Download - Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Transcript
Page 1: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Bertrand Russel 

Βραβείο Νόμπελ 

 

 

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΕΝΟΤΗΤΑ VI 

 

Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΟΝ ΧΙΟΥΜ 

ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΑΠΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΑΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΜΕΧΡΙ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ 

 

 

Μετάφραση — Σημειώσεις 

AΙM. XOYPMOYZΙOY 

 

 

 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι . Δ . ΑΡΣΕΝΙΔΗ 

Page 2: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ του Μπέρτραντ Ράσσελ διαιρείται σε τρία Βιβλία ή επτά ενότητες.  Το  πρώτο  πραγματεύεται  την  Αρχαία  (Ελληνική)  Φιλοσοφία,  το  δεύτερο,  την Καθολική  Φιλοσοφία  και  το  τρίτο,  τη  Νεότερη  Φιλοσοφία.  Στο  Πρώτο  Βιβλίο,  εξετάζεται ολόκληρη η χορεία των Προσωκρατικών, κατόπιν η φιλοσοφία του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, και έπειτα η φιλοσοφία μετά τον Αριστοτέλη, μέχρι του Πλωτίνου. 

Ο  συγγραφέας  χρησιμοποιεί  στην  ανάλυσή  του  πάμπολλα  αποσπάσματα  από  το  έργο  των αρχαίων  Ελλήνων  φιλοσόφων,  τα  όποια  αποδίδει  στηριζόμενος  σε  αυθεντικές  αγγλικές, πανεπιστημιακές  ως  επί  το  πλείστον,  μεταφράσεις,  αποφεύγοντας,  δυστυχώς,  τις παραπομπές στα πρωτότυπα ελληνικά κείμενα. Ο Έλλην μεταφραστής θεώρησε χρέος του ν' ανιχνεύσει  τα  κείμενα  αυτά  και  να  τα  παραθέσει,  βοηθώντας  έτσι  τον  αναγνώστη  να  έχει άμεση  επαφή  με  την  ελληνική  σκέψη.  Η  νεοελληνική  των  απόδοση  προσπάθησε  να συνδυάσει τη φιλολογική ερμηνεία των κειμένων με ό,τι, από μεταφραστικής πλευράς, είχε υπ' όψη του ο Άγγλος φιλόσοφος, εφ' όσον σε τούτο έχουν στηριχθεί και τα συμπεράσματα της ανάλυσής του. 

Οι  υποσημειώσεις  στο  κείμενο  του  βιβλίου  ανήκουν  άλλες  στον  συγγραφέα  και  άλλες,  οι περισσότερες,  στον  Έλληνα  μεταφραστή,  οπότε  και  φέρουν  τη  σχετική  ένδειξη.  Ενίοτε,  η υποσημείωση  του  συγγραφέα  συμπληρώνεται,  για  χάρη  του  Έλληνα  αναγνώστη,  από  τον Μεταφραστή, οπότε το συμπληρωματικό κείμενο τίθεται εντός αγκυλών. 

Τα  εντός  αγκυλών  στο  ίδιο  το  κείμενο,  (διπλοσημίες  όρων,  ερμηνευτικές  επεξηγήσεις  κλπ.) ανήκουν επίσης στον Μεταφραστή. 

Σχόλια, σε υποσημειώσεις, προστίθενται όσες φορές ο συγγραφέας δεν επεξηγεί αμέσως, ή δεν προτίθεται  να  επεξηγήσει αργότερα,  τους όρους που χρησιμοποιεί  στο κείμενό  του.  Το ίδιο γίνεται προκειμένου περί των προσώπων ή των γεγονότων στα οποία αναφέρεται. 

Στο Δεύτερο Βιβλίο, που πραγματεύεται την Καθολική Φιλοσοφία, τα ονόματα των Πατέρων όπως και των Σχολαστικών φιλοσόφων παραθέτονται όπως καθιερώθηκαν από την ελληνική εκκλησιαστική γραμματεία, λαμβάνεται, όμως, πρόνοια να τεθεί εντός αγκυλών και η λατινική τους γραφή. 

Ο  χαρακτήρας  του  έργου  και  της  ύλης  του  υποχρέωσε  σε  αρκετές  παραχωρήσεις  στην καθαρεύουσα.  Το  ορθόδοξο  δημοτικό  λεκτικό  και  τυπικό  θα  οδηγούσε  ενδεχομένως  σε παρεκκλίσεις από την εννοιολογική ευθυβολία. 

Η κάθε ενότητα συμπληρώνεται με Ευρετήριο ονομάτων και όρων για το σύνολο του έργου. 

ΟΟ  ΜΜΕΕΤΤΑΑΦΦΡΡΑΑΣΣΤΤΗΗΣΣ  

Page 3: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ 

  

ΜΕΡΟΣ Ι ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΟΝ ΧΙΟΥΜ 

Page 4: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ 

Η  ΠΕΡΙΟΔΟΣ  της  ιστορίας  που  συνήθως  χαρακτηρίζεται  «νεότερη»  έχει  μια  πνευματική φυσιογνωμία που διαφέρει από πολλές απόψεις από εκείνην της μεσαιωνικής περιόδου. Δύο είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά της διαφοράς: η μειούμενη αυθεντία της Εκκλησίας, και το αυξανόμενο κύρος  της  επιστήμης. Με αυτά  τα δύο χαρακτηριστικά συνδέονται και άλλα. Η παιδεία  στους  νεότερους  καιρούς  είναι  περισσότερο  λαϊκή  παρά  εκκλησιαστική.  Τα  κράτη ολοένα και περισσότερο αντικαθιστούν την Εκκλησία ως κυβερνητική εξουσία που ελέγχει τη μόρφωση. Στην αρχή η διακυβέρνηση των εθνών βρίσκεται κυρίως στα χέρια των βασιλιάδων∙ έπειτα,  όπως  στην  αρχαία  Ελλάδα,  οι  βασιλιάδες  σιγά  ‐  σιγά  αντικαθίστανται  από δημοκρατίες  ή  τυράννους.  Η  εξουσία  του  εθνικού  κράτους  και  τα  καθήκοντα  που  εκτελεί αναπτύσσονται  σταθερά  σ'  ολόκληρη αυτή  την  περίοδο  (έκτος από μερικές  δευτερεύουσες διακυμάνσεις)  αλλ' ως  επί  το  πλείστον  το  κράτος ασκεί  μικρότερη  επίδραση στις  ιδέες  των φιλοσόφων  απ'  όσην  η  Εκκλησία  κατά  τον  Μεσαίωνα.  Η  φεουδαλική  αριστοκρατία  που, βορείως  των  Άλπεων,  ήταν  ικανή,  μέχρι  του  15ου  αιώνα,  να  διατηρεί  τα  προνόμιά  της εναντίον των κυβερνήσεων του κέντρου, χάνει πρώτα την πολιτική και κατόπιν την οικονομική της  σπουδαιότητα.  Αναπληρώνεται  από  τον  βασιλιά  που  συμμαχεί  με  τους  πλούσιους εμπόρους∙  βασιλιάς  και  έμποροι  μερίζονται  την  εξουσία  κατά  διάφορες  αναλογίες  σε διάφορες  χώρες.  Παρατηρείται  η  τάση  οι  πλούσιοι  έμποροι  ν'  απορροφώνται  από  την αριστοκρατία. Από την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση και μετέπειτα, η δημοκρατία, με τη νεότερη έννοια, γίνεται σπουδαία πολιτική δύναμη. Ο Σοσιαλισμός, σ' αντίθεση προς τη δημοκρατία  που  βασίζεται  στην  ατομική  ιδιοκτησία,  αφού  αποκτήσει  εν  πρώτοις  τον πνευματικό  πολιτισμό  με  τον  οποίον  θ'  ασχοληθούμε,  καθίσταται  κυρίως  κυβερνητική εξουσία στα 1917. Εν τούτοις, αν η μορφή αυτή διακυβερνήσεως επεκταθεί, είναι φανερό ότι πρέπει  να φέρει μαζί  της  και μια  νέα μορφή πνευματικού πολιτισμού∙ ο πολιτισμός με  τον οποίον εμείς θ' ασχοληθούμε είναι κυρίως «φιλελεύθερος», δηλαδή του είδους εκείνου που είναι φυσικό να συνδυάζεται με το εμπόριο. Σ' αυτό υπάρχουν σημαντικές εξαιρέσεις,  ιδίως στη  Γερμανία∙  ο  Φίχτε  και  ο  Έγελος,  για  να  πάρουμε  δυο  παραδείγματα,  εμφανίζουν  μια νοοτροπία  που  δεν  συνδυάζεται  διόλου  με  το  εμπόριο.  Αλλά  τέτοιες  εξαιρέσεις  δεν  είναι χαρακτηριστικές της εποχής των. 

Η  απόρριψη  της  εκκλησιαστικής  αυθεντίας,  που  είναι  το  αρνητικό  χαρακτηριστικό  της νεότερης εποχής, αρχίζει  νωρίτερα από το θετικό χαρακτηριστικό, που είναι η αποδοχή  της αυθεντίας της επιστήμης. Κατά την Ιταλική Αναγέννηση, η επιστήμη έπαιξε πολύ μικρό ρόλο∙ η  αντίδραση  κατά  της  Εκκλησίας,  στα  πνεύματα  των  ανθρώπων,  συνδυαζότανε  με  την αρχαιότητα  και  προσατένιζε  προς  το  παρελθόν,  αλλά  σε  παρελθόν  πολύ  μακρινότερο  από εκείνο της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων και του Μεσαίωνα. Η πρώτη σοβαρή εισβολή της επιστήμης ήταν η δημοσίευση  της θεωρίας  του Κοπέρνικου στα 1543∙ αλλ'  η θεωρία  τούτη δεν είχε αποκτήσει βαρύνουσα σημασία παρά μόνον όταν υιοθετήθηκε και βελτιώθηκε από τον Κέπλερο και  τον Γαλιλαίο κατά τον δέκατον έβδομον αιώνα.  Τότε άρχισε και ο μεγάλος αγώνας ανάμεσα στην  επιστήμη και στο δόγμα,  κατά  τον οποίον οι οπαδοί  της παράδοσης έδωσαν τη μάχη τους εναντίον της νέας γνώσεως και νικήθηκαν. 

Το κύρος της επιστήμης, που αναγνωρίζεται από πλείστους φιλοσόφους της νεότερης εποχής, είναι κάτι πολύ διαφορετικό από το κύρος της Εκκλησίας, εφ' όσον είναι πνευματικό και όχι κυβερνητικό. Εκείνοι που το απορρίπτουν δεν διατρέχουν τον κίνδυνο της τιμωρίας και ούτε εκείνους  που  το  δέχονται  επηρεάζουν  παραινετικά  επιχειρήματα.  Επικρατεί  με  μόνη  την εσωτερική παρόρμησή του προς  τη λογική.  Είναι,  εξάλλου,  ένα  τμηματικό και μερικό κύρος που κατακυρούται βαθμιαία∙ δεν τίθεται, όπως το σώμα του Καθολικού δόγματος, σαν ένα εξ 

Page 5: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

υπαρχής  ολοκληρωμένο  σύστημα,  που  καλύπτει  την  ανθρώπινη  ηθική,  τις  ανθρώπινες ελπίδες,  και  την περασμένη και  τη μελλοντική  ιστορία του σύμπαντος.  Εκφράζεται μόνον σ' ό,τι  φαίνεται  να  έχει,  εν  χρόνω,  επιστημονικά  διακριβωθεί,  και  που  αποτελεί  νησίδα  σε ωκεανό  άγνοιας.  Αλλ'  υπάρχει  ακόμη  μια  διαφορά  από  την  εκκλησιαστική  αυθεντία,  που διακηρύσσει ότι οι ετυμηγορίες της είναι απόλυτα ασφαλείς και αναλλοίωτες στον αιώνα τον άπαντα∙  οι  ετυμηγορίες  της  επιστήμης  είναι  μάλλον  δοκιμαστικές,  βασιζόμενες  στην πιθανότητα  και  θεωρούνται  ότι  υπόκεινται  σ'  αναθεώρηση.  Και  τούτο  δημιουργεί  μια πνευματική θερμοκρασία εντελώς διαφορετική από του δογματιστή του Μεσαίωνα. 

Ως  αυτή  την  ώρα  μιλούσα  για  τη  θθεεωωρρηηττ ιι κκήή  επιστήμη,  που  αποτελεί  μια  προσπάθεια 

κκααττααννοοήήσσεεωωςς του κόσμου. Η ππρραακκ ττ ιι κκήή επιστήμη που είναι μια προσπάθεια μμεε ττααββοολλήήςς του κόσμου, υπήρξε σπουδαία από μιας αρχής και αποκτούσε ολοένα μεγαλύτερη σημασία, ωσότου  εξετόπισε  σχεδόν  τη  θεωρητική  επιστήμη  από  τα  πνεύματα  των  ανθρώπων.  Η πρακτική  σημασία  της  επιστήμης  αναγνωρίσθηκε  αρχικά  σε  συνάρτηση  με  τον  πόλεμο.  Ο Γαλιλαίος και ο Λεονάρντο [ντα Βίντσι] πέτυχαν να χρησιμοποιηθούν από την κυβέρνηση με τον ισχυρισμό τους ότι μπορούσαν να βελτιώσουν το πυροβολικό και την οχυρωματική τέχνη. Από την εποχή τους κ' ύστερα, ο ρόλος των ανθρώπων της επιστήμης στον πόλεμο διαρκώς και  μεγάλωνε.  Η  συμβολή  τους  στην  ανάπτυξη  της  παραγωγής  μηχανημάτων  και  στην εξοικείωση  του  πληθυσμού  στη  χρησιμοποίησή  τους,  πρώτα  του  ατμού  και  κατόπιν  του ηλεκτρισμού,  ήρθε  αργότερα  και  δεν  είχε  αρχίσει  ακόμη  να  έχει  σπουδαίες  πολιτικές επιπτώσεις παρά μόνον περί το τέλος της δέκατης ένατης εκατονταετηρίδας. Ο θρίαμβος της επιστήμης  οφειλόταν  κυρίως  στην  πρακτική  της  χρησιμότητα,  και  είχε  καταβληθεί προσπάθεια  διαχωρισμού  της  άποψης  αυτής  από  τη  θεωρητική,  καθιστώντας  έτσι  την επιστήμη όλο και περισσότερο τεχνολογική και όλο και λιγότερο μια θεωρία περί της φύσεως του κόσμου. 

Η χειραφέτηση από την αυθεντία της Εκκλησίας οδήγησε στην ανάπτυξη του ατομισμού μέχρι σημείου αναρχίας. Η πνευματική, ηθική και πολιτική πειθαρχία, στα πνεύματα των ανθρώπων της  Αναγεννήσεως,  συνδυάζονταν  με  τη  Σχολαστική  φιλοσοφία  και  την  εκκλησιαστική διακυβέρνηση.  Η  Αριστοτελική  λογική  των  Σχολαστικών  ήταν  στενοκέφαλη  αλλά  βοηθούσε στην εξάσκηση σε κάποιο είδος ακριβολογίας. Όταν αυτή η σχολή Λογικής δεν ήταν πια του συρμού,  δεν  αναπληρώθηκε  από  κάτι  καλύτερο  αλλά  μόνον  από  μια  εκλεκτική  μίμηση παλαιών προτύπων. Μέχρι τον 17ου αιώνα, δεν υπήρχε τίποτε το σπουδαίο στη φιλοσοφία. Η ηθική και πολιτική αναρχία της Ιταλίας του 15ου αιώνα ήταν τρομακτική και υποβοήθησε την ανάπτυξη  των  ιδεών  του Μακιαβέλλη  [Machiavelli].  Ταυτόχρονα,  η  απελευθέρωση  από  τις πνευματικές  χειροπέδες  οδήγησε  σε  μια  εκπληκτική  επίδειξη  ιδιοφυίας  στην  τέχνη  και  στη λογοτεχνία.  Αλλά  μια  τέτοια  κοινωνία  ήταν  ασταθής.  Η  Μεταρρύθμιση  και  η Αντιμεταρρύθμιση, σε συνδυασμό με την υποταγή της Ιταλίας στην Ισπανία, έθεσαν τέρμα και στα  καλά  και  στα  κακά  της  Ιταλικής Αναγέννησης. Όταν  το  κίνημα  ξαπλώθηκε βορείως  των Άλπεων, δεν είχε πια τον ίδιο αναρχικό χαρακτήρα. 

Εν  τούτοις  η  νεότερη  φιλοσοφία  διατήρησε,  κατά  το  πλείστον,  μια  ατομιστική  και υποκειμενική τάση. Και τούτο είναι πρόδηλο στον Καρτέσιο, που οικοδομεί κάθε γνώση από τη βεβαιότητα της δικής του ύπαρξης και δέχεται τη σαφήνεια και την ακρίβεια (υποκειμενικά και  τα  δυο)  ως  κριτήρια  της  αλήθειας.  Δεν  είναι  τόσον  εμφανής  στον  Σπινόζα,  αλλά επανεμφανίζεται  στις  χωρίς  παράθυρα  μονάδες  του  Λάιμπνιτς.  Ο  Λοκ,  του  οποίου  η ιδιοσυγκρασία είναι απόλυτα αντικειμενική, εξωθήθηκε άθελα στην υποκειμενική θεωρία ότι η  γνώση  συνίσταται  στη  συμφωνία  ή  την  ασυμφωνία  των  ιδεών  —  άποψη  τόσον αποκρουστική  σ'  αυτόν,  ώστε  την  ξεφεύγει  με  έντονες  ασυνέπειες.  Ο  Μπέρκλυ,  αφού κατάργησε την ύλη, διασώθηκε από τον πλήρη υποκειμενισμό κάνοντας μια χρήση του Θεού που  οι  μεταγενέστεροι  φιλόσοφοι  θεώρησαν  αθέμιτη.  Στον  Χιουμ,  η  εμπειριοκρατική φιλοσοφία αποκορυφώθηκε σ'  έναν σκεπτικισμό που κανένας δεν μπορούσε ν' αρνηθεί και 

Page 6: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

κανένας ν' αποδεχθεί. Ο Καντ  και ο Φίχτε ήσαν υποκειμενιστές σε  ιδιοσυγκρασία όπως και στη  θεωρία.  Ο  Έγελος  διασώθηκε  χάρις  στην  επίδραση  του  Σπινόζα.  Ο  Ρουσσώ  και  το ρομαντικό  κίνημα  εξέτειναν  τον  υποκειμενισμό  από  τη  γνωσιολογία  στην  ηθική  και  στην πολιτική, και κατέληξαν, λογικά, σε πλήρη αναρχισμό, όπως του Μπακούνιν. Αυτός ο ακραίος υποκειμενισμός είναι μια μορφή παραφροσύνης. 

Εν τω μεταξύ η επιστήμη ως τεχνική δημιουργούσε στους ανθρώπους της πρακτικής δράσεως μια νοοτροπία εντελώς διαφορετική από αυτήν που θα μπορούσε  κανείς  να ανεύρει στους ανθρώπους  της θεωρίας.  Η  τεχνική  χάριζε  ένα αίσθημα δυνάμεως:  ο άνθρωπος  είναι  τώρα πολύ λιγότερο στο έλεος του περιβάλλοντός  του, από όσον ήταν σε παλαιότερους καιρούς. Αλλά  η  δύναμη αυτή  που  ενέπνεε  η  τεχνική  είναι  κοινωνική,  όχι  ατομική∙  ένα  μέσου  όρου άτομο,  ναυαγημένο  σ'  ένα  έρημο  νησί,  θα  ήταν  ικανό  να  επιτελέσει  περισσότερα  κατά  τον 17ο  αιώνα  απ'  όσα  θα  μπορούσε  να  κάμει  τώρα.  Η  επιστημονική  τεχνική  απαιτεί  τη συνεργασία μεγάλου αριθμού ατόμων οργανωμένων κάτω από ενιαία διεύθυνση. Συνεπώς η τάση της είναι εναντίον του αναρχισμού ακόμη δε και του υποκειμενισμού, εφ' όσον απαιτεί μια  συνεκτική  κοινωνική  διάρθρωση.  Αντίθετα  με  τη  θρησκεία,  είναι  ηθικά  ουδέτερη: βεβαιώνει  τους  ανθρώπους  ότι  μπορούν  να  επιτελούν  θαύματα,  αλλά  δεν  τους  λέγει  ποια θαύματα να επιτελέσουν. Από την πλευρά τούτη είναι ατελής. Στον πρακτικό τομέα, οι σκοποί στους οποίους θ' αφιερωθεί η επιστημονική δεξιοτεχνία εξαρτώνται κατά μέγα ποσοστό από την τύχη. Οι άνθρωποι που βρίσκονται επικεφαλής των τεραστίων οργανισμών που απαιτεί, μπορούν, μέσα σε ορισμένα όρια, να στραφούν προς αυτήν ή εκείνην την κατεύθυνση που θα επιθυμούσαν.  Έτσι,  το  δυναμικό  κίνητρο  έχει  τώρα  ένα  πεδίο  δράσεως  που  δεν  είχε προηγουμένως.  Οι  φιλοσοφίες  που  έχουν  εμπνευσθεί  από  την  επιστημονική  τεχνική  είναι δυναμικές φιλοσοφίες  και  τείνουν  να  θεωρούν  κάθε  τι  μη‐ανθρώπινο ως  πρώτην  ύλη.  Δεν λαμβάνονται  πια  υπ'  όψη  οι  σκοποί  αλλά  μόνον  η  επιτηδειότητα  της  όλης  διαδικασίας λογαριάζεται. Αλλά και τούτο είναι μια μορφή παραφροσύνης. Και στην εποχή μας είναι η πιο επικίνδυνη μορφή και  εναντίον  της οποίας μια υγιής φιλοσοφία οφείλει  να  εξεύρει  κάποιο αντίδοτο. 

Ο αρχαίος κόσμος βρήκε το τέλος της αναρχίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλ' η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν ένα ξηρό γεγονός, δεν ήταν ιδέα. Ο Καθολικός κόσμος ζητούσε το τέλος της  αναρχίας  στην  Εκκλησία,  που  ήταν  ιδέα,  αλλά  που  δεν  βρήκε  ποτέ  την  κατάλληλη πραγμάτωση. Ούτε η παλαιά ούτε η μεσαιωνική  λύση ήταν  ικανοποιητική—η μια  γιατί  δεν μπορούσε να  ιδιοποιηθεί, η άλλη γιατί δεν μπορούσε να πραγματωθεί. Ο νεότερος κόσμος, τώρα, φαίνεται να κατευθύνεται προς μια λύση ανάλογη με της αρχαιότητας: ένα κοινωνικό σύστημα  επιβεβλημένο  δια  της  βίας,  που  αντιπροσωπεύει  τη  θέληση  των  ισχυρών  μάλλον παρά  τις  ελπίδες  των  κοινών  ανθρώπων.  Το  πρόβλημα  ενός  μόνιμου  και  ικανοποιητικού κοινωνικού συστήματος μπορεί να λυθεί μόνον διά του συνδυασμού της σταθερότητας,  της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με τον  ιδεαλισμό της αυγουστινιανής Πολιτείας του Θεού. Και για να επιτευχθεί τούτο θα χρειασθεί μια νέα φιλοσοφία. 

Page 7: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ 

Η ΝΕΟΤΕΡΗ νοοτροπία, σ' αντίθεση προς τη μεσαιωνική, άρχισε στην Ιταλία με το κίνημα που αποκαλείται Αναγέννηση. Στην αρχή, μονάχα λίγα άτομα, και κυρίως ο Πετράρχης, είχαν αυτή τη  νοοτροπία,  αλλά  κατά  τον  15ο  αιώνα  ξαπλώθηκε  στη  μεγάλη  πλειοψηφία  των μορφωμένων  Ιταλών,  λαϊκών  και  κληρικών,  θα  μπορούσε  κανείς  να  πει  ότι  οι  Ιταλοί  της Αναγέννησης — εξαιρώντας τον Λεονάρντο και μερικούς άλλους — δεν έτρεφαν το σεβασμό προς την επιστήμη που χαρακτήριζε τους περισσότερους σημαντικούς αναμορφωτές από την εποχή  του  17ου  αιώνα.  Με  την  έλλειψη  τούτη  συνδυάζεται  και  η  πολύ  περιορισμένη χειραφέτησή τους από τη δεισιδαιμονία, ειδικότερα υπό τη μορφή της αστρολογίας. Πολλοί από  αυτούς  είχαν  ακόμη  το  σεβασμό  προς  το  κύρος  των  φιλοσόφων  του Μεσαίωνα,  αλλ' είχαν αντικαταστήσει το κύρος των παλαιών με το κύρος της Εκκλησίας. Τούτο ήταν φυσικά ένα βήμα προς τη χειραφέτηση, εφ' όσον οι παλαιοί διαφωνούσαν μεταξύ τους και η ατομική κρίση ήταν αναγκαία για ν' αποφασίσουν ποιον θ' ακολουθούσαν. Αλλ' ελάχιστοι  Ιταλοί του 15ου αιώνα θα τολμούσαν να έχουν μια γνώμη την οποία δεν θα μπορούσαν να στηρίξουν σε κάποιαν παλαιάν αυθεντία ή στη διδασκαλία της Εκκλησίας. 

Για  ν'  αντιληφθούμε  την  Αναγέννηση,  είναι  ανάγκη  προηγουμένως  να  προβούμε  σε  μια σύντομη  επισκόπηση  της  πολιτικής  καταστάσεως  στην  Ιταλία.  Μετά  το  θάνατο  του Φρειδερίκου Β' το 1250, η Ιταλία ήταν ουσιαστικά απαλλαγμένη από εξωτερικές παρεμβάσεις ωσότου  ο  Γάλλος  βασιλιάς  Κάρολος  Η'  εισέβαλε  στη  χώρα  στα  1494.  Υπήρχαν  στην  Ιταλία πέντε  σημαντικά  κράτη:  το  Μιλάνο,  η  Βενετία,  η  Φλωρεντία,  το  Παπικό  κράτος  και  η Νεάπολη∙  εκτός  απ'  αυτά  ήσαν  και  μερικά  μικρά  πριγκιπάτα  από  τα  οποία  άλλα  ήσαν σύμμαχα  και  άλλα  υποτελή  σε  κάποιο  από  τα  μεγαλύτερα  κράτη.  Έως  το  1378  η  Γένουα ανταγωνιζόταν  τη  Βενετία  στο  εμπόριο  και  στη  ναυτική  δύναμη,  αλλά  μετά  το  έτος  τούτο έγινε υποτελής στη φεουδαλική δεσποτεία του Μιλάνου. 

Το  ΜΜιιλλάάννοο,  που  ηγήθηκε  της  αντιστάσεως  κατά  του  φεουδαρχισμού  τον  12ο  και  τον  13ο αιώνα, μετά  την τελική ήττα των Χόχενστάουφεν, περιήλθε υπό τη δεσποτεία των Βισκόντι, μια  ικανή  οικογένεια  της  οποίας  η  εξουσία  ήταν  πλουτοκρατική  και  όχι  φεουδαρχική. Κυβερνούσαν  επί  170  χρόνια,  από  το  1277  ως  το  1447∙  κατόπιν,  μετά  μια  τριετία δημοκρατικής διακυβερνήσεως,  μια  νέα οικογένεια,  των Σφόρτσα,  που συνδέονταν με  τους Βισκόντι, κατέκτησε την κυβέρνηση και πήρε τον τίτλο των Δουκών του Μιλάνου. Από το 1499 ως  το 1535,  το Μιλάνο ήταν πεδίο μάχης μεταξύ  των Γάλλων και  των  Ισπανών∙ οι  Σφόρτσα συμμαχούσαν πότε με  τους μεν  και  πότε με  τους δε.  Κατά  το διάστημα αυτό ήσαν πότε σ' εξορία πότε ψιλώ ονόματι στην εξουσία. Τελικά, στα 1535, το Μιλάνο προσαρτήθηκε από τον Αυτοκράτορα Κάρολο Ε'. 

Η ΔΔηημμοοκκρρααττίίαα  ττηηςς  ΒΒεεννεεττίίααςς μένει κάπως έξω από την Ιταλική πολιτική σκηνή, ειδικά κατά τους πρώτους αιώνες του μεγαλείου της. Δεν κατακτήθηκε ποτέ από τους βαρβάρους, και αρχικά θεωρούσε  τον  εαυτό  της  υποτελή  στους  ανατολικούς  αυτοκράτορες.  Η  παράδοση  τούτη, συνδυασμένη με το γεγονός ότι το εμπόριό της διεξαγόταν με την Ανατολή, της προσέδωσε κάποιαν  ανεξαρτησία  από  τη  Ρώμη  που  διετηρείτο  ακόμη  μέχρι  τη  Σύνοδο  του  Τρέντο  [ή Τριδέντου, Trento] στα 1545, περί της οποίας ο Ενετός Πάολο Σάρπι [Paolo Sarpi] έγραψε μια πολύ  αντι‐παπική  ιστορία.  Είδαμε1  πώς,  κατά  την  εποχή  της  Τέταρτης  Σταυροφορίας,  η Βενετία  επέμεινε  στην  κατάληψη  της  Κωνσταντινούπολης.  Η  κατάληψη  αυτή  βελτίωσε  το ενετικό εμπόριο, που, αντιθέτως, υπέφερε αρκετά από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από  τους  Τούρκους  στα  1453.  Για  λόγους  ποικίλους,  που  σχετίζονταν  εν  μέρει  με  τον επισιτιστικό  ανεφοδιασμό  της,  η  Βενετία  το  θεώρησε  αναγκαίο  κατά  τον  14ο  και  τον  15ο 

Page 8: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

αιώνα, ν' αποκτήσει σημαντικό έδαφος από την ηπειρωτική Ιταλία και αυτό διήγειρε πολλές εχθρότητες  που  οδήγησαν  τελικά,  στα 1509,  στο  σχηματισμό  του  Συνδέσμου  του  Καμπραί, συνασπισμού από ισχυρά κράτη που νίκησε τη Βενετία. Θα της ήταν ίσως δυνατό να συνέλθει από  την  ατυχία  της  αυτή,  αλλ'  όχι  και  από  την  ανακάλυψη  από  τον  Βάσκο  δε  Γάμα  του δρόμου του Ακρωτηρίου προς την Ινδία (1497‐8). Η ανακάλυψη αυτή ενίσχυσε τη δύναμη των Τούρκων, κατέστρεψε την Βενετία, που επέζησε ωστόσο, ψυχορραγώντας, ωσότου στερήθηκε την ανεξαρτησία της από τον Ναπολέοντα. 

Το πολίτευμα  της Βενετίας,  που στην αρχή ήταν δημοκρατικό,  γινόταν ολοένα και  λιγότερο και, μετά το 1297, είχε καταστεί περίπου ολιγαρχία. Η βάση της πολιτικής εξουσίας ήταν το Μέγα Συμβούλιο, τα μέλη του οποίου μετά το έτος αυτό ήσαν κληρονομικά και περιορίζονταν στις  αρχοντικές  οικογένειες.  Η  εκτελεστική  εξουσία  ανήκε  στο  Συμβούλιο  των  Δέκα,  που υποδεικνύονταν  από  το  Μέγα  Συμβούλιο.  Ο  Δόγης,  η  επίσημη  κεφαλή  του  κράτους, εκλεγόταν  ισοβίως.  Τυπικά,  οι  εξουσίες  του  ήσαν  πολύ  περιορισμένες,  αλλά  στην  πράξη  η επίδρασή  του  ήταν  συνήθως  αποφασιστική.  Η  ενετική  διπλωματία  εθεωρείτο  εξαιρετικά οξυδερκής και οι εκθέσεις των Ενετών πρεσβευτών ήσαν πάντοτε λαμπρά ενημερωτικές. Από την  εποχή  του  Ράνκε2  οι  ιστορικοί  τις  κατέτασσαν  μεταξύ  των  καλυτέρων  πηγών  για  την κατανόηση των γεγονότων στα οποία αναφέρονταν. 

Η  ΦΦλλωωρρεεννττίίαα  ήταν  η  πιο  πολιτισμένη  πόλη  του  κόσμου  και  η  κυριότερη  εστία  της Αναγεννήσεως. Σχεδόν τα μεγαλύτερα ονόματα στη λογοτεχνία και τα παλαιότερα όπως και μερικά  από  τα  μεταγενέστερα  μεγάλα  ονόματα  στην  τέχνη,  συνδέονται  με  τη  Φλωρεντία∙ αλλά  για  την ώρα μας  ενδιαφέρει μάλλον η πολιτική παρά ο πνευματικός πολιτισμός.  Στον 13ο αιώνα υπήρχαν τρεις αντιμαχόμενες τάξεις στη Φλωρεντία: οι  εευυγγ εεννεε ίί ςς , οι ππλλοούύσσ ιι οο ιι  έμποροι και οι ποπολάνοι [popolani] δηλαδή ο λλαα ϊϊ κκόό ςς    ππλληηθθυυσσμμόόςς  της πόλεως. Οι ευγενείς ήσαν κυρίως Γιβελλίνοι και οι άλλες δύο τάξεις Γουέλφοι. Οι Γιβελλίνοι τελικά ηττήθηκαν στα 1226, και κατά τον 14ο αιώνα το κόμμα των ποπολάνων επεκράτησε των πλουσίων εμπόρων. Αλλ'  η  σύγκρουση  δεν  οδήγησε  σε  μια  σταθερή  δημοκρατία  αλλά  στη  βαθμιαία  ανάπτυξη αυτού που οι Έλληνες θα ονόμαζαν «τυραννία». Η οικογένεια των Μεδίκων, οι οποίοι έγιναν τελικά οι δεσπότες της Φλωρεντίας, έκανε την εμφάνισή της στην πολιτική σκηνή επικεφαλής της δημοκρατικής μερίδας. Ο Κόζιμος [Cosimo] των Μεδίκων (1389‐1464), ο πρώτος από την οικογένεια  που  κατόρθωσε  να  διακριθεί,  δεν  είχε  ακόμη  επίσημη  θέση∙  η  δύναμή  του εξαρτιόταν  από  την  επιδεξιότητά  του  στις  εκλογικές  μηχανορραφίες.  Ήταν  πανούργος, συνδιαλλακτικός όταν ήταν δυνατόν, αδίστακτος όταν ήταν ανάγκη.  Τον διαδέχθηκε, ύστερ' από  σύντομο  διάλειμμα,  ο  εγγονός  του  Λαυρέντιος  [Lorenzo]  ο  Μεγαλοπρεπής  που διατήρησε την εξουσία από το 1469 μέχρι το θάνατό του στα 1492. Και οι δυο αυτοί άνδρες όφειλαν τη θέση τους στον πλούτο τους, που είχαν αποκτήσει κυρίως από το εμπόριο, αλλά και  από  την  εκμετάλλευση  μεταλλείων  και  από  άλλες  επιχειρήσεις.  Ήξεραν  πώς  να καταστήσουν τη Φλωρεντία πλούσια, όπως και τους εαυτούς των, και υπό τη διακυβέρνησή τους η πόλη γνώρισε την ευημερία. 

Ο  γιος  του  Λαυρέντιου  Πέτρος  [Pietro]  δεν  διέθετε  τα  προτερήματα  του  πατέρα  του  και εξεβλήθη  από  την  αρχή  το  1494.  Ακολούθησαν  τα  τέσσερα  χρόνια  της  επιρροής  του Σαβοναρόλα,  όταν  ένα  είδος  πουριτανικής  αναβιώσεως  είχε  στρέψει  τους  ανθρώπους εναντίον  της  ευθυμίας  και  της  χλιδής,  μακριά  από  την  ελευθεροφροσύνη  και  προς  την ευσέβεια που υποτίθεται ότι χαρακτήριζε μια απλούστερη και λιτότερη ζωή. Στο τέλος, όμως, κυρίως για πολιτικούς λόγους, οι εχθροί του Σαβοναρόλα θριάμβευσαν, αυτός εξετελέσθη και το σώμα του παραδόθηκε στην πυρά  (1498). Η Δημοκρατία,  δημοκρατία κατά  την πρόθεση αλλά  στην  πραγματικότητα  πλουτοκρατία,  επέζησε  μέχρι  του  1512,  οπότε  και  οι  Μέδικοι αποκατεστάθησαν.  Ένας  γιος  του  Λαυρέντιου,  που  είχε  γίνει  καρδινάλιος  σε  ηλικία δεκατεσσάρων ετών, εξελέγη Πάπας στα 1513, και έλαβε τον τίτλο Λέων Ι'. Οι Μέδικοι, υπό τον  τίτλο Μεγάλοι Δούκες  της Τοσκάνης,  κυβέρνησαν  τη Φλωρεντία μέχρι  του 1737, αλλ'  η 

Page 9: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Φλωρεντία στο μεταξύ, όπως και η υπόλοιπη Ιταλία, κατάντησε πτωχή και χωρίς σημασία. 

Η  κοσμική  εξουσία  του Πάπα,  που  όφειλε  την  καταγωγή  της  στον Πεπίνο  και  στην  πλαστή Κωνσταντίνου  Δωρεάν,  αυξήθηκε  κατά  πολύ  κατά  την  Αναγέννηση,  αλλ'  οι  μέθοδοι  που χρησιμοποίησαν  οι Πάπαι  για  τον  σκοπό αυτόν,  στέρησαν  τον  παπισμό από  το  πνευματικό του  κύρος.  Το  συνοδικό  κίνημα  που  κατέληξε  σε  αποτυχία  κατά  τη  σύγκρουση  του  Πάπα Ευγενίου Δ'  και της Συνόδου της Βασιλείας  (1431‐47), αντιπροσώπευε τα πλέον σημαίνοντα στοιχεία  στην  Εκκλησία  και  ίσως  το  σημαντικότερο  ήταν  ότι  αντιπροσώπευε  την εκκλησιαστική γνώμη βορείως των Άλπεων. Η νίκη των παπών ήταν νίκη της  Ιταλίας και  (σε μικρότερο  βαθμό)  της  Ισπανίας.  Ο  Ιταλικός  πολιτισμός,  κατά  το  δεύτερο  ήμισυ  του  15ου αιώνα,  διέφερε  κατά  πολύ  από  τον  πολιτισμό  των  βορείων  χωρών,  που  παρέμεναν μεσαιωνικές. Οι  Ιταλοί έδειχναν πολλή σοβαρότητα προκειμένου περί του πολιτισμού, αλλά δεν έδειχναν το ίδιο ενδιαφέρον για την ηθική και τη θρησκεία∙ ακόμη και στα πνεύματα των κληρικών, ο κομψός λατινισμός θα μπορούσε να καλύψει πλήθος ανομημάτων. Ο Νικόλαος Ε' (1447‐55),  ο  πρώτος  ουμανιστής  Πάπας,  παραχωρούσε  παπικά  λειτουργήματα  σε πεπαιδευμένους ανθρώπους τη μάθηση των οποίων σεβόταν, παραβλέποντας όλα τ' άλλα. Ο Λαυρέντιος  Βάλλα,  ένας  Επικούρειος,  και  ο  άνθρωπος  που  απέδειξε  την  Κωνσταντίνου Δωρεάν  πλαστή,  που  γελοιοποιούσε  το  ύφος  της  Βουλγάτας  και  κατηγορούσε  τον  Άγιο Αυγουστίνο για αιρετικό, έγινε αποστολικός γραμματέας. Η πολιτική αυτή της ενθαρρύνσεως του  ουμανισμού  μάλλον  παρά  της  ευσεβείας  ή  της  ορθοδοξίας,  συνεχίσθηκε  μέχρι  της λεηλασίας της Ρώμης στα 1527. 

Η  ενθάρρυνση  του  ουμανισμού,  παρ'  ότι  ενοχλούσε  τους  πουριτανούς  του  Βορρά,  θα μπορούσε από την άποψή μας ν' αναγνωρισθεί ως αρετή, αλλ' η πολεμόχαρη πολιτική και η ανήθικη ζωή μερικών Παπών δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από καμμιάν άποψη εκτός από  εκείνην  της  απροσχημάτιστης  δυναμικής  πολιτικής.  Ο  Αλέξανδρος  ΣΤ'  (1492‐1503) αφιέρωσε ως Πάπας τη ζωή του στην ισχυροποίηση του εαυτού του και της οικογενείας του. Είχε  δυο  γιούς,  τον  Δούκα  της  Γανδίας  [Gandia]  και  τον  Καίσαρα  Βοργίαν  [Borgia]  από  τον οποίον  προτιμούσε  κατά  πολύ  τον  προηγούμενο.  Εν  τούτοις  ο  Δουξ  δολοφονήθηκε, πιθανότατα  από  τον  αδελφό  του,  γι'  αυτό  και  οι  δυναστικές  φιλοδοξίες  του  Πάπα  είχαν συγκεντρωθεί κατ' ανάγκην στον Καίσαρα. Και οι δυο κατέλαβαν τη Ρωμανία [Romagna] και την  Αγκώνα  [Ancona]  που  προορίζονταν  ν'  αποτελέσουν  το  πριγκιπάτο  του  Καίσαρα,  αλλ' όταν ο Πάπας πέθανε, ο Καίσαρας ήταν πάρα πολύ άρρωστος και συνεπώς δεν ήταν σε θέση να  δράσει  εγκαίρως.  Συνεπώς  οι  κατακτήσεις  των  περιήλθαν  στην  κληρονομιά  του  Αγίου Πέτρου.  Η  ακολασία  των  δυο  αυτών  ανδρών  πήρε  ταχύτατα  διαστάσεις  θρύλου  και  είναι δύσκολο να διαχωρίσει κανείς την αλήθεια από το ψέμα καθ' όσον αφορά τους αναρίθμητους φόνους για τους οποίους κατηγορούνται. Είναι, εν τούτοις, αναμφίβολο ότι έφεραν την τέχνη της δολιότητας πολύ πέρα από το σημείο που τη βρήκαν και την πήγαν σε σημείο όπου δεν έφτασε  προηγουμένως.  Ο  Ιούλιος  Β'  (1503‐13),  που  διαδέχθηκε  τον  Αλέξανδρο  ΣΤ',  δεν διακρινόταν για την ευλάβειά του, αλλ' έδωσε πολύ λιγότερες αφορμές σκανδάλου από τον προκάτοχό του. Συνέχισε την προσπάθεια επεκτάσεως της παπικής εξουσίας. Ως στρατιωτικός είχε αρετές αλλ' όχι  και ως Κεφαλή της Χριστιανικής Εκκλησίας. Η Μεταρρύθμιση, που είχε αρχίσει  επί  των ημερών  του διαδόχου  του Λέοντα Γ'  (1513‐21),  ήταν ο φυσικός καρπός  της ειδωλολατρικής πολιτικής των Παπών της Αναγεννήσεως. 

Το νότιον άκρον της Ιταλίας κατείχετο από το βασίλειο της Νεαπόλεως, με το οποίον, συχνά, ήταν  ενωμένη  και  η  Σικελία.  Η  Νεάπολη  και  η  Σικελία  ήσαν  το  κατ'  εξοχήν  προσωπικό βασίλειο του Αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β' ο οποίος είχε εισαγάγει μια απολυταρχία κατά το μωαμεθανικό  πρότυπο,  φωτισμένη  αλλά  δεσποτική,  χωρίς  ν'  αναγνωρίζει  καμμιά  εξουσία στους  φεουδάρχες  ευγενείς.  Μετά  το  θάνατό  του  στα  1250,  η  Νεάπολη  και  η  Σικελία υπήχθησαν  στον  νόθο  γιο  του  Μανφρέδο,  ο  οποίος,  όμως,  είχε  κληρονομήσει  και  το αδυσώπητο  μίσος  και  την  εχθρότητα  της  Εκκλησίας,  και  εξεβλήθη  από  τους  Γάλλους  στα 

Page 10: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

1266. Οι Γάλλοι είχαν καταστεί λαομίσητοι και σφαγιάσθηκαν κατά τον «Σικελικό Εσπερινό» (1282)3  μετά  τον  οποίον  το  βασίλειο  περιήλθε  στον  Πέτρο  Γ'  της  Αραγώνος  και  στους κληρονόμους του.  Έπειτα από ποικίλες περιπλοκές που οδήγησαν στον προσωρινό χωρισμό της Νεαπόλεως και της Σικελίας, επανενώθηκαν στα 1443 υπό τον Αλφόνσο τον Μεγαλόψυχο, διακεκριμένο προστάτη των γραμμάτων. Από το 1495 και μετέπειτα, τρεις Γάλλοι βασιλιάδες προσπάθησαν  να  κατακτήσουν  τη  Νεάπολη,  αλλά  τελικά  το  βασίλειο  περιήλθε  στον Φερδινάνδο  της  Αραγώνος  (1502).  Ο  Κάρολος  Η',  ο  Λουδοβίκος  ΙB'  και  ο  Φραγκίσκος  Α', βασιλιάδες της Γαλλίας, είχαν όλοι αξιώσεις (όχι και πολύ νόμιμες) επί του Μιλάνου και της Νεαπόλεως∙  όλοι  εισέβαλαν  κατά  καιρούς  στην  Ιταλία  με  πρόσκαιρες  επιτυχίες,  αλλ'  όλοι ηττήθηκαν τελικά από τους Ισπανούς. Η νίκη της  Ισπανίας και η Αντι‐Μεταρρύθμιση έθεσαν τέρμα  στην  Ιταλική  Αναγέννηση.  Επειδή  ο  Πάπας  Κλήμης  Ζ'  ήταν  εμπόδιο  στην  Αντι‐Μεταρρύθμιση, και, καθ' ότι Μέδικος, φίλος της Γαλλίας, ο Κάρολος Ε', στα 1527, προκάλεσε τη λεηλασία της Ρώμης από έναν κατά μέγα μέρος προτεσταντικό στρατό. Έπειτα απ' αυτό, οι Πάπες έγιναν ευσεβείς και η Ιταλική Αναγέννηση γνώρισε το τέλος της. 

Το παιχνίδι  της πολιτικής  για  την  κατάκτηση  της  εξουσίας  ήταν απίστευτα πολύπλοκο στην Ιταλία. Οι ηγεμονίσκοι, ως  επί  το πλείστον αυτοδημιούργητοι  τύραννοι,  συμμαχούσαν πότε με  το  ένα  πότε  με  το  άλλο  ισχυρό  κράτος∙  αν  έπαιζαν  το  παιχνίδι  τους  χωρίς  σύνεση, εξοντώνονταν.  Οι  πόλεμοι  ήσαν  αδιάλειπτοι,  αλλ'  ωσότου  έρθουν  οι  Γάλλοι  στα  1494,  οι πόλεμοι αυτοί ήσαν μάλλον αναίμακτοι: οι στρατιώτες ήσαν μισθοφόροι και προσπαθούσαν να περιορίζουν στο ελάχιστο τους επαγγελματικούς των κινδύνους. Αυτοί οι καθαρώς Ιταλικοί πόλεμοι  δεν  επηρέαζαν  και  πολύ  το  εμπόριο  ούτε  κ'  εμπόδιζαν  καθ'  οιονδήποτε  τρόπο  τη χώρα από του να πλουτίζει. Υπήρχε ικανή διοικητική δεξιοτεχνία αλλ' όχι και σοφή πολιτική∙ όταν  ήρθαν  οι  Γάλλοι,  η  χώρα βρέθηκε πρακτικά ανυπεράσπιστη.  Τα  γαλλικά  στρατεύματα έκαναν μεγάλη εντύπωση στους Ιταλούς που σκότωναν πραγματικά ανθρώπους στη μάχη. Οι πόλεμοι  μεταξύ  Γάλλων  και  Ισπανών  που  επακολούθησαν,  ήσαν  πόλεμοι  σοβαροί  που προκάλεσαν δεινά  και  πολλήν  ένδεια.  Αλλά  τα  Ιταλικά  κράτη συνέχισαν  τις  μηχανορραφίες των,  το  ένα  εναντίον  του άλλου,  επικαλούμενα  τη βοήθεια  της  Γαλλίας ή  της  Ισπανίας στις εσωτερικές των διενέξεις, χωρίς να αισθάνονται κανένα ενδιαφέρον για την εθνική ενότητα. Τελικά, καταστράφηκαν όλα. Πρέπει να λεχθεί ότι η Ιταλία θα 'χανε οπωσδήποτε τη σημασία της λόγω της ανακαλύψεως της Αμερικής και του δρόμου του Ακρωτηρίου προς την Ανατολή∙ αλλ' η κατάρρευση μπορούσε να ήταν λιγότερο καταστρεπτική και λιγότερο αφανιστική της ποιότητας του Ιταλικού πολιτισμού. 

Η  Αναγέννηση  δεν  ήταν  περίοδος  μεγάλων  επιτευγμάτων  για  τη  φιλοσοφία,  αλλά πραγματοποίησε μερικά που ήσαν ουσιώδη προκαταρκτικά του μεγαλείου του 17ου αιώνα. Εν  πρώτοις  γκρέμισε  το  άκαμπτο  σχολαστικό  σύστημα,  που  είχε  καταντήσει  στενός πνευματικός  κορσές.  Αναβίωσε  τη  μελέτη  του  Πλάτωνος  για  την  οποίαν  χρειαζόταν  τόση ανεξαρτησία  σκέψεως  όση  τουλάχιστον  απητείτο  για  την  εκλογή  μεταξύ  αυτού  και  του Αριστοτέλη.  Σχετικά  και  με  τους  δυο  προώθησε  τη  γνήσια  και  την  από  πρώτο  χέρι  γνώση, ελεύθερη  από  τις «γλώσσες»4  των Νεοπλατωνικών  και  των  Αράβων  σχολιαστών.  Το  ακόμη σημαντικότερο είναι ότι ενεθάρρυνε τη συνήθεια να θεωρείται η πνευματική δραστηριότητα σαν ευχάριστη κοινωνική ασχολία και όχι ως τειχισμένη στόχαση με αποκλειστικό της σκοπό την περιφρούρηση της προκαθορισμένης δογματικής ορθοδοξίας. 

Η  υποκατάσταση  του  Πλάτωνα  στον  Αριστοτέλη  των  Σχολαστικών,  επισπεύσθηκε  από  την επαφή με τους Βυζαντινούς σοφούς. Ήδη, στη Σύνοδο της Φερράρας (1438), που επανένωσε τυπικά  την  Ανατολική  και  τη  Δυτική  Εκκλησία,  υπήρξε  μια  συζήτηση  κατά  την  οποίαν  οι Βυζαντινοί υποστήριξαν την ανωτερότητα του Πλάτωνα σχετικά με τον Αριστοτέλη. Ο Πλήθων Γεμιστός,  ένας  φλογερός  Έλλην  Πλατωνικός  αμφίβολης  ορθοδοξίας,  κατέβαλε  μεγάλες προσπάθειες για να προωθήσει τον Πλατωνισμό στην  Ιταλία∙ το  ίδιο και ο Βησσαρίων, ένας Έλλην  που  έγινε  καρδινάλιος.  Ο  Κόζιμος  και  ο  Λαυρέντιος  των  Μεδίκων  ήσαν  και  οι  δυο 

Page 11: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

αφοσιωμένοι  στον  Πλάτωνα.  Ο  Κόζιμος  ίδρυσε  και  ο  Λαυρέντιος  συνέχισε  τη  Φλωρεντινή Ακαδημία, που ήταν κατά κύριο λόγο αφιερωμένη στη μελέτη του Πλάτωνα. Ο Κόζιμος στις τελευταίες στιγμές του έβαλε και του διάβαζαν ένα Διάλογο του Πλάτωνος. Οι ουμανιστές της εποχής, εν πάση περιπτώσει, βιάζονταν ν' αποκτήσουν όσο γινόταν περισσότερες γνώσεις για την αρχαιότητα για να είναι ικανοί να παρουσιάσουν κάτι πρωτότυπο στη φιλοσοφία. 

Η Αναγέννηση δεν ήταν λαϊκό κίνημα. Ήταν κίνημα ολιγάριθμων σοφών και καλλιτεχνών, που ενθαρρύνονταν  από  γενναιόδωρους  προστάτες,  ειδικά  τους Μέδικους  και  τους  ουμανιστές Πάπες.  Αν  έλειπαν  αυτοί  οι  προστάτες,  ίσως  η  επιτυχία  του  να  ήταν  πολύ  μικρότερη.  Ο Πετράρχης  και  ο  Βοκκάκιος,  στο  14ο  αιώνα,  ανήκουν  πνευματικά  στην  Αναγέννηση,  αλλά λόγω  των  διαφόρων  πολιτικών  συνθηκών  της  εποχής  των  η  άμεση  επίδρασή  των  ήταν μικρότερη από την επίδραση των ουμανιστών του 15ου αιώνα. 

Η  στάση  των  σοφών  ανδρών  της  Αναγεννήσεως  απέναντι  της  Εκκλησίας  είναι  δύσκολο  να χαρακτηρισθεί  με  λίγες  λέξεις.  Μερικοί  ήσαν  δεδηλωμένοι  ελευθερόφρονες,  παρ'  ότι  και αυτοί συνήθως δέχονταν  το  ευχέλαιο  (τα άγια  λάδια),  συνδιαλλασσόμενοι με  την Εκκλησία όταν ένοιωθαν να εγγίζει ο θάνατος. Οι περισσότεροί τους αποδοκίμαζαν την ακολασία των συγχρόνων τους Παπών αλλά δεν απέστεργαν να χρησιμοποιηθούν από αυτούς. Ο ιστορικός Γκουιτσαρντίνι [Guicciardini] έγραψε στα 1529: 

«Κανένας δεν είναι περισσότερο από εμέ αηδιασμένος με τη φιλοδοξία,  τη φιλαργυρία και  την ασωτεία των  ιερωμένων,  όχι μόνον διότι  το καθένα από τα ελαττώματα αυτά είναι μισητό καθ' εαυτό, αλλά διότι το καθένα και όλα μαζί είναι εντελώς ασυμβίβαστα σ'  εκείνους που θεωρούν τον εαυτό τους σε ειδικές σχέσεις με τον Θεό,  και διότι  είναι ελαττώματα  τόσον  αντίθετα  συναμεταξύ  τους,  ώστε  δεν  ημπορούν  να  συνυπάρχουν παρά μόνο σε πολύ ιδιόρρυθμες φύσεις. Ωστόσο, η θέση μου στην αυλή πολλών Παπών με ανάγκασε να επιθυμώ το μεγαλείο τους, για χάρη του δικού μου συμφέροντος. Αν δεν ήταν αυτό, θ' αγαπούσα τον Λούθηρο σαν τον ίδιο τον εαυτό μου, όχι για ν' απαλλαγώ από  τους  νόμους  που  ο  Χριστιανισμός,  όπως  συνήθως  νοείται  και  ερμηνεύεται,  μας επιβάλλει,  αλλά  για  να  ιδώ  όλο  αυτό  το  σμάρι  των  αχρείων  να  μπαίνει  στη  θέση  του, ώστε ν' αναγκασθούν είτε να ζουν χωρίς ελαττώματα, είτε χωρίς εξουσία»5. 

Η  περικοπή  είναι  διασκεδαστικά  ειλικρινής  και  δείχνει  καθαρά  γιατί  οι  ουμανιστές  δεν μπορούσαν να επιχειρήσουν οποιανδήποτε μεταρρύθμιση.  Εξάλλου, πολλοί απ' αυτούς δεν έβλεπαν να υπάρχει μέση οδός μεταξύ ορθοδοξίας και ελευθεροφροσύνης. Μια θέση όπως του  Λούθηρου  ήταν  αδύνατη  γι'  αυτούς  γιατί  δεν  είχαν  πια  το  μεσαιωνικό  αίσθημα  των θεολογικών λεπτολογιών. Ο Μαζούτσιο [Masuccio]6, αφού μας περιγράφει την ακολασία των μοναχών, καλογήρων και καλογραιών, λέγει: «Η καλύτερη τιμωρία γι' αυτούς θα ήταν αν ο Θεός καταργούσε το πουργατόριο∙ δεν θα εισπράττανε πια ελεημοσύνες και θα γύριζαν πίσω στην τσάπα των»7. Αλλ' αυτός δεν αρνιέται  το πουργατόριο,  όπως ο Λούθηρος, που διατηρεί εν τούτοις, το μεγαλύτερο μέρος της Καθολικής πίστεως. 

Ο  πλούτος  της  Ρώμης  εξαρτιόταν  κατά  μικρό  μόνο  μέρος  από  τα  εισοδήματα  που προέρχονταν από τις παπικές κτήσεις∙ το κυριότερο προερχόταν από το φόρο που κατέβαλλε ο Καθολικός κόσμος στο σύνολό του,  χάρις στο θεολογικό σύστημα που διατείνονταν ότι οι Πάπες κρατούσαν τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών. Ο Ιταλός που θα διαμφισβητούσε το σύστημα τούτο, διακινδύνευε την εκπτώχυνση της Ιταλίας, και την απώλεια της θέσης της στον  Δυτικό  κόσμο.  Συνεπώς  η  Ιταλική  ανορθοδοξία,  κατά  την  Αναγέννηση,  ήταν  καθαρά πνευματική και δεν οδηγούσε σε σχίσμα, ή σ' οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργίας λαϊκού κινήματος  μακράν  της  Εκκλησίας.  Η  μόνη  εξαίρεση,  και  αυτή  πολύ  μερική,  ήταν  ο Σαβοναρόλα, ο οποίος πνευματικά και ψυχικά ανήκε στον Μεσαίωνα. 

Πλείστοι ουμανιστές διατηρούσαν τις δεισιδαιμονικές εκείνες δοξασίες κάποιο έρεισμα των 

Page 12: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

οποίων  εύρισκαν  στην  αρχαιότητα.  Η  μαγεία  και  η  δαιμονομαντεία  μπορεί  να  είναι κολασμένες  αλλά  δεν  εθεωρούντο  αδύνατες.  Ο  Ιννοκέντιος  Η',  στα 1484,  είχε  εκδώσει  μια βούλλα εναντίον της δαιμονομαντείας που είχε ως συνέπεια μια τρομακτική καταδίωξη των μαγισσών  στη  Γερμανία  και  αλλού.  Η  αστρολογία  εξετιμάτο  ιδιαίτερα  από  τους ελευθερόφρονες∙  είχε  γίνει  πράγματι  τόσο  του  συρμού  όσο  δεν  ήταν  ποτέ  στους παλαιότερους καιρούς. Το πρώτο αποτέλεσμα της χειραφέτησης από την Εκκλησία δεν ήταν να κάμει τους ανθρώπους να σκέπτονται λογικά, αλλά ν' αφήσει ελεύθερο το πνεύμα τους σε κάθε είδους αρχαία ανοησία. 

Από ηθική άποψη, το πρώτο αποτέλεσμα της χειραφετήσεως ήταν εξίσου ολέθριο. Οι παλιοί ηθικοί κανόνες έπαυσαν να είναι σεβαστοί∙ οι περισσότεροι ηγεμόνες κατακτούσαν τη θέση τους με την προδοσία και τη δολιότητα και τη συγκρατούσαν με ανηλεείς θηριωδίες. Όταν οι καρδινάλιοι εκαλούντο να γευματίσουν κατά τη στέψη ενός Πάπα έφερναν το δικό τους κρασί και  τον  προσωπικό  τους  οινοχόο,  από  φόβο  μήπως  τους  δηλητηριάσουν8.  Εκτός  από  τον Σαβοναρόλα,  κανένας σχεδόν  Ιταλός της περιόδου αυτής ριψοκινδύνευε ο,τιδήποτε για ένα δημόσιο  σκοπό.  Τα  κακά  της  παπικής  διαφθοράς  ήσαν  καταφανή,  αλλά  κανένας  δεν τολμούσε να κάμει το παραμικρό. Η επιθυμία για την  Ιταλική ενότητα ήταν διάχυτη, αλλ' οι ηγεμόνες ήσαν ανίκανοι να συνενωθούν. Ο κίνδυνος της ξενικής κυριαρχίας ήταν άμεσος, κι ωστόσο  κάθε  Ιταλός  κυβερνήτης  ήταν  έτοιμος  να  επικαλεσθεί  τη  βοήθεια  οποιασδήποτε ξένης δύναμης, ακόμη και του Τούρκου, στην οποιαδήποτε διένεξή του με έναν άλλον Ιταλό άρχοντα. Δεν υπάρχει έγκλημα, εκτός από την καταστροφή των αρχαίων χειρογράφων, που γι' αυτό να μην ήσαν συνήθως ένοχοι οι άνθρωποι της Αναγεννήσεως. 

Έξω από τη σφαίρα της ηθικής, η Αναγέννηση έχει πάμπολλα υπέρ αυτής. Στην αρχιτεκτονική, στη  ζωγραφική,  στην  ποίηση,  έμεινε  ονομαστή.  Παρήγαγε  πολύ  μεγάλους  άνδρες,  όπως  ο Λεονάρντο,  ο  Μιχαήλ‐Άγγελος  και  ο  Machiavelli.  Απελευθέρωσε  τους  μορφωμένους ανθρώπους, από τον στενό ορίζοντα του μεσαιωνικού πνευματικού πολιτισμού, και, παρ' ότι ακόμη δούλη της λατρείας της αρχαιότητας, βοήθησε τους μελετητές να συνειδητοποιήσουν το γεγονός ότι σημαίνουσες αυθεντίες έχουν υποστηρίξει ποικιλία γνωμών σχεδόν για κάθε θέμα.  Αναζωογονώντας  τη  γνώση  του  Ελληνικού  κόσμου,  δημιούργησε  μια  πνευματική ατμόσφαιρα μέσα στην οποίαν ήταν και πάλι δυνατή η άμιλλα προς τα ελληνικά επιτεύγματα και  στην  οποίαν  η ατομική  ιδιοφυία μπορούσε  να  ανθήσει  με  ελευθερία άγνωστη από  την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου. Οι πολιτικές συνθήκες της Αναγεννήσεως ευνοούσαν την ατομική ανάπτυξη, αλλ' ήσαν ασταθείς. Η αστάθεια και ο ατομικισμός συνδυάζονταν στενότατα, όπως στην αρχαία Ελλάδα.  Το σταθερό κοινωνικό σύστημα είναι αναγκαίο, αλλά το οποιοδήποτε σταθερό σύστημα που έχει ως την ώρα επινοηθεί παρεμπόδισε την ανάπτυξη της εξαιρετικής καλλιτεχνικής ή πνευματικής αξίας. Πόσους φόνους και αναρχία είμαστε προετοιμασμένοι να δεχθούμε για χάρη μεγάλων επιτευγμάτων όπως αυτά της Αναγεννήσεως; Στο παρελθόν, σε μεγάλη έκταση∙ στην εποχή μας σε πολύ μικρότερη. Λύση του προβλήματος αυτού δεν έχει ακόμη  βρεθεί,  παρ'  ότι  η  ανάπτυξη  της  κοινωνικής  οργανώσεως  την  καθιστά  ολοένα  και περισσότερο επιτακτική. 

Page 13: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III Machiavelli 

Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ,  παρ'  ότι  δεν ανέδειξε  κανένα σημαίνοντα θεωρητικό φιλόσοφο,  ανέδειξεν έναν  άνθρωπο  εξαιρετικής  περιωπής  στην  πολιτική  φιλοσοφία,  τον  Νικκολό  Μακιαβέλλι [Niccolò Machiavelli]. Είναι συνήθεια να δοκιμάζει κανείς δυσάρεστη έκπληξη από αυτόν και είναι πράγματι κάποτε δυσαρέστως εκπληκτικός. Αλλά και πολλοί άλλοι θα ήσαν το ίδιο, αν ήσαν  εξίσου απαλλαγμένοι από προσποίηση. Η πολιτική  του φιλοσοφία  είναι  επιστημονική και  εμπειρική,  βασισμένη  στην  προσωπική  του  πείρα  των  δημοσίων  υποθέσεων,  και ενδιαφερόμενη μόνο να εκθέσει  τα μέσα για  την επίτευξη  καθορισμένων σκοπών, ασχέτως του αν οι σκοποί αυτοί  είναι  καλοί  ή  κακοί.  Όταν  καμιά φορά  επιτρέπει  στον  εαυτό  του  ν' αναφέρει  τους  σκοπούς  που  επιδιώκει,  είναι  τέτοιοι  που  όλοι  θα  μπορούσαμε  να  τους χειροκροτήσουμε. Μέγα ποσοστό της συμβατικής κακολογίας που συνδέεται με τ' όνομά του οφείλεται  στην  αγανάκτηση  των  υποκριτών  που  μισούν  την  ειλικρινή  ομολογία  της κακοποιίας.  Απομένουν,  είναι αλήθεια,  πολλά που διεκδικούν πράγματι  την επίκριση, αλλά και σε τούτο είναι μια έκφραση της εποχής του. Τόση πνευματική εντιμότητα περί πολιτικής ανεντιμότητας  θα ήταν  ίσως αδύνατη  σ'  οποιαδήποτε  εποχή ή  σ'  οποιαδήποτε άλλη  χώρα, εκτός ίσως στην Ελλάδα μεταξύ ανθρώπων που οφείλουν τη θεωρητική τους μόρφωση στους σοφιστές και την πρακτική τους εξάσκηση στους πολέμους των μικροσκοπικών κρατών που, στην  κλασσική  Ελλάδα  όπως  και  στην  Ιταλία  της  Αναγεννήσεως,  ήσαν  η  πολιτική  συνοδεία των ατομικών ιδιοφυιών. 

Ο Machiavelli  (1467‐1527)  ήταν  Φλωρεντινός,  του  οποίου  ο  πατέρας,  ένας  δικηγόρος,  δεν ήταν  ούτε  πλούσιος  ούτε  φτωχός.  Όταν  ήταν  ηλικίας  είκοσι  χρονών,  ο  Σαβοναρόλα κυριαρχούσε  στη  Φλωρεντία∙  το  άθλιο  τέλος  του  έκανε  προδήλως  μεγάλη  εντύπωση  στον Machiavelli,  διότι  παρατηρεί  ότι  «όλοι  οι  οπλισμένοι  προφήτες  νίκησαν  και  οι  άοπλοι απέτυχαν», φέρνοντας τον Σαβοναρόλα ως παράδειγμα των δευτέρων. Απ' την άλλη πλευρά μνημονεύει  τον  Μωυσή,  τον  Κύρο,  τον  Θησέα  και  τον  Ρωμύλο.  Είναι  χαρακτηριστικό  της Αναγέννησης ότι ο Χριστός δεν μνημονεύεται. 

Ευθύς  μετά  την  εκτέλεση  του  Σαβοναρόλα,  ο Machiavelli  επέτυχε  μια  κατώτερη  θέση  στην κυβέρνηση της Φλωρεντίας (1498). Παρέμεινε στην υπηρεσία της, χρησιμοποιούμενος συχνά σε  σημαντικές  διπλωματικές αποστολές,  μέχρι  της  παλινορθώσεως  των Μεδίκων στα 1512∙ τότε,  επειδή  ήταν  πάντοτε  αντίπαλός  των,  συνελήφθη  αλλ'  αφέθηκε  ελεύθερος  και  του επετράπη  να  ζει  μακριά  από  την  πολιτική  σκηνή,  στην  αγροτική  περιοχή  της  Φλωρεντίας. Έγινε  συγγραφέας  μη  έχοντας  άλλη  απασχόληση.  Το  περιφημότερο  έργο  του,  Ο  Ηγεμών, γράφτηκε στα 1513, και είναι αφιερωμένο στον Λαυρέντιο τον Δεύτερο, μιας και έτρεφε την (μάταιη  όπως  αποδείχθηκε)  ελπίδα  να  κερδίσει  την  εύνοια  των  Μεδίκων.  Ο  τόνος  του οφείλεται ίσως εν μέρει στον πρακτικό αυτό σκοπό∙ το εκτενέστερο έργο του, Ομιλίες, που το έγραφε  ταυτόχρονα,  είναι  εμφανώς  δημοκρατικότερο  και  περισσότερο  φιλελεύθερο.  Στην αρχή  του Ηγεμόνα  λέγει  ότι  δεν  θα  μιλήσει  περί  δημοκρατιών  στο  βιβλίο  τούτο,  εφ'  όσον πραγματεύθηκε περί αυτών αλλού. Όσοι δεν έχουν διαβάσει και τις Ομιλίες του, είναι φυσικό να έχουν μονόπλευρη ιδέα περί της θεωρίας του. 

Εφ' όσον δεν επέτυχε να συμφιλιωθεί με τους Μέδικους, ο Machiavelli ήταν υποχρεωμένος να συνεχίσει τη συγγραφική του εργασία. Έζησε σε απομόνωση ως το έτος του θανάτου του, που συνέπεσε με το έτος της λεηλασίας της Ρώμης από τα στρατεύματα του Καρόλου Ε'. Το έτος τούτο μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως η χρονιά του θανάτου της Ιταλικής Αναγέννησης. 

Ο Ηγεμών ασχολείται κυρίως ν' ανακαλύψει από την ιστορία και από τα σύγχρονα γεγονότα, 

Page 14: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

πώς κερδίζονται οι ηγεμονίες,  πώς κρατιούνται και πώς χάνονται. Η  Ιταλία  του 15ου αιώνα παρείχε πλήθος παραδείγματα,  μεγάλα και μικρά.  Ελάχιστοι άρχοντες ήσαν νόμιμοι∙ ακόμη και οι Πάπες εξασφάλιζαν την εκλογή τους με διεφθαρμένα μέσα. Οι κανόνες για την επιτυχία δεν  ήσαν  εντελώς  οι  ίδιοι  όπως  και  τότε  που  οι  καιροί  έγιναν  περισσότερο  ομαλοί,  διότι κανένας  δεν  εντυπωσιαζόταν  από  θηριωδίες  και  δολιότητες  που  θ'  απέκλειαν  από  την εξουσία  έναν  άνθρωπο  στον  18o ή  τον  19ο  αιώνα.  Ίσως,  πάλιν,  η  εποχή  μας  να  μπορεί  ν' αξιολογήσει  καλύτερα  τον Machiavelli,  διότι  μερικές  από  τις  σημαντικότερες  επιτυχίες  των καιρών  μας  έχουν  επιτευχθεί  με  μεθόδους  τόσον  ευτελείς  όσον  και  εκείνες  της  Ιταλικής Αναγεννήσεως.  Ο  Machiavelli,  λόγου  χάρη,  θα  χειροκροτούσε  ως  καλλιτεχνικός εμπειρογνώστης  της  κρατικής  τεχνικής,  τον  εμπρησμό  του  Ράιχσταγκ  από  τον  Χίτλερ,  την εκκαθάριση του κόμματός του στα 1934 και την παρασπονδία του μετά το Μόναχο. 

Ο Καίσαρ Βοργίας, γιος του Αλέξανδρου ΣΤ', αναφέρεται προς μέγαν έπαινον. Το πρόβλημά του  ήταν  πολύ  δύσκολο: πρώτον,  δια  του  θανάτου  του  αδελφού  του  να  καταστεί  ο  μόνος κληρονόμος  της  δυναστικής  φιλοδοξίας  του  πατέρα  του∙  δεύτερον,  να  κατακτήσει  με  τη δύναμη  των  όπλων,  εν  ονόματι  του  Πάπα,  εδάφη  που  μετά  το  θάνατο  του  Αλέξανδρου  θ' ανήκαν στον εαυτό του και όχι στα παπικά κράτη∙ τρίτον,  να μανουβράρει  το Κολλέγιο των Καρδιναλίων  ώστε  ο  νέος  Πάπας  να  είναι  φίλος  του.  Επεδίωξε  τους  δύσκολους  αυτούς σκοπούς με μεγάλη επιδεξιότητα∙ ο Machiavelli μας λέγει πως ένας νέος ηγεμών πρέπει να πάρει μαθήματα από τις μεθόδους  του. Η αλήθεια είναι ότι ο Καίσαρ απέτυχε, αλλά τούτο μόνον «από εξαιρετική δυσμένεια της τύχης». Συνέπεσε, όταν πέθανε ο πατέρας του, να είναι και  ο  ίδιος  βαρειά  άρρωστος∙  όταν  ανέρρωσε,  οι  εχθροί  του  είχαν  ήδη  οργανώσει  τις δυνάμεις των και ο θανάσιμος εχθρός του είχε εκλεγεί Πάπας. Την ημέρα της εκλογής αυτής, ο Καίσαρ είπε στον Machiavelli ότι είχε προβλέψει τα πάντα εκτός από τ' ότι «δεν σκέφθηκε ποτέ πως την ημέρα που θα πέθαινε ο πατέρας του θα ήταν κι ο ίδιος του θανατά». 

Ο Machiavelli, που γνώριζε από πολύ κοντά τις αχρειότητές του, συνοψίζει την κρίση του ως εξής: «Επισκοπώντας έτσι όλες τις πράξεις του Δούκα (του Καίσαρα), δεν βρίσκω τίποτε που να μπορώ να τον μεμφθώ, αντιθέτως αισθάνομαι υποχρεωμένος, όπως το έχω ήδη κάνει, να τον  προβάλω ως  παράδειγμα  προς  μίμηση  σ'  όλους  εκείνους  που  χάρις  στην  τύχη  και  στα όπλα των άλλων ανέβηκαν στην εξουσία». 

Υπάρχει ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο «Περί Εκκλησιαστικών Ηγεμονιών» όπου, εν όψει αυτών που  αναπτύσσονται  στις  Ομιλίες,  είναι  προφανές  ότι  κρύβει  μέρος  της  σκέψεως  του Machiavelli.  Ο  λόγος  της  αποκρύψεως  ήταν  ασφαλώς  διότι  ο Ηγεμών  είχε  γραφτεί  για  να ευχαριστήσει  τους Μέδικους  και  διότι,  όταν  είχε  γραφτεί,  ένας Μέδικος ακριβώς  είχε  γίνει Πάπας  (Λέων  Ι').  Σχετικά  με  τις  εκκλησιαστικές  ηγεμονίες  λέγει  στον  Ηγεμόνα,  ότι  η  μόνη δυσκολία  έγκειται  στο  να  τις  αποκτήσει  κανείς,  γιατί  όταν  αποκτηθούν  προασπίζονται  από παλαιές θρησκευτικές συνήθειες που διατηρούν τους ηγεμόνες των στην εξουσία άσχετα με το πώς συμπεριφέρονται. Οι ηγεμόνες των δεν έχουν ανάγκη από στρατό  (έτσι τουλάχιστον λέγει), διότι «στηρίζονται από υψηλότερες δυνάμεις που το ανθρώπινο πνεύμα δεν μπορεί να συλλάβει». «Εξαίρονται και συγκρατούνται από τον Θεό» και «ο άνθρωπος που θα σκεπτόταν να διαμφισβητήσει την εξουσία τους θα ήταν αναιδής και ανόητος». Παρ' όλ' αυτά, συνεχίζει, είναι  επιτρεπτό  να  ερευνήσουμε  με  ποια  μέσα  ο  Αλέξανδρος  ΣΤ'  επαύξησε  τόσο  πολύ  την κοσμική εξουσία του Πάπα. 

Η  συζήτηση  των  παπικών  εξουσιών  στις  Ομιλίες  είναι  εκτενέστερη  και  περισσότερο ειλικρινής.  Εδώ  αρχίζει  να  τοποθετεί  τους  διαπρεπείς  ανθρώπους  σε  ηθική  ιεραρχία.  Οι καλύτεροι,  λέγει,  είναι  οι  ιδρυτές  θρησκειών∙  κατόπιν  έρχονται  οι  ιδρυτές  μοναρχιών  ή δημοκρατιών∙  έπειτα  έρχονται  οι  άνθρωποι  των  γραμμάτων.  Αυτοί  είναι  καλοί,  αλλ'  οι καταστροφείς θρησκειών, οι ανατροπείς δημοκρατιών ή βασιλειών και οι εχθροί της αρετής ή των γραμμάτων, είναι κακοί. Όσοι εγκαθιδρύουν τυραννίες είναι αχρείοι, περιλαμβανομένου και του Ιούλιου Καίσαρα∙ απ' την άλλη μεριά ο Βρούτος ήταν καλός. (Η αντίθεση μεταξύ της 

Page 15: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

απόψεως  αυτής  και  της  απόψεως  του  Ντάντε  δείχνει  την  επίδραση  της  κλασσικής φιλολογίας).  Υποστηρίζει  ότι  η  θρησκεία  πρέπει  να  έχει  προέχουσα  θέση  στο  κράτος,  όχι χάριν της αλήθειάς της αλλά ως κοινωνικός συνεκτικός σύνδεσμος∙ οι Ρωμαίοι είχαν δίκαιο να πιστεύουν σε οιωνούς και να τιμωρούν εκείνους που τους περιφρονούσαν. Οι επικρίσεις του κατά της Εκκλησίας της εποχής του είναι δύο: ότι με την κακοήθη διαγωγή της υπέσκαψε τη θρησκευτική  πίστη,  και  ότι  η  κοσμική  εξουσία  των  παπών  με  την  πολιτική  που  εμπνέει, παρεμποδίζει την ενοποίηση της Ιταλίας. Οι επικρίσεις αυτές διατυπώνονται εντονότατα. «Οι άνθρωποι  που  βρίσκονται  πιο  κοντά  στην  Εκκλησία  της  Ρώμης,  που  είναι  η  κεφαλή  της θρησκείας μας, είναι και οι λιγότερο φιλόθρησκοι... Η κατάρρευση και η τιμωρία της εγγίζει... Εμείς οι  Ιταλοί,  χάρις στην Εκκλησία της Ρώμης και στους  ιερείς της, έχουμε γίνει άθρησκοι και κακοί∙ αλλά της χρωστάμε τούτο το ακόμη μεγαλύτερο κακό, αυτό που θα είναι η αιτία του αφανισμού μας, συγκεκριμένα τ' ότι η Εκκλησία διατήρησε και διατηρεί ακόμη τη χώρα μας διαιρεμένη»9. 

Με βάση τις περικοπές αυτές πρέπει να υποθέσει κανείς ότι ο θαυμασμός του Machiavelli για τον Καίσαρα Βοργία θα οφείλονταν μόνο στην  ικανότητά του και όχι στους σκοπούς του. Ο θαυμασμός  προς  την  ικανότητα  και  προς  τις  πράξεις  που  οδηγούν  στη  φήμη,  ήταν  πολύ μεγάλος στην εποχή της Αναγέννησης. Το είδος αυτό του συναισθήματος, βεβαίως, πάντοτε υπήρχε∙  πολλοί  από  τους  εχθρούς  του  Ναπολέοντα  εκφράζονταν  ενθουσιωδώς  για  τις στρατηγικές  του  ικανότητες  και  τον  θαύμαζαν  γι'  αυτές.  Αλλά  στην  Ιταλία  της  εποχής  του Machiavelli ο οιωνεί ‐ καλλιτεχνικός θαυμασμός της δεξιοτεχνίας ήταν πολύ μεγαλύτερος από προηγούμενους  ή  μεταγενέστερους  αιώνες,  θα  ήταν  λάθος  αν  προσπαθούσαμε  να  τον συμβιβάσουμε  με  τους  ευρύτερους  πολιτικούς  σκοπούς  που  ο  Machiavelli  θεωρούσε σημαντικούς∙ τα δυο πράγματα, ο θαυμασμός της επιδεξιότητας και ο πατριωτικός πόθος για την  Ιταλική  ενότητα  ενυπήρχαν,  παράπλευρα,  στο  πνεύμα  του  και  δεν  υφίσταντο  κανενός είδους σύνθεση. Έτσι, μπορεί να επαινεί τον Καίσαρα Βοργία για την ευφυΐα του και να τον κατηγορεί γιατί διατηρεί την Ιταλία διαμελισμένη, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως κατά τη  γνώμη  του  ο  τέλειος  χαρακτήρας  θα  ήταν  ένας  άνθρωπος  τόσο  έξυπνος  και  τόσο αδίστακτος  ως  προς  τα  μέσα  που  χρησιμοποιεί  όσον  ο  Καίσαρ  Βοργίας,  αλλά  με  σκοπούς διαφορετικούς.  Ο  Ηγεμών  τελειώνει  με  μια  εύγλωττη  έκκληση  προς  τους  Μέδικους  ν' απελευθερώσουν  την  Ιταλία  από  τους  «βάρβαρους»  (δηλαδή  τους  Γάλλους  και  τους Ισπανούς),  των οποίων η  κυριαρχία «βρωμάει».  Δεν  θα περίμενε,  βεβαίως,  πως  ένα  τέτοιο έργο θ' αναλαμβάνονταν με ανιδιοτελή ελατήρια, αλλ' από τον έρωτα προς την εξουσία, και ακόμη περισσότερο, τη φήμη. 

Ο Ηγεμών είναι πολύ σαφής στην απόκρουση της παραδεδεγμένης ηθικής, καθ' όσον αφορά τη διαγωγή των αρχόντων. Ένας ηγεμόνας θα καταστραφεί αν είναι πάντοτε αγαθός. Πρέπει να  είναι  πανούργος  σαν  αλεπού  και  άγριος  σαν  λιοντάρι.  Υπάρχει  ένα  κεφάλαιο  (ΙΗ')  που τιτλοφορείται: «Πότε οι ηγεμόνες πρέπει να κρατούν τις υποσχέσεις των». Πληροφορούμαστε ότι πρέπει να κρατούν τις υποσχέσεις των όταν έχουν συμφέρον σε τούτο, αλλοιώς όχι. Ένας ηγεμόνας πρέπει σ' ορισμένες περιπτώσεις να είναι ανειλικρινής. 

«Αλλά πρέπει να είναι κανείς  ικανός να κρύβει επιμελώς αυτόν τον χαρακτήρα και να είναι μέγας υποκριτής και απατεών∙ και οι άνθρωποι είναι τόσον απλοϊκοί και τόσον ευκολόπιστοι ώστε ένας που εξαπατά θα βρίσκει πάντοτε εκείνους που είναι έτοιμοι να εξαπατηθούν. Θα αναφέρω μόνον μια σύγχρονη περίπτωση. Ο Αλέξανδρος ΣΤ' δεν έκανε τίποτ' άλλο παρά να εξαπατά τους ανθρώπους, δεν σκεφτόταν τίποτ' άλλο κ' εύρισκε πάντα την ευκαιρία γι' αυτό∙ κανένας  δεν  ήταν  περισσότερο  ικανός  απ'  αυτόν  στο  να  δίνει  υποσχέσεις,  ή  να  βεβαιώνει πράγματα με τους μεγαλύτερους όρκους, και κανένας δεν τους τηρούσε λιγότερο απ' αυτόν∙ ωστόσο  πάντα  πετύχαινε  στις  απάτες  του,  γιατί  γνώριζε  καλά  αυτή  τη  δουλειά.  Δεν  είναι, λοιπόν,  ανάγκη  για  έναν  ηγεμόνα  να  έχει  τις  αρετές  που  προαναφέραμε  [τις  συμβατικές αρετές], αλλ' είναι απαραίτητο να δίνει την εντύπωση ότι τις έχει». 

Page 16: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Προχωρώντας λέγει ότι, πάνω απ' όλα, ένας ηγεμόνας πρέπει να φαίνεται φιλόθρησκος. 

Ο  τόνος  των Ομιλιών,  που  εμφανίζονται  ως  σχόλια  στον  Τίτο  Λίβιο,  είναι  πολύ  διάφορος. Υπάρχουν ολόκληρα κεφάλαια που φαίνονται σάμπως να έχουν γραφτεί από τον Μοντεσκιέ∙ το  πλείστον  του  βιβλίου  θα  το  επιδοκίμαζε  ένας  φιλελεύθερος  αναγνώστης  του  δέκατου όγδοου αιώνα.  Η  θεωρία  του  ελέγχου  και  της  εξισορροπήσεως  των  εξουσιών  εκτίθεται  με πολλή σαφήνεια. Οι ηγεμόνες, οι ευγενείς και ο λαός πρέπει να μετέχουν όλοι στο πολίτευμα, «τότε οι τρεις αυτές τάξεις θα ελέγχουν η μια την άλλη αμοιβαία». Το πολίτευμα της Σπάρτης, όπως  είχε  εγκαθιδρυθεί  από  τον  Λυκούργο,  ήταν  άριστο  γιατί  ενσάρκωνε  την  πληρέστερη ισορροπία∙  το  πολίτευμα  του  Σόλωνα  ήταν  υπερβολικά  δημοκρατικό  και  γι'  αυτό  οδήγησε στην  τυραννία  του Πεισίστρατου.  Το  Ρωμαϊκό δημοκρατικό πολίτευμα ήταν  καλό  λόγω  του ανταγωνισμού Συγκλήτου και λαού. 

Η  λέξη  «ελευθερία»  χρησιμοποιείται  πάντοτε  κατά  τρόπο  που  υποδηλώνει  κάτι  πολύτιμο, παρ'  ότι δεν  είναι πολύ σαφές  τι ακριβώς υποδηλώνει.  Τούτο πιθανώς προέρχεται από  την αρχαιότητα,  και πέρασε στον δέκατον όγδοο και  τον δέκατον  ένατο αιώνα. Η Τοσκάνη είχε διατηρήσει τις ελευθερίες της διότι δεν περιλαμβάνει ούτε φρούρια ούτε ευγενείς. Φαίνεται να  αναγνωρίζεται  ότι  η  πολιτική  ελευθερία  απαιτεί  ένα  είδος  προσωπικής  αρετής  στους πολίτες. Μόνο στη Γερμανία, μας λέγει, η ευπρέπεια και η θρησκεία αποτελούν κοινές αρετές και γι' αυτό στη Γερμανία υπάρχουν πολλές δημοκρατίες. Γενικά ο λαός είναι σοφότερος και σταθερότερος από τους ηγεμόνες, παρ' ότι ο Λίβιος και πολλοί άλλοι συγγραφείς ισχυρίζονται το αντίθετο. Δεν είναι χωρίς λόγο που λέγεται ότι «η φωνή του λαού είναι φωνή του Κυρίου». 

Είναι  αξιοπαρατήρητο  το  πώς  η  πολιτική  σκέψη  των  Ελλήνων  και  των  Ρωμαίων,  στις δημοκρατικές των περιόδους, απόκτησε μια επικαιρότητα κατά τον δέκατον πέμπτον αιώνα που δεν είχε στην Ελλάδα από  την εποχή  του Μεγάλου Αλεξάνδρου και στη Ρώμη από  την εποχή  του Αυγούστου.  Οι Νεοπλατωνικοί,  οι  Άραβες  και  οι  Σχολαστικοί  ένοιωθαν φλογερό ενδιαφέρον για τη μεταφυσική του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, αλλά διόλου για τα πολιτικά των  συγγράμματα  διότι  τα  πολιτικά  συστήματα  της  εποχής  των  πόλεων  ‐  κρατών  είχαν εντελώς  εξαφανισθεί.  Η  ανάπτυξη  των πόλεων  ‐  κρατών στην  Ιταλία ήταν  σύγχρονη με  την αναζωπύρωση  της  μαθήσεως  και  έτσι  μπόρεσαν  οι  ουμανιστές  να  επωφεληθούν  από  τις πολιτικές θεωρίες των δημοκρατών Ελλήνων και Ρωμαίων. Η αγάπη της «ελευθερίας» και η θεωρία  του  ελέγχου  και  της  ισορροπίας  ήρθε  στην  Αναγέννηση  από  την  αρχαιότητα,  και στους νεότερους καιρούς κατά μέγα μέρος από την Αναγέννηση, αλλά και απ'  ευθείας από την αρχαιότητα. Η πλευρά αυτή του Machiavelli είναι τουλάχιστον τόσο σημαντική όσο και οι περισσότερο περίφημες «ανήθικες» θεωρίες του Ηγεμόνα. 

Αξίζει  να  σημειωθεί  ότι  ο Machiavelli  δεν  βασίζει  ποτέ  κανένα  πολιτικό  επιχείρημά  του  σε χριστιανικές ή βιβλικές αρχές. Οι μεσαιωνικοί συγγραφείς είχαν μια αντίληψη περί «νομίμου» εξουσίας, που ήταν η εξουσία του Πάπα ή του Αυτοκράτορα, ή που πήγαζε από αυτούς. Οι βόρειοι συγγραφείς, για καιρό, μέχρι και του Λοκ ακόμη, συζητούν περί του τι συνέβη στον Παράδεισο και πιστεύουν πως μπορούν ν' αντλήσουν από εκεί αποδείξεις πως μερικά  είδη εξουσίας είναι «νόμιμα». Στον Machiavelli δεν υπάρχει τέτοια αντίληψη. Η εξουσία είναι για κείνους  που  έχουν  την  ικανότητα  να  την  κατακτήσουν  σ'  ελεύθερον  ανταγωνισμό.  Η προτίμησή  του  για  τη  λαϊκή  κυβέρνηση  δεν  πηγάζει  απ'  οποιαδήποτε  ιδέα «δικαιωμάτων» αλλ'  από  τη διαπίστωση ότι  οι  λαϊκές  κυβερνήσεις  είναι  λιγότερο ανηλεείς,  αδίσταχτες,  και ασταθείς παρά οι τυραννίες. 

Ας προσπαθήσουμε να κάνουμε μια σύνθεση (που δεν επεχείρησε ο ίδιος ο Machiavelli) των «ηθικών»  και «ανήθικων»  μερών  της θεωρίας  του.  Σ'  ό,τι ακολουθεί δεν  εκφράζω  τις  δικές μου  γνώμες,  αλλά  γνώμες  που  ανήκουν  σ'  εκείνον  είτε  διότι  διαδηλούνται  είτε  διότι υποδηλούνται. 

Page 17: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Υπάρχουν ορισμένα πολιτικά αγαθά, από τα οποία τρία είναι ιδιαιτέρως σημαντικά: η εθνική ανεξαρτησία, η ασφάλεια και ένα εύρυθμο πολίτευμα.  Το καλύτερο πολίτευμα είναι  εκείνο που  κατανέμει  τα  νόμιμα  δικαιώματα  μεταξύ  του  ηγεμόνα,  των  ευγενών  και  του  λαού ανάλογα με  την πραγματική  τους δύναμη,  διότι  κάτω από ένα  τέτοιο πολίτευμα η  επιτυχία των επαναστάσεων είναι δύσκολη και συνεπώς είναι δυνατή η ευστάθεια, αλλά για λόγους σταθερότητας ακριβώς είναι φρόνιμο να παρέχεται περισσότερη εξουσία στον λαό. Αυτά ως προς τους σκοπούς. 

Αλλά,  στην  πολιτική,  υπάρχει  επίσης  το θέμα  των μέσων.  Είναι  μάταιο  να  επιδιώκει  κανείς ένα  πολιτικό  σκοπό  με  μεθόδους  που  είναι  καταδικασμένες  να  αποτύχουν.  Αν  ο  σκοπός θεωρείται  καλός,  πρέπει  να  εκλέγουμε  μέσα  πρόσφορα  για  την  πραγματοποίησή  του.  Το ζήτημα των μέσων μπορεί να εξετασθεί κατά τρόπο καθαρά επιστημονικό, άσχετα από το αν οι  σκοποί  είναι  καλοί  ή  κακοί.  «Επιτυχία»  σημαίνει  την  εκπλήρωση  του  σκοπού  σας, οποιοσδήποτε και αν είναι. Αν υπάρχει μια τεχνική της επιτυχίας, μπορεί να μελετηθεί το ίδιο καλά και στις επιτυχίες των αχρείων όσο και στις επιτυχίες των αγαθών ανθρώπων—μάλλον πιο  καλά  στις  πρώτες,  μιας  και  τα  παραδείγματα  των  πετυχημένων  αμαρτωλών  είναι πολυαριθμότερα  από  εκείνα  των  αγίων  που  επέτυχαν.  Αλλ'  όταν  καθορισθεί  η  τεχνική,  θα είναι χρήσιμη τόσο για τον άγιο όσο και για τον αμαρτωλό. Διότι ο άγιος αν ενδιαφέρεται για την πολιτική, θα ενδιαφέρεται και αυτός, όπως ακριβώς και ο αμαρτωλός, να επιτύχει. 

Το  ζήτημα σε  τελική ανάλυση είναι  ζήτημα δυνάμεως.  Για  να  επιτύχει  κανείς  έναν πολιτικό σκοπό είναι αναγκαία ενός ή άλλου είδους δύναμη. Το σαφές αυτό γεγονός αποκρύπτεται με συνθήματα,  όπως  λ.χ.  «το  δίκαιον  θα  υπερισχύσει»  ή  «ο  θρίαμβος  του  κακού  είναι βραχύβιος». Αν η πλευρά που θεωρείτε δίκαιη επικρατήσει, είναι διότι διαθέτει μεγαλύτερη δύναμη.  Είναι  αλήθεια  πως  η  δύναμη  συχνά  εξαρτάται  από  την  κοινή  γνώμη,  και  η  κοινή γνώμη  από  την  προπαγάνδα∙  είναι  αλήθεια,  επίσης,  ότι  αποτελεί  πλεονέκτημα  για  την προπαγάνδα να φαίνεσθε περισσότερον ενάρετος από τον αντίπαλό σας, και ότι ένας τρόπος για να φαίνεται κανείς ενάρετος είναι  να είναι  ενάρετος.  Γι' αυτό  το λόγο μπορεί ενίοτε  να συμβεί  η  νίκη  να πηγαίνει  με  την  πλευρά που  δείχνει  να  διαθέτει  σε  μεγαλύτερο ποσοστό εκείνο που η κοινή γνώμη θεωρεί ως αρετή. Πρέπει να παραδεχθούμε με τον Machiavelli πως τούτο αποτελούσε ένα σημαντικό στοιχείο στην αυξανόμενη δύναμη της Εκκλησίας κατά τον ενδέκατο,  τον δωδέκατο και  τον δέκατον τρίτον αιώνα,  καθώς επίσης και στην επιτυχία  της Μεταρρύθμισης τον δέκατον έκτον αιώνα. Αλλ' υπάρχουν σημαντικοί περιορισμοί. Εν πρώτοις εκείνοι  που  έχουν  κατακτήσει  την  εξουσία  μπορούν,  ελέγχοντας  την  προπαγάνδα,  να εμφανίσουν το κόμμα τους ενάρετο∙ κανένας, λόγου χάρη, δεν θα τολμούσε ν' αναφέρει τα αμαρτήματα  του  Αλέξανδρου  ΣΤ'  στα  δημοτικά  σχολεία  της  Νέας  Υόρκης  ή  της  Βοστώνης. Δεύτερον,  υπάρχουν  χαοτικές  περίοδοι  στις  οποίες  η  απροσχημάτιστη  απάτη  συνήθως πετυχαίνει∙ η περίοδος του Machiavelli ήταν μια απ' αυτές. Σε τέτοιες εποχές υπάρχει η τάση για ένα αυξανόμενο κυνισμό, που κάμνει τους ανθρώπους να λησμονούν το κάθε τι, αρκεί ν' αποφέρει  όφελος.  Ακόμη  και  σε  τέτοιους  καιρούς,  καθώς  λέει  ο  ίδιος  ο Machiavelli,  είναι επιθυμητό να παρουσιάζει κανείς στα μάτια ενός αμαθούς κοινού μια πρόσοψη αρετής. 

Το ζήτημα τούτο παίρνει ακόμη από κάποια προέκταση. Ο Machiavelli είναι της γνώμης πως οι πολιτισμένοι άνθρωποι χαρακτηρίζονται ως επί  το πλείστον από αδίστακτον εγωισμό. Αν ένας  άνθρωπος  σήμερα  θέλει  να  εγκαταστήσει  μια  δημοκρατία,  λέγει,  θα  τόβρισκε ευκολότερο με τους ορεσίβιους παρά με τους ανθρώπους μιας μεγάλης πολιτείας, εφ' όσον οι τελευταίοι θα ήσαν ήδη διεφθαρμένοι10. Αν ένας άνθρωπος είναι ένας αδίστακτος εγωιστής, η πιο φρόνιμη γραμμή συμπεριφοράς  του θα εξαρτηθεί από τον λαό με τον οποίον έχει να κάνη.  Η  Εκκλησία  της  Αναγέννησης  κατέπλησσε  τους  πάντας,  αλλά  μόνον  βορείως  των Άλπεων κατέπληξε τον κόσμο σε σημείον ώστε να προκαλέσει τη Μεταρρύθμιση. Τον καιρό που ο Λούθηρος άρχισε την ανταρσία του, το εισόδημα του παπισμού ήταν ίσως μεγαλύτερο απ'  όσο θα ήταν αν ο Αλέξανδρος  ΣΤ'  και  ο  Ιούλιος Β'  ήσαν περισσότερον  ενάρετοι,  και αν 

Page 18: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

αυτό αληθεύει, είναι εξαιτίας του κυνισμού της Ιταλίας της Αναγεννήσεως. Κατά συνέπεια οι πολιτικοί θα συμπεριφέρονται καλύτερα όταν εξαρτώνται από ένα ενάρετο πληθυσμό παρά από  πληθυσμό  που  θα  ήταν  αδιάφορος  προς  την  ηθική∙  θα  συμπεριφέρονται  επίσης καλύτερα  σε  μια  κοινωνία  όπου  τα  τυχόν  εγκλήματά  τους  θα  γίνονταν  ευρύτερα  γνωστά, παρά σε μια κοινωνία όπου θα λειτουργούσε αυστηρότατη λογοκρισία κάτω από τον έλεγχό τους. Αρκετά πράγματα θα μπορούσαν ασφαλώς να επιτευχθούν με την υποκρισία αλλά το ποσοστό θα ήταν δυνατόν να μειωθεί με τους κατάλληλους θεσμούς. 

Η  πολιτική  σκέψη  του Machiavelli,  όπως  και  των  περισσότερων  αρχαίων,  είναι  από  μιαν άποψη  κάπως  ρηχή.  Ασχολείται  με  τους  μεγάλους  θεσμοθέτες  όπως  ο  Λυκούργος  και  ο Σόλων,  που  υποτίθεται  ότι  δημιούργησαν  μια  μονολιθική  κοινότητα,  χωρίς  διόλου  να ενδιαφέρεται για ό,τι συνέβη προηγουμένως. Η αντίληψη μιας κοινωνίας ως μιας οργανικής οντότητας, την οποίαν οι πολιτικοί μπορούν να επηρεάσουν μέχρις ορισμένου βαθμού, είναι ουσιαστικά  νεότερη,  και  πήρε  μεγάλη  ενίσχυση  από  τη  θεωρία  της  εξελίξεως.  Η  αντίληψη αυτή δεν συναντάται στον Machiavelli, όπως δεν συναντιόταν και στον Πλάτωνα. 

Θα  μπορούσε  ωστόσο  να  υποστηριχθεί  ότι  η  εξελικτική  άποψη  της  κοινωνίας,  παρ'  ότι ισχύουσα  για  το παρελθόν,  δεν  είναι  πια  εφικτή,  αλλά πρέπει,  και  για  το παρόν  και  για  το μέλλον,  ν'  αντικατασταθεί  με  μια  περισσότερο  μηχανιστική  άποψη.  Στη  Ρωσία  και  στη Γερμανία έχουν δημιουργηθεί νέες κοινωνίες, κατά τον ίδιο περίπου τρόπο που και ο μυθικός Λυκούργος υποτίθεται ότι δημιούργησε τη Σπαρτιατική πολιτεία. Ο αρχαίος νομοθέτης είναι ένας  καλόβολος  μύθος∙  ο  νεότερος  νομοθέτης  είναι  μια  τρομακτική  πραγματικότητα.  Ο κόσμος έγινε περισσότερο από όσον ήταν όμοιος με τον κόσμο του Machiavelli και ο νεότερος άνθρωπος που ελπίζει να αναιρέσει τη φιλοσοφία του πρέπει να στοχασθεί βαθύτερα απ' όσο φαινόταν αναγκαίο τον δέκατον ένατο αιώνα. 

Page 19: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΕΡΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΩΡΟΣ 

ΣΤΙΣ βόρειες χώρες η Αναγέννηση άρχισε αργότερα από την Ιταλία, και ταχύτατα μπερδεύτηκε με  τη  Μεταρρύθμιση.  Αλλ'  υπήρξε  μια  σύντομη  περίοδος  στις  αρχές  της  δέκατης  έκτης εκατονταετηρίδας, κατά την οποίαν η νέα μάθηση διαχύθηκε ορμητικά στη Γαλλία, την Αγγλία και τη Γερμανία, χωρίς να έχει εμπλακεί σε θεολογικές αντιδικίες. Η βορεινή Αναγέννηση ήταν από πολλών απόψεων διαφορετική από την  Ιταλική. Δεν ήταν αναρχική ή αμοραλιστική∙  το αντίθετο, ήταν συνδεδεμένη με την ευσέβεια και την κοινωνική αρετή. Ενδιαφέρονταν πολύ να χρησιμοποιεί επιστημονικά φιλολογικά κριτήρια στη Βίβλο για ν' αποκτήσει ακριβέστερο κείμενο από της Βουλγάτας. Είχε λιγότερη λάμψη και περισσότερη ευστάθεια από την Ιταλική πρόγονό της, με λιγότερο ενδιαφέρον στην επίδειξη προσωπικής σοφίας, και με περισσότερο ζήλο στη διάχυση της γνώσεως όσον το δυνατόν πλατύτερα. 

Δυο  άνθρωποι,  ο  Έρασμος  και  σερ  Τόμας  Μωρ  [Θωμάς  Μώρος,  Sir  Thomas  More]  θα χρησιμεύσουν ως υποδείγματα της βορεινής Αναγέννησης. Ήσαν στενοί φίλοι και είχαν πολλά τα κοινά. Και οι δυο ήσαν πεπαιδευμένοι, παρ' ότι ο Μώρος λιγότερο από τον Έρασμο∙ και οι δυο  περιφρονούσαν  τη  Σχολαστική  φιλοσοφία,  και  οι  δυο  απέβλεπαν  στην  εκκλησιαστική μεταρρύθμιση εκ των έσω, αλλά κατεθλίβησαν από το σχίσμα μεταξύ των διαμαρτυρομένων όταν  είχε  επισυμβεί∙  και  οι  δυο  τους  ήσαν  πνευματώδεις,  αστειολόγοι  και  εξαιρετικά προικισμένοι  συγγραφείς.  Πριν  από  την  εξέγερση  του  Λουθήρου  ήσαν  πνευματικοί  ηγέται αλλ'  ύστερα  απ'  αυτήν,  ο  κόσμος  είχε  γίνει  υπερβολικά  βίαιος  κι  απ'  τις  δυο  πλευρές  για ανθρώπους  της δικής  των  ιδιοσυγκρασίας. Ο Μώρος πέθανε σαν μάρτυρας και  τον Έρασμο τον κάλυψε πλήρης αδιαφορία. 

Ούτε ο Έρασμος ούτε ο Μώρος ήσαν φιλόσοφοι με την αυστηρή έννοια του όρου. Ο λόγος για τον  οποίον  ασχολούμαι  μ'  αυτούς  είναι  διότι  εκφράζουν  τη  θερμοκρασία  μιας προεπαναστατικής εποχής, όπου υπάρχει διάχυτη επιθυμία για μια μετρημένη μεταρρύθμιση και οι δειλοί άνθρωποι δεν είχαν τρομοκρατηθεί με τους εξτρεμιστές για να περιπέσουν στην αντίδραση. Προσωποποιούν επίσης την απέχθεια προς κάθε τι το συστηματικό στη θεολογία ή τη φιλοσοφία που χαρακτήριζε τις αντιδράσεις κατά της Σχολαστικής φιλοσοφίας. 

Ο Έρασμος (1466‐1536) γεννήθηκε στο Ρόττερνταμ11. Ήταν νόθος και επινόησε μια ρομαντικά αναληθή  ιστορία  των  περιστατικών  της  γέννησής  του.  Στην  πραγματικότητα  ο  πατέρας  του ήταν  ιερέας,  άνθρωπος  κάποιας  μορφώσεως  με  γνώσεις  ελληνικής.  Οι  γονείς  του  πέθαναν προτού  ενηλικιωθεί  και  οι  κηδεμόνες  του,  (προφανώς  διότι  είχαν  καταχραστεί  τα  χρήματά του),  προσπαθούσαν  να  τον  πείσουν,  και  το  πέτυχαν,  να  γίνει  μοναχός  στο  μοναστήρι  της Στέυρ  [Steyr]  που  γι'  αυτό  το μετάνοιωνε σ'  όλη  του  τη  ζωή.  Ένας από  τους  κηδεμόνες  του ήταν  δάσκαλος  αλλά  γνώριζε  λιγότερα  λατινικά  απ'  όσα  ήξερε  ο  Έρασμος  ως  μαθητής. Απαντώντας σε μια λατινική επιστολή του παιδιού, ο δάσκαλος τούγραψε: «Αν πρόκειται να μού γράψεις πάλι με τόσο κομψή λατινομάθεια, σε παρακαλώ πρόσθεσε κ' ένα ερμηνευτικό σχόλιο». 

Στα  1493,  έγινε  γραμματέας  του  επισκόπου  του  Καμπραί,  που  ήταν  Καγκελλάριος  του Τάγματος  του  Χρυσομάλλου  Δέρατος,  κι  αυτό  του  έδωκε  την  ευκαιρία  να  εγκαταλείψει  το μοναστήρι και να ταξιδέψει, αλλ' όχι στην Ιταλία, όπως το έλπιζε. Οι γνώσεις του στα ελληνικά ήταν  ακόμη  πολύ  αδύνατες,  αλλ'  ήταν  ένας  ολοκληρωμένος  Λατινιστής∙  θαύμαζε  ιδιαίτερα τον Λορέντσο Βάλλα, για το βιβλίο του περί Λατινικής κομψοέπειας. θεωρούσε τον λατινισμό ως  απολύτως  συμβιβαζόμενο  με  την  αληθινή  ευσέβεια  και  έφερνε  ως  παράδειγμα  τον Αυγουστίνο και τον Ιερώνυμο—λησμονώντας προφανώς το όνειρο όπου ο Κύριος επιτιμούσε 

Page 20: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

τον δεύτερο γιατί διάβαζε Κικέρωνα. 

Ήταν για έναν καιρό στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων, αλλά δεν βρήκε εκεί τίποτε χρήσιμο για τον εαυτό του. Το πανεπιστήμιο γνώρισε τις μεγάλες του μέρες από την αρχή της εποχής των Σχολαστικών μέχρι του Ζερσόν και του συνοδικού κινήματος, αλλά τώρα οι παλιές διενέξεις είχαν  καταντήσει  στείρες. Οι Θωμισταί12  και  οι  Σκωτικοί13  που  εκαλούντο  τώρα από  κοινού «οι  Παλαιοί»,  εστρέφοντο  εναντίον  των  Οκκαμιστών14,  που  εκαλούντο  Οροκρατικοί [Terminists]15 ή Νεότεροι. Τέλος, στα 1482, συμφιλιώθηκαν και εστράφησαν από κοινού κατά των  ουμανιστών  που  σημείωναν  προόδους  στο  Παρίσι,  έξω  από  τους  πανεπιστημιακούς κύκλους.  Ο  Έρασμος  μισούσε  τους  Σχολαστικούς  που  θεωρούσε  αναχρονιστικούς  και απηρχαιωμένους.  Σημειώνει  σε  μια  επιστολή  του,  πως  όταν  θέλησε  ν'  αποκτήσει  το διδακτορικό  του  πτυχίο,  προσπάθησε  να  μην  πει  τίποτε  το  χαριτωμένο  ή  το  πνευματώδες. Στην  πραγματικότητα  δεν  αγαπούσε  καμμιά  φιλοσοφία,  ούτε  καν  τον  Πλάτωνα  και  τον Αριστοτέλη, παρ' ότι αυτούς, καθ' ό αρχαίους, έπρεπε ν' αναφέρει με σεβασμό. 

Στα 1499 έκανε την πρώτη επίσκεψή του στην Αγγλία, όπου του άρεσε η συνήθεια να φιλάνε τα κορίτσια. Στην Αγγλία συνδέθηκε με τον Κόλετ16 και τον Μώρο, που τον ενεθάρρυναν να καταπιαστεί με σοβαρή δουλειά μάλλον παρά με λογοτεχνικές ασημαντότητες. Ο Κόλετ έδινε διαλέξεις  για  τη  Βίβλο  χωρίς  να  γνωρίζει  τα  ελληνικά∙  ο  Έρασμος,  νοιώθοντας  πως  θα  του ήταν ευχάριστη η ασχολία με τη Βίβλο, σκέφθηκε πως η γνώση των ελληνικών θα του ήταν απαραίτητη.  Όταν  εγκατέλειψε  την  Αγγλία  στις  αρχές  του  1500,  βάλθηκε  να  μάθη  τα ελληνικά, παρ' ότι ήταν πολύ φτωχός για να πληρώσει δάσκαλο∙ το φθινόπωρο του 1502 ήταν ήδη έμπειρος γνώστης της ελληνικής, και όταν στα 1506 πήγε στην Ιταλία, βρήκε πως οι Ιταλοί δεν είχαν τίποτε περισσότερο να του μάθουν. Αποφάσισε να εκδώσει τον Άγιο Ιερώνυμο και να ετοιμάσει την έκδοση μιας Ελληνικής Καινής Διαθήκης με νέα Λατινική μετάφραση∙ και οι δυο  ήσαν  έτοιμες  στα  1516.  Η  ανακάλυψη  ανακριβειών  στη  Βουλγάτα  χρησιμοποιήθηκε κατόπιν από τους Διαμαρτυρόμενους όταν βρίσκονταν σε θεολογικές διενέξεις. Προσπάθησε να μάθη και Εβραϊκά, αλλά τα παράτησε. 

Το μόνο βιβλίο του Έρασμου που διαβάζεται ακόμη είναι το Μωρίας Εγκώμιον. Συνέλαβε το βιβλίο αυτό στα 1509, όταν διέσχιζε τις Άλπεις πηγαίνοντας από την  Ιταλία στην Αγγλία. Το έγραψε γρήγορα στο Λονδίνο, στο σπίτι του σερ Τόμας Μωρ (Μώρου), στον οποίον είναι και αφιερωμένο,  με  μια  παιγνιδιάρικη  νύξη  ότι  το  βιβλίο  του  ταιριάζει  αφού Μώρος  σημαίνει μωρός. Στο βιβλίο μιλάει η Μωρία για λογαριασμό της∙ τραγουδάει τα παινέδια της με πολύ γούστο και το κείμενο ζωντανεύει ακόμη περισσότερο με την εικονογράφηση του Χολμπάιν. Καλύπτει όλα τα μέρη της ανθρώπινης ζωής και όλες τις τάξεις και τα επαγγέλματα. Αν έλειπε αυτή,  το ανθρώπινο γένος θ' αφανίζονταν,  γιατί ποιος θα παντρευόταν αν δεν  είχε  τρέλλα; Συμβουλεύει, σαν αντίδοτο στη σοφία, «να παίρνει κανείς γυναίκα, ένα πλάσμα τόσο άκακο κι  ανόητο,  κι  ωστόσο  τόσο  χρήσιμο  και  βολικό,  που  θα  μπορούσε  να  μαλακώνει  και  ν' απαλύνει τη σκληράδα και την κακοκεφιά των ανδρών». Ποιος μπορούσε νάναι ευτυχισμένος χωρίς κολακεία ή χωρίς αυταρέσκεια; Κι όμως η τέτοια ευτυχία είναι τρέλλα. Οι ευτυχέστεροι άνθρωποι είναι όσοι βρίσκονται πιο κοντά στα κτήνη και που λευτερώνουν τους εαυτούς των από το λογικό. Η μεγαλύτερη ευτυχία είν' αυτή που βασίζεται στην αυταπάτη, γιατί κοστίζει ελάχιστα:  είν'  ευκολότερο  να  φαντάζεται  κανείς  τον  εαυτό  του  βασιλιά  παρά  να  τον  κάνη βασιλιά στ' αλήθεια. Ο Έρασμος, προχωρώντας, κοροϊδεύει την εθνική υπερηφάνεια και την καθηγητική  έπαρση:  σχεδόν  όλοι  οι  καθηγητές  των  τεχνών  και  των  επιστημών  είναι σκανδαλωδώς επηρμένοι, και αντλούν την ευτυχία τους από την έπαρσή τους. 

