Download - προβλήματα συμπεριφοράς και η θέση των εκπαιδευτικών

Transcript
Page 1: προβλήματα συμπεριφοράς και η θέση των εκπαιδευτικών

Πως ορίζουν οι Έλληνες εκπαιδευτικοί τα

προβλήματα συμπεριφοράς, ποια τα κριτήριά

τους και ποια η παρέμβαση που προτείνουν.

Πάρνου Μαρία

Εκπαιδευτικός Ειδικής Αγωγής

Page 2: προβλήματα συμπεριφοράς και η θέση των εκπαιδευτικών

[1]

Περίληψη

Η παρούσα εργασία έχει ως στόχο να ερευνήσει τα προβλήματα συμπεριφοράς που

λαμβάνουν χώρα μέσα στο περιβάλλον του σχολείου. Πιο συγκεκριμένα σκοπεύει να

εξετάσει το κατά πόσο οι εκπαιδευτικοί είναι εξοικειωμένοι με τα προβλήματα αυτά,

τι γνωρίζουν, πως τα αντιλαμβάνονται , με ποια κριτήρια τα ορίζουν και τέλος βασικός

στόχος της έρευνας είναι να προταθεί μια κατάλληλη και αποτελεσματική παρέμβαση

για τα παιδιά με τα συγκεκριμένα προβλήματα.

Εισαγωγή

Το θέμα της συγκεκριμένης εργασίας έχει να κάνει με τα προβλήματα συμπεριφοράς

που συναντούν οι εκπαιδευτικοί εντός του σχολικού χώρου και με το πώς οι ίδιοι τα

αντιμετωπίζουν. Επιλέχθηκε να εξεταστεί το θέμα αυτό καθώς πέρα από το γεγονός

ότι αποτελεί ένα πρόβλημα που εμφανίζεται όλο και πιο συχνά στην σχολική

πραγματικότητα (Υπάρχουν αρκετές έρευνες που έχουν δείξει ότι υψηλό ποσοστό

παιδιών παρουσιάζουν δυσκολίες προσαρμογής- προβλήματα συμπεριφοράς κατά τον

πρώτο μήνα φοίτησης στο σχολείο, αλλά και μεγάλο ποσοστό αυτών των παιδιών

συνεχίζει να παρουσιάζει αυτά τα προβλήματα και στη συνέχεια της σχολικής ζωή.),

αυτό το ζήτημα είναι θέμα ύψιστης σημασίας διότι οι δυσκολίες συμπεριφοράς που

εμφανίζει το παιδί στο σχολείο μπορούν και επηρεάζουν παράλληλα με την

ακαδημαϊκή του επίδοση και την ψυχοκοινωνική του προσαρμογή, η οποία θεωρείται

μια δύσκολη διαδικασία που πρέπει να υλοποιείται υπό την επίβλεψη των κατάλληλων

εκπαιδευτικών.

Page 3: προβλήματα συμπεριφοράς και η θέση των εκπαιδευτικών

[2]

Ο γενικότερος σκοπός αυτής της έρευνας διαχωρίζεται σε τρείς άξονες : Ο πρώτος

άξονας αφορά τον υποκειμενικό ορισμό από τη πλευρά των εκπαιδευτικών και τις

αντιλήψεις τους σχετικά με τα προβλήματα συμπεριφοράς που εμφανίζουν οι μαθητές

στο σχολικό χώρο. Ο δεύτερος αναφέρεται στα κριτήρια που εντοπίζουν οι

διδάσκοντες για να διακρίνουν τα προβλήματα της συμπεριφοράς . Ο τρίτος σχετίζεται

με τον σχεδιασμό της παρέμβασης πάνω στα συγκεκριμένα προβλήματα.

Λέξεις Κλειδιά: μαθητές με προβλήματα συμπεριφοράς, σχολείο, παρέμβαση

Ανασκόπηση Βιβλιογραφίας – Προηγούμενες Μελέτες

Ορισμός Προβλημάτων Συμπεριφοράς

Μια συμπεριφορά είναι προβληματική ή διαταραγμένη ή ανεπιθύμητη, όταν ενοχλεί

το ίδιο το παιδί ή τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του και προκαλεί δυσάρεστα

συναισθήματα στο ίδιο ή στα πρόσωπα του περιβάλλοντός του (Καλαντζή-Αzizi,

1985).

