

Είναι αυτονόητο, ότι πάνω στις αν ιστορικές αυτές θεωρητικές

βάσεις δεν μπορούσε να γραφτεί, και δε γράφτηκε, στις 6-7 δεκαετίες

που πέρασαν από τις πρώτες εκδηλώσεις της φορμαλιστικής και της

στρουκτουραλιστικής μεθόδου, ούτε μία ιστορία της λογοτεχνίας, όχι

μόνο μιας ολόκληρης εθνικής λογοτεχνίας, αλλά και του συνολικού

έργου ενός συγγραφέα, ή μιας εποχής ή ενός λογοτεχνικού είδους, ούτε

καν μια ιστορία των «εσωτερικών μορφών» ή «δομών» — άλλωστε με

ποιους «εσωτερικούς νόμους» θα ερμηνευόταν η «εσωτερική μεταβλη-

τότητά» τους;

Αλλά ήδη στα 1934, στην κριτική του για την τσέχικη έκδοση του

Page 357: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 365

βιβλίου του δΐίΐονδίά), ο ]. ΜιιΙίαΓονδΙίγ αντιπαρατηρούσε ότι στο

μεταξύ ο τσέχικος στρουκτουραλισμός, σ’ αντίθεση με το ρωσικό

φορμαλισμό, ενδιαφερόταν όχι μόνο για τους «τρόπους ύφανσης» αλλά

και για την «κατάσταση στην παγκόσμια αγορά βάμβακος» — για να

συμπεράνει:8 «Για την ιστορία της λογοτεχνίας ανοίγεται, με τον

τρόπο αυτό, μια νέα προοπτική: μπορεί τώρα να λάβει υπόψη της την

εξέλιξη της ποιητικής δομής, που είναι δεδομένη στη συνεχή ανακα­

τάταξη των στοιχείων, και ταυτόχρονα τις έξωθεν επεμβάσεις, που,

χωρίς να είναι οι ίδιες φορείς της εξέλιξης, καθορίζουν ακριβώς με

σαφήνεια κάθε φάση της. Απ’ αυτή την οπτική γωνία, κάθε λογοτε­

χνικό γεγονός εμφανίζεται ως η συνισταμένη δύο δυνάμεων: της

εσωτερικής δυναμικής της δομής και της εξωτερικής επέμβασης».

Αίγα χρόνια αργότερα (1942), ένας άλλος εκπρόσωπος του

«Κύκλου της Πράγας», ο Ρβΐίχ νοάίδΙ:α, σε μια συστηματικότερη

μελέτη του για την Ιστορία της λογοτεχνίας («Η ιστορία της

λογοτεχνίας, τα προβλήματα και οι στόχοι της», 1942), προσπάθησε

να συζεύξει, πατώντας στα ίχνη του Μυΐαυτονδ] , την ιστορική

θεώρηση της λογοτεχνίας σε μια διπλή σύνθεση: ως «εξέλιξη» των

εσωτερικών «δομών» της και ως «γένεση», στην αναφορά της με την

«εξωτερική» της κοινωνική πραγματικότητα.9

Ένα νέο δρόμο για την ιστορία της λογοτεχνίας φιλοδοξούσε ν’

ανοίξει στις μέρες μας ο Η.Κ. |&υδδ στο πολυσυζητημένο βιβλίο του

«Ιστορία της λογοτεχνίας ως πρόκληση της γραμματολογίας» («141:6-

Γ&ίιΐΓ βδοΙιίοΙιΐΘ &1δ ΡΐΌνοΙί&Ηοη άβΓ ΙιϋβΓαΙυηνίδδβηδοΗαΑ», 1967)*

στο επίκεντρο μιας τέτοιας ιστορίας θα έπρεπε να είναι αυτό που ο

|ααδδ ονόμασε «ορίζοντα προσδοκίας» (Εηναιΐυη^δΐιοπζοηΐ;) του —

εκάστοτε— αναγνωστικού κοινού ενός λογοτεχνικού έργου, δηλαδή το

σύνολο της λογοτεχνικής-πολιτισμικής περιουσίας του αναγνώστη,

που αυτός προσδοκά (και βλέπει) να πραγματοποιείται στο λογοτε­

χνικό έργο:

«Η συνάφεια της λογοτεχνίας ως γεγονότος διαμεσολαβείται πρω­

ταρχικά στον ορίζοντα προσδοκίας της λογοτεχνικής εμπειρίας των

συγχρόνων και μεταγενέστερων αναγνωστών, κριτικών και συγγρα­

φέων. Από τη δυνατότητα αντικειμενικοποίησης αυτού του ορίζοντα

Page 358: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

366 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

προσδοκίας εξαρτάται ως εκ τούτου, αν θα γίνει δυνατό να κατανοή­

σουμε και να αναπαραστήσουμε την ιστορία της λογοτεχνίας στην

ιδιαίτερή της ιστορικότητα».10

Είναι φανερό, ότι το ερευνητικό αυτό «πρόγραμμα» του |αιΐδδ

ταυτίζει την ιστορία της λογοτεχνίας με την ιστορία της πρόσληψής

της, την ιστορία των διαφορετικών τρόπων και όρων της πρόσληψής

της από το εκάστοτε νεότερο κοινό της, την «ιστορία της επίδρασης»

(\νιΛυη§δ£65θ1ιίο1ι1:6) της λογοτεχνίας, όπως έλεγε ο άμεσος πρόγο­

νός του Η. Ο. Οίκίαιηβι·. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ένα τέτοιο

ερευνητικό πρόγραμμα μπόρεσε ώς τώρα να πραγματοποιηθεί από τον

ίδιο το Ι&ιΐδδ και μερικούς άλλους μελετητές μόνο για ορισμένα,

ελάχιστα έργα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, για τα οποία η συγκέ­

ντρωση των τεκμηρίων της διαχρονικής τους πρόσληψης δεν παρουσί­

αζε ιδιαίτερα προβλήματα, η κριτική που ασκήθηκε πάνω σε θεωρη­

τική βάση αποδείχτηκε εύστοχη:11 Η ιστορία της λογοτεχνίας ως

ιστορία των διαδοχικών της προσλήψεων εκ μέρους του εκάστοτε νέου

κοινού της φαίνεται σαν μια μεταγραφή ή παραλλαγή της παραδοσια­

κής εκείνης ιστοριογραφίας της λογοτεχνίας, την οποία συγκροτούσε

το σύνολο όλων των άλλων «παραγόντων» έξω από την ίδια τη

λογοτεχνία, το ίδιο το λογοτεχνικό έργο. Είναι αλήθεια, ότι η

ιστοριογραφία της λογοτεχνίας πρέπει να λάβει υπόψη της και την

εκάστοτε, τη σύγχρονη ή μεταγενέστερη «πρόσληψή» της, αυτή όμως

πρέπει να εννοηθεί στην εκάστοτε πολύπλοκη ιστορική της συνάφεια,

στην οποία η «προσδοκία» του κοινού της δεν αποτελεί παρά μόνο μία

«στιγμή» της λειτουργίας - όχι της γένεσης της λογοτεχνίας.

Η προσληπτική θεωρία του |αιΐδδ και των συνοδοιπόρων του μετα­

φέρει το «καταναλωτικό μοντέλο», που εξακολουθεί να κυριαρχεί στην

καπιταλιστική κοινωνία τους, από την οικονομία στη λογοτεχνία,

μεταβάλλοντάς την σ’ ένα αισθητικό διιρβπη&Γίςβΐ: — το ιδεατό-

ιδεολογικό βασίλειο του αναγνωστικού-καταναλωτικού κοινού της.

Αλλά, όπως το υλικό προϊόν, έτσι και το «κείμενο, πριν να προσληφθεί

[= καταναλωθεί], πρέπει να παραχθεί. Η παραγωγή του παραμένει

το πρωταρχικό» (Οίαιΐδ Τγ&£θγ).12

Αλλά: Η ιδιαιτερότητα της ιστορίας της λογοτεχνίας έγκειται

Page 359: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 367

ακριβώς και προπαντός στην ιστορικότητα του αντικειμένου της: στην

ιστορικότητα της ίδιας της λογοτεχνίας και του ίδιου του λογοτεχνι­

κού έργου. Η ιστορικότητα αυτή «δεν είναι ένα εξωτερικό χαρακτηρι­

στικό αλλά μια στο ίδιο το έργο δομημένη ιδιότητα της τέχνης εν

γένει».13

Η ιστορικότητα της λογοτεχνίας φαίνεται ν’ αποτελεί αντίφαση

προς την περιβόητη «υπερχρονικότητα» ή υπεριστορικότητα της

«αισθητικής φύσης ή ύπαρξης» του λογοτεχνικού και γενικότερα του

καλλιτεχνικού έργου* αυτήν την -αισθητική— υπερχρον ικότητα του

καλλιτεχνικού έργου, πρόβαλλε ήδη ο Μ βιχ («Οαηάπδδβ...», 1857/

1858) ως δυσεπίλυτο, αν όχι άλυτο, σε αντιπαράθεση με την ιστορικό-

τητά του, στην εποχή του πρόβλημα: «Αλλά η δυσκολία δεν έγκειται

στο να καταλάβουμε ότι η [αρχαία] ελληνική τέχνη και το έπος

συνάπτονται με ορισμενες μορφές της κοινωνικής εξέλιξης. Η δυσκο­

λία είναι, ότι μας προσφέρουν ακόμα καλλιτεχνική απόλαυση και

κατά κάποιον τρόπο ισχύουν ως κανόνας και άφταστα υποδείγματα».14

Αυτό το «αιώνιο θέλγητρο» (β>νί§θΓ Κβίζ), που ασκεί ακόμα και

σήμερα η αρχαία, κλασική τέχνη, ο Μ βγχ το ανήγε, στην περίφημη

αυτή αποστροφή του, στην «παιδική ηλικία της ανθρωπότητας».

Αλλ’ ακριβώς αυτό το «αιώνιο θέλγητρο», η «υπερχρονική» αισθη­

τική παρουσία του έργου τέχνης, είναι, όπως παρατηρήθηκε,15 και

στην περίπτωση αυτή του Μ ογχ, συνάρτηση της νέας ιστορικής

στιγμής του — της στιγμής της πρόσληψής του, όπως θα λέγαμε

σήμερα: ο μετακλασικός ουμανισμός του Ματχ και της εποχής του.

Με το επιχείρημα της αισθητικής φύσης του λογοτεχνικού έργου

επιχειρήθηκε σε μερικούς νεότερους μελετητές, ιδεολογικούς απογό­

νους του Οί1ώβγ (Η. Αηζ, 1977), η άρνηση της ιστορίας της

λογοτεχνίας: «Τί είναι μια αρχαία τραγωδία δεν αποκαλύπτεται στην

“ Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας” του Α. Ιιβδίςρ, αλλά — για να

μιλήσουμε με τον Αριστοτέλη - στο τραγικό πάθος του φόβου και του

ελέου». Αλλά, όπως σωστά αντιπαρατηρήθηκε, ακριβώς αυτό το

«τραγικό πάθος» ήταν ιστορικά προσδιορισμένο: στον πολίτη της

αθηναϊκής δημοκρατίας η «αισθητική εμπειρία» του, που συμπεριελάμ-

βανε ακόμα στοιχεία λατρείας, ήταν εντελώς διαφορετική από την

Page 360: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

368 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

«αισθητική εμπειρία» του σημερινού, σύγχρονού μας κοινού της

αρχαίας τραγωδίας, και μάλιστα του επιστήμονα μελετητή και ιστο­

ρικού της. Έργο της ιστορίας της λογοτεχνίας είναι η κατάδειξη

αυτής ακριβώς της ιστορικότητας της αισθητικής φύσης και λειτουρ­

γίας της λογοτεχνίας.16

Η ιστορικότητα της αισθητικής λειτουργίας της λογοτεχνίας

καταφαίνεται λ.χ. από την κατάταξη και παρουσίαση ενός ορισμένου

κειμένου κάτω από ένα ορισμένο λογοτεχνικό είδος (π.χ.: «λυρική

ποίηση») και η ίδια αισθητική σύμβαση μαρτυρείται και από την

αισθητική μεταλειτούργηση ενός εξωλογοτεχνικού κειμένου, όπως

λ.χ. ενός διαφημιστικού σλόγκαν, με την ενσωμάτωσή του σ’ ένα

παραδεδεγμένο λογοτεχνικό είδος, π.χ. ένα μυθιστόρημα. Πολύ περισ­

σότερο: Η νέα αυτή «αισθητική εμπειρία» συνεπιβάλλει και την

αναθεώρηση, ανακατάταξη και επαναξιολόγηση και των παλαιότερων

λογοτεχνικών έργων και ειδών.

Αλλά μιαν αληθινή «επανάσταση» στη σύγχρονή μας αισθητική -

και λογοτεχνική — θεωρία αποτελεί η «ανακάλυψη» της ιστορικότητας

του ίδιου του λογοτεχνικού έργου: «Το ιστορικό στοιχείο είναι στα

καλλιτεχνικά έργα στοιχείο συστατικό» — αποφαινόταν στη μεταθανά­

τια (1973) δημοσιευμένη «Αισθητική θεωρία» του ο ΤΗβοάοΓ ΑάοΓηο·

και συνέχιζε: «τ’ αυθεντικότερα είναι εκείνα που παραδίδονται ανεπι­

φύλακτα στο ιστορικό περιεχόμενο της εποχής τους, χωρίς να έχουν

την αυθάδεια ότι βρίσκονται πάνω απ’ αυτήν. Αυτά είναι η ιστοριο­

γραφία της εποχής τους, που δεν έχει η ίδια συνείδηση του εαυτού

της, και αυτό ακριβώς είναι, πριν απ’ όλα, που τα κάνει να μετέχουν

στη γνώση».17

Μια θεωρητική απάντηση στο θεμελιακό ερώτημα: πώς οι συγκε­

κριμένοι εξωκαλλιτεχνικοί, εξωαισθητικοί, ιστορικοκοινωνικοί όροι της

γένεσης του λογοτεχνικού και γενικότερα του καλλιτεχνικού έργου

ενσωματώνονται σ’ αυτό και πώς αυτό, μολοντούτο, λειτουργεί

«αισθητικά» σε σχέση μ’ αυτούς, είχε προσπαθήσει να δώσει ήδη στα

1936, διασταυρώνοντας τα επιτεύγματα του ρωσικού φορμαλισμού με

τα διδάγματα του μαρξισμού, ο |αη Μιι1ίατον5ΐίγ, ένας από τους

εξοχότερους εκπροσώπους της «Σχολής της Πράγας» («Αισθητική

Page 361: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 369

λειτουργία, αισθητική νόρμα και αισθητική αξία ως κοινωνικά γεγο­

νότα», 1936):

«Η αισθητική αξία [που είναι ενσωματωμένη σ’ ένα έργο] συνάπτει

μια στενή σχέση με τις εξωαισθητικές αξίες, που εμπεριέχει το έργο,

και, με τη διαμεσολάβησή τους, με το σύστημα των αξιών, που

καθορίζουν τη ζωική πράξη της κοινότητας που προσλαμβάνει το έργο.

Η σχέση της αισθητικής αξίας προς τις εξωαισθητικές είναι τέτοια,

ώστε η αισθητική αξία να κυριαρχεί πάνω στις άλλες, χωρίς εν

τούτοις να τις εξουδετερώνει, αλλά μόνο να τις συνάπτει σ’ ένα

σύνολο. [...] Με τη διαμεσολάβηση της αισθητικής αξίας η τέχνη

επιδρά κατευθείαν πάνω στη σχέση του ανθρώπου που καθορίζεται από

το αίσθημα και τη θέληση, ώσπου να συναντήσει το θεμελιακό

ρυθμιστικό όργανο της ανθρώπινης πράξης - και αυτό σ’ αντίθεση με

την επιστήμη και τ)η φιλοσοφία, που επιδρούν πάνω στην ανθρώπινη

πράξη μέσω της νοητικής διαδικασίας».18

Η λύση του προβλήματος στην ιστορικογραμματολογική πράξη

παραμένει ακόμα ανοιχτή, είναι όμως ήδη φανερό ότι δε βρίσκεται

στην ανάλυση του έργου «εκ των έσω» — άλλωστε μια τέτοια

ανάλυση, τραβηγμένη ώς την έσχατη συνέπειά της, αποδείχτηκε, με

συγκεκριμένες έρευνες, πρακτικά αδύνατη: ό,τι είναι «μέσα στο έργο»

παραπέμπει, αναγκαστικά, έξω απ’ αυτό.

Η ιστορικότητα διαπερνάει και καθορίζει, πέρα από το συγκεκρι­

μένο έργο, ολόκληρη τη «λογοτεχνία ως θεσμό» (ίηδίίΐιιϋοη ΙϋΐέΓ&ΐΓβ/

ΙίίίβΓαπδοΙιβ Ιηδΰίυϋοη), από την πρώτη στιγμή της παραγωγής/

δημιουργίας του λογοτεχνικού έργου ώς την εκάστοτε τελευταία

στιγμή της κατανάλωσης/πρόσληψής του, με όλες τις ενδολογοτεχνι-

κές και εξωλογοτεχνικές αναφορές, συναρτήσεις κ’ εξαρτήσεις του.

Αναλυτικά, κ’ εντούτοις συνοπτικά:

Page 362: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

370 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

1. Ιστορικότητα του συγγραφέα

• ιστορικότητα του συγκεκριμένου, εμπειρικού συγγραφέα, (λόγια/

λαϊκή, ανώνυμη λογοτεχνία).

• ιστορικότητα της συνείδησης/αυτοσυνείδησης του εμπειρικού συγ­

γραφέα.

• ιστορικότητα της «βούλησης του συγγραφέα»· (σχέση «συγγραφι­

κής βούλησης»/«συγγραφικής αναγκαιότητας»).

• ιστορικότητα του αφηρημένου «συγγραφέα»/του θεωρητικού «συγ-

γραφέα»/της έννοιας «συγγραφέας» (αοιδός-ραψωδός-ποιητής-λογο-

τέχνης-συγγραφέας).

• ιστορικότητα της λογοτεχνικής/συγγραφικής «προσωπικότητας».

2. Ιστορικότητα του λογοτεχνικού έργου

• ιστορικότητα του συγκεκριμένου (λογοτεχνικού) έργου/(γραμματεια-

κού) κειμένου. ^

• ιστορικότητα της «στιγμής» της γένεσης/γραφής του.

• ιστορικότητα της (φιλολογικής) «παράδοσής» του.

• ιστορικότητα της δημοσίευσής του/των δημοσιεύσεών του (= ιστο-

ρική-κριτική έκδοση).

• ιστορικότητα της πρόσληψής του/των διαδοχικών του προσλήψεων.

• ιστορικότητα της μορφής του: της γλώσσας του.

• ιστορικότητα των «στρωμάτων» του λογοτεχνικού έργου (το έργο

ως «δοχείο συντήρησης» των προηγούμενων έργων, που περιέχονται

μέσα του: το έργο ως «παλίμψηστο»).

• ιστορικότητα της μετάβασης: γραμματειακό κείμενο —> λογοτε­

χνικό έργο —» γραμματειακό κείμενο,

• ιστορικότητα του αφηρημένου «έργου»/«κειμένου» — της έννοιας

«έργο»/«κε ίμενο» (εσωλογοτεχν ικό/εξωλογοτεχν ικό κε ίμενο).

• ιστορικότητα των «μορφών»: τυποποιημένη/ατομική μορφή = «στιγ­

μή» της διαδικασίας της μορφοποίησης.

Page 363: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 371

• ιστορικότητα των λογοτεχνικών (και εξωλογοτεχνικών) «γενών»

και «ειδών».

• ιστορικότητα του «λογοτεχνικού συστήματος»/της «λογοτεχνικής

σειράς».

• ιστορικότητα του «λογοτεχνικού κανόνα».

3. Ιστορικότητα, της θεωρίας της λογοτεχνίας/γραμματείας (= επιστημονική «φάση» της πρόσληψης).

• ιστορικότητα της Ποιητικής/των Ποιητικών//της Ρητορικής/των

Ρητορικών.

• ιστορικότητα της έννοιας «λογοτεχνία»/«ποίησις»/«γραμματεία».

• ιστορικότητα της γραμματολογικής ορολογίας.

• ιστορικότητα της «λογοτεχνικότητας» («ΙίΚβΓαηΐβ»).

• ιστορικότητα της ιστορίας/ιστοριογραφίας της λογοτεχνίας/γραμ­

ματείας: «κατάλογοι» συγγραφέων/έργων —■> χρονογραφία —» ιστο­

ρία «γεγονότων»Λ<ιδεών»/«πολιτισμού» ιστορική θεωρία/ιστορι-

κογραμματολογική Θεωρία.

Στα παρακάτω Θα εξετάσουμε συνοπτικά τα κυριότερα προβλήματα

της ιστορίας/ιστοριογραφίας της λογοτεχνίας:

1. Το πρώτο πρόβλημα που τίθεται στον ιστορικό της λογοτεχνίας

είναι το πρόβλημα της αντικειμενικότητας και της αξιολόγησης: Η

«αντικειμενικότητα» της ιστορίας και γενικότερα της επιστημονικής

μελέτης της λογοτεχνίας δεν πρέπει να εννοηθεί με την έννοια της

αντικειμενικότητας των φυσικών επιστημών — εδώ ακριβώς έγκειται η

θεμελιακή παρεξήγηση, ή μάλλον αυταπάτη, που χαρακτήριζε το

θετικισμό — και το γραμματολογικό, όπως είδαμε, θετικισμό — του

19ου αιώνα, αλλά και το νεοθετικιστικό επιστημονισμό της στρουκτου­

ραλιστικής γραμματολογικής θεωρίας και πράξης στον αιώνα μας -

αλλά με την έννοια των ιστορικοκοινωνικών επιστημών: Η «αντικει­

μενικότητα» αυτή καθορίζεται από- την αδιάσπαστη σχέση μεταξύ

—ιστορικού— αντικειμένου και —ιστορικού— υποκειμένου, στην περί-

Page 364: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

372 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

πτώση αυτή μεταξύ λογοτεχνίας ως ιστορικού «γεγονότος» και του

μελετητή-ιστορικού της. Η αντικειμενικότητα αυτή δεν πρέπει να

εννοηθεί ως ουδετερότητα ή αν ιδεολογ ικότητα του ιστορικού υποκειμέ­

νου. Αντίθετα: Η «αντικειμενικότητα» του ιστορικού-μελετητή συνε­

πάγεται το «ενδιαφέρον» του, την (αυτο)τοποθέτησή του απέναντι στο

ιστορικό αντικείμενο και αυτό πάλι συν επιβάλλει την αντανάκλαση

αυτής της σχέσης και στο ίδιο του το -ιστοριογραφικό- έργο, μ’ άλλα

λόγια: η ιστορικότητα του αντικειμένου («λογοτεχνία») και της

επιστημονικής του προσέγγισης («ιστορία λογοτεχνίας») πρέπει να

συμπληρώνεται από την ιστορικότητα του υποκειμένου-μελετητή του

και την αυτοσυνείδηση, την εξιστορίκευση αυτής της ιστορικότητάς

του.

Ο ιστορικός της λογοτεχνίας — και σ’ αυτό διαφέρει ουσιαστικά από

τον ιστορικό της γενικής/πολιτικής ιστορίας — δεν είναι μόνο ερμηνευ­

τής του ιστορικού αντικειμένου-ντοκουμέντου, αλλά και ο ίδιος ανα­

γνώστης του λογοτεχνικού έργου-μνημείου, δέκτης και φορέας της

αισθητικής, πολιτισμικής και ιδεολογικής «αξίας» του λογοτεχνικού

έργου — είναι δηλαδή ο τελευταίος, προς το παρόν, κρίκος στην

αλυσίδα των διαδοχικών του προσλήψεων.

Για τον αυτοέλεγχό του και για τη λογοδοσία του απέναντι στους

άλλους ο ιστορικός (της λογοτεχνίας) πρέπει να τηρεί τον κανόνα της

διάκρισης ανάμεσα στα τρία είδη προτάσεων, όσο δυσδιάκριτα και αν

είναι τα μεταξύ τους όρια: διαπίστωση (ΙαΗΐδΙ&ϋβΓβικΙβδ ΙΜθίΙ),

ερμηνεία (του γεγονότος, της πραγματικότητας) (άβυίβηοΐβδ ϋιΐβίΐ),

αξιολόγηση (\νβι1βη(1βδ ϋιΐβίΐ).19

Η επιλογή ανάμεσα στην απειρία του ιστορικού υλικού είναι όχι

μόνο αναπόφευκτη αλλά και αναγκαία. Ακόμα και τα καταλογραφικά

και χρονογραφικά έργα, που αναφέραμε στην «προϊστορία» της νεότε­

ρης, επιστημονικής ιστορίας της λογοτεχνίας, υπόκεινταν στο «νόμο»

της επιλογής του υλικού. Μια τέτοια επιλογή όμως συνεπάγεται την

ερευνητική ενέργεια της αξιολόγησης. Αυτό πάλι σημαίνει: Η ιστορία

της λογοτεχνίας είναι αναπόσπαστα δεμένη με την κριτική της

λογοτεχνίας — ο ιστορικός με τον κριτικό της λογοτεχνίας. Όπως

είπαμε παραπάνω, οι θετικιστικές και νεοθετικιστικές απόψεις για

Page 365: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 373

μιαν ουδέτερη, ανιδεολογική μελέτη και ιστορία της λογοτεχνίας

αποδείχτηκαν ουτοπικές και στην ουσία τους αντιεπιστημονικές.

Όπως επιβεβαιώνει ο Ό. \ν. Εοΐάίβιηα («Οί6Γ&τγ Ηίδϊοιγ, Μοάβι*-

ηίδΐπ, »ηά Ροδίιήοάβπιίδΐη», 1984), παραπέμποντας στον 01. ΟαίΗ^η,

«διαφορετικά απ’ ό,τι ο κριτικός, ο ιστορικός της λογοτεχνίας δεν

μπορεί να ικανοποιηθεί με μιαν ατομικιστική προσέγγιση της λογοτε­

χνίας».20 Γιατί κάθε κριτική-αξιολόγηση της λογοτεχνίας υπάγεται,

όπως κατέδειξε στη συστηματικότατη μελέτη του ο ^ 5ο1ιιι1ΐβ-5αδδβ

(«υΐβΓ&ιίδοΙιβ \νβιΐιιη£», 21976), στους ίδιους ιστορικούς νόμους,

στους οποίους «υπακούει» και το αντικείμενό της.

Έτσι η (επιστημονική) κριτική-αξιολόγηση του ιστορικού αντικει­

μένου «λογοτεχνία» δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να σημαίνει την

υποκειμενική έκφραση της προσωπικής γνώμης και του προσωπικού

γούστου του ιστορικού-μελετητή, αλλά, σύμφωνα με τα παραπάνω,

κριτική αξιοποίηση του ιστορικού παρελθόντος από τη σκοπιά ενός

αντικειμενικοποιημένου-εξιστορικευμένου παρόντος με την προοπτική

ενός μεταλλαγμένου ιστορικού μέλλοντος. Η ιστορική αξιολόγηση της

λογοτεχνίας συνεπιβάλλει την αφομοίωση και όλων των προηγούμε­

νων —ιστορικών— κριτικών αξιολογήσεών της* από την εξιστορικευμένη

αυτή αφομοίωση αποκτά την ιστορικότητά της, δηλαδή τη σχετική

αντικειμενικότητά της.

2. Προσωποκεντριχή-βιογραφιχή (με κέντρο το συγγραφέα) ή εργο-

χεντρική ιστορία της Λογοτεχνίας.

«Το προφανέστερο αίτιο ενός καλλιτεχνικού έργου είναι ο δημιουρ­

γός του, ο συγγραφέας του, και για το λόγο αυτο μια εξήγηση από

την άποψη της προσωπικότητας και της ζωής του συγγραφέα υπήρξε

μια από τις παλαιότερες και πιο καθιερωμένες μεθόδους της μελέτης

της λογοτεχνίας», παρατηρούσε ο Κ. \Υβ11β1ζ (1949).21

Όπως είδαμε, η «βιογραφική μέθοδος» είχε τη μακρινή προϊστορία

της στις αρχαίες βιογραφικές συλλογές «άβ νίπδ ίΐΐιΐδϊηβιΐδ» και

γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της από τις τελευταίες δεκαετίες του

19ου αιώνα ώς τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας με κύριους

εκπροσώπους της τους γερμανούς Ε. δοΐιιηίάί («Ι.βδδΐ移 1884/1892),

\Υ. ΟίΜιβγ («Ό&δ Ειΐββηίδ ιιηά άίβ ΟίοΗΐιιη^», 1905), Ε. ΟιιηάοΙί

Page 366: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

374 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

(«ΟοβίΗβ», 1916) και το δανό Ο. ΒΓ&ηάβδ («δΗα&βδρβ&τβ», 1895/

1896* «Οοβύιβ», 1914/1915) — ενώ την ίδια εποχή έκανε την

εμφάνισή της και η μαρξιστική βιογραφία στο πρόσωπο του πρωτοπό­

ρου Γ. ΜβΗπη§ («Όίβ Ιι©δδίη§-Ι,β§βη(ΐ6», 1891/1892· «δοΗίΙΙβΓ»,

1905* «ΚατΙ Ματχ», 1918) — και με λαμπρότερο πρόδρομό τους τον

άγγλο I- Βοδ\νβ11 («ΤΗ© ΙΛί© ο£ δαιηυβί |οΗηδοη», 1791).

Τα αποφασιστικότερα πλήγματα κατά της προσωπογραφικής-βιο-

γραφικής αυτής μεθόδου προήλθαν από την πλευρά του φορμαλισμού,

του στρουκτουραλισμού και των άλλων «εργοκεντρικών» θεωριών της

λογοτεχνίας στον αιώνα μας. Έτσι ήδη ο Ρ. ναΐέιγ ονειρευόταν

προπολεμικά μια λογοτεχνία της ιστορίας χωρίς ν’ αναφέρεται ούτε

ένα όνομα, ο Οΐβ&ηΐΗ ΒΐΌοΙζδ, ένας από τους σημαντικότερους εκπρο­

σώπους του αμερικανικού «Νβνν Οπϋοίδΐη», προπαγάνδιζε στα 1949

τη μελέτη και κριτική του λογοτεχνικού έργου «αυτού καθεαυτό» και

όχι ως «εξαρτήματος» της βιογραφίας του συγγραφέα του ή ως

εικονογράφηση της πνευματικής ιστορίας της εποχής του, ενώ οι

γάλλοι στρουκτουραλιστές Κ. ΒατΐΗβδ (1960) και Ο. ΟβηβΗβ (1965)

απαιτούσαν μιαν ιστορία της λογοτεχνίας που θ’ αποτελούνταν από τη

σύνθεση επιμέρους δομών, που δεν ταυτίζονται με τα συγκεκριμένα

λογοτεχνικά έργα και τους συγγραφείς τους — ενσωματωμένων σ’ ένα

ευρύτερο ιστορικοπολισμικό πλαίσιο: «Αν θέλουμε να κάνουμε λογοτε­

χνική ιστορία, πρέπει ν’ απαρνηθούμε το άτομο Ρακ/νας, να μετα­

βούμε αποφασιστικά στο επίπεδο των τεχνικών, των κανόνων, των

τελετουργιών και των συλλογικών νοοτροπιών», κήρυσσε ο Κ. Β&τϋιβδ

στ<Χ 1960 («,Η&Ιοίτβ ου ΙΛϊϊέτοϊητβΊ»).^

Όμως, οι ίδιοι αυτοί κήρυκές της όχι μόνο δεν προχώρησαν στη

συγγραφή μιας τέτοιας ιστορίας της λογοτεχνίας, αλλά ούτε καν

μπόρεσαν ν’ απαρνηθούν από τις συγκεκριμένες μελέτες τους το άτομο-

συγγραφέα «Ρακίνας» ή οποιοδήποτε άλλο. Έτσι, μερικά βιογραφικά

έργα προήλθαν και από μερικούς απ’ αυτούς τους φορμαλιστές και

στρουκτουραλιστές (Β. Ε^ΗβηΗαυιη, «Ιτβν Το1δ£ορ>, 2 τόμοι, 1928-

1931* V. δΜονδΙά}, «ί.Θν Το1δΙορ>, 1963), ενώ η «βιογραφική μέθο­

δος» πρόσφερε και εξακολουθεί να προσφέρει και μετά τον τελευταίο

πόλεμο μερικά αξιόλογα έργα. Ενώ είχε διακηρυχτεί ο «θάνατος του

Page 367: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 375

συγγραφέα» (Κ. Βαιΐΐιβδ, «Ια ιηοιΐ: άβ ΓαιιίβιΐΓ», 1968), ο ίδιος,

πραγματικά εφτάψυχος αυτός «συγγραφέας», κατόρθωσε να μπει από

την πίσω πόρτα και να εγκατασταθεί μόνιμα, ως ο αντίθετος πόλος

του «αναγνώστη», και στη σύγχρονη θεωρία της αφήγησης (αφηγη-

ματολογ ία).

Πραγματικά, μια ιστορία της λογοτεχνίας χωρίς το συγγραφέα θα

ήταν αδιανόητη — τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος της «προσω­

πικής», «λόγιας», «ανώτερης» λογοτεχνίας· άλλωστε μια τέτοια

υποθετική «ιστορία» θα διέγραφε την ιστορική και ουσιαστική διαφορά

ανάμεσα λ.χ. στην ανώνυμη, μεσαιωνική ή νεότερη λαϊκή λογοτεχνία

(δημοτικό τραγούδι κ.τ.λ.) και τη μεσαιωνική ή νεότερη, ιδιαίτερα

την αστική επώνυμη λογοτεχνία. Άλλωστε στην προσωπική, ιδιαίτερα

την αστική, λογοτεχνία το «κοινωνικό» δεν περνάει στη λογοτεχνία

άμεσα, αλλά διαμεσολαβημένο μέσα από το άτομο-συγγραφέα. Αυτό

σημαίνει, ότι και ο —εκάστοτε— ρόλος του «συγγραφέα» πρέπει να

θεωρείται πάντα μέσα στην ιστορική του προοπτική και οπωσδήποτε

μέσα στο τριαδικό συνθετικό σχήμα της ιστορικής μελέτης της λογο­

τεχνίας: «παραγωγή-διάθεση (αγορά)-κατανάλωση (πρόσληψη)— στη

δυναμική του ιστορική σχέση: άτομο-κοινωνία.