Υπάρχουν περικοπές όπου η σάτιρα παραχωρεί τη θέση της στη βίαιη επίθεση και η Μωρία εκφράζει  τις  σοβαρές  γνώμες  του  Έρασμου:  αναφέρονται  κυρίως  στις  εκκλησιαστικές καταχρήσεις.  Αφέσεις  και  συγχωροχάρτια,  με  τα  οποία  οι  παπάδες  «μετράνε  το  χρόνο  της διαμονής κάθε ψυχής στο καθαρτήριο», η λατρεία των αγίων, ακόμη και της Παρθένου, «που οι τυφλοί λάτρεις της θεωρούν πως αρμόζει να τοποθετούν τη μητέρα πριν από τον Υιόν», οι 

Page 21: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

έριδες  των  θεολόγων  ως  προς  την  Αγ.  Τριάδα  και  την  Ενσάρκωση∙  το  δόγμα  της μετουσιώσεως,  οι  σχολαστικές  αιρέσεις,  πάπες,  καρδινάλιοι  κ'  επίσκοποι,—οι  πάντες σκώπτονται  ανελέητα.  Ιδιαιτέρως  άγρια  είναι  η  επίθεση  κατά  των  μοναστικών  ταγμάτων: είναι «τρελλοί για δέσιμο», που δεν έχουν παρά ελάχιστη θρησκεία μέσα τους, κι όμως «είναι φοβερά  ερωτευμένοι  με  τους  εαυτούς  των  και  θαυμάζουνε  τρελλά  την  ευτυχία  τους». Συμπεριφέρονται  σάμπως  η  όλη  θρησκεία  να  συνίστατο  σε  ασημαντοψιλολογήματα: «Πόσους  κόμπους ακριβώς πρέπει  νάχουν  τα  κορδόνια  των σανδάλων  τους,  ποια  χρώματα νάχουν  τα  ενδύματά  των  και  από ποιο  ύφασμα,  πόσο πλατειά  και  μακριά πρέπει  νάναι  τα ζωνάρια τους», και ούτω καθεξής. «Θα είναι πάρα πολύ διασκεδαστικό ν' ακούσει κανείς τις απολογίες των μπροστά στο μέγα δικαστήριο: ο ένας θα καυχιέται με ποιον τρόπο πέτυχε να νεκρώσει τις σαρκικές ορέξεις του τρώγοντας μόνο ψάρι, άλλος θα ισχυρίζεται πως πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του επάνω στη γη σε θείαν άσκηση ψέλνοντας ψαλμούς... άλλος, πως σε τρεις εικοσάδες χρόνια δεν έχει καν αγγίσει μονέδα, αλλά μόνον πως ακούμπησε τα δάχτυλά του επάνω της μέσα σε χοντρά χερόχτια». Αλλ' ο Χριστός θα τους αντισκόψει και θα τους πει: «Ουαί, υμίν, γραμματείς και φαρισαίοι... μια μόνον εντολή σας άφηκα, ν' αγαπάτε αλλήλους, και δεν άκουσα κανέναν από σας να λέει αν πιστά την εξεπλήρωσε». Κι ωστόσο επί της  γης  αυτοί  οι  άνθρωποι  είναι  επίφοβοι,  γιατί  γνωρίζουν  πολλά  μυστικά  από  τις εξομολογήσεις και τα φλυαρούν όταν είναι μεθυσμένοι. 

Δεν φείδεται των Παπών. Αυτοί έπρεπε να μιμούνται τον Κύριό τους σε ταπεινοφροσύνη και φτώχεια.  «Τα  μόνα  τους  όπλα  έπρεπε  να  ήσαν  τα  όπλα  του  Πνεύματος∙  και  σ'  αυτά  είναι πράγματι  πολύ  γενναιόδωροι,  όπως  οι  απαγορεύσεις  των  και  οι  επιτηρήσεις  των,  και  οι καταδόσεις των, και οι επιβαρυντικές καταγγελίες των, και οι μεγαλύτεροι και οι μικρότεροι αφορισμοί των, και οι βρυχώμενες βούλλες των που χτυπούν οποιονδήποτε κεραυνοβολούν, και οι πανάγιοι αυτοί πατέρες δεν κάνουν σ' αυτές οικονομία όταν πρόκειται  να στραφούν εναντίον  εκείνων  που  κατά  παρακίνηση  του  διαβόλου  και  μην  έχοντας  το  φόβο  του  Θεού μπροστά  στα  μάτια  τους,  κακόβουλα  και  πονηρά,  προσπαθούν  να  μειώσουν  και  να φαλκιδεύσουν την κληρονομιά του Αγίου Πέτρου». 

Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, από τις περικοπές αυτές, πως ο Έρασμος θα θεωρούσε τη Μεταρρύθμιση ευπρόσδεκτη, αλλά τα πράγματα αποδείχθηκαν διαφορετικά. 

Το  βιβλίο  τελειώνει  με  τη  σοβαρή  νύξη  ότι  η  αληθινή  θρησκεία  είναι  μια  μορφή Μωρίας. Υπάρχουν  γενικά  δυο  είδη Μωρίας,  από  τα  οποία  το  ένα  εγκωμιάζει  ειρωνικά  και  το  άλλο σοβαρά:  το  είδος  που  εγκωμιάζεται  σοβαρά  είναι  αυτό  που  εμφανίζει  η  χριστιανική απλότητα.  Το  εγκώμιο  ταυτίζεται  με  την  απέχθεια  του  Έρασμου  προς  τη  Σχολαστική φιλοσοφία και των σοφών διδασκάλων των οποίων τα Λατινικά δεν ήσαν κλασσικά. Έχει όμως και μια βαθύτερη σημασία. Είναι, καθ' όσον γνωρίζω, η πρώτη εμφάνιση στη λογοτεχνία της ιδέας  που  αναπτύσσει  ο  Ρουσσώ  στον  Βικάριο  της  Σαβοΐας,  κατά  την  οποίαν  η  αληθινή θρησκεία  πηγάζει  από  την  καρδιά  και  όχι  απ'  το  κεφάλι,  και  συνεπώς  κάθε  καταστρωμένη θεολογία  είναι  περιττή.  Η  άποψη  αυτή  διαδιδόταν  όλο  και  περισσότερο  και  τώρα  είναι σχεδόν  γενικά  αποδεκτή  μεταξύ  των  Διαμαρτυρομένων.  Στην  ουσία  πρόκειται  περί  του παραμερισμού της ελληνικής νοησιαρχίας από το συναισθηματισμό του Βορρά. 

Κατά τη δεύτερη επίσκεψή του στην Αγγλία, ο Έρασμος παρέμεινε επί πέντε χρόνια (1509‐14), άλλοτε στο Λονδίνο και άλλοτε στο Καίμπριτζ. Άσκησε μεγάλη επίδραση στην προώθηση του αγγλικού  ουμανισμού.  Η  εκπαίδευση  στ'  αγγλικά  δημόσια  σχολεία  είχε  παραμείνει,  έως πρόσφατα, σχεδόν ακριβώς όπως θα το πεθυμούσε: βασική κλασσική μόρφωση στα Ελληνικά και  τα Λατινικά,  που περιελάμβανε  όχι  μόνο μετάφραση αλλά  και  σύνθεση σε  πεζό  και  σε στίχο. Η επιστήμη, παρ' ότι πνευματικά κυρίαρχη από τον δέκατον έβδομον αιώνα, εθεωρείτο εντελώς  ανάξια  της  προσοχής  ενός  ευπατρίδη  ή  ενός  θεολόγου.  Ο  Πλάτων  έπρεπε  να μελετάται,  αλλ'  όχι  και  τα  θέματα  που  ο  Πλάτων  έκρινε  άξια  μελέτης.  Όλα  αυτά ευθυγραμμίζονται με την επίδραση του Έρασμου. 

Page 22: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Οι  άνθρωποι  της  Αναγέννησης  είχαν  τεράστια  περιέργεια  «τα  πνεύματα  αυτά, —λέγει  ο Huizinga— δεν είχαν ποτέ την ενημέρωση που επιθυμούσαν για τα εκπληκτικά περιστατικά, για  τις  περίεργες  λεπτομέρειες,  για  τα  σπάνια  και  τα  αλλόκοτα».  Αλλά  στην  αρχή αναζητούσαν  αυτά  τα  πράγματα  όχι  μέσα  στον  κόσμο  αλλά  μέσα  στα  παλιά  βιβλία.  Ο Έρασμος  ενδιαφερόταν  για  τον  κόσμο,  αλλά  δεν  μπορούσε  να  τον  αφομοιώσει ανεπεξέργαστο∙  έπρεπε να σερβιριστεί στα ελληνικά ή στα λατινικά για να  τον  χωνέψει. Οι αφηγήσεις  των  ταξιδιωτών  δεν  ενέπνεαν  εμπιστοσύνη,  αλλά  τα  θαύματα  που  αναφέρει  ο Πλίνιος γινόντουσαν πιστευτά. Σιγά ‐ σιγά, ωστόσο, η περιέργεια μεταφέρονταν από τα βιβλία στον  πραγματικό  κόσμο∙  οι  άνθρωποι  άρχισαν  να  ενδιαφέρονται  περισσότερο  με  τους άγριους  και  με  τα παράξενα  ζώα που ανακαλύπτονταν παρά μ'  εκείνα που  περιγράφονταν από  τους  κλασσικούς  συγγραφείς.  Ο  Κάλιμπαν  προέρχεται  από  τον  Μονταίνιο  και  οι καννίβαλοι  του  Μονταίνιου  προέρχονται  από  τους  ταξιδιώτες.  «Οι  ανθρωποφάγοι  και  οι άνθρωποι που  τα κεφάλια  τους φυτρώνουν κάτω από  τους ώμους  των»  ιδώθηκαν από  τον Οθέλλο, δεν προέρχονται από την αρχαιότητα. 

Κ' έτσι η περιέργεια της Αναγέννησης, από φιλολογική, σιγά ‐ σιγά έγινε επιστημονική. Ένας τέτοιος  καταρράκτης  νέων  γεγονότων  κατέκλυσε  τους ανθρώπους που στην αρχή δεν ήσαν ικανοί  για  τίποτα,  παρά  για  να  παρασυρθούν  από  το  ρεύμα.  Τα  παλιά  συστήματα  ήσαν προδήλως  εσφαλμένα∙  η  Φυσική  του  Αριστοτέλη  και  η  Αστρονομία  του  Πτολεμαίου  και  η Ιατρική  του  Γαληνού  δεν  ήταν  δυνατόν  να  τεντωθούν  τόσον  ώστε  να  περιλάβουν  τις ανακαλύψεις  που  είχαν  γίνει.  Ο  Μονταίνιος  και  ο  Σαίξπηρ  είναι  ευχαριστημένοι  με  τη σύγχυση∙  η  ανακάλυψη  είναι  τερπνή  και  το  σύστημα  είναι  ο  εχθρός  της.  Μόλις  κατά  τον δέκατον  έβδομον αιώνα η  συστηματοποίηση αποδείχθηκε  σφαλερή με  τη  γνώση  των  νέων γεγονότων. Όμως, όλ' αυτά μας απομάκρυναν από τον Έρασμο, στον οποίον ο Κολόμβος ήταν λιγότερο ενδιαφέρων από τους Αργοναύτες. 

Ο Έρασμος ήταν αθεράπευτα και αμετανόητα λόγιος. Έγραψε ένα βιβλίο, το Enchiridion militis christiani  (Εγχειρίδιον  του  χριστιανού  στρατιώτου),  που  σ'  αυτό  δίνει  συμβουλές  στους αγράμματους  στρατιώτες:  έπρεπε  να  διαβάζουν  τη  Βίβλο,  αλλά  και  τον  Πλάτωνα,  τον Αμβρόσιο,  τον  Ιερώνυμο  και  τον  Αυγουστίνο.  Έκανε  μια  τεράστια  συλλογή  Λατινικών παροιμιών, στην οποία, στις κατοπινές εκδόσεις, πρόσθεσε και πολλές ελληνικές∙ ο αρχικός σκοπός  του  ήταν  να  βοηθήσει  τον  κόσμο  να  γράφει  τα  Λατινικά  ιδιωματικά.  Έγραψε  ένα επιτυχέστατο βιβλίο Διαλόγων  [Colloquies], για να διδάξει  τον κόσμο πώς να μιλεί Λατινικά για  κάθε  είδους  θέμα  της  καθημερινής  ομιλίας  και  συνήθειας,  όπως  λ.χ.  για  ένα  παιχνίδι σφαιροβολίας.  Τούτο  ίσως  να  ήταν  περισσότερο  χρήσιμο  απ'  όσο  φαίνεται  σήμερα.  Τα Λατινικά ήταν η μόνη διεθνής γλώσσα, και το Πανεπιστήμιο του Παρισιού κατακλύζονταν από σπουδαστές από ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη. Συνέβαινε πολλές φορές τα Λατινικά να ήταν η μόνη γλώσσα στην οποίαν θα ήταν δυνατόν να συνεννοηθούν δυο σπουδαστές. 

Μετά  τη  Μεταρρύθμιση,  ο  Έρασμος  έζησε  πρώτα  στη  Λουβαίν,  που  διατηρούσε  πλήρη Καθολικήν  ορθοδοξία,  κατόπιν  στη  Βασιλεία,  που  έγινε  προτεσταντική.  Κάθε  πλευρά προσπαθούσε  να  τον  ελκύσει  με  το  μέρος  της,  αλλά  για  πολύν  καιρό  η  προσπάθεια  ήταν μάταιη. Όπως έχουμε δει, είχε εκφρασθεί βιαιότατα κατά των εκκλησιαστικών καταχρήσεων και  των  παπικών  ακολασιών.  Στα  1518,  ακριβώς  τη  χρονιά  της  εξεγέρσεως  του  Λουθήρου, δημοσίευσε  μια  σάτιρα,  τιτλοφορούμενη  Julius  exclusus  [Ο  αποκλεισθείς  Ιούλιος],  όπου περιέγραφε  την  αποτυχία  του  Ιούλιου  Β'  να  εισέλθη  στη  βασιλεία  των  ουρανών.  Αλλ'  η βιαιότητα του Λούθηρου τον απωθούσε και μισούσε τους πολέμους. Τελικά κατέληξε με την Καθολική πλευρά. Στα 1524 έγραψε ένα βιβλίο υπερασπιζόμενος την ελεύθερη βούληση, που ο Λούθηρος,  ακολουθώντας  και  υπερακοντίζοντας  τον Αυγουστίνο,  απέρριπτε. Ο Λούθηρος απάντησε βιαιότατα, και ο Έρασμος εξωθήθη περισσότερον στην αντίδραση. Από την εποχή αυτή  μέχρι  του  θανάτου  του  γινόταν  ολοένα  και  λιγότερο  ενδιαφέρων.  Ήταν  πάντοτε συνεσταλμένος και οι καιροί δεν ταίριαζαν πια στους συνεσταλμένους ανθρώπους. Για τους 

Page 23: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

τίμιους  ανθρώπους  το  μόνο  έντιμο  δίλημμα  ήταν  το  μαρτύριο  ή  η  νίκη.  Ο  φίλος  του  σερ Τόμας Μωρ υποχρεώθηκε  να  εκλέξει  το  μαρτύριο,  και  ο  Έρασμος  σχολίασε: «Δεν  θάπρεπε ποτέ  ο Μώρος  ν'  ανακατευθεί  μ'  αυτή  την  επικίνδυνη  δουλειά  και  ν'  αφήσει  τη  θεολογική υπόθεση  στους  θεολόγους».  Ο  Έρασμος  έζησε  μακρά  ζωή,  σε  μια  εποχή  νέων  αρετών  και νέων κακιών —ηρωισμού και μισαλλοδοξίας— που δεν μπορούσε να έχει ούτε το ένα ούτε το άλλο. 

Ο σερ Τόμας Μωρ (Θωμάς Μώρος), (1478‐1535), ως άνθρωπος, ήταν θαυμαστότερος από τον Έρασμο, αλλά πολύ λιγότερο σημαντικός ως προς την επίδραση που είχε. Ήταν ουμανιστής, αλλά και με βαθύτατην ευλάβεια. Στην Οξφόρδη βάλθηκε να μάθη τα Ελληνικά, πράγμα πολύ ασύνηθες τότε και θεωρήθηκε ότι έδειχνε συμπάθεια προς τους Ιταλούς απίστους. Οι αρχές και ο πατέρας του αντέτειναν και  τον απομάκρυναν από το πανεπιστήμιο. Έπειτα απ' αυτό, έννοιωσε  να  τον  ελκύουν  οι  Καρθουσιανοί,  επέβαλε  στον  εαυτό  του  ακραία  λιτότητα  και λογάριαζε  να  ενταχθεί  στο  Τάγμα.  Τον  απέτρεψαν  από  τούτο  και  ίσως  η  επίδραση  του Έρασμου  να  συνέβαλε  για  ν'  αλλάξει  γνώμη.  Τον  Έρασμο  είχε  συναντήσει  για  πρώτη φορά ακριβώς  αυτή  την  εποχή.  Ο  πατέρας  του  ήταν  δικηγόρος  κι  αποφάσισε  ν'  ακολουθήσει  το πατρικό επάγγελμα. Στα 1504 ήταν μέλος του Κοινοβουλίου, και ηγείτο της αντιπολιτεύσεως κατά του Ερρίκου Ζ' που  ζητούσε να επιβάλει νέες φορολογίες. Και πέτυχε στον αγώνα του αυτόν, αλλ' ο βασιλιάς είχε γίνει έξαλλος. Φυλάκισε τον πατέρα του Μώρου στον Πύργο του Λονδίνου, αλλά τον απέλυσε κατόπιν αφού κατέβαλε εκατό στερλίνες. Μετά το θάνατο του βασιλιά, στα 1509, ο Μώρος επανήλθε στο δικηγορικό επάγγελμα και κέρδισε την εύνοια του Ερρίκου Η'.  Στα 1514  του απονεμήθηκε  τίτλος  ευγενείας  και  χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες διπλωματικές  αποστολές.  Ο  βασιλιάς  ήθελε  να  τον  καλεί  στην  Αυλή  αλλ'  ο  Μώρος  το απέφευγε∙ μια μέρα ο βασιλιάς πήγε απρόσκλητος στο σπίτι του, στο Τσέλση [Chelsea] για να γευματίσει μαζί του. Ο Μώρος δεν έτρεφε αυταπάτες ως προς τον Ερρίκο Η'∙ όταν κάποτε τον συγχαίρανε  για  τη  βασιλική  εύνοια,  αποκρίθηκε:  «Αν  το  κεφάλι  μου  θα  του  εξασφάλιζε κάποιο κάστρο στη Γαλλία, θάπεφτε μεμιάς». 

Όταν έπεσε ο  Γούλσυ17,  ο βασιλιάς διόρισε  τον Μώρο καγκελλάριο στη θέση  του. Αντίθετα προς την κρατούσα συνήθεια δεν δεχόταν δώρα από τους διάδικους. Δεν άργησε να περιπέση στη  δυσμένεια  του  Βασιλιά,  γιατί  ο  Ερρίκος  Η'  ήθελε  να  διαζευχθεί  την  Αικατερίνη  της Αραγώνος για να νυμφευθεί την Άνναν Μπούλυν18 [Anne Boleyn] και ο Μώρος αντιτάσσονταν ανένδοτα στο διαζύγιο. Γι' αυτό και παραιτήθηκε στα 1532. Το αδιάφθορο του χαρακτήρα του καταδεικνύεται από το γεγονός ότι μετά την παραίτησή του είχε μόνον εκατό λίρες εισόδημα το  χρόνο. Παρά  την  αντίθεσή  του,  ο  βασιλιάς  τον  κάλεσε  στους  γάμους  του  με  την  Άνναν Μπούλυν,  αλλ'  ο  Μώρος  αρνήθηκε  την  πρόσκληση.  Στα  1534,  ο  βασιλιάς  επέτυχε  από  το Παρλαμέντον  [Κοινοβούλιον]  να  ψηφίσει  το  Νομοσχέδιο  περί  Υπεροχής,  που  αναγόρευε αυτόν  και  όχι  τον  Πάπα,  Κεφαλήν  της  Εκκλησίας  της  Αγγλίας.  Κατά  το  νομοσχέδιο  τούτο χρειαζόταν  να δοθεί  ο Όρκος περί  Υπεροχής,  αλλ'  ο Μώρος αρνήθηκε  να  τον  δώσει.  Τούτο χαρακτηριζόταν μόνον ως απόκρυψη προδοσίας που δεν συνεπάγονταν τη θανατική ποινή. Εν τούτοις  είχε  κατατεθεί  από  πολύ  αναξιόπιστους  μάρτυρες,  πως  ο  Μώρος  είπε  ότι  το Κοινοβούλιο δεν μπορούσε να κάμει τον Ερρίκο κεφαλή της Εκκλησίας∙ μ' αυτή τη μαρτυρία, καταδικάσθηκε  επί  εσχάτη  προδοσία  και  αποκεφαλίσθηκε.  Η  περιουσία  του  δόθηκε  στην Πριγκίπισσα Ελισάβετ που τη διατήρησε ως την ημέρα του θανάτου της. 

Τον Μώρο τον θυμάται κανείς σχεδόν μόνο για την Ουτοπία του (1518). Η Ουτοπία είναι μια [φανταστική]  νήσος  στο  νότιο  ημισφαίριο,  όπου  τα  πάντα  γίνονται  κατά  τον  καλύτερο δυνατόν  τρόπο.  Την  επισκέφθηκε  τυχαία  ένας  ναυτικός  ονόματι  Ραφαήλ  Χύθλονταίυ,  που πέρασε πέντε χρόνια εκεί και γύρισε στην Ευρώπη για να καταστήσει γνωστούς τους σοφούς θεσμούς της. 

Στην Ουτοπία, όπως στην Πολιτεία του Πλάτωνος, τα πάντα είναι κοινά, γιατί το δημόσιο καλό δεν  μπορεί  να  ακμάσει  εκεί  όπου  υπάρχει  ατομική  ιδιοκτησία,  και  χωρίς  κομμουνισμό  δεν 

Page 24: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

μπορεί  να  υπάρχει  ισότητα.  Ο  Μώρος  αντιτείνει  ότι  ο  κομμουνισμός  θα  καταστήσει  τους ανθρώπους  τεμπέληδες  και  θα  καταστρέψει  το  σεβασμό  προς  τους  άρχοντες∙  σ'  αυτό  ο Ραφαήλ απαντά ότι κανένας δεν θα τόλεγε αυτό αν ζούσε στην Ουτοπία. 

Στην Ουτοπία υπάρχουν σαραντατέσσερες πόλεις,  όλες στο  ίδιο σχέδιο,  εκτός από μια που είναι η πρωτεύουσα. Όλοι οι δρόμοι έχουν πλάτος τριάντα ποδών, και όλα τα ιδιωτικά σπίτια είναι ακριβώς τα ίδια, με μια πόρτα προς το δρόμο και άλλη μια προς τον κήπο. Δεν υπάρχουν κλειδαριές  στις  πόρτες  και  ο  καθένας  μπορεί  να  μπει  σ'  όποιο  σπίτι  θέλει.  Οι  στέγες  είναι επίπεδες.  Κάθε δέκα χρόνια ο  κόσμος αλλάζει σπίτι—προφανώς για να μη δημιουργηθή  το αίσθημα  της  ιδιοκτησίας.  Στην  ύπαιθρο  υπάρχουν  αγροκτήματα,  που  το  καθένα  δεν  έχει λιγότερα από σαράντα πρόσωπα,  μαζί  με  δυο υπηρέτες.  Το  κάθε αγρόκτημα  είναι  υπό  την εποπτεία ενός κυρίου και μιας κυρίας, που είναι ηλικιωμένοι και συνετοί. Τα κοτόπουλα δεν εκκολάπτονται από  τις  κότες αλλ' από εκκολαπτικές μηχανές  (που δεν υπήρχαν στην εποχή του Μώρου). Όλοι ντύνονται ομοιόμορφα, αλλ' υπάρχει διαφορά στα φορέματα των ανδρών και  των  γυναικών  όπως  και  στα  φορέματα  παντρεμένων  και  ανύπαντρων.  Οι  μόδες  δεν αλλάζουν ποτέ και δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ χειμερινών και καλοκαιρινών ενδυμάτων. Στη δουλειά φοράνε πέτσινα ρούχα ή προβειές∙ η κάθε φορεσιά πρέπει να διαρκεί εφτά χρόνια. Όταν  σταματάνε  να  δουλεύουν  ρίχνουν  επάνω  από  τα  ρούχα  της  δουλειάς  ένα  μάλλινο επενδύτη. Όλοι αυτοί οι επενδύτες είναι οι ίδιοι κ' έχουν το φυσικό χρώμα του μαλλιού. Κάθε οικογένεια φτειάχνει τα δικά της ρούχα. 

Όλοι  —άνδρες  και  γυναίκες—  δουλεύουν  έξη  ώρες  την  ημέρα,  τρεις  πριν  από  το μεσημεριάτικο γεύμα και τρεις μετά. Όλοι πάνε στα κρεββάτια τους στις οχτώ και κοιμούνται οχτώ ώρες. Ενωρίς το πρωί γίνονται διαλέξεις στις οποίες πηγαίνει πλήθος, παρ' ότι δεν είναι υποχρεωτικές.  Μετά  το  δείπνο  μια  ώρα  αφιερώνεται  στο  παιχνίδι.  Εξάωρη  εργασία  είναι επαρκής γιατί δεν υπάρχουν τεμπέληδες και δεν υπάρχει περιττή εργασία∙ σε μας, λέγει, οι γυναίκες,  οι  ιερωμένοι,  οι  πλούσιοι,  οι  υπηρέτες  και  οι  ζητιάνοι,  ως  επί  το  πλείστον  δεν κάνουν  τίποτε  το  χρήσιμο  και  επειδή  υπάρχουν  πλούσιοι,  πολλή  εργασία  δαπανάται  στην παραγωγή  άχρηστων  ειδών  πολυτελείας∙  όλα  αυτά  αποφεύγονται  στην  Ουτοπία.  Κάποτε ανακαλύπτεται  ότι  υπάρχει  περίσσεια  και  οι  άρχοντες  διατάσσουν  για  ένα  διάστημα συντομότερη εργάσιμη μέρα. 

Μερικοί  εκλέγονται  για  να  χρησιμεύσουν  ως  διδάσκαλοι,  οπότε  απαλλάσσονται  από  την άλλην  εργασία  αν  κριθούν  ικανοποιητικοί.  Όλοι  εκείνοι  που  έχουν  σχέση  με  διοικητικές υπηρεσίες  εκλέγονται  από  τους  μορφωμένους.  Η  κυβέρνηση  είναι  αντιπροσωπευτική δημοκρατία  με  ένα  σύστημα  έμμεσης  εκλογής∙  επικεφαλής  βρίσκεται  ένας  ηγεμόνας  που εκλέγεται ισοβίως, αλλά μπορεί να καθαιρεθή αν εμφανίση τάση για τυραννία. 

Η  οικογενειακή  ζωή  είναι  πατριαρχική∙  τα  παντρεμένα  αγόρια  ζουν  στο  πατρικό  σπίτι  και τελούν  υπό  την  εξουσία  του  πατέρα,  εξόν  και  βρίσκεται  στα  ξεμωράματά  του.  Αν  κάποια οικογένεια γίνει πολύ μεγάλη, τα παραπανίσια παιδιά μετατίθενται σ' άλλην οικογένεια. Αν ο πληθυσμός μιας πόλης αυξηθεί υπερβολικά, μερικοί από τους κατοίκους της μετακινούνται σ' άλλην πόλη.  Αν  όλες  οι  πόλεις  έχουν  υπερπληθυσμό,  τότε  χτίζεται  μια  καινούργια πόλη σε κάποιον ερημότοπο. Δεν λέγεται τι θα συμβεί αν όλοι οι ερημότοποι κατοικηθούν. Η σφαγή των ζώων για διατροφή γίνεται από τους δούλους για να μη εθισθούν οι ελεύθεροι πολίτες στη σκληρότητα. Υπάρχουν νοσοκομεία για τους αρρώστους που είναι τόσον εξαίρετα ώστε όλοι  οι  άρρωστοι  τα  προτιμούν.  Τα  γεύματα  στο  σπίτι  επιτρέπονται,  μ'  όλο  που  ο περισσότερος κόσμος προτιμά να τρώγει σε κοινές αίθουσες. Εδώ, η «χοντροδουλειά» γίνεται από δούλους, αλλά το μαγείρεμα γίνεται από γυναίκες και το σερβίρισμα από τα μεγαλύτερα αγόρια.  Οι  άνδρες  κάθονται  στον  ένα  πάγκο  και  οι  γυναίκες  αντικρυστά  στον  άλλο.  Οι θηλάζουσες μητέρες και παιδιά κάτω των πέντε ετών κάθονται σε ξεχωριστή αίθουσα. Όλες οι μητέρες θηλάζουν τα παιδιά των. Τα παιδιά που είναι πάνω από πέντε χρονών, αν είναι πολύ μικρά  για  να υπηρετήσουν  τα  τραπέζια «στέκονται δίπλα με αξιοθαύμαστη σιωπή»,  ενώ οι 

Page 25: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

μεγαλύτεροί  των  τρώνε.  Αυτά  δεν  έχουν  ξεχωριστό  γεύμα  αλλά  πρέπει  ν'  αρκούνται  στ' απομεινάρια που τους δίνουν απ' το τραπέζι. 

Όσον αφορά το γάμο, άνδρες και γυναίκες τιμωρούνται σκληρότατα εάν δεν είναι παρθένοι όταν παντρεύονται∙  και  ο  οικοδεσπότης  στο  σπίτι  του  οποίου  έχει  σημειωθεί  η  ανάρμοστη διαγωγή, διατρέχει τον κίνδυνο της ατίμωσης διότι δεν κατέβαλε την επιβαλλόμενη προσοχή. Πριν από το γάμο, νύφη και γαμπρός βλέπουν ο ένας τον άλλο γυμνό∙ κανένας δεν αγοράζει άλογο χωρίς να του αφαιρέσει το σαμάρι και την κεφαλαριά∙ τα ίδια πρέπει να ισχύουν και για το γάμο. Διαζύγιο υπάρχει για μοιχεία ή για «αφόρητη διαστροφή» που βαρύνει το ένα ή το άλλο των μερών, αλλά το ένοχο μέρος δεν μπορεί να ξαναπαντρευτεί. Κάποτε χορηγείται διαζύγιο  διότι  το  επιθυμούν  και  τα  δύο  μέρη.  Όσοι  διαρρηγνύουν  το  δεσμό  του  γάμου, τιμωρούνται, μετατιθέμενοι στην τάξη των δούλων. 

Υπάρχει εξωτερικό εμπόριο, κυρίως για την προμήθεια σιδήρου που δεν υπάρχει στο έδαφος της  νήσου.  Το  εμπόριο  χρησιμοποιείται  επίσης  για  πολεμικούς  σκοπούς.  Οι  κάτοικοι  της Ουτοπίας δεν τρέφουν καμμιά εκτίμηση προς τη στρατιωτική δόξα, παρ' ότι όλοι μαθαίνουν πώς  να  πολεμούν,  άνδρες  και  γυναίκες.  Βγαίνουν  σε  πόλεμο  για  τρεις  σκοπούς:  να υπερασπίσουν το έδαφός των όταν υφίσταται εισβολή∙ να απελευθερώσουν το έδαφος ενός συμμάχου από τους εισβολείς, και να απελευθερώσουν ένα καταδυναστευόμενο έθνος από την  τυραννία. Αλλ' όπου και όταν μπορούν πρέπει  να προσλαμβάνουν μισθοφόρους για να διεξάγουν τους πολέμους για λογαριασμό τους. Αποσκοπούν επίσης στο να έχουν άλλα έθνη χρεώστες και να τους επιτρέπουν να εξοφλούν τα χρέη των προμηθεύοντας μισθοφόρους. Για πολεμικούς επίσης σκοπούς το θεωρούν χρήσιμο να έχουν ένα απόθεμα χρυσού και αργύρου, εφ'  όσον μπορούν  να  το  χρησιμοποιήσουν  για  την  πληρωμή  των μισθοφόρων.  Οι  ίδιοι  δεν έχουν χρήματα, και διδάσκουν την περιφρόνηση προς τον χρυσό χρησιμοποιώντας τον για τα ουροδοχεία  και  για  τις  αλυσίδες  των  δούλων.  Τα  μαργαριτάρια  και  τα  διαμάντια χρησιμοποιούνται  για  παιδικά  στολίδια,  αλλά  ποτέ  για  ενηλίκους.  Όταν  βρίσκονται  σε πόλεμο, προσφέρουν μεγάλες αμοιβές σ' οποιονδήποτε σκοτώσει τον ηγεμόνα της εχθρικής χώρας, και ακόμη μεγαλύτερες σ' οποιονδήποτε τον φέρει ζωντανό, ή και στον ίδιον ακόμη, αν παραδινόταν. Οικτείρουν τον κοινό λαό των εχθρών των «γνωρίζοντας ότι έχει παρασυρθεί και εκβιασθεί σ' έναν πόλεμο εναντίον της θελήσεώς του από την έξαλλη παραφροσύνη των ηγεμόνων και των ηγετών του». Οι γυναίκες πολεμούν όπως και οι άντρες, αλλά κανένας δεν εξαναγκάζεται  να  πολεμήσει.  «Επινοούν  πολεμικές  μηχανές  και  εφευρίσκουν  άλλα  πολλά αξιοθαύμαστα». Αντιλαμβάνεται κανείς ότι η στάση των απέναντι του πολέμου είναι μάλλον συνετή παρά ηρωική, παρ' ότι επιδεικνύουν πολύ θάρρος όταν είναι ανάγκη. 

Ως προς την ηθική, το βιβλίο μας λέγει ότι υπάρχουν πολλοί που έχουν την τάση να πιστεύουν πως  η  ευτυχία  συνίσταται  στην  ηδονή.  Η  άποψη  αυτή,  οπωσδήποτε,  δεν  έχει  κακές συνέπειες,  διότι  πιστεύουν  ότι  στην  άλλη  ζωή  οι  καλοί  ανταμείβονται  και  οι  αμαρτωλοί τιμωρούνται.  Δεν  είναι  ασκητικοί  και  θεωρούν  τη  νηστεία  ανοησία.  Υπάρχουν  πολλές θρησκείες  ανάμεσά  των  και  όλες  είναι  ανεκτές.  Σχεδόν  όλοι  πιστεύουν  στον  Θεό  και  στην αθανασία  της  ψυχής∙  οι  λίγοι  που  δεν  πιστεύουν  δεν  υπολογίζονται  ως  πολίτες  και  δεν μετέχουν  στην  πολιτική  ζωή∙  αλλά  δεν  τους  κακοποιεί  κανείς.  Μερικοί  άγιοι  άνθρωποι αποφεύγουν  το  κρέας  και  το  γάμο∙  θεωρούνται  μεν  άγιοι  αλλ'  όχι  και  σοφοί.  Οι  γυναίκες μπορούν  να  είναι  ιερείς  αρκεί  να  είναι  ηλικιωμένες  και  χήρες.  Οι  ιερείς  είναι  λίγοι∙  τους τιμούν αλλά δεν τους αναγνωρίζουν καμμιά εξουσία. 

Οι δούλοι είναι άνθρωποι που έχουν καταδικαστεί για στυγερά εγκλήματα, ή αλλοδαποί που καταδικάσθηκαν  σε  θάνατο  στις  χώρες  των,  αλλά  που  οι  κάτοικοι  της  Ουτοπίας  τους δέχθηκαν ως δούλους. 

Στην περίπτωση μιας οδυνηρής και ανίατης αρρώστιας, δίνουν στον ασθενή τη συμβουλή ν' αυτοκτονήσει, αλλ' αν αρνηθεί τον περιποιούνται με πολλή φροντίδα. 

Page 26: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Ο Ραφαήλ Χύθλονταιυ αφηγείται πως κήρυξε τον χριστιανισμό στους κατοίκους της Ουτοπίας και  ότι  πολλοί  έχουν  προσηλυτιστεί  όταν  έμαθαν  ότι  ο  Χριστές  ήταν  αντίθετος  προς  την ατομική  ιδιοκτησία.  Τονίζεται διαρκώς η σημασία  του κομμουνισμού∙ περίπου στο  τέλος  το βιβλίο  μας  λέγει  πως  σ'  όλα  τα  άλλα  έθνη  «δεν  βλέπω  τίποτ'  άλλο  παρά  μια  συνωμοσία πλουσίων  που  προμηθεύονται  τα  αγαθά  των  υπό  το  όνομα  και  τον  τίτλο  του  δημοσίου πλούτου». 

Η Ουτοπία του Μώρου είναι από πολλών απόψεων εκπληκτικά φιλελεύθερη. Δεν σκέπτομαι το  κήρυγμα  περί  κομμουνισμού  που  βρισκόταν  στην  παράδοση  πολλών  θρησκευτικών κινημάτων.  Σκέπτομαι  μάλλον  αυτά  που  λέγονται  περί  πολέμου,  περί  θρησκείας,  περί ανεξιθρησκίας, εναντίον του άσκοπου φόνου των ζώων (υπάρχει μια ευγλωττότατη περικοπή εναντίον  του  κυνηγιού)  και  υπέρ  ενός  ήπιου  ποινικού  νόμου.  (Το  βιβλίο  αρχίζει  με  μια διατριβή εναντίον της θανατικής ποινής για κλοπή). Πρέπει, ωστόσο, να παραδεχθούμε πως η ζωή  στην  Ουτοπία  του  Θωμά  Μώρου,  όπως  και  σε  πολλές  άλλες,  θα  ήταν  αφόρητα μελαγχολική.  Η  ποικιλία  είναι  ουσιώδης  για  την  ευτυχία,  και  στην  Ουτοπία  δεν  υπάρχει σχεδόν  καμμιά.  Είναι  το  μειονέκτημα  όλων  των  σχεδιασμένων  κοινωνικών  συστημάτων, πραγματικών όσο και φανταστικών. 

Page 27: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ 

Η  ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ  και  η  Αντιμεταρρύθμιση  αντιπροσωπεύουν  την  εξέγερση  των  λιγότερο πολιτισμένων  εθνών  εναντίον  της  πνευματικής  κυριαρχίας  της  Ρώμης.  Στην  περίπτωση  της Μεταρρυθμίσεως,  η  εξέγερση  ήταν  εξίσου  πολιτική  και  θεολογική.  Η  αυθεντία  του  Πάπα απορρίπτονταν, και ο φόρος που είχε επιτύχει από την εξουσία των κλειδιών της βασιλείας του ουρανού, έπαυσε πια να πληρώνεται. Στην περίπτωση της Αντιμεταρρυθμίσεως υπήρχε μόνον  εξέγερση  εναντίον  της  πνευματικής  και  ηθικής  ελευθερίας  της  Ιταλίας  της Αναγεννήσεως.  Η  εξουσία  του  Πάπα  δεν  είχε  μειωθεί  αλλ'  αντιθέτως  επαυξηθή,  ενώ ταυτόχρονα  κατέστη  φανερό  πως  το  κύρος  του  ήταν  ασυμβίβαστο  με  την  ξέγνοιαστη χαλαρότητα  των  Βοργιών  και  των  Μεδίκων.  Χονδρικά  μιλώντας,  η  Μεταρρύθμιση  ήταν Γερμανική,  η  Αντι  ‐  Μεταρρύθμιση  Ισπανική∙  οι  θρησκευτικοί  πόλεμοι  ήσαν  ταυτόχρονα πόλεμοι μεταξύ Ισπανίας και των εχθρών της, συμπίπτοντας χρονολογικά με την περίοδο κατά την οποίαν η Ισπανική δύναμη ήταν στο ύψος της. 

Η  ψυχολογία  της  δημοσίας  γνώμης  των  βορείων  εθνών  απέναντι  της  Ιταλίας  της Αναγεννήσεως εκφράζεται παραστατικά στην αγγλική παροιμία της εποχής: 

Ένας Άγγλος εξιταλισμένος είναι ο διάβολος ενσαρκωμένος. 

Αξίζει να παρατηρηθεί πόσοι κατεργαρέοι στον Σαίξπηρ είναι Ιταλοί. Ο Ιάγος είναι ίσως το πιο εύγλωττο  παράδειγμα,  αλλ'  ακόμη  περισσότερο  χαρακτηριστικός  είναι  ο  Γιάκιμος  στον Κυμβελίνο,  που  παραπλανά  τον  ενάρετον  Άγγλο  που  ταξιδεύει  στην  Ιταλία,  και  κατόπιν έρχεται  στην  Αγγλία  για  ν'  ασκήσει  τις  κολασμένες  πανουργίες  του  στους  ανύποπτους ντόπιους. Η ηθική αγανάκτηση εναντίον των Ιταλών σχετίζεται πολύ με τη Μεταρρύθμιση. Το δυστύχημα είναι ότι συνεπάγονταν και την πνευματική αντίδραση εναντίον όλων εκείνων που επέτυχε η Ιταλία στον τομέα του πολιτισμού. 

Οι τρεις μεγάλοι άνδρες της Μεταρρύθμισης και της Αντιμεταρρύθμισης είναι ο Λούθηρος, ο Καλβίνος  και  ο  Λοϋόλα.  Και  οι  τρεις  των,  από  πνευματικής  απόψεως,  ανήκουν  στη μεσαιωνική  φιλοσοφία,  αν  συγκρίνονταν  είτε  με  τους  Ιταλούς  που  προηγήθηκαν  αυτών αμέσως, ή με ανθρώπους όπως ο Έρασμος και ο Μώρος. Από φιλοσοφικής πλευράς, ο αιώνας που  επακολούθησε  τη  Μεταρρύθμιση,  στις  αρχές  της,  ήταν  στείρος.  Ο  Λούθηρος  και  ο Καλβίνος επέστρεφαν στον Άγιο Αυγουστίνο, συγκρατώντας όμως μόνο το μέρος εκείνο της διδασκαλίας  του που πραγματεύεται  τη σχέση  της ψυχής με  τον Θεό  και  όχι  το μέρος που αναφέρεται  στην  Εκκλησία.  Η  θεολογία  των  ήτανε  τέτοιας  μορφής ώστε  να  περιορίζεται  η εξουσία της Εκκλησίας. Κατάργησαν το Καθαρτήριο, από το οποίον οι ψυχές των πεθαμένων θα μπορούσαν  να  λυτρωθούν με  λειτουργίες.  Απορρίπτανε  το  δόγμα  των  Συγχωροχαρτιών, από  το  οποίον  εξαρτιόταν  μέγα  μέρος  του  παπικού  εισοδήματος.  Με  το  δόγμα  του «προορισμού»,  η  τύχη  των  ψυχών  μετά  θάνατον  γινόταν  εντελώς  ανεξάρτητη  από  τις ενέργειες των ιερέων. Οι νεωτερισμοί αυτοί, ενώ βοηθούσαν τον αγώνα εναντίον του Πάπα, εμπόδισαν τις Προτεσταντικές Εκκλησίες να γίνουν τόσον ισχυρές στις προτεσταντικές χώρες όσον ήταν η Καθολική Εκκλησία στις Καθολικές. Οι Διαμαρτυρόμενοι θεολόγοι, (τουλάχιστον στην  αρχή),  ήσαν  τόσο  μισαλλόδοξοι  όσο  και  οι  Καθολικοί  θεολόγοι,  αλλ'  είχαν  μικρότερη δύναμη και συνεπώς ήσαν λιγότερο ικανοί να βλάψουν. 

Σχεδόν  ευθύς  απ'  την  αρχή  υπήρχε  διάσταση  μεταξύ  των  Διαμαρτυρομένων  ως  προς  τη δικαιοδοσία  του  κράτους  στα  θρησκευτικά  ζητήματα.  Ο  Λούθηρος  ήθελε,  εκεί  όπου  ο 

Page 28: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ηγεμόνας  ήταν προτεστάντης,  να  τον αναγνωρίζει ως  κεφαλή  της  Εκκλησίας  στη  χώρα  του. Στην Αγγλία ο Ερρίκος Η'  και η Ελισάβετ, διεκδικούσαν έντονα τα δικαιώματά τους από την άποψη αυτή,  το  ίδιο δε  και οι  διαμαρτυρόμενοι ηγεμόνες  της  Γερμανίας,  της  Σκανδιναυίας και (μετά την ανταρσία της από την Ισπανία) η Ολλανδία. Το γεγονός αυτό επετάχυνε την ήδη υπάρχουσα τάση της επαυξήσεως της δυνάμεως των βασιλιάδων. 

Αλλ' οι Διαμαρτυρόμενοι εκείνοι που πήραν πολύ στα σοβαρά τις ατομικιστικές πλευρές της Μεταρρύθμισης ήσαν το ίδιο απρόθυμοι να υποταχθούν στον βασιλέα όπως και στον Πάπα. Οι Αναβαπιστές στη Γερμανία είχαν διαλυθεί αλλά το δόγμα απλώθηκε στην Αγγλία και στην Ολλανδία.  Η  σύγκρουση  μεταξύ  του  Κρόμγουελ  και  του  Μακρού  [ή  Μακροχρονίου] Κοινοβουλίου  [Long  Parliament]19  έχει  πολλές  πλευρές∙  στη  θεολογική  της  πλευρά  ήταν  εν μέρει σύγκρουση μεταξύ εκείνων που απέρριπταν και εκείνων που αποδέχονταν την άποψη ότι το κράτος πρέπει να είναι ο διαιτητής στα θρησκευτικά ζητήματα. Σιγά ‐ σιγά, η κόπωση από τους θρησκευτικούς πολέμους οδήγησε στην αντίληψη της ανεξιθρησκίας που ήταν μια από  τις  πηγές  του  κινήματος  το  οποίον  εξελίχθηκε  στον  φιλελευθερισμό  του 18ου  και  του 19ου αιώνα. 

Οι επιτυχίες του Προτεσταντισμού, στην αρχή εκπληκτικά γοργές, αναχαιτίσθηκαν κυρίως από τη δημιουργία  του Τάγματος  των  Ιησουιτών από  τον Λοϋόλα. Ο Λοϋόλα ήταν στρατιωτικός και  το  Τάγμα  του  ιδρύθηκε  επάνω  σε  στρατιωτικά  πρότυπα∙  έπρεπε  να  υπάρχει  τυφλή υποταγή στον Αρχηγό,  και  κάθε  Ιησουίτης θεωρούσε  τον  εαυτό  του στρατευμένο στη μάχη κατά  των αιρετικών. Ήδη, από  την  εποχή  της  Συνόδου  του Τριδέντου  (Τρέντο),  οι  Ιησουίτες άρχισαν να έχουν μεγάλη επιρροή. Ήσαν πειθαρχημένοι, ικανοί, απολύτως αφοσιωμένοι στον αγώνα  και  επιτήδειοι  προπαγανδιστές.  Η  θεολογία  των  ήταν  ακριβώς  η  αντίθετη  της θεολογίας  των  Προτεσταντών:  απέρριπταν  τα  στοιχεία  εκείνα  της  διδασκαλίας  του  Αγίου Αυγουστίνου  στα  οποία  οι  Διαμαρτυρόμενοι  απέδιδαν  ιδιαίτερη  έμφαση.  Πίστευαν  στην ελεύθερη βούληση και αντετίθεντο στον «προορισμό». Η σωτηρία δεν εξασφαλίζεται μόνο με την πίστη αλλά και με την πίστη και με τα έργα. Οι Ιησουίτες είχαν αποκτήσει μεγάλο γόητρο με  τον  ιεραποστολικό  τους  ζήλο,  προπάντων  στην  Άπω  Ανατολή.  Έγιναν  δημοφιλείς  ως εξομολόγοι,  διότι  (αν  πιστέψουμε  τον  Πασκάλ),  ήσαν  περισσότερο  επιεικείς —εκτός  όταν επρόκειτο  περί  αιρέσεως—  από  τους  άλλους  κληρικούς.  Συγκέντρωσαν  την  προσοχή  τους στην  παιδεία,  κ'  έτσι  επέτυχαν  να  επιβληθούν  στα  πνεύματα  των  νέων.  Όσες  φορές  δεν παρενέβαινε η θεολογία, η μόρφωση που παρείχαν ήταν η καλύτερη δυνατή∙ θα ιδούμε ότι δίδαξαν  στον  Καρτέσιο  περισσότερα  μαθηματικά  απ'  ό,τι  μπορούσε  να  μάθη  αλλού.  Από πολιτική  άποψη  ήσαν  ένα  ενιαίο  πειθαρχημένο  σώμα  που  δεν  ορρωδούσε  μπροστά  σε κανένα  κίνδυνο  και  σε  κανένα  αγώνα∙  παρότρυναν  τους  Καθολικούς  ηγεμόνες  σε αδιάλειπτους  διωγμούς  και  ακολουθώντας  τα  ίχνη  των  νικηφόρων  Ισπανικών  στρατιών, επανεγκαθίδρυσαν  την  τρομοκρατία  της  Ιερής  Εξέτασης,  ακόμη  και  στην  Ιταλία,  που  είχε σχεδόν συμπληρώσει αιώνα ελευθεροφροσύνης. 

Τα αποτελέσματα της Μεταρρύθμισης και της Αντί ‐ Μεταρρύθμισης στον πνευματικό τομέα, στην αρχή ήσαν κάκιστα αλλά, τελικά, υπήρξαν ευεργετικά. Ο Τριακονταετής Πόλεμος έπεισε τους  πάντας  ότι  μήτε  οι  Διαμαρτυρόμενοι  μήτε  οι  Καθολικοί  θα  ήσαν  οι  απόλυτοι  νικητές∙ έγινε  ανάγκη  να  εγκαταλειφθεί  η  μεσαιωνική  ελπίδα  περί  δογματικής  ενότητας  και  τούτο επαύξησε  την  ελευθερία  των  ανθρώπων  να  σκέπτονται  ανεξάρτητα,  ακόμη  και  για  τα θεμελιώδη. Η ποικιλία των δογμάτων στις διάφορες χώρες κατέστησε δυνατόν ν' αποφεύγει κανείς το διωγμό ζώντας στην αλλοδαπή. Η απέχθεια προς τις θεολογικές διαμάχες έστρεψε την προσοχή των ικανών ανθρώπων προς την εξω ‐ εκκλησιαστική μόρφωση, ειδικότερα προς τα μαθηματικά και την επιστήμη. Αυτοί είναι μερικοί από τους λόγους για τους οποίους, ενώ ο  δέκατος  εκτός  αιώνας,  μετά  την  εμφάνιση  του  Λουθήρου,  είναι  από  φιλοσοφική  άποψη άγονος,  ο  δέκατος  έβδομος  περιλαμβάνει  τα  μεγαλύτερα  ονόματα  και  σημειώνει  τη σημαντικότερη πρόοδο από τους ελληνικούς χρόνους και μετέπειτα. Η πρόοδος αυτή άρχισε 

Page 29: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

στην επιστήμη, με την οποίαν θ' ασχοληθώ στο επόμενο κεφάλαιο. 

Page 30: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ 

ΣΧΕΔΟΝ κάθε τι που διακρίνει τον νεότερο κόσμο από τους περασμένους αιώνες αποδίδεται στην  επιστήμη,  που  επετέλεσε  τους  θεαματικότερους  θριάμβους  της  κατά  τον  δέκατον έβδομον  αιώνα.  Η  Ιταλική  Αναγέννηση,  παρ'  ότι  μη  μεσαιωνική,  δεν  είναι  νεότερη.  Είναι συγγενέστερη μάλλον με την καλύτερη εποχή της Ελλάδος. Ο δέκατος έκτος αιώνας, με  την απορρόφησή  του  από  τη  θεολογία,  είναι  περισσότερο  μεσαιωνικός  από  τον  κόσμο  του Machiavelli. Ο νεότερος κόσμος, καθ' όσον αφορά την πνευματική του φυσιογνωμία, αρχίζει τον  δέκατον  έβδομον  αιώνα.  Κανένας  Ιταλός  της  Αναγέννησης  δεν  θα  ήταν  ακατανότητος στον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη∙ ο Λούθηρος θα τρομοκρατούσε τον Θωμά Ακυινάτη, αλλά δεν  θα  ήταν  δύσκολο  γι'  αυτόν  να  τον  καταλάβεο.  Με  τον  δέκατον  έβδομον  αιώνα  τα πράγματα είναι διαφορετικά: Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, ο Ακυινάτης και ο Όκκαμ, δεν θα καταλάβαιναν τον Νεύτωνα. 

Οι νέες αντιλήψεις που εισήγαγε η επιστήμη επηρέασαν βαθύτατα τη νεότερη φιλοσοφία. Ο Καρτέσιος,  που  υπήρξε  κατά  κάποιον  τρόπο  ο  ιδρυτής  της  νεότερης  φιλοσοφίας,  ήταν  και αυτός ένας από τους δημιουργούς της επιστήμης του δέκατου έβδομου αιώνα. Κάτι πρέπει να  λεχθεί  περί  των  μεθόδων  και  των  αποτελεσμάτων  της  αστρονομίας  και  της  φυσικής, προτού  μπορέσουμε  να  καταλάβουμε  την  πνευματικήν  ατμόσφαιρα  της  εποχής  μέσα  στην οποίαν άρχισε η νεότερη φιλοσοφία. 

Τέσσερες  μεγάλοι  άνδρες  —ο  Κοπέρνικος,  ο  Κέπλερος,  ο  Γαλιλαίος  και  ο  Νεύτων— διαπρέπουν στη δημιουργία  της  επιστήμης,  Από αυτούς ο Κοπέρνικος ανήκει στον δέκατον έκτον αιώνα, αλλά στην εποχή του δεν είχε παρά ελάχιστη επιρροή. 

Ο Κοπέρνικος (1473‐1543) ήταν ένας Πολωνός κληρικός άψογης ορθοδοξίας. Κατά τη νεότητά του  ταξίδεψε  στην  Ιταλία  και  αφομοίωσε  κάτι  από  την  ατμόσφαιρα  της  Αναγέννησης.  Στα 1500 έδινε διαλέξεις ή καθηγητικές παραδόσεις μαθηματικής επιστήμης στη Ρώμη, αλλά στα 1503  γύρισε  στη  γενέτειρά  του,  όπου  ήταν  εφημέριος  στο  Φράουενμπουργκ.  Τον περισσότερο  καιρό  του  φαίνεται  ότι  τον  δαπάνησε  πολεμώντας  τους  Γερμανούς  και  στη μεταρρύθμιση  του  νομισματικού  συστήματος,  αλλά  τη  σχόλη  του  την  αφιέρωνε  στην αστρονομία.  Πολύ  ενωρίς  σχημάτισε  την  πεποίθηση  πως  ο  ήλιος  βρίσκεται  στο  κέντρο  του σύμπαντος  και  ότι  η  γη  έχει  διπλή  κίνηση:  μια ημερήσια περιστροφή περί  εαυτήν  και  μιαν ετήσια περιστροφή περί τον ήλιο. Ο φόβος προς την εκκλησιαστική λογοκρισία τον έκανε να αναβάλη  τη  δημοσίευση  των  απόψεών  του  παρ'  ότι  επέτρεπε  τη  γνωστοποίησή  τους.  Το κυριότερο  έργο  του  De  revolutionibus  Orbium  Coelestium  (Περί  της  περιστροφής  των ουρανίων  σφαιρών),  δημοσιεύθηκε  το  έτος  του  θανάτου  του  (1543),  μ'  ένα  πρόλογο  του φίλου του Οσίανδρου [Osiander], όπου ελέγετο ότι η ηλιοκεντρική θεωρία έχει εκτεθεί απλώς ως υπόθεσις. Είναι αβέβαιο κατά πόσον ο Κοπέρνικος είχε εγκρίνει αυτή τη δήλωση, αλλά το ζήτημα δεν είναι τόσο σπουδαίο γιατί και ο ίδιος προέβη σε ανάλογες δηλώσεις και στο σώμα του  βιβλίου20.  Το  βιβλίο  είναι  αφιερωμένο  στον  Πάπα  και  διέφυγε  την  επίσημη  Καθολική καταδίκη  μέχρι  της  εποχής  του  Γαλιλαίου.  Η  εκκλησία,  στην  εποχή  του  Κοπέρνικου,  ήταν περισσότερο  φιλελεύθερη  παρ'  όσον  μετά  τη  Σύνοδο  του  Τρέντο,  όταν  οι  Ιησουίτες  και  η αναζωογονηθείσα Ιερή Εξέταση είχαν κάνει τη δουλειά τους. 

Η  ατμόσφαιρα  του  έργου  του  Κοπέρνικου  δεν  είναι  νεότερη∙  θα  μπορούσε  μάλλον  να χαρακτηρισθή ως Πυθαγορική.  Θεωρεί ως αξίωμα ότι  οι  ουράνιες  κινήσεις  πρέπει  να  είναι κυκλικές  και  ομοιόμορφες,  και,  όπως  οι  Έλληνες,  αφέθηκε  να  επηρεασθή  από  αισθητικά κίνητρα. Υπάρχουν ακόμη επίκυκλοι στο σύστημά του, παρ' ότι τα κέντρα των βρίσκονται στον 

Page 31: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ήλιο,  ή,  μάλλον,  κοντά  στον  ήλιο.  Το  γεγονός  ότι  ο  ήλιος  δεν  είναι  ακριβώς  στο  κέντρο καταδεικνύει  την  απλοϊκότητα  της  θεωρίας  του.  Μολονότι  έχει  ακούσει  περί  των Πυθαγορικών θεωριών, δεν φαίνεται να εγνώριζε την ηλιοκεντρική θεωρία του Αρίσταρχου21, αλλά δεν υπάρχει τίποτε στις θεωρίες του που να μην ήταν δυνατόν να έχει διατυπωθή και από έναν Έλληνα αστρονόμο. Το σημαντικότερο στο έργο του ήταν η εκθρόνιση της γης από τη  γεωμετρική  της  υπεροχή.  Τελικά,  ήταν  πια  δύσκολο  να  προσδοθεί  στον  άνθρωπο  η «κοσμική»  σημασία  που  αναγνωρίζεται  σ'  αυτόν  από  τη  Χριστιανική  θεολογία,  αλλά  τις τέτοιες  συνέπειες  της  θεωρίας  του  δεν  ήταν  δυνατό  να  τις  παραδεχθή  ο  Κοπέρνικος,  του οποίου η ορθοδοξία ήταν ειλικρινής, και ο οποίος διαμαρτύρονταν κατά της απόψεως ότι η θεωρία του αντέφασκε προς τη Βίβλο. 

Υπήρχαν αρκετά προβλήματα στην Κοπερνίκειο θεωρία.  Το σημαντικότερο απ' αυτά ήταν η απουσία αστρικής παραλλάξεως22. Αν η γη, σ' ένα σημείο της τροχιάς της, είναι 186.000.000 μίλια  από  το  σημείο  όπου  θα  βρίσκεται  σ'  έξη  μήνες,  τούτο  θα  προκαλούσε  κατ'  ανάγκην κάποια  μετατόπιση  στις  φαινομενικές  θέσεις  των  αστέρων,  όπως  ακριβώς  ένα  πλοίο  στη θάλασσα  που  ενώ  είναι  ακριβώς  προς  βορράν  από  ένα  σημείο  της  ακτής,  δεν  θα  είναι ακριβώς  προς  βορράν  από  κάποιο  άλλο.  Δεν  παρετηρείτο  παράλλαξη,  και  ο  Κοπέρνικος συνεπέραινε κατ' ανάγκην ότι οι απλανείς αστέρες θα βρίσκονταν πολύ πιο μακρυά από τον ήλιο. Μόλις  κατά  τον  δέκατον  ένατο  αιώνα  η  τεχνική  της  μετρήσεως  έγινε  αρκετά  ακριβής ώστε  να  είναι  δυνατόν  να  παρατηρηθή  η  αστρική  παράλλαξη,  και  τούτο  μόνον  στην περίπτωση λίγων από τους πολύ κοντινούς αστέρες. 

Άλλη δυσκολία προέκυπτε  καθ'  όσον αφορά  τα πίπτοντα σώματα.  Αν η  γη περιστρέφονταν συνεχώς εκ δυσμών προς ανατολάς, ένα σώμα που έπιπτε από κάποιο ύψος δεν θάπρεπε να πέφτει  σ'  ένα  σημείο  που  θα  βρισκόταν  ακριβώς  κατακόρυφα  κάτω  από  το  σημείο  της αφετηρίας του, αλλά σε κάποιο σημείο κάπως δυτικότερα, εφ' όσον η γη θα είχε διανύσει εν τω μεταξύ κάποιαν απόσταση κατά το διάστημα της πτώσεως. Η απάντηση στην απορία αυτή δόθηκε  από  το  νόμο  της  αδρανείας  που  ανακάλυψε  ο  Γαλιλαίος,  αλλ'  επί  Κοπερνίκου  η απάντηση αυτή δεν διεγράφετο. 

Υπάρχει ένα ενδιαφέρον βιβλίο του Ε.Α. Burtt, που τιτλοφορείται: Οι μεταφυσικές βάσεις της νεότερης  Φυσικής  Επιστήμης  (1925)  όπου  ο  συγγραφέας  εκθέτει  με  πολλή  δύναμη  τις ποικίλες  ασύδοτες  υποθέσεις  των  ανθρώπων  που  θεμελίωσαν  τη  νεότερη  επιστήμη. Παρατηρεί  ευλογότατα  πως  στην  εποχή  του  Κοπέρνικου  δεν  υπήρχαν  επαρκή  γνωστά γεγονότα  που  επέβαλλαν  την  υιοθέτηση  του  συστήματός  του  και  πολλά  άλλα  που  το αντιστρατεύονταν. «Οι σύγχρονοι εμπειριστές, αν ζούσαν τον δέκατον έκτον αιώνα, θα ήσαν οι πρώτοι που θα ενέπαιζαν τη νέα φιλοσοφία του σύμπαντος». Ο γενικός σκοπός του βιβλίου είναι να υποτίμηση τη νεότερη επιστήμη, αναπτύσσοντας την άποψη ότι οι ανακαλύψεις της ήσαν τυχερά συμβάντα που επήγασαν τυχαία από δεισιδαιμονίες τόσο χονδροειδείς όσο και εκείνες του Μεσαίωνα. Νομίζω ότι τούτο αποτελεί παρερμηνεία της επιστημονικής στάσεως: δεν είναι το τι πιστεύει ο άνθρωπος της επιστήμης που τον ξεχωρίζει, αλλά πώς και γιατί το πιστεύει.  Οι  πεποιθήσεις  του  είναι  δοκιμαστικές,  όχι  δογματικές∙  βασίζονται  στις  ενδείξεις, όχι  σε  δόγματα  ή  στη  διαίσθηση.  Δικαιολογημένα  ο  Κοπέρνικος  ονόμαζε  τη  θεωρία  του υπόθεση∙ οι αντίπαλοί του είχαν άδικο να θεωρούν τις νέες υποθέσεις ανεπιθύμητες. 

Οι  άνθρωποι  που  θεμελίωσαν  τη  νεότερη  επιστήμη  είχαν  δυο  αρετές  που  δεν  πάνε  κατ' ανάγκην  μαζί:  τεράστια  υπομονή  στην  παρατήρηση  και  μεγάλη  τόλμη  στη  διατύπωση υποθέσεων. Η δεύτερη από τις αρετές αυτές ανήκει στους πρώτους Έλληνες φιλοσόφους∙ η πρώτη  υπήρχε,  σε  μεγάλο  βαθμό,  στους  μεταγενέστερους  αστρονόμους  της  αρχαιότητας. Αλλά κανείς από τους αρχαίους, με την πιθανή εξαίρεση του Αρίσταρχου, δεν διέθετε και τις δυο, και, στον Μεσαίωνα, κανείς δεν διέθετε ούτε τη μια ούτε την άλλη. Ο Κοπέρνικος, όπως οι μεγάλοι προκάτοχοί του, κατείχε και τις δυο. Γνώριζε όσα ήταν δυνατόν να γνωσθούν, με τα όργανα που διέθετε στην εποχή του, για τις φαινομενικές κινήσεις των ουρανίων σωμάτων 

Page 32: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

στην ουράνια σφαίρα, και αντελήφθη ότι η ημερήσια περιστροφή της γης ήταν μια υπόθεση οικονομικότερη από την περιστροφή όλων των ουράνιων σφαιρών. Σύμφωνα με τις νεότερες αντιλήψεις,  που  θεωρούν  κάθε  κίνηση  σχετική,  η  απλότητα  είναι  το  μόνο  κέρδος  που προκύπτει από την υπόθεσή του, αλλά αυτή δεν ήταν και η δική του άποψη ή η άποψη των συγχρόνων  του.  Καθ'  όσον  αφορά  την  ετήσια  περιστροφή  της  γης,  ήταν  και  εδώ  μια απλούστευση, αλλ' όχι τόσον σημαντική όπως στην περίπτωση της ημερήσιας περιστροφής. Ο Κοπέρνικος χρειαζόταν πάντοτε  τους επικύκλους, παρ' ότι  λιγότερους απ' όσους χρειαζόταν το  σύστημα  του  Πτολεμαίου.  Μόνον  όταν  ο  Κέπλερος  ανακάλυψε  τους  νόμους  του  η  νέα θεωρία απέκτησε όλη την απλότητά της. 

Εκτός από την επαναστατική επίδραση στην κοσμική φαντασία, τα μεγάλα προτερήματα της νέας αστρονομίας ήσαν δυο: πρώτον η αναγνώριση ότι αυτά που πιστεύονταν από την εποχή της  αρχαιότητος  μπορούσαν  να  ήσαν  ψευδή,  δεύτερον,  ότι  δοκιμασία  της  επιστημονικής αλήθειας είναι η υπομονετική συλλογή γεγονότων συνδυασμένων με τολμηρή φαντασία ως προς τους νόμους που συνδέουν τα γεγονότα μεταξύ των. Κανένα από τα προτερήματα αυτά δεν  τα συναντά κανείς σε πλήρη ανάπτυξη στον Κοπέρνικο όσο στους διαδόχους  του, αλλά και τα δυο είναι οπωσδήποτε εμφανή σε μεγάλο βαθμό στο έργο του. 

Μερικοί από εκείνους στους οποίους ο Κοπέρνικος είχε γνωστοποιήσει τη θεωρία του ήσαν Γερμανοί Λουθηρανοί, αλλ' όταν ο Λούθηρος συνέπεσε να τη γνωρίση, κατεπλάγη βαθύτατα. «Ο κόσμος τείνει ευήκοον ους, είπε, σ' έναν νεόκοπον αστρολόγο που αγωνίζεται ν' αποδείξη ότι η γη είναι που περιστρέφεται, κι όχι ο ουρανός ή το στερέωμα, ο ήλιος ή η σελήνη. Όποιος θέλει  να  φανή  έξυπνος  πρέπει  να  επινοήση  κάποιο  καινούργιο  σύστημα,  που  θα  είναι, βέβαια, απ' όλα τα συστήματα το καλύτερο. Ο τρελλός αυτός θέλει ν' ανατρέψη ολόκληρη την επιστήμη  της  αστρονομίας,  αλλ'  η  αγία  Γραφή  μας  λέγει  πως  ο  Ιησούς  του  Ναυή  τον  ήλιο διέταξε  να  σταθή  κι  όχι  τη  γη»23.  Και  ο  Καλβίνος  επίσης,  συνέτριψε  τον  Κοπέρνικο  με  το κείμενο:  «και  γαρ  εστερέωσε  την  οικουμένην,  ήτις  ου  σαλευθήσεται»  (Ψαλμ.  xciii,  1),  και αναφωνεί: «Ποιος θα  τολμήση να θέση το κύρος  του Κοπέρνικου υπεράνω του κύρους  του Αγίου  Πνεύματος;».  Ο  προτεσταντικός  κλήρος  ήταν  εξίσου  φανατισμένος  όσο  και  οι Καθολικοί κληρικοί∙ ωστόσο, με τον καιρό, υπήρχε πολύ μεγαλύτερη ελευθερία σκέψεως στις προτεσταντικές παρά στις Καθολικές χώρες, διότι στις προτεσταντικές ο κλήρος είχε λιγότερη δύναμη. Η κύρια όψη του Προτεσταντισμού ήταν το σχίσμα και όχι η αίρεση, διότι το σχίσμα οδηγούσε  σε  εθνικές  εκκλησίες  και  οι  εθνικές  εκκλησίες  δεν  ήσαν  αρκετά  ισχυρές  για  να ελέγχουν τις λαϊκές κυβερνήσεις. Και τούτο αποτελούσε κέρδος, διότι οι Εκκλησίες, παντού, αντιτάσσονταν  όσον  καιρό  μπορούσαν,  σχεδόν  σε  κάθε  καινοτομία  που  γινόταν  για  την επαύξηση της ευτυχίας ή της γνώσεως εδώ στη γη. 

Ο Κοπέρνικος δεν ήταν σε θέση να δώση οποιαδήποτε πειστική απόδειξη της θεωρίας του και για  πολύν  καιρό  οι  αστρονόμοι  την  απέρριπταν.  Ο  άλλος  σπουδαίος  αστρονόμος  ήταν  ο Τύχων Μπράε  [Tycho Brahe]  (1546‐1601) που υιοθέτησε μια ενδιάμεση άποψη: υποστήριζε ότι ο ήλιος και η σελήνη κινούνται γύρω από τη γη, αλλ' οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από  τον  ήλιο.  Ως  προς  τη  θεωρία,  δεν  ήταν  και  πολύ  πρωτότυπος.  Ωστόσον,  πρόβαλε  δυο βάσιμους  λόγους  εναντίον  της  απόψεως  του Αριστοτέλη  ότι  κάθε  τι  άνω  της  σελήνης  ήταν αμετάβλητο. Ο ένας απ' αυτούς ήταν η εμφάνιση ενός νέου αστέρος στα 1572, που βρέθηκε να  μην  έχει  ημερήσια  παράλλαξη,  και  συνεπώς  έπρεπε  να  βρισκόταν  πιο  μακριά  από  τη σελήνη. Ο άλλος λόγος προερχόταν από την παρατήρηση των κομητών, που βρέθηκαν επίσης να  είναι  σε  μεγάλη  απόσταση.  Ο  αναγνώστης  θα  θυμάται  τη  θεωρία  του  Αριστοτέλη  ότι  η μεταβολή  και  η φθορά  περιορίζονταν  στην  υποσέληνον  σφαίραν∙  τούτο  καθώς  και  κάθε  τι που  είπε  ο  Αριστοτέλης  σχετικά  με  επιστημονικά  θέματα,  αποδείχθηκαν  εμπόδιο  στην πρόοδο. 

Η σημασία του Τύχωνος Μπράε δεν ήταν ως θεωρητικού, αλλ' ως παρατηρητού, πρώτα υπό την αιγίδα του βασιλιά της Δανίας, και κατόπιν υπό τον Αυτοκράτορα Ροδόλφο Β'. Συνέταξε 

Page 33: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

έναν κατάλογο αστέρων και σημείωσε τη θέση των πλανητών σε μακροετές διάστημα. Προς το  τέλος  της  ζωής  του  ο  Κέπλερος,  νεαρός  τότε,  έγινε  βοηθός  του.  Οι  παρατηρήσεις  του Μπράε ήσαν ανυπολόγιστης αξίας για τον Κέπλερο. 

Ο  Κέπλερος  (1571‐1630)  είναι  ένα  από  τα  πιο  αξιοσημείωτα  παραδείγματα  του  τι  μπορεί κανείς να επιτύχη με την υπομονή όταν δεν συντρέχει και μεγάλη  ιδιοφυία. Ήταν ο πρώτος σημαντικός αστρονόμος μετά τον Κοπέρνικο που υιοθέτησε την ηλιοκεντρική θεωρία, αλλά τα δεδομένα του Τύχωνος Μπράε έδειχναν πως δεν μπορούσε να ήταν απόλυτα σωστή υπό τη μορφή που της έδινε ο Κοπέρνικος. Ήταν επηρεασμένος από τον Πυθαγορισμό και έννοιωθε μια  κατά  το  μάλλον  ή  ήττον  ευφάνταστη  κλίση  προς  την  ηλιολατρεία,  παρ'  ότι  καλός Προτεστάντης.  Τα  κίνητρα  αυτά  του  δημιούργησαν  ασφαλώς  μια  προδιάθεση  προς  την ηλιοκεντρική  θεωρία.  Ο  Πυθαγορισμός  του,  επίσης,  τον  παρακίνησε  ν'  ακολουθήση  τον Τίμαιο του Πλάτωνος στην υπόθεση ότι πρέπει.ν' αποδοθεί κοσμολογική σημασία στα πέντε κανονικά πολύεδρα. Τα χρησιμοποιούσε για να εμπνευσθή υποθέσεις∙ τέλος, κατά καλή του τύχη, το ένα από αυτά λειτούργησε. 

Το μεγάλο επίτευγμα  του Κέπλερου ήταν η ανακάλυψή  του  των  τριών νόμων  της  κινήσεως των πλανητών. Τους δυο από αυτούς τους «δημοσίευσε» στα 1609 και τον τρίτο στα 1619. Ο πρώτος  νόμος  αναφέρει  ότι  οι  πλανήτες  διαγράφουν  ελλειπτικές  τροχιές,  τη  μια  εστία  των οποίων κατέχει ο ήλιος. Ο δεύτερος νόμος του αναφέρει ότι η επιβατική ακτίς [η συνδέουσα τον ήλιο με τον πλανήτη] γράφει ίσα εμβαδά σε ίσους χρόνους. Ο τρίτος νόμος του αναφέρει ότι  τα  τετράγωνα  περιφορών  των  πλανητών  είναι  ανάλογα  των  κύβων  των  μέσων αποστάσεών των από τον ήλιο. 

Κάτι πρέπει να λεχθή για να εξηγηθή η σημασία των νόμων αυτών. 

Οι  δύο  πρώτοι  νόμοι,  στην  εποχή  του  Κέπλερου,  μπορούσαν  ν'  αποδειχθούν  μόνο  στην περίπτωση  του  Άρεως.  Καθ'  όσον  αφορά  τους  άλλους  πλανήτες  οι  παρατηρήσεις συμφωνούσαν  με  τους  νόμους  αυτούς  αλλά  δεν  ήσαν  τέτοιες  ώστε  να  είναι  δυνατόν  να καθορισθούν τελειωτικά. Ωστόσον δεν άργησε να διαπιστωθή η πλήρης επιβεβαίωσή των. 

Η  ανακάλυψη  του  πρώτου  νόμου,  ότι  οι  πλανήτες  διαγράφουν  ελλείψεις,  απαιτούσε  πολύ μεγαλύτερη  προσπάθεια  χειραφετήσεως  από  την  παράδοση  απ'  όσην  θα  μπορούσε  να φαντασθή  ένας  νεότερος  άνθρωπος.  Ένα  πράγμα  που  σ'  αυτό  έμεναν  σύμφωνοι  όλοι  οι αστρονόμοι ανεξαιρέτως, ήταν ότι όλες οι ουράνιες κινήσεις ήσαν κυκλικές, ή αποτελούνταν από  κυκλικές  κινήσεις.  Όπου  οι  κύκλοι  ήσαν  απρόσφοροι  για  την  εξήγηση  των  πλανητικών κινήσεων, κατέφευγαν στους επικύκλους. Ο επίκυκλος είναι η καμπύλη που χαράσσεται από ένα σημείο επί περιφερείας που κυλίεται επί άλλου κύκλου, [ή ο κύκλος που έχει το κέντρο του  στην  περιφέρεια  ανός  άλλου  κύκλου].  Παράδειγμα:  πάρτε  ένα  μεγάλο  τροχό  και στερεώσετέ  τον  επίπεδο  στο  έδαφος∙  πάρτε  κατόπιν  ένα  μικρότερο  τροχό  (επίσης  επίπεδο στο έδαφος) με ένα καρφί διαμέσου του, και κυλίστε το μικρό τροχό γύρω στο μεγάλο τροχό, με τη μύτη του καρφιού ν' αγγίζει το έδαφος. Το σημάδι του καρφιού στο έδαφος θα χαράξη έναν επίκυκλο. Η τροχιά της σελήνης, σχετικά με τον ήλιο, είναι περίπου αυτού του είδους: κατά προσέγγισιν, η  γη διαγράφει  ένα κύκλο γύρω από τον ήλιο,  ενώ η σελήνη στο μεταξύ διαγράφει ένα κύκλο γύρω από τη γη. Αλλ' αυτά, καθώς είπαμε, είναι κατά προσέγγισιν. Εφ' όσον  η  παρατήρηση  γινόταν  όλο  και  πιο  ακριβής,  διαπιστώθηκε  ότι  κανένα  σύστημα επικύκλων  δεν  μπορούσε,  να  προσαρμοσθή  στα  γεγονότα.  Η  υπόθεση  του  Κέπλερου συμφωνούσε  πολύ  περισσότερο  με  τις  καταγραμμένες  θέσεις  του  Άρεως  παρ'  όσον  η υπόθεση του Πτολεμαίου, ή ακόμη και του Κοπέρνικου. 

Η  υποκατάσταση  των  ελλείψεων  στους  κύκλους  συνεπάγονταν  και  την  εγκατάλειψη  της αισθητικής  προκαταλήψεως  που  διείπε  την  αστρονομία  από  την  εποχή  του  Πυθαγόρα.  Ο κύκλος ήταν  ένα  τέλειο σχήμα  και  οι ουράνιες  σφαίρες ήσαν  τέλεια  σώματα—αρχικά  θεοί, 

Page 34: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ακόμη  δε  και  στον  Πλάτωνα  και  τον  Αριστοτέλη  στενά  συνδεδεμένα  με  θεούς.  Φαινόταν αυτόδηλο πως ένα τέλειο σώμα έπρεπε να κινείται σ' ένα τέλειο σχήμα. Εξάλλου, επειδή τα ουράνια σώματα εκινούντο ελεύθερα, χωρίς να ωθούνται ή να έλκωνται, η κίνησή των πρέπει να είναι «φυσική». Ήταν, συνεπώς, εύκολο να υποθέτει κανείς ότι υπάρχει κάτι το «φυσικό» σ' έναν κύκλο, αλλ' όχι και σε μιαν έλλειψη. Έπρεπε, λοιπόν, να απορριφθούν πολλές βαθειά ριζωμένες  προλήψεις  προτού  γίνη  παραδεκτός  ο  πρώτος  νόμος  του  Κέπλερου.  Κανένας αρχαίος, ούτε καν ο Αρίσταρχος ο Σάμιος, δεν είχε προηγηθή σε μια τέτοια εικασία. 

Ο δεύτερος νόμος πραγματεύεται την ποικίλλουσα ταχύτητα του πλανήτη σε διάφορα σημεία της τροχιάς του. Αν παραστήσουμε τον Ήλιο με το στοιχείο Η, και ότι Π1, Π2, Π3, Π4, Π5 είναι οι διαδοχικές  θέσεις  του  πλανήτη  σε  ίσα  χρονικά  διαστήματα  —ας  πούμε,  κατά  μηνιαία διαστήματα— τότε ο νόμος του Κέπλερου λέγει πως τα εμβαδά Π1HΠ2, Π2ΗΠ3, Π3ΗΙΙ4, Π4ΗΠ5 είναι  όλα  ίσα.  Συνεπώς  ο  πλανήτης  κινείται  ταχύτερα  όταν  είναι  κοντά  στον  ήλιο,  και αργότατα  όταν  βρίσκεται  σε  απώτατη  θέση  από  αυτόν.  Και  τούτο  επίσης  προκαλούσε μεγάλην  έκπληξη∙  δεν  ήταν  αξιοπρεπές  για  έναν  πλανήτη  τη  μια φορά  να  βιάζεται  και  την άλλη να τεμπελιάζει. 

Ο τρίτος νόμος ήταν σπουδαίος διότι συνέκρινε τις κινήσεις διαφόρων πλανητών, ενώ οι δυο πρώτοι νόμοι ασχολούνταν με πολλούς πλανήτες μεμονωμένα. Ο τρίτος νόμος λέγει πως: Αν με ρ θεωρήσουμε τη μέση απόσταση ενός πλανήτη από τον ήλιο και με Τ παραστήσουμε τη διάρκεια του έτους του, τότε το ρ3 διαιρούμενο διά του Τ2 μας δίνει το ίδιο αποτέλεσμα για όλους τους πλανήτες. Ο νόμος αυτός μας παρέχει την απόδειξη (καθ' όσον αφορά το ηλιακό σύστημα)  του  νόμου  της  παγκοσμίου  έλξεως  του  Νεύτωνος  σχετικά  με  την  τροχιά  κινητού ελκομένου από ένα σταθερό κέντρο με δύναμη αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της αποστάσεως του κινητού από το κέντρο έλξεως. Αλλά περί αυτών, αργότερα. 

Ο Γαλιλαίος (1564‐1642) είναι ο μεγαλύτερος από τους ιδρυτές της σύγχρονης επιστήμης, με πιθανή  εξαίρεση  τον  Νεύτωνα.  Γεννήθηκε  την  ημέρα  που  πέθαινε  ο Μιχαήλ  ‐  Άγγελος  και πέθανε  την  ημέρα  που  γεννήθηκε  ο  Νεύτων.  Συνιστώ  τα  γεγονότα  αυτά  σ'  εκείνους  (αν υπάρχουν) που πιστεύουν ακόμη στη μετεμψύχωση.  Είναι σημαντικός ως αστρονόμος, αλλ' ίσως περισσότερο ως ιδρυτής της δυναμικής. 

Ο Γαλιλαίος ανακάλυψε πρώτος τη σημασία της επιταχύνσεως στη δυναμική. «Επιτάχυνσις» σημαίνει  μεταβολή  ταχύτητος,  είτε  σε  μέγεθος  είτε  σε  κατεύθυνση∙  έτσι,  ένα  σώμα  που κινείται  ισοταχώς  σε  κύκλο  έχει  πάντοτε  μια  επιτάχυνση  προς  το  κέντρο  του  κύκλου.  Στη γλώσσα που συνηθιζόταν πριν από την εποχή του, θα μπορούσαμε να πούμε πως θεωρούσε την  ισοταχή  [ομοιόμορφη]  κίνηση σ'  ευθεία γραμμή ως  τη μόνη «φυσική»,  είτε  επί  της  γης είτε στον ουρανό. Εθεωρείτο «φυσικό» για τα ουράνια σώματα να κινούνται σε κύκλους, και για  τα  γήινα  σώματα  να  κινούνται  σ'  ευθείες  γραμμές∙  αλλ'  εθεωρείτο  επίσης  ότι  τα κινούμενα γήινα σώματα σιγά ‐ σιγά θα έπαυαν να κινούνται αν αφίνονταν μόνα. Ο Γαλιλαίος υποστήριζε,  αντίθετα  προς  την  άποψη  αυτή,  πως  κάθε  σώμα,  αν  αφίνονταν  μόνο,  θα εξακολουθούσε  να  κινείται  σ'  ευθεία  γραμμή  με  ομοιόμορφη  ταχύτητα∙  η  οποιαδήποτε μεταβολή, είτε στην ταχύτητα είτε στην κατεύθυνση της κινήσεως, πρέπει να αποδοθεί στην επενέργεια κάποιας «δυνάμεως». Η αρχή αυτή διατυπώθηκε από τον Νεύτωνα ως ο «πρώτος νόμος της κινήσεως». Ονομάσθηκε επίσης νόμος της αδρανείας, θα επανέλθω στη σημασία του νόμου αυτού αργότερα, αλλά προηγουμένως πρέπει κάτι να πούμε για τις ανακαλύψεις του Γαλιλαίου. 

Ο  Γαλιλαίος  ήταν  ο  πρώτος  που  διατύπωσε  το  «νόμο  των  πιπτόντων  σωμάτων».  Ο  νόμος αυτός, έχοντας υπ' όψη την αντίληψη περί «επιταχύνσεως», είναι μεγάλης απλότητος. Λέγει πως όταν  ένα σώμα αφεθή  να πέση  ελεύθερα,  η  επιτάχυνσή  του  είναι  σταθερή,  εκτός  εάν παρέμβη  η  αντίσταση  του  αέρα∙  ακόμη,  ότι  η  επιτάχυνση  είναι  η  ίδια  για  όλα  τα  σώματα, βαρειά ή ελαφρά, μεγάλα ή μικρά. Η πλήρης απόδειξη του νόμου αυτού δεν ημπορούσε να 

Page 35: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

βρεθή προτού ανακαλυφθή η αεραντλία, περί το 1654. Επειτα από την ανακάλυψη αυτή ήταν δυνατή  η  παρατήρηση  σωμάτων  που  έπεφταν  σε  κενό  και  διαπιστώθηκε  πως  τα  φτερά πέφτουν με την ίδια ταχύτητα όσο και το μολύβι. Αυτό που απέδειξε ο Γαλιλαίος ήταν ότι δεν υπήρχε σταθμητή διαφορά μεταξύ μεγάλων και μικρών κομματιών της αυτής ουσίας.  Ίσαμε την  εποχή  του,  υπετίθετο  ότι  ένα  μεγάλο  κομμάτι  μολύβδου  θάπεφτε  ταχύτερα  από  ένα μικρό,  αλλ'  ο  Γαλιλαίος  απέδειξε  πειραματικά  ότι  η  αντίληψη  αυτή  δεν  ήταν  σωστή.  Η μέτρηση στην εποχή του δεν ήταν τόσον ακριβής όσον έγινε αργότερα∙ ωστόσο έφθασε στον αληθινό νόμο των πιπτόντων σωμάτων. Αν ένα σώμα πέφτει ελεύθερα στο κενό, η ταχύτητά του  αυξάνει  σταθερά.  Στο  τέλος  του  πρώτου  δευτερολέπτου,  η  ταχύτητά  του  θα  είναι  32 πόδες  κατά  δευτερόλεπτο∙  στο  τέλος  του  δεύτερου  δευτερολέπτου  64  πόδες  κατά δευτερόλεπτο,  στο  τέλος  του  τρίτου,  96  πόδες  κατά  δευτερόλεπτο,  κ.ο.κ.  Η  επιτάχυνση, δηλαδή  ο  ρυθμός  κατά.  τον  οποίον  η  ταχύτητα  αυξάνει,  είναι  πάντοτε  ο  ίδιος∙  σε  κάθε δευτερόλεπτο η αύξηση της ταχύτητας είναι (περίπου) 32 πόδες κατά δευτερόλεπτο. 

Ο Γαλιλαίος μελέτησε επίσης τα βλήματα, θέμα μεγάλης σημασίας για τον εργοδότη του, τον Δούκα  της  Τοσκάνης.  Εθεωρείτο  ότι  ένα  βλήμα  που  εκτοξεύονταν  οριζόντια,  θα  εκινείτο οριζόντια  για  λίγο,  και  κατόπιν  ξαφνικά θάρχιζε  να πέφτει  κατακόρυφα. Ο  Γαλιλαίος  έδειξε πως, εξόν απ' την αντίσταση του αέρα, η οριζόντια ταχύτητα θα παρέμενε συνεχής, σύμφωνα με  το  νόμο  της αδράνειας, αλλά θάπρεπε να προστεθή και η  κατακόρυφη  ταχύτητα που θ' αυξαινε  σύμφωνα με  το  νόμο  των  πιπτόντων  σωμάτων.  Για  να  εξευρεθή  πώς  το  βλήμα  θα εκινείτο  σ'  ένα  σύντομο  διάστημα,  ας  πούμε  ένα  δευτερόλεπτο,  αφού  ήταν  εν  πτήσει  για κάποιο διάστημα,  προχωρούμε ως  εξής:  Εν πρώτοις, αν δεν  έπεφτε,  θα εκάλυπτε ορισμένη οριζόντια απόσταση, ίσην προς εκείνην που διήνυσε το πρώτο δευτερόλεπτο της πτήσης του. Δεύτερον,  αν  δεν  εκινείτο  οριζόντια,  αλλ'  έπεφτε  απλώς,  θε  νάπεφτε  κατακόρυφα  με ταχύτητα  ανάλογη  προς  τον  χρόνο  από  τη  στιγμή  που  άρχισε  η  εκτόξευση.  Στην πραγματικότητα,  η  μεταβολή  της θέσης  του  είναι  αυτή που θα ήταν αν στην αρχή  εκινείτο οριζοντίως  για  ένα δευτερόλεπτο με  την αρχική  ταχύτητα,  και  κατόπιν  έπεφτε  κατακόρυφα για  ένα  δευτερόλεπτο  με  ταχύτητα ανάλογη  προς  τον  χρόνο  κατά  το  διάστημα  του  οποίου βρισκόταν  εν  πτήσει.  Ένας  απλός  υπολογισμός  δείχνει  ότι  η  συναφής  πορεία  του  είναι «παραβολή», και τούτο επιβεβαιούται από την παρατήρηση, εκτός αν υπάρχει η παρεμβολή της αντίστασης του αέρα. 

Τα  παραπάνω  μας  δίνουν  ένα  απλό  παράδειγμα  μιας  αρχής  που  αποδείχθηκε  τεραστίως γόνιμη  στη  δυναμική,  της  αρχής  κατά  την  οποίαν,  όταν  πολλές  δυνάμεις  επενεργούν ταυτόχρονα, το αποτέλεσμα είναι ως εάν η καθεμιά τους επενεργούσε με τη σειρά της. Τούτο αποτελεί  μέρος  μιας  γενικότερης  αρχής  που  καλείται  «κανών  του  παραλληλογράμμου». Υποθέστε,  λόγου  χάρη,  ότι  βρίσκεσθε  στο  κατάστρωμα  ενός  κινούμενου  πλοίου  και περπατείτε  σταυρωτά,  από  τη  μια  πλευρά  του  καταστρώματος  στην  άλλη.  Ενώ  εσείς περπατάτε,  το  πλοίο  κινήθηκε  προς  τα  μπρος,  έτσι  που  εσείς,  σε  σχέση  με  το  νερό,  έχετε κινηθή και προς τα μπρος και σταυρωτά σχετικά με τη διεύθυνση της κινήσεως του πλοίου. Αν θέλετε  να  ξέρετε  που  φθάσατε  σε  σχέση  με  το  νερό,  μπορείτε  να  υποθέσετε  πως  πρώτα στεκόσαστε ακίνητος ενώ το πλοίο έκινείτο, κ' ύστερα, ότι επί ίσο χρονικό διάστημα, το πλοίο έμενε ακίνητο ενώ εσείς περπατούσατε σταυρωτά. Η  ίδια αρχή  ισχύει  και  για  τις δυνάμεις. Έτσι  καθίσταται  δυνατόν  να  εξαχθή  το  συνολικό  αποτέλεσμα  πολλών  δυνάμεων,  και επιτυγχάνεται  η ανάλυση φυσικών φαινομένων,  με  την ανακάλυψη  των  ξεχωριστών  νόμων των  ποικίλων  δυνάμεων  στις  οποίες  υπόκεινται  τα  κινούμενα  σώματα.  Ο  Γαλιλαίος  ήταν εκείνος που εισήγαγε αυτή την καταπληκτικά γόνιμη μέθοδο. 

Σ' αυτά που έχω ειπή προσπάθησα να μιλήσω, όσο τούτο ήταν δυνατόν, με  τη γλώσσα του δέκατου έβδομου αιώνα. Η νεότερη γλώσσα είναι από πολλών απόψεων διαφορετική, αλλά για  να  εξηγήσουμε  τι  επετέλεσε  ο  δέκατος  έβδομος  αιώνας  αρμόζει  για  την  ώρα  να υιοθετήσουμε τους εκφραστικούς του τρόπους. 

Page 36: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Ο  νόμος  της  αδράνειας  έλυσε  ένα  αίνιγμα  που  πριν  από  τον  Γαλιλαίο,  το  Κοπερνίκειο σύστημα  ήταν  ανίκανο  να  εξηγήση.  Όπως  παρατηρήσαμε  προηγουμένως,  αν  ρίψετε  μια πέτρα από την κορυφή ενός πύργου, θα πέση στη βάση του πύργου, όχι κάπως δυτικότερα∙ ωστόσο,  αν  η  γη  περιστρέφεται,  θάπρεπε  να  είχε  κάπως  ολισθήσει  σε  κάποιαν  απόσταση κατά το διάστημα της πτώσεως της πέτρας. Ο λόγος για τον οποίο τούτο δεν συμβαίνει, είναι διότι  η  πέτρα  συγκρατεί  την  ταχύτητα  της  περιστροφής  την  οποίαν,  προτού  ριφθή, συμμεριζόταν με κάθε τι άλλο στην επιφάνεια της γης. Πράγματι, αν ο πύργος ήταν αρκετά ψηλός,  θα  συνέβαινε  το  αντίθετο  αποτέλεσμα  από  αυτό  που  περίμεναν  οι  αντίπαλοι  του Κοπέρνικου. Η κορφή του πύργου, ευρισκόμενη μακρύτερα παρά η βάση του από το κέντρο της  γης,  κινείται  ταχύτερα  και  συνεπώς  η  πέτρα  θε  νάπεφτε  ελαφρώς  ανατολικότερα  της βάσεως  του  πύργου.  Εν  τούτοις  το  γεγονός  αυτό  θα  ήταν  εντελώς  ανεπαίσθητο  για  να μετρηθή. 

Ο  Γαλιλαίος  είχε  υιοθέτηση  με  θέρμη  το  ηλιοκεντρικό  σύστημα∙  αλληλογραφούσε  με  τον Κέπλερο  και  παραδέχθηκε  τις  ανακαλύψεις  του.  Όταν  άκουσε  πως  ένας  Ολλανδός  είχε εφεύρει προσφάτως ένα τηλεσκόπιο, ο Γαλιλαίος κατασκεύασε ένα μόνος του και ταχύτατα ανακάλυψε  ένα  σωρό  σπουδαία  πράγματα.  Ανακάλυψε  ότι  ο  Γαλαξίας  απαρτίζεται  από πλήθος ξεχωριστά αστέρια. Παρατήρησε τις φάσεις της Αφροδίτης, που ο Κοπέρνικος ήξερε ότι  εξυπακούονταν  από  τη  θεωρία  του,  αλλά  που  με  γυμνόν  οφθαλμό  ήταν  αδύνατο  να διακρίνη. Ανακάλυψε τους δορυφόρους του Διός, που προς τιμήν του εργοδότη του ονόμασε Sidera medicea  (μεδικαία άστρα). Διαπιστώθηκε πως οι δορυφόροι αυτοί πειθαρχούν στους νόμους  του  Κέπλερου.  Υπήρχε,  εν  τούτοις,  ένα  πρόβλημα.  Υπήρχαν  πάντοτε  επτά  ουράνια σώματα:  οι  πέντε  πλανήτες,  ο  ήλιος  και  η  σελήνη∙  και  το  επτά  είναι  ίερός  αριθμός.  Το Σάββατον δεν είναι η έβδομη μέρα; Δεν ήταν τα επτάκλωνα κηροπήγια και οι επτά εκκλησίες της Ασίας; Τι περισσότερο ταιριαστό θα ήταν να υπάρχουν και επτά ουράνια σώματα; Αλλ' αν επρόκειτο να προστεθούν και οι τέσσερες σελήνες του Διός θα είχαμε ένδεκα—δηλαδή έναν αριθμό που δεν θα είχε μυστικές ιδιότητες. Απ' αυτή την αφορμή, οι οπαδοί της παραδόσεως, καταδίκασαν  το  τηλεσκόπιο,  αρνήθηκαν  να  κυττάξουν  μέσ'  απ'  αυτό,  και  διακήρυσσαν  ότι αποκάλυπτε μονάχα απάτες. Ο Γαλιλαίος έγραψε στον Κέπλερο για να γελάσουν μαζί για την ηλιθιότητα  «του  όχλου»∙  η  συνέχεια  της  επιστολής  του  καθιστά  σαφές  ότι  «ο  όχλος» απαρτίζονταν από τους καθηγητές της φιλοσοφίας, που ήθελαν να ξορκίσουν τις σελήνες του Διός, χρησιμοποιώντας «δικολαβίστικα επιχειρήματα σάμπως να ήσαν μαγικά ξόρκια». 

Όπως όλοι ξέρουν, ο Γαλιλαίος καταδικάσθηκε από την Ιερή Εξέταση, στην αρχή ιδιωτικά στα 1616  και  κατόπιν  δημοσία  στα  1633,  και  στη  δεύτερη  αυτή  περίπτωση  «αναίρεσε»  και υποσχέθηκε να μη υποστηρίξη ξανά ότι η γη περιστρέφεται περί εαυτήν και περί τον ήλιον. Η Ιερή  Εξέταση  επέτυχε  να  θέση  τέρμα  στην  επιστήμη  στην  Ιταλία,  που  δεν  ανεβίωσε  παρά ύστερα από αιώνες. Αλλ'  απέτυχε  να  εμποδίση  τους ανθρώπους  της  επιστήμης από  του να δεχθούν  την  ηλιοκεντρική  θεωρία,  και  προκάλεσε  τεράστια  ζημιά  στην  Εκκλησία  με  την ηλιθιότητά της. Ευτυχώς υπήρχαν προτεσταντικές χώρες, όπου ο κλήρος, οσοδήποτε κακό και αν ήθελε να προκαλέση στην επιστήμη, ήταν ανίκανος να αποκτήση τον έλεγχο του κράτους. 

Ο Νεύτων (1642‐1727) επετέλεσε τον τελικό και πλήρη θρίαμβο για τον οποίο ο Κοπέρνικος, ο Κέπλερος και ο Γαλιλαίος προετοίμασαν το δρόμο. Ξεκινώντας από τους τρεις νόμους του της κινήσεως —εκ των οποίων οι δύο πρώτοι οφείλονταν στον Γαλιλαίο— απέδειξε ότι οι  τρεις νόμοι  του  Κέπλερου  είναι  ισοδύναμοι  με  την  πρόταση  ότι  κάθε  πλανήτης,  σε  κάθε  στιγμή, έχει  μια  επιτάχυνση  προς  τον  ήλιο.  Απέδειξε  ότι  η  επιτάχυνση  προς  τη  γη  και  τον  ήλιο, ακολουθώντας  τον  ίδιο  νόμο,  εξηγεί  την  κίνηση  της  σελήνης,  και  ότι  η  επιτάχυνση  των πιπτόντων σωμάτων επί της επιφανείας της γης σχετίζεται προς την επιτάχυνση της σελήνης σύμφωνα  με  το  νόμο  του  αντιστρόφως  αναλόγου  προς  το  τετράγωνο  της  αποστάσεως. Καθόρισε  τη  «δύναμη»  ως  αιτίαν  της  μεταβολής  της  κινήσεως,  δηλαδή  της  επιταχύνσεως. Μπορούσε έτσι τώρα να διατυπώση τον νόμο του περί της παγκοσμίου έλξεως: «Κάθε σώμα 

Page 37: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

έλκει παν έτερον σώμα μέ τινα δύναμιν, η οποία είναι ανάλογος προς το γινόμενον των μαζών των  σωμάτων  αυτών  και  αντιστρόφως  ανάλογος  προς  το  τετράγωνον  της  αποστάσεως  των κέντρων  των  μαζών  αυτών».  Από  τον  ορισμόν  αυτό  ήταν  ικανός  να  συναγάγη  το  παν  καθ' όσον αφορά την περί πλανητών θεωρία: τις κινήσεις των πλανητών και των δορυφόρων των, τις  τροχιές  των  κομητών,  τις  παλίρροιες.  Αργότερα  κατεφάνη  πως  ακόμη  και  οι απειροελάχιστες  παρεκκλίσεις  από  τις  ελλειπτικές  τροχιές  από  μέρους  των  πλανητών συνάγονταν  από  το  νόμο  του  Νεύτωνος.  Ο  θρίαμβος  ήταν  τόσο  πλήρης  ώστε  ο  Νεύτων κινδύνευε  να  γίνη  άλλος  Αριστοτέλης  κ'  έτσι  να  ορθώση  έναν  άλλον  ανυπέρβλητο φραγμό στην  πρόοδο.  Στην  Αγγλία  χρειάσθηκε  να  περάση  ολόκληρος  αιώνας  προτού  οι  άνθρωποι απελευθερωθούν  από  την  αυθεντία  του  επαρκώς  για  να  παρουσιάσουν  σημαντική πρωτότυπη εργασία επάνω στα θέματα που πραγματεύθηκε. 

Ο  δέκατος  έβδομος  αιώνας  ήταν  αξιόλογος  όχι  μόνον  στην  αστρονομία  και  στη  δυναμική, αλλά και σε πολλούς άλλους τομείς που συνδέονταν με την επιστήμη. 

Ας πάρουμε εν πρώτοις το ζήτημα των επιστημονικών οργάνων24. Το σύνθετον μικροσκόπιον εφευρέθηκε  ακριβώς  λίγο  πριν  από  τον  δέκατον  έβδομον  αιώνα,  στα 1590.  Το  τηλεσκόπιο εφευρέθηκε στα 1608, από ένα Ολλανδό, ονόματι Λίππερσυ  [Lippershey] παρ' ότι πρώτος ο Γαλιλαίος  το  χρησιμοποίησε  για  επιστημονικούς  σκοπούς.  Ο  Γαλιλαίος  επίσης  εφεύρε  το θερμόμετρο  —τουλάχιστον  φαίνεται  πιθανότατο.  Ο  μαθητής  του  Τορρικέλλι  εφεύρε  το βαρόμετρο. Ο Γκέρικε  [Guericke]  (1602‐86)  εφεύρε την αεραντλία.  Τα ρολόγια, παρ' ότι δεν ήσαν  νέα,  βελτιώθηκαν  κατά  πολύ  τον  δέκατον  έβδομον αιώνα,  και  τούτο ήταν  κατά  μέγα μέρος  έργο  του  Γαλιλαίου.  Χάρις στις  εφευρέσεις αυτές,  η  επιστημονική παρατήρηση έγινε απείρως πιο ακριβής και περισσότερο εκτεταμένη από ό,τι ήταν προγενεστέρως. 

Σημαντικό έργο όμως είχε επιτελεσθή και σ' άλλες επιστήμες, πλην της αστρονομίας και της δυναμικής. Ο Γκίλμπερτ (1540‐1603) δημοσίεψε το μέγα έργο του περί μαγνητών στα 1600. Ο Χάρβεϋ  [Harvey]  (1578‐1657),  ανακάλυψε  την  κυκλοφορία  του  αίματος  και  δημοσίεψε  την ανακάλυψή  του  στα  1628.  Ο  Λέβενχουκ  [Leeuwenhoek]  (1632‐1723)  ανακάλυψε  τα σπερματόζωα,  παρ'  ότι  κάποιος  άλλος,  ο  Στήβεν  Χαμμ  [Stephen  Hamm]  φαίνεται  να  τ' ανακάλυψε  λίγο  νωρίτερα.  Ο  Λέβενχουκ  ανακάλυψε  επίσης  τα  πρωτόζωα  ή  τους μονοκυττάρους  οργανισμούς,  και  επίσης  τα  βακτήρια.  Ο  Ρόμπερτ  Μπόυλ  [Robert  Boyle] (1627‐91) ήταν, όπως διδάσκονταν τα παιδιά τον καιρό που ήμουνα νέος, «πατήρ της χημείας και υιός του Κόμιτος του Κορκ»∙ τώρα τον θυμούνται κυρίως για τον «Νόμο του Μπόυλ», ότι, δηλ.  σε  μια  δεδομένη  ποσότητα  αερίου  υπό  ορισμένη  θερμοκρασία,  η  πίεσις  είναι αντιστρόφως ανάλογη προς τον όγκο του αερίου. 

Δεν  είπα ως  την  ώρα  τίποτε  περί  των  προόδων  στα  καθαρά  μαθηματικά,  αλλ'  αυτές  ήσαν πολύ  μεγάλες  πράγματι  και  ήσαν  απαραίτητες  σε  μέγα  μέρος  του  έργου  των  φυσικών επιστημών. Ο Ναίπιερ  [Napier] δημοσίεψε την εφεύρεσή του περί λογαρίθμων στα 1614. Η γεωμετρία  των  συντεταγμένων  προέκυψε  από  την  εργασία  πολλών  μαθηματικών  του δέκατου έβδομου αιώνα, μεταξύ αυτών δε ο Καρτέσιος προσέφερε τη μεγαλύτερη συμβολή. Ο διαφορικός και ολοκληρωτικός λογισμός εφευρέθηκε ανεξάρτητα, από τον Νεύτωνα και απ' τον Λάιμπνιτς∙ είναι το όργανο για όλα σχεδόν τα ανώτερα μαθηματικά. Αυτά είναι μόνον τα προέχοντα  επιτεύγματα  στα  καθαρά  μαθηματικά∙  υπήρχαν  και  αναρίθμητα  άλλα  μεγάλης σημασίας. 

Το  αποτέλεσμα  της  επιστημονικής  εργασίας  που  εξετάσαμε  είναι  ότι  η  νοοτροπία  των μορφωμένων ανθρώπων είχε εξ ολοκλήρου μεταμορφωθή. Στις αρχές του αιώνα, ο σερ Τόμας Μπράουν [Thomas Browne] έλαβε μέρος σε δίκες εναντίον της μαγείας∙ στο τέλος του αιώνα τέτοιο  πράγμα  θα  ήταν  αδύνατο.  Την  εποχή  του  Σαίξπηρ,  οι  κομήτες  ήσαν  ακόμη  κακοί οιωνοί∙ μετά τη δημοσίευση των Principia [Αρχών] του Νεύτωνα στα 1687, έγινε γνωστό πως αυτός  και  ο  Χάλλεϋ  [Halley]  είχαν  υπολογίσει  τις  τροχιές  ορισμένων  κομητών  και  πως  και 

Page 38: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

αυτοί ήσαν εξίσου πειθαρχικοί με τους πλανήτες στον νόμο της έλξεως. Η βασιλεία του νόμου είχε επιβληθή στη φαντασία των ανθρώπων, καθιστώντας τη μαγεία και τη δαιμονομαντεία πράγματα  μη  πιστευτά  πλέον.  Στα  1700,  η  νοοτροπία  των  μορφωμένων  ανθρώπων  ήταν εντελώς νεότερη∙ στα 1600, εξαιρέσει ελαχίστων, ήταν ακόμη μεσαιωνική. 

Στο  υπόλοιπο  κεφάλαιο  θα  προσπαθήσω  να  αναφέρω  συνοπτικά  τις  φιλοσοφικές πεποιθήσεις που φαίνονται να προέρχονται από την επιστήμη του δέκατου έβδομου αιώνα, και μερικές από τις πλευρές εκείνες κατά τις οποίες η νεότερη επιστήμη διαφέρει από εκείνην του Νεύτωνα. 

Το πρώτο πράγμα που θα μπορούσε να σημειώση κανείς είναι η πλήρης σχεδόν εξαφάνιση της ψυχοκρατίας25 [animisme] από τους νόμους της φυσικής. Οι Έλληνες, παρ' ότι δεν το λένε με  πλήρη  σαφήνεια,  είναι  προφανές  πως  θεωρούσαν  τη  δύναμη  της  κινήσεως  σαν  σημείο ζωής. Στην κοινή παρατήρηση φαίνεται ότι τα ζώα κινούνται από μόνα τους, ενώ η νεκρή ύλη κινείται  μόνον  όταν  ασκηθή  επάνω  της  εξωτερική  δύναμη.  Η  ψυχή  ενός  ζώου,  στον Αριστοτέλη, έχει διάφορα καθήκοντα, και ένα από αυτά είναι να κινεί το σώμα του ζώου. Ο ήλιος  και  οι  πλανήτες,  στην  ελληνική  σκέψη,  μπορούν  να  είναι  θεοί,  ή  τουλάχιστον  να διέπονται  και  να  κινούνται  από  θεούς.  Ο  Αναξαγόρας  είχε  διαφορετική  γνώμη,  αλλ'  ήταν ασεβής.  Ο  Δημόκριτος  αλλοιώς  σκεφτόταν,  αλλ'  είχε  παραμερισθή,  εξαιρέσει  των Επικουρείων, για χάρη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Τα σαράντα‐εφτά ή πενήντα‐πέντε ακίνητα κινούντα του Αριστοτέλη είναι θεϊκά πνεύματα και είναι η βασική πηγή κάθε κίνησης στους  ουρανούς.  Αν  αφινόταν  στον  εαυτό  του  κάθε  άψυχο  σώμα  θα  γινόταν  γρήγορα ακίνητο∙ έτσι, η επενέργεια της ψυχής επί της ύλης πρέπει να είναι αδιάλειπτη αν η κίνηση δεν πρέπει να σταματήση. 

Όλα αυτά άλλαξαν με τον πρώτο νόμο περί κινήσεως. Η άψυχη ύλη, μιας και ετέθη σε κίνηση, θα  εξακολουθεί  να  κινείται  αιωνίως  αν  δεν  σταματηθή  από  κάποιαν  εξωτερική  αιτία. Εξάλλου,  τα  εξωτερικά  αίτια  της  μεταβολής  της  κινήσεως  αποκαλύφθηκαν  και  αυτά  υλικά, όταν  ήταν  δυνατόν  να  διακριβωθούν  οριστικά.  Εν  πάση  περιπτώσει,  το  ηλιακό  σύστημα λειτουργούσε  με  τη  δική  του φορά  και  τους  δικούς  του  νόμους∙  δεν  χρειαζόταν  εξωτερική παρέμβαση. Και εδώ θα μπορούσε να θεωρηθή ότι χρειάσθηκε η επέμβαση του Θεού για να τεθή σε κίνηση ο μηχανισμός∙ οι πλανήτες,  κατά τον Νεύτωνα, είχαν εκσφενδονισθή αρχικά από το χέρι του Θεού. Αλλ' όταν τόκανε αυτό και όρισε τον νόμο της έλξεως, τα πάντα πήγαν μόνα  τους  χωρίς  να  χρειάζονται  την περαιτέρω θεϊκή παρέμβαση. Όταν ο Λαπλάς  [Laplace] διατύπωσε τη θεωρία ότι οι ίδιες δυνάμεις που λειτουργούν τώρα μπορούσε να ήσαν η αιτία για την απόσπαση των πλανητών από τον ήλιο, η συμβολή του Θεού στην πορεία της φύσεως περιορίζεται  ακόμη  περισσότερο,  θα  μπορούσε  να  μείνη  ως  Δημιουργός,  αλλά  και  αυτό ακόμη ήταν αμφίβολο, μιας και δεν ήταν σαφές ότι è κόσμος είχε αρχή εν χρόνω. Παρ' ότι οι περισσότεροι  άνθρωποι  της  επιστήμης  ήσαν  υποδείγματα  ευλάβειας,  η  κοσμοθεωρία  που υπαινίσσονταν το έργο των ήταν ανατρεπτική της ορθοδοξίας και εύλογον ήταν οι θεολόγοι να αισθάνονται ανησυχία. 

