Wortliste Verb for Men EL-En Alphabetisch
-
Author
pseranis627 -
Category
Documents
-
view
126 -
download
3
Embed Size (px)
Transcript of Wortliste Verb for Men EL-En Alphabetisch

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 1 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
FASK, Arbeitsbereich Neugriechisch
Der vorliegenden Übersicht von Verformen liegt der Wortschatz des Lehrwerkes «Τα Νέα Ελληνικά Για Ξένους» (Θεσσαλονίκη, 2005) zugrunde.• Die Verbformen sind in der ersten Person Singular angegeben – bei den Verben der „zweiten Konjugation“ (endbetonte Verben der άς- bzw. είς-
Konjugation, z.B. χαλώ, χαλάς) und der Vokalstammkonjugation (z.B. λέω, λες) ist im Präsens zusätzlich auch die zweite Person Singular angegeben. Einige Verben, u.a. die unpersönlichen Verben (z.B. αστράφτει = es blitzt), stehen in der dritten Person Singular.
• Beim Partizip Perfekt steht die Maskulin-Singular-Form stellvertretend für alle übrigen.• Die Präsensformen auf -μαι sind nichtaktiv (NA). Deponentien (Dep.) bzw. Halbdepontentien (Halbdep.) sind als solche markiert.
Alphabetische Sortierung:

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 2 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
Ααγαπώ, -ιέμαιαγαπάς ...
11: to love αγάπησα να /... αγαπήσω αγαπούσα αγαπήθηκα αγαπιόμουν αγαπημένος
αγιάζω, -ομαι 24: to bless άγιασα / αγίασα
να /… αγιάσω αγίαζα αγιάστηκα αγιαζόμουν αγιασμένος
αγοράζω, -ομαι 5: to buy αγόρασα να /... αγοράσω αγόραζα αγοράστηκα αγοραζόμουν αγορασμένος
αδιαφορώαδιαφορείς ...
14: to be indifferent, 32: to have no regard for
αδιαφόρησα να /... αδιαφορήσω αδιαφορούσα --- --- ---
αδικώ, -ούμαιαδικείς ...
11: to be unfair/unjust; to wrong
αδίκησα να /... αδικήσω αδικούσα αδικήθηκα αδικούμουν αδικημένος
αδυνατίζω 22: to lose weight αδυνάτισα να /… αδυνατίσω αδυνάτιζα --- --- αδυνατισμένος
αισθάνομαι (Dep.) 27: to feel, 35: to sense
--- να /… αισθανθώ (NA)
--- αισθάνθηκα αισθανόμουν ---
ακολουθώ, -ούμαιακολουθείς ...
35: to follow ακολούθησα να /… ακολουθήσω ακολουθούσα ακολουθήθηκα (ακολουθούμουν) ακολουθημένος
ακούω, -γομαιακούς ...
5: to listen; to hear άκουσα να /... ακούσω άκουγα ακούστηκα ακουγόμουν ακουσμένος
ακριβοπληρώνω, -ομαι
32: to pay through the nose
ακριβοπλή-ρωσα να /… ακριβοπληρώσω
ακριβοπλήρωνα ακριβοπληρώ-θηκα ακριβοπληρω-νόμουν
ακριβοπληρωμένος
αλλάζω, -ομαι6: to change, 23: αλλάζω σπίτι: to move
άλλαξα να /... αλλάξω άλλαζα αλλάχτηκα αλλαζόμουν αλλαγμένος
αλληλοβοηθιέμαι (-ούμαι) (NA)
35: to help one another
--- να /… αλληλο-βοηθηθώ (NA)
--- αλληλοβοηθήθηκα αλληλοβοηθιόμουν ---
αλληλογνωρίζομαι (NA)
35: to know each other
--- να /… αλληλο-γνωριστώ (NA)
--- αλληλογνωρίστηκα αλληλογνωρι-ζόμουν
---
αλληλοεξουδετε-ρώνομαι (NA)
35: to neutralize each other
--- να /… αλληλο-εξουδετερωθώ (NA)
--- αλληλοεξουδετε-ρώθηκα
αλληλοεξουδετε-ρωνόμουν
---
