Download - λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Transcript
Page 1: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΕΛΛΑ ΒΕΛ ΒΕΛ ΛΛ Η ΙΩΑΝΝΑΗ ΙΩΑΝΝΑ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ ΦΑΝΗΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ ΦΑΝΗ

ΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΝΝΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΝΝΑ ΚΟΝΤΟΔΙΝΑ ΠΗΝΕΛΟΠΗΚΟΝΤΟΔΙΝΑ ΠΗΝΕΛΟΠΗ

ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΓΙΑΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΓΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΑΜΗ ΧΡΥΣΟΥΛΑΜΑΡΑΜΗ ΧΡΥΣΟΥΛΑ

ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ ΕΛΕΝΗΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ ΕΛΕΝΗ

ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ Κουρελή Αθανασία

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΣΕΡΒΙΩΝ

ΣΈΡΒΙΑ Απρίλιος 2011

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑΠΡΟΛΟΓΟΣhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ3ΚΟΥΡΕΛΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ4ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

ΚΟΝΤΟΔΙΝΑ ΠΗΝΕΛΟΠΗ Ένας άλυτος γρίφοςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ9

ΒΕΛΛΗ ΙΩΑΝΝΑ helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ12

Η Μάρω helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ13

Ο Κλητσινικόλας helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ16

Ο παπάς κι`αλούπου helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ17

Ο θησαυρός του αμπελιού helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ18

Το ζευγάρι που δεν έκανε παιδιά helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ20

ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΕΛΛΑ Και η δική σου σειράhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ22

ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ ΦΑΝΗ Η ιστορία ενός ξυλοκόπουhelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ25

ΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΝΝΑ Ο πατέρας ο γιος και το γαϊδουράκιhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ27

ΜΑΡΑΜΗ ΧΡΥΣΟΥΛΑ Οι δυο αδερφές με διαφορετικό χαρακτήραhelliphelliphelliphellipσ30

ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΪΑ helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ31

Ο Λάμπρος helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ32

Ο Ξυλοκόπος helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ34

Οι 12 μήνες helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ36

Η Πούλια και ο Αυγερινός helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ38

ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ ΕΛΕΝΗ Ξανθιά Νεράιδαhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ41

2

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΦΙΛΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ

Καλώς ορίσατε στο Παραμύθι

Η σοφία του λαού μας συμπυκνωμένη σε μικρές ιστορίες που μας αφηγήθηκαν γιαγιάδες και

γονείς και τους ευχαριστούμε ιδιαίτερα για την προθυμία τους και την προσφορά τους στο

εγχείρημά μας αυτό

Ως καθηγήτρια του Γυμνασίου Σερβίων που διδάσκω Νεοελληνική Λογοτεχνία στην Α΄

τάξη μαγεμένη από τη λαϊκή θυμοσοφία έτσι όπως εμφανίζεται στις προφορικές διηγήσεις

της επαρχίας παρότρυνα την παρούσα συγγραφική ομάδα των μαθητών μου να ασχοληθεί

με το παραμύθι ή τις διηγήσεις του τόπου τους

Με μεγάλο ενθουσιασμό τα παιδιά άρχισαν να συλλέγουν το υλικό

Επισκέφτηκαν τους πληροφορητές Κράτησαν σημειώσεις από τη συνέντευξη

Ονοματεπώνυμο ηλικία γραμματικές γνώσεις επάγγελμαασχολία τόπος διαμονής

Έμαθαν πότε πού και κάτω από ποιες συνθήκες (πώς γιατί) λέγονταν όλα όσα θα άκουγαν

Φωτογράφισαν ηχογράφησαν

Πληκτρολόγησαν το υλικό στον ΗΥ Εμπλούτισαν τα κείμενα αλιεύοντας εικόνες από τη

μηχανή αναζήτησης googleεικόνες Συγκέντρωσαν πληροφορίες για τις λαϊκές διηγήσεις το

λαϊκό παραμύθι και έγραψαν την εισαγωγή του βιβλίου

Αναζήτησαν το χάρτη της περιοχής τους με τα χωριά τους Επιμελήθηκαν το εξώφυλλο

(τίτλος εικονογράφηση) και έδεσαν το πρώτο δικό τους ηλεκτρονικό βιβλίο

Έγιναν συγγραφείς Και δεν είναι ΠΑΡΑΜΥΘΙ

ΦΙΛΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ

ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

ΚΟΥΡΕΛΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑ

Φιλόλογος Γυμνασίου Σερβίων

3

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Παραμύθι λαϊκόΑOρισμός

Το παραμύθι είναι μια σύντομη ή λαϊκή ιστορία που ενσωματώνει το έθος Συγγενές

του μύθου αλλά διαφοροποιημένο εννοιολογικά το παραμύθι είναι εξαρχής μια επινόηση

μια μυθιστοριογραφία μια φαντασιακή αφήγηση που κάνει μεταφορική χρήση κάποιου

ζώου ως κεντρικό χαρακτήρα του ή εισάγει στερεότυπους χαρακτήρες όπως ο κατεργάρης

Πολύ συχνά γίνεται ανατρεπτική αλληγορία ενάντια στον φεουδαρχισμό ή την εκάστοτε

άρχουσα τάξη ή μια σύγκρουση του ανθρώπινου με το αόρατο βασίλειο Προσωποποιεί και

εξατομικεύει διαφορετικά στοιχεία πέρα από τη λογική του χώρου και του χρόνου και

επεκτείνεται αδιάκριτα από τον οργανικό στον ανόργανο κόσμο από τον άνθρωπο και τα

ζώα στα δέντρα τα λουλούδια τις πέτρες τα ρεύματα και τους ανέμους

Β Eίδη των παραμυθιών

Tα παραμύθια χωρίζονται σε κατηγορίες α) τα μαγικά ή εξωτικά παραμύθια που

είναι τα κατ εξοχήν παραμύθια και αναφέρονται σε δράκους γίγαντες μάγισσες κλπ

έχουν δηλαδή έντονο το μαγικό στοιχείο β) τα διηγηματικά ή κοσμικά παραμύθια που

κινούνται σε ανθρώπινες κοινωνίες και μοιάζουν με μυθιστορήματα από την πραγματική

ζωή γ) τα θρησκευτικά ή συναξαρικά που εμπνέονται από τους βίους αγίων και δ) τα

ευτράπελα ή σατιρικά που αναφέρονται σε παθήματα κουτών ξεγελάσματα δράκων και

άλλα

Άλλες δύο κατηγορίες είναι τα λαϊκά των οποίων ο συγγραφέας είναι άγνωστος και

έχουν περάσει από στόμα σε στόμα και τα λογοτεχνικά που γράφονται από επώνυμους

συγγραφείς και παραμυθάδες

4

Γ Τα αφηγηματικά χαρακτηριστικά του παραμυθιού

Ως είδος το παραμύθι ακολουθεί τρεις γενικές αρχές προκειμένου να αναφερθεί στον χρόνο

στον τόπο και στα πρόσωπα που αφορούν το περιεχόμενό του Συγκεκριμένα

bull Στο παραμύθι ο χρόνος είναι αόριστος

bull Επίσης αόριστος είναι και ο τόπος της δράσης

bull Η δράση εκτυλίσσεται σχεδόν εξολοκλήρου μέσα από την ανωνυμία των προσώπων

Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1908 ο δανός λαογράφος Άξελ Όλρικ (Axel Olrik) κατέληξε στην

επισήμανση κάποιων αφηγηματικών αρχών για το παραμύθι τους αποκαλούμενους επικούς

νόμους

1 Ένα παραμύθι δεν ξεκινά με το σπουδαιότερο σημείο της δράσης και δεν τελειώνει

απότομα Προηγείται μια ήρεμη εισαγωγή ενώ η ιστορία συνεχίζεται και μετά την

κορύφωση για να κλείσει τον κύκλο σε ένα σημείο ηρεμίας και σταθερότητας

2 Οι επαναλήψεις είναι συχνές όχι μόνο για να δώσουν ένταση στην πλοκή αλλά και

για να προσδώσουν όγκο στην ιστορία

3 Την ίδια στιγμή παρόντα στο ίδιο επεισόδιο βρίσκονται συνήθως μόνο δύο

πρόσωπα

4 Οι αντίθετοι χαρακτήρες βρίσκονται αντιμέτωποι

5 Αν εμφανίζονται στον ίδιο ρόλο δύο πρόσωπα πρόκειται για μικρούς και αδύνατους

Συχνά είναι δίδυμοι και όταν δυναμώσουν γίνονται συχνά ανταγωνιστές

6 Ο χειρότερος ή πλέον αδύναμος μιας ομάδας αποδεικνύεται στο τέλος ο καλύτερος

7 Οι χαρακτηρισμοί είναι απλοί αναφέρονται μόνο οι ιδιότητες που έχουν άμεση

σχέση με την υπόθεση Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για τη ζωή των προσώπων εκτός

πλοκής

8 Η πλοκή είναι απλή και λέγεται μία ιστορία τη φορά Όταν εκτυλίσσονται

παράλληλα δύο ή περισσότερα επεισόδια τότε πρόκειται για λόγιο προϊόν

9 Όλα θίγονται με τον απλούστερο δυνατό τρόπο Παρόμοια αντικείμενα

περιγράφονται όσο γίνεται πιο όμοια H ποικιλομορφία δεν επιχειρείται καν

5

Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού

Oι Έλληνες λαογράφοι υπογραμμίζουν τα γνωρίσματα του ελληνικού παραμυθιού

1 H αφήγηση του παραμυθιού γίνεται σε τοπικές ελληνικές διαλέκτους

2 Tα ελληνικά παραμύθια έχουν εισαγωγικά και καταληκτικά μοτίβα καθώς επίσης και

ευχάριστες παρεμβολές που τα χαρακτηρίζουν και τα διαφοροποιούν από παραμύθια άλλων

λαών Έτσι συχνά το ελληνικό παραμύθι αρχίζει με τη φράση laquoKόκκινη κλωστή δεμένη

στην ανέμη γυρισμένη δος της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι να αρχινίσειraquo στη συνέχεια

μπορεί να παρεμβαίνουν κατά τη διάρκεια της αφήγησης ευχάριστα σχόλια του τύπου

laquoΨέμματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθιαraquo ενώ στο τέλος το παραμύθι να καταλήγει στο

πολύ γνωστό laquoέζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραraquo αλλά μπορεί και να τελειώνει και με

πιο ανορθόδοξους τρόπους laquoκαι πέρασα και γω από κει και μου lsquoδώσαν ένα πιάτο φακήraquo ή

laquoμια κούπα κρασίraquo ή laquoεσείς στα αγκάθια και μεις στα βαμπάκιαraquo

3 Στα ελληνικά παραμύθια υπάρχει μια διάθεση περιγραφής του χώρου και του

περιβάλλοντος που μας δίνει στοιχεία πολιτιστικά των τοπικών κοινωνιών (πχ τις τότε

διατροφικές συνήθειες αναφορά σε αγροτικές εργασίες κατανεμημένες βάσει των

διαφορετικών εποχών του χρόνου περιγραφή εργαλείων τοπικά ήθη και έθιμα κλπ)

Aλλά και οι ήρωες των ελληνικών παραμυθιών συνήθως είναι άνθρωποι καθημερινοί

απλοί στους οποίους οι ακροατές του παραμυθιού βρίσκουν κοινά στοιχεία Συνολικά

λοιπόν το ελληνικό παραμύθι αποπνέει μια οικειότητα στο κοινό του

4 Στο ελληνικό παραμύθι υπάρχει μια διάθεση διδακτική που φανερώνεται περισσότερο από

τη (συνήθως πολύ σκληρή) τιμωρία των κακών H τιμωρία των κακών στο ελληνικό

παραμύθι λειτουργεί περισσότερο ως τρόπος απονομής δικαιοσύνης και αποκατάστασης του

δικαίου

5 Aνάλογα και οι αξίες που προβάλλονται στα ελληνικά παραμύθια χαρακτηρίζονται από

μια έντονη ηθική πρόθεση

6 Tα ελληνικά παραμύθια στις αυθεντικές τους εκδοχές όχι μόνο έχουν μια διάθεση

αστείου και χωρατού αλλά επιπλέον και μια τάση για βωμολοχίες

Eίναι εμφανές ότι η βασική λειτουργία του ελληνικού παραμυθιού είναι να βρίσκεται

κοντά στην καθημερινότητα του απλού ανθρώπου να τον συντροφεύει και να τον

ανακουφίζει από το μόχθο ή και τη σκληρότητα της πραγματικότητας Άλλωστε η ελληνική

λέξη laquoπαραμύθιraquo ετυμολογείται από τη λέξη laquoπαραμυθίαraquo ή από το ρήμα laquoπαραμυθέομαι-

ούμαιraquo και σημαίνει παρηγοριάπαρηγορώ

6

Ε Οι Έλληνες παραμυθάδες

Tα παραμύθια γεννιούνται σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον που

διαμορφώνεται από τον παραμυθά από το ακροατήριό του και από το χώρο Tο κλειδί σrsquo

αυτή την αμφίδρομη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα τρία αυτά στοιχεία είναι οι

ανάγκες του ακροατηρίου στις οποίες κάθε φορά θα πρέπει ο παραμυθάς να προσαρμόζει τις

αφηγήσεις του Ότι καθιερώνεται ως παράδοση είναι μονάχα αυτό που άρεσε στην

ευρύτερη κοινότητα O παραμυθάς μέσα από την εμπειρία που έχει αποκτήσει από την

προφορική παράδοση καθώς συνήθως αφηγείται κάθε είδους ιστορίες αναπτύσσει

ιδιαίτερες ικανότητες καλό μνημονικό και συνθετική ικανότητα ώστε να περικόπτει μοτίβα

από τα παραμύθια να προσθέτει άλλα ή να επιμηκύνει τις ιστορίες

Oι παραμυθάδες συνεχίζουν την παράδοση Aυτοί αναμεταδίδουν το ήδη υπάρχον

υλικό των προφορικών αφηγήσεων πολλες φορές μάλιστα παρεμβαίνοντας γλωσσικά για

να κάνουν το προφορικό κείμενο ακόμη και πιο λόγιο Πέρα όμως από τη συντηρητική

δράση των Eλλήνων παραμυθάδων η στάση τους απέναντι στο παραμυθιακό υλικό είναι

και ανανεωτική Φρόντιζαν να εισάγουν τα προσωπικά τους βιώματα στην αφήγηση είτε με

την αντικατάσταση της τοπιογραφίας του παραμυθιού με ονόματα της περιοχής είτε

προσθέτοντας χαρακτηριστικά στους ήρωες που θα μπορούσαν να τους συσχετίσουν με

γνωστά κοινωνικά γεγονότα της κοινότητας Έτσι στον παραμυθά οφείλονται κάποιες

φράσεις του παραμυθιού φορτισμένες συναισθηματικά προσδίδοντάς του περισσότερη

εσωτερικότητα

Oι παραμυθάδες ήταν άντρες και γυναίκες μεγάλης ηλικίας Από τον καθηγητή

Eλληνικής Λαογραφίας Στίλπωνα Kυριακίδη έχει εκφρασθεί η άποψη ότι ο σταδιακός

περιορισμός του παραμυθιού στο χώρο των γυναικών συνετέλεσε ώστε το παραμύθι να

χάσει την αφηγηματική του ρώμη Γίνεται πιο απλό ενώ απαλείφονται φράσεις που δεν

ταίριαζαν στο επίπεδο του ακροατηρίου

Πέρα όμως από τον παραμυθά υπάρχει και το ακροατήριο του ένα ακροατήριο που

έχει ενεργητικό ρόλο και δρα δυναμικά με τις επιθυμίες του για την εξέλιξη της πλοκής των

παραμυθιών και την εν γένει διαμόρφωσή τους Tο ακροατήριο ήταν διπλό ενηλίκων και

παιδιών Aπό την άλλη οι περιστάσεις και οι χώροι στους οποίους λέγονταν παραμύθια

είναι δύο ειδών οι επαγγελματικοί χώροι πολύ περισσότερο για επαγγέλματα που

απαιτούσαν ομαδική εργασία και οι χώροι ανάπαυσης όπως τα καφενεία τα καράβια μετά

το τέλος της δουλειάς και οι εσπερινές συνάξεις σε διάφορα σπίτια Aπrsquo ότι φαίνεται η

7

καλύτερη εποχή του χρόνου για παραμύθια ήταν ο χειμώνας όταν όλοι μαζεύονταν γύρω

από τη φωτιά για να εργασθούν ή να ψυχαγωγηθούν

Επιμέλεια Κούτσιανος Γιάννης

8

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

ο παραμύθι που θα ακολουθήσει μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου Το όνομά της

είναι Ψαρρά Πηνελόπη είναι εξήντα εννέα χρονών Έχει τελειώσει το Δημοτικό

είναι νοικοκυρά ndash συνταξιούχος και ζει στα Σέρβια Η αφήγηση του παραμυθιού

γινόταν από τη γιαγιά ή τη μαμά στα παιδιά της για να κοιμηθούν ή για να ηρεμήσουν Έτσι

και η γιαγιά μου το άκουσε από την μαμά της όταν ήτανε μικρή Τα παραμύθια είχαν

σημαντική θέση στη ζωή των ανθρώπων πριν την εφεύρεση της τηλεόρασης Ο χαρακτήρας

τους ήταν παιδαγωγικός ψυχαγωγικός και διδακτικός

ΤΤο παραμύθι έχει ως εξήςhellip

Κόκκινη κλωστή δεμένη

στην ανέμη τυλιγμένη

Δώσrsquo της κλότσο να γυρίσει

παραμύθι να αρχινίσει

ια φορά κι έναν καιρό ήταν μια

βασίλισσα η οποία ήθελε να παντρευτεί

αλλά ήθελε να πάρει τον πιο έξυπνο

άντρα του κόσμου Γιrsquo αυτό το λόγο έβγαλε μια διαταγή στο βασίλειό της πως όποιος πάει

και της πει το πιο δύσκολο αίνιγμα και δεν το βρει θα τον παντρευτεί Αλλά αν το έβρισκε

θα τον αποκεφάλιζε και θα έχτιζε έναν πύργο από τα κεφάλια τους

Μ Ένας νεαρός αποφάσισε να πάει και είπε ότι θα πάω να πω ένα αίνιγμα Λέει η μάνα του

laquo Που θα πας παιδάκι μου Θα το βρει η βασίλισσα και θα σε σκοτώσειraquo Γιrsquoαυτό και η

μάνα του τον έκανε μια πίτα και έβαλε δηλητήριο στην πίτα για να την φάει στον δρόμο για

9

να μην τον σκοτώσει η βασίλισσα

Ξεκίνησε να πάει και είχε ένα σκυλάκι που το έλεγαν Μορφούλα Στο δρόμο που

πήγαινε πείνασε αλλά προτού φάει αυτός έδωσε στο σκυλάκι να φάει Μόλις έφαγε το σκυλί

την πίτα ψόφησε και κατάλαβε ότι η μαμά του τον έβαλε δηλητήριο στην πίτα

Στον δρόμο που πήγαινε πείνασε Βλέπει ένα ελάφι που ήταν έγκυος

10

Σκότωσε το ελάφι αλλά έφαγε αυτό που είχε μέσα στην κοιλιά του όχι το ίδιο

Περπατούσε περπατούσε δίψασε Βρήκε μια εκκλησία Πήγε στο καντήλι της

εκκλησίας και ήπιε το νερό που είχε μέσα το καντήλι

Έφτασε στην βασίλισσα και της λέει ήρθα να σου πω ένα αίνιγμα

Της λέειhellip laquoΗ Μορφούλα έφαγε την πιτούλα κι η πιτούλα την Μορφούλα Εγώ

σκότωσα εκείνο που έβλεπα και έφαγα εκείνο που δεν έβλεπα ήπια νερό που δεν ακουμπούσε

ούτε στη γη ούτε στον ουρανόraquo

Τι είναι

Η βασίλισσα άνοιξε όλα τα βιβλία που είχε έψαξε και δεν το βρήκε πουθενά

Είπε ότι είναι πολύ έξυπνος γιrsquoαυτό θα σε παντρευτώ και θα σε κάνω άντρα μου

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΚΟΝΤΟΔΙΝΑ

11

ΙΩΑΝΝΑ ΒΕΛΛΗ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΦΗΓΗΤΕΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ

Τα παραμύθια που θα διαβάσετε τα έχω συγκεντρώσει από τη γιαγιά μου και τον παππού

μου Το όνομα της γιαγιάς μου είναι Καψάλη Αναστασία και είναι 59 χρονών Είναι πολύ

καλή νοικοκυρά μαγειρεύει υπέροχα μου μαθαίνει πώς να γίνω αντάξια νοικοκυρά με

αυτήν και ζει στο Προσήλιο Το όνομα του παππού μου είναι Καψάλης Αριστείδης και

είναι 71 χρονών Είναι πολύ καλός πλακατζής η δουλειά του είναι αγρότης και

συνταξιούχος μου μαθαίνει τις αγροτικές δουλειές στα χωράφια και ζει στο Προσήλιο Τα

παραμύθια τα διηγούνταν ο παππούς μου και η γιαγιά μου στα παιδιά τους για να τους

διδάξουν πως το κακό και το πονηρό πάντα τιμωρείται

12

Η ΜΑΡΩ

Κάποτε ζούσε σε ένα χωριό μια ευτυχισμένη οικογένεια Όμως μια μέρα η μητέρα

αρρώστησε βαριά και πέθανε Ο πατέρας ταξίδευε συνέχεια και το κοριτσάκι η Μάρω

έμενε μόνο στο σπίτι Ώσπου μια μέρα ο πατέρας αποφάσισε να παντρευτεί Πήρε λοιπόν μια

γυναίκα που είχε και εκείνη μια κόρη αλλά ζήλευαν πάρα πολύ την μικρή Μάρω

Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και ο πατέρας έφυγε ταξίδι Η μητριά με την κόρη της

έκαναν ένα σχέδιο Να πάνε δήθεν για ξύλα αλλά να αφήσουν την Μάρω να χαθεί Έτσι κι

έγινε Άφησαν την Μάρω στο δάσος να χαθεί για να την φάνε τα άγρια ζώα και αυτές

έφυγαν στο σπίτι

Η Μάρω άρχισε να κλαίει και την άκουσε ένας βοσκός την πλησίασε και της είπε τι

συμβαίνει Η Μάρω του είπε τι συνέβη και ο βοσκός την πήγε στο σπίτι της Μόλις είδαν την

Μάρω στο σπίτι άρχισαν να σχεδιάζουν άλλο σχέδιο

13

Το καινούριο σχέδιο ήταν να ζυμώσουν μια κλούρα και να πάνε για ξύλαΗ μητριά

έβαλε την Μάρω να ζυμώσει μια κλούρα και πήγαν για ξύλα Μετά από ώρα η μητριά τούς

είπε να πάνε στο χάβο

Όταν έφτασαν εκεί άρχισε να νυχτώνει Η μητριά βρήκε μια δικαιολογία και έφυγε

Η Μάρω άρχισε να περπατάει με την κλούρα στο χέρι και καθώς ο δρόμος ήταν πολύ στενός

την έπεσε η κλούρα κάτω στο γκρεμό και η μητριά της την επέβαλε να πάει να την πάρειhellip

14

Τι να κάνει λοιπόν η Μάρω πήγε να την πάρει αλλά όταν έφτασε εκεί οι

καλικάτζαροι έκαναν γάμο

Μόλις είδαν τη Μάρω άρχισαν να λένε

- Ήρθ`η νύφη ήρθ`η νύφη

Και την ρωτούν

ndash Μάρω Μάρω τι θες να σε φέρουμε

Και η Μάρω έλεγε σιγά ndash σιγά

ndash Θεεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεεεέλω ένα φόρεμα θεεεεεεεέλω παπούτσια θεεεεεεέλω ένα

γαϊδούρι θεεεεεεεέλω παράδες θεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεέλω hellip

Πολλά πράγματα και τα έλεγε όλα πολύ αργά μέχρι το ξημέρωμα Μόλις άρχισαν να

λαλούν τα κοκόρια οι καλικάτζαροι έφυγαν και η Μάρω πήρε τα πράγματα με το γαϊδούρι

και πήγε στο σπίτι της καβάλα στο γαϊδούρι και με πολλές λίρες

Μόλις τα είδε η μητριά της ζήλεψε και έστειλε και την κόρη της αλλά εκείνη τα είπε

όλα τόσο γρήγορα που στο τέλος δεν είχε να πει τίποτα και την φάγανε οι καλικάτζαροι και

η μητριά της περίμενεhellip περίμενεhellip αλλά τίποτα

Ήρθε και ο πατέρας από το ταξίδι ρώτησε την γυναίκα του πού ήταν η κόρη της και η

μητριά είπε έτσι κι έτσι

15

Μετά από μέρες ένας βοσκός βρήκε τον πατέρα της Μάρως και του λέει ότι η

γυναίκα του δεν φερόταν καλά στην κόρη του Τότε ο καημένος ο άνδρας ρώτησε την Μάρω

τι συνέβη αλλά η Μάρω δεν του είπε τίποτα γιατί είχε καλή καρδιά Ο πατέρας όμως έδιωξε

την μητριά από το σπίτι και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλυτέρα

Ο ΚΛΗΤΣΙΝΙΚΟΛΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο χωριό ζούσε ένα ζευγάρι χωρικοί Είχανε πολλά

μελίσσια Μια μέρα η πονηρή η αλεπού πάντα λιγουρευόταν το μέλι και έλεγε από μέσα της

-Αχ να`χα λίγο φρέσκο μέλι αλλά πώς να πάω να το πάρω

Της ήρθε λοιπόν ένα πρωί μια ιδέα στο μυαλό της και το έκανε Ξεγέλασε τον φίλο

της τον λύκο και τον λέει

-Φίλε Κλητσινικόλα να πάμε να κλέψουμε από τους χωρικούς το μέλι αλλά εσύ θα

πας να το πάρεις και εγώ θα φυλάγω για να μη μας πιάσουν

ndash Καλά λέει ο λύκος

Ο Κλητσινικόλας φέρνει το μέλι αλλά η πονηρή η κυρά Μάρω το θέλει για τον

εαυτό της και λέει στο λύκο

-Γύρνα να δεις Κλητσινικόλα πέρα στο δρόμο Περνούν μια νύφη με τα τσιτσιλίδια

Ο λύκος γύρισε κι έτσι μονοκόμματος που είναι η αλεπού τον πήρε το μέλι κι έμεινε

ο Κλητσινικόλας με την όρεξη κι ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

16

Ο ΠΑΠΑΣ ΚΙ`ΑΛΟΥΠΟΥ

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα χωριό ζούσε ένας παπάς με την γυναίκα του την παπαδιά

Κάθε εβδομάδα ο παπάς πήγαινε σε κάποιο διπλανό χωριό και λειτουργούσε Όταν τελείωνε

η λειτουργία ο παπάς γυρνούσε στο χωριό του

Η Αλούπου τον παρακολουθούσε κι έβλεπε τον παπά να`χει πάνω στο κάρο κι ένα

δισάκι με λειτουργιές

Σκέφτηκε λοιπόν η αλούπου πώς να πάρει της λειτουργιές

laquoΘα κάνω την ψόφιαraquo λέει και πέφτει στο δρόμο που περνούσε ο παπάς και έκανε την

ψόφια Ο Παπάς χωρίς να χάσει ώρα την βάζει στο κάρο του αλλά αυτή μέχρι να φτάσουν

στο σπίτι έριχνε τις λειτουργιές από μια ndash μια κάτω

17

Φτάνει στο σπίτι ο παπάς και φωνάζει την παπαδιά

-Έβγα έξω παπαδιά να δεις τι σου`φερα μια γούνα Η παπαδιά από την χαρά της πέταξε τα

ρούχα της στη φωτιά και βγήκε έξω

ndashΔώσε μου τη γούνα αφέντη του λέει η παπαδιά

Ο Παπάς πάει και ψάχνει να βρει την αλεπού hellip Ούτε η αλεπού ουτ`οι λειτουργιές Τότε

κατάλαβε ο παπάς τι είχε συμβεί Τον είχε ξεγελάσει άσχημα η αλεπού και η παπαδιά

φόρεσε το ράσο του παπά

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΙΟΥ

18

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια οικογένεια που είχε τρία αγόρια Όλη η περιουσία τους

ήταν ένα χωράφι που το βάλανε αμπέλι Ο νοικοκύρης ήταν νέος και δούλευε το αμπέλι

Έβγαζε το κρασί το τσίπουρο και ζούσε την οικογένειά του

Πέρασαν τα χρόνια και ο νοικοκύρης του αμπελιού γέρασε Και μια μέρα κάλεσε τον

πρώτο του τον γιο και του λέει

ndash Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι Να το δουλέψεις εσύ

Αλλά ο γιος του δεν θέλησε κι έφυγε

Μετά κάλεσε και τον δεύτερο γιο και λέει και σrsquo αυτόν τα ίδια

Αλλά και ο δεύτερος ο γιος πάλι δεν θέλησε να δουλέψει το αμπέλι

Μετά κάλεσε και τον μικρό του τον γιο που ήταν πιο νέος και του λέει

- Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι πρέπει να το δουλέψεις εσύ

-Ναι πατέρα θα πάω εγώ στο αμπέλι να το σκάψω

Κι ο πατέρας του δίνει μια συμβουλή

-Να σκάψεις να κορφολογήσεις να το κλαδέψεις και θα βρεις θησαυρό

Άρχισε να το δουλεύει το αμπέλι Αφού το δούλεψε ανταμείφθηκε από τον κόπο του

19

Κι έμεινε ο μύθος Για βάλε νιους και σκάψε με γέρους και κλάδεψέ με Βάλε κορίτσια

ανύπαντρα να με κορφολογήσουν

Που σημαίνει ότι ο νέος τα καταφέρνει καλύτερα από ένα γέρο και ότι το αμπέλι θέλει

δουλειά από νέους

20

TO ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΔΙΑ

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο Ήταν πολύ γέροι και δεν είχαν παιδιά

Κάθε μέρα προσεύχονταν κι έλεγαν στο θεό

-Σε παρακαλούμε Θεέ μας δώσε μας ένα ποντίκι να το έχουμε για παρηγοριά

Κι έτσι κι έγινε η επιθυμία τους Ο θεός τους έστειλε ένα ποντικάκι

Μια μέρα ο παππούς πήγε στο χωράφι και η γιαγιά τούς έκανε πίτα αλλά δεν είχε με

ποιον να την στείλει και το ποντίκι λέει στην γιαγιά να πάει αυτό Η γιαγιά το έστειλε και

πήγε στο χωράφι Το ποντίκι μόλις έφτασε φωνάζει τον παππού

- Από πού θα`ρθω να φέρω την πίτα Και ο παππούς του λέει

- Από γύρω-γύρω

Και το ποντίκι τρώει το γύρω και ξανά ρωτάει

- Παππού από πού να`ρθω

- Απάνω

Τρώει και το πάνω το φύλο και ξανά ρωτά

-Παππού από πού να`ρθω

- Από μέσα λέει ο παππούς Τρώει και τη γέμιση μετά τρώει και το κάτω και η πίτα

τελείωσε Αλλά ο παππούς δεν μάλωσε το ποντίκι Τότε άρχισε να βρέχει και το ποντίκι πήγε

κάτω από το μεγάλο μανιτάρι και πού πας και έρχεσαι ήρθε το βόδι και έφαγε το μανιτάρι

μαζί και το ποντίκι

21

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 2: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑΠΡΟΛΟΓΟΣhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ3ΚΟΥΡΕΛΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ4ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

ΚΟΝΤΟΔΙΝΑ ΠΗΝΕΛΟΠΗ Ένας άλυτος γρίφοςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ9

ΒΕΛΛΗ ΙΩΑΝΝΑ helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ12

Η Μάρω helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ13

Ο Κλητσινικόλας helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ16

Ο παπάς κι`αλούπου helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ17

Ο θησαυρός του αμπελιού helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ18

Το ζευγάρι που δεν έκανε παιδιά helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ20

ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΕΛΛΑ Και η δική σου σειράhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ22

ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ ΦΑΝΗ Η ιστορία ενός ξυλοκόπουhelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ25

ΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΝΝΑ Ο πατέρας ο γιος και το γαϊδουράκιhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ27

ΜΑΡΑΜΗ ΧΡΥΣΟΥΛΑ Οι δυο αδερφές με διαφορετικό χαρακτήραhelliphelliphelliphellipσ30

ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΪΑ helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ31

Ο Λάμπρος helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ32

Ο Ξυλοκόπος helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ34

Οι 12 μήνες helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ36

Η Πούλια και ο Αυγερινός helliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ38

ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ ΕΛΕΝΗ Ξανθιά Νεράιδαhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellipσ41

2

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΦΙΛΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ

Καλώς ορίσατε στο Παραμύθι

Η σοφία του λαού μας συμπυκνωμένη σε μικρές ιστορίες που μας αφηγήθηκαν γιαγιάδες και

γονείς και τους ευχαριστούμε ιδιαίτερα για την προθυμία τους και την προσφορά τους στο

εγχείρημά μας αυτό

Ως καθηγήτρια του Γυμνασίου Σερβίων που διδάσκω Νεοελληνική Λογοτεχνία στην Α΄

τάξη μαγεμένη από τη λαϊκή θυμοσοφία έτσι όπως εμφανίζεται στις προφορικές διηγήσεις

της επαρχίας παρότρυνα την παρούσα συγγραφική ομάδα των μαθητών μου να ασχοληθεί

με το παραμύθι ή τις διηγήσεις του τόπου τους

Με μεγάλο ενθουσιασμό τα παιδιά άρχισαν να συλλέγουν το υλικό

Επισκέφτηκαν τους πληροφορητές Κράτησαν σημειώσεις από τη συνέντευξη

Ονοματεπώνυμο ηλικία γραμματικές γνώσεις επάγγελμαασχολία τόπος διαμονής

Έμαθαν πότε πού και κάτω από ποιες συνθήκες (πώς γιατί) λέγονταν όλα όσα θα άκουγαν

Φωτογράφισαν ηχογράφησαν

Πληκτρολόγησαν το υλικό στον ΗΥ Εμπλούτισαν τα κείμενα αλιεύοντας εικόνες από τη

μηχανή αναζήτησης googleεικόνες Συγκέντρωσαν πληροφορίες για τις λαϊκές διηγήσεις το

λαϊκό παραμύθι και έγραψαν την εισαγωγή του βιβλίου

Αναζήτησαν το χάρτη της περιοχής τους με τα χωριά τους Επιμελήθηκαν το εξώφυλλο

(τίτλος εικονογράφηση) και έδεσαν το πρώτο δικό τους ηλεκτρονικό βιβλίο

Έγιναν συγγραφείς Και δεν είναι ΠΑΡΑΜΥΘΙ

ΦΙΛΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ

ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

ΚΟΥΡΕΛΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑ

Φιλόλογος Γυμνασίου Σερβίων

3

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Παραμύθι λαϊκόΑOρισμός

Το παραμύθι είναι μια σύντομη ή λαϊκή ιστορία που ενσωματώνει το έθος Συγγενές

του μύθου αλλά διαφοροποιημένο εννοιολογικά το παραμύθι είναι εξαρχής μια επινόηση

μια μυθιστοριογραφία μια φαντασιακή αφήγηση που κάνει μεταφορική χρήση κάποιου

ζώου ως κεντρικό χαρακτήρα του ή εισάγει στερεότυπους χαρακτήρες όπως ο κατεργάρης

Πολύ συχνά γίνεται ανατρεπτική αλληγορία ενάντια στον φεουδαρχισμό ή την εκάστοτε

άρχουσα τάξη ή μια σύγκρουση του ανθρώπινου με το αόρατο βασίλειο Προσωποποιεί και

εξατομικεύει διαφορετικά στοιχεία πέρα από τη λογική του χώρου και του χρόνου και

επεκτείνεται αδιάκριτα από τον οργανικό στον ανόργανο κόσμο από τον άνθρωπο και τα

ζώα στα δέντρα τα λουλούδια τις πέτρες τα ρεύματα και τους ανέμους

Β Eίδη των παραμυθιών

Tα παραμύθια χωρίζονται σε κατηγορίες α) τα μαγικά ή εξωτικά παραμύθια που

είναι τα κατ εξοχήν παραμύθια και αναφέρονται σε δράκους γίγαντες μάγισσες κλπ

έχουν δηλαδή έντονο το μαγικό στοιχείο β) τα διηγηματικά ή κοσμικά παραμύθια που

κινούνται σε ανθρώπινες κοινωνίες και μοιάζουν με μυθιστορήματα από την πραγματική

ζωή γ) τα θρησκευτικά ή συναξαρικά που εμπνέονται από τους βίους αγίων και δ) τα

ευτράπελα ή σατιρικά που αναφέρονται σε παθήματα κουτών ξεγελάσματα δράκων και

άλλα

Άλλες δύο κατηγορίες είναι τα λαϊκά των οποίων ο συγγραφέας είναι άγνωστος και

έχουν περάσει από στόμα σε στόμα και τα λογοτεχνικά που γράφονται από επώνυμους

συγγραφείς και παραμυθάδες

4

Γ Τα αφηγηματικά χαρακτηριστικά του παραμυθιού

Ως είδος το παραμύθι ακολουθεί τρεις γενικές αρχές προκειμένου να αναφερθεί στον χρόνο

στον τόπο και στα πρόσωπα που αφορούν το περιεχόμενό του Συγκεκριμένα

bull Στο παραμύθι ο χρόνος είναι αόριστος

bull Επίσης αόριστος είναι και ο τόπος της δράσης

bull Η δράση εκτυλίσσεται σχεδόν εξολοκλήρου μέσα από την ανωνυμία των προσώπων

Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1908 ο δανός λαογράφος Άξελ Όλρικ (Axel Olrik) κατέληξε στην

επισήμανση κάποιων αφηγηματικών αρχών για το παραμύθι τους αποκαλούμενους επικούς

νόμους

1 Ένα παραμύθι δεν ξεκινά με το σπουδαιότερο σημείο της δράσης και δεν τελειώνει

απότομα Προηγείται μια ήρεμη εισαγωγή ενώ η ιστορία συνεχίζεται και μετά την

κορύφωση για να κλείσει τον κύκλο σε ένα σημείο ηρεμίας και σταθερότητας

2 Οι επαναλήψεις είναι συχνές όχι μόνο για να δώσουν ένταση στην πλοκή αλλά και

για να προσδώσουν όγκο στην ιστορία

3 Την ίδια στιγμή παρόντα στο ίδιο επεισόδιο βρίσκονται συνήθως μόνο δύο

πρόσωπα

4 Οι αντίθετοι χαρακτήρες βρίσκονται αντιμέτωποι

5 Αν εμφανίζονται στον ίδιο ρόλο δύο πρόσωπα πρόκειται για μικρούς και αδύνατους

Συχνά είναι δίδυμοι και όταν δυναμώσουν γίνονται συχνά ανταγωνιστές

6 Ο χειρότερος ή πλέον αδύναμος μιας ομάδας αποδεικνύεται στο τέλος ο καλύτερος

7 Οι χαρακτηρισμοί είναι απλοί αναφέρονται μόνο οι ιδιότητες που έχουν άμεση

σχέση με την υπόθεση Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για τη ζωή των προσώπων εκτός

πλοκής

8 Η πλοκή είναι απλή και λέγεται μία ιστορία τη φορά Όταν εκτυλίσσονται

παράλληλα δύο ή περισσότερα επεισόδια τότε πρόκειται για λόγιο προϊόν

9 Όλα θίγονται με τον απλούστερο δυνατό τρόπο Παρόμοια αντικείμενα

περιγράφονται όσο γίνεται πιο όμοια H ποικιλομορφία δεν επιχειρείται καν

5

Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού

Oι Έλληνες λαογράφοι υπογραμμίζουν τα γνωρίσματα του ελληνικού παραμυθιού

1 H αφήγηση του παραμυθιού γίνεται σε τοπικές ελληνικές διαλέκτους

2 Tα ελληνικά παραμύθια έχουν εισαγωγικά και καταληκτικά μοτίβα καθώς επίσης και

ευχάριστες παρεμβολές που τα χαρακτηρίζουν και τα διαφοροποιούν από παραμύθια άλλων

λαών Έτσι συχνά το ελληνικό παραμύθι αρχίζει με τη φράση laquoKόκκινη κλωστή δεμένη

στην ανέμη γυρισμένη δος της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι να αρχινίσειraquo στη συνέχεια

μπορεί να παρεμβαίνουν κατά τη διάρκεια της αφήγησης ευχάριστα σχόλια του τύπου

laquoΨέμματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθιαraquo ενώ στο τέλος το παραμύθι να καταλήγει στο

πολύ γνωστό laquoέζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραraquo αλλά μπορεί και να τελειώνει και με

πιο ανορθόδοξους τρόπους laquoκαι πέρασα και γω από κει και μου lsquoδώσαν ένα πιάτο φακήraquo ή

laquoμια κούπα κρασίraquo ή laquoεσείς στα αγκάθια και μεις στα βαμπάκιαraquo

3 Στα ελληνικά παραμύθια υπάρχει μια διάθεση περιγραφής του χώρου και του

περιβάλλοντος που μας δίνει στοιχεία πολιτιστικά των τοπικών κοινωνιών (πχ τις τότε

διατροφικές συνήθειες αναφορά σε αγροτικές εργασίες κατανεμημένες βάσει των

διαφορετικών εποχών του χρόνου περιγραφή εργαλείων τοπικά ήθη και έθιμα κλπ)

