Download - Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Transcript
Page 1: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf
IAEN / Creative Commons
Άδεια CC
Αυτό έργο χορηγείται με άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial Greece 3.0 (Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση) http://creativecommons.org/licenses/by-nc/3.0/gr/
Page 2: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf
Page 3: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf
Page 4: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf
Page 5: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Η ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΙΣ ΚΟΜΠΑΝΙΕΣ ΤΩΝ ΧΤΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

Page 6: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ

Σ Π Υ Ρ Ο Σ I. Α Σ Δ Ρ Α Χ Α Σ , Γ Ι Α Ν Ν Η Σ Γ Ι Α Ν Ν Ο Υ Λ Ο Π Ο Υ Λ Ο Σ

Φ Ι Λ Ι Π Π Ο Σ Η Λ Ι Ο Υ , Τ Ρ Ι Α Ν Τ Α Φ Υ Λ Λ Ο Σ Ε . Σ Κ Λ Α Β Ε Ν Ι Τ Η Σ

© ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ Πανεπιστημίου 25, Γ' όροφος, τηλ. 32 38 025

IAEN / Creative Commons
Άδεια CC
Αυτό έργο χορηγείται με άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial Greece 3.0 (Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση) http://creativecommons.org/licenses/by-nc/3.0/gr/
Page 7: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

ΧΡΗΣΤΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΙΣ ΚΟΜΠΑΝΙΕΣ

ΤΩΝ ΧΤΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ

14 Α Θ Η Ν Α 1987

IAEN / Creative Commons
Άδεια CC
Αυτό έργο χορηγείται με άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial Greece 3.0 (Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση) http://creativecommons.org/licenses/by-nc/3.0/gr/
Page 8: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf
Page 9: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Με τον όρο Μαθητεία εννοούμε αφενός τη χρονική διάρκεια που απαιτείται για την εκμάθηση ενός βιοτεχνικού-εμπορικού επαγγέλ-ματος και αφετέρου το σύστημα με το οποίο συντελείται η εκμά-θηση αυτή. Το σύστημα αυτό μπορεί να είναι παραδοσιακό ή σύγ-χρονο. Με το πρώτο οι γνώσεις, οι μέθοδοι και οι τεχνικές που χρειάζονται για την άσκηση ενός βιοτεχνικού-εμπορικού επαγγέλ-ματος μεταβιβάζονται αποκλειστικά με εμπειρικό τρόπο και με τη μακρόχρονη επαγγελματική άσκηση του μαθητευομένου στους το-πους εργασίας. Με το δεύτερο η επαγγελματική κατάρτιση του μαθητευομένου ολοκληρώνεται με τη θεωρητική διδασκαλία, που γίνεται σε τεχνικοεπαγγελματικά σχολεία, και την πρακτική άσκη-ση, που γίνεται σε ειδικά εργαστήρια ή στους τόπους της εργα-σίας. Το παραδοσιακό σύστημα μαθητείας, με το οποίο διαιωνι-ζόταν η αποθησαυρισμένη επαγγελματική πείρα και αναπαράγον-ταν τα επαγγέλματα, είναι πανάρχαιο και επιβιώνει ως τις με-ρες μας. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας κατά τη Βιομηχανική Επα-νάσταση και οι ανάγκες του ανερχόμενου καπιταλισμού οδήγησαν στο σύγχρονο ή επιστημονικό σύστημα μαθητείας.

Η μελέτη των παραδοσιακών συστημάτων μαθητείας ήταν πα-ραμελημένη ως τα τελευταία χρόνια. Οι περισσότεροι από τους παλιότερους ερευνητές δεν μας έδωσαν ολοκληρωμένες επιστημο-νικές μελέτες για τα παραδοσιακά επαγγέλματα. Περιορίστηκαν κυρίως σε γενικές περιγραφές και σε αναζήτηση γραφικών και ανεκδοτολογικών στοιχείων. Μια εξήγηση του φαινομένου είναι ότι οι λαογράφοι και οι ιστορικοί τον περασμένου αιώνα και των αρχών του παρόντος έδιναν προτεραιότητα στη μελέτη των μνη-

Page 10: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

μνημείων του λόγου και στην ανίχνευση των καταβολών τους στην Αρχαιότητα η το Βυζάντιο. Σκοπός τους κυρίως ήταν να επι-βεβαιώσουν τη συνέχεια του Ελληνισμού και να προσδιορίσουν τα στοιχεία ταυτότητάς του. Και σε αυτόν βοηθούσε περισσότερο η μελέτη του πνευματικού πολιτισμού και λιγότερο ή καθόλου η μελέτη τον υλικού. Ο τρόπος αυτός θεώρησης των πραγμάτων και των φαινομένων έχει σήμερα σχεδόν ανατραπεί. Ένα πλήθος επιστημόνων έχει στρέψει το ερευνητικό ενδιαφέρον του σε θέ-ματα που άλλοτε ήταν παραμελημένα και υποβαθμισμένα (συν-τεχνιακοί θεσμοί, πλανόδιοι τεχνίτες, παιδική και γυναικεία ερ-γασία κλπ.), καθώς και στους μηχανισμούς αναπαραγωγής τον υλικού βίου. Στα πλαίσια τον ερευνητικού αυτού ενδιαφέροντος, που αντιστοιχεί βέβαια σε μια γενικότερη αντίληψη για το ρό-λο που παίζει το υλικοτεχνικό υπόβαθρο στην ιστορική εξέλιξη, μελετώνται και τα παραδοσιακά συστήματα μαθητείας. Συστή-ματα τα οποία μας βοηθούν να κατανοήσουμε και να ερμηνεύ-σουμε τις συμπεριφορές μιας κοινωνικής κατηγορίας —των μα-θητευομένων— σε συγκεκριμένα χρονικά και γεωγραφικά πλαίσια, και να αντλήσουμε, ενδεχομένους, απαντήσεις στα προβλήματα της σύγχρονης νεολαίας.

Η παρούσα εργασία, που εκπονήθηκε στα πλαίσια του ερευ-νητικού προγράμματος του Ιστορικού Αρχείου Ελληνικής Νεο-λαίας, ασχολείται με το παραδοσιακό σύστημα μαθητείας στις πλα-νόδιες κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου, δεν καλύπτει δηλαδή παρά μόνο μια επαγγελματική ειδικότητα και μια γεωγρα-φική περιοχή. Ειδικότερα με τη μελέτη αυτή επιχειρείται αφενός να επισημανθεί η κοινωνική και γεωγραφική προέλευση των μαθη-τευομένων και αφετέρου να καθοριστεί ο μηχανισμός εκμάθησης της τέχνης του χτίστη και οι συνέπειες που ο μηχανισμός αυτός είχε στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των μαθητευομένων.

Δεν είναι εύκολο να συλλάβει κανείς διαχρονικά και με ακρί-βεια τη λειτουργία του συστήματος μαθητείας στα πλανόδια μπου-λούκια των χτιστών. ό,τι γνωρίζουμε για τις κομπανίες των μα-στόρων προέρχονται κυρίως από τις αφηγήσεις μαστόρων που ανή-

Page 11: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

ανήκουν σε νεότερες γενιές, πράγμα που σημαίνει ότι ως ένα βαθμό μας διαφεύγει ο ακριβής τρόπος οργάνωσης των μπουλουκιών σε παλαιότερες εποχές. Η μελέτη, συνεπώς, του συστήματος μαθη-τείας στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου, που επιχει-ρείται στην εργασία αυτή, στηρίζεται σε νεότερα στοιχεία και κυ-ρίως σε μαρτυρίες που υπάρχουν για τους κυριότερους χτίστες της Χερσονήσου, δηλαδή τους Γορτύνιους και τους Κλουκινοχωρίτες.

Για τη διερεύνηση τον θέματος χρησιμοποίησα την υπάρχου-σα για τους παραδοσιακούς χτίστες βιβλιογραφία, κυρίως της Πε-λοποννήσου, και πραγματοποίησα τρία ταξίδια στα μαστοροχώ-ρια του Μοριά. Το υλικό που συγκεντρώθηκε διαρθρώθηκε σε έξι κεφάλαια. Στο πρώτο δίνονται οι ιστορικές ειδήσεις για τα μα-στοροχώρια της Πελοποννήσου. Στο δεύτερο γίνεται αναφορά στο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο των απομονωμένων ορεινών οικισμών και ειδικότερα των μαστοροχωριών. Εξετάζονται οι φυσικοί, κοι-νωνικοί και οικονομικοί παράγοντες που προσδιορίζουν τη γένεση και εξέλιξη των επαγγελμάτων στους οικισμούς αυτούς και αιτιο-λογούνται οι επαγγελματικές επιλογές των κατοίκων τους. Ανα-φέρεται, ειδικότερα, γιατί στις περιοχές των μαστοροχωριών δια-μορφώθηκαν και άκμασαν ορισμένα επαγγέλματα και γιατί οι νέοι, στα χωριά αυτά, επέλεγαν ως επαγγελματική διέξοδο το επάγ-γελμα του χτίστη. Στο τρίτο κεφάλαιο μελετάται ο επαγγελμα-τικός σχηματισμός των χτιστών της Πελοποννήσου. Περιγράφον-ται η δομή της κομπανίας, οι ομοιότητες της με τις συντεχνίες και οι διαφορές της από αυτές, ο καταμερισμός της εργασίας, οι ειδικότητες. Ειδικότερα εξετάζεται η θέση των μαθητευομένων στην κομπανία, οι συμπεριφορές που διαμόρφωναν αυτοί μέσα ή έξω από την κομπανία, η εξάρτηση και ο συλλογικός καταναγ-κασμός των μαθητευομένων. Στο τέταρτο κεφάλαιο αναλύεται το σύστημα μαθητείας που επικρατούσε στα πλανόδια μπουλούκια (συγκεκριμένος τρόπος εκμάθησης τον επαγγέλματος, στάδια μα-θητείας, τρόπος προαγωγής από το ένα στάδιο στο άλλο, τρόπος αμοιβής των μαθητευομένων, υποχρεώσεις και δικαιώματα αυτών κλπ.). Αναφέρονται και εδώ οι διαφορές από τις συντεχνίες και

Page 12: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

γίνεται αναφορά στη νομοθεσία προστασίας των ανήλικων μαθη-τευομένων. Στο πέμπτο κεφάλαιο περιγράφονται οι συνθήκες ερ-γασίας και διαβίωσης των χτιστών και κυρίως των μαθητευομέ-νων. Έμφαση δόθηκε στα χρονικά όρια εργασίας, στους όρους δια-τροφής και διαμονής τους και τις συνέπειες που είχαν οι κακές συνθήκες εργασίας και διαβίωσης στη βιολογική και πνευματική ανάπτυξη των ανήλικων εργαζομένων. Τέλος στο έκτο κεφάλαιο διερευνώνται οι παράγοντες που οδήγησαν στην παρακμή των πλα-νόδιων μπουλουκιών των χτιστών, προσδιορίζονται οι παράγοντες αυτοί χρονικά και τοπικά, και επισημαίνονται οι νέες επαγγελμα-τικές επιλογές των νέων στα μαστοροχώρια.

Αισθάνομαι την υποχρέωση να εκφράσω τις ευχαριστίες μου και από εδώ στα μέλη της Επιτροπής του Ιστορικού Αρχείου Ελ-ληνικής Νεολαίας, ιδιαίτερα δε στον καθηγητή κ. Σπύρο I. Ασδρα-χά, για τις πολύτιμες και ουσιαστικές υποδείξεις που μου έκαμαν.

Χ.Γ.Κ.

Page 13: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ

ΔΙΕΕ = Δελτίον Ιστορικής Εθνολογικής Εταιρείας ΕΑΙΕΔ = Επετηρίς Αρχείου Ιστορίας Ελληνικού Δικαίου ΕΕΔ = Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου ΕΕΣΜ = Επετηρίς Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών ΕΜΠ = Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ΕΣΥΕ = Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος ΚΕΕΛ = Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας ΟΑΕΔ = Οργανισμός Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού TEE = Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος ΦΕΚ = Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως

Page 14: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf
Page 15: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

ΤΑ ΜΑΣΤΟΡΟΧΩΡΙΑ

Τα απλά σπίτια στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, «και αργότερα όχι σπάνια», τα έχτιζαν συνήθως οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες τους με τη βοήθεια των γειτόνων τους και κάποιων ντόπιων μαστόρων με περιορισμένες ικανότητες1. Τις εκκλησίες, όμως, τα αρχοντι-κά, τα γεφύρια και άλλα σημαντικά έργα τα έχτιζαν ειδικευμέ-νοι τεχνίτες, που δεν ήταν πάντοτε ντόπιοι. Η κάλυψη μάλιστα των οικοδομικών αναγκών ευρύτερων περιοχών, και ιδιαίτερα η εκτέλεση σημαντικών οικοδομικών έργων, δεν απαιτούσαν μόνο εξειδικευμένες γνώσεις αλλά και οργάνωση ειδικών οικοδομικών συνεργείων. Τα συνεργεία επέτρεπαν καταμερισμό της εργασίας και συνεπώς γρήγορη αποπεράτωση των έργων. Τα συνεργεία αυτά, που αποτελούσαν «πλανόδια οργανωμένη σε συντροφιές με εσωτερική ιεράρχηση εργατική δύναμη»2, δεν είναι άλλα από τις γνωστές κομπανίες ή μπουλούκια των λαϊκών οικοδόμων, που από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ως το πρόσφατο παρελθόν κάλυ-πταν τις στεγαστικές ανάγκες, κυρίως της υπαίθρου. Δεν είναι εύκολο να προσδιορίσουμε χρονικά την εμφάνιση των επαγγελμα-τικών αυτών ομάδων. Ειδικευμένοι οικοδόμοι, βέβαια, που έχτιζαν

1. Βλ. Χαρ. Μπούρα στο Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τ. Α' (1982), σ. 25-26 και Αργύρη Πετρονώτη, στο ίδιο, τ. Δ', Πελοπόννησος, Α' (1986), σ. 239-240.

2. Σπύρος I. Ασδραχάς, «Το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο της παραδο-σιακής αρχιτεκτονικής. Οι οικονομικές συνθήκες», Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τ. Α', σ. 16.

Page 16: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

ζαν εκκλησίες, μοναστήρια, τζαμιά, οχυρωματικά έργα, γεφύρια, παλάτια και άλλα σημαντικά οικοδομικά έργα υπήρχαν πάντα, κυρίως στα αστικά κέντρα. Η σε ευρεία έκταση όμως άσκηση του οικοδομικού επαγγέλματος με τη μορφή των πλανόδιων μπου-λουκιών προϋποθέτει αυξημένη ζήτηση ειδικευμένων οικοδόμων σε ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές και αδυναμία του συστήμα-τος να καλύψει τις ανάγκες αυτές με ντόπιο εργατικό δυναμικό. Τέτοια ζήτηση δεν μπορούσε να υπάρξει σε περιόδους γενικής φτώχειας και εξαθλίωσης. Η εμφάνιση, επομένως, των πλανό-διων οικοδομικών συνεργείων συναρτάται με την απαρχή της οι-κονομικής ανάπτυξης του ελλαδικού χώρου, πράγμα που σημαί-νει ότι τα συνεργεία αυτά είναι δημιούργημα κυρίως των τριών τελευταίων αιώνων.

Τόπος προέλευσης των πλανόδιων μαστορικών κομπανιών ήταν ορισμένα χωριά της ηπειρωτικής ή νησιωτικής Ελλάδας, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων ήταν η αδυναμία τους να εξασφαλί-σουν τους αναγκαίους πόρους για τη συντήρηση των κατοίκων τους. Τα χωριά αυτά ονομάστηκαν μαστοροχώρια. Ο όρος προϋ-ποθέτει τη συστηματική και κατά το σύστημα των μπουλουκιών άσκηση της οικοδομικής από την πλειονότητα των κατοίκων ενός χωριού ή, τουλάχιστον, τη συστηματική άσκηση της τέχνης αυ-

τής από ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων του ως κύριου ή και αποκλειστικού βιοποριστικού επαγγέλματος. Μαστοροχώρι επο-μένως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί το χωριό που διαθέτει ορι-σμένους τεχνίτες για τη θεραπεία των τοπικών οικοδομικών αναγ-κών. Στο μαστοροχώρι δεν έχουμε απλώς τεχνίτες της οικοδομι-κής αλλά οργανωμένες ομάδες χτιστών (κομπανίες - μπουλούκια -παρέες) που ασκούν το επάγγελμα του οικοδόμου σε ευρύτατες γεωγραφικές περιοχές.

Στον μοραΐτικο χώρο, μαστοροχώρια με την παραπάνω έννοια εντοπίζονται στα νεότερα χρόνια (από το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα) στις περιοχές της Γορτυνίας και των Καλαβρύτων. Χτίστες επίσης, με σημαντική μάλιστα συμβολή στη διαμόρφω-ση της τοπικής αρχιτεκτονικής, συναντούμε στην Κυνουρία (από

Page 17: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα) και στη Μάνη, καθώς και στην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς (κατά τους 19ο και 20ό αιώ-νες). Οργανωμένα μπουλούκια χτιστών συναντούμε ακόμα και στην ορεινή Κορινθία (περιοχή Φενεού) κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Οι πληροφορίες αυτές μας οδηγούν στο συμ-πέρασμα ότι η γένεση και ανάπτυξη των πλανόδιων μαστορικών κομπανιών στην Πελοπόννησο τοποθετείται χρονικά στις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα. Συνεργεία, βέβαια, ντόπιων οικοδόμων για την κατασκευή έργων για λατρευτικούς ή πολεμικούς σκοπούς ή για τη διακίνηση ανθρώπων και αγαθών, καθώς και για την κάλυ-ψη στεγαστικών αναγκών, υπήρχαν και εδώ από πολύ παλιά. Κατά τις διαπιστώσεις της Κ. Π. Θεοδωρακάκου-Βαρελίδου1 «η οχυρω-ματική αρχιτεκτονική στη Μάνη δημιουργήθηκε από Έλληνες τε-χνίτες χωρίς την άμεση καθοδήγηση των ξένων κατακτητών. Εμ-φανίζεται σα συνέχεια της βυζαντινής παραδόσεως. Ο πρόγονος των πύργων της Μάνης θα πρέπει να αναζητηθεί στους πύργους του Μυστρά και γενικά στη βυζαντινή φρουριακή αρχιτεκτονική» 2.

Είναι γνωστό επίσης ότι κατά το δεύτερο μισό του 15ου αιώ-να εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη τεχνίτες από την Πε-λοπόννησο3. Μερικοί από αυτούς θα ήταν, πιστεύω, χτίστες. Αλλά και κατά τον επόμενο αιώνα μοραΐτες οικοδόμοι μετείχαν (1553-1558) στην κατασκευή του Sulemaniye (τζαμιού) στην Κωνσταν-τινούπολη4. Κατά τον καθηγητή Δ. I. Πάλλα5, το καθολικό της

1. Κάστρο Γρηγοράκηδων εις Αγερανό Μάνης, Αθήνα 1974, σ. 4. 2. Για τις σχέσεις Μάνης - Μυστρά στον τομέα της αρχιτεκτονικής και

οικοδομικής βλ. και Η. Megaw, «Byzantine Architecture in Mani», An-nual of the Brit. School at Athens, τ. 3( 1932-1933), σ. 161" Ανάργυρος Γ.

Κουτσιλιέρης, Μανιάτικα μελετήματα, Αθήνα 1978, σ. 186. 3. Ö. L. Barkan, «Οι μορφές οργάνωσης της αγροτικής εργασίας στην

Οθωμανική αυτοκρατορία το ιε' και ιστ' αιώνα», μετάφρ. Σπύρου I. Ασδρα-χά, στον τόμο Η οικονομική δομή των Βαλκανικών χυτρών, 1979, σ. 51.

4. Ö. L. Barkan, «L'organisation du travail dans le chantier d'une grande mosquée à Istanbul au XVIe siècle», Annales E.S.C. , 1962, σ. 1106.

5. «Μια ανώνυμη εκκλησία του Ακροκορίνθου και η Φανερωμένη της Σαλαμίνας», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά (1959), σ. 48.

Page 18: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

μονής Φανερωμένης στη Σαλαμίνα χτίστηκε στο τέλος του 17ου αιώνα από «συντροφιά χτιστών αρκετά επιδέξιων που είχαν ορ-μηθεί από την Πελοπόννησο και που πριν εργαστούν στη Σαλα-μίνα είχαν προηγουμένως εργαστεί στον Ακροκόρινθο κάτω από βενετική καθοδήγηση»1.

Τις πρώτες πληροφορίες για χτίστες από την Κυνουρία αν-τλούμε από επιγραφικά μνημεία της περιοχής. Οι πύργοι του Με-ρικά και του Γεωργίου Σαραντάρη στον Πραστό χτίστηκαν το 1722-1723 από τον πρωτομάστορα Λέο Τανεσή2. Πραστιώτες ήταν επίσης ο «μαΐστορ Κώστας του Γκιώνη», που το 1734 «κα-τέστρωσε το έδαφος της αγίας μονής Αγίου Νικολάου Καρέας»3

και οι πρωτομάστοροι Κωστάκης Καρτζιώτης (1732)4 και στα-θης του Χρόνη (1744)5. Αλλά και στα νεότερα χρόνια συναντού-με κυνουριάτες χτίστες6 κυρίως στον Κοσμά7 και στον Τυρό8.

1. Στην Πελοπόννησο εργάστηκαν βέβαια κατά καιρούς και χτίστες από τα νησιά, την Ιταλία και, στα νεότερα χρόνια, από τη Μακεδονία και την Ήπειρο (βλ. τη σχετική βιβλιογραφία στου Χρήστου Κωνσταντινόπουλου, Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου, Αθήνα 1983, σ. 15 κε.).

2. Ν. Α. Βέης, «Το Παρθενών-Παρθενός και τ' ανάλογά του», Νουμάς, έτ. Γ', αρ. 141, 27 Μαρτίου 1905, σ. 2-5' Γ. Θ. Παπαγεωργίου, Η ιστο-

ρία τον Πραστού, Αθήνα 1970, σ. 107' Θάνος Βαγενάς, «Ο Τσάκωνας αγω-νιστής, Γιαννάκης Σαραντάρης κι' οι ανέκδοτες ιστορικές σημειώσεις του», Χρονικά των Τσακώνων, Γ' (1969), σ. 110" Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος, «Χρι-στιανικά μνημεία Πραστού», Πελοποννησιακά, IB' (1977) , σ. 185.

3. Μιχαήλ Δέφφνερ, Λεξικόν της Τσακωνικής διαλέκτου, Αθήνα 1923, σ. 169" Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος, «Μονή Αγίου Νικολάου Καρυάς, Κυνου-ρίας», Μνημοσύνη, Β' (1969), σ. 312.

4. Γιάννης Καψαμπέλης, «Ο παλαιότερος Πραστός», Χρονικά των Τσα-κώνων, Α' (1956), σ. 12" Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος, «Χριστιανικά μνημεία Πραστού», Πελοποννησιακά, IB' (1977), σ. 175.

5. Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος, ό.π., σ. 207. 6. Θανάσης Π. Κωστάκης, «Τσακώνικη αρχιτεκτονική», Λαογραφία,

ΙΘ' (1960-1961), σ. 274, υποσημ. 19: «Οι χτίστες συνήθως ντόπιοι». 7. Στάθης Δ. Σταθάκης, «Η κοσμίτικη αρχιτεκτονική», Χρονικά τον

Κοσμά Κυνουρίας, Αθήνα 1971, σ. 54. 8. Βλ. το σχετικό υλικό που έχει συγκεντρωθεί σε τόμους στο Υπουργείο

Page 19: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Από το Καστρί επίσης έβγαιναν καλοί πελεκάνοι και μαρμαρά-δες1 που η δράση τους επεκτεινόταν και στα χωριά Βούρβουρα, Καστάνιτσα, Πλατανάκι, Γεράκι2. Κυνουριάτης ήταν και ο «τέ-κτων Φαρμασώνης εκ Τανίας» που το 1885 έχτισε την εκκλησία «Κοίμησις της Θεοτόκου» στον Βρονταμά της Λακωνίας3. Γε-νικά οι κυνουριάτες, και κυρίως οι τσάκωνες, χτίστες «άπλωναν τη δράση τους και προς τις άλλες πλευρές του Πάρνωνα, δηλ. δυτικά προς τη Λακωνία, και νότια στην επαρχία Επιδαύρου Λι-μηράς. Εκεί υπάρχει η μνήμη, ότι οι "Τσακώνοι" μαστόροι, όπως τους λένε, χτίζανε στα παλιότερα χρόνια πολύ πριν παρου-σιαστούν οι Λαγκαδινοί χτιστάδες»4. Σε πολλά χωριά της νοτιοα-νατολικής Λακωνίας (Δαιμονιά, Κουλέντια, Φούτια, Αγ. Ιωάννης, Πέρπενη, Συκιά, Γεράκι, Ρηχιά κ.ά.) υπήρχαν και αξιόλογοι ντό-πιοι χτίστες 5. Έρχονταν επίσης Σπετσιώτες, Υδραίοι και Λαγκα-δινοί. Τους τελευταίους, που στην περιοχή του Ζάρακα τους έλε-γαν τσούσηδες, τους θεωρούσαν γενικά εξαίρετους τεχνίτες 6.

γείο Εσωτερικών με τον τίτλο Μελέτη εντοπισμού και απογραφής αξιολό-γων οικισμών ή τμημάτων τούτων (1975).

1. Αργύρης Πετρονώτης, «Τα τοπικά οικοδομικά εργαστήρια της νεο-ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στην Πελοπόννησο», Αρμολόι, τχ. 10 (1980), σ. 59.

2. Μελέτη εντοπισμού και απογραφής κλπ., ό.π. 3. Μανόλης Δρεπανιάς, Βρονταμάς Λακωνίας, Αθήνα 1981, σ. 103, όπου

δημοσιεύεται σχετική επιγραφή. 4. Αργύρης Πετρονώτης, ό.π., σ. 58-59. 5. Αργύρης Πετρονώτης, ό.π., σ. 58. Μελέτη εντοπισμού και απογρα-

φής κλπ., ό.π. 6. Ελένη Αλεξάκη, στο Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τ. Δ',

Πελοπόννησος, Α' (1986), σ. 142. Κιούσης στα Κρεκόνικα (τη συνθηματι-κή γλώσσα των λαγκαδινών χτιστών) σημαίνει μάστορης. Οι Βαρβαρίτες με τη λέξη αυτή ονόμαζαν τον υλοτόμο που ερχόταν στην Πελοπόννησο από τη Ρούμελη και την Ήπειρο. Στον Πόρο όμως κιούσηδες (τσούσηδες) ονόμα-ζαν τους βαρβαρίτες χτίστες. «Στα μέρη των Πατρών τσούσηδες έλεγαν αυ-

τούς που έρχονταν από τη Δωρίδα, ίσως και την Αιτωλοακαρνανία», γρά-φει ο Αργ. Πετρονώτης (Αρμολόι, τχ. 10 (1980), σ. 60). Ο ίδιος υποστη-ρίζει (ό.π., σ. 60) ότι η «έρευνα τελικά έδειξε ότι οι "τσούσηδες" ήταν δα-

Page 20: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Χτίστες έβγαζε και η Μάνη, κυρίως η δυτική. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν οι πετροφάοι, «σπουδαίοι μαστόροι στο σκάλισμα της πέτρας»1. Ονομαστοί για την τέχνη τους πετροφάοι υπήρξαν οι Ιωάννης Κισκύρας, από τη Λαγκάδα της Μεσσηνιακής Μάνης (1820-1904/5) και ο Καλοπόθος Λιμπέρης, από την Κίττα, «κτί-στης άριστος και γλύπτης»2.

Οι μανιάτες μαστόροι, που διακρίνονταν για την καλλιτεχνι-κή τους ευαισθησία, δεν ήταν οργανωμένοι σε κομπανίες και δεν ταξίδευαν για δουλειά έξω από τη Μάνη3, για το λόγο αυτό δεν είναι γνωστοί στα άλλα μέρη της Πελοποννήσου. Η συμβολή τους στη διαμόρφωση της παραδοσιακής μας αρχιτεκτονικής περιορί-ζεται στο χώρο της Μάνης.

Μαστόρους, οργανωμένους μάλιστα σε κομπανίες, ανέδειξαν και μερικά χωριά της ορεινής Κορινθίας (Καλύβια, Φονιά, Βίλια, Γκούρα, Ταρσός κ.ά.). Για πρώτη φορά συναντούμε μαστόρικα μπουλούκια από την περιοχή αυτή στα χρόνια της Εθνεγερσίας4.

δασοκόποι και "σκιζάδες" και ότι έρχονταν από τη Β. Ελλάδα». Είχαν και συν-θηματική γλώσσα. Βλ. και Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Άπαντα, τ. Β', Θεσσα-λονίκη 1963, σ. 306.

1. Αργύρης Πετρονώτης, ό.π., σ. 58. Για τους όρους πετροφάος, πε-τρολόος βλ. Κυριάκου Κάσση, Λαογραφία της Μέσα Μάνης, τ. Α' (1980), σ. 217.

2. Ιωάννης Ιωάννου, «Τα λιθανάγλυφα της οικίας Ιωάννου Σ. Κισκήρα εις χωρίον Λαγκάδα Μάνης» (ανακοίνωση στο Β' Διεθνές Συνέδριο Πελο-ποννησιακών Σπουδών, βλ. Περιλήψεις ανακοινώσεων, Αθήνα 1980, σ. 88' Μιχάλης Κασίσης, «Οι πετροφάοι της Μάνης και η προσφορά τους στη μα-νιάτικη λαϊκή αρχιτεκτονική», Λακωνικοί Σπουδαί, Ε' (1980), σ. 381-382· Αργύρης Πετρονώτης, «Μανιάτες μαστόροι», Λακωνικοί Σπουδαί, Ε' (1980), σ. 181-182.

3. Υπάρχουν και εξαιρέσεις" το 1923, με πληροφορεί ο λαγκαδινός πρω-τομάστορας Χρήστος Γαρδίκας, μανιάτες μαστόροι δούλεψαν στην Καλαμά-τα. Ένας άλλος χτίστης από την Κίττα εργάστηκε και στο Πεταλίδι της Μεσσηνίας (Αργ. Πετρονώτης, ό.π., σ. 180).

4. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοπον-νήσου, Αθήνα 1983, σ. 39, 140-143.

Page 21: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι στην Κυνουρία και την ανατολική Λακωνία, από τη μια και την άλλη πλευρά του Πάρνωνα δηλαδή, απαντούν από πολύ πα-λιά ντόπιοι χτίστες. Δεν υπάρχει όμως το αναγκαίο ιστορικό και λαογραφικό υλικό για να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τα χρονικά και γεωγραφικά πλαίσια της δράσης τους, καθώς και τον τρόπο οργάνωσης της δουλειάς τους. Οι πρωτομαστόροι που συναντή-σαμε σε επιγραφικά μνημεία του Πραστού και μια ισχνή παρά-δοση που λέει ότι της «Κυράς το γιοφύρι» το έχτισαν οι «Τσα-κώνοι»1 είναι δυο σοβαρές ενδείξεις για να υποθέσουμε ότι οι Κυνουριάτες άσκησαν το επάγγελμα του χτίστη, προτού κυριαρ-χήσουν στο Μοριά οι κλουκινοχωρίτες και οι λαγκαδινοί μαστό-ροι, και ότι ανέπτυξαν οικοδομική δραστηριότητα πολύ πέρα από τα όρια της Κυνουρίας και της ανατολικής Λακωνίας. Αγνωστα επίσης ..παραμένουν και τα χρονικά και γεωγραφικά όρια δράσης των χτιστών της ορεινής Κορινθίας, μολονότι στην περίπτωση τους έχουμε ένα πρόσθετο στοιχείο (η οργάνωση τους σε κομπα-νίες) που μας υποβάλει την ιδέα ότι σε παλαιότερους καιρούς αυτοί θα ανέπτυσσαν οικοδομική δραστηριότητα σε ευρύτερα γεω-γραφικά πλαίσια.

Οι κυριότερες εστίες παραδοσιακών χτ ιστών στην Πελοπόν-νησο εντοπίζονται, όπως ήδη αναφέρθηκε, σε μερικά χωριά της Γορτυνίας και των Καλαβρύτων. Οι πρώτες γραπτές πληροφο-ρίες για χτίστες από τα χωριά αυτά είναι του τέλους του 18ου αιώνα. Είναι βέβαιο όμως, όπως θα δούμε πιο κάτω, ότι οικο-δομική παράδοση στις παραπάνω περιοχές δημιουργήθηκε πολύ πιο μπροστά από την εποχή αυτή.

Το κατεξοχήν μαστοροχώρι της Πελοποννήσου ήταν τα Λαγ-κάδια, χωριό της ορεινής Γορτυνίας χτισμένο αμφιθεατρικά σε ένα από τα βορειοδυτικά αντερείσματα του Μαινάλου και σε υψό-

1. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, Το χωριό μου Γλανιτσιά-Μυγδαλιά (Αρ-καδίας), Αθήνα 1965, σ. 79.

Page 22: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

μέτρο που αρχίζει από τα 500 μ.1 και φτάνει τα 1000 μ.2. Από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλε-μο οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού αυτού ασκούσαν συστη-ματικά το επάγγελμα του χτίστη. «Έκπαλαι», έγραφε το 1901 ο Ν. Α. Βέης3, «οι Λαγκαδινοί μετέρχονται το επάγγελμα του κτιστού». Κατά τον Φωτάκο4, τα κυριότερα επαγγέλματα των Λαγκαδινών ήταν του χτίστη και του μυλωνά5. Ένας παλιός το-πικός λόγιος μας πληροφορεί, το 1874, ότι «πάντες σχεδόν οι κά-τοικοι του Δήμου τούτου μετέρχονται το επάγγελμα του οικοδό-μου»®. Στη Γορτυνία μάλιστα, όταν ήθελαν να χτίσουν σπίτι, έλε-γαν: «Θα φέρουμε τους Λαγκαδινούς». Δεν πρόσθεταν ποτέ τη λέξη μαστόρους, γιατί στη συνείδηση τους οι λέξεις μάστορης και Λαγκαδινός ήταν ταυτόσημες7. Την οικοδομική παράδοση και

1. Άγιοι Απόστολοι ή Κάτου Μαχαλάς. 2. Αγιατριάδα ή Απάνου Μαχαλάς. Στο ύψος των 800 μ. περίπου τέ-

μνεται από τον δημόσιο δρόμο Τριπόλεως-Πύργου. Στο δρόμο αυτόν υπάρ-χουν και τα περισσότερα καταστήματα και κάθε Κυριακή, από το πρωί ως το μεσημέρι, λειτουργούσε αγορά (παζάρι). Σήμερα το παζάρι αυτό λει-τουργεί υποτυπωδώς.

3. «Αρκαδικά χωρικά περιπαίγματα», π. Αρμονία (1901), σ. 140. 4. «Ανέκδοτα, μύθοι, παροιμίαι», π. Εβδομάς, τ. Γ' (1886), σ. 114. 5. Ενδεικτικό για τη σημασία που έδιναν οι Λαγκαδινοί στα επαγγέλ-

ματα αυτά είναι το ακόλουθο ανέκδοτο που διασώζει ο Φωτάκος (ό.π., σ. 114). Κάποτε, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, μια Λαγκαδινιά γέννησε σερ-νικό παιδί και, κατά τη συνήθεια που επικρατούσε, δυο γειτόνισσες πήγαν να της ευχηθούν να ζήσει το παιδί της. «Να σου ζήσει και να γίνει ένας κα-λός χτίστης», ευχήθηκε η πρώτη. «Να σου ζήσει και να το δεις έναν καλό μυλωνά» πρόσθεσε η δεύτερη. Και η λεχώνα: «Ας ζήσει το παιδί μου κι ας γίνει και παπάς».

6. Ιερώνυμος Βογιατζής, «Περί της ονομασίας των δήμων της επαρ-χίας Γόρτυνος και εμβλημάτων των δημοτικών σφραγίδων», π. Βύρων (1874), σ. 363.

7. Οι κάτοικοι των γειτονικών στα Λαγκάδια χωριών ονομάζουν τους Λαγκαδινούς λασποκοίληδες, λασπίτες, σφυριά, καλιγοσφύρια. Οι τρεις πρώ-τοι χαρακτηρισμοί είναι παρμένοι από το επάγγελμα που ασκούσαν οι Λαγ-καδινοί, ο τέταρτος υποδηλώνει την πονηριά και την εξυπνάδα των Λαγκα-

Page 23: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

τη φήμη των λαγκαδινών χτιστών υπογραμμίζουν επίσης τα πο-λυάριθμα ανέκδοτα και πειράγματα που λέγονταν γι' αυτούς σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Το πιο χαρακτηριστικό είναι εκείνο που λέει ότι οι «Λαγκαδινοί με τα γαϊδούρια τους έχτισαν τον κόσμο I»1.

Από πότε ακριβώς οι Λαγκαδινοί άρχισαν να ασκούν το επάγ-γελμα του χτίστη δεν είναι γνωστό. Το χωριό χτίστηκε, σύμ-φωνα με την πιθανότερη εκδοχή, κατά το τέλος του 16ου ή τις αρχές του 17ου αιώνα σε μέρος ορεινό, άγονο και δύσβατο2. Όσοι δεν μπορούσαν να ζήσουν στον τόπο αυτό από τη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή, αναγκάστηκαν να αναζητήσουν συμπλη-ρωματικούς πόρους σε άλλες απασχολήσεις. Το φυσικό περιβάλ-λον, όπως θα δούμε αναλυτικότερα πιο κάτω, ώθησε τους Λαγ-καδινούς στην άσκηση της οικοδομικής τέχνης3.

Αν πράγματι τα Λαγκάδια χτίστηκαν κατά την παραπάνω περίοδο, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο 18ος αιώνας είναι η επο-χή κατά την οποία οι κάτοικοι του χωριού στρέφονται οριστικά προς το επάγγελμα του χτίστη. Στο τέλος του 17ου αιώνα και στις αρχές του 18ου δεν φαίνεται να υπήρχαν μεγάλα συνεργεία μοραϊτών χτιστών. Σημαντικά οικοδομικά έργα της εποχής αυ-

Λαγκαδινών (Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, «Το πείραγμα και η σάτιρα στη Γορ-τυνία», εφ. Αρκαδικά (Αθήνα), φ. 106, 20 Οκτωβρίου 1964).

1. Το ίδιο λέγεται για τους Βαρβαρίτες των Καλαβρύτων, τους Πιρσο-γιανίτες της Ηπείρου, τους Ζουπανιώτες της Δ. Μακεδονίας, τους Ανδριώ-τες, τους Αναφιώτες και τους Τηνιακούς (βλ. τη σχετική βιβλιογραφία στου Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλου, Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου, σ. 77, 129, σημ. 307-312). Το ανέκδοτο δείχνει τη φήμη που είχαν παλιό-τερα οι χτίστες ορισμένων περιοχών και φανερώνει την αλληλεπίδραση των επαγγελματικών ομάδων των χτιστών.

2. Βλ. τις απόψεις για το χτίσιμο των Λαγκαδίων και τη σχετική με το θέμα βιβλιογραφία στου Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλου, Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου, σ. 20 κε.

3. Είναι δηλαδή αυτοδίδακτοι και συνεπώς δεν κατάγονται, όπως γρά-φτηκε, από ηπειρώτες μαστόρους (Πάνος Σινόπουλος, «Η κτίσις των Λαγ-καδίων», εφ. Ηχώ των Λαγκαδιών, 6 Νοεμβρίου 1961, σ. 3).

Page 24: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

της δεν χτίζονται από μοραΐτες μαστόρους αλλά από ηπειρώτες και αθηναίους. Ετσι το νέο καθολικό της Μονής Φιλοσόφου χτί-ζεται το 1691 από βορειοηπειρώτες χτίστες 1 και τα οχυρωματι-κά έργα των Βενετών στη Μεθώνη και την Κορώνη κατασκευά-ζονται στα χρόνια 1700-1703 από ρουμελιώτες (— ηπειρώτες) και αθηναίους μαστόρους2. Οι πληροφορίες αυτές αποτελούν σοβαρές ενδείξεις για την ανυπαρξία, κατά την περίοδο αυτή, πελοποννη-σιακών μπουλουκιών, ικανών να αναλαμβάνουν μεγάλα οικοδομι-κά έργα. Η οριστική μεταστροφή των Λαγκαδινών στην άσκηση της οικοδομικής τέχνης θα συντελεστεί βαθμιαία και πάντως όχι πριν από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Στην τελευταία εικο-σαετία του αιώνα αυτού οι λαγκαδινοί χτίστες κάνουν αισθητή την παρουσία τους σε ολόκληρη τη χερσόνησο. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει- κανείς, αν λάβει υπόψη του τις πληροφορίες που δίνει ένας ανώνυμος λαγκαδινός λόγιος του περασμένου αιώνα για τον διάσημο λαγκαδινό πρωτομάστορα Αντώνιο Ρηγόπουλο.

Ο πρωτομάστορας αυτός, που μας είναι γνωστός και από μια επιγραφή του 18083, χαρακτηρίζεται από τον ανώνυμο λαγκαδι-νό «λόγιο»4 αριστοτέχνης λαϊκός αρχιτέκτονας που «αυτοσχεδίως ανοικοδόμησε τους μεγαλοπρεπείς της εποχής εκείνης ναούς και προπύργια και το μέγα ειδωλείον των Οθωμανών εις Ναύπλιον, όπου και προνόμιον εις αυτόν εχορηγήθη». Το «μέγα ειδωλείον των Οθωμανών» δεν είναι άλλο από το μεγάλο τζαμί του Ναυ-πλίου, του Αγά Πασά λεγόμενο, που το 1825 χρησιμοποιήθηκε

1. Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος, Μονή Φιλοσόφου, Αθήνα 1960, σ. 34-35. 2. Κ. Δ. Μέρτζιος, «Ειδήσεις περί της Στερεάς Ελλάδος εκ των αρ-

χείων της Βενετίας (1690-1736)», Επετηρίς Εταιρείας Στερεοελλαδικών Με-λετών, τ. Β' (1969-1970), σ. 412-413, 417-418.

3. Σώζεται στο υπέρθυρο μιας εξωτερικής πόρτας του ναού του Τιμίου Προδρόμου Λαγκαδίων και έχει ως εξής, κατά την ανάγνωση του Ηλία Γιαννικόπουλου (Ηχώ των Λαγκαδίων, 17 Δεκεμβρίου 1973): «Επιστασία Αντωνίου Ρηγόπουλου, πρωτομάστορα, χειρ δε Ευσταθίου Θεοδώρου, 1808».

4. Ηχώ των Λαγκαδίων (1 Δεκεμβρίου 1960).

Page 25: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

για τη στέγαση του Βουλευτικού1. Η Σέμνη Καρούζου γράφει2

ότι «η όλη τοιχοδομία του ερμηνεύεται μόνον αν το χρονολογή-σωμεν στα τέλη του 18ου ή στις αρχές του 19ου αιώνα (...). Ίσως κάποτε αρχειακές αναζητήσεις να φωτίσουν το πρόβλημα του αρ-χιτέκτονα, αν ήταν Τούρκος ή Έλληνας, καθώς και τη χρονολό-γηση του». Με τα στοιχεία που προσκομίζονται εδώ, λύνεται, νομίζω, το πρόβλημα της εθνικότητας του αρχιτέκτονα. Η οικο-δόμηση του τζαμιού θα πρέπει να έγινε την τελευταία εικοσαετία του 18ου αιώνα3.

Ο Αντώνιος Ρηγόπουλος, που τόσα αξιόλογα έργα είχε στο ενεργητικό του, δεν μπορεί να αποτελεί μεμονωμένο φαινόμενο. Η ανάδειξή του ως φημισμένου λαϊκού αρχιτέκτονα σε ολόκληρη την Πελοπόννησο προϋποθέτει μακρόχρονη θητεία στο επάγγελμα, έμπειρους συνεργάτες, οικοδομική παράδοση στον γενέθλιο τόπο. Σύγχρονος εξάλλου του Ρηγόπουλου λαγκαδινός πρωτομάστορας και ταυτόχρονα οργανοπαίκτης ήταν και ο Λιάς Δεληγιάννης, που στο τέλος του 18ου αιώνα μετοίκησε στα Μέγαρα της Αττικής4.