αλληλοθαυμάζομαι (NA)
35: to admire each other
--- να /… αλληλο-θαυμαστώ (NA)
--- αλληλοθαυμά-στηκα
αλληλοθαυμα-ζόμουν
---
αλληλοσκοτώνομαι (NA)
35: to kill each other --- να /… αλληλο-σκοτωθώ (NA)
--- αλληλοσκοτώ-θηκα αλληλοσκοτω-νόμουν
---
αλληλοϋποστη-ρίζομαι (NA)
35: to support each other
--- να /… αλληλο-στηριχτώ (NA)
--- αλληλοτηρίχτη-κα αλληλοστηρι-ζόμουν
---
αμφιβάλλω 35: to doubt αμφέβαλα να /… αμφιβάλω αμφέβαλλα --- --- ---
αναβάλλω, -ομαι 28: to postpone; to put off
ανέβαλα να /… αναβάλω ανέβαλλα αναβλήθηκα αναβαλλόμουν (αναβεβλημένος)

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 3 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
ανάβω3: to turn on, 20: to light, 32: to be red hot
άναψα να /... ανάψω άναβα ανάφτηκα να αναφτώ αναμμένος
αναγγέλλω, -ομαι 37: to announce ανάγγειλα /ανήγγειλα
να /… αναγγείλω ανάγγελλα / ανήγγελλα
αναγγέλθηκα αναγγελλόμουν αναγγελμένος
αναγκάζω, -ομαι
23: to oblige, 27: -ομαι: to have to,28: to force
ανάγκασα να /… αναγκάσω ανάγκαζα αναγκάστηκα αναγκαζόμουν αναγκασμένος
αναγνωρίζω, -ομαι 18: to accept; to recognize
αναγνώρισα να /... αναγνωρίσω αναγνώριζα αναγνωρίστηκα αναγνωριζόμουν αναγνωρισμένος
ανακαλύπτω, -ομαι 10: to discover ανακάλυψα να /... ανακαλύψω ανακάλυπτα ανακαλύφθηκα / ανακαλύφτηκα
ανακαλυπτόμουν ανακαλυμμένος
ανακατεύω, -ομαι 29: -ομαι: to interfere
ανακάτεψα να /… ανακατέψω ανακάτευα ανακατεύτηκα ανακατευόμουν ανακατεμένος
ανανεώνω, -ομαι 20: to renew ανανέωσα να /... ανανεώσω ανανέωνα ανανεώθηκα ανανεωνόμουν ανανεωμένος
αναπνέω 33: to breathe ανέπνευσα / ανάπνευσα
να /… αναπνεύσω ανέπνεα --- --- ---
αναπτύσσω, -ομαι 37: to develop; to grow; to expand
ανέπτυξα /ανάπτυξα
να /… αναπτύξω ανέπτυσσα αναπτύχθηκα αναπτυσσόμουν αναπτυγμένος
αναρωτιέμαι (Dep.) 33: to wonder --- --- --- αναρωτήθηκα αναρωτιόμουν αναρωτημένος
ανασκευάζω, -ομαι 33: to refute ανασκεύασα να /… ανασκευάσω ανασκεύαζα ανασκευάστηκα ανασκευαζόμουν ανασκευασμένος
ανατέλλω 37: to rise; to come up
ανάτειλα /ανέτειλα
να /… ανατείλω ανάτελλα /ανέτελλα
--- --- ---
αναφέρω, -ομαι16: to refer to, 36: to mention; to set out
ανάφερα να /... αναφέρω ανάφερα αναφέρθηκα αναφερόμουν αναφερμένος
ανεβάζω
20: to carry up; to lift up, 29: to put up, 32: to put on (stage)
ανέβασα να /... ανεβάσω ανέβαζα --- --- ανεβασμένος
ανεβαίνω29: to mount up, to go up, 37: to rise
ανέβηκανα /… ανέβω / ανεβώ ανέβαινα --- --- ανεβασμένος
ανήκω 30: to belong to ανήκα να /… ανήκω ανήκα --- --- ---ανησυχώανησυχείς ...
31: to worry ανησύχησα να /… ανησυχήσω ανησυχούσα --- --- ---
ανθίζω 24: to blossom άνθισα να /… ανθίσω άνθισα --- --- ---ανοίγω, -ομαι 3: to open; to turn άνοιξα να /... ανοίξω άνοιγα ανοίχτηκα ανοιγόμουν ανοιγμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 4 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
on, 29: -ομαι: to go too far out in the sea
αντηχώαντηχείς ...