Άλλο πράγμα που προέκυψε από την επιστήμη ήταν μια βαθύτατη μεταβολή στην αντίληψη περί της θέσεως του ανθρώπου στο σύμπαν. Στον μεσαιωνικό κόσμο η γη ήταν το κέντρο του ουρανού και  τα πάντα είχαν ένα σκοπό που συνδέονταν με τον άνθρωπο.  Στον Νευτωνικόν κόσμο, η γη ήταν ένας δευτερεύων πλανήτης ενός όχι και τόσον διακεκριμένου απλανούς∙ οι αστρονομικές αποστάσεις ήσαν τόσο απέραντες ώστε η γη, εν συγκρίσει, να είναι ένα απλό κεφάλι  καρφίτσας.  Φαινόταν  εντελώς  απίθανο  ότι  αυτό  το  πελώριο  συγκρότημα  είχε σχεδιασθή για το καλό μερικών πλασμάτων επάνω σ' αυτό το κεφάλι καρφίτσας. Εξάλλου ο σκοπός,  που  από  την  εποχή  του  Αριστοτέλη  αποτελούσε  στενά  συνδεδεμένο  μέρος  της αντίληψης  για  την  επιστήμη,  είχε  αποκλεισθή  τώρα  από  την  επιστημονική  διαδικασία.  Ο καθένας μπορεί να πιστεύει ότι οι ουρανοί υπάρχουν για να υμνούν τη δόξα του Κυρίου, αλλά κανένας  δεν  θα  επέτρεπε  στην  πεποίθηση  αυτή  να  παρέμβη  σ'  έναν  αστρονομικό 

Page 39: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

υπολογισμό.  Ο  κόσμος  μπορεί  νάχει  κάποιο  σκοπό,  αλλ'  οι  σκοποί  δεν  επετρέπετο  πια  να υπεισέρχονται στις επιστημονικές εξηγήσεις. 

Η  Κοπερνίκειος  θεωρία  μπορεί  να  ήταν  υποβιβαστική  της  ανθρώπινης  περηφάνειας,  αλλά στην  πραγματικότητα  είχε  δημιουργηθή  το  αντίθετο  αποτέλεσμα,  διότι  οι  θρίαμβοι  της επιστήμης  αναζωπύρησαν  την  ανθρώπινη  έπαρση.  Ο  αρχαίος  κόσμος  που  πέθαινε, εταλαιπωρείτο  με  το  αίσθημα  του  αμαρτήματος  και  το  είχε  κληροδοτήσει  σαν  κατάθλιψη στον Μεσαίωνα. Το να είναι κανείς ταπεινός μπροστά στον Θεό ήταν και σωστό και φρόνιμο, διότι ο Θεός τιμωρεί την έπαρση. Λοιμοί, πλημμύρες, σεισμοί, Τούρκοι, Τάταροι και κομήτες έφερναν  σε αμηχανία  τους ανθρώπους  των  ζοφερών αιώνων,  και  κυριαρχούσε  το αίσθημα πως μόνο με την ολοένα και μεγαλύτερη ταπεινοφροσύνη θα μπορούσαν ν' αποφευχθούν οι πραγματικές  αυτές  και  απειλούμενες  συμφορές.  Αλλ'  ήταν  αδύνατο  να  παραμείνη  κανείς ταπεινός όταν οι άνθρωποι επιτελούσαν τέτοιους θριάμβους: 

Η Φύση με τους νόμους της κρυβόταν στο σκοτάδι. Κ' ευθύς ως είπεν ο Θεός: «Ο Νεύτων γεννηθήτω», Τα πάντα γίναν φως. 

Κι όσον αφορά την τιμωρία των αμαρτωλών, ο Δημιουργός ενός τόσον τεράστιου σύμπαντος, ασφαλώς θα είχε πολλά άλλα να σκεφθή παρά να στέλνει τους ανθρώπους στην κόλαση για ασήμαντες θεολογικές πλάνες. Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης θα μπορούσε να τιμωρηθή, αλλ' όχι και ο Νεύτων, παρ' ότι ήταν Αρειανός. 

Υπήρχαν  φυσικά  και  άλλοι  λόγοι  για  αυτοϊκανοποίηση.  Οι  Τάταροι  είχαν  περιορισθή  στην Ασία και οι Τούρκοι έπαυσαν πια ν' αποτελούν απειλή. Οι κομήτες είχαν ταπεινωθή από τον Χάλλεϋ, κι όσο για τους σεισμούς, παρ' ότι ήσαν ακόμη φοβεροί, ήσαν τόσον ενδιαφέροντες ώστε  οι  επιστήμονες  σχεδόν  τους  νοσταλγούσαν.  Οι  Δυτικοευρωπαίοι  γινόντουσαν  όλο  και πλουσιότεροι  και  η  κυριαρχία  τους  απλωνότανε  σιγά  ‐  σιγά  σ'  όλο  τον  κόσμο:  είχαν κατακτήσει  τη  Βόρειο  και  τη  Νότιο  Αμερική,  ήσαν  πανίσχυροι  στην  Αφρική  και  την  Ινδία, σεβαστοί στην Κίνα και επίφοβοι στην Ιαπωνία. Όταν σ' όλα αυτά προστεθούν και οι θρίαμβοι της επιστήμης, δεν είναι περίεργο γιατί οι άνθρωποι του δέκατου έβδομου αιώνα θεωρούσαν τους εαυτούς των εξαίρετους τύπους και όχι πανάθλιους αμαρτωλούς όπως έλεγαν ακόμη τις Κυριακές πως ήσαν. 

Υπάρχουν ορισμένα σημεία όπου οι αντιλήψεις της νεότερης θεωρητικής φυσικής διαφέρουν από εκείνες του Νευτωνείου συστήματος. Λόγου χάρη, η αντίληψη της «δύναμης» που είναι προέχουσα  κατά  τον  δέκατον  έβδομον  αιώνα,  θεωρήθηκε  περιττή.  Η  «δύναμη»  στον Νεύτωνα είναι η αιτία  της μεταβολής  της  κινήσεως,  είτε σε μέγεθος είτε σε κατεύθυνση. Η έννοια  της  αιτίας  θεωρείται  σημαντική  και  η  δύναμη  νοείται  όπως  περίπου  το  είδος  του πράγματος  που  δοκιμάζουμε  όταν  ωθούμε  ή  σύρουμε.  Γι'  αυτό  το  λόγο  προβλήθηκε  ως αντίρρηση  στην  έλξη  που  ενεργεί  από  απόσταση,  και  ο  ίδιος  ο  Νεύτων  παραδεχόταν  πως έπρεπε  να  υπάρχει  κάποιο  μέσο  με  το  οποίο  η  έλξη  αυτή  θα  διαβιβάζεται.  Σιγά  ‐  σιγά διαπιστώθηκε  πως  όλες  οι  εξισώσεις  μπορούσαν  να  καταγραφούν  χωρίς  να  παρεισάγονται δυνάμεις. Το αντικείμενο της παρατήρησης ήταν μια κάποια σχέση μεταξύ επιταχύνσεως και συσχηματισμού των αστέρων∙ το να ειπούμε ότι η σχέση αυτή οφείλονταν στη μεσολάβηση της «δύναμης»  δεν  θα προσθέταμε  τίποτα στις  γνώσεις μας.  Η  παρατήρηση δείχνει  πως  οι πλανήτες  εμφανίζουν  διαρκώς  μια  επιτάχυνση  προς  τον  ήλιο,  που  ποικίλλει  κατά  λόγον αντίστροφο  προς  το  τετράγωνο  της  αποστάσεώς  των  από  αυτόν.  Το  να  λέμε  πως  αυτό οφείλεται στη «δύναμη» της έλξεως είναι σαν να μη λέμε τίποτε, όπως όταν θα λέγαμε ότι το όπιον κάνει τους ανθρώπους να κοιμούνται γιατί έχει υπνωτική δύναμη. Συνεπώς, ο νεότερος φυσικός  διατυπώνει  απλώς  ορισμούς  που  καθορίζουν  τις  επιταχύνσεις,  και  αποφεύγει εντελώς τη λέξη «δύναμη». Η «δύναμη» ήταν το άσαρκο φάντασμα της βιταλιστικής θεωρίας ως προς τα αίτια των κινήσεων, και σιγά ‐ σιγά το φάντασμα ξορκίσθηκε. 

Page 40: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Μέχρις  ότου  έρθη  η  μηχανική  των  κβάντων,  τίποτε  δεν  συνέβη  για  να  τροποποιήση  καθ' οιονδήποτε τρόπον το ουσιαστικό νόημα των δύο πρώτων νόμων της κινήσεως, συγκεκριμένα τούτο:  ότι  οι  νόμοι  της  δυναμικής  πρέπει  να  διατυπούνται  δια  της  ορολογίας  τών επιταχύνσεων.  Από  την  άποψη  αυτή  ο  Κοπέρνικος  και  ο  Κέπλερος  πρέπει  να συγκαταριθμηθούν  με  τους  παλαιούς∙  αναζητούσαν  νόμους  που  θα  καθόριζαν  τα  σχήματα των  τροχιών  των  ουρανίων  σωμάτων.  Ο  Νεύτων  κατέστησε  σαφές  πως  οι  νόμοι  που  θα διατυπώνονταν  υπ'  αυτή  τη  μορφή  δεν  μπορούσαν  να  είναι  παρά  μόνον  νόμοι  κατά προσέγγισιν. Οι πλανήτες δεν κινούνται σε ακριβείς ελλείψεις, εξαιτίας των ανωμαλιών που υφίστανται  από  τις  έλξεις  άλλων  πλανητών.  Ούτε  και  η  τροχιά  ενός  πλανήτη επαναλαμβάνεται επακριβώς, για τον  ίδιο λόγο. Αλλ' ο νόμος της έλξεως, που σχετίζεται με τις  επιταχύνσεις,  ήταν  πολύ  απλός  και  εθεωρείτο  ακριβέστατος  διακόσια  ολόκληρα  χρόνια μετά  την  εποχή  του  Νεύτωνος.  Όταν  διορθώθηκε  από  τον  Αϊνστάιν,  εξακολούθησε  να παραμένει νόμος που αφορούσε τις επιταχύνσεις. 

Είναι αλήθεια ότι η διατήρηση της ενέργειας είναι ένας νόμος που αφορά τις ταχύτητες και όχι  τις  επιταχύνσεις.  Αλλά  στους  υπολογισμούς  όπου  γίνεται  χρήσις  του  νόμου  τούτου, χρησιμοποιούνται πάλιν οι επιταχύνσεις. 

Οι  μεταβολές  που  εισήχθησαν  από  την  κβαντική  μηχανική  είναι  βαθύτατες,  αλλ'  ως  ένα βαθμό εξακολουθούν να είναι αντικείμενο αντιδικίας και αβεβαιότητας. 

Υπάρχει  μια  αλλαγή  από  τη  Νευτωνική  φιλοσοφία  που  πρέπει  να  αναφερθή  από  τώρα∙ πρόκειται για την εγκατάλειψη του απόλυτου χώρου και χρόνου. Ο αναγνώστης θα θυμάται ότι έγινε κάποια μνεία του θέματος αυτού όταν ο λόγος ήταν για  τον Δημόκριτο. Ο Νεύτων πίστευε σ' ένα χώρο αποτελούμενο από σημεία, και σ' ένα χρόνο αποτελούμενο από στιγμές, που είχαν ύπαρξη ανεξάρτητη από  τα σώματα και  τα  γεγονότα που  τα κατείχαν.  Καθ'  όσον αφορά  το  διάστημα  είχε  ένα  εμπειρικό  επιχείρημα  για  να  υποστηρίξη  την  άποψή  του, συγκεκριμένα  ότι  τα  φυσικά  φαινόμενα  μάς  βοηθούν  να  διακρίνουμε  την  απόλυτη περιστροφή.  Αν  περιστρέφουμε  νερό  σ'  έναν  κουβά,  το  νερό  ανεβαίνει  στις  πλευρές  και συμπιέζεται  στο  κέντρο∙  αλλ'  αν  περιστρέφουμε  τον  κουβά  όχι  όμως  και  το  νερό,  δεν παρατηρείται τέτοιο φαινόμενο. Από την εποχή του κ' ύστερα είχε επινοηθή το πείραμα του Φουκώ [Foucault] με το εκκρεμές, που έδωσε ό,τι θεωρήθηκε ως απόδειξη της περιστροφής της  γης.  Ακόμη  και  κατά  τις  εντελώς  νεότερες  αντιλήψεις  το  ζήτημα  της  απόλυτης περιστροφής παρουσιάζει  δυσχέρειες.  Αν  κάθε  κίνηση είναι σχετική,  η διαφορά μεταξύ  της υποθέσεως  ότι  η  γη  περιστρέφεται  και  της  υποθέσεως  ότι  ο  ουρανός  περιστρέφεται,  είναι καθαρά λεκτική∙ μοιάζει με τη διαφορά μεταξύ του «ο Τζων είναι πατέρας του Γιάκωβου» και του «ο Γιάκωβος είναι γιος του Τζων». Αλλ' αν ο ουρανός περιστρέφεται, τ' αστέρια κινούνται ταχύτερα  από  το  φως,  που  θεωρείται  αδύνατο.  Δεν  μπορεί  να  λεχθή  ότι  οι  νεότερες απαντήσεις  σ'  αυτό  το  πρόβλημα  είναι  απολύτως  ικανοποιητικές,  αλλ'  είναι  αρκετά ικανοποιητικές  για  να  παρακινούν  όλους  τους  φυσικούς  να  παραδέχονται  την  άποψη  ότι κίνηση  και  χώρος  είναι  εντελώς  σχετικά.  Τούτο,  μαζί  με  το  αμάλγαμα  του  χώρου  και  του χρόνου  στον  χωρόχρονο,  μετέβαλε  αισθητά  τις  απόψεις  μας  για  το  σύμπαν  από  ό,τι  ήσαν μετά τις εργασίες του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα. Αλλά περί αυτών και περί της θεωρίας των κβάντων δεν θα ειπώ περισσότερα αυτή τη στιγμή. 

Page 41: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΒΑΚΩΝ 

Ο  ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ  Βάκων  [Francis  Bacon]  (1561‐1626),  παρ'  ότι  από  πολλών  απόψεων  η φιλοσοφία  του  δεν  ικανοποιεί,  διατηρεί  πάντοτε  τη  σημασία  του  ως  ο  θεμελιωτής  της νεότερης  επαγωγικής  μεθόδου,  και  ως  ο  σκαπανέας  της  προσπαθείας  για  τη  λογική συστηματοποίηση της επιστημονικής διαδικασίας. 

Ήταν  γιος  του  σερ  Νίκολας  Μπαίηκον,  Λόρδου  Σφραγιδοφύλακα  και  η  θεία  του  ήταν  η σύζυγος  του  σερ  Ουίλλιαμ  Σέσιλ  [W.  Cecil],  του  μετέπειτα  Λόρδου  Μπέρλυ  [Burghley]∙ μεγάλωσε έτσι μέσα στην ατμόσφαιρα της δημόσιας ζωής. Μπήκε στο Κοινοβούλιο σε ηλικία είκοσι τριών ετών, κ' έγινε σύμβουλος του Έσσεξ [Essex]. Εν τούτοις, όταν ο Έσσεξ έχασε την εύνοια  [της  Ελισάβετ],  συνέβαλε  στην  καταδίκη  του.  Για  το  γεγονός  αυτό  επέσυρε αυστηρότατες μομφές εναντίον  του. Ο Λύττον Στραίητσυ  [Lytton Strachey]  λόγου χάρη,  στο βιογραφικό του δοκίμιο Ελισάβετ και Έσσεξ, εμφανίζει τον Βάκωνα ως τέρας δολιότητος και αγνωμοσύνης. Αλλ' η κρίση είναι άδικη. Εργάσθηκε με τον Έσσεξ, όταν ο Έσσεξ ήταν πιστός, αλλά τον εγκατέλειψε όταν η αφοσίωσή του σ' εκείνον, αν συνεχίζονταν, θα ήταν προδοτική∙ και ο αυστηρότερος ηθικολόγος της εποχής, δεν θάβρισκε να καταδικάση τίποτε σ' αυτό. 

Παρά το ότι εγκατέλειψε τον Έσσεξ, δεν είχε ποτέ την ανεπιφύλακτη εύνοια της Ελισάβετ καθ' όλην τη διάρκεια της ζωής της. Όμως, με την άνοδο στο θρόνο του Ιακώβου οι προοπτικές του βελτιώθηκαν. Στα 1617 έγινε Λόρδος Καγκελλάριος. Αλλ' αφού κράτησε την υψηλή αυτή θέση για  δυο  μόνον  χρόνια  εισήχθη  σε  δίκη  διότι  δεχότανε  δώρα  από  τους  διαδίκους. Παραδέχθηκε  την  αλήθεια  της  κατηγορίας,  δικαιολογούμενος  μόνον  ότι  τα  δώρα  δεν επηρέασαν  ποτέ  τις  αποφάσεις  του.  Ως  προς  αυτό,  ο  καθείς  μπορεί  να  σχηματίση  όποια γνώμη θέλει μιας και δεν είναι δυνατόν να υπάρξη μαρτυρία ως προς τις αποφάσεις που θα ελάμβανε  ο  Βάκων  υπό  διαφορετικές  συνθήκες.  Καταδικάσθηκε  σε  πρόστιμο  40.000 στερλινών, σε φυλάκιση στον Πύργο του Λονδίνου επί όσον καιρό θα επεθύμει ο βασιλιάς, σε ισόβιο αποκλεισμό από  την Αυλή  και  σε  έκπτωση  του δικαιώματός  του  ν'  ασκήση δημόσιο λειτούργημα. Η καταδίκη αυτή δεν εξετελέσθη παρά εν μέρει. Δεν υποχρεώθηκε να πληρώση το  πρόστιμο  και  κρατήθηκε  στον  Πύργο  μόνον  για  τέσσερες  μέρες.  Αλλ'  υποχρεώθηκε  να εγκαταλείψη τη δημόσια ζωή και να περάση το υπόλοιπο του βίου του γράφοντας σπουδαία βιβλία. 

Τα  ήθη  του  δικαστικού  επαγγέλματος  την  εποχή  εκείνη  ήσαν  πολύ  χαλαρά.  Σχεδόν  όλοι  οι δικαστές δεχόντουσαν δώρα, συνήθως και από τα δυο μέρη. Σήμερα το θεωρούμε φρικτό για ένα  δικαστή  να  γίνεται  δωρολήπτης,  αλλά  ακόμη  φρικτότερο,  αφού  δεχθή  τα  δώρα,  να εκδίδει  απόφαση  εναντίον  εκείνων  που  του  τα  έδωκαν.  Εκείνα  τα  χρόνια  τα  δώρα  ήσαν τρέχουσα υπόθεση, και ο δικαστής έδειχνε την «αρετή» του μη επηρεαζόμενος από αυτά. Ο Βάκων καταδικάσθηκε γιατί υπήρξε θύμα ενός κομματικού ανταγωνισμού, και όχι γιατί ήταν ιδιαιτέρως  ένοχος.  Δεν  ήταν  άνθρωπος  εξαιρετικής  ηθικής  περιωπής,  όπως  ένας  παλιός προκάτοχός  του,  ο  σερ  Τόμας Μωρ,  αλλά  δεν  ήταν  επίσης  και  κατ'  εξαίρεσιν  αχρείος.  Από ηθική  πλευρά  ήταν  ένας  μέσος  άνθρωπος,  ούτε  καλύτερος  ούτε  χειρότερος  από  τους περισσότερους συγχρόνους του. 

Ύστερα  από  πέντε  χρόνια  απομόνωση  πέθανε  από  κρυολόγημα  που  άρπαξε  ενώ πειραματιζόταν με τη διαδικασία της καταψύξεως, παραγεμίζοντας ένα κοττόπουλο με χιόνι. 

Το  σημαντικότερο  έργο  του  Βάκωνος  Η  Πρόοδος  της  Μαθήσεως  [The  Advancement  of Learning] είναι από πολλών απόψεων εκπληκτικά σύγχρονο. Ο Βάκων θεωρείται συνήθως ότι 

Page 42: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

είπε το απόφθεγμα «Η γνώση είναι δύναμη», και παρ' ότι πιθανόν είναι και οι προκάτοχοί του να είπαν το ίδιο, αυτός το είπε με καινούργια έμφαση. Η όλη βάση της φιλοσοφίας του ήταν πρακτική: να βοηθήση την ανθρωπότητα να κυριαρχήση των δυνάμεων της φύσεως δια των επιστημονικών ανακαλύψεων και εφευρέσεων. Υποστήριζε ότι η φιλοσοφία πρέπει να είναι χωρισμένη από τη θεολογία και όχι μεμιγμένη μαζί της όπως συνέβαινε με τον Σχολαστικισμό. Παραδεχόταν  την  ορθόδοξη  θρησκεία∙  δεν  ήταν  ο  άνθρωπος  που  θα  φιλονεικούσε  με  την κυβέρνηση  πάνω  σ'  ένα  τέτοιο  θέμα.  Αλλ'  ενώ  πίστευε  ότι  ο  ορθός  λόγος  μπορούσε  ν' αποδείξη την ύπαρξη του Θεού, θεωρούσε ότι κάθε τι άλλο στη θεολογία ήταν γνωστό μόνο με την αποκάλυψη. Υποστήριζε πράγματι ότι ο θρίαμβος της θρησκείας είναι μέγιστος όταν στο  αβοήθητο  λογικό  ένα  δόγμα  εμφανίζεται  ως  απολύτως  παράλογο.  Η  φιλοσοφία  όμως πρέπει να βασίζεται μόνο στον ορθό λόγο. Συνηγορούσε έτσι υπέρ του δόγματος της «διπλής αληθείας»,  της  αληθείας  του  ορθού  λόγου  και  της  αληθείας  της  αποκαλύψεως..  Το  δόγμα αυτό  είχε  διδαχθή  από  κάποιους  Αβερροϊστές  κατά  τον  δέκατον  τρίτον  αιώνα,  αλλ'  είχε καταδικασθή από την Εκκλησία. Ο «θρίαμβος της πίστεως» ήταν για τον ορθόδοξο επικίνδυνο έμβλημα. Ο Μπελ [Bayle]26 κατά τις τελευταίες δεκαετίες του δέκατου έβδομου αιώνα έκανε μεγάλη  ειρωνική  χρήση  του  εμβλήματος,  αραδιάζοντας  διεξοδικότατα  τι  θα  έλεγε  η  λογική εναντίον  ορισμένων  ορθοδόξων  δοξασιών,  και  καταλήγοντας  κατόπιν  όλων  αυτών  «πόσο μεγαλύτερος  θα  είναι  ο  θρίαμβος  της  πίστεως,  όταν  μ'  όλα  ταύτα  κανείς  πιστεύει».  Πόσον ειλικρινής ήταν η ορθοδοξία του Βάκωνος είναι αδύνατο κανείς να ξεύρει. 

Ο Βάκων ήταν ο πρώτος της μακράς σειράς των επιστημονικά σκεπτομένων φιλοσόφων που ετόνισαν εμφαντικά τη σημασία της επαγωγής κατ' αντίθεση προς την παραγωγική μέθοδο. Όπως πολλοί από τους διαδόχους του, προσπάθησε να βρει κάποιο καλύτερο είδος επαγωγής από  αυτήν  που  καλείται  «επαγωγή  δι'  απλής  απαριθμήσεως».  Η  επαγωγή  δι'  απλής απαριθμήσεως  μπορεί  να  καταδειχθή  με  μια  παραβολή.  Κάποτε  ένας  υπάλληλος  της απογραφής είχε επιφορτισθή να καταγράψει τα ονόματα όλων των οικοδεσποτών σε κάποιο χωριό  της  Ουαλλίας.  Ο  πρώτος  που  ρώτησε  ονομαζόταν  Ουίλλιαμ  Ουίλλιαμς∙  το  ίδιο  κι  ο δεύτερος, κι ο τρίτος, κι ο τέταρτος... Στο τέλος συλλογίσθηκε: «Το πράγμα έγινε βαρετό∙ το δίχως άλλο όλοι τους λέγονται Ουίλλιαμ Ουίλλιαμς. Έτσι θα τους γράψω όλους και θα πάω να πάρω τον αέρα μου». Αλλ' είχε λάθος∙ ήταν ακριβώς ένας που ονομαζόταν Τζων Τζονς. Τούτο μας  δείχνει  πως  μπορεί  να  παραπλανηθούμε  αν  εμπιστευθούμε  τυφλά  στην  επαγωγή  δι' απλής απαριθμήσεως. 

Ο  Βάκων  επίστευε  πως  είχε  μια  μέθοδο με  την  οποίαν  η  επαγωγή  μπορούσε  να  γίνη  κάτι καλύτερο. Ήθελε, λόγου χάρη, ν' ανακαλύψη τη φύση της θερμότητας που υπέθετε (σωστά) ότι συνίστατο σε  γοργές ακανόνιστες  κινήσεις  των μικρών μερών  των σωμάτων. Η μέθοδός του ήταν να καταστρώνει καταλόγους θερμών σωμάτων,  καταλόγους ψυχρών σωμάτων και καταλόγους σωμάτων με ποικίλους βαθμούς θερμοκρασίας. Είχε την ελπίδα πως οι κατάλογοι αυτοί  θα  έδειχναν  κάποιο  χαρακτηριστικό  που  ήταν  πάντα  παρόν  στα  θερμά  σώματα  και απόν  από  τα  ψυχρά,  και  παρόν  σε  ποικίλες  διαβαθμίσεις  σε  σώματα  διαφόρων  βαθμών θερμότητας.  Με  τη  μέθοδο  αυτή  ανέμενε  πως  θάφθανε  σε  γενικούς  νόμους,  έχοντας αποκτήσει  αρχικά  τον  κατώτατο  βαθμό  γενικότητας.  Από  ορισμένον  αριθμό  τέτοιων  νόμων ανέμενε  να  φθάση  σε  νόμους  δεύτερου  βαθμού  γενικότητας,  και  ούτω  καθεξής.  Ένας προτεινόμενος  νόμος  θα  δοκιμάζεται  με  την  εφαρμογή  του  σε  νέες  περιπτώσεις∙  αν λειτουργήση  στις  περιπτώσεις  αυτές,  θα  έχει  επιβεβαιωθή  ως  το  σημείο  τούτο.  Μερικά παραδείγματα  είναι  ιδιαιτέρως  πολύτιμα  γιατί  μας  βοηθούν  ν'  αποφασίσουμε  μεταξύ  δύο θεωριών,  που  η  καθεμιά  τους  είναι  δυνατή  εφ'  όσον  στηρίζεται  σε  προηγούμενες παρατηρήσεις∙ τα παραδείγματα αυτά λέγονται «προνομιακά» παραδείγματα. 

Ο Βάκων δεν περιφρονούσε απλώς τον συλλογισμό, αλλ' υποτιμούσε και τα μαθηματικά, ίσως λόγω  της  πειραματικής  ανεπάρκειάς  των.  Ένοιωθε  ζωηρότατη  αντιπάθεια  προς  τον Αριστοτέλη αλλ' είχε σε μεγάλη υπόληψη τον Δημόκριτο. Παρ' ότι δεν αρνιόταν ότι η πορεία 

Page 43: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

της  φύσεως  μαρτυρεί  κάποιον  θεϊκό  σκοπό,  αντετίθετο  στην  οποιαδήποτε  ανάμιξη  της τελολογικής ερμηνείας στην πρακτική έρευνα των φαινομένων∙ το κάθε τι, έλεγε, πρέπει να ερμηνεύεται ως προκύπτον κατ' ανάγκην από ποιητικά αίτια. 

Θεωρούσε  τη  μέθοδό  του  ως  ικανή  να  δείχνει  πώς  να  τακτοποιούμε  τα  δεδομένα  της παρατήρησης επί των οποίων πρέπει να βασίζεται η επιστήμη. Πρέπει, λέγει, να μην είμαστε ούτε σαν τις αράχνες, που γνέθουν από τα ίδια τους τα σωθικά, ούτε σαν τα μερμήγκια που απλώς  συλλέγουν,  αλλά  σαν  μέλισσες  που  και  συλλέγουν  και  τακτοποιούν.  Είναι  κάπως άδικος με τα μερμήγκια, αλλ' η εικόνα φωτίζει το νόημα του Βάκωνος. 

Ένα από τα περιφημότερα μέρη της φιλοσοφίας του Βάκωνος είναι η απαρίθμηση αυτών που ονομάζει «είδωλα», με τα οποία υπονοεί κακές πνευματικές συνήθειες που παρασύρουν τους ανθρώπους  σε  πλάνες.  Αναφέρει  τέσσερα  είδη.  «Είδωλα  της  φυλής»  [του  είδους]  είναι  τα εγγενή  στην  ανθρώπινη  φύση∙  μνημονεύει  ιδιαίτερα  τη  συνήθεια  να  προσδοκούμε περισσότερη  τάξη  στα  φυσικά  φαινόμενα  απ'  όση  μπορούμε  να  βρούμε  στην πραγματικότητα.  «Είδωλα  του  σπηλαίου»27,  είναι  προσωπικές  προκαταλήψεις χαρακτηριστικές του καθενός ερευνητή. «Είδωλα της αγοράς», είναι αυτά που αναφέρονται στην  τυραννία  των  λέξεων.  «Είδωλα  του  θεάτρου»  είναι  όσα  αναφέρονται  στα κληροδοτούμενα δογματικά συστήματα σκέψεως∙ για τα τελευταία αυτά ο Αριστοτέλης και οι Σχολαστικοί του προμήθευσαν τα περισσότερα αξιόλογα παραδείγματα. 

Παρ'  ότι  η  επιστήμη  ήταν  αυτό  που  κυρίως  ενδιέφερε  τον  Βάκωνα,  και  παρ'  ότι  η  γενική νοοτροπία  του  ήταν  επιστημονική,  φαίνεται  ν'  αγνοούσε  πολλά  από  όσα  είχε πραγματοποιήσει η επιστήμη της εποχής του. Απέρριπτε την Κοπερνίκειο θεωρία, που ήταν επιτέλους συγγνωστό κατά το μέτρο που αφορούσε τον Κοπέρνικο προσωπικά, εφ' όσον δεν παρουσίασε  αξιόλογες  αποδείξεις  των  απόψεών  του.  Αλλ'  ο  Βάκων  θα  έπρεπε  να  είχε καταπεισθή  από  τον  Κέπλερο,  του  οποίου  η  Νέα  Αστρονομία  δημοσιεύθηκε  στα  1609.  Ο Βάκων δεν φαίνεται  να εγνώριζε  το έργο  του Βεσάλιου  [Vesalius],  σκαπανέως  της  νεότερης ανατομίας, παρ' ότι θαύμαζε τον Γκίλμπερτ, του οποίου το έργο περί μαγνητισμού διεφώτιζε θαυμασίως  την  επαγωγική  μέθοδο.  Περιέργως  δεν  φαίνεται  να  έχει  προσέξει  το  έργο  του Χάρβεϋ, παρ' ότι ο Χάρβεϋ ήταν ο θεράπων ιατρός του. Η αλήθεια είναι ότι ο Χάρβεϋ δεν είχε δημοσιεύσει την ανακάλυψή του περί κυκλοφορίας του αίματος παρά μόνον μετά το θάνατο του Βάκωνος, αλλ' είναι εύλογο να υποθέση κανείς ότι ο Βάκων ήταν ενήμερος των ερευνών του.  Ο  Χάρβεϋ  δεν  είχε  πολύ  υψηλή  ιδέα  γι'  αυτόν,  λέγοντας  ότι  «γράφει  φιλοσοφία  σαν Λόρδος  Καγκελλάριος».  Αναμφίβολα  ο  Βάκων  θάκανε  καλύτερα  αν  δεν  ενδιαφερόταν  και τόσο πολύ για την κοσμική επιτυχία. 

Η  επαγωγική  μέθοδος  του  Βάκωνος  σφάλλει  κατά  το  γεγονός  ότι  δεν  αποδίδει  επαρκή σημασία στην (επιστημονική) υπόθεση. Πίστευε πως η απλή τακτοποίηση των δεδομένων θα καθιστούσε  τη  σωστή  υπόθεση αυτόδηλη.  Αλλά  τούτο  σπανίως  συμβαίνει.  Κατά  κανόνα,  η διατύπωση υποθέσεων είναι το δυσκολότερο μέρος του επιστημονικού έργου, και το μέρος που διεκδικεί  την πιο μεγάλη  ικανότητα. Μέχρι  της ώρας δεν  έχει  ευρεθή μέθοδος που θα μπορούσε να καταστήση δυνατή την επινόηση υποθέσεων. Συνήθως κάποια υπόθεση είναι το αναγκαίο  προκαταρκτικό  για  τη  συναγωγή  γεγονότων,  μιας  και  η  επιλογή  των  γεγονότων απαιτεί  κάποιο  στοιχείο  αποφασιστικής  σημασίας.  Χωρίς  κάτι  τέτοιο,  η  απλή  επισώρευση γεγονότων είναι απατηλή. 

Ο ρόλος που έπαιξε η επαγωγή στην επιστήμη είναι μεγαλύτερος απ' όσον υπέθετε ο Βάκων. Συχνά,  όταν πρόκειται  να  τεθή υπό δοκιμασίαν μια υπόθεση,  γίνεται  ένα μακρό επαγωγικό ταξίδι από την υπόθεση σε κάποια συνέπεια που μπορεί να διακριβωθή με την παρατήρηση. Συνήθως η επαγωγή είναι μαθηματική, και στο σημείο τούτο ο Βάκων υποτίμησε τη σημασία των μαθηματικών στην επιστημονική διερεύνηση. 

Page 44: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Το πρόβλημα της επαγωγής δι' απλής απαριθμήσεως παραμένει ως σήμερα άλυτο. Ο Βάκων είχε  δίκηο  απορρίπτοντας  την  απλή  απαρίθμηση,  όπου  επρόκειτο  για  τις  λεπτομέρειες  της επιστημονικής  διερευνήσεως,  γιατί,  ασχολούμενοι  με  λεπτομέρειες,  μπορούμε  να προϋποθέσουμε γενικούς νόμους στη βάση των οποίων, όσον καιρό θεωρούνται ότι ισχύουν, είναι  δυνατόν  να  στηριχθούν  πειστικές  μέθοδοι.  Ο  Στιούαρτ  Μιλλ  διατύπωσε  τέσσερες κανόνες επαγωγικής μεθόδου, που μπορούν να χρησιμοποιούνται επωφελώς εφ' όσον ισχύει ο νόμος της αιτιότητος. Αλλά και αυτός ακόμη ο νόμος—και το μολόγησε ο ίδιος ο εφευρέτης του—πρέπει  να  γίνη  δεκτός  με  βάση  την  επαγωγή  δι'  απλής  απαριθμήσεως.  Αυτό  που επέτυχε  η  θεωρητική  οργάνωση  της  επιστήμης,  είναι  να  συλλέξη  όλες  τις  δευτερεύουσες επαγωγές  σε  λίγες  πάρα  πολύ  περιληπτικές—ίσως  σε  μια  και  μόνη.  Τέτοιες  περιληπτικές επαγωγές επιβεβαιώνονται από τόσα παραδείγματα ώστε θεωρήθηκε νόμιμο να δεχθούμε γι' αυτές  μια  επαγωγή  δι'  απλής  απαριθμήσεως.  Η  κατάσταση  αυτή  δεν  είναι  διόλου ικανοποιητική, αλλ' ούτε ο Βάκων οότε και κανείς άλλος από τους διαδόχους του κατόρθωσαν να βρουν διέξοδο. 

Page 45: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII Ο ΛΕΒΙΑΘΑΝ TOΥ ΧΟΜΠΣ 

Ο  ΧΟΜΠΣ  [Hobbes]  (1588‐1679),  είναι  ένας  φιλόσοφος  που  δυσκολεύεται  κανείς  να κατατάξει. Ήταν εμπειριστής, όπως ο Λοκ, ο Μπέρκλυ και ο Χιουμ, αλλ' αντίθετα απ' αυτούς ήταν θαυμαστής της μαθηματικής μεθόδου όχι μόνον στα καθαρά μαθηματικά αλλά και στις εφαρμογές της. Η γενική κοσμοθεωρία του εμπνεόταν από τον Γαλιλαίο μάλλον παρά από τον Βάκωνα. Από τον Καρτέσιο έως τον Καντ, η ηπειρωτική [Ευρωπαϊκή] φιλοσοφία αντλούσε την αντίληψή της περί της φύσεως της ανθρώπινης γνώσης κατά μέγα μέρος από τα μαθηματικά, αλλά  θεωρούσε  ότι  τα  μαθηματικά  μπορούσε  κανείς  να  τα  γνωρίζει  ανεξάρτητα  από  την εμπειρία.  Έτσι κατέληξε, όπως ο Πλατωνισμός,  να εκμηδενίζει σχεδόν το ρόλο που έπαιζε η καθαρή σκέψη. Απ' την άλλη μεριά ο αγγλικός εμπειρισμός είχε επηρεασθή ελάχιστα από τα μαθηματικά και έτεινε να έχει εσφαλμένη αντίληψη της επιστημονικής μεθόδου. Ο Χομπς δεν είχε  κανένα  από  αυτά  τα  μειονεκτήματα.  Πριν  από  την  εποχή  μας  δεν  θα  μπορούσαμε  να βρούμε  φιλοσόφους  που  να  είναι  εμπειριστές  και  ν'  αποδίδουν  εν  τούτοις  τη  δέουσα σημασία  στα  μαθηματικά.  Από  την  άποψη  αυτή  η  αξία  του  Χομπς  είναι  μεγάλη.  Έχει,  εν τούτοις, σοβαρά μειονεκτήματα που δεν μας επιτρέπουν να τον τοποθετήσουμε εντελώς στην πρώτη  γραμμή.  Δεν  πολυσκοτίζεται  με  τις  επιστημονικές  λεπτολογίες  και  πολύ  βιάζεται  να κόψει  τον  Γόρδιο  δεσμό.  Οι  λύσεις  που  δίνει  στα  προβλήματα  είναι  λογικές,  αλλά  τις πετυχαίνει παραλείποντας τα ενοχλητικά γεγονότα. Είναι ρωμαλέος, αλλά τραχύς∙ χειρίζεται καλύτερα τον πολεμικό πέλεκυ παρά το ξίφος. Ωστόσον, η θεωρία του περί κράτους αξίζει να εξετασθή  προσεκτικά,  τόσο  μάλλον  διότι  είναι  περισσότερο  σύγχρονη  απ'  οποιαδήποτε προηγούμενη θεωρία, ακόμη και από του Machiavelli. 

Ο πατέρας  του Χομπς ήταν  εφημέριος,  πάντοτε  κακότροπος  και άξεστος∙  έχασε  τη δουλειά του έπειτα από έναν καυγά με κάποιον γείτονα εφημέριο στην πόρτα της εκκλησιάς. Κατόπιν αυτού  ο  Χομπς  ανατράφηκε  από  έναν  θειο.  Έμαθε  καλά  τους  κλασσικούς  και  σε  ηλικία δεκατεσσάρων ετών μετέφρασε την Μήδεια του Ευριπίδη σε λατινικούς ιάμβους. (Αργότερα, κόμπαζε, και δικαιολογημένα, πως αν απόφευγε ν' αναφέρει κλασσικούς ποιητές και ρήτορες δεν ήταν από έλλειψη εξοικειώσεως με τα έργα των). Σε ηλικία δεκαπέντε χρονών πήγε στην Οξφόρδη  όπου  τον  δίδαξαν  τη  λογική  των  Σχολαστικών  και  τη  φιλοσοφία  του  Αριστοτέλη. Αυτές ήσαν και οι μπαμπούλες του στα κατοπινά του χρόνια,  και διατείνονταν ότι ελάχιστα ωφελήθηκε από τα χρόνια του στο πανεπιστήμιο. Και πράγματι τα πανεπιστήμια επικρίνονται συνεχώς  στα  γραπτά  του.  Στα  1610,  όταν  ήταν  τριάντα  δύο  ετών,  έγινε  παιδαγωγός  του Λόρδου Χάρντγουικ  (του κατόπιν δεύτερου Κόμιτα του Ντέβονσάιρ) με τον οποίον έκανε τη μεγάλη περιοδεία. Εκείνην ακριβώς την εποχή άρχισε να γνωρίζει το έργο του Γαλιλαίου και του Κέπλερου, που τον επηρέασε βαθύτατα. Ο μαθητής του έγινε ο προστάτης του κ' έμεινε τέτοιος ως το θάνατό του στα 1628. Μέσον αυτού ο Χομπς συνάντησε τον Μπεν Τζόνσον [Ben Jonson]  τον  Βάκωνα  και  τον  Λόρδο  Χέρμπερτ  του  Σέρμπαρυ  [Herbert  of  Cherbury]  και πολλούς άλλους σημαίνοντες ανθρώπους. Μετά τον θάνατο του Κόμιτα του Ντέβονσάιρ, που άφισε ένα νεαρό γιο, ο Χομπς έζησε για λίγο στο Παρίσι όπου άρχισε να μελετά τον Ευκλείδη∙ κατόπιν έγινε παιδαγωγός του γιού του άλλοτε μαθητή του. Μαζί του ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου επισκέφθηκε τον Γαλιλαίο στα 1636. Στα 1637 γύρισε πίσω στην Αγγλία. 

Οι  πολιτικές  γνώμες  που  εκφράζονται  στον  Λεβιάθαν,  που  ήσαν  ακραίες  μοναρχικές, υποστηρίζονταν  από  τον  Χομπς  για  πάρα  πολύν  καιρό.  Όταν  το  Κοινοβούλιο  του  1628 συνέταξε  την  Διακήρυξη  των  Δικαιωμάτων  [Petition  of  Right]  ο  Χομπς  δημοσίεψε  μια μετάφραση  του  Θουκυδίδη  με  την  ομολογημένη  πρόθεση  να  καταδείξη  τα  δεινά  της δημοκρατίας.  Όταν  το  Μακρό  Κοινοβούλιο  συνήλθε  το  1640,  και  ο  Λωντ  [Laud]28  και  ο Στράφφορδ [Strafford]29 στάλθηκαν στον Πύργο [του Λονδίνου], ο Χομπς τρομοκρατήθηκε και 

Page 46: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

έφυγε  για  τη  Γαλλία.  Το  βιβλίο  του De Cive  [Περί  Πολίτου],  γραμμένο  στα 1641,  αλλά  που δημοσιεύθηκε  μόνον  στα  1647,  εκθέτει  ουσιαστικά  την  ίδια  θεωρία  μ'  εκείνην  που αναπτύσσεται  στον  Λεβιάθαν.  Οι  γνώμες  του  δεν  οφείλονταν  σε  κανένα  πραγματικόν Εμφύλιο  Πόλεμο,  αλλά  στην  πρόοψη  ενός  τέτοιου  πολέμου  και  φυσικά  οι  γνώμες  του ενισχύθηκαν όταν οι φόβοι του επαλήθευσαν. 

Στο  Παρίσι  τον  υποδέχθηκαν  πολλοί  εξέχοντες  μαθηματικοί  και  άνθρωποι  της  επιστήμης. Ήταν ένας από εκείνους που είδαν τους Στοχασμούς του Καρτέσιου προτού ακόμη εκδοθούν και έγραψε τις αντιρρήσεις του επάνω σ' αυτούς που δημοσιεύθηκαν από τον Καρτέσιο με τις απαντήσεις  του  σ'  αυτές.  Πολύ  σύντομα  επίσης  είχε  την  ευκαιρία  να  συνδεθή  μ'  έναν πολυάριθμον όμιλο Άγγλων βασιλοφρόνων προσφύγων. Για ένα διάστημα, από το 1646 έως το  1648,  δίδασκε  μαθηματικά  στον  μέλλοντα  Κάρολο  Β'.  Όταν,  εν  τούτοις,  στα  1651, δημοσίεψε τον Λεβιάθαν, το έργο του δεν άρεσε σε κανένα. Ο ορθολογισμός του ενόχλησε πολλούς από τους πρόσφυγες και οι δριμύτατες επιθέσεις του κατά της Καθολικής Εκκλησίας ενόχλησαν  τη  Γαλλική  Κυβέρνηση.  Γι'  αυτό  και  ο  Χομπς  αναγκάσθηκε  να  φύγη  κρυφά  στο Λονδίνο,  όπου  δήλωσε  υποταγή  στον  Κρόμγουελ  και  απείχε  από  κάθε  πολιτική δραστηριότητα. 

Ωστόσο δεν έμεινε αργός ούτε αυτή την εποχή ούτε και σ' οποιαδήποτε άλλη στο διάστημα της μακράς ζωής του. Είχε μια αντιδικία με τον Επίσκοπο Μπράμχωλλ [Bramhall] στο ζήτημα της  ελευθερίας  της  βουλήσεως∙  ο  ίδιος  ήταν  άκαμπτος  ντετερμινιστής.  Υπερεκτιμώντας  τις ικανότητές του ως γεωμέτρου, φαντάσθηκε ότι ανακάλυψε τον τετραγωνισμό του κύκλου∙ για το θέμα  τούτο μπλέχθηκε μωρότατα σε μια μεγάλη συζήτηση με  τον  Γουώλλις  [Wallis],  τον καθηγητή  της  γεωμετρίας  στην  Οξφόρδη.  Φυσικά  ο  καθηγητής  επέτυχε  να  τον  εμφανίσει ανόητο. 

Κατά την Παλινόρθωση, ο Χομπς βρήκε προστασία από τους λιγότερο ένθερμους φίλους του βασιλιά αλλά και από τον ίδιο τον βασιλιά, ο οποίος όχι μόνον είχε το πορτραίτο του Χομπς κρεμασμένο  στους  τοίχους  του  παλατιού  του,  αλλά  του  όρισε  και  μια  ετήσια  επιχορήγηση εκατό λιρών στερλινών—την οποίαν, όμως, η Αυτού Μεγαλειότης λησμόνησε να καταβάλη. Ο Λόρδος  Καγκελλάριος  Κλάρεντον  [Clarendon]  έμενε  έκπληκτος  για  την  εύνοια  που επεδεικνύετο σ' έναν άνθρωπο που ήταν ύποπτος επί αθεΐα, όπως επίσης και το Κοινοβούλιο. Μετά  την  Πανώλη  και  τη  Μεγάλη  Πυρκαϊά,  όταν  οι  δεισιδαιμονικοί  φόβοι  του  λαού αναζωπυρήθηκαν,  η  Βουλή  των  Κοινοτήτων  ανάθεσε  σε  μια  επιτροπή  να  ερευνήση  τα αθεϊστικά  συγγράμματα,  μνημονεύοντας  ειδικά  τα  συγγράμματα  του  Χομπς.  Από  τότε  κ' έπειτα  δεν  κατόρθωνε  να  επιτύχη  άδεια  στην  Αγγλία  για  να  τυπώση  ό,τιδήποτε  επί δογματικών  ζητημάτων.  Ακόμη  και  η  ιστορία  του  περί  του  Μακρού  Κοινοβουλίου,  που ονόμασε Βεεμώθ  [Behemoth]30, μολονότι εξέφραζε το πλέον ορθόδοξο δόγμα, έγινε ανάγκη να  τυπωθή στο  εξωτερικό  (1668). Η πρώτη έκδοση  των Απάντων  του  έγινε στο Αμστερδαμ, στα  1688.  Η  φήμη  του  στην  αλλοδαπή,  όταν  είχε  φθάσει  σε  γεροντική  ηλικία,  ήταν  πολύ μεγαλύτερη παρά στην Αγγλία. Σε ηλικία ογδοντατεσσάρων ετών, για να σκοτώση τον καιρό του, έγραψε την αυτοβιογραφία του σε λατινικούς στίχους, και σε ηλικία ογδονταεφτά ετών δημοσίεψε μια μετάφραση  του Ομήρου. Δεν  κατόρθωσα ν' ανακαλύψω αν  έγραψε μεγάλα έργα μετά τα ογδονταεφτά του χρόνια. 

Θα εξετάσουμε τώρα τις θεωρίες του Λεβιάθαν, στις οποίες άλλωστε και στηρίζεται η φήμη του Χομπς. 

Στην αρχή  του βιβλίου διακηρύσσει  τον απόλυτο ματεριαλισμό  του. Η  ζωή,  λέγει,  δεν  είναι τίποτ'  άλλο  παρά  κίνηση  των  μελών,  και  συνεπώς  τα  αυτόματα  έχουν  τεχνητή  ζωή.  Η πολιτεία, που αποκαλεί Λεβιάθαν,  είναι ένα δημιούργημα τέχνης,  και στην πραγματικότητα είναι ένας τεχνητός άνθρωπος. Σε τούτο αποδίδει σημασία μεγαλύτερη της απλής αναλογίας, και γι' αυτό επεξεργάζεται την έννοια αυτή κάπως λεπτομερώς. Η κυρίαρχη εξουσία είναι μια 

Page 47: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

τεχνητή  ψυχή.  Τα  σύμφωνα  και  οι  συνθήκες  δια  των  οποίων  δημιουργήθηκε  αρχικά  ο «Λεβιάθαν» παίρνουν τη θέση του γένοιτο του Θεού όταν είπε: «Ποιήσωμεν άνθρωπον». 

Το πρώτο μέρος ασχολείται με τον άνθρωπον ως άτομο, και με τέτοια γενική φιλοσοφία που ο  Χομπς  κρίνει  αναγκαία.  Τα  αισθήματα  προέρχονται  από  την  πίεση  των  αντικειμένων∙  τα χρώματα,  οι  ήχοι  κλπ.,  δεν  βρίσκονται  στ'  αντικείμενα.  Οι  ιδιότητες  των  αντικειμένων  που αντιστοιχούν στα αισθήματά μας είναι κινήσεις. Αναφέρεται ο πρώτος νόμος της κίνησης και εφαρμόζεται αμέσως στην ψυχολογία: η φαντασία είναι μια εκφυλισμένη αίσθηση και οι δυο είναι  κινήσεις.  Η  φαντασία  όταν  κοιμάται,  ονειρεύεται∙  οι  θρησκείες  των  ειδωλολατρών προήλθαν  από  το  γεγονός  ότι  δεν  ξεχώριζαν  τα  όνειρα  από  την  εν  εγρηγόρσει  ζωήν.  (Ο απερίσκεπτος  αναγνώστης  μπορεί  να  εφαρμόση  το  ίδιο  επιχείρημα  και  στη  Χριστιανική θρησκεία  αλλ'  ο  Χομπς  είναι  υπερβολικά  προσεκτικός  ώστε  να  μην  το  αποτολμήση  και  ο ίδιος31). Η πίστη ότι  τα όνειρα είναι προφητικά αποτελεί αυταπάτη∙  το  ίδιο και η πίστη στη μαγεία και στα φαντάσματα. 

Η  διαδοχή  των  σκέψεών  μας  δεν  είναι  αυθαίρετη  αλλά  διέπεται  από  νόμους—άλλοτε  από νόμους συνειρμού και άλλοτε από εκείνους που εξαρτώνται από κάποιο σκοπό που βρίσκεται στο  λογισμό  μας.  (Και  τούτο  είναι  σημαντικό  σαν  μια  εφαρμογή  του  ντετερμινισμού  στην ψυχολογία). 

Ο Χομπς, όπως θα μπορούσε κανείς να το φαντασθή,  είναι δεδηλωμένος νομιναλιστής. Δεν υπάρχει, λέγει, τίποτε το καθολικό [καμμιά καθολική έννοια], αλλά μόνον ονόματα, και χωρίς λέξεις δεν μπορούμε να συλλάβουμε γενικές ιδέες. Χωρίς τη γλώσσα δεν θα υπήρχε αλήθεια ή ψεύδος, διότι το «αληθές» ή το «ψευδές» είναι κατηγορούμενα του λόγου. 

Θεωρεί  τη  γεωμετρία  ως  τη  μόνη  γνήσια  επιστήμη  απ'  όσες  έχουν  δημιουργηθή.  Ο συλλογισμός είναι της φύσεως του υπολογισμού και θα έπρεπε να ξεκινά από ορισμούς. Αλλ' είναι ανάγκη ν' αποφεύγονται οι αυτοαναιρούμενες έννοιες στους ορισμούς, πράγμα που δεν γίνεται  συνήθως  στη  φιλοσοφία.  Η  «ασώματη  ουσία»,  λόγου  χάρη  είναι  ανοησία.  Όταν αντιτάσσεται ότι ο Θεός είναι ασώματη ουσία, ο Χομπς έχει δυο απαντήσεις: πρώτον, ότι ο Θεός  δεν  αποτελεί  αντικείμενο  της φιλοσοφίας∙  δεύτερον  ότι  πολλοί φιλόσοφοι  θεώρησαν ότι  ο  Θεός  είναι  ενσώματος.  Κάθε  πλάνη  σε  γενικές προτάσεις,  λέγει,  προέρχεται  από  τον παραλογισμό  (δηλαδή  τις αυτοαναιρούμενες  έννοιες): φέρει ως παράδειγμα παραλογισμού την  ιδέα  της  ελευθερίας  της  βουλήσεως,  και  του  τυριού  που  έχει  τα  συμπτώματα  του ψωμιού.  (Γνωρίζουμε  πως,  κατά  την  Καθολική  θρησκεία,  τα  συμπτώματα  του  ψωμιού μπορούν να ενσωματωθούν σε μια ουσία που δεν είναι ψωμί). 

Στην περικοπή αυτή ο Χομπς δείχνει έναν ορθολογισμό του παλιού συρμού. Ο Κέπλερος είχε καταλήξει σε μια γενική πρόταση: «Οι πλανήτες περιστρέφονται περί τον ήλιο σ' ελλειπτικές τροχιές»∙  όμως  άλλες  απόψεις,  όπως  εκείνες  του  Πτολεμαίου,  λογικώς  δεν  είναι απαράδεκτες.  Ο  Χομπς  δεν  εκτιμούσε  τη  χρησιμοποίηση  της  επαγωγής  για  τη  συναγωγή γενικών νόμων, παρ' όλο το θαυμασμό του προς τον Κέπλερο και τον Γαλιλαίο. 

Αντίθετα  προς  τον Πλάτωνα,  ο  Χομπς  υποστηρίζει  ότι  το  λογικό  δεν  είναι  έμφυτο,  αλλ'  ότι αναπτύσσεται με την επιμέλεια. 

Έρχεται κατόπιν στην εξέταση των παθών. Η «προσπάθεια» μπορεί να χαρακτηρισθή σαν μια αρχή  κινήσεως.  Αν  κατευθύνεται  προς  κάτι,  είναι  πόθος  και  αν  αποφεύγει  κάτι,  είναι αποστροφή.  Ο  έρωτας  είναι  το  ίδιο  όπως  ο  πόθος,  και  το  μίσος  είναι  το  ίδιο  οπως  η αποστροφή. Ονομάζουμε ένα πράγμα «καλό» όταν είναι αντικείμενο πόθου, και «κακό» όταν είναι αντικείμενο αποστροφής. (Πρέπει να σημειωθή πως οι ορισμοί αυτοί δεν δίνουν καμμιά αντικειμενικότητα στο «καλό» ή στο «κακό»∙ αν οι άνθρωποι διαφέρουν στις επιθυμίες των δεν  υπάρχει  θεωρητική  μέθοδος  συναρμογής  των  διαφορών  των).  Υπάρχουν  ορισμοί 

Page 48: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

διαφόρων παθών, που βασίζονται ως επί το πλείστον σε μια ανταγωνιστική άποψη της ζωής∙ λ.χ.  ο  γέλως  είναι  αιφνίδια  δόξα.  Ο φόβος  της  αόρατης  δύναμης,  αν  επιτρέπεται  δημοσία, είναι  θρησκεία∙  αν  δεν  επιτρέπεται,  είναι  δεισιδαιμονία.  Έτσι,  η  κρίσις  του  τι  αποτελεί θρησκεία  και  τι  δεισιδαιμονία,  αφίνεται  στον  νομοθέτη.  Η  ευτυχία  εξυπακούει  συνεχή πρόοδο∙ συνίσταται στο ευημερείν και όχι στην παρελθούσαν ευημερία∙ δεν υπάρχει στατική ευτυχία—εκτός φυσικά των ουρανίων τέρψεων που ξεπερνούν τη νόησή μας. 

Η θέληση δεν είναι τίποτ' άλλο παρά η τελευταία επιθυμία ή αποστροφή που παραμένουν σ' ανταγωνισμό. Με άλλες λέξεις, η θέληση δεν είναι κάτι διαφορετικό από την επιθυμία ή την αποστροφή, αλλ' απλώς η ισχυρότερη ανάμεσά τους σε περίπτωση συγκρούσεως. Και τούτο, προδήλως, συνδέεται με την άρνηση εκ μέρους του Χομπς της ελευθερίας της βουλήσεως. 

Αντίθετα με πολλούς υπερασπιστές της δεσποτικής διακυβερνήσεως, ο Χομπς υποστηρίζει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως ίσοι. Στη φυσική κατάσταση, προτού υπάρξη οποιαδήποτε κυβέρνηση,  ο  κάθε  άνθρωπος  επιθυμεί  να  διατηρήση  την  προσωπική  του  ελευθερία,  αλλά και ν' αποκτήση την κυριαρχία επί άλλων∙ και οι δυο αυτές επιθυμίες υπαγορεύονται από το ένστικτο  της αυτοσυντηρήσεως. Από  τη σύγκρουσή  τους προκαλείται  ένας πόλεμος πάντων κατά πάντων που κάμνει τη ζωή «δυσάρεστη, κτηνώδη και σύντομη». Στη φυσική κατάσταση δεν υπάρχει  ιδιοκτησία,  δικαιοσύνη ή αδικία∙ υπάρχει μόνον πόλεμος  και «η δύναμη και  η απάτη, στον πόλεμο, είναι δυο πρωτεύουσες αρετές». 

Το  δεύτερο  μέρος  μας  λέγει  πώς  οι  άνθρωποι  αποφεύγουν  αυτά  τα  κακά  συγκροτώντας κοινότητες  που  η  καθεμιά  υπόκειται  σε  μια  κεντρική  αρχή.  Και  τούτο  παρουσιάζεται  ότι συμβαίνει  κατόπιν  ενός  κοινωνικού  συμβολαίου.  Υποτίθεται  ότι  ορισμένοι  άνθρωποι συνέρχονται και συμφωνούν να εκλέξουν έναν μονάρχη ή ένα κυρίαρχο σώμα που θ' ασκεί την  εξουσία  επ'  αυτών  και  θα  θέση  τέρμα  στον  οικουμενικό  πόλεμο.  Δεν  πιστεύω  ότι  το «σύμφωνον»  αυτό  (όπως  συνήθως  το  αποκαλεί  ο  Χομπς),  νοείται  ως  ένα  καθορισμένο ιστορικό  γεγονός∙  δεν  προσαρμόζεται  άλλωστε  προς  την  επιχειρηματολογία  που αναπτύσσεται για να το θεωρήσουμε σαν τέτοιο. Είναι μάλλον ένας ερμηνευτικός μύθος που χρησιμεύει  για  να  εξηγήση  γιατί  οι  άνθρωποι  υποβάλλονται  και  πρέπει  να  υποβάλλονται στους περιορισμούς της προσωπικής ελευθερίας που συνεπάγεται η υποταγή στην εξουσία. Ο σκοπός  των  αυτοπεριορισμών  αυτών,  λέγει  ο  Χομπς,  είναι  η  αυτοπροστασία  από  τον οικουμενικό πόλεμο που θα προέκυπτε από τον έρωτά μας προς την ατομική μας ελευθερία και προς την κυριαρχία επί των άλλων. 

Ο  Χομπς  εξετάζει  το  ζήτημα  γιατί  οι  άνθρωποι  δεν  μπορούν  να  συνεργασθούν  όπως  τα μερμήγκια  και  οι  μέλισσες.  Οι  μέλισσες  στην  ίδια  κυψέλη,  λέγει,  δεν  ανταγωνίζονται συναμεταξύ τους∙ δεν επιθυμούν τις τιμές και δεν χρησιμοποιούν το λογικό για να επικρίνουν την κυβέρνησή τους. Η συμφωνία τους είναι φυσική ενώ των ανθρώπων δεν μπορεί παρά να είναι  τεχνητή,  που  επιτυγχάνεται  κατόπιν  συμφώνου.  Το  σύμφωνο  πρέπει  ν'  αναγνωρίζει εξουσία σ' έναν άνθρωπο ή σε μια συνέλευση, εφ' όσον αλλοιώς είναι αδύνατο να επιβληθή. «Σύμφωνα  χωρίς  το  ξίφος,  είναι  μονάχα  λέξεις».  (Δυστυχώς  ο  Πρόεδρος  Ουίλσον  το  είχε λησμονήσει). Το σύμφωνον δεν είναι, όπως κατόπιν στον Λοκ και στον Ρουσσώ, μεταξύ των πολιτών και της άρχουσας δύναμης∙ είναι ένα σύμφωνο μεταξύ πολιτών συναμεταξύ τους να υπακούνε στην αρχήν  εκείνην που ήθελεν  εκλέξει  η πλειοψηφία. Όταν θα  έχουν  εκλέξει,  η πολιτική  τους  εξουσία  τερματίζεται.  Η  μειοψηφία  είναι  το  ίδιο  δεσμευμένη  όσο  και  η πλειοψηφία,  μιας  και  το  σύμφωνον  ορίζει  να  πειθαρχούν  στην  αρχή  που  θα  εξέλεγε  η πλειοψηφία.  Όταν  η  κυβέρνηση  εκλεγή,  οι  πολίτες  χάνουν  όλα  τα  δικαιώματά  των  εκτός εκείνων  που  η  κυβέρνηση  θα  έκρινε  σκόπιμο  να  τους  χορηγήση.  Δεν  υπάρχει  δικαίωμα ανταρσίας,  διότι  ο  κυβερνήτης  δεν  δεσμεύεται  από  κανένα  συμβόλαιο  ενώ  οι  πολίτες δεσμεύονται. 

Ένα πλήθος έτσι ενωμένο, ονομάζεται κοινοπολιτεία. Ο «Λεβιάθαν» αυτός είναι ένας θνητός 

Page 49: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Θεός. 

Ο Χομπς προτιμά τη μοναρχία, όμως όλα τα αφηρημένα επιχειρήματά του εφαρμόζονται σε κάθε  μορφή  πολιτεύματος  όπου  υπάρχει  μια  ανώτατη  εξουσία  μη  περιοριζόμενη  από  τα νόμιμα δικαιώματα άλλων σωμάτων, θα μπορούσε ν' ανεχθή μόνο το Κοινοβούλιο, αλλ' όχι ένα σύστημα όπου η κυβερνητική εξουσία διαμοιράζεται μεταξύ Βασιλιά και Κοινοβουλίου. Και  τούτο  ακριβώς  αποτελεί  πλήρη  αντίθεση  στις  απόψεις  του  Λοκ  και  του  Μοντεσκιέ.  Ο Αγγλικός Εμφύλιος Πόλεμος, λέγει ο Χομπς, συνέβη διότι η εξουσία ήταν διαιρεμένη μεταξύ του Βασιλιά, των Λόρδων και της Βουλής των Κοινοτήτων. 

Η  ανώτατη  εξουσία,  είτε  πρόκειται  περί  ανθρώπου  είτε  περί  συνελεύσεως,  ονομάζεται Ανώτατος Άρχων  [Sovereign]. Οι  εξουσίες  του Ανωτάτου Άρχοντος στο σύστημα  του Χομπς, είναι απεριόριστες.  Έχει  το δικαίωμα της λογοκρισίας σε κάθε έκφραση γνώμης.  Υποτίθεται ότι  το  πρώτιστο  ενδιαφέρον  του  συνίσταται  στη  διατήρηση  της  εσωτερικής  ειρήνης  και  ότι συνεπώς  δεν  θα  χρησιμοποιήση  το  δικαίωμά  του  της  λογοκρισίας  για  να  καταπνίξη  την αλήθεια,  γιατί  ένα  δόγμα  αποκρουστικό  στην  ειρήνη  δεν  μπορεί  να  είναι  αληθινό.  (Μια περίεργα  πραγματιστική  άποψη).  Οι  νόμοι  της  ιδιοκτησίας  υπόκεινται  απολύτως  στον ανώτατο  άρχοντα∙  διότι  σε  μια  φυσική  κατάσταση  δεν  υπάρχει  ιδιοκτησία  και  συνεπώς  η ιδιοκτησία δημιουργήθηκε από  την  κυβέρνηση,  που μπορεί  να  ελέγχει  το δημιούργημά  της όπως της αρέσει. 

Παραδέχεται  ότι  ο  ανώτατος  άρχων  μπορεί  να  είναι  δεσποτικός,  αλλά  και  ο  χειρότερος δεσποτισμός είναι προτιμότερος από την αναρχία. Εξάλλου, σε πολλά σημεία, τα συμφέροντα του  ανώτατου  άρχοντα  είναι  ταυτόσημα  με  των  υπηκόων  του.  Είναι  πλουσιότερος  αν  και αυτοί είναι πλουσιότεροι, ασφαλέστεροι αν είναι νομοταγείς, και ούτω καθεξής. Η ανταρσία είναι  κακή,  και διότι συνήθως αποτυγχάνει,  και διότι, αν  επιτύχη,  γίνεται  κακό παράδειγμα και  διδάσκει  τους  άλλους  να  στασιάζουν.  Η  αριστοτελική  διάκριση  μεταξύ  τυραννίας  και μοναρχίας  απορρίπτεται∙  κατά  τον  Χομπς,  η  «τυραννία»  είναι  απλώς  μια  μοναρχία  που  ο γράφων συμβαίνει να αντιπαθεί. 

Παρατίθενται  διάφοροι  λόγοι  για  τους  οποίους  προτιμάται  η  διακυβέρνηση  ενός  μονάρχη παρά μιας  συνελεύσεως.  Παραδέχεται  ότι  ο  μονάρχης ακολουθεί  συχνά  το  προσωπικό  του συμφέρον όταν τούτο έρχεται σε σύγκρουση με το δημόσιο συμφέρον, αλλά το ίδιο θα κάνη και  μια  συνέλευση.  Ένας  μονάρχης  μπορεί  να  έχει  ευνοουμένους,  αλλά  το  ίδιο  μπορεί  να συμβή και με κάθε μέλος της συνελεύσεως∙ συνεπώς ο συνολικός αριθμός των ευνοουμένων θα  είναι  λιγότερος  με  τη  μοναρχία.  Ένας  μονάρχης  μπορεί  ν'  ακούση  μια  συμβουλή  απ' οποιονδήποτε μυστικά∙ η συνέλευση δεν μπορεί ν' ακούση άλλη συμβουλή παρά μόνον από τα  μέλη  της,  και  δημοσία.  Σε  μια  συνέλευση  η  τυχαία  απουσία  μερικών  από  τα  μέλη  της μπορεί  να  έχει  ως  συνέπεια  ν'  αποκτήση  την  πλειοψηφία  το  αντίθετο  κόμμα,  και  έτσι  να επέλθη  μεταβολή  πολιτικής.  Επίσης,  εάν  η  συνέλευση  είναι  διχασμένη  και  τα  μέλη  της αλληλομάχονται,  το αποτέλεσμα μπορεί να είναι εμφύλιος πόλεμος.  Για όλους αυτούς τους λόγους, καταλήγει ο Χομπς, προτιμότερη είναι η μοναρχία. 

Σ'  ολόκληρο  τον  Λεβιάθαν,  ο  Χομπς  δεν  αντιμετωπίζει  ποτέ  το  ενδεχόμενο  περιοδικών εκλογών  που  θα  είχαν  ως  συνέπεια  να  χαλιναγωγήσουν  την  τάση  των  συνελεύσεων  να θυσιάζουν το δημόσιο συμφέρον στο ατομικό συμφέρον των μελών της. Φαίνεται, πράγματι, να μη έχει υπ' όψη του δημοκρατικώς εκλεγόμενα Κοινοβούλια, αλλά σώματα όπως το Μέγα Συμβούλιον της Βενετίας ή τη Βουλή των Λόρδων στην Αγγλία. Αντιλαμβάνεται τη δημοκρατία όπως και στην αρχαιότητα, δηλαδή την άμεση συμμετοχή κάθε πολίτη στη νομοθεσία και στη διοίκηση∙ τουλάχιστον αυτή φαίνεται να είναι η άποψή του. 

Ο ρόλος του λαού, στο σύστημα του Χομπς,  τερματίζεται εντελώς με την πρώτη εκλογή του Ανωτάτου Άρχοντος. Η διαδοχή θα καθορίζεται από τον Ανώτατον Άρχοντα, όπως συνέβαινε 

Page 50: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όταν δεν παρενέβαιναν οι ανταρσίες. ΙΙαραδέχεται ότι συνήθως ο Ανώτατος  Άρχων  θα  εκλέγει  κάποιο  από  τα  παιδιά  του,  ή  κάποιον  στενό  του  συγγενή  αν συμβή να μην έχει ο ίδιος παιδιά, αλλ' υποστηρίζεται ότι δεν πρέπει να τον εμποδίζει ο νόμος αν ήθελε να εκλέξη διαφορετικά. 

Υπάρχει  ένα  κεφάλαιο περί  της  ελευθερίας  των υπηκόων που αρχίζει μ'  ένα αξιοθαύμαστα ακριβή  ορισμό:  Ελευθερία  είναι  η  απουσία  εξωτερικών  εμποδίων  στην  κίνηση.  Κατά  την έννοιαν  αυτήν,  η  ελευθερία  εναρμονίζεται  με  την  αναγκαιότητα∙  λόγου  χάρη,  το  νερό  κατ' ανάγκην κυλάει από το λόφο όταν δεν υπάρχουν εμπόδια στη ροή του [την κίνησή του], και συνεπώς όταν, κατά τον ορισμό, είναι ελεύθερο. Ένας άνθρωπος είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει,  αλλά  είναι  υποχρεωμένος  να  κάμνει  αυτό  που θέλει  ο Θεός.  Όλες  οι  βουλήσεις  μας έχουν αίτια και υπό την έποψιν αυτήν είναι αναγκαίες. Καθ' όσον αφορά την ελευθερία των υπηκόων, είναι ελεύθεροι εκεί όπου δεν παρεμβαίνουν οι νόμοι∙ περιορισμός της κυριαρχίας του ανωτάτου άρχοντος δεν υπάρχει,  εφ' όσον οι  νόμοι θα μπορούσαν να παρέμβουν αν ο ανώτατος άρχων έτσι αποφάσιζε. Οι υπήκοοι δεν έχουν δικαιώματα απέναντι του ανωτάτου άρχοντος  εκτός  εκείνων  που  ο  ανώτατος  άρχων  θεληματικά  παραχωρεί.  Όταν  ο  Δαυίδ υπήρξεν  η  αιτία  να  φονευθή  ο  Ουρίας32,  δεν  αδίκησε  τον  Ουρίαν,  διότι  ο  Ουρίας  ήταν υπήκοός του∙ αλλά αδίκησε τον Θεόν, διότι ήταν υπήκοος του Θεού και παρήκουε τον νόμον του Θεού. 

Οι  αρχαίοι  συγγραφείς,  με  τα  εγκώμιά  των  υπέρ  της  ελευθερίας,  ενεθάρρυναν  τους ανθρώπους,  κατά  τον Χομπς,  να  ευνοούν  τις αναταραχές  και  τις ανταρσίες.  Υποστηρίζει  ότι όταν  τα  εγκώμια  αυτά  ερμηνευθούν  ορθά,  η  ελευθερία  την  οποίαν  εγκωμιάζουν  ήταν  η ελευθερία  των  ανωτάτων  αρχόντων,  δηλ.  η  ελευθερία  από  την  εξωτερική  κατάκτηση.  Την εσωτερική αντίσταση κατά των ανωτάτων αρχόντων καταδικάζει, ακόμη και αν θα μπορούσε να  φανεί  δικαιολογημένη.  Λόγου  χάρη,  υποστηρίζει  ότι  ο  Άγιος  Αμβρόσιος  δεν  είχε  το δικαίωμα ν' αφορίση τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο μετά το μακελλειό της Θεσσαλονίκης.  Και ελέγχει  δριμύτατα  τον Πάπαν  Ζαχαρίαν διότι  βοήθησε στην  καθαίρεση  του  τελευταίου  των Μεροβιγκιανών υπέρ του Πεπίνου. 

Δέχεται,  εν  τούτοις,  ένα περιορισμό στο καθήκον  της υποταγής στους ανώτατους άρχοντες. Το  δικαίωμα  της  αυτοσυντηρήσεως  είναι  απόλυτο  και  οι  υπήκοοι  έχουν  το  δικαίωμα  της αυτοάμυνας,  ακόμη  και  εναντίον  των  μοναρχών.  Και  είναι  λογικό,  εφ'  όσον  κατέστησε  την αυτοσυντήρηση  κίνητρο  για  τη  δημιουργία  του  θεσμού  κυβερνήσεως.  Επί  τη  βάσει  αυτού, υποστηρίζει  (μολονότι  με  κάποιους  περιορισμούς)  ότι  ένας  άνθρωπος  έχει  το  δικαίωμα  ν' αρνηθή  να  πολεμήση  όταν  κληθή από  την  κυβέρνηση  να  πράξη  τούτο.  Είναι  ένα  δικαίωμα που  καμμιά  νεότερη  κυβέρνηση  δεν  αναγνωρίζει.  Το  περίεργο  αποτέλεσμα  της  εγωιστικής ηθικής  του  είναι  η  αντίσταση  κατά  του  ανωτάτου  άρχοντος  να  δικαιολογείται  μόνον  όταν πρόκειται για αυτο‐άμυνα∙ η αντίσταση για την υπεράσπιση του τρίτου είναι πάντοτε ένοχη. 

Υπάρχει  ακόμη  μια  άλλη,  εντελώς  λογική,  εξαίρεση:  ένας  άνθρωπος  δεν  έχει  καμμιά υποχρέωση υπακοής σ' έναν ανώτατον άρχοντα που δεν έχει τη δύναμη να τον προστατέψει. Και  τούτο  δικαιολογούσε  την  υποταγή  του  Χομπς  στον  Κρόμγουελ  όταν  ο  Κάρολος  Β' βρισκόταν στην εξορία. 

Δεν  πρέπει,  φυσικά,  να  υπάρχουν  οργανωμένες  ομάδες,  λ.χ.  πολιτικά  κόμματα  ή  ό,τι  θα ημπορούσαμε να ονομάσουμε σήμερα επαγγελματικές ενώσεις. Όλοι οι διδάσκαλοι θα είναι λειτουργοί του ανωτάτου άρχοντος και θα διδάσκουν μόνον ό,τι ο ανώτατος άρχων θα έκρινε χρήσιμο. Τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας ισχύουν μόνον απέναντι των άλλων υπηκόων και όχι απέναντι  του  ανωτάτου  άρχοντος.  Ο  ανώτατος  άρχων  έχει  το  δικαίωμα  να  ρυθμίζει  το εξωτερικό εμπόριο. Δεν υπόκειται στον αστικό νόμο. Το δικαίωμά του να τιμωρεί δεν το έχει από  οποιαδήποτε  έννοια  δικαιοσύνης,  αλλά  διότι  διατηρεί  την  ελευθερία  που  όλοι  οι άνθρωποι είχαν στη φυσική τους κατάσταση, όταν δεν ήταν δυνατόν να κατηγορήση κανείς 

Page 51: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

έναν άνθρωπο διότι έβλαψε κάποιον άλλον. 

Υπάρχει  ένας  ενδιαφέρων  κατάλογος  των  λόγων  (εκτός  της  ξενικής  κατακτήσεως)  για  τη διάλυση  των  κοινοπολιτειών.  Και  οι  λόγοι  αυτοί  είναι:  όταν  παρέχεται  πολύ μικρή  εξουσία στον ανώτατον άρχοντα∙  το  να επιτρέπεται η ατομική κρίσις στους υπηκόους∙ η θεωρία ότι κάθε τι εναντίον της συνειδήσεως αποτελεί αμάρτημα∙ η πίστη στην έμπνευση∙ η θεωρία ότι ο ανώτατος  άρχων  υπάγεται  στους  αστικούς  νόμους∙  η  αναγνώριση  απόλυτης  ατομικής ιδιοκτησίας∙ η κατάτμηση της ηγεμονικής εξουσίας∙ η μίμηση των Ελλήνων και των Ρωμαίων∙ ο  χωρισμός  των  κοσμικών  και  των  πνευματικών  εξουσιών∙  η  άρνηση  του  δικαιώματος  της φορολογίας  στον  ανώτατον  άρχοντα∙  η  δημοφιλία  ισχυρών  υπηκόων∙  και  η  ελευθερία αντιδικίας  με  τον  ανώτατον  άρχοντα.  Για  όλα  αυτά  υπάρχουν  άφθονα  παραδείγματα  στην τότε πρόσφατη ιστορία της Αγγλίας και της Γαλλίας. 

Ο  Χομπς  πιστεύει  πως  δεν  είναι  πολύ  δύσκολο  να  διδαχθή  ο  κόσμος  να  πιστεύει  στα δικαιώματα  του ανωτάτου άρχοντος, αφού διδάχθηκε να πιστεύει στον Χριστιανισμό και σ' αυτήν  ακόμη  τη  μετουσίωση,  που  είναι  αντίθετη  προς  τη  λογική.  Πρέπει  να  καθορισθούν ημέρες ειδικές που θ' αφιερωθούν στη διδασκαλία του καθήκοντος υποταγής. Η αγωγή του λαού εξαρτάται από τη σωστή διδασκαλία στα πανεπιστήμια, η οποία γι' αυτό πρέπει να τελεί υπό  προσεκτικήν  εποπτεία.  Πρέπει  να  υπάρχει  ομοιομορφία  λατρείας,  και  η  θρησκεία  να είναι εκείνη που θα καθόριζε ο ανώτατος άρχοντας. 

Το Β' Μέρος τελειώνει με την ελπίδα ότι κάποιος ηγεμόνας θα διαβάση το βιβλίο και θα γίνη απόλυτος μονάρχης—ελπίδα λιγότερο χιμαιρική από  του Πλάτωνα ότι  κάποιος βασιλιάς  θα μπορούσε να γίνη κάποτε φιλόσοφος. Ο συγγραφέας δίνει τη διαβεβαίωση στους μονάρχες ότι το βιβλίο είναι ευκολοδιάβαστο και απολύτως ενδιαφέρον. 

Στο  Γ' Μέρος, «Περί μιας Χριστιανικής Κοινοπολιτείας»,  εξηγεί ότι δεν υπάρχει οικουμενική Εκκλησία, διότι η Εκκλησία οφείλει να εξαρτάται από την πολιτική κυβέρνηση. Σε κάθε χώρα ο βασιλιάς πρέπει να είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας∙ η επικυριαρχία και το αλάθητο του Πάπα δεν είναι δυνατον να γίνουν δεκτά. Όπως θα το περίμενε κανείς, υποστηρίζει ότι όταν ένας Χριστιανός είναι υπήκοος ενός μη χριστιανού ηγεμόνα, πρέπει να υποκρίνεται ότι υποκύπτει, γιατί κι ο Νααμάν δεν υπόφερε όταν προσκύνησε στον οίκο του Ρεμμών;33 

Στο  Δ'  Μέρος,  «Περί  του  Βασιλείου  του  Ζόφου»,  ο  συγγραφέας  ασχολείται  κυρίως  με  την επίκριση κατά της Εκκλησίας της Ρώμης, την οποίαν ο Χομπς μισεί διότι θέτει την πνευματική εξουσία υπεράνω της κοσμικής. Το υπόλοιπο του Μέρους αυτού είναι μια επίθεση κατά της «ματαίας φιλοσοφίας», υπονοώντας συνήθως τον Αριστοτέλη. 

Ας προσπαθήσουμε τώρα ν' αποφασίσουμε πώς πρέπει να κρίνουμε τον Λεβιάθαν. Το ζήτημα δεν είν' εύκολο, γιατί το καλό και το κακό είναι τόσο στενά περιπλεγμένα. 

Στην πολιτική υπάρχουν δυο διαφορετικά ζητήματα, το ένα αφορά την καλύτερη μορφή του Κράτους,  το  άλλο  τις  εξουσίες  του.  Κατά  τον  Χομπς,  η  καλύτερη  μορφή  κράτους  είναι  η μοναρχία,  αλλά  τούτο  δεν  αποτελεί  το  σημαντικότερο  μέρος  της  θεωρίας  του.  Το σημαντικότερο  μέρος  είναι  ο  ισχυρισμός  του  ότι  οι  εξουσίες  του  κράτους  πρέπει  να  είναι απόλυτες.  Η  θεωρία  αυτή,  ή  κάτι  ανάλογο,  είχε  ωριμάσει  στη  Δυτική  Ευρώπη  κατά  την Αναγέννηση και τη Μεταρρύθμιση. Πρώτα, η φεουδαλική αριστοκρατία είχε εκφοβισθή από τον Λουδοβίκο  ΙΑ',  τον  Εδουάρδο Δ',  τον Φερδινάνδο  και  την  Ισαβέλλα και  τους διαδόχους των. Κατόπιν η Μεταρρύθμιση, στις Προτεσταντικές χώρες, βοήθησε τις λαϊκές κυβερνήσεις να  επικρατήσουν  της  Εκκλησίας.  Ο  Ερρίκος  Η'  ασκούσε  δύναμη  τέτοια  που  κανένας  άλλος Άγγλος  βασιλιάς  δεν  διέθετε  προηγουμένως.  Αλλά  στη  Γαλλία,  η Μεταρρύθμιση  είχε  στην αρχή  το  αντίθετο  αποτέλεσμα:  μεταξύ  των  Δουκών  του  Γκιζ  [Guise]  και  των Ουγενότων,  οι βασιλιάδες ήσαν σχεδόν ανίσχυροι. Ο Ερρίκος Δ' και ο Ρισελιέ, όχι πολύ πριν από τον Χομπς, 

Page 52: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

είχαν  θέσει  τα  θεμέλια  της  απολυταρχικής  μοναρχίας  που  κράτησε  στη  Γαλλία  έως  την Επανάσταση. Στην Ισπανία, ο Κάρολος Ε' είχε επικρατήσει των Κορτές και ο Φίλιππος Β' ήταν απόλυτος μονάρχης, εκτός σ' ό,τι αφορούσε τις σχέσεις του με την Εκκλησία. Εν τούτοις, στην Αγγλία οι Διαμαρτυρόμενοι είχαν ξηλώσει το έργο του Ερρίκου Η'∙ η δράση των θα ενέπνευσε στον Χομπς την ιδέα ότι η αναρχία προκύπτει από την αντίσταση κατά του ανωτάτου άρχοντα. 

Κάθε κοινωνία αντιμετωπίζει δυο κινδύνους, την αναρχία και τον δεσποτισμό. Οι Πουριτανοί, ιδίως οι Ανεξάρτητοι34,  είχαν πολύ  επηρεασθή από  τον  κίνδυνο  του δεσποτισμού. Ο  Χομπς αντιθέτως, έχοντας γνωρίσει τη σύγκρουση των αντίπαλων φανατισμών, εταλαιπωρείτο από το φόβο της αναρχίας. Οι φιλελεύθεροι φιλόσοφοι που ανεφάνησαν μετά την Παλινόρθωση και  απέκτησαν  τον  έλεγχο  μετά  το  1688,  αντελήφθησαν  και  τους  δυο  κινδύνους: απεχθάνονταν  και  τον  Στράφφορδ  και  τους  Αναβαπτιστές.  Και  τούτο  οδήγησε  τον  Λοκ  στη θεωρία  περί  διακρίσεως  των  εξουσιών  και  περί  ελέγχου  και  ισορροπίας  δυνάμεων.  Στην Αγγλία  υπήρχε  πραγματική  κατανομή  και  διάκρισις  εξουσιών  όσο  είχε  επιρροή  ο  Βασιλιάς∙ κατόπιν την ανώτατη εξουσία είχε το Κοινοβούλιο και τελικά το Υπουργικό Συμβούλιο. Στην Αμερική  υπάρχει  ακόμη  έλεγχος  και  ισορροπία  δυνάμεων  καθ'  όσον  το  Κογκρέσσο  και  το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί ν' αντιταχθούν στη Διοίκηση. Στη Γερμανία, την Ιταλία, τη Ρωσσία και  την  Ιαπωνία,  η  κυβέρνηση  είχε  πολύ  μεγαλύτερη  εξουσία  απ'  όσην  ο  Χομπς  θα  το θεωρούσε επιθυμητό.  Γενικά,  λοιπόν,  καθ' όσον αφορά τις εξουσίες  του κράτους, ο κόσμος εξελίχθηκε  όπως  επιθυμούσε  ο  Χομπς,  ύστερ'  από  μακρά  φιλελεύθερη  περίοδο  κατά  το διάστημα  της  οποίας,  τουλάχιστον  φαινομενικά,  εκινείτο  προς  την  αντίθετη  κατεύθυνση. Παρά  την  έκβαση  του  τωρινού πολέμου,  είναι φανερό ότι οι αρμοδιότητες  του κράτους θα εξακολουθήσουν  να  επεκτείνονται  και  ότι  η  αντίσταση  σε  τούτο  θα  γίνεται  ολοένα  και περισσότερο δυσχερής. 

Ο  λόγος  τον οποίον προβάλλει ο Χομπς  για  την υποστήριξη  του  κράτους,  συγκεκριμένα ότι είναι το μόνο αντίδοτο κατά της αναρχίας, ουσιαστικά είναι ισχυρός. Εν τούτοις, ένα κράτος μπορεί  να  είναι  τόσο  κακό,  ώστε  η  προσωρινή  αναρχία  να  φαίνεται  προτιμότερη  από  τη συνέχισή  του,  όπως  στη  Γαλλία  στα  1789  και  στη  Ρωσία  στα  1917.  Εξάλλου,  η  τάση  κάθε κυβερνήσεως  προς  την  αναρχία  δεν  μπορεί  να  αναχαιτίζεται  αν  οι  κυβερνήσεις  δεν εφοβούντο κάπως τις εξεγέρσεις. Οι Κυβερνήσεις θα γινόντουσαν χειρότερες απ' όσον είναι, αν η υποτακτική στάση του Χομπς υιοθετείτο από τους υπηκόους. Και τούτο αληθεύει στην πολιτική  σφαίρα,  όπου  οι  κυβερνήσεις  προσπαθούν  πάντοτε  να  καταστούν  αμετακίνητες, αληθεύει στην οικονομική σφαίρα όπου θα προσπαθήσουν να πλουτίσουν και οι ίδιες και οι φίλοι των εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος, αληθεύει στην πνευματική σφαίρα, όπου θα προσπαθήσουν να περιστείλουν κάθε ανακάλυψη ή θεωρία που θα τους φαινόταν ότι απειλεί την εξουσία τους. Και οι λόγοι αυτοί μας κάμνουν να μη σκεπτόμαστε μόνον τον κίνδυνο της αναρχίας, αλλά και την απειλή της αδικίας και της αποστεώσεως που είναι συνυφασμένη με την κυβερνητική παντοδυναμία. 

Τα  προτερήματα  του  Χομπς  αναφαίνονται  όταν  συμπαραβάλλεται  με  παλαιότερους πολιτικούς  θεωρητικούς.  Είναι  εντελώς  απαλλαγμένος  από  τη  δεισιδαιμονία  και  στα επιχειρήματά του δεν  ξεκινά από το τι συνέβη στον Αδάμ και στην Εύα κατά την εποχή της Πτώσεως.  Είναι  σαφής  και  λογικός∙  η  ηθική  του,  σωστή  ή  λαθεμένη,  είναι  απολύτως κατανοητή  και  δεν  χρησιμοποιεί  αμφίβολες  έννοιες.  Εκτός  από  τον Machiavelli,  που  είναι πολύ  περισσότερο  περιορισμένος,  είναι  ο  πρώτος  πραγματικά  νεότερος  συγγραφέας  στην πολιτική  θεωρία.  Όπου  σφάλλει,  σφάλλει  από  υπεραπλούστευση,  όχι  διότι  η  βάση  της σκέψεώς  του είναι  εξωπραγματική και φανταστική.  Γι' αυτό  το  λόγο αξίζει  τον  κόπο να  τον ανασκευάζει κανείς. 

Χωρίς  να  εισέλθω  στην  κριτική  των  ηθικών  ή  μεταφυσικών  απόψεων  του  Χομπς,  θα διατυπώσω  δυο  αντιρρήσεις  εναντίον  του.  Η  πρώτη  είναι  ότι  θεωρεί  πάντοτε  το  εθνικό συμφέρον ως εν όλον και δέχεται σιωπηρά ότι  τα ανώτερα συμφέροντα όλων  των πολιτών 

Page 53: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

είναι  ταυτόσημα.  Δεν  αναγνωρίζει  τη  σημασία  της  συγκρούσεως  μεταξύ  των  διαφόρων τάξεων,  την  οποίαν  ο  Μαρξ  καθιστά  κύριαν  αιτία  της  κοινωνικής  αλλαγής.  Και  τούτο συνδέεται  με  τον  ισχυρισμό  ότι  τα  συμφέροντα  του  μονάρχη  είναι  περίπου  τα  αυτά  με  τα συμφέροντα των υπηκόων του. Σε καιρό πολέμου υπάρχει ενοποίηση συμφερόντων, ιδίως αν ο πόλεμος είναι σκληρός∙ αλλά σε καιρό ειρήνης, η σύγκρουση των συμφερόντων μιας τάξεως προς τα συμφέροντα μιας άλλης μπορεί να είναι πολύ μεγάλη. Δεν αληθεύει πάντοτε ότι σε μια τέτοια κατάσταση ο καλύτερος τρόπος για ν' αποφευχθή η αναρχία είναι να κηρύσσουμε την  απόλυτη  εξουσία  του  ανώτατου  άρχοντα.  Κάποιες  παραχωρήσεις  καθ'  όσον  αφορά  τη συμμετοχή στην εξουσία μπορεί να είναι ο μόνος  τρόπος για να παρεμποδισθή ο εμφύλιος πόλεμος.  Έπρεπε  να  ήταν  τούτο  πρόδηλο  στον  Χομπς,  από  την  πρόσφατη  στην  εποχή  του ιστορία της Αγγλίας. 

Ένα άλλο σημείο όπου η θεωρία του Χομπς εμφανίζεται περιορισμένη, είναι σ' ό,τι αφορά τις σχέσεις  μεταξύ  κρατών  διαφόρων.  Δεν  υπάρχει  ούτε  λέξη  στον Λεβιάθαν  όπου  να  γίνεται υπαινιγμός  για  σχέσεις  οποιεσδήποτε  ανάμεσά  τους  εξόν  από  πόλεμο  και  κατάκτηση,  με παροδικά διαλείμματα.  Τούτο  είναι συνέπεια  των αρχών  του που δεν προβλέπουν  κανενός είδους  διεθνή  διακυβέρνηση,  γιατί  οι  σχέσεις  μεταξύ  των  κρατών  βρίσκονται  ακόμη  στη φυσική  κατάσταση,  που  είναι  κατάσταση πολέμου πάντων  κατά πάντων.  Εφ'  όσον  υπάρχει διεθνής  αναρχία,  δεν  είναι  διόλου  βέβαιο  ότι  η  επαύξηση  της  μαχητικής  ικανότητας  στα μεμονωμένα κράτη αποβαίνει προς το συμφέρον της ανθρωπότητας, εφ' όσον επαυξάνει την αγριότητα  και  την  καταστρεπτικότατα  του  πολέμου.  Κάθε  επιχείρημα  που  παραθέτει  υπέρ μιας κυβερνήσεως, εάν και καθ' όσον ισχύει, ισχύει μάλλον υπέρ μιας διεθνούς κυβερνήσεως. Εφ'  όσον θα υπάρχουν  εθνικά  κράτη που θ'  αλληλοπολεμούνται,  μόνον η ανεπάρκειά  τους και το ατελέσφορο μπορεί να περιφρουρήση το ανθρώπινο γένος. Η βελτίωση της μαχητικής ικανότητας  των μεμονωμένων κρατών χωρίς  να υπάρχει  κανένα μέσο για  την παρεμπόδιση του πολέμου, ανοίγει το δρόμο προς τον οικουμενικόν αφανισμό. 

Page 54: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ 

Ο ΡΕΝΑΤΟΣ ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ [René Descartes] (1596‐1650) θεωρείται ως ο θεμελιωτής της νεότερης φιλοσοφίας, και νομίζω δικαίως. Είναι ο πρώτος άνθρωπος υψηλής φιλοσοφικής ικανότητος, η  νοοτροπία  του οποίου είναι  βαθύτατα  επηρεασμένη από  τη  νέα φυσική  και αστρονομία. Ενώ αληθεύει ότι διατηρεί πολλά από τη φιλοσοφία των Σχολαστικών, εν τούτοις δεν δέχεται τις  αρχές  που  έχουν  θέσει  οι  προκάτοχοί  του,  αλλά  προσπαθεί  να  οικοδόμηση  ένα  πλήρες φιλοσοφικό οικοδόμημα απ' αρχής. Κάτι τέτοιο δεν είχε συμβή από την εποχή του Αριστοτέλη και μαρτυρεί τη νέα αυτοπεποίθηση που προέκυψε από την πρόοδο των επιστημών. Υπάρχει μια  φρεσκάδα  στο  έργο  του  που  δεν  παρατηρείται  σε  κανέναν  άλλον  διαπρεπή  φιλόσοφο από  την  εποχή  του  Πλάτωνα.  Όλοι  οι  ενδιάμεσοι  φιλόσοφοι  ήσαν  διδάσκαλοι  και  η επαγγελματική  υπεροχή  ανήκει  στην  ασχολία  τους  αυτή.  Ο  Καρτέσιος  γράφει  όχι  σαν δάσκαλος αλλά σαν ένας εξερευνητής που ανυπομονεί  να γνωστοποιήση τα ευρήματά του. Το  ύφος  του  είναι  απλό  και  διόλου  σχολαστικό,  που  απευθύνεται  μάλλον  προς  ευφυείς ανθρώπους του κόσμου παρά προς μαθητές. Αλλ' εκτός αυτού, το ύφος τούτο είναι αληθινά έξοχο.  Είναι  μέγα  ευτύχημα  για  τη  νεότερη  φιλοσοφία  διότι  ο  πρόδρομος  είχε  ένα  τόσο αξιοθαύμαστο  λογοτεχνικό  ένστικτο.  Οι  διάδοχοί  του,  τόσο  στην  ηπειρωτικήν  Ευρώπη,  όσο και  στην  Αγγλία,  μέχρι  της  εποχής  του  Καντ,  διατηρούν  αυτό  τον  εξωεπαγγελματικό χαρακτήρα του και πολλοί από αυτούς διατηρούν κάτι από τα στυλιστικά του προτερήματα. 

Ο πατέρας του Καρτέσιου ήταν σύμβουλος του Κοινοβουλίου της Βρετάνης και είχε κάποια κτηματική περιουσία. Όταν μετά το θάνατο του πατέρα του ο Καρτέσιος κληρονόμησε αυτή την  περιουσία,  πούλησε  τα  κτήματα  και  τόκισε  τα  χρήματά  του,  εξασφαλίζοντας  ένα εισόδημα  έξη  ή  επτά  χιλιάδων  φράγκων  το  χρόνο.  Από  το  1604  έως  τα  1612  φοίτησε  στο Ιησουητικο  κολλέγιο  La  Flèche  που φαίνεται  να  τον  εφοδίασε  με  πολύ  στερεότερες  βάσεις στα  νεότερα  μαθηματικά  απ'  ό,τι  θα  μπορούσαν  να  του  δώσουν  τα  περισσότερα πανεπιστήμια  της  εποχής  του.  Στα  1612  πήγε  στο  Παρίσι  όπου  βρήκε  την  κοινωνική  ζωή βαρετή  και  αποσύρθηκε  σ'  ένα  μονήρες  καταφύγιο  στο  Προάστιο  του  Αγίου  Γερμανού [Faubourg Saint  ‐ Germain] όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη της γεωμετρίας. Ωστόσον οι φίλοι του τον μυρίστηκαν, κ' έτσι για να εξασφαλίση ακόμη πιο απόλυτη ησυχία, κατατάχθηκε στον Ολλανδικό  στρατό  (1617).  Επειδή  εκείνη  την  εποχή η Ολλανδία  είχε  ειρήνη,  φαίνεται  ότι  ο Καρτέσιος  απήλαυσε  δυο  χρόνια  αδιατάρακτου  στοχασμού.  Ωστόσον,  με  τον  Τριακονταετή Πόλεμο, κατατάχθηκε στον Βαυαρικό στρατό (1619). Τον χειμώνα του 1619‐20 στη Βαυαρία, δοκίμασε  το  περιστατικό  που  περιγράφει  στην  Πραγματεία  περί  Μεθόδου  [Discours  de  la Méthode]. Επειδή έκανε πάρα πολλή ψύχρα, μπήκε το πρωί μέσα σε μια χτιστή θερμάστρα35 κ' έμεινε μέσα έκει όλη μέρα στοχαζόμενος∙ όπως αφηγείται ο  ίδιος, η φιλοσοφία του ήταν κιόλας  μισοτελειωμένη  όταν  βγήκε,  αλλά  δεν  πρέπει  να  το  πάρη  κανείς  κατά  γράμμα.  Ο Σωκράτης συνήθιζε να στοχάζεται ολοήμερα μέσα στο χιόνι, αλλά το πνεύμα του Καρτέσιου λειτουργούσε μόνον στη ζεστασιά. 

Στα 1621 εγκατέλειψε τους πολέμους∙ έπειτα από μια επίσκεψη στην Ιταλία, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι στα 1625. Αλλά και πάλιν οι φίλοι θα μπορούσαν να  τον επισκέπτονται προτού ξυπνήση (και σπανίως ξυπνούσε πριν από το μεσημέρι), γι' αυτό στα 1628 κατατάχθηκε στο στρατό που πολιορκούσε την Λα Ροσέλλ [La Rochelle], προπύργιο των Ουγενότων. Όταν και το επεισόδιο  τούτο  τέλειωσε,  αποφάσισε  να  ζήση  στην  Ολλανδία,  ίσως  για  ν'  αποφύγει  τον κίνδυνο των διώξεων. Ήταν δειλός άνθρωπος, θρησκευόμενος Καθολικός, αλλά συνεμερίζετο τις αιρετικές γνώμες του Γαλιλαίου. Μερικοί πιστεύουν πως είχε ακούσει για την πρώτη  (τη μυστική)  καταδίκη  του  Γαλιλαίου,  που  έγινε  στα  1616.  Όπως  και  νάναι,  αποφάσισε  να  μη δημοσιεύση ένα μεγάλο έργο που τιτλοφορούσε Ο Κόσμος, που μ' αυτό είχε καταπιασθή. Ο 

Page 55: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

λόγος  που  έδωσε  είναι  ότι  περιείχε  δυο  αιρετικές  θεωρίες:  την  περιστροφή  της  γης  και  το άπειρο  του  σύμπαντος.  (Το  βιβλίο  τούτο  δεν  δημοσιεύθηκε  ποτέ  ολόκληρο,  αλλ' αποσπάσματα αυτού δημοσιεύθηκαν μετά το θάνατό του). 

Έζησε στην Ολλανδία για είκοσι χρόνια (1629 ‐ 49), εκτός από λίγες σύντομες επισκέψεις στη Γαλλία  και  μια  στην  Αγγλία,  όλες  για  υποθέσεις.  Δεν  υπερβάλλει  κανείς  τη  σημασία  της Ολλανδίας στον ΙΖ' αιώνα αν την χαρακτηρίση ως τη μόνη χώρα όπου επικρατούσε ελευθερία του  στοχασμού.  Ο  Χομπς  εκεί  τύπωνε  τα  βιβλία  του∙  ο Λοκ  βρήκε  καταφύγιο  εκεί  κατά  τα πέντε χείριστα χρόνια της αντιδράσεως στην Αγγλία πριν από το 1688∙ ο Μπελ (του Λεξικού) αναγκάσθηκε να ζήση εκεί και είναι ζήτημα αν ο Σπινόζα θα μπορούσε να γράψη το έργο του σ' οποιαδήποτε άλλη χώρα. 

Είπα  ότι  ο  Καρτέσιος  ήταν  δειλός  άνθρωπος,  αλλ'  ίσως  θα  ήταν  αβρότερο  να  ειπούμε  ότι ήθελε να τον αφίνουν ήσυχο για να κάμνει τη δουλειά του ανενόχλητος. Κολάκευε πάντοτε τους κληρικούς, ειδικότερα τους Ιησουίτες—όχι μόνον όταν βρισκόταν υπό την εξουσία τους, αλλά και μετά την αποδημία του στην Ολλανδία. Η ψυχολογία του είναι σκοτεινή, αλλά τείνω να πιστεύω πως ήταν ειλικρινής Καθολικός και ήθελε να πείση την Εκκλησία—‐και για το δικό της  συμφέρον  αλλά  και  για  το  δικό  του—να  δείχνει  λιγότερη  εχθρότητα  προς  τη  νεότερη επιστήμη,  απ'  όσην  έδειξε στην περίπτωση  του  Γαλιλαίου.  Είναι άλλοι που πιστεύουν ότι  η ορθοδοξία του ήταν απλώς πολιτική, αλλά μ' όλο που η άποψη αυτή είναι θεμιτή, δεν νομίζω ότι είναι και η πιθανότερη. 

Ακόμη  και  στην  Ολλανδία  γινόταν  στόχος  ενοχλητικών  επιθέσεων  όχι  από  τη  Ρωμαϊκή Εκκλησία, αλλ' από φανατικούς Διαμαρτυρόμενους.  Ελέγετο ότι οι απόψεις  του οδηγούσαν στην αθεΐα και θα εδιώκετο αν δεν παρενέβαιναν ο Γάλλος πρεσβευτής και ο Πρίγκιπας της Οράγγης.  Όταν  η  επίθεση  αυτή  απέτυχε,  μια  άλλη,  έμμεση  μάλλον,  έγινε,  λίγα  χρόνια αργότερα,  από  τις  πανεπιστημιακές  αρχές  του  Λέυδεν,  που  απαγόρευσε  κάθε  μνεία  του ονόματός  του  είτε  ευνοϊκή  είτε  δυσμενή.  Και  πάλιν  ο  Πρίγκιψ  της  Οράγγης  παρενέβη  και σύστησε ατο Πανεπιστήμιο να μην είναι ανόητο. Και το γεγονός αυτό καταδεικνύει το κέρδος των Προτεσταντικών χωρών από την υποταγή της Εκκλησίας στο κράτος και από τη σχετική αδυναμία των Εκκλησιών που δεν ήσαν διεθνείς. 

Δυστυχώς,  δια  του  Chanut,  του  Γάλλου  πρεσβευτή  στη  Στοκχόλμη,  ο  Καρτέσιος  ήρθε  σ' αλληλογραφία με τη Βασίλισσα Χριστίνα της Σουηδίας, μια θερμή και μορφωμένη κυρία, που πίστευε πως, σαν ηγεμονίς, είχε το δικαίωμα να απασχολεί τον καιρό των μεγάλων ανδρών. Της  έστειλε  μια πραγματεία περί  έρωτος,  ένα  θέμα που  έως  την  εποχή  εκείνη  είχε  μάλλον παραμελήσει. Της έστειλε επίσης ένα έργο περί των παθών της ψυχής, που προόριζε αρχικά για την Πριγκίπισσα Ελισάβετ, θυγατέρα του Εκλέκτορα του Παλατινάτου. Τα γραψίματά του αυτά  την  έκαναν  να  επιζητήση  την  παρουσία  του  στην  αυλή  της.  Εκείνος,  μετά  πολλούς δισταγμούς,  δέχθηκε  και  εκείνη  έστειλε  ένα  πολεμικό  για  να  τον  φέρη  από  την  Ολλανδία (Σεπτέμβρης, 1649). Το αποτέλεσμα ήταν η βασίλισσα να θέλει να της παραδίδει καθημερινά μαθήματα,  και  δυστυχώς  δεν  διέθετε  άλλον  καιρό  παρά  στις  πέντε  το  πρωί.  Αύτο  το ασυνήθιστο  πρωινό  ξύπνημα,  μέσα  στην  παγωνιά  του  Σκανδιναυϊκού  χειμώνα,  δεν  ήταν φυσικά  ό,τι  χρειαζόταν  σ'  έναν  άνθρωπο  με  ντελικάτο  οργανισμό.  Εξάλλου,  ο  Chanut αρρώστησε  βαρειά  και  ο  Καρτέσιος  τον  περιποιόταν.  Ο  πρεσβευτής  ανέρρωσε,  αλλ'  ο Καρτέσιος έπεσε άρρωστος και πέθανε τον Φεβρουάριο του 1650. 

Ο  Καρτέσιος  δεν  παντρεύθηκε  ποτέ  αλλ'  είχε  ένα  εξώγαμο  κοριτσάκι  που  του  πέθανε  σε ηλικία  πέντε  χρονών∙  αυτό,  έλεγε,  υπήρξε  η  πιο  μεγάλη  θλίψη  της  ζωής  του.  Ήταν  πάντα καλοντυμένος  κ'  έφερε  ξίφος.  Δεν  ήταν  εργατικός  δούλευε  λίγες  μόνον  ώρες  και  διάβαζε ελάχιστα. Όταν είχε πάει στην Ολλανδία πήρε μαζί του λίγα μόνον βιβλία, αλλά μεταξύ αυτών τη  Βίβλο  και  τον  θωμάν  Ακυινάτην.  Το  έργο  του  φαίνεται  να  έχει  συντελεσθή  με  μεγάλη αυτοσυγκέντρωση σε  σύντομες περιόδους∙  ίσως όμως  για  να διατηρήση  την  εντύπωση  του 

Page 56: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ευπατρίδη  ερασιτέχνη  μπορεί  να  ισχυρίζονταν  ότι  δούλευε  λιγότερο  απ'  ό,τι  στην πραγματικότητα, αλλοιώς τα επιτεύγματά του θα φαίνονταν απίστευτα. 

Ο Καρτέσιος ήταν φιλόσοφος, μαθηματικός και άνθρωπος της επιστήμης. Στη φιλοσοφία και τα μαθηματικά, το έργο του ήταν μεγίστης σημασίας∙ στην επιστήμη, παρ' ότι αξιόπιστος, δεν ήταν τόσο καλός όσον μερικοί από τους συγχρόνους του. 

Η μεγάλη του συμβολή στη γεωμετρία ήταν η εφεύρεση της γεωμετρίας των συντεταγμένων [Αναλυτική  Γεωμετρία],  παρ'  ότι  όχι  απολύτως  στην  τελική  της  μορφή.  Χρησιμοποίησε  την αναλυτική  μέθοδο,  που  υποθέτει  ένα  πρόβλημα  λελυμένο  και  εξετάζει  τις  συνέπειες  της υποθέσεως∙  εφάρμοσε  επίσης  την  άλγεβρα  στη  γεωμετρία.  Και  στα  δύο  αυτά  είχε προδρόμους—καθ' όσον αφορά μάλιστα το πρώτο και μεταξύ των αρχαίων. Το πρωτότυπο σ' αυτόν  ήταν  η  χρησιμοποίηση  των  συντεταγμένων,  δηλαδή  ο  καθορισμός  της  θέσεως  ενός σημείου  επί  ενός  επιπέδου  δια  της  αποστάσεως  του  από  δυο  σταθερές  γραμμές.  Δεν ανακάλυψε ο ίδιος όλη τη δύναμη της μεθόδου αυτής αλλ' έκανέ αρκετά για να καταστήση την  περαιτέρω  πρόοδο  εύκολη.  Αυτή  δεν  ήταν  η  μόνη  συμβολή  του  στα  μαθηματικά,  αλλ' ήταν η πιο σημαντική. 

Το  έργο  όπου  έχει  εκθέσει  τις  περισσότερες  επιστημονικές  θεωρίες  του  ήταν  τα  Principia Philosophiae [Αρχες Φιλοσοφίας], που δημοσίεψε στα 1644. Υπήρξαν, όμως, και μερικά άλλα σημαντικά  βιβλία:  Τα  Φιλοσοφικά  Δοκίμια  [Essais  philosophiques]  (1637),  που πραγματεύονται ζητήματα οπτικής και γεωμετρίας, και ένα από τα βιβλία του τιτλοφορείται Περί τον σχηματισμού τον εμβρύου [De la formation du foetus]. Χαιρέτισε την ανακάλυψη του Χάρβεϋ περί  της  κυκλοφορίας  του αίματος και  έλπιζε πάντοτε  (παρ'  ότι  εις μάτην)  να κάνη κάποια  σπουδαία  ανακάλυψη  στην  ιατρική,  θεωρούσε  τα  σώματα  των  ανθρώπων  και  των ζώων σαν μηχανές∙ τα ζώα τα θεωρούσε ως αυτόματα, που διέπονται εξ ολοκλήρου από τους φυσικούς  νόμους  και  στερούνται  αισθήματος  ή  συνειδήσεως.  Οι  άνθρωποι  είναι διαφορετικοί:  έχουν ψυχή που  εδρεύει  στο  εγκεφαλικό  κωνάριον36.  Εκεί  η ψυχή  έρχεται  σ' επαφή  με  τα  «ζωικά  πνεύματα»37  και  με  την  επαφή  αυτή  υπάρχει  αλληλεπίδραση  μεταξύ ψυχής και σώματος. Η ολική ποσότητα της κινήσεως στο σύμπαν είναι σταθερή και συνεπώς η  ψυχή  δεν  μπορεί  να  την  επηρεάσει∙  αλλά  μπορεί  να  μεταβάλει  την  κατεύθυνση  της κινήσεως των ζωικών πνευμάτων, και συνεπώς, εμμέσως, άλλων μερών του σώματος. 