3. Χρονολογική ταξινόμηση/χρονολογικές τομές: Γενιές, περίοδοί

(εποχές, φάσεις), ρεύματα («-ισμοί»)> «σχολές».

Η χρονολογική ταξινόμηση, η διαίρεση της αδιάκοπης στην πραγ­

ματικότητα ιστορικής ροής, είναι μια αναπόδραστη ανάγκη για τη

σύλληψη του ιστορικού γίγνεσθαι εν γένει από το ιστορικό υποκείμενο,

αλλά και για την ίδια την ιστορική αυτοσυνείδηση του ιστορικού

υποκειμένου.

Για το λόγο αυτό, οι πρώτες απόπειρες για την «περιοδολόγηση»

και των πνευματικών-πολιτιστικών φαινομένων βασίστηκαν στην ιστο­

ρία του ανθρώπου, ως ατόμου και ως βιολογικού είδους. Η έννοια της

«γενιάς» πολιτογραφήθηκε στη «γενική ιστορία» γύρω στα 1850 και

από εκεί μεταφέρθηκε στην ιστορία της λογοτεχνίας γύρω στα 1880

και χρησιμοποιήθηκε σε δύο εννοιολογικές παραλλαγές: α) Τπό την

επίδραση του θετικισμού και βιολογισμού του 19ου αιώνα, η «λογοτε­

χνική γενιά» ταυτίστηκε με τη μέση «γόνιμη» ηλικία (το μισό του 70:

Page 368: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

376 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

γύρω στα 35 χρόνια) του ανθρώπου-συγγραφέα (\¥. δοΙϊβΓΘΓ) - προσδί­

δοντας έτσι στα πνευματικά-καλλιτεχνικά-λογοτεχνικά φαινόμενα το

χαρακτήρα της βιολογικής «γέννησης-ακμής-παρακμής». β) Υπό την

επίδραση της «πνευματοκεντρικής» θεωρίας της ιστορίας (\¥. Βί1ώβγ)

η (λογοτεχνική) «γενιά» εννοήθηκε ως η κοινωνική ομάδα σχετικά

συνομήλικων ατόμων (δημιουργών, συγγραφέων, λογοτεχνών), που

συνδέονται μεταξύ τους με κοινή μόρφωση, ιδεολογία, ιστορικές εμπει­

ρίες και βιώματα — και με την έννοια αυτή χρησιμοποιήθηκε πλατιά

ιδίως μετά τον πρώτο Μεγάλο Πόλεμο, στις δεκαετίες του 1920 και

1930» με χαρακτηριστικότερο δείγμα της «μεθόδου» αυτής την

«ΗίδίοίΓβ άβ Ια ΙίϋβΓ&ΙυΓβ ίταηςαΐδβ άβ 1789 α ηοδ 3*οιιγ8» (1936) του

Α. ΤΗΛ&ικΙβΙ:, από την οποία «κατάγεται» και η «Ιστορία της

νεοελληνικής λογοτεχνίας» (41948-1949) του Κ. θ. Δημαρά.

Η έννοια της λογοτεχνικής «γενιάς» αποδείχτηκε, στη θετικι-

στική-β ιολογ ική της τουλάχιστον παραλλαγή, εντελώς αστήρικτη και

απαράδεκτη* στη δεύτερη σημασία της μπορεί, έστω και με μεγάλη

επιφύλαξη και περίσκεψη, να γίνει δεκτή, αφού ορισμένες πυκνώσεις

στα πολιτισμικά-πνευματικά-καλλιτεχνικά-λογοτεχνικά φαινόμενα σε

ορισμένες ιστορικές στιγμές συμπίπτουν, πραγματικά, με μιαν ορι-'

σμένη «ομάδα»-γενιά σχείόν συνομήλικων καλλιτεχνών, διανοουμέ­

νων, λογοτεχνών και «φέρονται» πραγματικά απ’ αυτήν. Μ ’ αυτή τη

σημασία έχει επικρατήσει και ως γραμματολογικός όρος η έννοια της

«λογοτεχνικής γενιάς» για τη σήμανση λ.χ. της «Γενιάς του 1898»

στην ιστορία της ισπανικής ή της «Γενιάς του 1880» και της «Γενιάς

του 1930» στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας* προβληματική

παραμένει, οπωσδήποτε, η χρήση των όρων «α', β' κ.τ.λ.» μεταπολε­

μική γενιά — και εντελώς άστοχη είναι η κατάτμηση της ιστορίας της

μεταπολεμικής λογοτεχνίας σε «γενιές» κατά δεκαετίες: «Γενιά» του

1950, του 1960 κ.τ.λ.

Για την περιοδολόγηση της ιστορίας είχαν χρησιμοποιηθεί ήδη από

την κλασική αρχαιότητα έννοιες όπως «εποχή» και, στην ίδια σημα­

σία, «αιών». Έτσι λ.χ. στις εκφράσεις «Χρυσούς Αιών» και «Αιών του

Αυγούστου», για τις αντίστοιχες «εποχές» της κλασικής ακμής της

Αθήνας και της Ρώμης — και η δεύτερη έννοια, μ’ επίκεντρο τη

Page 369: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 377

«θητεία» του ηγεμόνα θα χρησιμοποιηθεί και στη νεότερη ευρωπαϊκή

ιστορία («εποχή» ή «αιώνας» του Λουδοβίκου ΙΔ', ΙΕ', ΙΣΤ' κ.τ.λ.).

Σχετικά νεότερη είναι η χρονολογική ενότητα του «αιώνα» με την

έννοια της εκατονταετίας· η έννοια αυτή συνδέεται με την ιδέα της

εσωτερικής υφολογικής ενότητας/κοινότητας, του κοινού εποχιακού

καλλιτεχνικού στιλ, ιδίως στις ιταλικές παραλλαγές της (ίΐ (^ιι&Ήιό-

οβηΐτο, ίΐ ΟίπφίΘΟβηΙο κ.τ.λ.). Είναι αξιοσημείωτο ότι η έννοια αυτή

του «αιώνα» δε συμπίπτει απαραίτητα και υποχρεωτικά με την αρχή

και το τέλος της χρονολογικής «εκατονταετίας»* έτσι λ.χ. ο «γαλλι­

κός 18ος αιώνας» αρχίζει γύρω στα 1680 (Ροηίβηβΐΐβ) — και ο

νεοελληνικός «19ος αιώνας» γύρω στα 1830.

Ο κοινότερα χρησιμοποιούμενος σήμερα όρος για τη χρονολογική

οριοθέτηση και τηςν πνευματικής-καλλιτεχνικής-λογοτεχνικής ιστο­

ρίας είναι η έννοια «περίοδος» — και ως «υποδιαίρεσή» της η έννοια

«φάση» — και ακριβώς η χρήση αυτού του όρου παρουσιάζει και για τον

ιστορικό της λογοτεχνίας τα περισσότερα αλλά και σημαντικότερα για

την ιστορία της λογοτεχνίας προβλήματα:

Καταρχήν, η χρήση μερικών χρονικών ορίων της «εξωτερικής»

προς τη λογοτεχνία πολιτιχής ιστορίας για τη χρονολόγηση και της

ιστορίας της λογοτεχνίας φαίνεται αναπόφευκτη. Έτσι λ.χ. στην

«Ιστορία της γαλλικής λογοτεχνίας» (1936) του Α. ΤΗΛαικΙβί, που

ανάφερα παραπάνω, οι χρονικές τομές «1789» και «1871» έχουν

παραληφθεί από την πολιτική ιστορία, ενώ οι τομές «1914/1918» και

«1939/1945» έχουν εισαχθεί στις περισσότερες Ιστορίες των ευρωπαϊ­

κών εθνικών λογοτεχνιών και για την οριοθέτηση των «αντίστοιχων»

περιόδων τους — και τούτο ανεξάρτητα από τις διαφορές και τις

αποκλίσεις στην περιοδολόγηση ανάμεσα στις επιμέρους εθνικές λογο­

τεχνίες.

Ωστόσο, η «ιστορική εξέλιξη» της λογοτεχνίας ως «αυτόνομου

συστήματος», όπως την έχει επαναδιατυπώσει πρόσφατα ο I. Ργολυ

(«Ματχίδπι οποί υΐβΓ&τχ Ηίδίοιγ», 1986),23 χαρακτηρίζεται από τη

χρονική-ιστορική συνύπαρξη της «συνέχειας», ως αναπαραγωγής της

λογοτεχνικής «νόρμας», και της «ασυνέχειας», ως παραγωγής απο-

κλινουσών από τη «νόρμα» λογοτεχνικών μορφών — και η ιδιοτυπία

Page 370: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

378 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

αυτή της ιστορικής εξέλιξης της λογοτεχνίας υπογραμμίζεται από τη

συνύπαρξη διαφορετικών «γενεών», εκπροσώπων διαφορετικών

«τάσεων», αλλά και διαφορετικών «ρευμάτων» και «ιδεών» στην ίδια

περίοδο και, προπαντός, από την «ασυγχρον ία» ανάμεσα στην ιστορική

εξέλιξη του «λογοτεχνικού συστήματος» από τη μια πλευρά, των

άλλων κοινωνικών «συστημάτων» και της ίδιας της «οικονομικής

βάσης» από την άλλη, που επισήμαναν ο ίδιος και άλλοι θεωρητικοί.

Η έννοια της «περιόδου» στην ιστορία της λογοτεχνίας, της τέχνης

και του πολιτισμού γενικότερα δεν είναι δυνατό να οριστεί αποκλει­

στικά με εξωτερικά χρονολογικά κριτήρια, ως το διάστημα ανάμεσα

σε δύο χρονικές στιγμές* η έννοια της «περιόδου» συνεπάγεται εδώ, τις

περισσότερες φορές, ένα ορισμένο ιστορικοπολιτισμικό, ιδεολογικό,

καλλιτεχνικό-λογοτεχνικό και, μερικές φορές, μορφικό-«υφολογικό»

«περιεχόμενο» — μια εσωτερική ενότητα που εκφράζεται, γενικά, με

την έννοια του — καλλιτεχνικού και λογοτεχνικού — «ρεύματος» και

των διαφόρων «-ισμών», όπως: «Αναγέννηση», Μπαρόκ, Διαφωτι­

σμός, Κλασικισμός, Ρομαντισμός. Το πρόβλημα περιπλέκεται στη

νεότερη εποχή, από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα* με τη

διαδοχική εμφάνιση όλο και περισσότερων «αλληλοαναιρούμενων»

ρευμάτων (Νατουραλισμός, Συμβολισμός, Ντανταϊσμός, Υπερρεαλι­

σμός κ.τ.λ.), που αντιστέκονται σε κάθε προσπάθεια της χρονολογικής

τους οριοθέτησης — πράγμα που επιβεβαιώνει τη μη ταύτιση μιας

ορισμένης χρονολογικής περιόδου μ’ ένα ορισμένο καλλιτεχνικό-λογο-

τεχνικό ρεύμα.

Είναι αξιοσημείωτο ότι πολλοί από τους παραπάνω -ισμούς (Ανα­

γέννηση, Μπαρόκ, Ιμπρεσιονισμός, Εξπρεσιονισμός κ.ά.) πέρασαν

στην ιστορία της λογοτεχνίας από την ιστορία των Εικαστικών

Τεχνών, όπου είχαν χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά, και ότι μερικοί

-ισμοί (Ρομαντισμός, Νατουραλισμός, Συμβολισμός) είχαν ήδη χρησι­

μοποιηθεί από τους ίδιους τους ιστορικούς τους φορείς: τους πρωτοπό­

ρους τους κήρυκες και προπαγανδιστές — γεγονός που κάνει, θα

λέγαμε, «αναγκαστική» τη χρήση τους και από τους νεότερους

ιστορικούς και μελετητές.

Κοινά παραδεκτό είναι, ότι το «περιεχόμενο» αυτό των «περιόδων»

Page 371: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 379

(Αναγέννηση, Διαφωτισμός κ.τ.λ.) δεν περιορίζεται στα λογοτεχνικά

φαινόμενα, αλλ’ εκτείνεται σε ολόκληρο το φάσμα των καλλιτεχνι­

κών, φιλοσοφικών και ιδεολογικών εκφάνσεων της ίδιας εποχής -

γεγονός που προσεπιμαρτυρεί την κοινότητα στην ιστορική εξέλιξη της

λογοτεχνίας και των άλλων καλλιτεχνικών και ιδεολογικών μορφών

του «εποικοδομήματος» μιας εποχής.

4. Τα διάφορα «είδη» της ιστορίας της λογοτεχνίας/«μερική» και

«ολική» ιστορία της λογοτεχνίας.

Σήμερα φαίνεται να επικρατεί γενικά η άποψη ότι η ιδιαιτερότητα

της ιστορίας της λογοτεχνίας εξασφαλίζεται, αν ως βάση και αφετη­

ρία της λαμβάνεται το ίδιο το λογοτεχνικό έργο. Ωστόσο, ήδη η

ανάλυση ενός ορισμένου λογοτεχνικού έργου περιλαμβάνει ερμηνευτι­

κές διαδικασίες, που οδηγούν, αναγκαστικά, έξω και πέρα από το

μεμονωμένο έργο* οι διαδικασίες αυτές ολοκληρώνονται, σύμφωνα μ’

ένα γερμανό μελετητή, σε τρεις φάσεις: διαπίστωση της εσωτερικής

δομής του έργου, διαπίστωση των πολλαπλών ενδολογοτεχνικών κ’

εξωλογοτεχνικών αναφορών του και, τέλος, συσχετισμός του με άλλα

κείμενα, με τη βοήθεια μιας ερμηνευτικής θεωρίας της λογοτεχνικής-

ιστορικής εξέλιξης.

Έτσι, η εργασία του ιστορικού συνίσταται, κατά τον ίδιο γερμανό

θεωρητικό, «σε μιαν ανάλυση που λαμβάνει υπόψη της και αποκαλύ­

πτει την ιστορικότητα των επιμέρους έργων» με απώτερο στόχο της

τη «συνθεώρηση και την οργανική συναρμολόγηση των κυρίαρχων,

δηλαδή των χαρακτηριστικών (τυπικών) ιστορικών, λογοτεχνικών και

μη λογοτεχνικών φαινομένων σε μια προοδεύουσα (συνεχή) έκθεση».25

Είναι φανερό ότι ένα τέτοιο ερμηνευτικό πρόγραμμα οδηγεί από την

«ανάλυση του κειμένου» στην ιστορικογραμματολογική σύνθεση. Ο

ιστορικός της λογοτεχνίας καλείται λοιπόν να ολοκληρώσει την

εσωτερική ανάλυση ή ερμηνεία των λογοτεχνικών έργων μ’ ένα

πλήθος βιογραφικών, γενικά ιστορικών και κοινωνιολογικών ερευνητι­

κών εργασιών, αποφεύγοντας τους σκοπέλους ενός επιστημονικού εκλε­

κτικισμού.

Ο ιστορικός της λογοτεχνίας είναι υποχρεωμένος, για την επίτευξη

της ιστορικής του σύνθεσης, να καταφύγει στα πορίσματα της ιστορίας

Page 372: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

380 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

του πολιτισμού, των ιδεών, των τεχνών, αλλά και της γενικής,

πολιτικής, οικονομικής ιστορίας κ.τ.λ., χωρίς το έργο του να ταυτίζε­

ται ή να εξαντλείται μ’ αυτά.

Ο Οίβιηβηΐ Μοίδ&η, στον οποίο οφείλονται δύο από τις πιο πρόσφα­

τες (1987/1990), διεξοδικές και συστηματικές, θεωρήσεις της Ιστο­

ρίας της λογοτεχνίας, εικονογραφεί τη θεωρητική του διερεύνηση με

μερικά διαγράμματα-μοντέλα, που προσπαθούν ν’ αποδώσουν την πολυ-

πλοκότητα της — «πολυεπιστημονικής» (ΐϊΐιιΙϋάίδοίρΙίη&ίΓβ) ή «διεπι­

στημονικής» (ίηίβιχΙίδοίρΙιηαΪΓθ), όπως τη λέει — ιστορικής αναπαρά­

στασης του «λογοτεχνικού φαινομένου» (ρΗβηοπιβηβ ΙϋίβΐΈΐΓβ) ως

«πολυσυστήματος» (ρο1γδγδί6Πΐ6), στο οποίο συμπεριλαμβάνονται όλες

οι ενδολογοτεχνικές και εξωλογοτεχνικές «στιγμές» ή φάσεις του,

όπως τις διαγράψαμε παραπάνω.26

Η ιστορικογραμματολογική αυτή σύνθεση δεν έχει πάλι να κάνει με

το ειδικότερο ή γενικότερο αντικείμενο της συγκεκριμένης ιστορικής

συγγραφής: Ένα συγκεκριμένο έργο μπορεί ν’ αναφέρεται στην ιστορία

ενός ορισμένου λογοτεχνικού είδους, ενός ρεύματος ή «ύφους», μιας

ορισμένης περιόδου, ενός κινήματος, ενός μορφικού στοιχείου!(μέτρου,

στροφής κ.τ.λ.) ή να εκτείνεται σε μίαν ή σε περισσότερες εθνικές

λογοτεχνίες — ή στην «παγκόσμια λογοτεχνία».

Μια ιστορία της λογοτεχνίας μπορεί επίσης να είναι επίτομη ή να

εκτείνεται σε περισσότερους τόμους, να είναι έργο ατομικό ή συλλο­

γικό — το πρόβλημα είναι πρακτικό: εξαρτάται κυρίως από το κοινό

στο οποίο αποσκοπεί.

Είναι γεγονός, ότι η τεράστια διόγκωση-επέκταση των πηγών,

των ίδιων των λογοτεχνικών και εξωλογοτεχνικών κειμένων, και της

σχετικής (επιστημονικής) βιβλιογραφίας, επιβάλλει όλο και περισσό­

τερο τη συγγραφή συλλογικών-ομαδικών έργων ιστορίας της λογοτε­

χνίας. Ωστόσο, τέτοια συλλογικά έργα διατρέχουν τον κίνδυνο ν’

αποτελέσουν μια συγκέντρωση ετερόκλητων εργασιών κατά «κεφά­

λαια», «θέματα» ή «περιόδους» χωρίς εσωτερική ενότητα — δηλαδή

χωρίς ακριβώς το «στοιχείο» εκείνο που μεταβάλλει τη γραμματολο­

γική μελέτη σε ιστορική σύνθεση.

Ενώ στα 1973 ακόμα ο Κ. λΥβΠβΙί εξόρκιζε την «παρακμή της

Page 373: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 381

ιστορίας της λογοτεχνίας» («ΤΗβ ΡαΙΙ ο£ ϋΐΘΓαιγ Ηίδίοιγ», 1973),27

στην οποία είχε προσφέρει και αυτός, μαζί με τους φορμαλιστές και

στρουκτουραλιστές προδρόμους και συνοδοιπόρους του, το θυμίαμά του,

είχε ήδη σημειωθεί μια σημαντική στροφή στην ιστορική θεωρία και

θεώρηση της λογοτεχνίας, όπως μπορεί να μαρτυρήσει η μικρή

βιβλιογραφική επιλογή από μια διογκωμένη στο μεταξύ σχετική

βιβλιογραφία, που συνοδεύει το κεφάλαιό μας αυτό. Η στροφή αυτή

άρχισε να διαγράφεται ήδη, συμβατικά, στα 1969, όταν εγκαινίασε

την έκδοσή του το εγκυρότατο περιοδικό «Νβ\ν ΟίβΓΒΓγ Ηίδίοιγ» στο

Πανεπιστήμιο της νίΓ ΐπία (ΗΠΑ) υπό τη διεύθυνση του Κε1£ ΟοΙιβη.

Ενώ ακόμα και από τη δεκαετία του 1960 είχαν αρχίσει να

κυκλοφορούν, παρά τη μαζική στρουκτουραλιστική αντίδραση, μερικά

ογκώδη, πολύτομα, συλλογικά έργα για μερικές από τις πιο εύφορες

εθνικές λογοτεχνίες της Ευρώπης, όπως οι Ιστορίες της ιταλικής

λογοτεχνίας του «Οατζαηϋ» από τα 1965 και του «Ι&ΙβΓζα» από τα

1970, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και, προπαντός, του

1980, όταν και μερικοί πρώην στρουκτουραλιστές άρχισαν να κάνουν

πάλι λόγο για την ιστορία της λογοτεχνίας (ΤοάοΓον, 1986), η

θεωρητική στροφή προς μια νέα ιστορία της λογοτεχνίας άρχισε να δίνει

τους καρπούς της σε μια σειρά μεγαλεπήβολων, πολύτομων, συλλογι­

κών «εθνικών» Ιστοριών της λογοτεχνίας — και της γραμματείας —

πάνω σε ιστορικοκοινωνιολογική βάση, όπως το «Μαηαβί άΊιίδΐοίΓβ

1ΐΗ:όι*&ίΓ6 άβ Ια ΡΓαηοβ» (6 τόμοι, «έάίϋοηδ δοοΐαΐβδ», 1971-1982) υπό

τη διεύθυνση των Ρ. ΑΒγοΙι&πι και Η. Οβδηβ, η «Ι,β&βΓ&ϊιίΓα Ιίαΐίαηα»

(6 τόμοι, «Είηααάί», 1982, κ.έ.) υπό τη διεύθυνση του Α. ΑδΟΓ Κοδα, η

«ΗαηδβΓδ δοζίαΙ βδοΗίοΙιίβ άβΓ άβαίδοΗβη ΙίίβΓαίυι·» (3 τόμοι, «Ηαη-

δβΓ», 1980 κ.ε.) υπό τη διεύθυνση του Η. Οηιηιηίη§6Γ και η «ϋβιιίδοΐι©

υΐθΓαίιιι*. Είηβ δοζίαΙ βδοΗίοΗίβ» (4 τόμοι, «Ησινοΐιΐΐ», 1982 κ.ε.) υπό

τη διεύθυνση του Η. Α. ΟΙ&δβι*.

Ας αναφέρουμε, τέλος, και την τελευταία προσπάθεια για τη

συγγραφή μιας Ιστορίας της παγκόσμιας λογοτεχνίας, την «Ιδΐοι α

νδβιπίΓηοί ΙίΐβΓαίιΐΓγ» (σχεδιάστηκαν 10 τόμοι, εκδόθηκαν οι τόμοι 1-4,

1983 κ.ε.) της Ακαδημίας Επιστημών της (τέως) Σοβιετικής Ένωσης

υπό τη διεύθυνση των Ο. Ρ. Ββπϊίηΐίον και I. Β. ΥίρρβΓ.

Page 374: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

382 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Οι επιφυλάξεις του 01. Μοίδαη απέναντι σ’ αυτές και άλλες

«αφηγηματικές» Ιστορίες της λογοτεχνίας28 δεν είναι πειστικά αιτιο­

λογημένες και η πρόταση του για τη «συγγραφή» μιας νέας Ιστορίας

της λογοτεχνίας, που θα στηρίζεται αποκλειστικά σε σχεδιαγράμ­

ματα, πίνακες, καμπύλες, εικόνες και καταλόγους, «αφήνοντας στον

αναγνώστη την ελευθερία του στοχασμού» (πάνω στην ιστορική σύν­

θεση) φαίνεται, τουλάχιστον προς το παρόν, ουτοπική.

Page 375: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Page 376: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ*

ΒιβλιογραφίαΛεξικά (Β1-17) - Κδρρ (Β44) 137-144, 145 κ.ε., 343 κ.ε. - ΡοΙΙτηαηη (Β45)

54-85 — 8οΗηΙί€’·3α88β/\ν€Γηβτ (Β47) 40-46 — ν/βΙΙβΜν/αττβη (Β49) 15-19 —

Βταν (Β97) - Βτβηβτ (Β100) 18-41 - Οϋϋηβτ (Β188) - Μ φ οΙχ (Β314) 227-

265 — ΡτοΒΙέπιββ... (Β343) — \να&βη1ςηβοΗί (Β436) — Γ. Βελου&ης, Ψηφίδες. Για

μια θεωρία της λογοτεχνίας, Γνώση, Αθήνα 1992, σ. 17-38.

I

01 ΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΛΟΓΙΚ ΕΣ ΣΠ ΟΥΔΕΣ ΣΤΗ ΔΥ Σ Η

(14ος-19ος αι.)

ΒιβλιογραφίαΑ. Γενικά: Βίοοηι (Β18) - Εηττΐφί/Όβ ΟΗίο^βτα (Β19) - 8βΙάβη (Β23) - Αβον Βο$α (Β29) — ΒηιοΙζβΗ/ΒαίοΙζταίΗ (Β34) 2. 393-420 - Οηίζβη κ.ά. (Β 39) 314-

338, 339-352 - ΗαΠΗ/ΟβΒΗατάί (Β40) 327-334 - ΡοΙΙτηαηη (Β45) 86-162 -

Βΐατηΐτβ8 (Β89) - Εβοατρϋ (Β148) - Οβϋο (Β183) - ΡηΗηηαηη (Β174) -

Κβηηβάφ (Β255) — Ρηρρο (Β346) — λνβίπιατ (Β441) — ΜίβΙΙβΙ: (Β446).

Β. 20ός αι.: Ιχ)ά&β (Β20) — ΝβχυΙοη (Β21) — Κι/Ιαηββ (Β22) — ΖίβτηρβΙ (Β24) —

8ίήβάΐβΓ (Β25) - ΒοβάαΙ (Β30) - Οηβήη (Β38) - Κί&βάί-ναΓ&α (Β43) 28-50 -

Εα&Ιβίοη (Β135) - ΕΗίβΗ (Β147) - ΡοΜβτηα/Κιιηηβ-Ι&οΗ (Β 161) - ]βββΓ8οη/ Βο&βψ (Β244) — ΙβϋοΗ (Β285) — Μανβη-ΟηββύαοΗ (Β307) — 8βΙάβη (Β391) —

8ίβ&βΙ (Β394) - 8ίαπιΐη8 (Β399) - Ταάίέ (Β410) - Ζϊιηα (Β457).

* Οι παραπομπές στη Βιβλιογραφία γίνονται συντομογραφημένα: με το αρχικό Β

και τον αριθμό του βιβλιογραφικού λήμματος σε παρένθεση* ο αριθμός που

ακολουθεί αναφέρεται στη σελίδα ή τις σελίδες του δημοσιεύματος* στην

περίπτωση πολύτομου δημοσιεύματος προηγείται ο αριθμός του τόμου.

Page 377: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

386 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

II

ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜ ΕΝΟ: ΓΡΑΜ Μ ΑΤΕΙΑ/ΛΟΓΟΤΕΧΝ ΙΑ

Βιβλιογραφίαϊ,τηβ&αδ (Β26) 29-52, 103-119 — Αη&βηοΙ κ.ά. (Β27) 31-61 — ΑτηοΙά/8ίηβτηιΐ8 (Β28) 23-30 - ΗαΠΗ/ΟβΒΗαΓώ (Β40) 18-22, 124-127 - Κα^ατ (Β42) 12-17 -

ΡοΙΙηιαηη (Β45) 24-54 - 8ΗιιΙΐβ-8α88β/\νβτηβτ (Β47) 202-203 - ^ΝβΙΙβΜλναΓΓβη (Β49) 15-37 - ΑΒνατηε (Β50) 135-158 - Ββηηβϋ (Β80) 3-17 - ΒβθΗένβ (Β84) -

ΒτβηβΓ (Β100) - Ε α φ ίο η (Β135) 1-16 - ΕΪΟθ (Β144) 24-53 - Εβοανρϋ (Β150)

259-272 — ΡοΗττηαηη/ΜϋΜβτ (Β160) — ΡηΚττηαηη (Β174) - Ηαηώητ&βτ (Β204)

15-28, 53-56 - Ιη&ανάβη (Β234) 1-28 - Κεηηβάν (Β255) - Κταιΐ88 (Β267) 23-

39 - ΙφοΗ ϋζ (Β289) 41 κ.ε. - ΙΛίβταΗβοΗβ Ψίβάβτερίβ^βΙηη^ (Β293) -

ΜαοΗβτβν (Β301) 77-85 — Μα,ιϊβηζ (Β309) — Μβ]ΙαοΗ (Β314) 227-265 — Οη& (Β333) - ΡΐβΚ (Β341) 16-51 - 8αηάοτ(Β364) - ΒαΠτβ (Β366) - ΒβΗπιίάί (Β373) - 5βΗηίζβ (Β383) - 8β&β (Β387) 163-216 - Τοάοτου (Β418) 13-26 -

Τοάοτου (Β420) 9-26 - Τι^η]αηον (Β424) 7-30 - ναΙάββ/ΜίΙΙβτ (Β430) - Υαη £Η?* (Β431) - Φατηίηζ (Β438) 277-324 - Ψβίτηατ (Β440) 81-92 - ΦβΙΙβΚ (Β448) 1-36 - \ν01ίαηι* (Β451) 45-54.

ι

Σημειώσεις1. ΜαΠβηε (Β309) 415* Τϋζηιαηη (Β413) 9-10. 2. Ρίβ« (Β341)

41. 3. Μν1ω?ον8ΐί$ (Β322) 74. 4. Ιαΐτηση (Β294) 40-41. 5. ΒατίΗβ8 (Β73) 69-77. 6. ναΙάέβ/ΜύΙβτ (Β430) 289. 7. Βτβηβτ (Β100)

15. 8. Εα&Ιβίοη (Β135) 17-18. 9. νΡβίτηατ* (Β440) 44. 10. Εα&ΙβΙοη (Β135) 10. 11. Αη&ηοί κ.ά. (Β27) 32. 12. ΜαΗηο (Β308α). 13. 5. Γ.

ΟοΙβΗά&β, Βίο£πιρΗία ΙϋβΓ&ηα (1817), στο Ε ηήφ ί/Ό β ΟΗίοΙζβτα (Β19)

196. 14. ν/βΙΙβΗν/αττβη (Β49) 22. 15. ΡτβτηΙη^βτ (Β10) 641. 16. ΕβΗ- τηαηη (Β281) 333. 17. Ε α φ ίο η (Β135) 2. 18. Τοάοτου (Β420)

25. 19. Μανχ/Εη&βΙβ (Β311) 1. 115. 20. Κ. Ματχ/Ε. Εη&βΐ*, λΥβι β, τ.23

(ϋ»δ Καρϋαΐ, 1. Βά.), ϋίβΐζ, Ββιϋη 1969, σ. 193* πβ. Ιφ οΗ ϋζ (Β289)

118. 21. Ματχ/Εη&βΙε (Β311) 1. 116. 22. Ματχ/ΕηζβΙε (Β311) 1.

119. 23. Ναητηαηη κ.ά. (Β325) 41-45. 24. Ε8οατρϋ/άτα88ίη (Β4) 63. (λ.

«ΑγΙ ροιίΓ ατί»). 25. Παραπάνω, σ. 61. 26. Ματχ/Εη%βΐ8 (Β311) 1.

117. 27. Ματχ/Εη&βΙε (Β311) 1. 156. 28. ΜανχΙΕη&ύε (Β311) 1.

158. 29. Βο&άαΙ κ.ά. (Β91α) 131-161.

Page 378: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 387

III

ΛΟ ΓΟΤ ΕΧ Ν ΙΚ Α ΓΕ Ν Η ΚΑΙ ΕΙΔΗ

ΒιβλιογραφίαΑ η^βηοί κ.ά. (Β27) 81-94 — ΑΐΓηοΙά/8ίηβτηΜ3 (Β28) 262-274 — Αβογ Κοβα (Β29) 4. 245-282 - Βγολ* (Β32) 129-294 - (Β34) 2. 51-74

— ΒΓαο1ϊβτΙ/8ίίίο1ίταίΚ (Β35) 253-269 — Καψβτ (Β42) 330-387 — 8ΐτβ11ία (Β48)

146-165 - ΨβηβΚΦαπβη (Β49) 226-237 - ΡονοΙετ (Β164) - Ρη/β (Β171) 31-

67, 241-337 — Οβηβϋβ κ.ά. (Β181) — Ηαηώητ&βτ (Β204) — Ηβηψ/βτ (Β215) -

Ηβνηαάί (Β219) — Ηΐηοίς (Β223) — ]αη$8 (Β241) - ]οΙΙββ (Β247) - ΚοΗΙβΓ (Β261) - ΚταΗ88 (Β267) 49-78 — ΐΜηιιηβτί/ΒβΗβηηβτηαηη (Β274) - ΜατοΗβεβ (Β304) 254-279 - 8οΗαΘββΓ (Β366) - 8β^β (Β387) 234-263 - 8 β η φ (Β392) -

Τβχΐ80ΐϊβη... (Β412) - Τοάοτον (Β418) 44-60 - Τοάοτου (Β420) 27-46 -

« (Β448) 225-^52.

Σημειώσεις1· Ε. Π . Παπανοότσος, Αισθητική, Ίκαρος, Αθήνα 1976, σ. 103. 2. ]αιΐ88 (Β241) 110. 3. ΡοινΙβτ (Β164) 3. 4. Ηβηιρ&τ (Β215) 59. 5. ί’π/β

(Β 171) 31-67. 6. ΜαπΗβεβ (Β304) 257, 259. 7. Τοάονου (Β418)

23. 8. Φβΐΐβίζ/Ψαττβη (Β49) 233. 9. Τ ^ α η ο ν (Β424) 8-9, 39. 10.