29: to echo; to reverbarate
αντήχησα να /… αντηχήσω αντηχούσα --- --- ---
αντικατασταίνω (αντικαθιστώαντικαθιστάς / αντικαθίσταμαι)
1: to replace αντικατέστησα να /... αντικαταστήσω
αντικαθιστούσα (αντικαταστάθηκα) (---) (αντικατεστημένος)
απαγορεύω, -ομαι 16: to forbid, 28: to prohibit
απαγόρευσα / απαγόρεψα
να /... απαγορεύσω / απαγορέψω
απαγόρευα απαγορεύτηκα απαγορευόμουν απαγορευμένος
απαντώ, -ιέμαιαπαντάς ... 12: to answer απάντησα να /... απαντήσω
απαντούσα / απάνταγα απαντήθηκα απαντιόμουν απαντημένος
απειλώ, -ούμαιαπειλείς ...
14: to menace , 33: to threaten
απείλησα να /... απειλήσω απειλούσα απειλήθηκα απειλούμουν απειλημένος
απελευθερώνω, -ομαι
28: to liberate απελευθέρωσα να /… απελευθερώσω
απελευθέρωνα απελευθερώθηκα απελευθερωνό-μουν
απελευθερωμένος
απέχω 33: to be at (some) distance
(απείχα) (να /… απόσχω) απείχα --- --- ---
απλώνω, -ομαι 28: -ομαι: to extend άπλωσα να /… απλώσω άπλωνα απλώθηκα απλωνόμουν απλωμένος
απογειώνω, -ομαι 29: -ομαι: to take off
απογείωσα να /… απογειώσω απογείωνα απογειώθηκα απογειωνόμουν απογειωμένος
απογοητεύω, -ομαι 24: to disappointαπογοήτευσα / (σπάνια: απογοήτεψα)
να /… απογοητεύσω (/απογοητέψω) απογοήτευα
απογοητεύτηκα / απογοητεύθηκα απογοητευόμουν απογοητευμένος
αποδίδω, -ομαι32: to perform, 37: αποδίδεται: to be given
απέδωσα / (σπάν. απόδωσα) να /… αποδώσω απέδιδα αποδόθηκα αποδιδόμουν αποδοσμένος
αποζητώ, -ιέμαιαποζητάς ...
33: to long for αποζήτησα να /… αποζητήσω αποζητούσα --- --- ---
αποκτώ, -ιέμαι /αποκτάς ...(-ώμαι)
31: to obtain; to acquire
απόκτησα /απέκτησα να /… αποκτήσω αποκτούσα αποκτήθηκα αποκτιόμουν αποκτημένος
απομακρύνω, -ομαι 28: to remove; to send away
απομάκρυνα να /… απομακρύνω απομάκρυνα απομακρύνθηκα απομακρυνόμουν απομακρυσμένος
απορώαπορείς ...
14: to wonder απόρησα να /... απορήσω απορούσα --- --- απορημένος
αποτελώ, -ούμαιαποτελείς ...
14: to compose; to make up; to constitute,
αποτέλεσα να /... αποτελέσω αποτελούσα αποτελέστηκα αποτελούμουν αποτελεσμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 5 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
33: -ούμαι: to be consisted of
αποτραβώ, -ιέμαιαποτραβάς ...
33: to withdraw αποτράβηξα να /… αποτραβήξω αποτραβούσα / αποτράβαγα
αποτραβήχτηκα αποτραβιόμουν αποτραβηγμένος
αποφασίζω, -ομαι 16: to decide αποφάσισα να /... αποφασίσω αποφάσιζα αποφασίστηκα αποφασιζόμουν αποφασισμένοςαποχαιρετώ, -ιέμαι αποχαιρετάς ...( / -ίζω, -ομαι)
31: to wish good bye αποχαιρέτισα
να /… αποχαιρετίσω
αποχαιρετούσα / αποχαιρέταγα / αποχαιρέτιζα
αποχαιρετίστηκααποχαιρετιόμουν /αποχαιρετιζόμουν αποχαιρετισμένος
αράζω 35: to anchor; to moor
άραξα να /… αράξω άραζα --- --- αραγμένος
αργοπορώαργοπορείς ...
33: to delay; to be late
αργοπόρησα να /… αργοπορήσω αργοπορούσα --- --- αργοπορημένος
αργώαργείς ...
14: to be late , 19: to take long
άργησα να /... αργήσω αργούσα --- --- ---
αρέσω 12: to like άρεσα να /... αρέσω άρεσα --- --- ---
αρκώ, -ούμαιαρκείς ...
33: to be enough / sufficient, -ούμαι: to be content, 36: αρκεί να; if only; provided
άρκεσα να /… αρκέσω αρκούσα αρκέστηκα (αρκούμουν) ---
αρνούμαι / -ιέμαι (Dep.)