Το  μέρος  τούτο  της  θεωρίας  του  εγκαταλείφθηκε  από  τη  σχολή  του—πρώτον  από  τον Ολλανδό  μαθητή  του  Γκέλινκς  [Guelincx]  και  αργότερα  από  τον Μαλμπράνς  [Malebranche] και τον Σπινόζα. Οι φυσικοί ανακάλυψαν τη διατήρηση της φοράς, σύμφωνα με την οποίαν η ολική ποσότητα κινήσεως στον κόσμο, σ' οποιαδήποτε δεδομένη κατεύθυνση, είναι σταθερή. Τούτο  έδειχνε  ότι  η  επενέργεια  της ψυχής  επί  της  ύλης  που φανταζόταν  ο  Καρτέσιος  ήταν αδύνατη. Παραδεχόμενοι—όπως γενικότατα εγίνετο δεκτό στην Καρτεσιανή σχολή—ότι κάθε φυσική ενέργεια είναι ένα είδος πιέσεως ή κρούσεως, θεωρούσαν ότι οι νόμοι της δυναμικής αρκούσαν για να καθορίσουν τις κινήσεις της ύλης, και δεν υπάρχει περίπτωση οποιασδήποτε ενέργειας της ψυχής. Αλλά τούτο δημιουργεί ένα πρόβλημα. Ο βραχίονάς μου κινείται όταν θέλω να κινηθεί, αλλ' η θέλησή μου είναι ένα ψυχικό φαινόμενο και η κίνηση του βραχίονά μου  είναι  φαινόμενο  σωματικό.  Γιατί,  λοιπόν,  αν  δεν  είναι  δυνατόν  να  υπάρχει αλληλεπίδραση ψυχής και ύλης, το σώμα μου συμπεριφέρεται ως εάν η ψυχή μου το ήλεγχε; Σ'  αυτό  ο  Γκέλινκς  επινόησε  μια  απάντηση,  γνωστή  ως  τη  θεωρία  «των  δυο  ωρολογίων». Υποθέστε ότι έχετε δυο ρολόγια που και τα δυο δείχνουν ακριβώς την ίδιαν ώρα: όταν το ένα δείχνει  την  ώρα,  το  άλλο  τη  χτυπά,  έτσι  που  όταν  βλέπεις  το  ένα  και  ακούς  το  άλλο,  θα μπορούσες να νομίσεις πως το ένα έγινε η αίτια να χτυπήσει το άλλο. Το  ίδιο συμβαίνει με την ψυχή και  το σώμα.  Το καθένα κουρδίσθηκε από τον Θεό να είναι συγχρονισμένο με  το άλλο,  σε  τρόπο που,  εξ αφορμής  της βουλήσεώς μου,  νόμοι  καθαρά σωματικοί  έκαναν  τον βραχίονά  μου  να  κινηθή,  μ'  όλο  που η  βούλησή  μου  δεν  ενέργησε  πραγματικά  επάνω  στο σώμα μου. 

Page 57: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Υπήρχαν, βέβαια, ορισμένες δυσκολίες μ' αυτή τη θεωρία. Εν πρώτοις, ήταν πολύ παράξενη∙ δεύτερον,  εφ'  όσον  η  σωματική  διαδοχή  καθορίζονταν  αυστηρώς  από φυσικούς  νόμους,  η ψυχική διαδοχή που βαίνει παραλλήλως μ' αυτήν, πρέπει να είναι εξίσου ντετερμινιστική. Αν η θεωρία ίσχυε, θα έπρεπε να υπάρχει ένα είδος λεξιλογίου όπου κάθε εγκεφαλικό γεγονός να μεταφράζεται στο αντίστοιχο ψυχικό γεγονός. Ενας ιδεώδης υπολογιστής θα υπολόγιζε το εγκεφαλικό  συμβάν  με  τους  νόμους  της  δυναμικής  και  θα  συνήγε  το  συνακόλουθο ψυχικό συμβάν δια του «λεξιλογίου». Και χωρίς το «λεξιλόγιο», ο υπολογιστής θα συνήγε λέξεις και ενέργειες,  εφ'  όσον  είναι  σωματικές  κινήσεις.  Η  θεωρία  αυτή  θα  ήταν  δύσκολο  να συμβιβασθή με τη Χριστιανική ηθική και την τιμωρία του αμαρτήματος. 

Εν  τούτοις οι συνέπειες αυτές δεν ήσαν αμέσως εμφανείς. Η θεωρία φαινόταν να  έχει δύο προτερήματα.  Το  πρώτο  ήταν  ότι  καθιστούσε  την ψυχή  κατά  κάποιον  τρόπο  εξ  ολοκλήρου ανεξάρτητη  από  το  σώμα,  εφ'  όσον  δεν  εδέχετο  ποτέ  την  επενέργεια  του  σώματος.  Το δεύτερο  ήταν  ότι  βοηθούσε  τη  συναγωγή  της  γενικής  αρχής:  «μια  ουσία  δεν  μπορεί  να επενεργήση επί μιας άλλης». Υπήρχαν δυο ουσίες, η ψυχή και η ύλη, και ήταν τόσο ανόμοιες, ώστε  η  αλληλεπίδρασή  τους  εφαίνετο  αδιανόητη.  Η  θεωρία  του  Γκέλινκς  εξηγούσε  την εμφάνιση της αλληλεπιδράσεως ενώ αρνιόταν την πραγματικότητά της. 

Στη  μηχανική  ο  Καρτέσιος  παραδέχεται  τον  πρώτο  νόμο  της  κινήσεως,  σύμφωνα  με  τον οποίον  ένα  σώμα  αφιέμενο  στον  εαυτό  του  θα  εκινείτο  με  σταθερή  ταχύτητα  σ'  ευθεία γραμμή. Αλλά δεν υπάρχει ενέργεια εξ αποστάσεως, όπως αργότερα στη θεωρία της έλξεως του Νεύτωνα. Δεν υπάρχει κενόν, και δεν υπάρχουν άτομα∙ εν τούτοις κάθε αλληλεπίδραση είναι ένα είδος κρούσεως. Αν ξέραμε αρκετά, θα μπορούσαμε να αναγάγουμε τη χημεία και τη βιολογία στη μηχανική∙ η διαδικασία κατά την οποίαν ένας σπόρος αναπτύσσεται σε ζώο ή σε φυτό,  είναι καθαρά μηχανική. Δεν χρειάζονται οι  τρεις ψυχές38  του Αριστοτέλη∙ μόνον η μια απ' αυτές, η διανοητική ψυχή, υπάρχει, και αυτή μονάχα στον άνθρωπο. 

Με τη δέουσα επιφύλαξη, για ν' αποφύγει τη θεολογική λογοκρισία, ο Καρτέσιος αναπτύσσει μια  κοσμογονία  όχι  και  πολύ  διαφορετική  από  μερικών  προ  ‐  Πλατωνικών  φιλοσόφων. Γνωρίζουμε, λέγει, ότι ο κόσμος πλάσθηκε όπως αναφέρει η Γένεσις, αλλ' είναι ενδιαφέρον να ιδούμε  πώς  θα  μπορούσε  να  αναπτυχθεί  φυσιολογικά.  Καταστρώνει  μια  θεωρία  περί  του σχηματισμού των δινών  [στροβίλων]:  γύρω από τον ήλιο υπάρχει ένας τεράστιος στρόβιλος στο απόλυτο πλήρες, που περιστρέφει τους πλανήτες μαζί του. Η θεωρία είναι ευφυής, αλλά δεν μπορεί να εξηγήση γιατί οι τροχιές των πλανητών είναι ελλειπτικές και όχι κυκλικές. Στην Γαλλία  είχαν  παραδεχθή  γενικά  τη  θεωρία,  όπου  όμως  σιγά  ‐  σιγά  εξεβλήθη  από  τη Νευτώνεια θεωρία. Ο Κόουτς [Cotes] ο εκδότης της πρώτης αγγλικής εκδόσεως των Principia του Νεύτωνος,  υποστηρίζει  με  πολλή  ευγλωττία  πως  η  θεωρία  των  στροβίλων  οδηγεί  στην αθεΐα,  ενώ  η  θεωρία  του  Νεύτωνος  απαιτεί  την  παρέμβαση  του  Θεού  για  να  θέση  τους πλανήτες σε κίνηση προς κατεύθυνση που δεν οδηγεί προς τον ήλιο. Γι' αυτό το λόγο νομίζει ότι ο Νεύτων πρέπει να προτιμηθή. 

Έρχομαι, τώρα, στα δυο σημαντικότερα βιβλία του Καρτέσιου, τουλάχιστον καθ' όσον αφορά τη  φιλοσοφία.  Είναι  η  Πραγματεία  περί  Μεθόδου  (1637)  και  οι  Στοχασμοί  (1642). Αλληλοσυμπληρούνται  κατά  μέγα  μέρος  και  δεν  χρειάζεται  να  τα  εξετάσουμε  χωριστά  το καθένα. 

Στα  βιβλία  αυτά  ο  Καρτέσιος  αρχίζει  να  εξηγεί  τη  μέθοδο  της  «Καρτεσιανής  αμφιβολίας», όπως την ονόμασαν. Για να δώση στέρεη βάση στη φιλοσοφία του, αναγκάζει τον εαυτό του ν'  αμφιβάλλει  για  κάθε  τι  που  είναι  επιδεκτικό  αμφιβολίας.  Επειδή  προβλέπει  ότι  η διαδικασία αυτή θ' απαιτήση κάποιον καιρό, αποφασίζει στο μεταξύ να ρυθμίση την πορεία του επάνω σε κοινώς παραδεδεγμένους νόμους. Τούτο θ' αφίση το πνεύμα του ανεμπόδιστο από τις πιθανές συνέπειες των αμφιβολιών του σχετικά με την πρακτική. 

Page 58: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Αρχίζει  με  τον  σκεπτικισμό  απέναντι  των  αισθήσεων.  Μπορώ  ν'  αμφιβάλλω,  λέγει,  ότι κάθομαι εδώ, κοντά στη φωτιά, φορώντας τη ρόμπα μου; Ναι, γιατί κάποτε ονειρεύθηκα ότι ήμουνα  δω,  ενώ  στην  πραγματικότητα  ήμουνα  γυμνός  στο  κρεββάτι  μου.  (Οι  πυτζάμες,  ή έστω  οι  πουκαμίσες,  δεν  είχαν  ακόμη  εφευρεθή).  Εξάλλου  οι  τρελλοί  έχουν  κάποτε παραισθήσεις, είναι λοιπόν δυνατόν να βρίσκομαι σ' αυτή την περίπτωση. 

Εν  τούτοις  τα  όνειρα,  όπως  οι  ζωγράφοι,  εμφανίζουν  αντίγραφα  αληθινών  πραγμάτων, τουλάχιστον  καθ'  όσον  αφορά  τα  στοιχεία  των.  (Μπορείτε  να  ονειρευθήτε  ένα  φτερωτό άλογο, αλλά μόνον γιατί έχετε δει άλογα και φτερούγες). Συνεπώς η ενσώματη φύση γενικά, που  περιλαμβάνει  έκταση,  μέγεθος  και  αριθμό,  δυσκολότερα  αμφισβητείται  παρά  οι δοξασίες για τα επί μέρους πράγματα. Κατά συνέπειαν η αριθμητική και η γεωμετρία που δεν ασχολούνται με τα επί μέρους πράγματα, είναι περισσότερον βέβαιες από τη φυσική και την αστρονομία∙ είναι αληθινές ακόμη και για τα ονειρικά αντικείμενα που δεν διαφέρουν από τα πραγματικά  καθ'  όσον  αφορά  τον  αριθμό  και  την  έκταση.  Ωστόσο,  και  ως  προς  την αριθμητική  και  τη  γεωμετρία,  η  αμφιβολία  είναι  δυνατή.  Ενδέχεται  ο  Θεός  να  με παραπλανήση  και  να  κάνω  λάθος  όταν  προσπαθώ  να  υπολογίσω  τις  πλευρές  ενός τετραγώνου ή να προσθέσω το 2 στο 3. Ίσως αποτελεί σφάλμα, έστω και κατά φαντασίαν, ν' αποδίδεται τέτοια αστοργία στον Θεό, αλλά μπορεί να είναι κάποιος κακός δαίμονας, εξίσου πονηρός  και  δόλιος  όσο  και  δυνατός,  που  να  έβαλε  όλη  του  την  τέχνη  για  να  με παραπλανήση. Αν υπάρχει τέτοιος δαίμονας ενδέχεται όλα τα πράγματα που βλέπω να είναι μόνον ψευδαισθήσεις που χρησιμοποιεί σαν παγίδες στην ευπιστία μου. 

Απομένει  εν  τούτοις  κάτι  για  το  οποίον  δεν  μπορώ  ν'  αμφιβάλλω:  κανένας  δαίμονας, οσοδήποτε  πανούργος  και  αν  ήταν,  δεν  θα  μπορούσε  να  μ'  εξαπάτηση  εάν  δεν  υπήρχα. Μπορεί  να  μην  έχω  σώμα:  τούτο  μπορεί  να  είναι  ψευδαίσθηση.  Αλλ'  η  σκέψη  είναι  κάτι διαφορετικό. «Ενώ ήθελα να σκέπτωμαι ότι το κάθε τι είναι απατηλό, πρέπει, κατ' ανάγκην, εγώ που εσκεπτόμουν να ήμουν κάτι∙ και παρατηρώντας ότι αυτή η αλήθεια, Σκέπτομαι, άρα υπάρχω,  ήταν  σταθερή  και  τόσο  βέβαιη  ώστε  και  οι  πλέον  εξωφρενικές  υποθέσεις  των σκεπτικιστών  να  ήσαν  ανίκανες  να  την  κλονίσουν,  έκρινα  πως  μπορούσα  να  τη  δεχθώ αδίσταχτα ως την πρώτην αρχή της φιλοσοφίας που ζητούσα»39. 

Η  περικοπή  αυτή  αποτελεί  τον  πυρήνα  της  γνωσιολογικής  θεωρίας  του  Καρτέσιου,  και περιέχει το ουσιωδέστερο στοιχείο της φιλοσοφίας του. Πλείστοι φιλόσοφοι, από την εποχή του Καρτέσιου, απέδοσαν σημασία στη γνωσιολογική θεωρία, και τούτο οφείλεται κυρίως σ' αυτόν.  Το «σκέπτομαι, άρα υπάρχω»  καθιστά  τη διάνοια περισσότερο βέβαιη από την ύλη, και τη δική μου διάνοια (για μένα) περισσότερο βέβαιη από τις διάνοιες των άλλων. Έτσι, σε κάθε φιλοσοφία που πηγάζει από  τον Καρτέσιο,  υπάρχει μια  τάση προς  τον υποκειμενισμό και στο να θεωρείται η ύλη ως κάτι που μπορεί αν μπορεί, να γίνη γνωστό κατά συναγωγήν απ'  ό,τι  είναι  γνωστό δια  της διανοίας. Οι  δυο αυτές  τάσεις υπάρχουν  και  στον  ευρωπαϊκό ιδεαλισμό  και  στη  βρεταννική  εμπειριοκρατία—στον  πρώτο  θριαμβευτικά,  στη  δεύτερη αξιοθρήνητα. Κατά τα εντελώς τελευταία χρόνια κατεβλήθη προσπάθεια διαφυγής από αυτόν τον  υποκειμενισμό,  με  τη  φιλοσοφία  τη  γνωστή  υπό  το  όνομα  ινστρουμενταλισμός  [instrumentalism,  οργανοκρατία],  αλλά  δεν  θα  μιλήσω  γι'  αυτήν  τώρα.  Εξαιρέσει  αυτής,  η νεότερη φιλοσοφία δέχθηκε κατά μέγα μέρος τη διατύπωση των προβλημάτων της από τον Καρτέσιο, παρ' ότι δεν δέχεται και τις λύσεις του. 

Ο αναγνώστης θα θυμάται ότι ο Άγιος Αυγουστίνος διετύπωσε ένα επιχείρημα πολύ συναφές με  το cogito. Ωστόσον δεν  του  έδωσε προέχουσα θέση  και  το πρόβλημα που επρόκειτο δι' αυτού να λυθή, απασχόλησε μικρό μέρος των σκέψεών του. Την πρωτοτυπία του Καρτέσιου, συνεπώς,  πρέπει  να  την  παραδεχθούμε,  παρ'  ότι  συνίσταται  λιγότερο  στην  επινόηση  του επιχειρήματος παρά στη συνειδητοποίηση της σημασίας του. 

Έχοντας  εξασφαλίσει  τώρα  ένα  σταθερό  θεμέλιο,  ο  Καρτέσιος,  ανέλαβε  να  ξαναχτίση  το 

Page 59: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

οικοδόμημα της γνώσεως. Το εγώ που αποδείχθηκε ότι υπάρχει, έχει συναχθή από το γεγονός ότι σκέπτομαι, συνεπώς υπάρχω ενόσω σκέπτομαι, και μόνον τότε. Αν παύσω να σκέπτωμαι, δεν θα υπήρχε  τεκμήριο  της υπάρξεώς μου.  Είμαι  ένα πράγμα που σκέπτεται, μια ουσία, η όλη φύση ή  το είναι  της οποίας συνίσταται στο σκέπτεσθαι,  και που δεν χρειάζεται χώρο ή κάτι  το υλικό  για  την ύπαρξή  του. Η ψυχή,  συνεπώς,  είναι  εξ ολοκλήρου  ξεχωριστή από  το σώμα και είναι ευκολότερο να γνωσθή παρά το σώμα∙ θα ήταν αυτό που είναι, έστω και αν δεν υπήρχε σώμα. 

Ο Καρτέσιος κατόπιν διερωτάται: γιατί το cogito είναι τόσο πρόδηλο; Συμπεραίνει ότι τούτο συμβαίνει μόνον διότι είναι καθαρό και ευκρινές. Γι' αυτό και υιοθετεί ως γενικόν κανόνα την αρχή:  Όλα  τα  πράγματα  που  αντιλαμβανόμαστε  πολύ  καθαρά  και  πολύ  ευκρινώς  είναι αληθινά. Παραδέχεται, εν τούτοις, ότι είναι κάποτε δύσκολο να γνωρίζουμε ποια είναι αυτά τα πράγματα. 

Το «σκέπτεσθαι» χρησιμοποιείται από τον Καρτέσιο με πολύ πλατειά έννοια. Ένα πράγμα που σκέπτεται,  λέγει,  είναι  κάτι  που  αμφιβάλλει,  αντιλαμβάνεται,  συλλαμβάνει,  βεβαιώνει, αρνείται,  θέλει,  φαντάζεται  και  αισθάνεται—γιατί  το  αισθάνεσθαι,  όπως  συμβαίνει  στα όνειρα,  είναι  μια  μορφή  του  σκέπτεσθαι.  Εφ'  όσον  η  σκέψις  είναι  η  ουσία  της  διανοίας,  η διάνοια πρέπει πάντοτε να σκέπτεται, ακόμη και σε βαθύν ύπνο. 

Ο  Καρτέσιος  συνοψίζει  τώρα  το  ζήτημα  της  γνώσεώς  μας  των  σωμάτων.  Παίρνει  ως παράδειγμα  ένα  κομμάτι  κερί  από  την  κηρήθρα.  Μερικά  πράγματα  είναι  προφανή  στις αισθήσεις:  έχει  γεύση μελιού,  έχει άρωμα λουλουδιών,  έχει  κάποιο αισθητό  χρώμα,  σχήμα και μέγεθος, είναι σκληρό και ψυχρό, αν το κτυπήση κανείς αναδίνει κάποιον ήχο. Αλλ' αν το βάλετε  κοντά  στη  φωτιά,  οι  ιδιότητες  αυτές  μεταβάλλονται,  παρ'  ότι  το  κερί  παραμένει, συνεπώς  ό,τι  φάνηκε  στις  αισθήσεις  μας  δεν  ήταν  το  κερί  αυτό  καθαυτό.  Το  κερί  αυτό καθαυτό αποτελείται από έκταση, ευκαμψία και κίνηση, που νοούνται από τη διάνοια και όχι από τη φαντασία. Το πράγμα ‐ κερί, δεν μπορεί να είναι αυτό καθ' εαυτό αισθητό, εφ' όσον περικλείεται εξίσου σ' όλες τις εμφανίσεις του κεριού στις διάφορες αισθήσεις. Η αντίληψις του κεριού «δεν είναι όψις ή αφή ή φαντασία, αλλά εποπτεία της νοήσεως». Δεν βλέπω το κερί,  όπως  δεν  βλέπω  ανθρώπους  στο  δρόμο  όταν  βλέπω  καπέλλα  και  σακκάκια. «Αντιλαμβάνομαι  με  μόνη  τη  δύναμη  της  κρίσεως,  που  εδράζεται  στη  διάνοιά  μου,  ό,τι σκέφθηκα πως είδα με τα μάτια μου». Η γνώση δια των αισθήσεων είναι συγκεχυμένη και τη μεριζόμαστε με τα ζώα∙ αλλά τώρα έχω γυμνώσει το κερί από τα ενδύματά του και νοερά το διακρίνω γυμνό. Από το ότι βλέπω δια των αισθήσεών μου το κερί, συνάγεται με βεβαιότητα η ύπαρξή μου, αλλ' όχι και η ύπαρξη του κεριού. Η γνώση των εξωτερικών πραγμάτων πρέπει να γίνεται διά της διανοίας, όχι δια των αισθήσεων. 

Οδηγείται έτσι στην εξέταση των διαφόρων ειδών ιδεών. Η κοινότερη από τις πλάνες, λέγει ο Καρτέσιος,  είναι  το  να σκέπτομαι ότι  οι  ιδέες μου είναι όπως  τα πράγματα  του εξωτερικού κόσμου.  (Η λέξη «ιδέα», όπως χρησιμοποιείται από τον Καρτέσιο, περιλαμβάνει και τις κατ' αίσθησιν αντιλήψεις). Οι ιδέες φαίνεται να είναι τριών ειδών: 1) οι έμφυτες ιδέες, 2) οι ξένες ιδέες, που προέρχονται από τον εξωτερικό κόσμο, και 3) οι ιδέες που δημιουργώ μόνος μου. Υποθέτουμε φυσικά πως το δεύτερο είδος ιδεών είναι καθώς τα εξωτερικά αντικείμενα. Και το υποθέτουμε, εν μέρει διότι η φύση μας διδάσκει να σκεπτόμαστε έτσι, και εν μέρει διότι οι τέτοιες  ιδέες  έρχονται  ανεξάρτητα  από  τη  θέλησή  μας  (λ.χ.  δια  του  αισθήματος)  και  είναι συνεπώς λογικό να υποθέσω ότι κάτι ξένο αποτυπώνει την ομοιότητά του σε μένα. Αλλ' είναι λόγοι  επαρκείς;  Όταν  λέγω  ότι  «διδάχθηκα  από  τη  φύση»  αναφερόμενος  σε  κάτι  σχετικό, εννοώ απλώς ότι έχω κάποιαν τάση να το πιστέψω, και όχι ότι το βλέπω υπό φυσικό φως. Ό,τι γίνεται  ορατό  με  φυσικό  φως  δεν  μπορούμε  να  το  αρνηθούμε,  αλλά  μπορεί  να  έχουμε κάποιαν  τάση  προς  ό,τι  είναι  απατηλό.  Και  ως  προς  το  ότι  οι  εξ  αισθήσεως  ιδέες  είναι ακούσιες, δεν αποτελεί τούτο επιχείρημα, διότι τα όνειρα είναι ακούσια παρ' ότι προέρχονται εκ  των  έσω.  Κατά  συνέπειαν  οι  λόγοι  για  να  πιστεύουμε  ότι  οι  εξ  αισθήσεως  ιδέες 

Page 60: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

προέρχονται εκ των έξω, δεν είναι πειστικοί. 

Εκτός  αυτού  υπάρχουν  κάποτε  δυο  διαφορετικές  ιδέες  περί  του  ιδίου  εξωτερικού αντικειμένου, λ.χ. ο ήλιος όπως φαίνεται στις αισθήσεις και ο ήλιος στον οποίον πιστεύουν οι αστρονόμοι. Και οι δυο δεν είναι δυνατόν να είναι όπως ο ήλιος, και η λογική υποδεικνύει ότι η μια που προέρχεται κατ' ευθείαν από την εμπειρία πρέπει να είναι η λιγότερο όμοια με τον ήλιο από τις δυο. 

Αλλ'  οι  σκέψεις  αυτές  δεν  έχουν  εξουδετερώσει  τα  σκεπτικιστικά  επιχειρήματα  που δημιουργούσαν την αμφιβολία για την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου. Τούτο μπορεί να γίνη μόνον αν προηγουμένως αποδείξουμε την ύπαρξη του Θεού. 

Οι  αποδείξεις  του  Καρτέσιου  για  την  ύπαρξη  του  Θεού  δεν  είναι  πολύ  πρωτότυπες∙ προέρχονται  κυρίως  από  τη  Σχολαστική  φιλοσοφία.  Διατυπώθηκαν  πληρέστερα  από  τον Λάιμπνιτς και θα παραλείψω την εξέτασή τους ωσότου φθάσω σ' εκείνον. 

Όταν αποδειχθή η ύπαρξη του Θεού, όλα τ' άλλα πηγαίνουν εύκολα. Μιας και ο Θεός είναι πανάγαθος, δεν θα φερθή όπως ο απατηλός δαίμονας που φαντάσθηκε ο Καρτέσιος για να στηρίξη την αμφιβολία του. Τώρα ο Θεός μου ενέπνευσε τέτοια ισχυρή τάση να πιστεύω σε σώματα ώστε θα ήταν δόλιος αν δεν υπήρχαν∙ συνεπώς σώματα υπάρχουν. Εκτός αυτού, θα μου έχει δώσει την ικανότητα να διορθώνω τις πλάνες μου. Χρησιμοποιώ αυτή την ικανότητα όταν ακολουθώ την αρχή ότι κάθε τι το καθαρό και το ευκρινές είναι αληθινό. Και με βοηθεί να γνωρίζω τα μαθηματικά και τη φυσική επίσης, αν έχω υπ' όψη μου πως πρέπει να γνωρίζω την αλήθεια περί σωμάτων με μόνη τη διάνοια και όχι με τη διάνοια και το σώμα μαζί. 

Το  οικοδομητικό  μέρος  της  γνωσιολογικής  θεωρίας  του  Καρτέσιου  είναι  πολύ  λιγότερο ενδιαφέρον  από  το  προηγούμενο  εκθεμελιωτικό  της  μέρος.  Χρησιμοποιεί  κάθε  λογής σχολαστικά  αξιώματα,  όπως  λ.χ.  ότι  ένα  αποτέλεσμα  δεν  είναι  ποτέ  δυνατόν  να  είναι τελειότερο  από  την  αιτία  του,  που  έχουν  κατά  κάποιον  τρόπο  διαφύγει  την  αρχική  κριτική διερεύνηση. Δεν παρέχεται καμμιά δικαιολογία για την αποδοχή των αξιωμάτων αυτών, παρ' ότι φυσικά  είναι  πολύ  λιγότερο αυταπόδεικτα από  την πραγματικότητα  της  υπάρξεως,  που αποδεικνύεται  εν  χορδαίς  και  οργάνοις.  Ο  Πλάτων,  ο  Άγιος  Αυγουστίνος  και  ο  Θωμάς  ο Ακυινάτης περιέχουν τα πλείστα των καταφατικών στοιχείων στους Στοχασμούς. 

Η μέθοδος της κριτικής αμφιβολίας, παρ' ότι ο  ίδιος ο Καρτέσιος τη χρησιμοποίησε με μισή καρδιά, ήταν μεγάλης φιλοσοφικής σημασίας. Είναι φανερό από λογική πλευρά, ότι μπορεί ν' αποδώση  θετικά  αποτελέσματα  αν  ο  σκεπτικισμός  σταματήση  κάπου.  Εάν  πρόκειται  να αποκτηθή και λογική και εμπειρική γνώση, πρέπει να υπάρχουν δυο είδη σημείων ανακοπής: αδιαμφισβήτητα γεγονότα και αδιαμφισβήτητες συμπερασματικές αρχές. Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα  του  Καρτέσιου  είναι  οι  προσωπικές  του  σκέψεις—  χρησιμοποιώντας  τον  όρο «σκέψη» στην πιο πλατειά δυνατή του έννοια. Το «σκέπτομαι» είναι η βασική του πρόταση. Εδώ, η προσωπική αντωνυμία «Εγώ» που εξυπονοείται, είναι πραγματικά αθέμιτη∙ έπρεπε να διατυπώση τη βασική του πρόταση υπό τη μορφή «υπάρχουν σκέψεις». Η αντωνυμία «Εγώ» είναι  γραμματικά  βολική,  αλλά  δεν  περιγράφει  ένα  δεδομένο.  Όταν,  προχωρώντας,  λέγει: «Είμαι ένα πράγμα που σκέπτεται» χρησιμοποιεί άκριτα το σύστημα των κατηγοριών που του κληροδότησε η Σχολαστική φιλοσοφία. Πουθενά δεν αποδεικνύει ότι οι σκέψεις χρειάζονται ένα σκεπτόμενον άνθρωπο, ούτε και υπάρχει λόγος για να το πιστέψη κανείς εκτός μόνον από γραμματική  άποψη.  Εν  τούτοις,  η  απόφαση  να  θεωρούνται  μάλλον  οι  σκέψεις  παρά  τα εξωτερικά αντικείμενα ως οι πρωταρχικές εμπειρικές βεβαιότητες, ήταν πολύ σημαντική και είχαν βαθύτατη επίδραση σ' ολόκληρη τη μετέπειτα φιλοσοφία. 

Από  δυο  άλλες  πλευρές  η  φιλοσοφία  του  Καρτέσιου  ήταν  σημαντική.  Πρώτον:  έφερε  σε πληρότητα, ή πολύ κοντά στην πληρότητα,  τη διαρχία διανοίας και ύλης που άρχισε με τον 

Page 61: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Πλάτωνα και αναπτύχθηκε, κυρίως για θρησκευτικούς λόγους, από τη Χριστιανική φιλοσοφία. Παραβλέποντας τις περίεργες συναλλαγές με το εγκεφαλικό κωνάριο, που είχαν απορριφθή από  τους  οπαδούς  του  Καρτέσιου,  το  Καρτεσιανό  σύστημα  παρουσιάζει  δυο  παράλληλους αλλ' ανεξάρτητους κόσμους, τον κόσμο της διανοίας και τον κόσμο της ύλης, ο καθένας από τους οποίους μπορεί να μελετηθή χωρίς να ανάγεται στον άλλον. Ότι η διάνοια δεν κινεί το σώμα ήταν μια ιδέα καινούργια, οφειλόμενη ως προς τη διατύπωσή της στον Γκέλινκς αλλά ως προς την ουσία της στον Καρτέσιο. Είχε το πλεονέκτημα ότι κατέστησε δυνατό να λεχθή ότι το σώμα δεν κινεί τη διάνοια. Υπάρχει μια διεξοδική συζήτηση στους Στοχασμούς κατά πόσον η ψυχή  [η διάνοια] αισθάνεται «λύπη» όταν το σώμα διψά. Η σωστή Καρτεσιανή απάντηση ήταν ότι το σώμα και η ψυχή ήσαν σαν δυο ρολόγια που όταν το ένα έδειχνε «δίψα» το άλλο έδειχνε «λύπη».  Εν  τούτοις, από θρησκευτική άποψη, υπήρχε ένα σοβαρό μειονέκτημα στη θεωρία  τούτη∙  και  αυτό  με  φέρει  στο  δεύτερο  χαρακτηριστικό  του  Καρτεσιανισμού,  που υπαινισσόμουνα παραπάνω. 

Στην  όλη  θεωρία  του  υλικού  κόσμου,  ο  Καρτεσιανισμός  ήταν  αυστηρά  ντετερμινιστικός.  Οι ζώντες οργανισμοί όπως και η νεκρή ύλη διέπονταν από τους φυσικούς νόμους∙ δεν υπήρχε πια  ανάγκη,  όπως  στην  Αριστοτελική  φιλοσοφία,  κάποιας  εντελέχειας40  ή  ψυχής  για  να εξηγήση  την  ανάπτυξη  των  οργανισμών  και  τις  κινήσεις  των  ζώων.  Ο  ίδιος  ο  Καρτέσιος επέτρεψε  μια  μικρή  εξαίρεση:  η  ανθρώπινη  ψυχή  θα  μπορούσε,  δια  της  βουλήσεως,  να μεταβάλη την κατεύθυνση, αλλ' όχι και την ποσότητα της κινήσεως των ζωικών πνευμάτων. Τούτο, όμως, ήταν αντίθετο προς το πνεύμα του συστήματος και αποδείχθηκε αντίθετο προς τους νόμους της μηχανικής∙ γι' αυτό και απορρίφθηκε. Το αποτέλεσμα ήταν όλες οι κινήσεις της ύλης να καθορίζονται από φυσικούς νόμους λόγω δε του παραλληλισμού και τα ψυχικά συμβάντα  όφειλαν  εξίσου  να  είναι  καθορισμένα.  Για  το  λόγο  αυτό  οι  Καρτεσιανοί αντιμετώπιζαν  προβλήματα  σχετικά  με  την  ελευθερία  της  βουλήσεως.  Και  για  κείνους  που απέδιδαν μεγαλύτερη προσοχή στην επιστήμη του Καρτέσιου παρά στη γνωσιολογική θεωρία του, δεν ήταν δύσκολο να εκτείνουν τη θεωρία κατά την οποίαν τα ζώα είναι αυτόματα: γιατί να  μην  ειπούμε  το  ίδιο  και  για  τους  ανθρώπους  και  να  μην  απλοποιηθή  το  σύστημα μεταβάλλοντάς το σε συνεπή ματεριαλισμό; Το βήμα τούτο έγινε πράγματι κατά τον δέκατον όγδοον αιώνα. 

Υπάρχει  στον  Καρτέσιο  ένας  αξεπέραστος  διχασμός  μεταξύ  εκείνου  που  είχε  μάθει  από  τη σύγχρονή  του  επιστήμη  και  της  Σχολαστικής φιλοσοφίας  που  είχε  διδαχθή στο  κολλέγιο  La Flèche. Κι αυτό τον οδήγησε σε ασυνέπειες αλλά ταυτόχρονα τον κατέστησε πλουσιότερο σε γόνιμες ιδέες από οποιονδήποτε άλλον φιλόσοφο με συνεπές λογικό σύστημα. Η συνέπεια θα τον  έκαμνε  ίσως  ιδρυτή  κάποιου  νέου  Σχολαστικισμού,  ενώ  η  ασυνέπεια  τον  έκαμε κεφαλόβρυσο δυο σημαντικών αλλά διισταμένων σχολών φιλοσοφίας. 

Page 62: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ ΣΠΙΝΟΖΑ 

Ο  ΣΠΙΝΟΖΑ  (1632‐77)  είναι  ο  ευγενέστερος  και  ο  πιο  αξιαγάπητος  από  τους  μεγάλους φιλοσόφους. Πνευματικά,  μερικοί άλλοι  τον  ξεπέρασαν,  αλλ'  από ηθικής πλευράς υπερέχει όλων. Κατά φυσική συνέπεια, καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του και επί ένα αιώνα μετά το θάνατό του, εθεωρείτο σαν ένας άνθρωπος απίστευτης αχρειότητας. Γεννήθηκε Εβραίος, αλλ' οι Εβραίοι τον αφόρισαν. Οι Χριστιανοί τον απεχθάνονταν εξίσου∙ παρ' ότι η όλη φιλοσοφία του  κυριαρχείται  από  την  ιδέα  του  Θεού,  οι  ορθόδοξοι  τον  κατηγορούσαν  επί  αθεΐα.  Ο Λάιμπνιτς, που του όφειλε τόσα, έκρυψε το χρέος του και απέφυγε προσεκτικά να πει έστω και  μια  λέξη  προς  έπαινό  του,  έφτασε  μάλιστα  και  να  πει  ψέματα  καθ'  όσον  αφορά  την έκταση της γνωριμίας του με τον αιρετικόν Ιουδαίο. 

Η  ζωή  του  Σπινόζα  ήταν  πολύ  απλή.  Η  οικογένειά  του  είχε  έρθει  από  την  Ισπανία  στην Ολλανδία ή ίσως και από την Πορτογαλία, για ν' αποφύγη την Ιερή Εξέταση. Ο ίδιος είχε λάβει την ιουδαϊκή μόρφωση αλλά το βρήκε αδύνατο να παραμείνη ορθόδοξος Ιουδαίος. Του είχαν προσφέρει 1000 φλωρίνια το χρόνο για να κρύψη τις αμφιβολίες του∙ όταν αρνήθηκε, έγινε μια απόπειρα να τον δολοφονήσουν∙ όταν η απόπειρα απέτυχε τον καταράσθηκαν μ' όλες τις κατάρες  του  Δευτερονομίου  και  με  την  κατάρα  που  έδωσε  ο  Ελισαίος  στα  παιδιά  και  τα κομμάτιασαν  δυο  θηλυκές  αρκούδες41.  Αλλά  οι  αρκούδες  δεν  κατασπάραξαν  τον  Σπινόζα. Έζησε  ήρεμα,  πρώτα  στο  Άμστερδαμ  και  κατόπιν  στη  Χάγη,  και  εκέρδιζε  τη  ζωή  του στιλβώνοντας  φακούς.  Οι  ανάγκες  του  ήσαν  λίγες  και  απλές  και  σ'  όλη  του  τη  ζωή  έδειξε σπάνια αδιαφορία προς  το  χρήμα. Οι  λίγοι που  τον ήξεραν,  τον αγαπούσαν, ακόμη κι όταν δεν  συμμερίζονταν  τις  ιδέες  του.  Ο  Ολλανδική  Κυβέρνηση,  με  τη  χαρακτηριστική  της φιλελευθεροσύνη,  ανεχόταν  τις  γνώμες  του  για  τα  θεολογικά  ζητήματα,  παρ'  ότι  κάποτε βρέθηκε  σε  δύσκολη  θέση  από  πολιτική  άποψη,  γιατί  είχε  ταχθή  υπέρ  των  Ντε  Βιττ  [de Witts]42  εναντίον  του  Οίκου  της  Οράγγης.  Σε  ηλικία  μόλις  σαραντατριών  ετών  πέθανε  από φθίση. 

Το  κύριο  έργο  του,  η  Ηθική  δημοσιεύθηκε  μετά  το  θάνατό  του.  Προτού  την  εξετάσουμε, πρέπει  να ειπούμε δυο λόγια για τα δυο άλλα έργα του τη Θεολογικο‐Πολιτική Πραγματεία [Tractatus  Theologico‐Politicus]  και  την  Πολιτική  Πραγματεία  [Tractatus  Politicus],  Η προηγούμενη είναι ένα περίεργο κράμα βιβλικής κριτικής και πολιτικής θεωρίας∙ η δεύτερη ασχολείται  μόνον  με  την  πολιτική  θεωρία.  Στη  βιβλική  κριτική  του  ο  Σπινόζα  προλαμβάνει σχεδόν τις νεότερες απόψεις,  ιδίως στον καθορισμό πολύ μεταγενέστερων χρονολογιών στα διάφορα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, από εκείνες που αναφέρει η παράδοση. Προσπαθεί γενικά  ν'  αποδείξη  ότι  οι  Γραφές  μπορούν  να  ερμηνευθούν  κατά  τρόπον  ώστε  να συμβαδίζουν με μια φιλελεύθερη θεολογία. 

Η πολιτική θεωρία του Σπινόζα πηγάζει κυρίως από τον Χομπς, παρά την τεράστια διαφορά ιδιοσυγκρασίας μεταξύ των δύο ανδρών. Υποστηρίζει ότι στη φυσική κατάσταση δεν υπάρχει διαφορά  μεταξύ  δικαίου  και  αδίκου  διότι  το  άδικο  συνίσταται  στην  ανυπακοή  στο  νόμο. Υποστηρίζει  ότι  ο ηγεμών δεν μπορεί  να αδικεί  και συμφωνεί με  τον Χομπς ότι  η  Εκκλησία πρέπει  να  υπόκειται  εξ  ολοκλήρου  στο  κράτος.  Αντιτίθεται  σε  κάθε  ανταρσία,  ακόμη  και εναντίον  μιας  κακής  κυβερνήσεως,  και  φέρνει  για  παράδειγμα  τις  ταραχές  στην  Αγγλία ως απόδειξη της ζημιάς που προκαλεί από τη βίαιη αντίσταση κατά της εξουσίας. Αλλά διαφωνεί με  τον Χομπς στη γνώμη  του ότι η δημοκρατία είναι «η φυσικότερη» μορφή πολιτεύματος. Διαφωνεί  επίσης  στην  άποψή  του  ότι  οι  υπήκοοι  πρέπει  να  θυσιάζουν όλα  τα  δικαιώματά τους  στον  ηγεμόνα.  Ιδιαίτερα,  θεωρεί  την  ελευθερία  της  γνώμης  πράγμα  σπουδαίο.  Δεν καταλαβαίνω πολύ καλά πώς συμβιβάζει αυτή  τη  γνώμη με  την άποψη ότι  τα θρησκευτικά 

Page 63: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ζητήματα  πρέπει  να  ρυθμίζονται  από  το  κράτος.  Νομίζω  ότι  εννοεί  πως  θα  έπρεπε  να ρυθμίζονται από  το κράτος μάλλον παρά από  την Εκκλησία∙ στην Ολλανδία  το κράτος ήταν πολύ πιο ανεξίθρησκο από την Εκκλησία. 

Η Ηθική  του  Σπινόζα  πραγματεύεται  τρία  διαφορετικά  θέματα.  Αρχίζει  με  τη  μεταφυσική∙ προχωρεί  κατόπιν  στην  ψυχολογία  των  παθών  και  της  βουλήσεως,  και  τελικά  εκθέτει  μια ηθική βασισμένη στη μεταφυσική και στην ψυχολογία που έχει αναπτύξει. Η μεταφυσική του είναι  μια  παραλλαγή  της  μεταφυσικής  του  Καρτέσιου∙  η  ψυχολογία  του  υπενθυμίζει  τον Χομπς, αλλ' η ηθική είναι πρωτότυπη και αυτή αποτελεί και τη μεγαλύτερη αξία του βιβλίου. Η σχέση του Σπινόζα με τον Καρτέσιο, είναι κατά κάποιον τρόπο παρόμοια με τη σχέση του Πλωτίνου  προς  τον  Πλάτωνα.  Ο  Καρτέσιος  ήταν  ένας  πολύπλευρος  άνθρωπος,  γεμάτος πνευματική περιέργεια, αλλά χωρίς να την παραφορτώνει με ηθικό ζήλο. Παρ' ότι επινόησε «αποδείξεις»  προορισμένες  να  υποστηρίξουν  ορθόδοξες  δοξασίες,  θα  μπορούσε  να χρησιμοποιηθή  και  από  σκεπτιστικές,  όπως  ο  Καρνεάδης  χρησιμοποίησε  τον  Πλάτωνα.  Ο Σπινόζα, μολονότι δεν του έλειπαν τα επιστημονικά ενδιαφέροντα,  έγραψε μάλιστα και μια πραγματεία για το ουράνιο τόξο, ενδιαφέρονταν προπάντων για τη θρησκεία και την αρετή. Δέχθηκε από τον Καρτέσιο και  τους συγχρόνους του μια ματεριαλιστική και ντετερμινιστική φυσική, και ζήτησε, μέσα στο πλαίσιο τούτο, να βρει ένα χώρο για την ευσέβεια και μια ζωή αφοσιωμένη  στον  Θεό.  Η  προσπάθειά  του  υπήρξε  σπουδαία  και  υποκινεί  τον  θαυμασμό ακόμη και σ' εκείνους που δεν την πιστεύουν επιτυχή. 

Το μεταφυσικό σύστημα του Σπινόζα είναι του τύπου που εγκαινίασε ο Παρμενίδης. Υπάρχει μόνον  μια  ουσία,  «Θεός  ή  Φύσις»∙  τίποτε  το  πεπερασμένο  δεν  είναι  αυθυπόστατο.  Ο Καρτέσιος παραδέχονταν τρεις ουσίες, τον Θεό, τη διάνοια και την ύλη∙ αλήθεια είναι πως και γι' αυτόν ακόμη, ο Θεός ήταν κατά κάποιον τρόπο περισσότερον ουσιαστικός από τη διάνοια και την ύλη, εφ' όσον τα δημιούργησε, και θα μπορούσε, αν το ήθελε,  να τα αφανίση. Αλλ' ανεξάρτητα  από  τη  σχέση  τους ως  προς  την  παντοδυναμία  του Θεού,  η  διάνοια  και  η  ύλη ήσαν  δυο  ανεξάρτητες  ουσίες,  καθοριζόμενες  αντιστοίχως  από  τα  κατηγορήματα  της σκέψεως και της εκτάσεως. Ο Σπινόζα δεν παραδέχεται κανένα απ' αυτά. Γι' αυτόν, σκέψις και έκτασις  είναι  και  τα  δυο  κατηγορήματα  του  Θεού.  Ο  Θεός  έχει  επίσης  απειρίαν  άλλων κατηγορημάτων,  αφού  πρέπει  να  είναι  από  κάθε  άποψη άπειρος∙  αλλ'  αυτά  τα  άλλα  είναι άγνωστα σε μας. Οι ατομικές ψυχές και  τα μεμονωμένα τεμάχια ύλης για τον Σπινόζα είναι επιθετικοί προσδιορισμοί∙ δεν είναι πράγματα αλλ' απλώς όψεις του θείου Όντος. Δεν μπορεί να υπάρχει προσωπική αθανασία, όπως πιστεύουν οι Χριστιανοί, αλλά μόνον το απρόσωπο εκείνο είδος που συνίσταται στην ολοένα και πληρέστερη ένωση με τον Θεό. Τα πεπερασμένα πράγματα  καθορίζονται  από  τα  όριά  των,  φυσικά  ή  λογικά,  δηλαδή  δια  του  τι  δεν  είναι: «Κάθε καθορισμός είναι άρνησις». Μονάχα ένα Ον μπορεί να είναι εξ ολοκλήρου θετικό και αυτό πρέπει να είναι απολύτως άπειρο. Εξ αυτού, ο Σπινόζα φθάνει σ' ένα πλήρη και αμιγή πανθεϊσμό. 

Το  κάθε  τι,  κατά  τον  Σπινόζα,  διέπεται  από  απόλυτη  λογική  αναγκαιότητα.  Δεν  υπάρχει ελεύθερη  βούληση  στην  ψυχική  σφαίρα,  ή  τύχη  στον  φυσικό  κόσμο.  Παν  ό,τι  συμβαίνει αποτελεί  εκδήλωση  της  ανεξιχνίαστης  φύσης  του  Θεού,  και  είναι  λογικώς  αδύνατο  τα γεγονότα να είναι διαφορετικά από ό,τι είναι. Αλλά τούτο δημιουργεί προβλήματα καθ' όσον αφορά  την  αμαρτία  και  οι  επικριταί  του  δεν  παρέλειψαν  να  το  επισημάνουν.  Ένας  από αυτούς, παρατηρώντας ότι το παν κατά τον Σπινόζα αποφασίζεται από τον Θεό και συνεπώς είναι  καλόν,  ρωτάει  αγανακτημένα: «Καλά,  λοιπόν,  έκανε  ο Νέρων  και  σκότωσε  τη  μητέρα του;  Καλά έκανε ο Αδάμ και  έφαγε  το μήλο;». Ο Σπινόζα απαντά ότι  κάθε  τι  το θετικό στις πράξεις  αυτές  ήταν  καλό,  και  μόνον  ό,τι  ήταν  αρνητικό  ήταν  κακό∙  αλλ'  η  άρνηση  υπάρχει μόνον  από  την  άποψη  των  πεπερασμένων  πλασμάτων.  Στον  Θεό,  που  μόνος  αυτός  είναι απολύτως πραγματικός, δεν υπάρχει άρνηση, και συνεπώς το κακόν σ' αυτά που φαίνονται σε μας αμαρτήματα, δεν υπάρχει όταν τα βλέπουμε ως μέρη ενός όλου. Το δόγμα τούτο, παρ' 

Page 64: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ότι,  με  τη  μια  ή  την  άλλη  μορφή,  έχει  υποστηριχθή  από  πλείστους «μυστικούς»,  δεν  είναι δυνατόν να συμβιβασθή, ασφαλώς, με το ορθόδοξο δόγμα περί αμαρτίας και τιμωρίας. Είναι συνδεδεμένο  με  την  πλήρη,  από  μέρους  του  Σπινόζα,  απόρριψη  της  ελευθερίας  της βουλήσεως.  Μολονότι  δεν  ήταν  διόλου  εριστικός,  ο  Σπινόζα  ήταν  πάρα  πολύ  τίμιος  για  ν' αποκρύψη τις αντιλήψεις του οσοδήποτε ενοχλητικές και αν ήσαν για τους συγχρόνους του∙ η απέχθεια συνεπώς προς τη διδασκαλία του δεν είναι εκπληκτική. 

Η Ηθική εκτίθεται στο ύφος του Ευκλείδη, με ορισμούς, αξιώματα και θεωρήματα∙ το κάθε τι μετά  τα  αξιώματα,  υποτίθεται  ότι  αποδεικνύεται  επακριβώς  δια  του  παραγωγικού συλλογισμού.  Και αυτό  τον  κάμνει  μάλλον δυσκολοδιάβαστο.  Ένας σύγχρονος μελετητής,  ο οποίος δεν μπορεί να υποθέση ότι υπάρχουν λεπτομερείς «αποδείξεις» των πραγμάτων που θέλει να εδραιώση, μοιραίως δυσφορεί με τις αποδεικτικές λεπτομέρειες που πράγματι δεν αξίζει τον κόπο να τις μάθη. Του είναι αρκετό να διαβάση τη διατύπωση των προτάσεων και να μελετήση  τα σχόλια,  που περιέχουν ό,τι  καλύτερο  έχει  η Ηθική. Αλλά θάδειχνε  έλλειψη κατανοήσεως αν  έψεγε  τον  Σπινόζα  για  τη  γεωμετρική  του μέθοδο.  Αποτελούσε ουσία  του συστήματός  του,  ηθικά  όσο  και  μεταφυσικά,  να  υποστηρίζει  ότι  τα  πάντα  είναι  δυνατόν  ν' αποδειχθούν  και  γι'  αυτό  ήταν  ουσιώδες  για  'κείνον  να  εμφανίζει  αποδείξεις.  Εμείς  δεν μπορούμε  να  δεχθούμε  τη  μέθοδό  του,  αλλά  τούτο  συμβαίνει  διότι  δεν  μπορούμε  να δεχθούμε τη μεταφυσική του. Δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι οι αλληλοσυναρτήσεις  των μερών  του  σύμπαντος  είναι  λογικές,  γιατί  πιστεύουμε  ότι  οι  επιστημονικοί  νόμοι ανακαλύπτονται με την παρατήρηση και όχι με τον συλλογισμό απλώς. Αλλά για τον Σπινόζα η γεωμετρική  μέθοδος  ήταν  αναγκαία  και  ήταν  συνδεδεμένη  με  τα  ουσιωδέστερα  μέρη  της θεωρίας του. 

Έρχομαι τώρα στη θεωρία του Σπινόζα περί των συγκινήσεων. Η θεωρία αυτή έρχεται ύστερα από μια μεταφυσική συζήτηση περί της φύσεως και της καταγωγής της διανοίας που οδηγεί στην  εκπληκτική  πρόταση  ότι  «η  ανθρώπινη  διάνοια  έχει  τέλεια  γνώση  της  αιώνιας  και άπειρης ουσίας του Θεού». Αλλά τα πάθη, που συζητούνται στο Τρίτο Βιβλίο της Ηθικής, μας περισπούν και συσκοτίζουν την πνευματική μας όραση του συνόλου. «Το κάθε τι, μας λέγει, που έχει την ύπαρξή του εν εαυτώ [είναι, δηλαδή, αυταίτιον] προσπαθεί να διατηρηθή στην ύπαρξή  του».  Εξ  αυτού  προκύπτει  έρωτας  και  μίσος  και  αγώνας.  Η  ψυχολογία  του  Τρίτου Βιβλίου είναι εξ ολοκλήρου εγωιστική. «Εκείνος που αντιλαμβάνεται ότι  το αντικείμενο  του μίσους  του  καταστρέφεται,  θα  αισθανθή  ευχαρίστηση».  «Αν  αντιληφθούμε  ότι  κάποιος βρίσκει  ευχαρίστηση  σε  κάτι,  που  μονάχα  ένα  πρόσωπο  μπορεί  να  το  κατέχει,  θα προσπαθήσουμε να τα καταφέρουμε έτσι ώστε το πρόσωπο αυτό να μην το αποκτήση». Αλλά και στο Βιβλίο ακόμη τούτο υπάρχουν στιγμές όπου ο Σπινόζα εγκαταλείπει την εμφάνιση του μαθηματικά  αποδεδειγμένου  κυνισμού,  όπως  όταν  λέγει:  «Το  μίσος  αυξάνει  όταν  είναι αμοιβαίο,  και  μπορεί  εξάλλου  να  καταστραφή  από  την  αγάπη».  Κατά  τον  Σπινόζα  η αυτοσυντήρηση είναι το βασικό κίνητρο των παθών∙ αλλ' η αυτοσυντήρηση μεταβάλλει τον χαρακτήρα της, όταν αντιλαμβανόμαστε ότι το πραγματικό και θετικό σε μας, είναι αυτό που μας ενώνει με το σύνολο, και όχι αυτό που διατηρεί την εμφάνιση του χωρισμού. 

Τα  δυο  τελευταία  βιβλία  της  Ηθικής,  που  τιτλοφορούνται  αντιστοίχως  «Περί  ανθρωπινής δουλείας,  ή  η  δύναμη  των  συγκινήσεων»  και  «Περί  της  δυνάμεως  της  νοήσεως,  ή  περί ανθρωπίνης ελευθερίας», είναι και τα πιο ενδιαφέροντα. Βρισκόμαστε σε δουλεία, αναλόγως του αν ό,τι μας συμβαίνει καθορίζεται από εξωτερικά αίτια, και είμαστε ελεύθεροι αναλόγως του αν  είμαστε αυτεξούσιοι. Ο  Σπινόζα,  όπως ο  Σωκράτης  και  ο Πλάτων,  πιστεύει  ότι  κάθε κακή  πράξη  οφείλεται  σε  διανοητική  πλάνη:  ο  άνθρωπος  που  αντιλαμβάνεται  πλήρως  τις συνθήκες  της  προσωπικής  του  ζωής  θα  ενεργεί  με  σύνεση,  και  θα  είναι  μάλιστα  ευτυχής μπροστά  σ'  ό,τι  σ'  έναν  άλλον  θα  μπορούσε  να  αποτελεί  συμφορά.  Δεν  επικαλείται  τον αλτρουισμό∙  διατείνεται  ότι  η  αυτοζήτηση,  κατά  κάποιον  τρόπο,  και  ιδιαίτερα  η αυτοσυντήρηση, κυβερνούν την όλη ανθρώπινη συμπεριφορά. «Καμμιά αρετή δεν μπορεί να 

Page 65: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

διεκδικήση προτεραιότητα απέναντι στην προσπάθεια της αυτοπεριφρουρήσεώς μας». Αλλ' η αντίληψή του ως προς το τι ο συνετός άνθρωπος θα θεωρήση ως σκοπό της αυτοζητήσεως, διαφέρει  από  του  κοινού  εγωιστή:  «Το  υψηλότερο  αγαθό  της  διανοίας  είναι  η  γνώση  του Θεού,  και  η  ύψιστη  αρετή  της  διανοίας  είναι  να  γνωρίζει  τον  Θεό».  Οι  συγκινήσεις ονομάζονται  «πάθη»  όταν  πηγάζουν  από  ατελείς  ιδέες∙  τα  πάθη  σε  διαφορετικούς ανθρώπους μπορεί να συγκρούονται, αλλ' οι άνθρωποι που ζούνε σύμφωνα με τη λογική, θα συμφωνούν μεταξύ τους. Η ηδονή43 καθ' εαυτήν είναι καλή, αλλ' η ελπίδα και ο φόβος είναι κακά, το ίδιο επίσης και η ταπεινοφροσύνη και η μετάνοια: «όποιος μετανοεί για μια πράξη είναι  διπλά  άθλιος  ή  ανήμπορος».  Ο  Σπινόζα  θεωρεί  τον  χρόνο  ως  μη  πραγματικό  και συνεπώς  όλες  οι  συγκινήσεις  που  αναφέρονται  ουσιαστικά  σ'  ένα  γεγονός  μελλοντικό  ή περασμένο,  είναι  παράλογες.  «Εφ'  όσον  η  διάνοια  συλλαμβάνει  ένα  πράγμα  με  την υπαγόρευση  της λογικής,  επηρεάζεται εξίσου, αδιαφόρως του αν η  ιδέα αναφέρεται σ'  ένα πράγμα παρόν, παρελθόν ή μέλλον». 

Η ρήση είναι δυσκολονόητη, αλλ' αποτελεί μέρος της ουσίας του συστήματος του Σπινόζα και πρέπει  κάπως  να  ενδιατρίψουμε.  Κατά  το  λαϊκό  γνωμικό «όλα  είναι  καλά όταν  τελειώνουν καλά»44∙  αν  το  σύμπαν  βελτιώνεται  βαθμιαία,  σχηματίζουμε  ευνοϊκότερη  γνώμη  γι'  αυτά, παρ' όταν βαθμιαία χειροτερεύει, κι όταν, έστω, το ποσοστό του καλού και του κακού είναι το ίδιο  και  στις  δυο  περιπτώσεις.  Ενδιαφερόμαστε  περισσότερο  για  μια  καταστροφή  που συμβαίνει στην εποχή μας παρά στην εποχή του Τζενγκίς Χαν. Κατά τον Σπινόζα, αυτό είναι παράλογο.  Ο,τιδήποτε  συμβαίνει,  αποτελεί  μέρος  του  αιώνιου  άχρονου  κόσμου,  όπως  τον βλέπει  ο  Θεός∙  γι'  Αυτόν,  η  χρονολογία  είν'  εντελώς  άσχετη.  Ο  σοφός  άνθρωπος,  κατά  το μέτρο  που  επιτρέπει  το  ανθρώπινο  πεπερασμένο,  προσπαθεί  να  δει  τον  κόσμο  όπως  τον βλέπει ο Θεός sub specie aeternitatis, δηλ. υπό το πρίσμα της αιωνιότητος. Αλλά, μπορεί να αντιτείνετε,  ασφαλώς  έχουμε  δίκηο  να  ενδιαφερόμαστε  περισσότερο  για  τις  μελλοντικές συμφορές,  που  ενδεχομένως  είναι  δυνατόν  ν'  αποφευχθούν,  παρά  για  τις  περασμένες καταστροφές  για  τις  οποίες  δεν  μπορούμε  να  κάνουμε  τίποτε.  Στο  επιχείρημα  τούτο  ο ντετερμινισμός του Σπινόζα παρέχει την απάντηση. Μόνον η άγνοιά μας κάνει να νομίζουμε ότι  μπορούμε  να  μεταβάλουμε  το  μέλλον∙  ό,τι  είναι  να  γίνη  θα  γίνη,  και  το  μέλλον  είναι εξίσου  ανάλλαχτα  καθορισμένο  όπως  και  το  παρελθόν.  Γι'  αυτό,  η  ελπίδα  και  ο  φόβος καταδικάζονται∙ και τα δυο εξαρτώνται από το γεγονός ότι θεωρούμε το μέλλον ως αβέβαιο, και συνεπώς προκαλούνται από την έλλειψη σοφίας. 

Όταν  αποκτούμε,  κατά  τη  δυνατότητά  μας,  μια  θέα  του  κόσμου  ανάλογη  με  του  Θεού, βλέπουμε  το  κάθε  τι  σαν  μέρος  του  συνόλου,  και  σαν  αναγκαίο  για  την  καλότητα  του συνόλου. Συνεπώς «η γνώση του κακού είναι ατελής γνώση». Ο Θεός δεν γνωρίζει το κακό, γιατί  δεν  υπάρχει  κακό  για  να  το  γνωρίσει∙  η  εμφάνιση  του  κακού  προκύπτει  από  το  ότι κυττάζουμε μέρη του σύμπαντος ως να ήσαν αυθυπόστατα. 

Η θεωρία του Σπινόζα σκοπεί να ελευθερώση τον άνθρωπο από την τυραννία του φόβου. «Ο ελεύθερος άνθρωπος δεν συλλογίζεται διόλου τον θάνατο, και η σοφία του δεν είναι μελέτη θανάτου αλλά ζωής». Ο Σπινόζα ρύθμισε απόλυτα τη βίωσή του επάνω στο αξίωμα τούτο. Την τελευταία μέρα της ζωής του ήταν απόλυτα ήρεμος, διόλου σ' έξαψη, όπως και ο Σωκράτης στον Φαίδωνα, κουβεντιάζοντας σαν κάθε μέρα, για θέματα που ενδιέφεραν τον συνομιλητή του. Αντίθετα με μερικούς άλλους φιλοσόφους, όχι μόνον πίστευε στις θεωρίες του, αλλά και τις  εφάρμοζε.  Δεν  γνωρίζω  περίπτωση,  παρά  τις  προκλήσεις  που  αντιμετώπιζε,  να παρασύρθηκε σ' έξαψη ή σε θυμό που η ηθική του καταδίκαζε. Στην αντιδικία ήταν ευγενής και λογικός, μη καταδικάζοντας ποτέ, αλλά καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια για να πείση. 

Εφ' όσον αυτό που μας συμβαίνει προέρχεται από τον εαυτό μας, είναι καλό∙ μόνον αυτό που προέρχεται  εκ  των  έξω  είναι  κακό.  «Εφ'  όσον  όλα  τα  πράγματα  των  οποίων  ο  άνθρωπος αποτελεί το ποιητικόν αίτιον [την ενεργόν αιτίαν] είναι κατ' ανάγκην καλά, κανένα κακό δεν 

Page 66: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

μπορεί  να  βρει  τον  άνθρωπο  εκτός  εκείνων  που  προκαλούνται  από  εξωτερικά  αίτια». Πρόδηλον είναι συνεπώς ότι τίποτε κακό δεν μπορεί να επισυμβή στο σύμπαν ως όλον, εφ' όσον  δεν  υπόκειται  σ'  εξωτερικά  αίτια.  «Αποτελούμε  μέρος  της  παγκόσμιας  φύσης  και ακολουθούμε την τάξη της. Αν έχουμε καθαρή και ευκρινή κατανόηση του γεγονότος αυτού, το  μέρος  εκείνο  της  φύσης  μας  που  καθορίζεται  δια  της  νοήσεως,  με  άλλες  λέξεις,  το καλύτερο  μέρος  του  εαυτού  μας,  το  δίχως  άλλο  θα  συναινεί  σ'  ό,τι  μας  τυχαίνει,  και  θα προσπαθήση να εμμείνη σ' αυτή τη συναίνεση». Εφ' όσον ένας άνθρωπος δυστροπεί να είναι μέρος  αυτού  του  ευρύτερου  συνόλου,  βρίσκεται  σε  δουλεία∙  αλλ'  εφ'  όσον  χάρις  στην κατανόησή  του,  έχει  συλλάβει  τη  μόνη  πραγματικότητα  του  συνόλου,  είναι  ελεύθερος.  Οι συνέπειες της θεωρίας αυτής αναπτύσσονται στο τελευταίο βιβλίο της Ηθικής. 

Ο  Σπινόζα  δεν  αντιτίθεται,  όπως  οι  Στωικοί,  σ'  όλες  τις  συγκινήσεις∙  αντιτίθεται  μόνον  σ' εκείνες  που  είναι  «πάθη»,  δηλαδή  σ'  εκείνες  στις  οποίες  εμφανιζόμαστε  παθητικοί  στην εξουσία εξωτερικών δυνάμεων. «Μια συγκίνηση που είναι πάθος, παύει να είναι πάθος μόλις σχηματίσουμε  μια  καθαρή  και  ευκρινή  ιδέα  γι'  αυτήν».  Το  να  κατανοούμε  ότι  όλα  τα πράγματα  είναι  αναγκαία,  βοηθεί  τη  διάνοια  να  κυριαρχεί  των  συγκινήσεων.  «Όποιος κατανοεί  καθαρά  και  ευκρινώς  τον  εαυτό  του  και  τις  συγκινήσεις  του,  αγαπά  τον Θεό,  και τόσο πιο πολύ τον αγαπά, όσο πιο πολύ κατανοεί τον εαυτό του και τις συγκινήσεις του». Η πρόταση  αυτή  μας  εισάγει  στην  «πνευματική  αγάπη  του  Θεού»  στην  οποίαν  συνίσταται  η σοφία. Η πνευματική αγάπη του Θεού είναι μια ένωση σκέψεως και συγκινήσεως∙ νομίζω πως μπορεί κανείς να πει ότι συνίσταται σε αληθινή σκέψη συνδυασμένη με χαρά στην αντίληψη της αλήθειας. Κάθε χαρά στην αληθινή σκέψη είναι μέρος της πνευματικής αγάπης του Θεού, διότι δεν περιέχει τίποτε το αρνητικό και αποτελεί συνεπώς αληθές μέρος του συνόλου, όχι μόνον επιφανειακά, όπως είναι τα αποσπασματικά πράγματα που είναι τόσο χωρισμένα στη σκέψη ώστε να εμφανίζονται κακά. 

Είπα  προ  ολίγου  ότι  η  πνευματική  αγάπη  του Θεού  περικλείει  χαρά,  αλλ'  ίσως  τούτο ήταν λάθος, διότι ο Σπινόζα λέγει πως ο Θεός δεν επηρεάζεται απ' οποιαδήποτε συγκίνηση χαράς ή πόνου,  και  λέγει  επίσης ότι «η πνευματική αγάπη  της ψυχής προς  τον Θεό  είναι μέρος  της απείρου  αγάπης  με  την  οποίαν  ο  Θεός  αγαπά  τον  εαυτό  του».  Νομίζω  παρά  ταύτα,  πως υπάρχει  κάτι  στην  «πνευματική  αγάπη»  που  δεν  είναι  μόνον  νόησις∙  ίσως  η  χαρά  που περικλείεται είναι κάτι ανώτερο της ηδονής. 

«Η  αγάπη  προς  τον  Θεό,  μας  λέγει,  πρέπει  να  κατέχει  την  κύρια  θέση  στη  διάνοια». Παρέλειψα τις αποδείξεις του Σπινόζα, αλλά με τον τρόπον αυτόν έδωσα μια ατελή εικόνα της σκέψεώς  του.  Επειδή  η  απόδειξη  της  παραπάνω  προτάσεώς  του  είναι  σύντομη,  θα  την αναφέρω  ολόκληρη∙  ο  αναγνώστης  θα  μπορέσει  κατόπιν  με  τη  φαντασία  του  να  βρει αποδείξεις σ' άλλες προτάσεις. Η απόδειξη της παραπάνω προτάσεως είναι η εξής: 

«Διότι αυτή η αγάπη συνδυάζεται μ' όλες τις μεταβολές του σώματος (V, 14) και εκτρέφεται απ' όλες αυτές (V, 15)∙ συνεπώς (V, 11) πρέπει να κατέχει την κύρια θέση στην ψυχή, ο.έ.δ.». 

Περί  των  προτάσεων  που  αναφέρονται  στην  παραπάνω  απόδειξη,  η  V,  14  αναφέρει:  «Η διάνοια μπορεί να τα καταφέρη ώστε όλες οι σωματικές μεταβολές ή εικόνες πραγμάτων να μπορούν  να  αναχθούν  στην  ιδέα  του  Θεού».  Η  V,  15,  που  μνημονεύθηκε  προηγουμένως, αναφέρει: «Όποιος κατανοεί καθαρά τον εαυτό του και τις συγκινήσεις του, αγαπά τον Θεό, και τόσο πιο πολύ τον αγαπά, όσο πιο πολύ κατανοεί τον εαυτό του και τις συγκινήσεις του». Η  V,  11  αναφέρει:  «Όσο  περισσότερο  μια  ψυχική  εικόνα  αναφέρεται  σε  περισσότερα αντικείμενα, τόσο είναι και περισσότερο συχνή, ή συχνότερα ζωηρή, και απασχολεί την ψυχή περισσότερο». 

Η «απόδειξη» που αναφέρθηκε προηγουμένως, μπορεί να διατυπωθή ως εξής: Κάθε αύξηση της κατανοήσεως  του  τι μας συμβαίνει συνίσταται στο ν' ανάγουμε  τα συμβάντα στην  ιδέα 

Page 67: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

του Θεού, εφ' όσον, πράγματι, κάθε τι αποτελεί μέρος του Θεού. Η αντίληψη αυτή ότι κάθε τι είναι μέρος του Θεού, είναι η αγάπη προς τον Θεό. Όταν όλα τα αντικείμενα ανάγονται στον Θεό, η ιδέα του Θεού θα διακατέχει εξ ολοκλήρου τη διάνοια. 

Έτσι, η πρόταση ότι η «αγάπη του Θεού πρέπει να κατέχει  την κύρια θέση στην ψυχή»  δεν είναι πρωτίστως μια ηθική παραίνεση, αλλά μια έκθεση του τι συμβαίνει αναπόφευκτα όταν αποκτούμε κατανόηση. 

Μας λέγει ότι κανένας δεν μπορεί να μισεί τον Θεό, αλλ' αφ' ετέρου «όποιος αγαπά τον Θεό, δεν πρέπει να περιμένει ότι και ο Θεός πρέπει να του ανταποδίδει την αγάπη του». Ο Γκαίτε που θαύμαζε  τον  Σπινόζα προτού καν αρχίση  να  τον  καταλαβαίνει,  θεωρούσε  την πρόταση αυτή ως παράδειγμα αυταπαρνήσεως. Δεν πρόκειται περί αυτού, αλλ' είναι λογική συνέπεια της μεταφυσικής του Σπινόζα. Δεν λέγει ότι ο άνθρωπος δεν θάπρεπε να θέλει να τον αγαπά ο Θεός∙ λέγει ότι ένας άνθρωπος που αγαπά τον Θεό δεν μπορεί να θέλει να τον αγαπά ο Θεός. Τούτο είναι φανερό από την απόδειξη που λέγει: «Γιατί αν ένας άνθρωπος το προσπαθούσε, θα  πεθυμούσε  (V,  17,  Συμπέρ.)  ο  Θεός  που  αγαπά,  να  μην  είναι  Θεός,  και  συνεπώς  θα πεθυμούσε να αισθάνεται λύπη  (πόνο)  (III, 19), πράγμα παράλογο  (III, 28)». Η V, 17  είναι η πρόταση που ήδη αναφέρθηκε, και που λέγει ότι ο Θεός δεν έχει ούτε πάθη, ούτε χαρές ούτε λύπες∙  το συμπέρασμα που αναφέρθηκε προηγουμένως συνάγει  ότι  ο Θεός δεν αγαπά  και δεν  μισεί  κανένα.  Και  εδώ,  δεν  πρόκειται  περί  ηθικού  αξιώματος,  αλλά  περί  λογικής αναγκαιότητος: «ο άνθρωπος που αγαπά τον Θεό και επιθυμεί να τον αγαπά ο Θεός, είναι ως να ήθελε να αισθάνεται λύπη (πόνο) «πράγμα παράλογο». 

Η πρόταση ότι ο Θεός δεν μπορεί ν' αγαπά κανένα, δεν πρέπει να θεωρηθή ότι αντιφάσκει προς την πρόταση ότι ο Θεός αγαπά Εαυτον με άπειρη πνευματική αγάπη. Μπορεί να αγαπά Εαυτόν,  εφ'  όσον  τούτο  είναι  δυνατόν  χωρίς  ψευδή  πίστη∙  και  οπωσδήποτε  η  πνευματική αγάπη είναι ένα πολύ ιδιαίτερο είδος αγάπης. 

Στο σημείο τούτο ο Σπινόζα μας λέγει πως τώρα μας έχει δώσει «όλα τα αντίδοτα κατά των συγκινήσεων». Το μέγα φάρμακο είναι οι καθαρές και ευκρινείς ιδέες ως προς τη φύση των συγκινήσεων και τη σχέση των με τις εξωτερικές αιτίες. Υπάρχει ακόμη ένα πλεονέκτημα στην αγάπη  του  Θεού  εν  συγκρίσει  με  την  αγάπη  των  ανθρωπίνων  όντων:  «Πνευματικές νοσηρότητες  και ατυχίες μπορούν γενικά ν' ανιχνευθούν στην υπερβολική αγάπη προς  κάτι που υπόκειται σε πολλές μεταβολές». Αλλ' η καθαρή και ευκρινής γνώση «γεννά μια αγάπη προς  κάτι  αναλλοίωτο  και  αιώνιο»  και  η  τέτοια  αγάπη  δεν  έχει  τον  πολυτάραχο  και ανησυχητικό χαρακτήρα της αγάπης προς ένα αντικείμενο που είναι παροδικό και μεταβλητό. 

Παρ' ότι η προσωπική επιβίωση μετά θάνατον είναι αυταπάτη, υπάρχει, εν τούτοις, κάτι στην ανθρώπινη  διάνοια  που  είναι  αιώνιο.  Μόνον  η  διάνοια  μπορεί  να  φαντάζεται  ή  να ενθυμείται, ενώ το σώμα υπομένει, αλλ' υπάρχει στον Θεό μια ιδέα που εκφράζει την ουσία αυτού ή εκείνου του ανθρώπινου σώματος υπό τη μορφή της αιωνιότητας, και η  ιδέα αυτή είναι το αιώνιο μέρος της διανοίας. Η πνευματική αγάπη του Θεού, όταν την αισθάνεται το άτομο, περιέχεται στο αιώνιο τούτο μέρος της διανοίας. 

Η ευδαιμονία, η οποία συνίσταται από αγάπη προς τον Θεό, δεν είναι η αμοιβή της αρετής, αλλ' η ίδια η αρετή∙ δεν ευφραινόμεθα μ' αυτήν γιατί ελέγχουμε τις σαρκικές μας επιθυμίες, αλλ' ελέγχουμε τις επιθυμίες μας αυτές γιατί ευφραινόμεθα μ' αυτήν. 

Η Ηθική τελειώνει μ' αυτές τις λέξεις: 

«Ο σοφός άνθρωπος, εφ' όσον τουλάχιστον θεωρείται τέτοιος, δεν αισθάνεται καμμιά ταραχή στο πνεύμα του, αλλ' έχοντας συνείδηση του εαυτού του, και του Θεού, και των πραγμάτων, από μια κάποια αιώνια αναγκαιότητα, δεν παύει ποτέ να είναι σοφός, αλλά κατέχει πάντοτε την  αληθή  συναίνεση  του  πνεύματός  του.  Αν  ο  δρόμος  που  υπέδειξα  ότι  οδηγεί  στο 

Page 68: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

αποτέλεσμα  τούτο φαίνεται  εξαιρετικά  τραχύς,  είναι  δυνατόν,  εν  τούτοις,  να  ανακαλυφθή. Πρέπει να είναι τραχύς, μιας και τόσο σπάνια βρίσκεται. Πώς θα ήταν δυνατόν, αν η σωτηρία ήταν τόσον ευπρόσιτη και μπορούσε χωρίς μεγάλον κόπο να βρεθή, να παραμελείται σχεδόν απ' όλους; Όμως, όλα τα εξαίρετα πράγματα είναι τόσον δύσκολα όσον είναι και σπάνια». 

Για  να  σχηματίσουμε  μια  κριτική  εκτίμηση  της  σημασίας  του  Σπινόζα ως  φιλοσόφου,  είναι ανάγκη να διαχωρίσουμε την ηθική του από τη μεταφυσική του και να εξετάσουμε τι από την πρώτη μπορεί να επιζήση μετά την απόρριψη της δεύτερης. 

Η  μεταφυσική  του  Σπινόζα  είναι  το  καλύτερο  παράδειγμα αυτού  που  μπορεί  να αποκληθή «λογικός  μονισμός» —  συγκεκριμένα  η  θεωρία  ότι  ο  κόσμος  ως  σύνολο  είναι  μια  ενιαία ουσία,  κανένα  μέρος  της  οποίας  δεν  είναι  λογικά  ικανό  να  υπάρξη  αυτόνομα.  Η  βασική προϋπόθεση  της  απόψεως  αυτής  είναι  η  πεποίθηση  πως  κάθε  πρόταση  έχει  ένα  και  μόνο υποκείμενο  και  ένα  μόνο  κατηγόρημα  που  μας  οδηγεί  στο  συμπέρασμα  ότι  σχέσεις  και πολλαπλότητα  είναι  απατηλές.  Ο  Σπινόζα  πίστευε  πως  η  φύση  του  κόσμου  και  της ανθρώπινης ζωής θα μπορούσαν λογικά να εξαχθούν από αυταπόδεικτα αξιώματα∙ πρέπει να περιορισθούμε σε συμβάντα ανάλογα προς το γεγονός ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα, εφ' όσον αυτό είναι επίσης το συμπέρασμα της λογικής αναγκαιότητας. Δεν μας είναι δυνατόν να παραδεχθούμε το σύνολο της μεταφυσικής αυτής∙ είναι ασυμβίβαστο με τη νεότερη λογική και με την επιστημονική μέθοδο. Τα γεγονότα πρέπει να ανακαλυφθούν με την παρατήρηση και όχι διά του συλλογισμού∙ όταν συνάγουμε εξ αυτών επιτυχώς το μέλλον, το πετυχαίνουμε με αρχές που δεν είναι λογικώς αναγκαίες, αλλ' υποβάλλονται από τα εμπειρικά δεδομένα. Και  η  έννοια  της  ουσίας  επάνω  στην  οποίαν  βασίζεται  ο  Σπινόζα,  δεν  είναι  δυνατόν  να υιοθετηθή ούτε από την επιστήμη ούτε από τη φιλοσοφία των ημερών μας. 

Αλλ' όταν ερχόμαστε στην ηθική του Σπινόζα, αισθανόμαστε— ή, τουλάχιστον, αισθάνομαι—ότι κάτι, παρ' ότι όχι όλα, μπορεί να γίνη δεκτό, και όταν ακόμη η μεταφυσική του βάση θα έχει  απορριφθή.  Γενικά  μιλώντας,  ο  Σπινόζα  ενδιαφέρεται  να  δείξη  πώς  είναι  δυνατόν  να ζούμε μιαν ανώτερη ζωή και όταν ακόμη αναγνωρίζουμε τα όρια της ανθρώπινης δύναμης. Ο ίδιος, με το δόγμα του περί αναγκαιότητος, καθιστά τα όρια αυτά στενότερα από όσον είναι∙ αλλ'  όταν  αναμφίβολα  υπάρχουν,  τα  αξιώματα  του  Σπινόζα  είναι  ίσως  τα  καλύτερα  που μπορούν να γίνουν. Ας πάρουμε, π.χ. τον θάνατο: ό,τι και να κάμη ο άνθρωπος, δεν ημπορεί να  γίνη  αθάνατος∙  είναι  συνεπώς  μάταιο  να  σπαταλούμε  τον  καιρό  μας  σε  φόβους  και οδυρμούς για το γεγονός ότι θα πεθάνουμε. Το να κυριαρχούμεθα από το φόβο του θανάτου είναι ένα είδος δουλείας∙ ο Σπινόζα έχει δίκαιο όταν λέγει ότι «ο ελεύθερος άνθρωπος δεν συλλογίζεται  διόλου  τον  θάνατο».  Αλλ'  ακόμη  και  στην  περίπτωση  αυτή,  μόνον  ο  θάνατος γενικά  πρέπει  ν'  αντιμετωπίζεται  κατ'  αυτόν  τον  τρόπο∙  το  θάνατο  από  μια  οποιαδήποτε αρρώστια θα έπρεπε, αν είναι δυνατόν,  να τον αποφεύγουμε υποβάλλοντας τον εαυτό μας στην κατάλληλη ιατρική φροντίδα. Αλλ' αυτό που πρέπει ν' αποφεύγεται και σ' αυτήν ακόμη την περίπτωση, είναι η ανησυχία η ο πανικός∙ τα αναγκαία μέτρα πρέπει να λαμβάνονται με ηρεμία, και οι σκέψεις μας πρέπει όσον το δυνατόν να κατευθύνονται προς άλλα θέματα. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες, τις καθαρά προσωπικές ατυχίες. 

Αλλά  τι  γίνεται  με  τις  ατυχίες  των  ανθρώπων  που  αγαπάτε;  Ας  σκεφθούμε  το  τι  είναι ενδεχόμενο να συμβή στην εποχή μας στους κατοίκους της Ευρώπης ή της Κίνας.  Υποθέστε ότι είσθε Εβραίος και η οικογένειά σας έχει σφαγιασθή. Υποθέστε ότι δουλεύετε παράνομα εναντίον των Ναζήδων και η γυναίκα σας έχει εκτελεσθή γιατί δεν μπόρεσαν να συλλάβουν σας.  Υποθέστε  πως  ο  σύζυγός  σας,  για  κάποιο  καθαρά φανταστικό  έγκλημα,  έχει  σταλή σε καταναγκαστικά έργα στην Αρκτική και πέθανε από μαρτύρια και πείνα. Υποθέστε ότι η κόρη σας  έχει  βιασθή  και  κατόπιν  δολοφονηθή  από  στρατιώτες  του  εχθρού,  θάπρεπε  υπό  τις συνθήκες αυτές να διατηρήσετε φιλοσοφική αταραξία; 

Αν ακολουθείτε τη διδασκαλία του Χριστού, θα πείτε: «Πάτερ, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι 

Page 69: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ποιούσι».  Γνώρισα Κουάκερους που θα τόλεγαν ειλικρινώς και από βάθους ψυχής, και τους οποίους θαύμασα γιατί πραγματικά το μπορούσαν. Αλλά προτού θαυμάση κανείς, πρέπει να είναι  πολύ  σίγουρος  ότι  η  συμφορά  έγινε  αισθητή  όσον  έπρεπε  βαθειά.  Δεν  μπορούμε  να δεχθούμε  τη  στάση  μερικών  από  τους  Στωικούς,  που  έλεγαν:  «Τι  μ'  ενδιαφέρει  αν  η οικογένειά  μου  υποφέρει∙  Εγώ  μπορώ  ακόμη  να  είμαι  ενάρετος».  Η  χριστιανική  αρχή «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών» είναι ωραία, αλλά το αξίωμα των Στωικών: «Έσο αδιάφορος προς  τους  φίλους  σου»,  είναι  κακό.  Και  η  χριστιανική  αρχή  δεν  εμπνέει  τη  γαλήνη,  αλλά φλογερή αγάπη ακόμη  και  προς  τους  χειρότερους  των ανθρώπων.  Δεν μπορεί  νάχει  κανείς καμμιά αντίρρηση σ' αυτό εκτός του ότι είναι πολύ δύσκολο για τους περισσότερους από μας να το εφαρμόσουμε με ειλικρίνεια. 

Η πρώτη αντίδραση σ' αυτές τις συμφορές είναι η εκδίκηση. Όταν ο Μάκντοφ πληροφορείται ότι  η  γυναίκα  του  και  τα  παιδιά  του  δολοφονήθηκαν  από  τον  Μακμπέθ,  αποφασίζει  να σκοτώση τον τύραννο μονάχος του. Η αντίδραση τούτη θαυμάζεται ακόμη από πολύν κόσμο, όταν η αδικία  είναι  μεγάλη,  και  τέτοια ώστε  να διεγείρη αποτροπιασμό στους ανιδιοτελείς ανθρώπους. Ούτε και μπορεί να καταδικασθή εξ ολοκλήρου γιατί είναι μια από τις δυνάμεις που γεννούν την τιμωρία και η τιμωρία είναι κάποτε αναγκαία. Εξάλλου, από την άποψη της ψυχικής  υγείας,  η  παρόρμηση  στην  εκδίκηση  συνήθως  είναι  τόσον  μεγάλη,  ώστε  αν  δεν υπάρξη διέξοδος,  η  όλη άποψη  του ανθρώπου  για  τη  ζωή μπορεί  να διαστρεβλωθή  και  να φθάση  μέχρι  παραφροσύνης.  Ίσως  τούτο  να  μη  αληθεύει  γενικά,  αλλ'  ισχύει  σε  μεγάλο ποσοστό περιπτώσεων.  Αλλ'  από  την άλλη μεριά πρέπει  να  λεχθή ότι  η  εκδίκηση  είναι  ένα πολύ  επικίνδυνο  κίνητρο.  Όταν  η  κοινωνία  το  δέχεται,  επιτρέπει  σ'  έναν  άνθρωπο  να  γίνη κριτής  της  δικής  του  υποθέσεως,  πράγμα  που  ο  νόμος  ακριβώς  προσπαθεί  να  εμποδίση. Εκτός αυτού,  το  κίνητρο συνήθως  κινείται  στη  γραμμή  της υπερβολής∙  επιζητεί  να  επιβάλη τιμωρία  μεγαλύτερη  της  αναγκαίας.  Τα  βασανιστήρια,  λόγου  χάρη,  δεν  πρέπει  να τιμωρούνται με βασανιστήρια, αλλ' ο άνθρωπος που τον τρελλαίνει ο πόθος της εκδικήσεως θεωρεί τον ανώδυνο θάνατο τιμωρία υπερβολικά ελαφριά για το αντικείμενο του μίσους του. Εκτος απ' αυτό—και εδώ είναι που ο Σπινόζα έχει δίκηο—μια ζωή κυριαρχημένη από ένα και μόνο  πάθος  είναι  μια  πάρα  πολύ  στενή  ζωή,  ασυμβίβαστη  μ'  οποιαδήποτε  σοφία.  Κατά συνέπειαν η εκδίκηση δεν είναι η καλύτερη αντίδραση στην αδικία 

Ο Σπινόζα θα έλεγε ό,τι λέγει και ο Χριστιανός, και κάτι περισσότερο. Γι' αυτόν κάθε αμαρτία οφείλεται  σε  άγνοια∙  θα  τους  σχωρνούσε  «ου  γαρ  οίδασι  τι  ποιούσι».  Αλλά  θα  ήθελε  ν' αποφεύγατε  την  περιορισμένη  προοπτική  από  την  οποίαν,  κατά  την  άποψή  του,  πηγάζει  η αμαρτία,  και  θα  σας  παρακινούσε  ν'  αποφεύγετε,  ακόμη  και  στις  μεγαλύτερες  ατυχίες,  να κλείνεσθε στον κόσμο της θλίψης σας∙ θα σας βοηθούσε να την αντιληφθήτε στη σχέση της με τα αίτιά της και ως μέρος της όλης φυσικής τάξεως. Όπως είδαμε, πιστεύει ότι  το μίσος μπορεί να ξεπερασθή από την αγάπη. «Το μίσος επαυξάνεται όταν καθίσταται αμοιβαίο και μπορεί, αντιθέτως, να καταστραφή από την αγάπη. Το μίσος που αφανίζεται εντελώς από την αγάπη, μεταβάλλεται σε αγάπη, και η αγάπη γίνεται μεγαλύτερη απ' ό,τι θα ήταν εάν δεν είχε προηγηθή  το  μίσος».  Θάθελα  να  το  πιστέψω,  αλλά  δεν  μπορώ  εκτός  από  ορισμένες εξαιρετικές  περιπτώσεις  όπου  το  πρόσωπο  που  μισεί  βρίσκεται  απόλυτα  στην  εξουσία  του προσώπου που αρνείται ν' ανταποδώση το μίσος. Στις περιπτώσεις αυτές, η έκπληξη διότι δεν υπήρξε  τιμωρία  μπορεί  να  έχει  αναμορφωτικό  αποτέλεσμα.  Αλλ'  εφ'  όσον  οι  αχρείοι διαθέτουν δύναμη, δεν ωφελεί και τόσο να τους διαβεβαιώνετε ότι δεν τους μισείτε, εφ' όσον θ' αποδώσουν τα λόγια σας σε λαθεμένα ελατήρια. Και δεν μπορείτε να τους αφαιρέσετε τη δύναμη με τη μη ‐ αντίσταση. 

Το πρόβλημα για τον Σπινόζα είναι ευκολότερο παρά για κείνον που δεν πιστεύει στην τελική καλοσύνη  του  σύμπαντος.  Ο  Σπινόζα φρονεί  πως  αν  δείτε  τις  ατυχίες  σας  όπως  είναι  στην πραγματικότητα,  ως  μέρος  μιας  αλληλουχίας  αιτιών  που  εκτείνονται  από  την  αρχή  του χρόνου  μέχρι  του  τέλους,  θα  δείτε  πως  είναι  μόνον  ατυχίες  σας  προσωπικές  και  όχι  του 

Page 70: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

σύμπαντος του οποίου αποτελούν απλώς παροδικές δυσαρμονίες που επιτείνουν την τελικήν αρμονία. Δεν μπορώ να δεχθώ αυτή  την άποψη∙ πιστεύω ότι  τα επί μέρους γεγονότα είναι αυτά που είναι, και δεν γίνονται διαφορετικά διότι απορροφώνται σ' ένα σύνολο. Κάθε πράξη θηριωδίας παραμένει αιωνίως ένα μέρος του σύμπαντος∙ ο,τιδήποτε και να συμβή αργότερα δεν μπορεί να μεταβάλη την πράξη αυτή από κακή σε καλή, ή να προσδώση τελειότητα στο όλο του οποίου αποτελεί μέρος. 

Ωστόσον,  όταν  είναι  η  μοίρα  σας  να  υποστήτε  κάτι  που  είναι  (ή  σας  φαίνεται  ότι  είναι) χειρότερο  από  τη  συνήθη  μοίρα  της  ανθρωπότητας,  η  αρχή  του  Σπινόζα  κατά  την  οποίαν πρέπει να σκέπτεσθε το σύνολο, ή  τουλάχιστον πλατύτερα θέματα από τη θλίψη σας,  είναι χρήσιμη. Κάποτε μάλιστα είναι παρήγορο να σκέπτεσθε ότι η ανθρώπινη ζωή, με ό,τι περιέχει σε κακία και σε πόνο, είναι ένα απειροστό μέρος της ζωής του σύμπαντος. Οι σκέψεις αυτές μπορεί  να  μη  εξαρκούν  για  να  συνθέσουν  μια  θρησκεία,  αλλά  σ'  έναν  πολυώδυνον  κόσμο είναι μια βοήθεια προς την ορθοφροσύνη και αντίδοτο προς την παραλύουσαν απόγνωση. 

Page 71: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI ΛΑΪΜΠΝΙΤΣ 

Ο ΛΑΪΜΠΝΙΤΣ  [Λεϊβνίτιος, Leibniz]  (1646‐1716),  ήταν ένα από  τα εξοχότερα πνεύματα όλων των  εποχών,  αλλ'  ως  άνθρωπος  δεν  ήταν  αξιοθαύμαστος.  Είχε,  ίσως,  τις  αρετές  που  θα επιθυμούσε κανείς να δει μνημονευόμενες στα συστατικά ενός υποψήφιου υπαλλήλου∙ ήταν εργατικός,  λιτοδίαιτος,  εγκρατής  και  τίμιος.  Αλλ'  εστερείτο  απολύτως  των  υψηλών  εκείνων φιλοσοφικών αρετών που τόσο χαρακτηρίζουν τον Σπινόζα. Οι καλύτερές του ιδέες δεν ήσαν του είδους εκείνου που θα μπορούσε να του προσπορίση τη δημοτικότητα και τις σημειώσεις που τις περιείχαν τις αφήκε αδημοσίευτες στο γραφείο του. Ό,τι δημοσίεψε ήταν αυτό που μπορούσε  να  του  εξασφαλίση  την  επιδοκιμασία  των  πριγκίπων  και  των  πριγκιπισσών.  Το αποτέλεσμα  είναι  να υπάρχουν δυο φιλοσοφικά συστήματα που μπορεί να θεωρηθούν ότι αντιπροσωπεύουν  τον  Λάιμπνιτς:  το  ένα,  που  υποστήριζε  δημοσία,  ήταν  αισιόδοξο, ορθόδοξο,  φαντασιόπληκτο  και  κούφιο∙  το  άλλο,  που  σιγά  ‐  σιγά  έχει  εκταφεί  από  τα χειρόγραφά  του από σχετικώς πρόσφατους  εκδότες,  ήταν βαθύ,  συνεπές,  κατά μέγα μέρος Σπινοζιστικό, και εκπληκτικά λογικό. Ήταν ο δημοφιλέστατος Λάιμπνιτς που εφεύρε το δόγμα ότι  ο  κόσμος  μας  είναι  ο  καλύτερος  των  δυνατών  κόσμων  (στο  οποίον  ο Μπράντλυ  [F.  Η. Bradley] πρόσθεσε το σαρδώνειο σχόλιο «και το κάθε τι σ' αυτόν είναι ένα αναγκαίο κακό»)∙ αυτόν  τον  Λάιμπνιτς  έχει  γελοιογραφήσει  ο  Βολταίρος  ως  Δόκτορα  Πανγκλός.  Θα  ήταν αντιϊστορικό  ν'  αγνοήσουμε  αυτόν  τον  Λάιμπνιτς,  αλλ'  ο  άλλος  είναι  απείρως  μεγαλύτερης φιλοσοφικής σημασίας. 

Ο  Λάιμπνιτς  γεννήθηκε  δυο  χρόνια  πριν  από  το  τέλος  του  Τριακονταετούς  Πολέμου,  στη Λειψία,  όπου  ο  πατέρας  του  ήταν  καθηγητής  της  ηθικής  φιλοσοφίας.  Στο  Πανεπιστήμιο σπούδασε νομικά, και στα 1666 απέκτησε το πτυχίο του Διδάκτορος στο Άλτντορφ, όπου του προσφέρθηκε καθηγητική έδρα, την οποίαν αρνήθηκε, λέγοντας ότι είχε «πολύ διαφορετικά πράγματα υπ' όψη του». Στα 1667 μπήκε στην υπηρεσία του αρχιεπισκόπου της Μαγεντίας, που καθώς άλλοι Δυτικογερμανοί ηγεμόνες εταλαιπωρείτο από το φόβο του Λουδοβίκου ΙΔ'. Με την έγκριση του Αρχιεπισκόπου, ο Λάιμπνιτς προσπάθησε να πείση τον Γάλλο Βασιλιά να εισβάλη στην Αίγυπτο μάλλον παρά στη Γερμανία, αλλά του υπεμνήσθη ευγενώς ότι από της εποχής  του  Αγίου  Λουδοβίκου  ο  ιερός  πόλεμος  εναντίον  των  απίστων  δεν  ήταν  πια  του συρμού. Το σχέδιό του είχε παραμείνει άγνωστο στο ευρύ κοινό ωσότου ανακαλύφθηκε από τον  Ναπολέοντα  όταν  είχε  καταλάβει  το  Αννόβερο  στα  1803,  τέσσερα  χρόνια  μετά  την αποτυχημένη Αιγυπτιακή εκστρατεία. Στα 1672, ο Λάιμπνιτς, για την προώθηση του σχεδίου του,  είχε  πάει  στο  Παρίσι,  όπου  και  παρέμεινε  τον  περισσότερο  καιρό  κατά  τα  επόμενα τέσσερα  έτη.  Οι  επαφές  του  στη  γαλλική  πρωτεύουσα  είχαν  μεγάλη  σημασία  για  την πνευματική  του  ανάπτυξη,  γιατί  εκείνη  την  εποχή  το  Παρίσι  βρισκόταν  στην  ηγεσία  του κόσμου  τόσο στη φιλοσοφία όσο  και  στα μαθηματικά.  Ήταν στο Παρίσι,  στα 1675  ‐ 6,  που επινόησε τον απειροστικό λογισμό45, αγνοώντας το προηγηθέν αλλ' αδημοσίευτο ακόμη έργο του Νεύτωνος επάνω στο ίδιο θέμα. Το έργο του Λάιμπνιτς, δημοσιεύθηκε στα 1684 και του Νεύτωνος  στα  1687.  Η  διένεξη  που  επακολούθησε,  καθ'  όσον  αφορά  την  προτεραιότητα, ήταν ατυχής και εξέθεσε και τα δυο μέρη σε δυσφημητικά σχόλια. 

Ο  Λάιμπνιτς  ήταν  μάλλον  σφιχτοχέρης.  Όταν  παντρευόταν  καμιά  κοπέλλα  στην  αυλή  του Αννοβέρου, συνήθιζε να της δίνει αυτό που ονόμαζε «γαμήλιο δώρο» και που συνίστατο σε χρήσιμα αξιώματα, και που κατέληγαν με τη συμβουλή να μην πάψη να πλένεται τώρα που εξασφάλισε τον σύζυγο. Η ιστορία δεν αναφέρει αν οι νύφες του χρωστούσαν ευγνωμοσύνη. 

Στη Γερμανία ο Λάιμπνιτς είχε διδαχθή μια νεο ‐ σχολαστική αριστοτελική φιλοσοφία, από την οποίαν κάτι συγκράτησε σ' ολόκληρη τη ζωή του. Αλλά στο Παρίσι γνώρισε τον Καρτεσιανισμό 

Page 72: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

και τον ματεριαλισμό του Γκασσαντί, και επηρεάσθηκε και από τους δυο∙ εκείνην ακριβώς την εποχή  είχε  εγκαταλείψει,  όπως  έλεγε,  τις  «ασήμαντες  σχολές»,  υπονοώντας  τον Σχολαστικισμό.  Στο  Παρίσι  γνώρισε  τον  Μαλμπράνς  και  τον  ιανσενιστή  Αρνώ  [Arnauld].  Η τελευταία  σημαντική  επίδραση  στη  φιλοσοφία  του  προερχόταν  από  τη  φιλοσοφία  του Σπινόζα, τον οποίον επισκέφθηκε στα 1676. Πέρασε ένα μήνα σε συχνές συζητήσεις μαζί του, και  εξασφάλισε  ένα  μέρος  της  Ηθικής  του  σε  χειρόγραφο.  Στα  κατοπινά  χρόνια συγκαταλέχθηκε σ'  εκείνους που δυσφημούσαν  τον  Σπινόζα  και  προσπαθούσε  ν'  αφαιρέση κάθε σημασία από τις επαφές μαζί του, λέγοντας πως τον συνάντησε μια φορά και ο Σπινόζα του διηγήθηκε μερικά νόστιμα πολιτικά ανέκδοτα. 

Ο σύνδεσμός του με τον Οίκο του Αννοβέρου, στην υπηρεσία του οποίου έμεινε ως το τέλος της  ζωής  του,  άρχισε  στα  1673.  Από  το  1680  και  πέρα  ήταν  ο  βιβλιοθηκάριός  των  στο Βόλφενμπύττελ [Wolfenbüttel] και χρησιμοποιήθηκε επισήμως για τη συγγραφή της ιστορίας του Οίκου της Βρουνσβίκης [Braunschweig]. Έφτασε έως το έτος 1009, οπότε πέθανε. Το έργο τούτο δεν δημοσιεύθηκε παρά μόλις το 1843. Είχε δαπανήσει αρκετόν καιρό σ' ένα σχέδιο για τη  συνένωση  των  εκκλησιών,  αλλά  το  σχέδιο  ναυάγησε.  Ταξίδεψε  στην  Ιταλία  για  να  βρει στοιχεία  περί  της  συγγενείας  των  Δουκών  της  Βρουνσβίκης  με  τον  Οίκο  των  Έστε  [Este]46. Αλλά παρά τις υπηρεσίες του αυτές, τον εγκατέλειψαν στο Αννόβερο όταν ο Γεώργιος Α' έγινε βασιλιάς της Αγγλίας και ο κυριότερος λόγος ήταν ότι η φιλονεικία του με τον Νεύτωνα τον είχε κάμει στην Αγγλία αντιπαθή. Εν τούτοις, η Πριγκίπισσα της Ουαλλίας, όπως είπε σ' όλους τους επιστολογράφους του, είχε ταχθή με το μέρος του εναντίον του Νεύτωνος. Παρ' όλη την εύνοιά της πέθανε παραμελημένος. 

Η δημοφιλής φιλοσοφία του Λάιμπνιτς μπορεί να βρεθή στη Μοναδολογία του και στις Αρχές της Φύσεως και της Χάριτος. Το ένα από τα δυο αυτά έργα (δεν είναι βέβαιο ποιο) το έγραψε για  τον Πρίγκιπα Ευγένιο  της  Σαβοΐας,  συμμαθητή  του Μάρλμπορω  [Marlborough]. Η βάση της  θεολογικής  αισιοδοξίας  του  εκτίθεται  στη Θεοδικία  του,  που  έγραψε  για  τη  Βασίλισσα Καρλόττα της Πρωσσίας. Θ' αρχίσω με τη φιλοσοφία που εκτίθεται στα έργα αυτά και κατόπιν θα προχωρήσω στο ουσιαστικότερο έργο του που αφήκε αδημοσίευτο. 

Όπως  ο  Καρτέσιος  και  ο  Σπινόζα,  ο  Λάιμπνιτς  βάσισε  τη  φιλοσοφία  του  στην  έννοια  της ουσίας,  αλλά  διέφερε  ριζικά  απ'  αυτούς  καθ'  όσον  αφορά  τη  σχέση  ψυχής  (διανοίας)  και ύλης, και καθ' όσον αφορά, τον αριθμό των ουσιών. Ο Καρτέσιος παραδεχόταν τρεις ουσίες, τον Θεό, τη διάνοια και την υλη∙ ο Σπινόζα παραδεχόταν μονάχα τον Θεό. Για τον Καρτέσιο, η έκταση είναι η ουσία της ύλης∙ για τον Σπινόζα, έκταση και ύλη είναι κατηγορήματα του Θεού. Ο Λάιμπνιτς υποστήριζε ότι η  έκταση δεν μπορούσε να ήταν  κατηγορούμενο  της ουσίας. Ο λόγος που πρόβαλλε ήταν ότι η έκταση περικλείει την πολλαπλότητα και συνεπώς δεν μπορεί ν' ανήκει παρά σ'  ένα άθροισμα ουσιών.  Κάθε μοναδική ουσία δεν πρέπει  να είναι  εκτατή. Πίστευε  συνεπώς  σε  άπειρο  αριθμό  ουσιών,  που  ονόμαζε  «μονάδες».  Η  καθεμιά  από  τις μονάδες αυτές θα είχε μερικές από τις ιδιότητες ενός φυσικού σημείου, αλλά μόνον όταν τις βλέπει κανείς αφηρημένα∙ στην πραγματικότητα κάθε μονάδα είναι μια ψυχή. Και τούτο είναι φυσική  συνέπεια  της  απορρίψεως  της  εκτάσεως  ως  κατηγορουμένου  της  ουσίας∙  το  μόνο ουσιαστικό  κατηγορούμενο  που  φαίνεται  δυνατό  και  που  απομένει,  είναι  η  σκέψη.  Έτσι  ο Λάιμπνιτς  έφθασε  ν'  αρνηθή  την  πραγματικότητα  της  ύλης  και  να  υποκαταστήση  σ'  αυτήν άπειρη οικογένεια ψυχών. 

Η θεωρία κατά την οποίαν οι ουσίες δεν έχουν καμμιά αλληλεπίδραση, που αναπτύχθηκε από τους  οπαδούς  του  Καρτέσιου,  διατηρήθηκε  από  τον  Λάιμπνιτς  και  οδήγησε  σε  περίεργες συνέπειες.  Υποστήριζε πως δυο μονάδες δεν μπορούν να έχουν αιτιώδη σχέση μεταξύ  των∙ όταν δίνεται  η  εντύπωση ότι  έχουν,  τα φαινόμενα απατούν. Οι  μονάδες,  όπως  έλεγε,  είναι «χωρίς παράθυρα». Αλλ' αυτό συνεπάγονταν δυο δυσκολίες:  τη μια στη δυναμική, όπου τα σώματα  φαινόντουσαν  ν'  αλληλοεπηρεάζονται,  ειδικά  στη  σύγκρουσή  τους∙  την  άλλη  σε σχέση  με  την  παράσταση,  που  φαίνεται  να  είναι  αποτέλεσμα  του  προσλαμβανόμενου 

Page 73: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

αντικειμένου στον προσλαμβάνοντα. Θ' αγνοήσουμε προς το παρόν τη δυναμική δυσχέρεια και  θα  εξετάσουμε  μόνον  το  ζήτημα  της  παράστασης.  Ο  Λάιμπνιτς  υποστήριζε  πως  κάθε μονάδα αποτελεί κάτοπτρο του σύμπαντος, όχι διότι το σύμπαν την επηρεάζει, αλλά διότι ο Θεός  της  προσέδωσε  μια  φύση  που  παράγει  αυτόματα  το  αποτέλεσμα  τούτο.  Υπάρχει  μια «προδιατεταγμένη αρμονία»  μεταξύ  των μεταβολών  σε  μια  μονάδα  και  των μεταβολών  σε μιαν  άλλη,  η  οποία  δημιουργεί  τη  φαινομενική  αλληλεπίδραση.  Προδήλως  τούτο αποτελεί επέκταση  των δυο ωρολογίων,  που  χτυπάνε  την  ίδια στιγμή  επειδή  το  καθένα  τους δείχνει ακριβέστατην  ώρα.  Ο  Λάιμπνιτς  έχει  άπειρον  αριθμό  ωρολογίων,  διευθετημένων  από  τον Δημιουργό  να  χτυπάνε  την  ίδια  στιγμή,  όχι  διότι  επηρεάζουν  τόνα  τάλλο,  αλλά  διότι  το καθένα  τους  είναι  ένας  απολύτως  ακριβής  μηχανισμός.  Σ'  εκείνους  που  θεωρούσαν  την προδιατεταγμένην  αρμονία  παράξενη,  ο  Λάιμπνιτς  τόνιζε  την  αξιοθαύμαστη  απόδειξη  που παρείχε η ύπαρξη του Θεού. 

Οι μονάδες απαρτίζουν μια ιεραρχία, όπου μερικές είναι ανώτερες από άλλες σε καθαρότητα και σε ευκρίνεια με τις οποίες κατοπτρίζουν το σύμπαν. Σ' όλες υπάρχει κάποια σύγχυση καθ' όσον  αφορά  την  παράσταση,  αλλά  η  έκταση  της  συγχύσεως  ποικίλλει  ανάλογα  με  τη διαβάθμιση  της  σχετικής  μονάδας.  Το  ανθρώπινο  σώμα  αποτελείται  εξ  ολοκλήρου  από μονάδες,  η  καθεμιά από  τις  οποίες  είναι  και  μια ψυχή,  και  η  καθεμιά από  τις  οποίες  είναι αθάνατη, αλλ' υπάρχει μια δεσπόζουσα μονάδα που ονομάζεται η ψυχή του ανθρώπου, του οποίου  το  σώμα  αποτελεί  μέρος.  Η  μονάδα  είναι  δεσπόζουσα  όχι  μόνον  κατά  το  ότι  έχει καθαρότερες παραστάσεις από τις άλλες, αλλά και από άλλης πλευράς. Οι μεταβολές σ' ένα ανθρώπινο  σώμα  (υπό  κανονικές  συνθήκες)  επισυμβαίνουν  για  χάρη  της  δεσπόζουσας μονάδας: όταν ο βραχίονας μου κινείται, ο σκοπός που υπηρετείται από την κίνηση βρίσκεται στη δεσπόζουσα μονάδα, δηλαδή τη διάνοιά μου, και όχι στις μονάδες που απαρτίζουν τον βραχίονά  μου.  Αυτή  είναι  η  αλήθεια  για  ό,τι  φαίνεται  στον  κοινόν  νουν  ως  έλεγχος  της θελήσεώς μου επάνω στον βραχίονά μου. 

Ο  χώρος,  όπως  εμφανίζεται  στις  αισθήσεις  και  όπως  νοείται  στη  φυσική,  δεν  είναι πραγματικός,  αλλ'  έχει  ένα  πραγματικό  αντίστοιχο,  συγκεκριμένα  τη  διευθέτηση  των μονάδων σε μια τρισδιάστατη τάξη ανάλογα με τη σκοπιά από την οποίαν κατοπτρίζουν τον κόσμο.  Κάθε μονάδα βλέπει  τον  κόσμο σε ορισμένη προοπτική που προσιδιάζει  σ'  εκείνην∙ από την άποψη αυτή μπορούμε να λέμε κάπως αμελώς ότι η μονάδα κατέχει χωρική θέση. 

Επιτρέποντας στον εαυτό μας να εκφράζεται κατ' αυτόν τον τρόπο μπορούμε να λέμε πως δεν υπάρχει κενόν∙ κάθε δυνατό σημείο θέας είναι γεμάτο από μια πραγματική μονάδα και μόνον από μια. Δεν υπάρχουν δυο ακριβώς όμοιες μονάδες∙ αυτή είναι η αρχή του Λάιμπνιτς περί της «ταυτότητος των αδιακρίτων». 

Αντιτιθέμενος προς τον Σπινόζα, ο Λάιμπνιτς ποιείται περί πολλού την ελεύθερη βούληση που επιτρέπει το σύστημά του. Είχε την «αρχή του αποχρώντος λόγου» σύμφωνα με την οποίαν τίποτε  δεν  συμβαίνει  χωρίς  κάποιο  λόγο,  αλλ'  όταν  έχουμε  να  κάνουμε  με  ελεύθερους παράγοντες,  οι  λόγοι  για  τις  επενέργειές  των  «παρακινούν  χωρίς  να  υποχρεώνουν».  Ό,τι κάμνει ένα ανθρώπινο ον έχει πάντοτε κάποιο κίνητρο, αλλ' ο αποχρών λόγος της ενεργείας του δεν έχει λογικήν αναγκαιότητα. Αυτό, τουλάχιστον, λέγει ο Λάιμπνιτς όταν γράφει για το κοινόν,  αλλ'  όπως  θα  ιδούμε  είχε  μιαν  άλλη  θεωρία  που  φύλαγε  για  τον  εαυτό  του  όταν βρήκε ότι ο Αρνώ τη θεωρούσε παράτολμη. 

Οι ενέργειες του Θεού έχουν το ίδιο είδος ελευθερίας. Ενεργεί πάντοτε για το καλύτερο, αλλά δεν  βρίσκεται  κάτω  από  κανένα  λογικό  καταναγκασμό  για  να  πράττει  έτσι.  Ο  Λάιμπνιτς συμφωνεί  με  τον  Θωμάν  Ακυινάτην  ότι  ο  Θεός  δεν  μπορεί  να  ενεργεί  αντίθετα  με  τους νόμους της λογικής, αλλά μπορεί να αποφασίζει ό,τι είναι λογικά εφικτό, και τούτο Του αφίνει αρκετά μεγάλο περιθώριο εκλογής. 

Page 74: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Ο  Λάιμπνιτς  έφερε  στην  τελική  τους  μορφή  τις  μεταφυσικές  αποδείξεις  της  υπάρξεως  του Θεού. Οι αποδείξεις αυτές είχαν μακρά ιστορία∙ αρχίζουν με τον Αριστοτέλη, ή μάλλον με τον Πλάτωνα  και  έχουν μορφοποιηθή από  τους  Σχολαστικούς  και  μια από αυτές,  η  οντολογική απόδειξη, επινοήθηκε από τον Άγιο Άνσελμο. Η απόδειξη αυτή, παρ' ότι απορρίπτονταν από τον  Άγιο  Θωμά,  αναζωογονήθηκε  από  τον  Καρτέσιο.  Ο  Λάιμπνιτς,  που  διακρινόταν  για  τη λογική του ευστροφία, διατύπωσε τις αποδείξεις καλύτερα από πριν. Αυτός είναι ο λόγος που τις εξετάζω σε συνάρτηση μ' αυτόν. 