Ηβτηρ/βτ (Β215) 222-223. 11. ΨβΙΙβΙ^ατΓβη (Β49) 231. 12. ΡοχνΙβτ (Β164) 118-126. 13. ΨβΙΙβΗΨαπεη (Β49) 232, 297-298. 14. Βτααΐί (Β32) 135, 173, 195, 221, 269. 15. Ματχ/Εη^βΙε (Β311) 1. 125. 16.

ΗΙηοίζ (Β223). 17. ΡοωΙβτ (Β164) 220.

IV

Π ΟΙΗ ΣΗ

Βιβλιογραφία8ίβτηρβΙ (Β24) — 8ΐηβάίβτ (Β25) - ίτηβ&αδ (Β26) 29-52, 103-119 - ΑιτηοΙάΊ 8ίηβτηηβ (Β28) 208-227, 274-285 - Α*>γ Βοβα (Β29), τ.3* - Βνααΐζ (Β32) 130-

194 — Βταο1ίβτί/8ϋΐο1ζταΐΗ (Β34) 1. 192-219 — Οιιίζβη κ.ά. (Β39) 63-85 —

Καΐ}8βΓ (Β42) 338-349 - 8αηίβτΓβ8-8ατ1ίαηΐ} (Β46) 98-108 - 8ΐτβ11ζα (Β48) 83-

98 - νϊβΜ ΰΨαττβη (Β49) 142-157, 158-179 - Αάοτηο (Β53) 1. 73-104 -

ΟΗαίτηαη/Ι^βνίη (Β113) - ϋοΐιβη (Β 115) - Ρτίβάήοΐι (Β169) - Ρη^β (Β171) 270-

281 - Οτοηρβ μ (Β199) - Ηαηώην&βτ (Β204) 187-232 — ]α^οΙ)8οη (Β238) —

Page 379: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

388 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

]<άοΙ,8οη (Β239) - ΚΐΙΙν (Β257) - Κταηββ (Β267) 40-48 - ΐΛίάχνί^ (Β297) -

ΜατοΙιβ86 (Β304) - ΜοΙίηο/Οατάβ8-Ταηιϊηβ (Β320) - Μα\ίαΨου8ΐ^ (Β321) Μιά,α- Ϋονβ&ΰ (Β323) - 8β&τβ (Β387) 280-306 - 8ηΗατηυ (Β406) - Τοάοτου (Β418)

99-131 - Τοάοτου κ.ά. (Β419) - Τοάοτου (Β420) 66-84 - Τοτηα$βυ$]ά; (Β421).

Σημειώσεις1. νηΐρβπ (Β17) 540 (λ. «Ι*τ&»). 2. 5Ιαί%βτ (Β397) 47· πβ. Ιαάω% (Β297)

193. 3. Καψβτ (Β42) 338 κ.ε. 4. Ηαπώιιτ&βτ (Β204) 187. 5. Ηαπώητ- & τ (Β204) 213. 6. Ηαηώχιτ&βτ (Β204) 222. 7. ΚτψναΜι (Β8) 292-

293. 8. Ε ηήφ ί/Ό β ΟΗί^βτα (Β19) 165, 180. 9. ΤστηαβέυβΗ] (Β421) 307-

308. 10. Γ. ΒελονΒης, Ψηφίδες. Για μια θεωρία της λογοτεχνίας, Γνώση,

Αθήνα, 1992, σ. 39-51. 11. 8ίβπιρβΙ (Β24) 338-385. 12. ΪΜάχνίζ (Β297)

76. 15. ](άοΙ)8οη (Β239) 63. 16. ΜοΗηο/Οατάβ8-Τατηίηβ (Β320) 91. 17.

8ίβιηρβΙ (Β24) 17. 18. 8ίβτηρβΙ (Β24) XII, σημ. 52. 19. 8ηΗαπιν (Β406)

119. 20. Μο&βοη (Β239) 71. 21. 8ίβτηρβΙ (Β24) ΧΙ-Χίν. 22. 8ίβτηρβΙ (Β24) 156-157. 23. Μν&αϊοΌ»*# (Β323) 142-149. 24. Ηαηώητ&τ (Β204)

192. 25. Αάοτηο (Β53) 1. 77-78. 26. Αάοτηο (Β53) 1. 90. 27.

(Β297) 218-219.

ν

Α Φ Η Γ Η Σ Η

ΒιβλιογραφίαΑτηοΙά/Βίηβτηηβ (Β28) 227-242, 285-302 - Αεοτ Βο&α (Β29), τ. 3** - Βτααΐζ (Β32) 194-253 — Βταο&βτΙ/ΒίϋοΙζταίΚ (Β35) 54-69 — Β τ%ο8οΗ%/ΙΗ ΟΐτοΙατηο (Β36)

161-206 — ΌβΙοτοίχ/ΗαΙΙ^η (Β37) 168-201 — Οηίζβη κ.ά. (Β39) 13-49 — Κα^8βτ (Β42) 349-366 - Μ>έάΙ-νατ&α (Β43) 177-189 - ΨβΙΙβΜΦαττβη (Β49) 212-225

- Αάανη (Β51) - Αάαπι/ΡβΗ^βαη (Β52) - ΒαΙ (Β62) - ΒατίΚββ κ.ά. (Β71) -

Ββ88ΐέτ6 (Β85) - Βτβπιοηά (Β98) - Βτβκηοηά (Β99) - Ρβττατβ8ί (Β157) -

Οβηβϊίβ (Β178) 3. 67-273 - Οβηείίβ (Β180) - Ηαηώητ^βτ (Β204) 56-154 -

ΐ8βτ (Β235) - ΚάΗηηαηη κ.ά. (Β250) - Καηζο& (Β252) - ΙΜτητηβτί (Β272) -

ΐΜητπιβτί (Β273) - ϋαηαΐψ β... (275) - ΐΜάιυί& (Β298) - ΜατόΗβ8β (Β305) -

Ρβοοτα (Β337) - Ρτορρ (344) - ΡηφαίΗ (Β345) - Βίοοβητ (Β352) - Κΐτητηοη- Κεηαη (Β357) - 8β%τβ (Β387) 264-279 - 8ίαηζβΙ (Β400) - Τοάοτου (Β417) -

νο£ί (Β434) — ν/βίητΐοΗ (Β442).

Page 380: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΣΗΜΕΤΩΣΕΤΣ 389

Σημειώσεις1. 8οοίί (Β13α) 107 (λ. «βοϋοη»). 2. ΑτηοΙά/8ΐηβπΐΗ8 (Β28) 285-302* ΒγοοΙζ (Β32) 194-253. 3. ΑΓηοΙά/8ΐηβπΐΗ8 (Β28) 228· νο& (Β431) 13. 4. ΌβΙ- ΟΓοίχΙΗαΙΙνη (Β37) 194· Κίπιτηοη-Κεηαη (Β357) 194-253. 5. Ηαηώητ&βτ (Β204) 115· πβ. ΑΓηοΜ/8ίηβτηιΐ8 (Β28) 231, Κη/χναΙ$1ά (Β8) 120* 8ίαηζβΙ (Β400) 30. 6. 8ίαηζβΙ (Β400) 28. 7. ΌβΙοτοχχΙΗαΙΙ^η (Β37)

174. 8. ϋαηαΐψβ... (Β275) 147-148. 9. 8ίαηζβΙ (Β400) 25 κ.ε.

VI

ΔΡΑ Μ Α

ΒιβλιογραφίαΑη^εηοί κ.ά. 95-107 — ΑγποΙ(&8ίτηβηιΐ8 (Β28) 242-257, 303-320 — Βταο\&τΙΙ 8ίϋόΙιταί1% (Β34) 1. 220-240 — ΒΓαο^βΓί/8Ιϋο&αίΗ (Β35) 71-85 — Οιιίζβη κ.ά.

(Β39) 50-62 - ΚαψβΓ (Β42) 366-387 - ΑετηηίΗ (Β59) - ΒβηίΙβν (Β82) - ΕΙαπι (Β143) - Ρναηζβη (Β166) - Ρη,β (Β171) 268-270, 282-293 - ΟβίζβΗΗαατ- τηαηη (Β177) - ΟοηΗιβν (Β189) - Οτβίηβτ κ.ά. (Β192) - ΗαπιΒηΓ&βΓ (Β204)

154-176 - Ιη^ατάβη (Β233) 337-343, 403-425 - ΚεΙΙβτ (Β254) - ΚΙοίζ (Β259)

- Κοιυζαη (Β265) - ΪΜΐιάθ8 (Β299) 71-80, 261-295 - Μη1ία?ου8ΐίΐ} (Β321) 108-

153 - Ρβ&βΓ (Β339) - Β^η^αβτί (Β362) - 8οΗηήά/ναη Κβ8ίβτβη (Β372) - 8β%τβ (Β386) - (Β397) 143-201 - 8ζοηάί (Β408) - ϋΒβτφΙά (Β425) - ναηΚ£8ίβτβη/8οΗπιίά (Β432) - ΨβΗίη& (Β450).

Σημειώσεις1. Κοινζαη (Β265) 81. 2. Ο.Φ.Ρ. Ηβ&Ι, τ. 15 (Αβ&βΗΐκ, τ. 3)>

δαΚΛαπιρ, ΡΓ&ηΙείυιΙ α. Μ. 1970, σ. 506-510. 3. ναη ΚεείβΓβη/8οΗπιίά (Β432) 96-132· 8οΗτηίά/ναη Κβ8ίβτβη (Β372) 102-106. 4. ναη Κε8ΐβΓβη/ 8οΗπιίά (Β432) 76-95. 5. ναη Κβ8ίβτβη/8οΗηιίά (Β432) 133-142. 6. Κοιν- ζαη (Β265) 206. 7. ϋΒβΓβ/βΙά (Β425) 24-31. 8. 8όΗηύά/ναη Κε&βτβη (Β372) 138. 9. Αη&ηοί κ.ά. (Β27) 98-99. 10. δία^Γ (Β397)

83. 11. Ο.νί.Ρ. Ηβ%βΙ, παραπάνω, τ. 3, σ. 474. 12. Κ. 8όΗοϊβ8/€.Η. ΚΙαιιβ, Στοιχεία του δράματος, Κωνσταντινίδης, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 33-

42. 13. φ ί β τ (Β339) 20-24. 14. 8β&β (Β386) 15-26. 15. ΚοηΜηβ (Β359) 47 κ.ε. 16. Ι η ^ ά β η (Β233) 339, 403 κ.ε. 17. Εΐατη (Β143)

139. 18. Ε\αχη (Β143) 156-170* Ρ&ΐβν (Β339) 151-168· Ιη&ατάβη (Β233)

406 κ.ε.· υΒβη&Ιά (Β425) 244-248. 19. ΕΙατη (Β143) 139 κ.ε.· 8άιοϊβ8/ Κΐαιΐ8, παραπάνω, σ. 76 κ.ε. 20. (Β321) 108-153. 21. Μη&α-

Page 381: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

390 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

*σοά$ (Β321) 137 κ.ε. 22. ΚαψβΓ (Β42) 200. 23. Ρβ^ίετ (Β339) 221

κ.ε. 24. ΚβΙΙβτ (Β254) 215-216. 25. ΚβΙΙβγ (Β254) 211-235. 26. φ ΐ ν τ (Β339) 225-264· π€. ΑχτηιαΗ (Β59) 96-101. 27. ϋ ί ε τ φ ΐά (Β425) 139

κ.ε. 28. Ρβδίΐ’τ (Β339) 351 κ.ε.

VII

Χ Ρ Η Σ Τ ΙΚ Α Κ ΕΙΜ ΕΝ Α

ΒιβλιογραφίαΑτηοΙά/8ίηβτηη8 (Β28) 320-341, 534-537 - ΒταοΙζβΠ^ϋΐο^ταίΙι (Β34) 2. 75-

101 — Αηάβτβ%& (Β57) — ΒβΙΙζβ (Β78) — Βοβτηβτ (Β91) — Βκτ&βτ (Β105) —

Ρί8θΗβτ κ.ά. (Β158) — Ηίηοίς, (Β223) — ]αυ,88 (Β241) — ΙΜτητηβτϊ/8οΗβηηβηταηη (Β274) - ΜαάβΙέηαΙ (Β303) - Νίο^οΗ (Β328) - 8οΗβηβτ (Β368) - 8οΜΐζ (Β382) - 8 β η φ (Β392) - 8ίβ&βΙ (Β393) - Τβχί8οΠβη... (Β412) 293-304, 315-

316 — Τοάοτου (Β418) 44-60, 221-310 — \Ϋβί38βηΙ>βτ&βτ (Β433).

Σημειώσεις1. Αηάβτβ££ (Β57) 27-33. 2. Ρϊ8οΗβτ κ.ά. (Β158) 23. 3. Μη^ατουβίζι) (Β322) 12-13, 21* πβ. ΒβΙΙν (Β78) 58-61. 4. ΒΜ β (Β78) 12-13.1 5. ]αη88 (Β241)· γαλλική μετάφραση στο: Οβηβϋβ κ.ά. (Β181) 37-76. 6. ΑτηοΙάΙ 8ίηβτηΐΐ8 (Β28) 324. 7. Νίο^οΗ (Β328) 9-12. 8. ΒβϊΙίβ (Β78) 132. 9. Α.

δλβίβίοη, Βιογραφία, Ερμής, Αθήνα 1982, σ. 34. 10. 8ΐιβΐ8ίοη> παραπάνω, σ.

78. 11. 8οΗβηβτ (Β368) 112-151. 12. ΖοΚωβίΜβ (Β13) 139 (λ. Εδδ&χ).

13. Αάοτηο (Β53) 1. 29-30. 14. Κ. 8οΚοΙβ8/€.Η. Κΐαυ.8, Στοιχεία του δοκι­

μίου, Κωνσταντινίδης, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 36 κ.ε., 53 κ.ε. 15. Ψβί88βη- }>βτ&τ (Β443) 110. 16. 8χβ&1 (Β393) 43 κ.ε. 17, Ιμ^ β (Β299) 122-142.

VII

ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ

ΒιβλιογραφίαΑτηοΙάΙ8ϊηΘΐπΗ8 (Β28) 73-78 - Αβοτ Βθ8α (Β29) 4. 141-243 - Βταάίβτΐ! ΙΜπιτηβτί (Β33) 2. 220-249 - Βταο^βτί/8ίϋ.εΚταίΚ (Β34) 1. 41-66 - Οιιίζεη κ.ά.

(Β39) 104-125 - ΗαΠΗ/ΟβΜατάί (Β40) 111-122 - Καψβτ (Β42) 27-52, 394-

402 - ΨβΙΙβΜΨαττβη (Β49) 57-69 - ΑΙΟοΙι (Β56) 23-107, 246-250 - ΒαΙάηχηο

Page 382: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΣΗΜΕΤΩΣΕΤΣ 391

(Β63) - ΒαβίΙβ (Β75) - Β οφατάί (Β92) - Βοχνβτ$ (Β94) — Βοχνβτβ (Β95) -

ΒναόΙο/Βατηβ8 (Β96) — Ο βτηιύφηΐ (Β109) — Οοηϋηί (Β118) — Οαβ&βΙΙ (Β176) —

Οτ&Μοη (Β193) - ΟτέζΜοηΤΨβτηετ (Β194) - Ηαν (Β213) - Καηζοζ (Β253) -

Κεηηβΐ) (Β256) — Κταβ (Β266) — Κτβηίζβτ (Β268) — Ιαη/βτ (Β279) — Ματϊβηε (Β309) - ΜαΓΐβηβ/ΖβΙΙβτ (Β310) - ΟβΙΙβτ8/δίβίηβο&β (Β330) - 8βίββτί (Β389) -

8ΐΗ88ί (Β405) — \νΐΙΙΐατη8/Αΐ)Βοα (Β452).

Στημειώσεις1. ΒαείΙβ (Β75) 7-10. 2. Λίθο* (Β56) 23. 3. Κ^ιοαΙβΗ (Β8) 81-

82. 4. Αΐύοΐϊ (Β56) 27 κ.ε. 5. Καψβτ (Β42) 27 κ.ε. 6. Βταο^βτί/ΐΜπι- τηβΠ (Β33) 2. 238. 7. Οβτηηιφηί (Β109) 62 κ.ε. 8. Ηαν (Β213)

14. 9. Κταβ (Β266) 82-83· Οηίζβη κ.ά. (Β39) 124-125· Καηζοζ (Β253) 193-

195. 10. Κταβ (Β266) 30* Οηΐζβη κ.ά. (Β39) 110-111.

ΑΝ Α Λ Υ Σ Η Κ ΑΙ ΕΡΜ Η Ν Ε ΙΑ Κ ΕΙΜ ΕΝ ΟΥ

ΒιβλιογραφίαΑη&βηοί κ.ά. (Β27) 61-77, 183-218, 219-234, 275-286 - ΑτηοΙά/8ίηβτηαί (Β28) 89-105, 115-207, 341-388 -Μ ο τΒ ο β α (Β29) 4.5-18, 21-140, 495-548

- ΒηιΛβΠ/ΖίΟοΚταίΗ (Β34) 1.192-219, 298-320, 321-327, 338-352, 353-379·

2.451-463 — ΒτααΙςβΓί/ΒΐϋεΙίταΙΗ (Β35) 466-490 — ΌβΙοτοχχίΗαΙΙι/η (Β37) 314-

322 - Οαΐζβη κ.ά. (Β 39) 13-103, 126-139, 285-313 - ΗαπΗ/ΟβΒΗατάί (Β40)

123-160 - Ηαη// κ.ά. (Β41) 2.1-75 - Καψβτ (Β42) 53-186, 215-329 - Κ&έάί- ναΓ&α (Β43) 61-180 — Ροϋηιαηη (Β45) 172-250 — 8αηίειτβ3-5α^ηι/ (Β46) 11-

26 — 5οΛ«/ίε-8αί*βΛνβΓηβΓ (Β47) — 5ΐτβ11αι (Β48) 63-200 — λ\'βΙΙί’Μ\νατΓβη (Β49) 137-211 — Αηνάΐ κ.ά. (Β58) - ΒαοΗΗη (Β61) — Βαηιβ* (Β64) - ΒατίΗβ$ (Β67) — ΒαηΗβί (Β68) — ΒαιϊΗβί (Β70) — ΒίΊ·Ιοηί/€αροηΐ’τα (Β83) — ΒηεΙι (Β88) - ΟΗαΙηιαηίίΜυίη (Β113) - ΟυΟβν (Β121) - ΌβΙοτοίχ/ατεβίε (Β124) - ΓΗ ατοίοτηο κ.ά. (Β129) 9-38 - Ε α φ ίο η (Β135) 54-90, 91-126 - Εοο (Β137)

Εου (Β138) — Εοο (Β139) — Εοο (Β140) — ΕββΙώαοΗ/Βαάβτ (Β151) — Κβίρβηη

(Β156) — ίϊ»λ (Β159) - ¥οΗηηαηη/ΜϋΙΙ(·τ (Β160) - Τταηΐί (Β165) - Οαάατηβτ (Β175) - Οβηβίίβ (Β182) - Οτοηρβ μ (Β198) - Ηατάί (Β207) - ΗαΠτηαη (Β209) - ΗαΠτηαη (Β210) - Ηβττηαηά (Β217) - ΗίναοΚ (Β224) - ΗίηοΗ (Β225) - ΗοΜα (Β227) - Ηοάββ/Κτβίί (Β228) - Ηοίνατά (Β232) - Ιη&ατώιη (Β233) - Ζ*βΓ (Β236) — /αλοΖωοη (Β238) — ]α\οί>αοη (Β239) — /βηιββοη (Β240)

17-102 - /α««ί (Β243) - ]ηΗ (Β249) - ΚΙβΐη (Β258) - Κταναβ (Β267) 7-22 -

Page 383: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

392 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ΚΗΗευα (Β269) - ΚΗείευα (Β270) - ΙεΛ /ή β ά (Β281) - Ι^ώ /ήβά (Β282) -

ΙίΛτηαη (Β294) — Ιοίηχαη (Β295) — ΜαοΗβτεφ (Β301) 159-180 - Μεψβτ (Β135)

— Ναητηαηη κ.ά. (Β325) 35-82 — Νβιοΐοη (Β327) — ΟΉατα (Β331) — Ρα$ΐβΓηα1ϊ (Β 336) - ΡΙβίΙ (Β341) - Καρρΐ (Β347) - Και, (Β348) - ΒβκΜβτ (Β349) -

Κίοοβητ (Β351) - Βίοοεητ (Β353) — Κιωί (Β361) — ΒΜβίβηηαοΗβτ (Β369) -

5ο/ιοίβί (Β375) — ΒόΗοΙβ! (Β376) — 5ολ«ίίβ (Β381) — 8β^τβ (Β385) — 5ε%τβ (Β387) — ββίάΐετ (Β388) — δίΓβΖ&α (Β402) — $«Ζβί»η«η/Οοί»ιαίΐ (Β407) — 5ζοηάΐ (Β409) - ΤΗζτηαηη (Β413) - ΤίΙζτηαηη (Β414) - Τοάοτου (Β416) 29-91 -

ναΜέχ (Β429) - ναΜέζΙΜΟΙετ (Β430) - Υαη ΓΗ]Κ (Β431) - νοίοϋηου (Β435) -

\νοτϊοη/$ΗΐΙ (454).

* Ανάλυση/ερμηνε ία ποιητικού, αφηγηματικού, δραματικού κειμένου: βλ. και βιβλιογραφία ιττα αντίστοιχα κεφάλαια (IV, V, VI).

Σημειώσεις1. ν/εΙΙΜνίαΓτεη (Β49) 139. 2. ΕηΗφί/Όβ Οιίε^ετα (Β19) 31. 3. ΗατίΗ/ ΟβΒΗατάί (Β40) 24-25. 4. Ιαετ (Β236) 23. 5. Αχοτ Βοεα (Β29)

4.15. 6. Ιοίτηαη (Β294) 58-84. 7. Ια ίηαη (Β294) 35. 8. Όί ΟΐτοΙατηο κ.ά. (Β129) 30. 9. Αη^εηοΙ κ.ά. (Β27) 280-281· πβ. ναΐάέα (Β429) 43-

55. 10. Ημ-μΑ (Β224) 8· πβ. ΗίτβοΗ (Β225) 1-11. 11. /«««* (Β243) 671-

686. 12. ΙΜΒ/Ηβά (Β289) 51-57. 13. ίβώ /ιίβά (Β289) 54. 14. Βζοηάί (Β409) 158, 172-173. 15. Ραχίβτηαϊ (Β336) 159-161. 16. ]αιιύ (Β243)

26, 637. 17. Ιιβτ (Β236) 41-42. 18. Ιη&ατάεη (Β233) 350-

380. 19. Ναυηαηη κ.ά. (Β325) 35 κ.ε. 20. Ιββγ (Β236) 52. 21. Οαάα- η β τ (Β175) 376-378. 22. ΪΜΐηαη (Β294) 93. 23. Βϋτ& τ (Β106) 23-

28. 24. Ιοίχηαη (Β294) 93. 25. Οαάαηκτ (Β175) 284-290. 26. Ι$ετ (Β236) 257 κ.ε. 27. ϋβΙβΓοίχ/ΗαΙΙί/η (Β37) 321 κ.ε. 28. Βίοοβχιτ (Β351)

64-79. 29. ΗαηΗ/ΟβΙΚαΓάί (Β40) 134-135. 30. (Β291) 26, 43, 57-

60. 31. ΗαΗ (Β159) 11-14· ΟίτοΙατηο κ.ά. (129) 31, 33, 38,

92. 32. Ρ η τά (Β165) 306 κ.ε. 33. Ιχ,ίτηαη (Β294) 148-149. 34. ]αΜ )- &οη (Β238) 415. 35. /αίοΗχοη (Β239) 122-123. 36. ΌηατοίΙΤοάοτοο (Β2).

302-316· ίϊίλ (Β159) 47. 37. Μοίκοη (Β239) 71. 38. Μο&*οη (Β238)

228 κ.ε. 39. Βηκίβη/δΟϊο^αΐΗ (Β34) 1. 205 κ.ε. 40. Μο6*οη (Β238)

401-419· αγγλική μετάφραση: /α£ο2»οη (Β239) 180-197. 41. ΟεΙαηήχ/ ΟεεΠί (Β124) 37-76- πβ. 8οΗοΙ«α (Β375) 32-40. 42. 5οΗοΙβ$ (Β375)

33. 43. ΒίτνΗ (Β88) 16 κ.ε., 30 κ.ε., 152. 44. ΌβΙΐνοίχ/ΟβεΓίί (Β124). 45. 8<Λοίβ* (Β375) 32. 46. Ι/απαΙι/ίβ... (Β275) 7-33· ανατι/πώθηκε

στο: ΒαπΗβ$ κ.ά. (Β71) 7-57· πβ. ΐΜάιυί£ (Β298) 130-144. 47. Β.Γ. ΪΙροπ, Μορφολογία του παραμυθιού, Εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1987, σ. 27. 48. Ι,'αηα-

Page 384: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 3 9 3

Ιψβ... (Β275) 8. 49. Προπ, παραπάνω, σ. 10. 50. ΒατΐΗβ8 (Β70)

9. 51. ΟΓβίηιαδ (Β190) 2. 65. 52. ΒίτοΗ (Β88) 150. 53. ΜαοΗεΓβ^ (Β301) 175. 54. }ατηβ8οη (Β240) 39, 42, 76, 87-88. 55. ΙοΚηαη (Β294)

149. 56. 8όΗοΙβ8 (Β375) 39-40. 57. ϋαηαΐ^β... (Β275) 34. 58. ΒαηΗβ8 (Β67) 81. 59. ΒίβαΙβττβ (Β356) 19. 60. νόΙοΗηου (Β435)· πβ. Ηοά&β/ Κτβ88 (Β228) 18. 61. ΒαοΚΗη (Β61) 184-185. 62. ΒαοΗϋη (Β61) 352-

354. 63. ΙΑίπιαη (Β294) 85. 64. Ιοίτηαη (Β294) 441. 65. Ιοίτηαη (Β295) 45-46. 66. ΚαΗηηαηη κ.ά. (Β250) 43-55.

X

ΕΘ Ν ΙΚ Η , ΓΕ Ν ΙΚ Η Κ ΑΙ ΣΥΓΚ ΡΙΤΙΚ Η

ΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΛΟΓΙΑ

\

ΒιβλιογραφίαΑτηοΙά/δΐηβτηηβ (Β28) 15-23 - ΗατίΗ/ΟβύΗατάί (Β40) 228-242 - ^ίβΐΐβΐΰ Ψαττβη (Β49) 46-53 - ΒαττίοβΙΙί/ΟώαΙάί (Β66) - Βαηβτ κ.ά. (Β76) - ΒηιηβΙ κ.ά. (Β102) — ΒτιιηβΙ/ΟιβντβΙ (Β103) - ΟιβυτβΙ (Β 114) - 0ηΗ$ίη (Β132) -

ϋ^εβήηάζ, (Β133) - έϋβηώΐβ (Β154) - Ρΐί&βη (Β173) - θανατά (Β202) -

Ηβηηβτέη (Β218) - ]βη8 (Β245) - ]βηηβ (Β246) - /ο«ί (Β248) - Καίββτ (Β251)

— ΚοβΙ&/Νοα1ί8 (Β260) - Κοη8ίαηϋηονίό (Β263) — Κταιΐ88 (Β267) 105-118 -

ΜαΗηο (Β308) - Μιηβτ (Β316) - Ρταιυβτ (Β342) - Ηίββζ κ.ά. (Β354) - Κηάί£βτ (Β360) - 8οΚηιβΙίηζ (Β371) - Ψβίββίβΐη (Β444) - ν/βΙΜ (Β448) 1-36, 37-54 -

Ζίτηα (Β458).

• Βλ. και βιβλιογραφία στο επόμενο κεφάλαιο (XI).

Στημειώσεις1. ]βη8 (Β245)* ΜαΗηο (Β308) 33-58. 2. Ματχ/Εη%βΐ8 (Β311) 1.218· πβ. Γ. Βελου&ης, Ψηφίδες. Για μια θεωρία της λογοτεχνίας, Γνώση, Αθήνα 1992, σ.

73 κ.ε. 3. Κταιΐ88 (Β267) 118. 4. Βίβ8ζ κ.ά. (Β354) 49-63. 5. νΫβ%88ίβίη (Β446). 6. Ρταιυβτ (Β342) 68 κ.ε. 7. Εεοαηρίϊ (Β149) 112. 8. ]08ΐ (Β248) 33 κ.ε.· ΜαΗηο (Β308) 215-232* ΚοηεΐαηΗηουίό (Β263) 86-

94. 9. Βΰάίζβτ (Β360) 106. 10. Γ. Βελουδής, Προτάσεις, Κέδρος, Αθήνα

1981, σ. 113 κ.ε. 11. ΒτηηβΙ κ.ά. (Β102) 61-67* θανατά (Β202) 25 κ.ε.·

Κοη8ΐαηΗηον%6 (Β263) 137-157* Ρταιυβτ (Β342) 74-142. 12. Όψβτιηοίί (Β133) 142. 13. ΒηιηβΙ κ.ά. (Β102) 76 κ.ε. 14. ΌψβΗηάι (Β133) 148

κ.ε. 15. ΖοΚτηβΙίηζ (Β371) 74-75. 16. θανατά (Β202) 16.

Page 385: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

394 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

XIΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝ ΙΑ Κ ΑΙ ΟΙ Α Λ Λ Ε Σ ΤΕ ΧΝ ΕΣ

ΒιβλιογραφίαΗατίΚ]Ο^ΙιΚατάΐ (Β40) 298-320 — 8ΐτβΙ}& (Β48) 210-227 — ννβϋβ&Λνβπ-βη

(Β49) 125-141 - ΒατήεβΙΙί (Β65) - ΒαηΗοβΙΙϊ/αΐκΜί (Β66) 225-250, 251-277,

278-306 - ΒηιηεΙ κ.ά. (Β102) 93-95 - ΒηιηβϋΟΚβννβΙ (Β103) 245-261, 263-

298 - ΟέΟα (Β108) - ΟΗβννβΙ (Β114) 85-96 - ΚοβΜΝοαΙα (Β260) 233-259 -

Κοη$ΐαηΗηουί6 (Β263) 94-101 — ΡαβεΗ (Β335) - ΡίβΚε (Β340) - Κβί/ (Β350) -

ΒΰάίζβΓ (Β360) 152-165 - 5οΚβτ (Β367) - 8οΗηκιΗηβ (Β371) 157-174 -

5ίαί§βΓ (Β398) - νΡβίεείβίη (Β445).

Σημειώσεις1. ΒίΐάΐξβΓ (Β360) 152 κ.ε.· ΒοΗβγ (Β367) 40-60· 8οΗηκΗηβ (Β371)

157. 2. ν/βνίεΜνίαιτβη (Β49) 128· ΒΰΗηκΜηξ (Β371) 163· 'ΉβίδδΙβίη (Β445)

194. 3. ΗαηΗ/ΟβΙΗατάί (Β40) 317. 4. Κβί/ (Β350) 51. 5. ΡαεεΚ (Β335) 180-204. 6. ν/βΟβΗΦαιτβη (Β49) 127-128· πβ. 5οΗηκΙίηζ (Β371)

159, 163. 7. \νβίίβΛΛνοΓΓβη (Β49) 129· το παράθεμια από την ελληνική

(λετάφραση: Η. \ν«ΪΙβΜΑ. νΐαιτβη, θεωρία λογοτεχνίας, Δίφρος, Αθήνα χ.έ.έ., σ. 162. 8. ΗατίΗ/ΟβύΗαΓάΐ (Β40) 317. 9. 8οΗβν (Β367) 12-1 · ΒανήοβΙΙί/ ΟώαΗί (Β66) 230· Ρίβίΐβ (Β340) 32-33. 10. 8οΗτηβΗηβ (Β371) 159-160.

νίβΟΛΡΝαττβη (Β49) 129.

XIIΛΟΓΟΤΕΧΝ ΙΑ Κ ΑΙ Ψ Υ Χ Α Ν Α Λ Υ Σ Η

ΒιβλιογραφίαΑι-ηοΜ/5ίηβιηιΐ5 (Β28) 388-397 — Α$οτ Ηο$α (Β29) 4. 549-587 - Βηκίίβτί/ 5Μκ*Γαί/ι (Β35) 593-606 - Οηίζβη κ.ά. (Β39) 251-284 - ΒΐηΙία (Β48) 247-

262 — νίβ}ΙΜ\ναττβη (Β49) 81-93 — ΒαητίεεΙΙί/Ο&αΙάί (Β66) 205-224 —

ΒεΙΙειηίη-ΝυεΙ (Β79) — ΒειιΗη (Β86) - Βίοοιη (Β90) - Εαφ&οη (Β135) 151-195

- ΡβΙτηαη (Β155) - Ρταίά (Β167-168) - ΟτοβΙκη (Β196) - Ηεηηαηά (Β217)

82-89 - ΗϋτίεΰΗ/ΤΗοΙεη (Β231) — Ιββτ (Β236) 67-86 - Ιαοαη (Β271) — ίαη&ηβτ (Β276) — ΙέΗιηαηη (Β281) — ΜαηίΉΟά (Β312) — Μαίί (Β313) — 5οΗβηαα (Β377) - ΒΰΗϋηαη (Β378) - Ταάίέ (Β410) - Τοάοτου (Β417α) 285-321, 361-

369 - υΗΙίβ (Β426) 44-59 - ϋτΙαη/Κηά$ζη! (Β427) - Ψ Η φ ί (Β455).

