ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ / ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΕΨΗ Λ. ΦΕΡΑΓΙΟΛΙ: ΒΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΕΚΔΟΤΗ
Οι μελέτες και τα άρθρα που περιλαμβάνονται στην έκδοση αυτή, κυκλοφορούν για πρώτη φορά σε βιβλίο. Τα δοκίμια που συγκεντρώθηκαν με την φροντίδα του μεταφραστή, ξανακοιτά- χθηκαν και διορθώθηκαν από τον συγγραφέα ειδικά για την ελληνική έκδοση. Η μετάφραση τους έγινε από το ιταλικό πρωτότυπο. Τα κείμενα είναι ολόκληρα και χωρίς συντομεύσεις.
A ' έκδοση 1985
Τυπώθηκε τον Αύγουστο του 1985 για λογαριασμό των εκδόσεων Στοχαστής, οδός Μαυρομιχάλη 39, τηλ. 3601956, 3610445, Αθήνα.
Η στοιχειοθεσία έγινε στο Φωτόγραμμα ΕΠΕ, οδός Σόλωνος 130, τηλ. 3637283.
Το εξώφυλλο είναι της Στέλλας Γκρανιά.
ΛΟΥΪΤΖΙ ΦΕΡΑΓΙΟΛΙ
ΒΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΕισαγωγή-Μετάφραση Δ η μ ή τρ η ς Δ ελη ο λά νη ς
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ
Ο τόμος αυτός, που περιλαμβάνει τρεις μελέτες και μια συνέντευξη του καθηγητή Luigi Ferrajoii, εί
ναι αφιερωμένος στο πρόβλημα της τρομοκρατίας, της πολιτικής βίας και της, τόσο πολιτικής όσο και κοινής, εγκληματικότητας. Το γεγονός ότι τα κείμενα αυτά παρουσιάζονται σε μιαν ενιαία ενότητα μπορεί να δημιουργήσει μεθοδολογικά και πολιτικά προβλήματα, θ α προσπαθήσω εδώ να εντοπίσω τόσο την πολιτική όσο και την ιστορική, την υλική λογική που στηρίζει μία τέτοιου είδους επιλογή.
Η προσέγγιση του Luigi Ferrajoii στα τρία αυτά προβλήματα είναι στην ουσία της πολιτική. Πολιτικός είναι ο κοινός παρονομαστής, πολιτική είναι η σκέψη που τα διακρίνει. Παρόλο το ακαδημαϊκό ύφος των δοκιμίων αυτών είναι φανερό ότι αποτελούν πολιτικές παρεμβάσεις σε δομικά θέματα της επ ί μέρους πολιτικής διάστασης.
Α π ’ αυτήν την άποψη αποτελούν ταυτόχρονα μία μαρτυρία του προβληματισμού της ιταλικής αριστερός γύρω από το πρόβλημα των φυλακών και πιο γενικά της εγκληματικότητας. Δεν θα επαναλάβω εδώ τα κοινωνιολογικά στοιχεία που δικαιολογούν αυτή την παρέμβαση, διότι μου φαίνεται ότι το δοκίμιο Ο μαρξισμός και το πρόβλημα της εγκληματικότητας είναι σε θέση να δικαιολογηθεί άριστα από μόνο του. θ α περιοριστώ απλώς σε ορισμένα επ ί μέρους στοιχεία που δεν είναι υποχρεωτικό να έχει υ π ’ όψη του ο έλληνας αναγνώστης.
7
Το πρώτο στοιχείο είναι μία αντιθετική τακτική των ίδιων των φυλακισμένων τρομοκρατών. Η στερεότυπη διεκδίκηση της ιδιότητας του πολιτικού κρατούμενου από μέρους των τρομοκρατών που πέφτουν στα χέρια της αστυνομίας, έρχεται σε αντίθεση με τις επανειλημμένες τρομοκρατικές εκστρατείες εναντίον της «διαφοροποίησης» μεταξύ πολιτικών και κοινών στις φυλακές. Α ν λοιπόν οι ιταλικές τρομοκρατικές οργανώσεις είχαν την πρόθεση να δώσουν μάχη υπέρ της διαφοροποίησης μ έσα στις φυλακές μεταξύ κοινών και πολιτικών, νομίζω ότι από υποκειμενική άποψη, θα τοποθετούνταν μέσα σε μία πάγια παράδοση των πολιτικών κρατουμένων που, στην αναγνώριση της ιδιότητας τους αυτής διακρίνουν την διαφορετική διάσταση της οποιοσδήποτε εγκληματικής πράξης τους, απέναντι στην ιδιοτέλεια που χαρακτηρίζει την κοινή εγκληματικότητα. Στην Ιταλία όμως μία ολόκληρη τρομοκρατική επιχείρηση, η απαγωγή του δικαστικού Ν τ’ θύρσο το φθινόπωρο του 1980, καθώς και η ταυτόχρονη εξέγερση των Ερυθρών Ταξιαρχιών στις φυλακές εξαιρετικής ασφαλείας του Τράνι, διεξήχθησαν στο όνομα της καταπολέμησης των «μηχανισμών διαφοροποίησης μέσα στις φυλακές», μηχανισμών των οποίων αποτελούν μόνον ένα επ ί μέρους στοιχείο οι φυλακές εξαιρετικής ασφαλείας, που όπως «να ι γνωστό, δεν προορίζονται μόνον για τους πολιτικούς κρατούμενους αλλά και για τους ποινικούς.
Οι πολιτικές βάσεις αυτής της αντιθετικής συμπεριφοράς που, στην περίοδο 1979-1980 επέτρεψε στις Ερυθρές Ταξιαρχίες να αναδειχτούν σαν ηγεμονική δύναμη μέσα στις φυλακές, πρέπει να αναζητηθούν στις αρχές της δεκαετίας του ’70: το 1971 η Lotta Continua, πρώτη μεταξύ των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστερός, άρχισε μία πολιτική παρέμβαση στο χώρο των φυλακών που από μερικά χρόνια βρισκόταν σε διαρκή αναβρασμό, με μαζικές εξεγέρσεις κρατουμένων, απεργίες πει-
νας κι άλλον είδους αγωνιστικές εκδηλώσεις. Ύστερα α π ’ την έκδοση δύο βιβλίων γύρω απ ’ το θέμα αυτό, το Ν’ απελευθερώσουμε όλους της γης τους κολασμένους το 1972 και το Πήραμε την ελευθερία ν ’ αγωνιζόμαστε το 1973, η Lotta Continua άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπει αυτό το πεδίο παρέμβασης, διακόπτοντας τις σχέσεις και με την μαζική της οργάνωση στο χώρο των φυλακισμένων «Της γης οι Κολασμένοι». Οι λόγοι αυτής της υπαναχώρησης στην αρχή δεν ήταν ξεκάθαροι, θ α γίνουν σαφέστεροι το 1975 όταν θα κάνουν την εμφάνιση τους οι Ένοπλοι Προλεταριακοί Πυρήνες -Ν ΑΠ , μία τρομοκρατική οργάνωση που αποτελούνταν κυρίως από πρώην ηγετικά στελέχη του μαζικού κινήματος της Lotta Continua στις φυλακές1. Από τότε ο διάλογος μεταξύ της νόμιμης αριστεράς και του «φυλακισμένου προλεταριάτου» βρήκε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο στο γεγονός ότι οι τραγικές συνθήκες διαβίωσης μέσα στις φυλακές και η έλλειψη κάθε μεταρρυθμιστικής προοπτικής από μέρους της κυβέρνησης έκαναν το κίνημα των φυλακισμένων να ξεφύγει όχι μόνον α π ’ τα επίπεδα πολιτικής πάλης που είχαν κατακτηθεί, αλλά ακόμη κι α π ’ την «μαζική παρανομία» του εξωκοινοβουλευτικού κινήματος της εποχής. Οι Ν Α Π εξολοθρεύτηκαν γρήγορα απ' την ιταλική αστυνομία, αλλά στις υποθέσεις των άλλων τρομοκρατικών οργανώσεων παρέμεινε πάντα αυτή η σταθερά: αυτός ο «απ’ την φύση του ριζοσπαστικοποιημένος κοινωνικός σχηματισμός» επιβαλλόταν να έρθει σε οργανωτική σχέση με τις «ένοπλες πρωτοπορίες».
Μ ’ αυτόν τον τρόπο η θεώρηση του προβλήματος από μέρους του Luigi Ferrajoii βασίζεται στην διαπίστωση ότι η διαφορά μεταξύ πολιτικού και κοινού εγκλήματος μπο- ρεί να υποβαθμιστεί, από πολιτική άποψη, όταν πέρα α π’ την ανάλυση του τεράστιου προβλήματος της εγκληματικότητας των μητροπόλεων, αναγνωριστεί στα εγκλήματα της μεγάλης πλειοψηφίας των κρατουμένων μία
9
συγκεκριμένη και υλική κοινωνική βάση, ή όταν η ποινή όεν προκύπτει πια από μία θεμιτή δικονομία, αλλά αντίθετα είναι μ ία a priori καταδίκη που στηρίζεται στο ένταλμα αυλλήψεως. Ό τα ν αυτές οι προϋποθέσεις απουσιάζουν είναι φανερό ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σ ’ ένα πρόβλημα δημόσιας τάξης αλλά σ ’ ένα πολιτικό πρόβλημα που έχει σαφέστατες κοινωνικές ρίζες.
Η πολιτικότητα αυτής της προσέγγισης κάνει έτσι ώστε να αξιολογηθεί με το ίδιο μέτρο και η παρουσία τριών χιλιάδων περίπου τρομοκρατών στις ιταλικές φυλακές (κι ένας απροσδιόριστος αριθμός στην παρανομία ή στο εξωτερικό). Α π ’ την μ ια υπάρχει το πρόβλημα της πολιτικής αντιπαράθεσης με τα στελέχη των Ερυθρών Ταξιαρχιών που, α π ’ το 1980 κι ύστερα σχεδόν αναγκαστικά επέλεξαν τις φυλακές σαν το προνομιούχο πεδίο πα ρέμβασης τους. Μία παρέμβαση που, αντίθετα απ’ ότι συν έβαινε στην δεκαετία του ’70, αυτή τη φορά βασιζόταν αποκλειστικά και μόνον στην υπεράσπιση των δομών της οργάνωσης, στις πολιτικίστικες συμμαχίες καταμερισμού των εξουσιών με την οργανωμένη εγκληματικότητα, καθώς και στον εκβιασμό της απροσχημάτιστης βίας.
Α π ’ την άλλη, μία πολιτική αντιπαράθεση με τις πολιτικές δυνάμεις που, χάρις στην υποχωρητικότητα και συχνά τον πανικό που κατακυρίευσε την αριστερά μπροστά στην τρομοκρατική επίθεση, αποσυναρμολόγησαν τις εγγυήσεις ελευθερίας στο επίπεδο του δικαίου, καταπίεσαν ωμότατα τα κοινωνικά κινήματα αμφισβήτησης και, τέλος, προσπάθησαν να επισκιάσουν κάθε προγραμματική ιδιαιτερότητα της ίδιας της αριστερός. Ά ξονας αυτής της επιχείρησης ήταν και είναι η έκτακτη νομοθεσία, σαν παράγοντας στρέβλωσης και εκφυλισμού της σχέσης μεταξύ ανερχόμενων κοινωνικών υποκειμένων και της θεσμικής αριστερός. Το δοκίμιο Ο μαρξισμός και το πρόβλημα της εγκληματικότητας έχει λοιπόν μια έννοια ακριβώς αν θεωρηθεί μ ια προπαντός πολιτική συνεισφο- 10
ρά για μία μεταρρυθμιστιχή στρατηγική της αριστερός που θα αντιμετωπίζει με νέους στην ουσία όρους την αντιθετική σχέση μεταξύ πολιτικής και κοινής εγκληματικότητας.
Έ να άλλο στοιχείο που ανήκει στην ιδιαιτερότητα του στοχασμού του Luigi Ferrajoli είναι η κριτική της τρομοκρατίας σαν κριτική της πολιτικής. Στις 3 του Ιούνη 1974 ο συγγραφέας και κατόπιν βουλευτής του Ριζοσπαστικού Κόμματος Leonardo Sciascia έγραφε στο περιοδικό «Εσπρέσσο» γύρω α π ’ την απαγωγή του δικαστή Σόσσι στην Γένοβα, από μέρους των Ερυθρών Ταξιαρχιών: «Το γεγονός ότι δεν αναγνωρίστηκε σαν επαναστατική η πράξη αυτή των Ερυθρών Ταξιαρχιών δεν είναι άραγε μια ένδειξη της αλλαγής που πραγματοποιήθηκε στην σχέση μεταξύ των προλεταριακών και επαναστατικών τάξεων, όπως σήμερα διαμορφώνονται και διαμορφώνουν την εξουσία και το Κράτος; Είναι δυνατόν να γίνεται ακόμη συζήτηση για επανάσταση όταν η επαναστατική πράξη προκαλεί φόβους ακόμα και στις δυνάμεις εκείνες που θα έπρεπε να την προκαλέσουν, όχι μόνον χάρις στην ανταπάντηση της αντεπαναστατικής πράξης, που εύκολα και δυσανάλογα θα μπορούσε να επέλθει, αλλά και γιατί θεωρείται καθ’ εαυτού, ενδόμυχα, αντεπαναστατική,·2 «Το ερώτημα αυτό θα βρει μια έμμεση απάντηση μόνον όταν η οργανωμένη τρομοκρατία θα αγγίξει με την απαγωγή και την δολοφονία του 'Αλντο Μόρο το 1978 την ακμή της. Τότε θα γίνει επ ί τέλους σαφές ότι η αρχική υπόθεση του «αντάρτικου των μητροπόλεων», η δημιουργία «ενόπλων αντιεξουσιών» και η «προπαγάνδα των όπλων», με λίγα λόγια η ίδια η υπόθεση μίας ένοπλης επανάστασης σε μια χώρα όψιμου καπιταλισμού ήταν μια απλή ιδεολογική διακήρυξη. Με την υπόθεση Μόρο, όταν οι σχέσεις του τρομοκρατικού χώρου με τους πιο ακραίους τομείς της Οργανωμένης Αυτονομίας θα διακοπούν παταγωδώς και αμετάβλητα, έγινε φανερό ότι
11
η τρομοκρατική αποσταθεροποίηση δεν επεδίωκε καμία προεπαναστατική κατάσταση, δεν θέλησε να προκαλέσει καμία «προλεταριακή έφοδο» εναντίον τον «Ιμπεριαλιστικού Κράτους των Πολυεθνικών». Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες επεδίωξαν -κ ι έδωσαν όλο και περισσότερο αυτόν τον χαρακτήρα στις ενέργειες τους , από τον Μόρο μέχρι τον Ν τ’ θύρσο, α π ’ την απαγωγή του Τσίρο Τσιρίλλο την άνοιξη του 1981 μέχρι την επιχείρηση Ντόζιερ τον χειμώνα του 1982- την de facto νομιμοποίηση τους σαν α- τυπικός παράγοντας του συστήματος των κομμάτων. Μία επιχείρηση που απέτυχε, ιδιαίτερα εξ αιτίας της ανένδοτης αντίθεσης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος3, αλλά δεν έμεινε και χωρίς αποτελέσματα. Το κυ- ριότερο ήταν η ίδια η πολιτικο-στρατιωτική κρίση των ένοπλων οργανώσεων, όπως εκδηλώθηκε με το φαινόμενο των ανανηψάντων τρομοκρατών και των πολλαπλών διασπάσεων που έπληξαν τις ίδιες της Ερυθρές Ταξιαρχίες. Μία τρομοκρατική μεθοδολογία που κινούνταν στον χώρο της αυτονομίας της πολιτικής. Επρόκειτο για μία υπαναχώρηση προς την Realpolitik που, καθόλου αδικαιολόγητα, θεωρήθηκε μία στυγνή και κυνική επα- νέκδοση ότι χειρότερον χαρακτήριζε το χριστιανοδημο- κρατικό σύστημα διακυβέρνησης, την «καρδιά του Κράτους» πον οι τρομοκράτες ήθελαν να πλήξονν διά μέσου τον Μόρο. Α πό το 1980, με την σταδιακή αποσύνθεση της τρομοκρατικής υπόθεσης έγινε φανερό ότι μα ζί τους κατέρρευσε και ένα πολύ συγκεκριμένο εξεγερσιακό πρότυπο βίας, πολιτικά και πολιτιστικά ακατάλληλο για τις χώρες όψιμου καπιταλισμού, σε οποιαδήποτε μορφή τον ακόμη και με τον ύστατο ελιγμό πον αντιπροσώπενε η θεωρία του «ένοπλου ρεφορμισμού»4.
Α υτή η κρίση, όπως είναι ευνόητο, δεν /απορούσε παρά να έχει επακόλουθα και στο σύνολο των πολιτικών φορέων πον αποσκοπούσαν σε έναν επαναστατικό μετασχηματισμό των δντικών κοινωνιών. Η συνεισφορά τον
12
Ferrajoii, που βέβαια ανήκει σ ’ ένα χώρο που πάντα καταδίκασε το τρομοκρατικό φαινόμενο με τρόπο οξύτατο, έχει την αξία της μοναδικής μαρτυρίας, αφού η κριτική του αφορά όλο το πρόβλημα της βίας στην πολιτική και κοινωνική διαμάχη. Α ν κάτι πράγματι πρέπει να προστεθεί στην κριτική της αυτονομίας της τρομοκρατικής πολιτικής είναι ότι η κριτική αυτή δεν μπορεί παρά να έχει και αυτοκριτικούς τόνους, αφού μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70 (και σ ’ ότι αφορά τοΫχώρο της Αυτονομίας, μέχρι το 1978) η κυρίαρχη αντίληψη της επανάστασης στο ιταλικό αντιπολιτευτικό κίνημα αντλούσε τις ρίζες της α π ’ το ίδιο ιδεολογικό υπέδαφος. Κι αυτό το γεγονός εξηγεί και την αξιόλογη επέκταση της διάχυτης τρομοκρατίας μέσα στους κόλπους των μαζικών κινημάτων ύστερα απ ' την κρίση του νεανικού κινήματος του 1977. Ο Ferrajoii επιμένει διεξοδικά στις ευθύνες της θεσμικής αριστεράς που έκανε το παν για να υποβοηθήσει αυτή την εξέλιξη. Α λλά δεν πρέπει να παραμεληθεί το γεγονός ότι η κριτική της τρομοκρατίας σαν αυτοκριτική της αριστερής επαναστατικής ταυτότητας υπήρξε ασθενική σε μ ία πρώτη φάση, και μειονοτική στους κόλπους του κινήματος τον ’77.
Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι Ερυθρές ταξιαρχίες αποτελούνται από μερικές δεκάδες ενα- πομείναντες ανένδοτους. Η ιστορική ηγεσία τους κυκλοφόρησε στα τέλη του Γενάρη του ’83 ένα ντοκουμέντο σύμφωνα με το οποίο «ο κύκλος ένοπλης επαναστατικής πάλης που άρχισε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70, έχει ουσιαστικά ολοκληρωθεί»5. Η δεύτερη σε μ έγεθος τρομοκρατική οργάνωση, η Πρώτη Γραμμή, ανακοίνωσε με την σειρά της την αυτοδιάλυση της τον Μάιο του ίδιου χρόνου. Και στις φυλακές όλο και περισσότεροι είναι οι ανανήψαντες τρομοκράτες ή εκείνοι που διαχωρίζουν την θέση τους α π ’ το ένοπλο κόμμα χωρίς να συνεργάζονται μ ε τους κατήγορους. Η κριτική εποπτεία και η
13
ιστορικο-πολιτική έρευνα γύρω α π ’ το φαινόμενο αυτό φαίνεται να διεξάγονται κυρίως στις αίθουσες δικαστηρίων, στις απανωτές δίκες που κρίνουν θύτες και θύματα της περιόδου εκείνης. Το πρόβλημα του αριστερού κινήματος της Ιταλίας είναι τώρα πια η αναζήτηση μιας πολιτικής λύσης που να επιτρέπει στην χώρα να κλείσει οριστικά το κεφάλαιο αυτό, παραχωρώντας στα εμβρυακά νέα κοινωνικά υποκείμενα νέους χώρους νόμιμης κι ελεύθερης πολιτικής έκφρασης. Για τον Ferrajoli αυτό σημαίνει αποκατάσταση των εγγυήσεων ελευθερίας του Κράτους δικαίου. Ίσως , πιο περιοριστικά, να αρκεί η κατάργηση της έκτακτης νομοθεσίας, γεγονός που ήδη από μόνο του μπορεί σήμερα να επιτρέψει την αποφυλά- κιση όλων εκείνων των χιλιάδων υπόδικων που κατηγο- ρούνται μόνον για «συμμετοχή σε ένοπλη συμμορία» ή σε «ανατρεπτική οργάνωση». Πρόκειται για μ ία λύση πού προσκρούει όμως στην αυξανόμενη και επιθετική κυριαρχία της ιταλικής δεξιάς σε κυβερνητικό επίπεδο. Δεν είναι υπερβολικό λοιπόν να ταυτίζουμε την πολιτική διέξοδο από την τρομοκρατία με την έναρξη μίας νέας φάσης μεταρρυθμιστικής πρωτοβουλίας και απελευθερωτικής παρέμβασης του συνόλου της ιταλικής αριστερός, στην κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση.
Δ. Δεληολάνης
14
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Για μια πλήθη βιογραφία των πρώτων στελεχών των ΝΑΠ 6λ. Slilj, Alessandro, «Mai piu senza fucile!» Alle origini dei nap e. delle B.R., έχό. Valecchi, Φλωρεντία , 1977.
2. Βλ. -Espresso·, 3 Ιουνίου 1974.3. Για την ριζική αντίθεση του IKK προς χάβε είδους νομιμοποίηση
των Ερυθρών Ταξιαρχιών, 6λ. την εισαγωγή του κομμουνιστή υπεύθυνου Ugo Pecchioli στο Rappono Sul Terrorismo, επιμέλεια Mauro Gal· leni, εκό. Rizzoli, Μιλάνο 1981.
4. Η θεωρία αυτή διατυπώθηκε απ' τον ηγέτη της Αυτονομίας Franco Piperno στο περιοδικό •Metropolis την επομένη της απαγωγής του διχαστικού Ντ’ θύρσο. Αυτή η απαγωγή, σύμφωνα με τον αρθρογράφο, αντιπροσώπευσε μία νεωτεριστική εμπειρία συνδυασμού της τρομοκρατίας με τον ·σύγχρονο ρεφορμισμό·, εννοούμενο όχι σαν ένα παρωχημένοι *οργανικό σχέδιο μετασχηματισμού της κοινωνίας·, αλλά σαν «Posl-χομμουνιστιχό ρεφορμισμό·, δηλαδή σαν ·άνοιγμα νέων χώρων εισοδημάτων χαι ελευθερίας για τις νέες προλεταριακές γενιές». Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί διά μέσου μίας τρομοκρατίας που τίθεται στην υπηρεσία ·μιας ρεφορμιστικής πρακτικής ακονισμένης πάνω σε επί μέρους θέματα, σε συγκεκριμένες διεκδικήσεις, σε ειδικά προβλήματα·. Βλ. *Metropoli·, τενχ. 3, 1980.
5. Το ντοκουμέντο αυτό κυκλοφόρησε στα ελληνικά στο Νέγκρι, Κούρτσιο, Σχαλτσόνε κ.α., Αυτοκριτική του αντάρτιχου, εχδ. Κομμούνα, Αθήνα, Ιούλης 1983, σελ. 39-65.
15
ΒΙΑ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ*
1. Μια ανάλυση των ιδεολογικών πρότυπων πολιτικής βίας
Η ανάπτυξη του τρομοκρατικού φαινόμενου στην Ευρώπη κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1970
ανάγκασε την αριστερή κουλτούρα ν’ αντιμετωπίσει με ένα νέο πνεύμα τα προβλήματα της φύσης της πολιτικής βίας, των σχέσεων μεταξύ βίας και επανάστασης και πιο γενικά μεταξύ βίας και πολιτικής. Όλος ο στοχασμός γύρω απ’ αυτά τα θέματα ακολούθησε στην Ιταλία δύο κατευθύνσεις: η πρώτη βασίζεται στον εντοπισμό των κοινωνικών και πολιτικών αιτιών της τρομοκρατίας, θεωρούμενης σαν ένα υστεροκαπιταλιστικό φαινόμενο που.γεννήθηκε απ’ την κρίση του πολιτικού συστήματος (που τώρα πια έγινε στη χώρα μας ένα μπλοκαρισμένο σύστημα)' μια κρίση που αποστέρησε απ’ το σύστημα την νομιμοποιητική και αντιπροσωπευτική βάση του, που το έκανε ανίκανο να δώσει έστω ρεφορμιστικές απαντήσεις στις ανταγωνιστικές ανάγκες και αιτήματα και που, τέλος, έκανε αδύνατη όχι μόνο μια αλτερνατίβα αλλά ακόμη και την εναλλαγή στους κόλπους της άρχουσας τάξης.
Η δεύτερη κατεύθυνση, αντίθετα, αναζήτησε την ιδεολογική μήτρα της τρομοκρατικής βίας και αφοσιώθηκε στην κριτική των πολιτιστικών πρότυπων και των θεωρητικών αιτιολογή
* Από την συλλογή Justicia y Delilo, έκδ. «Universidad Internacional Menendez Pelayo» Μαδρίτη 1981, σελ. 66-87.
2 17
σεων της. Η ανάλυση που προτείνω εδώ ακολουθεί αυτήν την δεύτερη κατεύθυνση έρευνας. Γι’ αυτό ακριβώς, παρ’ όλο που θα αναφερθώ κυρίως στην ιταλική τρομοκρατία, στις ποικιλλό- μορφες παραλλαγές της, η ανάλυση αυτή μπορεί να χρησιμεύσει και στην ερμηνεία της τρομοκρατίας άλλων χωρών, της οποίας οι πολιτικές και κοινωνικές ρίζες είναι φυσικά τελείως διαφορετικές.
Ένας κίνδυνος που βρίσκεται πάντα παρών στις συζητήσεις γύρω απ’ την τρομοκρατία είναι η σύγχυση μεταξύ «πολιτικής βίας» και «παρανομίας», «παραβίασης», «παρεκτροπής» απ’ τις μορφές της πολιτικο-θεσμικής πρακτικής, και η επακόλουθη πολιτική και ηθική απο-νομιμοποίηση (ή καμιά φορά και ποινικοποίηση) των ριζοσπαστικών φαινόμενων κοινωνικής απειθαρχίας. Το πρώτο καθήκον μου λοιπόν είναι νά υπογραμμίσω την διαφορά μεταξύ της πολιτικής βίας, όπως σήμερα εμφανίζεται παραδειγματικά με την τρομοκρατία, και της κοινωνικής δίας, εκείνων των μορφών συλλογικής βίας δηλαδή, που πάντα συνοδεύουν σε μεγάλο ή μικρό ποσοστό τις αυθόρμητες εξεγέρσεις: ας σκεφθούμε τις αγροτικές εξεγέρσεις του παρελθόντος, τις καταλήψεις γαιών και τις επιθέσεις εναντίον των Δημαρχείων, καθώς και τις καταλήψεις εργοστασίων και πολυκατοικιών, σήμερα, τις περιφρουρήσεις, τις συγκρούσεις πεζοδρομίου με την αστυνομία, τις δολιοφθορές κατά την διάρκεια μαζικών διαδηλώσεων. Συνήθως αυτή η διαφορά διατυπώνεται με αναφορά περισσότερο στην φύση του βίαιου υποκείμενου παρά στην βίαιη συμπεριφορά του: έτσι πολλοί λένε ότι ενώ η πολιτική βία αποτελεί πράξη ενός πολιτικού υποκείμενον, που μπορεί να είναι ένα άτομο ή μια ομάδα ή ένα κόμμα, η κοινωνική βία εκφράζεται από ένα κοινωνικό υποκείμενο (η εργατική τάξη, τα μαζικά κινήματα, ή άλλα του είδους). Αυτό το κριτήριο όμως καταλήγει σε μια ταυτολογία και κινδυνεύει να παραμείνει μια διακήρυξη αρχών: στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, για να είμαστε ειλικρινείς, τα βίαια πολιτικά υποκείμενα αυτοονομάζονται τομείς, ή έκφραση, ή πρωτοπορίες κοινωνικών υποκείμενων, μεταθέτοντας το πρόβλημα στην εμπειρική, κι όχι ιδεολογική, διαφορά μεταξύ πολιτικής και κοινωνικής υποκειμενικότητας.
Ποιες είναι πράγματι οι αναγκαίες προϋποθέσεις για να δη
18
λώσουμε ότι μια συγκεκριμένη πράξη βίας προδίδει ή εκφράζει μια δύναμη ή ένα κοινωνικό υποκείμενο, κι όχι απλώς μια δύναμη ή ένα πολιτικό υποκείμενο;
Εγώ νομίζω ότι ένα ειδικό και διαχωριστικό χαρακτηριστικό της «πολιτικής» (κι όχι «κοινωνικής») βίας μπορεί να προσδιοριστεί στο γεγονός ότι η πολιτική βία συνοδεύεται πάντα από μία στρατηγική πρόθεση. Η βία είναι «πολιτική» σύμφωνα μ’ αυτό το επεξηγηματικό κριτήριο, όταν επιλέγεται ή υποδεικνύεται ή υποστηρίζεται σαν ειδική κι’ απαραίτητη μορφή της επαναστατικής δράσης, στο ιδεολογικό πρότυπο της οποίας είναι παρούσα σαν νόρμα: σαν καθήκον (και / ή αξία) της βίας. Εκεί όπου λείπει αυτή η στρατηγική πρόθεση και αυτό το ιδεο- λογικό-κανονιστικό στοιχείο δεν μπορούμε να μιλάμε για πολιτική βία μ’ όλη την ακρίβεια της λέξης, αλλά έχουμε να κάνουμε με την ευρεία και ποικιλόμορφη φαινομενολογία της άμεσα κοινωνικής βίας. Αυτή η τελευταία δεν συνοδεύεται από κανονιστικά κι’ ακόμη λιγότερο από στρατηγικά στοιχεία. Δεν προδιαγράφεται καθ’ εαυτού, ούτε σαν μέσο ούτε σαν σκοπός. Είναι απλώς ένα εκ των πραγμάτων χαρακτηριστικό των ταξικών αγώνων, των οποίων η πολιτικότητα και ο στρατηγικός προσ- χεδιασμός δεν εδρεύουν καθόλου στη βίαιη μορφή της συλλογικής δράσης, αλλά άμεσα στους στόχους κοινωνικής εξουσίας που τους καθοδηγούν. Και δεν είναι ένα χαρακτηριστικό απαραίτητο, αλλά μόνον πιθανό κι ενδεχόμενο, που συνήθως προ- καλείται από τη βία του ταξικού αντιπάλου. Γίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο κατανοητός ο «αυθόρμητος» χαρακτήρας της κοινωνικής βίας και ο «προγραμματιζόμενος» της πολιτικής βίας. Γίνεται επίσης κατανοητό γιατί, (ενώ η πολιτική βία, απ’ τη στιγμή που συνδέεται με μια ιδεολογία και με μια στρατηγική της βίας, παραπέμπει σε ένα πολιτικό υποκείμενο), η κοινωνική βία δεν μπορεί παρά να είναι άμεση έκφραση των κοινωνικών υποκείμενων που την παράγουν.
Χρησιμοποιώντας την ορολογία του Μαξ Βέμπερ θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην πολιτική βία η «έννοια της δράσης» είναι κυρίως η ίδια η βία, ενώ στην κοινωνική βία η «έννοια της δράσης» δεν είναι καθόλου η βία, αλλά αντίθετα οι ανάγκες και τα συμφέροντα που εξυπηρετούνται με τη δράση. Ακριβολογώντας, λέγω ότι ενώ στην πολιτική βία η αιτιολόγη
19
ση της βίας είναι κυρίως μια «νόρμα» (το επαναστατικό «Πρέπει να Είναι» της βίας) με τα επακόλουθα στοιχεία γενικότητας και αφαίρεσης , στην κοινωνική βία οι αιτιολογήσεις της βίας αποτελούνται άμεσα από τις συγκεκριμένες κοινωνικές ανάγκες που η ενδεχόμενη βίαιη συμπεριφορά σκοπεύει να υπερασπίσει ή να πραγματοποιήσει. Αυτό το γεγονός εναποθέτει μια αναντικατάστατη επεξηγηματική αξία στην έρευνα γύρω από τις ιδεολογικές ρίζες της πολιτικής βίας. Πράγματι, ενώ η κοινωνική βία χαρακτηρίζεται σαν ένα «γεγονός» που αναλύεται και επεξηγείται κυρίως στον κοινωνιολογικό χώρο των ταξικών συγκρούσεων, άρα χωρίς αυτόνομη στρατηγική φιλοδοξία, αντίθετα η πολιτική βία χαρακτηρίζεται σαν «αξία» που μπορεί να αποκωδικοποιηθεί και να αιτιολογηθεί στο πο- λιτικο-ιδεολογικό πεδίο, δηλαδή σε σχέση με τις πολιτικές στρατηγικές που εκφράζει και τα πρότυπα επαναστάσεων που προδιαγράφει.
Το πρότυπο της πολιτικής βίας , όπως θ’ αποδείξουμε σαφέστερα στην ανάλυση που ακολουθεί, είναι λοιπόν, σ’ όλες τις δυνατές παραλλαγές του, ένα πρότυπο ιδεολογικής και κανονιστικής συμπεριφοράς, θ α προσδιορίσω σχηματικά δύο διαφορετικά ιδεολογικά και πρακτικά πρότυπα πολιτικής βίας που φυσικά παρουσιάζω σαν πρότυπα προς ανάλυση και σαν θεω- ρητικο-έπεξηγηματικά σχήματα της βίαιης πολιτικής δράσης, παρά σαν αυστηρές τυπολογικές κατηγορίες. Στην πράξη τα δυο αυτά πρότυπα συχνά παρουσιάζονται αναμεμειγμένα μεταξύ τους. Το πρώτο πρότυπο θα το ονομάσω χοντρικά «πολί- τιχο-γιαχωδίνιχο». Χαρακτηρίζεται από δύο στοιχεία: το πρώτο είναι η προδιαγραφή της βίας σαν «εργαλείο». Άρα η βία λαμβάνει έναν τακτικό και ορθολογικό χαρακτήρα εν όψει του τελικού μη βίαιου επαναστατικού σκοπού (η οικοδόμηση του σοσιαλισμού)- το άλλο είναι η απονομή σε μια περισσότερο ή λιγότερο ελιτίστική πρωτοπορία του καθήκοντος να οργανώσει και να εξασκήσει τη βία. Το δεύτερο πρότυπο πού ονομάζω επίσης χονδροϊδέστατα *πολιτιχό-αχτι6ιστιχό» χαρακτηρίζεται με την σειρά του από άλλα δύο στοιχεία, αντίθετα από εκείνα που αναφέραμε: απ’ τη μια πρόκειται για μια αντίληψη και για μια παρουσίαση της βίας σαν μια καθ’ εαυτού επαναστατική εμπειρία, άρα η αποθέωση της βίας σαν σκοπός και σαν μέσο·
20
απ’ την άλλη η εξάσκηση της βίας σαν πράξη ατομική ή έστω μιας μικρής ομάδας που δΛ αντιπροσωπεύει κανέναν και δεν μπορεί να αντιπροσωπευθεί από κανέναν.
Τα δύο πρότυπα διαφέρουν μεταξύ τους σ’ ότι αφορά τις ιστοριιΛ-πολιτιστικές καταγωγές τους, την στρατηγική έμπνευση και τις μορφές της βίαιης δράσης. Συγγενεύουν όμως, όπως θ’ αποδείξω, σ’ ότι αφορά μια πανομοιότυπη ιδεαλιστική διαστροφή, ένα πανομοιότυπο αυταρχικό πνεύμα και μια πανομοιότυπη αναρμοδιότητα ως προς την σοσιαλιστική επανάσταση. Η κοινή πολιτικότητα και ο κοινός κανονιστικός χαρακτήρας τους (το «Πρέπει - να - Είναι» ή «sollen» της βίας) τα καταδικάζουν να μην είναι τίποτα άλλο από πρότυπα αλλοτριωμένης, αυτονομοποιημένης, αντιπροσωπευτικής βίας, υποκατάστατο των μαζικών αγώνων και της πιθανής μα απούσας βίας τους (το «Είναι» ή «sein» της βίας). Κατά τα άλλα, αμφό- τερα τα πρότυπα προέρχονται από τη μεγάλη παράδοση του αστικού πολιτικού στοχασμού. Αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι και ίο ένα και το άλλο πρότυπο, εξ ίσου ξένα προς τη σκέψη του Μαρξ, κληρονομήθηκαν απ’ το εργατικό κίνημα αποτε- λώντας αναπόσπαστο μέρος της θεωρητικής ιστορίας και των έμπρακτων αποτυχιών του, ενώ συγχρόνως έχουν ριζώσει βαθιά στην πολιτική κουλτούρα του.
2. Το πρότυπο της γιακοβίνικης πολιτικής βίας
Το πρώτο πρότυπο πολιτικής βίας, που σήμερα στην Ιταλία θεωρητικοποίησαν και διακήρυξαν τρομοκρατικές ομάδες του τύπου των «Ερυθρών Ταξιαρχιών», είναι εκείνο που μπορεί αναμφισβήτητα να περηφανευθεί για τις πιο πλούσιες θεωρητικές καταγωγές και προπαντός για την πιο μακροχρόνια και αδιάκοπη παρουσία του σαν πρακτική στην ιστορία των επαναστατικών κινημάτων. Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι μια αντίληψη της βίας σαν «μέσο» ή «εργαλείο για την επαναστατική εγκαθίδρυση μιας νέας (μη βίαιης) κοινωνίας, σύμφωνα με το στρατηγικό σχήμα που εκφράζει ο τύπος «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
Η βία, σύμφωνα μ’ αυτό το πρότυπο, έχει μια κάποια αξία
21
αποκλειστικά και μόνον όταν δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά αντίθετα λειτουργική σ’ ένα σχέδιο, ̂ (αι γι’ αυτό ορθολογική και δικαιολογημένη από πολιτικής πλευράς. Δεν ενδιαφέρει αν αυτή θεωρείται αποκλειστικό ή κύριο ή μόνον ενδεχόμενο μέσο του επαναστατικού αγώνα. Αυτό που την χαρακτηρίζει είναι η ηθικο-πολιτική αρχή της δικαιολόγησης ή / και προγραμματικής επιβολής της στην περίπτωση που η εξάσκησή της είναι αναγκαία για την επιτυχία επαναστατικών στόχων ή συσχετι- ζόμενων πολιτικών σκοπών. Περιλαμβάνονται σ’ αυτό το πρότυπο όλες οι μορφές βίας που δικαιολογούνται ή επιβάλλονται χάρις στην ιστορική αξιολόγηση του σκοπού με επαναλαμβανόμενα επιχειρήματα του τύπου «ο σκοπός μας είναι η καλή και δίκαιη μη βίαιη κοινωνία, αλλά για την ιστορική πραγματοποίηση της είναι αναγκαία (και) η βία», ή «οι επαναστάτες δεν αγαπούν τη βία, καταφεύγουν σ’ αυτήν μόνον όταν είναι αναγκαία» και διάφορα άλλα.
Πρόκειται λοιπόν για ένα κανονιστικό πρότυπο βίας που παρουσιάζεται ταυτοχρόνως σαν ορθολογικό και Ηθικό*·, ορθολογικό για την αυστηρή στρατηγική λειτουργικότητα του εργαλείου - βία ως προς τον επαναστατικό ιστορικό σκοπό. Ηθικό για την ιστορική και ηθική αξία που αποδίδεται στον τελικό σκοπό. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά -η Ηθικότητα και η ορθολο- γικότητα- αλληλοπεριορίζονται χάρις στην κοινή ιστορικιστική καταγωγή τους: η ιστορία, ή, για να είμαστε πιο σαφείς, ο βο- λονταριστιχός προσχεδιασμός της ιστορικής ανάπτυξης, καλείται να διαμορφώσει και να επαναφέρει στην πειθαρχία το παρόν· και το ιστορικό «Πρέπει-να-Είναι» των (Ηθικών) σκοπών λογικά προϋποθέτει το ιστορικό «Πρέπει-να-Είναι» των κατάλληλων μέσων. Όπως θα δούμε, αυτό το τυποκρατικό πρότυπο Ηθικο-ορθολογικού τύπου δεν αποτελεί μόνον ένα κανονιστικό πρότυπο της βίας, αλλά πολύ πιο γενικά, ένα κανονιστικό πρότυπο της σύγχρονης πολιτικής. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η βία είναι μόνον μια τεχνική παραλλαγή, μια τακτική εναλλακτική λύση, ένα πιθανό όσο ακραίο μέσο της «πολιτικής», η οποία προδιαγράφεται ακριβώς σαν τεχνική της μεσολάβησης μεταξύ των μϊέσων και των σκοπών.
'Μετέφρασα Ηθικό το itico και ηθικό xo moral (Σ.τ.Μ.).
22
Δεν είναι δύσκολο ν’ αναγνωρίσουμε σ’ αυτό το κανονιστικό πρότυπο βίας (σαν «εργαλειακή» ή «πραγματική» ή «Ηθικο- ορθολογική» βία) ένα μεγάλο μέρος της κομμουνιστικής πολιτικής παράδοσης μπολσεβικικού και τριτοδιεθνιστικού τύπου. Μέσα σ’ αυτήν την παράδοση, αυτού του είδους η βία αποτέλε- σε ιστορικά τον κυριότερο παράγοντα ισχύος και συγχρόνως το αρνητικό όριό της. Την πηγή των πιο σημαντικών επιτυχιών της στον αγώνα για την κατάληψη και την σταθεροποίηση της εξουσίας και συγχρόνως των πιο τραγικών αποτυχιών της στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Σ' αυτή τη βία συνυπάρχουν δυο κύρια συστατικά: το πρώτο είναι ο πολιτικός βολονταρισμός γιακοβίνικου και λενινιστικού τύπου, δηλαδή η μιλιταριστική και πειθαρχική αντίληψη του επαναστατικού αγώνα και η επακόλουθη αποθέωση του ρόλου του κόμματος σαν εξωτερική πρωτοπορία, συλλογικός διανοούμενος. Λόγος, γραμμή και προοδευτική ορθολογικότητα που έχει εξουσιοδοτηθεί να προωθήσει βίαια το επαναστατικό ιστορικό προτσές. Το δεύτερο συστατικό είναι η ερμηνεία του μαρξισμού σαν φιλοσοφία της ιστορίας και σ' αυτή τη βάση μια αντίληψη της ιστορίας σαν ανάπτυξη και επαλήθευση της σκέψης, ένας ex ante Ηθικο-τελεολογικός στρουμενταλισμός και ένα ex post Ηθικο- ιστορικό δικαιολογητικό πνεύμα της πολιτικής δράσης.
Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα αυτού του συμπλέγματος είναι η πολιτική φιλοσοφία του σταλινισμού, θα έλεγα μάλιστα ότι αυτή η αντίληψη της επανάστασης και της ιστορίας αντιπροσωπεύει το κυριότερο ιδεολογικό χαρακτηριστικό του σταλινισμού και προσδιορίζει την γενική πολιτική αντίληψή του: η αναβολή στην ιστορία και η Ηθική εξιδανίκευση του τελικού σκοπού συνοδεύεται από την πολιτική δικαιολόγηση οποιου- δήποτε μέσου, ακόμα και του πιο ανέντιμου, στο όνομα της ιστορικής αναγκαιότητας του. δηλαδή της δεδηλωμένης καταλληλότητας του ως προς τον Ηθικό και ιστορικό σκοπό που είναι η επανάσταση και ο σοσιαλισμός. Η Ηθικότητα του σκοπού δηλαδή, υποβοηθάει, στην τυπική σταλινική αντίληψη, την παντελή αδιαφορία ως προς την ηθικότητα των μέσων. Σ’ αυτή την Ηθική τελεολογία έχουν τις ρίζες τους τόσο ο πιο κυνικός οπορτουνισμός, όσο και η πιο διπλοπρόσωπη πολιτική, εννοούμενη σαν τεχνική της μεσολάβησης μεταξύ σκοπών και μέ
23
σων, μεταξύ στρατηγικής και τακτικής, μεταξύ ιστορίας και καθημερινότητας, μεταξύ θεωρίας και πράξης. Διότι η πράξη εν ονόματι της Ιστορίας, του Ορθού Λόγου, της Τάξης ή της Επανάστασης μπορεί και πρέπει να είναι μια οποιαδήποτε πράξη, αφού θεωρήθηκε κατάλληλη απ’ τον συλλογικό ιστορικό εκτελεστή που εκπροσωπείται απ’ την Πρωτοπορία ή απ’ το Κόμμα. Με αυτόν τον τρόπο συμβαίνει στην ηθικότητα των σκοπών ν’ αντιστοιχεί ο πιο κυνικός αμοραλισμός των μέσων, που πάντα όμως συνοδεύεται από μια ύψιστη ηθική πίστη που αγγίζει τα όρια του φανατισμού: απ’ την ένοπλη κι αιματηρή βία της οργανωμένης τρομοκρατίας μέχρι την δικτατορία και τον τρόμο του σταλινισμού. Αν δεν γίνει κατανοητό αυτό το Ηθικό και ιστορικίστικο χαρακτηριστικό του γιακωβίνικου πρότυπου βίας και πολιτικής, κάθε προσπάθεια εμβάθυνσης του φαινόμενου των «Ερυθρών Ταξιαρχιών» είναι τελείως περιττή, αφού στο τέλος θα κατέληγε στην κοινή κατηγορία της απλής εγκληματικής τρέλας. Κι ούτε είναι δυνατή η κατανόηση του σταλινισμού που, από πολιτική άποψη, θα κατέληγε να μην διαφέρει σε τίποτα από οποιαδήποτε μορφή δεσποτικού ή φασιστικού καθεστώτος.
Αυτό το ηθικό και ορθολογικό πρότυπο βίας -και πιο γενικά πολιτικής- έχει, κατά τη γνώμη μου, καθαρά αστικές ρίζες. Είναι το καθαρά καπιταλιστικό προϊόν εκείνου του σύγχρονου διαχωρισμού κι εκείνης της αμοιβαίας αυτονομοποίησης της σφαίρας της «πολιτικής» από εκείνη της «κοινωνίας» που περιέγραψε ο Μαρξ στα νεανικά του συγγράμματα. Τα δυο συστατικά που αναφέραμε προηγουμένως σαν αποτελούντα στοιχεία του πρότυπου αυτού -ο πολιτικός γιακοβινισμός και η Ηθικο-'ιστορική τελεολογία- αντιστοιχούν εξ ίσου σε δύο ακλόνητα αρχέτυπα της αστικής πολιτικής σκέψης και ακριβέστερα του αυταρχικού και ανελεύθερου ρεύματός της. Το πρώτρ απ’ αυτά είναι η παράδοση του πολιτικού ρεαλισμού και του πραγματιστικού βολονταρισμού απ’ τον Μακιαβέλλι μέχρι τον Carl Schmitt: η ιδεολογία δηλαδή της αυτονομίας της πολιτικής σαν επιστήμη και σαν τεχνική εξουσίας, ξεχωριστή απ’ την ηθική και πιστή μόνον στη λογική της ιστορικο-πρακτικής επιτυχίας- καθώς και η ενσάρκωση της σε ένα «πολιτικό υποκείμενο»- Κράτος ή Κόμμα, Ηγεμών ή Ελίτ στην εξουσία- σαν εκτελεστής
24
για λογαριασμό και σ’ αντιπροσώπευση της Κοινωνίας ή της Τάξης.
Το δεύτερο είναι η αστική Ηθική της θυσίας (στις δυο παραλλαγές της χριστιανο-ιδεαλιστικής Ηθικής και της ωφελιμιστικής και υστερόβουλης) που όμως και στις δύο περιπτώσεις χαρακτηρίζεται απ’ το γεγονός ότι αναβάλλει την άμεση ηδονή εν όψει της πραγματοποίησης των ιστορικών ή μετα-ιστορικών σκοπών και / ή της ακόμη μεγαλύτερης ηδονής στο μέλλον. Η σύζευξη αυτών των δυο παραδόσεων γέννησε την μοντέρνα πολιτική σαν τεχνική της μεσολάβησης και συγχρόνως της διαφοροποίησης των σκοπών απ’ τα μέσα: οι σκοποί εκτοπίζονται στον μελλοντικό κόσμο των «αξιών» ενώ τα μέσα, ακριβώς γιατί υποτελή απο ιδεολογική άποψη στους σκοπούς, δεν επιδέχονται ούτε αξιολόγηση ούτε πραγματικό έλεγχο. Το αποτέλεσμα είναι αυτός ο άλυτος δυϊσμός των σκοπών και των μέσων που αντιπροσωπεύει το κύριο χαρακτηριστικό της μοντέρνας πολιτικής, όπου το ιδεολογικό πρωτείο των σκοπών εμφανίζεται με την μορφή του έμπρακτου πρωτείου των μέσων. Σ’ αυτόν τον δυϊσμό της πολιτικής βρίσκεται και το μυστικό της δύναμης και συγχρόνως της νομιμοποίησης της σαν σφαίρα ξεκομμένη και διαχωρισμένη απ’ τις υποτελείς ανάγκες και απ’ τα συμφέροντα της κοινωνίας. Απ’ την μια λοιπόν η αυτονομία της πολιτικής (σαν τεχνική των μέσων) λειτουργεί σαν βάση για την έμπρακτη αποξένωση των μέσων απ’ τους σκοπούς, και το αποτέλεσμα είναι ο οπορτουνισμός, ο πραγματικός ρεαλισμός, η αδιαφορία για συγκυριακά ηθικά αίτια ή για συγκυριακές και άμεσες κοινωνικές ανάγκες. Απ’ την άλλη το ύστατο Ηθικό θεμέλιο, δεν μας ενδιαφέρει αν είναι ωφελιμιστικού ή ιδεαλι- στικού τύπου, από γενική άποψη απονέμεται στην πολιτική δραστηριότητα, ενώ στην καθημερινή πρακτική διαχωρίζεται απ’ αυτήν για να εξοριστεί στον υπερουράνιο κόσμο των σκοπών και των αξιών. Αυτός ο δυϊσμός είναι η κύρια αιτία των πιο αυστηρά αυταρχικών χαρακτηριστικών της μοντέρνας πολιτικής καθώς και της ικανότητας της να προκαλεί συγκατάθεση, υποβολή και ιδεολογική εκτόνωση στις μάζες. Αυτή η ιστο- ρικίστικη και υστερόβουλη Ηθική του μέγιστου αναβαλλόμενου οφέλους δεν είναι μόνον, όπως απέδειξε ο Μαξ Βέμπερ, το «πνεύμα του καπιταλισμού». Είναι επίσης το πνεύμα και η πο
25
λιτική του σύγχρονου Κράτους: Η πολιτική σαν τεχνική, το πνεύμα σαν απαράτ καταστολής και διακανονισμού των άμεσων κοινωνικών αναγκών εν όψει της συσσώρευσης μελλοντικής ευημερίας.