Προτού εξετάσουμε τις αποδείξεις λεπτομερώς, είναι ανάγκη να σημειώσουμε ότι οι νεότεροι θεολόγοι  δεν  βασίζονται  πια  σ'  αυτές.  Η  μεσαιωνική  θεολογία  πηγάζει  από  την  ελληνική διανόηση.  Ο  Θεός  της  Παλαιάς  Διαθήκης  είναι  ένας  Θεός  δυνάμεως,  ο  Θεός  της  Καινής Διαθήκης είναι επίσης Θεός αγάπης∙ αλλ' ο Θεός των θεολόγων, από τον Αριστοτέλη έως τον Καλβίνο, είναι Θεός νοησιαρχικός∙ η ύπαρξή Του λύει ορισμένα αινίγματα τα οποία αλλοιώς θα δημιουργούσαν συλλογιστικές δυσκολίες στην κατανόηση του σύμπαντος. Η θεότητα αυτή που  εμφανίζεται  ως  συμπέρασμα  ενός  συλλογισμού,  όπως  η  απόδειξη  μιας  γεωμετρικής προτάσεως,  δεν  ικανοποιούσε  τον  Ρουσσώ  που  επέστρεψε  σε  μια  αντίληψη  περί  Θεού περισσότερο συγγενή με των Ευαγγελίων. Ως επί το πλείστον, οι νεότεροι θεολόγοι, ειδικά οι Διαμαρτυρόμενοι,  ακολούθησαν  επί  του  προκειμένου  τον  Ρουσσώ.  Οι  φιλόσοφοι  υπήρξαν περισσότερο  συντηρητικοί∙  στον  Έγελο,  τον  Λότσε  [Lotze]  και  τον  Μπράντλυ  υφίστανται επιχειρήματα μεταφυσικής υφής, παρά το γεγονός ότι ο Καντ διετείνετο ότι είχε κρημνίσει τα τέτοια επιχειρήματα άπαξ δια παντός. 

Οι  αποδείξεις  του  Λάιμπνιτς  για  την  ύπαρξη  του  Θεού  είναι  τέσσερες:  1)  η  οντολογική απόδειξη, 2)  η κοσμολογική απόδειξη, 3)  η απόδειξη  των αιωνίων αληθειών, 4) η απόδειξη της προδιατεταγμένης αρμονίας, που μπορεί να γενικευθή στην απόδειξη του σκοπού, ή  τη φυσικο ‐ θεολογική απόδειξη όπως την αποκαλεί ο Καντ. Θα εξετάσουμε τις αποδείξεις αυτές διαδοχικά. 

Η  οντολογική  απόδειξη  εξαρτάται  από  τη  διάκριση  μεταξύ  υποστάσεως  [substance]  και ουσίας [essence]. Κάθε πρόσωπο ή πράγμα, λέγει ο Λάιμπνιτς, αφ' ενός υπάρχει (υφίσταται) και αφ' ετέρου έχει μερικές ιδιότητες που συγκροτούν την «ουσία» του. Ο Άμλετ, παρ' ότι δεν υφίσταται,  έχει  ορισμένη  ουσία∙  είναι  μελαγχολικός,  αναποφάσιστος,  πνευματώδης  κλπ. Όταν  περιγράφουμε  ένα  πρόσωπο,  το  ζήτημα  του  αν  είναι  πραγματικό  ή  φανταστικό παραμένει ανοιχτό,  οσοδήποτε  λεπτομερής  και αν  είναι η περιγραφή μας.  Στη  γλώσσα  των Σχολαστικών  εκφράζουμε  τούτο  λέγοντας  ότι  στην  περίπτωση  μιας  οποιασδήποτε πεπερασμένης  υποστάσεως,  η  ουσία  της  δεν  συνεπάγεται  την  ύπαρξή  της.  Αλλά  στην περίπτωση  του  Θεού,  που  καθορίζεται  ως  το  τελειότατο  Ον,  ο  Άγιος  Άνσελμος, ακολουθούμενος από τον Καρτέσιο, υποστηρίζει ότι η ουσία συνεπάγεται την ύπαρξη, με το επιχείρημα  ότι  ένα  Ον  που  κατέχει  όλες  τις  άλλες  τελειότητες  είναι  καλύτερο  εάν  υπάρχει παρά  εάν  δεν  υπάρχει,  απ'  όπου  συνέπεται  ότι  εάν  δεν  υπάρχει,  δεν  είναι  το  καλύτερο δυνατό Ον. 

Ο Λάιμπνιτς ούτε δέχεται ούτε και απορρίπτει εξ ολοκλήρου το επιχείρημα τούτο, χρειάζεται όμως  να  συμπληρωθή—λέγει—  από  την  απόδειξη  ότι  ο  Θεός,  όπως  καθορίζεται,  είναι δυνατός.  Κάθησε κ'  έγραψε μια απόδειξη ότι η  ιδέα  του Θεού είναι δυνατή,  και  την  έδειξε στον Σπινόζα όταν τον είδε στη Χάγη. Η απόδειξη αυτή ορίζει τον Θεό ως το τελειότατο Ον, δηλαδή  ως  υποκείμενο  σε  κάθε  τελειοποίηση,  και  η  τελειοποίηση  ορίζεται  ως  μια  «απλή ιδιότητα  που  είναι  θετική  και  απόλυτη  και  εκφράζει  απεριόριστα  ο,τιδήποτε  εκφράζει».  Ο Λάιμπνιτς αποδεικνύει εύκολα ότι δυο τελειότητες όπως καθορίζονται πιο πάνω, δεν μπορεί να  είναι  ασυμβίβαστες.  Και  συμπεραίνει:  «Συνεπώς  υπάρχει  ή  μπορεί  να  νοηθή  ένα υποκείμενο  πάσης  τελειότητος,  ή  ένα  τελειότατο  Ον.  Και  εξ  αυτού  προκύπτει  επίσης  ότι υπάρχει, διότι η ύπαρξη συγκαταριθμείται μεταξύ των τελειοτήτων». 

Page 75: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Ο  Καντ  αντιτίθεται  στο  επιχείρημα  τούτο  υποστηρίζοντας  ότι  η  «ύπαρξη»  δεν  αποτελεί κατηγόρημα. Άλλο είδος αναιρέσεως  του επιχειρήματος προκύπτει από  τη θεωρία μου  των περιγραφών.  Το  επιχείρημα δεν φαίνεται  σε μια  νεότερη διάνοια πολύ πειστικό,  αλλ'  είναι ευκολότερο να αισθάνεται κανείς πεπεισμένος ότι το επιχείρημα πρέπει να είναι εσφαλμένο, παρά να ανακαλύψη ακριβώς που έγκειται το σφάλμα. 

Η  κοσμολογική  απόδειξη  είναι  περισσότερο  πειστική  από  την  οντολογική.  Είναι  μια  μορφή του  επιχειρήματος  περί  Πρώτης  (πρωταρχικής)  Αιτίας  που  πηγάζει  από  το  αριστοτελικό επιχείρημα περί ακινήτου κινούντος. Η απόδειξη της Πρώτης Αίτιας είναι απλή. Λέγει ότι κάθε πεπερασμένο πράγμα έχει μια αιτία, η οποία, με τη σειρά της, έχει επίσης μια αιτία κ.ο.κ. Η σειρά  αυτή  των  προηγούμενων  αιτιών  δεν  μπορεί—λέγουν—να  είναι  απεριόριστη  και  ο πρώτος όρος της σειράς πρέπει να είναι, αυτός καθαυτόν, αυθύπαρκτος, αλλοιώς δεν θα ήταν ο πρώτος  όρος.  Υπάρχει,  συνεπώς,  μια  αυθύπαρκτη  αιτία  κάθε  πράγματος,  και  αυτή  είναι προδήλως ο Θεός. 

Στον Λάιμπνιτς  το  επιχείρημα παίρνει  μια  κάπως διαφορετική μορφή.  Υποστηρίζει  ότι  κάθε επί μέρους πράγμα στον κόσμο είναι «ενδεχόμενο», δηλαδή θα ήταν λογικά πιθανό γι' αυτό να  μην  υπάρχει∙  και  τούτο  αληθεύει  όχι  μόνον  για  κάθε  επί  μέρους  πράγμα  αλλά  για ολόκληρο το σύμπαν. Και αν ακόμη υποθέσουμε ότι το σύμπαν υπήρξε πάντοτε, δεν υπάρχει τίποτε μέσα στον κόσμο τούτο που να μπορεί να μας δείξη γιατί υπάρχει. Αλλά κάθε πράγμα, κατά τον Λάιμπνιτς, πρέπει να έχει κάποιον αποχρώντα λόγον, συνεπώς το σύμπαν ως όλον πρέπει  να  έχει  κάποιον  αποχρώντα  λόγον  που  πρέπει  να  βρίσκεται  έξω  του  σύμπαντος.  Ο αποχρών αυτός λόγος είναι ο Θεός. 

Το επιχείρημα τούτο είναι καλύτερο από το κατ'  ευθείαν επιχείρημα της Πρώτης Αιτίας  και δεν  μπορεί  να  αναιρεθή  εύκολα.  Το  επιχείρημα  της  Πρώτης  Αιτίας  βασίζεται  στην προϋπόθεση ότι κάθε σειρά πρέπει να έχει έναν πρώτον όρον, πράγμα που είναι λάθος∙ λ.χ. η σειρά των γνησίων κλασμάτων δεν έχει πρώτον όρο. Αλλά το επιχείρημα του Λάιμπνιτς δεν εξαρτάται από την άποψη ότι το σύμπαν πρέπει να έχει μιαν αρχή εν χρόνω. Το επιχείρημα ισχύει  εφ'  όσον  αναγνωρίζουμε  την  αρχή  του  αποχρώντος  λόγου  του  Λάιμπνιτς∙  αλλ'  αν αρνηθούμε την αρχήν αυτήν, το επιχείρημα καταρρέει. Τι ακριβώς εννοούσε ο Λάιμπνιτς με την  αρχή  του  αποχρώντος  λόγου  είναι  θέμα  αμφισβητούμενο.  Ο  Κουτυρά  [Couturat] υποστηρίζει ότι σημαίνει πως κάθε αληθινή πρόταση είναι «αναλυτική», δηλαδή τέτοια που η αντιφατική  της πρόταση να είναι αυτοαναιρετική. Αλλ'  η  ερμηνεία αυτή  (που στηρίζεται σε συγγράμματα  που  δεν  έχει  δημοσιεύσει  ο  Λάιμπνιτς),  ανήκει,  αν  αληθεύει,  στο  εσωτερικό δόγμα. Στα δημοσιευμένα έργα του υποστηρίζει πως υπάρχει διαφορά μεταξύ αναγκαίων και ενδεχομένων προτάσεων, οτι μόνον οι πρώτες πηγάζουν από τους νόμους της λογικής, και ότι όλες οι προτάσεις που βεβαιώνουν ύπαρξη είναι ενδεχόμενες, με μόνην εξαίρεση την ύπαρξη του Θεού. Παρ' ότι ο Θεός υπάρχει κατ' ανάγκην, δεν ήταν υποχρεωμένος από τη λογική να δημιουργήση  τον  κόσμο∙  αντιθέτως,  η  δημιουργία  οφείλονταν  στην  ελεύθερη  εκλογή  του, που υποκινήθηκε από την αγαθότητά του, αλλά δεν υπήρξε και αναγκαστική της συνέπεια. 

Είναι  φανερό  πως  ο  Καντ  έχει  δίκηο  όταν  λέγει  ότι  το  επιχείρημα  τούτο  βασίζεται  στην οντολογική  απόδειξη.  Αν  η  ύπαρξη  του  κόσμου  μπορεί  να  εξηγηθή  μόνον  από  την  ύπαρξη ενός αναγκαίου Όντος, τότε πρέπει να υπάρχει ένα Ον του οποίου η ουσία συνεπάγεται την ύπαρξη, γιατί αυτό εξυπονοείται δια του αναγκαίου Όντος. Αλλ' εάν είναι δυνατόν να υπάρχει ένα Ον του οποίου η ουσία να συνεπάγεται την ύπαρξη, τότε και μόνος ο ορθός λόγος, χωρίς καμμιά εμπειρία, μπορεί να καθορίση ένα τέτοιο Ον, η ύπαρξη του οποίου θα εκπηγάση από την οντολογική απόδειξη, διότι κάθε πράγμα που έχει να κάνη μόνο με την ουσία μπορεί να γνωσθή  ανεξάρτητα  από  την  εμπειρία—αυτή  τουλάχιστον  είναι  η  άποψη  του  Λάιμπνιτς. Συνεπώς  η  φαινομενικά  μεγαλύτερη  πειστικότητα  της  κοσμολογικής  από  την  οντολογική απόδειξη είναι απογοητευτική. 

Page 76: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Η απόδειξη που αντλείται από τις αιώνιες αλήθειες είναι κάπως δύσκολο να διατυπωθή με ακρίβεια.  Σε  γενικές  γραμμές συνίσταται σε  τούτο: Μια πρόταση,  όπως  λ.χ. «βρέχει»,  είναι κάποτε αληθινή και  κάποτε ψευδής, αλλά  το «δύο και δύο κάνουν  τέσσερα»  είναι πάντοτε αληθινό. Όλες οι προτάσεις που έχουν να κάνουν μόνο με την ουσία και όχι με την ύπαρξη, ή είναι πάντα αληθινές ή ποτέ δεν είναι αληθινές. Εκείνες που είναι πάντοτε αληθινές λέγονται «αιώνιες αλήθειες». Η ουσία του επιχειρήματος έγκειται στο ότι οι αλήθειες αποτελούν μέρη των  περιεχομένων  των  διανοιών  και  ότι  μια  αιώνια  αλήθεια  πρέπει  ν'  αποτελεί  μέρος  του περιεχομένου μιας αιώνιας διανοίας.  Είναι  ήδη  ένα  επιχείρημα που δεν διαφέρει  και πολύ από  του  Πλάτωνος  όταν  συνάγει  την  αθανασία  της  ψυχής  από  την  αιωνιότητα  των  ιδεών. Αλλά  στον  Λάιμπνιτς  το  επιχείρημα  αναπτύσσεται  περισσότερο.  Υποστηρίζει  ότι  ο  τελικός λόγος των ενδεχομένων αληθειών πρέπει να ανευρεθή στις αναγκαίες αλήθειες. Η απόδειξη εδώ  είναι  όπως  και  στην  κοσμολογική  απόδειξη:  πρέπει  να  υπάρχει  κάποιος  λόγος  για ολόκληρο  τον  ενδεχόμενο  κόσμο,  και  ο  λόγος  αυτός  δεν  μπορεί  να  είναι  και  αυτός ενδεχόμενος, αλλά πρέπει ν' αναζητηθή μεταξύ των αιώνιων αληθειών. Αλλ' ένας λόγος για ό,τι  υπάρχει,  πρέπει  και  ο  ίδιος  να  υπάρχει∙  συνεπώς  οι  αιώνιες  αλήθειες  πρέπει,  κατά κάποιον  τρόπο,  να  υπάρχουν  και  δεν  μπορούν  να  υπάρχουν  παρά  μόνον  ως  σκέψεις  στη διάνοια  του  Θεού.  Η  απόδειξη  αυτή  είναι,  πράγματι,  μονάχα  μια  άλλη  μορφή  της κοσμολογικής  αποδείξεως.  Υπόκειται,  εν  τούτοις,  στην  περαιτέρω  αντίρρηση  ότι  δύσκολα ημπορεί να λεχθή για μιαν αλήθεια ότι «υπάρχει» σε μια διάνοια που τη συλλαμβάνει. 

Η  απόδειξη  από  την  προδιατεταγμένην  αρμονία,  όπως  τη  διατυπώνει  ο  Λάιμπνιτς,  ισχύει μόνον  για  κείνους  που  δέχονται  τις  χωρίς  παράθυρα  μονάδες  που  κατοπτρίζουν  όλες  το σύμπαν. Η απόδειξη έγκειται στο ότι, εφ' όσον όλα τα ρολόγια δείχνουν την ακριβή ώρα χωρίς καμμιά αιτιώδη αλληλεπίδραση, θα πρέπει να υπήρχε μια και μόνη εξωτερική Αιτία που τα ερρύθμισε όλα. Η δυσκολία, βεβαίως, είναι αυτή που περιβάλλει ολόκληρη τη μοναδολογία: αν οι μονάδες δεν έχουν καμμιά αλληλεπίδραση, πώς μπορεί μια οποιαδήποτε ανάμεσά τους να γνωρίζει ότι υπάρχουν κι άλλες; Ό,τι φαίνεται ως κατοπτρισμός του σύμπαντος μπορεί να είναι  μονάχα  όνειρο.  Πράγματι,  αν  ο  Λάιμπνιτς  έχει  δίκηο,  είναι  απλώς  όνειρο,  αλλά  μας βεβαίωσε κατά κάποιο τρόπο πως όλες οι μονάδες έχουν τα  ίδια όνειρα ταυτοχρόνως. Όλα αυτά βεβαίως είναι φαντασιόπληκτα και δεν θα φαίνονταν ποτέ πιστευτά παρά μόνον στην προ του Καρτεσιανισμού ιστορία. 

Εν τούτοις, η απόδειξη του Λάιμπνιτς μπορεί να ελευθερωθεί από την εξάρτησή της από την ιδιότυπη μεταφυσική του και να μεταμορφωθή σε ό,τι καλείται απόδειξις εκ του σκοπού47. Η απόδειξη αυτή υποστηρίζει ότι από μια εποπτεία του γνωστού κόσμου βρίσκουμε πράγματα που  δεν  μπορούμε  πειστικά  να  εξηγήσουμε  ως  αποτέλεσμα  τυφλών  φυσικών  δυνάμεων, αλλά που είναι πολύ λογικότερο να θεωρήσουμε ως τεκμήρια ενός αγαθοποιού σκοπού. 

Ο συλλογισμός αυτός δεν έχει τυπικό λογικό ελάττωμα∙ οι προκείμενές του είναι εμπειρικές και  το  συμπέρασμά  του υποτίθεται  ότι  συνάγεται  σύμφωνα με  τους  συνήθεις  κανόνες  των εμπειρικών πορισμάτων. Το ζήτημα λοιπόν του αν θα τον δεχθούμε ή όχι δεν ανάγεται πια σε γενικά  μεταφυσικά  θέματα,  αλλά  σε  σχετικώς  λεπτομερειακές  απόψεις.  Υπάρχει  μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ  της αποδείξεως αυτής και  των άλλων, συγκεκριμένα, ότι ο Θεός που (αν θεωρηθή ισχύουσα) αποδεικνύει, δεν χρειάζεται να έχει όλα τα συνήθη μεταφυσικά κατηγορούμενα. Δεν χρειάζεται να είναι παντοδύναμος ή παντογνώστης∙ χρειάζεται απλώς να είναι απείρως σοφότερος και  ισχυρότερος από ό,τι είμαστε. Τα κακά στον κόσμο μπορεί να οφείλονται στην περιορισμένη δύναμή  του. Μερικοί  νεότεροι  θεολόγοι  χρησιμοποίησαν  τις πιθανότητες  αυτές  στη  διαμόρφωση  της  δικής  των  αντιλήψεως  περί  Θεού.  Όμως  τέτοιες σκέψεις  απέχουν  πολύ  από  τη  φιλοσοφία  του  Λάιμπνιτς  στην  οποία  πρέπει  τώρα  να επιστρέψουμε. 

Ένα  από  τα  χαρακτηριστικότερα  γνωρίσματα  της  φιλοσοφίας  αυτής  είναι  η  θεωρία  των πολλών δυνατών κόσμων. Ένας κόσμος είναι «δυνατός» αν δεν αντιστρατεύεται τους νόμους 

Page 77: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

της λογικής. Υπάρχει άπειρος αριθμός δυνατών κόσμων, τους οποίους ο Θεός εξέταζε προτού δημιουργήση τον σημερινό κόσμο. Επειδή ο Θεός είναι αγαθός, αποφάσισε να δημιουργήση τον άριστο  των δυνατών  κόσμων,  και  θεώρησε πως  εκείνος ήταν ο άριστος που θα  είχε  τη μεγαλύτερη περίσσεια καλού απέναντι  του κακού, θα μπορούσε να πλάση έναν κόσμο που δεν θα περιείχε διόλου κακά, αλλά δεν θα ήταν τόσο καλός όπως ο σημερινός μας κόσμος. Και  τούτο  διότι  μερικά  μεγάλα  καλά  είναι  λογικώς  συνδεδεμένα  με  ορισμένα  κακά.  Για  να πάρουμε ένα κοινό παράδειγμα, ένα ποτήρι κρύο νερό όταν είσθε πολύ διψασμένος σε μια ζεστή μέρα μπορεί να σας δώση τέτοιαν ευχαρίστηση ώστε να θεωρήσετε πως τη δίψα που αισθανόσαστε πριν, μ' όλο που βασανιστική, άξιζε τον κόπο να την υποστή κανείς γιατί χωρίς αυτήν  η  κατοπινή  απόλαυση  δεν  θα  ήταν  τόσο  μεγάλη.  Τη  θεολογία,  όμως  δεν  την ενδιαφέρουν  τα  τέτοια  παραδείγματα,  αλλά  η  συνάρτηση  της  αμαρτίας  με  την  ελεύθερη βούληση. Η ελεύθερη βούληση είναι μέγα αγαθό αλλ' ήταν λογικώς αδύνατο για τον Θεό να παραχωρήση  ελεύθερη  βούληση  και  ταυτόχρονα  ν'  αποφασίση  ότι  δεν  πρέπει  να  υπάρχει αμαρτία. Γι' αυτό ο Θεός αποφάσισε να κάνη τον άνθρωπο ελεύθερο, μολονότι πρόβλεπε πως ο  Αδάμ  θε  νάτρωγε  το  μήλο  και  παρ'  ότι  η  αμαρτία  θα  συνεπαγόταν  αναπόφευκτα  την τιμωρία.  Ο  κόσμος  που  προέκυψε,  μ'  όλο  που  περιέχει  και  το  κακό,  έχει  μεγαλύτερη περίσσεια καλού απέναντι του κακού από οιονδίποτε άλλον δυνατόν κόσμο∙ είναι συνεπώς ο καλύτερος των δυνατών κόσμων και το κακό που περιέχει δεν αποτελεί απόδειξη εναντίον της αγαθότητας του Θεού. 

Η  απόδειξη  τούτη  προφανώς  ικανοποίησε  τη  Βασίλισσα  της  Πρωσσίας.  Οι  δούλοι  της εξακολουθούσαν  να  υφίστανται  το  κακό  και  αυτή  ν'  απολαβαίνει  τα  αγαθά,  και  ήταν παρήγορο  να  διαβεβαιώνεται  από  έναν  μεγάλο  φιλόσοφο  πως  αυτό  ήταν  και  σωστό  και δίκαιο. 

Η  λύση  που  έδινε  ο  Λάιμπνιτς  στο  πρόβλημα  του  κακού,  όπως  άλλωστε  και  οι  άλλες δημοφιλείς  θεωρίες  του,  είναι  λογικά  δυνατή  αλλά  δεν  είναι  και  πολύ  πειστική.  Ένας Μανιχαίος  θα  μπορούσε  ν'  αντιτείνη  ότι  ο  κόσμος  μας  είναι  ο  χειρότερος  των  δυνατών κόσμων  όπου  όσα  καλά  υπάρχουν  χρησιμεύουν  μόνον  για  να  εντείνουν  τα  κακά.  Θα μπορούσε δηλαδή να ειπή πως ο κόσμος δημιουργήθηκε από κάποιον κακόβουλο δημιουργό, ο  οποίος  επέτρεψε  την  ελεύθερη  βούληση,  που  είναι  κάτι  καλό,  για  να  εξασφάλιση  την αμαρτία που είναι κακό, και όπου το κακό υπερφαλαγγίζει το καλό της ελεύθερης βούλησης. Ο  δημιουργός,  θα  μπορούσε  να  συνεχίση,  έπλασε  μερικούς  ενάρετους  ανθρώπους  για  να μπορούν να τιμωρούνται από τους αχρείους, διότι η τιμωρία των ενάρετων είναι τόσο μεγάλο κακό ώστε κάμνει τον κόσμο χειρότερο παρ' αν δεν υπήρχαν καλοί άνθρωποι. Δεν συνηγορώ υπέρ αυτής της γνώμης που τη θεωρώ εξωφρενική∙ λέγω απλώς ότι δεν είναι περισσότερον εξωφρενική από όσον  είναι  η  θεωρία  του Λάιμπνιτς. Οι  άνθρωποι  θέλουν  να πιστεύουν  το σύμπαν  καλό  και  θα  έβλεπαν  με  ανοχή  κακά  επιχειρήματα  που  θ'  αποδείκνυαν  ότι  είναι τέτοιο, ενώ κακά επιχειρήματα που θ' αποδείκνυαν ότι είναι κακό, εξονυχίζονται με μεγάλη προσοχή. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο κόσμος είναι εν μέρει καλός και εν μέρει κακός και δεν προκύπτει κανένα «πρόβλημα κακού» παρά εάν αρνηθούμε το πρόδηλο τούτο γεγονός. 

Έρχομαι  τώρα  στην  εσωτερική  φιλοσοφία  του  Λάιμπνιτς,  όπου  βρίσκουμε  τους  λόγους  για πολλά που φαίνονται αυθαίρετα ή εξωφρενικά στις λαοφιλείς θεωρίες του, όπως επίσης και μια ερμηνεία των θεωριών του που, αν γινόταν ευρύτερα γνωστή, θα τις καθιστούσε λιγότερο ευπρόσδεκτες.  Είναι  αξιοσημείωτο  το  γεγονός  ότι  είχε  επιβληθή  τόσο  στους  κατοπινούς μελετητές της φιλοσοφίας ώστε πλείστοι από τους εκδότες που δημοσίευαν επιλογές από τον τεράστιο  σωρό  των  χειρογράφων  του,  να  προτιμούν  όσα  προσαρμόζονταν  στην παραδεδεγμένη ερμηνεία του συστήματός του και ν' απορρίπτουν ως ασήμαντα, δοκίμια που τον  δείχνουν  πολύ  περισσότερο  βαθύ  στοχαστή  από  όσον  ήθελε  να  τον  νομίζουν.  Τα περισσότερα  κείμενα,  στα  οποία  θα  βασισθούμε  για  την  κατανόηση  της  εσωτερικής  του θεωρίας, δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά στα 1901 ή 1903 σε δυο έργα του Λουί Κουτυρά. 

Page 78: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Ένα μάλιστα από αυτά έφερε μια επιγραφή από τον ίδιο τον Λάιμπνιτς με την παρατήρηση: «Εδώ έκανα τεράστια πρόοδο». Αλλά παρ' όλον τούτο, κανένας εκδότης δεν το θεώρησε άξιο για τύπωμα, παρά μόνον διακόσια χρόνια μετά το θάνατο του Λάιμπνιτς. Αλήθεια είναι πως τα  γράμματά  του  στον  Αρνώ,  που  περιέχουν  μέρος  της  βαθύτερης  φιλοσοφίας  του, δημοσιεύθηκαν τον δέκατον ένατον αιώνα, αλλά πρώτος εγώ διαπίστωσα τη σημασία τους. Η υποδοχή  των  γραμμάτων  αυτών  από  τον  Αρνώ  ήταν  αποθαρρυντική.  Γράφει:  «Βρίσκω  σ' αυτές τις σκέψεις τόσα πράγματα που με τρομάζουν, και που σχεδόν όλος ο κόσμος, αν δεν σφάλλω,  θα βρει  τόσο αλλόκοτα,  που δεν βλέπω ποια ωφέλεια μπορεί  να έχει  ένα γραπτό που  καθ'  όλες  τις  ενδείξεις  όλοι  θα  απορρίψουν».  Η  εχθρική  αυτή  γνώμη  θα  οδήγησε ασφαλώς τον Λάιμπνιτς, από δω και πέρα, να υιοθετήση πολιτική μυστικότητος όσον αφορά τις πραγματικές του σκέψεις στα φιλοσοφικά προβλήματα. 

Η  αντίληψη  της  ουσίας,  που  είναι  βασική  στα  φιλοσοφικά  συστήματα  του  Καρτέσιου,  του Σπινόζα  και  του  Λάιμπνιτς,  κατάγεται  από  τη  λογική  κατηγορία  του  υποκειμένου  και  του κατηγορήματος. Μερικές  λέξεις  μπορούν  να  είναι  είτε  υποκείμενα  είτε  κατηγορήματα∙  λ.χ. μπορώ να ειπώ «ο ουρανός είναι  γαλάζιος»  και «το γαλάζιο είναι  χρώμα». Άλλες λέξεις, — από  τις  οποίες  τα  κύρια  ονόματα  είναι  τα  πιο  πρόδηλα  παραδείγματα —  δεν  μπορούν  να υπάρξουν ποτέ ως κατηγορήματα, αλλά μόνον ως υποκείμενα, ή ως ένας από τους όρους μιας σχέσεως.  Οι  τέτοιες  λέξεις  θεωρούνται  ότι  υποδεικνύουν  ουσίες.  Οι  ουσίες,  εκτός  από  το λογικό αυτό χαρακτηριστικό, διατηρούνται μέσα στο χρόνο, εκτός αν καταστραφούν από την παντοδυναμία του Θεού (πράγμα που, ο καθείς υποθέτει, δεν συμβαίνει ποτέ). Κάθε αληθινή πρόταση  είναι  είτε  γενική,  όπως  «όλοι  οι  άνθρωποι  είναι  θνητοί»,  οπότε  ένα  κατηγόρημα εξυπακούει  κάποιο  άλλο,  ή  είναι  μερική,  όπως  «ο  Σωκράτης  είναι  θνητός»,  οπότε  στην περίπτωση αυτή  το κατηγόρημα εμπεριέχεται στο υποκείμενο και η  ιδιότητα που δηλούται από το κατηγόρημα αποτελεί μέρος της εννοίας της ουσίας που δηλούται από το υποκείμενο. Ο,τιδήποτε συμβαίνει στον Σωκράτη μπορεί να διατυπωθή σε μια πρόταση όπου ο Σωκράτης είναι το υποκείμενο και οι λέξεις που περιγράφουν το εν λόγω συμβάν είναι το κατηγόρημα. Όλα αυτά  τα  κατηγορήματα μαζί απαρτίζουν  την «έννοια»  του  Σωκράτη. Όλα ανήκουν  κατ' ανάγκην σ' αυτόν, υπό την έννοιαν ότι μια υπόσταση για την οποίαν δεν θα ήταν δυνατό να βεβαιωθούν με ακρίβεια, δεν θα ήταν ο Σωκράτης, αλλά κάποιος άλλος. 

Ο Λάιμπνιτς πίστευε σταθερά στη σημασία της λογικής, όχι μόνο στη δική της σφαίρα αλλ' ως βάση  της μεταφυσικής.  Εργάσθηκε  επάνω στη μαθηματική  λογική  και  το  έργο  του θα ήταν τεραστίως  σημαντικό  αν  το  δημοσίευε∙  στην  περίπτωση  τούτη  θα  ήταν  ο  ιδρυτής  της μαθηματικής λογικής και θα ήταν γνωστή ενάμιση αιώνα νωρίτερα από όσον έγινε. Απόφευγε τη δημοσίευση διότι προσπαθούσε να βρει την απόδειξη ότι η θεωρία του Αριστοτέλη περί συλλογισμού ήταν σ' ορισμένα σημεία εσφαλμένη∙ ο σεβασμός του προς τον Αριστοτέλη δεν του επέτρεπε να το πιστέψη γι' αυτό πίστευε εσφαλμένα πως τα λάθη έπρεπε να ήταν δικά του.  Ωστόσον,  σ'  όλη  του  τη  ζωή  έτρεφε  την  ελπίδα πως  θα  κατόρθωνε  ν'  ανακαλύψη  ένα είδος  γενικευμένης μαθηματικής  επιστήμης,  που αποκαλούσε Characteristica Universalis με την  οποίαν  η  σκέψις  θα  μπορούσε  ν'  αντικατασταθή από  τον  υπολογισμό. «Αν  την  είχαμε, λέγει,  θα μπορούσαμε  να συμπερασματολογούμε στη μεταφυσική  και στην ηθική  κατά  τον ίδιον  περίπου  τρόπο  όπως  και  στη  γεωμετρία  και  την  ανάλυση».  Αν  δημιουργούνταν διαφωνίες  δεν  θα  χρειαζόταν  πια  να  φιλονεικούν  μεταξύ  τους  δυο  φιλόσοφοι,  όπως  δεν μπορούν να φιλονεικούν δυο λογιστές. Γιατί θ' αρκούσε να πάρουν το κοντύλι τους στο χέρι, να καθήσουν μπροστά στ' αβάκιά τους και να πούνε συναμεταξύ τους (μ' ένα φίλο τους για μάρτυρα, αν το θέλουν): «Ας λογαριάσουμε». 

Ο  Λάιμπνιτς  βάσισε  τη  φιλοσοφία  του  σε  δυο  λογικές  προϋποθέσεις,  στο  νόμο  της αντιφάσεως και το νόμο του αποχρώντος λόγου. Και οι δυο εξαρτώνται από την έννοια μιας «αναλυτικής»  προτάσεως,  στην  οποία  το  κατηγόρημα  περιλαμβάνεται  στο  υποκείμενο— λόγου  χάρη «όλοι οι  λευκοί άνθρωποι  είναι άνθρωποι». Ο  νόμος  της αντιφάσεως λέγει  ότι 

Page 79: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

όλες οι αναλυτικές προτάσεις είναι αληθείς. Ο νόμος του αποχρώντος λόγου (στο εσωτερικό σύστημα μόνο) λέγει ότι όλες οι αληθείς προτάσεις είναι αναλυτικές. Τούτο ισχύει ακόμη και σ'  ό,τι  θα  μπορούσαμε  να  θεωρήσουμε  ως  εμπειρικές  προτάσεις  περί  πραγματικών γεγονότων. Αν κάνω ένα ταξίδι, η έννοια του εγώ μου πρέπει να έχει εγκλείσει αιωνίως την έννοια αυτού του ταξιδιού, που αποτελεί κατηγόρημα του εγώ μου. «Μπορούμε να ειπούμε πως  η φύση  μιας  ατομικής  υποστάσεως,  ή  τελείου  όντος,  είναι  να  έχει  έννοια  τόσο  πλήρη ώστε  να  εξαρκεί  να  περιλάβη,  και  να  καθιστά  ικανά  να  εξαχθούν  από  αυτήν,  όλα  τα κατηγορήματα του υποκειμένου στο οποίον αποδίδεται η έννοια αυτή.  Έτσι, η  ιδιότητα του βασιλιά,  που  ανήκει  στον Μέγαν  Αλέξανδρον,  αφαιρούμενη  από  το  υποκείμενο,  δεν  είναι επαρκώς  καθορισμένη  για  ένα  άτομο  και  δεν  περικλείει  άλλες  ιδιότητες  του  ίδιου υποκειμένου, ούτε όσα η έννοια  του ηγεμόνα αυτού περιλαμβάνει,  ενώ ο Θεός, βλέποντας την ατομική έννοια ή την οντότητα του Αλεξάνδρου, βλέπει σ' αυτήν ταυτόχρονα τη βάση και το λόγο όλων των κατηγορημάτων που είναι δυνατόν ν' αποδοθούν αληθινά σ' αυτόν, όπως λ.χ. αν θα νικήση τον Δαρείο και τον Πώρο, και να γνωρίζει ακόμη εκ των προτέρων (και όχι από  εμπειρία)  αν  πέθανε  από  φυσικό  θάνατο  ή  από  δηλητήριο,  που  εμείς  μπορούμε  να γνωρίζουμε μόνο από την ιστορία». 

Μια από τις οριστικότερες διατυπώσεις της βάσεως της μεταφυσικής του, περιλαμβάνεται σε μια επιστολή του στον Αρνώ: 

«Ερευνώντας την έννοια που έχω για κάθε αληθινή πρόταση, βρίσκω πως κάθε κατηγόρημα, αναγκαίο  ή  ενδεχόμενο,  παρελθόν,  παρόν  ή  μέλλον,  περιλαμβάνεται  στην  έννοια  του υποκειμένου,  και  δεν  ζητώ περισσότερα...  Η  εν  λόγω πρότασις  είναι μεγάλης σημασίας  και αξίζει  να  εδραιωθή,  διότι  συνέπεται  ότι  κάθε  ψυχή  είναι  σαν  ένας  ξεχωριστός  κόσμος, ανεξάρτητος  από  το  κάθε  τι  εκτός  απ'  τον  Θεό∙  ότι  δεν  είναι  μόνον  αθάνατη  και  θα  έλεγε κανείς τόσον απαθής, αλλ' ότι διατηρεί στην ουσία της τα ίχνη όσων της συμβαίνουν». 

Προχωρώντας εξηγεί ότι οι ουσίες δεν έχουν αλληλεπίδραση, αλλά συμφωνούν όλες στο να κατοπτρίζουν  το  σύμπαν,  η  καθεμιά  από  τη  δική  της  άποψη.  Μπορεί  να  υπάρξη αλληλενέργεια,  διότι  παν  ό,τι  συμβαίνει  σε  κάθε  υποκείμενο  είναι  μέρος  της  δικής  του υπόστασης και αιώνια καθορισμένο εάν η ουσία αυτή υφίσταται. 

Το σύστημα τούτο προδήλως είναι εξίσου με του Σπινόζα ντετερμινιστικό. Ο Αρνώ εκφράζει τη  φρίκη  του  για  τη  δήλωση  (που  έκανε  ο  Λάιμπνιτς)  ότι  «η  ατομική  υπόσταση  του  κάθε προσώπου περικλείει μια για πάντα κάθε τι που τυχόν θα του συμβή». Τέτοια άποψη είναι φανερά ασυμβίβαστη με τη Χριστιανική διδασκαλία περί αμαρτίας και ελεύθερης βούλησης. Βλέποντας ο Λάιμπνιτς πως ο Αρνώ  της  επεφύλαξε  κακή υποδοχή, απέφυγε προσεκτικά  να την κοινολογήση. 

Γεγονός  είναι  πως  για  τ'  ανθρώπινα  όντα  υπάρχει  κάποια  διαφορά  μεταξύ  αληθειών  που γίνονται  γνωστές  με  τη  λογική  και  αληθειών  που  γίνονται  γνωστές  με  την  εμπειρία.  Η διαφορά αυτή προκύπτει κατά δυο τρόπους. Εν πρώτοις, παρ' ότι κάθε τι που συμβαίνει στον Αδάμ  ακολουθεί  από  την  υπόστασή  του,  εάν  υπάρχει,  την  ύπαρξή  του  μπορούμε  να επιβεβαιώσουμε  μόνον  δια  της  εμπειρίας.  Κατά  δεύτερο  λόγο,  η  έννοια  οποιασδήποτε ατομικής  ουσίας  είναι  απείρως  περίπλοκη,  και  η  ανάλυση  που  απαιτείται  για  να συναγάγουμε τα κατηγορήματά της για τον Θεόν μόνον είναι δυνατή. Εν τούτοις, οι διαφορές αυτές οφείλονται μόνον στην άγνοιά μας  και  στις  πνευματικές μας αδυναμίες∙  για  τον Θεό δεν υφίστανται. Ο Θεός συλλαμβάνει την έννοια του Αδάμ σ' όλη την άπειρη πολυπλοκότητά της, και συνεπώς μπορεί να βλέπει όλες τις αληθινές προτάσεις περί Αδάμ ως αναλυτικές. Ο Θεός μπορεί επίσης να εξακριβώνει εκ των προτέρων αν ο Αδάμ υπάρχει. Διότι ο Θεός έχει συνείδηση της αγαθότητάς του, από την οποίαν συνέπεται ότι θα δημιουργήση τον καλύτερο των  δυνατών  κόσμων  και  γνωρίζει  επίσης  εάν  ο  Αδάμ  αποτελεί  ή  δεν  αποτελεί  μέρος  του κόσμου τούτου. Δεν υπάρχει συνεπώς πραγματική διαφυγή από τον ντετερμινισμό λόγω της 

Page 80: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

αγνοίας μας. 

Υπάρχει,  όμως,  ακόμη  ένα  σημείο  που  είναι  πολύ  περίεργο.  Πολλές  φορές  ο  Λάιμπνιτς εμφανίζει τη Δημιουργία σαν μια ελεύθερη ενέργεια του Θεού, που απαιτεί την άσκηση της θέλησής  Του.  Σύμφωνα  με  τη  θεωρία  τούτη,  ο  καθορισμός  του  τι  πράγματι  υπάρχει  δεν γίνεται με την παρατήρηση, αλλά πρέπει να γίνεται δια της αγαθότητος του Θεού. Εκτός από την αγαθότητα του Θεού, που τον κάμνει να πλάση τον καλύτερο των δυνατών κόσμων, δεν υπάρχει εκ των προτέρων λόγος γιατί ένα πράγμα πρέπει να υπάρχει αντί για κάποιο άλλο. 

Αλλά κάποτε, σε  χαρτιά που δεν φανερώθηκαν σε κανένα ανθρώπινο πλάσμα, υπάρχει μια εντελώς διαφορετική θεωρία ως προς το γιατί μερικά πράγματα υπάρχουν και άλλα, που θα ήταν  εξίσου  δυνατόν  να  υπάρχουν,  δεν  υπάρχουν.  Κατά  τη  θεωρία  τούτη,  κάθε  τι  που  δεν υπάρχει αγωνίζεται να υπάρξη, αλλά δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν όλα τα δυνατά, διότι δεν είναι όλα «συν‐δυνατά»48. Μπορεί να είναι δυνατόν το Α να υπάρχει, και δυνατόν επίσης να υπάρχει  και  το  Β,  αλλά  να  μην  είναι  δυνατόν  να  συνυπάρχουν  και  το  Α  και  το  Β∙  στην περίπτωση αυτή το Α και Β δεν είναι «συν‐δυνατά». Δυο ή και περισσότερα πράγματα είναι «συν‐δυνατά»  όταν  είναι  δυνατόν  όλα  αυτά  να  υπάρξουν.  Ο  Λάιμπνιτς  φαίνεται  να φαντάσθηκε ένα είδος πολέμου στο προαύλιο του Άδου που ενοικείται από ουσίες οι οποίες αγωνίζονται  όλες  να  υπάρξουν.  Στον  πόλεμο  τούτο  συνδυάζονται  ομάδες  «συν‐δυνατών» [συμβιβάσιμων]  και  η  μεγαλύτερη  ομάδα  από  αυτές  κερδίζει,  όπως  σ'  έναν  πολιτικόν ανταγωνισμό  κερδίζει  η  ομάδα  που  ασκεί  τη  μεγαλύτερη  πίεση.  Ο  Λάιμπνιτς  μάλιστα χρησιμοποιεί  την  αντίληψη  αυτή  σαν  έναν  τρόπο  καθορισμού  της  υπάρξεως.  Λέγει:  «Το υπαρκτό μπορεί να ορισθεί ως το δυνάμενον να συμβιβασθή με περισσότερα πράγματα παρά ως κάτι ασυμβίβαστο με τον εαυτό του». Δηλαδή, αν το Α είναι ασυμβίβαστο με το Β, ενώ το Α συμβιβάζεται με το Γ και Δ και Ε, αλλά το Β συμβιβάζεται μόνον με το Ζ και Η, τότε το Α και όχι  το  Β  υπάρχει  εξ  ορισμού.  «Το  υπαρκτό,  λέγει,  είναι  το  ον  που  συμβιβάζεται  με  τα περισσότερα πράγματα». 

Στην έκθεση αυτή δεν υπάρχει μνεία του Θεού και προφανώς ούτε πράξη δημιουργίας. Ούτε και υπάρχει χρεία άλλου τινός εκτός από την καθαρή λογική για να καθορισθή το τι υπάρχει. Το ζήτημα του αν Α και Β είναι συμβιβάσιμα, για τον Λάιμπνιτς είναι απλώς ζήτημα λογικής, συγκεκριμένα: Μήπως η  ύπαρξη  και  του Α  και  του Β περικλείει  αντίφαση;  Το συμπέρασμα είναι  ότι,  θεωρητικά,  η  λογική  μπορεί  να  κρίνη  ποια  ομάδα  («συν‐δυνατών»)  είναι  η μεγαλύτερη και συνεπώς η ομάδα αυτή θα υπάρξη. 

Ίσως,  όμως,  ο Λάιμπνιτς  να μη εννοούσε πραγματικά ότι ο παραπάνω ορισμός αποτελούσε ορισμό της υπάρξεως. Αν αποτελούσε απλώς ένα κριτήριο, θα μπορούσε να συμβιβασθή∙ με τις  δημοφιλείς  απόψεις  του  μέσον  αυτού  που  ονομάζει  «μεταφυσική  τελειότητα».  Η μεταφυσική  τελειότητα,  όπως  χρησιμοποιεί  τον  όρο  ο  Λάιμπνιτς,  φαίνεται  να  σημαίνει ποσότητα  υπάρξεως.  Δεν  είναι,  λέγει,  «τίποτ'  άλλο  παρά  το  μέγεθος  της  θετικής πραγματικότητας αυστηρώς  νοουμένης».  Υποστηρίζει πάντοτε  ότι  ο Θεός δημιούργησε όσο μπορούσε περισσότερα πράγματα∙ κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που προβάλλει για ν' αρνηθή  την  ύπαρξη  κενού.  Επικρατεί  η  γενική  πεποίθηση  (που  εγώ  δεν  μπόρεσα  ποτέ  να καταλάβω) ότι είναι καλύτερα να υπάρχει κανείς παρά να μην υπάρχει∙ γι' αυτό και τα παιδιά παροτρύνονται  να  ευγνωμονούν  τους  γονείς  των.  Ο  Λάιμπνιτς,  καθ'  όλες  τις  ενδείξεις, συμμεριζόταν  αυτή  την  άποψη  και  θεωρούσε  ότι  ανήκε  στην  καλοσύνη  του  Θεού  να δημιουργήση  ένα  σύμπαν  όσο  γινόταν  περισσότερο  πλήρες.  Κατά  λογική  συνέπεια  ο σημερινός κόσμος θ' αποτελούνταν από τη μεγαλύτερη ομάδα συνδυνατών [συμβιβάσιμων]. Και πάλιν θα αλήθευε ότι μόνη η λογική, εάν υπήρχε ένας αρκετά έμπειρος χειριστής της, θα μπορούσε να κρίνη κατά πόσον μια δεδομένη δυνατή ουσία θα ήταν δυνατόν να υπάρξη ή όχι. 

Ο Λάιμπνιτς, στην  ιδιαίτερη φιλοσοφία του,  είναι  το καλύτερο παράδειγμα φιλοσόφου που 

Page 81: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

χρησιμοποιεί τη λογική σαν κλειδί της μεταφυσικής. Ο τύπος αυτής της φιλοσοφίας αρχίζει με τον Παρμενίδη και αναπτύσσεται ακόμη περισσότερο με τον Πλάτωνα όταν χρησιμοποιεί τη θεωρία  των  ιδεών  για  ν'  αποδείξη  διάφορες  εξωλογικές  προτάσεις.  Ο  Σπινόζα  ανήκει  στον ίδιο τύπο, όπως επίσης και ο Έγελος. Αλλά κανείς από αυτούς δεν είναι τόοον σαφής όσον ο Λάιμπνιτς  στο  ν'  αντλεί  συμπεράσματα  από  το  συντακτικό  για  τον  πραγματικό  κόσμο.  Το είδος  τούτο  της  συμπερασματολογίας  περιέπεσε  σε ανυποληψία  λόγω  της αναπτύξεως  της εμπειριοκρατίας.  Κατά  πόσον  είναι  δυνατόν  να  ισχύσουν  πορίσματα  αντλημένα  από  τη γλώσσα για μη ‐ γλωσσικά θέματα, είναι ζήτημα για το οποίον δεν μ' ενδιαφέρει να εκφέρω γνώμη αλλ' ασφαλώς τα πορίσματα του Λάιμπνιτς και άλλων a priori φιλοσόφων δεν έχουν αξία  μιας  και  όλα  οφείλονται  σ'  ελαττωματική  λογική.  Η  λογική  του  υποκειμένου  ‐ κατηγορήματος, που δέχονταν όλοι οι φιλόσοφοι του είδους αυτού στο παρελθόν, είτε αγνοεί εξ ολοκλήρου τις σχέσεις, ή εμφανίζει απατηλά επιχειρήματα για ν' αποδείξη ότι οι σχέσεις δεν είναι πραγματικές. Ο Λάιμπνιτς είναι ένοχος ειδικής ασυνέπειας όταν συνδυάζει τη λογική του  υποκειμένου  ‐  κατηγορήματος  με  την  πολυαρχία  [pluralismus]  διότι  η  πρόταση «υπάρχουν  πολλές  μονάδες»  δεν  είναι  της  μορφής  υποκειμένου  ‐  κατηγορήματος.  Για  να είναι συνεπής ένας φιλόσοφος που πιστεύει ότι όλες οι προτάσεις είναι αυτής της μορφής, έπρεπε να είναι μονιστής, όπως ο Σπινόζα. Ο Λάιμπνιτς απέρριπτε τον μονισμό κυρίως λόγω του ενδιαφέροντός του για τη δυναμική και του επιχειρήματός του ότι η έκταση συνεπάγεται επανάληψη και συνεπώς δεν μπορεί να είναι κατηγορούμενο μιας μοναδικής ουσίας. 

Ο Λάιμπνιτς  είναι  ένας ανιαρός συγγραφέας  και  η  επίδρασή  του στη  Γερμανική φιλοσοφία ήταν να την κάνη σχολαστική και στεγνή. Ο μαθητής του Βολφ  [Wolf], που κυριάρχησε των γερμανικών  πανεπιστημίων  μέχρι  της  δημοσιεύσεως  της  Κριτικής  του  Καθαρού  Λόγου  του Καντ, παραμέρισε ό,τι ήταν ενδιαφέρον στον Λάιμπνιτς και ένεφάνισε ένα ξηρό καθηγητικό τρόπο  του  σκέπτεσθαι.  Έξω  από  τη  Γερμανία  η  φιλοσοφία  του  Λάιμπνιτς  δεν  είχε  παρά ελάχιστη  επίδραση∙  ο  σύγχρονός  του  Λοκ  κυβερνούσε  τη  βρεταννική  φιλοσοφία,  ενώ  στη Γαλλία ο Καρτέσιος εξακολουθούσε να βασιλεύει ωσότου εξεθρονίσθη από τον Βολταίρο που κατέστησε την αγγλική εμπειριοκρατία του συρμού. 

Οπωσδήποτε  ο  Λάιμπνιτς  παραμένει  μέγας  ανήρ  και  το  μεγαλείο  του  είναι  περισσότερον έκδηλο  τώρα  απ'  οποιανδήποτε  άλλην  προηγούμενην  εποχή.  Εκτός  από  την  αξία  του  ως μαθηματικού  και  ως  εφευρέτη  του  απειροστικού  λογισμού,  υπήρξε  ένας  σκαπανεύς  στη μαθηματική  λογική,  τη  σημασία  της  οποίας  είχε  αντιληφθή όταν  κανείς  άλλος  δεν  την  είχε υποπτευθή. Και οι φιλοσοφικές υποθέσεις του, παρ' ότι φαντασιόπληκτες, είναι πολύ σαφείς και ικανές να έχουν ακριβή διατύπωση. Ακόμη και οι μονάδες του μπορεί να είναι χρήσιμες γιατί υποβάλλουν διαφόρους δυνατούς τρόπους να θεωρεί κανείς την παράσταση, μ' όλο που δεν μπορούν να θεωρηθούν χωρίς παράθυρα. Αυτό που κατά τη γνώμη μου είναι το καλύτερο μέρος  της  θεωρίας  των  μονάδων,  είναι  τα  δυο  είδη  χώρου  που  παραδεχόταν,  το  ένα υποκειμενικό  στις  παραστάσεις  καθεμιάς  μονάδας,  και  το  άλλο  αντικειμενικό,  που απαρτίζεται από το συνάθροισμα των απόψεων των διαφόρων μονάδων. Αυτό, νομίζω, είναι ακόμη χρήσιμο, για τη συσχέτιση της παράστασης με τη φυσική. 

Page 82: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XII Ο ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΣ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ 

Η ΑΝΟΔΟΣ του φιλελευθερισμού στην πολιτική και στη φιλοσοφία, παρέχει  το υλικό για τη μελέτη  ενός  γενικότερου  και  σημαντικότερου  ζητήματος,  συγκεκριμένα:  Ποια  υπήρξεν  η επίδραση των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών στις σκέψεις διαπρεπών και πρωτότυπων στοχαστών και, αντιστρόφως, ποια υπήρξεν η επίδραση των ανθρώπων αυτών στις μετέπειτα πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις; 

Πρέπει να φυλαχθούμε από δυο αντίθετα σφάλματα, κοινά και τα δυο. Αφ' ενός, οι άνθρωποι εκείνοι που είναι περισσότερον εξοικειωμένοι με τα βιβλία παρά με τις υποθέσεις, έχουν την τάση να υπερεκτιμούν την επίδραση των φιλοσόφων. Όταν βλέπουν κάποιο πολιτικό κόμμα να διακηρύσσει ότι εμπνέεται από τη θεωρία αυτού ή εκείνου του φιλοσόφου, σκέπτονται ότι οι ενέργειες του κόμματος πρέπει ν' αποδοθούν στον φιλόσοφον αυτόν, ενώ, πολύ συχνά, ο φιλόσοφος  επευφημείται  απλώς  διότι  συνιστά  αυτό  που  το  κόμμα  θα  έκανε  οπωσδήποτε. Συγγραφείς  βιβλίων,  μέχρι  προσφάτως,  σχεδόν  όλοι  υπερέβαλλαν  την  επίδραση  των προκατόχων  των  στο  ίδιο  επάγγελμα.  Αλλ'  αντιστρόφως,  από  αντίδραση  προς  το  παλαιό, δημιουργήθηκε  ένα  νέο  σφάλμα  που  συνίσταται  στο  να  θεωρούνται  οι  θεωρητικοί  ως παθητικά  σχεδόν  προϊόντα  των  όρων  του  περιβάλλοντός  των,  και  χωρίς  καμμιά  περίπου επίδραση  επί  της  πορείας  των  γεγονότων.  Κατά  την  άποψη  αυτή,  οι  ιδέες  είναι  ο  αφρός επάνω  στην  επιφάνεια  βαθειών  ρευμάτων  που  διέπονται  από  υλικά  και  τεχνικά  αίτια:  οι κοινωνικές μεταβολές επηρεάζονται τόσο λίγο από τη διανόηση, όσο και η ροή ενός ποταμού από  τις φουσκαλίδες που αποκαλύπτουν,  σ'  έναν που  τον  κυττάζει,  την  κατεύθυνσή  του. Η δική μου γνώμη είναι ότι η αλήθεια βρίσκεται στο μέσο των δυο αυτών άκρων. Μεταξύ ιδεών και  πρακτικής  ζωής,  όπως  άλλωστε  παντού,  υπάρχει  αμοιβαία  αλληλεπίδραση∙  το  να  ζητεί κανείς να μάθη ποια υπήρξεν η αιτία και ποια το αποτέλεσμα, είναι τόσο μάταιο όσο και το πρόβλημα της κόττας και του αυγού. Δεν θα χάσω τον καιρό μου συζητώντας το θέμα τούτο αφηρημένα,  αλλά  θα  εξετάσω,  ιστορικά,  μια  σημαντική  περίπτωση  του  γενικού  ζητήματος, συγκεκριμένα την ανάπτυξη του φιλελευθερισμού και τις παραφυάδες του από το τέλος του δέκατου έβδομου αιώνα μέχρι των ημερών μας. 

Ο φιλελευθερισμός των πρώτων χρόνων ήταν προϊόν της Αγγλίας και της Ολλανδίας και έχει ορισμένα  ευδιάκριτα  χαρακτηριστικά.  Είχε  κηρυχθή  υπέρ  της  ανεξιθρησκίας∙  ήταν Διαμαρτυρόμενος  αλλ'  ανεκτικού  μάλλον  παρά  φανατικού  είδους∙  θεωρούσε  τους θρησκευτικούς πολέμους ανοησία. Απέδιδε μεγάλη αξία στο εμπόριο και τη βιομηχανία και ευνοούσε την άνοδο της μεσαίας μάλλον τάξεως παρά της μοναρχίας και της αριστοκρατίας∙ έτρεφε μέγιστο σεβασμό προς τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας, ειδικά όταν έχει δημιουργηθή από  τον  προσωπικό  μόχθο  του  κατόχου  της.  Η  αρχή  της  κληρονομιάς,  παρ'  ότι  δεν  είχε απορριφθή,  περιορίσθηκε  ως  προς  την  έκτασή  της  περισσότερο  από  πριν∙  ειδικά,  τα  ελέω Θεού  δικαιώματα  των  βασιλιάδων  έχουν  απορριφθή  υπέρ  της  απόψεως  ότι  κάθε  κοινότης ανθρώπων έχει, τουλάχιστον κατ' αρχήν, το δικαίωμα να εκλέγει τη μορφή του πολιτεύματός της.  Σιωπηρά,  η  τάση  του φιλελευθερισμού  των πρώτων χρόνων ήταν προς  τη δημοκρατία, μετριαζόμενη  από  τα  δικαιώματα  της  ιδιοκτησίας.  Υπήρχεν  η  πεποίθηση,  στην  αρχή  όχι εντελώς σαφής, ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν γεννηθή ίσοι, και ότι η κατοπινή ανισότητά των ήταν  προϊόν  των  όρων  του  περιβάλλοντος.  Και  τούτο  οδήγησε  στην  απόδοση  μεγαλυτέρας εμφάσεως  στη  σημασία  της  παιδείας  παρά  στα  εκ  γενετής  χαρακτηριστικά  γνωρίσματα. Υπήρχε κάποια προκατάληψη εναντίον των κυβερνήσεων γιατί οι κυβερνήσεις σχεδόν παντού ήσαν  στα  χέρια  των  βασιλιάδων  ή  των  αριστοκρατών,  που  σπανίως  καταλάβαιναν  ή σεβόντουσαν  τις ανάγκες  των  εμπόρων,  αλλ'  η  προκατάληψη αυτή αναχαιτίζονταν από  την ελπίδα ότι η αναγκαία κατανόηση και ο σεβασμός θα εξασφαλίζονταν προτού περάση πολύς 

Page 83: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

καιρός. 

Ο φιλελευθερισμός των πρώτων χρόνων ήταν αισιόδοξος, ενεργητικός και φιλοσοφικός διότι αντιπροσώπευε τις αναπτυσσόμενες δυνάμεις που έδιναν την εντύπωση ότι θα επικρατούσαν χωρίς  μεγάλη  δυσκολία  και  ότι  θα  έφεραν  με  τη  νίκη  τους  μεγάλα  ευεργετήματα  στην ανθρωπότητα.  Αντετίθετο  σε  κάθε  τι  το  μεσαιωνικό,  τόσο  στη  φιλοσοφία  όσο  και  στην πολιτική, διότι οι μεσαιωνικές θεωρίες είχαν χρησιμοποιηθή για να επικυρώσουν τις εξουσίες της Εκκλησίας και των βασιλιάδων, να δικαιολογήσουν τους διωγμούς και να παρακωλύσουν την  άνοδο  της  επιστήμης∙  αλλ'  αντετίθετο  εξίσου  και  στους  σύγχρονους  την  εποχήν  εκείνη φανατισμούς  των  Καλβινιστών  και  των  Αναβαπτιστών.  Ζητούσε  να  τεθή  τέρμα  στους πολιτικούς και θρησκευτικούς αγώνες, για ν' απελευθερωθούν δραστηριότητες που θα ήσαν ικανές  να  προωθήσουν  τις  εμπορικές  επιχειρήσεις  και  την  επιστήμη,  όπως  η  Εταιρία  των Ανατολικών  Ινδιών  και  η  Τράπεζα  της  Αγγλίας,  η  θεωρία  της  έλξεως  και  η  ανακάλυψη  της κυκλοφορίας  του αίματος.  Σ'  ολόκληρο  τον Δυτικό  κόσμο η μισαλλοδοξία παραχωρούσε  τη θέση  της  στον Διαφωτισμό,  ο φόβος  της  Ισπανικής  δυνάμεως  εξέλειπε  σιγά  ‐  σιγά,  όλες  οι τάξεις  έβλεπαν  την  ευημερία  τους  να  μεγαλώνει  και  εφαίνοντο  να  δικαιολογούνται  και  οι τολμηρότερες των ελπίδων. Επί εκατό χρόνια,  τίποτε δεν συνέβη για να ζοφώση τις ελπίδες αυτές∙  τότε,  τελικά,  οι  ίδιες  έχουν  γεννοβολήσει  τη  Γαλλική  Επανάσταση που οδήγησε  κατ' ευθείαν  στον  Ναπολέοντα  και  στην  Ιερά  Συμμαχία.  Μετά  τα  γεγονότα  αυτά,  ο φιλελευθερισμός  ήταν  υποχρεωμένος  να  πάρη  την  ανάσα  του,  προτού  καταστή  δυνατή  η ανανέωση της αισιοδοξίας του κατά τον δέκατον ένατον αιώνα. 

Προτού μπούμε σ' οποιαδήποτε λεπτομέρεια, αρμόζει να εξετάσουμε το γενικό πρότυπο των φιλελεύθερων κινημάτων από τον δέκατον έβδομον στον δέκατον ένατον αιώνα. Το πρότυπο είναι  στην  αρχή  απλό,  αλλά  σιγά  ‐  σιγά  γίνεται  ολοένα  και  περισσότερο  περίπλοκο.  Το διακριτικό χαρακτηριστικό του όλου κινήματος, είναι, κατά έναν γενικό τρόπο, ο ατομικισμός∙ αλλ'  ο  όρος  είναι  μάλλον  αόριστος  εάν  δεν  καθορισθή  πληρέστερα.  Οι  Έλληνες  φιλόσοφοι μέχρι και του Αριστοτέλη περιλαμβανομένου, δεν ήσαν ατομικιστές υπό την έννοια που θέλω να χρησιμοποιήσω τον όρο. Θεωρούσαν ουσιαστικά τον άνθρωπο ως μέλος μιας κοινότητας. Η Πολιτεία του Πλάτωνος, λόγου χάρη, ενδιαφέρεται να καθορίση την καλή κοινότητα και όχι το  καλό  άτομο.  Με  την  απώλεια  της  πολιτικής  ελευθερίας  από  την  εποχή  του  Μεγάλου Αλεξάνδρου και μετέπειτα, πήρε την ανάπτυξή του ο ατομικισμός και αντιπροσωπεύθηκε από τους Κυνικούς και τους Στωικούς. Κατά τη φιλοσοφία των Στωικών, ο άνθρωπος θα μπορούσε να ζήση μια καλή ζωή αδιάφορο κάτω από ποιες κοινωνικές συνθήκες. Αυτή ήταν επίσης και η άποψη  του Χριστιανισμού,  ιδίως προτού αποκτήση  τον  έλεγχο  του  κράτους. Αλλά κατά  τον Μεσαίωνα,  όταν  οι  μυστικιστές  προσπαθούσαν  να  κρατήσουν  ζωντανή  την  αρχική ατομικιστική  τάση  της  Χριστιανικής  ηθικής,  η  νοοτροπία  των  περισσότερων  ανθρώπων, περιλαμβανομένης  και  της  πλειοψηφίας  των  φιλοσόφων,  εκυριαρχείτο  από  μια  ισχυρά σύνθεση  δόγματος,  νόμου  και  συνήθειας  που  υπήγαγε  τις  θεωρητικές  αντιλήψεις  και  την πρακτική  ηθική  των ανθρώπων υπό  τον  έλεγχο  ενός  κοινωνικού θεσμού,  συγκεκριμένα  της Καθολικής Εκκλησίας: τι ήταν αληθινό και τι ήταν καλό δεν θα διακριβώνονταν από την κρίση ενός εκάστου, αλλ' από τη συλλογική σοφία των Συνόδων. 

Το πρώτο σοβαρό ρήγμα στο σύστημα έγινε από τον Προτεσταντισμό, ο οποίος διεκήρυξε ότι οι  Γενικές  Σύνοδοι  μπορεί  να  πλανώνται.  Έτσι,  ο  καθορισμός  της  αληθείας  δεν  ήταν  πια κοινωνικό  αλλά  ατομικό  εγχείρημα.  Μιας  και  διάφορα  άτομα  έφθαναν  σε  διάφορα συμπεράσματα,  το  αποτέλεσμα  ήταν  και  πάλιν  αγώνας,  και  οι  θεολογικές  αποφάσεις αναζητούνταν όχι πια στις συνελεύσεις των επισκόπων, αλλά στο πεδίο της μάχης. Επειδή δε κανένα από  τα  κόμματα δεν ήταν σε θέση  να  εκμηδενίση  το άλλο,  έγινε στο  τέλος φανερό πως  έπρεπε  να  βρεθή  κάποια  μέθοδος  για  τη  συνδιαλλαγή  του  πνευματικού  και  ηθικού ατομικισμού που διείπε την κοινωνική ζωή. Αυτό ήταν ένα από τα κύρια προβλήματα που ο φιλελευθερισμός των πρώτων χρόνων προσπάθησε να λύση. 

Page 84: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Στο  μεταξύ  ο  ατομικισμός  είχε  εισχωρήσει  στη  φιλοσοφία.  Η  θεμελιώδης  βεβαιότητα  του Καρτέσιου, «Σκέπτομαι, άρα υπάρχω», κατέστησε τη βάση της γνώσεως διαφορετική για κάθε πρόσωπο, μιας και η αφετηρία για το καθένα ήταν η ατομική του ύπαρξη, και όχι η ύπαρξη άλλων  ατόμων  ή  της  κοινότητας.  Η  έμφασή  του  στην  αξιοπιστία  των  σαφών  και  ευκρινών ιδεών  έτεινε  προς  την  ίδια  κατεύθυνση,  εφ'  όσον  δια  της  ενδοσκοπήσεως  νομίζουμε  ότι ανακαλύπτουμε  κατά  πόσον  οι  ιδέες  μας  είναι  σαφείς  και  ευκρινείς.  Πλείστα  φιλοσοφικά συστήματα  από  την  εποχή  του  Καρτέσιου  και  δω,  είχαν,  από  πνευματική  πλευρά,  την ατομικιστική αυτή όψη άλλα σε μεγαλύτερο και άλλα σε μικρότερο βαθμό. 

Υπάρχουν,  εν  τούτοις,  ποικίλες  μορφές  της  γενικής  αυτής  θέσεως,  που  στο  πρακτικό  πεδίο έχουν πολύ διαφορετικές συνέπειες. Η νοοτροπία του τυπικού επιστημονικού ερευνητή έχει ίσως τη μικρότερη δόση ατομικισμού. Όταν φτάνει σε μια καινούργια θεωρία, το κάνει μόνον και μόνον διότι του φαίνεται σωστή∙ δεν υποκύπτει στην παραδεδεγμένη αυθεντία, διότι αν τόκανε  θα  εξακολουθούσε  να  δέχεται  τις  θεωρίες  των  προκατόχων  του.  Ταυτόχρονα, προσφεύγει  σε  κοινώς  παραδεδεγμένους  κανόνες  αληθείας,  διότι  ελπίζει  να  πείση  τους άλλους όχι με τη δική του αυθεντία, αλλά με επιχειρήματα που είναι γι' αυτούς, ως άτομα, πειστικά. Στην επιστήμη, κάθε σύγκρουση μεταξύ ατόμου και κοινωνίας είναι, στην ουσία της, μεταβατική, μιας και οι άνθρωποι της επιστήμης δέχονται όλοι, σε γενικές γραμμές,  τα  ίδια κριτήρια και συνήθως η συζήτηση και η έρευνα απολήγουν τελικά σε συμφωνία. Αυτό, όμως, αποτελεί  νεότερη  εξέλιξη∙  στην  εποχή  του  Γαλιλαίου,  το  κύρος  του  Αριστοτέλη  και  της Εκκλησίας  εθεωρούντο  τουλάχιστον  εξίσου  πειστικά  οσο  και  η  μαρτυρία  των  αισθήσεων. Τούτο  δείχνει  πόσον  το  στοιχείο  του  ατομικισμού  στην  επιστημονική  μέθοδο,  παρ'  ότι  μη προέχον, είναι εν τούτοις ουσιώδες. 

Ο φιλελευθερισμός των πρώτων χρόνων ήταν ατομικιστικός στα πνευματικά ζητήματα, όπως επίσης και στα οικονομικά, αλλά δεν ήταν συναισθηματικά ή ηθικά αυτοδύναμος. Η μορφή του φιλελευθερισμού κυριάρχησε κατά τον δέκατον όγδοον αιώνα στην Αγγλία, στους ιδρυτές του  Αμερικανικού  Συντάγματος  και  στους  Γάλλους  Εγκυκλοπαιδιστές.  Κατά  τη  Γαλλική Επανάσταση  αντιπροσωπεύονταν  από  τα  πιο  μετριοπαθή  κόμματα,  περιλαμβανομένου  και των  Γιρονδίνων,  αλλά  με  την  εξόντωσή  τους,  εξαφανίσθηκε  επί  μια  γενεά  από  τη  Γαλλική πολιτική  σκηνή.  Στην  Αγγλία,  μετά  τους  Ναπολεόντειους  πολέμους,  απέκτησε  και  πάλιν επιρροή  με  την  άνοδο  των  Βενθαμιτών  και  της  Μαγχεστριανής  Σχολής.  Τη  μεγαλύτερη επιτυχία τη σημείωσε στην Αμερική, όπου, ανεμπόδιστος από τη φεουδαρχία και την επίσημη Εκκλησία, κυριάρχησε από το 1776 μέχρι των ημερών μας, ή οπωσδήποτε μέχρι του 1933. 

Ένα νέο κίνημα, που σιγά ‐ σιγά αναπτύχθηκε σ' αντίθεση προς τον φιλελευθερισμό, αρχίζει με τον Ρουσσώ και αποκτά δύναμη από το ρομαντικό κίνημα και την αρχή των εθνικοτήτων. Στο  κίνημα  τούτο,  ο  ατομικισμός  εκτείνεται  από  την  πνευματική  σφαίρα  στη  σφαίρα  των παθών και οι αναρχικές πλευρές του ατομικισμού καθίστανται σαφείς. Η ηρωολατρεία, όπως αναπτύχθηκε από τον Κάρλαϋλ και από τον Φρειδερίκο Νίτσε,  είναι  τυπική της φιλοσοφίας αυτής. Μαζί  της είχαν συνδυασθή ποικίλα στοιχεία: Αντιπάθεια κατά της βιομηχανοκρατίας των πρώτων δεκαετιών, μίσος κατά της ασχήμιας που προκαλούσε και απέχθεια απέναντι των ωμοτήτων  της.  Νοσταλγία  του Μεσαίωνα  που  εξιδανικεύονταν  λόγω  του  μίσους  προς  τον νεότερον  κόσμο.  Προσπάθεια  συνδυασμού  του  αγώνα  υπέρ  των  καταρρεόντων  προνομίων της  Εκκλησίας  και  της  αριστοκρατίας  με  την  υπεράσπιση  των  μισθοβιώτων  εναντίον  της τυραννίας των βιομηχάνων. Βίαιη διεκδίκηση του δικαιώματος της επαναστάσεως εν ονόματι του εθνικισμού και έξαρση του μεγαλείου του πολέμου για την άμυνα της «ελευθερίας». Ο ποιητής αυτού του κινήματος ήταν ο Βύρων∙ οι φιλόσοφοί του ήσαν ο Φίχτε, ο Κάρλαϋλ και ο Νίτσε. 

Εφ'  όσον,  όμως,  δεν  μπορούμε  νάχουμε  όλοι  τη  σταδιοδρομία  ηρωικών  ηγετών,  και  δεν μπορούμε  όλοι  να  επιβάλουμε  την  ατομική  μας  θέληση,  η  φιλοσοφία  αυτή,  όπως  όλες  οι άλλες  μορφές  αναρχισμού,  οδηγεί  αναπόφευκτα,  όταν  υιοθετηθή,  στη  δεσποτική 

Page 85: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

διακυβέρνηση  του  πιο  πετυχημένου  «ήρωα».  Και  όταν  η  τυραννία  του  εδραιωθή,  θα καταργήση στους άλλους την αυτοδύναμη ηθική με την οποίαν ο ίδιος ανήλθε στην εξουσία. Κατά συνέπειαν, η όλη θεωρία της ζωής αυτοαναιρείται, υπό την έννοιαν ότι η υιοθέτησή της στην πράξη, οδηγεί σε κάτι εντελώς διαφορετικό: σ' ένα κράτος δικτατορικό όπου το άτομο υφίσταται βαρεία και καταθλιπτική καταπίεση. 

Υπάρχει  ακόμη  μια  φιλοσοφία,  η  οποία,  ουσιαστικά,  αποτελεί  παραφυάδα  του φιλελευθερισμού, συγκεκριμένα η φιλοσοφία του Μαρξ. Θα την εξετάσω αργότερα, αλλά για την ώρα πρέπει απλώς να την έχουμε στο νου μας. 

Η πρώτη εμβαθυντική διατύπωση της φιλοσοφίας του φιλελευθερισμού βρίσκεται στον Λοκ, στον πιο σημαίνοντα αλλ' όχι και τον πιο βαθύ από τους νεότερους φιλοσόφους. Στην Αγγλία, οι απόψεις του εναρμονίζονταν τόσο πολύ με τις απόψεις των πνευματικότερων ανθρώπων της εποχής του, ώστε είναι δύσκολο ν' ανιχνεύση κανείς την επίδρασή τους, παρά μόνον στη θεωρητική  φιλοσοφία∙  στη  Γαλλία,  εξάλλου,  όπου  οδήγησαν  σε  μιαν  αντίθεση  προς  το κρατούν καθεστώς καθ' όσον αφορά την πρακτική εκδήλωση της επιδράσεως αυτής, και στον κυρίαρχο  Καρτεσιανισμό  καθ'  όσον  αφορά  τη  θεωρία,  συνέβαλαν  σημαντικά  στη διαμόρφωση της πορείας των γεγονότων. Και τούτο αποτελεί ένα παράδειγμα γενικής αρχής: μια  φιλοσοφία  που  αναπτύσσεται  σε  μια  πολιτικά  και  οικονομικά  προοδευμένη  χώρα,  και που  στον  τόπο  της  καταγωγής  της  δεν  είναι  πολύ  περισσότερο  από  μια  διασάφηση  και συστηματοποίηση  των  επικρατουσών  αντιλήψεων,  μπορεί  να  καταστή  αλλού  πηγή επαναστατικού  αναβρασμού  και  τελικά  πραγματικής  επανάστασης.  Κυρίως  δια  των θεωρητικών  γίνονται  γνωστά  σε  λιγότερο  προοδευμένες  χώρες  τα  αξιώματα  εκείνα  που ρυθμίζουν την πολιτική των προοδευμένων χωρών. Στις πολιτισμένες χώρες, η πράξη εμπνέει τη  θεωρία∙  στις  άλλες  η  θεωρία  εμπνέει  την  πράξη.  Η  διαφορά  αυτή  είναι  ένας  από  τους λόγους για τους οποίους οι μεταφυτευόμενες ιδέες σπανίως είναι τόσον επιτυχείς όσον ήσαν στο γενέθλιό τους έδαφος. 

Προτού εξετάσουμε τη φιλοσοφία του Λοκ, ας ιδούμε μερικά από τα περιστατικά της Αγγλίας του δέκατου έβδομου αιώνα που επέδρασαν στη διαμόρφωση των ιδεών του. 

Η σύγκρουση μεταξύ βασιλιά και Κοινοβουλίου κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο, ενέπνευσε στους Άγγλους, μια για πάντα, την τάση προς το συμβιβασμό και τη μετριοπάθεια, και το φόβο της εξωθήσεως οποιασδήποτε θεωρίας στο λογικό της συμπέρασμα, που κυριάρχησε σ' αυτούς έως τη σημερινή εποχή. Οι αρχές για τις οποίες αγωνίζονταν το Μακρό Κοινοβούλιο,  είχαν, αρχικά, την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας. Ήθελαν να καταργήσουν το δικαίωμα του Βασιλιά  να  χορηγεί  εμπορικά  μονοπώλια  και  να  τον  αναγκάσουν  ν'  αναγνωρίση  το αποκλειστικό  δικαίωμα  του  Κοινοβουλίου  να  επιβάλλει  φόρους.  Διεκδικούσαν  ελευθερία αντιλήψεων  και  λατρείας  στους  κόλπους  της  Αγγλικανικής  Εκκλησίας,  που  επέσυραν  τις διώξεις  του  Αρχιεπισκόπου  Λωντ  [Laud].  Ζητούσαν  το  Κοινοβούλιο  να  συνέρχεται  κατά κανονικά διαστήματα και να μη συγκαλείται μόνον σε σπάνιες περιπτώσεις, όταν ο Βασιλιάς έβρισκε  τη  συνεργασία  του  απαραίτητη.  Αντέτειναν  στις  αυθαίρετες  συλλήψεις  και  στη δουλικότητα  των  δικαστών  στις  βασιλικές  επιθυμίες.  Αλλά  πολλοί,  ενώ  ήσαν  έτοιμοι  να αγωνισθούν για την επιτυχία των σκοπών αυτών, δεν ήσαν διόλου διατεθειμένοι να κινήσουν πόλεμο  κατά  του  βασιλιά,  που  τους  φαινόταν  σαν  πράξη  προδοσίας  και  ασεβείας.  Μόλις ξέσπασε πραγματικός πόλεμος, η κατανομή των δυνάμεων ήταν σχεδόν ίση. 

Η  πολιτική  εξέλιξη  από  την  έκρηξη  του  Εμφύλιου  Πολέμου  μέχρι  της  εγκαθιδρύσεως  του Κρόμγουελ ως  Λόρδου Προστάτου,  ακολούθησε  την  πορεία  που  είχε  μεν  καταστή  γνώριμη αλλ' ήταν χωρίς προηγούμενο.  Το κόμμα του Κοινοβουλίου απαρτίζονταν από δυο μερίδες, τους  Πρεσβυτεριανούς  και  τους  Ανεξαρτήτους.  Οι  Πρεσβυτεριανοί  ήθελαν  να  διατηρήσουν μια κρατική Εκκλησία αλλά να καταργήσουν τους επισκόπους∙ οι Ανεξάρτητοι συμφωνούσαν μαζί τους ως προς τους επισκόπους, αλλ' υποστήριζαν ότι κάθε εκκλησιαστική κοινότητα ήταν 

Page 86: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ελεύθερη να εκλέγει τη δική της θεολογία χωρίς την παρέμβαση της κεντρικής εκκλησιαστικής αρχής.  Οι  Πρεσβυτεριανοί,  κατά  το  πλείστον  ανήκαν  σε  ανώτερη  κοινωνική  τάξη  από  τους Ανεξάρτητους  και  οι  πολιτικές  των  αντιλήψεις  ήσαν  περισσότερο  μετριοπαθείς.  Ήθελαν  να συμφιλιωθούν  με  τον  βασιλιά  μόλις  η  ήττα  τον  έκαμε  συμβιβαστικό.  Η  πολιτική  των,  εν τούτοις, είχε καταστή δυνατή από δυο περιστατικά: εν πρώτοις ο βασιλιάς επέδειξε πείσμα μάρτυρος  καθ'  όσον  αφορά  τους  επισκόπους∙  δεύτερον,  η  ήττα  του  βασιλιά  αποδείχθηκε δύσκολη  και  επετεύχθη  μόνον  από  τον  Νέον  Πρότυπο  Στρατό  του  Κρόμγουελ  που αποτελούνταν αποκλειστικά από Ανεξαρτήτους. Κατόπιν, όταν η στρατιωτική αντίσταση του βασιλιά  είχε  καμφθή,  δεν  συγκατετίθετο  ακόμη  να  συνάψη  ειρήνη  και  οι  Πρεσβυτεριανοι έχασαν  την  υπεροχή  σ'  ένοπλη  δύναμη  στα  στρατεύματα  του  Κοινοβουλίου.  Η  άμυνα  της δημοκρατίας περιήλθε τότε στα χέρια μιας μειοψηφίας που χρησιμοποίησε τη δύναμή της με πλήρη  περιφρόνηση  της  δημοκρατίας  και  της  κοινοβουλευτικής  διακυβερνήσεως.  Όταν  ο Κάρολος  Α'  αποπειράθηκε  να  συλλάβει  τα  πέντε  μέλη,  υπήρξε  γενική  κατακραυγή  και  η αποτυχία του τον έκαμε καταγέλαστο. Αλλ' ο Κρόμγουελ δεν είχε τέτοια προβλήματα. Με την Εκκαθάριση Πράιντ49  έπαψε εκατόν περίπου Πρεσβυτεριανούς βουλευτές  και απέκτησε  για λίγο  μια  δουλική  πλειοψηφία.  Όταν,  τελικά,  αποφάσισε  να  διαλύση  το  Κοινοβούλιο  εξ ολοκλήρου, «δεν έσκουξε σκυλί»—ο πόλεμος έκανε τη στρατιωτική δύναμη να φαίνεται ως η μόνη  σημαντική  και  δημιούργησε  ένα  αίσθημα  περιφρονήσεως  για  τους  συνταγματικούς θεσμούς.  Καθ'  όλη  την  υπόλοιπη  ζωή  του  Κρόμγουελ,  η  διακυβέρνηση  της  Αγγλίας,  ήταν στρατιωτική τυραννία, μισούμενη από μια ολοένα αυξανόμενη πλειοψηφία του έθνους, που ήταν όμως αδύνατο ν' αποτιναχθή,  διότι οι οπαδοί  της διέθεταν κατ' αποκλειστικότητα  την ένοπλη δύναμη. 

Ο  Κάρολος  Β  ',  αφού  επί  καιρόν  κρυβόταν  στα  δάση  των  βαλανιδιών  και  ζούσε  σαν πρόσφυγας στην Ολλανδία, αποφάσισε, με  την Παλινόρθωση, ότι δεν έπρεπε να  ξαναρχίση πάλιν  τα  ταξίδια  του.  Κι  αυτό  του  επέβαλε  κάποια  μετριοπάθεια.  Δεν  είχε  την  αξίωση  να επιβάλλει φόρους που δεν επεκύρωνε το Κοινοβούλιο. Συγκατάνευσε στον Νόμο του Habeas Corpus50 που εστέρησε το Στέμμα από το δικαίωμα των αυθαιρέτων συλλήψεων. Σε δεδομένη περίσταση, μπορούσε να εμπαίξη τη φορολογική εξουσία του Κοινοβουλίου με το μέσο των επιχορηγήσεων  από  τον  Λουδοβίκο  ΙΔ',  αλλά  στα  κυριότερα  συμπεριφέρονταν  ως συνταγματικός  μονάρχης.  Πλείστοι  από  τους  περιορισμούς  της  βασιλικής  εξουσίας  που εζητούντο αρχικά από τους αντιπάλους του Καρόλου Α', έγιναν δεκτοί κατά την Παλινόρθωση και παρέμειναν σεβαστοί από τον Κάρολο Β' γιατί έγινε φανερό πως οι βασιλιάδες μπορεί να υποφέρουν στα χέρια των υπηκόων των. 

Ο  Ιάκωβος  Β',  αντίθετα  προς  τον  αδελφό  του,  εστερείτο  εντελώς  την  επιτηδειότητα  και  τη φινέτσα. Με τον μισαλλόδοξο καθολικισμό του συνένωσε εναντίον του τους Αγγλικανούς και τους  Ετεροδόξους  [Non‐conformists]51  παρά  τις  προσπάθειές  του  να  συνδιαλλάξη  τους δεύτερους, αναγνωρίζοντάς τους ανοχή, αντίθετα προς τη γνώμη του Κοινοβουλίου. Αλλά και η εξωτερική πολιτική έπαιξε κάποιο ρόλο. Οι Στιούαρτ, για ν' αποφύγουν τη φορολογία που ήταν  απαραίτητη  σε  καιρό  πολέμου,  και  που  θα  τους  καθιστούσε  υποχείριους  του Κοινοβουλίου, ακολούθησαν πολιτική υποτέλειας πρώτα απέναντι  της  Ισπανίας και κατόπιν της  Γαλλίας.  Η  αυξανόμενη  δύναμη  της  Γαλλίας  διήγειρε  την  πατροπαράδοτη  αγγλική εχθρότητα  απέναντι  του  ηγετικού  ηπειρωτικού  κράτους,  και  η  ανάκληση  του  Εδίκτου  της Νάντης52 προκάλεσε την οξεία αντίθεση των Άγγλων Διαμαρτυρομένων κατά του Λουδοβίκου ΙΔ'. Τελικά, οι πάντες στην Αγγλία ήθελαν ν' απαλλαγούν από τον Ιάκωβο. Αλλά 

και οι πάντες σχεδόν ήσαν εξίσου αποφασισμένοι ν' αποφύγουν την επάνοδο στις ημέρες του Εμφύλιου  Πολέμου  και  της  δικτατορίας  του  Κρόμγουελ.  Εφ'  όσον  δεν  υπήρχε  τρόπος συνταγματικής  απαλλαγής  από  τον  Ιάκωβο,  θα  έπρεπε  να  γίνη  επανάσταση,  αλλ'  η επανάσταση  αυτή  θα  έπρεπε  να  λήξη  τάχιστα  για  να  μη  δοθή  η  ευκαιρία  να  εκδηλωθούν διασπαστικές  δυνάμεις.  Τα  δικαιώματα  του  Κοινοβουλίου  έπρεπε  να  διασφαλισθούν  άπαξ 

Page 87: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

δια  παντός.  Ο  βασιλιάς  πρέπει  να  φύγη  αλλ'  η  μοναρχία  έπρεπε  να  διαφυλαχθή∙  εν  πάση περιπτώσει  δεν  θα  ήταν  ελέω  Θεού  μοναρχία,  αλλά  θα  εξαρτιόταν  από  τη  νομοθετική επικύρωση,  και  δια  του  τρόπου  τούτου  από  το  Κοινοβούλιο.  Με  το  συνασπισμό αριστοκρατίας  και  μεγαλοεπιχειρηματιών,  όλα  αυτά  έγιναν  αυτοστιγμεί  χωρίς  να  υπάρξει ανάγκη  να  ριφθεί  ούτε  πυροβολισμός.  Ο  συμβιβασμός  και  η  μετριοπάθεια  επέτυχαν  αφού είχε δοκιμασθή κάθε είδους αδιαλλαξία και απέτυχε. 

Ο  νέος  βασιλιάς,  όντας  Δανός,  έφερε  μαζί  του  την  εμπορική  και  θεολογική  σοφία  για  την οποία  διακρίνονταν  η  χώρα  του.  Δημιουργήθηκε  η  Τράπεζα  της  Αγγλίας∙  το  δημόσιο  χρέος είχε  καταστεί  ασφαλής  επένδυση  που  δεν  υπέκειτο  πια  στα  κέφια  του  μονάρχη  αν  θα αναγνωρίζονταν  ή  θα  απορρίπτονταν.  Ο  Νόμος  περί  Ανεξιθρησκίας,  ενώ  άφινε  τους Καθολικούς  και  τους  Ετεροδόξους  με  κάποιες  μειονεξίες,  έθεσε  τέρμα  στους  διωγμούς.  Η εξωτερική  πολιτική  έγινε  αποφασιστικά  αντιγαλλική  και  έμεινε  τέτοια,  με  σύντομα διαλείμματα, έως την ήττα του Ναπολέοντος. 

Page 88: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIII Η ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ TOΥ LOCKE 

Ο  ΤΖΩΝ  ΛΟΚ  [John  Locke]  (1632‐1704)  είναι  ο  απόστολος  της  Επανάστασης  του  1688,  της μετριοπαθέστερης  και  επιτυχέστερης  απ'  όλες  τις  επαναστάσεις.  Οι  σκοποί  της  ήσαν περιορισμένοι  αλλ'  επετεύχθησαν  επακριβώς,  γι'  αυτό  και  δεν  υπήρξε  ανάγκη  άλλης επανάστασης στην Αγγλία. Ο Λοκ ενσαρκώνει πιστά το πνεύμα της και τα περισσότερα έργα του δημοσιεύθηκαν μέσα σε λίγα χρόνια μετά το 1688. Το κυριότερο έργο του στη θεωρητική φιλοσοφία, το Δοκίμιον περί ανθρωπινής νοήσεως [Essay Concerning Human Understanding] περατώθηκε στα 1687 και δημοσιεύθηκε στα 1690. Η Πρώτη Επιστολή του περί Ανεξιθρησκίας [First Letter on Toleration] δημοσιεύθηκε αρχικά στα λατινικά στα 1689, στην Ολλανδία, όπου ο Λοκ είχε κρίνει φρόνιμο ν' αποσυρθή στα 1683. Δυο ακόμη Επιστολές περί Ανεξιθρησκίας δημοσιεύθηκαν  στα  1690  και  1692.  Οι  δυο  Πραγματείες  του  περί  πολιτείας  [Treatises  on Government] επετράπη να τυπωθούν στα 1689, και δημοσιεύθηκαν λίγο αργότερα. Το βιβλίο του Περί Αγωγής [On Education] δημοσιεύθηκε στα 1693. Παρ' ότι έζησε πολλά χρόνια, τα πιο σημαντικά έργα  του περιορίζονται σε πολύ μικρό  χρονικό διάστημα,  μεταξύ  των ετών 1687 και 1693. Οι επιτυχείς επαναστάσεις είναι διεγερτικές σ' εκείνους που τις πιστεύουν. 

Ο πατέρας του Λοκ ήταν πουριτανός και πολέμησε με την παράταξη  του Κοινοβουλίου. Την εποχή του Κρόμγουελ, όταν ο Λοκ σπούδαζε στην Οξφόρδη,  το πανεπιστήμιο ακολουθούσε ακόμη  τη  Σχολαστική  φιλοσοφία∙  ο  Λοκ  αντιπαθούσε  τόσο  τον  Σχολαστικισμό  όσο  και  τον φανατισμό  των  Ανεξαρτήτων.  Είχε  επηρεασθή  πολύ  από  τον  Καρτέσιο.  Έγινε  γιατρός  και πάτρων  του  ήταν  ο  Λόρδος  Σάφτσμπερυ  [Shaftesbury]53  ο  «Αχιτόφελ»54  του  Ντράϋντεν [Dryden]55. Όταν έπεσε ο Σάφτσμπερυ στα 1683, ο Λοκ κατέφυγε μαζί του στην Ολλανδία, και παρέμεινε  εκεί  έως  την  Επανάσταση.  Μετά  την  Επανάσταση,  και  εκτός  από  ένα  σύντομο χρονικό  διάστημα  που  υπηρέτησε  στο  Υπουργείον  Εμπορίου  [Board of  Trade],56  η  ζωή  του ήταν  αφιερωμένη  στην  πνευματική  δραστηριότητα  και  στις  άπειρες  διενέξεις  που δημιουργούσαν τα βιβλία του. 

Κατά  τα προ  της  Επαναστάσεως  του 1688  χρόνια,  όταν ο Λοκ δεν μπορούσε  χωρίς σοβαρό κίνδυνο να μετάσχη θεωρητικά ή πρακτικά στην αγγλική πολιτική, κύρια ασχολία του ήταν η σύνταξη  του  Δοκιμίου  του  περί  ανθρωπινής  νοήσεως.  Είναι  ασφαλώς  το  σημαντικότερο βιβλίο  του  και  σ'  αυτό  στηρίζεται  η  μεγάλη  του  φήμη∙  αλλ'  η  επίδρασή  του  στην  πολιτική φιλοσοφία ήταν  τόσο μεγάλη και  τόσο διαρκής ώστε πρέπει  να θεωρηθή ως ο  ιδρυτής  του φιλοσοφικού φιλελευθερισμού όπως και της εμπειριοκρατίας στη γνωσιολογία. 

Ο Λοκ  είναι  ο πιο  τυχερός από  τους φιλοσόφους.  Συμπλήρωσε  το  έργο  του στη θεωρητική φιλοσοφία ακριβώς τη στιγμή που η κυβέρνηση της χώρας έπεφτε στα χέρια των ανθρώπων που συμμερίζονταν τις πολιτικές του αντιλήψεις. Τόσο στην πρακτική όσο και στη θεωρία, τις απόψεις που υποστήριζε τις είχαν υιοθετήσει, για πολλά χρόνια, οι ρωμαλεότεροι και πλέον σημαίνοντες  πολιτικοί  και  φιλόσοφοι.  Οι  πολιτικές  του  θεωρίες,  με  τις  αναπτύξεις  που οφείλονται  στον Μοντεσκιέ,  έχουν  εγχαραχθή  στο  Αμερικανικό  Σύνταγμα,  και  λειτουργούν όσες  φορές  εκδηλώνεται  διάσταση  γνώμης  ανάμεσα  στον  Πρόεδρο  και  στο  Κογκρέσσο.  Το Βρεταννικό  Σύνταγμα  βασιζόταν  στις  θεωρίες  του  μέχρι  προ  πενήντα  ετών,  και  το  αυτό συνέβη και στη Γαλλία με το Σύνταγμα που αποδέχθηκε στα 1871. 

Η  επίδρασή  του  στη  Γαλλία  του  δέκατου  όγδοου  αιώνα,  επίδραση  τεράστια,  οφείλονταν κυρίως  στον  Βολταίρο,  που  στη  νεανική  του  ηλικία  πέρασε  λίγα  χρόνια  στην  Αγγλία,  και μετέδωσε τις αγγλικές  ιδέες στους συμπατριώτες  του με  τις Φιλοσοφικές Επιστολές του. Οι φιλόσοφοι  και  οι  μετριοπαθείς  μεταρρυθμιστές  ακολούθησαν  αυτόν,  ενώ  οι  ακραίοι 

Page 89: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

επαναστάτες ακολούθησαν τον Ρουσσώ. Οι Γάλλοι οπαδοί του, σωστά ή λαθεμένα, πίστευαν ότι υπήρχε στενή σχέση ανάμεσα στη γνωσιολογία του και στην πολιτική του θεωρία. 

Στην  Αγγλία  η  συνάρτηση  αυτή  είναι  λιγότερο  εμφανής.  Από  τους  δυο  διασημότερους οπαδούς  του ο Μπέρκλυ  [Berkeley]  ήταν από πολιτική άποψη,  χωρίς σημασία,  και  ο Χιουμ [Hume] ήταν ένας Τόρυ που εξέθεσε τις αντιδραστικές απόψεις του στην Ιστορία της Αγγλίας. Αλλά  μετά  τον  Καντ,  όταν  ο  γερμανικός  ιδεαλισμός  άρχισε  να  επηρεάζει  την  αγγλική διανόηση,  αποκαταστάθηκε  πάλιν  η  σχέση  ανάμεσα  στη  φιλοσοφία  και  στην  πολιτική:  σε χονδρικές  γραμμές,  οι  φιλόσοφοι  που  ακολουθούσαν  τους  Γερμανούς  ήσαν  συντηρητικοί, ενώ  οι  Βενθαμίτες,  που  ήσαν  Ριζοσπάστες,  βρίσκονταν  στην  παράδοση  του  Λοκ.  Ο συσχετισμός,  εν  τούτοις,  δεν  είναι  αμετάβλητος∙  ο  Γκρην  [Τ.Η.  Green]57  λ.χ.  ήταν Φιλελεύθερος αλλά ιδεαλιστής. 

Όχι  μόνον  οι  έγκυρες  γνώμες  του  Λοκ,  αλλά  και  οι  πλάνες  του  ακόμη,  ήσαν  πρακτικά χρήσιμες.  Πάρτε,  λ.χ.  τη  θεωρία  του  περί  των  πρωτευουσών  και  των  δευτερευουσών ιδιοτήτων.  Πρωτεύουσες  ιδιότητες  ορίζονται  εκείνες  που  είναι  αδιαχώριστες  από  το  σώμα, και  απαριθμούνται  ως  στερεότης,  έκτασις,  μορφή,  κίνησις  ή  αδράνεια  και  αριθμός. Δευτερεύουσες  ιδιότητες  είναι  όλες  οι  άλλες:  χρώματα,  ήχοι,  οσμαί,  κλπ.  Οι  πρωτεύουσες ιδιότητες, υποστηρίζει ο Λοκ, έχουν αντικειμενική πραγματικότητα, είναι δηλαδή ενσώματες∙ οι  δευτερεύουσες  ιδιότητες  έχουν  μόνον  υποκειμενική  πραγματικότητα,  βρίσκονται  στον δέκτη. Χωρίς το μάτι δεν θα υπήρχαν χρώματα, χωρίς το αφτί δεν θα υπήρχαν ήχοι, κ.ο.κ. Για την άποψη του Λοκ καθ' όσον αφορά τις δευτερεύουσες ιδιότητες υπάρχουν καλά ερείσματα —ο  ίκτερος,  τα  μπλε  γυαλιά,  κλπ.  Αλλ'  ο  Μπέρκλυ  παρατήρησε  ότι  τα  ίδια  επιχειρήματα ισχύουν και για τις πρωτεύουσες ιδιότητες. Από την εποχή του Μπέρκλυ, η διαρχία του Λοκ στο  σημείο  τούτο  είναι  πια  φιλοσοφικά  πεπαλαιωμένη.  Παρ'  όλα  αυτά  κυριάρχησε  της πρακτικής  φυσικής  μέχρι  της  εμφανίσεως  της  θεωρίας  των  κβάντων  στην  εποχή  μας.  Όχι μόνον υιοθετείτο φανερά ή σιωπηρά από τους φυσικούς, αλλ' αποδείχθηκε γόνιμη ως πηγή πολλών  σημαντικότατων  ανακαλύψεων.  Η  θεωρία  ότι  ο  φυσικός  κόσμος  συνίσταται  μόνον από ύλη σε κίνηση, υπήρξεν η βάση των παραδεδεγμένων θεωριών περί ήχου, θερμότητος, φωτός  και  ηλεκτρισμού.  Στην  πρακτική  της  εφαρμογή  η  θεωρία  ήταν  χρήσιμη,  οσοδήποτε λαθεμένη και αν ήταν θεωρητικά. Και αυτό αποτελεί τυπική περίπτωση των θεωριών του Λοκ. 

Η  φιλοσοφία  του  Λοκ,  όπως  εμφανίζεται  στο  Δοκίμιο,  έχει  ορισμένα  πλεονεκτήματα  και ορισμένα  μειονεκτήματα.  Και  τα  δυο  είναι  χρήσιμα:  τα  μειονεκτήματα  είναι  τέτοια  από θεωρητικής  μόνον  πλευράς.  Έχει  πάντοτε  κατανόηση  και  είναι  πάντα  διατεθειμένος  να θυσιάση μάλλον τη λογική παρά να εμφανισθή παραδοξολόγος. Εκφέρει γενικές αρχές που ο αναγνώστης δεν θα δυσκολευθή ν' αντιληφθή ότι  είναι  ικανές να οδηγήσουν σε παράδοξες συνέπειες∙ αλλ' εκεί όπου οι παράδοξες αυτές συνέπειες είν' έτοιμες να εμφανισθούν, ο Λοκ με  πολλή  αβρότητα  τις  παρακάμπτει.  Για  έναν  θιασώτη  της  λογικής  το  πράγμα  είναι εξοργιστικό∙ για τον πρακτικόν άνθρωπο είναι απόδειξη συνετής κρίσεως. Εφ' όσον ο κόσμος είναι  αυτός  που  είναι,  φανερόν  είναι  ότι  ένας  ορθός  συλλογισμός,  από  σωστές  αρχές,  δεν μπορεί να οδηγήση σε πλάνη, αλλά μια αρχή μπορεί να είναι τόσον κοντά στην αλήθεια ώστε αξίζει  το  θεωρητικό  σεβασμό  μας,  κι  ωστόσο  είναι  ενδεχόμενο  να  οδηγήση  σε  πρακτικές συνέπειες  που  αισθανόμαστε  ότι  είναι  παράλογες.  Υπάρχει,  λοιπόν,  μια  δικαιολόγηση  του κοινού νου στη φιλοσοφία, αλλά μονάχα διότι μας αποδεικνύει ότι οι θεωρητικές μας αρχές δεν μπορεί να είναι απολύτως ορθές εφ' όσον οι συνέπειές των καταδικάζονται από τον κοινό νου που τον αισθανόμαστε ακαταμάχητο. Ο θεωρητικός μπορεί ν' αντιτείνη ότι ο κοινός νους δεν  είναι  περισσότερον  αλάνθαστος  από  τη  λογική.  Αλλ'  η  αντίρρηση  αυτή,  παρ'  ότι διατυπώθηκε  από  τον  Μπέρκλυ  και  τον  Χιουμ,  θα  ήταν  εντελώς  ξένη  στην  πνευματική ιδιοσυγκρασία του Λοκ. 

Ένα  χαρακτηριστικό  του  Λοκ,  που  διοχετεύθηκε  από  αυτόν  σ'  ολόκληρο  το  Φιλελεύθερο κίνημα,  είναι  η  έλλειψη  δογματισμού.  Από  τους  προκατόχους  του  κληρονόμησε  μερικές 

Page 90: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

βεβαιότητες: την ύπαρξή μας, την ύπαρξη του Θεού και τη μαθηματικήν αλήθεια. Αλλ' όπου οι  δικές  του  θεωρίες  διαφέρουν  από  των  προκατόχων  του,  οφείλονται  στο  γεγονός  ότι  η αλήθεια  είναι  δύσκολο  να  διακριβωθή,  και  ότι  ένας  λογικός  άνθρωπος  θα  υποστηρίζει  τις ιδέες  του  με  κάποιο  ποσοστό  αμφιβολίας.  Η  πνευματική  αυτή  θερμοκρασία  συνδέεται προδήλως με τη θρησκευτική ανοχή, με την επιτυχία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, με το laissez ‐ faire58 και με ολόκληρο το σύστημα των φιλελεύθερων αξιωμάτων. Παρ' ότι είναι βαθύτατα  θρησκευτικός  άνθρωπος,  αφοσιωμένος  πιστός  της  χριστιανικής  πίστεως  που αποδέχεται  την  αποκάλυψη  ως  πηγή  της  γνώσεως,  εν  τούτοις  περιφράσσει  τις  δήθεν αποκαλύψεις με ορθολογικά προστατευτικά φράγματα.  Στη μια περίπτωση λέγει: «Η γυμνή μαρτυρία  της αποκαλύψεως αποτελεί ύψιστη βεβαιότητα», αλλά σε άλλη περίπτωση λέγει: «Η  αποκάλυψη  πρέπει  να  κρίνεται  από  τον  ορθόν  λόγον».  Έτσι,  τελικά,  ο  ορθός  λόγος παραμένει υπέρτερος. 

Το  κεφάλαιό  του  «Περί  Ενθουσιασμού»  είναι  από  της  πλευράς  αυτής  διδακτικό.  Ο «ενθουσιασμός»  δεν  είχε  τότε  την  ίδιαν  έννοια  που  έχει  τώρα∙  σήμαινε  την  πίστη  κατά προσωπικήν  αποκάλυψη  προς  ένα  θρησκευτικόν  ηγέτη  ή  στους  οπαδούς  του.  Ήταν  ένα χαρακτηριστικό των αιρέσεων που είχαν ηττηθή με την Παλινόρθωση. Όταν υπάρχει πληθώρα τέτοιων προσωπικών αποκαλύψεων, που είναι ασυμβίβαστες μεταξύ των, η αλήθεια, ή ό,τι θεωρείται  ως  αλήθεια,  γίνεται  καθαρά  προσωπική  υπόθεση,  και  χάνει  τον  κοινωνικό χαρακτήρα της. Η αγάπη της αλήθειας, που ο Λοκ θεωρεί ουσιώδη, είναι πολύ διαφορετικό πράγμα  από  την  αγάπη  προς  ένα  επί  μέρους  δόγμα  που  διαλαλείται  ως  αλήθεια.  Ένα αλάθητο τεκμήριο της αγάπης της αλήθειας, λέγει, είναι «να μη περιβάλλουμε μια πρόταση με  περισσότερη  εμπιστοσύνη  από  αυτήν  που  εγγυώνται  οι  αποδείξεις  επί  των  οποίων ερείδεται».  Η  προθυμία  να υπαγορεύουμε  τις  θελήσεις  μας,  λέγει,  δείχνει  έλλειψη αγάπης προς  την  αλήθεια.  «Ο  ενθουσιασμός  που  παραμερίζει  τον  ορθό  λόγο,  θα  εγκαθίδρυε  την αποκάλυψη χωρίς αυτόν και με τον τρόπο τούτο, στην πραγματικότητα, απομακρύνει και τον ορθό λόγο και την αποκάλυψη, και υποκαθιστά στο χώρο της τα ασύδοτα φαντασιοκοπήματα του μυαλού». Οι άνθρωποι που πάσχουν από μελαγχολία ή από έπαρση νομίζουν ότι έχουν «ενδείξεις  άμεσης  επαφής  με  τη  θεότητα».  Γι'  αυτό  και  οι  αλλόκοτες  πράξεις  και  γνώμες αποκτούν θείαν επικύρωση, που κολακεύει «τη νωθρότητα, την αμάθεια και τη ματαιοδοξία των  ανθρώπων».  Και  κλείνει  το  κεφάλαιο  με  το  αξίωμα  που  ήδη  αναφέραμε,  ότι  «η αποκάλυψη πρέπει να κρίνεται από τον ορθόν λόγον». 

Τι  εννοεί  ο  Λοκ  με  «ορθόν  λόγον»  συνάγεται  από  το  όλο  βιβλίο.  Υπάρχει,  βέβαια,  ένα κεφάλαιο που  τιτλοφορείται «Περί  ορθού  λόγου»,  αλλ'  ασχολείται  ν'  αποδείξη ότι  ο ορθός λόγος δεν αποτελείται από τη συλλογιστική λογική και συνοψίζεται στην πρόταση: «Ο Θεός δεν ήταν τόσο φειδωλός απέναντι των ανθρώπων για να τους κάμη απλώς δίποδα όντα και ανέθεσε στον Αριστοτέλη να τα κάμη όντα λογικά». Ο ορθός λόγος, όπως ο Λοκ χρησιμοποιεί τον  όρο,  αποτελείται  από  δυο  μέρη:  πρώτον,  από  την  έρευνα  περί  των  πραγμάτων  που γνωρίζουμε με βεβαιότητα∙ δεύτερον, από τη διερεύνηση των προτάσεων που είναι φρόνιμο να  τις  δεχθούμε  στην  πράξη,  παρ'  ότι  έχουν  υπέρ  αυτών  την  πιθανότητα  μόνον  και  όχι  τη βεβαιότητα. «Οι βάσεις της πιθανότητας, λέγει, είναι δύο: συμφωνία με τη δική μας εμπειρία, ή με τη μαρτυρία της εμπειρίας των άλλων». Ο Βασιλιάς του Σιάμ, παρατηρεί ο Λοκ, έπαψε να πιστεύει σ' αυτά που τούλεγαν οι Ευρωπαίοι, όταν του ανέφεραν τον πάγο. 

Στο κεφάλαιό του «Περί των Βαθμών της Συναινέσεως», λέγει ότι ο βαθμός της συναινέσεως που  δίνουμε  σ'  οποιαδήποτε  πρόταση  θάπρεπε  να  εξαρτάται  από  τους  λόγους  που συνηγορούν  για  την  πιθανότητά  της.  Αφού  τονίση  ότι  είμαστε  συχνά  υποχρεωμένοι  να ενεργούμε επί τη βάσει πιθανοτήτων που δεν έχουν εξασφαλισμένη τη βεβαιότητα, λέγει ότι η ορθή  χρήση  της απόψεως αυτής «είναι αμοιβαία  καλοσύνη  και ανοχή».  Γι'  αυτό,  λοιπόν, είναι  αναπόφευκτο  η  μεγάλη  πλειοψηφία  των  ανθρώπων,  αν  όχι  όλοι,  να  έχουν  διάφορες γνώμες,  χωρίς βέβαιες  και αναντίρρητες αποδείξεις  της αληθείας  των∙  και προδίδει πολλήν 

Page 91: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

άγνοια,  ελαφρότητα  ή  μωρία  από  μέρους  των  ανθρώπων  να  εγκαταλείπουν  και  να παραιτούνται  από  τις  προηγούμενες  πεποιθήσεις  των  επειδή  τους  προσφέρεται  ένα επιχείρημα που δεν μπορούν αμέσως να το αντικρούσουν και να καταδείξουν την ανεπάρκειά του∙ θα έπρεπε, μου φαίνεται, όλοι οι άνθρωποι να διαφυλάττουν την ειρήνη και τις κοινές υποχρεώσεις της ανθρωπιάς και της φιλίας παρά την ποικιλία των αντιλήψεων, μιας και δεν είναι  λογικό  να  περιμένουμε  ότι  οποιοσδήποτε  άνθρωπος  θα  εγκατέλειπε  πρόθυμα  και δουλικά την προσωπική του γνώμη για να ασπασθή τις δικές μας με τυφλή υποταγή σε μια αυθεντία που δεν αναγνωρίζει η νόησίς του. Γιατί η νόησις αυτή, όσο και να περιπίπτει συχνά σε  σφάλμα,  δεν  μπορεί  να  έχει  άλλον  οδηγό  εκτός  από  τον  ορθόν  λόγον,  ούτε  και  μπορεί τυφλά  να  υποτάσσεται  στη  θέληση  και  στα  κελεύσματα  του  άλλου.  Αν  αυτός  που  θα κατορθώσετε  να  φέρετε  με  τις  δικές  σας  αντιλήψεις,  είναι  ένας  που  έρευνα  προτού συναινέση, θα πρέπει να του δώσετε τον καιρό να ξανασκεφθή το πράγμα με την άνεσή του, κι αναθυμούμενος τι βρίσκεται έξω από τη δική του σκέψη, να εξετάση τις λεπτομέρειες για να δει που βρίσκεται το όφελος∙ κι αν δεν βρίσκει πως υπάρχουν σοβαροί λόγοι να υποβληθή σε τόσους κόπους, το  ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με μας σε παρόμοιες περιπτώσεις∙ και θα μας  κακοφαινόταν  αν  άλλοι  αναλάμβαναν  να  μας  υποδείξουν  τι  πράγματα  θάπρεπε  να λάβουμε υπ' όψη μας∙ κι αν είναι κάποιος που θέλει να εμμείνη στις πεποιθήσεις του καλή τη πίστει,  πώς  μπορούμε  να  φαντασθούμε  ότι  θα  εγκατέλειπε  αυτές  τις  πεποιθήσεις  που  ο καιρός και η συνήθεια έχουν εδραιώσει σε τέτοιο σημείο στην ψυχή του ώστε να τις θεωρεί αυταπόδεικτες  και  αδιαφιλονείκητης  βεβαιότητας,  ή  που  θεωρεί  ότι  είναι  εντυπώσεις  που έλαβε από τον  ίδιο  τον Θεό, ή από θεόσταλτους ανθρώπους; Πώς μπορούμε να ελπίζουμε, λέγω,  ότι  τέτοιες  εδραιωμένες  πεποιθήσεις  θα  εγκαταλείπονταν  χάρις  στα  επιχειρήματα  ή στην  αυθεντία  ενός  ξένου  ή  αντιπάλου;  ιδίως  όταν  υπάρχει  υπόνοια  συμφέροντος  ή προθέσεως,  όπως  πάντοτε  συμβαίνει  όταν  οι  άνθρωποι  βρίσκουν  πως  τους κακομεταχειρίζονται;  Θα  κάναμε  καλά  να  οικτείρουμε  την  αμοιβαία  μας  άγνοια  και  να προσπαθούμε να απαλλαγούμε από αυτήν με όλα τα ήπια και έντιμα μέσα της ενημερώσεώς μας,  και  όχι  να  κακολογούμε  αμέσως  τους  άλλους  ως  πεισματάρηδες  και  διεστραμμένους γιατί δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τις δικές των αντιλήψεις και να δεχθούνε τις δικές μας, ή εστω  εκείνες που θέλουμε  να  τους  επιβάλουμε δια  της  βίας,  ενώ  είναι  πιθανότατο ότι  δεν είμαστε λιγότερο πεισματάρηδες εμείς μη θέλοντας ν' ασπασθούμε μερικές από τις δικές των. Γιατί  που  είναι  ο  άνθρωπος  που  κατέχει  την  αναμφισβήτητη  μαρτυρία  της  αλήθειας  όλων εκείνων  που  πιστεύει,  ή  του  ψεύδους  όλων  εκείνων  που  καταδικάζει  ή  που  μπορεί  να ισχυρισθή ότι  έχει  εξετάσει  κατά βάθος όλες  τις  δικές  του  και  των άλλων  τις αντιλήψεις;  Η ανάγκη να πιστεύουμε χωρίς να γνωρίζουμε, συχνά μάλιστα από λόγους ελάχιστα σοβαρούς, σ'  αυτή  την  πρόσκαιρη  κατάσταση  της  ενέργειας  και  της  τυφλότητας  στην  οποίαν βρισκόμαστε,  θα  έπρεπε  να  μας  παρακινήση  να  ασχολούμαστε  και  να  προσέχουμε περισσότερο  την  προσωπική  μας  ενημέρωση  παρά  να  παρεμποδίζουμε  τους  άλλους... Υπάρχουν  λόγοι  για  να  πιστεύει  κανείς  πως  αν  οι  άνθρωποι  ήσαν  οι  ίδιοι  περισσότερο μορφωμένοι, θα ήσαν λιγότερο πιεστικοί στους άλλους».59 

Πραγματεύθηκα ως την ώρα μόνον τα τελευταία κεφάλαια του Δοκιμίου, όπου ο Λοκ αντλεί το συμπέρασμα από την προγενέστερη θεωρητική έρευνα του χαρακτήρα και των ορίων της ανθρώπινης γνώσεως. Είναι, τώρα, καιρός να εξετάσουμε τι έχει να μας πει πάνω σ αυτό το κυριολεκτικότερα φιλοσοφικό θέμα. 