Ο οριστικός προσανατολισμός των Λαγκαδινών προς το επάγ-γελμα του χτίστη κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα συναρ-τάται βέβαια με τη γενικότερη οικονομική άνοδο που σημειώνε-ται κατά την περίοδο 1 7 7 0 - 1 8 2 0 περίπου. Είναι η εποχή που

1. Κ. Κ. Σπηλιωτάκης, «Τα εν Ναυπλίω κτίρια του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού (1824-1826)», ΔΙΕΕ, Ιούνιος 1973, σ. 60-63.

2. Το Ναύπλιο, Αθήνα 1979, σ. 58-59. 3. Σύμφωνα με μια γενική πληροφορία οι Τούρκοι ανέθεταν στους λαγ-

καδινούς μαστόρους «την κατασκευήν γεφυρών και οχύρωσιν φρουρίων και άλλα τεχνικά έργα, ως δείκνυται εκ περισωθέντων τουρκικών εγγράφων της εν Τριπόλει ανωτάτης της Πελοποννήσου αρχής» (Ν. Α. Βέης, «Αρκαδικά χωρικά περιπαίγματα», Αρμονία (1902), σ. 140). Ότ ι οι Τούρκοι χρησιμο-ποιούσαν τους λαγκαδινούς χτίστες σε δημόσια έργα προκύπτει και από τον «Απολογισμό των εσόδων και εξόδων της Γορτυνίας» (1819-1820), που δημοσιεύτηκε το 1907 από τον Τάκη Κανδηλώρο, (Αρκαδική επετηρίς, 2 (1907), σ. 319.

4. Φοίβος Ανωγειανάκης, «Το γενεαλογικό δέντρο ενός λαϊκού μουσι-κού», Λαογραφία, ΚΕ' (1974), σ. 93 κε.

Page 26: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

χτίζονται τα αρχοντικά της Ύδρας, των Σπετσών και του Πρα-στού1. Από το σύνολο των απασχολουμένων μαστόρων στα νη-σιά του Αργοσαρωνικού και στην Πελοπόννησο κατά την περίο-δο αυτή, ένα 10% περίπου είναι Ιταλοί2.

Κατά τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ού οι λαγκαδινοί χτίστες κυριαρχούν σε ολόκληρο τον μοραΐτικο χώρο. Πλήθος ει-δήσεις για επώνυμους μαστόρους και πρωτομαστόρους της πε-ριόδου αυτής αντλούμε από επιγραφικά μνημεία, σημειώματα κω-δίκων, έγγραφα δημόσια ή ιδιωτικά και την προφορική παράδο-ση3. Χιλιάδες οικοδομικά έργα που χτίστηκαν την εποχή αυτή στην Πελοπόννησο φέρουν τη σφραγίδα της τέχνης των λαγκα-δινών μαστόρων. Ένας καλός παρατηρητής4 σημειώνει το 1890 πως οι λαϊκοί αυτοί δημιουργοί

«ου μόνον σχεδόν απάσας τας εν Πελοποννήσω οικίας των χωρίων προ πάντων έκτισαν και κτίζουσι, αλλά και πολ-λών μεγάλων δημοσίων έργων, ιδίως γεφυρών, την εκτέλε-σιν ανέλαβον και επιτυχέστατα επεράτωσαν»5.

Με τέτοια λαμπρή παράδοση και φήμη, οι λαγκαδινοί μαστό-ροι ήταν φυσικό να επισκιάσουν κάθε άλλη ομάδα χτιστών και

1. Χαρακτηριστικό για την οικονομική ευμάρεια του Πραστού είναι το λαϊκό δίστιχο:

Η πάλη βγάζει τ άσπρα κι ο Πρασιάς τα κάνει πάστρα.

(Καλ. Καλλούτσης, Κυνουριακά, Αθήνα 1930, σ. 182-183). 2. Γλαύκος Μαρκόπουλος, Η λαϊκή μας αρχιτεκτονική, Αθήνα 1945, σ.

37-39, 47, 52-53. 3. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοπον-

νήσου, σ. 25 κε. 4. Χρ. Π. Κορύλλος, Πεζοπορία από Πατρών εις Τρίπολιν, ΙΙάτρα 1890,

σ. 47. 5. Για τη συμβολή των λαγκαδινών μαστόρων στη διαμόρφωση της

παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στο Μοριά βλ. και τη Μελέτη εντοπισμού και απογραφής αξιολόγων οικισμών ή τμημάτων τούτων (1975), που υπάρχει στο Υπουργείο Εσωτερικών.

Page 27: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

να επιβληθούν στην κοινή συνείδηση ως οι κατεξοχήν μαστόροι του Μοριά. Σε αυτό συνετέλεσε κυρίως η έλλειψη ισχυρών αντα-γωνιστών. Την εποχή που κυριαρχούσαν στην Πελοπόννησο οι λαγκαδινοί μαστόροι, εξακολουθούσαν να έρχονται σε αυτή μπου-λούκια ηπειρωτών και μακεδόνων χτιστών. Αλλά οι Λαγκαδινοί και περισσότεροι ήταν και πιο κοντά στους τόπους της δουλειάς βρίσκονταν. Οι όροι επομένως του ανταγωνισμού ήταν άνισοι. Μονάχα μοραΐτες χτίστες θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν τους λαγκαδινούς.

Τέτοιοι ανταγωνιστές ήταν οι Κλουκινοχωρίτες, για τους ο-ποίους θα γίνει λόγος πιο κάτω, και οι χτίστες που έβγαιναν από τα γορτυνιακά χωριά Σέρβου1, Ρεκούνι (Λευκοχώρι)2, Μπουγιά-τι (Λυσσαρέα)3, Βρετεμπούγα (Δόξα)4, Βυζίτσι5, Ζουλάτικα (Αε-τορράχη)8, Ψάρι7 και Κατσουλιά (Περδικονέρι)8. Τα χωριά αυτά βρίσκονται στον ίδιο με τα Λαγκάδια γεωγραφικό χώρο και το κυριότερο κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν η φτώχεια των κα-τοίκων τους. Την τέχνη του χτίστη οι κάτοικοι των χωριών αυ-

τών διδάχτηκαν από τους λαγκαδινούς μαστόρους τους οποίους ακολουθούσαν από παιδιά ως μαστορόπουλα (ψυχογιοί). Υστερα από 8-10 χρόνων συνήθως μαθητεία γίνονταν χτίστες και οργά-νωναν δικά τους μπουλούκια.

Οι Σερβαίοι και οι Μπουγιαταίοι φαίνεται πως ήταν οι πρώ-τοι που ακολούθησαν τις λαγκαδινές κομπανίες, οι Σερβαίοι μά-

1. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, Οι λαγκαδινοί μαστόροι, Αθήνα 1970, σ. 11-12.

2. Γ. Ν. Αικατερινίδης, «Η συνθηματική γλώσσα των κτιστών του Ρε-κουνίου (Λευκοχωρίου) Γορτυνίας», Γορτυνιακά, Α' (1972), σ. 106-123.

3. Αρκαδικόν Ημερολόγιον, Τρίπολις 1937, σ. 143' Λεύκωμα της Γορ-τυνίας, Αθήνα 1937, σ. 104.

4. Λεύκωμα της Γορτυνίας, σ. 211. 5. Ν. I. Φλούδας, Βυζικιώτικα, τ. Α', Αθήνα 1961, σ. 112. 6. Λεύκωμα της Γορτυνίας, σ. 97. 7. ό.π., σ. 109. 8. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, ό.π., σ. 11-12.

Page 28: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

μάλίστα άρχισαν να ασκούν την οικοδομική τέχνη, σύμφωνα με τις ενδείξεις που υπάρχουν1, από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Οι Κατσουλαίοι άρχισαν να ασκούν το επάγγελμα του χτίστη από το τελευταίο τέταρτο περίπου του περασμένου αιώνα και ήταν οι τελευταίοι που το εγκατέλειψαν. Ακόμα και στη δεκαετία του '60 συναντούμε κομπανίες χτιστών από το χωριό αυτό. Χαρακτηρι-στικό δε για την επαγγελματική ενασχόληση των κατοίκων του χωριού αυτού είναι ο ακόλουθος διάλογος, που ακούγεται σε χω-ριά της Γορτυνίας:

—· Απα που είσαι ; — Από την Κατσονλιά. — Παρ' τα σφυρόμυστρά σου

και πάμε για δουλειά.

Χτίστες από το Ρεκούνι συναντούμε από τον περασμένο αιώ-να2. Συστηματικά όμως οι Ρεκουνιώτες άρχισαν να ασχολούνται με την οικοδομική τέχνη από τις αρχές του αιώνα μας. Οι πε-ρισσότεροι κάτοικοι του χωριού αυτού ασκούσαν από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ως κύριο σχεδόν βιοποριστικό επάγγελμα τη μπολιαριά, δηλαδή την επαιτεία3. Από τις αρχές του αιώνα μας όμως οι Ρεκουνιώτες, υπό την επίδραση της παιδείας και γενικά

1. Χρ. Γ. Κωνσταντινόποολος, Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοπον-νήσου, σ. 29, 108, σημ. 107.

2. Το 1866 αναφέρεται ο ρεκουνιώτης πρωτομάστορας Φίλιππας Πα-παθεοδώρου, που έχτισε το δημοτικό σχολείο του χωριού του. Το ναό όμως του Αγίου Δημητρίου στο ίδιο χωριό έχτισαν το 1849 οι Λαγκαδινοί Απ. Μπαριάμης και Αθ. Κυριακόπουλος (ό.π., σ. 30).

3. Τη σχετική βιβλιογραφία βλ. στους Παραδοσιακούς χτίστες της Πε-λοποννήσου, σ. 108-109, σημ. 113-119. Μπολιάρης και Μπολιαριά από το βυζαντινό εμβολάριος = εκείνος που συχνάζει στους εμβόλους, δηλαδή στις στοές (τουρκ. μπεζεστένια) των πόλεων (Φαίδων Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τ. Β' I, Αθήνα 1948, σ. 92, 94, 95). Στην Πελοπόν-νησο αντί των όρων μπολιαριά και μπολιάρης χρησιμοποιούνται κυρίως οι όροι διακονιά και διακονιάρης.

Page 29: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

του πολιτισμού, άρχισαν να εγκαταλείπουν το επάγγελμα του επαίτη. Μερικοί ασχολήθηκαν συστηματικότερα με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, άλλοι προσανατολίστηκαν στο επάγγελμα του χτίστη. Στην αρχή ακολουθούσαν τους Λαγκαδινούς, αργό-τερα σχημάτιζαν δικές τους κομπανίες. Οι Ρεκουνιώτες, καθώς και οι Σερβαίοι και οι Κατσουλαίοι, μιλούσαν την ίδια με τους Λαγκαδινούς συνθηματική γλώσσα1, γενικά δε ως πρότυπο για την οργάνωση της δουλειάς τους είχαν τις κομπανίες των Λαγκα-δινών στις οποίες είχαν μαθητεύσει.

Χτίστες συναντούμε και από τη Δημητσάνα, Στεμνίτσα, Ζι-γοβίστι, Μοναστηράκι και άλλα χωριά 2. Τόσο όμως γι' αυτούς όσο και για τους χτίστες των χωριών Βρετεμπούγα, Βυζίτσι, Ζου-λάτικα και Ψάρι δεν υπάρχουν για την ώρα περισσότερες πληρο-φορίες και επομένως δεν μπορούν να διατυπωθούν γενικότερα συμπεράσματα για τον τρόπο οργάνωσης της δουλειάς τους.

Οι πιο σημαντικοί ανταγωνιστές των Λαγκαδινών ήταν, ως την τελευταία περίπου εικοσαετία του 19ου αιώνα, οι καλαβρυ-τινοί μαστόροι. Ο όρος αυτός, που απαντά στη δημοτική ποίηση αλλά και στον καθημερινό λόγο, δεν προσδιορίζει με σαφήνεια και πληρότητα τον γεωγραφικό χώρο καταγωγής των χτιστών αυτών. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν πρόκειται για μαστόρους της ιστορικής κωμόπολης της Αχαΐας, αλλά για τους χτίστες που κατάγονταν από τις Κλουκίνες.

Κλουκίνες ή Κλουκινοχώρια ονομάζονταν περιληπτικά, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, τα χωριά του πρώην δήμου Νωνά-κριδος (Αγία Βαρβάρα, Σόλος, Περιστέρα, Μεσορούγι, Χαλκιά-νικα κ.ά.)3. Είναι χτισμένα στις πλαγιές του Χελμού, δεξιά και

1. Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου, σ. 62 κε. 2. ό.π., σ. 31-32. 3. Τα παραπάνω χωριά, καθώς και το τοπωνύμιο Κλουκίνες απαντούν

στην απογραφή Grimani (1700) (Βλ. Βασίλη Παναγιωτόπουλου, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας, Αθήνα 1985, σ. 268-270). Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων παράγει τη λ. από το Λουκίναι

Page 30: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

αριστερά του Κράθη ποταμού (ποτάμι της Ακράτας). Αριστερά βρίσκεται η Περιστέρα (υψόμ. 1060), Σόλος (υψόμ. 1050), και το Μεσορούγι (υψόμ. 1020). Δεξιά είναι η Αγία Βαρβάρα (υψόμ. 1100) και τα Χαλκιάνικα (υψόμ. 1020). Οι κάτοικοι τους για να συμπληρώσουν το πενιχρό εισόδημά τους από τη γεωργία και την κτηνοτροφία ασκούσαν τα επαγγέλματα του υλοτόμου, του βαρε-λοποιού, του κανατά, κυρίως όμως του χτίστη 1. Ο Αθ. Θ. Φωτό-πουλος γράφει2 ότι οι Κλουκινοχωρίτες «ηναγκάζοντο να αναζη-τούν πόρους δρώντες και εργαζόμενοι μακράν των εστιών των (μοναχοί, ζητιάνοι, μαστόροι)».

Από πότε οι Κλουκινοχωρίτες άρχισαν να ασκούν το επάγ-γελμα του οικοδόμου δεν είναι εξακριβωμένο. Δεν είναι επίσης γνωστό αν έμαθαν την τέχνη τους από ξένους χτίστες ή αν είναι αυτοδίδακτοι.

Γραπτές μαρτυρίες για μαστόρους από την περιοχή των Κλου-κινών έχουμε από το τέλος του 18ου αιώνα3. Το 1798 αναφέρεται ο «μαστρο-Αθανάσιος Αγιοβαρβαρίτης» και το 1815 ο «μαστρο-

ναι ή Λυκίναι, ο ΙΙαναγ. Αντωνιάδης από το Κυλλήνη και ο Κ. Γ. Παπα-χρυσάνθου από το σλαβ. kljnc' = κλειδί αλλά και πηγή. Κατά τον Α. Θαβώ-ρη η λ. παράγεται από το σλαβ. glog-glokina = λευκάγκαθα. Βλ. για τα πα-ραπάνω Αθ. Θ. Φωτοπούλου, Ιστορικά και Λαογραφικά της ανατολικής πε-ριοχής Αιγιαλείας και Καλαβρύτων, Αθήνα 1982, τ. Β', σ. 273-275.

1. Χρ. Κορύλλος, Χωρογραφία της Ελλάδος. Α' Νομός Αχαίας, Αθήνα 1903, σ. 153" Γ. Παπανδρέου, Ιστορία των Καλαβρύτων, σ. 263' του ίδιου, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 301. Οι Περιστεριώτες κυρίως έφτιαχναν σκαφί-δια, κουτάλια, βαρέλια, πλαστήρια. Στο Μεσορούγι έφτιαχναν αργαλειούς, στη Ζαρούχλα γκλίτσες, αδράχτια, ρόκες, καυκές (Αθ. Θ. Φωτόπουλος, ό.π., σ. 19).

2. ό.π., σ. 21. 3. Το καθολικό της μονής Καταφυγίων στα Χαλκιάνικα χτίστηκε, σύμ-

φωνα με την κτητορική επιγραφή που δημοσίευσε ο Αθ. Θ. Φωτόπουλος, (ό.π., τ. Α', σ. 144) το 1638. Ο Αργύρης Πετρονώτης, κρίνοντας από τε-χνικά και μορφολογικά στοιχεία, πιστεύει ότι «έχει χαρακτηριστικά κατα-σκευής από τους Βαρβαρίτες» (βλ. Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τ. Δ', Πελοπόννησος, Α', σ. 240).

Page 31: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Γιώργης Σολιώτης εκ Καζά Καλαβρύτου»1. Σολιώτες ήταν οι μαστόροι που έχτισαν το 1806 την εκκλησία (Αγιος Γεώργιος) του χωριού τους2, καθώς και το αρχοντικό των Δασαίων στα Ανω Τρίκαλα Κορινθίας3. Μνεία μαστόρων από τα Χαλκιάνικα γίνεται σε γράμμα του Σωτήρη Θεοχαρόπουλου προς τον Ανδρέα Λόντο (11 Οκτωβρίου 1820)4. Χτίστες από τα Κλουκινοχώρια συναν-τούμε επίσης στα χρόνια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας5. Από επιγραφή του 1836, που σώζεται στο ναό του Τιμίου Σταυρού στον Πύργο της Ακράτας6, μαθαίνουμε τα ονόματα δύο μαστό-ρων από το Αγρίδι7. Τη συστηματική άσκηση του επαγγέλματος του οικοδόμου από τους Κλουκινοχωρίτες έχουν επισημάνει οι Leake8, ο Peytier9 και ο Διονύσιος Πύρος ο Θετταλός. «Οι πε-ρισσότεροι κάτοικοι των χωρίων τούτων», γράφει ο τελευταίος10, «είναι τέκτονες και κτίσται οικιών και ναών, οι οποίοι χαλώντες με τους λοστούς των τας αρχαιότητας των σοφών προγόνων μας κτίζουν νεωστί τα εδικά των κακόκτιστα και άσχημα κτίσματα».

1. Ιωάννα Γιανναροπούλου, «Ποικίλα σημειώματα εκ γορτυνιακών κω-δίκων», Γορτυνιακά, Α' (1972), σ. 361, 372.

2. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, Οι παραδοσιακοί χτίστες, σ. 33" Αθ. Θ. Φωτόπουλος, ό.π., τ. Α', σ. 139.

3. Σταύρος Κουτίβας, Ιστορικά του Ξυλοκάστρου, τ. Α', Αθήνα 1963, σ. 263' Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, ό.π., σ. 33.

4. Αρχείον του στρατηγού Ανδρέου Λόντου, τ. Α', σ. 113-114. 5. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, ό.π., σ. 34. 6. Αθ. Θ. Φωτόπουλος, ό.π., τ. Β', σ. 28. 7. Χτίστες έβγαιναν και από το Πλανητέρου (Χρ. Γ. Κωνσταντινόπου-

λος, ό.π., σ. 112, σημ. 145) και από τα Νεζερά (Κ. Θ. Κυριακόπουλος «Σύμ-μεικτα αρχαιολογικά - ιστορικά - λαογραφικά χωριών της επαρχίας Καλαβρύ-των», π. Παγκαλαβρυτινόν Βήμα, τχ. 3 (1981), σ. 18) και Μ. Χρυσάφη, «Η Κοίμησις της Θεοτόκου στα Τρίκαλα Κορινθίας» στο Εκκλησίες μετά την άλωση, τ. 2, Αθήνα 1982, σ. 250.

8. Travels in the Morea, τ. 3, Λονδίνο 1830, σ. 159-160. 9. «Mémoire sur la Grèce», Ο Ερανιστής, Θ' (1971), σ. 151.

10. Αθ. Θ. Φωτόπουλος, «Διονυσίου Πύρρου του Θετταλού Περιήγησις της Ελλάδος. Αχαϊκά», Επετηρίς των Καλαβρύτων (1976), σ. 115.

Page 32: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Το κυριότερο μαστοροχώρι των Κλουκινών ήταν η Αγία Βαρ-βάρα (ή απλώς Βαρβάρα)1. Οι Βαρβαρίτες είναι οι μόνοι από τους Κλουκινοχωρίτες που διατηρούν ακόμα κάτι από την παλιά τους οικοδομική παράδοση. Είναι επίσης οι μόνοι που τσιτακίζουν και χρησιμοποιούν συνθηματικό γλωσσάριο (τα Μπαραμπάτικα). Επι-γραφικά μνημεία με ονόματα μαστόρων από το χωριό αυτό δεν έχουν διασωθεί ή δεν έχουν επισημανθεί. Μόνο σε επιγραφή του 1880, που επισημάνθηκε σε σπίτι του χωριού Βελά Αιγιαλείας και δημοσιεύτηκε από τον Βασίλη Χριστόπουλο2, αναφέρονται τα ονοματεπώνυμα τριών χτιστών (δυο βαρβαριτών και ενός ραχο-βίτη)3.

Μολονότι οι πρώτες γραπτές ειδήσεις για καλαβρυτινούς ( = κλουκινοχωρίτες) μαστόρους είναι του τέλους του 18ου αιώ-να, οι Κλουκινοχωρίτες πρέπει να είχαν αναπτύξει οικοδομική δραστηριότητα, σε παμπελοποννησιακή κλίμακα, πολύ πριν από την εποχή αυτή. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει κανείς, αν λά-βει υπόψη του μερικά δημοτικά τραγούδια, στα οποία γίνεται ρη-

τή αναφορά στους «καλαβρυτινούς μαστόρους, τους μαρμαροχτι-στάδες». Στο γνωστό λ.χ. τραγούδι των χαραμήδων4, ο καπετά-νιος-ληστής, που σκοτώνει τον πραματευτή αδελφό του και ύστερα

1. Υπάρχει και ειδική μελέτη για το χωριό (Τέτης Θ. Ράλλη, Η Αγία Βαρβάρα-Καλαβρύτων και οι μαστόροι της, Αθήνα 1984), η οποία όμως δεν προσθέτει τίποτα στην έρευνα σε 6,τι αφορά τους χτίστες, αφού όσα αναφέ-ρει γι' αυτούς αποτελούν αντιγραφή, και μάλιστα αδέξια, των γραμμένων από τον Φωτόπουλο και μένα.

2. Βλ. Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τ. Δ', Πελοπόννησος, Α' (1986), σ. 39.

3. Ονόματα νεότερων πρωτομαστόρων από το χωριό αυτό δημοσίευσα το 1983 (Οι παραδοσιακοί χτίστες, σ. 34-35).

4. Η πρώτη δημοσίευση, όσο ξέρω, περιλαμβάνεται στη συλλογή του Σπ. Ζαμπέλιου (Άσματα δημοτικά, Κέρκυρα 1852, σ. 173-174). Για τις πα-ραλλαγές: Ν. Γ. Πολίτης, Εκλογαί, έκδ. ε', σ. 87, 294" Απόστολος Μελα-χρινός, Δημοτικά τραγούδια, Αθήνα 1946, σ. 135-137" Ακαδημίας Αθηνών, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Αθήνα 1962, σ. 385-387 (Δημ. Πετρόπουλος)" Γιώργος Ιωάννου, Παραλογές, Αθήνα, σ. 97-99.

Page 33: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

ρα αυτοκτονεί, τους καλαβρυτινούς μαστόρους καλεί να του φτιά-ξουν τον τάφο:

Μαστόροι καλαβρυτινοί, πετροπελεκητάδες, να πελεκήστε μάρμαρα, να φτιάστ' ένα κιβούρι.

Σε άλλο πάλι δημοτικό τραγούδι1, η κόρη που προαισθάνεται το θάνατο της, παραγγέλλει στον γραμματικό της να γράψει στους καλαβρυτινούς μαστόρους να της φτιάξουν τον τάφο:

Γραμματικέ μου γλήγορε και κοσμοξακουσμένε, πιάσε και γράψε νια γραφή σε τρεις μεριές καημένη και στείλ' τη στα Καλάβρυτα που 'ν' οι παλιοί μαστόροι. «Μαστόροι καλαβρυτινοί και μαρμαροχτιστάδες για πελεκάτε μάρμαρο, της κόρης το κιβούρι».

Καλαβρυτινούς θέλει ο ανώνυμος τραγουδιστής και τους μα-στόρους οι οποίοι έφτιαχναν το γεφύρι του Ίρη ( = Ευρώτα)2:

Μαστόροι καλαβρυτινοί και μαρμαροχτιστάδες μαστόροι μην παιδεύεστε και αδικοτυραννιέστε, αν δε στεριώστε άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει, του πρώτου γιου τον μάστορη, του γιου του τη γυναίκα.

Και στο τραγούδι του νιόγαμπρου3, που δεν πρόφτασε να χα-ρεί τη ζωή, καλαβρυτινοί είναι οι χτίστες που καλούνται να κα-τασκευάσουν το «κιβούρι». Επίσης, μνεία των καλαβρυτινών μα-στόρων γίνεται και σε τραγούδι που αναφέρεται στον στρατηγό Δημ. Τσώκρη4.

Οι αναφορές στους καλαβρυτινούς μαστόρους σημαίνουν ότι σε

1. Φαίδων Κουκουλές, Οινουντιακά κλπ., Χανιά 1908, σ. 104-105" Βασ. I. Τσαφαράς, Λαογραφικά Γορτυνίας, Αθήνα 1963, σ. 169" Κώστας Μαρί-νης, «Μοραΐτικα τραγούδια», Φιλολογική Πρωτοχρονιά (1963), σ. 301" Πά-νος Παπαρρηγόπουλος, Λαογραφικά Καλαβρύτων, Αθήνα 21979, σ. 82-84.

2. Π. Μαλεβός, τχ. 12 (Μάρτιος 1922), σ. 6. 3. Βλ. πρόχειρα Κώστα Μαρίνη, ό.π., σ. 301. 4. Ιωάννης Ερν. Ζεγκίνης, Το Άργος δια μέσου των αιώνων, Πύργος

1968, σ. 322-324.

Page 34: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

κάποια χρονική περίοδο οι καλαβρυτινοί χτίστες θεωρούνταν εξαί-ρετοι τεχνίτες, γνωστοί και έξω από την Πελοπόννησο. Ο όρος «μαρμαροχτιστάδες» όμως δεν υποδηλώνει, κατά τη γνώμη μου, την ποιοτική διαφοροποίηση των καλαβρυτινών από τους άλλους χτίστες. Ο ανώνυμος τραγουδιστής με τη χρησιμοποίηση του όρου αυτού θέλει απλώς να δείξει ότι αναφέρεται στους πιο γνω-

στούς τεχνίτες της εποχής του. Τα τραγούδια βέβαια έχουν κατα-γραφεί κατά τον 19ο αιώνα. Κατά την περίοδο αυτή όμως ακμά-ζουν, όπως αναφέρθηκε, οι λαγκαδινοί μαστόροι και όχι οι καλα-βρυτινοί. Γι' αυτό και σε νεότερα τραγούδια, ως μαρμαροχτιστά-δες αναφέρονται οι λαγκαδινοί χτίστες 1. Επομένως τα τραγούδια που αναφέρονται στους Καλαβρυτινούς πρέπει να είναι παλιότε-ρα. Αν ο συλλογισμός είναι σωστός, μπορούμε να πούμε ότι οι Κλουκινοχωρίτες επιδόθηκαν στην άσκηση του οικοδομικού επαγ-γέλματος πριν από τους Λαγκαδινούς. Ίσως στο μέλλον αρχεια-κές πηγές, επιγραφικά μνημεία ή μορφολογικά-τεχνικά στοιχεία δώσουν οριστική απάντηση στο πρόβλημα.

Από τη σύντομη αυτή αναδρομή συνάγεται ότι, με βάση τα ιστορικά, λαογραφικά και επιγραφικά μνημεία που διασώθηκαν, μαστοροχώρια, με τη σημασία που δώσαμε στον όρο αυτό, ήταν στη μεν Γορτυνία τα Λαγκάδια, του Σέρβου, το Ρεκούνι και η Κατσουλιά, στα δε Κλουκινοχώρια η Αγία Βαρβάρα, ο Σόλος, το Μεσορούγι και η Περιστέρα. Μαστόροι, όπως αναφέρθηκε, έβγαι-ναν και από άλλα χωριά των παραπάνω περιοχών. Η έρευνα όμως γι' αυτά δεν έχει προσκομίσει αρκετά στοιχεία που να αιτιολογούν την κατάταξη τους στα μαστοροχώρια. Το ίδιο ισχύει και για τα χωριά της Κυνουρίας, μια και δεν έχουμε συναντήσει κομπανίες χτιστών από τα χωριά αυτά. Νομίζω όμως ότι τα χωριά της ορεινής Κορινθίας, που ανέδειξαν μαστόρους οργανωμένους σε μπου-λούκια, μπορούν να χαρακτηριστούν μαστοροχώρια.

1. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, Οι λαγκαδινοί μαστόροι, σ. 11, π. Ηλεια-κά, κγ' (1967), σ. 687" Στάικος Γ. Πανταζής, «Τα έθιμα για τους πεθαμέ-νους στα φιγαλικά χωριά», Ολυμπιακά χρονικά, τ. Δ' (1973), σ. 126" Κώ-στας Μαρίνης, ό.π., σ. 301' Πάνος Παπαρρηγόπουλος, ό.π., σ. 84.

Page 35: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Β'

Η ΜΑΣΤΟΡΙΑ ΩΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΔΙΕΞΟΔΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

Τα μαστοροχώρια που αναφέρθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο είναι χτισμένα μακριά από τα εμπορικά, βιοτεχνικά, συγκοινω-νιακά και πολιτισμικά κέντρα. Οι οικονομικές και πολιτισμικές εξελίξεις που συντελούνται στα κέντρα αυτά ελάχιστα επηρεάζουν τις παραδοσιακές κοινωνικές και οικονομικές δομές των ορεινών οικισμών. Ακόμα και τα κεφαλοχώρια των ορεινών περιοχών, τα οποία διαφοροποιούνται οικονομικά και πολιτισμικά από τους γύ-ρω μικρότερους οικισμούς, δεν μπορούν να συγκριθούν με τα ανε-πτυγμένα παραλιακά κέντρα:

Κατακαημένη Ανδρίτσαινα που 'σαι στα κορφοβούνια αν ήσουνα στη θάλασσα θε ν' άξιζες μιλιούνια.

Η ανυπαρξία οδικού δικτύου, που θα εξασφάλιζε την επικοι-νωνία των ορεινών οικισμών με τα παραλιακά κέντρα, ή αλλιώς η παμπάλαιη «διχοτομία του ελληνικού χώρου σε παράλιες πε-ριοχές και ενδοχώρα, που θα παραταθεί, κατά κάποιον τρόπο ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα»1, έχει ως συνέπεια την απομόνωση των ορεινών οικισμών στις παρυφές των εξελίξεων και στη διαμόρφωση συνθηκών αυτάρκειας. Τα πρότυπα ζωής και οι τεχνικές της παραγωγής αναπαράγονται εδώ ομοιόμορφα

1. Β. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας, Αθήνα 1985, σ. 185.

Page 36: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

για ολόκληρους αιώνες1. Οι γεωγραφικές συνθήκες καθορίζουν, κυ-ριαρχικά σχεδόν, το είδος της απασχόλησης των πληθυσμών και τις μεθόδους αναπαραγωγής του υλικού βίου. Οι αλλεπάλληλες βου-νοσειρές, οι βαθιές χαράδρες και το πετρώδες έδαφος περιορίζουν στο ελάχιστο τον καλλιεργήσιμο χώρο και τα λιβάδια. Το λιγο-

στό χώμα που υπάρχει στις πλαγιές των βουνών, στις «πλεύρες» και τις «κωλοσάρες» συγκρατείται με αναλημματικούς τοίχους (πε-ζούλες). Για να επεκτείνουν τον καλλιεργήσιμο χώρο καίνε τα δά-ση, κόβουν τα δέντρα και ξεριζώνουν τους θάμνους2. Είναι φανε-ρό ότι η παραγωγή στις περιοχές αυτές είναι πάντα οριακή.

Από την άλλη πλευρά, η συγκέντρωση της γης στα χέρια των γαιοκτημόνων, η αύξηση του πληθυσμού3, και κατά συνέπεια η μείωση του κατά κεφαλήν αγροτικού κλήρου, η καταχρέωση των καλλιεργητών στους γαιοκτήμονες, η δυσβάστακτη φορολογία —φαινόμενα που χαρακτηρίζουν την κοινωνία των περιοχών αυ-

τών από τον 16ο αιώνα περίπου ως και την Επανάσταση του 1821— καταδικάζουν τις μεγάλες μάζες των χωρικών σε μόνι-μη φτώχεια και υποσιτισμό4. Δεν είναι λίγες οι οικογένειες που

1. Η ανάπτυξη ορισμένων ορεινών περιοχών (Ζαγοροχώρια της Ηπεί-ρου λ.χ.) δεν θεωρούνται παρά «προνομιούχες νησίδες» στην τουρκοκρα-τούμενη ύπαιθρο (Β. Καραποστόλης, Οικονομικές μεταμορφώσεις της αγρο-τικής Ελλάδας, Αθήνα 1981, σ. 24).

2. Τα τοπωνύμια Καψαλιά, Άνοιγμα, Ανοιξιές προδίδουν τέτοιες επεμ-βάσεις στο δάσος. Για τα ανοίγματα στο δάσος βλ. και Δημ. Αουκόπουλου, Γεωργικά της Ρούμελης, Αθήνα 1938, σ. 130-131.

3. Εξαιτίας του λεγόμενου «εποικισμού του ορεινού χώρου» για τον οποίο κυρίως βλ. Α. Ε. Βακαλόπουλου, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, τ. Β1, Θεσ-σαλονίκη 1964, σ. 91 επ." Κωστή Μοσκώφ, Η Εθνική και κοινωνική συνεί-δηση στην Ελλάδα (1830-1909), Θεσσαλονίκη 1972, σ. 75 κε. Κατά τον 18ο αιώνα σημειώνεται αύξηση του πληθυσμού στον ορεινό πελοποννησιακό χώρο, «με επακόλουθο τη δημιουργία νέων οικισμών και τη διόγκωση των παλιών» (Βασ. Παναγιωτόπουλος, ό.π., σ. 207. Πρβλ. ίδιον στην Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τ. ΙΑ', σ. 157).

4. Ιδιαίτερα για τη Γορτυνία βλ. τη μελέτη του Στάθη Ν. Τσοτσορού, Οικονομικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί στον ορεινό χώρο. Γορτυνία (1715-1821), Αθήνα 1986.

Page 37: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

δεν πραγματοποιούν, κατά την περίοδο αυτή, ούτε το αναγκαίο πλεόνασμα για την εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώ-σεων. Για να πληρώσουν τους φόρους δανείζονται από τους γαιο-κτήμονες με υψηλό επιτόκιο και με υποθήκευση των κτημάτων τους. Η αδυναμία τους να αποδώσουν το κεφάλαιο και τον τόκο έχει ως συνέπεια την απώλεια της ιδιοκτησίας τους. Μερικοί, που δεν αντέχουν τη βαριά φορολογία, εγκαταλείπουν τα χωριά τους και αναζητούν καλύτερη τύχη σε άλλους τόπους. Και αυτοί όμως χάνουν τις ιδιοκτησίες τους, διότι ·οι κοινότητες πωλούν τα χτή-ματα των φυγάδων για να πληρώσουν τους φόρους που αναλογούν σε αυτούς1.

Και κατά τον 19ο αιώνα οι συνθήκες διαβίωσης των χωρικών των ορεινών επαρχιών Γορτυνίας και Καλαβρύτων δεν θα βελ-τιωθούν αισθητά. Η μεγαλύτερη έκταση της γης θα παραμείνει στα παλιά τζάκια. Ένα τμήμα των «εθνικών γαιών» θα καταπα-τηθεί από τους παλιούς προκρίτους και τους ισχυρούς της κάθε

1. Γενικά για τα θέματα αυτά βλ. Σπ. I. Ασδραχά, Μηχανισμοί της αγροτικής οικονομίας στην Τουρκοκρατία (ιε'-ιστ' αιώνας), Αθήνα 1978, σ. 228-229· του ίδιου, Ελληνική κοινωνία και οικονομία (ιη και ιθ' αιώνες), Αθήνα 1982, σ. 11, 129 κε. Μαρτυρίες για τις περιοχές Γορτυνίας και Κα-λαβρύτων: Αρχείον του στρατηγού Ανδρέου Λόντου, τ. Α', σ. 136, 209, 210" Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος, «Πωλητήρια και άλλα έγγραφα της παρά την Δη-μητσάναν μονής του Φιλοσόφου», Επετηρίς Αρχείου Ιστορίας Ελληνικού Δι-καίου της Ακαδημίας Αθηνών, Γ' (1950), σ. 146, 147, 148-149, 152-153" του ίδιου, Μονή Φιλοσόφου, Αθήνα 1960, σ. 110, 210, σημ. 21" του ίδιου, «Δικαιοπρακτικά έγγραφα μονής Προδρόμου», Γορτυνιακά, Α' (1972), σ. 174" Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, «Ανέκδοτα γορτυνιακά έγγραφα», Γορτυ-νιακά, Α' (1972), σ. 71-73" του ίδιου, «Η εξέλιξη της γαιοκτησίας στο Χα-μάκου Καλαβρύτων κατά την περίοδο 1739-1819», Καλαβρυτινή Επετηρίς, τ. Θ' (1977), σ. 20 κε.' Αθ. Θ. Φωτόπουλος, «Συμβολαί εις την ιστορίαν της εν Πελοποννήσω γαιοκτησίας κατά την Β' Τουρκοκρατίαν», Πρακτικά Β' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τ. Γ' (1981-1982), σ. 174-175' του ίδιου, Ιστορικά και λαογραφικά της ανατολικής περιοχής Αι-γιαλείας και Καλαβρύτων, τ. Α', σ. 109-111" Β. J. Slot, «II Ηλεία εις τις ολλανδικές πηγές», Πρακτικά του Α' Συνεδρίου Ηλειακών Σπουδών, Αθήνα 1980, σ. 367-368.

Page 38: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

περιοχής1, ένα άλλο θα δοθεί υπό μορφή ανταμοιβής στους καπε-ταναίους, οι οποίοι αναδεικνύονται πλέον σε ισχυρούς τοπάρχες που θα συνεχίσουν την εκμετάλλευση των χωρικών 2. Το προνο-μιούχο αυτό στρώμα μαζί με την παλιά τάξη των κοτζαμπάση-δων έχει τη δυνατότητα να μορφώνει τα παιδιά του και συνεπώς να επανδρώνει τον κρατικό μηχανισμό. Ένα πλέγμα γαιοκτημό-νων, μεγάλων και μεσαίων, κομματαρχών, πολιτευτών και δη-μόσιων υπαλλήλων νέμεται την εξουσία κατά τον 19ο αιώνα. Η τοκογλυφία, οι πελατειακές σχέσεις, οι δικαστικές διώξεις για αγροτικά χρέη, η ζωοκλοπή και οι «σταυρωτήδες» (χωροφύλα-κες) είναι συνηθισμένα φαινόμενα στις περιοχές αυτές ακόμα και

ως τις παραμονές του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Είναι φανερό ότι οι τόποι αυτοί δεν μπορούν να θρέψουν ολό-

κληρο τον πληθυσμό τους με το εισόδημα που έδινε ο πρωτογενής τομέας. Ένα μέρος του πληθυσμού ήταν αναγκασμένο να ζητή-σει τα μέσα για τη συντήρησή του σε άλλες απασχολήσεις. Ούτε στο εμπόριο, ούτε στα γράμματα, όμως, μπορούσαν εύκολα να επι-δοθούν οι κάτοικοι των ορεινών αυτών οικισμών. Ως τρίτη λύση παρέμενε η μετανάστευση.

Το εμπόριο προϋποθέτει εμπορευματική παραγωγή, συσσώ-ρευση κεφαλαίου, λειτουργία αγοράς. Αλλά η παραγωγή στις πιο πάνω περιοχές μόλις επαρκούσε για αυτοκατανάλωση και η μό-νη αγορά που λειτουργούσε ήταν το βδομαδιάτικο παζάρι στα κεφαλοχώρια 3, όπου οι αγρότες πουλούσαν τα προϊόντα τους και αγόραζαν είδη πρώτης ανάγκης και εργαλεία για τη δουλειά τους4.

1. «Με την άλυσσον έπαιρναν οι καπεταναίοι τη γη» ομολογούν οι χω-ρικοί στο Μοναστηράκι της Γορτυνίας (Στ. Ν. Τσοτσορός, ό.π., σ. 271).

2. «Ο λαός», γράφει ο Στ. Ν. Τσοτσορός (ό.π., σ. 271), «θα συνεχί-σει να αποδίδει στα νέα αφεντικά τους καρπούς. (...) Μόνιμα πεινασμένος και εξαθλιωμένος, συνεχίζει τη ζωή που έκανε το 18ο αιώνα, υποχρεωμέ-νος να "προσκυνά δουλικά μαζί με τη φαμελιά του" τον νέο αφέντη του».

3. Για τα παζάρια γενικά βλ. Δημ. Λουκόπουλο, στο π. Νεοελληνικά Γράμματα, έτ. Α', αρ. 25 (29 Σεπτεμβρίου 1935).

4. Τις κοινωνικές και οικονομικές διαστάσεις ενός τέτοιου παζαριού μας

Page 39: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Μεγάλη εμπορική δραστηριότητα συνεπώς δεν μπορούσε να ανα-πτυχθεί στις περιοχές αυτές. Υπήρχαν βέβαια λίγοι μεταπράτες που αγόραζαν τα προϊόντα των χωρικών και πουλούσαν σε αυτούς αγαθά των αστικών κέντρων και των πεδινών περιοχών1. Μόνον όσοι αποδημούσαν σε ανεπτυγμένα κέντρα είχαν πιθανότητες να αναδειχθούν στο εμπόριο.

Η πενιχρή εκπαίδευση, εξάλλου, που παρεχόταν την εποχή της Τουρκοκρατίας, ελάχιστα βοηθούσε στην επαγγελματική στα-διοδρομία των νέων. Όσοι κατόρθωναν να τελειώσουν μια από τις ελάχιστες σχολές της εποχής προορίζονταν για τα εκκλησιαστι-κά κυρίως αξιώματα2. Η εκπαίδευση βελτιώθηκε και επεκτά-θηκε βέβαια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, αλλά και κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα δεν σημειώνεται σημαντική στροφή των νέων προς την παιδεία. Μόνον ένα μικρό ποσοστό νέων ακολουθεί γυμνασιακή μόρφωση και ακόμα μικρότερο εί-ναι το ποσοστό που φτάνει στο πανεπιστήμιο3. Η φτώχεια, η

δίνει ο Βασίλης Γιαννακού Τόγιας, Καστρίτικα (της Κυνουρίας), τ. Α', Αθή-να 1986, σ. 127 κε.

1. Από τις πεδινές περιοχές έφερναν προϊόντα που δεν παράγονταν στα ορεινά χωριά (πορτοκάλια, καρπούζια, λεμόνια, λάδι κλπ.). Ήταν τόσο σπά-νια τα προϊόντα αυτά στα ορεινά χωριά που τα θεωρούσαν ως είδη πολυτε-λείας και καμιά φορά ως φάρμακα, «γιατρικά», όπως λ.χ. το καρπούζι στο Καστρί της Κυνουρίας (βλ. Β. Γ. Τόγια, ό.π., σ. 144-145). Στο χώρο της Αρ-καδίας στην εμπορία λαδιού είχαν επιδοθεί οι Ζιγοβιστινοί, γι'αυτό και λαδά-δες ονομάζονταν. Βλ. σχετικά και Κωνσταντίνου Χρ. Σταυροπούλου, Ιστορία του Ζυγοβιστίου, Αθήνα 1973 (ανατύπωση από την έκδ. του 1905), σ. 11-12.

2. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Δημητσάνας, της οποίας η περίφημη σχολή στάθηκε πραγματικό φυτώριο αρχιερέων. Βλ. γι' αυτή Τά-σου Αθ. Γριτσόπουλου, Σχολή Δημητσάνης, Αθήνα 1962.

3. Το ποσοστό των αγραμμάτων στη χώρα μας κατά τον 19ο αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού ήταν υψηλό. Κατά τα έτη 1879, 1907, και 1920 το ποσοστό αυτό, κατά φύλο, είχε ως εξής:

Έτη 1879 1907 1920 Άντρες 69,20 50,20 43,81 Γυναίκες 92,96 82,55 72,62

(Κ. Τσουκαλάς, Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκ-παιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα, 1830-1922, 31982, σ. 393).