Aλλά και οι ήρωες των ελληνικών παραμυθιών συνήθως είναι άνθρωποι καθημερινοί

απλοί στους οποίους οι ακροατές του παραμυθιού βρίσκουν κοινά στοιχεία Συνολικά

λοιπόν το ελληνικό παραμύθι αποπνέει μια οικειότητα στο κοινό του

4 Στο ελληνικό παραμύθι υπάρχει μια διάθεση διδακτική που φανερώνεται περισσότερο από

τη (συνήθως πολύ σκληρή) τιμωρία των κακών H τιμωρία των κακών στο ελληνικό

παραμύθι λειτουργεί περισσότερο ως τρόπος απονομής δικαιοσύνης και αποκατάστασης του

δικαίου

5 Aνάλογα και οι αξίες που προβάλλονται στα ελληνικά παραμύθια χαρακτηρίζονται από

μια έντονη ηθική πρόθεση

6 Tα ελληνικά παραμύθια στις αυθεντικές τους εκδοχές όχι μόνο έχουν μια διάθεση

αστείου και χωρατού αλλά επιπλέον και μια τάση για βωμολοχίες

Eίναι εμφανές ότι η βασική λειτουργία του ελληνικού παραμυθιού είναι να βρίσκεται

κοντά στην καθημερινότητα του απλού ανθρώπου να τον συντροφεύει και να τον

ανακουφίζει από το μόχθο ή και τη σκληρότητα της πραγματικότητας Άλλωστε η ελληνική

λέξη laquoπαραμύθιraquo ετυμολογείται από τη λέξη laquoπαραμυθίαraquo ή από το ρήμα laquoπαραμυθέομαι-

ούμαιraquo και σημαίνει παρηγοριάπαρηγορώ

6

Ε Οι Έλληνες παραμυθάδες

Tα παραμύθια γεννιούνται σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον που

διαμορφώνεται από τον παραμυθά από το ακροατήριό του και από το χώρο Tο κλειδί σrsquo

αυτή την αμφίδρομη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα τρία αυτά στοιχεία είναι οι

ανάγκες του ακροατηρίου στις οποίες κάθε φορά θα πρέπει ο παραμυθάς να προσαρμόζει τις

αφηγήσεις του Ότι καθιερώνεται ως παράδοση είναι μονάχα αυτό που άρεσε στην

ευρύτερη κοινότητα O παραμυθάς μέσα από την εμπειρία που έχει αποκτήσει από την

προφορική παράδοση καθώς συνήθως αφηγείται κάθε είδους ιστορίες αναπτύσσει

ιδιαίτερες ικανότητες καλό μνημονικό και συνθετική ικανότητα ώστε να περικόπτει μοτίβα

από τα παραμύθια να προσθέτει άλλα ή να επιμηκύνει τις ιστορίες

Oι παραμυθάδες συνεχίζουν την παράδοση Aυτοί αναμεταδίδουν το ήδη υπάρχον

υλικό των προφορικών αφηγήσεων πολλες φορές μάλιστα παρεμβαίνοντας γλωσσικά για

να κάνουν το προφορικό κείμενο ακόμη και πιο λόγιο Πέρα όμως από τη συντηρητική

δράση των Eλλήνων παραμυθάδων η στάση τους απέναντι στο παραμυθιακό υλικό είναι

και ανανεωτική Φρόντιζαν να εισάγουν τα προσωπικά τους βιώματα στην αφήγηση είτε με

την αντικατάσταση της τοπιογραφίας του παραμυθιού με ονόματα της περιοχής είτε

προσθέτοντας χαρακτηριστικά στους ήρωες που θα μπορούσαν να τους συσχετίσουν με

γνωστά κοινωνικά γεγονότα της κοινότητας Έτσι στον παραμυθά οφείλονται κάποιες

φράσεις του παραμυθιού φορτισμένες συναισθηματικά προσδίδοντάς του περισσότερη

εσωτερικότητα

Oι παραμυθάδες ήταν άντρες και γυναίκες μεγάλης ηλικίας Από τον καθηγητή

Eλληνικής Λαογραφίας Στίλπωνα Kυριακίδη έχει εκφρασθεί η άποψη ότι ο σταδιακός

περιορισμός του παραμυθιού στο χώρο των γυναικών συνετέλεσε ώστε το παραμύθι να

χάσει την αφηγηματική του ρώμη Γίνεται πιο απλό ενώ απαλείφονται φράσεις που δεν

ταίριαζαν στο επίπεδο του ακροατηρίου

Πέρα όμως από τον παραμυθά υπάρχει και το ακροατήριο του ένα ακροατήριο που

έχει ενεργητικό ρόλο και δρα δυναμικά με τις επιθυμίες του για την εξέλιξη της πλοκής των

παραμυθιών και την εν γένει διαμόρφωσή τους Tο ακροατήριο ήταν διπλό ενηλίκων και

παιδιών Aπό την άλλη οι περιστάσεις και οι χώροι στους οποίους λέγονταν παραμύθια

είναι δύο ειδών οι επαγγελματικοί χώροι πολύ περισσότερο για επαγγέλματα που

απαιτούσαν ομαδική εργασία και οι χώροι ανάπαυσης όπως τα καφενεία τα καράβια μετά

το τέλος της δουλειάς και οι εσπερινές συνάξεις σε διάφορα σπίτια Aπrsquo ότι φαίνεται η

7

καλύτερη εποχή του χρόνου για παραμύθια ήταν ο χειμώνας όταν όλοι μαζεύονταν γύρω

από τη φωτιά για να εργασθούν ή να ψυχαγωγηθούν

Επιμέλεια Κούτσιανος Γιάννης

8

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

ο παραμύθι που θα ακολουθήσει μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου Το όνομά της

είναι Ψαρρά Πηνελόπη είναι εξήντα εννέα χρονών Έχει τελειώσει το Δημοτικό

είναι νοικοκυρά ndash συνταξιούχος και ζει στα Σέρβια Η αφήγηση του παραμυθιού

γινόταν από τη γιαγιά ή τη μαμά στα παιδιά της για να κοιμηθούν ή για να ηρεμήσουν Έτσι

και η γιαγιά μου το άκουσε από την μαμά της όταν ήτανε μικρή Τα παραμύθια είχαν

σημαντική θέση στη ζωή των ανθρώπων πριν την εφεύρεση της τηλεόρασης Ο χαρακτήρας

τους ήταν παιδαγωγικός ψυχαγωγικός και διδακτικός

ΤΤο παραμύθι έχει ως εξήςhellip

Κόκκινη κλωστή δεμένη

στην ανέμη τυλιγμένη

Δώσrsquo της κλότσο να γυρίσει

παραμύθι να αρχινίσει

ια φορά κι έναν καιρό ήταν μια

βασίλισσα η οποία ήθελε να παντρευτεί

αλλά ήθελε να πάρει τον πιο έξυπνο

άντρα του κόσμου Γιrsquo αυτό το λόγο έβγαλε μια διαταγή στο βασίλειό της πως όποιος πάει

και της πει το πιο δύσκολο αίνιγμα και δεν το βρει θα τον παντρευτεί Αλλά αν το έβρισκε

θα τον αποκεφάλιζε και θα έχτιζε έναν πύργο από τα κεφάλια τους

Μ Ένας νεαρός αποφάσισε να πάει και είπε ότι θα πάω να πω ένα αίνιγμα Λέει η μάνα του

laquo Που θα πας παιδάκι μου Θα το βρει η βασίλισσα και θα σε σκοτώσειraquo Γιrsquoαυτό και η

μάνα του τον έκανε μια πίτα και έβαλε δηλητήριο στην πίτα για να την φάει στον δρόμο για

9

να μην τον σκοτώσει η βασίλισσα

Ξεκίνησε να πάει και είχε ένα σκυλάκι που το έλεγαν Μορφούλα Στο δρόμο που

πήγαινε πείνασε αλλά προτού φάει αυτός έδωσε στο σκυλάκι να φάει Μόλις έφαγε το σκυλί

την πίτα ψόφησε και κατάλαβε ότι η μαμά του τον έβαλε δηλητήριο στην πίτα

Στον δρόμο που πήγαινε πείνασε Βλέπει ένα ελάφι που ήταν έγκυος

10

Σκότωσε το ελάφι αλλά έφαγε αυτό που είχε μέσα στην κοιλιά του όχι το ίδιο

Περπατούσε περπατούσε δίψασε Βρήκε μια εκκλησία Πήγε στο καντήλι της

εκκλησίας και ήπιε το νερό που είχε μέσα το καντήλι

Έφτασε στην βασίλισσα και της λέει ήρθα να σου πω ένα αίνιγμα

Της λέειhellip laquoΗ Μορφούλα έφαγε την πιτούλα κι η πιτούλα την Μορφούλα Εγώ

σκότωσα εκείνο που έβλεπα και έφαγα εκείνο που δεν έβλεπα ήπια νερό που δεν ακουμπούσε

ούτε στη γη ούτε στον ουρανόraquo

Τι είναι

Η βασίλισσα άνοιξε όλα τα βιβλία που είχε έψαξε και δεν το βρήκε πουθενά

Είπε ότι είναι πολύ έξυπνος γιrsquoαυτό θα σε παντρευτώ και θα σε κάνω άντρα μου

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΚΟΝΤΟΔΙΝΑ

11

ΙΩΑΝΝΑ ΒΕΛΛΗ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΦΗΓΗΤΕΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ

Τα παραμύθια που θα διαβάσετε τα έχω συγκεντρώσει από τη γιαγιά μου και τον παππού

μου Το όνομα της γιαγιάς μου είναι Καψάλη Αναστασία και είναι 59 χρονών Είναι πολύ

καλή νοικοκυρά μαγειρεύει υπέροχα μου μαθαίνει πώς να γίνω αντάξια νοικοκυρά με

αυτήν και ζει στο Προσήλιο Το όνομα του παππού μου είναι Καψάλης Αριστείδης και

είναι 71 χρονών Είναι πολύ καλός πλακατζής η δουλειά του είναι αγρότης και

συνταξιούχος μου μαθαίνει τις αγροτικές δουλειές στα χωράφια και ζει στο Προσήλιο Τα

παραμύθια τα διηγούνταν ο παππούς μου και η γιαγιά μου στα παιδιά τους για να τους

διδάξουν πως το κακό και το πονηρό πάντα τιμωρείται

12

Η ΜΑΡΩ

Κάποτε ζούσε σε ένα χωριό μια ευτυχισμένη οικογένεια Όμως μια μέρα η μητέρα

αρρώστησε βαριά και πέθανε Ο πατέρας ταξίδευε συνέχεια και το κοριτσάκι η Μάρω

έμενε μόνο στο σπίτι Ώσπου μια μέρα ο πατέρας αποφάσισε να παντρευτεί Πήρε λοιπόν μια

γυναίκα που είχε και εκείνη μια κόρη αλλά ζήλευαν πάρα πολύ την μικρή Μάρω

Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και ο πατέρας έφυγε ταξίδι Η μητριά με την κόρη της

έκαναν ένα σχέδιο Να πάνε δήθεν για ξύλα αλλά να αφήσουν την Μάρω να χαθεί Έτσι κι

έγινε Άφησαν την Μάρω στο δάσος να χαθεί για να την φάνε τα άγρια ζώα και αυτές

έφυγαν στο σπίτι

Η Μάρω άρχισε να κλαίει και την άκουσε ένας βοσκός την πλησίασε και της είπε τι

συμβαίνει Η Μάρω του είπε τι συνέβη και ο βοσκός την πήγε στο σπίτι της Μόλις είδαν την

Μάρω στο σπίτι άρχισαν να σχεδιάζουν άλλο σχέδιο

13

Το καινούριο σχέδιο ήταν να ζυμώσουν μια κλούρα και να πάνε για ξύλαΗ μητριά

έβαλε την Μάρω να ζυμώσει μια κλούρα και πήγαν για ξύλα Μετά από ώρα η μητριά τούς

είπε να πάνε στο χάβο

Όταν έφτασαν εκεί άρχισε να νυχτώνει Η μητριά βρήκε μια δικαιολογία και έφυγε

Η Μάρω άρχισε να περπατάει με την κλούρα στο χέρι και καθώς ο δρόμος ήταν πολύ στενός

την έπεσε η κλούρα κάτω στο γκρεμό και η μητριά της την επέβαλε να πάει να την πάρειhellip

14

Τι να κάνει λοιπόν η Μάρω πήγε να την πάρει αλλά όταν έφτασε εκεί οι

καλικάτζαροι έκαναν γάμο

Μόλις είδαν τη Μάρω άρχισαν να λένε

- Ήρθ`η νύφη ήρθ`η νύφη

Και την ρωτούν

ndash Μάρω Μάρω τι θες να σε φέρουμε

Και η Μάρω έλεγε σιγά ndash σιγά

ndash Θεεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεεεέλω ένα φόρεμα θεεεεεεεέλω παπούτσια θεεεεεεέλω ένα

γαϊδούρι θεεεεεεεέλω παράδες θεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεέλω hellip

Πολλά πράγματα και τα έλεγε όλα πολύ αργά μέχρι το ξημέρωμα Μόλις άρχισαν να

λαλούν τα κοκόρια οι καλικάτζαροι έφυγαν και η Μάρω πήρε τα πράγματα με το γαϊδούρι

και πήγε στο σπίτι της καβάλα στο γαϊδούρι και με πολλές λίρες

Μόλις τα είδε η μητριά της ζήλεψε και έστειλε και την κόρη της αλλά εκείνη τα είπε

όλα τόσο γρήγορα που στο τέλος δεν είχε να πει τίποτα και την φάγανε οι καλικάτζαροι και

η μητριά της περίμενεhellip περίμενεhellip αλλά τίποτα

Ήρθε και ο πατέρας από το ταξίδι ρώτησε την γυναίκα του πού ήταν η κόρη της και η

μητριά είπε έτσι κι έτσι

15

Μετά από μέρες ένας βοσκός βρήκε τον πατέρα της Μάρως και του λέει ότι η

γυναίκα του δεν φερόταν καλά στην κόρη του Τότε ο καημένος ο άνδρας ρώτησε την Μάρω

τι συνέβη αλλά η Μάρω δεν του είπε τίποτα γιατί είχε καλή καρδιά Ο πατέρας όμως έδιωξε

την μητριά από το σπίτι και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλυτέρα

Ο ΚΛΗΤΣΙΝΙΚΟΛΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο χωριό ζούσε ένα ζευγάρι χωρικοί Είχανε πολλά

μελίσσια Μια μέρα η πονηρή η αλεπού πάντα λιγουρευόταν το μέλι και έλεγε από μέσα της

-Αχ να`χα λίγο φρέσκο μέλι αλλά πώς να πάω να το πάρω

Της ήρθε λοιπόν ένα πρωί μια ιδέα στο μυαλό της και το έκανε Ξεγέλασε τον φίλο

της τον λύκο και τον λέει

-Φίλε Κλητσινικόλα να πάμε να κλέψουμε από τους χωρικούς το μέλι αλλά εσύ θα

πας να το πάρεις και εγώ θα φυλάγω για να μη μας πιάσουν

ndash Καλά λέει ο λύκος

Ο Κλητσινικόλας φέρνει το μέλι αλλά η πονηρή η κυρά Μάρω το θέλει για τον

εαυτό της και λέει στο λύκο

-Γύρνα να δεις Κλητσινικόλα πέρα στο δρόμο Περνούν μια νύφη με τα τσιτσιλίδια

Ο λύκος γύρισε κι έτσι μονοκόμματος που είναι η αλεπού τον πήρε το μέλι κι έμεινε

ο Κλητσινικόλας με την όρεξη κι ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

16

Ο ΠΑΠΑΣ ΚΙ`ΑΛΟΥΠΟΥ

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα χωριό ζούσε ένας παπάς με την γυναίκα του την παπαδιά

Κάθε εβδομάδα ο παπάς πήγαινε σε κάποιο διπλανό χωριό και λειτουργούσε Όταν τελείωνε

η λειτουργία ο παπάς γυρνούσε στο χωριό του

Η Αλούπου τον παρακολουθούσε κι έβλεπε τον παπά να`χει πάνω στο κάρο κι ένα

δισάκι με λειτουργιές

Σκέφτηκε λοιπόν η αλούπου πώς να πάρει της λειτουργιές

laquoΘα κάνω την ψόφιαraquo λέει και πέφτει στο δρόμο που περνούσε ο παπάς και έκανε την

ψόφια Ο Παπάς χωρίς να χάσει ώρα την βάζει στο κάρο του αλλά αυτή μέχρι να φτάσουν

στο σπίτι έριχνε τις λειτουργιές από μια ndash μια κάτω

17

Φτάνει στο σπίτι ο παπάς και φωνάζει την παπαδιά

-Έβγα έξω παπαδιά να δεις τι σου`φερα μια γούνα Η παπαδιά από την χαρά της πέταξε τα

ρούχα της στη φωτιά και βγήκε έξω

ndashΔώσε μου τη γούνα αφέντη του λέει η παπαδιά

Ο Παπάς πάει και ψάχνει να βρει την αλεπού hellip Ούτε η αλεπού ουτ`οι λειτουργιές Τότε

κατάλαβε ο παπάς τι είχε συμβεί Τον είχε ξεγελάσει άσχημα η αλεπού και η παπαδιά

φόρεσε το ράσο του παπά

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΙΟΥ

18

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια οικογένεια που είχε τρία αγόρια Όλη η περιουσία τους

ήταν ένα χωράφι που το βάλανε αμπέλι Ο νοικοκύρης ήταν νέος και δούλευε το αμπέλι

Έβγαζε το κρασί το τσίπουρο και ζούσε την οικογένειά του

Πέρασαν τα χρόνια και ο νοικοκύρης του αμπελιού γέρασε Και μια μέρα κάλεσε τον

πρώτο του τον γιο και του λέει

ndash Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι Να το δουλέψεις εσύ

Αλλά ο γιος του δεν θέλησε κι έφυγε

Μετά κάλεσε και τον δεύτερο γιο και λέει και σrsquo αυτόν τα ίδια

Αλλά και ο δεύτερος ο γιος πάλι δεν θέλησε να δουλέψει το αμπέλι

Μετά κάλεσε και τον μικρό του τον γιο που ήταν πιο νέος και του λέει

- Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι πρέπει να το δουλέψεις εσύ

-Ναι πατέρα θα πάω εγώ στο αμπέλι να το σκάψω

Κι ο πατέρας του δίνει μια συμβουλή

-Να σκάψεις να κορφολογήσεις να το κλαδέψεις και θα βρεις θησαυρό

Άρχισε να το δουλεύει το αμπέλι Αφού το δούλεψε ανταμείφθηκε από τον κόπο του

19

Κι έμεινε ο μύθος Για βάλε νιους και σκάψε με γέρους και κλάδεψέ με Βάλε κορίτσια

ανύπαντρα να με κορφολογήσουν

Που σημαίνει ότι ο νέος τα καταφέρνει καλύτερα από ένα γέρο και ότι το αμπέλι θέλει

δουλειά από νέους

20

TO ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΔΙΑ

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο Ήταν πολύ γέροι και δεν είχαν παιδιά

Κάθε μέρα προσεύχονταν κι έλεγαν στο θεό

-Σε παρακαλούμε Θεέ μας δώσε μας ένα ποντίκι να το έχουμε για παρηγοριά

Κι έτσι κι έγινε η επιθυμία τους Ο θεός τους έστειλε ένα ποντικάκι

Μια μέρα ο παππούς πήγε στο χωράφι και η γιαγιά τούς έκανε πίτα αλλά δεν είχε με

ποιον να την στείλει και το ποντίκι λέει στην γιαγιά να πάει αυτό Η γιαγιά το έστειλε και

πήγε στο χωράφι Το ποντίκι μόλις έφτασε φωνάζει τον παππού

- Από πού θα`ρθω να φέρω την πίτα Και ο παππούς του λέει

- Από γύρω-γύρω

Και το ποντίκι τρώει το γύρω και ξανά ρωτάει

- Παππού από πού να`ρθω

- Απάνω

Τρώει και το πάνω το φύλο και ξανά ρωτά

-Παππού από πού να`ρθω

- Από μέσα λέει ο παππούς Τρώει και τη γέμιση μετά τρώει και το κάτω και η πίτα

τελείωσε Αλλά ο παππούς δεν μάλωσε το ποντίκι Τότε άρχισε να βρέχει και το ποντίκι πήγε

κάτω από το μεγάλο μανιτάρι και πού πας και έρχεσαι ήρθε το βόδι και έφαγε το μανιτάρι

μαζί και το ποντίκι

21

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 3: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΦΙΛΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ

Καλώς ορίσατε στο Παραμύθι

Η σοφία του λαού μας συμπυκνωμένη σε μικρές ιστορίες που μας αφηγήθηκαν γιαγιάδες και

γονείς και τους ευχαριστούμε ιδιαίτερα για την προθυμία τους και την προσφορά τους στο

εγχείρημά μας αυτό

Ως καθηγήτρια του Γυμνασίου Σερβίων που διδάσκω Νεοελληνική Λογοτεχνία στην Α΄

τάξη μαγεμένη από τη λαϊκή θυμοσοφία έτσι όπως εμφανίζεται στις προφορικές διηγήσεις

της επαρχίας παρότρυνα την παρούσα συγγραφική ομάδα των μαθητών μου να ασχοληθεί

με το παραμύθι ή τις διηγήσεις του τόπου τους

Με μεγάλο ενθουσιασμό τα παιδιά άρχισαν να συλλέγουν το υλικό

Επισκέφτηκαν τους πληροφορητές Κράτησαν σημειώσεις από τη συνέντευξη

Ονοματεπώνυμο ηλικία γραμματικές γνώσεις επάγγελμαασχολία τόπος διαμονής

Έμαθαν πότε πού και κάτω από ποιες συνθήκες (πώς γιατί) λέγονταν όλα όσα θα άκουγαν

Φωτογράφισαν ηχογράφησαν

Πληκτρολόγησαν το υλικό στον ΗΥ Εμπλούτισαν τα κείμενα αλιεύοντας εικόνες από τη

μηχανή αναζήτησης googleεικόνες Συγκέντρωσαν πληροφορίες για τις λαϊκές διηγήσεις το

λαϊκό παραμύθι και έγραψαν την εισαγωγή του βιβλίου

Αναζήτησαν το χάρτη της περιοχής τους με τα χωριά τους Επιμελήθηκαν το εξώφυλλο

(τίτλος εικονογράφηση) και έδεσαν το πρώτο δικό τους ηλεκτρονικό βιβλίο

Έγιναν συγγραφείς Και δεν είναι ΠΑΡΑΜΥΘΙ

ΦΙΛΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ

ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

ΚΟΥΡΕΛΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑ

Φιλόλογος Γυμνασίου Σερβίων

3

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Παραμύθι λαϊκόΑOρισμός

Το παραμύθι είναι μια σύντομη ή λαϊκή ιστορία που ενσωματώνει το έθος Συγγενές

του μύθου αλλά διαφοροποιημένο εννοιολογικά το παραμύθι είναι εξαρχής μια επινόηση

μια μυθιστοριογραφία μια φαντασιακή αφήγηση που κάνει μεταφορική χρήση κάποιου

ζώου ως κεντρικό χαρακτήρα του ή εισάγει στερεότυπους χαρακτήρες όπως ο κατεργάρης

Πολύ συχνά γίνεται ανατρεπτική αλληγορία ενάντια στον φεουδαρχισμό ή την εκάστοτε

άρχουσα τάξη ή μια σύγκρουση του ανθρώπινου με το αόρατο βασίλειο Προσωποποιεί και

εξατομικεύει διαφορετικά στοιχεία πέρα από τη λογική του χώρου και του χρόνου και

επεκτείνεται αδιάκριτα από τον οργανικό στον ανόργανο κόσμο από τον άνθρωπο και τα

ζώα στα δέντρα τα λουλούδια τις πέτρες τα ρεύματα και τους ανέμους

Β Eίδη των παραμυθιών

Tα παραμύθια χωρίζονται σε κατηγορίες α) τα μαγικά ή εξωτικά παραμύθια που

είναι τα κατ εξοχήν παραμύθια και αναφέρονται σε δράκους γίγαντες μάγισσες κλπ

έχουν δηλαδή έντονο το μαγικό στοιχείο β) τα διηγηματικά ή κοσμικά παραμύθια που

κινούνται σε ανθρώπινες κοινωνίες και μοιάζουν με μυθιστορήματα από την πραγματική

ζωή γ) τα θρησκευτικά ή συναξαρικά που εμπνέονται από τους βίους αγίων και δ) τα

ευτράπελα ή σατιρικά που αναφέρονται σε παθήματα κουτών ξεγελάσματα δράκων και

άλλα

Άλλες δύο κατηγορίες είναι τα λαϊκά των οποίων ο συγγραφέας είναι άγνωστος και

έχουν περάσει από στόμα σε στόμα και τα λογοτεχνικά που γράφονται από επώνυμους

συγγραφείς και παραμυθάδες

4

Γ Τα αφηγηματικά χαρακτηριστικά του παραμυθιού

Ως είδος το παραμύθι ακολουθεί τρεις γενικές αρχές προκειμένου να αναφερθεί στον χρόνο

στον τόπο και στα πρόσωπα που αφορούν το περιεχόμενό του Συγκεκριμένα

bull Στο παραμύθι ο χρόνος είναι αόριστος

bull Επίσης αόριστος είναι και ο τόπος της δράσης

bull Η δράση εκτυλίσσεται σχεδόν εξολοκλήρου μέσα από την ανωνυμία των προσώπων

Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1908 ο δανός λαογράφος Άξελ Όλρικ (Axel Olrik) κατέληξε στην

επισήμανση κάποιων αφηγηματικών αρχών για το παραμύθι τους αποκαλούμενους επικούς

νόμους

1 Ένα παραμύθι δεν ξεκινά με το σπουδαιότερο σημείο της δράσης και δεν τελειώνει

απότομα Προηγείται μια ήρεμη εισαγωγή ενώ η ιστορία συνεχίζεται και μετά την

κορύφωση για να κλείσει τον κύκλο σε ένα σημείο ηρεμίας και σταθερότητας

2 Οι επαναλήψεις είναι συχνές όχι μόνο για να δώσουν ένταση στην πλοκή αλλά και

για να προσδώσουν όγκο στην ιστορία

3 Την ίδια στιγμή παρόντα στο ίδιο επεισόδιο βρίσκονται συνήθως μόνο δύο

πρόσωπα

4 Οι αντίθετοι χαρακτήρες βρίσκονται αντιμέτωποι

5 Αν εμφανίζονται στον ίδιο ρόλο δύο πρόσωπα πρόκειται για μικρούς και αδύνατους

Συχνά είναι δίδυμοι και όταν δυναμώσουν γίνονται συχνά ανταγωνιστές

6 Ο χειρότερος ή πλέον αδύναμος μιας ομάδας αποδεικνύεται στο τέλος ο καλύτερος

7 Οι χαρακτηρισμοί είναι απλοί αναφέρονται μόνο οι ιδιότητες που έχουν άμεση

σχέση με την υπόθεση Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για τη ζωή των προσώπων εκτός

πλοκής

8 Η πλοκή είναι απλή και λέγεται μία ιστορία τη φορά Όταν εκτυλίσσονται

παράλληλα δύο ή περισσότερα επεισόδια τότε πρόκειται για λόγιο προϊόν

9 Όλα θίγονται με τον απλούστερο δυνατό τρόπο Παρόμοια αντικείμενα

περιγράφονται όσο γίνεται πιο όμοια H ποικιλομορφία δεν επιχειρείται καν

5

Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού

Oι Έλληνες λαογράφοι υπογραμμίζουν τα γνωρίσματα του ελληνικού παραμυθιού

1 H αφήγηση του παραμυθιού γίνεται σε τοπικές ελληνικές διαλέκτους

2 Tα ελληνικά παραμύθια έχουν εισαγωγικά και καταληκτικά μοτίβα καθώς επίσης και

ευχάριστες παρεμβολές που τα χαρακτηρίζουν και τα διαφοροποιούν από παραμύθια άλλων

λαών Έτσι συχνά το ελληνικό παραμύθι αρχίζει με τη φράση laquoKόκκινη κλωστή δεμένη

στην ανέμη γυρισμένη δος της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι να αρχινίσειraquo στη συνέχεια

μπορεί να παρεμβαίνουν κατά τη διάρκεια της αφήγησης ευχάριστα σχόλια του τύπου

laquoΨέμματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθιαraquo ενώ στο τέλος το παραμύθι να καταλήγει στο

πολύ γνωστό laquoέζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραraquo αλλά μπορεί και να τελειώνει και με

πιο ανορθόδοξους τρόπους laquoκαι πέρασα και γω από κει και μου lsquoδώσαν ένα πιάτο φακήraquo ή

laquoμια κούπα κρασίraquo ή laquoεσείς στα αγκάθια και μεις στα βαμπάκιαraquo

3 Στα ελληνικά παραμύθια υπάρχει μια διάθεση περιγραφής του χώρου και του

περιβάλλοντος που μας δίνει στοιχεία πολιτιστικά των τοπικών κοινωνιών (πχ τις τότε

διατροφικές συνήθειες αναφορά σε αγροτικές εργασίες κατανεμημένες βάσει των

διαφορετικών εποχών του χρόνου περιγραφή εργαλείων τοπικά ήθη και έθιμα κλπ)

Aλλά και οι ήρωες των ελληνικών παραμυθιών συνήθως είναι άνθρωποι καθημερινοί

απλοί στους οποίους οι ακροατές του παραμυθιού βρίσκουν κοινά στοιχεία Συνολικά

λοιπόν το ελληνικό παραμύθι αποπνέει μια οικειότητα στο κοινό του

4 Στο ελληνικό παραμύθι υπάρχει μια διάθεση διδακτική που φανερώνεται περισσότερο από

τη (συνήθως πολύ σκληρή) τιμωρία των κακών H τιμωρία των κακών στο ελληνικό

παραμύθι λειτουργεί περισσότερο ως τρόπος απονομής δικαιοσύνης και αποκατάστασης του

δικαίου

5 Aνάλογα και οι αξίες που προβάλλονται στα ελληνικά παραμύθια χαρακτηρίζονται από

μια έντονη ηθική πρόθεση

6 Tα ελληνικά παραμύθια στις αυθεντικές τους εκδοχές όχι μόνο έχουν μια διάθεση

αστείου και χωρατού αλλά επιπλέον και μια τάση για βωμολοχίες

Eίναι εμφανές ότι η βασική λειτουργία του ελληνικού παραμυθιού είναι να βρίσκεται

κοντά στην καθημερινότητα του απλού ανθρώπου να τον συντροφεύει και να τον

ανακουφίζει από το μόχθο ή και τη σκληρότητα της πραγματικότητας Άλλωστε η ελληνική

λέξη laquoπαραμύθιraquo ετυμολογείται από τη λέξη laquoπαραμυθίαraquo ή από το ρήμα laquoπαραμυθέομαι-

ούμαιraquo και σημαίνει παρηγοριάπαρηγορώ

6

Ε Οι Έλληνες παραμυθάδες

Tα παραμύθια γεννιούνται σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον που

διαμορφώνεται από τον παραμυθά από το ακροατήριό του και από το χώρο Tο κλειδί σrsquo

αυτή την αμφίδρομη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα τρία αυτά στοιχεία είναι οι

ανάγκες του ακροατηρίου στις οποίες κάθε φορά θα πρέπει ο παραμυθάς να προσαρμόζει τις

αφηγήσεις του Ότι καθιερώνεται ως παράδοση είναι μονάχα αυτό που άρεσε στην

ευρύτερη κοινότητα O παραμυθάς μέσα από την εμπειρία που έχει αποκτήσει από την

προφορική παράδοση καθώς συνήθως αφηγείται κάθε είδους ιστορίες αναπτύσσει

ιδιαίτερες ικανότητες καλό μνημονικό και συνθετική ικανότητα ώστε να περικόπτει μοτίβα

από τα παραμύθια να προσθέτει άλλα ή να επιμηκύνει τις ιστορίες

Oι παραμυθάδες συνεχίζουν την παράδοση Aυτοί αναμεταδίδουν το ήδη υπάρχον

υλικό των προφορικών αφηγήσεων πολλες φορές μάλιστα παρεμβαίνοντας γλωσσικά για

να κάνουν το προφορικό κείμενο ακόμη και πιο λόγιο Πέρα όμως από τη συντηρητική

δράση των Eλλήνων παραμυθάδων η στάση τους απέναντι στο παραμυθιακό υλικό είναι

και ανανεωτική Φρόντιζαν να εισάγουν τα προσωπικά τους βιώματα στην αφήγηση είτε με

την αντικατάσταση της τοπιογραφίας του παραμυθιού με ονόματα της περιοχής είτε

προσθέτοντας χαρακτηριστικά στους ήρωες που θα μπορούσαν να τους συσχετίσουν με

γνωστά κοινωνικά γεγονότα της κοινότητας Έτσι στον παραμυθά οφείλονται κάποιες

φράσεις του παραμυθιού φορτισμένες συναισθηματικά προσδίδοντάς του περισσότερη

εσωτερικότητα

Oι παραμυθάδες ήταν άντρες και γυναίκες μεγάλης ηλικίας Από τον καθηγητή

Eλληνικής Λαογραφίας Στίλπωνα Kυριακίδη έχει εκφρασθεί η άποψη ότι ο σταδιακός

περιορισμός του παραμυθιού στο χώρο των γυναικών συνετέλεσε ώστε το παραμύθι να

χάσει την αφηγηματική του ρώμη Γίνεται πιο απλό ενώ απαλείφονται φράσεις που δεν

ταίριαζαν στο επίπεδο του ακροατηρίου

Πέρα όμως από τον παραμυθά υπάρχει και το ακροατήριο του ένα ακροατήριο που

έχει ενεργητικό ρόλο και δρα δυναμικά με τις επιθυμίες του για την εξέλιξη της πλοκής των

παραμυθιών και την εν γένει διαμόρφωσή τους Tο ακροατήριο ήταν διπλό ενηλίκων και

παιδιών Aπό την άλλη οι περιστάσεις και οι χώροι στους οποίους λέγονταν παραμύθια

είναι δύο ειδών οι επαγγελματικοί χώροι πολύ περισσότερο για επαγγέλματα που

απαιτούσαν ομαδική εργασία και οι χώροι ανάπαυσης όπως τα καφενεία τα καράβια μετά

το τέλος της δουλειάς και οι εσπερινές συνάξεις σε διάφορα σπίτια Aπrsquo ότι φαίνεται η

7

καλύτερη εποχή του χρόνου για παραμύθια ήταν ο χειμώνας όταν όλοι μαζεύονταν γύρω

από τη φωτιά για να εργασθούν ή να ψυχαγωγηθούν

Επιμέλεια Κούτσιανος Γιάννης

8

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

ο παραμύθι που θα ακολουθήσει μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου Το όνομά της

είναι Ψαρρά Πηνελόπη είναι εξήντα εννέα χρονών Έχει τελειώσει το Δημοτικό

είναι νοικοκυρά ndash συνταξιούχος και ζει στα Σέρβια Η αφήγηση του παραμυθιού

γινόταν από τη γιαγιά ή τη μαμά στα παιδιά της για να κοιμηθούν ή για να ηρεμήσουν Έτσι

και η γιαγιά μου το άκουσε από την μαμά της όταν ήτανε μικρή Τα παραμύθια είχαν

σημαντική θέση στη ζωή των ανθρώπων πριν την εφεύρεση της τηλεόρασης Ο χαρακτήρας

τους ήταν παιδαγωγικός ψυχαγωγικός και διδακτικός

ΤΤο παραμύθι έχει ως εξήςhellip

Κόκκινη κλωστή δεμένη

στην ανέμη τυλιγμένη

Δώσrsquo της κλότσο να γυρίσει

παραμύθι να αρχινίσει

ια φορά κι έναν καιρό ήταν μια

βασίλισσα η οποία ήθελε να παντρευτεί

αλλά ήθελε να πάρει τον πιο έξυπνο

άντρα του κόσμου Γιrsquo αυτό το λόγο έβγαλε μια διαταγή στο βασίλειό της πως όποιος πάει

και της πει το πιο δύσκολο αίνιγμα και δεν το βρει θα τον παντρευτεί Αλλά αν το έβρισκε

θα τον αποκεφάλιζε και θα έχτιζε έναν πύργο από τα κεφάλια τους

Μ Ένας νεαρός αποφάσισε να πάει και είπε ότι θα πάω να πω ένα αίνιγμα Λέει η μάνα του

laquo Που θα πας παιδάκι μου Θα το βρει η βασίλισσα και θα σε σκοτώσειraquo Γιrsquoαυτό και η

μάνα του τον έκανε μια πίτα και έβαλε δηλητήριο στην πίτα για να την φάει στον δρόμο για

9

να μην τον σκοτώσει η βασίλισσα

Ξεκίνησε να πάει και είχε ένα σκυλάκι που το έλεγαν Μορφούλα Στο δρόμο που

πήγαινε πείνασε αλλά προτού φάει αυτός έδωσε στο σκυλάκι να φάει Μόλις έφαγε το σκυλί

την πίτα ψόφησε και κατάλαβε ότι η μαμά του τον έβαλε δηλητήριο στην πίτα

Στον δρόμο που πήγαινε πείνασε Βλέπει ένα ελάφι που ήταν έγκυος

10

Σκότωσε το ελάφι αλλά έφαγε αυτό που είχε μέσα στην κοιλιά του όχι το ίδιο

Περπατούσε περπατούσε δίψασε Βρήκε μια εκκλησία Πήγε στο καντήλι της

εκκλησίας και ήπιε το νερό που είχε μέσα το καντήλι

Έφτασε στην βασίλισσα και της λέει ήρθα να σου πω ένα αίνιγμα

Της λέειhellip laquoΗ Μορφούλα έφαγε την πιτούλα κι η πιτούλα την Μορφούλα Εγώ

σκότωσα εκείνο που έβλεπα και έφαγα εκείνο που δεν έβλεπα ήπια νερό που δεν ακουμπούσε

ούτε στη γη ούτε στον ουρανόraquo

Τι είναι

Η βασίλισσα άνοιξε όλα τα βιβλία που είχε έψαξε και δεν το βρήκε πουθενά

Είπε ότι είναι πολύ έξυπνος γιrsquoαυτό θα σε παντρευτώ και θα σε κάνω άντρα μου

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΚΟΝΤΟΔΙΝΑ

11

ΙΩΑΝΝΑ ΒΕΛΛΗ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΦΗΓΗΤΕΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ

Τα παραμύθια που θα διαβάσετε τα έχω συγκεντρώσει από τη γιαγιά μου και τον παππού

μου Το όνομα της γιαγιάς μου είναι Καψάλη Αναστασία και είναι 59 χρονών Είναι πολύ

καλή νοικοκυρά μαγειρεύει υπέροχα μου μαθαίνει πώς να γίνω αντάξια νοικοκυρά με

αυτήν και ζει στο Προσήλιο Το όνομα του παππού μου είναι Καψάλης Αριστείδης και

είναι 71 χρονών Είναι πολύ καλός πλακατζής η δουλειά του είναι αγρότης και

συνταξιούχος μου μαθαίνει τις αγροτικές δουλειές στα χωράφια και ζει στο Προσήλιο Τα

παραμύθια τα διηγούνταν ο παππούς μου και η γιαγιά μου στα παιδιά τους για να τους

διδάξουν πως το κακό και το πονηρό πάντα τιμωρείται

12

Η ΜΑΡΩ

Κάποτε ζούσε σε ένα χωριό μια ευτυχισμένη οικογένεια Όμως μια μέρα η μητέρα

αρρώστησε βαριά και πέθανε Ο πατέρας ταξίδευε συνέχεια και το κοριτσάκι η Μάρω

έμενε μόνο στο σπίτι Ώσπου μια μέρα ο πατέρας αποφάσισε να παντρευτεί Πήρε λοιπόν μια

γυναίκα που είχε και εκείνη μια κόρη αλλά ζήλευαν πάρα πολύ την μικρή Μάρω

Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και ο πατέρας έφυγε ταξίδι Η μητριά με την κόρη της

έκαναν ένα σχέδιο Να πάνε δήθεν για ξύλα αλλά να αφήσουν την Μάρω να χαθεί Έτσι κι

έγινε Άφησαν την Μάρω στο δάσος να χαθεί για να την φάνε τα άγρια ζώα και αυτές

έφυγαν στο σπίτι

Η Μάρω άρχισε να κλαίει και την άκουσε ένας βοσκός την πλησίασε και της είπε τι

συμβαίνει Η Μάρω του είπε τι συνέβη και ο βοσκός την πήγε στο σπίτι της Μόλις είδαν την

Μάρω στο σπίτι άρχισαν να σχεδιάζουν άλλο σχέδιο

13

Το καινούριο σχέδιο ήταν να ζυμώσουν μια κλούρα και να πάνε για ξύλαΗ μητριά

έβαλε την Μάρω να ζυμώσει μια κλούρα και πήγαν για ξύλα Μετά από ώρα η μητριά τούς

είπε να πάνε στο χάβο

Όταν έφτασαν εκεί άρχισε να νυχτώνει Η μητριά βρήκε μια δικαιολογία και έφυγε

Η Μάρω άρχισε να περπατάει με την κλούρα στο χέρι και καθώς ο δρόμος ήταν πολύ στενός