Η πολιτική βία Ηθικού και ορθολογικού τύπου, όπως εμφανίζεται σήμερα στις ακραίες μορφές της τρομοκρατίας των «Ερυθρών Ταξιαρχιών», τοποθετείται μέσα σ’ αυτό το αλλοτριωμένο σύμπαν της αστικής πολιτικής: σαν συνέχεια ή παραλλαγή της πολιτικής «με άλλα μέσα», όπως ορίζει το περίφημο ρητό του Μάο και ακόμη πιο πριν του φον Κλάουζεβιτς, για τον πόλεμο. Και η κριτική της δεν αποτελεί παρά ένα κεφάλαιο της γενικότερης «κριτικής» της πολιτικής». Όσο «επαναστατική» κι αν είναι, ο ορθολογισμός και η Ηθική της πολιτικής αυτής είναι ακριβώς ίδιοι με τον καπιταλιστικό Λόγο και την αστική ωφελιμιστική Ηθική: η κυνική αδιαφορία για τα μέσα, η καταπίεση των άμεσων αναγκών των μαζών (συμπεριλαμβα- νομένης και της άμεσης ανάγκης του σοσιαλισμού), η πειθαρχική οργάνωση της κοινωνίας σαν ένα μυστικιστικό στρατευμένο σώμα, εν όψει μετα-ιστορικών σκοπών αποξενωμένων απ’ τον λαϊκό έλεγχο. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι δυστυχώς στην πολιτική η επαναστατική παράδοση της Τρίτης Διεθνούς δεν ανακάλυψε τίποτα το καινούργιο. Υπάρχει ένα Continuum, ένας κοινός παρονομαστής μεταξύ της εργαλειακής βίας επαναστατικού τύπου και της θεσμικής βίας του Κράτους: και η μια και η άλλη υπακούουν στο ίδιο Ηθικο-πολιτικό πρότυπο. Στο πρότυπο αυτό, από τον Χομπς μέχρι τον Κέλσεν, βασίζεται η νομιμοποίηση του σύγχρονου Κράτους σαν μονοπωλιακή συγκέντρωση της ισχύος και της βίας με την δικαιολογία του σκοπού, που αποτελεί τη μείζονα κοινή ωφέλεια για όλους· στο πρότυπο αυτό βασίζεται η περίληψη του ατόμου στην κοινωνία και στο Κράτος που έκανε ο Χέγκελ. Το πρότυπο αυτό εκπροσωπεί την πηγή όλων των θεωριών περί «Ragion di Stato», αποτελεί το ιδεαλιστικό θεμέλιο του σύγχρονου Κράτους σ’ όλες τις δυνατές παραλλαγές του, απ’ το απολυταρχικό εθνικό Κράτος μέχρι το δημοκρατικό-φιλελεύθερο Κράτος, απ’το ολοκληρωτικό φασιστικό κράτος μέχρι την δικτατορία του προλεταριάτου του Στάλιν. Συγχρόνως αποτελεί την Ηθική και ορθολογική ουσία της σύγχρονης πολιτικής εξουσίας. Το σύγχρο
26
νο Κράτος, αφού έσπασε κάθε δεσμό με εξωτερικές πηγές νομιμοποίησης, όπως ο θεός, η φύση και ο λόγος, αφού χειραφετή- θηκε απ την ηθική και τη θρησκεία έγινε Ήθος αυτό το ίδιο* αντικατέστηκε στην συνείδηση του πολίτη την αρχαία ιδέα της θεότητας, ορθώθηκε σαν Σκοπός και Αξία. Και ο σκοπός (ή η αξία) έχουν πολλαπλές παραλλαγές: η Πατρίδα, το Έθνος, η Τάξη, το Κόμμα, η Επανάσταση, ο Σοσιαλισμός. Ιδέες όλες αυτές που αντικατέστησαν τα παλιά υπεργήινα δόγματα της ρωμαιοκαθολικής Ηθικής, αλλά (αφού καταντούν εξαιρέσεις) παίζουν τον ίδιο ρόλο νομιμοποίησης της εξουσίας και διαπαιδαγώγησης των μαζών στην πειθαρχία και στη θυσία.
Η αποτυχία, σ’ άτι αφορά τον σοσιαλισμό, της επαναστατικής παράδοσης της Τρίτης Διεθνούς, οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι κληρονόμησε αυτό το αστικό πρότυπο πολιτικής και βίας, απόλυτα ομοιογενές με καπιταλιστικές λειτουργίες κι ασυμβίβαστο με τον σοσιαλισμό. Αλλά αυτή η παράδοση δεν περιορίστηκε μόνον στο να κληρονομήσει αυτό το πρότυπο. Παραδόξως, του έδωσε έμφαση και το τράβηξε προς τα άκρα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο επαναστατικός σκοπός, το γκρέμισμα του καπιταλισμού και η εγκαθίδρυση του κομμουνισμού φέρουν μέσα τους ένα Ηθικό και ιστορικό δυναμισμό κατά πολύ ανώτερο από τον λιγότερο ιδεολογικό και περισσότερο αστικό σκοπό της κοινωνικής ειρήνης του Χομπς ή της ευτυχίας του μεγαλύτερου αριθμού ατόμων του Μπένθαμ. Αυτή η ύψιστη Ηθικότητα του σκοπού απαιτεί, σύμφωνα με το πρότυπο αυτό, τον ύψιστο πολιτικό υποκειμενισμό, την ύψιστη απο- τελεσματικότητα και υποτέλεια των μέσων, την πιο αυστηρή αδιαφορία για την ενδεχόμενη ανηθικότητά τους. Η ιδέα της μελλοντικής απονέκρωσης του Κράτους δικαιολογεί έτσι, όπως είχε θεωρητικοποιήσει ρητά ο Στάλιν, την απεριόριστη ενίσχυση του Κράτους σε μικρό χρονικό διάστημα- η μετάβαση στην μελλοντική κοινωνία της καθολικής ελευθερίας και της καθολικής ισότητας απαιτεί προς το παρόν την δικτατορία και τον τρόμο* η κατάχτηση της εξουσίας επιβάλλει πειθαρχία, θυσίες, βία, δολοφονίες. Οι τρομοκράτες των «Ερυθρών Ταξιαρχιών» δεν είναι παραληρούντες παράφρονες ή έκφυλοι αμοραλιστές όπως αρέσκεται να τους παρουσιάζει η δημοσιογραφία της καλής κοινωνίας. Αντίθετα εκπροσωπούν μιαν ακραία μορφή του
27
ψυχρού ορθολογισμού και της Ηθικής αυστηρότητας του πολιτικού πρότυπου που μόλις περιγράψαμε. Είναι οι σημερινοί επίγονοι του Στάλιν, οι στενοί συγγενείς των δικτατόρων της Καμπότζης και άξια μπορούν να συμμετάσχουν στο οικογενειακό λεύκωμα του σταλινικού κινήματος των τελευταίων εξήντα ετών, που δεν είναι με την σειρά του παρά ένα μέρος του πιο μεγάλου λευκώματος της οικογένειας της αστικής πολιτικής ιστορίας. Ο φανατισμός τους, η -ανένδοτη σκληρότητά τους, η αναισθησία τους είναι ο φανατισμός και η σκληρότητα των «πραγματικών επαναστατών» σύμφωνα με τα πρότυπα του Νετσάγιεφ και των μπολσεβίκων· τροφοδοτούνται απ’ τον ίδιο ορθολογισμό, απ’ την ίδια βεβαιότητα γύρω απ’ το ιστορικό πεπρωμένο τους, απ’ τον ίδιο ηθικό μανιχαϊσμό. Ο θεωρητικός και πολιτιστικός τους ορίζοντας είναι ο παλιός ορίζοντας της Τρίτης Διεθνούς. Αλλά πριν ακόμα, και σε ακραίες μορφές, είναι ο πιο γενικός ορίζοντας του Κράτους και της σύγχρονης πολιτικής. Τους προδίδει η ακατανίκητη ανάγκη τους να μιμη- θούν το Κράτος και να αναπαράγουν τους τρόπους δράσης του ακόμα και στα πιο φαινομενικά στοιχεία του: μεταμφίεσαν την «επαναστατική βία» σε «δικαιοσύνη», σκηνοθέτησαν μια επανάληψη των διαδικαστικών λειτουργιών, επινόησαν δικαστήρια και «λαϊκές» φυλακές, κατηγορητήρια, δικονομίες, συνεδριάσεις, αποφάσεις και ποινές.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν μόνον ότι μια κριτική της τρομοκρατικής βίας δεν μπορεί να μην αποτελεί συγχρόνως μια κριτική εκείνου του Ηθικού και ορθολογικού πρότυπου που βασίζεται στην ιδεαλιστική αφαίρεση των σκοπών σε σχέση με τα μέσα (αφαίρεση που η τρομοκρατία συμμερίζεται με την πιο γενική αστική πολιτική). Αλλά σημαίνουν επίσης ότι αυτού του είδους η βία αποκαλύπτει αυτό το πρότυπο με ακραίες και γε- λοιογραφικές μορφές, άρα πολύ πιο φανερά.
Αυτό το πρότυπο, που θριάμβευσε με τον σταλινισμό, εξασφαλίζει την αυτονομία της πολιτικής σε σχέση με τις κοινωνικές δυνάμεις και ανάγκες. Μ’ αυτόν τον τρόπο φέρει ανεξήτιλο το στίγμα της ιστορικής λειτουργικότητας του ως προς την καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας. Στη διπλοπροσωπεία της πολιτικής το πρότυπο αυτό προσθέτει μια διπλοπροσωπεία της Ηθικής, που παρουσιάζεται ταυτόχρονα και σαν εξουσιαστική
28
Ηθική και σαν Ηθιχή της θυσίας.Αν την ξανακοιτάξουμε ex parte principis, αυτή η ιστορικί-
στικη Ηθική της πολιτικής και της βίας είναι πάντα μια αυταρχική εξουσιαστική Ηθική που λειτουργεί σαν νομιμοποιητική ιδεολογία. Ο τελικός σκοπός του σοσιαλισμού ή της καλής και δίκαιης μελλοντικής κοινωνίας, όσο κι αν εξωστρακίστηκε σ’ ένα ασαφές και μυθικό μέλλον, λειτουργεί συνεχώς σαν παραγωγός συγκατάθεσης, σαν υπόβαθρο και συγκάλυψη των συγκυριακών λόγων της καθημερινής ρεαλπολιτίκ, σαν δικαιολό- γηση του υπαρκτού που πάντα μπορεί να το επισυνάψει κανείς σαν ένα υπαρκτό με μια κάποια ιστορική σκοπιμότητα. Ο τελικός αυτός σκοπός μαζί με την αυτονομία της πολιτικής απ’ τις ανάγκες και τα άμεσα συμφέροντα των μαζών, δικαιολογούν την ιστορική αναγκαιότητα να αφεθεί αποκλειστικά και μόνον στις φροντίδες ενός πολιτικού υποκείμενου -το Κράτος ή το Κόμμα ή η Πρωτοπορία- που επιβάλλεται σαν αφηρημένη προσωποποίηση της κοινωνίας ή της τάξης επάνω στην συγκεκριμένη κοινωνία και τάξη. Κι αυτό γίνεται όχι μόνον γιατί η προοδευτική ανάπτυξη της ιστορίας (η ειρηνική επικράτηση της συλλογικής ευημερίας ή ο επαναστατικός μετασχηματισμός) εννοείται σαν μια εκ των άνω κατευθυνόμενη διαδικασία που περνά κυρίως διά μέςου της κατάκτησης και / ή της υπεράσπισης της πολιτικής εξουσίας κι όχι της κοινωνικής. Και άρα απαιτεί τον αυστηρό συγκεντρωτισμό κάθε κοινωνικής δύναμης και την πειθαρχική περίληψη τους κάτω από ένα ενιαίο υποκείμενο. Αλλά επίσης διότι το Κράτος ή το Κόμμα θεωρούνται τα αποκλειστικά θεωρητικά υποκείμενα που πρέπει να επιτελέσουν την μεσολάβηση μεταξύ μέσων και σκοπών: σαν συλλογικές ευφυίες δηλαδή, στις οποίες αφήνεται η επιλογή των μέσων και η αξιολόγηση της καταλληλότητας τους ως προς τον ιστορικό σκοπό που επιδιώκεται. Σ’ αυτή την προοπτική το Κόμμα δεν είναι μόνον ο ηγεμώνας, αλλά ο συλλογικός διανοούμενος, η «κατηγορηματική προστακτική», η γήινη ενσάρκωση της «θεότητας» (Γκράμσι) που εξουσιάζει, μαζί με την γνώση των σκοπών, και την τεχνική των μέσων' και στην οποία πρέπει λοιπόν να υποταχτούν με σιδερένια πειθαρχία όλες οι ατομικές και οι συλλογικές ενέργειες που ενδιαφέρονται για τον επαναστατικό μετασχηματισμό, μέχρι να διαμορφωθεί παι
29
δαγωγικά ένας νέος τύπος (και από φυσική άποψη) ανθρώπου. Είναι φανερό πως ένα τέτοιο συμπύκνωμα επιστήμης, Ηθικής και εξουσίας εκτίθεται σε κάθε είδους έκφυλους πνευματισμούς, ρωμαιοκαθολικού, δικαιολογητικού, ουρανόπεμπτης πρόνοιας τύπου, καθώς και στην πιο οπορτουνιστική πρακτική και στην πιο φαύλη αυταρχική διαστροφή.
Απ’ την άλλη, αν την εξετάσουμε ex parte populi αυτού του είδους η ιστορικιστική Ηθική μας παρουσιάζεται σαν μια καταπιεστική Ηθική της θυσίας. Η αναβολή του σοσιαλισμού σ’ ένα απώτερο και απροσδιόριστο μέλλον, που αποτελεί σκοπό του παρόντος, είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό που συναντούμε τόσο στην επαναστατική γιακωβίνικη παραλλαγή του ορθολογικού πρότυπου βίας και πολιτικής, όσο και στην ρεφορμιστι- κή-συμβιβαστική εκδοχή του. Και παρουσιάζεται σαν μια εξ- τρεμιστική παραλλαγή της γενικής αρχής της αναβολής της άμεσης ηδονής εν όψει της μεγαλύτερης ηδονής στο μέλλον, που βρίσκεται στη βάση της καπιταλιστικής Ηθικής χριστιανο- αστικού τύπου. Αυτή η έντονη ιστορική τελεολογία χαράσσει στο κανονιστικό πρότυπο πολιτικής σταλινικού τύπου, μια χωρίς όρια διπλοπροσωπεία μεταξύ σκοπών και μέσων και παράλληλα μια τεράστια Ηθική δύναμη, που επεξηγεί τα βαθιά καταπιεστικά χαρακτηριστικά της. Έτσι, όχι μόνον η βία εναντίον του ταξικού αντίπαλου αλλά και η βία εναντίον της ίδιας της τάξης, όχι μόνον η λειτουργική θυσία των άλλων -με την πολιτική δολοφονία, τον τρόμο, την σιδερένια γροθιά, το γκονλαχ, το ψεύδος, τον ασκητισμό, τις θυσίες, τους συμβιβασμούς - αλλά και η θυσία και η απώλεια κάθε ανθρωπιάς του ίδιου του εαυτού μας γίνονται -χάρις στον ηθικό φανατισμό που χαρακτηρίζει το πρότυπο αυτό- στιγμές του ιστορικού δράματος που είναι αναγκαίο για ν’ αποδοθεί, στο μέλλον, μια ανθρώπινη διάσταση στον άνθρωπο και στην κοινωνία: είναι η αυτοθυσία των μοναστικών και ιησουϊτικών κανόνων, που εννοούν την στράτευση σαν ξεχωριστό δημόσιο βίο που επιβάλλεται στον ιδιωτικό, στα συναισθήματα και στις ανθρώπινες αξίες. Είναι η ύστατη θυσία του θανάτου στον επαναστατικό αγώνα- θυσία ακόμα και της ηθικής και πολιτικής ταυτότητας του καθενός στην ομολογία και στην αυτοκατηγορία. Γιατί το πρότυπο αυτό δεν είναι μόνον ένα Ηθικό πρότυπο ολοκληρω
30
τικό αλλά και ένα Ηθικό πρότυπο ολοκληρυ-ιιυιιμικο. Δεν ανέχεται ημίμετρα, δεν επιτρέπει συναισθηματισμούς ή ευμένειες. Το Κράτος-Κόμμα ή το Κόμμα - Κράτος εσωτερικεύεται στις συνειδήσεις σαν ένα είδος ιστορικού και συλλογικού υπέρ-εγώ. Έτσι δημιουργείται εκείνη η νέα τεχνολογία του ελέγχου και της υποδούλωσης που βασίζεται στην επιβολή μιας ολοκληρωτικής συγκατάθεσης και που αντιπροσωπεύει την πραγματική ουσία και επικαιρότητα του σταλινισμού. Η καταπίεση γίνεται γενική και πρωτεύουσα κατηγορία της κοινωνικής ζωής: ριζώνει στον κοινωνικό ιστό και στην συλλογική ψυχολογία σαν ηθική αυτοκαταπίεση, σαν συναίσθημα ευθύνης, αίσθημα του κόμματος ή του Κράτους, αίσθημα θυσίας, ασκητισμός, σταχα- νοβισμός, διεισδύει στις διαπροσωπικές σχέσεις της καθημερινής ζωής σαν πειθαρχικό σύστημα αυτοελέγχου και αόρατου κοινωνικού ελέγχου που προστίθεται στα παραδοσιακά ορατά συστήματα ελέγχου. Γίνεται τέλος πάντων, πειθαναγκασμός τόσο του ατόμου όσο της κοινωνίας, που προστίθεται στους εξωτερικούς μηχανισμούς καταναγκασμού. Και μπορεί, επί πλέον, μ’ αυτή την εσωτεριχευμένη και κοινωνικοποιημένη μορφή, να φιλοδοξήσει ν’ αντικαταστήσει τους παραδοσιακούς νομικο-κανονιστικούς μηχανισμούς τυπικής καταπίεσης και να παρουσιαστεί σαν προ-απεικόνιση της απονέκρωσης του Κράτους και του δικαίου. Αυτή η νέα ηθική τεχνολογία του ελέγχου απαιτεί και παράγει, σε συνδυασμό με την μέγιστη συγκέντρωση της εξουσίας, την μέγιστη τυποποίηση και μαζικοποίηση των ατόμων για να διαμορφωθούν παιδαγωγικά σύμφωνα με τους τύπους του κοινωνικού κομφορμισμού, για να καταπιέσουν τις άμεσες ανάγκες τους, για να εγκαταλείψουν κάθε απαίτηση για εξουσία και αυτονομία. Σ’ αυτόν τον ορίζοντα φυσικά δεν υπάρχει θέση για τις ατομικές ή για τις συλλογικές ελευθερίες: κάθε διαφορετική στάση, κάθε διαφωνία ή αντιπολίτευση εμφανίζονται κατ’ ανάγκη σαν φυγόκεντρη, ατομικι- στική, μικροαστική, αντικοινωνική, αντεπαναστατική τάση.
Στην τρομοκρατική βία, εξουσιαστική Ηθική και Ηθική της θυσίας εμφανίζονται χωρίς παραποιήσεις, σαν δυο όψεις της ίδιας ιδεαλιστικής διαστροφής: η ταύτιση του εαυτού τους με την επανάσταση και με τα ιστορικά πεπρωμένα του σοσιαλισμού (Ηθική της θυσίας), καθώς και η ταύτιση της επανάστα
31
σης και των ιστορικών πεπρωμένων του σοσιαλισμού με τους εαυτούς τους (εξουσιαστική Ηθική). Αυτή η ιδεαλιστική διαστροφή είναι η βάση της επαναστατικής ηθικής σταλινικού και τρομοκρατικού τύπου. Η ηθική αυτή , ακολουθώντας την λογική και την μανιχαίκή Ηθική του διλήμματος «φίλος/εχθρός», μπορεί να ανυψώσει το υποκείμενο σε κριτή του καλού και του κακού ή, εναλλακτικά, να το εκμηδενίσει σαν αντικείμενο ή εργαλείο. Χάρις σ’ αυτή τη διαστροφή, η πρακτική της βίας παρουσιάζεται σαν ένα είδος θεατρικής παράστασης της ταξικής σύγκρουσης, με τη μορφή της σύγκρουσης μεταξύ ατόμων: ο τρομοκράτης ή η τρομοκρατική ομάδα απ’ τη μια, σαν εκπρόσωποι της εργατικής τάξης- ο δικαστής ή ο αστυνομικός ή ο υπουργός απ’ την άλλη, σαν εκπρόσωποι του Κράτους ή του Κεφαλαίου. Έτσι έχουμε δύο άμεσα αυταρχικά επακόλουθα: αν το Κεφάλαιο ή το Κράτος προσωποποιούνται και υποκειμε- νοποιούνται, δηλαδή ταυτίζονται με συγκεκριμένα άτομα, τα άτομα που πλήττονται χάνουν με την σειρά τους την υποκειμενικότητα τους, αποπροσωποποιούνται και καταντούν σύμβολα ή προσωπεία. Είναι η κυνική απανθρωπιά της τρομοκρατίας, που γίνεται περισσότερο επικίνδυνη όσο μεγαλύτερος είναι ο φανατισμός που την υποστηρίζει- που επαναλαμβάνει την κατηγορία, πολύ της μόδας στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» του «ταξικού εχθρού» ή του «εχθρού του λαού» που, σύμφωνα με τις περιστάσεις, ταυτίζεται με τον φασισμό ή με τον καπιταλισμό ή γενικότερα με την αντίδραση (όπως ο Τρό- τσκυ και οι τροτσκ.ιστές, ο Λιν Πιάο, η «συμμορία των τεσσάρων», κλπ.)- που προκαλεί εκείνες τις παρωδίες της αστικής δικαιοσύνης που είναι οι σκηνοθετημένες «προλεταριακές δίκες».
Απ’ την άλλη η υποκειμενοποίηση του εχθρού επιφέρει, στο ψυχόδραμα που κατέληξε να είναι η πολιτική πάλη, μια αντίστοιχη υποκειμενοποίηση της τάξης στην ένοπλη πρωτοπορία ή στο ίδιο το πρόσωπο του τρομοκράτη. Αν το θύμα που πλήττεται ταυτίζεται με το Κεφάλαιο ή το Κράτος, ο τρομοκράτης ταυτίζεται με την Εργατική Τάξη ή την Επανάσταση. Απ’ αυτόν τον αυτοδιορισμό στο ρόλο του ιστορικού επαναστατικού υποκείμενου προέρχεται εκείνος ο φανατικός αυταρχισμός που πάντα συνδέεται με την ένοπλη πολιτική βία -είτε πρόκειται
32
για εκείνη των «Ερυθρών Ταξιαρχιών», είτε για τον τρόμο της εποχής του Στάλιν- κατάληξη της οποίας είναι πάντα η αυθαίρετη επιβολή πάνω στην τάξη μιας αφηρημένης υποκειμενικότητας, μαντρωμένης όσο ποτέ στο αποκλειστικό γκέτο της πολιτικής και της εκπροσώπησης για λογαριασμό τρίτων.
3. Το πρότυπο της ακτιβιστικής πολιτικής βίας
Κοντά στην γιακωβίνικη πολιτική βία Ηθικού κι ορθολογικού τύπου, όπως σήμερα εκφράζεται απ’ την παράνομη οργανωμένη τρομοκρατία, αναπτύχθηκε στην Ιταλία κυρίως μεταξύ του 1977 και του 1979, μια διάχυτη πολιτική βία που παρουσιάζει διαφορετικά και σ’ ορισμένες όψεις της , αντίθετα ιδεολογικά και φαινομενολογικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για μια βία που ονόμασα «πολιτικο-ακτιβιστική» και που αντιπροσώπευσε ένα σχετικά νέο φαινόμενο στην ιστορία της αριστε- ράς. Αφού εμφανίστηκε στο περιθώριο των εξεγερσιακών κινημάτων του 1977 (ενώ σήμερα φαίνεται ευτυχώς να δύει) η βία αυτή χαρακτηρίστηκε από συμπεριφορές όπως οι επιθέσεις, οι βομβιστικές απόπειρες και οι «παραδειγματικές» πυρκαγιές κατά την διάρκεια διαδηλώσεων ή από τα αντίποινα, από τις προ μελετημένες συγκρούσεις, από τις ανταλλαγές πυροβολισμών στους δρόμους, καθώς και από τις δολοφονίες που διέ- πραξαν συνοικιακές συμμορίες.
Και αυτή, όπως η γιακοβινο-τρομοκρατική, είναι «πολιτική» βία και καθρεφτίζει ένα πολύ συγκεκριμένο ιδεολογικό και κανονιστικό πρότυπο. Σύμφωνα με το πρότυπο αυτό, η βία προδιαγράφεται ή επιλέγεται ή αξιοποιείται όχι πια σαν μέσο αλλά σαν σκοπός, σαν καθ’ εαυτού αξία, σαν άμεσα επαναστατική ρήξη με την υπάρχουσα τάξη, σαν άμεση εμπειρία που προεικονίζει τον κομμουνισμό. Αν στο σχήμα της ορθολογικής ή στρατηγικής βίας γιακωβίνικου τύπου το κύριο χαρακτηριστικό είναι η λειτουργικότητα της βίας σε σχέση με τον σκοπό (που είναι μια Ηθική μη-βίαιη κοινωνία), σ’ αυτό το δεύτερο πρότυπο το κύριο χαρακτηριστικό είναι η απουσία ενδιάμεσων σκοπών, ή καλύτερα μια αντίληψη και μια πρακτική της βίας σαν αυτοσκοπός και σαν άμεση «αυτοαξιοποίηση». Αν σ’ εκείνο το πρότυπο, θριαμβεύει η Ηθική, σ’ αυτό θριαμβεύει η α ι
σθητική. Αν εκεί το ιδεολογικό πρωτείο αποδίδεται οτο σκοπό, εδώ το ιδεολογικό πρωτείο αποδίδεται στο μέσον, δηλαδή στην πράξη. Είναι η εκθείαση της βίας για τη βία και η έξαψη της παρέκκλησης, χάρις στο συμβολικό περιεχόμενό της: η βία σαν παραβίαση, χειρονομία ρήξης, αμφισβήτηση, στίγμα διαφοράς, άρνηση, άμεση επαναϊδιοποίηση της υπεραξίας, υπέρβαση των πρότυπων ομαλότητας στην κοινωνική ζωή.Αυτό το πρότυπο βίας, που στο κίνημα του 1977 θεωρητικο- ποιήθηκε και προδιαγράφτηκε απ’ τους πιο ακραίους τομείς της οργανωμένης Αυτονομίας, είναι ξένο ως προς την κομμουνιστική και πιο γενικά μαρξιστική κουλτούρα και παράδοση. Ό χι μόνον ποτέ δεν θεωρητικοποιήθηκε ούτε εφαρμόστηκε απ’ τους μαρξιστές, αλλά αντίθετα πάντοτε καταδικάστηκε αμείλικτα από μέρους τους σαν ατομιστικό, αντεπαναστατικό, τίποτα παραπάνω από εγκληματικό. Φτάνει να οκεφτούμε ενδεικτικά την οξεία καταδίκη που εξέφρασε επανειλλημμένα ο Λένιν εναντίον αυτού του πρότυπου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι και αυτού του είδους η βία δεν μπορεί να επικαλεστεί θεωρητικές και πρακτικές καταβολές στην παράδοση του εργατικού κινήματος: πρώτ’ απ’ όλα στον αναρχισμό, με την απόχρωση του Στίρνερ, ύστερα στο Σορέλ και στον αναρχο-συνδικαλισμό. Και σ’ αυτή την περίπτωση όμως το πρότυπο ανάγει τις ρίζες του στην αστική πολιτική κουλτούρα και πιο συγκεκριμένα στο υπέδαφος του αντιδραστικού στοχασμού: απ’ τις θεωρίες του ακτιβισμού και της δράσης για την δράση, μέχρι τις βιταλιστι- κές ιδεολογίες και τις ιρρασιοναλιστικές υποκουλτούρες του θάρρους, των θεωριών του Ντ’ Αννούντσιο και του φασιστικού κινήματος πριν καταλάβει την εξουσία.
Το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ακτιβιστικής βίας είναι ο κυρίως συμβολικός και θεατρινίστικος χαρακτήρας της: το γεγονός δηλαδή ότι αποτελεί μίμηση και πολιτική αντιπροσώπευση μιας απούσας κοινωνικής βίας. Αυτή η βία είναι προϊόν της βούλησης ατόμων ή μικρών ομάδων, αλλά μεταμφιέζεται σε άμεσα κοινωνική βία και φιλοδοξεί να γίνει αποδεκτή σαν· έκφραση της συλλογικής βούλησης. Λειτουργεί μέσα στα κινήματα σαν ξεχωριστή πολιτική βία και συνείδηση αλλά δρα εν ονό- ματι και για λογαριασμό τους. Μπορεί να τα χρησιμοποιήσει ή να τους επιβληθεί αυτοβούλως, αλλά πάντα αυτο-νομι-
34
μοποιείται σαν αυθόρμητη και μαζική βία. Απ’ την κοινωνική βία την χωρίζει ο ατομιστικός, ναρκισίστικος, αισθητι- κοειδής χαρακτήρας της. Η κοινωνική βία κατά κάποιον τρόπο αναπαράγεται, εκπροσωπείται, σκηνοθετείται απ’ την ακτιβι- στική βία. Ακριβώς σ’ αυτή την έμφυτη έλλειψη αυθεντικότητας, οτο γεγονός δηλαδή ότι είναι τεχνητή αναπαράσταση μιας απούσας κοινωνικής βίας, εκφράζεται ο ειδικός τυπολατρικός και πολιτικο-ιδεολογικός χαρακτήρας της. Η ιδεολογική της αιτιολόγηση συνίσταται στην εκθείαση της κοινωνικής βίας, δηλαδή στην επαναστατική (ή παραδειγματική ή αποδεικτική ή παιδαγωγική ή αναμορφωτική) «αξία» που πάντα συνδέεται με τη βία, και λειτουργεί σαν προδιαγραφή βίαιων συμπεριφορών σε θέση, από μόνες τους, να επικαλεστούν και να προκαλέσουν κοινωνική ή ταξική βία. Αυτή η βία είναι μια «εκπροσώπηση» βίας με αυτές τις δυο έννοιες: γιατί είναι «αντιπροσωπευτική», δηλαδή διαπράττεται εν ονόματι και για λογαριασμό της τάξης, και γιατί είναι μια συμβολική, χειρονομιακή, θεατρική «εκπροσώπηση» της βίας και της ταξικής σύγκρουσης. Σ’ αυτό οφείλεται ο επαναληπτικός, ιεροτελεστικός, κωδικοποιημένος χαρακτήρας της -η Μολότωφ που εν ψυχρώ πυροδοτείται απ’ τις γραμμές της ανυποψίαστης πορείας, η χειρονομία (και καμιά φορά και οι πυροβολισμοί) του πιστολιού Π 38, οι προμε- λετημένες επιθέσεις εναντίον πολιτικών γραφείων και καταστημάτων- και η κυρίως σκηνική λειτουργία της: να εμφανίσει δηλαδή μια εικόνα ισχύος και βίας, πλασσάροντας την σαν εικόνα των μαζικών κινημάτων.
Αυτός ο σκηνικός χαρακτήρας (αντικατάστασης του πραγματικού με το εικονικό) της ακτιβιστικής βίας είναι και η ρίζα της θεμελειώδους διπλοπροσωπείας της. Ενώ πράγματι στην στρατηγική και ορθολογική βία μπορούμε πάντα ν’ αναγνωρίσουμε σαφέστατα το αντίστοιχο ιδεολογικό-κανονιστικό πρότυπο που εξυπηρετεί Ηθικο-πολιτικούς σκοπούς, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για την ακτιβιστική πολιτική βία. Αυτό κάνει έτσι ώστε συχνά με μεγάλη δυσκολία μπορεί να προσδιοριστεί η συνοριακή γραμμή μεταξύ αυτής της βίας, που διαπλάστηκε σύμφωνα με το κανονιστικό πρότυπο της βίας σαν «αξία», και της πραγματικά κοινωνικής και αυθόρμητης βίας, που είναι πάντα ανεξάρτητη από ιδεολογικά ή κανονιστικά
35
πρότυπα, δεν περιέχει έναν ειδικό στρατηγικό προσχεδίασμά, είναι άμεσα εκφραστική (σαν ντε φάκτο χαρακτηριστικό των συλλογικών δραστηριοτήτων) της ριζοσπαστικότητας των ανικανοποίητων κοινωνικών αναγκών. Οι δύο μορφές βίας -η μια πολιτική η άλλη κοινωνική , η μια προσχεδιασμένη η άλλη αυθόρμητη, η μια προϊόν ενός ξεχωριστού πολιτικού υποκείμενου που δρα στα κινήματα, η άλλη προϊόν ενός κοινωνικού υποκειμένου- είναι τελείως διαφορετικές και μάλιστα αντίθετες. Αλλά η τυχόν σύγχυση μεταξύ τους οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι η πρώτη είναι απομίμηση και κλεψίτυπο της δεύτερης.
Και στις δυο, αντίθετα με' ότι συμβαίνει στο γιακοβίνικο πολιτικό πρότυπο, η έννοια και η καθοδηγητική αρχή για την δράση φαίνεται να είναι η αρχή της ηδονής, δηλαδή της άμεσης μη αναβαλλόμενης ικανοποίησης της ανάγκης και της επιθυμίας. Εκεί όπου αυτή η επιθυμία ταυτίζεται με τη βία, είναι δηλαδή ανάγκη ή επιθυμία βίας και θανάτου, βρισκόμαστε ενώπιον του πρότυπου της ακτιβιστικής πολιτικής βίας. Σ’ αυτή την περίπτωση η ηδονή δεν έχει καμιά σχέση με τις ανταγωνιστικές κοινωνικές ανάγκες ή με στόχους κοινωνικής εξουσίας, αλλά παραμένει κλεισμένη στα εσωτερικά του ορίζοντα της υπάρχουσας κοινωνίας και δεν λειτουργεί σαν δύναμη μετασχηματισμού. Το απελευθερωμένο άτομο και κείνο του οποίου επιδιώκεται η απελευθέρωση διά μέσου της απελευθέρωσης της βίας, είναι ακριβώς το αστικό άτομο, βίαιο και κυριαρχικό όπως το περιέγραψε αρνητικά ο Χομπς και θετικά ο Στίρνερ.
Και η κοινωνία που επιδιώκεται είναι μια απλή αντανάκλαση της υπάρχουσας: είναι η αστική κοινωνία χωρίς κανόνες και χαλινάρια, γυμνή από κάθε διακανονιστικό και προσχεδιαστι- κό στοιχείο, που προϋπέθεσε ο Χομπς στην αιτιολόγηση του Κράτους και αποκατέστησε ο Στίρνερ σαν την ιδεώδη κοινωνία που πρέπει να εγκαθιδρυθεί εναντίον και κατόπιν του Κράτους.
Σίγουρα αυτό το πρότυπο βίας δεν είναι ούτε ορθολογικό ούτε Ηθικό. Αλλά στον αστικό Λόγο και στην αστική Ηθική δεν αντικαθιστά κανένα Λόγο και καμιά ηθική κα), γι’ αυτό καταδικάζεται να είναι καθαρά ανορθολογικό, να εκφυλιστεί στον φετιχισμό της βίας και στην ατομική και αισθητική λογική της χειρονομίας και της δράσης, να υποφέρεται παθητικά και
36
να απορίπτεται απ’ τα μαζικά κινήματα σαν απλή παρ έκκληση ή ανομία που, κατ’ οποιοδήποτε τρόπο, τα διαιρεί και τα αποπροσανατολίζει .
Χωρίς αμφιοολία αυτή η απολογητική απεικόνιση της βίας έχει έναν καθαρά υποκειμενικό χαρακτήρα. Με δύο έννοιες: πρώτα γιατί συγχέει την επιθυμία με την πραγματικότητα και εξιδανικεύει οποιαδήποτε κοινωνική βία, όσο συγκυριακή, αμυντική και προκαλουμένη κι αν είναι, σαν διαδικασία επαναστατικού μετασχηματισμού που όσο περισσότερο αρέσκεται σ’ αυτή τη στάση χαρούμενης αισιοδοξίας και στην αισθητική εκθείαση της, άλλο τόσο μαρτυρεί την αδυναμία του συλλογικού υποκείμενου σ’ ότι αφορά την ικανότητα του στους κοινωνικούς αγώνες: έτσι δεν είναι αιτία μετασχηματισμού, αλλά απλό αποτέλεσμα της καταπίεσης και της περιθωριοποίησης.
Δεύτερο και κυριότερο, η βία αυτή έχει υποκειμενιστικό χαρακτήρα διότι παραμορφώνει την πάλη των τάξεων σε κοινωνικό ψυχόδραμα, όπου η φυσική δύναμη εμφανίζεται σαν ονειρικός αντικαταστάτης της πολιτικής ισχύος. Σ’ αυτή τη δεύτερη παραμόρφωση διακρίνεται ο αυταρχικός ιός των αυτονομιστι- κών απολογιών της βίας, το στοιχείο που κάνει το πρότυπο ακτιβιστικής βίας να συγγενεύει με εκείνο της γιακοβίνικης βίας, κάτω από τον ίδιο αστερισμό της ίδιας συμβολικής παραίσθησης: η προσωποποίηση των αντιμαχόμενων τάξεων και η μυθολογική απεικόνιση της ταξικής σύγκρουσης σαν ένοπλη σύγκρουση μεταξύ αντιπάλων στρατών ή συμμοριών: απ’ τη μια η εργατική τάξη και το κίνημα, που ταυτίζονται με το άτομο που εξασκεί βία, κι απ’ την άλλη το κεφάλαιο, το Κράτος, ο φασισμός, που ταυτίζονται με τα άτομα που γίνονται ευκαιριακά στόχοι επιθέσεων -το αφεντικό, ο αστυνομικός, ο νεαρός φασίστας- λες και αυτοί δεν είναι άνθρωποι (και δεν λειτουργούν σαν τέτοιοι) αλλά σύμβολα, λές και η καπιταλιστική κυριαρχία είναι μια φυσική προσωπική κυριαρχία που εξα- σκούν μια φούχτα αγύρτες.
Αυτός ο ακραίος υποκειμενισμός είναι εξ άλλου κι ο αληθινός κοινός παρανομαοτης όλης της πολιτικής βίας που αναλύσαμε μέχρι εδώ, από την τρομοκρατική και παράνομη μέχρι την ακτιβιστική που εκφράζεται στα εσωτερικά των συλλογικών κινημάτων. Απ’ αυτόν προέρχεται και ο κοινός «πολιτικός»,
37
«ιδεολογικός» και «κανονιστικός » χαρακτήρας των αντίστοιχων πρότυπων συμπεριφοράς, ότι δηλαδή η βία προδιαγράφεται απ’ αυτά τα στοιχεία σαν μορφή αγώνα υπεράνω και πέρα απ’ την θέληση των κοινωνικών υποκείμενων για λογαριασμό των οποίων διαπράττεται. Το αποτέλεσμα είναι, συν τοις άλ- λοις, μια κοινή επαναστατική ανικανότητα και μια κοινή ιδεα- λιστική διαστροφή. Η θέληση ρήξης και επαναστατικού μετασχηματισμού εξωτερικεύεται και στις δυο σαν ιόεαλιστική (ή ιδεολογική) άρνηση τον υπαρκτού, δηλαδή σαν φυγή απ’ την πραγματικότητα και συγχρόνως σαν υποκειμενικός (και φυσικά απατηλός) βιασμός της. Αυτός είναι ο μηχανισμός της καθ’ ολοκλήρου αυτονομοποίησης της πολιτικής και της βίας από κάθε κοινωνικό σημείο αναφοράς, χάρις στην οποία η πραγματικότητα και η ιστορία έρχονται σε ιδεώδη αντίθεση μεταξύ τους και προσαρμόζονται έμπρακτα στην επαναστατική υποκειμενικότητα του τελεστή, διά μέσου της άρνησης του έξω κόσμου που αντιτίθεται σ’ αυτήν την υποκειμενικότητα.
Η λογική αυτή της αλλοτριωμένης πολιτικής υποκειμενικότητας δεν μπορεί παρά να είναι μια «λογική εξολόθρευσης». Η επαναστατική αρχή της βίαιης προσαρμογής του Είναι στο Πρέπει-να-Είναι και της πραγματικότητας στην ορθολογικότη- τα, λειτουργεί σ’ αυτή τη λογική σαν μετατόπιση ή εξολόθρευ- ση του Είναι και της πραγματικότητας· σ’ αυτή τη λογική η βία δεν είναι μόνον καταστρεπτική άρνηση του αντίπαλου και διά μέσου αυτού της πραγματικότητας που θέλουμε να αλλάξουμε, αλλά είναι επίσης η επαλήθευση ή η δοκιμή που υφίσταται η υποκειμενικότητα ή η επαναστατική διαθεσιμότητα του εαυτού μας και των άλλων, μια χειροπιαστή διαχωριστική γραμμή μεταξύ των επαναστατών και των εχθρών τους. Σ’ αυτό οφείλεται η συμβολική και εκτονοτική σημασία της χειρονομίας· σαν παραδειγματική χειρονομία ιδεολογικής άρνησης και σαν αποφασιστική χειρονομία έμπρακτης άρνησης, καταστροφής, θανάτου. Αν η ταξική σύγκρουση υποκειμενοποιείται, τότε η έκβαση της εξαρτάται από τους πυροβολισμούς: με την πολιτική δολοφονία ή με την ηρωική αυτοθυσία, διότι και οι δυο αποτελούν μια άρνηση και μια υποκειμενική επανάσταση εναντίον της πραγματικότητας. Και η άρνηση έχει ανάγκη από επαληθεύσεις, διότι μολοντούτο παραμένει ονειρική κι’ όχι πραγμα
38
τική, άρα πρέπει να είναι επαναληπτική, όπως στους νευρωτικούς ψυχαναγκασμούς. Και κυρίως πρέπει να είναι πάντα θέαμα. Αυτή η βία είναι πάντα θεαματική, είτε πρόκειται για την γιακοβίνικη, είτε για την ακτιβιστική βία: πάντα έχει ανάγκη απ’ την δημοσιότητα που της παρέχουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για να τονίσει την αξία της χειρονομίας και να πετύχει την αποτελεσματικότητα του μηνύματος. Όσο περισσότερο η βία αυτή είναι στείρα υπόγεια και ξένη προς τα μαζικά κινήματα, άλλο τόσο πρέπει να κάνει τον κόσμο να μιλά γι’ αυτήν και να επιβληθεί με την «επαναληπτική προπαγάνδα των γεγονότων», διότι η απήχηση του γεγονότος, δηλαδή ο τρόμος και ο αποπροσανατολισμός, είναι η μόνη επαφή που καταφέρνει να έχει με τον έξω κόσμο.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, ο βιταλισμός και ο ακραίος υποκειμενισμός εκδηλώνονται σαν π· ριφρόνηση της ζωής και σαν επιθυμία και θέληση θανάτου· και ο επαναστατικό - ιδεαλισμός μετουσιώνεται σε καθαρή αντικοινωνικότητα, μηδενισμό, μακάβρια και σατανική παρωδία της επανάστασης, σε αντίθεσή με μια άλλη τόσο σατανική και γελοιογραφική εικόνα του καπιταλισμού. Είναι φανερό ότι αυτή η υποκειμενιστική διαστροφή του επαναστατικού ορίζοντα είναι σημείο και προϊόν της κρίσης της ταξικής αντικαπιταλιστικής αντιπολίτευσης, καθώς και της έμπρακτης εξάλειψης κάθε προοπτικής μετασχηματισμού της χώρας μας, αφότου ξέσπασε η κρίση ταυτότητας της ιταλικής ιστορικής αριστεράς, αφού σχεδόν διαλύθηκε η νέα αριστερά και έδυσε ακόμα και η προοπτική ενός αξιόπιστου ρεφορμισμού, θέλω να πω ότι τα υποκειμενικά πρότυπα αυτής της πολιτικής βίας συνδέονται άμεσα με τα αντικειμενικά πρότυπα και τα πρώτα αντιπροσωπεύουν το πολιτικό σύμπτωμα και την ιδεολογική αντανάκλαση των δεύτερων. Σ’ αυτό το σύμπτωμα, λοιπόν, της τρομοκρατίας και της ένοπλης βίας τίποτα δεν είναι τυχαίο. Πρόκειται.για το αποτέλεσμα διαδικασιών σταθεροποίησης και πολιτικής ενσωμάτω- σης των κοινωνικών συγκρούσεων που χαρακτηρίζουν τον όψιμο καπιταλισμό* αλλά τροφοδοτούνται, όπως τα συμπτώματα όλων των νευρώσεων, από τα αρχέτυπα της βίας με τη μορφή που καταστάλαξαν στην ιστορική μνήμη της σύγχρονης πολιτικής.
39
4. Για μια κριτική της βίας σαν «κριτική της πολιτικής»
Τα θεωρητικά και πρακτικά διδάγματα που μπορεί ν’ αντλήσει κανείς από τις τραγικές αποτυχίες, στο παρελθόν όπως και στο παρόν, αυτών των κανονιστικών πρότυπων πολιτικής βίας, είναι ότι είναι απολύτως αφερέγγυα σαν θετικές στρατηγικές επαναστατικού αγώνα. Αυτό το συμπέρασμα δεν περιορίζεται στο θέμα της επαναστατικής αποτελεσματικότητας της πολιτικής βίας, που οπωσδήποτε είναι ανύπαρκτη στις κοινωνίες όψιμου καπιταλισμού που χαρακτηρίζονται από ένα υψηλό δυναμικό στρατιωτικής και καταπιεστικής ισχύος και από ένα διακλαδωμένο σύστημα μηχανισμών συγκαταθετικής και κορ- πορατιβιστικής ενσωμάτωσης των υποτελών τάξεων. Αφορά κυρίως τον τύπο επανάστασης -αν μπορεί ή όχι να χαρακτηριστεί σοσιαλιστική- που μια μεταπολίτευση διά μέσου των στρατηγικών της βίας που αναφέραμε προηγουμένως μπορεί να προκαλέσει.
Το πρόβλημα που θέλω ν’ αντιμετωπίσω εδώ είναι το κατά πόσο μπορεί να συμβιβαστεί γενικά το κανονιστικό πρότυπο της αστικής πολιτικής, του οποίου η βία -και κυρίως η γιακω- βίνικη βία- είναι μόνον μια ακραία παραλλαγή, με την εγκαθίδρυση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ό χι μόνον τα σκληρά διδάγματα της ιστορίας, αλλά και η ίδια η θεωρητική ανάλυση, που αναπτύξαμε περιληπτικά μέχρι τώρα, μας αναγκάζουν να δώσουμε μια αποφασιστική αρνητική απάντηση. Στη βάση αυτού του πρότυπου βρίσκεται η υποκειμενιστική και σίγουρα αντι-μαρξιστική αυταπάτη των πρωτείων και της αυτονομίας της πολιτικής, άρα και της βίας, σε σχέση απ’ τη μια, απ’ τις δομικές δυναμικές που λαμβάνουν χώρα στην κοινωνία, κι’ απ’ την άλλη, απ’ τα μαζικά κινήματα, απ’ τα άμεσα συμφέροντα και ανάγκες τους, απ’ την αυτόνομη ικανότητα τους να οργανώνονται και να αγωνίζονται. Συγχρόνως, συνυπάρχει μ’ αυτήν την αυταπάτη μια πρωτόγονη αντίληψη, επίσης αντι- μαρξιστική, της καπιταλιστικής καταπίεσης σαν μια φυσική δύναμη που υποστηρίζεται από ένα πολιτικό μηχανισμό επικυριαρχίας: καθώς επίσης η αντίστοιχη αντίληψη της επαναστατικής πορείας σαν μια κυρίως πολιτική και βολονταρι-
40
στική διαδικασία που βασίζεται σε μια, με τη σειρά της φυσική και πολιτική βία.
Αυτό το γενικό πρότυπο πολιτικής είναι ριζικά αντικοινωνικό και βρίσκεται σε αγεφύρωτη αντίθεση με τον επαναστατικό «σκοπό» που χρησιμοποιείται για την ιδεολογική νομιμοποίησή του. Σε μια σοσιαλιστική προοπτική η στρατηγική αρχή του πρότυπου αυτού, «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», δεν μπορεί με κανένα τρόπο να γίνει αποδεκτή. Είναι βέβαιο, αντίθετα, ότι σε μια τέτοιου είδους προοπτική τα μέσα έχουν μια βαθιά κι αναπόφευκτη επιρροή πάνω στον σκοπό. Κι’ αυτό όχι μόνον γιατί, γενικότερα, η εμπειρία και ο Λόγος αποκλείουν να γεννηθεί μια κοινωνία στ’ ανθρώπινα μέτρα από μια απάνθρωπη διαδικασία, ή να εγκαθιδρυθεί το «βασίλειο της ελευθερίας» χάρις σ’ ένα καθεστώς βίας και τρόμου. Αλλά επίσης γιατί το πρότυπο πολιτικής που παράγει εκείνη η στρατηγική αρχή, εφ’ όσον χαρακτηρίζεται απ’ την αφαίρεση των μέσων απ’ τους ιστορικούς σκοπούς τους και την πράξη απ’ τους θεωρητικούς στόχους της, είναι ένα καθαρά αστικό πρότυπο, που προσδιορίστηκε ιστορικά χάρις στην καπιταλιστική διαίρεση μεταξύ πολιτικής και κοινωνίας: η αρχή αυτή, λοιπόν, είναι άχρηστη, σε γενικές αρχές, σε μια σοσιαλιστική προοπτική, που έχει την πρόθεση να ξεπεράσει αυτή τη διαίρεση. 'Οχι τυχαία αυτό που τελείως απουσιάζει απ’ τον θεωρητικό-στρατηγικό ορίζοντα αυτού του πρότυπου πολιτικής, είναι η εργατική τάξη και τα άλλα υποτελή κοινωνικά υποκείμενα, ο κοινωνικός πρωταγω- νισμός και ανταγωνισμός τους, η δυνατότητα τους να αυτονο- μοποιηθούν και να αυτοδιατεθούν. Κάτι παραπάνω: στην βάση αυτού του πρότυπου βίας και πολιτικής μπορούμε πάντα να ανακαλύψου με μια βαθιά δυσπιστία και καμιά φορά μια σχεδόν φανερή περιφρόνηση για τις μάζες, εννοούμενες σύμφωνα με τις περιστάσεις σαν ένα παθητικό υλικό που χρειάζεται να πλαστεί, να διακυβερνηθεί, να διαπαιδαγωγηθεί, να ενεργοποιηθεί, να κινητοποιηθεί, να εντυπωσιαστεί, να συμπεριλη- φθεί, με μια λέξη να κληθεί να παράσχει την συναίνεση του, ή καμιά φορά την πράξη του, για να εφαρμοστούν θεωρίες και στρατηγικά σχέδια που κατέχουν πρωτοπορίες ή αντιπρόσωποι ή προστάτες περισσότερο ή λιγότερο ιστορικοί και πεφωτισμένοι.
