Download - " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

Transcript
Page 1: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΟΓΙΑΕισαγωγή-επιλογή-απόδοση Ι Ν Κυριαζής

ISBN 978-960-98671-5-32009 ΕΝ∆ΥΜΙΩΝ ΕΚ∆ΟΣΕΙΣendymionpublicyahoogr

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ∆ΙΑΘΕΣΗΝικολe-τάκηςΣοφούλη 3 151 21 Πεύκη Τηλ 210 80 20 153wwwnikoletakisgre-mail infonikoletakisgrBιβλιοθήκη του ναυτίλουΧαρ Τρικούπη 28 106 79 ΑθήναΤηλ 210 3616 204 Fax 2103616369e-mail nafbooksvivodinetgr

ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

Εισαγωγή-επιλογή-απόδοση Ι Ν Κυριαζής

σσαανν ρρόόδδοο υυπποοππόόρρφφυυρροο

ΕΝΔΥΜΙΩΝ

στη μνήμη του Ανδρέα Λεντάκητο βιβλίο του οποίου στάθηκε η αφορμή νrsquo ασχοληθώ με την Παλατινή

Οὐκ ἔσχον τὸ ζῆν ἴδιον ξένε χρησάμενος δὲτῷ χρήσαντι χρόνῳ ἀνταπέδωκα πάλιν

Δεν ήμουν της ζωής μου εγώ ποτέ ιδιοκτήτηςΓιrsquo αυτό και την επέστρεψα στο Χρόνο δανειστή της

(Peek W Griechische Vers ndash Inschri-en I Grabepigramme1955)

ΠΠΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΟΟΣΣ

Στον ανήφορο της παιδικής ηλικίας η πορεία μου προς τα γράμματα σκό-νταφτε στα ηλιοβασιλέματαΤrsquo απογεύματα στο σχολείο περισσότερο κι απrsquo τον Οι-δίποδα με βασάνιζε μια κόκκινη κιμωλία που μουτζούρωνε τα γραμμένα στον πίνακα- τυφλωμένος κι εγώ μα από το δράμα του ήλιουΚι όπως κάνουν στα παιδιά γιανα μη δουν το τέλος ενός ανθρώπου τραβούσε τις κουρτίνες ο καθηγητής κι έμενα μrsquoένα εξακολουθητικό υπερσυντέλικο φως να συνοψίζει το συσκοτισμένο μου μέbονΊσως γιrsquo αυτό αγάπησα τις λέξεις - γιατί αυτές δεν τέλειωναν ποτέ Μα κι έτσι αβα-σίλευτες ακηδεμόνευτες μια χαρά κατάφερναν να κηδεύουν τα παιδικά μου μάτιανιογέννητες αυτές στα σπλάχνα των αρχαίων κοιμωμένωνήθελα να πω κειμέ-νων

Η Παλατινή Ανθολογία έμεινε εν ποbοίς ανέaιχτη από την εκπαιδευτικήδιαδικασίαΗ τολμηρή της θεματολογία πιθανόν την κράτησε μακριά από τη σχο-λική ρουτίναΈτσι η επαφή μου μαζί της είχε κάτι από ανεπαίσθητο τρίψιμο ώμου σεκοριτσίστικο στήθος ως υλικό κατοπινής ονείρωξης Τα επιγράμματα της Παλατι-νής τα είδα σαν συνθήματα των νεκρών στους πάbευκους τοίχους του θανάτου ερω-τικά sms που ανταbάσσουν χαμένα ζευγάρια στον Άδη νεύματα αγάπης απόσβησμένα πρόσωπα Ποιήματα μικρά μα κι απέραντα τρυφερά παλιά μα κι απέθα-ντα ολοζώντανοι ρυθμοί για έναν πένθιμο χορό της γλώσσας δίστιχες ράγες δα-κρύων αναπαλμοί καρδιάς στο στήθος άψυχων ονείρων αυτό είναι για μένα ηΠαλατινή Σιγά-σιγά μεταφράζοντας τα επιγράμματά της άρχισα νrsquo αγαπώ τουςποιητές της κι ιδιαιτέρως τους ανώνυμους απrsquo τους οποίους διασώθηκε μόνο η λάμψηκάποιου δίστιχουΜrsquo αρέσει να τους σκέφτομαι με σκοτεινό πρόσωπο να βουλιάζουνμες στους αιώνες ρίχνοντας πίσω τους χρυσά γράμματα για να τους βρούμε

Επειδή γνωρίζω πως ποbοί σημερινοί νέοι έχουν μιαν αίσθηση όχι απλώςανίας μα σχεδόν πνιγμού ανάμεσα σε ναυαγισμένα κομμάτια λέξεων κι επιπλέουσεςσανίδες γραμματικής-συντακτικού Επειδή υποψιάζομαι τουλάχιστον αδιαφορία ανόχι αποστροφή και σrsquo αρκετούς εκπαιδευτικούς που μετρούν τις διδακτικές τους ώρεςσαν μια φθονερή ποινή που επέβαλε εκείνος ο εξαφανισμένος αρχαίος χρόνος πάνωστο σύγχρονο της καθημερινής τους ζωής Επειδή η γνώση έφτασε να γίνει αντώ-νυμο της απόλαυσης μέσα στο σχολείο Αbά κι επειδή ψηλαφώ ρινίσματα κατερ-

γασμένης μαγείας πάνω στις αναπότρεπτες ρυτίδες εκείνων των ποιημάτων Επειδή οι ρυτίδες τους μοιάζουν περισσότερο με χαρακώματα απrsquo όπου οι λέξεις δώσαν τημάχη τους με τη σιωπή του χρόνου Επειδή τέλος ο αναστεναγμός δεν πρέπει ναείναι ο μοναδικός τρόπος για να βγάζουμε την αναπνοή μας γιrsquo αυτούς τους λόγουςπροσπάθησα να μοιραστώ και μrsquo άbους την αγάπη μου για την Παλατινή προσφέ-ροντάς τους μια χούφτα τρίμματα ψυχής απrsquoτις σκισμένες τσέπες του Χρόνου

Τα πρωτότυπα κείμενα συμβάbουν σε μια γλωσσική μαaανεία χωρίς τηστυφή γεύση της στάχτης Γιατί η στάχτη είναι η σκόνη του παλιού που επικάθεταιστα προς στάχτηάφθαρτα τάχα μέλη της ύλης Τα γεννήματα εκείνα όμως είναιμια ανάερη ύλη που θα κυματούται εσαεί δονώντας τις φωνητικές χορδές όλων τωνεποχών

ΙΝΚυριαζής

12

ΕΕΙΙΣΣΑΑΓΓΩΩΓΓΗΗ

Παλατινή Ανθολογία πρόκειται για μια ανθολογία 3700 ποιημάτων κυ-ρίως επιγραμμάτων που καλύπτει μια μεγάλη περίοδο από τον 6ο αι π Χ έως τον10ο αι μ Χ Το επίγραμμα είναι μια έμμετρη σύντομη επιγραφή (αρχικώς επρόκειτογια κείμενο χαραγμένο πάνω σε μια επιφάνεια) που με τον καιρό αυτονομήθηκε σειδιαίτερο ποιητικό είδος χωρίς να είναι απαραίτητη η συσχέτισή του μrsquo ένα μνημείοΗ συντομία του - τα περισσότερα επιγράμματα αποτελούνται από δύο έως οκτώ στί-χους - οφείλεται σε πρακτικούς κυρίως λόγους (στενός χώρος για τη χάραξη του κει-μένου) και μετατράπηκε σε αισθητικό κανόνα προσδιορισμού του εν λόγω ποιητικούείδους

Ο ιερωμένος Κωννος Κεφαλάς συνέθεσε τη συγκεκριμένη Ανθολογία τον10ο αι μ Χ Το 1606 ο γάbος λόγιος Claude de Saumaise ψάχνοντας κώδικες τηςΠαλατινής Βιβλιοθήκης της Χαϊδελβέργης ανακάλυψε το χειρόγραφο του ΚεφαλάΑπό τη βιβλιοθήκη του Παλατινάτου πήρε το όνομά της laquoΠαλατινή ΑνθολογίαraquoΤα είδη των επιγραμμάτων ποικίbουν πρόκειται για επιγράμματα χριστιανικάερωτικά επιτύμβια αναθηματικά συμποτικά σκωπτικά επιδεικτικά προτρε-πτικά παιδεραστικά αbά και για επιγραφές αγαλμάτων αριθμητικά προβλήματααινίγματα χρησμούς κά

Το επίγραμμα διακρίνεται για την πυκνότητα το συγκινησιακό του υπό-βαθρο την εξαιρετική του εικονοποιία τους λεκτικούς του ιριδισμούς το στοχευμένοεντυπωσιασμό κι αποτελεί ένα παιχνίδι του πνεύματος Η ερωτική αυτανάφλεξητων ποιητών της Παλατινής η φιλοπαίγμων διάθεσή τους ο εκλεπτυσμένος αbάκαι σπαραχτικός τους θρήνος η στοχαστική αντιμετώπιση της ζωής η επιθυμίατους για την αποδυνάμωση του θανάτου και για την κατάκτηση της αιωνιότηταςμέσω της ποίησης είναι ορισμένα στοιχεία που δύσκολα θrsquo άφηναν αδιάφορους τουςαναγνώστες ανά τους αιώνες

Η επιλογή μου να μεταφράσω τα συγκεκριμένα 125 επιγράμματα έγινε μεαπολύτως υποκειμενικά αισθητικά κριτήρια Προτίμησα την έμμετρη - ομοιοκατά-ληκτη μεταφορά τους στη νέα εbηνική γλώσσα αφού και τα ποιήματα αυτά στοπρωτότυπο ήταν γραμμένα υπακούοντας σrsquo ένα μέτρο το ελεγειακό δίστιχο βασι -σμένο όχι φυσικά στην εναbαγή τονισμένων - άτονωναbά μακρόχρονων - βραχύ-χρονων συbαβών (αρχαία προσωδία) Έτσι λοιπόν θεώρησα ότι θα έπρεπε να απο-

δοθεί όχι μόνο το νόημα αbά και η ρυθμική τους laquoαναπνοήraquo Η έμμετρη- ομοιο-κατάληκτη μεταγραφή τους επιβάbει όμως και κάποιους περιορισμούς Σε αρκετέςπεριπτώσεις η μετάφραση είναι αδύνατο να είναι ακριβής αν και η προσπάθεια νακρατηθεί η βασική νοηματική αbηλουχία στο ποίημα είναι υπαρκτή Γιrsquo αυτόνακριβώς το λόγο θα ήταν σωστό τα παρόντα μεταφράσματά μου να θεωρηθούν έμ-μετρες αποδόσεις και ως τέτοιες να αξιολογηθούν Η παράθεση της αρχικής μορφήςτων επιγραμμάτων γίνεται για να ελεγχθεί από τον αναγνώστη ο βαθμός πιστότηταςή απόκλισής τους από το πρωτότυπο αbά και για να είναι δυνατή η αναγνωστικήαπόλαυσή τους

Στο τέλος του βιβλίου εν είδει επιμέτρου παρατίθενται ως αποτέλεσμαεφαρμογής της ίδιας μεταφραστικής τακτικής ακόμη δεκαπέντε αποσπάσματα τηςαρχαίας εbηνικής ποίησης εκτός Παλατινής

Τελειώνοντας να ευχαριστήσω τον ποιητή Βασίλη Λαλιώτη χωρίς τη βοή-θεια-παρότρυνση του οποίου αυτή η εργασία μου δε θα έπαιρνε ποτέ τη μορφή ενόςβιβλίου

Ι Ν Κυριαζής

16

ΕΕΠΠΙΙΓΓΡΡΑΑΜΜΜΜΑΑΤΤΑΑ ΑΑΠΠΟΟ ΤΤΗΗΝΝ ΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τήν καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα τήν βαρύμισθοντήν τοῖς βουλομένοις χρυσόν ἀμεργομένην

γυμνήν μοι διά νυκτός ὅλης παρέκλινεν ὄνειρος ἄχρι φίλης ἠοῦς προῖκα χαριζομένην

Οὐκέτι γουνάσομαι τήν βάρβαρον οὐδrsquo ἐπrsquo ἐμαυτῷκλαύσομαι ὕπνον ἔχων κεῖνα χαριζόμενον

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτώ λυκοβαντίδας ὥραςἀbrsquo ἔτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων

κἀν στέρνοις ἔτι κεῖνα τά λύγδινα κώνια μαστῶνἕστηκεν μίτρης γυμνά περιδρομάδος

καί χρώς ἀρρυτίδωτος ἔτrsquo ἀμβροσίην ἔτι πειθώπᾶσαν ἔτι στάζει μυριάδας χαρίτων

Ἀbά πόθους ὀργῶντας ὅσοι μή φεύγετrsquo ἐρασταίδεῦρrsquo ἴτε τῆς ἐτέων ληθόμενοι δεκάδος

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εὐρώπης τό φίλημα καί ἤν ἄχρι χείλεος ἔλθῃἡδύ γε κἄν ψαύσῃ μοῦνον ἄκρου στόματος

ψαύει δrsquo οὐκ ἄκροις τοῖς χείλεσιν ἀbrsquo ἐρύσασατό στόμα τήν ψυχήν ἐξ ὀνύχων ἀνάγει

18

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τη φλογερή και ακριβή στο σεξ Σθενελαΐδαπου αν την ποθείς από χρυσό πρώτα σε ξαλαφρώνει

μια νύχτα ολόκληρη γυμνή σε όνειρο την είδαδική μου να rsquoναι ως την αυγή χωρίς να με χρεώνειhellipΞανά ποτέ γονατιστός μπροστά της δε θα κλάψωαφού μπορώ να κοιμηθώ και να την απολαύσωhellip

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Η Χαριτώ εξήντα χρόνωνέχει μαbιά μαύρα και μόνον

Και των βυζιών στητοί οι κώνοιστηθόδεσμος κι ας μην τα υψώνει

Πόροι αρυτίδωτοι που στάζουνσυν αμβροσία μύρα μυριάδες

Μπρος εραστές και μη σας νοιάζουντης ηλικίας οι δεκάδες

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Γλυκά η Ευρώπη που φιλάτα χείλη μόλις πλησιάζει

κι όπως το στόμα της κοbάαπrsquo την ψυχή σου σε αδειάζει

19

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ψυχή μοι προλέγει φεύγειν πόθον Ἡλιοδώραςδάκρυα καί ζήλους τούς πρίν ἐπισταμένη

Φησί μέν ἀbά φυγεῖν οὔ μοι σθένος ἡ γάρ ἀναιδήςαὐτή καί προλέγει καί προλεγοῦσα φιλεῖ

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ἁδύ τό βινεῖν ἐστι τίς οὐ λέγει ἀbrsquo ὅταν αἰτῇχαλκόν πικρότερον γίνεται ἑbεβόρου

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Ἐς Δανάην ἔρρευσας Ὀλύμπιε χρυσός ἵνrsquo ἡ παῖςὡς δώρῳ πεισθῇ μή τρέσῃ ὡς Κρονίδην

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

῾Ὁ Ζεύς τήν Δανάην χρυσοῦ κἀγώ δέ σέ χρυσοῦπλείονα γάρ δοῦναι τοῦ Διός οὐ δύναμαι

20

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Την Ηλιοδώρα η ψυχή μού λέει να ξεχάσωτις ζήλιες και τα δάκρυα μην ξαναδοκιμάσω

΄Ό τι κι αν λέει δεν μπορώ - μα πώς το αποτολμάεικαι να ζητά το χωρισμό κι ακόμα νrsquo αγαπάει

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ποιος δε θα πει ολόγλυκο πως είναι το γαμήσιμα απrsquo το φαρμάκι πιο πικρό αν χρήματα κοστίσει

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Μες στη Δανάη έρρευσες χρυσός Ολύμπιε Δίααπό το δώρο να πεισθεί κι όχι απrsquo τη φοβία

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Σαν τη Δανάη εσύ κι εγώ σαν Δίας να σε χρυσώσωΜα από τον Δία πιο ποbά δεν έχω να σου δώσω

21

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Εὐμεγέθης πείθει με καλή γυνή ἄν τε καί ἀκμῆςἅπτητrsquo ἄν τε καί ᾖ Σιμύλεπρεσβυτέρη

῾Ἡ μέν γάρ με νέα περιλήψεται ἤν δέ παλαιήγραῖά με καί ῥυσή Σιμύλε λειχάσεται

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

῾Ἡ τρισί λειτουργοῦσα πρός ἕν τάχος ἀνδράσι Λύδητῷ μέν ὑπέρ νηδύν τῷ δrsquo ὑπό τῷ δrsquo ὄπιθεν

εἰσδέχομαι φιλόπαιδα γυναικομανῆ φιλυβριστήνΕἰ σπεύδεις ἐλθών σύν δυσί μή κατέχου

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καί πενίη καί ἔρως δύο μοι κακά καί τό μέν οἴσωκούφως πῦρ δέ φέρειν Κύπριδος οὐ δύναμαι

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἠράσθην ἐφίλουν ἔτυχον κατέπραξrsquo ἀγαπῶμαιτίς δέ καί ἧς καί πῶς ἡ θεός οἶδε μόνη

22

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Μικρή ή μεγάλη θέλω φίλενταρντάνα όμορφη Σιμύλε-

η νέα εντός της θα με στείψειμα η γριά θα μου τον γλείψει

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

Τρεις άνδρες η Λυδή εγώ μπορώ να κουμαντάρω-το laquoπάνωraquo μου το laquoκάτωraquo μου το laquoπίσωraquo να τους δώσω

σε γυναικά παιδεραστή ακόμη και βιτσιόζοΕμπρός λοιπόν κι οι τρεις εσείς ελάτε να σας πάρω

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Φτώχια και Έρως δυο δεινάπου το καθένα τυραννά

Και αν τη φτώχια τη βαστώτον Έρωτα αδυνατώ

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Συνάντησα ερωτεύθηκα κι από αγάπη λειώνω ndashμα ποιος εγώ με ποια και πώς θεός γνωρίζει μόνο

23

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείναςἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα

῾Ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά μὲ ποσσὶνἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον

ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα τὰ δrsquo ἠύτε πνεύματι φύbαἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα

μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισινκαὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο χρύσεα μαζῶνχρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένηπυγαὶ δrsquo ἀbήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο

ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναιτὸν δrsquo ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ

οὐχ ὅλον Εὐρώταν ἀbrsquo ὅσον ἠδύνατο

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

῎Ἢ τό φιλεῖν περίγραψον Ἒρως ὃλον ἢ τό φιλεῖσθαι πρόσθες ἳνrsquo ἢ λύσῃς τόν πόθον ἢ κεράσῃς

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Κάbος ἔχεις Κύπριδος Πειθοῦς στόμα σώματος ἀκμὴνεἰαρινὼν Ὡρῶν φθέγμα δὲ Καbιόπης

νοῦν καὶ σωφροσύνην Θέμιδος καὶ χεῖρας Ἀθήνηςσὺν σοὶ δrsquo αἱ Χάριτες τέσσαρές εἰσι Φίλη

24

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Στη χλόη τη ροδοκάπουλη Δωρίδα την πλαγιάζω-μες στων ανθών τον οργασμό με αθάνατο πώς μοιάζωΤα πόδια της πανύψηλα τη μέση μου έχουν κλείσει -

σε αγώνα δρόμου ερωτικό τρέχει για να νικήσειΣαν φύbα που τα φύσηξαν τα μάτια ανοιγοκλείνει

κι εξαντλημένη από ηδονή μαζί με μένα χύνει

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθιαπου σάλευαν μήλα χρυσά στο γαλατένιο σώμα

Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε αλήθειανα είναι πιότερο υγροί κι απrsquo το νερό ακόμα

Φουσκώνει ο Ευρώτας της μπροστά το χέρι βάζειμα όσο και να ήθελε όλον δεν τον σκεπάζει

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Έρωτα να μην αγαπώ κάνε με ή νrsquo αγαπιέμαι-τον πόθο είτε σβήσε μου είτε ανάφλεξέ με

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Τη χάρη έχεις της Κύπριδος και της Πειθούς το στόμακαι της Καbιόπης τη φωνή της Άνοιξης το σώμαΤα χέρια έχεις της Αθηνάς της Θέμιδος τη σκέψη

Οι Χάριτες δεν είναι τρεις - τέταρτη σrsquo έχουν στέψει

25

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Δαίμονες οὐκ ᾔδειν ὅτι λούεται ἡ Κυθέρειαχερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμουςἹλήκοις δέσποινα καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι

μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπονΝῦν ἔγνων Ῥοδόκλεια καὶ οὐ Κύπρις Εἶτα τὸ κάbος

τοῦτο πόθεν σύ δοκῶ τὴν θεὸν ἐκδέδυκας

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πέμπω σοι Ῥοδόκλεια τόδε στέφος ἄνθεσι καλοῖςαὐτὸς ἐφrsquo ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις

Ἔστι κρίνον ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τrsquo ἀνεμώνηκαὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον

Ταῦτα στεψαμένη λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσαἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος

Τα αρχικά των ονομάτων των λουλουδιών σχηματίζουν ακροστιχίδακρίνον ῥοδέη ανεμώνη νάρκισσος ἴον κρανίον

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνὴνοὐκ ἂν τοι κόρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλόχῳ συνομιλῶνΠᾶσαι γὰρ μετὰ κύπριν ἀτερπέες εἰσὶ γυναῖκες

26

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Θεοί δεν ήξερα εδώ πως λούζεται η Κυθέρειακαι στα μαbιά της έδωσαν τη λευτεριά τα χέρια

Έλεος δέσποινα μην πεις τα μάτια να μου σβήσουνγιατί το θεϊκό κορμί έτυχε νrsquo αντικρίσουν

Ωχ Τη Ροδόκλεια εγώ με Κύπρι έχω μπερδέψειΤότε το κάbος από πούΜην τη θεά έχεις κλέψει

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Ροδόκλεια το στεφάνι αυτό σε σένανε το στέλνωπου το rsquoχουνε τα χέρια μου μrsquo ανθούς ωραίους πλεγμένο

Το κρίνο και το ρόδο εδώ κι η ανεμώνη - ιδέ τα -κι ο νάρκισσος που rsquoναι υγρός κι η όμορφη βιολέτα

Κι όταν μrsquo αυτά στεφανωθείς να πάψεις να καυχάσαι -στο άνθισμα στο μαρασμό σαν το στεφάνι θα rsquoσαι

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνεοι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε -

γιατί μετά την ένωση τερπνές παύουνε να rsquoναι

27

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τήν ψυχήν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπί χείλεσιν ἔσχονἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

῾Ἡ τὰ ῥόδα ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν Ἀbὰ τὶ πωλεῖςΣαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲθrsquo ἄνεμος γενόμην σύ δrsquo ἐπιστείχουσα παρrsquo αὐγάςστήθεα γυμνώσαις καὶ με πνέοντα λάβοις

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον ὄφρα μὲ χερσὶνἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲ τις ἅπαξ γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκειναυηγὸς πλώει δὶς βυθὸν ἀργαλέον

28

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 2: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

ISBN 978-960-98671-5-32009 ΕΝ∆ΥΜΙΩΝ ΕΚ∆ΟΣΕΙΣendymionpublicyahoogr

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ∆ΙΑΘΕΣΗΝικολe-τάκηςΣοφούλη 3 151 21 Πεύκη Τηλ 210 80 20 153wwwnikoletakisgre-mail infonikoletakisgrBιβλιοθήκη του ναυτίλουΧαρ Τρικούπη 28 106 79 ΑθήναΤηλ 210 3616 204 Fax 2103616369e-mail nafbooksvivodinetgr

ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

Εισαγωγή-επιλογή-απόδοση Ι Ν Κυριαζής

σσαανν ρρόόδδοο υυπποοππόόρρφφυυρροο

ΕΝΔΥΜΙΩΝ

στη μνήμη του Ανδρέα Λεντάκητο βιβλίο του οποίου στάθηκε η αφορμή νrsquo ασχοληθώ με την Παλατινή

Οὐκ ἔσχον τὸ ζῆν ἴδιον ξένε χρησάμενος δὲτῷ χρήσαντι χρόνῳ ἀνταπέδωκα πάλιν

Δεν ήμουν της ζωής μου εγώ ποτέ ιδιοκτήτηςΓιrsquo αυτό και την επέστρεψα στο Χρόνο δανειστή της

(Peek W Griechische Vers ndash Inschri-en I Grabepigramme1955)

ΠΠΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΟΟΣΣ

Στον ανήφορο της παιδικής ηλικίας η πορεία μου προς τα γράμματα σκό-νταφτε στα ηλιοβασιλέματαΤrsquo απογεύματα στο σχολείο περισσότερο κι απrsquo τον Οι-δίποδα με βασάνιζε μια κόκκινη κιμωλία που μουτζούρωνε τα γραμμένα στον πίνακα- τυφλωμένος κι εγώ μα από το δράμα του ήλιουΚι όπως κάνουν στα παιδιά γιανα μη δουν το τέλος ενός ανθρώπου τραβούσε τις κουρτίνες ο καθηγητής κι έμενα μrsquoένα εξακολουθητικό υπερσυντέλικο φως να συνοψίζει το συσκοτισμένο μου μέbονΊσως γιrsquo αυτό αγάπησα τις λέξεις - γιατί αυτές δεν τέλειωναν ποτέ Μα κι έτσι αβα-σίλευτες ακηδεμόνευτες μια χαρά κατάφερναν να κηδεύουν τα παιδικά μου μάτιανιογέννητες αυτές στα σπλάχνα των αρχαίων κοιμωμένωνήθελα να πω κειμέ-νων

Η Παλατινή Ανθολογία έμεινε εν ποbοίς ανέaιχτη από την εκπαιδευτικήδιαδικασίαΗ τολμηρή της θεματολογία πιθανόν την κράτησε μακριά από τη σχο-λική ρουτίναΈτσι η επαφή μου μαζί της είχε κάτι από ανεπαίσθητο τρίψιμο ώμου σεκοριτσίστικο στήθος ως υλικό κατοπινής ονείρωξης Τα επιγράμματα της Παλατι-νής τα είδα σαν συνθήματα των νεκρών στους πάbευκους τοίχους του θανάτου ερω-τικά sms που ανταbάσσουν χαμένα ζευγάρια στον Άδη νεύματα αγάπης απόσβησμένα πρόσωπα Ποιήματα μικρά μα κι απέραντα τρυφερά παλιά μα κι απέθα-ντα ολοζώντανοι ρυθμοί για έναν πένθιμο χορό της γλώσσας δίστιχες ράγες δα-κρύων αναπαλμοί καρδιάς στο στήθος άψυχων ονείρων αυτό είναι για μένα ηΠαλατινή Σιγά-σιγά μεταφράζοντας τα επιγράμματά της άρχισα νrsquo αγαπώ τουςποιητές της κι ιδιαιτέρως τους ανώνυμους απrsquo τους οποίους διασώθηκε μόνο η λάμψηκάποιου δίστιχουΜrsquo αρέσει να τους σκέφτομαι με σκοτεινό πρόσωπο να βουλιάζουνμες στους αιώνες ρίχνοντας πίσω τους χρυσά γράμματα για να τους βρούμε

Επειδή γνωρίζω πως ποbοί σημερινοί νέοι έχουν μιαν αίσθηση όχι απλώςανίας μα σχεδόν πνιγμού ανάμεσα σε ναυαγισμένα κομμάτια λέξεων κι επιπλέουσεςσανίδες γραμματικής-συντακτικού Επειδή υποψιάζομαι τουλάχιστον αδιαφορία ανόχι αποστροφή και σrsquo αρκετούς εκπαιδευτικούς που μετρούν τις διδακτικές τους ώρεςσαν μια φθονερή ποινή που επέβαλε εκείνος ο εξαφανισμένος αρχαίος χρόνος πάνωστο σύγχρονο της καθημερινής τους ζωής Επειδή η γνώση έφτασε να γίνει αντώ-νυμο της απόλαυσης μέσα στο σχολείο Αbά κι επειδή ψηλαφώ ρινίσματα κατερ-

γασμένης μαγείας πάνω στις αναπότρεπτες ρυτίδες εκείνων των ποιημάτων Επειδή οι ρυτίδες τους μοιάζουν περισσότερο με χαρακώματα απrsquo όπου οι λέξεις δώσαν τημάχη τους με τη σιωπή του χρόνου Επειδή τέλος ο αναστεναγμός δεν πρέπει ναείναι ο μοναδικός τρόπος για να βγάζουμε την αναπνοή μας γιrsquo αυτούς τους λόγουςπροσπάθησα να μοιραστώ και μrsquo άbους την αγάπη μου για την Παλατινή προσφέ-ροντάς τους μια χούφτα τρίμματα ψυχής απrsquoτις σκισμένες τσέπες του Χρόνου

Τα πρωτότυπα κείμενα συμβάbουν σε μια γλωσσική μαaανεία χωρίς τηστυφή γεύση της στάχτης Γιατί η στάχτη είναι η σκόνη του παλιού που επικάθεταιστα προς στάχτηάφθαρτα τάχα μέλη της ύλης Τα γεννήματα εκείνα όμως είναιμια ανάερη ύλη που θα κυματούται εσαεί δονώντας τις φωνητικές χορδές όλων τωνεποχών

ΙΝΚυριαζής

12

ΕΕΙΙΣΣΑΑΓΓΩΩΓΓΗΗ

Παλατινή Ανθολογία πρόκειται για μια ανθολογία 3700 ποιημάτων κυ-ρίως επιγραμμάτων που καλύπτει μια μεγάλη περίοδο από τον 6ο αι π Χ έως τον10ο αι μ Χ Το επίγραμμα είναι μια έμμετρη σύντομη επιγραφή (αρχικώς επρόκειτογια κείμενο χαραγμένο πάνω σε μια επιφάνεια) που με τον καιρό αυτονομήθηκε σειδιαίτερο ποιητικό είδος χωρίς να είναι απαραίτητη η συσχέτισή του μrsquo ένα μνημείοΗ συντομία του - τα περισσότερα επιγράμματα αποτελούνται από δύο έως οκτώ στί-χους - οφείλεται σε πρακτικούς κυρίως λόγους (στενός χώρος για τη χάραξη του κει-μένου) και μετατράπηκε σε αισθητικό κανόνα προσδιορισμού του εν λόγω ποιητικούείδους

Ο ιερωμένος Κωννος Κεφαλάς συνέθεσε τη συγκεκριμένη Ανθολογία τον10ο αι μ Χ Το 1606 ο γάbος λόγιος Claude de Saumaise ψάχνοντας κώδικες τηςΠαλατινής Βιβλιοθήκης της Χαϊδελβέργης ανακάλυψε το χειρόγραφο του ΚεφαλάΑπό τη βιβλιοθήκη του Παλατινάτου πήρε το όνομά της laquoΠαλατινή ΑνθολογίαraquoΤα είδη των επιγραμμάτων ποικίbουν πρόκειται για επιγράμματα χριστιανικάερωτικά επιτύμβια αναθηματικά συμποτικά σκωπτικά επιδεικτικά προτρε-πτικά παιδεραστικά αbά και για επιγραφές αγαλμάτων αριθμητικά προβλήματααινίγματα χρησμούς κά

Το επίγραμμα διακρίνεται για την πυκνότητα το συγκινησιακό του υπό-βαθρο την εξαιρετική του εικονοποιία τους λεκτικούς του ιριδισμούς το στοχευμένοεντυπωσιασμό κι αποτελεί ένα παιχνίδι του πνεύματος Η ερωτική αυτανάφλεξητων ποιητών της Παλατινής η φιλοπαίγμων διάθεσή τους ο εκλεπτυσμένος αbάκαι σπαραχτικός τους θρήνος η στοχαστική αντιμετώπιση της ζωής η επιθυμίατους για την αποδυνάμωση του θανάτου και για την κατάκτηση της αιωνιότηταςμέσω της ποίησης είναι ορισμένα στοιχεία που δύσκολα θrsquo άφηναν αδιάφορους τουςαναγνώστες ανά τους αιώνες

Η επιλογή μου να μεταφράσω τα συγκεκριμένα 125 επιγράμματα έγινε μεαπολύτως υποκειμενικά αισθητικά κριτήρια Προτίμησα την έμμετρη - ομοιοκατά-ληκτη μεταφορά τους στη νέα εbηνική γλώσσα αφού και τα ποιήματα αυτά στοπρωτότυπο ήταν γραμμένα υπακούοντας σrsquo ένα μέτρο το ελεγειακό δίστιχο βασι -σμένο όχι φυσικά στην εναbαγή τονισμένων - άτονωναbά μακρόχρονων - βραχύ-χρονων συbαβών (αρχαία προσωδία) Έτσι λοιπόν θεώρησα ότι θα έπρεπε να απο-

δοθεί όχι μόνο το νόημα αbά και η ρυθμική τους laquoαναπνοήraquo Η έμμετρη- ομοιο-κατάληκτη μεταγραφή τους επιβάbει όμως και κάποιους περιορισμούς Σε αρκετέςπεριπτώσεις η μετάφραση είναι αδύνατο να είναι ακριβής αν και η προσπάθεια νακρατηθεί η βασική νοηματική αbηλουχία στο ποίημα είναι υπαρκτή Γιrsquo αυτόνακριβώς το λόγο θα ήταν σωστό τα παρόντα μεταφράσματά μου να θεωρηθούν έμ-μετρες αποδόσεις και ως τέτοιες να αξιολογηθούν Η παράθεση της αρχικής μορφήςτων επιγραμμάτων γίνεται για να ελεγχθεί από τον αναγνώστη ο βαθμός πιστότηταςή απόκλισής τους από το πρωτότυπο αbά και για να είναι δυνατή η αναγνωστικήαπόλαυσή τους

Στο τέλος του βιβλίου εν είδει επιμέτρου παρατίθενται ως αποτέλεσμαεφαρμογής της ίδιας μεταφραστικής τακτικής ακόμη δεκαπέντε αποσπάσματα τηςαρχαίας εbηνικής ποίησης εκτός Παλατινής

Τελειώνοντας να ευχαριστήσω τον ποιητή Βασίλη Λαλιώτη χωρίς τη βοή-θεια-παρότρυνση του οποίου αυτή η εργασία μου δε θα έπαιρνε ποτέ τη μορφή ενόςβιβλίου

Ι Ν Κυριαζής

16

ΕΕΠΠΙΙΓΓΡΡΑΑΜΜΜΜΑΑΤΤΑΑ ΑΑΠΠΟΟ ΤΤΗΗΝΝ ΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τήν καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα τήν βαρύμισθοντήν τοῖς βουλομένοις χρυσόν ἀμεργομένην

γυμνήν μοι διά νυκτός ὅλης παρέκλινεν ὄνειρος ἄχρι φίλης ἠοῦς προῖκα χαριζομένην

Οὐκέτι γουνάσομαι τήν βάρβαρον οὐδrsquo ἐπrsquo ἐμαυτῷκλαύσομαι ὕπνον ἔχων κεῖνα χαριζόμενον

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτώ λυκοβαντίδας ὥραςἀbrsquo ἔτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων

κἀν στέρνοις ἔτι κεῖνα τά λύγδινα κώνια μαστῶνἕστηκεν μίτρης γυμνά περιδρομάδος

καί χρώς ἀρρυτίδωτος ἔτrsquo ἀμβροσίην ἔτι πειθώπᾶσαν ἔτι στάζει μυριάδας χαρίτων

Ἀbά πόθους ὀργῶντας ὅσοι μή φεύγετrsquo ἐρασταίδεῦρrsquo ἴτε τῆς ἐτέων ληθόμενοι δεκάδος

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εὐρώπης τό φίλημα καί ἤν ἄχρι χείλεος ἔλθῃἡδύ γε κἄν ψαύσῃ μοῦνον ἄκρου στόματος

ψαύει δrsquo οὐκ ἄκροις τοῖς χείλεσιν ἀbrsquo ἐρύσασατό στόμα τήν ψυχήν ἐξ ὀνύχων ἀνάγει

18

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τη φλογερή και ακριβή στο σεξ Σθενελαΐδαπου αν την ποθείς από χρυσό πρώτα σε ξαλαφρώνει

μια νύχτα ολόκληρη γυμνή σε όνειρο την είδαδική μου να rsquoναι ως την αυγή χωρίς να με χρεώνειhellipΞανά ποτέ γονατιστός μπροστά της δε θα κλάψωαφού μπορώ να κοιμηθώ και να την απολαύσωhellip

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Η Χαριτώ εξήντα χρόνωνέχει μαbιά μαύρα και μόνον

Και των βυζιών στητοί οι κώνοιστηθόδεσμος κι ας μην τα υψώνει

Πόροι αρυτίδωτοι που στάζουνσυν αμβροσία μύρα μυριάδες

Μπρος εραστές και μη σας νοιάζουντης ηλικίας οι δεκάδες

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Γλυκά η Ευρώπη που φιλάτα χείλη μόλις πλησιάζει

κι όπως το στόμα της κοbάαπrsquo την ψυχή σου σε αδειάζει

19

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ψυχή μοι προλέγει φεύγειν πόθον Ἡλιοδώραςδάκρυα καί ζήλους τούς πρίν ἐπισταμένη

Φησί μέν ἀbά φυγεῖν οὔ μοι σθένος ἡ γάρ ἀναιδήςαὐτή καί προλέγει καί προλεγοῦσα φιλεῖ

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ἁδύ τό βινεῖν ἐστι τίς οὐ λέγει ἀbrsquo ὅταν αἰτῇχαλκόν πικρότερον γίνεται ἑbεβόρου

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Ἐς Δανάην ἔρρευσας Ὀλύμπιε χρυσός ἵνrsquo ἡ παῖςὡς δώρῳ πεισθῇ μή τρέσῃ ὡς Κρονίδην

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

῾Ὁ Ζεύς τήν Δανάην χρυσοῦ κἀγώ δέ σέ χρυσοῦπλείονα γάρ δοῦναι τοῦ Διός οὐ δύναμαι

20

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Την Ηλιοδώρα η ψυχή μού λέει να ξεχάσωτις ζήλιες και τα δάκρυα μην ξαναδοκιμάσω

΄Ό τι κι αν λέει δεν μπορώ - μα πώς το αποτολμάεικαι να ζητά το χωρισμό κι ακόμα νrsquo αγαπάει

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ποιος δε θα πει ολόγλυκο πως είναι το γαμήσιμα απrsquo το φαρμάκι πιο πικρό αν χρήματα κοστίσει

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Μες στη Δανάη έρρευσες χρυσός Ολύμπιε Δίααπό το δώρο να πεισθεί κι όχι απrsquo τη φοβία

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Σαν τη Δανάη εσύ κι εγώ σαν Δίας να σε χρυσώσωΜα από τον Δία πιο ποbά δεν έχω να σου δώσω

21

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Εὐμεγέθης πείθει με καλή γυνή ἄν τε καί ἀκμῆςἅπτητrsquo ἄν τε καί ᾖ Σιμύλεπρεσβυτέρη

῾Ἡ μέν γάρ με νέα περιλήψεται ἤν δέ παλαιήγραῖά με καί ῥυσή Σιμύλε λειχάσεται

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

῾Ἡ τρισί λειτουργοῦσα πρός ἕν τάχος ἀνδράσι Λύδητῷ μέν ὑπέρ νηδύν τῷ δrsquo ὑπό τῷ δrsquo ὄπιθεν

εἰσδέχομαι φιλόπαιδα γυναικομανῆ φιλυβριστήνΕἰ σπεύδεις ἐλθών σύν δυσί μή κατέχου

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καί πενίη καί ἔρως δύο μοι κακά καί τό μέν οἴσωκούφως πῦρ δέ φέρειν Κύπριδος οὐ δύναμαι

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἠράσθην ἐφίλουν ἔτυχον κατέπραξrsquo ἀγαπῶμαιτίς δέ καί ἧς καί πῶς ἡ θεός οἶδε μόνη

22

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Μικρή ή μεγάλη θέλω φίλενταρντάνα όμορφη Σιμύλε-

η νέα εντός της θα με στείψειμα η γριά θα μου τον γλείψει

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

Τρεις άνδρες η Λυδή εγώ μπορώ να κουμαντάρω-το laquoπάνωraquo μου το laquoκάτωraquo μου το laquoπίσωraquo να τους δώσω

σε γυναικά παιδεραστή ακόμη και βιτσιόζοΕμπρός λοιπόν κι οι τρεις εσείς ελάτε να σας πάρω

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Φτώχια και Έρως δυο δεινάπου το καθένα τυραννά

Και αν τη φτώχια τη βαστώτον Έρωτα αδυνατώ

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Συνάντησα ερωτεύθηκα κι από αγάπη λειώνω ndashμα ποιος εγώ με ποια και πώς θεός γνωρίζει μόνο

23

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείναςἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα

῾Ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά μὲ ποσσὶνἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον

ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα τὰ δrsquo ἠύτε πνεύματι φύbαἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα

μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισινκαὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο χρύσεα μαζῶνχρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένηπυγαὶ δrsquo ἀbήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο

ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναιτὸν δrsquo ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ

οὐχ ὅλον Εὐρώταν ἀbrsquo ὅσον ἠδύνατο

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

῎Ἢ τό φιλεῖν περίγραψον Ἒρως ὃλον ἢ τό φιλεῖσθαι πρόσθες ἳνrsquo ἢ λύσῃς τόν πόθον ἢ κεράσῃς

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Κάbος ἔχεις Κύπριδος Πειθοῦς στόμα σώματος ἀκμὴνεἰαρινὼν Ὡρῶν φθέγμα δὲ Καbιόπης

νοῦν καὶ σωφροσύνην Θέμιδος καὶ χεῖρας Ἀθήνηςσὺν σοὶ δrsquo αἱ Χάριτες τέσσαρές εἰσι Φίλη

24

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Στη χλόη τη ροδοκάπουλη Δωρίδα την πλαγιάζω-μες στων ανθών τον οργασμό με αθάνατο πώς μοιάζωΤα πόδια της πανύψηλα τη μέση μου έχουν κλείσει -

σε αγώνα δρόμου ερωτικό τρέχει για να νικήσειΣαν φύbα που τα φύσηξαν τα μάτια ανοιγοκλείνει

κι εξαντλημένη από ηδονή μαζί με μένα χύνει

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθιαπου σάλευαν μήλα χρυσά στο γαλατένιο σώμα

Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε αλήθειανα είναι πιότερο υγροί κι απrsquo το νερό ακόμα

Φουσκώνει ο Ευρώτας της μπροστά το χέρι βάζειμα όσο και να ήθελε όλον δεν τον σκεπάζει

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Έρωτα να μην αγαπώ κάνε με ή νrsquo αγαπιέμαι-τον πόθο είτε σβήσε μου είτε ανάφλεξέ με

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Τη χάρη έχεις της Κύπριδος και της Πειθούς το στόμακαι της Καbιόπης τη φωνή της Άνοιξης το σώμαΤα χέρια έχεις της Αθηνάς της Θέμιδος τη σκέψη

Οι Χάριτες δεν είναι τρεις - τέταρτη σrsquo έχουν στέψει

25

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Δαίμονες οὐκ ᾔδειν ὅτι λούεται ἡ Κυθέρειαχερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμουςἹλήκοις δέσποινα καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι

μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπονΝῦν ἔγνων Ῥοδόκλεια καὶ οὐ Κύπρις Εἶτα τὸ κάbος

τοῦτο πόθεν σύ δοκῶ τὴν θεὸν ἐκδέδυκας

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πέμπω σοι Ῥοδόκλεια τόδε στέφος ἄνθεσι καλοῖςαὐτὸς ἐφrsquo ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις

Ἔστι κρίνον ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τrsquo ἀνεμώνηκαὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον

Ταῦτα στεψαμένη λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσαἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος

Τα αρχικά των ονομάτων των λουλουδιών σχηματίζουν ακροστιχίδακρίνον ῥοδέη ανεμώνη νάρκισσος ἴον κρανίον

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνὴνοὐκ ἂν τοι κόρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλόχῳ συνομιλῶνΠᾶσαι γὰρ μετὰ κύπριν ἀτερπέες εἰσὶ γυναῖκες

26

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Θεοί δεν ήξερα εδώ πως λούζεται η Κυθέρειακαι στα μαbιά της έδωσαν τη λευτεριά τα χέρια

Έλεος δέσποινα μην πεις τα μάτια να μου σβήσουνγιατί το θεϊκό κορμί έτυχε νrsquo αντικρίσουν

Ωχ Τη Ροδόκλεια εγώ με Κύπρι έχω μπερδέψειΤότε το κάbος από πούΜην τη θεά έχεις κλέψει

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Ροδόκλεια το στεφάνι αυτό σε σένανε το στέλνωπου το rsquoχουνε τα χέρια μου μrsquo ανθούς ωραίους πλεγμένο

Το κρίνο και το ρόδο εδώ κι η ανεμώνη - ιδέ τα -κι ο νάρκισσος που rsquoναι υγρός κι η όμορφη βιολέτα

Κι όταν μrsquo αυτά στεφανωθείς να πάψεις να καυχάσαι -στο άνθισμα στο μαρασμό σαν το στεφάνι θα rsquoσαι

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνεοι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε -

γιατί μετά την ένωση τερπνές παύουνε να rsquoναι

27

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τήν ψυχήν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπί χείλεσιν ἔσχονἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

῾Ἡ τὰ ῥόδα ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν Ἀbὰ τὶ πωλεῖςΣαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲθrsquo ἄνεμος γενόμην σύ δrsquo ἐπιστείχουσα παρrsquo αὐγάςστήθεα γυμνώσαις καὶ με πνέοντα λάβοις

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον ὄφρα μὲ χερσὶνἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲ τις ἅπαξ γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκειναυηγὸς πλώει δὶς βυθὸν ἀργαλέον

28

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 3: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

Εισαγωγή-επιλογή-απόδοση Ι Ν Κυριαζής

σσαανν ρρόόδδοο υυπποοππόόρρφφυυρροο

ΕΝΔΥΜΙΩΝ

στη μνήμη του Ανδρέα Λεντάκητο βιβλίο του οποίου στάθηκε η αφορμή νrsquo ασχοληθώ με την Παλατινή

Οὐκ ἔσχον τὸ ζῆν ἴδιον ξένε χρησάμενος δὲτῷ χρήσαντι χρόνῳ ἀνταπέδωκα πάλιν

Δεν ήμουν της ζωής μου εγώ ποτέ ιδιοκτήτηςΓιrsquo αυτό και την επέστρεψα στο Χρόνο δανειστή της

(Peek W Griechische Vers ndash Inschri-en I Grabepigramme1955)

ΠΠΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΟΟΣΣ

Στον ανήφορο της παιδικής ηλικίας η πορεία μου προς τα γράμματα σκό-νταφτε στα ηλιοβασιλέματαΤrsquo απογεύματα στο σχολείο περισσότερο κι απrsquo τον Οι-δίποδα με βασάνιζε μια κόκκινη κιμωλία που μουτζούρωνε τα γραμμένα στον πίνακα- τυφλωμένος κι εγώ μα από το δράμα του ήλιουΚι όπως κάνουν στα παιδιά γιανα μη δουν το τέλος ενός ανθρώπου τραβούσε τις κουρτίνες ο καθηγητής κι έμενα μrsquoένα εξακολουθητικό υπερσυντέλικο φως να συνοψίζει το συσκοτισμένο μου μέbονΊσως γιrsquo αυτό αγάπησα τις λέξεις - γιατί αυτές δεν τέλειωναν ποτέ Μα κι έτσι αβα-σίλευτες ακηδεμόνευτες μια χαρά κατάφερναν να κηδεύουν τα παιδικά μου μάτιανιογέννητες αυτές στα σπλάχνα των αρχαίων κοιμωμένωνήθελα να πω κειμέ-νων

Η Παλατινή Ανθολογία έμεινε εν ποbοίς ανέaιχτη από την εκπαιδευτικήδιαδικασίαΗ τολμηρή της θεματολογία πιθανόν την κράτησε μακριά από τη σχο-λική ρουτίναΈτσι η επαφή μου μαζί της είχε κάτι από ανεπαίσθητο τρίψιμο ώμου σεκοριτσίστικο στήθος ως υλικό κατοπινής ονείρωξης Τα επιγράμματα της Παλατι-νής τα είδα σαν συνθήματα των νεκρών στους πάbευκους τοίχους του θανάτου ερω-τικά sms που ανταbάσσουν χαμένα ζευγάρια στον Άδη νεύματα αγάπης απόσβησμένα πρόσωπα Ποιήματα μικρά μα κι απέραντα τρυφερά παλιά μα κι απέθα-ντα ολοζώντανοι ρυθμοί για έναν πένθιμο χορό της γλώσσας δίστιχες ράγες δα-κρύων αναπαλμοί καρδιάς στο στήθος άψυχων ονείρων αυτό είναι για μένα ηΠαλατινή Σιγά-σιγά μεταφράζοντας τα επιγράμματά της άρχισα νrsquo αγαπώ τουςποιητές της κι ιδιαιτέρως τους ανώνυμους απrsquo τους οποίους διασώθηκε μόνο η λάμψηκάποιου δίστιχουΜrsquo αρέσει να τους σκέφτομαι με σκοτεινό πρόσωπο να βουλιάζουνμες στους αιώνες ρίχνοντας πίσω τους χρυσά γράμματα για να τους βρούμε

Επειδή γνωρίζω πως ποbοί σημερινοί νέοι έχουν μιαν αίσθηση όχι απλώςανίας μα σχεδόν πνιγμού ανάμεσα σε ναυαγισμένα κομμάτια λέξεων κι επιπλέουσεςσανίδες γραμματικής-συντακτικού Επειδή υποψιάζομαι τουλάχιστον αδιαφορία ανόχι αποστροφή και σrsquo αρκετούς εκπαιδευτικούς που μετρούν τις διδακτικές τους ώρεςσαν μια φθονερή ποινή που επέβαλε εκείνος ο εξαφανισμένος αρχαίος χρόνος πάνωστο σύγχρονο της καθημερινής τους ζωής Επειδή η γνώση έφτασε να γίνει αντώ-νυμο της απόλαυσης μέσα στο σχολείο Αbά κι επειδή ψηλαφώ ρινίσματα κατερ-

γασμένης μαγείας πάνω στις αναπότρεπτες ρυτίδες εκείνων των ποιημάτων Επειδή οι ρυτίδες τους μοιάζουν περισσότερο με χαρακώματα απrsquo όπου οι λέξεις δώσαν τημάχη τους με τη σιωπή του χρόνου Επειδή τέλος ο αναστεναγμός δεν πρέπει ναείναι ο μοναδικός τρόπος για να βγάζουμε την αναπνοή μας γιrsquo αυτούς τους λόγουςπροσπάθησα να μοιραστώ και μrsquo άbους την αγάπη μου για την Παλατινή προσφέ-ροντάς τους μια χούφτα τρίμματα ψυχής απrsquoτις σκισμένες τσέπες του Χρόνου

Τα πρωτότυπα κείμενα συμβάbουν σε μια γλωσσική μαaανεία χωρίς τηστυφή γεύση της στάχτης Γιατί η στάχτη είναι η σκόνη του παλιού που επικάθεταιστα προς στάχτηάφθαρτα τάχα μέλη της ύλης Τα γεννήματα εκείνα όμως είναιμια ανάερη ύλη που θα κυματούται εσαεί δονώντας τις φωνητικές χορδές όλων τωνεποχών

ΙΝΚυριαζής

12

ΕΕΙΙΣΣΑΑΓΓΩΩΓΓΗΗ

Παλατινή Ανθολογία πρόκειται για μια ανθολογία 3700 ποιημάτων κυ-ρίως επιγραμμάτων που καλύπτει μια μεγάλη περίοδο από τον 6ο αι π Χ έως τον10ο αι μ Χ Το επίγραμμα είναι μια έμμετρη σύντομη επιγραφή (αρχικώς επρόκειτογια κείμενο χαραγμένο πάνω σε μια επιφάνεια) που με τον καιρό αυτονομήθηκε σειδιαίτερο ποιητικό είδος χωρίς να είναι απαραίτητη η συσχέτισή του μrsquo ένα μνημείοΗ συντομία του - τα περισσότερα επιγράμματα αποτελούνται από δύο έως οκτώ στί-χους - οφείλεται σε πρακτικούς κυρίως λόγους (στενός χώρος για τη χάραξη του κει-μένου) και μετατράπηκε σε αισθητικό κανόνα προσδιορισμού του εν λόγω ποιητικούείδους

Ο ιερωμένος Κωννος Κεφαλάς συνέθεσε τη συγκεκριμένη Ανθολογία τον10ο αι μ Χ Το 1606 ο γάbος λόγιος Claude de Saumaise ψάχνοντας κώδικες τηςΠαλατινής Βιβλιοθήκης της Χαϊδελβέργης ανακάλυψε το χειρόγραφο του ΚεφαλάΑπό τη βιβλιοθήκη του Παλατινάτου πήρε το όνομά της laquoΠαλατινή ΑνθολογίαraquoΤα είδη των επιγραμμάτων ποικίbουν πρόκειται για επιγράμματα χριστιανικάερωτικά επιτύμβια αναθηματικά συμποτικά σκωπτικά επιδεικτικά προτρε-πτικά παιδεραστικά αbά και για επιγραφές αγαλμάτων αριθμητικά προβλήματααινίγματα χρησμούς κά

Το επίγραμμα διακρίνεται για την πυκνότητα το συγκινησιακό του υπό-βαθρο την εξαιρετική του εικονοποιία τους λεκτικούς του ιριδισμούς το στοχευμένοεντυπωσιασμό κι αποτελεί ένα παιχνίδι του πνεύματος Η ερωτική αυτανάφλεξητων ποιητών της Παλατινής η φιλοπαίγμων διάθεσή τους ο εκλεπτυσμένος αbάκαι σπαραχτικός τους θρήνος η στοχαστική αντιμετώπιση της ζωής η επιθυμίατους για την αποδυνάμωση του θανάτου και για την κατάκτηση της αιωνιότηταςμέσω της ποίησης είναι ορισμένα στοιχεία που δύσκολα θrsquo άφηναν αδιάφορους τουςαναγνώστες ανά τους αιώνες

Η επιλογή μου να μεταφράσω τα συγκεκριμένα 125 επιγράμματα έγινε μεαπολύτως υποκειμενικά αισθητικά κριτήρια Προτίμησα την έμμετρη - ομοιοκατά-ληκτη μεταφορά τους στη νέα εbηνική γλώσσα αφού και τα ποιήματα αυτά στοπρωτότυπο ήταν γραμμένα υπακούοντας σrsquo ένα μέτρο το ελεγειακό δίστιχο βασι -σμένο όχι φυσικά στην εναbαγή τονισμένων - άτονωναbά μακρόχρονων - βραχύ-χρονων συbαβών (αρχαία προσωδία) Έτσι λοιπόν θεώρησα ότι θα έπρεπε να απο-

δοθεί όχι μόνο το νόημα αbά και η ρυθμική τους laquoαναπνοήraquo Η έμμετρη- ομοιο-κατάληκτη μεταγραφή τους επιβάbει όμως και κάποιους περιορισμούς Σε αρκετέςπεριπτώσεις η μετάφραση είναι αδύνατο να είναι ακριβής αν και η προσπάθεια νακρατηθεί η βασική νοηματική αbηλουχία στο ποίημα είναι υπαρκτή Γιrsquo αυτόνακριβώς το λόγο θα ήταν σωστό τα παρόντα μεταφράσματά μου να θεωρηθούν έμ-μετρες αποδόσεις και ως τέτοιες να αξιολογηθούν Η παράθεση της αρχικής μορφήςτων επιγραμμάτων γίνεται για να ελεγχθεί από τον αναγνώστη ο βαθμός πιστότηταςή απόκλισής τους από το πρωτότυπο αbά και για να είναι δυνατή η αναγνωστικήαπόλαυσή τους

Στο τέλος του βιβλίου εν είδει επιμέτρου παρατίθενται ως αποτέλεσμαεφαρμογής της ίδιας μεταφραστικής τακτικής ακόμη δεκαπέντε αποσπάσματα τηςαρχαίας εbηνικής ποίησης εκτός Παλατινής

Τελειώνοντας να ευχαριστήσω τον ποιητή Βασίλη Λαλιώτη χωρίς τη βοή-θεια-παρότρυνση του οποίου αυτή η εργασία μου δε θα έπαιρνε ποτέ τη μορφή ενόςβιβλίου

Ι Ν Κυριαζής

16

ΕΕΠΠΙΙΓΓΡΡΑΑΜΜΜΜΑΑΤΤΑΑ ΑΑΠΠΟΟ ΤΤΗΗΝΝ ΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τήν καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα τήν βαρύμισθοντήν τοῖς βουλομένοις χρυσόν ἀμεργομένην

γυμνήν μοι διά νυκτός ὅλης παρέκλινεν ὄνειρος ἄχρι φίλης ἠοῦς προῖκα χαριζομένην

Οὐκέτι γουνάσομαι τήν βάρβαρον οὐδrsquo ἐπrsquo ἐμαυτῷκλαύσομαι ὕπνον ἔχων κεῖνα χαριζόμενον

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτώ λυκοβαντίδας ὥραςἀbrsquo ἔτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων

κἀν στέρνοις ἔτι κεῖνα τά λύγδινα κώνια μαστῶνἕστηκεν μίτρης γυμνά περιδρομάδος

καί χρώς ἀρρυτίδωτος ἔτrsquo ἀμβροσίην ἔτι πειθώπᾶσαν ἔτι στάζει μυριάδας χαρίτων

Ἀbά πόθους ὀργῶντας ὅσοι μή φεύγετrsquo ἐρασταίδεῦρrsquo ἴτε τῆς ἐτέων ληθόμενοι δεκάδος

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εὐρώπης τό φίλημα καί ἤν ἄχρι χείλεος ἔλθῃἡδύ γε κἄν ψαύσῃ μοῦνον ἄκρου στόματος

ψαύει δrsquo οὐκ ἄκροις τοῖς χείλεσιν ἀbrsquo ἐρύσασατό στόμα τήν ψυχήν ἐξ ὀνύχων ἀνάγει

18

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τη φλογερή και ακριβή στο σεξ Σθενελαΐδαπου αν την ποθείς από χρυσό πρώτα σε ξαλαφρώνει

μια νύχτα ολόκληρη γυμνή σε όνειρο την είδαδική μου να rsquoναι ως την αυγή χωρίς να με χρεώνειhellipΞανά ποτέ γονατιστός μπροστά της δε θα κλάψωαφού μπορώ να κοιμηθώ και να την απολαύσωhellip

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Η Χαριτώ εξήντα χρόνωνέχει μαbιά μαύρα και μόνον

Και των βυζιών στητοί οι κώνοιστηθόδεσμος κι ας μην τα υψώνει

Πόροι αρυτίδωτοι που στάζουνσυν αμβροσία μύρα μυριάδες

Μπρος εραστές και μη σας νοιάζουντης ηλικίας οι δεκάδες

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Γλυκά η Ευρώπη που φιλάτα χείλη μόλις πλησιάζει

κι όπως το στόμα της κοbάαπrsquo την ψυχή σου σε αδειάζει

19

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ψυχή μοι προλέγει φεύγειν πόθον Ἡλιοδώραςδάκρυα καί ζήλους τούς πρίν ἐπισταμένη

Φησί μέν ἀbά φυγεῖν οὔ μοι σθένος ἡ γάρ ἀναιδήςαὐτή καί προλέγει καί προλεγοῦσα φιλεῖ

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ἁδύ τό βινεῖν ἐστι τίς οὐ λέγει ἀbrsquo ὅταν αἰτῇχαλκόν πικρότερον γίνεται ἑbεβόρου

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Ἐς Δανάην ἔρρευσας Ὀλύμπιε χρυσός ἵνrsquo ἡ παῖςὡς δώρῳ πεισθῇ μή τρέσῃ ὡς Κρονίδην

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

῾Ὁ Ζεύς τήν Δανάην χρυσοῦ κἀγώ δέ σέ χρυσοῦπλείονα γάρ δοῦναι τοῦ Διός οὐ δύναμαι

20

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Την Ηλιοδώρα η ψυχή μού λέει να ξεχάσωτις ζήλιες και τα δάκρυα μην ξαναδοκιμάσω

΄Ό τι κι αν λέει δεν μπορώ - μα πώς το αποτολμάεικαι να ζητά το χωρισμό κι ακόμα νrsquo αγαπάει

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ποιος δε θα πει ολόγλυκο πως είναι το γαμήσιμα απrsquo το φαρμάκι πιο πικρό αν χρήματα κοστίσει

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Μες στη Δανάη έρρευσες χρυσός Ολύμπιε Δίααπό το δώρο να πεισθεί κι όχι απrsquo τη φοβία

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Σαν τη Δανάη εσύ κι εγώ σαν Δίας να σε χρυσώσωΜα από τον Δία πιο ποbά δεν έχω να σου δώσω

21

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Εὐμεγέθης πείθει με καλή γυνή ἄν τε καί ἀκμῆςἅπτητrsquo ἄν τε καί ᾖ Σιμύλεπρεσβυτέρη

῾Ἡ μέν γάρ με νέα περιλήψεται ἤν δέ παλαιήγραῖά με καί ῥυσή Σιμύλε λειχάσεται

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

῾Ἡ τρισί λειτουργοῦσα πρός ἕν τάχος ἀνδράσι Λύδητῷ μέν ὑπέρ νηδύν τῷ δrsquo ὑπό τῷ δrsquo ὄπιθεν

εἰσδέχομαι φιλόπαιδα γυναικομανῆ φιλυβριστήνΕἰ σπεύδεις ἐλθών σύν δυσί μή κατέχου

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καί πενίη καί ἔρως δύο μοι κακά καί τό μέν οἴσωκούφως πῦρ δέ φέρειν Κύπριδος οὐ δύναμαι

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἠράσθην ἐφίλουν ἔτυχον κατέπραξrsquo ἀγαπῶμαιτίς δέ καί ἧς καί πῶς ἡ θεός οἶδε μόνη

22

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Μικρή ή μεγάλη θέλω φίλενταρντάνα όμορφη Σιμύλε-

η νέα εντός της θα με στείψειμα η γριά θα μου τον γλείψει

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

Τρεις άνδρες η Λυδή εγώ μπορώ να κουμαντάρω-το laquoπάνωraquo μου το laquoκάτωraquo μου το laquoπίσωraquo να τους δώσω

σε γυναικά παιδεραστή ακόμη και βιτσιόζοΕμπρός λοιπόν κι οι τρεις εσείς ελάτε να σας πάρω

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Φτώχια και Έρως δυο δεινάπου το καθένα τυραννά

Και αν τη φτώχια τη βαστώτον Έρωτα αδυνατώ

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Συνάντησα ερωτεύθηκα κι από αγάπη λειώνω ndashμα ποιος εγώ με ποια και πώς θεός γνωρίζει μόνο

23

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείναςἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα

῾Ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά μὲ ποσσὶνἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον

ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα τὰ δrsquo ἠύτε πνεύματι φύbαἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα

μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισινκαὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο χρύσεα μαζῶνχρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένηπυγαὶ δrsquo ἀbήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο

ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναιτὸν δrsquo ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ

οὐχ ὅλον Εὐρώταν ἀbrsquo ὅσον ἠδύνατο

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

῎Ἢ τό φιλεῖν περίγραψον Ἒρως ὃλον ἢ τό φιλεῖσθαι πρόσθες ἳνrsquo ἢ λύσῃς τόν πόθον ἢ κεράσῃς

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Κάbος ἔχεις Κύπριδος Πειθοῦς στόμα σώματος ἀκμὴνεἰαρινὼν Ὡρῶν φθέγμα δὲ Καbιόπης

νοῦν καὶ σωφροσύνην Θέμιδος καὶ χεῖρας Ἀθήνηςσὺν σοὶ δrsquo αἱ Χάριτες τέσσαρές εἰσι Φίλη

24

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Στη χλόη τη ροδοκάπουλη Δωρίδα την πλαγιάζω-μες στων ανθών τον οργασμό με αθάνατο πώς μοιάζωΤα πόδια της πανύψηλα τη μέση μου έχουν κλείσει -

σε αγώνα δρόμου ερωτικό τρέχει για να νικήσειΣαν φύbα που τα φύσηξαν τα μάτια ανοιγοκλείνει

κι εξαντλημένη από ηδονή μαζί με μένα χύνει

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθιαπου σάλευαν μήλα χρυσά στο γαλατένιο σώμα

Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε αλήθειανα είναι πιότερο υγροί κι απrsquo το νερό ακόμα

Φουσκώνει ο Ευρώτας της μπροστά το χέρι βάζειμα όσο και να ήθελε όλον δεν τον σκεπάζει

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Έρωτα να μην αγαπώ κάνε με ή νrsquo αγαπιέμαι-τον πόθο είτε σβήσε μου είτε ανάφλεξέ με

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Τη χάρη έχεις της Κύπριδος και της Πειθούς το στόμακαι της Καbιόπης τη φωνή της Άνοιξης το σώμαΤα χέρια έχεις της Αθηνάς της Θέμιδος τη σκέψη

Οι Χάριτες δεν είναι τρεις - τέταρτη σrsquo έχουν στέψει

25

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Δαίμονες οὐκ ᾔδειν ὅτι λούεται ἡ Κυθέρειαχερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμουςἹλήκοις δέσποινα καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι

μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπονΝῦν ἔγνων Ῥοδόκλεια καὶ οὐ Κύπρις Εἶτα τὸ κάbος

τοῦτο πόθεν σύ δοκῶ τὴν θεὸν ἐκδέδυκας

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πέμπω σοι Ῥοδόκλεια τόδε στέφος ἄνθεσι καλοῖςαὐτὸς ἐφrsquo ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις

Ἔστι κρίνον ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τrsquo ἀνεμώνηκαὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον

Ταῦτα στεψαμένη λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσαἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος

Τα αρχικά των ονομάτων των λουλουδιών σχηματίζουν ακροστιχίδακρίνον ῥοδέη ανεμώνη νάρκισσος ἴον κρανίον

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνὴνοὐκ ἂν τοι κόρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλόχῳ συνομιλῶνΠᾶσαι γὰρ μετὰ κύπριν ἀτερπέες εἰσὶ γυναῖκες

26

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Θεοί δεν ήξερα εδώ πως λούζεται η Κυθέρειακαι στα μαbιά της έδωσαν τη λευτεριά τα χέρια

Έλεος δέσποινα μην πεις τα μάτια να μου σβήσουνγιατί το θεϊκό κορμί έτυχε νrsquo αντικρίσουν

Ωχ Τη Ροδόκλεια εγώ με Κύπρι έχω μπερδέψειΤότε το κάbος από πούΜην τη θεά έχεις κλέψει

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Ροδόκλεια το στεφάνι αυτό σε σένανε το στέλνωπου το rsquoχουνε τα χέρια μου μrsquo ανθούς ωραίους πλεγμένο

Το κρίνο και το ρόδο εδώ κι η ανεμώνη - ιδέ τα -κι ο νάρκισσος που rsquoναι υγρός κι η όμορφη βιολέτα

Κι όταν μrsquo αυτά στεφανωθείς να πάψεις να καυχάσαι -στο άνθισμα στο μαρασμό σαν το στεφάνι θα rsquoσαι

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνεοι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε -

γιατί μετά την ένωση τερπνές παύουνε να rsquoναι

27

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τήν ψυχήν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπί χείλεσιν ἔσχονἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

῾Ἡ τὰ ῥόδα ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν Ἀbὰ τὶ πωλεῖςΣαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲθrsquo ἄνεμος γενόμην σύ δrsquo ἐπιστείχουσα παρrsquo αὐγάςστήθεα γυμνώσαις καὶ με πνέοντα λάβοις

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον ὄφρα μὲ χερσὶνἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲ τις ἅπαξ γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκειναυηγὸς πλώει δὶς βυθὸν ἀργαλέον

28

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 4: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

στη μνήμη του Ανδρέα Λεντάκητο βιβλίο του οποίου στάθηκε η αφορμή νrsquo ασχοληθώ με την Παλατινή

Οὐκ ἔσχον τὸ ζῆν ἴδιον ξένε χρησάμενος δὲτῷ χρήσαντι χρόνῳ ἀνταπέδωκα πάλιν

Δεν ήμουν της ζωής μου εγώ ποτέ ιδιοκτήτηςΓιrsquo αυτό και την επέστρεψα στο Χρόνο δανειστή της

(Peek W Griechische Vers ndash Inschri-en I Grabepigramme1955)

ΠΠΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΟΟΣΣ

Στον ανήφορο της παιδικής ηλικίας η πορεία μου προς τα γράμματα σκό-νταφτε στα ηλιοβασιλέματαΤrsquo απογεύματα στο σχολείο περισσότερο κι απrsquo τον Οι-δίποδα με βασάνιζε μια κόκκινη κιμωλία που μουτζούρωνε τα γραμμένα στον πίνακα- τυφλωμένος κι εγώ μα από το δράμα του ήλιουΚι όπως κάνουν στα παιδιά γιανα μη δουν το τέλος ενός ανθρώπου τραβούσε τις κουρτίνες ο καθηγητής κι έμενα μrsquoένα εξακολουθητικό υπερσυντέλικο φως να συνοψίζει το συσκοτισμένο μου μέbονΊσως γιrsquo αυτό αγάπησα τις λέξεις - γιατί αυτές δεν τέλειωναν ποτέ Μα κι έτσι αβα-σίλευτες ακηδεμόνευτες μια χαρά κατάφερναν να κηδεύουν τα παιδικά μου μάτιανιογέννητες αυτές στα σπλάχνα των αρχαίων κοιμωμένωνήθελα να πω κειμέ-νων

Η Παλατινή Ανθολογία έμεινε εν ποbοίς ανέaιχτη από την εκπαιδευτικήδιαδικασίαΗ τολμηρή της θεματολογία πιθανόν την κράτησε μακριά από τη σχο-λική ρουτίναΈτσι η επαφή μου μαζί της είχε κάτι από ανεπαίσθητο τρίψιμο ώμου σεκοριτσίστικο στήθος ως υλικό κατοπινής ονείρωξης Τα επιγράμματα της Παλατι-νής τα είδα σαν συνθήματα των νεκρών στους πάbευκους τοίχους του θανάτου ερω-τικά sms που ανταbάσσουν χαμένα ζευγάρια στον Άδη νεύματα αγάπης απόσβησμένα πρόσωπα Ποιήματα μικρά μα κι απέραντα τρυφερά παλιά μα κι απέθα-ντα ολοζώντανοι ρυθμοί για έναν πένθιμο χορό της γλώσσας δίστιχες ράγες δα-κρύων αναπαλμοί καρδιάς στο στήθος άψυχων ονείρων αυτό είναι για μένα ηΠαλατινή Σιγά-σιγά μεταφράζοντας τα επιγράμματά της άρχισα νrsquo αγαπώ τουςποιητές της κι ιδιαιτέρως τους ανώνυμους απrsquo τους οποίους διασώθηκε μόνο η λάμψηκάποιου δίστιχουΜrsquo αρέσει να τους σκέφτομαι με σκοτεινό πρόσωπο να βουλιάζουνμες στους αιώνες ρίχνοντας πίσω τους χρυσά γράμματα για να τους βρούμε

Επειδή γνωρίζω πως ποbοί σημερινοί νέοι έχουν μιαν αίσθηση όχι απλώςανίας μα σχεδόν πνιγμού ανάμεσα σε ναυαγισμένα κομμάτια λέξεων κι επιπλέουσεςσανίδες γραμματικής-συντακτικού Επειδή υποψιάζομαι τουλάχιστον αδιαφορία ανόχι αποστροφή και σrsquo αρκετούς εκπαιδευτικούς που μετρούν τις διδακτικές τους ώρεςσαν μια φθονερή ποινή που επέβαλε εκείνος ο εξαφανισμένος αρχαίος χρόνος πάνωστο σύγχρονο της καθημερινής τους ζωής Επειδή η γνώση έφτασε να γίνει αντώ-νυμο της απόλαυσης μέσα στο σχολείο Αbά κι επειδή ψηλαφώ ρινίσματα κατερ-

γασμένης μαγείας πάνω στις αναπότρεπτες ρυτίδες εκείνων των ποιημάτων Επειδή οι ρυτίδες τους μοιάζουν περισσότερο με χαρακώματα απrsquo όπου οι λέξεις δώσαν τημάχη τους με τη σιωπή του χρόνου Επειδή τέλος ο αναστεναγμός δεν πρέπει ναείναι ο μοναδικός τρόπος για να βγάζουμε την αναπνοή μας γιrsquo αυτούς τους λόγουςπροσπάθησα να μοιραστώ και μrsquo άbους την αγάπη μου για την Παλατινή προσφέ-ροντάς τους μια χούφτα τρίμματα ψυχής απrsquoτις σκισμένες τσέπες του Χρόνου

Τα πρωτότυπα κείμενα συμβάbουν σε μια γλωσσική μαaανεία χωρίς τηστυφή γεύση της στάχτης Γιατί η στάχτη είναι η σκόνη του παλιού που επικάθεταιστα προς στάχτηάφθαρτα τάχα μέλη της ύλης Τα γεννήματα εκείνα όμως είναιμια ανάερη ύλη που θα κυματούται εσαεί δονώντας τις φωνητικές χορδές όλων τωνεποχών

ΙΝΚυριαζής

12

ΕΕΙΙΣΣΑΑΓΓΩΩΓΓΗΗ

Παλατινή Ανθολογία πρόκειται για μια ανθολογία 3700 ποιημάτων κυ-ρίως επιγραμμάτων που καλύπτει μια μεγάλη περίοδο από τον 6ο αι π Χ έως τον10ο αι μ Χ Το επίγραμμα είναι μια έμμετρη σύντομη επιγραφή (αρχικώς επρόκειτογια κείμενο χαραγμένο πάνω σε μια επιφάνεια) που με τον καιρό αυτονομήθηκε σειδιαίτερο ποιητικό είδος χωρίς να είναι απαραίτητη η συσχέτισή του μrsquo ένα μνημείοΗ συντομία του - τα περισσότερα επιγράμματα αποτελούνται από δύο έως οκτώ στί-χους - οφείλεται σε πρακτικούς κυρίως λόγους (στενός χώρος για τη χάραξη του κει-μένου) και μετατράπηκε σε αισθητικό κανόνα προσδιορισμού του εν λόγω ποιητικούείδους

Ο ιερωμένος Κωννος Κεφαλάς συνέθεσε τη συγκεκριμένη Ανθολογία τον10ο αι μ Χ Το 1606 ο γάbος λόγιος Claude de Saumaise ψάχνοντας κώδικες τηςΠαλατινής Βιβλιοθήκης της Χαϊδελβέργης ανακάλυψε το χειρόγραφο του ΚεφαλάΑπό τη βιβλιοθήκη του Παλατινάτου πήρε το όνομά της laquoΠαλατινή ΑνθολογίαraquoΤα είδη των επιγραμμάτων ποικίbουν πρόκειται για επιγράμματα χριστιανικάερωτικά επιτύμβια αναθηματικά συμποτικά σκωπτικά επιδεικτικά προτρε-πτικά παιδεραστικά αbά και για επιγραφές αγαλμάτων αριθμητικά προβλήματααινίγματα χρησμούς κά

Το επίγραμμα διακρίνεται για την πυκνότητα το συγκινησιακό του υπό-βαθρο την εξαιρετική του εικονοποιία τους λεκτικούς του ιριδισμούς το στοχευμένοεντυπωσιασμό κι αποτελεί ένα παιχνίδι του πνεύματος Η ερωτική αυτανάφλεξητων ποιητών της Παλατινής η φιλοπαίγμων διάθεσή τους ο εκλεπτυσμένος αbάκαι σπαραχτικός τους θρήνος η στοχαστική αντιμετώπιση της ζωής η επιθυμίατους για την αποδυνάμωση του θανάτου και για την κατάκτηση της αιωνιότηταςμέσω της ποίησης είναι ορισμένα στοιχεία που δύσκολα θrsquo άφηναν αδιάφορους τουςαναγνώστες ανά τους αιώνες

Η επιλογή μου να μεταφράσω τα συγκεκριμένα 125 επιγράμματα έγινε μεαπολύτως υποκειμενικά αισθητικά κριτήρια Προτίμησα την έμμετρη - ομοιοκατά-ληκτη μεταφορά τους στη νέα εbηνική γλώσσα αφού και τα ποιήματα αυτά στοπρωτότυπο ήταν γραμμένα υπακούοντας σrsquo ένα μέτρο το ελεγειακό δίστιχο βασι -σμένο όχι φυσικά στην εναbαγή τονισμένων - άτονωναbά μακρόχρονων - βραχύ-χρονων συbαβών (αρχαία προσωδία) Έτσι λοιπόν θεώρησα ότι θα έπρεπε να απο-

δοθεί όχι μόνο το νόημα αbά και η ρυθμική τους laquoαναπνοήraquo Η έμμετρη- ομοιο-κατάληκτη μεταγραφή τους επιβάbει όμως και κάποιους περιορισμούς Σε αρκετέςπεριπτώσεις η μετάφραση είναι αδύνατο να είναι ακριβής αν και η προσπάθεια νακρατηθεί η βασική νοηματική αbηλουχία στο ποίημα είναι υπαρκτή Γιrsquo αυτόνακριβώς το λόγο θα ήταν σωστό τα παρόντα μεταφράσματά μου να θεωρηθούν έμ-μετρες αποδόσεις και ως τέτοιες να αξιολογηθούν Η παράθεση της αρχικής μορφήςτων επιγραμμάτων γίνεται για να ελεγχθεί από τον αναγνώστη ο βαθμός πιστότηταςή απόκλισής τους από το πρωτότυπο αbά και για να είναι δυνατή η αναγνωστικήαπόλαυσή τους

Στο τέλος του βιβλίου εν είδει επιμέτρου παρατίθενται ως αποτέλεσμαεφαρμογής της ίδιας μεταφραστικής τακτικής ακόμη δεκαπέντε αποσπάσματα τηςαρχαίας εbηνικής ποίησης εκτός Παλατινής

Τελειώνοντας να ευχαριστήσω τον ποιητή Βασίλη Λαλιώτη χωρίς τη βοή-θεια-παρότρυνση του οποίου αυτή η εργασία μου δε θα έπαιρνε ποτέ τη μορφή ενόςβιβλίου

Ι Ν Κυριαζής

16

ΕΕΠΠΙΙΓΓΡΡΑΑΜΜΜΜΑΑΤΤΑΑ ΑΑΠΠΟΟ ΤΤΗΗΝΝ ΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τήν καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα τήν βαρύμισθοντήν τοῖς βουλομένοις χρυσόν ἀμεργομένην

γυμνήν μοι διά νυκτός ὅλης παρέκλινεν ὄνειρος ἄχρι φίλης ἠοῦς προῖκα χαριζομένην

Οὐκέτι γουνάσομαι τήν βάρβαρον οὐδrsquo ἐπrsquo ἐμαυτῷκλαύσομαι ὕπνον ἔχων κεῖνα χαριζόμενον

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτώ λυκοβαντίδας ὥραςἀbrsquo ἔτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων

κἀν στέρνοις ἔτι κεῖνα τά λύγδινα κώνια μαστῶνἕστηκεν μίτρης γυμνά περιδρομάδος

καί χρώς ἀρρυτίδωτος ἔτrsquo ἀμβροσίην ἔτι πειθώπᾶσαν ἔτι στάζει μυριάδας χαρίτων

Ἀbά πόθους ὀργῶντας ὅσοι μή φεύγετrsquo ἐρασταίδεῦρrsquo ἴτε τῆς ἐτέων ληθόμενοι δεκάδος

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εὐρώπης τό φίλημα καί ἤν ἄχρι χείλεος ἔλθῃἡδύ γε κἄν ψαύσῃ μοῦνον ἄκρου στόματος

ψαύει δrsquo οὐκ ἄκροις τοῖς χείλεσιν ἀbrsquo ἐρύσασατό στόμα τήν ψυχήν ἐξ ὀνύχων ἀνάγει

18

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τη φλογερή και ακριβή στο σεξ Σθενελαΐδαπου αν την ποθείς από χρυσό πρώτα σε ξαλαφρώνει

μια νύχτα ολόκληρη γυμνή σε όνειρο την είδαδική μου να rsquoναι ως την αυγή χωρίς να με χρεώνειhellipΞανά ποτέ γονατιστός μπροστά της δε θα κλάψωαφού μπορώ να κοιμηθώ και να την απολαύσωhellip

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Η Χαριτώ εξήντα χρόνωνέχει μαbιά μαύρα και μόνον

Και των βυζιών στητοί οι κώνοιστηθόδεσμος κι ας μην τα υψώνει

Πόροι αρυτίδωτοι που στάζουνσυν αμβροσία μύρα μυριάδες

Μπρος εραστές και μη σας νοιάζουντης ηλικίας οι δεκάδες

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Γλυκά η Ευρώπη που φιλάτα χείλη μόλις πλησιάζει

κι όπως το στόμα της κοbάαπrsquo την ψυχή σου σε αδειάζει

19

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ψυχή μοι προλέγει φεύγειν πόθον Ἡλιοδώραςδάκρυα καί ζήλους τούς πρίν ἐπισταμένη

Φησί μέν ἀbά φυγεῖν οὔ μοι σθένος ἡ γάρ ἀναιδήςαὐτή καί προλέγει καί προλεγοῦσα φιλεῖ

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ἁδύ τό βινεῖν ἐστι τίς οὐ λέγει ἀbrsquo ὅταν αἰτῇχαλκόν πικρότερον γίνεται ἑbεβόρου

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Ἐς Δανάην ἔρρευσας Ὀλύμπιε χρυσός ἵνrsquo ἡ παῖςὡς δώρῳ πεισθῇ μή τρέσῃ ὡς Κρονίδην

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

῾Ὁ Ζεύς τήν Δανάην χρυσοῦ κἀγώ δέ σέ χρυσοῦπλείονα γάρ δοῦναι τοῦ Διός οὐ δύναμαι

20

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Την Ηλιοδώρα η ψυχή μού λέει να ξεχάσωτις ζήλιες και τα δάκρυα μην ξαναδοκιμάσω

΄Ό τι κι αν λέει δεν μπορώ - μα πώς το αποτολμάεικαι να ζητά το χωρισμό κι ακόμα νrsquo αγαπάει

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ποιος δε θα πει ολόγλυκο πως είναι το γαμήσιμα απrsquo το φαρμάκι πιο πικρό αν χρήματα κοστίσει

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Μες στη Δανάη έρρευσες χρυσός Ολύμπιε Δίααπό το δώρο να πεισθεί κι όχι απrsquo τη φοβία

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Σαν τη Δανάη εσύ κι εγώ σαν Δίας να σε χρυσώσωΜα από τον Δία πιο ποbά δεν έχω να σου δώσω

21

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Εὐμεγέθης πείθει με καλή γυνή ἄν τε καί ἀκμῆςἅπτητrsquo ἄν τε καί ᾖ Σιμύλεπρεσβυτέρη

῾Ἡ μέν γάρ με νέα περιλήψεται ἤν δέ παλαιήγραῖά με καί ῥυσή Σιμύλε λειχάσεται

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

῾Ἡ τρισί λειτουργοῦσα πρός ἕν τάχος ἀνδράσι Λύδητῷ μέν ὑπέρ νηδύν τῷ δrsquo ὑπό τῷ δrsquo ὄπιθεν

εἰσδέχομαι φιλόπαιδα γυναικομανῆ φιλυβριστήνΕἰ σπεύδεις ἐλθών σύν δυσί μή κατέχου

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καί πενίη καί ἔρως δύο μοι κακά καί τό μέν οἴσωκούφως πῦρ δέ φέρειν Κύπριδος οὐ δύναμαι

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἠράσθην ἐφίλουν ἔτυχον κατέπραξrsquo ἀγαπῶμαιτίς δέ καί ἧς καί πῶς ἡ θεός οἶδε μόνη

22

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Μικρή ή μεγάλη θέλω φίλενταρντάνα όμορφη Σιμύλε-

η νέα εντός της θα με στείψειμα η γριά θα μου τον γλείψει

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

Τρεις άνδρες η Λυδή εγώ μπορώ να κουμαντάρω-το laquoπάνωraquo μου το laquoκάτωraquo μου το laquoπίσωraquo να τους δώσω

σε γυναικά παιδεραστή ακόμη και βιτσιόζοΕμπρός λοιπόν κι οι τρεις εσείς ελάτε να σας πάρω

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Φτώχια και Έρως δυο δεινάπου το καθένα τυραννά

Και αν τη φτώχια τη βαστώτον Έρωτα αδυνατώ

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Συνάντησα ερωτεύθηκα κι από αγάπη λειώνω ndashμα ποιος εγώ με ποια και πώς θεός γνωρίζει μόνο

23

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείναςἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα

῾Ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά μὲ ποσσὶνἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον

ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα τὰ δrsquo ἠύτε πνεύματι φύbαἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα

μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισινκαὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο χρύσεα μαζῶνχρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένηπυγαὶ δrsquo ἀbήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο

ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναιτὸν δrsquo ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ

οὐχ ὅλον Εὐρώταν ἀbrsquo ὅσον ἠδύνατο

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

῎Ἢ τό φιλεῖν περίγραψον Ἒρως ὃλον ἢ τό φιλεῖσθαι πρόσθες ἳνrsquo ἢ λύσῃς τόν πόθον ἢ κεράσῃς

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Κάbος ἔχεις Κύπριδος Πειθοῦς στόμα σώματος ἀκμὴνεἰαρινὼν Ὡρῶν φθέγμα δὲ Καbιόπης

νοῦν καὶ σωφροσύνην Θέμιδος καὶ χεῖρας Ἀθήνηςσὺν σοὶ δrsquo αἱ Χάριτες τέσσαρές εἰσι Φίλη

24

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Στη χλόη τη ροδοκάπουλη Δωρίδα την πλαγιάζω-μες στων ανθών τον οργασμό με αθάνατο πώς μοιάζωΤα πόδια της πανύψηλα τη μέση μου έχουν κλείσει -

σε αγώνα δρόμου ερωτικό τρέχει για να νικήσειΣαν φύbα που τα φύσηξαν τα μάτια ανοιγοκλείνει

κι εξαντλημένη από ηδονή μαζί με μένα χύνει

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθιαπου σάλευαν μήλα χρυσά στο γαλατένιο σώμα

Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε αλήθειανα είναι πιότερο υγροί κι απrsquo το νερό ακόμα

Φουσκώνει ο Ευρώτας της μπροστά το χέρι βάζειμα όσο και να ήθελε όλον δεν τον σκεπάζει

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Έρωτα να μην αγαπώ κάνε με ή νrsquo αγαπιέμαι-τον πόθο είτε σβήσε μου είτε ανάφλεξέ με

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Τη χάρη έχεις της Κύπριδος και της Πειθούς το στόμακαι της Καbιόπης τη φωνή της Άνοιξης το σώμαΤα χέρια έχεις της Αθηνάς της Θέμιδος τη σκέψη

Οι Χάριτες δεν είναι τρεις - τέταρτη σrsquo έχουν στέψει

25

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Δαίμονες οὐκ ᾔδειν ὅτι λούεται ἡ Κυθέρειαχερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμουςἹλήκοις δέσποινα καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι

μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπονΝῦν ἔγνων Ῥοδόκλεια καὶ οὐ Κύπρις Εἶτα τὸ κάbος

τοῦτο πόθεν σύ δοκῶ τὴν θεὸν ἐκδέδυκας

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πέμπω σοι Ῥοδόκλεια τόδε στέφος ἄνθεσι καλοῖςαὐτὸς ἐφrsquo ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις

Ἔστι κρίνον ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τrsquo ἀνεμώνηκαὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον

Ταῦτα στεψαμένη λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσαἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος

Τα αρχικά των ονομάτων των λουλουδιών σχηματίζουν ακροστιχίδακρίνον ῥοδέη ανεμώνη νάρκισσος ἴον κρανίον

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνὴνοὐκ ἂν τοι κόρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλόχῳ συνομιλῶνΠᾶσαι γὰρ μετὰ κύπριν ἀτερπέες εἰσὶ γυναῖκες

26

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Θεοί δεν ήξερα εδώ πως λούζεται η Κυθέρειακαι στα μαbιά της έδωσαν τη λευτεριά τα χέρια

Έλεος δέσποινα μην πεις τα μάτια να μου σβήσουνγιατί το θεϊκό κορμί έτυχε νrsquo αντικρίσουν

Ωχ Τη Ροδόκλεια εγώ με Κύπρι έχω μπερδέψειΤότε το κάbος από πούΜην τη θεά έχεις κλέψει

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Ροδόκλεια το στεφάνι αυτό σε σένανε το στέλνωπου το rsquoχουνε τα χέρια μου μrsquo ανθούς ωραίους πλεγμένο

Το κρίνο και το ρόδο εδώ κι η ανεμώνη - ιδέ τα -κι ο νάρκισσος που rsquoναι υγρός κι η όμορφη βιολέτα

Κι όταν μrsquo αυτά στεφανωθείς να πάψεις να καυχάσαι -στο άνθισμα στο μαρασμό σαν το στεφάνι θα rsquoσαι

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνεοι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε -

γιατί μετά την ένωση τερπνές παύουνε να rsquoναι

27

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τήν ψυχήν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπί χείλεσιν ἔσχονἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

῾Ἡ τὰ ῥόδα ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν Ἀbὰ τὶ πωλεῖςΣαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲθrsquo ἄνεμος γενόμην σύ δrsquo ἐπιστείχουσα παρrsquo αὐγάςστήθεα γυμνώσαις καὶ με πνέοντα λάβοις

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον ὄφρα μὲ χερσὶνἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲ τις ἅπαξ γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκειναυηγὸς πλώει δὶς βυθὸν ἀργαλέον

28

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 5: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

Οὐκ ἔσχον τὸ ζῆν ἴδιον ξένε χρησάμενος δὲτῷ χρήσαντι χρόνῳ ἀνταπέδωκα πάλιν

Δεν ήμουν της ζωής μου εγώ ποτέ ιδιοκτήτηςΓιrsquo αυτό και την επέστρεψα στο Χρόνο δανειστή της

(Peek W Griechische Vers ndash Inschri-en I Grabepigramme1955)

ΠΠΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΟΟΣΣ

Στον ανήφορο της παιδικής ηλικίας η πορεία μου προς τα γράμματα σκό-νταφτε στα ηλιοβασιλέματαΤrsquo απογεύματα στο σχολείο περισσότερο κι απrsquo τον Οι-δίποδα με βασάνιζε μια κόκκινη κιμωλία που μουτζούρωνε τα γραμμένα στον πίνακα- τυφλωμένος κι εγώ μα από το δράμα του ήλιουΚι όπως κάνουν στα παιδιά γιανα μη δουν το τέλος ενός ανθρώπου τραβούσε τις κουρτίνες ο καθηγητής κι έμενα μrsquoένα εξακολουθητικό υπερσυντέλικο φως να συνοψίζει το συσκοτισμένο μου μέbονΊσως γιrsquo αυτό αγάπησα τις λέξεις - γιατί αυτές δεν τέλειωναν ποτέ Μα κι έτσι αβα-σίλευτες ακηδεμόνευτες μια χαρά κατάφερναν να κηδεύουν τα παιδικά μου μάτιανιογέννητες αυτές στα σπλάχνα των αρχαίων κοιμωμένωνήθελα να πω κειμέ-νων

Η Παλατινή Ανθολογία έμεινε εν ποbοίς ανέaιχτη από την εκπαιδευτικήδιαδικασίαΗ τολμηρή της θεματολογία πιθανόν την κράτησε μακριά από τη σχο-λική ρουτίναΈτσι η επαφή μου μαζί της είχε κάτι από ανεπαίσθητο τρίψιμο ώμου σεκοριτσίστικο στήθος ως υλικό κατοπινής ονείρωξης Τα επιγράμματα της Παλατι-νής τα είδα σαν συνθήματα των νεκρών στους πάbευκους τοίχους του θανάτου ερω-τικά sms που ανταbάσσουν χαμένα ζευγάρια στον Άδη νεύματα αγάπης απόσβησμένα πρόσωπα Ποιήματα μικρά μα κι απέραντα τρυφερά παλιά μα κι απέθα-ντα ολοζώντανοι ρυθμοί για έναν πένθιμο χορό της γλώσσας δίστιχες ράγες δα-κρύων αναπαλμοί καρδιάς στο στήθος άψυχων ονείρων αυτό είναι για μένα ηΠαλατινή Σιγά-σιγά μεταφράζοντας τα επιγράμματά της άρχισα νrsquo αγαπώ τουςποιητές της κι ιδιαιτέρως τους ανώνυμους απrsquo τους οποίους διασώθηκε μόνο η λάμψηκάποιου δίστιχουΜrsquo αρέσει να τους σκέφτομαι με σκοτεινό πρόσωπο να βουλιάζουνμες στους αιώνες ρίχνοντας πίσω τους χρυσά γράμματα για να τους βρούμε

Επειδή γνωρίζω πως ποbοί σημερινοί νέοι έχουν μιαν αίσθηση όχι απλώςανίας μα σχεδόν πνιγμού ανάμεσα σε ναυαγισμένα κομμάτια λέξεων κι επιπλέουσεςσανίδες γραμματικής-συντακτικού Επειδή υποψιάζομαι τουλάχιστον αδιαφορία ανόχι αποστροφή και σrsquo αρκετούς εκπαιδευτικούς που μετρούν τις διδακτικές τους ώρεςσαν μια φθονερή ποινή που επέβαλε εκείνος ο εξαφανισμένος αρχαίος χρόνος πάνωστο σύγχρονο της καθημερινής τους ζωής Επειδή η γνώση έφτασε να γίνει αντώ-νυμο της απόλαυσης μέσα στο σχολείο Αbά κι επειδή ψηλαφώ ρινίσματα κατερ-

γασμένης μαγείας πάνω στις αναπότρεπτες ρυτίδες εκείνων των ποιημάτων Επειδή οι ρυτίδες τους μοιάζουν περισσότερο με χαρακώματα απrsquo όπου οι λέξεις δώσαν τημάχη τους με τη σιωπή του χρόνου Επειδή τέλος ο αναστεναγμός δεν πρέπει ναείναι ο μοναδικός τρόπος για να βγάζουμε την αναπνοή μας γιrsquo αυτούς τους λόγουςπροσπάθησα να μοιραστώ και μrsquo άbους την αγάπη μου για την Παλατινή προσφέ-ροντάς τους μια χούφτα τρίμματα ψυχής απrsquoτις σκισμένες τσέπες του Χρόνου

Τα πρωτότυπα κείμενα συμβάbουν σε μια γλωσσική μαaανεία χωρίς τηστυφή γεύση της στάχτης Γιατί η στάχτη είναι η σκόνη του παλιού που επικάθεταιστα προς στάχτηάφθαρτα τάχα μέλη της ύλης Τα γεννήματα εκείνα όμως είναιμια ανάερη ύλη που θα κυματούται εσαεί δονώντας τις φωνητικές χορδές όλων τωνεποχών

ΙΝΚυριαζής

12

ΕΕΙΙΣΣΑΑΓΓΩΩΓΓΗΗ

Παλατινή Ανθολογία πρόκειται για μια ανθολογία 3700 ποιημάτων κυ-ρίως επιγραμμάτων που καλύπτει μια μεγάλη περίοδο από τον 6ο αι π Χ έως τον10ο αι μ Χ Το επίγραμμα είναι μια έμμετρη σύντομη επιγραφή (αρχικώς επρόκειτογια κείμενο χαραγμένο πάνω σε μια επιφάνεια) που με τον καιρό αυτονομήθηκε σειδιαίτερο ποιητικό είδος χωρίς να είναι απαραίτητη η συσχέτισή του μrsquo ένα μνημείοΗ συντομία του - τα περισσότερα επιγράμματα αποτελούνται από δύο έως οκτώ στί-χους - οφείλεται σε πρακτικούς κυρίως λόγους (στενός χώρος για τη χάραξη του κει-μένου) και μετατράπηκε σε αισθητικό κανόνα προσδιορισμού του εν λόγω ποιητικούείδους

Ο ιερωμένος Κωννος Κεφαλάς συνέθεσε τη συγκεκριμένη Ανθολογία τον10ο αι μ Χ Το 1606 ο γάbος λόγιος Claude de Saumaise ψάχνοντας κώδικες τηςΠαλατινής Βιβλιοθήκης της Χαϊδελβέργης ανακάλυψε το χειρόγραφο του ΚεφαλάΑπό τη βιβλιοθήκη του Παλατινάτου πήρε το όνομά της laquoΠαλατινή ΑνθολογίαraquoΤα είδη των επιγραμμάτων ποικίbουν πρόκειται για επιγράμματα χριστιανικάερωτικά επιτύμβια αναθηματικά συμποτικά σκωπτικά επιδεικτικά προτρε-πτικά παιδεραστικά αbά και για επιγραφές αγαλμάτων αριθμητικά προβλήματααινίγματα χρησμούς κά

Το επίγραμμα διακρίνεται για την πυκνότητα το συγκινησιακό του υπό-βαθρο την εξαιρετική του εικονοποιία τους λεκτικούς του ιριδισμούς το στοχευμένοεντυπωσιασμό κι αποτελεί ένα παιχνίδι του πνεύματος Η ερωτική αυτανάφλεξητων ποιητών της Παλατινής η φιλοπαίγμων διάθεσή τους ο εκλεπτυσμένος αbάκαι σπαραχτικός τους θρήνος η στοχαστική αντιμετώπιση της ζωής η επιθυμίατους για την αποδυνάμωση του θανάτου και για την κατάκτηση της αιωνιότηταςμέσω της ποίησης είναι ορισμένα στοιχεία που δύσκολα θrsquo άφηναν αδιάφορους τουςαναγνώστες ανά τους αιώνες

Η επιλογή μου να μεταφράσω τα συγκεκριμένα 125 επιγράμματα έγινε μεαπολύτως υποκειμενικά αισθητικά κριτήρια Προτίμησα την έμμετρη - ομοιοκατά-ληκτη μεταφορά τους στη νέα εbηνική γλώσσα αφού και τα ποιήματα αυτά στοπρωτότυπο ήταν γραμμένα υπακούοντας σrsquo ένα μέτρο το ελεγειακό δίστιχο βασι -σμένο όχι φυσικά στην εναbαγή τονισμένων - άτονωναbά μακρόχρονων - βραχύ-χρονων συbαβών (αρχαία προσωδία) Έτσι λοιπόν θεώρησα ότι θα έπρεπε να απο-

δοθεί όχι μόνο το νόημα αbά και η ρυθμική τους laquoαναπνοήraquo Η έμμετρη- ομοιο-κατάληκτη μεταγραφή τους επιβάbει όμως και κάποιους περιορισμούς Σε αρκετέςπεριπτώσεις η μετάφραση είναι αδύνατο να είναι ακριβής αν και η προσπάθεια νακρατηθεί η βασική νοηματική αbηλουχία στο ποίημα είναι υπαρκτή Γιrsquo αυτόνακριβώς το λόγο θα ήταν σωστό τα παρόντα μεταφράσματά μου να θεωρηθούν έμ-μετρες αποδόσεις και ως τέτοιες να αξιολογηθούν Η παράθεση της αρχικής μορφήςτων επιγραμμάτων γίνεται για να ελεγχθεί από τον αναγνώστη ο βαθμός πιστότηταςή απόκλισής τους από το πρωτότυπο αbά και για να είναι δυνατή η αναγνωστικήαπόλαυσή τους

Στο τέλος του βιβλίου εν είδει επιμέτρου παρατίθενται ως αποτέλεσμαεφαρμογής της ίδιας μεταφραστικής τακτικής ακόμη δεκαπέντε αποσπάσματα τηςαρχαίας εbηνικής ποίησης εκτός Παλατινής

Τελειώνοντας να ευχαριστήσω τον ποιητή Βασίλη Λαλιώτη χωρίς τη βοή-θεια-παρότρυνση του οποίου αυτή η εργασία μου δε θα έπαιρνε ποτέ τη μορφή ενόςβιβλίου

Ι Ν Κυριαζής

16

ΕΕΠΠΙΙΓΓΡΡΑΑΜΜΜΜΑΑΤΤΑΑ ΑΑΠΠΟΟ ΤΤΗΗΝΝ ΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τήν καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα τήν βαρύμισθοντήν τοῖς βουλομένοις χρυσόν ἀμεργομένην

γυμνήν μοι διά νυκτός ὅλης παρέκλινεν ὄνειρος ἄχρι φίλης ἠοῦς προῖκα χαριζομένην

Οὐκέτι γουνάσομαι τήν βάρβαρον οὐδrsquo ἐπrsquo ἐμαυτῷκλαύσομαι ὕπνον ἔχων κεῖνα χαριζόμενον

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτώ λυκοβαντίδας ὥραςἀbrsquo ἔτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων

κἀν στέρνοις ἔτι κεῖνα τά λύγδινα κώνια μαστῶνἕστηκεν μίτρης γυμνά περιδρομάδος

καί χρώς ἀρρυτίδωτος ἔτrsquo ἀμβροσίην ἔτι πειθώπᾶσαν ἔτι στάζει μυριάδας χαρίτων

Ἀbά πόθους ὀργῶντας ὅσοι μή φεύγετrsquo ἐρασταίδεῦρrsquo ἴτε τῆς ἐτέων ληθόμενοι δεκάδος

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εὐρώπης τό φίλημα καί ἤν ἄχρι χείλεος ἔλθῃἡδύ γε κἄν ψαύσῃ μοῦνον ἄκρου στόματος

ψαύει δrsquo οὐκ ἄκροις τοῖς χείλεσιν ἀbrsquo ἐρύσασατό στόμα τήν ψυχήν ἐξ ὀνύχων ἀνάγει

18

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τη φλογερή και ακριβή στο σεξ Σθενελαΐδαπου αν την ποθείς από χρυσό πρώτα σε ξαλαφρώνει

μια νύχτα ολόκληρη γυμνή σε όνειρο την είδαδική μου να rsquoναι ως την αυγή χωρίς να με χρεώνειhellipΞανά ποτέ γονατιστός μπροστά της δε θα κλάψωαφού μπορώ να κοιμηθώ και να την απολαύσωhellip

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Η Χαριτώ εξήντα χρόνωνέχει μαbιά μαύρα και μόνον

Και των βυζιών στητοί οι κώνοιστηθόδεσμος κι ας μην τα υψώνει

Πόροι αρυτίδωτοι που στάζουνσυν αμβροσία μύρα μυριάδες

Μπρος εραστές και μη σας νοιάζουντης ηλικίας οι δεκάδες

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Γλυκά η Ευρώπη που φιλάτα χείλη μόλις πλησιάζει

κι όπως το στόμα της κοbάαπrsquo την ψυχή σου σε αδειάζει

19

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ψυχή μοι προλέγει φεύγειν πόθον Ἡλιοδώραςδάκρυα καί ζήλους τούς πρίν ἐπισταμένη

Φησί μέν ἀbά φυγεῖν οὔ μοι σθένος ἡ γάρ ἀναιδήςαὐτή καί προλέγει καί προλεγοῦσα φιλεῖ

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ἁδύ τό βινεῖν ἐστι τίς οὐ λέγει ἀbrsquo ὅταν αἰτῇχαλκόν πικρότερον γίνεται ἑbεβόρου

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Ἐς Δανάην ἔρρευσας Ὀλύμπιε χρυσός ἵνrsquo ἡ παῖςὡς δώρῳ πεισθῇ μή τρέσῃ ὡς Κρονίδην

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

῾Ὁ Ζεύς τήν Δανάην χρυσοῦ κἀγώ δέ σέ χρυσοῦπλείονα γάρ δοῦναι τοῦ Διός οὐ δύναμαι

20

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Την Ηλιοδώρα η ψυχή μού λέει να ξεχάσωτις ζήλιες και τα δάκρυα μην ξαναδοκιμάσω

΄Ό τι κι αν λέει δεν μπορώ - μα πώς το αποτολμάεικαι να ζητά το χωρισμό κι ακόμα νrsquo αγαπάει

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ποιος δε θα πει ολόγλυκο πως είναι το γαμήσιμα απrsquo το φαρμάκι πιο πικρό αν χρήματα κοστίσει

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Μες στη Δανάη έρρευσες χρυσός Ολύμπιε Δίααπό το δώρο να πεισθεί κι όχι απrsquo τη φοβία

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Σαν τη Δανάη εσύ κι εγώ σαν Δίας να σε χρυσώσωΜα από τον Δία πιο ποbά δεν έχω να σου δώσω

21

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Εὐμεγέθης πείθει με καλή γυνή ἄν τε καί ἀκμῆςἅπτητrsquo ἄν τε καί ᾖ Σιμύλεπρεσβυτέρη

῾Ἡ μέν γάρ με νέα περιλήψεται ἤν δέ παλαιήγραῖά με καί ῥυσή Σιμύλε λειχάσεται

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

῾Ἡ τρισί λειτουργοῦσα πρός ἕν τάχος ἀνδράσι Λύδητῷ μέν ὑπέρ νηδύν τῷ δrsquo ὑπό τῷ δrsquo ὄπιθεν

εἰσδέχομαι φιλόπαιδα γυναικομανῆ φιλυβριστήνΕἰ σπεύδεις ἐλθών σύν δυσί μή κατέχου

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καί πενίη καί ἔρως δύο μοι κακά καί τό μέν οἴσωκούφως πῦρ δέ φέρειν Κύπριδος οὐ δύναμαι

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἠράσθην ἐφίλουν ἔτυχον κατέπραξrsquo ἀγαπῶμαιτίς δέ καί ἧς καί πῶς ἡ θεός οἶδε μόνη

22

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Μικρή ή μεγάλη θέλω φίλενταρντάνα όμορφη Σιμύλε-

η νέα εντός της θα με στείψειμα η γριά θα μου τον γλείψει

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

Τρεις άνδρες η Λυδή εγώ μπορώ να κουμαντάρω-το laquoπάνωraquo μου το laquoκάτωraquo μου το laquoπίσωraquo να τους δώσω

σε γυναικά παιδεραστή ακόμη και βιτσιόζοΕμπρός λοιπόν κι οι τρεις εσείς ελάτε να σας πάρω

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Φτώχια και Έρως δυο δεινάπου το καθένα τυραννά

Και αν τη φτώχια τη βαστώτον Έρωτα αδυνατώ

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Συνάντησα ερωτεύθηκα κι από αγάπη λειώνω ndashμα ποιος εγώ με ποια και πώς θεός γνωρίζει μόνο

23

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείναςἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα

῾Ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά μὲ ποσσὶνἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον

ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα τὰ δrsquo ἠύτε πνεύματι φύbαἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα

μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισινκαὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο χρύσεα μαζῶνχρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένηπυγαὶ δrsquo ἀbήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο

ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναιτὸν δrsquo ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ

οὐχ ὅλον Εὐρώταν ἀbrsquo ὅσον ἠδύνατο

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

῎Ἢ τό φιλεῖν περίγραψον Ἒρως ὃλον ἢ τό φιλεῖσθαι πρόσθες ἳνrsquo ἢ λύσῃς τόν πόθον ἢ κεράσῃς

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Κάbος ἔχεις Κύπριδος Πειθοῦς στόμα σώματος ἀκμὴνεἰαρινὼν Ὡρῶν φθέγμα δὲ Καbιόπης

νοῦν καὶ σωφροσύνην Θέμιδος καὶ χεῖρας Ἀθήνηςσὺν σοὶ δrsquo αἱ Χάριτες τέσσαρές εἰσι Φίλη

24

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Στη χλόη τη ροδοκάπουλη Δωρίδα την πλαγιάζω-μες στων ανθών τον οργασμό με αθάνατο πώς μοιάζωΤα πόδια της πανύψηλα τη μέση μου έχουν κλείσει -

σε αγώνα δρόμου ερωτικό τρέχει για να νικήσειΣαν φύbα που τα φύσηξαν τα μάτια ανοιγοκλείνει

κι εξαντλημένη από ηδονή μαζί με μένα χύνει

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθιαπου σάλευαν μήλα χρυσά στο γαλατένιο σώμα

Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε αλήθειανα είναι πιότερο υγροί κι απrsquo το νερό ακόμα

Φουσκώνει ο Ευρώτας της μπροστά το χέρι βάζειμα όσο και να ήθελε όλον δεν τον σκεπάζει

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Έρωτα να μην αγαπώ κάνε με ή νrsquo αγαπιέμαι-τον πόθο είτε σβήσε μου είτε ανάφλεξέ με

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Τη χάρη έχεις της Κύπριδος και της Πειθούς το στόμακαι της Καbιόπης τη φωνή της Άνοιξης το σώμαΤα χέρια έχεις της Αθηνάς της Θέμιδος τη σκέψη

Οι Χάριτες δεν είναι τρεις - τέταρτη σrsquo έχουν στέψει

25

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Δαίμονες οὐκ ᾔδειν ὅτι λούεται ἡ Κυθέρειαχερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμουςἹλήκοις δέσποινα καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι

μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπονΝῦν ἔγνων Ῥοδόκλεια καὶ οὐ Κύπρις Εἶτα τὸ κάbος

τοῦτο πόθεν σύ δοκῶ τὴν θεὸν ἐκδέδυκας

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πέμπω σοι Ῥοδόκλεια τόδε στέφος ἄνθεσι καλοῖςαὐτὸς ἐφrsquo ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις

Ἔστι κρίνον ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τrsquo ἀνεμώνηκαὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον

Ταῦτα στεψαμένη λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσαἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος

Τα αρχικά των ονομάτων των λουλουδιών σχηματίζουν ακροστιχίδακρίνον ῥοδέη ανεμώνη νάρκισσος ἴον κρανίον

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνὴνοὐκ ἂν τοι κόρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλόχῳ συνομιλῶνΠᾶσαι γὰρ μετὰ κύπριν ἀτερπέες εἰσὶ γυναῖκες

26

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Θεοί δεν ήξερα εδώ πως λούζεται η Κυθέρειακαι στα μαbιά της έδωσαν τη λευτεριά τα χέρια

Έλεος δέσποινα μην πεις τα μάτια να μου σβήσουνγιατί το θεϊκό κορμί έτυχε νrsquo αντικρίσουν

Ωχ Τη Ροδόκλεια εγώ με Κύπρι έχω μπερδέψειΤότε το κάbος από πούΜην τη θεά έχεις κλέψει

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Ροδόκλεια το στεφάνι αυτό σε σένανε το στέλνωπου το rsquoχουνε τα χέρια μου μrsquo ανθούς ωραίους πλεγμένο

Το κρίνο και το ρόδο εδώ κι η ανεμώνη - ιδέ τα -κι ο νάρκισσος που rsquoναι υγρός κι η όμορφη βιολέτα

Κι όταν μrsquo αυτά στεφανωθείς να πάψεις να καυχάσαι -στο άνθισμα στο μαρασμό σαν το στεφάνι θα rsquoσαι

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνεοι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε -

γιατί μετά την ένωση τερπνές παύουνε να rsquoναι

27

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τήν ψυχήν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπί χείλεσιν ἔσχονἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

῾Ἡ τὰ ῥόδα ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν Ἀbὰ τὶ πωλεῖςΣαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲθrsquo ἄνεμος γενόμην σύ δrsquo ἐπιστείχουσα παρrsquo αὐγάςστήθεα γυμνώσαις καὶ με πνέοντα λάβοις

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον ὄφρα μὲ χερσὶνἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲ τις ἅπαξ γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκειναυηγὸς πλώει δὶς βυθὸν ἀργαλέον

28

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 6: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

ΠΠΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΟΟΣΣ

Στον ανήφορο της παιδικής ηλικίας η πορεία μου προς τα γράμματα σκό-νταφτε στα ηλιοβασιλέματαΤrsquo απογεύματα στο σχολείο περισσότερο κι απrsquo τον Οι-δίποδα με βασάνιζε μια κόκκινη κιμωλία που μουτζούρωνε τα γραμμένα στον πίνακα- τυφλωμένος κι εγώ μα από το δράμα του ήλιουΚι όπως κάνουν στα παιδιά γιανα μη δουν το τέλος ενός ανθρώπου τραβούσε τις κουρτίνες ο καθηγητής κι έμενα μrsquoένα εξακολουθητικό υπερσυντέλικο φως να συνοψίζει το συσκοτισμένο μου μέbονΊσως γιrsquo αυτό αγάπησα τις λέξεις - γιατί αυτές δεν τέλειωναν ποτέ Μα κι έτσι αβα-σίλευτες ακηδεμόνευτες μια χαρά κατάφερναν να κηδεύουν τα παιδικά μου μάτιανιογέννητες αυτές στα σπλάχνα των αρχαίων κοιμωμένωνήθελα να πω κειμέ-νων

Η Παλατινή Ανθολογία έμεινε εν ποbοίς ανέaιχτη από την εκπαιδευτικήδιαδικασίαΗ τολμηρή της θεματολογία πιθανόν την κράτησε μακριά από τη σχο-λική ρουτίναΈτσι η επαφή μου μαζί της είχε κάτι από ανεπαίσθητο τρίψιμο ώμου σεκοριτσίστικο στήθος ως υλικό κατοπινής ονείρωξης Τα επιγράμματα της Παλατι-νής τα είδα σαν συνθήματα των νεκρών στους πάbευκους τοίχους του θανάτου ερω-τικά sms που ανταbάσσουν χαμένα ζευγάρια στον Άδη νεύματα αγάπης απόσβησμένα πρόσωπα Ποιήματα μικρά μα κι απέραντα τρυφερά παλιά μα κι απέθα-ντα ολοζώντανοι ρυθμοί για έναν πένθιμο χορό της γλώσσας δίστιχες ράγες δα-κρύων αναπαλμοί καρδιάς στο στήθος άψυχων ονείρων αυτό είναι για μένα ηΠαλατινή Σιγά-σιγά μεταφράζοντας τα επιγράμματά της άρχισα νrsquo αγαπώ τουςποιητές της κι ιδιαιτέρως τους ανώνυμους απrsquo τους οποίους διασώθηκε μόνο η λάμψηκάποιου δίστιχουΜrsquo αρέσει να τους σκέφτομαι με σκοτεινό πρόσωπο να βουλιάζουνμες στους αιώνες ρίχνοντας πίσω τους χρυσά γράμματα για να τους βρούμε

Επειδή γνωρίζω πως ποbοί σημερινοί νέοι έχουν μιαν αίσθηση όχι απλώςανίας μα σχεδόν πνιγμού ανάμεσα σε ναυαγισμένα κομμάτια λέξεων κι επιπλέουσεςσανίδες γραμματικής-συντακτικού Επειδή υποψιάζομαι τουλάχιστον αδιαφορία ανόχι αποστροφή και σrsquo αρκετούς εκπαιδευτικούς που μετρούν τις διδακτικές τους ώρεςσαν μια φθονερή ποινή που επέβαλε εκείνος ο εξαφανισμένος αρχαίος χρόνος πάνωστο σύγχρονο της καθημερινής τους ζωής Επειδή η γνώση έφτασε να γίνει αντώ-νυμο της απόλαυσης μέσα στο σχολείο Αbά κι επειδή ψηλαφώ ρινίσματα κατερ-

γασμένης μαγείας πάνω στις αναπότρεπτες ρυτίδες εκείνων των ποιημάτων Επειδή οι ρυτίδες τους μοιάζουν περισσότερο με χαρακώματα απrsquo όπου οι λέξεις δώσαν τημάχη τους με τη σιωπή του χρόνου Επειδή τέλος ο αναστεναγμός δεν πρέπει ναείναι ο μοναδικός τρόπος για να βγάζουμε την αναπνοή μας γιrsquo αυτούς τους λόγουςπροσπάθησα να μοιραστώ και μrsquo άbους την αγάπη μου για την Παλατινή προσφέ-ροντάς τους μια χούφτα τρίμματα ψυχής απrsquoτις σκισμένες τσέπες του Χρόνου

Τα πρωτότυπα κείμενα συμβάbουν σε μια γλωσσική μαaανεία χωρίς τηστυφή γεύση της στάχτης Γιατί η στάχτη είναι η σκόνη του παλιού που επικάθεταιστα προς στάχτηάφθαρτα τάχα μέλη της ύλης Τα γεννήματα εκείνα όμως είναιμια ανάερη ύλη που θα κυματούται εσαεί δονώντας τις φωνητικές χορδές όλων τωνεποχών

ΙΝΚυριαζής

12

ΕΕΙΙΣΣΑΑΓΓΩΩΓΓΗΗ

Παλατινή Ανθολογία πρόκειται για μια ανθολογία 3700 ποιημάτων κυ-ρίως επιγραμμάτων που καλύπτει μια μεγάλη περίοδο από τον 6ο αι π Χ έως τον10ο αι μ Χ Το επίγραμμα είναι μια έμμετρη σύντομη επιγραφή (αρχικώς επρόκειτογια κείμενο χαραγμένο πάνω σε μια επιφάνεια) που με τον καιρό αυτονομήθηκε σειδιαίτερο ποιητικό είδος χωρίς να είναι απαραίτητη η συσχέτισή του μrsquo ένα μνημείοΗ συντομία του - τα περισσότερα επιγράμματα αποτελούνται από δύο έως οκτώ στί-χους - οφείλεται σε πρακτικούς κυρίως λόγους (στενός χώρος για τη χάραξη του κει-μένου) και μετατράπηκε σε αισθητικό κανόνα προσδιορισμού του εν λόγω ποιητικούείδους

Ο ιερωμένος Κωννος Κεφαλάς συνέθεσε τη συγκεκριμένη Ανθολογία τον10ο αι μ Χ Το 1606 ο γάbος λόγιος Claude de Saumaise ψάχνοντας κώδικες τηςΠαλατινής Βιβλιοθήκης της Χαϊδελβέργης ανακάλυψε το χειρόγραφο του ΚεφαλάΑπό τη βιβλιοθήκη του Παλατινάτου πήρε το όνομά της laquoΠαλατινή ΑνθολογίαraquoΤα είδη των επιγραμμάτων ποικίbουν πρόκειται για επιγράμματα χριστιανικάερωτικά επιτύμβια αναθηματικά συμποτικά σκωπτικά επιδεικτικά προτρε-πτικά παιδεραστικά αbά και για επιγραφές αγαλμάτων αριθμητικά προβλήματααινίγματα χρησμούς κά

Το επίγραμμα διακρίνεται για την πυκνότητα το συγκινησιακό του υπό-βαθρο την εξαιρετική του εικονοποιία τους λεκτικούς του ιριδισμούς το στοχευμένοεντυπωσιασμό κι αποτελεί ένα παιχνίδι του πνεύματος Η ερωτική αυτανάφλεξητων ποιητών της Παλατινής η φιλοπαίγμων διάθεσή τους ο εκλεπτυσμένος αbάκαι σπαραχτικός τους θρήνος η στοχαστική αντιμετώπιση της ζωής η επιθυμίατους για την αποδυνάμωση του θανάτου και για την κατάκτηση της αιωνιότηταςμέσω της ποίησης είναι ορισμένα στοιχεία που δύσκολα θrsquo άφηναν αδιάφορους τουςαναγνώστες ανά τους αιώνες

Η επιλογή μου να μεταφράσω τα συγκεκριμένα 125 επιγράμματα έγινε μεαπολύτως υποκειμενικά αισθητικά κριτήρια Προτίμησα την έμμετρη - ομοιοκατά-ληκτη μεταφορά τους στη νέα εbηνική γλώσσα αφού και τα ποιήματα αυτά στοπρωτότυπο ήταν γραμμένα υπακούοντας σrsquo ένα μέτρο το ελεγειακό δίστιχο βασι -σμένο όχι φυσικά στην εναbαγή τονισμένων - άτονωναbά μακρόχρονων - βραχύ-χρονων συbαβών (αρχαία προσωδία) Έτσι λοιπόν θεώρησα ότι θα έπρεπε να απο-

δοθεί όχι μόνο το νόημα αbά και η ρυθμική τους laquoαναπνοήraquo Η έμμετρη- ομοιο-κατάληκτη μεταγραφή τους επιβάbει όμως και κάποιους περιορισμούς Σε αρκετέςπεριπτώσεις η μετάφραση είναι αδύνατο να είναι ακριβής αν και η προσπάθεια νακρατηθεί η βασική νοηματική αbηλουχία στο ποίημα είναι υπαρκτή Γιrsquo αυτόνακριβώς το λόγο θα ήταν σωστό τα παρόντα μεταφράσματά μου να θεωρηθούν έμ-μετρες αποδόσεις και ως τέτοιες να αξιολογηθούν Η παράθεση της αρχικής μορφήςτων επιγραμμάτων γίνεται για να ελεγχθεί από τον αναγνώστη ο βαθμός πιστότηταςή απόκλισής τους από το πρωτότυπο αbά και για να είναι δυνατή η αναγνωστικήαπόλαυσή τους

Στο τέλος του βιβλίου εν είδει επιμέτρου παρατίθενται ως αποτέλεσμαεφαρμογής της ίδιας μεταφραστικής τακτικής ακόμη δεκαπέντε αποσπάσματα τηςαρχαίας εbηνικής ποίησης εκτός Παλατινής

Τελειώνοντας να ευχαριστήσω τον ποιητή Βασίλη Λαλιώτη χωρίς τη βοή-θεια-παρότρυνση του οποίου αυτή η εργασία μου δε θα έπαιρνε ποτέ τη μορφή ενόςβιβλίου

Ι Ν Κυριαζής

16

ΕΕΠΠΙΙΓΓΡΡΑΑΜΜΜΜΑΑΤΤΑΑ ΑΑΠΠΟΟ ΤΤΗΗΝΝ ΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τήν καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα τήν βαρύμισθοντήν τοῖς βουλομένοις χρυσόν ἀμεργομένην

γυμνήν μοι διά νυκτός ὅλης παρέκλινεν ὄνειρος ἄχρι φίλης ἠοῦς προῖκα χαριζομένην

Οὐκέτι γουνάσομαι τήν βάρβαρον οὐδrsquo ἐπrsquo ἐμαυτῷκλαύσομαι ὕπνον ἔχων κεῖνα χαριζόμενον

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτώ λυκοβαντίδας ὥραςἀbrsquo ἔτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων

κἀν στέρνοις ἔτι κεῖνα τά λύγδινα κώνια μαστῶνἕστηκεν μίτρης γυμνά περιδρομάδος

καί χρώς ἀρρυτίδωτος ἔτrsquo ἀμβροσίην ἔτι πειθώπᾶσαν ἔτι στάζει μυριάδας χαρίτων

Ἀbά πόθους ὀργῶντας ὅσοι μή φεύγετrsquo ἐρασταίδεῦρrsquo ἴτε τῆς ἐτέων ληθόμενοι δεκάδος

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εὐρώπης τό φίλημα καί ἤν ἄχρι χείλεος ἔλθῃἡδύ γε κἄν ψαύσῃ μοῦνον ἄκρου στόματος

ψαύει δrsquo οὐκ ἄκροις τοῖς χείλεσιν ἀbrsquo ἐρύσασατό στόμα τήν ψυχήν ἐξ ὀνύχων ἀνάγει

18

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τη φλογερή και ακριβή στο σεξ Σθενελαΐδαπου αν την ποθείς από χρυσό πρώτα σε ξαλαφρώνει

μια νύχτα ολόκληρη γυμνή σε όνειρο την είδαδική μου να rsquoναι ως την αυγή χωρίς να με χρεώνειhellipΞανά ποτέ γονατιστός μπροστά της δε θα κλάψωαφού μπορώ να κοιμηθώ και να την απολαύσωhellip

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Η Χαριτώ εξήντα χρόνωνέχει μαbιά μαύρα και μόνον

Και των βυζιών στητοί οι κώνοιστηθόδεσμος κι ας μην τα υψώνει

Πόροι αρυτίδωτοι που στάζουνσυν αμβροσία μύρα μυριάδες

Μπρος εραστές και μη σας νοιάζουντης ηλικίας οι δεκάδες

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Γλυκά η Ευρώπη που φιλάτα χείλη μόλις πλησιάζει

κι όπως το στόμα της κοbάαπrsquo την ψυχή σου σε αδειάζει

19

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ψυχή μοι προλέγει φεύγειν πόθον Ἡλιοδώραςδάκρυα καί ζήλους τούς πρίν ἐπισταμένη

Φησί μέν ἀbά φυγεῖν οὔ μοι σθένος ἡ γάρ ἀναιδήςαὐτή καί προλέγει καί προλεγοῦσα φιλεῖ

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ἁδύ τό βινεῖν ἐστι τίς οὐ λέγει ἀbrsquo ὅταν αἰτῇχαλκόν πικρότερον γίνεται ἑbεβόρου

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Ἐς Δανάην ἔρρευσας Ὀλύμπιε χρυσός ἵνrsquo ἡ παῖςὡς δώρῳ πεισθῇ μή τρέσῃ ὡς Κρονίδην

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

῾Ὁ Ζεύς τήν Δανάην χρυσοῦ κἀγώ δέ σέ χρυσοῦπλείονα γάρ δοῦναι τοῦ Διός οὐ δύναμαι

20

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Την Ηλιοδώρα η ψυχή μού λέει να ξεχάσωτις ζήλιες και τα δάκρυα μην ξαναδοκιμάσω

΄Ό τι κι αν λέει δεν μπορώ - μα πώς το αποτολμάεικαι να ζητά το χωρισμό κι ακόμα νrsquo αγαπάει

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ποιος δε θα πει ολόγλυκο πως είναι το γαμήσιμα απrsquo το φαρμάκι πιο πικρό αν χρήματα κοστίσει

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Μες στη Δανάη έρρευσες χρυσός Ολύμπιε Δίααπό το δώρο να πεισθεί κι όχι απrsquo τη φοβία

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Σαν τη Δανάη εσύ κι εγώ σαν Δίας να σε χρυσώσωΜα από τον Δία πιο ποbά δεν έχω να σου δώσω

21

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Εὐμεγέθης πείθει με καλή γυνή ἄν τε καί ἀκμῆςἅπτητrsquo ἄν τε καί ᾖ Σιμύλεπρεσβυτέρη

῾Ἡ μέν γάρ με νέα περιλήψεται ἤν δέ παλαιήγραῖά με καί ῥυσή Σιμύλε λειχάσεται

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

῾Ἡ τρισί λειτουργοῦσα πρός ἕν τάχος ἀνδράσι Λύδητῷ μέν ὑπέρ νηδύν τῷ δrsquo ὑπό τῷ δrsquo ὄπιθεν

εἰσδέχομαι φιλόπαιδα γυναικομανῆ φιλυβριστήνΕἰ σπεύδεις ἐλθών σύν δυσί μή κατέχου

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καί πενίη καί ἔρως δύο μοι κακά καί τό μέν οἴσωκούφως πῦρ δέ φέρειν Κύπριδος οὐ δύναμαι

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἠράσθην ἐφίλουν ἔτυχον κατέπραξrsquo ἀγαπῶμαιτίς δέ καί ἧς καί πῶς ἡ θεός οἶδε μόνη

22

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Μικρή ή μεγάλη θέλω φίλενταρντάνα όμορφη Σιμύλε-

η νέα εντός της θα με στείψειμα η γριά θα μου τον γλείψει

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

Τρεις άνδρες η Λυδή εγώ μπορώ να κουμαντάρω-το laquoπάνωraquo μου το laquoκάτωraquo μου το laquoπίσωraquo να τους δώσω

σε γυναικά παιδεραστή ακόμη και βιτσιόζοΕμπρός λοιπόν κι οι τρεις εσείς ελάτε να σας πάρω

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Φτώχια και Έρως δυο δεινάπου το καθένα τυραννά

Και αν τη φτώχια τη βαστώτον Έρωτα αδυνατώ

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Συνάντησα ερωτεύθηκα κι από αγάπη λειώνω ndashμα ποιος εγώ με ποια και πώς θεός γνωρίζει μόνο

23

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείναςἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα

῾Ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά μὲ ποσσὶνἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον

ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα τὰ δrsquo ἠύτε πνεύματι φύbαἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα

μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισινκαὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο χρύσεα μαζῶνχρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένηπυγαὶ δrsquo ἀbήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο

ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναιτὸν δrsquo ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ

οὐχ ὅλον Εὐρώταν ἀbrsquo ὅσον ἠδύνατο

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

῎Ἢ τό φιλεῖν περίγραψον Ἒρως ὃλον ἢ τό φιλεῖσθαι πρόσθες ἳνrsquo ἢ λύσῃς τόν πόθον ἢ κεράσῃς

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Κάbος ἔχεις Κύπριδος Πειθοῦς στόμα σώματος ἀκμὴνεἰαρινὼν Ὡρῶν φθέγμα δὲ Καbιόπης

νοῦν καὶ σωφροσύνην Θέμιδος καὶ χεῖρας Ἀθήνηςσὺν σοὶ δrsquo αἱ Χάριτες τέσσαρές εἰσι Φίλη

24

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Στη χλόη τη ροδοκάπουλη Δωρίδα την πλαγιάζω-μες στων ανθών τον οργασμό με αθάνατο πώς μοιάζωΤα πόδια της πανύψηλα τη μέση μου έχουν κλείσει -

σε αγώνα δρόμου ερωτικό τρέχει για να νικήσειΣαν φύbα που τα φύσηξαν τα μάτια ανοιγοκλείνει

κι εξαντλημένη από ηδονή μαζί με μένα χύνει

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθιαπου σάλευαν μήλα χρυσά στο γαλατένιο σώμα

Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε αλήθειανα είναι πιότερο υγροί κι απrsquo το νερό ακόμα

Φουσκώνει ο Ευρώτας της μπροστά το χέρι βάζειμα όσο και να ήθελε όλον δεν τον σκεπάζει

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Έρωτα να μην αγαπώ κάνε με ή νrsquo αγαπιέμαι-τον πόθο είτε σβήσε μου είτε ανάφλεξέ με

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Τη χάρη έχεις της Κύπριδος και της Πειθούς το στόμακαι της Καbιόπης τη φωνή της Άνοιξης το σώμαΤα χέρια έχεις της Αθηνάς της Θέμιδος τη σκέψη

Οι Χάριτες δεν είναι τρεις - τέταρτη σrsquo έχουν στέψει

25

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Δαίμονες οὐκ ᾔδειν ὅτι λούεται ἡ Κυθέρειαχερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμουςἹλήκοις δέσποινα καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι

μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπονΝῦν ἔγνων Ῥοδόκλεια καὶ οὐ Κύπρις Εἶτα τὸ κάbος

τοῦτο πόθεν σύ δοκῶ τὴν θεὸν ἐκδέδυκας

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πέμπω σοι Ῥοδόκλεια τόδε στέφος ἄνθεσι καλοῖςαὐτὸς ἐφrsquo ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις

Ἔστι κρίνον ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τrsquo ἀνεμώνηκαὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον

Ταῦτα στεψαμένη λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσαἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος

Τα αρχικά των ονομάτων των λουλουδιών σχηματίζουν ακροστιχίδακρίνον ῥοδέη ανεμώνη νάρκισσος ἴον κρανίον

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνὴνοὐκ ἂν τοι κόρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλόχῳ συνομιλῶνΠᾶσαι γὰρ μετὰ κύπριν ἀτερπέες εἰσὶ γυναῖκες

26

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Θεοί δεν ήξερα εδώ πως λούζεται η Κυθέρειακαι στα μαbιά της έδωσαν τη λευτεριά τα χέρια

Έλεος δέσποινα μην πεις τα μάτια να μου σβήσουνγιατί το θεϊκό κορμί έτυχε νrsquo αντικρίσουν

Ωχ Τη Ροδόκλεια εγώ με Κύπρι έχω μπερδέψειΤότε το κάbος από πούΜην τη θεά έχεις κλέψει

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Ροδόκλεια το στεφάνι αυτό σε σένανε το στέλνωπου το rsquoχουνε τα χέρια μου μrsquo ανθούς ωραίους πλεγμένο

Το κρίνο και το ρόδο εδώ κι η ανεμώνη - ιδέ τα -κι ο νάρκισσος που rsquoναι υγρός κι η όμορφη βιολέτα

Κι όταν μrsquo αυτά στεφανωθείς να πάψεις να καυχάσαι -στο άνθισμα στο μαρασμό σαν το στεφάνι θα rsquoσαι

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνεοι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε -

γιατί μετά την ένωση τερπνές παύουνε να rsquoναι

27

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τήν ψυχήν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπί χείλεσιν ἔσχονἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

῾Ἡ τὰ ῥόδα ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν Ἀbὰ τὶ πωλεῖςΣαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲθrsquo ἄνεμος γενόμην σύ δrsquo ἐπιστείχουσα παρrsquo αὐγάςστήθεα γυμνώσαις καὶ με πνέοντα λάβοις

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον ὄφρα μὲ χερσὶνἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲ τις ἅπαξ γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκειναυηγὸς πλώει δὶς βυθὸν ἀργαλέον

28

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 7: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

γασμένης μαγείας πάνω στις αναπότρεπτες ρυτίδες εκείνων των ποιημάτων Επειδή οι ρυτίδες τους μοιάζουν περισσότερο με χαρακώματα απrsquo όπου οι λέξεις δώσαν τημάχη τους με τη σιωπή του χρόνου Επειδή τέλος ο αναστεναγμός δεν πρέπει ναείναι ο μοναδικός τρόπος για να βγάζουμε την αναπνοή μας γιrsquo αυτούς τους λόγουςπροσπάθησα να μοιραστώ και μrsquo άbους την αγάπη μου για την Παλατινή προσφέ-ροντάς τους μια χούφτα τρίμματα ψυχής απrsquoτις σκισμένες τσέπες του Χρόνου

Τα πρωτότυπα κείμενα συμβάbουν σε μια γλωσσική μαaανεία χωρίς τηστυφή γεύση της στάχτης Γιατί η στάχτη είναι η σκόνη του παλιού που επικάθεταιστα προς στάχτηάφθαρτα τάχα μέλη της ύλης Τα γεννήματα εκείνα όμως είναιμια ανάερη ύλη που θα κυματούται εσαεί δονώντας τις φωνητικές χορδές όλων τωνεποχών

ΙΝΚυριαζής

12

ΕΕΙΙΣΣΑΑΓΓΩΩΓΓΗΗ

Παλατινή Ανθολογία πρόκειται για μια ανθολογία 3700 ποιημάτων κυ-ρίως επιγραμμάτων που καλύπτει μια μεγάλη περίοδο από τον 6ο αι π Χ έως τον10ο αι μ Χ Το επίγραμμα είναι μια έμμετρη σύντομη επιγραφή (αρχικώς επρόκειτογια κείμενο χαραγμένο πάνω σε μια επιφάνεια) που με τον καιρό αυτονομήθηκε σειδιαίτερο ποιητικό είδος χωρίς να είναι απαραίτητη η συσχέτισή του μrsquo ένα μνημείοΗ συντομία του - τα περισσότερα επιγράμματα αποτελούνται από δύο έως οκτώ στί-χους - οφείλεται σε πρακτικούς κυρίως λόγους (στενός χώρος για τη χάραξη του κει-μένου) και μετατράπηκε σε αισθητικό κανόνα προσδιορισμού του εν λόγω ποιητικούείδους

Ο ιερωμένος Κωννος Κεφαλάς συνέθεσε τη συγκεκριμένη Ανθολογία τον10ο αι μ Χ Το 1606 ο γάbος λόγιος Claude de Saumaise ψάχνοντας κώδικες τηςΠαλατινής Βιβλιοθήκης της Χαϊδελβέργης ανακάλυψε το χειρόγραφο του ΚεφαλάΑπό τη βιβλιοθήκη του Παλατινάτου πήρε το όνομά της laquoΠαλατινή ΑνθολογίαraquoΤα είδη των επιγραμμάτων ποικίbουν πρόκειται για επιγράμματα χριστιανικάερωτικά επιτύμβια αναθηματικά συμποτικά σκωπτικά επιδεικτικά προτρε-πτικά παιδεραστικά αbά και για επιγραφές αγαλμάτων αριθμητικά προβλήματααινίγματα χρησμούς κά

Το επίγραμμα διακρίνεται για την πυκνότητα το συγκινησιακό του υπό-βαθρο την εξαιρετική του εικονοποιία τους λεκτικούς του ιριδισμούς το στοχευμένοεντυπωσιασμό κι αποτελεί ένα παιχνίδι του πνεύματος Η ερωτική αυτανάφλεξητων ποιητών της Παλατινής η φιλοπαίγμων διάθεσή τους ο εκλεπτυσμένος αbάκαι σπαραχτικός τους θρήνος η στοχαστική αντιμετώπιση της ζωής η επιθυμίατους για την αποδυνάμωση του θανάτου και για την κατάκτηση της αιωνιότηταςμέσω της ποίησης είναι ορισμένα στοιχεία που δύσκολα θrsquo άφηναν αδιάφορους τουςαναγνώστες ανά τους αιώνες

Η επιλογή μου να μεταφράσω τα συγκεκριμένα 125 επιγράμματα έγινε μεαπολύτως υποκειμενικά αισθητικά κριτήρια Προτίμησα την έμμετρη - ομοιοκατά-ληκτη μεταφορά τους στη νέα εbηνική γλώσσα αφού και τα ποιήματα αυτά στοπρωτότυπο ήταν γραμμένα υπακούοντας σrsquo ένα μέτρο το ελεγειακό δίστιχο βασι -σμένο όχι φυσικά στην εναbαγή τονισμένων - άτονωναbά μακρόχρονων - βραχύ-χρονων συbαβών (αρχαία προσωδία) Έτσι λοιπόν θεώρησα ότι θα έπρεπε να απο-

δοθεί όχι μόνο το νόημα αbά και η ρυθμική τους laquoαναπνοήraquo Η έμμετρη- ομοιο-κατάληκτη μεταγραφή τους επιβάbει όμως και κάποιους περιορισμούς Σε αρκετέςπεριπτώσεις η μετάφραση είναι αδύνατο να είναι ακριβής αν και η προσπάθεια νακρατηθεί η βασική νοηματική αbηλουχία στο ποίημα είναι υπαρκτή Γιrsquo αυτόνακριβώς το λόγο θα ήταν σωστό τα παρόντα μεταφράσματά μου να θεωρηθούν έμ-μετρες αποδόσεις και ως τέτοιες να αξιολογηθούν Η παράθεση της αρχικής μορφήςτων επιγραμμάτων γίνεται για να ελεγχθεί από τον αναγνώστη ο βαθμός πιστότηταςή απόκλισής τους από το πρωτότυπο αbά και για να είναι δυνατή η αναγνωστικήαπόλαυσή τους

Στο τέλος του βιβλίου εν είδει επιμέτρου παρατίθενται ως αποτέλεσμαεφαρμογής της ίδιας μεταφραστικής τακτικής ακόμη δεκαπέντε αποσπάσματα τηςαρχαίας εbηνικής ποίησης εκτός Παλατινής

Τελειώνοντας να ευχαριστήσω τον ποιητή Βασίλη Λαλιώτη χωρίς τη βοή-θεια-παρότρυνση του οποίου αυτή η εργασία μου δε θα έπαιρνε ποτέ τη μορφή ενόςβιβλίου

Ι Ν Κυριαζής

16

ΕΕΠΠΙΙΓΓΡΡΑΑΜΜΜΜΑΑΤΤΑΑ ΑΑΠΠΟΟ ΤΤΗΗΝΝ ΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τήν καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα τήν βαρύμισθοντήν τοῖς βουλομένοις χρυσόν ἀμεργομένην

γυμνήν μοι διά νυκτός ὅλης παρέκλινεν ὄνειρος ἄχρι φίλης ἠοῦς προῖκα χαριζομένην

Οὐκέτι γουνάσομαι τήν βάρβαρον οὐδrsquo ἐπrsquo ἐμαυτῷκλαύσομαι ὕπνον ἔχων κεῖνα χαριζόμενον

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτώ λυκοβαντίδας ὥραςἀbrsquo ἔτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων

κἀν στέρνοις ἔτι κεῖνα τά λύγδινα κώνια μαστῶνἕστηκεν μίτρης γυμνά περιδρομάδος

καί χρώς ἀρρυτίδωτος ἔτrsquo ἀμβροσίην ἔτι πειθώπᾶσαν ἔτι στάζει μυριάδας χαρίτων

Ἀbά πόθους ὀργῶντας ὅσοι μή φεύγετrsquo ἐρασταίδεῦρrsquo ἴτε τῆς ἐτέων ληθόμενοι δεκάδος

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εὐρώπης τό φίλημα καί ἤν ἄχρι χείλεος ἔλθῃἡδύ γε κἄν ψαύσῃ μοῦνον ἄκρου στόματος

ψαύει δrsquo οὐκ ἄκροις τοῖς χείλεσιν ἀbrsquo ἐρύσασατό στόμα τήν ψυχήν ἐξ ὀνύχων ἀνάγει

18

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τη φλογερή και ακριβή στο σεξ Σθενελαΐδαπου αν την ποθείς από χρυσό πρώτα σε ξαλαφρώνει

μια νύχτα ολόκληρη γυμνή σε όνειρο την είδαδική μου να rsquoναι ως την αυγή χωρίς να με χρεώνειhellipΞανά ποτέ γονατιστός μπροστά της δε θα κλάψωαφού μπορώ να κοιμηθώ και να την απολαύσωhellip

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Η Χαριτώ εξήντα χρόνωνέχει μαbιά μαύρα και μόνον

Και των βυζιών στητοί οι κώνοιστηθόδεσμος κι ας μην τα υψώνει

Πόροι αρυτίδωτοι που στάζουνσυν αμβροσία μύρα μυριάδες

Μπρος εραστές και μη σας νοιάζουντης ηλικίας οι δεκάδες

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Γλυκά η Ευρώπη που φιλάτα χείλη μόλις πλησιάζει

κι όπως το στόμα της κοbάαπrsquo την ψυχή σου σε αδειάζει

19

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ψυχή μοι προλέγει φεύγειν πόθον Ἡλιοδώραςδάκρυα καί ζήλους τούς πρίν ἐπισταμένη

Φησί μέν ἀbά φυγεῖν οὔ μοι σθένος ἡ γάρ ἀναιδήςαὐτή καί προλέγει καί προλεγοῦσα φιλεῖ

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ἁδύ τό βινεῖν ἐστι τίς οὐ λέγει ἀbrsquo ὅταν αἰτῇχαλκόν πικρότερον γίνεται ἑbεβόρου

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Ἐς Δανάην ἔρρευσας Ὀλύμπιε χρυσός ἵνrsquo ἡ παῖςὡς δώρῳ πεισθῇ μή τρέσῃ ὡς Κρονίδην

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

῾Ὁ Ζεύς τήν Δανάην χρυσοῦ κἀγώ δέ σέ χρυσοῦπλείονα γάρ δοῦναι τοῦ Διός οὐ δύναμαι

20

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Την Ηλιοδώρα η ψυχή μού λέει να ξεχάσωτις ζήλιες και τα δάκρυα μην ξαναδοκιμάσω

΄Ό τι κι αν λέει δεν μπορώ - μα πώς το αποτολμάεικαι να ζητά το χωρισμό κι ακόμα νrsquo αγαπάει

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ποιος δε θα πει ολόγλυκο πως είναι το γαμήσιμα απrsquo το φαρμάκι πιο πικρό αν χρήματα κοστίσει

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Μες στη Δανάη έρρευσες χρυσός Ολύμπιε Δίααπό το δώρο να πεισθεί κι όχι απrsquo τη φοβία

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Σαν τη Δανάη εσύ κι εγώ σαν Δίας να σε χρυσώσωΜα από τον Δία πιο ποbά δεν έχω να σου δώσω

21

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Εὐμεγέθης πείθει με καλή γυνή ἄν τε καί ἀκμῆςἅπτητrsquo ἄν τε καί ᾖ Σιμύλεπρεσβυτέρη

῾Ἡ μέν γάρ με νέα περιλήψεται ἤν δέ παλαιήγραῖά με καί ῥυσή Σιμύλε λειχάσεται

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

῾Ἡ τρισί λειτουργοῦσα πρός ἕν τάχος ἀνδράσι Λύδητῷ μέν ὑπέρ νηδύν τῷ δrsquo ὑπό τῷ δrsquo ὄπιθεν

εἰσδέχομαι φιλόπαιδα γυναικομανῆ φιλυβριστήνΕἰ σπεύδεις ἐλθών σύν δυσί μή κατέχου

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καί πενίη καί ἔρως δύο μοι κακά καί τό μέν οἴσωκούφως πῦρ δέ φέρειν Κύπριδος οὐ δύναμαι

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἠράσθην ἐφίλουν ἔτυχον κατέπραξrsquo ἀγαπῶμαιτίς δέ καί ἧς καί πῶς ἡ θεός οἶδε μόνη

22

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Μικρή ή μεγάλη θέλω φίλενταρντάνα όμορφη Σιμύλε-

η νέα εντός της θα με στείψειμα η γριά θα μου τον γλείψει

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

Τρεις άνδρες η Λυδή εγώ μπορώ να κουμαντάρω-το laquoπάνωraquo μου το laquoκάτωraquo μου το laquoπίσωraquo να τους δώσω

σε γυναικά παιδεραστή ακόμη και βιτσιόζοΕμπρός λοιπόν κι οι τρεις εσείς ελάτε να σας πάρω

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Φτώχια και Έρως δυο δεινάπου το καθένα τυραννά

Και αν τη φτώχια τη βαστώτον Έρωτα αδυνατώ

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Συνάντησα ερωτεύθηκα κι από αγάπη λειώνω ndashμα ποιος εγώ με ποια και πώς θεός γνωρίζει μόνο

23

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείναςἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα

῾Ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά μὲ ποσσὶνἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον

ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα τὰ δrsquo ἠύτε πνεύματι φύbαἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα

μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισινκαὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο χρύσεα μαζῶνχρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένηπυγαὶ δrsquo ἀbήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο

ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναιτὸν δrsquo ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ

οὐχ ὅλον Εὐρώταν ἀbrsquo ὅσον ἠδύνατο

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

῎Ἢ τό φιλεῖν περίγραψον Ἒρως ὃλον ἢ τό φιλεῖσθαι πρόσθες ἳνrsquo ἢ λύσῃς τόν πόθον ἢ κεράσῃς

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Κάbος ἔχεις Κύπριδος Πειθοῦς στόμα σώματος ἀκμὴνεἰαρινὼν Ὡρῶν φθέγμα δὲ Καbιόπης

νοῦν καὶ σωφροσύνην Θέμιδος καὶ χεῖρας Ἀθήνηςσὺν σοὶ δrsquo αἱ Χάριτες τέσσαρές εἰσι Φίλη

24

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Στη χλόη τη ροδοκάπουλη Δωρίδα την πλαγιάζω-μες στων ανθών τον οργασμό με αθάνατο πώς μοιάζωΤα πόδια της πανύψηλα τη μέση μου έχουν κλείσει -

σε αγώνα δρόμου ερωτικό τρέχει για να νικήσειΣαν φύbα που τα φύσηξαν τα μάτια ανοιγοκλείνει

κι εξαντλημένη από ηδονή μαζί με μένα χύνει

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθιαπου σάλευαν μήλα χρυσά στο γαλατένιο σώμα

Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε αλήθειανα είναι πιότερο υγροί κι απrsquo το νερό ακόμα

Φουσκώνει ο Ευρώτας της μπροστά το χέρι βάζειμα όσο και να ήθελε όλον δεν τον σκεπάζει

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Έρωτα να μην αγαπώ κάνε με ή νrsquo αγαπιέμαι-τον πόθο είτε σβήσε μου είτε ανάφλεξέ με

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Τη χάρη έχεις της Κύπριδος και της Πειθούς το στόμακαι της Καbιόπης τη φωνή της Άνοιξης το σώμαΤα χέρια έχεις της Αθηνάς της Θέμιδος τη σκέψη

Οι Χάριτες δεν είναι τρεις - τέταρτη σrsquo έχουν στέψει

25

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Δαίμονες οὐκ ᾔδειν ὅτι λούεται ἡ Κυθέρειαχερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμουςἹλήκοις δέσποινα καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι

μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπονΝῦν ἔγνων Ῥοδόκλεια καὶ οὐ Κύπρις Εἶτα τὸ κάbος

τοῦτο πόθεν σύ δοκῶ τὴν θεὸν ἐκδέδυκας

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πέμπω σοι Ῥοδόκλεια τόδε στέφος ἄνθεσι καλοῖςαὐτὸς ἐφrsquo ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις

Ἔστι κρίνον ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τrsquo ἀνεμώνηκαὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον

Ταῦτα στεψαμένη λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσαἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος

Τα αρχικά των ονομάτων των λουλουδιών σχηματίζουν ακροστιχίδακρίνον ῥοδέη ανεμώνη νάρκισσος ἴον κρανίον

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνὴνοὐκ ἂν τοι κόρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλόχῳ συνομιλῶνΠᾶσαι γὰρ μετὰ κύπριν ἀτερπέες εἰσὶ γυναῖκες

26

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Θεοί δεν ήξερα εδώ πως λούζεται η Κυθέρειακαι στα μαbιά της έδωσαν τη λευτεριά τα χέρια

Έλεος δέσποινα μην πεις τα μάτια να μου σβήσουνγιατί το θεϊκό κορμί έτυχε νrsquo αντικρίσουν

Ωχ Τη Ροδόκλεια εγώ με Κύπρι έχω μπερδέψειΤότε το κάbος από πούΜην τη θεά έχεις κλέψει

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Ροδόκλεια το στεφάνι αυτό σε σένανε το στέλνωπου το rsquoχουνε τα χέρια μου μrsquo ανθούς ωραίους πλεγμένο

Το κρίνο και το ρόδο εδώ κι η ανεμώνη - ιδέ τα -κι ο νάρκισσος που rsquoναι υγρός κι η όμορφη βιολέτα

Κι όταν μrsquo αυτά στεφανωθείς να πάψεις να καυχάσαι -στο άνθισμα στο μαρασμό σαν το στεφάνι θα rsquoσαι

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνεοι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε -

γιατί μετά την ένωση τερπνές παύουνε να rsquoναι

27

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τήν ψυχήν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπί χείλεσιν ἔσχονἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

῾Ἡ τὰ ῥόδα ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν Ἀbὰ τὶ πωλεῖςΣαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲθrsquo ἄνεμος γενόμην σύ δrsquo ἐπιστείχουσα παρrsquo αὐγάςστήθεα γυμνώσαις καὶ με πνέοντα λάβοις

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον ὄφρα μὲ χερσὶνἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲ τις ἅπαξ γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκειναυηγὸς πλώει δὶς βυθὸν ἀργαλέον

28

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 8: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

ΕΕΙΙΣΣΑΑΓΓΩΩΓΓΗΗ

Παλατινή Ανθολογία πρόκειται για μια ανθολογία 3700 ποιημάτων κυ-ρίως επιγραμμάτων που καλύπτει μια μεγάλη περίοδο από τον 6ο αι π Χ έως τον10ο αι μ Χ Το επίγραμμα είναι μια έμμετρη σύντομη επιγραφή (αρχικώς επρόκειτογια κείμενο χαραγμένο πάνω σε μια επιφάνεια) που με τον καιρό αυτονομήθηκε σειδιαίτερο ποιητικό είδος χωρίς να είναι απαραίτητη η συσχέτισή του μrsquo ένα μνημείοΗ συντομία του - τα περισσότερα επιγράμματα αποτελούνται από δύο έως οκτώ στί-χους - οφείλεται σε πρακτικούς κυρίως λόγους (στενός χώρος για τη χάραξη του κει-μένου) και μετατράπηκε σε αισθητικό κανόνα προσδιορισμού του εν λόγω ποιητικούείδους

Ο ιερωμένος Κωννος Κεφαλάς συνέθεσε τη συγκεκριμένη Ανθολογία τον10ο αι μ Χ Το 1606 ο γάbος λόγιος Claude de Saumaise ψάχνοντας κώδικες τηςΠαλατινής Βιβλιοθήκης της Χαϊδελβέργης ανακάλυψε το χειρόγραφο του ΚεφαλάΑπό τη βιβλιοθήκη του Παλατινάτου πήρε το όνομά της laquoΠαλατινή ΑνθολογίαraquoΤα είδη των επιγραμμάτων ποικίbουν πρόκειται για επιγράμματα χριστιανικάερωτικά επιτύμβια αναθηματικά συμποτικά σκωπτικά επιδεικτικά προτρε-πτικά παιδεραστικά αbά και για επιγραφές αγαλμάτων αριθμητικά προβλήματααινίγματα χρησμούς κά

Το επίγραμμα διακρίνεται για την πυκνότητα το συγκινησιακό του υπό-βαθρο την εξαιρετική του εικονοποιία τους λεκτικούς του ιριδισμούς το στοχευμένοεντυπωσιασμό κι αποτελεί ένα παιχνίδι του πνεύματος Η ερωτική αυτανάφλεξητων ποιητών της Παλατινής η φιλοπαίγμων διάθεσή τους ο εκλεπτυσμένος αbάκαι σπαραχτικός τους θρήνος η στοχαστική αντιμετώπιση της ζωής η επιθυμίατους για την αποδυνάμωση του θανάτου και για την κατάκτηση της αιωνιότηταςμέσω της ποίησης είναι ορισμένα στοιχεία που δύσκολα θrsquo άφηναν αδιάφορους τουςαναγνώστες ανά τους αιώνες

Η επιλογή μου να μεταφράσω τα συγκεκριμένα 125 επιγράμματα έγινε μεαπολύτως υποκειμενικά αισθητικά κριτήρια Προτίμησα την έμμετρη - ομοιοκατά-ληκτη μεταφορά τους στη νέα εbηνική γλώσσα αφού και τα ποιήματα αυτά στοπρωτότυπο ήταν γραμμένα υπακούοντας σrsquo ένα μέτρο το ελεγειακό δίστιχο βασι -σμένο όχι φυσικά στην εναbαγή τονισμένων - άτονωναbά μακρόχρονων - βραχύ-χρονων συbαβών (αρχαία προσωδία) Έτσι λοιπόν θεώρησα ότι θα έπρεπε να απο-

δοθεί όχι μόνο το νόημα αbά και η ρυθμική τους laquoαναπνοήraquo Η έμμετρη- ομοιο-κατάληκτη μεταγραφή τους επιβάbει όμως και κάποιους περιορισμούς Σε αρκετέςπεριπτώσεις η μετάφραση είναι αδύνατο να είναι ακριβής αν και η προσπάθεια νακρατηθεί η βασική νοηματική αbηλουχία στο ποίημα είναι υπαρκτή Γιrsquo αυτόνακριβώς το λόγο θα ήταν σωστό τα παρόντα μεταφράσματά μου να θεωρηθούν έμ-μετρες αποδόσεις και ως τέτοιες να αξιολογηθούν Η παράθεση της αρχικής μορφήςτων επιγραμμάτων γίνεται για να ελεγχθεί από τον αναγνώστη ο βαθμός πιστότηταςή απόκλισής τους από το πρωτότυπο αbά και για να είναι δυνατή η αναγνωστικήαπόλαυσή τους

Στο τέλος του βιβλίου εν είδει επιμέτρου παρατίθενται ως αποτέλεσμαεφαρμογής της ίδιας μεταφραστικής τακτικής ακόμη δεκαπέντε αποσπάσματα τηςαρχαίας εbηνικής ποίησης εκτός Παλατινής

Τελειώνοντας να ευχαριστήσω τον ποιητή Βασίλη Λαλιώτη χωρίς τη βοή-θεια-παρότρυνση του οποίου αυτή η εργασία μου δε θα έπαιρνε ποτέ τη μορφή ενόςβιβλίου

Ι Ν Κυριαζής

16

ΕΕΠΠΙΙΓΓΡΡΑΑΜΜΜΜΑΑΤΤΑΑ ΑΑΠΠΟΟ ΤΤΗΗΝΝ ΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τήν καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα τήν βαρύμισθοντήν τοῖς βουλομένοις χρυσόν ἀμεργομένην

γυμνήν μοι διά νυκτός ὅλης παρέκλινεν ὄνειρος ἄχρι φίλης ἠοῦς προῖκα χαριζομένην

Οὐκέτι γουνάσομαι τήν βάρβαρον οὐδrsquo ἐπrsquo ἐμαυτῷκλαύσομαι ὕπνον ἔχων κεῖνα χαριζόμενον

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτώ λυκοβαντίδας ὥραςἀbrsquo ἔτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων

κἀν στέρνοις ἔτι κεῖνα τά λύγδινα κώνια μαστῶνἕστηκεν μίτρης γυμνά περιδρομάδος

καί χρώς ἀρρυτίδωτος ἔτrsquo ἀμβροσίην ἔτι πειθώπᾶσαν ἔτι στάζει μυριάδας χαρίτων

Ἀbά πόθους ὀργῶντας ὅσοι μή φεύγετrsquo ἐρασταίδεῦρrsquo ἴτε τῆς ἐτέων ληθόμενοι δεκάδος

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εὐρώπης τό φίλημα καί ἤν ἄχρι χείλεος ἔλθῃἡδύ γε κἄν ψαύσῃ μοῦνον ἄκρου στόματος

ψαύει δrsquo οὐκ ἄκροις τοῖς χείλεσιν ἀbrsquo ἐρύσασατό στόμα τήν ψυχήν ἐξ ὀνύχων ἀνάγει

18

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τη φλογερή και ακριβή στο σεξ Σθενελαΐδαπου αν την ποθείς από χρυσό πρώτα σε ξαλαφρώνει

μια νύχτα ολόκληρη γυμνή σε όνειρο την είδαδική μου να rsquoναι ως την αυγή χωρίς να με χρεώνειhellipΞανά ποτέ γονατιστός μπροστά της δε θα κλάψωαφού μπορώ να κοιμηθώ και να την απολαύσωhellip

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Η Χαριτώ εξήντα χρόνωνέχει μαbιά μαύρα και μόνον

Και των βυζιών στητοί οι κώνοιστηθόδεσμος κι ας μην τα υψώνει

Πόροι αρυτίδωτοι που στάζουνσυν αμβροσία μύρα μυριάδες

Μπρος εραστές και μη σας νοιάζουντης ηλικίας οι δεκάδες

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Γλυκά η Ευρώπη που φιλάτα χείλη μόλις πλησιάζει

κι όπως το στόμα της κοbάαπrsquo την ψυχή σου σε αδειάζει

19

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ψυχή μοι προλέγει φεύγειν πόθον Ἡλιοδώραςδάκρυα καί ζήλους τούς πρίν ἐπισταμένη

Φησί μέν ἀbά φυγεῖν οὔ μοι σθένος ἡ γάρ ἀναιδήςαὐτή καί προλέγει καί προλεγοῦσα φιλεῖ

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ἁδύ τό βινεῖν ἐστι τίς οὐ λέγει ἀbrsquo ὅταν αἰτῇχαλκόν πικρότερον γίνεται ἑbεβόρου

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Ἐς Δανάην ἔρρευσας Ὀλύμπιε χρυσός ἵνrsquo ἡ παῖςὡς δώρῳ πεισθῇ μή τρέσῃ ὡς Κρονίδην

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

῾Ὁ Ζεύς τήν Δανάην χρυσοῦ κἀγώ δέ σέ χρυσοῦπλείονα γάρ δοῦναι τοῦ Διός οὐ δύναμαι

20

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Την Ηλιοδώρα η ψυχή μού λέει να ξεχάσωτις ζήλιες και τα δάκρυα μην ξαναδοκιμάσω

΄Ό τι κι αν λέει δεν μπορώ - μα πώς το αποτολμάεικαι να ζητά το χωρισμό κι ακόμα νrsquo αγαπάει

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ποιος δε θα πει ολόγλυκο πως είναι το γαμήσιμα απrsquo το φαρμάκι πιο πικρό αν χρήματα κοστίσει

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Μες στη Δανάη έρρευσες χρυσός Ολύμπιε Δίααπό το δώρο να πεισθεί κι όχι απrsquo τη φοβία

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Σαν τη Δανάη εσύ κι εγώ σαν Δίας να σε χρυσώσωΜα από τον Δία πιο ποbά δεν έχω να σου δώσω

21

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Εὐμεγέθης πείθει με καλή γυνή ἄν τε καί ἀκμῆςἅπτητrsquo ἄν τε καί ᾖ Σιμύλεπρεσβυτέρη

῾Ἡ μέν γάρ με νέα περιλήψεται ἤν δέ παλαιήγραῖά με καί ῥυσή Σιμύλε λειχάσεται

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

῾Ἡ τρισί λειτουργοῦσα πρός ἕν τάχος ἀνδράσι Λύδητῷ μέν ὑπέρ νηδύν τῷ δrsquo ὑπό τῷ δrsquo ὄπιθεν

εἰσδέχομαι φιλόπαιδα γυναικομανῆ φιλυβριστήνΕἰ σπεύδεις ἐλθών σύν δυσί μή κατέχου

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καί πενίη καί ἔρως δύο μοι κακά καί τό μέν οἴσωκούφως πῦρ δέ φέρειν Κύπριδος οὐ δύναμαι

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἠράσθην ἐφίλουν ἔτυχον κατέπραξrsquo ἀγαπῶμαιτίς δέ καί ἧς καί πῶς ἡ θεός οἶδε μόνη

22

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Μικρή ή μεγάλη θέλω φίλενταρντάνα όμορφη Σιμύλε-

η νέα εντός της θα με στείψειμα η γριά θα μου τον γλείψει

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

Τρεις άνδρες η Λυδή εγώ μπορώ να κουμαντάρω-το laquoπάνωraquo μου το laquoκάτωraquo μου το laquoπίσωraquo να τους δώσω

σε γυναικά παιδεραστή ακόμη και βιτσιόζοΕμπρός λοιπόν κι οι τρεις εσείς ελάτε να σας πάρω

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Φτώχια και Έρως δυο δεινάπου το καθένα τυραννά

Και αν τη φτώχια τη βαστώτον Έρωτα αδυνατώ

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Συνάντησα ερωτεύθηκα κι από αγάπη λειώνω ndashμα ποιος εγώ με ποια και πώς θεός γνωρίζει μόνο

23

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείναςἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα

῾Ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά μὲ ποσσὶνἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον

ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα τὰ δrsquo ἠύτε πνεύματι φύbαἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα

μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισινκαὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο χρύσεα μαζῶνχρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένηπυγαὶ δrsquo ἀbήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο

ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναιτὸν δrsquo ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ

οὐχ ὅλον Εὐρώταν ἀbrsquo ὅσον ἠδύνατο

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

῎Ἢ τό φιλεῖν περίγραψον Ἒρως ὃλον ἢ τό φιλεῖσθαι πρόσθες ἳνrsquo ἢ λύσῃς τόν πόθον ἢ κεράσῃς

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Κάbος ἔχεις Κύπριδος Πειθοῦς στόμα σώματος ἀκμὴνεἰαρινὼν Ὡρῶν φθέγμα δὲ Καbιόπης

νοῦν καὶ σωφροσύνην Θέμιδος καὶ χεῖρας Ἀθήνηςσὺν σοὶ δrsquo αἱ Χάριτες τέσσαρές εἰσι Φίλη

24

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Στη χλόη τη ροδοκάπουλη Δωρίδα την πλαγιάζω-μες στων ανθών τον οργασμό με αθάνατο πώς μοιάζωΤα πόδια της πανύψηλα τη μέση μου έχουν κλείσει -

σε αγώνα δρόμου ερωτικό τρέχει για να νικήσειΣαν φύbα που τα φύσηξαν τα μάτια ανοιγοκλείνει

κι εξαντλημένη από ηδονή μαζί με μένα χύνει

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθιαπου σάλευαν μήλα χρυσά στο γαλατένιο σώμα

Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε αλήθειανα είναι πιότερο υγροί κι απrsquo το νερό ακόμα

Φουσκώνει ο Ευρώτας της μπροστά το χέρι βάζειμα όσο και να ήθελε όλον δεν τον σκεπάζει

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Έρωτα να μην αγαπώ κάνε με ή νrsquo αγαπιέμαι-τον πόθο είτε σβήσε μου είτε ανάφλεξέ με

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Τη χάρη έχεις της Κύπριδος και της Πειθούς το στόμακαι της Καbιόπης τη φωνή της Άνοιξης το σώμαΤα χέρια έχεις της Αθηνάς της Θέμιδος τη σκέψη

Οι Χάριτες δεν είναι τρεις - τέταρτη σrsquo έχουν στέψει

25

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Δαίμονες οὐκ ᾔδειν ὅτι λούεται ἡ Κυθέρειαχερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμουςἹλήκοις δέσποινα καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι

μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπονΝῦν ἔγνων Ῥοδόκλεια καὶ οὐ Κύπρις Εἶτα τὸ κάbος

τοῦτο πόθεν σύ δοκῶ τὴν θεὸν ἐκδέδυκας

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πέμπω σοι Ῥοδόκλεια τόδε στέφος ἄνθεσι καλοῖςαὐτὸς ἐφrsquo ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις

Ἔστι κρίνον ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τrsquo ἀνεμώνηκαὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον

Ταῦτα στεψαμένη λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσαἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος

Τα αρχικά των ονομάτων των λουλουδιών σχηματίζουν ακροστιχίδακρίνον ῥοδέη ανεμώνη νάρκισσος ἴον κρανίον

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνὴνοὐκ ἂν τοι κόρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλόχῳ συνομιλῶνΠᾶσαι γὰρ μετὰ κύπριν ἀτερπέες εἰσὶ γυναῖκες

26

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Θεοί δεν ήξερα εδώ πως λούζεται η Κυθέρειακαι στα μαbιά της έδωσαν τη λευτεριά τα χέρια

Έλεος δέσποινα μην πεις τα μάτια να μου σβήσουνγιατί το θεϊκό κορμί έτυχε νrsquo αντικρίσουν

Ωχ Τη Ροδόκλεια εγώ με Κύπρι έχω μπερδέψειΤότε το κάbος από πούΜην τη θεά έχεις κλέψει

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Ροδόκλεια το στεφάνι αυτό σε σένανε το στέλνωπου το rsquoχουνε τα χέρια μου μrsquo ανθούς ωραίους πλεγμένο

Το κρίνο και το ρόδο εδώ κι η ανεμώνη - ιδέ τα -κι ο νάρκισσος που rsquoναι υγρός κι η όμορφη βιολέτα

Κι όταν μrsquo αυτά στεφανωθείς να πάψεις να καυχάσαι -στο άνθισμα στο μαρασμό σαν το στεφάνι θα rsquoσαι

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνεοι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε -

γιατί μετά την ένωση τερπνές παύουνε να rsquoναι

27

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τήν ψυχήν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπί χείλεσιν ἔσχονἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

῾Ἡ τὰ ῥόδα ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν Ἀbὰ τὶ πωλεῖςΣαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲθrsquo ἄνεμος γενόμην σύ δrsquo ἐπιστείχουσα παρrsquo αὐγάςστήθεα γυμνώσαις καὶ με πνέοντα λάβοις

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον ὄφρα μὲ χερσὶνἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲ τις ἅπαξ γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκειναυηγὸς πλώει δὶς βυθὸν ἀργαλέον

28

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 9: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

δοθεί όχι μόνο το νόημα αbά και η ρυθμική τους laquoαναπνοήraquo Η έμμετρη- ομοιο-κατάληκτη μεταγραφή τους επιβάbει όμως και κάποιους περιορισμούς Σε αρκετέςπεριπτώσεις η μετάφραση είναι αδύνατο να είναι ακριβής αν και η προσπάθεια νακρατηθεί η βασική νοηματική αbηλουχία στο ποίημα είναι υπαρκτή Γιrsquo αυτόνακριβώς το λόγο θα ήταν σωστό τα παρόντα μεταφράσματά μου να θεωρηθούν έμ-μετρες αποδόσεις και ως τέτοιες να αξιολογηθούν Η παράθεση της αρχικής μορφήςτων επιγραμμάτων γίνεται για να ελεγχθεί από τον αναγνώστη ο βαθμός πιστότηταςή απόκλισής τους από το πρωτότυπο αbά και για να είναι δυνατή η αναγνωστικήαπόλαυσή τους

Στο τέλος του βιβλίου εν είδει επιμέτρου παρατίθενται ως αποτέλεσμαεφαρμογής της ίδιας μεταφραστικής τακτικής ακόμη δεκαπέντε αποσπάσματα τηςαρχαίας εbηνικής ποίησης εκτός Παλατινής

Τελειώνοντας να ευχαριστήσω τον ποιητή Βασίλη Λαλιώτη χωρίς τη βοή-θεια-παρότρυνση του οποίου αυτή η εργασία μου δε θα έπαιρνε ποτέ τη μορφή ενόςβιβλίου

Ι Ν Κυριαζής

16

ΕΕΠΠΙΙΓΓΡΡΑΑΜΜΜΜΑΑΤΤΑΑ ΑΑΠΠΟΟ ΤΤΗΗΝΝ ΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τήν καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα τήν βαρύμισθοντήν τοῖς βουλομένοις χρυσόν ἀμεργομένην

γυμνήν μοι διά νυκτός ὅλης παρέκλινεν ὄνειρος ἄχρι φίλης ἠοῦς προῖκα χαριζομένην

Οὐκέτι γουνάσομαι τήν βάρβαρον οὐδrsquo ἐπrsquo ἐμαυτῷκλαύσομαι ὕπνον ἔχων κεῖνα χαριζόμενον

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτώ λυκοβαντίδας ὥραςἀbrsquo ἔτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων

κἀν στέρνοις ἔτι κεῖνα τά λύγδινα κώνια μαστῶνἕστηκεν μίτρης γυμνά περιδρομάδος

καί χρώς ἀρρυτίδωτος ἔτrsquo ἀμβροσίην ἔτι πειθώπᾶσαν ἔτι στάζει μυριάδας χαρίτων

Ἀbά πόθους ὀργῶντας ὅσοι μή φεύγετrsquo ἐρασταίδεῦρrsquo ἴτε τῆς ἐτέων ληθόμενοι δεκάδος

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εὐρώπης τό φίλημα καί ἤν ἄχρι χείλεος ἔλθῃἡδύ γε κἄν ψαύσῃ μοῦνον ἄκρου στόματος

ψαύει δrsquo οὐκ ἄκροις τοῖς χείλεσιν ἀbrsquo ἐρύσασατό στόμα τήν ψυχήν ἐξ ὀνύχων ἀνάγει

18

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τη φλογερή και ακριβή στο σεξ Σθενελαΐδαπου αν την ποθείς από χρυσό πρώτα σε ξαλαφρώνει

μια νύχτα ολόκληρη γυμνή σε όνειρο την είδαδική μου να rsquoναι ως την αυγή χωρίς να με χρεώνειhellipΞανά ποτέ γονατιστός μπροστά της δε θα κλάψωαφού μπορώ να κοιμηθώ και να την απολαύσωhellip

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Η Χαριτώ εξήντα χρόνωνέχει μαbιά μαύρα και μόνον

Και των βυζιών στητοί οι κώνοιστηθόδεσμος κι ας μην τα υψώνει

Πόροι αρυτίδωτοι που στάζουνσυν αμβροσία μύρα μυριάδες

Μπρος εραστές και μη σας νοιάζουντης ηλικίας οι δεκάδες

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Γλυκά η Ευρώπη που φιλάτα χείλη μόλις πλησιάζει

κι όπως το στόμα της κοbάαπrsquo την ψυχή σου σε αδειάζει

19

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ψυχή μοι προλέγει φεύγειν πόθον Ἡλιοδώραςδάκρυα καί ζήλους τούς πρίν ἐπισταμένη

Φησί μέν ἀbά φυγεῖν οὔ μοι σθένος ἡ γάρ ἀναιδήςαὐτή καί προλέγει καί προλεγοῦσα φιλεῖ

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ἁδύ τό βινεῖν ἐστι τίς οὐ λέγει ἀbrsquo ὅταν αἰτῇχαλκόν πικρότερον γίνεται ἑbεβόρου

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Ἐς Δανάην ἔρρευσας Ὀλύμπιε χρυσός ἵνrsquo ἡ παῖςὡς δώρῳ πεισθῇ μή τρέσῃ ὡς Κρονίδην

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

῾Ὁ Ζεύς τήν Δανάην χρυσοῦ κἀγώ δέ σέ χρυσοῦπλείονα γάρ δοῦναι τοῦ Διός οὐ δύναμαι

20

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Την Ηλιοδώρα η ψυχή μού λέει να ξεχάσωτις ζήλιες και τα δάκρυα μην ξαναδοκιμάσω

΄Ό τι κι αν λέει δεν μπορώ - μα πώς το αποτολμάεικαι να ζητά το χωρισμό κι ακόμα νrsquo αγαπάει

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ποιος δε θα πει ολόγλυκο πως είναι το γαμήσιμα απrsquo το φαρμάκι πιο πικρό αν χρήματα κοστίσει

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Μες στη Δανάη έρρευσες χρυσός Ολύμπιε Δίααπό το δώρο να πεισθεί κι όχι απrsquo τη φοβία

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Σαν τη Δανάη εσύ κι εγώ σαν Δίας να σε χρυσώσωΜα από τον Δία πιο ποbά δεν έχω να σου δώσω

21

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Εὐμεγέθης πείθει με καλή γυνή ἄν τε καί ἀκμῆςἅπτητrsquo ἄν τε καί ᾖ Σιμύλεπρεσβυτέρη

῾Ἡ μέν γάρ με νέα περιλήψεται ἤν δέ παλαιήγραῖά με καί ῥυσή Σιμύλε λειχάσεται

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

῾Ἡ τρισί λειτουργοῦσα πρός ἕν τάχος ἀνδράσι Λύδητῷ μέν ὑπέρ νηδύν τῷ δrsquo ὑπό τῷ δrsquo ὄπιθεν

εἰσδέχομαι φιλόπαιδα γυναικομανῆ φιλυβριστήνΕἰ σπεύδεις ἐλθών σύν δυσί μή κατέχου

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καί πενίη καί ἔρως δύο μοι κακά καί τό μέν οἴσωκούφως πῦρ δέ φέρειν Κύπριδος οὐ δύναμαι

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἠράσθην ἐφίλουν ἔτυχον κατέπραξrsquo ἀγαπῶμαιτίς δέ καί ἧς καί πῶς ἡ θεός οἶδε μόνη

22

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Μικρή ή μεγάλη θέλω φίλενταρντάνα όμορφη Σιμύλε-

η νέα εντός της θα με στείψειμα η γριά θα μου τον γλείψει

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

Τρεις άνδρες η Λυδή εγώ μπορώ να κουμαντάρω-το laquoπάνωraquo μου το laquoκάτωraquo μου το laquoπίσωraquo να τους δώσω

σε γυναικά παιδεραστή ακόμη και βιτσιόζοΕμπρός λοιπόν κι οι τρεις εσείς ελάτε να σας πάρω

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Φτώχια και Έρως δυο δεινάπου το καθένα τυραννά

Και αν τη φτώχια τη βαστώτον Έρωτα αδυνατώ

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Συνάντησα ερωτεύθηκα κι από αγάπη λειώνω ndashμα ποιος εγώ με ποια και πώς θεός γνωρίζει μόνο

23

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείναςἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα

῾Ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά μὲ ποσσὶνἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον

ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα τὰ δrsquo ἠύτε πνεύματι φύbαἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα

μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισινκαὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο χρύσεα μαζῶνχρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένηπυγαὶ δrsquo ἀbήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο

ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναιτὸν δrsquo ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ

οὐχ ὅλον Εὐρώταν ἀbrsquo ὅσον ἠδύνατο

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

῎Ἢ τό φιλεῖν περίγραψον Ἒρως ὃλον ἢ τό φιλεῖσθαι πρόσθες ἳνrsquo ἢ λύσῃς τόν πόθον ἢ κεράσῃς

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Κάbος ἔχεις Κύπριδος Πειθοῦς στόμα σώματος ἀκμὴνεἰαρινὼν Ὡρῶν φθέγμα δὲ Καbιόπης

νοῦν καὶ σωφροσύνην Θέμιδος καὶ χεῖρας Ἀθήνηςσὺν σοὶ δrsquo αἱ Χάριτες τέσσαρές εἰσι Φίλη

24

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Στη χλόη τη ροδοκάπουλη Δωρίδα την πλαγιάζω-μες στων ανθών τον οργασμό με αθάνατο πώς μοιάζωΤα πόδια της πανύψηλα τη μέση μου έχουν κλείσει -

σε αγώνα δρόμου ερωτικό τρέχει για να νικήσειΣαν φύbα που τα φύσηξαν τα μάτια ανοιγοκλείνει

κι εξαντλημένη από ηδονή μαζί με μένα χύνει

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθιαπου σάλευαν μήλα χρυσά στο γαλατένιο σώμα

Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε αλήθειανα είναι πιότερο υγροί κι απrsquo το νερό ακόμα

Φουσκώνει ο Ευρώτας της μπροστά το χέρι βάζειμα όσο και να ήθελε όλον δεν τον σκεπάζει

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Έρωτα να μην αγαπώ κάνε με ή νrsquo αγαπιέμαι-τον πόθο είτε σβήσε μου είτε ανάφλεξέ με

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Τη χάρη έχεις της Κύπριδος και της Πειθούς το στόμακαι της Καbιόπης τη φωνή της Άνοιξης το σώμαΤα χέρια έχεις της Αθηνάς της Θέμιδος τη σκέψη

Οι Χάριτες δεν είναι τρεις - τέταρτη σrsquo έχουν στέψει

25

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Δαίμονες οὐκ ᾔδειν ὅτι λούεται ἡ Κυθέρειαχερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμουςἹλήκοις δέσποινα καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι

μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπονΝῦν ἔγνων Ῥοδόκλεια καὶ οὐ Κύπρις Εἶτα τὸ κάbος

τοῦτο πόθεν σύ δοκῶ τὴν θεὸν ἐκδέδυκας

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πέμπω σοι Ῥοδόκλεια τόδε στέφος ἄνθεσι καλοῖςαὐτὸς ἐφrsquo ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις

Ἔστι κρίνον ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τrsquo ἀνεμώνηκαὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον

Ταῦτα στεψαμένη λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσαἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος

Τα αρχικά των ονομάτων των λουλουδιών σχηματίζουν ακροστιχίδακρίνον ῥοδέη ανεμώνη νάρκισσος ἴον κρανίον

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνὴνοὐκ ἂν τοι κόρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλόχῳ συνομιλῶνΠᾶσαι γὰρ μετὰ κύπριν ἀτερπέες εἰσὶ γυναῖκες

26

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Θεοί δεν ήξερα εδώ πως λούζεται η Κυθέρειακαι στα μαbιά της έδωσαν τη λευτεριά τα χέρια

Έλεος δέσποινα μην πεις τα μάτια να μου σβήσουνγιατί το θεϊκό κορμί έτυχε νrsquo αντικρίσουν

Ωχ Τη Ροδόκλεια εγώ με Κύπρι έχω μπερδέψειΤότε το κάbος από πούΜην τη θεά έχεις κλέψει

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Ροδόκλεια το στεφάνι αυτό σε σένανε το στέλνωπου το rsquoχουνε τα χέρια μου μrsquo ανθούς ωραίους πλεγμένο

Το κρίνο και το ρόδο εδώ κι η ανεμώνη - ιδέ τα -κι ο νάρκισσος που rsquoναι υγρός κι η όμορφη βιολέτα

Κι όταν μrsquo αυτά στεφανωθείς να πάψεις να καυχάσαι -στο άνθισμα στο μαρασμό σαν το στεφάνι θα rsquoσαι

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνεοι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε -

γιατί μετά την ένωση τερπνές παύουνε να rsquoναι

27

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τήν ψυχήν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπί χείλεσιν ἔσχονἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

῾Ἡ τὰ ῥόδα ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν Ἀbὰ τὶ πωλεῖςΣαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲθrsquo ἄνεμος γενόμην σύ δrsquo ἐπιστείχουσα παρrsquo αὐγάςστήθεα γυμνώσαις καὶ με πνέοντα λάβοις

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον ὄφρα μὲ χερσὶνἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲ τις ἅπαξ γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκειναυηγὸς πλώει δὶς βυθὸν ἀργαλέον

28

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 10: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

ΕΕΠΠΙΙΓΓΡΡΑΑΜΜΜΜΑΑΤΤΑΑ ΑΑΠΠΟΟ ΤΤΗΗΝΝ ΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τήν καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα τήν βαρύμισθοντήν τοῖς βουλομένοις χρυσόν ἀμεργομένην

γυμνήν μοι διά νυκτός ὅλης παρέκλινεν ὄνειρος ἄχρι φίλης ἠοῦς προῖκα χαριζομένην

Οὐκέτι γουνάσομαι τήν βάρβαρον οὐδrsquo ἐπrsquo ἐμαυτῷκλαύσομαι ὕπνον ἔχων κεῖνα χαριζόμενον

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτώ λυκοβαντίδας ὥραςἀbrsquo ἔτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων

κἀν στέρνοις ἔτι κεῖνα τά λύγδινα κώνια μαστῶνἕστηκεν μίτρης γυμνά περιδρομάδος

καί χρώς ἀρρυτίδωτος ἔτrsquo ἀμβροσίην ἔτι πειθώπᾶσαν ἔτι στάζει μυριάδας χαρίτων

Ἀbά πόθους ὀργῶντας ὅσοι μή φεύγετrsquo ἐρασταίδεῦρrsquo ἴτε τῆς ἐτέων ληθόμενοι δεκάδος

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εὐρώπης τό φίλημα καί ἤν ἄχρι χείλεος ἔλθῃἡδύ γε κἄν ψαύσῃ μοῦνον ἄκρου στόματος

ψαύει δrsquo οὐκ ἄκροις τοῖς χείλεσιν ἀbrsquo ἐρύσασατό στόμα τήν ψυχήν ἐξ ὀνύχων ἀνάγει

18

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τη φλογερή και ακριβή στο σεξ Σθενελαΐδαπου αν την ποθείς από χρυσό πρώτα σε ξαλαφρώνει

μια νύχτα ολόκληρη γυμνή σε όνειρο την είδαδική μου να rsquoναι ως την αυγή χωρίς να με χρεώνειhellipΞανά ποτέ γονατιστός μπροστά της δε θα κλάψωαφού μπορώ να κοιμηθώ και να την απολαύσωhellip

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Η Χαριτώ εξήντα χρόνωνέχει μαbιά μαύρα και μόνον

Και των βυζιών στητοί οι κώνοιστηθόδεσμος κι ας μην τα υψώνει

Πόροι αρυτίδωτοι που στάζουνσυν αμβροσία μύρα μυριάδες

Μπρος εραστές και μη σας νοιάζουντης ηλικίας οι δεκάδες

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Γλυκά η Ευρώπη που φιλάτα χείλη μόλις πλησιάζει

κι όπως το στόμα της κοbάαπrsquo την ψυχή σου σε αδειάζει

19

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ψυχή μοι προλέγει φεύγειν πόθον Ἡλιοδώραςδάκρυα καί ζήλους τούς πρίν ἐπισταμένη

Φησί μέν ἀbά φυγεῖν οὔ μοι σθένος ἡ γάρ ἀναιδήςαὐτή καί προλέγει καί προλεγοῦσα φιλεῖ

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ἁδύ τό βινεῖν ἐστι τίς οὐ λέγει ἀbrsquo ὅταν αἰτῇχαλκόν πικρότερον γίνεται ἑbεβόρου

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Ἐς Δανάην ἔρρευσας Ὀλύμπιε χρυσός ἵνrsquo ἡ παῖςὡς δώρῳ πεισθῇ μή τρέσῃ ὡς Κρονίδην

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

῾Ὁ Ζεύς τήν Δανάην χρυσοῦ κἀγώ δέ σέ χρυσοῦπλείονα γάρ δοῦναι τοῦ Διός οὐ δύναμαι

20

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Την Ηλιοδώρα η ψυχή μού λέει να ξεχάσωτις ζήλιες και τα δάκρυα μην ξαναδοκιμάσω

΄Ό τι κι αν λέει δεν μπορώ - μα πώς το αποτολμάεικαι να ζητά το χωρισμό κι ακόμα νrsquo αγαπάει

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ποιος δε θα πει ολόγλυκο πως είναι το γαμήσιμα απrsquo το φαρμάκι πιο πικρό αν χρήματα κοστίσει

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Μες στη Δανάη έρρευσες χρυσός Ολύμπιε Δίααπό το δώρο να πεισθεί κι όχι απrsquo τη φοβία

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Σαν τη Δανάη εσύ κι εγώ σαν Δίας να σε χρυσώσωΜα από τον Δία πιο ποbά δεν έχω να σου δώσω

21

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Εὐμεγέθης πείθει με καλή γυνή ἄν τε καί ἀκμῆςἅπτητrsquo ἄν τε καί ᾖ Σιμύλεπρεσβυτέρη

῾Ἡ μέν γάρ με νέα περιλήψεται ἤν δέ παλαιήγραῖά με καί ῥυσή Σιμύλε λειχάσεται

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

῾Ἡ τρισί λειτουργοῦσα πρός ἕν τάχος ἀνδράσι Λύδητῷ μέν ὑπέρ νηδύν τῷ δrsquo ὑπό τῷ δrsquo ὄπιθεν

εἰσδέχομαι φιλόπαιδα γυναικομανῆ φιλυβριστήνΕἰ σπεύδεις ἐλθών σύν δυσί μή κατέχου

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καί πενίη καί ἔρως δύο μοι κακά καί τό μέν οἴσωκούφως πῦρ δέ φέρειν Κύπριδος οὐ δύναμαι

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἠράσθην ἐφίλουν ἔτυχον κατέπραξrsquo ἀγαπῶμαιτίς δέ καί ἧς καί πῶς ἡ θεός οἶδε μόνη

22

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Μικρή ή μεγάλη θέλω φίλενταρντάνα όμορφη Σιμύλε-

η νέα εντός της θα με στείψειμα η γριά θα μου τον γλείψει

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

Τρεις άνδρες η Λυδή εγώ μπορώ να κουμαντάρω-το laquoπάνωraquo μου το laquoκάτωraquo μου το laquoπίσωraquo να τους δώσω

σε γυναικά παιδεραστή ακόμη και βιτσιόζοΕμπρός λοιπόν κι οι τρεις εσείς ελάτε να σας πάρω

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Φτώχια και Έρως δυο δεινάπου το καθένα τυραννά

Και αν τη φτώχια τη βαστώτον Έρωτα αδυνατώ

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Συνάντησα ερωτεύθηκα κι από αγάπη λειώνω ndashμα ποιος εγώ με ποια και πώς θεός γνωρίζει μόνο

23

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείναςἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα

῾Ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά μὲ ποσσὶνἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον

ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα τὰ δrsquo ἠύτε πνεύματι φύbαἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα

μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισινκαὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο χρύσεα μαζῶνχρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένηπυγαὶ δrsquo ἀbήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο

ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναιτὸν δrsquo ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ

οὐχ ὅλον Εὐρώταν ἀbrsquo ὅσον ἠδύνατο

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

῎Ἢ τό φιλεῖν περίγραψον Ἒρως ὃλον ἢ τό φιλεῖσθαι πρόσθες ἳνrsquo ἢ λύσῃς τόν πόθον ἢ κεράσῃς

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Κάbος ἔχεις Κύπριδος Πειθοῦς στόμα σώματος ἀκμὴνεἰαρινὼν Ὡρῶν φθέγμα δὲ Καbιόπης

νοῦν καὶ σωφροσύνην Θέμιδος καὶ χεῖρας Ἀθήνηςσὺν σοὶ δrsquo αἱ Χάριτες τέσσαρές εἰσι Φίλη

24

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Στη χλόη τη ροδοκάπουλη Δωρίδα την πλαγιάζω-μες στων ανθών τον οργασμό με αθάνατο πώς μοιάζωΤα πόδια της πανύψηλα τη μέση μου έχουν κλείσει -

σε αγώνα δρόμου ερωτικό τρέχει για να νικήσειΣαν φύbα που τα φύσηξαν τα μάτια ανοιγοκλείνει

κι εξαντλημένη από ηδονή μαζί με μένα χύνει

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθιαπου σάλευαν μήλα χρυσά στο γαλατένιο σώμα

Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε αλήθειανα είναι πιότερο υγροί κι απrsquo το νερό ακόμα

Φουσκώνει ο Ευρώτας της μπροστά το χέρι βάζειμα όσο και να ήθελε όλον δεν τον σκεπάζει

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Έρωτα να μην αγαπώ κάνε με ή νrsquo αγαπιέμαι-τον πόθο είτε σβήσε μου είτε ανάφλεξέ με

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Τη χάρη έχεις της Κύπριδος και της Πειθούς το στόμακαι της Καbιόπης τη φωνή της Άνοιξης το σώμαΤα χέρια έχεις της Αθηνάς της Θέμιδος τη σκέψη

Οι Χάριτες δεν είναι τρεις - τέταρτη σrsquo έχουν στέψει

25

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Δαίμονες οὐκ ᾔδειν ὅτι λούεται ἡ Κυθέρειαχερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμουςἹλήκοις δέσποινα καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι

μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπονΝῦν ἔγνων Ῥοδόκλεια καὶ οὐ Κύπρις Εἶτα τὸ κάbος

τοῦτο πόθεν σύ δοκῶ τὴν θεὸν ἐκδέδυκας

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πέμπω σοι Ῥοδόκλεια τόδε στέφος ἄνθεσι καλοῖςαὐτὸς ἐφrsquo ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις

Ἔστι κρίνον ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τrsquo ἀνεμώνηκαὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον

Ταῦτα στεψαμένη λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσαἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος

Τα αρχικά των ονομάτων των λουλουδιών σχηματίζουν ακροστιχίδακρίνον ῥοδέη ανεμώνη νάρκισσος ἴον κρανίον

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνὴνοὐκ ἂν τοι κόρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλόχῳ συνομιλῶνΠᾶσαι γὰρ μετὰ κύπριν ἀτερπέες εἰσὶ γυναῖκες

26

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Θεοί δεν ήξερα εδώ πως λούζεται η Κυθέρειακαι στα μαbιά της έδωσαν τη λευτεριά τα χέρια

Έλεος δέσποινα μην πεις τα μάτια να μου σβήσουνγιατί το θεϊκό κορμί έτυχε νrsquo αντικρίσουν

Ωχ Τη Ροδόκλεια εγώ με Κύπρι έχω μπερδέψειΤότε το κάbος από πούΜην τη θεά έχεις κλέψει

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Ροδόκλεια το στεφάνι αυτό σε σένανε το στέλνωπου το rsquoχουνε τα χέρια μου μrsquo ανθούς ωραίους πλεγμένο

Το κρίνο και το ρόδο εδώ κι η ανεμώνη - ιδέ τα -κι ο νάρκισσος που rsquoναι υγρός κι η όμορφη βιολέτα

Κι όταν μrsquo αυτά στεφανωθείς να πάψεις να καυχάσαι -στο άνθισμα στο μαρασμό σαν το στεφάνι θα rsquoσαι

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνεοι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε -

γιατί μετά την ένωση τερπνές παύουνε να rsquoναι

27

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τήν ψυχήν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπί χείλεσιν ἔσχονἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

῾Ἡ τὰ ῥόδα ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν Ἀbὰ τὶ πωλεῖςΣαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲθrsquo ἄνεμος γενόμην σύ δrsquo ἐπιστείχουσα παρrsquo αὐγάςστήθεα γυμνώσαις καὶ με πνέοντα λάβοις

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον ὄφρα μὲ χερσὶνἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲ τις ἅπαξ γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκειναυηγὸς πλώει δὶς βυθὸν ἀργαλέον

28

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 11: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τήν καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα τήν βαρύμισθοντήν τοῖς βουλομένοις χρυσόν ἀμεργομένην

γυμνήν μοι διά νυκτός ὅλης παρέκλινεν ὄνειρος ἄχρι φίλης ἠοῦς προῖκα χαριζομένην

Οὐκέτι γουνάσομαι τήν βάρβαρον οὐδrsquo ἐπrsquo ἐμαυτῷκλαύσομαι ὕπνον ἔχων κεῖνα χαριζόμενον

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτώ λυκοβαντίδας ὥραςἀbrsquo ἔτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων

κἀν στέρνοις ἔτι κεῖνα τά λύγδινα κώνια μαστῶνἕστηκεν μίτρης γυμνά περιδρομάδος

καί χρώς ἀρρυτίδωτος ἔτrsquo ἀμβροσίην ἔτι πειθώπᾶσαν ἔτι στάζει μυριάδας χαρίτων

Ἀbά πόθους ὀργῶντας ὅσοι μή φεύγετrsquo ἐρασταίδεῦρrsquo ἴτε τῆς ἐτέων ληθόμενοι δεκάδος

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εὐρώπης τό φίλημα καί ἤν ἄχρι χείλεος ἔλθῃἡδύ γε κἄν ψαύσῃ μοῦνον ἄκρου στόματος

ψαύει δrsquo οὐκ ἄκροις τοῖς χείλεσιν ἀbrsquo ἐρύσασατό στόμα τήν ψυχήν ἐξ ὀνύχων ἀνάγει

18

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τη φλογερή και ακριβή στο σεξ Σθενελαΐδαπου αν την ποθείς από χρυσό πρώτα σε ξαλαφρώνει

μια νύχτα ολόκληρη γυμνή σε όνειρο την είδαδική μου να rsquoναι ως την αυγή χωρίς να με χρεώνειhellipΞανά ποτέ γονατιστός μπροστά της δε θα κλάψωαφού μπορώ να κοιμηθώ και να την απολαύσωhellip

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Η Χαριτώ εξήντα χρόνωνέχει μαbιά μαύρα και μόνον

Και των βυζιών στητοί οι κώνοιστηθόδεσμος κι ας μην τα υψώνει

Πόροι αρυτίδωτοι που στάζουνσυν αμβροσία μύρα μυριάδες

Μπρος εραστές και μη σας νοιάζουντης ηλικίας οι δεκάδες

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Γλυκά η Ευρώπη που φιλάτα χείλη μόλις πλησιάζει

κι όπως το στόμα της κοbάαπrsquo την ψυχή σου σε αδειάζει

19

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ψυχή μοι προλέγει φεύγειν πόθον Ἡλιοδώραςδάκρυα καί ζήλους τούς πρίν ἐπισταμένη

Φησί μέν ἀbά φυγεῖν οὔ μοι σθένος ἡ γάρ ἀναιδήςαὐτή καί προλέγει καί προλεγοῦσα φιλεῖ

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ἁδύ τό βινεῖν ἐστι τίς οὐ λέγει ἀbrsquo ὅταν αἰτῇχαλκόν πικρότερον γίνεται ἑbεβόρου

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Ἐς Δανάην ἔρρευσας Ὀλύμπιε χρυσός ἵνrsquo ἡ παῖςὡς δώρῳ πεισθῇ μή τρέσῃ ὡς Κρονίδην

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

῾Ὁ Ζεύς τήν Δανάην χρυσοῦ κἀγώ δέ σέ χρυσοῦπλείονα γάρ δοῦναι τοῦ Διός οὐ δύναμαι

20

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Την Ηλιοδώρα η ψυχή μού λέει να ξεχάσωτις ζήλιες και τα δάκρυα μην ξαναδοκιμάσω

΄Ό τι κι αν λέει δεν μπορώ - μα πώς το αποτολμάεικαι να ζητά το χωρισμό κι ακόμα νrsquo αγαπάει

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ποιος δε θα πει ολόγλυκο πως είναι το γαμήσιμα απrsquo το φαρμάκι πιο πικρό αν χρήματα κοστίσει

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Μες στη Δανάη έρρευσες χρυσός Ολύμπιε Δίααπό το δώρο να πεισθεί κι όχι απrsquo τη φοβία

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Σαν τη Δανάη εσύ κι εγώ σαν Δίας να σε χρυσώσωΜα από τον Δία πιο ποbά δεν έχω να σου δώσω

21

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Εὐμεγέθης πείθει με καλή γυνή ἄν τε καί ἀκμῆςἅπτητrsquo ἄν τε καί ᾖ Σιμύλεπρεσβυτέρη

῾Ἡ μέν γάρ με νέα περιλήψεται ἤν δέ παλαιήγραῖά με καί ῥυσή Σιμύλε λειχάσεται

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

῾Ἡ τρισί λειτουργοῦσα πρός ἕν τάχος ἀνδράσι Λύδητῷ μέν ὑπέρ νηδύν τῷ δrsquo ὑπό τῷ δrsquo ὄπιθεν

εἰσδέχομαι φιλόπαιδα γυναικομανῆ φιλυβριστήνΕἰ σπεύδεις ἐλθών σύν δυσί μή κατέχου

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καί πενίη καί ἔρως δύο μοι κακά καί τό μέν οἴσωκούφως πῦρ δέ φέρειν Κύπριδος οὐ δύναμαι

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἠράσθην ἐφίλουν ἔτυχον κατέπραξrsquo ἀγαπῶμαιτίς δέ καί ἧς καί πῶς ἡ θεός οἶδε μόνη

22

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Μικρή ή μεγάλη θέλω φίλενταρντάνα όμορφη Σιμύλε-

η νέα εντός της θα με στείψειμα η γριά θα μου τον γλείψει

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

Τρεις άνδρες η Λυδή εγώ μπορώ να κουμαντάρω-το laquoπάνωraquo μου το laquoκάτωraquo μου το laquoπίσωraquo να τους δώσω

σε γυναικά παιδεραστή ακόμη και βιτσιόζοΕμπρός λοιπόν κι οι τρεις εσείς ελάτε να σας πάρω

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Φτώχια και Έρως δυο δεινάπου το καθένα τυραννά

Και αν τη φτώχια τη βαστώτον Έρωτα αδυνατώ

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Συνάντησα ερωτεύθηκα κι από αγάπη λειώνω ndashμα ποιος εγώ με ποια και πώς θεός γνωρίζει μόνο

23

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείναςἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα

῾Ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά μὲ ποσσὶνἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον

ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα τὰ δrsquo ἠύτε πνεύματι φύbαἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα

μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισινκαὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο χρύσεα μαζῶνχρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένηπυγαὶ δrsquo ἀbήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο

ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναιτὸν δrsquo ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ

οὐχ ὅλον Εὐρώταν ἀbrsquo ὅσον ἠδύνατο

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

῎Ἢ τό φιλεῖν περίγραψον Ἒρως ὃλον ἢ τό φιλεῖσθαι πρόσθες ἳνrsquo ἢ λύσῃς τόν πόθον ἢ κεράσῃς

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Κάbος ἔχεις Κύπριδος Πειθοῦς στόμα σώματος ἀκμὴνεἰαρινὼν Ὡρῶν φθέγμα δὲ Καbιόπης

νοῦν καὶ σωφροσύνην Θέμιδος καὶ χεῖρας Ἀθήνηςσὺν σοὶ δrsquo αἱ Χάριτες τέσσαρές εἰσι Φίλη

24

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Στη χλόη τη ροδοκάπουλη Δωρίδα την πλαγιάζω-μες στων ανθών τον οργασμό με αθάνατο πώς μοιάζωΤα πόδια της πανύψηλα τη μέση μου έχουν κλείσει -

σε αγώνα δρόμου ερωτικό τρέχει για να νικήσειΣαν φύbα που τα φύσηξαν τα μάτια ανοιγοκλείνει

κι εξαντλημένη από ηδονή μαζί με μένα χύνει

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθιαπου σάλευαν μήλα χρυσά στο γαλατένιο σώμα

Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε αλήθειανα είναι πιότερο υγροί κι απrsquo το νερό ακόμα

Φουσκώνει ο Ευρώτας της μπροστά το χέρι βάζειμα όσο και να ήθελε όλον δεν τον σκεπάζει

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Έρωτα να μην αγαπώ κάνε με ή νrsquo αγαπιέμαι-τον πόθο είτε σβήσε μου είτε ανάφλεξέ με

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Τη χάρη έχεις της Κύπριδος και της Πειθούς το στόμακαι της Καbιόπης τη φωνή της Άνοιξης το σώμαΤα χέρια έχεις της Αθηνάς της Θέμιδος τη σκέψη

Οι Χάριτες δεν είναι τρεις - τέταρτη σrsquo έχουν στέψει

25

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Δαίμονες οὐκ ᾔδειν ὅτι λούεται ἡ Κυθέρειαχερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμουςἹλήκοις δέσποινα καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι

μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπονΝῦν ἔγνων Ῥοδόκλεια καὶ οὐ Κύπρις Εἶτα τὸ κάbος

τοῦτο πόθεν σύ δοκῶ τὴν θεὸν ἐκδέδυκας

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πέμπω σοι Ῥοδόκλεια τόδε στέφος ἄνθεσι καλοῖςαὐτὸς ἐφrsquo ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις

Ἔστι κρίνον ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τrsquo ἀνεμώνηκαὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον

Ταῦτα στεψαμένη λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσαἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος

Τα αρχικά των ονομάτων των λουλουδιών σχηματίζουν ακροστιχίδακρίνον ῥοδέη ανεμώνη νάρκισσος ἴον κρανίον

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνὴνοὐκ ἂν τοι κόρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλόχῳ συνομιλῶνΠᾶσαι γὰρ μετὰ κύπριν ἀτερπέες εἰσὶ γυναῖκες

26

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Θεοί δεν ήξερα εδώ πως λούζεται η Κυθέρειακαι στα μαbιά της έδωσαν τη λευτεριά τα χέρια

Έλεος δέσποινα μην πεις τα μάτια να μου σβήσουνγιατί το θεϊκό κορμί έτυχε νrsquo αντικρίσουν

Ωχ Τη Ροδόκλεια εγώ με Κύπρι έχω μπερδέψειΤότε το κάbος από πούΜην τη θεά έχεις κλέψει

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Ροδόκλεια το στεφάνι αυτό σε σένανε το στέλνωπου το rsquoχουνε τα χέρια μου μrsquo ανθούς ωραίους πλεγμένο

Το κρίνο και το ρόδο εδώ κι η ανεμώνη - ιδέ τα -κι ο νάρκισσος που rsquoναι υγρός κι η όμορφη βιολέτα

Κι όταν μrsquo αυτά στεφανωθείς να πάψεις να καυχάσαι -στο άνθισμα στο μαρασμό σαν το στεφάνι θα rsquoσαι

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνεοι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε -

γιατί μετά την ένωση τερπνές παύουνε να rsquoναι

27

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τήν ψυχήν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπί χείλεσιν ἔσχονἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

῾Ἡ τὰ ῥόδα ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν Ἀbὰ τὶ πωλεῖςΣαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲθrsquo ἄνεμος γενόμην σύ δrsquo ἐπιστείχουσα παρrsquo αὐγάςστήθεα γυμνώσαις καὶ με πνέοντα λάβοις

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον ὄφρα μὲ χερσὶνἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲ τις ἅπαξ γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκειναυηγὸς πλώει δὶς βυθὸν ἀργαλέον

28

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 12: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 2 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Τη φλογερή και ακριβή στο σεξ Σθενελαΐδαπου αν την ποθείς από χρυσό πρώτα σε ξαλαφρώνει

μια νύχτα ολόκληρη γυμνή σε όνειρο την είδαδική μου να rsquoναι ως την αυγή χωρίς να με χρεώνειhellipΞανά ποτέ γονατιστός μπροστά της δε θα κλάψωαφού μπορώ να κοιμηθώ και να την απολαύσωhellip

V 13 ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ

Η Χαριτώ εξήντα χρόνωνέχει μαbιά μαύρα και μόνον

Και των βυζιών στητοί οι κώνοιστηθόδεσμος κι ας μην τα υψώνει

Πόροι αρυτίδωτοι που στάζουνσυν αμβροσία μύρα μυριάδες

Μπρος εραστές και μη σας νοιάζουντης ηλικίας οι δεκάδες

V 14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Γλυκά η Ευρώπη που φιλάτα χείλη μόλις πλησιάζει

κι όπως το στόμα της κοbάαπrsquo την ψυχή σου σε αδειάζει

19

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ψυχή μοι προλέγει φεύγειν πόθον Ἡλιοδώραςδάκρυα καί ζήλους τούς πρίν ἐπισταμένη

Φησί μέν ἀbά φυγεῖν οὔ μοι σθένος ἡ γάρ ἀναιδήςαὐτή καί προλέγει καί προλεγοῦσα φιλεῖ

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ἁδύ τό βινεῖν ἐστι τίς οὐ λέγει ἀbrsquo ὅταν αἰτῇχαλκόν πικρότερον γίνεται ἑbεβόρου

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Ἐς Δανάην ἔρρευσας Ὀλύμπιε χρυσός ἵνrsquo ἡ παῖςὡς δώρῳ πεισθῇ μή τρέσῃ ὡς Κρονίδην

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

῾Ὁ Ζεύς τήν Δανάην χρυσοῦ κἀγώ δέ σέ χρυσοῦπλείονα γάρ δοῦναι τοῦ Διός οὐ δύναμαι

20

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Την Ηλιοδώρα η ψυχή μού λέει να ξεχάσωτις ζήλιες και τα δάκρυα μην ξαναδοκιμάσω

΄Ό τι κι αν λέει δεν μπορώ - μα πώς το αποτολμάεικαι να ζητά το χωρισμό κι ακόμα νrsquo αγαπάει

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ποιος δε θα πει ολόγλυκο πως είναι το γαμήσιμα απrsquo το φαρμάκι πιο πικρό αν χρήματα κοστίσει

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Μες στη Δανάη έρρευσες χρυσός Ολύμπιε Δίααπό το δώρο να πεισθεί κι όχι απrsquo τη φοβία

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Σαν τη Δανάη εσύ κι εγώ σαν Δίας να σε χρυσώσωΜα από τον Δία πιο ποbά δεν έχω να σου δώσω

21

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Εὐμεγέθης πείθει με καλή γυνή ἄν τε καί ἀκμῆςἅπτητrsquo ἄν τε καί ᾖ Σιμύλεπρεσβυτέρη

῾Ἡ μέν γάρ με νέα περιλήψεται ἤν δέ παλαιήγραῖά με καί ῥυσή Σιμύλε λειχάσεται

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

῾Ἡ τρισί λειτουργοῦσα πρός ἕν τάχος ἀνδράσι Λύδητῷ μέν ὑπέρ νηδύν τῷ δrsquo ὑπό τῷ δrsquo ὄπιθεν

εἰσδέχομαι φιλόπαιδα γυναικομανῆ φιλυβριστήνΕἰ σπεύδεις ἐλθών σύν δυσί μή κατέχου

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καί πενίη καί ἔρως δύο μοι κακά καί τό μέν οἴσωκούφως πῦρ δέ φέρειν Κύπριδος οὐ δύναμαι

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἠράσθην ἐφίλουν ἔτυχον κατέπραξrsquo ἀγαπῶμαιτίς δέ καί ἧς καί πῶς ἡ θεός οἶδε μόνη

22

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Μικρή ή μεγάλη θέλω φίλενταρντάνα όμορφη Σιμύλε-

η νέα εντός της θα με στείψειμα η γριά θα μου τον γλείψει

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

Τρεις άνδρες η Λυδή εγώ μπορώ να κουμαντάρω-το laquoπάνωraquo μου το laquoκάτωraquo μου το laquoπίσωraquo να τους δώσω

σε γυναικά παιδεραστή ακόμη και βιτσιόζοΕμπρός λοιπόν κι οι τρεις εσείς ελάτε να σας πάρω

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Φτώχια και Έρως δυο δεινάπου το καθένα τυραννά

Και αν τη φτώχια τη βαστώτον Έρωτα αδυνατώ

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Συνάντησα ερωτεύθηκα κι από αγάπη λειώνω ndashμα ποιος εγώ με ποια και πώς θεός γνωρίζει μόνο

23

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείναςἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα

῾Ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά μὲ ποσσὶνἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον

ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα τὰ δrsquo ἠύτε πνεύματι φύbαἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα

μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισινκαὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο χρύσεα μαζῶνχρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένηπυγαὶ δrsquo ἀbήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο

ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναιτὸν δrsquo ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ

οὐχ ὅλον Εὐρώταν ἀbrsquo ὅσον ἠδύνατο

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

῎Ἢ τό φιλεῖν περίγραψον Ἒρως ὃλον ἢ τό φιλεῖσθαι πρόσθες ἳνrsquo ἢ λύσῃς τόν πόθον ἢ κεράσῃς

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Κάbος ἔχεις Κύπριδος Πειθοῦς στόμα σώματος ἀκμὴνεἰαρινὼν Ὡρῶν φθέγμα δὲ Καbιόπης

νοῦν καὶ σωφροσύνην Θέμιδος καὶ χεῖρας Ἀθήνηςσὺν σοὶ δrsquo αἱ Χάριτες τέσσαρές εἰσι Φίλη

24

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Στη χλόη τη ροδοκάπουλη Δωρίδα την πλαγιάζω-μες στων ανθών τον οργασμό με αθάνατο πώς μοιάζωΤα πόδια της πανύψηλα τη μέση μου έχουν κλείσει -

σε αγώνα δρόμου ερωτικό τρέχει για να νικήσειΣαν φύbα που τα φύσηξαν τα μάτια ανοιγοκλείνει

κι εξαντλημένη από ηδονή μαζί με μένα χύνει

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθιαπου σάλευαν μήλα χρυσά στο γαλατένιο σώμα

Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε αλήθειανα είναι πιότερο υγροί κι απrsquo το νερό ακόμα

Φουσκώνει ο Ευρώτας της μπροστά το χέρι βάζειμα όσο και να ήθελε όλον δεν τον σκεπάζει

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Έρωτα να μην αγαπώ κάνε με ή νrsquo αγαπιέμαι-τον πόθο είτε σβήσε μου είτε ανάφλεξέ με

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Τη χάρη έχεις της Κύπριδος και της Πειθούς το στόμακαι της Καbιόπης τη φωνή της Άνοιξης το σώμαΤα χέρια έχεις της Αθηνάς της Θέμιδος τη σκέψη

Οι Χάριτες δεν είναι τρεις - τέταρτη σrsquo έχουν στέψει

25

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Δαίμονες οὐκ ᾔδειν ὅτι λούεται ἡ Κυθέρειαχερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμουςἹλήκοις δέσποινα καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι

μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπονΝῦν ἔγνων Ῥοδόκλεια καὶ οὐ Κύπρις Εἶτα τὸ κάbος

τοῦτο πόθεν σύ δοκῶ τὴν θεὸν ἐκδέδυκας

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πέμπω σοι Ῥοδόκλεια τόδε στέφος ἄνθεσι καλοῖςαὐτὸς ἐφrsquo ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις

Ἔστι κρίνον ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τrsquo ἀνεμώνηκαὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον

Ταῦτα στεψαμένη λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσαἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος

Τα αρχικά των ονομάτων των λουλουδιών σχηματίζουν ακροστιχίδακρίνον ῥοδέη ανεμώνη νάρκισσος ἴον κρανίον

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνὴνοὐκ ἂν τοι κόρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλόχῳ συνομιλῶνΠᾶσαι γὰρ μετὰ κύπριν ἀτερπέες εἰσὶ γυναῖκες

26

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Θεοί δεν ήξερα εδώ πως λούζεται η Κυθέρειακαι στα μαbιά της έδωσαν τη λευτεριά τα χέρια

Έλεος δέσποινα μην πεις τα μάτια να μου σβήσουνγιατί το θεϊκό κορμί έτυχε νrsquo αντικρίσουν

Ωχ Τη Ροδόκλεια εγώ με Κύπρι έχω μπερδέψειΤότε το κάbος από πούΜην τη θεά έχεις κλέψει

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Ροδόκλεια το στεφάνι αυτό σε σένανε το στέλνωπου το rsquoχουνε τα χέρια μου μrsquo ανθούς ωραίους πλεγμένο

Το κρίνο και το ρόδο εδώ κι η ανεμώνη - ιδέ τα -κι ο νάρκισσος που rsquoναι υγρός κι η όμορφη βιολέτα

Κι όταν μrsquo αυτά στεφανωθείς να πάψεις να καυχάσαι -στο άνθισμα στο μαρασμό σαν το στεφάνι θα rsquoσαι

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνεοι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε -

γιατί μετά την ένωση τερπνές παύουνε να rsquoναι

27

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τήν ψυχήν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπί χείλεσιν ἔσχονἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

῾Ἡ τὰ ῥόδα ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν Ἀbὰ τὶ πωλεῖςΣαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲθrsquo ἄνεμος γενόμην σύ δrsquo ἐπιστείχουσα παρrsquo αὐγάςστήθεα γυμνώσαις καὶ με πνέοντα λάβοις

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον ὄφρα μὲ χερσὶνἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲ τις ἅπαξ γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκειναυηγὸς πλώει δὶς βυθὸν ἀργαλέον

28

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 13: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ψυχή μοι προλέγει φεύγειν πόθον Ἡλιοδώραςδάκρυα καί ζήλους τούς πρίν ἐπισταμένη

Φησί μέν ἀbά φυγεῖν οὔ μοι σθένος ἡ γάρ ἀναιδήςαὐτή καί προλέγει καί προλεγοῦσα φιλεῖ

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ἁδύ τό βινεῖν ἐστι τίς οὐ λέγει ἀbrsquo ὅταν αἰτῇχαλκόν πικρότερον γίνεται ἑbεβόρου

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Ἐς Δανάην ἔρρευσας Ὀλύμπιε χρυσός ἵνrsquo ἡ παῖςὡς δώρῳ πεισθῇ μή τρέσῃ ὡς Κρονίδην

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

῾Ὁ Ζεύς τήν Δανάην χρυσοῦ κἀγώ δέ σέ χρυσοῦπλείονα γάρ δοῦναι τοῦ Διός οὐ δύναμαι

20

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Την Ηλιοδώρα η ψυχή μού λέει να ξεχάσωτις ζήλιες και τα δάκρυα μην ξαναδοκιμάσω

΄Ό τι κι αν λέει δεν μπορώ - μα πώς το αποτολμάεικαι να ζητά το χωρισμό κι ακόμα νrsquo αγαπάει

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ποιος δε θα πει ολόγλυκο πως είναι το γαμήσιμα απrsquo το φαρμάκι πιο πικρό αν χρήματα κοστίσει

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Μες στη Δανάη έρρευσες χρυσός Ολύμπιε Δίααπό το δώρο να πεισθεί κι όχι απrsquo τη φοβία

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Σαν τη Δανάη εσύ κι εγώ σαν Δίας να σε χρυσώσωΜα από τον Δία πιο ποbά δεν έχω να σου δώσω

21

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Εὐμεγέθης πείθει με καλή γυνή ἄν τε καί ἀκμῆςἅπτητrsquo ἄν τε καί ᾖ Σιμύλεπρεσβυτέρη

῾Ἡ μέν γάρ με νέα περιλήψεται ἤν δέ παλαιήγραῖά με καί ῥυσή Σιμύλε λειχάσεται

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

῾Ἡ τρισί λειτουργοῦσα πρός ἕν τάχος ἀνδράσι Λύδητῷ μέν ὑπέρ νηδύν τῷ δrsquo ὑπό τῷ δrsquo ὄπιθεν

εἰσδέχομαι φιλόπαιδα γυναικομανῆ φιλυβριστήνΕἰ σπεύδεις ἐλθών σύν δυσί μή κατέχου

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καί πενίη καί ἔρως δύο μοι κακά καί τό μέν οἴσωκούφως πῦρ δέ φέρειν Κύπριδος οὐ δύναμαι

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἠράσθην ἐφίλουν ἔτυχον κατέπραξrsquo ἀγαπῶμαιτίς δέ καί ἧς καί πῶς ἡ θεός οἶδε μόνη

22

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Μικρή ή μεγάλη θέλω φίλενταρντάνα όμορφη Σιμύλε-

η νέα εντός της θα με στείψειμα η γριά θα μου τον γλείψει

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

Τρεις άνδρες η Λυδή εγώ μπορώ να κουμαντάρω-το laquoπάνωraquo μου το laquoκάτωraquo μου το laquoπίσωraquo να τους δώσω

σε γυναικά παιδεραστή ακόμη και βιτσιόζοΕμπρός λοιπόν κι οι τρεις εσείς ελάτε να σας πάρω

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Φτώχια και Έρως δυο δεινάπου το καθένα τυραννά

Και αν τη φτώχια τη βαστώτον Έρωτα αδυνατώ

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Συνάντησα ερωτεύθηκα κι από αγάπη λειώνω ndashμα ποιος εγώ με ποια και πώς θεός γνωρίζει μόνο

23

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείναςἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα

῾Ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά μὲ ποσσὶνἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον

ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα τὰ δrsquo ἠύτε πνεύματι φύbαἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα

μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισινκαὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο χρύσεα μαζῶνχρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένηπυγαὶ δrsquo ἀbήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο

ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναιτὸν δrsquo ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ

οὐχ ὅλον Εὐρώταν ἀbrsquo ὅσον ἠδύνατο

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

῎Ἢ τό φιλεῖν περίγραψον Ἒρως ὃλον ἢ τό φιλεῖσθαι πρόσθες ἳνrsquo ἢ λύσῃς τόν πόθον ἢ κεράσῃς

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Κάbος ἔχεις Κύπριδος Πειθοῦς στόμα σώματος ἀκμὴνεἰαρινὼν Ὡρῶν φθέγμα δὲ Καbιόπης

νοῦν καὶ σωφροσύνην Θέμιδος καὶ χεῖρας Ἀθήνηςσὺν σοὶ δrsquo αἱ Χάριτες τέσσαρές εἰσι Φίλη

24

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Στη χλόη τη ροδοκάπουλη Δωρίδα την πλαγιάζω-μες στων ανθών τον οργασμό με αθάνατο πώς μοιάζωΤα πόδια της πανύψηλα τη μέση μου έχουν κλείσει -

σε αγώνα δρόμου ερωτικό τρέχει για να νικήσειΣαν φύbα που τα φύσηξαν τα μάτια ανοιγοκλείνει

κι εξαντλημένη από ηδονή μαζί με μένα χύνει

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθιαπου σάλευαν μήλα χρυσά στο γαλατένιο σώμα

Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε αλήθειανα είναι πιότερο υγροί κι απrsquo το νερό ακόμα

Φουσκώνει ο Ευρώτας της μπροστά το χέρι βάζειμα όσο και να ήθελε όλον δεν τον σκεπάζει

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Έρωτα να μην αγαπώ κάνε με ή νrsquo αγαπιέμαι-τον πόθο είτε σβήσε μου είτε ανάφλεξέ με

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Τη χάρη έχεις της Κύπριδος και της Πειθούς το στόμακαι της Καbιόπης τη φωνή της Άνοιξης το σώμαΤα χέρια έχεις της Αθηνάς της Θέμιδος τη σκέψη

Οι Χάριτες δεν είναι τρεις - τέταρτη σrsquo έχουν στέψει

25

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Δαίμονες οὐκ ᾔδειν ὅτι λούεται ἡ Κυθέρειαχερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμουςἹλήκοις δέσποινα καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι

μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπονΝῦν ἔγνων Ῥοδόκλεια καὶ οὐ Κύπρις Εἶτα τὸ κάbος

τοῦτο πόθεν σύ δοκῶ τὴν θεὸν ἐκδέδυκας

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πέμπω σοι Ῥοδόκλεια τόδε στέφος ἄνθεσι καλοῖςαὐτὸς ἐφrsquo ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις

Ἔστι κρίνον ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τrsquo ἀνεμώνηκαὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον

Ταῦτα στεψαμένη λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσαἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος

Τα αρχικά των ονομάτων των λουλουδιών σχηματίζουν ακροστιχίδακρίνον ῥοδέη ανεμώνη νάρκισσος ἴον κρανίον

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνὴνοὐκ ἂν τοι κόρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλόχῳ συνομιλῶνΠᾶσαι γὰρ μετὰ κύπριν ἀτερπέες εἰσὶ γυναῖκες

26

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Θεοί δεν ήξερα εδώ πως λούζεται η Κυθέρειακαι στα μαbιά της έδωσαν τη λευτεριά τα χέρια

Έλεος δέσποινα μην πεις τα μάτια να μου σβήσουνγιατί το θεϊκό κορμί έτυχε νrsquo αντικρίσουν

Ωχ Τη Ροδόκλεια εγώ με Κύπρι έχω μπερδέψειΤότε το κάbος από πούΜην τη θεά έχεις κλέψει

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Ροδόκλεια το στεφάνι αυτό σε σένανε το στέλνωπου το rsquoχουνε τα χέρια μου μrsquo ανθούς ωραίους πλεγμένο

Το κρίνο και το ρόδο εδώ κι η ανεμώνη - ιδέ τα -κι ο νάρκισσος που rsquoναι υγρός κι η όμορφη βιολέτα

Κι όταν μrsquo αυτά στεφανωθείς να πάψεις να καυχάσαι -στο άνθισμα στο μαρασμό σαν το στεφάνι θα rsquoσαι

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνεοι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε -

γιατί μετά την ένωση τερπνές παύουνε να rsquoναι

27

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τήν ψυχήν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπί χείλεσιν ἔσχονἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

῾Ἡ τὰ ῥόδα ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν Ἀbὰ τὶ πωλεῖςΣαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲθrsquo ἄνεμος γενόμην σύ δrsquo ἐπιστείχουσα παρrsquo αὐγάςστήθεα γυμνώσαις καὶ με πνέοντα λάβοις

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον ὄφρα μὲ χερσὶνἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲ τις ἅπαξ γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκειναυηγὸς πλώει δὶς βυθὸν ἀργαλέον

28

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 14: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 24 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Την Ηλιοδώρα η ψυχή μού λέει να ξεχάσωτις ζήλιες και τα δάκρυα μην ξαναδοκιμάσω

΄Ό τι κι αν λέει δεν μπορώ - μα πώς το αποτολμάεικαι να ζητά το χωρισμό κι ακόμα νrsquo αγαπάει

V 29 ΚΙΛΛΑΚΤΟΡΟΣ

Ποιος δε θα πει ολόγλυκο πως είναι το γαμήσιμα απrsquo το φαρμάκι πιο πικρό αν χρήματα κοστίσει

V 33 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Μες στη Δανάη έρρευσες χρυσός Ολύμπιε Δίααπό το δώρο να πεισθεί κι όχι απrsquo τη φοβία

V 34 ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ

Σαν τη Δανάη εσύ κι εγώ σαν Δίας να σε χρυσώσωΜα από τον Δία πιο ποbά δεν έχω να σου δώσω

21

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Εὐμεγέθης πείθει με καλή γυνή ἄν τε καί ἀκμῆςἅπτητrsquo ἄν τε καί ᾖ Σιμύλεπρεσβυτέρη

῾Ἡ μέν γάρ με νέα περιλήψεται ἤν δέ παλαιήγραῖά με καί ῥυσή Σιμύλε λειχάσεται

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

῾Ἡ τρισί λειτουργοῦσα πρός ἕν τάχος ἀνδράσι Λύδητῷ μέν ὑπέρ νηδύν τῷ δrsquo ὑπό τῷ δrsquo ὄπιθεν

εἰσδέχομαι φιλόπαιδα γυναικομανῆ φιλυβριστήνΕἰ σπεύδεις ἐλθών σύν δυσί μή κατέχου

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καί πενίη καί ἔρως δύο μοι κακά καί τό μέν οἴσωκούφως πῦρ δέ φέρειν Κύπριδος οὐ δύναμαι

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἠράσθην ἐφίλουν ἔτυχον κατέπραξrsquo ἀγαπῶμαιτίς δέ καί ἧς καί πῶς ἡ θεός οἶδε μόνη

22

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Μικρή ή μεγάλη θέλω φίλενταρντάνα όμορφη Σιμύλε-

η νέα εντός της θα με στείψειμα η γριά θα μου τον γλείψει

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

Τρεις άνδρες η Λυδή εγώ μπορώ να κουμαντάρω-το laquoπάνωraquo μου το laquoκάτωraquo μου το laquoπίσωraquo να τους δώσω

σε γυναικά παιδεραστή ακόμη και βιτσιόζοΕμπρός λοιπόν κι οι τρεις εσείς ελάτε να σας πάρω

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Φτώχια και Έρως δυο δεινάπου το καθένα τυραννά

Και αν τη φτώχια τη βαστώτον Έρωτα αδυνατώ

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Συνάντησα ερωτεύθηκα κι από αγάπη λειώνω ndashμα ποιος εγώ με ποια και πώς θεός γνωρίζει μόνο

23

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείναςἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα

῾Ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά μὲ ποσσὶνἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον

ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα τὰ δrsquo ἠύτε πνεύματι φύbαἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα

μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισινκαὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο χρύσεα μαζῶνχρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένηπυγαὶ δrsquo ἀbήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο

ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναιτὸν δrsquo ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ

οὐχ ὅλον Εὐρώταν ἀbrsquo ὅσον ἠδύνατο

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

῎Ἢ τό φιλεῖν περίγραψον Ἒρως ὃλον ἢ τό φιλεῖσθαι πρόσθες ἳνrsquo ἢ λύσῃς τόν πόθον ἢ κεράσῃς

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Κάbος ἔχεις Κύπριδος Πειθοῦς στόμα σώματος ἀκμὴνεἰαρινὼν Ὡρῶν φθέγμα δὲ Καbιόπης

νοῦν καὶ σωφροσύνην Θέμιδος καὶ χεῖρας Ἀθήνηςσὺν σοὶ δrsquo αἱ Χάριτες τέσσαρές εἰσι Φίλη

24

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Στη χλόη τη ροδοκάπουλη Δωρίδα την πλαγιάζω-μες στων ανθών τον οργασμό με αθάνατο πώς μοιάζωΤα πόδια της πανύψηλα τη μέση μου έχουν κλείσει -

σε αγώνα δρόμου ερωτικό τρέχει για να νικήσειΣαν φύbα που τα φύσηξαν τα μάτια ανοιγοκλείνει

κι εξαντλημένη από ηδονή μαζί με μένα χύνει

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθιαπου σάλευαν μήλα χρυσά στο γαλατένιο σώμα

Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε αλήθειανα είναι πιότερο υγροί κι απrsquo το νερό ακόμα

Φουσκώνει ο Ευρώτας της μπροστά το χέρι βάζειμα όσο και να ήθελε όλον δεν τον σκεπάζει

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Έρωτα να μην αγαπώ κάνε με ή νrsquo αγαπιέμαι-τον πόθο είτε σβήσε μου είτε ανάφλεξέ με

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Τη χάρη έχεις της Κύπριδος και της Πειθούς το στόμακαι της Καbιόπης τη φωνή της Άνοιξης το σώμαΤα χέρια έχεις της Αθηνάς της Θέμιδος τη σκέψη

Οι Χάριτες δεν είναι τρεις - τέταρτη σrsquo έχουν στέψει

25

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Δαίμονες οὐκ ᾔδειν ὅτι λούεται ἡ Κυθέρειαχερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμουςἹλήκοις δέσποινα καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι

μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπονΝῦν ἔγνων Ῥοδόκλεια καὶ οὐ Κύπρις Εἶτα τὸ κάbος

τοῦτο πόθεν σύ δοκῶ τὴν θεὸν ἐκδέδυκας

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πέμπω σοι Ῥοδόκλεια τόδε στέφος ἄνθεσι καλοῖςαὐτὸς ἐφrsquo ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις

Ἔστι κρίνον ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τrsquo ἀνεμώνηκαὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον

Ταῦτα στεψαμένη λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσαἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος

Τα αρχικά των ονομάτων των λουλουδιών σχηματίζουν ακροστιχίδακρίνον ῥοδέη ανεμώνη νάρκισσος ἴον κρανίον

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνὴνοὐκ ἂν τοι κόρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλόχῳ συνομιλῶνΠᾶσαι γὰρ μετὰ κύπριν ἀτερπέες εἰσὶ γυναῖκες

26

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Θεοί δεν ήξερα εδώ πως λούζεται η Κυθέρειακαι στα μαbιά της έδωσαν τη λευτεριά τα χέρια

Έλεος δέσποινα μην πεις τα μάτια να μου σβήσουνγιατί το θεϊκό κορμί έτυχε νrsquo αντικρίσουν

Ωχ Τη Ροδόκλεια εγώ με Κύπρι έχω μπερδέψειΤότε το κάbος από πούΜην τη θεά έχεις κλέψει

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Ροδόκλεια το στεφάνι αυτό σε σένανε το στέλνωπου το rsquoχουνε τα χέρια μου μrsquo ανθούς ωραίους πλεγμένο

Το κρίνο και το ρόδο εδώ κι η ανεμώνη - ιδέ τα -κι ο νάρκισσος που rsquoναι υγρός κι η όμορφη βιολέτα

Κι όταν μrsquo αυτά στεφανωθείς να πάψεις να καυχάσαι -στο άνθισμα στο μαρασμό σαν το στεφάνι θα rsquoσαι

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνεοι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε -

γιατί μετά την ένωση τερπνές παύουνε να rsquoναι

27

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τήν ψυχήν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπί χείλεσιν ἔσχονἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

῾Ἡ τὰ ῥόδα ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν Ἀbὰ τὶ πωλεῖςΣαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲθrsquo ἄνεμος γενόμην σύ δrsquo ἐπιστείχουσα παρrsquo αὐγάςστήθεα γυμνώσαις καὶ με πνέοντα λάβοις

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον ὄφρα μὲ χερσὶνἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲ τις ἅπαξ γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκειναυηγὸς πλώει δὶς βυθὸν ἀργαλέον

28

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 15: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Εὐμεγέθης πείθει με καλή γυνή ἄν τε καί ἀκμῆςἅπτητrsquo ἄν τε καί ᾖ Σιμύλεπρεσβυτέρη

῾Ἡ μέν γάρ με νέα περιλήψεται ἤν δέ παλαιήγραῖά με καί ῥυσή Σιμύλε λειχάσεται

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

῾Ἡ τρισί λειτουργοῦσα πρός ἕν τάχος ἀνδράσι Λύδητῷ μέν ὑπέρ νηδύν τῷ δrsquo ὑπό τῷ δrsquo ὄπιθεν

εἰσδέχομαι φιλόπαιδα γυναικομανῆ φιλυβριστήνΕἰ σπεύδεις ἐλθών σύν δυσί μή κατέχου

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καί πενίη καί ἔρως δύο μοι κακά καί τό μέν οἴσωκούφως πῦρ δέ φέρειν Κύπριδος οὐ δύναμαι

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἠράσθην ἐφίλουν ἔτυχον κατέπραξrsquo ἀγαπῶμαιτίς δέ καί ἧς καί πῶς ἡ θεός οἶδε μόνη

22

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Μικρή ή μεγάλη θέλω φίλενταρντάνα όμορφη Σιμύλε-

η νέα εντός της θα με στείψειμα η γριά θα μου τον γλείψει

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

Τρεις άνδρες η Λυδή εγώ μπορώ να κουμαντάρω-το laquoπάνωraquo μου το laquoκάτωraquo μου το laquoπίσωraquo να τους δώσω

σε γυναικά παιδεραστή ακόμη και βιτσιόζοΕμπρός λοιπόν κι οι τρεις εσείς ελάτε να σας πάρω

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Φτώχια και Έρως δυο δεινάπου το καθένα τυραννά

Και αν τη φτώχια τη βαστώτον Έρωτα αδυνατώ

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Συνάντησα ερωτεύθηκα κι από αγάπη λειώνω ndashμα ποιος εγώ με ποια και πώς θεός γνωρίζει μόνο

23

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείναςἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα

῾Ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά μὲ ποσσὶνἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον

ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα τὰ δrsquo ἠύτε πνεύματι φύbαἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα

μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισινκαὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο χρύσεα μαζῶνχρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένηπυγαὶ δrsquo ἀbήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο

ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναιτὸν δrsquo ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ

οὐχ ὅλον Εὐρώταν ἀbrsquo ὅσον ἠδύνατο

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

῎Ἢ τό φιλεῖν περίγραψον Ἒρως ὃλον ἢ τό φιλεῖσθαι πρόσθες ἳνrsquo ἢ λύσῃς τόν πόθον ἢ κεράσῃς

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Κάbος ἔχεις Κύπριδος Πειθοῦς στόμα σώματος ἀκμὴνεἰαρινὼν Ὡρῶν φθέγμα δὲ Καbιόπης

νοῦν καὶ σωφροσύνην Θέμιδος καὶ χεῖρας Ἀθήνηςσὺν σοὶ δrsquo αἱ Χάριτες τέσσαρές εἰσι Φίλη

24

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Στη χλόη τη ροδοκάπουλη Δωρίδα την πλαγιάζω-μες στων ανθών τον οργασμό με αθάνατο πώς μοιάζωΤα πόδια της πανύψηλα τη μέση μου έχουν κλείσει -

σε αγώνα δρόμου ερωτικό τρέχει για να νικήσειΣαν φύbα που τα φύσηξαν τα μάτια ανοιγοκλείνει

κι εξαντλημένη από ηδονή μαζί με μένα χύνει

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθιαπου σάλευαν μήλα χρυσά στο γαλατένιο σώμα

Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε αλήθειανα είναι πιότερο υγροί κι απrsquo το νερό ακόμα

Φουσκώνει ο Ευρώτας της μπροστά το χέρι βάζειμα όσο και να ήθελε όλον δεν τον σκεπάζει

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Έρωτα να μην αγαπώ κάνε με ή νrsquo αγαπιέμαι-τον πόθο είτε σβήσε μου είτε ανάφλεξέ με

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Τη χάρη έχεις της Κύπριδος και της Πειθούς το στόμακαι της Καbιόπης τη φωνή της Άνοιξης το σώμαΤα χέρια έχεις της Αθηνάς της Θέμιδος τη σκέψη

Οι Χάριτες δεν είναι τρεις - τέταρτη σrsquo έχουν στέψει

25

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Δαίμονες οὐκ ᾔδειν ὅτι λούεται ἡ Κυθέρειαχερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμουςἹλήκοις δέσποινα καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι

μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπονΝῦν ἔγνων Ῥοδόκλεια καὶ οὐ Κύπρις Εἶτα τὸ κάbος

τοῦτο πόθεν σύ δοκῶ τὴν θεὸν ἐκδέδυκας

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πέμπω σοι Ῥοδόκλεια τόδε στέφος ἄνθεσι καλοῖςαὐτὸς ἐφrsquo ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις

Ἔστι κρίνον ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τrsquo ἀνεμώνηκαὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον

Ταῦτα στεψαμένη λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσαἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος

Τα αρχικά των ονομάτων των λουλουδιών σχηματίζουν ακροστιχίδακρίνον ῥοδέη ανεμώνη νάρκισσος ἴον κρανίον

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνὴνοὐκ ἂν τοι κόρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλόχῳ συνομιλῶνΠᾶσαι γὰρ μετὰ κύπριν ἀτερπέες εἰσὶ γυναῖκες

26

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Θεοί δεν ήξερα εδώ πως λούζεται η Κυθέρειακαι στα μαbιά της έδωσαν τη λευτεριά τα χέρια

Έλεος δέσποινα μην πεις τα μάτια να μου σβήσουνγιατί το θεϊκό κορμί έτυχε νrsquo αντικρίσουν

Ωχ Τη Ροδόκλεια εγώ με Κύπρι έχω μπερδέψειΤότε το κάbος από πούΜην τη θεά έχεις κλέψει

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Ροδόκλεια το στεφάνι αυτό σε σένανε το στέλνωπου το rsquoχουνε τα χέρια μου μrsquo ανθούς ωραίους πλεγμένο

Το κρίνο και το ρόδο εδώ κι η ανεμώνη - ιδέ τα -κι ο νάρκισσος που rsquoναι υγρός κι η όμορφη βιολέτα

Κι όταν μrsquo αυτά στεφανωθείς να πάψεις να καυχάσαι -στο άνθισμα στο μαρασμό σαν το στεφάνι θα rsquoσαι

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνεοι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε -

γιατί μετά την ένωση τερπνές παύουνε να rsquoναι

27

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τήν ψυχήν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπί χείλεσιν ἔσχονἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

῾Ἡ τὰ ῥόδα ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν Ἀbὰ τὶ πωλεῖςΣαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲθrsquo ἄνεμος γενόμην σύ δrsquo ἐπιστείχουσα παρrsquo αὐγάςστήθεα γυμνώσαις καὶ με πνέοντα λάβοις

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον ὄφρα μὲ χερσὶνἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲ τις ἅπαξ γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκειναυηγὸς πλώει δὶς βυθὸν ἀργαλέον

28

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 16: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 38 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Μικρή ή μεγάλη θέλω φίλενταρντάνα όμορφη Σιμύλε-

η νέα εντός της θα με στείψειμα η γριά θα μου τον γλείψει

V 49 ΤΟΥΔΙΚΙΟΥ ΓΑΛΛΟΥ

Τρεις άνδρες η Λυδή εγώ μπορώ να κουμαντάρω-το laquoπάνωraquo μου το laquoκάτωraquo μου το laquoπίσωraquo να τους δώσω

σε γυναικά παιδεραστή ακόμη και βιτσιόζοΕμπρός λοιπόν κι οι τρεις εσείς ελάτε να σας πάρω

V 50 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Φτώχια και Έρως δυο δεινάπου το καθένα τυραννά

Και αν τη φτώχια τη βαστώτον Έρωτα αδυνατώ

V 51 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Συνάντησα ερωτεύθηκα κι από αγάπη λειώνω ndashμα ποιος εγώ με ποια και πώς θεός γνωρίζει μόνο

23

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείναςἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα

῾Ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά μὲ ποσσὶνἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον

ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα τὰ δrsquo ἠύτε πνεύματι φύbαἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα

μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισινκαὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο χρύσεα μαζῶνχρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένηπυγαὶ δrsquo ἀbήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο

ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναιτὸν δrsquo ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ

οὐχ ὅλον Εὐρώταν ἀbrsquo ὅσον ἠδύνατο

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

῎Ἢ τό φιλεῖν περίγραψον Ἒρως ὃλον ἢ τό φιλεῖσθαι πρόσθες ἳνrsquo ἢ λύσῃς τόν πόθον ἢ κεράσῃς

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Κάbος ἔχεις Κύπριδος Πειθοῦς στόμα σώματος ἀκμὴνεἰαρινὼν Ὡρῶν φθέγμα δὲ Καbιόπης

νοῦν καὶ σωφροσύνην Θέμιδος καὶ χεῖρας Ἀθήνηςσὺν σοὶ δrsquo αἱ Χάριτες τέσσαρές εἰσι Φίλη

24

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Στη χλόη τη ροδοκάπουλη Δωρίδα την πλαγιάζω-μες στων ανθών τον οργασμό με αθάνατο πώς μοιάζωΤα πόδια της πανύψηλα τη μέση μου έχουν κλείσει -

σε αγώνα δρόμου ερωτικό τρέχει για να νικήσειΣαν φύbα που τα φύσηξαν τα μάτια ανοιγοκλείνει

κι εξαντλημένη από ηδονή μαζί με μένα χύνει

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθιαπου σάλευαν μήλα χρυσά στο γαλατένιο σώμα

Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε αλήθειανα είναι πιότερο υγροί κι απrsquo το νερό ακόμα

Φουσκώνει ο Ευρώτας της μπροστά το χέρι βάζειμα όσο και να ήθελε όλον δεν τον σκεπάζει

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Έρωτα να μην αγαπώ κάνε με ή νrsquo αγαπιέμαι-τον πόθο είτε σβήσε μου είτε ανάφλεξέ με

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Τη χάρη έχεις της Κύπριδος και της Πειθούς το στόμακαι της Καbιόπης τη φωνή της Άνοιξης το σώμαΤα χέρια έχεις της Αθηνάς της Θέμιδος τη σκέψη

Οι Χάριτες δεν είναι τρεις - τέταρτη σrsquo έχουν στέψει

25

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Δαίμονες οὐκ ᾔδειν ὅτι λούεται ἡ Κυθέρειαχερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμουςἹλήκοις δέσποινα καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι

μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπονΝῦν ἔγνων Ῥοδόκλεια καὶ οὐ Κύπρις Εἶτα τὸ κάbος

τοῦτο πόθεν σύ δοκῶ τὴν θεὸν ἐκδέδυκας

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πέμπω σοι Ῥοδόκλεια τόδε στέφος ἄνθεσι καλοῖςαὐτὸς ἐφrsquo ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις

Ἔστι κρίνον ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τrsquo ἀνεμώνηκαὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον

Ταῦτα στεψαμένη λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσαἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος

Τα αρχικά των ονομάτων των λουλουδιών σχηματίζουν ακροστιχίδακρίνον ῥοδέη ανεμώνη νάρκισσος ἴον κρανίον

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνὴνοὐκ ἂν τοι κόρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλόχῳ συνομιλῶνΠᾶσαι γὰρ μετὰ κύπριν ἀτερπέες εἰσὶ γυναῖκες

26

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Θεοί δεν ήξερα εδώ πως λούζεται η Κυθέρειακαι στα μαbιά της έδωσαν τη λευτεριά τα χέρια

Έλεος δέσποινα μην πεις τα μάτια να μου σβήσουνγιατί το θεϊκό κορμί έτυχε νrsquo αντικρίσουν

Ωχ Τη Ροδόκλεια εγώ με Κύπρι έχω μπερδέψειΤότε το κάbος από πούΜην τη θεά έχεις κλέψει

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Ροδόκλεια το στεφάνι αυτό σε σένανε το στέλνωπου το rsquoχουνε τα χέρια μου μrsquo ανθούς ωραίους πλεγμένο

Το κρίνο και το ρόδο εδώ κι η ανεμώνη - ιδέ τα -κι ο νάρκισσος που rsquoναι υγρός κι η όμορφη βιολέτα

Κι όταν μrsquo αυτά στεφανωθείς να πάψεις να καυχάσαι -στο άνθισμα στο μαρασμό σαν το στεφάνι θα rsquoσαι

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνεοι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε -

γιατί μετά την ένωση τερπνές παύουνε να rsquoναι

27

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τήν ψυχήν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπί χείλεσιν ἔσχονἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

῾Ἡ τὰ ῥόδα ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν Ἀbὰ τὶ πωλεῖςΣαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲθrsquo ἄνεμος γενόμην σύ δrsquo ἐπιστείχουσα παρrsquo αὐγάςστήθεα γυμνώσαις καὶ με πνέοντα λάβοις

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον ὄφρα μὲ χερσὶνἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲ τις ἅπαξ γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκειναυηγὸς πλώει δὶς βυθὸν ἀργαλέον

28

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 17: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Δωρίδα τὴν ῥοδόπυγον ὑπὲρ λεχέων διατείναςἄνθεσιν ἐν χλοεροῖς ἀθάνατος γέγονα

῾Ἡ γὰρ ὑπερφυέεσσι μέσον διαβᾶσά μὲ ποσσὶνἤνυεν ἀκλινέως τὸν Κύπριδος δόλιχον

ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα τὰ δrsquo ἠύτε πνεύματι φύbαἀμφισαλευομένης ἔτρεμε πορφύρεα

μέχρις ἀπεσπείσθη λευκὸν μένος ἀμφοτέροισινκαὶ Δωρὶς παρέτοις ἐξεχύθη μέλεσι

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο χρύσεα μαζῶνχρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένηπυγαὶ δrsquo ἀbήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο

ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναιτὸν δrsquo ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ

οὐχ ὅλον Εὐρώταν ἀbrsquo ὅσον ἠδύνατο

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

῎Ἢ τό φιλεῖν περίγραψον Ἒρως ὃλον ἢ τό φιλεῖσθαι πρόσθες ἳνrsquo ἢ λύσῃς τόν πόθον ἢ κεράσῃς

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Κάbος ἔχεις Κύπριδος Πειθοῦς στόμα σώματος ἀκμὴνεἰαρινὼν Ὡρῶν φθέγμα δὲ Καbιόπης

νοῦν καὶ σωφροσύνην Θέμιδος καὶ χεῖρας Ἀθήνηςσὺν σοὶ δrsquo αἱ Χάριτες τέσσαρές εἰσι Φίλη

24

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Στη χλόη τη ροδοκάπουλη Δωρίδα την πλαγιάζω-μες στων ανθών τον οργασμό με αθάνατο πώς μοιάζωΤα πόδια της πανύψηλα τη μέση μου έχουν κλείσει -

σε αγώνα δρόμου ερωτικό τρέχει για να νικήσειΣαν φύbα που τα φύσηξαν τα μάτια ανοιγοκλείνει

κι εξαντλημένη από ηδονή μαζί με μένα χύνει

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθιαπου σάλευαν μήλα χρυσά στο γαλατένιο σώμα

Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε αλήθειανα είναι πιότερο υγροί κι απrsquo το νερό ακόμα

Φουσκώνει ο Ευρώτας της μπροστά το χέρι βάζειμα όσο και να ήθελε όλον δεν τον σκεπάζει

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Έρωτα να μην αγαπώ κάνε με ή νrsquo αγαπιέμαι-τον πόθο είτε σβήσε μου είτε ανάφλεξέ με

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Τη χάρη έχεις της Κύπριδος και της Πειθούς το στόμακαι της Καbιόπης τη φωνή της Άνοιξης το σώμαΤα χέρια έχεις της Αθηνάς της Θέμιδος τη σκέψη

Οι Χάριτες δεν είναι τρεις - τέταρτη σrsquo έχουν στέψει

25

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Δαίμονες οὐκ ᾔδειν ὅτι λούεται ἡ Κυθέρειαχερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμουςἹλήκοις δέσποινα καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι

μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπονΝῦν ἔγνων Ῥοδόκλεια καὶ οὐ Κύπρις Εἶτα τὸ κάbος

τοῦτο πόθεν σύ δοκῶ τὴν θεὸν ἐκδέδυκας

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πέμπω σοι Ῥοδόκλεια τόδε στέφος ἄνθεσι καλοῖςαὐτὸς ἐφrsquo ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις

Ἔστι κρίνον ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τrsquo ἀνεμώνηκαὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον

Ταῦτα στεψαμένη λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσαἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος

Τα αρχικά των ονομάτων των λουλουδιών σχηματίζουν ακροστιχίδακρίνον ῥοδέη ανεμώνη νάρκισσος ἴον κρανίον

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνὴνοὐκ ἂν τοι κόρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλόχῳ συνομιλῶνΠᾶσαι γὰρ μετὰ κύπριν ἀτερπέες εἰσὶ γυναῖκες

26

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Θεοί δεν ήξερα εδώ πως λούζεται η Κυθέρειακαι στα μαbιά της έδωσαν τη λευτεριά τα χέρια

Έλεος δέσποινα μην πεις τα μάτια να μου σβήσουνγιατί το θεϊκό κορμί έτυχε νrsquo αντικρίσουν

Ωχ Τη Ροδόκλεια εγώ με Κύπρι έχω μπερδέψειΤότε το κάbος από πούΜην τη θεά έχεις κλέψει

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Ροδόκλεια το στεφάνι αυτό σε σένανε το στέλνωπου το rsquoχουνε τα χέρια μου μrsquo ανθούς ωραίους πλεγμένο

Το κρίνο και το ρόδο εδώ κι η ανεμώνη - ιδέ τα -κι ο νάρκισσος που rsquoναι υγρός κι η όμορφη βιολέτα

Κι όταν μrsquo αυτά στεφανωθείς να πάψεις να καυχάσαι -στο άνθισμα στο μαρασμό σαν το στεφάνι θα rsquoσαι

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνεοι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε -

γιατί μετά την ένωση τερπνές παύουνε να rsquoναι

27

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τήν ψυχήν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπί χείλεσιν ἔσχονἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

῾Ἡ τὰ ῥόδα ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν Ἀbὰ τὶ πωλεῖςΣαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲθrsquo ἄνεμος γενόμην σύ δrsquo ἐπιστείχουσα παρrsquo αὐγάςστήθεα γυμνώσαις καὶ με πνέοντα λάβοις

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον ὄφρα μὲ χερσὶνἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲ τις ἅπαξ γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκειναυηγὸς πλώει δὶς βυθὸν ἀργαλέον

28

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 18: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 55 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Στη χλόη τη ροδοκάπουλη Δωρίδα την πλαγιάζω-μες στων ανθών τον οργασμό με αθάνατο πώς μοιάζωΤα πόδια της πανύψηλα τη μέση μου έχουν κλείσει -

σε αγώνα δρόμου ερωτικό τρέχει για να νικήσειΣαν φύbα που τα φύσηξαν τα μάτια ανοιγοκλείνει

κι εξαντλημένη από ηδονή μαζί με μένα χύνει

V 60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθιαπου σάλευαν μήλα χρυσά στο γαλατένιο σώμα

Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε αλήθειανα είναι πιότερο υγροί κι απrsquo το νερό ακόμα

Φουσκώνει ο Ευρώτας της μπροστά το χέρι βάζειμα όσο και να ήθελε όλον δεν τον σκεπάζει

V 68 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Έρωτα να μην αγαπώ κάνε με ή νrsquo αγαπιέμαι-τον πόθο είτε σβήσε μου είτε ανάφλεξέ με

V 70 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Τη χάρη έχεις της Κύπριδος και της Πειθούς το στόμακαι της Καbιόπης τη φωνή της Άνοιξης το σώμαΤα χέρια έχεις της Αθηνάς της Θέμιδος τη σκέψη

Οι Χάριτες δεν είναι τρεις - τέταρτη σrsquo έχουν στέψει

25

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Δαίμονες οὐκ ᾔδειν ὅτι λούεται ἡ Κυθέρειαχερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμουςἹλήκοις δέσποινα καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι

μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπονΝῦν ἔγνων Ῥοδόκλεια καὶ οὐ Κύπρις Εἶτα τὸ κάbος

τοῦτο πόθεν σύ δοκῶ τὴν θεὸν ἐκδέδυκας

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πέμπω σοι Ῥοδόκλεια τόδε στέφος ἄνθεσι καλοῖςαὐτὸς ἐφrsquo ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις

Ἔστι κρίνον ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τrsquo ἀνεμώνηκαὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον

Ταῦτα στεψαμένη λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσαἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος

Τα αρχικά των ονομάτων των λουλουδιών σχηματίζουν ακροστιχίδακρίνον ῥοδέη ανεμώνη νάρκισσος ἴον κρανίον

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνὴνοὐκ ἂν τοι κόρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλόχῳ συνομιλῶνΠᾶσαι γὰρ μετὰ κύπριν ἀτερπέες εἰσὶ γυναῖκες

26

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Θεοί δεν ήξερα εδώ πως λούζεται η Κυθέρειακαι στα μαbιά της έδωσαν τη λευτεριά τα χέρια

Έλεος δέσποινα μην πεις τα μάτια να μου σβήσουνγιατί το θεϊκό κορμί έτυχε νrsquo αντικρίσουν

Ωχ Τη Ροδόκλεια εγώ με Κύπρι έχω μπερδέψειΤότε το κάbος από πούΜην τη θεά έχεις κλέψει

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Ροδόκλεια το στεφάνι αυτό σε σένανε το στέλνωπου το rsquoχουνε τα χέρια μου μrsquo ανθούς ωραίους πλεγμένο

Το κρίνο και το ρόδο εδώ κι η ανεμώνη - ιδέ τα -κι ο νάρκισσος που rsquoναι υγρός κι η όμορφη βιολέτα

Κι όταν μrsquo αυτά στεφανωθείς να πάψεις να καυχάσαι -στο άνθισμα στο μαρασμό σαν το στεφάνι θα rsquoσαι

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνεοι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε -

γιατί μετά την ένωση τερπνές παύουνε να rsquoναι

27

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τήν ψυχήν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπί χείλεσιν ἔσχονἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

῾Ἡ τὰ ῥόδα ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν Ἀbὰ τὶ πωλεῖςΣαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲθrsquo ἄνεμος γενόμην σύ δrsquo ἐπιστείχουσα παρrsquo αὐγάςστήθεα γυμνώσαις καὶ με πνέοντα λάβοις

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον ὄφρα μὲ χερσὶνἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲ τις ἅπαξ γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκειναυηγὸς πλώει δὶς βυθὸν ἀργαλέον

28

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 19: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Δαίμονες οὐκ ᾔδειν ὅτι λούεται ἡ Κυθέρειαχερσὶ καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμουςἹλήκοις δέσποινα καὶ ὄμμασιν ἡμετέροισι

μήποτε μηνίσῃς θεῖον ἰδοῦσι τύπονΝῦν ἔγνων Ῥοδόκλεια καὶ οὐ Κύπρις Εἶτα τὸ κάbος

τοῦτο πόθεν σύ δοκῶ τὴν θεὸν ἐκδέδυκας

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πέμπω σοι Ῥοδόκλεια τόδε στέφος ἄνθεσι καλοῖςαὐτὸς ἐφrsquo ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις

Ἔστι κρίνον ῥοδέη τε κάλυξ νοτερὴ τrsquo ἀνεμώνηκαὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον

Ταῦτα στεψαμένη λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσαἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος

Τα αρχικά των ονομάτων των λουλουδιών σχηματίζουν ακροστιχίδακρίνον ῥοδέη ανεμώνη νάρκισσος ἴον κρανίον

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εἰ τοίην χάριν εἶχε γυνὴ μετὰ Κύπριδος εὐνὴνοὐκ ἂν τοι κόρον ἔσχεν ἀνὴρ ἀλόχῳ συνομιλῶνΠᾶσαι γὰρ μετὰ κύπριν ἀτερπέες εἰσὶ γυναῖκες

26

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Θεοί δεν ήξερα εδώ πως λούζεται η Κυθέρειακαι στα μαbιά της έδωσαν τη λευτεριά τα χέρια

Έλεος δέσποινα μην πεις τα μάτια να μου σβήσουνγιατί το θεϊκό κορμί έτυχε νrsquo αντικρίσουν

Ωχ Τη Ροδόκλεια εγώ με Κύπρι έχω μπερδέψειΤότε το κάbος από πούΜην τη θεά έχεις κλέψει

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Ροδόκλεια το στεφάνι αυτό σε σένανε το στέλνωπου το rsquoχουνε τα χέρια μου μrsquo ανθούς ωραίους πλεγμένο

Το κρίνο και το ρόδο εδώ κι η ανεμώνη - ιδέ τα -κι ο νάρκισσος που rsquoναι υγρός κι η όμορφη βιολέτα

Κι όταν μrsquo αυτά στεφανωθείς να πάψεις να καυχάσαι -στο άνθισμα στο μαρασμό σαν το στεφάνι θα rsquoσαι

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνεοι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε -

γιατί μετά την ένωση τερπνές παύουνε να rsquoναι

27

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τήν ψυχήν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπί χείλεσιν ἔσχονἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

῾Ἡ τὰ ῥόδα ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν Ἀbὰ τὶ πωλεῖςΣαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲθrsquo ἄνεμος γενόμην σύ δrsquo ἐπιστείχουσα παρrsquo αὐγάςστήθεα γυμνώσαις καὶ με πνέοντα λάβοις

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον ὄφρα μὲ χερσὶνἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲ τις ἅπαξ γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκειναυηγὸς πλώει δὶς βυθὸν ἀργαλέον

28

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 20: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 73 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Θεοί δεν ήξερα εδώ πως λούζεται η Κυθέρειακαι στα μαbιά της έδωσαν τη λευτεριά τα χέρια

Έλεος δέσποινα μην πεις τα μάτια να μου σβήσουνγιατί το θεϊκό κορμί έτυχε νrsquo αντικρίσουν

Ωχ Τη Ροδόκλεια εγώ με Κύπρι έχω μπερδέψειΤότε το κάbος από πούΜην τη θεά έχεις κλέψει

V 74 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Ροδόκλεια το στεφάνι αυτό σε σένανε το στέλνωπου το rsquoχουνε τα χέρια μου μrsquo ανθούς ωραίους πλεγμένο

Το κρίνο και το ρόδο εδώ κι η ανεμώνη - ιδέ τα -κι ο νάρκισσος που rsquoναι υγρός κι η όμορφη βιολέτα

Κι όταν μrsquo αυτά στεφανωθείς να πάψεις να καυχάσαι -στο άνθισμα στο μαρασμό σαν το στεφάνι θα rsquoσαι

V 77 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μετά τον έρωτα αφού οι χάρες τους ξοφλάνεοι άνδρες στις γυναίκες τους τις πλάτες τους γυρνάνε -

γιατί μετά την ένωση τερπνές παύουνε να rsquoναι

27

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τήν ψυχήν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπί χείλεσιν ἔσχονἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

῾Ἡ τὰ ῥόδα ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν Ἀbὰ τὶ πωλεῖςΣαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲθrsquo ἄνεμος γενόμην σύ δrsquo ἐπιστείχουσα παρrsquo αὐγάςστήθεα γυμνώσαις καὶ με πνέοντα λάβοις

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον ὄφρα μὲ χερσὶνἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲ τις ἅπαξ γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκειναυηγὸς πλώει δὶς βυθὸν ἀργαλέον

28

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 21: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τήν ψυχήν Ἀγάθωνα φιλῶν ἐπί χείλεσιν ἔσχονἦλθε γάρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

῾Ἡ τὰ ῥόδα ῥοδόεσσαν ἔχεις χάριν Ἀbὰ τὶ πωλεῖςΣαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲθrsquo ἄνεμος γενόμην σύ δrsquo ἐπιστείχουσα παρrsquo αὐγάςστήθεα γυμνώσαις καὶ με πνέοντα λάβοις

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἴθε ῥόδον γενόμην ὑποπόρφυρον ὄφρα μὲ χερσὶνἀρσαμένη χαρίσῃ στήθεσι χιονέοις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἲ τις ἅπαξ γήμας πάλι δεύτερα λέκτρα διώκειναυηγὸς πλώει δὶς βυθὸν ἀργαλέον

28

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 22: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 78 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Φιλώντας τον Αγάθωνα στα χείλη ήρθες ψυχή μουγια να περάσεις από εκεί σrsquo εκείνον δύστυχή μουhellip

V 81 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Ρόδα κρατάς αbά κι εσύ του ρόδου έχεις τη χάρηΤα ρόδα εσένα ή και τα δυο ο αγοραστής θα πάρει

V 83 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Αέρας στην ακρογιαλιά που περπατάς αν γίνωπνοή στα στήθη τα γυμνά εμένα θα σου δίνω

V 84 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σαν ρόδο υποπόρφυρο στα χέρια να με πιάνειςκαι στα χιονάτα στήθια σου χάρισμα να με κάνεις

ΙΧ 133 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μοιάζει αυτός που χώρισε κι άbη γυναίκα παίρνειμε ναυαγό που στο βυθό ντουγρού ξαναπηγαίνει

29

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 23: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Φείδῃ παρθενίης Καὶ τὶ πλέον οὐ γὰρ ἐς Ἅιδηνἐλθοῦσrsquo εὑρήσεις τὸν φιλέοντα κόρη

ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος ἐν δrsquo Ἀχέροντιὀστέα καὶ σποδιήπαρθένε κεισόμεθα

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πέμπω σοι μύρον ἡδύ μύρῳ παρέχων χάριν οὐ σοίΑὐτή γάρ μυρίσαι καί τό μύρον δύνασαι

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Ὅπλιζευ Κύπρι τόξα καὶ εἰς σκοπὸν ἥσυχος ἐλθὲἄbον ἐγὼ γὰρ ἔχω τραύματος οὐδὲ τόπον

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

-Τὴν ἰσχνὴν Διόκλειαν ἀσαρκοτέρην Ἀφροδίτηνὄψεαι ἀbὰ καλοῖς ἤθεσι τερπομένην

-Οὐ πολύ μοι τὸ μεταξὺ γενήσεται ἀbrsquo ἐπὶ λεπτὰστέρνα πεσὼν ψυχῆς κείσομαι ἐaυτάτω

30

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 24: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 85 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την παρθενιά σου τι κρατείςΘα φύγεις μrsquo ένα άχτι

Έρωτα κάτω δεν θα βρεις -μόνον οστά και στάχτη

V 91 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Σου στέλνω μύρο δυνατό - στο μύρο κάνω χάρητη μυρωδιά από σένανε το άρωμα να πάρει

V 98 ΑΡΧΙΟΥ

Τα τόξα Κύπρι όπλιζε και βρες ένrsquo άbο στόχοΟύτε για ένα τραύμα εγώ δεν έχω άbο τόπο

V 102 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

- Είναι η Διόκλεια της Αφροδίτηςμια κοκκαλιάρα ισχνή εκδοχή της

μα είναι οι τρόποι της εκλεπτυσμένοικαι οπωσδήποτε χαριτωμένοι

- Δίχως εμπόδιο έτσι θα σπεύσωστrsquo άσαρκα στήθη της πάνω θα πέσωως την ψυχούλα της να τη θωπεύσω

31

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 25: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Στέρνα περὶ στέρνοις μαστῷ δrsquo ἔπι μαστὸν ἐρείσαςχείλεά τε γλυκεροῖς χείλεσι συμπιέσας

Ἀντιγόνης καὶ χρῶτα λαβὼν πρὸς χρῶτα τὰ λοιπὰσιγῶ μάρτυς ἐφrsquo οἷς λύχνος ἐπεγράφετο

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

῾Ἁ φίλερως χαροποῖς Ἀσκληπιὰς οἷα γαλήνηςὄμμασι συμπείθει πάντας ἐρωτοπλοεῖν

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἓν τόδε παμμήτειρα θεῶν λίτομαί σε φίλη Νύξναὶ λίτομαι κώμων σύμπλανε πότνια Νύξ

εἴ τις ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώραςθάλπεται ὑπναπάτῃ χρωτὶ χλιαινόμενος

κοιμάσθω μὲν λύχνος ὁ δrsquo ἐν κόλποισιν ἐκείνηςῥιπτασθεὶς κείσθω δεύτερος Ἐνδυμίων

32

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 26: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 128 ΜΑΡΚΟΥ ΑΡΓΕΝΤΑΡΙΟΥ

Το στήθος της στο στήθος μου το στέρνο της στο στέρνοΤης Αντιγόνης τα γλυκά χείλη στα χείλη φέρνωΤου δέρματός της άφησε στο δέρμα μου το ίχνος

Σιωπώ - για τrsquo άbα μάρτυρας ο αναμμένος λύχνος

V 156 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Με γαλανά γαλήνια μάτια σαν μια θαλάσσης ηρεμίαμας προσκαλείς Ασκληπιάδα μαζί σου σrsquo ερωτοπλοΐα

V 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα όλων των θεών Νύχτα αγαπημένησrsquo εκλιπαρώ σεβάσμια και κωμογυρισμένη

όποιον κάτω απrsquo τη χλαίνη της στην Ηλιοδώρα πλάιη θαλπωρή της σάρκας της τον κάνει νrsquo αγρυπνάει

Νύχτα σβήσε το λύχνο τους κι αυτός στην αγκαλιά τηςως άbος Ενδυμίωνας ας κοιμηθεί κοντά της

33

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 27: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Καὶ πυρὶ καὶ νιφετῷ με καί εἰ βούλοιο κεραυνῷβάbε καὶ εἰς κρημνοὺς ἕλκε καὶ εἰς πελάγη

Τὸν γὰρ ἀπαυδήσαντα πόθοις καὶ Ἔρωτι δαμένταοὐδὲ Διὸς τρύχει πῦρ ἐπιβαbόμενον

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τὸ σκύφος ἁδὺ γέγηθε λέγει δrsquo ὅτι τᾶς φιλέρωτοςΖηνοφίλας ψαύει τοῦ λαλίου στόματος

Ὂλβιον εἲθrsquo ὑπrsquo ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσαἀπνευστὶ ψυχὰν τάν ἐν ἐμοὶ προπίοι

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Εὕδεις Ζηνοφίλα τρυφερὸν θάλος εἲθrsquo ἐπὶ σοί νῦνἄπτερος εἰσῄειν Ὕπνος ἐπί βλεφάροις

ὡς ἐπὶ σοὶ μήδrsquo οὗτος ὁ καὶ Διὸς ὄμματα θέλγωνφοιτήσαι κάτεχον δrsquo αὐτὸς ἐγὼ σε μόνος

34

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 28: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 168 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ρίξε φωτιά και κάψε με χιόνι και πάγωσέ μεκαι αν μου θέλεις το κακό κεραυνοβόλησέ με

Πέτα με αν θες απrsquo τους γκρεμούς στης θάλασσας τα βάθη -τι άbο ο ερωτόπληκτος χειρότερο να πάθει

V 171 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τι τυχερό το κύπεbο που της φιλά τα χείληόπως το στόμα με κρασί βρέχει η ΖηνοφίληΑς ήτανε τα χείλη της νrsquo αaίξουν τα δικά μου

και μονορούφι ας έπινε όλα τα σωθικά μου

V 174 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Κοιμάσαι τρυφερέ βλαστέ μα μέσα σου μακάριάπτερος Ύπνος στα κλειστά μάτια σου να τρυπώνω -να μη σrsquo αaίζει ούτε κι αυτός που rsquoχε τον Δία πάρεικαι Ζηνοφίλη άbος κανείς - παρά εγώ και μόνο

35

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 29: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Δεινὸς Ἔρως δεινός Τὶ δὲ τὸ πλέονἢν πάλιν εἴπωκαὶ πάλιν οἰμώζων ποbάκι laquoδεινὸς Ἔρωςraquo

ἦ γὰρ ὁ παῖς τούτοισι γελᾷ καὶ πυκνὰ κακισθεὶςἥδεται ἢν δrsquo εἴπω λοίδορα καὶ τρέφεται

Θαῦμα δέ μοιπῶς ἄρα διὰ γλαυκοῖο φανεῖσακύματος ἐξ ὑγροῦ Κύπρισύ πῦρ τέτοκας

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαbῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν ὤμοι ἐγὼ δὲτήκομαι ὡς κηρὸς πὰρ πυρί κάbος ὁρῶν

Εἰ δὲ μέλαινα τὶ τοῦτο καὶ ἄνθρακες ἀbrsquo ὅτεκείνους θάλψωμενλάμπουσrsquo ὡς ῥόδεαι κάλυκες

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Λῆξον Ἔρως κραδίης τε καὶ ἥπατος εἰ δrsquo ἐπιθυμεῖςβάbειν ἄbο τί μου τῶν μελέων μετάβα

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Ῥίψωμεν χαρίεσσατὰ φάρεα γυμνὰ δὲ γυμνοῖςἀμπελάσῃ γυίοις γυῖα περιπλοκάδην

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνοτεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν

στήθεα δrsquo ἐζεύχθωτά τε χείλεα τἄbα δὲ σιγῇκρυπτέον ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην

36

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 30: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 176 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

laquoΔεινός ο Έρως φοβερόςraquo τι κι αν το πω με κλάμαΓελά και χαίρεται μrsquo αυτά - για μένα είναι θάμα

που βγήκες από το γλαυκό της θάλασσας το ντύμαγια να γεννήσεις Κύπρι εσύ φωτιά μεσrsquo απrsquo το κύμα

V 210 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Αλίμονο μου έγνεψε η Διδύμη μrsquo έναν κλώνο -την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω

Κι αν είναι μαύρη τι μrsquo αυτόΤο κάρβουνο θυμίζειπου όταν τrsquo ανάβεις λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει

V 224 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ

Έρωτα σε ήπαρ και καρδιά πάψε να ρίχνεις βέληΑbrsquo άμα θέλεις να χτυπάς υπάρχουν κι άbα μέλη

V 252 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Γδύσου κι άσε τα μέλη μου τα μέλη σου να βρούνεκι ανάμεσά μας τίποτε - τα πάντα ας ενωθούνε

Ακόμη και το αραχνωτό υφαντό που σrsquo αγκαλιάζειμε τείχος αδιαπέραστο της Βαβυλώνας μοιάζει

Τα στήθη μου στα στήθη σου τα χείλη μου στα χείλημα τrsquo άbα ας κρύψει η σιωπή - μrsquo αυτήν είμαστε φίλοι

37

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 31: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πρόκριτός ἐστιΦίλιννα τεὴ ῥυτὶς ἤ ὀπὸς ἥβηςπάσης ἱμείρω δrsquo ἀμφὶς ἔχειν παλάμαις

μᾶbον ἐγὼ σέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβοιςἢ μαζὸν νεαρὴς ὄρθιον ἡλικίης

Σὸν γὰρ ἔτι φθινόπωρον ὑπέρτερον εἴαρος ἄbηςχεῖμα σὸν ἀbοτρίου θερμότερον θέρεος

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος ἰοδόκην γὰρεἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην

Μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν ἐξότε γάρ μοιλὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα

ἀστεμφής ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστηεἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πάντα σέθεν φιλέω μοῦνον δὲ σὸν ἄκριτον ὄμμαἐχθαίρω στυγεροῖς ἀνδράσι τερπόμενον

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ὄμφαξ οὐκ ἐπένευσας ὅτrsquo ἦς σταφυλήπαρεπέμψωμὴ φθονέσῃς δοῦναι κἄν βραχὺ τῆς σταφίδος

38

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 32: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 258 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Πιότερο τις ρυτίδες σουΦίλιννα προτιμάωαπrsquo τους χυμούς των κοριτσιών που θέλω να ρουφάωΤα μήλα σου που γέρνουνε να ξέρεις δεν τrsquo αbάζω

ούτε με τrsquo όρθιο βυζί παρθένας να μαλάζωΤου φθινοπώρου σου η εποχή έαρος υπερτέρα

κι η χειμωνιά σου απrsquo αbηνής το θέρος θερμοτέρα

V 268 ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

Δε θα τρομάξει άbον πια του Έρωτα το βόλισε μένα τη φαρέτρα του αφού την άδειασε όληΚι ούτε με φτεροκόπημα άbον δε θα φοβίσει -

στο στέρνο μου αποφάσισε να στροaυλοκαθίσειΣτέκει ακίνητος βαρύς δεν παίρνει πια τις ρούγεςαφού απrsquo τη ρίζα έκοψε τις δυο του τις φτερούγες

V 284 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Όλα σε σένα τrsquo αγαπώ - τα μάτια με πειράζουναφού τους άνδρες που μισώ με πόθο τους κοιτάζουν

V 304 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κι όταν σταφύλι ήσουνα και όταν αγουρίδαμrsquo αρνήθης - μα μη μrsquo αρνηθείς τώρα λίγη σταφίδα

39

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 33: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Τριbηστὴς ὁ Ἔρως καλοῖτrsquo ἂν ὄντωςἀγρυπνεῖ θρασύς ἐστιν ἐκδιδύσκει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Ἄbος μὲν κρύσταbον ὁ δrsquo ἄργυρον οἱ δὲ τοπάζουςπέμψουσιν πλούτου δῶρα γενεθλίδια

ἀbrsquo ἲδrsquo Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσαςἀρκοῦμαι δώροις ἃ φθόνος οὐ δαμάσει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Εἶπέ τις Ἡράκλειτε τεὸν μόρον ἐς δὲ με δάκρυἤγαγεν ἐμνήσθην δrsquo ὁσσάκις ἀμφότεροι

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν ἀbὰ σὺ μέν πουξεῖνrsquo Ἁλικαρνησεῦ τετράπαλαι σποδιή

αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες ᾗσιν ὁ πάντωνἁρπακτὴς Ἀΐδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἡράκλειτος ἐγώ τὶ μrsquo ἄνω κάτω ἔλκετrsquo ἄμουσοιοὐχ ὑμῖν ἐπόνουντοῖς δὲ μrsquo ἐπισταμένοις

εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι οἱ δrsquo ἀνάριθμοιοὐδείς ταύτrsquo αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη

40

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 34: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

V 309 ΔΙΟΦΑΝΟΥΣ ΜΥΡΙΝΑΙΟΥ

Με τρεις ληστές τον Έρωτα ο καθένας εξισώνειγιατί rsquoναι άγρυπνος θρασύς ξέρει νrsquo απογυμνώνει

V 329 ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ

Κρύσταbο άργυρο τοπάζισου φέρνουν Αγριππίνα δώραΔυο δίστιχα από μένα θώρα -δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει

VII 80 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

Σαν μου rsquoπανε Ηράκλειτε πως τέλειωσες το βίοθυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο

ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτηΜα εσύ rsquoσαι Αλικαρνασεύ από καιρό πια στάχτη

Όμως τrsquo laquoΑηδόνιαraquo σου που ζουν τrsquo άbα κι αν καταβάbειστο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει

VII 128 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Εμένα τον Ηράκλειτο στην ησυχία μου αφήστεΓια όσους γνωρίζαν κόπιαζα μα εσείς αγράμματοι είστε

Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένααbrsquo αν στους χίλιους έψαχνα δε θα rsquoβρισκα κανένα

Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θrsquo ακούσει από μένα

41

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 35: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαιοὐκέτι χρεμπτομένη οὔτrsquo ἀπομυσσομένη

VII 217 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ἀρχεάνασσαν ἔχω τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίρανἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετrsquo Ἔρωςἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶπρωτοβόλου διrsquo ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Οὐ κόνις οὐδrsquo ὀλίγον πέτρης βάρος ἀbrsquo Ἐρασίππουἥν ἐσορᾷς αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος

ὤλετο γὰρ σὺν νηί τὰ δrsquo ὀστέα ποῦ ποτrsquo ἐκείνουπύθεται αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδrsquo οὔνομα πλὴν ὅτι θνῄσκειντοὺς παρrsquo ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω

42

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 36: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

VII 134 ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται -να βγάζει μύξες φλέγματα δε θα την ξαναδείτε

VII 217ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Την Αρχεάνασσα κρατώ εταίρα εκ Κολοφώνοςπου στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος

Εσείς που δρέψατε εραστές της νιότης τον ανθό τηςποια πυρκαγιά περάσατε από ανάμεσό της

VII 285 ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφοςμα όλη η θάλασσα - σrsquo αυτήν εχάθη με το σκάφοςΚαι πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε

μονάχα οι γλάροι ξέρουνε εκείνοι θα στο πούνε

VII 314 ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ

Τον τόπο μου και τrsquo όνομα μη θες να μάθεις ξένεόσους στον τάφο μου θα rsquoρθούν νεκρούς τους θέλω ξέρε

43

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 37: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαικαὶ σκόλοπες βλάψεις τοὺς πόδας ἢν προσίῃς

Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω Ἀbά πάρελθεοἰμώζειν εἶπας ποbά πάρελθε μόνον

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ ποbὰ νοσήσαςὀψὲ μέν ἀbrsquo ἔθανον ἔρρετε πάντες ὁμοῦ

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος ὦ παριόντεςπίνωμεν κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα τήν ὅτε πίνοιζωρόν ὑπrsquo οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος

ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν ἵνrsquo ἡ φιλάκρητος ἐκείνηκαὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι

44

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 38: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

VΙΙ 320 ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ

Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουνκαι πιο κοντά αν θες να rsquoρθείς τα πόδια σου ματώνουν

Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσειΚαι τώρα δρόμο αρκετά μrsquo όσα μrsquo έχεις στολίσει

VII 349 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ

Φαΐ ποτό έλεγα λίγο να βάλωπολύ αρρώστησα - δεν έζησα άbοΝα πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο

VII 452 ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Φίλοι στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνειας πιούμε - είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι

VΙΙ 456 ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-

μες στους αγρούς να κείτεται η μπεκρού σrsquo ένα χωράφιέτσι που ο τάφος της κοντά να rsquoναι στα πατητήρια

45

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 39: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Παμμῆτορ γῆ χαῖρε σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲΑἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε νῦν δὲ τεθνηκὼς ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστωνὄργανον ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας

ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόνοἷος ἐκείναςψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας

νῦν δrsquo ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχουκαὶ χερός ἡ δrsquo ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππηκωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν

οὐδrsquo ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαιἀbrsquo ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου

46

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 40: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

VII 461 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μητέρα Γη σε χαιρετώ - σαν ζούσε ο Αισιγένηςβάρος δε σου rsquoδινε Γιrsquo αυτόν κι εσύ ελαφριά να γένης

VII 538 ΑΝΥΤΟΥ

Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίοΤώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο

VII 546 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσεαφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες

Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσεΤώρα πάνω απrsquo τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες

VII 608 ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ

Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππημαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της

Και δεν ανάπνευσε ξανά δεν την ξανάβρε η λύπη -παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της

47

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 41: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἐνθάδrsquo ἐγὼ Σοφοκλῆς στυγερὸν δόμον Ἄιδος ἔσβηνκάμμορος εἴδατι Σαρδώῳ σελίνοιο γελάσκων

ὥς μὲν ἐγών ἕτεροι δrsquo ἄbωςπάντες δέ τε πάντως

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Εἰς παῖδα τῆς μητρὸς τεθνηκυίας θηλάζοντα

Ἕλκε τάλαν παρὰ μητρὸς ὅν οὐκέτι μαστὸν ἀμέλξειςἕλκυσον ὑστάτιον νᾶμα καταφθιμένης

ἤδη γὰρ ξιφέεσσι λιπόπνοος ἀbὰ τὰ μητρὸςφίλτρα καὶ εἰν Ἀΐδῃ παιδοκομεῖν ἔμαθεν

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστέρας εἰσαθρεῖς ἀστὴρ ἐμός εἴθε γενοίμηνΟὐρανός ὡς ποbοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Ἀστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν Ἑῷοςνῦν δὲ θανὼν λάμπεις Ἕσπερος ἐν φθιμένοις

48

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 42: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

VII 621 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Εδώ εγώ ο Σοφοκλής έχω ο ατυχής πεθάνειαπό τα γέλια αφού έφαγα σαρδιανό βοτάνι

Έτσι εμένα μου rsquoλαχε να μείνω εις τον τόπο -άbοι αbιώς μπορεί αbά όλοι με κάποιον τρόπο

VΙΙ 623 ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ(σε παιδί που πέθανε η μάνα του καθώς το θήλαζε

στη διάρκεια πολιορκίας μιας πόλης)

Βάλε στης μάνας το μαστό το στόμα σου να γλείφειτο τελευταίο νάμα της γιατί απrsquo αυτήν τα ξίφη

δύστυχο πήραν την πνοή και μπήκε στο σκοτάδιΗ μάνα τρέφει το παιδί ακόμη και στον Άδη

VΙΙ 669 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Τrsquo άστρα κοιτάς αστέρι μου - σαν ουρανός ας ζούσατα μάτια σου με άπειρα μάτια να τα κοιτούσα

VΙΙ 670 ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Έλαμπες σαν Αυγερινός προτού στον τάφο νά rsquoμπειςκαι τώρα μέσα στους νεκρούς Αποσπερίτης λάμπεις

49

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 43: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

VII 671ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πάντα Χάρων ἄπληστε τὶ τὸν νέον ἥρπασας αὔτωςἌτταλον οὐ σὸς ἔην κἄν θάνε γηραλέος

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Μναμοσύναν ἕλε θάμβος ὅτrsquo ἔκλυε τᾶς μελιφώνουΣαπφοῦς laquoΜὴ δεκάταν Μοῦσαν ἔχουσι βροτοίraquo

ΙΧ 75 ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Εἰς ἄμπελον ἥν τράγος κατέφαγεν

Κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν ὅμως ἔτι καρποφορήσωὅσσον ἐπισπεῖσαι σοί τράγε θυομένῳ

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Πάγκαλον ἐστ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον ἢν δὲ παρέλθῃς τοὺς τρεῖς ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις

50

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 44: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

VII 671 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Γιατί τον Άτταλο άρπαξες άπληστε Χάρε νέοΠάλι δε θα τον έκανες δικό σου γηραλέο

ΙΧ 66 ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

Απrsquo τη μελίφωνη Σαπφώ έκθαμβη η Μνημοσύνηείπε laquo Οι θνητοί μην έχουνε δέκατη Μούσα εκείνηraquo

ΙΧ 75ΕΥΗΝΟΥ ΑΣΚΑΛΩΝΙΤΟΥ

Σε αμπέλι που το έφαγε τράγος

Κι αν ως τη ρίζα μrsquo έφαγες καρπούς πάλι θα φέρωσαν τράγε μου θυσιαστείς σπονδή να σου προσφέρω

IX 369 ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Το δίστιχο επίγραμμα του κάbους η ευλογίαΤρεις στίχοι επίγραμμα Όχι δα - μάbον μια ραψωδία

51

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 45: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τοῖσι μὲν εὖ πράττουσιν ἅπας ὁ βίος βραχύς ἐστιντοῖς δὲ κακῶς μία νύξ ἄπλετός ἐστι χρόνος

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbά μεταξύ πέλει κύλικος καί χείλεος ἂκρου

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θrsquo ὑπὸ γαῖαν ἄπειμικαὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πλουτεῖς καὶ τὶ τὸ λοιπόν ἀπερχόμενος μετὰ σαυτοῦτὸν πλοῦτον σύρεις εἰς σορὸν ἑλκόμενος

τὸν πλοῦτον συνάγεις δαπανῶν χρόνον οὐ δύνασαι δὲζωῆς σωρεῦσαι μέτρα περισσότερα

52

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 46: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

Χ 28 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Είναι η ζωή μία στιγμή γιrsquo αυτόν που τη γλεντάεικαι μια στιγμή όλη η ζωή

για κείνον που πονάει

X 32 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουνμέχρι τα χείλη το ποτήρι νrsquo ακουμπήσουν

(Επίγραμμα εμπνευσμένο μάbον από απόσπασμα της Οδύσσειας (χ 8 κ εξ)όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος

πριν προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει)

Χ 58 ΠΑΛΛΑΔΑ

Γυμνός ήρθα πάνω στη γη γυμνός θα μπω από κάτωΑφού είνrsquo το τέλος μου γυμνό ματαίως όλα τα πράττω

Χ 60 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κι αν έχεις πλούτη τι μrsquo αυτό Πίσω δε θα τrsquo αφήσειςΜrsquo όλο το βιος σου δεν μπορείς το βίο νrsquo αβγατίσεις

53

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 47: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Μηδέποτε ζήσας ὁ πένης βροτὸς οὐδrsquo ἀποθνῄσκεικαὶ γὰρ ζῆν δοκέων ὡς νέκυς ἦν ὁ τάλας

οἱ δὲ τύχας μεγάλας καὶ χρήματα ποbὰ λαχόντεςοὗτοι τὸν θάνατον πτῶσιν ἔχουσι βίου

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη καὶ Λήθη μέγα χαίρετον ἡ μὲν ἐπrsquo ἔργοιςΜνήμη τοῖς ἀγαθοῖς ἡ δrsquo ἐπὶ λευγαλέοις

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες τῷ θανάτῳ τηρούμεθα καὶ τρεφόμεσθαὡς ἀγέλη χοίρων σφαζομένων ἀλόγως

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πῶς γενόμην πόθεν εἰμί τίνος χάριν ἦλθον ἀπελθεῖνπῶς δύναμαι τι μαθεῖν μηδὲν ἐπιστάμενος

οὐδὲν ἐών γενόμην πάλιν ἔσσομαι ὡς πάρος ἦαοὐδὲν καὶ μηδὲν τῶν μερόπων τὸ γένος

ἀbrsquo ἄγε μοι Βάκχοιο φιλήδονον ἔντυε νᾶματοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀντίδοτον

54

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 48: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

Χ 63 ΠΑΛΛΑΔΑ

Αφού δεν έζησε ποτέ ζωή δε θα αφήσειγιατί ο φτωχός το βίο του νεκρός τον έχει ζήσειΜα οι τυχεροί που είχανε γεμάτα πορτοφόλια

αυτοί το θάνατο θαρρούν του βίου τους απώλεια

Χ 67 ΜΑΚΗΔΟΝΙΟΥ ΥΠΑΤΟΥ

Μνήμη και Λήθη πάντοτε να rsquoστε καλά ζητάωΓια να θυμάμαι τα καλά και τrsquo άbα να ξεχνάω

Χ 85 ΠΑΛΛΑΔΑ

Το θάνατο να θρέψουμε τρώμε με δυο πιρούνιαπαράλογα όπως σφάζεται αγέλη από γουρούνια

Χ 118 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Πώς τάχα να γεννήθηκα γιατί ήρθα και θα φύγωΧωρίς να ξέρω πώς μπορώ να μάθω αυτό το λίγο

Το τίποτε που ήμουνα στο τίποτε πηγαίνειΤο τίποτε και το μηδέν είνrsquo των θνητών τα γένηΈλα του Βάκχου δώσε μου φιλήδονο κρασάκι

γιατί αυτό είναι φάρμακο για κάθε μας φαρμάκι

55

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 49: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Πάντα γέλως καὶ πάντα κόνις καὶ πάντα τὸ μηδένπάντα γὰρ ἐξ ἀλόγων ἐστὶ τὰ γινόμενα

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μὴ μύρα μὴ στεφάνους λιθίναις στήλαισι χαρίζουμηδὲ τὸ πῦρ φλέξῃς ἐς κενὸν ἡ δαπάνη

ζῶντί μοιεἴ τι θέλεις χάρισαι τέφρην δὲ μεθύσκωνπηλὸν ποιήσεις κοὐχ ὁ θανὼν πίεται

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Πρῴην τὴν σαύραν Ἀγάθων ῥοδοδάκτυλον εἶχεννῦν δrsquo αὐτὴν ἤδη καὶ ῥοδόπηχυν ἔχει

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δός μοι τοὐκ γαίης πεπονημένον ἁδὺ κύπεbονἇς γενόμην καὶ ὑφrsquo ᾇ κείσομrsquo ἀποφθίμενος

56

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 50: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

Χ 124 ΓΛΥΚΩΝΟΣ

Όλα είναι γέλιο και μηδέν κι η σκόνη τους θα μείνειμιας και απrsquo το παράλογο τα πάντα έχουν γίνει

XI 8 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μύρα και στέφανα ποτέ στο μνήμα μη μου φέρειςκαι μη φουντώσεις τη φωτιά τσάμπα όλα αυτά να ξέρεις

Μα όσο ζω δώσrsquo μου ότι θες ndash οίνο την τέφρα αν ράνειςδε θα μπορώ νεκρός να πιω απλώς λάσπη θα κάνεις

ΧΙ 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Παλιά σαν ροδοδάχτυλη ο Αγάθων laquoσαύραraquo είχεΤώρα από μπράτσο ροδαλό καθόλου δεν απείχε

ΧΙ 43 ΖΩΝΑ

Δώσrsquo μου την κούπα τη γλυκιά που είνrsquo απrsquo τη γη φτιαγμένηκι εγώ απrsquo τη γη γεννήθηκα κι αυτή με περιμένει

57

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 51: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Ἄνθρωποι δείλης ὅτε πίνομεν ἢν δὲ γὲνηταιὄρθρος ἐπrsquo ἀbήλους θῆρες ἐγειρόμεθα

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κἤν τείνῃς ῥακόεντα πολυτμήτοιο παρειῆςχρῶτα καὶ ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς

καὶ λευκὴν βάψῃς μέλανι τρίχα καὶ πυρίφλεκταβοστρύχια κροτάφοις οὖλα περικρεμάσῃς

οὐδὲν ταῦτα γελοῖα καὶ ἢν ἔτι πλείονα ῥέξῃς

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων δίπηχυς ἡ γυνὴ δὲ τεσσάρωνἐν τῇ κλίνῃ δὲ τῶν ποδῶν ἰσουμένων

σκόπει Κόνωνος ποῦ τὸ χεῖλος ἔρχεται

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Βουλόμενός ποθrsquo ὁ λεπτὸς ἀπάγξασθαι Διόφαντοςνῆμα λαβὼν ἀράχνης αὑτὸν ἀπηγχόνισεν

58

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 52: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

ΧΙ 46 ΑΥΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ

Το βράδυ όταν πίνουμε μας θεωρούν ανθρώπουςμα το πρωί τρωγόμαστε με των θηρίων τους τρόπους

XI 66 ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Το ζαρωμένο δέρμα κι αν τεντώσειςτrsquo αβλέφαρά σου μάτια μπογιατίσειςτην άσπρη τρίχα μαύρη χρωματίσεις

και το μαbί με μπούκλες κατσαρώσειςμάταια όλα αυτά γελοία θα rsquoναι

κι αν θες κι άbα ποbά να κάνεις κάνε

XI 108 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Κόνων το ύψος σου δυο πήχες -τέσσερις της γυναίκας που είχεςΊσια στην κλίνη αν σας βάλναν

Κόνων τα χείλη σου πού φτάναν

ΧΙ 111 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Να κρεμαστεί ο Διόφαντος βοήθησε η λεπτότηςμίας αράχνης παίρνοντας το νήμα απrsquo τον ιστό της

59

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 53: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ὀρθῶσαι τὸν κυρτόν ὑποσχόμενος ΔιόδωρονΣωκλῆς τετραπέδους τρεῖς ἐπέθηκε λίθους

τοῦ κυρτοῦ στιβαροὺς ἐπὶ τὴν ῥάχιν ἀbὰ πιεσθεὶςτέθνηκεν γέγονεν δrsquo ὀρθότερος κανόνος

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Γραμματικὸν Ζηνωνὶς ἔχει πώγωνα Μένανδροντὸν δrsquo υἱὸν τούτῳ φησὶ συνεστακέναι

τάς νύκτας δrsquo αὐτῇ μελετῶν οὐ παύεται οὗτοςπτώσεις συνδέσμους σχήματα συζυγίας

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἰ βούλει τὸν παῖδα διδάξαι ῥήτορα Παῦλεὡς οὗτοι πάντες γράμματα μὴ μαθέτω

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Οἴει τὸν πώγωνα φρενῶν ποιητικὸν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο τρέφεις φίλτατεμυιοσόβην

κεῖρον ἐμοὶ πεισθεὶς ταχέως οὗτος γὰρ ὁ πώγωνφθειρῶν ποιητής οὐχὶ φρενῶν γέγονεν

60

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 54: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

ΧΙ 120 ΚΑΛΛΙΚΤΗΡΟΣ

Ο Διόδωρος που το Σωκλή ορκίστηκε να ισιώσειτρεις πλάκες στην καμπούρα του βαριές είχε απλώσει

Τι κι αν από την πίεση στον τόπο έχει μείνειΠιο ίσιος κι από χάρακα έχει ο καμπούρης γίνει

ΧΙ 139 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Η Ζηνωνίς φιλόλογο το Μένανδρο έχει πάρειμονάχα λέει για το γιο το άξιο παλικάρι

Μα αυτός τις νύχτες μελετά την κάθε συζυγίαπτώσεις συνδέσμους και φωνές μαζί με την κυρία

ΧΙ 152 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να γίνει Παύλε ρήτορας ο γιος σου αν εβάλθηόπως και όλοι οι ρήτορες γράμματα να μη μάθει

ΧΙ 156 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Το μούσι τρέφεις φίλτατε που για σοφία πήρεςΞυρίσου - οι τρίχες κρύβουνε όχι σοφία μα ψείρες

61

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 55: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἴκοσι γεννήσας ὁ ζωγράφος Εὔτυχος υἱοὺςοὐδrsquo ἀπὸ τῶν τέκνων οὐδὲν ὅμοιον ἔχει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Ἀλφειοῦ στόμα φεῦγε φιλεῖ κόλπους Ἀρεθούσηςπρηνὴς ἐμπίπτων ἁλμυρὸν ἐς πέλαγος

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Εἴη σοι κατὰ γῆς κούφη κόνις οἰκτρὲ Νέαρχεὄφρα σε ῥηιδίως ἐξερύσωσι κύνες

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Καππαδόκην ποτrsquo ἔχιδνα κακὴν δάκεν ἀbὰ καὶ αὐτὴκάτθανε γευσαμένη αἵματος ἰοβόλου

62

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 56: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

XI 215 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Κακός ζωγράφος ο Εύτυχος παιδιά είκοσι βγάζεικαι δεν ευτύχησε απrsquo αυτά κανένα να του μοιάζει

ΧΙ 220 ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Μακριά απrsquo το στόμα του Αλφειού που σrsquo αλμυρά πελάηβουτώντας της Αρέθουσας τους κόλπους της φιλάει

ΧΙ 226 ΑΜΜΙΑΝΟΥ

Να σε σκεπάζει Νέαρχε κακέ ελαφρύ το χώμααπό τους σκύλους εύκολα να ξεθαφτεί το πτώμα

ΧΙ 237 ΔΗΜΟΔΟΚΟΥ

Τον Καππαδόκη μια κακή οχιά τόνε δαγκώνειαbά φαρμάκι το αίμα του και την οχιά σκοτώνει

63

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 57: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Οὐ δύναμαι γνῶναι πότερον χαίνει Διόδωροςἢ βδῆσrsquo ἓν γὰρ ἔχει πνεῦμα κάτω καὶ ἄνω

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς ἀργόν

Τῆς νυκτὸς τροχάσας ἐν ὕπνοις ποτὲ Μάρκος ὁ ἀργὸςοὐκὲτrsquo ἐκοιμήθη μὴ πάλι που τροχάσῃ

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Εἰς γραμματικὸν κερασφόρον

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάουἔνδον ἔχων ποbοὺς τῆς σῆς Ἑλένης Πάριδας

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ἀεὶ νοσοῦντα

Τοὺς καταλείψαντας γλυκερὸν φάος οὐκέτι θρηνῶτοὺς δrsquo ἐπὶ προσδοκίῃ ζῶντας ἀεὶ θανάτου

64

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 58: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

ΧΙ 242 ΝΙΚΑΡΧΟΥ

Δεν ξέρω ο Διόδωρος αν χασμουριέται ή κλάνει-ο κώλος και το στόμα του την ίδια μπόχα βγάνει

ΧΙ 277 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε τεμπέλη

Ο Μάρκος είδε όνειρο τροχούς πως είχε βγάλεικαι δεν ξανακοιμήθηκε μην ξανατρέξει πάλι

ΧΙ 278 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Σε φιλόλογο κερατά

Τον Πάρη το Μενέλαο έξω σrsquo άbους μαθαίνεις μα μέσα οι Πάρηδες ποbοί είνrsquo της δικής σου Ελένης

ΧΙ 282 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε διαρκώς άρρωστο

Απrsquo όσους άφησαν το φως δεν κλαίω πια κανέναν -μα αυτούς θρηνώ που μια ζωή το χάρο περιμέναν

65

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 59: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κουρεὺς καὶ ῥαφιδεὺς κατεναντίον ἦλθον ἀγῶνοςκαὶ τάχα νικῶσιν τὸ ξυρὸν αἱ ῥαφίδες

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ποbὰ λαλεῖς ἄνθρωπε χαμαὶ δὲ τίθῃ μετὰ μικρόνσίγα καὶ μελέτα ζῶν ἔτι τὸν θάνατον

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ἂν μετrsquo Ἀλεξάνδρειαν ἐς Ἀντιόχειαν ἀπέλθῃςκαὶ μετὰ τὴν Συρίην Ἰταλίας ἐπιβῇς

τῶν δυνατῶν οὐδεὶς σὲ γαμήσει τοῦτο γὰρ αἰεὶοἰομένη πηδᾷς εἰς πόλιν ἐκ πόλεως

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Ἐζήτουν πινάκων πόθεν οὔνομα τοῦτο καλέσσωκαὶ παρὰ σοὶ κληθεὶς εὗρον ὅθεν λέγεται

πείνης γὰρ μεγάλης μεγάλους πίνακας παρέθηκαςὄργανα τοῦ λιμοῦ πειναλέους πίνακας

66

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 60: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

XI 288 ΠΑΛΛΑΔΑ

Στα χέρια κάποτε ήρθανε κουρέας μrsquo ένα ράφτηκαι οι βελόνες γρήγορα νικήσαν το ξυράφι

ΧΙ 300 ΠΑΛΛΑΔΑ

Λες άνθρωπε ποbά μα στο rsquoπαπως σύντομα θα μπεις στο χώμα

Μελέτα όσο ζεις ακόματο θάνατό σου - γιrsquo αυτό σώπα

ΧΙ 306 ΠΑΛΛΑΔΑ

Τι κι αν για Αντιόχεια την Αλεξάνδρεια αφήνειςκι απrsquo τη Συρία πιο μετά στην Ιταλία βγαίνειςαφού ισχυρού αντρός ποτέ γυναίκα δε θα γίνεις

κι από την πόλη σου τη μια στην άbη ας πηγαίνεις

XI 314 ΛΟΥΚΙΛΛΙΟΥ

Το πιάτο κατανόησα γιατί το λένε laquoπίναξraquoστο δείπνο που μου πρόσφερες μεγάλα πιάταπείνας

67

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 61: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Ῥῷ καὶ λάμβδα μόνον κόρακας κολάκων διορίζειλοιπὸν ταὐτὸ κόραξ βωμολόχος τε κόλαξ

τοὔνεκά μοι βέλτιστε τόδε ζῷον πεφύλαξοεἰδὼς καὶ ζώντων τοὺς κόλακας κόρακας

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς μυθητήν

Εἰπέ πόθεν σύ μετρεῖς κόσμον καὶ πείρατα γαίηςἐξ ὀλίγης γαίης σῶμα φέρων ὀλίγον

σαυτὸν ἀρίθμησον πρότερον καὶ γνῶθι σεαυτόνκαὶ τότrsquo ἀριθμήσεις γαῖαν ἀπειρεσίην

εἰ δrsquo ὀλίγον πηλὸν τοῦ σώματος οὑ καταριθμεῖςπῶς δύνασαι γνῶναι τῶν ἀμέτρων τὰ μέτρα

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Εἰς ποιητὴν κυβεύοντα

Πάντων μουσοπόλων ἡ Καbιόπη θεός ἐστινἡ σὴ Καbιόπη Ταβλιόπη λέγεται

68

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 62: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

ΧΙ 323 ΠΑΛΛΑΔΑ

Οι κόλακες κι οι κόρακες διαφέρουν σrsquo ένα γράμμακαι θα rsquoταν όμοιοι εντελώς το ρω αν γινόταν λάμδα

Γιrsquo αυτό φυλάξου απrsquo αυτό το ζώο φιλαράκι-μάθε πως είναι ο κόλακας των ζωντανών κοράκι

XI 349 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε μυθολόγο

Πες μου τον κόσμο πώς μετράς μέχρι της γης το τέρμαεσύ που από λίγη γη έχεις λιγάκι δέρμα

Πρώτα σrsquo αυτό απάντησε laquoποιος είναι ο εαυτός μουraquoκαι υπολόγισε ύστερα το άπειρο του κόσμου

Αν του κορμιού το λιγοστό πηλό σου δε μετρήσειςτα μέτρα των αμέτρητων πώς θα κατανοήσεις

XI 373 ΠΑΛΛΑΔΑ

Σε ποητή που παίζει ζάρια

Μούσα του κάθε ποιητή είναι η θεά Καbιόπημα η Καbιόπη λέγεται για σένα Ταβλιόπη

69

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 63: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστίν ἔχει δrsquo ἀγαθὰς δύο ὥραςτὴν μίαν ἐν θαλάμῳ τὴν μίαν ἐν θανάτῳ

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Πάντες ἅπαξ τρώγουσιν ὅταν δὲ τρέφῃ Σαλαμῖνοςοἲκαδrsquo ἀριστῶμεν δεύτερον ἐρχόμενοι

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Ἂν μὲν ἀπόντα λέγῃς με κακῶς οὐδὲν ἀδικεῖς με ἂν δὲ παρόντα καλῶς ἴσθι κακῶς μὲ λέγων

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰς τὶ μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικὸν ἴσχεο τέχνηςοὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι

70

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 64: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

XI 381 ΠΑΛΛΑΔΑ

Κάθε γυναίκα του αντρός πικραίνει όλο το βίο και οι γλυκές του οι στιγμές είναι μονάχα δύο

όταν μrsquo αυτήν ξαπλώνει κι όταν τη σαβανώνει

XI 387 ΠΑΛΛΑΔΑ

Όλοι μας τρώμε μια φορά μα αν φάω στο Σαλαμίνοστο σπίτι τρώω δεύτερη άφαγος να μη μείνω

XI 421 ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΥ

Απόντα αν κακολογείς να τόνε βλάψεις δεν μπορείς

Μα αν κάποιον επαινείς μπροστά του αυτό θα είναι για ζημιά του

ΧΙ 428 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Τσάμπα τον Ινδό μπάνιο τον κάνεις- δεν μπορείς τη νύχτα να λευκάνεις

71

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 65: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖνκαὶ τράγος εὐπώγων αἶψrsquo ὅλος ἐστὶ Πλάτων

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ ταχὺς εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πρὸς δρόμον ἀμβλὺς ὑπάρχεις τοῖς ποσί σου τρῶγε καὶ τρέχε τῷ στόματι

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖανεύσομεν ἀbήλοις ὄμμασι φειδομένοις

μέχρι τίνος δrsquo ἀτέλεστα λαλήσομεν ἀμβολίαισιζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας

μέbοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν ἀbὰ πρὶν ἐλθεῖντάς φθονεράς Φείδων θῶμεν ἐπrsquo ἔργα λόγοις

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Μέμνῃ που μέμνῃ ὅτε τοι ἔπος ἱερὸν εἶπον Ὥρη κάbιστον χὤρη ἐλαφρότατον

ὥρην οὐδrsquo ὁ τάχιστος ἐν αἰθέρι παρσύθη ὄρνις νῦν ἴδε πάντrsquo ἐπὶ γῆς ἄνθεα σεῦ κέχυται

72

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 66: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

XI 430 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένητότε ένας τράγος Πλάτων πια θα rsquoναι με τόσο γένι

XI 431 ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Αν να τρως είσαι γοργός αbrsquo αργά τα πόδια έχεις με τα πόδια σου να τρως

με το στόμα σου να τρέχεις

XII 21 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Φείδων ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία και θrsquo ανταbάσσουμε ματιές βλέμματα φευγαλέα

Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θrsquo αναβάbειΕίναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη

Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργαεμπρός σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα

XII 32 ΘΥΜΟΚΛΕΟΥΣ

Θυμάσαι λόγο ιερό που σου rsquoπα εδώ και χρόνιαΗ άνοιξη είναι όμορφη μα όχι και αιώνια

Και ούτε τα πιο γρήγορα πουλιά δεν την προφταίνουνΓια δες όλα τα άνθη σου τώρα τη γη πώς ραίνουν

73

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 67: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἢν ἐσίδω Θήρωνα τὰ πάνθrsquo ὁρῶ ἢν δὲ τὰ πάνταβλέψω τόνδε δὲ μή τἄμπαλιν οὐδὲν ὁρῶ

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

῞Ἃ Κύπρον ἅ τε Κύθηρα καὶ ἃ Μίλητον ἐποιχνεῖςκαὶ καλὸν Συρίης ἱπποκρότου δάπεδονἔλθοις ἵλαος Καbιστίῳ ἥ τὸν ἐραστὴνοὐδὲποτrsquo οἰκείων ὦσεν ἀπὸ προθύρων

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο νῦν δὲ τάλαιναν οὐδrsquo ὅσσον παίζων εἰς ἒμrsquo ἐπιστρέφεται

οὐδrsquo ὁ μελιχρὸς Ἔρως ἀεὶ γλυκύς ἀbrsquo ἀνιήσαςποbάκις ἡδίων γίνετrsquo ἐρῶσι θεός

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Ἡδὺς ὁ παῖς καὶ τοὔνομrsquo ἐμοὶ γλυκύς ἐστι Μυΐσκοςκαὶ χαρίεις τίνrsquo ἔχω μὴ οὐχὶ φιλεῖν πρόφασιν

καλὸς γάρ ναὶ Κύπριν ὅλος καλός εἰ δrsquo ἀνιηρόςοἶδε τὸ πικρὸν Ἔρως συγκεράσαι μέλιτι

74

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 68: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

XII 60 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Τα πάντα βλέπω όταν θωρώ του Θήρωνα τα κάbημα αν δω τα πάντα κι όχι αυτόν τίποτε βλέπω πάλι

XII 131 ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ

Θεά που ζεις στη Μίλητο στα Κύθηρα στην Κύπροκαι στη Συρία που αντηχεί απrsquo των οπλών τον χτύπο

έλα και βόηθα την Καbίστη που ποτές τηςδεν έδιωξε μπρος απrsquo την πόρτα εραστές της

XII 153 ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Ο Αρχεάδης κάποτε επάνω μου κοbούσεμα ούτε γιrsquo αστείο τώρα πια σε μένα θα γυρνούσε

Πάντα με τη γλυκύτητα ούτε ο Έρως πάειπολύ γλυκύτερος θεός είνrsquo όταν τυραννάει

XII 154 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Μυίσκο λένε το παιδί γλυκό χαριτωμένο-γιατί να μην τον αγαπώ ακόμη επιμένω

Όμορφος μα την Κύπριδα έστω κι αν με παιδεύειμε μέλι ο Έρως το πικρό ξέρει νrsquo ανακατεύει

75

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 69: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Λευκανθὴς Κλεόβουλος ὁ δrsquo ἀντία τοῦδε μελίχρουςΣώπολις οἱ δισσοὶ Κύπριδος ἀνθοφόροι

τοὔνεκά μοι παίδων ἕπεται πόθος οἱ γὰρ Ἔρωτεςπλέξειν ἐκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Χειμέριον μὲν πνεῦμα φέρει δrsquo ἐπὶ σοὶ με Μυΐσκεἁρπαστὸν κώμοις ὁ γλυκύδακρυς Ἔρως

χειμαίνει δὲ βαρὺς πνεύσας Πόθος ἀbὰ μrsquo ἐς ὅρμονδέξαι τὸν ναύτην Κύπριδος ἐν πελάγει

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἑσπερίην Μοῖρίς με καθrsquo ἥν ὑγιαίνομεν ὥρηνοὐκ οἶδrsquo εἴτε σαφῶς εἲτrsquo ὄναρ ἠσπάσατο

ἤδη γὰρ τὰ μὲν ἄbα μάλrsquo ἀτρεκέως ἐνόησαχὠκόσα μοι προσέφη χὠκόσrsquo ἐπυνθάνετο

εἰ δὲ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι εἰ γὰρ ἀληθέςπῶς ἀποθειωθεὶς πλάζομrsquo ἐπιχθόνιος

76

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 70: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

XII 165 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Της Κύπρης δυο εινrsquo απέναντι καθένας ανθισμένοςΚλεόβουλος ο λευκανθής Σώπολις ο μελένιοςΤrsquo άνθη αυτά ο Πόθος μου τα δυο έχει επιλέξει

γιατί από μαύρο και λευκό οι έρωτες μrsquo έχουν πλέξει

XII 167 ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ

Αέρας χειμωνιάτικος - με φέρνει μες στο αγιάζιο Έρως ο γλυκύδακρυς Μυίσκε που μrsquo αρπάζειΓίνε λιμάνι μου γιατί φουρτούνιασε απrsquo τον Πόθο

της Κύπριδας η θάλασσα και σαν το ναύτη νιώθω

XII 177 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όταν με καληνύχτισεο Μοίρις λέω με φίλησε-σrsquo όνειρο να rsquoταν τάχαΤώρα ο νους μου φώτισετι μου rsquoπε τι με ρώτησε-φιλί του πρέπει να rsquoχα

Μrsquo αλήθεια αν τον φίλησα στη γη θνητός πώς γύρισααφού τα ουράνια θα rsquoχα

77

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 71: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἐξεφλέγην ὅτε Θεῦδις ἐλάμπετο παισὶν ἐν ἄbοιςοἷος ἐπαντέbων ἀστράσιν ἠέλιος

τοὔνεκrsquo ἔτι φλέγομαι καὶ νῦν ὅτε νυκτὶ λαχνοῦταιδυόμενος γὰρ ὅμως ἥλιός ἐστιν ἔτι

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Καῦμά μrsquo ἔχει μέγα δή τι σύ δrsquo ὦ παῖ παύεο λεπτὸνἠέρι δινεύων ἐaὺς ἐμεῖο λίνον

ἄbο τι πῦρ ἐμοῦ ἔνδον ἔχω κυάθοισιν ἀναφθὲνκαὶ περὶ σῇ ῥιπῇ μᾶbον ἐγειρόμενον

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Εἴ σὲ φιλῶν ἀδικῶ καὶ τοῦτο δοκεῖς ὕβριν εἶναιτὴν αὐτὴν κόλασιν καὶ σὺ φίλει με λαβών

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ἤν τινα καὶ παριδεῖν ἐθέλω καλὸν ἀντισυναντῶνβαιὸν ὅσον παραβὰς εὐθὺ μεταστρέφομαι

78

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 72: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

XII 178 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Ο Θεύδις στrsquo άbα ανάμεσα τrsquo αγόρια μrsquo έχει κάψεισαν ήλιος που ανάμεσα στrsquo αστέρια έχει ανάψει

Κι ας έχει αυτήν τη λάμψη του το χνούδι τώρα σβήσει -ο ήλιος της ανατολής είνrsquo ήλιος και στη δύση

XII 180 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Μια πυρκαγιά απrsquo του ρούχου σου το αγέρι μεγαλώνεικαι σαν βεντάλια του κρασιού τη φλόγα δυναμώνει

ΧΙΙ 188 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Αν τα φιλιά μου έγκλημα είναι και αδικίαμε τα φιλιά σου δώσε μου την ίδια τιμωρία

XII 227 ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Όποιον ωραίο συναντώ μπροστά αν δεν τον χορτάσωπίσω γυρνάω να τον δω αφού τον προσπεράσω

79

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 73: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας ἀνώνυμονοὐδὲ μαραίνῃἐντέτασαι δrsquo ὡς ἂν μήποτε παυσόμενον

ἀbrsquo ὅτε μοι Νεμεσηνὸς ὅλον παρέκλινεν ἑαυτὸνπάντα διδούς ἃ θέλω νεκρὸν ἀπεκρέμασο

τείνεο καὶ ῥήσσου καὶ δάκρυε πάντα ματαίως οὐχ ἕξεις ἔλεον χειρὸς ἀφrsquo ἡμετέρης

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Οὐ βροτὸς ὁ γλύπτης οἵανδὲ σὲ Βάκχος ἐραστὰς εἶδεν

ὑπὲρ πέτρας ἔξεσε κεκλιμέναν

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Γυμνὴν εἶδε Πάρις μέ καὶ Ἀγχίσης καὶ Ἄδωνιςτοὺς τρεῖς οἶδα μόνους Πραξιτέλης δὲ πόθεν

80

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 74: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

XII 232 ΣΚΥΘΗΝΟΥ

Τώρα στητό κι αμάραντο είσαι και σηκωμένο -σαν είχα τον Νεμεσηνό κρεμόσουν μαραμένο

Τεντώσου τώρα δάκρυσε χτυπήσου όλα ματαίωςΔε θα σου δείξει η χούφτα μου κανένα έλεος πέος

XVI 145 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(Σε άγαλμα της Αριάδνης)

Αθάνατος ο γλύπτης σου - όπως σε είδε ο Βάκχοςσε σκάλισε να σε γλεντά επάνω του ένας βράχος

XVI 168 ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου)

Πάρις Αγχίσης κι Άδωνις γυμνή δεν μrsquo είδε άbοςΟ Πραξιτέλης από πού μου μάντεψε το κάbος

81

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 75: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Εἰς τὴν Ἀφροδίτην ἀνερχομένην ἀπὸ θαλάσσης)

Κύπρις ὅτε σταλάουσα κόμας ἁλιμυρέος ἀφροῦγυμνὴ πορφυρέου κύματος ἐξανέδυ

οὕτω που κατὰ λευκὰ παρήϊα χερσὶν ἑλοῦσαβόστρυχον Αἰγαίην ἐξεπίεζεν ἅλα

στέρνα μόνον φαίνουσα τὰ καὶ θέμις εἰ δὲ τοιήδεκείνη συγχείσθω θυμὸς Ἐνυαλίου

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Ἄλσος δrsquo ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιονεὕρομεν ἒνδονπορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρηςοὐδ ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρηνοὐ καμπύλα τόξα

ἀbὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπrsquo εὐπετάλοισι κρέμαντοαὐτὸς δrsquo ἐν καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ

εὗδεν μειδιόων ξουθαὶ δrsquo ἐφύπερθε μέλισσαικηροχύτου μέλιτος λαροῖς ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Στέφος πλέκων ποθrsquo εὗρον ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα

καὶ τῶν πτερῶν κατασχώνἐβάπτισrsquo εἰς τὸν οἶνονλαβὼν δrsquo ἔπιον αὐτόν

καὶ νῦν ἔσω μελῶν μουπτεροῖσι γαργαλίζει

82

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 76: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

XVI 180 ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

(Στην αναδυόμενη από τη θάλασσα Αφροδίτη)

Με τα μαbιά σταλάζοντας αφρό αλμυρό ανεδύθημες από κύμα πορφυρό γυμνή η Αφροδίτη

Πλάι σε μάγουλα λευκά το βόστρυχο εκράτηνα στείψει με τα χέρια της του Αιγαίου το αλάτι

τα στήθη μόνο δείχνοντας όσο η ντροπή επιτρέπειΑν ήταν έτσι η θεά φουρτούνα του Άρη πρέπει

XVI 210 ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Είδαμε μες στου άλσους τον ίσκιοτης Κυθέρειας το γιο μήλο ίδιοΒέλη τόξα φαρέτρα αφημένα

σrsquo ανθισμένα κλαδιά κρεμασμέναΜες σε πέταλα ρόδων που ζούσε

κοιμισμένος ο Έρως γελούσεΧύναν μέλισσες μέλι από επάνουτα ευώδη του χείλη να ράνουν

XVI 388 ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΑΠΟ ΥΠΑΡΧΩΝ

Παλιά πριν από τόσα χρόνιαστων ρόδων που έπλεκα τα κλώνια

μπλεγμένο μέσα στο στεφάνιτον Έρωτα το χέρι πιάνει

και τον βαπτίζω μες στον οίνοΑφού τον βούτηξα τον πίνω

Και τώρα εντός μου που έχει πάειμε τα φτερά με γαργαλάει

83

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 77: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΜΜ ΕΕ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 78: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

ἐγὼ δrsquo ἔσοπτρον εἴηνὅπως ἀεὶ βλέπῃς μεἐγὼ χιτὼν γενοίμηνὅπως ἀεὶ φορῇς με

ὕδωρ θέλω γενέσθαιὅπως σὲ χρῶτα λούσω

μύρον γύναι γενοίμηνὅπως ἐγὼ σrsquo ἀλείψωκαὶ ταινίη δὲ μασθῷ

καὶ μάργαρον τραχήλῳκαὶ σάνδαλον γενοίμηνμόνον ποσίν πάτει με

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ἔρως ποτrsquo ἐν ῥόδοισικοιμωμένην μέλιττανοὐκ εἶδεν ἀbrsquo ἐτρώθη

τὸν δάκτυλον παταχθεὶςτᾶς χειρὸς ὠλόλυξε

δραμὼν δὲ καὶ πετασθεὶςπρὸς τὴν καλὴν Κυθήρηνlaquoὄλωλα μῆτερraquo εἶπενlaquoὄλωλα κἀποθνῄσκω

ὄφις μrsquo ἔτυψε μικρὸςπτερωτός ὅν καλοῦσινμέλιτταν οἱ γεωργοίraquo

ἃ δrsquo εἶπεν laquo εἰ τὸ κέντρονπονεῖς τὸ τᾶς μελίτταςπόσον δοκεῖς πονοῦσιν

Ἔρως ὅσους σύ βάbειςraquo

86

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 79: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

1 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 22

Καθρέφτης σου να ήμουνα εμένα να κοιτούσεςχιτώνας να γινόμουνα πάντα να με φορούσεςΝεράκι για να έτρεχα το δέρμα σου να πλύνω

και μύρο για να μrsquo αλειφτείς θα μπόραγα να γίνωΣτηθόδεσμος στο στήθος σου στολίδι στο κεφάλιτα πόδια σου να με πατούν ας ήμουν και σανδάλι

2 ΑΝΑΚΡΕΩΝ 35

Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάειμια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει

Το δάχτυλό του πόνεσε οδύρεται και κλαίειστη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει

laquoΜάνα μου πάειhellip χάνομαι με τσίμπησε μανούλαφίδι μικρό και φτερωτό - το λένε μελισσούλαraquo

Κι εκείνη του rsquoπε laquoαν το κεντρί της μέλισσας πονάειτο βέλος σου πόσο πονεί αυτόν που αγαπάειhellipraquo

87

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 80: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

πολιοὶ μὲν ἡμῖν ἤδηκρόταφοι κάρη τε λευκόν

χαρίεσσα δrsquo οὐκὲτrsquo ἥβηπάρα γηραλέοι δrsquo ὀδόντεςγλυκεροῦ δrsquo οὐκέτι ποbὸςβιότου χρόνος λέλειπται

διὰ ταῦτrsquo ἀνασταλύζωθαμὰ Τάρταρον δεδοικώς

Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸςμυχός ἀργαλῆ δrsquo ἐς αὐτὸνκάτοδος καὶ γὰρ ἑτοῖμονκαταβάντι μὴ ἀναβῆναι

4 ΣΑΠΦΩ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδεςμέσαι δὲ νύκτες παρὰ δrsquo ἔρχεται ὥρα

ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάbεται ἥν παρὰ θάμνῳἔντος ἀμώμητον κάbιπον οὐκ ἐθέλων

αὐτὸν δrsquo ἐξεσάωσα τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνηἐρρέτω ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω

88

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 81: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

3 ΑΝΑΚΡΕΩΝ (Στοβ 45112)

Η κόμη μου ασπρίζειοι κρόταφοί μου γκρίζοι

Τα νιάτα μαραμένατα δόντια σαπισμέναΛίγος καιρός μου μένειζωή γλυκιά χαμένη

Γιrsquo αυτό συχνά στενάζωμε τους νεκρούς τρομάζω

Φρικτό το βάθος του Άδηαπύθμενο πηγάδιΕκεί όποιος εχάθη

εδώ δε θα ξανάρθει

4 ΣΑΠΦΩ

Η σελήνη έχει δύσει και η Πούλια έχει λειώσει -τα μεσάνυχτα με βρίσκουν μόνη εγώ να rsquoχω ξαπλώσει

5 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 5W

Ο Σάιος θrsquo αγάbεται που rsquoβρε κοντά σε θάμνοτην όμορφη ασπίδα μου που κι αν δε θέλω χάνω

Μα αν τη ζωή μου έσωσα η ασπίδα τι με νοιάζειhellipΜιαν άbη όχι κατώτερη θα βρω - δε με πειράζει

89

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 82: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

ἡ δὲ οἱ κόμηὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

ὥσπερ αὐλῶι βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρἢ Φρὺξ ἔμυζε κύβδα ἦν πονεομένη

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Ἐσμυριχμένας κόμηνκαὶ στῆθος ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

παρθένον δrsquo ἐν ἄνθεσιντηλεθάεσσι λαβὼν

ἔκλινα μαλθακῆι δὲ μινχλαίνηι καλύψας αὐχὲνrsquo ἀγκάληις ἔχων

δείματι παbομένηντὼς ὥστε νεβρὸν ἐκ φυγῆς

μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμηνἧιπερ ἔφηνε νέον

ἥβης ἐπήλυσις χρόα ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος

λευκὸν ἀφῆκα μένοςξανθῆς ἐπιψαύων τριχός

90

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 83: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

6 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 31W ΣΥΝΕΣ 11 75b

Και στη σκιά που έριχνε η κόμη ήτανε και η πλάτη της κι οι ώμοι

7 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 42 W ΑΘΗΝ Ι΄ 447 b

Κι όπως με το καλάμι του ρουφά ο άντρας μπίραμε το κεφάλι της σκυφτό ρούφαγε η κακομοίρα

8 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 48W

Τα μυρωμένα της μαbιά τα ευωδιαστά της στήθηως κι ένα γέρο πλάνταξαν κι ο πόθος του αναστήθη

9 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 196 a W (42-53)

Μες στων ανθών τον οργασμό ξάπλωσα την παρθένα στη χλαίνη μου τη μαλακή με μέλη βυθισμένα

Με φόβο στην αγκάλη μου σύγκορμη σπαρταρούσεσαν ελαφάκι σε φυγή που κάποιος κυνηγούσε

Τα χέρια μου που αaίξανε το στήθος το απαλό τηςνιώσαν στο άγουρο κορμί την έφοδο της νιότης

Κι αφού το σώμα γεύτηκα απrsquo την αρχή ως το τέρμαπάνω στις τρίχες τις ξανθές ξεθύμανε άσπρο σπέρμα

91

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 84: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδrsquo ἀπώμοτον οὐδὲ θαυμάσιον ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων

ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτrsquo ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάμποντος λυγρὸν δrsquo ἦλθrsquo ἐπrsquo ἀνθρώπους δέος

Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται ἀνδράσιν μηδεὶς ἔθrsquo ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω

μηδrsquo ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερrsquo ἠπείρου γένηται τοῖσι δrsquo ὑλέειν ὄρος

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

οὐκὲθrsquo ὁμῶς θάbεις ἁπαλὸν χρόα κάρφεται γὰρ ἤδηὄγμοις κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ

πήματα ἀφrsquo ἱμερτοῦ δὲ θορών γλυκὺς ἵμερος προσώπουβέβηκεν ἦ γὰρ ποbὰ δὴ σrsquo ἐπῆιξεν

πνεύματα χειμερίων ἀνέμων μάλα ποbάκις δέ[

92

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 85: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

10 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 122W

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχειαφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει

μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σrsquo όλους τους τόπους -το φως του ήλιου κρύβοντας τρόμαξε τους ανθρώπους

Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζειούτrsquo αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αbάζει

κι αγαπητό της θάλασσας σrsquo αυτό το κύμα αν γίνεικι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι

11 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ 188W

Το δέρμα σου το απαλό πώς ζάρωσε εμαράθηκι η γλύκα του προσώπου σου πού πήγε κι επικράνθη

Στrsquo αλήθεια χειμωνιάτικοι άνεμοι σε χτυπήσανΠοbές φορές[το ποίημα εδώ οι αιώνες σταματήσαν]

93

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 86: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦςχαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα

κινούμενοί τε καὶ διατρυπώμενοιβινούμενοί τε καὶ διεσπεκλωμένοιγομφούμενοί τε καὶ διασφηνώμενοι

χορδούμενοί τε καί κατασποδούμενοιἈμφοῖν δrsquo ὀχευτὴς οὐκ ἀπέχρησέν ποθrsquo εἷς

ἀbrsquo αἰὲν ἄbο κἂbο λασταύρων ὅλονεἰδῆνον ἐκροφοῦντες ἥδονται πέος

πειρώμενοί τε μειζόνων καὶ πασσόνωννεύρων κυβιστώντων τε διφώντων θrsquo ὁμοῦ

ἅπαντα τἄνδον σύν τε δηιούντων βαθὺδεινοῦ βερέθρου χάσμα καὶ διαμπερὲς

μέσου προκοπτόντων παράχρις ὀμφαλοῦτοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω

πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένειἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος

μέλοι φρέαρ τε τοῦτο γιγνώσκουσrsquo ὅτιἥδrsquo ἐστὶ τέρψις ἥδrsquo ἀκίβδηλος χαρά

ἥδrsquo ἡδονὴ πέφυκε μὴ συνειδέναι αἰσχρᾶι ποθrsquo ἡδυνθεῖσιν αὑτοῖς ἡδονῆι

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

εἵλκυσε δὲ δριμύν τε χόλον κυνὸς ὀξύ τε κέντρονσφηκός ἀπrsquo ἀμφοτέρων δrsquo ἰὸν ἔχει στόματος

94

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 87: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

12 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (ΝΟΘΟ) 328 W

Το ίδιο έχουνε μυαλό ο πούστης και η πόρνηκι οι δύο χαίρονται σαφώς αν κάποιος τους πληρώνει

κουνιούνται για να πηδηχτούντρυπιούνται καβαλιούνταικαρφώνονται ξεσκίζονται και διαρκώς γαμιούνται

Τον ίδιο να rsquoχουνε γαμιά το φέρουνε βαρέως -κάθε φορά επιθυμούν νά rsquoβρουν κι ένrsquo άbο πέοςΝα δοκιμάζουνε καυλιά παχιά και πιο μεγάλα

που μέσα τους να χώνονται στη φοβερή κουφάλααλύπητα να τους τρυπούν αυτό πώς τους αρέσει

και από μέσα ως του αφαλού να φτάνουνε τη μέσηΝα πάνε οι ξεκωλιάρηδες κι οι πόρνες στα κομμάτιαΣτις Μούσες μόνο να rsquoχουμε εμείς στραμμένα μάτια εκεί είναι η γνήσια χαρά η απόλαυση κι η τέρψη -σε ηδονές αισχρές κανείς την προσοχή μη στρέψει

13 ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΑΠΟΣΠ 380 PFEIFFER

για τον Αρχίλοχο

Πήρε απrsquo το σκύλο τη χολή και το κεντρί απrsquo τη σφήκα-τα δυο τους δηλητήριο στο στόμα του τα βρήκα

95

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 88: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

14 ΑΛΚΜΑΝ 89

εὕδουσι δrsquo ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραaεςπρώονές τε καὶ χαράδραι

φῦλα τrsquo ἑρπὲτrsquo ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖαθῆρες τrsquo ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν

καὶ κνώδαλrsquo ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλόςεὕδουσι δrsquo οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

οἵη περ φύbων γενεήτοίη δὲ καὶ ἀνδρῶνφύbα τὰ μὲν τrsquo ἄνεμος χαμάδις χέειἄbα δὲ

θrsquo ὕλη τηλεθόωσα φύειἔαρος δrsquo ἐπιγίγνεται ὥρῃὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δrsquo ἀπολήγει

96

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 89: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

14 ΑΛΚΜΑΝ89

Φαράaια λόφοι και βουνά χαράδρες δες κοιμούνταικαι τα ερπετά της μαύρης γης καθόλου δεν κουνιούνται

Των μελισσών το γένος δες στον ύπνο που εγλυκάθητα κήτη μες στης θάλασσας της σκοτεινής τα βάθη

των μακροφτέρουγων πουλιών το σμήνος που εβουβάθηhellip

15 ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ζ 146-149

Θνητές γενιές σκορπάτε σαν τα φύbα-βάζει στη θέση σας άbα η φύση

ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσειφύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα

9797

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 90: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

ΠΠΕΕΡΡΙΙΕΕΧΧΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 91: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

ΠΡΟΛΟΓΟΣσελ12ΕΙΣΑΓΩΓΗσελ 15 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ 18Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Οσελ 85

101

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Page 92: " ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, σαν ρόδο υποπόρφυρο... ", του Ι.Ν.Κυριαζή

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ι Ν ΚΥΡΙΑΖΗΠΠΑΑΛΛΑΑΤΤΙΙΝΝΗΗ ΑΑΝΝΘΘΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΑΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑΑΠΌ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΥΧΝΟΣ ΑΕΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2009

ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