Page 386: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 395

Σημειώσεις1. Ρτβυ,ά (Β167-168)* ακριβέστερες παραπομπές βλ. στην προδημοσίευση του

κεφαλαίου αυτού στο περ. «Σύγχρονα θέματα», περ. Β', χρ. 15ος, τεύχ. 48

(Ιούνιος 1992), σ. 60-69. 2. Πολύ καλή επισκόπηση με πλούσια βιβλιογραφία:

8ϋΗόηαη (Β378) 123-216. 3. ΒβιιΗη (Β86) 78-99. 4. Ιαη&ηβτ (Β276) 48-

52. 5. Ββηϋη (Β86) 87-88. 6. Ε.Κ. Οητϋυχ, ΕιίΓορβίδοΙιβ ΙΛίβΓαίιΐΓ υηά

1αΐΘΐηίδο1ΐ6δ ΜίΚβΙ&Ιίβι·, Ρηακ&β, Ββηι-Μϋηοΐιβη 61967, σ. 112-132* πβ. 8ίτβΙ&α (Β48) 257. 7. Ρτγβ (Β171) 89-112. 8. Ββηϋη (Β86) 205-261. 9. Ββηϋη (Β86) 65-77. 10. Ιαοαη (Β271) 1. 19-75. 11. ΡβΙτηαη (Β155)

375. 12. Τοάοτον (Β417α) 285-321. 13. Ββηϋη (Β86) 283. 14. Ε α φ - ίοη (Β135) 182. 15. Γ. Βελουδής, Ψηφίδες. Για μια θεωρία της λογοτεχνίας,

Γνώση, Αθήνα 1992, σ. 67-72. 16. Ββηϋη (Β86) 86. 17. Ββηϋη (Β86)

98. 18. Ρτβηά (Β168) 271. 19. Ββηϋη (Β86) 81. 20. Ββηϋη (Β86)

94. 21. ΐΜη&ηβτ (Β276) 90. 22. ^βΜβ\ύΨαττβη (Β49) 87 κ.ε.* Ιαη&ηβν (Β276) 78-104· Ε α ^ ίο η (Β135) 180· ΒβΗβτηίη-ΝοβΙ (Β79) 50 κ.ε. 23. Α-

άοτηο (Β54) 21-22. 24. ΒβΙΙεηίη-ΝοβΙ (Β79) 104-105· ΡεΙτηαη (Β155) 308

κ.ε. 25. ΪΓβαά (Β168) 197. 26. Ρηαά (Β168) 41. 27. Ρνβηά (Β168)

249. 28. Ιεετ (Β236) 67-86.

XIII

Κ ΟΙΝ Ω Ν ΙΟΛ ΟΠ Α ΤΗ Σ ΛΟΓΟΤΕΧΝ ΙΑΣ

ΒιβλιογραφίαΑη&βηοί κ.ά. (Β27) 127-149 - ΑτηοΙά/8ίηβτηη8 (Β28) 397-412 - ΒταοΙζβΗΐ 8ίηοΙζταίΗ (Β34) 2. 436-450 - ΒταοΙϊβΓί/ΒίΗβΙζΓαίΗ (Β35) 606-619 - Οηίζβη κ.ά.

(Β39) 191-250 - ΗαπΗ/ΟβΒΗανώ (Β40) 160-194 - Κ&βάί-νατζα (Β43) 282-

297 - ΡοΙΙτηαηη (Β45) 272-289 - 8ΐνβΜ (Β48) 313-330 - ΨβΙΙβΜΨαπβη (Β49) 94-109 - Ββηηβϋ (Β81) - Βοητάίβη (Β93) - Βητ&βΓ (Β104) - Βητ&βτ (Β106-107) — ΓΗιΒοΐχ (Β 131) — Εα&ΙβΙοη (Β134) — Εη^βΙθίη^ (Β146) — Εεβανρϋ (Β149) — Εβοατρίί (Β150) - Ρη&βη (Β172) - Οΐαββν κ.ά. (Β184) - ΟοΙάτηαηη (Β185-187) — Οτοβ&βη (Β196) - Ηαη$βτ (Β212) - Ηβπηαηά (Β217) - ΗοΙηΒ (Β230) — 1^βηΗαΓάί/]08ζα (Β280) - ΙΑηΜίΛηΙζ-ΗββΓ (Β292) - 1/ήνβηίΗαΙ (Β296)

— ΐΛΐ^άοΒ (Β299) — ΜαοΗβνβΐ} (Β301) — Ναητηαηη κ.ά. (Β325) — Ναητηαηη (Β326) — 8οΗηοΜη& (Β379) — 8οΗηΙίβ-8α88β (Β380) — 8οΗηίζβ (Β383) —

ΒβΗχοβη^βτ (Β384) — 8φτβη8βη (Β395) — 8ίτβϊ^α (Β401) — ν/ατηβίζβη (Β437) —

ΤΝίηΜβτ (Β453) - Ζίτηα (Β456).

Page 387: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

396 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΊΑ

.Σημειώσεις

1. Κτψοαίίΐά (Β8) 266 (λ. «υΐ6Γ£ΐΙιΐΓ5οζίο1ο§ίβ»). 2. ν/ίίρενΐ (Β17) 529 (λ.

«ΙΛΐ6Γ3ΐιΐΓ8οζΐο1ο£ί6»). 3. Ρηρ,βη (Β172) 14. 4. Ρϋξβη (Β172)

21. 5. IαΜ μ (Β299) 71-72. 6. Κη/ιναΜί (Β8) 267. 7. ]αν$$ (Β242)

168· 7ϊ€. ν/ατηβ)ίβη (Β437) 37 κ.ε. 8. ΟηΙζβη κ.ά. (Β39) 246 κ.ε.- πβ.

ΐτηβ^αδ (Β26) 227-248. 9. ΒοΗχοβη&ετ (Β384) 26-27. 10. Κ Ματχ/Ρ. Εη&βΙχ, \ν6Γ1<6. τ. 26.1, ϋίείζ, Β6ΐ·1ΐη 1971, σ. 385. 11. ν/ατη&εη (Β437)

15-16. 12. ΕηζβΐΗηζ (Β146) 349-475. 13. Εβεατρΐί (Β149) 44

κ.ε. 14. Ζλνηα (Β456) 32. 15. ΐΜάιυίζ (Β298) 17 κ.ε.· δίαηζβΖ (Β400) 103

κ.ε. 16. Είοανρϋ (Β149) 113. 17. (Β242) 177 κ.ε.· /«««« (Β243) 31

κ.ε. 18. ΗαηΗ/ΟβΙΗατάί (Β40) 192. 19. ϊτηβ&αδ (Β26) 259-

273. 20. Νανηιαηη κ.ά. (Β325) 35-97. 21. Μ αττΙΕ ηφ ι (Β311) 1.

117. 22. Φατηβίνη (Β437) 38-45. 23. Ψείτηαηη (Β439) 250-

260. 24. Οηίζβη κ.ά. (Β39) 246-250. 25. Β α ^εν (Β106) 173-199· Βηγ&βγ (Β107) 9-32, 33-58, 61-78· 8φτβηεβη (Β395) 84-95· ΙΛιΜ ητά-Ηβετ (Β292)

192-226· Οο&οώ (Β131)· ΒοιίΓάίβιι (Β93). 26. Κπ/ιοαΜί (Β8)

267. 27. Ζίτηα (Β456) 22. 28. ΒοΗαΙΐβ-Β^ε/ΨβτηβΓ (Β47)

196. 29. ϊτηβ&αί (Β26) 243 κ.ε.· ΗατϊΗ/Οβ&ΚαΓάΐ (Β40) 180 κ.ε.· ΒοΗηΙίβ- Βαβίβ/ΜΤβτπΘτ (Β47) 100 κ.ε., 124 κ.ε. 30. 5ίΓβΟαι (Β48) 317.

ι

X IV

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗ Σ ΛΟΓΟΤΕΧΝ ΙΑΣ

ΒιβλιογραφίαΪΜ βςρί (Β26) 76-91, 171-184, 259-273 - Αη&ηοΐ κ.ά. (Β27) 109-125 -

ΑτηοΙΛ8ϊηβηΜ$ (Β28) 413-431 - Αιοτ Βοαα (Β29) 4. 118-140, 311-349 -

Βηκ^Γΐ/ΙΜηαηβΓΐ (Β33) 2. 113-128 - Βηκ)αΓΐ/8Ηΐο1ιηι& (Β34) 2. 373-390 —

ΒναοΙίβΠ/ΒαίοϊταΐΗ (Β35) 639-649 - ΟηΙζεη κ.ά. (Β39) 140-163, 339-352 -

ΗαηΗ/αθ>Ηατάΐ (Β40) 195-227 - Κΰρρ (Β44) 160-163 - 5ίΓ«/*α (Β48) 296-

312 - ΨβΙΜ /νίαττβη (Β490) 75-80, 252-269 - ΑΜηάβο (Β60) - ΒέΗβτ/ΚβγοΙΙβ

(Β77) — ΒβηηείΙ (Β81) 41-77 — Βίτιηί (Β87) — Οβτψιίφηί/ΟιιηώτβΰΗί (Β110) —

ΟβίβΓαηί (Β111) — ΟοΗβη (Β116) — Οταηβ (Β120) — ΌαηηβΙιεΓ^/νοΙΙΗατάί (Β123) 337-465 - ΌβΙ/αα/ΗοοΗβ (Β125) - ΙΗ ΟίτοΙατηο κ.ά. (Β129) 79-133 -

Όίώοκ κ.ά. (Β130) — ΕίΜ (Β141) — ΕίοατρΗ (Β148) — ΡοΜ&τηα (Β162) - Ρηηυ (Β170) - ΟβίΙο (Β183) - ΟαηώτβοΜϊΛη^-ΗεβΓ (Β200) - ΗαιιΙ,ΗοΗβ (Β211) -

/αο&οη (Β237) -]αα** (Β242) - Κταιιω (Β267) 119-130, 140-152 - Ιαηαοη (Β277) - ΜαηΗβεβ (Β304) 280-299 - Μοίβαη (Β317-319) - Ρβίβτ*βη (Β338) -

Page 388: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 397

Αίβεζ κ.ά. (Β354) 126-137, 139-144, 181-192, 193-202 - 3οΗηΙίβ-8α88β

(Β380) — δοηη£ (Β396) - Τβχίβ ΙίϋβταίΓβ... (Β411) - Τνά&βν (Β423) 199-227 -

Τσαπώ ν (Β424) 31-48 - ϋΗΙίζ (Β426) - Υοάίδΐϊα (Β433) 30-86, 126-181 -

βίτηαηη (Β439) — νβϊτηατ (Β441) — ^βΐΐβΐί (Β447) 37-53 — 'ΨβΙΙβΙς. (Β449) 64-

77.

Σημειώσεις1. ΚταΗ88 (Β267) 142. 2. Κτακ88 (Β267) 142-143. 3. Ιμπ8οπ (Β277) 31-

56* πβ. ΒέΗατ/Ρα^οΙΙβ (Β77) 16 κ.ε.* Μοίεαη (Β317) 20 κ.ε., 69-70* Μοίδαη (Β318) 17. 4. ΨβΙΙβΙζ/ΨαΓτβη (Β49) 253. 5. Τ^η]αηοιν (Β424) 7-30, 31-

48* πβ. 8ίΗβάίβΓ (Β25) 392-430, 434-461* Σ>αοΓοί/Τοάονον (Β2) 188-

192. 6. ν/β11β\ (Β447) 37-53. 2. Το παράθεμα στο Μιι ατονδίίγ (βλ. επό­

μενη σημείωση). 8. Στο περ. «Αΐΐβπι&ϋνβ», Νγ. 80 (0&οΙ)6γ 1971): ΤδοΚβοΚΐ-

5οΗθγ δΙπιίΛιίΓΗΐίχιηυδ, σ. 169-170* πβ. €β8βταηϊ (Β 111) 53-62* Υοάϋ&α (Β433)

III κ.ε. 9. νοάΐδίία \(Β433) 30-86. 10. ]αχΐ88 (Β242) 173. 11. Ατηοϊάΐ 8ίηβτηο8 (Β28) 430-431* ΗααΙ>ήοΗ8 (Β211) 28 κ.ε., 49 κ.ε., 81 κ.ε.* Ναητηαηη (Β325) 134-144* Τβχίβ ΙίϋέΓαίτβ... (Β411) 11-41* Μνβιτηαηη (Β439) XV κ.ε.,

XX κ.ε. 12. Ύνά&ίτ (Β423) 201. 13. Ττα&βν (Β15) 189 (λ. «ΟβδοΜιίΜι-

βίΐ»). 14. Μανχ/Εη%βΐ8 (Β311) 1. 125. 15. ΗατΊΚ/ΟβύΗατάΐ (Β40)

199. 16. ΗαΠΗίΟβΒΗατάί (Β40) 200. 17. Αάοτηο (Β54) 272. 18. Μιάα- γοό8 ^ (Β322) 111-112. 19. Βταο^βτί/ΞίηοΙζΓαίΗ (Β34) 2. 389-

390. 20. Ρο&ΙίΘτηα (Β162) 4. 21. νίβΙΙβΙΰνίαΓνβη (Β49) 75. 22. ΒατΐΗβ8 (Β68) 167* πβ. δίΓ^α (Β48) 305-306. 23. Ρτοιν (Β170) 103-

124. 24, ΗαηΙ>ΗοΗ8 (Β211^ 88-89. 25. ΗαηΒτίοΗ8 (Β211) 100-

101. 26. Μο%8αη (Β317) 214, 232* Μοίεαη (Β318) 84, 97 κ.ε. 27. ΨβΙΙβΚ (Β449) 64-77. 28. Μοί8αη (Β318) 115 κ.ε.

Page 389: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Page 390: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Α. Γραμματολογικά λεξικά

1. Αύναηΐδ Μ . Η ., Α 01οδδ&ιγο£Πΐ6ΐ·&ιγ Τβπηδ, ΗοΙΐ-δαιιηοΙβΓδ, Νβ\ν

Υογ& κ.α. 41984.

2. ΣΗιετοί ΟειυαΙά/Τοάοτου Τζνβίαη, Οκ*ίοηηαΐΓβ βηογοίορβάΐφΐβ

άθδ δοίβηοβδ άιι 1αη§α£β, δβαίΐ, Ρ&πδ 1972.

3. ΌηρΗβζ Ββτηατά, Οπκΐιΐδ. Ι βδ ρΓοοβάβδ ΙϋίβΓαΐΓβδ (ΟίοΗοηηαΐΓβ),

ΟΗιίδϋαη Βοιιι*£οίδ έάΚβίΉ, Ρατίδ 21990 (11984).

4. Εβοατφϋ Κο&βτί/Οταββίη]βαη-ΜαΗβ (βάδ.), ϋίοΐΊοηηαίΓβ Ιηίβηιαίί-

οηαΐ <1βδ ΤβΓίηβδ ΙϋΙβΓ&ΐΓβδ, £αδβ. 1-6, Ρι·αηο]<6, Ββπι 1979-1986.

5. ΈοχνΙβτ Κο&βτ (βά.), Α ϋκΛίοηατγ ο£ Μοάβπι ΟπΙίο&Ι Τβπηδ,

Κοιιύβίΐ β, Ι·οηάοπ-Νβ\ν ΥοΛ 1990 ^ΙΘΤΒ).

6. Καηζο£ Κΐαη8/Μα88βτ ΑοΗίτη (βάδ.), Κβ&Ηβχ&οη ά&τ άβιιίδβΐιβη

ΙιίίβΓ&ίαΓββδοΙιίοΚίθ, τ. 4-5, Όβ ΟπιχΙβΓ, ΒβΓίίη-Νβνν ΥοΛ

21979-1988 (βλ. και: ΚοΗΙβοΗπιίάΐ λνβτηβτ/ΜοΗτ ^οΐ/^αη^).

7 . ΚοΗΙβοΗτηΐάί \νβτηβτ/ΜοΗτ \νοΙ/£αη& (βάδ.), Κβαΐΐβχΐΐίοη άβΓ άβιιί-

δοΚβη Ι«ίΙ:βΓαί:υΓ§θδο1ιίοΙ:6, τ. 1-3, Ό β Οπιγ1:βΓ, Ββιΐίη 21958-

1979 (βλ. και: Καηζο& Κΐαηβ/Μαβδβτ ΑοΗίτη).

8. ΚτψναΐΒΐά ΣΗβφβΓ (βά.), Η&ηάΐβχΐΐίοη ζιιγ ΙΛίβΓαΐυηνίδδβηδοΙιαβ:,

ΕΗΓβπ'ννίιΐΙι, ΜαηοΗβη 21976 (11974).

9. Μητταν ΡαΜοΙί, Ι,ϋβΓαιγ Οηϋοίδΐη, Α Οΐοδδατχ ο£ Μ 'ογ Τβπηδ,

Ιοηβΐη&η, Ικ)η(1οη-Νβ\ν ΥοΑ 1978.

10. Ρτβτηίη&βτ Αΐβχ (βά.), ΡιίηοβΙοη Εηογο1ορβάία ο£ Ροβίιγ ηχιά

ΡοβΗβδ, Εη1αι*£β(1 Εάίϋοη, Μαοιηΐΐΐαη, Ι,οηάοη κ.α. 1975 (Γβρι*.

1979).

11. ΚηϋΙίοιΟΒΗ \ν. ν./Βΐα1ίβ Κ. Ε., ΟίβΓ&ΙηηνδϊΐβΛιιοΙι. Οΐοδδ&τγ ο£

ΙϋβΓαι*γ Τβπηδ. ΟΙοδδΕίΓβ άβ ίβηηβδ ΙίϋιβΓαίΓθδ, Ρι*αηο1ζβ, Ββηι-

ΜϋηοΗβη 1969.

12. ΚηίίΙϊοιυβΜ V., ΝοηιβηοΙαΙοΓ ΙίίθΓΗπυδ, ΡΓ3ηο1ίβ, Ββηι-Μϋη-

οΐιβη 1980.

Page 391: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

402 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

13. οΗχνβϋάβ ΟύηΐΗβν η. Ιηη&ατά (βάδ.), Μβ&ΙβΓ-ΙΛίβΓαΙιΐΓ-Ι,βχί-

Ιζοη, ΜβΐζΙβΓ, δίιιϊίβ&τί 21990.

13α. $οοϋ Α. ΟαΓΓθηί ϋίβΓατγ Τβπηδ, Μ&οιηίΐΐαη, Ι οηάοη-

Βαδδίηβδ^β 1979 (4965).

14. 8ΗίρΙβι/ ]θ8βρΗ Τ (βά.), Οίοϋοηατγ ο£ λΥοΠά ΙϋβΓΕΓγ Τβπηδ,

ΤΗβ λΥπΐβΓ Ιηο. ΡιιΗΙίδΗβΓδ, Βοδίοη 1970.

15. Ττα&βτ Οίαιιβ (βά.), ν^δΛβΛιιΛ άβτ Ι ίΙβΓαΙιιηνίδδβηδοΙίΒΑ, \ΈΒ

ΒίΗ1ίο§ταρΗίδοΗβδ Ιηδϋΐυΐ:, Εβίρζί§ 1986.

16. ΤΓανβΓΘβϋί Βηιηο, Ι β ρατοΐβ β Ια οηΗοα. Οαίάα ίβηηίηοΐο ίοα

αΐΐα 1β#βΓαΙ:ιΐΓ&, ΟοορβΓαϋνα δοίϋοιί, Κόπια 1978.

17. λνίΙρβΓί Οβτο νοη, δαοΗχνοΓίθΛιιοΗ άβΓ ΟίβΓαΙχίΓ, Κγοπθγ, δίιιΜ;-

Ζοτϊ 71989 (4955 ).

Β. Ανθολογίες/ΚβΗίΙβΓδ

18. Βίοοπι ΗατοΙά (βά.), ΤΗβ Αγϊ οί ύιβ ΟπΗο. ΙΑϊ&τοτγ ΤΗ βοιγ &ηά

ΟπΙίοίδΐΏ ίτοπι ύ ίβ ΟΓββΙίδ ίο Αβ ΡΓβδβη*, 11 τ., ΟΚβΙδβα

Ηοιίδβ ΡυΗίδΗβΓδ, Νβ\ν ΥοΑ 1985-1990.

19. Εητί&Ηί Ο . ]./Όβ ΟηϊώιβΓα Εητβΐ (βάδ.),' Εη§1ίδΗ ΟπΗοαΙ Τβχίδ

16ώ Οβηίυιγ ίο 20*Η ΟβηΙ:ιΐΓγ, Οΐατβηάοη ΡΓβδδ, Οχίοπΐ 91987

(41962).

20. Ιοά^β Όανίά, (βά.), 20& ΟβηΐιΐΓγ ΕϋβΓ&ιγ Οπϋοίδΐη. Α ΒθαάβΓ,

Ιχ>η§ιη&η, Ιχ>η(1οη-Νβ\ν ΥοΛ 1985 (4972).

21. Νβινίοη Κ. Μ. (βά.), ΤννβηΗθίΗ-ΟΘηΐιΐΓΥ ΙϋβΓαιγ ΤΗβθΓγ. Α

ΚβαάβΓ, ΜαβΜίΗαη, Ηοαηάππίΐδ κ.α. 1989 (4988).

22. Βφαήββ Βίο& (βά.), ΟθΒαϋίη Τβχίδ. Α ΚβαοΙβΓ ίη ΉνβηϋβΐΗ

ΟβηΙιΐΓΥ Ι,ϋβΓ&ιγ ΤΗβΟΓγ αη(1 ΜβΑοά, Ορβη ϋηίνβΓδϋγ ΡΓβδδ,

Μίΐΐοη Κβγηβδ 1989 (4987).

23. 8βΙάοη Βατηαη (β<1.), ΤΗβ ΤΗβΟΓγ ο£ ΟπΙίοίδΐη. Ργοπι Ρΐαίο ίο ϋιβ

ΡΓβδβη!:. Α ΗβαάβΓ, Ι·οη£ΐη&η, Ι·οη(1οη-Ν6>ν ΥοΛ 1990.

24. ΒίβτηρβΙ \νοΙ/-ΣΗβίβΓ (βά.), Τβχίβ άβΓ ηΐδδίοΗβη Ροπηαΐίδίβη, Βά.

II: Τβχΐβ ζιιγ ΤΗβοηβ άβδ ΥβΓδβδ ιιηίΐ άβΓ ροβϋδβΗβη δρΓάοΗβ,

Page 392: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 403

Γίηΐί, Μϋηοΐιβη 1972.

25. ΞΜβάίβτ ]ηη$ (βά.), ΗιΐδδίδοΗβΓ Ροπηαΐίδΐηιΐδ. Τβχΐβ ζιιγ &11§β-

ιηβίηβη ΟΐβΓ&ΙυιΐΗβοπβ υηά ζιιγ ΤΗβοηβ άβΓ ΡΐΌδα, Ρίηΐς

ΜαηοΗβη 1971 01969).

26. ίηιβ&αδ νίοίοτ (βά.), Μβώοάβη άβΓ άβυΙδβΗβη ΟίβΓαΙυηνίδδβη-

δοΗοΛ, Αΰιβη&υιη/ΡίδοΙιβΓ, ΡΓ&ηΙάυιΙ: α.Μ. 31974 (11971).

Γ. Γενικά έργα/Εγχεφίδια

27. Αη^βηοί Ματ ο κ .ά . (βάδ.), ΤΗβοπβ ΙϋΙβΓ&ίΓβ, ΡΓβδδβδ υηίνβΓδϋαί-

Γβδ άβ Ρκαιοβ, Ρατίδ 1989.

28. ΑτηοΙά Ηβίηζ ύηάίΰί /8ΐηβπιη8 ΥοΙΙιβΓ (βάδ.), Οηιηάζϋ§β άβΓ

ΟίβΓαΙιΐΓ- υηά 5ρΓαβ1ι\νίδδβηδθ1ι&0:, Βά. 1: ΟίβΓαίυηνίδδβη-

δβΙΐ3&, ΌΤν, Μϋηοΐιβη 51978 (11973).

29. Α$ογ Κο$α ΑΐΒβτΙο (βά.), Ι βίίβΓΒίυΓ ίία1ί&η&, 4 τ., Είηαυάί,

Τοπηο 1982-1985.

30. Βο&άαΙ ΚΙαηε-ΜίοΗαβΙ (βά.), Νβυβ ΙϋβΓ&ΐιΐΓΐΙιβοηβη, \¥βδ*άβυ-

ΙδβΙιβΓ νβΓΐα§, Ορίαάβη 1990.

31. ΒοΗη νοϋϊβΓ (βά.), ΟΐβΓαΙιιηνίδδβηδοΚοΑ, ΚοΙΙιαιηιηβΓ, δίυΐΐ ατί:

κ.α. 1980.

32. Βνααΐί Ιυο, Ροβϋΐί ίη δΙίοΗννοΓίβη, ΗιγΙ, Κίβΐ 61980.

33. Βτα&βΓί ΗβΙτηηΐ/ΐΜτηπιβτΐ Ε&βνΗανά (βάδ.), Ριιη1ί-Κο11β£ ΟίβΓα-

ϊατ, 2 τ., ΡίδοΙιβΓ, ΡΓαηΙάίΐΓ α.Μ. 1977-1978.

34. Βταοΐίβτΐ; ΗβΙγηηίΙ&ϋ,οΙιναίΙτ ]όνη (βάδ.), ΟΐβΓαϊυηνίδδβηδβΙι&ίΐ:.

ΟπιηάΙαίΓδ 1-2, 2 τ., Κο\νοΗ1ί:, ΚβίηΒβ^ β. ΗαπΛυΓ§ 1981.

35. ΒταοΙίβτΙ; ΗβΙτηηί/ΞϋΙοΙϊναίΗ ]όνη (βάδ.), Ι,ίΙβΓαίυηνίδδβηδοΗαΛ,

ΒοννοΜΐ:, ΚβΐηΒβΙί β. Η&ιηΙ>υΓ§ 1992.

36. ΒήοδοΗί Γταηβο/ϋί ΟίτοΙατηο Οοβίαηζο, Είβιηβηϋ άί ίβοηα ΙβΙίβ-

γ&ιίε, Ρπηζίραίο, Μίΐαηο 31988 (11984).

37. ΌβΙοτοίχ Μαητίοβ/ΗοΙΙ η Ρβτηαηά (βάδ.), ΜέΛοάβδ άυ ΙβχΙβ.

Ιηίτοάυοϋοη &υχ βίιιάβδ ΙίΗέΓαίτβδ, Ουουΐοί, Ραπδ-ΟβηΛΙουχ

1987.

Page 393: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

404 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

38. Οαβήη \νΐΙ/Γβά κ.ά., Α ΗαηάΗοο^ ο£ Οηϋοαΐ ΑρρτοαοΗβδ ϊο

ΙιίίΘΓαΙιΐΓβ, Οχίοτά ϋηίνβτδίΐγ ΡΓβδδ, Νβ\ν ΥοΑ-Οχίοτά 31992

(4966).

39. Οηίζβη ΤΗβίβν χ.ά., Είη£ϋΗπιη§ ίη άίβ ηβιιβτβ άβιιίδοΗβ Ι,ίίβΓα-

ΙιιηνίδδβηδοαΑ, ΕήοΗ δοΗιηίάΐ, ΒβΓίίη 61989 (4976).

40. ΗατϊΗ ΣΗβΐήοΗ/Οβ&Ηανάί Ρβίβν (βάδ.), Ετίίβηηίηίδ άβΓ ΕίίβΓαίιΐΓ,

ΜβΙζΙβΓ, δΙηΜ^ατΙ 1982.

41. Ηαη//]ϋ,Γ&βη κ.ά., Μβώοάβηάίδίαΐδδίοη. ΑτΗβϋδΗυοΗ ζιιγ Ι,ίίβΓα-

ίαηνίδδβηδϋΗαΛ, τ. 2, ΑηΙοη Ηαίη, ΜβίδβηΗβίιη 61991 (4971).

42. ΚαψβΓ \νοΙ/&αη&, ϋαδ δρταοΗΙίοΗβ Κυηδΐννετίς Εταηο&β, Ββπι-

ΜϋηοΗβη *21967 (4948).

43. Κώέάι-ναΓ&α Α. (β<1.), ΤΗβοηβ άβ Ια Ιί&έταίιΐΓβ, Ρίοατά, Ρατίδ

1981.

44. Κδρρ ϋΐαηε ΡΗβάήοΗ, ΕϋβΓαίυηνίδδβηδοΗαή, Αΐίαάβιηίβ-νβΓΐα£,

ΒβΓίίη 1980.

45. ΡοΙΙτηαηη Ι βο, ΕϋβΓαΙυηνίδδβηδοΗαΑ υηά ΜβΐΗοάβ, ΑΛβηαιιπι/

ΡίδβΗβΓ, ΡΓαηΙώιΙ α.Μ. 21973 (4971).

46. $αηίβΓβ8- 8ατ1ίαη 8ίέρΗαηβ> ΤΗβοήβ άβ Ια ΙίΉβΓαίυιτβ, ΡΓβδδβδ

ΙΙηίνβΓδϋαίΓβδ άβ Εταηοβ, Ρατίδ 1990.

47. ΞβΗηΙίβ-Βαεεβ ]οοΗβη/ννβΐΓηβτ Κβηαίβ, ΕίηίυΗηιη§ ίη άίβ Είίβτα-

Ι ιηνίδδβηδοΗαΑ, Ρίηΐί, ΜϋηοΗβη 31985 (4977).

48. 5ίτβΙία ]θ8βρϊι, Μβϋιοάοΐο^ίβ άβτ ΙιίΙβΓαίυηνίδδβηδοΗαΑ, Νίβ-

πιβγβτ, ΤϋΗίη^βη 1978.

49. \νβϊΐβΐζ Κβηέ/Μ^αττβη Αιΐ8ϋη, ΤΗβοτγ ο£ ΕϋβταίιΐΓβ, Ρβη§ιιίη,

ΗαπηοηάδΛνοΓίΗ κ.α. 1976 (4949).

Δ. Ειδικά έργα/Μελέτες

50. Αίτατηβ Μ. Η., Όοίη§ ΤΗίη δ \νί*Η Τβχίδ. Εδδαχδ ίη Οπϋοίδΐη αηά

Οπίίοαΐ ΤΗβοτχ, Νοιίοη, Νβνν Υοτίί κ.α. 1989.

51. Αάατη ]βαη-Μ%όΗβΙ, Ι«β -τέοίΐ, Ρτβδδβδ ϋηίνβΓδίίαίΓβδ άβ Εταηοβ,

Παρισ 31991 (4984).

Page 394: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 405

52. Αάατη ]βαη-Μίο}ιβΙ/?βΗφαη Αηάτέ, Ι β ϊβχίβ άβδοηρίΐί, Ναύιαη,Ρατίδ 1989.

53. ΑάοτΎΐο ΤΗβοάοΓ V/., Νοίβη ζιιγ ΐΛίθταίιΐΓ Ι-ΐν, διιΗιΊίαπιρ,ΡΓβηΙζβίΓΐ: α.Μ. 1958-1974.

54. Αάοτηο ΤΗβοάοτ \Ϋ., ΑδΰιβϋδβΗβ ΤΗβοτίβ, 5ιιΗι1αιιηρ, ΡΥαηΗίιιΙ:α.Μ. 1973.

55. Αηάταβ Βαηάοτ, ΤβχΙ: υη(1 λνβτίς ΌβιιΙδοΗβ VίβτίβΙίαΗτδδοΙίΓίίΐ ίατΟίβΓαίιιηνίδδβηδοΙιαή αηά ΟβίδΙβδββδοΗίοΙιίβ 53 (1979) 478- 511.

56. Αΐϋοΐί ΒχοΗατά Ό., ΤΗβ Αιΐ ο£ ΟΐβΓατγ ΚβδβατοΗ, Νοτίοη, Νβ\νΥοΓΐο-Ι_£>η<1οη 31981 (41964).

57. Αηάβτβ&£ ίοΚαηηβΒ, Ρ&ΐίοη ιιηά Κοιηιηιιη&αίίοη, ναηάβηΗοβοΙίυη(1 ΚυρΓβοΗί:, ΟδΉίη^βη 21977 (11973).

58. Ατηάί Εηυίη κ.α., ΡτοΗΙβπιβ άβτ ΟίβΓαΙαηηίβιρΓβϊαίίοη, ΒίΜίο-§ταρΗίδοΗβδ ΙηδίίΙυΙ:, Ι^βίρζί^ 1981.

59. ΑετηηίΗ ΒβητΗαΓά, ΒΓαπιβηαηαΙγδβ, Μβίζΐβτ, δϊιιΗ^ατΙ: 21984.60. ΑίΙΗά&β ϋβΓβΚ κ.ά. (βάδ.), Ροδί-δίηιοΙιίΓαΙίδΐη αηά Λ β (^ιιβδϋοη

ο£ΗίδίοΓγ, ΟαιηΗπ(Ι§β ϋηίνβΓδίΙγ ΡΓβδδ, ΟαιπΗτίά^β κ.α. 1987.61. ΒαοΗΗη ΜίβΗαίΙ Μ., Όίβ ΑδώβΛ άβδ λΥοΓΐβδ, δυΗΑαιηρ, ΒΥαηΙο-

ήιΠ: α.Μ. 1979.62. Βαί Μίβΐϊβ, Ναιταίοΐο^γ, ϋηίνβΓδίίγ ο£ Τογοπϊο Ρτβδδ, ΤοΓοηίο

1985 (Γβρτ. 1988).63. ΒαΙάηίηο Αηηαηάο, Μαηιιαίβ άί βίοΐο^ία ίίαΐίαηα, δαηδοηί,

Ρίτβηζβ 21983.64. Βανηββ Αηηβίίβ, Οη ΙηΐβτρΓβΙαϋοη, Βίαοΐανβΐΐ, Οχ£οτά κ.α. 1988.65. ΒατήοβΙΙί ]βαη-ΠβτΓβ, Μβίοροίβδίδ. ΑρρτοαοΗβδ ίο Αβ δίυείγ ο£

ΙιίίβΓαίιΐΓβ οηά Μιΐδίο, Νβνν ΥοΑ ϋηίνβΓδίίγ Ρτβδδ, Νβνν ΥοΑ 1988.

