Ysterografo Magazine_Issue 123
-
Upload
ioanna-pattichi -
Category
Documents
-
view
218 -
download
0
description
Transcript of Ysterografo Magazine_Issue 123
ΣΚ
ΕΨ
ΟΥ
ΕΛ
ΕΥ
ΘΕΡ
Α
ΦΩΤΟ: ΠΟΛΥΣ ΠΕΣΛΙΚΑΣ
ED
ITOR
IAL
ΜΕ Τ
ΗΝ
ΕΛΕΝ
Η Ξ
ΕΝ
ΟΥ
Μου
είπ
ες ν
α κο
ιτάξ
ω.
Έτρ
ωγα
λαί
μαργ
α τα
ποπ
-κορ
ν μο
υ, ρ
ουφ
ούσα
μια
γου
λιά
κόκα
κόλ
α απ
ό κε
ίνη
που
είνα
ι μη
δέν
- έτ
σι δ
εν τ
η λέ
νε;
- κι
εσύ
με
σκού
ντηξ
ες ε
λαφ
ρά σ
το μ
πράτ
σο κ
αι μ
ου ε
ίπες
«κο
ίτα»
.
Γύρι
σα τ
ο βλ
έμμα
μου
και
την
είδ
α να
ισο
ρροπ
εί π
άνω
σε
ένα
σχοι
νί,
να π
ερπα
τά α
πό τ
η μι
α άκ
ρη
μέχρ
ι τη
ν άλ
λη,
φορ
ώντ
ας γ
υαλι
στερ
ό φ
ουστ
άνι κα
ι γυ
αλισ
τερό
κρα
γιόν
, το
κάθ
ε τη
ς βή
μα κ
αι τ
αλέν
το
που
της
χάρι
ζε τ
ην ισο
ρροπ
ία σ
αν δ
ώρο
, σα
ν χά
ρη.
«Για
κοί
τα»,
μου
είπ
ες ξ
ανά
ενθο
υσια
σμέν
ος κ
ι
εγώ
σου
χάι
δεψ
α το
χέρ
ι με
ευγ
νωμο
σύνη
που
με
γλίτω
σες.
Από
τα
σχοι
νιά
τα δ
ικά
μου.
Εκε
ίνα
που
τα
τέντ
ωνα
πρώ
τα ε
γώ κ
αι μ
ετά
τα π
ερπα
τούσ
α ακ
ούγο
ντας
του
ς χτ
ύπου
ς τη
ς κα
ρδιά
ς μο
υ να
βαρ
άνε
σαν
ταμπ
ούρλ
α, φ
οβόμ
ουνα
, δε
ν ξέ
ρω α
ν στ
ο έχ
ω ο
μολο
γήσε
ι πο
τέ,
μα η
αλή
θεια
είν
αι π
ως
έλεγ
α πω
ς τα
κατά
φερ
να μ
ε τις
ισορ
ροπί
ες,
αλλά
στη
ν πρ
αγμα
τικό
τητα
τις
φοβ
όμου
να.
Τις
είχα
δηλ
αδή
σαν
έγνο
ια,
σε μ
ένα
δεν
ήταν
χάρ
η, ή
ταν
χατίρι
που
μου
έκα
νε τ
ο σχ
οινί
να
μη μ
ε ρί
χνει
στο
κεν
ό, μ
πας
και μά
θω
επιτέλ
ους
πως
δεν
χρει
άζετ
αι ν
α ’ν
αι κ
άθε
φορ
ά η
βόλτ
α τε
ντω
μένη
για
να
αξίζ
ει.
Σου
έδω
σα έ
να π
οπ
κορν
στο
στό
μα,
το μ
άσησ
ες α
συνα
ίσθη
τα κ
αι ή
σουν
α ακ
όμα
προσ
ηλω
μένο
ς, μ
α εγ
ώ δ
εν ή
θελα
πια
άλλα
ακρ
οβατ
ικά,
δεν
είχ
α λό
γο,
δεν
ήταν
δικ
ής μ
ου ιστ
ορία
ς το
περ
ιεχό
μενο
, δα
νεικ
ά ακ
ροβα
τούσ
α
τόσα
χρό
νια,
γι’
αυτό
σου
λέω
να
’σαι
καλ
ά πο
υ με
γλί
τωσε
ς κα
ι μο
υ έμ
αθες
πω
ς η
ευλυ
γισί
α δε
ν κρ
ί-
νετα
ι απ
ό σχ
οινι
ά.
«Να
πάμε
μια
μέρ
α βό
λτα
με έ
να ά
σπρο
άλο
γο»,
σου
είπ
α με
τά.
Εσύ
- ξ
έρω
- π
ως
όλα
αυτά
τα
βρίσ
κεις
μπαν
άλ,
ρομα
ντικ
ά δη
λαδή
, ξε
περα
σμέν
α. Μ
α εγ
ώ τ
α έν
ιωθα
για
χαρ
ά να
με
φαν
τάζο
μαι σε
άσπ
ρο
άλογ
ο - να
όπω
ς εκ
είνο
στη
σκη
νή - κ
αι π
ίσω
να
με κ
ρατά
ς αγ
καλι
ά, έ
τσι δε
ν δε
ίχνο
υν σ
τις
ταιν
ίες;
έτσι
, έτ
σι μ
ου α
πάντ
ησες
μα
δεν
ταυτ
ίστη
κες,
δεν
με
πείρ
αξε,
τίπ
οτα
δεν
με π
είρα
ζε,
μου
έφτα
νε π
ου
μου
κρατ
ούσε
ς το
χέρ
ι κα
ι αυ
τό ή
ταν
αρκε
τό γ
ια ν
α αν
ατρέ
πω τ
η λο
γική
, δε
ν υπ
άρχε
ι λο
γική
, κλ
ουβί
είνα
ι η
λογι
κή,
πιο
αληθ
ινό
είνα
ι να
με
φαν
τάζο
μαι στ
α άλ
ογα.
Στο
διάλ
ειμμ
α έκ
ανες
τσι
γάρο
, εγ
ώ έ
μειν
α στ
η θέ
ση μ
ας,
παρα
τηρο
ύσα
τα π
αιδά
κια
που
αγω
νιού
σαν
να
δουν
τις
τίγ
ρεις
και
του
ς ελ
έφαν
τες,
ήτα
ν κα
ι έν
α, τ
ο οπ
οίο
παρα
καλο
ύσε
τη μ
αμά
του
να τ
ο αφ
ήσει
να
χαϊδ
έψει
την
προ
βοσκ
ίδα
και το
άλλ
ο ρω
τούσ
ε με
αγω
νία
αν η
τίγ
ρης
τρώ
ει μ
όνο
τα π
αιδι
ά ή
και το
υς
μεγά
λους
. Γύ
ρισε
ς τη
ν ώ
ρα π
ου σ
βήσα
νε τ
α φ
ώτα
και
μου
είπ
ες π
ως
έξω
κάν
ει ψ
ύχρα
, πω
ς κά
πνισ
ες
εκεί
πιο
κάτ
ω α
πό τ
α κλ
ουβι
ά, ό
που
μέσα
είχ
αν τ
α ζώ
α, π
ως
τα έ
βλεπ
ες ν
α τα
ετο
ιμάζ
ουν,
έτσ
ι μο
υ
είπε
ς. Κ
ι εγ
ώ μ
ετά
κοιτού
σα τ
ην τ
ίγρη
, κα
τάμα
τα ή
θελα
να
τη δ
ω,
σκεφ
τόμε
νη π
ως
όσο
κι α
ν γυ
ρνά
τον
κόσμ
ο, τ
ον γ
υρνά
μέσ
α σε
ένα
κλο
υβί,
τον
κοιτά
μέσα
από
σιδ
ερέν
ια τ
ετρά
γωνα
, κο
μματ
ιασμ
ένο
δηλα
δή.
«Δεν
θέλ
ω ν
α με
πας
που
θενά
», σ
ου ε
ίπα
έτσι
στο
ξεκ
άρφ
ωτο
, εσ
ύ με
κοί
ταξε
ς εν
οχλη
μένα
που
πάλι
πετ
ούσα
ατά
κες
χωρί
ς νό
ημα,
μα
εγώ
το
νόημ
α το
ήξε
ρα,
πως
δεν
λογα
ριάζ
οντα
ι γι
α με
τακί
-
νηση
τα
μέτρ
α πο
υ δι
ανύε
ις α
ν εί
σαι μέ
σα σ
το κ
λουβ
ί σο
υ. «
Θέλ
ω ν
α με
ίνω
εδώ
, να
με
κρατ
άς,
τώρα
που
ξέρω
πω
ς χω
ράω
παν
τού,
για
τί έ
μαθα
πω
ς να
τα
κάνω
επι
λογή
τα
τετρ
αγω
νικά
μου
». Η
τίγ
ρης
μούγ
κρισ
ε μι
α δύ
ο φ
ορές
και
ύστ
ερα
πήδη
ξε μ
έσα
από
έναν
κύκ
λο,
ο κό
σμος
χει
ροκρ
οτού
σε,
εγώ
τη
λυπό
μουν
α, ή
θελα
να
της
χαϊδ
έψω
το
κεφ
άλι,
«τρε
λάθη
κες,
θα
σε δ
αγκώ
σει»
, μο
υ εί
πες
θυμώ
μενα
,
«όχι
» σο
υ απ
άντη
σα,
«θα
κατα
λάβε
ι…»
και δε
ν εί
πες
τίπο
τα.
Στις
φω
τιές
εντ
υπω
σιάσ
τηκε
ς. «
Φοβ
ερό»
, εί
πες
ξανά
και
ξαν
ά κι
εγώ
συν
έχιζ
α να
μασ
ουλά
ω τ
α πο
π
κορν
χω
ρίς
να σ
υμμε
ρίζο
μαι το
ν εν
θουσ
ιασμ
ό σο
υ. Ή
θελα
να
σε ρ
ωτή
σω π
όσες
φορ
ές έ
παιξ
ες μ
ε τη
φω
τιά
και άλ
λες
πόσε
ς κά
ηκες
. Ή
θελα
να
σε ρ
ωτή
σω α
ν ήξ
ερες
από
στά
χτες
κι αν
σου
έμε
ινε
ποτέ
στο
στόμ
α εκ
είνη
η γ
εύση
του
ς πο
υ εί
ναι σα
ν σά
πιο
μήλο
. Μ
α απ
ό τη
ν άλ
λη,
δεν
ήμου
να κ
αι σ
ίγου
ρη
αν ή
θελα
να
μάθω
. Ό
πως
δεν
ήμου
να σ
ίγου
ρη α
ν ήθ
ελα
ποτέ
να
σου
το π
ω,
το π
όσο
καπν
ό ρο
ύφηξ
α
στα
χρόν
ια α
πό τ
α κα
μένα
μου
, μέ
χρι να
μάθ
ω ν
α ει
σπνέ
ω ο
ξυγό
νο.
Αυτ
ά πά
ει π
ια φ
ύγαν
ε σε
άλλ
α
βαγό
νια,
δεν
είμ
αι ε
κεί,
ούτε
κι εσ
ύ, τ
ο βλ
έπω
πω
ς βλ
έπει
ς τη
φω
τιά
σαν
ένα
παιχ
νίδι
, έτ
σι λ
έω κ
ι
εγώ
, μέ
χρι εκ
εί ν
α πα
ίξου
με,
γι’
αυτό
συν
αντη
θήκα
με,
για
να μ
άθου
με ν
α πα
ίζου
με μ
αζί,
να μ
άθου
με
δηλα
δή μ
αζί πω
ς οι
φλό
γες
είνα
ι κα
ι γι
α ζε
στασ
ιά.
«Τι ζω
ή ζο
υν κ
ι αυ
τοί»
, μο
υ εί
πες
στο
τέλο
ς. Κ
αι ε
ννοο
ύσες
πω
ς σο
υ ήτ
αν π
αράξ
ενο,
σχε
δόν
σαν
ξένο
, να
τρι
γυρν
ούν
με τ
α τρ
οχόσ
πιτα
και
να
ζουν
τις
ιστ
ορίε
ς το
υς π
άνω
στις
ρόδε
ς σε
μια
ατέ
λειω
τη
περι
πλάν
ηση.
Ήθε
λα ν
α σο
υ πω
πω
ς κι
εγώ
περ
ιπλα
νήθη
κα χ
ωρί
ς να
πάω
που
θενά
, μέ
σα μ
ου π
ερι-
πλαν
ιόμο
υνα
για
καιρ
ό, χ
ωρί
ς ρό
δες,
μα
τώρα
έμα
θα π
ως
όλα
είνα
ι γι
α να
τ’
αφήν
εις
να κ
υλού
ν, γ
ιατί
όλα
κυλο
ύν,
έτσι
φεύ
γουν
και
έρχ
οντα
ι, έτ
σι κ
ι εμ
είς,
λες
και
στα
πόδ
ια μ
ας έ
χουμ
ε μι
κρά,
αόρ
ατα
τροχ
άκια
. Δεν
σου
είπ
α, ό
μως
τίπο
τα.