την έπεσε η κλούρα κάτω στο γκρεμό και η μητριά της την επέβαλε να πάει να την πάρειhellip

14

Τι να κάνει λοιπόν η Μάρω πήγε να την πάρει αλλά όταν έφτασε εκεί οι

καλικάτζαροι έκαναν γάμο

Μόλις είδαν τη Μάρω άρχισαν να λένε

- Ήρθ`η νύφη ήρθ`η νύφη

Και την ρωτούν

ndash Μάρω Μάρω τι θες να σε φέρουμε

Και η Μάρω έλεγε σιγά ndash σιγά

ndash Θεεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεεεέλω ένα φόρεμα θεεεεεεεέλω παπούτσια θεεεεεεέλω ένα

γαϊδούρι θεεεεεεεέλω παράδες θεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεέλω hellip

Πολλά πράγματα και τα έλεγε όλα πολύ αργά μέχρι το ξημέρωμα Μόλις άρχισαν να

λαλούν τα κοκόρια οι καλικάτζαροι έφυγαν και η Μάρω πήρε τα πράγματα με το γαϊδούρι

και πήγε στο σπίτι της καβάλα στο γαϊδούρι και με πολλές λίρες

Μόλις τα είδε η μητριά της ζήλεψε και έστειλε και την κόρη της αλλά εκείνη τα είπε

όλα τόσο γρήγορα που στο τέλος δεν είχε να πει τίποτα και την φάγανε οι καλικάτζαροι και

η μητριά της περίμενεhellip περίμενεhellip αλλά τίποτα

Ήρθε και ο πατέρας από το ταξίδι ρώτησε την γυναίκα του πού ήταν η κόρη της και η

μητριά είπε έτσι κι έτσι

15

Μετά από μέρες ένας βοσκός βρήκε τον πατέρα της Μάρως και του λέει ότι η

γυναίκα του δεν φερόταν καλά στην κόρη του Τότε ο καημένος ο άνδρας ρώτησε την Μάρω

τι συνέβη αλλά η Μάρω δεν του είπε τίποτα γιατί είχε καλή καρδιά Ο πατέρας όμως έδιωξε

την μητριά από το σπίτι και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλυτέρα

Ο ΚΛΗΤΣΙΝΙΚΟΛΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο χωριό ζούσε ένα ζευγάρι χωρικοί Είχανε πολλά

μελίσσια Μια μέρα η πονηρή η αλεπού πάντα λιγουρευόταν το μέλι και έλεγε από μέσα της

-Αχ να`χα λίγο φρέσκο μέλι αλλά πώς να πάω να το πάρω

Της ήρθε λοιπόν ένα πρωί μια ιδέα στο μυαλό της και το έκανε Ξεγέλασε τον φίλο

της τον λύκο και τον λέει

-Φίλε Κλητσινικόλα να πάμε να κλέψουμε από τους χωρικούς το μέλι αλλά εσύ θα

πας να το πάρεις και εγώ θα φυλάγω για να μη μας πιάσουν

ndash Καλά λέει ο λύκος

Ο Κλητσινικόλας φέρνει το μέλι αλλά η πονηρή η κυρά Μάρω το θέλει για τον

εαυτό της και λέει στο λύκο

-Γύρνα να δεις Κλητσινικόλα πέρα στο δρόμο Περνούν μια νύφη με τα τσιτσιλίδια

Ο λύκος γύρισε κι έτσι μονοκόμματος που είναι η αλεπού τον πήρε το μέλι κι έμεινε

ο Κλητσινικόλας με την όρεξη κι ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

16

Ο ΠΑΠΑΣ ΚΙ`ΑΛΟΥΠΟΥ

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα χωριό ζούσε ένας παπάς με την γυναίκα του την παπαδιά

Κάθε εβδομάδα ο παπάς πήγαινε σε κάποιο διπλανό χωριό και λειτουργούσε Όταν τελείωνε

η λειτουργία ο παπάς γυρνούσε στο χωριό του

Η Αλούπου τον παρακολουθούσε κι έβλεπε τον παπά να`χει πάνω στο κάρο κι ένα

δισάκι με λειτουργιές

Σκέφτηκε λοιπόν η αλούπου πώς να πάρει της λειτουργιές

laquoΘα κάνω την ψόφιαraquo λέει και πέφτει στο δρόμο που περνούσε ο παπάς και έκανε την

ψόφια Ο Παπάς χωρίς να χάσει ώρα την βάζει στο κάρο του αλλά αυτή μέχρι να φτάσουν

στο σπίτι έριχνε τις λειτουργιές από μια ndash μια κάτω

17

Φτάνει στο σπίτι ο παπάς και φωνάζει την παπαδιά

-Έβγα έξω παπαδιά να δεις τι σου`φερα μια γούνα Η παπαδιά από την χαρά της πέταξε τα

ρούχα της στη φωτιά και βγήκε έξω

ndashΔώσε μου τη γούνα αφέντη του λέει η παπαδιά

Ο Παπάς πάει και ψάχνει να βρει την αλεπού hellip Ούτε η αλεπού ουτ`οι λειτουργιές Τότε

κατάλαβε ο παπάς τι είχε συμβεί Τον είχε ξεγελάσει άσχημα η αλεπού και η παπαδιά

φόρεσε το ράσο του παπά

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΙΟΥ

18

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια οικογένεια που είχε τρία αγόρια Όλη η περιουσία τους

ήταν ένα χωράφι που το βάλανε αμπέλι Ο νοικοκύρης ήταν νέος και δούλευε το αμπέλι

Έβγαζε το κρασί το τσίπουρο και ζούσε την οικογένειά του

Πέρασαν τα χρόνια και ο νοικοκύρης του αμπελιού γέρασε Και μια μέρα κάλεσε τον

πρώτο του τον γιο και του λέει

ndash Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι Να το δουλέψεις εσύ

Αλλά ο γιος του δεν θέλησε κι έφυγε

Μετά κάλεσε και τον δεύτερο γιο και λέει και σrsquo αυτόν τα ίδια

Αλλά και ο δεύτερος ο γιος πάλι δεν θέλησε να δουλέψει το αμπέλι

Μετά κάλεσε και τον μικρό του τον γιο που ήταν πιο νέος και του λέει

- Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι πρέπει να το δουλέψεις εσύ

-Ναι πατέρα θα πάω εγώ στο αμπέλι να το σκάψω

Κι ο πατέρας του δίνει μια συμβουλή

-Να σκάψεις να κορφολογήσεις να το κλαδέψεις και θα βρεις θησαυρό

Άρχισε να το δουλεύει το αμπέλι Αφού το δούλεψε ανταμείφθηκε από τον κόπο του

19

Κι έμεινε ο μύθος Για βάλε νιους και σκάψε με γέρους και κλάδεψέ με Βάλε κορίτσια

ανύπαντρα να με κορφολογήσουν

Που σημαίνει ότι ο νέος τα καταφέρνει καλύτερα από ένα γέρο και ότι το αμπέλι θέλει

δουλειά από νέους

20

TO ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΔΙΑ

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο Ήταν πολύ γέροι και δεν είχαν παιδιά

Κάθε μέρα προσεύχονταν κι έλεγαν στο θεό

-Σε παρακαλούμε Θεέ μας δώσε μας ένα ποντίκι να το έχουμε για παρηγοριά

Κι έτσι κι έγινε η επιθυμία τους Ο θεός τους έστειλε ένα ποντικάκι

Μια μέρα ο παππούς πήγε στο χωράφι και η γιαγιά τούς έκανε πίτα αλλά δεν είχε με

ποιον να την στείλει και το ποντίκι λέει στην γιαγιά να πάει αυτό Η γιαγιά το έστειλε και

πήγε στο χωράφι Το ποντίκι μόλις έφτασε φωνάζει τον παππού

- Από πού θα`ρθω να φέρω την πίτα Και ο παππούς του λέει

- Από γύρω-γύρω

Και το ποντίκι τρώει το γύρω και ξανά ρωτάει

- Παππού από πού να`ρθω

- Απάνω

Τρώει και το πάνω το φύλο και ξανά ρωτά

-Παππού από πού να`ρθω

- Από μέσα λέει ο παππούς Τρώει και τη γέμιση μετά τρώει και το κάτω και η πίτα

τελείωσε Αλλά ο παππούς δεν μάλωσε το ποντίκι Τότε άρχισε να βρέχει και το ποντίκι πήγε

κάτω από το μεγάλο μανιτάρι και πού πας και έρχεσαι ήρθε το βόδι και έφαγε το μανιτάρι

μαζί και το ποντίκι

21

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 4: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Παραμύθι λαϊκόΑOρισμός

Το παραμύθι είναι μια σύντομη ή λαϊκή ιστορία που ενσωματώνει το έθος Συγγενές

του μύθου αλλά διαφοροποιημένο εννοιολογικά το παραμύθι είναι εξαρχής μια επινόηση

μια μυθιστοριογραφία μια φαντασιακή αφήγηση που κάνει μεταφορική χρήση κάποιου

ζώου ως κεντρικό χαρακτήρα του ή εισάγει στερεότυπους χαρακτήρες όπως ο κατεργάρης

Πολύ συχνά γίνεται ανατρεπτική αλληγορία ενάντια στον φεουδαρχισμό ή την εκάστοτε

άρχουσα τάξη ή μια σύγκρουση του ανθρώπινου με το αόρατο βασίλειο Προσωποποιεί και

εξατομικεύει διαφορετικά στοιχεία πέρα από τη λογική του χώρου και του χρόνου και

επεκτείνεται αδιάκριτα από τον οργανικό στον ανόργανο κόσμο από τον άνθρωπο και τα

ζώα στα δέντρα τα λουλούδια τις πέτρες τα ρεύματα και τους ανέμους

Β Eίδη των παραμυθιών

Tα παραμύθια χωρίζονται σε κατηγορίες α) τα μαγικά ή εξωτικά παραμύθια που

είναι τα κατ εξοχήν παραμύθια και αναφέρονται σε δράκους γίγαντες μάγισσες κλπ

έχουν δηλαδή έντονο το μαγικό στοιχείο β) τα διηγηματικά ή κοσμικά παραμύθια που

κινούνται σε ανθρώπινες κοινωνίες και μοιάζουν με μυθιστορήματα από την πραγματική

ζωή γ) τα θρησκευτικά ή συναξαρικά που εμπνέονται από τους βίους αγίων και δ) τα

ευτράπελα ή σατιρικά που αναφέρονται σε παθήματα κουτών ξεγελάσματα δράκων και

άλλα

Άλλες δύο κατηγορίες είναι τα λαϊκά των οποίων ο συγγραφέας είναι άγνωστος και

έχουν περάσει από στόμα σε στόμα και τα λογοτεχνικά που γράφονται από επώνυμους

συγγραφείς και παραμυθάδες

4

Γ Τα αφηγηματικά χαρακτηριστικά του παραμυθιού

Ως είδος το παραμύθι ακολουθεί τρεις γενικές αρχές προκειμένου να αναφερθεί στον χρόνο

στον τόπο και στα πρόσωπα που αφορούν το περιεχόμενό του Συγκεκριμένα

bull Στο παραμύθι ο χρόνος είναι αόριστος

bull Επίσης αόριστος είναι και ο τόπος της δράσης

bull Η δράση εκτυλίσσεται σχεδόν εξολοκλήρου μέσα από την ανωνυμία των προσώπων

Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1908 ο δανός λαογράφος Άξελ Όλρικ (Axel Olrik) κατέληξε στην

επισήμανση κάποιων αφηγηματικών αρχών για το παραμύθι τους αποκαλούμενους επικούς

νόμους

1 Ένα παραμύθι δεν ξεκινά με το σπουδαιότερο σημείο της δράσης και δεν τελειώνει

απότομα Προηγείται μια ήρεμη εισαγωγή ενώ η ιστορία συνεχίζεται και μετά την

κορύφωση για να κλείσει τον κύκλο σε ένα σημείο ηρεμίας και σταθερότητας

2 Οι επαναλήψεις είναι συχνές όχι μόνο για να δώσουν ένταση στην πλοκή αλλά και

για να προσδώσουν όγκο στην ιστορία

3 Την ίδια στιγμή παρόντα στο ίδιο επεισόδιο βρίσκονται συνήθως μόνο δύο

πρόσωπα

4 Οι αντίθετοι χαρακτήρες βρίσκονται αντιμέτωποι

5 Αν εμφανίζονται στον ίδιο ρόλο δύο πρόσωπα πρόκειται για μικρούς και αδύνατους

Συχνά είναι δίδυμοι και όταν δυναμώσουν γίνονται συχνά ανταγωνιστές

6 Ο χειρότερος ή πλέον αδύναμος μιας ομάδας αποδεικνύεται στο τέλος ο καλύτερος

7 Οι χαρακτηρισμοί είναι απλοί αναφέρονται μόνο οι ιδιότητες που έχουν άμεση

σχέση με την υπόθεση Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για τη ζωή των προσώπων εκτός

πλοκής

8 Η πλοκή είναι απλή και λέγεται μία ιστορία τη φορά Όταν εκτυλίσσονται

παράλληλα δύο ή περισσότερα επεισόδια τότε πρόκειται για λόγιο προϊόν

9 Όλα θίγονται με τον απλούστερο δυνατό τρόπο Παρόμοια αντικείμενα

περιγράφονται όσο γίνεται πιο όμοια H ποικιλομορφία δεν επιχειρείται καν

5

Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού

Oι Έλληνες λαογράφοι υπογραμμίζουν τα γνωρίσματα του ελληνικού παραμυθιού

1 H αφήγηση του παραμυθιού γίνεται σε τοπικές ελληνικές διαλέκτους

2 Tα ελληνικά παραμύθια έχουν εισαγωγικά και καταληκτικά μοτίβα καθώς επίσης και

ευχάριστες παρεμβολές που τα χαρακτηρίζουν και τα διαφοροποιούν από παραμύθια άλλων

λαών Έτσι συχνά το ελληνικό παραμύθι αρχίζει με τη φράση laquoKόκκινη κλωστή δεμένη

στην ανέμη γυρισμένη δος της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι να αρχινίσειraquo στη συνέχεια

μπορεί να παρεμβαίνουν κατά τη διάρκεια της αφήγησης ευχάριστα σχόλια του τύπου

laquoΨέμματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθιαraquo ενώ στο τέλος το παραμύθι να καταλήγει στο

πολύ γνωστό laquoέζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραraquo αλλά μπορεί και να τελειώνει και με

πιο ανορθόδοξους τρόπους laquoκαι πέρασα και γω από κει και μου lsquoδώσαν ένα πιάτο φακήraquo ή

laquoμια κούπα κρασίraquo ή laquoεσείς στα αγκάθια και μεις στα βαμπάκιαraquo

3 Στα ελληνικά παραμύθια υπάρχει μια διάθεση περιγραφής του χώρου και του

περιβάλλοντος που μας δίνει στοιχεία πολιτιστικά των τοπικών κοινωνιών (πχ τις τότε

διατροφικές συνήθειες αναφορά σε αγροτικές εργασίες κατανεμημένες βάσει των

διαφορετικών εποχών του χρόνου περιγραφή εργαλείων τοπικά ήθη και έθιμα κλπ)

Aλλά και οι ήρωες των ελληνικών παραμυθιών συνήθως είναι άνθρωποι καθημερινοί

απλοί στους οποίους οι ακροατές του παραμυθιού βρίσκουν κοινά στοιχεία Συνολικά

λοιπόν το ελληνικό παραμύθι αποπνέει μια οικειότητα στο κοινό του

4 Στο ελληνικό παραμύθι υπάρχει μια διάθεση διδακτική που φανερώνεται περισσότερο από

τη (συνήθως πολύ σκληρή) τιμωρία των κακών H τιμωρία των κακών στο ελληνικό

παραμύθι λειτουργεί περισσότερο ως τρόπος απονομής δικαιοσύνης και αποκατάστασης του

δικαίου

5 Aνάλογα και οι αξίες που προβάλλονται στα ελληνικά παραμύθια χαρακτηρίζονται από

μια έντονη ηθική πρόθεση

6 Tα ελληνικά παραμύθια στις αυθεντικές τους εκδοχές όχι μόνο έχουν μια διάθεση

αστείου και χωρατού αλλά επιπλέον και μια τάση για βωμολοχίες

Eίναι εμφανές ότι η βασική λειτουργία του ελληνικού παραμυθιού είναι να βρίσκεται

κοντά στην καθημερινότητα του απλού ανθρώπου να τον συντροφεύει και να τον

ανακουφίζει από το μόχθο ή και τη σκληρότητα της πραγματικότητας Άλλωστε η ελληνική

λέξη laquoπαραμύθιraquo ετυμολογείται από τη λέξη laquoπαραμυθίαraquo ή από το ρήμα laquoπαραμυθέομαι-

ούμαιraquo και σημαίνει παρηγοριάπαρηγορώ

6

Ε Οι Έλληνες παραμυθάδες

Tα παραμύθια γεννιούνται σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον που

διαμορφώνεται από τον παραμυθά από το ακροατήριό του και από το χώρο Tο κλειδί σrsquo

αυτή την αμφίδρομη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα τρία αυτά στοιχεία είναι οι

ανάγκες του ακροατηρίου στις οποίες κάθε φορά θα πρέπει ο παραμυθάς να προσαρμόζει τις

αφηγήσεις του Ότι καθιερώνεται ως παράδοση είναι μονάχα αυτό που άρεσε στην

ευρύτερη κοινότητα O παραμυθάς μέσα από την εμπειρία που έχει αποκτήσει από την

προφορική παράδοση καθώς συνήθως αφηγείται κάθε είδους ιστορίες αναπτύσσει

ιδιαίτερες ικανότητες καλό μνημονικό και συνθετική ικανότητα ώστε να περικόπτει μοτίβα

από τα παραμύθια να προσθέτει άλλα ή να επιμηκύνει τις ιστορίες

Oι παραμυθάδες συνεχίζουν την παράδοση Aυτοί αναμεταδίδουν το ήδη υπάρχον

υλικό των προφορικών αφηγήσεων πολλες φορές μάλιστα παρεμβαίνοντας γλωσσικά για

να κάνουν το προφορικό κείμενο ακόμη και πιο λόγιο Πέρα όμως από τη συντηρητική

δράση των Eλλήνων παραμυθάδων η στάση τους απέναντι στο παραμυθιακό υλικό είναι

και ανανεωτική Φρόντιζαν να εισάγουν τα προσωπικά τους βιώματα στην αφήγηση είτε με

την αντικατάσταση της τοπιογραφίας του παραμυθιού με ονόματα της περιοχής είτε

προσθέτοντας χαρακτηριστικά στους ήρωες που θα μπορούσαν να τους συσχετίσουν με

γνωστά κοινωνικά γεγονότα της κοινότητας Έτσι στον παραμυθά οφείλονται κάποιες

φράσεις του παραμυθιού φορτισμένες συναισθηματικά προσδίδοντάς του περισσότερη

εσωτερικότητα

Oι παραμυθάδες ήταν άντρες και γυναίκες μεγάλης ηλικίας Από τον καθηγητή

Eλληνικής Λαογραφίας Στίλπωνα Kυριακίδη έχει εκφρασθεί η άποψη ότι ο σταδιακός

περιορισμός του παραμυθιού στο χώρο των γυναικών συνετέλεσε ώστε το παραμύθι να

χάσει την αφηγηματική του ρώμη Γίνεται πιο απλό ενώ απαλείφονται φράσεις που δεν

ταίριαζαν στο επίπεδο του ακροατηρίου

Πέρα όμως από τον παραμυθά υπάρχει και το ακροατήριο του ένα ακροατήριο που

έχει ενεργητικό ρόλο και δρα δυναμικά με τις επιθυμίες του για την εξέλιξη της πλοκής των

παραμυθιών και την εν γένει διαμόρφωσή τους Tο ακροατήριο ήταν διπλό ενηλίκων και

παιδιών Aπό την άλλη οι περιστάσεις και οι χώροι στους οποίους λέγονταν παραμύθια

είναι δύο ειδών οι επαγγελματικοί χώροι πολύ περισσότερο για επαγγέλματα που

απαιτούσαν ομαδική εργασία και οι χώροι ανάπαυσης όπως τα καφενεία τα καράβια μετά

το τέλος της δουλειάς και οι εσπερινές συνάξεις σε διάφορα σπίτια Aπrsquo ότι φαίνεται η

7

καλύτερη εποχή του χρόνου για παραμύθια ήταν ο χειμώνας όταν όλοι μαζεύονταν γύρω

από τη φωτιά για να εργασθούν ή να ψυχαγωγηθούν

Επιμέλεια Κούτσιανος Γιάννης

8

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

ο παραμύθι που θα ακολουθήσει μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου Το όνομά της

είναι Ψαρρά Πηνελόπη είναι εξήντα εννέα χρονών Έχει τελειώσει το Δημοτικό

είναι νοικοκυρά ndash συνταξιούχος και ζει στα Σέρβια Η αφήγηση του παραμυθιού

γινόταν από τη γιαγιά ή τη μαμά στα παιδιά της για να κοιμηθούν ή για να ηρεμήσουν Έτσι

και η γιαγιά μου το άκουσε από την μαμά της όταν ήτανε μικρή Τα παραμύθια είχαν

σημαντική θέση στη ζωή των ανθρώπων πριν την εφεύρεση της τηλεόρασης Ο χαρακτήρας

τους ήταν παιδαγωγικός ψυχαγωγικός και διδακτικός

ΤΤο παραμύθι έχει ως εξήςhellip

Κόκκινη κλωστή δεμένη

στην ανέμη τυλιγμένη

Δώσrsquo της κλότσο να γυρίσει

παραμύθι να αρχινίσει

ια φορά κι έναν καιρό ήταν μια

βασίλισσα η οποία ήθελε να παντρευτεί

αλλά ήθελε να πάρει τον πιο έξυπνο

άντρα του κόσμου Γιrsquo αυτό το λόγο έβγαλε μια διαταγή στο βασίλειό της πως όποιος πάει

και της πει το πιο δύσκολο αίνιγμα και δεν το βρει θα τον παντρευτεί Αλλά αν το έβρισκε

θα τον αποκεφάλιζε και θα έχτιζε έναν πύργο από τα κεφάλια τους

Μ Ένας νεαρός αποφάσισε να πάει και είπε ότι θα πάω να πω ένα αίνιγμα Λέει η μάνα του

laquo Που θα πας παιδάκι μου Θα το βρει η βασίλισσα και θα σε σκοτώσειraquo Γιrsquoαυτό και η

μάνα του τον έκανε μια πίτα και έβαλε δηλητήριο στην πίτα για να την φάει στον δρόμο για

9

να μην τον σκοτώσει η βασίλισσα

Ξεκίνησε να πάει και είχε ένα σκυλάκι που το έλεγαν Μορφούλα Στο δρόμο που

πήγαινε πείνασε αλλά προτού φάει αυτός έδωσε στο σκυλάκι να φάει Μόλις έφαγε το σκυλί

την πίτα ψόφησε και κατάλαβε ότι η μαμά του τον έβαλε δηλητήριο στην πίτα

Στον δρόμο που πήγαινε πείνασε Βλέπει ένα ελάφι που ήταν έγκυος

10

Σκότωσε το ελάφι αλλά έφαγε αυτό που είχε μέσα στην κοιλιά του όχι το ίδιο

Περπατούσε περπατούσε δίψασε Βρήκε μια εκκλησία Πήγε στο καντήλι της

εκκλησίας και ήπιε το νερό που είχε μέσα το καντήλι

Έφτασε στην βασίλισσα και της λέει ήρθα να σου πω ένα αίνιγμα

Της λέειhellip laquoΗ Μορφούλα έφαγε την πιτούλα κι η πιτούλα την Μορφούλα Εγώ

σκότωσα εκείνο που έβλεπα και έφαγα εκείνο που δεν έβλεπα ήπια νερό που δεν ακουμπούσε

ούτε στη γη ούτε στον ουρανόraquo

Τι είναι

Η βασίλισσα άνοιξε όλα τα βιβλία που είχε έψαξε και δεν το βρήκε πουθενά

Είπε ότι είναι πολύ έξυπνος γιrsquoαυτό θα σε παντρευτώ και θα σε κάνω άντρα μου

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΚΟΝΤΟΔΙΝΑ

11

ΙΩΑΝΝΑ ΒΕΛΛΗ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΦΗΓΗΤΕΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ

Τα παραμύθια που θα διαβάσετε τα έχω συγκεντρώσει από τη γιαγιά μου και τον παππού

μου Το όνομα της γιαγιάς μου είναι Καψάλη Αναστασία και είναι 59 χρονών Είναι πολύ

καλή νοικοκυρά μαγειρεύει υπέροχα μου μαθαίνει πώς να γίνω αντάξια νοικοκυρά με

αυτήν και ζει στο Προσήλιο Το όνομα του παππού μου είναι Καψάλης Αριστείδης και

είναι 71 χρονών Είναι πολύ καλός πλακατζής η δουλειά του είναι αγρότης και

συνταξιούχος μου μαθαίνει τις αγροτικές δουλειές στα χωράφια και ζει στο Προσήλιο Τα

παραμύθια τα διηγούνταν ο παππούς μου και η γιαγιά μου στα παιδιά τους για να τους

διδάξουν πως το κακό και το πονηρό πάντα τιμωρείται

12

Η ΜΑΡΩ

Κάποτε ζούσε σε ένα χωριό μια ευτυχισμένη οικογένεια Όμως μια μέρα η μητέρα

αρρώστησε βαριά και πέθανε Ο πατέρας ταξίδευε συνέχεια και το κοριτσάκι η Μάρω

έμενε μόνο στο σπίτι Ώσπου μια μέρα ο πατέρας αποφάσισε να παντρευτεί Πήρε λοιπόν μια

γυναίκα που είχε και εκείνη μια κόρη αλλά ζήλευαν πάρα πολύ την μικρή Μάρω

Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και ο πατέρας έφυγε ταξίδι Η μητριά με την κόρη της

έκαναν ένα σχέδιο Να πάνε δήθεν για ξύλα αλλά να αφήσουν την Μάρω να χαθεί Έτσι κι

έγινε Άφησαν την Μάρω στο δάσος να χαθεί για να την φάνε τα άγρια ζώα και αυτές

έφυγαν στο σπίτι

Η Μάρω άρχισε να κλαίει και την άκουσε ένας βοσκός την πλησίασε και της είπε τι

συμβαίνει Η Μάρω του είπε τι συνέβη και ο βοσκός την πήγε στο σπίτι της Μόλις είδαν την

Μάρω στο σπίτι άρχισαν να σχεδιάζουν άλλο σχέδιο

13

Το καινούριο σχέδιο ήταν να ζυμώσουν μια κλούρα και να πάνε για ξύλαΗ μητριά

έβαλε την Μάρω να ζυμώσει μια κλούρα και πήγαν για ξύλα Μετά από ώρα η μητριά τούς

είπε να πάνε στο χάβο

Όταν έφτασαν εκεί άρχισε να νυχτώνει Η μητριά βρήκε μια δικαιολογία και έφυγε

Η Μάρω άρχισε να περπατάει με την κλούρα στο χέρι και καθώς ο δρόμος ήταν πολύ στενός

την έπεσε η κλούρα κάτω στο γκρεμό και η μητριά της την επέβαλε να πάει να την πάρειhellip

14

Τι να κάνει λοιπόν η Μάρω πήγε να την πάρει αλλά όταν έφτασε εκεί οι

καλικάτζαροι έκαναν γάμο

Μόλις είδαν τη Μάρω άρχισαν να λένε

- Ήρθ`η νύφη ήρθ`η νύφη

Και την ρωτούν

ndash Μάρω Μάρω τι θες να σε φέρουμε

Και η Μάρω έλεγε σιγά ndash σιγά

ndash Θεεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεεεέλω ένα φόρεμα θεεεεεεεέλω παπούτσια θεεεεεεέλω ένα

γαϊδούρι θεεεεεεεέλω παράδες θεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεέλω hellip

Πολλά πράγματα και τα έλεγε όλα πολύ αργά μέχρι το ξημέρωμα Μόλις άρχισαν να

λαλούν τα κοκόρια οι καλικάτζαροι έφυγαν και η Μάρω πήρε τα πράγματα με το γαϊδούρι

και πήγε στο σπίτι της καβάλα στο γαϊδούρι και με πολλές λίρες

Μόλις τα είδε η μητριά της ζήλεψε και έστειλε και την κόρη της αλλά εκείνη τα είπε

όλα τόσο γρήγορα που στο τέλος δεν είχε να πει τίποτα και την φάγανε οι καλικάτζαροι και

η μητριά της περίμενεhellip περίμενεhellip αλλά τίποτα

Ήρθε και ο πατέρας από το ταξίδι ρώτησε την γυναίκα του πού ήταν η κόρη της και η

μητριά είπε έτσι κι έτσι

15

Μετά από μέρες ένας βοσκός βρήκε τον πατέρα της Μάρως και του λέει ότι η

γυναίκα του δεν φερόταν καλά στην κόρη του Τότε ο καημένος ο άνδρας ρώτησε την Μάρω

τι συνέβη αλλά η Μάρω δεν του είπε τίποτα γιατί είχε καλή καρδιά Ο πατέρας όμως έδιωξε

την μητριά από το σπίτι και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλυτέρα

Ο ΚΛΗΤΣΙΝΙΚΟΛΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο χωριό ζούσε ένα ζευγάρι χωρικοί Είχανε πολλά

μελίσσια Μια μέρα η πονηρή η αλεπού πάντα λιγουρευόταν το μέλι και έλεγε από μέσα της

-Αχ να`χα λίγο φρέσκο μέλι αλλά πώς να πάω να το πάρω

Της ήρθε λοιπόν ένα πρωί μια ιδέα στο μυαλό της και το έκανε Ξεγέλασε τον φίλο

της τον λύκο και τον λέει

-Φίλε Κλητσινικόλα να πάμε να κλέψουμε από τους χωρικούς το μέλι αλλά εσύ θα

πας να το πάρεις και εγώ θα φυλάγω για να μη μας πιάσουν

ndash Καλά λέει ο λύκος

Ο Κλητσινικόλας φέρνει το μέλι αλλά η πονηρή η κυρά Μάρω το θέλει για τον

εαυτό της και λέει στο λύκο

-Γύρνα να δεις Κλητσινικόλα πέρα στο δρόμο Περνούν μια νύφη με τα τσιτσιλίδια

Ο λύκος γύρισε κι έτσι μονοκόμματος που είναι η αλεπού τον πήρε το μέλι κι έμεινε

ο Κλητσινικόλας με την όρεξη κι ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

16

Ο ΠΑΠΑΣ ΚΙ`ΑΛΟΥΠΟΥ

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα χωριό ζούσε ένας παπάς με την γυναίκα του την παπαδιά

Κάθε εβδομάδα ο παπάς πήγαινε σε κάποιο διπλανό χωριό και λειτουργούσε Όταν τελείωνε

η λειτουργία ο παπάς γυρνούσε στο χωριό του

Η Αλούπου τον παρακολουθούσε κι έβλεπε τον παπά να`χει πάνω στο κάρο κι ένα

δισάκι με λειτουργιές

Σκέφτηκε λοιπόν η αλούπου πώς να πάρει της λειτουργιές

laquoΘα κάνω την ψόφιαraquo λέει και πέφτει στο δρόμο που περνούσε ο παπάς και έκανε την

ψόφια Ο Παπάς χωρίς να χάσει ώρα την βάζει στο κάρο του αλλά αυτή μέχρι να φτάσουν

στο σπίτι έριχνε τις λειτουργιές από μια ndash μια κάτω

17

Φτάνει στο σπίτι ο παπάς και φωνάζει την παπαδιά

-Έβγα έξω παπαδιά να δεις τι σου`φερα μια γούνα Η παπαδιά από την χαρά της πέταξε τα

ρούχα της στη φωτιά και βγήκε έξω

ndashΔώσε μου τη γούνα αφέντη του λέει η παπαδιά

Ο Παπάς πάει και ψάχνει να βρει την αλεπού hellip Ούτε η αλεπού ουτ`οι λειτουργιές Τότε

κατάλαβε ο παπάς τι είχε συμβεί Τον είχε ξεγελάσει άσχημα η αλεπού και η παπαδιά

φόρεσε το ράσο του παπά

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΙΟΥ

18

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια οικογένεια που είχε τρία αγόρια Όλη η περιουσία τους

ήταν ένα χωράφι που το βάλανε αμπέλι Ο νοικοκύρης ήταν νέος και δούλευε το αμπέλι

Έβγαζε το κρασί το τσίπουρο και ζούσε την οικογένειά του

Πέρασαν τα χρόνια και ο νοικοκύρης του αμπελιού γέρασε Και μια μέρα κάλεσε τον

πρώτο του τον γιο και του λέει

ndash Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι Να το δουλέψεις εσύ

Αλλά ο γιος του δεν θέλησε κι έφυγε

Μετά κάλεσε και τον δεύτερο γιο και λέει και σrsquo αυτόν τα ίδια

Αλλά και ο δεύτερος ο γιος πάλι δεν θέλησε να δουλέψει το αμπέλι

Μετά κάλεσε και τον μικρό του τον γιο που ήταν πιο νέος και του λέει

- Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι πρέπει να το δουλέψεις εσύ

-Ναι πατέρα θα πάω εγώ στο αμπέλι να το σκάψω

Κι ο πατέρας του δίνει μια συμβουλή

-Να σκάψεις να κορφολογήσεις να το κλαδέψεις και θα βρεις θησαυρό

Άρχισε να το δουλεύει το αμπέλι Αφού το δούλεψε ανταμείφθηκε από τον κόπο του

19

Κι έμεινε ο μύθος Για βάλε νιους και σκάψε με γέρους και κλάδεψέ με Βάλε κορίτσια

ανύπαντρα να με κορφολογήσουν

Που σημαίνει ότι ο νέος τα καταφέρνει καλύτερα από ένα γέρο και ότι το αμπέλι θέλει

δουλειά από νέους

20

TO ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΔΙΑ

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο Ήταν πολύ γέροι και δεν είχαν παιδιά

Κάθε μέρα προσεύχονταν κι έλεγαν στο θεό

-Σε παρακαλούμε Θεέ μας δώσε μας ένα ποντίκι να το έχουμε για παρηγοριά

Κι έτσι κι έγινε η επιθυμία τους Ο θεός τους έστειλε ένα ποντικάκι

Μια μέρα ο παππούς πήγε στο χωράφι και η γιαγιά τούς έκανε πίτα αλλά δεν είχε με

ποιον να την στείλει και το ποντίκι λέει στην γιαγιά να πάει αυτό Η γιαγιά το έστειλε και

πήγε στο χωράφι Το ποντίκι μόλις έφτασε φωνάζει τον παππού

- Από πού θα`ρθω να φέρω την πίτα Και ο παππούς του λέει

- Από γύρω-γύρω

Και το ποντίκι τρώει το γύρω και ξανά ρωτάει

- Παππού από πού να`ρθω

- Απάνω

Τρώει και το πάνω το φύλο και ξανά ρωτά

-Παππού από πού να`ρθω

- Από μέσα λέει ο παππούς Τρώει και τη γέμιση μετά τρώει και το κάτω και η πίτα

τελείωσε Αλλά ο παππούς δεν μάλωσε το ποντίκι Τότε άρχισε να βρέχει και το ποντίκι πήγε

κάτω από το μεγάλο μανιτάρι και πού πας και έρχεσαι ήρθε το βόδι και έφαγε το μανιτάρι

μαζί και το ποντίκι

21

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 5: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Γ Τα αφηγηματικά χαρακτηριστικά του παραμυθιού

Ως είδος το παραμύθι ακολουθεί τρεις γενικές αρχές προκειμένου να αναφερθεί στον χρόνο

στον τόπο και στα πρόσωπα που αφορούν το περιεχόμενό του Συγκεκριμένα

bull Στο παραμύθι ο χρόνος είναι αόριστος

bull Επίσης αόριστος είναι και ο τόπος της δράσης

bull Η δράση εκτυλίσσεται σχεδόν εξολοκλήρου μέσα από την ανωνυμία των προσώπων

Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1908 ο δανός λαογράφος Άξελ Όλρικ (Axel Olrik) κατέληξε στην

επισήμανση κάποιων αφηγηματικών αρχών για το παραμύθι τους αποκαλούμενους επικούς

νόμους

1 Ένα παραμύθι δεν ξεκινά με το σπουδαιότερο σημείο της δράσης και δεν τελειώνει

απότομα Προηγείται μια ήρεμη εισαγωγή ενώ η ιστορία συνεχίζεται και μετά την

κορύφωση για να κλείσει τον κύκλο σε ένα σημείο ηρεμίας και σταθερότητας

2 Οι επαναλήψεις είναι συχνές όχι μόνο για να δώσουν ένταση στην πλοκή αλλά και

για να προσδώσουν όγκο στην ιστορία

3 Την ίδια στιγμή παρόντα στο ίδιο επεισόδιο βρίσκονται συνήθως μόνο δύο

πρόσωπα

4 Οι αντίθετοι χαρακτήρες βρίσκονται αντιμέτωποι

5 Αν εμφανίζονται στον ίδιο ρόλο δύο πρόσωπα πρόκειται για μικρούς και αδύνατους

Συχνά είναι δίδυμοι και όταν δυναμώσουν γίνονται συχνά ανταγωνιστές

6 Ο χειρότερος ή πλέον αδύναμος μιας ομάδας αποδεικνύεται στο τέλος ο καλύτερος

7 Οι χαρακτηρισμοί είναι απλοί αναφέρονται μόνο οι ιδιότητες που έχουν άμεση

σχέση με την υπόθεση Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για τη ζωή των προσώπων εκτός

πλοκής

8 Η πλοκή είναι απλή και λέγεται μία ιστορία τη φορά Όταν εκτυλίσσονται

παράλληλα δύο ή περισσότερα επεισόδια τότε πρόκειται για λόγιο προϊόν

9 Όλα θίγονται με τον απλούστερο δυνατό τρόπο Παρόμοια αντικείμενα

περιγράφονται όσο γίνεται πιο όμοια H ποικιλομορφία δεν επιχειρείται καν

5

Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού

Oι Έλληνες λαογράφοι υπογραμμίζουν τα γνωρίσματα του ελληνικού παραμυθιού

1 H αφήγηση του παραμυθιού γίνεται σε τοπικές ελληνικές διαλέκτους

2 Tα ελληνικά παραμύθια έχουν εισαγωγικά και καταληκτικά μοτίβα καθώς επίσης και

ευχάριστες παρεμβολές που τα χαρακτηρίζουν και τα διαφοροποιούν από παραμύθια άλλων

λαών Έτσι συχνά το ελληνικό παραμύθι αρχίζει με τη φράση laquoKόκκινη κλωστή δεμένη

στην ανέμη γυρισμένη δος της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι να αρχινίσειraquo στη συνέχεια

μπορεί να παρεμβαίνουν κατά τη διάρκεια της αφήγησης ευχάριστα σχόλια του τύπου

laquoΨέμματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθιαraquo ενώ στο τέλος το παραμύθι να καταλήγει στο

πολύ γνωστό laquoέζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραraquo αλλά μπορεί και να τελειώνει και με

πιο ανορθόδοξους τρόπους laquoκαι πέρασα και γω από κει και μου lsquoδώσαν ένα πιάτο φακήraquo ή

laquoμια κούπα κρασίraquo ή laquoεσείς στα αγκάθια και μεις στα βαμπάκιαraquo

3 Στα ελληνικά παραμύθια υπάρχει μια διάθεση περιγραφής του χώρου και του

περιβάλλοντος που μας δίνει στοιχεία πολιτιστικά των τοπικών κοινωνιών (πχ τις τότε

διατροφικές συνήθειες αναφορά σε αγροτικές εργασίες κατανεμημένες βάσει των

διαφορετικών εποχών του χρόνου περιγραφή εργαλείων τοπικά ήθη και έθιμα κλπ)

Aλλά και οι ήρωες των ελληνικών παραμυθιών συνήθως είναι άνθρωποι καθημερινοί

απλοί στους οποίους οι ακροατές του παραμυθιού βρίσκουν κοινά στοιχεία Συνολικά

λοιπόν το ελληνικό παραμύθι αποπνέει μια οικειότητα στο κοινό του

4 Στο ελληνικό παραμύθι υπάρχει μια διάθεση διδακτική που φανερώνεται περισσότερο από

τη (συνήθως πολύ σκληρή) τιμωρία των κακών H τιμωρία των κακών στο ελληνικό

παραμύθι λειτουργεί περισσότερο ως τρόπος απονομής δικαιοσύνης και αποκατάστασης του

δικαίου

5 Aνάλογα και οι αξίες που προβάλλονται στα ελληνικά παραμύθια χαρακτηρίζονται από

μια έντονη ηθική πρόθεση

6 Tα ελληνικά παραμύθια στις αυθεντικές τους εκδοχές όχι μόνο έχουν μια διάθεση

αστείου και χωρατού αλλά επιπλέον και μια τάση για βωμολοχίες

Eίναι εμφανές ότι η βασική λειτουργία του ελληνικού παραμυθιού είναι να βρίσκεται

κοντά στην καθημερινότητα του απλού ανθρώπου να τον συντροφεύει και να τον

ανακουφίζει από το μόχθο ή και τη σκληρότητα της πραγματικότητας Άλλωστε η ελληνική

λέξη laquoπαραμύθιraquo ετυμολογείται από τη λέξη laquoπαραμυθίαraquo ή από το ρήμα laquoπαραμυθέομαι-