Page 40: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

αμάθεια, αλλά και η προτεραιότητα που δίνεται στα άμεσα βιο-τικά προβλήματα κρατούν τους νέους των ορεινών κοινοτήτων μακριά από τα κέντρα μορφώσεως. Οι δυνατότητες, εξάλλου, που παρέχει η εκπαίδευση για επαγγελματική σταδιοδρομία είναι συ-νυφασμένες με τη γενικότερη ανάπτυξη της οικονομίας και κυ-ρίως με τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης στους δευτερογενής και τριτογενής τομείς. Μαζική μεταστροφή των νέων προς την εκπαίδευση, με στόχο την κατάληψη θέσεων στο Δημόσιο, στις τράπεζες και γενικά στις δημόσιες επιχειρήσεις, δεν θα σημειω-θεί πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Διέξοδος στο βιοποριστικό πρόβλημα, που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών, δημιουργείται, κατά το τελευ-ταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, και με την ανάπτυξη του εμπορίου, της βιομηχανίας και των πόλεων. Κατά την περίοδο αυτή το ρεύ-μα της μετακίνησης αγροτικών πληθυσμών προς τις πεδινές πε-ριοχές και τα αστικά κέντρα παρασύρει και ανήλικους των ορει-νών κοινοτήτων, τους οποίους οι γονείς στέλνουν στα κέντρα αυ-

τα, και κυρίως στην Αθήνα, για να κερδίζουν το ψωμί τους και να ενισχύουν και το εισόδημα της οικογένειας που μένει στο χω-ριό. Οι γονείς δηλαδή ή άλλοι κηδεμόνες εκμίσθωναν τις υπηρε-σίες των παιδιών στις εύπορες οικογένειες, σε διάφορους «μαστό-ρους» και σε επιχειρηματίες της Αθήνας έναντι ενός ελάχιστου ετήσιου ποσού, που εισέπρατταν οι γονείς ή οι κηδεμόνες1. Toc παιδιά αυτά δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί, από το πρωί ως το βράδυ, ως λούστροι, εφημεριδοπώλες, υπηρέτες, ράφτες, υποδημα-τοποιοί, ξυλουργοί, οψοκομιστές, χτίστες, σιδηρουργοί, γαλατά-δες κλπ.2.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπάρχουν, τα περισσότερα από τα παιδιά που κατάγονταν από την Πελοπόννησο, προέρχονταν

1. Μίσθωση υπηρέτριας για 10 χρόνια αναφέρεται στην Καρδίτσα το 1952 (Βλ. το σχετικό συμβόλαιο στην εφ. Απογευματινή της 31 Αυγούστου 1986, σ. 14).

2. Κ. Α. Βοβολίνης, Το χρονικόν του «Παρνασσού», Αθήνα 1951, σ. 170-171 και 118, 212" Αρκαδική Επετηρίς, 1 (1903), σ. 53.

Page 41: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

5. Ο σκληρός αγώνας για την επιβίωση συνεχίζεται από τους νέους των μαστοροχωριών και στους τόπους στους οποίους μετανάστευσαν. Εδώ τα λαγκαδινόπουλα Γ. Μιχ. Αντωνόπουλος και Βαγγέλης Γ. Κατσιούφης στην

Ελευσίνα το 1941.

Page 42: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

ταν από τα ορεινά χωριά της Αρκαδίας και της Κορινθίας. Οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης τους ήταν άθλιες. Έμεναν σε υγρά και ανήλια υπόγεια, σε πατάρια εστιατορίων, σε διάφορες κάσες, στα κάρα ή στα παγκάκια της Ομόνοιας. Τα ονόμαζαν «μάγκες ή αλάνια του Ρολογιού», επειδή πολλά έμεναν στην πε-ριοχή γύρω από τους Αέρηδες (Ωρολόγιον του Κυρρήστου), στην αρχή της οδού Αιόλου1. Πολλά από αυτά σώθηκαν κυριολεκτικά από τη στυγνή εκμετάλλευση, την αλητεία και την ηθική εξα-χρείωση χάρη στη νυχτερινή Σχολή Απόρων Παίδων του «Παρ-νασσού», στην οποία φοιτούσαν. Ο Αριστοτέλης Κουρτίδης, ειδι-κός κοσμήτορας της Σχολής το 1922, μας δίνει μια ζωηρή εικό-να των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των παιδιών αυτών3:

«Εκ των δύο επαρχιών της Πελοποννήσου, της Κοριν-θίας και της Γορτυνίας, απεστέλλοντο εκ μικράς ηλικίας εις Αθήνας παιδία προς βιοπορισμόν. Αλλά συμπατριώται αυτών εκμεταλλευταί, οι διαβόητοι μάστοροι, εκμισθούντες δια συμβολαίου παρά των πτωχών γονέων αυτά αντί ευ-τελούς τιμήματος, το οποίον προκατέβαλλον, καθίσταντο απόλυτοι αυτών δεσπόται και τύραννοι. Το προϊόν της ερ-γασίας των οι μικροί ατυχείς βιοπαλεσταί, στιλβωταί υπο-δημάτων, οψοκομισταί, ή εφημεριδοπώλαι ώφειλαν να πα-ραδίδουν την εσπέραν εις τον "μάστορην". Και αλλοίμονον αν ήτο ανεπαρκές ! Τα δυστυχή παιδία υβρίζοντο βαναύσως, εδέροντο ανηλεώς, αφήνοντο νηστικά. Οι σωματέμποροι εφέ-ροντο μετά θηριώδους αστοργίας και σκληρότητος προς τους μικρούς συντοπίτας των. Αρτον επρομηθεύοντο από το "μπα-γιατοπάζαρον", το χείριστον εν Αθήναις είδος, το λεγόμε-νον χαρτζίσιο, προσφάγιον δε τακτικόν τοις παρέθετον σά-πιες εληές. Την νύκτα συνεσσώρευαν τα παιδία, το εν επί του άλλου ασφυκτικώς, εις υπόγεια, υγρά, ανήλια, πλήρη λάσπης».

1. Κ. Α. Βοβολίνης, ό.π., σ. 74. 2. Κ. Α. Βοβολίνης, ό.π., σ. 326· βλ. και 146.

Page 43: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Με τα μελανότεροι χρώματα περιγράφει τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των ανηλίκων αυτών και ο I. Κονδυλάκης στο μυ-θιστόρημά του Οι Αθλιοι των Αθηνών1. Τα παιδιά αυτά, ηλι-κίας 8-16 χρόνων, έμεναν 10-15 μαζί σε υπόγεια, υγρά και σκο-τεινά, δωμάτια. Το βράδυ έτρωγαν λίγη κουραμάνα και 5-10 ελιές ή ταραμά ή ρέγγα και τουλουμοτύρι. Ο «μάστορης» ήταν για τα παιδιά αυτά «ον πανίσχυρον, απόλυτος κύριος αυτών, συγκεντρών εις χείρας του όλην την δύναμιν του νόμου και της εξουσίας». Με το παραμικρό οι «μάστοροι έδερναν και κακομεταχειρίζονταν τα παιδιά, κυρίως αυτά που έφερναν το βράδυ λίγα χρήματα ή τολμούσαν να γραφούν στη Σχολή του Παρνασσού», την οποία οι «μάστοροι» κατηγορούσαν ως τόπο διαφθοράς2.

Το 1890 είχαν γραφτεί στη Σχολή Απόρων Παίδων του «Παρ-νασσού» 1.044 εργαζόμενοι μαθητές. Από αυτούς οι 179 κατά-γονταν από την επαρχία Μεγαλοπόλεως, 89 από την ορεινή Κο-ρινθία, 13 από τη Γορτυνία, 8 από την Κυνουρία, 3 από τα Κα-λάβρυτα και 43 από την Τρίπολη. Από αυτούς 11 ήταν κάτω των 5 ετών, 185 από 5-10, 608 από 10-15, 209 από 15-20 κλπ. Το 1900-1901 είχαν γραφτεί 1.979 μαθητές από τους οποίους οι 580 κατάγονταν από την επαρχία Μεγαλοπόλεως. Το 1925-1926 οι εργαζόμενοι μαθητές της Σχολής ανέρχονται σε 1.316. Από αυ-τους 160 είναι από την Πελοπόννησο (οι 80 από την Αρκαδία)3.

Εντύπωση προκαλεί ο μεγάλος αριθμός των παιδιών που κα-τάγονται από την περιοχή Μεγαλοπόλεως. Το φαινόμενο εξηγεί-ται από τη μεγάλη φτώχεια, που καταδυνάστευε τον πληθυσμό της επαρχίας αυτής γύρω στο τέλος του 19ου αιώνα4 και ανάγκαζε

1. Αθήνα 1980, σ. 204 κε. 2. Αντίθετα οι συντεχνίες της Αθήνας επέτρεπαν στους μαθητευομένους

να φοιτούν στη Σχολή (βλ. «Rapports sur l'activité des organisations privées helléniques», Premier Congrès balkanique de la protection de l'en-fance, Athènes, 5-9 Απριλίου 1936, σ. 40-42.

3. Κ. Α. Βοβολίνης, ό.π., σ. 170, 256, 337. 4. «Μικροδανεισταί και μικροτοκογλύφοι απομυζώσι το πολύτιμον αυ-

τών (των χωρικών) υστέρημα δανείζοντες από 16-80%, αι δε ετήσιαι δόσεις

Page 44: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

ζε τον εξαθλιωμένο χωρικό «να ρογιάζη τα τέκνα του εις σωμα-τεμπόρους, αδιαφορών αν εκ τούτου θα γείνωσι και ταύτα χείρο-να εαυτού». Η δ η το 1903 μόνο οι λούστροι της Αθήνας, που κα-τάγονται από τη Μεγαλόπολη, έχουν φτάσει τους 5001. .

Τα παιδιά αυτά χαρακτηρίζονται 2 «αυτάρκη, λιτά, ενθουσιώ-δη, ζωηρότατα, φιλομαθή», χαρακτηρισμοί βέβαια που ισχύουν και για τα παιδιά από τις άλλες ορεινές περιοχές. Μαθημένα στη στέρηση, τέκνα περισσότερο της «ανάγκης» και λιγότερο της «ορ-γής», γνώριζαν ότι για να επιβιώσουν έπρεπε να παλέψουν σκλη-ρά. Η φτώχεια τα έκανε λιτοδίαιτα, η ανασφάλεια τα υποχρέωνε σε αποταμίευση, η εργατικότητα, η τιμιότητα και η πειθαρχία τα καθιστούσε περιζήτητα στην αγορά εργασίας3. Με τέτοια προ-σόντα μερικά αναδείχθηκαν ακόμα και μεγάλοι έμποροι, επιχει-

σεις του τιμήματος των αγόνων κατασταθεισών εθνικών γαιών και φυτειών, εκβιαζόμεναι υπό των δημοσίων εισπρακτόρων, παραλύουσι τέλεον το ηρει-πωμένον οικονομικόν των οικοδόμημα» (Αρκαδική Επετηρίς, 1 (1903), σ. 54).

1. Αρκαδική Επετηρίς, 1 (1903), σ. 54. Κεντρικός ήρωας στο μυθιστό-ρημα του I. Κονδυλάκη είναι ένας λούστρος (ο Τάσος) από τη Μεγαλόπολη, που είχε ρογιαστεί σε έναν «μάστορη» από τη Δημητσάνα (I. Κονδυλάκης,

ό.π., σ. 205, 213, 221). Σχετικό με τη φτώχεια των ορεινών οικισμών και τον αγώνα για την επιβίωση των ανηλίκων στην Αθήνα είναι και το αυτο-βιογραφικό μυθιστόρημα του Γ. Τσάκαλου, Δραπέτης της φτώχειας ( ι1951, a1953, Αθήνα).

2. Αρκαδική Επετηρίς, ό.π., σ. 53. 3. Βλ. όσα γράφει για τους Αρκάδες που απασχολούνταν στα έργα των

ΣΠΑΠ, ο Εμ. Ρεπούλης στην Αρκαδική Επετηρίδα 1 (1903), σ. 30: « Ά ν -δρες και γυναίκες ειργάζοντο ακαταπόνητοι. Εκατοντάδες κορασιών έκαμαν τότε την προίκα των. Άφιναν τα ημερομίσθιά των εις χείρας της Εταιρίας, και όταν ετελείωσαν τα έργα, απεκόμισαν άλλη 500, άλλη 700, άλλη 1000 δραχμάς ! Εσύμφερε δε μάλλον εις την Εταιρίαν η πληρωμή ημερομισθίου 3 και 4 δραχμών εις Αρκάδα παρά 2 μόνον εις άλλον άλλοθεν από γείτονα μέρη εργάτην ! Και επροτιμώντο. Εργασία, πειθαρχία, φιλοτιμία. Δίαιτα δε λιτωτάτη. Οι πλείστοι είχον μαζύ και τας οικογενείας των. Μία γυναίκα εις την καλύβην δια την περίθαλψιν των μικρών και τας ανάγκας των άλλων, και οι άλλοι πάντες και πάσαι εις τας εργασίας του Σιδηροδρόμου. Καυγάς μεταξύ των ουδείς. Αντιπειθαρχικόν προς την Εταιρίαν κρούσμα ούτε κατά διάνο ιαν».

Page 45: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

επιχειρηματίες, βιομήχανοι. Πολλά όμως θέρισε η φυματίωση και οι άλλες ασθένειες.

Μια άλλη λύση στο βιοποριστικό πρόβλημα των ορεινών πλη-θυσμών ήταν η εργασία που παρείχε μέρος των πληθυσμών αυ-

τών στα πεδινά μέρη της Πελοποννήσου (Μεσσηνία, Ηλεία, Αι-γιαλεία, Κορινθία). Πολλοί δηλαδή από τους κατοίκους της Γορ-τυνίας, της Κυνουρίας, της Μεγαλόπολης και των Καλαβρύτων κα-τέβαιναν στους εύφορους αυτούς τόπους και απασχολούνταν επο-χιακά στο σκάψιμο των αμπελιών και σταφιδαμπελιών, στον τρύ-γο, στη συλλογή του ελαιοκάρπου και των σύκων ή στο άνοιγμα χαντακιών 1. Πολλοί μάλιστα Κλουκινοχωρίτες, που δεν «διέθετον ούτε τον απαραίτητον δια την επιβίωσίν των σίτον» έφταναν ως αγρεργάτες ως τον θεσσαλικό κάμπο2.

Κάποτε και η ζητιανιά αποτελούσε βιοποριστική διέξοδο για τους εξαθλιωμένους αγρότες των ορεινών οικισμών3. Στην αρχή

1. Οι ειδικευμένοι στο άνοιγμα χαντακιών ονομάζονταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και «τσάκωνες». Χανδακοποιός, δηλαδή «τσάκωνας», ήταν και ο πρωτοκλέφτης του Μοριά Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης. Για την τεκ-μηρίωση της γνώμης αυτής βλ. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλου, «Γύρω στη ση-μασία των λέξεων "Τσακωνιά" και "Τσάκωνας"», ανάτυπο από τα Χρονι-κά των Τσακώνων, τ. Γ' (1969), σ. 72-75. Για τη δουλειά των «χαντακο-λόων» στη Ρούμελη βλ. Δημ. Λουκόπουλου, Γεωργικά της Ρούμελης, σ. 142-145.

2. Αθ. Θ. Φωτόπουλος, «Συμβολαί εις την ιστορίαν της εν Πελοποννή-σω γαιοκτησίας κατά την β' Τουρκοκρατίαν», Πρακτικά Β' Διεθνούς Συνε-δρίου Πελοποννησιακών Σπονδών, Αθήνα 1981-1982, σ. 168.

3. Για τους επαίτες των Κραβάρων της Ρούμελης βλ. κυρίως Βλ. Μα-στροκώστα, «Τα Μπουλιάρικα», π. Στερεοελλαδική Εστία, 4 (1960), σ. 240-247" Θανάση Παπαθανασόπουλου, Οι Μπουλιαραίοι και τα Μπουλιάρικα, Αθήνα 1969· Χαρ. Δ. Χαραλαμπόπουλου, Ναυπαχτιακά Μελετήματα, Αθή-να 1980, σ. 468 κε. Στους επαίτες των Κραβάρων αναφέρεται και ο Ζητιά-νος του Ανδρέα Καρκαβίτσα. Για τους επαίτες του Ρεκουνίου της Γορτυνίας βλ. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλου, Οι παραδοσιακοί χτίστες, σ. 30 κε., όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Για τους επαίτες των Κλουκινοχωρίων βλ. Αθ. Θ. Φωτόπουλου, ό.π., σ. 168-169' του ίδιου, Ιστορικά και λαογραφικά κλπ., σ. 4, 81, 109, 335-336.

Page 46: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

φαίνεται πως η επαιτεία ήταν λύση έσχατης ανάγκης, σιγά σιγά όμως σε μερικά χωριά εξελίχθηκε σε προσοδοφόρο επάγγελμα. Η ηθική καταδίκη της επαιτείας από την κοινωνία δεν εμπόδισε ένα μέρος των κατοίκων των χωριών αυτών να επιλέξουν ως μέσο για την επιβίωση τους τη ζητιανιά1.

Από όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, μπορεί να συμπεράνει κα-νείς ότι οι περισσότεροι κάτοικοι των απομονωμένων ορεινών οι-κισμών αναγκάζονταν, πέρα από την κύρια απασχόληση τους στη γεωργία ή την κτηνοτροφία, να απασχολούνται και σε άλλο επάγ-γελμα ή άλλη εργασία, με σκοπό τη συμπλήρωση του οικογενεια-κού τους εισοδήματος. Η δεύτερη αυτή απασχόληση, στο βαθμό που απέδιδε περισσότερα από ό,τι η αγροτική οικογενειακή εκμε-τάλλευση, εξελισσόταν σε κύρια ή και σε αποκλειστική απασχό-ληση2. Στις δοσμένες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες μια δεύτερη απασχόληση, που μπορούσε να υποκαταστήσει την κύρια απασχό-ληση, ήταν κυρίως η άσκηση ενός κοινωνικά χρήσιμου πραχτικού επαγγέλματος. Η ειδίκευση σε ένα τέτοιο επάγγελμα απάλλασσε τους φτωχούς3 των δύσβατων και ελάχιστα παραγωγικών αυτών τόπων από την οικονομική εξαθλίωση και την ηθική κατάπτωση

1. Όπως άλλους, σε παραθαλάσσια μέρη ή σε νησιά, δεν τους εμπόδι-σε να ασκήσουν την πειρατεία. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944) και πολλοί άλλοι, που δεν είχαν ποτέ ζητιανέψει ως τότε, αναγκάστηκαν, για να μη πεθάνουν από την πείνα, να πάρουν το δρόμο της επαιτείας. Βλ. περίπτωση Ηπειρωτών στο Αρμολόι, τχ. 10 (1980), σ. 46 κε.

2. Βλ. και Αντώνη Μωυσίδη, «Εξωαγροτική απασχόληση στην ελλη-νική γεωργία», π. Επιθεώρηση Αγροτικών Μελετών, τ. 1, τχ. 2 (Νοέμβριος 1985), σ. 71 κε.

3. Αυτοί ήταν που ειδικεύονταν στα πραχτικά επαγγέλματα και σε αυ-τους αναφέρομαι εδώ. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ήταν και οι μόνοι που

ανέπτυσσαν εξωαγροτική δραστηριότητα. Και μεγάλοι γαιοκτήμονες, όπως λ.χ. οι κοτζαμπάσηδες του Μοριά, επιδίδονταν σε εξωαγροτικές δραστηριό-τητες (εμπόριο κλπ.). Αλλά ο σκοπός της εξωαγροτικής απασχόλησης των δυο αυτών ομάδων είναι διαφορετικός. «Ο συνδυασμός της γεωργίας με άλ-λες απασχολήσεις», έγραφε ο Λένιν, αναλύοντας τα προβλήματα της γεωρ-γίας στην προεπαναστατική Ρωσία (Το αγροτικό ζήτημα και οι ((κριτικοί» τον Μαρξ, Αθήνα 1975, σ. 97), «έχει διαφορετική και αντίθετη σημασία

Page 47: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

ση. Δεν είναι τυχαίο ότι η κατεξοχήν ορεινή και άγονη Ηπειρος είναι η κοιτίδα των περισσότερων παραδοσιακών επαγγελμάτων1.

Η ειδίκευση σε τέτοια τεχνικά-βιοτεχνικά επαγγέλματα ήταν και για ένα μέρος του πληθυσμού των ορεινών περιοχών της Πε-λοποννήσου η πιο πρόσφορη λύση για την αντιμετώπιση του βιο-ποριστικού τους προβλήματος. Στην Αρκαδία, που είναι το πιο ορεινό κομμάτι της χερσονήσου, συναντούμε τους αγιοπετρίτες καρβουνιάρηδες2, τους καστανιτσιώτες ασβεστάδες3, τους δυρρα-χίτες μυλωνάδες4, τους κοσμίτες γιωργατζάδες ( = χτενάδες)5. Στη Γορτυνία ειδικότερα έχουμε τους Στεμνιτσιώτες που επεξεργά-ζονται τα μέταλλα (χρυσικούς, ασημιτζήδες, καζαντζήδες, καλαν-τζήδες, καμπανάδες, μπρουντζάδες κ.ά.)6, τους Δημητσανίτες που

στις διάφορες ομάδες γεωργών. Για τους μικρούς σημαίνει προλεταριοποίη-ση, ελάττωση της ανεξαρτησίας του γεωργού, γιατί εδώ συνδυάζονται με τη γεωργία απασχολήσεις όπως είναι η μισθωτή εργασία, τα μικροεπαγγέλ-ματα, το μικρεμπόριο κλπ. Για τους μεγάλους σημαίνει ή το δυνάμωμα της πολιτικής σημασίας της μεγάλης γαιοκτησίας μέσω της κρατικής, στρατιω-τικής υπηρεσίας, ή συνδυασμός της γεωργίας με τη δασική οικονομία και τη βιομηχανική επεξεργασία αγροτικών προϊόντων».

1. Κ. Φαλτάιτς, Οι πλανόδιοι ηπειρώται τεχνίται, Αθήνα 1928' του ίδιου, «Λατόμοι, ταλιαδόροι, βαγενάδες», π. Ελληνικά Γράμματα, τ. Γ' (1928), σ. 183 κε.

2. Θάνος Βαγενάς, Χρονικά Αγιοπετριτών, τ. Α' (1974), σ. 125-128. 3. Καλ. Καλλούτσης, Κννουριακά (1930), σ. 149. 4. Θεόδωρος Κ. Μαυροειδής, Ιστορία του Δυρραχίου και της περιφε-

ρείας του, Αθήνα 1983, σ. 11, 46, 96-97. 5. Δημ. Γ. Τσολομήτης, Οι κοσμίτες «γιωργατζάδες» και τα «Γιωρ-

γατζαίικα», Αθήνα 1984, όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία. 6. Αντί άλλων Νάσιος Συναδινός, Οι τεχνίτες της Στεμνίταας, Αθήνα

1979. Οι μουντζούρες από τα κάρβουνα και οι καπνιές από την επεξεργασία των μετάλλων έκαναν τους Αγιοπετρίτες και τους Στεμνιτσιώτες να μοιά-ζουν, σύμφωνα με το τοπικό πείραγμα, με τους Αράπηδες της Τριπολιτσάς:

Αγιοπετρίτης, Στεμιτσιώτης Τριπολιτσιώτης Αράπης πρώτα-δεύτερα ξαδέρφια.

(Ν. Α. Βέης, «Αρκαδικά χωρικά περιπαίγματα», Αρμονία, 2 (1902), σ. 95).

Page 48: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

έχουν ειδικευτεί κυρίως στην κατασκευή του μπαρουτιού1, τους Μαγουλιανίτες, Πυργακιώτες, Γαρζενικιώτες, Βυτινιώτες κ.ά. που είναι υλοτόμοι, βαρελάδες και κανατάδες, τους Ζατουνίτες και Δημητσανίτες που ασκούν και το επάγγελμα του βυρσοδέψη κλπ2. Στην Αχαΐα, και κυρίως στα χωριά του πρώην Δήμου Νωνάκρι-δος (Σόλος, Μεσορούγι, Περιστέρα, Αγία Βαρβάρα), οι κάτοικοι ασκούν τις τέχνες του υλοτόμου, του βαρελά, του κανατά, και, κυρίως του χτίστη 3. Στην οικοδομική τέχνη ειδικεύτηκαν, όπως ήδη αναφέρθηκε, και πολλοί κάτοικοι της ορεινής Κορινθίας, της Κυνουρίας και της Γορτυνίας. Το επάγγελμα όμως του χτίστη ασκήθηκε ιδιαίτερα από τους Λαγκαδινούς και τους Αγιοβαρβα-ρίτες.

Το φυσικό περιβάλλον φαίνεται πως έπαιξε καθοριστικό ρό-λο στην επιλογή του επαγγέλματος του χτίστη από τους κατοί-κους των δύο κυριότερων μαστοροχωριών της Πελοποννήσου. Χα-ρακτηριστικά είναι όσα γράφει ένας ανώνυμος λαγκαδινός λόγιος του περασμένου αιώνα4 για τους λόγους που ανάγκασαν τους Λαγ-καδινούς να ειδικευτούν στην τέχνη του οικοδόμου:

«Το δε κάταντες του τόπου5 εφ ου ωκοδόμητο η πό-λις, το κλινουσόν προς το μεσημβρινόν μέρος, το δεχόμε-νον τας ηλιακάς ακτίνας εν πλήρει μεσημβρία, καθωδήγη-σε τους ενοικούντας να επεξεργασθώσι την οικοδομήν (...), διότι δια να ισοπεδώσουν οι κάτοικοι του τόπου και αυτό το κάθισμά των εχρειάζετο αναστήλωσις δια λίθων, δια δε

1. Γ. Καρβελάς, Ιστορία της Δημητσάνης, τ. Α', Αθήνα 1972, σ. 191-195, 241-242.

2. Γενικά για τα επαγγέλματα που ασκούσαν οι Γορτύνιοι, από τον 18ο αιώνα κυρίως και μετά, βλ. Στάθη Ν. Τσοτσορού, ό.π., σ. 101-110.

3. Βλ. πιο πάνω τη σχετική βιβλιογραφία. 4. Βασ. I. Τσαφαράς, «Τα Λαγκάδια κατά εν παλαιόν χειρόγραφον», εφ.

Ηχώ των Λαγκαδιών, φ. 20 (1 Δεκεμβρίου 1960). 5. Το έδαφος στο οποίο έχουν χτιστεί τα Λαγκάδια παρουσιάζει μέση

κλίση 45%.

Page 49: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

τα κηπεύματα, αμπελώνας και καλύβας εχρειάζοντο ολο-κλήρους μάνδρας. Εκ ταύτης της απολύτου ανάγκης έμα-θον το εύρυθμον των λίθων και απεκατεστάθησαν προϊόν-τος του χρόνου κάτοχοι της τέχνης και επιστήμονες των οικοδομών».

«Απεκαταστάθησαν (...) κάτοχοι της τέχνης (...)». Οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού δηλαδή που έπρεπε για βιοποριστικές λό-γους να συμπληρώσουν το από τη γεωργία και την κτηνοτροφία πενιχρό εισόδημά τους, επέλεξαν ως εξωαγροτική τους απασχό-ληση την άσκηση του επαγγέλματος του οικοδόμου. Ηταν μια τέχνη που την έμαθαν χτίζοντας τα σπίτια τους, τις μάντρες τους, τις πεζούλες στους κήπους και στα χωράφια τους. Καλλιέργησαν την τέχνη αυτή και, με το πατροπαράδοτο σύστημα μαθητείας, τη μεταβίβασαν στους απογόνους τους. Ετσι σιγά σιγά δημιουρ-γήθηκε οικοδομική παράδοση στα Λαγκάδια. Ανάλογη πρέπει να ήταν η γέννηση και η εξέλιξη του επαγγέλματος αυτού και στα Κλουκινοχώρια. Τα άλλα μαστοροχώρια της Γορτυνίας εμφανί-στηκαν αργότερα. Οι χτίστες των χωριών αυτών διδάχτηκαν, όπως αναφέρθηκε, την οικοδομική κοντά στους Λαγκαδινούς. Υποθέτω ότι και οι μαστόροι της ορεινής Κορινθίας διδάχτηκαν την τέχνη του οικοδόμου από τους Κλουκινοχωρίτες.

Το επάγγελμα του χτίστη ήταν στην αρχή μια περιστασιακή εξωαγροτική απασχόληση που προσπόριζε στους φτωχούς αγρό-τες των παραπάνω χωριών συμπληρωματικό εισόδημα. Με την πάροδο του χρόνου όμως, το επάγγελμα αυτό αποδείχτηκε για την πλειονότητα των Λαγκαδινών και των Βαρβαριτών πιο προ-σοδοφόρο από τις γεωργικές και κτηνοτροφικές ενασχολήσεις, και εξελίχτηκε σε κύριο —και για μερικούς σε αποκλειστικό— βιο-ποριστικό επάγγελμα. Κάτι τέτοιο διαφαίνεται τουλάχιστον από έγγραφα της εποχής του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Στις 26 Μαρ-τίου 1823 ζητούν από την «Υπερτάτην Διοίκησιν», οι μαστόροι που δούλευαν στα οχυρωματικά έργα των Μεγάλων Δερβενιών, «να λάβη συμπάθειαν να μας προμηθεύση κάθε μάστορα δύο κοι-

Page 50: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

κοιλά γέννημα, δια να αφήσωμεν καν εις τας δυστυχείς φαμελίας μας, αι οποίαι λιμώττουσι και υστερούνται. Είναι πληροφορημένη η Υπερτάτη Διοίκησις οποίαν πετρώδη και άγονον γην κατοικού-μεν». Μια άλλη κομπανία μαστόρων, που έφτιαξε τα οχυρωμα-τικά έργα στα Δερβένια του Λεονταρίου, ζητά από την Κυβέρ-νηση στις 9 Σεπτεμβρίου 1826 να της πληρώσει τα μεροκάματα που της οφείλει, «διότι είναι γνωστόν εις πάντα όπου εις την πα-τρίδα μας μήτε εισοδήματα έχομεν, μήτε εσπείρομεν, μήτε άλ-λον πόρον έχομεν δια να ζήσωμεν, εκτός εάν δεν δουλεύσωμεν με τα ίδια χέρια μας»1. Σε έγγραφο επίσης του 18302 αναφέρε-ται ότι οι κάτοικοι της Αγίας Βαρβάρας είναι «χειροτεχνικοί ερ-γολάβοι και μη γεωργικοί»3.

Η ζήτηση ειδικευμένου εργατικού δυναμικού στον τομέα των οικοδομικών κατασκευών, που αρχίζει σταδιακά από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και κορυφώνεται κατά τον 19ο, δημιουργεί

1. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοπον-νήσου, σ. 149, 163.

2. Αθ. Θ. Φωτόπουλος, «Συμβολή εις την ιστορίαν της ληστείας κατά την Καποδιστριακήν περίοδον», Πελοποννησιακά, ΙΑ' (1978) (Πρακτικά του Α' Τοπικού Συνεδρίου Κορινθιακών Ερευνών), σ. 221.

3. Τα στοιχεία που αναφέρονται πιο πάνω δεν μπορούν βέβαια να οδη-γήσουν σε γενικεύσεις, σχετικά με τα εισοδήματα του εργατικού δυναμικού που απασχολιόταν στις οικοδομικές εργασίες την εποχή του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Δείχνουν όμως ότι ένα τμήμα του εργατικού αυτού δυναμι-κού αμειβόταν με τακτικό ημερομίσθιο και ότι δεν είχε άλλα εισοδήματα και συνεπώς δυνατότητες αποταμίευσης. Το μεροκάματο δηλαδή στις πε-ριπτώσεις αυτές λειτουργεί αποκλειστικά ως μέσο για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Αν κρίνουμε μάλιστα από το πλήθος των αναγκα-στικών πωλήσεων έναντι χρεών λαγκαδινών μαστόρων, που πραγματοποιούν-ται κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα, πρέπει να υποθέσουμε ότι η τέτοια λειτουργία του εργατικού ημερομισθίου, στον συγκεκριμένο κλά-δο, ίσχυσε ως το τέλος του 19ου αιώνα, ίσως και αργότερα. (Για τη λει-τουργία του εργατικού μισθού κατά τον 19ο αιώνα βλ. Σπύρου I. Ασδρα-χά, Ελληνική κοινωνία και οικονομία, ιη' και ιθ' αιώνες, σ. 27-28. Για τις αναγκαστικές πωλήσεις έναντι χρεών λαγκαδινών μαστόρων βλ. Στάθη Ν. Τσοτσορού, Οικονομικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί κλπ., σ. 276, σημ. 6).

Page 51: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

γεί τις πλανόδιες μαστορικές κομπανίες, οι οποίες εξασφαλίζουν στους κατοίκους των μαστοροχωριών μια σταθερή, κύρια ή δευ-τερεύουσα, απασχόληση, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα την επίλυση ως ένα βαθμό του οικονομικού προβλήματος στα χωριά αυτά και την αποφυγή της μετανάστευσης. Σε μια εποχή που η ιδανική επαγγελματική αποκατάσταση για έναν νέο συνοψίζεται στη λαϊκή ρήση

μάθε τέγνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις πιάστηνε

ήταν φυσικό το επάγγελμα του χτίστη να προσελκύει τους νέους και να αποτελεί γι' αυτούς βασική επαγγελματική επιλογή.

Εδώ δεν χρειαζόταν να γίνει ειδική πληροφόρηση για τα πλεο-νεκτήματα του επαγγέλματος. Οι γονείς πρώτα απ' όλα καθιστού-σαν, από πολύ νωρίς, σαφές στα παιδιά τους ότι ο δρόμος για να απαλλαγούν από τη φτώχεια —στις δεδομένες κοινωνικές και οι-κονομικές συνθήκες— οδηγεί στη μαστοριά1. Εξάλλου το «να πάει το παιδί κοντά στους μαστόρους» είχε ευεργετικά αποτελέσματα για την ίδια την οικογένεια: Πρώτα απ' όλα μειώνονταν κατά ένα τα άτομα που σιτίζονταν στο σπίτι και άρα μειώνονταν οι δαπάνες διατροφής της οικογένειας. Ύστερα το παιδί και ως μα-θητευόμενος (μαστορόπουλο) ενίσχυε τον οικογενειακό προϋπολο-γισμό με ένα ποσό που, όσο μικρό κι αν ήταν, δεν μπορούσε να αγνοηθεί στα χρόνια του αγώνα για την επιβίωση. Και φυσικά ήταν προτιμότερο οι γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους στη μα-στοριά παρά να τα «ρογιάζουν» στα διάφορα «αφεντικά» των αστικών κέντρων2.

Η παρουσία επίσης των ίδιων των χτιστών αποτελούσε την

1. Στην Ήπειρο «σαν γίνη το αγόρι δέκα χρονών, ο γονιός του δίνει ένα άλογο, ένα ψωμί στο ταγάρι για εφτά μέρες, του δίνει ακόμα ένα φούσκο (μπά-τσο) λέγοντας: Σύρε κερατά να βγάλης το ψωμί σου» (Αλέξ. Μαμμόπουλος, Λαϊκή αρχιτεκτονική, ηπειρώτες μαστόροι και γεφύρια, Αθήνα 1973, σ. 7).

2. Κατά τον Γ. Παπαγεωργίου (Η μαθητεία στα επαγγέλματα, Αθήνα 1986, σ. 34) «Οι περισσότεροι γονείς οδηγούσαν τα παιδιά τους στη συντεχνία

Page 52: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

καλύτερη πηγή πληροφόρησης και την πιο αξιόπιστη μαρτυρία για το επάγγελμα: Οι μαστόροι ήταν από τους λίγους ανθρώπους των μαστοροχωριών που διέθεταν χρήμα (τόσο δυσεύρετο στους κακοτράχαλους ορεινούς οικισμούς), που δεν πεινούσαν ποτέ οι οικογένειές τους, ή τουλάχιστον πεινούσαν λιγότερο από τις άλ-λες, που είχαν ταξιδέψει σε μακρινούς τόπους και είχαν γνωρί-σει πολλά, που ήταν «κοσμογυρισμένοι». Παρά τη βασανιστική ζωή που έκαναν στα ξένα, στα χωριά τους επέστρεφαν περήφανοι και καταξιωμένοι στη συνείδηση των συμπατριωτών τους. Όλα αυτά υπογράμμιζαν την οικονομική και πολιτιστική διαφοροποίη-ση των χτιστών από αυτούς που έμεναν στο χωριό, που ήταν «αταξίδευτοι», και δημιουργούσαν τις ψυχολογικές παραστάσεις που διαμόρφωναν, και τελικά επέβαλλαν, ένα πρότυπο επιθυμίας, πόθου και λαχτάρας για τη μαστόρικη ζωή. Οι αφηγήσεις των χτιστών για τα πολύμηνα ταξίδια τους, τους ξένους τόπους, τις περιπέτειες και τα παθήματά τους κέντριζαν τη φαντασία των νέων, που βιάζονταν να ακολουθήσουν τις μαστορικές κομπανίες για να ζήσουν από κοντά όλα όσα είχαν ακούσει:

«θα 'μαστέ ελεύθεροι από σάκκες, χαρτιά, κουδούνια και θα γιομίζαμε λεφτά. Θα πηγαίναμε αντάμα στο βουνό να βοσκήσουμε τα ζα, θα κουβαλάγαμε πέτρες με τα γαϊ-δούρια, θα τρώγαμε μπόλικο φαΐ και ψωμί κι «ι κυράδες θα μας είχανε σαν χαϊδεμένα παιδιά τους. Θα βλέπαμε πλού-σιες πολιτείες και τόπους, τραίνα γιομάτα κόσμο και προ-φαντά1. Θα προβάλλαμε μπροστά στις μανάδες μας και-νούργιες αλλαξιές, πορτοφόλια γιομάτα γαζέτες και δώρα. Μια ευτυχισμένη ζωή άνοιγε μπροστά μας (,..)»2.

χνία για να διευκολύνουν τη δική τους προβληματική οικονομική θέση, χω-ρίς να εξασφαλίζουν, έστω και τα πιο υποτυπώδη εχέγγυα των απαραίτη-των συνθηκών εργασίας και διαβίωσής τους».

1. Σπάνια φρούτα και φαγώσιμα στα ορεινά. 2. Χρ. Γ. Νικήτας-Στρατολάτης, Νοσταλγοί, ηθογραφικό μυθιστόρημα,

β' έκδ., α. 61-62.

Page 53: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

«Μια ζωή ευτυχισμένη (...)». Είναι μια συνειρμική σκέψη που απορρέει από τη σύγκριση της ζωής που έκαναν στο χωριό τους με τη ζωή που φαντάζονταν ότι θα κάνουν κοντά στα μαστόρι-κα μπουλούκια. Τη ζωή στο χωριό την ήξεραν καλά. Ελάχιστος καλλιεργήσιμος χώρος, ελάχιστη παραγωγή. Οσο και να καλ-λιεργήσει κανείς τον πετρώδη τόπο, δεν πρόκειται να αυξήσει την παραγωγή του. Για τους πιο φτωχούς, το γέννημα (σιτάρι ή κριθάρι) τέλειωνε τις περισσότερες φορές τον Μάρτιο ή τον Απρί-λιο. Το διάστημα που μεσολαβούσε ως τον Ιούλιο, οπότε θα θέ-ριζαν και θα αλώνιζαν, το κάλυπταν με «δανεικό». Υπήρχαν οι-κογένειες, κυρίως ορφανεμένες από πατέρα, που μερικές μέρες του χρόνου έμεναν νηστικές, γιατί τους έλειπε και το κομμάτι το ψωμί. Το φάσμα της πείνας, παντοτινός σύντροφος τους, τις ανάγκαζε να υποθηκεύουν τον ελάχιστο γεωργικό κλήρο που εί-χαν, με όλες τις δυσμενείς συνέπειες που συνεπαγόταν η υποθή-κευση του κυριότερου περιουσιακού στοιχείου που διέθεταν1.

Την ωμή αυτή πραγματικότητα τη βίωναν καθημερινά τα παιδιά στα μαστοροχώρια της Γορτυνίας και των Καλαβρύτων, και ήταν φυσικό να προβληματίζονται από μικρά για την επαγ-γελματική τους σταδιοδρομία. Από δέκα χρονών συνειδητοποιού-σαν ότι η μόνη διέξοδος από την ανέχεια και την ανασφάλεια ήταν η δουλειά κοντά στους χτίστες, η αγιαδουλειά, όπως έλε-γαν τη μαστοριά οι Λαγκαδινοί2. Η άλλη λύση, με δεδομένη την

1. Το ίδιο γινόταν και στην Πιρσόγιανη της Ηπείρου, βλ. Αρμολόι, τχ. 1 (1976), σ. 8-9.

2. Ένα τέτοιο παιδί —9 χρονών— μας" περιγράφει στο βιβλίο του Νο-σταλγοί (ό.π., σ. 32-38) ο λαγκαδινός λογοτέχνης Χρήστος Γ. Νικήτας-Στρα-τολάτης, που «έφαγε», όπως λέει ο ίδιος, «τη φτώχεια με το κουτάλι». Εί-ναι από τα ωραιότερα διηγήματα (πραγματική ιστορία δοσμένη με λογοτε-χνική μορφή) που μας έχει δώσει ο συγγραφέας. Πρόκειται για ένα παιδί, ορφανό από πατέρα, με μάνα και έναν αδελφό. Φτώχεια στο σπίτι και υπο-θηκευμένο χωράφι. Κάποτε ο Αντρικός (είναι ο αδελφός του συγγραφέα και το όνομα είναι πραγματικό) αποφασίζει να πάει μαστορόπουλο. Παρά τις αντιρρήσεις της, η μάνα του το εμπιστεύεται στον πρωτομάστορα Πανάγο.

Page 54: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

έλλειψη εναλλακτικών ευκαιριών απασχόλησης, ήταν να μείνουν στο χωριό με σύντροφο τους τη μιζέρια, την ανασφάλεια και τον υποσιτισμό.

Στο πρώτο ταξίδι, ο Αντρικός έστειλε κιόλας την πρώτη του επιταγή κι ανακούφισε, τη φτωχειά μάνα και τον μικρότερο αδελφό του. στο ίδιο ταξίδι κατόρθωσε με τις οικονομίες του και αγόρασε και ενα μικρό γάιδαρο κι έτσι ο Αντρίκος έπαιρνε ολόκληρο μερδικό τώρα (μισό αυτός και μισό για το γαϊ-δαράκο του). Στο δεύτερο ταξίδι κατόρθωσε —10 χρονών παιδί— και ξε-χρέωσε το υποθηκευμένο χωράφι της οικογένειας. Ήταν μικρός ο Αντρίκος, γι* αυτό τον έλεγαν Σβόμπιρα, αλλά έγινε προστάτης οικογένειας. Ο λαγ-καδινός δικηγόρος και ποιητής Ηλ. Β. Γιαννικόπουλος έχει γράψει γι' αυ-τον «Το τραγούδι του Σβόμπιρα» (Ηχώ των Λαγκαδίων, 10 Απριλίου 1965). Μεταφέρω μερικούς στίχους:

Τα ματωμένα μην τηράτε πόδια, τα ροζιασμένα χέρια, το κούτελό μου με του πόνου τις ρυτίδες, της πρώτης αντρειάς μου τις αχτίδες· την καρδιά μου νιώστε· και της θέλησης τους ήλιους μην αρνιόστε, που της φτώχειας ξεσχίζουν τα σκοτάδια.

Η σκληρή βιοπάλη όμως υπέσκαψε την υγεία του Σβόμπιρα και δεν άργη-σε να 'ρθει το τέλος. Ξεψύχησε στη «Σωτηρία» στο άνθος της νιότης του (Χρ. Γ. Νικήτας-Στρατολάτης, Άγια Χώματα, ηθογραφικά διηγήματα, σ. 15).

Page 55: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Γ-

Η ΚΟΜΠΑΝΙΑ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΣΕ ΑΥΤΗ

Την επαγγελματική οργάνωση των παραδοσιακών χτιστών της Πελοποννήσου αποτελούσε η κομπανία (compagnie) ή μπουλού-κι (bölük). Την ίδια μορφή επαγγελματικής οργάνωσης είχαν και οι πλανόδιοι χτίστες της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Τα μπου-λούκια, γράφει η Αγγελική Χατζημιχάλη 1, «ήταν συνεργατισμοί για τη δουλιά, συνάφια της δουλιάς, όπως τα λέγανε, ή μια φα-μίλια για δουλιά, δηλαδή μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες από τεχνίτες-συντρόφους, που άλλοι απ' αυτούς είχαν την ίδια ειδι-κότητα και άλλοι συναφή επαγγέλματα». Συνεπώς οι κομπανίες των πλανόδιων χτιστών δεν ήταν συντεχνίες, υπό τη νομική και οικονομική σημασία του όρου, μολονότι τα συμφέροντα των με-λών τους ήταν κοινά και συναντούμε σε αυτές ορισμένα χαρακτη-ριστικά των συντεχνιών2. Πιο κάτω θα γίνει ειδικότερος λόγος για τις διαφορές ανάμεσα στις συντεχνίες και τις πλανόδιες κομ-πανίες των χτιστών. Εδώ σημειώνω απλώς ότι οι συντεχνίες ήταν «χαρακτηριστικό γνώρισμα των αστικών πληθυσμικών συγκεντρώ-σεων» και ότι η εργασία που παρεχόταν στα πλαίσια των συν-

1. «Οι συντεχνίες - τα συνάφια», Επετηρίς Ανωτάτης Σχολής Βιομηχα-νικών Σπουδών, 2 (1949-1950), σ. 186.