66. ΒατήοβΙΙί ]βαη-ΡίβΓΓβ/ΟώαΙάί ]08βρΗ (βθδ.), Ιηίβπ-βΙαΗοηδ ο£ϋϊβταίιΐΓβ, ΤΗβ Μοάβπι Ι^αη£ΐια£β Αδδοοίαϋοη ο£ Απιβποα, Νβ>ν ΥοΛ 1982.

67. ΒακϊΗβε ΒοΙαηά, Ι β άβ^τβ ζβτο άβ ΓβοπίιΐΓβ δΐιίνί (Ιβδ έΐβΐϊίβηΐδάβ δβππο1θ£ίβ, ΟοηώίβΓ, Ρατίδ 1965 (41953/1964).

68. ΒατίΗβε ΒοΙαηά, δατ Βαοίηβ, δβιιίΐ, Ρατίδ 1963.

Page 395: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

406 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

69. ΒατΐΗβ8 ΚοΙαηά, Εδδαίδ οηΰφίβδ, δβυίΐ, Ραιίδ 1964.70. ΒατίΗβε ΚοΙαηά, 5/Ζ, δβιιίΐ, Ρατίδ 1970.71. ΒατϊΗβ8 ΒοΙαηά κ.ά., Ροβϋφΐβ άυ τέοίϊ, δβυίΐ, Ραπδ 1977.72. ΒατίΗββ ΚοΙαηά, κ.ά. ΟΉβΓαίιΐΓβ βί τβαΐίίβ, δβυίΐ, Ρατίδ 1982.73. Βατίΐηβε ΚοΙαηά, Εβ βηιίδδβιηβηΐ: άβ Ια 1αη§ιιβ. Εδδαίδ οηϋφίβδ IV,

δβιιίΐ, Ρατίδ, 1984.74. ΒατϊΗβε ΚοΙαηά, Ι/ανβηίιΐΓΘ δέπιίο1ο§ίφΐβ, δβιιίΐ, Ρατίδ 1985.75. Βαβίίβ Βηιηο (βά.), ί/θίίβΓαίιίΓα β ίϊ1ο1ο£ία, ΖαηίοΙιβΙΙί, Βο1ο§ηα

1982.76. Βαηβν ΟβνΗανά κ.ά., Ζιιγ ΤΗβοπβ άβτ νβΓ§1βίβΙιβηάβη Ι ίΙβταΙιΐΓ-

λνίδδβηδοΗαΑ, ϋ β Οηιγίβτ, Ββι·1ίη-Νβ\ν ΥοΛ 1971.77. ΒβΗατ ΗβηΗ/ΡαψοΙΙβ Κο&βτ (βάδ.), Ι/ΗίδίοίΓβ Ιίίίβταίτβ αιτίοατ-

ά’Ηιιί, Οοΐίη, Ρατίδ 1990.78. ΒβΙίβ ΗθΓ8ί, Ι,ϋβταηδοΙιβ ΟββταυοΗδ£οπηβη, Ββτίβίδΐηαηη, ϋϋδ-

δβΐάοιί 1973.79. ΒβΙΙβτηίη-ΝοβΙ ]βαη, ΡδγοΚαηαΙγδβ βΐ ΙίΉβΓαίιΐΓβ, Ρτβδδβδ ϋηίνβτδί-

Ιαίτβδ άβ Ρταηοβ, Ρατίδ 21983 (11978).80. ΒβηηβΙί Τοηψ, Γοπηαΐίδπι αηά Ματχίδΐη, ΜβΛιιβη, Ιι©ηάοη-Νβ\ν

ΥοΑ 1979 (τβρτ. 1981).81. Ββηηβϋ Τοηψ, Οοίδίάβ Ι,ίίβταίιιτβ, Κοιιΐΐβά^β, Ι,οηάοη-Νβλν Υοτίί

1990.82. Ββηύβν Εήο, ϋαδ 1βΙ)βηάί§6 Όταιηα, ΡπβάποΙι νβτία^, νβ11)6Γ β.

Ηαηηονβτ 1967.83. Ββττίοηί ΌβΙ Οηβνζίο ΟίηΙίαηα/ΟαροηβΓα Μαήα ΟαΒήβΙΙα, ΙιβΚβ-

ταϊιιτα βά αηαΐίδί ϊβδίυαίβ, ΡΥαηοο Αη^βΐί Εάίίοτβ, Μίΐαηο 51990.84. Ββ88%έτβ ]βαη, ϋίΓβ 1β ΙίΚβταίτβ, Ματάα^α, Βηιχβΐΐβδ 1989.85. Ββ88ίένβ ]βαη (βά.), Ι/οτάτβ άιι άβδβπρϋ£, Ρτβδδβδ ϋηίνβτδίίαίτβδ

άβ Ρταηοβ, Ρατίδ 1988.86. Ββχιϋη ^οΙ/&αη% (βά.), ΙΛΙβταίυτ υηά Ρδγοίιοαηαίγδβ, ΝγιηρΙιβη-

1>υτ£βτ, Μϋηοΐιβη 1972.87. Βιηηι ΥΥαΙίβν, ΡοβΙίοα, οτίΗοα β δίοπα ΙβίΙβταπα, Ι&ίβτζα, Κοιηα-

Βατί 21980 (4 9 6 3 ).88. ΒίτοΗ Όανιά, Ι^αη§αα§β, Οΐβταΐυτβ αηά Οηϋοαΐ Ρταοϋοβ. \¥αγδ ο£

Αηα1γδίη§ Τβχΐ, Κουΐΐβά^β, Εοηάοη-Νβ\ν Υοτίί 1989.

Page 396: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 407

89. ΒΐαηύΓβ8 Ηαητ , Α Ηίδίοτγ ο£ Ι,ίίβτατγ Οτίϋοίδΐη, Μαοιηίΐαη,

Ηουηάιηίΐΐδ κ.ά. 1991.

90. Βίοοτη ΗανοΙά, ΤΗβ Αηχίβίγ ο£ Ιηίΐυβηοβ. Α ΤΗβοτγ ο£ Ροβίχγ,

Ο χ£ογ(1 ΙΙηίνβΓδίΙγ Ρτβδδ, Ι^οηάοη κ.α. 1973.

91. Βοβτηβτ Ρβΐβν, Τα§β1)ΐΐϋ1ι, Μβίζΐβτ, δΙυ11:£ατ1: 1969.

91α. Βο&άαΙ ΚΙαηβ-ΜΐοΗαβΙ κ.ά. (βάδ.) ΑΛβϋ:δ£β1ά: Μαΐθπαΐΐδϋδοΐιβ

Πΐβταίυτίΐιβοηβ, Αΰιβηαυιη, ΡταηΙίυτΙ: α. Μ. 1975.

92. Βοφατάί ΜαΓίίη, Αηαΐγΐίδοΐιβ ϋπιο1άοτδο1ιυη§, ΗαυδΛνβάβΗ,

ΗαιηΙ)ΐΐΓ§ 1977.

93. ΒοΗΓάίβη Ρίβττβ, Ι βδ τβ§1βδ άβ Γατί. Οβηβδβ βί δΐτυοΐυτβ άυ

οΐιαιηρ ΙίϊΙβταίτβ, δβυίΐ, Ρατίδ 1992.

94. Βοινβνβ Ρνβάεοη, Τβχίυαΐ αηά Πϊβτατγ Οτίϋδίδΐη, ϋηίνβτδίΐ^

Ρτβδδ, ΟαηΛτίά^β 1959.

95. Βοιυβτβ Ρτβάβόη, Β&ΐίο^ταρίιγ αηά Τβχΐυαΐ Οτίΐίοίδΐη, Οΐατβηάοη

Ρτβδδ, Οχ£οτά 1964.

96. Βγο,οΙϊ Ο.Μ. ]Γ./Βατηβ8 Μνατηβτ (βάδ.), Β&1ίο§ταρΙιγ αηά Τβχΐυαΐ

ΟπΙίοίδπι, ϋηίνβΓδίΙγ ο£ Ο1ιίοα§ο Ρτβδδ, Οΐιίοα§ο-Ι,οηάοη 1969.

97. Βται/ /. V/., Α Ηίδϊοτγ ο£ Εη§1ίδΙι Οτίϋοαΐ Τβτηΐδ, ϋ.Ο . ΗβαΛ,

ΒοδΙοη (ϋ.δ.Α.) 1898.

98. Βτβπιοηά ΟΙαιιάβ, ί.β ιηβδδα β ηατταίί£, Οοπιηιυηίοαίίοηδ 4

(1964) 4-32.

99. Βτβτηοηά Οαυ,άβ, Εο^ίφΐβ άυ τβοίΐ, δβυίΐ, Ρατίδ 1973.

100. ΒΓβηβΓ ΚοΙ/, Ιϋβταίυτ. Εηί\νυτ£ βίηβτ Ιίοιηιηυηίΐίαϋοηδοπβηϋ-

βτΐβη ΤΗβοπβ άβδ δρταοΗΙίοΗβη Κυηδΐννβτΐίδ, Οατί λΥίηΙβτ, Ηβί-

άβ11>βτ£ 1984.

101. ΒηιηβΙ Ρίβττβ κ.ά., Εα οηϋφΐβ ΙίΉβταίτβ, Ρτβδδβδ ϋηίνβτδίΐαίτβδ

άβ Ρταηοβ, Ρατίδ 21984 (41977).

102. ΒηιηβΙ ΡίβτΓβ κ.ά., (^υ’βδΐ-οβ ςυβ Ια ΙίΐίβταΙυτβ οοιηρατββΡ

Οοΐίη, Ρατίδ 1983.

103. ΒηιηβΙ Ρ%βΓνβ/€ΗβννβΙ Υυββ (βάδ.), Ρτβοίδ άβ ΙίΉβταίυτβ οοιηρα-

τββ, Ρτβδδβδ ϋηίνβτδϋαίτβδ άβ Ρταηοβ, Ρατίδ 1989.

104. Βϋτ&βν Οτήβία, Τβχίαηαίγδβ υηά ΙάβοΙο ίβΙαΊίίΙί, δγηάί^αΐ,

Ρταηΐάυιΐ α. Μ. 1980.

105. Βην&βτ Οβνάα κ.ά. (βάδ.), Οββταυοίΐδίβχίαηαίγδβη, Βαη^β, ΗοΙΙ-

Page 397: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

408 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

£θ1<1 Η 9 8 3 .

106. ΒϋΓ&βΓ Ρβΐβτ, νβηηίΙΐΙυη^-ΗβζΘρϋοη-Ευη^Ιΐοη, διΛΛαιηρ,

Ρταηΐάυιΐ: α.Μ. 1979.

107. Βϋ,Γ&βΓ Ρβίβτ (βά.), Ζαιη Ειιηΐίΐΐοηδνναηάβΐ άβτ Ι,ϋβταΙιιτ, διιΗτ-

1?αιηρ, Ρταηΐ&πΐ: α.Μ. 1983.

108. €έΙί$ ΚαρΗαβΙ (βά.), ΙΛΉέταΙιιιτβ βΐ ιηιΐδίφΐβ, Ραουΐίβδ ϋηίνβτδί-

Ιαίτβδ δαίηί-Ι,οιπδ, Βηιχβΐΐβδ 1982.

109. ΟβνηηίφηΙ ΒβΓηανά, έ1ο§β άβ Ια ναπαηΐβ, δβιιίΐ, Ρατίδ 1989.

110. Οβτηηιφηί Ββνηατά/ΟητηίΓβοΗί Ηαη$ ϋΐΗοΗ (βάδ.), Όβτ

ϋίδίαιτδ άβτ Ιιίίβταίυτ- ιιηά δρταοΜιίδίοτίβ, διιΗΛαπιρ, Ρταηΐζ-

ίίιτί α. Μ. 1983.

111. ϋβββναηί Βετηο, Καοοοηίατβ Ια ΙβίΙβταίιιτα, Βοπη^Ηίβπ, Τοτίπο

1990.

112. ΟιατϊίβΓ Κοββτ, Ι^οτάτβ άβδ Ιίντβδ. Ιιβοίβιιτδ, αυίβυτδ, ΒίΜίο-

ΰι&φίβδ ©η Ειιτορβ βηΐτβ XIV® βΐ XVIII® δί&οΐβ, Αΐίηβα, Αίχ-βη-

Ρτονβηοβ 1992.

113. ΟΗαίτηαη Ββί/τηοην/Ι βνίη 8ατηηβΙ Κ. (βάδ.), Εδδαγδ οη Αβ Ι αη-

§υα§β ο£ Οίβταίυτβ, Ηοιι^Ηΐοη Μίβΐίη Οοιηραηγ, ΒοδΙοη κ.α.

1967. '

114. ΟιβννβΙ Υνβ8, 1<α Ιίϋέταΐιιτβ οοιηρατέβ, Ρτβδδβδ ϋηίνβτδϋαίτβδ

άβ Ρταηοβ, Ρατίδ 1989.

115. ΟοΗβη ]βαη, δΐηιοΐυτβ άιι 1αη§α£β ροέϋφΐβ, Ρίαιηιηαηοη, Ρατίδ

1966.

116. ΟοΗβη ΒαΙρΗ (βά.), Νβ\ν Οίτβοίίοηδ ίη Εϋβτατγ ΗίδΙοτγ, ΚουΙ-

1βά§β αηά Κβ^αη Ραιιΐ, Ικ>ηάοη 1974.

117. Οοηϊαϊ ΜϊοΗβΙ (βά.), Ι αιιίβυτ βϊ 1β ιηαηυδοπΙ:, Ρτβδδβδ ϋηίνβτδί-

Ιαίτβδ άβ Ρταηοβ, Ρατίδ 1991.

118. Οοηΐίηί Οίση/ταηοο, Βτβνίατίο άί βοάοϋοα, Κίοοίατάί, Μίΐαηο-

Ναροΐί 1986.

119. Οοηέ&ηας ΌαηίβΙ, Ιηίτοάιιοϋοη & Ια ραταΐϋΐέταΐυτβ, δβιιίΐ, Ρατίδ

1992.

120. Οταηβ Κ. δ., Οτίϋοαΐ αηά Ηίδίοτίοαΐ Ριίηοίρίβδ ο£ ϋϊβτατγ

ΗίδΙοτγ, ΙΙηίνβτδίΙγ ο£ Οΐιίοα ο Ρτβδδ, ΟΗίοα^ο-Εοηάοη 1971.

121. ϋηΙΙβτ ]οηαίΗαη, δϊπιοϊιιταΐίδΐ: ΡοβΗοδ, Κουί1βά§β, Ιχ>ηάοη

Page 398: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 409

1975.

122. ΟηΙΙβΓ ΙοηαίΗαη, Οη ϋβοοηδίχυοϋοη, Κουί1βά£β, Ι^οηάοη 1989

01982).

123. ΌαηηβΒβτβ ΐΜΐζ/νοΙΙΗατάί ΡήβάτίοΗ (βάδ.), νοιη ϋιη§αη£ ιηϋ

Ιϋβταίυτ υηά Πίβταίυτ βδβΗίοΙιΙβ, Μβίζΐβτ, δΐυίί ατί 1992.

124. ΌβΙβτοίχ Μαηήοβ/Οββνίβ V/αΐίβτ (βάδ.), «ί,βδ ΟΐιαΙδ» άβ Ββαυ-

άβίαίτβ. ϋηβ οοηίτοηϊαϋοη άβ ηαέώοάβδ, ΡϋΡ-ΡΙΙΝ, Ρατίδ-

Ναιηυτ 1980.

125. ΌβΙ/αη Οένανά/ΚοοΗβ Αηηβ, ΗίδΙοίτβ, Ιί&βταίυτβ. ΗίδΙοίτβ βΐ

ίηϊβτρτβϊαίίοη άυ £αίΙ ΙίΚέταίτβ, δβυίΐ, Ρατίδ 1977.

126. Όβ Μαη ΡαηΙ, Βΐίηάηβδδ αηά Ιηδί Ηΐ. Εδδαγδ ίη Λβ ΗΗβΙοτίο ο£

Οοηίβιηροτατγ ΟτίΙίοίδΐη, Κουϋβά^β, Ι,οηάοη 1989 (11971).

127. ϋβητίάα ]αβ^ηβ8, Οβ Ια §ταιηιηα1:ο1ο§ί6, ΜίηυίΙ, Ρατίδ 1967.

128. Όβητιάα ]αοηηβ8, Ι^βοπίυτβ β ϊ Ια άίδβτβηοβ, δβυίΐ, Ρατίδ 1979

01967).

129. ϋί ΟίτοΙατηο Οοεΐαηζο κ.ά., Ι α τα§ίοηβ οτίΐίοα, Είηαυάί, Τοτίηο

1986.

130. Όίώοχε ]αοηηβ8 κ.ά., Αηαίγδβ άβ Ια ρβτίοάίδαΐίοη ΙίΙΙβταίτβ,

έάίΐίοηδ ϋηίνβτδίΐαίτβδ, Ρατίδ 1972.

131. ΈΗώοιε ]αοηηβ8, Ι/ίηδΗΐυϋοη άβ Ια ΙίΙίβταΙυτβ, ΝαΛαη, Ρατίδ

1983.

132. ύηήΜη ΣΗοηψζ, νβτβΙβίοΗβηάβ Π*βταίυτ£οτδο1ιυη§, Αΐίαάβπιίθ-

νβτ1α§, Ββτΐίη 21976 (11972).

133. ϋψβήηβΐζ Ηη&ο, ΚοιηραταΗδϋΙί, Βουνίβτ, Βοηη, 1977.

134. Εα^Ιβίοη Τβνη/, Οτίϋοίδΐη αηά Ιάβοΐο^γ, νβτδο, Ι,οηάοη-Νβλν

ΥοΑ 71988 (11976).

135. Εα&Ιβΐοη Τβνη/, Εϋβτατγ ΤΗβοτγ, Βίαοΐανβΐΐ, Οχ£οτά, 1983.

136. Εα&Ιβίοη Τβνη/, ΊΊιβ Ευηοϋοη ο£ Οτίϋοίδΐη, νβτδο, Εοηάοη-

Νβ\ν Υοτίί 31987 01984).

137. Εβο ϋηώβνίο, Ορβτα αρβτία, Βοπιρίαηί, Μίΐαηο 1977 (11962).

138. Εβο ϋηώβνίο, Τταϋαίο άί δβπιίοϋοα §βηβτα1β, Βοπιρίαηί, Μίΐαηο

1975.

139. Εβο ϋπώβΠο, Εβοίοτ ίη £αΙ>υ1α, Βοπιρίαηί, Μίΐαηο 51991 (11979).

140. Εβο ϋτη&βτϊο, I ΙίπιίΙί άβΙΓ ίηίβτρτβίαζίοηβ, Οτυρρο ΡαΙΛτί-

Page 399: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

410 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Βοιηρίαηί, Μίΐαηο 1990.

141. ΕίΜ Καή, ΚπΐίδοΗ-ΓαΙίοηαΙβ Οίβταΐατννίδδβηδοΐιαβ:, Ρίηΐς, Μαη-

οΐιβη 1976.

142. ΕίοΗβη&αιιτη Βοη$, Αα£δαΙζβ ζιιγ ΤΗβοτίβ αηά ΟβδοΗίοΗίβ άβτ

ΟΐβταίαΓ, δαίιτίίαπιρ, Ρταη1<ίίΐΓί α.Μ. 1965.

143. Εΐαπι ΚβΙγ, ΤΗβ δβιηίοϋοδ ο£ ΤΗβαΙτβ αηά ϋταιηα, ΜβΛαβη,

Ι.οηάοη-Νθ\ν ΥοΑ 1980.

144. ΕΙΙ\8 ]οΗη Μ ΤΗβ ΤΐιβΟΓγ ο£ ΙΛϊβτοτγ ΟηΙίοίδΐη, ϋηίνβτδίίγ ο£

Οαΐίίοπιία ΡΓβδδ, Ββτ&βίβγ 1974.

145. Εϊίΐ8 ]οΗη Αί., Α^αίηδΙ Ββοοηδΐηιοϋοη, ΡπηοβΙοη ϋηΐνβΓδίίγ

Ρτβδδ, Ριίηοβίοη 1989.

146. Εη&βΐ8ΐη& ΚοΙ/, ΑΛβί*, Ζ β ϋ αηά λΥβι ίιη ΙίίβΓοπδβΙιβη Ββπι£,

ναηάβηΚοβο^ αηά ΚαρτβοΙιΙ:, Οοϋίη^βη 1976.

147. ΕήχοΗ νίοίοτ, ΚηδδίδοΗβτ Ροπηαΐίδΐηαδ, Ρίδοΐιβτ, ΡΓοηΙάατί α.

Μ. 1987.

148. Ε8οαΓρϋ Κο&βΓί, Ηίδίοίτβ άβ ΓΙιίδΙοίτβ άβ Ια ΙίΙΙβταίητβ, [στο:]

Οηβηβαιι Και/τηοηά (βά.), Ηίδίοίτβ άβδ ΙίΉβταίατβδ, III: ϋΐΐβΓα-

ίαΓβδ ίταηςαίδβδ, οοηηβχβδ βϊ ηχατ ίηαΐβδ, ΟαΙΙίιηαΓά, Ρατίδ

1958. 1

149. Ε8βατρϋ ΚούβΓί, δοοίο1ο§ίβ άβ Ια ΙίίΐβταΙηΓβ, Ρτβδδβδ ϋηίνβτδί-

ΙαίΓβδ άβ Ρταηοβ, Ρατίδ 31964 ^Ιθδδ).

150. Εβοατρΐΐ Κοίβτί (βά.), Ιιβ ΙίίίβταίΓβ βϊ 1β δοοίαΐ, Ρΐαπιιηαποη,

Ρατίδ 1970.

151. Ε8ϋΗΙ>αοΗ ΑοΗίπι/ΕαάβΓ λνβηάβΐΐη (βάδ.), Ι ίΙβταΙαΓδβιηίοϋΙί, 2

τ., Οαηίβτ Ναττ, ΤϋΒίη^βη 1980.

152. Ε88ΐ%η Ματϊίη, Αηαΐοπιίβ άβ Γατί άταιηαϋφΐβ (Αη αηαίοπιγ ο£

άταιηα), Εάίϋοηδ ΒαοΗβΙ/ΟΗαδίβΙ, Ρατίδ 1979.

153. ΕβϋναΙβ Κο&βΓί, ί.α ΗΗίοΙο^ίβ, Ρτβδδβδ ϋηίνβΓδίίαίτβδ άβ

Ρταηοβ, Ρατίδ 1987.

154. έϋβηώΐβ Κβηβ7 ΟοιηραΓαίδοη η’βδί ραδ ταίδοη, Οαΐΐίιηατά, Ρατίδ

1963.

155. ΕβΙτηαη 8Ηθ8Ηαηα (βά.), ΟίβταίαΓβ αηά Ρδγοίιοαηαίγδίδ, ΙοΗη

Ηορίαηδ ϋηίν. Ρτβδδ, ΒαΙϋιηοΓβ 1982.

156. ΡβΙρβήη Ηοχνανά, Ββγοηά ΌβοοηδΙταοΗοη, ΟΙατβηάοη Ρτβδδ,

Page 400: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 411

Οχίοπ! 1985.

157. Ρβντανβεΐ Μ αητό, ί,ίηνβηζίοηβ ηβΐ Γ&οοοηϊο, Οαβπηί, Μίΐ&ηο

1987.

158. Ρί8θΗβτ ΐΜάυή& κ.ά. (βάδ.), Οβ ΓαυοΙίδΙίίβΓαίιΐΓ, ΜβΙζΙβΓ, δίιιίΐ:-

1976.

159. ΡίβΗ ΒίαηΙβι/, Ιδ ΛβΓβ & Τβχί ίη ΰιίδ ΟΐαδδΡ ΤΗβ ΑαώοπΙγ ο£

ΙηΙβΓρΓβΙίνβ Οοπιπιιιηίίίβδ, Η&ΓναΓά ϋηίνβΓδίίγ ΡΓβδδ, Ο&ιη-

βπά^β Μαδδ.-Εοηάοη 1980.

160. ΡοΗηηαηη ]ηΓ&βη/ΜϋΙΙβτ Ηατο (βάδ.) ϋίδΙαίΓδ&ΘΟπβη αηά

ΕίΙβΓ^αηνίδδβηδοΙιαίΐ, δαΗΛαιηρ, ΡΓ&ηΙάαιΙ: α. Μ. 1988.

161. ΡοΜίβτηα ϋοηιοβ/Κιιηηβ-ΐΒβοΗ Εΐηιά, Τΐιβοηβδ ο£ ΕίίβΓαΙαΓβ ίη

Λβ Τ\νβηϋβώ ΟβηΙαιγ, ΗαΓδ*, ί,οηάοη 1977.

162. Ροΐ&βιηα ϋοηινβ, ΙϋβΓατγ ΗίδίοΓγ, Μοάβπιίδπι αηά ΡοδίιηοάβΓ-

ηίδηι, ΙοΗη Ββη^πιίη, Αιη δΙθΓ ά&πι-ΡΗίΙαάβΙρΚία 1984.

163. ΡοΜβτηα Όοηιυβ/Ββιτίβηβ Ηαη$ (βάδ.), ΑρρΓοαοΙιίη§ ΡοδίπιοάβΓ-

ηίδηι, |οΗη Ββη]αιηίη, ΑηΐδΙβΓάαηι-ΡΐιίΙαάβΙρΙιία 1986.

164. ΡοινΙβΓ Αΐα8ίαί$τ, Κίηάδ ο£ ΟίβΓ&ΐαΓβ, ΟίαΓβηάοη ΡΓβδδ, Οχ&Γά

1982.

165. Ρταηΐί Μαη/νβά, ϋ&δ ίηάίνίάαβίΐβ Αΐΐ βιηβίηβ. Τβχΐδίπι&αηβ-

ηιη§ αηά -ίηίβΓρΓβίαϋοη ηαοΐι δοΗΙβίβπηαοΙιβΓ, δυΗιΙίαπιρ,

ΡΓ&ηΙάαιΙ: α. Μ. 1985.

166. Ρναηζβη ΕηοΛ, Ροπηβη άβδ ηιοάβπιβη ϋΓ&ιη&δ, Ο. Η. Ββοΐί,

ΜαηοΗβη 21970 (4961).

167. Ρνβηά δί&τηηηά, δίαάίβη&αδ^αΗβ, Βά. IV. ΡδγβΚοΙο ίδοΚβ δοΗπ-

ήβη, ΡίδβΙιβΓ, ΡΓ&ηΙάαιΙ: ά . Μ. 21972 (41970)

168. Ρτβηά 8ί&τηηηά7 δϊαάίβη&αδ^Λβ, Βά. X. Βίΐάβηάβ Κυηδί αηά

ΙϋβΓΕίαΓ, ΡίδβΙιβΓ, ΡΓαηΙάαΓί: α. Μ. 31970 (4969).

169. ΡηβάήοΗ Ηη£0, ϋίβ δΙχαΙίίαΓ άβΓ ηιοάβπιβη Ι.γπ1ί, ΚοΛνοΙιΙί,

101981 (4956).

170. Ρτοιυ ]οΗη, ΜαΓχίδΐη αηά Ι ίϊβτατγ ΗίδίοΓγ, Βίαοΐανβΐΐ, Οχ£θΓά

1986.

171. Ρτψβ ΝοτϊΗνορ, Αη&ΐοιηγ ο£ ΟπΙίοίδΐη, Ρπηοβίοη ϋηίνβΓδίΙγ

ΡΓβδδ, 31973 (4957).

172. Ρίί&βη Ηαηβ ΝοτΙοβτΙ, ϋίβ Η&αρίποΗίαη^βη άβΓ Ι ίίβΓαίαΓδοζίο-

Page 401: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

412 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

1ο£ίθ, Βοανίβτ, Βοηη 21966.

73. Ρύ&βη Ηαηβ ΝονΒβΓί, νβτ^ΙβίοΗβηάβ ΕίΐβΓαΙιιηνίδδθηδοΙιαίί,

Εοοη, ΟϋδδβΙάοΓί-λνίβη 1973.

74. ΡηΗηηαηη Μαη/νβά, Είηίϋΐιπιη ίη άίβ αηί&β Οίοΐιίιιη δώβο-

τίβ, λνίδδβηδοΐιαήΐ. Βαο1ΐ£βδβΗδοΙιαΑ, Οαπηδΐαάΐ: 1973.

75. Οαάατηβτ Ηαη8-ΟβθΓ& \ναΗτΗβϋ: αηά Μβώοάβ, |.Ο.Β. ΜοΗτ,

ΤαΜη^βη 21965 ^ΙΘβΟ).

76. Οα^βΙΙ ΡΗιΙίρ, Ρτοιη λΥπΙθΓ ίο ΚβαάβΓ. δίαάίβδ ίη Εάίΐοπαΐ

Μβΰιοά, ΟΙατβηάοη Ρτβδδ, Οχίοτά 1978.

77. Οβί&βτ Ηβίηζ/Ηααηηαηη Ηβττηαη, Αδρβίςίθ άβδ ϋταιηαδ,

ΧΥβδίάβιιΙδοΗβΓ νβτ1α§, Ορίαάβη 31991 (11978).

78. ΟβηβίΛβ Οέτατά, Ρί§ατβδ, Ι-ΙΙΙ, δβαίΐ, Ρατίδ 1966-1972.

79. ΟβηβΗβ Οένατά, Ραΐίιηρδβδίβδ. Εα 1ίΙ±βταΙατβ αα δβοοηά άβ§τβ,

δβαίΐ, Ρατίδ 1982.

80. Οβηβϋβ Οέτανά, Νοανβαα άίδοοατδ άα τβοίΐ, δβαίΐ, Ρατίδ 1983.

81. ΟβηβίΙβ Οέτανά κ.ά., ΤΗβοτίβ άβδ §βητβδ, δβαίΐ, Ρατίδ 1986.

82. Οβηβϋβ Οέτανά, δβαίΐδ, δβαίΐ, Ρατίδ 1987.

83. Οβϋο Οοναηηΐ, δίοτία άβΐΐβ δίοτίβ Ιβ&βτατίβ, δαηδοηί,ιΡίτβηζβ

41981.

84. ΟΙα8βΓ Ηοτ8ί Αΐύβτί κ.ά., ΕίΐβταίαπνίδδβηδοΙιαΑ αηά δοζία1\νίδ-

δβηδβΙιαΑβη, 1. ΟταηάΙα§βη αηά Μοάβΐΐαηαίγδβη, Μβίζΐβτ,

δΙαΛ^ατ!: 21971.

85. ΟοΙάτηαηη ΪΜοίβη, ΚθοΚβτοΗβδ άίαΐβοΐί αβδ, Οαΐΐίιηατά, Ρατίδ

31959.

86. ΟοΙάτηαηη ΐΜοίβη, Εβ άίβα οαοΐιβ, ΟαΠίπιατά, Ρατίδ 1959.

87. ΟοΙάτηαηη ίΜβίβη, Εα οτβαΗοη οαΐΐατβΐΐβ άαηδ Ια δοοίβΐβ

πιοάβτηβ, Οβηοβί/Οοηΰιίβτ, Ρατίδ 1971.

88. Οδϋηβν Ηβίάβ, Τβτπιίηοΐο^ίβ, [άρθρο στο:] Κβαΐΐβχ&οη άβτ

άβαίδοΗβη Είίβταίατ βδοΗίοΙιΙβ, τ. 4, 21979, σ. 353-366.

89. ΟοηΗίβΓ Ηβηη, Ε’οβαντβ Αέαΐταΐβ, έάίϋοηδ ά’α^οατάΊιαί,

Ρατίδ 21978 (4958).

90. ΟΓβίτηαβ Μφτάοε]υΙίβη, Ό α δβηδ, 2 τ., δβαίΐ, Ρατίδ 1970-1983.

91. ΟΓβίτηαβ Αΐ&ΐτάαε ]ηΙίβη, δβπιαηίίφΐβ δίταοϊαταΐβ, Ρτβδδβδ ϋηί-

νβτδϋαίτβδ άβ Ρταηοβ, Ρατίδ 1986.

Page 402: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 413

192. ΟνβίηβΓ Νοή)βϊϊ κ.ά., ΕίηίυΙιτυη§ ίηδ Όταιπα, 2 τ., Ηαηδβτ,

ΜϋηοΗβη 1982.

193. ΟΓέδίΙΙοη ΑίπιηΐΗ (βά.), Όβ Ια §βη&δβ άυ ίβχίβ ΙίΉέταίτβ, ϋυ

Ι γοΙ:, Τυδδοη 1988.

194. ΟτβείΙΙοη ΑίπιηίΗ/Μ^βτΎΐβτ ΜίβΗαβΙ (βάδ.), Ιβςοηδ ά’έοτϋυτβ. Οβ

φΐβ άίδβηί Ιβδ ιηαηυδοηΐδ, Ι,βΜχβδ Μοάβπιβδ, Ρατίδ 1985.

195. ΟΗτητη Οηηίβν (βά.), ΙίΙβταίυτ υηά ί»β$βΓ, Κβοίαιη, δ*υΜ:§ατΙ:

1975.

196. ΟτοβΒβη ΝοτΙοβΗ, Είίβταίυιρδ γοΗοΙο ίβ, ΚοΜΗαιηιηβτ, δίυίί-

ατί κ.α. 1972.

197. ΟνοβΙ)βη Νοτ&βτϊ, ΙβδβτρδγοΗοΙοβίβ, ΑδοΗβηάοτίΓ, ΜϋηδΙβτ

1982.

198. Οτοηρβ μ, ΚΗβίοπφΐβ έηβταΐβ, δβυίΐ, Ρατίδ 1982.

199. Οτοηρβ μ, Γ&ιβ*οπφΐβ άβ Ια ροβδίβ, δβυίΐ, Ρατίδ 1990.