ούμαιraquo και σημαίνει παρηγοριάπαρηγορώ

6

Ε Οι Έλληνες παραμυθάδες

Tα παραμύθια γεννιούνται σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον που

διαμορφώνεται από τον παραμυθά από το ακροατήριό του και από το χώρο Tο κλειδί σrsquo

αυτή την αμφίδρομη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα τρία αυτά στοιχεία είναι οι

ανάγκες του ακροατηρίου στις οποίες κάθε φορά θα πρέπει ο παραμυθάς να προσαρμόζει τις

αφηγήσεις του Ότι καθιερώνεται ως παράδοση είναι μονάχα αυτό που άρεσε στην

ευρύτερη κοινότητα O παραμυθάς μέσα από την εμπειρία που έχει αποκτήσει από την

προφορική παράδοση καθώς συνήθως αφηγείται κάθε είδους ιστορίες αναπτύσσει

ιδιαίτερες ικανότητες καλό μνημονικό και συνθετική ικανότητα ώστε να περικόπτει μοτίβα

από τα παραμύθια να προσθέτει άλλα ή να επιμηκύνει τις ιστορίες

Oι παραμυθάδες συνεχίζουν την παράδοση Aυτοί αναμεταδίδουν το ήδη υπάρχον

υλικό των προφορικών αφηγήσεων πολλες φορές μάλιστα παρεμβαίνοντας γλωσσικά για

να κάνουν το προφορικό κείμενο ακόμη και πιο λόγιο Πέρα όμως από τη συντηρητική

δράση των Eλλήνων παραμυθάδων η στάση τους απέναντι στο παραμυθιακό υλικό είναι

και ανανεωτική Φρόντιζαν να εισάγουν τα προσωπικά τους βιώματα στην αφήγηση είτε με

την αντικατάσταση της τοπιογραφίας του παραμυθιού με ονόματα της περιοχής είτε

προσθέτοντας χαρακτηριστικά στους ήρωες που θα μπορούσαν να τους συσχετίσουν με

γνωστά κοινωνικά γεγονότα της κοινότητας Έτσι στον παραμυθά οφείλονται κάποιες

φράσεις του παραμυθιού φορτισμένες συναισθηματικά προσδίδοντάς του περισσότερη

εσωτερικότητα

Oι παραμυθάδες ήταν άντρες και γυναίκες μεγάλης ηλικίας Από τον καθηγητή

Eλληνικής Λαογραφίας Στίλπωνα Kυριακίδη έχει εκφρασθεί η άποψη ότι ο σταδιακός

περιορισμός του παραμυθιού στο χώρο των γυναικών συνετέλεσε ώστε το παραμύθι να

χάσει την αφηγηματική του ρώμη Γίνεται πιο απλό ενώ απαλείφονται φράσεις που δεν

ταίριαζαν στο επίπεδο του ακροατηρίου

Πέρα όμως από τον παραμυθά υπάρχει και το ακροατήριο του ένα ακροατήριο που

έχει ενεργητικό ρόλο και δρα δυναμικά με τις επιθυμίες του για την εξέλιξη της πλοκής των

παραμυθιών και την εν γένει διαμόρφωσή τους Tο ακροατήριο ήταν διπλό ενηλίκων και

παιδιών Aπό την άλλη οι περιστάσεις και οι χώροι στους οποίους λέγονταν παραμύθια

είναι δύο ειδών οι επαγγελματικοί χώροι πολύ περισσότερο για επαγγέλματα που

απαιτούσαν ομαδική εργασία και οι χώροι ανάπαυσης όπως τα καφενεία τα καράβια μετά

το τέλος της δουλειάς και οι εσπερινές συνάξεις σε διάφορα σπίτια Aπrsquo ότι φαίνεται η

7

καλύτερη εποχή του χρόνου για παραμύθια ήταν ο χειμώνας όταν όλοι μαζεύονταν γύρω

από τη φωτιά για να εργασθούν ή να ψυχαγωγηθούν

Επιμέλεια Κούτσιανος Γιάννης

8

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

ο παραμύθι που θα ακολουθήσει μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου Το όνομά της

είναι Ψαρρά Πηνελόπη είναι εξήντα εννέα χρονών Έχει τελειώσει το Δημοτικό

είναι νοικοκυρά ndash συνταξιούχος και ζει στα Σέρβια Η αφήγηση του παραμυθιού

γινόταν από τη γιαγιά ή τη μαμά στα παιδιά της για να κοιμηθούν ή για να ηρεμήσουν Έτσι

και η γιαγιά μου το άκουσε από την μαμά της όταν ήτανε μικρή Τα παραμύθια είχαν

σημαντική θέση στη ζωή των ανθρώπων πριν την εφεύρεση της τηλεόρασης Ο χαρακτήρας

τους ήταν παιδαγωγικός ψυχαγωγικός και διδακτικός

ΤΤο παραμύθι έχει ως εξήςhellip

Κόκκινη κλωστή δεμένη

στην ανέμη τυλιγμένη

Δώσrsquo της κλότσο να γυρίσει

παραμύθι να αρχινίσει

ια φορά κι έναν καιρό ήταν μια

βασίλισσα η οποία ήθελε να παντρευτεί

αλλά ήθελε να πάρει τον πιο έξυπνο

άντρα του κόσμου Γιrsquo αυτό το λόγο έβγαλε μια διαταγή στο βασίλειό της πως όποιος πάει

και της πει το πιο δύσκολο αίνιγμα και δεν το βρει θα τον παντρευτεί Αλλά αν το έβρισκε

θα τον αποκεφάλιζε και θα έχτιζε έναν πύργο από τα κεφάλια τους

Μ Ένας νεαρός αποφάσισε να πάει και είπε ότι θα πάω να πω ένα αίνιγμα Λέει η μάνα του

laquo Που θα πας παιδάκι μου Θα το βρει η βασίλισσα και θα σε σκοτώσειraquo Γιrsquoαυτό και η

μάνα του τον έκανε μια πίτα και έβαλε δηλητήριο στην πίτα για να την φάει στον δρόμο για

9

να μην τον σκοτώσει η βασίλισσα

Ξεκίνησε να πάει και είχε ένα σκυλάκι που το έλεγαν Μορφούλα Στο δρόμο που

πήγαινε πείνασε αλλά προτού φάει αυτός έδωσε στο σκυλάκι να φάει Μόλις έφαγε το σκυλί

την πίτα ψόφησε και κατάλαβε ότι η μαμά του τον έβαλε δηλητήριο στην πίτα

Στον δρόμο που πήγαινε πείνασε Βλέπει ένα ελάφι που ήταν έγκυος

10

Σκότωσε το ελάφι αλλά έφαγε αυτό που είχε μέσα στην κοιλιά του όχι το ίδιο

Περπατούσε περπατούσε δίψασε Βρήκε μια εκκλησία Πήγε στο καντήλι της

εκκλησίας και ήπιε το νερό που είχε μέσα το καντήλι

Έφτασε στην βασίλισσα και της λέει ήρθα να σου πω ένα αίνιγμα

Της λέειhellip laquoΗ Μορφούλα έφαγε την πιτούλα κι η πιτούλα την Μορφούλα Εγώ

σκότωσα εκείνο που έβλεπα και έφαγα εκείνο που δεν έβλεπα ήπια νερό που δεν ακουμπούσε

ούτε στη γη ούτε στον ουρανόraquo

Τι είναι

Η βασίλισσα άνοιξε όλα τα βιβλία που είχε έψαξε και δεν το βρήκε πουθενά

Είπε ότι είναι πολύ έξυπνος γιrsquoαυτό θα σε παντρευτώ και θα σε κάνω άντρα μου

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΚΟΝΤΟΔΙΝΑ

11

ΙΩΑΝΝΑ ΒΕΛΛΗ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΦΗΓΗΤΕΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ

Τα παραμύθια που θα διαβάσετε τα έχω συγκεντρώσει από τη γιαγιά μου και τον παππού

μου Το όνομα της γιαγιάς μου είναι Καψάλη Αναστασία και είναι 59 χρονών Είναι πολύ

καλή νοικοκυρά μαγειρεύει υπέροχα μου μαθαίνει πώς να γίνω αντάξια νοικοκυρά με

αυτήν και ζει στο Προσήλιο Το όνομα του παππού μου είναι Καψάλης Αριστείδης και

είναι 71 χρονών Είναι πολύ καλός πλακατζής η δουλειά του είναι αγρότης και

συνταξιούχος μου μαθαίνει τις αγροτικές δουλειές στα χωράφια και ζει στο Προσήλιο Τα

παραμύθια τα διηγούνταν ο παππούς μου και η γιαγιά μου στα παιδιά τους για να τους

διδάξουν πως το κακό και το πονηρό πάντα τιμωρείται

12

Η ΜΑΡΩ

Κάποτε ζούσε σε ένα χωριό μια ευτυχισμένη οικογένεια Όμως μια μέρα η μητέρα

αρρώστησε βαριά και πέθανε Ο πατέρας ταξίδευε συνέχεια και το κοριτσάκι η Μάρω

έμενε μόνο στο σπίτι Ώσπου μια μέρα ο πατέρας αποφάσισε να παντρευτεί Πήρε λοιπόν μια

γυναίκα που είχε και εκείνη μια κόρη αλλά ζήλευαν πάρα πολύ την μικρή Μάρω

Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και ο πατέρας έφυγε ταξίδι Η μητριά με την κόρη της

έκαναν ένα σχέδιο Να πάνε δήθεν για ξύλα αλλά να αφήσουν την Μάρω να χαθεί Έτσι κι

έγινε Άφησαν την Μάρω στο δάσος να χαθεί για να την φάνε τα άγρια ζώα και αυτές

έφυγαν στο σπίτι

Η Μάρω άρχισε να κλαίει και την άκουσε ένας βοσκός την πλησίασε και της είπε τι

συμβαίνει Η Μάρω του είπε τι συνέβη και ο βοσκός την πήγε στο σπίτι της Μόλις είδαν την

Μάρω στο σπίτι άρχισαν να σχεδιάζουν άλλο σχέδιο

13

Το καινούριο σχέδιο ήταν να ζυμώσουν μια κλούρα και να πάνε για ξύλαΗ μητριά

έβαλε την Μάρω να ζυμώσει μια κλούρα και πήγαν για ξύλα Μετά από ώρα η μητριά τούς

είπε να πάνε στο χάβο

Όταν έφτασαν εκεί άρχισε να νυχτώνει Η μητριά βρήκε μια δικαιολογία και έφυγε

Η Μάρω άρχισε να περπατάει με την κλούρα στο χέρι και καθώς ο δρόμος ήταν πολύ στενός

την έπεσε η κλούρα κάτω στο γκρεμό και η μητριά της την επέβαλε να πάει να την πάρειhellip

14

Τι να κάνει λοιπόν η Μάρω πήγε να την πάρει αλλά όταν έφτασε εκεί οι

καλικάτζαροι έκαναν γάμο

Μόλις είδαν τη Μάρω άρχισαν να λένε

- Ήρθ`η νύφη ήρθ`η νύφη

Και την ρωτούν

ndash Μάρω Μάρω τι θες να σε φέρουμε

Και η Μάρω έλεγε σιγά ndash σιγά

ndash Θεεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεεεέλω ένα φόρεμα θεεεεεεεέλω παπούτσια θεεεεεεέλω ένα

γαϊδούρι θεεεεεεεέλω παράδες θεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεέλω hellip

Πολλά πράγματα και τα έλεγε όλα πολύ αργά μέχρι το ξημέρωμα Μόλις άρχισαν να

λαλούν τα κοκόρια οι καλικάτζαροι έφυγαν και η Μάρω πήρε τα πράγματα με το γαϊδούρι

και πήγε στο σπίτι της καβάλα στο γαϊδούρι και με πολλές λίρες

Μόλις τα είδε η μητριά της ζήλεψε και έστειλε και την κόρη της αλλά εκείνη τα είπε

όλα τόσο γρήγορα που στο τέλος δεν είχε να πει τίποτα και την φάγανε οι καλικάτζαροι και

η μητριά της περίμενεhellip περίμενεhellip αλλά τίποτα

Ήρθε και ο πατέρας από το ταξίδι ρώτησε την γυναίκα του πού ήταν η κόρη της και η

μητριά είπε έτσι κι έτσι

15

Μετά από μέρες ένας βοσκός βρήκε τον πατέρα της Μάρως και του λέει ότι η

γυναίκα του δεν φερόταν καλά στην κόρη του Τότε ο καημένος ο άνδρας ρώτησε την Μάρω

τι συνέβη αλλά η Μάρω δεν του είπε τίποτα γιατί είχε καλή καρδιά Ο πατέρας όμως έδιωξε

την μητριά από το σπίτι και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλυτέρα

Ο ΚΛΗΤΣΙΝΙΚΟΛΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο χωριό ζούσε ένα ζευγάρι χωρικοί Είχανε πολλά

μελίσσια Μια μέρα η πονηρή η αλεπού πάντα λιγουρευόταν το μέλι και έλεγε από μέσα της

-Αχ να`χα λίγο φρέσκο μέλι αλλά πώς να πάω να το πάρω

Της ήρθε λοιπόν ένα πρωί μια ιδέα στο μυαλό της και το έκανε Ξεγέλασε τον φίλο

της τον λύκο και τον λέει

-Φίλε Κλητσινικόλα να πάμε να κλέψουμε από τους χωρικούς το μέλι αλλά εσύ θα

πας να το πάρεις και εγώ θα φυλάγω για να μη μας πιάσουν

ndash Καλά λέει ο λύκος

Ο Κλητσινικόλας φέρνει το μέλι αλλά η πονηρή η κυρά Μάρω το θέλει για τον

εαυτό της και λέει στο λύκο

-Γύρνα να δεις Κλητσινικόλα πέρα στο δρόμο Περνούν μια νύφη με τα τσιτσιλίδια

Ο λύκος γύρισε κι έτσι μονοκόμματος που είναι η αλεπού τον πήρε το μέλι κι έμεινε

ο Κλητσινικόλας με την όρεξη κι ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

16

Ο ΠΑΠΑΣ ΚΙ`ΑΛΟΥΠΟΥ

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα χωριό ζούσε ένας παπάς με την γυναίκα του την παπαδιά

Κάθε εβδομάδα ο παπάς πήγαινε σε κάποιο διπλανό χωριό και λειτουργούσε Όταν τελείωνε

η λειτουργία ο παπάς γυρνούσε στο χωριό του

Η Αλούπου τον παρακολουθούσε κι έβλεπε τον παπά να`χει πάνω στο κάρο κι ένα

δισάκι με λειτουργιές

Σκέφτηκε λοιπόν η αλούπου πώς να πάρει της λειτουργιές

laquoΘα κάνω την ψόφιαraquo λέει και πέφτει στο δρόμο που περνούσε ο παπάς και έκανε την

ψόφια Ο Παπάς χωρίς να χάσει ώρα την βάζει στο κάρο του αλλά αυτή μέχρι να φτάσουν

στο σπίτι έριχνε τις λειτουργιές από μια ndash μια κάτω

17

Φτάνει στο σπίτι ο παπάς και φωνάζει την παπαδιά

-Έβγα έξω παπαδιά να δεις τι σου`φερα μια γούνα Η παπαδιά από την χαρά της πέταξε τα

ρούχα της στη φωτιά και βγήκε έξω

ndashΔώσε μου τη γούνα αφέντη του λέει η παπαδιά

Ο Παπάς πάει και ψάχνει να βρει την αλεπού hellip Ούτε η αλεπού ουτ`οι λειτουργιές Τότε

κατάλαβε ο παπάς τι είχε συμβεί Τον είχε ξεγελάσει άσχημα η αλεπού και η παπαδιά

φόρεσε το ράσο του παπά

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΙΟΥ

18

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια οικογένεια που είχε τρία αγόρια Όλη η περιουσία τους

ήταν ένα χωράφι που το βάλανε αμπέλι Ο νοικοκύρης ήταν νέος και δούλευε το αμπέλι

Έβγαζε το κρασί το τσίπουρο και ζούσε την οικογένειά του

Πέρασαν τα χρόνια και ο νοικοκύρης του αμπελιού γέρασε Και μια μέρα κάλεσε τον

πρώτο του τον γιο και του λέει

ndash Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι Να το δουλέψεις εσύ

Αλλά ο γιος του δεν θέλησε κι έφυγε

Μετά κάλεσε και τον δεύτερο γιο και λέει και σrsquo αυτόν τα ίδια

Αλλά και ο δεύτερος ο γιος πάλι δεν θέλησε να δουλέψει το αμπέλι

Μετά κάλεσε και τον μικρό του τον γιο που ήταν πιο νέος και του λέει

- Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι πρέπει να το δουλέψεις εσύ

-Ναι πατέρα θα πάω εγώ στο αμπέλι να το σκάψω

Κι ο πατέρας του δίνει μια συμβουλή

-Να σκάψεις να κορφολογήσεις να το κλαδέψεις και θα βρεις θησαυρό

Άρχισε να το δουλεύει το αμπέλι Αφού το δούλεψε ανταμείφθηκε από τον κόπο του

19

Κι έμεινε ο μύθος Για βάλε νιους και σκάψε με γέρους και κλάδεψέ με Βάλε κορίτσια

ανύπαντρα να με κορφολογήσουν

Που σημαίνει ότι ο νέος τα καταφέρνει καλύτερα από ένα γέρο και ότι το αμπέλι θέλει

δουλειά από νέους

20

TO ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΔΙΑ

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο Ήταν πολύ γέροι και δεν είχαν παιδιά

Κάθε μέρα προσεύχονταν κι έλεγαν στο θεό

-Σε παρακαλούμε Θεέ μας δώσε μας ένα ποντίκι να το έχουμε για παρηγοριά

Κι έτσι κι έγινε η επιθυμία τους Ο θεός τους έστειλε ένα ποντικάκι

Μια μέρα ο παππούς πήγε στο χωράφι και η γιαγιά τούς έκανε πίτα αλλά δεν είχε με

ποιον να την στείλει και το ποντίκι λέει στην γιαγιά να πάει αυτό Η γιαγιά το έστειλε και

πήγε στο χωράφι Το ποντίκι μόλις έφτασε φωνάζει τον παππού

- Από πού θα`ρθω να φέρω την πίτα Και ο παππούς του λέει

- Από γύρω-γύρω

Και το ποντίκι τρώει το γύρω και ξανά ρωτάει

- Παππού από πού να`ρθω

- Απάνω

Τρώει και το πάνω το φύλο και ξανά ρωτά

-Παππού από πού να`ρθω

- Από μέσα λέει ο παππούς Τρώει και τη γέμιση μετά τρώει και το κάτω και η πίτα

τελείωσε Αλλά ο παππούς δεν μάλωσε το ποντίκι Τότε άρχισε να βρέχει και το ποντίκι πήγε

κάτω από το μεγάλο μανιτάρι και πού πας και έρχεσαι ήρθε το βόδι και έφαγε το μανιτάρι

μαζί και το ποντίκι

21

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 6: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού

Oι Έλληνες λαογράφοι υπογραμμίζουν τα γνωρίσματα του ελληνικού παραμυθιού

1 H αφήγηση του παραμυθιού γίνεται σε τοπικές ελληνικές διαλέκτους

2 Tα ελληνικά παραμύθια έχουν εισαγωγικά και καταληκτικά μοτίβα καθώς επίσης και

ευχάριστες παρεμβολές που τα χαρακτηρίζουν και τα διαφοροποιούν από παραμύθια άλλων

λαών Έτσι συχνά το ελληνικό παραμύθι αρχίζει με τη φράση laquoKόκκινη κλωστή δεμένη

στην ανέμη γυρισμένη δος της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι να αρχινίσειraquo στη συνέχεια

μπορεί να παρεμβαίνουν κατά τη διάρκεια της αφήγησης ευχάριστα σχόλια του τύπου

laquoΨέμματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθιαraquo ενώ στο τέλος το παραμύθι να καταλήγει στο

πολύ γνωστό laquoέζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραraquo αλλά μπορεί και να τελειώνει και με

πιο ανορθόδοξους τρόπους laquoκαι πέρασα και γω από κει και μου lsquoδώσαν ένα πιάτο φακήraquo ή

laquoμια κούπα κρασίraquo ή laquoεσείς στα αγκάθια και μεις στα βαμπάκιαraquo

3 Στα ελληνικά παραμύθια υπάρχει μια διάθεση περιγραφής του χώρου και του

περιβάλλοντος που μας δίνει στοιχεία πολιτιστικά των τοπικών κοινωνιών (πχ τις τότε

διατροφικές συνήθειες αναφορά σε αγροτικές εργασίες κατανεμημένες βάσει των

διαφορετικών εποχών του χρόνου περιγραφή εργαλείων τοπικά ήθη και έθιμα κλπ)

Aλλά και οι ήρωες των ελληνικών παραμυθιών συνήθως είναι άνθρωποι καθημερινοί

απλοί στους οποίους οι ακροατές του παραμυθιού βρίσκουν κοινά στοιχεία Συνολικά

λοιπόν το ελληνικό παραμύθι αποπνέει μια οικειότητα στο κοινό του

4 Στο ελληνικό παραμύθι υπάρχει μια διάθεση διδακτική που φανερώνεται περισσότερο από

τη (συνήθως πολύ σκληρή) τιμωρία των κακών H τιμωρία των κακών στο ελληνικό

παραμύθι λειτουργεί περισσότερο ως τρόπος απονομής δικαιοσύνης και αποκατάστασης του

δικαίου

5 Aνάλογα και οι αξίες που προβάλλονται στα ελληνικά παραμύθια χαρακτηρίζονται από

μια έντονη ηθική πρόθεση

6 Tα ελληνικά παραμύθια στις αυθεντικές τους εκδοχές όχι μόνο έχουν μια διάθεση

αστείου και χωρατού αλλά επιπλέον και μια τάση για βωμολοχίες

Eίναι εμφανές ότι η βασική λειτουργία του ελληνικού παραμυθιού είναι να βρίσκεται

κοντά στην καθημερινότητα του απλού ανθρώπου να τον συντροφεύει και να τον

ανακουφίζει από το μόχθο ή και τη σκληρότητα της πραγματικότητας Άλλωστε η ελληνική

λέξη laquoπαραμύθιraquo ετυμολογείται από τη λέξη laquoπαραμυθίαraquo ή από το ρήμα laquoπαραμυθέομαι-

ούμαιraquo και σημαίνει παρηγοριάπαρηγορώ

6

Ε Οι Έλληνες παραμυθάδες

Tα παραμύθια γεννιούνται σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον που

διαμορφώνεται από τον παραμυθά από το ακροατήριό του και από το χώρο Tο κλειδί σrsquo

αυτή την αμφίδρομη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα τρία αυτά στοιχεία είναι οι

ανάγκες του ακροατηρίου στις οποίες κάθε φορά θα πρέπει ο παραμυθάς να προσαρμόζει τις

αφηγήσεις του Ότι καθιερώνεται ως παράδοση είναι μονάχα αυτό που άρεσε στην

ευρύτερη κοινότητα O παραμυθάς μέσα από την εμπειρία που έχει αποκτήσει από την

προφορική παράδοση καθώς συνήθως αφηγείται κάθε είδους ιστορίες αναπτύσσει

ιδιαίτερες ικανότητες καλό μνημονικό και συνθετική ικανότητα ώστε να περικόπτει μοτίβα

από τα παραμύθια να προσθέτει άλλα ή να επιμηκύνει τις ιστορίες

Oι παραμυθάδες συνεχίζουν την παράδοση Aυτοί αναμεταδίδουν το ήδη υπάρχον

υλικό των προφορικών αφηγήσεων πολλες φορές μάλιστα παρεμβαίνοντας γλωσσικά για

να κάνουν το προφορικό κείμενο ακόμη και πιο λόγιο Πέρα όμως από τη συντηρητική

δράση των Eλλήνων παραμυθάδων η στάση τους απέναντι στο παραμυθιακό υλικό είναι

και ανανεωτική Φρόντιζαν να εισάγουν τα προσωπικά τους βιώματα στην αφήγηση είτε με

την αντικατάσταση της τοπιογραφίας του παραμυθιού με ονόματα της περιοχής είτε

προσθέτοντας χαρακτηριστικά στους ήρωες που θα μπορούσαν να τους συσχετίσουν με

γνωστά κοινωνικά γεγονότα της κοινότητας Έτσι στον παραμυθά οφείλονται κάποιες

φράσεις του παραμυθιού φορτισμένες συναισθηματικά προσδίδοντάς του περισσότερη

εσωτερικότητα

Oι παραμυθάδες ήταν άντρες και γυναίκες μεγάλης ηλικίας Από τον καθηγητή

Eλληνικής Λαογραφίας Στίλπωνα Kυριακίδη έχει εκφρασθεί η άποψη ότι ο σταδιακός

περιορισμός του παραμυθιού στο χώρο των γυναικών συνετέλεσε ώστε το παραμύθι να

χάσει την αφηγηματική του ρώμη Γίνεται πιο απλό ενώ απαλείφονται φράσεις που δεν

ταίριαζαν στο επίπεδο του ακροατηρίου

Πέρα όμως από τον παραμυθά υπάρχει και το ακροατήριο του ένα ακροατήριο που

έχει ενεργητικό ρόλο και δρα δυναμικά με τις επιθυμίες του για την εξέλιξη της πλοκής των

παραμυθιών και την εν γένει διαμόρφωσή τους Tο ακροατήριο ήταν διπλό ενηλίκων και

παιδιών Aπό την άλλη οι περιστάσεις και οι χώροι στους οποίους λέγονταν παραμύθια

είναι δύο ειδών οι επαγγελματικοί χώροι πολύ περισσότερο για επαγγέλματα που

απαιτούσαν ομαδική εργασία και οι χώροι ανάπαυσης όπως τα καφενεία τα καράβια μετά

το τέλος της δουλειάς και οι εσπερινές συνάξεις σε διάφορα σπίτια Aπrsquo ότι φαίνεται η

7

καλύτερη εποχή του χρόνου για παραμύθια ήταν ο χειμώνας όταν όλοι μαζεύονταν γύρω

από τη φωτιά για να εργασθούν ή να ψυχαγωγηθούν

Επιμέλεια Κούτσιανος Γιάννης

8

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

ο παραμύθι που θα ακολουθήσει μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου Το όνομά της

είναι Ψαρρά Πηνελόπη είναι εξήντα εννέα χρονών Έχει τελειώσει το Δημοτικό

είναι νοικοκυρά ndash συνταξιούχος και ζει στα Σέρβια Η αφήγηση του παραμυθιού

γινόταν από τη γιαγιά ή τη μαμά στα παιδιά της για να κοιμηθούν ή για να ηρεμήσουν Έτσι

και η γιαγιά μου το άκουσε από την μαμά της όταν ήτανε μικρή Τα παραμύθια είχαν

σημαντική θέση στη ζωή των ανθρώπων πριν την εφεύρεση της τηλεόρασης Ο χαρακτήρας

τους ήταν παιδαγωγικός ψυχαγωγικός και διδακτικός

ΤΤο παραμύθι έχει ως εξήςhellip

Κόκκινη κλωστή δεμένη

στην ανέμη τυλιγμένη

Δώσrsquo της κλότσο να γυρίσει

παραμύθι να αρχινίσει

ια φορά κι έναν καιρό ήταν μια

βασίλισσα η οποία ήθελε να παντρευτεί

αλλά ήθελε να πάρει τον πιο έξυπνο

άντρα του κόσμου Γιrsquo αυτό το λόγο έβγαλε μια διαταγή στο βασίλειό της πως όποιος πάει

και της πει το πιο δύσκολο αίνιγμα και δεν το βρει θα τον παντρευτεί Αλλά αν το έβρισκε

θα τον αποκεφάλιζε και θα έχτιζε έναν πύργο από τα κεφάλια τους

Μ Ένας νεαρός αποφάσισε να πάει και είπε ότι θα πάω να πω ένα αίνιγμα Λέει η μάνα του

laquo Που θα πας παιδάκι μου Θα το βρει η βασίλισσα και θα σε σκοτώσειraquo Γιrsquoαυτό και η

μάνα του τον έκανε μια πίτα και έβαλε δηλητήριο στην πίτα για να την φάει στον δρόμο για

9

να μην τον σκοτώσει η βασίλισσα

Ξεκίνησε να πάει και είχε ένα σκυλάκι που το έλεγαν Μορφούλα Στο δρόμο που

πήγαινε πείνασε αλλά προτού φάει αυτός έδωσε στο σκυλάκι να φάει Μόλις έφαγε το σκυλί

την πίτα ψόφησε και κατάλαβε ότι η μαμά του τον έβαλε δηλητήριο στην πίτα

Στον δρόμο που πήγαινε πείνασε Βλέπει ένα ελάφι που ήταν έγκυος

10

Σκότωσε το ελάφι αλλά έφαγε αυτό που είχε μέσα στην κοιλιά του όχι το ίδιο

Περπατούσε περπατούσε δίψασε Βρήκε μια εκκλησία Πήγε στο καντήλι της

εκκλησίας και ήπιε το νερό που είχε μέσα το καντήλι

Έφτασε στην βασίλισσα και της λέει ήρθα να σου πω ένα αίνιγμα

Της λέειhellip laquoΗ Μορφούλα έφαγε την πιτούλα κι η πιτούλα την Μορφούλα Εγώ

σκότωσα εκείνο που έβλεπα και έφαγα εκείνο που δεν έβλεπα ήπια νερό που δεν ακουμπούσε

ούτε στη γη ούτε στον ουρανόraquo

Τι είναι

Η βασίλισσα άνοιξε όλα τα βιβλία που είχε έψαξε και δεν το βρήκε πουθενά

Είπε ότι είναι πολύ έξυπνος γιrsquoαυτό θα σε παντρευτώ και θα σε κάνω άντρα μου

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΚΟΝΤΟΔΙΝΑ

11

ΙΩΑΝΝΑ ΒΕΛΛΗ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΦΗΓΗΤΕΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ

Τα παραμύθια που θα διαβάσετε τα έχω συγκεντρώσει από τη γιαγιά μου και τον παππού

μου Το όνομα της γιαγιάς μου είναι Καψάλη Αναστασία και είναι 59 χρονών Είναι πολύ

καλή νοικοκυρά μαγειρεύει υπέροχα μου μαθαίνει πώς να γίνω αντάξια νοικοκυρά με

αυτήν και ζει στο Προσήλιο Το όνομα του παππού μου είναι Καψάλης Αριστείδης και

είναι 71 χρονών Είναι πολύ καλός πλακατζής η δουλειά του είναι αγρότης και

συνταξιούχος μου μαθαίνει τις αγροτικές δουλειές στα χωράφια και ζει στο Προσήλιο Τα

παραμύθια τα διηγούνταν ο παππούς μου και η γιαγιά μου στα παιδιά τους για να τους

διδάξουν πως το κακό και το πονηρό πάντα τιμωρείται

12

Η ΜΑΡΩ

Κάποτε ζούσε σε ένα χωριό μια ευτυχισμένη οικογένεια Όμως μια μέρα η μητέρα

αρρώστησε βαριά και πέθανε Ο πατέρας ταξίδευε συνέχεια και το κοριτσάκι η Μάρω

έμενε μόνο στο σπίτι Ώσπου μια μέρα ο πατέρας αποφάσισε να παντρευτεί Πήρε λοιπόν μια

γυναίκα που είχε και εκείνη μια κόρη αλλά ζήλευαν πάρα πολύ την μικρή Μάρω

Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και ο πατέρας έφυγε ταξίδι Η μητριά με την κόρη της

έκαναν ένα σχέδιο Να πάνε δήθεν για ξύλα αλλά να αφήσουν την Μάρω να χαθεί Έτσι κι

έγινε Άφησαν την Μάρω στο δάσος να χαθεί για να την φάνε τα άγρια ζώα και αυτές

έφυγαν στο σπίτι

Η Μάρω άρχισε να κλαίει και την άκουσε ένας βοσκός την πλησίασε και της είπε τι

συμβαίνει Η Μάρω του είπε τι συνέβη και ο βοσκός την πήγε στο σπίτι της Μόλις είδαν την

Μάρω στο σπίτι άρχισαν να σχεδιάζουν άλλο σχέδιο

13

Το καινούριο σχέδιο ήταν να ζυμώσουν μια κλούρα και να πάνε για ξύλαΗ μητριά

έβαλε την Μάρω να ζυμώσει μια κλούρα και πήγαν για ξύλα Μετά από ώρα η μητριά τούς

είπε να πάνε στο χάβο

Όταν έφτασαν εκεί άρχισε να νυχτώνει Η μητριά βρήκε μια δικαιολογία και έφυγε

Η Μάρω άρχισε να περπατάει με την κλούρα στο χέρι και καθώς ο δρόμος ήταν πολύ στενός

την έπεσε η κλούρα κάτω στο γκρεμό και η μητριά της την επέβαλε να πάει να την πάρειhellip

14

Τι να κάνει λοιπόν η Μάρω πήγε να την πάρει αλλά όταν έφτασε εκεί οι

καλικάτζαροι έκαναν γάμο

Μόλις είδαν τη Μάρω άρχισαν να λένε

- Ήρθ`η νύφη ήρθ`η νύφη

Και την ρωτούν

ndash Μάρω Μάρω τι θες να σε φέρουμε

Και η Μάρω έλεγε σιγά ndash σιγά

ndash Θεεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεεεέλω ένα φόρεμα θεεεεεεεέλω παπούτσια θεεεεεεέλω ένα

γαϊδούρι θεεεεεεεέλω παράδες θεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεέλω hellip

Πολλά πράγματα και τα έλεγε όλα πολύ αργά μέχρι το ξημέρωμα Μόλις άρχισαν να

λαλούν τα κοκόρια οι καλικάτζαροι έφυγαν και η Μάρω πήρε τα πράγματα με το γαϊδούρι

και πήγε στο σπίτι της καβάλα στο γαϊδούρι και με πολλές λίρες

Μόλις τα είδε η μητριά της ζήλεψε και έστειλε και την κόρη της αλλά εκείνη τα είπε

όλα τόσο γρήγορα που στο τέλος δεν είχε να πει τίποτα και την φάγανε οι καλικάτζαροι και

η μητριά της περίμενεhellip περίμενεhellip αλλά τίποτα

Ήρθε και ο πατέρας από το ταξίδι ρώτησε την γυναίκα του πού ήταν η κόρη της και η

μητριά είπε έτσι κι έτσι

15

Μετά από μέρες ένας βοσκός βρήκε τον πατέρα της Μάρως και του λέει ότι η

γυναίκα του δεν φερόταν καλά στην κόρη του Τότε ο καημένος ο άνδρας ρώτησε την Μάρω

τι συνέβη αλλά η Μάρω δεν του είπε τίποτα γιατί είχε καλή καρδιά Ο πατέρας όμως έδιωξε

την μητριά από το σπίτι και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλυτέρα

Ο ΚΛΗΤΣΙΝΙΚΟΛΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο χωριό ζούσε ένα ζευγάρι χωρικοί Είχανε πολλά

μελίσσια Μια μέρα η πονηρή η αλεπού πάντα λιγουρευόταν το μέλι και έλεγε από μέσα της

-Αχ να`χα λίγο φρέσκο μέλι αλλά πώς να πάω να το πάρω

Της ήρθε λοιπόν ένα πρωί μια ιδέα στο μυαλό της και το έκανε Ξεγέλασε τον φίλο

της τον λύκο και τον λέει

-Φίλε Κλητσινικόλα να πάμε να κλέψουμε από τους χωρικούς το μέλι αλλά εσύ θα

πας να το πάρεις και εγώ θα φυλάγω για να μη μας πιάσουν

ndash Καλά λέει ο λύκος

Ο Κλητσινικόλας φέρνει το μέλι αλλά η πονηρή η κυρά Μάρω το θέλει για τον

εαυτό της και λέει στο λύκο

-Γύρνα να δεις Κλητσινικόλα πέρα στο δρόμο Περνούν μια νύφη με τα τσιτσιλίδια

Ο λύκος γύρισε κι έτσι μονοκόμματος που είναι η αλεπού τον πήρε το μέλι κι έμεινε

ο Κλητσινικόλας με την όρεξη κι ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

16

Ο ΠΑΠΑΣ ΚΙ`ΑΛΟΥΠΟΥ

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα χωριό ζούσε ένας παπάς με την γυναίκα του την παπαδιά

Κάθε εβδομάδα ο παπάς πήγαινε σε κάποιο διπλανό χωριό και λειτουργούσε Όταν τελείωνε

η λειτουργία ο παπάς γυρνούσε στο χωριό του

Η Αλούπου τον παρακολουθούσε κι έβλεπε τον παπά να`χει πάνω στο κάρο κι ένα

δισάκι με λειτουργιές

Σκέφτηκε λοιπόν η αλούπου πώς να πάρει της λειτουργιές

laquoΘα κάνω την ψόφιαraquo λέει και πέφτει στο δρόμο που περνούσε ο παπάς και έκανε την

ψόφια Ο Παπάς χωρίς να χάσει ώρα την βάζει στο κάρο του αλλά αυτή μέχρι να φτάσουν

στο σπίτι έριχνε τις λειτουργιές από μια ndash μια κάτω

17

Φτάνει στο σπίτι ο παπάς και φωνάζει την παπαδιά

-Έβγα έξω παπαδιά να δεις τι σου`φερα μια γούνα Η παπαδιά από την χαρά της πέταξε τα

ρούχα της στη φωτιά και βγήκε έξω

ndashΔώσε μου τη γούνα αφέντη του λέει η παπαδιά

Ο Παπάς πάει και ψάχνει να βρει την αλεπού hellip Ούτε η αλεπού ουτ`οι λειτουργιές Τότε

κατάλαβε ο παπάς τι είχε συμβεί Τον είχε ξεγελάσει άσχημα η αλεπού και η παπαδιά

φόρεσε το ράσο του παπά

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΙΟΥ

18

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια οικογένεια που είχε τρία αγόρια Όλη η περιουσία τους

ήταν ένα χωράφι που το βάλανε αμπέλι Ο νοικοκύρης ήταν νέος και δούλευε το αμπέλι

Έβγαζε το κρασί το τσίπουρο και ζούσε την οικογένειά του

Πέρασαν τα χρόνια και ο νοικοκύρης του αμπελιού γέρασε Και μια μέρα κάλεσε τον

πρώτο του τον γιο και του λέει

ndash Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι Να το δουλέψεις εσύ

Αλλά ο γιος του δεν θέλησε κι έφυγε

Μετά κάλεσε και τον δεύτερο γιο και λέει και σrsquo αυτόν τα ίδια

Αλλά και ο δεύτερος ο γιος πάλι δεν θέλησε να δουλέψει το αμπέλι

Μετά κάλεσε και τον μικρό του τον γιο που ήταν πιο νέος και του λέει

- Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι πρέπει να το δουλέψεις εσύ

-Ναι πατέρα θα πάω εγώ στο αμπέλι να το σκάψω

Κι ο πατέρας του δίνει μια συμβουλή

-Να σκάψεις να κορφολογήσεις να το κλαδέψεις και θα βρεις θησαυρό

Άρχισε να το δουλεύει το αμπέλι Αφού το δούλεψε ανταμείφθηκε από τον κόπο του

19

Κι έμεινε ο μύθος Για βάλε νιους και σκάψε με γέρους και κλάδεψέ με Βάλε κορίτσια

ανύπαντρα να με κορφολογήσουν

Που σημαίνει ότι ο νέος τα καταφέρνει καλύτερα από ένα γέρο και ότι το αμπέλι θέλει

δουλειά από νέους

20

TO ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΔΙΑ

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο Ήταν πολύ γέροι και δεν είχαν παιδιά

Κάθε μέρα προσεύχονταν κι έλεγαν στο θεό

-Σε παρακαλούμε Θεέ μας δώσε μας ένα ποντίκι να το έχουμε για παρηγοριά

Κι έτσι κι έγινε η επιθυμία τους Ο θεός τους έστειλε ένα ποντικάκι

Μια μέρα ο παππούς πήγε στο χωράφι και η γιαγιά τούς έκανε πίτα αλλά δεν είχε με

ποιον να την στείλει και το ποντίκι λέει στην γιαγιά να πάει αυτό Η γιαγιά το έστειλε και

πήγε στο χωράφι Το ποντίκι μόλις έφτασε φωνάζει τον παππού

- Από πού θα`ρθω να φέρω την πίτα Και ο παππούς του λέει

- Από γύρω-γύρω

Και το ποντίκι τρώει το γύρω και ξανά ρωτάει

- Παππού από πού να`ρθω

- Απάνω

Τρώει και το πάνω το φύλο και ξανά ρωτά

-Παππού από πού να`ρθω

- Από μέσα λέει ο παππούς Τρώει και τη γέμιση μετά τρώει και το κάτω και η πίτα

τελείωσε Αλλά ο παππούς δεν μάλωσε το ποντίκι Τότε άρχισε να βρέχει και το ποντίκι πήγε

κάτω από το μεγάλο μανιτάρι και πού πας και έρχεσαι ήρθε το βόδι και έφαγε το μανιτάρι

μαζί και το ποντίκι

21

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 7: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Ε Οι Έλληνες παραμυθάδες

Tα παραμύθια γεννιούνται σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον που

διαμορφώνεται από τον παραμυθά από το ακροατήριό του και από το χώρο Tο κλειδί σrsquo