2. Τη σχετική με τις συντεχνίες βιβλιογραφία βλ. στο βιβλίο του Γιώρ-γου Παπαγεωργίου, Οι συντεχνίες στα Γιάννενα κατά τον 19ο και τις αρ-χές του 20ού αιώνα, Ιωάννινα 1982.

Page 56: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

συντεχνιακών οργανώσεων ήταν θεσμοθετημένη, ενώ τα μπουλούκια των μαστόρων ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα της υπαίθρου και η εργασία που παρεχόταν στα πλαίσια των επαγγελματικών αυ-τών σχηματισμών ήταν εργασία «έξω από τις συντεχνιακές συσ-σωματώσεις». Οι συντεχνίες, εξάλλου, με μια σειρά περιορισμών που επιβάλλουν στα μέλη τους αποβλέπουν στην εξάλειψη του συναγωνισμού στο χώρο κυρίως της βιοτεχνικής παραγωγής, ενώ οι μαστορικές κομπανίες αναπτύσσουν ελεύθερα τη δραστηριότη-τα τους στα χωριά και δεν υπόκεινται ούτε στον έλεγχο της κρα-τικής εξουσίας ούτε σε θεσμοθετημένους κανόνες1.

Η συγκρότηση του μπουλουκιού γινόταν στο χωριό των μα-στόρων από τους ενδιαφερόμενους να ταξιδέψουν για δουλειά. Την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση της κομπανίας και τον τό-πο προορισμού της έπαιρναν συνήθως κάποιοι παλιοί και έμπει-ροι χτίστες ή, συνηθέστερα, ένας πρωτομάστορας2. Η αριθμητι-κή σύνθεση της κομπανίας εξαρτιόταν από το μέγεθος του έργου που αναλάμβανε αυτή. Συνήθως μια πλήρης κομπανία, ικανή να αναλάβει μεγάλα οικοδομικά έργα, περιλάμβανε 10-12 μαστόρους, 8-10 μαστορόπουλα και γύρω στα 10-15 ζώα. Σπάνια τα μέλη της κομπανίας υπερέβαιναν τα 25 άτομα.

Η εσωτερική οργάνωση και ιεραρχία των μπουλουκιών ήταν όμοια, ή περίπου όμοια, με εκείνη των συντεχνιών. Στην κορυφή της ιεραρχικής πυραμίδας βρισκόταν ο πρωτομάστορας. Ακολου-θούσαν οι μαστόροι ( = τεχνίτες), οι τριότες (βοηθοί των μαστό-ρων) και τα μαστορόπουλα (μαθητευόμενοι). Τριότης ονομαζόταν ο βοηθός των μαστόρων μόνο στους γορτύνιους χτίστες. Οι Κλου-κινοχωρίτες τον ονόμαζαν λασπολόγο. Το τελευταίο σκαλοπάτι

1. Βλ. σχετικά Σπύρου I. Ασδραχά, Ζητήματα ιστορίας, Αθήνα 1983, σ. 97-98 και Vassiiis Panayotopoulos, «Artisanat: Organisation du tra-vail et marché aux Balkans, XVe-XIXe s.» στο Actes du Ile Colloque international d'histoire, χ. II, Athènes 1985, σ. 253 κε.

2. Θ. Τρουπής, Άνθρωποι της σκαλωσιάς, Λάρισα 1959, σ. 16. Για τη συγκρότηση παρέας από τους τεχνίτες της Στεμνίτσας βλ. Νάσιου Συναδι-νού, ό.π., σ. 37.

Page 57: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

1. Η κομπανία των Γιαννικοπουλαίων στις σκαλωσιές κάποιου οικοδομήματος (Καλάβρυτα 1953).

Page 58: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

της ιεραρχίας αποτελούσαν τα μαστορόπουλα1. Περιστασιακά μέ-λη στα μπουλούκια των γορτύνιων χτιστών ήταν οι κοντοτάτοι, τα πρόσωπα δηλαδή που προσλαμβάνονταν στο μπουλούκι ως μισθωτοί είτε για ορισμένο χρονικό διάστημα είτε για την εκτέ-λεση ενός συγκεκριμένου έργου. Δεν συμμετείχαν στη διανομή των κερδών.

Για να αναγνωριστεί κάποιος ως πρωτομάστορας, να γίνει δηλαδή αποδεκτός ως αρχηγός, έπρεπε να έχει ορισμένες ικανό-τητες και γνώσεις, απαραίτητες για την επιτυχία του έργου που αναλάμβανε η κομπανία. Η ηλικία, η πείρα της δουλειάς, ο σε-βασμός που ενέπνεε στους νεότερους ένας βετεράνος της τέχνης, γενικά η φήμη, το κύρος, η κοινωνικότητα, η πνευματική ευστρο-φία κατά τις συναλλαγές με τους εργοδότες, ήταν μερικές από τις προϋποθέσεις που έπρεπε να συγκεντρώνει εκείνος που φιλο-δοξούσε να οργανώσει μαστόρικο μπουλούκι. Κάποτε και άτομο νεαράς ηλικίας, που διακρινόταν όμως για την εξυπνάδα του και τις ικανότητές του στις συναλλαγές με τους εργοδότες, μπορού-σε να γίνει πρωτομάστορας. Ο Δημήτρης Μουστογιάννης (Μο-ραϊτίνης) από την Κατσουλιά (Περδικονέρι) της Γορτυνίας έγινε πρωτομάστορας, όπως με πληροφόρησε ο ίδιος, σε ηλικία 19 ετών.

Με την ιδιότητα του αρχηγού της κομπανίας, ο πρωτομάστο-ρας μεριμνούσε για την εξεύρεση εργασίας, διαπραγματευόταν με τους εργοδότες και υπέγραφε, συνήθως μόνος και για λογαρια-σμό «των συντρόφων», τις σχετικές συμβάσεις, συντόνιζε τις ενέρ-γειες των μελών του συνεργείου κατά την εκτέλεση των έργων και γενικά εκπροσωπούσε την ομάδα προς τους τρίτους2. Εννοεί-ται πως όλες αυτές τις αρμοδιότητες ασκούσε ο πρωτομάστορας

1. Η αντίστοιχη ορολογία στις συντεχνίες ήταν μάστορης, κάλφας, τσι-ράκι.

2. Για όλα αυτά οι μοραΐτες χτίστες αποκαλούσαν τον πρωτομάστορα στη συνθηματική τους γλώσσα «μάνα». Οι Μακεδόνες τον έλεγαν «τρανό» ή «κάσα» (επειδή κρατούσε το ταμείο της ομάδας). Βλ. Κλεάνθη Νάστου, «Τα εσνάφια των Κουδαραίων», π. Μακεδόνικη Ζωή, τχ. 135 (1977), σ. 17.

Page 59: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

ύστερα από συνεννόηση με τους άλλους μαστόρους ή με σιωπη-ρή συναίνεσή τους, μέσα στα πλαίσια πάντα των εργασιακών σχέ-σεων που είχαν διαμορφωθεί εθιμικά στις συνεργατικές εταιρείες των χτιστών 1. Οι μαστόροι, οι βοηθοί και τα μαστορόπουλα σέ-βονταν τον πρωτομάστορα και εκτελούσαν τις εντολές του, όταν αυτές δεν αντιστρατεύονταν το κοινό συμφέρον. Ανάμεσα στα μέ-λη της ομάδας, δηλαδή, επικρατούσε πνεύμα συνεργασίας και συντροφικότητας, γι' αυτό και καμιά σοβαρή απόφαση δεν μπο-ρούσε να πάρει ο πρωτομάστορας χωρίς να συμβουλευτεί τους χτίστες 2.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι εξουσίες του πρωτομά-στορα στα παραδοσιακά μπουλούκια που λειτουργούσαν με βάση τις αρχές του συνεργατισμού ήταν περιορισμένες. Δεν είχε λ.χ. δικαίωμα ο πρωτομάστορας να επιβάλει πρόστιμο για την παρεκ-τροπή ενός μάστορη. Στην περίπτωση ειδικά των γορτύνιων χτι-στών, όταν ένας μάστορης δεν έκανε καλά τη δουλειά του, κατά την αντίληψη του πρωτομάστορα, μπορούσε ο τελευταίος είτε να τον διώξει από το μπουλούκι3 είτε να τον υποβιβάσει οικονομι-κά. Το τελευταίο ήταν σπάνιο και συνέβαινε στην ακόλουθη πε-

ι . Γενικά για τις αρμοδιότητες του πρωτομάστορα στις κομπανίες των

χτιστών της Χερσαίας Ελλάδας βλ. Χαρίλαου Γ. Γκούτου, Εργασιακές σχέ-

σεις των οικοδόμων στη Χερσαία Ελλάδα μετά το 1800, Αθήνα 1985, όπου

και η σχετική βιβλιογραφία. 2. Βλ. και Αθ. Θ. Φωτόπουλου, Ιστορικά και λαογραφικά της ανατολι-

κής περιοχής Αιγιαλείας και Καλαβρύταιν, σ. 23: Ο πρωτομάστορας «δεν ηδύνατο ν' αγνοή τας γνώμας ή τα συμφέροντά των».

3. Αναφέρεται ότι ο λαγκαδινός πρωτομάστορας Δ. Κολοκούσης, που το 1874 έχτιζε το ναό της Αγίας Τριάδας στην Ποδογορά της Γορτυνίας, «τόσο αυστηρός ήταν στην εργασία του, ώστε έδιωξε τον αδελφό του από τεχνίτη (...) γιατί κάποια πέτρα δεν είχε καλά τοποθετήσει και δε δεχόταν να την αντικαταστήσει» (Ασημάκης Μήκος, Πουρναριά (Ποδογορά) Γορτυ-νίας, 1974, σ. 54). Και στη Θράκη ο πρωτομάστορας «εδικαιούτο να παρα-τηρή τους ατέχνως και ακόμψως εργαζόμενους» (Ε. Βουραζέλη-Μαρινάκου, Αι εν Θράκη συντεχνίαι των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατίαν, Θεσσαλο-νίκη 1950, σ. 104).

Page 60: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

περίπτωση: Κατά τη συγκρότηση του μπουλουκιού ήταν ενδεχό-μενο να παρουσιαστεί κάποιος και να ισχυριστεί ότι είναι μάστο-ρας ( = τεχνίτης)· έμπαινε συνεπώς στο μπουλούκι με την ιδιό-τητα αυτή. Οταν όμως στην πράξη δεν ήξερε να χτίσει, ο πρω-τομάστορας ανέτρεπε μονομερώς τους όρους της συμφωνίας, λέ-γοντάς του: «μάστορης με το γαϊδούρι σου». Αυτό σήμαινε πως μπορούσε να παραμείνει στο μπουλούκι με τον όρο ότι σε αυτόν και το ζώο του θα «έβγαινε» ένα μερδικό, και όχι ενάμισι, όπως θα ήταν το σωστό αν παρέμενε ισχυρή η αρχική συμφωνία. Το δικαίωμα να επιβάλει πρόστιμο (να μειώνει το μερδικό) στα μα-στορόπουλα, το είχε ο πρωτομάστορας, αν τα μαστορόπουλα τεμ-πέλιαζαν ή κακομεταχειρίζονταν τα ζώα. Το μέτρο αυτό εφαρ-μοζόταν στην κατηγορία των μαθητευομένων που ήταν μισθωτοί (ψυχογιοί) και όχι στα μέλη της συνεργατικής των χτιστών (μπαρ-τιλήδες)1. Για να εφαρμοστεί στους μπαρτιλήδες έπρεπε να απο-φασίσουν όλα τα μέλη του μπουλουκιού. Κάτι τέτοιο όμως ήταν -πολύ δύσκολο να γίνει, γιατί οι μπαρτιλήδες ήταν συγγενείς των μαστόρων.

Τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν πιο πάνω (διώξιμο του απείθαρχου, υποβιβασμός του ανίκανου, πρόστιμο στους μαθη-τευομένους) δεν υποδηλώνουν ανεξέλεγκτη εξουσία του πρωτομά-στορα. Και στις τρεις περιπτώσεις ο πρωτομάστορας άσκησε εξουσία ως εκπρόσωπος της ομάδας και με τη σιωπηρή έγκριση των άλλων μαστόρων. Η συνεργατική εταιρεία των μαστόρων στηριζόταν στην ανάλογα με τις δυνάμεις και την ειδικότητα του κάθε μέλους παροχή εργασίας. Όποιο μέλος δεν παρείχε την ερ-γασία που κατά την εκτίμηση «αγαθού ανδρός» όφειλε να προ-σφέρει, ζημίωνε ολόκληρη την ομάδα2. Ο απείθαρχος μάστορης,

1. Βλ. για τους ψυχογιούς και τους μπαρτιλήδες πιο κάτω, κεφ. Δ'. 2. Βλ. και για τους μαστόρους της Ηπείρου: Γ. Γκατζουγιάννης, Το

Χωριό Ζέρμα (Πλαγιά) Κόνιτσας Ηπείρου, Αθήνα 1982, σ. 58: «Ο κάθε τε-χνίτης διέθετε τις δυνάμεις και την πείρα του στο έπακρο. Τεμπέληδες δεν είχαν θέση στην παρέα. Αν παρουσιαζόταν τέτοια περίπτωση, ο πρωτομά-στορας συγκαλούσε συνέλευση και παίρνονταν μέτρα μέχρι διώξιμο από την

Page 61: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

εκτός του ότι κλόνιζε τις αρχές της πειθαρχίας, του σεβασμού και της συντροφικής συνεργασίας, εξέθετε με τις κακοτεχνίες του την ομάδα και προς τα έξω.

Κατά την Αγγελική Χατζημιχάλη 1, ο πρωτομάστορας «ήταν και εργολάβος και εργοδότης και συνεταίρος»2. Η άποψη αυτή, έτσι γενικά διατυπωμένη, δεν τεμκηριώνεται με τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας. Εργολάβος και εργοδότης είναι το πρό-σωπο που αναλαμβάνει για λογαριασμό του την εκτέλεση ενός έρ-γου, μισθώνοντας την εργασία των άλλων. Το παραδοσιακό μπου-λούκι, για το οποίο γίνεται λόγος εδώ, λειτουργούσε πάνω σε συνεταιριστική βάση. Ο πρωτομάστορας οργάνωνε το μπουλού-κι, το οδηγούσε στους τόπους της δουλειάς, διαχειριζόταν τα οι-κονομικά του και το αντιπροσώπευε προς τα έξω, αλλά από την εκτέλεση ενός έργου δεν προσδοκούσε μεγαλύτερη αμοιβή απ' ό,τι ο απλός μάστορης. Από την άποψη αυτή δηλαδή το αξίωμά του

παρέα. Σπάνιζαν όμως τέτοιες περιπτώσεις». Τα παραπάνω έρχονται σε αντίθεση με όσα γράφονται στο Αρμολόι (τχ. 1, 1976, σ. 10) για την «απε-ριόριστη δύναμη που είχε ο πρωτομάστορας» να χαρακτηρίζει τους άλλους μαστόρους σε «μαστόρους για τοίχο και σε παρακεντέδες», για το «φόβο που ανάγκαζε τους μαστόρους να σκύβουν το κεφάλι τους στις ανεξέλεγκτες πρωτοβουλίες του» και για τις συμφωνίες που υπήρχαν μεταξύ πρωτομαστό-ρων, να μη δέχονται δηλαδή στα μπουλούκια τους μαστόρους διωγμένους από άλλα μπουλούκια. Όλα αυτά μου φαίνονται υπερβολικά και αντίθετα στις βασικές αρχές του συνεργατισμού. Τέτοιοι περιορισμοί μόνο στα μέλη των συντεχνιών μπορούσαν να τεθούν και όχι στα μέλη των πλανόδιων μπου-λουκιών. «Υπερεξουσίες» και «αυθαιρεσίες» του «πρωτομάστορα» θα μπο-ρούσαν να αιτιολογηθούν αν αυτός ήταν εργοδότης-εργολάβος (βλ. και Χαρ. Γ. Γκούτου, Εργασιακές σχέσεις των οικοδόμων στη Χερσαία Ελλάδα μετά το 1800, σ. 179). Δεν πρέπει επίσης να συγχέουμε τις αρμοδιότητες-εξου-σίες του πρωτομάστορα με τις κάποιες μικροαπάτες που διέπραττε αυτός σε βάρος των άλλων μελών του οικοδομικού συνεργείου με σκοπό να κερδίσει περισσότερα.

1. ό.π., σ. 195. 2. Τη γνώμη αυτή αποδέχεται και ο Ν. Κ. Μουτσόπουλος («Κουδαραίοι

μακεδόνες και ηπειρώτες μαΐστορες» στον τόμο Πρώτοι έλληνες τεχνικοί επιστήμονες περιόδου απελευθερώσεως, Αθήνα 1976, σ. 356.

Page 62: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

ήταν τιμητικό και ο ίδιος θεωρούνταν primus inter pares (πρώ-τος μεταξύ ίσων)1, ήταν δηλαδή συνεταίρος και ποτέ εργοδότης. Αυτό δεν σημαίνει ότι κατά την περίοδο που κυριαρχούσαν στην ύπαιθρο οι κομπανίες των χτιστών δεν υπήρχαν άτομα —συνή-θως τέως πρωτομαστόροι— που μίσθωναν την εργασία των χτι-στών και εκτελούσαν οικοδομικά έργα. Αλλά τα άτομα αυτά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν πρωτομαστόροι με την έννοια που είδαμε πιο πάνω. Ήταν εργολάβοι μεν έναντι των κυρίων των έργων, εργοδότες δε έναντι των μαστόρων μισθωτών2. Θα πρέ-πει συνεπώς σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να εξετάζουμε αν ο πρωτομάστορας αναλάμβανε την εκτέλεση οικοδομικών έργων ως εργολάβος-επιχειρηματίας ή αν συμβαλλόταν με τους κυρίους των έργων απλώς ως εκπρόσωπος της ομάδας. Στη δεύτερη πε-ρίπτωση πρόκειται για τη συνηθέστερη μορφή κομπανίας χτιστών, η οποία λειτουργούσε πάνω σε συνεταιριστική βάση3.

Ο καταμερισμός της εργασίας ρυθμιζόταν από τον πρωτομά-στορα, ανάλογα με την ειδικότητα που είχε το κάθε μέλος της ομάδας. Τα μαστορόπουλα κουβαλούσαν τις πέτρες, το χώμα, το νερό και την άμμο. Οι τριότες έφτιαχναν συνήθως τη λάσπη και

1. Και στους μαστόρους της Δυτικής Μακεδονίας «ο πρωτομάστορας —συνήθως— δεν είχε, εκτός από τον τίτλο του, κανένα οικονομικό ή άλλο προνόμιο. Μα ο κάθε λόγος και η κάθε εντολή του ήταν Νόμος για όλους και ο σεβασμός και η υπακοή στο πρόσωπο του απεριόριστη» (Κλεάνθης Νάστος, «Τα εσνάφια των Κουδαραίων», π. Μακεδόνικη Ζωή, τχ. 135 (1977), σ. 16.

2. Τέτοιοι εργολάβοι ήταν ο Ανδρέας Ανδρικόπουλος, που το 1890 κα-τασκεύασε το υδραγωγείο της μονής Γοργοεπηκόου Τσιπιανών (Αθ. Φ. Πα-παγιάννης, Μαντινειακά μοναστήρια, Αθήνα 1977, σ. 276-278) και της «Κυ-ράς το Γιοφύρι» στις αρχές του αιώνα μας {Παραδοσιακοί χτίστες, σ. 27), και ο Ελευθέριος Αρβανιτάκης που το 1823 επισκεύασε το φρούριο του Ναυ-πλίου. Ότι ο Αρβανιτάκης ήταν εργοδότης των μαστόρων-μισθωτών που απασχολούσε προκύπτει και από τα διαφορετικά μεροκάματα που έδινε στους μισθωτούς του (Οι παραδοσιακοί χτίστες, σ. 154-155).

3. Λεπτομερέστερα ερευνά το ρόλο του πρωτομάστορα στα συνεργεία των χτιστών της Χερσαίας Ελλάδας ο Χαρ. Γ. Γκούτος (ό.π., σ. 176 κε.).

Page 63: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

εφοδίαζαν με αυτή τους χτίστες. Επιβλέπανε ακόμα τα μαστορό-πουλα. Γενικά ήταν οι άμεσοι βοηθοί των μαστόρων. «Ο τριό-της» γράφει ένας μάστορης1 «ήταν ο επιλοχίας του μπουλουκιού». Οι μαστόροι, οι τεχνίτες δηλαδή, ήταν εκείνοι που έχτιζαν. Δού-λευαν κατά ζεύγη, ένας στην εξωτερική πλευρά του τοίχου και ένας στην εσωτερική. Ο πρώτος, έμπειρος και παλιός χτίστης, ονομαζόταν φατσαδόρος, ο δεύτερος, νέος και άπειρος, μεσομά-στορης. Υπήρχε επίσης ένας πελεκάνος κι ένας νταμαρτζής ή λι-θαράς. Ο πελεκάνος λάξευε τα αγκωνάρια, τα υπέρθυρα, τις πα-ραστάδες (θυρώματα) κλπ. Στις περιπτώσεις που ολόκληροι τοί-χοι χτίζονταν με λαξευτή πέτρα, οι πελεκάνοι ήταν περισσότεροι. Η δουλειά του πελεκάνου απαιτούσε πολύχρονη πείρα της οικο-δομικής τέχνης και κάποια καλλιτεχνική ευαισθησία. Γι' αυτό την ειδικότητα του πελεκάνου ασκούσε, πολλές φορές ο πρωτομάστο-ρας. Ο πρωτομάστορας επίσης γώνιαζε (σχεδίαζε) το οικοδόμη-μα α ένα χαρτί ή και στο έδαφος, σκάλιζε στα αγκωνάρια λου-λούδια, σταυρούς, πουλιά, επιγραφές και άλλα παρόμοια διακο-σμητικά ή αποτρεπτικά σύμβολα. Ο ίδιος, ή και άλλος έμπειρος τεχνίτης, έφτιαχνε επίσης το σκάρπο (τοίχο με κλίση), τις απο-τμήσεις στις γωνίες (φάλτσο, φαλτσογωνιές) και άλλες δύσκολες κατασκευές.

Μετά την επιστροφή στο χωριό και την οριστική εκκαθάριση του λογαριασμού (διανομή του προϊόντος της συλλογικής εργα-σίας), η κομπανία διαλυόταν. Το κάθε μέλος της ήταν πλέον ελεύ-θερο να κανονίσει αν και πότε θα συμμετάσχει σε νέο μπουλού-κι. Οι κομπανίες των πλανόδιων χτιστών δηλαδή ήταν ομάδες δουλειάς, τεχνικά συνεργεία, συνεργατικές εταιρείες, των οποίων η διάρκεια ήταν προσωρινή. Επομένως τα μπουλούκια των πλα-νόδιων χτιστών δεν αποτελούσαν συντεχνίες με τη νομική και οι-κονομική σημασία του όρου, μολονότι συναντούμε σε αυτά ορι-σμένα χαρακτηριστικά της συντεχνιακής συσσωμάτωσης.

Η εσωτερική οργάνωση και η ιεραρχική τάξη ήταν ίδιες, ή

1. Εφ. Νέα Γορτυνία (6 Μαρτίου 1973).

Page 64: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

περίπου ίδιες, τόσο στις συντεχνίες όσο και στις κομπανίες (πρω-τομάστορας - μάστορης - κάλφας (τριότης, λασπολόγος) - μαθητευό-μενος). Η λειτουργία όμως των συντεχνιών διεπόταν, συνήθως, από γραπτές καταστατικές διατάξεις, οι οποίες όριζαν τη διαδι-κασία εισόδου και εξόδου των μελών σε αυτή, τη διάρκεια της μα-θητείας, τον τρόπο αμοιβής των μαθητευομένων, καθώς και την επαγγελματική τους προαγωγή. Εξάλλου οι συντεχνίες, πέρα από την προαγωγή των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών τους, είχαν και άλλες ευρύτερες αρμοδιότητες (διοικητικές, οικο-νομικές, δικαστικές, πολιτικές, θρησκευτικές κ.ά.). Για το λόγο αυτόν οι συντεχνίες υπόκεινταν στον έλεγχο και την εποπτεία του κράτους1. Αντίθετα, στις κομπανίες τα πάντα ρυθμίζονταν από το έθιμο, τη συνήθεια και τις ειδικότερες συμφωνίες που γίνον-ταν κατά τη συγκρότηση των μπουλουκιών στο χωριό. Καμιά διατύπωση δεν χρειαζόταν για να αποκτήσει ή να αποβάλει κά-

ποιος την ιδιότητα του μέλους του μπουλουκιού. Με ποια ιδιό-τητα θα συμμετείχε στο μπουλούκι εξαρτιόταν από τις γνώσεις που είχε. Οι επαγγελματικές ομάδες του είδους αυτού δεν υπό-κεινταν στον έλεγχο του κράτους2.

1. Βλ. για τα παραπάνω: Γ. Παπαγεωργίου, Οι συντεχνίες στα Γιάν-νενα κατά τον 19ο και τις αρχές τον 20ού αιώνα, σ. 142-159 και 188-196" Χαρ. Γ. Γκούτου, ό.π., σ. 78 κε., 203-209" G. Baer, «Οι διοικητικές, οικο-νομικές και κοινωνικές λειτουργίες των τουρκικών συντεχιών», στον τόμο Η δομή των βαλκανικών χωρών στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, εισα-γωγή-επιμέλεια κειμένων Σπύρου Ασδραχά, Αθήνα 1979, σ. 580-587" Γ. Κοντογιώργη, Κοινωνική δυναμική και πολιτική αυτοδιοίκηση. Οι ελληνικές κοινότητες επί Τουρκοκρατίας, Αθήνα 1982, σ. 159 κε. Στα παραπάνω και η σχετική βιβλιογραφία.

2. Σύμφωνα με το νόμο ΔΚΘ'/1912 οι κάτω των 12 ετών (κατά το νόμο 2271/1920 οι κάτω των 14) δεν μπορούσαν να απασχοληθούν σε οι-κοδομικές εργασίες αν δεν ήταν εφοδιασμένοι με βιβλιάριο εργασίας και πι-στοποιητικό υγείας. Γενικά, παρατηρεί ο Χαρ. Γ. Γκούτος (ό.π., σ. 80), στις περιοχές που δεν υπήρχαν συντεχνίες «οποιοσδήποτε μπορούσε να γίνει μά-στορας, κάλφας ή μαθητευόμενος οικοδόμος, γιατί η απόκτηση των ιδιοτή-των αυτών δεν ελεγχόταν από τις συντεχνίες, οι δε σχετικοί νομοθετικοί

Page 65: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Στη βάση της ιεραρχικής πυραμίδας των μαστορικών μπου-λουκιών βρίσκονταν, όπως αναφέρθηκε, τα μαστορόπουλα. Πρό-κειται για τα παιδιά που ακολουθούσαν τις κομπανίες με σκοπό να μάθουν το επάγγελμα του χτίστη. Ήταν συνήθως παιδιά, ανί-ψια, γενικά συγγενείς ή συμπατριώτες των μαστόρων. Αλλά και από ξένα χωριά έρχονταν στα μπουλούκια μαθητευόμενοι. Τους τελευταίους οι γορτύνιοι χτίστες ονόμαζαν ψυχογιούς. Οι Κλου-κινοχωρίτες ονόμαζαν γενικά τα μαστορόπουλα υπερέτες. Ο τρό-πος με τον οποίο προσλαμβάνονταν οι ψυχογιοί ονομαζόταν ρό-γιασμα, για το οποίο θα γίνει λόγος πιο κάτω. Τα μαστορόπου-λα που δεν ήταν ψυχογιοί ονομάζονταν στους γορτύνιους χτίστες (μ)παρτιληδες (αυτά που δούλευαν για πάρτη τους ή αυτά που δούλευαν με μερίδιο)1.

Τα μαστορόπουλα, που αποτελούσαν την ανειδίκευτη εργατι-κή δύναμη του μπουλουκιού, ήταν υποχρεωμένα να εκτελούν κά-θε εργασία που δεν απαιτούσε ειδικές τεχνικές γνώσεις, επιπλέον δε και κάθε υπηρετική δουλειά που σχετιζόταν με την ομαδική συμβίωση (πλύσιμο, μαγείρεμα, θελήματα). Το είδος της εργα-σίας που εκτελούσαν, το νεαρό της ηλικίας τους, η μικρή αμοι-βή που προσδοκούσαν και η ανάγκη να μάθουν οπωσδήποτε την τέχνη του χτίστη ήταν οι παράγοντες που προσδιόριζαν τη γενι-κή συμπεριφορά τους στην ομάδα στην οποία είχαν ενταχθεί. Ο

περιορισμοί που θεσπίστηκαν μετά το 1912 για τους ανηλίκους ετηρούντο σπάνια και μόνο κατά τα έτη 1937-1941 ετηρήθησαν οι διατάξεις μερικών σ.σ.ε.».

1. Πάρτη = μερίδιο, μερίδα, μέρος, πλευρά. Από το ιταλ. parte (βλ. Βρασίδα Καπετανάκη, Το Λεξικόν της πιάτσας, Αθήνα 21962, σ. 110' Π. Ε. Σεγδίτσα, Οι κοινοί ναυτικοί μας όροι και αι ρωμανικαί γλώσσαι, χ.χ.ε., σ. 83. Με τη σημασία του μεριδίου συναντούμε τη λέξη σε έγγραφο του 1740 (Νάξος) και του 1795 (Ύδρα). Βλ. Δημ. Σ. Γκίνη, Περίγραμμα ιστορίας του μεταβυζαντινού δικαίου, Αθήνα 1966, σ. 183, αριθμ. 345' Π. Λ. Παπαγαρυ-φάλλου, Η διάρθρωση της αγροτικής οικονομίας και των θαλασσίων μετα-φορών στην Ελλάδα πριν και μετά την Επανάσταση του '21, Αθήνα 1977, σ. 56.

Page 66: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

2. Μια άλλη φωτογραφία της ίδιας κομπανίας, Καλάβρυτα (195;).

Page 67: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

ρόλος του υπάκουου, υποταγμένου και πειθαρχικού ατόμου, του εκτελεστικού οργάνου δηλαδή, απέρρεε άμεσα από την ιδιότητά τους ως μαθητευομένων και ήταν προκαθορισμένος στις επαγγελ-ματικές ομάδες του είδους αυτού. Πρωτοβουλίες που δεν συμβι-βάζονταν με τις έννοιες αυτές δεν ήταν ανεκτές από την αυθεντία του μαστορικού κατεστημένου και δεν μπορούσαν συνεπώς να ανα-πτυχθούν1.

Τα μαστορόπουλα δούλευαν σκληρά και ξεκουράζονταν σπά-νια, έτρωγαν λίγο και υπόκεινταν σε κάθε είδος προσβολές και ταπεινώσεις, πράγμα που είχε δυσμενείς συνέπειες για τη σωμα-τική και πνευματική τους ανάπτυξη και γενικά για τη διάπλαση του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς τους. Απλυτα, ψειρια-σμένα2, πεινασμένα και τσακισμένα από την κούραση έδιναν την εντύπωση «παρακατιανών» ανθρώπων3. Είναι γνωστό, εξάλλου, σε όσους έχουν κάμει έρευνα «επί του πεδίου», ότι ο πολύς κόσμος είχε παλαιότερα υποτιμητική γνώμη για τους χτίστες 4, γνώμη που

1. Ακόμα και νιόβγαλτος μάστορης δεν επιτρεπόταν να αντιμιλήσει ή να υποδείξει κάτι νέο, πάνω στην τέχνη, στον παλιό μάστορη. Κάποτε ένας νέος χτίστης, γράφει ο Θ. Τρουπής (ό.π., σ. 23-25) θέλησε να πει και τη δική του κουβέντα πάνω στα τερτίπια της τέχνης. Αλλά ο βετεράνος του επαγγέλματος τον αποπήρε άγρια: «Ρε συ κόλεθρο, τι θες να πουλήσεις; Χτεσινέ! (...). Για τήραμε να με ιδείς, άσπρισε το τσουλούφι μου απάνω στη μαρκαλημένη τέχνη. Και συ μόρχεσαι να μου δείξεις τ' αμπέλια, γουρ-νοψολή. Άηντε να δασκαλέψεις κάναν όμοιό σου (...). Εμένα δεν μου χρειά-ζονται δασκαλέματα από σας. Σας γεννήσαμε, δεν μας γεννήσατε (...). Έτσι μ' ορμηνέψανε οι τρανήτεροι που άρπαζα κι' έκλευα κι' έδενα την ορμήνεια τους. Είχα σέβα στον τρανήτερο...». Και ο νέος μάστορης «θα ξεσούρει σγουφτός κι' αμίλητος σα χουγιασμένο ζαγάρι με την νουρά στ' ασκέλια μπήγοντας τις γροθιές του στις τσέπες του παντελονιού του».

2. «Ξυόσανται τα παλιόπαιδα, το 'να με τ' άλλο, στον τόπο της φαγού-ρας ίσαμε που ματώνανε τα πετσιά τους» (Θ. Τρουπής, ό.π., σ. 14).

3. Βλ. και Αρμολόι, τχ. 1 (1976), σ. 9: «μάστορας σήμαινε παρακα-τιανός».

4. Οι περισσότεροι από τους παλιότερους ερευνητές είτε δεν έδωσαν ση-μασία στα μαστόρικα μπουλούκια, είτε ο φακός της έρευνάς τους αναζητού-σε σε αυτά μόνο το γραφικό και ανεκδοτολογικό στοιχείο. Ακόμα και λόγιοι

Page 68: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

αντανακλάται και στα μαστόρικα ανέκδοτα1. Οι συνθήκες αυτές μέσα στις οποίες ανδρώνονταν οι μαθητευόμενοι, διαμόρφωναν γι' αυτούς, όπως ήταν φυσικό, και ανάλογες στάσεις και συμπεριφο-ρές απέναντι και στην ομάδα των χτιστών και στην κοινωνία.

Μέσα στην ομάδα των χτιστών η συμπεριφορά τους υπαγο-ρευόταν από την ανάγκη της εκμάθησης της τέχνης του χτίστη και της επιβίωσης. Για να πετύχουν τον στόχο αυτόν έπρεπε να ακολουθούν τα πρότυπα που είχαν διαμορφωθεί από την ανάγκη, το έθιμο, τη συνήθεια και τον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής των χτιστών. Ο σεβασμός και η πειθαρχία στους βετεράνους της τέ-χνης, η εργατικότητα και η αποταμίευση, ήταν από τις βασικές αρχές της μαστορικής ζωής, τις οποίες μάθαιναν οι μαθητευόμε-νοι στις κομπανίες. Η σκληρή συμπεριφορά των μαστόρων προς τους ανήλικους μαθητευομένους (συνεχείς παρατηρήσεις και τα-πεινώσεις, τιμωρίες με οικονομικές συνέπειες κλπ.) δεν υπαγο-ρευόταν, τις περισσότερες φορές, από κακότητα, αλλά από μια

που κατάγονταν από μαστοροχώρια δεν καταδέχονταν να καταπιαστούν με τους χτίστες των χωριών τους, τους ανθρώπους δηλαδή που δημιούργησαν κάποιες υλικές και πολιτιστικές αξίες. Κάπως αργά η έρευνα άρχισε να με-λετάει τη ζωή και τη δράση των λαϊκών οικοδόμων. Σε αυτό συνετέλεσε και η αντίληψη που καταξιώνει τη χειρωνακτική εργασία στη συνείδηση του λαού, αντίληψη που διαμορφώθηκε στα πλαίσια των προοδευτικών ιδεών.

1. Ένας Μανιάτης λ.χ. παρομοίαζε τους μαστόρους με θηρία, επειδή έτρωγαν πολύ, και απειλούσε το παιδί του που έκλαιγε με τη φράση: «Σους, γιαμά σε πετάουσι όξω και σε τρώουσι τα θερία!» (Χφ 2268, σ. 921 του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, συλ-λογή Χρ. Π. Κορύλλου). Σε ένα χωριό της Αργολίδας, όπου οι Κλουκινο-χωρίτες έχτιζαν ένα σπίτι, έτυχε να πεθάνει, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού. Απαρηγόρητη η χήρα του έλεγε και ξανάλεγε: «Θεέ μου, γιατί πήρες τον άνδρα μου και δεν έπαιρνες κανένα ματσιονάκι (μαστορόπουλο) !» (Αθ. Θ. Φωτόπουλος, ό.π., σ. 30). Στην Ήπει-ρο πάλι, σε ένα χωριό στο οποίο δούλευαν χτίστες, η κόρη πληροφορεί τη μάνα ότι από τον κουβά ήπιε νερό και το γομάρι. Εκείνη της απαντάει ότι δεν πειράζει, το νερό είναι καθαρό για τους ανθρώπους. Όταν όμως της λέει ότι από τον ίδιο κουβά ήπιε νερό κι ένας χτίστης, προστάζει την κόρη της: «χύστο γρήγορα!» (Αρμολόι, τχ. 1 (1976), σ. 10).

Page 69: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

εδραία πεποίθηση ότι αυτός είναι ο σωστός τρόπος για την επαγ-γελματική κατάρτιση των νέων. Με τον τρόπο αυτό δεν μπορού-σε παρά να αναπαράγεται το πρότυπο του καλού χτίστη, πρό-τυπο που είχαν διδαχτεί οι μαστόροι από τους πατεράδες τους. «Θα περάσεις από το τεζάχι 1 για να γίνεις μάστορης», έλεγαν οι Κλουκινοχωρίτες στα μαστορόπουλα, υπογραμμίζοντας με τη φρά-ση αυτή τη σκληρή ζωή, τις στερήσεις και τις ταπεινώσεις που συνεπαγόταν η πολύχρονη μαθητεία για τα μαστορόπουλα.

Η στάση των μαθητευομένων απέναντι στην κοινωνία προσδιο-ριζόταν από τη γενικότερη στάση που κρατούσε στον κοινωνικό περίγυρο η ομάδα των μαστόρων. Ολόκληρη η ομάδα λειτουρ-γούσε στους ξένους τόπους ως ένα κοινωνικό υποσύνολο, σχεδόν περιθωριακό, με τους δικούς του τρόπους, τις δικές του νοοτρο-πίες και πρακτικές. Εξάλλου ένας από τους λόγους για τους οποίους χρησιμοποιούσαν στους τόπους της δουλειάς τους συνθηματικά γλωσσάρια ήταν για να «πολεμήσουν την κοινωνία προς την οποία βρίσκονται με τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους σε αντίθεση και ε-χθρότητα»2. Απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσει η ομάδα να λειτουργήσει αυτόνομα, σε εποχές μάλιστα γενικής ανασφάλειας και έλλειψης κρατικής παρέμβασης στις εργασιακές σχέσεις, ήταν η μεταξύ των μελών της σύμπνοια. Στις σχέσεις τους με τους δύστροπους και κακοπληρωτές εργοδότες οι χτίστες είχαν ως αρ-χή το λαϊκό «από κακό χρεοφειλέτη και σακκί άχερα», που ση-μαίνει ότι δεν ήταν ποτέ επιθετικοί, αλλά πάντοτε συμβιβαστικοί και υποχωρητικοί. Προσπαθούσαν να διεκδικούν το δίκαιο το*»ς. με τρόπους όσο το δυνατόν ανώδυνους. Και οι μικροαπάτες που διέπρατταν σε βάρος των κυρίων των έργων, ή τα διάφορα τεχνά-σματα που χρησιμοποιούσαν για να εξασφαλίζουν κατά τη διάρκεια

1. Από το τουρκ. tezgâh=μπoυφές του καφετζή (Ν. Π. Ανδριώτης, ό.π., σ. 251). 2. Μανόλης Τριανταφυλλίδης, «Τα Ντόρτικα της Ευρυτανίας», Λαο-

γραφία, 7 (1923), σ. 243. Βλ. και Ν. Γ. Κοντοσοπούλου, «Δύο συνθηματι-κά γλωσσάρια από το χωρίον Διακόπι Δωρίδος, Αθηνά, 65 (1961), σ. 210.

Page 70: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

κεια εκτέλεσης των έργων, καλή τροφή και πιοτό1, εντάσσονται στη γενικότερη τακτική που ακολουθούσαν, απέναντι στους δύ-στροπους εργοδότες, για να κερδίζουν από αυτούς όσο το δυνα-

τόν περισσότερα. Για τις μικροαπάτες και τα τεχνάσματα αυτά χρησιμοποιούσαν, για ευνόητους λόγους, τα «παιδιά», δηλαδή τους μαθητευομένους, όπως θα δούμε λεπτομερέστερα στον οικείο χώρο.

Όλα αυτά δείχνουν ότι οι μαθητευόμενοι αποτελούσαν μια υποο-μάδα της κομπανίας απόλυτα εξαρτημένη από το μαστόρικο κα-τεστημένο. Η κομπανία για τους ανηλίκους δεν ήταν μόνο επαγ-γελματικό σχολείο ή πρότυπο συλλογικής διαβίωσης και υπευθυ-νότητας, αλλά και παράγοντας που επηρέαζε τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους. Ο συλλογικός καταναγκασμός που ασκούν-ταν πάνω στους μαθητευομένους προσδιόριζε ως ένα βαθμό και τη γενικότερη ιδεολογική τους συγκρότηση, σύμφωνα με την οποία ολόκληρη η κοινωνία είναι δομημένη όπως η ομάδα τους. Κάθε πρόοδος συνεπώς μέσα στην κοινωνία συναρτάται αναγκαστικά με το πέρασμα από τέτοιες σκληρές δοκιμασίες. Η αντίληψη αυ-τή οδηγεί σε μια παθητικότητα απέναντι στα κοινωνικά φαινόμε-να, στην ανοχή, την υποταγή και, στην καλύτερη περίπτωση, στο συμβιβασμό. Δεν υπάρχουν περιθώρια για αμφισβήτηση οποιου-δήποτε κατεστημένου. Πολύ αργότερα και ειδικότερα με την εμ-φάνιση και την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος θα αποχτή-σουν οι οικοδόμοι ταξική συνείδηση και θα γίνουν φορείς ταξικών αγώνων και συγκρούσεων. Θα προηγηθεί βέβαια η παρακμή των παραδοσιακών μπουλουκιών, η συγκέντρωση των αγροτικών πλη-θυσμών στις πόλεις, η εμπορευματοποίηση της κατοικίας.

1. Για τις μικροαπάτες και τα τεχνάσματα: Χρ. Γ. Κωνσταντινόπου-λος, Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου, σ. 56-58.

Page 71: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

3. Διώροφο διδακτήριο στη Βισοκά Καλαβρύτων και οι λαγκαδινοί μαστόροι που το έχτιζαν.

