Download - ελπίδα δημητριάδου χρήστος ευαγγελούδης

Transcript
Page 1: ελπίδα δημητριάδου χρήστος ευαγγελούδης

Με τον «Πρωταγόρα» του Πλάτωνα επανερχόμαστε σε

προβληματισμούς που απασχόλησαν επανειλημμένα και σημάδεψαν την αρχαία ελληνική φιλοσοφική σκέψη. Η σχετικότητα της σοφιστικής αντιπαρατίθεται για ακόμη μια φορά με το απόλυτο, το αταλάντευτο και απαρέγκλιτο της σωκρατικής σκέψης. Στην άποψη του Σωκράτη ότι η πολιτική αρετή δε διδάσκεται, αφού όλοι οι πολίτες είναι λίγο ως πολύ φορείς της, αφού όλοι έχουν τη δυνατότητα να παίρνουν θέση γύρω από τα διάφορα πολιτικά ζητήματα, αντιπαρατίθεται ο σοφιστής Πρωταγόρας και υποστηρίζει το διαμετρικά αντίθετο. Ο τελευταίος διαφωνεί επίσης και με τη θέση του συνομιλητή του, που θέλει τους ίδιους τους πολιτικούς, τους βασικότερους φορείς της πολιτικής αρετής, να μην μπορούν να τη μεταδώσουν στα ίδια τα παιδιά τους.

Ο σοφιστής ανταπαντά και προσπαθεί να ανασκευάσει μία προς μία τις βασικές αντιρρήσεις του φιλοσόφου. Πιο συγκεκριμένα με το μύθο του

1

Page 2: ελπίδα δημητριάδου χρήστος ευαγγελούδης

Προμηθέα καταλήγει σε δύο συμπεράσματα. Πρωταρχικά, υποστηρίζει ότι η πολιτική αρετή είναι καθολική και την κατέχουν όλοι οι άνθρωποι, γιατί είναι δώρο του Δία που μέσω του Ερμή την πρόσφερε αφειδώς σε όλους ανεξαιρέτως. Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι είναι και έμφυτη και άρα ανεπίδεκτη οποιασδήποτε διδασκαλίας.

Από μια «βαθύτερη» ανάγνωση του μύθου και μέσω της αποκρυπτογράφησης των αλληγοριών του, διαπιστώνεται ο επίκτητος χαρακτήρας της πολιτικής αρετής, αφού αυτή αναπτύχθηκε και κατακτήθηκε σ' ένα μεταγενέστερο στάδιο της ιστορίας του ανθρώπινου γένους. Η περίπτωση της πολιτικής αρετής δεν είναι ίδια με αυτή της τεχνικής δεξιότητας, που ο άνθρωπος κατείχε ευθύς εξαρχής με τη γέννησή του και την έθεσε στην υπηρεσία του, για να μπορέσει να επιβιώσει.

Η στήριξη των δύο παραπάνω συμπερασμάτων καταδεικνύει την προσπάθεια του Πρωταγόρα να αναιρέσει το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη ότι η πολιτική αρετή δεν είναι διδακτή. Ο σοφιστής επιμένει να αποδέχεται την καθολικότητα της αιδούς και της δίκης, αφού, όπως συμπεραίνει, ακόμη και ο άδικος πρέπει να προσποιείται το δίκαιο. Η ύπαρξη των τιμωριών, των νουθεσιών και των ποινών εξάλλου, μέσα στις κοινωνίες, είναι για το σοφιστή ένα αποστομωτικό επιχείρημα για το διδακτό της αρετής.

Με αφορμή την αναφορά στις ποινές, ο Πρωταγόρας επανέρχεται σε μια ορθολογιστική ερμηνεία τους, αρκετά πρωτοποριακή για την εποχή του. Η πολιτεία επιβάλλει τις ποινές στους άδικους, όχι με στόχο την εκδίκηση ή την ανταπόδοση για ένα περασμένο αδίκημα, αλλά για να αποτρέψει από παρόμοια αδικήματα στο μέλλον. Στόχος λοιπόν είναι ο σωφρονισμός του εγκληματία και ο παραδειγματισμός των άλλων.