200. Οηηι&ΓβοΗΐ Ηαηβ υΐτίοΗ/ΙΑήΙζ-ΗββΓ ϋΓ$ηΙα (βάδ.), Εροοίιβη-

δοΐιννβΐΐβη υηά ΕροοΗβηδίτυ&υτβη ίιη ϋίδίαιτδ άβτ ϋίβταΐυτ-

υηά δρταοΗώβοτίβ, δυΗΑαπιρ, Ρταηΐάυτί α.Μ. 1985.

201. ΟηπώτβοΗί Ηαηε υΐΗοΗ/Ρ/βίββτ Κ. ΙιαάνΛ (βάδ.), ΜαΙβτίαίΜΙ

άβτ ΚοιηιηυηίΙίαΗοη, δυΐιτίίαιηρ, Ρταηΐάυτί: α.Μ. 1988.

202. Οη^ατά Μαηη8-ΡΓαηςο%8, Ια Ιϋίόταίυτβ οοιηρατόβ, Ρτβδδβδ

ϋηίνβτδϋαίτβδ άβ Ρταηοβ, Ρατίδ 61978 (4951).

203. Ηαύβηηα8 ]ητ&βη, Ετίίβηηΐηίδ υηά Ιηίβτβδδβ, δυΚτΙ αιηρ,

ΡταηΙΑιτΙ α.Μ. 91988 (4968).

204. Ηαηώην&βΓ ΚΜβ, ϋίβ Ιο§ί1ί άβτ ϋίοΐιΐυη , ΚίβίΙ-ΟοΜα, δΐυίΐ-

§ατί 31977 (4957).

205. Ηαπιοη ΡΗίΙίρρβ, ΤβχΙβ βί ίάέο1ο§ίβ, Ρτβδδβδ ϋνίνβτδϋαίτβδ άβ

Ρταηοβ, Ρατίδ 1984.

206. Ηαηψίοη ΟιήβίορΗβτ, ΊΓΗβ Ιάβοΐο γ ο£ ώβ Τβχί, Ορβη ϋηίνβτ-

δίίγ Ρτβδδ, ΒυοΙάη Καηι 1990.

207. Ηατάί Ματφτβά, Ροβίΐΐί υηά δβιηίοϋΐζ, Νίβιηβγβτ, ΤϋΜη^βη

1976.

208. ΗατΙαηά ΚίοΗανά, δυρβτδίχυοίυταΐίδΐη. Τΐιβ ΡΗίΙοδορΚγ ο£

δίτυοίυταΐίδηι αηά ΡοδΙ-δΙπιοίυταΙίδΐη, Κουίΐβά^β, Ιοηάοη-Νβ\ν

ΥοΑ 1987.

Page 403: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

414 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

209. ΗαΓίτηαη Οβοβτβν Η ., Οηίίοίδΐη ίη ώβ \νί1άβτηβδδ, Υαΐβ

ϋηίνβΓδίΙγ ΡΓβδδ, Νβ>ν Ηανβη 1980.

210. ΗαΓίτηαη Οβο$τβ\} Η., δανίη§ Λβ Τβχί. ϋΙβΓ&ΙιΐΓβ, Οβττίάα,

ΡΗίΙοδορΙιγ, ΙοΗη Η-ορΙάηβ ΙΙηίν. ΡΓβδδ, Βαίΐΐιηοτβ 1981.

211. ΗαιώηοΙ18 \νοΙ/βαη& (β<1.), ΡτοΜβιηβ (ΙβΓ ΠΐβΓαΙητ β-

δοΗίοΗίδ δοΙίΓβίΒιιη , ναηάβηΐιοβοΐί υηά ΗηρΓβοΗΐ, Οοίϋη^βη

1979.

212. Ηαη$βΓ ΑτηοΙά, δοζίο1ο§ίβ άβτ Κυηδϊ, ΌΤΥ, Μϋηοΐιβη

1974.

213. Ηαι/ Ιχ>ιιΪ8 (βά.), ηαίδδαηοβ άιι Ιβχϊβ, Οοτϋ, Ρατίδ 1989.

214. ΗβΙΒο Αηάτέ κ.ά. (βάδ.), ΑρτοαοΗίη ΤΗβαΙχβ, Ιηάίαηα ϋηίν.

Ρτβδδ, Βίοοηιίη^Ιοη 1991.

215. Ηβτηρ/βτ Κ1αη8 Οαϋυη^δΰιβοηβ, Είη^, ΜπηοΗβη 1973.

216. Ηβτάιηα ΡΗΆίρ, ΜβώοάβηρτοΜβιηβ άβτ ί,ϋβταΐυηνίδδβη-

δοΚαΛ, νβτ1α§ άβδ Ιηδίϋιιίδ /. δρταοΐιχνίδδ. άβΓ ϋηίνβτδΜΙ

ΙηηδΙ)Γυο1ζ, Ιηηδβπιοίς 1991.

217. Ηβηηαηά Ιοεί, δγηύιβϋδοΗβδ ΙηϊβΓρτβϋβΓβη, ΝνιηρΙιβηβιΐΓ-

§βΓ? 51977 (4968). <

218. Ηβττηβτέη Οδταη, Ιηβιιβηοβ ίη ΑτΙ: αηά υΐβταΙιΐΓβ, Ρπηοβ-

ίοη ϋηίνβΓδίΙγ Ρτβδδ, Ρπηοβΐοη 1975.

219. ΗβΓηαάί ΡαηΙ, Ββγοηά Οβητβ, ΟοτηβΙΙ ϋηίνβτδϋγ Ρτβδδ,

ΙίΗαοα-Ι.οηάοη 1972.

220. Ηβηβηηαηη Ηατΐτηηΐ κ.ά* (βάδ.), ΟΐβΓοπδοΙιβ ΚβζβρΙίοη,

δοΗδηίη§Η, ΡαάβΛοτη 1975.

221. ΗΐοΙίβίΜβτ Κηηί κ.ά. (βάδ.), ΟββτααοΗδΙίΙβταΙυτ, Μβίζΐβτ,

δΐυϋ^ατί 1976.

222. ΗίϊΙβτ ΗβΙτηηΐ, Ζυτ δοζίαΐ βδοΐιίοΐιΐβ νοη ΒιιοΗ ιιηά ΒιιοΗ-

λαηάβΐ, Βοιινίβτ, Βοηη 1966.

223. ΗϊηοΙί νίαΐίβτ (βά.), ΤβχΙδοτΙβηΙβΙΐΓβ-ΟαίΙηηδδββδοΙιίοΙιΙβ,

ζ)υβ11β ιιηά Μβγβτ, Ηβίάβ11)βΓ§ 1977.

224. ΗΙγ8οΗ ΕΗβ ΌοηαΙά, ναΐίάίίγ ίη ΙηΙβτρτβίαϋοη, Υαΐβ ϋηί-

νβτδίΐγ Ρτβδδ, Νβ\ν Ηανβη 1967.

225. Ηίτ8θΗ Ετίο ΌοηαΙά, Τΐιβ Αίιηδ ο£ ΙηϊβτρΓβΙαίίοη, ϋηίνβτδϋγ

ο£ ΟΗίοα^ο Ρτβδδ, θΗίοα§ο 1976.

Page 404: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 415

226. ΗίβΙοΪΓβ βί Ιϋίβταίητβ, Ρτβδδβδ ϋηίνβΓδϋαίΓβδ άβ ΡΓαηοβ, Ραπδ

1977.

227. ΗοΙ)1)8 /β Γ Π / Κ., Ι,ϋβΓαΐυΓβ αηά Ο ο § η ίΗ ο η , Ι,βίαηά δΐαηίοΓά

|αηίοΓ ϋηίνβΓδϋγ , δΐαηίοΓά (ϋδΑ) 1 9 9 0 .

228. Ηοά&β ΚοΙ)βΐϊ/Κτβ88 ΟηηΐΗβτ, δοοίαΐ δβιηίοϋοδ, Ροΐϋγ ΡΓβδδ/

Βΐαο1ζ\νβ11, Οαιηβηά£β--Οχ£οΓά 1988.

229. ΗοΗβηάαΗΙ ΡβίβΓ ϋχνβ, δοζίαΙ βδοΗίοΙιίβ υηά \¥ΐΑυη^δαΛβΗΐί,

ΑΛβηαυιη, Ρταηΐάυιΐ: α. Μ . 1974.

230. ΗοΙηΒ Κοίβττΐ Η., Κβοβρϋοη ΤΗβοιγ, ΜβΑυβη, ϋ.οηάοη-Νβ\ν

ΥοΛ 1984.

231. ΗόΗ8θΗ ]οοΗβη/Τ}ιοΙβη Οβοτ& ΟΗτίβίορΗ (βάδ.), Είη^βΜάβΙβ

ΤβχΙβ. ΑδΤαίΓβη ζ\νίδθΗβη ΡδγοΗοαηαΙγδβ υηά ΟϊβΓαίυπνίδδβη-

δοΗοΑ, Ρίη1<;, ΜϋηοΚβη 1985.

232. Ηοίνανά Κοι/ /., ΤΐΐΓββ Ραββδ ο£ ΗβπηβηβυΗοδ, ϋηίνβΓδίίγ ο£

Οαΐΐίοπιΐα ΡΓβδδ, ΒβΑβ1βγ-Ιχ)δ Αη^βίβδ 1982.

233. Ιη&ανάβη Κοτηαη, Ώαδ ΙίίβΓαπδβΗβ ΚυηδΙτν^βΛ, ΝίβιηβγβΓ,

ΤΰΙ>ίη£βη 4972 (41931).

234. Ιη&ατάβη Κοτηαη, Οβ£βηδίαηά υηά Αυ£§αΙ)βη άβΓ ΠίβΓαΙυηνίδ-

, δβηδοΗαΑ, ΝίβηιβγβΓ, ΤϋΗη^βη 1976.

235. 186Γ ν/οΙ$&αη&, ϋβΓ ίιηρίίζϋβ Ι^δβΓ, Ρΐηΐς ΜϋηοΙιβη 21979

( 4 9 7 2 ) .

236. Ϊ8βτ ΜϊοΙ/£αη&, ϋβΓ Α^ί άβδ Εβδβηδ, Ρίηΐς Μϋηοΐιβη 21984

(4976).

237. ]αο^8οη }απιβ8 Κ., Ηίδίοποαΐ Οπϊίοίδΐη αηά Λβ Μβαηίη§ ο£

Τβχίδ, Κουΰβά^β, Ι^οηάοη κ.α. 1989.

238. ]α1ί0ΐ)80η Κοτηαη, (^υβδΗοηδ άβ ροβϋφΐβ, δβυίΐ, Ρατίδ 1973.

239. /α£ο&$οη Κοτηαη, Εαη^υα^β ίη ΟΐβΓαϊυΓβ, ΗατναΓά ϋηίνβΓδίΙγ

ΡΓβδδ, ΟαηΛπά§β Μαδδ.-Ιίοηάοη 1987.

240. ]ατηβ8οη Ρτβάήο, ΤΗβ Ροΐίϋοαΐ ϋηβοηδβίουδ, ΟοπιβΗ ϋηίνβΓδϋγ

ΡΓβδδ, Ιώαοα 1981.

241. ]αη88 Ηαη8 ΚοΒβτϊ, ΤΚβοπβ άβΓ ΟαίΙυη§βη υηά ΙϋβΓαίυΓ άβδ

ΜίΗβΙαΙίβΓδ, στο: Η. Κ. ]αυ,88/Ε. ΚοΗΙβΓ (βάδ.), Οπιηάηδδ άβΓ

Γοηιαηίδοΐιβη ΟΐβΓαίυΓβη άβδ ΜίίίβΙαΙΙβΓδ, τ. 1, Ηβίάβ11>βΓ£

1973, σ. 107-138.

Page 405: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

416 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

242. ]αυ,88 Ηαη8 Κούβτί, ΙϋβΓαΙαΓ βδοΙιίοΙιϊβ αΐδ Ρπ>νο1<:αΗοη, δαΙΐΓ-

Ιαιιηρ, ΡγοπΙΑιγΙ: α. Μ . 1974.

243. ]α,Η88 Ηαη8 ΚοΙ>βτϊ, ΑδΛβΗδοΙιβ Ει*ία1ιπιη§ αηά ΙίίβΓαπδοΙιβ

Ηβπηβηβαϋΐς, δαΗΑαιηρ, ΡΓαηΙάαιΙ: α. Μ . 21984 (41977).

244. ]β$βΓ8οη Αηη/Βούβν &ανΐά (βάδ.), Μοάβπι ΙϋβΓατγ Τΐιβοιγ,

Βα*δ£θΓά, Ιοηάοη 21986 (ΓβρΓ. 1989* 4982).

245. ]βη8 \ναΙίβν, ΝαΗοηαΙΙίίβΓαΐαΓ αηά ΛνβΜίΙβΓαίαΓ- νοη ΟοβΛβ

ααδ §βδβ1ιβη, ΚίηάΙβΓ, Μαηοΐιβη 1988.

246. ]βηηβ 8ίτηοη, ΙϋιίβΓαίυΓβ ^βηβΓαΙβ βϊ ΙίίΙβΓαίαΓβ οοπιραΓββ,

Μίηατά, Ρατίδ 1968.

247. ]οΙΙβ8 Αηώτέ, Είηίαοΐιβ Ροπηβη, ΝίβπιβγβΓ, ΤαΙ>ίη£βη 61982

(4930).

248. ]θ8ί Ρταηςοίε, Ιηίχοάαοϋοη ίο ΟοιηραΓαΙίνβ ϋΐβΓαΐΛίΓβ, ΒοΙΛδ-

ΜβηίΗ Οοπιραηγ, Ιηάίαηαροΐίδ-Νβ\ν ΥοιΊί 1974.

249. /ι*ΛΖ Ρβίβτ Ό., ΙηίβιρΓβΙαΙιίοη, Ρπηοβίοη ϋηίνβΓδίίγ ΡΓβδδ, Ρηη-

οβίοη 1980.

250. ΚαΗηηαηη ϋονάηία κ.ά., ΕΓζαΗΙΐβχϊαηαΙγδβ, ΑΛβηααιη, Κόηί§-

δίβίη/Τδ. 21991 (4986).

251. Καί8βΓ ΟβΓΗατά Κ., ΕίηΜιηιη^ ίη άίβ νβΓ^ΙβίοΙιβηάβ Ι,ίίβΓαϊαΓ-

ΛνίδδβηδοΗαή, \νίδδβηδθΗαΛ1. ΒαοΗ^βδβΠδβΙιαή, Οαπηδΐαάΐ: 1980.

252. Καηζο& Κίαιιβ, ΕΓζαΗ1δ1χαΙβ£ίβ, ( ιιβίΐβ αηά ΜβχβΓ, Ηβίάβ11>βΓ§

1976.

253. Καηζο£ Κΐαιΐ8, ΕίηίτϋΗπιη ίη άίβ ΕάίΗοηδρΗίΙοΙο^ίβ άβΓ ηβαβ-

Γβη άβαίδβΚβη ΕϋβΓαίηΓ, ΕποΗ δοΗιηίάΐ, ΒβΓίίη 1991.

254. ΚεΙΙβτ Υ/βνηβν (βά.), ΒβίΙτα^β ζαΓ Ροβϋΐί άβδ Όταπιαδ, ν ίδδβη-

δοΙιαΜ. ΒαοΗ^βδβΗδοΙιαβ:, Οατηΐδίαάΐ: 1976.

255. Κβηηβώβ Οβοτ&β Α. (βά.), ΤΗβ ΟαηιΒηά^β ΗίδΙθΓγ ο£ ΕίίβΓαΓΥ

ΟπΙίοίδπι, νοί. 1. Οΐαδδίοαΐ Οηίίοίδΐη, ΟαιηΙ)ηά§β ϋηίνβΓδίΙγ

ΡΓβδδ, ΟαπΛηάββ κ.α. 1989.

256. Κεηηβι/ Ε. Τβχίααΐ Οηίίοίδΐη, [άρθρο στο:] Τΐιβ Νβ\ν Εηογο1ο-

ρβάία ΒπΙαηηίοα, ΟΗίοα^ο 151988, τ. 20, σ. 676-685.

257. ΚΐΙΙΐ} ν/αίίβτ, Είβιηβηΐβ άβΓ Εγπ1ί, Ο. Η. Ββοΐί, ΜαηοΗβη

21972.

258. ΚΙβίη \νοΙ/&αη£ (βά.), ΜβΛοάβη άβΓ Τβχίαηα1γδβ, (^αβίΐβ αηά

Page 406: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 417

ΜβγβΓ, Ηβίάβ11)6Γ§ 1977.

259. ΚΙοίζ νοί&βτ, ΟβδοΜοδδβηβ υηά οδβηβ Εοπη ίηι ϋΓαιηα, Μϋη-

οΗβη 81976 01969).

260. ΚοβΙΒ Οαι/ίοη/Νοαίβ Βηζαη (βάδ.), ΤΗβ ΟοπφαταΗνβ ΡβΓδρββ-

Ηνβ οη ΟίβΓαίυΓβ, ΟοπιβΗ ϋηίνβΓδίΙγ ΡΓβδδ, Ιώαβα-Εοηάοη

1988.

261. ΚοΗΙβτ ΕτΐοΗ, Οαίϊυη^δδγδΙβιη υηά ΟβδβΗδοΗβήδδγδίβιη, Κοιηα-

ηίδΗδβΙιβ ΖβίΙδοΗηΑ ίϋΓ ΐΛϊβΓαίυΓββδοΙποΙιίβ 1 (1977) 7-22.

262. ΚοΗΙβοΗτηίάί ν/βτηβτ, ϋΓαιηα, [άρθρο στο:] Κββΐΐβχίΐίοη άβΓ

άβυϊδοΗβη ί.ί1:βΓ&1:υΓ§βδθΗίο1ι<:β, τ. 1 (21958), σ. 279-310.

263. Κοηβίαηϋηουΐό Ζοταη, νβΓ ΙβίβΙιβηάβ ΕϋβΓαίυηνίδδβηδοΙιαίΐ:,

ΡβΙβΓ Ι.αη§, Ββπι κ.α. 1988.

264. ΚορρβκοΚίηίάΐ ]θ8β£ ΚΗβίοηΙί, Βά. I: ΚΗβίοπΙζ αΐδ Τβχΐίΐιβοπβ,

λνίδδβηδοΗ3ΑΐΛΒυοΗ§βδβ11δο1ΐ3Α, ϋαπηδΐ&άί: 1990.

265. Κοινζαη Ταάβιΐ8Ζ, ΙΐΉβΓ&ίιΐΓβ βί δρβοίαοΐβ, έάίϋοηδ δοίβηϋίϊ-

ομιβδ άβ Ροΐοβηβ/Μουίοη, \ν&τδζα>ν3/Ι,Ε Η&γβ-Ρατίδ 21975.

266. Κταβ Ηβτίβτί, ϋίβ ΟβδοΗίοΙιΐΙίοΙ&βίΙ: ΙίΐβΓαπδβΙιβΓ Τβχίβ. Είηβ

ΤΗβοπβ άβΓ Εάίϋοη, Ι«οϋιαΓ ΚοίδοΗ, ΒβΗβηΙι&υδβη 1973.

267. Κταιιεβ Νβτηβτ, ΟπιηάρΓοΜβιηβ άβΓ ΙΛΐβΓαίυηνίδδβηδβΙιαίί:,

Κο\νοΗ1ΐ:, ΚβίηΗβ Η. ΗαηιΗυΓ 1968.

268. Κτβηίζβτ Ηαηβ ]οαοΗίτη, ϋΒβΓΐίβ{βπιη£ υηά Εάίϊίοη, Οατί

ννϊηίβΓ, ΗβίάβΙΗβΓ§ 1976.

269. Κηείβνα ]υΙία, Σημειωτική. ΒβοΗβΓοΗβδ ρουΓ υηβ δβιηαηίΐίγδβ,

δβυίΐ, Ραπδ 1969 (ΓβρΓ. 1978).

270. Κτί8ίβυα ]ηΙία, Ια ΓβνοΙιιΗοη άυ 1αη§α§β ροβϋφΐβ, δβυίΐ, Ραιίδ

1974.

271. ΐΜοαη ]αβηηβ8, έεπίδ Ι-ΙΙ, δβυίΐ, Ρατίδ 1966-1971.

272. Ιατητηβτί ΕίβτΗατά, Βαυίοπηβη άβδ ΕΓζέϋιΙβηδ, ΜβΐζΙβΓ, δΐυϋ-

&&Π 61975 01955).

273. ΐΜτηπιβτί ΕίβτΗατά (βά.), ΕγζοΗΙΓογδβΐιυη , ΜβΙζΙβΓ, δΐυΐΐςαιΐ:

1982.

274. ΐΑπιπιβτί ΕΒβτΗατάΙΞοΗβηηβηταηη ΌΐβΜβΗ (βάδ.), Κβββ11α:αιη

υηά θΓβηζ£&η§β. νοη ροβίίδβΗβη Ο&ΐίυη^βη, ΕάίΙίοη ΤβχΙ υηά

ΚιίΐΛ, ΜϋηοΗβη 1988.

Page 407: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

418 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

275. ϋαηαΐψβ δΐπιοΐυταΐβ άυ τέοιί, Οοιηιηυηίοαϋοηδ, 8 (1966),

δβυίΐ, Ρατίδ 1981.

276. Ιαη&ηβτ ΒαΙρΗ (βά.), ΡδγοΗο1ο§ίβ άβτ ΐΛίβταΙιιτ, Ρδγο1ιο1ο§ίβ-

νβτ1α£δ-ϋηίοη, \νθίηΗβίπι-Μϋηο1ΐ€η 1986.

277. ΪΜηβοη Οιιβίανβ, £δαίδ άβ πιέΐΐιοάβ, άβ οπϋφΐβ βί ά’ΗίδΙοίτβ

Ιίίίβταίτβ, ΗαοΗβΐΙβ, Ρατίδ 1965.

278. ΐΜη/βΓ ΗβίηηοΗ, Είβιηβηϊβ άβτ ΙϋβτατίδοΗβη Κΐιβΐοπίί, ΗιιβΒβτ,

ΜϋηοΙιβη 101990.

279. Ιαη/βτ Κο&βτ, Ιηΐχοάυοϋοη & Ια Ιβχίοΐο ίβ, Ι,ατουδδβ, Ρατίδ

1972.

280. Ι^βηΗαΓάί ]αβ€[ηβ8/]08ζα Ρίβττβ, ΙΛχβ Ια Ιβοίυτβ. Εδδαί άβ δοοίο-

1ο§ίβ άβ Ια Ιβοίυτβ, Εβ δγοοιηοτβ, Ρατίδ 1982.

281. ΕβΗτηαηη ΟίηίΗβΓ Κ., ΡΗαηΙαδίβ υηά Ιαίηδϊΐβπδοΐιβ ΑΛβίί,

ΑυίΒαυ-νβτ1α§, Ββτ1ίη-\νβίπιατ 1976.

282. ΐ£ώ/τίβά Εηυίη, Κτίϋδοΐιβ ννίδδβηδοΗαΑ νοπι Τβχί, Μβίζΐβτ,

δ*υϋ§αι1: 1970.

283. Ιβώ/ήβά Εηυίη, ΙΛίβτατίδοΙιβ Ηβτιηβηβυΐίΐί, Ουηϊβτ Ναττ,

ΤϋΒίη^βη 1980.

284. ΕβίίοΗ νίηοβηί Βατή/, ϋβοοηδίτυοϋνβ Οτίίίοίδΐη, ΟοΙυιηΒία

ϋηίνβτδϋγ Ρτβδδ, Νβ\ν Υοτίί 1983.

285. ΕβϋοΗ νίηοβηί Β., Αιηβποαη Οίβτατγ Οτίίίοίδΐη £τοιη Αβ ΤΗίτ-

Ηβδ ίο Α β Εί§Ηϋβδ, ΟοΙυιηΒία ϋηίνβτδίίγ Ρτβδδ, Νβ\ν Υοτίί

1988.

286. ίβηίη ΥΥ. I., ϋΙ>βτ Κυΐΐυτ υηά ΚυηδΙ, ϋίβίζ, Ββτΐίη 1960.

287. Ι^ηίήβοΗία Ρταηΐζ, Α&βτ Αβ Νβ\ν Οτίϋοίδΐη, ΜβΑυβη, Ιοηάοη

1983 (41980).

288. ΕβηΐήοοΗία ΡναηΙΰΜοίΜηφΙίη (βάδ.), Οηϋοαΐ Τβτπΐδ £οτ Ι,&β-

τατγ δΐυάγ, ΙΙηίνβτδίϊγ ο£ θΗίοα§ο Ρτβδδ, 01ιίοα§ο 1990.

289. ΕφοΗϋζ ΜΐεΗαίΙ, ΚατΙ Ματχ υηά άίβ ΑδΑβϋΙί, νΕΒ νβτία άβτ

Κυηδ*, Οτβδάβη 21967.

290. ΣΛηί ΗαηηβΙονβ, Κβζβρίίοηδ£οτδθΚυη§, ΚοΗΙΗαιηιηβτ, δΐυϋ^ατί:

κ.α. 1976.

291. Πηΐί ]ϋΓ&βη, Ι,ίίβταΙυηνίδδβηδοΙιαΑΙίοΙιβ ΟτυηάΒβ^τίδΡβ, Γίηΐί,

ΜϋηοΗβη 21979 (4974).

Page 408: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 419

292. υηΐϊ ]ϋΓ&βη/ΙΑηΙι-Ηββτ ϋτειιία, ϋΙβταίυτδοζίοΙοβίδοΗβδ Ρτορα-

άβυίίίαιιη, Είηΐς ΜϋηοΗβη 1980.

293. ΙΜβταήβοΚβ Μίίάβτ8ρίβ&βΙηη&} Αυ£Βαυ-νβτ1α£, ΒβτΙίηΛνβίιηατ

1981.

294. Ιοίηιαη ]ηή] Μ., Όιβ δίτυ&υτ άβδ ΙαίηδύβτίδοΗβη Τβχΐβδ,

δυΗτΙίαιηρ, ΕταηΙίίυΓί: α.Μ. 1973.

295. Ιοΐτηαη ]ηή] Μ., ϋίβ Αηαίγδβ άβδ ροβΐίδοΗβη ΤβχΙβδ, δοτίρίοτ,

ΚτοηΗβτ /Γδ. 1975.

296. ΙοινβηίΗαΙ 1#ο, Οΐβταΐυτ υηά ΟβδβΙΙδοΗαή, ΐΛίοΗίβτΗαηά, Νβυ-

ννίβά 1964.

297. ΪΜάυΑ& Ηαη8-\νβτηβΓ, ΑτΗβίΐδΗυοΗ Ιγπίςαηαίγδβ, ΟυηΙβτ Ναττ,

ΤϋΗίη^βη 21981 (4979).

298. ΐΛΐάυΑ& Ηαη8- λίβτηβΓ (βά.), ΑτΗβϋδΗυοΗ Κοιηαηαηαίγδβ,

ΟυηΙβΓ Ναττ* ΤϋΙ>ίη§βη 1982.

299. Ευλάοβ Οβοτ&, Π*βτα1υτδοζίο1ο§ίβ, ΙΑιοΗίβτΗαηά, Νβυννίβά

21963 (4961).

300. ΐΜηάιη& ΕηΙί, Ι,ϋβταΙυηνίδδβηδοΗαβ:, [άρθρο στο:] ΒβαΗβχίΙωη

άβΓ άβυ&οΗβη Ιϋ:βτα*υτ§βδοΗίοΗΐ:β, τ. 2. (21965), σ. 195-212.

301. ΜαοΗβτβι/ ΡίβΓΓβ, ΡουΓ υηβ ΰιέοπβ άβ Ια ρτοάυοϋοη Ιϋίβταίτβ,

Μαδρβτο, Ρατίδ 1966.

302. ΜαοΗβΓβν ΡίβτΓβ, Α φΐοί ρβηδβ Ια ΙίίίβταΙυτβΡ Εχβτοίοβδ άβ

ρΗίΙοδορΗίβ Ιίΐίβταίτβ, Ρτβδδβδ ϋηίνβτδϋαίτβδ άβ Εταηοβ, Ρατίδ

1990.

303. ΜαάβΙέηαηί ϋαηιβΐ, Ια Βίο^ταρΗίβ, Ρτβδδβδ ϋηίνβτδϋαίτβδ άβ

Εταηοβ, Ρατίδ 1984.

304. ΜατοΗβ8β Αη&βΙο, Ι/οίΒοίηα άβΐΐα ροβδία, Μοηάαάοτί, Μίΐαηο

1983.

305. ΜατοΗβββ Αη&βΙο, Ι/οβϊοίηα άβΐ ταοοοηίο, Μοηάαάοη, Μίΐαηο

31990 (4983).

306. ΜατοΗβ8β Αη&βΙο, II δβ£ηο ΙβΐΙβτατίο, ϋ ’Αηηα, Μβδδίηα-Είτβηζβ

1988.

307. Ματβη-Οη8βΙ>αοΗ Μαηοη, Μβώοάβη άβτ ΙϋβταΙυηνίδδβη-

δοΗαΑ, Εταηοΐίβ, ΜϋηοΗβη 4979 (4970).

308. ΜαΗηο ΑάΗαη, ΟοηιραταΙίδπιβ βΐ ώέοτίβ άβ Ια ΙίΚόταίυτβ,

Page 409: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

420 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Ρτβδδβδ ΙΙηίνβΓδίίαίΓβδ άβ Ρταηοβ, Ρατίδ 1988.

308α. Μαήηο ΑάΗαη, Ηο\ν ίο \ντίΙ:β ίΗβ βίοβταρίιγ ο£ ώβ ίάβα ο£

ΙίΙβταΙυτβ, δγηύιβδίδ 17 (1990) 9-19.

309. Ματίβηβ Ο ιιηΐβ Γ, Τβχί, [άρθρο στο:] Κβαΐΐβχ&οη άβτ άβυίδοΐιβη

Ι,ϋβταϊυτββδοΙιίοΙιΙβ, τ. 4 (21984), σ. 403-417.

310. Ματϊβηε Οηηΐβτ/ΖβΙΙβΓ Ηαηβ (βάδ.), Τβχίβ υηά νατίαηίβη. Ρτο-

Ηβπιβ ίΗτβτ ΕάίΗοη υηά Ιηίβτρτβϊαϋοη, Ο. Η. Ββοίς ΜϋηοΙιβη

1971.

311. Ματχ Καή/Εη&βΙβ ΡήβάήοΗ, ϋββτ ΚυηδΙ υηά ΙιίίβταΙυτ, 2 τ.,

ϋίβίζ, Ββτΐίη 1967-1968.

312. Ματχ ΒβίηβΓΓΨϊΙά Κβίηβτ, Ρδγοίιοαηαίγδβ υηά Ιϋβταΐυπνίδδβη-

δοΗαή, στο: ΙΑ ϋ 14 (1984), Η. 53/54, σ. 166-193.

313. Μαίΐ ΡβίβΓ νοη, ΕίΐβταίυηνίδδβηδοΙιαΑ υηά Ρδγοίιοαηαίγδβ,

ΚοπΛαοΗ, Ρτβ&>υτ£ 1972.

314. Μβ]ΙαοΗ ΒοΗβ 5·., Κϋηδίΐβτίδβΐιβδ δοΗαδβη υηά ΚβζβρΗοηδρτο-

ζβδδ, ΑυίΙ)αυ-νβτ1α§, Ββτ1ίη-\νβίιηατ 1977.

315. Μβ^βτ ΜίβΗβΙ, Ι*Ηη§α§6 βί Ιίΐίβταίυτβ, Ρτβδδβδ ϋηίνβτδίίαίτβδ άβ

Ρταηοβ, Ρατίδ 1992.

316. Μίηβτ ΕαΗ, δοιηβ ΤΗβοτβϋοαΙ αηά Μβώοάοΐο^ίοαΐ Τορίοδ £οτ

Οοιηραταϋνβ Ι,&βταΙυτβ, Ροβίίοδ Τοάαγ 8 (1987) 123-140.

317. Μοί$αη Οβτηβηί, (^υ’βδί-οβ ς[υβ Γ Ηίδίοίτβ ΙίίίβταίτβΡ, Ρτβδδβδ

υηίνβτδϋαίτβδ άβ Ρταηοβ, Ρατίδ 1987.

318. Μο%$αη Οΐέτηβηί, Ι,Ίιίδίοίτβ Ιίϋβταίτβ, Ρτβδδβδ ϋηίνβτδϋαίτβδ άβ

Ρταηοβ, Ρατίδ 1990.

319. Μοί$αη €ΐέπιβηΙ (βά.), ΕΤιίδίοίτβ Ιίΐίβταίτβ, Ρτβδδβδ άβ Γ ϋηίνβτ-

δϋέ Ικανοί, ΡυβΗβο 1989.

320. ΜοΙΐηο ]βαη/Οατάβ8-Ταπύηβ ]οβΙΙβ, Ιηίχοάυοίίοη α Γ αηαίγδβ άβ

Ια ροβδίβ. I. νβτδ βί β^υτβδ, Ρτβδδβδ ϋηίνβτδίΐαίτβδ άβ Ρταηοβ,

Ρατίδ 21987 01982).

321. Μητάτου8 ^ ]αη, Καρίΐβΐ αυδ άβτ ΡοβΗΐί, δυΗτΙςαιηρ, ΡταηΜυτΙ

α.Μ. 1967.

322. Μη&αΐονεΐϊΰ ]αη, Καρίΐβΐ αυδ άβτ Αδΰιβίΐΐί, δυΐιτίζαπιρ, Ρταηΐί-

ίυιΐ: α.Μ. 1974.

323. Μιι&αΐονβΐϊΐ) ]αη, 8ίυάίβη ζυτ δίτυίΛυταΙίδΙίδοΗβη ΑδΛβίΛ υηά

Page 410: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 421

Ροβϋΐί, ΗαηδβΓ, ΜϋηοΗβη 1974.