Page 72: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf
Page 73: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Δ'

Η ΜΑΘΗΤΕΙΑ

Τις απαραίτητες γνώσεις για την άσκηση ενός βιοτεχνικού-εμπο-ρικού επαγγέλματος, τόσο κατά την αρχαιότητα όσο και κατά τον Μεσαίωνα και τη νεότερη εποχή, αποκτούσε κανείς με τη μακροχρόνια θητεία κοντά στο μάστορη-τεχνίτη, μέσα ή έξω από την επαγγελματική οργάνωση, και όχι σε ειδική επαγγελματική σχολή1. Με το πατροπαράδοτο αυτό σύστημα μαθητείας, το οποίο

1. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας κατά τη βιομηχανική επανάσταση και οι ανάγκες του ανερχόμενου καπιταλισμού σε ειδικευμένο προσωπικό οδή-γησαν στην οργάνωση της τεχνικοεπαγγελματικής εκπαίδευσης και την ίδρυ-ση σχολών τεχνικής και επαγγελματικής κατάρτισης. Στην Ελλάδα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η μαθητεία στα επαγγέλματα γινόταν θεσμοθετη-μένα στα πλαίσια των συντεχνιών. Κατά τον ιστορικό Γκόρντον (βλ. πρόχειρα Σεραφείμ Μάξιμου, Η αυγή του ελληνικού καπιταλισμού, γ' έκδ., σ. 24) «η μαθητεία στα επαγγέλματα ήτανε παραμελημένη και συνοδευότανε από έλ-

λειψη καταμερισμού στην εργασία». Η σοβαρότερη προσπάθεια που έγινε, κατά την περίοδο αυτή, για την επαγγελματική εκπαίδευση ήταν η ίδρυση ελάχιστων ναυτικών σχολών (Α. I. Τζαμτζής, «Ναυτικοί, καράβια, λιμάνια» στο Λεύκωμα Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία, σ. 60, όπου και η σχετική βι-βλιογραφία). Τις πρώτες επαγγελματικές σχολές ίδρυσε στο νεοσύστατο ελ-ληνικό κράτος ο Καποδίστριας (Χρ. Κωνσταντινόπουλος, Η επαγγελματική εκπαίδευση στην περίοδο 1828-1831, Αθήνα Μ984). Σύντομο διάγραμμα της ιστορίας του θεσμού της τεχνικοεπαγγελματικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα μας δίνουν ο Ντάντης-Λάζαρος Δουκάκης και η Μαρία Κ. Βεργέτη: «Ιστο-ρικό του θεσμού της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης στην Ελλά-δα» στο π. Σύγχρονη Εκπαίδευση, τχ. 25 (1985), σ. 39 κε. και 26 (1986), σ. 34 κε.

Page 74: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

επιβιώνει σε μερικά επαγγέλματα ώς τις μέρες μας, διαιωνιζό-ταν η αποθησαυρισμένη επαγγελματική πείρα από γενιά σε γε-νιά1. Στις περιπτώσεις που η εμπειρία έλειπε και άλλος τρόπος για την εκμάθηση της τέχνης δεν υπήρχε, οι άνθρωποι, υπό την πίεση της ανάγκης, αυτοσχεδίαζαν. Χαρακτηριστικά από την άπο-ψη αυτή είναι όσα γράφει ο Γ. Δ. Κριεζής2 για την κατασκευή των πρώτων καϊκιών στην Ύδρα:

«Αλλ' επειδή η ανάγκη είναι μήτηρ των εφευρέσεων, ο τότε Σακελλάριος, ως νοημονέστερος των άλλων, επεχείρη-σε το 1657, χωρίς να γνωρίζη την ναυπηγικήν, την κατα-σκευήν πλοίου, το οποίον μετά πολλούς κόπους κατεσκεύα-σεν, αλλά πάντι ασύμμετρον και άσχημον. Εις δε την κα-τασκευήν αυτού μετεχειρίσθη τρία μόνον εργαλεία, τον πρίο-να, τον πέλεκυν και τον τρυπάνι, αντί δε των σιδηρών ήλων μετεχειρίσθη ξυλίνους και αντί εξαρτίων κλήματα της αμπέ-λου συμπεπλεγμένα».

Κάπως έτσι, με αυτοσχεδιασμούς δηλαδή, πρέπει να έμαθαν την τέχνη του οικοδόμου και οι πρώτοι χτίστες που βγήκαν από τα αρχαιότερα μαστοροχώρια της Πελοποννήσου (Βαρβάρα, Λαγ-κάδια). Στην αρχή καταπιάνονταν με απλές κατασκευές (μάντρες,

1. Για τη μαθητεία κατά την αρχαιότητα: Χρ. Τούσης, «Η σύμβασις μαθητείας εν αρχαία Αιγύπτω», ΕΕΔ, τ. 13 (1954), σ. 4-9' Ξενοφ. Θωμαΐ-δης, «Σύμβαση μαθητείας στην ελληνική αρχαιότητα», ΕΕΔ, τ. 45, τχ. 21 (1986), σ. 865-877. Κατά τον Μεσαίωνα: Χρ. Τούσης, «Η σύμβασις μα-θητείας κατά τον μεσαίωνα», στο ίδιο, τ. 18, τχ. 2 (1959), σ. 65-73' Γενε-βιέβη Μήτσου-Talon, «Οι κανονισμοί των συντεχνιών στο μεσαιωνικό Πα-ρίσι», στο ίδιο, τ. 45, τχ. 14-15 (1986), σ. 561-572. Στη βενετοκρατουμένη Κρήτη: Ιω. Κισκίρα, Η σύμβασις μαθητείας εν τη βενετοκρατούμενη Κρή-τη μετ' ανεκδότων εγγράφων εκ του Archivio di Stato της Βενετίας, Αθή-να 1968. Κατά τη σύγχρονη εποχή: Κ. Δ. Μαρκόπουλος, «Η σύμβασις μα-θητείας», ΕΕΔ, τ. 35, τχ. 2 (1976), σ. 49-54. Στα παραπάνω και η σχετι-κή με το θέμα βιβλιογραφία, ελληνική και ξένη.

2. Ιστορία της νήσου Ύδρας προ της επαναστάσεως του 1821, Πάτρα 1860, σ. 18.

Page 75: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

πεζούλες, καλύβια κλπ.). Με το πέρασμα του χρόνου εδάμασαν τα δομικά υλικά, δοκίμασαν νέους τρόπους στο χτίσιμο, πήραν, ενδεχομένως, και κάποιες τεχνικές γνώσεις από ξένους τεχνίτες, κοντά στους οποίους θα δούλεψαν, απέκτησαν με ένα λόγο εμπει-ρία που τους επέτρεπε να αναλαμβάνουν δυσκολότερες κατασκευές. Την πείρα και τις γνώσεις τους τις μεταβίβαζαν στα παιδιά τους, που από μικρά τα έπαιρναν στη δουλειά1 και αυτά στους απογό-νους τους. Το επάγγελμα, έτσι, έγινε, κατά την περίοδο που άρ-χισαν να αναπτύσσονται οι κομπανίες, οικογενειακό. Χωρίς την επαγγελματική αυτή διαδοχή και τη μεταβίβαση της αποθησαυ-ρισμένης οικοδομικής πείρας από γενιά σε γενιά, ούτε μαστοροοι-κογένειες θα μπορούσαν να υπάρξουν ούτε οικοδομική παράδοση θα ήταν δυνατόν να δημιουργηθεί στα γνωστά μαστοροχώρια.

Η ζήτηση ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, στον τομέα των οικοδομικών κατασκευών, η έλλειψη ευκαιριών απασχόλησης στις ορεινές περιοχές, η κάποια οικονομική διαφοροποίηση των χτι-στών από τους απλούς καλλιεργητές της γης και τους τσοπάνη-δες, ήταν οι λόγοι που ώθησαν και κατοίκους άλλων χωριών, γει-τονικών στα μαστοροχώρια, να μάθουν την τέχνη του χτίστη, που στα δικά τους μέρη αποτελούσε μια σίγουρη λύση του βιοπορι-στικού τους προβλήματος. Έτσι άρχισαν σιγά σιγά να ακολου-θούν τις μαστορικές κομπανίες ως μαστορόπουλα. Οι μαθητευό-μενοι, επομένως, στα μαστόρικα μπουλούκια της Πελοποννήσου προέρχονταν είτε από το χωριό των χτιστών είτε από άλλα χω-ριά, κυρίως γειτονικά. Τα παιδιά που ήταν συγγενείς ή απλώς συμπατριώτες των μαστόρων, οι γορτύνιοι χτίστες τα ονόμαζαν, όπως είπαμε, (μ)παρτιλήδες, αυτά δε που κατάγονταν από ξένα

1. «Σαν πατάγαμε τα εννιά, μας παίρνανε οι γονείς κοντά στην τέχνη» (Θ. Τρουπής, ό.π., σ. 12). Βλ. επίσης Αγγελική Χατζημιχάλη, «Μορφές από τη σωματειακή οργάνωση των Ελλήνων στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι συντεχνίες-τα ισνάφια» στο L'Hellénisme Contemporain (1453-1953), Αθή-να 1953, σ. 290: «Οι μαστόροι βγάζανε τους γιους τους μαστόρους και οι. καλφάδες μάθαιναν στα παιδιά τους την ίδια τέχνη».

Page 76: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

χωριά ψυχογιούς 1. Τα πρώτα μαστοροχώρια, και ως τέτοια θεω-ρώ την Αγία Βαρβάρα και τα Λαγκάδια, με την πλούσια οικο-δομική τους παράδοση υπήρξαν για τα παιδιά των παραπάνω χω-ριών τεχνικοεπαγγελματικά σχολεία στα οποία αυτά διδάχτηκαν την οικοδομική τέχνη. Χαρακτηριστικές, για τον τρόπο με τον οποίο μάθαιναν το επάγγελμα του χτίστη τα παιδιά αυτά, είναι οι πληροφορίες που μας δίνει ο πρωτομάστορας Δημ. Μουστόγιαν-νης, από το Περδικονέρι (Κατσουλιά) της Γορτυνίας, ο οποίος από 13 χρονών ακολούθησε τις κομπανίες των λαγκαδινών μα-στόρων ως μαστορόπουλο:

«Τα χρόνια εκείνα εργάστηκα με Λαγκαδινούς, διότι μαστόροι από την Κατσουλιά υπήρχαν καμιά τριανταριά, οι οποίοι δεν εγνώριζαν καλά την τέχνη αυτή, και συνεργα-ζόμαστε με Λαγκαδινούς. Εμείς οι νεότεροι, από τη μεγά-λη αγανάκτηση αποκτήσαμε την επιμονή και υπομονή και εμάθαμε την τέχνη και αρχίσαμε να κάνουμε συνεργεία δι-κά μας, μπουλούκια τα ελέγαμε τότε. Ταξιδεύαμε με τα ζώα, γαϊδούρια και άνθρωποι, ώς τη Μονεμβασία της Λα-κωνίας, Πύλο, Γύθειο, Αργολιδοκορινθία, Καλαβρυτοχώρια, σε όλα τα χωριά της Πελοποννήσου, ωσότου φτάναμε μέ-χρι τη θάλασσα. Εκεί σταματούσαμε με τα ζώα, όπου προ ολίγων ετών τα εγκαταλείψαμε και ασχοληθήκαμε με δη-μόσιες και ιδιωτικές εργασίες με παραδοτέα τα υλικά».

1. Τέτοια διάκριση δεν φαίνεται να υπήρχε στους κλουκινοχωρίτες μα-στόρους, οι οποίοι ονόμαζαν γενικά τους μαθητευομένους μαστορόπουλα ή υπερέτες. Η διάκριση έχει σημασία κυρίως για την αμοιβή των μαθητευο-μένων, για την οποία θα γίνει λόγος πιο κάτω. Υπηρέτης ονομαζόταν και στα Επτάνησα το μαστορόπουλο (Λεων. Ζώης, Αι εν Ζακύνθω συντεχνίαι, Ζάκυνθος 1893, σ. 24). Άλλες κοινές ονομασίες των μαστορόπουλων στην Πελοπόννησο ήταν παιδιά και μαθητούδια. Τους όρους τσιράκι και κάλφας -σπάνια χρησιμοποιούσαν στις μαστόρικες κομπανίες της Πελοποννήσου. Για τις ονομασίες των μαστορόπουλων σε άλλες περιοχές της Ελλάδας βλ. Γ. Παπαγεωργίου, ό.π., σ. 20.

Page 77: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνονταν οι ψυχογιοί ονομα-ζόταν ρόγιασμα1. Το ρόγιασμα δηλαδή ήταν η σύμβαση με την οποία οι υπηρεσίες του ανήλικου παιδιού εκμισθώνονταν από τον πατέρα, τη χήρα μάνα ή άλλον κηδεμόνα του σε ένα μάστορη με αντάλλαγμα την εκμάθηση της τέχνης και κάποια μικρή αμοιβή2. Στα νεότερα χρόνια ο γορτύνιος μάστορης ήταν υποχρεωμένος επίσης να αγοράσει για τον ψυχογιό ένα κοστούμι ντρίλινο και ένα ζευγάρι αρβανίτικα τσαρούχια. Δεν έχει εξακριβωθεί αν το τε-λευταίο ίσχυε και στους κλουκινοχωρίτες μαστόρους. Το ρόγια-σμα, επομένως, ήταν σύμβαση μαθητείας, στην οποία όμως προ-είχε η παροχή εργασίας του μαθητευομένου και όχι η εκμάθηση της τέχνης. Η έννοιά της δεν διέφερε από την έννοια της σύμβα-σης εργασίας3. Η μορφή της άμισθης σύμβασης μαθητείας είναι άγνωστη στα μπουλούκια της Πελοποννήσου.

Μισθωτής των υπηρεσιών του ψυχογιού δεν ήταν το μπου-λούκι, αλλά ο μάστορης που τον είχε προσλάβει, συνεπώς αυτός

1. Ρόγα (η) = μισθός· ρόγιασμα=μίσθωση, από το λατιν. roga/rogare. 2. Συνήθως οι συμβάσεις του είδους αυτού ήταν προφορικές. Ο Αθ. Θ.

Φωτόπουλος αναφερόμενος στα μπουλούκια των κλουκινοχωριτών χτιστών [ό.π., σ. 23-24) γράφει ότι τα «μαστορόπουλα ήταν μαθητευόμενοι τεχνίται ηλικίας 12-20 ετών (...). Συνήθως αι πτωχαί χήραι δια ν' ανακουφίζωνται από πιεστικά οικονομικά βάρη ερόγιαζαν ή συμβάζανε τ' ανήλικα τέκνα των εις τους μαστόρους. Ο μάστορης που αναλάμβανε να πάρη μαζί του κάποιο μαστορόπουλο έδιδεν εις τους γονείς αυτού έγγραφον υπόσχεσιν ότι θα φρον-τίζη δια την τροφήν, την ενδυμασίαν και την εν γένει διαβίωσίν του. Πολ-λοί μαστόροι προσελάμβανον μαστορόπουλα κατά προτίμησιν εκ συγγενικών των οικογενειών». Και κατά τις πληροφορίες που έχει συγκεντρώσει ο Χαρ. Γ. Γκούτος (ό.π., σ. 90 σημ.). Οι συμβάσεις μαθητείας ήταν προφορικές. Εξαίρεση αποτελούσαν οι βενετοκρατούμενες περιοχές, στις οποίες οι συμ-βάσεις μαθητείας ήταν, τις περισσότερες φορές, γραπτές.

3. Βλ. και Χαρ. Γ. Γκούτου, ό.π., σ. 93. Χαρακτήρα συμβάσεως εξαρ-τημένης εργασίας έχει σήμερα και η σύμβαση μαθητείας που συνάπτεται με-ταξύ των μαθητών των Σχολών Μαθητείας του ΟΑΕΔ και των διαφόρων εργοδοτών, στις επιχειρήσεις των οποίων ασκούνται πρακτικά οι μαθητές αυτοί (Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, Κοινωνική Αγωγή, Αθήνα 1984, σ. 103).

Page 78: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

ήταν υπεύθυνος και για την πληρωμή του. Οι ψυχογιοί δεν συμμε-τείχαν αλλά υπολογίζονταν στη διανομή των κερδών ως μπαρτι-λήδες. Τα μερδικά τους όμως τα έπαιρναν οι χτίστες που τους είχαν προσλάβει. Στους ψυχογιούς έδιναν το ποσό που είχαν συμ-φωνήσει κατά τη σύναψη της σύμβασης μαθητείας και το οποίο ήταν πάντοτε μικρότερο από το ποσό που θα κέρδιζαν οι ψυχο-γιοί ως μπαρτιλήδες. Μέ τον τρόπο αυτό οι μαστόροι εκμεταλ-λεύονταν άγρια τους ψυχογιούς.

Μαθητευόμενοι ήταν και οι μπαρτιλήδες1, αλλά αυτοί δεν πλη-

1. Ο Χαρ. Γ. Γκούτος πιστεύει (ό.π., σ. 182) ότι τα μαστορόπουλα της κατηγορίας αυτής δεν ήταν «εταίροι» αλλά «μισθωτοί των εταίρων», που όμως «συμμετείχαν στα κέρδη». Τη γνώμη του στηρίζει αφενός στο «γε-νικά παραδεκτό γεγονός ότι τουλάχιστον οι κάτω των 15 ετών οικοδόμοι δεν μετείχαν στις αποφάσεις της εταιρίας» και αφετέρου «στο γεγονός ότι και το μίσθωμα των φορτηγών ζώων υπολογιζόταν πολλές φορές ως μερί-διο, δηλαδή με το σύστημα της συμμετοχής στα κέρδη της μισθώτριας εται-ρίας». Οι μαθητευόμενοι βέβαια δεν συμμετείχαν στις «αποφάσεις της εται-ρίας», αν και προσωπικά δεν αποκλείω τέτοια συμμετοχή των πάνω από 15 ετών μαθητευομένων. Το ότι οι ανήλικοι τελούσαν σε «αυστηρή υποταγή προς τους μάστορες» δεν σημαίνει ότι δεν μπορούσαν να συνεταιριστούν, αν πιστέψουμε τον Δρόσο Δροσινό, που μας βεβαιώνει στις «Σημειώσεις» του (1847) ότι στα Αμπελάκια «συνεταιρίσθηκαν» και «παιδιά». (Βλ. πρόχειρα Γιάννη Κορδάτου, Τ' Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, Αθή-να 1955, σ. 139). Τα ζώα των χτιστών και των μαθητευομένων δεν ήταν μισθωμένα αλλά αποτελούσαν συνεταιριστική εισφορά. Μπορούσε δηλαδή να συμμετάσχει κανείς στην κομπανία είτε με την εργασία του μόνο είτε με την εργασία του και ένα ή δυο ζώα, πράγμα όχι ασυνήθιστο στους συνεταιρισμούς της υπαίθρου (Διεθνές Γραφείο Εργασίας, Ο Συνεργατισμός, μετάφρ. Ν. Πολύζου, Αθήνα 1975, σ. 51, σημ. 1). Η αμοιβή της εργασίας με το σύ-στημα της συμμετοχής στα κέρδη και στις ζημιές ήταν μια πρακτική «πα-λαιοτάτη και γενικής εφαρμογής εν τη Μεσογείω» (I. Π. Μανιατόπουλος, Το ναυτικόν δίκαιον της Ύδρας, 1757-1821, Αθήνα 1939, σ. 73-74, σημ. 7). Στην Ελλάδα το σύστημα αυτό εφαρμόστηκε στα χρόνια της Τουρκοκρα-τίας, κυρίως στα Αμπελάκια και τους ναυτικούς συνεταιρισμούς της Ύδρας και των Σπετσών, αλλά το ζήτημα αν στα Αμπελάκια λειτούργησε συνεται-ρισμός ή εμπορική εταιρεία είναι ακόμα αμφιλεγόμενο για την επιστημονι-κή έρευνα. Στην περίπτωση των Αμπελακίων εξάλλου πίσω από τη συμμε-

Page 79: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

πληρώνονταν με μισθό (ρόγα)1, όπως οι ψυχογιοί και οι κοντοτάτοι, αλλά συμμετείχαν ισότιμα με τα άλλα μέλη του μπουλουκιού στη διανομή των κερδών, με τη διαφορά ότι, αντί να παίρνουν ολό-κληρο μερδικό, όπως οι χτίστες και ο πρωτομάστορας, έπαιρναν μισό2. Έχουμε συνεπώς α) μαθητευομένους που αμείβονται ανα-λογικώς (ποσοστό συμμετοχής στα κέρδη) και β) μαθητευομένους μισθωτούς (ρογιασμένους).

Η διάρκεια της μαθητείας στα πλανόδια μπουλούκια των μα-στόρων δεν ήταν καθορισμένη. Συνήθως για να γίνει ένα μαστο-

συμμετοχή των εργατών στα κέρδη «κρύβεται η έλλειψη κεφαλαίων» (Σπ. I. Ασ-δραχ&ς, Ελληνική κοινωνία και οικονομία, σ. 147-148). Στις συνεργατικές εταιρείες των χτιστών όμως δεν εξυπηρετείται κανένα κεφάλαιο και δεν κα-ταβάλλονται μεροκάματα στους μπαρτιλήδες. «Συμμετοχή στα κέρδη της επιχείρησης» σήμερα σημαίνει κυρίως ότι οι μισθωτοί παίρνουν, πέρα από το ημερομίσθιό τους, και ένα μέρος από τα κέρδη (Δ.Γ.Ε., Μισθοί και ημερο-μίσθια, μετάφρ. Αγνής Ρουσοπούλου, Αθήνα 1975, σ. 76). Ο «συνεταιρι-σμός» δεν είναι μόνο νομική έννοια αλλά και οικονομική και κοινωνική. «Συ-νεταιρισμός» και «μισθωτός» εξάλλου είναι όροι με κάποια πολιτικοκοινω-νική φόρτιση. Μερικοί τις ποικίλες ενώσεις της προκαπιταλιστικής περιό-δου δεν τις θεωρούν συνεταιρισμούς αλλά απλές μορφές συνεργασίας ή, στην περίπτωση των Αμπελακίων και των ναυτικών συνεταιρισμών, «προδρόμους του συνεργατικού κινήματος» (Παρμενίων Σ. Αβδελίδης, Ο συνεταιρισμός στις συνθήκες του καπιταλισμού, Αθήνα 1978, σ. 25, 28). Με όλα αυτά θέ-λω να πω, χωρίς να παραγνωρίζω τη συμβολή του Γκούτου στη διερεύνηση του θέματος, ότι δεν είναι πάντοτε ευχερής η υπαγωγή των συνεργατικών εταιρειών του παρελθόντος σε σύγχρονα νομικά καλούπια. Οι ποικίλες συσ-σωματώσεις, συνεργατισμοί, συντροφιές κλπ. της προκαπιταλιστικής πε-ριόδου θα προκαλούν για πολύν καιρό ακόμα διχογνωμίες και προβληματι-σμούς.

1. Ο Χαρ. Γ. Γκούτος γράφει (ό.π., σ. 87) ότι ο «άγαμος ανήλικος οικοδόμος που παρείχε την εργασία στον πατέρα του δεν εδικαιούτο μισθό από τον πατέρα του», δηλαδή επρόκειτο για οικογενειακή σχέση. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι αυτό ίσχυε μόνο στην περίπτωση που ένας πατέρας δούλευε μόνο με τα παιδιά του. Δεν συνέβαινε στις κομπανίες των χτιστών που απο-τελούνταν από συγγενείς, συμπατριώτες των χτιστών, και ξένους.

2. Και στις κομπανίες των κλουκινοχωριτών μαστόρων το μαστορό-πουλο έπαιρνε μισό μερδικό (Αθ. Θ. Φωτοπούλου, ό.π., σ. 25).

Page 80: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

μαστορόπουλο χτίστης έπρεπε να μαθητεύσει 8-10 χρόνια. Για τα παι-διά όμως των μαστόρων και κυρίως των πρωτομαστόρων η μα-θητεία διαρκούσε λιγότερο χρόνο1.

Δυο ήταν τα στάδια της μαθητείας. Το πρώτο άρχιζε με την είσοδο του νέου στο επάγγελμα, που γινόταν από την ηλικία των 10-12 χρόνων, καμιά φορά και από την ηλικία των 8-9 χρόνων2. Στο στάδιο αυτό οι μαθητευόμενοι κουβαλούσαν με τα ζώα πέ-τρες, χώμα, άμμο, νερό και ό,τι άλλο χρειάζονταν οι χτίστες για το χτίσιμο. Είχαν επίσης τη φροντίδα των ζώων (βόσκημα, πό-τισμα, φύλαγμα κλπ.) και έκαναν όλες τις υπηρετικές δουλειές που απαιτούσε η ομαδική συμβίωση (μαγείρεμα, πλύσιμο, ψώνια)3.

Το δεύτερο στάδιο μαθητείας άρχιζε με την προαγωγή του μαστορόπουλου σε βοηθό, τον οποίο οι γορτύνιοι χτίστες ονόμαζαν

1. Στις συντεχνίες ο ελάχιστος χρόνος μαθητείας ήταν πέντε χρόνια (α' και β' στάδιο), στην πραγματικότητα όμως η μαθητεία διαρκούσε ώς 7-8 χρόνια (Γ. Παπαγεωργίου, Η μαθητεία στα επαγγέλματα, σ. 42-43, 78-79).

2. Από την ίδια ηλικία πήγαιναν στα μπουλούκια των χτιστών και τα παιδιά στην Ήπειρο και τη δυτική Μακεδονία. Βλ. σχετικά: Αλ. Μαμμό-πουλου, Λαϊκή αρχιτεκτονική, ηπειρώτες μαστόροι και γεφύρια, Αθήνα 1973, σ. 7" Κ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, «Η συντεχνία των δουλγέρηδων φο-ρέας παραδοσιακής τέχνης και φυτώριο συνδικαλισμού», Πρακτικά Γ' Συμ-ποσίου Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού χώρου (1979), σ. 543' Σ. Τζιού-φα, το Δίλοφο Βοΐου, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 76" Αρμολόι, τχ. 1 (1976), σ. 9-10' Βικτωρίας Δ. Νικήτα, «Εκμάθηση και αυθεντία στους μαστόρους της Δυτικής Μακεδονίας. Οι "παρέες" σε τρεις γενεές», ανάτυπο από τα Πρα-κτικά του Διεθνούς Συμποσίου για την ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και νεότητας, Αθήνα 1986, σ. 409. Πρβλ. και Γ. Κοτζιούλα:

Τον πήραν τον Κολιό τον πήραν οι μαστόροι παιδί απ' το σκολειό να μάθει πηλοφόρι.

3. Για τις δουλειές των μαθητευομένων στους χτίστες της Ηπείρου και δυτικής Μακεδονίας: Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., σ. 358" Α. Μαμμόπουλος

ό.π., σ. 12.

Page 81: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

ζαν τριότη και οι κλουκινοχωρίτες λασπολόγο. Δεν ήταν καθο-ρισμένο το χρονικό διάστημα που έπρεπε να διανύσει ο μαθητευό-μενος στο πρώτο στάδιο για να περάσει στο δεύτερο. Τα έξυπνα παιδιά, που ενδιαφέρονταν για την τέχνη, μπορούμε να πούμε ότι. μέσα σε 4-5 χρόνια γίνονταν βοηθοί. Τα παιδιά μάλιστα των πρω-τομαστόρων μπορούσαν καμιά φορά να γίνουν χτίστες χωρίς να. διανύσουν το δεύτερο στάδιο μαθητείας. «Δεν έγινα τριότης, ομο-λογεί ένας χτίστης, γιατί είχα τον πατέρα μου πρωτομάστορα. Έγινα μονοκοπανιά μάστορης το 1915, 15 χρονώνε»1. Ο τριότης-λασπολόγος ήταν ο άμεσος βοηθός των μαστόρων. Έφτιαχνε τη λάσπη και τροφοδοτούσε με αυτή τους χτίστες στις σκαλωσιές. Συντόνιζε επίσης τη δουλειά των μαστορόπουλων. Πότε πότε ο τριότης χρησιμοποιούνταν και ως μεσομάστορης, έχτιζε δηλαδή από την εσωτερική πλευρά του τοίχου.

Μαστορόπουλα και τριότες-λασπολόγοι ήταν υποχρεωμένοι να υπακούουν χωρίς αντιρρήσεις στις εντολές των μαστόρων και του πρωτομάστορα. Ηταν ελεύθεροι όμως να αποχωρήσουν από το μπουλούκι όποτε ήθελαν και να πάνε σε άλλο μπουλούκι να δου-λέψουν. Δεν συναντούμε δηλαδή στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου τους περιορισμούς που έθεταν οι συντεχνιακοί κα-νονισμοί για τους μαθητευομένους2. Πανηγυρική αναγόρευση του μαστορόπουλου σε βοηθό (τριότη-λασπολόγο) δεν γινόταν στις κομπανίες των χτιστών. Αν κάποιος θα συμμετείχε στο μπουλού-κι ως βοηθός ή ως μαστορόπουλο κανονιζόταν κατά τη συγκρό-τηση του μπουλουκιού. Κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου δεν γίνονταν προαγωγές μαστορόπουλων σε βοηθούς, αν και οι

1. Εφ. Νέα Γορτυνία (29 Ιουνίου 1974). Για να γίνει κανείς τριότης έπρεπε να είναι τουλάχιστον 15 χρονών. Μέλος του Συνδέσμου Λαγκαδινών Κτιστών, που ιδρύθηκε το 1934, γινόταν ο «επαγγελλόμενος τον κτίστην από της ηλικίας των 15 ετών και άνω». Βλ. το Καταστατικόν του Συνδέ-σμου Λαγκαδινών κτιστών, Αθήνα 1934, άρθρο 4.

2. Βλ. κυρίως Γ. Παπαγεωργίου, Η μαθητεία στα επαγγέλματα, σ. 67-70, 95-97.

Page 82: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

μαστόροι μπορούσαν σιωπηρώς να αναθέτουν σε κάποιο έξυπνο και έμπειρο μαστορόπουλο εργασίες βοηθού. Μια τέτοια ανάθεση σήμαινε αναγνώριση ικανοτήτων και προσγραφόταν οπωσδήποτε στο ενεργητικό του μαστορόπουλου. Στην επόμενη συγκρότηση του μπουλουκιού θα είχε κάθε δικαίωμα να ζητήσει να συμμετάσχει στο μπουλούκι με την ιδιότητα του βοηθού.

Διδασκαλία, βέβαια, θεωρητική ή πρακτική, για την εκμάθη-ση της τέχνης, δεν γινόταν στους μαθητευομένους. Η τέχνη, μου υπογραμμίζουν παλιοί μαστόροι, «δεν χαρίζεται αλλά κλέβεται», πράγμα που σημαίνει ότι η εκμάθηση του επαγγέλματος ήταν ζή-τημα ευφυΐας, αντίληψης, παρατηρητικότητας, ενδιαφέροντος και σκληρής εργασίας. Όσοι ενδιαφέρονταν να μάθουν πραγματικά την τέχνη, παρακολουθούσαν με προσοχή τις μεθόδους που χρησιμο-ποιούσαν οι μαστόροι στο χτίσιμο, στην εξόρυξη της πέτρας ή στο πελέκημα των γωνιόλιθων και προσπαθούσαν να τις κάμουν χτήμα τους. Συχνά προσφέρονταν να ξεκουράσουν, δήθεν, τον μά-στορη: «'Ασ' το, μπάρμπα, να το φτιάξω εγώ»1. Πολλές φορές και οι ίδιοι οι μαστόροι, που είχαν κουραστεί, καλούσαν τα μα-στορόπουλα να συνεχίσουν ένα έργο (δευτερεύον οπωσδήποτε) που είχαν αυτοί αρχίσει: «Ελάτε να το τελειώσετε, για να μαθαίνε-τε». Όταν οι μαστόροι αποσύρονταν για ανάπαυση, έτρεχαν οι μαθητευόμενοι, έπαιρναν τα καλέμια, τα βελόνια και τους ματρα-κάδες και προσπαθούσαν να πελεκήσουν και να λειάνουν κάποιο αγκωνάρι. Οι παραστατικές διηγήσεις των βετεράνων της τέχνης, για κάποια τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπισαν κάποτε και για τον τρόπο που τα έλυσαν, οι συμβουλές τους για τη σημασία

1. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και στους μαθητευομένους της δυτικής Μακεδονίας (Βλ. Βικτωρίας Δ. Νικήτα, «Εκμάθηση και αυθεντία στους μα-στόρους της Δυτικής Μακεδονίας», ό.π., σ. 409. Και σε άλλα επαγγέλματα οι μαθητευόμενοι «κλεφτά κι αρπαχτά» μάθαιναν την τέχνη (βλ. για τους χαλκωματάδες, Στέλιου Παπαδόπουλου, Η χαλκοτεχνία στον ελληνικό χώρο (1900-1975) κατά τις προφορικές μαρτυρίες των χαλκουργών, Ναύπλιο 1982, σ. 94-102).

Page 83: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

των υλικών στην οικοδομική, οι οδηγίες τους για τον τρόπο που έβγαινε η πέτρα από το νταμάρι, για τη μέθοδο που έπρεπε κα-νείς να ακολουθήσει στο πελέκημα και στη λείανση των γωνιό-λιθων, όλα αυτά συντελούσαν στην εμπέδωση γνώσεων, στην από-κτηση πολύτιμης εμπειρίας και τελικά στην κατοχή των τεχνι-κών του επαγγέλματος από τους μαθητευομένους. Οι διηγήσεις επίσης για τους παλιούς διάσημους πρωτομαστόρους, που «σου φτιάχναν ακόμα και αγγέλους», και για τους οποίους έχουν να λένε ακόμα στα χωριά και στις πόλεις του Μοριά, δημιουργού-σαν στους ανήλικους μαθητευομένους ένα πρότυπο για μίμηση.

Κατά τη διάρκεια της μαθητείας τους οι ανήλικοι δεν μά-θαιναν μόνο την τέχνη αυτή καθεαυτή. Μάθαιναν ακόμα πώς να διαπραγματεύονται την ανάληψη ενός έργου, πώς να πετυχαίνουν υψηλότερες τιμές για την παροχή της εργασίας τους και πώς να εξασφαλίζουν καλύτερες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης. Πα-ρακολουθούσαν επίσης τις μικροαπάτες που διέπρατταν οι μαστό-ροι σε βάρος των εργοδοτών1 και συμμετείχαν στα τεχνάσματα που χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι για να πετυχαίνουν ολιγόλεπτη δια-κοπή της εργασίας και κεράσματα από την «κυρά». Δυο τέτοια τεχνάσματα, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι γορτύνιοι χτίστες, ήταν η ορκωμοσία τον τριότη και το μανικάρωμα του μαστορόπουλου.

Στην πρώτη περίπτωση υποτίθεται ότι γινόταν προαγωγή μα-στορόπουλου σε βοηθό-τριότη. Οι μαστόροι και τα μαστορόπου-λα σταματούσαν τη δουλειά και ο υποψήφιος τριότης ανέβαινε στον τοίχο κι έδινε τον ακόλουθο όρκο: «Σας τάζω πως θ' ακώ τις προσταγές των μαστόρων και του λιθαρά. Τα ζα θα τα 'χω σαν τα μάτια μου, θα πασκίζω να φορτώνονται ούλα ίσια με τη δύναμή τους. Δε θα μαρτυρήσω μηδέ μια λέξη από τη γλώσσα μας κι όντας τρανήνω και γενώ μάστορης, στ' αχνάρι του πρω-τομάστορα θα πατήσω». Ωσότου «αποσώσει τα λόγια τούτα το παιδί, οι μαστόροι κρατούνε σταυρωμένα τα σφυρόμυστρα με σκο-

1. Για τις οποίες βλ. Παραδοσιακούς χτίστες της Πελοποννήσου, σ. 57-58.

Page 84: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

σκοπό να δώκουνε ζουμί στο μυστήριο τάχατες. Στερνά από τον όρ-κο, η κυρά καταφθάνει με το μεζέ και το πιοτό για να πιούνε, παιδιά και μαστόροι, και να ευχηθούνε το νέο μάστορη. Ο ορκι-σμένος χαιρετάει πρώτα: Στις προσταγές σας, λέει στους μαστό-ρους κι εκείνοι τ' απολογιούνται: σιδεροκέφαλος, ατσαλόμπρα-τσος»1.

Το μανικάρωμα γινόταν στα πρωτόπειρα μαστορόπουλα. Όταν δηλαδή ένα μαστορόπουλο έπιανε για πρώτη φορά δουλειά, του έβαζαν την ποδιά και του 'λεγαν: «Μανικαρώνεται ο δούλος του Θεού (τάδε)». Αμέσως μετά του εύχονταν καλορίζικος, ατσαλό-μπρατσος, και πρωτομάστορας ! Και εδώ είχαμε ολιγόλεπτη δια-κοπή της εργασίας και κεράσματα από την κυρά.

Η ορκωμοσία του τριότη ήταν ένα τέχνασμα για ολιγόλεπτη διακοπή της εργασίας και για να φέρνει η νοικοκυρά μεζέδες και πιοτά, και όχι, όπως γράφει ο Χαρ. Γκούτος2, προαγωγή μαθη-τευομένου σε κάλφα. Τους ίδιους σκοπούς εξυπηρετούσε και το μανικάρωμα του μαστορόπουλου. Πιθανώς τα τεχνάσματα αυτά να υποδηλώνουν κάποιο τελετουργικό στοιχείο που με την πάρο-δο του χρόνου αδρανοποιήθηκε και έγινε απλό τέχνασμα.

Όλα αυτά, που αποτελούσαν μυστικά του επαγγέλματος, τα μάθαιναν κατά τη διάρκεια της μαθητείας τους και τα μεταβίβα-ζαν με τον ίδιο τρόπο στους διαδόχους τους στο επάγγελμα. Έτσι η αναπαραγωγή των προτύπων και των συμπεριφορών συνεχιζό-ταν από γενιά σε γενιά.

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, άμισθους μαθητευομένους δεν συναντούμε στις κομπανίες των μοραϊτών χτιστών. Ο μαθητευό-μενος (μπαρτιλής ή ψυχογιός) πληρωνόταν πάντοτε για την πα-ροχή της εργασίας του. Διαφορά υπήρχε μόνο στον τρόπο και στο ύψος της αμοιβής τους. Στους γορτύνιους χτίστες, οι μπαρ-τιλήδες, ο πρωτομάστορας, οι μαστόροι και οι τριότες (λασπιτζή-δες ή λασπολόγοι) συμμετείχαν στη διανομή του προϊόντος της

1. Θ. Τρουπής, Άνθρωποι της σκαλωσιάς, σ. 12. 2. ό.π., σ. 81.

Page 85: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

συλλογικής εργασίας1, ενώ οι ψυχογιοί και οι κοντοτάτοι αμείβον-ταν με μισθό. Προϊόν προς διανομή ήταν ό,τι απέμενε μετά την αφαίρεση των εξόδων της ομάδας και ενός μέρους για τη χρή-ση των εργαλείων2. Ο πρωτομάστορας και οι μαστόροι, ανεξάρ-τητα από την ειδικότητα που είχε ο καθένας3, έπαιρναν ένα με-ρίδιο ή μερδικό και τα μαστορόπουλα (οι μπαρτιλήδες) το μισό4. Οι ιδιοκτήτες των ζώων έπαιρναν και μισό- μερδικό για καθένα από αυτά, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αν ήταν μουλάρια ή γαϊ-δούρια5.

Κάποια σύγχυση υπάρχει γύρω από το ύψος της αμοιβής του τριότη. Σύμφωνα με μια άποψη6, ο τριότης έπαιρνε «κατά εν τρί-τον ολιγώτερον του ποσού των μαστόρων, εξ ου και τριότης εκα-

1. Οι χτίστες πληρώνονταν με χρήμα ή με είδος ή και με τα δύο, ανά-λογα με τις δυνατότητες των εργοδοτών ή τις γενικότερες οικονομικές συν-θήκες που επικρατούσαν σε μια ορισμένη εποχή (αποκλεισμοί, πόλεμοι) ή σε συγκεκριμένο τόπο (πόλη, χωριό).

2. Ιδιοκτήτης των εργαλείων (λοστάρια, βαριές, κασμάδες, χτενιές, μα-τρακάδες, πικούνια κλπ.) ήταν συνήθως ο πρωτομάστορας. Μπορούσε όμως και να είναι και άλλος χτίστης. Πολλές φορές τα νοίκιαζαν από ειδικά κα-ταστήματα. Οι μαστόροι είχαν στην κυριότητά τους «το σφυρί και το μυ-στρί τους».

3. Διαφοροποίηση του ημερομισθίου, ανάλογα με την ειδικότητα, γινό-ταν στην περίπτωση που οι μαστόροι ήταν μισθωτοί ενός εργολάβου.

4. Και στους βουρμπιανίτες χτίστες, καθώς προκύπτει από συμφωνητι-κά εργασίας, το μαστορόπουλο έπαιρνε μισό μερδικό (ημερομίσθιο) (Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., σ. 368). Βλ. όμως και Αρμολόι, τχ. 1 (1976), σ. 13: «τότε με το μήνα τάπαιρναν τα παιδιά».

5. Κατά τον Γ. Γκατζουγιάννη (Το χωριό Ζέρμα (Πλαγιά) Κόνιτσας, σ. 58) οι κονιτσιώτες χτίστες, αφού πλήρωναν τους μαθητευομένους και αφαιρούσαν τα γενικά έξοδα της παρέας, μοιράζονταν το υπόλοιπο «σύμφω-να με τα μεροκάματα που είχε ο καθένας». Μερδικό έβγαινε και στα ζώα, αλλά δεν αναφέρεται το ύψος. Στο Αρμολόι (ό.π., σ. 11), γράφεται ότι το υπόλοιπο «θα μοιραστούν σε ίσα μερίδια μάστορες και ζώα». Βλ. και Αρ-μολόι, τχ. 8-9, σ. 39.

6. Γ. Ν. Αικατερινίδης, «Η συνθηματική γλώσσα των κτιστών του Ρε-' κουνίου (Λευκοχωρίου) Γορτυνίας», Γορτυνιακά, Α' (1972), σ. 110.

Page 86: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

εκαλείτο», έπαιρνε δηλαδή τα 2/3 του μαστορικού μερδικού1, άποψη που είχα δεχτεί και εγώ παλιότερα2. Σύμφωνα με άλλες πληρο-φορίες ο τριότης έπαιρνε τα 3/4 του μαστορικού μερδικού3.

Μια παρατήρηση του Χαρ. Γ. Γκούτου4 με έκαμε να ερευνή-σω το θέμα από την αρχή. Στις 15-16 Αυγούστου 1986 συζήτη-σα το πρόβλημα αυτό δημόσια στην πλατεία Λαγκαδιών με πα-λιούς λαγκαδινούς μαστόρους (Χρ. Γαρδίκας, Π. Μιχόπουλος, Γ. Μουρούτσος, I. Κολλινιάτης5, Κουρόγιαννης κ.ά.). άλλοι υπο-στήριζαν ότι ο τριότης έπαιρνε τα 2/3 και άλλοι τα 3/4. Ολοι όμως μου τόνισαν ότι το ακριβές ύψος της αμοιβής του τριότη δεν ήταν ποτέ καθορισμένο εκ των προτέρων. Τα πόσα θα έπαιρ-νε αυτός ήταν «ζήτημα συμφωνίας». Ένα ήταν βέβαιο: ότι ο τριότης έπαιρνε «κάτι παραπάνω από τα παιδιά» και ότι το «κά-τι» αυτό οριζόταν κατά τη συγκρότηση του μπουλουκιού από 16-25%®. Το ποσοστό αυτό υπολογιζόταν επί του μισού μεριδίου που έπαιρνε το μαστορόπουλο.

1. Πάνος Σινόπουλος, «Η ζωή των λαγκαδινών οικοδόμων», εφ. Ηχώ των Λαγκαδιών, (1 Δεκεμβρίου 1961).

2. Οι Λαγκαδινοί μαστόροι, Αθήνα 1970, σ. 15. 3. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοπον-

νήσου, σ. 52. Την ίδια πληροφορία μου έδωσε τον Ιούλιο του 1986 και ο Ν. Μουτζούρης, συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών. Σε ερώτησή μου, από που έχει την πληροφορία, μου απάντησε: «από έρευνα που έχω κάνει στα Λαγκάδια». Βλ. και Β. Ιερείδη, Λαγκάδια, το μαστορο-χώρι του Μοριά, Αθήνα 1977, σ. 23.

4. ό.π., σ. 185, σημ. 30. 5. Κολλινιάτης ονομάζεται διότι κατάγεται από τις Κολλίνες της Αρκα-

δίας, απ' όπου τον είχαν πάρει ως μαστορόπουλο (ψυχογιό) οι λαγκαδινοί μαστόροι. Όταν έγινε μάστορης παντρεύτηκε στα Λαγκάδια («ήρθε σώ-γαμπρος»).

6. Ποιο ακριβώς ποσοστό θα έπαιρνε ο τριότης εξαρτιόταν βέβαια από την τεχνική του κατάρτιση, αλλά και, κυρίως, από τη συγγένεια που είχε αυτός με τους μαστόρους. Αν λ.χ. ήταν γιος του πρωτομάστορα, το ποσο-στό έφτανε και ώς 25%, αν ήταν γιος κάποιου μάστορη, το ποσοστό έφτα-νε το 18-20%· το 16-18% δινόταν σε αυτούς που δεν είχαν συγγένεια με τους μαστόρους.