Σε α
γκάλ
ιασα
και
είπ
α μό
νο α
υτό…
«Π
ώς
μου
ήρθε
να
σε φ
έρω
απόψ
ε στ
ο τσ
ίρκο
;».
Γέλα
σες,
με
φίλ
ησες
στο
μέτ
ωπο
, κο
ύνησ
ες τ
ο κε
φάλ
ι κα
ι συ
μφώ
νησε
ς πω
ς
«είν
αι,
ρε μ
ωρό
, κά
ποιε
ς φ
ορές
που
έχε
ις κ
άτι ιδ
έες…
».
ΥΓ.
po
stca
rdΟ
Σω
κρ
άτη
ς Σ
ωκ
ρά
του
ς φ
ωτο
γρα
φίζ
ει μ
ικρ
ές κ
αθ
ημ
ερ
ινές
στι
γμές
Η γ
ιορ
τή τ
ων
Ινδ
ου
ιστώ
ν σ
ε μ
ια γ
ειτ
ονι
ά τ
ης
Αθ
ήνα
ς
Ενο
πο
ιός
Πνο
ή
Η μ
ια έ
χει ω
ς ση
μείο
εκκ
ίνησ
ης τ
ο χο
ρό. Η
άλλ
η τη
ν ει
καστ
ική
δρα-
στηρ
ιότη
τα. Μ
ε κο
ινό
θεμα
τικό
όχη
μα τ
η λε
ιτου
ργία
της
ανα
πνοή
ς,
κατέ
ληξα
ν σε
μια
αξι
όλογ
η δη
μιου
ργικ
ή σύ
μπρα
ξη, μι
α ει
καστ
ική-
πα-
ραστ
ατικ
ή πρ
άξη
με μ
ορφ
ή vi
sual
art
per
form
ance
. Είν
αι η
χορ
ογρά
-φ
ος Ιω
άννα
Πάρ
αλη
και η
εικ
αστικό
ς Δαν
άη Σ
τράτ
ου, οι
οπο
ίες
δεν
είχα
ν πο
τέ σ
το π
αρελ
θόν
συνε
ργασ
τεί,
είχα
ν ω
στόσ
ο κο
ινό
τόπο
στη
ν κα
λλιτεχ
νική
του
ς δρ
άση,
τα
ζητή
ματα
που
αφ
ορού
ν στ
ον ά
νθρω
πο κ
αι
το π
εριβ
άλλο
ν. Η
παρ
αγω
γή τ
ης ο
μάδα
ς χο
ρού
Land
scap
e με
τίτλο
«Ι
nhal
e» π
αρου
σιάσ
τηκε
από
τις
29 Ο
κτω
βρίο
υ ώ
ς κα
ι τις
2 Ν
οεμβ
ρί-
ου σ
την
«Τεχ
νόπο
λη»
του
Δήμ
ου Α
θηνα
ίων,
στο
Γκά
ζι. Η
ικαν
ότητ
α τω
ν
εμπν
ευστ
ών
να κ
ινού
νται
με
άνεσ
η με
πει
ραμα
τισμ
ούς
σε ν
έες
μεθό
-δο
υς κ
αι μ
έσα
δημι
ούργ
ησε
ένα
εναλ
λακτ
ικό
θέαμ
α πο
υ έθ
ελξε
του
ς θε
ατές
. Η
Στρ
άτου
«σκ
αρφ
ίστη
κε»
δύο
δεξα
μενέ
ς, τ
η μί
α με
νερ
ό κα
ι τη
ν άλ
λη μ
ε χώ
μα, κα
ι ανά
μεσά
του
ς μι
α κά
θετη
γυά
λινη
επι
φάν
εια.
Εκε
ί, η
ερμη
νεύτ
ρια
Μαρ
κέλλ
α Μ
ανω
λιάδ
η εκ
τέλε
σε τ
η χο
ρογρ
αφία
τη
ς Π
άραλ
η, ε
νώ η
κίν
ησή
της
προβ
αλλό
ταν
«ζω
νταν
ά». Η
ιδέα
ήτα
ν το
ει
καστ
ικό
περι
βάλλ
ον τ
ης Σ
τράτ
ου, να
λει
τουρ
γεί ω
ς τό
πος
δράσ
ης τ
ης
Πάρ
αλη.
Στη
ν ου
σία,
η δ
ουλε
ιά τ
ης μ
ιας
«δίν
ει ζ
ωή»
στη
δου
λειά
της
άλ
λης,
σε
σημε
ίο π
ου ν
α μη
ν μπ
ορού
ν να
λει
τουρ
γήσο
υν π
αρά
μόνο
συ
μπλη
ρώνο
ντας
η μ
ια τ
ην ά
λλη.
OJ
με
τον
γιω
ργο
σα
ββ
ινιδ
η
ρόλα
βε –
ή μά
λλον
άντ
εξε-
να
ζήσε
ι μό
λις
28 χ
ρόνι
α,
ωστ
όσο
κατό
ρθω
σε ν
α επ
ιδρά
σει
καθο
ριστ
ικά
στη
βρε-
τανι
κή θ
εατρ
ική
σκην
ή. Η
Σάρ
α Κ
έιν
αυτο
κτόν
ησε
το
1999 έ
χοντ
ας γ
ράψ
ει π
έντε
έργ
α, α
πό τ
ο 1995, με
πρώ
-το
το
«Bla
sted
» κα
ι τελ
ευτα
ίο τ
ο «4
.48 Ψ
ύχω
ση»,
που
απο
τελε
ί και
τη
ν επ
όμεν
η πα
ραγω
γή τ
ης κ
υπρι
ακής
θεα
τρικ
ής ο
μάδα
ς Ver
sus.
To
θέα
τρο
της
Κέι
ν βρ
ίθει
από
σκη
νικέ
ς κα
ι γλ
ωσσ
ικές
ακρ
ότητ
ες
και κ
άθε
σκην
ή απ
οπνέ
ει τ
όση
σκλη
ρότη
τα π
ου π
ροκα
λεί α
σφυξ
ία.
Αυτ
ή η
ωμή
γρα
φή
την
έθεσ
ε στ
ο επ
ίκεν
τρο
έντο
νων
αντιπα
ραθέ
-σε
ων,
τάρ
αξε
συθέ
μελα
το
αγγλ
ικό
θεατ
ρικό
κατ
εστη
μένο
, αλλ
ά κα
ι πρ
όλαβ
ε να
την
καθ
ιερώ
σει ω
ς ορ
αματ
ίστρ
ια του
θεά
τρου
. Έ
γραφ
ε έτ
σι γ
ιατί ή
θελε
να
αναδ
είξε
ι τη
βία
, ω
ς το
πιο
κρί
σιμο
πρό
βλημ
α τη
ς αν
θρω
πότη
τας,
που
ενυ
πάρχ
ει μ
έσα
στην
καθ
ημερ
ινότ
ητά
μας.
Η ίδ
ια δ
εν έ
βλεπ
ε το
θέα
τρο
ως
ψυχ
αγω
γία
ή αφ
ορμή
για
νυχ
τερι
νή
έξοδ
ο, α
λλά
ως
δρώ
μενο
που
πρέ
πει ν
α ερ
εθίζ
ει σ
υναι
σθήμ
ατα
και
μυαλ
ό. Μ
άλισ
τα, έλ
εγε
πως
έπρε
πε ν
α εί
ναι ό
πως
το π
οδόσ
φαι
ρο,
με τ
η συ
ναισ
θημα
τικά
έντ
ονη
συμμ
ετοχ
ή το
υ κο
ινού
, τις
αναλ
ύσει
ς στ
ις κ
ερκί
δες,
τη
συγκ
ίνησ
η. «
Δεν
είν
αι ό
μως…
».
Το «
4.4
8 Ψ
ύχω
ση»
κατα
θέτε
ι στ
ο έπ
ακρο
ν τη
ν αγ
ωνί
α τη
ς, π
ου
συμπ
υκνώ
νετα
ι με
ποιη
τικό
τρό
πο ξ
επερ
νώντ
ας τ
ην α
υτοβ
ιογρ
αφία
κα
ι το
ποιη
τικό
δρά
μα. Τη
ν τρ
ίτη
παρα
γωγή
του
Ver
sus
σκην
οθετ
εί
η Ελλ
άδα
Ευα
γγέλ
ου κ
αι π
ρωτα
γωνι
στού
ν οι
Νού
λα Θ
εοφ
υλάκ
του,
Μ
αρίν
α Μ
ανδρ
ή, Μ
αρίν
ος Α
νωγυ
ριάτ
ης,
Γιάν
νος
Ιωάν
νου
και Γι
ο-λά
ντα
Χρισ
τοδο
ύλου
.
«4.4
8 Ψ
ύχω
ση»
, Θέα
τρο
Ver
sus,
Θέα
τρο
Ένα
Λεμ
εσού
, από
26
Νοε
μβρί
-ου
μέχ
ρι 7
Δεκ
εμβρί
ου,
96
45
83
99
ΠΚά
θα
ρσ
η δ
ιά τ
ης
βία
ς
τα 1
00 χ
ρόνι
α απ
ό τη
δημ
οσίε
υση
του
Φου
τουρ
ιστικο
ύ Μ
ανιφ
έστο
υ,
από
τον
Filip
po T
omm
aso
Mar
inet
ti, ε
ίναι
αφ
ιε-
ρωμέ
νη η
πρώ
τη θ
εματ
ική
έκθε
ση π
ου
εγκα
ινία
σε π
ριν
λίγε
ς ημ
έρες
το
Κέν
τρο
Pom
pido
u
στο
Παρ
ίσι.
Ήτα
ν Φ
εβρο
υάρι
ος τ
ου 1
909,
όταν
το
μανι
φέσ
το π
ου δ
ημοσ
ίευσ
ε η
«Le
Figa
ro»,
γεν
νού-
σε τ
ην «
εκρη
κτικ
ή πρ
ωτο
πορί
α» τ
ου φ
ουτο
υρισ
μού.
Η έ
κθεσ
η επ
ιχει
ρεί να
δώ
σει το
στίγμ
α τη
ς πρ
ώτη
ς
πρω
τοπο
ρίας
του
20ού
αιώ
να,
η οπ
οία
εμπν
εύστ
η-
κε α
πό τ
ην τ
εχνο
λογι
κή π
ρόοδ
ο, τ
ην ε
νέργ
εια
των
μαζώ
ν κα
ι του
ς φ
ρενή
ρεις
ρυθ
μούς
τω
ν σύ
γχρο
νων
μητρ
οπόλ
εων.
Ωστ
όσο,
δεν
πρό
κειται
για
μια
ανα
δρομ
ή σε
όλη
την
ιστο
ρία
του
κινή
ματο
ς, α
λλά
για
μια
συγκ
εκρι
μένη
στιγ
μή τ
ου:
την
πρώ
τη έ
κθεσ
η τω
ν φ
ουτο
υρισ
τών
στο
Παρ
ίσι,
το Φ
εβρο
υάρι
ο το
υ 1912. Έ
χει ο
ργαν
ω-
θεί γύ
ρω α
πό τ
ην α
νασύ
στασ
η τη
ς ισ
τορι
κής
αυτή
ς
έκθε
σης,
προ
κειμ
ένου
να
φω
τιστ
ούν
οι σ
χέσε
ις τ
ων
φου
τουρ
ιστώ
ν με
του
ς κυ
βιστ
ές. Π
αράλ
ληλα
, επ
ανε-
ξετά
ζοντ
αι ο
ι αλυ
σιδω
τές
επιδ
ράσε
ις σ
ε χώ
ρες
όπω
ς
η Ρω
σία,
όπ
ου γε
ννήθ
ηκε
ο κυ
βοφ
ουτο
υρισ
μός,
αλλά
και
η Β
ρετα
νία,
όπο
υ συ
γκρο
τήθη
κε τ
ο γκ
ρουπ
των
βορτ
ισισ
τών.
Η έ
κθεσ
η επ
ιχει
ρεί ν
α εξ
ετάσ
ει μ
ια
σκοτ
εινή
περ
ίοδο
του
μον
τερν
ισμο
ύ: α
υτήν
τω
ν αλ
λη-
λεπι
δράσ
εων
μετα
ξύ φ
ουτο
υρισ
μού
και κ
υβισ
μού.
Δίν
ει μ
ια σ
πάνι
α ευ
καιρ
ία σ
το κ
οινό
να
απολ
αύσε
ι
συγκ
εντρ
ωμέ
να
σχεδ
όν
όλα
τα
αρισ
τουρ
γήμα
τα
του
σημα
ντικ
ότερ
ου ε
κπρο
σώπο
υ το
υ κι
νήμα
τος,
του
Um
bert
o B
occi
oni.