41
Αν είναι αλήθεια όλα αυτά, χρειάζεται ν’ ανατρέψουμε αυτό το πρότυπο πολιτικής που παρέδωσε η αστική παράδοση στο εργατικό κίνημα. Εναντίον αυτών των ιδεολογιών της βίας και της πολιτικής, όπως τις εκθέσαμε προηγουμένως -πράξη χωρίς σκοπό ή r υτοσκοπό και πράξη για έναν αφηρημένο σκοπό που εκτοπίζεται στον μελλοντικό κόσμο των ελπίδων- που εκ πρώτης όψεως διαφέρουν, αλλά συμμερίζονται την κοινή απόρρι- ιμη κάθε Ηθικής και ορθολογικής αξιολόγησης της πράξης (ή των μέσων) καθ’ εαυτού, χρειάζεται ν’ αντιπαραθέσουμε την ριζική άρνηση της διάσπασης μεταξύ μέσων και σκοπών, μεταξύ πράξης και θεωρίας, που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εφήρμοσε η τριτοδιεθνιστική παράδοση. Οι σκοποί πρέπει πάντα να αναγνωρίζονται αμέσως στα μέσα κι απ’ τα μέσα, δηλαδή απ’ τις συλλογικές πολιτικές συμπεριφορές, πρέπει πάντα να προδικάζονται έμπρακτα. Αυτό σημαίνει ότι απορρίπτουμε κάθε επαναστατική στρατηγική που αποξενώνει τους σκοπούς απ’ την πρακτική των κοινωνικών αγώνων, απομακρύνοντας τους στο υπερπέραν μιας λιγότερο ή περισσότερο μυθικής μελλοντικής ιστορίας. Μόνον αν οι σκοποί είναι αδιαίρετα δεμένοι με τα μέσα, δεν κινδυνεύουν να χαθούν στην νομιμοποιητική ουτοπία και να εκφυλισθούν σε ένα αξιοθρήνητο φιντεϊστι- κό μύθο. Μόνον αν γίνονται ορθολογικά αντιληπτοί στο παρόν και αν ελέγχονται σταθερά απ’ τους συλλογικούς εκτελεστές στην καθημερινή τους δραστηριότητα, οι σκοποί δε θα μπορούν να κατασχεθούν απ’ τις πολιτικές πρωτοπορίες και θα μπορούν να δράσουν στους κοινωνικούς αγώνες σαν αναντικατάστατο συστατικό της επαναστατικής ταξικής συνείδησης. Η πρακτική του τρόμου σήμερα για τον σοσιαλισμό αύριο -είτε πρόκειται για τον κρατικό τρόμο, σύμφωνα με τον σταλινισμό, είτε για cov αντιπολιτευτικό, σύμφωνα με τα τρομοκρατικά ή ακτιβιστικά σχήματα- δεν είναι ποτέ, όπως επεδίωκε, μια ρεαλιστική, αν και οδυνηρή, επιτάχυνση της ιστορίας. Αντίθετα είναι το σημάδι που προδίδει μια μπλοκαρισμένη κοινωνία, ανίκανη να εκφράσει κοινωνική αυτονομία, ταξική εξουσία και εναλλακτική λύση. Αντίστροφα η μαζική εξάπλωση των χώρων αυτονομίας και ελευθερίας των συλλογικών υποκειμένων, δηλαδή η πρακτική του άμεσου σοσιαλισμού, ήδη στους ταξικούς αγώνες και στην αντιπολίτευση εναντίον της καπιταλι
42
στικής κοινωνίας, δεν είναι ένας ουτοπικός τύπος, αλλά αντίθετα διαγράφει την μακροχρόνια πορεία της κατάκτησης της κοινωνικής εξουσίας διά μέσου της ανάπτυξης της άμεσης δημοκρατίας και των αντικαπιταλιστικών αντιεξουσιών, σε αντίθεση με τα απατηλά και βολονταριστικά μονοπάτια της πολιτι- κής.
Είναι φανερό ότι μια τέτοιου είδους «αντι-πολιτική» στρατηγική δεν έχει τίποτα το κοινό με μια απλή «ειρηνιστική» στρατηγική. Η βία, και η ένοπλη, είναι σίγουρα νόμιμη όταν είναι μια αμυντική βία που συμμερίζεται ένας ολόκληρος λαός ή μια ολόκληρη τάξη: όταν δηλαδή πρόκειται για μια βία που δεν έχει και δεν πραγματοποιεί άλλον σκοπό εκτός από το να εξασφαλίσει αμέσως την επιβίωση και την ακεραιότητα των κοινωνικών υποκειμένων απέναντι στην αντιτιθέμεση βία του Κράτους ή του Κεφαλαίου. Η ίδια η αστική φιλελεύθερη παράδοση -απ’ τους μοναρχομάχους μέχρι τον Αλτούσιο και τον Γκρότιο, μέχρι τον ίδιο τον Χομπς και τον Λοκ, απ’ τον Μίλτον μέχρι τον Κοντορσέ μέχρι την Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πο)ίτη του 1789 (άρθρο 2)- πάντα αποδέχτηκε την τυρανοκτονία (ο Χίτλερ, ο Στάλιν, ο Πινοτσέτ: όχι σύμβολα, αλλά πραγματικές δυνάμεις καταπίεσης) και το δικαίωμα αντίστασης και εξέγερσης του λαού εναντίον των αυθαιρεσιών και του δεσποτισμού της κρατικής βίας. Αλλά η ύπαρξη και η αυτονομία ενός κοινωνικού υποκείμενου ή ενός κινήματος και η ίδια η επαναστατική ικανότητά τους, ούτε εδρεύουν κι ακόμα λιγότερο ταυτίζονται με την ικανότητα τους να καταφύγουν στην ένοπλη βία. Η δύναμη και η νομιμοποίηση τους είναι πάντα μια πολιτική και κοινωνική δύναμη και νομιμοποίηση και ποτέ μια δύναμη που στηρίζεται μόνον στην χρήση των όπλων. Αυτό ισχύει για τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και για τους αντιστασιακούς αγώνες και ακόμη περισσότερο για τα επαναστατικά κινήματα: ή είναι μαζικά κινήματα ή δεν είναι· ή αντλούν δύναμη και νομιμοποίηση απ’ το γεγονός ότι είναι άμεση έκφραση συλλογικής βούλησης, ή 6fv έχουν ούτε δύναμη ούτε νομιμοποίηση* η βία τους ή υπερασπίζει την κοινωνική υποκειμενικότητα μιας τάξης ή ενός ολόκληρου λαού, ή αλλιώς είναι βάναυσι; βία, εγκληματικότητα. Και ισχύει προπαντός για την πάλη των τάξεων, για την οποία εί
43
ναι επαναστατικά μόνον εκείνα τα μέσα που εφαρμόζουν απο μόνα τους, ήδη στο παρόν, επαναστατικούς σκοπούς, που μεταβάλλουν τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των τάξεων, που αλλάζουν τις κοινωνικές σχέσεις και πραγματοποιούν έμπρακτα την κοινωνικοποίηση της εξουσίας, την απελευθέρωση του ανθρώπου απ’ τη σκλαβιά των παραγωγικών, οικογενειακών, και πολιτιστικών σχέσεων, απ’ τη σκλαβιά των διάφορων κοινωνικών ιεραρχιών που παράγει το καπιταλιστικό σύστημα: απ’ τους εργατικούς αγώνες κι’ απ’ την εξάσκηση της εργατικής εξουσίας στο εργοστάσιο, μέχρι τους αγώνες στα σχολεία, απ’ τους αγώνες των γυναικών ενάντια στην ιστορική υποτέλειο τους στην ανδρική εξουσία, μέχρι την επιρροή και τον κοινωνικό έλεγχο πάνω στους θεσμούς, μέχρι τη συλλογική αυτοδιάθεση του κοινωνικού βίου διά μέσου της ανάπτυξης της άμεσης δημοκρατίας παράλληλα και ενάντια στους αστικούς πολιτικούς θεσμούς.
Το να υιοθετήσουμε με συνέπεια αυτή την προοπτική αγώνα και μετασχηματισμού σημαίνει ν’ απελευθερωθούμε απ’ τους παλιούς μύθους και προκαταλήψεις που τόσο στοίχισαν μέχρι τώρα στο εργατικό κίνημα. Δεν είναι αλήθεια -και σ’ αυτό έχει δίκιο ο Νορμπέρτο Μπόμπιο- ότι η μαρξιστική παράδοση επεξεργάστηκε μια δική της ειδική θεωρία της πολιτικής και της εξουσίας. Αλλά ούτε είναι αλήθεια ότι της λείπει μια θεωρία της πολιτικής. Η αλήθεια είναι ότι δυστυχώς κληρονόμησε, κά- νοντάς την πιο εξτρεμιστική, την αστική αντίληψη της πολιτικής -και πιο συγκεκριμένα την αυταρχική και δεξιά παράδοση της κι όχι την φιλελεύθερη εκείνη του διαφωτισμού- και μέσα σ’ αυτήν μια εφάμιλλη αντίληψη και πρακτική της επανάστασης και της βίας. Μ’ αυτό, χρειάζεται να το αναφέρουμε,' και με τις δεσποτικές και τρομοκρατικές παρεκκλήσεις που ακολούθησαν στους «διάφορους υπαρκτούς σοσιαλισμούς», δεν έχει καμιά σχέση ο Μαρξ -όπως αντίθετα υποστηρίζουν σήμερα υπερβολικά πολλοί nouveaux philosopher- αλλά ίσως έχέι σχέση ο Μακιαβέλλι και το πρότυπο πολιτικής που εγκαινίασε. Αυτό το πρότυπο, που αναπτύχτηκε στους περασμένους αιώνες σε στενή λειτουργική προσκόλληση με τις ανάγκες του καπιταλισμού, δεν μπορεί ν’ αλλάξει τη φύση του. Μπορεί να χρησιμεύσει για να θριαμβεύσουν οι πολιτικές επαναστάσεις, όχι για
να πραγματοποιηθούν οι κοινωνικές επαναστάσεις. Η ίδια η αυτονομία του απ’ την κοινωνία το κατέστησε, ακριβώς όπως το αστικό Κράτος (στην διαμόρφωση του οποίου το πρότυπο αυτό συνεισέφερε) ένα αναντίστρεπτο εργαλείο της καπιταλιστικής κυριαρχίας: κατάλληλο για την ενίσχυση του Κράτους κι όχι για την αποδυνάμωσή του, για να αναπαράγει καπιταλισμό και όχι για να γεννήσει σοσιαλισμό.
Η κριτική του λενινισμού, δηλαδή της θεωρίας που περισσότερο από κάθε άλλη είναι υπεύθυνη για την ενσωμάτωση αυτού του πρότυπου στο μαρξιστικό θεωρητικό σώμα, πρέπει σήμερα, να διεξαχθεί σ’ αυτό το έδαφος, αν δεν θέλουμε αυτή την κριτική να την ιδιοποιηθούν εργαλειακά οι συντηρητικοί. Να παρουσιαστεί σαν κριτική εναντίον ενός σχήματος της μετάβασης κατ’ ουσίαν πολιτιστικού και βολονταριστικού και συγχρόνως σαν απόρριψη της αυταπάτης ότι μπορεί ν’ αλλάξει ένα πρότυπο πολιτικής εξ’ ολοκλήρου αστικό -η αυτονομία της πολιτικής εναντίον της αυτονομίας των κοινωνικών κινημάτων- που είναι μεν λειτουργικό για τον καπιταλισμό αλλά τελείως άχρηστο για τον σοσιαλισμό. Κανείς που να μην έχει προφητικές ικανότητες δεν μπορεί να υποθέσει στην μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία μια απονέκρωση κάθε μορφής Κράτους, εννοώντας μ’ αυτή τη λέξη οποιαδήποτε νομική οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων. Αυτό αντίθετα που πρέπει τώρα πια να γνωρίζουμε είναι ότι όχι μόνο στην κομμουνιστική κοινωνία, αλλά και στην μεταβατική περίοδο, ακόμη και σήμερα στην πάλη των τάξεων, εκείνο που πρέπει να εγκαταληφθεί και να απονεκρωθεί -αν θέλουμε να εφοδιάσουμε με μια κάποια αξιοπιστία το πρόγραμμα μιας σοσιαλιστικής επανάστασης- είναι ακριβώς αυτό το ειδικό πρότυπο πολιτικής (και παράλληλα βίας) που διαμόρφωσε όλα τα Κράτη και όλες τις σύγχρονες επαναστάσεις. Να χειραφετηθούμε απ’ αυτό το πρότυπο και να διαμορφώσουμε με θεωρητική και στρατηγική ακρίβεια ένα πρότυπο σοσιαλιστικής πολιτικής εναλλακτικό ως προς το αστικό, αποτελεί σήμερα το πρωταρχικό καθήκον μιας μαρξιστικής πολιτικής θεωρίας.
45
ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΟΨΙΜΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ*
I
Α ντικείμενο αυτής της εισήγησης είναι η σχέση μεταξύ της τρομοκρατικής βίας και του πολιτικού συστήματος,
θεωρώ σκόπιμο να διαιρέσω το θέμα αυτό σε δύο ενότητες: η μία είναι η τρομοκρατία σαν στρεβλό αποτέλεσμα της κρίσης του πολιτικού συστήματος· η άλλη τα, με την σειρά τους στρεβλά, αποτελέσματα με τα οποία η τρομοκρατία αντιδρά στην κρίση του θεσμικού και πολιτικού συστήματος.
Η πρώτη ενότητα μας παραπέμπει σε μία πολιτειολογική και κοινωνιολογική ανάλυση, η οποία αποκλείει εκείνη την ηθικο- λογική ή την δαιμονολογική ερμηνεία της τρομοκρατικής βίας που κατά τα άλλα επικρατεί ευρέως στην πολιτική δημοσιολο- γία. Διότι για οποιονδήποτε που δεν αρκείται να την ερμηνεύσει σαν αποτέλεσμα της ανθρώπινης κακίας, η σύγχρονη τρομοκρατία, όπως αναδείχτηκε ταυτόχρονα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες στην δεκαετία του '70 είναι ένα φαινόμενο με δομικές ρίζες. ΓΥ αυτό, πέρα από την καταδίκη, είναι απαραίτητο να εντοπιστούν οι ρίζες αυτές με διαύγεια στην ανάλυση και αυστηρότητα στην εμπειρική έρευνα.
Οι αιτίες της τρομοκρατίας παρουσιάζουν βέβαια διαφορές από χώρα σε χώρα. Ειδικά η ιταλική τρομοκρατία -στην οποία θα περιοριστούμε, για ευνόητους λόγους, στην παρούσα εισή
*Από την συλλογή Justicia y Delilo. έκό. «Univcrsidad Intcrnacionul Menendez Pelayo». Μαδρίτη 1981. οελ. 51-64.
47
γηση- ίσως παρουσιάζει ορισμένα κοινά σημεία με την γερμανική των περασμένων ετών, αλλά οποσδήποτε δεν έχει τίποτα το κοινό με την τρομοκρατία των Βάσκων της ΕΤΑ ή μ’ εκείνη των Ιρλανδών του ΙΡΑ που οφείλεται και σε εθνικά αίτια. Έχω όμως την εντύπωση ότι, παρόλες τις διαφορές στην εκά- στοτε συγκυρία ή στις αιτίες τους, αυτές οι διαφορετικές μορφές τρομοκρατίας αποτελούν εξ ίσου το σύμπτωμα μίας κοινής αρρώστιας που πλήττει τα πολιτικά συστήματα του προηγμένου καπιταλισμού: μία υπερβολική πολιτική σταθερότητα, το ανεπίκαιρο της επανάστασης, μία αυξανόμενη ανικανότητα των θεσμικών αντιπολιτεύσεων να επηρεάσουν βαθιά ριζωμένες κοινωνικές διαμορφώσεις καθώς και η ανικανότητα των ίδιων των υστερο-αστικών πολιτικών δημοκρατιών να αντιπροσωπεύσουν και να παίξουν ένα μεσολαβητικό ρόλο σε σχέση με συμφέροντα και αιτήματα που ξεφεύγουν από τα πλαίσια του συστήματος, ή να προσφέρουν πολιτικές λύσεις στις εντάσεις και στις συγκρούσεις των οποίων η τρομοκρατία αποτελεί μία αλλοτριωμένη και στρεβλή έκφραση.
II
Αυτή η ερμηνεία της ευρωπαϊκής τρομοκρατίας σαν υστερο- καπιταλιστικό φαινόμενο αρμόζει ιδιαίτερα στην ιταλική τρομοκρατία. Η τρομοκρατία πράγματι κάνει την εμφάνισή της, σαν πανιταλικό φανόμενο, μόνον στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Και εμφανίζεται ευθύς εξ αρχής σαν απάντηση στην ξαφνική σκλήρυνση του πολιτικού συστήματος, που με τη σειρά του μόλις τότε άρχιζε να διαμορφώνεται σαν ένα «μπλοκαρισμένο σύστημα».
Κατά την περίοδο που χοντρικά καλύπτει τα χρόνια 1968- 1974, στην Ιταλία γνωρίσαμε μόνον την φασιστική τρομοκρατία και την στρατηγική της έντασης, σαν εμπνεύσεις παρακρατικών και πραξικοπηματικών κύκλων. Υπήρχε βέβαια μία μαζική παρανομία που γινόταν ιδιαίτερα εμφανής σε σποραδικές και περιθωριακές πράξεις πολιτικής ή πιο συγκεκριμένα κοινωνικής βίας: αυθόρμητες και άγριες απεργίες, περιφρουρήσεις εργοστασίων, σαμποτάζ, καταλήψεις εργοστασίων και μεγάρων, δολιοφθορές, συγκρούσεις πεζοδρομίου, διαδηλώσεις
48
και πορείες χωρίς την άδεια της αστυνομίας, αντιστάσεις κατά των αρχών και διάφορες εκδηλώσεις αυτού του είδους. Αλλά αυτή η παρανομία ποτέ δεν εκφυλίστηκε στην στρατηγική της δολοφονικής βίας που χαρακτήρισε την τρομοκρατία των χρόνων που ακολούθησαν. Αντίθετα, ακριβώς ο μαζικός χαρακτήρας της εργατικής και σπουδαστικής αντιπολίτευσης και διαμαρτυρίας αποτέλεσε, στα πιο θερμά χρόνια της κοινωνικής αναταραχής που ακολούθησαν το ’68, το πιο αποτελεσματικό μέσο αποτροπής της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας. Ήδη από τότε υπήρχε μία πλήρης συνείδηση του γεγονότος αυτού. θυμάμαι πως, στις αρχές της δεκαετίας του ’70 , εναντίον των καθωσπρέπει δεξιών που ορύονταν εναντίον της αταξίας και της πολιτικής εγκληματικότητας, η αριστερά παρέθετε, κα- ταφεύγοντας στις στατιστικές το στοιχείο ότι η Ιταλία ήταν η χώρα της καπιταλιστικής Δύσης που παρουσίαζε τον πιο χαμηλό δείκτη εγκληματικότητας (τότε δεν γινόταν ούτε συζήτηση για μία αριστερή τρομοκρατία). Και πρόσθετε η αριστερά ότι αυτή η περιορισμένη παρουσία της βίας στην κοινωνική και πολιτική ζωή μας οφείλσνταν ακριβώς στο αυξημένο επίπεδο κοινωνικής μαχητικότητας και συγχρόνως στο γεγονός ότι η προοπτική μετασχηματισμού της χώρας ήταν τότε επίκαιρη- ή τουλάχιστον οφείλονταν στην συλλογική πάλη που λειτουργούσε σαν σθεναρό αντίδοτο εναντίον της ατομικής και απελπισμένης φυγής προς το ανήμπορο εξεγερσιακό πνεύμα που χαρακτηρίζει τόσο την εγκληματική όσο και την τρομοκρατική βία.
Η πενταετία που ακολούθησε ύστερα από το 1974 σημείωσε το τέλος εκείνου που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ονομάστηκε η «ιταλική περίπτωση»: το πολιτικό μας σύστημα ομογε- νοποιήθηκε μ’ εκείνα των άλλων υστεροκαπιταλιστικών χωρών. Εάν κατά την περίοδο μεταξύ του 1968 και του ’74 πραγ- ματοποιήθηκε η ρήξη εκείνου του κοινωνικού συμβιβασμού που στην Ιταλία πάντα υπήρξε η πραγματική βάση της χριστια- νοδημοκρατικής εξουσίας, στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’70 αυτός ο συμβιβασμός επανασυγκροτείται και μαζί του επανέρχεται η ηγεμονία εκείνων των μετριοπαθών δυνάμεων που οι αγώνες της προηγούμενης περιόδου είχαν φανερά υπονομεύσει. Σ’ αυτά τα χρόνια σχεδόν εξαφανίζεται η αντιπολί
τευση από την χώρα μας, αναπτύσσεται ο «ιστορικός συμβιβασμός» και η «εθνική αλληλεγγύη», όλα ία κόμματα του «συνταγματικού τόξου» ομογενοποιούνται στις κορυφές του Κράτους. Τα ιστορικά κόμματα ιης αριστεράς και τα συνδικάτα καθίστανται όλο και περισσότερο αυτόνομα από την κοινωνική τους βάση κι αρχίζουν να χάνουν εκείνη την ικανότητα τους να καθοδηγούν ή τουλάχιστον να παίζουν έναν μεσολαβητικό ρόλο σε σχέση με τα ανταγωνιστικά συμφέροντα, οικοδομείται μία επιβλητική ανελεύθερη νομοθεσία, διαδίδεται στην αριστερά μια αυταρχική πολιτική κουλτούρα που σείει τα λάβαρα της ιερότητας του Κράτους και των θεσμών του, χάνει κάθε νομιμότητα τέλος, περιθωριοποιείται και ριζοσπαστικοποιείται η κοινωνική αντιπολίτευση. Πρόκειται για μία σειρά από βαθιές μεταβολές του πολιτικού συστήματος, που αν απ’ την μια σή- μαναν την ταυτόχρονη παρακμή είτε των επαναστατικών, είτε των ρεφορμιστικών προοπτικών που είχαν τροφοδοτήσει την νέα και την παλιά αριστερά, απ’ την άλλη καθρεφτίζουν ορισμένα δομικά τώρα πια χαρακτηριστικά του ώριμου καπιταλισμού: πιο ειδικά καθρεφτίζουν ένα ρόλο κοινωνικής σταθε^ _>- ποίησης που, με την ενσωμάτωση (ή σαν εναλλακτική λύση, την περιθωριοποίηση) των υποτελών τάξεων, όλο και πιο αδιάλλακτα το σύστημα απονέμει στο Κράτος και στους πολιτικούς θεσμούς. Αυτοί οι τελευταίοι συγχρόνως παραμένουν όλο και περισσότερο ανεπηρέαστοι από τις αντικαπιταλιστικές ανάγκες ή αιτήματα και καθορίζουν σαν πρωτεύουσα λειτουργία τους τον έλεγχο και τον πειθαναγκασμό της κοινωνίας.
Φυσικά, η κρίση αυτή, παρόλο που διαπέρασε το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του, είναι προπαντός μία κρίση της αντι- προσωπευτικότητας των κομμάτων της αριστερός. Ύστερα από τα θερμά χρόνια του αγώνα, των ρήξεω ν και των ελπίδων που για πολλά χρόνια τροφοδοτήθηκαν σε μαζικό επίπεδο, η φθοροποιά ενσωμάτωση στο κυβερνητικό σύστημα που πρώτα πραγματοποίησε το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα με την πολιτική του ιστορικού συμβιβασμού, κι ύστερα το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (που μεταβλήθηκε σε ένα συντηρητικό και ρουσφετολογικό κόμμα που δεν διαφέρει από την Χριστιανο- δημοκρατία), εμφανίζονται με δύο όψεις: απ’ την μια σαν μία πολιτική ανταπάντηση, σταθεροποιητικού τύπου, στην κρίση
50
πολιτικής αστάθειας που χαρακτήριζε την «ιταλική περίπτωση» κι απ’ την άλλη σαν επισκίαση του χαρακτήρα τους σαν δυνάμεις αλλαγής και μετασχηματισμού, σαν τραυματική απόσταση από την κοινωνική τους βάση, σαν ανικανότητα τους να παίξουν ένα μεσολαβητικό ρόλο ή ακόμη και να κατανοήσουν το ποικιλόμορφο φάσμα των νέων κοινωνικών υποκειμένων, των νέων αντικαπιταλιστικών αναγκών και προσδοκιών. Το αποτέλεσμα ήταν αναμφίβολα, μια και ματαιώθηκε κάθε εναλλακτική προοπτική, μία κοινωνική και πολιτική σταθεροποίηση. Συγχρόνως όμως το πολιτικό σύστημα απλοποιήθηκε, περιορίζοντας, χάρις στην κρίση αντιπροσωπευτικότητας της αριστερός, την ικανότητα του να παίξει έναν σφαιρικό ρόλο πολιτικής μεσολάβησης. Με αυτόν τον τρόπο η κοινωνική σταθερότητα εμφανίστηκε σαν κοινωνική αποσύνθεση, σαν άμπω- τις και επιστροφή των μαζών στον ιδιωτικό βίο, σαν κατακερματισμός και περιθωριοποίηση των συγκρούσεων, σαν αποστείρωση του κοινωνικού εδάφους για αγώνα και κινητοποίηση.
Η ένοπλη τρομοκρατία στην Ιταλία γεννιέται σίγουρα κι απ’ αυτή την πολιτική κρίση της αριστερός, που αποτελεί εξ άλλου έκφραση μίας ιστορικής ήττας του εργατικού κινήματος. Μπροστά στην προοπτική ενός πολιτικού συστήματος που εμφανίζεται μπλοκαρισμένο και αμετάβλητο, η τρομοκρατία παρουσιάζεται σαν βίαιη ρήξη των κανόνων του παιχνιδιού, δηλαδή των κανόνων της ισορροπίας και της ενσωμάτωσης στο σύστημα, πάνω στους οποίους βασίζεται η πολιτική σταθερότητα. Πρόκειται βέβαια για μία ρήξη εξ ολοκλήρου υποκειμενική και συμβολική, που χαρακτηρίζεται από την πιο ακραία αποξένωση και «αυτονομία της πολιτικής» σε σχέση με τα μαζικά κινήματα, στα οποία αντικαθίσταται ένας φετιχισμός της βίας. Σ’ αυτή την ιδεώδη και πολιτική κρίση της αριστερός, ύστερα από δεκαετίες αυταπατών και βεβαιοτήτων γύρω απ’ τα θεωρητικά σχήματα -όπως η κρίση των κομμάτων και των συνδικάτων, θεωρητική και στρατηγική κρίση του μαρξισμού και των επαναστατικών προοπτικών, κρίση του ρεφορμισμού, κρίση των πρότυπων αναφοράς σε διεθνές επίπεδο και των συ- σχετιζόμενων μυθολογιών (η ΕΣΣΔ, η Κίνα, το Βιετνάμ, κλπ.), κρίση της καθησυχαστικής ιδέας ότι η ιστορία έχει έτσι κι αλ
51
λιώς προοδευτικό χαρακτήρα, κρίση της ίδιας της ιδέας της επανάστασης και του σοσιαλισμού- δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς η ένοπλη βία έγινε για μερικούς ένα φετίχ, ένα υποκατάστατο της χαμένης ταυτότητας, του αγώνα και της στρατηγικής που δεν υπάρχουν, ένα αξιοθρήνητο και τραγελαφικό παιχνίδι απομίμησης και σκηνοθέτησης των επαναστατικών μύθων που κατέρρευσαν, μία μετατόπιση στο υποσυνείδητο της αβεβαιότητας και του αποπροσανατολισμού, και συγχρόνως ένα μέσο αυτοεπιβολής και αυτοαναγνώρισης διά μέσου της άρνησης της πραγματικότητας. Αν στο κοινωνικό επίπεδο δηλαδή, η τρομοκρατία εμφανίζεται σαν αποτέλεσμα των διαδικασιών σταθεροποίησης και περιθωριοποίησης που προώθησε ο ώριμος καπιταλισμός για να προκαλέσει μία ήττα του εργατικού κινήματος, στο πολιτικό επίπεδο τροφοδοτήθη- κε από την κρίση ταυτότητας της αριστεράς: η ιταλική τρομοκρατία τροφοδοτήθηκε όχι μόνον γιατί εγκαταλήφθηκαν χωρίς προστασία κι εκπροσώπηση όλο και περισσότεροι τομείς τον προλεταριάτου και του υπο-προλεταριάτου, αλλά και γιατί ματαιώθηκαν οι προσδοκίες ενός γενικού μετασχηματισμού που είχαν εμπνεύσει οι αγώνες που ακολούθησαν το ’ 68 καθώς και κάθε επαναστατικού ή και ρεφορμιστικού σχεδίου.
III
Η φύση της σαν υστεροκαπιταλιστικό φαινόμενο, της ιταλικής τρομοκρατίας, τουλάχιστον στους λιγότερο δομημένους και συγκεντρωτικούς τομείς της, γίνεται επίσης εμφανής κάτω από ένα διαφορετικό πρίσμα.
Μία, τώρα πια ευρεία, κοινωνιολογική και εγκληματολογική φιλολογία απέδειξαν πως αποτελεί ίδιον των κοινωνιών ώριμου καπιταλισμού, που χαρακτηρίζονται από μίαν αυξημένη πολιτική και κοινωνική σταθερότητα (η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι εκείνη της βορειοαμερικανικής κοινωνίας), η ανάπτυξη μίας ενδειμικής και διάχυτης βίας, που εμφανίζεται, με τη μορφή των νεανικών συμμοριών, στα κοινωνικά γκέττο και στις μεγάλες μητροπόλεις. Πρόκειται για μία ανορθολογική βία, φαινομενικά απολίτικη και ολοκληρωτικά εγκληματική,
52
που προδίδει έναν πόθο του Ηανατου και ένα ένστικτο καταστροφής και άρνησης του υπαρκτού. Πρόκειται για μία αιμα τηρή δράση -γεμάτη από ανθρωποκτονίες, βιασμούς, βαναυσότητες, εμπρησμούς, τραυματισμούς, βομβιστικές απόπειρες, επιθέσεις εναντίον καταστημάτων και ούτω καθ’ εξής- στην οποία μπορούμε να εντοπίσουμε τρία χαρακτηριστικά: την παντελή έλλειψη μίας σκοπιμότητας, τον συμβολικό και αισθητικό χαρακτήρα της, και τέλος την υπερβολική δόση βαναυσότητας. Στην Ιταλία, όπως αναφέραμε στην αρχή, το φαινόμενο αυτό δεν είχε παρουσιαστεί μέχρι πριν από μερικά χρόνια. Δεν νομίζω όμως ότι είναι παρακινδυνευμένη η υπόθεση ότι η τρομοκρατία -αν όχι εκείνη των «Ερυθρών Ταξιαρχιών», τουλάχιστον εκείνη της «Πρώτης Γραμμής» και κυρίως εκείνη η ακτιβι- στική και διάχυτη τρομοκρατία των χιλιάδων ευκαιριακών συμμοριών που δρουν στις συνοικίες- αποτελεί το σημάδι και το αποτέλεσμα μίας κοινωνικής δυσαρέσκειας που σε πολλές όψεις της είναι όμοια μ’ εκείνη που εκφράζει η ενδειμική βία των περιθωριοποιημένων δεύτερων κοινωνιών που πλημμυρίζουν, με τις σχετικές υποκουλτούρες τους, τις μεγαλουπόλεις όλων των χωρών ώριμου καπιταλισμού.
Βέβαια η τρομοκρατία, αντίθετα μ’ αυτού του είδους την βία, εμφανίζεται σαν «πολιτική βία». Αλλά αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός ότι ίσως υποτιμάται ο «κοινωνικός » χαρακτήρας της τρομοκρατίας (φτάνει να σκεφτεί κανείς τις σχέσεις που διατηρούν πολλές τρομοκρατικές οργανώσεις με τον μα- φιόζικο υπόκοσμο) και ο «πολιτικός» της άλλης βίας, έχω την εντύπωση ότι αυτές οι λογικές κατηγορίες βοηθούν πολύ λίγο στην δομική ανάλυση του φαινομένου, του οποίου οι ρίζες βρίσκονται κυρίως στην υπερβολική σταθερότητα του καπιταλισμού, στο γεγονός ότι μεγάλοι τομείς της νεολαίας δεν έχουν καμίαν ελπίδα να βρουν μία παραγωγική απασχόληση, στην έλλειψη κοινωνικής και πολιτικής ταυτότητας (εκτός από το κοινό συναίσθημα ριζικής διαφοράς σε σχέση με την ενσωματωμένη κοινωνία, απ’ την οποία αυτοί οι νέοι είναι ή αισθάνονται διωγμένοι), στην αντικειμενική απόσταση που διαχωρίζει τις ανάγκες ή ακόμη και τις δυσχέρειες τους από το πολιτικό σύστημα, θέλω να πω ότι ο «πολιτικός» και ο «ιδεολογικός» χαρακτήρας της τρομοκρατικής βίας πιθανόν να οφείλεται σε
53
πολιτιστικά αίτια: στην ακραία πολιτικοποίηση της ιταλικής κοινωνίας, και ειδικά των υποτελών τάξεων της χώρας, που επιβάλλει την υποχρέωση να αποδοθεί μία πολιτική αιτιολόγηση σ’ αυτό που αλλιώς θα ήταν μία κοινή παρεκτροπή, ίσως εξ ίσου διάχυτη, αφού είναι ενδειμική στις πολιτικά σταθεροποιημένες υστεροκαπιταλιστικές κοινωνίες.
Όλα αυτά βέβαια αναφέρονται στο φαινόμενο καθ’ εαυτό· οι αιτίες του όμως είναι κάτι το τελείως διαφορετικό από την φαινομενολογία του ή κι απ’ αυτά τα υποκειμενικά αίτια που ενδεχομένως να βρίσκονται στην βάση του. Η τρομοκρατία, μ’ άλλα λόγια, είναι ένα πολυσύνθετο σύνδρομο του οποίοι οι ρίζες βρίσκονται στις διαδικασίες πολιτικής ενσωμάτωσης και κοινωνικής περιθωριοποίησης του όψιμου καπιταλισμού, στην κρίση της ταξικής αντιπολίτευσης και μαχητικότητας, στην ξαφνική ματαίωση κάθε προοπτικής μετασχηματισμού. Αλλά ξεσπάει, όπως τα συμπτώματα κάθε νεύρωσης, ιδιοποιώντας μία ιδεολογική πρώτη ύλη (μέσα στην οποία βρίσκονται και τα αρχέτυπα της βίας) που συσσωρεύτηκε στην πολιτική κουλτούρα και στην ιστορική μνήμη του εργατικού κινήματος, και πιο γενικά των υποτελών τάξεων.
IV
Το δεύτερο θέμα με το οποίο θέλω να καταπιαστώ είναι εκείνο των αποτελεσμάτων που είχε η τρομοκρατία στο πολιτικό σύστημα και στους θεσμούς του Κράτους. Αν είναι λοιπόν αλήθεια ότι η ένοπλη τρομοκρατία είναι κυρίως αποτέλεσμα της κοινωνικής κρίσης και του μετασχηματισμού του πολιτικού συστήματος στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’70, είναι επίσης αλήθεια ότι αυτή η ίδια είναι ένα αποτέλεσμα που επηρεάζει με την σειρά του τις αιτίες , επιβεβαιώνοντας και επιδεινώνοντας τες.
Το ερώτημα που κατά κανόνα τίθεται σ’ ότι αφορά αυτό το δεύτερο θέμα είναι το ακόλουθο: η τρομοκρατία έχει σταθεροποιητικά ή αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα στο πολιτικό σύστημα: Συνήθως η απάντηση είναι ότι η τρομοκρατία αποσταθεροποιεί τους πολιτικούς και δημοκρατικούς θεσμούς. Εί
54
ναι μία ασαφής και προπαντός αναληθής απάντηση. Πρέπει αντίθετα ν’ αναγνωρίσουμε ότι τ’ αποτελέσματα είναι δυο, αντίθετα μεν αλλά συγκλίνοντα: είναι αποσταθεροποιητικά και ευνουχιστικά σε σχέση με την αριστερά, είναι σταθεροποιητικά σε σχέση με το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του.
Η αποσταθεροποίηση της αριστεράς που προκάλεσε η τρομοκρατία στην Ιταλία δεν έχει ανάγκη αποδείξεων. Είναι οφθαλμοφανής σ’ ότι αφορά την παλιά αριστερά, και ειδικά το IKK, που αναγκάστηκε να υιοθετήσει την τρομοκρατία σαν πρωτεύον και σχεδόν αποκλειστικό πεδίο πολιτικού αγώνα και κοινωνικής κινητοποίησης, που όλο και περισσότερο ευθυγραμμίστηκε και παρέλυσε, ξεπέφτοντας στον υποτελή ρόλο του υπερασπιστή του Κράτους· που τέλος, καταδικάστηκε να υποστεί την σταδιακή απώλεια της ταυτότητας και των λειτουργιών του. Η τρομοκρατία είχε εξ ίσου αποσταθεροποιητικά ή ακόμη και καταστρεπτικά αποτελέσματα στην νέα αριστερά, που τέθηκε μεταξύ των υπόπτων, όταν δεν ενοχοποιήθηκε ανοιχτά, αφού παρασύρθηκε από την άμπωτη των κοινωνικών αγώνων.
Τέλος, η τρομοκρατία συνεισέφερε αποφασιστικά -όχι μόνον έμμεσα, υποβοηθώντας τις κατασταλτικές επεμβάσεις του Κράτους, αλλά και άμεσα, με την διάσπαση, τον αποπροσανατολισμό και τον τρόμο που έσπειρε- στην ουδετεροποίηση και καμιά φορά στην εξουδετέρωση των μαζικών κινημάτων, αφού τα αλλοτρίωσε, καθιστώντας τα παθητικά αντικείμενα χωρίς αυτόνομο έδαφος έκφρασης κι αγώνα.
Τόσο όσο αποσταθεροποιεί την αριστερά, άλλο τόσο η τρομοκρατία έχει σταθεροποιητικά αποτελέσματα στην δεξιά* και κυρίως σε σχέση με το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του. Το ιταλικό πολιτικό σύστημα, άλλο τόσο αν όχι περισσότερο από εκείνα των χωρών προηγμένου καπιταλισμού, υποφέρει από μία βαθιά κρίση της πολιτικής νομιμοποίησης του. Σε σχέση μ’ αυτή την έλλειψη νομιμοποίησης, που οφείλεται στην αυξανόμενη απόσταση που χωρίζει το πολιτικό σύστημα από τα αντι- καπιταλιστικά αιτήματα και συμφέρονται, η τρομοκρατία προ- σέφερε αυτά τα τελευταία χρόνια, κι ακόμη εξακολουθεί να προσφέρει, ένα απαραίτητο υποκατάστατο της πολιτικής νομιμοποίησης, λειτουργώντας σαν κύριο ιδεολογικό συνεκτικό
55
υλικό που δένει τις μεγάλεις πλειοψηφίες, τα σύμφωνα εθνικής ενότητας, την αλληλεγγύη μεταξύ Κράτους και κοινωνίας των πολιτών. Αυτή η νομιμοποιητική άρα και σταθεροποιητική λειτουργία της βίας και της τρομοκρατικής απειλής -που δεν διαφέρει εξ άλλου από εκείνη που πάντα είχε η εγκληματικότητα, όπως αποδεικνύουν όλες οι φανκσιονολιστικές θεωρίες της παρεκτροπής απ’ τον Durkheim μέχρι τον Merton- εκφράστηκε με δύο τρόπους διότι η τρομοκρατία έδρασε σαν ένας αποσιωπη- τικός, και αθωωτικός παράγοντας σε σχέση με τις ελλείψεις, τις βλάβες, τις ανεπάρκειες, τα σκάνδαλα και τις ευθύνες, με μια λέξη σε σχέση με την κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος και πιο ειδικά της Χριστιανοδημοκρατίας- και διότι η τρομοκρατία και η προπαγάνδα της στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, έδρασαν σαν παράγοντες προβιβασμού της λαϊκής συγκατάθεσης, ή τουλάχιστον εξουδετέρωσης των αντιφρονούν- των, υποβοηθώντας ν’ αναδειχτεί σαν πρωτεύουσα ανάγκη η αναζήτηση ασφάλειας απέναντι στον νέο και κοινό εχθρό.
Η τρομοκρατία είχε σαν αποτέλεσμα ν’ αλλάξει η σχέση μεταξύ του κράτους και του πολίτη, κάνοντας έτσι ώστε η αναζήτηση της τάξης και της ασφάλειας να επικρατήσει στο τέλος πάνω σε κάθε αίτημα μετασχηματισμού. Αυτή η αναζήτηση τάξης κατά κάποιο τρόπο επανίδρυσε το Κράτος, κυρίως με την μορφή του «εγγυητή της ασφάλειας» αυτή την φορά, επανεκτι- μώντας και επαναξιοποιώντας τις πρωτογενείς λειτουργίες του σαν αστυνομική δύναμη -σαν Κράτος- Λεβιάθαν, αφιερωμένου στην προστασία της ζωής και της ακεραιότητας των πολιτών - σε βάρος των άλλων πιο δαπανηρών λειτουργιών του. Στην βάση ακριβώς αυτής της οπισθοδρόμησης της νομικής και θεσμικής κουλτούρας, που πραγματοποιήθηκε αυτά τα χρόνια, όχι μόνον στην τάξη των πολιτικών αλλά και στην κοινή γνώμη, εξηγείται η αυταρχική σκλήρυνση των θεσμών, η απώλεια από μέρους της πολιτικής κάθε μεταρρυθμιστικού και στρατηγικού περιεχομένου, ο δραστικός περιορισμός της στα θέματα δημόσιας τάξης. Ο περιορισμός του Κράτους σε «εγγυητή της ασφάλειας» γίνεται εμφανής , σ’ ότι αφορά τους θεσμούς, στην επικύρωση ενός νέου θεμελιώδους κανόνα που υπερκερνά το Σύνταγμα: ο κανόνας ή η «αρχή της ασφάλειας» ή της «Υπεράσπισης των δημοκρατικών θεσμών», που επέτρεψε, στην βάση
56
μίας νομοθεσίας -όχι νομικής αλλά άμεσα πολιτικής κι οφειλό- μενης στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στην ομόφωνη συναίνεση των κομμάτων του «συνταγματικού τόξου»- βαθιές παραβιάσεις της συνταγματικής νομιμότητας, όπως αποδεικνύουν οι αναρίθμητοι τώρα πια έκτακτοι νόμοι. Σε δικαστικό επίπεδο η «αρχή της ασφάλειας» μεταφράστηκε σε προσπάθεια επιβολής νέων πρότυπων πολιτικής νομιμότητας που βασίζονται στην υποψία, όπως εκείνο που βρίσκεται στην βάση της υπόθεσης «7 τ’ Απρίλη», της δικαστικής δίωξης εναντίον του Τόνι Νέγκρι και της Εργατικής Αυτονομίας1.
Η πιο καταθλιπτική όψη αυτή της ανταπάντησης των θεσμών είναι το γεγονός ότι η πολιτική της διαχείριση και η προπαγανδιστική της υποστήριξη αφέθηκαν κυρίως στα κόμματα της αριστεράς, που αυτά τα χρόνια αναζητούσαν αγωνιωδώς να αυτο-νομιμοποιηθούν και να γίνουν αποδεκτά σαν κυβερνητικά κόμματα, ενώ η Χριστιανοδημοκρατία απέδειξε ότι διαθέτει μίαν εξαιρετική ικανότητα ν’ αποφεύγει τις ευθύνες. Σε κάθε περίπτωση όμως, η ανταπάντηση αυτή των θεσμών ήταν δημαγωγική, συμβολική και ιδεολογική, καθώς και ανορθολογική και αναποτελεσματική. Ο κάθε νόμος, το κάθε μέτρο, εγκρίθη- καν κάθε φορά μέσα στο κλίμα αγανάκτησης που επικρατούσε ύστερα από αυτή ή εκείνη την τρομοκρατική πράξη. Και αντα- ποκρινόνταν κάθε φορά αποκλειστικά και μόνο στις ανάγκες της προπαγάνδας, χωρίς να ληφθούν υπ’ όψη ορθολογικά κριτήρια. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένδειξη μιας ουσιαστικής ανικανότητας, αδυναμίας και αναποτελεσματικότητας. Σαν απόδειξη αναφέρω το είδος της συζήτησης που αναπτύχτηκε γύρω απ’ τα μέτρα αυτά τόσο στη Βουλή όσο και στον Τύπο. Πολύ περισσότερο απ’ την αξία του κάθε μέτρου -δηλαδή την συγκεκριμένη αποτελεσματικότητά του, ή, απ’ την αντίθετη οπτική γωνία, το επικίνδυνο, ανελεύθερο κι αντισυνταγματικό περιεχόμενο του- κάθε συζήτηση γύρω από το εκάστοτε έκτακτο μέτρο παρουσιάστηκε σαν μία επιλογή μεταξύ της ανοχής απ’ την μια και της σταθερότητας απ’ την άλλη στον αγώνα εναντίον της τρομοκρατίας και στην υπεράσπιση του κράτους και της δημοκρατίας. Έτσι, ποτέ δεν υπήρξαν επιχειρήματα πάνω στο περιεχόμενο του κάθε μέτρου, αλλά απλώς διατυπωνόταν γι ακόμη μία φορά η ανένδοτη βούληση να καταπολεμηθεί η τρο
57
μοκρατία, λες και το πρόβλημα ήταν όχι ν’ αντιμετωπιστεί το φαινόμενο αυτό, αλλά να δοθεί μία κάποια συγκινησιακή ικανοποίηση στην αναζήτηση ασφάλειας των πολιτών και να διαδοθεί η εικόνα μίας κενής σταθερότητας του πολιτικού κόσμου.
Το αποτέλεσμα αυτής της συγκινησιακής και δημαγωγικής αντιτρομοκρατικής πολιτικής ήταν χωρίς αμφιβολία η υποβάθ- μιση της αρχής της αυστηρής ποινικής νομιμότητας και ο περιορισμός των δικαιωμάτων του υπόδικου, ενώ αντίθετα αναπτύχτηκε ένα προληπτικό ποινικό δίκαιο διοικητικού τύπου που βασίζεται στην υποψία: διευρύνθηκαν έτσι οι περιπτώσεις όπου μπορούν να εφαρμοστούν τα προληπτικά μέτρα, διογκώθηκαν οι εξουσίες της αστυνομίας μέχρι που να αγγίξουν το μέγεθος εκείνων της δικαστικής αρχής, αυξήθηκε η αποδεικτική αξία των υποψιών, μειώθηκε η ποινή που προβλέπεται για τον υπόδικο που ομολογεί ή συνεργάζεται με τους κατήγορους, ει- σάχθηκαν στον κώδικα εγκλήματα καθαρά βασιζόμενα σε υποψίες, όπως η συνένωση ατόμων «με σκοπό» την τρομοκρατία ή την ανατρεπτική δράση, και σαν επακόλουθο, έγινε αποδεχτή η φαύλη ποινική μορφή της νομοθεσίας εναντίον συγκεκριμένων προσώπων ή κατηγοριών2 και το ποινικό δίκαιο των προθέσεων και της βούλησης.
Αλλά ίσως το πιο σοβαρό αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό. Η πλειοψηφία των έκτακτων νόμων στην πραγματικότητα ανανέωσε πολύ λίγο το παλιό νομικό οπλοστάσιο το φασιστικού καθεστώτος, που ήδη περιείχε πολλά από τα νέα αυτά μέτρα. Σε συνέπεια με την δημαγωγική αιτιολόγηση τους, οι νέοι νόμοι είναι κυρίως «νόμοι-διακήρυξη», προπαγανδιστικά μηνύματα, ντοκουμέντα αντιεγκληματικής πολιτικής που έχουν σαν σκοπό την επάνοδο και την επανανομιμοποίηση των παλιών διατάξεων της φασιστικής νομοθεσίας που είχαν πέσει σε αδράνεια (ειδικά σ’ ότι αφορά τα εγκλήματα υποψίας σε συνδυασμό με τα πολιτικά φρονήματα), ή να αναγγείλλουν προγράμματα, διατάξεις και στρατηγικές αντιεγκληματικού αγώνα (να πυροβολείτε περισσότερο, να διεξάγετε αδιάκριτες έρευνες και συλλήψεις, κλπ.). Αυτή η μέχρι σήμερα ανέκδοτη, θεαματική λειτουργία του ποινικού δικαίου έχει μια καθαρά πολιτική χροιά, στοχεύει να προωθήσει μία νομικο-θεσμική κουλτούρα ανελεύθερου τύπου, κυρίως στα εσωτερικά των αστυνομικών
58
και δικαστικών μηχανισμών, και κατόπιν σε μαζικό επίπεδο.Αυτή υπήρξε νομίζω η μεγαλύτερη βλάβη της έκτακτης νομο
θεσίας. Μία βλάβη που προκάλεσε η προπαγάνδα που υποστήριξε αυτή την νομοθεσία όπως η άτυχη ενοχοποιητική εκστρατεία εναντίον των κατηγορούμενων της υπόθεσης «7 τ’ Απρίλη». Η προπαγάνδα αυτή λειτούργησε σαν φορέας σε μαζικό επίπεδο μίας αυταρχικής πολιτικής κουλτούρας, και προκάλεσε μία συσκότιση της κριτικής ευφυίας, μία αναισθησία σε σχέση με τις ελευθερίες και τα δικαιώματα, μία μόλυνση από τις ιδέες της τάξης και του ισχυρού Κράτους, μια κουλτούρα της υποψίας μία υποχώρηση τέλος των επιπέδων δημοκρατικής συνείδησης που είχαν ωριμάσει κατά τα τελευταία χρόνια. Η ανορθολογικότητα εξ άλλου των νόμων και πιο γενικά της πολιτικής και θεσμικής ανταπάντησης στην τρομοκρατία, είναι μία άμεση αντανάκλαση της ανορθολογικότητας που χαρακτηρίζει την προσέγγιση της διανόησης με αυτό το φαινόμενο. Πιο ειδικά, το επεξηγηματικό σχήμα της συνομωσίας καθώς και η παρουσίαση σαν δαίμονα της μορφής του τρομοκράτη -δύο στοιχεία εξ ίσου παρόντα είτε στην λογική υποδομή της υπόθεσης «7 τ’ Απρίλη», είτε στην ποινική μορφή του υπόπτου- είναι το σημάδι άτι η διανόηση παραιτήθηκε από τον ρόλο της και συγχρόνως ότι λειτουργεί σαν αγωγός ποινικών παρεμβάσεων που στηρίζονται απλώς στην αυθαιρεσία. Προδίδουν, τόσο στο επίπεδο της επιστημονικής ανάλυσης όσο σ’ εκείνο των ανακρίσεων που προηγούνται της δίκης, μίαν α priori άρνηση να πραγματοποιηθεί μία εμπειρική και ορθολογική ανάλυση του φαινομένου, για να προτιμηθεί αντίθετα η εκτόπιση του τρομοκρατικού φαινομένου -μέσα στην δυαδική λογική «φίλος/ εχθρός»- στην δυσνόητη και καθησυχαστική σφαίρα της «διαφοράς» (αυτού δηλαδή που είναι εξ ολοκλήρου “διαφορετικό” και “αλλότριο” σε σχέση με την κοινωνία). Κάτι δηλαδή σαν μία εφάμιλη και συμμετρική αντανάκλαση της αυτοαπομόνωσης και της άρνησης της κοινωνίας (σαν μία εχθρική «διαφορά») από μέρους των τρομοκρατών. Τόσο ο θεωρητικός όσο και ο νομικός ιρ ρασιοναλισμός είναι λοιπόν οι δύο -πάντα αλ- ληλοσυνδεόμενες- όψεις μίας πολιτιστικής και πολιτικής οπισθοδρόμησης στην συνείδηση των πολιτών, που αποτελεί την πραγματική υποχώρηση στην τρομοκρατία.