324. Μηΐίατονβ^ ]αη, Καηδί, Ροβΐίΐί, δβπποϋΐί, δαΗτΙζαιηρ, Εταη -

ήιΠ α.Μ. 1989.

325. Ναητηαηη Μαηβτβά κ.ά., ΟβδβΙΙδβΗαίΐ - ΙϋβταίαΓ - Ι,βδβη,

ΑαίΗαα-νβΓΐα§, Ββι-Ιίη-ννβΐπιαΓ 1973 (21975* 31976).

326. Ναητηαηη Μαη/τβά, ΒΐίοΙφαηΐΛ ί,βδβΓ, Κββίαπι, ί,βίρζϊ^ 1984.

327. Νβνοίοη Κ .Μ ., ΙηίβΓρτβϋηβ ϋιβ ΤβχΙ:, ΗαΓνβδΙβΓ ννΐιβαΙδΗβαξ

Ν β^ ΥοΛ κ.ά. 1990.

328. ΝχοΗβοΗ ΒβίηΗαΓά Μ .Ο., Βπβ£, ΜβίζΙβΓ, δΙυΗ£&τΙ 1991.

329. Νοττίβ ΟΗήβίορΙιβΓ, ϋβοοηδίχαοϋοη, ΜβίΗαβη, Ι,οηάοη-Ν6\ν

Υοτί 1982.

330. ΟβϊΙβΓ8 ΝοτΙ)βΓΐ/§ίβίηβοΙίβ ΗατίτηηΙ (βάδ.), Εάίϋοηδρπ&ΐβπιβ

άβΓ ΐΛίβΓαίαηνίδδβηδοΗαΑ, ΕήοΗ δοΗιηίάΐ:, ΒβΓίίη κ.α. 1986.

331. Ο ’Ηατα ΌαηίβΙ, ΤΗβ Κοπιαηοβ ο£ ΙηΙβιρΓβίαϋοη, ΟοΙαιηΗία ϋηί-

νβΓδίίγ ΡΓβδδ, Νβ\ν ΥοΛ 1985.

332. Οίεβη Βΐβίη Ηαη&οτη, ΤΗβ Εηά ο£ ΟίβΓΟίγ ΊΓΗβοιγ, ΟαιηΗπά^β

ϋηίνβΓδίΙγ ΡΓβδδ, 0 αιηΙ)Γίά§6 κ .α . 1987.

333. Οη& ν/αΙίβΓ ]αο1ϊ8θη, Ο γο1ι*υ αηά ί,ίίβΓαογ, Μβΰιαβη, ί.οηάοη

1982.

334. Οννίβίο ΡαοΙο, Τβοήβ ΙβΚβΓατίβ β ιηβ1:οάο1ο£ίβ οιίϋοΗβ, Ια

Ναονα Ιίαΐία, ΕίΓβηζβ 1981.

335. ΡαβοΗ ]οαοΗίτη, ΟίβΓαίαΓ αηά Είίπι, ΜβίζΙβΓ, δίαϋςαιΐ: 1988.

336. Ραείβτηαΐί Ο^τΗανά, ΤΗβοηβΗί1άαη§ ίη άβΓ ϋίβΓαίαηνίδδβη-

δβΗαή:, Είηΐς ΜϋηοΗβη 1975.

337. Ρβοοτα νΐηββηΐ Ρ., δβ1£ αηά Εοπη ίη Μοάβπι ΝαΓΓαίίνβ, |οΗη

Ηορίάηδ ϋηίνβΓδίΙγ ΡΓβδδ, ΒαΙίίιηοΓβ-Ι οηάοη 1989.

338. ΡβίβΓββη ]ηΙίΗ8, ϋίβ ΙϋβΓαηδοΗβη ΟβηβΓαϋοηβη, ΙιιηΙίβΓ αηά

ΟαηηΗααρΙ, ΒβΓίίη 1930.

339. Ρβ8ΐβτ Μαη/τβά, Όαδ Όταπια, Ρΐηΐε, ΜϋηοΗβη 51988 (4982).

340. Ρίβϋβ Ι8α1>βΐ1, ΟΉΘΓαΐαΓβ βΐ ιηαδίφΐβ, Ρτβδδβδ ϋηίνβΓδίίαίΓβδ άβ

Ναπιατ, Ναπιατ 1987.

341. ΡΐβΗ ΗβίηηοΗ Η., Τβχ*\νίδδβηδοΗα& αηά Τβχίαηαίγδβ, ( αβίΐβ

αηά ΜβγβΓ, Ηβίάβ1ΗβΓ£ 1975 (21979).

342. ΡταιυβΓ 8.8., Οοπφαταϋνβ ΟίβΓαιγ δίαάίβδ, ΏαοΙανοΓΛ, Ι,οη-

Page 411: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

422 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

άοη 1973.

343. ΡνοΒΙέτηβε άβ ίβηηίηοΐο^ίβ ΙίΉβταίτβ, Αοία ΙΙηίνβτδίίαϊίδ

^ταΐίΐανίβηδίδ Νο 1080, \ντοο1α\ν-Ρατίδ 1988.

344. Ρτορρ νΙαάίτηίΓ, Μοτρ1ιοΙο§ίβ άβδ ΜατοΙιβηδ, δυΐιτίίαιηρ,

Ρταηΐάυιΐ: α. Μ . 1975.

345. Ρηφαϋί ΡαοΙα, ΙαΟ δ§υατάο ηβΐ ταοοοηΐο. Τβοτίβ β ρταδδί άβΐ

ρυηϊο άί νίδία, Ζαηίοΐιβίΐί, Βο1ο§ηα 1985.

346. Ρηρρο Μ αήο, Ια οτίϋοα ΙβΉβτατία άβΐ ηονβοβηΐο, δΐυάίυπι,

Κόπια 21985 (11978).

347. ΕαρρΙ Ηαη$ Οβοτ&, Ιηϊβτρτβίαίίοη, [άρθρο στο:] Κβαΐΐβχΐΐίοη άβΓ

άβαΙδοΗβη Ιίΐβταίυτ βδοΐιίοΐιϊβ, τ. 1 (21958)? σ. 752-756.

348. Και/ λνίΙΙίατη, ΙίΙβτατγ Μβαηίη§, Βίαοΐανβΐΐ, Οχίοτά 1984.

349. ΚβίοΗΙβΓ Οαηάβ (βά.), Ι ’ίηϊβτρτβϊαΐίοη άβδ ίβχίβδ, ΜίηυίΙ:, Ρατίδ

1989.

350. Εβΐ/ Μοηΰ^α, Γίΐιη ιιηά Τβχί, Ουηίβτ Ναιτ, ΤϋΜη^βη 1984.

351. ΚίοοβΗΓ ΡαιιΙ, Ιβ οοηίΐίΐ: άβδ ίηίβτρτβίαϋοηδ. Εδδαίδ

ά’ΙιβπηβηβυΗφίβ I, δβιιίΐ, Ρατίδ 1969.

352. ΚίοοβιΐΓ ΡαηΙ, Τβιηρδ βΐ τβοίΐ:, 3 τ., δβυίΐ, Ρατίδ 1983-1985.

353. Βχοοβητ ΡαηΙ, ϋιι ίβχΐβ α Γ αοίίοη. Εδδαίδ ά* Ιιβτπιβηβυίί αβ II,

δβυίΐ, Ρατίδ 1986.

354. Βχβ8Ζ ]αηο8 κ.ά. (βάδ.), δβηδίΐδ οοπιιηυηίδ. Οοηίβιηροτατγ

ϊτβηάδ ίη ΟοπιραταΗνβ ΙΛΙβταίυτβ, Ναιτ, Τϋ1>ίη§βη 1986.

355. Κί//αίβΤΓβ ΜίοΗαβΙ, δβπιίοϋοδ ο£ Ροβίτγ, Ιηάίαηα ϋηίνβΓδίίγ

Ρτβδδ, Βΐοοπιίη£ΐ:οη-Εοηάοη 1978.

356. Κί//αίβΓτβ ΜίοΗαβΙ, Ια ρτοάυοίίοη άα ίβχϊβ, δβυίΐ, Ρατίδ 1979.

357. Κίτηπιοη-Κβηαη ΞΗΙοτηϋΚ, Ναιταίίνβ, ΜβΛυβη, Ι.οηάοη-Νβ\ν

Υοτίί 1983.

358. Κο&βν8 ΜΙϊΙΙίατη Ε., ΤΗβ Λτββ Οβητβδ αηά Λβ ΙηΙβτρτβΙαΙίοη ο£

Ι,γτίο, Ρτίηοβίοη ϋηίνβτδϋγ Ρτβδδ, Ρπηοβίοη 1983.

359. Κουΐήηβ ]βαη-]αοηηβ8, ΙηΙτοάποϋοη αυχ §ταηάβδ Λβοτίβδ άυ

ΛβδΙτβ, Βοτάαδ, Ρατίδ 1990.

360. Κϋάί βΓ Ηογ8ϊ (βά.), ΚοπιραταΗδΙίΙί, ΚοΗΒιαιηιηβτ, δϊυΐ±£οι1:

κ.α. 1973.

361. Κιΐ8ί ΗοΙ&βτ, ΜβΛοάβη υηά ΡτοΜβπιβ άβτ Ιηίαΐΐδαηαίγδβ,

Page 412: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 423

Ουηίβτ Ναττ, ΤϋΙ)ί§βη 1981.

362. Κ*/η§αβΓί ]βαη-Ρίβτνβ, Ιηίτοάυοϋοη α Γαηαίγδβ άυ ίΐιέαίτβ, Βοτ-

άαδ, Ρατίδ 1991.

363. 8αΙΒβτ \ΫίΙΗβΙτη, ΐΛΐβταίιιτρδγοΙιοΙο ίβ, Βουνίβτ, Βοηη 21988

(4972).

364. Βαηάοτ Αηάνα$, Τβχί ιιη<1 \νβτ , ΏβυΐδοΗβ νίθτίθ 'αίιτδδοΐιπί!: £.

ΙτϋβταίιιηνίδδβηδοΗαΑ ιι. Οβίδϊβδ βδβΙιίοΗΐβ 53 (1979) 478-

511.

365. 8ατίΓβ ]βαη-ΡαηΙ, (^υ’ βδί-οβ ςυβ Ια ΙϋίέταίυτβΡ, στο: δϋυαίίοηδ,

II, Οαΐΐίιηατά, Ρατίδ 1964, σ. 55-330 (4948).

366. 8ο1ιαβ//βτ }βαη-Μαηβ, (^υ’ βδί-οβ ςμι’ υη £βητβ ΙίΙίέταίτβΡ,δβυίΙ,

Ρατίδ 1989.

367. 8όΗβν 8ίβνβη Ρ. (βά.), ϋίβταίυτ υηά ΜυδΑ, ΕτίοΗ δοΐιπιίάΐ:,

Ββτΐίη 1984.

368. ΒϋΗβηβν ΗβΙπιηΐ, Βίο^ταρΚίθ, Μβίζΐβτ, δΙυΜ^ατί 1979.

369. ΒοΗΙβίβηηαοΗβΓ Ρ.Ό.Ε ., Ηβτπιβηβυίίΐί υηά Κτίϋΐί, δυΐιτίίαπιρ,

Εταηΐάυιΐ: α.Μ. 1977.

370. $Μβη8ίβάί ΣΗβίβτ/Βίάά&β Κ1αη8 (βάδ.), ΡοδίϋοηδΒβ-

δϋιηιηυη£βη. Ζυτ ΟβδβΗίοΙιΙβ ιηατχίδίίδοΐιβτ ΤΗβοπβ νοη

ϋίβταΐυτ υηά Κυΐΐυτ, Ββοίαιη, Ι,βίρζί 1977.

371. ΒοΗτηβΙίη Ματφτβά (βά.), νβτ ΐβίοΐιβηάβ ΟίβταΙυηνίδδβηδβΙιαΛ,

Αΐίαάβιηίδοΐιβ νβτ1α§δ£βδβ11δο1ια& Αώβηαίοη, \νίβδΒαάβη 1981.

372. ΞοΗτηίά Ηβτία/ναη Κβ8ίβτβη Αΐοψϊη8 (βάδ.), δβιηίοϋοδ ο£ ϋταιηα

αηά ΤΗβαίτβ, ]. Ββφαιηίηδ ΡυΜίδΗίη§ Οοηραηγ, ΑηΐδΙβτάαηι-

ΡΐιίΙαάβΙρΚία 1984.

373. ΞοΗπιίάί 8ίβφΗβά /., Οπιηάτίδδ άβτ Επιρίπδοΐιβη Ι,ίίβταίυπνίδ-

δβηδβΗαΛ, δυΚΛαπιρ, Εταηΐζίυτί α.Μ. 1991.

374. 8βΗοΒβΓ Κϋα, ΑΙΛίΙά, δίηηΜά, \νβτίυη§, Αυ£Βαυ*νβτ1α§, Ββτ-

1ίη-\νβίηιατ 1982.

375. 8βΗοΙβ8 Βούβΐϊ, δίτυβίυταΐίδΐη ίη Ι ίίβταΙυτβ, Υαΐβ ϋηίνβτδίίγ

Ρτβδδ, Νβ\ν Ηανβη-1-.οηάοη 1974.

376. 8ϋΗοΙβ8 ΊλοΒβίϊ, δβιηίοϋοδ αηά ΙηίβτρτβΙαϋοη, Υαΐβ ϋηίνβτδίΐγ

Ρτβδδ, Νβ\ν Ηανβη-Ι^οηάοη 1982.

377. ΒοΗόηαη λναΐίβτ, ΕίηίυΗτυη§ ίη άίβ ρδγοΗοαηαΙγϋδοΗβ

Page 413: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

424 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΊΑ

Ι,ίϊβΓαίυηνίδδβπδοΙιώ, ΜβίζΙβΓ, δϋιϋ£βτΙ 1991.

378. 5οΗοηαη ΝαΙϊετ (βά.), ΐΛίβΓ&ΙαφδγοΗο1θ£ίδο1ιβ δίυάίβη υηά

Αηαίγδβη, Κοάορί, Απΐδ*βΓάαιη 1983.

379. ΒοΗηοΜη Ι βνίη I,., δοζίοΐο^ίβ άβΓ ΙϋβΓαπδοΙιβη ΟβδβΗπιαοΙίδ-

Μάυη§, Ρταηοΐεβ, ΒβΓη-ΜϋηοΗβη 31961 (11931).

380. 5οΗιιΙίβ-8α88β ]οοΗβη, ΙϋΘΓαπδοΙιβ \ΥβΓΐυη§, ΜβΙζΙβΓ, δΐυ^ατΐ

21976 (4971).

381. 8οΗηϋβ ]ϋν&βη, ΕίηίυΗπιη§ ίη άίβ ΙίΙβΓ&ΙυηηΙβΓρΓβίαϋοη,

ΜβΙζΙβΓ, δΐυ^ατί 1985.

382. 8οΗϋίζ ΕτΗατά, Κιίΐ& άβΓ ΙίίβΓαπδοΗβη ΚβροΓία^β, Γίηΐζ, Μϋη-

οΗβη 1977.

383. 8οΗηΐζβ Ρβίβτ Ρ., ΖυΓ Κπΐίΐί άβδ ΙϋβΓαπδοΙιβη ΟββΓαυοΙίδχνβΓίδ,

Ι·υο1ιΙ:βΓΐϊαηά, ϋατηΐδ1αάΐ:-Νβυ\νίβά 1975.

384. 8οΗίνβη&βν Ηαηηββ, ΟΐβΓαίυΓρΓοάυΙίϋοη, ΜβΙζΙβΓ, δΙυϋ^αΓί:

1979.

385. 8β&Γβ €β$ατβ, δβιηίοίίοα £1ο1ο§ίοα, Είηαυάί, Τοιίηο 1979.

386. 8β&τβ Οβ$αΓβ, Τβαίχο β Γοιηαηζο, Είηαυάί, Τοιίηο 1984.

387. 8ββΓβ Οβ$ανβ, ΑννίατηβηΙο αΙΓαηαΙίδΐ άβΐ Ιβδίο ΙβίίβΓαπο, Είηαυ­

άί, Τοιίηο 1985.

388. 8β%ά1βΓ ΗβτΒβΓί, δϋΐ, [άρθρο στο:] Κβαΐΐβχ&οη άβΓ άβυΙδβΗβη

ΠΐβΓαίυΓββδβΙποΙιΙβ, τ. 4, 21984, σ. 199-123.

389. 8βν$βη Ηαηε ΤλϊβΓηβτ, Εάίϋοη, [άρθρο στο:] Κβαΐΐβχίΐίοη άβΓ

άβυΙδβΚβη ΙϋβΓαϊυΓββδοΗίοΗ^β, τ. 1, 21958, σ. 313-320.

390. 8βΙάβη Βατηαη, ΟιίΙίοίδΐη αηά Ο ^ ’βοΙίνίίγ, ΟβθΓ£β ΑΠβη αηά

ϋη\νίηη, Ιοηάοη 1984.

391. 8βΙάβη Βατηαη, Α ΚβαάβΓδ Ουίάβ ίο ΟοηΙβιηροΓαιγ ΙΛϊβτοιγ

Τΐιβοιγ, ΗατνβδΙβΓ ΡΓβδδ, Βπ§Ηΐ:οη 1986 (4985).

392. 8βη&1β ΡηβάήοΗ, νοΓδβΙιΙα β ζυΓ Κβ£οπη άβΓ ΙίΐβΓαπδοΗβη Εογ-

πιβηΙβΙΐΓβ, ΜβΙζΙβΓ, 5ϊυΜ@ατ1: 21969.

393. 8ίβ&βΙ Οτηεϋαη, ϋίβ Κβροιία^β, ΜβΙζΙβΓ, δίυίΐ αιΐ: 1978.

394. 8ίβ&βΙ ΗοΙββτ, δο\ν)βίίδο1ιβ Ι^ϋβΓαίυΓίΗβοηβ (1917-1940),

ΜβίζΙβΓ, δΐυϋ^ατί 1981.

395. 30ΓβΠ8βη Ρββτ Ε., ΕΐβπιβηΙατβ ΕίΙβΓαίυΓδοζίοΙο ίβ, ΝίβιηβγβΓ,

ΤϋΙήηββη 1976.

Page 414: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 425

396. Ξόηηβ ]ϋ,Γ&βη, ΐΛίβΓαΐιΐΓ βδοΗίοΗΐβ αη<1 ΤΗβοπβ, ΚοΗΙΗατηιηβΓ,

8 ίιιΉ ατΙ:-ΒβΓίίη 1976.

397. 8ίαί&βΓ ΕτηίΙ, ΟπιηάΗβ§πββ άβΓ ΡοβίΛ, Ατ1:βιηίδ, ΖαποΗ-

ΡΓβίΗαΓ§ 41959 (4946).

398. δίαί βΓ ΕτηίΙ, Μιΐδίΐί αηά ϋίοΗΐαη£, Αΐΐαηϊίδ, ΖαπβΗ 51986

(4947).

399. Βίατηίήβ Υίαηηίε Ε., Μαίη ΟαιτβηΙδ ίη Τ^βηΙιβώ-ΟβηΐαΓγ

Ι,ϋβΓατγ Οπίίοίδΐη, ΤΗβ ΧνΗίίδίοη ΡαΗΙίδΗίηβ Οοιηραηγ, Τπ>γ-

Νβ^ν ΥοΛ 1986.

400. 8ίαηζβΙ Ρναηΐς Κ., ΤΗβοήβ άβδ ΕτζαΗΙβηδ, ναηάβηΗοβΛ αηά

ΒαρΓβοΗί, ΟδίΗη^βη 1979.

401. 8ΐτβΐΙια ]08βρΚ, ϋίβ §β1βη1<:1βη Μαδβη. ϋίοΗίαη^ αηά ΟβδβΗ-

δοΗ&Λ, Εατορα νβΓία , \¥ίβη κ.α. 1971.

402. 8ΐτβ11ς.α ]08βρΗ, Είη£ίΐΗπιη§ ίη άίβ ΙίίβΓοτίδβΗβ Τβχίαηαίγδβ,

Εταηβ^β, ΤαΗίη^βη 1989.

403. 8ΐτβ11ϊα ]ο$βρΗ (βά.), ΙίΙβΓατγ ΟηΙίοίδΐη αηά ΡΗίΙοδορΗγ (=

ΥβατΗοοΙζ ο£ ΟοπφαταΗνβ Οηϋοίδΐη, νοί. X.), ΤΗβ Ρβηδγίναηία

δίαΐβ ϋηίν. ΡΓβδδ, ϋηίν. ΡαΛ-Ι,οηάοη 1983.

404. 8ίηώΐΓαί}ι ]δτη, ΗίδΙοπδβΗβ Κβζβρϋοηδ£οΓδοΗαη§, ΜβΙζΙβΓ,

δίχιΜ ατΙ: 1979.

405. 8ίιΐ38Ϊ Αΐβτβάο (βά.), Ια βπίίβα άβΐ Ιβδίο, II Μαΐίηο, Βοΐο^ηα

1985.

406. 8ηΗατην Ηβηή, Ια ροβίίφΐβ, ΡΓβδδβδ ϋηίνβΓδίϊαίΓβδ άβ Εταηοβ,

Ρατίδ 4991 (4986).

407. 8ηΙβ%ιηαη 8η$αη Κ./Οτοεηταη Ιη&β (βάδ.), ΤΗβ Κβαάβτ ίη Λβ

Τβχί, Ρπηοβίοη ϋηίνβτδϋγ ΡΓβδδ, Ρπηοβίοη 1980.

408. 8ζοηά% ΡβίβΓ, ΤΗβοπβ άβδ πιοάβΓηβη Όταιηαδ, δαΗΛαιηρ,

Εταηΐάηιΐ: α.Μ. 1959.

409. 8ζοηάί Ρβίβτ, ΕίηίαΗπιη£ ίη άίβ ΙίϊβταπδοΗβ Ηβπηβηβαϋΐί,

δαΗτΙ απιρ, Εταηΐάαιΐ: α.Μ. 31988 (4975).

410. Ταάίέ ]βαη-Υυ68, Ια οπϋςαβ ΙίΉβΓαίτβ αα ΧΧβ δίβοΐβ, Ββΐίοηά,

Ρατίδ 1987.

411. Τβχΐβ ΙϋΐβΓαίτβ βί Ηίβίοίτβ. Οβηΐτβ άβ ΚβοΗβτοΗβδ ά’Ηίδϊοίτβ βΐ

ΙίΙίβΓαίατβ..., Αηηαΐβδ Ο&βΓαίτβδ άβ Γϋηίνβτδίίβ άβ Ββδαηςοη

Page 415: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

426 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Νο 312, Ββδαηςοη 1985.

412. Τβχίεοτίβη ηηά ΙίΐβταήβοΚβ Οαϋηη&βη, ΕτίβΗ δοΗπιίάί, Ββτΐίη,

1983.

413. Τϋζτηαηη ΜίβΗαβΙ, δίτυ&υταΐβ Τβχίαηαίγδβ, Ρίηΐς ΜΰηοΗβη

21989 (4977).

414. Τϋζτηαηη ΜίβΗαβΙ, δίχυ&υτ, δίτυΐίίυταΐίδΐηυδ, [άρθρο στο:]

Κβαΐΐβχίΐίοη άβΓ άβαίδβΐιβη ΙΛίβτα1:υηι\νίδδβηδθ]ιαΒ:, τ. 4,

21984, σ. 256-278.

415. Τοάοτου Τζυβίαη, ΟΉβταίυτβ βΐ δί ηίίϊοαϋοη, ϋ,ατουδδβ, Ρατίδ

1967.

416. Τοάοτου Τζυβίαη, (^υ’βδΐ-οβ φΐβ 1β δίτυοΐυταΙίδΐηβΡ 2: Ροβίίςμιβ,

δβυίΐ, Ρατίδ 21973 (4968).

417. Τοάοτου Τζυβίαη, ΡοβΗφίβ άβ Ια ρΓΟδβ (οΗοίχ), δυίνί άβ

ΝοανβΗβδ ΓββΗβΓοΙιβδ δυτ 1β τββϋ, δβυίΐ, Ρατίδ 21978 (4971).

417α.Τοάοτου Τζυβίαη, ΤΗβοπβδ άυ δγιηΒοΙβ, δβιιίΐ, Ρατίδ 1985

(4977).

418. Τοάοτου Τζυβίαη, 1.βδ §βητβδ άα άίδβουτδ, δβυίΐ, Ρατίδ 1978.

419. Τοάοτου Τζυβίαη κ.ά., δβιηαηΗφίβ άβ Ια ροβδίβ, δβψΐ, Ρατίδ

1979.

420. Τοάοτου Τζυβίαη, Ι·α ηοϋοη άβ Ιίϋβταίυτβ βΐ αιιίτβδ βδδαίδ,

δβυίΐ, Ρατίδ 1987.

421. ΤοτηαΖβυεΙά) Βοτίβ V., ΊΤιβοηβ άβτ ΐΛίβταίυτ. Ροβίίΐς Ηατταδ-

δο\νίΐζ, ΛΥίβδΙϊαάβη 1985.

422. Ττά&βτ Οίαιιβ, δίυάίβη ζυτ ΚβαΙίδΐηιΐδΛβοηβ υηά Μβ&οάο1ο§ίβ

άβτ Ι.ίΙ:βταΙ:υηνίδδβηδο1ιαΑ, ΗδάβΛβτ^, Εταηΐάυτί: α.Μ. 1972.

423. Ττά&βτ ΟΙαιιβ, δίυάίβη ζυτ ΕΛβΛβοτίβ υηά ΕΛβαηβί§ηυη£,

ΚδάβτΙ>βτ§, Ρταηΐάυτί α.Μ. 1983.

424. Τψηαηοιν }ητΐ, ΡοβΛ , ΚίβρβηΗβυβτ, Εβίρζί§-\νβίηιατ 1982.

425. υ&βτβ/βΐά Αηηβ, ϋτβ' 1β ΛβαΙτβ, ΕάίΗοηδ δοβίαΐβδ, Ρατίδ 41982

(4977).

426. υΗΙί& ΟΙαχίΒ, ΤΗβοτίβ άβτ ΕίΙβτατΙιίδΙοπβ, Οατί \¥ίηΙβτ, Ηβίάβΐ-

1>βτ§ 1982.

427. ϋτ&αη Ββτηάί/Κηάεζηβ \νΐη/τίβά (βάδ.), ΡδγοΗοαηαΙγϋδοΗβ υηά

ρδγοΗοραΛο1ο^ίδοΗβ ΟίβταϊυπηΐβτρτβΙαίίοη, λνίδδβηδβΐια&ΐ.

Page 416: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 427

ΒαοΗ βδβΙΙδοΗαΛ, Οαπηδίαάΐ; 1981.

428. να]άα ΟνόΓ&ν Μ./Βχβεζ ]αηο8 (βάδ.), ΤΗβ ΕαΙαΓβ ο£ ΠΐβΓατγ

δοΗοΙατδΗίρ, ΡβίβΓ Ι*αη§, ΡΓαηΙάαΓί: α.Μ. κ.α. 1986.

429. ναΙάέ$ Μαηο ΡΗβηοιηβηο1ο§ίο&1 ΗβηηβηβιιΗοδ αηά ΐΗβ

δίιιάγ ο£ Ι,ίίβΓαΐαΓβ, ΤοΓοηίο ϋηίνβΓδίίγ ΡΓβδδ, ΤοΓοηίο 1987.

430. ναΙάβ8 Μαηο ]./ΜίΙΙβΓ Οιυβη (βάδ.), ΙάβηϋΙγ ο£ *Ηβ Ιαίϊβτοτγ

Τβχί, ϋηίνβΓδίίγ ο£Τοι*οη1:ο ΡΓβδδ, ΤοΓοηΙο κ.α. 1985.

431. ναη -Όιβζ Τβιιη Α ., Τβχί\νίδδβηδοΗαΛ, Ο Τ ν , ΜϋηοΗβη 1980.

432. ναη Κβ&βτβη Αίοι/βίιιβ/8οΗτηίά Ηβτϊα (βάδ.), Μοάβπιβ ϋκοηβη-

Λβοηβ, δοπρίοΓ, ΚΓοηΗβΓβ/Τδ. 1975.

433. ΥοάιόΙία ΡβΗχ, ϋίβ δίτυΙ υΓ άβΓ ΙίΙβΓαηδοΗβη ΕηΙ>νίο1άιίη§,

Είηΐί, ΜϋηοΗβη 1976.

434. νο&ί ]οοΗβη, Αδρβίίϊβ βΓζαΗΙβηάβΓ ΡΓΟδα, Ββιΐβίδΐηαηη, ϋϋδδβΐ-

άοιί 1972.'

435. νοΙοΗηου ναΙβηΗη Ν., Ματχίδΐηαδ αηά δρΓαοΗρΗίΙοδορΗίβ, ΙΠ1-

δίβίη, ΡΓαηΙάαΓί: α. Μ. κ.α. 1977.

436. ννα&βηΙίηβοΗί Οιτί8Ηαη (βά.), ΖαΓ Τβπηίηοΐο^ίβ άβΓ ΟΐβΓαΐατ-

ννΊδδβηδοΗαΛ, ΜβΙζΙβΓ, δία^ατί: 1989.

437. ννατηβΐίβη Ββτηά ]ϋΓ&βη, ΠΐβΓατίδοΗβ ΡΓοάα&ίοη, δαΗΛαιηρ,

ΡΓαηΜαΓί: α. Μ . 1979.

438. νίατηϊηζ Βαίηβτ (βά.), ΚβζβρίίοηδαδΛβΗΐς Γίη1<, ΜϋηοΗβη

1975.

439. ^Νβχνηαηη Κο&βτί, ΕϋβΓΕίαΓ βδοΗίοΗΐβ αηά ΜγΐΗο1ο§ίβ, διιΗι*-

Ιίαπιρ, ΡΓαηΙάίΐΓΐ: α. Μ. 1977.

440. ν/είπιατ Κΐαηβ, Εηζγίάοραάίβ άβΓ Ι,ίΙβΓαίαπνίδδβηδοΗαΑ, Εταηο-

Ιεβ, ΜϋηοΗβη 1980.

441. λίβιπιατ Κΐαηζ, ΟβδοΗίοΗίβ άβΓ άβαΙδοΗβη Ι,ϋβΓα αηνίδδβηδοΗαΑ

Ηίδ ζαηι Εηάβ άβδ 19. ΙαΗΓΗαηάβιΊδ, Είηΐί, ΜϋηοΗβη 1989.

442. \νβίηΐίοΗ ΗαταΙά, Τβιηραδ. ΕΓζαΗΙίβ αηά ΗβδρΓοοΗβηβ \¥β1ΐ:,

ΚοΗΙΗαπιιηβΓ, δίαΐίβαιΐ: 21971 (4964).

443. ν/βί88βηΙ)βΓ&βΓ Κΐαιΐ8 (βά.), ΡΓΟδαΙαιηδί οΗηβ ΕΓζαΗΙβη. Όίβ

ΟαΛαη^βη άβΓ ηίοΗί-β ΙίοηαΙβη ΚαηδίρΐΌδα, ΝίβηιβγβΓ,

ΤϋΗίη^βη 1985.

444. ννβί88ΐβίη ϋΐήβΐι, ΕίηίαΗηιη£ ίη άίβ ΥβΓ ΙβίοΗβηάβ ϋΐβπιΐυτ-

Page 417: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

428 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

\νίδ56Π5θ1ιαή, ΚοΗΙΗ&ιηιηβΓ, δΐηίί ατί κ.α. 1968.

445. νΥβίεβίβίη ϋΙήοΗ (βά.) Ιλ16γ&1ιιγ υηά Μάβηάβ ΚυηδΙ, ΕποΗ

δοΚηιίάί, ΒβΓίίη 1992.

446. ^βΙΙβί Εβηέ, Α ΗίδΙοΓγ ο£Μοάβπι Οπϋοίδΐη 1750-1950, 6 τ.,

Υαΐβ ϋηίνβΓδϋγ ΡΓβδδ, Νβ\ν Η&νβη-Ι,οηάοη 1955-1986.

447. ν βΐΐβΐί Εβηέ, ΟοηοβρΙδ ο£ Οπϋοίδΐη, Υαΐβ ϋηΐνβΓδίΙγ ΡΓβδδ.,

Νβλν Ηανβη/Εοηάοη 1963.

448. \ΥβΙΙβ1ζ Εβηέ, ϋίδοπιηίη&ΰοηδ. ΡυΓίΗβΓ Οοηοβρίδ ο£ ΟπΙίβϊδίη,

Υαΐβ ϋηίνβΓδϋγ ΡΓβδδ, Νβνν Ηανβη-Εοηάοη 21971 (4970).

449. \ΫβΙΙβ& Εεηέ, ΤΗβ Αί±αο1< οη ί,ίίβΓαΙυΓβ αηά Ο&βΓ Εδδ&γδ, ΙοΗη

Ηορίάηδ ϋηίνβΓδΐίγ Ρτβδδ, ΟΚαρβΙ ΗίΗ 1982.

450. νΥβΗΐη& Ξηβαηηβ, Ηαηά1υη§ ίιη Οταπια, ΡβΐβΓ Ιαη§, ΡΓ&ηΙάυΓί

α. Μ. κ.α. 1989.

451. ίίΙΙίαπιβ Εαψτηοηά, Ματχΐδτη αηά ϋΙβΓ&ΙυΓβ, Οχ£θΓά ϋηίνβΓδίΐγ

ΡΓβδδ, Οχ&Γά 1977.