Εκτ
ίθεν
ται
επίσ
ης
έργα
των
πρω
τοπό
ρων
φου
τουρ
ιστώ
ν C
arlo
Car
rà,
Gin
o
Sev
erin
i κα
ι Lu
igi
Rus
solo
, αλ
λά κ
αι τ
ων
Pab
lo
Pic
asso
, K
asim
ir
Mal
évitch
, Fr
anci
s Pic
abia
,
Fern
and
Lége
r κ.
ά.
«Le
Futu
rism
e à
Par
is –
une
ava
nt-g
arde
exp
losi
ve»,
Πα-
ρίσι,
Κέν
τρο
Pom
pido
u, 1
5 O
κτω
βρίο
υ-26 Ιαν
ουαρ
ίου.
Σ
το π
λαίσ
ιο τ
ης έ
κθεσ
ης μ
ε θέ
μα «
thea
nysp
acew
hate
ver»
που
εγκ
αινι
άστη
κε
στις
24 Ο
κτω
βρίο
υ, τ
ο Μ
ουσε
ίο S
olom
on R
. G
ugge
nhei
m τ
ης Ν
έας
Υόρ
κης
δίνε
ι τη
ν ευ
καιρ
ία σ
τους
επι
σκέπ
τες,
να
«κλε
ίσου
ν» μ
ια δ
ιανυ
κτέρ
ευση
στο
«R
evol
ving
Hot
el R
oom
» (Π
ερισ
τρεφ
όμεν
ο Δω
μάτιο
Ξεν
οδοχ
είου
). Ε
ίναι
η ε
γκα-
τάστ
αση
του
Γερμ
ανού
καλ
λιτέ
χνη
Car
sten
Höl
ler, ο
οπο
ίος
δημι
ούργ
ησε
ένα
δωμά
τιο
ξενο
δοχε
ίου
μέσα
στο
μου
σείο
και
μάλ
ιστα
πλή
ρως
λειτου
ργικ
ό κα
ι πλ
ήρες
υπη
ρεσι
ών,
με
σκο
πό ν
α φ
ιλοξ
ενεί
τον
κόσ
μο. Το
έργ
ο απ
οτελ
είτα
ι από
τρί
α κυ
κλικ
ά γυ
άλιν
α επ
ίπεδ
α,
που
περι
στρέ
φον
ται
στερ
εωμέ
να σ
ε έν
α τέ
ταρτ
ο, π
ου ε
πίση
ς στ
ριφ
ογυρ
ίζει
. Εκτ
ός α
πό
τις
ανέσ
εις
και
το π
ρονό
μιο
της
διαν
υκτέ
ρευσ
ης σ
ε έν
α απ
ό τα
δια
σημό
τερα
μου
σεία
το
υ κό
σμου
, αν
«κλ
είνα
τε»
το δ
ωμά
τιο
(επί
πλη
ρωμή
ς φ
υσικ
ά),
θα ε
ίχατ
ε πρ
όσβα
ση σ
την
έκθε
ση «
thea
nysp
acew
hate
ver»
, σε
ώρε
ς πο
υ το
μου
σείο
είν
αι κ
λεισ
τό γ
ια τ
ους
«κοι
νούς
θν
ητού
ς». Β
έβαι
α, τ
ις ώ
ρες
που
είνα
ι ανο
ιχτό
, το
δω
μάτιο
είνα
ι σε
κοιν
ή θέ
α. Ω
στόσ
ο, μ
ην
κάνε
τε…
όνε
ιρα.
Όλε
ς οι
δια
νυκτ
ερεύ
σεις
, απ
ό τις
25 Ο
κτω
βρίο
υ μέ
χρι κ
αι τ
ις 6
Ιανο
υαρί
-ου
που
δίν
εται
η ε
υκαι
ρία,
είν
αι ή
δη «
κλει
στές
»… Τ
ην έ
κθεσ
η, π
ου π
ήρε
τον
τίτλ
ο τη
ς απ
ό το
ν κι
νημα
τογρ
αφικ
ό όρ
ο το
υ Γά
λλου
φιλ
οσόφ
ου G
illes
Del
euze
«an
y-sp
ace-
wha
teve
r»,
επιμ
ελεί
ται η
Nan
cy S
pect
or κ
αι π
αρου
σιάζ
οντα
ι εγκ
ατασ
τάσε
ις δ
έκα
καλλ
ιτεχ
νών
(Ang
ela
Bul
loch
, Mau
rizio
Cat
tela
n, L
iam
Gill
ick
κ.ά.
) που
χρη
σιμο
ποιο
ύν το
χώρο
σε
αλλη
λεπί
δρα-
ση μ
ε το
υς θ
εατέ
ς κα
ι τα
υπόλ
οιπα
έργ
α.
«The
anys
pace
wha
teve
r», Μ
ουσεί
ο G
ugge
nhei
m Ν
έας
Υόρ
κης,
24 Ο
κτω
βρίο
υ- 7
Ιαν
ουαρ
ίου
Θα
δια
νυ
ΚτΕ
ρΕ
υα
τΕ σ
το Μ
ου
σΕ
ιο G
uG
Ge
nh
eim
;
Η ε
κρ
ηκ
τικ
ή π
ρω
τοπ
ορ
ία
UM
BER
TO B
OC
CIO
NI, S
TATI
D’A
NIM
O Q
UELL
I C
HE V
AN
NO
(STU
DIO
), 1
911
Σ
Cir
cus
Περ
ιπλα
νώμε
νες
ζωές
που
αλλ
άζου
ν κo
στού
μια
και μ
ένου
ν σε
συρ
όμεν
α βα
γόνι
α π
αρέα
με
ζώα
στα
κλου
βιά
και θ
λιμ-
μένο
υς κ
λόου
ν. Τ
ι κρύ
βει α
υτός
ο γ
οητε
υτικ
ός κ
όσμο
ς το
υ τσ
ίρκο
υ; Α
πό
το 1
8ο α
ιώνα
μέχ
ρι σ
ήμερ
α υπ
άρχε
ι αυτ
ή η
περ
ιπλα
νώμε
νη ζ
ωή
καλλ
ιτεχ
νών
που
στή
νουν
μια
τέν
τα
και κ
άτω
απ
ό αυ
τήν
γράφ
ουν
τις
δικέ
ς το
υς κ
αθημ
εριν
ές
ιστο
ρίες
, επ
ιζητ
ώντ
ας τ
ο χε
ιροκ
ρότη
μα μ
έσα
από
ακρο
βα-
τικά
νού
μερα
και
ζω
ές π
ου α
κροβ
ατού
ν.Ο
Χαρ
άλαμ
πος
Αρι
στοτ
έλου
ς π
αίρν
ει σ
ημει
ώσε
ις κ
αι ο
Π
όλυς
Πεσ
λίκα
ς φ
ωτο
γραφ
ίζει
. Οι δ
ύο τ
ους
περ
νούν
μια
μέ
ρα σ
το τ
σίρκ
ο κα
ι μαζ
ί ψάχ
νουν
τη
γοητ
εία
του
σ’ έ
να
υστε
ρόγρ
αφο.
Φτά
νοντ
ας σ
τη Λ
εμεσ
ό, π
ριν
ακόμ
η ακ
ολου
θήσω
την
έξο
δο α
πό τ
ον α
υτοκ
ινητ
όδρο
μο γ
ια τ
ο
χώρο
που
κατ
έλυσ
ε το
τσίρ
κο,
διέ
κρι
να τ
ην ά
σπρ
η τέ
ντα
να ο
ρθώ
νετα
ι στο
ν ου
ρανό
με
τις
πολύ
χρω
μες
σημ
αίες
να
κυμ
ατίζ
ουν
στη
ν ορ
οφή
της.
Αργ
ότερ
α μά
θαιν
α πω
ς η
ιστο
ρία
της
ξεκιν
ά απ
ό το
1840 ό
ταν
ο ιπ
πέας
Tho
mas
Coo
ke
επισ
τρέφ
οντα
ς απ
ό τι
ς Η
ΠΑ
στη
ν Α
γγλί
α
έφερ
ε μα
ζί τ
ου τ
ην κ
αινο
τομί
α τη
ς με
τακιν
ούμε
νης
τέντ
ας. Το
τσίρ
κο
γινό
ταν
πια
περι
οδεύ
ον.
Δίπ
λα, σε
μια
παρά
ξενη
συν
ύπαρ
ξη, κατ
αλαμ
βάν
οντα
ς το
ν ίδ
ιο ό
γκο
στο
ν ορ
ίζον
τα, στε
κότ
αν
αυστη
ρός
και
επι
βλη
τικός
, σχε
δόν
σκοτ
εινό
ς έν
ας π
ελώ
ριος
ναό
ς. Έ
φτα
σα
νωρί
τερα
από
την
προκ
αθορ
ισμέ
νη ώ
ρα τ
ου ρ
αντε
βού
μου
με
τον
Πόλ
υ, π
ου σ
υμπλ
ήρω
νε τ
ην ο
μάδα
. Α
ρκετ
ός
κόσ
μος
πηγα
ινοε
ρχότ
αν α
γορά
ζοντ
ας ε
ισιτ
ήρια
για
τις
δύο
βρα
δινέ
ς πα
ραστά
σει
ς. Α
πένα
ντι
από
τα τ
αμεί
α, σ
ε συσ
τοιχ
ία, μι
α σει
ρά α
πό α
υτοκ
ίνητ
α με
ξέν
ες π
ινακ
ίδες
εγγ
ραφ
ής μ
ου κ
ί-
νησαν
την
περ
ιέργ
εια.
Aνή
καν
προ
φαν
ώς
στο
τσίρ
κο,
τα
πιο
πολλ
ά ιτ
αλικ
ά με
χαρ
αγμέ
να σ
τις
πινα
κίδ
ες α
ρχικ
ά πό
λεω
ν όπ
ως
Βερ
όνα
ή Π
αλέρ
μο. Σ
το π
λάι και
περ
ιμετ
ρικά
του
χώρο
υ η
μετα
λλικ
ή πρ
όχει
ρη π
ερίφ
ραξη
κρα
τούσ
ε μα
κρι
ά το
υς α
νεπι
θύμη
τους
επι
σκέπ
τες.
Πλη
σία
σα
όσο
μπορ
ούσα.
Ηρε
μία,
καμ
ιά φ
ωνή
. Μ
όνο
δυο
φύλ
ακες
έκοβ
αν β
όλτε
ς αρ
γά κ
αι ν
ωχε
λικά
και
μια
γυν
αίκα
έφτι
αχνε
ποπ
κορ
ν κάτ
ω α
πό μ
ια ο
μπρέ
λα σ
την
είσοδ
ο τη
ς τέ
ντας
. Θ
α ήτ
αν
μάλλ
ον ώ
ρα ξ
εκού
ρασης
. Θ
α χρ
ειάζ
εται
δίχ
ως
άλλο
σκεφ
τόμο
υν, αν
αλογ
ιζόμ
ενος
πω
ς στο
υπόλ
οιπο
της
βρα
διάς
οι πρ
ωτα
γωνι
στέ
ς θα
πρέ
πει να
αιω
ρούν
ται στο
κεν
ό, ν
α αψ
ηφού
ν τη
βαρ
ύτητ
α και
τόσ
α άλ
λα. Κ
αι έ
τσι ήτ
αν, μο
υ επ
ιβεβ
αίω
νε λ
ίγο
μετά
ο υ
πεύθ
υνος
στη
ν εί
σοδ
ο.
Τη σ
κέψ
η μο
υ δι
έκοψ
ε έν
α αυ
τοκίν
ητο
που
πέρα
σε
σχε
δόν
δίπλ
α μο
υ σηκ
ώνο
ντας
ένα
σύν
-
νεφ
ο σκόν
ης, το
οπο
ίο κ
όντε
ψε
να μ
ε πν
ίξει
, γι
α να
πάρ
ει τ
η θέ
ση
του
στη
συσ
τοιχ
ία. Είχ
ε
στη
ν ορ
οφή
δύο
μεγ
άφω
να σ
αν χ
ωνι
ά και
στι
ς δύ
ο πλ
ευρέ
ς αφ
ίσες
που
απε
ικόν
ιζαν
στι
γμές
από
την
παρά
στα
ση.
Θα
είχε
δια
λαλή
σει
τα
νέα
για
τον
ερχο
μό τ
ου τ
σίρ
κου
σε
όλη
την
πόλη
.
Ξύπ
νησε
μέσα
μου
την
ανάμ
νηση
παρό
μοιω
ν, μ
άλλο
ν πι
ο σκου
ριασ
μένω
ν αυ
τοκιν
ήτω
ν πο
υ
ασθμ
αίνο
ντας
ανά
γγελ
λαν
στη
ν επ
αρχί
α τη
ν άφ
ιξη
των
πρώ
των
περι
οδευ
όντω
ν θι
άσω
ν, μ
ιας
άλλη
ς επ
οχής
ξεμ
ακρυ
σμέ
νης.