33: to deny, to refuse
--- να /… αρνηθώ (NA) --- αρνήθηκα αρνιόμουν / (αρνούμουν)
αρνημένος
αρπάζω, -ομαι
27: to catch; to seize; to grasp, 29: -ομαι: to lose my temper
άρπαξα να /… αρπάξω άρπαζα αρπάχτηκα αρπαζόμουν αρπαγμένος
αρχίζω 1: to start; to begin άρχισα να /... αρχίσω άρχιζα --- --- ---αστράφτει 8: it's lightning άστραψε να /... αστράψει άστραφτε --- --- ---ασχολούμαι / -ιέμαι (Dep.)
33: to deal in/with --- να /… ασχοληθώ (NA)
--- ασχολήθηκα (ασχολούμουν) /ασχολιόμουν
ασχολημένος
αυξάνω, -ομαι 28: to increase; to raise
αύξησα να /… αυξηθώ αύξανα αυξήθηκα αυξανόμουν αυξημένος
αφαιρώ, -ούμαιαφαιρείς ...
14: to subtract,33: -ούμαι: to be absent minded
αφαίρεσα να /... αφαιρέσω αφαιρούσα αφαιρέθηκα αφαιρούμουν αφαιρεμένος
αφήνω, -ομαι 9: to leave, 17: to let
άφησα να /... αφήσω άφηνα αφέθηκα αφηνόμουν αφη(σ)μένος
Β

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 6 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
βάζω, -ομαι
1: to put, 20: to put on, 29: βάζω μπρος: to start(engine), βάζω αυτί: to eavesdrop
έβαλα να /... βάλω έβαζα βάλθηκα --- βαλμένος
βαριέμαι (Dep.)33: to be bored, to be fed up, to get tired
--- να /… βαρεθώ (NA) --- βαρέθηκα βαριόμουν βαρεμένος
βαστώ, -ιέμαιβαστάς ...
20: to hold βάσταξα/βάστηξα να /... βαστάξω/-ήξω
βαστούσα βαστάχτηκα / βαστήχτηκα
βαστιόμουν βαστηγμένος
βάφω, -ομαι
10: to paint, 12: to dye, 24: to colour, 29: -ομαι: to make up
έβαψα να /... βάψω έβαφα βάφτηκα / βάφηκα βαφόμουν βαμμένος
βγάζω
12: to take off, 14: send out, 20: to pull out, 21: τα βγάζω πέρα: to manage, 25: βγάζω εισιτήριο: to buy a ticket, 26: to throw out, 27: βγάζω φωτογραφία: to take a picture, βγάζω δόντια: to cut new teeth, βγάζω σπυριά: to break out in pimples, βγάζω λεφτά: to earn money, βγάζω το ψωμί μου: to earn my living, 29: to take out
έβγαλα να/... βγάλω έβγαζα --- --- βγαλμένος
βγαίνω12: to go (come) out, 31: to appear
βγήκα να/... βγω έβγαινα --- --- (βγαλμένος)
βιάζω, -ομαι22: -ομαι: to hurry up, 34: to be in a hurry
βίασα να /.. βιάσω βίαζα βιάστηκα βιαζόμουν βιασμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 7 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
βλέπω, -ομαι 3: to see; to look είδα να /... δω έβλεπα ειδώθηκα βλεπόμουν ιδωμένοςβογκώβογκάς ...
29: to groan; to moan
βόγκηξα να /… βογκήξω βογκούσα / βόγκαγα
--- --- ---
βοηθώ, -ιέμαιβοηθάς ...
11: to help βοήθησα να /... βοηθήσω βοηθούσα βοηθήθηκα βοηθιόμουν βοηθημένος
βουρτσίζω, -ομαι 29: to brush βούρτσισα να /… βουρτσίσω βούρτσιζα βουρτσίστηκα βουρτσιζόμουν βουρτσισμένοςβουτώ, -ιέμαιβουτάς ...
20: to dive βούτηξα να /... βουτήξω βουτούσα βουτήχτηκα βουτιόμουν βουτηγμένος
βραδιάζει 8: it is getting dark/late
βράδιασε να /... βραδιάσει βράδιαζε --- --- ---
βρέχω, -ομαι 8: it rains έβρεξα να /... βρέξω έβρεχα βράχηκα βρεχόμουνα βρε(γ)μένος
βρίσκω, -ομαι
14: to find, 18: to calculate, 21: invent, 29: to be, 30: βρίσκομαι σε αδιέξοδο: to be at a deadlock, 34: σας βρίσκονται τίποτα ψιλά; do you have any change?, 35: -ομαι: to be located, βρισκόμαστε: to meet with sb
βρήκα να /... βρω έβρισκα βρέθηκα βρισκόμουν βρεγμένος
βροντά 8: it thunders βρόντησε / βρόντηξε
να /... βροντήσει / βροντήξει
βροντούσε --- --- ---
Γγδύνω, -ομαι 29: to undress; to
stripέγδυσα να /… γδύσω έγδυνα γδύθηκα γδυνόμουν γδυμένος
γελώ, -ιέμαιγελάς ...