452. νΥίΙΙίατηε \νί11ίατη Ρτοβίοτ/ΑΒ&οΐΐ Οαί§ §., Αη ΙηΙχοάυοϋοη ίο

ΒΐΜίο ρταρΙποβΙ αηά Τβχΐυαΐ δΐυάίβδ, Μοάβηι Ι-.αη§υα§β Αδδοοί-

αϋοη, Νβ\ν ΥοΛ 21989 (4985). ι

453. 'ΨίηβΜβν Ι μ ϊζ , ΚυΙΐυηνατβηρΓοάυΙίϋοη, δυΠΛαπιρ, ΡγοπΙΛιγΙ

α. Μ. 1973.

454. Υίοιτίοη ΜίοΗαβΙ/δΗΐΙ ]ηάϋΗ (βάδ.), ΙηΙβΓίβχίυαΙίίγ, Μ&ηοΗβδΙβΓ

ϋηίνβΓδίΙγ ΡΓβδδ, ΜαηοΗβδ1:βΓ-Νβ\ν ΥοΑ 1990.

455. ΥΫηφί ΕΐίεαΒβίΗ, ΡδγοΗο&ηαΙγϋς Οηΰοίδΐη, Μβΰιυβη, Ι,οηάοη

κ.α. 1984.

456. Ζίτηα Ρβΐβτ V., Τβχίδοζίοΐο^ίβ, ΜβϊζΙβΓ, δ*υΙί§ατά 1980.

457. Ζίτηα Ρβΐβτ V., ΙΛϊβκίΠδοΙιβ Αδΰιβϋΐζ, ΡΓαηοΙίβ, ΤϋΙ)ίη§βη 1991.

458. Ζίτηα Ρβίβτ V., Κοιηραταϋδϋΐί, ΡΓ&ηοΙίβ, ΤϋΗίη^βη 1992.

459. Ζίτητηβηηαηη ΒβτηΗατά, ί,ϋβΓαίυΓΓβζβρΙίοη ίπι Ηίδίοπδϋΐιβη

ΡΓΟζβδδ, Ο. Η. Ββοΐί, ΜϋηοΗβη 1977.

Σημείωση: Στη Βιβλιογραφία να διαγραφούν τα λήμψιατα

55 και 221.

Page 418: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ

Page 419: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ

όρων και πραγμάτων

αγιογραφία (βίοι αγίων) 132,

. 201αισθαντικότητα 195

Αισθητική 37, 41, 49, 53, 73-

74, 89, 123, 155, 187, 338

αισθητική εμπειρία 244, 351

Αναγέννηση 73, 86-87, 110,

140, 150, 160, 164-165,

167, 171, 177, 186, 192,

199, 218, 221, 276, 279,

299, 310, 378-379

ανάγνωση 245-246, 349, 351-

352

- ενδοκειμενική 251, 263

αναγνώστης 375

- εμπειρικός 162

- πλασματικός 162

- πραγματικός 137

- υπονοούμενος 136

αναγνωστικό δράμα 153

ανάλυση κειμένου 235-275

- δομική 255

- ενδοκειμενική 357

αναφορά 267, 270

αναφορικότητα 238, 270

ανέκδοτο 132

Ανθρωπισμός 276, 279

ανοικείωση 120

αντανάκλαση 68, 78, 354

απλές μορφές 93-94

αποδόμηση 239

απόκλιση 120

απομνημονεύματα 195

αποξένωση 80-81, 120, 162,

246

απόφθεγμα 94

αρχιαναγνώστης 268

αρχιγένη 83

αστείο 132

αυτοβιογραφία 186, 195

αφήγημα 129, 133

αφηγηματικά επίπεδα 141

αφηγηματική κατάσταση 139-

142

αφηγηματικοί τρόποι 146-149

αφηγηματικός χρόνος 142-143,

147

αφηγηματολογία 128, 161, 172,

375

αφηγημένος χρόνος 142-143,

147

αφήγηση 116, 128-149, 159-

162, 172, 309

— εσωτερική 141

Page 420: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

432 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

-πλαισιωμένη 141, 144

- ενθηκευμένη/εγκιβωτισμένη

141

οπτική γωνία της — 138-

139

ροή της - 143

^φηγητ^$) 134-139,

— παντογνώστης 139

— πλασματικός 162

βιβλίο 213, 347

- πραγματολογικό 189, 202,

204

βιβλιογραφία 47, 210, 214-

216, 226

βιβλιολογία 210, 227

βιογραφία 47, 186, 197-201

βίωμα 48, 106-107, 363

γενιές 375-379

γλώσσα 120-123, 168, 213,

249, 254

γλωσσολογία 270

γραμματεία 17, 25, 27, 29,

55-81, 94-95, 97, 183-

185, 187, 223, 225, 359

Γραμματική 120

γραμματολογία 17-19, 24-28,

42, 55, 151-152, 155,

210, 235

- γενική 276-295

— εθνική 276-295

— συγκριτική 27, 43, 53,

233, 276-295

γραπτότητα 25, 56-57, 113,

135

γραφή 229

διακειμενικότητα 270

διάλογος 146-147, 160, 170-

171, 191

Διαφωτισμός 40, 73, 86, 104,

160, 203, 276, 279, 292,

310,378-379

διδασκαλίες 168

(^ιήγημα^ΒΘ, 96, 102, 132

— αστυνομικό 52

— φανταστικό 52

διήγηση 128, 130, 146, 259

διθύραμβος 160

δοκίμιο 41, 51, 186, 201-205

δοκιμιογραφισμός 147

δομή 236, 252-253, 258, 269

δομισμός 252

δράμα 88-90, 94, 98, 131,

137, 150-182

— αστικό 165, 178

-πράξης 173

— σατυρικό 164

— χαρακτήρων 173

δραματολογία 151, 158

δράση 172

εγκιβωτισμός 141

Page 421: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 433

είδη κειμένων 188

είδη του λόγου 37

εκδοτική 45, 221

έκθεση 146

ελεύθερο πλάγιο ύφος 138,

140, 147-148

ελεύθερος στίχος 114, 118

εναίσθηση 106-107, 162, 242-

243, 246

ενθήκευση 141

εξήγηση 76

εξήγηση κειμένου 251

Εξπρεσιονισμός 311, 378

εξωκείμενο 265, 2Ϋ3-275

επίδραση 283-288, 334

επικοινων ιολογ ία 156, 161

επιστήμη της λογοτεχνίας 24-

25 ,27

επιστήμη του κειμένου 252

επιστολή 191-193

έπος 88-90, 98, 128, 132,

159-160, 163, 179

— ιπποτικό 129

εποχές 375-379

έργο 56-59, 97, 184, 188,

252, 347, 370-371

— εν προόδω 229

ερμηνεία κειμένου 76, 235-275

— ενδοκειμενική 251

ερμήνευμα 269

ερμηνευτική 238, 242-243,

250

ερμηνευτικός κύκλος 250, 273

εσωκείμενο 273, 275

'€#ωτερικός μονόλογδξν 138,

148-14&Τ295

ευσεβισμός 195

ήθος 177

ημερολόγιο 191, 193-196

η τέχνη για την τέχνη 74

ήχος 116-120

θέαμα 152

θέατρο 151, 154, 156-158,

162

- επικό 162-163

- λόγου 166

- μουσικό 166

- πρόζας 166

θεατρολογία 151-152, 154-155

θέμα 293-294, 303-306, 332-

333

θεωρία της αφήγησης 128,

132, 375

Ιμπρεσιονισμός 378

-ισμοί 310-311, 375-379

ιστορία 133, 172, 258

ιστορία της επίδρασης 366

ιστορική-κριτική έκδοση 232

κάθαρσις 72

καταδήλωση 249

Page 422: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

434 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

κείμενο 56-59, 97, 184, 188,

252, 265, 273, 370

θεωρία του — 57

κυρίως — 168

κειμενολογία 57, 227, 252

Κλασικισμός 38-40, 63, 86, 88,

110-111, 121, 181, 279,

310, 378

Κοινών ιολογία της λογοτεχνίας

43, 335-358

κομματικότητα 80

κριτική 41

- ανώτερη 220

- γενετική 229

- κατώτερη 220

- κειμένου 45, 220-223

- λογοτεχνική 42-44, 49-50,

53, 220

- φιλολογική 220-221, 227

κώδικες 157

κωδικολογία 210

κωμικοτραγωδία 165

κωμωδία 86, 164-165

λαϊκό (αφηγηματικό) βιβλίο 132

λέξη 270

λιμπρέτο 154, 300-301

λόγος 156-157, 159, 168-171,

238, 249, 252, 258, 260,270

λογοτεχνία 17, 22, 26-29, 55-

81, 83-85, 94-95, 97, 104-

105,151,183,185, 225, 359

θεσμός της - 356, 369

θεωρία της — 37, 41-42, 49,

53, 57, 371

ιστορία της - 27, 41-43, 45-

47, 49-52, 359-382

ιστοριογραφία της - 47, 49

- εθνική 46, 276-279, 361

— ντοκουμέντο 186

— παγκόσμια 280

- σκόπιμη 183

— τεκμηριωτική 206

- χρηστική 183

λογοτεχνικά γένη 82-103, 188,

246, 294-295

λογοτεχνικά είδη 44, 82-103,

246, 294-295

λογοτεχνικά ρεύματα 310-311

λογοτεχνικές χρηστικές μορφές

183

λογοτεχνικό πεδίο 356 1

λογοτεχνικότητα 65, 77, 94,

187, 252-253, 358

λυρικό εγώ 123-126

Μανιερισμός 38-39, 279, 310

Μαρινισμός 38

μέθεξη 334

μελόδραμα 166

Μεσαίωνας 192, 199

μεταγραμματολογία 23

μέτρο 116-120

μίμηση/μίμησις 37, 62-63, 67-

68, 77-78, 108, 128, 130,

Page 423: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 435

137, 146, 150, 152, 159,

161,219

μονόδραμα 171

ιχο^^ α ς 171

Μοντερνισμός\ΑϋΙ, 165

μορφηΈ5Β7253

μοτίβο 293-294, 303-306, 332-

333

Μπαρόκ 38, 86, 167, 171, 177,

ζ6, 292, 310, 378

υθιστόρημοΤ^9, 96, 129-130,

202— αστυνομικό 52, 131

— επιστημονικής φαντασίας

131, 134

— επιστολικό 134, 140

— ερωτικό 131

— ημερολογιακό 140

— ιστορικό 49, 102, 131

— μορφωτικό/εξελικτικό 131,

140

— περιπετειώδες 131

— φανταστικό (τρόμου) 52

— ψυχολογικό 52

μύθος 91, 132, 172, 176

^Νατου^λισμό^92, 378

Νέα^Κ^ιχρΰ^Μ, 187, 251, 258

^εοκλ^ικισμός^ϊ^Ο

Νεο Πραγματισμό*: 207

Νεοσυμβολισμός }. 20

^ ν ο ^ ρ 248-250

νουβέλα &), 96, 132, 202

( Ντανταϊσμός 31/, 378

ολικό καλλιτέχνημα 156, 297

ομιλία 249, 254

ομοιοκαταληξία 120

ορίζοντας προσδοκίας 244, 351,

365

παλαιογραφία 210

παράδοση 132

παρακείμενο 162, 168, 275

παραλογοτεχν ία 184, 347

παραμόρφωση 120

παραμύθι 132

Παρνασσισμός 272

πεζογραφία 94, 105, 116, 130

πεζό ποίημα 95, 105

περιγραφή 147

περιεχόμενο 253

περικείμενο 275

περίοδοι 375-379

πλασ^ατικότητα 92, 139, 357

^ κ £ ^ 7 , 172

ποιηση/ποίησις 62, 83, 94-95,

104-127, 190, 236

-ακουστική 113

— δημοτική 43

- επική 150

- λυρική 88-90, 98, 105-106,

108-110, 112-113, 116,

126, 150, 160, 172

— μελική 110

Page 424: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

436 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΠΑ

— οικουμενική 297

— οπτική 113

— σκόπιμη 92, 97

-συγκεκριμένη 113

ποιητικά είδη 63

Ποιητική 26, 37-41, 62-63, 67,

86, 94-95, 104, 155, 159-

160, 172, 174, 177-179,

184-187, 252

ποιητικότητα 253

<3 λ υ ^μ ^> 248-249

πραγματολογία 238-239

πραγματολογικά κείμενα 184

Πρακτική Κριτική 251

πράξη 138, 172-176

πρόζα 94-95, 105, 116, 118,

129-130, 190

προκείμενο 228

Προρομαντισμός 291

προσληπτική παραχώρηση 245,

352

πρόσληψη 75, 96, 136, 142, 216,

244-245, 247, 249, 283-288,

334, 349-351, 366, 371

πρόσωπο 137, 173, 176-179

προφορικότητα 56-57, 135

ραδιοφωνικό έργο 102, 154

ρεαλισμός 79, 292

ρεπορτάζ 102, 205-209

ρεύματα 375-379

Ρητορική 37, 63-64, 73, 86, 94-

95, 120, 184, 252, 259

ροή της συνείδησης 148

Ροκοκό 311

Ρομαντισμός 41-54, 63-64, 88,

105, 112, 121, 140, 165,

178, 186, 291-292, 309-311,

341, 343, 378

ρομάντσα 91

ρυθμός 116-120, 310

σενάριο 154, 300-301

<ρμαινόμε)|ο 265, 269

^μαίνον^365

σημασία 237, 239

σημασιολογία 239

σημείο 157, 269

σημειολογία 66, 156, 158, 252,

265-267, 269-279

σημειωτική 265, 267, 269

σκηνή 175

Σουρρεαλισμός 311

στίχος

— κλασικός 119

— αλεξανδρινός 119

στράτευση 79-80

στρουκτουραλισμός 65-66, 74,

155, 187, 236, 252, 364

- τσέχικος 155-156, 365

{5υγγραφε 51, 134-137, 218-

221, 240, 328-329, 341-347,

370, 373-375

βούληση του - 226, 230-231

πρόθεση του — 241

- αφηρημένος 136

Page 425: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΤΡΕΤΗΡΙΘ 437

— εμπειρικός 162

— πλασματικός 162

— πραγματικός 136

— υπονοούμενος 135

συγκείμενο 251, 274

Συμβολισμός 112, 114, 120,

272, 292, 311, 378

σύμβολο 332

συνδήλωση 74, 249, 358

σύντομη ιστορία 116, 132

σχολές 375-379

σχόλιο 147

φάρσα 165

φαρσοκωμωδία 165

φάσεις 375-379

φιγούρα 177

φιλολογία 25, 27-29, 32-33,

45, 210-234

— συγκριτική 281

φορμαλισμός 236

— ρωσικός 53, 65, 155, 365

Φουτουρισμός 120

φωτορομάντζο 300

τέχνη 68

τόνος 156

τραγούδι 114

τραγωδία 86, 164-165, 171, 179

— κλασική-κλασικιστική 165

τρόποι 91

τύπος 177

τύχη 216

υδατόσημο 212

Υπερρεαλισμός 378

υπόθεση 172

υφολογικά είδη 86

ύφος 50, 84, 92, 213, 310

χαρακτήρας 176-177

χειρόγραφο 211-213

χορός 175

χρηστικά κείμενα 57, 97, 132,

141, 183-209

χρονογράφημα 102

χρονολόγηση 216-218

χώρος

— δραματικός 180

— θεατρικός 180

(χωρο)χρόν ος 179-182

ψυχανάλυση 200, 312-334

ψυχοκριτική 325

Page 426: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

438 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΊΑ

αβδίΓδΙ βΓ ΑιιΙογ 136

αοϊ 175

αΙΙλνίδδβηάβΓ ΕΓζ&ΗΙβΓ 139

&Γθ1ΐί£6ηΓβδ 83

ατοΙιίΙβοΙβιΐΓ 268

ΕΓδ 68

8Γΐ 68

αιΐβ 68

Αιΐβη 82

&δΛβ*ίδοΗβ Εγ&Ηπιπ§ 244, 351

αυΑοηαΙ ίηίβηϋοη 226

αιιΛοΓ δ ΐηίοηϋοη 241

Αυίοηηίβηίίοη 241

ΑιιίοηνίΗβ 226

αναηίβδίο 228

αναηΜβχίβ 228

Ββάβυΐυη^ 239

ββΐΐβ ΙίίίέΓαίυΓΘ 59

Ηβΐΐθδ ΙβίΐΓβδ 59

Ββΐΐβΐηδϋΐί 60

Ββηοΐιΐ: 146

ΒβδοΙίΓβΛυηβ 147

ββδί-δβϋβΓ 348

ΒίβάβηηθίθΓ 311

ΒίΜυη^δΐΌΐη&η 102, 131, 140

ΒίηηβηβΓζαΙιΙυηξ 141

Ιηο§Γ&ρ1ιίβ 197-201

Βίο^τ&ρΗίβ 197-201

βίο§Γ&ρΗγ 197-201

Βηβί 191-193

ΒϋΓ θΓΐίοΗβδ ΐ>ΥΒΐηο. 165

Βιιιίβδίίβ 165

οΐιαπιρ ΙίίίβΓαίΓβ 356

οΗαηδοηδ άβ §βδίβ 43

ΟΗαταΙίΙιβΓάΓαπίΒ. 173

οΐοδβ Γβαάίη§ 251, 357, 363

οΐοδβϊ άπιιηα 153

οΐοδβί ρΐαγ 153

οοπιιηβάία άβΙΓαιΐβ 165

οοιηπιβάία βηιάϋα 165

οοιηιηβηΐ: 147

Οοΐϊΐραταίίνβ Οπϋοϊδπι 291

Οοΐϊΐραταϋνβ ΤΐιβοΓγ 291

οοηηο&ϋοη 74, 249, 358

οοηίβχίβ 251

οπϋφΐβ £έηόΗςιΐ6 229

άόοοηδίτυεϋοη 239

άβίοπηαο^α

άέηοίαΰοη 249

άβδβπρΰοη 147

άίαοΗΐΌηίβ 269

Όία1ο§ 146-147

Οίαπυιη 193-196

άίαιγ 193-196

ΟίοΗϊΙαιηδί 60

Οίο1ιίυη§ 60, 105

άίάοδβαΐίβδ 168

άίό§έ8ΐ8 146

άίδοουΓδ 238, 249, 252, 258,

260

Page 427: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 439

ώδροδίϋο 259

ΟοΙαιπίθηΙ&ΓΐίΙβΓ&ΙυΓ 186, 206

άΓαπιαίίδ ρβΓδοηαβ 176

(Ιγοιηθ 1χ>υΓ 6θί5 165

όοιίΙηΐΓ© 229

βίη&οΗβ Εοπηβη 93

Είηίΐιΐδδ 284

Είηβίΐιΐιιη 107, 162, 242, 334

6ΐηΙ)6άάβ(3 ηατΓ&ϋνβ 141

Εηιρβηάδαιηΐίθίΐ 195

βηοΜδδβπίΘηΙ 141

Εη ννίεΜιιη δΓΟίηαη 131

Ερίο 130

Ερ& 129-130

βρίδΐΐβ 191-193

βρίδίοΐβ 191-193

Εγ£ο1§ 284

Ειΐββηίδ 48, 363

βιΐββίβ Κβάβ 147-148

ΕγογΙθπιπ^ 147

Εηνατίυη^δΐιοπζοηΐ: 244, 351,

365

Ει-ζ&ΐιΐίΐυδδ 143

ΕΓζαΗΙΙίΕΐΐτιηξ 139-142

ΕΓζ&ΗΙρβΓδρβΙίΗνβ 138-139

βΓζΜΐιΙΐβ Ζβίί 142

ΕΓζ&Η1ιιη§ 129

ΕΓζδΗΙνβΓίιαΙΐβη 139-142

ΕΓζΜΗΙλνβίδβη 146-149

Εγζ&ΜζθιΙ 142

ΕΓζ&ΙΐδϋυαΗοη 139-142

ΕΓζίβΗιιη δΓΟίηαη 131

βδρ^δβ 82

βδδαί 201-205

βδδαγ 201-205

Εδδαγ 201-205

Εδδαγίδΐηυδ 147

βχα§ίιιιη 202 βχρίίοαϋοη 76

βχρίίοαϋοη άβ ϊβχϊβ 251

£ώβ1 172

Εαββΐ 172, 293

£Μ β 172, 293

βώυΐα 172, 259

βοΐίοη 64, 92, 94, 130, 133,

139

Εϊ£ιιγ 177

Γ&ϋοηαίΜΙ 357

βΙί Γαηβ 212

ίοπηδ 83

ίοιΐιιηβ 216, 284

ΕοΐΟΓΟιη&η 300

β*6Θ ίηάΐΓθϋί δρββοΐι 147-148

0&Η:ιιη£ 82

ΟβΒΓ&υοΗδΙίΙβΓαΙιΐΓ 183

ΟββΓαιιοΙίδίΘχίΘ 97, 183

^βηβΓα (Ιίοβηάί 37, 86 §6Π6Γβ 82

βηο-ίβχΐβ 272

§6Ι1Γβ 82

ΟβηΓβ 82

ΟβδατηΰαιηδίΛνβΛ 156, 297

Page 428: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

440 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ΟβδοΗίοΙιΙβ 172

§ΓαιηιηαΙο1ο£ίβ 25

Οι*&ιηιηα1;ο1θ£γ 25

Ηαηά1υη§δάΓαιηα 173

ΗαιιρΉβχί: 168

ΗβπηβηβυΙίδοΗβΓ ΖίΛβΙ 250

ΗίδίοίΓβ 133, 172, 258

ΗίδίοίΓβ άβ Ια ΙίΙΐβΓαΐιΐΓβ 359

ΚΐδΙοίΓβ ΙίΙίβΓαΐΓβ 359

ΗοΓδρίβΙ 102, 154

ίιηϋαϋο 37

ίιηρίίβά ααώοΓ 136

ίπιρίίβά ΓβαάβΓ 136

ίιηρΙΐζϋβΓ ΑιιίοΓ 136

ίιηρΙίζίΙβΓ ΙιβδβΓ 136

ίηηβΓβΓ Μοηοίο^ 148-149

ίηδϋΐιιϋοη άβ Ια ΙίΜιβΓαΐυΓβ 356

Ιηδϋίιιϋοη ΙΛΙβΓαΙυΓ 356

ίηδίίΐιιϋοη Ιί&βΓαίΓβ 369

ίηϊβΓρΓβΙαηί 269

ίηΙβΓρΓβΙαϋοη 76

ίηΙχί§ιιβ 172

ίηίπηδίβ τβαάίη§ 263

ίηνβηϋο 259

ίδ&αδδίνο 68

ίοαπιαΐ 193-196

Ιάηά 82

ΚοπιιχιβηίαΓ 147

ΚοηίβχΙ: 251

ΚυηδΙ 68

ΚιΐΓΖ£βδβΗίοΙι(:β 116, 132

Ιαη ιιβ 249, 245, 269

Γατί: ροαΓ Γατί 73-74

Ι βδβάΓαπια 153

1β«βΓ 191-193

Ιβ^βΓαίαΓα 105

- οοιηραταία 281

ΙβΛοΓβ ιηοάβΐΐο 268

1β«Γβ 191-193

ΙΐίβΓαποίΐγ 65

ΙίίβΓαπηβδδ 253

ΙϋβΓαποΙιβ ΟβΙ)ΓαυοΗδ£οηΏβη 183

ΙίίβΓαπίγ 253

ΙίΙβΓαιγ οπίίοίδΐΏ 26

ΙίΙβΓατγ Ηίδίοιγ 26

ΙϋβΓατγ δοΙιοΙαΓδΙιίρ 26

ΙίίβΓαΓγ ϋιβΟΓγ 26

Ι,ίίφβΓαίιΐΓ 59, 105, 183

ΙϋβΓαίιίΓα 59, 80

ΙίίβΓαίιΐΓβ 26, 59-60, 105

οοΓηροΓαίίνβ -281

ΟίβΓαΙαΓ^αΙΙαηδβη 188

ΙίΐβΓαίιιπια ηααΐία 25

ΙίίβΓαίυΓονβάβηίβ 25

ΙιίΙβΓαίιίΓδοζίοΙο ίβ 336

Ι.ϋβΓαίηηνίδδβηδοΙιαΑ 24-27

νβΓ^ΙβίοΚβηάβ - 281

ΙίΐίβΓαπίβ 253

Page 429: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 441

1ϋ±6Γ&*11Γ& 60

- δαογε 241

- ρΓοίαηα 241

ΙϋΐβΓαίιΐΓβ 25, 28-29, 59, 64,

105, 187

- οοΐϊΐρατββ 281

ΙϋΙβΓατίδοΙιβ ΙηδϋΙιιΰοη 369

Ιγγίο 105

Ιγηοαΐ ροβίχγ 105

Εγγβί 105

πιβαπίπ 239

πιίπιέδίδ 146

ιηίδΙβζΐΛνο 68

ιηοάβδ 83, 91

πκκίβδ άυ Γβοίΐ 146-149

πιοηοΐο^υβ ίηϊβΠΘΐΐΓ 148-149,

295

ιηοοάδ 83

ιηοΗί 293

Μοϋν 293

ιηγώ 91

Μγύιβ 293

ΜγΑοδ 293

η&π-αϋοη 129, 133, 259

ηαιταϋνβ βοϋοη 130, 133

ηαηταΐίνβ Ιβνβίδ 141

ηατταΐίνβ ιηοάβδ 146-149

ηατΓαΗνβ ροβίΓγ 130

ΝαϋοηαΙΙϋβΓαΙιΐΓ 276, 361

ΝβΒβηίβχ!: 168

Νβιχβ δαοΗΗοΗΙ βϋ: 207

Νβ\ν ΟΓίϋοίδΐη 74, 251

ηβχαδ 172

ηίνβααχ ηατταϋίδ 141

ηουνβαα γοπιεπ 134

οδίΓοηβηίβ 120

ο&Ιοηβηίβ 120

οίΓοζβη^β 68

ραταΐβχίβ 275

ρατοΐβ 156, 249, 254, 269

Ραιΐβΐΐίοΐιΐίβϋ 80

ρβπίβχΐβ 275

ρΐιβηο-ΐβχΐιβ 272

ρΜοΙο^ίβ 25

ρΗί1ο1ο§γ 26

Ρίθϋδΐηαδ 195

ρΐο* 172

ρο&ιηβ βη ρΓΟδβ 95

ροβδία 105

ροόδίβ 26, 64, 105

Ροβδίε 60

ροβία άοοΐιΐδ 37

ροβία βηκίϋιΐδ 37

ροβίίοϋβ 253

ροβϋοϋγ 253

ΡοβίΛ 26

ροβΗφίβ 26

ροβίτγ 60, 105

ροίη* ο£ νίβ\ν 138-139

Ρορδοηβ 114

Page 430: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

442 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Ροδδβ 165

Ργ&οΙιοηΙ ΟηΗοίδΐη 251

ρΓ&£ΐϊΐαϋοδ 238-239

ΡΓΕ£ΐη&ί& 238

ΡΓ0ίβδίδ0η§ 114

( ιιβίΐβη 284

( ιιβίίβηίαιηάβ 211

Γαάίο ρΐαγ 102, 154

ΚίϋιιηβηβΓζ&ΗΙιιηβ 141, 144

ΓβαΙβΓ ΑυΐΌΓ 136

ΓβαΙθΓ Ι,β&δβΓ 137

Γβοβρίίοη 216, 284

ΓοίΙ: 129, 133

ΓββίΙ: 6ποη(3γθ 141

ΓβοίΙ; βηοΜδδβ 141

Κβάβ 156

ΓβίβΓβηοβ 267

Γθροιία β 205-209

Κβροι±α§β 205-209

Ηβζβρϋοη 244, 284

ΚβζβρίίοηδνοΓ§αΙ)6 245, 352

ΚοΙηηδοηαάβ 102

ΚοΙΙβπθΓζαΚΙβΓ 140

Γοΐϊΐαηοβ 91

δαβΙΛιιοΙι 189, 202, 204

δαβίιϊβχΐβ 184

δ᧣ΐο 201-205

δοΐιοηβ Ι,ίίβπιίιΐΓ 60

δοΗοη§Θΐδϋ§β ΟΐβΓ&ίιΐΓ 60

δοΐτνναηΐί 165

δοίβηοβ άβ Ιο. ΙϋίβΓαίιΐΓβ 25

δβίβηββ άυ ίβχίβ 252

δβίβηββ βοϋοη 131, 134

δβιη&ηϋοδ 239

δβιηΐοΐο ίβ 266

δβιηίοϋβδ 269

δβηδ 239

δΗοιΙ: δ*οιγ 52, 96, 102, 132

δΗο\νίη§ 146

δί η 269

δί£ηίδ&ηί 265, 269

δί ηΐββΕηββ 239

δί ηίββαϋοη 239

δΐ£ηίβέ 265, 269

δίήη 239

δ]αέβ1: 172, 259

δ1ονβδηοδI:, 59, 80

δίονο 270

δο!Λο§βηβΓβ 82

δοαΓββδ 284

δουδ-§βηΓβ 82

δο§ίο1ο§ίβ άβΓ υΐβΓΗΐιΐΓ 336

δοζίοΐοβίδβΐιβ ΙιίίβΓ&ίιιηνίδδβη-

δβΗοΑ 336

δρΓββΗΛβαίβΓ 166

δΓανηίΙβΙηοβ ΙϋβΓ&ίιίΓονβάβηίβ

281

δϋΐ 50, 310

δϋΐβ 310

δΙο£Ρ 293

δίοιγ 133, 172, 259

δίτβαιη ο£ βοηδβίοιίδηβδδ 148

Page 431: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 443

δίγΐβ 310

$\γΙβ ίικΙίΓβοΙ ΙΛ γθ 147-148

δίΛ^βηΓβ 82

βυοο&δ 284

δγηοΓοηίβ 269

Τ&^βΒυοΗ 193-196

*β1ίδ*ο1ο§ίί& 227

*6ΐ1ίη§ 146

Τθΐκίβηζ 79-80

ΤβχΙ 56-59

ίβχΙβχΙβπιβΓ Κοηίβχί 274

ΙβχίίηίβπιβΓ Κοηίβχΐ 274

ΤθχίδΟΓίβη 188

Τβχίτννίδδβηδοΐιαβ: 252

ΰιβιηα 293

ώ&ιηθ 293

Λβοιγ οΠϋβΓαίυΓβ 26

ίΓα θάίβ οΐαδδίςυ© 165, 169, 171

ΐΓ&§ίοο-οοιηο6<1ί& 165

Ιγρβδ 83

ιιιηέηί 68

υηίνβΓδ&Ιροβδίβ 297

υηΙβΓ&τΙβη 82

ϋη1:6Γ§Βΐ:ίυη§βη 82

νβΓ&βιηάιιη 80-81, 162, 246

νβΓδ 1ίΙ>Γβ 114

λναδδβΓζβίοΙιβη 212

\ναίβπηαΓΐς 212 λνβΜίίβΓαίιΐΓ 280

ΧΥβΑ 56-59

ννθΓίάιηιηαηβηίΘ ΙηΙβιρΓβίαϋοη

251, 363

’ννίΓίαιη 284

λνίΑυη δ θδοΙιίοΙιίβ 366

λνοΑ ίη ρΓο^τβδδ 229

2αηΓ 82

ΖλνβοΜίοΙιΙυη 92, 97

ΖλνβοΜίΙβΓαΙυΓ 183

Page 432: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Αλλά και από μιαν άλλη άποψη δε θα μπορούσαμε να διεκδι- κήσουμε, σήμερα τουλάχιστον, τον κότινο μιας ελληνικής - ή άλλης - «πρωτοτυπίας» στη λογοτεχνική θεωρία: Ιδιαίτερα σ’ αυτόν τον τομέα των γραμματολογικών σπουδών έχουμε περά- σει, εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια, σε μια «μεταθεωρητική» φά­ση του αντικειμένου των σπουδών μας - με την αδόκιμη, χρονι­κή σημασία του προθέματος «μετά»: Τα μοντέρνα και μεταμο­ντέρνα θεωρήματα, που κατέκλυσαν τις όχθες της λογοτεχνίας από τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας, έχουν συμπληρώσει ήδη τον κύκλο τους - το πιο πολύκροτο μάλιστα απ’ αυτά, ο στρουκτουραλισμός, οδηγήθηκε στον τάφο του από τους ίδιους τους τέως φορείς και τροφούς του (Οογπ<3&).

Βρισκόμαστε, λοιπόν, μετά την ολοκλήρωση της «κλασικής» εποχής της λογοτεχνικής και γραμματολογικής θεωρίας στον αι­ώνα μας, αν επιτρέπεται ο αναχρονισμός, στην «ελληνιστική» της φάση. Όμως και στη νέα, τη δική μας «μετακλασική» εποχή έχει αρχίσει να διαφαίνεται, μετά την υπέρβαση όλων των (με­ταμοντέρνων -ισμών, κάτι το νέο και στον τομέα αυτό των θε­ωρητικών γραμματολογικών σπουδών: μια «νέα φιλολογία», η «γενετική κριτική» (οπΐίςπο ^έηέίκμιο) του κειμένου, και μια «νέα ιστορία» (η0\ν ΜδίΟΓγ).

Αυτό που μπορούμε και πρέπει να κάνουμε και αυτό θεώρησε ως τη βασικότερη υποχρέωσή του ο συγγραφέας του βιβλίου αυ­τού, είναι να καταγράψουμε, όσο γίνεται πιο κριτικά, τις θέσεις και τα πορίσματα της θεωρητικής παραγωγής στο πεδίο αυτό τις τελευταίες δεκαετίες, αποφεύγοντα ιτου εκλεκτικισμού: Ελπίζω ότι πίσ!ω από την πληθώρα του «υλι­κού», που παρουσιάζω με το βιβλίο αυτό, θα μπορέσει ο ανα­γνώστης του να διακρίνει και την |<προσωπική», κεντρική, ενο- ποιητική θεωρητική θέση - ή μάλλον: την, υποφώσκουσα έστω, σύνθεση, που επιδίωξε ο συγγραφέας του.

Γιώργος Βελουδής

’_________________ 1_______________Ι3ΒΝ 96 2-248-672-4