Ο υ
πεύθ
υνος
πολ
ύ ευ
γενι
κά
μας
επέτ
ρεψ
ε τη
ν εί
σοδ
ο στο
θαυμ
αστό
κόσ
μο τ
ου τ
σίρ
κου
δύο
ώρε
ς πρ
ιν τ
ην έ
ναρξ
η τη
ς πα
ράστα
σης
. Π
ίσω
από
τις
βαρ
ι-
ές κ
ουρτ
ίνες
τω
ν πα
ρασκην
ίων
μια
ολόκ
ληρη
πολ
ιτεί
α θα
ξεδ
ιπλω
νότα
ν.
Φτά
νοντ
ας σ
τη Λ
εμεσ
ό, π
ριν
ακόμ
η ακ
ολου
θήσω
την
έξο
δο α
πό τ
ον α
υτοκ
ινητ
όδρο
μο γ
ια τ
ο
χώρο
που
κατ
έλυσ
ε το
τσίρ
κο,
διέ
κρι
να τ
ην ά
σπρ
η τέ
ντα
να ο
ρθώ
νετα
ι στο
ν ου
ρανό
με
τις
πολύ
χρω
μες
σημ
αίες
να
κυμ
ατίζ
ουν
στη
ν ορ
οφή
της.
Αργ
ότερ
α μά
θαιν
α πω
ς η
ιστο
ρία
της
ξεκιν
ά απ
ό το
1840 ό
ταν
ο ιπ
πέας
Tho
mas
Coo
ke
επισ
τρέφ
οντα
ς απ
ό τι
ς Η
ΠΑ
στη
ν Α
γγλί
α
έφερ
ε μα
ζί τ
ου τ
ην κ
αινο
τομί
α τη
ς με
τακιν
ούμε
νης
τέντ
ας. Το
τσίρ
κο
γινό
ταν
πια
περι
οδεύ
ον.
Δίπ
λα, σε
μια
παρά
ξενη
συν
ύπαρ
ξη, κατ
αλαμ
βάν
οντα
ς το
ν ίδ
ιο ό
γκο
στο
ν ορ
ίζον
τα, στε
κότ
αν
αυστη
ρός
και
επι
βλη
τικός
, σχε
δόν
σκοτ
εινό
ς έν
ας π
ελώ
ριος
ναό
ς. Έ
φτα
σα
νωρί
τερα
από
την
προκ
αθορ
ισμέ
νη ώ
ρα τ
ου ρ
αντε
βού
μου
με
τον
Πόλ
υ, π
ου σ
υμπλ
ήρω
νε τ
ην ο
μάδα
. Α
ρκετ
ός
κόσ
μος
πηγα
ινοε
ρχότ
αν α
γορά
ζοντ
ας ε
ισιτ
ήρια
για
τις
δύο
βρα
δινέ
ς πα
ραστά
σει
ς. Α
πένα
ντι
από
τα τ
αμεί
α, σ
ε συσ
τοιχ
ία, μι
α σει
ρά α
πό α
υτοκ
ίνητ
α με
ξέν
ες π
ινακ
ίδες
εγγ
ραφ
ής μ
ου κ
ί-
νησαν
την
περ
ιέργ
εια.
Aνή
καν
προ
φαν
ώς
στο
τσίρ
κο,
τα
πιο
πολλ
ά ιτ
αλικ
ά με
χαρ
αγμέ
να σ
τις
πινα
κίδ
ες α
ρχικ
ά πό
λεω
ν όπ
ως
Βερ
όνα
ή Π
αλέρ
μο. Σ
το π
λάι και
περ
ιμετ
ρικά
του
χώρο
υ η
μετα
λλικ
ή πρ
όχει
ρη π
ερίφ
ραξη
κρα
τούσ
ε μα
κρι
ά το
υς α
νεπι
θύμη
τους
επι
σκέπ
τες.
Πλη
σία
σα
όσο
μπορ
ούσα.
Ηρε
μία,
καμ
ιά φ
ωνή
. Μ
όνο
δυο
φύλ
ακες
έκοβ
αν β
όλτε
ς αρ
γά κ
αι ν
ωχε
λικά
και
μια
γυν
αίκα
έφτι
αχνε
ποπ
κορ
ν κάτ
ω α
πό μ
ια ο
μπρέ
λα σ
την
είσοδ
ο τη
ς τέ
ντας
. Θ
α ήτ
αν
μάλλ
ον ώ
ρα ξ
εκού
ρασης
. Θ
α χρ
ειάζ
εται
δίχ
ως
άλλο
σκεφ
τόμο
υν, αν
αλογ
ιζόμ
ενος
πω
ς στο
υπόλ
οιπο
της
βρα
διάς
οι πρ
ωτα
γωνι
στέ
ς θα
πρέ
πει να
αιω
ρούν
ται στο
κεν
ό, ν
α αψ
ηφού
ν τη
βαρ
ύτητ
α και
τόσ
α άλ
λα. Κ
αι έ
τσι ήτ
αν, μο
υ επ
ιβεβ
αίω
νε λ
ίγο
μετά
ο υ
πεύθ
υνος
στη
ν εί
σοδ
ο.
Τη σ
κέψ
η μο
υ δι
έκοψ
ε έν
α αυ
τοκίν
ητο
που
πέρα
σε
σχε
δόν
δίπλ
α μο
υ σηκ
ώνο
ντας
ένα
σύν
-
νεφ
ο σκόν
ης, το
οπο
ίο κ
όντε
ψε
να μ
ε πν
ίξει
, γι
α να
πάρ
ει τ
η θέ
ση
του
στη
συσ
τοιχ
ία. Είχ
ε
στη
ν ορ
οφή
δύο
μεγ
άφω
να σ
αν χ
ωνι
ά και
στι
ς δύ
ο πλ
ευρέ
ς αφ
ίσες
που
απε
ικόν
ιζαν
στι
γμές
από
την
παρά
στα
ση.
Θα
είχε
δια
λαλή
σει
τα
νέα
για
τον
ερχο
μό τ
ου τ
σίρ
κου
σε
όλη
την
πόλη
.
Ξύπ
νησε
μέσα
μου
την
ανάμ
νηση
παρό
μοιω
ν, μ
άλλο
ν πι
ο σκου
ριασ
μένω
ν αυ
τοκιν
ήτω
ν πο
υ
ασθμ
αίνο
ντας
ανά
γγελ
λαν
στη
ν επ
αρχί
α τη
ν άφ
ιξη
των
πρώ
των
περι
οδευ
όντω
ν θι
άσω
ν, μ
ιας
άλλη
ς επ
οχής
ξεμ
ακρυ
σμέ
νης.
Ο υ
πεύθ
υνος
πολ
ύ ευ
γενι
κά
μας
επέτ
ρεψ
ε τη
ν εί
σοδ
ο στο
θαυμ
αστό
κόσ
μο τ
ου τ
σίρ
κου
δύο
ώρε
ς πρ
ιν τ
ην έ
ναρξ
η τη
ς πα
ράστα
σης
. Π
ίσω
από
τις
βαρ
ι-
ές κ
ουρτ
ίνες
τω
ν πα
ρασκην
ίων
μια
ολόκ
ληρη
πολ
ιτεί
α θα
ξεδ
ιπλω
νότα
ν.
Ανά
μεσα
στα
βαγ
όνια
Προ
σπερ
άσαμ
ε τη
ν κε
ντρι
κή ε
ίσοδ
ο πο
υ οδ
ηγού
σε σ
την
αρέν
α κα
ι κατ
ευθυ
νθήκ
αμε
από
το
πλάι
της
τέν
τας
στο
στάβ
λο μ
ε τα
άλο
γα. Έ
νας
μακρ
ύς δ
ιάδρ
ομος
τον
χώ
ριζε
στα
δύο
. Π
ερπα
-
τήσα
με δ
ειλά
προ
ς το
εσω
τερι
κό. Δεξ
ιά κ
αι α
ριστ
ερά
σε μ
ικρά
δια
μερί
σματ
α ολ
όλευ
κα α
ραβι
κά
άλογ
α χλ
ιμίν
τριζ
αν α
νυπό
μονα
. Θ
α ξέ
ρουν
πω
ς πλ
ησιά
ζει η
ώρα
της
παρ
άστα
σης
σκεφ
τόμο
υν
καθώ
ς δι
έσχι
ζα το
διά
δρομ
ο μέ
σα σ
ε έν
α σύ
ννεφ
ο απ
ό μύ
γες.
Στο
τέρ
μα β
ρίσκ
οντα
ν δύ
ο
καμή
λες.
Σκέ
φτη
κα τ
ην έ
ρημο
. Π
άντα
με
γοήτ
ευε
με τ
ις ισ
τορί
ες τ
ης. Δ
ύο τ
ρεις
στα
βλίτες
βούρ
τσιζ
αν τ
α ζώ
α σφ
υρίζ
οντα
ς άγ
νωστ
ους
σκοπ
ούς.
Τα
πειρ
άγμα
τα μ
εταξ
ύ το
υς έ
δινα
ν κα
ι
έπαι
ρναν
. Στ
ην α
ρχή
ξαφ
νιάσ
τηκα
ν μπ
ροστ
ά στ
η θέ
α τω
ν δύ
ο «ε
ισβο
λέω
ν», γρ
ήγορ
α όμ
ως
βρέθ
ηκαν
να
ποζά
ρουν
μαζ
ί με
τα ά
λογα
για
το
φακ
ό το
υ Π
όλυ.
Από
τη
στιγ
μή τ
ου π
ρώτο
υ κλ
ικ
και μ
ετά
δεν
αντα
λλάξ
αμε
και π
ολλέ
ς κο
υβέν
τες.
Πολ
λές
φορ
ές τ
ον έ
ψαχ
να μ
έσα
στα
βαγό
νια
ή στ
ο ημ
ίφω
ς τω
ν πα
ρασκ
ηνίω
ν χω
ρίς
τύχη
. Ή
ταν
αυτό
ς κα
ι οι ε
ικόν
ες π
ου π
ερνο
ύσαν
μέσ
α
από
το τ
εχνη
τό τ
ου μ
άτι.
Βγή
καμε
από
το
στάβ
λο. Απέ
ναντ
ί μας
στο
δικ
ό το
υς π
εριφ
ραγμ
ένο
χώρο
μισ
ή ντ
ουζί
να λ
άμα
από
το μ
ακρι
νό Π
ερού
έβο
σκαν
αμέ
ριμν
α χω
ρίς
να ε
νοχλ
ούντ
αι α
πό
την
παρο
υσία
μας
. Π
αραδ
ίπλα
δύο
καμ
ηλοπ
αρδά
λεις
, τα
ψηλ
ότερ
α ζώ
α στ
η γη
. Η
μια
έγε
ιρε
το
μακρ
ύ λα
ιμό
της
πάνω
από
το
σιδε
ρένι
ο κι
γκλί
δωμα
και
έφ
ερε
τη μ
ούρη
της
μια
ανά
σα α
πό τ
η
δική
μου
. Είχ
ε μι
α ασ
τεία
έκφ
ραση
, αν
θρώ
πινη
, ήμ
ουν
σίγο
υρος
πω
ς κά
που
την
είχα
ξαν
αδεί
.
Γέλα
σα μ
ε τα
καμ
ώμα
τά τ
ης. Ο
διπ
λανό
ς μα
ς απ
ό τη
ν άλ
λη δ
εν ή
ταν
και τ
όσο
αστε
ίος.
Μάλ
λον
δέος
προ
καλο
ύσε
με τ
ο πε
λώρι
ο βα
ρύ σ
ώμα
του
και
το
διπλ
ό κέ
ρατο
στο
ρύγ
χος
του.
Ένα
ς ρι
-
νόκε
ρος.
Ότα
ν πλ
ησία
σα α
ρκετ
ά κο
ντά
μπόρ
εσα
να δ
ω κ
αθαρ
ότερ
α τα
γεμ
άτα
χαρα
κιές
κέρ
ατά
του.
Σκε
φτό
μουν
αν
πρόδ
ιδαν
την
ηλι
κία
του
ή τις
μάχε
ς πο
υ έδ
ωσε
για
επι
βίω
ση π
ριν
κατα
λή-
ξει ε
δώ σ
ε αυ
τό τ
ο κλ
ουβί
. Π
ροχω
ρήσα
με β
αθύτ
ερα
ανάμ
εσα
σε β
αγόν
ια κ
αι υ
παίθ
ρια
κλου
βιά.
Οι τ
ίγρε
ις δ
εν π
ολυσ
κοτίστ
ηκαν
με
την
παρο
υσία
μας
. Π
αρά
μόνο
απο
λάμβ
αναν
ράθ
υμα
τον
ήλιο
. Στ
ο τέ
ρμα
κάτω
από
ένα
μετ
αλλι
κό υ
πόστ
εγο
βρίσ
κοντ
αν τ
ρεις
ελέ
φαν
τες.