Ικανοποιημένος προφανώς από τον τρόπο που αντέκρουσε την πρώτη θέση του αθηναίου φιλοσόφου, ο αβδηρίτης στοχαστής ανακεφαλαιώνει τη θέση του. Γι' αυτόν η αλήθεια είναι σχετική και δεν υπάρχουν απόλυτα κριτήρια. Μέσα στη σχετικότητα που δεσπόζει στον κόσμο το μοναδικό κριτήριο εγκυρότητας που μπορεί να ισχύσει είναι η γνώμη της πλειοψηφίας. Αυτός ο τρόπος επιχειρηματολογίας δεν είναι βέβαια ανεπηρέαστος και από τη δημοκρατική ιδεολογία του. Αυτή η προσέγγιση της αρετής εξάλλου είναι καθαρά ωφελιμιστική: μόνο το πρακτικά ωφέλιμο είναι και αληθινό.

Στη συνέχεια , παρουσιάζοντας το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας του 5ου αιώνα , αποδεικνύει ότι όλοι οι φορείς της εκπαίδευσης (οικογένεια, σχολείο, πολιτεία) καταβάλλουν προσπάθεια να διδαχθεί η πολιτική αρετή. Απομένει όμως ανερμήνευτο το επιχείρημα του Σωκράτη, ότι δηλαδή οι πολιτικοί άντρες δεν μπορούν να διδάξουν στα παιδιά τους την πολιτική αρετή. Υπεύθυνη γι' αυτό το αποτέλεσμα είναι κατά τον Πρωταγόρα η φύση του

2

Page 3: ελπίδα δημητριάδου χρήστος ευαγγελούδης

μαθητή, γιατί η διδασκαλία μπορεί να είναι αποτελεσματική, μόνο αν προϋπάρχει ευφυΐα.

Βέβαια, ο μεγάλος σοφιστής επιμένει στη σημασία της παιδείας, αφού και οι φαύλοι πολίτες χάρη στη συνεχή και εντατική διδασκαλία μπορούν να αφομοιώσουν σε κάποιο βαθμό την πολιτική αρετή. Αυτό κατανοείται καλύτερα, αν τους συγκρίνουμε με τους πρωτόγονους λαούς που δεν έχουν αναπτύξει ακόμη την κοινωνική οργάνωση. Επομένως, η κατάκτηση της πολιτικής αρετής είναι μια συνεχής διαδικασία, μέσα σε οργανωμένες κοινωνίες, που μαθαίνεται, όπως η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας και που δεν απαιτεί απαραίτητα την παρουσία δασκάλου. Τότε ποιος είναι ο ρόλος του Πρωταγόρα; Ο ίδιος αυτοσυστήνεται με μετριοφροσύνη ως ένας καλός δάσκαλος της πολιτικής αρετής, που μπορεί να ωφελήσει τους μαθητές του περισσότερο από τους άλλους δασκάλους.

Η ποινή είναι η τιμωρία που επιβάλλεται για κάποια παράβαση. Οι ποινές που προβλέπει ο νόμος είναι η κράτηση, το πρόστιμο, η στέρηση της ελευθερίας με φυλάκιση, ο θάνατος και είναι πάντοτε ανάλογες με το αδίκημα που διέπραξε ο παραβάτης. Το ελληνικό Σύνταγμα ορίζει πως «αδίκημα δεν υπάρχει, ουδέ ποινή επιβάλλεται άνευ νόμου ισχύοντος προ της τελέσεως της πράξεως. Βαρυτέρα ποινή ουδέποτε επιβάλλεται μετά την τέλεσιν της πράξεως». Τις ποινές τις επιβάλλουν τα δικαστήρια, αφού ύστερα από καθορισμένη διαδικασία πείθονται πως ο παραβάτης διέπραξε πραγματικά το αδίκημα. Γενικά, οι ποινές αποτελούν στέρηση της ελευθερίας, μέρους ή ολόκληρης περιουσίας και αυτής ακόμα της ζωής.