14: to cheat; to deceive, to laugh
γέλασα να /... γελάσω γελούσα / γέλαγα γελάστηκα γελιόμουν γελασμένος
γεμίζω 15: to cover (with) γέμισα να /... γεμίσω γέμιζα --- --- γεμισμένος
γεννώ, -ιέμαιγεννάς ...
8: to give birth to, 33: -ιέμαι: to be born
γέννησα να /... γεννήσω γεννούσα γεννήθηκα γεννιόμουνα γεννημένος
γερνώγερνάς ...
20: to grow old γέρασα να /... γεράσω γερνούσα --- --- γερασμένος
γιατρεύω, -ομαι 27: to cure γιάτρεψα να /… γιατρέψω γιάτρευα γιατρέυτηκα γιατρευόμουν γιατρεμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 8 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
γίνομαι (Halbdep.)
6: to become, 10: to happen, 14: έγινε: to be done, 21: to be, 30: to take place, 34: to be ready; to rippen
έγινα να /... γίνω --- --- γινόμουν γινωμένος
γιορτάζω, -ομαι 10: to celebrate γιόρτασα να /... γιορτάσω γιόρταζα γιορταστηκα γιορταζόμουν γιορτασμένοςγκρινιάζω 22: to whine γκρίνιαξα να /… γκρινιάξω γκρίνιαζα --- --- ---γλείφω,-ομαι 19: to lick έγλειψα να /... γλείψω έγλειφα γλείφτηκα γλειφόμουν γλειμμένοςγλιστρώγλιστράς ...
23: to slip; to slide γλίστρησα να /… γλιστρήσω γλιστρούσα / γλίστραγα
--- --- ---
γνωρίζω, -ομαι
5: to know, 12: to recognize, 15: to introduce, 19: to meet
γνώρισα να /... γνωρίσω γνώριζα γνωρίστηκα γνωριζόμουν ---
γράφω, -ομαι 1: to write έγραψα να /... γράψω έγραφα γράφτηκα γραφόμουν γραμμένος
γυμνάζω, -ομαι29: to exercise, 31: to train γύμνασα να /… γυμνάσω γύμναζα γυμνάστηκα γυμναζόμουν γυμνασμένος
γυρεύω 19: to look for; to seek
γύρεψα να /... γυρέψω γύρευα --- --- ---
γυρίζω, -ομαι
10: to come back; to return, to turn,23: to go back; γυρίζω στους δρόμους: walk aimlessly, γυρίζω γύρω από το σπίτι: walk around, το κεφάλι μου γυρίζει: my head is spinning
γύρισα να /... γυρίσω γύριζα γυρίστηκα γυριζόμουν γυρισμένος
γυρνώγυρνάς ...
23: to go back, 33: to loaf about
γύρισα να /… γυρίσω γυρνούσα / γύρναγα
--- --- --
Δδανείζω, -ομαι 10: to lend,
27: -ομαι: to borrowδάνεισα να /... δανείσω δάνειζα δανείστηκα δανειζόμουν δανεισμένος
δείχνω, -ομαι 3: to point to, 6: to show,
έδειξα να /... δείξω έδειχνα δείχτηκα δειχνόμουν ---

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 9 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
33: to lookδένω, -ομαι 27: to tie; to fasten έδεσα να /… δέσω έδενα δέθηκα δενόμουν δεμένος
δέχομαι (Dep.) 29: to receive,32: to accept
--- --- --- δέχτηκα / δέχθηκα δεχόμουν ---
δηλητηριάζω, -ομαι
28: to poison δηλητηρίασα να /… δηλητηριάσω δηλητηρίαζα δηλητηριάστηκα δηλητηριαζόμουν δηλητηριασμένος
δηλώνω, -ομαι 28: to signify δήλωσα να /… δηλώσω δήλωνα δηλώθηκα δηλωνόμουν δηλωμένος
δημιουργώ, -ούμαιδημιουργείς ...