αυτή την αμφίδρομη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα τρία αυτά στοιχεία είναι οι

ανάγκες του ακροατηρίου στις οποίες κάθε φορά θα πρέπει ο παραμυθάς να προσαρμόζει τις

αφηγήσεις του Ότι καθιερώνεται ως παράδοση είναι μονάχα αυτό που άρεσε στην

ευρύτερη κοινότητα O παραμυθάς μέσα από την εμπειρία που έχει αποκτήσει από την

προφορική παράδοση καθώς συνήθως αφηγείται κάθε είδους ιστορίες αναπτύσσει

ιδιαίτερες ικανότητες καλό μνημονικό και συνθετική ικανότητα ώστε να περικόπτει μοτίβα

από τα παραμύθια να προσθέτει άλλα ή να επιμηκύνει τις ιστορίες

Oι παραμυθάδες συνεχίζουν την παράδοση Aυτοί αναμεταδίδουν το ήδη υπάρχον

υλικό των προφορικών αφηγήσεων πολλες φορές μάλιστα παρεμβαίνοντας γλωσσικά για

να κάνουν το προφορικό κείμενο ακόμη και πιο λόγιο Πέρα όμως από τη συντηρητική

δράση των Eλλήνων παραμυθάδων η στάση τους απέναντι στο παραμυθιακό υλικό είναι

και ανανεωτική Φρόντιζαν να εισάγουν τα προσωπικά τους βιώματα στην αφήγηση είτε με

την αντικατάσταση της τοπιογραφίας του παραμυθιού με ονόματα της περιοχής είτε

προσθέτοντας χαρακτηριστικά στους ήρωες που θα μπορούσαν να τους συσχετίσουν με

γνωστά κοινωνικά γεγονότα της κοινότητας Έτσι στον παραμυθά οφείλονται κάποιες

φράσεις του παραμυθιού φορτισμένες συναισθηματικά προσδίδοντάς του περισσότερη

εσωτερικότητα

Oι παραμυθάδες ήταν άντρες και γυναίκες μεγάλης ηλικίας Από τον καθηγητή

Eλληνικής Λαογραφίας Στίλπωνα Kυριακίδη έχει εκφρασθεί η άποψη ότι ο σταδιακός

περιορισμός του παραμυθιού στο χώρο των γυναικών συνετέλεσε ώστε το παραμύθι να

χάσει την αφηγηματική του ρώμη Γίνεται πιο απλό ενώ απαλείφονται φράσεις που δεν

ταίριαζαν στο επίπεδο του ακροατηρίου

Πέρα όμως από τον παραμυθά υπάρχει και το ακροατήριο του ένα ακροατήριο που

έχει ενεργητικό ρόλο και δρα δυναμικά με τις επιθυμίες του για την εξέλιξη της πλοκής των

παραμυθιών και την εν γένει διαμόρφωσή τους Tο ακροατήριο ήταν διπλό ενηλίκων και

παιδιών Aπό την άλλη οι περιστάσεις και οι χώροι στους οποίους λέγονταν παραμύθια

είναι δύο ειδών οι επαγγελματικοί χώροι πολύ περισσότερο για επαγγέλματα που

απαιτούσαν ομαδική εργασία και οι χώροι ανάπαυσης όπως τα καφενεία τα καράβια μετά

το τέλος της δουλειάς και οι εσπερινές συνάξεις σε διάφορα σπίτια Aπrsquo ότι φαίνεται η

7

καλύτερη εποχή του χρόνου για παραμύθια ήταν ο χειμώνας όταν όλοι μαζεύονταν γύρω

από τη φωτιά για να εργασθούν ή να ψυχαγωγηθούν

Επιμέλεια Κούτσιανος Γιάννης

8

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

ο παραμύθι που θα ακολουθήσει μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου Το όνομά της

είναι Ψαρρά Πηνελόπη είναι εξήντα εννέα χρονών Έχει τελειώσει το Δημοτικό

είναι νοικοκυρά ndash συνταξιούχος και ζει στα Σέρβια Η αφήγηση του παραμυθιού

γινόταν από τη γιαγιά ή τη μαμά στα παιδιά της για να κοιμηθούν ή για να ηρεμήσουν Έτσι

και η γιαγιά μου το άκουσε από την μαμά της όταν ήτανε μικρή Τα παραμύθια είχαν

σημαντική θέση στη ζωή των ανθρώπων πριν την εφεύρεση της τηλεόρασης Ο χαρακτήρας

τους ήταν παιδαγωγικός ψυχαγωγικός και διδακτικός

ΤΤο παραμύθι έχει ως εξήςhellip

Κόκκινη κλωστή δεμένη

στην ανέμη τυλιγμένη

Δώσrsquo της κλότσο να γυρίσει

παραμύθι να αρχινίσει

ια φορά κι έναν καιρό ήταν μια

βασίλισσα η οποία ήθελε να παντρευτεί

αλλά ήθελε να πάρει τον πιο έξυπνο

άντρα του κόσμου Γιrsquo αυτό το λόγο έβγαλε μια διαταγή στο βασίλειό της πως όποιος πάει

και της πει το πιο δύσκολο αίνιγμα και δεν το βρει θα τον παντρευτεί Αλλά αν το έβρισκε

θα τον αποκεφάλιζε και θα έχτιζε έναν πύργο από τα κεφάλια τους

Μ Ένας νεαρός αποφάσισε να πάει και είπε ότι θα πάω να πω ένα αίνιγμα Λέει η μάνα του

laquo Που θα πας παιδάκι μου Θα το βρει η βασίλισσα και θα σε σκοτώσειraquo Γιrsquoαυτό και η

μάνα του τον έκανε μια πίτα και έβαλε δηλητήριο στην πίτα για να την φάει στον δρόμο για

9

να μην τον σκοτώσει η βασίλισσα

Ξεκίνησε να πάει και είχε ένα σκυλάκι που το έλεγαν Μορφούλα Στο δρόμο που

πήγαινε πείνασε αλλά προτού φάει αυτός έδωσε στο σκυλάκι να φάει Μόλις έφαγε το σκυλί

την πίτα ψόφησε και κατάλαβε ότι η μαμά του τον έβαλε δηλητήριο στην πίτα

Στον δρόμο που πήγαινε πείνασε Βλέπει ένα ελάφι που ήταν έγκυος

10

Σκότωσε το ελάφι αλλά έφαγε αυτό που είχε μέσα στην κοιλιά του όχι το ίδιο

Περπατούσε περπατούσε δίψασε Βρήκε μια εκκλησία Πήγε στο καντήλι της

εκκλησίας και ήπιε το νερό που είχε μέσα το καντήλι

Έφτασε στην βασίλισσα και της λέει ήρθα να σου πω ένα αίνιγμα

Της λέειhellip laquoΗ Μορφούλα έφαγε την πιτούλα κι η πιτούλα την Μορφούλα Εγώ

σκότωσα εκείνο που έβλεπα και έφαγα εκείνο που δεν έβλεπα ήπια νερό που δεν ακουμπούσε

ούτε στη γη ούτε στον ουρανόraquo

Τι είναι

Η βασίλισσα άνοιξε όλα τα βιβλία που είχε έψαξε και δεν το βρήκε πουθενά

Είπε ότι είναι πολύ έξυπνος γιrsquoαυτό θα σε παντρευτώ και θα σε κάνω άντρα μου

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΚΟΝΤΟΔΙΝΑ

11

ΙΩΑΝΝΑ ΒΕΛΛΗ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΦΗΓΗΤΕΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ

Τα παραμύθια που θα διαβάσετε τα έχω συγκεντρώσει από τη γιαγιά μου και τον παππού

μου Το όνομα της γιαγιάς μου είναι Καψάλη Αναστασία και είναι 59 χρονών Είναι πολύ

καλή νοικοκυρά μαγειρεύει υπέροχα μου μαθαίνει πώς να γίνω αντάξια νοικοκυρά με

αυτήν και ζει στο Προσήλιο Το όνομα του παππού μου είναι Καψάλης Αριστείδης και

είναι 71 χρονών Είναι πολύ καλός πλακατζής η δουλειά του είναι αγρότης και

συνταξιούχος μου μαθαίνει τις αγροτικές δουλειές στα χωράφια και ζει στο Προσήλιο Τα

παραμύθια τα διηγούνταν ο παππούς μου και η γιαγιά μου στα παιδιά τους για να τους

διδάξουν πως το κακό και το πονηρό πάντα τιμωρείται

12

Η ΜΑΡΩ

Κάποτε ζούσε σε ένα χωριό μια ευτυχισμένη οικογένεια Όμως μια μέρα η μητέρα

αρρώστησε βαριά και πέθανε Ο πατέρας ταξίδευε συνέχεια και το κοριτσάκι η Μάρω

έμενε μόνο στο σπίτι Ώσπου μια μέρα ο πατέρας αποφάσισε να παντρευτεί Πήρε λοιπόν μια

γυναίκα που είχε και εκείνη μια κόρη αλλά ζήλευαν πάρα πολύ την μικρή Μάρω

Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και ο πατέρας έφυγε ταξίδι Η μητριά με την κόρη της

έκαναν ένα σχέδιο Να πάνε δήθεν για ξύλα αλλά να αφήσουν την Μάρω να χαθεί Έτσι κι

έγινε Άφησαν την Μάρω στο δάσος να χαθεί για να την φάνε τα άγρια ζώα και αυτές

έφυγαν στο σπίτι

Η Μάρω άρχισε να κλαίει και την άκουσε ένας βοσκός την πλησίασε και της είπε τι

συμβαίνει Η Μάρω του είπε τι συνέβη και ο βοσκός την πήγε στο σπίτι της Μόλις είδαν την

Μάρω στο σπίτι άρχισαν να σχεδιάζουν άλλο σχέδιο

13

Το καινούριο σχέδιο ήταν να ζυμώσουν μια κλούρα και να πάνε για ξύλαΗ μητριά

έβαλε την Μάρω να ζυμώσει μια κλούρα και πήγαν για ξύλα Μετά από ώρα η μητριά τούς

είπε να πάνε στο χάβο

Όταν έφτασαν εκεί άρχισε να νυχτώνει Η μητριά βρήκε μια δικαιολογία και έφυγε

Η Μάρω άρχισε να περπατάει με την κλούρα στο χέρι και καθώς ο δρόμος ήταν πολύ στενός

την έπεσε η κλούρα κάτω στο γκρεμό και η μητριά της την επέβαλε να πάει να την πάρειhellip

14

Τι να κάνει λοιπόν η Μάρω πήγε να την πάρει αλλά όταν έφτασε εκεί οι

καλικάτζαροι έκαναν γάμο

Μόλις είδαν τη Μάρω άρχισαν να λένε

- Ήρθ`η νύφη ήρθ`η νύφη

Και την ρωτούν

ndash Μάρω Μάρω τι θες να σε φέρουμε

Και η Μάρω έλεγε σιγά ndash σιγά

ndash Θεεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεεεέλω ένα φόρεμα θεεεεεεεέλω παπούτσια θεεεεεεέλω ένα

γαϊδούρι θεεεεεεεέλω παράδες θεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεέλω hellip

Πολλά πράγματα και τα έλεγε όλα πολύ αργά μέχρι το ξημέρωμα Μόλις άρχισαν να

λαλούν τα κοκόρια οι καλικάτζαροι έφυγαν και η Μάρω πήρε τα πράγματα με το γαϊδούρι

και πήγε στο σπίτι της καβάλα στο γαϊδούρι και με πολλές λίρες

Μόλις τα είδε η μητριά της ζήλεψε και έστειλε και την κόρη της αλλά εκείνη τα είπε

όλα τόσο γρήγορα που στο τέλος δεν είχε να πει τίποτα και την φάγανε οι καλικάτζαροι και

η μητριά της περίμενεhellip περίμενεhellip αλλά τίποτα

Ήρθε και ο πατέρας από το ταξίδι ρώτησε την γυναίκα του πού ήταν η κόρη της και η

μητριά είπε έτσι κι έτσι

15

Μετά από μέρες ένας βοσκός βρήκε τον πατέρα της Μάρως και του λέει ότι η

γυναίκα του δεν φερόταν καλά στην κόρη του Τότε ο καημένος ο άνδρας ρώτησε την Μάρω

τι συνέβη αλλά η Μάρω δεν του είπε τίποτα γιατί είχε καλή καρδιά Ο πατέρας όμως έδιωξε

την μητριά από το σπίτι και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλυτέρα

Ο ΚΛΗΤΣΙΝΙΚΟΛΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο χωριό ζούσε ένα ζευγάρι χωρικοί Είχανε πολλά

μελίσσια Μια μέρα η πονηρή η αλεπού πάντα λιγουρευόταν το μέλι και έλεγε από μέσα της

-Αχ να`χα λίγο φρέσκο μέλι αλλά πώς να πάω να το πάρω

Της ήρθε λοιπόν ένα πρωί μια ιδέα στο μυαλό της και το έκανε Ξεγέλασε τον φίλο

της τον λύκο και τον λέει

-Φίλε Κλητσινικόλα να πάμε να κλέψουμε από τους χωρικούς το μέλι αλλά εσύ θα

πας να το πάρεις και εγώ θα φυλάγω για να μη μας πιάσουν

ndash Καλά λέει ο λύκος

Ο Κλητσινικόλας φέρνει το μέλι αλλά η πονηρή η κυρά Μάρω το θέλει για τον

εαυτό της και λέει στο λύκο

-Γύρνα να δεις Κλητσινικόλα πέρα στο δρόμο Περνούν μια νύφη με τα τσιτσιλίδια

Ο λύκος γύρισε κι έτσι μονοκόμματος που είναι η αλεπού τον πήρε το μέλι κι έμεινε

ο Κλητσινικόλας με την όρεξη κι ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

16

Ο ΠΑΠΑΣ ΚΙ`ΑΛΟΥΠΟΥ

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα χωριό ζούσε ένας παπάς με την γυναίκα του την παπαδιά

Κάθε εβδομάδα ο παπάς πήγαινε σε κάποιο διπλανό χωριό και λειτουργούσε Όταν τελείωνε

η λειτουργία ο παπάς γυρνούσε στο χωριό του

Η Αλούπου τον παρακολουθούσε κι έβλεπε τον παπά να`χει πάνω στο κάρο κι ένα

δισάκι με λειτουργιές

Σκέφτηκε λοιπόν η αλούπου πώς να πάρει της λειτουργιές

laquoΘα κάνω την ψόφιαraquo λέει και πέφτει στο δρόμο που περνούσε ο παπάς και έκανε την

ψόφια Ο Παπάς χωρίς να χάσει ώρα την βάζει στο κάρο του αλλά αυτή μέχρι να φτάσουν

στο σπίτι έριχνε τις λειτουργιές από μια ndash μια κάτω

17

Φτάνει στο σπίτι ο παπάς και φωνάζει την παπαδιά

-Έβγα έξω παπαδιά να δεις τι σου`φερα μια γούνα Η παπαδιά από την χαρά της πέταξε τα

ρούχα της στη φωτιά και βγήκε έξω

ndashΔώσε μου τη γούνα αφέντη του λέει η παπαδιά

Ο Παπάς πάει και ψάχνει να βρει την αλεπού hellip Ούτε η αλεπού ουτ`οι λειτουργιές Τότε

κατάλαβε ο παπάς τι είχε συμβεί Τον είχε ξεγελάσει άσχημα η αλεπού και η παπαδιά

φόρεσε το ράσο του παπά

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΙΟΥ

18

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια οικογένεια που είχε τρία αγόρια Όλη η περιουσία τους

ήταν ένα χωράφι που το βάλανε αμπέλι Ο νοικοκύρης ήταν νέος και δούλευε το αμπέλι

Έβγαζε το κρασί το τσίπουρο και ζούσε την οικογένειά του

Πέρασαν τα χρόνια και ο νοικοκύρης του αμπελιού γέρασε Και μια μέρα κάλεσε τον

πρώτο του τον γιο και του λέει

ndash Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι Να το δουλέψεις εσύ

Αλλά ο γιος του δεν θέλησε κι έφυγε

Μετά κάλεσε και τον δεύτερο γιο και λέει και σrsquo αυτόν τα ίδια

Αλλά και ο δεύτερος ο γιος πάλι δεν θέλησε να δουλέψει το αμπέλι

Μετά κάλεσε και τον μικρό του τον γιο που ήταν πιο νέος και του λέει

- Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι πρέπει να το δουλέψεις εσύ

-Ναι πατέρα θα πάω εγώ στο αμπέλι να το σκάψω

Κι ο πατέρας του δίνει μια συμβουλή

-Να σκάψεις να κορφολογήσεις να το κλαδέψεις και θα βρεις θησαυρό

Άρχισε να το δουλεύει το αμπέλι Αφού το δούλεψε ανταμείφθηκε από τον κόπο του

19

Κι έμεινε ο μύθος Για βάλε νιους και σκάψε με γέρους και κλάδεψέ με Βάλε κορίτσια

ανύπαντρα να με κορφολογήσουν

Που σημαίνει ότι ο νέος τα καταφέρνει καλύτερα από ένα γέρο και ότι το αμπέλι θέλει

δουλειά από νέους

20

TO ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΔΙΑ

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο Ήταν πολύ γέροι και δεν είχαν παιδιά

Κάθε μέρα προσεύχονταν κι έλεγαν στο θεό

-Σε παρακαλούμε Θεέ μας δώσε μας ένα ποντίκι να το έχουμε για παρηγοριά

Κι έτσι κι έγινε η επιθυμία τους Ο θεός τους έστειλε ένα ποντικάκι

Μια μέρα ο παππούς πήγε στο χωράφι και η γιαγιά τούς έκανε πίτα αλλά δεν είχε με

ποιον να την στείλει και το ποντίκι λέει στην γιαγιά να πάει αυτό Η γιαγιά το έστειλε και

πήγε στο χωράφι Το ποντίκι μόλις έφτασε φωνάζει τον παππού

- Από πού θα`ρθω να φέρω την πίτα Και ο παππούς του λέει

- Από γύρω-γύρω

Και το ποντίκι τρώει το γύρω και ξανά ρωτάει

- Παππού από πού να`ρθω

- Απάνω

Τρώει και το πάνω το φύλο και ξανά ρωτά

-Παππού από πού να`ρθω

- Από μέσα λέει ο παππούς Τρώει και τη γέμιση μετά τρώει και το κάτω και η πίτα

τελείωσε Αλλά ο παππούς δεν μάλωσε το ποντίκι Τότε άρχισε να βρέχει και το ποντίκι πήγε

κάτω από το μεγάλο μανιτάρι και πού πας και έρχεσαι ήρθε το βόδι και έφαγε το μανιτάρι

μαζί και το ποντίκι

21

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 8: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

καλύτερη εποχή του χρόνου για παραμύθια ήταν ο χειμώνας όταν όλοι μαζεύονταν γύρω

από τη φωτιά για να εργασθούν ή να ψυχαγωγηθούν

Επιμέλεια Κούτσιανος Γιάννης

8

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

ο παραμύθι που θα ακολουθήσει μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου Το όνομά της

είναι Ψαρρά Πηνελόπη είναι εξήντα εννέα χρονών Έχει τελειώσει το Δημοτικό

είναι νοικοκυρά ndash συνταξιούχος και ζει στα Σέρβια Η αφήγηση του παραμυθιού

γινόταν από τη γιαγιά ή τη μαμά στα παιδιά της για να κοιμηθούν ή για να ηρεμήσουν Έτσι

και η γιαγιά μου το άκουσε από την μαμά της όταν ήτανε μικρή Τα παραμύθια είχαν

σημαντική θέση στη ζωή των ανθρώπων πριν την εφεύρεση της τηλεόρασης Ο χαρακτήρας

τους ήταν παιδαγωγικός ψυχαγωγικός και διδακτικός

ΤΤο παραμύθι έχει ως εξήςhellip

Κόκκινη κλωστή δεμένη

στην ανέμη τυλιγμένη

Δώσrsquo της κλότσο να γυρίσει

παραμύθι να αρχινίσει

ια φορά κι έναν καιρό ήταν μια

βασίλισσα η οποία ήθελε να παντρευτεί

αλλά ήθελε να πάρει τον πιο έξυπνο

άντρα του κόσμου Γιrsquo αυτό το λόγο έβγαλε μια διαταγή στο βασίλειό της πως όποιος πάει

και της πει το πιο δύσκολο αίνιγμα και δεν το βρει θα τον παντρευτεί Αλλά αν το έβρισκε

θα τον αποκεφάλιζε και θα έχτιζε έναν πύργο από τα κεφάλια τους

Μ Ένας νεαρός αποφάσισε να πάει και είπε ότι θα πάω να πω ένα αίνιγμα Λέει η μάνα του

laquo Που θα πας παιδάκι μου Θα το βρει η βασίλισσα και θα σε σκοτώσειraquo Γιrsquoαυτό και η

μάνα του τον έκανε μια πίτα και έβαλε δηλητήριο στην πίτα για να την φάει στον δρόμο για

9

να μην τον σκοτώσει η βασίλισσα

Ξεκίνησε να πάει και είχε ένα σκυλάκι που το έλεγαν Μορφούλα Στο δρόμο που

πήγαινε πείνασε αλλά προτού φάει αυτός έδωσε στο σκυλάκι να φάει Μόλις έφαγε το σκυλί

την πίτα ψόφησε και κατάλαβε ότι η μαμά του τον έβαλε δηλητήριο στην πίτα

Στον δρόμο που πήγαινε πείνασε Βλέπει ένα ελάφι που ήταν έγκυος

10

Σκότωσε το ελάφι αλλά έφαγε αυτό που είχε μέσα στην κοιλιά του όχι το ίδιο

Περπατούσε περπατούσε δίψασε Βρήκε μια εκκλησία Πήγε στο καντήλι της

εκκλησίας και ήπιε το νερό που είχε μέσα το καντήλι

Έφτασε στην βασίλισσα και της λέει ήρθα να σου πω ένα αίνιγμα

Της λέειhellip laquoΗ Μορφούλα έφαγε την πιτούλα κι η πιτούλα την Μορφούλα Εγώ

σκότωσα εκείνο που έβλεπα και έφαγα εκείνο που δεν έβλεπα ήπια νερό που δεν ακουμπούσε

ούτε στη γη ούτε στον ουρανόraquo

Τι είναι

Η βασίλισσα άνοιξε όλα τα βιβλία που είχε έψαξε και δεν το βρήκε πουθενά

Είπε ότι είναι πολύ έξυπνος γιrsquoαυτό θα σε παντρευτώ και θα σε κάνω άντρα μου

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΚΟΝΤΟΔΙΝΑ

11

ΙΩΑΝΝΑ ΒΕΛΛΗ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΦΗΓΗΤΕΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ

Τα παραμύθια που θα διαβάσετε τα έχω συγκεντρώσει από τη γιαγιά μου και τον παππού

μου Το όνομα της γιαγιάς μου είναι Καψάλη Αναστασία και είναι 59 χρονών Είναι πολύ

καλή νοικοκυρά μαγειρεύει υπέροχα μου μαθαίνει πώς να γίνω αντάξια νοικοκυρά με

αυτήν και ζει στο Προσήλιο Το όνομα του παππού μου είναι Καψάλης Αριστείδης και

είναι 71 χρονών Είναι πολύ καλός πλακατζής η δουλειά του είναι αγρότης και

συνταξιούχος μου μαθαίνει τις αγροτικές δουλειές στα χωράφια και ζει στο Προσήλιο Τα

παραμύθια τα διηγούνταν ο παππούς μου και η γιαγιά μου στα παιδιά τους για να τους

διδάξουν πως το κακό και το πονηρό πάντα τιμωρείται

12

Η ΜΑΡΩ

Κάποτε ζούσε σε ένα χωριό μια ευτυχισμένη οικογένεια Όμως μια μέρα η μητέρα

αρρώστησε βαριά και πέθανε Ο πατέρας ταξίδευε συνέχεια και το κοριτσάκι η Μάρω

έμενε μόνο στο σπίτι Ώσπου μια μέρα ο πατέρας αποφάσισε να παντρευτεί Πήρε λοιπόν μια

γυναίκα που είχε και εκείνη μια κόρη αλλά ζήλευαν πάρα πολύ την μικρή Μάρω

Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και ο πατέρας έφυγε ταξίδι Η μητριά με την κόρη της

έκαναν ένα σχέδιο Να πάνε δήθεν για ξύλα αλλά να αφήσουν την Μάρω να χαθεί Έτσι κι

έγινε Άφησαν την Μάρω στο δάσος να χαθεί για να την φάνε τα άγρια ζώα και αυτές

έφυγαν στο σπίτι

Η Μάρω άρχισε να κλαίει και την άκουσε ένας βοσκός την πλησίασε και της είπε τι

συμβαίνει Η Μάρω του είπε τι συνέβη και ο βοσκός την πήγε στο σπίτι της Μόλις είδαν την

Μάρω στο σπίτι άρχισαν να σχεδιάζουν άλλο σχέδιο

13

Το καινούριο σχέδιο ήταν να ζυμώσουν μια κλούρα και να πάνε για ξύλαΗ μητριά

έβαλε την Μάρω να ζυμώσει μια κλούρα και πήγαν για ξύλα Μετά από ώρα η μητριά τούς

είπε να πάνε στο χάβο

Όταν έφτασαν εκεί άρχισε να νυχτώνει Η μητριά βρήκε μια δικαιολογία και έφυγε

Η Μάρω άρχισε να περπατάει με την κλούρα στο χέρι και καθώς ο δρόμος ήταν πολύ στενός

την έπεσε η κλούρα κάτω στο γκρεμό και η μητριά της την επέβαλε να πάει να την πάρειhellip

14

Τι να κάνει λοιπόν η Μάρω πήγε να την πάρει αλλά όταν έφτασε εκεί οι

καλικάτζαροι έκαναν γάμο

Μόλις είδαν τη Μάρω άρχισαν να λένε

- Ήρθ`η νύφη ήρθ`η νύφη

Και την ρωτούν

ndash Μάρω Μάρω τι θες να σε φέρουμε

Και η Μάρω έλεγε σιγά ndash σιγά

ndash Θεεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεεεέλω ένα φόρεμα θεεεεεεεέλω παπούτσια θεεεεεεέλω ένα

γαϊδούρι θεεεεεεεέλω παράδες θεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεέλω hellip

Πολλά πράγματα και τα έλεγε όλα πολύ αργά μέχρι το ξημέρωμα Μόλις άρχισαν να

λαλούν τα κοκόρια οι καλικάτζαροι έφυγαν και η Μάρω πήρε τα πράγματα με το γαϊδούρι

και πήγε στο σπίτι της καβάλα στο γαϊδούρι και με πολλές λίρες

Μόλις τα είδε η μητριά της ζήλεψε και έστειλε και την κόρη της αλλά εκείνη τα είπε

όλα τόσο γρήγορα που στο τέλος δεν είχε να πει τίποτα και την φάγανε οι καλικάτζαροι και

η μητριά της περίμενεhellip περίμενεhellip αλλά τίποτα

Ήρθε και ο πατέρας από το ταξίδι ρώτησε την γυναίκα του πού ήταν η κόρη της και η

μητριά είπε έτσι κι έτσι

15

Μετά από μέρες ένας βοσκός βρήκε τον πατέρα της Μάρως και του λέει ότι η

γυναίκα του δεν φερόταν καλά στην κόρη του Τότε ο καημένος ο άνδρας ρώτησε την Μάρω

τι συνέβη αλλά η Μάρω δεν του είπε τίποτα γιατί είχε καλή καρδιά Ο πατέρας όμως έδιωξε

την μητριά από το σπίτι και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλυτέρα

Ο ΚΛΗΤΣΙΝΙΚΟΛΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο χωριό ζούσε ένα ζευγάρι χωρικοί Είχανε πολλά

μελίσσια Μια μέρα η πονηρή η αλεπού πάντα λιγουρευόταν το μέλι και έλεγε από μέσα της

-Αχ να`χα λίγο φρέσκο μέλι αλλά πώς να πάω να το πάρω

Της ήρθε λοιπόν ένα πρωί μια ιδέα στο μυαλό της και το έκανε Ξεγέλασε τον φίλο

της τον λύκο και τον λέει

-Φίλε Κλητσινικόλα να πάμε να κλέψουμε από τους χωρικούς το μέλι αλλά εσύ θα

πας να το πάρεις και εγώ θα φυλάγω για να μη μας πιάσουν

ndash Καλά λέει ο λύκος

Ο Κλητσινικόλας φέρνει το μέλι αλλά η πονηρή η κυρά Μάρω το θέλει για τον

εαυτό της και λέει στο λύκο

-Γύρνα να δεις Κλητσινικόλα πέρα στο δρόμο Περνούν μια νύφη με τα τσιτσιλίδια

Ο λύκος γύρισε κι έτσι μονοκόμματος που είναι η αλεπού τον πήρε το μέλι κι έμεινε

ο Κλητσινικόλας με την όρεξη κι ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

16

Ο ΠΑΠΑΣ ΚΙ`ΑΛΟΥΠΟΥ

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα χωριό ζούσε ένας παπάς με την γυναίκα του την παπαδιά

Κάθε εβδομάδα ο παπάς πήγαινε σε κάποιο διπλανό χωριό και λειτουργούσε Όταν τελείωνε

η λειτουργία ο παπάς γυρνούσε στο χωριό του

Η Αλούπου τον παρακολουθούσε κι έβλεπε τον παπά να`χει πάνω στο κάρο κι ένα

δισάκι με λειτουργιές

Σκέφτηκε λοιπόν η αλούπου πώς να πάρει της λειτουργιές

laquoΘα κάνω την ψόφιαraquo λέει και πέφτει στο δρόμο που περνούσε ο παπάς και έκανε την

ψόφια Ο Παπάς χωρίς να χάσει ώρα την βάζει στο κάρο του αλλά αυτή μέχρι να φτάσουν

στο σπίτι έριχνε τις λειτουργιές από μια ndash μια κάτω

17

Φτάνει στο σπίτι ο παπάς και φωνάζει την παπαδιά

-Έβγα έξω παπαδιά να δεις τι σου`φερα μια γούνα Η παπαδιά από την χαρά της πέταξε τα

ρούχα της στη φωτιά και βγήκε έξω

ndashΔώσε μου τη γούνα αφέντη του λέει η παπαδιά

Ο Παπάς πάει και ψάχνει να βρει την αλεπού hellip Ούτε η αλεπού ουτ`οι λειτουργιές Τότε

κατάλαβε ο παπάς τι είχε συμβεί Τον είχε ξεγελάσει άσχημα η αλεπού και η παπαδιά

φόρεσε το ράσο του παπά

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΙΟΥ

18

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια οικογένεια που είχε τρία αγόρια Όλη η περιουσία τους

ήταν ένα χωράφι που το βάλανε αμπέλι Ο νοικοκύρης ήταν νέος και δούλευε το αμπέλι

Έβγαζε το κρασί το τσίπουρο και ζούσε την οικογένειά του

Πέρασαν τα χρόνια και ο νοικοκύρης του αμπελιού γέρασε Και μια μέρα κάλεσε τον

πρώτο του τον γιο και του λέει

ndash Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι Να το δουλέψεις εσύ

Αλλά ο γιος του δεν θέλησε κι έφυγε

Μετά κάλεσε και τον δεύτερο γιο και λέει και σrsquo αυτόν τα ίδια

Αλλά και ο δεύτερος ο γιος πάλι δεν θέλησε να δουλέψει το αμπέλι

Μετά κάλεσε και τον μικρό του τον γιο που ήταν πιο νέος και του λέει

- Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι πρέπει να το δουλέψεις εσύ

-Ναι πατέρα θα πάω εγώ στο αμπέλι να το σκάψω

Κι ο πατέρας του δίνει μια συμβουλή

-Να σκάψεις να κορφολογήσεις να το κλαδέψεις και θα βρεις θησαυρό

Άρχισε να το δουλεύει το αμπέλι Αφού το δούλεψε ανταμείφθηκε από τον κόπο του

19

Κι έμεινε ο μύθος Για βάλε νιους και σκάψε με γέρους και κλάδεψέ με Βάλε κορίτσια

ανύπαντρα να με κορφολογήσουν

Που σημαίνει ότι ο νέος τα καταφέρνει καλύτερα από ένα γέρο και ότι το αμπέλι θέλει

δουλειά από νέους

20

TO ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΔΙΑ

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο Ήταν πολύ γέροι και δεν είχαν παιδιά

Κάθε μέρα προσεύχονταν κι έλεγαν στο θεό

-Σε παρακαλούμε Θεέ μας δώσε μας ένα ποντίκι να το έχουμε για παρηγοριά

Κι έτσι κι έγινε η επιθυμία τους Ο θεός τους έστειλε ένα ποντικάκι

Μια μέρα ο παππούς πήγε στο χωράφι και η γιαγιά τούς έκανε πίτα αλλά δεν είχε με

ποιον να την στείλει και το ποντίκι λέει στην γιαγιά να πάει αυτό Η γιαγιά το έστειλε και

πήγε στο χωράφι Το ποντίκι μόλις έφτασε φωνάζει τον παππού

- Από πού θα`ρθω να φέρω την πίτα Και ο παππούς του λέει

- Από γύρω-γύρω

Και το ποντίκι τρώει το γύρω και ξανά ρωτάει

- Παππού από πού να`ρθω

- Απάνω

Τρώει και το πάνω το φύλο και ξανά ρωτά

-Παππού από πού να`ρθω

- Από μέσα λέει ο παππούς Τρώει και τη γέμιση μετά τρώει και το κάτω και η πίτα

τελείωσε Αλλά ο παππούς δεν μάλωσε το ποντίκι Τότε άρχισε να βρέχει και το ποντίκι πήγε

κάτω από το μεγάλο μανιτάρι και πού πας και έρχεσαι ήρθε το βόδι και έφαγε το μανιτάρι

μαζί και το ποντίκι

21

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 9: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

ο παραμύθι που θα ακολουθήσει μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου Το όνομά της

είναι Ψαρρά Πηνελόπη είναι εξήντα εννέα χρονών Έχει τελειώσει το Δημοτικό

είναι νοικοκυρά ndash συνταξιούχος και ζει στα Σέρβια Η αφήγηση του παραμυθιού

γινόταν από τη γιαγιά ή τη μαμά στα παιδιά της για να κοιμηθούν ή για να ηρεμήσουν Έτσι

και η γιαγιά μου το άκουσε από την μαμά της όταν ήτανε μικρή Τα παραμύθια είχαν

σημαντική θέση στη ζωή των ανθρώπων πριν την εφεύρεση της τηλεόρασης Ο χαρακτήρας

τους ήταν παιδαγωγικός ψυχαγωγικός και διδακτικός

ΤΤο παραμύθι έχει ως εξήςhellip

Κόκκινη κλωστή δεμένη

στην ανέμη τυλιγμένη

Δώσrsquo της κλότσο να γυρίσει

παραμύθι να αρχινίσει

ια φορά κι έναν καιρό ήταν μια

βασίλισσα η οποία ήθελε να παντρευτεί

αλλά ήθελε να πάρει τον πιο έξυπνο

άντρα του κόσμου Γιrsquo αυτό το λόγο έβγαλε μια διαταγή στο βασίλειό της πως όποιος πάει

και της πει το πιο δύσκολο αίνιγμα και δεν το βρει θα τον παντρευτεί Αλλά αν το έβρισκε

θα τον αποκεφάλιζε και θα έχτιζε έναν πύργο από τα κεφάλια τους

Μ Ένας νεαρός αποφάσισε να πάει και είπε ότι θα πάω να πω ένα αίνιγμα Λέει η μάνα του

laquo Που θα πας παιδάκι μου Θα το βρει η βασίλισσα και θα σε σκοτώσειraquo Γιrsquoαυτό και η

μάνα του τον έκανε μια πίτα και έβαλε δηλητήριο στην πίτα για να την φάει στον δρόμο για

9

να μην τον σκοτώσει η βασίλισσα

Ξεκίνησε να πάει και είχε ένα σκυλάκι που το έλεγαν Μορφούλα Στο δρόμο που

πήγαινε πείνασε αλλά προτού φάει αυτός έδωσε στο σκυλάκι να φάει Μόλις έφαγε το σκυλί

την πίτα ψόφησε και κατάλαβε ότι η μαμά του τον έβαλε δηλητήριο στην πίτα

Στον δρόμο που πήγαινε πείνασε Βλέπει ένα ελάφι που ήταν έγκυος

10

Σκότωσε το ελάφι αλλά έφαγε αυτό που είχε μέσα στην κοιλιά του όχι το ίδιο

Περπατούσε περπατούσε δίψασε Βρήκε μια εκκλησία Πήγε στο καντήλι της

εκκλησίας και ήπιε το νερό που είχε μέσα το καντήλι

Έφτασε στην βασίλισσα και της λέει ήρθα να σου πω ένα αίνιγμα

Της λέειhellip laquoΗ Μορφούλα έφαγε την πιτούλα κι η πιτούλα την Μορφούλα Εγώ

σκότωσα εκείνο που έβλεπα και έφαγα εκείνο που δεν έβλεπα ήπια νερό που δεν ακουμπούσε

ούτε στη γη ούτε στον ουρανόraquo

Τι είναι

Η βασίλισσα άνοιξε όλα τα βιβλία που είχε έψαξε και δεν το βρήκε πουθενά

Είπε ότι είναι πολύ έξυπνος γιrsquoαυτό θα σε παντρευτώ και θα σε κάνω άντρα μου

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΚΟΝΤΟΔΙΝΑ

11

ΙΩΑΝΝΑ ΒΕΛΛΗ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΦΗΓΗΤΕΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ

Τα παραμύθια που θα διαβάσετε τα έχω συγκεντρώσει από τη γιαγιά μου και τον παππού

μου Το όνομα της γιαγιάς μου είναι Καψάλη Αναστασία και είναι 59 χρονών Είναι πολύ

καλή νοικοκυρά μαγειρεύει υπέροχα μου μαθαίνει πώς να γίνω αντάξια νοικοκυρά με

αυτήν και ζει στο Προσήλιο Το όνομα του παππού μου είναι Καψάλης Αριστείδης και

είναι 71 χρονών Είναι πολύ καλός πλακατζής η δουλειά του είναι αγρότης και

συνταξιούχος μου μαθαίνει τις αγροτικές δουλειές στα χωράφια και ζει στο Προσήλιο Τα

παραμύθια τα διηγούνταν ο παππούς μου και η γιαγιά μου στα παιδιά τους για να τους

διδάξουν πως το κακό και το πονηρό πάντα τιμωρείται

12

Η ΜΑΡΩ

Κάποτε ζούσε σε ένα χωριό μια ευτυχισμένη οικογένεια Όμως μια μέρα η μητέρα

αρρώστησε βαριά και πέθανε Ο πατέρας ταξίδευε συνέχεια και το κοριτσάκι η Μάρω

έμενε μόνο στο σπίτι Ώσπου μια μέρα ο πατέρας αποφάσισε να παντρευτεί Πήρε λοιπόν μια

γυναίκα που είχε και εκείνη μια κόρη αλλά ζήλευαν πάρα πολύ την μικρή Μάρω

Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και ο πατέρας έφυγε ταξίδι Η μητριά με την κόρη της

έκαναν ένα σχέδιο Να πάνε δήθεν για ξύλα αλλά να αφήσουν την Μάρω να χαθεί Έτσι κι

έγινε Άφησαν την Μάρω στο δάσος να χαθεί για να την φάνε τα άγρια ζώα και αυτές

έφυγαν στο σπίτι

Η Μάρω άρχισε να κλαίει και την άκουσε ένας βοσκός την πλησίασε και της είπε τι

συμβαίνει Η Μάρω του είπε τι συνέβη και ο βοσκός την πήγε στο σπίτι της Μόλις είδαν την

Μάρω στο σπίτι άρχισαν να σχεδιάζουν άλλο σχέδιο

13

Το καινούριο σχέδιο ήταν να ζυμώσουν μια κλούρα και να πάνε για ξύλαΗ μητριά

έβαλε την Μάρω να ζυμώσει μια κλούρα και πήγαν για ξύλα Μετά από ώρα η μητριά τούς

είπε να πάνε στο χάβο

Όταν έφτασαν εκεί άρχισε να νυχτώνει Η μητριά βρήκε μια δικαιολογία και έφυγε

Η Μάρω άρχισε να περπατάει με την κλούρα στο χέρι και καθώς ο δρόμος ήταν πολύ στενός

την έπεσε η κλούρα κάτω στο γκρεμό και η μητριά της την επέβαλε να πάει να την πάρειhellip

14

Τι να κάνει λοιπόν η Μάρω πήγε να την πάρει αλλά όταν έφτασε εκεί οι

καλικάτζαροι έκαναν γάμο

Μόλις είδαν τη Μάρω άρχισαν να λένε

- Ήρθ`η νύφη ήρθ`η νύφη

Και την ρωτούν

ndash Μάρω Μάρω τι θες να σε φέρουμε

Και η Μάρω έλεγε σιγά ndash σιγά

ndash Θεεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεεεέλω ένα φόρεμα θεεεεεεεέλω παπούτσια θεεεεεεέλω ένα

γαϊδούρι θεεεεεεεέλω παράδες θεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεέλω hellip

Πολλά πράγματα και τα έλεγε όλα πολύ αργά μέχρι το ξημέρωμα Μόλις άρχισαν να

λαλούν τα κοκόρια οι καλικάτζαροι έφυγαν και η Μάρω πήρε τα πράγματα με το γαϊδούρι