Οι μόνες κατηγορίες που δεν μπορούσαν να οριστούν με σαφήνεια ήταν οι κατηγορίες επί ασέβειας , γιατί δεν ήταν δυνατόν να καθοριστούν με νόμο ένεκα του πλήθους και της ποικιλίας των αμαρτημάτων, τα οποία μπορούσαν, ανάλογα της εκάστοτε νοοτροπίας του λαού, να χαρακτηρισθούν ως ασεβήματα. Γι αυτό και οι ρήτορες επιχειρούσαν πολλές φορές να χαρακτηρίσουν ως ασεβή πράξη κάποια ενέργεια στηριζόμενοι στον άγραφο νόμου.

Σε κάθε περίπτωση όμως, είτε ήταν καθορισμένη από το νόμο η ασέβεια είτε όχι, ο κάθε πολίτης μπορούσε να κατηγορήσει για ασέβεια τον ασεβή, διότι η ασέβεια δεν ήταν αδίκημα ενάντια σε ορισμένους πολίτες, αλλά ενάντια σε όλους τους πολίτες της πόλης. Γι’ αυτό και σε σπάνιες περιπτώσεις η ασέβεια καλούνταν «δίκη» και συνηθέστερα «γραφή». Εκεί, που ορισμένος

3

Page 4: ελπίδα δημητριάδου χρήστος ευαγγελούδης

νόμος όριζε ποια πράξη πρέπει να θεωρηθεί αδίκημα, ταυτόχρονα όριζε και σε ποιου δικαστηρίου την αρμοδιότητα ενέπιπταν οι κατηγορούμενοι για ασέβεια.

Εκεί δηλαδή, που το ασέβημα αφορούσε προσβολή, ή έλλειψη οφειλόμενου σεβασμού σε αντικείμενα , η κατηγορία εξεταζόταν από θρησκευτικές ή πολιτικές αρχές, οι οποίες με τη σειρά τους επιμελούνταν τη δικαστική καταδίωξη και τιμωρία του ενόχου, είτε εισήγαγαν αυτόν σε ειδικά δικαστήρια, είτε επέβαλλαν ποινή σ’ αυτόν, ανάλογα με το μέτρο της δικαιοδοσίας τους, εφόσον είχαν το δικαίωμα να επιβάλλουν ποινές. Έτσι, προσβολή κατά των Ελευσίνιων μυστηρίων μπορούσε να καταγγελθεί στους Ευμόλπιδες, η φθορά των ιερών ελαίων της Αθηνάς δικαζόταν από τον επιτετραμμένο για την επίβλεψη αυτών Αρείου Πάγου.

Όπου όμως δεν ήταν σαφώς ορισμένη η αρχή προς την οποία όφειλε να αποταθεί εκείνος που έκανε την καταγγελία, η κατηγορία γινόταν ενώπιον του άρχοντα βασιλέα, ο οποίος ενεργούσε τη λεγόμενη προδικασία και στη