14: to create,19: to make; to form 33: -ούμαι: come into being
δημιούργησα να /... δημιουργήσω δημιουργούσα δημιουργήθηκα δημιουργούμουν δημιουργημένος
διαβάζω, -ομαι 1: to read,4: to study
διάβασα να /... διαβάσω διάβαζα διαβάστηκα διαβαζόμουν διαβασμένος
διαθέτω, διατίθεμαι 37: to have διέθεσα να /… διαθέσω διέθετα διατέθηκα --- διατεθειμένοςδιαιρώ, -ούμαιδιαιρείς ...
20: to divide; to split up
διαίρεσα να /... διαιρέσω διαιρούσα διαιρέθηκα διαιρούμουν διαιρεμένος
διαλέγω, -ομαι 10: to choose διάλεξα να /... διαλέξω διάλεγα διαλέχτηκα διαλεγόμουν διαλεγμένος
διανυκτερεύω 13: to be open all night
διανυκτέρευσα να /...διανυκτερεύσω
διανυκτέρευα --- --- ---
διαπιστώνω, -ομαι 32: to ascertain διαπίστωσα να /… διαπιστώσω διαπίστωνα διαπιστώθηκα διαπιστωνόμουν διαπιστωμένοςδιαρκώδιαρκείς ...
27: to last διάρκεσα / διήρκεσα
να /… διαρκέσω διαρκούσα --- --- ---
διασκεδάζω, -ομαι 15: to have fun; to amuse/enjoy oneself
διασκέδασα να /... διασκεδάσω διασκέδαζα διασκεδάστηκα διασκεδαζόμουν διασκεδασμένος
διασκευάζω, -ομαι 33: to adapt; to dramatize
διασκεύασα να /… διασκευάσω διασκεύαζα διασκευάστηκα διασκευαζόμουν διασκευασμένος
διασταυρώνω, -ομαι
30: to cross, to meet, to cross check, to interfertilize
διασταύρωσα να /… διασταυρώσω
διασταύρωνα διασταυρώθηκα διασταυρωνόμουν διασταυρωμένος
διατηρώ, -ούμαιδιατηρείς ...
6: to keep διατήρησα να /... διατηρήσω διατηρούσα διατηρήθηκα διατηρούμουν διατηρημένος
διδάσκω, -ομαι 5: to teach δίδαξα να /... διδάξω δίδασκα διδάχτηκα / διδάχθηκα
διδασκόμουν διδαγμένος
διηγούμαι / -ιέμαι (Dep.)
33: to narrate --- να /… διηγηθώ (NA)
--- διηγήθηκα (διηγούμουν) / διηγιόμουν
διηγημένος
διημερεύω13: to be open 24 hours a day and holidays
διημέρευσα να /... διημερεύσω διημέρευα --- --- ---

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 10 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
δικαιολογώ, -ούμαιδικαιολογείς ...
14: to excuse; to justify,33: -ούμαι: to find excuses
δικαιολόγησα να /... δικαιολογήσω δικαιολογούσα δικαιολογήθηκα δικαιολογούμουν δικαιολογημένος
δικαιώνω, -ομαι 33: to justify δικαίωσα να /… δικαιώσω δικαίωνα δικαιώθηκα δικαιωνόμουν δικαιωμένος
δίνω, -ομαι
3: to give,15: δίνω ξύλο: to beat, δίνω εξετάσεις: to take exams, δίνω σε κάποιον να καταλάβει to explain,36: δίνω αφορμή: to give rise to
έδωσα να /... δώσω έδινα δόθηκα δινόμουν δοσμένος
διορθώνω, -ομαι
23: to repair; to fix,25: to correct,28: to set right,29: -ομαι: to go straight
διόρθωσα να /… διορθώσω διόρθωνα διορθώθηκα διορθωνόμουν διορθωμένος
διορίζω, -ομαι 28: to appoint διόρισα να /… διορίσω διόριζα διορίστηκα διοριζόμουν διορισμένοςδιψώ διψάς ...
14: to be thirsty δίψασα να/... διψάσω διψούσα / δίψαγα --- --- διψασμένος
διώχνω, -ομαι
10: to expell,11: to evict,28: to drive back, -ομαι: to be fired
έδιωξα να /... διώξω έδιωχνα διώχτηκα διωχνόμουν διωγμένος
δοκιμάζω, -ομαι 24: to try δοκίμασα να /… δοκιμάσω δοκίμαζα δοκιμάστηκα δοκιμαζόμουν δοκιμασμένοςδοξάζω, -ομαι 28: to glorify δόξασα να /… δοξάσω δόξαζα δοξάστηκα δοξαζόμουν δοξασμένος
δουλεύω, -ομαι 9: to work; to function
δούλεψα να /... δουλέψω δούλευα δουλεύτηκα δουλευόμουν δουλεμένος
δροσίζω, -ομαι 28: to freshen up δρόσισα να /… δροσίσω δρόσιζα δροσίστηκα δροσιζόμουν δροσισμένοςδυστυχώδυστυχείς ...