59
Τέλος θέλω ν’ αναφερθώ, έστω περιληπτικά, στις διαδικασίες πολιτικής και διανοητικής ωρίμανσης και τις ευοίωνες ρήξεις που προκάλεσε στην Ιταλία ο στοχασμός γύρω από τις φρικαλεότητες της τρομοκρατίας, σε ευρείς τομείς της αριστεράς. Ο στοχασμός αυτός, όταν καταπιάστηκε με τις ιδεολογικές ρίζες της τρομοκρατίας(και προπαντός μ’ εκείνες των «Ερυθρών Ταξιαρχιών»), αναγκάστηκε ν’ αναγνωρίσει, σαν σ’ έναν παραμορφωτικό καθρέφτη, ορισμένες θεμελιώδεις αντιλήψεις της τριτοδιεθνιστικής παράδοσης που ήταν ενεργά παρούσες για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στην κουλτούρα του εργατικού κινήματος: ο ηθικός και ολοκληρωτικός χαρακτήρας του Κόμματος ή της Πρωτοπορίας και το προβάδισμα της όχι μόνον απέναντι στο άτομο αλλά απέναντι και στα κοινωνικά υποκείμενα- η ακραία αυτονομοποίηση της πολιτικής από τις δυναμικές καθώς κι από την ηθική και τις άμεσες ανάγκες της κοινωνίας- η ηθική της θυσίας και η στρατευμένη πειθαρχική οργάνωση του πολιτικού τελεστή, εν όψει της αυταρχικής επικράτησης του κομμουνισμού.
Η κριτική λοιπόν της τρομοκρατίας κατέληξε έτσι να γίνει μία κριτική του σταλινισμού (όχι μόνον σ’ ότι αφορά το παρελθόν), και των υπαρκτών σοσιαλισμών. Τόσο πολύ η κριτική αυτή διαπέρασε, με την μορφή της αυτοκριτικής και της αυτοανάλυσης, την παλιά και νέα αριστερά, που διατάραξε καταξιωμένες θεωρητικές βεβαιότητες και επανέφερε με βία στην επιφάνεια ορισμένα θεμελιώδη ερωτήματα: τι είναι ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός, τι είναι η πολιτική και η πολιτική εξουσία, γιατί και τι είναι η επανάσταση.
Σχηματικά, μου φαίνεται ότι τρία είναι τα κύρια μαθήματα που μπορούμε να διδαχθούμε απ’ αυτή την ιδεολογική κρίση. Το πρώτο είναι η κριτική της τρομοκρατίας -αυτής της στενοκέφαλης καρικατούρας του παλιού μύθου της επανάστασης, εννοούμενης σαν βίαιη κατάληψη της εξουσίας από μέρους μίας ένοπλης πρωτοπορίας. Η κριτική αυτή μας ανάγκασε να επανεξετάσουμε τις βάσεις της πολιτικής και προπαντός τα κύρια αίτια της επαναστατικής πολιτικής. Ανακαλύψαμε εκ νέου (ή απλώς ανακαλύψαμε) τις συγκεκριμένες αξίες που συνδέον-
V
60
ται με τις πρωτογενείς ανάγκες των ανθρώπων: την ανθρώπινη ζωή, την αξιοπρέπεια και το σεβασμό, την ελευθερία, το δίκιο σε αντίθεση με τις συμβολικές αξίες της τρομοκρατικής κουλτούρας. Πράγματα που στο παρελθόν η αριστερά υποτιμούσε σαν αφηρημένες ή αστικές ή ηθικολογικές αξίες και που σήμερα, μπροστά στην φανατική αφαίρεση της τρομοκρατικής ηθικής, αποκαταστάθηκαν σαν συγκεκριμένα από υλική άποψη συμφέροντα και σαν θεμέλια κάθε κοινωνικής συμβίωσης, καθώς και κάθε επαναστατικού σχεδίου που ν’ αξίζει τον κόπο να πραγματοποιηθεί.
Το δεύτερο μάθημα βασίζεται στο γεγονός ότι η κριτική της τρομοκρατίας υπήρξε κυρίως για την νέα αριστερά μία ευκαιρία για να δοθεί νέα έξαρση στην κριτική της πολιτικής. Ακριβώς γιατί είναι μία ακραία μορφή «αυτονομίας της πολιτικής» από την κοινωνία, δηλαδή από την θέληση και από τα συμφέροντα των μαζικών κινημάτων και πιο γενικά του λαού, η τρομοκρατία επέβαλε μία βίαιη αμφισβήτηση και μία ριζική κριτική του παραδοσιακού πρότυπου αστικο-αυταρχικού τύπου, που και σήμερα εφαρμόζουν και τα αριστερά κόμματα: η αυξανόμενη απόσταση που διαχωρίζει την σφαίρα της πολιτικής από τις δυνάμεις και τα συμφέρονται της κοινωνίας, ο εντοπι- σμός στα πολιτικά υποκείμενα των τελεστών της επανάστασης ή του μετασχηματισμού, η εξάχνωση της όποιας πρωτοπορίας ή κόμματος σαν φορέα των ιστορικών πεπρωμένων (στη θέση και για λογαριασμό των κοινωνικών δυνάμεων, δικαιολογώντας κυνικά τα μέσα με τον Σκοπό), η ηθική της πειθαρχίας και της θυσίας, ο αποξενωτικός κι απ’ τη φύση του αντικοινωνικός κι αυταρχικός χαρακτήρας του εναλλακτικού πρότυπου εξουσίας. Μπήκε σε κρίση η ίδια η αντίληψη, που μας άφησε η τριτοδιε- θνιστική παράδοση, μίας σοσιαλιστικής πολιτικής εξουσίας σαν κυριαρχία της ηγεσίας, καθώς και της επανάστασης σαν μία διαδικασία που προωθείται βίαια από τα πάνω' συγχρόνως ανακαλύφθηκε ξανά εναντίον εκείνης της πολιτικίστικης και γιακωβίνικης παράδοσης, η πρωταρχική αξία των μαζικών κινημάτων στις ιστορικές διαδικασίες που οδηγούν προς την αλλαγή.
Τέ)^ς, το τρίτο και τελευταίο μάθημα, που συνδέεται στενά με τα άλλα δύο, είναι εκείνο που περιλαμβάνεται στον ορισμό
61
«garantismo»3, που είναι στην ουσία μία κριτική εναντίον των μηχανισμών που καθιστούν αυτόνομη και απόλυτη την πολιτική εξουσία. Συγχρόνως όμως ο «garantismo» αποτελεί και μία στρατηγική, προς ένα πρότυπο θεσμικής εξουσίας άξιου του επίθετου «σοσιαλιστικό». Υπενθυμίζουμε ότι ο «garantismo» είναι ένας πολιτικο-θεσμικός προσανατολισμός που γεννήθηκε στην Ιταλία σαν απάντηση, όχι μόνον στην έκτακτη κι ανελεύθερη νομοθεσία, αλλά και στην αυταρχική πολιτική κουλτούρα που διέσπειρε αυτά τα χρόνια η αριστερά διά μέσου μίας αναρίθμητης ιδεολογικής παραγωγής απολογητικού τύπου (οι «μάζες που γίνονται Κράτος», η «επανένωση» του Κράτους με την κοινωνία των πολιτών, ο ήδη πραγματοποιημένος μετασχηματισμός του Κράτους σε μία «δημοκρατία των μαζών», ή «κοινωνική» ή «βασιζόμενη στην συμμετοχή» ή διάφορα του είδους), και σαν απάντηση επίσης στην αντίθετη καρικατούρα δεσποτικού χωρίς όρια Κράτους (ή αντι-Κράτους) που εξέφρα- σαν και υποσχέθηκαν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες.
Ο «garantismo» είναι μία απάντηση σ’ όλα αυτά: στην καταφρόνηση για τον ορθό Λόγο και για τον άνθρωπο που εξέφρα- σε η τρομοκρατία, καθώς και στις πιο ακραίες και αυταρχικές θέσεις του αντιτρομοκρατικού μετώπου. Εκφράζεται δε διά μέσου τριών τοποθετήσεων: η πρώτη είναι η κριτική της θετικής αντίληψης μίας «καλής εξουσίας», που δεν θα έχει ανάγκη από εγγυητικά μέτρα υπέρ του πολίτη και από περιορισμούς, όταν θ’ αλλάξουν οι διαχειριστές της ή όταν θα διευρυνθεί η νομιμοποιητική πηγή της (που μπορεί να είναι το προλεταριάτο ή το κομμουνιστικό κόμμα ή η ενότητα όλων των «δημοκρατικών » κομμάτων). Αυτή η αντίληψη, που διαψεύδεται από την πειραματικά αποδεδειγμένη τάση της θεσμικής εξουσίας, όποια κι αν είναι η πηγή της, να απελευθερώνεται και να συσσωρεύεται σε απόλυτες μορφές -φαίνεται στην κομμουνιστική παράδοση να διασυνδέεται με μία οργανική αντίληψη της σχέσης Κράτος/ κοινωνία, κόμμα/τάξη, κυβερνώντες/κυβερνόμενοι. Από τον Λένιν μέχρι τον Πασουκάνις, από τον Στάλιν μέχρι τον Γκράμ- σι και τον Πεκκιόλι, η πάντα επανερχόμενη φιλοδοξία της τρι- τοδιεθνιστικής κουλτούρας είναι μία «διακανονιζόμενη», «δια- παιδαγωγημένη», «ηθική κοινωνία», που να βασίζεται στην γενική συναίνεση και στην πειθαρχία των μαζών , που με την σει
62
ρά τους καλούνται να ταυτιστούν με την νέα εξουσία. Μπροστά σ’ αυτό το πρότυπο αυταρχικής επανένωσης του Κράτους με την κοινωνία των πολιτών, η κουλτούρα του «garantismo» διεκδίκησε την αξία της αυτονομίας των κοινωνικών υποκείμενων και της αντί- ή έξω- θεσμικής αγωνιστικότητάς τους.
Η δεύτερη τοποθέτηση είναι η εξής: ξεπεράσαμε την παραδοσιακή υποτίμηση (σαν «αστικών») των εγγυήσεων ελευθερίας και των δικαιωμάτων του ατόμου και του συνόλου· συγχρόνως πειστήκαμε ότι οποιοδήποτε Κράτος ή πολιτικό σύστημα, ακόμη κι ένα εργατικό ή μεταβατικό, πρέπει να πειθαρχεί αυστηρά σε νομικούς κανόνες -σε ένα «Κράτος δικαίου»- ώστε να περιοριστεί στο ελάχιστο η κατασταλτική εξουσία και η έμφυτη τάση του προς τον ολοκληρωτισμό. Κι αυτή η τοποθέτηση αντιτίθεται στην μαρξιστική-λενινισιική παράδοση που χαρακτηρίζεται από μία ιστορική παραγνώριση του δικαίου και της σχέσης δίκαιο/εξουσία ή δίκαιο/κράτος. Απ’ το δίκαιο, σαν γενικό σύστημα, αυτή η παράδοση πάντα ζητούσε υπερβολικά πολλά (την πραγματοποίηση της υλικής ισότητας, σε συνδυασμό με δομικούς μετασχηματισμούς κι όχι με αλλαγές που περιορίζονται στο νομικό και θεσμικό πλαίσιο), ή δεν ζητούσε τίποτα (ούτε καν τα εγγυητικά μέτρα και την τυπική ισότητα): δηλαδή ζητούσε αυτό που το δίκαιο από μόνο του δεν μπορεί (ούτε πρέπει) να δώσει, κι απέριπτε αυτό που μόνον το δίκαιο μπορεί (και πρέπει) να δώσει. Μ’ αυτόν τον τρόπο, θεωρώντας το δίκαιο μόνον ένα εργαλείο της εξουσίας, παραγνώρισε την χαρακτηριστική αντιφατικότητα του. το δίκαιο δεν είναι μόνον μορφή της εξουσίας αλλά και όριο, έλεγχος της, περιορισμός των απολυταρχικών της τάσεων.
Τέλος ο «garantismo» άνοιξε τον δρόμο προς μία επανεκτίμηση της ιδέας της «σοσιαλιστικής εξουσίας» σαν «συλλογική ελευθερία», ανταγωνιστική προς την πολιτική εξουσία ή τουλάχιστον αυτόνομη και διαφορετική απ’ αυτήν: εννοώ μία εξουσία που εδρεύει στους κοινωνικούς χώρους ελευθερίας -χώρους αυτοδιάθεσης και πάλης για τις μάζες, διαφωνίας και ασυλίας για το άτομο- που βρίσκεται άρα έξω από το Κράτος κι απ’ το πολιτικό σύστημα· μία εξουσία που πρέπει να προστατευτεί και να ενισχυθεί απέναντι στην εισβολή του Κράτους με την δράση και την δύναμη των μαζικών κινημάτων. Πρέπει
63
όμως να ενισχυθεί και οτο νομικό-θεσμικό επίπεδο: ένα «σοσιαλιστικό Κράτος δικαίου» δηλαδή, όχι λιγότερο αλλά περισσότερο πολύπλοκο στην νομική και θεσμική δομή του.
Αυτοί οι συλλογισμοί αποτελούν φυσικά το δείγμα μίας κρίσης των συνολικών θεωρητικών και στρατηγικών «βεβαιοτήτων» μας. Αλλά ίσως αυτό που έχουμε λιγότερο ανάγκη σήμερα είναι ακριβώς αυτές οι συνολικές βεβαιότητες. Αποτελεί ήδη επίτευγμα ότι ενηλικιωθήκαμε κι εγκαταλείψαμε τις πάμπολλες θεωρητικές βεβαιότητές μας, που προκάλεσαν τόσες και τόσες αποτυχίες επαναστάσεων και σοσιαλισμών. Αυτό που μας χρειάζεται -και νομίζω ότι ο «garantismo» και η κριτική της πολιτικής έχουν μία κάποια αξία προπαντός μ’ αυτή την έννοια- είναι, αντίθετα, μία πάγια μεθοδολογική αμφιβολία, που να είναι σε θέση να μας υποδεικνύει εγκαίρως τα αδιέξοδα. Για να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος (και δυστυχώς και του παρόντος).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Πρόκειται για την δικαστική δίωξη, βασιζόμενη σε ενδείξεις, υποψίες και μαρτυρίες αμφίβολης αξίας, εναντίον της θεωρητικο- πολιτικής ηγεσίας της Εργατικής Αυτονομίας. Από τα 72 άτομα που συνελήφθησαν στις 7 του Απρίλη 1980, πολλά, μεταξύ των οποίων και ο γνωστός καθηγητής Τόνι Νέγκρι, είναι ακόμη φυλακισμένα. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε το «Βήμα» της 20-1-1980. (Σ.τ.Μ.).
2. Αναφέρεται στους νόμους Taeter-Typ της ναζιστικής Γερμανίας, που δεν αφορούν το συγκεκριμένο έγκλημα αλλά το είδος του υποκείμενου που το διαπράττει. (Σ.τ.Μ.).
3. Πρόκειται για μία αντίληψη του δικαίου ή για μία δικαστική πρα- χτική που βασίζεται σε νομικούς μηχανισμούς που περιορίζουν τις εξουσίες των κατασταλτικών απαράτ και στοχεύουν στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων (ή «εγγυήσεων») του υπόδικου και γενικότερα του πολίτη. (Σημείωση του συγγραφέα για την ελληνική έκδοση).
64
Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ*
1 . Α ντιμετωπίζοντας το θέμα «ο μαρξισμός και το πρόβλη-X m . μα της εγκληματικότητας» θα ασχοληθούμε με δύο δια
φορετικά προβλήματα. Το πρώτο βασίζεται στην ακόλουθη ερώτηση: μπορούμε να προσδιορίσουμε, στην παραγωγή του ίδιου του Μαρξ και στον επακόλουθο μαρξιστικό στοχασμό, ορισμένα στοιχεία για να διαμορφώσουμε μια «υλιστική» θεωρία της παρεκτροπής και του κοινωνικού ελέγχου, ικανή να δώσει μιαν εξήγηση σ’ αυτά τα φαινόμενα, με την μορφή που εκφράζονται στις κοινωνίες όψιμου καπιταλισμού; Το δεύτερο πρόβλημα προσδιορίζεται σε σχέση με ένα διαφορετικό ερώτημα: μπορούμε να εντοπίσουμε ορισμένες στρατηγικές κατευθύνσεις για μια πολιτική γύρω απ' την εγκληματικότητα στην προοπτική της μετάβασης προς τον σοσιαλισμό; Και αν ναι, στη βάση ποιας θεωρητικής υπόθεσης;
Πριν απαντήσουμε σ' αυτές τις ερωτήσεις, θεωρούμε χρήσιμη μια προειδοποίηση. Είμαστε της γνώμης ότι η μαρξιστική ανάλυση της αστικής κοινωνίας προσφέρει θεωρητικά στοιχεία απαραίτητα για μια επιστημονική εξήγηση των δομικών θεμελίων της σύγχρονης εγκληματικότητας, καθώς και των σημερινών θεσμικών προτσές εγκληματογέννησης, όπως καθορίζονται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Νομίζουμε όμως ότι
‘Γράφτηκε σε συνεργασία με τον Danilo Zolo. Από την συλλογή De- mocrazia autorilaria e capilalismo maturo. εκό. «Fellrinelli». 1978. Of λ. 102-136.
5 65
αυτά τα προαναφερθέντα στοιχεία, παρ’ όλο που είναι απαραίτητα για μια ερμηνεία της εγκληματικότητας που να μην υποβαθμίζει το έγκλημα στο επίπεδο του φυσικού και του αν- τιιστορικού φαινομένου, δεν αρκονν όμως για την οικοδόμηση μιας «σφαιρικής» ή «συνολικής» θεωρίας της εγκληματικής παρεκτροπής, του τύπου που μας φαίνεται να εύχεται, για παράδειγμα, το περιοδικό «La Questione Criminale’1. Μια «σφαιρική» θεωρία της εγκληματικότητας απαιτεί πράγματι, κατά την αντίληψή μας, οι κατευθύνσεις που αντλούνται απ’ την μαρξι- κή ανάλυση της καπιταλιστικής οικονομίας -και που αφορούν κυρίως, όπως θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε, τις ιστορικές και δομικές συγκυρίες του εγκληματικού φαινόμενου- να συμπληρωθούν με κοινωνιολογικές θεωρίες που να επεξηγούν εμπειρικά και αναλυτικά το πολύπλοκο σύμπλεγμα των «υπερδομικών» παραγόντων ψυχολογικής κοινωνιολογικής, πολιτικής και πολιτιστικής τάξης, που δρουν στις διαδικασίες της εγ- κληματογέννησης. Απ’ την άλλη μια τέτοια θεωρία προϋποθέτει την επεξεργασία μιας πολιτικής θεωρίας γύρω απ’ τον κοινωνικό έλεγχο, και πιο γενικά γύρω από το δίκαιο και το Κράτος. Μια τέτοια θεωρία δεν μπορούμε να την συναντήσουμε, παρά μόνον σε ιδιαίτερα εμβρυακή μορφή, στην επιστημονική κληρονομιά του μαρξισμού2.
Είναι φανερό ότι, αφού αποδεχόμαστε αυτή την οπτική γωνιά, έχουμε την πρόθεση πρώτ’ απ’ όλα ν’ αντιταχθούμε, διότι είναι επιστημονικά και πολιτικά άγονη, στην προσπάθεια να οικοδομηθεί μια υλιστική θεωρία της εγκληματικότητας που να είναι φιλολογικά δέσμια των κλασικών κειμένων του μαρξισμού και που να αντιπαλεύει σαν «σφαιρική εναλλακτική λύση» -εν ονόματι μιας υποτιθέμενης πληρότητας και αποκλειστικότητας των διδαγμάτων που αντλούνται από την μαρξική ανάλυση- τις θεωρητικές θέσεις που ανέπτυξε η νέα κριτική εγκληματολογία (κοινωνιολογικής, ανθρωπολογικο-πολιτιστικής και ψυχαναλυτικής έμπνευσης)3. Δεύτερο, έχουμε την πρόθεση να αρνηθούμε κάθε επικαιρότητα και επιστημονική αξία σ’ εκείνα τα στοιχεία πολιτικής φιλοσοφίας, που είναι παρόντα στον Έγκελς και στον Λένιν, αλλά όχι στον Μαρξ, και που μια παραδοσιακή ερμηνεία τα ανύψωσε σε μαρξιστική-λενινιστική θεωρία του Κράτους: μια θεωρία που περιορίζεται ουσιαστικά
66
στον ορισμό του Κράτους σαν ταξικό, κατασταλτικό μηχανισμό και στα συσχετιζόμενα θεωρήματα της απονέκρωσης του Κράτους στην κομμουνιστική κοινωνία και της προσωρινής διατήρησης του στην μεταβατική κοινωνία, όχι πια με την αστική μορφή του Κράτους Δικαίου, αλλά με την «σοσιαλιστική» μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Κάθε προσπάθεια να εγκαθιδρυθεί μια εγκληματολογική θεωρία, ή ακόμη χειρότερα μια αντιεγκληματική πολιτική, στην βάση αυτών των προϋποθέσεων, θα μας εξέθετε αναπόφευκτα σ’ έναν διπλό κίνδυνο (αφού παραλείψουμε κάθε σχόλιο γύρω απ’ τον σχολαστικό χαρακτήρα μιας τέτοιας επιχείρησης):
α) να υιοθετηθεί ένας μηχανιστικός συσχετισμός μεταξύ του τρόπου παραγωγής και του εγκληματικού φαινόμενου, με την επακόλουθη οικονομίστικη υποτίμηση του πλατιού και πολυσύνθετου προβλήματος των πολιτιστικών αιτίων της εγκληματικότητας, καθώς και των πολιτικών λόγων που δικαιολογούν την ποινική καταστολή (εγκληματολογικός οικονομικισμός),
6) να γίνει αποδεκτή μια άποψη που να βασίζεται στην ενσωμάτωση και στην κοινωνική συγκατάθεση (εγκληματολογικός ολισμός). Αν αντιληφθούμε την κοινωνία της μετάβασης προς τον σοσιαλισμό σαν μια διαδικασία που έχει την τάση να μην παρουσιάζει εντάσεις, διότι ανταποκρίνεται σ’ ένα σχέδιο ενοποίησης και κατακόρυφης ομογενοποίησης του κοινωνικού σώματος, σχέδιο τώρα πια δυνατό αφού ξεπεράστηκαν οι καπιταλιστικές δομές, η βασική εγκληματολογική υπόθεση που προκύπτει είναι λοιπόν η απονέκρωση του ποινικού δικαίου, χάρις σ’ ένα προτσές που καθιστά τον έλεγχο και την ποινική καταστολή σταδιακά «περιττές».
Οι δύο αυτοί κίνδυνοι, που είναι έντονα παρόντες (ο δεύτερος δυστυχώς εφαρμόστηκε πειραματικά επί πλέον) στην υστε- ρο-μαρξική παράδοση, είναι, και οι δυο, ιδιαίτερα σοβαροί. Και στην μια περίπτωση και στην άλλη δίνεται μια δογματική υπόσταση στον μαρξισμό, με τη μορφή της «φιλοσοφίας» και της «γενικής επιστήμης» που αρκείται στον εαυτό της. Μ’ αυτόν τον τρόπο απορρίπτεται απ’ την μια κάθε θεωρητική αξία των εμπειρικών κοινωνικών επιστημών που ανήκουν στην μη μαρξιστική παράδοση, ενώ απ’ την άλλη απορρίπτεται κάθε
67
πρακτική αξία, κατά την διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, των εργαλείων που εγγυώνται τις ελευθερίες του πολίτη και που επεξεργάστηκε το σύγχρονο δίκαιο, θεωρούμε χρήσιμο να σταθούμε σ’ αυτούς τους κινδύνους πριν απαντήσουμε στις ερωτήσεις που αναφέραμε στην αρχή, διότι είμαστε πεισμένοι ότι οι κίνδυνοι αυτοί, αν δεν προληφθούν, αποκλείουν κάθε δυνατότητα να υπάρξει μια σοσιαλιστική εγκληματολογία με επιστημονικές βάσεις, και αποτελούν προοίμιο για μια (καθόλου ευοίωνη) πολιτική του εργατικού κινήματος γύρω απ’ το πρόβλημα της εγκληματικότητας που θα χαρακτηρίζεται απ’ τον αυταρχισμό και το καταπιεστικό πνεύμα.
2. Νομίζουμε ότι ο πρώτος θεωρητικός κίνδυνος -η οικσνο- μιστική υποβάθμιση- είναι παρών προπαντός σ’ εκείνες τις μαρξιστικές αντιλήψεις που θεωρούν την εγκληματικότητα και την ποινική καταστολή σαν φαινόμενα που συνδέονται άμεσα με την εμπορευματική φύση του καπιταλιστικού τρόπου, όχι μόνον παραγωγής, αλλά και διανομής4· Αυτές οι ερμηνείες βασίζονται σε μια αλληλοεπίδραση μεταξύ της μαρξιστικής έννοιας της αλλοτριωμένης μισθωτής εργασίας στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις και της θεωρίας του Χέγκελ και του Λούκατς του κόσμου της παραγωγής και των εμπορευμάτων σαν σφαίρα της πραγμοποίησης ή αλλοτρίωσης του υποκείμενου. Σ’ αυτή τη βάση γίνεται αποδεκτή η χεγκελιανή-μαρξι- στική θεωρία της αλλοτρίωσης και του φετιχισμού (με το σχετικό φιλοσόφημα γύρω από την «προσωποποίηση» των αντικειμένων και την «πραγμοποίηση» των ανθρώπων στην εμπορευματική ανταλλαγή) σαν βάση μιας αναπόφευκτα ουτοπικής θεωρίας: να ξεπεραστούν ο κοινωνικός ανταγωνισμός, η ταξική διαφοροποίηση και η ποινική καταστολή χάρις στην κατάργηση της «μορφής του εμπορεύματος», άρα χάρις στην πλήρη κατάργηση της αγοράς, της ανταλλαγής και του χρήματος5. Είναι φανερό ότι οι «τοπικές» προϋποθέσεις όλων αυτών είναι, αναγκαία, η έκλειψη κάθε δυνατού ποσοτικού συσχετισμού της παραγωγής με τις καταναλώσεις, και η δομική αφθονία κάθε είδους αγαθών και υπηρεσιών σε σχέση με την ζήτηση: οικονο- μικό-κοινωνικές προϋποθέσεις που αποκλείουν κάθε δυνατό
68
προσδιορισμό και επιστημονική πρόβλεψη.Ούτε μας «ραίνονται περισσότερο επιτυχημένες οι προσπά
θειες να χρησιμοποιηθούν οι αναλυτικές κατηγορίες της μαρξι- κής κριτικής της αστικής οικονομίας για να γίνουν φανερά, εκτός από τα δομικά, και τα «υπερδομικά» στοιχεία των εγκλη- ματογεννησιακών και εγκληματοποιητικών διαδικασιών6. Σ’ αυτήν την περίπτωση η εγκληματική παραβίαση της τάξης και η ποινική καταστολή θα μπορούσαν να ερμηνευτούν σαν πολιτικές εκδηλώσεις της πάλης των τάξεων, στα πλαίσια μιας θεωρίας που επεκτείνεται μηχανικά απ’ το πεδίο της δομικής ανάλυσης (των μορφών δηλαδή της καπιταλιστικής παραγωγής) στο κυρίως κοινωνιολογικό πεδίο των υποκειμενικών αιτιολογήσεων των παρεκτρεπουσών συμπεριφορών, καθώς και στο πολιτικό-θεσμικό επίπεδο των μορφών κοινωνικού ελέγχου7. Αυτού του είδους η επιχείρηση θα μπορούσε ίσως να φιλοδοξήσει να φτάσει σε κάποιο επίπεδο αξιοπιστίας αν το εγκληματικό φαινόμενο μπορούσε σήμερα να ερμηνευτεί σαν ιδεολογική άρνηση και πολιτική απειθαρχία των υποκείμενων που ανήκουν σε μια υποτελή, από οικονομική άποψη, τάξη, εναντίον των πρότυπων κοινωνικής συμπεριφοράς που επιβάλλει η ηγεμονική τάξη. Ένα τέτοιου είδους φαινόμενο σίγουρα εμφανίστηκε κατά την περίοδο της πρωταρχικής συσσώρευσης, ειδικά στην Αγγλία. Σε μια παρόμοια φάση οι φυλακές και πιο γενικά τα κατασταλτικά μέτρα ανταποκρίνονται με διαύγεια σ’ ένα ταξικό σχέδιο «αναδιαπαιδαγώγησης» του εγκληματία στην πειθαρχία της εργασίας μέσα στο εργοστασιακό σύστημα. Φθάνει να αναφερθούμε στο Panopticon του Jeremy Bentham: η φυλακή με κελιά θεωρητικοποιήθηκε και εφαρμόστηκε πειραματικά στην πράξη σαν ένα αρχιτεκτονικό πρότυπο που ενσαρκώνει με εμβληματικό τρόπο το αστικό σχέδιο οργάνωσης της υποτελούς τάξης: η υποχρέωση στην εργασία διά μέσου ενός αυτόματου πειθαρχικού μηχανισμού, η εκμάθηση με μορφές κατήχησης του κώδικα, η απομόνωση σαν εργαλείο διαπαιδαγώγησης στις αξίες του ατομιστή ιδιοκτήτη, ο ολοκληρωτικός έλεγχος, η υποδούλωση σε μια απρόσωπη παντογνώστρια εξουσία. Η αφομοίωση της φυλακής με το εργοστάσιο και αντίστροφα είναι δηλαδή εντελώς ρητή και υπογραμμισμένη: σαν δυο ολοκληρωτικοί πειθαρχικοί θεσμοί που διευκολύνουν σε
69
άριστο βαθμό την εξάσκηση μιας ταξικής ηγεμονίας και την εσωτερίκευση από μέρους μιας υποτελούς τάξης, των κανόνων της ταξικής κυριαρχίας.8
Αλλά αυτό που ήταν αληθινό για την αυγή του καπιταλισμού είναι πολύ λιγότερο αληθινό για τον όψιμο καπιταλισμό. Κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί σήμερα ότι η εργατική τάξη είναι το αποκλειστικό (αλλά ούτε καν το κύριο) θύμα της κοινωνικής καταστολής και των φυλακών. Αυτές οι τελευταίες πλήττουν πολύ περισσότερο -όπως είναι ιδιαίτερα εμφανές στη χώρα μας- στρώματα περιθωριοποιημένα από οικονομική και πολιτιστική άποψη9, που, περισσότερο ή λιγότερο άμεσα, απώ- λεσαν την κοινωνική τους ταυτότητα όπως οι μετανάστες, οι υποπρολετάριοι των αστικών περιχώρων, οι φτωχοί χωρικοί των αγρών του νότου, οι υποαπασχολούμενοι στον τριτογενή τομέα10. Από εγκληματολογική άποψη, αυτά τα περιθωριοποιημένα στρώματα πολύ λίγο μπορούν να ταυτιστούν με το προλεταριάτο. Απ’ την άλλη φαίνονται αναμεμειγμένα κυρίως σε φαινόμενα «νεωτεριστικής εγκληματικότητας»11, δηλαδή σε υπερβατικές συμπεριφορές που δεν αντιτίθενται στα κοινωνικά πρότυπα που κυριαρχούν -όπως συνέβαινε με το «εξεγερμένο» προλεταριάτο των πιο προηγμένων καπιταλιστικών χωρών του περασμένου αιώνα- αλλά αντίθετα αφορούν τα θεσμικά μέσα και κανόνες που εγκαθιδρύθηκαν για να διευκολύνουν μια υποκειμενική προσαρμογή σ’ αυτά τα πρότυπα12. Χρειάζεται λοιπόν αυτή η ιδέα της παρεκτροπής σαν πολιτική πράξη ή σαν εκδήλωση της πάλης των τάξεων να αντιστραφεί: σύμφωνα με μια υπόθεση που θα παρουσιάσουμε πιο πέρα, όσο πιο πολύ αυξάνεται η κοινωνική ένταση στις μορφές της οργανωμένης και συνειδητής πάλης των τάξεων άλλο τόσο περιορίζεται, μαζί με τα φαινόμενα κοινωνικής και πολιτιστικής αποσύνθεσης των υποτελών στρωμάτων, το ατομικό εξεγερσιακό πνεύμα και ο ωχαδελφισμός που εκφράζονται στις εγκληματικές εκδηλώσεις.
Απ’ την άλλη, οι ποινές κάθειρξης, σαν θεσμοί άμεσης καταπίεσης και φυσικού καταναγκασμού, φαίνονται να χάνουν όλο και περισσότερο την πρωτογενή καπιταλιστική λειτουργία τους. Όπως αποδεικνύουν καθαρά οι προηγούμενες εμπειρίες του σκανδιναβικού νεοκαπιταλισμού, οι ποινές αυτές αμβλύ
70
νουν σταδιακά τον βίαιο και βάναυσο καταπιεστικό χαρακτήρα τους. Συγχρόνως και προπαντός η φυλάκιση έγινε σήμερα μια ποινή που αφορά ένα όλο και πιο μικρό και μειονοτικό ποσοστό των παρεκτρεπόμενων που οδηγούνται στα ποινικά δικαστήρια. Όπως αποδεικνύεται απ’ τις στατιστικές , ο πληθυσμός των φυλακών της χώρας μας, για παράδειγμα, μειώθηκε κατά το ήμισυ στα τελευταία σαράντα χρόνια και είναι σήμερα το ένα τρίτο σε σχέση με το αντίστοιχο έτος του περασμένου αιώνα13. Και η διαφορά αυτή αυξάνεται ακόμη περισσότερο αν εξετάσουμε το φαινόμενο σε ποσοστά, παίρνοντας δηλαδή υπ’ όψη μας την σημαντικότατη αύξηση του πληθυσμού14. Προσθέτουμε ότι η πλειοψηφία των φυλακισμένων αποτελείται από προφυλακισμένους που αναμένουν την δίκη15, άρα οι κρατούμενοι που εκτείουν την ποινή περιορίζονται σε λίγες χιλιάδες. Αντίστροφα, αυξήθηκε υπέρμετρα κατά τον τελευταίο αιώνα ο αριθμός των υποδίκων που οδηγούνται ενώπιον του δικαστηρίου, καθώς κι ο αριθμός των ποινικών διαδικασιών16. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά σ’ ένα πρωτοφανές φαινόμενο: η κάθειρξη, σαν ποινή, γίνεται τώρα πια ένα έκτακτο μέσο κοινωνικής άμυνας και ελέγχου, αλλά συγχρόνως είμαστε σε θέση να σημειώσουμε μιαν ογκώδη αύξηση του πεδίου ποινικής παρέμβασης στην κοινωνία. Το ποινικό σύστημα απ’ την μια γιγάντωσε τον κανονιστικό και διαδικαστικό μηχανισμό του, κι απ’ την άλλη αποδυνάμωσε την άμεσα κατασταλτική λειτουργία της τιμωρίας. Μ’ αυτόν τον τρόπο , το σύστημα διαμορφώνεται όλο και περισσότερο σαν ένα τεράστιο ιδεολογικό απα- ράτ, του οποίου η λειτουργία, περισσότερο από την άμεση κα- ταναγκαστική καταστολή, είναι ο καθημερινός εορτασμός των αξιών της νομιμότητας και η απονομή ενοχοποιητικών γνωματεύσεων που δεν έχουν άλλο αποτέλεσμα στις περισσότερες περιπτώσεις από την απλή διανομή κοινωνικών στιγμάτων στους παρεκτρεπόμενους διά μέσου της δίκης, της καταδίκης και της εγγραφής τους στο ποινικό μητρώο. Πρόκειται για ένα είδος προοδευτικής τυποποίησης της ποινικής δικαιοσύνης που, αφού πριν από δύο αιώνες πέρασε από τις ατυπικές ποινές σωματικής τιμωρίας στις ορισμένου ύψους ποινές στερητικές της ελευθερίας, φαίνεται σήμερα να πορεύεται, χωρίς αυτό να μειώνει κατά το ελάχιστο τις λειτουργίες της ποινικοποίησης
71
και του ελέγχου, προς το καθεστώς μιας μηχανής ταξινόμησης που ουσιαστικά παράγει κατηγορητήρια, ποινικά μητρώα και νομικο-κοινωνικά status (όπως σεσημασμένος, υπότροπος, κα- θέξην κακοποιός, επικίνδυνο στοιχείο κ.λ.π.).
Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια ότι οι φυλακές δεν διατηρούν και στο νεοκαπιταλιστικό πλαίσιο μια γενική πολιτική λειτουργία και ότι δεν είναι προορισμένες να την διατηρήσουν για πολύ καιρό ακόμη, ιδιαίτερα στην Ιταλία, όπου περισσότερο από τις άλλες χώρες τα ιδρύματα αυτά εμφανίζονται σαν μια ομοιογενής πραγματικότητα, εσωτερική κι όχι εξωτερική κι ακόμα λιγότερο ανταγωνιστική, στους κόλπους της εγκληματικής φαινομενολογίας. Σημαίνουν απλώς ότι απ’ την οπτική γωνία του νεοκαπιταλισμού φαίνονται να έχουν πολύ μεγαλύτερη αξία απ’ την καταστολή των φυλακών, οι μηχανισμοί προληπτικής κοινωνικής ενσωμάτωσης που ενεργούν διά μέσου της αυτο-νομιμοποίησης των θεσμών, της παραγωγής συγκατάθεσης και της ταξινόμησης των αντιφρονούντων και των παρε- κτρεπομένων. Μπορούν να θεωρηθούν πολύ πιο σπουδαία απ’ την αρχαϊκή ποινικο-σωφρονιστική δομή, η ιδεολογικά τρομοκρατική και στιγματιστική χρήση της ποινικής μήνυσης, της κατηγορίας και της δίκης που δεν ακολουθούνται από κανένα συγκεκριμένο μέτρο και συχνά ούτε καν απ’ την οριστική καταδίκη. Το ίδιο ισχύει για τα αστυνομικά μέτρα, όπως η προσωρινή κράτηση, η επίπληξη και τα μέτρα «κατά της αλητείας», καθώς επίσης οι παλιοί και οι νέοι μηχανισμοί φανερού ή κρυφού φακελώματος των πολιτών, απ’ το ποινικό μητρώο μέχρι τα αρχεία της αστυνομίας και το Berufsverbot. Και το ίδιο ισχύει για τις τεχνικές κατασκοπείας που χρησιμοποιούν τα νέα ιδιωτικά και δημόσια πρακτορεία κοινωνικού ελέγχου (η CIA, το SID, οι διάφορες ιδιωτικές αστυνομίες, όπως οι Vigilantes) τα πληροφοριακά συστήματα αυταρχικού συγκεντρωτισμού της νομικής ερνηνείας, όπως εκείνο που σιωπηρά ετοιμάζει κατά ία τελευταία χρόνια το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της Ιταλίας, κι απ’ την άλλη η ταξινόμηση για λόγους αστυνόμευσης, απλών κατηγορούμενων που ποτέ δεν καταδικάστηκαν17. Όλες αυτές οι δομές που παράγουν συγκατάθεση και πολιτικο-κορπορατιβιστικό στιγματισμό των αντιφρονούντων, φαίνονται να διαμορφώνονται σαν ένα διαφοροποιημένο σύ
72
στημα κοινωνικού ελέγχου πολύ πιο αποτελεσματικό απ’ τις παραδοσιακές μορφές σωφρονιστικής ποινικοποίησης. Σ’ αυτές τις παραδοσιακές μορφές, κυρίως εκεί όπως στην Ιταλία που διατηρούν έναν καθαρά βασανιστικό χαρακτήρα, φαίνεται τώρα πια ν’ αποδίδεται μια, γενικά καταπιεστική, λειτουργία χωρίς άλλα αποτελέσματα νομιμοποίησης της κυριαρχίας και της οικονομικό-κοινωνικής «τάξης». Αποδίδεται λοιπόν εκείνη η αρχαϊκή και στοιχειώδης λειτουργία σύμφωνα με την οποία η βίαιη, ει δυνατόν αιματηρή, καταστολή του εγκλήματος είναι, όπως και το ίδιο το έγκλημα, ένα συμβολικό στοιχείο αποτροπής για την διατήρηση της πειθαρχίας και της τάξης.
Εξ άλλου οι ιταλικές φυλακές, συμπεριλαμβανομένου και του συστήματος των στερητικών της ελευθερίας μέτρων (ανα- φερόμαστε στο αποτρόπαιο αργιπέλαγος Γχονλαχ των ψυχιατρικών και καταστημάτων των φυλακών) και οι διάφορες ιδιωτικές και δημόσιες θεσμικές μορφές καταστολής των ανηλίκων, φέρονταν πάντα σαν παράδειγμα για την αμελητέα ιδεολογική αξία τους, την βαναυσότητα και την καθυστέρηση που τα χαρακτήριζε. Απ’ αυτήν την άποψη οι θεσμοί αυτοί δεν είναι τίποτα παραπάνω από εγκληματογενείς τόπους, χάρις στα γνωστά αποτελέσματα είτε στιγματισμού και αποπροσωποποίησης των κρατουμένων, είτε επαγγελματοποίησης της εγκληματικής καριέρας. Στην Ιταλία η φυλακή, όπως (βέβαια με διαφορετικές μορφές και διαδικασίες) ο στρατώνας, πάντα υπήρξαν καθολικοί» θεσμοί, δηλαδή, ταυτόχρονα ιεραρχικοί, ασφυκτικά κατασταλτικοί, ηθικά ανεκτικοί και ιδεολογικά ωχαδελφικοί. Ενώ στις καπιταλιστικές χώρες που ανήκουν στην προτεσταν- τική κουλτούρα η «φιλαδελφική» φυλακή με κελιά έπαιζε, όπως είναι γνωστό, μια πολύ συγκεκριμένη λειτουργία διαπαιδαγώγησης στον καπιταλισμό διά μέσου των «αξιών» της χρι- στιανο-αστικής Ηθικής (στην καλβινιστική της μορφή,ή εκείνη των κουάκερων, των μεθοδιστών κλπ.), στην Ιταλία η όψη της «διαπαιδαγώγησης» απούσιασε σχεδόν ολοκληρωτικά. Απ' τις τρεις κλασικές αρχές της «κοινωνικής διαπαιδαγώγησης» του φυλακισμένου -η μόρφωση, η εργασία και η θρησκεία- η πρώτη παρέμεινε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στα χαρτιά11* και σήμερα εφαρμόζεται με έναν ανόητα αναποτελεσματικό γραφειοκρατικό τρόπο19, η δεύτερη πραγματοποιήθηκε πάντα
73
ιε πολύ περιορισμένη κλίμακα και ακόμη και σήμερα είναι ένα -προνόμιο» μιας μειοψηφίας φυλακισμένων20, ενώ η τρίτη αρχή κατάντησε, διά μέσου της μορφής του «ιερέα των φυλακών», μια πατερναλιστική πειθαναγκαστική και εξευτελιστική μεσολάβηση, στις περιπτώσεις που δεν ήταν χυδαία συνεργασία με τους βασανισμούς και τους εξευτελισμούς της προσωπικότητας των κρατούμενων. Η παρουσία ενός καθολικού παπά στο περιβάλλον των φυλακών, όπως εξ άλλου και στον στρατώνα, στο εργοστάσιο και στο σχολείο, όχι μόνον δεν έπαιξε ένα «διαπαι- δαγωγικό» ρόλο, αλλά αντίθετα κατάντησε μια παρουσία ιδεολογικά, ηθικά και «πνευματικά» ανυπόληπτη21.
3. Ο δεύτερος θεωρητικός κίνδυνος που είναι παρών στη μαρξιστική παράδοση, και που ονομάσαμε «εγκληματολογικός ολισμός», είναι συμπέρασμα του πρώτου. Αφού ερμηνευτεί η σύγχρονη εγκληματικότητα σαν κάτι που καθορίζεται εξ ολοκλήρου, όπως ακριβώς κάθε άλλη κοινωνική ένταση, από την δομική πάλη των τάξεων, κατόπιν εδραιώνεται η υπόθεση ότι κάθε σύγκρουση ή ένταση, άρα καί η εγκληματική παρεκτροπή (ή κάθε άλλου είδους) παύουν να υπάρχουν στην μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία.
Πρόκειται για την αντίληψη που είχε ο Λένιν για την κομμουνιστική κοινωνία σαν μια συνεκτική και ειρηνεμένη κοινωνία, στην οποία οι νομικοί και οι θεσμικοί έλεγχοι θ’ αφήσουν τη θέση τους στην κοινωνική αυτοπειθαρχία και την αυθόρμητη ευθυγράμμιση όλων των πολιτών στα νέα κυρίαρχα πρότυπα. «Οι άνθρωποι, λυτρωμένοι από την κεφαλαιοκρατική δουλεία, από τις αναρίθμητες φρίκες, τις αγριότητες, τους παρα- λογισμούς και τις ατιμίες της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να τηρούν τους στοιχειώδεις κανόνες συμβίωσης, γνωστούς από αιώνες και που χιλιάδες τώρα χρόνια επαναλαμβάνονται σ’ όλους τους κώδικες, να τους τηρούν δίχως βία, δίχως καταναγκασμό, δίχως υποταγή, δίχως ιδιαίτερο μηχανισμό καταναγκασμού, που λέγεται κράτος»22. Σ’ αυτήν την τέλεια κομμουνιστική κοινωνία και τα «έκτροπα ορισμένων ατόμων» προορίζονται, μακροπρόθεσμα να εξαφανιστούν: αφού «ξέρουμε ότι η ριζική κοινωνική αιτία των εκτρό-
74
πων , που αποτελούν παράβαση των κανόνων συμβίωσης είναι η εκμετάλλευση των μαζών, η φτώχεια και η αθλιότητά τους. Με την απομάκρυνση αυτής της βασικής αιτίας τα έκτροπα θ’ αρχίσουν αναπόφευκτα «ν’ απονεκρώνονται». Δεν ξέρουμε με ποια ταχύτητα και με πόσα στάδια θα γίνεται αυτό, μα ξέρουμε ότι θα απονεκρώνονται. Με την απονέκρωσή τους θα απονε- κρωθεί και το κράτος»23. Βεβαίως θα είναι αναγκαίο «ως την ώρα που θάρθει η «ανώτερη» φάση του κομμουνισμού» να υπάρχει ο «αυστηρότατος έλεγχος από την κοινωνία και από το κράτος πάνω στο μέτρο της εργασίας και στο μέτρο της κατανάλωσης»24. Μόνον που ο έλεγχος θα «εφαρμόζεται όχι από το κράτος των γραφειοκρατών, αλλά από το κράτος των ένοπλων εργατών»·, ένας έλεγχος που προϋποθέτει «τη μετατροπή όλων των πολιτών σε εργάτες και υπάλληλους ενός μεγάλου «συνδικάτου», και συγκεκριμένα: όλου του κράτους»25 καθώς και την «εκπαίδευση και πειθάρχηση εκατομμυρίων εργατών»26.
Άρα «όταν η πλειοψηφία του λαού θ’ αρχίσει να κάνει ανεξάρτητα και παντού αυτή την καταγραφή, αυτό τον έλεγχο στους κεφαλαιοκράτες (που έχουν τώρα μεταβληθεί σε υπαλλήλους) και στους κυρίους διανοούμενους, που διατήρησαν τα κεφαλαιοκρατικά τερτίπια -ο έλεγχος αυτός θα γίνει τότε πραγματικά καθολικός, γενικός, παλλαϊκός, δε θα μπορέσει τότε κανείς να ξεφύγει απ’ αυτόν, «δε θα έχει πού να κρυφτεί».
Όλη η κοινωνία θα είναι ένα γραφείο κι ένα εργοστάσιο με ισότητα δουλιάς και ισότητα πληρωμής».27 Κι αυτό «γιατί όταν όλοι μάθουν να διοικούν και πραγματικά θα διοικούν μόνοι τους την κοινωνική παραγωγή, μόνοι τους θα καταγράφουν και θα ελέγχουν τους χαραμοφάηδες, τ’ αφεντόπουλα, τους απατεώνες και τους παρόμοιους «τηρητές των παραδόσεων του καπιταλισμού»- τότε αναπόφευγα θα γίνει τόσο απίστευτα δύσκολο να ξεφυγεις αυτή την παλλαϊκή καταγραφή και έλεγχο, θα γίνει τόσο σπάνια εξαίρεση, και θα συνοδεύεται ίσως με μια τόσο γρήγορη και σοβαρή τιμωρία (γιατί οι ένοπλοι εργάτες είναι άνθρωποι της πραχτικής ζωής κι όχι συναισθηματικοί διανοούμενοι και είναι ζήτημα αν θα επιτρέψουν να τους κάνουν αστεία) που η ανάγκη να τηρούνται οι απλοί βασικοί κανόνες κάθε ανθρώπινης συμβίωσης θα γίνει πολύ γρήγορα συνήθεια»
75
Η επικράτηση της κομμουνιστικής κοινωνίας, η εξαφάνιση δηλαδή απ’ τη μια του Κράτους και του δικαίου, διότι θα είναι περιττά, κι’ απ’ την άλλη της παρεκτροπής και της σύγκρουσης, διότι θα είναι αδύνατον να υπάρξουν, καταλήγουν έτσι να εξαρτώνται από μια διαδικασία Ηθικής ομογενοποίησης του κοινωνικού σώματος καθώς και κοινωνικοποίησης της καταστολής, διαδικασίες που η δικτατορία του προλεταριάτου έχει το καθήκον ν’ αρχίσει και να συμπληρώσει. Πρόκειται για μια αντίληψη της επανάστασης και του κομμουνισμού που ανανεώνει ριζικά εκείνη του Μαρξ και που την επαναπροτείνει, αναπτύσσοντας την, ο Γκράμσι στα Τετράδια, όπου η μετάβαση στο σοσιαλισμό περιγράφεται σαν μετάβαση προς μια «Ηθική» ή «ρυθμιζόμενη» κοινωνία, που έγινε πια τελείως ομοιογενής χάρις στην προοδευτική προσαρμογή όλων των πολιτών στις αξίες και τις νόρμες της σοσιαλιστικής εξουσίας. Παρόλο που ο Γκράμσι εισάγει την αντίληψη της «ηγεμονίας», αυτός ο εν- νοιολογικός νεωτερισμός φαίνεται λιγότερο να διορθώνει τον οργανικιστικό και ολοκληρωτικοποιητικό χαρακτήρα της αντίληψης του Λένιν της δικτατορίας του προλεταριάτου, και περισσότερο να προσδιορίζει και ν’ αναπτύσσει τις κυρίως Ηθικές και «υπερδομικές» όψεις μιας *γιακωβινίστικης αντίληψης της σοσιαλιστικής εξουσίας. Ο «σύγχρονος Ηγεμόνας» του Γκράμσι είναι το πολιτικό κόμμα, που μετατρέπεται σε «κήρυ- κας και οργανωτής μιας διανοητικής και ηθικής μεταρρύθμισης» που «στην ανάπτυξή της διαταράζει όλο το σύστημα των διανοητικών και ηθικών σχέσεων, διότι η ανάπτυξη της σημαίνει ακριβώς ότι κάθε πράξη γίνεται αντιληπτή σαν ωφέλιμη ή βλαβερή, σαν αρετή ή κακία, μόνον απ’ την στιγμή που θα έχει σαν σημείο αναφοράς τον ίδιο τον σύγχρονο Ηγεμόνα και είναι χρήσιμη για να αυξήσει την εξουσία του ή να την ειιποδίσει».29 Μ’ αυτή την έννοια ο «σύγχρονος Ηγεμόνας» προορίζεται να πάρει «τη θέση, στις συνειδήσεις, της θεότητας ή της κατηγορηματικής προστακτικής»30. Αυτό απαιτεί, κοντά στην εξάσκηση μιας εξουσίας με άμτση καπιταλιστική μορφή, την ικανότητα του ηγεμονικού κόμματος/τάξη να προκαλέσει τριγύρω του μια μαζική συναίνεση, μέχρις ότου να επιτευχθεί η συνολική διαμόρφωση μιας «ρυθμιζόμενης κοινωνίας» ή «Ηθικού Κράτους»31.