Οι Cooper και Upton (1990) υποστηρίζουν ότι η προβληματική συμπεριφορά είναι

αποτέλεσμα κοινωνικής αλληλεπίδρασης και δεν δημιουργείται μόνο από το μαθητή

που επιδεικνύει τη συμπεριφορά. Επίσης, υπογραμμίζουν ότι η αιτία για την

εμφάνιση της προβληματικής συμπεριφοράς κατανοείται στο πλαίσιο των δράσεων

και αλληλεπιδράσεων μεταξύ των συμμετεχόντων στο συγκεκριμένο περιβάλλον.

Προσεγγίζοντας τις προβληματικές συμπεριφορές των μαθητών, ο Durant (1995)

υιοθετεί την οικοσυστημική προσέγγιση, η οποία βασίζεται στις εξής παραδοχές:

1. Η προβληματική συμπεριφορά κατανοείται καλύτερα μέσα σε ένα πλαίσιο

αλληλεπιδράσεων που συντηρούν αυτή την συμπεριφορά. Αυτό συμβαίνει χωρίς οι

εμπλεκόμενοι (π.χ. εκπαιδευτικοί) να το συνειδητοποιούν. Ενθαρρύνουν δηλαδή οι

εκπαιδευτικοί ή οι γονείς την προβληματική συμπεριφορά των μαθητών με κάποιες

Page 4: προβλήματα συμπεριφοράς και η θέση των εκπαιδευτικών

[3]

από τις δικές τους συμπεριφορές (π.χ. απειλές, προσβολές προς τους μαθητές κλπ).

2. Η προβληματική συμπεριφορά συνήθως συνεχίζει να υφίσταται γιατί οι γονείς

ή/και οι εκπαιδευτικοί συνεχίζουν να αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο απέναντι στην

προβληματική συμπεριφορά, και χωρίς να το επιδιώκουν, συμβάλλουν στη

διατήρηση του προβλήματος.

3. Μια αλλαγή στην προβληματική συμπεριφορά μπορεί να οδηγήσει και σε άλλες

αλλαγές και μακροχρόνιες θετικές επιπτώσεις σε πολλές πλευρές της συμπεριφοράς

του μαθητή.

Συνήθως όταν υπάρχουν προβληματικές συμπεριφορές μαθητών, οι ειδικοί και οι

παιδαγωγοί επικεντρώνονται σε ατομικό επίπεδο επίλυσης των προβλημάτων και

αγνοούν το συστημικό επίπεδο.

Επομένως οι αλλαγές αυτές είναι ασυντόνιστες, βραχυπρόθεσμες και χωρίς

συνέπεια .Εν κατακλείδι διαταραγμένες συμπεριφορές είναι οι συμπεριφορές εκείνες

που γενικά οι εκπαιδευτικοί αναφέρουν ως ενοχλητικές και εμποδίζουν τη

φυσιολογική πρόοδο της εργασίας στην τάξη ή της κανονικής εργασίας του ατόμου.

Αυτές εκτείνονται από έλλειψη προσοχής στο χαμηλότερο επίπεδο έως την

απορριπτική επιθετικότητα και τη βία στο υψηλότερο. Με άλλα λόγια μια γενική

ανικανότητα του μαθητή να ενταχθεί στην ομάδα, να ακολουθήσει τους κανόνες, να

σχετιστεί με τον εκπαιδευτικό και τους συμμαθητές και να εργαστεί στις εργασίες

στην τάξη. (Borgelt & Conoly,1999).

Κριτήρια ορισμού προβλημάτων συμπεριφοράς:

Σε μια προσπάθεια μείωσης του υποκειμενισμού στους ορισμούς των προβλημάτων

συμπεριφοράς έχουν προταθεί ορισμένα κριτήρια. Έτσι, θα πρέπει να πληρούνται

Page 5: προβλήματα συμπεριφοράς και η θέση των εκπαιδευτικών

[4]

τουλάχιστον μερικά από αυτά για τον προσδιορισμό μιας συμπεριφοράς ως

«προβληματικής (Zarkowska & Clements, 1994).

1. Ακατάλληλη συμπεριφορά σε σχέση με το αναπτυξιακό επίπεδο και την ηλικία του

παιδιού. Αυτό το κριτήριο αναφέρεται στο κατά πόσο μία συμπεριφορά συνιστά

απόκλιση από αυτήν που αναμένεται με βάση την αναπτυξιακή ηλικία του παιδιού, αν

δηλαδή υπάρχει αναπτυξιακή ανωριμότητα. Αναζητούμε μήπως η συγκεκριμένη

συμπεριφορά μπορεί να εξηγηθεί στα πλαίσια μιας χαμηλότερης νοητικής ικανότητας ,

που μπορεί να αξιολογηθεί με μία δοκιμασία νοημοσύνης. Στην περίπτωση που

υπάρχει μία οριακή νοημοσύνη ή ελαφρά νοητική υστέρηση, μία τέτοια πληροφορία

θα ήταν διαφωτιστική για την εμφάνιση και τη διατήρηση αυτής της συμπεριφοράς.

2. Επικίνδυνη συμπεριφορά για την σωματική ακεραιότητα και ασφάλεια του ίδιου του

παιδιού, αλλά και των άλλων. Εδώ η έμφαση βρίσκεται στο κατά πόσο η συνέχιση

αυτής της συμπεριφοράς είναι επιζήμια για τον εαυτό και τους άλλους (δασκάλα,

συμμαθητές, γονείς, αδέλφια). Ανεξάρτητα από το αν η συμπεριφορά αυτή συνδέεται

με χαμηλή νοητική ικανότητα, ελέγχεται αν συνιστά παράγοντα υψηλού κινδύνου. Για

παράδειγμα, ένα παιδί με υπερκινητικότητα μπορεί να κάνει πολλές κινήσεις με

βιασύνη και αδεξιότητα, με αποτέλεσμα να τραυματίζει τον εαυτό τους ή τους άλλους.

3. Η συμπεριφορά αποτελεί αιτία ψυχολογικής πίεσης για τους άλλους . Τα προβλήματα

συμπεριφοράς μπορεί να προκαλούν ψυχολογική αναστάτωση σε άλλα παιδιά/

ενήλικες. Αυτό μπορεί να αποκαλύπτεται από παράπονα των συμμαθητών «ότι δεν

θέλουν να παίξουν ή να καθίσουν δίπλα» σε ένα παιδί που η συμπεριφορά του είναι

απειλητική και δημιουργεί φόβο και άγχος. Ακόμη, η επικοινωνιακή σχέση της

δασκάλας με αυτό το παιδί μπορεί είναι ιδιαίτερα φορτισμένη, λόγω της επιθετικότητας

ή του αρνητισμού του μαθητή.

Page 6: προβλήματα συμπεριφοράς και η θέση των εκπαιδευτικών

[5]

4. Η συμπεριφορά είναι ανασταλτικός παράγοντας για τη μάθηση. Όταν μία

συμπεριφορά συνδέεται με προβλήματα μάθησης, είτε στο γνωστικό τομέα είτε στην

κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού, μπορεί να χαρακτηριστεί ως προβληματική. Για

παράδειγμα, ένα παιδί με μεγάλη διάσπαση προσοχής αδυνατεί να παρακολουθήσει το

μάθημα και να βελτιώσει την επίδοσή του. Ή ένας μαθητής με επιθετικότητα μπορεί

να είναι κοινωνικά απομονωμένος, καθώς απορρίπτεται από τα άλλα παιδιά. Και στις

δύο περιπτώσεις, το πρόβλημα συμπεριφοράς λειτουργεί ως εμπόδιο για την

αξιοποίηση των ευκαιριών για μάθηση και κοινωνικοποίηση στο σχολείο. Παρόλο που

παιδιά με προβλήματα συμπεριφοράς εμφανίζουν πολύ συχνά χαμηλή επίδοση στο

σχολείο, είναι δύσκολο να υποστηριχθεί μία σχέση αιτίου-αποτελέσματος. Αυτό που

θα μπορούσε να υποστηριχθεί είναι ότι πρόκειται για μία κυκλική παρά γραμμική

σχέση. Δηλαδή, ο μαθητής καθώς συνεχίζει την ίδια συμπεριφορά συσσωρεύει

μαθησιακά κενά, που τροφοδοτούν την αδιαφορία του για το μάθημα και εξασθενούν

τα κίνητρα συμμετοχής του στο μάθημα, οπότε το πρόβλημα συμπεριφοράς στο

μάθημα αποσκοπεί στην αποφυγή των εργασιών που είναι γι’ αυτόν ανιαρές και

δύσκολες.

5. Συμπεριφορά αντίθετη με τις κοινωνικές σταθερές. Μία συμπεριφορά που

παραβιάζει κανόνες που συνιστούν τις σταθερές και τα πρότυπα κακοποίηση άλλων

παιδιών). Σύμφωνα με αυτό το κριτήριο, το πρόβλημα συμπεριφοράς μέσα στο σχολείο

προσδιορίζεται ως προβληματική (όπως οι κλοπές, τα σκασιαρχείο, οι υλικές

καταστροφές στο χώρο του σχολείου, η χρήση τοξικών ουσιών, η εξετάζεται για να

βρεθεί αν περιλαμβάνει πράξεις που συνιστούν παραπτώματα και έχουν σοβαρές

συνέπειες.

Page 7: προβλήματα συμπεριφοράς και η θέση των εκπαιδευτικών

[6]

Παρεμβάσεις που προτείνονται

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω τα προβλήματα συμπεριφοράς είναι το πιο συχνό

φαινόμενο στο σχολικό πλαίσιο, γι’ αυτό και θα πρέπει να ληφθούν όχι μόνο μέτρα

παρέμβασης αλλά και πρόληψης. Για το λόγο αυτό οι ερευνητές προτείνουν διάφορα

βήματα παρέμβασης όπως:

Να παρατηρούμε συνεχώς και συστηματικά το συγκεκριμένο παιδί, αφού η

παρατήρηση ως μεθοδικά κατευθυνόμενη και ελεγχόμενη αντίληψη

προηγείται όλων των αποφάσεων για τη λήψη συγκεκριμένων παιδαγωγικών

και διδακτικών μέτρων, συνοδεύει την εφαρμογή τους, ελέγχει και σταθμίζει

την αποτελεσματικότητά τους (Cohen, & Fish, 1993; Cohen, D. Et al., 1996).

Παρατηρούμε το παιδί όχι μόνο ως μαθητή αλλά και ως άτομο πολύπλευρο

και πολύπλοκο, με ιδιαίτερες δυνατότητες και διαφορετικές ανάγκες (Dishion,

French, & Patterson, 1995). Η παρατήρησή μας επικεντρώνεται στη μη

αποδεκτή συμπεριφορά του παιδιού, προσπαθώντας να αναγνωρίσουμε το

πρόβλημα και να εξετάσουμε το πλαίσιο του προβλήματος (Braken, 2000).

Δηλαδή ο σκοπός στην παρατήρηση, αποκωδικοποίηση και ερμηνεία μιας

συμπεριφοράς θα πρέπει να είναι πάντοτε η ανακάλυψη και οικοδόμηση πάνω

στις δυνατότητες του παιδιού (Marion, 2004). Δεν είναι δεοντολογικά ηθικό η

προσοχή μας να στρέφεται στη χειραγώγηση της παιδικής συμπεριφοράς.

Παρατηρούμε μια συμπεριφορά με στόχο να ανακαλύψουμε τι είναι αυτό που

θέλει ή μπορεί να κάνει το παιδί.

Στη συνέχεια να προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε με την οικογένεια του

παιδιού. Φροντίζουμε να έχουμε ανοιχτή, θετική και υποστηρικτική σχέση με

την οικογένεια του παιδιού. Πολλές έρευνες υποστηρίζουν ότι η συνεργασία

Page 8: προβλήματα συμπεριφοράς και η θέση των εκπαιδευτικών

[7]

των γονέων με το σχολείο επιδρά θετικά όχι μόνο στην ακαδημαϊκή επίδοση

των παιδιών αλλά και στη συμπεριφορά του παιδιού στο σχολείο, καθώς

επίσης και στην αύξηση του κινήτρου για μάθηση (Γεωργίου, 2000). Οι γονείς

που συνεργάζονται με τους εκπαιδευτικούς γνωρίζουν καλύτερα τα παιδιά

τους, κατανοούν τις αδυναμίες και τις ικανότητες και μαθαίνουν από αυτούς

στρατηγικές αντιμετώπισης προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα παιδιά τόσο

στο σχολείο όσο και στο σπίτι. Αντίστοιχα οι εκπαιδευτικοί αντλούν τις

απαραίτητες πληροφορίες από τους γονείς του παιδιού για τη συμπεριφορά

των παιδιών στο σπίτι, αλλά και γενικότερα για την κουλτούρα της

οικογένειας. (Sattes, 1985). Οι πληροφορίες αυτές είναι πολύ σημαντικές για

την εξέταση του πλαισίου μέσα στο οποίο εκδηλώνεται η αντικοινωνική

συμπεριφορά ενός παιδιού. Άρα για τη συνολική εκτίμηση του προβλήματος

που παρουσιάζει το παιδί, ακολουθούμε το οικολογικό μοντέλο αξιολόγησης,

το οποίο μας παρέχει πληροφορίες για την ανάπτυξη του παιδιού και τις

σχέσεις του μέσα στα διαφορετικά περιβάλλοντα (σπίτι, σχολείο)

(Stormashak, & Dishion, 2002).

Ενθαρρύνουμε την επιθυμητή συμπεριφορά. Είναι σημαντικό να δίνουμε

άμεση ανταπόκριση προς το παιδί όταν κάνει κάτι το θετικό. Για παράδειγμα

«Ανδρέα, είμαι πραγματικά πολύ ευχαριστημένη που βοήθησες το Νίκο να

καθαρίσει τα τραπέζια. Μπορείς να είσαι πολύ υπερήφανος με τον εαυτό

σου.». Χρησιμοποιούμε κάτι το συγκεκριμένο ως ανταμοιβή για να δείξουμε

στο παιδί ότι έκανε κάτι θετικό.

Τέλος αποφασίζουμε την επιλογή συγκεκριμένων στρατηγικών διαχείρισης

της περίπτωσης. Στο οικολογικό μοντέλο η τιμωρία του παιδιού ως τρόπος

επίλυσης του προβλήματος δεν έχει καμιά θέση (Marion, 2003). Οι

Page 9: προβλήματα συμπεριφοράς και η θέση των εκπαιδευτικών

[8]

στρατηγικές που θα χρησιμοποιήσουμε πρέπει να είναι αναπτυξιακά

κατάλληλες για το συγκεκριμένο παιδί και το πρόβλημά του. Παράλληλα θα

πρέπει να αποφασίσουμε να αλλάξουμε και το πλαίσιο μέσα στο οποίο

παρατηρείται η μη αποδεκτή συμπεριφορά.

Συμπεράσματα

Ως προς το πρώτο λοιπόν ερευνητικό ερώτημα (πώς ορίζουν και αντιλαμβάνονται οι

εκπαιδευτικοί τα προβλήματα συμπεριφοράς) παρατηρούμε πως η πλειονότητα των

διδασκόντων ανεξάρτητα από την εμπειρία τους έχουν επακριβή γνώση του

νομοθετικά κατοχυρωμένου ορισμού των προβλημάτων συμπεριφοράς – δυσκολιών

προσαρμογής στο σχολείο. Διαφαίνεται πως η κατάρτισή τους ήταν τέτοια ώστε να

γνωρίζουν τους ορισμούς των προβλημάτων συμπεριφοράς, τα αίτιά τους, τις

κατηγορίες και τα χαρακτηριστικά τέτοιων συμπεριφορών όπως παρουσιάζονται σε

σχετικά βιβλία, έρευνες και άρθρα.

Ως προς το δεύτερο ερευνητικό ερώτημα ( ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία ένας

εκπαιδευτικός διακρίνει τα προβλήματα συμπεριφοράς ) όπως και παραπάνω

διακρίνουμε μια αρκετά καλή γνώση από πλευράς εκπαιδευτικών σε ότι έχει σχέση με

τα κριτήρια αλλά και γενικότερα τα βασικά χαρακτηριστικά μιας διαταρακτικής

συμπεριφοράς. Εδώ αξίζει να τονίσουμε πως οι εκπαιδευτικοί με την μικρότερη

εμπειρία είναι εμφανώς πιο καταρτισμένοι εξαιτίας της πιο πρόσφατης

πανεπιστημιακής τους εκπαίδευσης .

Ως προς το τρίτο ερευνητικό ερώτημα ( ποια είναι η καταλληλότερη παρέμβαση), κάθε

ένας από τους εκπαιδευτικούς προτείνει έναν διαφορετικό τρόπο παρέμβασης όπως την

Page 10: προβλήματα συμπεριφοράς και η θέση των εκπαιδευτικών

[9]

παρατήρηση της συμπεριφοράς, την επικοινωνία με την οικογένεια, την

εξατομικευμένη διδασκαλία , την αγνόηση της ακατάλληλης συμπεριφοράς και τη ν

ενίσχυση της θετικής , το οικολογικό μοντέλο, την ενίσχυση, και άλλα πολλά . Πρέπει

όμως να τονιστεί πως κάθε ένας από αυτούς τους τρόπους είναι σωστός και αποτελεί

κομμάτι μιας γενικότερης ολοκληρωμένης παρέμβασης.

Επίλογος

Η ανάλυση που προέκυψε από την επεξεργασία προηγούμενων ερευνών έδειξε πως

οι δάσκαλοι παρουσιάζουν μια σχετική γνώση αναφορικά με τον ορισμό και τα αίτια

των προβλημάτων συμπεριφοράς.

Όσον αφορά την παρέμβαση , διαπιστώθηκε η επικράτηση μιας βασικής γνώσης ως

προς τα κύρια συστατικά που εμπεριέχονται σε μια παρέμβαση από τη μεριά των

εκπαιδευτικών . Ωστόσο, στους παλαιότερους διδάσκοντες παρατηρείται έλλειψη σε

γνωστικό υπόβαθρο στις τεχνικές διαχείρισης της τάξης, η οποία αντισταθμίζεται από

εμπειρικές τεχνικές, που σχεδιάζονται ανάλογα με τις δυνατότητες κι αδυναμίες της

τάξης.

Στον αντίποδα, οι εκπαιδευτικοί της νέας γενιάς παρόλο που κατέχουν την

κατάλληλη εκπαίδευση σε επίπεδο θεωρητικών γνώσεων, εν τούτοις, υπολείπονται σε

επίπεδο πρακτικής εφαρμογής των όσων έχουν διδαχτεί.

Γι’ αυτό λοιπόν προτείνεται αρχικά η αναγκαία επιμόρφωση όλων των

εκπαιδευτικών για την κατανόηση των επιβλαβών επιπτώσεων των προβληματικών

συμπεριφορών στο ίδιο το παιδί, στο σχολείο και την μαθητική κοινότητα, την

κατάλληλη διαχείριση διαταρακτικών περιστάσεων με εφαρμογή των απαραίτητων

Page 11: προβλήματα συμπεριφοράς και η θέση των εκπαιδευτικών

[10]

τεχνικών και στρατηγικών. Έπειτα, συνίσταται η μετεκπαίδευση των δασκάλων σε

θέματα εκμάθησης σε νέες μεθόδους παρέμβασης βασισμένες στις τεχνικές

διαχείρισης.

Εν κατακλείδι, από την πλευρά του σχολείου κρίνεται αναγκαία η συνολική

αντιμετώπιση του ζητήματος (whole school approach) θεσπίζοντας ένα σαφή ορισμό

της προβληματικής συμπεριφοράς ( σχολικός εκφοβισμός, διαταρακτική κι επιθετική

συμπεριφορά, άρνηση σχολικών εργασιών κ.τ.λ. ) , μια ενιαία βάση αντιμετώπισης του

προβλήματος, έχοντας κοινή προσέγγιση τήρησης των κανόνων για την επιθυμητή

συμπεριφορά. Με αυτό το τρόπο γίνεται κατανοητός ο ρόλος του κάθε μέλους της

εκπαιδευτικής κοινότητας. Αξίζει να επισημανθεί πως κατά την διεκπεραίωση της

παραπάνω διαδικασίας απαιτείται η συνεργασία σχολείου και γονέων καθώς και των

μαθητών( μεταξύ αυτών και των παιδιών που εκδηλώνουν την διαταρακτικών

συμπεριφορών).

Βιβλιογραφία

Apter, S. J., & Conoley, J. (1984)Childhood behavior disorders and emotiona l

disturbance: An introduction to teaching troubled children. Englewood Cliffs,

NJ: Prentice Hall.