Στη
θέα
του
ς
ένα
απρο
σδιό
ριστ
ο συ
ναίσ
θημα
με
κατέ
κλυσ
ε. Α
λυσο
δεμέ
νοι α
πό τ
ο μπ
ροστ
ινό
πόδι
λικ
νίζο
νταν
κουν
ώντ
ας π
έρα
δώθε
τις
προ
βοσκ
ίδες
του
ς με
άψ
ογο
συγχ
ρονι
σμό
σε έ
να σ
ιωπη
λό, άη
χο σ
κο-
πό. Δεν
μπό
ρεσα
να
τον
φαν
ταστ
ώ α
λλά
σκέφ
τηκα
θα
είνα
ι ο ίδ
ιος
που
στο
ρυθμ
ό το
υ ψ
υχαγ
ω-
γούν
ται ο
ι άνθ
ρωπο
ι. Π
ροχώ
ρησα
μου
διασ
μένο
ς.
Ίνγκ
ριτ
και
Μπρ
άιαν
Ένα
κορ
ίτσι
με
προσ
πέρα
σε μ
ε σκ
υφτό
κεφ
άλι
και έ
στρι
ψε
στη
γωνι
ά. Λ
ίγο
μετά
ένα
άλλ
ο. Τ
η
σταμ
άτησ
α ευ
γενι
κά. Ή
ταν
βιασ
τική
έπρ
επε
να ε
τοιμ
αστε
ί για
την
παρ
άστα
ση. Τη
ν έλ
εγαν
Σάντ
υ, γ
εννή
θηκε
στη
ν Ιτ
αλία
και
από
δέκ
α
χρόν
ων
εργά
ζετα
ι στο
τσί
ρκο.
Είν
αι α
κροβ
άτισ
-
σα. Π
ίσω
πρό
βαλε
η Ί
νγκρ
ιτ μ
ε κό
κκιν
α μά
γου-
λα τ
ο ίδ
ιο β
ιαστ
ική.
Γεν
νήθη
κε σ
το τ
σίρκ
ο κα
ι
δεν
γνώ
ρισε
τίπ
οτα
έξω
από
αυτ
ό. Δ
ουλε
ύει
με τ
α άλ
ογα
μού
είπε
, μι
α σύ
γχρο
νη α
μαζό
να.
Είν
αι π
αντρ
εμέν
η με
το
γιο
του
αφεν
τικο
ύ, τ
ον
Μπρ
άιαν
. Το
ν γν
ώρι
σα λ
ίγο
μετά
. Έ
νας
μεγα
λό-
σωμο
ς Ιτ
αλός
με
πλατ
ύ χα
μόγε
λο κ
αι ο
λόλε
υκα
δόντ
ια. Φ
ούσκ
ωνε
σαν
παγ
ώνι
ντυ
μένο
ς στ
ο
σμόκ
ιν τ
ου μ
ε τη
μυτ
ερή
μύτη
και
το
λεπτ
ό
του
μούσ
ι. Συ
νεχί
ζει μ
ια μ
ακρά
παρ
άδοσ
η πο
υ
ξεκί
νησε
η ο
ικογ
ένει
α C
asar
telli
, το
1864. Ο
Μπρ
άιαν
αντ
ιπρο
σωπε
ύει τ
ην έ
βδομ
η γε
νιά.
Ο
πατέ
ρας
του
Ίλιο
, 60 χ
ρόνω
ν κα
ι κάτ
ι σήμ
ερα,
ο απ
οκαλ
ούμε
νος
«πατ
ριάρ
χης»
, το
ν απ
ολαμ
-
βάνε
ι πια
από
το
ακρο
ατήρ
ιο. Π
ρόλα
βα ν
α
τον
ρωτή
σω γ
ια τ
ους
κινδ
ύνου
ς πο
υ τυ
χόν
να
αντιμε
τωπί
ζουν
στο
τσί
ρκο.
Η α
πάντ
ησή
του
ήταν
ξεκ
άθαρ
η. Τ
η γρ
άφω
από
μνή
μης:
«Ό
ταν
δείχ
νεις
σεβ
ασμό
απέ
ναντ
ι στη
δου
λειά
, στ
ους
ανθρ
ώπο
υς κ
αι σ
τα ζ
ώα,
τότ
ε οι
κίν
δυνο
ι εκμ
η-
δενί
ζοντ
αι».
Οι ερ
γάτε
ς
Χάθη
κα μ
έσα
σε έ
να λ
αβύρ
ινθο
από
βαγ
όνια
. Τα
πιο
πολ
λά ε
ρμητ
ικά
κλει
στά.
Πού
και
πού
ακο
ύγον
ταν
φω
νές,
κάπ
οιες
παι
δικέ
ς πί
σω α
πό τ
α
κλει
στά
παντ
ζούρ
ια.
Μια
πόρ
τα ά
νοιξ
ε κα
ι ένα
ς κύ
ριος
με
βλοσ
υρό
ύφος
απομ
ακρύ
νθηκ
ε βι
αστικά
. Άρχ
ισα
να α
πελπ
ίζομ
αι μ
’ αυ
τή τ
ην α
νεξή
γητη
σιω
πή ό
ταν
στην
επό
μενη
στρ
οφή
συνά
ντησ
α τρ
εις
κεφ
άτου
ς ερ
γάτε
ς
που
επιδ
ιόρθ
ωνα
ν έν
α χα
λασμ
ένο
βαγό
νι. Τα
γέλ
ια τ
ους
διέκ
οπτα
ν τη
ν
απογ
ευμα
τινή
ηρε
μία
του
κατα
υλισ
μού.
Πλη
σίασ
α κα
ι προ
σπάθ
ησα
να
πιάσ
ω κ
ουβέ
ντα.
Ο Π
έσκο
ένα
ς Β
ούλγ
αρος
ήτα
ν ο
πιο
ομιλ
ητικ
ός. Ο
άλλο
ι δύο
ένα
ς Αλβ
ανός
και
ένα
ς Π
ορτο
γάλο
ς συ
μπλή
ρωνα
ν αυ
τό τ
ο
πολυ
φυλ
ετικ
ό συ
νεργ
είο.
Το
ποδό
σφαι
ρο φ
αινό
ταν
η μό
νη τ
ους
έγνο
ια,
αφού
γνώ
ριζα
ν όλ
ους
τους
συμ
πατρ
ιώτε
ς το
υς π
ου α
γωνί
ζοντ
αι σ
το
κυπρ
ιακό
πρω
τάθλ
ημα.
Οι α
παντ
αχού
εργ
άτες
μου
ρμού
ρισα
και
τρά
βηξα
το δ
ρόμο
μου
.
Mr
Lore
nz ο
καρ
διοκ
ατακ
τητή
ς
Στη
αρχή
τον
είχ
α δε
ι να
σέρν
ει έ
να ξ
ύλιν
ο κα
ροτσ
άκι μ
ε έν
α μι
κρό
χαρι
τω-
μένο
σκυ
λί. Λίγ
ο με
τά ό
ταν
οι π
αρου
σιασ
τές
ανακ
οίνω
ναν
από
τα μ
εγάφ
ωνα
πως
είνα
ι η ώ
ρα τ
ου π
ιο δ
υνατ
ού ά
ντρα
στο
ν κό
σμο.
Ο 2
8χρ
ονος
Λορ
έντζ
ο
Καρ
νεβά
λε α
πό τ
η Σι
κελί
α τη
ς Ιτ
αλία
ς εί
ναι ζ
ογκλ
έρ, εκ
παιδ
ευτή
ς σκ
υλιώ
ν,
κωμι
κός,
ταχ
υδακ
τυλο
υργό
ς κα
ι σίγ
ουρα
ο π
ιο δ
υνατ
ός ά
ντρα
ς. Ε
ίναι
το
πολυ
πρόσ
ωπο
ταλ
έντο
του
τσί
ρκου
που
ότα
ν κά
τι π
άει σ
τραβ
ά ο
Λορ
έντζ
ο με
τις
απίσ
τευτ
ες ικ
ανότ
ητές
του
το
διορ
θώνε
ι. Κ
αι ή
ταν
υπέρ
οχος
με
τα π
αιδι
ά
όταν
στο
τέλ
ος έ
στησ
ε έν
α απ
ίθαν
ο πα
ιχνί
δι μ
ε κα
μπαν
άκια
. Γε
ννήθ
ηκε
στο
τσίρ
κο κ
αι ο
αέρ
ας ε
λευθ
ερία
ς το
υ, τ
ου τ
αιρι
άζει
όπω
ς ακ
ριβώ
ς κα
ι τα
κοστ
ούμι
α πο
υ αλ
λάζε
ι. Άλλ
ωστ
ε πο
τέ δ
εν α
ντιμ
ετώ
πισε
το
τσίρ
κο σ
αν δ
ου-
λειά
αλλ
ά σα
ν έν
α ατ
ελεί
ωτο
πάρ
τι. Το
υ αρ
έσει
να
τσιλ
ημπο
υρδί
ζει έ
λεγε
,
δείχ
νοντ
άς μ
ου σ
υνω
μοτικά
το
αγαπ
ημέν
ο το
υ κο
ρίτσ
ι. Το
πρώ
το μ
έρος
της
παρά
στασ
ης τ
ελεί
ωνε
ότα
ν ο
κόσμ
ος ξ
εχύθ
ηκε
πίσω
στα
παρ
ασκή
νια
προς
τα υ
παίθ
ρια
κλου
βιά
για
να θ
αυμά
σει κ
αι ν
α φ
ωτο
γραφ
ηθεί
με
τα ζ
ώα.
Στη
ν
επισ
τροφ
ή αν
αμίχ
θηκα
με
το π
λήθο
ς κα
ι πήρ
α θέ
ση α
νάμε
σα σ
το α
κροα
τή-
ριο,
δίπ
λα σ
ε μι
α πο
λυμε
λή θ
ορυβ
ώδη
οικ
ογέν
εια.
Ο Ιντ
ιάνα
Τζό
ουνς
Η ώ
ρα τ
ης π
αράσ
ταση
ς πλ
ησία
ζε. Π
ίσω
από
τα
παρα
-
σκήν
ια γ
ινότ
αν χ
αμός
. Τα
παν
έμορ
φα
αραβ
ικά
άλογ
α
ετοι
μάζο
νταν
να
βγου
ν στ
ην α
ρένα
. Έ
νας
νεαρ
ός γ
ια ό
λες
τις
δουλ
ειές
, με
σκο
υρόχ
ρωμο
δέρ
μα κ
αι σ
κουλ
αρίκ
ια
στ’ αφ
τιά,
χάι
δευε
τρυ
φερ
ά τ’
άλο
γα κ
αι π
ού κ
αι π
ού τ
α
χτυπ
ούσε
φιλ
ικά
στα
καπο
ύλια
σαν
να
ήθελ
ε να
τα
εμψ
υ-
χώσε
ι. Λίγ
ο με
τά α
νέβη
κε σ
το κ
όκκι
νο β
αγόν
ι που
ήτα
ν
ακρι
βώς
πίσω
μας
και
με
τη β
οήθε
ια μ
ιας
πλατ
φόρ
μας
άρχι
σε ν
α ξε
φορ
τώνε
ι κασ
όνια
, φ
έρετ
ρα, μο
ύμιε
ς, κ
ρανί
α
και σ
κελε
τούς
. Π
λησί
ασα.
Πρό
λαβε
την
ερώ
τησή
μου
και
με μ
ια κ
ίνησ
η το
υ χε
ριού
σχη
μάτισε
ένα
φίδ
ι να
κουν
άει
απει
λητικά
το
κεφ
άλι τ
ου. Κ
ατάλ
αβα,
ήτα
ν το
βαγ
όνι μ
ε τα
ερπε
τά. Κ
οίτα
ξα μ
έσα
και α
νατρ
ίχια
σα. Ή
ταν
γεμά
το κ
λου-
βιά
και κ
ασόν
ια π
ου τ
ο πε
ριεχ
όμεν
ό το
υς κ
ινεί
το. Κ
ροκό
-
δειλ
οι, φ
ίδια
, σα
ύρες
, ερ
πετά
, σκ
ορπι
οί, αρ
ουρα
ίοι κ
αι
πάει
λέγ
οντα
ς. Σ
την
οροφ
ή μι
α ψ
εύτικη
πρά
σινη
φυλ
λωσι
ά
συμπ
λήρω
νε τ
ο ντ
εκόρ
μια
ς ζο
ύγκλ
ας δ
ωμα
τίου
. Έ
ξω η
επιγ
ραφ
ή στ
ο βα
γόνι
έλε
γε: «K
arah
Kha
vak
Jr».