Ο  Λοκ,  κατά  κανόνα,  περιφρονεί  τη  μεταφυσική.  Σχετικά  με  κάποια  θεωρητική  σκέψη  του Λάιμπνιτς  γράφει  σε  φίλο  του:  «Κ'  εσύ  κ'  εγώ  κουρασθήκαμε  μ'  αυτού  του  είδους  τις ασημαντολογίες».  Η  έννοια  της  ουσίας  που  επικρατούσε  στη  μεταφυσική  της  εποχής  του, θεωρείται  από  τον  Λοκ  αόριστη  και  άχρηστη,  αλλά  δεν  τολμά  να  την  απορρίψη  ολότελα. Δέχεται  την  εγκυρότητα  των μεταφυσικών αποδείξεων  για  την  ύπαρξη  του Θεού,  αλλά δεν ενδιατρίβει σ' αυτές και μοιάζει μάλλον ενοχλημένος από δαύτες. Όσες φορές εκφράζει νέες ιδέες και δεν επαναλαμβάνει απλώς τα πατροπαράδοτα, τείνει μάλλον προς τη συγκεκριμένη 

Page 92: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

λεπτομέρεια παρά προς τις πλατειές αφαιρέσεις. Η φιλοσοφία του είναι αποσπασματική, σαν επιστημονικό  έργο,  κι  όχι  αγαλματώδης  και  μονολιθική,  όπως  τα  μεγάλα  ευρωπαϊκά συστήματα του δέκατου έβδομου αιώνα. 

Ο Λοκ μπορεί να θεωρηθή ως ο ιδρυτής της εμπειριοκρατίας, της θεωρίας κατά την οποίαν η όλη γνώση μας (με την πιθανή εξαίρεση της λογικής και των μαθηματικών) πηγάζει από την εμπειρία. Συνεπώς, το πρώτο βιβλίο του Δοκιμίου προσπαθεί ν' αποδείξη, αντιθέτως προς τον Πλάτωνα, τον Καρτέσιο και τους Σχολαστικούς, ότι δεν υπάρχουν έμφυτες ιδέες ή αρχές. Στο δεύτερο  βιβλίο  καταπιάνεται  να  καταδείξη  λεπτομερώς  πώς  η  εμπειρία  δημιουργεί  τα διάφορα είδη ιδεών. Έχοντας απορρίψει τις έμφυτες ιδέες, λέγει: 

«Ας  υποθέσουμε,  λοιπόν,  ότι  η  διάνοια  είναι,  όπως  λέμε,  άγραφος  χάρτης,  άδειος  από χαρακτήρες,  χωρίς διόλου ιδέες∙ πώς θα εφοδιασθή με δαύτες; Πώς έρχονται από αυτή την απέραντη  αποθήκη,  που  η  πολυάσχολη  και  απεριόριστη  φαντασία  του  ανθρώπου  έχει ζωγραφίσει επάνω του με σχεδόν ατέλειωτη ποικιλία; Πώς αποκτά όλα τα υλικά του ορθού λόγου και  της γνώσεως;  Σ' όλα αυτά, η απάντηση είναι μια λέξη: με  την εμπειρία∙ σ' αυτήν στηρίζεται όλη μας η γνώση και από αυτήν τελικά πηγάζει» (Βιβλ. Β', κεφ. i, τμ. 2). 

Οι  ιδέες μας εκπηγάζουν από δυο πηγές, α) το αίσθημα [sensation] και β) την αντίληψη της λειτουργίας  του  πνεύματός  μας  που  μπορούμε  να  την  ονομάσουμε «εσωτερικήν  αίσθηση» [internal sense]. Εφ' όσον μπορούμε να σκεπτόμαστε μόνο δια των ιδεών, και εφ' όσον όλες οι  ιδέες προέρχονται από  την  εμπειρία,  είναι φανερό πως  καμμιά από  τις  γνώσεις μας δεν μπορεί να προηγείται της εμπειρίας. 

Η παράσταση,  λέγει, «είναι  το πρώτο βήμα και ο πρώτος αναβαθμός προς  τη  γνώση,  και η δίοδος όλων των υλικών της». Σ' έναν σύγχρονο, τούτο μπορεί να φανή κοινοτοπία, μιας και αποτελεί  μέρος  της  μορφώσεως  των  ανθρώπων  του  κοινού  νου,  τουλάχιστον  στις αγγλόφωνες  χώρες.  Αλλά  στην  εποχή  του,  το  πνεύμα  υπετίθετο  ότι  εγνώριζε  κάθε  είδους πράγμα  εκ  των  προτέρων,  και  η  πλήρης  εξάρτηση  της  γνώσεως  από  την  παράσταση  όπως διακήρυττε,  ήταν  θεωρία  νέα  και  επαναστατική.  Ο  Πλάτων,  στον Θεαίτητο, προσπάθησε  ν' αναιρέση  την  ταυτότητα  της  γνώσεως με  την παράσταση  [την  κατ'  αίσθησιν αντίληψη],  και από  την  εποχή  του  κ'  ύστερα  σχεδόν  όλοι  οι  φιλόσοφοι  μέχρι  και  του  Καρτεσίου  και  του Λάιμπνιτς  περιλαμβανομένων,  δίδασκαν  ότι  μέγα μέρος  της  πιο αξιόλογης  γνώσης μας  δεν εκπηγάζει  από  την  εμπειρία.  Κατά  συνέπειαν  ο  ολοκληρωτικός  εμπειρισμός  του  Λοκ  ήταν ένας τολμηρός νεωτερισμός. 

Το  τρίτο  βιβλίο  του Δοκιμίου  πραγματεύεται  περί  των  λέξεων,  και  ενδιαφέρεται  κυρίως  ν' αποδείξει, ότι όσα οι μεταφυσικοί εμφανίζουν ως γνώση περί του κόσμου, είναι απλώς λέξεις. Στο  ΙΙΙ  κεφάλαιο «Περί  γενικών  όρων»,  υιοθετεί  μιαν  ακραία  νομιναλιστική  θέση  στο  θέμα των καθολικών εννοιών. Όλα τα πράγματα που υπάρχουν είναι καθ' έκαστον ατομικά, αλλά μπορούμε να πλάσουμε γενικές ιδέες, λόγου χάρη, «άνθρωπος», που εφαρμόζονται σε πολλά άτομα,  και  σ'  αυτές  τις  γενικές  ιδέες  μπορούμε  να  δώσουμε  ονόματα.  Η  γενικότητά  των συνίσταται  μόνο  στο  γεγονός  ότι  είναι,  ή  μπορούν  να  είναι,  εφαρμόσιμες  σε  ποικιλία ατομικών πραγμάτων∙ αλλά στην οντότητά τους, σαν  ιδέες στο πνεύμα μας, παραμένουν το ίδιο ατομικές όπως κάθε τι που υπάρχει. 

Το VΙ κεφάλαιο του Γ' Βιβλίου, «Περί των ονομάτων των ουσιών», ασχολείται με την αναίρεση της  θεωρίας  των  Σχολαστικών  περί  ουσίας.  Τα  πράγματα  ενδέχεται  να  έχουν  πραγματική ουσία, που θ' αποτελείται από τη φυσική τους σύσταση, αλλ' αυτή μας είναι κατά το πλείστον άγνωστη και δεν είναι η «ουσία» περί της οποίας μας μιλούν οι Σχολαστικοί. Η ουσία όπως μπορούμε  να  την  γνωρίζουμε,  είναι  καθαρά  λεκτική∙  συνίσταται  απλώς  στον  ορισμό  ενός γενικού όρου. Το να συζητούμε, λόγου χάρη, εάν και κατά πόσον η ουσία του σώματος είναι μόνον έκταση, ή είναι έκταση συν στερεότητα, είναι ως να συζητούμε περί λέξεων∙ μπορούμε 

Page 93: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

να  ορίσουμε  τη  λέξη «σώμα»  κατ'  άλλον  τρόπο,  και  δεν  πρόκειται  να  προκύψη  βλάβη  εφ' όσον εμμένουμε στον ορισμό μας. Η διάκριση των ειδών δεν αποτελεί γεγονός της φύσεως, αλλά της γλώσσας∙ είναι «ξεχωριστές σύνθετες ιδέες με ξεχωριστά ονόματα προσαρτημένα σ' αυτές». Είναι αλήθεια πως υπάρχουν στη φύση πράγματα που διαφέρουν μεταξύ τους, αλλ' οι  διαφορές  προχωρούν με  συνεχείς  διαβαθμίσεις: «τα  όρια  των  ειδών,  διά  των  οποίων  οι άνθρωποι  τα  ταξινομούν,  φτειάχνονται  από  τους  ανθρώπους».  Προχωρώντας  δίνει παραδείγματα τερατοειδών, που ήταν εύλογο ν' αμφιβάλλει κανείς αν ήσαν ή όχι άνθρωποι. Η άποψη αυτή δεν είχε γίνει γενικά αποδεκτή, ωσότου ο Δαρβίνος έπεισε τους ανθρώπους να δεχθούν τη θεωρία της εξελίξεως διά σταδιακών μεταβολών. Μόνον εκείνοι που υπέστησαν την  ταλαιπωρία  των  σχολαστικών  θεωριών  θα  είναι  σε  θέση  ν'  αντιληφθούν  πόσα μεταφυσικά σκουπίδια έχουν σαρωθεί. 

Ο εμπειρισμός [εμπειριοκρατία] και ο ιδεαλισμός επίσης, αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα του οποίου,  έως  την  ώρα,  η  φιλοσοφία  δεν  βρήκε  ικανοποιητική  λύση.  Είναι  το  πρόβλημα  ν' αποδειχθή  πώς  αποκτούμε  τη  γνώση  άλλων  πραγμάτων  εκτός  από  τους  εαυτούς  μας  και ποιες είναι οι λειτουργίες της νοήσεώς μας. Ο Λοκ ερευνά το πρόβλημα, αλλ' αυτά που λέγει προδήλως δεν ικανοποιούν. Σ' ένα μέρος60 μας λέγει «Μιας και η διάνοια, σ' όλες τις σκέψεις και  τους  συλλογισμούς  της,  δεν  έχει  άλλο  άμεσο αντικείμενο  παρά  τις  δικές  της  ιδέες  που αυτή  μόνη  εποπτεύει  ή  μπορεί  να  εποπτεύση,  είναι  φανερό  πως  η  γνώση  μας  ασχολείται μονάχα μαζί τους». Και αλλού: «Η γνώση είναι η αντίληψη της συμφωνίας ή της ασυμφωνίας δυο  ιδεών».  Εξ αυτού φαίνεται να προκύπτει αμέσως ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε  την ύπαρξη άλλων ανθρώπων, ή του υλικού κόσμου, διότι αυτοί, εάν υπάρχουν, δεν είναι απλώς ιδέες στο πνεύμα μου. Κατά συνέπειαν, ο καθένας μας, οφείλει, καθ' όσον αφορά τη γνώση, να κλεισθή στον εαυτό του και ν' αποκοπή από κάθε επαφή με τον εξωτερικόν κόσμο. 

Αλλ'  αυτό  αποτελεί  παραδοξολογία  και  ο  Λοκ  δεν  τρέφει  καμμια  συμπάθεια  προς  τις παραδοξότητες. Για τον λόγον αυτόν, σ' ένα άλλο κεφάλαιο εκθέτει μια διαφορετική θεωρία, εντελώς  ασυμβίβαστη  προς  την  παλαιότερη.  Έχουμε,  μας  λέγει,  τρία  είδη  γνώσεως  της πραγματικής υπάρξεως. Η γνώση μας περί της δικής μας υπάρξεως είναι ενορατική, η γνώση μας περί  της υπάρξεως  του Θεού  είναι αποδεικτική,  και η  γνώση μας περί  των πραγμάτων που προσπίπτουν στην αίσθηση είναι αισθητηριακή (Βιβλ. Δ', κεφ. iii). 

Στο επόμενο κεφάλαιο αποκτά κατά το μάλλον ή ήττον συνείδηση της ασυνέπειας. Παρατηρεί πως  κάποιος  θα  μπορούσε  να  πει:  «Αν  η  γνώση  συνίσταται  στη  συμφωνία  των  ιδεών,  ο ενθουσιώδης και ο νηφάλιος βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο». Απαντά, «Όχι εκεί όπου οι ιδέες συμφωνούν  με  πράγματα».  Προχωρώντας,  υποστηρίζει  ότι  όλες  οι  απλέες  ιδέες  πρέπει  να συμφωνούν  με  πράγματα,  μιας  και  «το  πνεύμα,  όπως  έχει  αποδειχθή,  δεν  μπορεί  να δημιουργήση  αφ'  εαυτού»  οποιαδήποτε  απλή  ιδέα  (παράσταση),  διότι  όλες  είναι  «προϊόν πραγμάτων  που  επενεργούν  στο  πνεύμα  κατά  φυσικόν  τρόπο».  Και  καθ'  όσον  αφορά  τις σύνθετες  ιδέες  [παραστάσεις]  των ουσιών, «όλες οι σύνθετες  ιδέες  [παραστάσεις] μας περί αυτών πρέπει να είναι τέτοιες και μόνο τέτοιες καθ' όσον σχηματίζονται από τις απλές εκείνες ιδέες  που  ανακαλύπτουμε  ότι  συνυπάρχουν  στη  φύση».  Επαναλαμβάνει  πάλιν  ότι  δεν μπορούμε  να  έχουμε  γνώση  παρά  1)  δι'  ενοράσεως,  2)  διά  του  ορθού  λόγου,  που  θα διαπιστώση  τη  συμφωνία  ή  την  ασυμφωνία  δυο  ιδεών,  3)  δια  του  αισθήματος,  που αντιλαμβάνεται την ύπαρξη των επί μέρους πραγμάτων» (Βιβλίο Δ', κεφ. iii, τμ. 2). 

Σ'  όλα  αυτά,  ο  Λοκ  προϋποθέτει ως  γνωστό  ότι  ορισμένα ψυχικά  [νοητικά]  συμβάντα,  που αποκαλεί  αισθήματα,  έχουν  εξωτερικά  αίτια,  και  ότι  τα  αίτια  αυτά,  τουλάχιστον  μέχρις ορισμένου  σημείου  και  από  ορισμένων  απόψεων,  μοιάζουν  με  τα  αισθήματα  που  είναι συνέπειές  των.  Αλλά  πώς  θα  το  μάθουμε  τούτο,  σύμφωνα  με  τις  αρχές  του  εμπειρισμού; Έχουμε  την  εμπειρία  των  αισθημάτων  μας  αλλ'  όχι  και  των  αιτίων  των∙  η  εμπειρία  μας  θα ήταν ακριβώς η ίδια εάν τα αισθήματά μας εδημιουργούντο αυτομάτως. Η πεποίθηση ότι τα αισθήματα έχουν αίτια, και, ακόμη περισσότερο, η πεποίθηση ότι μοιάζουν με τα αίτιά των, 

Page 94: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

εάν υποστηριχθή, πρέπει να βασισθή σε λόγους εντελώς ανεξάρτητους από την εμπειρία. Η άποψη ότι «η γνώση είναι η αντίληψη της συμφωνίας ή της ασυμφωνίας δυο ιδεών» ανήκει αποκλειστικά  στον  Λοκ,  και  η  διαφυγή  του  από  τις  παραδοξότητες  που  συνεπάγεται, πραγματοποιείται  με  τόσο  χοντροκομμένη  ασυνέπεια  ώστε  μόνον  η  αποφασιστική  εμμονή του στον κοινόν νουν θα μπορούσε να τον κάμη να τυφλώττει απέναντί της. 

Το  πρόβλημα  τούτο  έχει  δημιουργήσει  δυσχέρειες  στον  εμπειρισμό  που  δεν  έχουν υπερκερασθή μέχρι των ημερών μας. Ο Χιουμ το παραμέρισε, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό ότι  τα  αισθήματα  έχουν  εξωτερικά  αίτια,  αλλ'  ωστόσο  εξακολουθούσε  να  διατηρεί  τον ισχυρισμό όσες φορές λησμονούσε τις δικές του αρχές, πράγμα που συνέβαινε πολύ συχνά. Το βασικό του αξίωμα «ουδεμία ιδέα άνευ προηγουμένης εντυπώσεως», που παραλαμβάνει από  τον  Λοκ,  είναι  πειστική  μόνον  εφ'  όσον  θεωρούμε  ότι  οι  εντυπώσεις  έχουν  εξωτερικά αίτια,  που αυτήν  καθαυτήν  η  λέξη «εντύπωση»  υπαινίσσεται  οπωσδήποτε.  Και  τότε  ακόμη που ο Χιουμ επιτυγχάνει κάποιο βαθμό συνεπείας, είναι αγρίως παραδοξολόγος. 

Κανένας δεν κατόρθωσε ακόμη να επινόηση ένα φιλοσοφικό σύστημα ταυτόχρονα πιστευτό και συνεπές. Ο Λοκ απέβλεπε στην πειστικότητα και την επέτυχε εις βάρος της συνεπείας. Οι περισσότεροι από τους μεγάλους φιλοσόφους έκαμαν το αντίθετο. Μια φιλοσοφία που δεν έχει εσωτερική συνέπεια δεν μπορεί να είναι εξ ολοκλήρου αληθής, αλλά μια φιλοσοφία που είναι απόλυτα συνεπής μπορεί λαμπρά να είναι εντελώς ψευδής. Τα γονιμότερα φιλοσοφικά συστήματα περιέχουν  κραυγαλέες αντιφάσεις,  αλλά  γι'  αυτόν ακριβώς  το  λόγο υπήρξαν  εν μέρει  αληθή.  Δεν  υπάρχει  λόγος  να  υποθέτει  κανείς  πως  ένα  συνεπές  σύστημα  περιέχει περισσότερην αλήθεια από άλλο, που καθώς του Λοκ είναι προδήλως κατά το μάλλον ή ήττον εσφαλμένο. 

Οι ηθικές θεωρίες του Λοκ είναι ενδιαφέρουσες εν μέρει γι' αυτές καθ' εαυτές, και εν μέρει ως πρόδρομοι  των  ιδεών του Μπένθαμ. Όταν μιλώ για τις ηθικές  του θεωρίες, δεν υπονοώ την ηθική  του προδιάθεση ως πρακτικού ανθρώπου, αλλά τις  γενικές  του θεωρίες περί  του πώς  συμπεριφέρονται  οι  άνθρωποι  και  πώς  πρέπει  να  συμπεριφέρονται.  Όπως  και  ο Μπένθαμ,  ο  Λοκ  ήταν  ένας  άνθρωπος  γεμάτος  ευγενικά  αισθήματα,  ο  οποίος  εν  τούτοις υποστήριζε  πως  ο  καθένας  (περιλαμβάνοντας  και  τον  εαυτό  του),  πρέπει  να  εμπνέεται πάντοτε, στη διαγωγή του, από μόνη την επιθυμία της προσωπικής του ευτυχίας ή ηδονής61 [ευαρεστήσεως]. Μερικές φράσεις του θα καταστήσουν τούτο σαφές. 

«Τα  πράγματα  είναι  καλά  ή  κακά  μόνον  σε  σχέση  με  την  ηδονή  [ευαρέστηση]  ή  τον  πόνο. Ονομάζουμε «καλό» ό,τι μπορεί να προκαλέση ή να επαυξήση την ηδονή ή να ελαττώση τον πόνο, σε μας». 

«Τι υποκινεί τον πόθο; Απαντώ, η ευτυχία, αυτή και μόνη». 

«Η  ευτυχία,  στην  πληρότητά  της,  είναι  η  ανώτατη  ηδονή  [ευαρέστηση]  που  μπορούμε  να προσφέρουμε στον εαυτό μας». 

«Η ανάγκη της επιδιώξεως της αληθινής ευτυχίας, είναι το θεμέλιο κάθε ελευθερίας». 

«Η προτίμηση της ακολασίας από την αρετή είναι μια προδήλως εσφαλμένη κρίση». 

«Ο έλεγχος των παθών μας είναι η ορθή βελτίωση της ελευθερίας»62. 

Η τελευταία από τις προτάσεις αυτές εξαρτάται, φαίνεται, από τη διδασκαλία περί αμοιβής και  τιμωρίας  στον  άλλον  κόσμο.  Ο  Θεός  καθόρισε  μερικούς  ηθικούς  κανόνες∙  όσοι  τους ακολουθούν  πάνε  στον  ουρανό,  και  όσοι  τους  παραβαίνουν  κινδυνεύουν  να  πάνε  στην κόλαση. Συνεπώς ο φρόνιμος θηρευτής των ηδονών [απολαύσεων] πρέπει να είναι ενάρετος. Με τη χαλάρωση της πεποιθήσεως ότι η αμαρτία οδηγεί στην κόλαση, έγινε ολοένα και πιο 

Page 95: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

δύσκολο να βρεθή ένα απλώς αξιόπιστο επιχείρημα υπέρ του ενάρετου βίου. Ο Μπένθαμ, ο οποίος  ήταν  ελευθερόφρων,  υποκατέστησε  τον  ανθρώπινο  νομοθέτη  στη  θέση  του  Θεού∙ αρμοδιότητα  των  νόμων  των  κοινωνικών  θεσμών  ήταν  να  εναρμονίσουν  τα  κοινά  και  τα ιδιωτικά συμφέροντα, έτσι που κάθε άνθρωπος, επιδιώκοντας την προσωπική του ευτυχία, να είναι  υποχρεωμένος  να  εργάζεται  για  τη  γενική  ευδαιμονία.  Αλλά  τούτο  είναι  λιγότερο αποτελεσματικό από τη συνδιαλλαγή των κοινών και των ατομικών συμφερόντων μέσω του ουρανού και της κολάσεως, και διότι οι θεσμοθέτες δεν είναι σοφοί και ενάρετοι, και διότι οι ανθρώπινες κυβερνήσεις δεν είναι παντογνώστριες. 

Ο Λοκ ήταν υποχρεωμένος να παραδεχθή το αυτόδηλο γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν πράττουν πάντοτε εκείνο, που κατά έναν εύλολο υπολογισμό θα τους εξασφαλίση το ανώτατο ποσοστό ηδονής.  Εκτιμούμε  τη σημερινή ηδονή  [απόλαυση]  περισσότερο από  τη μελλοντική  και  την ηδονή  [απόλαυση]  του  εγγύς  μέλλοντος  περισσότερο  από  την  ηδονή  του  απώτερου μέλλοντος. Μπορεί να λεχθή— και αυτό δεν λέγεται από τον Λοκ—πως το ποσοοτό του τόκου είναι ένα ποσοτικό μέτρο της γενικής εκπτώσεως των μελλοντικών ηδονών. Αν η προσδοκία να  ξοδέψω  1.000  λίρες  ένα  χρόνο  από  σήμερα  ήταν  τόσο  ευχάριστη  όσο  η  σκέψη  να  τις ξοδέψω σήμερα, δεν θα ήταν ανάγκη να πληρωθώ διότι θα αναβάλω την απόλαυσή μου. Ο Λοκ  παραδέχεται  ότι  ένθερμοι  πιστοί  διαπράττουν  αμαρτίες  που,  σύμφωνα  με  την  πίστη τους, τους θέτουν στον κίνδυνο της κολάσεως. Γνωρίζουμε όλοι ανθρώπους που αναβάλλουν να  πάνε  στον  οδοντίατρό  τους  επί  μακρότερο  χρόνο  απ'  όσο  θα  τόθελαν,  αν  ήσαν απασχολημένοι  με  την  ορθολογική  επιδίωξη  της  ηδονής.  Έτσι,  και  αν  ακόμη  η  ηδονή  ή  η αποφυγή  του  πόνου  είναι  το  κίνητρό  μας,  πρέπει  να  προστεθή  ότι  οι  ηδονές  χάνουν  την ελκυστικότητά  τους  και  τα  δεινά  τους  τρόμους  των  ανάλογα  με  την  απόσταση  που τοποθετούνται στο μέλλον. 

Εφ' όσον, κατά τον Λοκ, μόνον μακροπροθέσμως το ατομικό συμφέρον συμπίπτει με το κοινό, είναι  ανάγκη  οι  άνθρωποι  να  καθοδηγούνται,  όσον  το  δυνατόν  περισσότερον,  από  τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά  των. Με άλλα λόγια,  οι άνθρωποι πρέπει  να  είναι συνετοί. Η σωφροσύνη  είναι  η μόνη αρετή που πρέπει  να  συνιστάται,  γιατί  κάθε παρέκκλιση από  την αρετή είναι μια αποτυχία της σωφροσύνης. Η έμφαση που αποδίδεται στη σωφροσύνη είναι χαρακτηριστική  του  φιλελευθερισμού.  Συνδέεται  με  την  άνοδο  του  καπιταλισμού,  διότι  ο σώφρων έγινε πλούσιος ενώ ο ασύνετος παρέμεινε φτωχός. Συνδέεται επίσης με ορισμένες μορφές  προτεσταντικής  ευλάβειας:  η  αρετή  με  την  προσδοκία  του  ουρανού,  έχει  από ψυχολογικής απόψεως μεγάλη αναλογία με την αποταμίευση που γίνεται με την προοπτική της επενδύσεως. 

Η πεποίθηση στην αρμονία των ατομικών και των κοινών συμφερόντων είναι χαρακτηριστική του φιλελευθερισμού και επέζησε του θεολογικού θεμελίου της που είχε στον Λοκ. 

Ο  Λοκ  υποστηρίζει  ότι  η  ελευθερία  εξαρτάται  από  την  ανάγκη  της  επιδιώξεως  της πραγματικής ευτυχίας και από τον έλεγχο των παθών μας. Τη γνώμη αυτή την αντλεί από τη θεωρία του ότι τα ατομικά και τα κοινά συμφέροντα μακροπροθέσμως συμπίπτουν, καίτοι η σύμπτωση αυτή δεν παρατηρείται κατ' ανάγκην σε σύντομες περιόδους. Από τη θεωρία αυτή συνάγεται ότι σε μια δεδομένη κοινωνία όπου όλοι οι πολίτες είναι ευσεβείς και σώφρονες, θα ενεργούν όλοι, υπό συνθήκες ελευθερίας,  για  την προαγωγή του γενικού καλού. Δεν θα χρειάζονται ανθρώπινοι νόμοι για να τους αναχαιτίζουν, εφ' όσον οι θείοι νόμοι θα εξαρκούν. Ο μέχρι προ όλίγου ενάρετος άνθρωπος που θα δοκιμάζει τον πειρασμό να γίνη ληστής, θα λέγει  στον  εαυτό  του: «θα μπορούσα  ίσως  να  ξεφύγω  τον  άνθρωπο  δικαστή,  αλλά  δεν  θα μπορούσα να διαφύγω την τιμωρία στα χέρια του θείου Κριτή». Γι' αυτό θα εγκαταλείπει τα κακοποιά σχέδιά του και θα ζει τόσον ενάρετα ως να ήταν βέβαιος πως θα συλλαμβάνονταν από την αστυνομία. Κατ' ακολουθίαν η νομική ελευθερία τότε μόνον είναι απόλυτα δυνατή, όταν η σωφροσύνη και η ευλάβεια θα είναι οικουμενικές∙ παντού αλλού, οι περιορισμοί που επιβάλλονται από τον ποινικό νόμο είναι απαραίτητοι. 

Page 96: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Ο Λοκ τονίζει επανειλημμένα πως η ηθική είναι επιδεκτική αποδείξεως, αλλά δεν αναπτύσσει την ιδέα αυτή με την πληρότητα που θα ήθελε. Η σημαντικότερη περικοπή είναι η εξής: 

«Ηθική επιδεκτική αποδείξεως. Η ιδέα ενός Ανώτατου Όντος, άπειρου σε δύναμη, αγαθότητα και σοφία, έργα των χειρών του οποίου είμαστε εμείς, και από τον οποίον εξαρτώμεθα, και η ιδέα των εαυτών μας, ως νοημόνων και λογικών όντων, έτσι καθώς είναι καταφανείς σε μας, εάν  δεόντως  ερευνηθούν  και  ιχνηλατηθούν,  θα  ημπορούσαν  νομίζω  να  παράσχουν  τόσα ερείσματα στα καθήκοντα και στους κανόνες της συμπεριφοράς μας, ώστε να κατατάξουν την ηθική  μεταξύ  των  επιστημών  που  είναι  επιδεκτικές  αποδείξεως:  και  από  που  αλλού  αν  μη από  τις  αυταπόδεικτες  προτάσεις,  και  εκ  των  αναγκαίων  συνεπειών  των,  εξίσου αναμφισβητήτων  όσο  και  οι  μαθηματικές,  θα  ημπορούσαν  να  προέλθουν  τα  μέτρα  του δικαίου και του αδίκου, σ' οποιονδήποτε επιδοθή με την ίδιαν ανιδιοτέλεια και προσοχή στη μια όπως πράττει και για την άλλη από τις επιστήμες αυτές; Ασφαλώς μπορεί να διαπιστωθή η σχέση  και  άλλων  τρόπων,  όπως οι  σχέσεις  μεταξύ αριθμού  και  εκτάσεως∙  και  δεν  βλέπω γιατί δεν θα ήσαν επιδεκτικοί αποδείξεως, εάν επενοούντο αι δέουσαι μέθοδοι ερεύνης και διαπιστώσεως  της  συμφωνίας  ή  ασυμφωνίας  των.  «Όπου  δεν  υπάρχει  ιδιοκτησία,  δεν υπάρχει δικαιοσύνη»∙ η πρόταση αυτή είναι τόσον βέβαιη όσο και μια οποιαδήποτε απόδειξη στον  Ευκλείδη:  διότι  η  ιδέα  της  ιδιοκτησίας  είναι  ένα  δικαίωμα  σε  κάτι,  και  η  ιδέα  στην οποίαν έχει δοθή το όνομα «αδικία» αποτελεί την καταπάτηση ή την παραβίαση αυτού του δικαιώματος∙  είναι,  λοιπόν,  προφανές ότι  εφ'  όσον οι  ιδέες αυτές  έχουν έτσι  εδραιωθή και αυτά τα ονόματα προσαρτηθή σ' αυτές, μπορώ να ξέρω με τόση βεβαιότητα ότι η πρόταση αυτή  είναι αληθινή με όσην  και  το  ότι  ένα  τρίγωνο  έχει  τρεις  γωνίες  ίσες προς δύο ορθές. Επίσης: «Καμμιά  πολιτεία  δεν  επιτρέπει  απόλυτη  ελευθερία»:  η  ιδέα  της  πολιτείας  είναι  η εδραίωση  της  κοινωνίας  επάνω  σε  ορισμένους  κανόνες  ή  νόμους,  που  απαιτούν συμμόρφωση προς αυτούς∙ και η ιδέα της απόλυτης ελευθερίας είναι να κάνει ο καθείς ό,τι του αρέσει: Μπορώ  να  είμαι  τόσο  βέβαιος  για  την αλήθεια  της  προτάσεως αυτής,  όσο  για οποιαδήποτε άλλη στα μαθηματικά»63. 

Η περικοπή αυτή είναι εκπληκτική διότι, εν πρώτοις φαίνεται να εξαρτά τους ηθικούς κανόνες από  τις  βουλές  του  Θεού,  ενώ  στα  παραδείγματα  που  δίδονται,  αφίνεται  να  νοηθή  ότι  οι ηθικοί  κανόνες  είναι αναλυτικοί.  Υποθέτω,  πράγματι,  ότι  ο Λοκ θεωρούσε μερικά μέρη  της ηθικής ως αναλυτικά, ενώ άλλα ως εξαρτώμενα από τις βουλές του Θεού. Άλλη έκπληξη είναι πως τα παραδείγματα που δίδονται δεν φαίνονται να είναι διόλου ηθικές προτάσεις. 

Υπάρχει  ακόμη  ένα  πρόβλημα  που  θα  ήθελε  κανείς  να  εξετάση.  Υποστηρίζεται  γενικά  από τους  θεολόγους  ότι  οι  βουλές  του  Θεού  δεν  είναι  αυθαίρετες,  αλλ'  εμπνέονται  από  την αγαθότητα  και  τη σοφία  του.  Τούτο προϋποθέτει  ότι  θα  έπρεπε  να υπάρχει  κάποια  έννοια αγαθότητος προγενέστερη των βουλών του Θεού, που Τον οδήγησε να έχει αυτές ακριβώς τις βουλές  και  όχι  άλλες.  Ποια  μπορεί  να  είναι  η  έννοια  αυτή  θα  ήταν  αδύνατο  να  την ανακαλύψουμε από τον Λοκ. Αύτο που μας λέγει είναι ότι ένας σώφρων άνθρωπος πρέπει να πράττει αυτό και εκείνο, αλλοιώς ο Θεός θα τον τιμωρήση∙ αλλά μας αφίνει σε πλήρες σκότος ως προς το γιατί η τιμωρία πρέπει να πλήττει ορισμένες πράξεις και όχι τις αντίθετές των. 

Οι ηθικές θεωρίες του Λοκ δεν θα μπορούσαν φυσικά να βρουν υπερασπιστές. Εκτός από το γεγονός  ότι  υπάρχει  κάτι  το  εξοργιστικό  σ'  ένα  σύστημα  που  θεωρεί  τη  σωφροσύνη ως  τη μόνη αρετή, υπάρχουν και άλλες, λιγότερο συναισθηματικές, αντιρρήσεις στις θεωρίες του. 

Εν πρώτοις, το να λέμε ότι οι άνθρωποι επιθυμούν μόνο την ηδονή [απόλαυση], είναι σαν να βάζουμε το κάρρο μπρος από τ' άλογο. Ο,τιδήποτε συμβή να επιθυμήσω, θα αισθανθώ ηδονή αν το αποκτήσω∙ αλλά κατά κανόνα η ηδονή οφείλεται στον πόθο και όχι ο πόθος στην ηδονή. Είναι  ενδεχόμενο,  όπως συμβαίνει με  τους μαζοχιστές,  μερικοί  να επιθυμούν  τον πόνο,  και στην περίπτωση αυτή υπάρχει ηδονή [ευχαρίστηση] στην ικανοποίηση του πόθου, αλλ' είναι μεμιγμένη με το αντίθετό της. Ακόμη και στην ίδια τη θεωρία του Λοκ, δεν είναι η ηδονή αυτή 

Page 97: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

καθαυτή που επιθυμείται, μιας και επιθυμούμε περισσότερο μια επικείμενη ηδονή παρά μια απομακρυσμένη. Αν πρόκειται  ν' αντλήσουμε κάποια ηθική από την ψυχολογία  του πόθου, όπως  ο  Λοκ  και  οι  οπαδοί  του  προσπαθούν  να  κάμουν,  δεν  δικαιολογούμεθα  να αποδοκιμάζουμε την υποτίμηση των απώτερων ηδονών ή να συνιστούμε τη σωφροσύνη ως ηθικόν καθήκον. Το επιχείρημά του, με δυο λέξεις, είναι τούτο: «Επιθυμούμε μόνο την ηδονή. Αλλά, στην πραγματικότητα, πολλοί άνθρωποι δεν επιθυμούν την ηδονή ως ηδονή αλλά την άμεση  ηδονή.  Τούτο  αντιτίθεται  στη  θεωρία  μας  ότι  επιθυμούν  την  ηδονή  ως  ηδονή  και συνεπώς  η  ηδονή  αυτή  είναι  αμαρτωλή».  Σχεδόν  όλοι  οι  φιλόσοφοι,  στα  ηθικά  των συστήματα, πρώτα καταστρώνουν μια ψευδή θεωρία, και κατόπιν διατείνονται ότι η αμαρτία συνίσταται στο να ενεργούμε κατά τρόπον ώστε να την αποδεικνύουμε ψευδή, που θα ήταν αδύνατο  αν  η  θεωρία  ήταν  αληθινή.  Και  του  προτύπου  τούτου  ο  Λοκ  μας  δίνει  ένα υπόδειγμα. 

Page 98: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XΙV Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ TOΥ ΛΟΚ 

Α'. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ 

ΚΑΤΑ τα έτη 1689 και 1690 ακριβώς μετά την Παλινόρθωση του 1688, ο Λοκ έραψε τις δυο Πραγματείες  περί  Πολιτείας  [Κυβερνήσεως],  από  τις  οποίες  η  δεύτερη  ιδίως  είναι σημαντικότατη στην ιστορία των πολιτικών ιδεών. 

Η  πρώτη  από  τις  πραγματείες  αυτές  είναι  μια  κριτική  της  θεωρίας  περί  κληρονομικής εξουσίας. Είναι μια απάντηση στο βιβλίο του Ρόμπερτ Φίλμερ [Robert Filmer] Πατριάρχης ή η Φυσικη Εξουσία των Βασιλέων, που δημοσιεύθηκε στα 1680, αλλ' είχε γραφεί επί Καρόλου Α'. Ο  σερ  Ρόμπερτ Φίλμερ,  που  ήταν  ένθερμος  υποστηρικτής  του  από  Θεού  δικαιώματος  των Βασιλέων, είχε την ατυχία να ζήσει μέχρι του 1653, και θα υπέφερε πολύ από την εκτέλεση του Καρόλου Α' και τη νίκη του Κρόμγουελ. Αλλ' ο Πατριάρχης είχε γραφεί προ των θλιβερών αυτών  γεγονότων,  όχι  όμως,  και  προ  του  Εμφύλιου Πολέμου,  κ'  έτσι  δείχνει, φυσικά,  ότι  ο συγγραφέας  του  είναι  ενήμερος  για  την  ύπαρξη  ανατρεπτικών  θεωριών.  Τέτοιες  θεωρίες, όπως  τονίζει ο Φίλμερ,  δεν ήσαν νέες στα 1640. Πράγματι, Διαμαρτυρόμενοι και Καθολικοί θεολόγοι,  στις  διαμάχες  των  με  τους  Καθολικούς  και  Διαμαρτυρόμενους  μονάρχες αντιστοίχως,  είχαν  υποστηρίξει  με  ρωμαλεότητα  το  δικαίωμα  των  υπηκόων  ν'  ανθίστανται κατά των τυραννικών ηγεμόνων και τα συγγράμματά των παρείχαν στον σερ Ρόμπερτ πλούσιο υλικό γι' αντιδικία. 

Ο  σερ  Ρόμπερτ  είχε  λάβει  τίτλο  ευγενείας  από  τον  Κάρολο  Α',  και  λέγεται  ότι  το  σπίτι  του λεηλατήθηκε δέκα φορές από τους Κοινοβουλευτικούς. Θεωρεί ότι δεν είναι απίθανον ο Νώε να διέπλευσε τη Μεσόγειο, και επεδίκασε την Αφρική, την Ασία και την Ευρώπη στον Χαμ64, τον Σημ65 και τον  Ιάφεθ66 αντιστοίχως. Υποστήριζε ότι, κατά το αγγλικό Σύνταγμα, οι Λόρδοι δίνουν μονάχα συμβουλές  στον  Βασιλιά,  και  η  Βουλή  των  Κοινοτήτων  έχει  ακόμη  λιγότερα δικαιώματα∙ μόνος ο βασιλιάς, λέγει, φτειάχνει τους νόμους που πηγάζουν αποκλειστικά από τη  θέλησή  του.  Ο  βασιλιάς,  κατά  τον  Φίλμερ,  είναι  εντελώς  απαλλαγμένος  από  κάθε ανθρώπινον έλεγχο και δεν μπορεί να δεσμεύεται από τις πράξεις των προκατόχων του, ή και από  τις  δικές  του  ακόμη,  γιατί  «είναι  φύσει  αδύνατον  ένας  άνθρωπος  να  επιβάλλει  νόμο επάνω στον ίδιο τον εαυτό του». 

Ο  Φίλμερ,  όπως  δείχνουν  οι  γνώμες  αυτές,  ανήκει  στην  ακραία  μερίδα  του  κόμματος  του «θείου Δικαιώματος» [της ελέω Θεού μοναρχίας]. 

Ο  Πατριάρχης  αρχίζει  με  την  καταπολέμηση  της  «επικρατούσης  αντιλήψεως»  ότι  «η ανθρωπότης  έχει  προικισθή  από  τη  φύση  και  έχει  γεννηθή  με  πλήρη  ελευθερία  από  κάθε υποταγή, και ότι έχει το δικαίωμα να εκλέγει τη μορφή διακυβερνήσεως [πολιτεύματος] που της αρέσει και ότι η εξουσία που έχει οποιοσδήποτε άνθρωπος επί  των άλλων,  είχε αρχικά απονεμηθή  σύμφωνα  με  τη  θέληση  του  πλήθους». «Το  αξίωμα  τούτο,  λέγει,  εκκολάφθηκε κατά πρώτον στις σχολές». Αλλά κατ' αυτόν, η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική∙ η αλήθεια είναι  ότι  ο Θεός απένειμε  τη  βασιλική  εξουσία  στον Αδάμ,  από  τον  οποίον προέρχονται  οι κληρονόμοι του και τελικά έφθασε στους διάφορους μονάρχες των νεότερων καιρών. Σήμερα οι βασιλιάδες, μας βεβαιώνει, «είτε είναι, είτε πρέπει να θεωρηθούν, άμεσοι κληρονόμοι των πρώτων  εκείνων  γεννητόρων  που  αρχικά  ήσαν  οι  φυσικοί  γονείς  ολόκληρου  του  κόσμου». Φαίνεται  ότι  ο  προπάτοράς  μας  δεν  εξετίμησε  δεόντως  το  προνόμιό  του  ως  παγκόσμιου 

Page 99: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

μονάρχη,  διότι  «ο  πόθος  της  ελευθερίας  ήταν  η  πρώτη  αιτία  της  πτώσεως  του  Αδάμ».  Ο πόθος της ελευθερίας είναι ένα συναίσθημα που ο σερ Ρόμπερτ Φίλμερ θεωρεί ανευλαβές. 

Οι αξιώσεις του Καρόλου Α' και των πρωταγωνιστών της υποθέσεώς του, υπερέβαλλαν κατά πολύ  εκείνα  που  σε  παλαιότερους  χρόνους  θ'  αναγνωρίζονταν  σε  βασιλιάδες.  Ο  Φίλμερ επισημαίνει  ότι  ο  Πάρσονς  [Parsons]  ο  Άγγλος  Ιησουίτης  και  ο  Μπιουκάναν  [Buchanan]  ο Σκώτος  Καλβινιστής,  που  σχεοόν  διαφωνούν  στα  πάντα,  υποστηρίζουν  και  οι  δύο  ότι  οι μονάρχες  μπορούν  να  καθαιρούνται  από  τον  λαό  για  κακή  διακυβέρνηση.  Ο  Πάρσονς, φυσικά,  είχε  υπ'  όψη  του  τη  Διαμαρτυρόμενη  Βασίλισσα  Ελισάβετ  και  ο  Μπιουκάναν  την Καθολική Βασίλισσα Μαρία της Σκωτίας. Η θεωρία του Μπιουκάναν επισφραγίσθηκε με την επιτυχία, αλλά του Πάρσονς αποδοκιμάσθηκε με την εκτέλεση του συναδέλφου του Κάμπιον [Campion]. 

Ακόμη  και  πριν  από  τη Μεταρρύθμιση,  οι  θεολόγοι  έτειναν  να  πιστεύουν  στην  ανάγκη  της επιβολής φραγμών στη βασιλική εξουσία. Και τούτο αποτελούσε μέρος της διαμάχης μεταξύ Εκκλησίας  και  Κράτους  που  εμαίνετο  καθ'  όλη  την  Ευρώπη  κατά  το  μεγαλύτερο  μέρος  του Μεσαίωνα.  Στη  μάχη  τούτη  το  κράτος  βασιζόταν  στην  ένοπλη  δύναμη  και  η  Εκκλησία  στην ευφυία  και  στην  αγιότητα.  Εφ'  όσον  η  Εκκλησία  διέθετε  και  τα  δυο  αυτά  προτερήματα, κέρδιζε∙  όταν  έφτασε  να  διαθέτει  μόνον  την  ευφυία,  έχασε.  Αλλά  τα  πράγματα  που διαπρεπείς και άγιοι άνδρες είπαν εναντίον της εξουσίας των βασιλέων παρέμειναν. Παρ' ότι απέβλεπαν  στην  υπεράσπιση  των  παπικών  συμφερόντων,  θα  μπορούσαν  να  χρησιμεύσουν προς  υποστήριξη  των  δικαιωμάτων  του  λαού  γι'  αυτοκυβέρνηση. «Οι  πονηροί  Σχολαστικοί, λέγει ο Φίλμερ,  για να εξασφαλίσουν την υποταγή των βασιλέων στον Πάπα, θεώρησαν ως ασφαλέστερη  μέθοδο  την  προώθηση  του  λαού  επάνω  από  τον  βασιλιά,  ώστε  η  παπική εξουσία  να  καταλάβη  τη  θέση  της  βασιλικής».  Μνημονεύει  τον  θεολόγο  Βελλαρμίνο [Bellarmino]  πως είπε ότι η κοσμική εξουσία απονέμεται από ανθρώπους  (δηλ. όχι από τον Θεό) και «παραμένει στα χέρια του λαού, εκτός εάν την απονείμη σ' έναν ηγεμόνα»∙ έτσι ο Βελλαρμίνος  κατά  τον  Φίλμερ,  «καθιστά  τον  Θεό  άμεσο  ιδρυτή  μιας  δημοκρατικής πολιτείας»—που  του  φαίνεται  τόσον  εξωφρενικό,  όσο  θα  φαινόταν  σ'  ένα  νεότερο πλουτοκράτη αν του έλεγε ότι ο Θεός είναι ο άμεσος ιδρυτής του Μπολσεβικισμού. 

Ο Φίλμερ αντλεί την πολιτική εξουσία, όχι από κανένα συμβόλαιο, ούτε καν από την ανάγκη του  δημοσίου  συμφέροντος,  αλλ'  εξ  ολοκλήρου  από  την  εξουσία  του  πατέρα  επάνω  στα παιδιά  του.  Η  άποψή  του  είναι:  ότι  η  πηγή  της  βασιλικής  εξουσίας  είναι  η  υποταγή  των τέκνων στους γονείς∙ ότι οι πατριάρχες της Γενέσεως ήσαν μονάρχες∙ ότι οι βασιλιάδες είναι οι  κληρονόμοι  του  Αδάμ,  ή  ότι  τουλάχιστον  πρέπει  να  θεωρούνται  τέτοιοι,  ότι  τα  φυσικά δικαιώματα ενός βασιλιά είναι τα ίδια μ' εκείνα του πατέρα, και ότι, εκ φύσεως, τα τέκνα δεν ελευθερώνονται ποτέ από την πατρική εξουσία,  και όταν ακόμη ο γιος είναι ενήλικος και ο πατέρας βρίσκεται στα ξεμωράματά του. 

Η όλη θεωρία φαίνεται σ' ένα νεότερο πνεύμα τόσον εξωφρενική, ώστε δύσκολα μπορεί να παραδεχθή κανείς ότι είχε υποστηριχθή με σοβαρότητα. Δεν έχουμε συνηθίσει ν' αντλούμε τα πολιτικά μας δικαιώματα από την ιστορία του Αδάμ και της Εύας. Το θεωρούμε αυτόδηλο ότι η πατρική εξουσία πρέπει να παύει όταν ο γιος ή η θυγατέρα φθάνουν την ηλικία του είκοσι ενός  έτους,  και  ότι  προ  της  ηλικίας  αυτής  πρέπει  να  περιορίζεται  αυστηρά  τόσον  από  το κράτος  όσον  και  από  το  δικαίωμα  της  ανεξάρτητης  πρωτοβουλίας  που  σιγά  ‐  σιγά  οι  νέοι έχουν αποκτήσει.  Αναγνωρίζουμε ότι  η μητέρα έχει  τουλάχιστον  ισοδύναμα δικαιώματα με του  πατέρα.  Αλλ'  ανεξάρτητα  από  τις  σκέψεις  αυτές,  δεν  θα  συνέβαινε  ποτέ  σε  κανέναν σύγχρονον άνθρωπο, εκτός της  Ιαπωνίας, να υποθέση ότι η πολιτική εξουσία θα μπορούσε, καθ'  οιονδήποτε  τρόπον,  να  εξομοιωθή με  την  εξουσία  των  γονέων  επάνω στα  τέκνα  τους. Είναι αλήθεια πως στην Ιαπωνία υποστηρίζεται μια θεωρία πολύ συγγενική με του Φίλμερ και πρέπει  να  διδάσκεται  απ'  όλους  τους  καθηγητές  και  δασκάλους.  Ο  Μικάδος  ανάγει  την καταγωγή  του  στη  θεά  του  Ηλίου  της  οποίας  είναι  ο  κληρονόμος∙  από  αυτήν  κατάγονται 

Page 100: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

επίσης  και  άλλοι  Ιάπωνες,  αλλ'  ανήκουν  σε  δευτερεύοντες  κλάδους  της  οικογενείας  της. Συνεπώς ο Μικάδος είναι θεϊκός και κάθε αντίσταση σ' αυτόν είναι ασεβής. Η θεωρία αυτή επινοήθηκε ουσιαστικά στα 1868, αλλ' υποστηρίζεται τώρα στην Ιαπωνία ότι κληροδοτήθηκε από την παράδοση, από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου. 

Η προσπάθεια επιβολής ανάλογης θεωρίας και στην Ευρώπη — και της προσπάθειας αυτής μέρος  αποτελεί  και  ο Πατριάρχης—  κατέληξε  σε  αποτυχία.  Γιατί;  Η  παραδοχή  μιας  τέτοιας θεωρίας  δεν  είναι  απολύτως  αποκρουστική  στην  ανθρώπινη  φύση∙  εκτός  από  την  Ιαπωνία υποστηρίζονταν  λ.χ.  και  από  τους  αρχαίους  Αιγυπτίους,  από  τους  Μεξικανούς  και  τους Περουβιανούς  πριν  από  την  Ισπανική  κατάκτηση.  Σ'  ένα  ορισμένο  στάδιο  της  ανθρώπινης εξέλιξης  είναι  φυσική.  Η  Αγγλία  των  Στιούαρτ  πέρασε  το  στάδιο  τούτο,  αλλ'  η  Ιαπωνία  όχι ακόμη. 

Η ήττα των θεωριών του θείου δικαιώματος στην Αγγλία οφείλονταν κυρίως σε δυο λόγους. Ο ένας λόγος ήταν η πληθώρα των θρησκειών∙ ο άλλος ήταν ο ανταγωνισμός για την εξουσία μεταξύ  της  μοναρχίας,  της  αριστοκρατίας  και  της  ανώτερης  αστικής  τάξης.  Ως  προς  τη θρησκεία:  ο  βασιλιάς,  από  την  εποχή  της  βασιλείας  του  Ερρίκου  Η',  ήταν  η  κεφαλή  της Αγγλικανικής Εκκλησίας που αντετίθετο τόσο στη Ρώμη όσο και σε πλείστες προτεσταντικές αιρέσεις.  Η  Αγγλικανική  Εκκλησία  καυχιόταν  ότι  αποτελούσε  ένα  συμβιβασμό.  Ο Πρόλογος της  Εγκεκριμένης  Μεταφράσεως67  αρχίζει  ως  εξής:  «Σοφή  βουλήσει  της  Εκκλησίας  της Αγγλίας,  ήδη αφ'  ης  το πρώτον συνετάγη  το  λειτουργικόν  της,  εκρατήθη μέση οδός μεταξύ των  δύο  άκρων».  Γενικά,  η  συμβιβαστική  αυτή  στάσις  προσαρμόζονταν  στις  επιθυμίες  της πλειονότητας. Η Βασίλισσα Μαρία και ο Βασιλιάς Ιάκωβος Β' προσπάθησαν να παρασύρουν τη  χώρα  προς  τη  Ρώμη,  και  οι  νικητές  κατά  τον  Εμφύλιο  Πόλεμο  προσπάθησαν  να  την παρασύρουν προς τη Γενεύη, αλλ' οι απόπειρες αυτές απέτυχαν και μετά το 1688 η εξουσία της  Αγγλικανικής  Εκκλησίας  επεβλήθη.  Ωστόσον  οι  αντίπαλοι  της  επέζησαν.  Οι  Ετερόδοξοι ιδιαιτέρως  ήσαν  δυναμικότατοι  άνθρωποι  και  πολυάριθμοι  μεταξύ  των  πλουσίων  εμπόρων και τραπεζιτών, η δύναμη των οποίων ολοένα κι αύξαινε. 

Η  θεολογική  θέση  του  βασιλιά  ήταν  κάπως  ιδιότυπη,  γιατί  δεν  ήταν  μόνο  κεφαλή  της Αγγλικανικής Εκκλησίας, αλλά και της Εκκλησίας της Σκωτίας. Στην Αγγλία έπρεπε να πιστεύει στον  θεσμό  των  επισκόπων  και  ν'  απορρίπτει  τον  Καλβινισμό∙  στη  Σκωτία  έπρεπε  ν' απορρίπτει  τους  επισκόπους  και  να  πιστεύει  στον  Καλβινισμό.  Οι  Στιούαρτ  είχαν  γνήσιες θρησκευτικές  πεποιθήσεις  που  είχαν  καταστήσει  τη  διφορούμενη  αυτή  στάση  αδύνατη  γι' αυτούς και  τους δημιουργούσε περισσότερη ανωμαλία στη Σκωτία παρά στην Αγγλία. Αλλά μετά  το  1688  η  πολιτική  σκοπιμότητα  ανάγκασε  τους  βασιλιάδες  να  συγκατανεύσουν  στη διπλή αυτή  θρησκεία.  Αλλά  τούτο  είχε ως  συνέπεια  την ψύχρανση  του  ζήλου  και  ήταν πια δύσκολο να τους θεωρούν ως πρόσωπα εκ Θεού. Εν πάση περιπτώσει, ούτε οι Καθολικοί ούτε και  οι  Ετερόδοξοι  συγκατετίθεντο  ν'  αναγνωρίσουν  οποιεσδήποτε  θρησκευτικές  αξιώσεις υπέρ της μοναρχίας. 

Τα  τρία  μέρη,  βασιλιάς,  αριστοκρατία  και  πλούσια  μεσαία  τάξη,  έκαναν  κατά  καιρούς διάφορους  συνδυασμούς.  Υπό  τον  Εδουάρδο  Δ'  και  τον  Λουδοβίκο  ΙΑ',  ο  βασιλιάς  και  η μεσαία τάξη είχαν συνδυασθή εναντίον της αριστοκρατίας∙ υπό τον Λουδοβίκο ΙΔ', ο βασιλιάς και  η  αριστοκρατία  είχαν  συνδυασθή  κατά  της  μεσαίας  τάξεως∙  στην  Αγγλία,  στα  1688,  η αριστοκρατία και η μεσαία τάξη είχαν συνδυασθή εναντίον του βασιλιά. Όταν ο βασιλιάς είχε το  ένα ή  το άλλο  κόμμα με  το μέρος  του,  ήταν  ισχυρός∙  όταν συνασπίζονταν  εναντίον  του, ήταν ανίσχυρος. 

Γι'  αυτούς  τους  λόγους,  εκτός  των  άλλων,  ο  Λοκ  δεν  δυσκολεύθηκε  να  κονιορτοποιήση  τα επιχειρήματα του Φίλμερ. 

Όσον  αφορά  τη  συλλογιστική,  το  έργο  του  Λοκ  ήταν  βεβαίως  εύκολο.  ΙΙαρατηρεί  ότι  αν 

Page 101: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

πρόκειται περί παπικής εξουσίας, η εξουσία της μητέρας θάπρεπε να είναι ισοδύναμη με του πατέρα.  Τονίζει  την  αδικία  των  πρωτοτοκίων,  που  είναι  αναπόφευκτη  αν  η  κληρονομική διαδοχή  καταστή  η  βάση  της  μοναρχίας.  Κοροϊδεύει  τον  παραλογισμό  ότι  οι  σημερινοί μονάρχες είναι κληρονόμοι  του Αδάμ,  οπωσδήποτε κι αν ήθελε κανείς ν' αντιμετωπίσει  τον ισχυρισμό. Ο Αδάμ δεν μπορεί παρά νάχει έναν μόνο κληρονόμο, αλλά κανείς δεν ξέρει ποιος είναι.  Μήπως  —ρωτάει—  ο  Φίλμερ  υποστηρίζει  πως  αν  ανακαλύπτονταν  ο  πραγματικός κληρονόμος, όλοι οι σημερινοί μονάρχες θα κατέθεταν το στέμμα των προ των ποδών του; Αν η  περί  μοναρχίας  άποψη  του Φίλμερ  γινόταν  αποδεκτή,  όλοι  οι  βασιλιάδες,  εκτός  ένας  το πολύ, θα ήταν σφετεριστές και δεν θα είχαν το δικαίωμα να διεκδικούν την υπακοή των de facto υπηκόων των. Εξάλλου, λέγει, η πατρική εξουσία είναι προσωρινή και δεν εκτείνεται στη ζωή και στην περιουσία. 

Γι' αυτούς τους λόγους, εξόν από άλλους βασικότερους, το κληρονομικό δικαίωμα δεν είναι δυνατόν, κατά τον Λοκ, να γίνη δεκτό ως βάση της νόμιμης πολιτικής εξουσίας. Γι' αυτό, στη δεύτερη Πραγματεία του περί Πολιτείας, ζητεί μια περισσότερο εύλογη βάση. 

Η  αρχή  του  κληρονομικού  δικαιώματος  έχει  σχεδόν  εξαφανισθή  από  την  πολιτική.  Στο διάστημα της ζωής μου, οι αυτοκράτορες της Βραζιλίας, της Κίνας, της Ρωσίας, της Γερμανίας και  της  Αυστρίας  έχουν  εξαφανισθή  και  αντικαταστάθηκαν  από  δικτάτορες  που  δεν αποσκοπούν στην ίδρυση κληρονομικής δυναστείας. Η αριστοκρατία έχασε τα προνόμιά της σ' ολόκληρη την Ευρώπη, εκτός της Αγγλίας, όπου έχουν καταντήσει μόλις κάτι περισσότερο από απλός  ιστορικός  τύπος. Όλα αυτά,  στις  περισσότερες  χώρες  είναι  πολύ πρόσφατα,  και έχουν  πολλή  σχέση  με  την  άνοδο  των  δικτατοριών,  μιας  και  η  πατροπαράδοτη  βάση  της εξουσίας έχει σαρωθή και οι πνευματικές συνήθειες που απαιτούνται για τη επιτυχή άσκηση της δημοκρατίας δεν είχαν τον καιρό να αναπτυχθούν. Υπάρχει ένας μεγάλος θεσμός που δεν είχε  ποτέ  κανένα  κληρονομικό  στοιχείο,  συγκεκριμένα η  Καθολική  Εκκλησία. Μπορούμε  να αναμένουμε  ότι  οι  δικτατορίες,  εάν  επιζήσουν,  θα  αναπτύξουν  σιγά  ‐  σιγά  μια  μορφή κυβερνήσεως  ανάλογη  μ'  εκείνην  της  Εκκλησίας.  Τούτο  ήδη  συνέβη  με  τις  μεγάλες οικονομικές  ενώσεις  στην  Αμερική  που  έχουν,  ή  είχαν  μέχρι  του  Περλ  Χάρμπορ,  εξουσίες σχεδόν ισοδύναμες με της Κυβερνήσεως. 

Είναι  περίεργο  το  γεγονός  ότι  η  απόρριψη  της  κληρονομικής  αρχής  στην  πολιτική  δεν  είχε σχεδόν  καμμιά  επίδραση,  από  οικονομικής  πλευράς,  στις  δημοκρατικές  χώρες.  (Στα ολοκληρωτικά  κράτη,  η  οικονομική  εξουσία  έχει  σχεδόν  απορροφηθή  από  την  πολιτική εξουσία). Το θεωρούμε ακόμη φυσικό ένας άνθρωπος ν' αφίνει την περιουσία του στα παιδιά του∙  δηλαδή,  δεχόμαστε  την  κληρονομικήν  αρχή  καθ'  όσον  αφορά  την  οικονομική  εξουσία ενώ την απορρίπτουμε καθ' όσον αφορά την πολιτική εξουσία. Οι πολιτικές δυναστείες έχουν εξαφανισθή,  αλλ'  οι  οικονομικές  δυναστείες  επιζούν.  Αυτή  τη  στιγμή  δεν  εκφράζομαι  είτε υπέρ είτε εναντίον της διαφόρου μεταχειρίσεως των δυο μορφών εξουσίας. Απλώς σημειώνω ότι υπάρχει και ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν το συνειδητοποιούν. Όταν σκεφθήτε πόσο φυσικό μας φαίνεται η εξουσία επάνω στις ζωές των άλλων που προέρχεται από τον μεγάλο πλούτο να είναι κληρονομική, θ' αντιληφθήτε καλύτερα γιατί άνθρωποι σαν τον σερ Ρόμπερτ Φίλμερ θα υιοθετούσαν  την  ίδιαν άποψη  καθ'  όσον αφορά  την  εξουσία  των βασιλέων,  και πόσο σημαντική ήταν η καινοτομία που αντιπροσωπεύονταν από ανθρώπους που σκέπτονταν όπως ο Λοκ. 

Για  ν'  αντιληφθούμε  πόσο  η  θεωρία  του  Φίλμερ  μπορούσε  να  γίνη  πιστευτή  και  πόσο  η αντίθετη θεωρία του Λοκ μπορούσε να φανή επαναστατική, δεν έχουμε παρά να σκεφθούμε πως  ένα  βασίλειο  εθεωρείτο  τότε  όπως  θεωρείται  σήμερα  μια  έγγεια  ιδιοκτησία.  Ο γαιοκτήμονας έχει διάφορα σπουδαία νομικά δικαιώματα, το κυριότερο των οποίων είναι η εξουσία  να  εκλέγει  ποιον  θα  βάλη  στη  γη  του.  Η  κυριότητα  θα  μπορούσε  να  μεταβιβασθή κληρονομικά και αισθανόμαστε ότι ο άνθρωπος που κληρονόμησε μια κτηματική περιουσία δίκαια διεκδικεί  όλα  τα προνόμια που  του αναγνωρίζει  ο  νόμος.  Εν  τούτοις,  κατά βάθος,  η 

Page 102: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

θέση του είναι η ίδια με των μοναρχών τις αξιώσεις των οποίων υπερασπίζεται ο σερ Ρόμπερτ Φίλμερ.  Υπάρχουν  σήμερα  στην  Καλιφόρνια  πολλά  τεράστια  αγροκτήματα  οι  τίτλοι  των οποίων προέρχονται από πραγματικές ή πλασματικές δωρεές του βασιλιά της  Ισπανίας. Και ήταν σε θέση ο βασιλιάς  να  κάνη  τέτοιες  δωρεές α)  διότι  η  Ισπανία παραδεχόταν απόψεις όμοιες με του Φίλμερ, και β) διότι οι Ισπανοί ήσαν ικανοί να νικήσουν τους ερυθρόδερμους στη μάχη.  Εν  τούτοις θεωρούμε ότι οι κληρονόμοι εκείνων στους οποίους έγιναν οι δωρεές έχουν  νόμιμο  τίτλο.  Ίσως  στο  μέλλον  τούτο  θα  θεωρείται  εξίσου  εξωφρενικό  όσο  μας φαίνονται οι απόψεις του Φίλμερ τώρα. 

Β'. ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΝ ΔΙΚΑΙΟΝ 

Ο Λοκ  αρχίζει  τη  δεύτερη Πραγματεία  περί  Πολιτείας,  λέγοντας  ότι,  αφού  ήδη απέδειξε  το αδύνατο  της προελεύσεως  της  κυβερνητικής  εξουσίας από  την πατρική,  θα  εκθέση  τώρα  τι πιστεύει ότι υπήρξε η πραγματική καταγωγή της πολιτείας. 

Αρχίζει υποθέτοντας αυτό που ονομάζει «φυσική  (πρωτόγονη) κατάσταση», που προηγείται κάθε ανθρώπινης πολιτείας. Σ' αυτή την κατάσταση υπάρχει ένα «φυσικόν δίκαιον», αλλά το φυσικόν  αυτό  δίκαιον  συνίσταται  σε  θείες  εντολές  και  δεν  επιβάλλεται  από  άνθρωπο  ‐ νομοθέτη. Δεν είναι σαφές μέχρι ποίου σημείου η φυσική κατάσταση είναι για τον Λοκ απλώς παραδειγματική υπόθεση και κατά πόσον υποθέτει ότι έχει ιστορική ύπαρξη, αλλά φοβάμαι ότι έτεινε να τη θεωρήση ως ένα στάδιο που πραγματικά υπήρξε. Οι άνθρωποι βγήκαν από αυτή τη φυσική κατάσταση με ένα κοινωνικό συμβόλαιο που εγκαθίδρυσε την πολιτεία. Και αυτό επίσης το θεωρούσε κατά το μάλλον ή ήττον ιστορικό. Αλλά για την ώρα μας ενδιαφέρει η φυσική κατάσταση. 

Ό,τι  μας  λέγει  ο  Λοκ  για  τη  φυσική  κατάσταση  και  το  φυσικό  δίκαιο  δεν  είναι,  κατά  το πλείστον,  πρωτότυπο  αλλ'  επανάληψη  μεσαιωνικών  σχολαστικών  θεωριών.  Λόγου  χάρη,  ο Θωμάς Ακυινάτης λέγει: 

«Κάθε νόμος που γίνεται από άνθρωπο φέρει τον χαρακτήρα νόμου ακριβώς κατά την έκταση κατά την οποίαν πηγάζει από το φυσικόν δίκαιον. Αλλ' εάν σ' οποιοδήποτε σημείο βρίσκεται σε σύγκρουση με το φυσικόν δίκαιον, παύει αμέσως να είναι νόμος∙ είναι απλώς διαστροφή του νόμου»68. 

Καθ'  όλον  τον Μεσαίωνα,  το φυσικόν δίκαιον  εθεωρείτο ότι  καταδίκαζε  την «τοκογλυφία», δηλαδή  το  δανεισμό  χρημάτων  με  τόκο.  Η  εκκλησιαστική  περιουσία  ήταν  σχεδόν  εξ ολοκλήρου  κτηματική,  και  οι  αγροκτηματίες  ήσαν  πάντοτε  σχεδόν  δανειζόμενοι  παρά δανειστές. Αλλ' όταν ανεπτύχθη ο Προτεσταντισμός, η ενίσχυσή του — ειδικά η ενίσχυση του Καλβινισμού — προήλθε κυρίως από την πλούσια μεσαία τάξη, που απετελείτο μάλλον από δανειστές παρά από δανειζόμενους. Γι' αυτό πρώτος ο Καλβίνος, κατόπιν άλλοι Προτεστάντες και  τελικά  η  Καθολική  Εκκλησία,  επεκύρωσαν  την  «τοκογλυφία».  Έτσι,  το  φυσικόν  δίκαιον ενοείτο διαφοροτρόπως, αλλά κανένας δεν αμφέβαλλε περί της υπάρξεώς του. 

Πολλές θεωρίες που επέζησαν της πίστεως προς το φυσικόν δίκαιον οφείλουν την καταγωγή τους σ' αυτό∙ λ.χ. το laissez ‐ faire και τα δικαιώματα του ανθρώπου. Οι θεωρίες αυτές έχουν σχέση μεταξύ τους, και οι δυο κατάγονται από τον πουριτανισμό. Δυο μνημονεύσεις που δίνει oTawney θα το καταδείξουν. Μια επιτροπή της Βουλής των Κοινοτήτων στα 1604, ανέφερε: 

«Άπαντες οι ελεύθεροι υπήκοοι γεννώνται ικανοί προς το κληρονομείν καθ' όσον αφορά την γην  των  και  επίσης  καθ'  όσον  αφορά  την  ελευθέραν  άσκησιν  της  τέχνης  των  εις  τα επαγγέλματα εκείνα εις τα οποία επιδίδονται και εκ των οποίων αποζούν». 

Page 103: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Και στα 1656 ο Ιωσήφ Λη [Lee] γράφει: 

«Είναι  αναμφισβήτητον  αξίωμα  ότι  έκαστος,  φωτιζόμενος  υπό  της  φύσεως  και  της ορθοφροσύνης, θα πράττη παν ότι αποβαίνει προς ύψιστον αυτού όφελος... Η πρόοδος των ιδιωτών θα είναι προς το κοινόν όφελος». 

Εκτός από  τις  λέξεις «φωτιζόμενος υπό  της φύσεως  και  της  ορθοφροσύνης»,  θα μπορούσε τούτο να είχε γραφεί και κατά τον δέκατον ένατον αιώνα. 

Θα επαναλάβω ότι στη θεωρία του Λοκ περί πολιτείας, ελάχιστα είναι τα πρωτότυπα. Και σε τούτο  ο Λοκ μοιάζει  πολύ με  τους ανθρώπους  εκείνους  που απέκτησαν φήμη  για  τις  ιδέες των.  Κατά  κανόνα,  ο  άνθρωπος  που  σκέπτεται  πρώτος  μια  καινούργια  ιδέα,  προπορεύεται τόσο  της  εποχής  του,  ώστε  οι  πάντες  τον  θεωρούν  ανόητο,  κ'  έτσι  παραμένει  αφανής  και γρήγορα λησμονείται. Τότε, σιγά ‐ σιγά, ο κόσμος καθίσταται ώριμος για να δεχθή την  ιδέα και  ο  άνθρωπος που  τη  διατυπώνει  στην  ευτυχή  στιγμή πιστούται  με  την  επιτυχία.  Το  ίδιο συνέβη,  λόγου  χάρη,  με  τον  Δαρβίνο∙  ο  ατυχής  Λόρδος  Μονμπόντο  [Monboddo]69  ήταν  ο περίγελως όλων. 

Καθ'  όσον  αφορά  τη φυσική  κατάσταση,  ο  Λοκ  ήταν  λιγότερο  πρωτότυπος  από  τον  Χομπς, που  θεωρούσε  τη  φύση  ως  πεδίο  πολέμου  των  πάντων  κατά  πάντων,  ενώ  η  ζωή  ήταν δυσάρεστη, κτηνώδης και σύντομη. Όμως ο Χομπς είχε τη φήμη άθεου. Η  ιδέα της φυσικής καταστάσεως και του φυσικού δικαίου που ο Λοκ είχε δεχθή από τους προκατόχους του, δεν μπορεί να ελευθερωθή από τη θεολογική της βάση∙ όπου επιζεί χωρίς αυτήν, όπως σε μέγα μέρος του νεότερου φιλελευθερισμού, στερείται σαφών λογικών ερεισμάτων. 

Η πίστη σε μια ευτυχή φυσική κατάσταση στο απώτατο παρελθόν, πηγάζει εν μέρει από τη βιβλική αφήγηση περί της εποχής των πατριαρχών, και εν μέρει από τον κλασσικό μύθο του χρυσού αιώνα. Η γενική πεποίθηση περί της κακότητος του απώτατου παρελθόντος προήλθε από τη θεωρία της εξελίξεως. 

Ό,τι πλησιάζει περισσότερο προς ένα ορισμό της φυσικής καταστάσεως, που μπορεί κανείς να βρει στον Λοκ, είναι το ακόλουθο: 

«Άνθρωποι  που  συμβιούν  κατά  τον  ορθόν  λόγον,  χωρίς  θνητόν  ηγέτην  επί  της  γης,  με  την εξουσία να δικάζει ανάμεσά τους, αυτό αποτελεί στην ουσία τη φυσική κατάσταση». 

Δεν  πρόκειται  για  περιγραφή  ζωής  άγριων,  αλλά  για  μια  ευφάνταστη  κοινωνία  ενάρετων αναρχικών,  που  δεν  χρειάζονται  αστυνομία  ή  δικαστήρια,  διότι  υπακούνε  πάντοτε  στον «ορθόν  λόγον»,  που  είναι  ταυτόσημος  με  το  «φυσικόν  δίκαιον»,  το  οποίον  επίσης,  με  τη σειρά  του,  αποτελείται  από  τους  νόμους  συμπεριφοράς  που  θεωρείται  ότι  έχουν  θεία προέλευση.  (Λόγου  χάρη,  το  «Ου  φονεύσης»  είναι  μέρος  του  φυσικού  δικαίου,  αλλ'  οι κανόνες οδικής κυκλοφορίας δεν είναι). 

Μερικές ακόμη περικοπές θα καταστήσουν το νόημα του Λοκ σαφέστερο. 

«Για ν' αντιληφθούμε την πολιτική εξουσία σωστά —λέγει—  και να την αντλήσουμε από το πρωτότυπό της, πρέπει να εξετάσουμε σε ποια κατάσταση οι άνθρωποι ανήκουν κατά φύσιν, και η κατάσταση αυτή είναι εκείνη κατά την οποίαν έχουν πλήρη ελευθερία να ρυθμίζουν τις πράξεις των και να διαθέτουν την περιουσία και το άτομό των όπως κρίνουν ορθό, μέσα στα όρια  του  φυσικού  νόμου,  χωρίς  να  ζητούν  την  άδεια  ή  να  εξαρτιώνται  από  τη  θέληση οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου. 

»Επίσης, μια κατάσταση ισότητας, όπου κάθε εξουσία και κάθε δικαιοδοσία είναι αμοιβαίες, και κανένας δεν έχει περισσότερα από τον άλλο∙ διότι τίποτε δεν είναι προφανέστερο του ότι 

Page 104: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

πλάσματα  του  ίδιου  είδους  και  τάξεως,  που  γεννήθηκαν  ανάκατα  για  ν'  απολαμβάνουν  τα ίδια πλεονεκτήματα  της φύσεως  και  τη  χρήση  των  ίδιων  ευκολιών,  πρέπει  και  να  είναι  ίσα ανάμεσά  τους  χωρίς  υποταγή  ή  υποτέλεια∙  εκτός  εάν  ο  άρχων  και  κύριος  όλων  με  κάποια κατάδηλη  διαδήλωση  της  θέλησής  του  ήθελεν  ορίση  έναν  επάνω  από  τους  άλλους,  και ήθελεν  απονείμη  σ'  αυτόν,  με  πρόδηλο  και  ευκρινή  προσδιορισμό,  το  αδιαφιλονείκητο δικαίωμα της κυριαρχίας και της ηγεμονίας. 

»Αλλά παρ' όλον ότι αυτή [η φυσική κατάσταση] είναι κατάσταση ελευθερίας, εν τούτοις δεν είναι  κατάσταση  ασυδοσίας:  παρ'  ότι  ο  άνθρωπος,  στην  κατάσταση  αυτή,  έχει  την ανεξέλεγκτη  ελευθερία  να διαθέτει  το άτομο και  την περιουσία  του,  εν  τούτοις δεν  έχει  το δικαίωμα να καταστρέφει  τον εαυτό του, ή και οποιοδήποτε πλάσμα στην κατοχή του, αλλ' όπου μόνον κάποια ευγενέστερη χρησιμοποίηση από την απλή συντήρησή του το επιβάλλει. Η φυσική κατάσταση έχει ένα φυσικό νόμο για να την κυβερνά, που υποχρεώνει τον καθένα∙ και ο ορθός λόγος, που είναι ο ίδιος ο νόμος, διδάσκει ολόκληρη την ανθρωπότητα, που δεν έχει  παρά  να  τον συμβουλευθή,  πως μιας  και  όλοι  είναι  ίσοι  και ανεξάρτητοι,  κανένας  δεν θάπρεπε να βλάπτει τον άλλον στη ζωή του, στην υγεία του, στην ελευθερία ή την περιουσία του»70 (γιατί είμαστε όλοι κτήμα του Θεού)71. 

Φαίνεται,  ωστόσο,  τώρα,  ότι  ενώ  οι  περισσότεροι  των  ανθρώπων  βρίσκονται  στη  φυσική κατάσταση, ενδέχεται να υπάρχουν μερικοί που δεν ζουν σύμφωνα με τον φυσικό νόμο, και ότι  το φυσικό δίκαιο προνοεί,  μέχρις  ενός ορισμένου σημείου,  τι  πρέπει  να  γίνεται  για  την αντιμετώπιση  των  εγκληματιών  αυτών.  Στη  φυσική  κατάσταση,  μας  είπε,  κάθε  άνθρωπος μπορεί να υπερασπίζεται τον εαυτό του και την περιουσία του. «Ο εκχέων αίμα ανθρώπου, αντί  του  αίματος  αυτού  εκχυθήσεται»  [Γεν.  θ',  6]  αποτελεί  μέρος  του  φυσικού  δικαίου. Μπορώ μάλιστα και να σκοτώσω έναν κλέφτη που αποπειράται να κλέψη την περιουσία μου, και το δικαίωμα τούτο επιζεί και στην εγκαθίδρυση της πολιτείας, μ' όλο που στην πολιτεία, εάν ο κλέφτης διαφύγει, πρέπει να παραιτηθώ της αυτοδικίας και να προσφύγω στον νόμο. 

Η μεγάλη αντίρρηση στη φυσική κατάσταση είναι ότι, εφ' όσον διατηρείται, κάθε άνθρωπος είναι των ιδίων δικαστής, αφού πρέπει να βασίζεται στον εαυτό του για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων  του.  Φάρμακον  του  κακού  αυτού  είναι  η  πολιτεία,  αλλά  δεν  είναι  φυσικό φάρμακο.  Η  φυσική  κατάσταση,  κατά  τον  Λοκ,  παραμερίσθηκε  από  μια  συμφωνία  για  τη δημιουργία  πολιτείας.  Καμμιά  όμως  συμφωνία  δεν  τερματίζει  τη  φυσική  κατάσταση,  παρά μόνον εκείνη που προνοεί για τη μετατροπή της σε πολιτικό σώμα. Οι διάφορες πολιτείες των ανεξάρτητων κρατών είναι τώρα σε φυσική κατάσταση ανάμεσά τους. 

Η φυσική κατάσταση, μας λέγει σε μια περικοπή, που καθ' όλες τις ενδείξεις έχει στόχο της τον  Χομπς,  δεν  είναι  εμπόλεμη  κατάσταση,  αλλά  μάλλον  το  αντίθετό  της.  Αφού  εξηγεί  το δικαίωμα  του  να  φονεύει  κανείς  έναν  κλέφτη,  με  τη  δικαιολογία  ότι  ο  κλέφτης  μπορεί  ν' αποσκοπεί να κινήσει πόλεμο εναντίον του, ο Λοκ λέγει: 

«Και  εδώ  έχουμε  ακριβώς  τη  σαφή  «διαφορά»  μεταξύ  της  φυσικής  καταστάσεως  και  της εμπόλεμης καταστάσεως», που μολονότι μερικοί άνθρωποι έχουν συγχύσει, απέχουν τόσον η μια από την άλλη, όσον απέχει μια κατάσταση ειρήνης, καλής θέλησης, αλληλοβοήθειας και αλληλοπροστασίας,  από  μια  κατάσταση  εχθρότητας,  κακότητας,  βίας  και αλληλοκαταστροφής». 

Ίσως το φυσικό δίκαιο πρέπει να θεωρείται ότι έχει ευρύτερο πεδίο δράσεως από τη φυσική κατάσταση,  εφ'  όσον  το  πρώτο ασχολείται  με  κλέφτες  και φονηάδες,  ενώ στη δεύτερη  δεν υπάρχουν  τέτοιοι  κακοποιοί.  Αυτό,  τουλάχιστον,  υποδεικνύει  κάποια  διέξοδο  από  μια προφανή  ασυνέπεια  στον  Λοκ,  που  συνίσταται  στο  ότι  κάποτε  μας  εμφανίζει  τη  φυσική κατάσταση σαν κατάσταση όπου οι πάντες είναι ενάρετοι, ενώ άλλες φορές συζητεί τι πρέπει να  γίνη  σε  μια  φυσική  κατάσταση  για  την  αντιμετώπιση  των  επιθέσεων  των  αχρείων 

Page 105: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ανθρώπων. 

Μερικά  σημεία  του  φυσικού  δικαίου  του  Λοκ  είναι  εκπληκτικά.  Λέγει,  λόγου  χάρη,  ότι  οι αιχμάλωτοι σ' έναν δίκαιο πόλεμο είναι κατά το φυσικό δίκαιο δούλοι. Λέγει, επίσης, ότι κάθε άνθρωπος έχει εκ φύσεως το δικαίωμα να τιμωρεί τις επιθέσεις εναντίον του εαυτού του και της περιουσίας του έστω και δια θανάτου. Δεν κάνει καμμιά διάκριση, σε τρόπο που αν τύχη και συλλάβω κάποιον ψιλικατζή της κλεψιάς κάτι να σουφρώνει, έχω κατά το φυσικό δίκαιο το δικαίωμα να τον τουφεκίσω. 

Η ιδιοκτησία κατέχει προέχουσα θέση στην πολιτική φιλοσοφία του Λοκ και είναι κατ' αυτόν ο κυριότερος λόγος για τον καταρτισμό πολιτείας. 

«Ο πρώτος  και  κύριος  σκοπός  των ανθρώπων που  ενώνονται  σε  κοινοπολιτείες  και  θέτουν τους εαυτούς των υπό την εξουσία μιας κυβερνήσεως, είναι η διαφύλαξη της ιδιοκτησίας των∙ ως προς αυτό, η φυσική κατάσταση εμφανίζει πολλές ελλείψεις». 

Η όλη θεωρία περί της φυσικής καταστάσεως και περί του φυσικού δικαίου είναι απ' τη μια μεριά πολύ σαφής, αλλ' απ' την άλλη, πολύ αινιγματική. Είναι σαφές τι σκεπτόταν ο Λοκ, αλλά δεν είναι σαφές γιατί το σκέφθηκε. Η ηθική του Λοκ, καθώς είδαμε, είναι ωφελιμιστική, αλλά στην εξέταση των «δικαιωμάτων» δεν παρεισάγει ωφελιμιστικές αντιλήψεις. Κάτι από αυτήν διαρρέει την όλη περί δικαίου φιλοσοφία όπως διδάσκεται από τους νομομαθείς. Τα νομικά δικαιώματα μπορούν να καθορισθούν: γενικά μιλώντας, ένας άνθρωπος έχει νομικό δικαίωμα όταν  μπορεί  να  προσφύγει  στον  νόμο  για  να  προστατευθή  εναντίον  μιας  αδικίας.  Ενας άνθρωπος έχει,  γενικά,  νομικό δικαίωμα στην περιουσία  του,  αλλ'  αν, φέρ'  ειπείν,  έχει  μια παράνομη παρακαταθήκη κοκαΐνης, δεν διαθέτει νομικό φάρμακο εναντίον εκείνου που την κλέβει. Ο νομοθέτης, όμως, πρέπει ν' αποφασίση ποια νομικά δικαιώματα να δημιουργήση, και κατ' ανάγκην επανέρχεται στην έννοια των «φυσικών» δικαιωμάτων, ως των δικαιωμάτων εκείνων που ο νόμος θα έπρεπε να εξασφαλίση. 

Προσπαθώ όσον είναι δυνατόν να εκθέσω τη θεωρία του Λοκ χωρίς θεολογική ορολογία. Αν δεχθούμε ότι η ηθική και η κατάταξη των πράξεων ως «δικαίων» και «αδίκων» είναι λογικώς προγενέστερη  του  νόμου,  είναι  δυνατόν  να  επαναδιατυπώση  κανείς  τη  θεωρία, αποφεύγοντας τη μυθική ιστορία. Για να φτάσουμε στο φυσικό δίκαιο, μπορούμε να θέσουμε το  ζήτημα  κατά  τον  εξής  τρόπο:  ελλείψει  νόμου  και  πολιτείας,  ποιες  τάξεις  πράξεων  του Α εναντίον του Β δικαιολογούν τον Β να προβή σ' αντίποινα κατά του Α και τι είδους αντίποινα δικαιολογούνται σε διάφορες περιπτώσεις; Είναι γενικά παραδεκτό ότι δεν είναι δυνατόν να μεμφθούμε κανέναν άνθρωπο διότι αμύνεται εναντίον μιας δολοφονικής επιθέσεως που, εν ανάγκη, μπορεί να φθάση μέχρι φόνου του επιτιθέμενου. Μπορεί επίσης να υπερασπισθή τη γυναίκα  του  και  τα  παιδιά  του  ή  ακόμη  και  οποιοδήποτε  μέλος  της  κοινότητας.  Στις περιπτώσεις  αυτές,  η  ύπαρξη  του  νόμου  εναντίον  του  φόνου  καθίσταται  χωρίς  αξία  αφού μπορεί  εύκολα  να  συμβή  ο  άνθρωπος  ο  οποίος  υφίσταται  την  επίθεση  να  πεθάνη  προτού κατορθώση  να  επικαλεσθή  τη  βοήθεια  της  αστυνομίας∙  πρέπει,  λοιπόν,  να  επιστρέψουμε πάλιν στο «φυσικό» δικαίωμα.  Ένας άνθρωπος έχει επίσης το δικαίωμα να υπερασπίση την περιουσία  του, παρ' ότι οι  γνώμες διαφέρουν ως προς  την έκταση της βλάβης που δικαίως μπορεί να επιφέρη σ' έναν κλέφτη. 

Στις σχέσεις μεταξύ κρατών, όπως παρατηρεί ο Λοκ, το «φυσικό» δίκαιο είναι εφαρμόσιμο. Σε ποιες  περιπτώσεις  δικαιολογείται  ο  πόλεμος;  Εφ'  όσον  δεν  υπάρχει  διεθνής  πολιτεία,  η απάντηση στο ερώτημα είναι καθαρά ηθικό, όχι νομικά∙ πρέπει να δοθή σε τούτο η απάντηση που  θα  δινόταν  αν  επρόκειτο  περί  ενός  ατόμου  που  θα  βρισκόταν  σε  κατάσταση αναρχούμενη. 

Η νομική θεωρία πρέπει να βασισθή στην άποψη ότι τα «δικαιώματα» των ατόμων πρέπει να 

Page 106: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

προστατεύονται από το Κράτος. Δηλαδή, όταν ένας άνθρωπος υφίσταται το είδος της βλάβης που  θα  δικαιολογούσε  αντίποινα  σύμφωνα  με  τις  αρχές  του  φυσικού  δικαίου,  το  θετικόν δίκαιον πρέπει να ορίζει ότι τα αντίποινα θα γίνουν από το κράτος. Αν ιδήτε έναν άνθρωπο να επιχειρεί  μια  δολοφονική  επίθεση  κατά  του  αδελφού  σας,  έχετε  το  δικαίωμα  να  τον σκοτώσετε, αν δεν μπορείτε αλλοιώς να σώσετε τον αδελφό σας. Σε μια φυσική κατάσταση — αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει ο Λοκ — αν ένας άνθρωπος πετύχαινε να σκοτώση τον αδελφό σας,  έχετε  το  δικαίωμα  να  τον  σκοτώσετε.  Αλλ'  όπου  υπάρχει  νόμος,  χάνετε  αυτό  το δικαίωμα,  που  αναλαμβάνεται  από  το  Κράτος.  Και  αν  σκοτώσετε  σε  αυτοάμυνα  ή  προς άμυναν κάποιου τρίτου, πρέπει ν' αποδείξετε στο δικαστήριο ότι αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που σας ανάγκασε να σκοτώσετε. 

Μπορούμε,  λοιπόν,  να  ταυτίσουμε  το  «φυσικό  δίκαιο»  με  τους  ηθικούς  κανόνες  καθ'  ο μέτρον  είναι  ανεξάρτητοι  από  θετικά  νομικά  θεσπίσματα.  Πρέπει  να  υπάρχουν  τέτοιοι κανόνες εάν πρόκειται να υπάρξει διαφορά μεταξύ καλών και κακών νόμων. Για τον Λοκ το πράγμα  είναι  απλό,  εφ'  όσον  ο Θεός  καθόρισε  ηθικούς  κανόνες  και  βρίσκονται  στη  Βίβλο. Όταν η θεολογική αυτή βάση μετατοπισθή,  το πράγμα γίνεται δυσκολότερο. Εφ' όσον όμως τίθεται ότι υπάρχει ηθική διαφορά μεταξύ δικαίων και αδίκων πράξεων, μπορούμε να λέμε: Το  φυσικό  δίκαιο  καθορίζει  ποιες  πράξεις  είναι  ηθικά  ορθές  και  ποιες  εσφαλμένες  σε  μια κοινότητα  χωρίς  κυβέρνηση∙  και  το θετικό δίκαιο θα  έπρεπε,  όσον  είναι  τούτο δυνατόν,  να καθοδηγείται και να εμπνέεται από το φυσικό δίκαιο. 

Η  θεωρία  ότι  ένα άτομο  έχει  ορισμένα αναπαλλοτρίωτα  δικαιώματα,  στην απόλυτη μορφή της, είναι ασυμβίβαστη με τον ωφελιμισμό, δηλ. με τη θεωρία ότι ορθές πράξεις είναι εκείνες που  συμβάλλουν  στην  προώθηση  της  γενικής  ευτυχίας.  Αλλά  για  να  είναι  μια  θεωρία κατάλληλη βάση για ένα νόμο, δεν είναι απαραίτητο να αληθεύει σε κάθε δυνατή περίπτωση, αλλά  να  αληθεύει  στη  συντριπτική  πλειοψηφία  των  περιπτώσεων.  Όλοι  μας  μπορούμε  να φαντασθούμε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο φόνος είναι δικαιολογημένος, αλλ' είναι σπάνιες και  δεν  προσφέρουν  επιχείρημα  κατά  της  μη  νομιμότητος  του  φόνου.  Ομοίως,  από ωφελιμιστική άποψη, θα ήταν ίσως επιθυμητό — δεν λέγω ότι είναι — να επιφυλάσσεται σε κάθε  άτομο  μια  κάποια  σφαίρα  προσωπικής  ελευθερίας.  Αν  γίνη  τούτο,  το  δόγμα  των Δικαιωμάτων  του Ανθρώπου θα ήταν  κατάλληλη βάση  για  τους αρμόζοντες  νόμους,  και αν ακόμη τα δικαιώματα αυτά υπόκεινται σ' εξαιρέσεις. Ο ωφελιμιστής θα εξετάση τη θεωρία, υπό την έποψη της καταλληλότητός της ως βάσεως νόμων, από την πλευρά των πρακτικών αποτελεσμάτων της∙ δεν μπορεί να την καταδικάση εξ υπαρχής ως αντίθετη προς την ηθική του. 

Γ'. ΤΟ KOΙNΩNΙKO ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ 

Στην πολιτική θεωρία του δέκατου έβδομου αιώνα, υπήρχαν δυο κύριοι τύποι θεωρίας καθ' όσον αφορά την καταγωγή της πολιτείας. Του ενός τύπου είχαμε ένα παράδειγμα στη θεωρία του σερ Ρόμπερτ Φίλμερ: ο τύπος αυτός υποστήριζε ότι ο Θεός επροίκισε μ' εξουσία ορισμένα πρόσωπα και ότι τα πρόσωπα αυτά, ή οι κληρονόμοι των, αποτελέσανε τη νόμιμη κυβέρνηση, εναντίον της οποίας η ανταρσία δεν είναι μόνον προδοσία, αλλά και ασέβεια. Η άποψη αυτή έχει  κυρωθή  από  συναισθήματα  χρονολογούμενα  από  αμνημονεύτων  χρόνων:  σχεδόν  σ' όλους τους πρώτους πολιτισμούς ο βασιλιάς εθεωρειτο ιερό πρόσωπο. Φυσικά, οι βασιλιάδες έβρισκαν  τη θεωρία αξιοθαύμαστη. Οι αριστοκράτες είχαν λόγους για να  την υποστηρίζουν και  λόγους  για  ν'  αντιτίθενται  σ'  αυτήν.  Υπέρ  αυτής  συνηγορούσε  το  γεγονός  ότι υπεραμύνονταν  της  αρχής  του  κληρονομικού  δικαιώματος  και  τούτο  παρείχε  σεβαστή υποστήριξη  στην  αντίσταση  κατά  της  νεόπλουτης  τάξης  των  εμπόρων.  Εκεί  όπου  η  μεσαία τάξη ενέπνεε στην αριστοκρατία περισσότερο φόβο ή μίσος παρ' όσο ο βασιλιάς, τα κίνητρα 

Page 107: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

αυτά  υπερίσχυαν.  Όταν  επρόκειτο  περί  του  αντιθέτου,  και  ιδίως  όταν  η  αριστοκρατία  είχε πιθανότητες ν' αποκτήση η ίδια την υπέρτατη εξουσία, έτεινε ν' αντιτίθεται προς τον βασιλιά και συνεπώς ν' απορρίπτει τις θεωρίες περί ελέω Θεού δικαιωμάτων. 

Ο άλλος κύριος τύπος θεωρίας — αντιπρόσωπος του οποίου είναι ο Λοκ — υποστήριζε ότι η πολιτεία  είναι  αποτέλεσμα  ενός  συμβολαίου,  και  είναι  μια  υπόθεση  καθαρώς  του  κόσμου τούτου, κι όχι εκ θείας επιταγής. Μερικοί συγγραφείς θεώρησαν το κοινωνικό συμβόλαιο σαν ιστορικό  γεγονός,  άλλοι  σαν  νομικό  πλάσμα∙  το  ουσιώδες  για  όλους  ήταν  να  βρουν  μια επίγεια  καταγωγή  της  κυβερνητικής  εξουσίας.  Στην  πραγματικότητα,  δεν  μπορούσαν  να σκεφθούν άλλο υποκατάστατο  του θείου δικαιώματος,  εκτός από  το υποθετικό συμβόλαιο. Ένοιωθαν  όλοι,  εκτός  από  τους  αντάρτες,  ότι  κάποιος  λόγος  έπρεπε  να  βρεθή  για  να υπακούνε  στις  κυβερνήσεις  και  δεν  εθεωρείτο  αρκετό  να  λένε  ότι  για  τους  περισσότερους ανθρώπους η αυθεντία της πολιτείας ήταν η προσήκουσα. Η πολιτεία πρέπει, κατά κάποιον τρόπο, να έχει ένα δικαίωμα για ν' απαιτεί υπακοή, και το δικαίωμα που της αναγνωρίζονταν δια συμβολαίου εφαίνετο ως  το μόνο αντιστάθμισμα της θείας εντολής.  Κατά συνέπειαν, η θεωρία ότι η πολιτεία είχε καταρτισθή κατόπιν συμβολαίου ήταν δημοφιλής σ' όλους σχεδόν τους  αντιπάλους  του  θείου  δικαιώματος  των  βασιλέων.  Υπάρχει  κάποιος  υπαινιγμός  της θεωρίας αυτής στον Ακυινάτην, αλλ' η πρώτη σοβαρή ανάπτυξή της βρίσκεται στον Γκρότιο. 

Η  θεωρία  περί  συμβολαίου  ήταν  ικανή  να  προσλάβη  μορφές  που  δικαιολογούσαν  την τυραννία.  Ο  Χομπς,  λόγου  χάρη,  υποστήριζε  ότι  υπήρχε  ένα  συμβόλαιο  των  πολιτών  να αναθέτουν  κάθε  εξουσία  στον  εκλεγόμενον  ανώτατον  άρχοντα,  αλλ'  ο  άρχοντας  αυτός  δεν ήταν  μεταξύ  των  συμβαλλομένων  και  συνεπώς,  κατ'  ανάγκην,  αποκτούσε  απεριόριστη εξουσία. Η θεωρία τούτη, στην αρχή, μπορούσε να δικαιολογήση το ολοκληρωτικό κράτος του Κρόμγουελ∙  μετά  την  Παλινόρθωση  δικαιολογούσε  τον  Κάρολο  Β'.  Ωστόσο,  στη  μορφή  της θεωρίας  που υποστήριζε  ο Λοκ,  η  κυβέρνηση  της  πολιτείας  αποτελεί  συμβαλλόμενο μέρος και μπορεί κανείς να στραφή εναντίον της αν δεν εκπληρώση τους όρους της συμφωνίας. Η θεωρία  του  Λοκ  ήταν  κατά  το  μάλλον  ή  ήττον  δημοκρατική,  αλλά  το  δημοκρατικό  στοιχείο περιορίζεται  από  την  άποψη  (εξυπακουόμενη  μάλλον  παρά  εκφραζόμενη)  ότι  εκείνοι  που στερούνται ιδιοκτησίας δεν αναγνωρίζονται ως πολίτες. 

Ας δούμε τώρα τι έχει να μας πει ο Λοκ στο θέμα που εξετάζουμε. 

Υπάρχει, εν πρώτοις, ένας ορισμός της πολιτικής εξουσίας. 

«Πολιτική εξουσία είναι, νομίζω, το δικαίωμα του νομοθετείν, με την ποινή του θανάτου και συνεπώς με όλες τις ελαφρότερες ποινές για τη ρύθμιση και τη διαφύλαξη της  ιδιοκτησίας, και  το  δικαίωμα  της  χρησιμοποιήσεως  της  δυνάμεως  της  κοινότητος  για  την  εκτέλεση  των νόμων τούτων και για την άμυνα της πολιτείας από εξωτερική επιβουλή, και όλ' αυτά μόνο για το δημόσιο συμφέρον». 

Η  πολιτεία,  μας  λέγει,  είναι  το  φάρμακον  των  ανωμαλιών  που  προκύπτουν,  στη  φυσική κατάσταση,  από  το  γεγονός  ότι  στην  κατάσταση  αυτή  κάθε  άνθρωπος  είναι  των  ιδίων δικαστής. Αλλ' όπου ένας μονάρχης μετέχει της διαφοράς, η πολιτεία δεν αποτελεί φάρμακο, εφ' όσον ο μονάρχης είναι και δικαστής και διάδικος. Οι σκέψεις αυτές οδηγούν στην άποψη ότι τα πολιτεύματα δεν πρέπει να είναι απολυταρχικά, και ότι η δικαστική εξουσία πρέπει να είναι  ανεξάρτητη  από  την  εκτελεστική.  Τέτοια  επιχειρήματα  είχαν  σπουδαίο  μέλλον  τόσο στην Αγγλία όσο και στην Αμερική, αλλά για την ώρα δεν θ' ασχοληθούμε μ' αυτά. 

Ο άνθρωπος έχει εκ φύσεως το δικαίωμα, λέγει ο Λοκ, να τιμωρεί τις επιθέσεις εναντίον του εαυτού  του  ή  της  περιουσίας  του,  έστω  και  δια  θανάτου.  Πολιτικά  οργανωμένη  κοινωνία υπάρχει  εκεί,  και  μόνον  εκεί,  όπου  οι  άνθρωποι  έχουν  εκχωρήσει  το  δικαίωμα  τούτο  στην κοινότητα ή στον νόμο. 

Page 108: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Η  απόλυτη  μοναρχία  [απολυταρχία]  δεν  αποτελεί  μορφή  πολιτικής  διακυβερνήσεως,  διότι δεν υπάρχει ουδέτερη αρχή για να επιλύει τις διαφορές μεταξύ του μονάρχη και του υπηκόου του. Στην πραγματικότητα, ο μονάρχης, στη σχέση με τους υπηκόους του, βρίσκεται ακόμη σε φυσική κατάσταση. Είναι ανώφελο να ελπίζει κανείς ότι η ιδιότητα του βασιλιά θα καταστήση έναν από φυσικού του βίαιον άνθρωπο ενάρετο. 

«Αυτός που θα ήταν αναιδής και βλαβερός στα δάση της Αμερικής δεν θα γινόταν ίσως πολύ καλύτερος σ' ένα θρόνο, όπου ίσως η μάθηση και η θρησκεία θα αποδειχθή ότι δικαιολογούν όσα  θα  κάνει  στους  υπηκόους  του,  και  το  ξίφος  τώρα  θα  σιγάζει  όλους  εκείνους  που  θα τολμούσαν να του αντιτείνουν». 

Η  απόλυτη  μοναρχία  είναι  ως  εάν  οι  άνθρωποι  φυλάγονταν  από  τις  νυφίτσες  και  τις αλεπούδες  «αλλ'  είναι  ευχαριστημένοι,  ή  μάλλον  θα  το  θεωρούσαν  ασφαλέστερο,  αν κατασπαράζονταν από λιοντάρια». 

Η  πολιτεία  προϋποθέτει  το  νόμο  της  πλειοψηφίας,  εκτός  αν  συμφωνείται  ότι  χρειάζεται μεγαλύτερος  αριθμός.  (Όπως,  λόγου  χάρη,  στις  Ηνωμένες  ΙΙολιτείες  προκειμένου  περί  της μεταβολής του Συντάγματος ή της επικυρώσεως μιας συνθήκης). Τούτο μοιάζει δημοκρατικό, αλλά δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο Λοκ προϋποθέτει τον αποκλεισμό των γυναικών και των φτωχών από τα δικαιώματα του πολίτη. 

«Η απαρχή της πολιτικά οργανωμένης κοινωνίας εξαρτάται από τη συγκατάθεση των ατόμων να  συνενωθούν  και  να  απαρτίσουν  κοινωνία».  Υποστηρίζεται —  κάπως  ξέκαρδα —  ότι  μια τέτοια συγκατάθεση πρέπει κάποτε να έχει πράγματι υπάρξει, παρ' ότι ο Λοκ παραδέχεται ότι η καταγωγή της πολιτείας προηγείται της ιστορίας παντού εκτός στους Ιουδαίους. 

Η πολιτική σύμβαση που συγκροτεί την πολιτεία δεσμεύει μόνον εκείνους που την έκαναν∙ ο γιος πρέπει  να δώση εκ  νέου τη συγκατάθεσή του σε μια σύμβαση που συνήψε ο πατέρας του.  (Είναι  φανερό  ότι  αυτό  προκύπτει  από  τις  αρχές  του  Λοκ,  αλλά  δεν  είναι  πολύ ρεαλιστικό.  Ο  νέος  Αμερικανός,  που  φτάνοντας  στην  ηλικία  του  είκοσι  ενός  έτους  θ' αναγγείλη: «Αρνούμαι να δεσμευθώ από τη σύμβαση που κατήρτισε τις Ηνωμένες Πολιτείες», θα αντιμετωπίση μεγάλες δυσχέρειες). 

Η εξουσία της δια συμβολαίου πολιτείας, μας λέγει, δεν εκτείνεται ποτέ πέραν του δημοσίου συμφέροντος.  Προ  ολίγου  μόλις  είχα  αναφέρει  μια  φράση  σχετική  με  τις  εξουσίες  της πολιτείας, που κατέληγε: «και όλα αυτά μόνο για το δημόσιο συμφέρον». Φαίνεται πως δεν συνέβη  ποτέ  στον  Λοκ  να  διερωτηθή  ποιος  θα  ήταν  ο  κριτής  του  δημοσίου  συμφέροντος. Πρόδηλον  είναι  πως  αν  η  πολιτεία  θα  είναι  ο  κριτής,  θ'  αποφασίζει  πάντοτε  προς  το συμφέρον της. Πιθανότατα ο Λοκ θα έλεγε πως η πλειοψηφία των πολιτών θα ήταν ο κριτής. Αλλά  πλείστα  ζητήματα  διεκδικούν  ενίοτε  πολύ  γρήγορη  απόφαση  για  να  είναι  δυνατή  η διακρίβωση της γνώμης του εκλογικού σώματος∙ και από αυτά η ειρήνη και ο πόλεμος είναι ίσως τα πιο σημαντικά. Το μόνο φάρμακο στις περιπτώσεις αυτές είναι ν' αναγνωρίζεται στην κοινή γνώμη ή στους αντιπροσώπους της κάποια εξουσία — λ.χ. η θέσις υπό κατηγορίαν — για την τιμωρία μεταγενεστέρως των εκτελεστικών οργάνων για πράξεις που θα εθεωρούντο αντιλαϊκές. Αλλά συχνότατα το φάρμακο αποδεικνύεται πάρα πολύ ατελέσφορο. 

Ανέφερα προηγουμένως μια φράση που πρέπει να την αναφέρω και πάλιν: 

«Ο πρώτος  και  κύριος  σκοπός  των ανθρώπων που  ενώνονται  σε  κοινοπολιτείες  και  θέτουν τους  εαυτούς  των  υπό  την  εξουσία  μιας  κυβερνήσεως,  είναι  η  διαφύλαξη  της  ιδιοκτησίας των». 

Συνεπής προς τις αρχές αυτές ο Λοκ δηλώνει ότι: 

Page 109: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

«Η  ανώτατη  εξουσία  δεν  έχει  δικαίωμα  ν'  αφαιρέση  από  οποιονδήποτε  άνθρωπο  κανένα μέρος της περιουσίας του χωρίς τη συγκατάθεσή του». 

Εκπληκτικότερη είναι η δήλωση ότι μολονότι οι στρατιωτικοί διοικητές έχουν δικαίωμα ζωής και  θανάτου  επί  των  στρατιωτών  των,  δεν  έχουν  το  δικαίωμα  να  παίρνουν  χρήματα. (Συνέπεται ότι, σ' οποιοδήποτε στρατό, δεν θα έπρεπε να τιμωρούνται ελαφρές παραβάσεις της πειθαρχίας με πρόστιμα, αλλ' επιτρέπεται να τιμωρούνται με σωματικές ποινές, όπως οι ραβδισμοί κλπ. Κι αυτό δείχνει σε τι παραλογισμούς μπορεί να οδηγήση τον Λοκ η λατρεία της ιδιοκτησίας). 

Υποτίθεται ότι  το πρόβλημα της φορολογίας θα προκαλούσε δυσκολίες στον Λοκ, αλλά δεν βλέπει καμμιά. Οι δαπάνες της πολιτείας, λέγει, πρέπει να βαρύνουν τους πολίτες, αλλά με τη συγκατάθεσή τους, δηλ. με τη συγκατάθεση της πλειοψηφίας. Αλλά, θα ρωτούσε κανείς, θα ήταν αρκετή η συγκατάθεση της πλειοψηφίας; Μας ελέχθη ότι χρειάζεται η συγκατάθεση του καθενός ανθρώπου προκειμένου να του αφαιρεθή μέρος της περιουσίας του. Υποθέτω ότι η σιωπηρή  συγκατάθεσή  του  στη  φορολογία  σύμφωνα  με  την  απόφαση  της  πλειοψηφίας, εξυπακούεται από την ιδιότητα του πολίτη, που και αυτή προϋποτίθεται εκούσια. Όλ' αυτά, είναι  κάπως  αντίθετα  προς  τα  πράγματα.  Οι  περισσότεροι  άνθρωποι  δεν  έχουν  στην πραγματικότητα  ελευθερία  εκλογής ως προς  το Κράτος που σ'  αυτό  επιθυμούν  ν'  ανήκουν. Υποθέστε,  λ.χ.  ότι  είσθε  ειρηνιστής  και  αποδοκιμάζετε  τον  πόλεμο.  Όπου  και  να  ζήτε,  η κυβέρνηση  θα  πάρη  μέρος  της  περιουσίας  σας  για  πολεμικούς  σκοπούς.  Με  τι  είδους δικαιοσύνη είναι δυνατόν να σας υποχρεώσουν να υποταγήτε σ' αυτό; Μπορώ να φαντασθώ πολλές απαντήσεις, αλλά δεν νομίζω ότι οποιαδήποτε απ' αυτές θα μπορούσε να συμβιβασθή με τις αρχές του Λοκ. Προσχωρεί στο αξίωμα του νόμου της πλειοψηφίας και δεν προσπαθεί να το γεφυρώση με τις ατομικιστικές προϋποθετικές αρχές του, θεωρώντας αρκετό το μυθικό κοινωνικό συμβόλαιο. 

Το  κοινωνικό  συμβόλαιο,  κατά  την  απαιτούμενη  έννοια,  είναι  μυθικό,  κι  όταν  ακόμη,  σε κάποια  προγενέστερη  περίοδο,  υπήρξε  πράγματι  κάποιο  συμβόλαιο  που  δημιούργησε  την πολιτεία  περί  της  οποίας  ο  λόγος.  Οι  Ηνωμένες  Πολιτείες  είναι  μια  τέτοια  περίπτωση.  Την εποχή που ψηφίσθηκε το Σύνταγμα οι άνθρωποι είχαν την ελευθερία της εκλογής. Και τότε, πολλοί ψήφισαν εναντίον του και συνεπώς δεν ήσαν μεταξύ των συμβαλλομένων μερών του συμβολαίου.  Θα  μπορούσαν,  βεβαίως,  να  εγκαταλείψουν  τη  χώρα,  και  μένοντας, θεωρήθηκαν ότι δεσμεύθηκαν μ' ένα συμβόλαιο στο οποίον δεν συγκατένευσαν. Αλλά, στην πράξη, είναι συνήθως δύσκολο να εγκαταλείψη κανείς τη χώρα του. Και στην περίπωση των ανθρώπων που γεννήθηκαν μετά την υιοθέτηση του Συντάγματος η συγκατάθεσή τους είναι περισσότερον ακόμη σκιώδης. 