Page 87: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Ας δούμε τώρα αναλυτικότερα πώς διαμορφωνόταν στην πρά-ξη η αμοιβή του τριότη. Ας υποθέσουμε ότι το μαστορικό μερί-διο ανερχόταν σε 1.200 δραχμές. Τα 2/3 των 1.200 δρχ. είναι 800 δρχ. και τα 3/4 900. Ο τρόπος αυτός υπολογισμού είναι απλός αλλά εσφαλμένος, διότι το πρώτο ζητούμενο στην περίπτωση εί-ναι το μαστορικό μερίδιο επί του οποίου θα υπολογιστεί το με-ρίδιο του τριότη. Πώς όμως διαμορφωνόταν το μαστορικό μερί-διο; Ας δούμε ένα παράδειγμα: Έστω ότι ένα μπουλούκι, που αποτελείται από 1 μάστορη, 1 τριότη, 1 μαστορόπουλο, και 1 ζώο, κερδίζει από κάποιο έργο 3.000 δρχ. Τα μερδικά στο μπου-λούκι είναι 2 2 / 3 ή 2 3 / 4 . Στην πρώτη περίπτωση το μαστορικό μερίδιο είναι 1.125 δρχ., το μερίδιο του μαστορόπουλου 562,5, το μερίδιο του ζώου 562,5 και το μερίδιο του τριότη 750 (3.000: 2 2 / 3 ) . Στη δεύτερη περίπτωση οι αναλογίες είναι 1.091, 545,5, 545,5 και 818 (3.000: 2 3 / 4 ) . Αν ο υπολογισμός γίνει με 20% επί του μισού μεριδίου, η αναλογία διαμορφώνεται καταρχήν ως εξής: 1.200 δρχ. το μερίδιο του μάστορη, 600 του μαστορόπουλου, 600 του τριότη και 600 του ζώου. Ο τριότης όμως πρέπει να πάρει 20% επιπλέον από τα μαστορόπουλα, δηλαδή 120 δραχμές, οι οποίες θα αφαιρεθούν αναλογικά από τα τρία άλλα μερίδια, οπότε τα ποσοστά διαμορφώνονται οριστικά ως εξής: 1.200—60=1.140, 600—30=570, 600—30=570 και 600+120=7201 .

Με αυτόν τον τελευταίο τρόπο υπολόγιζαν οι γορτύνιοι χτί-στες την αμοιβή του τριότη. Τα 2 /3 ή τα 3/4, το 1/3 «ολιγώ-τερον του ποσού των μαστόρων» αναφέρονται για να εννοήσει ο τρίτος γενικά τί περίπου έπαιρνε ο τριότης και όχι για να απο-δοθεί το πραγματικό ύψος της αμοιβής του. Δεν ήταν εξάλλου δυνατόν οι αγράμματοι μαστόροι να έκαναν πολύπλοκες αριθμη-τικές πράξεις με κλάσματα για να βρουν το ακριβές ποσό που 0α έπαιρνε ο τριότης. Μου φαίνεται ότι η αναφορά στα 2 /3 ή τα

1. Εσφαλμένος είναι ο υπολογισμός για τη διανομή των κερδών του μπουλουκιού, που κάνει ο Χαρ. Γ. Γκούτος (ό.π., σ. 187).

Page 88: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

3/4 κλπ. είναι λόγιο κατασκεύασμα1. Και η ονομασία τριότης;2

Δεν σχετίζεται, νομίζω, με τον τρόπο αμοιβής του. Το πιθανό-τερο είναι ότι ονομάστηκε έτσι γιατί έπρεπε να δουλέψει τρία χρόνια ως μαστορόπουλο ή να παραμείνει τρία χρόνια βοηθός.

Οι μαθητευόμενοι, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, πληρώνονταν πάντοτε για την εργασία τους. Πολλές φορές όμως οι μαστόροι είτε δεν τους πλήρωναν σύμφωνα με την ειδικότητα την οποία de facto ασκούσαν, είτε τους μείωναν την αμοιβή για ζημιές που έκαναν. Του τριότη λ.χ., όταν τον απασχολούσαν περιστασιακά ως μεσομάστορη, δεν του αναγνώριζαν δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη με την ειδικότητα του τεχνίτη (μάστορη). Αυτός, παρότι στις περιπτώσεις αυτές παρείχε ειδικευμένη εργασία, παρέμενε

1. Όταν πρωτομίλησα στον μπαρμπα-Χρήστο Γαρδίκα για τα 2 /3 ή τα 3 /4 με αποπήρε: «Τί είναι αυτά που τσαμπουνάς; ποιός τα λέει αυτά;».

2. Το τριότης προέρχεται βέβαια από το τρία. Από το Αρχείο του Ιστο-ρικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών έχουμε τις ακόλουθες σημασίες της λέξης: Αιτωλία: τριότικο = τριών ετών (χφ. 341, σ. 16), τριώτς, «διότι ευ-χαριστείτο να παίζη την τριώταν», το γνωστόν παίγνιον (χφ. 368, σ. 401), τριώτ'κου, χαρακτηρισμός της ηλικίας του μουλαριού (χφ. 341, σ. 27). Θεσ-σαλία: τριότσα = αυτή που γεννάει τρίδυμα (χφ. 1035, σ. 114), τριότ'ς (ο), ή τριότα (η) = παιγνίδι που παίζεται από δύο παίχτες με πιόνια (χφ. 1002, σ. 145), τριώτα (η) = προβατίνα που γέννησε για τρίτη φορά (χφ. 1031, σ. 188). Εύβοια: τριότης, από το τρία+έτος (χφ. 768, σ. 7). Κρήτη: τριώτης ή τριώχτης (Σέλινον) — τριών ετών κριός ή τράγος, και φράση: «μουδέ τριώτης πετεινός, μουδέ τριώτης δούλος» (Χ. Κρητ. Ξανθουδίδου 7), τριώ-της = υπηρέτης «διατελών επί τρία έτη εις την υπηρεσίαν». Ήπειρος: η τριώ-τα = τριών χρόνων (χφ. 1021, σ. 422). Θράκη (Σουφλί): τριώτ'ς = τριώτης, παιγνίδι (χφ. 733, σ. 59). Πελοπόννησος (Πάτρα): το γνωστό παιγνίδι (Γ. Ντελόπουλος). Για την Ήπειρο βλ. και Π. Αραβαντινού, Ηπειρωτικόν γλωσ-σάριον, Αθήνα 1909, σ. 91: τριέτικο = τριετές, μόνον επί ζώου' Ευαγγέλου Μπόγκα, Γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου, Ιωάννινα 1964, τ. Α', σ. 393: τριώτ'κου = τριών ετών ζώο. Τριότικο λέγεται επίσης στη Μεσσηνία το τριε-τές άλογο (η πληροφορία από τον Βασ. Παναγιωτόπουλο), τριότα στη Λευ-κάδα το γνωστό παιγνίδι τρίλιζα (η πληροφορία από τον Τριαντ. Σκλαβενί-τη). Τριότα επίσης ονομάζεται στη Γλανιτσιά της Γορτυνίας και τα γύρω χωριά το γνωστό παιγνίδι.

Page 89: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

τριότης και αμείβονταν ως τριότης. Το ίδιο συνέβαινε και όταν απασχολούσαν μαστορόπουλα ως τριότες. Η συλλογιστική των μαστόρων ήταν ότι η περιστασιακή άσκηση από τους μαθητευο-μένους ανώτερης ειδικότητας, από εκείνη την οποία είχαν στην κομπανία, αποτελούσε την τελευταία φάση του κάθε σταδίου μα-θητείας, και συνεπώς η αμοιβή έπρεπε να είναι αυτή που είχε οριστεί για τους μαθητευομένους. Αν η παροχή ειδικευμένης ερ-γασίας δεν γινόταν περιστασιακά αλλά συστηματικά (διαρκούσε δηλαδή όσο και το ταξίδι ή το συγκεκριμένο έργο), δεν επρόκει-το βέβαια για μαθητεία αλλά για εκμετάλλευση της εργασίας των μαθητευομένων και σαφή παραβίαση των όρων της αρχικής συμ-φωνίας.

Αλλοτε πάλι οι μαστόροι κρατούσαν από το μερδικό ή το ημε-ρομίσθιο των μαστορόπουλων ένα ποσό για ζημιές που αυτά προ-ξένησαν στο μπουλούκι. Κάτι τέτοιο μπορούσε να συμβεί όταν τα μαστορόπουλα άφηναν, από αμέλεια, τα ζώα να καταστρέψουν αγροτοκαλλιέργειες —οπότε οι μαστόροι υποχρεώνονταν σε απο-ζημίωση των ιδιοκτητών— ή όταν τραυμάτιζαν σοβαρά κάποιο ζώο. «Θα λογαριαστούμε στο σάϊσμα»1 ή «θα πέσει πρωτοπα-παδάκης» ήταν οι συνηθισμένες φράσεις2 με τις οποίες οι γορτύ-νιοι μαστόροι απειλούσαν τα μαστορόπουλα όταν αυτά διέπρατ-ταν κάποιο παράπτωμα που έβλαπτε τα συμφέροντα της ομάδας. Με τις φράσεις αυτές εννοούσαν ότι κατά τη διανομή του κοινού προϊόντος (εκκαθάριση του λογαριασμού), που γινόταν συνήθως πάνω σε ένα απλωμένο σάισμα, θα τους μείωναν το μερδικό3. Τέτοιες οικονομικές κυρώσεις σπάνια επιβάλλονταν στους μπαρ-

1. Υφαντό από γιδόμαλλο. 2. Οι κατσουλιώτες (περδικονερίτες) μαστόροι χρησιμοποιούσαν και τη

φράση «θα πέσει μαυρομύτα»· μαυρομύτα = μολύβι. 3. Η φράση «θα πέσει πρωτοπαπαδάκης» χρησιμοποιείται από το 1922

και σχετίζεται με το όνομα του τότε υπουργού των Οικονομικών Πρωτοπα-παδάκη, που έκαμε τη γνωστή στη δημοσιονομική μας ιστορία διχοτόμηση του νομίσματος.

Page 90: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

μπαρτιλήδες και μόνο σε περιπτώσεις σοβαρών παραπτωμάτων. Στους ψυχογιούς όμως, με την παραμικρή αφορμή ή με κατηγορίες ανύ-παρκτες ή αόριστες (π.χ. δεν δούλεψαν όσο έπρεπε), οι μαστό-ροι επέβαλλαν οικονομικές κυρώσεις. Τούτο το έκαναν, ομολογούν παλιοί μαστόροι, «για να τρώνε τα λεφτά των παιδιώνε»1.

Οι ανήλικοι μαθητευόμενοι αποτελούσαν πάντοτε και σε όλες τις χώρες φτηνή εργατική δύναμη. Με το πρόσχημα ότι δεν ήξε-ραν καλά το επάγγελμα, την τέχνη, πράγμα βέβαια που ήταν αλήθεια, είτε δεν αμείβονταν καθόλου από τους εργοδότες τους, είτε πληρώνονταν με απελπιστικά χαμηλό ημερομίσθιο ακόμα και στις περιπτώσεις όπου το είδος της εργασίας που παρείχαν δεν δικαιολογούσε δραστική μείωση του ημερομισθίου2. Η αθρόα μά-λιστα απασχόληση ανηλίκων κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα αφενός την εξαθλίωση τους και αφε-τέρου τη συμπίεση του εργατικού ημερομισθίου3. Οι εργατικοί νό-

1. Τα ίδια γίνονταν και στους ηπειρώτες μαστόρους. Γνωστή σε αυτούς η φράση «τρεις πενήντα, ενενήντα, πάρε και δέκα παραπάνω επειδή δούλε-ψες πολύ» (Αρμολόι, τχ. 1 (1976), σ. 10). «Δεν φτάνει που τυραννιόμουν στη δουλειά», διηγείται ένας ηπειρώτης μάστορης (ό.π., σ. 32), «αν τους έκανα και το παραμικρό, με χτυπούσαν (...). Το αποτέλεσμα απ' όλη αυτή τη δουλειά ήταν να δουλέψω 6-7 μήνες και να μην μου δώσουν ούτε δεκά-ρα. Και αυτές τις διακόσιες δραχμές το μήνα που είχε συμφωνήσει (ο πρωτο-μάστορας) με τη μάνα μου, μου τις έφαγαν».

2. Εντούτοις ούτε η εργασία των παιδιών ούτε η εργασία των γυναικών, έχει μελετηθεί ιδιαίτερα (Πρβλ. και Jojé Gentil da Silva στα Πρακτικά τον Διεθνούς Συμποσίου : Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότη-τας (1984), τ. Α', Αθήνα 1986, σ. 68). Ο ίδιος ερευνητής παραθέτει αξιόλο-γη βιβλιογραφία για την παιδική εργασία (σ. 361, 362).

3. Στυγνή ήταν ιδιαίτερα η εκμετάλλευση των ανηλίκων στην Αγγλία κατά τις τέσσερις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Για τις συνθήκες ερ-γασίας στέγασης και διατροφής των ανηλίκων, που εργάζονταν κατά την πε-ρίοδο αυτή 14-16 ώρες την ημέρα, βλ. Φρ. Ένγκελς, Η κατάσταση της ερ-γατικής τάξης στην Αγγλία, μετάφρ. Λευτέρη Αποστόλου, Μέρος Α', Αθήνα 21985, σ. 74 κε., Μέρος Β', Αθήνα 1975, σ. 30-33, 42, 54-55, 58 κε., 65-66, 156, 160 κε., 186-188.

Page 91: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

νόμοι της εποχής δεν εφαρμόζονταν, με αποτέλεσμα οι ανήλικοι να βρίσκονται κυριολεκτικά στο έλεος του εργοδότη1.

Στην Ελλάδα οι πρώτοι νομοθετικοί περιορισμοί στην εργα-σία των ανηλίκων τέθηκαν κυρίως με τον ν. ΔΚΘ' (4029) του 19122. Σύμφωνα με το νόμο αυτόν απαγορευόταν η απασχόληση παιδιών3, που δεν είχαν συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας τους4, σε βιομηχανικές και οικοδομικές επιχειρήσεις. Παιδιά όμως που είχαν συμπληρώσει το 10ο έτος της ηλικίας τους μπορούσαν να απασχολούνται σε επιχειρήσεις των γονιών τους, υπό τον όρο ότι δεν γινόταν χρήση μηχανικής ενέργειας και ήταν ανεμπόδιστη η φοίτηση τους στα σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης. Το ημε-ρήσιο ωράριο εργασίας ορίστηκε για όσους μεν δεν είχαν υπερβεί το 14ο έτος της ηλικίας τους σε 6 ώρες, για όσους δε είχαν υπερ-βεί το 14ο όχι όμως και το 18ο, σε 10 ώρες5. Απαγορεύτηκε επίσης η απασχόληση ανηλίκων κάτω των 16 ετών αν δεν είχαν

1. Για την παιδική εργασία πριν και μετά τη βιομηχανική επανάσταση βλ. Jean Sardain, Enfants trouvés enfants ouvriés 17e-19e siècles, Παρίσι 1982.

2. ΦΕΚ, 46, τ. A' της 7 Φεβρουαρίου 1912. Για τις μορφές εργασίας στην ελληνική βιομηχανία-βιοτεχνία κατά την περίοδο 1909-1936 βλ. Μιχ. Ρηγίνου, «Μορφές παιδικής εργασίας στην ελληνική βιομηχανία-βιοτεχνία 1909-1936», στα Πρακτικά τον Διεθνούς Συμποσίου για την Ιστορικότη-τα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας (1984), Αθήνα 1986, σ. 417-428. Για το νομικό προστατευτικό πλαίσιο των ανηλίκων στις ευρωπαϊκές χώρες και στην Ελλάδα βλ. Γιάννη Δ. Ληξουριώτη, Κοινωνικές και νομικές αντι-λήψεις για το παιδί, Αθήνα-Γιάννινα 1986, σ. 363 κε.

3. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του από 14 Αυγούστου 1913 β.δ., «περί εκ-τελέσεως του περί εργασίας γυναικών και ανηλίκων ΔΚΘ' νόμου» κλπ. (ΦΕΚ, 165, τ. Α' της 26 Αυγούστου 1913) ως «παιδία αδιακρίτως φύλου νοούνται τα άγοντα ηλικίαν 12-14 ετών, νεαρά πρόσωπα τα ηλικίας 14-18 ετών».

4. Με το νόμο 2271 του 1920, άρθρο 2 (ΦΕΚ, 145, τ. Α' της 1 Ιου-λίου 1920) ως κατώτατο όριο ηλικίας για εργασία στις επιχειρήσεις αυτές ορίστηκε το 14ο.

5. Με το β.δ. της 3 Ιανουαρίου 1929 οι ώρες αυτές μειώθηκαν σε 8. Με το διάταγμα αυτό επεκτάθηκε το οκτάωρο, που εθιμικά εφαρμοζόταν από το 1925, σε όλους τους οικοδόμους (Χαρ. Γκούτος, ό.π., σ. 122).

Page 92: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

εφοδιαστεί με βιβλιάρια εργασίας και πιστοποιητικά υγείας. Δεν επιτρεπόταν επίσης η απασχόληση των ανηλίκων αυτών κατά τις Κυριακές, την 25η Μαρτίου, τη Δευτέρα του Πάσχα και την 25 Δεκεμβρίου1. Τέλος, με άλλα νομοθετήματα της περιόδου 1909-1980, θεσπίστηκαν διατάξεις για την ασφάλεια και την υγιεινή των εργαζομένων, την αποζημίωση για όσους πάθαιναν εργατικά ατυχήματα, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την κοινω-νική τους ασφάλιση κλπ2.

Οι προστατευτικές διατάξεις για τους ανήλικους μαθητευομέ-νους, όμως, ελάχιστα εφαρμόστηκαν, και μόνο στις πόλεις, όπως αποδεικνύεται από τις εκθέσεις του προσωπικού της Επιθεώρη-σης Εργασίας. Σε μια τέτοια έκθεση του έτους 19213 αναφέρεται ότι εκατοντάδες ανήλικοι απασχολούνταν παράνομα, ότι δεν εί-χαν εφοδιαστεί όλοι με βιβλιάρια εργασίας, ότι οι ιατρικές πιστο-ποιήσεις ήταν εικονικές και ότι το εξάωρο «ουδέποτε εφηρμόσθη». Ακόμα το 19324 διαπιστώνονται παραβάσεις των περί βιβλιαρίων εργασίας διατάξεων5.

Στις μη αστικές περιοχές, όπου κυρίως δούλευαν οι κομπα-νίες των μαστόρων, είναι βέβαιο ότι η εργατική νομοθεσία σπα-νιότατα εφαρμοζόταν6. Τα βιβλιάρια εργασίας και τα πιστοποιητικά

1. Βλ. ειδικότερα τις διατάξεις των άρθρων 9 επ. του από 14 Αυγού-στου 1913 β.δ. (ΦΕΚ, 165, τ. Α' της 26 Αυγούστου 1913).

2. Ειδικά για τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που διέπουν τους ανήλικους εργαζομένους βλ. Υπουργείου Εργασίας, Συλλογή-Κωδικοποίηση εργατικής νομοθεσίας, Αθήνα 1981, τ. Α', σ. 163, 300, 363, 372, 379, 388-389, 390-396, 445, 478, 513, 538, 613, 617, 623, 663, τ. Β', σ. 783, 815.

3. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Εκθέσεις τον προσωπικού Επιθεω-ρήσεως Εργασίας επί της εφαρμογής των εργατικών νόμων, έτ. 1921, Αθή-να 1923, σ. 12-14.

4. Βλ. Έκθεση του 1932, Αθήνα 1935, σ. 7. 5. Για τις παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας, βλ. και Χαρ. Γ. Γκού-

του, ό.π., σ. 80, 85, 87. 6. Δίωξη μαστόρων για απασχόληση των ηλικίας 13 ετών παιδιών τους

αναφέρεται το 1937 στο Καναλάκι Καρδίτσας (Χαρ. Γ. Γκούτος, ό.π., σ. 86, σημ. 63).

Page 93: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

τικά υγείας ήταν άγνωστα και ποτέ δεν απασχόλησαν τα πλα-νόδια μπουλούκια των χτιστών. Οι ανήλικοι οικοδόμοι, γράφει ο Χαρ. Γ. Γκούτος, «εργάζονταν και κατά τις Κυριακές και τις νό-μιμες αργίες στις μη αστικές περιοχές, όπως συνέβαινε και πριν από το 1912 σχεδόν χωρίς εξαιρέσεις»1. Οι διατάξεις για τα χρο-νικά όρια εργασίας των μαθητευομένων, αλλά και των χτιστών γενικά, ήταν άγνωστες στα πλανόδια μπουλούκια2, τα οποία ερ-γάζονταν, όπως θα δούμε πιο κάτω, από την ανατολή ώς τη δύ-ση του ηλίου. Αλλά και οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, που θεσπίστηκαν μετά το 1911 και υποχρέωναν τον εργοδότη να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την υγεία και την ασφάλεια των μισθωτών του ή για την καταβολή αποζημίωσης στην περίπτω-ση που αυτοί θα πάθαιναν εργατικό ατύχημα, σπάνια εφαρμόζον-ταν στις πλανόδιες κομπανίες των χτιστών.

1. Προφανώς εννοεί ότι οι μαθητευόμενοι δεν εργάζονταν στο οικοδομι-κό έργο, αλλά απασχολούνταν με το φύλαγμα και το βόσκημα των ζώων ή προσέφεραν άλλου είδους, μη οικοδομικές, εργασίες. Τα μαστόρικα μπουλού-κια της Πελοποννήσου δεν δούλευαν κατά τις Κυριακές και κατά τις νόμιμες αργίες.

2. Ο Α. Καλλιάβας γράφει (Το οκτάωρον εις την θεωρίαν και την πρά-ξιν (1929), σ. 52) ότι το οκτάωρο εφαρμοζόταν χωρίς νόμο «εις τας οικο-δομικάς εν γένει εργασίας, εφ' όσον το προσωπικόν αμείβεται με ημερομί-σθιον, ενώ οσάκις εργάζεται με αμοιβήν κατ' αποκοπήν παραμένει και πλέον του δώρου». Όλα αυτά βέβαια στα αστικά κέντρα. Στην ύπαιθρο το 1931 οι παραβάσεις των διατάξεων περί οκταώρου ήταν συνεχείς, κατά τις δια-πιστώσεις του Σώματος Επιθεωρήσεως Εργασίας (Υπουργείο Εθνικής Οι-κονομίας, Έκθεσις κλπ., Αθήνα 1934, σ. 55).

Page 94: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

tsS

Λαγκαδινοί μαστόροι (Διονύσιος Σιοκορέλης κ.ά.) χτίζουν το τουριστικό ξενοδοχείο Σπάρτης (21.11.1939).

Page 95: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

E'

Η «ΑΓΑΡΗΝΗ ΤΕΧΝΗ»

Και οι ίδιοι οι μαστόροι στις διηγήσεις τους, και όσοι ασχολή-θηκαν με τις πλανόδιες κομπανίες των χτιστών, υπογραμμίζουν με τα μελανότερα χρώματα τη ζωή των μαστόρων στα ξένα. Θα χρειαζόταν ολόκληρος τόμος για να καταγραφούν τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι χτίστες, και κυρίως οι μαθητευόμενοι, στους ξένους τόπους. Εδώ όμως δεν είναι δυνατόν παρά να επισημανθούν μερικές μόνο όψεις της «αγαρηνής τέχνης», όπως η κουραστική δουλειά, η μεγάλη διάρκεια του ωραρίου εργασίας, η σεξουαλική στέρηση, οι συνθήκες διατροφής και διαμονής.

Το ημερήσιο ωράριο εργασίας των χτιστών, σε παλαιότερες εποχές που δεν υπήρχε κρατική παρέμβαση στη ρύθμιση των ερ-γασιακών σχέσεων ή αυτή ήταν υποτυπώδης, οριζόταν «ήλιο με ήλιο» ή «άστρι μ' άστρι» δηλαδή, από την ανατολή ώς τη δύση του ηλίου1, με μικρή μόνο διακοπή για το κολατσιό και το μεση-μεριανό φαγητό2. Το ωράριο αυτό εργασίας ήταν ιδιαίτερα εξον-

1. Και κατά τον ψαλμό ργ' 23 η εργάσιμη ημέρα διαρκούσε από την ανατολή ώς τη δύση του ηλίου: «Ανέτειλεν ο ήλιος και... εξελεύσεται άν-θρωπος επί το έργον αυτού και επί την εργασία« αυτού έως εσπέρας». Πρβλ. τη λαϊκή παροιμία: «Κάτσε ήλιο, κατσ' εργάτη».

2. «Τας ώρας εργασίας δεν εκανόνιζε τότε το οκτάωρον ή επτάωρον, αλλά το φως της ημέρας, παρατεινομένας κατά τον χειμώνα ιδίως πολύ πέ-ραν της δύσεως του ηλίου και με έναρξιν πολύ προ της ανατολής (...). Αι δώδεκα και δεκατέσσαρες ώραι εργασίας της ημέρας δεν εθεωρούντο περιέ-

Page 96: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

εξοντωτικό για τα νεαρά άτομα του μπουλουκιού, δηλαδή τα μαστο-ρόπουλα, που δεν είχαν ακόμα αναπτύξει τις σωματικές δυνάμεις τις οποίες απαιτούσε η κουραστική δουλειά που έκαναν. Τα μα-στορόπουλα όμως δούλευαν και πέρα από το ωράριο αυτό, αφού και κατά τις ώρες που οι μαστόροι αναπαύονταν ή «έβγαιναν στην αγορά» (= πλατεία του χωριού), ήταν υποχρεωμένα να ασχολούν-ται με τα ζώα. Έπρεπε να τα ξιστρώνουν, να τα ποτίζουν1, να τα πηγαίνουν για βοσκή και να τα φυλάνε. Αν τα ζώα έμεναν αφύλακτα, κατέστρεφαν τις αγροτοκαλλιέργειες και οι χτίστες υποχρεώνονταν σε αποζημίωση των καλλιεργητών. Οι τελευταίοι

περιέχουσαι υπερωρίας με ιδιαιτέραν αμοιβήν, αλλ' ήσαν κανονική εργασία» (Β. Βετσόπουλος, Τα ήθη και τα έθιμα τον χωριού μου Πυρσόγιαννη Ηπείρου (1970) στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, χφ. 3480, σ. 14-15). Το ίδιο σχεδόν ωράριο- εργασίας είχαν, κατά την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας, και οι εργαζόμενοι στα μεγάλα αστικά κέντρα (Γιάννης Κορδά-τος, Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος, Αθήνα 21956, σ. 207 κε). Πρβλ. και το γνωστό εργατικό δημοτικό τραγούδι:

Ήλιε μου τι π' αλλάργησες, δεν πας να βασιλέψεις, σε καταριέτ η αργατιά κ' οι ξενοδουλευτάδες.

Σε ορισμένες περιοχές τα μεροκάματα ήταν μεγαλύτερα το καλοκαίρι, που η ημέρα είναι μεγαλύτερη. Σε «πρακτικό προεστώτων και γερόντων της χώρας Ναξίας» (1783) αναφέρεται ότι «οι υπουργοί όπου δουλεύουσιν να πέρνουσι τον καιρόν του χειμώνος προς παράδες 6 και τον καιρόν του κα-λοκαιριού προς παράδες 7» (Δ. Γκίνης, Περίγραμμα ιστορίας τον μεταβυ-ζαντινού δικαίου, σ. 222, αριθ. 467).

1. Συνήθως όλα τα ζώα τα πήγαινε για πότισμα ένα από τα μαστορό-πουλα. Κάποτε τα πήγε ο Λώλος (λαγκαδινό μαστορόπουλο). Κάθε φορά που γινόταν λόγος για το «ποιός θα ποτίσει τα ζα», η απάντηση ερχόταν από όλα τα μαστορόπουλα κοφτή: «Ο Λώλος ξέρει τη βρύση». Έβρισκαν πρόφαση ότι δεν ήξεραν τάχα τη βρύση και μια και την ήξερε ο Λώλος, αυ-τός έπρεπε να πηγαίνει να ποτίζει τα ζώα. Αλλά ο Λώλος δεν ήταν τόσο κουτός όσο τον νόμιζαν. Μια μέρα, αφού πότισε τα ζώα, δεν επέστρεψε στο μπουλούκι αλλά κάθησε στη βρύση και έβαλε τις φωνές και τα κλάματα. Αμέσως μαστόροι και μαστορόπουλα έτρεξαν στη βρύση για να δουν τι έπα-θε ο Λώλος. Μόλις έφτασαν τον ρώτησαν τι έπαθε. Και κείνος, δείχνοντάς τους τη βρύση, τους απάντησε: «Να η βρύση που δεν ξέρατε» !

Page 97: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

πολλές φορές αχρήστευαν τα ζώα, σπάζοντάς τους τα πόδια1. Φαί-νεται όμως πως και οι ίδιοι οι μαστόροι κακομεταχειρίζονταν τα ζώα. Στη Λάστα της Γορτυνίας έλεγαν: «Οποιος δίνει γυναίκα σε Λαστιώτη και γαϊδούρι σε Λαγκαδινό, κολάζεται»2. Τα ζώα τα φύλαγαν επίσης για να μην τα κλέψουν3. Τις Κυριακές ή τις επίσημες αργίες που το μπουλούκι δεν δούλευε, τα μαστορόπου-λα απασχολιόντουσαν μόνο με τα ζώα4. Οταν έβρεχε ή χιόνιζε, τα ζώα δεν τα άφηναν στο ύπαιθρο, αλλά τα έκλειναν στο «κα-τώι», όπου τα τάιζαν σανό. Έτσι τα μαστορόπουλα έβρισκαν την ευκαιρία να ξεκουραστούν. Μα και τότε οι χτίστες τα πείραζαν::

Ο Θεός βρέχει, ο μισθός τρέχει, το καζάνι βράζει, το μαστορόπουλο τί το νοιάζει; 5

Τα μαστορόπουλα ξεκινούσαν για δουλειά «μόλις λάληγε ο κόκορης», προτού δηλαδή ξυπνήσουν οι χτίστες και πιάσουν δου-λειά. Με την ανατολή του ηλίου, τα μαστορόπουλα έπρεπε να βρί-σκονται στον τόπο της οικοδομής με τα ζώα φορτωμένα πέτρες, άμμο, νερό. Οι μαστόροι ζητούσαν συνεχώς από τα μαστορόπου-λα οικοδομική ύλη, «ζιόμπολα6 και λάσπη», και πάντα φώναζαν

1. Βλ. και Θ. Τρουπή, ό.π., σ. 84 κε. 2. Ν. Λάσκαρης, Μνημεία Λάστας, σ. 62. 3. Κλοπή μαστορικού ζώου αναφέρεται στα χρόνια του Αγώνα της Ανε-

ξαρτησίας (Οι παραδοσιακοί χτίστες, σ. 169-170). Στα νεότερα χρόνια με-γάλοι «αλογοσούρτες» ήταν, όπως διηγούνται οι μαστόροι, οι Ηλείοι.

4. Το Σάββατο, που ήταν η τελευταία εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας, έλεγαν τον «"ύμνο του Σαββάτου": Σαββάτο να 'ναι μάστορη κι ας είναι 'ξήντα ώρες» (Θ. Τρουπής, ό.π., σ. 14).

5. Π. Σινόπουλος, «Λαγκαδινά ανέκδοτα», εφ. Ηχώ των Λαγκαδιών (10 Οκτωβρίου 1961).

6. Ζιόμπολα (σόμπολα για τους Κλουκινοχωρίτες) είναι οι μικρές πέ-τρες που χρησιμοποιούνται στο χτίσιμο. Χωρίς αυτές δεν στέκονται καλά οι μεγάλες πέτρες. «Ουδέ γαρ άνευ σμικρών τους μεγάλους, φασίν οι λιθο-

Page 98: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

σε αυτά ότι αργοπορούν, ότι δεν δουλεύουν, ότι «παίζουν», και εκτόξευαν εναντίον τους την απειλή «θα λογαριαστούμε στο σάι-σμα»1. Ουσιαστικά δηλαδή τα μαστορόπουλα δεν είχαν ώρες ανά-παυσης, αλλά βρίσκονταν σε συνεχή κίνηση και εγρήγορση.

Ιδιαίτερα δύσκολες ήταν οι συνθήκες εργασίας για τα μαστο-ρόπουλα το χειμώνα. Διηγείται2 ο παλιός χτίστης Βαγγέλης Ανά-στου Γιαννικόπουλος, από τα Λαγκάδια, που πρωτοπήγε στη μα-στοριά το 1926 και εθήτευσε στο επάγγελμα σαράντα ολόκληρα χρόνια:

«Ο χειμώνας ήταν δύσκολος. Πότε όξω με τα ζα, βρέ-χοντας και χιονίζοντας, με τους πάγους να σκάνε τα χέρια από τα κρύα, τις πέτρες και τις παγωμένες λάσπες, το βρά-δυ στο βουνό να μας θερίζουν οι αέρηδες, οι μπόρες και τα χαλάζια, και την αυγή πριν λαλήσει ο κόκορας να γυ-ρίζουμε με τα ξεροβόρια στη δουλειά3. Ήτανε σκληρός και πικρός ο χειμώνας».

Οι μετακινήσεις από τόπο σε τόπο, κυρίως κατά τους χειμε-ρινούς μήνες, ήταν μια άλλη δοκιμασία για τους μαθητευομένους. Πάντοτε έπρεπε να βιάζονται, να ξεκινούν νωρίς και να μην αρ-γοπορούν στο δρόμο. Αν το ξεχνούσαν, αποκαμωμένοι από την κούραση, τους το υπενθύμιζαν οι μαστόροι:

λιθολόγοι, λίθους ευ κείσθαι» (Πλάτων, Νόμοι, Χ. 902ε). Οι Λαγκαδινοί λένε:

— Για δεν πέφτεις αγκωνάρι ; — Δεν μ' αφήνει το τσιτάδι.

1. Για την έννοια της φράσης βλ. πιο πάνω κεφ. Γ'. Τις ίδιες παρατη-ρήσεις έκαναν και οι κονιτσιώτες χτίστες στα μαστορόπουλα (βλ. Γ. Γκατ-ζουγιάννη, ό.π., σ. 55).

2. Εφ. Νέα Γορτυνία (6 Μαρτίου 1973). 3. Τη νύχτα που έκανε κρύο, τα μαστορόπουλα, που φύλαγαν στο βουνό

τα ζώα, έπαιρναν ένα σάισμα ραμμένο σε τρεις πλευρές και χωνόντουσαν μέσα για να μην κρυώνουν. Το σάισμα αυτό το 'λεγαν φάκελο (εφ. Νέα Γορ-τυνία, φ. της 20 Αυγούστου 1974).

Page 99: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Σηκώτε κ' εφώτησε, βαράτε κ ενύχτωσε 1.

Οι αστραπές και οι βροντές προαναγγέλλουν βροχή και άρα ταλαιπωρία2. Η οδοιπορία μέσα στο κρύο, στη βροχή και στη λάσπη αποτελούσε πραγματική οδύσσεια:

«Τότες, στις αρχές του χειμώνα με τις ψιλοβροχές και τα χιονοχάλαζα είναι να μας κλαις. Βρεγμένοι ίσαμε το κόκκαλο πέφτουμε να ξενυχτήσουμε στ' αλλουνού το χα-γιάτι και σφίγγουμε τις μασέλες μας να μην τριζοβολάνε και πελεκήσουμε τις γλώσσες μας. Στη στράτα κάμποσες βολές βάνουμε σε τόπους ούλη τη δύναμή μας για να ξε-κολλήσουμε τα πόδια 'πο τη λάσπη. Τ' αδύνατα ζα να κολ-λάνε, να πέφτουνε, τα παιδιά να τα σηκώνουνε, εκείνα να ματαπέφτουν και δόστου χαβά (...)»3.

Το καλοκαίρι τα ταξίδια ήταν πιο άνετα. Γι' αυτό και τα τα-ξίδια της δουλειάς άρχιζαν κυρίως την άνοιξη ή τους θερινούς μήνες. Το μπουλούκι προτιμούσε να δουλεύει στα πεδινά μέρη, όπου υπήρχε παραγωγή, συνεπώς καλύτερη αμοιβή και καλύτε-ρη τροφή. Ένα μαστόρικο τραγούδι, αγαπητό στα μαστορόπου-λα, προεξοφλεί ότι στα πεδινά θα «περάσουν καλά»:

που πάτε μαστορόπουλα; που πάτε μαστοράδες; Πάμε κατά την Αχαγιά που βγαίνουνε παράδες. Τον Άγουστο στην Αχαγιά μαστοροπαίδι να είσαι, να τρως, να πίνεις, να κερνάς και να καλοκοιμάσαι4.

1. Ν. Λάσκαρης, ό.π., σ. 69. 2. Θ. Τρουπής, ό.π., σ. 18:

Αστράφτει στο Κατάκωλο, βαρεί στο Λαζαραίικο, ρε τι κακό ποπάθατε μαστοροπούλια φίτο. Στασιό δεν έχει πουθενά, τα βαριολόσταρα στα ζα, πάρτε στα χέρια σας ραβδί, γιατί μας πήρε η αυγή.

3. Θ. Τρουπής, ό.π., σ. 18. 4. Θ. Τρουπής, ό.π., σ. 19-20.

Page 100: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Στα ταξίδια της δουλειάς, οι χτίστες, πέρα από τις ταλαι-πωρίες αυτές, είχαν να αντιμετωπίσουν τους ζωοκλέφτες, τους ληστές1, κάποτε και την αυθαιρεσία κρατικών οργάνων2 και τους κακόπιστους εργοδότες3. Ακόμα και ομηρεία μαθητευομένων ανα-φέρεται σε έγγραφα του 18294. Για μεγάλα χρονικά διαστήματα επίσης έμεναν άπλυτοι, ανάλλαγοι και βρώμικοι με αποτέλεσμα να βασανίζονται από τις ψείρες. Την ψείρα που «μας ρούφαγε το αίμα » τη φοβόντουσαν περισσότερο από την παγωνιά:

Δε σκιάζουμαι την παγωνιά, απόφαση το πήρα, σκιάζουμαι την αναλλαγιά, την κριθαράτη ψείρα5 .

Η κουραστική δουλειά και το μεγάλης διάρκειας ωράριο ερ-

1. Αναφέρεται πως πριν από την Επανάσταση του 1821, στα Κοντο-βούνια της Τριφυλίας «είχε το βασίλειό του ο ληστής Θανασιός, από το Παλούμπα της Γορτυνίας». Ο ληστής αυτός «παραμόνευε, έπεφτε πάνω στο μπουλούκι (των λαγκαδινών χτιστών) και τους ξάφριζε τους κόπους». Και άλλοι ληστές «γδέρνανε τους μαστόρους, και αυτοί για να γλυτώσουν τα βάσανα βάνανε τα λεφτά μέσα στα σαμάρια των γαϊδουριών. Κι άμα το μά-θανε κι αυτό οι ληστές, βρήκαν (οι μαστόροι) το πιο μυστικό και σίγουρο... χρηματοκιβώτιο: τ' αυτιά των γαϊδουριών. Βάζανε μέσα τα λεφτά και τα στουμπώνανε με σφιχτό χορτάρι» (Διήγηση του λαγκαδινού χτίστη Γιώργου Τσότρα, καταγραφή Χρ. Γ. Νικήτα-Στρατολάτη, εφ. Νέα Γορτυνία, φ. της 21 Μαΐου 1974). Τα ίδια πάθαιναν από τους ληστές και οι στεμνιτσιώτες τεχνίτες (βλ. Νάσιου Συναδινού, Οι τεχνίτες της Στεμνίτσας, σ. 35-37).

2. Παράνομη φορολογία επέβαλε λ.χ. ο πολιτάρχης Κρανιδίου σε βάρος τριών καλαβρυτινών μαστόρων κατά το 1825 (Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου, σ. 158-159).

3. ό.π., σ. 153. 4. Το 1829 ένα μπουλούκι καλαβρυτινών μαστόρων έφτιαξε στον Μυ-

στρά ένα σπίτι. Ο ιδιοκτήτης «βιασθείς να καθήση μέσα, έκοψε τα καλού-πια παράκαιρα και ο θόλος μη ων έτι συνεσφιγμένος καλά, εκρημνίσθη». Ο ιδιοκτήτης όμως εθεώρησε υπευθύνους τους μαστόρους για το γκρέμισμα του θόλου και συνέλαβε τον χτίστη Γιαννάκη Σολιώτη —οι άλλοι είχαν φύ-γει— και για να τον αναγκάσει να ξαναφτιάξει τον γκρεμισμένο θόλο, του πήρε με τη βία 140 γρόσια, τα εργαλεία του, το μουλάρι του και κράτησε τα δυο παιδιά του ομήρους (ό.π., σ. 176-177).

5. Θ. Τρουπής, ό.π., σ. 14.

Page 101: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

εργασίας έφθειραν πολύ γρήγορα, όπως ήταν φυσικό, τις σωματι-κές δυνάμεις των μαστόρων. Για να μπορέσουν να συνεχίσουν την άσκηση της «αγαρηνής τέχνης», για να αναπαράγουν δηλαδή την εργατική τους δύναμη, έπρεπε να σιτίζονται καλά (ποιοτικά και ποσοτικά). Αυτό το πετύχαιναν κυρίως όταν τις δαπάνες διατρο-φής τους αναλάβαιναν οι εργοδότες τους. Στις περιπτώσεις αυτές μάλιστα οι χτίστες επινοούσαν διάφορα τεχνάσματα για να εξα-σφαλίζουν όσο το δυνατό καλύτερη τροφή.

Για να αναγκάσουν λ.χ. τη νοικοκυρά (κυρά την έλεγαν) να τους φτιάξει νόστιμες λαλαγγίδες (= τηγανίτες) έλεγαν στο πιο μικρό μαστορόπουλο να κάνει πως κλαίει για να το δει η κυρά. Κάποτε η κυρά το 'βλεπε και ρωτούσε για την αιτία που έκαμε το παιδί να κλαίει. «το 'χει βλέπεις, καλομαθημένο η μάνα του το παλιόπαιδο και θέλει λαλαγγίδες», απαντούσε ο χτίστης. «Και δεν το λες τόση ώρα, μάστορη, για να φτιάξω του παιδιού λαλαγγί-δες)). έλεγε η κυρά. «Και μήπως το φτάνουνε δυο-τρεις. Αυτό θέλει να φάει ένα τεψί και μ' ένα σωρό μέλι», έσπευδε να προ-σθέσει ο μάστορης, από φόβο μήπως η νοικοκυρά φτιάξει λίγες. Η κυρά όμως καταλάβαινε το νόημα των λόγων του μάστορη κι έφτιαχνε τηγανίτες για ολόκληρο το μπουλούκι. Άλλοτε πάλι για να υπενθυμίσουν στη νοικοκυρά ότι στο τραπέζι δεν έφερε κρα-σί ή ρακί, κλωτσούσαν κάτω από το τραπέζι τη γάτα δυνατά για να πονέσει και να νιαουρίσει. Με έκπληξη, τάχα, ο μάστορης που την κλώτσησε παρατηρούσε: «Φτου, να χαθείς! και νόμισα πως πάταγα το παγούρι με το ρακί!». Ντροπιασμένη η κυρά σηκω-νόταν αμέσως και έφερνε κρασί ή ρακί στο τραπέζι. Ακόμα και τις προλήψεις των ανθρώπων εκμεταλλεύονταν οι χτίστες προ-κειμένου να πετύχουν το σκοπό τους. Κατά τη θεμελίωση του σπιτιού, ο νοικοκύρης, ακολουθώντας παλιό έθιμο, έπρεπε να σφά-ξει πετεινό ή πρόβατο ή γίδι. Στους μαστόρους συνέφερε βέβαια να σφάξει αυτός γίδι ή πρόβατο και όχι κόκορη. Με τρόπο λοιπόν πλησίαζαν τη νοικοκυρά και της έλεγαν: «Για όνομα του Θεού! μη σφάξετε κόκορη, δεν κάνει. Ο κόκορης είναι αερικό, ξωτικό και θα φέρει γρουσουζιά στους νοικοκυραίους. Αν δεν έχετε σφαχτό,

Page 102: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

μη σφάζετε τίποτα». Η κυρά το 'λεγε στον άντρα της και κείνος, για «καλό και για κακό», έσφαζε για «τα καλορίζικα» πρόβατο ή γίδι, προς μεγάλη χαρά των μαστόρων που θα χόρταιναν «κριάς».