Είν
αι τ
ο
καλλ
ιτεχ
νικό
όνο
μα τ
ου Τ
όμι,
27 χ
ρόνω
ν απ
ό τη
Γερ
μανί
α,
που
υποδ
ύετα
ι τον
Ιντ
ιάνα
Τζό
ουνς
. Δεν
άργ
ησε
να φ
ανεί
ο ίδ
ιος
και ή
ταν
πρόθ
υμος
να
μου
εξηγ
ήσει
για
όλα
, τη
ν
ίδια
στιγμ
ή πο
υ αρ
πάζε
ι αγκ
αλιά
ένα
κρο
κόδε
ιλο
κοντ
ά
δύο
μέτρ
α κα
ι τον
τοπ
οθετ
εί σ
’ έν
α κα
σόνι
. Π
άγω
σα. Η
οικο
γένε
ιά τ
ου ε
ίναι
γνω
στή
στο
χώρο
του
θεά
ματο
ς κα
ι
ο ίδ
ιος
συνε
χίζε
ι την
παρ
άδοσ
η κλ
είνο
ντας
συμ
βόλα
ια μ
ε
γνω
στά
τσίρ
κο π
αρου
σιάζ
οντα
ς το
σόο
υ εμ
πνευ
σμέν
ο απ
ό
την
κινη
ματο
γραφ
ική
ταιν
ία «
Ιντιάν
α Τζ
όουν
ς». Κ
ατεβ
ήκαμ
ε
από
το β
αγόν
ι ότα
ν πρ
όσεξ
α δί
πλα
στη
μοτο
σικλ
έτα
του
Ίντι έ
να μ
ικρό
παι
δικό
ποδ
ήλατ
ο. Ο
Τόμ
ι κατ
άλαβ
ε κα
ι μου
έγνε
ψε
να τ
ον α
κολο
υθήσ
ω. Λίγ
α μέ
τρα
παρα
κάτω
ήτα
ν το
σπίτι τ
ου. Έ
να τ
ροχο
φόρ
ο σπ
ίτι μ
ε μι
α υφ
ασμά
τινη
πέρ
γκο-
λα π
ου σ
κίαζ
ε τη
ν εί
σοδο
δημ
ιουρ
γώντ
ας μ
ια υ
ποτυ
πώδη
αυλή
. Η
πόρ
τα ά
νοιξ
ε κα
ι δύο
ζω
ηρά
αγορ
άκια
πρό
βαλα
ν,
δύο
και ε
φτά
χρό
νων.
Τα
παιδ
ιά τ
ου. Ό
λη η
οικ
ογέν
εια
ταξι
δεύε
ι μαζ
ί, η
καθη
μερι
νότη
τά τ
ους
είνα
ι η ζ
ωή
στο
τσίρ
κο κ
αι π
ατρί
δα τ
ους
όλες
οι π
ατρί
δες
του
κόσμ
ου. Η
μαμά
ήρθ
ε να
συμ
πληρ
ώσε
ι λίγ
ο με
τά τ
ην ο
ικογ
ένει
α. Μ
ια
όμορ
φη
γυνα
ίκα
με μ
ακρι
ά κο
ρακί
σια
μαλλ
ιά ν
τυμέ
νη σ
τη
θηλυ
κή ε
κδοχ
ή το
υ Ίν
τι. Είν
αι η
παρ
τενέ
ρ το
υ Τό
μι σ
το
σόου
. Κ
άποι
α στ
ιγμή
καβ
άλησ
αν τ
η μη
χανή
και
χάθ
ηκαν
.
Αργ
ότερ
α εί
δα τ
ο μι
κρό
να π
εριφ
έρετ
αι μ
ε άν
εση
στο
βαγό
νι μ
ε τα
ερπ
ετά.
Σκέ
φτη
κα π
όσο
οικε
ία τ
ου ή
ταν
όλα
αυτά
που
στο
ιχει
ώνο
υν τ
ο δι
κό μ
ου ύ
πνο.
Βαγ
όνι βεσ
τιάρ
ιο
Δια
κριτικ
ά ακ
ολού
θησα
δύο
κορ
ίτσι
α πο
υ κα
τευθ
ύνθη
καν
σε έ
να β
αγόν
ι στο
πίσ
ω μ
έρος
της
άσπ
ρης
τέντ
ας κ
αι δ
ίπλα
από
τα π
αρασ
κήνι
α. Δ
ειλά
ανέ
βηκα
τα
σιδε
ρένι
α σκ
αλιά
.
Βρι
σκόμ
ουν
στο
βαγό
νι β
εστιάρ
ιο. Στ
α δε
ξιά
μου
μια
κουρ
τίνα
έκρυ
βε τ
ο δο
κιμα
στήρ
ιο. Ακο
ύγον
ταν
γυνα
ικεί
ες φ
ωνέ
ς. Σ
ε
τι θ
α με
ταμο
ρφώ
νοντ
αν ά
ραγε
διε
ρωτώ
μουν
και
μ’ έτ
ρωγε
η
περι
έργε
ια. Π
ροχώ
ρησα
αντ
ίθετ
α μέ
σα σ
ε έν
α μα
κρύ
διάδ
ρο-
μο π
ου τ
έλει
ωνε
στο
βάθ
ος τ
ου β
αγον
ιού.
Στη
μια
πλε
υρά
πάνω
σε
άγκι
στρα
, κρ
έμον
ταν
αμέτ
ρητε
ς φ
αντα
στικ
ές σ
τολέ
ς,
κοστ
ούμι
α κα
ι ρού
χα, κα
πέλα
δια
φόρ
ων
σχεδ
ίων,
μάσ
κες
τρομ
ακτικέ
ς ή
χαρο
ύμεν
ες, πο
λύχρ
ωμα
υφ
άσμα
τα, λο
γής-
λογή
ς φ
τερά
και
πού
πουλ
α. Ο
χώ
ρος
ανάδ
υε ε
κείν
η τη
ζέσ
τα
που
νιώ
θεις
ότα
ν φ
οράς
ένα
αγα
πημέ
νο ρ
ούχο
. Από
την
άλλ
η
πλευ
ρά σ
το ύ
ψος
του
προ
σώπο
υ κρ
έμον
ταν
σε σ
ειρά
μικ
ροί
στρο
γγυλ
οί κ
αθρέ
φτε
ς. Σ
το τ
έρμα
συν
άντη
σα τ
ην Π
ωλί
να.
Καθ
όταν
πάν
ω σ
τη ρ
απτο
μηχα
νή τ
ης. Π
ίσω
της
η α
νοικ
τή
πόρτ
α άφ
ηνε
το α
πογε
υματ
ινό
φω
ς κα
ι μια
υπο
ψία
θαλ
ασσι
-
νής
αύρα
ς να
δια
χέετ
αι σ
το χ
ώρο
. Είν
αι α
πό τ
η Β
ουλγ
αρία
και
τα τ
ελευ
ταία
τέσ
σερα
χρό
νια
δουλ
εύει
για
το
τσίρ
κο. Ράβ
ει
και δ
ιορθ
ώνε
ι τις
στο
λές
των
κορι
τσιώ
ν. B
οηθά
επί
σης
στις
μετα
μορφ
ώσε
ις τ
ους.
Έσκ
υψε
πάλι
πάν
ω α
πό τ
η ρα
πτομ
ηχα-
νή τ
ης α
νάμε
σα σ
ε κα
ρούλ
ια α
πό κ
λωστ
ές κ
αθώ
ς τη
ν απ
οχαι
-
ρετο
ύσα.
Κατ
έβηκ
α απ
ό το
βαγ
όνι.
Δίπ
λα μ
ου δ
ύο φ
ύλακ
ες
παρα
κολο
υθού
σαν
την
απογ
ευμα
τινή
προ
πόνη
ση τ
ης Α
ΕΛ.
Έρω
τας
τσιγ
γάνο
ς
Τους
είδ
α ν
α έ
ρχο
νται
από μ
ακρ
ιά α
γκαλι
ασμέν
οι
και
τους
περ
ίμεν
α.
Έδει
χναν
χαρούμ
ενοι κα
ι ευ
τυχι
σμέν
οι. Τ
α π
ρόσω
πά τ
ους
έλα
μπαν.
Ήτα
ν η Μ
αρίν
α α
πό τ
ην
Ουκ
ρανί
α κ
αι ο Ν
τάστι
ν από τ
ην
Ιταλί
α.
Κω
μικ
ός
αυτ
ός,
ακρ
οβάτι
σσα ε
κείν
η.
Δεν
ήτα
ν παντ
ρεμ
ένοι, ε
ρω
τευμ
ένοι ό
μω
ς σίγ
ουρ
α. «Έ
ρω
τα τ
σιγ
γάνε
», σ
κέφ
τηκα
. «Τ
ρυ-
πώ
νεις
παντ
ού,
ταξι
δεύ
εις
παντ
ού.
Δεν
χρει
άζε
σαι στέ
γη ε
σύ
πάνω
από τ
ο κ
εφάλι
σου,
μήτε
ασφ
άλε
ια κ
αι
σιγ
ουρ
ιά.
Ένα
ς γυ
ρολό
γος
είσαι, ό
πω
ς κα
ι τα
παιδ
ιά τ
ου
τσίρ
κου»
. Ευχ
ήθηκα
στο
ζευ
γάρι κα
λή π
αράστα
ση κ
αι προχώ
ρησα.
Τα κ
ορίτ
σια
με
τις
κορ
ύνες
Μια
ομά
δα α
πό τ
έσσε
ρα κ
ορίτσι
α εμ
φαν
ίστη
κε α
πό τ
ο πο
υθεν
ά. Η
αρχ
ηγός
μας
παρ
ακάλ
εσε
να κ
άνου
με λ
ίγο
χώρο
και
άρχι
σε ν
α δί
νει ο
δηγί
ες. Φ
ορού
σαν
κίτρ
ινες
στο
λές
και κ
ρατο
ύσαν
κορ
ύνες
που
έμο
ιαζα
ν με
ξύλ
ινα
μπου
κάλι
α. Ή
ταν
η
τελε
υταί
α πρ
όβα
πριν
βγο
υν σ
την
αρέν
α. Σ
τάθη
καν
ανά
ζευγ
άρια
το
ένα
απέν
αντι σ
το ά
λλο
και ο
ι κορ
ύνες
άρχ
ισαν
να
πη-
γαιν
οέρχ
οντα
ι από
το
ένα
ζευγ
άρι σ
το ά
λλο
με ά
ψογ
ο συ
γχρο
νισμ
ό. Δ
ίπλα
ένα
ς με
λαψ
ός ν
εαρό
ς με
γοη
τευτ
ικό
χαμό
γελο
γυάλ
ιζε
ευλα
βικά
τη
μοτο
σικλ
έτα
του,
κλε
ίνον
τας
την
ίδια
στιγμ
ή το
μάτ
ι σε
ένα
από
τα κ
ορίτσι
α. Τ
ον έ
λεγα
ν Έ
βερτ
ον κ
αι
ήταν
ένα
από
τα
πέντ
ε μέ
λη τ
ης ο
μάδα
ς τω
ν ρι
ψοκ
ίνδυ
νων
«Cra
zy R
ider
s». Ό
λοι α
πό τ
η Β
ραζι
λία.
Εδώ
και
εφ
τά χ
ρόνι
α
κάνε
ι το
σόου
με
τις
μοτο
σικλ
έτες
. Το
υ λε
ίπει
η ο
ικογ
ένει
ά το
υ κα
ι περ
ισσό
τερο
ο α
δελφ
ός τ
ου π
ου κ
άνει
το
ίδιο
σόο
υ
πίσω
στη
ν πα
τρίδ
α. Η
ζω
ή στ
ο τσ
ίρκο
όμω
ς κα
ι οι α
τελε
ίωτε
ς πε
ριοδ
είες
δεν
του
επι
τρέπ
ουν
να ξ
έρει
πότ
ε θα
επι
στρέ
-
ψει
. Κ
αι ν
αι, λα
τρεύ
ει τ
ο πο
δόσφ
αιρο
, μά
λλον
δεν
χρε
ιαζό
ταν
να τ
ον ρ
ωτή
σω. Το
υ ευ
χήθη
κα κ
αλή
τύχη
και
παρ
αμέρ
ισα.
Ότα
ν τα
κορ
ίτσι
α τε
λείω
σαν,
ο Έ
βερτ
ον π
λησί
ασε
ένα
από
αυτά
και
κάτ
ι του
ψιθ
ύρισ
ε. Α
υτό
αντα
ποκρ
ίθηκ
ε με
νάζ
ι.
Αργ
ότερ
α στ
ο δι
άλει
μμα,
στη
μέσ
η τη
ς πα
ράστ
ασης
, έν
ας ο
μότε
χνός
του
αγκ
άλια
ζε έ
να ά
λλο
κορί
τσι μ
ε κί
τριν
η στ
ολή.
Το φ
λερτ
, σκ
εφτό
μουν
, θα
είν
αι μ
έρος
της
μαγ
είας
και
τρά
βηξα
βαθ
ύτερ
α μέ
σα σ
τα π
αρασ
κήνι
α.