και πήγε στο σπίτι της καβάλα στο γαϊδούρι και με πολλές λίρες

Μόλις τα είδε η μητριά της ζήλεψε και έστειλε και την κόρη της αλλά εκείνη τα είπε

όλα τόσο γρήγορα που στο τέλος δεν είχε να πει τίποτα και την φάγανε οι καλικάτζαροι και

η μητριά της περίμενεhellip περίμενεhellip αλλά τίποτα

Ήρθε και ο πατέρας από το ταξίδι ρώτησε την γυναίκα του πού ήταν η κόρη της και η

μητριά είπε έτσι κι έτσι

15

Μετά από μέρες ένας βοσκός βρήκε τον πατέρα της Μάρως και του λέει ότι η

γυναίκα του δεν φερόταν καλά στην κόρη του Τότε ο καημένος ο άνδρας ρώτησε την Μάρω

τι συνέβη αλλά η Μάρω δεν του είπε τίποτα γιατί είχε καλή καρδιά Ο πατέρας όμως έδιωξε

την μητριά από το σπίτι και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλυτέρα

Ο ΚΛΗΤΣΙΝΙΚΟΛΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο χωριό ζούσε ένα ζευγάρι χωρικοί Είχανε πολλά

μελίσσια Μια μέρα η πονηρή η αλεπού πάντα λιγουρευόταν το μέλι και έλεγε από μέσα της

-Αχ να`χα λίγο φρέσκο μέλι αλλά πώς να πάω να το πάρω

Της ήρθε λοιπόν ένα πρωί μια ιδέα στο μυαλό της και το έκανε Ξεγέλασε τον φίλο

της τον λύκο και τον λέει

-Φίλε Κλητσινικόλα να πάμε να κλέψουμε από τους χωρικούς το μέλι αλλά εσύ θα

πας να το πάρεις και εγώ θα φυλάγω για να μη μας πιάσουν

ndash Καλά λέει ο λύκος

Ο Κλητσινικόλας φέρνει το μέλι αλλά η πονηρή η κυρά Μάρω το θέλει για τον

εαυτό της και λέει στο λύκο

-Γύρνα να δεις Κλητσινικόλα πέρα στο δρόμο Περνούν μια νύφη με τα τσιτσιλίδια

Ο λύκος γύρισε κι έτσι μονοκόμματος που είναι η αλεπού τον πήρε το μέλι κι έμεινε

ο Κλητσινικόλας με την όρεξη κι ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

16

Ο ΠΑΠΑΣ ΚΙ`ΑΛΟΥΠΟΥ

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα χωριό ζούσε ένας παπάς με την γυναίκα του την παπαδιά

Κάθε εβδομάδα ο παπάς πήγαινε σε κάποιο διπλανό χωριό και λειτουργούσε Όταν τελείωνε

η λειτουργία ο παπάς γυρνούσε στο χωριό του

Η Αλούπου τον παρακολουθούσε κι έβλεπε τον παπά να`χει πάνω στο κάρο κι ένα

δισάκι με λειτουργιές

Σκέφτηκε λοιπόν η αλούπου πώς να πάρει της λειτουργιές

laquoΘα κάνω την ψόφιαraquo λέει και πέφτει στο δρόμο που περνούσε ο παπάς και έκανε την

ψόφια Ο Παπάς χωρίς να χάσει ώρα την βάζει στο κάρο του αλλά αυτή μέχρι να φτάσουν

στο σπίτι έριχνε τις λειτουργιές από μια ndash μια κάτω

17

Φτάνει στο σπίτι ο παπάς και φωνάζει την παπαδιά

-Έβγα έξω παπαδιά να δεις τι σου`φερα μια γούνα Η παπαδιά από την χαρά της πέταξε τα

ρούχα της στη φωτιά και βγήκε έξω

ndashΔώσε μου τη γούνα αφέντη του λέει η παπαδιά

Ο Παπάς πάει και ψάχνει να βρει την αλεπού hellip Ούτε η αλεπού ουτ`οι λειτουργιές Τότε

κατάλαβε ο παπάς τι είχε συμβεί Τον είχε ξεγελάσει άσχημα η αλεπού και η παπαδιά

φόρεσε το ράσο του παπά

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΙΟΥ

18

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια οικογένεια που είχε τρία αγόρια Όλη η περιουσία τους

ήταν ένα χωράφι που το βάλανε αμπέλι Ο νοικοκύρης ήταν νέος και δούλευε το αμπέλι

Έβγαζε το κρασί το τσίπουρο και ζούσε την οικογένειά του

Πέρασαν τα χρόνια και ο νοικοκύρης του αμπελιού γέρασε Και μια μέρα κάλεσε τον

πρώτο του τον γιο και του λέει

ndash Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι Να το δουλέψεις εσύ

Αλλά ο γιος του δεν θέλησε κι έφυγε

Μετά κάλεσε και τον δεύτερο γιο και λέει και σrsquo αυτόν τα ίδια

Αλλά και ο δεύτερος ο γιος πάλι δεν θέλησε να δουλέψει το αμπέλι

Μετά κάλεσε και τον μικρό του τον γιο που ήταν πιο νέος και του λέει

- Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι πρέπει να το δουλέψεις εσύ

-Ναι πατέρα θα πάω εγώ στο αμπέλι να το σκάψω

Κι ο πατέρας του δίνει μια συμβουλή

-Να σκάψεις να κορφολογήσεις να το κλαδέψεις και θα βρεις θησαυρό

Άρχισε να το δουλεύει το αμπέλι Αφού το δούλεψε ανταμείφθηκε από τον κόπο του

19

Κι έμεινε ο μύθος Για βάλε νιους και σκάψε με γέρους και κλάδεψέ με Βάλε κορίτσια

ανύπαντρα να με κορφολογήσουν

Που σημαίνει ότι ο νέος τα καταφέρνει καλύτερα από ένα γέρο και ότι το αμπέλι θέλει

δουλειά από νέους

20

TO ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΔΙΑ

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο Ήταν πολύ γέροι και δεν είχαν παιδιά

Κάθε μέρα προσεύχονταν κι έλεγαν στο θεό

-Σε παρακαλούμε Θεέ μας δώσε μας ένα ποντίκι να το έχουμε για παρηγοριά

Κι έτσι κι έγινε η επιθυμία τους Ο θεός τους έστειλε ένα ποντικάκι

Μια μέρα ο παππούς πήγε στο χωράφι και η γιαγιά τούς έκανε πίτα αλλά δεν είχε με

ποιον να την στείλει και το ποντίκι λέει στην γιαγιά να πάει αυτό Η γιαγιά το έστειλε και

πήγε στο χωράφι Το ποντίκι μόλις έφτασε φωνάζει τον παππού

- Από πού θα`ρθω να φέρω την πίτα Και ο παππούς του λέει

- Από γύρω-γύρω

Και το ποντίκι τρώει το γύρω και ξανά ρωτάει

- Παππού από πού να`ρθω

- Απάνω

Τρώει και το πάνω το φύλο και ξανά ρωτά

-Παππού από πού να`ρθω

- Από μέσα λέει ο παππούς Τρώει και τη γέμιση μετά τρώει και το κάτω και η πίτα

τελείωσε Αλλά ο παππούς δεν μάλωσε το ποντίκι Τότε άρχισε να βρέχει και το ποντίκι πήγε

κάτω από το μεγάλο μανιτάρι και πού πας και έρχεσαι ήρθε το βόδι και έφαγε το μανιτάρι

μαζί και το ποντίκι

21

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 10: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

να μην τον σκοτώσει η βασίλισσα

Ξεκίνησε να πάει και είχε ένα σκυλάκι που το έλεγαν Μορφούλα Στο δρόμο που

πήγαινε πείνασε αλλά προτού φάει αυτός έδωσε στο σκυλάκι να φάει Μόλις έφαγε το σκυλί

την πίτα ψόφησε και κατάλαβε ότι η μαμά του τον έβαλε δηλητήριο στην πίτα

Στον δρόμο που πήγαινε πείνασε Βλέπει ένα ελάφι που ήταν έγκυος

10

Σκότωσε το ελάφι αλλά έφαγε αυτό που είχε μέσα στην κοιλιά του όχι το ίδιο

Περπατούσε περπατούσε δίψασε Βρήκε μια εκκλησία Πήγε στο καντήλι της

εκκλησίας και ήπιε το νερό που είχε μέσα το καντήλι

Έφτασε στην βασίλισσα και της λέει ήρθα να σου πω ένα αίνιγμα

Της λέειhellip laquoΗ Μορφούλα έφαγε την πιτούλα κι η πιτούλα την Μορφούλα Εγώ

σκότωσα εκείνο που έβλεπα και έφαγα εκείνο που δεν έβλεπα ήπια νερό που δεν ακουμπούσε

ούτε στη γη ούτε στον ουρανόraquo

Τι είναι

Η βασίλισσα άνοιξε όλα τα βιβλία που είχε έψαξε και δεν το βρήκε πουθενά

Είπε ότι είναι πολύ έξυπνος γιrsquoαυτό θα σε παντρευτώ και θα σε κάνω άντρα μου

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΚΟΝΤΟΔΙΝΑ

11

ΙΩΑΝΝΑ ΒΕΛΛΗ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΦΗΓΗΤΕΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ

Τα παραμύθια που θα διαβάσετε τα έχω συγκεντρώσει από τη γιαγιά μου και τον παππού

μου Το όνομα της γιαγιάς μου είναι Καψάλη Αναστασία και είναι 59 χρονών Είναι πολύ

καλή νοικοκυρά μαγειρεύει υπέροχα μου μαθαίνει πώς να γίνω αντάξια νοικοκυρά με

αυτήν και ζει στο Προσήλιο Το όνομα του παππού μου είναι Καψάλης Αριστείδης και

είναι 71 χρονών Είναι πολύ καλός πλακατζής η δουλειά του είναι αγρότης και

συνταξιούχος μου μαθαίνει τις αγροτικές δουλειές στα χωράφια και ζει στο Προσήλιο Τα

παραμύθια τα διηγούνταν ο παππούς μου και η γιαγιά μου στα παιδιά τους για να τους

διδάξουν πως το κακό και το πονηρό πάντα τιμωρείται

12

Η ΜΑΡΩ

Κάποτε ζούσε σε ένα χωριό μια ευτυχισμένη οικογένεια Όμως μια μέρα η μητέρα

αρρώστησε βαριά και πέθανε Ο πατέρας ταξίδευε συνέχεια και το κοριτσάκι η Μάρω

έμενε μόνο στο σπίτι Ώσπου μια μέρα ο πατέρας αποφάσισε να παντρευτεί Πήρε λοιπόν μια

γυναίκα που είχε και εκείνη μια κόρη αλλά ζήλευαν πάρα πολύ την μικρή Μάρω

Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και ο πατέρας έφυγε ταξίδι Η μητριά με την κόρη της

έκαναν ένα σχέδιο Να πάνε δήθεν για ξύλα αλλά να αφήσουν την Μάρω να χαθεί Έτσι κι

έγινε Άφησαν την Μάρω στο δάσος να χαθεί για να την φάνε τα άγρια ζώα και αυτές

έφυγαν στο σπίτι

Η Μάρω άρχισε να κλαίει και την άκουσε ένας βοσκός την πλησίασε και της είπε τι

συμβαίνει Η Μάρω του είπε τι συνέβη και ο βοσκός την πήγε στο σπίτι της Μόλις είδαν την

Μάρω στο σπίτι άρχισαν να σχεδιάζουν άλλο σχέδιο

13

Το καινούριο σχέδιο ήταν να ζυμώσουν μια κλούρα και να πάνε για ξύλαΗ μητριά

έβαλε την Μάρω να ζυμώσει μια κλούρα και πήγαν για ξύλα Μετά από ώρα η μητριά τούς

είπε να πάνε στο χάβο

Όταν έφτασαν εκεί άρχισε να νυχτώνει Η μητριά βρήκε μια δικαιολογία και έφυγε

Η Μάρω άρχισε να περπατάει με την κλούρα στο χέρι και καθώς ο δρόμος ήταν πολύ στενός

την έπεσε η κλούρα κάτω στο γκρεμό και η μητριά της την επέβαλε να πάει να την πάρειhellip

14

Τι να κάνει λοιπόν η Μάρω πήγε να την πάρει αλλά όταν έφτασε εκεί οι

καλικάτζαροι έκαναν γάμο

Μόλις είδαν τη Μάρω άρχισαν να λένε

- Ήρθ`η νύφη ήρθ`η νύφη

Και την ρωτούν

ndash Μάρω Μάρω τι θες να σε φέρουμε

Και η Μάρω έλεγε σιγά ndash σιγά

ndash Θεεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεεεέλω ένα φόρεμα θεεεεεεεέλω παπούτσια θεεεεεεέλω ένα

γαϊδούρι θεεεεεεεέλω παράδες θεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεέλω hellip

Πολλά πράγματα και τα έλεγε όλα πολύ αργά μέχρι το ξημέρωμα Μόλις άρχισαν να

λαλούν τα κοκόρια οι καλικάτζαροι έφυγαν και η Μάρω πήρε τα πράγματα με το γαϊδούρι

και πήγε στο σπίτι της καβάλα στο γαϊδούρι και με πολλές λίρες

Μόλις τα είδε η μητριά της ζήλεψε και έστειλε και την κόρη της αλλά εκείνη τα είπε

όλα τόσο γρήγορα που στο τέλος δεν είχε να πει τίποτα και την φάγανε οι καλικάτζαροι και

η μητριά της περίμενεhellip περίμενεhellip αλλά τίποτα

Ήρθε και ο πατέρας από το ταξίδι ρώτησε την γυναίκα του πού ήταν η κόρη της και η

μητριά είπε έτσι κι έτσι

15

Μετά από μέρες ένας βοσκός βρήκε τον πατέρα της Μάρως και του λέει ότι η

γυναίκα του δεν φερόταν καλά στην κόρη του Τότε ο καημένος ο άνδρας ρώτησε την Μάρω

τι συνέβη αλλά η Μάρω δεν του είπε τίποτα γιατί είχε καλή καρδιά Ο πατέρας όμως έδιωξε

την μητριά από το σπίτι και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλυτέρα

Ο ΚΛΗΤΣΙΝΙΚΟΛΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο χωριό ζούσε ένα ζευγάρι χωρικοί Είχανε πολλά

μελίσσια Μια μέρα η πονηρή η αλεπού πάντα λιγουρευόταν το μέλι και έλεγε από μέσα της

-Αχ να`χα λίγο φρέσκο μέλι αλλά πώς να πάω να το πάρω

Της ήρθε λοιπόν ένα πρωί μια ιδέα στο μυαλό της και το έκανε Ξεγέλασε τον φίλο

της τον λύκο και τον λέει

-Φίλε Κλητσινικόλα να πάμε να κλέψουμε από τους χωρικούς το μέλι αλλά εσύ θα

πας να το πάρεις και εγώ θα φυλάγω για να μη μας πιάσουν

ndash Καλά λέει ο λύκος

Ο Κλητσινικόλας φέρνει το μέλι αλλά η πονηρή η κυρά Μάρω το θέλει για τον

εαυτό της και λέει στο λύκο

-Γύρνα να δεις Κλητσινικόλα πέρα στο δρόμο Περνούν μια νύφη με τα τσιτσιλίδια

Ο λύκος γύρισε κι έτσι μονοκόμματος που είναι η αλεπού τον πήρε το μέλι κι έμεινε

ο Κλητσινικόλας με την όρεξη κι ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

16

Ο ΠΑΠΑΣ ΚΙ`ΑΛΟΥΠΟΥ

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα χωριό ζούσε ένας παπάς με την γυναίκα του την παπαδιά

Κάθε εβδομάδα ο παπάς πήγαινε σε κάποιο διπλανό χωριό και λειτουργούσε Όταν τελείωνε

η λειτουργία ο παπάς γυρνούσε στο χωριό του

Η Αλούπου τον παρακολουθούσε κι έβλεπε τον παπά να`χει πάνω στο κάρο κι ένα

δισάκι με λειτουργιές

Σκέφτηκε λοιπόν η αλούπου πώς να πάρει της λειτουργιές

laquoΘα κάνω την ψόφιαraquo λέει και πέφτει στο δρόμο που περνούσε ο παπάς και έκανε την

ψόφια Ο Παπάς χωρίς να χάσει ώρα την βάζει στο κάρο του αλλά αυτή μέχρι να φτάσουν

στο σπίτι έριχνε τις λειτουργιές από μια ndash μια κάτω

17

Φτάνει στο σπίτι ο παπάς και φωνάζει την παπαδιά

-Έβγα έξω παπαδιά να δεις τι σου`φερα μια γούνα Η παπαδιά από την χαρά της πέταξε τα

ρούχα της στη φωτιά και βγήκε έξω

ndashΔώσε μου τη γούνα αφέντη του λέει η παπαδιά

Ο Παπάς πάει και ψάχνει να βρει την αλεπού hellip Ούτε η αλεπού ουτ`οι λειτουργιές Τότε

κατάλαβε ο παπάς τι είχε συμβεί Τον είχε ξεγελάσει άσχημα η αλεπού και η παπαδιά

φόρεσε το ράσο του παπά

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΙΟΥ

18

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια οικογένεια που είχε τρία αγόρια Όλη η περιουσία τους

ήταν ένα χωράφι που το βάλανε αμπέλι Ο νοικοκύρης ήταν νέος και δούλευε το αμπέλι

Έβγαζε το κρασί το τσίπουρο και ζούσε την οικογένειά του

Πέρασαν τα χρόνια και ο νοικοκύρης του αμπελιού γέρασε Και μια μέρα κάλεσε τον

πρώτο του τον γιο και του λέει

ndash Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι Να το δουλέψεις εσύ

Αλλά ο γιος του δεν θέλησε κι έφυγε

Μετά κάλεσε και τον δεύτερο γιο και λέει και σrsquo αυτόν τα ίδια

Αλλά και ο δεύτερος ο γιος πάλι δεν θέλησε να δουλέψει το αμπέλι

Μετά κάλεσε και τον μικρό του τον γιο που ήταν πιο νέος και του λέει

- Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι πρέπει να το δουλέψεις εσύ

-Ναι πατέρα θα πάω εγώ στο αμπέλι να το σκάψω

Κι ο πατέρας του δίνει μια συμβουλή

-Να σκάψεις να κορφολογήσεις να το κλαδέψεις και θα βρεις θησαυρό

Άρχισε να το δουλεύει το αμπέλι Αφού το δούλεψε ανταμείφθηκε από τον κόπο του

19

Κι έμεινε ο μύθος Για βάλε νιους και σκάψε με γέρους και κλάδεψέ με Βάλε κορίτσια

ανύπαντρα να με κορφολογήσουν

Που σημαίνει ότι ο νέος τα καταφέρνει καλύτερα από ένα γέρο και ότι το αμπέλι θέλει

δουλειά από νέους

20

TO ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΔΙΑ

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο Ήταν πολύ γέροι και δεν είχαν παιδιά

Κάθε μέρα προσεύχονταν κι έλεγαν στο θεό

-Σε παρακαλούμε Θεέ μας δώσε μας ένα ποντίκι να το έχουμε για παρηγοριά

Κι έτσι κι έγινε η επιθυμία τους Ο θεός τους έστειλε ένα ποντικάκι

Μια μέρα ο παππούς πήγε στο χωράφι και η γιαγιά τούς έκανε πίτα αλλά δεν είχε με

ποιον να την στείλει και το ποντίκι λέει στην γιαγιά να πάει αυτό Η γιαγιά το έστειλε και

πήγε στο χωράφι Το ποντίκι μόλις έφτασε φωνάζει τον παππού

- Από πού θα`ρθω να φέρω την πίτα Και ο παππούς του λέει

- Από γύρω-γύρω

Και το ποντίκι τρώει το γύρω και ξανά ρωτάει

- Παππού από πού να`ρθω

- Απάνω

Τρώει και το πάνω το φύλο και ξανά ρωτά

-Παππού από πού να`ρθω

- Από μέσα λέει ο παππούς Τρώει και τη γέμιση μετά τρώει και το κάτω και η πίτα

τελείωσε Αλλά ο παππούς δεν μάλωσε το ποντίκι Τότε άρχισε να βρέχει και το ποντίκι πήγε

κάτω από το μεγάλο μανιτάρι και πού πας και έρχεσαι ήρθε το βόδι και έφαγε το μανιτάρι

μαζί και το ποντίκι

21

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 11: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Σκότωσε το ελάφι αλλά έφαγε αυτό που είχε μέσα στην κοιλιά του όχι το ίδιο

Περπατούσε περπατούσε δίψασε Βρήκε μια εκκλησία Πήγε στο καντήλι της

εκκλησίας και ήπιε το νερό που είχε μέσα το καντήλι

Έφτασε στην βασίλισσα και της λέει ήρθα να σου πω ένα αίνιγμα

Της λέειhellip laquoΗ Μορφούλα έφαγε την πιτούλα κι η πιτούλα την Μορφούλα Εγώ

σκότωσα εκείνο που έβλεπα και έφαγα εκείνο που δεν έβλεπα ήπια νερό που δεν ακουμπούσε

ούτε στη γη ούτε στον ουρανόraquo

Τι είναι

Η βασίλισσα άνοιξε όλα τα βιβλία που είχε έψαξε και δεν το βρήκε πουθενά

Είπε ότι είναι πολύ έξυπνος γιrsquoαυτό θα σε παντρευτώ και θα σε κάνω άντρα μου

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΚΟΝΤΟΔΙΝΑ

11

ΙΩΑΝΝΑ ΒΕΛΛΗ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΦΗΓΗΤΕΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ

Τα παραμύθια που θα διαβάσετε τα έχω συγκεντρώσει από τη γιαγιά μου και τον παππού

μου Το όνομα της γιαγιάς μου είναι Καψάλη Αναστασία και είναι 59 χρονών Είναι πολύ

καλή νοικοκυρά μαγειρεύει υπέροχα μου μαθαίνει πώς να γίνω αντάξια νοικοκυρά με

αυτήν και ζει στο Προσήλιο Το όνομα του παππού μου είναι Καψάλης Αριστείδης και

είναι 71 χρονών Είναι πολύ καλός πλακατζής η δουλειά του είναι αγρότης και

συνταξιούχος μου μαθαίνει τις αγροτικές δουλειές στα χωράφια και ζει στο Προσήλιο Τα

παραμύθια τα διηγούνταν ο παππούς μου και η γιαγιά μου στα παιδιά τους για να τους

διδάξουν πως το κακό και το πονηρό πάντα τιμωρείται

12

Η ΜΑΡΩ

Κάποτε ζούσε σε ένα χωριό μια ευτυχισμένη οικογένεια Όμως μια μέρα η μητέρα

αρρώστησε βαριά και πέθανε Ο πατέρας ταξίδευε συνέχεια και το κοριτσάκι η Μάρω

έμενε μόνο στο σπίτι Ώσπου μια μέρα ο πατέρας αποφάσισε να παντρευτεί Πήρε λοιπόν μια

γυναίκα που είχε και εκείνη μια κόρη αλλά ζήλευαν πάρα πολύ την μικρή Μάρω

Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και ο πατέρας έφυγε ταξίδι Η μητριά με την κόρη της

έκαναν ένα σχέδιο Να πάνε δήθεν για ξύλα αλλά να αφήσουν την Μάρω να χαθεί Έτσι κι

έγινε Άφησαν την Μάρω στο δάσος να χαθεί για να την φάνε τα άγρια ζώα και αυτές

έφυγαν στο σπίτι

Η Μάρω άρχισε να κλαίει και την άκουσε ένας βοσκός την πλησίασε και της είπε τι

συμβαίνει Η Μάρω του είπε τι συνέβη και ο βοσκός την πήγε στο σπίτι της Μόλις είδαν την

Μάρω στο σπίτι άρχισαν να σχεδιάζουν άλλο σχέδιο

13

Το καινούριο σχέδιο ήταν να ζυμώσουν μια κλούρα και να πάνε για ξύλαΗ μητριά

έβαλε την Μάρω να ζυμώσει μια κλούρα και πήγαν για ξύλα Μετά από ώρα η μητριά τούς

είπε να πάνε στο χάβο

Όταν έφτασαν εκεί άρχισε να νυχτώνει Η μητριά βρήκε μια δικαιολογία και έφυγε

Η Μάρω άρχισε να περπατάει με την κλούρα στο χέρι και καθώς ο δρόμος ήταν πολύ στενός

την έπεσε η κλούρα κάτω στο γκρεμό και η μητριά της την επέβαλε να πάει να την πάρειhellip

14

Τι να κάνει λοιπόν η Μάρω πήγε να την πάρει αλλά όταν έφτασε εκεί οι

καλικάτζαροι έκαναν γάμο

Μόλις είδαν τη Μάρω άρχισαν να λένε

- Ήρθ`η νύφη ήρθ`η νύφη

Και την ρωτούν

ndash Μάρω Μάρω τι θες να σε φέρουμε

Και η Μάρω έλεγε σιγά ndash σιγά

ndash Θεεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεεεέλω ένα φόρεμα θεεεεεεεέλω παπούτσια θεεεεεεέλω ένα

γαϊδούρι θεεεεεεεέλω παράδες θεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεέλω hellip

Πολλά πράγματα και τα έλεγε όλα πολύ αργά μέχρι το ξημέρωμα Μόλις άρχισαν να

λαλούν τα κοκόρια οι καλικάτζαροι έφυγαν και η Μάρω πήρε τα πράγματα με το γαϊδούρι

και πήγε στο σπίτι της καβάλα στο γαϊδούρι και με πολλές λίρες

Μόλις τα είδε η μητριά της ζήλεψε και έστειλε και την κόρη της αλλά εκείνη τα είπε

όλα τόσο γρήγορα που στο τέλος δεν είχε να πει τίποτα και την φάγανε οι καλικάτζαροι και

η μητριά της περίμενεhellip περίμενεhellip αλλά τίποτα

Ήρθε και ο πατέρας από το ταξίδι ρώτησε την γυναίκα του πού ήταν η κόρη της και η

μητριά είπε έτσι κι έτσι

15

Μετά από μέρες ένας βοσκός βρήκε τον πατέρα της Μάρως και του λέει ότι η

γυναίκα του δεν φερόταν καλά στην κόρη του Τότε ο καημένος ο άνδρας ρώτησε την Μάρω

τι συνέβη αλλά η Μάρω δεν του είπε τίποτα γιατί είχε καλή καρδιά Ο πατέρας όμως έδιωξε

την μητριά από το σπίτι και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλυτέρα

Ο ΚΛΗΤΣΙΝΙΚΟΛΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο χωριό ζούσε ένα ζευγάρι χωρικοί Είχανε πολλά

μελίσσια Μια μέρα η πονηρή η αλεπού πάντα λιγουρευόταν το μέλι και έλεγε από μέσα της

-Αχ να`χα λίγο φρέσκο μέλι αλλά πώς να πάω να το πάρω

Της ήρθε λοιπόν ένα πρωί μια ιδέα στο μυαλό της και το έκανε Ξεγέλασε τον φίλο

της τον λύκο και τον λέει

-Φίλε Κλητσινικόλα να πάμε να κλέψουμε από τους χωρικούς το μέλι αλλά εσύ θα

πας να το πάρεις και εγώ θα φυλάγω για να μη μας πιάσουν

ndash Καλά λέει ο λύκος

Ο Κλητσινικόλας φέρνει το μέλι αλλά η πονηρή η κυρά Μάρω το θέλει για τον

εαυτό της και λέει στο λύκο

-Γύρνα να δεις Κλητσινικόλα πέρα στο δρόμο Περνούν μια νύφη με τα τσιτσιλίδια

Ο λύκος γύρισε κι έτσι μονοκόμματος που είναι η αλεπού τον πήρε το μέλι κι έμεινε

ο Κλητσινικόλας με την όρεξη κι ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

16

Ο ΠΑΠΑΣ ΚΙ`ΑΛΟΥΠΟΥ

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα χωριό ζούσε ένας παπάς με την γυναίκα του την παπαδιά

Κάθε εβδομάδα ο παπάς πήγαινε σε κάποιο διπλανό χωριό και λειτουργούσε Όταν τελείωνε

η λειτουργία ο παπάς γυρνούσε στο χωριό του

Η Αλούπου τον παρακολουθούσε κι έβλεπε τον παπά να`χει πάνω στο κάρο κι ένα

δισάκι με λειτουργιές

Σκέφτηκε λοιπόν η αλούπου πώς να πάρει της λειτουργιές

laquoΘα κάνω την ψόφιαraquo λέει και πέφτει στο δρόμο που περνούσε ο παπάς και έκανε την

ψόφια Ο Παπάς χωρίς να χάσει ώρα την βάζει στο κάρο του αλλά αυτή μέχρι να φτάσουν

στο σπίτι έριχνε τις λειτουργιές από μια ndash μια κάτω

17

Φτάνει στο σπίτι ο παπάς και φωνάζει την παπαδιά

-Έβγα έξω παπαδιά να δεις τι σου`φερα μια γούνα Η παπαδιά από την χαρά της πέταξε τα

ρούχα της στη φωτιά και βγήκε έξω

ndashΔώσε μου τη γούνα αφέντη του λέει η παπαδιά

Ο Παπάς πάει και ψάχνει να βρει την αλεπού hellip Ούτε η αλεπού ουτ`οι λειτουργιές Τότε

κατάλαβε ο παπάς τι είχε συμβεί Τον είχε ξεγελάσει άσχημα η αλεπού και η παπαδιά

φόρεσε το ράσο του παπά

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΙΟΥ

18

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια οικογένεια που είχε τρία αγόρια Όλη η περιουσία τους

ήταν ένα χωράφι που το βάλανε αμπέλι Ο νοικοκύρης ήταν νέος και δούλευε το αμπέλι

Έβγαζε το κρασί το τσίπουρο και ζούσε την οικογένειά του

Πέρασαν τα χρόνια και ο νοικοκύρης του αμπελιού γέρασε Και μια μέρα κάλεσε τον

πρώτο του τον γιο και του λέει

ndash Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι Να το δουλέψεις εσύ

Αλλά ο γιος του δεν θέλησε κι έφυγε

Μετά κάλεσε και τον δεύτερο γιο και λέει και σrsquo αυτόν τα ίδια

Αλλά και ο δεύτερος ο γιος πάλι δεν θέλησε να δουλέψει το αμπέλι

Μετά κάλεσε και τον μικρό του τον γιο που ήταν πιο νέος και του λέει

- Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι πρέπει να το δουλέψεις εσύ

-Ναι πατέρα θα πάω εγώ στο αμπέλι να το σκάψω

Κι ο πατέρας του δίνει μια συμβουλή

-Να σκάψεις να κορφολογήσεις να το κλαδέψεις και θα βρεις θησαυρό

Άρχισε να το δουλεύει το αμπέλι Αφού το δούλεψε ανταμείφθηκε από τον κόπο του

19

Κι έμεινε ο μύθος Για βάλε νιους και σκάψε με γέρους και κλάδεψέ με Βάλε κορίτσια

ανύπαντρα να με κορφολογήσουν

Που σημαίνει ότι ο νέος τα καταφέρνει καλύτερα από ένα γέρο και ότι το αμπέλι θέλει

δουλειά από νέους

20

TO ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΔΙΑ

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο Ήταν πολύ γέροι και δεν είχαν παιδιά

Κάθε μέρα προσεύχονταν κι έλεγαν στο θεό

-Σε παρακαλούμε Θεέ μας δώσε μας ένα ποντίκι να το έχουμε για παρηγοριά

Κι έτσι κι έγινε η επιθυμία τους Ο θεός τους έστειλε ένα ποντικάκι

Μια μέρα ο παππούς πήγε στο χωράφι και η γιαγιά τούς έκανε πίτα αλλά δεν είχε με

ποιον να την στείλει και το ποντίκι λέει στην γιαγιά να πάει αυτό Η γιαγιά το έστειλε και

πήγε στο χωράφι Το ποντίκι μόλις έφτασε φωνάζει τον παππού

- Από πού θα`ρθω να φέρω την πίτα Και ο παππούς του λέει

- Από γύρω-γύρω

Και το ποντίκι τρώει το γύρω και ξανά ρωτάει

- Παππού από πού να`ρθω

- Απάνω

Τρώει και το πάνω το φύλο και ξανά ρωτά

-Παππού από πού να`ρθω

- Από μέσα λέει ο παππούς Τρώει και τη γέμιση μετά τρώει και το κάτω και η πίτα

τελείωσε Αλλά ο παππούς δεν μάλωσε το ποντίκι Τότε άρχισε να βρέχει και το ποντίκι πήγε

κάτω από το μεγάλο μανιτάρι και πού πας και έρχεσαι ήρθε το βόδι και έφαγε το μανιτάρι

μαζί και το ποντίκι

21

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 12: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

ΙΩΑΝΝΑ ΒΕΛΛΗ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΦΗΓΗΤΕΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ

Τα παραμύθια που θα διαβάσετε τα έχω συγκεντρώσει από τη γιαγιά μου και τον παππού

μου Το όνομα της γιαγιάς μου είναι Καψάλη Αναστασία και είναι 59 χρονών Είναι πολύ

καλή νοικοκυρά μαγειρεύει υπέροχα μου μαθαίνει πώς να γίνω αντάξια νοικοκυρά με

αυτήν και ζει στο Προσήλιο Το όνομα του παππού μου είναι Καψάλης Αριστείδης και

είναι 71 χρονών Είναι πολύ καλός πλακατζής η δουλειά του είναι αγρότης και

συνταξιούχος μου μαθαίνει τις αγροτικές δουλειές στα χωράφια και ζει στο Προσήλιο Τα

παραμύθια τα διηγούνταν ο παππούς μου και η γιαγιά μου στα παιδιά τους για να τους

διδάξουν πως το κακό και το πονηρό πάντα τιμωρείται

12

Η ΜΑΡΩ

Κάποτε ζούσε σε ένα χωριό μια ευτυχισμένη οικογένεια Όμως μια μέρα η μητέρα

αρρώστησε βαριά και πέθανε Ο πατέρας ταξίδευε συνέχεια και το κοριτσάκι η Μάρω

έμενε μόνο στο σπίτι Ώσπου μια μέρα ο πατέρας αποφάσισε να παντρευτεί Πήρε λοιπόν μια

γυναίκα που είχε και εκείνη μια κόρη αλλά ζήλευαν πάρα πολύ την μικρή Μάρω

Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και ο πατέρας έφυγε ταξίδι Η μητριά με την κόρη της

έκαναν ένα σχέδιο Να πάνε δήθεν για ξύλα αλλά να αφήσουν την Μάρω να χαθεί Έτσι κι

έγινε Άφησαν την Μάρω στο δάσος να χαθεί για να την φάνε τα άγρια ζώα και αυτές

έφυγαν στο σπίτι

Η Μάρω άρχισε να κλαίει και την άκουσε ένας βοσκός την πλησίασε και της είπε τι

συμβαίνει Η Μάρω του είπε τι συνέβη και ο βοσκός την πήγε στο σπίτι της Μόλις είδαν την

Μάρω στο σπίτι άρχισαν να σχεδιάζουν άλλο σχέδιο

13

Το καινούριο σχέδιο ήταν να ζυμώσουν μια κλούρα και να πάνε για ξύλαΗ μητριά

έβαλε την Μάρω να ζυμώσει μια κλούρα και πήγαν για ξύλα Μετά από ώρα η μητριά τούς

είπε να πάνε στο χάβο

Όταν έφτασαν εκεί άρχισε να νυχτώνει Η μητριά βρήκε μια δικαιολογία και έφυγε

Η Μάρω άρχισε να περπατάει με την κλούρα στο χέρι και καθώς ο δρόμος ήταν πολύ στενός

την έπεσε η κλούρα κάτω στο γκρεμό και η μητριά της την επέβαλε να πάει να την πάρειhellip

14

Τι να κάνει λοιπόν η Μάρω πήγε να την πάρει αλλά όταν έφτασε εκεί οι

καλικάτζαροι έκαναν γάμο

Μόλις είδαν τη Μάρω άρχισαν να λένε

- Ήρθ`η νύφη ήρθ`η νύφη

Και την ρωτούν

ndash Μάρω Μάρω τι θες να σε φέρουμε

Και η Μάρω έλεγε σιγά ndash σιγά

ndash Θεεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεεεέλω ένα φόρεμα θεεεεεεεέλω παπούτσια θεεεεεεέλω ένα

γαϊδούρι θεεεεεεεέλω παράδες θεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεέλω hellip

Πολλά πράγματα και τα έλεγε όλα πολύ αργά μέχρι το ξημέρωμα Μόλις άρχισαν να

λαλούν τα κοκόρια οι καλικάτζαροι έφυγαν και η Μάρω πήρε τα πράγματα με το γαϊδούρι

και πήγε στο σπίτι της καβάλα στο γαϊδούρι και με πολλές λίρες

Μόλις τα είδε η μητριά της ζήλεψε και έστειλε και την κόρη της αλλά εκείνη τα είπε

όλα τόσο γρήγορα που στο τέλος δεν είχε να πει τίποτα και την φάγανε οι καλικάτζαροι και

η μητριά της περίμενεhellip περίμενεhellip αλλά τίποτα

Ήρθε και ο πατέρας από το ταξίδι ρώτησε την γυναίκα του πού ήταν η κόρη της και η

μητριά είπε έτσι κι έτσι

15

Μετά από μέρες ένας βοσκός βρήκε τον πατέρα της Μάρως και του λέει ότι η

γυναίκα του δεν φερόταν καλά στην κόρη του Τότε ο καημένος ο άνδρας ρώτησε την Μάρω

τι συνέβη αλλά η Μάρω δεν του είπε τίποτα γιατί είχε καλή καρδιά Ο πατέρας όμως έδιωξε

την μητριά από το σπίτι και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλυτέρα

Ο ΚΛΗΤΣΙΝΙΚΟΛΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο χωριό ζούσε ένα ζευγάρι χωρικοί Είχανε πολλά

μελίσσια Μια μέρα η πονηρή η αλεπού πάντα λιγουρευόταν το μέλι και έλεγε από μέσα της

-Αχ να`χα λίγο φρέσκο μέλι αλλά πώς να πάω να το πάρω

Της ήρθε λοιπόν ένα πρωί μια ιδέα στο μυαλό της και το έκανε Ξεγέλασε τον φίλο

της τον λύκο και τον λέει

-Φίλε Κλητσινικόλα να πάμε να κλέψουμε από τους χωρικούς το μέλι αλλά εσύ θα

πας να το πάρεις και εγώ θα φυλάγω για να μη μας πιάσουν

ndash Καλά λέει ο λύκος

Ο Κλητσινικόλας φέρνει το μέλι αλλά η πονηρή η κυρά Μάρω το θέλει για τον

εαυτό της και λέει στο λύκο

-Γύρνα να δεις Κλητσινικόλα πέρα στο δρόμο Περνούν μια νύφη με τα τσιτσιλίδια

Ο λύκος γύρισε κι έτσι μονοκόμματος που είναι η αλεπού τον πήρε το μέλι κι έμεινε

ο Κλητσινικόλας με την όρεξη κι ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

16

Ο ΠΑΠΑΣ ΚΙ`ΑΛΟΥΠΟΥ

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα χωριό ζούσε ένας παπάς με την γυναίκα του την παπαδιά

Κάθε εβδομάδα ο παπάς πήγαινε σε κάποιο διπλανό χωριό και λειτουργούσε Όταν τελείωνε

η λειτουργία ο παπάς γυρνούσε στο χωριό του

Η Αλούπου τον παρακολουθούσε κι έβλεπε τον παπά να`χει πάνω στο κάρο κι ένα

δισάκι με λειτουργιές

Σκέφτηκε λοιπόν η αλούπου πώς να πάρει της λειτουργιές

laquoΘα κάνω την ψόφιαraquo λέει και πέφτει στο δρόμο που περνούσε ο παπάς και έκανε την

ψόφια Ο Παπάς χωρίς να χάσει ώρα την βάζει στο κάρο του αλλά αυτή μέχρι να φτάσουν

στο σπίτι έριχνε τις λειτουργιές από μια ndash μια κάτω

17

Φτάνει στο σπίτι ο παπάς και φωνάζει την παπαδιά

-Έβγα έξω παπαδιά να δεις τι σου`φερα μια γούνα Η παπαδιά από την χαρά της πέταξε τα

ρούχα της στη φωτιά και βγήκε έξω

ndashΔώσε μου τη γούνα αφέντη του λέει η παπαδιά

Ο Παπάς πάει και ψάχνει να βρει την αλεπού hellip Ούτε η αλεπού ουτ`οι λειτουργιές Τότε

κατάλαβε ο παπάς τι είχε συμβεί Τον είχε ξεγελάσει άσχημα η αλεπού και η παπαδιά

φόρεσε το ράσο του παπά

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΙΟΥ

18

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια οικογένεια που είχε τρία αγόρια Όλη η περιουσία τους

ήταν ένα χωράφι που το βάλανε αμπέλι Ο νοικοκύρης ήταν νέος και δούλευε το αμπέλι

Έβγαζε το κρασί το τσίπουρο και ζούσε την οικογένειά του

Πέρασαν τα χρόνια και ο νοικοκύρης του αμπελιού γέρασε Και μια μέρα κάλεσε τον

πρώτο του τον γιο και του λέει

ndash Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι Να το δουλέψεις εσύ

Αλλά ο γιος του δεν θέλησε κι έφυγε

Μετά κάλεσε και τον δεύτερο γιο και λέει και σrsquo αυτόν τα ίδια

Αλλά και ο δεύτερος ο γιος πάλι δεν θέλησε να δουλέψει το αμπέλι

Μετά κάλεσε και τον μικρό του τον γιο που ήταν πιο νέος και του λέει

- Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι πρέπει να το δουλέψεις εσύ