Τους τσιγκούνηδες εργοδότες δεν τους συμπαθούσαν πολλές φορές μάλιστα τους εκδικούνταν1 και τους «κουβέντιαζαν» ( = κου-τσομπόλευαν2). Μερικοί εργοδότες όμως που γνώριζαν ότι η σί-τιση μιας ομάδας χτιστών στοίχιζε ακριβά, δεν δέχονταν να ανα-λάβουν τις δαπάνες διατροφής των μαστόρων. Οι τελευταίοι αναγ-κάζονταν τότε να «πάρουν τη δουλειά σύψωμο», δηλαδή με «ού-λα τα έξοδα δικά τους». Στις περιπτώσεις αυτές οι χτίστες από καλοφαγάδες γίνονταν λιτοδίαιτοι στο έπακρο3. Φασόλια, ρέγγες,

1. «Κολοκύθια μας τάισες», ψιθύριζαν, «κολοκύθια σπίτι θα σου φτιά-ξουμε» {ό.π., σ. 56).

2. Σε τέσσερα χωριά της Τριφυλίας λ.χ., οι Λαγκαδινοί είχαν επισημά-νει ότι τα «αφεντικά» ήταν άνθρωποι τσιγκούνηδες. Και σε αυτά τα χωριά το pot ( = λαδικό) δεν είχε... ροή. Για να εκφράσουν οι μαστόροι την τσιγ-κουνιά των κατοίκων των παραπάνω χωριών έλεγαν:

Ραφτόπουλο και Ντάρα Κλώνι και Λευτεκάδα το ροΐ δε βγάνει στάλα!

(εφ. Νέα Γορτυνία, φ. της 20 Μαρτίου 1975, σ. 2). 3. Η αποταμίευση και το λιτοδίαιτο ήταν βασικές αρχές των μαστό-

ρων, κυρίως των Λαγκαδινών, που για το λόγο αυτόν τους θεωρούσαν τσιγ-κούνηδες. Ο Εμμ. Ρέπουλης σημειώνει (Αρκαδική Επετηρίς (1903), σ. 35) ότι όταν οι λαγκαδινοί χτίστες αναχωρούσαν από το χωριό τους για δουλειά, άφηναν στις οικογένειές τους «το σιτάρι τους, ολίγον κρασί, ολίγα κρεμμύ-δια, ολίγα όσπρια και 2, το πολύ 3 τάλληρα, ευρίσκοντες τουλάχιστον το εν όταν επιστρέφουν !». Οι μεγάλοι επέπλητταν τους νεότερους, όταν οι τε-λευταίοι σπαταλούσαν τις πενιχρές τους οικονομίες. Κάποτε που ένας λαγ-καδινός μάστορης πληροφορήθηκε ότι τα παιδιά του, που δούλευαν στη Βουρ-λιά της Λακωνίας, σπαταλούσαν άσκοπα το προϊόν του μόχθου τους

Γράμμα κάθεται και φτιάχνει μεσ' την πόρτα του Αγιάννη να το στείλει στη Βουρλιά στα παιδιά του τα κουτά. Αλεύρια χρειώνται τα χαζά και ταΐζουν τα σκυλιά.

Page 103: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

φακές, κρεμμύδια, ελιές, τυρί ήταν τα συνηθισμένα φαγητά τους. Το μαγείρεμα αναλάβαινε συνήθως ένα μαστορόπουλο ή κάποιος μάστορης που εκτελούσε χρέη οικονόμου-επιμελητή. Το πλύσιμο των πιάτων, τα ψώνια, την καθαριότητα και γενικά όλες τις υπη-ρετικές δουλειές τις έκαναν τα μαστορόπουλα. Και το φτωχό αυ-

τό φαγητό δεν το χόρταιναν οι μαστόροι και κυρίως τα μαστο-ρόπουλα. Πολλές φορές για να πετύχουν συμπληρωματική τροφή κατέφευγαν, με τα γνωστά τεχνάσματά τους, στα κεράσματα και το κολατσιό που τους πρόσφερνε κάποια καλή κυρά. Και στη δια-νομή του φαγητού οι μαστόροι αδικούσαν τα μαστορόπουλα, πολ-λές φορές μάλιστα, όπως σημειώνει ο Αθ. Θ. Φωτόπουλος1, δεν έδιναν σε αυτά ούτε την απαραίτητη για τη στοιχειώδη συντή-ρηση τους τροφή2. Κλασική έχει μείνει στα μαστόρικα χρονικά η ακόλουθη φράση που αποδίδεται σε κάποιο μαστορόπουλο: «Πό-τε θα γίνω μάστορης να φα' τσεφάλι πράσο»3.

Η έλλειψη της γυναίκας ήταν ένα άλλο, οξύ και δυσεπίλυτο πρόβλημα. Τα αυστηρά και πατριαρχικά ήθη που επικρατούσαν παλιότερα στην ελληνική κοινωνία, κυρίως στην επαρχία, δεν επέ-

1. ό.π., σ. 24. 2. Εννοείται ότι αδικούσαν κυρίως τα μαστορόπουλα που κατάγονταν

από ξένα χωριά. Για τους ηπειρώτες χτίστες βλ. Αρμολόι, τχ. 1 (1976), σ. 9: «Έπαιρνε ο πρωτομάστορας την ελιά και τη χώριζε στα δύο. Δεν ματάειδα τέτοιο πράμα!».

3. Χρ. Γ. Νικήτας, «Οι Λαγκαδινοί μαστόροι κατά την επανάστασιν του 1821», Γορτυνιακόν Ημερολόγιον, Γ' (1948), σ. 23" πρβλ. Ν. Α. Βέη στην Αρμονία, 1 (1902), σ. 94· Α. Στεφάνου, Λαογραφικά Κερασιάς (Αρβανιτο-κερασιάς) Αρκαδίας, Αθήνα 1966, σ. 21. Ο Ν. Λάσκαρης (Μνημεία της Λά-στας, σ. 188) αποδίδει τη φράση στους Τριπολιτσιώτες. Εννοείται ότι όταν τη διατροφή του μπουλουκιού αναλάμβανε ο εργοδότης, τα μαστορόπουλα έτρωγαν πολύ. Κάποτε —λέει το ανέκδοτο— μια κυρά είπε στα μαστορό-πουλα ότι έτρωγαν πολύ. Εκείνα απάντησαν ότι είναι παλικάρια «από τα ψηλά βουνά» και πρέπει να τρώνε πολύ. Όταν όμως τους παρατήρησε ότι δεν δούλευαν πολύ, αυτά προφασίστηκαν αδυναμία: «δεν μπορούμε τα κακό-μοιρα, δεν μπορούμε». Για το φαΐ ήταν από τα ψηλά βουνά, για τη δουλειά ήταν από τον... κατακαημένο Μοριά (Μαθητικοί Παλμοί, εφ. του Γυμνασίου Λαγκαδίων, Απρίλιος 1959, σ. 14).

Page 104: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

επέτρεπαν τη σύναψη σεξουαλικών σχέσεων πριν από το γάμο. που και που βέβαια κάποιος νεαρός χτίστης κατόρθωνε να συνάψει τέ-τοιες σχέσεις με κάποιο κορίτσι ή κάποια χήρα. Οι σχέσεις αυ-τές κατέληγαν συνήθως στο γάμο. Πολλές φορές οι μεστωμένοι νέοι του μπουλουκιού, που επιδίωκαν τον ερωτικό δεσμό, αντι-μετωπίζονταν από το άλλο φύλο περιφρονητικά:

Της λυγερής γειτόνισσας εγύρεψα τα χείλη κ' εκείνη μου είπε μια βρισιά: Χάσου ρε λασποκοίλη1.

Η κουραστική εργασία, η κακή σίτιση, η διαμονή σε ανθυ-γιεινά οικήματα, οι μετακινήσεις από τόπο σε τόπο ήταν παρά-γοντες που υπονόμευαν τη ζωή των χτιστών. Ανασφάλιστοι, χω-ρίς γιατρούς και φάρμακα και μακριά από τους δικούς τους, αν-τιμετώπιζαν τις ασθένειες με πρωτόγονα μέσα. Μερικοί έμεναν ανάπηροι από τα ατυχήματα που γίνονταν στις οικοδομές. Δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που μαστόροι άφηναν την τελευταία τους πνοή μακριά από τις οικογένειές τους. Ένα λακωνικό γράμ-μα έφτανε τότε στο χωριό για να αναγγείλει το θλιβερό μαντάτο και να διαλύσει όνειρα κι ελπίδες μιας ολόκληρης οικογένειας2.

Η βασανιστική αυτή ζωή ανάγκαζε πολλούς νέους του μπου-λουκιού να εκπατρίζονται και να παντρεύονται στα ξένα. Γίνονταν «σώγαμπροι». Οι ντόπιοι τους έλεγαν Λαγκαδινούς, Καλαβρυτι-νούς, Ρεκουνιώτες, Σολιώτες, ανάλογα με τον τόπο της καταγω-γής τους. Σιγά σιγά συνήθιζαν και οι ίδιοι το καινούριο τους όνο-μα και το 'παιρναν οριστικά ως επώνυμο3.

1. Θ. Τρουπής, ό.π., σ. 14. 2. Για να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους αυτούς οι λαγκαδινοί χτίστες

ίδρυσαν το 1934 επαγγελματικό σωματείο με σκοπούς α) την εξεύρεση εργα-σίας στα μέλη του β) την αλληλοβοήθεια των μελών του σε περιπτώσεις ατυ-χήματος, ασθένειας και θανάτου, γ) την προαγωγή των επαγγελματικών συμ-φερόντων και την πνευματική ανάπτυξη των μελών του και δ) την επίλυση «συμβιβαστικώς των εργατικών, ιδιωτικών και δικαστικών υποθέσεων των μελών αυτού» (Καταστατικό του σωματείου Λαγκαδινών κτιστών, άρθρο 2).

3. Για τους εκπατρισμούς των μαστόρων βλ. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπου-λου, ό.π., σ. 125. σημ. 281.

Page 105: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Σκληρό και, πολλές φορές, απάνθρωπο ήταν το επάγγελμα του χτίστη. Εκείνοι που έζησαν τα βάσανα και τις πίκρες του θα πουν απλά: «Εκείνη η δική μας εποχή, να μη ματαγυρίσει»1. Και ο ανώνυμος λαϊκός τραγουδιστής θα μιλήσει με τον δικό του τρό-πο για τη ζωή των μαστόρων στα ξένα:

Της μαστοριάς τα βάσανα, της ξενιτειάς τα πάθη τα είδε ο ήλιος κι έσβησε και το φεγγάρι εχάθη. Τ' ακούσανε κ5 οι θάλασσες και φούσκωσαν το κύμα: στην ξενιτειά, στη μαστοριά, εις' ο μισός στο μήμα2.

«Αγαρηνή τέχνη». Ίσως δεν θα μπορούσε να βρεθεί πιο πε-τυχημένος όρος για ν' αποδώσει τόσο περιεκτικά το σκληρό επάγ-γελμα του χτίστη 3. «Αγαρηνή τέχνη» και «αγιαδουλειά», δυο αυ-θεντικοί μαστορικοί όροι που αποδίδουν τις δυο όψεις της ζωής των χτιστών. Η «αγιαδουλειά» που εξασφαλίζει την επιβίωση πε-ριέχει την «αγαρηνή τέχνη». Χωρίς τη δεύτερη δεν μπορεί να υπάρξει η πρώτη. Η «ευτυχισμένη ζωή», που ονειρευόταν το υπο-ψήφιο μαστορόπουλο, και η καταξίωσή του στη συνείδηση της κοινωνίας του χωριού του, προϋποθέτουν την άσκηση της «αγα-ρηνής τέχνης». Η όποια προκοπή στο δύσκολο αυτό επάγγελμα συναρτάται αναγκαστικά με τη στέρηση, την κούραση, το «τρανό λασποκοίλι, το ζαλίκι με τ' αγκωνάρια και τα παραγκώνια, το πηλοφόρι, την ξενιτειά και το κακοτύχιασμα» 4, ή, όπως πιο πε-ριεκτικά το 'λεγαν οι καλαβρυτινοί μαστόροι, με το «θα περάσεις από το τεζάχι για να γίνει μάστορης».

1. Θ. Τρουπής, ό.π., σ. 12. 2. ό.π., σ. 18. 3. Ο όρος δεν αποτελεί λόγιο κατασκεύασμα, αλλά ανήκει στον πρωτο-

μάστορα από το Περδικονέρι (Κατσουλιά) της Γορτυνίας Δημ. Μουστόγιαν-νη (Μοραϊτίνη): «Από 13 χρονών παιδάκι έφυγα από το Ελληνικό Σχολείο Τροπαίων και η τύχη μου με εδίκασε να μπλέξω σε αυτήν την αγαρηνή λε-γόμενη τέχνη» (Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου, σ. 30).

4. Θ. Τρουπής, ό.π., σ. 12.

Page 106: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf
Page 107: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

ΣΤ'

Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΩΝ ΠΛΑΝΟΔΙΩΝ ΚΟΜΠΑΝΙΩΝ

Οι πλανόδιες κομπανίες των χτιστών ικανοποιούσαν, όπως ανα-φέρθηκε, τις οικοδομικές ανάγκες ευρύτερων περιοχών. Η αδυ-ναμία δηλαδή του συστήματος να καλύψει τις οικοδομικές ανάγ-κες των περιοχών αυτών με ντόπιο ειδικευμένο εργατικό δυνα-μικό συνετέλεσε στη γένεση και την ανάπτυξη των πλανόδιων μπουλουκιών1. Συνεπώς οι πλανόδιες επαγγελματικές ομάδες των χτιστών ήταν δημιούργημα συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών και ήταν φυσικό να εκλείψουν όταν οι συνθήκες αυτές άλλαξαν.

Οι παράγοντες που οδήγησαν στην παρακμή του παραδοσια-κού επαγγελματικού σχηματισμού των χτιστών συναρτώνται με τις γενικότερες οικονομικές αλλαγές που συντελούνται ως απο-τέλεσμα της ανάπτυξης των μέσων επικοινωνίας, του εμπορίου και της βιομηχανίας. Η οικονομική ενοποίηση του ελλαδικού χώ-ρου επιβάλλει ένα νέον καταμερισμό εργασίας που υπαγορεύει την επαγγελματική και γεωγραφική κινητικότητα μεγάλου μέρους του εργατικού δυναμικού της χώρας. Μετά την απελευθέρωση κυρίως, και στο βαθμό που στο νεοσύστατο κράτος εμπεδώνεται η ασφά-λεια και δημιουργούνται πολλαπλές ευκαιρίες απασχόλησης, πα-

1. Σπύρος I. Ασδραχάς, «Το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο της παραδο-σιακής αρχιτεκτονικής», στο Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τ. Α', σ. 16.

Page 108: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

παρατηρείται αργή αλλά σταθερή μετακίνηση αγροτικών μαζών προς τις πεδινές περιοχές και τα ημιαστικά ή αστικά κέντρα. Κυρίως η εσωτερική μετανάστευση ορεινών πληθυσμών προς τις πεδινές περιοχές, την οποία σε πολύ περιορισμένη κλίμακα συναντούμε και πριν από την Επανάσταση, θα αρχίσει σιγά σιγά από τη δε-καετία του 1840 και θα κορυφωθεί στο τέλος του 19ου αιώνα και στην πρώτη εικοσαετία του 20ού. Από την τρίτη δεκαετία του αιώνα μας, ιδιαίτερα μετά τον εμφύλιο πόλεμο, το ρεύμα της εσω-τερικής μετανάστευσης κατευθύνεται προς τα αστικά κέντρα.

Οι πρώτοι που μετακινούνται στα πεδινά μέρη είναι οι φτωχοί των απομονωμένων ορεινών οικισμών. Η εμπορευματική καλ-λιέργεια της σταφίδας, των σύκων, του καπνού και άλλων αγρο-τικών προϊόντων, στην οποία επιδίδονται οι ιδιοκτήτες γης, κυ-ρίως μετά τη διανομή των εθνικών χτημάτων το 1871, προσφέ-ρει ευρύ πεδίο απασχόλησης αγροτικών μαζών στα πεδινά. Πολ-λοί από τους αγρεργάτες, λ.χ. της Γορτυνίας, που άλλοτε κατέ-βαιναν στα παραλιακά μέρη της Πελοποννήσου για τις εποχικές εργασίες (σκάψιμο, τρύγος, συλλογή ελαιοκάρπου), καθώς και πολ-λοί από τους τσοπάνηδες, της ίδιας επαρχίας, που κατέβαιναν στα πλούσια λιβάδια των κάμπων μόνο για χειμαδιό, έχουν ήδη εγ-κατασταθεί μόνιμα στα μέρη αυτά κατά το τέλος του 19ου αιώ-να1. Ολόκληρα χωριά της Ηλείας δημιουργήθηκαν κατά το τε-λευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα από Γορτυνίους2. Κατά την ίδια

1. Στάθης Ν. Τσοτσορός, ό.π., σ. 275. Βλ. ακόμα για τις μετακινήσεις των Γορτυνίων προς τα πεδινά μέρη Εμμ. Ρέπουλη στην Αρκαδική» Επε-τηρίδα (1903), σ. 32-34' Παρ. Ν. Κοντοέ στο Γορτυνιακόν Ημερολόγιον, τχ. Ε' (1950), σ. 9-13' Θεόδ. Ξύδη στο Λεύκωμα της Γορτυνίας, Αθήνα 1937, σ. 275-277.

2. Αρ. Θεοδωρίδης, «Οι γορτύνιοι εν Ηλεία», Αρκαδική Επετηρίς (1903), σ. 38-39' Ν. I. Λάσκαρης, «Τα Λαστέϊκα και το Χάβαρι», Αρκαδική Επε-τηρίς (1907), σ. 294· Αδαμάντιος I. Καράμπελας, Η Λάστα και τα χωριά της, Αθήνα 1957, σ. 34, 38, 44 κε.' του ίδιου, Η ίδρυσις του χωρίου Χά-βαρι, Αθήνα 1963' Βασ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, σ. 214.

Page 109: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

περίοδο οι ορεινοί πληθυσμοί της Αχαΐας και της Κορινθίας εποι-κίζουν τα παράλια των ομώνυμων νομών.

Το ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης προς τις πεδινές περιο-χές της Πελοποννήσου ακολουθούν και πολλοί παραδοσιακοί χτί-στες. Αντί να γυρίζουν από τόπο σε τόπο, κάτω από δυσμενείς, όπως είδαμε, συνθήκες προτιμούν να εγκατασταθούν μόνιμα στους κάμπους, όπου η άσκηση της τέχνης τους είναι ευκολότερη και οικονομικά αποδοτικότερη. Στη χειρότερη περίπτωση μπορούν να εγκαταλείψουν το επάγγελμα του χτίστη και να επιδοθούν στην καλλιέργεια της γόνιμης γης1. Ένας λαγκαδινός χτίστης μας εξη-γεί με τον δικό του τρόπο τον λόγο για τον οποίο οι μαστόροι εγκαταλείπουν τα χωριά τους:

«Δουλεύω επτά μήνες το χρόνο και φέρνω σπίτι μου εκτός από εκείνα που στέλνω, δέκα χιλιάδες δραχμές, τις οποίες ξοδεύω τους πέντε μήνες που μένω άνεργος. Αν όμως κατοικούσα στη Μεσσένια ( = Μεσσηνία) ή όπου αλ-λού, είχα συνέχεια δουλειά και στους πέντε μήνες έβγανα ογδόντα μεροκάματα, θα έβανα στην "μπάντα" τις δέκα χιλιάδες. Έτσι ύστερα από λίγα χρόνια θ' αποχτούσα ένα αξιόλογο κεφάλαιο, ενώ τώρα... Ακόμα, θα ήμουν μέσα

1. Καλαβρυτινοί χτίστες λ.χ. έχουν εγκατασταθεί στα χωριά της Λα-κεδαίμονας Άγιος Ιωάννης, Καλογωνιά, Κονιδίτσα, Περιβόλια, Αλευρού, Γεωργίτσι. Ολόκληρες συνοικίες σε μερικά από τα παραπάνω χωριά ονο-μάζονται και σήμερα Καλαβρυτινά ή Καλαβρυτιναίικα (Δ. Καλλιάνης, «Κα-λαβρυτινοί στη Λακεδαίμονα», π. Μοραΐτικα, τχ. 1 (1957), σ. 28' πρβλ. του ίδιου στα Σπαρτιατικά Νέα (Απρίλιος 1962) και στη Λακωνική Δράσι (Ιού-νιος 1979). Λαγκαδινοί χτίστες έχουν εγκατασταθεί στο Νησί της Μεσση-νίας (Παρ. Ν. Κοντοές, ό.π., σ. 13), στη Ζαχάρω της Ολυμπίας, στα Φι-λιατρά (Ράλληδες και Σταματόπουλοι), στους Γαργαλιάνους (οι Μαλλιαραίοι κ.ά.), στον Πύργο Τριφυλίας (Γ. Μακρής), στη Χώρα και στο Μουζάκι (οι Πλαγαίοι). Ξακουστός λαγκαδινός πρωτομάστορας που εγκαταστάθηκε στο Βλαχόπουλο Μεσσηνίας υπήρξε ο Βασίλης Τσαούσης. Λαγκαδινοί έχουν εγ-κατασταθεί και σε χωριά της Ηλείας, της Αργολίδας και της Λακωνίας.

Page 110: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

στη φαμελιά μου. Θα έτρωγα, θα πλενόμουνα και θα κοι-μώμουνα όπως ήθελα»1.

Κάπως έτσι σκέπτονται και εκείνοι που φεύγουν για τις πό-λεις, όπου η ζήτηση ειδικευμένης εργατικής δύναμης είναι αυξη-μένη εξαιτίας των στεγαστικών προβλημάτων που δημιουργεί η αύξηση του πληθυσμού. Στις πόλεις οι συνθήκες εργασίας στις οικοδομικές κατασκευές είναι καλύτερες, υπάρχει σταθερό ωράριο εργασίας, αυστηρότερη εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, κοινωνική ασφάλιση. Οι μαστόροι δεν αναζητούν τα οικοδομικά υλικά στα νταμάρια, στους αμμότοπους και στα ασβε-στοκάμινα, όπως συνέβαινε με τις κομπανίες, αλλά τα βρίσκουν φερμένα στους τόπους της δουλειάς. Δουλεύουν, όπως εξηγούν οι ίδιοι, με τα «υλικά παραδοτέα». Το τούβλο, το τσιμέντο και οι νέες τεχνικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στις κατασκευές κάνουν πιο ξεκούραστη και πιο άνετη τη δουλειά του οικοδόμου. Ο μισθωτός οικοδόμος όμως έπαψε να ενδιαφέρεται για την τε-χνική και αισθητική αρτιότητα του οικοδομήματος. Το στοιχείο της προσωπικής δημιουργίας που έδινε νόημα στην τέχνη και κα-ταξίωνε τον τεχνίτη στη συνείδηση του λαού δεν υπάρχει πλέον. Ο δημιουργός, ο λαϊκός τεχνίτης, αποξενώθηκε από το δημιούρ-γημά του. «Στην Αθήνα», θα μου πει ένας λαγκαδινός μάστορης2, «χάσαμε την τέχνη».

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στο βαθμό που συντελείται το πέρασμα από τη φυσική οικονομία στην εμπορευματική παρα-γωγή και αναπτύσσεται ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, παρακμάζουν και οι πλανόδιες μαστορικές κομπανίες. Η αυξη-μένη ζήτηση ειδικευμένου εργατικού δυναμικού στον οικοδομικό τομέα, που επέβαλε η ανάπτυξη των πόλεων και η κατασκευή έργων υποδομής, αντιμετωπίστηκε αφενός, και κυρίως, με την

1. Ηχώ των Λαγκαδιών (1 Απριλίου 1962). 2. Παν. I. Μιχόπουλος (12 Νοεμβρίου 1984, στα Λαγκάδια). Ο παλιός

αυτός χτίστης 66 χρονών σήμερα, έχει δουλέψει στον Κοκκιναρά, στην Κυ-ψέλη, στη γέφυρα της οδού Λυκούργου και αλλού.

Page 111: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

επαγγελματική αναπροσαρμογή ατόμων που μετακινήθηκαν από τις αγροτικές περιοχές, ιδίως τις ορεινές, και αφετέρου από τη μόνιμη εγκατάσταση παλιών μαστόρων στους τόπους της δου-λειάς. Τις πλανόδιες κομπανίες των χτιστών, που λειτουργούσαν -πάνω σε συνεταιριστική βάση, διαδέχτηκαν τεχνικά συνεργεία μι-σθωτών οικοδόμων. Η αναπαραγωγή του επαγγέλματος συνεχίζε-ται και σήμερα με τον πατροπαράδοτο τρόπο: ο νέος οικοδόμος μαθαίνει το επάγγελμα εμπειρικά πάνω στη δουλειά. Δεν υπάρ-χει οργανωμένη τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση των οικοδό-μων, αν εξαιρέσει κανείς τα ελάχιστα προγράμματα ταχύρρυθμης εκπαίδευσης στα οικοδομικά επαγγέλματα που οργανώνει κατά καιρούς ο ΟΑΕΔ.

Η παρακμή των παραδοσιακών χτιστών της Πελοποννήσου δεν συντελέστηκε βέβαια από τη μια μέρα στην άλλη ούτε ταυτό-χρονα σε όλες τις περιοχές. Η γρήγορη ή αργή εγκατάλειψη του πατροπαράδοτου επαγγέλματος από τους χτίστες των μαστορο-χωριών καθορίστηκε κυρίως από τη γεωγραφική θέση των χω-ριών αυτών και τις οικονομικές ή άλλες επαφές που αυτά είχαν αναπτύξει με τις πεδινές περιοχές ή τα αστικά και εμπορικά κέν-τρα. Η γειτνίαση λ.χ. της Κυνουρίας με τη θάλασσα, η δυσκολία της επικοινωνίας με την υπόλοιπη Αρκαδία και τη Λακωνία εξαι-τίας του Πάρνωνα, οι εμπορικές επαφές που η περιοχή αυτή εί-χε αναπτύξει από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας με την Υδρα, τις Σπέτσες, το Ναύπλιο και το Αργός1, ήταν τα αίτια που ανάγ-κασαν τους χτίστες της περιοχής να προσανατολιστούν νωρίτερα από τους ομοτέχνους τους Κλουκινοχωρίτες και Λαγκαδινούς σε άλλα επαγγέλματα. Στην παρακμή των Κλουκινοχωριτών και των μαστόρων της ορεινής Κορινθίας καταλυτικό ρόλο έπαιξε η καλ-λιέργεια της σταφίδας στην παραλιακή ζώνη Κορινθίας-Αχαΐας. Οι Κλουκινοχωρίτες άρχισαν να εποικίζουν τον παραλιακό χώρο

1. Βασ. Κρεμμυδάς, «Όψεις της Τσακώνικης κοινωνίας (1704-1821)», Χρονικά των Τσακώνων, Γ' (1968), σ. 18.

Page 112: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

της Αιγιαλείας κυρίως μετά την απελευθέρωση. Το ίδιο έκαναν και οι κάτοικοι των ορεινών χωριών της Κορινθίας, που σταδια-κά άφηναν τα χωριά τους και κατέβαιναν στα πεδινά του ομώνυ-μου νομού1. Ήδη το 1890 οι περίφημοι «καλαβρυτινοί μαστό-ροι» έχουν χάσει την παλιά τους αίγλη2. Παντού κυριαρχούν οι Λαγκαδινοί. Τα Κλουκινοχώρια ερημώνονται, «την μείζονα δε μείωσιν του πληθυσμού», γράφει ο Γ. Παπανδρέου3, «υπέστησαν οι τέως δήμοι Κερπινής και Φελλόης και Κραθίδος, μάλιστα δε πάντων ο της Νωνάκριδος, ης τα άλλοτε πολυάριθμα χωρία (...) νυν (1930) είναι σχεδόν έρημα (...). Η δ' άλλοτε πολύκροτος πα-νήγυρις των Καταφυγίων (Νωνάκριδος) η τελουμένη τη 31 Αυ-γούστου κατηργήθη προ ετών ερημωθέντος σχεδόν του τέως δή-μου Νωνάκριδος»4.

Οι νέες οικονομικές συνθήκες, που διαμορφώνονται στα πεδι-νά και τα αστικά κέντρα, δεν επηρεάζουν κατά τον 19ο αιώνα

τα Λαγκάδια, το κυριότερο δηλαδή μαστοροχώρι της Πελοπον-νήσου. Από τα στατιστικά στοιχεία προκύπτει ότι ο πληθυσμός του χωριού αυτού αυξάνεται σταθερά ώς το τέλος του 19ου αιώ-να5, κατά την ίδια δε χρονική περίοδο οι λαγκαδινοί μαστόροι φτάνουν στη μεγαλύτερη ακμή τους. Οι Λαγκαδινοί, παρατηρεί το 1890 ο Χρ. Κορύλλος6, «ελάχιστα εις την γεωργίαν ασχολούμε-νοι, επαγγέλλονται ιδίως τον κτίστην και περιέρχονται άπασαν την Πελοπόννησον. Μέχρι προ τίνος είχον αντιζήλους τους Κλουκινιώτας

1. Μεταξούλα Χρυσάφη-Ζωγράφου, Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτο-νική. Κορινθία, Αθήνα 1985, σ. 13-14.

2. Χρ. Π. Κορύλλος, Πεζοπορία από Πατρών εις Τρίπολιν, σ. 47. 3. Ιστορία των Καλαβρύτων (1930), σ. 226, 227, 264" πρβλ. και Ν. Α.

Βέη, «Αρκαδικά χωρικά περιπαίγματα», Αρμονία (1902), σ. 140. 4. Οι κάτοικοι των Κλουκινών είχαν αρχίσει να κατεβαίνουν στα παρα-

λιακά μέρη του Κορινθιακού από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας (Αθ. Θ. Φω-τόπουλος, Ιστορικά και Λαογραφικά της ανατολικής περιοχής Αιγιαλείας και Καλαβρύτων, τ. Α' (1982), σ. 106-108, 323, 335.

5. Βλ. Διάγραμμα Α'. 6. ό.π., σ. 47.

Page 113: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

νιώτας, ιδίως δε τους κατοίκους του χωρίου Αγίας Βαρβάρας1" αφ' ότου όμως οι Κλουκινιώται επεδόθησαν εις την καλλιέργειαν της σταφιδαμπέλου, έμεινεν το στάδιον ελεύθερον εις τους Λαγ-καδινούς».

Σε μια εποχή δηλαδή που έχει αρχίσει η ερήμωση των ορει-νών χωριών, τα Λαγκάδια «προάγονται εις ακμήν»2. Το φαινό-μενο μπορεί να εξηγηθεί από τη γεωγραφική θέση του χωριού και το ρόλο που αυτό έπαιζε στην κοινωνική και οικονομική ζωή της γύρω περιοχής. Τα Λαγκάδια από τον περασμένο αιώνα ώς τα μέσα της δεκαετίας του 1950 περίπου δεν ήταν μόνο μαστο-ροχώρι αλλά και εμπορικό κέντρο της περιοχής. Κάθε Κυριακή στην πλατεία του χωριού λειτουργούσε αγορά, στην οποία οι γεωρ-γοί και οι κτηνοτρόφοι των γειτονικών χωριών έρχονταν να πουλή-σουν τα προϊόντα τους και να αγοράσουν ρούχα, τρόφιμα, γεωρ-γικά εργαλεία κ.ά. Εδώ υπήρχε το «Μονοπώλιο» από όπου Λαγ-καδινοί και ξένοι προμηθεύονταν αλάτι, σπίρτα, πετρέλαιο. Ο δη-μόσιος δρόμος Τριπόλεως-Πύργου, συντελεί στην ταχύτερη δια-κίνηση εμπορευμάτων, προσώπων και ιδεών. Στο χωριό λειτουρ-γούν μύλοι, κηροπλαστικά εργαστήρια, εμπορικά καταστήματα, οινομαγειρεία ή οινοπαντοπωλεία, καφενεία, κρεοπωλεία, σαγμα-τοποιεία κλπ. Οι δημόσιες αρχές (Ειρηνοδικείο, Σταθμός Χωρο-φυλακής, Δημόσιο Ταμείο, Ταχυδρομικό Γραφείο) απασχολούν μό-νιμα έναν αριθμό δημόσιων υπαλλήλων, που με την αγοραστική τους δύναμη συμβάλλουν στην οικονομική άνθηση του χωριού. Γύρω στο 1890 σημειώνεται και κάποια πολιτιστική κίνηση. Δά-σκαλοι, φοιτητές και άλλοι μορφωμένοι, ντόπιοι ή ξένοι, δίνουν θεατρικές παραστάσεις3. Όλα αυτά και το χρήμα που εισρέει από

1. Σχετικά με την παρακμή της Αγ. Βαρβάρας βλ. και Γ. Κανελλόπου-λου, Ιστορία και Λαογραφία των χωριών και οικισμών της Ανατολικής Αι-γιαλείας - Καλαβρύτων, Αθήνα 1981, σ. 507' Τέτης Θ. Ράλλη, Η Αγία Βαρ-βάρα κλπ., σ. 18-20.

2. Χρ. Π. Κορύλλος, ό.π., σ. 53. 3. Θεατρικές παραστάσεις θα δοθούν και αργότερα (βλ. Μ. Μιχαλόπουλο

Page 114: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Λιακύμανση του πληθυσμού στο κυριότερο μαστοροχώρι των Καλαβρύτων (Αγ. Βαρβάρα) από το 1700 ώς το 1981.

Page 115: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Β' Διακύμανση του πληθυσμού στο πρώτο μαστοροχώρι του Μοριά

(Λαγκάδια) από το 1700 ώς το 1981.

Page 116: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

τους χτίστες 1 κρατούν τα Λαγκάδια σε ακμή ώς το τέλος του 19ου αιώνα. Η ακμή όμως αυτή περικλείει και τα σπέρματα της παρακμής.

Η ανάπτυξη της παιδείας πρώτα απ' όλα ανοίγει νέους δρό-μους για την επαγγελματική αποκατάσταση των νέων του χω-ριού. Η μαστοριά, που άλλοτε ήταν η κυριότερη επαγγελματική διέξοδος για την πλειονότητα των νέων, από το τέλος του 19ου αιώνα και μετά αποτελεί απλώς επαγγελματική επιλογή για όσους δεν μπορούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους πέρα από το δημο-τικό σχολείο. Το όνειρο των νέων πλέον δεν είναι να γίνουν κα-λοί μαστόροι, αλλά να μάθουν γράμματα και να σταδιοδρομήσουν στον κρατικό μηχανισμό ή στις τράπεζες. Εκατοντάδες είναι οι Λαγκαδινοί που σπούδασαν και απαγκιστρώθηκαν από το πατρο-παράδοτο επάγγελμα2. Έγιναν υπάλληλοι, δάσκαλοι, καθηγητές, δικηγόροι, μηχανικοί, δικαστές. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που δια-κρίθηκαν στα ανώτερα αξιώματα της πολιτείας, των τραπεζών ή των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων3. Η προσπέλαση των

λο στην Ηχώ των Λαγκαδιών, φ. 7 (1 Νοεμβρίου 1959), 9 (1 Ιανουαρίου 1960) και 11 (7 Μαρτίου I960)).

1. «Χρυσωρυχείο του χωριού μας» ονομάζει κάποιος Ααγκαδινός τους χτίστες (Ηχώ των Λαγκαδιών, 1 Αυγούστου 1961).

2. Πάνος Κίντζιος, «Ιστορική εξέλιξις των Λαγκαδιών», Χρονικά τον Μοριά, Β' (1953), σ. 22-26· Χρ. Π. Γαρδίκας, «Οι λαγκαδινοί μαστόροι στην ιστορική τους πορεία», Ηχώ των Λαγκαδιών (7 Φεβρουαρίου 1966)· Β. I. Τσαφαράς, Λαγκάδια, σ. 264-269' Αρκαδική Επετηρίς, Α' (1903), σ. 9-10, Β' (1907), σ. 160" Π. Γ. Πεφάνης, Τα Σχολεία των Λαγκαδιών, Αθήνα 1958, σ. 140 κε.

3. Την παραδοσιακή απασχόληση των Λαγκαδινών στις οικοδομικές κα-τασκευές μας δίνει επιγραμματικά το ανέκδοτο που λέει ότι «αν ρίξεις πέ-τρα στην απάνου μεριά, θα βαρέσεις ή μάστορη ή γουρούνι». Όταν αργό-τερα από τα Λαγκάδια έβγαιναν και πολλοί δάσκαλοι, το παραπάνω ανέκ-δοτο προσαρμόστηκε κατάλληλα: «Αν ρίξεις πέτρα στην απάνου μεριά θα βαρέσεις ή μάστορη ή δάσκαλο». Στις ορεινές περιοχές το επάγγελμα του δημόσιου υπαλλήλου θεωρείται σπουδαίο. Κάποτε μια λαγκαδινιά γριά απο-χαιρέτησε τον πρωθυπουργό Θ. Δεληγιάννη με την ευχή «στο καλό και νω-

Page 117: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

μορφωμένων Λαγκαδινών στις δημόσιες θέσεις διευκολύνεται σε μεγάλο βαθμό από τους πολιτικούς του χωριού τους, κυρίως τους Δεληγιανναίους1. Όσοι διορίζονται στο δημόσιο ή στις τράπεζες εκπατρίζονται αργά ή γρήγορα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ελεύθερους επαγγελματίες.

Από την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας, και ακόμα πιο μπρο-στά, οι φτωχοί των ορεινών περιοχών της Αρκαδίας, όπως άλ-λωστε και ολόκληρης της Ελλάδας, ζητούν μια καλύτερη τύχη στα ξένα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, με τη γρήγορη ανάπτυξη της καπιταλιστικής τους οικονομίας, στάθηκαν μόνιμος μαγνήτης για τους φτωχούς Έλληνες. Το μεταναστευτικό ρεύμα προς τις Ηνω-μένες Πολιτείες ακολούθησαν και πολλοί Λαγκαδινοί, κυρίως χτί-στες. Η φήμη για σχετικά εύκολο και γρήγορο πλουτισμό τους οδήγησε στο δρόμο για τον Νέο Κόσμο. Η δ η το 1921 έχει δη-μιουργηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες «ανθούσα παροικία των Λαγ-καδινών»2.

Η εσωτερική μετανάστευση (αστυφιλία) πλήττει επίσης τα Λαγκάδια. Πολλοί από τους χτίστες που δεν φεύγουν για το εξω-τερικό μετακινούνται προς τα εύφορα πεδινά μέρη ή τα αστικά κέντρα. Η μετακίνηση αυτή των χτιστών και η απαγόρευση της απρογραμμάτιστης υλοτομίας από τα γύρω δάση3 θεωρείται από

νωματάρχης!» (Ηχώ των Λαγκαδιών, φ. 7 της 1 Νοεμβρίου 1959). Μόνιμη επιδίωξη των φτωχών οικογενειών στους ορεινούς οικισμούς ήταν, και είναι και σήμερα ακόμα, η σταδιοδρομία των παιδιών τους στον κρατικό μηχανι-σμό. Την επιδίωξη αυτή εκμεταλλεύονται οι πολιτικοί και οι κομματάρχες με αποτέλεσμα οι πελατειακές σχέσεις να αποτελούν μόνιμο φαινόμενο στις περιοχές αυτές.

1. Για τους πολιτικούς Δεληγιανναίους βλ. Β. I. Τσαφαρά, Λαγκάδια, σ. 263 κε.

2. Β. Ιερείδης, Λαγκάδια, το μαστοροχώρι τον Μοριά, Αθήνα 1977, σ. 16.

3. Απαγόρευση που είχε ως συνέπεια τη δυσκολία πορισμού καυσόξυ-λων και τη χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων κατά τους . χειμερινούς μήνες.

Page 118: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

κάποιον Λαγκαδινό ως ένα από τα αίτια παρακμής των Λαγκα-διών1.

Οι Λαγκαδινοί καταφεύγουν κυρίως στην Αθήνα, την Πάτρα, την Τρίπολη, τον Πύργο, την Αμαλιάδα, το Αργός, τη Θεσσα-λονίκη και σε άλλες πόλεις2. Ήδη το 1898 ιδρύεται ο Σύνδεσμος των εν Αθήναις Λαγκαδινών, υπολογίζεται δε ότι την εποχή αυ-τή στην Αθήνα και τον Πειραιά διαμένουν πάνω από 200 Λαγ-καδινοί3. Η φυγή προς τις πόλεις θα κορυφωθεί μετά τον εμφύλιο πόλεμο, όπως δείχνουν και οι τελευταίες απογραφές του πληθυ-σμού. Στην περιοχή της Αττικής οι Λαγκαδινοί έχουν συγκεντρω-θεί σε δυο κυρίως μέρη: στη Δάφνη της Αθήνας και στην Πα-ραλία Ασπροπύργου. Η εγκατάσταση των Λαγκαδινών στην τε-λευταία αυτή περιοχή σχετίζεται με την ίδρυση του εργοστασίου τσιμέντων «Χάλυψ». Το εργοστάσιο αυτό ιδρύθηκε γύρω στα 1935-36 από τους αδελφούς Βαλτή, Λαγκαδινούς. Σε αυτό βρή-καν απασχόληση στην αρχή ελάχιστοι Λαγκαδινοί, σιγά σιγά όμως ήρθαν και άλλοι. Αγόρασαν οικόπεδα, έχτισαν σπίτια και έγιναν μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής αυτής.

Έτσι από τα 150-200 μαστόρικα μπουλούκια που έβγαιναν άλ-λοτε από το πρώτο μαστοροχώρι του Μοριά4, δεν έχουν απομεί-νει το 1966 παρά 41 χτίστες 5. Τα Λαγκάδια ερημώνονται και πολλές γειτονιές που άλλοτε έσφυζαν από ζωή βρίσκονται σήμε-ρα σε ερείπια®. Μετά το 1960 θα εγκαταλείψουν τον παραδοσιακό

1. Βλ. Π. Σινόπουλο στην Ηχώ των Λαγκαδιών, φ. 10 (1 Φεβρουαρίου 1960).

2. Β. I. Τσαφαράς, ό.π., σ. 276. 3. Αρκαδική Επετηρίς, Β' (1907), σ. 108. 4. Κατά τους υπολογισμούς του πρωτομάστορα Χρήστου Γαρδίκα. 5. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, Οι παραδοσιακοί χτίστες, σ. 193-194.

Δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια η διαπίστωση της Ιωάννας Μπενεχούτσου («Σπίτια της Γορτυνίας» στο βιβλίο Το Ελληνικό λαϊκό σπίτι, Αθήνα 1961, έκδ. ΕΜΠ) ότι «το 1960 ακόμη οι Λαγκαδινοί είναι όλοι χτίστες».

6. «Η ύπαρξις των ερειπίων τούτων», έγραφε ο Β. I. Τσαφαράς (Ηχώ των Λαγκαδιών, 5 Νοεμβρίου 1964 και 30 Σεπτεμβρίου 1965), «αποτελεί

Page 119: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

τρόπο εργασίας και το ίδιο το επάγγελμα και άλλοι γορτύνιοι χτί-στες.

Σήμερα στα κυριότερα μαστοροχώρια του Μοριά μπορεί να συναντήσει κανείς ελάχιστους χτίστες. Η κομπανία ανήκει στην ιστορία. Οι μαστόροι, που στις κομπανίες ήταν συνεταίροι, έγι-ναν μισθωτοί εργάτες, οικοδόμοι, και αποτελούν ένα από τα δυ-ναμικότερα στοιχεία της εργατικής τάξης.

μίαν ασχήμιαν, η οποία πρέπει να λείψη». Προτείνει στη συνέχεια να πα-ραχωρηθούν τα ερείπια αυτά στο δήμο Λαγκαδίων για να γίνουν «ωραίοι δενδρόκηποι».

Page 120: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf
Page 121: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Αβδελίδης Παρμενίων Σ., Ο συνεταιρισμός στις συνθήκες του καπιταλισμού, Αθήνα 1978.

Αικατερινίδης Γ. Ν., «Η συνθηματική γλώσσα των κτιστών του Ρεκουνίου (Λευκοχωρίου) Γορτυνίας», Γορτυνιακά, τ. Λ' (1972), σ. 106-123.

Ακαδημία Αθηνών, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Αθήνα 1962, σ., 385-387. Αλεξάκη Ελένη, «Ζάρακας», Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τ. Δ',

Πελοπόννησος, Α', Αθήνα 1986, σ. 113-144. Αρκαδικόν Ημερολόγιον, Τρίπολη 1937. Αρκαδική Επετηρίς, τ. Α' (1903), τ. Β' (1907). Αρμολόι, τχ. 1-10 (1976-1980).