33: to be unhappy δυστύχησα να /… δυστυχήσω δυστυχούσα --- --- δυστυχισμένος
δωρίζω, -ομαι 12: to make a gift δώρισα να /... δωρίσω δώριζα δωρίστηκα δωριζόμουν δωρισμένος
Εεγκαταλείπω, -ομαι 27: to abandon; to
leave,εγκατέλειψα να /… εγκαταλείψω εγκατέλειπα εγκαταλείφθηκα /
εγκαταλείφτηκαεγκαταλειπόμουν εγκαταλειμμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 11 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
28: -ομαι: to be deserted
εγκρίνω, -ομαι 37: to approve ενέκρινα να /… εγκρίνω ενέκρινα εγκρίθηκα εγκρινόμουν εγ(κε)κριμένοςειδοποιώ, -ούμαιειδοποιείς ...
11: to inform; to let know
ειδοποίησα να /... ειδοποιήσω ειδοποιούσα ειδοποιήθηκα ειδοποιόμουν ειδοποιημένος
είμαι 1: to be --- --- --- --- ήμουν ---εισάγω, -ομαι 37: to import εισήγαγα να /… εισαγάγω εισήγα (σπάν. εισάχθηκα) εισαγόμουν εισηγμένος
εκατοστίζω 16: to be a hundred years old
--- να /... εκατοστίσω --- --- --- ---
εκλέγω, -ομαι 37: to elect; to choose
εξέλεξα να /… εκλέξω εξέλεγα εκλέχτηκα /εκλέχθηκα
εκλεγόμουν εκλεγμένος
εκνευρίζω, -ομαι
16: to irritate; to get on one's nerves,35: -ομαι: to be annoyed
εκνεύρισα να /... εκνευρίσω εκνεύριζα εκνευρίστηκα εκνευριζόμουν εκνευρισμένος
εκτελώ, -ούμαιεκτελείς ...
20: to execute; to carry out
εκτέλεσα να /... εκτελέσω εκτελούσα εκτελέστηκα εκτελούμουν εκτελεσμένος
εκτιμώ, -ούμαιεκτιμάς ...
14: to esteem, to respect
εκτίμησα να /... εκτιμήσω εκτιμούσα εκτιμήθηκα --- εκτιμημένος
εκφράζω, -ομαι 16: to expressέκφρασα / εξέφρασα να /... εκφράσω
έκφραζα / εξέφραζα εκφράστηκα εκφραζόμουν εκφρασμένος
ελαττώνω, -ομαι 36: to reduce; to decrease
ελάττωσα να /… ελαττώσω ελάττωνα ελαττώθηκα ελαττωνόμουν ελαττωμένος
ελέγχω, -ομαι 10: to control; to check
έλεγξα να /... ελέγξω έλεγχα ελέγχθηκα / ελέγχτηκα
ελεγχόμουν ελεγμένος
ελπίζω 16: to hope έλπισα / ήλπισα να /... ελπίσω έλπιζα / ήλπιζα --- --- ---εμπνέω, -ομαι 37: to inspire ενέπνευσα να /… εμπνεύσω ενέπνεα εμπνεύστηκα εμπνεόμουν εμπνευσμένος
εμποδίζω, -ομαι16: to prevent; to keep,28: to stop
εμπόδισα να /... εμποδίσω εμπόδιζα εμποδίστηκα εμποδιζόμουν εμποδισμένος
εμφανίζω, -ομαι 29: -ομαι: to appear εμφάνισα να /… εμφανίσω εμφάνιζα εμφανίστηκα εμφανιζόμουν εμφανισμένοςεμφιαλώνω, -ομαι 33: to bottle εμφιάλωσα να /… εμφιαλώσω εμφιάλωνα εμφιαλώθηκα εμφιαλωνόμουν εμφιαλωμένος
ενδιαφέρω, -ομαι 19: to be interested; to care about
--- --- ενδιέφερα ενδιαφέρθηκα ενδιαφερόμουν ---
ενεργώ, -ούμαιενεργείς ...
35: to act ενήργησα (σπάν. ενέργησα)
να /… ενεργήσω ενεργούσα ενεργήθηκα (ενεργούμουν) ενεργημένος
εννοώ, -ούμαιεννοείς ...