76
Πιο ρητά απ’ τον Λένιν (χαι με όρους που δύσκολα θα μπορούσαν να είναι περισσότερο παράφωνοι σε σχέση με τις τοποθετήσεις του Μαρξ και της Ρόζα Λούξεμπουργκ), ο Γκράμσι ξεκινά από μια Ηθικο-παιδαγωγική αντίληψη του δικαίου, που προηγουμένως είχε κάνει την εμφάνισή της ίσως μόνον στον κρατικό παιδαγωγισμό του Φιχτ.
Και φτάνει όχι μόνον να δώσει έμφαση στην κατασταλτική λειτουργία του σοσιαλιστικού ποινικού δικαίου, αλλά και να αποδώσει μια ειδική Ηθική και «εκπολιτιστική» λειτουργία στους ποινικούς μηχανισμούς του Κράτους. Για τον Γκράμσι «Υπάρχει το εκπαιδευτικό και το μορφωτικό καθήκον του Κράτους, που έχει πάντα σκοπό, να δημιουργεί καινούργιους και ανώτερους τύπους πολιτισμού, να προσαρμόσει τον «πολιτισμό» και την ηθικότητα των πιο πλατιών λαϊκών μαζών στις ανάγκες της αδιάκοπης ανάπτυξης του οικονομικού μηχανισμού της παραγωγής, άρα να επεξεργάζεται επίσης και από φυσική άποψη καινούργιους τύπους ανθρώπων»32, βρίσκει στο δίκαιο «το εργαλείο το πιο αποτελεσματικό και καρποφόρο γι’ αυτόν τον σκοπό»33. Ένα κράτος, μ’ αυτήν την έννοια, είναι ένα Κράτος που «τιμωρεί», που δεν περιορίζεται στην «πάλη εναντίον των κοινωνικών κινδύνων», «που πρέπει να νοηθεί σαν «παιδαγωγός» στο βαθμό που τείνει ακριβώς να δημιουργήσει έναν καινούργιο τύπο, ή επίπεδο πολιτισμού»34. Και στο ποινικό επίπεδο το κράτος είναι λοιπόν για τον Γκράμσι «όργανο ορθολογισμού, επιτάχυνσης και τεηλορισμού, ενεργεί σύμφωνα με ένα σχέδιο, συμπιέζει, υποκινεί, παρακινεί και «τιμωρεί» εφόσον, με τους δημιουργη μένους όρους που μέσα σ’ αυτούς είναι «δυνατός ένας ορισμένος τρόπος παραγωγής», η «δράση» ή η εγκληματική παράλειψη», πρέπει να έχουν μια ποινική κύρωση, ηθικής σημασίας, και όχι μόνο μια κρίση γενικής επικινδυνότητας. Το δίκαιο είναι η κατασταλτική και αρνητική πλευρά όλης της θετικής δραστηριότητας για εκπολίτιση που αναπτύσσεται από το κράτος».35 Σε μία τέτοιου είδους αντίληψη του δικαίου θα έπρεπε επίσης να ενσωματωθούν οι «βραβευτικές» δραστηριότητες απέναντι σε άτομα, σε ομάδες, κτλ. βραβεύεται η επαινετή και άξια δραστηριότητα όπως τι μωρείται η εγκληματική δραστηριότητα»36.
Μια αντιεγκληματική πολιτική του εργατικού κινήματος που
77
εμπνέεται απ’ αυτή τη θεωρία της μετάβασης στον σοσιαλισμό, ακόμη κι όταν απορρίπτει τα στρεβλά αποτελέσματά της στους σταλινικούς εκφυλισμούς του λενινισμού, δεν θα έπρεπε να βασίζεται παρά μόνο σε μία γενική θεωρία της παρεκτροπής σαν «κοινωνική παθολογία». Απέναντι στο σχέδιο του ηγεμονικού κόμματος/τάξη, μιας τέλειας ομογενοποιημένης, ειρηνεμένης, συναινετικής κοινωνίας, κάθε μορφή διαφωνίας και παρεκτροπής θα κινδύνευε να πάρει την ριζικά αρνητική μορφή της ανορθολογικής και ανήθικης καταπολέμησης ενός απόλυτου κοινωνικού αγαθού. Και η καταστολή στην καλύτερη των περιπτώσεων θα έπαιρνε την πατερναλιστική και παιδαγωγική (ή θεολογική) χροιά που είχε γενικά στα αυταρχικά καθεστώτα, από την μεσαιωνική θεοκρατία μέχρι τους σύγχρονους ολοκληρωτισμούς. Στην πολιτική υποχρέωση που επιβάλλει να ευθυγραμμιστούν οι συμπεριφορές στις διατάξεις της ποινικής νόρμας, θα προστίθετο για τον αντιφρονούντα πολίτη, η ηθική υποχρέωση της πειθούς και της συνεργασίας με τους καταπιε- στές του. Μια τέτοιου τύπου δικαιοσύνη θα προτιμούσε θεολο- γικά-ποινικά εργαλεία, όπως η ομολογία και η αυτοκατηγορία: θα ήταν δηλαδή μια δικαιοσύνη της οποίας κύρια απασχόληση θ’ αποτελούσε η προώθηση στους κόλπους των παρεκτρεπομέ- νων υποκειμένων, προθέσεων αυτοτιμωρίας, εξιλέωσης και εσωτερικής προσκόλλησης στους κυρίαρχους κονφορμισμούς.
4. Παρ’ όλο που για μας δεν είναι χρήσιμο να προσπαθούμε να επεξεργαστούμε, στην βάση μιας φιλολογικής επανεξέτασης των κλασικών του μαρξισμού, μία «σφαιρική» ή «συνολική» θεωρία της παρεκτροπής και του κοινωνικού ελέγχου, είναι όμως δυνατό ν’ αντλήσουμε απ’ το σύνολο του στοχασμού του Μαρξ, τουλάχιστον τρεις θεμελιώδεις θεωρητικές και μεθοδολογικές κατευθύνσεις. Πρόκειται για κατευθύνσεις απαραίτητες σε μια επιστημονική και πολιτικά γόνιμη προσέγγιση στο πρόβλημα της εγκληματικότητας. Κι αυτό είτε γιατί χωρίς αυτές δεν είναι δυνατή, κατά τη γνώμη μας, η κατανόηση της σύγχρονης εγκληματικότητας στα ιδιαίτερα ιστορικά χαρακτηριστικά της· είτε γιατί αυτές οι κατευθύνσεις μας επιτρέπουν να εντοπίσουμε τις κατευθυντήριες γραμμές μιας «αντιεγκληματι-
78
κής πολιτικής του εργατικού κινήματος» που να είναι αντίθετη και ρναλλακτική σε σχέση με την αστική πολιτική και ταυτο- χρόνως ανεπηρέαστη απ’ τις ιντεγκραλιστικές και αυταρχικές υπαγορεύσεις που είναι παρούσες στην μαρξιστική παράδοση ύστερα απ’ τον Μαρξ.
Η πρώτη απ’ αυτές τις κατευθύνσεις αφορά τις δομικές ρίζες των σύγχρονων διαδικασιών εγκληματογένεσης. Ο ειδικός χαρακτήρας του καπιταλιστικού παραγωγικού συστήματος, όπως διαφαίνεται απ’ την κριτική του Μαρξ εναντίον της αστικής οικονομίας, βρίσκεται στην εξάρτηση των μέσων διατροφής, άρα επιβίωσης, απ’ την ανταλλαγή της εργατικής δύναμης με το κεφάλαιο. Σ’ αυτό το σύστημα επειδή η ανταλλαγή της εργατικής δύναμης καθορίζεται απ’ τους νόμους της αγοράς, δεν υπάρχει για το άτομο -αφού βέβαια εξαιρεθούν οι διορθωτικοί μηχανισμοί που εισήγαγε απ’ τη μια ο σύγχρονος συνδικαλισμός κι απ’ την άλλη οι κορπορατιβίστικες προνοιακές πρακτικές του νεοκαπιταλιστικού Κράτους- καμμιά εγγύηση, ούτε θεσμική, ούτε κοινωνική, ότι θα βρει απασχόληση για την εργατική του δύναμη, άρα θα εξασφαλίσει την διατροφή του. Αντίθετα μάλιστα,.όπως πρόβλεψε με ακρίβεια η θεωρία του Μαρξ για τον εφεδρικό βιομηχανικό στρατό κι όπως αποδεικνύουν οι εμπειρίες των καπιταλιστικών χωρών, και στις πιο προηγμένες εκδοχές τους, η ανεργία είναι ένα δομικό κι όχι συγκυριακό φαινόμενο στην καπιταλιστική οικονομία. Στην οικονομία του κεφαλαίου το ποσοστό ανεργίας τείνει ν’ αλλάξει σε σχέση με την ποσότητα κεφαλαίου που προσφέρει απασχόληση στην εργατική δύναμη καθώς και σε σχέση με τις αλλαγές που σημειώνονται στην τεχνική της παραγωγής. Το ποσοστό όμως αυτό δεν εκμηδενίζεται ποτέ. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού, εν ολίγοις, όχι μόνον δεν εξασφαλίζει την πλήρη απασχόληση, αλλά αντίθετα χαρακτηρίζεται από έναν μηχανισμό χάρις στον οποίο ένας ορισμένος αριθμός μελών της εργατικής τάξης «περιθωριοποιείται» περιοδικά σε σχέση με το παραγωγικό σύστημα, και αφού δεν επανενσωματώνεται εξ’ ολοκλήρου σε μια δεύτερη φάση, μοιραία καταλήγει στις γραμμές του υποπρολεταριά-
Αυτή η θεωρία του Μαρξ επεξηγεί λοιπόν και το φαινόμενο της σύγχρονης κοινωνικής περιθωριοποίησης σαν αναγκαίο
79
(δομικό) κι όχι συγκυριακό αποτέλεσμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Το υποπρολεταριάτο, σαν περιθωριακό στρώμα, είναι μια σύγχρονη κοινωνική διαμόρφωση, όπως και το προλεταριάτο. Γεννιέται μαζί του, με τον καπιταλιστικό μετασχηματισμό του τρόπου παραγωγής, δηλαδή με την απελευθέρωση της εργατικής δύναμης από κάθε νομικό θεσμό και την υποδούλωση της στους νόμους της αγοράς. Και μαζί με τους προλετάριους, οι υποπρολετάριοι αναπαράγονται μόνιμα από ένα παραγωγικό σύστημα που έχει την τάση να αφομοιώνει και να απωθεί, εναλλάξ, απ’ την εργασία περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένα στρώματα της εργατικής τάξης.
Παράλληλα, αυτή η θεωρία είναι σε θέση να ερμηνεύσει τις δομικές βάσεις και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φτώχειας στην αστική κοιν<ονία. Η φτώχεια αυτή, με την συγκεκριμένη έννοια της «απώλειας μέσων που υπάρχουν στην κοινωνία»38, είναι με τη σειρά της ένα σύγχρονο φαινόμενο, οργανικά συν- δεδεμένο με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και με την ίδια τη δομή της αστικής κοινωνίας, σαν κοινωνία που ατομι- κοποιήθηκε απ’ την εμπορευματοποίηση της εργατικής δύναμης. Στην αστική κοινωνία το άτομο απελευθερώθηκε βέβαια απ’ τους δεσμούς της σκλαβιάς κι έγινε αφεντικό της εργατικής του δύναμης, αλλά ακριβώς γι’ αυτό εγκαταλήφθηκε στον εαυτό του, έχασε κάθε κοινωνική προστασία (κοινωνικού, ή δουλοκτητικού ή φεουδαρχικού τύπου) κι αφέθηκε χωρίς καμιά άλλη εγγύηση επιβίωσης εκτός από κείνη την αβέβαιη και προσωρινή που του προσέφερε η αγορά της εργασίας39.
Είναι φανερό λοιπόν, μ’ αυτά τα δεδομένα, πως οι εγκληματικές υποκουλτούρες και πιο γενικά οι «κουλτούρες της φτώχειας» που αναπτύσσονται στα σύγχρονα περιθωριακά στρώματα, δεν αντιπροσωπεύουν αυτόχθονες πολιτιστικές δια- μρφώσεις, αλλά φαινόμενα που συσχετίζονται με τις διαδικασίες περιθωριοποίησης και κοινωνικής αποσύνθεσης που προ- κάλεσε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Με την σειρά της η σύγχρονη εγκληματικότητα (ή, για να πούμε καλύτερα, η «ποινικοποιημένη» ή η «εγκληματικότητα που δεν ξεφεύγει από την δικαιοσύνη») στον βαθμό που είναι ένα περιθωριακό και υποπρολεταριακό φαινόμενο, δεν είναι μια γενική ή ανι- στορική ή φυσική εγκληματικότητα, αλλά είναι κι αυτή μια ει
80
δική εγκληματικότητα, που προσδιορίστηκε και χαρακτηρίστηκε ιστορικά στις γενεσιουργές της διαδικασίες, που είναι τα σύγχρονα, δομικά αίτια, η μοντέρνου τύπου εξαθλίωση. Έτσι λοιπόν μια τέτοιου είδους εγκληματικότητα δεν μπορεί να κα- τανοηθεί με τα σημερινά της χαρακτηριστικά παρά μόνον έχοντας σα βάση ένα θεωρητικό πρότυπο που να επεξηγεί τα υλικά αίτια της και το πρότυπο αυτό δεν μπορεί παρά να είναι η ανάλυση του Μαρξ, που αναφέραμε προηγουμένως, γύρω απ’ την κοινωνική περιθωριοποίηση και την αβεβαιότητα της ζωής και της επιβίωσης που υφίσταται το εργατικό δυναμικό στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Αυτό το θεωρητικό πρότυπο είναι κατά τη γνώμη μας η κύρια επιστημονική συνεισφορά της ανάλυσης του Μαρξ γύρω απ’ την αστική οικονομία για μια υλιστική θεωρία των εγκλη- ματογενεσιακών διαδικασιών. Αυτό το πρότυπο αντιπροσωπεύει ένα αναγκαίο σημείο αναφοράς για να φανερωθούν στις δομικές βάσεις τους, οι μηχανισμοί κοινωνικής διαστρωμάτωσης που δρουν στην αστική κοινωνία, οι παράλληλες διαδικασίες δημιουργίας και ανάπτυξης των υποκουλτουρων, η αντίθεση που εμφανίζεται στα σύγχρονα περιθωριοποιημένα στρώματα μεταξύ της προσωρινότητας των μέσων επιβίωσης και των κυρίαρχων πολιτιστικών πρότυπων και, γενικότερα, όλα εκείνα τα φαινόμενα κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής αποσύνθεσης, καθώς και επανασύνθεσης στο επίπεδο της υπο- κουλτούρας, όπως τα ανέλυσε η σύγχρονη κριτική εγκληματολογία (λειτουργικές θεωρίες, θβωρίες της υποκουλτούρας) σαν προέλευση και τροφοδότηση της τωρινής εγκληματικής παρεκτροπής περιθωριακού τύπου.
θ α μας οδηγούσε όμως, κατά τη γνώμη μας, σε λάθος συμπεράσματα να υιοθετήσουμε αυτό το θεωρητικό σχήμα σαν ικανοποιητικά επεξηγηματικό του συνόλου της εγκληματικής φαινομενολογίας.
Πρώτα απ’ όλα δεν μας (ραίνεται δικαιολογημένη η ταύτιση μεταξύ της περιθωριακής και της υποπρολεταριακής εγκληματικότητας και της σύγχρονης εγκληματικότητας tout court: μια τέτοιου είδους διατύπωση (παντελώς ευθυγραμισμένη εξ άλλου με την αστικο-αντιδραστική ιδεολογία της εγκληματικότητας, προς την οποία το εργατικό κίνημα υπήρξε για ένα μεγάλο χρο
6 81
νικό διάστημα υποτελές), αντιπροσωπεύει κατά τη γνώμη μας, μιαν αυθαίρετη θεωρητική απλοποίηση, που καθιστά ανεξήγητο ένα μεγάλο μέρος των σημερινών εγκληματικών φαινομένων. Ό χι μόνον την λεγόμενη εγκληματικότητα των λευκών κολάρων, αλλά και την μαφιόζικη, την φασιστική εγκληματικότητα, την οργανωμένη εγκληματικότητα μεγάλων διαστάσεων. Δεύτερο, το σχήμα του Μαρξ που περιγράψαμε προηγουμένως, παρ’ όλο που είναι απαραίτητο για να ταυτιστούν τα δομικά αίτια και ο ιστορικά διαμορφωμένος χαρακτήρας του σύγχρονου κοινωνικού περιθωρίου, καθώς και των φαινομένων παρεκτροπής που αυτό παράγει, δεν είναι όμως αρκετό για να ερμηνεύσει από μόνο του τα ειδικότερα «υπερδομικά» χαρακτηριστικά του περιθώριου αυτού. Οι συνθήκες ζωής των σύγχρονων περιθωριακών στρωμάτων, η πολιτικο-ιδεολογική τοποθέτησή τους, η ποικιλία και ο διαφορετικός βαθμός αυθεντικότητας των διάφορων υποκουλτούρων που σ’ αυτά αναπτύσσονται οι εσωτερικές τους δυναμικές, καθώς και εκείνες των σχέσεων τους με την κυρίαρχη κουλτούρα, όλα αυτά αποτελούν μια πραγματικότητα πολύ πιο πολύπλοκη και ευέλικτη απ’ ότι μπορεί να φανερώσει μια καθαρά δομική ανάλυση. Που, ακριβώς γιατί είναι καθαρά δομική, δεν μπορεί παρά να αμελήσει την μεγάλη ποικιλία κοινωνιολογικών, πολιτικών, ψυχολογικών και πολιτιστικών παραγόντων που βρίσκονται στη βάση της ίδιας της εγκληματικής παρεκτροπής περιθωριακού και υποπρολεταριακού τύπου40. Σ’ αυτό δεν βοηθούν οι κατηγορίες της κριτικής που έκανε ο Μαρξ στην αστική οικονομία -αφηρημένη εργασία, υπεραξία ποσοστό κέρδους κλπ., αλλά ούτε προλεταριάτο, υποπρολεταριάτο και βιομηχανικός εφεδρικός στρατός- αλλά απαιτούνται ειδικές εμπειρικές έρευνες που πρέπει να καθοδηγούνται από θεωρητικές κατηγορίες και διαφοροποιημένα εργαλεία ανάλυσης, πράγματα που μπορούν να τα προσφέρουν μόνον η πολιτιστική ανθρωπολογία, η ψυχολογία της παρεκτρεπομένης και εγκληματοειδούς συμπεριφοράς και πιο γενικά μια κοινωνιολογία της εγκληματικής συμπεριφοράς.
5 . Η δεύτερη κατεύθυνση που κατά τη γνώμη μας πηγάζει
82
απ’ τον στοχασμό του Μαρξ αφορά τον ειδικό χαρακτήρα του σύγχρονου προτσές εγκληματογένεσης. Η κατεύθυνση αυτή μπορεί να εντοπιστεί, κατά τη γνώμη μας, στην υλιστική κριτική, που πολλές φορές συναντούμε στα συγγράμματα του Μαρξ, εναντίον των χριστιανικών και αστικών προλήψεων περί ελευθερίας και ατομικής ευθύνης, που αποτελούν εξ άλλου τις βάσεις της σύγχρονης ποινικολογικής θεωρίας της ενοχής σαν «συνείδηση και βούληση» του εγκλήματος. Πιο άμεσα, το δίδαγμα αυτό έχουμε την εντύπωση ότι μας υποβάλλεται από εκείνα τα σημεία όπου ο Μαρξ κατακρίνει την παρουσίαση του εγκληματία σαν «ελεύθερο και αυτοκαθοριζόμενο άτομο»41 καθώς και την θεολογική αντίληψη της ποινής σαν διορθωτικό όργανο αντιεγκληματικής θεραπείας42.
Αυτά τα δύο αλληλοσυνδεόμενα ιδεολογικά αξιώματα στηρίζουν ένα πρότυπο εγκληματοποίησης που αποδίδει ευθύνες και ενοχές στα μεμονομένα άτομα, και τις αφαιρεί από την κοινωνία. Το αποτέλεσμα είναι ότι αποδίδεται σε «ηθικούς» παράγοντες ή στην καθολοκλήρου ατομική (και γΓ αυτό εξαιρετική και παθολογική) παρεκτροπή, η «υπαιτιότητα» και η «ευθύνη» κακών που συχνά είναι «δομικά» και κοινωνικά. Η προσπάθεια αυτή εμπνέεται από τον Ηθικο-χριστιανικό νομικό μορα- λισμό και από τον ατομικό ενοχισμό*, σε αντίθεση εξ άλλου, με την αρχή του Διαφωτισμού που επιβάλλει τον διαχωρισμό μεταξύ του ποινικού δικαίου και της ηθικής. Το «έγκλημα», σύμφωνα με αυτό το πρότυπο, είναι πάντα «αμάρτημα» ή τουλάχιστον «παρεκτροπή», σε καθεστώς ελεύθερης βούλησης, δηλαδή ατομικής ελευθερίας. Κι αντίστροφα, «αμάρτημα» είναι μόνον το «έγκλημα» , νομιμοποιώντας με αυτόν τον τρόπο όλες τις καταπατήσεις δικαιωμάτων και τις βίες που δεν προβλέπονται απ’ τον ποινικό κώδικα (της μη-παρεκτρεπόμενης κοινωνίας, σε αντίθεση με τα παρεκτρεπόμενα άτομα). Ή, ακόμη χειρότερα, «αμάρτημα» είναι ντε φάκτο μόνο αυτό που γίνεται αντικείμενο δίκης και δημόσιας ενοχοποίησης και, ακόμη περισσότερο, τιμωρίας. Μεταξύ των τριών φάσεων της διαδικασίας εγκληματοποίησης -η επιλογή και η κανονιστική πρόβλεψη των μορφών εγκλήματος, η ποινική δίκη και η έκτιση της ποινής-
Ένοχισμός = colpevolismo (Σ.τ.Μ.).
83
δεν υπάρχει ταύτιση. Δεν διώκονται όλα τα προβλεπόμενα εγκλήματα. Κι ούτε όλα τα εγκλήματα που διώκονται τιμωρούνται. Υπάρχει απ' τη μια, όπως τώρα πια αποδέχτηκε χωρίς αμφισβήτηση η σύγχρονη εγκληματολογία43, ένας τεράστιος «σκοτεινός αριθμός» εγκλημάτων που δεν επιβεβαιώθηκαν, που δεν φτάνουν ούτε καν στα πρόθυρα της ποινικής μήνυσης και μεγάλο μέρος των οποίων αποτελείται απ’ την λεγάμενη εγκληματικότητα των λευκών κολάρων (διαφθορά, κατάχρηση δημοσίου χρήματος, ιδιωτικά συμφέροντα κατά την διάρκεια των υπηρεσιακών καθηκόντων, πλαστογραφίες, οικονομικά, χρηματιστηριακά και φορολογικά εγκλήματα κλπ.).
Απ’ την άλλη γι' αυτά τα εγκλήματα, ακόμη κι όταν γίνεται η καταγγελία, υπάρχει μια ιδιόμορφη παθητικότητα και αναποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης σ’ ότι αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία και την καταδίκη, καθώς και μια τάση των τελεστών τους να ξεφύγουν απ’ την ποινή (αργοπορίες στη δίκη εξ αιτίας των πολύπλοκων αναζητήσεων που απαιτεί η παρουσίαση των αποδεικτικών στοιχείων καθώς και εξ αιτίας των αναβολών που επιβάλλει μια επιθετικότατη υπεράσπιση· συχνά παραγράφονται· συχνά οι κατηγορούμενοι φυγοδικούν· μια υπερβολική τέλος γενναιοδωρία στην παραχώρηση ελαφρυντικών πριν και μετά την καταδίκη: αναφέρουμε για παράδειγμα, εκτός απ’ τα εγκλήματα που προαναφέραμε, τις «λευκές δολοφονίες», τις κακουχίες εξαιτίας ατυχημάτων κατά την διάρκεια της εργασίας, τις επαγγελματικές ασθένειες που οφείλονται στο ότι δεν τηρούνται οι κανόνες υγιεινής, την ρύπανση, τις νοθεύσεις τροφίμων, κλπ.).
Το προτσές εγκληματοποίησης Ηθικού και ατομικοποιημέ- νου τύπου, που είναι ίδιον του αστικού ποινικού δικαίου, αναπτύσσεται έτσι μέχρι να τελειοποιηθεί, μόνον όμως σ’ ότι αφορά ένα περιορισμένο ποσοστό παρεκτρεπομένων, που κοινωνιολογικά χαρακτηρίζονται απ’ το γεγονός ότι ανήκουν στις υποτελείς τάξεις. Ενώ αντίθετα αποδυναμώνεται σε σχέση με την εγκληματικότητα της εξουσίας και γενικότερα των λευκών κολάρων. Αυτό εξηγεί τον κυρίως προλεταριακό και υποπρο- λεταριακό χαρακτήρα της εγκληματικότητας όπως την περιγράφουν οι δικαστικές στατιστικές.44
Εξηγεί επίσης την μικροαστική ιδεολογία που απονέμει μια
84
«τάση προς το έγκλημα» στα υποτελή στρώματα, καθώς και τον αντιλαϊκό χαρακτήρα που έχει συνήθως η κινδυνολογία γύρω απ’ το πρόβλημα της εγκληματικότητας. Όλα αυτά τα φαινόμενα δεν εξαρτώνται μόνον απ’ τον ταξικό χαρακτήρα της ιεραρχίας αγαθών που προστατεύει ο ποινικός κώδικας, αλλά και απ’ το γεγονός ότι ο ίδιος αυτός κώδικας, εξ αιτίας της αποδυνάμωσης του προτσές εγκληματοποίησης σε σχέση με την μη προλεταριακή και υποπρολεταριακή εγκληματικότητα, παραμένει ως προς ένα μεγάλο μέρος του ένας απλός ιδεολογικός πίνακας. Το επακόλουθο είναι μια υπογράμμιση, σε σχέση με τις ίδιες τις κανονιστικές προϋποθέσεις του, της αστικής λειτουργίας της ποινικής καταστολής σαν ένας Ηθικός μηχανισμός ενοχοποίησης και ιδεολογικής ενίσχυσης της υπάρχουσας τάξης. Δηλαδή, απ’ την μια, οριστικοποιόύνται δικαστικά σαν θετική ηθικότητα, στα πλαίσια του πίνακα αγαθών και αξιών που καθρεφτίζει ο κώδικας, τα αγαθά και οι αξίες που πλήττονται μόνον απ’ την παρεκτροπή που δικάζεται και καταδικάζεται (κυρίως οι αξίες του ιδιοκτήτη, της δημόσιας τάξης, της αίγλης των θεσμών και των αρχών κλπ.)· απ’ την άλλη νομιμοποιούνται σαν μη παρεκτρεπόμενες, εκτός απ’ τις μη αντινομι- κές βλάβες, κι εκείνες που δεν διώκονται και δεν τιμωρούνται.
6. Η τρίτη κατεύθυνση του Μαρξ αφορά τον «αντικοινωνικό» χαρακτήρα της σύγχρονης εγκληματικής παρεκτροπής, καθώς και το εναλλακτικό πρότυπο κοινωνικότητας που προδιαγράφεται για τη σοσιαλιστική κοινωνία. Το δίδαγμα αυτό κατά τη γνώμη μας διαφαίνεται πολύ καλά σ’ εκείνα τα χωρία της Αγίας Οικογένειας, όπου ο Μαρξ , αφού τάχτηκε εναντίον του χριστιανο-αστικού φετιχισμού που αντιλαμβάνεται το υποκείμενο με τους όρους της ελευθερίας και της ηθικής ευθύνης, εντοπίζει τις ρίζες της εγκληματικότητας, όχι στον αντικοινωνικό χαρακτήρα των ατομικών συνειδήσεων και βουλήσεων, αλλά στον αντικοινωνικό και «απάνθρωπο» χαρακτήρα της καπιταλιστικής κοινωνίας: «Αν αρχή κάθε ηθικής είναι το καλώς νοούμενο συμφέρο, τότε πρέπει το ατομικό συμφέρο του ανθρώπου να συμπέφτει με το ανθρώπινο συμφέρο. Αν ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος από υλική άποψη, δηλαδή ελεύθερος
85
να αποφύγει αυτό ή εκείνο μέσω της αρνητικής δύναμης, αλλά όχι ελεύθερος να προβάλλει με τη θετική δύναμη την αληθινή, ατομικότητά του, τότε δεν είναι σκόπιμο ούτε λογικό να τιμωρείται το έγκλημα στα άτομα, αλλά πρέπει να καταστραφούν οι αντικοινωνικές εστίες του εγκλήματος και να δοθεί στον καθέ- ναν ο απαραίτητος κοινωνικός χώρος για τις ουσιαστικές εκδηλώσεις της ζωής του. Αν ο άνθρωπος διαμορφώνεται από τις συνθήκες τότε να διαμορφωθούν οι συνθήκες ανθρώπινα».45
Μια «υλιστική» διατύπωση τέτοιου τύπου, ενώ έμμεσα υποβάλλει μιαν εμπειρικο-αναλυτική προσέγγιση στην επεξεργασία μιας σύγχρονης επιστήμης της παρεκτροπής που πρέπει να εννοηθεί σαν κοινωνιολογία της εγκληματικής συμπεριφοράς, ταυτόχρονα αντιτίθεται στον Ηθικισμό και στον οργανικισμό της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας της μετάβασης, που εμ- πνέεται απ’ την προοπτική της απονέκρωσης του Κράτους και του δικαίου. Σ’ αυτό το νεανικό κείμενο, όπως και σε πολυάριθμα χωρία του έργου του όψιμου Μαρξ, η περιγραφή της κομμουνιστικής κοινωνίας, παρ’ όλη την υπόθεση του ξεπεράσματος της δομικής ανταγωνιστικότητας, δεν φαίνεται να εμ- πνέεται από ένα Ηθικο-πολιτικό πρότυπο οργανικίστικου τύπου ή από μια κοινωνιολογία της ενσωμάτωσης και της κοινωνικής συγκατάθεσης. Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού είναι η συλλογική διάπλαση ενός κοινωνικού χώρου όπου ο καθένας να μπορεί να θέσει ελεύθερα σε ισχύ διά μέσου μιας «ελεύθερης κι επιστημονικής» εργασίας, την ατομικότητά του. Αυτό φαίνεται να αποκλείει κάθε παιδαγωγική προοπτική καταπιεστικής παρέμβασης πάνω στο κάθε παρεκτρεπόμενο υποκείμενο, ατομικά υπεύθυνο των πράξεών του, ενώ φαίνεται αντίθετα να υπογραμμίζει την αναγκαιότητα των παρεμβάσεων στις «περιστάσεις», δηλαδή στο κοινωνικό περιβάλλον και στις οικονομικές δομές που δεσμεύουν, από «υλική» άποψη, την ελευθερία των υποκείμενων, εννοούμενων όχι βέβαια σαν μεταφυσικές οντότητες, αλλά σαν σύνθεση κοινωνικών σχέσεων. Σ’ αυτή την προοπτική ο σοσιαλισμός είναι η οργανωτική δομή που διευκολύνει, σε μια δημιουργική και «παγκόσμια ανταλλαγή», την ανάπτυξη «των αναγκών,των ικανοτήτων, των ηδονών και των παραγωγικών ενεργειών του ατόμου»46. Βρισκόμαστε στους αντίποδες της οργανικίστικης αντίληψης του ανθρώπου και της
κοινωνίας. Βρισκόμαστε ενώπιον μιας ολοκληρωτικής ρήξης είτε με την παραδοσιακή χριστιανική αντίληψη της ενοχής και της τιμωρίας είτε με τις κανονιστικές και Ηθικιστικές θεωρίες που συνδέονται έμμεσα ή άμεσα με την προηγούμενη, στις καπιταλιστικές όπως και στις «σοσιαλιστικές» χώρες.
Σ’ αυτήν την υλιστική προοπτική γίνεται φανερό ότι μια θεωρητικη έρευνα που έχει την πρόθεση να διατυπώσει ορισμένους παράμετρους εγκληματικής πολιτικής σε μια σοσιαλιστική προοπτική, δεν μπορεί παρά να προτείνει να ξεπεραστεί το αστικό σύστημα και τα ποινικά ιδρύματα, εφ’ όσον βασίζονται στην χριστιανική αντίληψη της ελευθερίας, της ενοχής, της τιμωρίας. Η θεμελιώδης ιδεολογική προϋπόθεση της αστικής κοινωνίας και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι μια αντίληψη της ελευθερίας σαν ελευθερία επιλογής κι όχι μια ελευθερία προσχώρησης, μια ελευθερία-συμμετοχή. Σ’ αυτού του είδους την αρνητική ελευθερία αντιστοιχεί η «κυριαρχία των αντικειμενικών σχέσεων πάνω στα άτομα, το πνίξιμο της ατομικότητας από μέρους του τυχαίου», «η περίληψη των ατομικών σχέσεων στις γενικές ταξικές σχέσεις»47.
Απ’ την μια λοιπόν, η σχέση μισθωτής εργασίας υποβαθμίζει την «ελευθερία της εργασίας» στην απλή δυνατότητα των παραγωγών να παράσχουν ή όχι την εργατική δύναμη σε αντάλλαγμα ενός μεριδίου κεφαλαίου, κι αυτό πάντα με το τίμημα του ολοκληρωτικού αποκλεισμού τους απ’ την διαχείριση της κοινωνικής παραγωγής καθώς και από κάθε δυνατότητα αυτο- δημιουργίας διά μέσου της εργασίας. Απ’ την άλλη το γραφειο- κρατικό-αντιπροσωπευτικό σύστημα αναγνωρίζει στον πολίτη την δυνατότητα να εξασκεί, διά μέσου της ψήφου, μια χειρονομία τυπικής κυριαρχίας που την ίδια στιγμή τον αποκλείει από κάθε άμεση συμμετοχή στην εξάσκηση των γενικών κοινωνικών λειτουργιών.
Η εμπορευματοποίηση της εργατικής δύναμης και η υποδούλωση της στην αντικειμενικότητα των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, η ατομικιστική μοριοποίηση της αστικής κοινωνίας χαι η διχοτόμηση των πολιτών στην διπλοπρόσωπη μορφή του ιδιοκτήτη της εργατικής του δύναμης και του υποκείμενου μιας απλής εξουσίας πολιτικής εξουσιοδότησης, είναι έτσι διάφοροι παράγοντες της αποκοινωνιχοποίησης του ατό
87
μου καθώς και της ανάπτυξης των «αντικοινωνικών χώρων γέννησης του εγκλήματος». Αν λοιπόν αποδεχθούμε την θεωρία του Μαρξ σύμφωνα με την οποία η κύρια ρίζα του εγκλήματος πρέπει να εντοπιστεί στην έλλειψη ενός «κοινωνικού χώρου» που να εγγυάται στον καθένα την εξάσκηση μιας μη τυπικής ελευθερίας, τότε γίνεται φανερό ότι η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, το ξεπέρασμα της μισθωτής εργασίας και η κοινωνική επανασύνθεση της διαιρεμένης εργασίας, που είναι ο άξονες κάθε σχέδιου επαναστατικού μετασχηματισμού της αστικής κοινωνίας που να του αξίζει το επίθετο σοσιαλιστικός, μπορούν επίσης να εννοηθούν και σαν στοιχεία μιας στρατηγικής θεωρίας εναντίον του εγκλήματος. Αν ο «τόπος γέννησης» του εγκλήματος δεν είναι η συνείδηση ή η βούληση των ατομικών υποκείμενων, αλλά μια οργάνωση των «κοινωνικών χώρων» που δεν επιτρέπει την εξάσκηση της ελευθερίας (εννοούμενης σαν αυτοδημιουργία του υποκείμενου), τότε ο σοσιαλισμός σαν μετάβαση προς μια λιγότερο επιλεκτική, λιγό- τερο ιεραρχική και λιγότερο γραφειοκρατική κοινωνία, είναι επίσης και μια μετάβαση προς κοινωνικές διαμορφώσεις που να περιθωριοποιούν και να στιγματίζουν λιγότερο, δηλαδή λι- γότερο εγκληματογενείς. Ο σοσιαλισμός είναι μ’ αυτή την έννοια το σχέδιο μιας κοινωνίας στην οποία η «καταστροφή» των «αντικοινωνικών τόπων γέννησης του εγκλήματος» -μεταξύ των οποίων πρέπει κύρια να συμπεριληφθεί η φυλακή- είναι το αποτέλεσμα της ίδιας της δομής της. Απ’ αυτή την άποψη μια λιγότερο εγκληματική κοινωνία είναι, παράδοξα, όχι μια λιγό- τερο ηθική κοινωνία, αλλά μια κοινωνία που απελευθερώθηκε απ’ την χριστιανο-αστική Ηθική: είναι μια κοινωνία χωρίς ηθιχή διότι η κατηγορία της ηθικής εμπραγματώθηκε υλιστικά στην συλλογική οργάνωση των συμφερόντων και των ελευθεριών.48
7. Οι τρεις θεωρητικές κατευθύνσεις με τις οποίες ασχοληθήκαμε παραμένουν όμως διατυπώσεις αρχών, πολύ γενικές και αφηρημένες. Είναι χρήσιμες όμως για να ρίξουν φως στον κοινωνικό χαρακτήρα της «ποινικής ευθύνης» και την επακόλουθη αναγκαιότητα μιας συνολικής κοινωνικοποίησης της
ποινικής μεταχείρισης. Οι τρεις αυτές κατευθύνσεις προσφέρουν την απαραίτητη θεωρητική βάση για μια επιστημονική εγκληματολογία που να στηρίζεται σε υλιστικά θεμέλια και που να είναι συγχρόνως ικανή να εκμεταλλευτεί γόνιμα τα αποτελέσματα των αναλύσεων της σύγχρονης εγκληματολογικής έρευνας, απ’ το labelling approach μέχρι τις φανξιολιστικές θεωρίες της ανομίας, απ’ τις έρευνες γύρω απ’ τις εγκληματικές υπο- κουλτούρες μέχρι τις ψυχαναλυτικές μελέτες γύρω απ’ την εγκληματικότητα και την τιμωρία. Και συνάμα μας επιτρέπουν να προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε μια, ας είναι σχηματική, απάντηση στη δεύτερη ερώτηση που θέσαμε στην αρχή και που αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές μιας εγκληματικής πολιτικής στην προοπτική του σοσιαλισμού.
Οι στρατηγικές υποθέσεις για μια εγκληματική πολιτική που μπορούμε μέχρι στιγμής να αντλήσουμε είναι κυρίως τέσσερις. Οι πρώτες δύο αφορούν μια πολιτική πρόληψης του εγκλήματος- οι άλλες δυο αφορούν τους τρόπους αντιμετώπισης της εγκληματικής παρεκτροπής.
Η πρώτη υπόθεση συσχετίζεται με την δομική βάση της εγκληματικής παρεκτροπής περιθωριακού και υποπρολεταρια- κού τύπου και συνίσταται στην εγκαθίδρυση κοινωνικών εγγυήσεων για τη ζωή ικανών να εμποδίσουν την κοινωνική περιθωριοποίηση της εργατικής δύναμης και τα φαινόμενα αποκοι- νωνικοποίησης και πολιτιστικής αποσύνθεσης που αυτή προ- καλεί. Αν είναι αλήθεια, όπως προσπαθήσαμε ν’ αποδείξουμε, ότι στην σύγχρονη κοινωνία η εγκληματοποιημένη παρεκτροπή έχει τις δομικές ρίζες της στην προσωρινότητα της ζωής, που οφείλεται στο σύμπλεγμα μεταξύ μισθωτής εργασίας και μέσων διατροφής, στην εγκατάλειψη της εργατικής δύναμης στους μηχανισμούς περιθωριοποίησης της αγοράς και στην επακόλουθη αβεβαιότητα της επαγγελματικής απασχόλησης, το πρώτο και αποφασιστικότερο όργανο μιας εγκληματικής πολιτικής του εργατικού κινήματος συνίσταται στους ριζικούς μετασχηματισμούς της παραγωγικής δομής, ώστε να εξασφαλιστεί σε όλα τα υποκείμενα, ξεπερνώντας την εμπορευματοποίηση της εργατικής δύναμης και την εγκατάλειψη της στις ανεξέλεγκτες δυναμικές της αγοράς, κοινωνικές εγγυήσεις ζωής και επιβίωσης Όλα αυτά σημαίνουν ότι πρέπει να «καταστραφούν», κοντ(
στα παραπάνω φαινόμενα κοινωνικής περιθωριοποίησης του υποπρολεταριάτου και ανάπτυξης των υποκουλτούρων, εκείνοι οι κυριότεροι «αντικοινωνικοί παράγοντες γέννησης του εγκλήματος»: οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις, η κυριαρχία τους πάνω στα άτομα και η περίληψη κάτω απ' αυτές των προσωπικών σχέσεων, η αγορά της εργασίας και ο επακόλουθος αντικοινωνικός χαρακτήρας των τωρινών συνθηκών ζωής και εργασίας.
Είναι φανερό ότι με μια τέτοια διατύπωση η στρατηγική αυτή υπόθεση ταυτίζεται με το σχέδιο επαναστατικού μετασχηματισμού προς τον σοσιαλισμό του καπιταλιστικού παραγωγικού συστήματος. Αλλά είναι επίσης φανερό ότι μια τέτοιου είδους υπόθεση μπορεί να επιδιωχθεί ήδη στην αστική κοινωνία διά μέσου μιας πολιτικής του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος που να στοχεύει στην πραγματοποίηση και στην εξασφάλιση της πλήρους απασχόλησης της εργατικής δύναμης. Πολιτική κι αγώνας για την απασχόληση και σοσιαλιστική πολιτική για την πρόληψη του εγκλήματος είναι μ’ αυτή την έννοια το ίδιο πράγμα: μια πολιτική δηλαδή αυτοπροστασίας των εργαζομένων εναντίον της αβεβαιότητας των προοπτικών διατροφής και επιβίωσης που είναι οργανικά συνδεδεμένη με την καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας. Η κοινή προϋπόθεση τους είναι μια στρατηγική που να φορτιστεί με τα συμφέροντα των περιθωριακών και υποπρολεταριακών στρωμάτων, διότι είναι το ένα και το αυτό με τα συμφέροντα του προλεταριάτου και η υπεράσπισή τους αναδεικνύεται σαν στόχος, όχι επικουρικός αλλά κεντρικός, ενός πολιτικού και κοινωνικού αγώνα.
Η πρόσφατη ανάπτυξη της εγκληματικότητας στην Ιταλία είναι απ’ αυτή την άποψη παραδειγματική. Η προσωρινότητα και η αβεβαιότητα των προοπτικών κοινωνικής απασχόλησης έγιναν σήμερα, στην σημερινή φάση οικονομικής κρίσης, μια συνθήκη ζωής όλο και ευρύτερων τομέων του πληθυσμού. Αυτή η συνθήκη αφορά τώρα πια όχι μόνον το προλεταριάτο και το υποπρολεταριάτο, αλλά και τα μεσαία στρώματα, την αστική τάξη που ασχολείται με διανοητικές εργασίες ή τον τριτογε- νή τομέα, που πλήττονται (κυρίως οι πιο νέοι) από αυξάνοντα φαινόμενα ανεργίας διανοουμένων, προσωρινής απασχόλησης, υποαπασχόλησης. Απ’ αυτή την άποψη το πιο οφθαλμοφανές
90
φαινόμενο είναι η νεανική ανεργία και πιο γενικά η απουσία σίγουρων προοπτικών εργασίας και κοινωνικής ενσωμάτωσης για τους νέους. Το αποτέλεσμα είναι μια ογκώδης εξάπλωση των περιφερειακών στρωμάτων -υποπρολεταριάτο και υπο- μπουρζουαζία- και των συσχετιζόμενων υποκουλτούρων τους, κυρίως νεανικών. Χαρακτηριστικό σημάδι του φαινόμενου αυτού είναι η αύξηση ορισμένων εγκλημάτων (κλοπές, ένοπλες ληστείες και πιο γενικά εγκλήματα εναντίον της ιδιοκτησίας)49 και το αυξανόμενο ποσοστό εγκληματικότητας μεταξύ των νέων.50 Εναντίον αυτών των φαινόμενων παρεκτροπής είναι εντελώς παράλογες οι κατασταλτικές θεραπείες ή οι νομοθετικές πρωτοβουλίες υπέρ της δημόσιας τάξης: λογικό είναι μόνον το ξεπέρασμα της τωρινής τάξης πραγμάτων και των αποκοι- νωνικοποιητικών μηχανισμών της.
8. Η δεύτερη στρατηγική υπόθεση αφορά τους υπερδομι- κούς παράγοντες υποκειμενικού και πολιτιστικού τύπου που ενεργούν στις γενεσιουργές διαδικασίες της περιθωριακής εγκληματικότητας. Ήδη είδαμε πως η διαμόρφωση και η ανάπτυξη των εγκληματικών υποκουλτοΰρων είναι συνδεδεμένες με εκείνη την κοινωνική αποσύνθεση που στην καπιταλιστική κοινωνία συνοδεύει τις διαδικασίες περιθωριοποίησης της εργατικής δύναμης. Σε πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο, αυτή η αποσύνθεση μπορεί να ξεπεραστεί μόνον με την ανάπτυξη της οργάνωσης των υποτελών τάξεων. Μια οργάνωση ικανή να αν- τιταχθεί σαν εναλλακτική κοινωνική συνένωση, στους μηχανισμούς αποκοινωνικοποίησης και εξατομισμού που δρουν στα εσωτερικά της αστικής κοινωνίας και, γι’ αυτό ακριβώς , ικανή να καλύψει με νέες κοινωνικές μορφές ανταγωνιστικού περιε- χόμενου τις ελλείψεις κοινωνικότητας που οι μηχανισμοί αυτοί δημιουργούν. Σ’ αυτή την προοπτική το κύριο εργαλείο μιας εγκληματικής πολιτικής του εργατικού κινήματος είναι η πολιτικοποίηση και η επαναστατική ενεργοποίηση, η πολιτική οργάνωση, η ανάπτυξη και η ενίσχυση της ταξικής συνείδησης και αλληλεγγύης.51 Μόνον μια τέτοιου είδους δράση μπορεί να είναι σε θέση να προωθήσει την χειραφέτηση των υποκουλτού- ρων μετατρέποντάς τες σε κουλτούρες εναλλακτικές σε σχέση
91
με τα κυρίαρχα πρότυπα, να ξεπεράσει την ατομικοποίηση και την διασπορά των περιθωριακών στρωμάτων, να μετατρέψει το νεωτεριστικό, ατομικό και ωχαδελφικό εξεγερσιακό πνεύμα σε κοινωνικό ανταγωνισμό και πολιτική πάλη.
Οι στατιστικές αναφέρουν ότι το επίπεδο της εγκληματικότητας στην Ιταλία είναι κατά πολύ χαμηλότερο από εκείνο των άλλων χωρών όψιμου καπιταλισμού52. Αυτό εξηγείται, κατά την γνώμη μας, χάρις σ’ αυτόν τον κύριο λόγο: στην ύπαρξη δηλαδή στη χώρα μας ενός εργατικού κινήματος πιο αγωνιστικού, εφοδιασμένου μ’ ένα πιο υψηλό επίπεδο ταξικής συνείδησης και φορέας μιας προοπτικής σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Αυτή η προοπτική, συνοδευόμενη από μια πιο έντονη πολιτικοποίηση του ιταλικού κοινωνικού ιστού, αντιπροσώπευσε κατά τη γνώμη μας, τον κύριο φραγμό εναντίον της εγκληματικότητας, το πιο αποτελεσματικό αντίδοτο εναντίον εκείνης της κοινωνικής και ιδεολογικής αποσύνθεσης στην οποία είναι εκτεθειμένες οι υποπρολεταριακές και οι υποαστι- κές μάζες, το πιο σίγουρο μέσο αποτροπής εναντίον του ατομικού εξεγερσιακού πνεύματος και της απεγνωσμένης και ανορ- θολογικής φυγής στην εγκληματική παρεκτροπή. Να διατηρήσουν ζωντανή κι επίκαιρη αυτή την προοπτική, με την λαϊκή κινητοποίηση και την ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων, θα έπρεπε να αποτελεί ιστορικό καθήκον των πολιτικών κομμάτων της εργατικής τάξης. Μ’ αυτή την έννοια αντιεγκληματική πολιτική του εργατικού κινήματος δεν είναι άλλο παρά το πρόγραμμα και η δράση του επαναστατικού αγώνα.
Πρώτη προϋπόθεση για όλα αυτά είναι να ενοποιηθούν πολιτικά το προλεταριάτο και το υποπρολεταριάτο καθώς και να εγκαταληφθεί από μέρους του εργατικού κινήματος, η παραδοσιακή ηθικολογική και δύσπιστη στάση απέναντι στα περιθωριακά στρώματα. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η πιο ευρεία αυτονομία των κοινωνικών υποκείμενων και η πιο εκτεταμένη πολιτική ελευθερία. Μόνο μια απεριόριστη πολιτική ελευθερία, και η συγκεκριμένη πρακτική αυτής της ελευθερίας στους κοινωνικούς αγώνες, μπορεί να εξασφαλίσει την συμμετοχή των υποτελών τάξεων στην πολιτική ζωή, την διανοητική ωρί- μανση τους σαν πολιτών, το ξεπέρασμα της πολιτικής αλλοτρίωσης και της πολιτιστικής υπανάπτυξης, στις οποίες κατα
92
δικάστηκαν απ’ τους μηχανισμούς της αστικής κοινωνίας53. Απ’ αυτή την άποψη, μια σοσιαλιστική εγκληματική πολιτική θα έπρεπε να είναι ακριβώς το αντίθετο της αστικής εγκληματικής πολιτικής, μια πολιτική που να χαρακτηρίζεται από μια ελευθεριακή κι όχι καταπιεστική, όχι περιθωριοποιητική αλλά κοινωνικοποιητική, όχι τρομοκρατική και ενοχοποιητική, αλλά προβιβαστική και στο τέλος απελευθερωτική τάση.