Κρυ
φοκ
οιτά
ζοντ
ας
Συνέ
χισα
να
γυρο
φέρ
νω σ
τα π
αρασ
κήνι
α. Δ
εν ή
μουν
μέρο
ς το
υ ακ
ροατ
ηρίο
υ κα
ι αυτ
ό μο
υ δη
μιου
ργού
σε μ
ια
παρά
ξενη
αίσ
θηση
με
τη μ
ουσι
κή, τις
φω
νές
των
παιδ
ι-
ών
και τ
ους
ανάμ
ικτο
υς ή
χους
που
έφ
τανα
ν στ
’ αφ
τιά
μου.
Ένα
τερ
άστιο
σιδε
ρένι
ο κλ
ουβί
σαν
υδρ
όγει
ος
μετα
φερ
όταν
στη
σκη
νή τ
ην ίδ
ια σ
τιγμ
ή πο
υ ο
εκκω
φα-
ντικ
ός θ
όρυβ
ος α
πό τ
α μα
ρσαρ
ίσμα
τα τ
ων
μοτο
σικλ
ε-
τιστ
ών
σκέπ
αζε
τις
ζητω
κραυ
γές
του
πλήθ
ους.
Ήτα
ν
η ώ
ρα τ
ων
«Cra
zy R
ider
s». Δεν
άντ
εξα
στο
πειρ
ασμό
,
προσ
πέρα
σα έ
να φ
ρουρ
ό πο
υ με
κοί
ταξε
με
αγρι
εμέν
ο
ύφος
και
τρά
βηξα
στο
πλά
ι τις
βαρ
ιές
μπορ
ντό
κουρ
τί-
νες.
Το
θέαμ
α ήτ
αν φ
αντα
στικ
ό. Τ
α πα
ιδιά
αψ
ηφού
σαν
τη β
αρύτ
ητα
μέσα
στη
μετ
αλλι
κή υ
δρόγ
ειο
με τ
ις ρ
όδες
των
μηχα
νών
να κ
οιτά
ζουν
την
ορο
φή
της
τέντ
ας κ
αι τ
α
κεφ
άλια
του
ς τη
ν αρ
ένα.
Απο
μακρ
ύνθη
κα.
Ξαν
ασυν
άντη
-
σα τ
ον Π
όλυ
όταν
ένα
ς πε
ρίερ
γος
τύπο
ς με
μακ
ριά
μαλ-
λιά
που
κρατ
ούσε
μια
βαλ
λίστ
ρα (το
όπλ
ο πο
υ εκ
τοξε
ύει
βέλη
) μα
ς πλ
ησία
σε. Απε
υθύν
θηκε
στο
ν Π
όλυ
λέγο
ντάς
του
πως
αν δ
ουλε
ύει γ
ια τ
ο «P
layb
oy»
μετά
χαρ
άς θ
α
φω
τογρ
αφιζ
όταν
. Γε
λάσα
με. Ή
ταν
ο Φ
ίλιπ
από
τη
Γαλ-
λία.
Δεκ
απέν
τε χ
ρόνι
α τώ
ρα δ
ουλε
ύει μ
ε τη
ν οι
κογέ
νειά
του
στο
τσίρ
κο. Λατ
ρεύε
ι τη
νομα
δική
ζω
ή, μ
όνο
που
τώρα
τελ
ευτα
ία τ
ον π
ροβλ
ηματ
ίζει
το
θέμα
του
σχο
λείο
υ
καθώ
ς ο
μικρ
ός τ
ου γ
ιος
μεγα
λώνε
ι. Αργ
ότερ
α το
ν εί
δα
να σ
ημαδ
εύει
με
το β
έλος
του
ένα
μήλ
ο, π
ου η
παρ
τε-
νέρ
του
και γ
υναί
κα τ
ου σ
τερέ
ωσε
ανά
μεσα
στο
πιγ
ούνι
και σ
το λ
αιμό
της
. Η
βολ
ή ήτ
αν ε
ύστο
χη. Θ
α πρ
όκει
-
ται σ
ίγου
ρα σ
κεφ
τόμο
υν γ
ια μ
ια π
ιστή
γυν
αίκα
, χω
ρίς
αμφ
ιβολ
ία.
Μετ
ακιν
ούμε
νη π
ολιτ
εία
Κου
ράστ
ηκα
να π
αίρν
ω σ
ημει
ώσε
ις, γκ
ρίνι
αξα.
Έβα
λα
το μ
ικρό
σημ
ειω
ματά
ριο
και τ
ο στ
ιλό
στην
τσά
ντα
όταν
τα
φώ
τα χ
αμήλ
ωνα
ν. Χ
άρηκ
α πο
λλού
ς απ
ό το
υς φ
ίλου
ς πο
υ
έκαν
α στ
α πα
ρασκ
ήνια
, αν
θρώ
πους
και
ζώ
α να
παρ
ελαύ
-
νουν
στη
ν αρ
ένα
και ν
α δι
ασκε
δάζο
υν τ
ον κ
όσμο
. Π
ήρα
το δ
ρόμο
της
επι
στρο
φής
αφ
ήνον
τας
πίσω
μου
εκε
ίνη
τη
μετα
κινο
ύμεν
η π
ολιτεί
α με
τα
συρό
μενα
βαγ
όνια
. Στ
ην
άλλη
γρα
μμή
του
ακου
στικ
ού τ
’ αγ
απημ
ένα
μου
ανιψ
άκια
δεν
πίστ
ευαν
πω
ς έκ
ανα
παρέ
α με
κρο
κόδε
ιλου
ς κα
ι
ακρο
βάτε
ς. Τ
ο Υστ
ερόγ
ραφ
ο θα
του
ς πε
ίσει
. Ο
δήγη
σα
το α
υτοκ
ίνητ
ό μο
υ πί
σω σ
τον
αυτο
κινη
τόδρ
ομο.
Ο ν
αός
φαι
νότα
ν ακ
όμη
πιο
σκοτ
εινό
ς κα
ι η ά
σπρη
τέν
τα μ
ια
ανάμ
νηση
πω
ς υπ
άρχε
ι ζω
ή πά
νω σ
ε ρό
δες.
Κρυ
φοκ
οιτά
ζοντ
ας
Συνέ
χισα
να
γυρο
φέρ
νω σ
τα π
αρασ
κήνι
α. Δ
εν ή
μουν
μέρο
ς το
υ ακ
ροατ
ηρίο
υ κα
ι αυτ
ό μο
υ δη
μιου
ργού
σε μ
ια
παρά
ξενη
αίσ
θηση
με
τη μ
ουσι
κή, τις
φω
νές
των
παιδ
ι-
ών
και τ
ους
ανάμ
ικτο
υς ή
χους
που
έφ
τανα
ν στ
’ αφ
τιά
μου.
Ένα
τερ
άστιο
σιδε
ρένι
ο κλ
ουβί
σαν
υδρ
όγει
ος
μετα
φερ
όταν
στη
σκη
νή τ
ην ίδ
ια σ
τιγμ
ή πο
υ ο
εκκω
φα-
ντικ
ός θ
όρυβ
ος α
πό τ
α μα
ρσαρ
ίσμα
τα τ
ων
μοτο
σικλ
ε-
τιστ
ών
σκέπ
αζε
τις
ζητω
κραυ
γές
του
πλήθ
ους.
Ήτα
ν
η ώ
ρα τ
ων
«Cra
zy R
ider
s». Δεν
άντ
εξα
στο
πειρ
ασμό
,
προσ
πέρα
σα έ
να φ
ρουρ
ό πο
υ με
κοί
ταξε
με
αγρι
εμέν
ο
ύφος
και
τρά
βηξα
στο
πλά
ι τις
βαρ
ιές
μπορ
ντό
κουρ
τί-
νες.
Το
θέαμ
α ήτ
αν φ
αντα
στικ
ό. Τ
α πα
ιδιά
αψ
ηφού
σαν
τη β
αρύτ
ητα
μέσα
στη
μετ
αλλι
κή υ
δρόγ
ειο
με τ
ις ρ
όδες
των
μηχα
νών
να κ
οιτά
ζουν
την
ορο
φή
της
τέντ
ας κ
αι τ
α
κεφ
άλια
του
ς τη
ν αρ
ένα.
Απο
μακρ
ύνθη
κα.
Ξαν
ασυν
άντη
-
σα τ
ον Π
όλυ
όταν
ένα
ς πε
ρίερ
γος
τύπο
ς με
μακ
ριά
μαλ-
λιά
που
κρατ
ούσε
μια
βαλ
λίστ
ρα (το
όπλ
ο πο
υ εκ
τοξε
ύει
βέλη
) μα
ς πλ
ησία
σε. Απε
υθύν
θηκε
στο
ν Π
όλυ
λέγο
ντάς
του
πως
αν δ
ουλε
ύει γ
ια τ
ο «P
layb
oy»
μετά
χαρ
άς θ
α
φω
τογρ
αφιζ
όταν
. Γε
λάσα
με. Ή
ταν
ο Φ
ίλιπ
από
τη
Γαλ-
λία.
Δεκ
απέν
τε χ
ρόνι
α τώ
ρα δ
ουλε
ύει μ
ε τη
ν οι
κογέ
νειά
του
στο
τσίρ
κο. Λατ
ρεύε
ι τη
νομα
δική
ζω
ή, μ
όνο
που
τώρα
τελ
ευτα
ία τ
ον π
ροβλ
ηματ
ίζει
το
θέμα
του
σχο
λείο
υ
καθώ
ς ο
μικρ
ός τ
ου γ
ιος
μεγα
λώνε
ι. Αργ
ότερ
α το
ν εί
δα
να σ
ημαδ
εύει
με
το β
έλος
του
ένα
μήλ
ο, π
ου η
παρ
τε-
νέρ
του
και γ
υναί
κα τ
ου σ
τερέ
ωσε
ανά
μεσα
στο
πιγ
ούνι
και σ
το λ
αιμό
της
. Η
βολ
ή ήτ
αν ε
ύστο
χη. Θ
α πρ
όκει
-
ται σ
ίγου
ρα σ
κεφ
τόμο
υν γ
ια μ
ια π
ιστή
γυν
αίκα
, χω
ρίς
αμφ
ιβολ
ία.
Το ε
ξώφ
υλλο
είν
αι φ
ωτο
γραφ
ία τ
ου Π
όλυ
Πεσ
λίκα
και
δημ
ιουρ
γία
του
Λευ
τέρη
Τάπ
α
ΥΓ.
9/
11
/0
8Κ
ΑΘ
Ε Κ
ΥΡ
ΙΑΚ
Η Μ
ΑΖ
Ι Μ
Ε Τ
ΟΝ
ΦΙΛ
ΕΛΕΥΘ
ΕΡ
Ο
ΕΚ
ΔΟ
ΤΗΣ
-ΔΙΕ
ΥΘ
ΥΝ
ΤΗΣ
ΝΙΚ
ΟΣ
ΠΑΤΤ
ΙΧΗ
Σ
ΔΙΕ
ΥΘ
ΥΝ
ΤΡΙΑ
ΣΥΝ
ΤΑΞΗ
ΣΕΛΕΝ
Η Ξ
ΕΝ
ΟΥ
AR
T D
IREC
TOR
ΙΩΑΝ
ΝΑ Π
ΑΤΤ
ΙΧΗ
ΥΠ
ΕΥΘ
ΥΝ
Η Ε
ΚΔ
ΟΣ
ΗΣ
ΕΛΕΝ
Α Π
ΑΡΠ
Α
ΕΙΔ
ΙΚΟ
Σ Σ
ΥΝ
ΕΡ
ΓΑΤΗ
ΣΓΙ
ΑΝ
ΝΗ
Σ ΧΑ
ΤΖΗ
ΓΕΩ
ΡΓΙ
ΟΥ
ΦΩ
ΤΟΓΡ
ΑΦ
ΟΙ
ΜΑΡΙΝ
Α Σ
ΙΑΚ
ΟΛΑ
ΣΩΚ
ΡΑΤΗ
Σ ΣΩ
ΚΡΑΤΟ
ΥΣ
CH
AR
LIE M
AK
KO
SΔΗ
ΜΗ
ΤΡΗ
Σ Β
ΑΤΤ
ΗΣ
ΔΗ
ΜΙΟ
ΥΡ
ΓΙΚ
Η O
MA
ΔΑ
ΑΝ
ΤΡΕΑΣ
ΑΝ
ΤΩΝ
ΙΟΥ
ΠΟ
ΛΥΣ
ΠΕΣΛ
ΙΚΑΣ
ΛΕΥΤΕ
ΡΗ
Σ ΤΑ
ΠΑΣ
ΜΟ
ΝΙΜ
ΟΙ
ΣΥΝ
ΕΡ
ΓΑΤΕ
ΣΧΑ
ΡΑΛΑΜ
ΠΟ
Σ ΑΡΙΣ
ΤΟΤΕ
ΛΟ
ΥΣ
ΜΑΡΙΑ
ΝΝ
Α Κ
ΑΡΑΒ
ΑΛΗ
ΚΩ
ΣΤΑΣ
ΜΑΝ
ΤΖΑΛΟ
Σ Μ
ΑΡΙΑ
ΜΑΣΟ
ΥΡΑ
FILE
P M
OTW
AR
YΓΙ
ΩΡΓΟ
Σ ΣΑ
ΒΒ
ΙΝΙΔ
ΗΣ
ΝΙΚ
ΟΛΑΣ
ΣΠΑΡΣΗ
ΣΑΛΕΞΗ
Σ ΣΤ
ΑΜ
ΑΤΗ
ΣΓΙ
ΑΝ
ΝΗ
Σ ΤΟ
ΥΜ
ΑΖΗ
ΣΣΩ
ΤΗ Τ
ΡΙΑ
ΝΤΑ
ΦΥΛΛΟ
ΥΓΙ
ΩΡΓΟ
Σ ΤΡ
ΙΛΛΙΔ
ΗΣ
ΙΩΑΝ
ΝΑ Χ
ΡΙΣ
ΤΟΔΟ
ΥΛΟ
Υ
ΗΛΕΚ
ΤΡΟ
ΝΙΚ
Η Ε
ΠΕΞΕΡ
ΓΑΣ
ΙΑΣΤ
ΕΛΛΑ Α
ΝΔΡΟ
ΝΙΚ
ΟΥ
ΔΙΟ
ΡΘ
ΩΣ
Η Κ
ΕΙΜ
ΕΝ
ΩΝ
ΜΑΡΙΑ
ΖΕΡΒ
ΟΥ
ΜΑΡΙΑ
ΚΑΠ
ΑΤΑ
ΗΜ
ΑΡΙΑ
ΚΑΛΛΙΜ
ΑΧΟ
Υ
ΔΙΑ
ΧΩ
ΡΙΣ
ΜΟ
Ι Χ
ΡΩ
ΜΑ
ΤΩΝ
&ΕΚ
ΤΥΠ
ΩΣ
Η:
PR
OTE
AS
PR
ES
S L
TD
Μας
ενδ
ιαφ
έρου
ν τα
δικ
ά σα
ςΥστ
ερόγ
ραφ
α. Ο
ι δικ
ές σ
ας ιδ
έες
για
θέμα
τα κ
αι ο
ι δικ
ές σ
ας α
πόψ
εις.