4

Page 5: ελπίδα δημητριάδου χρήστος ευαγγελούδης

συνέχεια παρέπεμπε την υπόθεση προς το αρμόδιο δικαστήριο. Το λεγόμενο, πως ο Άρειος Πάγος δίκαζε τις κατηγορίες περί ασέβεια, δεν είναι αληθές. Βεβαίως, σε παλαιότερες εποχές, τις σπουδαίες δίκες δίκαζαν οι Αρεοπαγίτες, ενώ κατά τους μεταγενέστερους χρόνους, όταν η δικαιοδοσία του Άρειου Πάγου μεγάλωσε, δίκαζε και ο Άρειος Πάγος αυτές τις κατηγορίες, όπως λ.χ. συνέβηκε, όταν ο Απόστολος Παύλος κήρυξε στην Αθήνα την νέα θρησκεία, της οποίας τα διδάγματα σκανδάλισαν πολλούς. Κατά τους χρόνους όμως της ακμής των Αθηνών το δικαστήριο της Ηλιαίας δίκαζε και τις κατηγορίες ασέβειας, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις. Η τιμωρία των καταδικαζομένων για ασέβεια ήταν η μέγιστη, διότι και η ασέβεια θεωρούνταν η μέγιστη αμαρτία. Συνηθισμένες ποινές ήταν: ο θάνατος, ενίοτε ατιμωτικός, η δε ταφή του πεθαμένου εκτός των ορίων της πόλεως, γιατί για τους αρχαίους Έλληνες είχε σημασία η ταφή στην πόλη στην οποία ανήκαν και η εξορία. Μόνο σε ελαφρότατες περιπτώσεις η τιμωρία μπορούσε να είναι πρόστιμο.

Όταν όμως λόγοι ανωτέρας βίας επέβαλλαν την ατιμωρησία του ασεβή, τότε αυτός ως εναγής αποκλειόταν από την αγορά, που ήταν χώρος ιερός στην αρχαιότητα και από κάθε πράξη προς τα θεία και από την είσοδο στα ιερά. Αυτό συνέβαινε, γιατί ο ασεβής θεωρούνταν ότι αποτελεί μίασμα για τις πόλεις και η τιμωρία του ήταν η απαίτηση των θεών και όχι των ανθρώπων. Γι' αυτό το λόγο επίσης κρινόταν ως ασεβής εκείνος που εξανάγκαζε την πόλη να μην τιμωρήσει τον ασεβή ή εκείνος που από οίκτο δεν τον κατάγγειλε ή δεν τον καταδίκαζε, ενώ τον θεωρούσε ένοχο.

Επειδή η ασέβεια θεωρούνταν η μέγιστη αμαρτία που δεν έπρεπε να μείνει ατιμώρητη συνέβαινε και το εξής: αν ο κατηγορούμενος για ασέβεια αθωωνόταν με 1/5 των ψήφων τουλάχιστον και δεν καταδικαζόταν, τότε ο κατήγορος δεν αντιμετώπιζε μεγάλες ποινές, παρά εκείνες που εφαρμόζονταν σε συνηθισμένες δίκες, έστω και αν είχε κατηγορήσει κάποιον για ένα τόσο βαρύ και σημαντικό αδίκημα. Δεν αντιμετώπιζε δηλαδή, ούτε αποκλεισμό από τα δημόσια αξιώματα, ώστε να μη διστάσει κάποιος να κατηγορήσει τον ασεβή, έστω και αν αθωωθεί πανηγυρικά ελλείψει επαρκών στοιχείων. Αν βρισκόταν κατηγορούμενος για «παράβαση», έπρεπε να θανατωθεί για την πράξη του, αν βέβαια προϋπήρχε νόμος που να καταδικάζει τη συγκεκριμένη πράξη. Αυτά ασφαλώς δεν ήταν μεμονωμένα φαινόμενα.

Έτσι, γνωρίζοντας οι άνθρωποι ότι για κάθε λανθασμένη πράξη τους υπάρχει ποινή που μπορεί να είναι και η αφαίρεση της ζωής τους, μπορούν να διακρίνουν τις καλές από τις κακές πράξεις και να εξασκηθούν να αποφεύγουν τις δεύτερες λόγω των συνεπειών που τις συνοδεύουν. Αν δεν υπήρχαν οι νόμοι και οι ποινές που επιβάλλουν, αρκετοί άνθρωποι θα είχαν διαφορετικές γνώμες

5

Page 6: ελπίδα δημητριάδου χρήστος ευαγγελούδης

για το καλό και κακό, με αποτέλεσμα να ζούσαμε σε μια κοινωνία, όπου ο καθένας θα είχε τους δικούς του κανόνες και τα δικά του όρια. Έτσι, ο καθένας θα μπορούσε να βλάψει τον άλλον, χωρίς να μπορεί να τιμωρηθεί, διότι θα υπήρχε σύγχυση σχετικά με το κακό και το κακό.

Η βία και το έγκλημα αποτελούν κομμάτι της ανθρώπινης ιστορίας και του ανθρώπινου πολιτισμού. Δεν υπήρξε ιστορική περίοδος χωρίς βίαιες πράξεις ή εγκληματικές ενέργειες. Γι' αυτό, από πολύ νωρίς όλες οι υγιείς κοινωνίες, προβληματίστηκαν σχετικά με την καταδίκη και την τιμωρία τέτοιων εκδηλώσεων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία σωφρονιστικών

6

Page 7: ελπίδα δημητριάδου χρήστος ευαγγελούδης

συστημάτων. Οι ποινές που θεσπίστηκαν κατά καιρούς, ποίκιλαν ανάλογα με το είδος και τη σοβαρότητα των εγκλημάτων ή των αδικημάτων. Παρόλ’ αυτά ήταν και εξακολουθεί να είναι ελλιπής και μη ουσιαστικός ο τρόπος αντιμετώπισής του ακόμα και σήμερα, διότι συνεχώς αυξάνονται οι εγκληματικές πράξεις και διαφέρουν από τις προηγούμενες .Όμως, μια από τις αρχαιότερες ποινές, η θανατική καταδίκη, εξακολουθεί να εφαρμόζεται και σήμερα σε πολλά σημεία του πλανήτη και να δημιουργεί μια αμφιλεγόμενη κατάσταση σχετικά με την αναγκαιότητα ή όχι της ύπαρξής της.

Στην εποχή μας , η θανατική ποινή εφαρμόζεται σε πολλές χώρες του πλανήτη, ενώ σε άλλες έχει καταργηθεί και αποτελεί παρελθόν. Η επινοητικότητα βέβαια των ανθρώπων είναι ανεξάντλητη, όταν πρόκειται να εξοντώσουμε το συνάνθρωπό μας: Αποκεφαλισμός, καύση στην πυρά, απαγχονισμός, θάλαμος αερίων, τουφεκισμός, ηλεκτρική καρέκλα.Όμως, η διατήρησή της ή η κατάργησή της εξακολουθεί να διχάζει και να προκαλεί έντονους προβληματισμούς , με το σκεπτικό ότι οι ποινές που επιβάλλονται πρέπει να αλλάζουν παράλληλα με τους γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης της κοινωνίας μας .

«Σταματήστε τώρα την θανατική ποινή», «η θανατική ποινή δεν έχει θέση σε μια πολιτισμένη κοινωνία», «θάνατος στην θανατική ποινή» είναι ορισμένα από τα συνθήματα που ακούγονται συνήθως από εκείνους που αγωνίζονται για την κατάργηση της θανατικής ποινής παγκοσμίως.Όλο και περισσότερο πληθαίνουν αυτές οι φωνές και δεν είναι λίγοι εκείνοι που τη θεωρούν απάνθρωπη και μιλούν για την κατάργησή της , με το επιχείρημα ότι πουθενά δεν έχει αποδειχθεί ότι η θανατική ποινή αποτελεί το πιο αποτελεσματικό μέσο για την καταστολή του εγκλήματος ή της πολιτικής βίας. Πολλοί αναρωτιούνται γιατί δεν έπαψαν ποτέ να γίνονται κακουργήματα ,ενώ τόσους αιώνες εφαρμόζεται η θανατική ποινή.