9. Έτσι όπως μια αντιεγκληματική πολιτική προληπτικού τύπου του εργατικού κινήματος πρέπει να έχει σαν σκοπό την κοινωνικοποίηση των «αντικοινωνικών τόπων γ)έννησης του εγκλήματος» -είτε καταστρέφοντας τους σε δομικό επίπεδο είτε οργανώνοντας και χειραφετώντας τους σε πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο-, έτσι και μια σοσιαλιστική πολιτική παρέμβασης γύρω απ’ το πρόβλημα της εγκληματικής παρεκτροπής πρέπει να είναι μια πολιτική που να σκοπεύει στην κοινωνικοποίηση κάθε δυνατής ποινικής μεταχείρισης.
Η πρώτη στρατηγική υπόθεση σ’ αυτή την κατεύθυνση έχει αρνητικό χαρακτήρα. Συνίσταται στο να ξεπεραστεί η χριστιανική και αστική ιδεολογία της ενοχής και της ατομικής ευθύνης που, όπως ήδη αναφέραμε, βρίσκεται στη βάση της εγκληματο- ποιητικής διαδικασίας σύγχρονου τύπου. Αν είναι αλήθεια ότι οι τόποι γέννησης του εγκλήματος δεν είναι η συνείδηση και η βούληση του ατόμου, αλλά οι κοινωνικές και οι πολιτιστικές συνθήκες μέσα στις οποίες το άτομο τυχαίνει να ζει και να κινείται, τότε δεν χρειάζεται να καταγράφουμε ενοχές και ατομικές ευθύνες, αλλά αντίθετα να κοινωνικοποιήσουμε τις ενοχές και τις ευθύνες. Στο θεσμικό επίπεδο αυτός ο προσανατολισμός προϋποθέτει βραχυπρόθεσμα μια πολιτική που να μειώνει δραστικά τη σφαίρα ποινικής παρέμβασης εγκληματοποιητικού τύπου και να υποβαθμίζει αυτό το προνομιούχο όργανο σε ένα δευτερεύον και έκτακτο όργανο αντιεγκληματικής θεραπείας.
Μια πολιτική του δικαίου που να ακολουθεί αυτόν τον προσανατολισμό, θα έπρεπε λοιπόν να προβεί πρώτα σε μια μαζική αποποινικοποίηση όλων των μη σοβαρών υποθέσεων εγκλήματος. Πολλές μορφές εγκλήματος θα έπρεπε απλώς να κα- ταργηθούν (τα ποινικά άρθρα που περιορίζουν τα δικαιώματα
93
ελεύθερης διατύπωσης της γνώμης, του συνεταιρίζεσθαι και των δημόσιων συγκεντρώσεων, καθώς και οι περιορισμοί στην συνδικαλιστική δράση. Όλες οι ποινές και τα αστυνομικά μέτρα που εγκρίθηκαν ειδικά για τους περιθωριακούς). 'Αλλα θα έπρεπε να υποβαθμιστούν σε διοικητικές παραβάσεις που να τιμωρούνται με ελαφρές ποινές, χωρίς κάθειρξη και χωρίς μεγαλοπρεπείς δίκες, αλλά φυσικά με όλες τις εγγυήσεις της υπεράσπισης (περιορισμένη διατάραξη της δημόσιας τάξης, αντίσταση και θρασύτητα κατά της αρχής, καυγάδες μεταξύ γειτόνων, κλπ.). 'Αλλα εγκλήματα θα έπρεπε να διώκονται μόνον κατόπιν μήνυσης του ενδιαφερομένου (όλα τα εγκλήματα εναντίον της ιδιοκτησίας, απ’ τις κλοπές μέχρι τις μικροαπά- τες).
Δεύτερο: θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί μια ριζική αναθεώρηση της ιεραρχίας των αγαθών που προστατεύονται απ’ την αστική ποινική διάταξη, σύμφωνα με έναν ακριβή προσδιορισμό των αναγκών και των συμφερόντων των εργαζομένων και του συνόλου. Γι’ αυτό θα έπρεπε ν’ αντιστραφεί η τωρινή ιεραρχία, που χαρακτηρίζεται απ’ το πρωτείο που αποδίδει στα συμφέροντα των ιδιοκτητών, στην σεξουαλική Ηθική καθώς και στην αίγλη των θεσμών και των αρχών, και ν’ αντικαταστα- θεί με μια διαφορετική ιεραρχία που να θέτει στην πρώτη θέση την υπεράσπιση του περιβάλλοντος, της υγείας, της εργασίας και γενικά των υλικών συμφερόντων του συνόλου.
Μια τέτοιου είδους αναθεώρηση θα αποδείκνυε καθαρά, κατά την γνώμη μας, πως στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η υπεράσπιση των πρωτευόντων και συλλογικών συμφερόντων απαιτεί όχι τόσο ποινικές παρεμβάσεις κατασταλτικού τύπου, δηλαδή εναντίον των ατόμων που ευθύνσνται για την καταπάτηση των συμφερόντων αυτών, όσο ριζικές αλλαγές στην καπιταλιστική κοινωνική οργάνωση, ή τουλάχιστον ένα διαφορετικό και πολύ πιο πολυσύνθετο σύστημα θεσμικών και κοινωνικών ελέγχων. Ας σκεφτούμε τη ρύπανση, τις νοθεύσεις των τροφίμων, τα ατυχήματα στους τόπους εργασίας, τις ασθένειες που οφείλονται στο ανθυγιεινό περιβάλλον εργασίας, αλλά επίσης και τις καταχρήσεις δημοσίου χρήματος, τις διαφθορές, τα χρηματιστηριακά και φορολογικά εγκλήματα, κλπ. Μπροστά σ’ αυτά τα εγκλήματα η ποινική παρέμβαση αποδείχτηκε
94
πάντα ανίκανη. Οι ποινές προσωποκράτησης είναι ακριβώς το αντίθετο μιας αντιεγκληματικής θεραπείας. Αν είναι αλήθεια ότι το έγκλημα προδίδει πάντα μιαν έλλειψη κοινωνικότητας στις συνθήκες ζωής του εγκληματία, τότε η μόνη αποτελεσματική θεραπεία είναι η κοινωνικοποίηση. Η φυλακή αντίθετα, είναι ένα εγκληματογενές ίδρυμα ακριβώς γιατί επιβαρύνει αυτήν την έλλειψη κοινωνικότητας. Φυλακή είναι συνώνυμο της θεσμικής περιθωριοποίησης, της απομόνωσης, της μοναξιάς- επιβαρύνει την έλλειψη κοινωνικότητας που γέννησε την εγκληματική παρεκτροπή, ή μάλλον επιτρέπει μόνον μια κοινωνικοποίηση μέσω της θεσμικά εγκληματικής υποκουλτούρας που αναπτύσσεται στους κόλπους της κοινότητας της φυλακής. Πιρ γενικά, είναι εγκληματογενής κάθε περιορισμός των ελευθεριών του πολίτη: πρόκειται πάντα για ένα ακρωτηριασμό του ατόμου σαν υποκείμενο και σύνθεση κοινωνικών σχέσεων, άρα για έναν ακρωτηριασμό της κοινωνικότητάς του.
Όλα αυτά τονίζουν την αναγκαιότητα να ξεπεραστεί προοδευτικά η φυλακή, σε μια σοσιαλιστική προοπτική. Είναι πράγματι φανερό ότι η φυλακή, που γίνεται ήδη παρωχημένος θεσμός στις κοινωνίες όψιμου καπιταλισμού, δεν μπορεί να έχει καμιά θέση σε μια σοσιαλιστική κοινωνία που να μην είναι οπισθοδρομική. Σε μια σοσιαλιστική προοπτική η εξάλειψη της φυλακής είναι το λογικό αποτέλεμσα των δύο θεωρητικο- στρατηγικών προοπτικών που θεωρήσαμε απαραίτητες σε κάθε εγκληματική πολιτική του εργατικού κινήματος: πρώτα, ότι ξε- περάστηκε η αρχή της ατομικής-προσωπικής ευθύνης δηλαδή, απ’ τη μια, της ενοχής και της νομικής ηθικολογίας, απ’ την άλλη της θεολογικής και της στιγματιστικής αντίληψης της ποινής· ύστερα ότι εφαρμόστηκε η αντίθετη αρχή της κοινωνικοποίησης του ελέγχου και της μεταχείρισης της εγκληματικής παρεκτροπής, με τη διπλή έννοια της κοινωνικής διαχείρισης τους και της κοινωνικοποιητικής λειτουργίας τους.
10. Μιλήσαμε πιο πάνω για «κοινωνικοποίηση» της μεταχείρισης της εγκληματικής παρεκτροπής. Αυτή η έκφραση είναι φανερά διφορούμενη και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και να ερμηνευτεί με πολλούς τρόπους. Από άποψη αρχής έχουμε μια
95
τάση να δυσπιστούμε προς αυτή την έκφραση, όπως και προς κάθε γ-νική διατύπωση του τύπου «επαναδιαπαιδαγώγηση» « επ αναπροσαρμογή » «κοινωνική επανένταξη» και «κοινωνική επανενσωμάτωση». Είμαστε δύσπιστοι προπαντός όταν χρησιμοποιείται για να διαπιστεύσει τα διαπαιδαγωγικά πρότυπα πειθαναγκαστικού και πατερναλιστικού τύπου που εφαρμόζονται στα πλαίσια των τωρινών σωφρονιστικών ιδρυμάτων. Ό σ ο κι αν θέλουμε να την μεταρρυθμίσουμε, η φυλακή θα πα- ραμείνει πάντα ένας αντικοινωνικός τόπος. Και τα αναδιαπαι- δαγωγικά και επανακοινωνικοποιητικά μέτρα που εισάγονται σ’ αυτήν, θα φέρουν πάντα το στίγμα, όπως συνέβη στις πρόσφατα μεταρρυθμισμένες ιταλικές φυλακές, του αυταρχισμού, του εκβιασμού, της ιδεολογικής ενσωμάτωσης και της βίαιης πολιτιστικής επιβολής54. Αλλά οι διατυπώσεις που προαναφέ- ραμε πρέπει κατά τη γνώμη μας ν ’ απορριφθούν ακόμη κι όταν εφαρμόζονται για να περιγράφουν μια γενική θεσμική εναλλακτική λύση σε σχέση με την φυλάκιση, της οποίας όμως δεν διευκρινίζονται οι τρόποι και τα περιεχόμενα. Μ’ αυτή τη γενική έννοια οι εκφράσεις αυτές φέρνουν στο νου και προδιαγράφουν το πρότυπο μιας διαπαιδαγωγημένης, προσαρμοσμένης, ενσωματωμένης, ομοιογενούς κοινωνίας, που καταπιέζει στη βάση κανονιστικών πρότυπων ή κανόνων κοινωνικής φυσιολο- γικότητας που επιβάλλονται με τη βία ή υποχρεώνοντας την εθελοντική παροχή συγκατάθεσης.
Το μόνο πρότυπο κοινωνικοποίησης που νομίζουμε ότι πρέπει να επιτευχθεί σε μια σοσιαλιστική προοπτική, δεν είναι θεσμικού κι ακόμα λιγότερο καταναγκαστικού τύπου. Οι μορφές και τα μέτρα της κοινωνικοποίησης πρέπει να είναι με τη σειρά τους «κοινωνικές». Αυτό σημαίνει ότι μια πραγματική κοινωνικοποίηση του παρεκτρεπομένου μπορεί να επιτευχθεί μόνο αναπτύσσοντας την κοινωνικότητά του, δηλαδή εξασφαλίζοντας του τις πιο ευνοϊκές συνθήκες για να εξασκήσει ουσιαστικά τις πολιτικές ελευθερίες του καθώς κι εκείνες των πολιτών, ώστε να καταστεί ένα ενεργητικό κι όχι παθητικό υποκείμενο των κοινωνικών σχέσεων. Καθώς επίσης προωθώντας την συλλογική χειραφέτηση πολιτιστικού και πολιτικού τύπου, των κοινωνικών διαμορφώσεων στους κόλπους των οποίων αναπτύσσεται η εγκληματικότητα.
96
Η υπόθεση που υποστηρίζουμε εδώ αντιστοιχεί με την άρνηση ενός πρότυπου ποινικής μεταχείρισης της εγκληματικότητας «σοσιαλιστικού» κι εναλλακτικού σε σχέση με το αστικό πρότυπο. Η εγκληματολογική εναλλακτική λύση πρέπει να αναζητηθεί, κατά την γνώμη μας, όχι σε μία διαφορετική μορφή ποινικής μεταχείρισης, αλλά στην μείωση της. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποθέτουμε μία κοινωνία όπου δεν θα υπάρχει παρεκτροπή (ακόμη και εγκληματική) και σύγκρουση. Αντίθετα ευχόμαστε και θεωρούμε δυνατόν να υπάρξει, όχι το τέλος της σύγκρουσης, αλλά η βαθμιαία απελευθέρωση ενός ποσοστού σύγκρουσης, επομένως και της ατομικής παρεκτροπής, που σήμερα καταπιέζεται από πολυπληθείς μηχανισμούς κοινωνικής ενσωμάτωσης. Χωρίς να υπάρξουν υπερβολικοί κίνδυνοι για την κοινωνία, ένα ποσοστό παρεκτροπής θα μπορούσε να γίνει ανεκτό από ποινική άποψη, όπως συμβαίνει σήμερα με ένα ιδιαίτερα εκτεταμένο τομέα των εγκλημάτων που διαπράττουν τα «λευκά κολάρα»' να γίνει ανεκτή λοιπόν η παρεκτροπή σαν σημείο και προϊόν κοινωνικών εντάσεων και προβλημάτων που, αφήνοντας κατά μέρος την αποζημίωση των ζημιών που προκαλούνται σε τρίτους, δεν μπορούν να λυθούν με την ποινή της κάθειρξης. Αυτό που πρέπει να αμφισβητηθεί ριζικά είναι η αντίληψη για την δύναμη «αποτροπής» που έχει η ποινή της κάθειρξης, ποινή που σήμερα θεωρείται αναντικατάσταση και μάλιστα όσο πιο μακροχρόνια τόσο και πιο λειτουργική. Αυτή η άποψη είναι τόσο βαθιά ριζωμένη όσο και αδικαιολόγητη. Έ νας άλλος τομέας της παρεκτροπής θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο μεταχείρισης φορέων (όχι φυλακών) που να επιτρέπουν μία πραγματική «επανακοινωνικοποίηση», όσο το δυνατό πιο αυτόνομη, των παρεκτρεπομένων, σε μορφές που σήμερα κατά κάποιον τρόπο προδιαγράφονται στον θεσμό των probation. Χρειάζεται ασφαλώς μεγάλη φαντασία, κοινωνιολογικός και θεσμικός πειραματισμός, που να ξεκινά απ’ την διαπίστωση του όχι μόνον ανεπαρκούς αλλά και αντίθετου με τα αποτελέσματα που επιδιώκει, χαρακτήρα της ποινικής παρέμβασης (και ειδικά της φυλακής) σαν εργαλείο κοινωνικής άμυνας. Ό σ ο κι αν αυτή η πρόταση μπορεί να φανεί σήμερα ουτοπική και κοινωνικά επικίνδυνη, μακροχρόνια μας φαίνεται η μόνη «ορθολογική» διέξοδος απ’ την ανορθολογικότητα κάθε αντί
ληψης της φυλακής σαν ίδρυμα κοινωνικής επανενσωμάτωσης διά μέσον της απομόνωσης, κάθε αντίληψης της κοινωνικής άμυνας διά μέσον εκείνων των αυθεντικών ιδρυμάτων ειδίκευσης στο έγκλημα και διαπαιδαγώγησης στην βία που είναι οι σύγχρονες φυλακές, σε όλες τις μορφές τους.
Το να καταπολεμήσουμε την αρχή της ατομικής ευθύνης, την ηθικολογία και την αστική νομική αρχή της ενοχής, δεν σημαίνει εξ άλλου να εγκαταλείψουμε την νομική μορφή του ελέγχου και της ποινικής μεταχείρισης55, αλλά να καταργήσουμε, ή τουλάχιστον να μειώσονμε ποσοτικά την ίδια την σφαίρα ποινικής παρέμβασης. Με αυτό έχουμε την πρόθεση να πάρουμε καθαρά κι αποκλειστικά θέση εναντίον των αντιφορμαλιστικών και αν- τιεγγυητικών πειρασμών στους οποίους υπερβολικά συχνά υπόκειται η νομική θεωρία των μαρξιστών που ήρθαν ύστερα απ’ τον Μαρξ. Και που, αφού εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να είναι παρόντες στη πολιτική κουλτούρα της αριστεράς, δεν αποτελούν τίποτα άλλο από μια επανέκδοση των παλιών και καταστροφικών πρότυπων νομιμότητας του σταλινισμού: όπως η κατάργηση της τυπικότητας του εγκλήματος και της αρχής της αναλογίας και της βεβαιότητας της ποινής, νομοθεσία όχι γενική κι αφηρημένη αλλά με βάση τον τύπο του υποκείμενου που επιδιώκεται να πληγεί- και που προσδιορίζεται στη βάση πολιτικών κριτήριων (του τύπου «εχθρός του λαού»). Αυτοί οι πειρασμοί πρέπει να απορριφθούν με αποφασιστικότητα. Καθώς επίσης πρέπει να απορριφθεί με σταθερότητα κάθε θεραπευτική και παιδαγωγική αντίληψη του ποινικού δικαίου και κάθε διορθωτική ή διαπαιδαγωγητική αντίληψη της ποινής, όπως εκείνη Λου καθορίζει το άρθρο 27 του ιταλικού Συντάγματος ή εκείνη που υιοθέτησε το εργατικό κίνημα στην μακροχρόνια θεωρητική του παράδοση ηθικιστικού και αυταρχικού τύπου. Η ποινή, οποιαδήποτε ποινή, ακόμη και η πιο «επιεικής» ή η πιο «ανθρώπινη», πρέπει να τύχει της μεταχείρισης που της αξίζει: σαν μια θεσμική βία που είναι ανώφελο να εξωραΐζουμε με ανθρωπιστικούς και ψευτο-προνοιακούς σκοπούς και που πρέπει μόνον να καταργήσουμε ή να περιορίσουμε και στο μεταξύ να θέσουμε κάτω απ’ την πειθαρχία νομικών κανόνων που να ορίζουν με αυστηρότητα τα όρια και τις μορφές της56. Οποιαδήποτε υπόθεση να μειωθεί η ποινική παρέμ-
Οαση πρέπει λοιπόν να βασίζεται σε ένα περιορισμό της σωφρονιστικής μεταχείρισης χαθεαντό κι όχι της νομικής μορφής της.
Κοινωνικοποίηση της ευθύνης δεν πρέπει λοιπόν να σημαίνει μετατροπή των διαδικασιών ατομικοποιητικής εγκληματοποίη- σης εις βάρος των τυπικών εγγυήσεων που προβλέπει γ ι’ αυτές το αστικό δίκαιο. Μέχρις ότου υπάρχει, και εφ’ όσον εξακολουθεί να υπάρχει, μια ποινική μεταχείριση του «ατόμου», το άτομο πρέπει να προστατεύεται απ’ τα εγγυητικά μέτρα του Κράτους Δικαίου: και πρώτ’ απ’ όλα απ’ την αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων (που πρέπει να εξακολουθούν να προσδιορίζονται με ακρίβεια απ’ τον νόμο) κι ύστερα απ’ την αρχή της νομιμότητας των ποινών (αυστηρή προδιαγραφή της ποινής και της διάρκειας της) και, τρίτο, απ’ όλα τα εγγυητικά μέτρα υπέρ της υπεράσπισης (το δικαίωμα στην ακρόαση και στην αντίκρουση, το habeas corpus κλπ.). Η ποινική καταστολή, με άλλα λόγια, πρέπει να είναι, μέχρις ότου υπάρξει, μια καταστολή νομικού τύπου κι όχι γενικά κοινωνικού: δηλαδή με βέβαιες και κανονιστικά προδιαγραφόμενες μορφές κι όχι αυθόρμητα- καθώς επίσης με όλα τα εγγυητικά μέτρα του αστικού δικαίου συν άλλα πρόσθετα (όπως η δημοσιότητα της δίκης και στη φάση των ανακρίσεων καθώς και το μέγιστο λαϊκής συμμετοχής και ελέγχου στην διαχείριση της δικαιοσύνης). Να εγκα- ταλείψουμε ή να μειώσουμε αυτά τα εγγυητικά μέτρα θα σήμαι- νε ν ’ ανοίξουμε την πόρτα, στο όνομα ενός νέου μύθου για μια καλή, τέλεια κι αυτορυθμιζόμενη κοινωνία, σε κάθε δυνατή αυθαιρεσία και να οπισθοδρομήσουμε σε μορφές ποινικού δ ικαίου, πριν απ’ την σύγχρονη εποχή (πριν απ’ την εποχή του Διαφωτισμού πριν απ’ την αστική τάξη).
99
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλέπε A. Baratta. Criminologia liberate e ideologia della difesa so- ciate, στο «La questione criminate». Γενάρης - Απρίλης 1975,1, αριθμ.1, σελ. 60 και D. Melossi, Criminologia e marxismo: alle origini della questione penale nella societd de ·11 Capitate», στο ίδιο, Μάης - Αύγουστος 1975,1, αριθμ. 2, σελ. 332 επ.
2. Γύρω απ' το γεγονός ότι δεν αναπτύχτηκε μια μαρξιστική πολιτική θεωρία σημειώθηκε μια καθολική συμφωνία μεταξύ μαρξιστών και μη μαρξιστών θεωρητικών με την ευκαιρία της θεωρητικο-πολιτικής συζήτησης που προκάλεσε το 1975 ο Norberto Bobbio. Βλ. AA.VV. II marxismo e le Stato, στα «Quademi di Mondoperaio» αριθμ. 4, Ρώμη 1976, και Norberto Bobbio, Quale socialisme; Τορίνο 1976, ελληνική μετάφραση Για ποιον σοσιαλισμό; Ευρώπη 1982.
3. Διαφωνούμε ριζικά χυρίως με τους επιστημολογικούς προσανατολισμούς που πρότεινε ο Dario Melossi στο κείμενο που προαναφέραμε . Σύμφωνα με τον Melossi πρόκειται «για την επέκταση της ηγεμονίας της μόνης επιστημονικής κοινωνικής θεωρίας, του μαρξισμού, σ’ όλο το πλαίσιο των αντικειμένων των λεγάμενων «κοινωνικών επιστημών», στην προσπάθεια να εξουδετερώσουμε, μ’ αυτόν τον τρόπο, τις διάφορες και ξεχωριστές αντιλήψεις περί «διαφορετικών επιστημών», όπως η κοινών ιολογία, το δίκαιο, η ψυχολογία, η οικονομία κτλ.». Διότι «όταν ο μαρξισμός ιδιοποιείται νέους τομείς της «γνώσης», όπως για παράδειγμα την εγκληματολογία, καταστρέφει την εγκληματολογία σαν τέτοια την ίδια στιγμή που εμπλουτίζει τις βασικές αρχές της» (σελ. 333-4).
4. Αυτή η ερμηνεία του φαινόμενου της εγκληματικότητας είναι πα ρούσα, για παράδειγμα, σ’ ένα ερωτηματολόγιο που είχε προτείνει το περιοδικό «La questione criminale», όπου στο σημείο 2 έλεγε: «Κατά την γνώμη μας υπάρχουν στην επεξεργασία του Μαρξ ίχνη μιας επίκαιρης συζήτησης γύρω απ’ την καταστολή της «παρεκτρέπουσας» συμπεριφοράς, κυρίως εκεί όπου ο Μαρξ επεξηγεί την άλυτη σχέση μεταξύ της πειθαρχίας της ανταλλαγής και της πρακτικής των αρχών·. Βλ. «La questione criminale» Γενάρης - Απρίλης 1977, III, αριθμ. 1, σελ. 95-96.
5. Ιδιαίτερα αφελής και, όπως θα εξηγήσουμε καλύτερα, επικίνδυνα οπισθοδρομική, μας φαίνεται η ιδέα που διατύπωσε ο E.B.Pasukanis στο «La teoria generate del diritio e it marxismo, στην συλλογή Teorie se- vietiche del diriuo επιμέλεια του U. Cerroni, Μιλάνο 1964, σελ. 217 έπ. και που πρόσφατα επανέφερε στο προσκήνιο ο Dario Melossi στο άρθρο που ήδη αναφέραμε επάνειλλημμένως: η αρχή της αναλογίας της ποινής στην σοβαρότητα του εγκλήματος ανταποκρίνεται, σύμφωνα με
100
την ιδέα αυτή, στο καπιταλιστικό πρότυπο της «ανταλλαγής μεταξύ ιϋάξιων». Είναι πράγματι γνωστό -κα ι το αναγνωρίζει ο ίδιος ο Pasu- kanis όταν αναφέρεται στον Αριστοτέλη χαι στο Jus talionis του αρχαϊκού ποινικού δικαίου, ότι το κριτήριο της αναλογίας της ποινής στο μέγεθος της προσβολής είναι το γενικό θεμέλιο των ποινικών διατάξεων της αρχαιότητας, απ’ τους εβραϊκούς νόμους μέχρι την Δωδεκά- δελτο. Τα νέα στοιχεία που εισήγαγε το αστικό ποινικό δίκαιο είναι η αρχή της νομιμότητας του εγκλήματος και της ποινής, καθώς και η συ- οχετιζόμενη αρχή του αυστηρού προσδιορισμού, άρα της βεβαιότητας του μεγέθους της ποινής. Εξ άλλου τα νέα αυτά στοιχεία αντιπροσωπεύουν, όπως θα δούμε παραπέρα (στην σημείωση 55), προοδευτικές και εγγυητικές κατακτήσεις του σύγχρονου δικαίου, που ανεύθυνα ο Pasukanis και οι μαθητές του θα ήθελαν να καταργηθούν, μαζί με την αναλογία της ποινής , στο όνομα μιας πιο υπογραμμισμένης διορθωτικής λειτουργίας κοινωνικής άμυνας του ποινικού δικαίου.
6. Παρορμήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση μας φαίνονται να προέρχονται α π’ τα μεθοδολογικά συμπεράσματα του άρθρου του Α. Baratta που αναφέραμε προηγουμένως.
7. Βλέπε I. Taylor, P. Walton, J. Young, Criminologia sotto accusa, Φλωρεντία 1975. Οι συγγραφείς επαναπροτείνουν «μία θεωρία των αντιθέσεων που υπάρχουν στην κοινωνική δομή που να αναγνωρίζει στην «παρεκτροπή» ενέργειες ανθρώπων που έχουν την πρόθεση να διαμορφώσουν δυναμικά (κι όχι να υποστούν) τον εξωτερικό κόσμο» και που «θα μπορούσε να μας επιτρέψει να προωθήσουμε εκείνη την διατύπωση που μέχρι σήμερα παράμεινε μια απλή πολεμική πρόκληση και που υποστηρίχτηκε μόνο από αναρχικούς και παρεκτρεπόμενους, ότι δηλαδή κατά μεγάλο μέρος η παρεκτροπή αποτελεί από μόνη της μία πολιτική πράξη». Σελ. 349.
8. Βλέπε P. Costa, 11 progetto giuridico, Μιλάνο 1974, σελ. 370-8· Μ. Foucault, Sorvegliare e punire. Nascita della prigione, Τορίνο 1976, σελ. 213-47. Ελληνική μετάφραση D. Melossi, M. Paravini, Carcere e fabbri- ca. Alle origini del sistema penilenziario, Μπολόνια 1977.
9. Φτάνει να σκεφτοΰμε τα υψηλά ποσοστά αναλφάβητων και ημια- ναλφάβητων που συναντιώνται μεταξύ των κρατουμένων: κατά το 1974 στους 83.513 που μπήκαν στις φυλακές, μόνον 547 είχαν πανεπιστημιακή μόρφωση και μόνον 17.374 είχαν τελειώσει την μέση εκπαίδευση- όλοι οι άλλοι ή ήταν αναλφάβητοι (14.654) ή είχαν στοιχειώδη μόρφωση (50.938). (1STAT, Annuario di statistiche giudiziarie. 1975, Ρώμη 1977, σελ. 263).
10. Κατά το 1973 στους 88.400 καταδικασμένους οι εργαζόμενοι στην βιομηχανία (σαν εργάτες) ήταν μόνον 15.664 και μόνον 3.010 ήταν οι εργαζόμενοι στον αγροτικό τομέα. (1STAT, Annuario di statistiche giu-
101
diziarie. 1974, Ρώμη 1976, σελ. 279-2). Πρόκειται δηλαδή συνολικά για ένα ποσοστό τον 21,12% του συνόλου των καταδικασμένων, που αντα- ποκρίνεται στην εντέλεια στο ποσοστό εργατών και αγροτών του συνολικού πληθυσμού της Ιταλίας, αποκλείοντας τους μικρότερους των 14 ετών και τα άτομα που αποσύρθηκαν απ’ την εργασία (7.511.291 εργαζόμενοι στην βιομηχανία και στην γεωργία στα 34.734.373 άτομα, που αντιστοιχούν στο 21,62%). (Τα στοιχεία προέρχονται από την απογρα- φή του πληθυσμού του 1971. 1STAT, Annuario statistico italiano. 1976, Ρώμη 1976, σελ. 25,27,16-17,32). Χαρακτηριστικό είναι το στοιχείο που αφορά τους μετανάστες: κατά το 1974 στους 83.513 που μπήκαν στις φυλακές, ο αριθμός εκείνων που καταδικάστηκαν για εγκλήματα που διέπραξαν σε μία περιοχή διαφορετική από εκείνη στην οποία γεν- νήθηκαν ανέρχεται σε 32.502. Το ποσοστό των μεταναστών είναι λοιπόν υψηλότατο, και ξεπερνά κατά πολύ εκείνο των ντόπιων στις περιοχές του βιομηχανικού τριγώνου (Πεδεμόντιο, Λομβαρδία και Λιγ- κούρια, όπου στους 25.748 που φυλακίστηκαν για εγκλήματα που διέπραξαν στα τρία αυτά Γεωγραφικά Διαμερίσματα, μόνον οι 8.55! είχαν γεννηθεί στην περιοχή όπου διέπραξαν το έγκλημα' όλοι οι άλλοι ήταν μετανάστες, στην πλειοψηφία (11.286) απ’ τις νότιες περιοχές (Καμπάνια, Απούλεια, Βασιλικάτα, Καλαβρία, Σικελία και Σαρδηνία) (1STAT, Annuario di statistiche giudiziarie. 1975, οπ.π., σελ. 260-1). Εξ άλλου το μεγαλύτερο ποσοστό φυλακισμένων προέρχεται από τις νότιες περιοχές: στους 77.694 που φυλακίστηκαν το 1974 και που γεννή- θηκαν στην Ιταλία, οι 46.570 είχαν γεννηθεί στον Νότο (Ιβίαρη).
11. Βλ. R.K. Merton, Teoria e struttura sociale, Μπολόνια 1975, σελ. 373-80.
12. To γεγονός που αναφέρεται πολύ συχνά, ότι ένας μεγάλος αριθμός των εγκλημάτων που τιμωρούνται στην χώρα μας, όπως και στην πλειοψηφία των χωρών όψιμου καπιταλισμού, αποτελείται από εγκλήματα εναντίον της ιδιοκτησίας, δεν λέει τίποτα από μόνο του γύρω απ’ την ταξικό τους χαρακτήρα, κι ούτε γύρω απ’ την άμεσα καπιταλιστική λειτουργία των φυλακών. Λέει απλώς ότι η ιδιοποίηση του πλούτου, παρόλο που δεν είναι η μόνη, είναι σίγουρα μια βασική αιτία κοινωνικής σύγκρουσης. Αλλά αυτό δεν φαίνεται να είναι ένα αποκλειστικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού διότι κάνει την εμφάνισή του σε κάθε κοινωνική ομάδα που χαρακτηρίζεται από βαθιές ανισότητες και κοινωνικές διαστρωματώσεις. Εξ άλλου το ίδιο το γεγονός δεν έχει την έκταση που του αποδίδεται: κατά το 1973, στους 88.400 καταδικασμένους, αυτοί που καταδικάστηκαν για εγκλήματα εναντίον της ιδιοκτησίας ήταν 17.629 (απ’ τους οποίους οι 12. 363 καταδικάστηκαν για κλοπή), δηλαδή το ένα πέμπτο περίπου του συνόλου. (1STAT, Annuario di statistiche giudiziarie. 1974, οπ.π., σελ. 234). Πρόκειται για ένα πολύ
102
περιορισμένο ποσοστό αν λάβουμε υπ’ όψη μας το γεγονός ότι τα εγκλήματα εναντίον της ιδιοκτησίας αποτελούν το 75% του συνόλου των εγκλημάτων που επιβεβαιώνονται ποινικά (1.189.402, απ ' τα οποία 1.126.601 κλοπές, σε ένα σύνολο 1.591.109 εγκλημάτων που μηνύθηκαν κατά το 1973). Ό πω ς είναι γνωστό οι κλοπές είναι τα εγκλήματα που σημειώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό μηνύσεων εναντίον αγνώστων (1.082.989, ίσο με το % . 12% των κλοπών που μηνύσνται) (στο ίόιο, σελ. 208).
13. Ο μέσος αριθμός των κρατουμένων που βρίσκονταν στο τέλος του έτους στα προληπτικά και ποινικά ιόρύματα (ιδρύματα έκτισης προληπτικών και κατασταλτικών ποινών) ήταν 71.618 κατά τα έτη 1871-1880, 55.327 στην δεκαετία του ‘20. 50.741 στην δεκαετία του '30, 35.213 στην δεκαετία του ‘50. 28.521 στην δεκαετία του '60 και 25.737 στην δεκαετία του '70 (απ' το 1971 μέχρι το 1975). (ISTAT, Sommario di statisliche sloriche dell' Italia. 1661-1975. Ρώμη 1976. σελ. 71). Μια ανάλογη μείωση παρουσιάζει, από δεκαετία σε δεκαετία, ο μέσος αριθμός αυτών που φυλακίστηκαν στα ιδρύματα που προαναφέραμε: από τους 214.038 της δεκαετίας του '70 του περασμένου αιώνα, περά- σαμε στους 83.527 του 1975 (στο ίόιο). Ακόμη πιο δραστική ήταν κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια η μείωση των κρατουμένων στα σωφρονιστικά ιδρύματα ανηλίκων (οικίες, αναδιαπαιδαγώγησης και δικαστικά αναμορφωτήρια): από έναν στο τέλος του έτους μέσο όρο 6.259 ατόμων στην δεκαετία του '30, φτάσαμε σε μία μέση παρουσία 5.367 ατόμων στην δεκαετία του '40, 4.250 στην δεκαετία του '50 και 2.099 στην δεκαετία του '60, μέχρι να μειωθεί στα 1.532 άτομα κατά το 1971 και στα 858 στα τέλη του 1975 (στο ίόιο).
14. Σε αναλογία με το σύνολο του πληθυσμού της Ιταλίας ο πληθυσμός των φυλακών μειώθηκε κατά το ήμισυ στα τελευταία 25 χρόνια, μειώθηκε κατά το ένα τρίτο στα τελευταία 50 χρόνια και κατά λιγότε- ρο από το ένα πέμπτο σε σχέση με τον περασμένο αιώνα. Ακριβέστε- ρα,ο μέσος πληθυσμός των φυλακών, στο τέλος της χρονιάς, πέρασε από τους 255,7 φυλακισμένους κάθε 100.000 κατοίκους των ετών 1871- 1880, στους 142,8 του 1926, στους 100 του 1951, στους 49,9 του 1975 (τα στοιχεία αντλήθηκαν στην βάση του πληθυσμού που υπολογίστηκε ότι βρίσκεται, στο τέλος κάθε χρονιάς, στο ιταλικό έδαφος. ISTAT, Sommario di statistiche sloriche dell' Italia. 1861-1975, οπ.π ., σελ. 71 και 16).
15. Στο τέλος του 1976 στους 27.831 φυλακισμένους στα ιδρύματα έκτισης προληπτικών και κατασταλτικών ποινών, οι 16.811 (πάνω από το 60%) ήταν προφυλακισμένοι εν αναμονή της δίκης (ISTAT, Annua- rio stalistico italiano. 1977, Ρώμη 1977, σελ. 128).
16. Ο ι στατιστικές του ινστιτούτου ISTAT δεν περιέχουν στοιχεία ομοιογενή ως προς το παρελθόν, σε σχέση με τον αριθμό των ατόμων
103
που μηνύθηκαν και που δικάστηκαν: τα στοιχεία γύρω α π’ αυτόν τον συσχετισμό σταματούν στο 1960. Μέχρι σ’ αυτήν την ημερομηνία είναι δυνατόν να σημειώσουμε μία προοδευτική αύξηση του αριθμού των ατόμων που δικάστηκαν, που περνά από έναν ετήσιο μέσο όρο 489.824 ατόμων στα έτη 1871-1880, σε έναν μέσο όρο 782.450 στα έτη 1911- 1920. 1.107.859 στα έτη 1931-40, 1.360.185 στα έτη 1951-1955 και 1.546.820 στο έτος 1959. (1STAT, Sommario di statistiche storiche italia- no. 1861-1955, Ρώμη 1958, σελ. 94. Annuario di statistiche giudiziarie. 1959, Ρώμη 1960, σελ. 100). Ακόμη μεγαλύτερη είναι η αύξηση του αριθμού των ατόμων που μηνύονται: από έναν μέσο όρο 249.769 των ετών 1871-1880, φτάσαμε στον μέσο όρο 1.415.422 στα έτη 1951-1955, στο 1.633.758 στο έτος 1959 (1STAT, Sommario, οπ.π ., ISTAT, Annua- rie, οπ.π .). Ύστερα από το 1960 λείπουν τα στοιχεία σχετικά με τα άτομα που υπέστησαν χρηματικές καταδίκες και καταδικαστικές ποινικές αποφάσεις. Η αύξηση της δικαστικής παρέμβασης σ' αυτά τα τελευταία χρόνια γίνεται όμως έκδηλη και στα στοιχεία που αφορούν τις δικαστικές διαδικασίες (στα οποία όμως συμπεριλαμβάνονται και οι περιπτώσεις απαλλαγής πριν απ’ την δίκη εναντίον αγνώστων): από τις 2.632.541 δικαστικές διαδικασίες που διακινήθηκαν κατά το 1961 στα ειρηνοδικεία και στις εισαγγελίες, φτάσαμε στις 3.726.942 διαδικασίες κατά το 1976. (1STAT, Annuario di statistiche giudiziarie. 1961, Ρώμη1964, σελ. 11, ISTAT, Annuario statitico italiano, 1977, οπ.π ., σελ. 120). Κατά τα τελευταία χρόνια του περασμένου αιώνα (1887-1898) ο μέσος αριθμός των ποινικών διαδικασιών που διακινούνταν κάθε χρόνο στα ειρηνοδικεία και στις εισαγγελίες ανερχότανε σε 691.954 (1STAT, Sta- tistica giudiziaria per I’anno 1910, Ρώμη 1914, σελ. XCVIII).
17. Βλ. την προσθήκη Β, L' utilizzazione degli elaboratori elettronici e la nuova organizzazione del lavoro nell’ amministrazione della giustizia, στην Έκθεση στην Βουλή γύρω απ' την κατάσταση της δικαιοσύνης από μέρους του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. (Consiglio Superio- re della Magistratura, L ’ adeguamento dell· ordinamento giudiziario ai principi constituzionali e alle esigenze della societi, Relazione al Parla- mento sullo slato della giustizia, Ρώμη 1976, σελ. 541. Προς την κατεύθυνση της ηλεκτρονικής μηχανοποίησης του κοινωνικού ελέγχου κινή- θηκε πρόσφατα η Βουλή που στην συνεδρίαση της 27.1.1977 ενέκρινε με πολύ μεγάλη πλειοψηφία ένα σοβαρότατο ψήφισμα (εισηγητές οι Ακίλλι, Μπότσι, Φράκκια, Μαμμί, Ματσόλα, Ρετζάνι, Μαννούτσου) στο οποίο, καταπατώντας ανοιχτά την συνταγματική αρχή της αθωότητας του κατηγορούμενου μέχρι την τελική καταδίκη, καθώς και τους κανόνες α π ' το απόρρητο που προστατεύει αυτή η ίδια συνταγματική αρχή, υποχρεώνεται η κυβέρνηση:«II) να δημιουργήσει στην κεντρική διεύθυνση των φυλακών ένα αρ
104
χείο ηλεκτρονικής ενημέρωσης, συνόεόεμένο με τα ανάλογα πληροφοριακά συστήματα του Υπουργείου εσωτερικών, στο οποίο θα συμπερι- λαμβάνονται τα στοιχεία ταυτότητας καθώς και η κατάσταση των κατηγορούμενων που βρίσκονται σε προληπτική κράτηση, την απόφαση που την επέβαλε μαζί με τις κατηγορίες, την απόφαση αποφυλάκισης ή προσωρινής αποφυλάκισης, συμπεριλαμβανομένης της χρηματικής εγγύησης που καταβλήθηκε ή των περιορισμών που επιβλήθηκαν, την ημερομηνία εισόδου και εξόδου απ' το χτίριο των φυλακών, την τελική απόφαση σε σχέση με το κατηγορητήριο, καθώς και να προετοιμάσει τα προγράμματα ώστε να μπορούν αυτά τα στοιχεία είτε να εισάγον- ται, είτε να είναι προσιτά, εξ αποστάσεως». (Atti parlamentari della Camera dei Deputati, συνεδρίαση της Πέμπτης 27 του Γενάρη 1977, αριθμ. 81 σελ. 33).
18. Ο G. Neppi Modona, στο Carcere e sosieti civile, στην Storia d' Italia, V,2, Τορίνο 1973, σελ. 1973, αναφέρει μια υπουργική εγκύκλειο της 21.2.1932 όπου διευκρινίζεται ότι οι δάσκαλοι δεν πρέπει να αμείβονται χαι ότι πρέπει να παρέχουν την εργασία τους δωρεάν. Μόνον πρόσφατα (νόμος αριθμ. 535 της 3.4.1958 και αριθμ. 72 της 3.2.1963) εγκαθιδρύθηκε ένα οργανικό των δασκάλων των φυλακών.
19. Βλ. P.G. Valeriani, Scuola e lotta in carcere, Μπάρι 1972, που αναφέρει μαρτυρίες γύρω απ’ την εχθρική στάση και το σαμποτάζ των αρχών εναντίον κάθε πραγματικής διδακτικής εμπειρίας στα σχολεία των φυλακών.
20. Γύρω απ’ την πάγια έλλειψη εργασίας στις ιταλικές φυλακές και γύρω απ' την κρατική και ιδιωτική εκμετάλλευση της εργασίας στις φυλακές (γελοίες αμοιβές, εργολαβίες σε ιδιώτες, έλλειψη κοινωνικών ασφαλίσεων και προνοίας, κτλ.) υπάρχει τώρα πια μία άφθονη φιλολογία. Βλέπε ενδεικτικά G. Neppi Modona, οπ.π. σελ. 1915, 1973, 1995. Ακόμη και στο 1974 μόνον το ένα τρίτο του πληθυσμού των φυλακών εξασφάλισε μία εργασία: απ' τις 10.228.022 μέρες παρουσίας στις φυλακές συμπεριλαμβάνοντας τις οικίες εργασίας και τις αγροτικές φυλακές, μόνον 3.974.732 αφιερώθηκαν στην εργασία (κι απ’ αυτές οι 1.495.379 για «οικοκυρικά») (1STAT, Annuario de statistiche giudiziarie. 1975, οπ.π., σελ. 272).
21. Από μια συνέντευξη στον δον Λουίτζι Φαντσάνο ιερέα της δικαστικής φυλακής του Λέτσε (στην εφημερίδα ( La repubblica, 21.9.1976): ♦Οι κρατούμενοι αγαπούν τον διευθυντή; I Ναι, είναι ήρεμος μαζί τους και σέβεται πάντα τον κανονισμό. / Και μ' εσάς πώς συμπεριφέρονται; / Εξαρτάται. Οι πολιτικοί κρατούμενοι με σνομπάρουν, λένε ότι είμαι με το μέρος των αφεντικών. 'Οχι όλοι όμως. Οι υπόλοιποι μου ζητούν μόνο χάρες, να τηλεφωνήσω, να τους πάω κάτι. Δυστυχώς πρόκειται για ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν την υψηλή έννοια της θείας δι
105
καιοσύνης χαι μιλούν μόνον για την δικαιοσύνη των ανθρώπων./ Αλλά λένε ότι τους δέρνουν, ότι αρρωσταίνουν, ότι έχουν ψείρες...! Ξύλο για το ξύλο δεν έφαγαν ποτέ. Τις ψείρες τις έχει όποιος θέλει να τις έχει./ Τότε δεν είναι αλήθεια ότι οι όεσμοφύλαχες είναι βασανιστές;! Συκοφαντίες. Τελευταία δεν είδα κανέναν που να του έχουν μαυρίσει τα μάτια.»
22. Β.Ι. Λένιν, Κράτος χαι Επανάσταση, Ρώμη 1968, σελ. 164. Ελληνική μετάφραση Β.Ι. Λένιν, Διαλεχτά έργα σε όύο τόμους, τόμος II, μέρος 1, εκδοτικό της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε., σελ. 260: «Το κράτος θα μπορέσει να απονεκρωθεί ολοκληρωτικά τότε, όταν η κοινωνία θα εφαρμόσει τον κανόνα: «ο καθένας ανάλογα με τις ιχανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» δηλαδή όταν οι άνθρωποι θα έχουν σε τέτοιο βαθμό συνηθίσει να τηρούν τους βασικούς κανόνες της συμβίωσης και η εργασία τους θα έχει γίνει τόσο παραγωγική, που προαιρετικά θα δουλεύουν ανάλογα με τις ιχανότητές τους». (Στο ίόιο, σελ. 267 της ελληνικής έκδοσης).
23. Στο ίόιο, σελ. 261-262:24. Στο ίόιο, σελ, 268. «Καταγραφή και έλεγχος - να ποιο είναι το
κύριο που χρειάζεται για το «στρώσιμο», για τη σωστή λειτουργία της πρώτης φάσης της κομμουνιστικής κοινωνίας. Όλοι οι πολίτες μετα- τρέπονται εδώ σε μισθωτούς υπαλλήλους του κράτους, που το αποτε- λούν οι ένοπλοι εργάτες. Όλοι οι πολίτες γίνονται υπάλληλοι και εργάτες ενός παλλαϊκού κρατικού «συνδικάτου». (Στο ίόιο, σελ. 272).
25. Στο ίόιο, σελ. 268.26. Στο ίόιο, σελ. 271. Ακριβέστερα ο Λένιν έλεγε: «Και η ανάπτυξη
του καπιταλισμού με τη σειρά της δημιουργεί προϋποθέσεις για να μπορούν πραγματικά όλοι να παίρνουν μέρος στην διακυβέρνηση του κράτους. Σ’ αυτές τις προϋποθέσεις ανήκει η καθολική σχολική εκπαίδευση που την έχουν κιόλας εφαρμόσει μια σειρά από προοδευτικές κεφαλαιοκρατικές χώρες, κατόπιν η «εκπαίδευση και πειθάρχηση» εκατομμυρίων εργατών με το μεγάλο, πολυσύνθετο, κοινωνικοποιημένο μηχανισμό των ταχυδρομείων, σιδηροδρόμων, μεγάλων εργοστασίων, του μεγάλου εμπορίου των τραπεζών κλπ.» (Στο ίδιο).
27. Στο ίόιο, σελ. 272.28. Στο ίόιο, σελ. 273.29. A. Gramsci, Note sul Machiavelli, sulla politico e sullo Stato moder-
no, Topivo 1966, σελ. 8. Ελληνική μετάφραση, A. Γκράμσι, Για τον Μαχιαβέλη..., εκδ. Ηριδανός, Αθήνα, χ.χ. εχό. [1974].
30. Στο ίόιο.31. Στο ίόιο, σελ. 128, 131, 132 της ιταλικής έκδοσης και 185-186 της
ελληνικής: «στην γενική έννοια του κράτους μπαίνουν στοιχεία που πρέπει να μεταφερθούν στην έννοια της κοινωνίας των πολιτών (έτσι
106
που θα μπορούσαμε να πούμε ότι κράτος = πολιτική κοινωνία x κοινωνία των πολιτών, δηλαδή ηγεμονία θωρακισμένη με καταναγκασμό). Σε μια θεωρία για το κράτος που το αντιλαμβάνονται να υπόκειται στην τάση της εξασθένισης και της διάλυσης μέσα στη ρυθμισμένη κοινωνία, το επιχείρημα είναι θεμελιώδες. Το στοιχείο κράτος-κατα- ναγκασμός μπορούμε να το φανταστούμε άτι εξαοθενίζει σιγά-σιγά καθώς θα πιστοποιούνται όλο και πιο εμφανή στοιχεία της ρυθμισμένης κοινωνίας (ή ηθικού κράτους ή κοινωνίας των πολιτών).
32. Στο ίδιο, σελ. 83 ιταλικής έκδοσης. Ελλ. έκδ. σελ. 155-156.33. Στο ίόιο, σελ. 87 ιταλικής έκδοσης και προσθέτει:
«Αλλά πώς το κάθε ξεχωριστό άτομο θα καταφέρει να ενσωματωθεί μέσα στο συλλογικό άνθρωπο και πώς θα πραγματοποιηθεί η εκπαιδευτική πίεση πάνω στα ξεχωριστά άτομα πετυχαίνοντας τη συγκατάθεση και τη συνεργασία τους, κάνοντας να γίνεται «ελευθερία» η αναγκαιότητα κι ο καταναγκασμός; Υπάρχει το ζήτημα του «Δικαίου» που η έννοιά του πρέπει να επεκταθεί για να συμπεριλάβει τις δραστηριότητες που σήμερα βρίσκονται μέσα στη φόρμουλα του «νομικώς αδιάφορου» και που ανήκουν στην περιοχή της κοινωνίας των πολιτών που ενεργεί χωρίς «κυρώσεις» και χωρίς «υποχρεώσεις» λογοδοτικές, αλλά δεν παύει γι’ αυτό να ασκεί μια συλλογική πίεση και να πετυχαίνει αντικειμενικά αποτελέσματα επεξεργασίας στα έθιμα, στους τρόπους σκέψης και δράσης, στην ηθικότητα, κτλ.» (Στο ίόιο, σελ. 156 ελλ. έκδ.).