Τα
περι
μένο
υμε
στην
ηλε
κτρο
νική
διε
ύθυν
ση:
elen
i.xen
ou@
phile
left
hero
s.co
m
ετά
από
αυτή
τη
θά
λασσ
α υπ
άρχε
ι μί
α άλ
λη,
άλλη
γη
, άλ
λη στ
εριά
, άλ
λη θά
λασ-
σα.
Συνε
χώς
όμω
ς,
θα
παρε
μβάλ
λοντ
αι
τα κ
ύματ
α. Μ
ερικ
ές φ
ορές
μεγ
άλα,
άλλ
ες
μικρ
ότερ
α. Τ
α χε
ιρότ
ερα
είνα
ι τα
από
τομα
, τα
ύπο
υλα,
όσα
χρε
ιάζο
νται
τις
μεγ
άλες
σου
γρο
θιές
για
να
επιπ
λεύσ
εις
στην
επι
φάν
ειά
τους
. Αυτ
ά πο
υ θέ
λουν
ράπ
ισμα
. Κ
αι δ
υνατ
ά χτ
υπήμ
ατα.
Ότα
ν εί
μαστ
ε πα
ιδιά
, κο
λυμπ
άμε
συνή
θως
με σ
ωσί
βια,
κρα
-τιόμ
αστε
με
τα χ
εράκ
ια σ
τα φ
ουσκ
ωμέ
να μ
πρατ
σάκι
α, π
λα-
τσου
ρίζο
υμε
με τ
ις π
αλάμ
ες μ
έσα
στο
νερό
. Το
μεγ
αλύτ
ερο
δώρο
που
μου
έκα
νε η
μάν
α μο
υ, ή
ταν
η μέ
ρα π
ου μ
ου
ξεφ
ούσκ
ωσε
-χω
ρίς
άλλη
προ
ειδο
ποίη
ση- τ
η στ
ρογγ
υλή
μου
πάπι
α πο
υ με
κρα
τούσ
ε πά
νω α
πό τ
ον α
φρό
στη
ν πα
ραλί
α το
υ Μ
ακέν
ζι σ
τη Λ
άρνα
κα -
εκεί
πηγ
αίνα
με κ
άθε
Κυρ
ιακή
γι
α κο
λύμπ
ι. Έ
κανα
για
λίγ
ο τα
ποδ
αράκ
ια μ
ου π
άνω
κάτ
ω,
έμπα
ινα
με τ
ο κε
φάλ
ι στ
ο νε
ρό,
ξανά
βγαι
να,
ξανά
μπαι
να
σαν
να β
υθιζ
όμου
να,
σαν
να τ
ελεί
ωνα
, έπ
ινα
νερό
και
το
’φτυ
να -
πέντ
ε χρ
όνω
ν ήμ
ουνα
μό
νο.
Στην
άμ
μο,
μισο
ζα-
λισμ
ένος
, πή
ρα τ
ο με
γαλύ
τερο
μάθ
ημα
της
ζωής
μου
. Αν
είχα
παι
δί,
το ίδι
ο θα
του
έκα
να -
αυτό
θα
του
μάθα
ινα
στην
πρ
άξη:
Να
μη σ
τηρί
ζεσα
ι σε
καν
έναν
, ού
τε σ
τον
άνθρ
ωπο
που
σε α
γαπά
πιο
πολ
ύ στ
ον κ
όσμο
. Μ
όνος
σου
πρέ
πει
να π
ροχω
ρήσε
ις.
Ολο
μόνα
χος
θα π
ερπα
τήσε
ις,
θα τ
ρέξε
ις,
θα π
έσει
ς, θ
α ση
κώνε
σαι.
Μα,
ποτ
έ δε
ν θα
κρα
τηθε
ίς α
πό
κανέ
να.
Μόν
ος!
Το Σ
επτέ
μβρι
ο το
ν πέ
ρασα
σε
αυτή
ν εδ
ώ τ
ην π
αραλ
ία.
Μου
άρ
εσε
να π
αίρν
ω τ
ο λε
ωφ
ορεί
ο απ
ό τη
ν πύ
λη τ
ης Κ
ερύν
ειας
(π
αλιά
λεω
φορ
εία,
αιμ
όφυρ
τα,
από
αυτά
που
κυκ
λοφ
ορού
-σα
ν πρ
ιν απ
ό τη
ν ει
σβολ
ή),
να αν
οίγω
το
πα
ράθυ
ρο,
να
ανεβ
αίνο
υν κ
αι ν
α κα
τεβα
ίνου
ν σ’
αυτ
ό μα
θητέ
ς, σ
τρατ
ιώτε
ς,
έποι
κοι
-υπη
ρέτε
ς άλ
λων
εποί
κων
ή Το
υρκο
κυπρ
ίων.
Το
τα
ξίδι
μας
δια
ρκού
σε π
ερίπ
ου 5
0 λ
επτά
χω
ρίς
κίνη
ση -
τόσο
κο
ντά,
σε
ταχύ
τητε
ς χα
μηλέ
ς - α
νάμε
σα σ
ε κα
ζίνα
και
πολ
λά
εστιατ
όρια
με
κεμπ
άμπ,
δρό
μος
σαν
φίδ
ι μέχ
ρι τ
ο σκ
λαβω
μέ-
νο χ
ωρι
ό. Ε
κεί,
κολυ
μπού
σα σ
υνεχ
ώς
για
δύο
περί
που
ώρε
ς -ά
μμος
υπέ
ροχη
, κρ
υστά
λλιν
η, έ
βαζα
μέσ
α τα
πόδ
ια μ
ου κ
αι
τα ζ
έστα
ινα.
Μετ
ά, π
ίσω
, πά
λι τ
ο λε
ωφ
ορεί
ο τη
ς επ
ιστρ
οφής
πο
υ πε
ρνάε
ι λί
γο έ
ξω α
πό τ
ο λι
μανά
κι.
Οι
ίδιο
ι επ
ιβάτ
ες.
Η
διαδ
ρομή
του
και
νούρ
ιου
ασφ
αλτο
στρω
μένο
υ δρ
όμου
που
σκ
ίζει
στα
δύο
το
βουν
ό το
υ Π
εντα
δάχτ
υλου
, εί
ναι
η ω
ραι-
ότερ
η (κ
αι η
πιο
μελ
αγχο
λική
) πο
υ έχ
ω κ
άνει
σε
ολόκ
ληρη
τη
ζω
ή μο
υ. Η
πιο
θλι
βερή
- μα
γική
ταυ
τόχρ
ονα,
περ
ίεργ
ος
συνδ
υασμ
ός. Γι
α ευ
νόητ
ους
λόγο
υς δ
εν τ
ο λέ
ει κ
ανέν
ας, δε
ν
το γ
ράφ
ουν
οι τ
ουρι
στικ
οί ο
δηγο
ί -α
λλά
είνα
ι η
αλήθ
εια.
Όπω
ς επ
ίσης
εί
ναι
αλήθ
εια,
ότ
ι οι
Το
υρκο
κύπρ
ιοι
και
οι
Τούρ
κοι
είνα
ι ερ
ωτικο
ί -
μόνο
όμω
ς φ
αινο
μενι
κά.
Ευτ
υχώ
ς,
κρατ
ούσα
πάν
τα π
ισιν
ή. Γ
ρήγο
ρα π
άθη,
γρή
γορε
ς αγ
άπες
- ά
ρα γ
ρήγο
ρα μ
ίση.
Σοφ
ό, δ
οκιμ
ασμέ
νο.
Γράφ
ω τ
η στ
ήλη
και α
κούω
Στρ
άτο
Διο
νυσί
ου: «Ν
ομίζ
εις
πως
χωρί
σαμε
, νο
μίζε
ις. Ό
μως
το μ
υαλό
σου
βασ
ανίζ
εις,
μ’ άλ
λη
δεν
μπορ
ώ ν
α κο
ιμηθ
ώ».
Τα
τύμπ
ανα
στο
ρεφ
ρέν
μου
τρυπ
ά-νε
τα
αφτιά,
η φ
ωνή
μού
φέρ
νει σ
υγκί
νηση
. Σε
θυμ
άμαι
πάλ
ι, τι μ
εγάλ
ο απ
ωθη
μένο
κι αυ
τό.
«Για
ννάκ
η μο
υ;».
Για
το μ
όνο
που
χάρη
κα φ
έτος
, εί
ναι π
ου τ
όλμη
σα σ
τα σ
υναι
-σθ
ήματ
α. Έ
γινα
σχε
δόν
30 χ
ρόνω
ν γα
ϊδού
ρι κ
αι α
κόμη
δεν
εί
χα μ
άθει
τα
βασι
κά.
Από
ψυχ
ολογ
ική
αδυν
αμία
, απ
ό άμ
υνα,
συ
ναντ
ούσα
παν
τού
εχθρ
ούς,
αντ
αγω
νιστ
ές,
αντιπά
λους
. Δεν
έδ
ινα.
Μόν
ο έπ
αιρν
α. Ε
σύ μ
ε άλ
λαξε
ς -
ήταν
σαν
να
μου
’δω
σες
το π
ιο δ
υνατ
ό χα
στού
κι σ
τη ζ
ωή,
αυτ
ό πο
υ πο
τέ μ
ου
δεν
θα ξ
εχάσ
ω -
πάντ
α θα
είσ
αι τ
ο πρ
ότυπ
ο, ό
λα τ
α άλ
λα θ
α πα
ραμέ
νουν
τα
υποκ
ατάσ
τατά
σου
. Μ
’ αυ
τή τ
ην κ
αλοσ
ύνη
σου,
τη
δοτικό
τητά
σου
. Τη
γεν
ναιο
δωρί
α. Σ
’ αγ
απώ
ακό
μη.
Αλλ
ά, δ
εν έ
χω π
ια δ
ικαί
ωμα
να
σ’ τ
ο λέ
ω.
Και
μόν
ο πο
υ βρ
ήκες
τρό
πο ν
α με
δια
βάζε
ις α
π’ τ
ην Α
θήνα
, με
κάν
ει ν
α ντ
ρέπο
μαι.
MΣΤΗ
ΘΑ
ΛΑ
ΣΣ
Α Τ
ΟΥ
ΑΓΙ
ΟΥ
ΕΠ
ΙΚΤΗ
ΤΟΥ
ΚΕ
ΡΥ
ΝΕ
ΙΑΣ
, ΠΡ
ΙΝ Α
ΠΟ
ΕΝ
Α Μ
ΗΝ
Α
ΜΕ Τ
ΟΝ
ΓΙΑ
ΝΝ
Η Χ
ΑΤΖ
ΗΓΕ
ΩΡΓΙ
ΟΥ
REAL
STOR
IES