Η θανατική ποινή δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται εναντίον του εγκλήματος, γιατί, σύμφωνα με τους επικριτές της αποτελεί έγκλημα και κατάφορη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Παγκόσμια Διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναγνωρίζει το δικαίωμα κάθε ατόμου για τη ζωή και δεν επιτρέπεται να υποβάλλεται κανένας σε βασανιστήρια ή σε σκληρή, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Η θανατική ποινή λοιπόν παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα , τόσο, που μεγάλοι άνθρωποι της διανόησης τάχθηκαν υπέρ της κατάργησής της, χαρακτηρίζοντάς την ως ηθικό στίγμα και κορυφαία βαρβαρότητα.

Από την άλλη, με τις ποινές μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τα νοσηρά κοινωνικά φαινόμενα που διαρκώς πολλαπλασιάζονται. Αντί όμως να τις αυξήσουμε, πρέπει να καταργήσουμε παλιότερες ποινές που θεωρούνται πλέον

7

Page 8: ελπίδα δημητριάδου χρήστος ευαγγελούδης

απαρχαιωμένες και να εφαρμόσουμε καινούργιες αντίστοιχες με τις σημερινές κοινωνικές συνθήκες, ώστε να μην καταπατούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι ηθικοί μας κανόνες. Διότι πολλές ποινές μπορεί να είναι απόλυτες και μετά την εκτέλεσή της να μην μπορεί να ανακληθεί ή να μετατραπεί.

Καταλήγοντας , πρέπει να τονίσουμε ότι η φρίκη για το έγκλημα, που νιώθουμε στη σημερινή κοινωνία δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία για την προσφυγή στη θανατική ποινή. Η θανατική ποινή αποτελεί υπέρβαση των ανθρωπίνων ορίων και καταπάτηση των δικαιωμάτων, τη στιγμή, που πολλοί άνθρωποι πολέμησαν και έχασαν την ζωή τους, για να τα αποκτήσουμε. Η αφαίρεση μιας ζωής δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης ετυμηγορίας. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση δικαστικής πλάνης; Τότε είναι αδύνατη η επανόρθωση της αδικίας. Και δυστυχώς δεν είναι λίγα τα παραδείγματα δικαστικών πλανών στην ανθρώπινη ιστορία, όπου αθώοι άνθρωποι εκτελέστηκαν, για να αποδειχθεί εκ των υστέρων η αθωότητά τους. Κορυφαίο βέβαια παράδειγμα, ο Σωκράτης.

Είναι αδύνατον όλες οι ποινές που ορίστηκαν από την αρχαιότητα να είναι διαχρονικές. Καθώς περνούν οι αιώνες τα συγκεντρωτικά καθεστώτα πολιτικά η θρησκευτικά, αλλά και οι συντηρητικές κοινωνίες που δεν επιθυμούν τις αλλαγές μας κρατάνε συνεχώς προσκολλημένους σε παλιότερες ιδέες και αντιλήψεις. Εκείνοι που επιχειρούν να ξεφύγουν είναι πολύ λίγοι. Αλλά κι από αυτούς που το τολμούν ακόμα λιγότεροι το καταφέρνουν. Ωστόσο πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που καταφέρνουν να κατακτήσουν την αληθινή γνώση. Αλλά η γνώση βρίσκεται πάντα σε διαλεκτική σχέση με την κοινωνία και η σημερινή κοινωνία αποφεύγει να παραδεχτεί το σωστό ή απλώς διστάζει να έρθει σε κόντρα με το λάθος και προτιμά να πράττει άδικα απέναντι στους πολίτες της.

ΣΧΟΛΕΙΟ: 2ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ-ΚΟΡΔΕΛΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ : 2010-2011

ΜΑΘΗΜΑ:ΑΡΧΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

ΜΑΘΗΤΕΣ: ΕΛΠΙΔΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ – ΧΡΗΣΤΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥΔΗΣ

ΤΜΗΜΑ: Β΄1 ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ

8

Page 9: ελπίδα δημητριάδου χρήστος ευαγγελούδης

ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ : ΣΟΦΙΑ ΚΑΝΙΑΚΑ

9