34. Στο ίόιο, σελ. 88 ιταλικής έκδοσης. Ελλ. έκδ. σελ. 164-165.35. Στο ίόιο. Αυτή η αντίληψη μιας Ηθικής, παιδαγωγικής και ολο
κληρωτικής λειτουργίας του δικαίου - με την οποία ο Γκράμσι προδίδει ένα απ’ τα αξιώματα της σύγχρονης αθρησκευτικής φιλελεύθερης θεωρίας του θετικού δικαίου, δηλαδή την διαίρεση μεταξύ δίκαιου και ηθικής και συγχρόνως αντικρούει ένα στοιχείο της κριτικής του Μαρξ εναντίον της Χριστιανο-αστικής ηθικολογικής και σωφρονιστικής ιδεολογίας του ποινικού δικαίου - επαναλαμβάνεται πολλές φορές: «Κάθε κράτος είναι ηθικό στο βαθμό που μια από τις πιο σημαντικές λειτουργίες του είναι να ανεβάσει τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού σ' ένα καθορισμένο πολιτιστικό και ηθικό επίπεδο, επίπεδο (ή τύπο) που αντιστοιχεί στις ανάγκες ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και επομένως στα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων. Το σχολείο, σα θετική παιδαγωγική λειτουργία, και τα δικαστήρια, σαν κατασταλτική και αρνητική παιδαγωγική λειτουργία, είναι οι πιο σημαντικές κρατικές δραστηριότητες προς αυτή την κατεύθυνση» (Στο (ύιο, σελ. 182). «Το μέγιστο της ικανότητας του νομοθέτη μπορούμε να το συ μπ εράνου με από το γεγονός ότι στην τέλεια επεξεργασία των οδηγιών αντιστοιχεί μια τέλεια προδιάθεση των οργανισμών εκτέλεσης και πραγματοποίησης και μια
107
τέλεια προετοιμασία της «αυθόρμητης» συγκατάθεσης των μαζών που οφείλουν να «ζήσουν» αυτές τις οδηγίες, τροποποιώντας τις συνήθειές τους, τη θέλησή τους, τις πεποιθήσεις τους σύμφωνα μ’ αυτές τις οδηγίες και τους σκοπούς που αυτές επιδιώκουν να πετύχουν ίΧτο ίόιο, σελ. 191.
36. Στο ίόιο, σελ. 88-89, Ιταλικής έκδοσης.37. Κ. Μαρξ, Το κεφάλαιο βιβλίο I, τόμος II, Ρώμη 1974, σελ. 688-
709. Ελληνική μετάφραση Κ. Μαρξ, Το κεφάλαιο, τόμοι 3, Αθήνα 1954-1960. Ιδιωτ. έκδοση.
38. Ρ. Λούξεμπουργκ, Η ρωσιχή επανάσταση, στα Scrim scelti, επιμέλεια L. Amodio, Μιλάνο 1969, σελ. 358. Ελληνική μετάφραση Ρ. Λούξεμπουργκ, Όλα τα ίργα τόμος A i έκδ. «Υδροχόος», Αθήνα 1972.
39. «Η ύπαρξη ενός μόνιμου και αυξανόμενου στρώματος ανέργων ήταν άγνωστη σ’ όλες τις προηγούμενες μορφές κοινωνίας. Στην πρωτόγονη κομμουνιστική κοινότητα είναι αυτονόητο ότι όλοι δουλεύουν όσο είναι απαραίτητο για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους, εν μέ- ρει για τις άμεσες ανάγκες τους, εν μέρει κάτω από την πίεση και την ηθική και κοινωνική αρχή της φυλής, της κοινότητας. Όλα τα μέλη της κοινότητας έχουν στην διάθεσή τους τα μέσα επιβίωσης. Ο τρόπος ζωής της πρωτόγονης κομμουνιστικής ομάδας είναι αρκετά χαμηλός και απλός, οι συνθήκες είναι πρωτόγονες. Στο μέτρο που υπάρχουν τα μέσα, αυτά υπάρχουν για όλους, σε ίσα μερίδια και η φτώχεια, με την τωρινή της έννοια, σαν απώλεια των μέσων που υπάρχουν στην κοινωνία, είναι άγνωστη... Στο ανατολίτικο και αρχαίο δουλοκτητικό σύστημα συμβαίνει το ίδιο πράγμα. 'Οσο εκμεταλλευόμενος και καταπιεσμένος κι αν ήταν ο δημόσιος αιγύπτιος σκλάβος ή ο ιδιωτικός νέγρος σκλάβος, όσο μεγάλη κι αν ήταν η διαφορά μεταξύ του χαμηλού βιοτικού επίπεδου του και της αφθονίας του αφεντικού του, η σκλαβιά του εξασφάλιζε τουλάχιστον την επιβίωση. Κανείς δεν αφήνει τους σκλάβους να πεθάνουν της πείνας, όπως δεν αφήνει να πεθάνει το άλογο του ή τα ζώα του. Και το ίδιο συμβαίνει στην εποχή της μεσαιωνικής δουλοπαροικίας: όλο το σύστημα φεουδαρχικής εξάρτησης, όπου ο χωρικός ήταν δεμένος με την γη κι όπου ο καθένας ήταν κύριος ή υπηρέτης άλλων ανθρώπων, ή και τα δύο συγχρόνως, απέδιδε στον καθένα μία συγκεκριμένη θέση. 'Οσο καταπιεσμένοι κι αν ήταν οι δουλοπάροικοι, κανένας άρχοντας δεν είχε το δικαίωμα να τους αφαιρέσει τα μέσα επιβίωσης... Η εμπορευματική καπιταλιστική παραγωγή είναι στην ιστορία της ανθρωπότητας, η πρώτη οικονομική διαμόρφωση όπου η έλλειψη απασχόλησης και μέσων ενός σημαντικού κι αυξανόμενου στρώματος του πληθυσμού και η φτώχεια ενός άλλου, επίσης αυξανόμενου, στρώματος, δεν είναι μόνον το επακόλουθο, αλλά μία αναγκαιότητα, ένας όρος για την ύπαρξη της οικονομίας. Η αβεβαιό-
108
χητα για την επιβίωση μίας ολόκληρης μάζας εργαζομένων και η χρονιά εξαθλίωση ή η φτώχεια μεγάλων στρωμάτων είναι για πρώτη φορά ένα φυσιολογικό κοινωνικό φαινόμενο.» (Ρ. Λούξεμπουργκ., Εισαγωγή στην πολιτική οικονομία, Μιλάνο 1970, σελ. 250-1.
40. Είναι γνωστό εξ άλλου ότι στους κλασικούς του μαρξισμού το Lumpenproletariat γίνεται συχνά αντικείμενο περισσότερο ηθικής δυ- σανασχέιισης και πολιτικής καταδίκης παρά κοινωνιολογικής ανάλυσης.
41. «(Ο Χέγκελ) εξυψώνει (τον εγκληματία) στο επίπεδο του ελεύθερου και του δννάμενου να αυτοδιατίθεται ατόμου. Αν εξετάσουμε πιο προσεκτικά το πρόβλημα ανακαλύπτουμε ότι ο γερμανικός ιδεαλισμός, εδώ όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, επικύρωσε σαν υπερβατικές τις νόρμες της τωρινής κοινωνίας. Δεν είναι μία αυταπάτη η αντικατάσταση του ατόμου με τις πραγματικές αιτίες και τις πολλαπλές κοινωνικές συνθήκες που τον καταπιέζουν, με την αφαίρεση της «ελεύθερης βούλησης» -μία απ’ τις πολλές ιδιότητες του ατόμου; Αυτή η θεωρία που αντιλαμβάνεται την τιμωρία σαν επακόλουθο της ελεύθερης βούλησης του εγκληματία είναι μόνον μια μεταφυσική έκφραση του αρχαίου jus ralionis, οφθαλμός αντί οφθαλμού.» (Κ. Marx, Capital punishment, στο Κ. Marx, Selected writings, in Sociology and social philosophy, Λονδίνο 1963, σελ. 233).
42. Βλ. τις περίφημες σελίδες της Αγίας οικογένειας αφιερωμένες από τον Μαρξ στην καταγγελία του «χριστιανικού» χαρακτήρα του αστικού ποινικού συστήματος, που βασίζεται στην κάθειρξη και στην απομόνωση των κρατουμένων σε κελλιά:«Η ιδέα της τιμωρίας που την εφαρμόζει ο Ρούντολφ στην τύφλωση του διευθυντή, αυτή η απομόνωση του ανθρώπου στην ψυχή του και από τον εξωτερικό κόσμο, αυτή η σύνδεση της δικαστικής ποινής με το θεολογικό βασανισμό, βρίσκει την πιο αποφασιστική πραγματοποίησή της στο σύστημα των κελλιών.» (Κ. Μαρξ, Η Αγία οικογένεια, στο Κ. Marx, F. Engels, Opere Complete, τόμος IV, Ρώμη 1972, σελ. 207-8. Ελληνική μετάφραση: εκδ. «Φιλοσοφία», Αθήνα, σελ. 233.«Αυτό που στενοχωρεί τον Ρούντολφ -τον άνθρωπο της καθαρής κριτικής- στη βέβηλη εγκληματολογία είναι το πολύ γρήγορο πέρασμα από το δικαστήριο στη λαιμητόμο. Αυτός αντίθετα θέλει να συνδέσει την εκδίκηση στον εγκληματία με την μετάνοια και τη συνείδηση της αμαρτίας του εγκληματία, τη σωματική ποινή με την πνευματική, το υλικό μαρτύριο με το άυλο μαρτύριο της μετάνοιας. Η βέβηλη τιμωρία πρέπει να είναι ταυτόχρονα και χριστιανικό, ηθικό μέσο διαπαιδαγώγησης.
Αυτή η ποινική θεωρία που συνδέει τη νομοθεσία με τη θεολογία, αυτό το «ξεγυμνωμένο μυστήριο του μυστηρίου», δεν είναι γενικά τί-
109
ποχε άλλο από την ποινική θεωρία της καθολικής εκκλησίας».«Ο χωρισμός του ανθρώπου από τον υλικό εξωτερικό κόσμο, το ξανα- ρίξιμο στο αφηρημένο εσωτερικό του για να βελτιωθεί -η τύφλωση- είναι η αναγκαστική συνέπεια του χριστιανικού δόγματος, σύμφωνα με το οποίο το καλό η καθαρή απομόνωση του ανθρώπου στο σπιριτουα- λικό του Εγώ, είναι η τέλεια εκτέλεση αυτού του χωρισμού» (Στο ίόιο, σελ. 224)· «... ο εγκληματίας πρέπει με την τιμωρία να ανυψώνεται σε δικαστή του δικού του εγκλήματος» πρέπει «...να πειστεί ότι μια εξωτερική βία που του επεβλήθηκε από άλλους είναι μία βία που επέβαλε ο ίδιος στον εαυτό του». «Απέναντι σ’ αυτή τη χριστιανική βαρβαρότητα πόσο ανθρώπινη είναι η συνηθισμένη ποινική θεωρία, που κόβει απλούστατα το κεφάλι εκείνου που θέλει να τον αφανίσει.» (Στο ίόιο, σελ. 225).
43. Ε.Η. Sutherland, Principles of criminology, Φιλαδέλφεια, 1947.44. Βλ. την σημείωση 9. Στο 1973, στους 88.400 καταδικασμένους, οι
60.871 ήταν εργαζόμενοι ή μη απασχολούμενοι. ISTAT, Annuario di statisiiche giudiziarie. 1974, οπ. π., σελ. 270-2).
45. Κ. Μαρξ, Η Αγία οικογένεια, οπ.π., σελ. 164 ελλην. έκδ.46. Κ. Μαρξ, Γχρονντρίσσε, τόμος II, Φλωρεντία 1970, σελ. 112.47. Κ. Μαρξ, Η γερμανική ιδεολογία, στο Κ. Marx, F. Engels, Opere
Complete, τόμος V, σελ. 456. Ιταλική έκδοση.48. «Μέσα στην κομμουνιστική κοινωνία, τη μόνη όπου η πρωτότυπη
και ελεύθερη ανάπτυξη των ατόμων δεν είναι μια κενή φράση, η ανάπτυξη αυτή καθορίζεται ακριβώς από τη σύνδεση των ατόμων, μια σύνδεση που συνίσταται εν μέρει στις οικονομικές προϋποθέσεις και εν μέρει στην αναγκαία αλληλεγγύη για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων, και, τέλος, στον καθολικό χαρακτήρα της δραστηριότητας των ατόμων πάνω στη βάση των υφιστάμενων παραγωγικών δυνάμεων. Εδώ, επομένως, πρόκειται για άτομα που βρίσκονται σ’ ένα καθορισμένο στάδιο ιστορικής ανάπτυξης και καθόλου για οποιαδήποτε, τυχαία άτομα, ακόμα κι αν παραβλέπουμε την απαραίτητη κομμουνιστική επανάσταση, που η ίδια είναι ένας γενικός όρος για την ελεύθερη τους ανάπτυξη. Η συνείδηση των ατόμων για τις αμοιβαίες τους σχέσεις θα είναι, φυσικά, κάτι εντελώς διαφορετικό, και επομένως , δεν είναι ούτε η «αρχή της αγάπης», ούτε το ‘d^voOment’, ούτε ο εγωισμός». (Κ. Μαρξ. Η γερμανική ιδεολογία, οπ.π., σελ. 487. Ελλ. μετάφραση, εκδ. «Gu- temberg', Αθήνα 1979, τόμος II, σελ. 190)
49. Ειδικότερα οι κλοπές αυξήθηκαν από ένα ετήσιο μέσο όρο 394.472 της δεκαετίας του ’60, στα 747.137 του 1971, στα 1.126.601 στο 1973 και 1.410.843 στο 1975 (δηλαδή περίπου το 74,5% όλων των εγκλημάτων που μηνύονται)· μια ανάλογη αύξηση κυρίως κατά τα τελευταία χρόνια, σημειώνεται και στις ληστείες, στους εκβιασμούς, και στις
110
απαγωγές, των οποίων ο συνολικός αριθμός πέρασε από έναν ετήσιο μέσο όρο 3.008 της δεκαετίας του ’50 και του ’60, στον αριθμό 4.660 στο 1971, 7.733 στο 1973 και 11.125 στο 1975. (1STAT, Sommario di statistiche storiche dell' Italia. 1861-1975, οπ.π., σελ. 68). Προοδευτικά μειώθηκαν αντίθετα τα εγκλήματα εναντίον προσώπων: ειδικότερα οι ανθρωποκτονίες εκ προμελέτης πέρασαν από έναν ετήσιο μέσο όρο 4.100 στην τελευταία εικοσαετία του περασμένου αιώνα (13 κάθε 100.000 κατοίκους) και 3.819 στην δεκαετία του ‘20, σ’ έναν μέσο όρο 1.887 στην δεκαετία του ’50, 1.372 στην δεκαετία του '60 και 1.643 στην δεκαετία του '70 (3 κάθε 100.000 κατοίκους) (Στο Ιόιο, σελ. 68-9)- οι κακουχίες και οι ξυλοδαρμοί πέρασαν από 67.460 του 1955 σε 54.122 το 1965 και 32.044 το 1975. (ISTAT, Annuario di statistiche giudiziarie. 1955, Ρώμη 1957, σελ. 86. ISTAT, Annuario di statistiche giudiziarie.1965, Ρώμη 1968, σελ 225. ISTAT, Annuario satistiche italiano. 1976, οπ.π., σελ. 149). Οι βιασμοί μειώθηκαν από 4.147 στο 1961 στους 3.428 στο ’65, στους 2.757 το ’73 και 1.849 το ’75. (1STAT, Annuario di stati- stiche giudiziarie. 1961. οπ.π., σελ. 326. ISTAT, Annuario di statistiche giudiziarie. 1965, οπ.π., σελ. 225. ISTAT, Annuario di statistiche giudiziarie. 1974, οπ.,π., σελ. 212. ISTAT, Annuario statistiche italiano. 1976, οπ.π., σελ. 149).
50. Ο αριθμός των ανήλικων που μηνύθηκαν αυξήθηκε από 20.553 του 1955 στους 23.689 του ’65 και στους 29.400 του ’73. 1ST AT, Annuario di statistiche giudiziarie. 1955, οπ.π., σελ. 133. ISTAT, Annuario di statistiche giudiziarie. 1965, οπ.π., σελ. 279. ISTAT, Annuario di statistiche giudiziarie. 1974, οπ.π., σελ. 278).
51. «Εγκαταλείποντας τα φράγματα και τα συμβατικά υποστηρίγματα της ηθικής και του δικαίου η αστική κοινωνία, της οποίας ο πιο εσωτερικός νόμος ύπαρξης είναι η ριζική ανηθικότητα, η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, ξεπέφτει άμεσα και χωρίς ενδοιασμούς στην απλή και καθαρή εγκληματικότητα. Η προλεταριακή επανάσταση λοιπόν θα πρέπει να παλέψει εναντίον αυτού του εχθρού της και αντεπαναστατικού οργάνου. Αλλά και σ’ αυτό το πεδίο ο τρόμος αντιπροσωπεύει ένα άχρηστο όπλο , για να μην πούμε επικίνδυνο. Ο πιο δρακόντειος στρατιωτικός νόμος είναι ανήμπορος μπροστά στην έκρηξη υποπρολεταριακών ταραχών. Αντίθετα, κάθε παρατεταμένο καθεστώς στρατιωτικού νόμου οδηγεί αναπόφευκτα στην αυθαιρεσία και κάθε αυθαιρεσία εκφυλίζει την κοινωνία. Τα μόνα αποτελεσματικά μέσα στα χέρια της προλεταριακής επανάστασης είναι, και σ’ αυτήν την περίσταση: ριζικά μέτρα, πολιτικά και κοινωνικά, ο πιο γρήγορος μετασχηματισμός των κοινωνικών εγγυήσεων επιβίωσης των μαζών και αναζωπύρωση του επαναστατικού ιδεαλισμού που είναι δυνατό να πα- ραμείνει ακμαίος μόνο με συνθήκες απεριόριστης πολιτικής ελευθερίας
111
και με την έντονη ενεργοποίηση των μαζών». (Ρ. Λούξεμπουργκ, Η ρωσική επανάσταση, οπ.π., σελ., 598-9).
52. Βλ. τις συγκριτικές στατιστικές μελέτες που αναφέρονται στο AA.VV., II giudice, / ’ ordine democralice e la legalitd repubblicana, στο «Giustizia e Costituzione, V, αριθμ. 3-4, σελ. 12-4, απ' τις οποίες φαίνεται πως η Ιταλία είναι μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, εκείνη που παρουσιάζει το πιο χαμηλό ποσοστό εγκληματικότητας σ’ ότι αφορά τα σεξουαλικά εγκλήματα και τις κλοπές και ένα ποσοστό απ' τα πιο χαμηλά σ' άτι αφορά τις ανθρωποκτονίες.
53. «Εναντίον αυτού τα δρακόντεια τρομοκρατικά μέτρα είναι ανύμ- πορα. Αντίθετα διαφθείρονν ακόμη περισσότερο. Το μόνο αντίδοτο: Ιδεαλισμός και κοινωνική ενεργοποίηση των μαζών, απεριόριστη πολιτική ελευθερία. Να ένας ανώτερος νόμος, αντικειμενικός, απ’ τον οποίο κανένα κόμμα δεν μπορεί να ξεφύγει» (Ρ. Λούξεμπουργκ, Η ρωσική επανάσταση, οπ.π., σελ. 599).
54. L. Ferrajoii, Dal regolamento fascisla Rocco al nuovo progetto di riforma carceraria, στο «Problemi del socialismo», έτος XVI, arium. 21-22, Μάης-Αύγουστος 1974, σελ. 420-39.
55. Αυτή είναι η κατεύθυνση, με την οποία διαφωνούμε ριζικά, του' Ε.Β. Pasukanis (οπ.π., σελ. 214-38) ο οποίος , ξεκινώντας απ' τη θέση του θεσμού μεταξύ της «μορφής του εμπορεύματος» και της «μορφής του δικαίου» καθώς κι από μία παράλογη κοντρακτουαλκπική απεικόνιση του εγκλήματος, της ποινής και της ποινικής δίκης (σελ. 226-233), φτάνει να εύχεται το ξεπέρασμα της νομικής μορφής της δίκης και της ποινικής μεταχείρισης και την αντικατάσταση του με «μέτρα κοινωνικής άμυνας» που δεν πειθαρχούνται πια από νομικούς κανόνες αλλά από «τεχνικούς» που αποσκοπούν άμεσα στην υπεράσπιση της κοινωνίας και στην διαπαιδαγώγηση του κακούργου: «Να μετατρέψουμε την ανάλογη ποινή με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός της υπεράσπισης της κοινωνίας και της διαπαιδαγώγησης ενός κοινωνικά επικίνδυνου ατόμου, σημαίνει ότι λύνουμε ένα μεγάλο οργανωτικό πρόβλημα που όχι μόνον έχει τις ρίζες του έξω απ' την κυρίως δικαστική δραστηριότητα, αλλά που -αν λυθεί- καθιστά ουσιαστικά περιττή την δίκη και την δικαστική απόφαση, διότι η διαπαιδαγώγηση διά μέσου της εργασίας παύει να είναι το νομικό επακόλουθο της απόφασης που εξακρίβωσε ένα συγκεκριμένο έγκλημα, και γίνεται μία αυτόνομη κοινωνική λειτουργία ιατρικο-παιδαγωγικού τύπου» (Στο ίόιο, σελ. 235). Γι’ αυτόν τον σκοπό ο Pasukanis, προτείνει να ξεπεραστοΰν σαν «σημεία της αρχής της αναλογίας», είτε η αρχή της ενοχής, είτε η αρχή της νομιμότητας του εγκλήματος και της κανονιστικής προδιαγραφής του μέτρου της ποινής: «Στην πραγματικότητα μία συνεπής εφαρμογή της αρχής της κοινωνικής άμυνας θα απαιτούσε όχι πια την παγίωση των
112
εκάστοτε ποινικών νομικών περιπτώσεων (με τις οποίες λογικά, συσχετίζεται το μέτρο της ποινής που ορίζει ο νόμος ή το δικαστήριο), αλλά μία ακριβή περιγραφή των συμπτωμάτων που χαρακτηρίζουν μία κοινωνικά επικίνδυνη περίπτωση, καθώς και την επεξεργασία μεθόόων που να εφαρμόζονται σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, για να προστατευτεί η κοινωνία» (Στο ίόιο, σελ. 236): Η ποινή προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο εγκληματικό περιστατικό που εντοπίζεται με ακρίβεια. Τα μέτρα κοινωνικής άμυνας αντίθετα δεν την έχουν καθόλου ανάγκη. Η υποχρέωση να πληρώσει είναι ένας νομικός καταναγκασμός που εξα- σκείται στο υποκείμενο στο πλαίσιο των δικαστικών μορφών, της δικαστικής απόφασης και της εκτέλεσής της. Το μέτρο κοινωνικής άμυνας είναι αντίθετα μία απλή επινόηση για να επιτευχθεί η προσαρμογή σ’ έναν σκοπό και σαν τέτοια δεν μπορεί να πειθαρχηθεί από τεχνικούς κανόνες. Αυτοί οι κανόνες μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο σύνθετοι ανάλογα με το αν ο σκοπός τους είναι η μηχανική εξουδετέ- ρωση ενός επικίνδυνου μέλους της κοινωνίας ή η διαπαιδαγώγησή του• αλλά σε κάθε περίπτωση γίνεται καθαρά και απλά αντιληπτός ο σκοπός της κοινωνίας » (Στο ίόιο,αελ. 237).
56. «Μια ποινική θεωρία που αναγνωρίζει στον εγκληματία ταυτόχρονα τον άνθρωπο, μπορεί να το κάνει αυτό μόνο στην αφαίρεση, στην φαντασία, ακριβώς επειδή η τιμωρία, ο καταναγκασμός αντιφάσκουν στη συμπεριφορά του ανθρώπου. Ωστόσο, το ζήτημα θα ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί. Στη θέση του αφηρημένου νόμου θα έμπαινε η υποκειμενική αυθαιρεσία, αφού θα έπρεπε να εξαρτιέται κάθε φορά από τους «επίσημους» τους «τίμιους» και «αξιοπρεπείς» ανθρώπους η ρύθμιση της τιμωρίας ανάλογα με την ατομικότητα του εγκληματία. Ο Πλάτων ακόμη είχε τη γνώμη ότι ο νόμος πρέπει να είναι μονόπλευρος και να μην συνδέεται με το άτομο. Αντίθετα, κάτω από ανθρώπινες σχέσεις, πραγματικά η τιμωρία δεν θα είναι τίποτε άλλο από κρίση αυτού που έσφαλε για τον ίδιο τον εαυτό του. Δε θα χρειάζεται να πειστεί ότι μια εξωτερική βία που του επεβλήθηκε από άλλους είναι μια βία που επέβαλλε ο ίδιος στον εαυτό του. Αντίθετα στους άλλους ανθρώπους θα βρίσκει τους φυσικούς λυτρωτές από την τιμωρία που έχει επιβάλλει στον εαυτό του, δηλαδή θα αναστραφεί σχεδόν η σχέση». (Κ. Μαρξ. Η Αγία οικογένεια, οπ.π., σελ. 200, ελλ. έκδ. 225).
113
Η ΒΙΑ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΥΤΑΡΧΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ*
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ-ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΕΛΗΟΛΑΝΗ ΜΕ ΤΟΝ
LUIGI FERRAJOLI
Δ .Δ .: Στο άρθρο σου «Τρομοκρατία και κρίση τον όψιμου καπιταλισμόν» αναπτύσσεις την άποψη ότι η τρομοκρατία παίζει έναν αποσταθεροποιητικό ρόλο σε σχέση με την αριστερά. Α υ τό ισχύει και γενικότερα για την πολιτική βία; Στην πραγματικότητα όμως η δία φαίνεται να κατέχει μία σοβαρή θέση όχι μόνον στην μαρξιστική θεωρητική παράδοση, αλλά και σ' εκείνην των κοινωνικών συγκρούσεων. Πώς μπορούμε να υποθέσουμε έναν τύπο κοινωνικής σύγκρουσης που να μην χρησιμοποιεί την βία;Λ.Φ. 'Οτι η τρομοκρατία είχε στην Ιταλία μία αποσταθεροποιητική λειτουργία μου φαίνεται αναμφίβολα, αν όχι τι άλλο παίρνοντας υπ’ όψη τα αποτελέσματα: η τρομοκρατία λειτούργησε σαν αδρανοποιητικός παράγοντας που οδήγησε την ιστορική αριστερά πολιτική και πολιτιστική σε μία οπισθοδρόμηση
* Η συνέντευξη αυτή δόθηκε στον Δημήτρη Δεληολάνη στην Ρώμη τον Ιούνιο του 1983 αποκλειστικά για το περιοδικό «Τετράδια» όπου και δημοσιεύτηκε στο 8ο τεύχος, Αθήνα, άνοιξη ’84, σελ. 22-36. Η παρούσα έκδοση είναι πιστή αναδημοσίευση του κειμένου του περιοδι-
115
αυταρχικού τύπου, αφού η ίδια, αντιλήφθηκε την τρομοκρατία σαν ένα φαινόμενο που στρεφόταν κυρίως εναντίον της. Η τρομοκρατία κατέστρεψε τα μαζικά κινήματα, ή τουλάχίστον συνέβαλε σημαντικά στον εκφοβισμό και στην περιθωριοποίησή τους, και ταυτόχρονα χρησίμευσε σαν όχι δευτερεύον επιχείρημα για την ανάπτυξη μιας αυταρχικής νομοθεσίας που έπληξε όχι μόνον την τρομοκρατία, αλλά πιο γενικά τις ελευθερίες του πολίτη. Λέω ότι χρησιμοποιήθηκε σαν επιχείρημα για την έκτακτη νομοθεσία, γιατί η νομοθεσία αυτή δεν θεσμοθετήθηκε μόνον για να καταπολεμηθεί το φαινόμενο αυτό: (το αποδει- κνύει το γεγονός ότι η περίοδος έκτακτης νομοθεσίας εγκαινιάστηκε πριν κάνει την εμφάνιση της η τρομοκρατία- το ’74 εγ- κρίθηκε ο νόμος Ρεάλε εισήχθη η αστυνομική ανάκριση, ενώ η τρομοκρατία γεννήθηκε στην ουσία το 1976 σαν πανιταλικό και πολιτικά ανησυχαστικό φαινόμενο). Αυτό αν κρίνουμε απ’ τα αποτελέσματα. Στο θεωρητικό επίπεδο βέβαια το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο ακριβώς γιατί είναι αλήθεια ότι υπάρχει μία σοβαρή θεωρητική παράδοση της αριστεράς που θεωρεί τη βία σαν ένα αναντικατάστατο εργαλείο μετασχηματισμού. Πρέπει όμως να είμαστε πιο ακριβείς. Η θεωρητική και η ιδεολογική παράδοση του εργατικού κινήματος πάντα αρνήθηκε την επαναστατική αξία της τρομοκρατίας, νοούμενης σαν βίαιης ένοπλης πρωτοβουλίας απομονωμένων πρωτοποριών που δεν έχουν κανέναν δεσμό με απελευθερωτικά μαζικά κινήματα. Χωρίς να αναφέρουμε τον Λένιν, νομίζω ότι αποτελεί τώρα πια μία θεωρητική κοινοτυπία του εργατικού κινήματος η άρνηση της τρομοκρατίας με την μορφή που έλαβε στην Ιταλία, σαν εργαλείο πολιτικής πάλης. Υπάρχει όμως στην παράδοση του εργατικού κινήματος μία αξία που αποδίδεται στη βία, σαν «μαμή της ιστορίας» όπως έλεγε ο Μαρξ, ή τέλος πάντων σαν μορφή των μαζικών αγώνων, που δεν είναι εξακριβωμένο αν θεωρείται απαραίτητη ή σε κάποιο βαθμό αντικειμενικά παρούσα στα μεγάλα κινήματα αγώνα. Υπάρχει επίσης μία παράδοση, που εγώ θεωρώ γιακοβίνικη, στην κουλτούρα, στον θεω- ρητικο-πολιτικό στοχασμό του εργατικού κινήματος, που απ’ τη μία έρχεται σε αντίθεση, τουλάχιστον στις πιο ορθόδοξες μορφές της, με το πιο επίκαιρο και το πιο επιστημονικό μέρος της σκέψης του Μαρξ, κι απ’ την άλλη προορίζεται να γίνει αν
116
τικείμενο νέων επεξεργασιών.Πρέπει να κάνουμε έναν πολύ σαφή διαχωρισμό μεταξύ της
πολιτικής και της κοινωνικής βίας. Η κοινωνική βία είναι εκείνη που όχι μόνον εκφράζεται στους μαζικούς αγώνες, αλλά γενικά είναι μία βία που δεν επιδιώκεται σαν αυτοσκοπός αλλά ασκείται de facto, σαν αναπόφευχτο προϊόν των μεγάλων κινημάτων των μαζών. Αναφέρομαι σε μορφές αγώνα όπως η περιφρούρηση των τόπων εργασίας, ή ορισμένες υλικές ζημιές που μπορεί να σημειωθούν κατά την διάρκεια διαδηλώσεων. Άλλο πράγμα είναι η πολιτική βία, μία προγραμματική, κατά κάποιον τρόπο στρατηγική, βία. Αυτού του είδους η βία δεν έχει καμία πιθανότητα επαναστατικής επιτυχίας στις χώρες του προηγμένου καπιταλισμού και επί πλέον μου φαίνεται ότι έρχεται σε αντίθεση με ένα πρότυπο σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο, αφού η στρατηγική βία παραμένει πάντα δέσμια μίας κουλτούρας που βασίζεται στις αξίες της ισχύος, σε μίαν ιεραρχική αντίληψη της κοινωνίας (υπάρχει πάντα αυτός που αποφασίζει την χρήση της βίας κι αυτός που την εκτελεί, αυτός που την ασκεί κι αυτός που την υφίσταται). Αντίθετα με έναν κάποιο ιδεολογικισμό που χαρακτήρισε την ιστορία του εργατικού κινήματος νομίζω ότι στην πράξη η ιστορία αυτή είναι μία μεγάλη ιστορία μη-βίαιων αγώνων. Αντίθετα απ' αυτά που λέγονται συνήθως, η κυρίαρχη μορφή εργατικού αγώνα, η απεργία, είναι μία μη-βίαιη μορφή πάλης, καθώς επίσης μη- βίαιες είναι και οι παρεμποδίσεις της κυκλοφορίας, τα σιτ-ιν, οι καταλήψεις σπιτιών και εργοστασίων, οι αυξο-μειώσεις των λογαριασμών ή των ενοικίων, οι διάφορες μορφές αυτοπροστασίας των εργατών. Φυσιολογικά ήταν πάντα μη-βίαιες μορφές αγώνα. Βέβαια στις μεγάλες διαδηλώσεις μπορεί να εκδηλωθούν ορισμένα βίαια περιστατικά που δεν μειώνουν την αξία των αγώνων αυτών τόσο όσο αποτελούν αντικειμενική έκφραση ριζοσπαστισμού και σύγκρουσης.
Σ’ αυτούς τους αγώνες το στοιχείο που τους καθιστά πιο αποδοτικούς είναι η δύναμή τους, η συναίνεση, το μαζικό στοιχείο τους παρά ο βίαιος χαρακτήρας τους. Έχω την εντύπωση ότι στην αξιολόγηση ή στον χαρακτηρισμό σαν βίαιων περιστατικών που αποτελούν απλά εκδήλωση ισχύος παρουσιάζεται uia περίεργη ομοψυχία μεταξύ της δεξιάς και της άκρας αρι-
117
στεράς: είναι γνωστό ότι και η δικαστική εξουσία θεωρεί βία την περιφρούρηση ή την κατάληψη ή οποιαδήποτε μορφή υλικών καταστροφών. Εγώ αντίθετα όταν μιλώ για βία αναφέρο- μαι σ’ εκείνη που στρέφεται εναντίον προσώπων, στην αιματηρή βία, δηλαδή σ’ εκείνη που εντοπίζει σε ένα πρόσωπο τον ταξικό αντίπαλο, που πρέπει να πληγεί με το σκεπτικό ότι πλήτ- τοντας τα πρόσωπα αλλάζει ο συσχετισμός δυνάμεων, αλλάζει δήθεν η ταξική δομή της κοινωνίας. Αυτού του είδους η βία είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, εκτός αν βρισκόμαστε σε επαναστατικές περιόδους όπου πάλι παίρνει ένα δευτερεύοντα επικουρικό χαρακτήρα.
Δ .Δ .: Μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής αριστεράς όμως γεννήθη- χε στην βάση βίαιων ιστορικών γεγονότων, η γαλλική επανάσταση η Κομμούνα, η οκτωβριανή επανάσταση, όπου υπήρξε μία συγκεκριμένη βία εναντίον συγκεκριμένων προσώπων, εκτελέσεις, απαγχονισμοί, εμφύλιοι πόλεμοι...Λ.Φ. :Πρόκειται για επαναστάσεις όπου το παλιό καθεστώς κατέρρευσε κάτω απ’ την πίεση της ισχύος του επαναστατικού κινήματος, όπου η Γκιλοτίνα κι η επαναστατική τρομοκρατία έπαιξαν έναν αποφασιτικά συμπληρωματικό ρόλο. Ιδιαίτερα τον Οχτώβρη: ο Οχτώβρης ήταν μία επανάσταση που δεν πραγματοποιήθηκε διά μέσου των τουφεκισμών, των συγκρούσεων στους δρόμους. Αντίθετα ήταν ένας μίεγάλος, ίσως πε- ρισσότέρο από την γαλλική επανάσταση, μετασχηματισμός κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων που εκδηλώθηκε χάρη στην πίεση του προλεταριάτου της Πετρούπολης· το στοιχείο της τρομοκρατίας, ή ο ίδιος ο τουφεκισμός του τσάρου, ήταν γεγονότα που εκδηλώθηκαν αργότερα, όταν προέκυψαν ανάγκες υπεράσπισης της επανάστασης. Αυτή η υπεράσπιση βρίσκεται περίπου στο ίδιο επίπεδο με την υπεράσπιση της νέας δημόσιας τάξης, σε σχέση και με τις εξωτερικές επεμβάσεις. Ακριβώς όμως αυτή η ιδεολογική φενάκη που καθιστούσε αυτή την βία, που εκδηλώθηκε ύστερα από την επανάσταση, όχι ένα συγκυριακά αναγκαίο στοιχείο για να υπερασπιστεί η ήδη νικηφόρα επανάσταση από εξωτερικές επεμβάσεις, χρησιμοποιήθηκε σαν κάλυψη, σαν νομιμοποίηση των τρομοκρατικών εκφυλισμών του σοβιετικού κράτους: ο σταλινισμός νομιμοποιήθηκε ακρι-
118
6ώς με την θεωρία της διαρκούς πάλης των τάξεων στους κολ- πους του κράτους, με την επινόηση του «αόρατου εχθρού που καιροφυλακτεί» που κατέστησε εχθρούς σχεδόν όλους εκείνους πού είχαν κάνει την επανάσταση.
Υπάρχουν τρομεροί κίνδυνοι στον «βιολεντισμό», στην θεωρία της βίας σαν εργαλείο της επανάστασης, όχι μόνον για τις καταστροφές και τις ήττες που μπορεί να προσφέρει στο εργατικό κίνημα σε μία φάση του αντικαπιταλιστικού αγώνα για κοινωνικό μετασχηματισμό, αλλά κυρίως στην φάση που ακολουθεί αυτόν τον μετασχηματισμό. Ο Οχτώβρης απ’ αυτή την άποψη αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα, αλλά θα μπορούσα ν’ αναφέρω κι άλλα, την Κούβα, το Βιετνάμ κτλ. Αυτή η «βιο- λεντιστική» παράδοση ανήκει κατά την γνώμη μου ολοκληρωτικά στον γιακωβινισμό, έχει αστικές και ελιτιστικές καταβολές. Πριμοδοτεί το θεσμικό επίπεδο ~ αυτό μπορεί να φανεί παράδοξο γιατί η βία παρουσιάζεται σαν εργαλείο ανατροπής του κράτους, μόνον που έχει πάντα την τάση να τυποποιείται, να οργανώνεται σαν αντι-κράτος, σαν διαχωρισμένη πολιτική.
Μ’ αυτήν την έννοια, η κοινωνική βία, αυτή δηλαδή που δεν αποτελεί μέσο για έναν επαναστατικό σκοπό, δεν εμπεριέχει ούτε ένα πρόγραμμα κι ακόμη λιγότερο μία αξία, αλλά υπάρχει σαν απλό δεδομένο, αποτελεί κάτι το πολύ διαφορετικό από την πολιτική βία.
Δ .Δ .: Α π ' την άλλη όμως ακριβώς η υπόθεση που υποστηρίζεις της αυταρχικής οπισθοδρόμησης του κράτους προϋποθέτει μία μεγαλύτερη ένταση, μία μεγαλύτερη δία στις σχέσεις μεταξύ κράτους και πολίτη. Μ ’ αυτή την έννοια η κοινωνική δία είναι επακόλουθο ή αιτία της αυταρχικής οπισθοδρόμησης;
Λ.Φ.: θεωρώ ότι αυτά τα δύο φαινόμενα αλληλοσυνδέονται. Στην Ιταλία η έκτακτη νομοθεσία, - που είναι εν μέρει κάτι το διαφορετικό από την κρατική β ία- που εκφράζεται κυρίως στην συχνά παράνομη αστυνομική και δικαστική καταστολή -κα ι γενικότερα αυτή η διαδικασία υποβάθμισης και παρακμής της νομιμότητας, άρχισε πριν εμφανιστεί το τρομοκρατικό φαινόμενο, όταν η δεξιά που συσπειρώθηκε το ’74-75 γύρω απ’ τον Φανφάνι εξαπέλυσε μίαν εκστρατεία εναντίον της «διάχυτης εγκληματικότητας». Η τρομοκρατία χρησιμοποιήθηκε αρ
119
γότερα σαν νομιμοποίηση και επιτάχυνση αυτής της διαδικασίας. Η κοινωνική βία, όταν δεν είναι πολιτική, αποτελεί πάντα ένα φαινόμενο αυθόρμητης άμυνας κι αντίστασης, χωρίς προγραμματικά και στρατηγικά στοιχεία. Πιο συγκεκριμένα τα κινήματα έχουν ανάγκη από χώρους αυτοδιάθεσης, ύπαρξης. Ο ι αστυνομικές έφοδοι, οι αυταρχικές επεμβάσεις δεν μπορούν παρά να προκαλέσουν αντίσταση. Η κοινωνική βία λοιπόν πολύ συχνά στην κυριολεξία προκαλείται. Αυτό το γεγονός όμως θεσμοθέτησε ένα τελετουργικό πρότυπο αντιπαράθεσης μεταξύ της κοινωνικής και της αστυνομικής βίας. Έ τσι συχνά σαν προληπτικό μέτρο εναντίον της αστυνομικής βίας πολλοί πήγαιναν στις διαδηλώσεις με τις μολότωφ, κι αυτό ήταν κατά την γνώμη μου ένα από τα πιο σοβαρά λάθη. Το ’77 στην Ιταλία συνέβαλαν στην πτώση του κινήματος ορισμένοι τομείς του που προκαλούσαν την επέμβαση της αστυνομίας χρησιμοποιώντας μολότωφ, όπλα κτλ. Κατά κάποιον τρόπο σ’ αυτή την περίπτωση βρισκόμασταν μπροστά σε μία πολιτική κι όχι κοι- νωνική βία, μία βία που διείσδυε στα κινήματα απ’ έξω, κι όποιος την ασκούσε αναλάμβανε σοβαρές ευθύνες μπροστά στο κίνημα.
Δ .Δ : Αναφέρεσαι στον χώρο της Αυτονομίας. Την στιγμή αυτή εσύ, όπως και πολλοί άλλοι πον δεν ανήκουν σ' αυτόν τον χώρο, δίνεις μ ία μάχη για την υπεράσπιση του Τόνι Νέγκρι και των συντρόφων του εναντίον των, στην πλειοψηφία αδάσιμων, κατηγοριών που τους απαγγέλλονται1. Την ίδια στιγμή όμως θεωρείς ότι είναι αναγκαίο να καταλογιστούν σ ’ αυτούς τους ηγέτες της Αυτονομίας, όχι βέβαια νομικές, αλλά πολιτικές ευθύνες;
Λ .Φ .: Ε ίναι δύσκολο να μπει κανείς σε πολεμική με συντρόφους που βρίσκονται στην φυλακή, προσωπικά προτίμησα να το κάνω πριν φυλακιστούν, θεω ρώ ότι υπήρξε μία υπερβολή στην απόδοση και τις πολιτικές ευθύνες (αφήνω κατά μέρος τις δ ικαστικές που κατά μεγάλο μέρος αποτελούν μία επινόηση των εισαγγελέων. Αυτοί οι κατηγορούμενοι θεωρηκοποίησαν μεν ένα πρότυπο βίας, αλλά αυτά τα φαινόμενα παράγονταν με την σειρά τους χάρη σε ορισμένους αντικειμενικούς μηχανισμούς, που είναι παρόντες στα κινήματα. Μηχανισμοί που αποΐελούν
120
βέβαια δυναμικές της πολιτικής υποκειμενικότητας, αλλά δεν εξαρτώνται ασφαλώς από την βούληση κάποιου διανοούμενου. Στο πολιτικό επίπεδο μπορούμε βέβαια να πούμε ότι μέσα στον χώρο της Αυτονομίας και θεωρητικά και πρακτικά διαμορφώθηκε ένα πρότυπο πολιτικής βΐας, κυρίως γιατί παρουσιαζόταν σαν τεχνητή μίμηση σαν θεατρική παράσταση της κοινωνικής βίας, που συνοδευόταν από ισχυρά αισθητικά στοιχεία, η ηδονή της βίας σαν αυτοσκοπός η αξία της συμβολικής χειρονομίας. Έ νας αισθητισμός της βίας (αυτή τη φορά ολοκληρωτικά ξένος με την παράδοση του εργατικού κινήματος) που κατάγεται από ορισμένες ακτιβιστικές, βιολεντιστικές παραδόσεις που είναι παρούσες στα μαζικά κινήματα της δεξιάς και της αριστεράς και που όμως για πρώτη φορά θεωρητικοποιήθηκε α π’ τα αριστερά. Μ’ αυτήν την έννοια στους κόλπους του κινήματος εμφανίστηκαν αυτά τα στοιχεία αβανγκαρντισμού, όπου ένας τομέας έχει την τάση να επιβάλλει ένα τελετουργικό σχήμα πολιτικής βίας, σαν ο στόχος να ήταν όχι η εκδήλωση δύναμης αλλά η άσκηση της βίας, στις δυναμικές του κινήματος.
Ό μω ς, επαναλαμβάνω, όλα αυτά πρέπει να συνοδεύονται από μία διευκρίνιση: αυτό το φαινόμενο δεν έχει καμία σχέση με την τρομοκρατία, ούτε στο επίπεδο των πεπραγμένων, ούτε σ’ εκείνο της ιδεολογίας και της κουλτούρας. Η τρομοκατία είνα ι κάτι το τελείως διαφορετικό: είναι το συνωμοτικό πρότυπο βίας, είναι η βία σαν μέσο για την κατάληψη της εξουσίας, κι όχι η βία σαν αξία, ή, όπως έλεγαν οι θεωρητικές επεξεργασίες της Αυτονομίας, η βία σαν αυτο-αξιοποίηση, η αξία της παράβασης καθεαυτό. Η τρομοκρατική παράδοση αντίθετα, των Ερυθρών Ταξιαρχιών είναι μία τυπικά σταλινική παράδοση, τυπικά «μ-λ».
Ο συσχετισμός λοιπόν που γίνεται στην δίκη της υπόθεσης «7 του Απρίλη» μεταξύ των κατηγορούμενων και της τρομοκρατίας είναι ανυπόστατη από κάθε οπτική γωνία. Το μόνο που θα μπορούσαμε να πούμε, αλλά πραγματικά θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για όλο το εργατικό κίνημα, είναι ότι ένας κάποιος βιολεντισμός που οι κατηγορούμενοι εξέφρασαν σε πολι- τικο-πολιτιστικό επίπεδο ενδεχομένως να πρόσφερε το έδαφος πάνω στο οποίο ωρίμασαν επιλογές νέων που ανήκαν στον πολιτικά ευάλωτο χώρο της νεανικής αποσύνθεσης, που ήταν ήδη
121
εκτεθειμένοι και στην επιρροή της τρομοκρατίας. Αλλά πρέπει να προσθέσω ότι θεωρώ μία από τις μεγαλύτερες αδικίες, κάτι που πρέπει να κάνει την χώρα μου να ντρέπεται, το ότι επινοή- θηκαν διασυνδέσεις μεταξύ της τρομοκρατίας, και όχι μόνον της κοινωνικής βίας, αλλά και εκείνης της πολιτικής βίας που εκδηλωνόταν στις διαδηλώσεις και που εξέφραζε και θεωρητικοποιούσε η αυτονομία.
Δ .Δ .: Έχω την εντύπωση δηλαδή ότι δίνεις μία αρνητική απάντηση το ερώτημα που είχε απασχολήσει στα τελευταία χρόνια πολλούς στην Ιταλία, αν υπήρξε δηλαδή μία διασύνδεση μεταξύ των τρομοκρατικών οργανώσεων και της λεγάμενης «δεύτερης κοινωνίας»...
Λ .Φ .: Το πρόβλημα αυτό είναι περισσότερο κοινωνιολογικό παρά πολιτικό, γιατί μας αναγκάζει να εξετάσουμε και άλλα συστατικά που βρίσκονται στις ρίζες της τρομοκρατίας και που δεν είναι ιδεολογικά ή πολιτικά, αλλά αντίθετα ανάγουν στο τεράστιο πρόβλημα της κοινωνικο-πολιτικής κρίσης που διαπερνά την Ιταλία, την πολιτική κρίση της αριστερός που ξαφνικά αντέστρεψε την ταυτότητά της. Το ’75 η επιτυχία της αριστερός πραγματοποιήθηκε κάτω απ’ τον αστερισμό της αλλαγής, του μετασχηματισμού, που θεωρούνταν εφικτός αφού όλη η ιστορία των προηγούμενων χρόνων χαρακτηρίζονταν από μία τεράστια επαναστατική ένταση. Αντίθετα η επιλογή της εθνικής αλληλεγγύης βιώθηκε από ευρύτατους τομείς του προλεταριάτου και του υπο-προλεταριάτου που πολιτικοποιήθη- καν από χρόνια αγώνα και ιδεολογίας, σαν μία κατάρρευση κάθε προοπτικής, σαν εμπαιγμός. Η ιστορική αριστερά εκείνα τα χρόνια ενορχήστρωσε μία σωστική επιχείρηση της Χριστια- νοδημοκρατίας που βυθίζονταν σε μία βαθιά κρίση, και επομί- στηκε ρόλους και πολιτικές λειτουργίες που ανήκαν παραδοσιακά στη δεξιά' φτάνει να σκεφτούμε την πολιτική γύρω απ’ το πρόβλημα της δημόσιας τάξης (που ήταν εξ άλλου και η πολιτική πρωτοβουλία γύρω απ’ την οποία περισσότερο χαρακτηρίστηκε η συμμετοχή του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στην κυβερνητική πλειοψηφία). Ό λ α αυτά βιώθηκαν τραυματικά από μέρους της πλειοψηφίας των αριστερών κι αν σε ορισμένες περιπτώσεις προκάλεσαν τρασφορμιστικές αντιδράσεις,
122
ανακατατάξεις και αναθεωρήσεις, σε άλλους άμπωτη, παθητι- κότητα, κούραση, ήταν εύκολο να προβλεφτεί ότι καμιά χιλιάδα από περισσότερο ή λιγότερο παράφρονες θα έκαναν επικίνδυνες επιλογές.
Δεν θέλω να υπάρξει η υποψία ότι κατά οποιονδήποτε τρόπο τους δικαιολογώ. Πάντα θεωρούσα την τρομοκρατία μία απ’ τις πιο ευτελείς μορφές πολιτικού αγώνα, ακριβώς γιατί αυτή η συμβολική αντικατάσταση των θεσμικών και κοινωνικών δομών με τα συγκεκριμένα πρόσωπα, είναι για εμένα, μία απ’ τις πιο βάρβαρες και τις πιο ανήθικες μορφές πολιτικού αναλφαβητισμού. Οποιοδήποτε σχέδιο σοσιαλιστικού μετασχηματισμού πρέπει να βασίζεται στον σεβασμό της ανθρώπινης ζωής και του αντίπαλου, ο φιλελεύθερος σοσιαλισμός εξάλλου βασίζεται ακριβώς στον σεβασμό όχι μόνον της ζωής αλλά και της πολιτικής ταυτότητας του αντίπαλου που πρέπει να συνεχίζει να είναι σε θέση να εκφράζεται.
Έ να από τα σημεία, το πιο σοβαρό ίσως, αυτής της κρίσης ταυτότητας της αριστεράς, είναι η διανοητική παραίτηση των κομμάτων της αριστεράς, που, ίσως ακριβώς χάρις σ’ αυτήν την κακιά συνείδησή τους, εγκατέλειψαν κάθε προσπάθεια να καταλάβουν τις αιτίες της κρίσης που παρήγαγαν την τρομοκρατία και περιορίστηκαν στους αφορισμούς. Δεν θέλησαν να αντιμετωπίσουν τα αίτια που βρισκόνταν στην βάση αυτής της ξαφνικής ανάδειξης του τρομοκρατικού φαινομένου σε τόσο ευρεία κλίμακα: η ιταλική τρομοκρατία ήταν η πιο ισχυρή της δυτικής Ευρώπης, σε μία χώρα που δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα βίαιες παραδόσεις. Μπροστά σ’ αυτά τα ερωτηματικά οι ιταλοί διανοούμενοι απλώς δαιμονοποίησαν το φαινόμενο, το μετακίνησαν στην σφαίρα του αλλογενούς, προφανώς γιατί καταλαβαίνοντας το θα ήταν αναγκασμένοι να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με τις ευθύνες τους.