-Ναι πατέρα θα πάω εγώ στο αμπέλι να το σκάψω

Κι ο πατέρας του δίνει μια συμβουλή

-Να σκάψεις να κορφολογήσεις να το κλαδέψεις και θα βρεις θησαυρό

Άρχισε να το δουλεύει το αμπέλι Αφού το δούλεψε ανταμείφθηκε από τον κόπο του

19

Κι έμεινε ο μύθος Για βάλε νιους και σκάψε με γέρους και κλάδεψέ με Βάλε κορίτσια

ανύπαντρα να με κορφολογήσουν

Που σημαίνει ότι ο νέος τα καταφέρνει καλύτερα από ένα γέρο και ότι το αμπέλι θέλει

δουλειά από νέους

20

TO ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΔΙΑ

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο Ήταν πολύ γέροι και δεν είχαν παιδιά

Κάθε μέρα προσεύχονταν κι έλεγαν στο θεό

-Σε παρακαλούμε Θεέ μας δώσε μας ένα ποντίκι να το έχουμε για παρηγοριά

Κι έτσι κι έγινε η επιθυμία τους Ο θεός τους έστειλε ένα ποντικάκι

Μια μέρα ο παππούς πήγε στο χωράφι και η γιαγιά τούς έκανε πίτα αλλά δεν είχε με

ποιον να την στείλει και το ποντίκι λέει στην γιαγιά να πάει αυτό Η γιαγιά το έστειλε και

πήγε στο χωράφι Το ποντίκι μόλις έφτασε φωνάζει τον παππού

- Από πού θα`ρθω να φέρω την πίτα Και ο παππούς του λέει

- Από γύρω-γύρω

Και το ποντίκι τρώει το γύρω και ξανά ρωτάει

- Παππού από πού να`ρθω

- Απάνω

Τρώει και το πάνω το φύλο και ξανά ρωτά

-Παππού από πού να`ρθω

- Από μέσα λέει ο παππούς Τρώει και τη γέμιση μετά τρώει και το κάτω και η πίτα

τελείωσε Αλλά ο παππούς δεν μάλωσε το ποντίκι Τότε άρχισε να βρέχει και το ποντίκι πήγε

κάτω από το μεγάλο μανιτάρι και πού πας και έρχεσαι ήρθε το βόδι και έφαγε το μανιτάρι

μαζί και το ποντίκι

21

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 13: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Η ΜΑΡΩ

Κάποτε ζούσε σε ένα χωριό μια ευτυχισμένη οικογένεια Όμως μια μέρα η μητέρα

αρρώστησε βαριά και πέθανε Ο πατέρας ταξίδευε συνέχεια και το κοριτσάκι η Μάρω

έμενε μόνο στο σπίτι Ώσπου μια μέρα ο πατέρας αποφάσισε να παντρευτεί Πήρε λοιπόν μια

γυναίκα που είχε και εκείνη μια κόρη αλλά ζήλευαν πάρα πολύ την μικρή Μάρω

Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και ο πατέρας έφυγε ταξίδι Η μητριά με την κόρη της

έκαναν ένα σχέδιο Να πάνε δήθεν για ξύλα αλλά να αφήσουν την Μάρω να χαθεί Έτσι κι

έγινε Άφησαν την Μάρω στο δάσος να χαθεί για να την φάνε τα άγρια ζώα και αυτές

έφυγαν στο σπίτι

Η Μάρω άρχισε να κλαίει και την άκουσε ένας βοσκός την πλησίασε και της είπε τι

συμβαίνει Η Μάρω του είπε τι συνέβη και ο βοσκός την πήγε στο σπίτι της Μόλις είδαν την

Μάρω στο σπίτι άρχισαν να σχεδιάζουν άλλο σχέδιο

13

Το καινούριο σχέδιο ήταν να ζυμώσουν μια κλούρα και να πάνε για ξύλαΗ μητριά

έβαλε την Μάρω να ζυμώσει μια κλούρα και πήγαν για ξύλα Μετά από ώρα η μητριά τούς

είπε να πάνε στο χάβο

Όταν έφτασαν εκεί άρχισε να νυχτώνει Η μητριά βρήκε μια δικαιολογία και έφυγε

Η Μάρω άρχισε να περπατάει με την κλούρα στο χέρι και καθώς ο δρόμος ήταν πολύ στενός

την έπεσε η κλούρα κάτω στο γκρεμό και η μητριά της την επέβαλε να πάει να την πάρειhellip

14

Τι να κάνει λοιπόν η Μάρω πήγε να την πάρει αλλά όταν έφτασε εκεί οι

καλικάτζαροι έκαναν γάμο

Μόλις είδαν τη Μάρω άρχισαν να λένε

- Ήρθ`η νύφη ήρθ`η νύφη

Και την ρωτούν

ndash Μάρω Μάρω τι θες να σε φέρουμε

Και η Μάρω έλεγε σιγά ndash σιγά

ndash Θεεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεεεέλω ένα φόρεμα θεεεεεεεέλω παπούτσια θεεεεεεέλω ένα

γαϊδούρι θεεεεεεεέλω παράδες θεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεέλω hellip

Πολλά πράγματα και τα έλεγε όλα πολύ αργά μέχρι το ξημέρωμα Μόλις άρχισαν να

λαλούν τα κοκόρια οι καλικάτζαροι έφυγαν και η Μάρω πήρε τα πράγματα με το γαϊδούρι

και πήγε στο σπίτι της καβάλα στο γαϊδούρι και με πολλές λίρες

Μόλις τα είδε η μητριά της ζήλεψε και έστειλε και την κόρη της αλλά εκείνη τα είπε

όλα τόσο γρήγορα που στο τέλος δεν είχε να πει τίποτα και την φάγανε οι καλικάτζαροι και

η μητριά της περίμενεhellip περίμενεhellip αλλά τίποτα

Ήρθε και ο πατέρας από το ταξίδι ρώτησε την γυναίκα του πού ήταν η κόρη της και η

μητριά είπε έτσι κι έτσι

15

Μετά από μέρες ένας βοσκός βρήκε τον πατέρα της Μάρως και του λέει ότι η

γυναίκα του δεν φερόταν καλά στην κόρη του Τότε ο καημένος ο άνδρας ρώτησε την Μάρω

τι συνέβη αλλά η Μάρω δεν του είπε τίποτα γιατί είχε καλή καρδιά Ο πατέρας όμως έδιωξε

την μητριά από το σπίτι και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλυτέρα

Ο ΚΛΗΤΣΙΝΙΚΟΛΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο χωριό ζούσε ένα ζευγάρι χωρικοί Είχανε πολλά

μελίσσια Μια μέρα η πονηρή η αλεπού πάντα λιγουρευόταν το μέλι και έλεγε από μέσα της

-Αχ να`χα λίγο φρέσκο μέλι αλλά πώς να πάω να το πάρω

Της ήρθε λοιπόν ένα πρωί μια ιδέα στο μυαλό της και το έκανε Ξεγέλασε τον φίλο

της τον λύκο και τον λέει

-Φίλε Κλητσινικόλα να πάμε να κλέψουμε από τους χωρικούς το μέλι αλλά εσύ θα

πας να το πάρεις και εγώ θα φυλάγω για να μη μας πιάσουν

ndash Καλά λέει ο λύκος

Ο Κλητσινικόλας φέρνει το μέλι αλλά η πονηρή η κυρά Μάρω το θέλει για τον

εαυτό της και λέει στο λύκο

-Γύρνα να δεις Κλητσινικόλα πέρα στο δρόμο Περνούν μια νύφη με τα τσιτσιλίδια

Ο λύκος γύρισε κι έτσι μονοκόμματος που είναι η αλεπού τον πήρε το μέλι κι έμεινε

ο Κλητσινικόλας με την όρεξη κι ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

16

Ο ΠΑΠΑΣ ΚΙ`ΑΛΟΥΠΟΥ

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα χωριό ζούσε ένας παπάς με την γυναίκα του την παπαδιά

Κάθε εβδομάδα ο παπάς πήγαινε σε κάποιο διπλανό χωριό και λειτουργούσε Όταν τελείωνε

η λειτουργία ο παπάς γυρνούσε στο χωριό του

Η Αλούπου τον παρακολουθούσε κι έβλεπε τον παπά να`χει πάνω στο κάρο κι ένα

δισάκι με λειτουργιές

Σκέφτηκε λοιπόν η αλούπου πώς να πάρει της λειτουργιές

laquoΘα κάνω την ψόφιαraquo λέει και πέφτει στο δρόμο που περνούσε ο παπάς και έκανε την

ψόφια Ο Παπάς χωρίς να χάσει ώρα την βάζει στο κάρο του αλλά αυτή μέχρι να φτάσουν

στο σπίτι έριχνε τις λειτουργιές από μια ndash μια κάτω

17

Φτάνει στο σπίτι ο παπάς και φωνάζει την παπαδιά

-Έβγα έξω παπαδιά να δεις τι σου`φερα μια γούνα Η παπαδιά από την χαρά της πέταξε τα

ρούχα της στη φωτιά και βγήκε έξω

ndashΔώσε μου τη γούνα αφέντη του λέει η παπαδιά

Ο Παπάς πάει και ψάχνει να βρει την αλεπού hellip Ούτε η αλεπού ουτ`οι λειτουργιές Τότε

κατάλαβε ο παπάς τι είχε συμβεί Τον είχε ξεγελάσει άσχημα η αλεπού και η παπαδιά

φόρεσε το ράσο του παπά

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΙΟΥ

18

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια οικογένεια που είχε τρία αγόρια Όλη η περιουσία τους

ήταν ένα χωράφι που το βάλανε αμπέλι Ο νοικοκύρης ήταν νέος και δούλευε το αμπέλι

Έβγαζε το κρασί το τσίπουρο και ζούσε την οικογένειά του

Πέρασαν τα χρόνια και ο νοικοκύρης του αμπελιού γέρασε Και μια μέρα κάλεσε τον

πρώτο του τον γιο και του λέει

ndash Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι Να το δουλέψεις εσύ

Αλλά ο γιος του δεν θέλησε κι έφυγε

Μετά κάλεσε και τον δεύτερο γιο και λέει και σrsquo αυτόν τα ίδια

Αλλά και ο δεύτερος ο γιος πάλι δεν θέλησε να δουλέψει το αμπέλι

Μετά κάλεσε και τον μικρό του τον γιο που ήταν πιο νέος και του λέει

- Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι πρέπει να το δουλέψεις εσύ

-Ναι πατέρα θα πάω εγώ στο αμπέλι να το σκάψω

Κι ο πατέρας του δίνει μια συμβουλή

-Να σκάψεις να κορφολογήσεις να το κλαδέψεις και θα βρεις θησαυρό

Άρχισε να το δουλεύει το αμπέλι Αφού το δούλεψε ανταμείφθηκε από τον κόπο του

19

Κι έμεινε ο μύθος Για βάλε νιους και σκάψε με γέρους και κλάδεψέ με Βάλε κορίτσια

ανύπαντρα να με κορφολογήσουν

Που σημαίνει ότι ο νέος τα καταφέρνει καλύτερα από ένα γέρο και ότι το αμπέλι θέλει

δουλειά από νέους

20

TO ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΔΙΑ

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο Ήταν πολύ γέροι και δεν είχαν παιδιά

Κάθε μέρα προσεύχονταν κι έλεγαν στο θεό

-Σε παρακαλούμε Θεέ μας δώσε μας ένα ποντίκι να το έχουμε για παρηγοριά

Κι έτσι κι έγινε η επιθυμία τους Ο θεός τους έστειλε ένα ποντικάκι

Μια μέρα ο παππούς πήγε στο χωράφι και η γιαγιά τούς έκανε πίτα αλλά δεν είχε με

ποιον να την στείλει και το ποντίκι λέει στην γιαγιά να πάει αυτό Η γιαγιά το έστειλε και

πήγε στο χωράφι Το ποντίκι μόλις έφτασε φωνάζει τον παππού

- Από πού θα`ρθω να φέρω την πίτα Και ο παππούς του λέει

- Από γύρω-γύρω

Και το ποντίκι τρώει το γύρω και ξανά ρωτάει

- Παππού από πού να`ρθω

- Απάνω

Τρώει και το πάνω το φύλο και ξανά ρωτά

-Παππού από πού να`ρθω

- Από μέσα λέει ο παππούς Τρώει και τη γέμιση μετά τρώει και το κάτω και η πίτα

τελείωσε Αλλά ο παππούς δεν μάλωσε το ποντίκι Τότε άρχισε να βρέχει και το ποντίκι πήγε

κάτω από το μεγάλο μανιτάρι και πού πας και έρχεσαι ήρθε το βόδι και έφαγε το μανιτάρι

μαζί και το ποντίκι

21

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 14: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Το καινούριο σχέδιο ήταν να ζυμώσουν μια κλούρα και να πάνε για ξύλαΗ μητριά

έβαλε την Μάρω να ζυμώσει μια κλούρα και πήγαν για ξύλα Μετά από ώρα η μητριά τούς

είπε να πάνε στο χάβο

Όταν έφτασαν εκεί άρχισε να νυχτώνει Η μητριά βρήκε μια δικαιολογία και έφυγε

Η Μάρω άρχισε να περπατάει με την κλούρα στο χέρι και καθώς ο δρόμος ήταν πολύ στενός

την έπεσε η κλούρα κάτω στο γκρεμό και η μητριά της την επέβαλε να πάει να την πάρειhellip

14

Τι να κάνει λοιπόν η Μάρω πήγε να την πάρει αλλά όταν έφτασε εκεί οι

καλικάτζαροι έκαναν γάμο

Μόλις είδαν τη Μάρω άρχισαν να λένε

- Ήρθ`η νύφη ήρθ`η νύφη

Και την ρωτούν

ndash Μάρω Μάρω τι θες να σε φέρουμε

Και η Μάρω έλεγε σιγά ndash σιγά

ndash Θεεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεεεέλω ένα φόρεμα θεεεεεεεέλω παπούτσια θεεεεεεέλω ένα

γαϊδούρι θεεεεεεεέλω παράδες θεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεέλω hellip

Πολλά πράγματα και τα έλεγε όλα πολύ αργά μέχρι το ξημέρωμα Μόλις άρχισαν να

λαλούν τα κοκόρια οι καλικάτζαροι έφυγαν και η Μάρω πήρε τα πράγματα με το γαϊδούρι

και πήγε στο σπίτι της καβάλα στο γαϊδούρι και με πολλές λίρες

Μόλις τα είδε η μητριά της ζήλεψε και έστειλε και την κόρη της αλλά εκείνη τα είπε

όλα τόσο γρήγορα που στο τέλος δεν είχε να πει τίποτα και την φάγανε οι καλικάτζαροι και

η μητριά της περίμενεhellip περίμενεhellip αλλά τίποτα

Ήρθε και ο πατέρας από το ταξίδι ρώτησε την γυναίκα του πού ήταν η κόρη της και η

μητριά είπε έτσι κι έτσι

15

Μετά από μέρες ένας βοσκός βρήκε τον πατέρα της Μάρως και του λέει ότι η

γυναίκα του δεν φερόταν καλά στην κόρη του Τότε ο καημένος ο άνδρας ρώτησε την Μάρω

τι συνέβη αλλά η Μάρω δεν του είπε τίποτα γιατί είχε καλή καρδιά Ο πατέρας όμως έδιωξε

την μητριά από το σπίτι και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλυτέρα

Ο ΚΛΗΤΣΙΝΙΚΟΛΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο χωριό ζούσε ένα ζευγάρι χωρικοί Είχανε πολλά

μελίσσια Μια μέρα η πονηρή η αλεπού πάντα λιγουρευόταν το μέλι και έλεγε από μέσα της

-Αχ να`χα λίγο φρέσκο μέλι αλλά πώς να πάω να το πάρω

Της ήρθε λοιπόν ένα πρωί μια ιδέα στο μυαλό της και το έκανε Ξεγέλασε τον φίλο

της τον λύκο και τον λέει

-Φίλε Κλητσινικόλα να πάμε να κλέψουμε από τους χωρικούς το μέλι αλλά εσύ θα

πας να το πάρεις και εγώ θα φυλάγω για να μη μας πιάσουν

ndash Καλά λέει ο λύκος

Ο Κλητσινικόλας φέρνει το μέλι αλλά η πονηρή η κυρά Μάρω το θέλει για τον

εαυτό της και λέει στο λύκο

-Γύρνα να δεις Κλητσινικόλα πέρα στο δρόμο Περνούν μια νύφη με τα τσιτσιλίδια

Ο λύκος γύρισε κι έτσι μονοκόμματος που είναι η αλεπού τον πήρε το μέλι κι έμεινε

ο Κλητσινικόλας με την όρεξη κι ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

16

Ο ΠΑΠΑΣ ΚΙ`ΑΛΟΥΠΟΥ

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα χωριό ζούσε ένας παπάς με την γυναίκα του την παπαδιά

Κάθε εβδομάδα ο παπάς πήγαινε σε κάποιο διπλανό χωριό και λειτουργούσε Όταν τελείωνε

η λειτουργία ο παπάς γυρνούσε στο χωριό του

Η Αλούπου τον παρακολουθούσε κι έβλεπε τον παπά να`χει πάνω στο κάρο κι ένα

δισάκι με λειτουργιές

Σκέφτηκε λοιπόν η αλούπου πώς να πάρει της λειτουργιές

laquoΘα κάνω την ψόφιαraquo λέει και πέφτει στο δρόμο που περνούσε ο παπάς και έκανε την

ψόφια Ο Παπάς χωρίς να χάσει ώρα την βάζει στο κάρο του αλλά αυτή μέχρι να φτάσουν

στο σπίτι έριχνε τις λειτουργιές από μια ndash μια κάτω

17

Φτάνει στο σπίτι ο παπάς και φωνάζει την παπαδιά

-Έβγα έξω παπαδιά να δεις τι σου`φερα μια γούνα Η παπαδιά από την χαρά της πέταξε τα

ρούχα της στη φωτιά και βγήκε έξω

ndashΔώσε μου τη γούνα αφέντη του λέει η παπαδιά

Ο Παπάς πάει και ψάχνει να βρει την αλεπού hellip Ούτε η αλεπού ουτ`οι λειτουργιές Τότε

κατάλαβε ο παπάς τι είχε συμβεί Τον είχε ξεγελάσει άσχημα η αλεπού και η παπαδιά

φόρεσε το ράσο του παπά

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΙΟΥ

18

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια οικογένεια που είχε τρία αγόρια Όλη η περιουσία τους

ήταν ένα χωράφι που το βάλανε αμπέλι Ο νοικοκύρης ήταν νέος και δούλευε το αμπέλι

Έβγαζε το κρασί το τσίπουρο και ζούσε την οικογένειά του

Πέρασαν τα χρόνια και ο νοικοκύρης του αμπελιού γέρασε Και μια μέρα κάλεσε τον

πρώτο του τον γιο και του λέει

ndash Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι Να το δουλέψεις εσύ

Αλλά ο γιος του δεν θέλησε κι έφυγε

Μετά κάλεσε και τον δεύτερο γιο και λέει και σrsquo αυτόν τα ίδια

Αλλά και ο δεύτερος ο γιος πάλι δεν θέλησε να δουλέψει το αμπέλι

Μετά κάλεσε και τον μικρό του τον γιο που ήταν πιο νέος και του λέει

- Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι πρέπει να το δουλέψεις εσύ

-Ναι πατέρα θα πάω εγώ στο αμπέλι να το σκάψω

Κι ο πατέρας του δίνει μια συμβουλή

-Να σκάψεις να κορφολογήσεις να το κλαδέψεις και θα βρεις θησαυρό

Άρχισε να το δουλεύει το αμπέλι Αφού το δούλεψε ανταμείφθηκε από τον κόπο του

19

Κι έμεινε ο μύθος Για βάλε νιους και σκάψε με γέρους και κλάδεψέ με Βάλε κορίτσια

ανύπαντρα να με κορφολογήσουν

Που σημαίνει ότι ο νέος τα καταφέρνει καλύτερα από ένα γέρο και ότι το αμπέλι θέλει

δουλειά από νέους

20

TO ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΔΙΑ

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο Ήταν πολύ γέροι και δεν είχαν παιδιά

Κάθε μέρα προσεύχονταν κι έλεγαν στο θεό

-Σε παρακαλούμε Θεέ μας δώσε μας ένα ποντίκι να το έχουμε για παρηγοριά

Κι έτσι κι έγινε η επιθυμία τους Ο θεός τους έστειλε ένα ποντικάκι

Μια μέρα ο παππούς πήγε στο χωράφι και η γιαγιά τούς έκανε πίτα αλλά δεν είχε με

ποιον να την στείλει και το ποντίκι λέει στην γιαγιά να πάει αυτό Η γιαγιά το έστειλε και

πήγε στο χωράφι Το ποντίκι μόλις έφτασε φωνάζει τον παππού

- Από πού θα`ρθω να φέρω την πίτα Και ο παππούς του λέει

- Από γύρω-γύρω

Και το ποντίκι τρώει το γύρω και ξανά ρωτάει

- Παππού από πού να`ρθω

- Απάνω

Τρώει και το πάνω το φύλο και ξανά ρωτά

-Παππού από πού να`ρθω

- Από μέσα λέει ο παππούς Τρώει και τη γέμιση μετά τρώει και το κάτω και η πίτα

τελείωσε Αλλά ο παππούς δεν μάλωσε το ποντίκι Τότε άρχισε να βρέχει και το ποντίκι πήγε

κάτω από το μεγάλο μανιτάρι και πού πας και έρχεσαι ήρθε το βόδι και έφαγε το μανιτάρι

μαζί και το ποντίκι

21

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 15: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Τι να κάνει λοιπόν η Μάρω πήγε να την πάρει αλλά όταν έφτασε εκεί οι

καλικάτζαροι έκαναν γάμο

Μόλις είδαν τη Μάρω άρχισαν να λένε

- Ήρθ`η νύφη ήρθ`η νύφη

Και την ρωτούν

ndash Μάρω Μάρω τι θες να σε φέρουμε

Και η Μάρω έλεγε σιγά ndash σιγά

ndash Θεεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεεεέλω ένα φόρεμα θεεεεεεεέλω παπούτσια θεεεεεεέλω ένα

γαϊδούρι θεεεεεεεέλω παράδες θεεεεεεεεέλω θεεεεεεεεεέλω hellip

Πολλά πράγματα και τα έλεγε όλα πολύ αργά μέχρι το ξημέρωμα Μόλις άρχισαν να

λαλούν τα κοκόρια οι καλικάτζαροι έφυγαν και η Μάρω πήρε τα πράγματα με το γαϊδούρι

και πήγε στο σπίτι της καβάλα στο γαϊδούρι και με πολλές λίρες

Μόλις τα είδε η μητριά της ζήλεψε και έστειλε και την κόρη της αλλά εκείνη τα είπε

όλα τόσο γρήγορα που στο τέλος δεν είχε να πει τίποτα και την φάγανε οι καλικάτζαροι και

η μητριά της περίμενεhellip περίμενεhellip αλλά τίποτα

Ήρθε και ο πατέρας από το ταξίδι ρώτησε την γυναίκα του πού ήταν η κόρη της και η

μητριά είπε έτσι κι έτσι

15

Μετά από μέρες ένας βοσκός βρήκε τον πατέρα της Μάρως και του λέει ότι η

γυναίκα του δεν φερόταν καλά στην κόρη του Τότε ο καημένος ο άνδρας ρώτησε την Μάρω

τι συνέβη αλλά η Μάρω δεν του είπε τίποτα γιατί είχε καλή καρδιά Ο πατέρας όμως έδιωξε

την μητριά από το σπίτι και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλυτέρα

Ο ΚΛΗΤΣΙΝΙΚΟΛΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο χωριό ζούσε ένα ζευγάρι χωρικοί Είχανε πολλά

μελίσσια Μια μέρα η πονηρή η αλεπού πάντα λιγουρευόταν το μέλι και έλεγε από μέσα της

-Αχ να`χα λίγο φρέσκο μέλι αλλά πώς να πάω να το πάρω

Της ήρθε λοιπόν ένα πρωί μια ιδέα στο μυαλό της και το έκανε Ξεγέλασε τον φίλο

της τον λύκο και τον λέει

-Φίλε Κλητσινικόλα να πάμε να κλέψουμε από τους χωρικούς το μέλι αλλά εσύ θα

πας να το πάρεις και εγώ θα φυλάγω για να μη μας πιάσουν

ndash Καλά λέει ο λύκος

Ο Κλητσινικόλας φέρνει το μέλι αλλά η πονηρή η κυρά Μάρω το θέλει για τον

εαυτό της και λέει στο λύκο

-Γύρνα να δεις Κλητσινικόλα πέρα στο δρόμο Περνούν μια νύφη με τα τσιτσιλίδια

Ο λύκος γύρισε κι έτσι μονοκόμματος που είναι η αλεπού τον πήρε το μέλι κι έμεινε

ο Κλητσινικόλας με την όρεξη κι ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

16

Ο ΠΑΠΑΣ ΚΙ`ΑΛΟΥΠΟΥ

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα χωριό ζούσε ένας παπάς με την γυναίκα του την παπαδιά

Κάθε εβδομάδα ο παπάς πήγαινε σε κάποιο διπλανό χωριό και λειτουργούσε Όταν τελείωνε

η λειτουργία ο παπάς γυρνούσε στο χωριό του

Η Αλούπου τον παρακολουθούσε κι έβλεπε τον παπά να`χει πάνω στο κάρο κι ένα

δισάκι με λειτουργιές

Σκέφτηκε λοιπόν η αλούπου πώς να πάρει της λειτουργιές

laquoΘα κάνω την ψόφιαraquo λέει και πέφτει στο δρόμο που περνούσε ο παπάς και έκανε την

ψόφια Ο Παπάς χωρίς να χάσει ώρα την βάζει στο κάρο του αλλά αυτή μέχρι να φτάσουν

στο σπίτι έριχνε τις λειτουργιές από μια ndash μια κάτω

17

Φτάνει στο σπίτι ο παπάς και φωνάζει την παπαδιά

-Έβγα έξω παπαδιά να δεις τι σου`φερα μια γούνα Η παπαδιά από την χαρά της πέταξε τα

ρούχα της στη φωτιά και βγήκε έξω

ndashΔώσε μου τη γούνα αφέντη του λέει η παπαδιά

Ο Παπάς πάει και ψάχνει να βρει την αλεπού hellip Ούτε η αλεπού ουτ`οι λειτουργιές Τότε

κατάλαβε ο παπάς τι είχε συμβεί Τον είχε ξεγελάσει άσχημα η αλεπού και η παπαδιά

φόρεσε το ράσο του παπά

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΙΟΥ

18

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια οικογένεια που είχε τρία αγόρια Όλη η περιουσία τους

ήταν ένα χωράφι που το βάλανε αμπέλι Ο νοικοκύρης ήταν νέος και δούλευε το αμπέλι

Έβγαζε το κρασί το τσίπουρο και ζούσε την οικογένειά του

Πέρασαν τα χρόνια και ο νοικοκύρης του αμπελιού γέρασε Και μια μέρα κάλεσε τον

πρώτο του τον γιο και του λέει

ndash Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι Να το δουλέψεις εσύ

Αλλά ο γιος του δεν θέλησε κι έφυγε

Μετά κάλεσε και τον δεύτερο γιο και λέει και σrsquo αυτόν τα ίδια

Αλλά και ο δεύτερος ο γιος πάλι δεν θέλησε να δουλέψει το αμπέλι

Μετά κάλεσε και τον μικρό του τον γιο που ήταν πιο νέος και του λέει

- Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι πρέπει να το δουλέψεις εσύ

-Ναι πατέρα θα πάω εγώ στο αμπέλι να το σκάψω

Κι ο πατέρας του δίνει μια συμβουλή

-Να σκάψεις να κορφολογήσεις να το κλαδέψεις και θα βρεις θησαυρό

Άρχισε να το δουλεύει το αμπέλι Αφού το δούλεψε ανταμείφθηκε από τον κόπο του

19

Κι έμεινε ο μύθος Για βάλε νιους και σκάψε με γέρους και κλάδεψέ με Βάλε κορίτσια

ανύπαντρα να με κορφολογήσουν

Που σημαίνει ότι ο νέος τα καταφέρνει καλύτερα από ένα γέρο και ότι το αμπέλι θέλει

δουλειά από νέους

20

TO ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΔΙΑ

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο Ήταν πολύ γέροι και δεν είχαν παιδιά

Κάθε μέρα προσεύχονταν κι έλεγαν στο θεό

-Σε παρακαλούμε Θεέ μας δώσε μας ένα ποντίκι να το έχουμε για παρηγοριά

Κι έτσι κι έγινε η επιθυμία τους Ο θεός τους έστειλε ένα ποντικάκι

Μια μέρα ο παππούς πήγε στο χωράφι και η γιαγιά τούς έκανε πίτα αλλά δεν είχε με

ποιον να την στείλει και το ποντίκι λέει στην γιαγιά να πάει αυτό Η γιαγιά το έστειλε και

πήγε στο χωράφι Το ποντίκι μόλις έφτασε φωνάζει τον παππού

- Από πού θα`ρθω να φέρω την πίτα Και ο παππούς του λέει

- Από γύρω-γύρω

Και το ποντίκι τρώει το γύρω και ξανά ρωτάει

- Παππού από πού να`ρθω

- Απάνω

Τρώει και το πάνω το φύλο και ξανά ρωτά

-Παππού από πού να`ρθω

- Από μέσα λέει ο παππούς Τρώει και τη γέμιση μετά τρώει και το κάτω και η πίτα

τελείωσε Αλλά ο παππούς δεν μάλωσε το ποντίκι Τότε άρχισε να βρέχει και το ποντίκι πήγε

κάτω από το μεγάλο μανιτάρι και πού πας και έρχεσαι ήρθε το βόδι και έφαγε το μανιτάρι

μαζί και το ποντίκι

21

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 16: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Μετά από μέρες ένας βοσκός βρήκε τον πατέρα της Μάρως και του λέει ότι η

γυναίκα του δεν φερόταν καλά στην κόρη του Τότε ο καημένος ο άνδρας ρώτησε την Μάρω

τι συνέβη αλλά η Μάρω δεν του είπε τίποτα γιατί είχε καλή καρδιά Ο πατέρας όμως έδιωξε

την μητριά από το σπίτι και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλυτέρα

Ο ΚΛΗΤΣΙΝΙΚΟΛΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο χωριό ζούσε ένα ζευγάρι χωρικοί Είχανε πολλά

μελίσσια Μια μέρα η πονηρή η αλεπού πάντα λιγουρευόταν το μέλι και έλεγε από μέσα της

-Αχ να`χα λίγο φρέσκο μέλι αλλά πώς να πάω να το πάρω

Της ήρθε λοιπόν ένα πρωί μια ιδέα στο μυαλό της και το έκανε Ξεγέλασε τον φίλο

της τον λύκο και τον λέει

-Φίλε Κλητσινικόλα να πάμε να κλέψουμε από τους χωρικούς το μέλι αλλά εσύ θα

πας να το πάρεις και εγώ θα φυλάγω για να μη μας πιάσουν

ndash Καλά λέει ο λύκος

Ο Κλητσινικόλας φέρνει το μέλι αλλά η πονηρή η κυρά Μάρω το θέλει για τον

εαυτό της και λέει στο λύκο

-Γύρνα να δεις Κλητσινικόλα πέρα στο δρόμο Περνούν μια νύφη με τα τσιτσιλίδια

Ο λύκος γύρισε κι έτσι μονοκόμματος που είναι η αλεπού τον πήρε το μέλι κι έμεινε

ο Κλητσινικόλας με την όρεξη κι ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

16

Ο ΠΑΠΑΣ ΚΙ`ΑΛΟΥΠΟΥ

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα χωριό ζούσε ένας παπάς με την γυναίκα του την παπαδιά

Κάθε εβδομάδα ο παπάς πήγαινε σε κάποιο διπλανό χωριό και λειτουργούσε Όταν τελείωνε

η λειτουργία ο παπάς γυρνούσε στο χωριό του

Η Αλούπου τον παρακολουθούσε κι έβλεπε τον παπά να`χει πάνω στο κάρο κι ένα

δισάκι με λειτουργιές

Σκέφτηκε λοιπόν η αλούπου πώς να πάρει της λειτουργιές

laquoΘα κάνω την ψόφιαraquo λέει και πέφτει στο δρόμο που περνούσε ο παπάς και έκανε την

ψόφια Ο Παπάς χωρίς να χάσει ώρα την βάζει στο κάρο του αλλά αυτή μέχρι να φτάσουν

στο σπίτι έριχνε τις λειτουργιές από μια ndash μια κάτω

17

Φτάνει στο σπίτι ο παπάς και φωνάζει την παπαδιά

-Έβγα έξω παπαδιά να δεις τι σου`φερα μια γούνα Η παπαδιά από την χαρά της πέταξε τα

ρούχα της στη φωτιά και βγήκε έξω

ndashΔώσε μου τη γούνα αφέντη του λέει η παπαδιά

Ο Παπάς πάει και ψάχνει να βρει την αλεπού hellip Ούτε η αλεπού ουτ`οι λειτουργιές Τότε

κατάλαβε ο παπάς τι είχε συμβεί Τον είχε ξεγελάσει άσχημα η αλεπού και η παπαδιά

φόρεσε το ράσο του παπά

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΙΟΥ

18

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια οικογένεια που είχε τρία αγόρια Όλη η περιουσία τους

ήταν ένα χωράφι που το βάλανε αμπέλι Ο νοικοκύρης ήταν νέος και δούλευε το αμπέλι

Έβγαζε το κρασί το τσίπουρο και ζούσε την οικογένειά του

Πέρασαν τα χρόνια και ο νοικοκύρης του αμπελιού γέρασε Και μια μέρα κάλεσε τον

πρώτο του τον γιο και του λέει

ndash Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι Να το δουλέψεις εσύ

Αλλά ο γιος του δεν θέλησε κι έφυγε

Μετά κάλεσε και τον δεύτερο γιο και λέει και σrsquo αυτόν τα ίδια

Αλλά και ο δεύτερος ο γιος πάλι δεν θέλησε να δουλέψει το αμπέλι

Μετά κάλεσε και τον μικρό του τον γιο που ήταν πιο νέος και του λέει

- Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι πρέπει να το δουλέψεις εσύ

-Ναι πατέρα θα πάω εγώ στο αμπέλι να το σκάψω

Κι ο πατέρας του δίνει μια συμβουλή

-Να σκάψεις να κορφολογήσεις να το κλαδέψεις και θα βρεις θησαυρό

Άρχισε να το δουλεύει το αμπέλι Αφού το δούλεψε ανταμείφθηκε από τον κόπο του

19

Κι έμεινε ο μύθος Για βάλε νιους και σκάψε με γέρους και κλάδεψέ με Βάλε κορίτσια

ανύπαντρα να με κορφολογήσουν

Που σημαίνει ότι ο νέος τα καταφέρνει καλύτερα από ένα γέρο και ότι το αμπέλι θέλει

δουλειά από νέους

20

TO ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΔΙΑ

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο Ήταν πολύ γέροι και δεν είχαν παιδιά

Κάθε μέρα προσεύχονταν κι έλεγαν στο θεό

-Σε παρακαλούμε Θεέ μας δώσε μας ένα ποντίκι να το έχουμε για παρηγοριά

Κι έτσι κι έγινε η επιθυμία τους Ο θεός τους έστειλε ένα ποντικάκι

Μια μέρα ο παππούς πήγε στο χωράφι και η γιαγιά τούς έκανε πίτα αλλά δεν είχε με

ποιον να την στείλει και το ποντίκι λέει στην γιαγιά να πάει αυτό Η γιαγιά το έστειλε και

πήγε στο χωράφι Το ποντίκι μόλις έφτασε φωνάζει τον παππού

- Από πού θα`ρθω να φέρω την πίτα Και ο παππούς του λέει

- Από γύρω-γύρω

Και το ποντίκι τρώει το γύρω και ξανά ρωτάει

- Παππού από πού να`ρθω

- Απάνω

Τρώει και το πάνω το φύλο και ξανά ρωτά

-Παππού από πού να`ρθω

- Από μέσα λέει ο παππούς Τρώει και τη γέμιση μετά τρώει και το κάτω και η πίτα

τελείωσε Αλλά ο παππούς δεν μάλωσε το ποντίκι Τότε άρχισε να βρέχει και το ποντίκι πήγε

κάτω από το μεγάλο μανιτάρι και πού πας και έρχεσαι ήρθε το βόδι και έφαγε το μανιτάρι

μαζί και το ποντίκι

21

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 17: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Ο ΠΑΠΑΣ ΚΙ`ΑΛΟΥΠΟΥ

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα χωριό ζούσε ένας παπάς με την γυναίκα του την παπαδιά

Κάθε εβδομάδα ο παπάς πήγαινε σε κάποιο διπλανό χωριό και λειτουργούσε Όταν τελείωνε

η λειτουργία ο παπάς γυρνούσε στο χωριό του

Η Αλούπου τον παρακολουθούσε κι έβλεπε τον παπά να`χει πάνω στο κάρο κι ένα

δισάκι με λειτουργιές

Σκέφτηκε λοιπόν η αλούπου πώς να πάρει της λειτουργιές

laquoΘα κάνω την ψόφιαraquo λέει και πέφτει στο δρόμο που περνούσε ο παπάς και έκανε την

ψόφια Ο Παπάς χωρίς να χάσει ώρα την βάζει στο κάρο του αλλά αυτή μέχρι να φτάσουν

στο σπίτι έριχνε τις λειτουργιές από μια ndash μια κάτω

17

Φτάνει στο σπίτι ο παπάς και φωνάζει την παπαδιά

-Έβγα έξω παπαδιά να δεις τι σου`φερα μια γούνα Η παπαδιά από την χαρά της πέταξε τα

ρούχα της στη φωτιά και βγήκε έξω

ndashΔώσε μου τη γούνα αφέντη του λέει η παπαδιά

Ο Παπάς πάει και ψάχνει να βρει την αλεπού hellip Ούτε η αλεπού ουτ`οι λειτουργιές Τότε

κατάλαβε ο παπάς τι είχε συμβεί Τον είχε ξεγελάσει άσχημα η αλεπού και η παπαδιά

φόρεσε το ράσο του παπά

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΙΟΥ

18

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια οικογένεια που είχε τρία αγόρια Όλη η περιουσία τους

ήταν ένα χωράφι που το βάλανε αμπέλι Ο νοικοκύρης ήταν νέος και δούλευε το αμπέλι

Έβγαζε το κρασί το τσίπουρο και ζούσε την οικογένειά του

Πέρασαν τα χρόνια και ο νοικοκύρης του αμπελιού γέρασε Και μια μέρα κάλεσε τον

πρώτο του τον γιο και του λέει

ndash Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι Να το δουλέψεις εσύ

Αλλά ο γιος του δεν θέλησε κι έφυγε

Μετά κάλεσε και τον δεύτερο γιο και λέει και σrsquo αυτόν τα ίδια

Αλλά και ο δεύτερος ο γιος πάλι δεν θέλησε να δουλέψει το αμπέλι

Μετά κάλεσε και τον μικρό του τον γιο που ήταν πιο νέος και του λέει

- Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι πρέπει να το δουλέψεις εσύ

-Ναι πατέρα θα πάω εγώ στο αμπέλι να το σκάψω

Κι ο πατέρας του δίνει μια συμβουλή

-Να σκάψεις να κορφολογήσεις να το κλαδέψεις και θα βρεις θησαυρό

Άρχισε να το δουλεύει το αμπέλι Αφού το δούλεψε ανταμείφθηκε από τον κόπο του

19

Κι έμεινε ο μύθος Για βάλε νιους και σκάψε με γέρους και κλάδεψέ με Βάλε κορίτσια

ανύπαντρα να με κορφολογήσουν

Που σημαίνει ότι ο νέος τα καταφέρνει καλύτερα από ένα γέρο και ότι το αμπέλι θέλει

δουλειά από νέους

20

TO ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΔΙΑ

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο Ήταν πολύ γέροι και δεν είχαν παιδιά

Κάθε μέρα προσεύχονταν κι έλεγαν στο θεό

-Σε παρακαλούμε Θεέ μας δώσε μας ένα ποντίκι να το έχουμε για παρηγοριά

Κι έτσι κι έγινε η επιθυμία τους Ο θεός τους έστειλε ένα ποντικάκι

Μια μέρα ο παππούς πήγε στο χωράφι και η γιαγιά τούς έκανε πίτα αλλά δεν είχε με

ποιον να την στείλει και το ποντίκι λέει στην γιαγιά να πάει αυτό Η γιαγιά το έστειλε και

πήγε στο χωράφι Το ποντίκι μόλις έφτασε φωνάζει τον παππού

- Από πού θα`ρθω να φέρω την πίτα Και ο παππούς του λέει

- Από γύρω-γύρω

Και το ποντίκι τρώει το γύρω και ξανά ρωτάει

- Παππού από πού να`ρθω

- Απάνω

Τρώει και το πάνω το φύλο και ξανά ρωτά

-Παππού από πού να`ρθω

- Από μέσα λέει ο παππούς Τρώει και τη γέμιση μετά τρώει και το κάτω και η πίτα

τελείωσε Αλλά ο παππούς δεν μάλωσε το ποντίκι Τότε άρχισε να βρέχει και το ποντίκι πήγε