Το πρόβλημα  των δικαιωμάτων  του ατόμου εναντίον  της πολιτείας  είναι  πολύ δύσκολο. Οι δημοκράτες  πρόθυμα  θεωρούν  αυτονόητο  ότι  μια  κυβέρνηση  που  αντιπροσωπεύει  την πλειοψηφία έχει το δικαίωμα να εξαναγκάζει τη μειοψηφία. Ως ένα σημείο τούτο μπορεί να είναι ακριβές εφ' όσον ο εξαναγκασμός είναι η ουσία της πολιτείας. Αλλά το θείο δικαίωμα των πλειοψηφιών, αν εκταθή υπερβολικά, μπορεί να καταστή τόσο τυραννικό όσο και το θείο δικαίωμα  των  βασιλιάδων.  Ο  Λοκ  δεν  λέγει  πολλά  πράγματα  επάνω  στο  θέμα  τούτο  στις Πραγματείες  περί  Πολιτείας,  αλλά  το  εξετάζει  κάπως  δια  μακρών  στις  Επιστολές  περί Ανεξιθρησκίας,  όπου  υποστηρίζει  πως  κανένας  που  πιστεύει  στον  Θεό  δεν  θάπρεπε  να υποβάλλεται σε τιμωρία για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. 

Η  θεωρία  ότι  η  πολιτεία  έχει  καταρτισθή  κατόπιν  συμβολαίου  είναι,  φυσικά, προεπαναστατική. Η πολιτεία,  όπως η  ιλαρά και ο  κοκκύτης,  θα  έπρεπε  να  είχε αναπτυχθή βαθμιαία, παρ' ότι, όπως και οι αρρώστιες αυτές, θα μπορούσε να εισαχθή ξαφνικά σε νέες περιοχές,  όπως  στις  Νήσους  του  Νοτίου  Ειρηνικού.  Προτού  οι  άνθρωποι  σπουδάσουν ανθρωπολογία δεν είχαν ιδέα των ψυχολογικών μηχανισμών τους οποίους συνεπάγονται τα 

Page 110: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

πρώτα βήματα της πολιτείας, ούτε και των παράδοξων λόγων που οδήγησαν τους ανθρώπους να υιοθετήσουν θεσμούς και συνήθειες που μεταγενέστερα αποδείχθηκαν χρήσιμοι. Αλλ' ως νομικό πλάσμα, για να δικαιολογήσει την πολιτεία, η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου είχε κάποιο ποσοστό αλήθειας. 

Δ'. Η ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ 

Απ' όσα έχουν λεχθή ως την ώρα περί των απόψεων του Λοκ για την ιδιοκτησία, θα μπορούσε να εκληφθή ως πρωτοπαλλήκαρο των μεγαλοκαπιταλιστών κατά  των κοινωνικώς ανωτέρων των, όσο και κατά των κοινωνικώς κατωτέρων των, αλλά τούτο θα ήταν μόνον κατά το ήμισυ ακριβές.  Βρίσκει  κανείς  σ'  αυτόν,  παράπλευρες  και  ασυμφιλίωτες,  θεωρίες  που προδιαγράφουν  εκείνες  του  εξελιγμένου  καπιταλισμού  και  θεωρίες  που  σκιαγραφούν  μια μάλλον σοσιαλιστική φυσιογνωμία. Είν' εύκολο να τον παρουσιάση κανείς παραπλανητικά με μονόπλευρες ρήσεις, τόσο στο σημείο τούτο όσο και σε πολλά άλλα. 

Θα μεταφέρω, κατά τη σειρά που διατυπώθηκαν, τις κυριότερες ρήσεις του Λοκ στο θέμα της ιδιοκτησίας. 

Μας λέγει, εν πρώτοις, ότι κάθε άνθρωπος έχει —ή τουλάχιστον θα έπρεπε να έχει— ατομική ιδιοκτησία που είναι αποτέλεσμα του προσωπικού του μόχθου. Στην προ‐βιομηχανική εποχή το αξίωμα δεν ήταν τόσο λίγο ρεαλιστικό όσον έχει έκτοτε καταντήσει. Η αστική παραγωγή γινόταν  κυρίως  από  χειροτέχνες  που  ήσαν  κύριοι  των  εργαλείων  των  και  πουλούσαν  την παραγωγή τους. Καθ' όσον αφορά την αγροτική παραγωγή, η σχολή στην οποίαν ανήκε ο Λοκ υποστήριζε  ότι  η  αγροκτησία  θα  ήταν  το  καλύτερο  σύστημα.  Αναφέρει  ότι  ένας  άνθρωπος πρέπει  να  κατέχει  τόση  γη  όσην  μπορεί  να  καλλιεργήση,  αλλ'  όχι  περισσότερη.  Φαίνεται αφελώς ανύποπτος του γεγονότος ότι σ' όλες τις χώρες της Ευρώπης, η πραγματοποίηση του προγράμματός  του  θα  ήταν  σχεδόν  αδύνατη  χωρίς  αιματηρή  επανάσταση.  Παντού,  το μεγαλύτερο μέρος της καλλιεργήσιμης γης ανήκε στους αριστοκράτες, που αποσπούσαν από τους γεωργούς είτε μια καθορισμένη αναλογία του προϊόντος (συχνά το μισό) ή ένα μίσθωμα που μπορούσε να ποικίλλει από καιρό σε καιρό. Το προηγούμενο σύστημα επικρατούσε στη Γαλλία  και  στην  Ιταλία,  και  το  δεύτερο  στην  Αγγλία.  Ανατολικότερα,  στη  Ρωσία  και  την Πρωσσία, οι  εργάτες ήσαν δούλοι που εργάζονταν για  τον γαιοκτήμονα και ουσιαστικά δεν είχαν  κανένα  δικαίωμα.  Στη  Γαλλία  είχε  τεθή  τέρμα  στο  παλιό  σύστημα  με  τη  Γαλλική Επανάσταση, στη δε βόρειο Ιταλία και στη Δυτική Γερμανία με τις κατακτήσεις των Γαλλικών επαναστατικών στρατιών.  Στην Πρωσσία η  δουλεία  είχε  καταργηθή συνεπεία  της ήττας  της από τον Ναπολέοντα, και στη Ρωσία συνεπεία της ήττας της στον Κριμαϊκό Πόλεμο. Αλλά και στις  δυο  χώρες  οι  αριστοκράτες  διατήρησαν  τις  γαίες  των.  Στην  Ανατολική  Πρωσσία  το σύστημα τούτο, παρ' ότι δραστικά ελεγχόμενο από τους Ναζήδες, επέζησε μέχρι σήμερα∙ στη Ρωσία,  και  σ'  ό,τι  είναι  σήμερα  Λιθουανία,  Λεττονία  και  Εσθονία,  οι  αριστοκράτες ξεκληρίσθηκαν από τη Ρωσική Επανάσταση. Στην Ουγγαρία και την Πολωνία επέζησαν∙ στην Ανατολική Πολωνία «ξεκαθαρίσθηκαν» από τη Σοβιετική Κυβέρνηση στα 1940. Εν τούτοις, η Σοβιετική Κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε για να υποκαταστήση την κολλεκτιβιστική γεωργία στην αγροτική ιδιοκτησία σ' ολόκληρη τη Ρωσία. 

Στην Αγγλία η εξέλιξη ήταν περισσότερο πολύπλοκη. Στην εποχή του Λοκ, η θέση του αγρότη καλλιεργητή ήταν ανετότερη με την ύπαρξη των δημοσίων  [κοινών]  χώρων  (των commons), στους οποίους είχε μεγάλα δικαιώματα και που τον βοηθούσαν να εξασφαλίζει μέγα μέρος της  διατροφής  του.  Το  σύστημα  τούτο  ήταν  επιβίωση  από  τον  Μεσαίωνα  και  το αποδοκίμαζαν οι προοδευμένοι του καιρού που ετόνιζαν ότι από την άποψη της παραγωγής ήταν ολέθριο.  Γι'  αυτό αναπτύχθηκε μια  κίνηση  για  την  περίφραξη  των αδέσποτων  χώρων, 

Page 111: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

που  άρχισε  επί  Ερρίκου  Η'  και  συνεχίσθηκε  υπό  τον  Κρόμγουελ,  αλλά  δεν  είχε ουσιαστικοποιηθή παρά στα 1750 περίπου. Από την εποχή τούτη και μετέπειτα, επί ενενήντα περίπου  χρόνια,  ο  ένας  χώρος  μετά  τον  άλλον  περιφράσσονταν  και  παραδίνονταν  στους τοπικούς γαιοκτήμονες. Κάθε περίφραξη απαιτούσε και μια Απόφαση του Κοινοβουλίου και οι αριστοκράτες που ελέγχανε και τις δύο Βουλές, χρησιμοποίησαν αναίσχυντα τη νομοθετική τους εξουσία για να πλουτίσουν οι ίδιοι ενώ καταδίκαζαν τους καλλιεργητές της υπαίθρου σε λιμοκτονία.  Σιγά  ‐  σιγά,  χάρις  στην  ανάπτυξη  της  βιομηχανίας,  η  θέση  των  αγροτών βελτιώθηκε αλλοιώς δεν θα ήταν δυνατόν ν' αναχαιτισθή η μετανάστευσή τους στις πόλεις. Σήμερα,  χάρις στη φορολογία που εισήγαγε ο Λόυδ Τζωρτζ, οι αριστοκράτες αναγκάσθηκαν να  εγκαταλείψουν  το  μεγαλύτερο  μέρος  της  αγροτικής  των  ιδιοκτησίας.  Αλλ'  εκείνοι  που διέθεταν  επίσης αστική  ή  βιομηχανική  ιδιοκτησία  μπόρεσαν  να  διατηρήσουν  τις  γαίες  των. Δεν  σημειώθηκε  ξαφνική  επανάσταση  αλλά  βαθμιαία  μεταβολή  που  βρίσκεται  ακόμη  σ' εξέλιξη. Σήμερα οι αριστοκράτες εκείνοι που εξακολουθούν να είναι πλούσιοι, χρωστάνε τον πλούτο τους στην αστική και τη βιομηχανική τους περιουσία. 

Η  μακρά  αυτή  εξέλιξη  μπορεί  να  θεωρηθή,  αν  εξαιρέσουμε  τη  Ρωσία,  πως  βρίσκεται  σε συμφωνία με τις αρχές του Λοκ. Το περίεργο είναι ότι μπορούσε να προαγγέλλει θεωρίες που απαιτούσαν  τόσην  επαναστατική  εξέλιξη  για  να πραγματοποιηθούν,  κι ωστόσο  δεν  έδειχνε διόλου  να  θεωρεί  ότι  το  σύστημα που  επικρατούσε  στην  εποχή  του  ήταν  άδικο,  ή  ότι  είχε συνείδηση  του  γεγονότος  ότι  το  σύστημα  τούτο  διέφερε  από  εκείνο  για  το  οποίον συνηγορούσε. 

Η  εργατική  θεωρία  της  αξίας —δηλαδή  η  θεωρία  κατά  την  οποίαν  η  αξία  ενός  προϊόντος εξαρτάται  από  την  εργασία  που  δαπανήθηκε  γι'  αυτό—  που  μερικοί  αποδίδουν  στον  Καρλ Μαρξ και άλλοι στον Ρικάρντο [Ricardo], ανευρίσκεται στον Λοκ, και υπαγορεύθηκε σ' αυτόν από  σειρά  προκατόχων  που  εκτείνεται  μέχρι  του  Ακυινάτη.  Καθώς  λέγει  ο  Τώνεϋ, συνοψίζοντας τη Σχολαστική θεωρία: 

«Η βάση του επιχειρήματος ήταν ότι ουσιαστικά η πληρωμή πρέπει να συζητείται από τους τεχνίτες που φτειάχνουν τα προϊόντα, ή από τους εμπόρους που τα μεταφέρουν και για την εργασία  που  καταβάλλουν  στο  επάγγελμά  τους  και  για  την  εξυπηρέτηση  των  κοινωνικών αναγκών. Το ασυγχώρητο αμάρτημα είναι του κερδοσκόπου ή του μεσάζοντα, που υφαρπάζει ατομικό  κέρδος  με  την  εκμετάλλευση  των  αναγκών  του  κοινού.  Ο  αληθινός  απόγονος  των θεωριών του Ακυινάτη είναι η εργατική θεωρία της αξίας. Ο τελευταίος των Σχολαστικών ήταν ο Καρλ Μαρξ». 

Η εργατική θεωρία της αξίας έχει δυο όψεις, τη μια ηθική και την άλλη οικονομική. Δηλαδή μπορεί να βεβαιώνει ότι η αξία ενός προϊόντος έπρεπε να είναι ανάλογη με την εργασία που έχει δαπανηθή γι' αυτό,  ή ότι, στην πράξη, η εργασία ρυθμίζει  την  τιμή. Η δεύτερη θεωρία είναι μόνον κατά προσέγγισιν αληθινή, όπως αναγνωρίζει ο Λοκ. Τα εννέα δέκατα της αξίας, λέγει,  οφείλονται  στην  εργασία,  αλλ' ως  προς  το άλλο δέκατο δεν  λέγει  τίποτε.  Η  εργασία, λέγει,  είναι  εκείνη  που  καθορίζει  τη  διαφορά  της  αξίας  κάθε  πράγματος.  Αναφέρει  ως παράδειγμα  τη  γη  που  κατείχαν  οι  Ινδιάνοι  στην  Αμερική  και  που  δεν  έχει  σχεδόν  καμμιά αξία, γιατί οι Ινδιάνοι δεν την καλλιεργούν. Δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί το γεγονός ότι η γη  μπορεί  ν'  αποκτήση  αξία  μόλις  οι  άνθρωποι  θελήσουν  να  την  καλλιεργήσουν,  και  ότι προηγουμένως  το  έκαμαν  πράγματι.  Αν  κατέχετε  ένα  κομμάτι  έρημης  γης  όπου  κάποιος βρίσκει  πετρέλαιο,  μπορείτε  να  την  πουλήσετε  σε  καλή  τιμή  χωρίς  να  καταβάλετε  καμμιά εργασία  επάνω  της. Όπως ήταν φυσικό  για  την  εποχή  του,  ο Λοκ δεν σκέπτεται  τις  τέτοιες περιπτώσεις, αλλά μόνον την καλλιέργεια. Η αγροτική ιδιοκτησία που ευνοεί, δεν μπορεί να εναρμονισθή  με  μεγάλης  κλίμακος  εκμεταλλεύσεις,  όπως  λ.χ.  η  εξαγωγή  κάρβουνου,  που απαιτεί δαπανηρές εγκαταστάσεις και πολλούς εργάτες. 

Η αρχή ότι ένας άνθρωπος έχει δικαίωμα στο προϊόν της εργασίας του είναι άχρηστη σ' έναν 

Page 112: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

βιομηχανικό  πολιτισμό.  Υποθέστε  ότι  απασχολείσθε  σ'  ένα  τμήμα  της  βιομηχανίας  των αυτοκινήτων  Φορντ,  πώς  είναι  δυνατόν  να  εκτιμηθή  η  αναλογία  που  αντιπροσωπεύει  η εργασία σας στην ολική παραγωγή; Ή υποθέστε ότι εργάζεσθε σε μια εταιρία σιδηροδρόμων για τη μεταφορά εμπορευμάτων, ποιος μπορεί ν' αποφασίση τι ποσοστό στην παραγωγή των εμπορευμάτων  αντιπροσωπεύει  η  απασχόλησή  σας;  Οι  σκέψεις  αυτές  οδήγησαν  εκείνους που θέλουν να παρεμποδίσουν την εκμετάλλευση της εργασίας να εγκαταλείψουν την αρχή του  δικαιώματος  στο  προϊόν  του  μόχθου  του  καθενός,  για  σοσιαλιστικότερες  μεθόδους οργανώσεως της παραγωγής και διανομής. 

Η εργατική θεωρία της αξίας συνήθως προβάλλεται από εχθρότητα προς ορισμένη τάξη που χαρακτηρίζεται ως ληστρική. Οι Σχολαστικοί, όσο την υποστήριζαν, το έκαναν από αντίδραση προς  τους  τοκογλύφους,  που ήσαν ως  επί  το πλείστον  Εβραίοι.  Ο  Ρικάρντο  την υποστήριξε κατά των γαιοκτημόνων, και ο Μαρξ κατά των κεφαλαιοκρατών. Αλλ' ο Λοκ φαίνεται να την υποστήριξε  στο  κενό,  χωρίς  εχθρότητα  προς  καμμιά  τάξη.  Η  μόνη  εχθρότητά  του  είναι απέναντι των μοναρχών, αλλ' αυτή είναι άσχετη με τις απόψεις του περί αξίας. Μερικές από τις απόψεις του Λοκ είναι τόσο παράλογες, ώστε δεν βλέπω πώς θα μπορούσα να τις κάνω να φανούν λογικές. Λέγει πως ένας άνθρωπος δεν πρέπει νάχει τόσα πολλα δαμάσκηνα αφού θα κινδυνεύσουν  να  χαλάσουν  προτού  αυτός  και  η  οικογένειά  του  μπορέσουν  να  τα  φάνε, μπορεί όμως να έχει όσο χρυσάφι και διαμάντια είναι δυνατόν ν' αποκτήση νόμιμα, γιατί το χρυσάφι και τα διαμάντια δεν χαλάνε. Δεν του πέρασε από το μυαλό πως ο άνθρωπος με τα δαμάσκηνα θα μπορούσε να τα πουλήση προτού χαλάσουν. 

Κάνει αρκετό λόγο για τον άφθαρτο χαρακτήρα των ευγενών μετάλλων, τα οποία, λέγει, είναι η  πηγή  του  χρήματος  και  της  ανισότητας  του  πλούτου.  Φαίνεται,  κατά  τρόπο  εντελώς αφηρημένο  και  ακαδημαϊκό,  να  λυπείται  για  την  οικονομική  ανισότητα,  αλλά  βεβαίως  δεν σκέπτεται ότι θα ήταν φρόνιμο να ληφθούν μέτρα για  την εξουδετέρωσή  της. Ασφαλώς θα εντυπωσιαζόταν,  όπως  άλλωστε  όλοι  οι  άνθρωποι  της  εποχής  του,  από  αποκτήματα  του πολιτισμού που οφείλονταν σε πλούσιους ανθρώπους,  κυρίως ως προστάτες της  τέχνης και των γραμμάτων. Η  ίδια στάση παρατηρείται στη σύγχρονη Αμερική, όπου η επιστήμη και η τέχνη  εξαρτώνται  κατά  μέγα  μέρος  από  τις  ευεργεσίες  των  πολύ  πλουσίων.  Μέχρις  ενός ορισμένου  σημείου,  ο  πολιτισμός  προάγεται  από  την  κοινωνική  αδικία.  Το  γεγονός  τούτο αποτελεί τη βάση αυτού που αποτελεί το πιο αξιοσέβαστο στοιχείο στον συντηρητισμό. 

Ε'. ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗ ΕΞΟΥΣΙΩΝ 

Η θεωρία ότι η νομοθετική, η εκτελεστική και η δικαστική εξουσία μιας πολιτείας πρέπει να διατηρούνται  χωριστές,  είναι  χαρακτηριστική  του  φιλελευθερισμού∙  στην  Άγγλία  προήλθε κατά τη διάρκεια της αντιστάσεως κατά των Στιούαρτ, και διατυπώθηκε σαφώς από τον Λοκ, τουλάχιστον καθ' όσον αφορά τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Η νομοθετική και η εκτελεστική  λειτουργία  πρέπει  να  είναι  χωρισμένες,  λέγει,  για  να  παρεμποδίζεται  η κατάχρηση της εξουσίας. Πρέπει, ωστόσο, να έχουμε υπ' όψη πως όταν μιλεί για νομοθετική εξουσία  υπονοεί  το  Κοινοβούλιο  και  όταν  μιλεί  περί  εκτελεστικής  υπονοεί  τον  βασιλιά∙ τουλάχιστον  αυτό  υπονοεί  συναισθηματικά,  ο,τιδήποτε  άλλο  και  αν  ήθελε  λογικά  να υποδηλώση. Γι' αυτό και θεωρεί τη νομοθετική λειτουργία ενάρετη, ενώ η εκτελεστική είναι συνήθως αχρεία. 

Η  νομοθετική  εξουσία,  λέγει,  πρέπει  να  είναι  η  ανώτατη  όλων,  μόνον  που  πρέπει  ν' αντικαθίσταται από την κοινότητα. Εξυπονοείται μ' αυτό ότι, όπως η Βουλή των Κοινοτήτων, η νομοθετική πρέπει να εκλέγεται από καιρό σε καιρό με λαϊκή ψήφο. Ο όρος ότι η νομοθετική εξουσία πρέπει να είναι δυνατόν ν' αντικατασταθή από τον λαό, αν ληφθή σοβαρά υπ' όψη, 

Page 113: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

καταδικάζει  το  μέρος  που,  την  εποχή  του  Λοκ,  το  Βρεταννικό  Σύνταγμα  αναγνώριζε  στον Βασιλιά και στους Λόρδους ως μέρος της νομοθετικής εξουσίας. 

Σ' όλα τα καλοφτειαγμένα πολιτεύματα, λέγει ο Λοκ, η νομοθετική εξουσία είναι χωριστή από την  εκτελεστική.  Εγείρεται,  συνεπώς,  το  ζήτημα:  τι  γίνεται  όταν  συγκρούονται;  Αν  το εκτελεστικό  αποφύγη  να  συγκαλέση  το  νομοθετικό  στον  πρέποντα  χρόνο—  μας  λέγει—το εκτελεστικό βρίσκεται σ'  εμπόλεμη κατάσταση με  τον  λαό  και  μπορεί  να απομακρυνθή δια της βίας. Προδήλως, η άποψη αυτή έχει στηριχθή σ' ό,τι συνέβη επί Καρόλου Α'. Από το 1628 έως το 1640  ο βασιλιάς προσπάθησε να κυβερνήση χωρίς Κοινοβούλιο∙ αυτά τα πράγματα, πιστεύει ο Λοκ, πρέπει να παρεμποδίζονται, στην ανάγκη και μ' εμφύλιο πόλεμο. 

«Η βία, λέγει, πρέπει ν' αντιτάσσεται στην άδικη και στην παράνομη βία». Η αρχή αυτή είναι άχρηστη στην πράξη, εκτός αν υπάρχει κάποιο σώμα με το νόμιμο δικαίωμα να αποφαίνεται πότε  η  βία  είναι  «άδικη  και  παράνομη».  Η  προσπάθεια  του  Καρόλου  Α'  να  εισπράξει λιμενικούς  φόρους72  χωρίς  την  έγκριση  του  Κοινοβουλίου  χαρακτηρίσθηκε  από  τους αντιπάλους  του  «άδικη  και  παράνομη»,  και  από  τον  ίδιο  δίκαιη  και  νόμιμη.  Μόνον  η στρατιωτική έκβαση του Εμφύλιου Πόλεμου απέδειξε ότι η βασιλική ερμηνεία στο Σύνταγμα ήταν λαθεμένη. Το ίδιο συνέβη και στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Είχαν οι Πολιτείες το δικαίωμα ν' αποχωρούν από την Κοινοπολιτεία; Κανένας δεν το ήξερε, και μόνον η νίκη των Βορείων έδωσε τη λύση στο νομικό ζήτημα. Η πεποίθηση που συναντά κανείς στον Λοκ και σε πλείστους συγγραφείς της εποχής του, ότι κάθε έντιμος άνθρωπος μπορεί να γνωρίζει τι είναι δίκαιο και νόμιμο, δεν υπολογίζει τη δύναμη των κομματικών προκαταλήψεων κι απ' τις δυο πλευρές,  ή  τη  δυσχέρεια  της  εγκαθιδρύσεως  ενός  δικαστηρίου,  είτε  εξωτερικά  είτε  στις συνειδήσεις των ανθρώπων, που θα ήταν ικανό ν' αποφαίνεται αυθεντικά σ' επίμαχα θέματα. Στην πράξη, τα θέματα αυτά, αν είναι αρκετά σπουδαία, επιλύονται απλώς δια της δυνάμεως και όχι από τη δικαιοσύνη και το νόμο. 

Ως ένα βαθμό, παρ' ότι συγκεκαλυμμένα, ο Λοκ αναγνωρίζει το γεγονός τούτο. Στις διενέξεις νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, λέγει, δεν υπάρχει, σ' ορισμένες περιπτώσεις, κριτής υποκάτω  του  Ουρανού.  Εφ'  όσον  ο  Θεός  δεν  εκφέρει  σαφείς  αποφάσεις,  τούτο  σημαίνει, πράγματι, ότι η λύση θα δοθή δια πολέμου, εφ' όσον προεξοφλείται ότι ο Θεός θα δώση τη νίκη στον δίκαιον αγώνα. Κάτι τέτοιες απόψεις είναι ουσιώδεις για κάθε θεωρία που διαιρεί την  κυβερνητική  εξουσία.  Όταν  μια  τέτοια  θεωρία  ενσωματώνεται  στο  Σύνταγμα,  ο  μόνος τρόπος  για  ν'  αποφεύγεται  εκάστοτε  ο  εμφύλιος  πόλεμος,  είναι  να  επιδιώκεται  ο συμβιβασμός και η επικράτηση του κοινού νου. Αλλ' ο συμβιβασμός και ο κοινός νους είναι συνήθειες του πνεύματος και δεν μπορούν να ενσωματωθούν σ' ένα γραπτό Σύνταγμα. 

Είναι  περίεργο που ο Λοκ  δεν  λέγει  τίποτε  για  τη  δικαστική  εξουσία,  παρ'  ότι  ήταν φλέγον ζήτημα  για  την  εποχή  του.  Έως  την  Επανάσταση  οι  δικαστές  μπορούσαν  ν'  απολυθούν οποιαδήποτε  στιγμή  από  τον  βασιλιά∙  γι'  αυτό  καταδίκαζαν  τους  εχθρούς  του  κι  αθώωναν τους φίλους του. Μετά την Επανάσταση δεν μπορούσε να τους μετακινήση κανείς εκτός αν υπεβάλλετο Αίτηση και των δυο Βουλών. Έτσι, πιστευόταν ότι το μέτρο τούτο θα συνέβαλλε ώστε οι αποφάσεις των να υπαγορεύονται από τον νόμο∙ στην πραγματικότητα, σε υποθέσεις που  επικρατούσε  η  κομματική  προκατάληψη,  το  πνεύμα  τούτο  είχε  υποκαταστήσει  τη δικαστική  προκατάληψη  υπέρ  του  βασιλιά.  Οπωσδήποτε,  εκεί  όπου  υπερίσχυε  η  αρχή  του ελέγχου  και  της  εξισορροπήσεως  των  εξουσιών,  η  δικαστική  είχε  καταστή  ένας  τρίτος ανεξάρτητος κλάδος της πολιτείας παραλλήλως προς τη νομοθετική και  την εκτελεστική.  Το αξιολογότερο παράδειγμα είναι το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών. 

Η  ιστορία  της  θεωρίας  του  ελέγχου  και  της  εξισορροπήσεως  των  εξουσιών  είναι ενδιαφέρουσα. 

Στην  Αγγλία,  τη  χώρα  της  καταγωγής  της,  αποσκοπούσε  στον  περιορισμό  της  εξουσίας  του 

Page 114: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

βασιλιά  που  μέχρι  της  Επαναστάσεως,  είχε  τον  πλήρη  έλεγχο  της  εκτελεστικής  εξουσίας. Βαθμιαία,  όμως,  η  εκτελεστική  περιήλθε  υπό  τον  έλεγχο  του  Κοινοβουλίου,  μιας  και  ήταν αδύνατο  για  ένα  υπουργείο  να  προχωρήση  χωρίς  πλειοψηφία  στη  Βουλή  των  Κοινοτήτων. Έτσι, η εκτελεστική έγινε ουσιαστικά μια επιτροπή που εκλεγόταν στην πράξη, παρ' ότι όχι και κατά τύπους, από το Κοινοβούλιο, με αποτέλεσμα η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία να είναι όλο και λιγότερο χωριστές. Κατά τα τελευταία πενήντα περίπου χρόνια, σημειώθηκε μια περαιτέρω εξέλιξη,  λόγω του δικαιώματος του Πρωθυπουργού να διαλύει  τη Βουλή και  της αυξανόμενης  αυστηρότητας  στην  κομματική  πειθαρχία.  Η  πλειοψηφία  του  Κοινοβουλίου αποφασίζει  τώρα  ποιο  κόμμα  θα  κυβερνήση,  αλλ'  αφού  το  αποφασίση,  δεν  μπορεί  στην ουσία ν' αποφασίση τίποτ' άλλο. Προτάσεις νόμων σπανίως καν ψηφίζονται αν δεν εισαχθούν από την Κυβέρνηση. Έτσι, η Κυβέρνηση είναι ταυτοχρόνως νομοθετικό και εκτελεστικό σώμα και  η  εξουσία  της  περιορίζεται  μόνον  από  την  ανάγκη  της  περιοδικής  διενέργειας  γενικών εκλογών. Φυσικά το σύστημα τούτο είναι εξ ολοκλήρου αντίθετο προς τις αρχές του Λοκ. 

Στη Γαλλία, όπου η θεωρία είχε διακηρυχθή εντονότατα από τον Μοντεσκιέ, υποστηριζόταν από τα μετριοπαθέστερα κόμματα της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά περιέπεσε σε προσωρινή λήθη  μετά  τη  νίκη  των  Ιακωβίνων.  Φυσικά  ο  Ναπολέων  δεν  τη  χρησιμοποίησε,  αλλ' αναζωογονήθηκε  κατά  την  Παλινόρθωση,  για  να  εξαφανισθή  εκ  νέου  με  την  άνοδο  του Ναπολέοντα Γ'. Ανεβίωσε και πάλιν στα 1871 και οδήγησε στην υιοθέτηση ενός συντάγματος όπου  ο  Πρόεδρος  είχε  ελάχιστες  εξουσίες  και  η  κυβέρνηση  δεν  μπορούσε  να  διαλύση  τις Βουλές. Το αποτέλεσμα ήταν η Βουλή των Αντιπροσώπων ν' αποκτήση μεγάλη δύναμη τόσον απέναντι  της  κυβερνήσεως  όσον  και  απέναντι  του  εκλογικού  σώματος.  Υπήρχε  μεγαλύτερη διαίρεση εξουσιών παρ' όσο στη νεότερη Αγγλία αλλά λιγότερη απ' όσον θα απητείτο για να είναι σύμφωνη με τις αρχές του Λοκ, εφ' όσον το νομοθετικό σώμα επεσκίαζε το εκτελεστικό. Ποιο θα είναι  το  Γαλλικό Σύνταγμα μετά  τον σημερινό πόλεμο είναι αδύνατο να προβλέψη κανείς.73 

Η  χώρα στην οποίαν η αρχή  του Λοκ περί διαιρέσεως  των  εξουσιών βρήκε  την πληρέστερη εφαρμογή της είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο Πρόεδρος και το Κογκρέσσο έχουν πλήρη ανεξαρτησία μεταξύ των και το Ανώτατο Δικαστήριο είναι επίσης ανεξάρτητο και από τον ένα και  από  τον  άλλο.  Απροσέκτως,  το  Σύνταγμα  κατέστησε  το  Ανώτατο  Δικαστήριο  κλάδο  του νομοθετικού,  μιας  και  τίποτε  δεν  ημπορεί  να  θεωρηθή  νόμος  αν  το  Ανώτατο  Δικαστήριο αποφανθή ότι είναι άκυρος. Το γεγονός ότι οι εξουσίες του ορίζονται ως ερμηνευτικές μόνον, στην πραγματικότητα επαυξάνει τις εξουσίες αυτές, εφ' όσον καθιστά δύσκολη την επίκριση αυτού που υποτίθεται ότι είναι καθαρώς νομική απόφαση. Το γεγονός ότι το Σύνταγμα τούτο μια  και  μόνη φορά οδήγησε  σ'  ένοπλη  σύγκρουση,  μαρτυρεί  πάρα  πολλά  για  την  πολιτική οξυδέρκεια των Αμερικανών. 

Η  πολιτική φιλοσοφία  του Λοκ  ήταν  γενικά  πρόσφορη  και  χρήσιμη  μέχρι  της  βιομηχανικής επαναστάσεως.  Έκτοτε,  γινόταν  ολοένα  και  περισσότερο  ανίκανη  ν'  αντιμετωπίση  τα σημαντικά  προβλήματα.  Η  δύναμη  της  ιδιοκτησίας,  όπως  ενσαρκώνεται  σε  τεράστιες οικονομικές  ενώσεις,  πήρε  έκταση  που  ξεπερνά  κάθε  τι  που  θα  μπορούσε  να φαντασθή  ο Λοκ.  Οι  αναγκαίες  υποχρεώσεις  του  κράτους—λόγου  χάρη,  στην  παιδεία—αύξησαν καταπληκτικά. Ο εθνικισμός επέτυχε μια συμμαχία,  κάποτε ένα αμάλγαμα,  της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, καθιστώντας τον πόλεμο το κυριότερο μέσο ανταγωνισμού. Ο απλός μεμονωμένος  πολίτης  δεν  έχει  πια  τη  δύναμη  και  την  ανεξαρτησία  που  είχε  στους θεωρητικούς  υπολογισμούς  του  Λοκ.  Η  εποχή  μας  είναι  εποχή  οργανώσεως  και  οι ανταγωνισμοί της είναι μεταξύ οργανώσεων, και όχι μεταξύ μεμονωμένων ατόμων. Η φυσική κατάσταση,  καθώς λέγει  ο Λοκ,  ακόμη υφίσταται όπως μεταξύ Κρατών.  Είναι αναγκαίο  ένα νέο διεθνές Κοινωνικό Συμβόλαιο προτού μπορέσουμε ν' απολαύσουμε τα ευεργετήματα που μας υπόσχεται η πολιτεία. Όταν κάποτε δημιουργηθή μια διεθνής πολιτεία, μέγα μέρος της πολιτικής φιλοσοφίας του Λοκ θα καταστή και πάλιν εφαρμόσιμο, παρ' ότι δεν θα είναι ίσως 

Page 115: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

το μέρος εκείνο που αφορά την ατομική ιδιοκτησία. 

Page 116: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XV Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΛΟΚ 

ΑΠΟ ΤΗΝ εποχή του Λοκ ίσαμε σήμερα, υπήρξαν στην Ευρώπη δυο κύριοι τύποι φιλοσοφίας, και ο ένας από αυτούς οφείλει τόσο τις θεωρίες όσο και τη μέθοδό του στον Λοκ, ενώ ο άλλος εξεπήγασε πρώτα από τον Καρτέσιο και ύστερα από τον Καντ. Ο  ίδιος ο Καντ επίστευε πως πραγματοποίησε  μια  σύνθεση  της  φιλοσοφίας  που  επήγαζε  από  τον  Καρτέσιο  και  της φιλοσοφίας  που  επήγαζε  από  τον  Λοκ∙  αλλά  τούτο  δεν  μπορούμε  να  το  παραδεχθούμε, τουλάχιστον από ιστορική άποψη, διότι οι οπαδοί του Καντ ήσαν στην Καρτεσιανή και όχι στη Λοκιανή  παράδοση.  Κληρονόμοι  του  Λοκ  είναι,  κατά  πρώτον,  ο  Μπέρκλυ  και  ο  Χιουμ∙ δεύτερον, όσοι από τους Γάλλους φιλοσόφους δεν ανήκαν στη σχολή του Ρουσσώ∙ τρίτον, ο Μπένθαμ  και  οι  φιλόσοφοι  Ριζοσπάστες∙  τέταρτον,  με  σημαντικές  ενισχύσεις  από  την ηπειρωτική  φιλοσοφία,  ο  Μαρξ  και  οι  μαθητές  του.  Αλλά  το  σύστημα  του  Μαρξ  είναι εκλεκτικό και ο οποιοσδήποτε απλός χαρακτηρισμός του θα είναι σφαλερός∙ θα τον αφίσω, λοιπόν, κατά μέρος ωσότου έρθη η στιγμή να τον εξετάσω λεπτομερώς. 

Στην  εποχή  του  Λοκ,  οι  κύριοι  αντίπαλοί  του  στη  φιλοσοφία  ήσαν  οι  Καρτεσιανοί  και  ο Λάιμπνιτς.  Εντελώς  παράλογα,  η  νίκη  της  φιλοσοφίας  του  Λοκ  στην  Αγγλία  και  στη  Γαλλία οφείλονταν  κατά  μέγα  μέρος  στο  γόητρο  του  Νεύτωνα.  Το  κύρος  του  Καρτέσιου  ως φιλοσόφου είχε επαυξηθή, στον καιρό του, από τις εργασίες  του στη μαθηματική επιστήμη και στη φυσική φιλοσοφία. Αλλ' η θεωρία  του περί στροβίλων ήταν οπωσδήποτε κατώτερη από  το  νόμο  της  έλξεως  με  τον  οποίον  ο  Νεύτων  παρείχε  την  εξήγηση  του  ηλιακού συστήματος. Η νίκη της Νευτωνικής κοσμογονίας εμείωσε το σεβασμό των ανθρώπων για τον Καρτέσιο και επαύξησε το σεβασμό τους προς την Αγγλία. Και τα δυο αυτά αίτια έστρεφαν τις συμπάθειες προς τον Λοκ. Κατά τον δέκατον όγδοον αιώνα στη Γαλλία, όπου οι διανοούμενοι βρισκόντουσαν  σ'  εξέγερση  εναντίον  ενός  απαρχαιωμένου,  διεφθαρμένου  και  στείρου δεσποτισμού, προσέβλεπαν προς την Αγγλία ως την κοιτίδα της ελευθερίας και ήσαν ευνοϊκά προδιατεθειμένοι υπέρ της φιλοσοφίας του Λοκ εξαιτίας των πολιτικών θεωριών του. Κατά τα τελευταία προ της Επαναστάσεως χρόνια, η επίδραση του Λοκ στη Γαλλία είχε ενισχυθή από την επίδραση του Χιουμ, που είχε ζήσει λίγον καιρό στη Γαλλία και είχε προσωπικά συνδεθή με πολλούς σημαίνοντες σοφούς. 

Ο κυριότερος μετοχετευτής της αγγλικής επιδράσεως στη Γαλλία ήταν ο Βολταίρος. 

Στην  Αγγλία,  οι  φιλοσοφικοί  οπαδοί  του  Λοκ,  έως  τη  Γαλλική  Επανάσταση,  δεν  Ιδειξαν ενδιαφέρον  για  τις  πολιτικές  του  θεωρίες.  Ο Μπέρκλυ  ήταν  ένας  επίσκοπος  χωρίς  μεγάλα ενδιαφέροντα  για  την  πολιτική.  Ο  Χιουμ  ήταν  ένας  Τόρυ  που  ακολουθούσε  τον Μπόλινκγμπρουκ  [Bolingbroke]74.  Η  Αγγλία  ήταν  πολιτικά  ήρεμη  στην  εποχή  τους,  και  ένας φιλόσοφος  θα  ήταν  ευχαριστημένος  να  επιδίδεται  στις  θεωρητικές  του  σκέψεις  χωρίς  ν' απασχολείται με  την  κατάσταση  του  κόσμου. Η  Γαλλική Επανάσταση άλλαξε όλα  τούτα  και υποχρέωσε τα ανώτερα πνεύματα να πάρουν στάση αντίθετη με  το  status quo. Ωστόσον, η παράδοση  στην  καθαρή  φιλοσοφία  παρέμενε  αδιάσπαστη.  Η  ανάγκη  τον  αθεϊσμού,  του Σέλλεϋ [Shelley] για την οποίαν διώχθηκε από την Οξφόρδη, είναι γεμάτη από την επίδραση του Λοκ75. 

Έως τη δημοσίευση της Κριτικής τον Καθαρού Λόγου του Καντ, στα 1781, θα μπορούσε να είχε δημιουργηθή  η  εντύπωση  ότι  η  παλαιότερη  φιλοσοφική  παράδοση  του  Καρτέσιου,  του Σπινόζα  και  του  Λάιμπνιτς  είχε  οριστικά  παραμερισθή  από  τη  νεότερη  εμπειρική  μέθοδο. Ωστόσον, η  νεότερη αυτή μέθοδος δεν είχε ποτέ επικρατήσει στα Γερμανικά πανεπιστήμια, και  μετά  το 1792  εθεωρείτο υπεύθυνη  για  τις  θηριωδίες  της  Επανάστασης.  Παλινωδούντες 

Page 117: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

επαναστάτες  όπως  ο  Κόλριτζ  [Coleridge]  βρήκαν  στον  Καντ  ιδεολογικό  έρεισμα  για  την αντίθεσή  τους  προς  τον  γαλλικόν  αθεϊσμό.  Οι  Γερμανοί,  στην  αντίστασή  τους  κατά  των Γάλλων,  ήσαν  ευτυχείς που  είχαν μια  γερμανική φιλοσοφία σ'  ενίσχυσή  τους.  Ακόμη και οι Γάλλοι,  μετά  την  πτώση  του  Ναπολέοντα,  υποδέχονταν  με  χαρά  κάθε  όπλο  εναντίον  του Ιακωβινισμού. Όλοι αυτοί οι παράγοντες ευνόησαν τον Καντ. 

Ο Καντ, όπως και ο Δαρβίνος, υπήρξεν αιτία για να δημιουργηθή ένα κίνημα που ο  ίδιος θ' απεχθάνονταν.  Ο  Καντ  ήταν  φιλελεύθερος,  δημοκράτης  και  ειρηνιστής,  αλλ'  εκείνοι  που δήθεν  επαγγέλλονταν  ν'  αναπτύξουν  τη  φιλοσοφία  του  δεν  ήσαν  τίποτε  απ'  αυτά.  Και  αν εξακολουθούσαν ν' αποκαλούν  τους εαυτούς  των Φιλελεύθερους, ήσαν Φιλελεύθεροι νέου είδους. Από την εποχή του Ρουσσώ και του Καντ υπήρξαν δυο σχολές Φιλελευθερισμού, που μπορούν  να  διακριθούν  στους  ανθρώπους  του  πρακτικού  νου  και  στους  ανθρώπους  της καρδιάς. Οι άνθρωποι  του πρακτικού  νου εξελίχθηκαν,  δια  του Μπένθαμ,  του Ρικάρντο και του  Μαρξ,  κατά  λογικά  στάδια,  στον  Στάλιν∙  οι  άνθρωποι  της  καρδιάς,  κατ'  άλλα  λογικά στάδια,  δια  του Φίχτε,  του Βύρωνος,  του Κάρλαϋλ και  του Νίτσε,  κατέληξαν στον Χίτλερ. Η διατύπωση αυτή είναι βεβαίως υπερβολικά σχηματική για να είναι απολύτως ακριβής, αλλά μπορεί να χρησιμεύση ως χάρτης και ως μνημόνιο. Τα στάδια στην εξέλιξη των  ιδεών είχαν σχεδόν την ιδιότητα της εγελιανής διαλεκτικής: οι θεωρίες εξελίσσονταν κατά στάδια, που το καθένα  τους φαινόταν φυσικό,  ακριβώς  στ'  αντίθετά  των.  Αλλ'  οι  εξελίξεις  δεν  οφείλονταν μόνο στην εγγενή κίνηση των ιδεών∙ διέπονταν εξ ολοκλήρου από εξωτερικά περιστατικά και από την απήχηση των περιστατικών τούτων στα ανθρώπινα συναισθήματα. Ότι αυτή είναι η περίπτωση μπορεί να καταστή φανερό από ένα προέχον γεγονός: ότι στην Αμερική οι  ιδέες του φιλελευθερισμού δεν πέρασαν από κανένα στάδιο της εξελίξεως αυτής και παρέμειναν έως σήμερα όπως και στην εποχή του Λοκ. 

Παραμερίζοντας  τώρα  την  πολιτική  ας  εξετάσουμε  τις  διαφορές  μεταξύ  των  δυο  σχολών φιλοσοφίας,  που  μπορούν  γενικά  να  χαρακτηρισθούν  ως  ηπειρωτική  [ευρωπαϊκή]  και βρεταννική αντιστοίχως. 

Υπάρχει,  πρώτ'  απ'  όλα,  διαφορά  μεθόδου.  Η  Βρεταννική  φιλοσοφία  είναι  περισσότερο λεπτομερειακή  και  αποσπασματική  παρά  η  ηπειρωτική∙  όταν  επιτρέπει  στον  εαυτό  της κάποια  γενική  αρχή,  καταπιάνεται  να  την  αποδείξη  επαγωγικά  ερευνώντας  τις  διάφορες εφαρμογές της.  Έτσι, ο Χιουμ, αφού ανάγγειλε ότι δεν υφίσταται  ιδέα χωρίς προηγούμενην εντύπωση, επιχειρεί αμέσως να εξετάση την ακόλουθη αντίρρηση: υπόθεσε ότι βλέπεις δυο [χρωματικές] αποχρώσεις που είναι όμοιες αλλ' όχι ταυτόσημες∙ και υπόθεσε πως δεν έχεις δει  άλλην  απόχρωση  ενδιάμεση  μεταξύ  αυτών  των  δύο∙  μπορείς,  παρ'  όλα  αυτά,  να φαντασθής μια τέτοια απόχρωση; Δεν δίνει απάντηση στο ερώτημα, και θεωρεί ότι μια λύση αντιστρατευόμενη  τη  γενική  του αρχή δεν θα ήταν γι' αυτόν ολέθρια,  διότι η αρχή  του δεν είναι λογική αλλά εμπειρική. Όταν—για να πάρουμε τώρα την αντίθεση—ο Λάιμπνιτς ζητεί να εδραιώση  τη μοναδολογία  του,  λογικεύεται περίπου ως εξής: «Ό,τι  είναι σύνθετο πρέπει  ν' αποτελείται  από  απλά  μέρη∙  ό,τι  είναι  απλό  δεν  είναι  εκτατό,  συνεπώς  τα  πάντα αποτελούνται  από  μέρη  που  δεν  έχουν  έκταση.  Αλλ'  ό,τι  δεν  εκτείνεται  δεν  είναι  ύλη. Συνεπώς  τα  τελικά συστατικά  των πραγμάτων δεν είναι υλικά,  και αν δεν είναι υλικά,  είναι τότε ψυχικά. Συνεπώς ένα τραπέζι στην πραγματικότητα είναι μια αποικία ψυχών. 

Η διαφορά μεθόδου εδώ μπορεί να χαρακτηρισθή ως ακολούθως: Στον Λοκ ή στον Χιουμ, ένα σχετικά  μετρημένο  συμπέρασμα  μπορεί  να  εξαχθή  ύστερ'  από  μια  ευρεία  επισκόπηση πολλών  γεγονότων,  ενώ  στον  Λάιμπνιτς  ένα  πελώριο  οικοδόμημα  παραγωγικών συμπερασμάτων πυργούται επάνω στην καρφιτσοκεφαλή μιας λογικής αρχής. Στον Λάιμπνιτς, αν  η  αρχή  είναι  απολύτως  αληθής  και  τα  πορίσματα  τελείως  έγκυρα,  έχει  καλώς∙  αλλά  το οικοδόμημα  είναι  ασταθές  και  το  παραμικρότερο  ελάττωμα  οπουδήποτε  το  σωριάζει  σ' ερείπια.  Αντιθέτως,  στον  Λοκ  ή  τον  Χιουμ,  η  βάση  της  πυραμίδας  βρίσκεται  στο  στέρεο έδαφος του διαπιστωμένου γεγονότος, και η πυραμίδα λεπταίνει προοδευτικά προς τα επάνω 

Page 118: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

και  όχι  προς  τα  κάτω,  συνεπώς  η  ισορροπία  είναι  σταθερή  και  ένα  ελάττωμα  εδώ  ή  εκεί μπορεί  να  διορθωθή  χωρίς  ολική  καταστροφή.  Αυτή  η  διαφορά  μεθόδου  επέζησε  της προσπάθειας του Καντ να ενσωματώση κάτι από την εμπειρική φιλοσοφία: από τον Καρτέσιο στον  Έγελο  απ'  τη  μια  μεριά  και  από  τον  Λοκ  στον  Τζων  Στιούαρτ  Μιλλ  από  την  άλλη, παραμένει αναλλοίωτη. 

Η  διαφορά  στη  μέθοδο  συνδέεται  με  ποικίλες  άλλες  διαφορές.  Ας  πάρουμε  πρώτα  τη μεταφυσική. 

Ο Καρτέσιος προσέφερε μεταφυσικές αποδείξεις  της υπάρξεως  του Θεού,  η σημαντικότερη από  τις  οποίες  επινοήθηκε  τον  ενδέκατον  αιώνα  από  τον  άγιο  Άνσελμο,  Αρχιεπίσκοπο  της Καντερβουρίας. Ο Σπινόζα είχε ένα πανθεϊστικό Θεό που στους ορθόδοξους εφαίνετο να μην είναι  διόλου  Θεός∙  όπως  και  νάναι,  τα  επιχειρήματα  του  Σπινόζα  ήσαν  ουσιαστικώς μεταφυσικά, και  ιχνηλατούνται  (παρ' ότι ενδέχεται να μη το συνειδητοποιούσε) στη θεωρία ότι κάθε πρόταση πρέπει να έχει ένα υποκείμενο και ένα κατηγορούμενο. Η μεταφυσική του Λάιμπνιτς είχε την ίδια πηγή. 

Στον  Λοκ,  η  φιλοσοφική  κατεύθυνση  που  εγκαινίασε  δεν  έχει  ακόμη  πλήρως  αναπτυχθή∙ δέχεται ως ισχυρά τα επιχειρήματα του Καρτέσιου ως προς την ύπαρξη του Θεού. Ο Μπέρκλυ επινόησε μια εντελώς νέα απόδειξη∙ αλλ' ο Χιουμ—στον οποίον η νέα φιλοσοφία φτάνει στην πλήρωσή  της—απέρριπτε  εξ  ολοκλήρου  τη  μεταφυσική,  και  υποστήριζε  πως  δεν  είναι δυνατόν ν' αποκαλυφθή τίποτε δια του συλλογισμού επί των θεμάτων με τα οποία ασχολείται η  μεταφυσική.  Η  άποψη  αυτή  επικρατούσε  στην  εμπειριοκρατική  σχολή,  ενώ  η  αντίθετη άποψη, κάπως τροποποιημένη, επικρατούσε στον Καντ και στους μαθητές του. 

Στην ηθική υπάρχει παρόμοια διαίρεση μεταξύ των δυο σχολών. 

Ο Λοκ, όπως είδαμε, πίστευε ότι η ηδονή είναι το αγαθόν, και αυτή ήταν η κρατούσα γνώμη μεταξύ  των  εμπειριοκρατών  ολόκληρο  τον  δέκατον  όγδοο  και  τον  δέκατον  ένατον  αιώνα. Αντιθέτως,  οι  αντίπαλοί  των  καταφρονούσαν  την  ηδονή  ως  χυδαία  και  είχαν  διάφορα συστήματα ηθικής που φαίνονταν περισσότερον υψηλά. Ο Χομπς απέδιδε αξία στη δύναμη και  ο  Σπινόζα  συμφωνούσε  μέχρις  ενός  ορισμένου  σημείου  με  τον  Χομπς.  Υπάρχουν  στον Σπινόζα  δυο ασυμφιλίωτες απόψεις  περί  ηθικής,  η  μια,  του  Χομπς,  και  η  άλλη  ότι  το  καλό συνίσταται  στη  μυστική  ένωση με  τον Θεό.  Η  συμβολή  του Λάιμπνιτς  στην  ηθική  δεν  ήταν σημαντική,  αλλ'  ο  Καντ  κατέστησε  την  ηθική  υπερέχουσα  και  αντλούσε  τη  μεταφυσική  του από ηθικές προϋποθέσεις. Η ηθική του Καντ είναι σημαντική διότι είναι αντι‐ωφελιμιστική, a priori, και αυτό που λέμε «ευγενής». 

Ο Καντ λέγει ότι αν είσαι καλός με τον αδελφό σου διότι τον αγαπάς, δεν έχει ηθική αξία∙ τότε μόνον μια πράξη έχει ηθική αξία όταν εκτελείται διότι το επιβάλλει ο ηθικός νόμος. Παρ' ότι η ηδονή δεν αποτελεί  το αγαθόν,  θα ήταν  εν  τούτοις άδικο—αυτό υποστηρίζει  ο  Καντ—αν ο ενάρετος υπέφερε. Εφ' όσον αυτό συμβαίνει στον κόσμο τούτο, πρέπει να υπάρχει κάποιος άλλος  κόσμος  όπου  οι  ενάρετοι  αμείβονται  μετά  θάνατον  και  πρέπει  να  υπάρχει  κάποιος Θεός που να ασφαλίζει τη δικαιοσύνη στην άλλη ζωή. Απορρίπτει όλα τα παλαιά μεταφυσικά επιχειρήματα  περί  Θεού  και  αθανασίας,  αλλά  θεωρεί  το  νέο  ηθικό  επιχείρημά  του ακαταμάχητο. 

Ο  Καντ  ο  ίδιος  ήταν  ένας  άνθρωπος  του  οποίου  η  νοοτροπία  στα  πρακτικά  ζητήματα  ήταν αγαθή και φιλάνθρωπη, αλλά δεν μπορεί να λεχθή το ίδιο για τους περισσότερους εξ εκείνων που  απόρριπταν  την  ευτυχία  ως  το  αγαθόν.  Το  είδος  ηθικής  που  καλείται  «ευγενές» συνδυάζεται  λιγότερο  με  τις  προσπάθειες  βελτιώσεως  του  κόσμου  και  περισσότερο  με  την πιο  εγκόσμιαν  άποψη  ότι  θα  έπρεπε  να  επιζητούμε  να  καταστήσουμε  τους  ανθρώπους ευτυχέστερους.  Και  δεν  είναι  τούτο  εκπληκτικό.  Η  καταφρόνεση  της  ευτυχίας  είναι 

Page 119: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ευκολότερη  όταν  η  ευτυχία  ανήκει  στους  άλλους  ανθρώπους  παρά  σε  μας.  Συνήθως  το υποκατάστατο  της  ευτυχίας  είναι  κάποιο  είδος  ηρωισμού.  Και  αυτό  δημιουργεί ασυναισθήτως  την  παρόρμηση  προς  τη  δύναμη  και  προμηθεύει  άφθονες  δικαιολογίες  στη θηριωδία. Ή, πάλιν, αυτό που εκτιμάται μπορεί να είναι η έντονη συγκίνηση, —  και ήταν η περίπτωση  των  ρομαντικών.  Γι'  αυτό  κ'  έχουμε  την  ανοχή  παθών  όπως  το  μίσος  και  η εκδίκηση∙  οι  ήρωες  του  Βύρωνος  είναι  πρότυπα  του  είδους  και  δεν  είναι  ποτέ  πρόσωπα υποδειγματικής  διαγωγής.  Οι  άνθρωποι  που  συνέβαλαν  περισσότερο  στην  προαγωγή  της ανθρώπινης ευτυχίας, ήσαν, όπως έπρεπε να το περιμένει κανείς, εκείνοι που θεωρούσαν την ευτυχία ως πράγμα σπουδαίο, και όχι εκείνοι που την περιφρονούσαν συγκρίνοντάς την προς κάτι  άλλο  «υψηλότερο».  Εξάλλου,  η  ηθική  ενός  ανθρώπου  συνήθως  κατοπτρίζει  τον χαρακτήρα του,  και η καλοκαγαθία οδηγεί στην επιθυμία για τη γενική ευδαιμονία. Έτσι, οι άνθρωποι  που  θεωρούσαν  την  ευτυχία  ως  σκοπό  της  ζωής,  έτειναν  να  είναι  και  οι  πιο καλοπροαίρετοι,  ενώ  εκείνοι  που  έταζαν  άλλους  σκοπούς,  εκυριαρχούντο  ασυνείδητα  από σκληρότητα ή από φιλαρχία. 

Οι  ηθικές  αυτές  διαφορές  συνήθως,  αλλ'  όχι  πάντοτε,  συνδυάζονται  με  τις  διαφορές  στην πολιτική. Ο Λοκ, όπως είδαμε, δεν είναι ισχυρογνώμων στις απόψεις του, διόλου δογματικός, και  διατεθειμένος  ν'  αφίνει  κάθε  ζήτημα  να  λύεται  με  την  ελεύθερη  συζήτηση.  Το αποτέλεσμα και στην περίπτωσή του και στην περίπτωση των οπαδών του, ήταν να πιστεύουν στη  μεταρρύθμιση,  αλλά  τη  βαθμιαία.  Μιας  και  τα  φιλοσοφικά  συστήματά  των  ήσαν αποσπασματικά και αποτέλεσμα χωριστών ερευνών επί διαφορετικών προβλημάτων,  και οι πολιτικές των απόψεις έτειναν φυσικά να έχουν τον ίδιο χαρακτήρα. Απόφευγαν τα πλατειά μονολιθικά προγράμματα,  και προτιμούσαν να εξετάζουν  το κάθε  ζήτημα χωριστά ανάλογα με  τα πλεονεκτήματά  του.  Και στην πολιτική,  όπως  και στη φιλοσοφία,  ήσαν άνθρωποι  της δοκιμής και του πειραματισμού. Απ' την άλλη μεριά, οι αντίπαλοί τους, που θεωρούσαν ότι μπορούσαν  «ν'  αδράξουν  όλο  αυτό  το  άθλιο  σχήμα  των  πραγμάτων  μέσ'  στα  χέρια  τους», είχαν μάλλον τη διάθεση «να το κατακομματιάσουν και να το  ξαναπλάσουν όπως η καρδιά του  ανθρώπου  το  ποθεί».  Θα  μπορούσαν  να  το  κάνουν  αυτό  σαν  επαναστάτες,  ή  σαν άνθρωποι που θα ήθελαν  ν'  αυξήσουν  το  κύρος  των  εξουσιών που υπήρχαν∙ αλλά  και  στις δυο  περιπτώσεις,  δεν  ορρωδούσαν  μπροστά  στη  βία  κατά  την  επιδίωξη  πελώριων αντικειμενικών σκοπών, και καταδίκαζαν την ειρηνοφιλία ως ποταπή. 

Το μέγα πολιτικό μειονέκτημα του Λοκ και των μαθητών του, από τη σύγχρονη άποψη, ήταν η λατρεία τους προς την ιδιοκτησία. Αλλ' εκείνοι που τους επέκριναν γι' αυτό, συχνά το έκαναν προς το συμφέρον τάξεων που ήσαν περισσότερο βλαβερές από τους κεφαλαιοκράτες, όπως είναι  οι  μονάρχες,  οι  αριστοκράτες  και  οι  μιλιταριστές.  Ο  αριστοκράτης  γαιοκτήμονας  που εισπράττει  το εισόδημά του χωρίς προσπάθεια και μόχθο και κατά συνήθεια που επικρατεί από αμνημονεύτων χρόνων, δεν θεωρεί τον εαυτό του παραδοσκούληκα κι ούτε τον θεωρούν τέτοιον όσοι αποφεύγουν να κυττάζουν κάτω από τη γραφική επιφάνεια. Ο επιχειρηματίας, αντιθέτως, έχει επιδοθή ενσυνείδητα στην επιδίωξη του πλούτου, και ενώ οι δραστηριότητές του ήσαν κατά το μάλλον ή ήττον ασυνήθιστες, είχαν προκαλέσει στους άλλους δυσαρέσκεια που  δεν  ένοιωθαν  απέναντι  των  «ευγενών»  απομυζήσεων  του  γαιοκτήμονα.  Δηλαδή  αυτό συνέβαινε με  τους συγγραφείς  της μεσαίας  τάξεως και μ'  εκείνους που  τους διάβαζαν∙ δεν συνέβαινε  το  ίδιο  και  με  τους  χωριάτες,  όπως  εμφανίζονται  στη  Γαλλική  και  τη  Ρωσική Επανάσταση. Αλλ' οι χωριάτες είναι συνήθως βωβοί. 

Οι περισσότεροι από τους αντίπαλους του Λοκ έτρεφαν θαυμασμό για τον πόλεμο διότι είναι ηρωικός  και  συνεπάγεται  την  περιφρόνηση  της  άνεσης  και  της  καλοπέρασης.  Αντιθέτως, εκείνοι  που  υιοθετούσαν  ωφελιμιστική  ηθική,  έτειναν  να  θεωρούν  τους  περισσότερους πολέμους  παραφροσύνη.  Και  τούτο  επίσης,  τουλάχιστον  στον  δέκατον  ένατον  αιώνα,  τους καθιστούσε  σύμμαχους  των  κεφαλαιοκρατών  που  μισούσαν  τους  πολέμους,  διότι παρενέβαιναν στο εμπόριο. Το κίνητρο των κεφαλαιοκρατών εμπνεόταν φυσικά από καθαρό 

Page 120: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

συμφέρον  αλλ'  οδηγούσε  σε  απόψεις  περισσότερο  σύμφωνες  με  το  γενικό  συμφέρον  από όσον ήσαν οι απόψεις των μιλιταριστών και των φιλολογικών υποστηρικτών των. Η αλήθεια είναι  πως  η  άποψη  των  καπιταλιστών  απέναντι  του  πολέμου  κυμαινόταν.  Οι  πόλεμοι  της Αγγλίας  του  δέκατου  όγδοου  αιώνα,  εκτός  από  τον  Αμερικανικό  πόλεμο,  ήσαν  γενικά επικερδείς και υποστηρίζονταν από τους επιχειρηματίες∙ αλλά καθ' όλον τον δέκατον ένατον αιώνα,  μέχρι  και  των  τελευταίων  χρόνων,  ευνοούσαν  μάλλον  την  ειρήνη.  Κατά  τους νεότερους  καιρούς,  οι  μεγαλοεπιχειρηματίες,  παντού,  ήρθαν  σε  τόσο  στενές  σχέσεις  με  το εθνικό Κράτος, ώστε η κατάσταση άλλαξε κατά πολύ. Αλλ' ακόμη και τώρα, τόσο στην Αγγλία όσο και στην Αμερική, οι μεγαλοεπιχειρηματίες γενικά απεχθάνονται τον πόλεμο. 

Η φωτισμένη ιδιοτέλεια δεν είναι, βεβαίως, από τα υψηλότερα των κινήτρων, συνήθως όμως εκείνοι που την κακολογούν, υποκαθιστούν σ' αυτήν,  είτε  τυχαία είτε από σκοπού, κίνητρα πολύ χειρότερα,  όπως  το μίσος,  ο φθόνος και η φιλαρχία.  Γενικά,  η σχολή που οφείλει  την καταγωγή της στον Λοκ και που κήρυσσε τη φωτισμένη ιδιοτέλεια, έκανε περισσότερα για την προαγωγή  της  ανθρώπινης  ευτυχίας  και  πολύ  λιγότερα  για  την  επαύξηση  της  ανθρώπινης δυστυχίας,  παρ'  όσον οι  σχολές που  την  καταφρονούσαν  εν ονόματι  του ηρωισμού  και  της αυτοθυσίας.  Δεν  λησμονώ  τη φρίκη  της  βιομηχανοκρατίας  των  πρώτων  χρόνων,  αλλ'  αυτή, στο  κάτω‐κάτω,  μετριαζόταν  μέσα  στο  ίδιο  το  σύστημα.  Και  σ'  αυτήν  αντιπαραβάλλω  τη ρωσική δουλεία, τα κακά του πολέμου και τη συγκομιδή του φόβου και του μίσους, και τον αναπόφευκτο  σκοταδισμό  εκείνων  που προσπαθούσαν  να  διατηρήσουν  παλαιά  συστήματα όταν έχουν πια χάσει τη ζωτικότητά τους. 

Page 121: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVI ΜΠΕΡΚΛΥ 

Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΕΡΚΛΥ  [George Berkeley]  (1685‐1753) είναι σημαίνων στη φιλοσοφία με την άρνησή  του  για  την  ύπαρξη  της  ύλης  —  άρνηση  που  υποστήριξε  με  σειρά  ευφυών επιχειρημάτων. Υποστήριζε ότι τα υλικά αντικείμενα υπάρχουν μόνον δια των παραστάσεών μας. Στην αντίρρηση ότι, στην περίπτωση αυτή, ένα δέντρο, λόγου χάρη, θάπαυε να υπάρχει αν κανένας δεν το κύτταζε, απαντούσε ότι ο Θεός βλέπει πάντοτε τα πάντα∙ αν δεν υπήρχε Θεός,  ό,τι  εμείς  εκλαμβάνουμε ως  υλικά αντικείμενα θα  είχαν  σπασμωδική  ζωή,  πηδώντας ξαφνικά από την ανυπαρξία στην ύπαρξη όταν θα ρίχναμε τα βλέμματά μας επάνω τους∙ αλλά τώρα, λόγω των παραστάσεων του Θεού, δένδρα, βράχια και λίθοι έχουν ζωή συνεχή όπως την αντιλαμβάνεται ο κοινός νους. Τούτο, κατά τη γνώμη του, αποτελεί βαρύνον επιχείρημα για την ύπαρξη του Θεού. Ένα ευθυμογραφικό πεντάστιχο του Ρόναλδ Νοξ [Ronald Knox], με την απάντησή του, εκθέτει τη θεωρία του Μπέρκλυ περί υλικών αντικειμένων: 

Κάποιος νέος έχει πει πως ο «ο Θεός Θα το βρίσκει ολότελα παράξενο Αν το δέντρο τούτο Ξακολούθαγε να υπάρχει Όταν δεν είναι ψυχή μέσ' στην αυλή». 

ΑΠΟΚΡΙΣΗ 

Φίλε Κύριε, Παράξενη η δική σας είναι η απορία: Εγώ είμαι πάντα στην αυλή Γι' αυτό το δέντρο υπάρχει Μιας και πάντα το κυττάζει (ο) Λίαν υμέτερος, 

                                   ΘΕΟΣ 

Ο Γεώργιος Μπέρκλυ ήταν  Ιρλανδός και σε ηλικία είκοσι δύο ετών είχε γίνει καθηγητής στο Κολλέγιο της Αγ. Τριάδος [Trinity College] του Δουβλίνου. Ο Σουίφτ [Swift]76 τον παρουσίασε στην αυλή  και η φίλη  του Σουίφτ,  Βανέσσα77  του είχε αφίσει  τη μισή περιουσία  της.  Έκανε σχέδια να ιδρύση ένα κολλέγιο στις Βερμούδες και για το σκοπό αυτό ταξίδεψε στην Αμερική, αλλ'  αφού  έμεινε  τρία  χρόνια  (1728‐31)  στη  Ροντ  Άιλαντ,  γύρισε  στην  πατρίδα  του εγκαταλείποντας το σχέδιο. Σ' αυτόν οφείλεται ο γνωστός στίχος: 

Ο δρόμος της αυτοκρατορίας τραβάει δυτικά 

κατόπιν  του  οποίου  η  πόλη Μπέρκλυ  της  Καλιφόρνιας  πήρε  τ'  όνομά  του.  Στα  1734  έγινε επίσκοπος  του  Κλόυν  [Cloyne].  Στα  τελευταία  χρόνια  της  ζωής  του  είχε  εγκαταλείψει  τη φιλοσοφία για το κατραμόνερο78 που σ' αυτό απέδιδε θαυματουργές θεραπευτικές ιδιότητες. Για το κατραμόνερο είχε γράψει: «Αυτά είναι τα κύπελλα που ευφραίνουν, αλλά δεν μεθούν» — που μας είναι περισσότερο οικείο από τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό του Κόουπερ [Cowper] για το τσάι. 

Τα καλύτερα έργα του τα έγραψε όταν ήταν ακόμη πολύ νέος: Μια νέα θεωρία περί οράσεως, στα 1709, τις Αρχές της Ανθρώπινης γνώσεως στα 1710, τους Διαλόγους Ύλα και Φιλόνου, στα 1713. Τα συγγράμματά του μετά την ηλικία των είκοσι οχτώ ετών ήσαν μικρότερης σημασίας. 

Page 122: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Είναι πολύ γοητευτικός συγγραφέας με γλαφυρό ύφος. 

Τα  επιχειρήματά  του  εναντίον  της  ύλης  εκτίθενται  πειστικότερα  στους  Διαλόγους  Ύλα  και Φιλόνου. Από τους διαλόγους αυτούς προτίθεμαι να εξετάσω μόνον τον πρώτο και την αρχή του  δεύτερου,  μιας  και  ό,τι  λέγεται  κατόπιν  είναι,  κατά  τη  γνώμη  μου,  δευτερότερης σημασίας. Στο τμήμα του έργου που θα εξετάσω, ο Μπέρκλυ προβάλλει ισχυρά επιχειρήματα υπέρ  ενός  σημαντικού  συμπεράσματος,  παρ'  ότι  το  συμπέρασμα  τούτο  δεν  είναι  ακριβώς εκείνο που νομίζει ότι αποδεικνύει. Νομίζει πως αποδεικνύει ότι η πάσα πραγματικότης είναι πνευματική∙  αυτό  όμως  που  αποδεικνύει  είναι  ότι  αντιλαμβανόμαστε  ιδιότητες  και  όχι πράγματα, και ότι οι ιδιότητες είναι σχετικές με τον φορέα των παραστάσεων. 

Θ' αρχίσω με μια απλή έκθεση του τι μου φαίνεται σπουδαίο στους Διαλόγους∙ κατόπιν θα επιχειρήσω την κριτική του υλικού και τελικά θα εκθέσω τα σχετικά προβλήματα όπως εγώ τα βλέπω. 

Τα  πρόσωπα  στους  Διαλόγους  είναι  δυο:  Ο  Ύλας,  που  αντιπροσωπεύει  τον  επιστημονικά μορφωμένον κοινόν νουν, και ο Φιλόνους που είναι ο Μπέρκλυ. 

Έπειτα από μερικές φιλικές παρατηρήσεις, ο Ύλας λέγει πως έφτασαν στ' αφτιά του περίεργα πράγματα για τις γνώμες του Φιλόνου, ότι δηλαδή δεν πιστεύει στην υλική ουσία. «Ημπορεί, αναφωνεί,  να υπάρξη  εξωφρενικότερο  και απεχθέστερο στον Κοινόν Νουν,  ή περισσότερον αυτόδηλη  εκδήλωση  Σκεπτικισμού,  από  το  να  πιστεύει  κανείς  ότι  δεν  υπάρχει  ύλη;».  Ο Φιλόνους  απαντά  ότι  δεν  αρνείται  την  ύπαρξη  των  αισθητών  πραγμάτων,  δηλ.  των πραγμάτων  που  αντιλαμβανόμαστε  άμεσα  δια  των  αισθήσεων,  αλλ'  ότι  δεν  βλέπουμε  τα αίτια  των  χρωμάτων  ούτε  και  ακούμε  τα  αίτια  των  ήχων.  Και  οι  δυο  συμφωνούν  πως  οι αισθήσεις δεν σχηματίζουν συμπεράσματα. Ο Φιλόνους  τονίζει  ότι με  την όραση βλέπουμε μόνο φως,  χρώμα και σχήμα,  με  την ακοή ακούμε μόνο ήχους και ούτω καθεξής.  Συνεπώς, εξόν από αισθητές  ιδιότητες,  δεν υπάρχει  τίποτε  το αισθητό,  και  τα αισθητά πράγματα δεν είναι παρά αισθητές ιδιότητες ή συνδυασμοί αισθητών ιδιοτήτων. 

Ο Φιλόνους αναλαμβάνει τώρα ν' αποδείξει ότι «η πραγματικότητα των αισθητών πραγμάτων συνίσταται στο ότι έχομε παραστάσεις αυτών», [Esse = percipi], αντίθετα προς τη γνώμη του Ύλα ότι «το υπάρχειν είν' ένα πράγμα και το παρίστασθαι είν' άλλο». Το ότι τα δεδομένα των αισθήσεων είναι πνευματικά  [ψυχικά]  είναι μια άποψη που ο Φιλόνους υποστηρίζει με μια λεπτομερειακή εξέταση των διαφόρων αισθήσεων. Αρχίζει με τη θερμότητα και με το ψύχος. Η  μεγάλη  ζέστη,  λέγει,  είναι  οδυνηρή,  και  συνεπώς  πρέπει  να  βρίσκεται  στο  πνεύμα.  Κατ' ακολουθίαν η  ζέστη είναι πνευματική∙  το  ίδιο επιχείρημα χρησιμοποιεί και για το κρύο,  και ενισχύεται από το περίφημο επιχείρημα περί χλιαρού νερού. Όταν το ένα σας χέρι είναι ζεστο και το άλλο κρύο, και τα βάλετε και τα δυο στο χλιαρό νερό, αισθάνεσθε τότε το νερό κρύο στο ένα χέρι και ζεστό στο άλλο∙ αλλά το νερό δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα ζεστό και κρύο. Αυτό αποτελειώνει τον Ύλα, που αναγνωρίζει ότι «η θερμότητα και το ψύχος είναι αισθήματα που υφίστανται απλώς στο πνεύμα μας». Όμως παρατηρεί ελπιδοφόρα πως απομένουν και άλλες αισθητές ιδιότητες. 

Ο Φιλόνους παίρνει κατόπιν τις γεύσεις. Τονίζει ότι η γλυκειά γεύση είναι ηδονή, ενώ η πικρή γεύση είναι πόνος, και ότι ηδονή και πόνος είναι πνευματικά και τα δύο. Το ίδιο επιχείρημα ισχύει και για τις οσμές, εφ' όσον είναι ευχάριστες ή δυσάρεστες. 

Ο  Ύλας  καταβάλλει  ρωμαλέα  προσπάθεια  να  περισώση  τον  ήχο,  ο  οποίος,  λέγει,  είναι  μια κίνηση μέσα σε αέρα, όπως μπορεί να το διαπιστώση κανείς από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ήχοι  μέσα  σε  κενό.  Πρέπει,  λέγει,  «να  κάνουμε  διάκριση  μεταξύ  του  ήχου  όπως  γίνεται αντιληπτός  από  μας  και  του  ήχου  όπως  είναι  καθ'  εαυτόν,  ή  μεταξύ  του  ήχου  που αντιλαμβανόμαστε άμεσα και εκείνου που υπάρχει χωρίς εμάς». Ο Φιλόνους τονίζει ότι αυτό 

Page 123: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

που  ο  Ύλας  ονομάζει  «πραγματικόν»  ήχο,  εφ'  όσον  είναι  κίνηση,  μπορεί  να  γίνη  ορατό  ή αισθητό, αλλ' ασφαλώς δεν μπορεί  να γίνη και ακουστό,  συνεπώς δεν  είναι ήχος όπως  τον γνωρίζουμε  από  την  παράστασή  μας.  Ως  προς  αυτό  ο  Ύλας  συμφωνεί  ότι «και  οι  ήχοι  δεν έχουν πραγματικήν υπόσταση χωρίς το πνεύμα». 

Έρχονται τώρα στα χρώματα και ο Ύλας αρχίζει εμπιστευτικά: «Συγγνώμην: η περίπτωση των χρωμάτων είναι πολύ διάφορη. Μπορεί να υπάρξη τίποτε σαφέστερο από το γεγονός ότι τα βλέπουμε επάνω στ' αντικείμενα; Υποστηρίζει ότι ουσίες που υπάρχουν έξω από το πνεύμα, έχουν  τα  χρώματα  που  βλέπουμε  επάνω  των.  Αλλ'  ο  Φιλόνους  δεν  δυσκολεύεται  να καταρρίψη και αυτή την άποψη. Αρχίζει με τα νέφη στο ηλιοβασίλεμα, που είναι κόκκινα και χρυσαφιά,  και  παρατηρεί  πως  ένα  νέφος,  όταν  είσαι  κοντά  του,  δεν  έχει  τέτοια  χρώματα. Προχωρεί  στις  διαφορές  που  εμφανίζουν  τα  πράγματα  κάτω  από  το  μικροσκόπιο  και  στην κιτρινίλα που εμφανίζει κάθε τι στον άνθρωπο που έχει ίκτερο. Και πολύ μικρά έντομα, λέγει, πρέπει  να  είναι  ικανά  να  βλέπουν  πολύ  μικρότερα  αντικείμενα  από  εκείνα  που  μπορούμε εμείς  να  δούμε.  Σ'  αυτό  επάνω  ο  Ύλας  λέγει  πως  το  χρώμα  δεν  βρίσκεται  στ'  αντικείμενα, αλλά στο φως∙ είναι, λέγει, μια λεπτή ρευστή ουσία. Ο Φιλόνους παρατηρεί, όπως και στην περίπτωση του ήχου, ότι κατά τον Ύλα τα «πραγματικά» χρώματα είναι κάτι διαφορετικό από το κόκκινο και το γαλάζιο που βλέπουμε, και συνεπώς η άποψη δεν στέκει. 

Σ'  αυτό  επάνω,  ο  Ύλας  υποχωρεί  σ'  ό,τι  αφορά  όλες  τις  δευτερογενείς  ιδιότητες  αλλ' εξακολουθεί να λέγει ότι οι πρωταρχικές  ιδιότητες, και κυρίως το σχήμα και η κίνηση, είναι έμφυτες  σ'  εξωτερικά  μη  νοούντα  όντα.  Σ'  αυτό  ο  Φιλόνους  απαντά  ότι  τα  πράγματα φαίνονται μεγάλα όταν είμαστε κοντά τους και μικρά όταν είμαστε μακριά, και ότι μια κίνηση μπορεί να φανεί γοργή στον ένα και στον άλλον αργή. 

Στο σημείο τούτο ο Ύλας επιχειρεί ένα νέο ξεκίνημα. Έκανε λάθος, λέγει, που δεν ξεχώρισε το αντικείμενο από  το αίσθημα∙  παραδέχεται ότι  η πράξη  του αντιλαμβάνεσθαι  είναι  νοητική, αλλ' όχι και αυτό που έχει καταστή αντιληπτό∙ τα χρώματα, λόγου χάρη, «έχουν πραγματική υπόσταση  έξω  από  το  πνεύμα,  σε  κάποια  μη  νοούσαν  ουσία».  Και  σ'  αυτό  ο  Φιλόνους απαντά:  «Το  ότι  ένα  οποιοδήποτε  άμεσο  αντικείμενο  των  αισθήσεων  —  δηλαδή  μια οποιαδήποτε  ιδέα ή συνδυασμός  ιδεών — θα ήταν δυνατόν να υπάρξη σε μια μη νοούσαν ουσία,  ή  που  βρίσκεται  έξω  από  όλα  τα  πνεύματα,  αποτελεί  αυτόδηλη  αντίφαση».  Θα παρατηρηθή  ότι  στο  σημείο  τούτο  το  επιχείρημα  καθίσταται  λογικό  και  δεν  είναι  πια εμπειρικό. Λίγες σελίδες υστερότερα ο Φιλόνους λέγει: «Ο,τιδήποτε γίνεται άμεσα αντιληπτό είναι ιδέα∙ μπορεί, λοιπόν, μια ιδέα να υπάρξη έξω από το πνεύμα;». 

Ύστερ'  από  μια  μεταφυσική  συζήτηση  περί  ουσίας,  ο  Ύλας  επανέρχεται  στη  συζήτηση  περί οπτικών  αισθημάτων,  με  το  επιχείρημα  ότι  βλέπει  πράγματα  από  απόσταση.  Σ'  αυτό  ο Φιλόνους απαντά ότι το ίδιο αληθεύει και για τα πράγματα που βλέπουμε στα όνειρα, που ο καθένας παραδέχεται ότι είναι πνευματικά∙ περαιτέρω, ότι η απόσταση δεν γίνεται αντιληπτή από την όραση, αλλά κρίνεται ως το αποτέλεσμα της πείρας, και ότι σ' έναν όνθρωπο που έχει γεννηθή  τυφλός  αλλά  που  τώρα  είναι  ικανός  για  πρώτη  φορά  να  δει,  τα  αντικείμενα  της οράσεως δεν θα του φαίνονταν μεμακρυσμένα. 

Στην αρχή του Δεύτερου Διαλόγου, ο Ύλας διατείνεται ότι μερικά σημεία στον εγκέφαλο είναι τα αίτια των αισθημάτων, αλλ' ο Φιλόνους απαντά ότι «ο εγκέφαλος, εφ' όσον είναι αισθητό πράγμα, υπάρχει μόνον στο πνεύμα». 

Οι υπόλοιποι Διάλογοι είναι λιγότερο ενδιαφέροντες και δεν χρειάζεται να εξετασθούν. 

Ας κάνουμε τώρα την κριτική ανάλυση των ισχυρισμών του Μπέρκλυ. 

Το  επιχείρημα  του  Μπέρκλυ  αποτελείται  από  δυο  μέρη.  Αφ'  ενός  ισχυρίζεται  ότι  δεν βλέπουμε υλικά πράγματα αλλά μόνον χρώματα, ήχους κλπ.,  και αφ'  ετέρου ότι αυτά είναι 

Page 124: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

«πνευματικά» ή είναι «μέσα στο πνεύμα». Ο συλλογισμός του είναι απολύτως πειστικός ως προς το πρώτο σημείο, αλλ' ως προς το δεύτερο πάσχει από την απουσία κάθε ορισμού της λέξεως  «πνευματικός».  Στην  πραγματικότητα  βασίζεται  στην  παραδεδεγμένην  άποψη  πως κάθε πράγμα ή είναι υλικό [σωματικό] ή είναι πνευματικό, και ότι δεν μπορεί να είναι και τα δυο. 

Όταν λέγει ότι αντιλαμβανόμαστε ιδιότητες και όχι «πράγματα» ή «υλικές ουσίες» και ότι δεν υπάρχει  λόγος  να  υποθέτουμε  ότι  οι  διάφορες  ιδιότητες  που  ο  κοινός  νους  θεωρεί  ότι ανήκουν όλες σ' ένα «πράγμα» αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας ουσίας ξεχωριστής από το καθένα και από όλα, ο συλλογισμός του μπορεί να γίνη δεκτός. Αλλ' όταν, προχωρώντας, λέγει ότι οι αισθητές ιδιότητες — περιλαμβανομένων και των πρωταρχικών ιδιοτήτων — είναι «πνευματικές»,  τα επιχειρήματα είναι διαφόρων ειδών και η πειστικότητά  των κλιμακούται σε  βαθμούς  πειστικότητας.  Είναι  μερικά  που  επιχειρούν  ν'  αποδείξουν  τη  λογική αναγκαιότητα, ενώ άλλα είναι περισσότερον εμπειρικά. Ας πάρουμε πρώτα τα προηγούμενα. 

Ο Φιλόνους λέγει: «Ο,τιδήποτε γίνεται άμεσα αντιληπτό είναι ιδέα: μπορεί, λοιπόν, μια ιδέα να υπάρχει έξω από το πνεύμα;» Τούτο, όμως, θ' απαιτούσε μακρά συζήτηση περί του όρου «ιδέα».  Αν  υποστηρίζονταν  ότι  σκέψη  και  παράσταση  συνίστανται  σε  μια  σχέση  μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, θα ήταν δυνατόν να ταυτίσουμε το πνεύμα με το υποκείμενο, και  να  ισχυρισθούμε  ότι  δεν  υπάρχει  τίποτε  «μέσα»  στο  πνεύμα,  αλλά  μόνον  αντικείμενα «προ»  αυτού.  Ο Μπέρκλυ  συζητεί  την  άποψη  ότι  πρέπει  να  διακρίνουμε  την  ενέργεια  του αντιλαμβάνεσθαι από το αντιληπτό αντικείμενο, και ότι η πρώτη είναι «πνευματική» ενώ το δεύτερο  δεν  είναι.  Το  επιχείρημά  του  εναντίον  της  απόψεως αυτής  είναι  συγκεχυμένο,  και αναγκαστικά  θα  ήταν,  μιας  και  για  έναν  που  πιστεύει  στην  πνευματική  ουσία,  όπως  ο Μπέρκλυ,  δεν  υπάρχει  έγκυρο  μέσο  αναίρεσής  της.  Λέγει:  «Τ'  ότι  ένα  οποιοδήποτε  άμεσο αντικείμενο των αισθήσεων θα ήταν δυνατόν να υπάρξη σε μια μη νοούσαν ουσία, ή που θα βρισκόταν έξω απ' όλα τα πνεύματα, αποτελεί αυτόδηλη αντίφαση». Εδώ είναι ένα σόφισμα ανάλογο προς το ακόλουθο: «Είναι αδύνατο να υπάρχει ανηψιός χωρίς να υπάρχει θείος. Ο κ. Α  είναι ανηψιός,  συνεπώς  είναι  λογικά αναγκαίο  για  τον  κ.  Α  να  έχει  κάποιον θείο».  Είναι, ασφαλώς λογικώς αναγκαίο, δοθέντος ότι ο κ. Α είναι ανηψιός, αλλά δεν πρόκειται αυτό να το ανακαλύψουμε αναλύοντας τον κ. Α. Έτσι, αν κάτι είναι αντικείμενο των αισθήσεων, κάποιο πνεύμα  ενδιαφέρεται  γι'  αυτό∙  αλλά  δεν  συνέπεται  εξ  αυτού  ότι  το  ίδιο  πράγμα  δεν  θα υπήρχε αν δεν ήταν αντικείμενο των αισθήσεων. 

Υπάρχει  ένα  κάπως  ανάλογο  σόφισμα  σχετικά  με  ό,τι  αποτελεί  αντικείμενο  νοητικής συλλήψεως. Ο Ύλας διατείνεται ότι μπορεί να συλλάβει ένα σπίτι που κανείς δεν μπορεί να αντιληφθή  και  που  δεν  βρίσκεται  σε  κανένα  πνεύμα.  Ο  Φιλόνους  απαντά  πως  ο,τιδήποτε συλλάβει ο Ύλας βρίσκεται στο πνεύμα του, έτσι που το υποτιθέμενο σπίτι είναι σε τελευταία ανάλυση πνευματικό. Ο Ύλας θα έπρεπε να είχε απαντήσει: «Δεν εννοώ ότι έχω στο μυαλό μου  την  εικόνα  ενός  σπιτιού»∙  όταν  λέγω  ότι  μπορώ  συλλάβω  ένα  σπίτι  που  κανείς  δεν αντιλαμβάνεται, αυτό που θέλω πράγματι να πω είναι ότι μπορώ να αντιληφθώ την πρόταση «υπάρχει ένα σπίτι που ουδείς αντιλαμβάνεται», ή, ακόμη καλύτερα, «υπάρχει ένα σπίτι που κανείς ούτε αντιλαμβάνεται ούτε συλλαμβάνει». Η πρόταση αυτή αποτελείται εξ ολοκλήρου από  καταληπτές  λέξεις,  και  οι  λέξεις  είναι  σωστά  τοποθετημένες.  Δεν  ξέρω  αν  η  πρόταση είναι αληθής ή ψευδής, αλλ' είμαι βέβαιος ότι δεν μπορεί ν' αποδειχθή αντιφάσκουσα προς εαυτήν. Μερικές ανάλογες επίσης προτάσεις θα μπορούσαν ν' αποδειχθούν. Λόγου χάρη: ο αριθμός  των  δυνατών  πολλαπλασιασμών  δυο  ακεραίων  είναι  άπειρος,  συνεπώς  υπάρχουν μερικοί πολλαπλασιασμοί που κανείς δεν τους σκέφθηκε. Αν η απόδειξη του Μπέρκλυ ίσχυε, θ' απόδειχνε πως αυτό είν' αδύνατο. 

Το  συναφές  σόφισμα  είναι  πολύ  κοινό. Μπορούμε  χάρις  σ'  έννοιες  που αντλούμε  από  την εμπειρία,  να κατασκευάζουμε ορισμούς περί των τάξεων των οποίων μερικά ή όλα τα μέλη δεν υπήρξαν αντικείμενα εμπειρίας. Ας λάβουμε, λόγου χάρη, μια πάρα πολύ κοινή έννοια, ας 

Page 125: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

πούμε  «χαλίκια»∙  είναι  μια  εμπειρική  έννοια  που  πηγάζει  από  την  παράσταση.  Αλλά  δεν έπεται πως όλα τα χαλίκια έχουν γίνει αντικείμενο παραστάσεως, εκτός εάν έχουν περιλάβει το γεγονός της παραστάσεώς των στον ορισμό μας περί των «χαλικιών». Αν δεν το κάνουμε αυτό, η έννοια «χαλίκι εκτός παραστάσεως» είναι λογικά αναντίρρητη, παρά το γεγονός ότι είναι λογικά αδύνατο να έχουμε την παράσταση του καθενός χαλικιού. 

Σχηματικά, ο συλλογισμός είναι ως έπεται. Ο Μπέρκλυ λέγει: Τα αισθητά αντικείμενα πρέπει να  είναι  αισθητά.  Το  A  είναι  ένα  αισθητό  αντικείμενο.  Συνεπώς  το  Α  πρέπει  να  είναι «αισθητό». Αλλ' αν το «πρέπει» υποδεικνύει τη λογική αναγκαιότητα, ο συλλογισμός  ισχύει μόνον εάν το Α πρέπει να είναι αισθητό αντικείμενο. Ο συλλογισμός δεν αποδεικνύει ότι από ιδιότητες του Α διαφορετικές από την ιδιότητά του ως αισθητού, μπορεί να συναχθή ότι το Α είναι αισθητό.  Δεν αποδεικνύει,  λ.χ.,  ότι  χρώματα ουσιαστικώς αξεδιάλυτα από εκείνα που βλέπουμε, μπορεί να μην υπάρχουν όταν δεν τα βλέπουμε. Βασιζόμενοι σε λόγους καθαρά φυσιολογικούς, μπορούμε να πιστεύουμε πως αυτό δεν συμβαίνει, αλλ' οι λόγοι αυτοί είναι εμπειρικοί∙  από  λογική πλευρά,  τίποτε  δεν  εμποδίζει  να μην  υπάρχουν  χρώματα  εκεί  όπου δεν υπάρχει μάτι ή εγκέφαλος. 

Έρχομαι τώρα στα εμπειρικά επιχειρήματα του Μπέρκλυ. Εν πρώτοις είναι δείγμα αδυναμίας να  συνδυάζουμε  εμπειρικά  και  λογικά  επιχειρήματα,  διότι  τα  δεύτερα,  αν  είναι  έγκυρα, καθιστούν  τα  πρώτα  περιττά79.  Αν  υποστηρίζω  ότι  μια  [τετράγωνη]  πλατεία  [Square]  δεν μπορεί  να είναι κυκλική,  δεν θα επικαλεσθώ το γεγονός ότι  καμμιά  [τετράγωνη] πλατεία σ' οποιαδήποτε  γνωστή  πόλη  δεν  είναι  κυκλική.  Αλλ'  επειδή  απορρίψαμε  τα  λογικά επιχειρήματα, είναι ανάγκη να εξετάσουμε τα εμπειρικά επιχειρήματα σ' ό,τι αξίζουν. 

Το πρώτο από τα εμπειρικά επιχειρήματα είναι αρκετά παράξενο: Ότι η θερμότης δεν μπορεί να βρίσκεται στο αντικείμενο, διότι «ο σφοδρός και έντονος βαθμός θερμότητας είναι πολύ οδυνηρός»  και  δεν  μπορούμε  να  φαντασθούμε  «πράγμα,  στερούμενο  αντιληπτικής ικανότητας,  να  είναι  επιδεκτικό οδύνης ή ηδονής».  Υπάρχει  κάποια αμφισημία στην  έννοια της λέξεως «οδύνη» [πόνος], από την οποίαν ο Μπέρκλυ επωφελείται. Ημπορεί να σημαίνει την οδυνηρή ιδιότητα ενός αισθήματος, ή μπορεί να σημαίνει το αίσθημα που έχει αυτή την ιδιότητα.  Λέμε  ότι  ένα  σπασμένο  πόδι  είναι  οδυνηρό,  χωρίς  να  εξυπονοούμε  ότι  το  πόδι βρίσκεται στο μυαλό∙ μπορεί κατά τον ίδιο τρόπο η θερμότητα να προκαλεί πόνο και αυτό είν' όλο που πρέπει να υπονοούμε όταν λέμε ότι είναι πόνος. Το επιχείρημα λοιπόν τούτο είναι πτωχό. 

Το  επιχείρημα περί  του  ζεστού  και  του  κρύου  χεριού μέσα σε  χλιαρό  νερό,  ουσιαστικά,  θα μπορούσε μόνον ν' αποδείξη ότι αυτό που αισθανόμαστε στο πείραμα τούτο δεν είναι ζεστό και ψυχρό, αλλά ζεστότερο και ψυχρότερο. Και δεν υπάρχει τίποτε για ν' αποδείξη ότι αυτά είναι υποκειμενικά. 

Καθ' όσον αφορά τις γεύσεις επαναλαμβάνεται το επιχείρημα από την ηδονή [ευχαρίστηση] και  τον  πόνο  [δυσαρέσκεια]:  Η  γλυκύτητα  είναι  ηδονή  και  η  πικρίλα  είναι  πόνος [δυσαρέσκεια], συνεπώς και τα δυο είναι πνευματικά. Υποστηρίζεται επίσης ότι ένα πράγμα που μου φαίνεται γλυκό όταν είμαι καλά στην υγεία μου, μπορεί να έχει πικρή γεύση όταν είμαι άρρωστος. Ανάλογα επιχειρήματα χρησιμοποιούνται σχετικά με τις οσμές: μιας και είναι ευχάριστες  ή  δυσάρεστες  «δεν  μπορούν  να  υπάρχουν  πουθενά  αλλού  παρά  σε  μια αντιληπτική ουσία ή πνεύμα». Ο Μπέρκλυ προϋποθέτει, και εδώ και παντού, ότι κάθε τι που δεν αποτελεί μέρος της ύλης, πρέπει ν' αποτελεί μέρος μιας νοητικής ουσίας, και ότι τίποτε δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και πνευματικό και υλικό. 

Το  επιχείρημα  σχετικά  με  τον  ήχο  είναι  ad  hominem80.  Ο  Ύλας  λέγει  ότι  οι  ήχοι  είναι «πράγματι»  κινήσεις  στον  αέρα,  και  ο  Φιλόνους  απαντά  ότι  τις  κινήσεις  μπορούμε  να  τις δούμε ή να τις αισθανθούμε, αλλ' όχι και να τις ακούσουμε, έτσι που οι «πραγματικοί» ήχοι 

Page 126: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

είναι ανάκουστοι. Το επιχείρημα δεν φαίνεται και τόσον τίμιο, μιας και οι έννοιες της κίνησης, κατά τον Μπέρκλυ, είναι εξίσου υποκειμενικές όσο και άλλες. Οι κινήσεις που απαιτεί ο Ύλας, πρέπει κατ' ανάγκην να μην είναι αντιληπτές ούτε ευδιάκριτες. Το επιχείρημα εν τούτοις είναι ισχυρό εφ' όσον επισημαίνει ότι ο ήχος που ακούμε δεν μπορεί να ταυτισθή με τις κινήσεις του αέρα που η φυσική θεωρεί ως αίτιό του. 

Ο  Ύλας,  αφού  εγκατέλειψε  τις  δευτερογενείς  ιδιότητες,  δεν  είναι  ακόμη  έτοιμος  να εγκαταλείψει και τις πρωτογενείς, ήτοι, την Έκταση, τη Στερεότητα, τη Βαρύτητα, την Κίνηση και  την Αδράνεια. Φυσικά,  το επιχείρημα συγκεντρούται στην έκταση και  την κίνηση. Αν  τα πράγματα έχουν πραγματικά μεγέθη,  λέγει  ο Φιλόνους,  το  ίδιο πράγμα δεν μπορεί  να  έχει διαφορετικά  μεγέθη  ταυτόχρονα,  και  εν  τούτοις  φαίνεται  μεγαλύτερο  όταν  είμαστε  κοντά παρά όταν  είμαστε  μακρυά  του.  Και  αν  η  κίνηση  βρίσκεται  πράγματι  στο αντικείμενο,  πώς συμβαίνει η ίδια κίνηση να μπορεί να φαίνεται γοργή στον ένα και αργή στον άλλο; Νομίζω ότι τα επιχειρήματα του είδους αυτού ημπορούν μάλλον ν' αποδείξουν την υποκειμενικότητα της παραστάσεως του χώρου. Αλλ' η υποκειμενικότητα αυτή είναι σωματική∙ το ίδιο αληθεύει και  για  μια  φωτογραφική  μηχανή,  και  συνεπώς  δεν  αποδεικνύει  ότι  το  σχήμα  είναι «πνευματικό». Στον Δεύτερο Διάλογο ο Φιλόνους συνοψίζει τη συζήτηση ως εκεί που έφθασε, με  τις  λέξεις:  «Εκτός  από  τα  πνεύματα,  ό,τι  γνωρίζουμε  ή  συλλαμβάνουμε  είναι  δικές  μας ιδέες». Δεν θάπρεπε, βεβαίως, να εξαιρέσει τα πνεύματα, μιας και είναι εξίσου αδύνατο να γνωρίζουμε  το  πνεύμα  όσο  και  την  ύλη.  Τα  επιχειρήματα,  στην  πραγματικότητα,  είναι ταυτόσημα και στις δυο περιπτώσεις. 

Ας  προσπαθήσουμε  τώρα  να  καθορίσουμε  σε  τι  θετικά  συμπεράσματα  μπορούμε  να φθάσουμε από το είδος των επιχειρημάτων που εγκαινίασε ο Μπέρκλυ. 

Τα  πράγματα  καθώς  τα  γνωρίζουμε,  είναι  δέσμες  αισθητών  ιδιοτήτων:  ένα  τραπέζι,  λόγου χάρη, αποτελείται από το οπτικό του σχήμα, τη σκληρότητά του, το θόρυβο που βγάζει όταν το  κτυπάμε,  και  την  οσμή  του  (αν  έχει).  Οι  διάφορες  αυτές  ιδιότητες  έχουν  ορισμένες συνάφειες από  την  εμπειρία που οδηγεί  τον  κοινόν  νουν  να  τις  θεωρεί  ότι  ανήκουν  σ'  ένα «πράγμα»,  αλλ'  η  έννοια  του  «πράγματος»  ή  της  «ουσίας»  δεν  προσθέτει  τίποτε  στις αντιληπτές ιδιότητες, και είναι περιττή. Ως την ώρα είμαστε σε στερεό έδαφος. 

Αλλά  πρέπει  τώρα  να  αναρωτηθούμε  τι  εννοούμε  όταν  λέμε  «αντιλαμβανόμαστε».  Ο Φιλόνους υποστηρίζει, πως καθ' όσον αφορά τα αισθητά αντικείμενα, η πραγματικότητά των συνίσταται  στ'  ότι  γίνονται  αντικείμενα  αντιλήψεως  (παραστάσεως),  αλλά  δεν  μας  λέγει  τι υπονοεί  με  τη  λέξει  παράσταση.  Υπάρχει  μια  θεωρία  την  οποίαν  απορρίπτει,  και  κατά  την οποίαν η παράσταση είναι η σχέση μεταξύ ενός υποκειμένου και  ενός παραστατού81. Μιας και πίστευε ότι  το εγώ ήταν ουσία, θα μπορούσε να υιοθετήση αυτή τη θεωρία∙ εν  τούτοις τάχθηκε  εναντίον  της.  Για  όσους  απορρίπτουν  την  έννοια  ενός  ουσιαστικού  εγώ,  η  θεωρία τούτη είναι αδύνατη. Τι εννοούμε, λοιπόν, αποκαλώντας κάτι «παραστατό»; Μήπως σημαίνει τίποτε  περισσότερο  από  το  ότι  αυτό  το  κάτι  συμβαίνει;  Μπορούμε  να  μεταστρέψουμε  τη ρήση του Μπέρκλυ και αντί να λέμε ότι η πραγματικότητα συνίσταται στο ότι είναι αντιληπτή, να πούμε ότι: το αντιληπτό συνίσταται στο ότι είναι πραγματικό; Όπως και νάναι, ο Μπέρκλυ θεωρεί  λογικά  πιθανόν  να  υπάρχουν  πράγματα  μη  αντιληπτά,  εφ'  όσον  υποστηρίζει  ότι μερικά υποστατά πράγματα,  συγκεκριμένα οι  πνευματικές  ουσίες,  δεν  είναι αντιληπτά.  Και φαίνεται  πρόδηλο  πως  όταν  λέμε  πως  αντιλαμβανόμαστε  κάποιο  συμβάν,  υπονοούμε  κάτι περισσότερο από τ' ότι απλώς συμβαίνει. 

Τι είναι αυτό το κάτι περισσότερο; Μια πρόδηλη διαφορά μεταξύ των αντιληπτών και των μη αντιληπτών  συμβάντων,  είναι  ότι  τα  πρώτα,  αλλ'  όχι  και  τα  δεύτερα,  μπορούμε  να  τα θυμόμαστε. Υπάρχει άλλη διαφορά; 

Η ανάμνηση είναι ένα από τα αποτελέσματα εκείνα που απαρτίζουν ολόκληρο γένος και είναι 

Page 127: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

κατά  το  μάλλον  ή  ήττον  ιδιότυπα  στα  φαινόμενα  εκείνα  που  είναι  φυσικό  να  ονομάζουμε «ψυχικά»  (πνευματικά).  Τα  αποτελέσματα  αυτά  συνδέονται  με  τη  συνήθεια.  Ένα  καμένο παιδί  φοβάται  τη  φωτιά∙  ένας  καμένος  θερμαστής  δεν  τη  φοβάται.  Οπωσδήποτε  ο φυσιολόγος ασχολείται με τη συνήθεια και με τα συγγενή ζητήματα ως ένα χαρακτηριστικό νευρικής  υφής  και  δεν  αισθάνεται  την  ανάγκη  ν'  απομακρυνθεί  από  μια  φυσικολογική82 ερμηνεία.  Στη  φυσικολογική  γλώσσα  μπορούμε  να  πούμε  πως  ένα  συμβάν  γίνεται «αντιληπτό» αν έχει ορισμένου είδους αποτελέσματα∙ υπό την ίδιαν έννοια θα μπορούσαμε σχεδόν να πούμε ότι ένας χείμαρρος «αντιλαμβάνεται» τη βροχή που τον βάθυνε, και ότι μια ποταμολαγκαδιά  είναι  μια  «ανάμνηση»  προηγούμενων  βροχοπτώσεων.  Η  συνήθεια  και  η μνήμη  όταν  ερμηνεύονται  με  φυσικολογικούς  όρους,  δεν  απουσιάζουν  εντελώς  στη  νεκρή ύλη∙  έτσι,  υπ'  αυτή  την  έποψη,  η  διαφορά  μεταξύ  ζώσης  και  νεκράς  ύλης,  είναι  απλώς διαφορά διαβαθμίσεως. 

Από της πλευράς αυτής, το να λέμε ότι ένα συμβάν γίνεται «αντιληπτό» είναι ως να λέμε ότι έχει ορισμένου είδους αποτελέσματα, και δεν υπάρχει κανείς λόγος, λογικός ή εμπειρικός, για να υποθέτουμε ότι όλα τα συμβάντα έχουν αποτελέσματα του είδους αυτού. 

Η  γνωσιολογία  προτείνει  διαφορετική  θεώρηση.  Ξεκινούμε  εδώ  όχι  από  μια  τελειωμένη επιστήμη,  αλλ'  από  την  οποιαδήποτε  γνώση που αποτελεί  έρεισμα  για  την  πίστη  μας  στην επιστήμη. Αυτό κάνει ο Μπέρκλυ. Εδώ δεν είν' ανάγκη να καθορίσουμε εκ των προτέρων το «παραστατό».  Η  μέθοδος  σε  γενικές  γραμμές  είναι  η  εξής:  Συλλέγουμε  τις  προτάσεις  που νοιώθουμε  ότι  ξέρουμε  αυτοτελώς  και  βλέπουμε  πως  οι  περισσότερες  από  δαύτες σχετίζονται  με  περασμένα  επί  μέρους  συμβάντα.  Τα  συμβάντα  αυτά  χαρακτηρίζουμε  ως «παραστατά». Συνεπώς, παραστατά είναι τα συμβάντα εκείνα που γνωρίζουμε αυτοτελώς∙ ή τουλάχιστον για να μην παραμερίσουμε τη μνήμη, τα συμβάντα που ήσαν κάποτε παραστατά. Αντιμετωπίζουμε  τότε  το  ζήτημα:  Μπορούμε  από  τα  προσωπικά  παραστατά  μας  να συναγάγουμε  οιαδήποτε  άλλα  περιστατικά;  Εδώ  είναι  δυνατές  τέσσερες  θέσεις  από  τις οποίες οι τρεις πρώτες είναι μορφές ιδεαλισμού. 

1) Μπορούμε να αρνηθούμε εξ ολοκλήρου την εγκυρότητα όλων των συμπερασμάτων από τα παρόντα  παραστατά  μου  και  από  τις  σημερινές  αναμνήσεις  μου  γι'  άλλα  περιστατικά.  Την άποψη  αυτή  πρέπει  να  υποστηρίζει  οποιοσδήποτε  περιορίζει  το  συμπέρασμα  στον παραγωγικό  συλλογισμό.  Οποιοδήποτε  συμβάν,  κι  οποιαδήποτε  ομάδα  συμβάντων  είναι λογικώς  ικανή  να  ίσταται  μόνη  και  συνεπώς  καμμιά  ομάδα  συμβάντων  δεν  παρέχει αποδεικτική  μαρτυρία  για  την  ύπαρξη  άλλων  συμβάντων.  Αν  συνεπώς  περιορίσουμε  τα συμπεράσματα  στον  παραγωγικό  συλλογισμό,  ο  γνωστός  κόσμος  περιορίζεται  σ'  εκείνα  τα συμβάντα της βιογραφίας μας που αντιλαμβανόμαστε—ή έχουμε αντιληφθεί, αν γίνη δεκτή η μνήμη. 

2) Η δεύτερη θέση, που είναι καθαρός σολιπσισμός83 όπως συνήθως τον αντιλαμβανόμαστε, επιτρέπει κάποια συμπεράσματα από τα παραστατά μου αλλά μόνον γι' άλλα συμβάντα της βιογραφίας μου. Ας πάρουμε, λόγου χάρη, την άποψη ότι σε κάθε στιγμή του εν εγρηγόρσει βίου,  υπάρχουν  αισθητά  αντικείμενα  που  διαφεύγουν  την  αντίληψή  μας.  Βλέπουμε  πολλά πράγματα  χωρίς  να  λέμε  στους  εαυτούς  μας  ότι  τα  βλέπουμε∙  τουλάχιστον  έτσι  φαίνεται. Έχοντας  τα  μάτια  στηλωμένα  σ'  ένα  περίγυρο  όπου  δεν  διακρίνουμε  καμμιά  κίνηση, μπορούμε  να  διαπιστώσουμε  διάφορα  πράγματα  διαδοχικά,  και  αισθανόμαστε  να  είμαστε πεπεισμένοι  ότι  ήσαν  ορατά  προτού  τα  παρατηρήσουμε∙  αλλά  προτού  τα  προσέξουμε  δεν ήσαν  δεδομένα  για  τη  γνωσιολογία.  Το  βήμα  αυτό  της  συναγωγής  από  ό,τι  παρατηρούμε έγινε  ασυλλόγιστα  από  τον  καθένα,  ακόμη  και  από  εκείνους  που  επιθυμούν  πολύ  ν' αποφύγουν μια άτοπη επέκταση της γνώσης μας πέραν της εμπειρίας. 

3)  Η  τρίτη  θέση —που  φαίνεται  λ.χ.  να  υποστηρίζεται  από  τον  Έντιγκτον  [Eddington]84— θεωρεί ότι είναι αδύνατο ν' αντλούμε πορίσματα για άλλα περιστατικά ανάλογα προς εκείνα 

Page 128: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

της δικής μας εμπειρίας, και ότι συνεπώς έχουμε το δικαίωμα να πιστεύουμε πως υπάρχουν λ.χ.  χρώματα  που  βλέπουν  άλλα  πρόσωπα  αλλ'  όχι  εμείς  οι  ίδιοι,  πονόδοντοι  που αισθάνονται άλλοι άνθρωποι κ.ο.κ., αλλ' ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να συνάγουμε συμβάντα που  δεν  τα  δοκίμασε  κανείς  και  συνεπώς  δεν  αποτελούν  μέρος  κανενός  «πνεύματος» (ψυχής).  Η  άποψη  αυτή  μπορεί  να  στηριχθή  στην  αιτιολογία  ότι  κάθε  συναγωγή συμπερασμάτων  για  συμβάντα  που  βρίσκονται  έξω  από  την  παρατήρησή  μου  γίνεται  κατ' αναλογίαν  και  ότι  συμβάντα  των  οποίων  κανείς  δεν  έχει  την  εμπειρία  δεν  είναι  επαρκώς ανάλογα στα δεδομένα μου για να εγγυηθούν αναλογικά πορίσματα. 

4) Η τέταρτη θέση είναι η θέση του κοινού νου και της πατροπαράδοτης φυσικής, σύμφωνα με  την  οποίαν,  επιπροσθέτως  προς  τις  δικές  μου  εμπειρίες  και  των  άλλων  ανθρώπων, υπάρχουν επίσης συμβάντα των οποίων κανείς δεν έχει  την εμπειρία—λ.χ., η επίπλωση της κρεββατοκάμαράς μου όταν κοιμάμαι και είναι πίσσα σκοτάδι. Ο G. Ε. Moore85 κατηγόρησε κάποτε τους ιδεαλιστές πως υποστήριζαν ότι τα τραίνα είχαν τροχούς μόνον όταν βρίσκονταν στο σταθμό, διότι οι επιβάτες δεν μπορούν να δουν τους τροχούς όταν είναι μέσα στο τραίνο. Ο  κοινός  νους  αρνείται  να  πιστέψη  ότι  οι  τροχοί  ξαφνικά  αποκτούν  ύπαρξη  μόλις  τους κυττάξετε, αλλ' ότι δεν σκοτίζονται να υπάρχουν όταν κανείς δεν τους κυττάζει. Όταν η άποψη αυτή είναι επιστημονική, βασίζει το πόρισμα για μη αντιληπτά συμβάντα σ' αιτιώδεις νόμους. 

Δεν  προτίθεμαι  τώρα  να  επιλέξω  μεταξύ  των  τεσσάρων  αυτών  απόψεων.  Η  απόφανση,  αν είναι καν δυνατή, μπορεί να γίνη μόνο με μια εμπεριστατωμένη έρευνα του μη‐αποδεικτικού συμπεράσματος  και  της θεωρίας  των πιθανοτήτων.  Αυτό που προτίθεμαι  να  κάμω είναι  να επισημάνω μερικά λογικά σφάλματα που διέπραξαν εκείνοι που συζήτησαν αυτά τα θέματα. 

Ο Μπέρκλυ,  όπως  είδαμε,  θεωρεί  ότι  υπάρχουν  λογικά  αίτια  που  αποδεικνύουν  ότι  μόνον πνεύματα και πνευματικά συμβάντα μπορούν να υπάρχουν. Την άποψη αυτή, θεμελιωμένη σ' άλλα επιχειρήματα, υποστηρίζουν επίσης ο Έγελος και οι οπαδοί του. Πιστεύω ότι τούτο είναι λάθος πέρα για πέρα. Προτάσεις όπως «ήταν ένας καιρός προτού υπάρξη ζωή σ' αυτόν τον πλανήτη»  είτε σωστή είτε εσφαλμένη, δεν μπορεί να καταδικασθή με λογικά επιχειρήματα, όπως δεν μπορεί  να  καταδικασθή λ.χ.  η πρόταση «υπάρχουν πολλαπλασιασμοί ποσών που δεν πρόκειται ποτέ κανείς να επιχειρήση». Για να είσαι αντικείμενο παρατηρήσεως, ή για να είσαι ένα παραστατό, αρκεί να έχεις αποτελέσματα ορισμένου είδους, και τίποτε λογικά δεν επιβάλλει όλα τα συμβάντα να έχουν αποτελέσματα του είδους αυτού. 

