Download - Από τον σπόρο στο ψωμί

Transcript

Από το σπόρο στο ψωμί

Είναι Νοέμβριος, η καρδιά του Φθινοπώρου. Ο χωρικός, ο κυρ Σπύρος, παίρνει τη σποροσακούλα του και ξεκινά τη σπορά του σιταριού στο μεγάλο χωράφι του.

Δεν είναι πολύς καιρός που το όργωσε με το αλέτρι για να αφρατέψει το χώμα. Το αλέτρι δεν το έσερναν βόδια ή άλογα όπως έκανε ο

πατέρας κι ο παππούς του, αλλά ένα μεγάλο τρακτέρ. Η δουλειά γίνεται πιο εύκολα τώρα με τα μηχανήματα.

Οι σπόροι, με τη ζεστασιά της γης, βγάζουν ρίζες, βλαστούς και ξεφυτρώνουν.

Ο κυρ Σπύρος ανυπομονεί να βρέξει. Γιατί, οι σπόροι χρειάζονται το νερό της βροχής για να μεγαλώσουν.

Την Άνοιξη, με τις πρώτες χλιαρές ακτίνες του ήλιου, τα μικρά φυτά μεγαλώνουν πιο γρήγορα και ψηλώνουν. Στην αρχή είναι πράσινα κι αδύνατα, αλλά γρήγορα δυναμώνουν κι εμφανίζονται τα στάχυα που κλείνουν μέσα τους τον ευλογημένο καρπό, το σιτάρι.

Βέβαια, καλά θα ήταν να έπεφτε ακόμη μια βροχούλα. Μια παροιμία λέει: Αν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ εκείνο το ζευγά που ‘χει πολλά σπαρμένα.

Το καλοκαιράκι ήρθε. Ο Ιούνης λέγεται αλλιώς και ΘΕΡΙΣΤΗΣ γιατί τα στάχυα έχουν τώρα κιτρινίσει και έτσι που τα βαραίνει ο καρπός, γέρνουν όπως φυσάει ο άνεμος.

Παλιότερα ο κυρ Σπύρος θα κουραζόταν πολύ για να θερίσει με το δρεπάνι όλα αυτά τα στάχυα κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Ευτυχώς που τώρα υπάρχουν οι θεριζοαλωνιστικές

μηχανές. Μια τέτοια μηχανή θα τον γλιτώσει από πολύ κόπο.

Οι μηχανές αυτές θα κάνουν και το αλώνισμα. Δηλαδή θα ξεχωρίσουν τους κόκκους του σταριού από τα άχυρα. Διαφορετικά, θα έπρεπε ο κυρ Σπύρος να πάει τα στάχυα στο αλώνι, να ζέψει τα ζώα στο ζυγό και με το βολόσυρο και το θρινάκι

να δουλεύει όλη μέρα στη ζέστη.

Αφού γεμίσει τα σακιά με τον καρπό, τα μεταφέρει στον μύλο. Στο χωριό του κυρ Σπύρου δεν έχει ποτάμι κι έτσι ο μύλος δεν γυρίζει με το νερό. Ευτυχώς έχει δυνατούς ανέμους και στο χωριό του υπάρχουν ανεμόμυλοι. Με τη δύναμη του αέρα η φτερωτή καταφέρνει και γυρίζει τις βαριές μυλόπετρες. Αυτές σπάνε και τρίβουν το σιτάρι, φτιάχνοντας το αλεύρι.

Βέβαια, θα μπορούσε να μεταφέρει τα δημητριακά του στην πόλη που υπάρχουν οι μεγάλοι αλευρόμυλοι, κανονικά εργοστάσια. Όμως του αρέσει να αλέθει με τον παραδοσιακό τρόπο. Κι όσο θα

συνεχίζει να δουλεύει ο παλιός μύλος του χωριού του, εκεί θα αλέθει τα σιτηρά.

Βιάζεται να τελειώσει το άλεσμα για να πάρει το πρώτο αλεύρι και να φτιάξει ψωμί.

Για να κάνει το ψωμί, ο κυρ Σπύρος, βάζει αλεύρι, νερό, αλάτι και προζύμι, τ΄ ανακατεύει και τα ζυμώνει καλά.

Πλάθει το ψωμί και το αφήνει σε ζεστό μέρος να φουσκώσει. Αφού φουσκώσει, βάζει το ψωμί στον ξυλόφουρνο. Έχει ανάψει από νωρίς τον φούρνο για να πυρώσει και να ψήσει όμορφα το ψωμί.

Μετά από λίγη ώρα το ψωμί είναι έτοιμο: καλοψημένο και τραγανό. Θα κρατήσει κάμποσο να το φάει με την οικογένειά του ζεστό και φρέσκο. Το υπόλοιπο θα το αφήσει μέσα στο φούρνο να φύγει όλο το νερό, να στεγνώσει και να γίνει παξιμάδι.

«Καλά πήγε κι αυτή η χρονιά. Βγάλαμε αρκετό στάρι για το σπίτι αλλά θα μείνει και για να πουλήσουμε», σκέφτεται ο κυρ Σπύρος ευχαριστημένος. Ήρθε η ώρα να ξεκουραστεί. Κι αυτός και η γη. Ο κύκλος του ψωμιού έκλεισε για φέτος. Σε 2-3 μήνες θα αρχίσει ξανά τις δουλειές στα χωράφια και θ’ ανοίξει ένα νέο κύκλο.