Δ .Δ .: Ποιες είναι αυτές συγκεκριμένα;Α.Φ.: Είναι καθαρά πολιτικές ευθύνες, η υπερπολιτική συμπεριφορά, ο τρασφορμισμός, που αποτελεί χαρακτηριστικό και της αριστεράς της Ιταλίας. Το σχέδιο της εθνικής αλληλεγγύης, που ήταν οπωσδήποτε αντιδημοκρατικό -κ ι αυτό ανοίγει μία τεράστια συζήτηση γύρω απ’ το πρότυπο κοινωνίας που κατά
123
κάποιον τρόπο προεικόνιζε, μία κοινωνία χωρίς αντιπολίτευση, χωρίς πολιτική σύγκρουση- πέρα λοιπόν από την κρίση που μπορούμε να δώσουμε σ’ αυτήν την εμπειρία ποιί ενοποίησε τα κόμματα στις κορυφές του κράτους, που αφαίρεσε την αντιπροσωπευτικότητα και τη νομιμοποίηση της έκφρασης στα ανταγωνιστικά συμφέροντα που δεν αποδέχονταν τις διαμεσολαβήσεις, ήταν μία πολιτική μορφή που αποκλείει από τα πλαίσια της την σύγκρουση και την διαλεκτική. Έλεγα, ότι, εκτός απ’ αυτά τα στοιχεία, υπάρχει και η μέθοδος με την οποία έγι- νε αυτή η επιλογή που ήρθε εξ’ ολοκλήρου από τα πάνω- δημοσιεύτηκε ένα άρθρο του Μπερλινγκουέρ πίσω απ’ το οποίο συσπειρώθηκε μεγάλο μέρος των διανοούμενων και των πολιτικών με τελείως υποτελή τρόπο, χωρίς καμία συζήτηση στην βάση. Τόσο που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα πολλοί και μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα θεωρούσαν τον ιστορικό συμβιβασμό κάτι σαν μία διπλή αλήθεια, μία πανούργα επινόηση, που αποδεκάτιζε τα νώτα της Χριστιανοδημοκρατίας από τα. δεξιά ενώ «εμείς στην πραγματικότητα θέλουμε την αλλαγή, τις μεταρρυθμίσεις κτλ.» Η μέθοδος αυτή, κοντά στα περιεχόμενα, προκάλεσε την απομάκρυνση όλων των κοινωνικών τομέων που είχαν μπει στο περιθώριο, που είχαν αποκλειστεί από την πολιτική διαμεσολάβηση και το αποτέλεσμα είναι η σημερινή παθητικότητα της αριστεράς, η κατακόρυφη αύξηση των αποχών στις εκλογές, η απώλεια μίας σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ του ψηφοφόρου και του κόμματός του.
Δ .Δ .: Κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ο Μπερ- λινγκονέρ κατήγγειλε την ύπαρξη ενός παλινορθωτιχού σχεδίου, αντιδραστικού τύπου, που προωθεί η Χριστιανοόημοκρα- τία και οι πιο επιθετικοί τομείς του επιχειρηματικού κόσμου που συσπειρώθηκαν πλάι της.
Λ.Φ.: Ναι, είμαι πεισμένος ότι δεν χρειάζονται ρήξεις για μία νίκη της δεξιάς στην Ιταλία. Σίγουρα σήμερα η δεξιά είναι επιθετική, πολύ πιο ισχυρή σε σχέση με το παρελθόν, χάρη κυρίως στην πολιτική της αριστεράς που έκανε το παν για να ξεπερά- σει η Χριστιανοδημοκρατία την κς'ση της. Κι όλα τα χρόνια που ακολούθησαν απ’ το ’75 και δώθε ήταν χρόνια παλινόρθωσης. Σήμερα η Χριστιανοδημοκρατία μπορεί και παρουσιάζε
124
ται με μία πολύ πιο ισχυρή πολιτική ταυτότητα, σαν αναμφισβήτητο τώρα πια κόμμα της τάξης των βιομηχάνων (διαψεύ- δοντας οικτρά τις αυταπάτες του Κράξι να την αντικαταστήσει σ’ αυτή την λειτουργία) με μία πολιτική γραμμή ρητής και καθαρής αντεργατικής παλινόρθωσης και καπιταλιστικής αναδιοργάνωσης της παραγωγής. Είναι φανερό ότι η νίκη της δεξιάς θα μπορούσε και να μεταφραστεί σε μία αλλαγή του θεσμικού πλαίσιου, χωρίς όμως ρήξη, χωρίς να καταφύγουν σε μία δεύτερη δημοκρατία.
Το σήμα κινδύνου που έσειε ο Μπερλινγκουέρ είναι μονομερές, με την έννοια ότι η παλινόρθωση κατά την γνώμη μου έχει ήδη πραγματοποιηθεί κατά ένα μεγάλο μέρος. Η ιταλική εργατική τάξη ηττήθηκε συντριπτικά τα τελευταία χρόνια. Η αριστερά και το συνδικαλιστικό μέτωπο έδειξαν μία τελείως παθητική στάση σε μία σειρά από ζητήματα που έθετε επί τάπητος η εργοδοσία, πλήττοντας κυρίως το ημερομίσθιο. Σ’ ότι αφορά την κινούμενη κλίμακα, ένα δημοψήφισμα που είχε προωθήσει το 1982 η Προλεταριακή Δημοκρατία και που σύμφωνα με τις προβλέψεις θα είχε επιτυχία, ακυρώθηκε από το Κοινοβούλιο με έναν από τους πιο φανερά αντισυνταγματικούς ελιγμούς της ιστορίας της Δημοκρατίας. Είναι ένα σημάδι ανευθυνότητας της αριστερός γιατί μία επιτυχία του δημοψηφίσματος αυτού θα αποτελούσε ένα γερό επιχείρημα στην υπεράσπιση της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής.
Ύστερα υπάρχει αυτή η επίθεση εναντίον της απασχόλησης, η κατακόρυφη επιδείνωση των συνθηκών εργασίας στα εργοστάσια και χίλια άλλα ενδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η ιταλική εργατική τάξη υπέστη μία ιστορική ήττα στα τελευταία χρόνια.
Δ .Δ .: Μ πορεί να γίνει ένας ιστορικός παραλληλισμός μεταξύ της σημερινής αυταρχικής οπισθοδρόμησης των κρατικών θεσμών και μ ιας παρόμοιας διαδικασίας στην δεκαετία του '30 στην Ευρώπη; Τότε η Τρίτη Διεθνής είχε επεξεργαστεί την θεωρία της «φασιστικοποίησης» του κράτους. Εσύ αντίθετα αποφεύγεις να χρησιμοποιήσεις αυτόν τον όρο. Γιατί;
Λ .Φ.: Η φασιστικοποίηση, και στην εκδοχή της του «σοσιαλ- φασισμού» βασιζόταν σε ένα υπερβολικά στοιχειώδες σχήμα
125
της πολιτικής αντιπαράθεσης και των πιθανών θεσμικών εναλλακτικών λύσεων. Υποστήριζε δηλαδή ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί παρά να εκφυλιστεί σε φασισμό διότι είναι τέτοια η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που ή καταστέλλονται βίαια διά μέσου της φασιστικής μορφής κράτους, ή ξεσπά η επανάσταση. Είναι μία υπόθεση που αποκλείει την σοσιαλδημοκρατία, το Welfare State, το θεσμικό σχήμα των σύγχρονων αναπτυγμένων δημοκρατιών. Η υπόθεση της Τρίτης Διεθνούς διαψεύστηκε κατά το 100% απ’ όλη την δυτική εμπειρία, διότι υπήρξε μεν ο φασισμός στην Ιταλία και στην Γερμανία, αλλά η τυπική μορφή της δυτικής δημοκρατίας επικράτησε κάτω από ένα σοσιαλδημοκρατικό φιλελεύθερο-δημοκρατικό σχήμα, ενώ ο φασισμός εκδηλώθηκε κυρίως στις χώρες του Τρίτου κόσμου, έχω στον νου μου την Λατινική Αμερική, ή με πραξικοπήματα, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, που αποτελούν μία μεταβατική ρήξη στην θεσμική στρατηγική του κάθε κράτους.
Αντίθετα η μορφή της αυταρχικής δημοκρατίας είναι τελείως διαφορετικής φύσης. Πρόκειται για μία πολιτική μορφή που δεν βασίζεται τόσο στην ισχύ (απ’ αυτή την άποψη ούτε ο κλασικός φασισμός βασιζόταν τόσο στην ισχύ όσο στην συναίνεση που εκφραζόταν προς το μοναδικό κόμμα, προς τον χαρισματικό ηγέτη) όσο σε μία ουσιαστική εκκένωση του δημοκρατικού παιχνιδιού: παραμένει ο κομματικός πλουραλισμός, ο ανταγωνισμός και η αγορά της ψήφου, αλλά η αγορά αυτή (με την έννοια που δίνει στην λέξη ο Σουμπέτερ) τελετοποιείται, χάνει κάθε περιεχόμενο. Ο εκλογέας δεν καλείται ν’ αποφανθεί γύρω από συγκεκριμένες εναλλακτικές λύσεις, αλλά απλώς να εκ- φράσει συναινέσεις μέσα σ’ ένα πολύ προκαθορισμένο και περιορισμένο πλαίσιο επιλογών. Έτσι η αυταρχική δημοκρατία αποκλείει την νομιμότητα κάθε εναλλακτικού κινήματος. Νομίζω ότι η πρόσφατη ιστορία της Ιταλίας είναι παραδειγματική: παρόλο που το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι μία μεγάλη πολιτική δύναμη κρατήθηκε έξω απ’ την κυβέρνηση ακριβώς εξ αιτίας του «μη δημοκρατικού χαρακτήρα του» και πιθανόν ο ιστορικός συμβιβασμός να ήταν οι συμπληγάδες που έπρεπε να διασχίσει, αλλοιώνοντας την ταυτότητα του και προκαλώντας εκείνα τα τραύματα για τα οποία μιλούσαμε, ακριβώς για να νομιμοποιηθεί σαν παράγοντας εσωτερικός στο δημοκρατικό
126
σύστημα, απο-νομιμοποιώντας ταυτοχρόνως όσους αντιτάσσονταν σ’ αυτήν την νέα πορεία του.
Η σύγχρονη καπιταλιστική δημοκρατία είναι λοιπόν ένα σύστημα που αποκλείει, σαν αντιδημοκρατικές και παράνομες, τις εναλλακτικές λύσεις σε σχέση με το σύστημα και παρουσιάζει την τάση να διαμορφώνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των κομμάτων σαν έναν ανταγωνισμό που ποτέ δεν αμφισβητεί τα κεντρικά κομβικά σημεία του. To De facto αποτέλεσμα είναι ότι στην ουσία οι μάζες καλούνται να νομιμοποιήσουν με την ψήφο τους την λειτουργία αυτή, με την έννοια ότι η ψήφος καταντά μία απλή έκφραση όχι επιλογής, αλλά προσκόλλησης σε μία πολιτική προσφορά που έχει προδιαγραφεί με άκαμπτο τρόπο. Σε αυτά τα συστήματα υπάρχουν χώροι εξασφαλισμένης ελευθερίας μόνον εφόσον δεν είναι ασυμβίβαστοι με τις υπάρχουσες καπιταλιστικές δομές. Στην Ιταλία είχαμε αυτή την μεγάλη περίοδο αγώνων που ήταν μία στιγμή επιβολής της De facto ελευθερίας και που στις απαρχές της παρήγαγε και ορισμένες περιορισμένες θεσμικές αλλαγές. Αναφέρομαι στο Καταστατικό των Εργαζομένων (Statute dei Lavoratori)2 και σ’ ορισμένες μεταρρυθμίσεις του ποινικού κώδικα κι εκείνου της ποινικής δικονομίας. Η παλινόρθωση που ακολούθησε όμως περιόρισε ξανά αυτούς τους χώρους.Δ.Δ.: Ο Κορνήλιος Καστοριάδης υποστηρίζει ότι η πιο πιθανή διέξοδος αυτής της αυταρχικής οπισθοδρόμησης της δημοκρατίας στην Δύση είναι το γραφειοκρατικό σύστημα των χωρών υπαρκτού σοσιαλισμού. Συμφωνείς με αυτού του τύπου την ανάλυση;Λ.Φ.: Ναι, μου φαίνεται ότι υπάρχει αυτός ο κίνδυνος, παρόλο που τα ανατολικά καθεστώτα παρουσιάζουν μία πολύ πιο άκαμπτη όψη απ’ τα δικά μας, ακριβώς διότι τα μαζικά αντιπολιτευτικά κινήματα, εκτός βέβαια από χώρες σαν την Πολωνία που περιοδικά υφίστανται μεγάλες στιγμές κοινωνικής ρήξης, είναι ιδιαίτερα ευάλωτα και περιορισμένα. Σίγουρα όμως η προοδευτική απώλεια αντιπροσωπευτικότητας της πολιτικής σε σχέση με αντικρουόμενα συμφέροντα, όπως εμφανίζεται στις δυτικές δημοκρατίες, (άρα τα κόμματα της αριστεράς που σιγά σιγά γίνονται εθνικά, λαϊκά, υπερταξικά) τόσο όσο επι
127
τρέπει την νομιμοποίηση αυτών των κομμάτων άλλο τόσο βάζει σε κρίση την πολιτική διαμεσολαβητική λειτουργία τους σαν κόμματα της αλτερνατίβας ή εναλλακτικά κόμματα ή εκφραστές ανταγωνιστικών συμφερόντων. Αυτή η τάση ομοιογενοποίησης στην κορυφή του κράτους του συστήματος των κομμάτων ανταποκρίνεται α π’ την μια στην απώλεια της πολιτικής διαλεχτικής, στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, κι απ’ την άλλη στον μετασχηματισμό της πολιτικής σε διαχείριση. Αν η πολιτική δεν είναι πια ο τόπος των καίριων επιλογών αλλά απλώς της καλής διακυβέρνησης, η τεχνική της θεμιτής διακυβέρνησης, τότε καταντά πια διαχείριση που νομιμοποιείται απ’ τον ίδιο το χαρακτήρα της σαν αντιπροσώπευση των γενικότερων συμφερόντων, που εκφράζουν λίγο πολύ όλα τα κόμματα και λίγο ενδιαφέρει (στην πραγματικότητα ενδιαφέρει και ποΓ λύ μάλιστα γιατί είναι πάντα καλύτερα να υπάρχουν πολλά κόμματα παρά ένα μόνον) αν τα κόμματα είναι πολλά, αφού όλα μοιάζουν πολύ μεταξύ τους. Μ’ αυτή την έννοια η διαδικασία ομοιογενοποίησης των κομμάτων στην κορυφή του κράτους μπορεί να επιφέρει κι έναν κίνδυνο να εκλείψει ο πολιτικός πλουραλισμός ή τουλάχιστον να δύσει ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας της πολιτικής διαμάχης, άρα και η νομιμότητα της κοινωνικής σύγκρουσης που έχει πάντα (δεν ξέρω δυστυχώς ή ευτυχώς) πολιτικά σημεία αναφοράς. Επί πλέον αυτή η διαδικασία ομοιογενοποίησης των κομμάτων που μεταβάλλει την πολιτική σε διαχείριση μπορεί επί πλέον να επιφέρει και τον κίνδυνο να μεταβληθεί η πολιτική τάξη σε γραφειοκρατική, αδιάφορο αν είναι αιρετή ή διορισμένη. Α π’ αυτή την σκοπιά ο κίνδυνος γραφειοκρατικοποίησης των μεγάλων καπιταλιστικών κοινωνιών, παρόλη την κρίση του κοινωνικού κράτους, είναι πράγματι μεγάλος εξ αιτίας των όλο και πιο στενών διασυνδέσεων μεταξύ πολιτικής και οικονομίας.
Δ .Δ .: Έχω όμως την εντύπωση ότι ακολουθείται ως προς αυτό, μία αντίθετη κατεύθυνση: ο νεο-φιλελευθερισμός χαρακτηρίζεται από την τάση να αφαιρεί από το κράτος ένα μεγάλο μέρος του ελέγχου της οικονομίας και της αγοράς που είχε προηγουμένως...
Α.Φ.: Εγώ θα έλεγα ότι αυτή η ιστορία του νεο-φιλε-
128
λευθερισμού αποτελεί μονάχα ένα σημάδι της σοβαρής ενίσχυσης του κεφαλαίου που σήμερα έχει την πρόθεση να εξασκή- σει πολύ πιο αποφασιστικά το ειδικό βάρος του στην πολιτική ζωή των διαφόρων χωρών της Δύσης, τουλάχιστον εκεί όπου επικράτησε ο νεο-φιλελευθερισμός. Ο σύγχρονος καπιταλισμός όμως έχει στην πραγματικότητα ανάγκη από το κράτος, ένα κράτος με προνοιακές λειτουργίες όχι τόσο σε σχέση με τους άνεργους ή γενικότερα τους εργαζόμενους, όσο κυρίως σε σχέση με το κεφάλαιο. Λειτουργεί δηλαδή σαν ρυθμιστικός μηχανισμός και εν μέρει σαν μηχανισμός άμεσης κηδεμονίας της καπιταλιστικής συσσώρευσης, με παρεμβάσεις μόνιμα επιχω- ρηγητικές. Ιδιαίτερα στην Ιταλία, όπου η πλειοψηφία των βιομηχανιών πάντα βασίζονταν σ’ αυτή την προνοιακή λειτουργία του κράτους, δεν υπάρχει πια εκείνος ο παράγοντας κινδύνου στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Οι τρομερές χρεωκοπίες ορισμένων μεγάλων τυχοδιωκτών είναι ακραίες περιπτώσεις· στην πραγματικότητα η βιομηχανία απολαμβάνει μια σημαντική προνοιακή μεταχείριση και το κεφάλαιο δεν μπορεί να κάνει χωρίς αυτήν την, τώρα πια εσωτερική στον οικονομικό μηχανισμό, λειτουργία άμεσης ρύθμισης της καπιταλιστικής συσσώρευσης που εξασκεί το κράτος. Ο νεο-φιλελευθερισμός λοιπόν σήμερα είναι κυρίως μία επιστροφή στην υπογράμμιση της ελευθερίας της αγοράς που δεν αμφισβητεί την κρατική πρόνοια στις επιχειρήσεις.Δ.Δ.: Κρίση τον Welfare State είναι λοιπόν μόνον μία κρίση της πρόνοιας μόνον σε σχέση μ ε τις υποτελείς τάξεις...
Λ.Φ.: Βέβαια, η μόνη όψη του περιορισμού των δημόσιων δαπανών που επιβάλλεται δυναμικά είναι εκείνη που προορίζεται στις υποτελείς τάξεις· οι συντάξεις, η ιατρο-φαρμακευτική περίθαλψη, η ανεργία, οι συγκοινωνίες, οι δημόσιες υπηρεσίες.
Ασφαλώς, πρόκειται για υπόθεση καθαρά πολιτική γιατί πέρα απ’ την τάση που αναφέραμε, εγώ προσωπικά δεν πιστεύω ότι είναι δυνατόν να γυρίσουμε πίσω από κάθε άποψη, γιατί τότε πράγματι θα ξεσπάσουν στο τέλος εμφύλιοι πόλεμοι, θ έ λω να πω ότι το Welfare State, τα λεγόμενα δικαιώματα θετικών παροχών, παρόλο που δεν ικανοποιούνται πλήρως, τώρα πια είναι μέρος της δημοκρατίας, με την ουσιαστική σημασία της.
129
Μία επιστροφή στο παρελθόν, στο παλιό φιλελεύθερο κράτος όπου το εργατικό δυναμικό αφήνονταν σ’ ένα πρωτόγονο επίπεδο διαβίωσης, σήμερα θα ήταν δυνατή μόνον με ένα θεσμικό πλαίσιο φασιστικού τύπου: θεωρώ ότι πρόκειται για μία υπόθεση καθ’ ολοκλήρου εξωτερική σε σχέση με τον ιστορικο- πολιτικό ορίζοντα ανάπτυξης των σύγχρονων κοινωνιών, ακριβώς γιατί ο φασισμός μεταξύ των άλλων επιφέρει και ένα πολύ βαρύ κόστος για το ίδιο το κεφάλαιο. Αλλά δεν πρόκειται μόνον για οικονομικά εμπόδια: η ίδια η πηγή νομιμοποίησης των σύγχρονων δημοκρατιών βρίσκεται ακριβώς στον αντιφασιστικό χαρακτήρα τους.
Δ.Δ.: Στο δοκίμιο σου «Κοινωνικό Κράτος και Κράτος Δικαίου» τάσσεσαι υπέρ της επεξεργασίας ενός «κοινωνικού κράτους δικαίου» που να εξασφαλίζει και τα δικαιώματα θετικών παροχών, όπως ακριβώς το Κράτος Δικαίου εγγυάται τα αρνητικά δικαιώματα μη επέμβασης στην ιδιωτική και δημόσια ζωή τον πολίτη. Σ’ αντή την πρόταση σου υπάρχει μία επαναξιολόγηση τον πολιτικού ρεφορμισμού;Λ .Φ.: Πρέπει να συννενοηθούμε στην σημασία των λέξεων. Ε ίμαι πεπεισμένος ότι ορισμένα δικαιώματα ελευθερίας, καθώς επίσης και τα κοινωνικά δικαιώματα, δεν μπορούν να είναι συμφέροντα που κατά ευγενική παραχώρηση ικανοποιούνται από το κράτος όταν και όπως αυτό θέλει... Είναι γεγονός ότι η ανάπτυξη του Welfare State πραγματοποιήθηκε χωρίς να υπάρξει μία ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη της πολυσυνθετότητας του θεσμικού μηχανισμού ώστε να ανταποκρίνεται στις νέες παροχές που ζητούνται από το κοινωνικό κράτος. Αλλά κατά την γνώμη μου είναι λάθος να θεωρούμε την ικανοποίηση αυτών των δικαιαμάτων σαν ρεφορμιστική: Πρόκειται για ένα λάθος εφάμιλλο μ’ εκείνο που γινόταν όταν αναθεωρούνταν τα δ ικαιώματα ελευθερίας σαν αστικά. Σε οποιαδήποτε δημοκρατία που τιμά αυτό το ουσιαστικό, κι ακόμη περισσότερο σε μία δημοκρατία σοσιαλιστικού τύπου, αυτού του είδους οι προσδοκίες, που αφορούν τις στοιχειώδεις ανάγκες επιβίωσης, καθώς και η ικανοποίησή τους, διαμορφώνουν την ίδια την ουσία της δημοκρατίας. Πρέπει όμως να κάνουμε έναν διαχωρισμό γύρω από το πώς ικανοποιούνται αυτές οι ανάγκες, διότι αν ικανο
130
ποιούνται διά μέσου πατερναλιστικών και αυθαίρετων μηχανισμών από τα πάνω, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε ένα προνοια- κό κράτος, σαν αυτό που επικρατεί ακριβώς εδώ στην Ιταλία: ένα κοινωνικό κράτος αυταρχικού τύπου, εφόσον η ικανοποίηση αυτών των αναγκών είναι πάντα ένας περιορισμός των ελευ7 θεριών απ’ την στιγμή που δεν αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα δικαιώματα κατοχυρωμένα απ’ την νομοθεσία. Η ικανοποίηση τους είναι σ’ αυτές τις περιπτώσεις καρπός διαπραγματεύσεων, πολιτικών συναλλαγών και καταντά ένα μέσο πολιτικής και κοινωνικής ενσωμάτωσης. Αν αντίθετα καταφέρουμε να επιβάλουμε αυτές τις προσδοκίες σαν δικαιώματα, ακριβώς όπως η αστική τάξη επέβαλε κατά την γέννηση της τα φυσικά, θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, όπως η προσωπική ελευθερία, η ελευθερία σκέψης, κτλ., σαν δικαιώματα που μπορούν ν’ αποτελέσουν αντικείμενο δίκης, τότε θα γίνουν στιγμές εξουσίας του συλλογικού ή ατομικού υποκείμενου στο οποίο ανήκουν. Το να μεταβάλουμε δηλαδή αυτές τις προσδοκίες σε εξουσίες, εξασφαλισμένες από μία κατάλληλη θεσμική δομή, σημαίνει να πραγματοποιήσουμε την συγκεκριμένη πολιτική διαμόρφωση της δημοκρατίας και, εφόσον μιλάμε για κοινωνικά δικαιώματα, του σοσιαλισμού. Εν ολίγοις, θεωρώ, σε αντίθεση με μία ιδιαίτερα πρωτόγονη και απλοποιημένη παράδοση της μαρξιστικής ορθοδοξίας, ότι ο σοσιαλισμός επιφέρει όχι μίαν απλοποίηση αλλά μία περαιτέρω πολυπλοκότητα των θεσμικών μηχανισμών. Η απλοποίηση βασίζεται στην υπόθεση ότι τα πάντα απονεκρώνονται και αντικαθιστώνται De facto από την εξουσία στην πιο καθαρή μορφή της, χωρίς ρυθμίσεις και περιορισμούς. Το φιλελεύθερο κράτος δημιούργησε ορισμένα όρια, ορισμένες απαγορεύσεις στον περιορισμό των ελευθεριών. Το σοσιαλιστικό κράτος θα έπρεπε να δημιουργήσει ορισμένες υποχρεώσεις σύμφωνα με τις οποίες ορισμένες προσδοκίες πρέπει να ικανοποιηθούν, διότι αποτελούν ένα δικαίωμα.Ένα σοσιαλιστικό κράτος, δηλαδή μία ουσιαστική κι όχι μόνο τυπική δημοκρατία, που να βασίζεται στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται από μία νομικο-θεσμική σύνθεση που επεκτείνει τους χώρους ελευθερίας και επιβίωσης των πολιτών. Μ’ αυτή την έννοια μπορούμε
131
και να χρησιμοποιήσουμε την λέξη ρεφορμισμός. Η υπόθεση της ανατροπής του κράτους, που είχε εμφανιστεί και στην νέα αριστερά, ήταν κατά πολιΤ υποτελής σε μία μαρξιστική- λενινιστική παράδοση που ποτέ δεν προδιάγραφε τις θεσμικές μορφές της σοσιαλιστικής κοινωνίας, εμπεριείχε στοιχεία για- κοβινισμού. ιδιαίτερα στην Ιταλία όπου ο λενινισμός εμφανίστηκε με την εκδοχή του Γκράμσι, σαν μία «αυτορυθμιζόμενη κοινωνία» όπου υπάρχει η μορφή του «ηγεμόνα» -κόμμα, υπο- στηριζόμενο απ’ την συνολική συναίνεση, σαν καθ’ εαυτού ευεργετικός φορέας. Πρόκειται λοιπόν για μία θετική αντίληψη της εξουσίας, ενώ πρέπει να επιστρέψουμε σε ένα βασικό στοιχείο της φιλελεύθερης παράδοσης και να το εφαρμόσουμε και στο μελλοντικό σοσιαλιστικό κράτος, δηλαδή σε μία αρνητική αντίληψη της εξουσίας. Η εξουσία σαν κάτι το διαχωρισμένο από την κοινωνία είναι πάντα κάτι το αρνητικό, με την έννοια ότι έχει την τάση να συσσωρεύεται σε απολυταρχικές μορφές, να κυριαρχείται από αποκλειστικά δικές του λογικές, αυτή την φορά πραγματικά κορπορατιβίστικες. Το έλεγε ο ίδιος ο Μαρξ, ο κορπορατιβισμός είναι ίδιον των γραφειοκρατιών, των μηχανισμών της εξουσίας κι όχι της κοινωνίας, αντίθετα α π ’ ότι αντιλαμβάνονται οι πολιτικοί που βλέπουν πάντα τον κορπορατιβισμό στην κοινωνία και ποτέ στο πολιτικό σύστημα. Ακριβώς γιατί η εξουσία παρουσιάζει αυτή την τάση να απελευθερωθεί σε απολυταρχικές μορφές, πρέπει να εννοηθεί, και σε ένα μελλοντικό εργατικό κράτος, -σαν κάτι που πρέπει να περιοριστεί, να ελεγχθεί, να μειωθεί στο ελάχιστο, με νομικές μορφές. Το δίκαιο δεν είναι μόνον μία έκφραση εξουσίας, είναι και μία προστασία των χώρων ελευθερίας, των υποκειμενικών δικαιωμάτων.
Δ .Δ .: Εδώ και μερικά χρόνια εμφανίστηκε στην Ιταλία ένας σοβαρός προβληματισμός γύρω από τα προβλήματα των φυλακών. Ιδιαίτερα οι κρατούμενοι της υπόθεσης «7 του Απρίλη» καθώς και ορισμένοι υπόδικοι που, χωρίς να υπογράψουν καμία πράξη μεταμέλειας και χωρίς να συνεργαστούν με τους κατήγορους, διαχώρησαν την θέση τους από τις τρομοκρατικές οργανώσεις, προώθησαν ορισμένες εμπειρίες πολιτικής συγκρότησης μέσα στις φυλακές. Στο ντοκουμέντο τους *Μία πολιτική γενιά είναι στην φυλακή» μιλούν μάλιστα και για μια «κεντρί-
132
χότητα» του προβλήματος των φυλακών σήμερα στην Ιταλία. Εγώ προσωπικά νομίζω ότι το πρόβλημα αυτό είναι κεντρικό μόνον γι αυτούς που το ζουν καθημερινά στην φυλακή, αλλά θα ήθελα και την δική σου γνώμη.Λ.Φ.: Βέβαια, η φυλακή αποτελεί ένα κεντρικό πρόβλημα προπαντός για όποιον βρίσκεται μέσα, γιατί η φυλακή είναι ένας παράγοντας απομόνωσης κι αντιπροσωπεύει ένα ολοκληρωτικό σύμπαν: η φυλακή είναι πραγματικά ένας κόσμος κι από μέσα γίνεται αντιληπτός όχι μόνον σαν ένας κόσμος που αποκλείει αλλά και σαν ένας αποκλειστικός κόσμος. Αυτή η κεντρικότητα ενισχύεται, ιδιαίτερα τώρα, ύστερα από την κατάργηση της μεταρρύθμισης του 1975, ύστερα από την οικοδόμηση των φυλακών εξαιρετικής ασφαλείας, την γενική εφαρμογή του άρθρου 90 του κανονισμού των φυλακών, από τον δεσποτικό και αυταρχικό χαρακτήρα της διοίκησης. Η φυλακή έγινε σήμερα μία κοινωνία χωρίς δίκαιο άγρια, όπου υπερισχύουν οι πιο ισχυροί, οι μαφίες που καταφέρνουν να καταλάβουν την εξουσία, ή οι αρχές των φυλακών. Υπάρχουν μία σειρά από ενδείξεις αυτών των μη ρυθμιζόμενων και άγριων συνθηκών που επικρατούν στις φυλακές: φτάνει ν’ αναφερθώ στις απανωτές δολοφονίες που διαπράττονται μέσα απ’ τα τείχη τους ή στις αυτοκτονίες. Ιδιαίτερα σε ορισμένες φυλακές, όπως εκείνη της Βογκέρα, όπου εφαρμόζεται πειραματικά η πλήρης απομόνωση του κρατούμενου, καθώς και μορφές βασανιστηρίων, τελείως αδικαιολόγητες και αναίτιες.
Η πρωτοβουλία των κρατουμένων που κάνουν αναφορά στον χώρο των «διαχωρισάντων» (πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν αναφερόμαστε μόνο σ’ αυτούς που πράγματι υπήρξαν μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων κι ύστερα διαχώρησαν την θέση τους, αλλά και σ’ εκείνους που υποστηρίζουν την αθωώ- τητά τους: «διαχωρίσαντες» λοιπόν μ’ αυτή την έννοια είναι όλοι εκείνοι που δεν συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των «ανένδοτων» τρομοκρατών) έχει απ’ την μια τον σκοπό να εκκαθαριστεί η έκτακτη νομοθεσία και προπαντός να καταργηθούν εκείνα τα όρβρα που καθορίζουν μία παράλογη διχοτομία των κατηγορούμενων για τρομοκρατικές πράξεις (απ’ την μια ο «ανα- νήψας», που συνεργάζεται με τους κατήγορους, κι απ’ την άλλη οι «ανένδοτοι» που διεκδικούν ακόμη την σωστότητα των
133
τρομοκρατικών επιλογών τους), καθώς επίσης και μία θεμιτή δίκη για τους εαυτούς τους. Αυτό το πρόβλημα, κυρίως η επιστροφή στην ομαλότητα της μεταρρύθμισης, ξεφεύγει απ’ τα πλαίσια των φυλακών: αφορά το πρόβλημα της ποινικής δικονομίας, της νομοθεσίας και πολλά άλλα. Είναι ένα πρόβλημα πολιτισμού, ένα από τα εδάφη όπου δοκιμάζεται το επίπεδο δημοκρατίας μίας χώρας. Κι αυτό γιατί η ποινική δίκη κι η επακόλουθη κάθειρξη είναι εκείνη τη στιγμή αντιπαράθεσης μεταξύ κράτους και πολίτη όπου βγαίνουν στην επιφάνεια όλο τα πλαίσια αυθαιρεσίας που διαθέτει η εξουσία σε σχέση μ< τον πολίτη. Ιδιαίτερα στο ιταλικό ποινικό σύστημα που προδιαγράφει εγκλήματα των οποίων τα πλαίσια είναι πάντα γενικά κι αόριστα, όπως η «συγκρότηση ένοπλης συμμορίας» ή η «ανατρεπτική οργάνωση», σαν άδεια κουτιά που κάθε φορά ο δικαστής γεμίζει με αποκλειστικό γνώμονα την ανεξέλεγκτη βούλησή του, αυτή η αυξανόμενη κρίση της αρχής της αυστηρής νομιμότητας είναι η δοκιμασία που υφίσταται ένα δημοκρατικό σύστημα: εδώ ακριβώς διαφαίνονται οι δυνατότητες εξοστρακισμού και ποινικοποίησης όσων είναι ας πούμε γενικά, πρεκτρεπόμενοι ανεξάρτητα από τον όποιο αριθμό υπόδικων ή κρατούμενων.
Συχνά αυτός ο συσχετισμός μεταξύ της δημοκρατίας και των ελευθεριών του πολίτη δεν γίνεται αντιληπτός, γιατί υπάρχει η αντίληψη ότι το ποινικό σύστημα είναι μόνον ένα μέρος, ένας δευτερεύων τομέας της κρατικής παρέμβασης. Ενώ ακριβώς εδώ διαφαίνεται τι είδους σχέση κυριαρχεί μεταξύ της πλειο- ψηφίας και της μειοψηφίας, μεταξύ της παρεκτρεπομένης μειοψηφίας και της μη παρεκτρεπομένης πλειοψηφίας, τίθεται το ερώτημα ποιοι είναι παρεκτρεπόμενοι πώς εντοπίζονται και προδιαγράφονται. Δεν μπορούμε κατά κανέναν τρόπο ν’ απο- ζητούμε την διαμόρφωση της ποινικής μορφής του «εχθρού του λαού» (ή στην Ιταλία, την μορφή της «ανατρεπτικής οργάνωσης») γιατί τότε συμβαίνει το εξής: σε μία περίοδο κοινωνικής γαλήνης δεν υπάρχουν «εχθροί του λαού», αλλά σε περίοδο αναταραχής μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε.
Δ .Δ .: θεω ρείς ότι έδυσε οριστικά το τρομοκρατικό φαινόμενο στην Ιταλία;
134
Α.Φ.: Είμαι πεισμένος ότι στο πολιτικό επίπεδο η τρομοκρατία ηττήθηκε τελειωτικά: η τρομοκρατική υπόθεση που ενέπνεε τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, τουλάχιστον στις πρώτες φάσεις τους, (γιατί υπάρχουν τουλάχιστον τρεις ή τέσσερεις γενιές τρομοκρατών αυτής της οργάνωσης) απέτυχε και δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις ώστε να ξαναεμφανιστεί σαν πολιτικό σχέδιο.
Κάτι το τελείως διαφορετικό είναι η επιβίωση τρομοκρατικών τομέων που εξαρτάται από την γενικότερη κρίση που ζού- με. θέλω να πω, ότι αν λάβουμε υπ’ όψη μας τις τελευταίες γενιές τρομοκρατών, αυτούς δηλαδή που έγιναν τρομοκράτες το '81 ή το ’82, (κι απ’ ότι μπορεί να κρίνει κανείς βλέποντας την φωτογραφία τους στις εφημερίδες πρόκειται για παιδιά, για ανήλικους) δεν έχουν καμία ιστορική μνήμη, δεν διαμορφώθηκαν στην περίοδο των μεγάλων κοινωνικών ρήξεων που κλόνισαν την Ιταλία, τότε πρέπει να αναρωτιώμαστε αν αυτού του είδους η τρομοκρατία έχει πολλά κοινά σημεία με μίαν ορισμένη εγκληματικότητα των νεανικών συμμοριών που αναπτύσσεται στις μεγάλες μητροπόλεις της Δύσης. Δεν θέλω να υπάρξουν αμφιβολίες, η τρομοκρατία στην Ιταλία είναι κατ’ εξοχήν ένα πολιτικό φαινόμενο. Προφανώς όμως στην ανάπτυξη της τροφοδοτήθηκε από, εκείνες τις τυπικές αιτίες που τροφοδοτούν τις εγκληματικές συμμορίες και σε άλλου τύπου κοινωνίες. Αναφέρομαι στις μεγάλες αμερικανικές μητροπόλεις όπου παρουσιάζεται το φαινόμενο των νεανικών εγκληματικών συμμοριών, που αποτελεί σημείο μίας διαφοράς, μίας ανταγωνιστικότητας όχι- τόσο πολιτικής και κοινωνικής όσο υπαρξιακής. Στην Ιταλία υπάρχει αυτή η μακροχρόνια παράδοση πολιτικοποίησης τόσο του προλεταριάτου όσο του υπο-προ- λεταριάτου και των νεανικών στρωμάτων. Είναι επόμενο λοιμόν τέτοιες μορφές εγκληματικών συμμοριών να υφίστανται αυτή την ηγεμονία της πολιτικής. Αυτός ο ίδιος ο νέος εγκληματίας που σε άλλες χώρες σχηματίζει εγκληματικές μη πολιτικές συμμορίες (που εξ άλλου είναι πραγματικές σέχτες), στην Ιταλία εντάσσεται σε συμμορίες ή σέχτες πολιτικού χαρακτήρα είτε φασιστικές είτε της αριστεράς, όπου η πολιτική στ’ αλήθεια παίζει έναν πολύ δευτερεύοντα ρόλο. Δεν είναι ούτε καν ένα νομιμοποιητικό προσωπείο, αλλά ένας τρόπος έκφρασης, μία μορφή που υιοθετείται με τρόπο καθαρά επιφανειακό και
135
ευκαιριακό. ΓΥ αυτό πιστεύω ότι ^ατα τρι ιοκρατίας θα εξακολουθούν να παρουσιάζονται, αλλά δεν πρέπει να εξακολουθούν να λειτουργούν εκβιαστικά στην κοινή γνώμη σαν να επρόκειτο για την πολιτική τρομοκρατία κλασικού τύπου. Πάνω σ’ αυτήν την σύγχυση παίχτηκε για υπερβολικά πολύ καιρό ένα παιχνίδι: θέλω να πω η τρομοκρατία υπήρξε, υπήρξε ένα σχέδιο και υπήρξε μία μεγάλη επίθεση εναντίον του εργατικού κινήματος και των κινημάτων αμφισβήτησης καθώς επίσης και εναντίον του συνόλου των θεσμών από μέρους της. Σήμερα όμως η τρομοκρατία πολιτικά ηττήθηκε και, παρόλο που δεν πρέπει να υποτιμούμε την επιρροή που ενδεχομένως είχαν ορισμένα περιστατικά σε ορισμένους νεανικούς χώρους, πρέπει να ξεκινήσουμε από την διαπίστωση ότι το φαινόμενο της οργανωμένης εγκληματικότητας (ασφαλώς δεν αναφέρομαι εδώ στην Μαφία ή στην Καμόρρα της Νάπολης) θα εξακολουθούν να υπάρχουν στις μεγάλες μητροπόλεις. Ίσως να εξακολουθούν να ονομάζονται Ερυθρές Ταξιαρχίες ή να υιοθετούν πολιτικές ονομασίες, αλλά η φύση τους έχει τελείως αλλάξει, δεν ανήκουν πια στο φαινόμενο της πολιτικής τρομοκρατίας της δεκαετίας του ’70, αλλά σ’ εκείνο της νεανικής εγκληματικότητας των μητροπόλεων. Δυστυχώς όμως καλλιεργείται η σύγχυση εν μέρει για την εκβιαστική λειτουργία του στην ιταλική κοινή γνώμη εν μέρει από την δειλία της αριστεράς που δεν αποφασίζει να μην θεωρεί πια σαν κεντρικό το πρόβλημα αυτό.
Αυτό το φαινόμενο θα εξακολουθήσει να είναι σημαντικό όσο σημαντικό είναι το πρόβλημα της νεανικής εγκληματικότητας, της ηρωίνης, της αποσύνθεσης της νεολαίας, αλλά δεν είναι δυνατόν να του αποδίδεται η πολιτική σημασία που είχε την εποχή της δολοφονίας του 'Αλντο Μόρο.
136
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Πρόκειται για την υπόθεση 7 του Απρίλη: σ' αυτήν την ημερομηνία το 1979 ο εισαγγελέας της Πάντοβα'Καλότζερο διέταξε την σύλληψη 71 ηγετικών και μη στελεχών της Αυτονομίας, τόσο της Πάντοβα όσο άλλων ιταλικών πόλεων. Οι αμφισβητήσεις που οι συλλήψεις αυτές προκάλεσαν σ’ ένα ευρύ τομέα της ιταλικής κοινής γνώμης αφορούν κυρίως τις κατηγορίες που αναγγέλθηκαν. Ενώ σε μία πρώτη στιγμή ο Τόνι Νέγκρι και οι σύντροφοι του κατηγορήθηκαν για συμμετοχή στην ηγεσία των Ερυθρών Ταξιαρχιών, κατόπιν η κατηγορία αυτή εγκατα- λήφθηκε ως ανυπόστατη και αντικαταστάθηκε με εκείνη της «ένοπλης εξέγερσης» (για πρώτη φορά στην ιστορία της ιταλικής δημοκρατίας) καθώς και σε συμμετοχή σε μία σειρά από δευτερεύουσας σημασίας τρομοκρατικές πράξεις. Το θεωρητικό σκεπτικό των κατήγορων, που ονομάστηκε το «θεώρημα Καλότζερο» είναι ότι υπάρχει μία οργανωτική συνέχεια μεταξύ των εξοκοινοβουλευτικών οργανώσεων της δεκαετίας του '60 και των τρομοκρατικών οργανώσεων που δημιουργήθηκαν αργότερα, χάρις στην ύπαρξη ενός μυστικού οργανωτικού μηχανισμού, που ονομάζεται Ο (Οργάνωση), και που κατευθυνόταν απ' τους κατηγορούμενους. Για περισσότερες λεπτομέρειες 6λ. Δημ. Δεληολάνη «Η τρομοκρατία στην Ιταλία: κοινωνικό φαινόμενο ή πολιτική συνωμοσία;» στο «Βήμα» 20/1/80.
2. Για το Statute dei Lavoratori 6λ. θεοδ. θεοδώρου «Το δικαίωμα εργασίας στον ελληνικό ν. 1264/1982 και στον ιταλικό νόμο 300/1970» στο «Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου», Αθήνα, 8, 1983, σελ. 225-229.
137
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Λίγα λόγια για την έκδοση .............................................. 7Η βία και η πολιτική ....................................................... 17Τρομοκρατία και κρίση του όψιμου καπιταλισμού ........ 47Ο μαρξισμός και το πρόβλημα της εγκληματικότητας..... 65Η βία και η πολιτική στην σημερινή αυταρχική δημοκρατία .................................................................................... 115
Σύγχρονη Σχεφη
1. Μπέρτολτ Μπρέχτ Π ολιτιχά Κ είμεναΜετάφραση: Βασίλης Βεργωτής
2. Π. Σουήζυ, Σ. Καρμάικλ, Γ. Μπέιτσον, X . Μαρκούζε, Τ. Γκεράσι, Λ. Γκόλντμαν, Ρ. Ντ. ΛαινγκΗ Δ ιαλεχτιχη της ΑπελευθέρωσηςΜεταφραστή: Ελένη Ανδρικοποΰλου
3 -4 . Ζαν ΜπαμπυΟι θεμελιώ δεις Νόμοι της Κ α π ιτα λιστι- χης ΟιχονομίαςΜετάφραση: Μαρία Χρήστου, Βασίλης Βεργωτής, Μπάμ- πης Γεωργοΰλας
5. Αντόνιο Γκράμσι Οι ΔιανοούμενοιΕισαγωγή: Λουτσιάνο Γκροάππι Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια: θάνος ΓΙαπαδόπουλος
6. Μώρις ΝτομπΟιχονομιχη Ανάπτυξη χαι ϊπανάπτυχτες ΧώρεςΕισαγωγή: Θανάσης Κάλκερ Μετάφραση: Αντώνης Αντωνιάδης
7. Αντόνιο ΓκράμσιΗ Οργάνωση της ΚουλτούραςΜετάφραση—Σχόλια: θάνος Παπαδόπουλος
8. Αντόνιο Γκράμσι Παρελθόν και ΠαρόνΜετάφραση: Θανάσης Αθανασίου
9. Β .Ι.Λ ένινΤο Δ ιχαίωμα των Εθνών γ ια την Αυτοδιάθεσή τουςΕισαγωγή: Σ. Μάξιμος Μετάφραση: Π. Μαρμαράς
10. Σαρλ Μ πεττελέμ Μ ελέτες χαι ΆρθραΕισαγωγή: Λουκάς ΑξελόςΜετάφραση: Δήμος Ιίεργής, Μπάμπης Γεωργούλας, Λευτέ- ρης Σταύρου
11. Αντόνιο ΓκράμσιΤα Εργοστασιακά Συμβούλια χαι το Κράτος της Ε ργατιχής ΤάξηςΕισαγωγή-Μετάφραση—Σχόλια: θάνος Παπαδόπουλος
12. Σαρλ Μ πεττελέμ, Ζακ Σαριέρ, Ελέν ΜαρσιζιόΗ Οικοδόμηση του Σοσιαλισμού στην Κ ίναΜετάφραση: Μπάμπης Γεωργούλας
13. Κ αρλΜ αρξΟ Εμφύλιος Πόλεμος στη Γ α λλία
Εισαγωγή: Φρίντριχ ΈνγκελςΜετάφραση: Επιτροπή Ελλήνων του ΕξωτερικούΕπιμέλεια—Σχόλια: Λουκάς Αξελός
14. Αντρέ Γκλυκσμάν Φασισμοί: Π αλιός χαι ΝέοςΜετάφραση: Χριστίνα Σταματοπουλου
15. Κιμ Ιλ Σουνγκ Π ολιτικά Κ είμεναΜετάφραση: Δάφνη Ανδρέου, Γιάννη; Χανιώτης
16. Μπέρτολτ Μπρεχτ Γ ια τη Φιλοσοφία χαι τον ΜαρξισμόΜετάφραση: Βασίλης Βεργωτής
17. Ροσσάνα Ροσσάντα - Σαρλ Μ πεττελέμ Ο Μαρξισμός του Μάο Τσε Τουνγχ χαι η ΔιαλεκτικήΕισαγωγή: Λουκάς Αξελός Μετάφραση: Μανώλης Αυγερινός
18. Ζαν Μπαμπύ Για έναν Καλύτερο ΚόσμοΜετάφραση: Χριστίνα Σταματοπουλου
19. Τζιοβάννι Τζέρβις Ε ργάτης χαι Νεύρωση - Ο Μύθος της Αν- τιψυχιατριχήςΕισαγωγή-Μετάφραση: Μαρία Τσοσκούνογλου
20. Ελί Ζαρέτσκι Καπιταλισμός, Οιχογένεια χαι Προσωπική
ΖωήΜετάφραση: Αννέτα Καπόν
21. Κουΐντιν Χόαρ-Τζέφρι Νόουελ Σμιθ Για τον ΓκράμσιΜετάφραση: Δήμος Βεργής
22 . Σαρλ Μ πεττελέμ - Ρομπέρ Αινάρ Ιστορικότητα χαι Επιχαιρότητα του ΜαρξισμούΕισαγωγή: Νίκος Σιδέρης Μετάφραση: Λάκης Τρίτας
23 . Αντόνιο Γκράμσι Λ ογοτεχνία χαι Εθνιχή ΖωήΕισαγωγή-Σχόλια-Επιμέλεια: Χρηστός Μαστραντώνης, Ντάνυ ΠιέρρουΜετάφραση: Χρήστος Μαστραντώνης
2 4 . Αντόνιο Γχράμσι Σοσιαλισμός χαι ΚουλτούραΕισαγωγή: Paolo SprianoΜετάφραση-Σχόλια: Γιώργος Μαχαίρας, Tania Gori Επιμέλεια: Ντάνυ Πιέρρου
25. Τσαγλάρ ΚεϊντέρΤουρχία: Δικτατορία και ΔημοκρατίαΜετάφραση: Δήμος Βεργής
26. Αχμέτ ΣαμίμΗ Τραγωδία της Τουρκικής ΑριστεράςΜετάφραση: Δήμος Βεργής
27. Τζέημς Πέτρας
Ιμπεριαλισμός, Κοινωνικές Τάξεις χαι Οικονομική ΑνάπτυξηΜε πρόλογο του συγγραφέα για την ελληνιχή έχ&οση Μετάφραση: Δήμος Βεργής, Βαγγέλης Χωραφάς
28. Ρόμπερτ Πωλ Γουλφ Περα από την ΑνοχήΕισαγωγή-Μετάφραση: θάνος Σακκέτας
29. Φρεντ ΧαλινταίηΗ Αραβία χωρίς ΣουλτάνουςΜε πρόλογο του συγγραφέα για την ελληνιχή έχδοση Μετάφραση: Δήμος Βεργής
30. Τζέημς ΠέτραςΑκμή χαι Παρ<χχμή της Σοσιαλδημοκρατίας στη Νότια Ευρώ-ιζη.Δοχίμια γ ια τον Ελληνικό Καπιταλισμό
31. Λουίτζι Φεραγιόλι Βία χαι Π ολιτικήΕισαγωγή-Μετάφραση: Δημήτρης Δεληολάνης
32. Λουίτζι ΦεραγιόλιΑυταρχική Δημοκρατία και Κριτική της Π ολιτικήςΜε εισαγωγή του συγγραφέα για την ελληνιχή έχδοση Μετάφραση: Δημήτρης Δεληολάνης
33. Αντόνιο Γκράμσι II RisorgimentoΜετάφραση: Γιώργος Μαχαίρας
Top Related