Ανωγειανάκης Φοίβος, «Το γενεαλογικό δέντρο ενός λαϊκού μουσικού», Λαο-γραφία, τ. ΚΘ' (1974), σ. 93-113.

Αρχείον του στρατηγού Ανδρέου Λόντου, τ. Α' (1914), σ. 13, 113-114, 209. Ασδραχάς Σπ. I., Μηχανισμοί της αγροτικής οικονομίας στην Τουρκοκρατία

(ιε'-ιστ αιώνας), Αθήνα 1978, σ. 228-229. Ελληνική κοινωνία και οικονομία (ιη' και ιθ' αιώνες), Αθήνα 1983, σ. 11, 27, 28, 129 κε., 147-148. «Το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο της αρχιτεκτονικής», Ελληνική Πα-ραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τ. Α' (1982), σ. 16. Ζητήματα ιστορίας, Αθήνα 1983, σ. 97-98.

Βαγενάς Θάνος, «Ο Τσάκωνας αγωνιστής Γιαννάκης Σαραντάρης και οι ανέκδοτες ιστορικές σημειώσεις του», Χρονικά των Τσακώνουν, τ. Γ' (1969), σ. 110. Χρονικά Αγιοπετριτών, τ. Α' (1974), σ. 125-128.

Βακαλόπουλος Απ. Ε., Ιστορία του νέου Ελληνισμού, τ. Β1, Θεσσαλονίκη 1964, σ. 91.

Βέης Ν. Α., «Το Παρθενών-Παρθενός και τ' ανάλογά του», Νουμάς, έτ. Γ', φ. 141 (1905).

Page 122: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Βέης Ν. Α., «Αρκαδικά χωρικά περιπαίγματα», Αρμονία (1902), σ. 93-95, 140-143.

Βετσόπουλος Β., Γα ήθη και έθιμα του χωριού μου Πυρσόγιαννη Ηπείρου (1970), χφ. 3480 του ΚΕΕΛ.

Βοβολίνης Κ. Α., Το χρονικόν του «Παρνασσού», Αθήνα 1951. Βογιατζής Ιερώνυμος, «Περί της ονομασίας των δήμων της επαρχίας Γόρ-

τυνος και εμβλημάτων των δημοτικών σφραγίδων», π. Βύρων (1874), σ. 363.

Βουραζέλη-Μαρινάκου Ε., Αι εν Θράκη συντεχνίαι των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατίαν, Θεσσαλονίκη 1950.

Baer G., «Οι διοικητικές, οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες των τουρ-κικών συντεχνιών», Η δομή των Βαλκανικών χωρών στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας (εισαγωγή-επιμέλεια κειμένων Σπ. I. Ασδρα-χά), Αθήνα 1979, σ. 577-596. «Μονοπώλιο και περιοριστικές πρακτικές των τουρκικών συντεχνιών»,

ό.π., σ. 599-612. Γιανναροπούλου Ιωάννα, «Ποικίλα σημειώματα εκ γορτυνιακών κωδίκων»,

Γορτυνιακά, τ. Α' (1972), σ. 361, 362, 372. Γκατζουγιάννης Γρ., Το χωριό Ζέρμα (Πλαγιά) Κόνιτσας Ηπείρου, Αθήνα

1982. Γκίνης Δ. Σ., Περίγραμμα ιστορίας ταυ μεταβυζαντινού δικαίου, Αθήνα 1968. Γκιόλιας Μάρκος Α., Το συντεχνιακό δίκαιο και η συνθηματική γλώσσα των

καποραπτών της Ευρυτανίας, Αθήνα 1985. Γκούτος Χαρίλαος Γ., Εργασιακές σχέσεις των οικοδόμων στη χερσαία Ελ-

λάδα μετά το 1800, Αθήνα 1985. Γορτυνιακόν Ημερολόγιον, τχ. Γ' (1948) και Ε' (1950). Γριτσόπουλος Τάσος Αθ., «Πωλητήρια και άλλα έγγραφα της παρά την Δη-

μητσάναν μονής Φιλοσόφου», ΕΑΙΕΔ, τ. Γ' (1950), σ. 146, 148-149, 152-153. Μονή Φιλοσόφου, Αθήνα 1960, σ. 34-35, 110, 210. «Δικαιοπρακτικά έγγραφα μονής Προδρόμου Γορτυνίας», Γορτυνια-κά, τ. Α' (1972), σ. 174. «Μονή Αγίου Νικολάου Καρυάς Κυνουρίας», Μνημοσύνη, τ. Β' (1969), σ. 312. «Χριστιανικά μνημεία Πραστού», Πελοποννησιακά, τ. IB' (1977), σ. 185.

Δέφφνερ Μιχαήλ, Λεξικόν της Τσακωνικής διαλέκτου, Αθήνα 1923, σ. 169. Δρεπανιάς Μανόλης, Βρονταμάς Λακωνίας, Αθήνα 1981.

Page 123: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Ζαμπέλιος Σπ., Άσματα δημοτικά, Κέρκυρα 1852, σ. 173-174. Ζεγκίνης Ιωαν. Ερν., Το Άργος δια μέσου των αιώνων, Πύργος 1968. Ζώης Λεων., Αι εν Ζακύνθω συντεχνίαι, Ζάκυνθος 1893. Θωμαίδης Ξεν., «Σύμβαση μαθητείας στην ελληνική αρχαιότητα», ΕΕΔ, τ..

45 (1986), σ. 865-877. Ιερείδης Βασίλης, Λαγκάδια, το μαστοροχώρι του Μοριά, Αθήνα 1977. Ιωάννου Γ., Παραλογές, Αθήνα, σ. 97-99. Καγιούλης Π. Αλ., Η Ιστορία της Λάστας, Αθήνα 1980. Καλλιάβας Α., Το οκτάωρον εις την θεωρίαν και την πράξιν, 1929. Καλλούτσης Καλ., Κυνουριακά, Αθήνα 1930. Κανελλόπουλος Γ., Ιστορία και λαογραφία των χωριών και οικισμών της

Ανατολικής Αιγιαλείας-Καλαβρύτων, Αθήνα 1981. Κανδηλώρος Τάκης, «Απολογισμός των εσόδων και εξόδων της Γορτυνίας

επί Τουρκοκρατίας», Αρκαδική Επετηρίς, τ. Β' (1907), σ. 312-322. Καράμπελας Αδαμάντιος, Η Λάστα και τα χωριά της, Αθήνα 1957.

— Η ίδρυσις του χωρίου Χάβαρι, Αθήνα 1963. Καραποστόλης Β., Οικονομικές μεταμορφώσεις της αγροτικής Ελλάδαςr

Αθήνα 1981. Καρβελάς Γ., Ιστορία της Δημητσάνης, τ. Α', Αθήνα 1972. Καρούζου Σέμνη, Το Ναύπλιο, Αθήνα 1979. Capitaine Peytier, «Mémoire sur la Grèce», Ο Ερανιστής, τ. Θ' (1971),

σ. 151. Κάσσης Κυριάκος, Λαογραφία της Μέσα Μάνης, τ. Α' (1980).

Κάσσης Μιχάλης, «Οι πετροφάοι της Μάνης και η προσφορά τους στη μα-νιάτικη λαϊκή αρχιτεκτονική», Λακωνικαί Σπουδαί, τ. Ε' (1980), σ. 381-382.

Καψαμπέλης Γιάννης, «Ο παλαιότερος Πραστός», Χρονικά των Τσακώνων, τ. Α' (1956), σ. 12.

Κίντζιος Πάνος, «Ιστορική εξέλιξις των Λαγκαδιών», ανάτυπο από τα Χρο-νικά του Μοριά, τ. Β' (1953).

Κισκίρας I., Η σύμβασις μαθητείας εν τη βενετοκρατουμένη Κρήτη (μετ' ανεκδότων εγγράφων εκ του Archivio distato της Βενετίας), Αθήνα 1968.

Κονδυλάκης I., Οι Άθλιοι των Αθηνών, Αθήνα 1980. Κοντογιώργης Γ., Κοινωνική δυναμική και πολιτική αυτοδιοίκηση. Οι Ελλη-

νικές κοινότητες επί Τουρκοκρατίας, Αθήνα 1982.

Page 124: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Κορδάτος Γιάννης, Τα Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, Αθήνα 1955. Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, Αθήνα 21956.

Κορύλλος Χρ., Πεζοπορία από Πατρών εις Τρίπολιν, Πάτρα 1890. Χωρογραφία της Ελλάδος. Α'. Νομός Αχαίας, Αθήνα 1903.

Κουκουλές Φαίδων, Οινουντιακά, ή μελέτη περί της ιστορίας, των ηθών και εθίμων και του γλωσσικού ιδιώματος του Δήμου Οινούντος της επαρ-χίας Λακεδαίμονος, Χανιά 1908, σ. 104-105.

Κουτίβας Σταύρος, Ιστορικά του Ξυλοκάστρου, τ. Α', Αθήνα 1963. Κρεμμυδάς Βασ., «Όψεις της τσακώνικης κοινωνίας, 1704-1821», Χρονι-

κά των Τσακώνων, τ. Γ' (1969), σ. 17-31. Κυριακόπουλος Κ. Θ., «Σύμμεικτα αρχαιολογικά-ιστορικά-λαογραφικά χω-

ριών της επαρχίας Καλαβρύτων», π. Παγκαλαβρυτινόν Βήμα, τχ. 3 (1981), σ. 18.

Κωνσταντινόπουλος Χρήστος Γ., «Γύρω στη σημασία των λέξεων "Τσακω-νιά" και "τσάκωνας"», Χρονικά των Τσακώνων, τ. Γ' (1969), σ. 67-76.

—1— «Ανέκδοτα γορτυνιακά έγγραφα», Γορτυνιακά, τ. Α' (1972), σ. 70-90. «Η εξέλιξη της γαιοκτησίας στο Χαμάκου Καλαβρύτων κατά την πε-ρίοδο 1739-1919», Επετηρίς των Καλαβρύτων, τ. Θ' (1977), σ. 3-22. Οι λαγκαδινοί μαστόροι, Αθήνα 1970. «Οι καλαβρυτινοί μαστόροι», Επετηρίς Καλαβρύτων (1972), σ. 111-122. Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου, Αθήνα 1983.

Κωστάκης Θανάσης, «Τσακώνικη αρχιτεκτονική», Λαογραφία, τ. ΙΘ' (1960-61), σ. 264-324.

Λάσκαρης Ν., Η Λάστα και τα μνημεία της, Πύργος 1902-1936.

Λεύκωμα Γορτυνίας, Αθήνα 1937, σ. 97, 104, 109, 211.

Ληξουριώτης Γιαν. Δ., Κοινωνικές και νομικές αντιλήψεις για το παιδί, Αθήνα-Γιάννινα 1986.

Λουκόπουλος Δ., Γεωργικά της Ρούμελης, Αθήνα 1938.

Leake W. Μ., Travels in the Morea, σ. 3, Λονδίνο 1830, σ. 159-160.

Μαμμόπουλος Αλεξ., Λαϊκή αρχιτεκτονική, ηπειρώτες μαστόροι και γεφύρια, Αθήνα 1973.

Μαρκόπουλος Γλαύκος, Η λαϊκή μας αρχιτεκτονική, Αθήνα 1945.

Page 125: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Μαρκόπουλος Κ. Δ., «Η σύμβαση μαθητείας», ΕΕΔ, τ. 35, τχ. 2 (1976), σ. 49-54.

Μαστροκώστας Βλ., «Τα Μπουλιάρικα», π. Στερεοελλαδική Εστία, τχ. 4 (1960), σ. 240-247.

Μαυροειδής Θ. Κ., Ιστορία τον Δυρραχίου και της περιφερείας του, Αθήνα 1983.

Μελαχρινός Απ., Δημοτικά τραγούδια, Αθήνα 1946, σ. 135-137. Μέρτζιος Κ. Δ., «Ειδήσεις περί της Στερεάς Ελλάδος εκ των αρχείων της

Βενετίας (1690-1736)», ΕΕΣΜ, τ. Β'"(1969-1970), σ. 412-413, 417-418.

Μήκος Ασημάκης, Πουρναριά (Ποδογορά) Γορτυνίας, 1974. Μήτσου-Talon Γενεβιέβη, «Οι κανονισμοί των συντεχνιών στο μεσαιωνικό

Παρίσι», ΕΕΔ, τ. 45, τχ. 14-15 (1986), σ. 561-572. Μοσκώφ Κ., Η εθνική και κοινωνική συνείδηση (1830-1909), Θεσσαλονίκη

1972. Μουτσόπουλος Ν. Κ., Η αρχιτεκτονική των εκκλησιών και των μοναστη-

ριών της Γορτυνίας, Αθήνα 1956. «Κουδαραίοι μακεδόνες και ηπειρώτες μαΐστορες» στο βιβλίο Πρώτοι Έλληνες τεχνικοί επιστήμονες περιόδου απελευθέρωσης, Αθήνα 1976, σ. 353-433.

Μπούρας Χαρ., «Η αντιμετώπιση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής», Ελ-ληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τ. Α' (1982), σ. 21 κε.

Μωυσίδης Αντ., «Εξωαγροτική απασχόληση στην Ελληνική Γεωργία», Επι-θεώρηση Αγροτικών Μελετών, τ. 1, τχ. 2 (Νοέμβριος 1985), σ. 71-96.

Νάστος Κλεάνθης, «Τα εσνάφια των κουδαραίων», π. Μακεδόνικη Ζωή, τχ. 135 (1977), σ. 16-18.

Νικήτα Βικτωρία, «Εκμάθηση και αυθεντία στους μαστόρους της Δυτικής Μακεδονίας. Οι παρέες σε τρεις γενεές», Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου : Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, Αθή-να 1986, σ. 407-416.

Νικήτας-Στρατολάτης Χρ. Γ., Νοσταλγοί, β' έκδ., Αθήνα (χ.χ.). Άγια Χώματα, Αθήνα (χ.χ.).

«Οι Λαγκαδινοί μαστόροι κατά την επανάστασιν του 1821», Γορτυ-νιακόν Ημερολόγιον, τ. Γ' (1948), σ. 23-26.

Παναγιωτόπουλος Βασίλης, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας, Αθήνα 1985.

Page 126: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Παπαγαρυφάλλου Π. Λ., Η διάρθρωση της αγροτικής οικονομίας και των θαλασσίων μεταφορών στην Ελλάδα πριν και μετά την Επανάσταση του '21, Αθήνα 1977.

Παπαγεωργίου Γ., Οι συντεχνίες στα Γιάννενα κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα, Ιωάννινα 1982. Η μαθητεία στα επαγγέλματα (16ος-20ός αιώνας), Αθήνα 1986.

Παπαγεωργίου Γ. Θ., Η ιστορία του Πραστού, Αθήνα 1970. Παπαγιάννης Αθ. Φ., Μαντινειακά μοναστήρια, Αθήνα 1977. Παπαδόπουλος Στέλιος, Η χαλκοτεχνία στον ελληνικό χώρο (1900-1975)

κατά τις προφορικές μαρτυρίες των χαλκουργών, Ναύπλιο 1982. Παπαθανασίου-Μουσιοπούλου Κ., «Η συντεχνία των δουλγέρηδων φορέας

παραδοσιακής τέχνης και φυτώριον συνδικαλισμού», Πρακτικά Γ' Συμποσίου Λαογραφίας Βορειοελλαδικού χώρου, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 539-566.

Παπαθανασόπουλος Θανάσης, Οι Μπουλιαραίοι και τα Μπουλιάρικα, Αθήνα 1969.

Παπανδρέου Γ., Καλαβρυτινή Επετηρίς, Αθήνα 1906. Ιστορία των Καλαβρύτων, χ.τ. και χρ. έκδ.

Παπαρρηγόπουλος Πάνος, Λαογραφικά Καλαβρύτων, Αθήνα 21979. Πετρονώτης Αργύρης, «Μανιάτες μαστόροι», Λακωνικαί Σπουδαί, τ. Ε'

(1980), σ. 168-187. «Τα τοπικά οικοδομικά εργαστήρια της νεοελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής», Αρμολόι, τχ. 10 (1980), σ. 53-62. «Αρκαδία» στο Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τ. Δ', Πελο-πόννησος, τ. Α', Αθήνα 1986, σ. 180-244.

Πεφάνης Π. Γ., Τα σχολεία των Λαγκαδιών, Αθήνα 1958. Πολίτης Ν. Γ., Εκλογαί, έκδ. ε', σ. 87, 294. Ράλλη Τέτη Θ., Η Αγία Βαρβάρα Καλαβρύτων και οι μαστόροι της, Αθήνα

1984. Ρηγίνος Μιχάλης, «Μορφές παιδικής εργασίας στην ελληνική βιομηχανία-

βιοτεχνία 1909-1936», Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου : Ιστορικό-τητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, Αθήνα 1986, σ. 417-423.

Σινόπουλος Π., «Λαγκαδινά ανέκδοτα», εφ. Ηχώ των Λαγκαδιών (10 Οκτω-βρίου 1961). «Η ζωή των Λαγκαδινών οικοδόμων», ό.π. (1 Δεκεμβρίου 1961, 1 Φεβρουαρίου 1962, 1 Απριλίου 1962, 1 Ιουνίου 1962). «Η κτίσις των Λαγκαδιών», ό.π. (6 Νοεμβρίου 1961).

Page 127: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Σπηλιωτάκης Κ., «Τα εν Ναυπλίω κτίρια του Βουλευτικού και του Εκτε-λεστικού 1824-1926», ΔΙΕΕ (Ιούνιος 1973), σ. 60-63.

Σταθάκης Στάθης Δ., «Η κοσμίτικη λαϊκή αρχιτεκτονική», Χρονικά του Κοσμά (Κυνουρίας), Αθήνα 1971, σ. 54-68.

Σταυρόπουλος Κων. Χρ., Ιστορία του Ζυγοβιτσίου, Αθήνα 1979 (ανατύπω-ση από την έκδ. του 1905).

Συναδινός Νάσιος, Οι τεχνίτες της Στεμνίτσας, Αθήνα 1979. Slot, «Η Ηλεία εις τις ολλανδικές πηγές», Πρακτικά του Α' Συνεδρίου

Ηλειακών Σπονδών, Αθήνα 1980, σ. 367-368. Τζιούφας Σ., Το Δίλοφο Βοΐου, Θεσσαλονίκη 1977. Τόγιας Β. Γ., Καστρίτικα (Κυνουρίας), τ. Α', Αθήνα 1986. Τούσης Χρ., «Η σύμβασις μαθητείας εν αρχαία Αιγύπτω», ΕΕΔ, τ. 13

(1954), σ. 4-9. «Η σύμβασις μαθητείας κατά τον μεσαίωνα», ΕΕΔ, τ. 18, τχ. 2 (1959), σ. 65-73.

Τρουπής, Θ., Άνθρωποι της σκαλωσιάς, Λάρισα 1959. Τσαφαράς Β. I., Λαγκάδια, Αθήνα 1937.

Λαογραφικά Γορτυνίας, Αθήνα 1963. «Τα Λαγκάδια κατά εν παλαιόν χειρόγραφον», εφ. Ηχώ των Λαγκα-διών, φ. 20 (1 Δεκεμβρίου 1960).

Τσολομήτης Δ. Γ., Οι Κοσμίτες «γιωργατζάδες» και τα «γιωργατζαίικα», Αθήνα 1984.

Τσοτσορός Στάθης Ν., Οικονομικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί στον ορεινό χώρο Γορτυνία (1715-1828), Αθήνα 1986.

Τσουκαλάς Κ., Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκ-παιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922), Αθήνα 31982.

Υπουργείον Εσωτερικών, Μελέτη εντοπισμού και απογραφής αξιολόγων οι-κισμών ή τμημάτων τούτων (1975).

Υπουργείο Εργασίας, Συλλογή-Κωδικοποίηση εργατικής νομοθεσίας, Αθήνα 1981, τ. Α'-Β'.

Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Έκθεσις του προσωπικού Επιθ. Εργασίας επί της εφαρμογής των εργατικών νόμων, έτος 1921, Αθήνα 1923. Έκθεσις και πεπραγμένα σώματος Επιθ. Εργασίας επί της εφαρμογής των εργατικών νόμων και των συνθηκών εργασίας εν Ελλάδι κατά το 1931, Αθήνα 1934.

Έκθεσις κλπ. των ετών 1932, 1933, 1934, που δημοσιεύτηκαν κατά τα έτη 1935 και 1936.

Page 128: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Φαλτάιτς, Οι πλανόδιοι ηπειρώται τεχνίται, Αθήνα 1928. «Λατόμοι, ταλιαδόροι, βαγενάδες», π. Ελληνικά Γράμματα, τ. Γ' (1928), σ. 183 κε.

Φιλιππίδης Δημ., «Κυνουρία», στο Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τ. Δ', Πελοπόννησος Α', Αθήνα 1986, σ. 147-178.

Φλούδας Ν. I., Βυζικιώτικα, τ. Α'-Δ', Αθήνα 1960-1964. Φωτόπουλος Αθ. Θ., «Διονυσίου Πύρρου του Θετταλού, Περιήγησις της

Ελλάδος. Αχαϊκά», Επετηρίς των Καλαβρύτων (1976), σ. 81-116. «Συμβολαί εις την ιστορίαν της εν Πελοποννήσω γαιοκτησίας κατά την β' Τουρκοκρατίαν», Πρακτικά Β' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννη-σιακών Σπουδών, Αθήνα 1981-1982, σ. 168-176. «Συμβολή εις την ιστορίαν της ληστείας κατά την Καποδιστριακήν περίοδον», Πρακτικά του Α' Τοπικού Συνεδρίου Κορινθιακών Ερευ-νών, Αθήνα 1975, σ. 213-238. Ιστορικά και λαογραφικά της ανατολικής περιοχής Αιγιαλείας και Κα-λαβρύτων, τ. Α'-Β', Αθήνα 1982.

Χαραλαμπόπουλος Χαρ. Δ., Ναυπακτιακά Μελετήματα, Αθήνα 1980, σ. 468 κε.

Χαριτάκης Γ., II Ελληνική βιομηχανία, Αθήνα 1927. Χατζημιχάλη Αγγελική, «Οι συντεχνίες, τα εσνάφια», Επετηρίς Ανωτάτης

Βιομηχανικής Σχολής Πειραιώς, τ. 2 (1949-1950), και ανάτυπο σ. 3-22. «Μορφές από τη σωματειακή οργάνωση των Ελλήνων στην Οθωμα-νική αυτοκρατορία. Οι συντεχνίες-τα εσνάφια», L'Hellénisme Contem-porain (1453-1953), Αθήνα 1953, σ. 279-303.

Χουλιαράκης Μιχαήλ Γ., Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλι-ξις της Ελλάδος, 1821-1971, τ. Α', μέρος I (1973), μέρος II (1974).

Χριστόπουλος Β., «Αχαία», στο Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τ. Δ', Πελοπόννησος Α', σ. 11-42.

Χρυσανθόπουλος Φώτιος, «Ανέκδοτα, μύθοι, παροιμίαι», π. Εβδομάς (1886), σ. 114.

Χρυσάφη Μ., «Η κοίμησις της Θεοτόκου στα Τρίκαλα Κορινθίας», Εκκλη-σίες μετά την άλωση, τ. 2, Αθήνα 1982, σ. 250.

Page 129: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

ΓΕΝΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ*

Αγά-πασάς 22 αγαρηνή τέχνη 93, 98 Αγγλία 88 Αγερανός 15 αγιαδουλειά 51 Αγιατριάδα Λαγκαδίων 20

Άγιοι Απόστολοι Λαγκαδίων 20 Άγιος Ιωάννης 17, 107 αγιοπετρίτες καρβουνιάρηδες 45 Αγρίδι Καλαβρύτων 29 Αέρηδες 40 Αετορράχη 25 Αθήνα 38, 40, 108, 116 αθηναίοι μαστόροι 22 Αιτωλία 86 Αιτωλοακαρνανία 17 Ακράτας ποτάμι. Βλ. Κράθης πο-

ταμός Ακράτας Πύργος 29 Ακροκόρινθος 15, 16

«αλάνια του Ρολογιού» 40 Αλευρού 107 Αμαλιάδα 114 Αμπελάκια 76, 77 Ανδρικόπουλος Ανδρέας 60 Ανδρίτσαινα 33 άνοιγμα 34 ανοιξιές 34

Αρβανιτάκης Ελευθέριος 60 αρβανίτικα τσαρούχια 75 Αργολίδα 107 Αργολιδοκορινθία 74

Άργος 31, 109, 116

Αρκαδία 37, 40, 45, 84, 107, 109, 115

αρχοντικό Δασαίων 29 ασημιτζήδες 45 Αχαγιά 97 Αχαία 107, 109

Βαλτή αδελφοί 116 βαρελάδες 46 βαριά 83 Βελά 30 βελόνια 80 Βενετοί 22 βιβλιάρια εργασίας ανηλίκων 90 Βίλια 18 Βισοκά 69 Βλαχόπουλο 107 βορειοηπειρώτες χτίστες 22 Βούρβουρα 17 Βουρλιά 100 Βρετεμπούγα 27 Βυζίτσι 25, 27 βυρσοδέψης 46

γαζέτες 50 γαλατάδες 38 Γαργαλιάνοι 107 Γαρδίκας Χρήστος 84, 86 Γεράκι 17 Γεωργίτσι 107 γιαμά 66

* Δεν ευρετηριάζονται λέξεις που · απαντούν συχνά στο κείμενο (Πελο-πόννησος, Ήπειρος, Λαγκάδια, Αγ. Βαρβάρα κλπ.), ούτε τα ονόματα των συγγραφέων στα έργα των οποίων γίνονται παραπομπές.

Page 130: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Γιαννικοπουλαίων κομπανία 69 Γιαννικόπουλος Βαγγέλης 95 Γκούρα 18 Γλανιτσιά 19 Γύθειο 74 γωνιάζω 61

Δάφνη 116 Δαιμονιά 17, 37 Δεληγιανναίοι 115 Δεληγιάννης Λιας 23 Δερβένια Λεονταρίου 48 Δημητσάνα 27, 37, 42 διακονιά 26 διακονιάρης 26 διατάξεις εργατικής νομοθεσίας για

τους ανηλίκους 89 επ., 108 Δίλοφο Βοΐου 78 διάρθρωση του μπουλουκιού 54 Δόξα (Βρετεμπούγα) 25 δυρραχίτες μυλωνάδες 45 Δωρίδα 17

Ελευσίνα 39 εμβολάριος 26 επαγγέλματα ανηλίκων 38, 40 — Αρκάδων 45, 46 — Γορτυνίων 46 — Ηπειρωτών 45 — Κλουκινοχωριτών 46 επαγγελματικές σχολές 71, 109 Επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς 15, 17 — Μεγαλοπόλεως 41 εργοστάσιο «Χάλυψ» 116 Εύβοια 86 Ευρυτανία 17 εφημεριδοπώλες 38

Ζαγοροχώρια 34 Ζάρακας 17 Ζαρούχλα 27 Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης 43 Ζαχάρω 107 Ζέρμα (Πλαγιά) 58, 83 ζητιάνοι Ηπειρώτες 44 — Κλουκινοχωρίτες 28, 43 — Κραβαρίτες 43 — Ρεκουνιώτες 26, 43

Ζιγοβίστι 27 ζιγοβιστινοί λαδάδες 37 ζιόμπολα 95 Ζουλάτικα (Αετορράχη) 25, 27 ζουπανιώτες χτίστες 21

Ηλεία 43, 106, 107 Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής 114

Θανασιός (ληστής) 98 Θεσσαλία 86 Θεσσαλονίκη 116 Θεοχαρόπουλος Σωτήρης 29 Θράκη 57, 86

Ιταλία 16 ιταλοί χτίστες 24

καζαντζήδες 45 Καλαβρυτινά 107 Καλαβρυτιναίικα 107 Καλαβρυτοχώρια 74 Καλαμάτα 18 καλαντζήδες 45 καλέμια 80 καλιγοσφύρια 20 Καλύβια 18 Καλογωνιά 107 κάλφας 56, 74 καμπανάδες 45 Καναλάκι 90 κανατάδες 46 Καρδίτσα 38, 89 Καρτζιώτης Κωστάκης 16 κάσα 56 κασμάς 83 Καστάνιτσα 17 καστανιτσιώτες ασβεστάδες 45 Καστρί 17, 74 Κατάκωλο 97 κατσουλαίοι μαστόροι 26, 27, 87 Κατσουλιά (ΙΙερδικονέρι) 25, 26, 32,

56, 74, 104 καψαλιά 34 Κερπινής Δήμος 110 κιβούρι 31 κιούσης (τσούσης) Ì 7

Page 131: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Κισκύρας Ιωάννης 18 Κίττα 18 Κλουκίνες 27 Κλώνι 100 κοιλό 47, 48 Κοίμησις της Θεοτόκου Βρονταμά

17 —· Τρικάλων Κορινθίας 29 Κοκκιναράς 108 κόλεθρο 65 Κολλινιάτης I. 84 Κολλίνας 84 Κολοκούσης Δ. 57 κομπανία 54 Κονιδίτσα 107 Κοντοβούνια 97 κοντατάτοι 56, 76, 83 Κορινθία 15, 19, 32, 40, 41, 43, 46,

47, 107, 109, 110 Κορώνη 22 Κοσμάς 16 κοσμίτες γιωργατζάδες 45 Κουλέντια 17 Κουρόγιαννης 84 Κουρτίδης Αριστοτέλης 40 Κραθίδος Δήμος 110 Κρήτη 108 Κυνουρία 14, 16, 19, 32, 41, 43, 46,

109 Κυράς Γιοφύρι 19, 60 Κυριακόπουλος Αθαν. 26 Κυψέλη 108 Κωνσταντινούπολη 15 Κώστας του Γκιώνη 16

Λαγκάδα 18 Λαζαραίικο 97 Λακωνία 17, 19, 107, 109 λαλαγγίδες 99 λασπιτζής 82 λασπίτες 20 λασποκοίληδες 20, 102 λασπολόγος (τριότης) 62, 79, 84 Λάστα 95, 106 Λασταίικα 106 Λευτεκάδα 100 Λευκάδα 86 Λευκοχώρι 25 (βλ. και Ρεκούνι) λιθαράς 61

Λιμπέρης Καλοπόθος 18

9

Λόντος Ανδρέας 29 λοστάρι 83 λούστροι 38 Λυσσαρέα (Μπουγιάτι) 25 Λώλος 94

«μάγκες του Ρολογιού» 40 μαθητούδια 74 Μακρής Γ. 107 Μαλλιαραίοι 107 μάνα 56 Μάνη 15, 18 μανικάρωμα 81, 82 μαρκαλημένη τέχνη 65 μαρμαροχτιστάδες 30, 31, 32 μάστορης 54 μαστοροχώρι 14 μαστορόπουλο 54, 74 μαστρο-Αθανάσιος Αγιοβαρβαρίτης

28 ματρακάδες 80, 83 ματσιονάκι 66 μαυρομύτα 87 Μεγάλα Δερβένια 47, 107 Μέγαρα 23 Μεγαλόπολη 42 Μεθώνη 22 μερδικό (μερίδιο) 83 Μερίκας 16 Μεσσηνία 43, 86 Μεσορούγι 27, 28, 32, 46 μεσομάστορης 61, 79, 86 Μιχόπουλος Π. 84 Μονεμβασία 74 Μοναστηράκι 27 Μονή Αγίου Νικολάου Καρέας 16 — Γοργοεπηκόου 60 — Καταφυγίων 28 — Προδρόμου 35 — Φιλοσόφου 22, 35 μονοκοπανιά 79 μπάντα 107 Μπαραμπάτικα 30 Μπαριάμης Απ. 26 μπαρτιλήδες 58, 63, 73, 76, 82, 83,

87, 88 μπεζεστένια 26 μπολιαριά 26 μπολιάρης 26 μπρουτζάδες 45

Page 132: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Μπουγιάτι 25 μπουλούκι 53 Μουζάκι 107 Μουρούτσος Γ. 84 Μουστογιάννης Δημ. 56, 74, 104 μυλωνάδες 20, 45 Μυστράς 15, 98

Ναξία 94 Ναός Αγίας Τριάδας Ποδογοράς 57 — Αγίου Γεωργίου Σόλου 29 — Αγίου Δημητρίου Ρεκουνίου 26 — Τιμίου Προδρόμου Λαγκαδιών 22 — Τιμίου Σταυρού Πύργου Ακράτας

29 ναυπηγική 72 Ναύπλιο 22, 23, 109 Νεζερά 29 Νησί 107 νταμαρτζής 61 Ντάρα 100 ντρίλινο κοστούμι 75 Νώνακρις 27, 110

Ξυλόκαστρο 29 ξυλουργοί 38

οψοκομιστές 38

παζάρι Λαγκαδίων 20 παζάρια 36 παιδιά 74 Παλούμπα 98 πανήγυρις Καταφυγίων 110

«παρακατιανοί» άνθρωποι 65 παρακεντέδες 59 Παραλία Ασπροπύργου 116 παρέα 14, 78 Πάρνωνας 17, 19, 109 πάρτη 63 Παπαθεοδώρου Φίλιππας 26 Πάτρα 17, 85, 116 πεζούλες 34 Πειραιάς 116 πελεκάνος 61 Περδικονέρι (Κατσουλιά) 25, 56, 74,

102

Περιβόλια 107 Περιστέρα 27, 28, 32, 46 Πέρπενη 17 Πεταλίδι 18 πετροφάοι 18 πηλοφόρι 78 πικούνια 83 Πιρσόγιανη 51, 94 πιρσογιανίτες χτίστες 21 πιστοποιητικά υγείας 90, 91 Πλαγαίοι 107 Πλανητέρου 29 Πλατανάκι 17 πλεύρες 34 Ποδογορά 57 Πόρος 17 Πραστός 16, 19, 24 προφαντό 50 πρωτομάστορας 54 πρωτοπαπαδάκης 87 Πύλος 74 Πύργος Ηλείας 116 — Τριφυλίας 107 — Ακράτας 29

Ράλληδες 107 ράφτες 38 ραφτόπουλο 100 Ρεκούνι (Λευκοχώρι) 25, 26, 32, 83 ρεκουνιώτες χτίστες 26, 27 Ρηγόπουλος Αντώνιος 22, 23 Ρηχιά 17 ρόγα 75, 77 ρόγιασμα ανηλίκων 42, 49, 63, 75,

77 ροΐ 100 Ρούμελη 43 Ρωσία 44

σάισμα 87, 96 Σαλαμίνα 16 Σαραντάρης Γεώργιος 16 Σαραντάρης Γιαννάκης 16 Σέλινον Κρήτης 86 Σέρβου 25, 32 σερβαίοι μαστόροι 25, 26, 27 σιδηρουργοί 38 Σιοκορέλης Διονύσιος 92 σκάρπο 61

Page 133: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Σόλος 27, 28, 32, 46 Σολιώτης Γιαννάκης 98 Σολιώτης Γιώργης 29 Σουφλί 85 Σπέτσες 24, 76, 109 σπετσιώτες χτίστες 17 Στάθης του Χρόνη 16 Σταματόπουλοι 107 σταυρωτήδες 36 Στεμνίτσα 27 στεμνιτσιώτες τεχνίτες 45 Συκιά 17 σύμβαση εργασίας 75 — μαθητείας 75 συνάφια 53 Σύνδεσμος Λαγκαδινών κτιστών 79 Σύνδεσμος των εν Αθήναις Λαγκα-

δινών 116 συντεχνίες 53, 54, 62, 79 σύψωμο 100 Σχολή Απόρων Παίδων «Παρνασ-

σού» 40, 41 σφυριά 20

ταγάρι 49 Τανεσής Λέος 16 Τανία 17 Ταρσός 18 τεζάχι 67 τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση 71 τζαμί Ναυπλίου 22, 23 τηνιακοί χτίστες 21 τρανός 56 τριέτικο 56 τρίλιζα 86 τριότα και τριώτα 86 τριότης 54, 60, 61, 62, 79, 81, 82,

83, 84, 85, 86, 87 τριότικο 86 τριότσα 86 Τρίπολη 41, 116 τριώχτης 86 «Τσάκωνας» 43 «τσακώνοι μαστόροι» 17, 19

Τσακωνιά 43 τσάκωνες χτίστες 17 Τσαούσης Βασίλης 107 τσιράκι 56, 74 τσιτάδι 96 Τσιώτρας Γ. 98 τσούσηδες 17 Τυρός 16

Ύδρα 24, 71, 76, 109 υλοτόμοι 46 υπερέτες 63, 74 υποδηματοποιοί 38 υπουργοί 94

φάκελος 96 φάλτσο 61 φαλτσογωνιά 61 Φανερωμένη Σαλαμίνας 15, 16 Φαρμασώνης 17 φατσαδόρος 61 Φενεός 15 Φελλόης Δήμος 110 φονιά 18 φούσκος 49 φούτια 17

Χάβαρι 106 Χαλκιάνικα 27, 28, 29 χαντακολόοι 43 χαρτζίσιο 40 χτενιές 83 Χώρα 107

Ψάρι 25, 27 ψυχογιοί 25, 58, 63, 74-77, 82, 83,

88

ωράριο εργασίας ανηλίκων 93, 94 Ωρολόγιον του Κυρρήστου 40

Page 134: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf
Page 135: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

L'APPRENTISSAGE DANS LES «COMPAGNIES» DE MAÇONS DU PÉLOPONNÈSE

CHRISTOS G. CONSTANTINOPOULOS

R é s u m é

Cette étude porte sur le système traditionnel d'appren-tissage tel qu'il était appliqué dans les «compagnies» itimé-rantes des maçons du Péloponnèse, elle ne recouvre donc qu'une seule spécialité professionnelle et une seule aire géo-graphique. Nous voudrions plus particulièrement par cette étude d'un côté souligner l'origine sociale et géographique des apprentis et d'un autre établir les mécanismes de l'ap-prentissage de l'art du maçon ainsi que les répercussions de ceux-ci sur la formation de la personnalité des apprentis. Pour mener son enquête l'auteur a utilisé la bibliographie existante et s'est rendu à trois reprises dans les villages de maçons du Péloponnèse. Le matérian recueilli a été réparti en six chapitres.

Le premier chapitre essaye de définir l'apparition dans le temps ainsi que les lieux d'origine des «compagnies» de maçons et d'examiner les facteurs qui conduisirent à la nais-sance de ces «compagnies». Sur la base des témoignages hi-storiques, du folklore et des inscriptions existants, on constate que l'apparition de maçons itinérants organisés dans le Pélo-ponnèse est due à la demande croissante de main d'oeuvre

Page 136: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

spécialisée dans le secteur du bâtiment, résultant de l'essor économique général de l'espace grec observé surtout après 1750. Ces équipes de bâtisseurs provenaient de certains vil-lages du Péloponnèse appelés «villages de maçons», dont, les plus importants sont localisés dans les régions montagneuses de Kalavrita et de la Gortyni.

Le second chapitre se réfère au cadre socio-économique des villages isolés de montagne et plus particulièrement des villages de maçons. Les facteurs naturels, socio-économiques qui déterminent la genèse et l'évolution des métiers dans ces villages sont examinés, et les choix proffessionnels de leurs habitants y sont expliqués. Ce chapitre traite principalement des raisons pour lesquelles le métier de maçon a pris naissance et s'est épanoui dans ces régions-là, et les raisons de ce choix professionnel fait par les jeunes y sont analysées.

Le troisième chapitre examine l'organisation proffession-nelle des maçons du Péloponnèse. La structure de la compagnie, les similitudes avec les corporations et leurs différences, la division du travail, les spécialités y sont décrites en mettant l'accent sur la place des apprentis dans la «compagnie», sur les comportements qu'ils adoptaient dans ou hors du groupe des maçons, à leur dépendance ainsi que la coercition col-lective à leur encontre.

Dans le quatrième chapitre, le système d'apprentissage en vigueur chez les «compagnies» itinérantes est analysé: le mode précis d'apprentissage du métier, les étapes de cet appren-tissage, le mode d'avancement, de rétribution des apprentis, leurs droits et devoirs y sont décrits et référence est faite aux textes législatifs sur la protection des mineurs.

Le cinquième chapitre examine les conditions de travail e de vie des maçons et principalement des apprentis. L'accent est mis sur la durée du travail, les conditions alimentaires et d'hébergement ainsi que les conséquences des mauvaises conditions de travail et de vie sur, le développement biolo-

Page 137: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

biologique et intellectuel des jeunes travailleurs mineurs. On y constate que les apprentis travaillaient durement et n'avaient que peu de repos, ne mangeaient pas à leur faim, et étaient soumis à toutes sortes d'offenses et d'humiliations ce qui entraînait des conséquences néfastes sur leur développement physique et intellectuel et plus généralement sur la formation de leur caractère et de leur personnalité. Les apprentis con-stituaient un sous-groupe de la «compagnie» entièrement dépendant des maîtres-maçons. Pour les apprentis mineurs la «compagnie» ne représentait pas seulement une école pro-fessionnelle ou un modèle de vie et de travail collectif mais également une instance qui influait plus généralement sur leur comportement en société. La coercition collective exercée sur les apprentis déterminait aussi jusqu'à un certain degré leur formation idéologique plus largement, d'après laquelle la société dans son ensemble était structureé à l'instar de leur propre groupe. En conséquence tout progrès dans la société ne pouvait être fonction que de telles pénibles expé-riences. Cette conception ne pouvait mener qu'à une attitude passive devant les phénomènes sociaux, à la résignation, la soumission et le compromis. Ce qui prévant toujours est la survie individuelle au sein du groupe. Aucune marge n'est laissée à la remise en question de l'ordre établi.

En conclusion le sixième chapitre aborde les facteurs qui ont conduit au déclin des «compagnies» itinérantes, facteurs que nous avons localisés dans le temps et dans l'espace et sont indiqués les nouveaux choix professionnels des jeunes dans les villages de maçons. Le développement de l'éducation, l'émigration vers les plaines du pays, les possibilités d'emploi offertes dans les centres urbains ouvrent de nouveaux dé-bouchés professionnels aux jeunes. Les jeunes n'aspirent plus à devenir de bons maçons mais à s'instruire et à faire car-rière dans la fonction publique ou bien trouver un emploi dans les centres urbains. Aux «compagnies» itinérantes de maçons

Page 138: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

fonctionnant sur le mode coopératif ont succédé, dans les nouvelles conditions socio-économiques, des équipes techniques d'ouvriers salariés. La reproduction du métier continue jusqu'à nos jours sur le mode traditionnel: le jeune ouvrier du bâtiment apprend de métier sur le tas. Ce n'est pas l'ancien apprenti soumis à son groupe mais un ouvrier moderne, syndiqué, qui sait revendiqer ses droits. Cependant l'ouvrier du bâtiment salarié ne s'intéresse plus à la perfection techni-que et esthétique du bâtiment; l'élément de création person-nelle qui donnait un sens à son métier et consacrait l'artisan dans la conscience du peuple n'existe plus. Le créateur, l 'ar-tisan est devenu étranger à sa propre création.

Page 139: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Πρόλογος 7

Βραχυγραφίες 11

Α' Τα μαστοροχώρια 13

Β' Η μαστοριά ως επαγγελματική διέξοδος των νέων . . . 33

Γ' Η κομπανία και η θέση των μαθητευομένων σε αυτή. . . 53

Δ' Η μαθητεία 71

Ε' Η «Αγαρηνή τέχνη» 93

ΣΤ' Η παρακμή των πλανόδιων κομπανιών 105

Επιλογή Βιβλιογραφίας 119

Γενικό Ευρετήριο 127

Page 140: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf
Page 141: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ TOY ΧΡΗΣΤΟΥ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΥ

Η ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΙΣ ΚΟΜΠΑΝΙΕΣ ΤΩΝ ΧΤΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΣΤΗ ΜΟΝΟΤΥΠΙΑ ΑΔΕΛΦΩΝ ΠΑΛΗΒΟΓΙΑΝΝΗ

ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΝΟΥΤΙΟΣ

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ MANΟΥΣΑΡΙΔΗ ΜΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

ΒΑΣΩΣ ΚΥΡΙΑΖΑΚΟΥ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟΥ 1987

ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ

Page 142: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf
Page 143: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf
Page 144: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf

Τυπογραφείο ΜΑΝΟΥΤΙΟΣ του Χρίστου Γ. Μανουσαρίδη Ζηνοδώρου 17, 104 42 Αθήνα, τηλ. 5133680 & 5130848

Page 145: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf
Page 146: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf
Page 147: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf
Page 148: Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου.pdf