Α. Καλαντζή Αζίζι- Ζαφειροπούλου Μ. (2009)«Προσαρμογή Στο Σχολείο»

Αθήνα Ελληνικά Γράμματα σελ256-286.

Braken, B. (2000). Clinical observation of preschool assessment behaviour.

In B. Bracken (ed.), The psychoeducational assessment of preschool children

(pp. 45-46. Boston: Allyn & Bacon.

Page 12: προβλήματα συμπεριφοράς και η θέση των εκπαιδευτικών

[11]

Γεωργίου, Σ. (2000). Σχέση σχολείου- οικογένειας και ανάπτυξη του παιδιού.

Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Cohen, J.J., & Fish, M.C., (1993). Handbook of school – based interventions:

Resolving student problems and promoting healthy educational environments.

The Jossey-Bass Social and Behavioural Science Series. San Francisco:

Jossey Bass.

Cohen, D., Stern, V. & Balaban, N. (1996). Observing and recording the

behavior of young children. New York: Teachers College Press.

Cooper, P. & Upton, G. (1990) An ecosystemic approach to emotional and

behaviourial difficulties in schools,Educational Psychology, 10 (4) 301-322.

Dishion, T.J., French, D.C., & Patterson, G.R. (1995). Comprehensive

classroom management: Creating communities of support and solving

problems (6th ed.). Boston: Allyn & Bacon.

Dishion, T.J., French, D.C., & Patterson, G.R. (1995). The development and

ecology of antisocial behavior. In D. Cicchetti & D. J. Cohen (Eds.),

Developmental psychopathology: Vol. 2. Risk, disorder, and adaptation (pp.

421-471). New: Wiley.

Durant, M. (1995) Creative Strategies for School Problems: Solutions for

Psychologists and Teachers. New York: W. W. Norton & Co.

Molnar, A. & Linquist, B. (1989)

Καλαντζή - Azizi, Α. (1η έκδ. 1985, 5η έκδ. 1995). "Εφαρμοσμένη Κλινική

Ψυχολογία στο χώρο του σχολείου". Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Marion, M. (2003). Guidance of young children (6th ed.). Upper Saddle River,

NJ: Merril/Prentice Hall.

Page 13: προβλήματα συμπεριφοράς και η θέση των εκπαιδευτικών

[12]

Marion, M. (2004). Using observation in early childhood. Upper Saddle River,

NJ: Merril/Prentice Hall

Πολυχρονοπούλου Ζαχαρογέωργα Σ. «ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΙ ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΣ

ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ» Επιμέλεια, Διον. Κ. Παρούτσας

Προβλήματα Συμπεριφοράς στο Σχολείο. Οικοσυστημική

Προσέγγιση(Επιμέλεια Α. Καλαντζή-Αζίζι). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Sattes, B.D. (1985). Parent involvement . A review of the Literature (Occasional

Paper No 21) Charleston: WV. Appalachia Educational Laboratory.

Stormashak, E. & Dishion, T. (2002). An ecological Approach to Child and

Family Clinical and Counselling Psychology. Clinical Child and Family.

Psychology Review, 5(3), 197-216.

Zarkowska,E. & Clements,J. (1994). Problem behaviour and people with

severe learning disabilities. Second Edition. Chapman & Hall.

Ηλεκτρονικές Σελίδες:

http://www.iatronet.gr/newsarticle.asp?art_id=11069

http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=2&artid=361048&dt=16/10/2010

#ixzz16l1FJRfY

http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=2&artid=361048&dt=16/10/201

www.salto.gr/customer/product.php?productid=18959&cat=568

www.ioanninamed.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=152

%3Aschool-behavior-problems-of-children-and-

adolescence&catid=96%3Apsychology-advisory&Itemid=14&lang=el

Page 14: προβλήματα συμπεριφοράς και η θέση των εκπαιδευτικών

[13]

www.dyslexia-

goneis.gr/view.asp?ItemID=57&ns=1&mcid=9&cid=23&scid=16&page=3

http://www.platon.gr/arthro9b.htm

http://greveniotis.gr/index.php

https://sites.google.com/site/steliospatmanoglou/mathesiakes-symperiphores

http://gym-kalyth.dod.sch.gr/Istoselides/atrtroasiminas.htm