κάτω από το μεγάλο μανιτάρι και πού πας και έρχεσαι ήρθε το βόδι και έφαγε το μανιτάρι

μαζί και το ποντίκι

21

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 18: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Φτάνει στο σπίτι ο παπάς και φωνάζει την παπαδιά

-Έβγα έξω παπαδιά να δεις τι σου`φερα μια γούνα Η παπαδιά από την χαρά της πέταξε τα

ρούχα της στη φωτιά και βγήκε έξω

ndashΔώσε μου τη γούνα αφέντη του λέει η παπαδιά

Ο Παπάς πάει και ψάχνει να βρει την αλεπού hellip Ούτε η αλεπού ουτ`οι λειτουργιές Τότε

κατάλαβε ο παπάς τι είχε συμβεί Τον είχε ξεγελάσει άσχημα η αλεπού και η παπαδιά

φόρεσε το ράσο του παπά

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΙΟΥ

18

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια οικογένεια που είχε τρία αγόρια Όλη η περιουσία τους

ήταν ένα χωράφι που το βάλανε αμπέλι Ο νοικοκύρης ήταν νέος και δούλευε το αμπέλι

Έβγαζε το κρασί το τσίπουρο και ζούσε την οικογένειά του

Πέρασαν τα χρόνια και ο νοικοκύρης του αμπελιού γέρασε Και μια μέρα κάλεσε τον

πρώτο του τον γιο και του λέει

ndash Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι Να το δουλέψεις εσύ

Αλλά ο γιος του δεν θέλησε κι έφυγε

Μετά κάλεσε και τον δεύτερο γιο και λέει και σrsquo αυτόν τα ίδια

Αλλά και ο δεύτερος ο γιος πάλι δεν θέλησε να δουλέψει το αμπέλι

Μετά κάλεσε και τον μικρό του τον γιο που ήταν πιο νέος και του λέει

- Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι πρέπει να το δουλέψεις εσύ

-Ναι πατέρα θα πάω εγώ στο αμπέλι να το σκάψω

Κι ο πατέρας του δίνει μια συμβουλή

-Να σκάψεις να κορφολογήσεις να το κλαδέψεις και θα βρεις θησαυρό

Άρχισε να το δουλεύει το αμπέλι Αφού το δούλεψε ανταμείφθηκε από τον κόπο του

19

Κι έμεινε ο μύθος Για βάλε νιους και σκάψε με γέρους και κλάδεψέ με Βάλε κορίτσια

ανύπαντρα να με κορφολογήσουν

Που σημαίνει ότι ο νέος τα καταφέρνει καλύτερα από ένα γέρο και ότι το αμπέλι θέλει

δουλειά από νέους

20

TO ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΔΙΑ

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο Ήταν πολύ γέροι και δεν είχαν παιδιά

Κάθε μέρα προσεύχονταν κι έλεγαν στο θεό

-Σε παρακαλούμε Θεέ μας δώσε μας ένα ποντίκι να το έχουμε για παρηγοριά

Κι έτσι κι έγινε η επιθυμία τους Ο θεός τους έστειλε ένα ποντικάκι

Μια μέρα ο παππούς πήγε στο χωράφι και η γιαγιά τούς έκανε πίτα αλλά δεν είχε με

ποιον να την στείλει και το ποντίκι λέει στην γιαγιά να πάει αυτό Η γιαγιά το έστειλε και

πήγε στο χωράφι Το ποντίκι μόλις έφτασε φωνάζει τον παππού

- Από πού θα`ρθω να φέρω την πίτα Και ο παππούς του λέει

- Από γύρω-γύρω

Και το ποντίκι τρώει το γύρω και ξανά ρωτάει

- Παππού από πού να`ρθω

- Απάνω

Τρώει και το πάνω το φύλο και ξανά ρωτά

-Παππού από πού να`ρθω

- Από μέσα λέει ο παππούς Τρώει και τη γέμιση μετά τρώει και το κάτω και η πίτα

τελείωσε Αλλά ο παππούς δεν μάλωσε το ποντίκι Τότε άρχισε να βρέχει και το ποντίκι πήγε

κάτω από το μεγάλο μανιτάρι και πού πας και έρχεσαι ήρθε το βόδι και έφαγε το μανιτάρι

μαζί και το ποντίκι

21

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 19: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια οικογένεια που είχε τρία αγόρια Όλη η περιουσία τους

ήταν ένα χωράφι που το βάλανε αμπέλι Ο νοικοκύρης ήταν νέος και δούλευε το αμπέλι

Έβγαζε το κρασί το τσίπουρο και ζούσε την οικογένειά του

Πέρασαν τα χρόνια και ο νοικοκύρης του αμπελιού γέρασε Και μια μέρα κάλεσε τον

πρώτο του τον γιο και του λέει

ndash Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι Να το δουλέψεις εσύ

Αλλά ο γιος του δεν θέλησε κι έφυγε

Μετά κάλεσε και τον δεύτερο γιο και λέει και σrsquo αυτόν τα ίδια

Αλλά και ο δεύτερος ο γιος πάλι δεν θέλησε να δουλέψει το αμπέλι

Μετά κάλεσε και τον μικρό του τον γιο που ήταν πιο νέος και του λέει

- Γιε μου εγώ γέρασα δεν μπορώ να δουλέψω το αμπέλι πρέπει να το δουλέψεις εσύ

-Ναι πατέρα θα πάω εγώ στο αμπέλι να το σκάψω

Κι ο πατέρας του δίνει μια συμβουλή

-Να σκάψεις να κορφολογήσεις να το κλαδέψεις και θα βρεις θησαυρό

Άρχισε να το δουλεύει το αμπέλι Αφού το δούλεψε ανταμείφθηκε από τον κόπο του

19

Κι έμεινε ο μύθος Για βάλε νιους και σκάψε με γέρους και κλάδεψέ με Βάλε κορίτσια

ανύπαντρα να με κορφολογήσουν

Που σημαίνει ότι ο νέος τα καταφέρνει καλύτερα από ένα γέρο και ότι το αμπέλι θέλει

δουλειά από νέους

20

TO ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΔΙΑ

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο Ήταν πολύ γέροι και δεν είχαν παιδιά

Κάθε μέρα προσεύχονταν κι έλεγαν στο θεό

-Σε παρακαλούμε Θεέ μας δώσε μας ένα ποντίκι να το έχουμε για παρηγοριά

Κι έτσι κι έγινε η επιθυμία τους Ο θεός τους έστειλε ένα ποντικάκι

Μια μέρα ο παππούς πήγε στο χωράφι και η γιαγιά τούς έκανε πίτα αλλά δεν είχε με

ποιον να την στείλει και το ποντίκι λέει στην γιαγιά να πάει αυτό Η γιαγιά το έστειλε και

πήγε στο χωράφι Το ποντίκι μόλις έφτασε φωνάζει τον παππού

- Από πού θα`ρθω να φέρω την πίτα Και ο παππούς του λέει

- Από γύρω-γύρω

Και το ποντίκι τρώει το γύρω και ξανά ρωτάει

- Παππού από πού να`ρθω

- Απάνω

Τρώει και το πάνω το φύλο και ξανά ρωτά

-Παππού από πού να`ρθω

- Από μέσα λέει ο παππούς Τρώει και τη γέμιση μετά τρώει και το κάτω και η πίτα

τελείωσε Αλλά ο παππούς δεν μάλωσε το ποντίκι Τότε άρχισε να βρέχει και το ποντίκι πήγε

κάτω από το μεγάλο μανιτάρι και πού πας και έρχεσαι ήρθε το βόδι και έφαγε το μανιτάρι

μαζί και το ποντίκι

21

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 20: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Κι έμεινε ο μύθος Για βάλε νιους και σκάψε με γέρους και κλάδεψέ με Βάλε κορίτσια

ανύπαντρα να με κορφολογήσουν

Που σημαίνει ότι ο νέος τα καταφέρνει καλύτερα από ένα γέρο και ότι το αμπέλι θέλει

δουλειά από νέους

20

TO ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΔΙΑ

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο Ήταν πολύ γέροι και δεν είχαν παιδιά

Κάθε μέρα προσεύχονταν κι έλεγαν στο θεό

-Σε παρακαλούμε Θεέ μας δώσε μας ένα ποντίκι να το έχουμε για παρηγοριά

Κι έτσι κι έγινε η επιθυμία τους Ο θεός τους έστειλε ένα ποντικάκι

Μια μέρα ο παππούς πήγε στο χωράφι και η γιαγιά τούς έκανε πίτα αλλά δεν είχε με

ποιον να την στείλει και το ποντίκι λέει στην γιαγιά να πάει αυτό Η γιαγιά το έστειλε και

πήγε στο χωράφι Το ποντίκι μόλις έφτασε φωνάζει τον παππού

- Από πού θα`ρθω να φέρω την πίτα Και ο παππούς του λέει

- Από γύρω-γύρω

Και το ποντίκι τρώει το γύρω και ξανά ρωτάει

- Παππού από πού να`ρθω

- Απάνω

Τρώει και το πάνω το φύλο και ξανά ρωτά

-Παππού από πού να`ρθω

- Από μέσα λέει ο παππούς Τρώει και τη γέμιση μετά τρώει και το κάτω και η πίτα

τελείωσε Αλλά ο παππούς δεν μάλωσε το ποντίκι Τότε άρχισε να βρέχει και το ποντίκι πήγε

κάτω από το μεγάλο μανιτάρι και πού πας και έρχεσαι ήρθε το βόδι και έφαγε το μανιτάρι

μαζί και το ποντίκι

21

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 21: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

TO ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΔΙΑ

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε ένα αντρόγυνο Ήταν πολύ γέροι και δεν είχαν παιδιά

Κάθε μέρα προσεύχονταν κι έλεγαν στο θεό

-Σε παρακαλούμε Θεέ μας δώσε μας ένα ποντίκι να το έχουμε για παρηγοριά

Κι έτσι κι έγινε η επιθυμία τους Ο θεός τους έστειλε ένα ποντικάκι

Μια μέρα ο παππούς πήγε στο χωράφι και η γιαγιά τούς έκανε πίτα αλλά δεν είχε με

ποιον να την στείλει και το ποντίκι λέει στην γιαγιά να πάει αυτό Η γιαγιά το έστειλε και

πήγε στο χωράφι Το ποντίκι μόλις έφτασε φωνάζει τον παππού

- Από πού θα`ρθω να φέρω την πίτα Και ο παππούς του λέει

- Από γύρω-γύρω

Και το ποντίκι τρώει το γύρω και ξανά ρωτάει

- Παππού από πού να`ρθω

- Απάνω

Τρώει και το πάνω το φύλο και ξανά ρωτά

-Παππού από πού να`ρθω

- Από μέσα λέει ο παππούς Τρώει και τη γέμιση μετά τρώει και το κάτω και η πίτα

τελείωσε Αλλά ο παππούς δεν μάλωσε το ποντίκι Τότε άρχισε να βρέχει και το ποντίκι πήγε

κάτω από το μεγάλο μανιτάρι και πού πας και έρχεσαι ήρθε το βόδι και έφαγε το μανιτάρι

μαζί και το ποντίκι

21

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 22: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Ο παππούς στενοχωρήθηκε αλλά το βγάλανε από το βόδι και από τότε δεν το

αφήσανε να φύγει από κοντά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Ιωάννα Βελλή

22

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 23: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μητέρα μου που το είχε ακούσει από τη γιαγιά

της Αναστασία Ντόνα η οποία σήμερα δεν είναι στη ζωή Μέσα από τα παραμύθια έδινε

συμβουλές στα εγγόνια γιατί πάντα έλεγε laquoόσα αλήθεια τόσα μύθιαraquo

ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΣΕΙΡΑ

Ένας πατέρας είχε ένα μονάκριβο παιδί Το αγαπούσε πολύ και ήθελε να το βλέπει

χαρούμενο και ευτυχισμένο Έτσι στο γάμο του του έκανε γαμήλιο δώρο όλη την περιουσία

του Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του

23

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 24: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα Ο γέρο - πατέρας ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος για

όσα πρόσφερε στο γιο του Το μόνο που ζητούσε για τον εαυτό του ήταν αγάπη και

στοργή Όμως τα πράγματα άλλαξαν Η νύφη άρχισε να γκρινιάζει και να

δημιουργεί φασαρίες Δεν ήθελε το γέρο στο σπίτι ειδικά όταν έμαθε ότι δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο Ο άντρας της για να αποφύγει τους καυγάδες αναγκάστηκε να της

κάνει το χατίρι Έτσι αποφασίζουν να κατεβάσουν το γέρο ndash πατέρα στο υπόγειο

Ο γέρος πικραμένος δε μίλησε Δεν ήθελε να βλέπει το ζευγάρι τσακωμένο και το

γιο του στεναχωρημένο Το εγγονάκι του του πηγαίνει φαγητό και ψωμί

Μια μέρα η μητέρα του τού δίνει μια κουβέρτα να την πάει στον παππού για να

24

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 25: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

σκεπάσει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι Το παιδί παίρνει το ψαλίδι και κόβει την

κουβέρτα στα δύο

- laquoΠαιδί μουraquo γιατί το έκανες αυτό ρώτησε η μητέρα του

- laquoΜαμάraquo λέει το παιδί το κρεβάτι του παππού είναι μικρό και η κουβέρτα μεγάλη Θα

κρατήσω τη μισή για σένα όταν γεράσεις να σκεπάζεσαι όπως ο παππούςraquo

Τα λόγια του παιδιού έκαναν τη μητέρα του να αλλάξει γνώμη

Μετανιωμένη με τον άνδρα της κατεβαίνουν στο υπόγειο

Φιλούν το χέρι του παππού και του ζητούν να τους συγχωρέσει

25

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 26: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

ΦΑΝΗ ΓΚΟΥΝΤΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του είναι Νίκος

Γκουντουλογιάννης είναι 43 χρονών δάσκαλος και κατοικεί στα Κρανίδια Σερβίων

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ζούσε ένας ξυλοκόπος με

την οικογένειά του και τον μονάκριβο γιο του Ο ξυλοκόπος δούλευε όλη την μέρα στο

βουνό για να θρέψει την οικογένειά του και το βράδυ γύριζε κουρασμένος από την δουλειά

του Το σπίτι που ζούσαν ήταν χτισμένο δίπλα στις όχθες ενός ποταμού όπου ο νεαρός

περνούσε τις περισσότερες ώρες παίζοντας με τους φίλους του

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο μικρός μεγάλωνε σιγά σιγά και κάποια στιγμή την

ώρα που γύρισε από την δουλειά ο πατέρας του τού ανακοίνωσε ότι μεγάλωσε πια και θα

έπρεπε να πάει στην πόλη να εργαστεί Ο πατέρας θεωρώντας ότι ο γιος του είναι σε μικρή

ηλικία θέλησε να τον δοκιμάσει και του πρότεινε να περάσει από μια δοκιμασία

Η δοκιμασία ήταν η εξής του έδωσε μια χρυσή λίρα την οποία στερήθηκε ο ίδιος

από τον μισθό του να την πετάξει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αν το κατάφερνε αυτό

ο γιος του θα είχε την άδεια του πατέρα να φύγει από το σπίτι

26

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 27: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Την επόμενη μέρα ο νεαρός έκανε αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του αλλά

δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ζήτησε από τον γέρο πατέρα του να ξανά επαναλάβει τη

διαδικασία μετά από ένα μήνα Ο πατέρας δεν το αρνήθηκε και αυτό συνέχισε να συμβαίνει

για αρκετά χρόνια

Κάποια στιγμή όταν ο πατέρας αρρώστησε ο γιος του αναγκάστηκε να πάρει την

θέση του και να εργαστεί στο βουνό Κουρασμένος γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι

ανακοίνωσε στους γονείς του με χαρά ότι κέρδισε μια ολόκληρη λίρα δουλεύοντας Ο

πατέρας τότε του ζήτησε να πάει μέχρι την όχθη του ποταμού και να πετάξει την λίρα που με

τόσο κόπο απέκτησε Ο γιος του αρνήθηκε λέγοντάς του πως έκανε τόσο κόπο για να

αποκτήσει τη λίρα Τότε και ο πατέρας του απάντησε ότι μεγάλωσε και αν επιθυμούσε να

φύγει από το σπίτι μπορούσε να το κάνει ο νεαρός γιος κατάλαβε το λάθος του την αξία

των χρημάτων αγκάλιασε τον πατέρα του και του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την

επιπολαιότητά του

27

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 28: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΗ

Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε ο μπαμπάς μου Το όνομά του

είναι Διαμαντής Θωμάς είναι γεννημένος στις 28-7-1966 και είναι

44 χρονών έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και

είναι δημόσιος υπάλληλος του ΚΕΠ Σερβίων κατοικεί στα

Κρανίδια Δεν θυμάται ακριβώς ποιος του αφηγήθηκε το παραμύθι

για πρώτη φορά Νομίζει ότι το άκουσε από την γιαγιά του αλλά

για ένα είναι σίγουρος ότι το παραμύθι αυτό και συγκεκριμένα το

δίδαγμα που βγαίνει από αυτό σημάδεψε θετικά τη ζωή του

28

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 29: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

O ΠΑΤΕΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ

Ένας πατέρας με το γιο του ξεκίνησαν να πάνε στο

διπλανό χωριό όπου γινόταν ζωοπανήγυρι για να

πουλήσουν το γαϊδουράκι

Καβάλα στο γαϊδουράκι είναι ο πατέρας και ο γιος ακολουθεί με τα πόδια Ο πρώτος

διαβάτης που τους συναντά τους χαιρετά και λέει στον πατέρα που είναι καβάλα στο

γαϊδουράκι

-Δεν ντρέπεσαι να έχεις το παιδί να περπατάει κι εσύ ώριμος άνδρας να είσαι καβάλα στο

γάιδαρο

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας ξεκαβαλικεύει από το γάιδαρο και ανεβάζει το γιο του

Ο δεύτερος διαβάτης που συναντούν χαιρετά και λέει στο γιο του

-Δεν ντρέπεσαι εσύ παιδί πράμα να είσαι καβάλα στο γάιδαρο και να έχεις τον πατέρα σου

να περπατάει

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας καβαλλάει κι αυτός το γαϊδουράκι

Ο τρίτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά και τους λέει

-Δεν ντρεπόσαστε δυο μαντράχαλοι να πηγαίνετε καβάλα πάνω σrsquo ένα μικρό γαϊδουράκι Θα

το κοψομεσιάσετε το καημένο

Ακούγοντας αυτά ντράπηκαν και ξεκαβαλίκεψαν και οι δυο τους από το γαϊδουράκι το οποίο

πήγαινε τώρα τελείως ξεφόρτωτο και οι δυο τους ακολουθούσαν πεζοί

Ο τέταρτος διαβάτης που συναντούν τους χαιρετά τους κοιτάζει με απορία και τους λέει

-Τι κουταμάρα είναι αυτή που κάνετε Να έχετε το γάιδαρο να πηγαίνει τελείως ξεφόρτωτος

κι εσείς να ακολουθήτε και οι δυο σας πεζοί

-Γιε μου είπε ο πατέρας ανέβα στο γάιδαρο

Ανέβηκε και ο πατέρας και δεν ακούσανε πλέον τη γνώμη κανενός φτάσανε στο διπλανό

χωριό και πουλήσανε το γαϊδουράκι

29

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 30: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥhellip

30

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 31: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΑΡΑΜΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια Το παραμύθι αυτό μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου που είναι 66 χρονών-νοικοκυρά Το

παραμύθι το διηγήθηκε η προγιαγιά μου στην γιαγιά μου και η γιαγιά μου σrsquoεμένα

Κάποτε σε ένα χωριό ζούσε μια φτωχή οικογένεια Η μαμά και τα δύο κοριτσάκια Τα

ονόματά τους ήταν Σταυρούλα και Δέσπω Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλό κοριτσάκι και ότι

της έλεγες το έκανε Το αντίθετο με την αδερφή της που ότι κι αν της έλεγες δεν το έκανε

και τους στεναχωρούσε όλους

Μια ηλιόλουστη ημέρα κατά το απογευματάκι είπε η μαμά στη Σταυρούλα laquoΠήγαινε

και πάρε λίγο αλεύρι από τον μύλοraquo Η Σταυρούλα αμέσως πήγε

Έξω άρχιζε να βραδιάζει Στο δρόμο καθώς πήγαινε συνάντησε 3 φαντάσματα και την

ρώτησαν laquoΠού παςraquo και η Σταυρούλα τους απάντησε laquoΠάω να πάρω λίγο αλεύρι από τον

μύλοraquo Τότε τα φαντάσματα την άφησαν να περάσει γιατί τους μίλησε με ευγενικό τρόπο

Μόλις έφτασε στον μύλο φώναξε τον μυλωνά αλλά δεν ήταν εκεί βγήκε μια γιαγιά

και της είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα στο ποταμάκι γιατί ήταν πολύ γριά και δεν μπορεί

να πάει να τα πλύνει μόνη της Η Σταυρούλα χωρίς καμία αντίρρηση πήγε να τα πλύνει

Τότε η γιαγιά της είπε ότι όπου πατάει χρυσάφι να παίρνει

Την άλλη μέρα ήθελε και η Δέσπω να πάει Κατά το βραδάκι ξεκίνησε Συνάντησε κι

αυτή τα φαντάσματα και την ρώτησαν πού πάει Εκείνη όμως δεν τους απάντησε Τότε τα

φαντάσματα νευρίασαν και άρχισαν να την γρατσουνούν είχε αίματα παντού

Συνέχισε για τον μύλο βρήκε την γιαγιά Η γιαγιά την παρακάλεσε να την σκουπίσει

γιατί δεν μπορεί Η Δέσπω άρχισε να την βρίζει Τότε η γιαγιά δεν της έδωσε το αλεύρι και

της είπε όπου περπατάει αγκάθια να πατάει Γύρισε ματωμένη και κλαμένη στο σπίτι

31

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 32: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

ΒΑΙΑ ΚΟΥΤΣΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου

Τα παραμύθια που ακολουθούν μου τα διηγήθηκε η γιαγιά μου η μαμά του μπαμπά

μου Το όνομά της είναι Αθηνά Καψάλη - Κουτσιανοπούλου είναι 75 ετών

Έχει τελειώσει το δημοτικό είναι νοικοκυρά και ζει μαζί με τον παππού μου τον Κώστα

(Κώτσο) σε ένα υπέροχο χωριό του νομού Κοζάνης το Προσήλιο

Τα παραμύθια ήταν πολύ σημαντικά την εποχή που η γιαγιά μου ήταν παιδί Τότε

δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο για να περνάν την ώρα τους τα παιδιά γι αυτό

οι αφηγήσεις των παραμυθιών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή όλων των ανθρώπων

Τα βράδια όλα τα παιδιά αδέρφια και ξαδέλφια μαζεύονταν σε ένα σπίτι καθισμένα

στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι και άκουγαν με τέτοιο ενθουσιασμό και με τέτοια αγωνία και

ανυπομονησία τα παραμύθια και τις διηγήσεις που θα άκουγαν από τη γιαγιά

Τα παραμύθια ήταν είναι και θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων

32

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 33: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Ο Λάμπρος

Κάποτε ήταν ένας άντρας ο Λάμπρος ξαπλωμένος κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι κοντά σε

μία βρύση Σε ένα κλαδί του πλατανιού κρεμόταν μία γιαταγάνα που έγραφε με 1-40

Λίγο πιο πέρα απrsquo τη βρύση ήταν μια σπηλιά που ζούσαν 40

Δράκοι Ένας πήγε στη βρύση να πάρει νερό και είδε το

Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι και θέλησε να τον σκοτώσει Μόλις πλησίασε είδε τη

γιαταγάνα κρεμασμένη που έγραφε με 1-40 Τρόμαξε Νόμιζε ότι ο Λάμπρος με μια φορά

σκότωσε 40 άτομα Έτρεξε πίσω στη σπηλιά και είπε στους υπόλοιπους δράκους πως είδε

έναν Λάμπρο κάτω απrsquo το πλατάνι στη βρύση και έχει μια μεγάλη γιαταγάνα που γράφει με

1-40 laquoΝα τον πάρουμε να μείνει μαζί μαςraquo είπε ένας δράκος laquoγιατί είναι πολύ δυνατόςraquo

ενώ ο Λάμπρος είναι τεμπέλης και φοβητσιάρης γιατί δεν ήξερε ότι με μία φορά είχε

σκοτώσει 40 μύγες

33

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 34: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο πλατάνι κοντά στη

βρύση για να βρουν το Λάμπρο Όταν έφτασαν στο πλατάνι βρήκαν τον Λάμπρο να αράζει

Του πρότειναν να πάει να μείνει στη σπηλιά μαζί τους και αυτός δέχτηκε

Κάθε μέρα οι δράκοι μοίραζαν τις δουλειές ώστε να μην υπάρχουν αδικίες Σήμερα ήταν η

σειρά του Λάμπρου Του έδωσαν την προβιά και του είπαν να πάει στη βρύση να την

γεμίσει Επειδή ήταν πολύ πονηρός και για να μην κουραστεί γέμισε την προβιά νερό μόνο

για να πιει αυτός και το υπόλοιπο καινό της προβιάς την γέμισε με αέρα για να φανεί ότι την

γέμισε με νερό

Απrsquo τη σπηλιά οι Δράκοι έβλεπαν τον Λάμπρο που ερχόταν και την προβιά την είχε πολύ

φουσκωμένη και την έκανε στροφές laquoΠοπό τι δυνατός που είναι πως κάνει στροφές τόσο

πολύ νερόraquo έλεγαν οι Δράκοι ενώ δεν ήξεραν ότι μέσα είχε νερό μόνο για τον εαυτό του και

η υπόλοιπη προβιά είχε αέρα Μόλις έφτασε στη σπηλιά τον λέει ένας δράκος laquoΆντε

Λάμπρο δώς μας την προβιά να πιούμε τι την κρατάς raquo laquoΌχιraquo λέει ο Λάμπρος laquoΠρώτα

θα πιω εγώraquo Ήπιε ο Λάμπρος και μετά έδωσε να πιουν οι υπόλοιποι Δράκοι Πάει να πιει

ένας δράκος στάλα νερό δεν είχε Μόνο ο Λάμπρος ήπιε και οι άλλοι Δράκοι έμειναν χωρίς

νερό Ο Λάμπρος σε όλες τις δουλειές κάτι γινόταν και τις γλίτωνε Στο τέλος οι Δράκοι δεν

τον άντεξαν άλλο και τον έδιωξαν Ο Λάμπρος ξαναβρήκε τον ίσκιο του κάτω απrsquo το

πλατάνι και οι Δράκοι ξαναβρήκαν την ησυχία τους στη σπηλιά τους

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

34

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 35: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Ο Ξυλοκόπος

Κάποτε μία ηλιόλουστη μέρα ένας πατέρας με τον γιο του πήγαν

να κόψουν ξύλα στο δάσος Εκεί που έκοβαν ξύλα είχαν ένα γαϊδουράκι και ένα αλογάκι για

να φορτώσουν τα ξύλα

Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή Τρόμαξαν πατέρας και γιος Γυρνάνε πίσω και τι να

δουν Ήταν ένα τέρας που φώναζε πολύ δυνατά laquoΠεινάω πεινάωraquo Και εκείνη την ώρα

εμφανίστηκε και η κυρά Μάρω και πήγε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε laquoΚύριε ξυλοκόπε

αρνάκια έχετεraquo laquoΝαιraquo της απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΚοτούλες έχειςraquo laquoΝαιraquo της ξανά

απαντάει ο ξυλοκόπος laquoΘα μου τα δώσεις για να σε γλιτώσω απrsquo το τέραςraquo laquoΝαι κυρά

Μάρω θα σου τα δώσω όλα αρκεί να με γλιτώσεις απrsquo το τέρας Έλα το βράδυ στο μαντρί

και θα στα δώσω όλα θα αφήσω τις πόρτες ανοιχτές και πήγαινε να τα πάρεις αρκεί να με

γλιτώσεις απrsquo το τέραςraquo

Μετά από λίγο φωνάζει η κυρά Μάρω το τέρας laquoΚύριε τέρας κύριε τέρας έλα

να σου πω κάτι Γιατί έχεις τα μάτια σου έτσιraquo laquoΠώς Κυρά Μάρωraquo laquoΝα έτσι κόκκινα κύριε

τέρας Έλα να σου βάλω μια αλοιφή για να μην πρηστούνraquo laquoΌχι κυρά Μάρω πρώτα θα

πάω να φάω εκείνους τους ανθρώπους και μετά θα έρθωraquo laquoΌχι λέει η κυρά Μάρω έλα να

σου βάλω αλοιφή για να τους βλέπεις καλύτερα και παςraquo

Η κυρά Μάρω που ήταν λίγο έξυπνη πήγε σε ένα δέντρο και πήρε ρετσίνι και το έβαλε στα

μάτια απrsquo το τέρας Το τέρας δεν έβλεπε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στα δέντρα και

να φωνάζει βοήθεια Στο τέλος πέθανε

Το βράδυ η κυρά Μάρω πήγε στο μαντρί του ξυλοκόπου να πάρει τα ζώα Αλλά ο

ξυλοκόπος που ήταν πιο έξυπνος απrsquo την αλεπού έκλεισε την πόρτα απrsquo τη φάρμα και άνοιξε

το κουμάσι για τα σκυλιά Το βράδυ που πήγε η αλεπού να πάρει τα ζώα τα σκυλιά την

35

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 36: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

πήραν χαμπάρι και άρχισαν να την κυνηγάν Η αλεπού έτρεξε στο δάσος και γλίτωσε

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

36

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 37: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Οι 12 μήνες

Κάποτε ήταν δυο γριούλες H μια ήταν καλή και η άλλη κακιά

Μια μέρα η καλή γριούλα πήγε στο δάσος να

μαζέψει ξύλα για τη σόμπα της

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και η γριούλα μπήκε σε μια σπηλιά

για να μη μουσκευτεί Μες στη σπηλιά ήταν 12

παλικάρια Τα παλικάρια ρώτησαν τη γιαγιά laquoγιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΝαιraquo απαντάει

η γριούλα laquoΟ Φλεβάρης σrsquo αρέσειraquo laquoΝαιraquo ξαναλέει η γιαγιάκα και συνέχισαν οι ερωτήσεις

σχετικά με τους μήνες

Μόλις τα παλικάρια τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιάκα ένα τσουκαλάκι και

της είπαν να το ανοίξει μόλις φτάσει στο σπίτι της Η γριούλα έφτασε στο σπίτι της και

άνοιξε το τσουκαλάκι Μόλις το άνοιξε είδε ότι μέσα είχε λίρες

37

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 38: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Η γιαγιάκα ήταν τόσο χαρούμενη που πετούσε

lsquoΈξω απ το σπίτι της έτυχε να περνάει η κακιά γριούλα Άκουσε φωνές και μπήκε στο σπίτι

της καλής γριούλας να δει τι συμβαίνει Μόλις μπήκε ρώτησε η κακιά την καλή γριούλα πού

βρήκε τόσες λίρες να πάει να πάρει κι αυτή Η καλή γριούλα της διηγήθηκε την ιστορία της

και της είπε πού να πάει για να πάρει κι αυτή

Η κακιά γιαγιά πήγε κι αυτή τάχα να μαζέψει ξύλα και πάλι άρχισε να βρέχει Η κακιά

γριούλα μπήκε στη σπηλιά που της είχε πει η καλή γριούλα Βρήκε τα 12 παλικάρια και ένα

τη ρωτάει laquoΓιαγιά σrsquo αρέσει ο Γενάρηςraquo laquoΌχιraquo λέει η γριούλα laquoΈχει πολύ κρύοraquo

laquoΦλεβάρης σrsquo αρέσειraquo ρωτάει ένα άλλο παλικάρι τη γιαγιά laquoΌχιraquo ξαναλέει η γιαγιά laquoκι

αυτός είναι κριουλιάρικος μήναςraquo Και πήγε λέγοντας σχετικά με τους μήνες Μόλις

τελείωσαν με τις ερωτήσεις έδωσαν στη γιαγιά ένα τσουκαλάκι και της είπε να το ανοίξει

μόλις φτάσει στο σπίτι της Το τσουκαλάκι όμως ήταν πιο βαρύ από της καλής γριούλας και

η κακιά γιαγιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως θα είχε πιο πολλές λίρες απrsquo την καλή γριούλα Η

γιαγιά όλο χαρά πήγε στο σπίτι της να ανοίξει το τσουκαλάκι Μόλις το ανοίγει τι να δει Το

τσουκαλάκι ήταν μέχρι πάνω γεμάτο κάρβουνα Η γιαγιά στενοχωρήθηκε όχι για τα

κάρβουνα γιατί αυτά θα της χρησίμευαν στη σόμπα αλλά για τη μέση της που είχε πιαστεί

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραhellip

38

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 39: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

39

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 40: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Η Πούλια και ο Αυγερινός

Κάποτε ήταν δύο παιδιά η Πούλια και ο Αυγερινός

Η μητέρα των δύων παιδιών είχε πεθάνει και ο πατέρας τους παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα

Η γυναίκα αυτή η μητριά των παιδιών δεν τα αγαπούσε καθόλου Τα χτυπούσε τα μάλωνε

και κρυφά απrsquo τον πατέρα τους ήθελε να τα πουλήσει Κάθε μέρα έλουζε τα παιδιά μήπως

βρει ευκαιρία να τα πουλήσει

Η Πούλια κατάλαβε την πονηριά της μητριάς της και είπε στον αδελφό της τον Αυγερινό

laquoΜόλις θα μας βγάλει έξω για να μας πλύνει θα πάρεις τα πλεξίδια μου το χτένι μου και το

καθρέφτη μου και θα τρέχεις θα τρέχεις και εγώ θα σε φωνάζω laquoγύρνα πίσω Αυγερινέ κι

εσύ θα τρέχειςraquo

Κι έτσι έγινε ο Αυγερινός άρχισε να τρέχει από πίσω του η Πούλια και από πίσω της η

μητριά να φωνάζει laquoΓυρίστε πίσω σας θέλωraquo και τα παιδιά να τρέχουν Μόλις κόντευε να

τους φτάσει η μητριά φώναζε η Πούλια στον αδελφό της laquoΡίξε τα πλεξίδια μου Αυγερινέ να

φυτρώσουν δέντρα να μην μπορεί να περάσει η μητριάraquo Αυτή όμως το πέρασε Η Πούλια

λέει στον Αυγερινό laquoρίξε το χτένι μου να γίνει δάσος να μην μπορεί να περάσειraquo Η μητριά

όμως πέρασε γατί ήθελε να πιάσει τα παιδιά Η Πούλια λέει στον Αυγερινό laquoΡίξε το

καθρέφτη μου να γίνει γιαλός να μην περάσει η κακιά μητριάraquo και δεν πέρασε

Μετά από λίγη ώρα που ξέφυγαν απrsquo την μητριά ο Αυγερινός δίψασε πολύ ήθελε να

σταματήσουν αλλά δεν έπρεπε γιατί θα τους έπιανε η κακιά μητριά Ο Αυγερινός στο

μονοπάτι βρήκε κάτι πατημασιές από άλογο που πάνω υπήρχε νερό γιατί το προηγούμενο

βράδυ είχε βρέξει και ήθελε να πιει αλλά η Πούλια του είπε να μην πιει γιατί γινόταν

άλογο Ο Αυγερινός την άκουσε και δεν ήπιε Πιο μετά βρήκε κάτι πατημασιές από αρνάκι

40

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 41: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

που και αυτές είχαν νερό δεν άντεξε και ήπιε Δεν άκουσε όμως την Πούλια που του είχε πει

να μην πιει γιατί θα γινόταν κατσικάκι και έγινε

Είχαν προχωρήσει προς ένα χωριό και είχαν καθίσει σε μια βρύση έξω από ένα χωριό

Έκατσαν να ξεκουραστούν κι εκεί πιο κοντά ήταν κάτι άλογα Ένας πλούσιος νεαρός πήγε

να τα δώσει νερό αλλά αυτά δεν έπιναν γιατί έβλεπαν την Πούλια που είχε ανέβει πάνω στο

δέντρο και καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άλογα τρόμαζαν και δεν έπιναν Ο βασιλιάς -έτσι

έλεγαν τότε τους πλούσιους- είδε την Πούλια στο δέντρο και την παρακάλεσε να κατεβεί Η

Πούλια όμως δεν κατέβαινε Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και φώναξε μια γριά μάγισσα

να έρθει να την κατεβάσει Η γιαγιά πήγε να την

κατεβάσει αλλά μαζί της πήρε ένα σκαφιδάκι τη σίτα της λίγο αλεύρι και το γουρουνάκι

της και τα έβαλε όλα ανάποδα και ξεκίνησαν για το δέντρο Η Πούλια έβλεπε από πάνω τη

41

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 42: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

γιαγιά τι έκανε και της λέει laquoΑλλιώς γριά τη σίτα σου αλλιώς το σκαφιδάκι σου και πάρε το

γουρουνάκι σου να μην σου φάει το αλευράκι σου laquoΔεν ακούω παιδί μου έλα πιο κάτωraquo

Προς τα κατrsquo προς τα κατrsquo η Πούλια χωρίς να το καταλάβει κατέβηκε απrsquo το δέντρο Μόλις

κατέβηκε την πιάνει ο βασιλιάς για να την πάρει στο σπίτι του Ο νεαρός έσφαξε το

κατσικάκι για να φάει η Πούλια όμως δεν ήξερε ότι το κατσικάκι είναι ο Αυγερινός Η

Πούλια δεν είπε τίποτα στον βασιλιά και στεναχωριόταν μόνη της για τον αδελφό της

Η Πούλια είπε στον βασιλιά να μαζέψει τα κόκαλα από το κατσικάκι να πάει να αγοράσει

ένα τσουκαλάκι για να βάλει τα κόκαλα γιατί ήθελε να τα θάψει στον κήπο πίσω από το

τζάκι Εκεί πέρα φύτρωσε μια μεγάλη ροδιά με ένα μεγάλο ρόδι που μέσα ήταν ο

Αυγερινός Φώναζε την Πούλια laquoΈλα Πούλια έλα μαζί μουraquo Πήγαινε να ανέβει η Πούλια

ωπ μεγάλωνε η ροδιά Τελικά η Πούλια ανέβηκε στο δέντρο και ήτανε μαζί με τον αδελφό

της τον Αυγερινό Μέσα απrsquo το ρόδι χαιρετούσε τον βασιλιά Και γιrsquo αυτό λέμε πως η

Πούλια με τον Αυγερινό είναι στον ουρανό

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραhellip

42

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 43: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΟΥ

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Λίγα λόγια για την αφηγήτρια

Το ακόλουθο παραμύθι μου το διηγήθηκε η μαμά μου Το όνομά της είναι Ιωάννα Τσιώννα

είναι 35 χρόνων Το παραμύθι τής το διηγήθηκε η μαμά της όταν ήταν μικρή

ΞΑΝΘΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑ

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από το τζάκι Ο

αδερφός μου κι εγώ παρακαλούμε τη γιαγιά να μας πει ένα τοπικό παραμύθι Η γιαγιά

άρχισε

Μία φορά κι έναν καιρό hellipστο παλιό χωριό στη Νεράιδα που βρισκόταν μέσα στη λίμνη

πριν γίνει η γέφυρα και το φράγμα Πολυφύτου παρουσιάζονταν σε κάθε πανσέληνο

Νεράιδες

Το χωριό βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι Το τοπίο ήταν πανέμορφο Γύρω από το ποτάμι

υπήρχαν μεγάλα δέντρα και ένα εκκλησάκι η αγία Βαρβάρα Πολλά παιδιά έρχονταν για να

κολυμπήσουν μετά το σχολείο

43

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 44: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

Ένα βράδυ τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο ποτάμι και έλεγαν ιστορίες Ξαφνικά μέσα από το

νερό παρουσιάστηκε μία ξανθιά Νεράιδα

Τα παιδιά φοβήθηκαν Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπαν στους γονείς τους

Αυτοί από εκείνη τη βραδιά παραμόνευαν κάθε βράδυ για να δουν αν υπάρχουν Νεράιδες

Οι Νεράιδες παρουσιάζονταν όταν είχε πανσέληνο χόρευαν και τραγουδούσαν

Από αυτές το χωριό ονομάστηκε Νεράιδα Όταν έγινε το φράγμα το χωριό το πήρε η λίμνη

μέσα Οι κάτοικοι έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο λόφο

Από τότε οι Νεράιδες εξαφανίστηκαν και δεν τις είδε κανείς

44

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Page 45: λαογραφικά παραμύθια του τόπου μας

ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΚΑΙ ΈΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΊ ΚΑΛΆ ΚΑΙ ΕΜΕΊΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ

Ευχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε ναΕυχαριστούμε που διαβάσατε αυτό το βιβλίο για την ώρα αντίο ελπίζουμε να τα ξαναπούμετα ξαναπούμε

Η συγγραφική ομάδα

Επιμέλεια εξώφυλλου Κοντοδίνα Πηνελόπη

45

  • Δ Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού