Download - Οδός Τσαμαδού: Άσκηση 2

Transcript

περιεχόμενα 1

Περιεχόμενα

Συνεργάστηκαν

Εξώφυλλο: Ευγενία Κουζμίνα Ταξινόμηση Κειμένων: Νατάσα Μακρή, Γιώργος Ναλπαντίδης, Αλεξάνδρα Τριανταφύλλου Σχεδιασμός Σελιδοποίησης: Ουρανία Γιαβή, Χριστίνα Πλαΐνη Επιμέλεια - Σελιδοποίηση Ενοτήτων: Ειρήνη Καββαδά, Ευγενία Κ., Νατάσα Μακρή, Ανδρέας Μπουρζούκος, Γεωργία Παπαμιχαήλ, Αλεξάνδρα Τριανταφύλλου Επιμέλεια - Σελιδοποίηση Περιεχομένων: Ειρήνη Καββαδά

Οδός Τσαμαδού: Άσκηση

Ετήσια έκδοση του Εργαστηρίου Δημιουργικής Γραφής

του Πολιτιστικού Κέντρου Εξαρχείων του Δήμου Αθηναίων

Εκπαιδευτής Εργαστηρίου & Υπεύθυνος Έκδοσης: Γιώργος Ναλπαντίδης

2103835541 [email protected] Τσαμαδού 9, 106 83, Αθήνα

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων (ολόκληρων και όχι αποσπασμάτων) του περιοδικού Οδός Τσαμαδού: Άσκηση με τον όρο να αναγράφεται το ονοματεπώνυμο του συγγραφέα και η πηγή.

©2016

Editorial 2 Κάπως 4 Εντός 20 Εδώ 38 Αλλού 62 Κοντά Αλλιώς

78 90

Ευρετήριο 108 Σύν/θεση Νο 48 οπισθόφυλλο

ΤΕΥΧΟΣ 2ο ΙΟΥΝΙΟΣ 2016

2 αντί προλόγου

αντί προλόγου -Και τώρα τι κάνουμε; -Λέω να γράψουμε το editorial όλοι μαζί, μια γραμμή τη φορά, χωρίς να ξέρουμε τι έχει γράψει ο προηγούμενος, όπως στο παιδικό παιχνίδι. -Θα βγει ασύνδετο, αλλοπρόσαλλο. Τι νόημα θα έχει; -Θες να πεις ότι δεν σου αρέσει η πρότασή μου; -Μα δεν θα ξέρουμε τι γράφει ο προηγούμενος. Πώς θα εξηγήσουμε ότι τα κείμενα γράφτηκαν σαν ασκήσεις στο εργαστήριο, πώς θ' αναφέρουμε το project του τρίτου κύκλου, πώς... -Δε με νοιάζει. Στην τελική, γράφουμε έναν επεξηγηματικό διάλογο, και τον βάζουμε στην αρχή. -Καλά ό,τι νομίζετε. -Πάρε και μια τζούρα απ’ το μπουκάλι αν θες, δική μου συνταγή. -Ευχαριστώ, θα την χρειαστώ. -Ας ξεκινήσουμε λοιπόν. Κρατάτε στα χέρια σας το Β’ τεύχος του Οδός Τσαμαδού: Άσκηση.

Πρόθεση αυτού του

όταν οι πρώτες εμπειρίες της ζωής εισπράττονται σαν θέσφατο

συμπεριφοράς και τις καταπίνουμε άκριτες, αμάσητες, χτίζοντας αυτό που αποκαλούμε

αύριο. Κάθε Πέμπτη, κάθε Τετάρτη, πρωί και απόγευμα. Με ένα

τετράδιο στην τσάντα με χαρτιά λευκά. Ήρθε η ώρα του παιχνιδιού.

Επιτέλους. Μαζέψαμε τα παιχνίδια στη μέση του δωματίου και

αρχίσαμε να τα μουτζουρώνουμε με κόκκινους μαρκαδόρους.

όταν κάθεσαι με παρέα μοναδική τον εαυτό σου και τους δαίμονες που

κουβαλάς κάθε μέρα μα η πολύβουη καθημερινότητα δεν σου επιτρέπει να

αφουγκραστείς. Όχι πως ήταν εύκολο να αφουγκραστείς

κάθε μύχια σκέψη σου... Ο απέναντι, η απέναντι, οι

απέναντι. Το ρίσκο γίνεται απόλαυση και η έκθεση γραφή. Η σειρά

σου τώρα. Καλώς, θα το δεχτώ. Θα διατυπώσω μια πρωτότυπη

αντί προλόγου 3

ερώτηση και θα περιμένω να την απαντήσει. Ποιος είναι ο επόμενος;

Γιατί αρέσκεται στο να απαντάει σε ερωτήσεις

έψαχνε απεγνωσμένα διέξοδο και

δικαιολογία. Ας είναι καλά αυτός ο κοντός με τα γυαλιά που μπήκε απότομα στο χώρο και

άλλαξε την πεσμένη δυναμική που είχε αρχίσει να απλώνεται απειλητικά.

Αποφάσισα όμως να μην υποκύψω στις πιέσεις. Έπρεπε

να αντέξω πάση θυσία. Σε κάθε μάθημα κατάφερνα

να αναχαιτίσω αυτό το επιθετικό κύμα ανταγωνισμού. Ο

Β κύκλος έφτανε στο τέλος του. Ένα μάθημα ακόμα

και θα ξεκινούσε το project. Όχι άλλο project. Διάλειμμα τώρα.

Πάμε πάλι από την αρχή. 1. 2. 3. 4. Πάμε. Σε είκοσι λεπτά ένα

παραμύθι. Ηρωίδα η Frozen Charlotte. Ανταγωνιστής ο Φάντομ Ντακ.

Οι θεατές έφυγαν τρέχοντας από την αίθουσα μετά την πάροδο ενός

20λέπτου. Ο παρατηρητής τους έκλεισε το μεγάλο βιβλίο με το

πρωτόκολλο και ρουθούνισε.

Μήπως έπρεπε

να γίνει μεγαλύτερη; Μικρότερη; Διπλάσια; Μισή; Λίγο διάλυμα ίσως να βοηθούσε, ειδικά

εκείνο το περίφημο κρασί-τσίπουρο που ακόμα περιμένει την έγκριση για πατέντα. Κι

όταν επιτέλους βγει, αντίο σκοτούρες και προβλήματα, το τάλιρο θα πάει σύννεφο.

Νομίζω πως τα δύσκολα πέρασαν. Εκδότη μένει τώρα

να βρω. Μέχρι τότε όμως πρέπει να προετοιμαστώ για τις

συνεντεύξεις. Συνεντεύξεις, συναντήσεις, συναθροίσεις, συγγραφή.

-Λοιπόν; Μην μας κρατάς σε αγωνία. Πώς βγήκε; -Χαριτωμένο.

 4  κάπως    

κάπως  

Επιμέλεια  ενότητας:  Νατάσα  Μακρή  

 

     κάπως  Αν  είστε  ο  James/ο  κ.  Κ/ο  Μπέκετ/η  Marlene  Dietrich/  ο  παπαγάλος  μου,  

αν  έχετε  υψηλότατη  ευφυία/αφηρημένη  κατάσταση  του  ανικανοποίητου/γκρίζα  πτερύγια/γενετική/προδιάθεση/  για  έγκλημα  στο  πάρκο/στην  έπαυλη/στο  γραφείο/  νυχθημερόν/μια  ηλιόλουστη  μέρα/πρόπερσι,    

αν  σας  γοητεύουν  ο  Α/ο  κ.  Β  και  ο  κ.  Μ/τα  κείμενα/Δημιουργικής  Γραφής/η  εντεινόμενη  αγωνία/η  οικουμενική  δύναμη  της  τέχνης/  o  διαλογισμός/τα  τηγανητά  καλαμαράκια,    

αν  θα  θέλατε  να  βρίσκεστε  στην  Ονδούρα/στην  πολυθρόνα/    στην  Ορλεάνη/στη  Βαρβάκειο/στη  σκιά  ενός  φίκου,  

αν  λατρεύετε  το  Τη  Υπέρμάχω/το  κοτόπουλο  με  γλυκόξυνη  σως/  τις  τοξίνες/τα  απογευματινά  χάπια/τις  ηθικολογίες  του  Μπρεχτ,  

αν  ρωτάτε  πώς  θα  γράψω/τι  πήρες;/ποιος  χέστηκε;/κ.  Διευθυντά,  

και  αν  απαντάτε  με  μεγάλη  προσήλωση/με  τους  αγκώνες  καλά  στηριγμένους  κόντρα  στην  πράσινη  τσόχα/ούτε  τσιγάρα,  ούτε  σοκολάτες/στη  βάρκα;!  

τότε  βρίσκεστε  στην  κατάλληλη  ενότητα!    Καθίστε  αναπαυτικά,  ξεκινήστε  την  ανάγνωση  και  απολαύστε.  

     

κάπως  5    

Μαρία  Αγραπίδου  

Άγραφη    Καμία  έμπνευση.  Τίποτε.  Μηδέν  στο  πηλίκο  και  δεν  συμμαζεύεται.  Έχω  μπλοκάρει   ανεπανόρθωτα.   Να   πάρει!   Δυο   ώρες   καρφωμένη   στο  γραφείο   και   δεν   έχω   γράψει   ούτε   μια   παράγραφο.   Μήπως   να   τα  παρατήσω;  Ο  σκληρός  μου  έχει  κλατάρει  και  δεν  ξέρω  τι  άλλο  να  κάνω.  Ακουμπώ   πίσω   στην   πολυθρόνα,   που   αγόρασα   πρόσφατα   από   το  ΠΡΑΚΤΙΚΕΡ.   Φοβερή   καρέκλα,   δεν   λέω.   Αλλά   ιδέες   δε   μπορεί   να   μου  κατεβάσει.   Ρίχνω   μια   δυο   σβούρες   νευριασμένα   κι   εύχομαι   να   την  συναρμολόγησε  καλά  ο  αδερφός  μου  και   να  μην   καταλήξω  σε   κανένα  νοσοκομείο  με  καμιά  διάσειση.  Και  τότε  να  με  δω  πώς  θα  γράψω!  

Γύρω-­‐γύρω   όλοι.   Ξανά   μανά.   Δυο   φορές   δεξιά,   μια   αριστερά.   Τίποτε.  Ακόμη  στεγνή  από  ιδέες.  Το  μόνο  που  κατάφερα  είναι  να  ζαλιστώ  και  να  έχω  τάση  για  εμετό.  Α,  ρε  Μαρία!  Τίποτε  ακόμη,  ε;  Ας  περάσουμε  στη  συνδρομή   της   επιστήμης.   Κάπου   διάβασα   ότι   η   κλασική   μουσική   στο  background   του   χώρου   όπου   βρίσκεσαι   βοηθά   τη   σκέψη.   Βάζω   να  παίζει   Μπετόβεν,   Μότσαρτ   και   μερικούς   άλλους   που   δεν   τους   έχω  πολυακούσει  και  περιμένω.  Κλείνω  και  τα  μάτια  για  να  μπω  στο  κλίμα  περισσότερο,   να   συγκεντρωθώ.   Εντάξει,   δεν   μπορώ   να   πω,   τη  συγκέντρωση  την  πέτυχα,  αλλά  ο  εγκέφαλος  ακόμη  να  κατεβάσει  ιδέες.  Η  κλασική  μουσική  μηδέν  κι  αυτοί  που  την  υμνούσαν  ως  πανάκεια  για  το   μυαλό   δεν   ξέρανε   τι   τους   γίνεται.   Ή   η   περίπτωσή   μου   είναι   τόσο  σοβαρή   που   η   επιστήμη   σηκώνει   τα   χέρια   ψηλά.   Μήπως   να   τα  παρατούσα;  Στο  κάτω–κάτω  δεν  μπορούν  όλοι  να  γράφουν.  Καθένας  με  τα   χαρίσματά   του.   Α,   όλα   κι   όλα.   Κι   εγώ   έχω   χαρίσματα.   Και   πολλά  μάλιστα.  Ίσως,  όμως,  όχι  συγγραφικά.  

Ας  κάνω  άλλη  μια  προσπάθεια.  Σηκώνομαι  και  φέρνω  πολλές  βόλτες  το  δωμάτιο.  Χιλιόμετρα  κάνω.  Λένε  ότι  η  άσκηση  βοηθάει.  «Νους  υγιής  εν  σώματι  υγιεί»,  δε  λέγανε  κι  οι  αρχαίοι  ημών  πρόγονοι;  Κάτι  θα  ξέρανε.  Πολλά  ξέρανε,  εμένα  όμως,  όχι.  Η  άσκηση  δε  βοηθά.    

Αμάν  πια.  Βγαίνω  έξω  στο  μπαλκόνι.  Μπάφιασα.  Να  με  βαρέσει  λίγο  το  αεράκι  κι  ο  ήλιος,  που  μούχλιασα  στα  σκοτάδια.  Μπορεί  κάτι  να  δω  και  να  εμπνευστώ.  Βγαίνω.  Μήτε  η  βουή  από  τα  αυτοκίνητα  στον  Κηφισό,  μήτε   οι   διαολεμένες   φωνές   από   το   απέναντι   νηπιαγωγείο   δίνουν  έμπνευση.  Τι  περίμενα;  

 

 6  κάπως    

Α,   το   βρήκα.   Ξετρυπώνω   τα   κείμενα   που   ’χα   γράψει   πρόπερσι   σ’   ένα  σεμινάριο   Δημιουργικής   Γραφής.   Μου   παίρνει   ώρα   να   τα   βάλω   σε  σειρά.  Πόσο  τσαπατσούλα!  

Κάτι   ψιλοθυμάμαι,   δεν   μπορώ   να   πω,   παρόλο   που   η   μνήμη   μου  υποφέρει.   Συχνά   και   δι’   ασήμαντον   λόγον,   να   το   πω   έτσι  χαριτολογώντας.   Πρώιμο   Αλτσχάιμερ,   μπορεί.   Δική   μου   διάγνωση.  Αλάνθαστη.   Γι’   αυτό   αγωνιώ.   Θέλω   να   γράψω   κάτι,   ρε   γαμώτο.   Κάτι  καλό.   Τουλάχιστον   μέχρι   να   φτάσω   στα   όρια   της   άνοιας   ή   του  Αλτσχάιμερ,  κάτι  να  ’χω  προλάβει  να  γράψω.  Πρέπει  να  γράψω.  Έχω  και  την   αφορμή.   Θα   βγει   σε   περιοδικό.   Εντάξει,   μεγάλη   και   τρανή  συγγραφέας   δε   θα   γίνω   πιθανότατα   ποτέ,   αλλά   θα   έχω   να   λέω   στα  εγγόνια   μου,   αν   ποτέ   αποκτήσω,   ότι   κάποτε   έγραψα   κάτι   που  δημοσιεύτηκε.   Θα   υπερβάλλω   λιγάκι,   θα   τα   φουσκώσω.   Ξέρετε   πώς  είναι  αυτά.  

Λοιπόν,  πού  είχα  μείνει;  Α,  ναι.  Πρέπει  να  γράψω.  Γαμώτο,  δε  βοηθάει  κι  η  ψαρίλα  από  τα  τηγανητά  καλαμαράκια  της  μαμάς.  Ας  παλουκωθώ  κάτω.  Μετράω  ως  το  εκατό.  Τίποτε.  Σκοτάδι  στο  τούνελ.  Ήθελα  να  μάθω  όλοι  τόσο  πολύ  ζορίζονται;  Ή  αυτό  είναι  δική  μου  αποκλειστικότητα;    

Μήπως  να  μιμούμουν  τους  άλλους;  

-­‐Ούτε   ξέρει   καν   πώς   βρέθηκε   από   το   ιστιοπλοϊκό   στην   Ονδούρα   να  κοιτάζει  τα  ψάρια,  που  ήταν  σωρός  στο  έδαφος.  Τα  ψάρια  βρίσκονταν  κάτω,   επειδή   α)   είχαν   κάνει   ταξιδάκι   αναψυχής   για   να   απλώσουν   τα  θεϊκά   τους   κορμιά   κάτω   από   τον   καυτό   ήλιο,   β)   λυπήθηκαν   τους  φτωχούς  κι  αποφάσισαν  να  αυτοθυσιαστούν  για  να  χορτάσουν  μερικές  ψυχές,  γ)  μολύνθηκαν  τα  ύδατα  και  βγήκαν  έξω  για  να  σωθούν,  δ)  μα,  καλά  βλακείες  θα  λέμε;  Ο  Α  απλώς  ονειρεύεται.  

-­‐Δεν   είχε   κατορθώσει   να   βάλει   μπουκιά   στο   στόμα   του   την  προηγούμενη   νύχτα.   Ζήτησε   αναρρωτική   και   την   πήρε   λόγω   καλής  διαγωγής.   Κοίταξε   τον   ήλιο   κατάματα   και   τα   ψάρια   που   απλώνονταν  μπροστά   στα   πόδια   του.   Ο   ήλιος   έκαιγε   και   σκέφτηκε   να   βρει  παρηγοριά  στη  σκιά  ενός  φίκου,  που  ήταν  δεν  ήταν  ίσα  με  το  μπόι  του.  Αλλά  πρώτα  θα  ’τρωγε.  Αλλά  καλύτερα  όχι.  

-­‐Πετάχτηκε  από   το   ταξί.  Άρχισε   να   τρέχει,   χωρίς   να  δίνει  σημασία  στα  πληγωμένα   από   τις   κατακόκκινες   γόβες-­‐στιλέτο   πόδια.   Ευτυχώς,   την  πρόλαβε   ανοιχτή.   Μπήκε   μέσα   στη   Βαρβάκειο   και   η   μυρωδιά   της  θάλασσας  της  ξύπνησε  μια  παλιά,  αγαπημένη  ναυτία.  

 

κάπως  7    

Καλά,   σιγά   μη   γράφανε   έτσι.   Καλύτερα   γράφουνε,   αλλά   λέμε   τώρα.  Άλλα  λόγια  ν’  αγαπιόμαστε.  Εξάλλου  το  θέμα  είναι  τι  θα  γράψω  εγώ,  όχι  οι   άλλοι.   Μήπως   να   τα   παρατήσω;   Αρκετά   κράτησε   αυτή   η   ιστορία.  Γράφω  κάτι.  Διαβάζω  από  μέσα  μου:  «Καμία  έμπνευση.  Τίποτε.  Μηδέν  στο…»  

     

Δάφνη  Παπαστυλιανού  

Ένα  χαμόγελο    Χωμένος  σε  όλων  των  μεγεθών  τα  βιβλία,  τα  περισσότερα  των  οποίων  ήταν   λεξικά,   πάλευε   νυχθημερόν,   2   μέρες   και   2   νύχτες   –   διανύοντας  τώρα  την  3η  μέρα  -­‐  να  βρει  την  κατάλληλη  λέξη.  Ανακαλύπτοντάς  την  θα  μπορούσε   να   κατανοήσει   τι   ακριβώς   αναζητούσε.   Θα   αποκτούσε   την  ικανότητα   να   ξεφύγει   από   την   αφηρημένη   κατάσταση   του  ανικανοποίητου,   κι   επιτέλους   επικεντρωμένος   στο   ζητούμενο   της  εκπλήρωσης   του   βίου   του,   θα   αφιερωνόταν   εξ   ολοκλήρου   στο   σκοπό  αυτό.  Έξι   και  δεκαοχτώ  η  ώρα  και  είχε  ήδη  βραδιάσει  άλλη  μια  φορά.  Υπήρξαν   στιγμές   που   για   δέκατα   του   δευτερολέπτου   βίωνε  πρωτόγνωρο   ενθουσιασμό,   όπως   στις   περιπτώσεις   των   λέξεων:  παρατηρητής,   αγάπη,   ψυχή,   ηδονιστικά,   διαλογισμός,  μαραθωνοδρόμος,   ασκητισμός   ή   ακόμα   και   οικογένεια,   εκπλήρωση  ονείρων   και   επιθυμιών   και   πολλές   άλλες   είτε   με   περισσότερη   ένταση  είτε  απλά  με  μια  σκέψη  η  οποία  κατέληγε  να  του  φανερώνεται  ως  μη  δική   του.   Στα   μέσα   της   4ης   μέρας,   τα   κόκαλα   και   οι   μύες   του   τον  πρόδωσαν   και   τα   βλέφαρά   του   σφράγισαν   για   αρκετές   ώρες.   Όταν  ξύπνησε,   από   το   θόρυβο   του   σκουπιδιάρικου,   εμφανίστηκε   μπροστά  του.   Μα   πώς   δεν   την   είχε   δει   τόσες   μέρες!!!   Ήταν   τόσο   ξεκάθαρο:  «΄Οχημα!»,  φώναξε  «αυτή  είναι  Η  ΛΕΞΗ!».  Ετοίμασε  μια  μικρή  βαλίτσα  στα   γρήγορα,   φόρεσε   το   αγαπημένο   και   μοναδικό   παλτό   του,   και   την  ώρα   που   χαμογελαστός   και   σίγουρος   για   την   απόφασή   του   πήγε   να  περάσει   το   δρόμο,   ένα   αυτοκίνητο   φτάνοντας   τα   123   χιλιόμετρα  εκτόξευσε  το  κορμί  του  στην  άλλη  άκρη  της  πλατείας.  Η  5η  μέρα,  μόλις  ξεκινούσε  αν  μη  τι  άλλο  με  ένα  χαμόγελο.  

 

 

 8  κάπως    

Δάφνη  Παπαστυλιανού  

Βύσσινο    Απολαμβάνοντας   κοτόπουλο   με   γλυκόξυνη   σως   -­‐   ασιατική   συνταγή   -­‐  αντιλήφθηκε  ξαφνικά  πόσο  ξυνή  ήταν  η  τελευταία  του  γυναίκα.  Και  το  χειρότερο,   ήταν   απλώς   ξυνή,   καθόλου   γλυκιά.   Μια   πηγή   οξέων,   που  τελικά  σε  τέτοια  ποσότητα  αποδείχτηκε  επιβλαβής.  Σήμερα,  ελεύθερος  πια,  ακολουθώντας  επιτέλους  τη  γενετική  του  προδιάθεση,  ζήτησε  από  τη  σερβιτόρα  ένα  γλυκό  του  κουταλιού  βύσσινο.  

       

Μαριλένα  Μανούρα  

Στο  πάρκο  Ο  κ.  Β  και  ο  κ.  Μ  συναντιούνται  στο  πάρκο.  Θα  μπορούσαμε  να  πούμε  με   την   ίδια   ευκολία   πως   δεν   συναντήθηκαν   και   ποτέ.   Ο   κ.   Β   είναι  τακτικός   θαμώνας.   Συνηθίζει   να   διαβάζει   την   εφημερίδα   του,  ηλιόλουστες  μέρες  σαν  και  αυτήν,  στο  ίδιο  συγκεκριμένο  παγκάκι.    

-­‐Ωραία   μέρα   σήμερα!   Η   φωνή   προκλητικά   νεανική,   του   διακόπτει   το  διάβασμα.    Ώρα  είναι  τώρα,  να  θέλει  κουβέντα,  σκέπτεται  χωρίς  καν  να  σηκώσει  το  κεφάλι.    -­‐Χαζή   διαπίστωση!   Ο   καθένας   ξέρει,   βλέπει,   νιώθει,   ότι   είναι   ωραία  μέρα  σήμερα!  συνεχίζει  ο  νεαρός.  Για  την  ακρίβεια,  το  γεγονός  και  μόνο  ότι   είναι   ηλιόλουστη,   δεν   την   κάνει   και   ωραία   μέρα.   Θα   μπορούσε  φερειπείν,   μόλις   μια   ώρα   πριν,   να   είχατε   κηδεύσει   τον   καλύτερό   σας  φίλο.  Αυτό  πραγματικά  δεν  θα  έκανε  καθόλου  ωραία  την  ημέρα  σας.    -­‐Νεαρέ   μου,   εκτός   από   υπερβολικά   φλύαρος   είστε   και   τρομαχτικά  ενοχλητικός!   Το   σίγουρο   είναι   ότι   η   ημέρα   μου   ήταν   λίγο   πιο   ωραία  πριν  καθίσετε  δίπλα  μου.    -­‐Μα   είναι   δυνατόν  η   εφημερίδα  σας   να   είναι   τόσο  πιο   ενδιαφέρουσα  από  την  ζωντανή  συζήτηση  με  έναν  άνθρωπο,  όποιος  κι  αν  είναι  αυτός;  -­‐Θα  μπορούσε  ειλικρινώς  να  είναι,  αν  στο  πρωτοσέλιδο  αυτής  έγραφε  απλώς:  Έγκλημα  στο  πάρκο,  μια  ηλιόλουστη  μέρα.  

κάπως  9    

Μαριλένα  Μανούρα  

Μονόπρακτο  Μένω   σε   μια   γειτονιά   γεμάτη   θέατρα.   Θεατρικό   μονόπρακτο   ο   γάμος  μου.  Κι  αυτό  το  πράγμα  να  μισώ  τον  Μπέκετ;  Που  στο  διάολο  τις  είδε  τις  Ευτυχισμένες  Μέρες;    

Τα   πρωινά,   όσα   αντέχω,   σέρνομαι   με   τα   πόδια  ως   το   γραφείο.   Αρμοί  από   λάσπη   που   δεν   ξεπλένει   η   βροχή.   Σκατίλα   και   μελαψά  πρόσωπα.  Nothing   but   love:   James.   Μεγάλη   άνθηση   η   βρετανική   σκηνή.   Τα  μάρμαρα   μας   πίσω!   Ποιος   χέστηκε;   Όχι,   δεν   βρίζουμε   στο   σπίτι   μας  μητέρα.   Έχετε   δίκιο   κ.   Διευθυντά.   Επιείκεια   κ.   Δικαστά.   Στη   φυλακή  ούτε  τσιγάρα,  ούτε  σοκολάτες,  θυμηθείτε  το!  Όχι  γλουτένη,  όχι  ζάχαρη,  μακριά   απ΄   τις   τοξίνες   κι   ο   φάκελος   για   το   ΥΠΕΧΩΔΕ   στην   ώρα   του.  Εντάξει  μαμά,  την  ήπια  την  πορτοκαλάδα…  

     

Παύλος  Βιδάλης  

Παλίρροια    (με  αφορμή  το  «Ο  κ.  Κ  και  η  παλίρροια»  του  Μπ.  Μπρεχτ)  

Η  παλίρροια  τον  ανάγκασε  να  βιώσει  τον  εαυτό  του  ως  βάρκα.  Το  σώμα  του  έγινε  σκαρί,   τα   χέρια   του  κουπιά.  Ένιωθε  δυνατός  και  πνευματικά  ανανεωμένος.  Κολυμπούσε  με  σφρίγος  προς  την  ακτή.  Το  νερό  συνέχιζε  όμως   να   ανεβαίνει.   Με   τέτοιο   ρυθμό   μάλιστα,   που   αντί   να   την  προσεγγίζει,   η   ακτή   έμοιαζε   να   απομακρύνεται.   Βάλθηκε   να  «κωπηλατεί»   γρηγορότερα   αλλά   το   μόνο   που   κατάφερε   ήταν   να  αυξήσει   την   κούραση.   Συνέβαλε   σ’   αυτό   κι   η   εντεινόμενη   αγωνία.   Το  ρεύμα   τον   παράσερνε   όλο   και   πιο   μακριά.   Οι   δυνάμεις   του   τον  εγκατέλειπαν.   Φώναξε   απεγνωσμένα   αλλά   δεν   υπήρχε   κανείς   να   τον  βοηθήσει.  Άρχισε  να  βυθίζεται  και  πάλευε  να  ξαναβγεί  στην  επιφάνεια.  Κάθε   βύθισμα   διαρκούσε   περισσότερο.   Το   τελευταίο   διήρκεσε   για  πάντα.  

Εντούτοις,   λίγο   πριν   ξεψυχήσει,   κατάλαβε   πως   δεν   έπρεπε   να   παίρνει  τοις  μετρητοίς  τις  ηθικολογίες  του  Μπρεχτ.  

 

 10  κάπως    

Ιφιγένεια  Μακρή  

Πρωϊνό  ξύπνημα    «Σήκω   μαλάκα   ήρθε   η  ώρα   να   πας   στην   εκκλησία»   μου  φώναζε   κάθε  πρωί  ο  παπαγάλος.   «Καλημέρα  ρε  αρχίδι»   του  απαντούσα  εγώ  σε   ίσο  τόνο   για   να   ζεστάνω   τη   φωνή   μου.   Την   ώρα   που   έπλενα   βιαστικά   τα  δόντια  μου  γιατί  αν  αργήσω  θα  με  κυνηγάει  ο  αρχιψάλτης,  άκουγα  αυτό  το   θαύμα   της   φύσης   να   τραγουδάει   το   Τη   Υπέρμάχω.   Έβραζα   ένα  φασκόμηλο,   το   έβαζα   σε   ένα   γυάλινο   νεροπότηρο   και   έφευγα  τρέχοντας   για   την   εκκλησία.   «Στο   καλό   μαλάκα»   μου   φώναζε   ο  παπαγάλος.   «Θα   μου   λείψεις   κοντοπούτανο»   του   απαντούσα   σε   ίσο  πάλι  για  να  ζεστάνω  τη  φωνή.  Έκανα  το  σταυρό  μου  και  έφευγα  για  τη  δουλειά.  

     

Ευγενία  Κ.  

Suddenly  I  found,  I  was  out  of  bound  Άνοιξε  η  πόρτα  και  μπήκε  ο  Αlberto.  Πλησίασε  το  πικάπ,  πήρε  ένα  δίσκο  της   Sarah   Vaughan   και   τον   έβαλε   στο   πικάπ. 1  Μόλις   η   φωνή   της  Αφροαμερικανίδας   τραγουδίστριας   ακούστηκε,   ο   Alberto   άρχισε   να  λικνίζεται   και   να   χορεύει.   Άνοιξε   τις   κουρτίνες.   Το   φως   του   ήλιου  πλημμύρισε  το  δωμάτιο.  Η  έπαυλη  έβλεπε  στον  ουρανό.  Πήρε  το  δίσκο  και  άρχισε   να  μαζεύει   τα  ποτήρια  που  είχαν   ξεμείνει  από   την   χθεσινή  κοσμική   συγκέντρωση   στην   έπαυλη.   Έριξε   ένα   βλέμμα   στην   ξανθιά  κυρία   που   κείτονταν   στο   πάτωμα   με   ένα   κηροπήγιο   καρφωμένο   στα  μάτια  της.  Από  αυτά  τα  διπλά  κηροπήγια  που  στολίζουν  τις  τραπεζαρίες  επαύλεων   ακόμη.   Πέρασε   από   πάνω   της   με   μία   χορευτική   κίνηση.  Κόντεψε   να   σκοντάψει   στο   νεαρό  Μιχάλη,   που   κρατούσε   την   φούστα  της  μάνας   του,  σαν   τότε  που  ήταν  μικρός   και   κρατούσε   την   ξηλωμένη  μαξιλαροθήκη   στα   χέρια   του   για   φυλακτό.   Με   μια   πιρουέτα   σχεδόν  επαγγελματική,   και   με   τον   δίσκο   στα   χέρια,   κατάφερε   και   να   μην                                                                                                                            1  Το  τραγούδι  είναι  το  «Broken  hearted  melody»  (https://www.youtube.com/watch?v=K9I_clmG8Eo)  

κάπως  11    

σκοντάψει  και  να  μην  σπάσει   τα  ποτήρια.  Η  μέρα  είχε   ξεκινήσει  καλά.  Είχε  πολλή  δουλειά  μπροστά  του  όμως.  Το  σαλόνι,  ήταν  γεμάτο  αίματα.  Ο   νεαρός  Μιχάλης   πρέπει   να   είχε   κατουρηθεί   κιόλας.   Όπως   τότε   που  ήταν  μικρός.  Η  μουσική  αναπτέρωνε  τις  ελπίδες  του.  Για  μια  άλλη  ζωή.  Ελευθερίας.   «As   he   held   me   tight.   Suddenly   I   found,   I   was   out   of  bound».2  Βγήκε  από  το  δωμάτιο.  Μόλις  γύρισε  είχε  έναν  κουβά  στο  ένα  χέρι  και  την   χλωρίνη   στο   άλλο.   Επιτέλους   καθάριζε,   ίσως   για   πρώτη  φορά   στη  ζωή  του,  γιατί  πραγματικά  το  ήθελε.  Και  γιατί  το  έκανε  μόνο  για  αυτόν.    Πλησίασε   και   πάλι   το   πικάπ.   Έβγαλε   το   δίσκο   και   έβαλε   ένα   cd   στο  μηχάνημα.  Michael   Jackson,   Smooth   criminal.3  Επιτέλους  μπορούσε  να  χορέψει   σε   έναν   ανοιχτό   χώρο.   Με   την   μουσική   αρκετά   δυνατά   και  χωρίς   να  φοβάται   ότι   θα   τον  διακόψει   κανένας   για   να   εκτελέσει  άλλη  μια   εντολή.   Λάτρευε   τον  Michael   Jackson,   από   τότε   που   δούλευε   στο  πλοίο  του  αφεντικού  του.  Αυτός  έφυγε  νωρίς.  Νωρίς  χθες  το  βράδυ.  Με  τα   χάπια   της   γυναίκας   του.  Ήρεμα   και   στο   κρεβάτι.  Ήταν  ο   καλύτερος  από   όλους.   Στο   πλοίο   τον   αφήναν   να   χορεύει   και   λίγο.   Μετά   όμως  έπρεπε   να   αντιμετωπίσει   τα   χουφτώματα   και   τα   πειράγματα   των  αντιπλοιάρχων.  

Με  το  ξεσκονόπανο  στα  χέρια,  διέτρεχε  το  σαλόνι  στο  ρυθμό  του  Billie  Jean.4  Με  μια  χορευτική  κίνηση  εφάμιλλη  του  Elvis  Presley  σε  σκηνή  ροκ  συναυλίας   γονάτισε   στο  πλάι   της   κυρίας.   Άρπαξε   το   κηροπήγιο   και   το  τράβηξε   με   δύναμη.   Το   κράτησε   για   μικρόφωνο   και   άρχισε   να  τραγουδάει   το   Βillie   Jean.   Κάθισε   πάνω   στον   μικρό   κύριο,  τραγουδώντας   σαν   να   βρισκόταν   στη   σκηνή   με   το   κοινό   να   τον  αποθεώνει  «I  am  the  one…  but  the  kid   is  not  my  son».  Σίγουρα  ήταν  η  πιο   απελευθερωτική   στιγμή   της   ζωής   του.   Ο   θάνατός   τους   ήταν  δύσκολος.   Δεν   είχε   σκοτώσει   άνθρωπο  μέχρι   τώρα.   Και   σε   ένα   βράδυ  τρεις.  Κοιτάχτηκε  στον  καθρέφτη.  Πήρε  το  καπέλο  του  κυρίου,  ενθύμιο  από  ένα  ταξίδι,  επαγγελματικό,  στην  Ορλεάνη  και  ναι  ήταν  ίδιος  με  τον  Michael.  Με  το  μικρόφωνο  στα  χέρια  τραγούδαγε.  Δεν  έβγαζε  φωνή.  Η  φωνή  ήταν  του  Michael,  η  ψυχή  ήταν  δική  του.  Το  σώμα  και  η  ψυχή.  Oι  απολήξεις  των  ματιών  της  κυρίας  λικνίζονταν  και  αυτές  στον  ρυθμό  του.  Άνοιξε  μια  μαύρη  σακούλα  και  τα  πέταξε  μέσα.  

 

                                                                                                                         2  Στίχος  από  το  προηγούμενο  τραγούδι.    3  https://www.youtube.com/watch?v=h_D3VFfhvs4  4  https://www.youtube.com/watch?v=7lvsBBNV-­‐U4&nohtml5=False  

 12  κάπως    

Ευφροσύνη  Βασιλοπούλου  

Σιωπή  Ήταν  αδύνατος,  κοντούλης  με  αραιά  μαλλιά.  Ήταν  δυσκολότατο  να  πεις  την  ηλικία  του.  Το  πρόσωπο  του  είχε  πάντα  την  ίδια  έκφραση.  Constipé  θα   την   έλεγε   η   μαμά.  Φορούσε   ένα   γκρι-­‐μπλε   ετοιματζίδικο   κοστούμι  τουλάχιστον  δυο  νούμερα  μεγαλύτερο  με  μπόλικο  πολυέστερ  στο  υλικό  του.   Το   πουκάμισο   ήταν   πάντα   κουμπωμένο   μέχρι   το   λαιμό,   χωρίς  γραβάτα.   Κουβαλούσε   μια   τεράστια   τσάντα,   καφέ   με   μεταλλικές  ενισχύσεις  στο  κάτω  μέρος.  Έμοιαζε  βαριά  και  αρχαία.  

Περπατούσε  βιαστικά,  σκυφτός,  σαν  να  είχε  αργήσει.  Ο  λαγός  απ’   την  Αλίκη  ή  ο  τρελός  καπελάς  με  τον  ήχο  στο  off.  Η  Pina  Bausch  θα  τον  είχε  κάνει   χορογραφία.   Το   αυτόματο   ανθρωπάκι   που   πηγαινοέρχεται   σαν  μυρμήγκι   και   αποσύρεται   απότομα   στη   φωλιά   του   με   τη   δύση   του  ηλίου.  Δεν  εξολοθρεύεται  με  λίγο  ή  πολύ  ξύδι.  

Κανείς  δεν  ξέρει  πού  ζει,  (αν  τρώει)  ή  αν  κοιμάται  ποτέ.  Δεν  μιλάει  ποτέ  και  σε  κανέναν  και  δεν  μοιάζει  να  επισκέπτεται  ποτέ  την  τουαλέτα.  Τα  μάτια   του   βλέπουν   μόνο   τους   ατέλειωτους   δρόμους   και   το   αριστερό  του  χέρι  κρέμεται  άεργο  ενώ  το  δεξί  κρατάει  σφιχτά  την  τσάντα  από  το  χερούλι.  

Τον   βρίσκεις   παντού.   Στο   σταντ   που   μοιράζει   τζάμπα   τη   νέα   Welti  πορτοκαλάδα.  Στο  σινεμά  που  προβάλλεται  η  νέα  ταινία  του  Weidrukov  μόνο   στις   16   και   πέντε.   Στο   θέατρο   στην   παράσταση   του   95χρονου  σκηνοθέτη   Von  Wrupov   για   την   γελοιότητα   του   να   φοράς   δυο   σειρές  μαργαριτάρια  στις  κηδείες  ενώ  μία  είναι  αρκετή.  Και  στην  performance  της   17χρονης   σκηνοθέτιδας  Wu   Fu   από   το   Βιετνάμ   όπου   οι   ηθοποιοί  πρέπει   να   ταΐσουν  ο   ένας   τον  άλλο  18  αυγά   του  Πάσχα  με   το   τσόφλι,  ανακατεμένα   με   πέταλα   από   κίτρινες   και   άσπρες   μαργαρίτες   ενώ  βγάζουν  και  βάζουν  τις  ριγέ  κάλτσες  τους.  

Τον   βρίσκεις   ακόμα   στην   αίθουσα   Β   ν’   ακούει   την   2η     συμφωνία     του  Weibachen   παιγμένη   από   τη   συμφωνική   ορχήστρα   της   Κουάλα  Λουμπούρ,   στον   εξώστη   Α   με   την   τσάντα   (που   την   έχουν   ψάξει   στην  είσοδο;).  Τον  βρίσκεις  και  στο  μπαρ  Wei  One  One  ν’  ακούει  «έντεχνο»  προσπαθώντας   να   χειροκροτήσει   κρατώντας   πάντα   την   τσάντα   με   το  ένα   χέρι.   Αλλά   προπαντός   τον   βρίσκεις   κοντά   στη   θάλασσα   στο  ζαχαροπλαστείο   Καραμιχαλοβακάκη   να   τρώει   βιαστικά   ένα   τεράστιο  άσπρο,   μαύρο,   ροζ,   πράσινο   παγωτό   με   το   ένα   χέρι,   κρατώντας   την  

κάπως  13    

τσάντα   με   το   άλλο.   Φεύγει   τρέχοντας   και   χάνεται   στο   ελαφρά   μωβ  ηλιοβασίλεμα.   Αν   σταθείς   να   το   κοιτάξεις   (πάντα   έτσι   την   πατάς)   τον  έχεις  χάσει.  

Του  την  πήραν,  μια  μέρα.  Ήταν  άδεια.  

Και  ξαφνικά  άρχισε  να  μιλάει.  Η  φωνή  της  ήταν  απαλή  και  γλυκιά  με  την  τέλεια   ορθοφωνία   της   πρώτης   εκφωνήτριας   του   ΕΙΡ.   Ό,τι   κι   αν   έλεγε  ακουγόταν   ευχάριστο,   σε   νανούριζε,   σε   αποκοίμιζε.  Όταν   σταματούσε  αισθανόσουν   άθλια,   σαν   να   είχες   μια   τρύπα   σαν   πηγάδι   στην   κοιλιά,  σαν  να  είχε  φύγει  για  πάντα  το  καλοκαίρι.  

Κι  όταν  ξανάρχιζε,  οι  κερασιές  (αν  υπήρχαν)  θ’  άνθιζαν,  η  βροχούλα  θα  έπεφτε   στρογγυλή,   σαν   βότσαλο   Σκοπέλου   και   το   χέρι   θα   χάιδευε   το  κατάμαυρο   μαγικό   γατάκι   της   Κίκι   με   κρινοδάχτυλα   σαν   της   Ειρήνης  όταν  βγάζει  τα  φρύδια  της  Σοφίας.  

Η   φωνή   ξεδίπλωνε   κρεμαστούς   δρόμους,   σταματούσε   πολύχρωμες  αμαξοστοιχίες   (κυρίως   γαλάζιες),   ανοιγόκλεινε   γέφυρες   στρωμένες   με  μαύρο   χαλίκι   (Χαλκιδικής   ή   Βαρσοβίας   κατά   προτίμηση).   Η   σιωπή  άνοιγε   βάραθρα,   ξεκούμπωνε   πόρτες,   αραίωνε   τη   σύνθεση   του  αποσμητικού  χώρου,  αφαιρούσε  τη  γεύση  από  τις  καραμέλες  λεμόνι.    

Στο  τέλος  της  μέρας  είχαν  όλοι  παραδοθεί  στη  φωνή.  Δεν  μιλούσαν,  δεν  έτρωγαν,  δεν  κοιμόντουσαν,  μόνο  άκουγαν.  Τα  παλιρροιακά  κύματα  της  γλύκας   και   της   πίκρας   άδειαζαν   και   γέμιζαν   τα   πολύπλοκα   φιορδ   του  μυαλού   τους.   Οι   μπαταρίες   είχαν   αδειάσει,   οι   αντιστάσεις   είχαν  εξαφανιστεί   και   τα   σώματα   κείτονταν   σαν   πυροβολεία   του    Β  Παγκοσμίου  Πολέμου  πάνω  στην  απέραντη  τσιμεντένια  παραλία.  

Όταν   τον  βρήκαν   του   την  παρέδωσαν  με   χαρά  και  όλα   ξαναβρήκαν   το  ρυθμό  τους.  

Στο  μετρό,  η  «φυσική»    ξανθιά  με  το  ζωγραφισμένο  φρύδι  αλά  Marlene  Dietrich,   τα   ξεβαμμένα  «αιματί»  νύχια  και   το  ύφος  24  καρατίων   (μετά  από   χαλάζι   κατά   προτίμηση)   φταρνίστηκε   πάνω   στον   μοσχομυριστό  μαρκάτο   κυριούλη   που   προσπαθούσε   με   προσήλωση   να   φτιάξει   το  εναπομείναν   τσουλούφι   του   (δεξιά   ή   αριστερά;).   Και   τότε   άνοιξε   την  τσάντα.  Ο  συρμός  άρχισε  να  υψώνεται  στον  αέρα,  να  κόβει  με  πριονωτό  μαχαίρι  τους  σταθμούς,  να  βάφει  με  κρόκο  Κοζάνης  τις  αποβάθρες,  να  ενώνει   με   μαρμάρινες   κορδέλες   (στο   χρώμα   της   ελιάς)   τα   εκδοτήρια  εισιτηρίων,  να  μαζεύει  τα  παιδιά  και  να  κάνει  το  κατσαρό  τους  γέλιο  να  φτάνει  μέχρι  τη  λίμνη  με  τα  πανέξυπνα  ψάρια.    

 14  κάπως    

Σοφία  Γράψα  

Poor  Ophelia  ή  τα  μαγικά  βοτάνια  της  Κρήτης  Σαν  Οφηλία  επέπλεε...  μαλλιά  στα  ρόδα...  νανούρισμα  της  θάλασσας...  Πιωμένος  είσαι  ρε  μαλάκα;  Τι  πήρες;  Κάτσε  ρε.  Κάν'  του  έναν  καφέ  ρε  Μάκη...   Φτωχή   Οφηλία...   Πάρτε   τον   στο   Ψυχιατρικό   είπε   επιτακτικά  ένας   γιατρός.  Πέντε   πέντε   ανέβηκε   τα   σκαλιά   ο  Νικόλας   πέντε   χρόνια  στο   Καρδιολογικό   με   τον   Αποστόλη   αδέρφια...   Σαν   Οφηλία   σας   λέω…  Ποια   είν'   αυτή   η   γαμημένη   η   Οφηλία   ούρλιαξε   χλομός   ο   Νικόλας.  Πλύση  στομάχου  διέταξε  ο  διευθυντής.  Δέκα  δέκα  κατεβαίνει  τα  σκαλιά  ο  Νικόλας  φτάνει  στο  σπίτι  του  φίλου  του  σπάει  την  πόρτα  ορμάει  στην  κουζίνα   άναυδος   έμεινε.   Μανδραγόρας   μονολόγησε.   Συναγερμός   στο  Νοσοκομείο.   Έφυγες.   Ταξί   για   Ρέθυμνο   περίτρομη   η   φωνή   μόνο   εκεί  έχουν   αντίδοτο.   Μανδραγόρας   ρίζες   ανθρωπόμορφες   ουρλιάζει   όταν  τον   κόβουν   πέφτουν   οι   κρεμασμένοι   δυνάμει   θανατηφόρος   λατρεία  αρχέγονη.  Στο  θάλαμο  ο  Νικόλας  διασχίζει  μια  σχισμή  πραγματικότητας  στο   πρόσωπο   του  φίλου   του   μη   μου  φεύγεις   μη   εγώ   είμαι   κόφ'   το   κι  αυτό   το   τραγούδι   γαμώ   το   αγριεύομαι   μόνος   ο   Αποστόλης   και  χαμογελάει   Οφηλία   φτωχή...   τριαντάφυλλα   στη   βάρκα...   πέταλα   στη  θάλασσα...   Στη   βάρκα;!   Πανί   λευκό   ο   Νικόλας   κατάλαβε   ορμίσκος  απόμερος  τρέχει  στο  Λιμενικό  φίδια  μαύρα  και  τον  ζώσανε  βουτάνε  στο  νερό  μακάβριο  εύρημα  και  του  παγώνει  το  μυαλό  τη  βγάζουν  στο  μόλο  τη   γυρίζουν  στο  πλάι  μάτια  βασιλεμένα  θεατής  σε  θέατρο  αλλόκοσμο  ρόδα  αλμυρά  οιμωγές  στα  νερά.  

Στο   θάλαμο   μια   υποψία   ειρμού   στο   παραλήρημα   του   Αποστόλη   τι  έκανες   ρε   τι   έκανες   δε   μ'   άφηνε   να   παίξω   κλαρίνο   που   το   λαλάς   κι  αντιλαλούνε   τα   ρουμάνια   όχι   αυτή   η   κλαψάρα   η   λύρα   είμ'   Αρβανίτης  απ'   τη  Θήβα   εγώ   τριάντα   χρόνια  αυτή  μου   κράταγε   το   χωριό  σε   τρεις  μέρες  σύνταξη  και  βουρ  για  'κει  θα  κίναγα  ούτε  ν'  ακούσει.  Επίτηδες  την  τάισες   το   μανδραγόρα   τρύπωσα   τις   λέξεις   στο   κενό   της   σιωπής.  Μανδραγόρας   ε;   Χάρμα   ήταν   ο   άτιμος   γέλαγε   ο   Αποστόλης  μοσχοβόλαγ'  η  ρούγα  και  με  τ'  αβγά  και  το  λάδι  του  πεθερού  ανάσταση.  Τι   διάολο   κάνουμε   τώρα   τι   θα   πω   στους   μπάτσους   κι   εκεί   που  αναρωτιόμουνα  απ'  το  μπαλκόνι  τον  ακούω...  Εγώ  εγώ...  εγώ  τηγάνισα  το  μανδραγόρα  με  τ'  αβγά...  Η  νοσοκόμα  τον  τράβηξε  μέσα  την  έδιωξα.  

 

κάπως  15    

Άκου  αδερφέ  μου  μου  λέει  χωρίς  να  με  κοιτάζει  εγώ  τη  σκότωσα.  Ήτανε  λέει   ερωτευμένη   και   πως   βαρέθηκε   να   με   νταντεύει.  Μας   είχε   μείνει  έρωτας  θα  πεις;  Όχι  δεν  ξέρω  βρέφος  στα  σκαλιά  εκκλησίας  βρέθηκα...  εγώ   την   έκανα   μάνα   μου   εγώ   τη   σκότωσα...   η   μάνα   μου   πεθαμένη  μήπως   αυτή   να   είχα   σκοτώσει...   η   Χαρά   μας   στο   Λονδίνο   κούτσουρο  απόμεινα...  το  χωριό  λιγόστευε  ερημιά  ως  το  κόκαλο  με  περόνιασε.  Μα  έφαγες   και   συ   τρύπωσα   τη   φράση.   Μαζί   μιλάμε   Νικόλα   ίσα   που  φτιάχτηκα  εγώ.  Περίεργη  γεύση  έλεγε  η  γλυκιά  μου...   τι   λες   τώρα  όλο  χυμούς   δε   βλέπεις   τις   ρίζες   ίδιος   Νεάντερταλ   χοροπήδαγα   την  μπούκωνα   έγλειψα  πιάτα   τηγάνι...   Και   τώρα  η   σειρά   σου   είπε   και   για  πρώτη  φορά  με  κοίταξε  ήξερα  τι  σήμαινε  αυτό  το  βλέμμα  έξαλλος  έγινα  να  φερθείς  σαν  άντρας  μια  φορά  ρε  τσογλάνι  στα  όπα  όπα  σ'  είχε  θέλεις  να  κάνω  εγώ  αυτό  που...  να  πεθάνεις  μόνος  σου.  

Μη   φεύγεις   ικέτεψε   θα   στα   πω   όλα.   Κι   άλλα;!   Στη   βάρκα   πώς  βρεθήκατε;  Βαρκάδα  της  είπα  αναγάλλιασε...  στην  άμμο  κούτσα  κούτσα  με  χίλια  ζόρια  στη  βάρκα  κι  όπως  έλαμψ'  ο  γιαλός  στο  γέλιο  της  είπα  να  κάνω  πίσω  ή  να  τρυπήσω  το  σκαρί  να  πάμε  αγκαλιά...  αστροπελέκι   το  βλέμμα   το   ερωτευμένο   για   τον   άλλον...   κόμπιασε   και...   ξέρεις   εσύ  Νικόλα   πως   ο   άλλος   ήσουνα   εσύ...   τόσες   γιατρίνες   κι   ασθενείς   τι   να  πεις...   διάβασε   αυτή   τα   σκοτεινά   τα   σχέδια   τα   χέρια   μου   ορμήσαν  μοναχά  τη  ρίξαν  στα  νερά  θάλασσ'  αλλόκοτη  η  ματιά  της...  ήθελα  να  τι  να  σου  λέω...  δεν  την  αποχαιρέτησα...  λίμνες  εννιά  και  βάλε  το  σκοτάδι  μου  καρφιά  και  με  καρφώνουνε  στερνή  φορά  τα  γήινά  της  μάτια  φύκια  τα  χέρια  της  ψυχή  στην  ακτή  πήρε  να  ροδίζει  τα  μάτια  στεγνά  φάντασμα  αμφίβιο  στο  γιαλό  σκότωσα  κάποιον  μονολογούσα  εμένα  νόμιζα   τι   να  πω  αίμα  σταγόνα  δεν  έτρεχε  σε  καθρέφτη  από  τότε  δεν  ξανακοίταξα...  κι   όλες   οι   επιφάνειες   των   νερών   αυτήν   αντανακλούσαν   σ'  αντανακλάσεις   αλλεπάλληλες   μπαινόβγαινα   κύκλοι   ομόκεντροι   με  σφίγγαν  κι  αν  σκύψεις  στον  αμφιβληστροειδή  τη  ματιά  της  θα  δεις...  κι  απ'   το   βυθό   της   θάλασσας   σου   μιλάμε   και   νά   'ρχεσαι  Νικόλα   κόκκινα  ρόδα  καρφώνουμε  στους  αχινούς  για   τη  Χαρά  μας  αστερίες  ανεμώνες  μαβιές  και  πράσινες  μικρές  ποσειδωνίες.  

Ρουφήχτηκε  όλος  μέσα  κρατήρας  και  ξερνούσε  σιωπή  της  θάλασσας  και  ολολυγμούς  του  Μανδραγόρα.  Στην  ύφαλο  γραμμή  της  Ύπαρξης.  

 

 

   

 16  κάπως    

Ελένη  Σωτηρίου  

Ο  κεσές  Ήταν   τόσο   λεπτός,   σχεδόν   διάφανος   αυτός   ο   κεσές   της   κρέμας,   τόσο  ντελικάτος   που   χωρίς   το   περιεχόμενό   του   υποχωρούσε   ακανόνιστα  ακόμη   και   μέσα   στα   αδύναμα   δάχτυλά   της,   έτσι   όπως   τον  περιεργαζόταν,   με   μεγάλη   προσήλωση,   με   τους   αγκώνες   καλά  στηριγμένους   κόντρα   στην   πράσινη   τσόχα,   πάνω   στην   οποία   ρίχνανε  πασιέντζα   η   Τούλα   στα   αριστερά   και   η   Παναγιώτα   στα   δεξιά   της.   Η  βάση  του  ήταν  λίγο  πιο  στιβαρή,  αλλά  το  πλαϊνό  του  ήταν  μια  φλούδα,  μέσα   από   την   οποία   διακρίνoνταν   η   φιγούρα   της   στρουμπουλής  νοσοκόμας   καθώς   ετοίμαζε   τα   απογευματινά   χάπια.   Από   πάντα,   όσο  μπορούσε  να  θυμηθεί  τον  εαυτό  της  εκεί  μέσα,  της  φέρνανε  υπνηλία  τα  απογευματινά,   σε   αντίθεση   με   τα   πρωινά   που   της   προσφέραν   μια  υποτυπώδη  ζωντάνια.  

Πλέον  όλα  τα  χάπια,  και  τα  πρωινά  και  τα  απογευματινά  τη  ρίχνανε  σε  μια   χαύνωση  –   την   κλινική   είχε   αναλάβει   νέος   γιατρός  –   ήταν   λες   και  δεν   συνειδητοποιούσε   τον   εαυτό   της,   πού   τελειώνει   και   πού   αρχίζει,  είχε   την   αίσθηση   ότι   ήταν   εξωτερικός   παρατηρητής,   δεν   ήταν   κάτι  άσχημο,   αλλά   ούτε   και   ωραίο,   κι   έτσι,   κάθε   απόγευμα   σχεδόν,   τον  τελευταίο   μήνα,   ανεξήγητα   αλλά   πολύ   φυσιολογικά   καθόταν   με   τον  κεσέ   της   κρέμας   στα   χέρια   της,   η   υπόστασή   του   οριακά   στεκούμενη,  όπως  άλλωστε  και  η  δική  της,  της  Τούλας,  της  Παναγιώτας  και  όλων  των  υπολοίπων  εκεί  μέσα.  

Η   νοσοκόμα   με   το   δίσκο   βγήκε   να   μαζέψει   τα   άδεια   κεσεδάκια   πριν  μοιράσει  τα  απογευματινά  χάπια,  η  ώρα  ήταν  6.  Μέτρησε  τα  κουτάλια,  έπρεπε  να  είναι  ακριβώς  12,  όσα  είχε  μοιράσει  μαζί  με  12  κρέμες  πριν  μια   ώρα,   δηλαδή   στις   5.   Ήταν   βέβαια   πλαστικά,   αλλά   ποτέ   δεν   ξέρει  κανείς  με  αυτούς  τους  τρελλούς  πότε  μπορεί  να  τους  έρθει  να  βγάλουν  ο   ένας   το  μάτι   του  άλλου  ακόμη   και  με   κανένα  πλαστικό   κουτάλι,   και  τότε   ήταν   σίγουρο   ότι   ο   Δρ.   Παπασπύρος,   γαλανομάτης   και  γλυκομίλητος  δεν  θα  ήταν  καθόλου  ευχαριστημένος.  

Ξαναβγήκε  με  το  δίσκο  γεμάτο  με  12  πλαστικά  σφηνοπότηρα  με  χάπια  και  άλλα  12  με  νερό.  Περνούσε  μπροστά  από  κάθε  ασθενή,  του  έδινε  τα  χάπια,   του   έδινε   και   το   νερό   και   περίμενε   να   αδειάσουν   και   τα   δύο  ποτηράκια   πριν   πάει   στον   επόμενο.   Έπρεπε   να   σιγουρευτεί   οτι   οι  ασθενείς  θα  πάρουν  τα  χάπια  τους,  γιατί  αν  κάτι  πήγαινε  στραβά,  ο  Δρ.  Παπασπύρος  –  ήταν  σίγουρη  γι’αυτό  –  θα  θύμωνε  πολύ.  

κάπως  17    

Η   Τούλα   κι   η   Παναγιώτα   ήπιαν   τα   χάπια   τους   χωρίς   να   σηκώσουν   τα  μάτια  από  την  πασιέντζα.  Τον  κεσέ  τον  κρατούσε  ακόμη  στα  χέρια,  –  τι  ψυχή  έχει  ένα  κεσεδάκι,  άσε  την  καημένη  την  τρελλή  στην  τρέλλα  της  –  και   δεν   κατάλαβε   το   ποτηράκι   που   στάθηκε   δίπλα   της.   Συνέχιζε   να  προσπαθεί  να  κεντράρει  τον  πάτο  του  κεσέ  στη  λάμπα  του  φωτιστικού  απέναντι,  όταν  το  ποτηράκι  χώθηκε  στα  χέρια  της.  Ενοχλημένη  σήκωσε  τα  μάτια  από  τα  πράσινα  προβατάκια  –  αδύναμο  περίγραμμα  κι  αυτά  –  και   κοίταξε   τη   νοσοκόμα   χωρίς   να   καταλαβαίνει   για   ποιο   λόγο   τη  διακόπτει  από  την  απασχόλησή  της.  Η  νοσοκόμα,  κουνώντας  τα  φρύδια  και   χωρίς   τη   χρήση   καμίας   λέξης   της   έδωσε   να   καταλάβει   ότι   ήταν  επιτακτικό   να   πάρει   τα   χάπια   της.   Τα   κατάπιε   χωρίς   αντίσταση   και  ξαναστήλωσε   τα   μάτια   στον   ημιδιάφανο   κεσέ   με   τα   υπολείμματα  κρέμας.  

Ο   τρόπος  με   τον  οποίο  η   χαύνωση  ερχόταν  ήταν  απόλυτα  αντιληπτός,  σχεδόν  απτός.  Ήταν   ένα   κύμα,  που   ξεκινούσε   να   γλείφει   τα  πόδια   και  σιγά-­‐σιγά   ανέβαινε   προς   τα   πάνω,   μέχρι   που   κατάπινε   και   το   κεφάλι,  μπορούσε   να   πει   ανά   πάσα   στιγμή   σε   ποιο   ύψος   του   σώματος  βρισκόταν.  Όσο  το  κύμα  ανέβαινε  γλυκά,  τόσο  αυτή  πίεζε  νευρικά  με  τα  δάχτυλά  της  τα  τοιχώματα  του  κεσέ,  που  ακουμπούσαν  το  ένα  το  άλλο  χωρίς  ιδιαίτερη  αντίσταση.  

Προσπάθησε   να   σηκωθεί   από   την   καρέκλα,   αλλά   τα   πόδια   της   είχαν  παραλύσει.  Η  χαύνωση  συνέχιζε  την  πορεία  προς  τα  πάνω.  

Το  μόνο  που  της  έμενε  ήταν  το  κεσεδάκι  –  σε  λίγο  δε  θα  την  ένοιαζε  και  πολύ   γι’   αυτό,   βέβαια   –   και   μισό,   από   τη   μέση   και   πάνω   σώμα   που  μπορούσε   ακόμη   να   ορίζει.   Έβαλε   αργά   τον   κεσέ   στο   κεφάλι   της,  σήκωσε  στον  αέρα  τα  κοκαλιάρικα  χέρια  της,  σα  να  προσπαθούσε  να  τα  γλυτώσει   από   το   κακό   που   ερχόταν,   και   με   ξεψυχισμένη   φωνή   είπε  «ελευθερία»  δύο  φορές.  Τόσες  πρόλαβε,  η  τρίτη  πνίγηκε  σε  ένα  στόμα  που   έχανε   την   υπόστασή   του.   Ο   κεσές   γλίστρησε   από   το   κεφάλι   στο  πάτωμα  και   τα   χέρια   της   έπεσαν  με   γδούπο  πάνω  στην  πασιέντζα   της  Παναγιώτας.   Οι   τρόφιμοι   είχαν   γυρίσει   και   την   κοίταζαν.   Η  στρουμπουλή   νοσοκόμα   έτρεξε,   ενοχλημένη,   να   επιληφθεί   του  θέματος.   Έλυσε   τα   φρένα   της   καρέκλας   και   την   οδήγησε   έξω   από   το  θάλαμο,   με   τους   τρόφιμους   ακόμη   να   κοιτάζουν.   Η   στρουμπουλή  νοσοκόμα   σκεφτόταν   πολύ   σοβαρά,   και   ήθελε   να   το   συζητήσει   με   το  Δρα,  ότι  οι  κρέμες  είχαν  επιπτώσεις  στους  ασθενείς  και  πως  η  λύση  του  ζελέ  θα  ήταν  σαφώς  καλύτερη.  

 

 18  κάπως    

Νατάσα  Μακρή  

Tursiops  aduncus  Είστε  ένα  πανέμορφο  δελφίνι.  Έχετε  υψηλότατη  ευφυία  και  έντονη  την  αίσθηση   της   περιπέτειας.   Όλα   τα   θηλυκά   δελφίνια   σας   θαυμάζουν,  καθώς   κάνετε   άλματα   και   παιχνιδίσματα   στην   επιφάνεια   του   νερού,  διασχίζοντας   το   πέλαγος.     Όταν   ο   ήλιος   καίει,   το   φως   του   λαμπυρίζει  δυνατά   πάνω   στα   γκρίζα   πτερύγιά   σας.   Εδώ   και   καιρό   φλερτάρετε   το  πιο   έμπειρο   θηλυκό   της   ομάδας   σας   και   σύντομα   ελπίζετε   να   την  κατακτήσετε.  Ο  δεσμός  σας  θα  σας  προσδώσει  ιδιαίτερο  κύρος  μεταξύ  των  συντρόφων  σας  και  προετοιμάζεστε  ήδη  για  τον  ηγετικό  ρόλο,  που  φιλοδοξείτε   να   αναλάβετε.   Οδηγείτε   την   ομάδα   σε   ένα   ειδυλλιακό  θαλάσσιο   τοπίο   στα  ανοιχτά   των   ινδικών  ακτών.   Το  ανακαλύψατε   μια  μέρα   του   καλοκαιριού   σε   μια   από   τις   μοναχικές   σας   περιπλανήσεις.  Μέσα  στον  ύφαλο  με   τα  πολύχρωμα  κοράλια  και   τα  κοπάδια  ψαριών,  που   κολυμπούν   με   αξιοθαύμαστο   συγχρονισμό,   έχετε   εντοπίσει   το  ιδανικό  σημείο  για   την  ρομαντική  σας  εξομολόγηση.  Καθαρίζετε  με   το  ρύγχος  σας  τα  παρασιτικά  φύκια  που  έχουν  φυτρώσει  στα  αστραφτερά  κοράλια  και  διαλέγετε  από  τον  βυθό  τους  εκλεκτότερους  αστακούς  για  το  γεύμα  που  θα  ακολουθήσει.  Τραγουδάτε  μια  χαρούμενη,  υψίσυχνη  μελωδία,   απορροφημένος   στις   ασχολίες   σας,   όταν   ένα   απρόσμενο  θέαμα  κάνει   τα  πτερύγιά  σας  να  ριγήσουν.  Μια   ξένη  αγέλη  δελφινιών  έχει  κάνει  την  εμφάνισή  της  και  ένα  από  τα  αρσενικά  πλησιάζει  ερωτικά  το   θηλυκό   που   σας   ενδιαφέρει.   Παρακολουθείτε   από   απόσταση   την  επίμονη   πολιορκία,   χτυπώντας   αμήχανα   το   νερό   με   την   ουρά   σας.  Διαπιστώνετε   ότι   υπάρχει   σοβαρότατος   κίνδυνος   ο   εισβολέας   να  καταλάβει   τη   θέση   που   σας   ενδιαφέρει   στην   καρδιά   της   αγαπημένης  σας.  Ο  αστακός,  που  μόλις  έχετε  ξεθάψει  από  την  άμμο,  πέφτει  από  το  ρύγχος  σας.  Ο  τρόμος  σας  κάνει  να  αναζητάτε  επειγόντως  καθαρό  αέρα.  Ανεβαίνετε  με  άγαρμπες  κινήσεις  του  κορμού  σας  στην  επιφάνεια  του  νερού,  για  να  πάρετε  μια  βαθειά  ανάσα.    

Πώς  θα  αντιμετωπίσετε  την  απροσδόκητη  αυτή  εξέλιξη:  

α)   Απομακρύνεστε   από   το   σημείο   λυπημένος,   καθώς   δεν   αντέχετε   να  αντικρίζετε   την   απρόκλητη   ερωτική   προδοσία.   Καταφεύγετε   σε   ένα  απομονωμένο   σημείο   του   υφάλου   και   κάνετε   μερικούς   κύκλους  αντίθετα  στο  ψυχρό  ρεύμα,  προσπαθώντας   να  συνέλθετε  από   το  σοκ.  Βρίσκετε  μία  σπηλιά  στον  ύφαλο,  ίσα  ίσα  στο  μέγεθός  σας,  και  μπαίνετε  μέσα,  αναζητώντας  το  κουράγιο  να  αυτοκτονήσετε.  

κάπως  19    

β)   Επιστρέφετε   στο   σημείο   του   ραντεβού   και   φέρνετε   κύκλους   γύρω  από   τον   πορτοκαλί   ύφαλο.   Τραγουδάτε   αφηρημένος   ένα   θλιμμένο  τραγούδι   χωρισμού,   που   κάνει   όλα   τα   θαλάσσια   ζώα   του   υφάλου   να  βγουν   από   τις   φωλιές   τους   και   να   σας   θαυμάσουν   εκστασιασμένα.  Συγκινημένος  από  την  οικουμενική  δύναμη  της  τέχνης,  αποφασίζετε  να  ξεχάσετε  το  θλιβερό  γεγονός  και  να  αφιερωθείτε  στην  μουσική.  

γ)   Μετά   από   μερικές   στιγμές   πανικού,   αποφασίζετε   να   μείνετε  προσωρινά   αδρανής.   Αποδέχεστε   τις   εξελίξεις   και   επιστρέφετε   στην  αγέλη   σας,   όπου   πλέον   έχει   ενσωματωθεί   ο   εισβολέας   ως   ηγετικό  μέλος.   Τον   πλησιάζετε   με   δήθεν   φιλικές   προθέσεις   και   αποσπάτε  σταδιακά  την  εμπιστοσύνη  του.  Μετά  από  μερικές  εβδομάδες,  και  ενώ  έχετε  πλησιάσει  το  ακρωτήριο  Ρασί  Αμπί,  οδηγείτε  τον  ανταγωνιστή  σας  κοντά   στην   ξηρά,   όπου   έχετε   παρατηρήσει   πως   αυτή   την   εποχή  εξαφανίζονται   δελφίνια   μυστηριωδώς. 5  Φροντίζετε   να   διαφύγετε  εγκαίρως,   ενώ   βλέπετε   από   απόσταση   τον   εισβολέα   να   εξαφανίζεται.  Επιστρέφετε  στην  ομάδα  σας,  έτοιμος  να  παρηγορήσετε  το  θηλυκό  για  την  απώλειά  της.  

 Νατάσα  Μακρή  

Freytag  Ο   Τζακ   είναι   πραγματικά   ευτυχισμένος   με   τη   ζωή   του.   Έχει   μια  μονοκατοικία,   μια   συλλογή   από   αναγεννησιακούς   πίνακες   και   ένα  συμπαθητικό  κανίς.  Μία  μέρα  το  κανίς  εξαφανίστηκε.  Ο  Τζακ  αγόρασε  ένα  καινούριο  κανίς.  Το  καινούριο  κανίς  δεν  ήταν  όπως  το  περίμενε.  Δεν  είχε   αρκετά   απαλό   τρίχωμα   και   δεν   τον   περίμενε   γαβγίζοντας  ανυπόμονα   όταν   εισερχόταν   το   αμάξι   του   στην   πύλη.     Μια   μέρα  εξαφανίστηκε  το  κανίς.  Ο  Τζακ  άρχισε  να  πίνει.  Τα  γένια  του  μάκρυναν  και   οι   επαφές   του   με   άλλους   ανθρώπους   έγιναν   ελάχιστες.   Το  τηλέφωνο   αρχικά   χτυπούσε   ακατάπαυστα   –   κάποιοι   φίλοι   του  αναζητούσαν   σημεία   ζωής.   Σύντομα   έπαψε   να   χτυπά.   Τις   νύχτες   δεν  κοιμόταν.  Δεν  επισκεπτόταν  σχεδόν  ποτέ   την  αίθουσα   ζωγραφικής   και  είχε  εβδομάδες  να  κουρέψει  το  γκαζόν.  Συχνά  τον  έβλεπες  να  περπατά  με   ένα   μπουκάλι   στο   χέρι,   τρεκλίζοντας   στα   σκοτεινά   μονοπάτια   της  περιοχής.   Δύο   μήνες   αργότερα   ο   Τζακ   πέθανε   από   λευχαιμία.

                                                                                                                         5  Αναφέρεται,  πιθανόν,  σε  τεχνική  παραδοσιακού  κυνηγιού  δελφινιών,  των  ακτών  της  Ανατολικής  Ινδίας.    

 20  εντός    

εντός  

                                                                                     Επιμέλεια  ενότητας:  Αλεξάνδρα  Τριανταφύλλου  

εντός  Παρακαλώ,   περάστε   στο   μέσα   δωματιάκι   και   καθίστε,   μόνο   προσοχή  κατά  την  ανάβαση  στο  σκαμπό,  μπαλαντζάρει  κομμάτι,  μια  εναλλακτική  είναι  βέβαια  να  ξαπλώσετε  στο  ντιβάνι.  Νιώθετε  άνετα;  Ωραία.  Μιλήστε  μου.  Ποια  ήταν  η  τελευταία  φορά  που  προσήλθατε  στο  μυστήριο,  πείτε  μου,  ώστε  να  μπορέσουμε  να  διατυπώσουμε  το  αίτημα  της  θεραπείας,  μα,  σίγουρα  κάθεστε  άνετα;  μπαλαντζάρει   και   το  σκαμπό,  μην  έχουμε  κανα   ατύχημα   φοβάμαι,   γιατί   μανουριασμένο   σε   κόβω.   Πραγματικά,  κανένας   λόγος   να   είστε   νευρικός,   σ'   αυτή   τη   συζήτηση   είμαστε  παρόντες   μόνο   εγώ,   εσείς,   κι   Αυτός,   καθώς   υπάρχει   και   το   ιατρικό  απόρρητο,   χώρια   που,   δε   φαντάζεσαι   φιλαράκι   τι   έχω   ακούσει,   δέκα  χρόνια   τώρα  νύχτα.  Μιλήστε  μου  λοιπόν,  εξομολογηθείτε   τις  αμαρτίες  σας,   και   τις   ασυνείδητες   επιθυμίες   σας   αποκαλύψτε,   κάθε   πονεμένο  ντέρτι  με  τη  σειρά  του,  μιλήστε  επιτέλους,  είμαι  στην  απόλυτη  διάθεσή  σας,  η  μόνη  παράκληση  από  πλευράς  μου,  είναι  να  σεβαστείτε  το  όριο  των  750  λέξεων.  Μιλήστε  μου.  Σκεφτήκατε  κάποτε  ν'  αποπλανήσετε  το  γιο   σας,   πρόκειται   ασφαλώς   για   οιδιπόδειο,   η   Βίβλος   βρίθει   τέτοιων  ιστοριών,  να  σου  πω  εγώ  να  φρίξεις,  ήξερα  κάποτε  έναν  τύπο,  που  την  ίδια  του  τη  μάνα  την  καταριότανε,  κατά  παράβαση  της  πέμπτης  εντολής  βεβαίως,   και   δεδομένης   υπάρχουσας   ψυχοπαθολογίας   προφανώς,  πάγο   βάζω;   Ίσως   επειδή   του   έφτιαχνε   το   παστίτσιο   με   μακαρόνια  νούμερο   10,   αλλά   αυτό,   μόνο   όταν   δεν   πέρναγε   τη   μέρα   της  φωτογραφίζοντας   ναυαγούς   και   γλάρους.   Κι   ακόμη   και   τότε   δηλαδή,  αυτή,  χαμογελούσε  στα  χιλιοκατουρημένα  δέντρα,  κι  αυτός,  τη  σκότωνε  κάθε   βράδυ,   συνήθως,   λίγο   πριν   τον   πάρει   ο   ύπνος.   Γι'   αυτό   και   μη  φοβάστε,   μιλήστε   μου   ελεύθερα,   εξάλλου,   τα   έχω   ήδη   ακούσει   όλα.  Έτσι  μπράβο.  Δεν  αισθάνεστε  καλύτερα,  που  τα  βγάλατε  από  μέσα  σας;  Τώρα   το   μόνο   που   έχετε   να   κάνετε,   είναι   να   τηρήσετε   ευλαβικά   τη  νηστεία  της  Μεγάλης  Εβδομάδας,  παίρνοντας  τρία  απ'  αυτά  τα  χαπάκια  μετά   από   κάθε   γεύμα,   μαζί   μ'   ένα   διπλό   ουίσκι,   για   να   κατέβουν   πιο  εύκολα.  

 

εντός  21    

                                                                                                                                                                                             Άρτεμις  Κατερίδου  

Ο  γιος  μου  πέθανε  από  ναρκωτικά  Αποσπάσματα  από  το  εγχείρημα  ολοκλήρωσης  νουβέλας  του  τρίτου  κύκλου  Λίγο  χρόνο  ακόμα,  μια  ώρα,  μια  μέρα,  μια  ανάσα  καιρού.  Μια  πίεση  να  τελειώσω  αυτό  που  άρχισα,  τόσο  χρόνο  πριν,  προτού  με  αφήσει  χωρίς  αναπνοή.    

Μια  γειτόνισσα  που  και  αυτή  περνά  τα  δικά  μου,  λέει  «Γεμάτη  είναι  η  ντουλάπα   μου   από   ρούχα   και   ‘γώ   βάζω   πάντα   τα   ίδια     ξεπλυμένα  μαύρα.   Να   μην     νομίσει   το   παιδί   μου   πως   το   ξέχασα   και    φτιασιδώνομαι».   Σκέφτηκα   πως   πιστεύει   να   την   βλέπει   το   παιδί   της.  Κάθισε  δίπλα  μου  στο  μετρό  μια  κυρία  με  αυστηρό  πένθος,  ολοντυμένη  στα   μαύρα   και   λεπτές   νάιλον   κάλτσες,   καλοκαιριάτικα.   Της   ζήτησα  συγνώμη  για  την    αδιακρισία  μου  να  ρωτήσω  για  ποιον  ήταν  το  πένθος.  «Για   το   παιδί   μου!»,   μου   είπε   ψιθυριστά   σκύβοντας   στον   λαιμό   μου.  Σκέφτηκα,  αυτή  πιστεύει  πως  το  παιδί  της  την  ακούει.  Εγώ  δεν  πιστεύω  να   με   ακούς,     ούτε   να   με   βλέπεις.   Ούτε   με   βλέπεις,   ούτε   με   ακούς.  Εξαρχής   αυτή   η   μοναξιά   με   συντροφεύει.   Ούτε   όταν   σκεφτόμουν   να  σου  μιλήσω  ολοκλήρωνα   την   σκέψη  μου.  Μόνο   εγώ   είμαι   στο   κεφάλι  μου.   Ήγγικεν   όμως   η   ώρα.   Μας   τέλειωσε   ο   χρόνος!   Πρέπει   να   σε  εναποθέσω  κάτω,  παιδί  μου.  Κουράστηκα  να  κουβαλώ  το  κουφάρι  σου  πάνω  κάτω.  Σε  φορτώθηκα  στον  ώμο  και  πάω.  Το  βάρος  έγινε  αφόρητο.  Πότε   πέφτω   παρασέρνοντάς   σε   μαζί   μου   και   πότε   γονατίζω   και  δυσκολεύομαι  μετά  να  σηκωθώ.    

Εγώ    που  δεν  θέλησα  να  ακολουθήσω  τα  συμβατικά  τετριμμένα  και  δεν  σε  έθαψα  ποτέ,  τώρα  με  την  στάση  μου  αυτή  να  σε  αποχαιρετίσω  είναι  ένα  θάψιμο  τελειωτικό.  Πως  να  το  κάνω!  Αχ  θεοί!  Την  κατάρα  μου  να  ’χετε  που  μου  αφήνετε   την   γνώση   της  πράξης  μου.   Ένας   κεραυνός  θα  ήταν  μια  κάποια  λύση.  Με  βλέπω  σε  ένα  ύψωμα  όταν  εσύ  είσαι  –δεν  σε  βλέπω   αλλά   γνωρίζω   πως   είσαι-­‐   εκεί   κάτω   και   σε   αποχαιρετώ   με  κατευόδιο   μια   χούφτα   χώμα  που   ρίχνω   σπυρί-­‐σπυρί.   Την   κατάρα  μου  θεοί  μου!!!  Πως  να  κάνω  αυτή  την  πράξη  που  απεύχομαι,  που  ποτέ  δεν  έκανα   και   που   ο   αποχαιρετισμός   μου   εκεί   με   πάει...   Κάμποσο   χρόνο  μετά   που   έφυγες,   βρέθηκα   στον   δρόμο   με   τον   φίλο   σου,   το   Γιώργο,  αυτόν  που  σε  έβγαλε  χωρίς  την  άδειά  μου  από  το  νεκροτομείο  και  που  ενέργησε   στις   χριστιανικές   τελετουργίες   και   ήθελα   να   τον   ρωτήσω:  θεωρείς   ότι   είναι   καλύτερα   για   τον   αποθανόντα   να   τον   φάνε   τα  σκουλήκια   από   το   να   προσφέρει   το   κορμί   του   για   μελέτη   στο  

 22  εντός    

πανεπιστήμιο;  Δεν  είπα  τίποτε.  Κάποια  στιγμή  μου  είπε  ότι  το  έκανε  για  να   σε   αποχαιρετίσουν.   Το   παιδί   αυτό   εκτέλεσε   ένα     χρέος   που   με   τις  ηθικές  αρχές  του,  θεώρησε  ότι  αναλαμβάνοντας  τις  δικές  μου  ευθύνες  σου   πρόσφερε   κάτι,   ένα   κλείσιμο   της   ζωής   σου   σ’   αυτή   την   γη  συνοδευόμενος  από  φίλους.   Εφόσον   και  αυτό  μου   το   έφερε  η   ζωή   το  αποδέχτηκα   παρ’   όλο   που   δεν   επιθυμούσα   αυτό   το   κλειστοφοβικό  τέλος.  Τέλειωσαν  τα  «γιατί  σε  μένα...»,  «γιατί  σε  σένα...»  Έπαψα  πια  να  χτυπώ  το  κεφάλι  μου  στους  τοίχους.        

Τώρα  που  δεν  μπορώ  να  σε  αγγίξω,  αναρωτιέμαι  ποια  θα  ήταν  η  εξέλιξη  αν   τότε,   ένα   απομεσήμερο,   ξαπλωμένοι   στον   καναπέ,   στα   αντίθετα  κεφαλάρια,   ο   ένας   δίπλα   στα   πόδια   του   άλλου,   σκεπασμένοι   με   το  πάπλωμα,   είχε   τολμήσει   το   απελπισμένο   μου   μυαλό   να   σε   θέσει   σε  κατάσταση  σεξουαλικής  πολιορκίας  πράγμα  αδιανόητο  για  μια  μάνα.  Το  να   γνωρίζω   πως   οι   εσκιμώες   γιαγιάδες   αναλαμβάνουν   αυτή   την  ανθρακωρύχο   αποκάλυψη   της   λίμπιντο   στους   εγγονούς,   κάτω   από  δέρματα   ταράνδου   και   λίπους   φώκιας   δεν   μου   προξενούσε   συμπόνια  για  τα  εγγόνια,  μήτε  ζήλια  συνενοχής  για  την  ευσεβή  γερόντισσα  με  τα  στραγγιγμένα   βυζιά   και   την   απεχθή   μπόχα.   Φοβήθηκα   μήπως   το  φάρμακο   ήταν   χειρότερο   κι   από   την   ασθένεια   που   επιχειρούσα   να  θεραπεύσω.  Είχα  ενδείξεις  ότι  οι  ερωτικές  σου  σχέσεις  οδηγούνταν  σε  σκοτεινό  αδιέξοδο,  φοβήθηκα  όμως,  την  απέχθειά  σου  και  δεν  τόλμησα  να   μολύνω   την   αθωότητα   του   παιδιού   που   εμπιστεύεται   την   μητρική  στοργή.   Δεν   είναι   λιγότερο   οδυνηρές   οι   ενοχές   της   σκέψης   από   τη  εκατόμβη  της    πιθανής  πράξης.  Είναι  γνωστό  πως  ό,τι  απωθούμε  στον  ξύπνιο   το   «βιώνουμε»   στον   ύπνο,   γι’αυτό   δεν   καταλαβαίνω   τα  σεξουαλικά  μου  όνειρα  με  τα  παιδιά  μου.  Θυμάμαι,  σαν  νάναι  τώρα,  ότι  ήμασταν  ξαπλωμένες  με  την  Χλόη  δίπλα-­‐δίπλα  και  γυρίζοντας  προς  την  πλευρά   της   βυθίστηκα   στο   κορμί   της.  Με   την   αυγή   κατηγορούσα   τον  εαυτό  μου  για  την  ονειρική  αυτή  πράξη.  Με  σένα  Δάφνι  μου,  στον  ύπνο  μου,   δεν  παραφέρθηκα  αλλά   λίγο   έλειψε  στον   ξύπνιο   να   λεκιάσω   την  σχέση   μας   με   απονενοημένες   πράξεις   που   μόνο   σκοπό   είχαν   να   σε  ρίξουν  σε  έναν  άλλον  γκρεμό  από  αυτόν  που  ταλαντευόσουν.  Λέρωσα  το   μυαλό   μου.   Ακόμη   ντρέπομαι   για   την   σκέψη   μου.   Θα’γράφαν   οι  εφημερίδες:   «διεφθαρμένη   μητέρα   αποπλανεί   τον   γιο   της».   Τότε   πια  δεν   θα   υπήρχε   σωτηρία   για   μένα.   Θα   υπήρχε   άραγε,   πιθανότητα   να  σωθείς  εσύ;  

 

 

εντός  23    

                                                                                                                                                                                               Ανθή  Αθανασούλα  

Καθημερινές  συνήθειες  Τι   μαγειρεύουν   πάλι   σήμερα;   Παστίτσιο   θα   φτιάξω,   που   αρέσει   στην  μικρή.  Μπας  και   την  γλυκάνω  λίγο.  Τον   τελευταίο  καιρό,  όλο  νεύρα  κι  όλο  φεύγω  είναι.  Σ’  όλους  τους  χρόνους  και  σ’  όλους  τους  τόνους.  Να  δεις,   κάποιος   αλήτης   το   πίκρανε   το   κορίτσι   μου.   Είκοσι   χρόνια  μαγειρεύω,   αυτά   τα   κρεμμύδια   ποτέ   δεν   τα   συμπάθησα.   Όλο   βρώμα  και   κλάμα.   Τι   να   κάνω,   όμως,   που   τα   γλυκαίνουν   όλα.   Να   βάλω   λίγο  λάδι  να  κάψει.  Πάλι  τέλειωσε;  Ποιος  πάει  στη  μάνα  μου  να  το  γεμίσει;  Θα   μ’   αρχίσει   πάλι.   Αδυνάτισες,   δεν   τρως,   όλο   στενοχωρημένη   σε  βλέπω,  με  τον  Φώτη  όλα  καλά;  Τον  Φώτη  θα  στείλω.  Να  κάνει  κι  αυτός  καμιά  δουλειά,   που  μου   ‘χει   αράξει   σαν   τον  πασάκα.  Ποπό  βρώμα,   ν’  ανοίξω  κανά  παράθυρο!  Να  δεις,  που  μόλις  θα  βάλω  τον  κιμά,  πάλι  θα  καώ.   «Ένα   κιλό   κιμά   από   μοσχαράκι   γάλακτος   για   την   κυρία   Ελενίτσα  μας.   Τα   καλύτερα   για   την   πιο   γλυκιά   μας   πελάτισσα».   Φώναζε,   πάλι  προχτές,     ο   κύριος   Κώστας.   Κι   εγώ   τον   αγριοκοίταζα.   Αλλά   το   στόμα  μου,   λες   κι   έχει   δικιά   του   βούληση,   άνοιξε   σ’   ένα   πλατύ   χαμόγελο.  Ελενίτσα,  μόνο  η  γιαγιά  μου  μ’  έλεγε.  Θεός  σχωρέσ’  την.  Ευτυχώς,  που  ‘ταν   κι   αυτή   κι   έμαθα   τι   θα   πει   αγκαλιά.   Άντε   να   τον   σβήσω   με   λίγο  κρασί,  σύχρηστα  τα  ‘κανε  τα  πλακάκια.  Ας  πιω  κι  εγώ  ένα.  «Στην  υγειά  της  κυρίας  Ελενίτσας».  Ωχ,  το  νερό.  Χύνεται.  Ας  το  καλό,  τι  τα  βάζω  όλα  μαζί.   Μακαρόνια   νούμερο   10.   Η   μικρή   τα   προτιμάει.   Η   μεγάλη   και   ο  Φώτης   θα   αρχίσουν   πάλι.   «Μόνο   την   κόρη   σου   σκέφτεσαι.   Πού  ακούστηκε  παστίτσιο  με  λεπτά  μακαρόνια;  Αν,  όμως,   ζητούσαμε  εμείς  κάτι   θα   μας   έγραφες.   Ακόμα   να   φτιάξεις   μια   σπανακόπιτα».   Λες   και  σπανακόπιτα   με   παστίτσιο   είναι   το   ίδιο!   Εγώ   φταίω,   τους   έχω  κακομάθει.   Ας   πιω   άλλο   ένα,   γιατί   φούντωσα   πάλι.   Ακόμα   αυτός   ο  κιμάς!  Ευτυχώς  που  με  προσέχει  κι  ο  άλλος.  Να  ξεκινήσω  την  μπεσαμέλ  καλύτερα,  γιατί  σε  μισή  ώρα  έρχονται  και  ποιος  τους  ακούει.  Γαλατίλα.  Ποτέ  δεν  την  χώνεψα.  Κι  αυτός  ο  θηλασμός!  Να  παράγει  το  ίδιο  σου  το  σώμα  κάτι  που  σου  φέρνει  αναγούλα.  Τριών  μηνών  το   ‘κοψα.  Το  γάλα  το  ανέλαβε  αποκλειστικά  ο  Φώτης.  Επιτέλους,  έλιωσε  και  το  βούτυρο.  Δεν   πάν’   να   λένε   ότι   δεν   κάνει.   Εγώ   τ’   αγαπώ.   Μου   θυμίζει  Χριστούγεννα.  Έλιωνε  η  γιαγιά  ένα  βούτυρο  παχύ  παχύ  κι  έφτιαχνε  τους  πιο  ωραίους   κουραμπιέδες.   Ακόμα   έχω   την   μυρωδιά.   Δεν   θέλω   να   το  γρουσουζέψω  αλλά  μου  φαίνεται  αυτή  τη  φορά  την  πέτυχα.    

 24  εντός    

Τουλάχιστον,   εγώ   και   το   Μαριζάκι   μου   θα   φχαριστηθούμε   φαγητό  σήμερα,   γιατί   για   κανένα   μπράβο   δεν   το   βλέπω.   Άντε   και   λίγο   τυράκι  από  πάνω  κι  έτοιμο  για  φούρνο.  Να  κάτσω  λίγο,  πόνεσαν  τα  πόδια  μου.  Τσιγάρο  ή  κατσαρόλες;  Μαρινέλα.  Στη  διαπασών.  Κι  ένα  ποτήρι,  ακόμα,  όσο  προλαβαίνω.  

 

 

                                                                                                                                                                                                       Παύλος  Βιδάλης  

Αϋπνία  Καθημερινά  σκότωνα  πολλούς  ανθρώπους.  Συνήθως  λίγο  πριν  με  πάρει  ο  ύπνος.  Ήταν  μια  τεχνική  χαλάρωσης.  Κάτι  σαν  το  μέτρημα  προβάτων.  

Τους   περισσότερους,   τους   πυροβολούσα.   Αλλά   είχα   και   άλλες  μεθόδους.  Πιο  λεπτεπίλεπτες  ας  πούμε.  Ή  πιο  γκροτέσκες.  Όχι  πως  έχω  ιδιαίτερη  φαντασία.  Αλλά  κάποιες  νύχτες,  μου  τελείωναν  οι  σφαίρες.  

Οι   δικές   μου   τεχνικές   φυσικά,   ωχριούν     απέναντι   σ’   αυτή   που   έχω  μπροστά   μου.   Τι   συνδυασμός   απλότητας,   αποτελεσματικότητας   και  τεχνολογικής  οικονομίας!  Κι  αυτοί  οι  ιμάντες,  εξασφαλίζουν  την  ιδανική  ορθοπεδική  στάση!  

Ωστόσο  και  τα  γυμνά  χέρια  μπορούν  να  κάνουν  καλά  τη  δουλειά.  Αυτά  χρησιμοποίησα  στον   τελευταίο  μου  φόνο.  Μετά  από  κάμποσες  νύχτες  συνεχούς   αϋπνίας,   δεν   είχα   μυαλό   για   θεατρικές   εκτελέσεις.   Απλά  έπνιξα   τον   πρώτο,   που   βρέθηκε   μπροστά   μου.   Έτυχε   να   είναι   ένας  γείτονας,  καθώς  βγαίναμε  τη  συνηθισμένη  ώρα  για  το  πρωινό  ξεκίνημα.  Τήρησα,  όπως  πάντα,  τα  αστικά  μου  καθήκοντα.  Τον  καλημέρισα  αλλά  στη  συνέχεια  υπήρξα  ανεπίτρεπτα  διαχυτικός  στον  εναγκαλισμό  μου.  

Όχι  πως  πέτυχα  και  τίποτα  σπουδαίο  μ’  αυτό.  Δεν  έχω  καταφέρει  ακόμα  να  κοιμηθώ  βαθιά.  Ελπίζω  πάντως  σε  μια  ύστατη  δικαίωση.  Από  μικρός  πίστευα  στην  ομοιότητα  της  κατάστασης  ανυπαρξίας  μεταξύ  ανόνειρου  ύπνου   και   θανάτου.   Ας   μην   μπλέξω   λοιπόν   τώρα   με   διαδικασίες  κόλασης   και   παραδείσου   ή   μετενσαρκώσεις   και   λοιπές  φαντασιοπληξίες.  

Γιατί  ειλικρινά,  νιώθω  πολύ  κουρασμένος…  

 

 

εντός  25    

                                                                                                                                                                                   Μαριλένα  Μασσάρου  

Ημέρα  νο.  25000    Ήταν  μια  μέρα  σαν  όλες  τις  άλλες.  Ξύπνησε  στο  ίδιο  ανήλιο  διαμέρισμα-­‐κλουβί,   στην   ίδια   απάνθρωπη   γειτονιά-­‐μη   γειτονιά,   στην   ίδια  καταθλιπτική  πόλη-­‐σκουπιδοντενεκέ,  στην  ίδια  παραπαίουσα  χώρα  του  πρώην  Ήλιου.    

Μόνη,   μέσα   σε   πλήθος   από   απρόσωπα   προσωπεία   ανθρώπων   της  συνάφειας  των  φαινομένων  και  των  επιφανειακών  συναναστροφών.    

Μια  μέρα  μέσα  σε  πολλές-­‐πολλές  άλλες,  ίδιες  και  απαράλλακτες,  όπου  ο  χρόνος  απλώς  ανακυκλώνει  τον  εαυτό  του…  

Με  όλη  την  ματαιότητα  της  θνητής  ύπαρξής  της…  

Ακολούθησε   πιστά   όλη   τη   ρουτίνα   της   καθημερινότητας   της   ημέρας  της:   έφαγε  καθυστερημένα   το  πρωινό   της,   έκανε   τις  βασικές  δουλειές  του  σπιτιού,  τα  απαραίτητα  τηλέφωνα  «επικοινωνίας»,  ντύθηκε,  βγήκε  στον  έξω  κόσμο  για  να  κάνει  τα  ψώνια  της,  τακτοποίησε  κανα-­‐δυό  από  τις  αιώνια  εκκρεμείς  εκκρεμότητες  της…  

Το   μόνο   που   έκανε   διαφορετικά   την   ημέρα   Νο   25.000   αυτής   της  επίγειας   ζωής   της,   ήταν   το   Χαμόγελο   που   φόρεσε   στο   ρυτιδιασμένο,  κουρασμένο   και   θλιμμένο   -­‐με   τη   μόνιμα   μουτζούφλικη   έκφραση-­‐  πρόσωπό   της.   Έτσι,   χωρίς   ιδιαίτερο   λόγο,   σαν   ξαφνικό,   λαμπερό  μακιγιάζ,   σ΄   ένα   πρόσωπο   που   δεν   βαφόταν   ποτέ.   Από   περιέργεια;  Παιχνιδιάρικη  διάθεση;  Ή  αφύπνιση;  

Χαμογέλασε  στον  διεστραμμένο  γείτονα  που  σκότωνε  συστηματικά  όλα  τα  αδέσποτα  ζώα  της  γειτονιάς,  τόσα  χρόνια  τώρα.    

Χαμογέλασε   στον   αγενή   υπάλληλο   της   δημόσιας   υπηρεσίας,   που   δεν  έκανε   ποτέ   τη   δουλειά   του,   επειδή   δεν   την   αγαπούσε,   και   πάντα   της  μιλούσε  προσβλητικά  και  απαξιωτικά.    

Χαμογέλασε   στον   τρελό   της   γειτονιάς,   που   άραζε   στο   κατώφλι   της  πολυκατοικίας   της   και   την   καλημέριζε   με   το   άγριο   βλέμμα   και   τις  άναρθρες  αγριοφωνάρες  του.    

Χαμογέλασε   στην   κουτσομπόλα   κυρα-­‐Κατίνα   της   γειτονιάς…   στα  ενοχλητικά   ρουμανογυφτάκια   του   υπογείου…   στον   γρουσούζη  ψιλικατζή   που   πάντα   είχε   έναν   κακό   λόγο   για   όλους…   στους  μεθυσμένους   Πολωνούς   που   πάντα   συνόδευαν   το   μεθύσι   τους   με  ούρηση,  αφόδευση  και  εμετό  στις  εισόδους  των  πολυκατοικιών  και  στα  

 26  εντός    

πεζοδρόμια…   στους   πρόσφυγες   της   πλατείας…   στις   αδέσποτες   γάτες  που  δεν  τάιζε  ποτέ.    

Χαμογέλασε  ακόμα  και  στα  χιλιοκατουρημένα  δέντρα  του  πεζοδρομίου,  στα   χορταράκια  που  φύτρωναν  μέσα  στα   τσιμέντα,   στον   γκρι   ουρανό,  της  αιθαλομίχλης,  στον  Ήλιο  που  κρυβόταν  πίσω  από  τα  σύννεφα,  στο  φεγγάρι  που  κοιμόταν,  στ΄  αστέρια  που  είχαν  σβήσει…  

Και  ώ  του  θαύματος!  Ένα  ανεξήγητο  ρίγος  αγάπης  την  διαπέρασε,  ένα  «τσουνάμι»   τόσο   δυνατό,   που   παράσυρε   όλα   τα   όντα   στο   διάβα   του,  αισθανόμενα   και   μη   αισθανόμενα   (αν   μπορεί   να   υπάρξει   και   τέτοιο  είδος).  Ο  γκρι  ουρανός  έγινε  καταγάλανος.  Ο  Ήλιος  ξανάγινε  βασιλιάς.  Τα   κατουρημένα   πεζοδρόμια   έγιναν   ΓΑΙΑ.   Ο   γραμμικός   χρόνος   έγινε  ιερός.   Και   τα   προσωπεία   των   ανθρωποειδών   έπεσαν:   όλοι,   ισότιμα  παιδιά  του  ίδιου  θεού,  όλοι  σπίθες  του  Φωτός  του…  

Γύρισε   σπίτι   κι   ακολούθησε   την   ρουτίνα   της   ημέρας   της:   ξεντύθηκε,  έκανε  τις  τελευταίες  δουλίτσες,  ετοίμασε  κι  έφαγε  το  φτωχικό  βραδυνό  της   -­‐ποτέ  δεν   της  φάνηκε   τόσο  νόστιμο-­‐  έκανε  ένα   ζεστό  μπάνιο   -­‐που  αυτή  τη  φορά  είχε  την  αίσθηση  του  καθαρμού-­‐  είδε  λίγη  τηλεόραση    -­‐πρώτη   φορά   της   φάνηκε   τόσο   ανούσια   σαν   παρέα-­‐   και   αφού  χουχούλιασε   στον   καναπέ-­‐κρεβάτι   της   και   κουκουλώθηκε   καλά-­‐καλά,  άρχισε  να  κάνει  νοερά  την  προσευχή  της.  Μόνο  που  αυτή  τη  φορά,  δεν  είπε   παπαγαλία   το   «Πάτερ   Ημών»   που   έλεγε   πάντα   σαν   θρησκευτικό  καθήκον,   χωρίς   ποτέ   να   το   νιώθει   πραγματικά.   Η   προσευχή   που   της  βγήκε   αυθόρμητα   από   την   καρδιά,   χωρίς   μυαλό   και   λογική,  συνοδευμένη  από  εκείνο  το  ίδιο  «τσουνάμι»  αγάπης  που  την  κατάκλυζε  σε   κάθε   χαμόγελό   της   πρωτύτερα,   ήταν   μια   μόνο   λέξη:   «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ»!  Ένα   γιγάντιο   «ευχαριστώ»   που   η   δόνησή   του   αγκάλιασε   το   Σύμπαν  ολάκερο.   Και   τον  Πλάστη   του.   Και  με  αυτό   το   ευχαριστώ  παραδόθηκε        -­‐μ’  ένα  πρωτόγνωρο  αίσθημα  απόλυτης  γαλήνης  και  αγαλλίασης-­‐  στον  μικρό  θάνατο.  Χωρίς  εφιάλτες  αυτή  τη  φορά.  Τελικά  ΔΕΝ  ήταν  μια  μέρα  σαν  όλες  τις  άλλες!  

 

 

 

 

 

 

εντός  27    

                                                                                                                                                                                     Γεωργία  Παπαμιχαήλ  

Μισά  βήματα  Βήμα   βήμα   βουλιάζω   στην   άμμο,   είναι   καλός   ο   καιρός,   μέσα   Γενάρη.  Ήθελα   τόσο   ν’   ανασάνω   τη   θάλασσα.   Όταν   έφυγα   απ’   το   σπίτι   πήρα  μαζί   και   τη   φωτογραφική.   Θα   προλάβω   αυτόν   το   γλάρο;   Όχι.   Είναι  δύσκολο  μ’  ανοιγμένα  φτερά  να  το  πιάσεις,  να  τον  προλάβεις.  Είχες  πει,  τότε,  στο  καράβι,  να  του  πετάξουμε  ψωμί  για  να  τον  φέρουμε  κοντά,  θα  μαζευτούν  κι  άλλοι…  Δεν  μπορεί,  κάποιος  απ’  όλους  θα  ποζάρει…  

Το   κύμα   χτύπαγε   το   πλοίο,   ο   γλάρος   δεν   ερχότανε   κοντά,   ίσως,   ίσως  γιατί  δεν  πείναγε  αρκετά,  ίσως  γιατί  φοβόταν  αρκετά  ή  ίσως,  απλά,  δεν  ήθελε…  φιλίες.  Και   το  κύμα  έγερνε  το  πλοίο,   τη  χαρά  και   τ’  ανοιγμένα  φτερά   των   ψαρανθρώπων,   των   αδίστακτων   παραμυθιών   που…   έλεος,  τότε  πίστευα.  Τώρα  πια  δεν  πιστεύω,  δεν  πιστεύω  τίποτα,  μόνο  βλέπω  κι   ακούω,   ακούω   αυτό   το   ανεπαίσθητο   θρόισμα   που   κάνει   ο   αφρός  δίπλα   στα   πόδια   μου   και   νιώθω.   Νιώθω   τις   στιγμές   των   κόκκων   της  άμμου   που   αφήνουν   τα   δάκτυλα,   που   αφήνουν   στα   δάκτυλα,   στα  πέλματα,  υγρά,  δροσερά,  μισά  βήματα.  

   

 

 

                                                                                                                                                                                                   Yanara  Flores    

Η  Χορεύτρια  (μια  μικρή  βιογραφία)    Εκείνο   το  βράδυ  όλοι   περιμένανε  πότε  θα   εμφανιστεί   στην  πίστα.   Και  δεν   είχανε   άδικο.   Αυτό   που   θα   βλέπανε   το   περιμένανε   καιρό.   Εκείνη,  δεν  άργησε  ιδιαίτερα.  Άλλωστε,  ήταν  επαγγελματίας.  

Όταν  χαμήλωσαν  τα  φώτα,  εμφανίστηκε  μ'  ένα  πανέμορφο  φόρεμα  στο  οποίο  διαγραφόταν  το  καλλίγραμμο  κορμί  της.  Με  τον  ήχο  της  μουσικής  άρχισε   να   χορεύει,   αφήνοντάς   τους   με   το   στόμα   ανοιχτό.   Η   χαρά   στο  πρόσωπό   της   δεν   περιγραφόταν.   Δεν   μπορούσε   να   το   πιστέψει   όταν  τους  είδε,  όλους,  να  υποκλίνονται  στα  πόδια  της.  

Σίγουρο   είναι   πως   ο   κόπος   της   δεν   πήγε   χαμένος.   Γι'   αυτό   και   μέχρι  σήμερα  απολαμβάνει  το  χειροκρότημα  του  κόσμου.  

 

 

 28  εντός    

                                                                                                                                                                                                     Ιφιγένεια  Μακρή  

S536    Η   πύλη   της   πτήσης   S536   με   προορισμό   την   Νέα   Υόρκη   έχει   μόλις  ανοίξει.  Κάθεται  ήδη  αρκετή  ώρα  σ’  ένα  παγκάκι  του  αεροδρομίου.  Το  βλέμμα   της   είναι   καρφωμένο   στον   αεροδιάδρομο   και   κοιτάει   μακριά  τον   ορίζοντα.   Από   τα   μαύρα   της   γυαλιά   φαίνονται   τα   δάκρυα   που  τρέχουν.   Το   κλάμα   της   όμως   είναι   ήρεμο,   μουγκό,   σαν   να   μην  συμβαίνει.  Το  μαύρο  της  παλτό  σέρνεται  λίγο  από  την  μία  πλευρά  αλλά  δεν  την  νοιάζει  και  πολύ.  Στο  χέρι  της  κρατάει  ένα  τσιγάρο  που  δεν  το  έχει   ανάψει   και   ο   security   δεν   φαίνεται   να   έχει   την   πρόθεση   να   της  κάνει   κάποια   υπόδειξη.   Το   στόμα   της   ανοιγοκλείνει   βουβά   και   αν  πρόσεχε   λίγο   καλύτερα   ο   security   θα   έβλεπε   ότι   επαναλαμβάνει   έναν  αριθμό,  αυτόν  της  πτήσης,  S536.  Αυτόν  τον  αριθμό  σχημάτιζαν  τα  χείλη  της   εδώ   και   μια  βδομάδα,  από   τότε  που   έκλεισε   τα   εισιτήρια,   σαν   να  φοβόταν  μην  τον  ξεχάσει,  ή  μήπως  δεν  βρει  το  κουράγιο  να  φύγει.      

Και   τώρα   ήρθε   η   ώρα.   Κάθεται   στο   παγκάκι   του   αεροδρομίου   και  σκέφτεται   το   Γιάννη,   ο   οποίος   το   βράδυ   που   θα   πάει   σπίτι   και   το  τηλέφωνό   της   θα   είναι   κλειστό,   θα   ανησυχήσει   και   θα   αρχίσει   να   την  ψάχνει.   S536.   Και  αφού  δεν   την  βρει,   θα  πάρει   τηλέφωνο   τους   γονείς  της.  S536.  Και  θα  αρχίσουν  όλοι  μαζί  να  την  ψάχνουν  και  να  παίρνουν  όποιον  ξέρουν  και  δεν  ξέρουν  μήπως  βρουν  ένα  σημείο  ζωής.  S536.  Και  θα   αρχίσουν   μετά   τα   τηλεφωνήματα   στα   αστυνομικά   τμήματα   και   τα  νοσοκομεία   αλλά   τζίφος.   S536.   Σκέφτεται   τον   πατέρα   της   που   θα  υποφέρει   βουβά   και   την   μάνα   της   που   θα   πάθει   υστερία.   S536.  Σκέφτεται  τον  Γιάννη  και  πόσο  πολύ  θα  στεναχωρηθεί.  S536.    Σκέφτεται  το  αφεντικό  της  πόσο  θα  θυμώσει  και  θα  αγχωθεί  με  την  απουσία  της.  S536.   Τους   φίλους   της   που   θα   αναρωτιούνται   καλά   γιατί   δεν   είπε  τίποτα  και  τους  γνωστούς  που  θα  έλεγαν  κρίμα  που  χάθηκε  έτσι,  τόσο  νέα  και  καλή  κοπέλα.  S536.    

Και   σιγά   σιγά   θα   συνηθίσουν   την   απουσία   της   και   θα   συνεχίσουν   τις  ζωές   τους.   Και   ούτε  θα   τους  περνάει  από   το  μυαλό  ότι   σηκώθηκε   και  έφυγε,   τόσο  ήσυχη   και   ντροπαλή   και  μετρημένη   κοπέλα,   χωρίς   να  πει  τίποτα   σε   κανέναν,   ότι   άφησε   μια   άνετη   ζωή   με   δυο   γονείς   που   την  αγαπάνε   πολύ,   έναν   άντρα   που   τη   λατρεύει,   ένα   σπιτάκι,   ένα  αυτοκινητάκι,  μια  δουλίτσα,  ένα  καλό  μισθό,  μια  εκδρομούλα  πού  και  πού,   ενίοτε   και   στο   εξωτερικό,   ένα   σκυλάκι   και   ένα   γάτο,   έναν  μπόμπιρα   σε   κάνα   δυο   χρονάκια   και   άλλον   ένα   σε   άλλα   δύο,   ένα  

εντός  29    

εξοχικό   στη   θάλασσα,   ένα   μεγαλύτερο   αυτοκίνητο   μετά,   ένα  μεγαλύτερο   σπιτάκι,   έναν   καλύτερο   μισθό   πιο   μετά,   μια   καλύτερη  ζωούλα  αργότερα.  Δεν  θα  τους  περνάει  από  το  μυαλό  ότι  σηκώθηκε  και  έφυγε  έτσι  χωρίς  λόγο.    

 

 

                                                                                                                                                                                               Ανθή  Αθανασούλα  

Δελτίο  Ταυτότητας    Με   λένε   Καίτη.   Γεννήθηκα   στην   Πάτρα   το   1970.  Μίζερη   πόλη.   Βαριά.  Με  μια  ομίχλη  που  ήρθε  για  να  μείνει.    Πέρασα  τα  παιδικά  μου  χρόνια  στο  λιμάνι  κοιτάζοντας  τις  βάρκες.  Μεγάλες,  μικρές,  τεράστιες.  Να  πάνε  και  να  ΄ρχονται.  Ποτέ  δε  ζήλεψα.  Δεν  ρώτησα  πού  πάνε,  πώς  ήταν  εκεί,  αν   θα   γυρίσουν.   Απλά   κοίταγα.   Μια   μέρα   βαρέθηκα   να   κοιτάω.  Αποφάσισα  ότι  τέλειωσα  με  την  θάλασσα.  Είχε  έρθει  η  ώρα  να  πάω  σε  άλλη  πόλη.  Στην  Αθήνα  ήρθα.  Βρήκα  δουλειά,  παντρεύτηκα,  έκανα  έναν  γιο,   έχασα   άλλον   έναν   και   πριν   δυο   χρόνια   έχασα   και   τον   άντρα   μου.  Στον  ύπνο   του.  Έμφραγμα.  Μακάριος  θάνατος  λένε.  Εγώ  από  τότε  δεν  μπορώ   να   κοιμηθώ.   Γυρνάω   στην   πόλη   και   μετράω   τις   μανταρινιές.  Είναι   απίστευτο   πόσες   μανταρινιές   έχει   μια   τέτοια   τσιμεντούπολη.   Οι  πιο   πολλές   έχουν   καρκίνο.   Αλλά   σχεδόν   όλες   είναι   ψηλές.   Με   πολλά  φύλλα  και  ακόμα  περισσότερα  μανταρίνια.  Δεν  έχω  δοκιμάσει  ούτε  ένα.  Από  καμία.  Ακόμα  και  την  άνοιξη,  που  είναι  γεμάτες  ολόλευκα  ανθάκια,  το   χέρι  μου  δεν   κινητοποιήθηκε   να  κόψει   ένα  να   το  μυρίσει.  Απλά   τις  μετράω.  Σήμερα,  όμως,  έχω  κάνει  δύο  φορές  λάθος.  Επιστρέφει  ο  γιος  μου   από   την   Αγγλία   για   τις   γιορτές.   Τι   θα   λέμε,   τι   θα   κάνουμε,   τι  ιστορίες  να  βρω  να  καλύψω  τις  μανταρινιές;  Μέχρι  να  φύγει,  δεν  θα  τις  ξαναμετρήσω.   Σπίτι,   ψώνια,   μαγείρεμα.   Και   σ΄   αυτό   το   τετράγωνο  έκοψαν  μία.  Σπάω  το  κεφάλι  μου  να  θυμηθώ  το  νούμερό  της.  Μάταιο,  αλλά  είπαμε  σήμερα  δεν  είναι  η  μέρα.  

 

 

                                                                                                                                                                   

 

 

 30  εντός    

                                                                                                                                                                                     Αγγελική  Βανικιώτου  Το  παράθυρο  Η  Αντιγόνη,  σηκώθηκε,  στηρίχτηκε  καλά  στο  ένα  πόδι,  ενώ  με  το  άλλο  πατούσε  στις  μύτες  των  δακτύλων.  Μόνο  έτσι  κατάφερε  να  φτάσει  στο  ύψος  του  παραθυριού,  και  να  κοιτάξει  λίγο  έξω.  Έμπαινε  λίγο  φως  στο  χώρο   από   το   παράθυρο   εκεί   ψηλά.   Όμως   η   Αντιγόνη,   ποτέ   μέχρι  σήμερα   δεν   είχε   πλησιάσει   το   μοναδικό   παράθυρο.   Δεν   θυμόταν   τι  όνειρα   την   είχαν   ταξιδέψει   τη   νύχτα.   Αλλά,   ξύπνησε   και   χωρίς   να  πιει  τον  αγαπημένο  καφέ  και  να  καπνίσει  το  πρωινό  τσιγάρο  της,  έκανε  κάτι  το  διαφορετικό:  κάλυψε  το  σώμα  της  με  ένα  λευκό,  μακρύ  φόρεμα  από  ελαφρύ   ύφασμα   και   μια   εκρού   ζώνη.   Έμοιαζε   με   νεαρή   γυναίκα  βγαλμένη  από    πίνακα  ζωγραφικής.  

Πριν   από   καιρό,   την   είχε   χτυπήσει   αυτοκίνητο.   Τραυματίστηκε   στο  κεφάλι  και  έσπασε  και  το  αριστερό  πόδι.    Έπρεπε  να  μείνει    ξαπλωμένη  για  40  μέρες  είχαν  πει  οι   γιατροί.     Έκλαιγε  κάθε  βράδυ  και   κάθε  πρωί  που   ξυπνούσε.     Της   διέγνωσαν   μετατραυματικό   στρες.   Τη   μεγάλης  διάρκειας  παραμονή  στο  νοσοκομείο,  ακολούθησε  το  κλείσιμο  στο  λιτό  δωμάτιο   του   μικρού   σπιτιού   της,   όπου   παρέμεινε   για   ένα   μήνα.   Η  αρρώστια  την  είχε  εξαντλήσει.  

Πώς  να  φανταστεί  κανείς,  τι  περίμενε  να  δει  ή  τι  να  ακούσει    να  έρχεται    από  το  παράθυρο.    Ή  πώς  και  γιατί  τόσο  καιρό  δεν  είχε  διανοηθεί  να  το  πλησιάσει.     Ίσως,     τώρα  πια   το   τόσο  γνώριμο  ήσυχο    δωμάτιο  δεν   της  ήταν   πια   αρκετό.   Πλησίασε   λοιπόν.   Άκουσε   άγνωστες   φωνές   να  μπαίνουν  στο  δωμάτιο.  Την  κυρίευσε  ο  φόβος.  Θα  έμενε  για  λίγο  ή  για  πολύ  ακόμα  μόνη;  Θα  προλάβαινε  να  ανακαλύψει  τι  υπήρχε  έξω  από  το  παράθυρο;  

Δεν   περίμενε   άλλο.  Φαινόταν   να   σκέφτηκε   ότι   όλα   είναι   δυνατά   όταν  κανείς   τα  επιθυμήσει  και   τα  προσπαθήσει  όσο  μπορεί.  Η  Αντιγόνη,  με  ότι  δυνάμεις  της  είχαν  απομείνει,  ύψωσε  ακόμα  λίγο  το  κεφάλι  της,  και  αντίκρισε  τη  Ζωή,  τη  μικρή  της  γειτόνισσα,  να  παίζει  μπάλα  με  τις  φίλες  της,   στον   ακάλυπτο   πράσινο   χώρο   του   σπιτιού.   Πήρε   μια   βαθειά  αναπνοή,   χαμογέλασε   και   χαμηλώνοντας   σιγά-­‐σιγά   γύρισε   πάλι   στο  δωμάτιο.  

Μετά,  λες  και  ανακάλεσε  πάλι  τη  χαμένη  φωνή  της,  φώναξε  ανοίγοντας  τη  πόρτα:  "Σήμερα  δεν  θα  πιω  τον  πρωινό  μου  καφέ;  Και  μπισκότα,  να  ευχαριστηθώ  το  πρωινό  μου  τσιγάρο."  

εντός  31    

Ακούστηκαν  βήματα  και  φάνηκε  η  μητέρα  της,  χαρούμενη  την  αγκάλιασε  και  της  είπε:  «Έφτασε!!!  Γιατί  δεν  έρχεσαι  στη  κουζίνα  να  καθίσουμε;»  Η  Αντιγόνη  απάντησε:  «Έρχομαι.  Από  σήμερα  θα  αφήνω  τη  πόρτα  του  δωματίου  μου  ανοιχτή  τη  μέρα.»  

Κι   έτσι   η   Αντιγόνη,   άρχισε   να   θέλει   να   βλέπει   και   να   ακούει   ξανά   τι  γίνεται   έξω  από   το  μικρό   λιτό   δωμάτιο.   Από   εκείνο   το   παράθυρο,   απ’  όπου  έμπαινε  λίγο  φως  στο  χώρο  από  ψηλά,  σήμερα  άκουσε  φωνές,  και  είδε  σκηνές  καθημερινής  παιδικής  ορμής.  

Την   επόμενη   μέρα,   ένιωθε   κιόλας   να   αλλάζουν   πολλά   μέσα   της.  Ξανάρχισε  να  κάνει  όνειρα  με  ανοιχτά  μάτια.  Άρχισε  να  ξανασκέφτεται  πως  πέρασαν   τα   τελευταία   χρόνια   και   να   ξαναγράφει  με   τη  σκέψη   τις  προηγούμενες   εμπειρίες.   Φανταζόταν   τη   θάλασσα   και   το   αεράκι   στο  πρόσωπό   της,   της   φαινόταν   ότι   θα   ήταν   σαν   να   μελοποιούσαν   τις  αισθήσεις  της.  Αισθανόταν  πιο  ελεύθερη  και  δημιουργική.  Δεν  ξέρουμε  πώς   και   γιατί,   αλλά  μετά  από  εκείνο   το  πρωινό,  η  Αντιγόνη  άρχισε   να  καλυτερεύει.  Αυτό  ήταν!  Διαφορετικές  μέρες  θα  της  ξημέρωναν  πια  με  το  κάθε  αύριο!  

 

 

                                                                                                                                                                             Ανδρέας  Μπουρζούκος  

Πιστωμένο  άχτι    Πουτάνα!  Καταραμένη!  Σκόνη  το  μόνο  που  έμεινε  από  το  τομάρι  της  και  πάλι   σε   κατατρέχει   η   παρουσία   της.   Ελεύθερος   ποτέ...   Χρωστάς,  βέβαια.   Χρωστάς   σε   αυτήν   την   ύπαρξή   σου.   Σε   γέννησε   και   μετά   σε  τιμώρησε.   Κάθε   μέρα   από   την   πρώτη   ανάμνηση   την   πρωτοκαθεδρία  κατέχει   και   μια   ανακούφιση   δεν   μπορείς   να   δεις   στον   ορίζοντα   του  παρελθόντος.  Την  σκότωσες,  ναι.  Αλλά  όχι  όπως  ζητούσε  το  κορμί  σου.  Το  άχτι  που  πίστωνες  μέσα  σου  ήθελε  άλλο,  άμεσο  τρόπο.  Να  μπήξεις  τα   δάχτυλα  στα  μάτια   της,   να   βγουν   τα   ζουμιά   του   κεφαλιού   της   σαν  ζουληγμένη  ντομάτα,  κόκκινη,  μεταλλική.  Αλλά  όχι.  Ακόμα  κι  αυτό  στο  στέρησε.  Δυσεντερία  είπανε.  Υπομονή  και  μίσος  είπες  εσύ.  Τίποτα  δεν  άλλαξε   όμως.   Μέχρι   να   κλείσεις   κι   εσύ   τα   μάτια   σου   η   φιγούρα,   η  δυσωδία  της,  θα  σε  ακολουθεί.  

 

 

 32  εντός    

                                                                                                                                                                                               Χρίστος  Φρούσιος  

Επανεκκίνηση    Τον  είδα  να  κάθεται  κάτω.  Το  σώμα  του  ήταν  κολλημένο  στο  μπετό  του  βρώμικου   πεζοδρομίου.   Ήταν   σαν   να   ήθελε   να   ριζώσει   κάπου,   ίσως  εδώ.   Κτυπούσε   την   πλάτη   του   πίσω,   στον   τοίχο   ενός   κτηρίου,   σαν   να  ήθελε  να  αποτινάξει  καθετί  μισητό.  Κάθε  ανεπιθύμητη  ανάμνηση  ενός  δυσάρεστου  παρελθόντος.  

Είχα   κατέβει   στο   Κέντρο.   Ήταν   μια   όμορφη   ημέρα.   Είχα   διάθεση   να  φωτογραφίσω.  Να  απαθανατίσω  μια  τελευταία  ανάσα  των  νεοκλασικών  κτισμάτων,   όπως   εξατμιζόταν   ανάμεσα   στους   όγκους   μιας   πόλης   που  καταπίνει  το   ίδιο  της  το  μεγαλείο.  Τον   ίδιο  της  τον  εαυτό.  Μαζί  και  το  δικό  μου.  

Περπάτησα   την   Αιόλου.   Ο   φακός   μου   αιχμαλωτίστηκε   από   την  διαφορετικότητα   ενός   αναπαλαιωμένου   καμπαναριού   γοτθικού  ρυθμού.  Κάτι  όμως  με  ώθησε  να  γυρίσω,  αργά.    

Τον  είδα  να  με  κοιτάζει  με  τα  δυο  μεγάλα  του  μάτια.  Το  γαλάζιο  τους,  θάλασσα  ανοικτή.  Το  σπίτι  ενός  ναυαγού  αλλά  και  η  ελπίδα  μιας  ζωής  που  θέλει  να  γεννηθεί  από  την  αρχή.  

Πλησίασα.  Η  αμηχανία  έκδηλη.  Δυο  νομίσματα  στην  τσέπη  μου  έδωσαν  τη   λύση.   Τα   δάκτυλά   μου  αναζήτησαν   την   παλάμη   του.  Μάταια.  Μου  κούνησε  το  κεφάλι  αρνητικά.  Απέσυρα  πιο  αμήχανα  την  προσφορά  μου.  Η   αλήθεια   ήταν   ότι   δεν   φορούσε   βρώμικα   ρούχα.   Δεν   έμοιαζε   για  επαίτης.  Τρεις  λέξεις  τώρα  για  μια  λύση:  «Πώς  σε  λένε;»  

«Cristian»,   απάντησε   με   χαμηλή   φωνή.   Χαμογέλασα.   «Έχουμε   το   ίδιο  όνομα»  είπα.  Με  κοιτούσε  χωρίς  να  μιλάει.  Δεν  καταλάβαινα  αν  ό,τι  του  έλεγα  ήταν   κατανοητό.   Άλλες   τρεις   οι   λέξεις   της   ερώτησής  μου:   «Από  πού  είσαι;».  Τρία  και  τα  δεύτερα  μέχρι  την  απάντησή  του:  «Romania».  

«Δυο  μέρες  είναι  εδώ  ο  μικρός».  Ήταν  η  φωνή  ενός  άνδρα  που  βγήκε  από  το  διπλανό  σουβλατζίδικο.  «Του  έχουμε  δώσει  λεφτά,  αλλά  δεν  τα  παίρνει.  Μόνο  καμιά  πίττα  τρώει  όταν  τον  κόβει  η  πείνα.»  

«Πού  μένει;  Εδώ  τη  βγάζει;»  αποκρίθηκα.  

«Όταν  έρχομαι  το  πρωί,  εδώ  τον  βρίσκω.  Είναι  Ρουμάνος.  Είχε  περάσει  μια  κοπέλα  που  δούλευε  παλιά  και  του  μίλησε  στη  γλώσσα  τους.»  

«Έδειξε  να  με  καταλαβαίνει  πριν.  Μου  απάντησε.»  συμπλήρωσα.  

εντός  33    

«Ναι.  Η  Ρουμάνα  μου  είπε  ότι  το  παιδί  έμενε  στο  Βουκουρέστι  δίπλα  σε  Έλληνες  φοιτητές.  Θα  τα  πιάνει  εύκολα.»  

«Πώς  και  είναι  τώρα  εδώ;»  

«Της  είπε  ότι  ο  πατέρας  του  τον  κτυπούσε.  Ήταν  μεθύστακας.  Σκέψου  ότι  είναι  δεκαέξι  χρονών.  Πόσο  ξύλο  θα  έχει  φάει.»  

«Η  μητέρα  του;»  

«Η   κακομοίρα   πέθανε   όταν   ήταν   δεκατριών.   Καταλαβαίνεις.   Πόσο   να  αντέξει   κι   αυτός;   Είχε   ακούσει   ωραία   πράγματα   για   την   Ελλάδα   και  πήρε  το  λεωφορείο.»  

Έγνεψα   σφίγγοντας   τα   χείλια.   Κράτησα   την   ανάσα   μου.   Ίσως   να   μην  ήθελα  να  με  αγγίξει  η  μοίρα  αυτού  του  μικρού  ναυαγού  που  αποφάσισε  να  βρει  το  νησί  του  στο  δικό  μου  βυθισμένο  νησί.  Στη  γη  μιας  χαμένης  πολιτείας.   Τον   κοίταξα   και   ένιωσα   τη  βρεγμένη  μου  σανίδα   να  πρέπει  να   βγει   σε   μια   ήρεμη   παραλία.   Δεν   πρόλαβε   όμως.   Τα   λόγια   του  σουβλατζή   αναμόχλευσαν   τα   κύματα.   «Φαίνεται   καλό   παιδί.   Θέλει   να  δουλέψει   να   ζήσει.   Ένας   νεαρός   που   έχω   θα   φύγει   για   Γερμανία.   Το  πολύ  πολύ  να  τον  πάρω  στη  θέση  του.»  

«Μπορείς;  Επειδή  είναι  ανήλικος.»  

«Και  είναι  καλύτερα  τώρα  ή  και  πριν;»  

«Έχεις  δίκιο»,  είπα  και  κοίταξα  το  μικρό.  

Μου  χαμογέλασε.  Ήταν  σαν  να  είχε  καταλάβει  τι  είχε  πει  ο  μελλοντικός  του   εργοδότης.   Μια   σιγουριά   είχε   τροφοδοτήσει   τα   νεύρα   του  προσώπου  του.  Βρισκόταν  ένα  κύμα  πριν  την  παραλία.  Του  χαμογέλασα  κι   εγώ.   Είχα   την   αίσθηση   ότι   είχαμε   βρει   τη   σωστή   συχνότητα  επικοινωνίας.  Ίσως  ήταν  το  νησί,  ως  πόθος  μιας  καινούργιας  αρχής.  

Τα   χείλια   του   σάλεψαν:   «Delacapăt»   είπε   στα   Ρουμάνικα.  «Alloveragain»  μετέφρασε  αμέσως  στα  αγγλικά.  

Τρεις  οι  λέξεις.  Ένα  το  νόημα.  Αυτό  που  θα  μπορούσε  να  δώσει  τη  λύση  για   τον   αλλοδαπό   βιοπαλαιστή   της   Αιόλου.   Του   ζήτησα   να   τον  φωτογραφίσω.  Μου  άρεσε  η  θεληματική  έκφρασή  του.  Δέχτηκε.  

Το   κλείστρο   της   μηχανής   έκλεισε   κι   άνοιξε   αρκετές   φορές.   Τόσο  γρήγορα  σαν  να  μην  είχε  καν  σαλέψει.  Είχε  όμως  δώσει  το  σύνθημα  για  μια  νέα  εκκίνηση.  Του  παιδιού  και  τη  δική  μου.  Ένας  αγώνας  που  άφηνε  πίσω  του  το  τέλος  για  αφετηρία.  Ένα  σώμα  που  θα  έσπαζε  το  νήμα  με  ένα  χαμόγελο.  Η  ψυχή  μιας  λέξης:  Επανεκκίνηση.                                

 34  εντός    

                                                                                                                                                                     ΒΑΛΙΑ  

Δύσκολο  θέμα  

Έχω  πολλά  δύσκολα  θέματα  για  τα  οποία  θέλω  να  γράψω.  Επέλεξα  ένα  που   με   παιδεύει   από   τότε   που   θυμάμαι   τον   εαυτό   μου.   Πάντα   με  τρόμαζε   το   παραμύθι   «Το   κοριτσάκι   με   τα   σπίρτα».   Η   ανέχεια,   η  κοινωνική   ανισότητα,   η   πείνα,   το   κρύο,   το   σκοτάδι   ακόμη   και   η  ενδοοικογενειακή   βία   ξεπηδούν   ορμητικά   μέσα   από   απ’   αυτό   το  παιδικό   βιβλίο.   Ίσως   με   φόβιζε   γιατί   επρόκειτο   για   την   μικρή   ξανθιά  ηρωίδα   του   Χανς   Κρίστιαν   Άντερσεν·∙   ξανθιά   και   μικρή   ήμουν   κι   εγώ  όταν   μου   το   διάβαζαν   για   να   κοιμηθώ   το   βράδυ.   Τα   παραμύθια   που  διαβάζει   κανείς   από   μικρός   μπορούν   να   κρυφτούν   στο   υποσυνείδητο  και  να  μετατραπούν  στον  χειρότερο  εφιάλτη.    

Το  τέλος  του  βιβλίου  επώδυνο  όπως  και  η  φτώχεια.  Ναι!  Η  φτώχεια  για  μένα  είναι  το  πιο  δύσκολο  θέμα.  Και  είναι  πιο  επίκαιρο  από  ποτέ  στην  πατρίδα  μου.  Την  Ελλάδα!  Την  χώρα  που  με  το  πνεύμα  της  φώτισε  όλο  τον   πλανήτη·∙   ίσως   το  φως   της   να   έφτασε   και   πέρα   από   τα   πλανητικά  μας  σύνορα  να  διαχύθηκε  το  αγλάισμα  και  να  γέμισε  το  σύμπαν,  αλλά  δυστυχώς  κατέληξε  να  βυθίζεται  κάθε  μέρα  στο  έρεβος.  Τα  «παιδάκια  με   τα   σπίρτα»   αυξήθηκαν,   απλώς   δεν   τα   έβλεπες   σε   γωνίες   να   τ’  ανάβουν,  αλλά  να  χώνονται  μέσα  σε  βρωμερούς  κάδους  απορριμάτων  προκειμένου   να   βρουν   λίγο   φαγητό.   Επίσης,   άκουγες   στις   «καθόλου  ελεγχόμενες»   ειδήσεις   ότι   πέθαναν   από   αναθυμιάσεις   στην  προσπάθειά  τους  να  ζεσταθούν.    

Πραγματική   φτώχεια   για   μένα   είναι   οτιδήποτε   δεν   σέβεται   την  ανθρώπινη  ζωή,  οτιδήποτε  την  αποδομεί.  Γι΄αυτό  θεωρώ  ότι  είναι  ένα  αληθινό   παραμύθι   που   διαμέσω   των   αιώνων   μας   συγκλονίζει   με   την  αλήθεια   του.  Η   μικρή   ηρωίδα   επιθυμεί   όσο   τίποτ’   άλλο   μια   καλύτερη  ζωή   χωρίς   στερήσεις,   χωρίς   κακουχίες.   Ώσπου   έρχεται   η   ώρα   που  βλέπει   σε   όραμα   την   γιαγιά   της,   με   την   οποία   κάνει   την   πιο   ωραία  Πρωτοχρονιά.  Στον  παράδεισο...  

 

 

       

εντός  35    

                                                                                                                                                                                                   Ανθή  Σουροπάνη  

π.Χ.  η  ζωή  μου  και  μ.Χ.  Απόσπασμα  από  νουβέλα  στα  πλαίσια  του  Γ'  κύκλου  

Σε   γνώρισα   τη   στιγμή   που   όλα   είχαν   σκοτεινιάσει   και   προσπαθούσα  απεγνωσμένα  να  βρω  λίγο  φως.  Δεν  σε  αναζητούσα  ακόμη  και  τότε.  Λες  και   δεν   είχα   ακούσει   ποτέ   για   Σένα.   Γιατί   θέλησες   να   με   σώσεις   δεν  ξέρω.   Εκείνο   που   ξέρω   είναι   ότι   σε   γνώρισα   μέσα   από   θαύμα.   Ένα  βιβλίο   μου   άνοιξε   τα   μάτια.   Έγραφε   για   Σένα.   Τα   μάτια   μου   έτρεχαν  χωρίς   να   καταλαβαίνω.   Στο   όνομά   Σου   γλύκαινε   η   καρδιά   μου   και   τα  δάκρυα   έπεφταν   βροχή.   Διαβάζοντάς   το   η   σκέψη   ότι   μπορείς   να  υπάρχεις   γιγάντωνε.   Μέχρι   τότε   ήμουν   τελείως   άθεη,   ψαγμένη   με  παράξενες   φιλοσοφίες   και   παραθρησκείες,   διαβάζοντας     τόνους  βιβλίων  για  να  βρω  κάτι  διαφορετικό.  Δεν  μπορούσα  να  σκεφτώ  ότι  η  δική  μας  θρησκεία,   κάτι   τόσο   κοινότυπο  που  πιστεύουν  οι   πολλοί,   θα  είναι  αληθινή.  Άρχισα  λοιπόν  να  ψάχνω  Ποιος  είσαι,  οτιδήποτε  υπάρχει  για   Σένα.   Κατέληξα   στην   Αγία   Γραφή   και   άρχισα   να   την   διαβάζω   με  μανία.   Δεν   καταλάβαινα   και   πολλά,   αλλά   τα   λόγια   Σου   μου   έδιναν  ελπίδα.  «Ελάτε  σε  Μένα  όλοι  οι  κουρασμένοι  και  φορτωμένοι  και  Εγώ  θα   σας   αναπαύσω».     Κι   εγώ   ήμουν   πολύ   φορτωμένη.   Το   πώς   είχε  φτάσει  σ’  αυτό  το  σημείο  η  ζωή  μου  δεν  καταλάβαινα.  Ξέρω  ότι  έκανα  λάθη,  αν  και  τα  περισσότερα  από  άγνοια,  όμως  πολλά  και  σοβαρά.  Το  μεγαλύτερο  απ’  αυτά  ήταν  ο  άντρας  που  παντρεύτηκα.      

Γνωριστήκαμε  σ’  ένα  μικρό  χωριό  της  Κρήτης.  Είχα  τότε  μια  άλλη  σχέση  και  πήγαμε  εκεί  για  διακοπές.  Κατεβήκαμε  με  τον    Χρήστο  στο  Ηράκλειο  και   με   ένα   παλιό   μηχανάκι   φτάσαμε   στο   νότιο   μέρος   του   νησιού.  Αφήσαμε   την   τελευταία   άσφαλτο   και   διανύσαμε   5   χιλιόμετρα   σ’   ένα  παραλιακό   κατσικόδρομο.   Δεν   θα   ξεχάσω   ποτέ   την   πρώτη   εντύπωση  απ’     όταν   φτάσαμε.   Ένα   καφενείο   που   είχε   απέναντι   ένα   τεράστιο  τσιμεντένιο  χώρο  με  τραπεζάκια  ακριβώς  δίπλα  στη  θάλασσα.  Το  χωριό  10   σπίτια   όλα   κι   όλα   βρισκόταν   σε   ένα   κοίλωμα   που   έφτιαχναν   τα  βουνά   με   ένα   αρκετά   μεγάλο   ποτάμι   που   το   διαπερνούσε   και   έσκαγε  μπροστά   στη   παραλία.   Ήταν   όμορφα   αλλά   πρωτόγνωρα   για   μένα.  Ερχόμενη  από  Αθήνα  το  τοπίο  μου  φάνηκε  ερημικό,  ξεχασμένο  από  τον  κόσμο.  Δύο  τύποι  μαύροι  από  τον  ήλιο  κάθονταν  στο  καφενείο  πίνοντας  μπύρα.  Ο  ένας  απ’  αυτούς  ήταν  αυτός  που  παντρεύτηκα,  ο  Μάριος.  Από  εμφάνιση  δεν  έλεγε  και  πολλά,  κοντός  με  λίγη  καράφλα  που  αργότερα  μεγάλωσε   και   φουσκωμένη   κοιλιά   από   τις   μπύρες.   Το   χαμόγελό   του  

 36  εντός    

όμως  ήταν  μεγάλο  και  μου  τράβηξε  την  προσοχή.  Που  να  'ξερα  τότε  ότι  ήταν  απλά  μια  γκριμάτσα.          

Εκτός  από  τους  ντόπιους  που  ζούσαν  εκεί,  είχαν  έρθει  διάφορα  άτομα  από  Ελλάδα  και  απ’  έξω  και  προσπαθούσαν  να  ζήσουν  μακριά  από  τον  πολιτισμό   .   Είχαν   μια   διαφορετική   φιλοσοφία   για   την   ζωή   και   ζούσαν  αρμονικά   μεταξύ   τους.   Τα   σπίτια   τους,   παλιά   χειμαδιά   των   ντόπιων,  ήταν  σκορπισμένα  στις  πλαγιές   των  βουνών,  πάνω  σε  αναχώματα  που  δημιουργούσαν  και  τις  μικρές  τους  αυλές.  Ηλεκτρικό  δεν  υπήρχε,  ούτε  νερό.  Ήταν  πλίθινα  με  μόνο  ένα  δωμάτιο  ή  δύο  και  τζάκι.      

Το  σπίτι  που  μείναμε  ήταν  ακριβώς  στην  όχθη  του  ποταμού,  όπου  και  πήγαινες   από   ένα   μικρό   μονοπάτι.     Η   αίσθηση   ελευθερίας   που   σου  έδινε  αυτός  ο  τόπος  ήταν  απίστευτη.    Δεν  την  έχω  βρει  πουθενά  αλλού  και   έχει   μείνει   μέσα   μου   σαν   ιδανικό.   Ίσως   να   έφταιγε   ο   ατέλειωτος  ήλιος   που   κρατούσε   ζεστό   και   τον   χειμώνα.     Μερικές   φορές   ερχόταν  ένας   λίβας   από   Αφρική   που   μας   μαστίγωνε   με   την   καυτή   άμμο,  φορούσαμε  τότε  μαντήλια  στο  πρόσωπο  λες  και  ήμασταν  στην  έρημο.  Όμως  μόνο  το  κλίμα  και  το  όμορφο  τοπίο  δεν  σε  κρατάει  σε  ένα  μέρος.  Είναι  οι  άνθρωποι  που  σε  δένουν.  Και  τα  παιδιά  που  γνώρισα  ήταν  όλα  εξαιρετικά.      Σχεδόν  κάθε  βράδυ  μαζευόμασταν  όλοι  είτε  στο  καφενείο,  ή  σε  κάποιο  σπίτι  ή  στην  παραλία.  Είχε  δύο  μικρές  παραλίες,  η  μια  αυτή  που  βρισκόταν   το   καφενείο   και   η   επόμενη  ήταν  αυτή  που   καθόμαστε  και   ήταν   ημικυκλική   και   περικυκλωμένη   από   βράχια.   Για   να   πας   εκεί  έπρεπε   να   περάσεις   πάνω   από   τα   βράχια,   κάτι   αρκετά   δύσκολο   για  μένα  στην  αρχή.  Ωστόσο  όταν  έφτανες  νόμιζες  ότι  βρισκόσουν  μόνο  εσύ  στον  κόσμο,  κανένας  δεν  πατούσε  εκεί,  ούτε  οι  ντόπιοι.  Έρχονταν  με  τις  κιθάρες,   με   μπόγκους   οικογένειες   με   παιδιά,   τύποι   ξέμπαρκοι,  γερμανοί,  αυστριακοί,  όλοι  μαζί  γύρω  από  μια  μεγάλη  φωτιά.  Το  κρασί  κυλούσε  άφθονο,  οι  γυναίκες  έφερναν  κανένα  μεζέ  και  σιγά  σιγά  άρχιζε  η   μουσική.   Ο   Μάριος   είχε   ωραία   φωνή,   έπαιζε   κιθάρα   και   μας  τραγουδούσε.  Έλεγε  κάτι  παλιά  ελληνικά  που    όλοι  σιγοτραγουδούσαμε  και   μας   άγγιζε   την   ψυχή.   Ίσως   να   ήταν   αυτός   και   ο   λόγος   που   τον  ερωτεύτηκα.   Αν   δεν   είχε   φεγγάρι   χάζευες   τον   πάναστρο   ουρανό,  έβλεπες  και  τους  πιο  μικρούς  γαλαξίες,  αλλά  το  καλύτερο  ήταν  φεγγάρι  ολόγιομο  με  συννεφιά.  Τα  παιχνίδια  που  έφτιαχναν  τα  σύννεφα  με  τους  φωτισμούς   του   φεγγαριού   δημιουργούσαν   ό,τι   σχέδιο   μπορείς   να  φανταστείς.      

                       

 

εντός  37    

                                                                                                                                                                             Δάφνη  Παπαστυλιανού  

Το  ψάρι;  Κι   ήταν   εκεί,   κάθε   μέρα.   Η   ίδια   ρουτίνα.   Ξυπνητήρι,   καφές,   μετρό,  δουλειά,   κι   επιστροφή   πίσω   στο   σπίτι   κάθε   βράδυ   ίδια   ώρα.   Και  πορευόταν   η   ζωή,   η   δική   του   ζωή   χωρίς   αλλαγές,   χωρίς   απρόοπτα.  Τίποτε  ιδιαίτερο.  Κι  όμως,  εκείνος  ήταν  πλήρης.  Δεν  ήθελε  κάτι  άλλο.  Δε  ζητούσε  παρά  ό,τι   ήδη   είχε  αποκτήσει:   ησυχία.   Ένας  απλός  άνθρωπος  στην  ηρεμία   του,  μακριά  από  κάθε   τι  άβολο  που  θα   τον   ξερίζωνε  από  τον   αναπαυτικό   του   βίο.  Μπορεί   τα   έσοδα   να   ήταν   πενιχρά,   αλλά   το  ίδιο   ίσχυε  και   για   τις  ανάγκες   του.  Οι  συναναστροφές  με   τα  γύρω  του  όντα   περιορίζονταν   στα   αιλουροειδή.   Όχι,   ότι   είχε   φιλοξενήσει   ποτέ  κάποιο   από   αυτά,   αλλά   επικοινωνούσε   καλύτερα   με   αυτή   την  κατηγορία  θηλαστικών.  Στο  τόπο  εργασίας  του  δεν  ήταν  απαραίτητες  οι  διαπροσωπικές   συνδιαλλαγές,   αρκούσαν   οι   ηλεκτρονικές.   Αυτή   η   ζωή  κράτησε   71   χρόνια,   3   μήνες,   29   μέρες   και   λίγες   ώρες.   Λίγο   πριν   την  τελευταία  πνοή  αναρωτήθηκε:  «αλήθεια,  γιατί  δεν  ταιριάζει  η  φέτα  με  το  ψάρι;»  

                                                                                                                                                                   Αλεξάνδρα  Τριανταφύλλου  

Τελευταία  λόγια  Απόσπασμα  από  νουβέλα,  στα  πλαίσια  της  άσκησης  του  Γ'  κύκλου  

Όταν   ήμουνα   μικρός,   στη   λίμνη   του   Μορνιέ,   συνήθιζα   να   κάθομαι,  πάνω   σ'   ένα   νούφαρο.   Κι   όσοι   περιδιάβαιναν   τις   όχθες,   θα   πίστευαν  ασφαλώς,  πως  θαύμαζα  την  αντανάκλασή  μου  στο  νερό.  Όμως  εγώ,  κι  αυτό  δεν  υποχρεούστε  να  το  πιστέψετε,  μιλούσα  στα  ποταμόψαρα.  «Το  τρένο   αναχωρεί»,   φώναζε   ενίοτε   η   παραμάνα.   Αποχαιρετούσα   τότε  λυπημένος,  τους  μπακαλιάρους,  και  τις  κουτσομούρες.  Δεν  το  νομίζετε  κι  εσείς  οπότε,  πως  μίλησα  ήδη  αρκετά;  Θαρρώ.  Μα  τώρα  πια,  ας  μου  επιτραπεί   να   σωπάσω.   Κι   ίσως   οι   επιβάτες   να   'μπαιναν   σιωπηλοί   στα  βαγόνια,  μα  εγώ,  κάτι  θα  έβρισκα  να  πω,  ακόμη  κι  όταν  οι  ράγες  μένανε  βουβές,  στον  ερχομό  των  τρένων.  Θα  βεβαιώνατε  μ'  ευχαρίστηση,  σας  είχα   πει   κάποτε   ένα   αστείο,   μπορεί   και   ν'   αφορούσε   το   καπέλο   σας,  γελάσατε  πολύ  θυμάμαι,  άραγε  τι  να  σας  είχα  πει,  τότε  που  γελάσατε;  Ήταν  πάντως  πολύ  αστείο.  Βλέπετε,  αυτό  είναι  ένα  ζήτημα.  Λέω  πολλά,  κι   έπειτα   τα   ξεχνάω.   Και   τώρα   πια,   ας   μου   επιτραπεί   να   σωπάσω.

 38  εδώ    

εδώ  Επιμέλεια  ενότητας:  Ανδρέας  Μπουρζούκος  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

εδώ  

Εδώ.   Παρόν.   Τώρα.   Ρεαλισμός.   Ιστορίες   που   τις   χαρακτηρίζει   η  αναπαράσταση   της   πραγματικότητας.   Πιστή   ή   και   λιγότερο   πιστή,   δεν  έχει   σημασία.   Ιστορίες   τραγικές,   αστείες   ή   αφοριστικές,   που  δημιουργήθηκαν   μέσα   σε   λίγα   λεπτά   ή   κάποιες   ώρες,   ιδωμένες  χιουμοριστικά,   δραματικά   ή   όσο   πιο   ουδέτερα   είναι   συγγραφικά  δυνατό,  με  κοινό  κέντρο  όμως  την  ματιά  στην  καθημερινότητα.  Κάποιες  ίσως  ακόμα  και  αληθινές.  Ποιες;  Δεν  έχει  και  πολλή  σημασία.  Όπως  έχει  ειπωθεί,   για   να   πεις   μια   αληθινή   ιστορία   δεν   είναι   απαραίτητο   να  διηγηθείς   πραγματικά   γεγονότα.   Και   όπως   σε   όλα   τα   ενδιαφέροντα  πράγματα  στην  ζωή,  κάποιες  άλλες  φορές  είναι  αναγκαία  συνθήκη.  Όλα  εργαλεία   στην   προσπάθεια   για   έκφραση   και   επικοινωνία   που  ονομάζεται  γραφή.  

       

εδώ  39    

Αφροδίτη  Κακάμη  

Το  τραγούδι  του  Κεμάλ  Ήρθε  στο  σχολείο  αργά,  η  χρονιά  είχε  ξεκινήσει.  Το  γέλιο  της  αντήχησε  στους   διαδρόμους   βροντερό   όπως   και   η   φωνή   της   που   γέμισε  μελωδικούς   ήχους   τις   αίθουσες.   Είχε   μακριά   ξανθά   μαλλιά,   βαμμένα,    θύμιζε  τη  Βουγιουκλάκη.  Είχε  πατήσει  τα  τριάντα  και  φορούσε  μια  κοντή  φούστα  που  κολάκευε  τα   κοντά   αλλά   καλλίγραμμα   πόδια   της.   Ήταν   πολύ   τσαχπίνα   με   τον  διευθυντή   που   προσπαθούσε   να   σταθεί   στο   ύψος   των   περιστάσεων,  αλλά  δεν  τα  κατάφερνε  πάντα  και  παρασυρόταν  από  το  γέλιο  της,  δεν  κατάφερνε   να   την   μαλώσει.   Καθυστερούσε   να   μπει   στην   τάξη   στην  αλλαγή  της  ώρας  και  δημιουργούσε  μια  ελαφριά  αναστάτωση  ιδιαίτερα  στις  μεγαλύτερες  συναδέλφους  που  ήταν  πιο  αγχωμένες  πάντα.  Ξεκίνησε   να   ετοιμάζει   τα   παιδιά   για   τη   γιορτή   και   έκανε   εντατικά  πρόβες   για   την   επέτειο   του   Πολυτεχνείου.   Είχε   διαλέξει   κάποια  τραγούδια  και  ανάμεσα  σε  αυτά  και  το  τραγούδι  του  Μάνου  Χατζιδάκι,  τον   Κεμάλ.   Στα   παιδιά   άρεσε   και   έμαθαν   τα   λόγια   αν   και   δεν  καταλάβαιναν   καλά   το   νόημα   του   τραγουδιού,   μη   γνωρίζοντας   ποιος  είναι  ο  Κεμάλ.    Το  πήγαν  όμως  στο  σπίτι  και  εκεί  έγινε  η  ανάλυση  σε  βάθος  και  πλάτος.  Ιδιαίτερα  ο   κ.   Αντωνιάδης,   ο  πατέρας   του  Λάμπη  στην   Τετάρτη,     ήταν  έξω  φρενών.  Ο  Κεμάλ  ήταν  αυτός  ο  Τούρκος  που  είχε  διατάξει  τη  σφαγή  των   Ελλήνων   παιδί   μου,   έλεγε,   δεν   είναι   δυνατόν   να   μαθαίνετε   ένα  τέτοιο   τραγούδι.   Αμέσως   μίλησε   με   την   κ.   Χριστοπούλου   που   είχε  μιλήσει   με   τον   κ.   Γιωργάκη   γιατί   το   νέο   μεταδόθηκε   αστραπιαία.   «Τα  παιδιά  μαθαίνουν  τραγούδι  για  τον  Κεμάλ,  πρέπει  να  το  σταματήσουμε  αυτό!!».    Το  σχέδιο  ήταν  να  χαλάσουν  τη  γιορτή  να  τους  δείξουν  πως  δεν  μπορεί  να   κάνουν   ό,τι   θέλουν   και   να   κάνουν   κακό   στα   παιδιά   τους.  Συντονίστηκαν  και  την  ώρα  που  τα  παιδιά  τραγουδούσαν,  είχαν  φτάσει  στο   σημείο   που   έλεγε   πως   δεν   αλλάζει   ο   κόσμος   Κεμάλ.   Τότε  πετάχτηκαν  και  διακόπτοντας  το  τραγούδι  φώναζαν  πως  δεν  θέλουν  τα  παιδιά  τους  να  λένε  αυτό  το  τραγούδι.  Ο  διευθυντής  προσπαθούσε  να  παίξει  πυροσβεστικό  ρόλο  αλλά  δεν  τα  κατάφερνε.  Οι  γονείς  αφού  διέλυσαν  τη  γιορτή  διέσχισαν  καμαρωτά  την  

 40  εδώ    

αυλή  και  κατευθύνθηκαν  προς  τα  μαύρα  τους  τζιπ  που  είχαν  παρκάρει  πάνω  στα  χαμηλά  πεζοδρόμια  έξω  από  το  σχολείο.    Ένας  από  αυτούς  που  μπήκε  στο  τζιπ  με  τα  φιμέ  τζάμια  στα  παράθυρα,  έκανε   το   σύμβολο   της   νίκης   μπαίνοντας   και   κλείνοντας   την   πόρτα.  Έφυγαν   μετά   στη   σειρά   τα   αυτοκίνητα   το   ένα   πίσω   από   το   άλλο   και  άφησαν  το  υπόλοιπο  σχολείο  να  στέκεται  αμήχανα  στη  μέση  της  αυλή  ψιθυρίζοντας:  «δεν  αλλάζει  ο  κόσμος  Κεμάλ..».    

     

Θάλια  Καρτσάνα  

Αγάπη  μόνο  

-­‐Τα  παίρνεις  τα  χάπια  σου  μπαμπά;  -­‐Να  μην  ανησυχείς  για  μένα.  Αύριο  το  πρωί  θα  είμαι  απέξω.  -­‐Εντάξει  θα  τα  πούμε  αύριο.  -­‐Να  προσέχεις.  «Να  προσέχεις».  Κάθε  φορά.  Ακόμα  και  τώρα.  Αύριο  θα  είναι  εκεί  έξω.  Όπως  κάθε  φορά.  Στην  πρώτη  μέρα  του  σχολείου,  του  πανεπιστημίου.  Και  στην  πρώτη  μέρα  ελευθερίας.  4   χρόνια   πέρασαν.   Κιόλας.   Από   εκείνη   τη   νύχτα.   Τι   περίεργο,   τόσα  χρόνια  δεν  την  σκέφτηκα  ούτε  μια  φορά.  Σήμερα  όμως  αυτό  το  όνειρο  με  αναστάτωσε.  Αυτή  η  αλλιώτικη  μορφή  του  στον  ύπνο  μου  με  γύρισε  σε  εκείνη  τη  νύχτα.  Αύριο  η   ζωή  ξεκινά  από  την  αρχή.  Όταν  περάσω  το  κατώφλι  όλα  αυτά  θα   είναι   παρελθόν.   Πριν   όμως   τα   διαγράψω   θα   τα   κάνω   λέξεις  κλειδωμένες  σε  ένα  συρτάρι  που  δεν  θα  ανοίξει  ποτέ  ξανά.  Με  λένε  Αγγελική  και  από  τότε  που  έφυγε  η  μητέρα  μου  όταν  ήμουν  5  χρονών   μεγάλωσα   με   τον   μπαμπά   μου   τον   Ηρακλή.   Ο   ήρωας   μου.  Μητέρα  και  πατέρας  για  μένα.  Με  μεγάλωσε,  με  στήριξε,  πάντα  εκεί,  να  μου  προσφέρει  τα  πάντα.  Ο  κολλητός  μου.  Ο  καημένος  δεν  τα  πήγαινε  καλά   με   τα   γυναικεία   θέματα   αλλά   διάβαζε   πολλά   βιβλία   πριν  απαντήσει   τις   τρελές   απορίες   μου.   Ήθελε,   λέει,   να   μου   δίνει  επιστημονικά  τεκμηριωμένες  απαντήσεις.  Σπούδασα,  πήρα  γρήγορα  τα  πτυχία  μου  και  γύρισα  ξανά.  

εδώ  41    

Τότε   ήρθε   στη   ζωή   μου   ο   Άκης.   Γοητευτικός   και   με   ωραίο   λέγειν.  Μεγάλη  εμπειρία  σε  σχέσεις  δεν  είχα.  Με  πλησίασε  με  σοβαρότητα  και  σιγουριά  που  με  κέρδισε  αμέσως.  Ένιωσα  την   ίδια  ασφάλεια  που  μου  έδινε   και   ο   πατέρας   μου.   Είσαι   η   μια   και   μοναδική   έλεγε,   εσένα  περίμενα  μια  ζωή,  χωρίς  εσένα  δεν  έχει  νόημα  η  ζωή.  Μεγαλωμένη  από  τον  μπαμπά  με  παραμύθια  για  πρίγκιπες  και  πριγκίπισσες  πίστευα  στον  πρίγκιπα  πάνω  στο  άλογο.  Τον   αγάπησα,   του   παραδόθηκα.   Ήταν   ο   κόσμος   μου   όλος.   Γελούσε,  γελούσα.  Στενοχωριόταν,  έκλαιγα.  Ήθελα  μόνο  να  είναι  ευτυχισμένος.  Ο  μπαμπάς  μου  έδειχνε  να  τον  συμπαθεί  αν  και  τον  έπιανα  να  τον  κοιτά  με   ένα   περίεργο   βλέμμα,   που   το   απέδιδα   στη   ζήλια   του   πατέρα   που  χάνει  το  κοριτσάκι  του.  -­‐Θέλω  μόνο  να  σε  κάνει  να  χαμογελάς,  έλεγε.  Παντρευτήκαμε.   Ο   πρίγκιπας   κατέβηκε   από   το   άλογο   και   έβγαλε   τη  στολή   του.   Τέρμα   οι   αγάπες.   Προσβολές,   βία,   ποτό.   Η   κρίση   μας  χτύπησε   την   πόρτα.   Ένα   ατύχημα   τον   έκανε   να   μείνει   εκτός   δουλειάς  για   λίγο.   Παιδί   δεν   μπορούσαμε   να   κάνουμε.   Όσο   τα   προβλήματα  μεγάλωναν,  οι  καβγάδες  αυξάνονταν  και  για  όλα  έφταιγα  εγώ,  φυσικά.  Δεν   έκανα   τίποτα   σωστά   για   αυτόν   και   ήμουν   άχρηστη   που   δεν  μπορούσα  να  του  κάνω  ένα  παιδί.  Ο  φόβος  ήταν  φίλος  μου,  η  κατάθλιψη  συγκάτοικος.  Αν  αγαπιόμαστε  θα  τα  καταφέρουμε,  έλεγα.  Μα  όσο  του  μιλούσα  εγώ  για  αγάπη  σαν  κάτι  να   εξαγριωνόταν   μέσα   του.   Όσο   του   πρόσφερα   τόσο   με   πονούσε   με  κάθε  τρόπο.  Ποτέ  δεν  είχα  σκεφτεί  τη  ζωή  μου  χωρίς  αυτόν.  Υπομονή,  έλεγα.  Ο  πατέρας  μου  είχε  καταλάβει  τι  περνούσα,  είμαι  σίγουρη.  -­‐Είσαι  καλά  κοριτσάκι  μου;  -­‐Ναι  μπαμπά.  Μην  ανησυχείς  (με  όσο  πιο  ψεύτικο  χαμόγελο).  -­‐Να  προσέχεις  (κρύβοντας  όλη  την  απόγνωση).  Ο  μπαμπάς  μόνος  στο  χωριό.  Του  πηγαίνω  φαγητό.  Δεν  άρεσε  στον  Άκη  αλλά   το   είπα   τόσο   αποφασισμένα   που   δεν   μπορούσε   να   φέρει  αντίρρηση.  -­‐Θα  κοιμηθώ  σήμερα  εδώ.  -­‐Τι   θα   κάνεις;   Παρατάς   τον   άντρα   σου   γι’   αυτόν;   (αυτός,   ο   εχθρός,   ο  αντίζηλος  που  πρέπει  να  φύγει  από  τη  μέση)  -­‐Βρέχει,  δεν  μπορώ  να  οδηγήσω  θα  σκοτωθώ.  

 42  εδώ    

-­‐Δεν  με  νοιάζει,  να  σκοτωθείς.  Εγώ  θέλω  το  αυτοκίνητο  μου  στο  γκαράζ  και  τη  γυναίκα  μου  στο  κρεβάτι.  -­‐Έλα  Άκη.  -­‐Ναι  κύριε  Ηρακλή  (στον  πατέρα  μου  έδειχνε  πάντα  το  καλό  πρόσωπο).  -­‐Θα  την  κρατήσω  εδώ,  δεν  είμαι  καλά.  -­‐Εντάξει  κύριε  Ηρακλή.  Στις  12  ξυπνήσαμε  από  τις  φωνές  και  τα  χτυπήματα  στην  πόρτα.  Ο  Άκης.  Ή   μάλλον   ποιος   Άκης;   Εκείνη   την   μέρα   ήρθα   αντιμέτωπη   με   τον  Διάβολο.  Του  είχα  πουλήσει  την  ψυχή  μου  και  ήρθε  να  την  πάρει.  Πιωμένος.   Άρχισε   να   τα   σπάει   όλα,   έβριζε   τον   πατέρα   μου,   έμενα   με  λόγια  που  δεν  φαντάζεσαι  πως  έχει  άνθρωπος  στην  ψυχή  του.  Σκέψου  να   με   μισούσε   τι   θα   έλεγε.   Πρώτη   φορά   αντίκριζα   άνθρωπο   να  ικανοποιείται  τόσο  με  το  να  πληγώνει  κάποιον.  Δεν  είχα  καν  δύναμη  να  αντιδράσω.   Κάποια   στιγμή   όρμησε   πάνω   μου   να   με   χτυπήσει.   Αυτό  ήταν.  Θυμάμαι  τον  πατέρα  μου  να  φωνάζει  -­‐Δεν  την  μεγάλωσα  για  να  μου  την  σκοτώσεις  εσύ!  -­‐Είναι  δικιά  μου  και  θα  την  κάνω  ότι  θέλω!  Έκλεισα   τα   μάτια   μου   για   λίγο,   ήθελα   να   πιστέψω   πως   όλα   είναι   ένα  κακό   όνειρο,   θα   τα   ανοίξω   και   θα   είμαι   πάλι   στο   χωριό   μικρή   με   τον  μπαμπά  μου  να  κάνουμε  ποδήλατο  στον  κήπο.  Άνοιξα   τα   μάτια   και   αντίκρισα   τον   πατέρα   μου   πεσμένο   αναίσθητο    κάτω  με  το  χέρι  στην  καρδιά  και  αυτόν  να  γελάσει  και  να  λέει.  -­‐Τώρα  δεν  έχεις  κανένα,  μόνο  εμένα!  Δεν   έχω   κανέναν.   Ο   φύλακας   άγγελός   μου   ηττήθηκε,   τα   φτερά   του  κόπηκαν  και  ο  Διάβολος  ερχόταν  να    πάρει  και  το  τελευταίο  ίχνος  ζωής  που  μου  είχε  απομείνει.  Δεν  είχα  τίποτα.  Δεν  ένιωθα  τίποτα.  Μέσα  μου  ένα   κενό   μόνο.   Ούτε   πόνο,   ούτε   λύπη,   ούτε   θυμό.   Το   σώμα   μου  πάγωσε.   Το   αίμα   δεν   κυκλοφορούσε.   Άρπαξα   το   μαχαίρι   και   το  κάρφωσα  στη  καρδιά.  Στο  μόνο  σημείο  που  δεν  θα  πονέσει.  Δεν   πρόλαβε   να   αντιδράσει.   Έπεσε   κάτω   με   το   βλέμμα   παγωμένο   να  αναβλύζει  ακόμα  όλη  την  κακία  που  έμενε  ζωντανή  για  λίγο  μέσα  του.  Το  κακό  ξορκίστηκε.    

 

εδώ  43    

Μαρία  Μεσσάρη  

Η  παράδοση  Συχνά  και  αραιά  μαζεύονταν  να   τα  πουν,  ακόμα  κι  όποιος   τύχαινε     να    είναι  στο  κέντρο  της  πόλης  ή  με  τα  συνηθισμένα  SMS  «τι  κάνεις,  είσαι  για  καφέ;».  Τώρα  οι  τέσσερις  τους  βρίσκονταν  στο  καφέ  βιβλιοπωλείο.  Οι  δύο  κολλητοί,  από  μόνιμη  συνεννόηση,  οι  άλλες  από  τύχη  μετά  από  ψώνια  στο  κοντινό  Mall.  Γρήγορα  ενημερώθηκαν  για  τα  τρέχοντα,  πάντα  υπό  το  φάσμα  της  κρίσης,  αν  θα  κοπούν  πάλι  οι  συντάξεις,  αν  θα  ‘χουμε  καθόλου  ασφάλιση,  αν  τα  καλοκαίρια  θα  ξαναβρεθούμε  στα  νησιά.  «Θα  μας   τα   πάρουνε».   Είπε   ο   Ανέστης   που   κάθε   άλλο   από   «Ανέστης»   δεν  ήταν.   «Θα   φυλάξουμε   Θερμοπύλες».   Δήλωσε   ειρωνικά   ο   Σωτήρης.  «Σιγά  βρε  παιδιά  αφήστε  τα  σοβαρά»,  είπε  η  Κίτσα  που  είχε  αρχίσει  να  βάζει  κιλά.  «Να  θυμηθούμε  και  κανένα  ευχάριστο.  Κάποτε  μόνο  πλάκες  κάναμε..»  «Πλάκα-­‐πλάκα,   καταλήξαμε   στα   σοβαρά».  Μονολόγησε,   αναπολώντας    ο   Ανέστης.   Πήγε   για   πλάκα   κι   έγινε   σοβαρό.   Εκείνη   τη   χρονιά,  συνεπαρμένοι  από  την  παράδοση  αλλά  και  από  μεταφυσική  περιέργεια,  ταξίδεψαν   μέχρι   την   Βόρεια   Ελλάδα,   στην   Κερκίνη,   για   να   δουν   ποια  από   τις   δύο   εκδοχές   ισχύει   «καίγεσαι   ή   δεν   καίγεσαι».   Ξεκίνησαν  προπαραμονές  της  Αγίας  Ελένης,  κοιμήθηκαν  σε  ένα  χωριάτικο  σπίτι  με  συναισθήματα  ανάμικτα,   χιουμοριστική  διάθεση  και   κάποια  ανησυχία.  Οι  χωρικοί  θεοσεβούμενοι  το  φύλαγαν  σαν  τα  μάτια  τους  από  «πάππου  προς   πάππου»,   το   έθιμο.   Στο   εικονοστάσι   είχαν   τις   εικόνες   της  Παναγίας  με  τον  Χριστό,  του  Μ.  Κωνσταντίνου  και  Αγ.  Ελένης  και  άλλων  αγίων.   Η   θράκα   ανήμερα   της   γιορτής   ήταν   έτοιμη.   Οι   δύο   κολλητοί  παρατηρούσαν   με   προσοχή.   Εμβάθυναν   στα   σκαμμένα   πρόσωπα   των  χωρικών   που   από   τα   ξημερώματα   έκαναν   προσευχές   και   λιβανίζανε,  ενώ   οι   μοσχοβολιές   της   άνοιξης   συμμετείχαν   στην   ιεροτελεστία.   Ο  Ανέστης   προσηλωμένος   στην   τελετουργία.   Ο   κολλητός   τους   τον  παρατηρούσε  με  προσοχή.  Η  Κίτσα  επίσης,  αλλά  έβγαινε  έξω  και  έκανε  και   κανένα   τσιγάρο.   Η   Μπέτυ   έτοιμη   για   πολιτική   ανάλυση   υπό   το  πρίσμα  της  εξελικτικής  ανέλιξης,  παρατηρούσε,  κρατώντας  σημειώσεις  και   φωτογραφίζοντας.   Μέσα   στο   παλιό   πέτρινο   σπίτι   τα   πάντα  φώναζαν.   Οι   γιαγιάδες   στα   μαύρα   φορώντας   τσεμπέρια   έψελναν  ύμνους   με   ακαθόριστα   λόγια   ενώ   τα   νταούλια   έπαιζαν   ρυθμικά   κι   η  τσαμπούνα   είχε   τον   κυρίαρχο   ρόλο.   Η   Κίτσα   σκυμμένη   κοντά   στον  Ανέστη,   τον   ακούει,   ξαφνικά,   να   ψελλίζει   κάτι   σαν   «Κύριε   ελέησον,  

 44  εδώ    

κύριε   ελέησον...»   «Έχει   πλάκα...»   σκέφτηκε,   κι   έσκυψε   στο   αυτί   του  Σωτήρη.   «Καλέ   αυτός   το   πήρε   στα   σοβαρά…   προσεύχεται…»...     «Μην  ανησυχείς   αυτός   έτσι   κάνει   πάντα...   ταυτίζεται...»   «Λέω   να   τον  στείλουμε   μαζί   με   τους   αναστενάρηδες   να   πατήσει   τη   χόβολη.»    Κάγχασε  η  Μπέτυ.  Με   έκπληξη   είδαν   τον   Ανέστη   να   σηκώνεται   από   το   τραπέζι   τους,   να  βγάζει   τα   παπούτσια,   να   γυρίζει   τα   ρεβέρ   του   παντελονιού   και   να  κατευθύνεται  προς  το  παλιό  κομό  με  τις  εικόνες.  Παίρνει  στην  αγκαλιά  του   την   εικόνα   της   Αγίας   Τριάδας,  ψέλνοντας...   «Πάτερ   ημών..     Κύριε  ελέησον…»  και  άλλα  που  δεν  ακούγονταν.  Οι   αναστενάρηδες   εκστασιασμένοι   φέρνανε   βόλτες   στην   θράκα,  σκορπώντας   πύρινες   στάχτες.   Στα   αριστερά   τους   κρατούσαν,   αγκαλιά,    τις   εικόνες   ενώ   το   δεξί   τους   χέρι   ήταν   στραμμένο   σαν   κεραία   στον  ουρανό.   Ο   Ανέστης   έκανε   να   μπει,   παρασυρμένος   από   τη   θερμή  ατμόσφαιρα  και   το  ρυθμικό  ήχο  από  τα  νταούλια.  Η  τσαμπούνα  με  το  διαρκή  στριγκό  σαν  λυγμό  ήχο  που  ζητάει  κάποιο  βράχο  για  να  γυρίσει  πίσω  έως  ότου  εξαντληθεί  και  πάλι  κι  ο  τσαμπουνάς  με  νέο  φύσημα  του  δώσει   ζωή.   Τον   είδαν   να   διστάζει.   Σταμάτησε   την   προσευχή,   κοίταξε  γύρω  του,  είδε  τους  φίλους  του.  Αυτοί  τον  κάρφωσαν  αγωνιώντας  μην  τυχόν  και  σταματήσει.  «Θάρρος  Ανέστη  δική  σου  είναι  η  φωτιά…  πάνω  της».  Φώναξε  η  Μπέτυ  κι  άρχισε  να  ψέλνει  ότι  της  κατέβαινε.    «Αι  γενεαί  πάσαι  ΄Υμνον  τη  ταφή  σου…»  Κατόπιν  συνέχισαν  όλοι  μαζί...  «προσφέρουσι  Χριστέ  μου…».  Ο  Ανέστης   ιδρωμένος   έσφιξε   στο   στήθος   το   εικόνισμα,   γύρισε   προς   τη  θράκα   έγειρε   το   σώμα   μία   μπρός   μία   πίσω,   συντονίστηκε   με   τα  νταούλια,  κοίταξε  τη  γριά  αναστενάρισσα  μαυροφορεμένη  και  άκαμπτη  και  ενώ  ο  ρυθμός  γινόταν  πιο  δυνατός  και  εκκωφαντικός  όρμησε  μέσα  στη  στάχτη  ακολουθώντας  τον  γέρο  αναστενάρη  που  τον  πέρασε  στην  απέναντι   όχθη   της   πύρινης   λάκκας.   Το   δεξί   χέρι  ψηλά,   στην   αριστερή  αγκαλιά   το   εικόνισμα,   λικνιζόταν   αρμονικά   ενώ   τα   πέλματά   του   τον  οδηγούσαν  με   σιγουριά  σε  μονοπάτια  απάτητα.  Οι  φίλοι   με   το   στόμα  ανοιχτό   δεν   το   πίστευαν…   «Κι   όμως   έγινε…»   ψέλλισαν.   «Πάλι...»      Φώναξε   η   Κίτσα.   «Σωπάστε   βρε..   θα   τον   ξυπνήσετε...»   ούρλιαξε   η  Μπέτυ,   κι   έπιασε   πάλι   τη   ψαλμωδία   «Δόξα   σοι   ο   Θεός,   Δόξα   σοι   ο  Θεός…»    Ήταν  όλοι  ιδρωμένοι.  Ο  Ανέστης  συνέχιζε  τις  βόλτες    μέσα  στη  χόβολη   πάντα   πίσω   από   το   γέροντα   που   του   έδειχνε   το   δρόμο.   Τα  νταούλια,   η   τσαμπούνα   ο   κόσμος   ολόγυρα   σε   ένα   πανδαιμόνιο  έκστασης  και  θρησκευτικής  κατάνυξης.  «Θεέ  μου  τι  ήταν  τούτο  πάλι...  κι  

εδώ  45    

αυτοί   πού   ήλθαν   για   την   πλάκα   τους».   Αποκαμωμένοι   μερικοί  αναστενάρηδες   καθόντουσαν   σε   μια   γωνία   και   τους   κοίταζαν   με  κατανόηση,   έστρεψαν   το   κεφάλι   στον   ουρανό   και   σταυροκοπήθηκαν.  Ήταν   ξημερώματα   Κωνσταντίνου   και   Ελένης.   Η   παρέα   στο   πατάρι   του  βιβλιοπωλείου-­‐καφέ   κάπως   έτσι     θυμόταν   πως   γίνανε   τα   πράγματα    αλλά   όπως   και   να   ‘ταν   το   γεγονός   είναι   ότι   ο   Ανέστης   πάτησε   τα  κάρβουνα.        

Κατερίνα  Δημητούλη  

Η  τελευταία  βόλτα  μιας  ζωής  Στο  βόρειο  ημισφαίριο,  πάνω  στον  χάρτη  της  γης,  ήταν  ένας  τόπος,  ίσα  με  μια  παλάμη.   Στον   τόπο  αυτό,   που   τον   έλεγαν   Ελλάδα   κατοικούσαν  κάτι   περίεργοι   άνθρωποι.   Άλλοι   τους   έλεγαν   ήρωες,   άλλοι   Έλληνες.  Ήταν  κι  ένας  χοντρός  με  πούρο  σ’ένα  άλλο  μέρος  της  γης  που  είχε  πει:  «Οι   ήρωες   πολεμούν   σαν   Έλληνες».   Αυτός   βέβαια   μετά   τον   πόλεμο,  αυτούς  που  πολέμησαν  τους  είπε  συμμορίτες.  Σ’αυτόν   τον   τόπο,   ήταν   κι   ένα   μνημείο   σπουδαίο,   που   το   έλεγαν  Ακρόπολη.   Όλοι   την   θαύμαζαν,   αλλά   και   όλο   και   την   πλήγωναν.   Η  ΑΚΡΟΠΟΛΗ   είχε   ένα   τεφτεράκι   κι   έγραφε   ό,τι   βρισκόταν   εκεί   2.500  χρόνια.  Οι  βάρβαροι  πηγαινοέρχονταν  σ’αυτόν  τον  τόπο  και  η  Ακρόπολη  νόμιζε  ότι  ήταν  η  ύστατη  φορά.  Όμως  δεν  ήταν.  Στις  30  Νοέμβρη  1946,  ένα  κορίτσι  ξεκίνησε  ένα  ταξίδι  στις  αναμνήσεις  της.   Παρέα   της   είχε   τις   ανάσες   των   άλλων   γυναικών   που   κοιμούνταν  πλάι   της   αλλά   κι   έναν   φεγγίτη.   Κοίταξε   τον   φεγγίτη,   ο   ουρανός   ήταν  θεοσκότεινος.   Προλάβαινε   μέχρι   το   χάραμα   να   κάνει   ένα   γύρο   στη  σύντομη  ζωή  της.  Στο   νου   της   ήρθε   ο   Αιμίλιος,   ο   γιος   της   κυρα-­‐Σαλώμης.   Τον   αγάπησε  πολύ   τον  Αιμίλιο   και  ας   τον  είχε  δει  μόνο  5-­‐6  φορές.  Όμως  δίπλα   του  έγινε  γυναίκα  και  συντρόφισσα.  Οι  δυο  τους  ορκίστηκαν  ν’αγαπούν  τη  ζωή  και  τους  ανθρώπους.  Αν  χρειαζόταν  κάποτε  να  δώσουν  τη  ζωή  τους,  θα  τη  δίναν  χαμογελώντας.  Ορκίστηκαν  στην  ειρήνη  και  τη  λευτεριά.  Στον   παράξενο   τόπο   που   τον   έλεγαν   Ελλάδα   ο   φασισμός   είχε   ρίξει  άγκυρα,   από   τις   4   Αυγούστου   του   1936.   Η   ζωή   περπάταγε   βιαστικά  

 46  εδώ    

τοίχο-­‐τοίχο,  σε  μικρά  στενά  δρομάκια  κι  έγραφε  στους  τοίχους  «Κάτω  ο  ΦΑΣΙΣΜΟΣ».  Έτσι  περπάταγαν  και  η  Πολυξένη,  ο  Αιμίλιος,  η  Μαργιώ,  ο  Κωστής  κι  άλλοι  πολλοί.  Μια   μέρα   ο   ήλιος   βγήκε   μουντζουρωμένος   και   άκεφος.   Οι   άνδρες  φόρεσαν   αλλιώτικα   ρούχα   και   τρέχαν.   Κρεμιόνταν   στα   τραμ   και   τα  τρένα   και   οι   γυναίκες   κουνούσαν   τα   χέρια   και   φώναζαν   «με   τη   νίκη,  νικητές  να  γυρίσετε».  Όλοι  χαμογελούσαν.  Η   ΑΚΡΟΠΟΛΗ   έβγαλε   το   τεφτέρι   της   κι   έγραψε:   28-­‐Οκτώβρη-­‐1940.  Δεύτερος  φασίστας  θέλει  να  ‘ρθει  σ’αυτόν  τον  τόπο.  Νικούσαν  τους  φασίστες  οι  Έλληνες  και   ζούσαν  τα  γυναικόπαιδα  μέσα  σ’ένα   τρελό   μεθύσι.   Ο   χρόνος   γύρναγε   τις   σελίδες   του   ημερολογίου  γρήγορα  και  έτσι  έφτασε  στην  ημερομηνία  27  Απριλίου  1941.  Ο  ουρανός  γέμισε  τεράστια  μαύρα  πουλιά  που  κάτι  ρίχναν  και  γίνονταν  σκόνη   άνθρωποι,   καλύβες   και   παλάτια.  Όλοι   τρέχαν   να   κρυφτούν   στα  καταφύγια.   Ήρθαν   και   κάτι   άνθρωποι   που   όταν   περπάταγαν   έκαναν  μπουμ-­‐μπουμ.  Η  Πολυξένη   κοίταξε  μόνο  μια  φορά   τον  πατέρα   της.   Αυτός   έκλεισε   το  πιάνο  και  της  είπε:  «Η  ιστορία  καλεί  τη  γενιά  σου,  κόρη  μου,  να  πράξει  το  καθήκον  της.  Πράξε  το  και  ποτέ  μη  λυγίσεις».  Δε  μίλησε  ξανά,  ούτε  έπαιξε  ξανά  πιάνο.  Κλείσαν  πόρτες  και  παράθυρα.  Άνοιξαν  όμως  οι  καρδιές  των  ανθρώπων.  Το  τσιγάρο  πήγαινε  από  χούφτα  σε  χούφτα,  προσεκτικά  μη  και  φανεί  το  φωτάκι   του.   Τώρα   οι   άνθρωποι   φοβούνταν   το   φως,   παλιότερα  φοβούνταν  το  σκοτάδι.  Υπήρχαν  όμως  άνθρωποι,  που  μέσα  στο  πηχτό  σκοτάδι  τρέχαν  σαν  φαντάσματα,  στους  δρόμους.  Άλλοι  κρατούσαν  ένα  τενεκάκι  κόκκινη  μπογιά  και  γράφαν  στους  τοίχους  την  ιστορία.  Μόλις   οι   μπουμ-­‐μπουμ  σκότωναν   το   παιδί   με   το   τενεκάκι,   άλλο  παιδί  έπαιρνε  τη  θέση  του.  Άλλοι  πήραν  τα  βουνά  και  κονταροχτυπιούνταν  με  τους  φασίστες  και  είχαν  τρύπιες  αρβύλες  και  κουρελιασμένες  χλαίνες.  Μέσα   στην   πόλη,   άλλοι   άνθρωποι   τρώγαν   και   πίναν   με   τους   μπουμ-­‐μπουμ   και   άλλοι   γύρναγαν   στους   δρόμους,   φωνάζοντας   πεινάω.   Οι  φασίστες  και  οι  ναζί  είχαν  χαρίσει  όλες  τις  στράτες  στον  χάρο  κι  αυτός,  φορώντας  μια  κουκούλα,  σήκωνε   το  δάχτυλο  και   έδειχνε  ποιοι  πρέπει  να  σκοτωθούν.  Η   Πολυξένη   κοίταξε   τον   φεγγίτη.   Είχε   αρχίσει   ν’αλλάζει   χρώμα   ο  ουρανός.  Μια  στάλα  ακόμη  σίγουρης  ζωής  της  έμενε.  Γύρισε  το  κεφάλι  

εδώ  47    

της  ένα  γύρο  στις  συντρόφισσές  της  και  χαμογέλασε  ευχαριστημένη.  Οι  πράξεις  της  θα  διαβάζονταν  κάποια  φορά.  Δεν  θα  μπορούσε  κανείς  να  τις   βρωμίσει.   Από   τη   χαραμάδα   που   της   άφησε   η   ζωή,   άφοβη   και  γενναία  πέρασε.  Κοίταξε  πάλι  τον  φεγγίτη.  Χάραξε  κόσμε!  Όταν   στήθηκε   στον   τοίχο,   άγγιξε   την   ελιά   στο   στήθος   της.   Μόνο   ο  Αιμίλιος  την  είχε  αγγίξει.  Άφησε  εκεί  το  χέρι  της.  Εκεί  ακριβώς  τη  βρήκαν  οι  σφαίρες.  Εκείνο  το  χάραμα,  η  λευτεριά  περήφανη  κι  αχαλίνωτη,  περπάτησε  στις  στράτες  της  Αθήνας.  Έτσι  σεμνά  και  περήφανα  έβαζε  την  υπογραφή  του  ο  λαός.  Μόνο  με  το  χαμόγελο  και  το  αίμα  του.    Αντίο  σας.      

Ανδρέας  Μπουρζούκος  

Ψηλά  πεύκα  Είχα   ακούσει   από   κάποια   ότι   το   οικόπεδο   στην   Μπίλιζα   έδειχνε  εγκαταλειμμένο.   «Μένει   κανείς   εκεί;»   μου   είχε   δηλώσει   με   έκπληξη.  «Φυσικά!»  είχα  απαντήσει  και  αποσβολωμένος  την  κοίταζα.  Αν  δεν  είχα  μείνει  άναυδος  σίγουρα  θα  την  είχα  βρίσει.  Σε  έναν  τόπο  που  το  εξοχικό  τοπίο  άλλαζε  κάθε  χρόνο  όλο  και  πιο  δραστικά,  η  άναρχη  βλάστηση  του  δικού   μας   «αναξιοποίητου»   οικοπέδου   ήταν   δείγμα   εγκατάλειψης.  Ψηλά   πεύκα   και   φουντωμένες   πικροδάφνες,   βιμπούρνα   και   ό,τι   άλλο  ήταν   εκεί   που   δεν   το   ήξερα   με   όνομα   αλλά   εκτιμούσα   την   παρουσία  του.  Δεν  γνώριζα  πόσο  όμως.  Αυτό  το  μέχρι  να  το  χάσεις  δεν  το  εκτιμάς  και   τα   γνωστά.   Όταν   με   πήρανε   τηλέφωνο   για   να   μου   πουν   για   την  πυρκαγιά   που   καρβούνιαζε   τα   πάντα,   πάγωσα.   Στο   μυαλό,   σαν  αποχαιρετισμός,   πέρασαν   οι   αναμνήσεις   από   μικρό   παιδί   ως   τις   πιο  πρόσφατες.   Μετά   φαντάστηκα   πόσο   θα   είχε   αλλάξει.   Έκανα   χρόνια  μέχρι  να  το  δω  με  τα  μάτια  μου.  

 

 48  εδώ    

Κική  Παπαδοπούλου  

Όποιου   του  μέλλει   να   πνιγεί,   ποτέ   του  δεν  πεθαίνει  Αποφασίσαμε  με   τον  Πέτρο   να   κάνουμε  μια  ωραία  μεγάλη  βόλτα  στο  κέντρο  της  Θεσσαλονίκης.  Ο  Πέτρος  είχε  έρθει    το  προηγούμενο  βράδυ  από  την  Αθήνα  όπου  σπούδαζε,  και  θα  έφευγε  για  το  χωριό  του    αργά  το   απόγευμα   της   σημερινής   μέρας   ώστε   να   περάσει   τις   ημέρες   του  Πάσχα  με  την  οικογένειά  του.    Άνοιξη   και     η   μέρα   είχε   την   γλύκα   μωβ   πασχαλιάς   και   την   ευωδιά    φρεσκοψημένου  τσουρεκιού.  Κατεβήκαμε   με   το   αστικό   λεωφορείο   από   την   Χαριλάου   μέχρι   την  Εγνατία   οδό   και   αρχίσαμε   τα   πέρα   δώθε   στο   κέντρο   με   απώτερο  προορισμό  μια  βόλτα  στην  παραλία  στην  λεωφόρο  Νίκης.  Στην   γωνία   Αγ.   Σοφίας   και   Τσιμισκή   στο   πεζοδρόμιο   ήταν   πέντε   έξι  άνθρωποι    κοκαλωμένοι,  είχαν  σηκωμένο  το  κεφάλι  τους  όλοι  προς  την  ίδια   κατεύθυνση   και   δεν   αργήσαμε   κι   εμείς   να   ακολουθήσουμε   το  βλέμμα  τους.  (Γίνεται  αυτόματα  αυτό,  θα  το  έχετε  προσέξει.  Το  κάναμε  παλιά   και   σε   μια   καθηγήτρια   φιλόλογο   στο   σχολείο.   Ένας   έδινε   το  σύνθημα,  κοιτούσαμε  όλοι  σε  κάποια  γωνία  στην  τάξη  και  αυτόματα  κι  εκείνη   γυρνούσε   να   δει   τι   είναι   αυτό   που   τράβηξε   την   προσοχή   όλων  μας).  Μα   εκείνο   το   πρωινό   του   Σαββάτου   δεν   ήταν   κάποια   φάρσα   που  έστησαν  μια  παρέα  συμμαθητών,  αλλά  τον  κόσμο  τον  κράτησε  εκεί    μια  λεπτή   κυρία   με   ένα   φανελένιο   νυχτικό   και   καφέ   παντόφλες.   Στον   5ο  όροφο   μιας   πολυκατοικίας   στην   οδό   Τσιμισκή,   στην   πιο   κεντρική   οδό  της  μοναδικής  συμπρωτεύουσας  στον  κόσμο  (αυτά  είναι  συμπλέγματα  αξεπέραστα)  η  λεπτή  κυρία  ήταν  έξω  από  τα  κάγκελα  του  μπαλκονιού  και  ίσα  που  πατούσε  στο  περβάζι!  Μείναμε  κι  εμείς  εκεί  αποσβολωμένοι    και  όλα  έδειχναν  πως  η  όμορφη  και  ξέγνοιαστη  βόλτα  που  είχαμε  στο  μυαλό  μας    θα  έκανε  βουτιά  στο  κενό  με  φανελένιο  νυχτικό  και  καφέ  παντόφλες.  Ευτυχώς  κάποιοι  άνθρωποι  ανάμεσα  στο  πλήθος,  είχαν  την  ευστροφία  και  την  ευαισθησία  να  μπουν  μπροστά  σε  περαστικούς  και  αυτοκίνητα,  να   ακινητοποιήσουν     την   κίνηση,   τέτοια   μέρα   και   τέτοια   ώρα   πράμα  δύσκολο,  αν  όχι  ακατόρθωτο,  ώστε  να  προστατέψουν  τους  κάτω  από  το  να  τους  έρθει  στο  κεφάλι  η  κυρία  από  πάνω!  

εδώ  49    

Να  είσαι,  βρε  παιδάκι  μου,  με  λαμπάδα  για  το  βαφτιστήρι,  λαγουδάκια,  κοτούλες  και  πάπιες  πορσελάνινες  στα  χέρια,  να  έχεις  αγοράσει  και  το  σούπερ  φόρεμα  για  το  γλέντι  μετά  την  «ανάσταση  κυρίου»,  κι  εκεί  που  σκέφτεσαι   να   «χτυπήσεις»   και   ένα   γεμιστό   τσουρέκι   με   κάστανο   και  σοκολάτα,  να  σε  χτυπήσει  κατακέφαλα  η  μοίρα…  Στο  μεταξύ  η  λεπτή  κυρία  με  το  φανελένιο  νυχτικό,  είχε  κρεμαστεί  στον  αέρα  πια,  μόνο   τα   χέρια   της  ακόμα  δεν  πήραν  εντολή  να  αφήσουν   τα  κάγκελα   και   μία   από   τις   καφέ   παντόφλες   έκανε   το   δοκιμαστικό  «πέταγμα».  Κάποιοι   κάλεσαν   αστυνομία,   πυροσβεστική,   ασθενοφόρο   και   κάποιος  έψαχνε  το  τηλέφωνο  του  σούπερ  μαν  γιατί  η  κατάσταση  ζητούσε  έναν  υπερήρωα!  Ο  υπερήρωας,  τελικά  ήταν  ένας  κύριος  χωρίς  στολή    γυαλιστερή  με  το  βρακί  πάνω  από  το  παντελόνι.  Μόλις  είδε  τι  συμβαίνει  ανέβηκε  αμέσως  στον  5ο  όροφο,  πέρασε  από  το  μπαλκόνι   του  διπλανού  διαμερίσματος  στο   μπαλκόνι   που   ήταν   η   καλή   μας   κυρία,   κοψοχολιάσαμε   και   με  εκείνον   μην   πέσει,   και   προσπάθησε   να   την   πιάσει   δυνατά   και   να   την  σηκώσει    με  ασφάλεια.  Εκείνη  άφησε  το  ένα  χέρι,  άφησε  και  το  άλλο  κι  όσο  κι  αν  προσπάθησε  ο  άνθρωπος  να  την  πιάσει  εκείνη  έκανε  βουτιά  στον   αέρα…   η   δεύτερη   παντόφλα   πήγε   να   βρει   το   ταίρι   της   και   οι  ανάσες  μας  έκανα  στάση  εργασίας!  Άμα  σε  θέλει  όμως,  ε;  Η    τέντα  στο  μπαλκόνι   του   4ου   ορόφου     κόβει   την   θεαματική   βουτιά     της   λεπτής  κυρίας,   εκείνη  πέφτει     με   τα  πόδια  μέσα  στο  μπαλκόνι,  από   την  μέση  και  πάνω  παλαντζάρει  για  λίγο  έξω  στο  κενό  και  τελικά  πέφτει  μέσα  στο  μπαλκόνι  του  4ου  ορόφου!  Ο  υπερήρωας     (βάλθηκε  κι  αυτός  να  μας  παγώσει  το  αίμα)  κατεβαίνει  από  μπαλκόνι  σε  μπαλκόνι  και    θεματικά  γρήγορα  φτάνει  δίπλα  της  και  την  κρατά  αυτή  την  φορά  με  σιγουριά!  Ανάσα  βαθειά,  κι  ακόμα  μια…  Φουουουου………  Η  ψυχή  μας  είχε  ξαναβρεί  τον  δρόμο  της,  επέστρεψε  από  την  Κούλουρη  (κατά  που  πέφτει  η  Κούλουρη  βρε  κόσμε;)  και  προσπαθούσε  να  τινάξει  από  πάνω  της  την  σκόνη  της  τρομάρας  και    τον  καπνό  της  σαστιμάρας.  Εγώ  και  ο    Πέτρος  περπατήσαμε  όλη  την  παραλία  σχεδόν  αμίλητοι…      

 50  εδώ    

Αφροδίτη  Σταμπουλοπούλου  

Στα  μέτρα  σας  Αποσπάσματα  από  το  εγχείρημα  ολοκλήρωσης  νουβέλας  του  τρίτου  κύκλου  Ελευθερία  Ξύπνησε   χωρίς   σεντόνι.   Κι   όμως   εκείνη   ένιωθε   να   έχει   τυλιχτεί   γύρω  της,  να  της  σφίγγει  το  λαιμό.  Είχε  αρχίσει  να  χαράζει.  Άνοιξε  το  φως  του  κομοδίνου   και   κοίταξε   την   ώρα   στο   κινητό   της.   Σε   λίγα   λεπτά   θα  χτύπαγε  η  αφύπνιση.  Έκλεισε  το  φως  και  κοίταξε  έξω  από  τις  γρίλιες.    Πάλι  πονούσε  το  στομάχι  της.  Βάλθηκε  να  το  χαϊδεύει  ρυθμικά  μήπως  ηρεμήσει.   Μα   ο   πόνος   δεν   υποχωρούσε.   Ο   ήχος   της   αφύπνισης  ακούστηκε  υπόκωφα,  όπως  το  σβήσιμο  των  τραγουδιών  στο  τέλος.  Το  πάτησε   να   σταματήσει   πριν   ξυπνήσουν   όλοι.   Δεν   έλεγε   όμως   να  σηκωθεί.  Γύρισε  πλευρό  και  κουκουλώθηκε  αλλά  δεν  μπορούσε  ούτε  να  κοιμηθεί.    Τελικά   σηκώθηκε   αργά,   αγνόησε   τη   ζαλάδα   και   άνοιξε   τη  μπαλκονόπορτα.  Βγήκε  έξω,  πήρε  λίγες  μικρές  κοφτές  ανάσες,  όπως  της  είχε   συστήσει   ο   γιατρός   και   ξαναμπήκε.   Ντύθηκε   σπασμωδικά   με   τα  χθεσινά   ρούχα   και   βγήκε   από   το   δωμάτιο.   Έφθασε   ψηλαφιστά   στο  μπάνιο,   άνοιξε   το   φως   κι   έκλεισε   την   πόρτα   πίσω   της.   Έπλυνε   το  πρόσωπό   της   βιαστικά,   βούρτσισε   τα   δόντια   της   χωρίς   οδοντόκρεμα,  συνειδητοποιώντας  ότι  είχε  τελειώσει  και  μπουκώθηκε  το  διάλυμα.  Της  ήρθε  αναγούλα,  το  στομάχι  της  διπλώθηκε  από  τον  πόνο.  Σα  για  να  το  τιμωρήσει,  έδωσε  μια  και  το  κατάπιε.    ………..  Έδεσε  το  ασορτί  φουλάρι  στο  λαιμό  της.  Κοσμήματα  δε  φορούσε  πλέον.  Όλα  την  ενοχλούσαν.  Τα  δαχτυλίδια  την  έσφιγγαν,  τα  κολιέ  την  έπνιγαν,  τα   βραχιόλια   πιάνονταν   στα   ρούχα   της.   Μόνο   τα   μπριγιαντάκια   της  είχαν  ξεχαστεί  στα  αυτιά  της,  δεν  τα  έβγαζε  ούτε  στον  ύπνο,  ούτε  στο  μπάνιο.  Τα  έβγαλε  μόνο  μια  φορά  και  ένιωσε  τις  τρύπες  των  αυτιών  της  να   μεγαλώνουν,   να   βαθαίνουν,   να   χάσκουν,   να   γίνονται   πληγές   που  αιμορραγούν.   Δεν   τα   ξανάβγαλε.   Δώρο   κι   αυτά.   Του   πατέρα   της,   στο  γάμο.    Φόρεσε   το   σακάκι,   έριξε   το   κινητό   στην   τσάντα,   την   έβαλε   στον  ώμο,  προχώρησε  προς  το  διάδρομο  και  άνοιξε  προσεκτικά  τη  διπλανή  πόρτα  της   κρεβατοκάμαράς   της.   Το   σκοτάδι   ήταν   πηχτό,   δεν   είχε   ανοιχτές  γρίλιες  εκεί.  Συνέχισε  αθόρυβα.  Για  λίγες  στιγμές  δεν  ακουγόταν  τίποτα,  

εδώ  51    

μετά  βγήκε  σχεδόν  τρέχοντας  από  το  δωμάτιο,  έκλεισε  την  πόρτα  πίσω  της  και  πήγε  στην  κουζίνα.  Ήπιε  νερό  με  μικρές  αργές  γουλιές  και  μαζί  κατάπιε   κι   ένα   μικρό   χάπι   που   την   περίμενε   πάνω   στην   καφετιέρα.  Άφησε   το   ποτήρι,     μάλλον   κατά   λάθος,   έξω   από   το   νεροχύτη   κι   αυτό  έπεσε   στα   πλακάκια   κι   έσπασε.   Σα   να   μην   το   είχε   ακούσει,  απομακρύνθηκε,   άνοιξε   την   εξώπορτα,   κλείδωσε   και   μπήκε   στο  ασανσέρ.  Ήταν  εκεί.  Περίεργο,  δεν  έμενε  κανείς  άλλος  στον  όροφό  της.  Πίσω  της,  τα  κλειδιά  κρέμονταν  στην  κλειδαριά.  Τα  είχε  ξεχάσει.  Πάλι.    

Στέργιος  Κοντεύει  δώδεκα.  Σε  μία  ώρα  πρέπει  να  βρίσκεται  στο  μαγαζί.  Ο  έξτρα  ύπνος   όχι   μόνο   δεν   τον   ξεκούρασε,   τον   έκανε   να   σέρνεται.   Ξυρίζεται  προσεκτικά  –κάποιες  συνήθειες  δεν   κόβονται,  όπως  λέει   κι  ο  πατέρας  του  όταν  γυαλίζει  κάθε  βράδυ  τα  παπούτσια  του  με  το  κάμελ-­‐,  και  κάνει  ένα  σχολαστικό  μπάνιο.  Θα  αργήσει  αλλά  είναι  προτιμότερο  από  το  να  εμφανιστεί   ατημέλητος.   Ντύνεται   εξίσου   επιμελώς,   τσεκάρει   ότι   έχει  μαζί  του  κλειδιά,  πορτοφόλι,  κινητό  και  φεύγει.  Χωρίς  καφέ.    Με   γρήγορο   βάδισμα   σε   ένα   τέταρτο   θα   είναι   εκεί.   Σοφή   επιλογή  αποδεικνύεται   το   Κουκάκι,   η   γειτονιά   που   επέλεξαν   οι   δικοί   του   να  αγοράσουν   το   σπίτι   τους   μετά   από   ατελείωτα   χρόνια   στο   νοίκι.   «Έχει  φθηνή  αγορά»,  έλεγε  η  μάνα,  «σε  λίγη  ώρα  πας  παντού,  στο  μαγαζί,  στο  κέντρο,   στη   θάλασσα   το   καλοκαίρι,   άσε   που   τώρα   έχει   και   σταθμό  μετρό»,   έλεγε   ο   πατέρας.   Άλλο   που   ο   ίδιος   δεν   μπορεί   να   το  χρησιμοποιήσει.   Δεν   αντέχει   το   συνωστισμό.   Ξέμαθε.   Πιο   καλά   με   τα  πόδια.  Χίλιες  φορές.    Στην  Πλάκα   ερημιά.  Πρέπει   να  ψιχάλιζε  πρωτύτερα.  Μυρίζει   το   χώμα,  μυρίζουν   κι   οι   υπόνομοι.   Φθάνοντας   στη   Νίκης,   η   κίνηση  αποκαθίσταται.  Ίσα  που  χωράς  να  περάσεις  στο  πεζοδρόμιο.  Κόβει  από  Μητροπόλεως,   να   γλυτώσει   το   χαμό   της   Ερμού,   φοβάται   και   τους  κυβόλιθους.  Την  άλλη  φορά  γλίστρησαν  τα  παπούτσια  του  και  παραλίγο  να  πέσει.    Σε   δυο   λεπτά   θα   έχει   φθάσει.   Κοντοστέκεται.   Παίρνει   ανάσα.   Τι   να  κάνει;  Να  πάρει  καφέ  από  τον  Παύλο  ή  να  πιει  από  τον  γαλλικό  που  θα  έχουν   φτιάξει   οι   γονείς   του   για   τους   ίδιους   και   τους   καλούς   τους  πελάτες;  Αποφασίζει  να  παρασυρθεί  από  το  άρωμα  του  εσπρέσσο  που  του   σπάει   τη   μύτη.   Κάνει   νόημα   στον   άντρα   πίσω   από   το   μπαρ   κι  εκείνος  καθυστερεί  τους  άλλους  καφέδες,  του  ετοιμάζει  το  δικό  του  και  

 52  εδώ    

τον   αφήνει   διακριτικά   δίπλα   στο   ταμείο.   Γνωρίζονται   από   παιδιά.  Έπεται  το  άλλο  γνωστό  νόημα,  παίρνει  τον  καφέ  και  διασχίζει  τη  μικρή  απόσταση   έως   το   μαγαζί.   Κοιτάζει   πριν   μπει.   Δεν   υπάρχει   πελάτισσα,  μόνο   ο   πατέρας   του   κάθεται   στο   ταμείο.   Ανοίγει   την   πόρτα   και   τον  χαιρετά:  «Καλημέρα  πατέρα».  

 

 

 

Μαρία  Μεσσάρη  

Η  ευγνωμοσύνη  Ο  Μηνάς  ανεβαίνει  γρήγορα  τα  σκαλιά  του  παλιού  διώροφου.  Κρατάει  μία   μεγάλη   σακούλα   φουσκωμένη.   Φτάνει   μπρος   στην   εξώπορτα   του  διαμερίσματος  ασθμαίνοντας.  Χτυπάει   το   κουδούνι.   Μία   φορά,   δύο   φορές.   Ανοίγει   η   πόρτα,  εμφανίζεται  ένας  άντρας  γύρω  στα  εβδομήντα  λίγο  σκυφτός  με  χοντρά  γυαλιά   και   λίγες   άσπρες   τρίχες   γύρω   στους   κροτάφους.   Το   υπόλοιπο  κρανίο   σαν   λαμπόγυαλο.     «Α   εσύ   είσαι   Μηνά.   Τι   τρέχει   πρωί   πρωί    μωρέ.  Αφού  θα  τα  λέγαμε  στο  καφενείο.»      «Δεν  κρατήθηκα  ρε  Σάββα  και  είπα  νάρθω  νωρίτερα  να  σ΄ανταμώσω».  Λέει   ο   Μηνάς   ακόμα   λαχανιασμένος   από   την   ανηφόρα.   Σηκώνει   την  σακούλα  την  αποθέτει  στο  τραπέζι  την  ανοίγει  και  αρχίσει  ν’  αραδιάζει  το   περιεχόμενο   της.   Πρώτα   βγάζει   ένα   σακάκι   καρό   καφέ   με   γκρίζες  ρίγες   μαζί   με   το   ανάλογο   πανταλόνι.   Ακολουθεί   άλλο   σακάκι   πράσινο  καρό   σκωτσέζικο,   τρίτο   σακάκι   καφέ.   Με   μεγάλη   ταχύτητα   βγάζει  κάλτσες  μάλλινες  σκωτσέζικες  ασορτί  με  τα  σακάκια.  Ξανά  το  χέρι  μέσα  βγάζει  δύο  ρόμπ  ντε  σαρμπρ,  καμηλό.  Η  μία  κοντή  η  άλλη    μακριά.  Το  χέρι  χώνεται  όλο  και  πιο  βαθιά,  βγάζει  τρία  πακέτα  αντρικά  εσώρουχα,  λευκά,   στην   συσκευασία   τους.   Τελευταίο,   βγάζει   ένα   σακάκι   λαδί    μοχέρ,  σικάτο,  διπλό  σκίσιμο  πίσω,  της  δεκαετίας  του  70.  «Τι  ν΄αυτά  ρε  Μηνά;»  Λέει  ο  Σάββας  με  ανοιχτό  το  στόμα.  Ο   Μηνάς   με   τρελή   χαρά.   «Σούφερα   ρούχα   να   ντυθείς   μεγάλε   όλα  καινούργια,   απ’   το   Λονδίνο.   Τάχε   πάρει   ο   συγχωρεμένος   θείος   του  γαμπρού   μου,   όταν   είχε   πάει   για   θεραπεία.   Ατσάκια,   καμηλό,   απ΄τα    καλύτερα   μαγαζιά   του   σίτυ.   Χάροτς   ρε   σύ.   Θα   τα   φοράς   και   θα   σε  ζηλεύουν  όλοι».  

εδώ  53    

«Τι  λες  ρε  σύ,  σώπαα…»    έκανε  χασκογελώντας  ο  Σάββας.  Και  άρχισε  να  προβάρει,  τα  σακάκια.        Μετά   από   την   διαδικασία   του   προβαρίσματος.   Ο   Μηνάς   κρατάει   το  καφέ   σακάκι   και   χώνει   τα   υπόλοιπα   ρούχα   στη   πλαστική   σακούλα.      «Σ΄ευχαριστώ    ρε  φιλάρα  πάντα  με  σκεφτόσουν».  «Αστειεύεσαι,   εσένα   δεν   θα   βόλευα.   Τόσα   και   τόσα   σου   οφείλω.»    Παίρνει  τη  σακούλα  και  φεύγει.  «Τα  λέμε  στο  καφενείο,  ρε.»,    «Ναι  ρε  μεγάλε,   κερνάω   εγώ   σήμερα».   Τον   κοιτάζει   επίμονα   ο   Σάββας   και    κλείνει  την  πόρτα  πίσω  του.  Παίρνει   το   καφέ   σακάκι   το   κρεμάει   σε   μια   κρεμάστρα.   Το   βάζει  προσεκτικά  σε  μία  πλαστική  τσάντα.  Φοράει  το  δικό  του  παλιό  σακάκι.    Κατεβαίνει  στο  δρόμο,  τον  διασχίζει.  Απέναντι  στην  εσοχή    του  είναι  μία  σκουπιδιάρα  καφέ  και  μία  μπλε.  Ένα  μεγάλο  δένδρο  με  χαμηλά  κλαδιά  σκιάζει  τους    μεγάλους  κάδους.  Τα  αυτοκίνητα  περνάνε  γκαζωμένα.  Οι  περαστικοί  περιμένουν  να  κόψει  το  ρεύμα  για  να  περάσουν  απέναντι.    Ο  Σάββας  βγάζει  το  σακάκι  απ΄τη  σακούλα  και  το  κρεμάει  στο  κλαδί  του  δένδρου.  Απομακρύνεται  και  στέκεται  στην  άλλη  γωνία  παρατηρώντας  το  σακάκι  να  κουνιέται  πέρα  δώθε  απ΄  τον  αέρα.  Δίπλα  στο  μπλε  κάδο.      Ο  κόσμος  περνάει  απέναντι.  Δύο  γεροντάκια  με  μπαστούνια  πασχίζουν  να   περάσουν.   Τα   καταφέρνουν.   Στέκουν   να   ξεκουραστούν   ακριβώς  μπροστά   στις   σκουπιδιάρες.   Ο   πιο   σβέλτος,   ορμάει   στο   κρεμασμένο  σακάκι,  το  αρπάζει  το  εξετάζει    προσεκτικά.    «Μανώλη  κοίτα  τι  βρήκα,  ένα  σακάκι    ό,τι  πρέπει  είναι  για  το  γάμο  της  Μαρίτσας.  Ο  θεός  μου  τόστειλε.!!»  Ο   Σάββας   γυρίζει   την   πλάτη   του   και   κατευθύνεται   προς   το   καφενείο  γελώντας.  

 

 

 

     

 

 

 54  εδώ    

Φρατζέσκα  Κωνσταντίνου  

Στο  νοσοκομείο  «Να  πάρουμε  τον  απινιδωτή»  είπε  η  νεαρή  γιατρός  στο  συνάδελφό  της.  «Για   να   δούμε   είναι   αυτός   που   λειτουργεί   ή   είναι   ο   χαλασμένος...»  Χλώμιασα   ακούγοντας   τον   διάλογο.   Τον   είχαν   αφήσει   στο   διάδρομο,  από  την  προηγούμενη  νύχτα.  «Δύσκολο  βράδυ,  το  χθεσινό»,  μου  είπε  ο  γιατρός  της  εφημερίας  κτυπώντας  με  ελαφρά  στην  πλάτη,  την  ώρα  που  έφευγε.  «Εεε!!!   Μην   σπρώχνετε   το   κρεβάτι   μου!   Στο   διάολο,   νυχτιάτικα!   Θα  δείτε   τι   θα   σας   κάνω   το   πρωί!».   «Παλιόγερε»,   σκέφτομαι   σχεδόν  φωναχτά.      «Πώς  είναι;  Θα  το  ξεπεράσει;»  ρωτάω  την  νοσηλεύτρια  που  βγαίνει  από  το   θάλαμο.   «Όχι»,   μου   απαντάει   ψύχραιμη.   Όταν   βρίσκομαι   σε  νοσοκομείο,  είμαι  έτοιμος  να  λιποθυμήσω  ανά  πάσα  στιγμή.  Φοβάμαι.  Δεν  μου   ταιριάζει   ο   ρόλος   του  ασθενούς  αλλά  ούτε   και   του  συνοδού.  Πιστεύω  ότι  μια  λάθος  κίνηση  μπορεί  να  με  εκθέσει  σε  κάποιο  μικρόβιο  με   βαριές   συνέπειες   για   τον   οργανισμό   μου.   Δεν   κάθομαι   ποτέ   σε  καρέκλα   νοσοκομείου,   ακόμα   και   αν   χρειαστεί   να   περιμένω   ώρες.  Εννοείτε   ότι   δεν   ακουμπάω   τίποτα!   Τρέμω   στη   σκέψη   ότι   θα   βρεθώ  ξαπλωμένος   σε   ένα   από   αυτά   τα   σιδερένια   κρεβάτια.   Πάντα   ένοιωθα  αυτό   το  φόβο,  από  παιδί.   Τώρα  που  η  ηλικία  μου   έχει   αρχίσει   να   τον  δικαιολογεί,  τα  πράγματα  είναι  πολύ  χειρότερα  για  μένα.    «Τι   εννοείτε»,   ξαναρωτάω   τη   νοσηλεύτρια.   «Τον   χάσαμε»,   μου  απαντάει.   Τι   είναι   ο   άνθρωπος   και   τον   χάσατε;   Πώς   τον   χάσατε;   Τον  βλέπω,  απέναντι  μου!  Έκτος  όροφος,  θάλαμος  9,  κρεβάτι  4,  δίπλα  στο  παράθυρο.   Πώς   χάθηκε;   Χάνεται   κανείς   μια   τόσο   όμορφη   νύχτα,   σαν  την  αποψινή!  «Είναι  πολλή  ώρα  έτσι;»  ρώτησε  ο  γιατρός  το  γιο  του  καθώς  του  έπιανε  τον   καρπό   για   να   μετρήσει   τους   σφυγμούς   του.   «Δεν   ξέρω,   δεν  κατάλαβα»,   απάντησε   με   τρεμάμενη   φωνή   το   παλικαράκι   μέσα   στο  σκοτάδι.   Ο   γιατρός   κτύπησε   το   κόκκινο   κουδούνι.   Εμφανίστηκε   μια  νοσηλεύτρια,   γύρω   στα   τριάντα.   Και   μετά   μια   άλλη   τρέχοντας   σχεδόν  και  σπρώχνοντας  ένα  μηχάνημα.  Πάνω   στο   φορείο   υπήρχε   ένα   τεράστιο   ταψί.   Και   μέσα   σε   αυτό   ο  άνθρωπος   που   πριν   λίγα   λεπτά   ανάσαινε   στο   διπλανό   κρεβάτι,   από  εκείνο  που   νοσηλεύεται   ο  πατέρας  μου.   Το  σώμα   του  ήταν   τυλιγμένο  

εδώ  55    

με   ένα   λευκό   σεντόνι.   Ο   κύριος   Θανάσης   χάνονταν   μέσα   στο   λευκό  ύφασμα   ενώ   την   ίδια   στιγμή   το   σώμα   του   έμοιαζε   τεράστιο.   Όταν  γεννιόμαστε  μας  τοποθετούν  σε  πυρεξάκι  και  όταν  πεθαίνουμε  σε  ταψί!  Νοιώθω  σαν  να  παθαίνω  έμφραγμα,  έξω  από  τον  θάλαμο  9,    βλέποντας  το   φορείο   να   περνάει   από   μπροστά   μου.   Δεν   θέλω   να   πεθάνω.  Μπαμπά!  Το  νεαρό  αγόρι  ακουμπάει  την  πλάτη  του  στον  τοίχο  του  διαδρόμου  και  αρχίζει   να   κλαίει.   Σιγά   σιγά   διπλώνει   το   σώμα   του   μέχρι   που   σχεδόν  ακουμπάει   στο   πάτωμα.   «Κουράγιο.   Θέλεις   κάποια   βοήθεια;   Να  τηλεφωνήσουμε   κάπου;»   του   είπα   και   εγώ   και   ο   κύριος   Γιώργος,   ο  ασθενής  από   το  δεύτερο  κρεβάτι   του  9ου  θαλάμου.   Σε   λίγο  έφτασε  η  μητέρα  του.  «Πώς  το  άφησε  και  αυτή  η  χριστιανή  μόνο  του  το  παιδί  με  τον  ετοιμοθάνατο;»  είπε  ο  κύριος  Γιώργος  κουνώντας  το  κεφάλι  του.  Μόνο   όταν   μπήκε   η   δεύτερη   νοσηλεύτρια   στο   θάλαμο   και   άναψε   τα  φώτα  τότε  μόνο  κατάλαβα  ότι  τα  πράγματα  ήταν  σοβαρά.  Κουβαλούσε  μαζί  της  ένα  μηχάνημα.  Καθώς  το  έσπρωχνε  με  δύναμη  χτύπησε  πάνω  στο   πρώτο   κρεβάτι   του   θαλάμου.   Άφησα   το   χέρι   του   πατέρα   μου   και  βγήκα  έξω  από  το  δωμάτιο,  όπως  είπε  ο  γιατρός.  Ο   απινιδωτής   δεν   κατάφερε   να   επαναφέρει   τον   κύριο   Θανάση.   Η  ανάνηψη   απέτυχε.   Σίγουρα   δεν   είναι   ούτε   η   πρώτη   ούτε   η   τελευταία  φορά.   Κοιτάζω   με   απορία   τον   κύριο   Γιώργο   καθώς   πιάνει   ένα  τσαλακωμένο   χαρτί   που   ήταν   πεταμένο   πάνω   στο   μηχάνημα.   «Τι   το  πιάνει   το  βρωμόχαρτο»,  σκέφτομαι.   Το   ξεδιπλώνει   και  μου   το  δείχνει.  «Αυτό   είναι   όλο»,   μου   λέει.   «Μια   χοντρή,   μαύρη,   ευθεία   γραμμή».  Πετάει   το   καρδιογράφημα  στον   κάδο   των  σκουπιδιών   και   μπαίνει   στο  θάλαμο.   Από   τα   μεγάλα   παράθυρα   του   νοσοκομείου   κοιτάζω   τα  απέναντι  κτίρια.  Είναι  αργά  και  όλα  δείχνουν  τόσο    ήσυχα  έξω.  «Εντάξει,   αυτός   είναι   που   λειτουργεί»   είπε   ο   γιατρός   και   άρχισε   να  σέρνει   το   μηχάνημα   προς   την   άλλη   πλευρά   του   διαδρόμου.   «Στο  θάλαμο  δύο,  γρήγορα!»  φώναξε  κάποιος.  

 

 

 

 

 

 

 56  εδώ    

Ταϋγέτη  Ν.  Κάππα  

Απληστία  ή  απλυσιά;  «Πνίγομαι»,  σκέφτηκε  κι  εκεί  που  ετοιμαζόταν  να  το  φωνάξει  έριξε  μια  ματιά   στους   γύρω…   Πρόσωπα   πνιγμένα   σε   κάθε   λογής   πρόβλημα,   σε  προσδοκίες  γεννημένες  νεκρές.  

Κράτησε  τη  σκέψη  για  τον  εαυτό  της.  Άρπαξε  το  χερούλι  και  γύρισε  το  πρόσωπο  από   την   άλλη.  Μια   κυρία,   κάπως   μεγάλη,   έσυρε   νευρικά   το  παράθυρο   ανοίγοντάς   το   τέρμα.   Το   καυσαέριο   από   τις   εξατμίσεις  άρχισε  να  μπερδεύεται  με  τις  μυρωδιές  του  τρόλλεϋ.  

«Τι   είναι   χειρότερο;   Η   απληστία   ή   η   απλυσιά;»   σκέφτηκε   πάλι,   αλλά  γρήγορα   κι   αυτή   η   σκέψη   ξεθώριασε.   Ένα   κοντάρι   από   αυτό   που  καθαρίζουν   τα   τζάμια  μπλέχτηκε  ανάμεσα  στα  πόδια   της.  Η  ματιά   της  ακολούθησε   ασυναίσθητα   τη   γραμμή   του   κονταριού   προς   αναζήτηση  του   ιδιοκτήτη.   Το   κοντάρι   χανόταν   ενδιάμεσα   από   σώματα   γέρικα,  νεανικά,  παχουλά  ή  κανονικά  –ανάμεσα  σε  παπούτσια  τα  περισσότερα  αφρόντιστα,  φτηνιάρικα  και  ρημαγμένα.  

Η  ματιά  της  δεν  έφθασε  ποτέ  στον  ιδιοκτήτη.  

Το   κοντάρι   αποσύρθηκε   το   ίδιο   άξαφνα   όπως   φυλακίστηκε   ανάμεσα  στα  πόδια   της.  Οι  πόρτες  άνοιξαν  και   το  πλήθος   ξεχύθηκε   χωρίς   ίχνος  συναίσθησης   του   χώρου,   της   υπόστασης,   χωρίς   καμία   διάθεση   να  ομορφύνει  αυτή  η  πρόσκαιρη  συνύπαρξη.  

Ο  Πακιστανός  ιδιοκτήτης  του  κονταριού,  μικρόσωμος  και  κουρασμένος  παρασύρθηκε   προς   την   έξοδο   υπό   τις   απότομες   προσταγές   γυναικών  και  ανδρών  σε  άπταιστα  ή  σπασμένα  ελληνικά.  

Κάτι   φοιτητές   μόνο   παρέμειναν   ανέγγιχτοι   στο   αποστειρωμένο  κουκούλι  των  ακουστικών  και  της  μουσικής  τους.  

Η  απλυσιά  άδειασε   το   τρόλλεϋ  μαζί   με   την   κατά   τόπους  μυρωδιά   της  ναφθαλίνης   για   να   αντικατασταθεί,   σχεδόν   αμέσως,   από   ένα   δεύτερο  κύμα  απλυσιάς,  πασπαλισμένο  με  την  πνιχτή  μυρωδιά  που  αφήνει  στα  ρούχα  το  καπνισμένο  λαθραίο  τσιγάρο.  Και  μ’ένα  πέπλο  από  φτηνιάρικο  άρωμα.  

Η  απλυσιά  επιβλήθηκε  και  πάλι  στο  χώρο.   Ίσα  που  πρόλαβε  να  πιάσει  μια   γωνιά.   Άνοιξε   λίγο   παραπάνω   το   παράθυρο   και   προέταξε   το  πηγούνι  προς  τα  πάνω  και  τα  ρουθούνια  με  κατεύθυνση  στη  σχισμή  του  αέρα.  

εδώ  57    

Μια   γεροντική   φωνή   –που   αδύνατο   να   ξεχωρίσεις   αν   ήταν   άντρα   ή  γυναίκας-­‐   τσίριξε:   «Κλείστε   το-­‐   θα   πουντιάσουμε!».   Όμως   συνέχισε  ατάραχη  προσποιούμενη  την  αδιάφορη.  

Είχε   την  πλάτη   γυρισμένη  σε  όλο   το   τρόλλεϋ   και   ο   ζωτικός   της   χώρος  ήταν   αυτά   τα   δέκα   εκατοστά   γύρω   από   την   γωνία   που   σχημάτιζε   το  σώμα  της  με  το  γάμμα  της  χειρολαβής.  

Κάποιος  την  έσπρωξε.  Αφέθηκε  να  χαζεύει  έξω  από  το  παράθυρο.  

Το   τρόλλεϋ   σταμάτησε   απότομα   στο   φανάρι.   «Ρε   τον   βλάκα!  Ανθρώπους  ρε  κουβαλάς,  όχι  ζώα».  

Το   βλέμμα   της   έπεσε   πάνω   στον   οδηγό.   Σε   ένα   μπλε   volkswagen.  Παλιομοδίτικο.   Όχι   τίποτα   σπουδαίο.   Ένα   μοντέλο   της   σειράς   από  εκείνα   που   η   ταπετσαρία   τους   αποτυπώνει   την   ανατολικογερμανική  λιτότητα.  

Σε  κάθε  φρενάρισμα  τα   χέρια   του  άφηναν   το   τιμόνι   και   έπαιζαν  με   τα  μανικετόκουμπα.  Όχι  νευρικά,  όχι.  Με  θαυμασμό,  με  αυτοεκτίμηση,  με  περηφάνια.   Έτσι   όπως   αγγίζουν   το   μετάξι,   χέρια   που   πέρασαν   τη   ζωή  τους  συνηθισμένα  στο  συνθετικό.  

Στο   επόμενο   φανάρι.   Πάλι   το   ίδιο.   Το   πουκάμισό   του   κάτασπρο.   Τα  μανικετόκουμπα   χρυσά.   Το   κουστούμι   trois   pièces   με   μία   μικρή  ανεπαίσθητη  λευκή  ρίγα.  

Γιλέκο,   γραβάτα   –το   σακάκι   ακουμπισμένο   προσεκτικά   στο   πίσω  κάθισμα  δίπλα  σε  χαρτοφύλακα  για  lap-­‐top.  

Στο  επόμενο  φανάρι  τον  καραδοκούσε:  και  πάλι  έστρωνε  το  πουκάμισο  στα   μανικετόκουμπα   και,   μάλιστα,   έδιωχνε   με   το   χέρι   του   κάποιο  χνούδι.  

Φαινόταν  να  πηγαίνει  σε  κάποια  συνάντηση,  καθοριστική  για  το  μέλλον  του.   «Ίσως   να’ναι   ένα   πολλά   υποσχόμενο   νεαρό   στέλεχος  πολυεθνικής»,  της  πέρασε  απ’το  μυαλό.  

Πάντως,   κάθε  φορά,   έπιανε   τις   χρυσοποίκιλτες   φαρδιές   μανσέτες   του  πουκαμίσου  του  με  την  ανυπομονησία  εκκολαπτόμενου  γιάπη.  

«Να’ναι  τυχοδιώκτης;»,  αναρωτήθηκε  και  η  ανάσα  απ’τα  ρουθούνια  της  θόλωσε  στιγμιαία  το  τζάμι.  

Έχει   «αγοράσει»   το  παραμύθι   της  προσωπικής  ανέλιξης   και   σκέφτεται  ότι   σε   δύο   με   πέντε   χρόνια   θα   πετάξει   από   πάνω   του   αυτό   το  αυτοκίνητο-­‐  στίγμα  της  ταπεινής  καταγωγής  του.  

 58  εδώ    

Αν   συναντιόντουσαν   ξανά   κάποια   χρόνια   μετά,   εκείνη   και   πάλι   στο  τρόλλεϋ,   ένα   τρόλλεϋ   του   μέλλοντος   κι   αυτός   στη   ζωή   του   μέλλοντος  που   με   την   άγνοια   της   απληστίας   του   υποθηκεύει   κανακεύοντας  σήμερα,  στο  φανάρι,  τα  πρώτα  του  faux  μανικετόκουμπα.  

Δεν   θα   του   φτάνει   ένα   αυτοκίνητο-­‐   κι   ας   είναι   μόνος.   Δεν   θα’χει   ένα  μικρό  για  μες  στην  πόλη  κι  ένα  τζιπάτο,  δεύτερο  για  τις  εξορμήσεις  στις  μικροαστικές  συνευρέσεις  στη  φύση;  

Μπορεί   να’ναι   και   τρία   τα   αυτοκίνητα.   Αυτό   που   τώρα   οδηγεί,   στο  επαγγελματικό  του  ξεκίνημα,  θα  μείνει  πίσω  κάποιο  καλοκαίρι  στο  νησί  ή  στο  χωριό  του.  Έτσι,  για  να’χει  κι  εκεί  ένα  μεταφορικό  για  τις  αργίες  και   τα   σαββατοκύριακα   που   δεν   θα’χει   πια   όρεξη   και   κουράγιο   να  πηγαίνει.  Έτερον  εκάτερον.  

Το  τρόλλεϋ  έστριψε  αριστερά.  

Κλειστός  ο  δρόμος  προς  το  κέντρο.  Κάποιοι,  λέει,  έχουν  κάποια  πορεία.  

Κατέβηκε  στην  πρώτη  στάση  ποδοπατούμενη.  

Κάποια   απληστία   την   έχει   κι   εκείνη   καταδικάσει   επ’αόριστον   στο  τρόλλεϋ-­‐   να   μοιράζεται   τα   στενά   περιθώρια   αυτής   της   πρόσκαιρης  συνύπαρξης   με   ένα   τσούρμο   απεριποίητους   και   άξεστους   ανθρώπους  που   μέσα   στην   επιτηδευμένα   καλυμμένη   απλυσιά   τους   σε   κάποιο  σημείο  τους  είναι  κι  αυτοί  άπληστοι.  

 

 

 

Δάφνη  Παπαστυλιανού  

Διαγνώσεις    Μόλις  σηκώθηκε,  άνοιξε   το  παράθυρο  και   κοίταξε  στο  περβάζι  μήπως  είχε  έρθει  κανένα  γράμμα.  Τίποτα.  Μόνο  ένας  φάκελος  της  ΕΥΔΑΠ.  Ήταν  από  αυτές  τις  μέρες  απογοήτευσης  και  ματαίωσης.  Έτσι,  κι  όλη  η  ζωή.  Ενθουσιασμός  φλογερός  και  έρωτας  παράφορος  για  κάθε  τι  νέο  και  μη  πραγματοποιημένο  και  αίσθηση  απόγνωσης,  απελπισίας  και  απόλυτης  απόρριψης  για  κάθε  τι  που  είχε  δημιουργηθεί,  είχε  πραγματωθεί,  είχε  σχεδόν  πια  τελειώσει.  Τα  πρώτα  χρόνια  της  ζωής  δύσκολο  πολύ,  τώρα  πια   περισσότερο   διαχειρίσιμο.   Μανία   και   κατάθλιψη   χωρίς   φάρμακα  και  χωρίς  διαγνώσεις.  

εδώ  59    

Αναστασία  Παππά  

Το  χρονικό  μιας  φιλίας  Βάσω  την  έλεγαν!  Ήταν  η  καλύτερή  μου  φίλη.  Μαζί  μεγαλώσαμε!  Μαζί  και   στο   σχολείο!   Στην   ίδια   γειτονιά!  Με   ένα   τετράγωνο   διαφορά…   το  σπίτι   της  από   το  δικό  μου  20  μέτρα.  Από   την  βεράντα  μου   έβλεπα   το  παράθυρό  της.  Ήξερα  πότε  ήταν  εκεί  και  πότε  έλειπε.  Συναντιόμασταν  καθημερινά!  Πάντα  είχαμε  κάτι  να  πούμε,  κάτι  να  κάνουμε  ή  κάπου  να  πάμε!   Το   καλοκαίρι   κατεβαίναμε   το   μεγάλο   δρόμο  προς   την   θάλασσα  και  συζητούσαμε  για  τα  αγόρια.  Το  φθινόπωρο  διανύαμε  μαζί  το  δρόμο  από  και  προς  το  σχολείο,  τον  χειμώνα  μαζευόμασταν  στο  τζάκι,  ενώ    την  άνοιξη   παίρναμε   τον   δρόμο   προς   τα   χωράφια,   να   μαζέψουμε   τα  χαμομήλια  και  να  βρούμε  τις  ανεμώνες.    

Τα   δύο   κορίτσια   ξαπλώσανε   στο   πράσινο,   αποκαμωμένες   από   τον  ποδαρόδρομο.  

-­‐Μα   το   θυμάμαι   το   χωράφι   καλά!   Αυτό   ήταν   που   έβγαλε   πέρυσι  ανεμώνες.  Είχε  άσπρες  και  κόκκινες.  Να!  Πάνω  εδώ  στον  λοφίσκο.  

-­‐Ήσουν  τόσο  σίγουρη!  Φταίω  εγώ  που  σε  άκουσα!  Αυτό  εδώ  πιο  πάνω  είναι  το  περιβόλι  μας.  Έχεις  ξαναδεί  λάχανα;  Πάμε  να  σου  τα  δείξω.  

Το  περιβόλι  της  Βάσως  είχε  λάχανα  και  κουνουπίδια.  Μόνο  ο  πατέρας  της  ήξερε  να  τα  καλλιεργεί.  Δεν  μου  άρεσε  αυτό  το  φυτό!    Ήταν  ίσα  με  το   μπόι   μου   και   άνοιγε   παράξενα   προς   τα   πάνω   και   έτοιμο   να   με  καταπιεί.  Δεν  πλησίασα  πολύ!  Κάπου  από  το  χωματόδρομο  τα  κοίταξα!  Δεν   μου   αρέσουν   τα   λάχανα   και   τα   κουνουπίδια,   σκέφτηκα.   Εγώ  άλλωστε   πήγα   μόνο   για   τις   ανεμώνες!   Που   να   ’ξερα  ωστόσο   τότε   ότι  αυτά   που   έβλεπα   ήταν   τα   λάχανα   τα   παρατημένα,   τα   εντελώς  «ξεσταχυασμένα»!      

Κάπου   εκεί   ανάμεσα   στους   ποδαρόδρομους   και   τα   λιβάδια  ονειρευόμασταν  και  σχεδιάζαμε  το  μέλλον  μας.  Δώσαμε  όρκους   ζωής!  Θα   έχουμε   τα   σπίτια   μας   δίπλα-­‐δίπλα   είπαμε.   Οι     πόρτες   μας   θα  βλέπουν   η   μία   την   άλλη!   Θα   παντρευτούμε   άντρες   που   θα   είναι  ξαδέρφια!  Δεν  θα  χωρίσουμε  ποτέ!  

-­‐Θέλω  να  σου  πω  κάτι  που  δεν  γνωρίζεις.  Στο  έκρυψα  πολύ  καιρό  τώρα!  Βλέπεις   εσύ   έφυγες   για   σπουδές,   έκανες   άλλες  φιλίες   και   εγώ   έμεινα  πίσω   να   υπηρετώ   το   σπίτι,   τον   πατέρα   μου   και   τα   αδέλφια   μου!   Έχω  δεσμό  με  τον  Κωστή.  Τον  ξέρεις!    Ολοκληρώσαμε  πριν  από  ένα  μήνα.  

 60  εδώ    

-­‐Ποιον  Κωστή;  Τον  ξάδελφο  σου;  

-­‐Ναι!  Μ΄  αγαπάει  μου  είπε!  Με  βλέπει  διαφορετικά,  «όχι  σαν  ξαδέλφη»  μου   είπε.   Μου   το   μαρτύρησε   μετά   από   την   κηδεία   του   παππού.   Με  βοήθησαν   και   οι   θείες   μου,   με   παρακίνησαν   γιατί   είδαν   το   δικό   του  ενδιαφέρον.   Στην   αρχή   αντιστεκόμουν.   Τι   θα   πει   ο   πατέρας   μου!   Τα  αδέλφια   μου,   αν   το   μάθουν!   Είναι   γλυκός,   είναι   διαφορετικός   από  εμένα.   Πιο   ήρεμος,   απλός,   επίμονος   και   υπομονετικός,   δεν   ήταν  δύσκολο  να  τον  ερωτευτώ.  Και  ο  έρωτας…  είναι  αστείο  στην  αρχή…  Έχω  κάτι  και  για  σένα!  Γνωρίζω  κάποιον  που  σε  επιθυμεί,  σε  θέλει.  Ο  έρωτας  την  είχε  αλλάξει…  και  ήταν  και  με  εμένα  διαφορετική!  

Ο   Γιάννης   ήταν   μοναχοπαίδι.   Ήταν   ένα   χρόνο   μικρότερός   μου!   Με  φώναζε   να   παίξουμε   μπάλα.   Θα   ήμασταν   δεν   θα   ήμασταν   5   και   6  χρονών.   Κορίτσι   εγώ   ήθελα   να   παίξουμε   τα   μήλα.   Εκείνος   ήθελε   να  βάλει  γκολ.  Η  γειτονιά  είχε  μόνο  κορίτσια.  Τι  να  κάνω!    Έπρεπε  να  κάνω  ένα   καλό!   Η   Βάσω   τον   αποκαλούσε   «παιδί   της   μάνας   του».   Έτσι   τον  αποκαλούσαν   τα   αδέλφια   της,   που   ήταν   όλα   αγόρια!   Το   παιδί   της  μάνας  του  έπρεπε  να  παίξει  ποδόσφαιρο!  Η  Βάσω  δεν  τον  άντεχε,  γιατί  ήταν  μικρότερός  μας!  Αυτή  η  Βάσω…  στα  μέσα  και  στα  έξω!  Έβρισκε  για  παρέα  τις  πιο  ζωηρές,  μάθαινε  την  κίνηση  των  πονηρών  παιδιών  και  με  παράσερνε   και   εμένα   σε   ζαβολιές!   Έτσι   κι   εμένα   δεν   μου   άρεσε   ο  ήσυχος   και   μικρός   Γιάννης.   Η   περιπέτεια,   η   περιέργεια   του  διαφορετικού   και   του   καινούριου   ήταν   αυτό   που   με   άγγιζε,   με  προκαλούσε,  με  βασάνιζε.  

Πέρασαν    χρόνια  πολλά  για  να  καταλάβω  τα  αυτονόητα!  Η  Βάσω  ήθελε  να  παντρευτώ  τον  αδελφό  της.  Αλλά  δεν  λέγονται  αυτά!  Εάν  χαλούσε  η  φιλία   μας;   Ήμασταν   κάτι   πιο   πάνω   κι   από   κολλητές!   Αχώριστες!  Σιαμαίες!  Τώρα  δεν  μου  μιλάει  η  Βάσω  μου!  Βλέπεις  μια  λέξη  που  είπα,  μια  κουβέντα,  κάτι  οι  άλλοι,  κάτι  που  δεν  καταλαβαίνω  πώς  και  τι  έγινε  και   η   ψυχή   μας   πάγωσε.   Ανέκφραστο,   ψυχρό   προσωπείο!   Περνάει  δίπλα   μου   και   δεν   μου   μιλάει!   Δεν   μπορεί   η   καρδιά   της   να   έχει   τόση  παγωνιά…  Αλλά  εγώ  όχι!  20  χρόνια  πέρασαν,  γιατί  να  της  μιλήσω;  Έτσι  θα  μας  πάει  η  ζωή  Βάσω  μου!  Έτσι!  Αλλά  και  ποιος  την  έχει  ανάγκη!    

       

εδώ  61    

Μυρτώ  Πανάγου  

Η  πρώτη  φορά  

Πρώτη  φορά  της  συνέβη  εκείνο  το  μεσημέρι.  Μετρό.  Τραίνο  έπειτα.  Και  ένα  ανθρώπινο  μελίσσι  στοιβαγμένο  γύρω  της  σαν  κουβαρίστρα.  Έβλεπε  τον  κάθε  επιβάτη  με  τα  μεγάλα  καφετιά  της  μάτια.Τον  ρούφαγε.  Και  τι  περίεργο.  Ένα  κύμα  θυμού  της  γέμιζε  όλες  τις  αισθήσεις.  Όλο  και  πιο  βαθιά.  Όλο  και  πιο  έντονα.  Θυμός  και  απέχθεια  συνάμα.  Τίποτα  δεν  την  έκανε  να  αλλάξει  διάθεση.  Ούτε  η  χαμογελαστή  κυρία  με  το  φουσκωτό  άσπρο  μπουφάν  που  στεκόταν  πλάι  της.  Ούτε  το  ζευγαράκι  από  δύο  εικοσάχρονα  που  σφιχταγκαλιάζοταν  απέναντί  της.  Ούτε  η  κοπέλα  με  τα  πορτοκαλί  νύχια  και  το  μικρό  τατουάζ  στο  χέρι.  Τίποτα.  Τώρα  το  έβλεπε  πια  ξεκάθαρα  και  η  ίδια.  Η  πίστη  της  είχε  ολότελα  εξατμιστεί  και  τίποτα  δεν  το  αναιρούσε  πια  αυτό.  Έβλεπε  όλες  αυτές  τις  ανθρώπινες  σάρκες  που  την  περιτριγύριζαν  και  ένιωθε  οργή,  οργή  και  απογοήτευση  συνάμα.  Οργή  και  απογοήτευση  και  η  σκέψη  πως  τίποτα  καλό  δεν  βγαίνει  τελικά  από  το  είδος  άνθρωπος.  Συνέκρινε  όλες  τις  εικόνες  αυτών  των  ανθρώπων  που  την  περικύκλωναν.  Εικόνες  που  της  φάνταζαν  βρώμικες,  σάπιες,  ρουφηγμένες  και  ψεύτικες.  Και  την  ίδια  ώρα  θυμόταν  τη  μαλακή  και  γεμάτη  αγκαλιά  της  μάνας  της,  το  ξύπνιο  και  καθαρό  βλέμμα  του  πατέρα  της.  Τώρα  πια  το  ήξερε  πως  οι  γονείς  της  δεν  έκαναν  καλή  δουλειά.  Αντί  να  την  προετοιμάσουν  για  το  ναυάγιο  που  ονομάζεται  ανθρώπινη  κοινωνία,  για  τη  μοναξιά  και  τη  σκληροπετσοσύνη  που  έχουν  καταπιεί  πια  όλοι,  την  είχαν  μάθει  να  προσδοκεί  ευγένεια,  ζεστασιά  και  σχέσεις  ζωής.  Την  είχαν  μάθει  να  προσδοκεί    μια  Ιθάκη  με  ανθρώπους  φωτεινούς  που  θα  έδιναν  χρώμα  στις  μέρες  και  τις  νύχτες  της.  Τι  σαπίλα  ,μουρμούρισε  ξέροντας  πια  την  αλήθεια.  Τι  σαπίλα  ρε  πούστη.  Πρώτη  φορά  της  συνέβη  εκείνο  το  μεσημέρι  και  το  ήξερε  πως  τώρα  πια  τίποτα  δεν  θα  ήταν  το  ίδιο.  

 62  αλλού    

αλλού  

Επιμέλεια  ενότητας:  Ευγενία  Κ.    

 

 

 

 

αλλού  

Ταξιδεύοντας  σε  άγνωστους  τόπους.  Μια  μπαλάντα  σιγοτραγουδάς  και  ιθαγενείς   μέσα   σε   πιρόγες   ζωντανεύουν   μπροστά   σου.   Φταίει   το  τραγούδι;   Φταίει   η   φαντασία   σου;   Ή   η   μαγική   χθεσινή   νύχτα   που   σε  άφησε   άγρυπνο   μέχρι   το   πρωί;   Σφυρίζοντας   τον   ρυθμό,   αυτόν   που  ανακάλυψες,  καθώς  βυθιζόσουν  σε  ένα  λαβύρινθο  στα  έγκατα  της  γης,  γυναίκες   ντυμένες   στα   λευκά   ξεπροβάλλουν   από   τη   ζούγκλα   που  ορθώνεται  μπροστά  σου.  Η  γη  κάτω  από  τα  πόδια  σου,  μέσα  στα  χέρια  σου.   Θα   μπορούσες   να   την   πιάσεις,   σαν   μπάλα   πλαστική,   και   να  αρχίσεις  τα  ακροβατικά  που  μάθαινες  μικρός  στο  σχολείο.  Στις  κοπάνες  και   στις   πλατείες.   Η   φαντασία   σου   είναι   εκεί   και   ψάχνει   διαφυγή.   Η  έξοδος   κινδύνου   είναι   κλειστή   και   εκείνη   στριφογυρίζει   σε   ένα  πενταόροφο   γκαράζ   στη   μέση   μιας   άδειας   πόλης.   Όλες   οι   πόρτες  κλειστές  και  ο  Badman  δεν  θα  έρθει  να  τη  σώσει.  Τα  μεγάφωνα  ηχούν    τα   ιαπωνικά  τύμπανα  του  πολέμου  από  μια  κινέζικη  ταινία,  Nanjing  το  όνομά   της,   και   ο   χορός   αρχίζει.   Κλείνει   τα   μάτια   και   η   υγρασία   της  διώρυγας   στο   Σουέζ   μπαίνει   στα   πνευμόνια   της.   Ραγισμένα   πρόσωπα  δίπλα  σου  ψιθυρίζουν  σε  μια  ακατάληπτη  γλώσσα.  Ο  αέρας  της  φωνής  τους   σου   χαϊδεύει   το   πρόσωπο.   Ένας   γλάρος   σε   αρπάζει   και   σαν   τον  Νήλς   Χόλγκερσον   ταξιδεύεις   και   πάλι   προς   άγνωστη   κατεύθυνση.   Δεν  έχεις  εσύ  τον  έλεγχο  και  αυτό  σε  ανακουφίζει.  Θυμάσαι  τα  όνειρα  που  έκανες   μέχρι   χτες,   τότε   που   πετούσες,   τρέχοντας   να   φύγεις   από   τους  εφιάλτες  σου.  Η  λίμνη  Τιτικάκα  απλώνεται  μπροστά  σου  και  σαν  αετός  κάθεσαι  πάνω  σε  έρημο  βράχο,  αγναντεύοντας  την  ελευθερία  σου.  Και  δεν   τρομάζεις.   Όπως   στους   εφιάλτες   σου,   που   ξυπνάς   ιδρωμένος.  Bουτάς  μέσα  στη  λίμνη.  Και  βρίσκεσαι  αλλού.     ������ن ��

αλλού  63    

Σοφία  Αλεξοπούλου  

Η  ιστορία  της  Frozen  Charlotte  Σε   μια   εποχή,   όχι   δα   και   τόσο   μακρινή   από   τη   δική   μας,   ζούσε   στην  παγωμένη  χώρα  της  Αγγλίας,  μια  νεράιδα  των  λουλουδιών,  «δέσμια»  σε  ανθρώπινη   θωριά,   ονόματι   Charlotte.   Η   «αιχμαλωσία»   της   αυτή  προήλθε  ως  απόρροια  του  έρωτά  της  για  έναν  θνητό.  Η  Charlotte  ήταν  μια   νέα   και   ειδικευόμενη   νεράιδα,   αρμόδια   για   τη   γονιμοποίηση   των  λουλουδιών   και   το   σκόρπισμα   του   αρώματός   τους   στο   μέγα   αιθέρα.  Μεταξύ  των  άλλων  γνωρισμάτων  της,  τη  διέκρινε  μια  μεγάλη  αδυναμία  που   τελικά   της  στοίχισε  ακριβά.   Έτρεφε  μεγάλη  συμπάθεια   και  αγάπη  για   τον   κόσμο   των   ανθρώπων.   Το   στοιχείο   εκείνο   που   πρωτίστως   τη  γοήτευε   σε   αυτούς   ήταν   ότι   οι   άνθρωποι   κυβερνιούνται   από   τα  αισθήματα  και  τα  πάθη  τους,  κάτι  το  οποίο  δεν  θα  έβρισκε  ποτέ  πεδίο  εφαρμογής  στο  νεραϊδοβασίλειο.    

Μια  ημέρα,  λοιπόν,  την  ώρα  που  φρόντιζε  ένα  λουλούδι  για  να  βγάλει  προς  τον  έξω  κόσμο  τα  πιο  εσωτερικά  του  αρώματα,  παρατήρησε  από  μακριά   έναν   όμορφο   νεαρό.   Ο   νεαρός   κουβαλούσε   μια   πολύ   βαριά  στάμνα,   ώστε   να   γεμίσει   νερό   από   μια   πηγή   με   γάργαρο   νερό.   Η  Charlotte   τον   ερωτεύτηκε   αυτοστιγμεί   και   δεν   έπαιρνε   το   βλέμμα   της  από  πάνω  του.  Δίπλα  στην  πηγή  ήταν  και  οι  φίλοι  του  νεαρού  και  πάνω  στην   κουβέντα   έβαλαν   ένα   στοίχημα.   Να   μπορέσει   ο   νεαρός   να  αιχμαλωτίσει   την   καρδιά   μιας   νεράιδας.   Παρότι   η   Charlotte   είχε  ακούσει   το   στοίχημα   με   τα   ίδια   της   τα   αυτιά,   ήθελε   να   μάθει   από  πρώτο   χέρι   πώς   είναι   να   ζεις   με   ένα   θνητό   και   θέλησε   να   μπει  συνειδητά  σε  αυτόν  τον  ρόλο.  Έτσι,  το  επόμενο  πρωινό  του  έδειξε  την  πραγματική   της   φύση   και   του   υποσχέθηκε   ότι   θα   τον   βοηθούσε   να  κερδίσει  το  στοίχημα,  αρκεί  να  πέρναγε  κάποιο  καιρό  μαζί  της.  

Στους   νόμους   του   νεραϊδοβασιλείου,   μια   τέτοια   επιλογή   ήταν  ασυγχώρητη,  αλλά  η  νεαρή  νεράιδα  είχε  άγνοια  για   τις  συνέπειες   των  πράξεων  της.  Μετά  από  λίγο,  μαθεύτηκε  ότι  άφησε  στην  άκρη  τη  φυλή  της   για   τα   μάτια   ενός   θνητού   και   έπρεπε   να   πληρώσει   το   τίμημα   των  πράξεων  της.  Θα  έμενε  εξόριστη  για  πάντα,  μακριά  από  το  βασίλειο  των  νεραϊδών.   Θα   ήταν   υποχρεωμένη   να   ζει   έναν   ανθρώπινο   βίο,   δίχως  διαφορετικότητα   που   θα   ορίζεται   από   τα   περιορισμένα   μέσα   του  υλικού  τούτου  κόσμου.  Αρχικά,  η  ποινή  δεν  της  φάνηκε  τόσο  επώδυνη,  επειδή  ήταν  πραγματικά  ερωτευμένη  με  τον  νεαρό.    

 64  αλλού    

Όταν  όμως  ο  θνητός  την  παράτησε,  ένιωσε  προδομένη.  Δεν  ήξερε  τι  να  κάνει,  έχασε  κυριολεκτικά  τη  γη  κάτω  από  τα  πόδια  της.  Η  Charlotte  για  να   μπορέσει   να   ανταποκριθεί   στα   νέα   δεδομένα,   έπρεπε   να   βρει   μια  αξιοπρεπή  δουλειά  που  θα  της  επέτρεπε  να  κερδίζει  με  αξιοπρέπεια  τα  προς   το   ζην.   Ποια   εργασία   όμως   ήταν   κατάλληλη   για   την   ιδιάζουσα  ψυχοσύνθεση   μιας   νεράιδας;   Μετά   από   αρκετή   και   ώριμη   σκέψη,   η  Charlotte   αποφάσισε   ότι   αφού   δεν   μπορούσε   πλέον   να   είναι   νεράιδα  των   λουλουδιών,   θα   μπορούσε   να   εξελιχτεί   σε   «νεράιδα   των  αρωμάτων»,  δηλαδή  να  ασκήσει  το  επάγγελμα  του  αρωματοποιού.    

Το   επάγγελμα   αυτό   ήταν   αλλιώτικο   από   τα   άλλα   και   φυσικά  ανδροκρατούμενο,   όπως   τα   περισσότερα   τον   καιρό   εκείνο.   Για   να  είμαστε   ειλικρινείς   για   πολλούς   δεν   άξιζε   καν   να   λέγεται   επάγγελμα,  αλλά  τέχνη.  Ως  υψηλή  τέχνη  δύναται  να  συγκριθεί,  με  ένα  μουσικό  που  παράγει  τον  «τέλειο  τόνο»,  αν  μπορεί  κανείς  να  ισχυριστεί  ότι  υπάρχει  τέτοιο  πράγμα.  Δεν  αποτελεί  έκπληξη  το  γεγονός  ότι  η  επιχείρηση  των  αρωμάτων   χρησιμοποιεί   όρους   όπως   «νότες»,   «αρμονίες»,   «τόνους»  και   «αποχρώσεις»,   διότι   η   δημιουργικότητα   του   αρωματοποιού   είναι  παραπλήσια   με   εκείνη   ενός   καλλιτέχνη.   Η   φαντασιακή   σύλληψη   των  συστατικών   ενός   αρώματος   είναι   το   ίδιο   σημαντική,   με   τη   μετέπειτα  διαδικασία   της   δοκιμής   και   της   ανάμιξης.   Αναμφίβολα,   όμως,   το  μεγαλύτερο  ταλέντο  του  αρωματοποιού  είναι  η  οξυμένη  όσφρησή  του  που  φαίνεται   και  από   το  προσωνύμιο  που  υποχρεωτικά   τον  συνόδευε  εκείνα  τα  χρόνια,  ως  «The  Nose».  

Το  πρώτο  άρωμα  που  παρασκεύασε  η  Charlotte,  το  αφιέρωσε  στη  νέα  ανθρώπινη   ζωή   της   και   του   έδωσε   την   ονομασία   «Frozen   Charlotte».  Δεν   ήθελε   να   μεμψιμοιρεί   για   το   παρελθόν   της,   γιατί   η   ζωή  προχωρά  μπροστά  με   γοργά  βήματα,   χωρίς   να  περιμένει.   Γιατί   όμως  διάλεξε   το  ονομάτισμα   «Frozen   Charlotte»;   Γιατί   το   μυστικό   συστατικό   του   νέου  αρώματός  της,  το  οποίο  θα  κυκλοφορούσε  αποκλειστικά  και  μόνο  κατά  τους   χειμερινούς   μήνες,   θα   ήταν   ο   πάγος   που   υπήρχε   άφθονος   σε  εκείνα  τα  μέρη  της  Αγγλίας…    

 

 

 

 

 

αλλού  65    

Αστρινιώ  Γεωργιλέ  

Παραμύθι  με  διαφορετικό  τέλος  Η   ιστορία   που   θα   σας   διηγηθώ   είναι   πέρα   για   πέρα   αληθινή   και   την  έμαθα  από  πρώτο  χέρι:  απ'  τη  στιγμή  που  απέκτησε  πνοή  και  νίκησε  την  ακινησία,   ο   Πινόκιο   μεταμορφώθηκε   σε   ανθρώπινο   σίφουνα.   Η  ταχύτητά  του  ήταν  τέτοια  που  απ'  τα  πόδια  του  έβλεπες,  καθώς  έτρεχε,  τις  γραμμές  εκτόξευσης  του  Flash  Gordon.    

Αρχικά   μόνο   έτρεχε.   Μην   ακούτε   τους   άλλους   που   λένε   ότι   έπιασε  φιλίες   με   την   αλεπού   και   το   γάτο.   Ανακρίβειες.   Κανά   μήνα   μετά  κουράστηκε.   Όπου   πήγαινε   τώρα   καθόταν   με   τις   ώρες   και  παρατηρούσε,   δεν   ήθελε   να   χάσει   το   παραμικρό.   Ασάλευτος  οσφριζόταν  την  πιο  λεπτή  και  μακρινή  μυρωδιά,  αφουγκραζόταν  τον  πιο  απόμακρο  ήχο,  χάιδευε  ό,τι  μπορούσε  ν'  αγγίξει,  ρουφούσε  κάθε  γεύση  και  καταπιανόταν  με  ό,τι  μπορούσε  ν'  ασχοληθεί.            

Άραγε   θα   μπορούσε   να   είχε   προβλέψει   ο   γερό-­‐Τζεπέτο   αυτό   που  επρόκειτο  να  συμβεί  όταν  σκάλιζε  το  κλαδί  και  γεννιόταν  ο  Πινόκιο;  Με  απόλυτη   βεβαιότητα   σας   πληροφορώ   πως   όχι,   δε   γινόταν   να   το   είχε  προβλέψει.  

Τα   χρόνια   κυλούσαν   γρήγορα   σαν   το   νερό   του   ποταμού   το   χειμώνα.  Πήγαινε  κανονικά  στο  σχολείο  του  κάθε  μέρα  ή  σχεδόν  κάθε  μέρα.  Μια  φορά   που   είχε   κάνει   κοπάνα   κι   έτυχε   να   τον   ρωτήσει   ο   γερό-­‐Τζεπέτο  πώς   πέρασε   στο   μάθημα   κι   εκείνος   απάντησε   «μια   χαρά,   όπως   κάθε  μέρα»,  ένιωσε  έναν  αφόρητο  πόνο  σα  να  ξεριζωνόταν  η  μύτη  του  απ  τα  βάθη   του   προσώπου   του   αλλά   δεν   ξεριζωνόταν   απλά   μάκραινε   και  μάκραινε  μέχρι  τη  στιγμή  που  παραδέχτηκε  πως  δεν  είχε  πάει  σχολείο  και  πως  του  είχε  πει  ψέματα  και  πως  δε  θα  το  ξαναέκανε,  πράγμα  που  τήρησε  παρόλο  που  ο  γερό-­‐μαραγκός  δεν  τον  ξαναρώτησε  τίποτα  που  θα  μπορούσε  να  λάβει  άλλη  απάντηση  εκτός  της  αλήθειας.  

Με   τούτα   και   μ'   εκείνα   ο   Πινόκιο   έφτασε   στην   εφηβεία   κι   έπαψε   ν’  ασχολείται   με   τα   παιχνίδια   και   τους   συνομηλίκους   του   κι   άρχισε   να  ενδιαφέρεται   για   τη   Θεώνη,   μία   συμμαθήτριά   του   από   μεγαλύτερη  τάξη  που  είχε  μετακομίσει  στην  περιοχή  του  τα  τελευταία  δύο  χρόνια.  

Άπαξ  και  την  προσέγγισε  έγιναν  κολλητοί.  Ήταν  παντού  και  πάντα  μαζί  εκτός  απ'   τις  ώρες   των  μαθημάτων   και   κάποιες  απ'   τις   βραδινές  ώρες  που  καθένας  γύριζε  σπίτι  του,  μόνος  του.  Δεν  ήταν  όμως  μόνοι  για  πολύ  μιας  και  μετά  από  λίγο  ξανάσμιγαν  στα  όνειρά  τους.  Ποτέ  πριν  δεν  είχε  

 66  αλλού    

νιώσει   τόση   ευγνωμοσύνη   που   ήταν   ζωντανός,   ποτέ   πριν   δεν   είχε  νιώσει  τόση  ευτυχία  όσο  τώρα  που  είχε  στη  ζωή  του  τη  Θεώνη.  

Είναι  κλισέ,  το  ξέρω,  όμως  τα  ωραία  πράγματα  δεν  κρατάνε  για  πολύ.  

Φαινόταν  σαν  αυτό   το  βραδινό  να  ήταν  ένα  απ'   τα  συνηθισμένα  αλλά  δεν  ήταν.  Ο  Πινόκιο  είχε  προσέξει  πως  τώρα  τελευταία  ο  γερό-­‐Τζεπέτο  δεν   ήταν   όπως   άλλοτε:   ήταν   αργός   στις   κινήσεις   του,   κουραζόταν  εύκολα   αλλά,   κάθε   φορά   που   τον   ρωτούσε,   εκείνος   τον   διαβεβαίωνε  πως   δεν   ήταν   τίποτα   και   να   μην  ανησυχεί.   Εκείνο   το   βράδυ  όμως   τον  βρήκε   ξαπλωμένο   στο   κρεβάτι   του   αντί   να   κάθεται   στην   κουνιστή  πολυθρόνα  που  είχε  φτιάξει  με  τα  χρυσά  του  χέρια.  

Η   ανησυχία   του   μετατράπηκε   σε   έκπληξη   και   ταραχή   όταν   έμαθε   απ’  αυτόν   την   αλήθεια   για   την   προέλευσή   του,   κάτι   που   δεν   τον   είχε  απασχολήσει   ποτέ   πριν   παρόλο   που   είχε   από   νωρίς   αντιληφθεί   ότι  διέφερε  από  τ’  άλλα  παιδιά  μια  και  δεν  είχε  γονείς.  Ο  γερό-­‐Τζεπέτο  του  είχε   πει   κάποια   στιγμή   ότι   τον   είχε   βρει   στο   δάσος   αλλά   τίποτα  περισσότερο.  

Τον   άκουγε   αποσβολωμένος   να   του   εξιστορεί   πως   ήταν   ένα   κομμάτι  ξύλου   που   είχε   βρει   στο   δάσος   εκείνη   τη   μέρα   και   μια   απροσδόκητη  σύμπτωση  της  τεράστιας  επιθυμίας  του  ν’  αποκτήσει  ένα  αγοράκι,  μιας  συγκεκριμένης   πανσελήνου   και   μιας   ανώτερης   δύναμης   έδωσε   σπίθα  ζωής  σ’  αυτό  το  άψυχο  ξύλο  που,  αντί  να  το  κάψει,  το  ζωντάνεψε.  

Το   επόμενο   πρωί   ο   γερό-­‐Τζεπέτο   δεν   ξύπνησε.   Η   διεκπεραίωση   της  κηδείας   και   τα   συναφή   επακόλουθα,   επέτρεψαν   στον   Πινόκιο   να  ξεχαστεί  από  το  κατακέφαλο  που  είχε  φάει  και  του  έδωσαν  το  χρόνο  να  το  επεξεργαστεί  σιγά-­‐σιγά  και  να  το  αφομοιώσει.  

Όλο  το  χωριό  και  περισσότερο  απ’  όλους  η  Θεώνη  ήταν  κοντά  του  αυτές  τις   δύσκολες   ώρες.   Όλοι   αγαπούσαν   και   το   γερό-­‐Τζεπέτο   και   τον  Πινόκιο,  εκείνος  όμως  δεν  ήταν  πια  ο   ίδιος.  Αναρωτιόταν  για   το  ποιος  ήταν  και  πότε  θα  ήταν  η  κατάλληλη  στιγμή  να  το  πει  στη  Θεώνη.  

Είχε   περάσει   κανά   εξάμηνο   απ'   την   αποδήμηση   εις   Κύριον   του   γερό-­‐Τζεπέτο   και,   προεόρτια   του   επερχόμενου   γάμου   του   με   τη   Θεώνη,   ο  Πινόκιο   αποφάσισε   πως   τώρα   ήταν   η   καταλληλότερη   στιγμή   να  μοιραστεί   το   μυστικό   του   με   την   αγαπημένη   του.   Εκείνη   έμεινε  εμβρόντητη,   του   ζήτησε   λίγο   χρόνο   να   σκεφτεί   τα   νέα   δεδομένα,   τα  συναισθήματά   της   δεν   θ’   αλλάξουν   φυσικά   αλλά   όπως   και   νά   'χει  πρέπει  να  ενημερώσει  και  τους  γονείς  της.    

αλλού  67    

Για   να   μην   τα   πολυλογώ,   μην   την   είδατε   τη   Θεώνη!   Του   έστειλε   ένα  γράμμα   πως   θα   τον   αγαπά   πάντα   αλλά   δεν   ξέρει   πώς   να   το  αντιμετωπίσει  όλο  αυτό,  κι  αν  ξαναγινόταν  κούτσουρο;  Κι  αν  τα  παιδιά  τους  αντί   για  χέρια  και  πόδια  γεννιόντουσαν  με  κλαδιά  και  ρίζες;  Τι   ν’  απαντήσει   στους   γονείς   της   όταν   της   έκαναν   αυτές   τις   ερωτήσεις;   Γι’  αυτό  αποφάσισαν  να  φύγουν  πάλι,  θα  ήταν  πιο  εύκολο  για  όλους.  

Απαρηγόρητος   ο   Πινόκιο,   παρέπαιε   για   καιρό   μεταξύ   φθοράς   και  αφθαρσίας.   Σε   κάθε   πανσέληνο   ζητούσε   απεγνωσμένα   να   επιστρέψει  στην  ακινησία  και  στην  αναισθησία.  Σε  μια  από  εκείνες  τις  πανσελήνους  έδωκεν  ο  Κύριος  και  πραγματοποιήθηκε  η  ευχή  του  κι  επέστρεψε  στην  αρχική  του  μορφή,  εκεί  απ’  όπου  είχε  προέλθει.  

Μερικές   μέρες   αργότερα   έτυχε   να   πάει   ο   πατέρας   μου   στο   δάσος   να  κόψει   ξύλα   και,   καθώς   περπατούσε   στο   ξέφωτο,   βρήκε   αυτό   το  υπέροχο   κούτσουρο.   Για   χρόνια   τώρα,   σιγοκαίει   στο   τζάκι   μας   τους  χειμώνες   και   μας   διηγείται   ξανά   και   ξανά   την   απίστευτη   ιστορία   του  όπως   σκάει   και   τσιτσιρίζει   ζεσταίνοντάς   μας   και   συνεχίζοντας   να  ζεσταίνει   και   να   ζεσταίνει   για  χρόνια  και   χρόνια,  σώμα  και  ψυχή,  όλες  τις  επόμενες  γενιές  του  γενεαλογικού  μας  δέντρου.  

 

 

Μαρία  Γκότση  

Η  χαμένη  ρομφαία    Λευκός  ο  μανδύας  που  πάντα  φορώ.  Ρομφαία  ζωσμένη  στο  χέρι  κρατώ.  Τις  πράξεις,  τις  λέξεις,  τις  σκέψεις  μετρώ.  Τα  λάθη  ζυγίζω,  τα  πάθη  πατώ.  

Μια   φορά   κι   έναν   καιρό,   στη   χώρα   εκείνη   που   οι   αληθινές   ιστορίες  γίνονται  παραμύθια  και   τα  παραμύθια   ζωντανεύουν  και  μας  παίρνουν  από   το   χέρι   και   μας   οδηγούν   σε   μαγικά   βασίλεια,   μιλώντας   μας   για  πλάσματα  της  φαντασίας,  ανοίγοντάς  μας  ένα  μικρό  φωτεινό  παράθυρο  στο  φεγγίτη  του  νου,  μια  ιστορία  άρχισε  να  ξετυλίγεται.  Η   ημέρα   εκείνη   από   το   πρωί   ήταν   μουντή,   τα   σύννεφα   έτρεχαν   σαν  κυνηγημένα  στον  ουρανό  και  έκρυβαν  και  το  λιγοστό  φως  που  υπήρχε.  Από  την  είσοδο  του  μαύρου  βράχου,  πάνω  στην  κορυφή  του  γαλάζιου  

 68  αλλού    

βουνού,   ξεπρόβαλε   βαριεστημένος   και   θυμωμένος   ο   ένοικος   αυτής.  Πριν   από   δευτερόλεπτα   πήρε   με   δυσκολία   την   απόφαση   να   σηκωθεί  από   το   κρεβάτι  που   χουζούρευε.  Και  δεν  έφτανε  που  αναγκάστηκε   να  σηκωθεί,  αλλά  στη  βιασύνη  του  παρέσυρε  ό,τι  υπήρχε  κοντά  του.  Τα  μάτια  του,  θαμπωμένα  όπως  νόμισε  από  τον  ύπνο,  είδαν  στην  κόγχη  της   σπηλιάς   του,   μια   κοπέλα   καθισμένη   πάνω   στον   μικρό   μαρμάρινο  βράχο  που  χρησιμοποιούσε  για  καρέκλα.  Οι  βόστρυχοι  των  μαλλιών  της  ήταν   ξέπλεκοι,   φορούσε   ένα   μανδύα,   αν   και   λευκό   παλαιότερα,  ξεσκισμένο   και   βρώμικο   τώρα,   και   είχε   ένα   βλέμμα   απλανές   αλλά  αγέρωχο.  Μόλις  τον  είδε  δεν  ταράχθηκε  καθόλου.  -­‐Μμμ…   περίεργο,   είπε,   γιατί   πάντα   όταν   τον   έβλεπαν   οι   άνθρωποι  έτρεχαν   να   κρυφτούν,   ή   έβγαζαν   κραυγές   φόβου,   ή   κάποιοι   που  παρίσταναν   τους   γενναίους,   εισέβαλαν   απρόσκλητοι   στην   σπηλιά   του  για  να  τον  σκοτώσουν.    -­‐Όπως   καταλαβαίνετε,   αναγκαζόμουν   να   τους   φάω.   Ώσπου   έγινα  χορτοφάγος,  γιατί  μου  προκαλούσαν  βαρυστομαχιά.  Ίσιωσε  τα  ασημένια  φτερά  του  και  ρώτησε  με  κάποιο  δισταγμό.  -­‐Μήπως  είσαι  πριγκίπισσα;  Σ’  εμάς  τους  δράκους  αρέσουν  οι  νόστιμες,  τρυφερές  πριγκίπισσες!  -­‐Δεν  είμαι  πριγκίπισσα.  Είχα  βέβαια  θρόνο,  αλλά..  -­‐Κρίμα…!  Και  ποια  είπαμε  ότι  είσαι;  -­‐Είμαι  η  Δικαιοσύνη.  -­‐Ναι   καλά!   Είσαι   και   ψευτρούλα!   Αν   είσαι   η   Δικαιοσύνη   πού   είναι   το  σπαθί   σου;   Για   να   μην   μιλήσω   για   την   ζυγαριά.   Γιατί   μπορεί   να   είμαι  δράκος,  μικρός  μεν,  αλλά  όχι  χαζός!  -­‐Βλέπεις  τη  σπηλιά  μου;  Έχω  ένα  μεγάλο  κρεβάτι  φτιαγμένο  από  βιβλία.  Κάθε   βιβλίο   που   διαβάζω,   το   βάζω   στο   κρεβάτι   μου   κι   αυτό   όλο  ψηλώνει  και  μεγαλώνει.  Κι  όταν  δυσκολεύομαι  να  κοιμηθώ,  παίρνω  τη  λάμπα  με  τις  πυγολαμπίδες  και  ξεφυλλίζω  το  πιο  χρωματιστό  βιβλίο  και  αποκοιμιέμαι,  χωρίς  να  μετράω  προβατάκια.  -­‐Ποια  είσαι  λοιπόν  και  τι  σε  φέρνει  στα  μέρη  μας;  -­‐Μόλις  σου  είπα.  Δεν  λέω  ποτέ  ψέματα.  -­‐Και  τι  κάνεις  εδώ;  -­‐Χάθηκα  και  δεν  ξέρω  το  δρόμο  να  γυρίσω  πίσω.  

αλλού  69    

Ο  μικρός  δράκος  άρχισε  να  ακούει  την  ιστορία  που  του  διηγιόταν.  Του  είπε   για   τον   θρόνο   που   σκέκονταν,   για   τη   ζυγαριά   που   κρατούσε   στο  χέρι   της   και   ζύγιζε   τις   πράξεις   των   ανθρώπων   και   για   το   χρυσό  σφυρήλατο   σπαθί   με   το   οποίο   επέβαλε   το   δίκαιο.   Γιατί,   όπως   του  εξήγησε,  μόνο  με   την   ζυγαριά  δεν  μπορούσε   να  ολοκληρώσει   το   έργο  της.  Έπρεπε  να  επιβάλει  και  την  απόφασή  της  στους  ανθρώπους,  γιατί  αυτοί   δεν   ήταν   πάντα   πρόθυμοι   να   την   ακούσουν   και   να  συμμορφωθούν,  όταν  δεν  τους  συνέφερε  η  κρίση  της.  Και  όλα  πήγαιναν  καλά,   ώσπου   μια   μέρα   κάποιος   της   έκλεψε   το   κοφτερό   σπαθί   της.  Έψαξε  παντού.  Τίποτα.  Προσπάθησε  να  βρει  άλλο  να  το  αντικαταστήσει,  αλλά   αυτά   που   της   έδιναν   δεν   ήταν   το   ίδιο   κοφτερά   με   το   δικό   της.  Κλείστηκε   τότε   στο   παλάτι   της   για   να   μην   την   βλέπει   κανείς   και   το  καταλάβουν.   Το   πρώτο   διάστημα   δεν   υπήρξε   πρόβλημα   και   δεν   την  αναζήτησαν.  Καθώς  όμως  κυλούσαν  οι  μέρες  κι  εκείνη  δεν  εμφανιζόταν,  ανησυχία   άρχισε   να   φωλιάζει   στις   καρδιές   των   ανθρώπων   και   οι  μυστικοί  ψίθυροι  που  απλώνονταν  παντού,  έφτασαν  και  σ’  αυτήν.  Έτσι  ένα  βράδυ,  που  δεν  υπήρχε  κανένα  αστέρι  στον  ουρανό  και  το  φεγγάρι  το   είχαν   καλύψει   απανωτές   στοιβάδες   από   σύννεφα,   φόρεσε   μια  σκοτεινή  κάπα  στο  χρώμα  της  νύχτας  και   χάθηκε  μέσα  σ’  αυτή  με   την  ελπίδα  να  βρει  το  σπαθί  της.  -­‐Και  το  βρήκες;  ρώτησε  με  αγωνία  ο  μικρός  δράκος.  -­‐Όχι  ακόμη.  Ταξίδεψα  σε  χώρες  μικρές  και  μεγάλες,  αλλά  κανένας  δεν  ήταν   πρόθυμος   να   με   βοηθήσει.   Ο   μανδύας   μου   βρώμισε   και  ξεσκίστηκε.  Το  σώμα  μου  καταπονήθηκε  μερόνυχτα  γυρνώντας  όλη  τη  γη,  αλλά  κανένας  δεν  με  σεβόταν,  ούτε  με  φοβόταν  χωρίς  το  σπαθί  μου  και  δεν  μου  έλεγε  τίποτα.    -­‐Αχ  καημενούλα!  Τι  τραβάτε  κι  εσείς  οι  θεοί!  Θεά  δεν  είπαμε  ότι  είσαι;  -­‐Τριγυρνούσα   σε   γνωστές   και   άγνωστες   πολιτείες,   αλλά   όλοι   με  έδιωχναν.   Πήγα   στους   πλούσιους   μα   μόλις   κατάλαβαν   ποια   είμαι,  έβαλαν   άλλους   να   με   πετάξουν   στο   δρόμο.   Πήγα   στους   φτωχούς   κι  εκείνοι  μου  έκλεισαν  την  πόρτα.  Είδα  από  κοντά  ανθρώπους  που  είχαν  προσπέσει   στα   πόδια   μου   για   να   τους   βοηθήσω   και   ένιωσα   τώρα   το  ψέμα  τους.  Έτσι  κατέληξα  εδώ.  -­‐΄Αει  στο  καλό.  Με  συγκίνησες.  Από  σήμερα  είμαι  βοηθός  σου.  Μη  με  ευχαριστείς.   Το   αποφάσισα.   Ακονίζω   τα   νύχια   μου,   προβάρω   μερικές  εντυπωσιακές  ριπές  φωτιάς,  βάζω  την  ασημένια  αστραφτερή  πανοπλία  μου  και  ξεκινάμε  μαζί  προς  αναζήτηση  του  ξίφους  σου.  

 

 70  αλλού    

Έλκα  Ζιμαρίτου    

Το  τρένο  της  ελπίδας  Το  τρένο  της  ελπίδας  ξεκινά  για  το  μεγάλο  ταξίδι.  Συνοριακός  σταθμός.  Πολικό  ψύχος.   Στοιβαγμένες   βαλίτσες   και   όνειρα.  Οι   διευθετήσεις   και  οι  αποχαιρετισμοί  μετατίθενται  στο  άδηλο  μέλλον.    

Είναι  τα  δεκάλεπτα  που  έχουμε  χάσει.  Η   έντονη   εικόνα   του   Ιβάν   με   την   αλυσίδα   να   σέρνεται   πίσω   από   τα  βαγόνια   του  Train   Internationale  des  wagons   lits,  με   την  ασθμαίνουσα  αναπνοή  του,  ακόμα  την  κουβαλάω.    Δεν  ξεθώριασε,  παρόλα  τα  χρόνια.  Κι   η   κρινοδάκτυλη   Grazyna   με   τα   σμιλεμένα   ανοιχτόχρωμα  χαρακτηριστικά,   τα   σλάβικα   ζυγωματικά,   τα   σαρκώδη   χείλη   και   το  βλέμμα  γεμάτο  υγρασία,  καρφωμένο  στο  θαμπό  τζάμι  του  βαγονιού  για  τον  ύστατο  χαιρετισμό.  

Με  κοιτάζει  και  την  κοιτάζω.  Ο  συνεπιβάτης  στο  κουπέ  του  βαγονιού  ρίχνει  την  τελευταία  πασιέντζα.  Προσδοκά  ν΄  αλλάξει  το  πεπρωμένο  της  φυγής.  Το  διαισθανότανε  πως  δεν  θα  του΄βγαινε.  

Του  έλειπε  η  ντάμα  κούπα.      Οι   ξενιτεμένοι   πρόσφυγες   στερημένοι,   ονειρεύονται     νεράιδες   σε  μπουζούκια.   Ζωγραφίζουν   όπως   θέλουν   τη   γενέθλια   χώρα,   με  ανταύγειες,  αρώματα,  ήχους.  Η   λαχτάρα   για   άγγιγμα   χεριών   είχε   ως   αποτέλεσμα   μια  αναποδογυρισμένη   κούπα.   Κούπα   αχνίζουσα   με   το   ζεστό   τσάι.   Άνοιξα  τα  νεκρά  πέταλα  από  σφένδαμο  που  μου  χάρισες,  κι  ένιωσα  την  καρδιά  σου  να  χτυπά.  Η   αποτυπωμένη   φάτσα   της   ακολουθεί   τις   ράγες   του   τρένου.   Η  εναλλαγή   τοπίων   δεν   την   αλλοιώνει.   Αντίθετα,   κυριαρχεί   σ΄   όλες   τις  εικόνες,  λόφους,  κοιλάδες,  ποτάμια,  πόλεις  και  χωριά.    Την   ένιωθε   πως   φώτιζε   τους   δρόμους   της   αβύσσου   που   έμελλε  ν΄αλλάξει  τη  ζωή  όλων.  Τα   μάτια   τους   μόνο   διασταυρώθηκαν   χωρίς   κανένα   ρώτημα,   χωρίς  καμιά  λέξη.  Μόνο  κίνησαν  τις  κεφαλές  της  λύπης.  Ανακαλώ   ακόμα   το   τραγούδι   των   τροχών   σαν   μουσική   ικανή   να  αποδιώξει,  έστω  για  λίγο,  την  οδύνη  της  σωματικής  ακινησίας.    Αλλά  αυτό  εσιώπησε  για  πάντα.  

αλλού  71    

Χριστίνα  Πλαΐνη  

39°  υπό  σκιά  Οι   βαλίτσες   στέκονταν   στοιχισμένες   πάνω   στα   γυαλιστερά   πλακάκια  του   σαλονιού,   τις   κοιτούσε   αναποφάσιστη   παίζοντας   νευρικά   με   το  τσαντάκι   της.   Δεν   ήταν   σίγουρο   αν   ήταν   ενοχλημένη   από   την  κινητικότητα   του   νεοφερμένου   κόσμου   που   πηγαινοερχόταν   στη  ρεσεψιόν,  ή  από  αυτό  το  ύφος  τους  το  γεμάτο  αδημονία:  «θα  είναι  το  ξενοδοχείο   καλό,   θα   είναι   ο   καιρός   ευχάριστος   ή   θα   κάνει   πολλή  ζέστη;»   Βυθίστηκε   ακόμα   περισσότερο   στη   μοναξιά   της,   κόλλησε   στο  μπράτσο   του  καναπέ  σαν  να  ήθελε  να  κρατηθεί  από  κάπου.  Οι   κυρίες  ήταν  καλοντυμένες  και  παρφουμαρισμένες  σαν  να  τους  είχε  χυθεί  όλο  το   μπουκαλάκι   στο   λαιμό,   ενώ   κομψοί   κύριοι   τις   συνόδευαν   αγκαζέ.  Κανείς  δεν  την  πρόσεχε  έτσι  που  ήταν  ατημέλητη  και  ακίνητη  τόση  ώρα,  και   για  μια  στιγμή  αισθάνθηκε  αόρατη.  Θυμήθηκε   το   καθρεφτάκι  που  της   είχε   αγοράσει   από   την   αγορά   του   Καΐρου   και   το   έψαξε   μηχανικά,  αλλά  δεν  το  βρήκε.  Σκέφτηκε  να  ξανανέβει  στο  δωμάτιο  μήπως  το  είχε  ξεχάσει   στο   κομοδίνο,   αλλά   ένα   νέο   κύμα   αναποφασιστικότητας   την  καθήλωσε  στο  καναπέ.    Ήταν   σχεδόν   χαράματα   και   αναρίγησε   από   την   υγρασία.   Ούτε   είχε  καταλάβει   πότε   τον   είχε   πάρει   ο   ύπνος   χθες   βράδυ,   κάποιος   τον  σκούντηξε   και   ξύπνησε   ξαφνικά.   Ευτυχώς,   τα   ρούχα   που   του   είχαν  χαρίσει  -­‐αν  και  του  μύριζαν  αφόρητα-­‐  τον  κρατούσαν  ζεστό.  Πάσχιζε  να  συνηθίσει   την   απλυσιά   όπως   και   τα   διάφορα   ζωύφια   που   τρύπωναν  παντού,  κυρίως  όμως  την  απουσία  των  ανέσεων  που  ήξερε  σε  όλη  του  τη   ζωή.  Στην  ύπαιθρο  τα  πράγματα  ήταν  σαφώς  καλύτερα.  Οι  πρωινές  του   ανάγκες   είχαν   απλοποιηθεί,   κινήθηκε   γρήγορα   αλλά   όχι   βιαστικά,  απολάμβανε  κάθε  στιγμή.  Όπως  κάθε  μέρα,  το  καραβάνι  ήταν  έτοιμο  να  ξεκινήσει   πριν   ο   ήλιος   ανέβει.   Θα   ταξίδευε   όλη   μέρα   και   θα  σταματούσε  κάπου  αλλού,  ίσως  κάπου  με  νερό  ίσως  όχι,  με  στέγη  μόνο  τον  ουρανό.  Τακτοποίησε  τα  λιγοστά  αντικείμενα  που  κουβαλούσε,  ένα  ταγάρι   με   το   παγούρι   του,   ξερούς   χουρμάδες   και   μια   αλλαξιά.  Σιγούρεψε  με  κάποια  ενοχή  το  πορτοφόλι  του  ακόμα  κρυμμένο  καλά  σε  μια  πτυχή  του  ρούχου  του  -­‐ήταν  το  τελευταίο  πράγμα  που  τον  συνέδεε  με   το   παρελθόν.   Έβρισε   στα   αραβικά   σκοντάφτοντας   σε   ένα   κουφάρι  ζώου  ξεπλυμένο  από  τον  ήλιο,  και  ικανοποιημένος  για  την  πρόοδό  του  στην   αλλόκοτη   αυτή,   ξένη   γλώσσα,   ακολούθησε   τους   υπόλοιπους.  Ταξιδεύανε  προς  τον  νότο,  τα  ονόματα  των  τοποθεσιών  μπερδεύονταν  

 72  αλλού    

στο  μυαλό  του  με  μόνη  εξαίρεση  το  όνομα  αυτής  της  ερήμου.  Αυτής  της  ασύλληπτης   επίπεδης   έκτασης   της   τόσο   εχθρικής   προς   οποιοδήποτε  ζωντανό   οργανισμό.   Όπου   και   να   κοιτούσες,   ένας   ανοιχτός   ορίζοντας  απλωνόταν  μπροστά  σου  και  μαζί  το  άγνωστο,  η  σιωπή,  η  μοναξιά  και  ίσως  η  απόλυτη  ελευθερία.  

Βοτρ  πρεμιέρ  φουά  ά  αφρίκ;    Με  τις   τέσσερις  ολοκαίνουριες  βαλίτσες  τους  ακουμπισμένες  στο  χώμα  και   το  ευρωπαϊκό  τους  παρουσιαστικό,  κάνανε   πρωτοφανή   εντύπωση   στα   χαμίνια   που   χοροπηδούσαν  γελώντας  γύρω  τους.  Ήταν  το  τρίτο  χωριό  στη  σειρά  που  επισκέπτονταν,  το  τουριστικό  πρακτορείο  το  είχε  περιγράψει  ως  ιδανικό  για  τον  επιτυχή  εορτασμό   της   επετείου   του   γάμου   τους.   Μόνο   που   ο   πράκτορας   δεν  έτυχε  να  αναφέρει  κάτι  για  την  αφόρητη  υγρασία,  τα  κουνούπια  και  τη  μπόχα  από   τα   αποχωρητήρια.  Ο   αρχικός   της   ενθουσιασμός   για   την   Β.  Αφρική   και   το   όλο   ρομαντικό   εγχείρημα   είχε   αρχίσει   σταδιακά   να  ξεθωριάζει.   Ένιωθε   εκτεθειμένη   σε   αυτόν   τον   τόπο   που   ο   ήλιος  αποκάλυπτε   ξεδιάντροπα   κάθε   σκέψη,   κάθε   μυστικό.   Έβρισκε  καταφύγιο   για   ώρες   στη   μπανιέρα   και   στη   σκιά   του   δωματίου  γράφοντας   γράμματα.   Είχαν   αναμφισβήτητα   και   οι   δύο   τις   συνήθειές  και   τις   νευρασθένειές   τους,   περισσότερο  όμως   εκείνη  αρνιόταν   να   τις  απαλλαχτεί,   και   το   παραδεχόταν.   Ξεμύτιζε   από   την   ασφάλεια   των  τοίχων   της   φρεσκαρισμένη,   μόνο   όταν   ήταν   να   τους   σερβίρουν   το  δείπνο.   Τσάι   και   κους-­‐κους   με   κρέας   ή   ψάρι   στη   βεράντα   του  μοναδικού  εστιατόριου.  Η  ελπίδα  για  το  δροσερό  απογευματινό  αεράκι  και   κάποια   ευχάριστη   κουβεντούλα   μεταξύ   τους   ήταν   η   στιγμή   που  ανέμενε   καθημερινά.   Τον   περιεργαζόταν   όταν   κατέφθανε   κάθε   μέρα  όλο  και  πιο  αργοπορημένος,  και  απορούσε  με  τον  ενθουσιασμό  του  για  αυτόν   τον   παρθένο   τόπο   -­‐όπως   τον   αποκαλούσε-­‐   «τον   απαλλαγμένο  από  τον  ευρωπαϊκό  συντηρητισμό  και  την  δυτική  υποκρισία».  

Οι   νεοφερμένοι   τακτοποιήθηκαν  επιτέλους  στα  δωμάτιά   τους,   και  στο  σαλόνι  η  τάξη  είχε  αποκατασταθεί.  Είχε  σταματήσει  και  το  ντριν  από  το  κουδούνι  της  ρεσεψιόν  που  της  τρύπαγε  το  μυαλό.  Μπόρεσε  επιτέλους  να  πάρει  μια  ανάσα,  να  σκεφτεί,  και  να  ξεκολλήσει  από  τον  καναπέ.  Θα  το   έβρισκε   το   καθρεφτάκι.   Εδώ   έχασε   τον   άντρα   της,   για   ένα  καθρεφτάκι  θα  στεναχωριόταν;  Το  μυαλό  της  έτρεξε  ασυναίσθητα  στον  μικρό   της   κήπο,   φαντάστηκε   τον   εαυτό   της   να   στέκεται   κάτω   από   τη  βροχή   κοιτώντας   τα   δέντρα   και   να   μη   τη   νοιάζει   αν   θα   βραχεί.  Σηκώθηκε  και   κατευθύνθηκε  αποφασιστικά  για  πρώτη  φορά  μετά  από  εβδομάδες   προς   τον   υπεύθυνο   με   το   παπιγιόν.   «Παρακαλώ   φωνάξτε  μου  αμέσως  ένα  ταξί  για  το  αεροδρόμιο».  

αλλού  73    

Λίνα  Σαουλίδου  

Η  αναχώρηση  Η   άκρη   του   πινέλου   σου   μόλις   που   αγγίζει   την   επιφάνεια   του  ηλεκτροβιοφόρου   καμβά,   μια   υποψία   χρώματος,   μια   μικρή   φωτεινή  κηλίδα,   προστίθεται     στη   ράχη   του   γέρικου   χεριού   που   απεικονίζεται  στον   πίνακα   ν’   αγγίζει   το   σχεδόν   διάφανο   δέρμα   της   γυναίκας   με   τα  λυτά   μαλλιά   που   στροβιλίζονται   και   κατρακυλούν   ως   το   πάτωμα   σαν  καταρράκτης.                                                                                                  Η  τελευταία  πινελιά,  ζωγράφισες  και  το  χέρι  σου  Αχιλλέα,  την  αχίλλειο  πτέρνα   σου,   το   μόνο   τρωτό   σου   σημείο,   η   διαίσθηση   της  συμπληρωματικής   σου   μητέρας   που   είχε   πάθος   με   τις   παρωχημένες  εποχές  δεν  έπεσε  έξω,  σωστά  διάλεξε  τ’  όνομά  σου,  στα  313  σου  χρόνια  είσαι  κιόλας    στα  πρόθυρα  του  θανάτου,  αυτό    το  γέρικο,    αγαπημένο  χέρι,  τόσο  αταίριαστο  με  το  υπόλοιπο  νεανικό  σου  σώμα  είναι  η  αιτία.  

Καλά   που   πρόλαβες   θα   πω,   ήταν   φορές   που   φοβήθηκα   ότι   δεν   θ’  αντέξει,  ότι  θα  διαλυθεί  στα  εξ  ων  συνετέθη    με  το  πινέλο  ανάμεσα  στα  δάχτυλα     πριν   ολοκληρώσεις   το   έργο   σου.   Έπεσα   έξω   ευτυχώς,   και  να΄σαι   τώρα  ανακουφισμένος,   έχεις  ακόμα  και  μερικά  λεπτά  δικά  σου  πριν   το   τέλος.   Αργά,   σχεδόν   τελετουργικά,   απασφαλίζεις   και   αφαιρείς    το  ειδικό  γάντι  που  προστατεύει  σε  ελεγχόμενες  συνθήκες  το  πολύτιμο  μέλος.  Το  κοιτάζεις  για  λίγο.  Το  δέρμα,  λεπτό  και  μαυρισμένο  μόλις  που  συγκρατεί   τις   φουσκωμένες   γαλάζιες   φλέβες   και   τα   οστά   ελαφρά  στρεβλωμένα   από   την   αρθρίτιδα.   Σκέφτεσαι   το   χέρι   του   Ότζι,   του  μακρινού  προγόνου  σου,     πού   τον  θυμήθηκες   τώρα   τον  άνθρωπο   των  πάγων,   5.500   χρόνια   πίσω,   τότε   που   ακόμα   η   ζωή   ήταν   μια   σύντομη  ανάσα  στο   χρόνο.   Το   δικό   σου   χέρι,   δεν   είναι   τόσο  παλιό,   είναι   όμως  εξίσου   αυθεντικό,   το   μόνο   αυθεντικό   κομμάτι   πάνω   σου,   τ’   άλλα   όλα  είναι     βιοπαρασκευασμένοι   αντικαταστάτες     που   αναπτύχθηκαν   κατά  παραγγελία   ξανά   και   ξανά     στο   γονιδιακό   αναπαραγωγέα   οργάνων,  κάθε   αλλαγή   μια   μικρή   επέμβαση   ρουτίνας,   τι   ευκολία,   αφήνει   όμως  μια  αυξανόμενη  απώλεια   της  κιναίσθησης    όλα  έχουν   το   τίμημά  τους,  γι’   αυτό   δε   θέλησες   να   τ’     αλλάξεις,   καταλαβαίνω,   μα   ας   πρόσεχες  τουλάχιστον,     όπως   κάνουν   όλοι,   στο   ΄λεγαν     οι   γονείς   σου,   έξι  άνθρωποι   που  θέλαν   το   καλό  σου,   μα   εσύ   ζωγράφιζες   συνέχεια,   ένας  κορυφαίος   καλλιτέχνης,   κάθε  φορά   και  μια   νέα   κατάκτηση  στην   τέχνη  σου,   έφταιγαν   σίγουρα   κι   αυτές   οι   καινούριες   τεχνικές,   σ’   έκαναν   να  νοιώθεις   σαν   θεός,   κάθε   πίνακας   ένα   μικρό   αυτόνομο   και   ζωντανό    

 74  αλλού    

σύμπαν   σχεδιασμένο   από   ‘σένα   να   ζει   στο     διηνεκές   τη   δική   του  ανεξάρτητη  εσωτερική  ζωή.    

Αυτά  πληρώνεις  τώρα,  το  χέρι  καταστράφηκε  κι  ο  νόμος  είναι  αυστηρός  κι   απαρέγκλιτος,   έτσι   πρέπει,   κανείς   δεν   έχει   όρεξη   να   ξαναζήσει   τις  φριχτές  μέρες  της  πληθυσμιακής  έκρηξης  του  2.300,  όταν  πλανήτης  και  ανθρωπότητα  έφτασαν  στα  πρόθυρα  του  αφανισμού.  Το  ήξερες  απ’  την  αρχή,  η  καταστροφή  του  τελευταίου  φυσικού  μέλους  σε  στέλνει  χωρίς  δεύτερη   κουβέντα   στον   άλλο   κόσμο   όπως   έλεγαν   κι   οι   αρχαίοι.   Τώρα  τουλάχιστον  οι  επιλογές  για  μετά  είναι  πολλές:  κοντά  στις  παλιές  έχουν  προστεθεί   καινούριες:   μοριοποίηση,   επαναχρησιμοποίηση   μελών   και  οργάνων,  μετατροπή  σε  ανδρείκελο,  διατήρηση  σε  εμψυχωμένο  πίνακα  κι  εσύ  διάλεξες  την  τελευταία,  αυτή  που  υπηρέτησες  με  την  τέχνη  σου  μια  ζωή  δε  θα  μπορούσε  να  γίνει  αλλιώς.  Γνωρίζεις  βέβαια  το  ρίσκο  οι  στατιστικές  το  λένε  καθαρά  το  95  %  των  περιπτώσεων  οδηγούνται  αργά  ή   γρήγορα   στην   παράνοια,   είναι   φυσικό,   πόσο   ν’   αντέξει   κανείς  κλεισμένος    αιώνια  κι  αμετάκλητα    σ’  ένα  κάδρο,  ενσωματωμένος  στον  περιορισμένο   χωροχρόνο   μιας   και   μόνο   σκηνής   του   εμψυχωμένου  πίνακα   που   επαναλαμβάνεται   αδιάκοπα   με   άπειρες   ανεπαίσθητες  παραλλαγές  στις  πιο  ασήμαντες   λεπτομέρειες,     στο   τέλος  όλοι  σχεδόν    παραλογίζονται,  διακρίνεις  αν  κοιτάξεις  προσεκτικά  την  απόγνωση  στα  μάτια  τους  κι  ύστερα  το  άδειο    βλέμμα  του  τρελού,  άδικα  μιλάω,  είσαι  αποφασισμένος   βλέπω,   οι   αποχαιρετισμοί   και   τα   τυπικά   έχουν  τελειώσει   από   καιρό,   κι   έχεις   διαλέξει   την   αγαπημένη   σου   ώρα   του  σούρουπου,   σε   λίγο   θα   τελειώσει   και   το   δικό   μου   έργο,   το   έργο   ενός    απλού   ηλεκτρονικού   βιογραφικού   καταγραφέα,   ανοίγεις   τους  διακόπτες   κάτω   δεξιά   που   θα   αυτοκαταστραφούν   μετά   την  ολοκλήρωση   της   διαδικασίας,   το   ζωγραφισμένο   χέρι   ακτινοβολεί,    ακουμπάς  το  πραγματικό  πάνω  του,  τα  δυο  χέρια  γίνονται  ένα,  το  κορμί  έξω   απ'   τον   πίνακα   έλκεται   βίαια   και   ενσωματώνεται   στο   αντίγραφό  του,  ο  εμψυχωμένος  πίνακας  αποκτά  τη  δίκη  του  αυτιστική  ζωή  που  θα  συνεχίζεται   επ’   άπειρον     ανεπηρέαστη   απ’   ό,τι   συμβαίνει   στον   έξω  κόσμο.   Το   σοκ   της   ενσωμάτωσης   υποχωρεί,   κάτω   απ'   τις   άκρες   των  δακτύλων   σου   κι   ύστερα   σ’   ολόκληρη   την   παλάμη   νοιώθεις   το   απαλό  διάφανο   δέρμα   της   παλιάς   σου   αγαπημένης,   η   μνήμη   της   αφής  ανασύρει   αναμνήσεις   ξεχασμένες   από   χρόνια,   τα   πιο   έντονα  συναισθήματα   σε   κατακλύζουν,   μια   αίσθηση   απόλυτης   ευτυχίας   σε  κυριεύει.  Πόσο  μπορεί  ν’  αντέξει  κανείς  την  απόλυτη  ευτυχία;  

 

αλλού  75    

Μαριλένα  Μανούρα  

Frozen  Charlotte    Το  δέρμα  της  ήταν  τόσο  απαλό.  Η  ζωή  της  δεν  είχε  τίποτα  το  βελούδινο  παρά   μόνο   αυτό   το   εύθραυστο   σαν   τούλι   δέρμα   και   κάτι   φθαρμένες  ταπετσαρίες   στην   τραπεζαρία   του   σαλονιού.   Μνήμες   δεν   κρατούσε,  ανέκαθεν  πίστευε  πως  δεν  χρησιμεύουν  σε  τίποτα.  Τα  ρούχα  της  άνετα,  φτωχικά  μα  περιποιημένα,  πρόδιδαν  πως  σπάνια  έβγαινε  από  το  σπίτι.  Ευτυχώς   που   ερχόταν   η   κα   Μόζλι,   τρεις   φορές   την   εβδομάδα   και  φρόντιζε   τα  απαραίτητα.   Τα   γεύματά   της   λιτά,  δεν  απασχολούσε  ποτέ  τον  εαυτό  της  με  περιττές  επιθυμίες.    

Όταν  είχε  στείλει  το  πρώτο,  έτρεμε  ολόκληρη.  Είχε  διπλώσει  προσεκτικά  το   χαρτί  στα  δύο  κι  ύστερα  στα   τέσσερα  και  μόνο  αφού  είχε  ρίξει   τον  σφραγισμένο  φάκελο  στο  ταχυδρομικό  κουτί,  θυμήθηκε  πως  δεν  το  είχε  καν  υπογράψει.  Έβρεχε  πολύ  εκείνη  την  ημέρα.  Τα  παπούτσια  της  είχαν  γεμίσει  λάσπες.  Περίμενε  πολύ  όμως  μια  μέρα  χωρίς  ήλιο.  Δεν  έβγαινε  ποτέ  με  ηλιοφάνεια  από  το  σπίτι.  Ο  δυνατός  ήλιος  θα  ήταν  καταστροφή  για  το  άσπρο  σαν  γάλα  δέρμα  της.  Άλλωστε  και  ποιος  ο  λόγος  να  πάρει  τέτοιο  ρίσκο;  

Όταν  δημοσιεύθηκε  το  πρώτο,  δεν  την  ειδοποίησε  κανείς.  Άνοιξε  τυχαία  το   τεύχος,   στη   σελίδα   12   και   το   'δε   εκεί,   να   στέκεται   περήφανο.   Τι  έκπληξη   όταν   είδε   πως   στην   θέση   της   υπογραφής,   είχε   ένα   όνομα.  Charlotte.  Απλώς  Charlotte.  Χρειάστηκε  να  ανατρέξει  στον  αστερίσκο  με  το  σημείωμα  του  εκδότη  για  να  έρθει  η  καρδιά  στη  θέση  της.  Το  ποίημα  είχε   φθάσει   ανώνυμο   από   μια   διεύθυνση   στο   Charlottenburg   και   η  ομάδα  του  περιοδικού  αποφάσισε  να  δώσει  στην  ανώνυμη  ποιήτρια,  το  ψευδώνυμο   Charlotte.   Ε   λοιπόν,   δεν   θα   μπορούσε   να   αποφασίσει  καλύτερα.   Φόρεσε   το   Charlotte   σαν   το   καινούργιο   ρούχο   που  μοστράρουμε   στα   πάρτυ,   κι   ας   είχε   χρόνια   να  ψωνίσει   κι   ας   μην   είχε  πάει  ποτέ  σε  πάρτυ.    

Κι  ύστερα  ακολούθησε  το  δεύτερο.  Με  το  ίδιο  καρδιοχτύπι.  Κ  έπειτα  το  τρίτο   και   αμέτρητα   άλλα.   Σύντομα   δημιουργήθηκε   ένας   μύθος   γύρω  απ΄τη   νεαρή   ποιήτρια   Charlotte,   που   για   καλή   της   τύχη   το   περιοδικό  επιδίωκε   να   κρατήσει   την   πραγματική   της   ταυτότητα   κρυφή.   Ήταν  άραγε  όμορφη;  Ζούσε  μόνη;  Είχε  πολλούς  εραστές;    

Φοβούμενη  παρατεταμένες  περιόδους  ηλιοφάνειας,  άρχισε  να  στέλνει  δυό  πολλές  φορές  και  τρία  τρία  τα  ποιήματα  στους  φακέλους.  Είχε  δική  

 76  αλλού    

της   στήλη   τώρα,   σταθερή,   στις   κεντρικές   σελίδες,   μαζί   με   σχόλια  αναγνωστών  και  κριτικές  σε  κάθε  έκδοση.    

Τα   ποιήματά   της,   εύθραυστα   σαν   το   δέρμα   της.   Λες   κι   όσο   τύλιγε  σφιχτά  και  έκρυβε  κάθε  σπιθαμή  κυτταρικής  μεμβράνης  στο  κορμί  της,  τόσο  αυτά  ξεπηδούσαν  από  μια  οργιώδη  φαντασία  χωρίς  προηγούμενο.  Σχέσεις   με   άντρες   δεν   είχε   ποτέ,   θεωρούσε   τον   εαυτό   της   πολύ  ευαίσθητο   και   συνάμα   τραχύ,   για   τέτοιου   είδους   συγχρωτισμούς,   τα  κείμενά   της   ωστόσο   ανέδιδαν   μυρωδιές   από   ιδρωμένα   σώματα   και  έρωτες  φλογερούς.    Τολμηρά  για  την  εποχή  τους,  δεν  πρόδιδαν  τίποτα  από  τον  μοναχικό  και  μοναστηριακά  λιτό  βίο  της  σάρκας  της  μέσα  στα  σκοτάδια.    

Το  τελευταίο  το  ταχυδρόμησε  η  κα  Μόζλι  τιμής  ένεκεν.  Το  είχε  γράψει  λίγο  πριν  ξεψυχήσει.  Κρατούσε  τον  σφραγισμένο  φάκελο  στο  χέρι  όταν  την  βρήκε  η  κα  Μόζλι  παγωμένη.  Κι  έξω  ο  ήλιος  έλαμπε.      

 

 

Νατάσα  Ραπτοπούλου  

Ονειρεμένος  χορός  Πάνω  στον  μαύρο  πίνακα  τα  γράμματα  αλλάζουν  συνεχώς  θέση,  μια  το  Ο  κοντά  στο  Ν,  μια  το  Β  κοντά  στο  Υ  και  μόνο  το  Ω  κάθεται  μόνο  του  και  ακούει  με  παράπονο  τα  χαχανητά  του  Θ,  και  τότε  ξεπροβάλει  το  Α.    

Τι   όμορφο   που   είναι   το   Α   μέσα   στο   εύηχο   φόρεμα   του.   Περιφέρεται  χαμογελαστό   και  άνετο.   Κοντοστέκεται   λίγο  στα  μικρά  πηγαδάκια  που  έχουν   σχηματιστεί   και   με   ύφος   αγέρωχο   τους   χαρίζει   λίγο   από   την  λάμψη  του.  Όλοι  το  θαυμάζουν,  όλοι  προσκυνούν  την  μεγαλειότητά  του  και  αναγνωρίζουν  την  αναγκαιότητά  του.  Εκείνο  φλερτάρει  με  το  Ε,   το  όμορφο  και  ευγενικό  Ε,  αλλά  το  Ω  δεν  το  πλησιάζει  κανείς.    

Ένας  γλυκός  ύπνος  παρασύρει  το  Ω  στα  σπλάχνα  του  και  ονειρεύεται.  

Από   την  άκρη   του  πίνακα  πλησιάζουν  προς   το  μέρος   του  δυο  μορφές,  διακρίνει    το  ρομαντικό  Ζ  και  το  επιβλητικό  Η.  

Το  Ζ  χαμογελαστό  κοντοστέκεται  και  υποκλίνεται  μπροστά  του,  το  καλεί  σε   χορό,   ντροπαλά   το   Ω   αποκρίνεται   θετικά   και   ένα   κύμα   ευτυχίας  διαποτίζει   το   είναι   του,   και   καθώς   χορεύουν   παίρνει   θέση   και   το   Η,  παρασύρονται   και   οι   τρεις   στη     μαγεία   της   μουσικής   και   λίγο   πριν   η  μουσική   τελειώσει   το   Ω   βρίσκεται   ανάμεσά   τους,   και   νιώθει   γαλήνη,  

αλλού  77    

αγάπη  και  απίστευτη  ηρεμία,  και  βλέπει  ξεκάθαρα  την  ύπαρξή  του.  ΖΩΗ  γράφει  η  υπόκλισή  τους.  

 

 

Ανδρέας  Μπουρζούκος  

Να  ζήσει  Την   νύχτα   εκείνη   όλοι   την   θυμούνται   στο   χωριό.   Ήταν   λες   και   είχαν  ανοίξει  οι  ουρανοί  και  βάλθηκαν  να  πνίξουν  τον  τόπο.  Έπεφτε  το  νερό  σαν  χοντρή  χειμωνιάτικη  κουβέρτα  και  ό,τι  δεν  είχε  στέγη  πάνω  από  το  κεφάλι   του   το   έπνιγε   χωρίς   δισταγμό.   Το   ρέμα   που   συνήθως  προστάτευε   το   χωριό   πλημμύρισε   και   όλα   τα   μαζεμένα   νερά   έφυγαν  ορμητικός   χείμαρρος   πάνω   στο   νεκροταφείο.   Άνοιξαν   τα   μνήματα   και  μαζί  με  τα  χώματα  και  τα  κλαδιά  άρχιζαν  να  πλέουν  και  οι  νεκροί  στους  κατηφορικούς   δρόμους   του   χωριού.   Εκείνη   την   μέρα   γεννήθηκε,  ανάμεσα  στον   χαλασμό  και  η  πρώτη   του  ανάσα.  Και  μαζί  με   τις   ευχές  για   δύναμη   και   μακροημέρευση,   μουρμουριστά   και   από   γυρισμένες  πλάτες  βγαίνανε  κατάρες  για  τον  οιωνό  που  έφερε  ο  ερχομός  του.  

 

 

Λίνα  Σαουλίδου  

Όνειρο  με  κύμα  Ζεστό,   κίτρινο   μεσημέρι.   Ένα   κορίτσι,   φορώντας   την   ανεμελιά   του  καλοκαιριού,   περπατάει   στην   παραλία.   Η   λεπτή   άμμος   σκανταλιάρα,  ξεγελάει    το  χρόνο,  παρατείνοντας  τη  στιγμιαία  παρουσία  των  βημάτων  της:  αποτυπώνει  μικρές  παιδικές  πατούσες.  Αυτή  γυρίζει  και  τις  κοιτάζει  γοητευμένη.   Ξάφνου   ο   ήλιος   χάνεται   σ’   έναν   κατάμαυρο   ουρανό,   τα  εφήμερα   ίχνη   στην   άμμο   σβήνει   ένας   δυνατός   άνεμος,   άγρια   κύματα  πήραν   τη   θέση   του   γαλάζιου   διάφανου   καθρέφτη.   Μέσα   απ’   το   πιο  μεγάλο   κύμα   ξεπετάγεται   μια   τίγρη˙   δόντια,   νύχια   και   μάτια   που  λάμπουν  απειλητικά.    Αλίμονο˙  δεν  έχει  δρόμο  διαφυγής  για  το  κορίτσι.  Ορμάει  πάνω  του  και  το  κατασπαράζει.  Το  μόνο  που  απομένει  πια  απ’  αυτήν,   είναι   τα   λεπτά,   λευκά   της   κοκαλάκια,   που   αιωρούνται   και  στροβιλίζονται  απ’  τον  άνεμο…  

 78  κοντά    

κοντά  

Επιμέλεια  ενότητας:  Γεωργία  Παπαμιχαήλ  

 

 

 

 

       κοντά  

Κοντά  

Κοντά…  Ένα  βήμα  που  ενώνει,  διανύει,  διαλύει  κι  αντίστροφα  και…  

πάλι  από  την  αρχή,  μια  άλλη  αρχή,  μια  «νέα  αρχή».  

Σε  φέρνει,  σε  παίρνει,  στο  τέρμα,  στο…  τέλμα.  

Ποτέ  ο  ίδιος!  

Πότε  κοντά  και  μαζί  ή  κοντά  και  σχεδόν  μαζί  ή  περίπου  κοντά.  

«Έρωτας!»  λένε,  κοντά  ή  …κόντρα.  Δε  βγάζεις  άκρη.  

 

 

 

 

 

κοντά  79    

Κατερίνα  Αποστόλου  

Το  παρελθόν  εξομολογείται  Τώρα  που  η  απόσταση  ανάμεσά  μας  δεν  εξαρτάται  από  τη  βούληση  ή  τη  λογική  μας,  ούτε  μπορεί  να  προσδιοριστεί  με  μέτρα  ανθρώπινα.  

Τώρα   που   η   βεβαιότητα   της   απουσίας   σου   δεν   αφήνει   κανένα  περιθώριο   συναισθηματικών   ελιγμών   ή   και   παράλογων   προσδοκιών,  τώρα   μπορώ   χωρίς   ενοχές   να   σε   σκέφτομαι   και   να   σου   εκφράζω  επιτέλους   όσα   η   αστική   μου   αγωγή   με   εμπόδιζε   να   σου   αποκαλύψω.  Συναντιόμαστε   πάντα   με   κάποιο   πρόσχημα,   είτε   διασκέδαση   με   τις  οικογένειές  μας,  ή  με  φίλους  σε  σπίτια,  ή  σε  χώρους  δημόσιους,  πάντα  εκτεθειμένοι  σ’  αγαπημένα,  ανυποψίαστα  βλέμματα.    

Όταν  ήταν  να  συναντηθούμε,  εντελώς  αυθόρμητα,  μου  ερχόταν  στο  νου  μια  φράση  που  είχα  αποστηθίσει  και  την  επαναλάμβανα  ξανά  και  ξανά  για  να  συντονιστώ  στη  λογική  της  και  να  μη  λοξοδρομήσω.  «Ο   γάμος   είναι   μια   βουτιά   στην   πίστη.   Ο   ένας   είναι   το   δίχτυ   ασφαλείας   του  άλλου»  Από  την  πρώτη  στιγμή  που  σε  γνώρισα  κατάλαβα  πόσο  δύσκολο  θα  μου  ήταν  να  αντισταθώ  σ’  αυτή  την  ανάγκη  να  σε  βλέπω,  έστω  για  λίγο,  έστω  και  με  την  παρουσία  της  γυναίκας  σου  και  του  άντρα  μου.  Μπορεί  να  μην  είχαμε  μιλήσει  για  αυτήν  την  επιτακτική  επιθυμία  που  με  κυρίευε  και  με  έκανε  ανήμπορη  να  αντισταθώ  και  να  σε  αποφύγω,  όμως  από  την  άλλη  ήμουν  βέβαιη  πως  η  ίδια  ακριβώς  επιθυμία  κυρίευε  και  σένα.  Το  έβλεπα  στον   τρόπο   που   με   κοίταζες   όταν   σε   άφηνα   να   νομίζεις   ότι   είμαι  απασχολημένη  με  κάτι  άλλο.    

Αισθανόμουν  το  βλέμμα  σου  να  κόβει  βόλτες  σ'  ολόκληρο  το  κορμί  μου,  να   χαϊδεύει   απαλά   τα   ξέπλεκα   μαλλιά   μου,   να   ακολουθεί   την   καμπύλη  του   λαιμού,   να   σταματά   διστακτικά   και   να   αναπαύεται   επάνω   στο  προκλητικό   νεανικό   μου   στήθος.   Γύριζα   τότε   εντελώς   ξαφνικά,   και   σε  κοίταζα  κατευθείαν  στα  μάτια,  κι  εσύ  γεμάτος  αμηχανία  έστρεφες  αλλού  το   κεφάλι,   για   να   επιστρέψεις   στην   αδιάφορη   για   σένα   κουβέντα   των  υπολοίπων.   Έμπαινα   και   εγώ  στη  συζήτηση  μόνο   και   μόνο   για   να   είμαι  κοντά  σου,  ν’  ακούω  τη  φωνή  σου.  Υπήρχε  κάτι  στη  φωνή  σου  που  μου  δημιουργούσε  ένα  αίσθημα  ασφάλειας.  

Ήσουν  πολλά  χρόνια  μεγαλύτερός  μου  θα  μπορούσες  να  είσαι  πατέρας  μου.  Δεν  ήσουν  αυτό  που  λέμε  όμορφος,  είχες  όμως  ένα  πρόσωπο  από  αυτά  που  δεν   ξεχνάς   εύκολα,   μάτια   μικρά   και   αεικίνητα,   έντονα   φτιαγμένα   για   να  παρατηρούν,   φρύδια   πυκνά   κι   ελαφρά   γκριζαρισμένα,   ίδια   με   τα   μαλλιά  σου,   μύτη   μεγάλη   και   λίγο   γαμψή,   χείλη   παχιά   και   καλοσχηματισμένα,  ήσουν   ψηλός   και   έτσι   που   περπατούσες   αφηρημένος,   βυθισμένος   σε  

 80  κοντά    

σκέψεις,   με   τα   χέρια   στις   τσέπες,   έμοιαζες   απόμακρος   και   καθόλου  ευάλωτος.    

Αυτό   λοιπόν   με   γοήτευε   σε   σένα,   δεν   ήσουν   εύκολος   στόχος,   κι   αυτό   με  ξεσήκωνε  και  με  τρέλαινε.    

Ήθελα   να   σε   κατακτήσω,   αλλά   χωρίς   να   κατακτηθώ.   Το   είχες   άραγε  καταλάβει  πώς  ακριβώς  ένοιωθα  για  σένα;  Αυτό  ποτέ  δε  θα  το  μάθω.  Δεν  ξέρω,  ίσως  και  να  είναι  καλύτερα  έτσι.  

Από   την   αρχή   κατάλαβα   ότι   είχες   αποφασίσει   να   μην   αντισταθείς   αν  έκανα   εγώ   το   πρώτο   βήμα,   εσύ   όμως   δε   θα   έπαιρνες   ποτέ   την  πρωτοβουλία   των   κινήσεων.   Εγώ   δε   θα   έκανα   ποτέ   το   πρώτο   βήμα   κι  αυτό  εσύ  κατά  βάθος  το  γνώριζες,  κι  ίσως  το  επεδίωκες.  Η  σχέση  αυτή  θα  κυριαρχούσε   στις   σκέψεις   μας,   στις   επιθυμίες   μας,   αλλά   ποτέ   δε   θ’  ανέτρεπε  τις  ζωές  μας,  ήταν  ξεκάθαρο.    

Ονειρεύτηκες  ποτέ  μια  σχέση  δίχως  όρια  ικανή  να  σε  κάνει  να  σπάσεις  τα  καλούπια  που  βάζουν  γύρω  σου  οι  άνθρωποι,  να  βγεις  έξω  από  την  υλική  σου   υπόσταση,   να   λησμονήσεις   τον   εαυτό   σου   και   να   διαλύσεις   τις  στερεότυπες   αντιδράσεις   που   είναι   συνυφασμένες   με   το   όνομα   ή   το  πρόσωπό  σου;  Έχω  την  αίσθηση  ότι  ακόμα  και  στα  όνειρά  σου  απέφευγες  να  αποδεχθείς  την  πραγματικότητα  που  η  παρουσία  μου  σου  υπαγόρευε,  παρόλο  που  υπέκυπτες  στην  ανεξέλεγκτη  επιθυμία  να  με  βλέπεις  με  κάθε  ευκαιρία.  

Εγώ   αντίθετα   στα   όνειρά   μου   σε   διεκδικούσα   χωρίς   αναστολές  γινόμουν  τολμηρή  κι  αλλιώτικη,  σου  μιλούσα,  σε  άγγιζα,  σε  φιλούσα  κι  όταν  εσύ  άρχιζες  να  γίνεσαι  πιο  απαιτητικός,  παραδομένος  στο  παιχνίδι  της  ηδονής,  σου  ξέφευγα  και  κει  ξυπνούσα.    

Έτσι   μεταξύ   φαντασίας,   ονείρου   και   πραγματικότητας   περνούσαν   οι  εποχές  και  τα  χρόνια,  ώσπου  μια  μέρα  που  είχες  κατέβει  στην  πόλη  για  δουλειές   και   σε   φιλοξενούσα,   βρεθήκαμε   μόνοι,   πηγαινοερχόμουνα  θυμάμαι   βιαστικά   από   την   κουζίνα   στην   τραπεζαρία,   απορροφημένη  δήθεν   από   το   σερβίρισμα   του   πρωινού,   αποφεύγοντας   να   ανοίξω  οποιαδήποτε   κουβέντα   μαζί   σου.   Υπήρχε   μια   ένταση   ανάμεσα   μας,  νοιώθαμε   άβολα   ήταν   ολοφάνερο,   η   ατμόσφαιρα   θύμιζε   ουρανό   λίγο  πριν  την  καταιγίδα,  κάποια  στιγμή  με  άρπαξες  βίαια  από  το  χέρι,  και  με  ανάγκασες   να   σε   κοιτάξω   και   με   φωνή   που   μόλις   ακουγόταν   με  ρώτησες:  -­‐Γιατί  με  βασανίζεις;  Έμεινα   ακίνητη   σαν   άγαλμα,   βουβή   να   σε   κοιτάζω   σα   να   ήθελα   να  αποτυπώσω  στη  μνήμη  μου  το  πρόσωπό  σου,  σα  να  ένοιωθα  πως  ήταν  η  τελευταία  μας  φορά,  δεν  ήξερα  τι  να  σου  πω  τα  είχα  χαμένα,  άρχισα  να  κλαίω  σιωπηλά…  Συνήλθα  όταν  είχες  πια  φύγει.  Δε  σε  είδα  ποτέ  ξανά.  Τα  δίχτυα  ασφαλείας  μας  είχαν  αντέξει!  

κοντά  81    

Έλενα  Ντάκουλα  

Η  προέλευση  του  κόσμου  Μπαίνοντας  στην  αίθουσα  20  του  μουσείου  Ορσαί  τα  μάτια  της  έψαξαν  τον  πίνακα  του  Κουρμπέ  με  το  γυναικείο  αιδοίο,  την  «Προέλευση  του  κόσμου».  Στη   Σχολή   είχαν   μιλήσει   για   το   έργο   το   οποίο   της   είχε   δημιουργήσει  ανάμεικτα  συναισθήματα   και  ήθελε  πάντα   να   το  δει  από   κοντά.  Κάθισε  στο  πάγκο,  απέναντι  από  τον  πίνακα  με  το  βλέμμα  καρφωμένο  πάνω  του,  αφήνοντας   τις   σκέψεις   της   να   ταξιδέψουν.   Πόσο   πρωτοπόρος   και  ασυμβίβαστος  ήταν  ο   ζωγράφος  αυτός  ο  οποίος   τόλμησε  εν  έτει  1866  να  ζωγραφίσει   κάτι   που   ακόμη   και   σήμερα   θα   δημιουργούσε   κοινωνικές  αντιδράσεις;   Πόσο   απελευθερωμένη   ήταν   αυτή   η   γυναίκα   που   δεν   είχε  διστάσει  να  ποζάρει  έτσι;  Να  ήταν  ερωμένη  του,  αντικείμενο  του  πόθου  του  ή   ένα  απλό  μοντέλο   και   αυτός  απλός   τεχνίτης;   Αυτή  η   ίδια   θα  μπορούσε  ποτέ  να  ξεπεράσει  τα  ταμπού  της  αν  της  το  ζητούσε  κάποιος  ζωγράφος;  Πώς  το  γυμνό  γίνεται  τέχνη  χωρίς  να  προκαλεί  χυδαίους  συνειρμούς;  

«Σας   αρέσει   αυτός   ο   πίνακας;»   άκουσε   μία   αντρική   ζεστή   φωνή   να   τη  ρωτά,  η  οποία  διέκοψε  τις  σκέψεις  της  και  γύρισε  το  κεφάλι  της.  

Δίπλα  της  ήταν  συμπαθέστατος  άνδρας  γύρω  στα  30.  Κάτι  στο  ύφος  αλλά  και   στο   ντύσιμό   του   έδινε   την   εντύπωση   ότι   ήταν   καλλιτέχνης.   Δεν  απάντησε   αμέσως.   Δεν   είχε   αποφασίσει.   Αμφιταλαντευόταν   ανάμεσα  στην   εικαστική   προσέγγιση   και   στις   συντηρητικές   της   καταβολές,  υπεύθυνες   για   την   ενοχή   που   ένιωθε   λόγω   της   έξαψης   του  ενδιαφέροντος   για   αυτόν   τον   πίνακα.   Προτίμησε   την   ασφαλή   οδό,  μιλώντας   για   το   τεχνικό   κομμάτι,   όπου   η   ρεαλιστική   απεικόνιση   του  αιδοίου   είχε   πετύχει   το   στόχο   απομυθοποιώντας   το,   τονίζοντας  ταυτόχρονα  τη  διπλή  του  σημασία.  

«Η   απάντησή   σας   δεν   είναι   ακριβώς   αυτή   που   περίμενα»,   της   είπε   με  ωμή   ειλικρίνεια,   κοιτάζοντάς   την   βαθιά   στα   μάτια.   «Σας   παρατηρώ  αρκετή  ώρα.  Διαισθάνομαι  ότι  ο  πίνακας  αυτός  σας  έχει  αναστατώσει  για  κάτι,  άσχετο  από  την  εικαστική  πλευρά»  συνέχισε,  λες  και  είχε  διαβάσει  ενδόμυχες   σκέψεις   της.   Το   έντονο   βλέμμα   του   την   διαπέρασε   σαν  ηλεκτρικό   ρεύμα.   Προσπάθησε   να   κρύψει   τη   ταραχή   της   κοιτάζοντας  αλλού.  Η  φωνή  του  την  ακολούθησε  και  αισθάνθηκε  σαν  να  την  κτύπησε  κεραυνός  όταν  τον  άκουσε  να  λέει:  «Είμαι  ζωγράφος  και  νιώθω  ότι  θα  το  ήθελες  και  εσύ  να  σε  ζωγραφίσω  ακριβώς  έτσι.  Συμφωνείς;»  

 

 82  κοντά    

Ειρήνη  Καββαδά  

Ραντεβού  στο  πλοίο  Η  εσοχή  του  ταβανιού  της  έδινε  αρκετό  χώρο  να  κινηθεί  αλλά  και  αρκετές  κρυψώνες.   Περπατούσε   αργά,   σε   μικρές   ριπές,   προσπαθώντας   να  δημιουργήσει   την   ψευδαίσθηση   ότι   βαδίζει   ασκόπως.   Ανά   διαστήματα  άλλαζε  πορεία,  διαγράφοντας  μικρά  ημικύκλια  πάνω  στο  υπόλευκο  φόντο.  Στο  μυαλό  της,  ωστόσο,  ο  στόχος  ήταν  σαφής.  Το  ίδιο  κι  ο  προορισμός  της.    

Έτσι  γινόταν  μερικές  Κυριακές.  Το  πρωί  είχε  αρκετό  χρόνο  να  χουζουρέψει  δίπλα  στον  αγαπημένο  της,  αφού  δεν  θα  ’φευγε  κανείς  για  τη  δουλειά,  να  κοιτάξουν  μαζί  το  ταβάνι,  να  σχολιάσουν  τη  ρωγμή  στο  σοβά,  το  τυλιγμένο  καλώδιο  που  έμεινε  στη  θέση  του  φωτιστικού  χωρίς  ροζέτα…  Κι  ύστερα  να  μαλώσουν  για  το  πρόγραμμα  της  μέρας,  αφού  είχε  πάει  κιόλας  έντεκα…  Πάλι  καλά  που  το  μωρό  έπαιζε  ήσυχα  στην  κούνια  του  και  δεν  ανάγκασε  ούτε  εκείνη  ούτε  αυτόν  να  σηκωθούν.    

Η  σημερινή  περιπλάνησή  της  είχε  ξεκινήσει  από  το  κουρτινόξυλο,  δηλαδή  κοντά   στο   μέσον   της   μεγάλης   τζαμαρίας.   Η   τεχνική   παραπλάνησης   την  έφερε  διαγώνια,  αφού  πρώτα  λοξοδρόμησε  πάνω  απ’  την  τηλεόραση  και  πίσω  απ’  το  στερεοφωνικό.  Η  σκόνη  τη  δελέασε  προς  στιγμήν  να  υφάνει  το   μεταξωτό   της   μίτο   και   να   κατηφορίσει,   γιατί   εκεί   σίγουρα   θα  παραμόνευε  κάτι  το  λαχταριστό.  Δεν  γινόταν,  όμως,  να  αργοπορήσει  άλλο.  Ο  απέναντι  τοίχος,  με  μια  ευθεία  πορεία,  ακόμα  και  μέσα  από  την  εσοχή  της   γυψοσανίδας,   θα   την   έβγαζε   γρήγορα   και   αθέατα   εκεί   ακριβώς  που  ήθελε.    

«Ωχ,  κοίτα,  μια  αράχνη!»,  είπε  γελώντας  εκείνη,  με  λίγο  από  ντροπή  που  δεν  ξεσκόνισε  και  λίγο  από  ανακούφιση  που  δεν  μένει  στον  Αμαζόνιο  και  άρα  δεν  κινδυνεύει  από  το  τσίμπημα  της  «μαύρης  χήρας»…  «Νόμιζα  πως  ήταν   λεκές   στο   ταβάνι,   αλλά   μετά   την   είδα   που   κουνιόταν»,   απάντησε  εκείνος,   με   την   οικεία   ηρεμία   των   καλών   στιγμών   του,   «Μήπως   να   την  πιάναμε;»,  «Σώπα,  μωρέ,  μια  αραχνούλα  τόση  δα  είναι…».  

Σχεδόν  έντεκα  η  ώρα,  ο  ήλιος  έφτανε  στη  σωστή  γωνία  με  τις  γρίλιες  απ’  τα  στόρια   και   η   κρίσιμη   στιγμή   πλησίαζε.   Δεν   πήρε   κανένα   μεζέ   για   τη  διαδρομή   και   ένιωθε   ένοχη,   αλλά   πίστευε   πως   αν   πεινούσαν   κάτι   θα  έβρισκαν  να  φάνε.  Ήθελε,  εξάλλου,  να  φανεί  σ’  εκείνον  ότι  τον  σκέφτηκε,  προνόησε,  πως  ήθελε  να  τον  περιποιηθεί.  Ο  χρόνος,  όμως,  είχε  τώρα  πιο  μεγάλη  σημασία.  Αποφάσισε  να  κόψει  δρόμο  κι  ανέβηκε  σφαίρα  πάνω  από  την  εσοχή.    

«Δεν  θα  το  πιστέψεις!  Κοίτα  πόσο  μακριά  έφτασε!  Περπατάει  στην  κολόνα,  δίπλα  στη  βιβλιοθήκη».  Δεν  είχαν  καλά  καλά  ανταλλάξει  τρεις  κουβέντες,  ευτυχώς  ήρεμες  και  κάπως  «ελαφριές»  –  το  πλεονέκτημα  του  πρωινού  της  

κοντά  83    

Κυριακής.   Η   χθεσινή   ταινία   ήταν   πράγματι   καλή,   άξιζε   το   ξενύχτι.   Την  έφερε,   κιόλας,   πιο   κοντά   του,   αυτό   το   μοίρασμα   μιας   χαλαρής  δραστηριότητας,   στο   ημιφώτιστο   σαλόνι   της   αγιουρβεδικής   της   λάμπας  από  γνήσιο  αλάτι  Ιμαλαΐων.  Είπαν  για  την  υπόθεση,  δεν  ήταν  ξεκάθαρο  το  τέλος.  Κι  έπειτα  κλασικά  τα  του  προγράμματος.  «Λες  να  πάμε  στο  πάρκο  για  ποδήλατο  ή  βαριέσαι;»,  «Ας  φάμε  πρωινό  και  βλέπουμε»,  «Σου  αρέσει  η  πιτζάμα  μου  με   τα  αρνιά;»,  «Αρνιά  είναι;   Είχα   την  εντύπωση  πως  ήταν  πρόβατα»…    

«Μα  καλά,  πώς  έφτασε  τόσο  γρήγορα  εκεί  κάτω  η  αράχνη;»,  «Πιστεύω  πως  είναι  άλλη  αυτή  η  αράχνη  κι  όχι  η  ίδια  που  είδαμε  πριν».  

Εκείνος   είχε   δεκάδες   απορίες   αλλά   δεν   θα   έκανε   τίποτα   γιατί   είχε  αποφασίσει  να  την  ακολουθήσει  μέχρι  τέλους.  Η  ανυπομονησία  του  ήταν  μεγάλη,   αφού   είχε   κιόλας   φτάσει   στην   κολόνα,   δίπλα   στη   μικρή  βιβλιοθήκη,   έχοντας   ξεκινήσει   απ’   το   ταβάνι   της   κουζίνας,   πολύ   πιο  μακριά.  Από  χθες  δειλά  δειλά  ξεκίνησε,  κάνοντας  πολλά  διαλείμματα  στη  μέση.   Τις   τελευταίες   ώρες   τις   πέρασε   στο   αλουμίνιο   του   παραθύρου,  περιμένοντας  τον  ήλιο  ν’  ανεβεί  ψηλά  και  να  παρουσιάσει  την  περίμετρο  του   στεφανιού   του   πάνω   απ’   την   κορυφή   του   λόφου.   Τότε,   ήξερε   πως  έφτασε  η  ώρα.  Πέρασε  πίσω  απ’  τους  σωλήνες  του  παλιού  καλοριφέρ  κι  ανέβηκε   στη   μύτη   απ’   το   κατάρτι,   μόλις   πατώντας   με   τα   πόδια   του   το  ελαφρώς  γαριασμένο  απ’  τον  καιρό  πανί.    

«Τώρα   πού   πήγε;   Δεν   τη   βλέπω…».   «Εξαφανίστηκε…   Α,   όχι.   Μόλις  ανέβηκε  πάνω  στο  πανί  απ’  το  καραβάκι!  Τη  βλέπεις;  Να,  εκεί,  στη  γωνία  δίπλα  στο  σωλήνα  του  καλοριφέρ».  «Απίστευτη  ταχύτητα»!  

Εκείνη  δεν  φοβόταν,  αλλά  ήθελε  να  βεβαιωθεί.  Ήταν  σίγουρη  ότι  θα  την  περίμενε,  δεν  θα  έλυνε  πρόωρα  τους  κάβους.  Ξεμύτισε  πάλι  στο  ταβάνι,  για  να  υπολογίσει  το  χρόνο  απ’  την  αντανάκλαση  στην  τζαμαρία.  Ευτυχώς  ήταν  πολύ  κοντά.    

«Δεν   θα   το   πιστέψεις.   Τελικά   είχες   δίκιο,   δεν   ήταν   αυτή,   ήταν   άλλη  αράχνη.  Να  η  πρώτη!».  «Μα  καλά,  πού  βρέθηκαν  δυο  αράχνες  στο  ίδιο  το  δωμάτιο;   Θα   τρελαθώ.   Η   μία   στο   καραβάκι   “καλά,   θυμάσαι   που   το  πήραμε  τότε  που  αλλάξαμε  εκείνο  το  κακόγουστο  βάζο  που  μας  έφεραν  στο  γάμο;”  η  άλλη  στο  ταβάνι  να  τρέχει  προς  τα  εκεί…»    

«Λες;  Λες  να  είχαν  ραντεβού  στο  πλοίο;  Θα  μου  άρεσε  να  κάνουμε  κάποτε  κι  εμείς  μια  κρουαζιέρα…  Στο  Ιόνιο  και  την  Αδριατική.  Ναι,  μόνοι…  Κι  αυτές  οι  αράχνες…  Φαντάζεσαι  να  συναντηθούν  πάνω  στο  ξύλινο  ιστιοφόρο  και  ξαφνικά  αυτό  να  ζωντανέψει,  να  φουσκώσουν  τα  πανιά  του,  να  τις  πάρει  και  να  φύγουνε  μαζί;»,  «Μάλλον  επηρεάστηκες  από  τη  χθεσινή  ταινία…».    

 84  κοντά    

Πατώντας   το   πόδι   της   στη   βαριά   ξύλινη   βάση,   ήδη   ήξερε…   Δεν  χρειάζονταν  βλέμματα  ούτε  χειρονομίες.  Ούτε  μονομαχίες  με  το  αρσενικό.  Ποτέ  ξανά.  Τον  είδε  στην  πλώρη.  Ήταν  εκεί  και  την  περίμενε.    

Πάω,   πάω   να   κλείσω   τα   εισιτήρια.   Θα   διαλέξω   την   καμπίνα   με   την   πιο  ωραία  θέα!  

   

Μαριλένα  Μανούρα  

Ερωτική  σκηνή  Την   συναντούσε   μόνο   κάθε   Κυριακή   πρωί,   στην   λειτουργία   της  Αγγλικανικής   Εκκλησίας.   Έψαχνε   με   αγωνία   να   την   βρει   ανάμεσα   στις  σειρές  πιστών,  παρακαλώντας  για  μια  θέση  ακριβώς  από  πίσω  της.  Τις  λίγες  φορές  που  η  τύχη  τα  ’φερνε  έτσι,  αφηνόταν  να  μυρίζει  το  άρωμά  της,   να  παρακολουθεί   το   λείο  ύφασμα  πώς   έγραφε  στους   γοφούς   της  και  να  ονειρεύεται  κάθε  τι  ανάρμοστο  για  εκκλησίασμα.  Σχεδόν  πάντα,  σήκωνε  τα  μαλλιά  της  ψηλά,  σε  περίτεχνη  κόμμωση.  Πόσες  φορές  δεν  είχε  φαντασθεί  ότι  την  φιλάει  ακριβώς  εκεί,  στην  άκρη  των  λοβών  της.  Δεν  θα  τολμούσε  ποτέ  να  γευτεί  τα  χείλη  της  μα  ο  πόθος  λειτουργούσε  μόνος   του   ξεπερνώντας   κάθε   μικροαστικό   πρέπει.  Μια   φορά   μάλιστα  φόρεσε   τυχαία   το   ίδιο   χρώμα   φόρεμα   και   εκείνη,   της   χάρισε   το   πιο  αφοπλιστικό  χαμόγελο  που  η  φαντασία  της  είχε  ποτέ  προβλέψει.  

   

Δάφνη  Παπαστυλιανού  

Είχαν  προγραμματιστεί  Πρόγραμμα.   Πρέπει   να   φτιάξει   πρόγραμμα   οπωσδήποτε   γιατί   αλλιώς  δεν  μπορεί   τίποτε  να  συμβεί.  Δεν  συμβαίνουν   τα  πράγματα  αν  δεν   τα  προγραμματίζει.   Γι’   αυτό   έκατσε   στον   υπολογιστή,   άνοιξε   το   word,  έφτιαξε  έναν  πίνακα  με  τις  ημέρες  και   τις  ώρες  της  εβδομάδας  και  σε  κάθε  αντίστοιχο  κουτάκι  έγραφε  αυτό  που  έπρεπε  να  συμβεί.  Δευτέρα,  στις  6:45  το  πρωί  ξύπνημα.  Στις  7:10  πρωινό  και  από  τις  7:30  μέχρι  τη  13:00  το  μεσημέρι  περισυλλογή  για  το  μεγάλο  σχέδιο  που  θα  άλλαζε  τα  πάντα.   Ένιωθε   αυτοπεποίθηση.   Ήταν   σίγουρος   ότι   όλα   θα   πάνε  σύμφωνα  με  το  πλάνο.  Την  Κυριακή  το  βράδυ  γνώρισε  μια  γυναίκα  που  την  βρήκε  ενδιαφέρουσα.  Αυτό  είχε  να  γίνει  από  το  1999.  Την  Δευτέρα  ξύπνησε  στις  12:42.  Παρ’  όλ’  αυτά  διάφορα  πράγματα  συνέβησαν  που  δεν  είχαν  προγραμματιστεί.  

κοντά  85    

Μυρτώ  Πανάγου  

Η  αγγελία  Ζητείται   ευχάριστη   κυρία   μέσης   ηλικίας,   έως   εξήντα   ετών,   που   επιθυμεί  γνωριμία   με   κύριο   ηλικίας   εξήντα   πέντε   ετών,   πρώην   δημόσιο   υπάλληλο,  κάτοικο  Παλαιού  Φαλήρου,  με  ιδιαίτερη  αγάπη  στα  ανέκδοτα  και  τα  αινίγματα.  

Τηλέφωνο  επικοινωνίας:  6974678990.    

Υπ’  όψιν  κύριου  Διονύση  Χαρίτογλου.  

Δεν  της  άρεσε  να  κοιτά  τις  αγγελίες.  Όλη  αυτή  η  αγοραπωλησία  που  παιζόταν  στις   τελευταίες   σελίδες   της   κάθε   εφημερίδας   της   προκαλούσε   αλλεργία.  Αλλά   ας   όψεται   η   ώρα   που   γλίστρησε   στο   μπάνιο.   Το   ατύχημα   στάθηκε  αρκετό  να  την  ακινητοποιήσει  στο  κρεβάτι  για  πάνω  από  μήνα.  Και  έτσι,  μέχρι  τα   αγόρια   της   να   θυμηθούν   να   τις   προμηθεύσουν   νέες   εφημερίδες,  αναγκαζόταν   να   ξεκοκαλίζει   τις   ήδη  υπάρχουσες.   Έτσι   έφτασε   και  μέχρι   τις  αγγελίες.  Ναι,  ναι  ποιος  θα  το  περίμενε  η  Θεώνη  Βάλβη,  κόρη  στρατηγού  εν  αποστρατεία   και   γέννημα   θρέμμα   του   Παλαιού   Ψυχικού,   να   κάθεται   να  χαζολογάει   τις   αγγελίες   της   κάθε   χαζοφυλλάδας.   Ναι,   ναι   ποιος   θα   το  περίμενε  να  αναλώνεται  αυτή  σε  πωλήσεις  κτημάτων  στην  Άνω  Περδικούλα,  αναζήτηση   του   κατάλληλου   μπλέντερ   αποχυμωτή   ειδικά   για   παιδική  φρουτοσαλάτα  ή  εύρεση  θετού  γονέα  για   τσοπανόσκυλο  ονόματι  Μποξ  εκ  Μενιδίου.    

Σιγά-­‐σιγά  όμως  να  ’σου  που  έγινε  η  παρέα  της,  η  καθημερινή  συνήθειά  της.  Προσπέρναγε   τα   πολιτικά   -­‐άλλωστε   η   αριστοκρατική   Δεξιά   της   της   τα   ’χε  κάνει   τόσο  μαντάρα  που  σφιγγόταν   το  φυλλοκάρδι   της  πια-­‐,   αδιαφορούσε  για  τα  κοινωνικά  –«ε,  εμείς  θα  σώσουμε  όλο  τον  κόσμο  δηλαδή»–,  αγνοούσε  τα  πολιτιστικά  –με  τόσο  Σούμπερτ  και  Μπαχ  για  προίκα  ένιωθε  να  'χει  φτάσει  πια  στο  έπακρο  της  διανόησης–  και  φυσικά  απεχθανόταν  τα  αθλητικά  –  αυτά  μόνο  ο  μακαρίτης  σύζυγος  και  οι  τριαντάρηδες  γιοί  της  τα  καταλάβαιναν.    

Και   έτσι   έφτανε   πια   στην   πολυπόθητη   σελίδα.   Τη   νέα   συντροφιά   της  εξηντάχρονης  ζωής  της.  Αγγελίες:  Ζητείται,  Πωλείται,  Νοικιάζεται,  Διατίθεται,  Χάθηκε,   Δίδεται,   Προσφέρεται.   Σπίτια,   Χωράφια,   Κτήματα,   Αυτοκίνητα,  Συσκευές,  Σκυλιά,  Γατιά,  Καναρίνια.  

Χανόταν  μέσα  στις  λέξεις.  Μέσα  στον  κάθε  άνθρωπο  που  κρυβόταν  πίσω  από  την   κάθε   αναζήτηση.   Μέχρι   που   πρώτη   φορά   είδε   και   τον   άνθρωπο  ξεκάθαρα.  Τον  άνθρωπο  που  αναζητούσε  έναν  άλλον  άνθρωπο.  Τον  άνθρωπο  που  ζούσε  στο  Παλαιό  Φάληρο.  Τον  άνθρωπο  που  του  άρεσαν  τα  ανέκδοτα  και   τα   αινίγματα.   Θυμήθηκε   τον   πατέρα   της   που   για   να   της   προμηθεύσει  

 86  κοντά    

κάθε   Κυριακή   το   πολυπόθητο   παστέλι   έπρεπε   να   λύσει   ένα   αίνιγμα.   Κάθε  φορά  πιο  δύσκολο  το  αίνιγμα,  κάθε  φορά  πιο  γλυκό  το  παστέλι.  Ασυναίσθητα  τα  χέρια  της,  με  το  ακόμα  υπάρχον  μανικιούρ  της  προηγούμενης  εβδομάδας,  σήκωσαν  τα  ακουστικό.  Τρέμοντας  σχεδόν  σχημάτισε  τον  αριθμό.  

«Ναι,  γεια  σας,  ο  κύριος  Διονύσης;  Σας  καλώ  για  την  αγγελία…».  

 

 

Yanara  Flores  

Η  εκδίκηση  τρώγεται  κρύα  Η  Μαίρη  και  η  Τζούλια  μεγαλώσανε  μαζί.  Ήτανε  πολύ  καλές  φίλες,   τα  έκαναν  όλα  μαζί  και  μοιράζονταν  όλα  τους  τα  μυστικά.  Μέχρι  εκείνο  το  καλοκαίρι.   Μόλις   είχαν   γυρίσει   από   τις   διακοπές   τους   όταν   η   Μαίρη  ομολόγησε  στην  Τζούλια  πως  ένα  βράδυ,  μεθυσμένη,  βρέθηκε  ερωτικά  με  το  αγόρι  της.  Εκείνη  δεν  αντέδρασε  μπροστά  της  και  της  είπε  πως  τη  συγχωρεί.  Μέσα  της,  όμως,  ήθελε  να  πεθάνει  από  τα  νεύρα  της.  Λίγες  μέρες  μετά  οργάνωσε  ένα  πάρτι  σε  έναν  ξενώνα.  Τα  είχε  κανονίσει  όλα,  φρόντισε  να  τους  μεθύσει.  Είχε  ρίξει  ισχυρά  ναρκωτικά  στα  ποτήρια  τους.  Τους  κλείδωσε  σε  ένα  δωμάτιο  και  τους  έβαλε  φωτιά,  παίρνοντας  το  αίμα  της  πίσω.  Λίγο  αργότερα,  στο  δικαστήριο,  το  μόνο  που  είπε  ήτανε  πως  «οι  προδότες   έπρεπε   να  πεθάνουν».  Και  πως  δεν  μετανιώνει.   Γιατί   και   εκείνη  πέθανε  μαζί  τους.  

 

 

ΒΑΛΙΑ  

Να  μ’  αγαπάς  «Να  μ’  αγαπάς...  όσο  μπορείς  να  μ’  αγαπάς»  άκουγε  στο  ραδιόφωνο  και  το  αποφάσισε!  Σε  κάθε  καινούργια  γκόμενα  που  θα  γνώριζε  από  δω  και  πέρα   θα   της   το   βάζει   να   το   ακούει   καμιά   πενηνταριά  φορές.   Έτσι,   θα  μπορούσε   να   δημιουργήσει   «εύκρατο   κλίμα»   στις   σχέσεις   του·∙   με  λιακάδα,  σε  κανονικές  συνθήκες  πίεσης  και  θερμοκρασίας,  πού  και  πού  καμιά   ψιλή   βροχούλα   ίσα-­‐ίσα   για   να   σπάσει   η   μονοτονία   της  απόλαυσης.  Αυτό  δεν  είναι  το  ζητούμενο  άλλωστε;  

Λες...  σαν  υποσυνείδητο  μήνυμα  «να  πιάσει»;  

κοντά  87    

Νατάσα  Ραπτοπούλου    

Χαμένο  δωμάτιο  Δειλά  με  τρεμάμενα  χέρια  και  άχρωμα  βήματα  μπήκε  στο  δωμάτιό  του.  Στο  μισό  στρωμένο  κρεβάτι  οι  ανάκατες  ζωηρόχρωμες  κουβέρτες  μπλέκονταν  με  τα  αδιάφορα  μονότονα  σεντόνια  σε  έναν  αταίριαστο  κυματισμό,  άλλοτε  φωτεινό,  άλλοτε  σκοτεινό,  χαμένο  σε  βάθη  ωκεανών.  

Στα   αταίριαστα   μεταλλικά   κομοδίνα   κείτονταν   μισοδιαβασμένα   ανοιχτά  βιβλία,  τσακισμένα  σε  τυχαίες  σελίδες.  Τα  πολύχρωμα  εξώφυλλα  έμοιαζαν  με  ζωντανούς  πίνακες,  αφηγούμενα  την  δική  τους  τραγική  ιστορία.  Μνήμες  ξυπνούσαν  και  ξανά  έπεφταν  στο  λήθαργο.  

Η   ρεπλίκα   της   Μόνα   Λίζας,   στεριωμένη   ευλαβικά   στο   προσκεφάλι,   σαν  άλλη   Παναγιά   θυμίζει   την   ύπαρξη   γυναίκας.   Γυναίκας   τυχαίας   αλλά   και  μοναδικής,   εξέχουσας   ύπαρξης,   αναντικατάστατης   και   αμέτρητες   φορές  ονειρεμένης.  

Οι  τοίχοι  είχαν  τα  χρώματα  της  άνοιξης,  ροζ,  πράσινοι,  μαβιοί,  συνέθεταν  την   ξεχασμένη   νιότη   μιας   επερχόμενης   αναγέννησης   και   ρίγη   γαλήνης  διαπερνούσαν  τα  σωθικά.  

Από  τα  μεγάλα  παράθυρα  έμπαινε  γλυκά  το  σούρουπο,  γεμίζοντας  με  τα  μυστικά   του,   το   άδειο   «είναι»   μας.   Φώς   αδιάκριτο,   κενό,   ματαιόδοξο,  ενοχλητικό,  αδιάλλακτο  έριχνε  τις  δέσμες  του  ακατάστατες  μέσα  μας.  Λίγες  μόνο  δραπέτευαν,   ξέφευγαν  από   τον  προορισμό   τους,   έχαναν   τον  δρόμο  τους,  έψαχναν  να  ενωθούν  με  την  πηγή  από  όπου  γεννήθηκαν.  

Μισοτελειωμένα   λευκά   κεριά,   στεριωμένα   σε   απίθανα   κηροπήγια,  σχημάτιζαν  ασάλευτες  μορφές  στους  τοίχους  πριν  αφήσουν  την  τελευταία  τους   σπίθα.   Οι   μορφές   χορεύουν,   μπλέκονται,   φωνάζουν,   μαλώνουν  φεύγουν  και  επιστρέφουν.  Αέναη  τελετουργία  ενός  ψεύτικου  κόσμου.  

Το   βουητό   του   αέρα   που   έμπαινε   κλέφτης   από   το   ανοιχτό   παράθυρο  σμιγόταν  με  την  απαλή  σχεδόν  άηχη  μουσική  που  έβγαινε  από  τα  άχαρα  ηχεία  ενός  ξεχασμένου  πικ-­‐απ.  Νοσταλγικές  νότες  έρεαν  σε  κάθε  μόριό  του  και  ξέχειλες  κραυγές  ταρακουνούσαν  τις  αισθήσεις.  

Μικρά   βουναλάκια   από   στοίβες   βιβλίων   φάνταζαν   λιλιπούτεια   πόλη  γεμάτη  στενά  σοκάκια.  Ανθρωπάκια  αόρατα  ζούσαν,  ερωτεύονταν  χωρίς  να  νοιάζονται,  χωρίς  να  εξηγούν,  χωρίς  να  ενοχλούνται,  χωρίς  τύψεις.  

Ασάλευτοι  και  οι  δυο,  μέσα  στο  χαμένο  δωμάτιο,  έτοιμοι  να  ξεσπάσουν  το  καταπιεσμένο  πάθος  τους.  

 88  κοντά    

 

Θάλεια  Χαραλαμπίδου  

Με  κούρασες!  Στέκεσαι   εκεί,   όρθια,   με   στομάχι   σφικτά   κομποδεμένο,   περιμένοντας   να  κτυπήσει   το   τηλέφωνο…   Νύχτωσε,   η   αναμονή   διαταράσσει   επώδυνα   το  στομάχι…   δεν   αντέχεται.   Ντύνεσαι   στα   γρήγορα   και   κατηφορίζεις   την  Φωκίωνος  Νέγρη.  Στο  C'  est  Ca  είναι  η  παρέα,  πάντα  στο   ίδιο   τραπέζι  με  πολλαπλές  καρέκλες  τριγύρω.  Ακούς  τις  συζητήσεις,  σαν  από  τούνελ…  «σε  ποια   ταβέρνα   θα   πάμε;»,   «όπου   θέλετε»,   δεν   σε   νοιάζει,   μπροστά   στα  μάτια  σου  πετάει  η  μορφή  του.  Δεν  ξέρει  κανείς  για  αυτόν  και  εάν  κάποιος  γνωρίζει  την  ύπαρξή  του,  δεν  το  μετράει…  χαμένη  υπόθεση!    

Αναλογίζεσαι  τις  φορές  που  μάταια  περίμενες  τηλεφώνημά  του,  και  πόσο  μετέωρη   είσαι   σ’  αυτό   το   σκηνικό   του   παραλόγου.   Κινείσαι   βιαστικά,   το  ακουμπάς   μα   δεν   μπορείς   να   το   πιάσεις…   κινείται   πιο   γρήγορα…  επιταχύνεις,  λαχανιάζεις,  κουράζεσαι,  σου  ξεφεύγει,  μα  συνεχίζεις.  Ελπίζεις  πως  κάποτε  θα  μείνει  στα  χέρια  σου,  και  τότε  πως  θα  το  κοιτάς,  πως  θα  το  αγαπάς!    

Πάει  ξέφυγε!  Ήταν  στιγμές  που  για  λίγο  το  έπιασες…  στ’  αλήθεια!  Μα  όταν  ήρθε   η   στιγμή   να   μπορείς   να   το   κλείσεις   στη   χούφτα   σου,   άφησες  απόσταση,   ώστε   να   ξαναφύγει   και…   πάλι   από   την   αρχή.   Τώρα   στέκεσαι  εκεί,   ακίνητη   στην   πολυθρόνα…   για   σένα   υπάρχει   μόνο   το   τίποτα,   ένα  τίποτα  που  μεγαλώνει.  Ακούς   τις  φωνές   της  σκέψης  σου  και  βασανίζεσαι  από  αντιφατικά  συναισθήματα.  Θέλω  αυτό,  θέλω  το  άλλο  ή  κάτι  από  όλα,  και   φοβάσαι…   Τι   ακριβώς   θέλεις;   Ιχνηλατώντας,   προς   τα   πίσω,  συνειδητοποιείς   ότι   αυτό   που   τρέχει   ξοπίσω   του   είναι   μια   ιδέα,   μια  επιθυμία,  που  της  έδωσες  την  δική  του  μορφή...  μα  στην  σημαδιακή  στιγμή  διχάζεσαι,   κάνεις   πίσω.   Αναρωτιέσαι,   γιατί   σου   λείπει.   Τον   θέλεις   ως  προέκταση  του  εαυτού  σου  και  με  υπεροχή  σε  όλα  …συνάμα  σκληρό  και  δυνατό,  τρυφερό  και  προστατευτικό.  Γίνεται;  

Τηρείς   την   δική   σου   ιεράρχηση,   διαφορετική   από   τη   δική   του,   όμως   δεν  γίνεται   έτσι,   ο   συμπαίκτης   σε   τιμωρεί   γι’   αυτό…   αναβάλει   συνεχώς   την  συνάντηση.   Θέλει   υποτακτικούς,   στο   σπίτι,   δίχως   πρόγραμμα…   εύκαιρη  πάντα  να  εντάσσεσαι  στο  δικό  του.  Απειθαρχώ  γιατί  πνίγομαι,  θαυμάζω  την  υπεροχή   του   μυαλού   του,   τη   δυναμική   της   παρουσίας   του,   αλλά   δεν  χρειάζομαι  δυνάστη  και  ρυθμιστή  των  θέλω  μου…  συχνά  τον  κοιτάω  άγρια,  πολύ  άγρια  αλλά  μέσα  μου  πονάω  και  φοβάμαι  την  απουσία  του.  Κινούμαι  με  άδεια  ψυχή  σε  άδεια  πόλη.  Μόνο  η  παρουσία  του,  γεμίζει  την  Αθήνα.    

κοντά  89    

Θα   διαμορφώσω   νέο   σενάριο   ζωής!   Διώξε   τους   κόμπους   δίχως  ακρωτηριασμούς!  Τρομάζω,  δεν  μπορώ!  Σκέπτομαι  σενάρια,  με  δυνατότητα  εναλλακτικής   ανασύνθεσης   δράσεων   και   προσώπων   ή   τμηματικής  κατάργησης…   Ελευθερία   και   αυτοδέσμευση   με   κλωθογυρίζουν.  Αυτοδέσμευση   και   συνέπεια.   Ύπουλη   κατάσταση,  σκέπτομαι,   σε   βάζει   στο  τριπάκι   να   είσαι   ενεργή,   αποτελεσματική,     αποδέκτης   ευθυνών,   που   σου  στρεβλώνουν  την  ελευθερία…    

Η  ροή   της  σκέψης   χάνεται…  άστο  και  όπως  βγει….  Ζήσε   την  αδημονία   του  επιθυμητού!  

 

 

 

Νατάσα  Μακρή  

Lauren  Το  είχα  αντιληφθεί  ότι  με  παρακολουθούσε.  Έκανα  ότι  δεν  το  πρόσεξα.  Προχώρησα  στη  λεωφόρο  κοιτάζοντας  τις  βιτρίνες.  Είχε  μείνε  πίσω  –  τον  είχε   πιάσει   το   φανάρι.   Στάθηκα   λίγο   παραπάνω   σε   μια   βιτρίνα   με  προκλητικά   εσώρουχα.   Του   έδωσα   μια   τελευταία   ευκαιρία   να   με  προφτάσει.   Ο   ήλιος   είχε   αρχίσει   να   πέφτει.   Στο   τζάμι   έβλεπα   την  αντανάκλασή  του.  Στεκόταν  στη  γωνία  και  έστριβε  τσιγάρο.  Προχώρησα  αργά.  Πήρα  το  δρόμο  για  την  γκαρσονιέρα.  Στάθηκα  σε  μια  ήσυχη  γωνία  και   έβγαλα   τσιγάρο.   Δοκίμασα   να   το   ανάψω   με   τον   τελειωμένο  αναπτήρα.  Του  έδωσα  χρόνο  να  πάρει  θάρρος.  Πάντα  πετυχαίνει  αυτό  το  κόλπο.  Ύστερα  με  πλησίασε  στο  σκοτάδι.  

-­‐Επιτρέπεται;  μου  είπε  και  μου  πρόσφερε  φωτιά.  

-­‐Ευχαριστώ,  απάντησα  και  του  χαμογέλασα.  

Του  έδωσα  όσο  θάρρος  χρειάζεται  για  να  νομίζει  το  είχε  από  πάντα.  

-­‐Έχετε  πολύ  γνωστή  φυσιογνωμία.  Γνωριζόμαστε  από  κάπου;  

Πρώτη   απογοήτευση.   Και   πληθυντικός   και   κλισέ.   Άλλη   μέρα   αυτό   θα  σήμαινε   αυτόματη   απόρριψη.   Είναι   τυχερός   όμως.   Θα   έχω   ωορρηξία  για  έξι  ώρες  ακόμα  το  πολύ.  Πρέπει  να  βιαστώ.  

 

 

 90  αλλιώς    

αλλιώς  Επιμέλεια  ενότητας:  Ειρήνη  Καββαδά  

               

αλλιώς  

Ποιήματα  και  πεζοποιήματα.  Ό,τι  μπορούμε  να  πούμε  «αλλιώς»  το  λέμε  κι  έτσι…  Τι  βλέπεις  εσύ,  τι  βλέπω  εγώ,  τι  βλέπουμε  όλοι  και  δεν  βλέπει  πια  κανένας.  Ένα  τοπίο  με  βράχια  και  γκρίζα  θάλασσα,  ένα  τραπέζι  μ’  ένα  λαμπατέρ,  ένα  φλιτζάνι  ραγισμένο  σουβενίρ,  ένα  λαχείο  τσαλακωμένο  κάτω  από  της  μάνας  το  εικονοστάσι.  Ήρωες  των  παιδικών  μας  χρόνων,  με  αδιάβροχη  στολή,  βγάζουν  στεγνούς  άτυχους  ναυαγούς  από  τη  θάλασσα  της  λήθης.    Πώς  ξεχειλίζει  η  καρδιά  και  το  μολύβι  γράφει…  γράφει…  γράφει…    Κι  ο  χρόνος  μέσα  σ’  όλα  αυτά  κάνει  τσουλήθρα  στις  σελίδες  από  το  περσινό  ημερολόγιο.  Γράφουμε  για  το  θάνατο.  Διεκδικούμε  αθανασία.  Λέμε  και  γράφουμε.  Λόγια  που  εξατμίζονται  σε  μια  παγκόσμια  σφαίρα.  Γράμματα  σε  ασκήσεις  που  ασκούν  μια  νέα  γραμματοσύνη.    Ασκήσεις  για  να  αντλήσουμε  όλη  αυτήν  την  έμπνευση  που  τόσα  χρόνια  μας  μορφώνουν  να  ξεχάσουμε.  Τι  να  πούμε  για  την  ποίηση;  Ό,τι  μπορούμε  να  πούμε  «αλλιώς»  το  λέμε  κι  έτσι…      

αλλιώς  91    

Έλκα  Ζιμαρίτου  

Κούπα  

Δεν  σ’  ακολούθησα  σε  εκείνο  σου  το  ταξίδι  Ως  συνήθως.  Οι  επαγγελματικές  υποχρεώσεις,  Ο  ρόλος  της  μάνας  τροφού,  Απόκριση  πειστική  δεν  έχω.  Η  διαρκής  επιθυμία  να  ακολουθώ  το  βλέμμα  σου,  Βαρύ  από  κρυφή  λαγνεία,  Δεν  ήταν  τόσο  ισχυρή,  όπως  άλλοτε.  Την  ένιωσα  την  αχειροποίητη  ρωγμή.  Σημάδια  μιας  ξεθωριασμένης  έλξης.  Και  τώρα  καθημερινά  την  απουσία  σου  απολαμβάνω  Πίνοντας  καφέ  jamaica  Στις  δυο  κούπες  -­‐δώρο-­‐  σε  απόχρωση  άσπρο  μαύρο  Του  MOMA  από  τη  Νέα  Υόρκη.  Αναμειγνύοντας  τη  ζάχαρη  με  το  πικρό  κατακάθι  Με  ολοκέντητο  ασημένιο  κουταλάκι  τη  χτυπώ  Με  ήχο  κρουστό,  σαν  από  κούπα  Baccarat  Μήπως  και  εξαπατήσω  τις  αισθήσεις  μου  Πως  τάχα  είσαι  δίπλα  μου.        

Αναστασία  Παππά  

Ακροβατώντας…  

Θα  ζήσω         θα  πεθάνω!  ζωή  φτωχή  αλλά  τίμια,     δεν  θέλω!  χωρίς  ανέσεις,       πολλές  οι  πληγές,  προσπαθώ,       τα  εμπόδια  αξεπέραστα!  θα  τα  καταφέρω       τα  αδιέξοδα,  τα  κολλήματα,       δεν  τα  μπορώ,  προχωρώ…       σβήνω…          

 92  αλλιώς    

Σωτήρης  Μηλιώνης  

Ο  πιο  γαλάζιος  ουρανός  

Ο  ουρανός  αυτός  είναι  πιο  γαλανός  απ’  όλα  τ’  άλλα  μέρη.  

 Η  θάλασσα  είναι  στοργική  

τα  δέντρα  μ’  αγκαλιάζουν  τα  στάχυα  με  χαϊδεύουνε  

και  τα  πουλιά  μιλάνε.    

Έτσι  είναι  ο  παράδεισος  των  παιδικών  μου  χρόνων.  

       

Αγγελική  Βανικιώτου  

Η  πίστη  στον  Θεό  Η  Τασία  πιστεύει  στον  Θεό  και  αυτό  την  κάνει  ευτυχισμένη.  Πιστεύει  

στη  μετά  θάνατον  ζωή,  στη  συγχώρεση  και  στη  βοήθεια  που  απλόχερα  ο  Θεός  προσφέρει,  όταν  κάποιος  βρίσκεται  σε  δυσκολία.  Επίσης,  

πιστεύει  ότι  ο  αγιασμός  θεραπεύει  την  ψυχή  και  το  σώμα.  Ο  Θεός,  όμως,  δεν  είναι  ορατός.  

Η  μετά  θάνατον  ζωή  παραμένει  μυστήριο.  Η  συγχώρεση  είναι  και  ανθρώπινη.  

Η  βοήθεια  του  Θεού  δεν  έρχεται  πάντοτε  τις  δύσκολες  ώρες.  Ο  αγιασμός  δεν  μπορεί  να  αντικαταστήσει  το  γιατρό.  

Η  Τασία  κάθε  βράδυ  πριν  κοιμηθεί  σκέφτεται  όλα  αυτά,  μετά  ονειρεύεται  μια  ζωή  ευτυχισμένη  και  αποκοιμιέται.  

Το  πρωί  ξυπνάει  και  πιστεύει  στον  Θεό  όλη  τη  μέρα,  χωρίς  να  τα  ξανασκεφτεί  αυτά  μέχρι  το  επόμενο  βράδυ.      

αλλιώς  93    

Λιλή  Ντίνα  

Ύμνος  

Η  ζωή  μας  χάρισμα  του  τυχαίου  ή  λαχείο  που  τράβηξε  αναγκαίο  άγνωστο;  Να  βιώσουμε  εμείς  ειδικά  το  από  το  άπειρο  στο  άπειρο  διάλειμμα,  με  το  θαύμα  της  γέννησης!  Ανάμεσα  σε  αμέτρητα  ωάρια  που  αστόχησαν!    Άγνωστε  ποιητή  «ουρανού  και  γης,  ορατών  τε  πάντων  και  αοράτων»  Δωρητή  μας,    αγιασθήτω  το  όνομά  Σου  

       

Ευγενία  Κουζμίνα  

Βίβιαν  

Την  είδα,  ήταν  εκεί  στα  λουλούδια  ανάμεσα.  Ένα  λουλούδι  κόκκινο,  ένα  λουλούδι  μπεζ.  Μεταξένιο  χέρι...  μ’  αγαπάει  δεν  μ'  αγαπάει,  Με  δεμένα  μάτια  χάριζε  την  εμπιστοσύνη  της.  Το  λουλούδι  δε  λυπάται,  δε  χαίρεται,  σιωπηλά  θαυμάζει  την  ομορφιά.        

 94  αλλιώς    

Γεωργία  Παπαμιχαήλ  

Χολή  κι  αγάπη  

Κι  ανακατεύομαι  κάθε  φορά  που  με  ρωτάνε:  

Είσαι  καλά;  Σπέρνουνε  στα  σπλάχνα  μου  ξεσποριασμένες  βίδες  

να  τις  βιδώνουνε  αργά  να  στρίβουν  το  στομάχι  να  διαπεράσουν  το  κορμί  να  βγούνε  πίσω  

ν’  αφήσουν  στάμπα  στη  σκιά  μου  εκεί  στον  τοίχο.  Πάλι  θα  κάνω  εμετό.  

Να  πω  καλά;  Όχι  καλά;  Ας  μη  μιλήσω.  

Πίσω  από  στόματα  μισά  δόντια  διπλά  

μασάνε  ξεραμένα  λόγια,  λόγια  κλειστά,  χολή  κι  αγάπη.  

Εεε,  δεν  μαλακώνει  η  φιλαρέσκεια,  τσάμπα  το  σάλιο.  Μασούν  και  κρίνουν,  μασούν  και  φτύνουν.  

Ας  κάνω  πίσω.  Εμείς  κοντέψαμε  τον  ουρανό  μ’  ένα  χαμόγελο  

μ’  ένα  χαμόγελο  αρκετό  να  τους  τρελάνει.        

Νότα  Βερικίου  

2.3.2016  

Δέκα  χιλιάδες  παιδιά  αγνοούνται.  Δέκα  χιλιάδες.  Ερωτηματικό.  Παιδιά.  Ερωτηματικό.  Αγνοούνται.  Ερωτηματικό.  Δέκα  χιλιάδες  παιδιά  αγνοούνται.  Ερωτηματικό.      

αλλιώς  95    

Σωτήρης  Μηλιώνης  

Ο  μεγάλος  φιλόσοφος  

«Να,  δείτε  τον,  ακόμα  κοροϊδεύει!  Δε  θα  ’φευγε  αν  μπορούσε,  αν  ήτανε  ο  Ένας;  Μας  πρόδωσε  ο  ψεύτης  και  θάνατος  του  αξίζει»,  ούρλιαζαν  όλοι  αυτοί  που  αγάπη  δε  γνωρίσαν.    Κι  έτσι  όπως  γέμισε  μ’  όλο  το  μίσος  και  τα  βάσανα  των  άλλων,  πόσο  ν’  αντέξει  άλλο,  ράγισε  το  αιθέρινο  σταμνί.  

       

Ευγενία  Κουζμίνα  

Στο  μονοπάτι  της  αλεπούς  

Ήρθε  στο  μονοπάτι  μου,  με  κοίταξε...  κοκκίνισε.  «Είσαι  Αλεπού»,  μου  είπε.  «Πες  μου  το  παραμύθι  σου  και  πού  θα  βρω  όμορφα  βουνά,  ποτάμια  καθαρά».  -­‐Ο  Ήλιος  τα  κρύβει,  σε  τυφλώνει.  Πάρε  αυτό...  είναι  το  κλειδί  μου.  Τώρα  είναι  δικό  σου.  -­‐Ναι,  ένα  τέτοιο  έχασα  κάποτε,  μαζί  με  τα  παραμύθια  μου.  Πήρα  αυτό  το  μονοπάτι,  χίλια  χρόνια  περπατώ...  Ξέχασα  και  το  πρόσωπό  μου.  -­‐Κοίταξε  κάτω,  άκου,  το  χώμα  σου  μιλάει.  Λέει  όμορφες  ιστορίες...  τα  ξέρει  όλα.  Και  το  πώς  είναι  το  πρόσωπό  σου  και  το  πού  θα  βρεις  τα  χαμένα.  -­‐Ναι,  μπορώ...  μυρίζω  το  χώμα  που  πάτησε  το  πόδι  σου,  είναι  το  φύτρο  που  χαρίζει  ζωή.      

 96  αλλιώς    

Έλκα  Ζιμαρίτου  

Μνήμη-­‐λήθη  

Μνήμη,  υπεύθυνη  για  τον  ανθρώπινο  πόνο.  Ημερολόγιο  που  όλοι  κουβαλάμε.  Μνήμη  και  Λήθη  σε  αρχέγονη  διαμάχη  και  συνεργασία.  Μήπως  η  Λήθη  είναι  ο  φυσικός  εχθρός  της  Μνήμης  ή  η  άλλη  όψη  του  ιδίου  νομίσματος;  Το  μυαλό  έχει  δαιδαλώδεις  διαδρομές.  Αισθήματα  που  θάβουμε  βαθιά  μέσα  μας  κι  αυτά  μετά  από  λίγο  επιστρέφουν,  τυραννικά  κι  επίμονα.  Η  Μνήμη  και  η  Λήθη  συνεργάζονται.  Η  μία  δίνει  στην  άλλην  ό,τι  της  περισσεύει.  Σαν  παραφορτωθεί  η  Μνήμη  περνάει  τα  δεδομένα  της  στη  Λήθη.  Και  η  Λήθη  όσα  αισθήματα  δεν  μπορεί  να  καταφάει  τα  επιστρέφει  στη  Μνήμη.  Η  Μνήμη  και  η  Λήθη  σ’  ένα  παιχνίδι  επιβίωσης.      

Λιλή  Ντίνα  

Πού  πήγε  η  Χιονάτη  όταν  λιποτάχτησε  

Εξ  αφορμής  του  στίχου  «Ποτέ  δεν  μπήκα  στης  Χιονάτης  τη  δανεική  οδό»,  από  το  «Η  Λιποταξία  της  Χιονάτης»,  της  Κικής  Δημουλά  

Όνειρα  ή  μέλανα  ζωμό  πραγματικότητας;  Τι  επιλέγεις;    Επιλέγεις…  Μεγάλη  λέξη  Αφού  εσένα  σε  καθόρισε  η  τυχαιότητα  της  ανατροφής  σου      

αλλιώς  97    

 και  τα  γονίδια  που  σου  φορτώνονται  ως  γονική  παροχή  χωρίς  να  τα  καλέσεις!    Κι  όμως,  τα  ψέματα  που  τα  κακολογούμε  συχνά  κρατούν  τα  ρούχα  της  ανάγκης    όπως  βεστιαρίου  υπάλληλος  και  σ’  τα  ενδύουν  να  μην  κρυώσεις  Γιατί  όπως  καλά  γνωρίζεις    και  στη  ζωή  μας    αλλάζουν  οι  εποχές  Ατομικό  το  ημερολόγιο  πατρός  αγνώστου    Συχνά  η  αλήθεια  έχει  κόστος  όταν  τη  διαχείρισή  σου  εξ  ολοκλήρου  σ’  αυτή  θα  αναθέσεις  χωρίς  χρονοτριβή  και  σκέψη    Αναθέτεις…  Μια  κουβέντα  είναι  κι  αυτή  Αν  τα  παράθυρα  κλειστά  σου  τ’  άφησαν  όσοι  πιο  πάνω  αδίκως  κατηγόρησα  γιατί  κι  αυτοί  γόνοι  άλλων  γονιών  υπήρξαν    Αν  δεν  σ’  αφήναν  να  πιστέψεις  παραμύθια  και  σπαρτιάτικα  μεγάλωσες  το  χρόνο  σου  μη  χάνεις  γυρεύοντας  ενόχους    Ώριμος  τώρα  πια  στα  ποιήματα  ακούμπα  Παραμύθια  που  ενηλικιώθηκαν  είναι  Και  θα  σ’  το  αποκαλύψω:  εκεί  η  Χιονάτη  κατέλυσε  όταν  κι  αυτή  μεγάλωσε      

 98  αλλιώς    

Ανδρέας  Μπουρζούκος  

Χώμα  

Σκόνταψα   στο   στεγνό   παλούκι   του   λάκκου,   φτιαγμένος   από   σκληρό,  πατημένο   χώμα.   Άγονο.   Ξερό.   Με   την   τσάπα   στα   άμαθα   χέρια   μου  ανοίγω  την  τρύπα  στο  έδαφος  και  αδιαφορώ  για  το  τσούξιμο  που  μου  λέει   να   τα  παρατήσω.  Δεν   γίνεται.   Ιδρώτας  υγραίνει   το  στολισμένο  με  άσπρα   μαλλιά   κεφάλι   του,   λάσπη   στους   ώμους   πασπαλισμένη   αλλά  κούραση   δεν   τον   βαραίνει.   Αγόγγυστα   υπομένει.   Καρτερικά   περιμένει  το   τελευταίο  φιλί   της   ζωής   και   αιωνία   η   μνήμη   του   μετά   το   πέρασμα  από   το   ύστατο   κατώφλι.   Φλούδες   καρπουζιού   ξεραίνονται   στον   ήλιο,  ξινίλα  μα  και  αρμύρα  στα  χείλη,  κόκκοι  άμμου  κριτσανίζουν  στα  δόντια  ανακατεμένοι  με  τη   ζουμερή,  αρωματική  σάρκα.  Παντόφλες  πλαστικές  στον   ήλιο   καμένες.   Χώμα   στεγνό,   χόρτα   ξερά,   δέντρα   νεκρά.   Ελπίδες,  όνειρα,  μεγαλεία  στα  λόγια   και  σκόνη   του   χρόνου  που  πέρασε,   έφυγε  και  γέλασε  με  την  αλαζονεία  που  μας  διακρίνει,  μας  οδηγεί  και  τελικά  μας  σκεπάζει  στην  τελευταία  μας  κατοικία.  

   

Μυρτώ  Πανάγου  

The  end  

Ακούς  τα  δευτερόλεπτα  του  ρολογιού;  Ήταν  ένα  τρύπιο,  ξεχαρβαλωμένο  σύννεφο.  Ήταν  βουνά  λιωμένα  και  θάλασσες  πνιγμένες.  Ήταν  και  ένας  ουρανός,  ταβάνι  μαύρο.  Ήταν  οι  άνθρωποι  με  τις  μάσκες,  αδειανά  σακάκια  δίχως  ανάσα,  δίχως  φωνή.  Ήταν  και  ο  χρόνος  με  το  στέμμα  το  βασιλικό.  Και  ήταν  και  μια  ταμπέλα  που  ούρλιαζε:  Το  μικρό  παιδί  σταυρώθηκε.  Η  ανάσταση  αργεί.  Τα  ποιήματα  πέθαναν.  Ακούς  τα  δευτερόλεπτα  του  ρολογιού;  Πάντα  τα  δευτερόλεπτα.  Μόνο  τα  δευτερόλεπτα.      

αλλιώς  99    

Ουρανία  Γιαβή  

Ημερομηνίες  σε  β’  ενικό  

Απόσπασμα  από  ποιητική  συλλογή  στο  πλαίσιο  του  Γ’  Κύκλου  

17  Νοεμβρίου  

Περπάτησες  ξυπόλητη  ανάμεσα  στα  ωραιότερα  πράγματα,  μα  ακόμα  έψαχνες  τον  τρόπο  να  ξεχάσεις.  Ώσπου  οι  μέρες  μίκρυναν  τόσο  που  ξυπνούσες  στο  σκοτάδι  και  τότε  κατάλαβες  πως  όσα  σε  βασάνιζαν  δεν  συνέβησαν  ποτέ.  

 21  Μαρτίου  

Μα  εσύ  έζησες  αγκαλιά  με  την  ιστορία  σου.    Τη  διηγούσουν  κάθε  πρωί  στον  εαυτό  σου  και  μόνο  έτσι  σηκωνόσουν  από  το  κρεβάτι.  Φοβόσουν  πως  αν  ξεχάσεις  δεν  θα  είσαι  πια  εσύ.  Και  έτσι  πέρασαν  χρόνια  με  σύντροφο  την  απουσία,  ώσπου  μια  μέρα,  λίγο  πριν  το  σούρουπο,  σου  ήρθε  η  πιο  αναπάντεχη  ιδέα.    Φόρεσες  το  σακάκι  του  πατέρα  σου,  τα  παπούτσια  της  μητέρας  σου  και  το  καπέλο  του  θείου  Σάββα.  Δεν  είμαι  μόνη  πια,  σκέφτηκες,  είναι  όλοι  εδώ.  Και  κάπως  έτσι  άρχισες  πάλι  να  ζεις.  

 1  Ιανουαρίου  

Σημάδι  Κυριακάτικης  αγάπης,  ατελείωτες  μέρες  και  νύχτες  περίμενες  να  σου  δοθεί  η  ευκαιρία  να  φορέσεις  το  κόκκινο  παλτό.  Κάθε  που  σουρούπωνε  κατέβαινες  στο  υπόγειο,  γέμιζες  κούτες  με  τα  παλιά  πράγματα  και  τα  έβγαζες  στο  δρόμο,  με  την  ελπίδα  κάποιος  να  τα  πάρει.  Κάθε  που  ξημέρωνε  τα  έβρισκες  πάλι  εκεί,  τα  φόρτωνες  στους  ώμους  και  κατέβαινες  ένα  ένα  τα  σκαλιά.    24  Ιουλίου  

Τις  άδειες  μέρες  θρηνούσες  τις  αναμνήσεις  που  έχανες.  Αλλά  και  πάλι  δεν  ήταν  αρκετός  ο  πόνος  για  να  δικαιολογήσει  την  τόση  απραξία.  Μέσα  σου  ευχόσουν  να  συμβεί  κάτι  τρομερό,  να  μην  απορεί  πια  κανείς  με  την  τόση  θλίψη.      

 100  αλλιώς    

Μα  ποτέ  δεν  συνέβαινε  τίποτα  και  το  μόνο  τρομερό  ήταν  αυτές  οι  άδειες  μέρες.    23  Δεκεμβρίου  

Βεβαιότητες  της  μιας  νύχτας  όρθωσαν  ανάστημα  στα  σχέδιά  σου.    Για  να  μην  ξαναβγείς  ποτέ  έκλεισες  τις  πόρτες  και  έντυσες  τους  τοίχους  με  καθρέπτες.  Σε  χιλιάδες  γωνίες  αντίκρισες  τον  εαυτό  σου,  μα  τα  όνειρά  σου  κινούμενος  στόχος  και  όλα  τα  τόξα  σου  σπασμένα.    25  Δεκεμβρίου  

Γιορτινή  μοναξιά  σε  πήρε  από  το  χέρι,  σε  έντυσε  ζεστά  και  όταν  μεγάλωσαν  οι  μέρες  εντελώς  απρόβλεπτα  ήξερες  το  δρόμο.  Περπάτησες  γέφυρες  και  ποτέ  δεν  κατάλαβες  γιατί  σε  κοίταζαν  σαν  ξένη  κάθε  που  γινόσουνα  δική  τους.  Είχε  αλλάξει  ο  κόσμος  και  ο  καιρός,  οι  άνθρωποι  δεν  μιλούσαν  και  δεν  έκλαιγαν,  μόνο  αντάλλασσαν  επισκέψεις  και  χειρονομούσαν.    17  Αυγούστου  

Δάκρυα  μιας  νέας  μέρας  χωρίς  προσμονή.  Όσα  μέσα  στη  νύχτα  ονειρεύτηκες  στέκουν  περήφανα  μπροστά  σου,  μα  πριν  προλάβεις  να  γελάσεις  κλαις  και  όλα  τα  μικρά  που  πρόκειται  να  συμβούν  σε  σηκώνουν  από  το  κρεβάτι  και  σου  φοράνε  το  κόκκινο  παλτό.  Τότε  ξέρεις  πως  δεν  έχεις  και  πολλά  περιθώρια.  Θα  κάνεις,  όπως  πάντα,  αυτό  που  πρέπει  και  μέσα  στη  μέρα  θα  ξεχάσεις  τους  κινδύνους  που  ονειρεύτηκες.        

Σωτήρης  Μηλιώνης  

Αρχή  

Έντρομος  ξύπνησα  τη  μέρα  που  ανακάλυψα  πως  ήμουν  αθάνατος.  Δεν  είχα  ζήσει  ποτέ.      

αλλιώς  101    

ΒΑΛΙΑ  

Τσιμέντο  

Υπάρχουν  άνθρωποι  που  ζουν  αλλά  δεν  υπάρχουν.  Γελούν  και  χαίρονται  οι  τάφοι,  τους  περιμένουν  πώς  και  πώς.    Ψυχή  μπετόν  αρμέ  στο  χώμα,  καντήλι  και  λόγια  του  παπά.  Καλύτερα  λίγη  κοπριά  στην  καρδιά,  παρά  το  τσιμέντο  που  μας  λυτρώνει.        

Νότα  Βερικίου  

Ιεριχώ  

Η  ιδιότητα  του  τέλειου  έχει  πάψει  να  μ’  ενδιαφέρει.  

Σκοτεινιάζει  η  όραση  μπροστά  στη  φθορά  της  τάξης,  στην  αστάθεια  των  πεπραγμένων,  

στην  αγριότητα  της  επανάληψης.  Εντός  ορίων  λογικά  παρούσα.  

Αδυνατώ  να  συλλέξω  τα  ψεύδη,  να  αφαιρέσω  αγανάκτηση  και  κυνισμό  από  το  βάρος  μου.  

Λάφυρα  υπερτροφικά,  θηριώδη,  οι  αδυναμίες.  Λέξεις,  ονόματα,  ηχούν  μες  στο  κενό.  

Σε  στιγμές  παροξυσμού  μιας  φλύαρης  ακοής,  σε  καταστάσεις  ηθελημένης  κώφωσης.  

Πόλεις  γεμίζουν  το  δίχως  περιεχόμενο  γίγνεσθαι.  Ιεριχώ...  

γραμμικά  σύμβολα  αινιγματικής  ύλης.        

 102  αλλιώς    

Σωτήρης  Μηλιώνης  

Το  ταξίδι  Τρία  πράσινα  πιάτα  πετούσαν  στον  καλοκαιρινό  ουρανό  δίπλα  σε  κάτι  μαύρα  περιστέρια  

που  με  τη  διαπεραστική  φωνή  τους  φώναζαν  «μη  φύγεις».    

Κι  ήτανε  κόκκινη  η  θάλασσα  κι  ο  ουρανός  κατέβαινε  ολοένα  και  πιο  κάτω  

και  γέλαγαν  ειρωνικά  τα  σύννεφα  κι  οι  άνθρωποι  δεν  είχαν  πρόσωπα  

μόνο  κάτι  μάσκες  περιφέρονταν  και  δεν  μπορούσα  να  σ’  ακούσω  όσο  κι  αν  φώναζες  

κι  έτρεχα  μ’  όλη  τη  δύναμη  της  ανάσας  μου.      

Νατάσα  Ραπτοπούλου  

Ψήγματα  ελευθερίας  

Ψάχνω  στο  θολό  μου  μυαλό  την  άκρη  της  αρχής  να  βρω.  Κάποτε  θαρρώ  θα  ξαναγεννηθώ  Μα  ούτε  και  τότε,  δυστυχώς,  θα  δω  τα  βάσανα  που  προορίζονται  για  εμένα.    Βασανίζομαι  συνεχώς,  την  άκρη  της  αρχής  να  βρω  Να  πιστέψω  πως  κάτι  θα  περισσέψει  και  για  εμένα.    Λίγα  σημάδια  ευτυχίας  αναζητώ,  λίγα  λεπτά  ελευθερίας  νοσταλγώ,  απομένω,  μόνη,  να  παρακαλώ  την  άκρη  της  αρχής  να  βρω.        

αλλιώς  103    

Γεωργία  Παπαμιχαήλ  

Όχι,  δεν  θέλω  

Είπα  θα  κάτσω  μια  στάλα  στην  αυλή,  μα  το  φως  δεν  αντέχεται.  Δεν  αντέχεται  αυτή  η  αίσθηση  χαράς  που  δίνει  ο  ήλιος  όταν  αγγίζει  τα  φύλλα  κι  αυτά  περιστρέφονται,  όταν  αγγίζει  τα  μάρμαρα  και  λάμπουν,  όταν  αγγίζει  το  κορμί  μου  κι  ανταποκρίνεται.  Όχι,  δεν  θέλω.  Ευχαριστώ!  Όχι  σήμερα.  Όχι  άλλο.  Σήμερα,  θα  σταθώ  κοντά  στο  παράθυρο,  δίπλα  στο  κουτάλι.  Εκεί  που  άφησες  χθες  το  μισθό  σου,  εκεί  που  άφησα  τους  λογαριασμούς,  εκεί  που  τόλμησα  να  ρωτήσω  «και  τι  θα  φάμε;».  Εκεί  θα  σταθώ,  να  τραβήξω  το  τόξο,  να  στοχεύσω  τον  ήλιο  με  κουτάλια  ανέτοιμα.  Όχι,  δεν  λυπάμαι  καθόλου  την  Άνοιξη.        

Νότα  Βερικίου  

Παρελθόν  

Νεκρική  σιγή.  Μαρμάρινα  κορμιά  αναπνέουν  κάτω  από  υπόλευκες  γάζες.  Είμαι  το  παγωμένο  βλέμμα  του  Γενάρη.  Εισβάλλω  στο  σκοτεινό  δωμάτιο.  Με  τούτη  την  αχόρταγη  ματιά,  το  παρελθόν  θα  βεβηλώσω.      

Χρίστος  Φρούσιος  

Αλλοτινέ  

Αλλοτινέ  επισκέπτη,  τον  πορφυρό  σου  μανδύα  άφησε  να  κυλήσει  και  το  ταξίδι  να  αρχίσει…  Γιατί  ο  άγγελος  που  κρύβεις  μέσα  σου  μόνος  δεν  μπορεί  να  ζήσει…  παρά  μονάχα  μες  στη  δική  μου  φύση.      

 104  αλλιώς    

Θάλεια  Χαραλαμπίδου  

Όταν  ξύπνησε  η  Φρύνη…  

Ήθελες  το  τώρα  και  το  πάντα,  αλλά  το  «πάντα»  σε  τρόμαζε.  Έτσι  χαράμισες  το  σήμερα,  με  δέος  για  τη  δέσμευση  του  αύριο.    Διαμόρφωσες  σκηνικό  εσωτερικής  σκέψης.  Κρυφό  κι  ελεύθερο.    Πολύεδρο  ο  άνθρωπος,  στριφογυρίζει  σαν  παιχνίδι.  Ένας  άξονας  στο  κέντρο  του,  στέρεα  πατά  στη  γη,  περιφέροντας  τις  έδρες.  Γυρίζει  σαν  «πάρ’  τα  όλα»  και  όπου  κάτσει...  Αναμοχλεύεις  τη  μνήμη.    Ένας  άξονας  με  σταθερή  αξία  τη  φιλία,  καθισμένη  σε  θρόνο.  Κι  ο  έρωτας  εκεί,  υπερδύναμη!  Αγκαλιά  με  την  ειλικρίνεια  και  τη  συνέπεια.  Η  περιρρέουσα  ατμόσφαιρα  του  δίνει  κίνηση,  αλλάζει  ρυθμό,  ταχύτητα  και  στάσεις.    Ταλαντεύεται  και  αφήνεται  στην  άπλα  του  έναστρου  ουρανού.  Επιλέγει  ποιες  έδρες  θα  φωτίσει,  ποια  στοιχεία  αρχείου  στη  βόλτα  ζωής  θα  σκιάσει  ή  θα  βυθίσει  στο  σκοτάδι…  για  λίγο  η  για  πάντα.  Δεν  ρωτάει.    Διαδρομή  από  σένα  σ’  εσένα.  Για  «εσένα»!  Κατανόηση  πεπραγμένων  εκτίμηση  αποτελεσμάτων.  Η  θέαση  του  χθες,  δύσκολη  και  αναξιόπιστη.  Με  ύστερη  ματιά,  τα  μικραίνεις  ή  τα  μεγιστοποιείς.  Άλλα,  είτε  τα  αγαπάς  είτε  τα  απεχθάνεσαι.  Τα  σπρώχνεις  παραπέρα,  αδιαφορείς,  λησμονείς.    Την  είπαν  απρόσιτη,  δύσκολη,  άτρωτη…  Ήταν  δύσπιστη,  αδύναμη  κι  εγκλωβισμένη…  Άλλαξες  γωνία  θέασης…  τρομάζεις.  Η  προδοσία  είχε  σπόρους  από  τότε…!  Προδοσία  και  συγχώρεση.  Ακραία  αλλαγή.  Καμία  ενοχή.  Κλάψε  με  ευχαρίστηση.      

αλλιώς  105    

Αυτή  είναι  η  στιγμή!  Αλλάζεις  στρατηγική,  αργά  αλλά  δημιουργικά.  Βγες  έξω,  νιώσε  το  σήμερα!  Ντύνομαι  κομψά.  Κοντή  φούστα  με  γόβα.  Κοιτώ  τις  ασύμμετρες  φράντζες.  Βάφω  έντονα  τα  χείλη.  Μένω  όρθια.  Η  κατακόρυφη  θέση  μού  δίνει  δύναμη.  Τηλέφωνο.  Σχηματίζω  το  νούμερό  του…!        

Μαριλένα  Μασσάρου  

Μαντινάδες  του  έρωτα  

Ο  Έρωτας  έχει  φτερά,  τ'  ανοίγει  και  πετάει,  μα  βέλη  έχει  σουβλερά  και  τις  καρδιές  τρυπάει.    Ο  Έρωτας  και  η  Ζωή  μισάνοιχτο  λουλούδι  κι  η  ευωδιά  του  μουσική  ΚΑΙ  θρήνος  ΚΑΙ  τραγούδι.    Σε  γνώρισα  πολύ  νωρίς,  η  Μοίρα  το  ’χε  τάξει,  σ’  αγάπησα  πολύ  αργά  σαν  είχες  πια  πετάξει.    Είσ’  ο  καθρέφτης  μου,  φτυστός,  κι  όταν  σε  βλέπω,  να  ’μαι!  Είσαι  ο  άλλος  μου  εαυτός  γι’  αυτό  και  σε  φοβάμαι.    Η  αγάπη  έχει  χωρισμό  όσο  κι  αν  τον  αντέχεις.  Η  αγάπη  έχει  γυρισμό  Πηνελόπη  αρκεί  να  έχεις.    Τι  νόημα  έχει  η  Ζωή  αν  έρωτα  δεν  έχει;  Όποιος  γι’  αγάπη  δεν  πονεί  τίποτα  δεν  κατέχει.    Έρωτας  μια  Ανάσταση  Κορμιών  τε  και  ψυχών  τε.  Έρωτας,  Επανάσταση  για  όσους  αγαπιώνται.    Σαν  το  μεθύσι  του  κρασιού  είναι  η  αγκαλιά  σου.  Μα…  στο  αμπέλι  του  μυαλού  τρυγάω  τα  φιλιά  σου.    Μαζί  και  χώρια  Δύναμη  και  ανημπόρια  Χαρά  και  λύπη  Μα  πάντα…  κάτι  λείπει.      

 106  αλλιώς    

Κώστας  Αποστολίδης  

Τέσσερα  ποιήματα  και  μικρά  πεζά  

Χωρίς  ειδήσεις  

Πάει  καιρός  πολύς  που  δεν  είχα  ακούσει  νέα  του.  Άλλαξε  γειτονιά.  Τι  άλλο  να  συμβαίνει,  άραγε;  Ήταν  συνεπής  και  περνούσε  για  μία  καλησπέρα.    Χωρίς  πρόσωπο  

Πέπλο  μυστηρίου  καλύπτει  την  υπόθεση.  Δεν  είναι  αστυνομικός.  Ούτε  δημοσιογράφος  ούτε  κάποιος  άλλος  που  μπορούσε  να  είναι  -­‐  αλλά  δεν  είναι.  Ένας  χωρίς  πρόσωπο.  Αόρατη  είναι  αυτή  που  μας  αφεντεύει  και  μας  κυβερνά.  Είναι  αυτή  που  αποφασίζει  και  διαρκώς  μας  εκδικείται.  Αυτή  που  μας  δείχνει  τον  ήλιο  και  το  φεγγάρι.    Χωρίς  φως  

Σκοτεινός  χώρος  Χρυσαφένια  Αντανάκλαση  φωτός  (έρημος)  Στενή  διώρυγα    Χωρίς  χρώμα  

Πάντα  χρειάζεται  ένα  χρώμα  στη  ζωή  μας.  Γιατί;  Η  παλέτα  στη  ζωγραφική,  στο  θέατρο  η  μάσκα  και  στη  ζωή  το  χρώμα.  Φως  και  σκιά  τα  δύο  στοιχεία  της  φωτογραφίας  και  του  σινεμά.  Το  χρώμα  για  τη  ζωή  και  το  ψέμα.  Λίγο  κοκκινάδι,  λοιπόν,  δεν  θα  σου  πήγαινε;  Σου  χρειάζεται.  Τα  μάτια  είναι  εκείνα  που  δηλώνουν  τι  ζητάει  και  θέλει  η  ψυχή.  Εκεί  δεν  χωράει  χρώμα;  Είναι  ένας  άλλος  κόσμος  λαμπερός,  που  η  αγνότητα  δεν  συναντάει  το  ψέμα.          

αλλιώς  107    

Χρίστος  Φρούσιος  

Εσύ  

Μην  περιμένεις  τον  ήλιο  Το  φως  του  είναι  μέσα  σου.  Μην  ατενίζεις  τον  ορίζοντα  Το  άνοιγμά  του  είναι  η  ψυχή  σου.  Μην  τρέχεις  κόντρα  στον  άνεμο  Η  ελευθερία  του  είναι  η  ζωή  σου.    Περπάτα  μονάχα  κάτω  απ’  τ’  αστέρια  Είναι  η  δύναμη  της  σκέψης  σου.  Λάτρεψε  μόνο  τη  σελήνη  Είναι  η  τροφή  του  μυστηρίου  σου…  …έχεις…  γιατί  είσαι  Εσύ!        

Ειρήνη  Καββαδά  

Πραξικόπημα  ζωή  

Απόσπασμα  από  ποιητική  συλλογή  στο  πλαίσιο  του  Γ’  Κύκλου  Στα  ύψη  αυτά  αργοπεθαίνει  ο  χειμώνας.  Το  φως  λιποθυμάει  σε  πρανή  ανιαρά.  Τα  δέντρα  αυτοκτονούν  στον  πάτο  του  φωταγωγού.  Ο  σκύλος  στην  απόχη  αναπολεί  απ'  το  μικρό  παράθυρο.  Η  πόλη  πραξικόπημα  ενάντια  στη  ζωή.  Στα  μάτια  των  μικρών  εκπυρσοκρότησαν  ιδέες.  Με  τα  σκουπίδια  κάηκαν  και  ’μείναν  μυστικές.  

 

 108  ευρετήριο    

Ευρετήριο  Αγραπίδου,  Μαρία   Άγραφη,  5  Αθανασούλα,  Ανθή   Καθημερινές  συνήθειες,  23  

Δελτίο  ταυτότητας,  29      Αλεξοπούλου,  Σοφία   Η  ιστορία  της  Frozen  Charlotte,  63    

Αποστολίδης,  Κώστας   Τέσσερα  ποιήματα  και  μικρά  πεζά,  106  

Αποστόλου,  Κατερίνα   Το  παρελθόν  εξομολογείται,  79  Βάλια   Δύσκολο  θέμα,  34    

Να  μ'  αγαπάς,  86  Τσιμέντο,  101  

Βανικιώτου,  Αγγελική   Το  παράθυρο,  30    Η  πίστη  στο  Θεό,  92  

Βασιλοπούλου,  Ευφροσύνη   Σιωπή,  12    

Βερικίου,  Νότα   2.3.2016,  94  Ιεριχώ,  101  

Παρελθόν,  103  

Βιδάλης,  Παύλος   Παλίρροια,  9  Αϋπνία,  24    

Γεωργιλέ,  Αστρινιώ   Παραμύθι  με  διαφορετικό  τέλος,  65    Γιαβή,  Ουρανία   Ημερομηνίες  σε  β'  ενικό,  99    

Γκότση,  Μαρία   Η  χαμένη  ρομφαία,  67    

Γράψα,  Σοφία   Poor  Ophelia  ή  τα  μαγικά  βοτάνια  της  Κρήτης,  14    

Δημητούλη,  Κατερίνα   Η  τελευταία  βόλτα  μιας  ζωής,  45    

Ζιμαρίτου,  Έλκα   Το  τρένο  της  ελπίδας,  70    Κούπα,  91  

Μνήμη-­‐λήθη,  96  Κ. ,  Ευγενία   Suddenly  I  found,  I  was  out  of  bound,  

10    

Καββαδά,  Ειρήνη   Ραντεβού  στο  πλοίο,  82    Πραξικόπημα  ζωή,  107  

 

ευρετήριο  109    

Κακάμη,  Άφροδίτη   Το  τραγούδι  του  Κεμάλ,  39    

Κάππα,  Ταϋγέτη  Ν.   Απληστία  ή  απλυσιά;,  56    

Καρτσάνα,  Θάλια   Αγάπη  μόνο,  40    Κατερίδου,  Άρτεμις   Ο  γιος  μου  πέθανε  από  ναρκωτικά,  21    

Κουζμίνα,  Ευγενία   Βίβιαν,  93  Στο  μονοπάτι  της  αλεπούς,  95  

Κωνσταντίνου,  Φρατζέσκα   Στο  νοσοκομείο,  54  

Μακρή,  Ιφιγένεια   Πρωϊνό  ξύπνημα,  10  S536,  28      

Μακρή,  Νατάσα   Tursiops  aduncus,  18    Freytag,  19  Ursula,  89  

Μανούρα,  Μαριλένα   Στο  πάρκο,  8    Μονόπρακτο,  9  

Frozen  Charlotte,  75  Ερωτική  σκηνή,  84  

Μασσάρου,  Μαριλένα   Ημέρα  νο.  25000,  25  Μαντινάδες  του  έρωτα,  105  

Μεσσάρη,  Μαρία   Η  παράδοση,  43  Η  ευγνωμοσύνη,  52  

Μηλιώνης,  Σωτήρης   Ο  πιο  γαλάζιος  Ουρανός,  92  Ο  μεγάλος  φιλόσοφος,  95  

Αρχή,  100  Το  ταξίδι,  102  

Μπουρζούκος,  Ανδρέας   Πιστωμένο  άχτι,  31  Ψηλά  πεύκα,  47  

Να  ζήσει,  77  Χώμα,  98  

Ντάκουλα,  Έλενα   Η  προέλευση  του  κόσμου,  81  

Ντίνα,  Λιλή   Ύμνος,  93  Πού  πήγε  η  χιονάτη  όταν  λιποτάχτησε,  

96  

   

 

 110  ευρετήριο    

Πανάγου,  Μυρτώ   Η  πρώτη  φορά,  61  Η  αγγελία,  85  The  end,  98  

Παπαδοπούλου,  Κική   Όποιου  του  μέλλει  να  πνιγεί,  ποτέ  του  δεν  πεθαίνει,  48  

Παπαμιχαήλ,  Γεωργία   Μισά  βήματα,  27  Χολή  κι  αγάπη,  94  Όχι,  δεν  θέλω,  103  

Παπαστυλιανού,  Δάφνη   Ένα  χαμόγελο,  7  Βύσσινο,  8    

Το  ψάρι;,  37  Διαγνώσεις,  58  

Είχαν  προγραμματιστεί,  84  Παππά,  Αναστασία   Το  χρονικό  μιας  φιλίας,  59  

Ακροβατώντας,  91  Πλαΐνη,  Χριστίνα   39°  υπό  σκιά,  71  

Ραπτοπούλου,  Νατάσα   Ονειρεμένος  χορός,  76  Χαμένο  δωμάτιο,  87  

Ψήγματα  ελευθερίας,  102  Σαουλίδου,  Λίνα   Η  αναχώρηση,  73  

Όνειρο  με  κύμα,  77  Σουροπάνη,  Ανθή   π.Χ.  η  ζωή  μου  και  μ.Χ.,  35  

Σταμπουλοπούλου,  Αφροδίτη  

Στα  μέτρα  σας,  50  

Σωτηρίου,  Ελένη   Ο  κεσές,  16  

Τριανταφύλλου,  Αλεξάνδρα  

Τελευταία  λόγια,  37  

Φρούσιος,  Χρίστος   Επανεκκίνηση,  32  Αλλοτινέ,  103  

Εσύ,  107  Χαραλαμπίδου,  Θάλεια   Με  κούρασες!,  88  

Όταν  ξύπνησε  η  Φρύνη,  104  Flores,  Yanara   Η  χορεύτρια  (μια  μικρή  βιογραφία),  27  

Η  εκδίκηση  τρώγεται  κρύα,  86