Υπάρχει,  ωστόσο,  ένα  άλλο  είδος  επιχειρήματος,  που  εάν  θεωρηθή  ισχυρό,  ενώ  δεν εδραιώνει τον ιδεαλισμό ως μεταφυσική, τον εδραιώνει ως πρακτική πολιτική. Λέγεται ότι μια πρόταση  που  είναι  ανεπαλήθευτη,  δεν  έχει  έννοια∙  ότι  η  επαλήθευση  εξαρτάται  από  τα παραστατά∙ και ότι, συνεπώς, μια πρόταση για ο,τιδήποτε,  εκτός από πραγματικά ή πιθανά παραστατά,  δεν  έχει  νόημα.  Νομίζω  πως  η  άποψη  αυτή,  αν  ερμηνευθή  αυστηρά,  θα  μας φυλάκιζε  στην  πρώτη  από  τις  τέσσερες  παραπάνω  θεωρίες,  και  θα  μας  απαγόρευε  να μιλήσουμε  για  ο,τιδήποτε  που  δεν  θα  είχαμε  οι  ίδιοι  σαφώς  διαπιστώσει.  Γι'  αυτό,  είναι άποψη που δεν θα υποστήριζε κανείς στην πράξη, πράγμα που αποτελεί μειονέκτημα για μια θεωρία που την επικαλούνται για λόγους πρακτικούς. Το όλο θέμα της επαληθεύσεως και η συνάρτησή  του  με  τη  γνώση,  είναι  δύσκολο  και  πολύπλοκο∙  για  την  ώρα,  λοιπόν,  θα  το παραμερίσω. 

Η  τέταρτη  από  τις  παραπάνω  θεωρίες,  που  παραδέχεται  συμβάντα  τα  οποία  ουδείς αντιλαμβάνεται,  δεν  μπορεί  να  υποστηριχθή  με  ευσταθή  επιχειρήματα.  Μπορεί  να υποστηριχθή  ότι  η  αιτιότητα  είναι  γνωστή  εκ  των  προτέρων  [a  priori]  και  ότι  οι  αιτιώδεις νόμοι είναι αδύνατοι εάν δεν υπάρχουν συμβάντα μη αντιληπτά. Κατά της απόψεως αυτής θα ήταν  δυνατόν  ν'  αντιταχθή  ότι  η  αιτιότητα  δεν  είναι  a  priori  και  ότι  η  οποιαδήποτε κανονικότητα που θα ήταν δυνατόν να διαπιστωθή, πρέπει να βρίσκεται σε συνάρτηση με τα παραστατά. Ο,τιδήποτε και να πιστεύουμε κατά τους νόμους της φυσικής, πρέπει, φαίνεται, 

Page 129: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

να είναι δυνατόν να διατυπωθή κατά την ορολογία των παραστατών. Η διατύπωση μπορεί να είναι  παράξενη  και  περίπλοκη,  μπορεί  να  μην  έχει  το  χαρακτηριστικό  της  συνεχείας  που, μέχρι προσφάτως, απητείτο από ένα φυσικό νόμο. Αλλά δεν θα ήταν διόλου αδύνατο. 

Το συμπέρασμά μου, λοιπόν, είναι ότι δεν υπάρχει α priori αντίρρηση σ' οποιανδήποτε από τις  τέσσερες θεωρίες. Ωστόσον,  μπορούμε  να πούμε ότι  κάθε αλήθεια  είναι  πραγματιστική και ότι δεν υπάρχει πραγματική διαφορά μεταξύ των τεσσάρων θεωριών. Αν τούτο αληθεύει, μπορούμε να υιοθετήσουμε όποιαν μας αρέσει,  και η διαφορά μεταξύ αυτών είναι μονάχα γλωσσική. Δεν μπορώ να δεχθώ αυτή την άποψη, αλλά και αυτή είναι θέμα συζητήσεως σε μεταγενέστερο στάδιο. 

Απομένει  να  εξετάσουμε  εάν  πρέπει  ν'  αποδώσουμε  οποιαδήποτε  έννοια  στις  λέξεις «πνεύμα» και «ύλη». Όλοι ξέρουν πως για τον ιδεαλιστή δεν υπάρχει τίποτε άλλο εξόν από το πνεύμα  και  το  ίδιο  συμβαίνει  με  την  ύλη  για  τον  ματεριαλιστή  (υλιστή).  Ελπίζω,  επίσης,  ο αναγνώστης να γνωρίζει ότι οι ιδεαλιστές είναι ενάρετοι και οι υλιστές αμαρτωλοί. Αλλ' ίσως να έχει κανείς να πει περισσότερα επάνω σ' αυτό. 

Ο δικός μου ορισμός  της «ύλης» μπορεί  να φαίνεται  ικανοποιητικός∙ θα  την όριζα ως αυτό που  επαληθεύει  τις  εξισώσεις  της  φυσικής.  Ενδέχεται  να  μην  υπάρχει  τίποτε  που  να επαληθεύει  τις εξισώσεις αυτές∙ στην περίπτωση τούτη είτε η φυσική,  είτε η έννοια «ύλη», είναι λάθος. Αν απορρίψουμε την ουσία, η «ύλη» πρέπει να είναι μια λογική κατασκευή. Κατά πόσον είναι δυνατή μια κατασκευή απαρτιζόμενη από συμβάντα—που μπορούν εν μέρει να συναχθούν συμπερασματικά—αποτελεί θέμα δύσκολο, αλλ' όχι και άλυτο. 

Όσο για το «πνεύμα», όταν η ουσία απορριφθή, το πνεύμα πρέπει να είναι κάποια ομάδα ή συνάρθρωση  συμβάντων.  Το  συνάθροισμα  πρέπει  να  πραγματοποιείται  από  κάποια  σχέση που είναι χαρακτηριστική του είδους των φαινομένων που θέλουμε να ονομάζουμε «ψυχικά» (πνευματικά). Μπορούμε να λάβουμε τη μνήμη ως τυπικό δείγμα, θα μπορούσαμε—παρ' ότι τούτο  θα  φαινόταν  μάλλον  υπέρ  το  δέον  απλό—να  ορίσουμε  ένα  «ψυχικό»  (πνευματικό) συμβάν  σαν  κάτι  που  θυμάται  ή  το  θυμούνται.  Τότε  το  «πνεύμα»  στο  οποίον  ανήκει  ένα δεδομένο  ψυχικό  (πνευματικό)  γεγονός  είναι  το  συνάθροισμα  των  συμβάντων  που συνδέονται με το δεδομένο συμβάν με μνημονικές αλυσίδες, είτε προς τα πίσω είτε προς τα μπρος. 

Σύμφωνα με τους παραπάνω ορισμούς, καθίσταται φανερό πως ένα πνεύμα και ένα κομμάτι ύλης είναι, το καθένα τους, ένα συνάθροισμα συμβάντων. Τίποτε δεν εμποδίζει κάθε συμβάν ν'  ανήκει  στην  ομάδα  του  ενός  ή  του  άλλου  είδους,  και  τίποτε  δεν  εμποδίζει  ορισμένα συμβάντα  ν'  ανήκουν  σ'  αμφότερες  τις  ομάδες∙  συνεπώς  μερικά  συμβάντα  μπορεί  να  μην είναι  ούτε  πνευματικά  ούτε  υλικά,  και  άλλα  συμβάντα  να  είναι  και  τα  δύο.  Ως  προς  αυτό μόνον οι λεπτομερειακές εμπειρικές διαπιστώσεις μπορούν να κρίνουν. 

Page 130: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVΙΙ ΧΙΟΥΜ 

Ο ΔΑΥΙΔ XΙOΥM  [David Hume]  (1711‐76)  είναι από τους σημαντικότερους φιλοσόφους διότι ανέπτυξε έως το λογικό της συμπέρασμα την εμπειρική φιλοσοφία του Λοκ και του Μπέρκλυ και  καθιστώντας  την  συνεπή  την  κατέστησε  μη  πιστευτή.  Αντιπροσωπεύει,  κατά  κάποιον τρόπο,  ένα  αδιέξοδο:  προς  τη  διεύθυνση  που  ακολούθησε  είναι  αδύνατο  να  πάει  κανείς μακρύτερα.  Από  την  εποχή  που  ενεφάνιζε  τα  συγγράμματά  του,  αποτελούσε  ευχάριστη ασχολία μεταξύ των μεταφυσικών να τον αντικρούουν. Κατά τη γνώμη μου, καμμιά από τις αναιρέσεις αυτές δεν είναι πειστική∙ ωστόσο, τρέφω πάντα την ελπίδα πως θα ανακαλυφθή κάποτε κάποιο σύστημα λιγότερο σκεπτικιστικό από του Χιουμ. 

Το κυριότερο φιλοσοφικό έργο του, η Πραγματεία περί ανθρωπίνης φύσεως, γράφτηκε όσο ήταν ακόμη στη Γαλλία κατά τα έτη 1734‐1737. Οι δυο πρώτοι τόμοι της δημοσιεύθηκαν στα 1739 και ο τρίτος στα 1740. Ήταν πάρα πολύ νέος, δεν είχε καν πατήσει τα τριάντα, δεν ήταν πολύ  γνωστός  και  τα  συμπεράσματά  του  δεν  μπορούσαν  να  ήσαν  ευπρόσδεκτα  σε  καμμιά σχολή.  Έλπιζε πως  το βιβλίο  του θα προκαλούσε βιαιότατες  επιθέσεις που θ' αντέκρουε με εύγλωττες  απαντήσεις.  Εν  τούτοις  κανένας  δεν  πρόσεξε  το  βιβλίο  του∙  όπως  ο  ίδιος  λέγει «βγήκε  θνησιγενές  από  το  πιεστήριο».  «Αλλά,  προσθέτει,  επειδή  είμαι  από  χαρακτήρος εύθυμος  και  αισιόδοξος,  δεν  άργησα  να  συνέλθω  από  το  πλήγμα».  Αφιερώθηκε  στη συγγραφή δοκιμίων,  τον πρώτο τόμο των οποίων δημοσίευσε στα 1741. Στα 1744 δοκίμασε ανεπιτυχώς να εξασφαλίσει μια καθηγητική έδρα στο Εδιμβούργο∙ όταν απέτυχε και σε τούτο. έγινε  πρώτα  παιδαγωγός  ενός  φρενοβλαβούς  και  κατόπιν  γραμματέας  ενός  στρατηγού. Ενθαρρυνθείς από αυτά τα πιστοποιητικά, επεδόθη και πάλιν στη φιλοσοφία. Συντόμεψε την Πραγματεία του, παραλείποντας τα καλύτερα μέρη της και τους περισσότερους λόγους για τα συμπεράσματά  της∙  το  αποτέλεσμα  ήταν  η  Έρευνα  περί  ανθρωπινής  νοήσεως,  που  για κάμποσον  καιρό  ήταν  περισσότερο  γνωστή  από  την  Πραγματεία.  Το  βιβλίο  τούτο  είχε αφυπνίσει  τον Καντ από  τις «δογματικές  νάρκες»  του∙  την Πραγματεία δεν φαίνεται  να  την έχει γνωρίσει. 

Έγραψε  επίσης Διαλόγους  περί  φυσικής  θρησκείας, που  αφήκε  αδημοσίευτους  όσο  ζούσε. Σύμφωνα με τις οδηγίες του, δημοσιεύθηκαν μετά το θάνατό του στα 1779. Η Διατριβή του περί θαυμάτων, που έγινε διάσημη, υποστηρίζει πως δεν θα υπάρξη ποτέ επαρκής ιστορική μαρτυρία για παρόμοια συμβάντα. 

Η Ιστορία της Αγγλίας που δημοσίεψε στα 1755 και στα μετέπειτα χρόνια, είναι προορισμένη ν' αποδείξη την υπεροχή των Τόρυς έναντι  των Ουίγων και  των Σκώτων έναντι  των Άγγλων∙ δεν  θεωρούσε  την  ιστορία  άξια  φιλοσοφικής  ανιδιοτελείας.  Επισκέφθηκε  στο  Παρίσι  στα 1763 και οι φιλόσοφοι τον είχαν περί πολλού. Δυστυχώς είχε συνάψει φιλία με τον Ρουσσώ και είχε μια περίφημη φιλονεικία μαζί του. Ο Χιουμ συμπεριφέρθηκε με θαυμαστή ψυχραιμία και υπομονή, αλλ' ο Ρουσσώ, που υπέφερε από μανία καταδιώξεως, επέμεινε σε βίαιη ρήξη. 

Ο Χιουμ έχει περιγράψει τον χαρακτήρα του σε μια αυτο‐νεκρολογία ή «επικήδειο», όπως την αποκαλεί:  «Ήμουν  ένας  άνθρωπος  ήπιων  διαθέσεων,  με  αυτοκυριαρχία,  με  ανοιχτόκαρδο, κοινωνικό και διαχυτικό  χαρακτήρα,  ικανός  ν' αφοσιωθώ αλλ'  εντελώς ανίκανος να νοιώσω μίσος,  γενικά  πολύ  μετρημένος  σ'  όλα  μου  τα  πάθη.  Ακόμα  και  ο  έρωτάς  μου  για  τη λογοτεχνική φήμη, το κυρίαρχο πάθος μου, δεν ξύνισε ποτέ το κέφι μου, παρ' όλες τις συχνές απογοητεύσεις». Όλα αυτά επιβεβαιούνται από ό,τι γνωρίζουμε γι' αυτόν. 

Η  Πραγματεία  περί  ανθρωπίνης  φύσεως  του  Χιουμ  διαιρείται  σε  τρία  βιβλία  που 

Page 131: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

πραγματεύονται αντιστοίχως τη νόηση, τα πάθη και την ηθική. Το σημαντικό και το νέο στις θεωρίες του βρίσκεται στο πρώτο βιβλίο και σ' αυτό θα περιορισθώ. 

Αρχίζει  με  τη  διάκριση  μεταξύ  «εντυπώσεων»  και  «ιδεών».  Αυτά  είναι  δυο  είδη παραστάσεων,  από  τα  οποία  οι  εντυπώσεις  έχουν  την  περισσότερη  δύναμη  και  βιαιότητα. «Με  ιδέες  εννοώ  τις  ασθενείς  εικόνες  των  στη  σκέψη  και  στο  συλλογισμό».  Οι  ιδέες, τουλάχιστον  όταν  είναι  απλές,  είναι  καθώς  οι  εντυπώσεις,  αλλ'  ασθενέστερες. «Κάθε  απλή ιδέα έχει μια απλή εντύπωση, που της μοιάζει∙ και κάθε απλή εντύπωση μια αντίστοιχη ιδέα». «Όλες οι απλές ιδέες μας, στην πρώτη τους εμφάνιση, πηγάζουν από απλές εντυπώσεις που αντιστοιχούν σ' αυτές και τις οποίες αντιπροσωπεύουν επακριβώς». Αφ' ετέρου οι σύνθετες ιδέες δεν είναι ανάγκη να μοιάζουν μ' εντυπώσεις. Μπορούμε να φαντασθούμε ένα φτερωτό άλογο  χωρίς  να  έχουμε  δει  ποτέ  μας  τέτοιο,  αλλά  τα  συστατικά  της  σύνθετης  αυτής  ιδέας προέρχονται  όλα από  εντυπώσεις.  Η  απόδειξη  ότι  οι  εντυπώσεις  προηγούνται  πηγάζει  από την  πείρα∙  λόγου  χάρη  ένας  άνθρωπος  που  γεννήθηκε  τυφλός  δεν  έχει  ιδέες  χρωμάτων. Μεταξύ  των  ιδεών,  εκείνες  που  διατηρούν  σε  σημαντικό  βαθμό  τη  ζωντάνια  των  αρχικών εντυπώσεων ανήκουν στη μνήμη, οι άλλες στη φαντασία. 

Υπάρχει ένα τμήμα (Βιβλίο Α' μέρος Ι, τμ. vii) «Περί αφηρημένων ιδεών» που αρχίζει με μια παράγραφο  εμφατικής  συμφωνίας  με  τη  θεωρία  του  Μπέρκλυ  κατά  την  οποίαν  «όλες  οι γενικές  ιδέες δεν  είναι  παρά  ιδέες  επί μέρους,  προσαρτημένες σ'  ορισμένον όρο,  που  τους δίνει  περισσότερο  εκτεταμένη  σημασία,  και  τις  καθιστά  ικανές  ν'  αναπολούν,  δεδομένης ευκαιρίας, άλλες ατομικές ιδέες που είναι όμοιες μ' αυτές». Υποστηρίζει πως όταν έχουμε την ιδέα  ενός  ανθρώπου,  η  ιδέα  έχει  όλη  την  ιδιομορφία  που  έχει  και  η  εντύπωση  απ'  τον άνθρωπο  αυτόν.  «Το  πνεύμα  δεν  μπορεί  να  σχηματίση  οποιαδήποτε  έννοια  ποσότητας  ή ποιότητας  χωρίς  να  σχηματίση  ακριβή  έννοια  των  διαβαθμίσεων  της  καθεμιάς».  «Οι αφηρημένες  ιδέες  είναι  καθ'  εαυτές  ατομικές,  οσοδήποτε  και  αν  ήθελαν  γίνει  γενικές  στην αναπαράστασή τους». Η θεωρία αυτή που είναι μια νεότερη μορφή του νομιναλισμού, έχει δυο  μειονεκτήματα,  το  ένα  λογικό  και  το  άλλο  ψυχολογικό.  Και  εν  πρώτοις  η  λογική αντίρρηση: «Όταν  έχουμε  βρει  μια  ομοιότητα  μεταξύ  πολλών  αντικειμένων,  λέγει  ο  Χιουμ, επιθέτομε  το  ίδιο  όνομα  σε  όλα».  Θα  συμφωνούσε  μ'  αυτό  κάθε  νομιναλιστής.  Αλλά  στην πραγματικότητα  ένα  κοινό  όνομα  όπως  λ.χ.  «γάτος»  είναι  τόσο  μη  πραγματικό  όσο  και  η γενική  έννοια  ΓΑΤΟΣ.  Έτσι,  η  νομιναλιστική  λύση  του προβλήματος  των  καθολικών  εννοιών καταρρέει  από  το  γεγονός  ότι  είναι  ανεπαρκώς  δραστική  στην  εφαρμογή  των  ίδιων  των αρχών της. Κάμνει το λάθος να εφαρμόζει τις αρχές αυτές μόνο στα «πράγματα» και όχι στις λέξεις επίσης. 

Η ψυχολογική αντίρρηση είναι σοβαρότερη, τουλάχιστον σχετικά με τον Χιουμ. Η όλη θεωρία περί των ιδεών ως αντιτύπων των εντυπώσεων, όπως εκτίθεται από τον Χιουμ, πάσχει από το γεγονός ότι αγνοεί την αοριστία. Όταν, λόγου χάρη, έχω δει κάποιο λουλούδι μ' ένα ορισμένο χρώμα και κατόπιν ανακαλώ την εικόνα του, η εικόνα στερείται σαφηνείας, υπό την έννοιαν ότι  υπάρχουν  πολλές  λίαν  συγγενικές  αποχρώσεις  του  χρώματος  του  οποίου  μπορούσε  να ήταν μια εικόνα ή «ιδέα» κατά την ορολογία του Χιουμ. Δεν είναι αλήθεια ότι «το πνεύμα δεν μπορεί  να  σχηματίσει  οποιαδήποτε  έννοια  ποσότητας  ή  ποιότητας  χωρίς  να  σχηματίση ακριβή έννοια των διαβαθμίσεων της καθεμιάς». Υποθέστε ότι έχετε δει έναν άνθρωπο του οποίου  το  ύψος  είναι  έξη  πόδες  και  μία  ίντσα.  Συγκρατείτε  την  εικόνα  του,  αλλ'  είναι πιθανότατο η εικόνα αυτή να ταιριάζει μάλλον σ' έναν άνθρωπο κατά μισή ίντσα ψηλότερο ή χαμηλότερο.  Η  αοριστία  είναι  διαφορετική από  τη  γενικότητα,  αλλ'  έχει  μερικά  ταυτόσημα χαρακτηριστικά. Χωρίς να το συνειδητοποιεί, ο Χιουμ περιπίπτει σε περιττές περιπλοκές λ.χ. ως προς την δυνατότητα να φαντασθούμε μιαν απόχρωση που δεν είχαμε δει προηγουμένως, και που είναι ενδιάμεση μεταξύ δυο πολύ συγγενικών αποχρώσεων που έχουμε δει. Αν αυτές οι αποχρώσεις  είναι αρκετά όμοιες,  οποιαδήποτε  εικόνα  και αν σχηματίσουμε θα  ταιριάζει εξίσου  και  στις  δυο  όπως  επίσης  και  στην  ενδιάμεση.  Όταν  ο  Χιουμ  λέγει  πως  οι  ιδέες 

Page 132: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

πηγάζουν  από  εντυπώσεις  τις  οποίες  αναπαριστούν  επακριβώς,  πηγαίνει  πέρα  από  το ψυχολογικά αληθινό. 

Ο Χιουμ έδιωξε  την αντίληψη  της ουσίας από  την ψυχολογία,  όπως ο Μπέρκλυ  την  έδιωξε από τη φυσική. Δεν υπάρχει, λέγει, εντύπωση του εαυτού μας και συνεπώς ούτε και ιδέα του εαυτού  μας  (Βιβλίο  Α',  μέρος  iv,  τμ.  vi.),  «Εγώ  τουλάχιστον,  όταν  εισέρχομαι  με  πολλή οικειότητα σ' ό,τι ονομάζω εαυτό μου, σκοντάφτω πάντα σε κάποια επί μέρους παράσταση ή σε  κάποιαν  άλλη,  ζέστης  ή  κρύου, φωτός  ή  σκιάς,  αγάπης  ή  μίσους,  πόνου  ή  ηδονής.  Δεν μπορώ ποτέ να συλλάβω τον εαυτό μου χωρίς με κάποια παράσταση, και ποτέ δεν μπορώ να παρατηρήσω ο,τιδήποτε άλλο  εκτός από  την παράσταση».  Δέχεται  ειρωνικά,  ότι  μπορεί  να υπάρχουν μερικοί φιλόσοφοι που μπορούν να διακρίνουν τους εαυτούς των, «αλλ' αφίνοντας κατά μέρος μερικούς μεταφυσικούς του είδους αυτού, τολμώ να βεβαιώσω για την υπόλοιπη ανθρωπότητα,  πως  δεν  είναι  παρά  μια  δέσμη  ή  συλλογή  διαφόρων  παραστάσεων,  που διαδέχονται  η  μια  την  άλλη  με  αδιανόητη  ταχύτητα  και  βρίσκονται  σε  αδιάλειπτη  ροή  και κίνηση». 

Αυτή  η  απάρνηση  της  ιδέας  του  Εγώ  είναι  μεγάλης  σημασίας.  Ας  δούμε  ακριβώς  τι υποστηρίζεται και μέχρι ποίου σημείου το επιχείρημα είναι ισχυρό. Εν πρώτοις, το Εγώ, εάν υπάρχει,  δεν  είναι  ποτέ  αντιληπτό,  και  συνεπώς  δεν  μπορούμε  να  έχουμε  καμμια  ιδέα  γι' αυτό.  Αν  πρόκειται  να  δεχθούμε  αυτό  το  επιχείρημα,  πρέπει  να  το  διατυπώσουμε  με προσοχή.  Κανένας  άνθρωπος  δεν  αντιλαμβάνεται  τον  εγκέφαλό  του,  αλλ'  οπωσδήποτε  θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξη εύλογα πως έχει μια «ιδέα» του. Τέτοιες «ιδέες» που είναι συναγόμενα παραστάσεων, δεν καταλέγονται στο από λογική έποψη βασικό απόθεμα ιδεών∙ είναι  σύνθετες  και  περιγραφικές—και  αυτή  πρέπει  να  είναι  η  περίπτωση,  αν  ο  Χιουμ  έχει δίκηο στην αρχή που έχει θέσει ότι όλες οι απλές  ιδέες πηγάζουν από εντυπώσεις, αλλ'  αν απορρίψουμε  την  αρχήν  αυτή,  ξαναπέφτουμε  κατ'  ανάγκην  πάλιν  στις  «έμφυτες»  ιδέες. Χρησιμοποιώντας  τη  σύγχρονη  ορολογία,  θα  μπορούσαμε  να  πούμε:  Ιδέες  μη  αντιληπτών πραγμάτων  ή  συμβάντων  μπορούν  πάντοτε  να  ορισθούν  στη  γλώσσα  των  αντιληπτών πραγμάτων  ή  συμβάντων,  και  συνεπώς  υποκαθιστώντας  τον  ορισμό  στον  οριζόμενον  όρο, μπορούμε  πάντα  να  εκθέσουμε  αυτό  που  γνωρίζουμε  εμπειρικά  χωρίς  να  παρεισάγουμε οποιαδήποτε  μη  αντιληπτά  πράγματα  ή  συμβάντα.  Όσον  αφορά  το  παρόν  πρόβλημά  μας, κάθε ψυχολογική  γνώση μπορεί  να  εκτεθή  χωρίς  να  εισαγάγουμε  το «Εγώ».  Περαιτέρω,  το «Εγώ»,  όπως ορίζεται,  δεν μπορεί  να  είναι  παρά μια δέσμη παραστάσεων,  και  όχι  ένα  νέο απλό «πράγμα». Σε τούτο, νομίζω πως κάθε πέρα για πέρα εμπειριστής θα συμφωνεί με τον Χιουμ. 

Δεν έπεται εξ αυτού πως δεν υπάρχει απλό Εγώ∙ έπεται μόνον ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε αν υπάρχει ή όχι, και ότι το Εγώ δεν μπορεί να εισέλθη σε καμμιά περιοχή της γνώσεώς μας παρά  σαν  μια  «δέσμη»  παραστάσεων.  Το  συμπέρασμα  τούτο  είναι  σημαντικό  στη μεταφυσική, διότι απαλλάσσεται και από την τελευταία επιζώσα χρήση της «ουσίας».  Είναι σημαντικό  στη  θεολογία,  διότι  καταργεί  όλη  την  υποτιθέμενη  γνώση  της  «ψυχής».  Είναι σημαντικό στην ανάλυση της γνώσεως, εφ' όσον δείχνει ότι η κατηγορία του υποκειμένου και του  αντικειμένου,  δεν  είναι  θεμελιώδης.  Στο  ζήτημα  τούτο  του  εγώ,  ο  Χιουμ  έκανε  μια σημαντική πρόοδο έναντι του Μπέρκλυ. 

Το  σημαντικότερο  μέρος  της  όλης  Πραγματείας  είναι  το  τμήμα  που  τιτλοφορείται  «Περί γνώσεως και πιθανότητας». Ο Χιουμ δεν υπονοεί με «πιθανότητα» το είδος της γνώσεως που περιέχεται στη μαθηματική θεωρία της πιθανότητας, όπως λ.χ. ότι η πιθανότητα του να φέρη κανείς εξάρες με δυο ζάρια είναι μια στις τριάντα έξη. Η γνώση αυτή δεν είναι καθ' εαυτήν ιδιαίτερα  πιθανή∙  έχει  όση  βεβαιότητα  μπορεί  να  έχει  μια  γνώση.  Ο  Χιουμ  ενδιαφέρεται προπάντων  με  την  αβέβαιη  γνώση,  όπως  αποκτάται  από  τα  εμπειρικά  δεδομένα  εκ συμπερασμάτων που δεν είναι αποδεικτικά. Η γνώση αυτή περιλαμβάνει όλη μας τη γνώση αναφορικά με το μέλλον και ως προς τα απαραίτητα μέρη του παρελθόντος και του παρόντος. 

Page 133: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Πραγματικά περιλαμβάνει το κάθε τι, εκτός, απ' τη μια μεριά, την άμεση παρατήρηση και, απ' την άλλη, τη λογική και τα μαθηματικά. Η ανάλυση μιας τέτοιας «πιθανής» γνώσης οδήγησε τον  Χιουμ  σ'  ορισμένα  σκεπτικιστικά  συμπεράσματα,  που  είναι  εξίσου  δύσκολο  και  να  τ' αναιρέση κανείς και  να  τα δεχθή.  Το αποτέλεσμα ήταν μια πρόκληση στους φιλοσόφους, η οποία, κατά τη γνώμη μου, δεν αντιμετωπίσθηκε ακόμη. 

Ο  Χιουμ  στην  αρχή  διακρίνει  επτά  είδη  φιλοσοφικών  σχέσεων:  ομοιότητα,  ταυτότητα, χρονικές  και  χωρικές  σχέσεις,  ποσοτική  ή  αριθμητική  αναλογία,  ποιοτικές  διαβαθμίσεις, εναντιότητα,  αιτιότητα.  Αυτές,  λέγει,  μπορούν  να  διαιρεθούν  σε  δυο  μέρη:  σ'  εκείνες  που εξαρτώνται  μόνον  από  τις  ιδέες,  και  σ'  εκείνες  που  μπορούν  ν'  αλλάξουν  χωρίς  να  υπάρξη καμμιά  μεταβολή  στις  ιδέες.  Του  πρώτου  είδους  είναι  η  ομοιότητα,  η  εναντιότητα,  οι ποιοτικές διαβαθμίσεις και οι ποσοτικές ή αριθμητικές αναλογίες. Αλλ' οι χωχωροχρονικές και οι αιτιώδεις σχέσεις είναι του δεύτερου είδους. Μόνον σχέσεις του πρώτου είδους παρέχουν βέβαιη  γνώση∙  η  γνώση  μας  που  αφορά  τις  άλλες  είναι  μόνον  πιθανή.  Η  άλγεβρα  και  η αριθμητική είναι οι μόνες επιστήμες όπου μπορούμε να κάνουμε μακράν άλυση συλλογισμών χωρίς να χάνουμε τη βεβαιότητα. Η Γεωμετρία δεν είναι τόσο σίγουρη όσον η άλγεβρα και η αριθμητική, γιατί δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την αλήθεια των αξιωμάτων της. Είναι λάθος  να  πιστεύουμε,  όπως  πολλοί  φιλόσοφοι,  ότι  οι  ιδέες  των  μαθηματικών  «θα περιλαμβάνονται  σε  μια  καθαρή  πνευματική  εποπτεία  για  την  οποίαν  μόνον  οι  ανώτερες ιδιότητες της ψυχής είναι ικανές». Το ψευδές της απόψεως αυτής καθίσταται πρόδηλο, λέγει ο Χιουμ, μόλις θυμηθούμε πως «όλες οι ιδέες μας είναι αντίτυπα των εντυπώσεών μας». 

Οι τρεις σχέσεις που δεν εξαρτώνται μόνον από τις ιδέες είναι η ταυτότητα, οι χωρο ‐ χρονικές σχέσεις και η αιτιότητα. Στις πρώτες δυο, το πνεύμα δεν πηγαίνει πέρα από το άμεσα παρόν στις  αισθήσεις.  (Ο  Χιουμ  υποστηρίζει  ότι  οι  χωρο  ‐χρονικές  σχέσεις  μπορούν  να  γίνουν αντιληπτές και μπορούν ν' αποτελέσουν μέρη εντυπώσεων). Μόνη η αιτιότητα μας βοηθεί να συναγάγουμε  κάτι  ή  κάποιο  συμβάν  από  κάτι  άλλο  ή  κάποιο  άλλο  συμβάν:  «Μόνον  η αιτιότητα  είναι  εκείνη  που  δημιουργεί  τέτοια  συνάρτηση,  ώστε  από  την  ύπαρξη  ή  την ενέργεια ενός αντικειμένου να μας παρέχει τη βεβαιότητα ότι  την ακολούθησε ή προηγήθη αυτής η οιαδήποτε άλλη ύπαρξη ή ενέργεια». 

Δυσκολία προκύπτει από τον ισχυρισμό του Χιουμ ότι δεν μπορεί να υπάρξη εντύπωση από μια αιτιώδη σχέση. Μπορούμε ν' αντιληφθούμε με την απλή παρατήρηση του Α και του Β, ότι το  Α  βρίσκεται  επάνω  από  το  Β,  ή  δεξιά  του  Β,  αλλ'  όχι  ότι  το  Α  είναι  το  αίτιον  του  Β. Παλαιότερα,  η  αιτιώδης  σχέσις  είχε  κατά  το  μάλλον  ή  ήττον  εξομοιωθή  με  τη  σχέση  των προκειμένων και του συμπεράσματος στη λογική, αλλά πολύ σωστά ο Χιουμ αντελήφθη πως τούτο ήταν λάθος. 

Στην Καρτεσιανή φιλοσοφία όπως και στη φιλοσοφία  των Σχολαστικών η συνάρτηση αιτίου και  αποτελέσματος  υπετίθετο  αναγκαία,  όπως  αναγκαίες  είναι  οι  λογικές  συναρτήσεις.  Η πρώτη αληθινά σοβαρή αντίρρηση κατά της απόψεως αυτής προήλθεν από τον Χιουμ, με τον οποίον  αρχίζει  η  νεότερη  φιλοσοφία  της  αιτιότητος.  Αυτός,  μαζί  με  όλους  σχεδόν  τους φιλοσόφους  μέχρι  και  του Μπεργκσόν  περιλαμβανομένου,  υποθέτει  ότι  ο  νόμος  ορίζει  ότι υπάρχουν  προτάσεις  του  είδους  «το  Α  είναι  αίτιον  του  Β»,  όπου  Α  και  Β  είναι  τάξεις συμβάντων∙  το  γεγονός  ότι  τέτοιοι  νόμοι  δεν  υπάρχουν  σε  καμμιά  εξελιγμένη  επιστήμη, φαίνεται να είναι άγνωστο στους φιλοσόφους. Αλλά πλείστα από εκείνα που είπαν μπορούν να  μεταφρασθούν  κατά  τρόπον  ώστε  να  προσαρμόζονται  στους  αιτιώδεις  νόμους  όπως πράγματι εμφανίζονται μπορούμε, συνεπώς, ν' αγνοήσουμε το σημείο τούτο για την ώρα. 

Ο Χιουμ στην αρχή παρατηρεί ότι η δύναμη δια  της οποίας  ένα υποκείμενο δημιουργεί  έν' άλλο  δεν  είναι  δυνατόν  ν'  ανακαλυφθή  από  τις  ιδέες  των  δυο  αντικειμένων,  και  συνεπώς μπορούμε  να  γνωρίζουμε  την  αιτία  και  το  αποτέλεσμα  από  την  εμπειρία  και  όχι  από  το συλλογισμό  ή  τον  επιλογισμό  [reflection].  Η  πρόταση  «ό,τι  αρχίζει  πρέπει  να  έχει  κάποιαν 

Page 134: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

αιτία»  —λέγει  —  δεν  έχει  ενορατική  βεβαιότητα  όπως  οι  λογικές  προτάσεις.  Καθώς  το διατυπώνει: «Δεν υπάρχει αντικείμενο που συνεπάγεται  την ύπαρξη οιουδήποτε άλλου,  αν εξετάσουμε  τα  αντικείμενα  αυτά  καθ'  εαυτά  και  δεν  κυττάξουμε  πέρα  από  τις  ιδέες  που σχηματίζουμε γι' αυτά». Ο Χιουμ συνάγει από αυτό ότι πρέπει να είναι η εμπειρία που μας κάνει να γνωρίζουμε την αιτία και το αποτέλεσμα, αλλά δεν μπορεί να είναι απλώς η εμπειρία από τα δυο συμβάντα Α και Β που βρίσκονται σ' αιτιώδη σχέση μεταξύ των. Πρέπει να είναι η εμπειρία, διότι η συνάρτηση δεν είναι λογική∙ και δεν μπορεί να είναι απλώς η εμπειρία από τα επί μέρους συμβάντα Α και Β, μιας και δεν μπορούμε ν' ανακαλύψουμε τίποτε στο Α καθ' εαυτό που θα μπορούσε να οδηγήση στην παραγωγή του Β. Η απαιτούμενη εμπειρία, λέγει, είναι η εμπειρία της συνεχούς συνδέσεως των συμβάντων του είδους Α με τα συμβάντα του είδους Β. Παρατηρεί ότι όταν, στην εμπειρία, δυο αντικείμενα είναι συνεχώς συνδυασμένα, συνάγουμε πράγματι το ένα από το άλλο. (Όταν λέγει «συνάγουμε» εννοεί ότι η παρατήρηση του ενός μας κάμνει να περιμένουμε το άλλο∙ δεν υπονοεί ένα τυπικό ή σαφές συναγόμενο). «Ίσως,  η  αναγκαία  συνάρτηση  να  εξαρτάται  από  το  συμπέρασμα»,  όχι  αντιστρόφως.  Με άλλες  λέξεις,  η  θέα  του  Α  γίνεται  αιτία  της  αναμονής  του  Β  και  έτσι  μας  οδηγεί  στο  να πιστεύουμε  πως  υπάρχει  μια  αναγκαία  συνάρτηση  μεταξύ  Α  και  Β.  Το  συμπέρασμα  δεν καθορίζεται από το λογικό, αλλοιώς θα μας υποχρέωνε να προϋποθέσουμε την ομοιομορφία της φύσεως, που δεν είναι καθ' εαυτήν αναγκαία, αλλά συνάγεται απλώς από την εμπειρία. 

Έτσι, ο Χιουμ οδηγείται στην άποψη πως όταν λέμε πως «το Α είναι το αίτιο του Β», εννοούμε μονάχα πως  το Α  και  Β  είναι  πράγματι  συνεχώς  συναρτημένα,  και  όχι  ότι  υπάρχει  κάποιος αναγκαίος δεσμός ανάμεσά τους. «Δεν έχουμε άλλη αίσθηση αιτίας και αποτελέσματος, αλλά την  αίσθηση  ορισμένων  αντικειμένων,  που  ήταν  πάντα  συνδεδεμένα...  Δεν  μπορούμε  ν' αντιληφθούμε το λόγο της συνδέσεως». 

Στηρίζει  τη  θεωρία  του με  ένα  ορισμό  της «πεποιθήσεως»  (πίστεως)  που  είναι,  λέγει, «μια ζωντανή  ιδέα σχετισμένη ή συναρμοσμένη με μια παρούσα εντύπωση». Δια του συνειρμού, αν  το  Α  και  το  Β  ήσαν  διαρκώς  συνδεδεμένα  σε  περασμένη  εμπειρία,  η  εντύπωση  του  Α παράγει  αυτή  τη  ζωντανή  ιδέα  του  Β  που  συνίσταται  σε  πίστη  στο  Β.  Τούτο  εξηγεί  γιατί πιστεύουμε ότι το Α και Β είναι συνδεδεμένα∙ το παραστατό του Α είναι συνδεδεμένο με την ιδέα του Β, κ' έτσι φθάνουμε στη σκέψη ότι το Α είναι συνδεδεμένο με το Β, παρ' ότι η γνώμη αυτή είναι πραγματικά αβάσιμη. «Τα αντικείμενα δεν έχουν ανιχνεύσιμο δεσμό μεταξύ τους, και  δεν  είναι  από  οποιαδήποτε  αρχή  αλλ'  από  μόνη  τη  συνήθεια  που  επιδρά  επί  της φαντασίας που μπορούμε  ν'  αντλήσουμε οποιοδήποτε συμπέρασμα από  την  εμφάνιση  του ενός στην  εμπειρία  του άλλου».  Επαναλαμβάνει  πολλές φορές  τον  ισχυρισμό ότι  αυτό που φαίνεται  σε  μας  ως  αναγκαίος  δεσμός  μεταξύ  αντικειμένων,  στην  πραγματικότητα  είναι απλώς  δεσμός  μεταξύ  των  ιδεών  των  αντικειμένων  αυτών:  το  πνεύμα  διέπεται  από  τη συνήθεια, «και  αυτή  η  εντύπωση,  αυτός ο  επιδιορισμός86  [determination]  μου  παρέχει  την ιδέα της αναγκαιότητος». Η επανάληψη των παραδειγμάτων που μας οδηγεί στην πεποίθηση ότι το Α είναι αίτιον του Β, δεν προσδίδει τίποτε νέο στο αντικείμενο, αλλά στο πνεύμα οδηγεί σ' ένα συνειρμό ιδεών∙ έτσι «η αναγκαιότητα είναι κάτι που υπάρχει στο πνεύμα και όχι στ' αντικείμενα». 

Ας  αναρωτηθούμε  τώρα  τι  θα  σκεφθούμε  για  τη  θεωρία  του  Χιουμ.  Έχει  δυο  μέρη,  το  ένα αντικειμενικό και το άλλο υποκειμενικό. Το αντικειμενικό μέρος λέγει: Όταν θεωρούμε ότι το Α  προκαλεί  το  Β,  στην  πραγματικότητα  το  Α  και  το  Β  παρατηρήθηκαν  συχνά  να  είναι συνδυασμένα,  δηλαδή  το  Α  έχει  ακολουθηθή  αμέσως  ή  τάχιστα  από  το  Β∙  δεν  έχουμε  το δικαίωμα  να  ειπούμε  ότι  το  Α  πρέπει  να  ακολουθείται  από  το  Β,  ή  ότι  σε  μελλοντικές περιπτώσεις  θα  ακολουθηθή  από  το  Β.  Ούτε  και  έχουμε  κανένα  λόγο  για  να  υποθέτουμε, οσοδήποτε συχνά και αν το Β ακολούθησε το Α, πως εξυπακούεται οποιαδήποτε άλλη σχέση πλην  της  απλής  διαδοχής.  Πράγματι  η  αιτιότητα  καθορίζεται  ως  διαδοχή  και  δεν  αποτελεί ανεξάρτητη έννοια. 

Page 135: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

Το υποκειμενικό μέρος της θεωρίας λέγει: Ο συχνά παρατηρούμενος σύνδεσμος του Α και Β, προκαλεί87 την εντύπωση ότι το A προκαλεί την ιδέα του Β. Αλλ' αν πρόκειται να ορίσουμε την «αιτία»  όπως  υποδεικνύεται  στο  αντικειμενικό  μέρος  της  θεωρίας,  πρέπει  να αναδιατυπώσουμε  τα  παραπάνω.  Αντικαθιστώντας  τον  ορισμό  της  «αιτίας»,  τα  παραπάνω γίνονται ως εξής: 

«Παρατηρήθηκε συχνά ότι ο συχνά παρατηρημένος σύνδεσμος των δυο αντικειμένων Α και Β, ακολουθήθηκε συχνά από περιπτώσεις όπου η εντύπωση του Α ακολουθήθηκε από την ιδέα του Β». 

Μπορούμε  να  δεχθούμε  ότι  η  πρόταση  αυτή  είναι  σωστή,  αλλά  μόλις  και  μετά  βίας ανταποκρίνεται στην προοπτική που ο Χιουμ αποδίδει στο υποκειμενικό μέρος της θεωρίας του. Ισχυρίζεται επανειλημμένως ότι ο συχνός συνδυασμός του Α και του Β δεν δημιουργεί το λόγο να ελπίζουμε ότι θα συνδυάζονται στο μέλλον, αλλ' απλώς είναι αιτία της προσδοκίας αυτής. Δηλαδή: Η εμπειρία του συχνού συνδυασμού συνδυάζεται συχνά με τη συνήθεια του συνειρμού. Αλλ' αν δεχθούμε το αντικειμενικό μέρος της θεωρίας του Χιουμ, το γεγονός ότι στο παρελθόν έχουν συχνά δημιουργηθεί τέτοιοι συνειρμοί υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι λόγος για να υποθέτουμε ότι θα συνεχισθούν, ή ότι θα δημιουργηθούν νέοι συνειρμοί υπό τις ανάλογες  περιπτώσεις.  Γεγονός  είναι  ότι  ο  Χιουμ,  όταν  πρόκειται  περί  της  ψυχολογίας, επιτρέπει στον εαυτό του να πιστεύει στην αιτιότητα κατά τρόπο που γενικά καταδικάζει. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Βλέπω ένα μήλο και αναμένω ότι αν  το φάγω θα δοκιμάσω ένα είδος γεύσεως. Κατά τον Χιουμ τίποτε δεν δικαιολογεί ότι θα δοκιμάσω αυτού του είδους τη γεύση∙  ο  νόμος  της  συνήθειας  εξηγεί  την  ύπαρξη  της  προσδοκίας  μου  αλλά  δεν  τη δικαιολογεί. Όμως, ο νόμος της συνηθείας είναι αυτός καθ' εαυτόν αιτιώδης νόμος. Συνεπώς, αν  πάρουμε  τον  Χιουμ  στα  σοβαρά,  πρέπει  να  πούμε:  Παρ'  ότι  στο  παρελθόν  η  θέα  ενός μήλου  είχε  συνδυασθεί  με  την  προσδοκία  ενός  είδους  γεύσεως,  τίποτε  δεν  δικαιολογεί  να εξακολουθήσουν να είναι μήλο και γεύση κατά τον ίδιον τρόπο συνδυασμένα∙ ενδέχεται την άλλη φορά που θα δω  ένα μήλο  να περιμένω  να μου δώσει  τη  γεύση μπιφτεκιού. Μπορεί προς στιγμήν να το θεωρήσετε απίθανο, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να αναμένετε ότι θα  το  βρίσκετε  απίθανο  και  μετά  πέντε  λεπτά.  Αν  η  αντικειμενική  θεωρία  του  Χιουμ  είναι σωστή,  δεν  έχουμε  επικρατέστερους  λόγους  προσδοκιών  στην  ψυχολογία  απ'  ό,τι  στον φυσικό  κόσμο. Η θεωρία  του Χιουμ μπορεί  να  γελοιογραφηθεί ως  εξής: «Η πρόταση «το Α προκαλεί το Β», σημαίνει «η εντύπωση του Α προκαλεί την ιδέα του Β». Ως ορισμός δεν είναι και πολύ πετυχημένη προσπάθεια. 

Πρέπει,  συνεπώς,  να  εξετάσουμε  την  αντικειμενική  θεωρία  του  Χιουμ  με  περισσότερη προσοχή. Η θεωρία αυτή έχει δύο μέρη: 1) Όταν λέμε «το Α προκαλεί το Β», το μόνο δικαίωμα που  έχουμε  είναι  να  πούμε  πως  στην  περασμένη  μας  εμπειρία  το  Α  και  το  Β  συχνά εμφανίζονταν  μαζί  ή  σε  γοργή  διαδοχή,  και  δεν  έτυχε  να  δούμε  ποτέ  το  Α  να  μην ακολουθείται ή να μη συνοδεύεται από το Β. 2) Όσες φορές και αν έτυχε να διαπιστώσουμε τον  συνδυασμό  του  Α  και  του  Β,  τούτο  δεν  αποτελεί  λόγο  για  να  αναμένουμε  ότι  θα συνδυασθούν και σε μελλοντική περίπτωση, παρ' ότι αποτελεί αιτία της προσδοκίας αυτής, δηλαδή συχνά παρατηρήθηκε ότι ήταν συνδυασμένο με μια τέτοια προσδοκία. Τα δυο αυτά μέρη  της  θεωρίας  μπορούν  να  διατυπωθούν  ως  εξής:  1)  στην  αιτιότητα  δεν  υπάρχει  μη προσδιορίσιμη  σχέση  εκτός  από  το  συνδυασμό  ή  τη  διαδοχή,  2)  η  επαγωγή  δι'  απλής απαριθμήσεως  δεν  αποτελεί  έγκυρο  τύπο  συλλογισμού.  Οι  εμπειριστές  γενικά  έχουν αποδεχθή την πρώτη από τις θέσεις αυτές και έχουν απορρίψει τη δεύτερη. Όταν λέγω πως έχουν  απορρίψει  τη  δεύτερη,  εννοώ  ότι  πίστεψαν  πως,  δεδομένης  της  αρκετά  μεγάλης συσσωρεύσεως παραδειγμάτων συνδυασμού, η πιθανότητα ότι θα υπάρχει συνδυασμός και στο επόμενο παράδειγμα θα υπερβαίνει το μισό∙ ή, αν δεν λεν ακριβώς αυτό, υποστηρίζουν κάποια θεωρία που έχει ανάλογες συνέπειες. 

Δεν  επιθυμώ για  την ώρα να συζητήσω  το πρόβλημα  της  επαγωγής,  γιατί  είναι μεγάλο  και 

Page 136: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

δύσκολο θέμα∙ προς το παρόν αρκούμαι να παρατηρήσω ότι αν γίνη δεκτό το πρώτο μισό της θεωρίας του Χιουμ, η απόρριψη της επαγωγής καθιστά κάθε προσδοκία ως προς το μέλλον παράλογη,  ακόμη  και  την  προσδοκία  ότι  θα  εξακολουθήσουμε  να  έχουμε  προσδοκίες.  Δεν εννοώ  απλώς  ότι  οι  προσδοκίες  μας  ενδέχεται  να  είναι  εσφαλμένες∙  αυτό,  πρέπει  να  το δεχόμαστε  σε  κάθε  περίπτωση.  Εννοώ  ότι,  προκειμένου  ακόμη  και  για  τις  σταθερότερες προσδοκίες  μας,  λόγου  χάριν  ότι  ο  ήλιος  θ'  ανατείλη  την  επομένη,  δεν  υπάρχει  ουδ'  ο παραμικρότερος  λόγος  να  συνηγορεί  ότι  πρέπει  να  θεωρούμε  ως  πιθανότερο  να επαληθευθούν  παρά  το  αντίθετο.  Με  αυτή  την  επιφύλαξη  επανέρχομαι  στην  έννοια  της «αιτίας». 

Όσοι  διαφωνούν  με  τον  Χιουμ  υποστηρίζουν  ότι  η  «αιτία»  είναι  μια  ειδική  σχέση,  που συνεπάγεται αναλλοίωτη διαδοχή, αλλά δεν εξυπακούεται από αυτήν. Για να επιστρέψουμε στα ρολόγια των Καρτεσιανών: δυο τέλεια ρυθμισμένα χρονόμετρα μπορούν να χτυπάνε τις ώρες  το ένα σύμφωνα με  τ' άλλο αμεταβλήτως,  χωρίς να είναι ούτε  το ένα ούτε  το άλλο η αιτία της σημάνσεως των ωρών. Γενικά, εκείνοι που έχουν αυτή την άποψη υποστηρίζουν ότι μπορούμε  κάποτε  ν'  αντιληφθούμε  αιτιώδεις  σχέσεις,  μολονότι  τις  περισσότερες  φορές είμαστε  υποχρεωμένοι  να  τις  συναγάγουμε,  κατά  το  μάλλον  ή  ήττον  επισφαλώς,  από  τη συνεχή  σύνδεση.  Ας  δούμε  ποια  επιχειρήματα  είναι  υπέρ  και  κατά  του  Χιουμ  στο  σημείο τούτο. 

Ο Χιουμ συνοψίζει το επιχείρημά του ως εξής: 

«Αντιλαμβάνομαι, ότι απ' όλες τις παραδοξολογίες που είχα, ή που θα έχω από δω κ' εμπρός, την ευκαιρία να εκθέσω κατά την ανάπτυξη της πραγματείας αυτής, τούτη ‐ δω θα είναι η πιο εκπληκτική και μόνο με τη στέρεη απόδειξη και το στέρεο συλλογισμό ελπίζω να γίνη δεκτή και  να  υπερπηδήσει  τις  ριζωμένες  προκαταλήψεις  της  ανθρωπότητας.  Προτού συμφιλιωθούμε  με  τη  θεωρία  αυτή,  πόσο  συχνά  πρέπει  να  επαναλάβουμε  στους  εαυτούς μας, ότι η απλή θέα δυο οιωνδήποτε αντικειμένων ή ενεργειών, οσοδήποτε συνηρτημένων, δεν μπορεί ποτέ να μας δώση την οποιαδήποτε  ιδέα δυνάμεως ή δεσμού μεταξύ των∙ ότι η ιδέα  τούτη  πηγάζει  από  την  επανάληψη  της  ενώσεώς  των∙  ότι  η  επανάληψη  ούτε ανακαλύπτει, ούτε προκαλεί ο,τιδήποτε στ' αντικείμενα αλλ' ότι επιδρά μόνον στο πνεύμα δια της  συνήθους  αυτής  μεταβολής  που  δημιουργεί∙  ότι  η  συνήθης  αυτή  μεταβολή  είναι,  κατ' ακολουθίαν, η ίδια με τη δύναμη και την αναγκαιότητα, που γίνονται συνεπώς αισθητές από την ψυχή και δεν είναι εξωτερικά αντιληπτές σε σώματα;». 

Ο Χιουμ κατηγορείται  συνήθως ότι  έχει υπερβολικά προσωπική άποψη περί παραστάσεως, αλλά δέχεται ότι ορισμένες σχέσεις μπορούν να γίνονται αντιληπτές. «Δεν θάπρεπε, λέγει, να δεχόμαστε ως συλλογισμό οποιαδήποτε από τις παρατηρήσεις που κάνουμε σχετικά με  την ταυτότητα, και  τις  σχέσεις  χρόνου και  χώρου, μιας  και  σε  καμμιά απ'  αυτές  το πνεύμα δεν πάει  πέρα από  εκείνο που  γίνεται άμεσα αισθητό δια  των αισθήσεων».  Η  αιτιότητα,  λέγει, είναι διαφορετική κατά το γεγονός ότι μας πηγαίνει πέρα από τις εντυπώσεις των αισθήσεών μας  και μας πληροφορεί  περί μη αντιληπτών υπάρξεων. Ως  επιχείρημα  τούτο είναι μάλλον χωρίς  αξία.  Πιστεύουμε  σε  πολλές  σχέσεις  χρόνου  και  χώρου  που  δεν  μπορούμε  ν' αντιληφθούμε  (συλλάβουμε)∙  νομίζουμε  ότι  ο  χρόνος  εκτείνεται  προς  τα  πίσω  και  προς  τα μπρος, και ο χώρος πέρα από τους τοίχους της κάμαράς μας. Το πραγματικό επιχείρημα του Χιουμ  είναι  ότι  ενώ  κάποτε  αντιλαμβανόμαστε  σχέσεις  χρόνου  και  χώρου,  δεν αντιλαμβανόμαστε ποτέ αιτιώδεις σχέσεις, τις οποίες συνεπώς, αν παραδεχθούμε, πρέπει να τις  συναγάγουμε  από  σχέσεις  αντιληπτές.  Έτσι,  η  διαφορά  περιορίζεται  σε  διαφορά εμπειρικού γεγονότος: Αντιλαμβανόμαστε κάποτε, ή όχι, μια σχέση που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε  αιτιώδη;  Ο  Χιουμ  λέγει  όχι,  οι  αντίπαλοί  του  λένε  ναι,  και  δεν  είν'  εύκολο  να ιδούμε ποιου είδους απόδειξη μπορεί να προταθή από τη μια ή από την άλλη πλευρά. 

Νομίζω  ότι  το  ισχυρότερο  επιχείρημα  υπέρ  της  απόψεως  του  Χιουμ  θ'  αντληθή  από  τον 

Page 137: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

χαρακτήρα των νόμων της αιτιότητος στη φυσική. Είναι φανερό ότι απλοί κανόνες του τύπου «το  Α  προκαλεί  το  Β»  δεν  γίνονται  ποτέ  δεκτοί  στην  επιστήμη  παρά  ως  ακατέργαστες προτάσεις στα προκαταρκτικά στάδια. Οι αιτιώδεις νόμοι που αντικαθιστούν τέτοιους απλούς κανόνες  στις  εξελιγμένες  επιστήμες  είναι  τόσο  πολύπλοκοι,  ώστε  κανείς  δεν  είναι διατεθειμένος  να  τους  θεωρήση  ως  προϊόντα  παραστάσεως∙  προδήλως  είν'  όλοι επεξειργασμένα  συμπεράσματα  από  την  παρατήρηση  της  πορείας  της  φύσεως.  Δεν συμπεριλαμβάνω τη νεότερη θεωρία των κβάντων που ενισχύει το παραπάνω συμπέρασμα. Εφ'  όσον  πρόκειται  περί  των  φυσικών  επιστημών,  ο  Χιουμ  έχει  εξ  ολοκλήρου  δίκαιο∙ προτάσεις του είδους «το Α προκαλεί το Β» ουδέποτε πρόκειται να γίνουν δεκτές, και η τάση μας να τις δεχόμαστε εξηγείται από τους νόμους της συνήθειας και του συνειρμού. Αυτοί καθ' εαυτούς  οι  νόμοι  αυτοί  θα  είναι,  στην  ακριβή  τους  μορφή,  διονυχιστικοί  ορισμοί  περί  του νευρικού συστήματος — πρωτίστως περί  της φυσιολογίας του,  κατόπιν  της χημείας του και τελικά της φυσικής του. 

Ωστόσον, ο αντίπαλος του Χιουμ, και αν ακόμη παραδεχθή το σύνολο των όσων έχουν λεχθή περί  των  φυσικών  επιστημών,  μπορεί  να  μην  παραδέχεται  τον  εαυτό  του  αποφασιστικά ηττημένο. Μπορεί να ισχυρισθή ότι στην ψυχολογία έχουμε περιπτώσεις όπου είναι δυνατόν να  γίνη  αντιληπτή  μια  αιτιώδης  σχέσις.  Η  όλη  αντίληψη  περί  αιτίας  πηγάζει  ίσως  από  τη βούληση,  και  μπορεί  να  λεχθή  ότι  είναι  δυνατόν  ν'  αντιληφθούμε  μια  σχέση  μεταξύ  μιας βουλήσεως  και  της  συνακολουθούσης  τάξεως,  που  είναι  κάτι  περισσότερο  από  μια αμετάβλητη διαδοχή. Το ίδιο μπορεί να λεχθή για τη σχέση μεταξύ ενός αιφνίδιου πόνου και μιας  κραυγής.  Εν  τούτοις  απόψεις  του  είδους  αυτού,  καθίστανται  πολύ  δύσκολες  από  τη φυσιολογία. Μεταξύ  της θελήσεώς μου  να  κινήσω  τον βραχίονά μου και  της  κινήσεως που επακολουθεί,  υπάρχει  ολόκληρη  αλυσίδα  αιτιωδών  ενδιαμέσων  που  συνίστανται  σε διαδικασίες  στα  νεύρα  και  στους  μυς.  Αντιλαμβανόμαστε  μόνο  τα  οριακά  τέρματα  των διαδικασιών  αυτών,  τη  βούληση  και  την  κίνηση  και  αν  νομίζουμε  ότι  βλέπουμε  μια  άμεση αιτιώδη συνάφεια μεταξύ αυτών, κάνουμε λάθος. Το επιχείρημα τούτο δεν είναι πειστικό ως προς  το  γενικό  ζήτημα,  αλλά  δείχνει  πως  είναι  απερίσκεπτο  να  υποθέτουμε  ότι αντιλαμβανόμαστε  αιτιώδεις  σχέσεις,  όταν  νομίζουμε  ότι  αντιλαμβανόμαστε.  Η  πλάστιγγα συνεπώς  κλίνει  προς  την  άποψη  του  Χιουμ  ότι  δεν  υπάρχει  τίποτε  στην  αιτία  παρά αμετάβλητη διαδοχή. 

Ο Χιουμ δεν είναι ικανοποιημένος με την υπαγωγή του τεκμηρίου του αιτιώδους δεσμού στην εμπειρία  της  συχνής  συνδέσεως∙  ισχυρίζεται  ακόμη  ότι  η  εμπειρία  του  είδους  αυτού  δεν δικαιολογεί την προσδοκία παρόμοιων συνδυασμών μελλοντικώς. Λόγου χάρη: όταν  (για να επαναλάβουμε  ένα  προηγούμενο  παράδειγμα)  βλέπω  ένα  μήλο,  η  περασμένη  πείρα  με κάμνει να προσδοκώ ότι θα έχει τη γεύση του μήλου και όχι τη γεύση του μπιφτεκιού∙ αλλά δεν  υπάρχει  λογική  δικαιολογία  της  προσδοκίας  αυτής.  Αν  υπήρχε  τέτοια  δικαιολογία,  θα έπρεπε  να  πηγάση  από  την  αρχή  ότι  «τα  παραδείγματα  αυτά  των  οποίων  δεν  έχουμε  την εμπειρία,  μοιάζουν  μ'  εκείνα  των  οποίων  είχαμε  την  εμπειρία».  Η  αρχή  αυτή  δεν  είναι λογικώς αναγκαία, εφ' όσον μπορούμε τουλάχιστον να νοήσουμε μια μεταβολή στην πορεία της  φύσεως,  θα  ήταν,  συνεπώς  μια  αρχή  πιθανότητας.  Αλλ'  όλα  τα  πιθανά  επιχειρήματα προϋποθέτουν  την  αρχή  αυτή,  συνεπώς  δεν  είναι  δυνατόν  η  ίδια  ν'  αποδειχθή  απ' οποιοδήποτε πιθανό επιχείρημα, ή καν να καταστή πιθανή από οποιοδήποτε επιχείρημα του είδους  αυτού.  «Η  υπόθεση  ότι  το  μέλλον  μοιάζει  με  το  παρελθόν,  δεν  βασίζεται  σ' οποιοδήποτε  επιχείρημα,  αλλά  προέρχεται  εξ  ολοκλήρου  από  τη  συνήθεια»88.  Το συμπέρασμα είναι απόλυτα σκεπτικιστικό: 

«Όλοι  οι  πιθανοί  συλλογισμοί  δεν  είναι  παρά  ένα  είδος  αισθήματος.  Δεν  είναι  μόνον  στην ποίηση  και  στη  μουσική  που  πρέπει  ν'  ακολουθούμε  τα  γούστα  και  τα  συναισθήματά  μας, αλλά το  ίδιο πρέπει  και στη φιλοσοφία. Όταν είμαι πεπεισμένος για μια αρχή,  είναι απλώς μια  ιδέα  που  με  πλήττει  ισχυρότερα.  Όταν  δίνω  την  προτίμησή  μου  σε  μια  σειρά 

Page 138: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

επιχειρημάτων αντί σε μιαν άλλη, δεν κάνω τιποτ' άλλο παρά ν' αποφασίζω ανάλογα με το τι αισθάνομαι για την ανωτερότητα της επίδρασής των. Τα αντικείμενα δεν έχουν ανιχνεύσιμο δεσμό  μεταξύ  τους,  και  δεν  είναι  από  οποιαδήποτε  αρχή  αλλ'  από  μόνη  τη  συνήθεια  που επιδρά επί της φαντασίας που μπορούμε ν' αντλήσουμε οποιοδήποτε συμπέρασμα από την εμφάνιση του ενός για την ύπαρξη του άλλου»89. 

Το τελικό εξαγόμενο της έρευνας του Χιουμ περί του τι είναι γνώση, δεν νομίζουμε να υπήρξε εκείνο που θα επιθυμούσε. Ο υπότιτλος του βιβλίου του είναι: «Μια προσπάθεια εισαγωγής της πειραματικής μεθόδου του συλλογισμού σε ηθικά θέματα». Είναι προφανές ότι ξεκίνησε με την πεποίθηση ότι η επιστημονική μέθοδος θα του αποκαλύψη την αλήθεια, ολόκληρη την αλήθεια και μόνη την αλήθεια∙ εν τούτοις κατέληξε με την πεποίθηση ότι η πίστη ουδέποτε είναι  ορθολογική  εφ'  όσον  δεν  γνωρίζουμε  τίποτε.  Αφού  εξέθεσε  τα  επιχειρήματα  που δικαιολογούν  το  σκεπτικισμό  (Βιβλίο  Α,  μέρος  iv,  τμ.  i)  δεν  προβαίνει  στην  αναίρεσή  τους, αλλά καταφεύγει και πάλιν στην απλοϊκή ευπιστία. 

«Η Φύση,  από  απόλυτη  και  ανέλεγκτη  αναγκαιότητα,  αποφάσισε  να  μας  δώση  την  κρίση, όπως μας έδωσε την αναπνοή και το αίσθημα∙ ούτε μπορούμε ν' αποφεύγουμε από του να βλέπουμε  ορισμένα  πράγματα  σε  ισχυρότερο  και  πληρέστερο  φως,  λόγω  της  συνήθους συνδέσεώς  των με μια παρούσα  εντύπωσή μας,  όπως δεν μπορούμε  να  εμποδίσουμε  τους εαυτούς  μας  να  σκέπτονται  όσο  είμαστε  ξύπνοι,  ή  να  βλέπουμε  τα  γύρω  σώματα  όταν στρέφουμε  τα  μάτια  μας  προς  αυτά  κάτω  από  την  ηλιοφεγγιά.  Όποιος  πήρε  τον  κόπο  ν' αναιρέση αυτόν τον ολοκληρωτικό σκεπτικισμό, ουσιαστικά φιλονείκησε χωρίς αντίπαλο, και πάσχισε  με  επιχειρήματα  να  αποδείξη  μια  ιδιότητα  που  η  φύση  φρόντισε  από  πριν  να φυτέψη  στο  πνεύμα  και  να  την  καταστήση  αναπόφευκτη.  Η  πρόθεσή  μου,  λοιπόν,  με  την τόσο προσεκτική έκθεση των επιχειρημάτων της φαντασιόπληκτης αυτής αιρέσεως είναι  να καταστήσω στον αναγνώστη αισθητή την αλήθεια της υπόθεσής μου, ότι όλοι οι συλλογισμοί μας σχετικά με τις αιτίες και τα αποτελέσματα προέρχονται μόνον από τη συνήθεια και ότι η κρίση  μας  είναι  μάλλον  μια  πράξη  του  αισθητικού  παρά  του  νοητικού  μέρους  του  εαυτού μας». 

«Ο σκεπτικιστής, συνεχίζει (Βιβλίο Α, μέρος iv, τμ. ii) εξακολουθεί ακόμη να λογικεύεται και να πιστεύει, παρ' ότι βεβαιώνει ότι δεν μπορεί να υπερασπίση το λογικό του με τον ορθόν λόγον∙ και  κατά  τον  ίδιον  κανόνα  πρέπει  να  συναινέση  στην  αρχή  που  αφορά  την  ύπαρξη  του σώματος παρ' ότι δεν είναι σε θέση με οποιαδήποτε φιλοσοφικά επιχειρήματα να υποστηρίξη την αληθινότητά του... Μπορούμε,  λοιπόν,  να ρωτήσουμε, τι μας κάνει να πιστεύουμε στην ύπαρξη του σώματος; Αλλ' είναι μάταιο να ρωτάμε, εάν υπάρχει ή όχι σώμα. Είναι ζήτημα που πρέπει να θεωρούμε ως λελυμένο σ' όλους μας τους συλλογισμούς». 

Τα  παραπάνω  είναι  η  αρχή  του  τμήματος  «Περί  σκεπτικισμού  καθ'  όσον  αφορά  τις αισθήσεις». Ύστερ' από μακρά συζήτηση, το τμήμα τελειώνει με το εξής συμπέρασμα: 

«Η σκεπτικιστική αμφιβολία,  τόσον ως προς  το λογικό όσο και ως προς  τις αισθήσεις,  είναι αρρώστια που δεν μπορεί να θεραπευθή ριζικά, μα που ξαναγυρίζει επάνω μας κάθε στιγμή όσο  και  να  τη  διώχνουμε μακριά μας  και  πολλές φορές  μάλιστα  να  νομίζουμε πως  έχουμε ολοκληρωτικά απαλλαγεί από αυτήν... Μόνον η ξεγνοιασιά και η αδιαφορία μπορούν να μας γίνουν  φάρμακα.  Γι'  αυτό  το  λόγο  εμπιστεύομαι  απολύτως  σ'  αυτές  και  προεξοφλώ, οποιαδήποτε κι αν είναι η γνώμη του αναγνώστη αυτή τη στιγμή, πως μέσα σε μιαν ώρα θα είναι πεπεισμένος πως υπάρχει και εξωτερικός και εσωτερικός κόσμος». 

Δεν  υπάρχει  λόγος  για  να  σπουδάζει  κανείς φιλοσοφία —  αυτό  τουλάχιστον  υποστηρίζει  ο Χιουμ — εκτός μόνον ότι για ορισμένους χαρακτήρες είν' ευχάριστος τρόπος να περνάνε τον καιρό  τους. «Σ' όλα  τα περιστατικά  της  ζωής μας θάπρεπε μ'  όλα  ταύτα να διατηρούμε  τον σκεπτικισμό μας. Αν πιστεύουμε ότι η φωτιά ζεσταίνει, ή ότι το νερό δροσίζει «είναι μόνον και 

Page 139: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

μόνον  γιατί  μας  παίρνει  πάρα  πολύν  κόπο  να  σκεφθούμε  αλλοιώς.  Εν  τούτοις,  αν  είμαστε φιλότιμοι, θα έπρεπε να ήταν μόνον από σκεπτικιστικές αρχές, και από μια προδιάθεση που αισθανόμαστε  να  μας  χρησιμοποιεί  κατ'  αυτόν  τον  τρόπο».  Αν  εγκατέλειπε  τη  φιλοσοφία, «αισθάνομαι ότι θα ήμουνα χαμένος στο θέμα της ηδονής και αυτό έγινε και η καταγωγή της φιλοσοφίας μου». 

Η  φιλοσοφία  του  Χιουμ,  αληθινή  ή  κίβδηλη,  αντιπροσωπεύει  τη  χρεωκοπία  της «λογικοκρατίας» του δέκατου όγδοου αιώνα. Ξεκινάει, όπως ο Λοκ, με την πρόθεση να είναι λογικός  και  εμπειρικός,  μη  εμπιστευόμενος σε  τίποτε  τυφλοίς  όμμασι,  αλλά  ζητώντας  κάθε δυνατή  ενημέρωση  από  την  εμπειρία  και  την  παρατήρηση.  Αλλά  διαθέτοντας  καλύτερο μυαλό από  του Λοκ,  μεγαλύτερη οξύτητα στην ανάλυση και  λιγότερη  ικανότητα  να δέχεται βολικές ασυνέπειες, φθάνει στο καταστρεπτικό συμπέρασμα ότι δεν μπορούμε να μάθουμε τίποτε από την εμπειρία και την παρατήρηση. Δεν υπάρχει ορθολογική πίστη: «Αν πιστεύουμε ότι  η φωτιά  ζεσταίνει  και  το  νερό  δροσίζει,  είναι  μόνον  και  μόνον  διότι  μας  κοστίζει  πάρα πολύν  κόπο  να  σκεφθούμε  αλλοιώς».  Δεν  μπορούμε  να  μην  το  πιστεύουμε,  αλλά  καμμιά πίστη  δεν  μπορεί  να  βασισθή  στη  λογική.  Ούτε  μπορεί  μια  γραμμή  ενεργείας  να  είναι περισσότερο  ορθολογική  από  την  άλλη,  αφού  όλες  βασίζονται  σε  άλογες  πεποιθήσεις.  Εν τούτοις,  το τελευταίο αυτό συμπέρασμα δεν φαίνεται να το έβγαλε ο Χιουμ. Ακόμη και στο πιο  σκεπτικιστικό  κεφάλαιό  του,  όπου  συνοψίζει  τα  συμπεράσματα  του  Βιβλίου  Α,  λέγει: «Γενικά  μιλώντας,  οι  πλάνες  στη  θρησκεία  είναι  επικίνδυνες∙  στη  φιλοσοφία  είναι  απλώς γελοίες». Δεν έχει, όμως, το δικαίωμα να το λέγει. Το «επικίνδυνες» είναι λέξη αιτιώδης και ένας σκεπτικιστής απέναντι της αιτιότητας δεν μπορεί να ξέρει αν κάτι είναι «επικίνδυνο». 

Στην πραγματικότητα, όμως, στα κατοπινά μέρη της Πραγματείας του, ο Χιουμ λησμονεί όλα τα  περί  των  θεμελιωδών  αμφιβολιών  του,  και  γράφει  όπως  ακριβώς  θα  έγραφε  και  ο οιοσδήποτε  φωτισμένος  ηθικολόγος  της  εποχής  του∙  εφαρμόζει  στις  αμφιβολίες  του  το φάρμακο  που  συνιστά,  συγκεκριμένα  την  «ξεγνοιασιά  και  την  αδιαφορία».  Κατά  κάποιον τρόπο, ο σκεπτικισμός του είναι ανειλικρινής, εφ' όσον δεν μπορεί να τον διατηρήσει και στην πράξη.  Έχει  ωστόσο  αυτή  την  επικίνδυνη  συνέπεια,  ότι  παραλύει  κάθε  προσπάθεια  για  ν' αποδειχθή μια γραμμή ενεργείας καλύτερη από την άλλη. 

Ήταν αναπόφευκτο από μια  τέτοια αυτοαναίρεση ορθολογικότητας ν' ακολουθηθή από μια μεγάλη  έκρηξη  άλογης  πίστης.  Η  φιλονεικία  μεταξύ  Χιουμ  και  Ρουσσώ  είναι  συμβολική:  ο Ρουσσώ  ήταν  τρελλός  αλλά  μ'  επιρροή,  ο  Χιουμ  ήταν  καλά  στις  φρένες  του  αλλά  δεν  είχε οπαδούς.  Κατοπινοί  εμπειριστές  απόρριπταν  τον  σκεπτικισμό  του  χωρίς  να  τον ανασκευάζουν∙ ο Ρουσσώ και οι οπαδοί  του συμφωνούσαν με τον Χιουμ πως καμμιά πίστη δεν βασίζεται στον ορθόν λόγον, αλλά θεωρούσαν  την καρδιά ανώτερη από  τη διάνοια και την  άφιναν  να  τους  οδηγεί  σε  πεποιθήσεις  πολύ  διαφορετικές  από  εκείνες  που  ο  Χιουμ διατηρούσε  στην  πράξη.  Οι  Γερμανοί  φιλόσοφοι,  από  τον  Καντ  έως  τον  Έγελο,  δεν  είχαν αφομοιώσει τα επιχειρήματα του Χιουμ. Το λέγω τούτο ενσυνειδήτως, παρά την πεποίθηση που  πολλοί φιλόσοφοι  συμμερίζονται  με  τον  Καντ,  ότι  με  την  Κριτική  τον  καθαρού  λόγου απαντούσε στον Χιουμ. Πράγματι, οι φιλόσοφοι αυτοί — τουλάχιστον ο Καντ και ο Έγελος— εμφανίζουν  έναν  προχιουμικό  τύπο  ορθολογισμού  και  μπορεί  ν'  αναιρεθή  με  χιουμικά επιχειρήματα.  Οι  φιλόσοφοι  που  δεν  είναι  δυνατόν  ν'  αναιρεθούν  κατά  τον  τρόπον  αυτόν, είναι  εκείνοι που δεν διατείνονται ότι  είναι ορθολογιστές,  όπως ο Ρουσσώ,  ο  Σοπενχάουερ και ο Νίτσε. Η ανάπτυξη του παραλόγου καθ' όλον τον δέκατον ένατον αιώνα και ό,τι πέρασε και στον εικοστον αιώνα ήταν μια φυσική συνέπεια της καταστροφής του εμπειρισμού από τον Χιουμ. 

Είναι, λοιπόν, σημαντικό ν' ανακαλύψουμε κατά πόσον υπάρχει απάντηση στον Χιουμ μέσα στα πλαίσια μιας φιλοσοφίας που είναι εξ ολοκλήρου ή κατά κύριον λόγον εμπειρική. Αν όχι, δεν υπάρχει πνευματική διαφορά μεταξύ υγιών φρενών και φρενοβλάβειας. Ο φρενοβλαβής που πιστεύει ότι είναι βραστό αυγό θα καταδικασθή μόνον διότι βρίσκεται σε μειοψηφία, ή 

Page 140: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

μάλλον,—μιας και δεν πρέπει να προϋποθέτουμε τη δημοκρατία—για το ότι η κυβέρνηση δεν συμφωνεί  μαζί  του.  Αυτή  είναι  μια  απελπιστική  άποψη  και  πρέπει  να  ελπίζουμε  ότι  θα υπάρχει κάποιος τρόπος διαφυγής από αυτήν. 

Ο σκεπτικισμός του Χιουμ βασίζεται εξ ολοκλήρου στην από μέρους του απόρριψη της αρχής της  επαγωγής.  Η  αρχή  της  επαγωγής,  εφαρμοζόμενη  στην  αιτιότητα,  λέγει  ότι,  αν  το  Α διεπιστώθη  ότι  συνοδεύεται  πολύ  συχνά  ή  ακολουθείται  από  το  Β,  και  δεν  υπάρχει περίπτωση  το  Α  να  μη  συνοδεύεται  ή  ν'  ακολουθείται  από  το  Β,  τότε  είναι  πιθανόν,  την επόμενη φορά που θα παρατηρηθή το Α, να συνοδεύεται ή ν' ακολουθείται από το Β. Εαν η αρχή  επιβεβαιωθή,  επαρκής  αριθμός  ομοίων  περιπτώσεων  θα  καταστήση  την  πιθανότητα σχεδόν βεβαιότητα. Εαν η αρχή αυτή, ή οιαδήποτε άλλη από την οποίαν μπορεί να εξαχθή, είναι αληθινή, τότε τα αιτιώδη συμπεράσματα που απορρίπτει ο Χιουμ είναι έγκυρα, όχι διότι πράγματι παρέχουν την βεβαιότητα, αλλά διότι παρέχουν επαρκή πιθανότητα για πρακτικούς σκοπούς.  Αν  η  αρχή  αυτή  δεν  είναι  αληθινή,  οποιαδήποτε  προσπάθεια  να  φθάσουμε  σε γενικούς  επιστημονικούς  νόμους  από  τις  επί  μέρους  παρατηρήσεις  είναι  απατηλή  και  ο εμπειριστής δεν είναι δυνατόν ν' αποφύγη τον σκεπτικισμό του Χιουμ. Η αρχή αυτή καθαυτήν δεν  είναι  δυνατόν,  βεβαίως,  χωρίς  περιοδικότητα,  να  συναχθεί  από  παρατηρημένες ομοιομορφίες,  εφ'  όσον  απαιτείται  για  να  δικαιολογήση  οποιοδήποτε  τέτοιο  συμπέρασμα. Πρέπει,  συνεπώς,  να  είναι  ή  να  μπορεί  να  συναχθή  από  μια  ανεξάρτητη  αρχή  που  δεν βασίζεται  στην  εμπειρία.  Από  της  πλευράς  αυτής  ο  Χιουμ  έχει  αποδείξει  ότι  ο  καθαρός εμπειρισμός δεν είναι επαρκής βάσις για την επιστήμη. Αλλ' αν κάνουμε δεκτή αυτή την αρχή και  μόνη,  τα  πάντα  μπορούν  να  βαδίζουν  σύμφωνα  με  τη  θεωρία  ότι  η  όλη  γνώση  μας βασίζεται  στην  εμπειρία.  Πρέπει  να  παραδεχθούμε  ότι  τούτο αποτελεί  σοβαρή παρέκκλιση από τον καθαρό εμπειρισμό, και όσοι δεν είναι εμπειριστές έχουν το δικαίωμα να ρωτήσουν γιατί,  εφ'  όσον  επιτρέπεται  μια  παρέκκλιση,  να  μην  επιτρέπονται  και  άλλες.  Ωστόσον,  τα ζητήματα  αυτά  δεν  εγείρονται  απ'  ευθείας  από  τα  επιχειρήματα  του  Χιουμ.  Αυτό  που αποδεικνύουν  τα  επιχειρήματα  αυτά—και  δεν  νομίζω  ότι  η  απόδειξη  μπορεί  ν' αμφισβητηθή—είναι ότι η επαγωγή είναι μια ανεξάρτητη λογική αρχή, που δεν είναι δυνατόν να συναχθή ούτε από την εμπειρία ούτε από άλλες λογικές αρχές, και ότι χωρίς αυτή την αρχή η επιστήμη είναι αδύνατη. 

                                                            1 Βλέπε στον Β' τούτο τόμο, Βιβλίον Δεύτερον, Μέρος II, Κεφ. XII, Ο 13ος Αιώνας, σελ. 88. 

2  Leopold  von  Ranke,  Γερμανός  ιστορικός  (1795‐1886).  Τα  Άπαντά  του  εκδόθηκαν  σε  47  τόμους. (Σ.τ.Μ.). 

3 Σικελικός Εσπερινός ονομάζεται στην Ιστορία η αιματηρή στάση εναντίον του βασιλέως Καρόλου του Ανδηγαυϊκού, που εξερράγη την ώρα του εσπερινού της δεύτερης ημέρας του Πάσχα (30.3.1282) στο Παλέρμο, κατά την οποίαν σφαγιάσθηκαν από τους κατοίκους πολλοί Γάλλοι. (Σ.τ.Μ.). 

4 Γλώσσαι λέγονταν κατά τον Μεσαίωνα τα σχόλια των ερμηνευτών, νομοδιδασκάλων κυρίως, οι οποίοι σχολίαζαν τα χωρία των διαφόρων συλλογών του Ρωμαϊκού Δικαίου, (γλωσσογράφοι). Κατ' επέκτασιν, κάθε  σχόλιο  σε  αρχαίο  κείμενο.  Αι  «γλώσσαι»  σημειώνονταν  είτε  μεταξύ  των  γραμμών,  είτε  στο περιθώριο των κειμένων. (Σ.τ.Μ.). 

5 Μεταφέρω από το βιβλίο του Burckhardt: Η Αναγέννηση στην Ιταλία, Μέρος IV, κεφ. β'. 

6  Θωμάς‐Γκουαρντάτο,  ο  επιλεγόμενος  Μαζούτσιο,  ντέι  Γκουαρντάτι  ντι  Σαλέρνο.  Ιταλός διηγηματογράφος  (1420‐1484),  γραμματέας  του  πρίγκιπα  του  Σαλέρνο.  Έγραψε  συλλογή  από  50 διηγήματα, —μιμούμενος σε πολλά τον Βοκκάκιο— που είχαν μεγάλη επιτυχία και πολλές εκδόσεις τον ΙΕ'  και  ΙΣΤ'  αιώνα.  Παρουσιάζουν  ιδιαίτερο  ενδιαφέρον  για  τις  περίεργες  περιγραφές  των  ηθών  και εθίμων της εποχής. (Σ.τ.Μ.). 

7 Αυτόθι. 

Page 141: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                              8 Ένθ' ανωτ., Μέρος VI, κεφ. α'. 

9 Τούτο αλήθευε ως το 1870. 

10 Είναι αρκετά περίεργη αυτή η άποψη που προμηνύει τον Ρουσσώ. Θα ήταν διασκεδαστικό, και όχι εντελώς ανακριβές, αν εξηγούσε κανείς τον Machiavelli ως έναν απογοητευμένον ρομαντικό. 

11 Σχετικά με τη ζωή του Έρασμου, ακολούθησα κυρίως την εξαίρετη βιογραφία του από τον Huizinga. 

12 Οπαδοί του Θωμά Ακυινάτη. (Σ.τ.Μ.). 

13 Οπαδοί του Ιωάννου Σκώτου, Εριγένη. (Σ.τ.Μ.). 

14 Οπαδοί του Γουλιέλμου Όκκαμ. (Σ.τ.Μ.). 

15  Οι  γενικές  έννοιες,  κατά  τον  Όκκαμ,  αποτελούν  «σημεία»  ή  χαρακτηριστικά  γνωρίσματα  που μπορούν ν' αποδοθούν σε πολλά πράγματα, και τα σημεία αυτά εκφράζονται με λέξεις ή όρους. Μόνον περί  τους  όρους  αυτούς  στρέφεται  η  επιστήμη,  γι'  αυτό  η  άποψη  του  Όκκαμ  ονομάζεται  συνήθως Οροκρατία [Terminismus] και οι οπαδοί του Οροκρατικοί. (Σ.τ.Μ.). 

16 John Colet, κληρικός και ουμανιστής (1467 ‐ 1519). (Σ.τ.Μ.). 

17 Thomas Wolsey, Άγγλος καρδινάλιος και πολιτικός. (Σ.τ.Μ.). 

18 Συνήθως, στα ελληνικά, γράφεται και προφέρεται Βόλεϋν, ή Μπολένα. (Σ.τ.Μ.). 

19  Ονομάσθηκε Μακρόν  ή  Μακροχρόνιον  Κοινοβούλιον  διότι  η  διάρκειά  του  κράτησε  20  ολόκληρα χρόνια. (Σ.τ.Μ.). 

20  Βλ.  Τρεις  Κοπερνίκειοι  Πραγματείαι,  μεταφρασμένες  στ'  αγγλικά  από  τον  Edward  Rosen,  Σικάγο, 1939. 

21  Ο Alexander  von Humboldt  (1769  ‐  1859),  διάσημος  φυσικός,  συγγραφέας  του  περίφημου  έργου Κόσμος, η φυσική περιγραφή του κόσμου, γράφει: «Διάφοροι συγγραφείς συχνά διεβεβαίωσαν ότι ο Κοπέρνικος δεν εγνώριζε τη γνώμη του Αρίσταρχου του Σάμιου ως προς την κεντρική θέση του Ηλίου και την κίνηση της Γης, διότι ο Ψαμμίτης και όλα τα συγγράμματα του Αρίσταρχου δεν δημοσιεύθηκαν παρά  ένα  χρόνο μετά  το θάνατο  του  Κοπέρνικου,  δηλαδή ολόκληρον αιώνα μετά  την  εφεύρεση  της τυπογραφίας∙  αλλ'  οι  συγγραφείς  λησμονούν  ότι  ο  Κοπέρνικος,  στην  αφιέρωσ΄ξ  του  προς  τον  Πάπα Παύλο Γ', αναφέρει εκτενές χωρίον των Περί των αρεσκόντων τοις φιλοσόφοις του Πλουτάρχου (Βιβλ. Γ', κεφ. 13), όπου γίνεται μνεία του Εκφάντου, του Φιλολάου και Ηρακλείδου του Ποντικού, και ότι στο ίδιο σύγγραμμα, στο 24ο κεφάλαιο του Βιβλίου Β', μπορούσε κανείς να διαβάσει ότι ο Αρίσταρχος ο Σάμιος κατέλεγε τον Ήλιον στους απλανείς αστέρες» (Κόσμος, γαλλ. μετ., Β', σελ. 373). Πρβ. το σχετικό περί  Κοπέρνικου  άρθρο  του  Ε.  Μ.  Αντωνιάδη,  στη  Μεγ.  Ελλ.  Εγκυκλ.,  όπου  παρατίθεται  πλούσια συμπαραβολή κειμένων του Κοπέρνικου και αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και όπου καταδεικνύεται το μέγα χρέος του προς την αρχαίαν ελληνική σκέψη και επιστήμη. Πρβ., επίσης, το XXIV κεφ. του Α' τόμου  της  παρούσης  Ιστορίας  (Οι  πρώτοι  Έλληνες  μαθηματικοί  και  αστρονόμοι)  και  ειδικότερα  τις σελίδες 368 ‐ 70. (Σ.τ.Μ.). 

22  Καλείται  παράλλαξις  στην  Αστρονομία  η  παραλλαγή,  δηλ.  η  διαφορά  των  διευθύνσεων  κατά  τις οποίες ένα ουράνιο σώμα φαίνεται από δυο διαφορετικές θέσεις του παρατηρητή. Η γωνία που μετρεί τη διαφορά των δυο διευθύνσεων είναι η παράλλαξις του άστρου. (Σ.τ.Μ.). 

23 Η αναφορά γίνεται στον Ιησού του Ναυή, στο κεφ. ι', στ. 12‐13: «Στήτω ο ήλιος κατά Γαβαών και η σελήνη κατά φάραγγα Αιλών. Και έστη ο ήλιος και η σελήνη εν στάσει.»... (Σ.τ.Μ.). 

24  Επί  του  θέματος  αυτού,  βλέπε  το  κεφάλαιο «Επιστημονικά Όργανα»  στην  Ιστορία  της  Επιστήμης, Τεχνολογίας και Φιλοσοφίας κατά τους Δέκατον Έκτον και Δέκατον Έβδομον αιώνας, υπό Α. Wolf. 

Page 142: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                              25 Η δοξασία κατά την οποίαν όλα τα όντα και τα φυσικά φαινόμενα είναι εμψυχωμένα από πνεύματα. Επίσης,  η  ψυχολογική  αλλά  και  μεταφυσική  ταυτόχρονα  εκδοχή  της  ψυχής  ως  αρχής  της  ζωής.  Ο λατινικός όρος (animismus = ανιμισμός) έχει επικρατήσει στη σύγχρονη φιλοσοφική ορολογία. (Σ.τ.Μ.). 

26 Pierre Bayle, Γάλλος συγγραφέας (1648 ‐ 1706), συντάκτης ενός Ιστορικού και Κριτικού Λεξικού, του οποίου το κριτικό πνεύμα προαγγέλλει την ελευθεροφροσύνη του ΙΗ' αιώνα. (Σ.τ.Μ.). 

27 Πρβ. την περίφημη πλατωνική αλληγορία του σπηλαίου, στην Πολιτεία, (514 κ.έ..) (Σ.τ.Μ.). 

28 William Laud, αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας (1573‐1645). Εξετελέσθη. (Σ.τ.Μ.) 

29 Thomas Wentworth, Earl of Strafford, (1593‐1641), Βρεταννός πολιτικός, σύμβουλος του Καρόλου Α'. Αποκεφαλίσθηκε. (Σ.τ.Μ.). 

30 Εβραϊκή λέξη πληθυντικού αριθμού που χρησιμοποιείται στην Π. Διαθήκη για την υποδήλωση των τετραπόδων,  και  που  χρησιμοποιεί  ο  Ιώβ  (μ',  15‐24)  για  ορισμένο  φοβερό  θηρίο,  το  οποίον  και περιγράφεται. Στη μετάφραση των Ο' η λέξη αποδίδεται γενικά δια του θηρία. Η επικρατούσα σήμερα εκδοχή  είναι  ότι  πρόκειται  περί  του  ιπποποτάμου.  Στο  ίδιο  κεφάλαιο  του  Ιώβ,  περιγράφεται  και  το γιγαντιαίο θαλάσσιο τέρας Λεβιάθαν. (Σ.τ.Μ.) 

31 Αλλού λέγει ότι οι εθνικοί θεοί δημιουργήθηκαν από τον ανθρώπινο φόβο, αλλ' ότι ο δικός μας Θεός είναι το Πρώτον Κινούν. 

32  Ο  Ουρίας  ήταν  Χετταίος  στρατηγός  στην  υπηρεσία  του  Δαυίδ.  Όταν  ο  Δαυίδ  επιθύμησε  την Βηθσαβέε,  γυναίκα  του  Ουρία,  τον  έταξε  σε  κάποια  μάχη  σ'  επικίνδυνο  σημείο  για  να  φονευθεί. (Σ.τ.Μ.). 

33 Το επεισόδιο εκτίθεται στο Δ' Βιβλίο των Βασιλειών της Π.Δ., κεφ. ε', όπου και η γραφή Ναιμάν και Ρεμμάν. Στο Β' των Βασιλειών, κεφ. β', υπάρχει η γραφή Ρεμμών. (Σ.τ.Μ.). 

34 Οι πιστεύοντες στην ανεξαρτησία της οργανώσεως των τοπικών Εκκλησιών, και μη αναγνωρίζοντες καμμιά εξάρτησή τους από άλλην εκκλησιαστικήν αρχή. (Σ.τ.Μ.). 

35  Ο  Καρτέσιος  λέγει  ότι  ήταν  θερμάστρα  (poêle),  αλλά  πολλοί  σχολιαστές  το  θεωρούν  απίθανο.  Εν τούτοις  εκείνοι  που  γνωρίζουν  τις  βαυαρικές  κατοικίες  του  παλιού  καιρού,  με  βεβαιώνουν  ότι  το πράγμα είναι απολύτως πιθανό. 

36  Κωνάριον,  κωνοειδές  όγκωμα  της  άνω  επιφανείας  του  διαμέσου  εγκεφάλου  που  εμφανίζει  υφήν ενδοκρινούς  αδένος.  Επειδή  η  μεγαλύτερη  ανάπτυξή  του  εμφανίζεται  κατά  την  παιδικήν  ηλικία, θεωρείται  ότι  το  ενδόκριμά  του  επιδρά  στην  ανάπτυξη  του  σώματος,  αντενεργώντας  προς  το ενδόκριμα της υποφύσεως. (Σ.τ.Μ.) 

37 Ζωικά πνεύματα  (κατ' Ανδρούτσον, ζωτικά  ), ονομάζει ο Καρτέσιος τα λεπτότατα, ευκινητότατα και αεροειδή μόρια του αίματος που προκαλούν τις μυικές κινήσεις, το αίσθημα, τη μνήμη, τη φαντασία, τις κατ' αίσθησιν ορμές, τα πάθη και καθόλου την αλληλεπίδραση ψυχής και σώματος. (Βλ. Λεξ. Φιλοσ. Χρ. Ανδρ., Σ.τ.Μ). 

38 Διανοητική, αισθητική και θρεπτική. Βλ. Τομ. Α', Η Μεταφυσική του Αριστοτέλους, σελ. 302 (Σ.τ.Μ.). 

39  Το  παραπάνω  επιχείρημα,  «Σκέπτομαι  άρα  υπάρχω»  (cogito  ergo  sum)  είναι  γνωστό  ως  το καρτεσιανό  cogito,  και  η  διαδικασία  με  την  οποίαν  φθάνει  κανείς  σ'  αυτό  λέγεται  «Καρτεσιανή αμφιβολία». 

40 Η εντελέχεια είναι αριστοτελικός όρος που συνδέεται με τις αντιλήψεις του φιλοσόφου περί ύλης και είδους. Ο Αριστοτέλης, αποδεχόμενος την ύλην και το είδος ως δύο αρχές των όντων, διδάσκει ότι η ύλη, άμορφη και αδρανής καθ'  εαυτήν, παίρνει μορφή και εκπληρώνει το σκοπό της δια του είδους, της  αιτίας  μαζί  και  του  τέλους  των  πραγμάτων.  Τη  μετάβαση αυτή  της  ύλης  από  του  δυνατού  στην πραγματική της μορφή, καλεί ο Αριστοτέλης εντελέχεια. (Βλ. Λεξ. Φιλ., Χρ. Ανδρ., Σ.τ.Μ.). 

Page 143: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                              41 Ο Ελισαίος (Ελισά, κατά την Π. Δ.), υπήρξε σπουδαίος προφήτης του Ισραήλ τον Ι' π.Χ. αιώνα. Τα κατ' αυτόν αναφέρονται κυρίως στο Δ' Βιβλίο των Βασιλειών. Τα περί της κατάρας αναφέρει το Βασ. Δ', β', 23 ‐ 25: «και αναβαίνοντος αυτού εν τη οδώ και παιδάρια μικρά εξήλθον εκ της πόλεως και κατέπαιζον αυτού και είπον αυτώ: Ανάβαινε, φαλακρέ, ανάβαινε, και εξένευσεν οπίσω αυτών και είδεν αυτά και κατηράσατο αυτοίς εν ονόματι Κυρίου, και ιδού εξήλθον δύο άρκοι [σ.τ.μ.: μεταγεν. τύπος του: άρκτος ] εκ του δρυμού και ανέρρηξαν εξ αυτών τεσσαράκοντα και δύο παίδας.» (Σ.τ.Μ.). 

42 Κορνήλιος de Witt (1623‐1672) και Ιωάννης de Witt (1625‐1672) διάσημοι Ολλανδοί πολιτικοί, εχθροί του  Οίκου  της  Οράγγης.  Και  οι  δύο  αδελφοί  σκοτώθηκαν  στη  Χάγη  κατά  τη  διάρκεια  μιας  λαϊκής εξεγέρσεως που υποκινήθηκε από το κόμμα των Οραγγιστών, κατά την εισβολή των στρατευμάτων του Λουδοβίκου ΙΔ' στην Ολλανδία. (Σ.τ.Μ.). 

43  .  Οι  λέξεις  ηδονή  (αντίθ.  λύπη,  πόνος)  και  εδώ,  και  όπου  αναφέρονται,  χρησιμοποιούνται  με  την αριστοτελική περιληπτική  έννοια. Ο  Ράσσελ  χρησιμοποιεί  τις  λέξεις pleasure  και pain.  Βλ.  συναφώς: Τόμ. Α', Η Ηθική του Αριστοτέλους, σελ. 316 κ.έ. (Σ.τ.Μ.). 

44 Το γνωμικό τούτο τιτλοφορεί και μια από τις κωμωδίες του Σαίξπηρ. (Σ.τ.Μ.). 

45 Απειροστικός λογισμός, ή απειροστική ανάλυσις είναι  το μέρος  της μαθηματικής αναλύσεως όπου εξετάζονται  τα  απ'  αλλήλων  εξαρτώμενα  μεγέθη  διά  της  διαιρέσεώς  των  σε  μέρη  απειροστά. Αποτελείται κυρίως από δύο μέρη: τον διαφορικό λογισμό και τον ολοκληρωτικό λογισμό. (Σ.τ.Μ.). 

46 Este, ένας από τους κυριότερους ηγεμονικούς οίκους της Ιταλίας κατά τον Μεσαίωνα. Ένας από τους κλάδους του, αποκατασταθείς στη Γερμανία, έδωσε τους ηγεμονικούς οίκους της Βρουνσβίκης και του Αννοβέρου. (Σ.τ.Μ.). 

47 Ο Χρ. Ανδρούτσος τη χαρακτηρίζει απλώς τελολογική. (Σ.τ.Μ.). 

48 Compossible. Ο όρος χρησιμοποιείται ευρύτατα στο σύστημα του Λάιμπνιτς. Η νεότερη φιλοσοφική ορολογία  τον  θεωρεί  κληρονομιά  της  Σχολαστικής  Φιλοσοφίας,  βάρβαρον  και  «φευκτέον».  Βλ.  και Φιλοσ. Λεξικον André Lalande. (Σ.τ.Μ.). 

49 Η γνωστή στην αγγλική ιστορία ως «Pride's Purge» όταν ο Κρόμγουελ δια του Thomas Pride εξεδίωξε από το Κοινοβούλιο, στα 1648, υπέρ τους 100 βασιλόφρονες και Πρεσβυτεριανούς βουλευτές. (Σ.τ.Μ.). 

50  Ο  περίφημος  νόμος  της  προσωπικής  ελευθερίας,  κατά  τον  οποίον  ουδείς  συλλαμβάνεται  χωρίς κανονικό δικαστικό ένταλμα. Ο ίδιος νόμος αναγνώριζε και την ελευθερία του Τύπου. (Σ.τ.Μ.). 

51 Non‐conformist, Άγγλος Διαμαρτυρόμενος που δεν είναι μέλος της Αγγλικανικής Εκκλησίας. (Σ.τ.Μ.). 

52 Έδικτον (Edictum) της Νάντης. Το κατά το έτος 1598 εκδοθέν διάταγμα από τον Ερρίκο Δ' της Γαλλίας, στη Νάντη, δυνάμει του οποίου παραχωρήθηκαν στους πρώην ομοθρήσκους του Ουγενότους ίσα προς τους  Καθολικούς  δικαιώματα  και  ετερματίσθηκαν  οι  θρησκευτικοί  πόλεμοι  στη  Γαλλία,  που  είχαν διαρκέσει τριάντα έξη χρόνια. Το διάταγμα τούτο ανεκλήθη από τον Λουδοβίκο ΙΔ' την 18 Οκτωβρίου 1685. (Σ.τ.Μ.). 

53 Anthony Ashley Cooper, Πρώτος Κόμις του Shaftesbury, Άγγλος πολιτικός (1621‐1683) (Σ.τ.Μ.). 

54 Αχιτόφελ, σύμβουλος του Δαυίδ, που ενώθηκε με τον Αβεσσαλώμ στην ανταρσία εναντίον του. Βλ. Βασιλ. Β', κεφ. ιε'‐ιζ'. (Σ.τ.Μ.). 

55  John  Dryden,  (1631‐1700),  από  τους  διασημότερους  ποιητές  της  Αγγλίας.  Εξύμνησε  έμμετρα  τον Κρόμγουελ  και  κατόπιν  τον  Κάρολο  Γ'.  Έγραψε  ποιήματα,  θεατρικά  έργα  και  σάτιρες,  και  μια πραγματεία περί δραματικής ποιήσεως. (Σ.τ.Μ.). 

56  Παλαιότερα  ήταν  ειδική  Επιτροπή  του  Μυστικοσυμβουλίου,  επιφορτισμένη  με  τον  έλεγχο  του εμπορίου και της βιομηχανίας. (Σ.τ.Μ.). 

Page 144: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                              57 Thomas Hill Green, Άγγλος φιλόσοφος (1836 ‐ 1882). (Σ.τ.Μ.). 

58  Η  αρχή  της  ελευθερίας  του  εμπορίου,  του  συναγωνισμού  και  της  εργασίας,  αποκλειομένης  της κυβερνητικής ρυθμιστικής παρεμβάσεως. (Σ.τ.Μ). 

59 Δοκίμιον περί ανθρωπινής νοήσεως, Βιβλ. Δ', κεφ. xvi, τμ. 4. 

60 Ένθ∙ ανωτ., Βιβλίο Δ', κεφ. i. 

61  Βλ.  την  υποσημείωση  της  σελ.  274,  σχετικά  με  την  έννοια  των  όρων  ηδονή  και  λύπη  (ή  πόνος). (Σ.τ.Μ.). 

62 Οι παραπάνω ρήσεις είναι από το Βιβλίο Β', κεφ. xx. 

63 Ένθ' ανωτ., Βιβλίο Δ', κεφ. iii, τμ. 18. 

64 Χαμ, ο δευτερότοκος γιος του Νώε κατά την Π.Δ. (Γεν. ε', 32). (Σ.τ.Μ.). 

65 Σημ, ο πρεσβύτερος γιος του Νώε. Από τους γιους του προήλθαν οι Εβραίοι, Ελαμίται, Αραμαίοι και Ασσύριοι. Από αυτόν ονομάσθηκε η Σημιτική ομοεθνία. (Σ.τ.Μ.). 

66  Ιάφεθ, ο τριτότοκος γιος του Νώε. Θεωρείται ως ο αρχηγέτης της Καυκασίας φυλής. Το όνομά του σχετίζεται με του Ιαπετού, γενάρχη των Ελλήνων και γενικότερα του ανθρώπινου γένους. (Σ.τ.Μ.). 

67 Authorized Version καλείται η αναθεωρημένη αγγλική μετάφραση της Βίβλου που έγινε κατ' εντολήν του  Ιακώβου Α'. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία στα 1611. Καλείται επίσης: Μετάφραση του Βασιλέως Ιακώβου. (Σ.τ.Μ.). 

68 Αναφέρεται από τον Τώνεϋ [Tawney] στη Religion and the Rise of Capitalism. 

69 James Burnet, Lord Monboddo, Σκώτος νομομαθής, 1714‐1799. (Σ.Τ.Μ.). 

70 Πρβ. τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. 

71 «Είναι κτήμα του, έργο των ιδικών του χειρών, προορισμένο να διαρκεί για τη δική του ευχαρίστηση κι όχι γι' άλλου». 

72 Ship money, φόρος που  είχε  επιβληθεί από  τον Κάρολο Α'  στ'  αγγλικά  λιμάνια  και  στις  παράκτιες κομιτείες, για την είσπραξη χρημάτων που προορίζονταν στη ναυπήγηση πολεμικών σκάφων. Ο φόρος καταργήθηκε στα 1640. (Σ.τ.Μ.). 

73 Η Συντακτική Συνέλευση που εξελέγη μετά την Απελευθέρωση, ψήφισε στα 1946 ένα Σύνταγμα που επικυρώθηκε με δημοψήφισμα και που ίσχυσε μέχρι του 1957. Το έτος αυτό επεβλήθη νέο Σύνταγμα διά  δημοψηφίσματος  υπό  την  Κυβέρνηση  του  Στρατηγού  Ντε  Γκωλλ,  που  προσεπεκυρώθη  με  νέο δημοψήφισμα στα 1962. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται για μια επταετία με άμεση καθολική ψηφοφορία και διορίζει τον Πρωθυπουργό και με πρότασή του τα μέλη της Κυβερνήσεως∙ εκδίδει τους νόμους και μπορεί να υποβάλη στην έγκριση του λαού, πάλι με δημοψήφισμα, κάθε σχέδιο νόμου που αφορά στις δημόσιες εξουσίες. Μπορεί, κατόπιν συμβουλευτικής γνώμης του Πρωθυπουργού και των Προέδρων των κοινοβουλευτικών σωμάτων, να διαλύει την Εθνοσυνέλευση και να λαμβάνει έκτακτα μέτρα  σε  περιπτώσεις  που  προβλέπονται  από  το  ορθρο  16  του  Συντάγματος.  Το  Κοινοβούλιο, αποτελούμενο από την Εθνοσυνέλευση (πενταετούς θητείας) και τη Γερουσία (εννεαετούς θητείας με μερική ανανέωση ανά τριετίαν), ασκεί τη νομοθετική εξουσία. (Σ.τ.Μ.). 

74 Henry St. John, Υποκόμις Bolingbroke, Άγγλος πολιτικός ηγέτης και συγγραφέας, (1678‐1751). (Σ.τ.Μ.) 

75  Πάρτε,  λ.χ,  τη  ρήση  του  Σέλλεϋ: «Όταν  προτείνεται  μια  πρόταση  στο  πνεύμα,  εκείνο  διακρίνει  τη συμφωνία ή την ασυμφωνία των ιδεών από τις οποίες απαρτίζεται». 

76 Ιωνάθαν Swift, Βρεταννός σατιρικός που γεννήθηκε στην Ιρλανδία (1667 ‐ 1745). Περίφημο είναι το 

Page 145: Η νεώτερη φιλοσοφία από την Αναγέννηση στον Hume

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                              έργο του, που μεταφράσθηκε σ' όλες τις γλώσσες, Ταξίδια του Γκούλιβερ, όπου σατιρίζονται πολιτικοί, αυλικοί κλπ. (Σ.τ.Μ.). 

77 Η περιπαθής μαθήτρια και κατόπιν φίλη του Σουίφτ. (Σ.τ.Μ.). 

78  Ύδωρ  πίσσης  (κοινώς  κατραμόνερο).  Έμβρεγμα  από  ξυλόπισσα,  (ειδικότερα  της  ελάτης)  σε αποσταγμένο νερό. Εχρησιμοποιείτο εσωτερικά ως βαλσαμικό και αντικαταρροϊκό φάρμακο σε χρόνιες παθήσεις. (Σ.τ.Μ.). 

79 Λ.χ.: «Δεν ήμουν χθες βράδι μεθυσμένος. Δεν ήπια παρά δυο ποτήρια μόνον∙ εξάλλου είναι γνωστό ότι απέχω από τα οινοπνευματώδη». 

80  Επιχείρημα  επί  τον  άνθρωπον  [ad hominem],  λέγεται  το  επιχείρημα  που  ζητεί  ν'  αντικρούσει  τον αντίπαλο, αντιτάσσοντάς του τα ίδια του τα λόγια ή τις ίδιες του τις πράξεις. (Σ.τ.Μ.). 

81  Percept,  παραστατό,  [αντιτίθεται  στην  έννοια,  concept],  αντικείμενο  της  παράστασης,  χωρίς αναφορά  σε  μια  πραγματικότητα,  σ'  ένα  πράγμα  καθ'  εαυτό,  στο  οποίον  θ'  αντιστοιχούσε  το παραστατό τούτο. (Βλ. Λεξ. Φιλοσ. Α. Lal.— (Σ.τ.Μ.). 

82  Physikalismus  [ίσως  Φυσικολογισμός,  αντί  του  προταθέντος:  Φυσικαλισμός],  όρος  που δημιουργήθηκε  από  τον R.  Carnap  και  που  υιοθετήθηκε  από  τη  Σχολή  της  Βιέννης,  για  να χαρακτηρίσει  τη  θεωρία  κατά  την  οποίαν  η  γλώσσα  της  φυσικής  είναι, «νόμω»,  η  γλώσσα κάθε επιστήμης, και των λεγομένων ηθικών όσο και των φυσικών επιστημών. Είναι η θεωρία επίσης που οι συγγραφείς οι ανήκοντες στον Κύκλο της Βιέννης ονόμασαν ενωτική επιστήμη, ή θεωρία της ενότητος της επιστήμης. Τη θεωρία την υιοθέτησε η σχολή του Νεοθετικισμού, οι ουσιώδεις θέσεις  τις οποίας συνδέονται με τις  ιδέες  του G.  Ε. Moore,  του φυσικού Ernst Mach  και  του  Bertrand  Russell,  και  των  οποίων  επίκεντρο  αποτελεί  η  κριτική  της  εννοίας, (σημασίας).  Ο Φυσικολογισμός  δεν  αποδέχεται  άλλον  τύπο  γνώσεως  εκτός  του  τύπου  της φυσικής  ή  καθαρά  τυπικών  επιστημών  (τυπική  λογική  και  μαθηματικά).  Αποδίδει  επίσης τεράστιο ρόλο στη λογική ανάλυση,  στην κριτική  της  γλώσσας υφ'  όλες  τις μορφές  της,  και απορρίπτει όλες τις μεταφυσικές θέσεις ως «ψευδοπροτάσεις» χωρίς νόημα. Βλ. Φιλ. Λεξ. Α. Lalande, Συμπλήρωμα, λ. physicalisme και néo‐positivisme (Σ.τ.Μ.). 

83 Σολιπσισμός (Solipsismus από το λατιν. solus  ipse), το γνωσιολογικό δόγμα σύμφωνα με το οποίον, εφ' όσον τον εξωτερικό κόσμο τον γνωρίζω μόνο από τους ερεθισμούς που ασκεί στις αισθήσεις μου, η μόνη αληθινή μου γνώση είναι ο εαυτός μου και τα αισθήματά μου. Ο αντικειμενικός κόσμος, κατά τον σολιπσισμό,  είναι  το  εκάστοτε  δημιούργημα  της  συνειδήσεώς  μου  και  στην  πραγματικότητα  δεν υπάρχει. (Σ.τ.Μ.). 

84 Sir Arthur Stanley Eddington, Άγγλος αστρονόμος και φυσικός. (1882‐1944). (Σ.τ.Μ.). 

85 Βλ. υποσ. σελ. 391. (Σ.τ.Μ.). 

86  Ο  ορισμός  της  determination  δια  του  επιδιορισμού  (αντί  του  γενικά  υπό  των  νεοτέρων παραδεκτού:  καθορισμός)  ανήκει  στον  Χρ.  Ανδρούτσον.  Επί  του  προκειμένου  είναι προσφορότερος. (Σ.τ.Μ.). 

87 Δηλαδή: είναι η αιτία της εντυπώσεως, ή αιτιολογεί την εντύπωση. (Σ.τ.Μ.). 

88 Βιβλίο Α', μέρος iii, τμ. iv. 

89 Βιβλίο Α', μέρος iii, τμ. viii.