21: to mean; to signify
εννόησα να /… εννοήσω εννοούσα εννοήθηκα εννοούμουν εννοημένος
ενοχλώ, -ούμαι 19: to disturb; to ενόχλησα να /... ενοχλήσω ενοχλούσα ενοχλήθηκα ενοχλούμουν ενοχλημένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 12 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
ενοχλείς ... annoy; to botherενώνω, -ομαι 28: to join ένωσα να /… ενώσω ένωνα ενώθηκα ενωνόμουν ενωμένοςεξάγω, -ομαι 37: to export εξήγαγα να /… εξαγάγω εξήγα (σπάν. εξάχθηκα) εξαγόμουν (εξαγμένος)
εξαιρώ, -ούμαιεξαιρείς ...
14: to except ,37: to leave out; to exempt
εξαίρεσα να /... εξαιρέσω εξαιρούσα εξαιρέθηκα εξαιρούμουν εξαιρεμένος
εξακολουθώεξακολουθείς ...
15: to continue; to go on,16: to keep on
εξακολούθησανα / ... εξακολουθήσω εξακολουθούσα --- --- ---
εξαρτώ, -ιέμαιεξαρτάς ...(/ -ώμαι)
28: to depend on εξάρτησα να /… εξαρτήσω εξαρτούσα εξαρτήθηκα εξαρτιώμουν εξαρτημένος
εξασκώ, -ούμαιεξασκείς ...
21: to practise εξάσκησα να /… εξασκήσω εξασκούσα εξασκήθηκα εξασκούμουν εξασκημένος
εξαφανίζω, -ομαι 29: to disappear; to vanish
εξαφάνισα να /… εξαφανίσω εξαφάνιζα εξαφανίστηκα εξαφανιζόμουν εξαφανισμένος
εξελίσσω, -ομαι 27: to develop εξέλιξα να /… εξελίξω εξέλισσα εξελίχθηκα / εξελίχτηκα
εξελισσόμουν εξελιγμένος
εξερευνώ, -ώμαιεξερευνάς ...
36: to explore εξερεύνησα να /… εξερευνήσω εξερευνούσα εξερευνήθηκα (στον προφ. λόγο: εξερευνίομουν)
εξερευνημένος
εξετάζω, -ομαι 16: to examine εξέτασα να /... εξετάσω εξέταζα εξετάστηκα εξεταζόμουν εξετασμένος
εξηγώ, -ούμαιεξηγείς ...
14: to explain, to make clear,34: to clear out
εξήγησα να /... εξηγήσω εξηγούσα εξηγήθηκα εξηγούμουν εξηγημένος
εξυπηρετώ, -ούμαιεξυπηρετείς ...
33: to serve, -ούμαι: to help myself
εξυπηρέτησα να /… εξυπηρετήσω εξυπηρετούσα εξυπηρετήθηκα (εξυπηρετούμουν) εξυπηρετημένος
επαινώ, -ούμαιεπαινείς ...
20: to praise επαίνεσα να /... επαινέσω επαινούσα επαινέθηκα επαινούμουν επαινεμένος
επαναλαμβάνω, -ομαι
37: to repeat επανέλαβα να /… επαναλάβω επαναλάμβανα επαναλήφθηκα επαναλαμβα-νόμουν
επανειλημμένος
επιδιορθώνω, -ομαι 18: to mend επιδιόρθωσα να /... επιδιορθώσω επιδιόρθωνα επιδιορθώθηκα επιδιορθωνόμουν επιδιορθωμένοςεπιθυμώεπιθυμείς ...
11: to miss,14: to wish
επιθύμησα να /... επιθυμήσω επιθυμούσα --- --- ---
επιμένω 16: to persist,33: to insist
επέμεινα να /... επιμείνω επέμενα --- --- ---
επιπλώνω, -ομαι 16: to furnish επίπλωσα να /... επιπλώσω επίπλωνα επιπλώθηκα επιπλωνόμουν επιπλωμένος
επισκέπτομαι (Dep.) 28: to visit --- --- ---
επισκέφτηκα / (σπαν. επισκέφθηκα)
επισκεπτόμουν επισκεμμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 13 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
επισκευάζω, -ομαι 33: to mend; to repair
επισκεύασα να /… επισκευάσω επισκεύαζα επισκευάστηκα επισκευαζόμουν επισκευασμένος
επιστρέφω, -ομαι 16: to return; to come back
επέστρεψα να /... επιστρέψω επέστρεφα επιστράφηκα επιστρεφόμουν επιστρεμμένος
επιτρέπω, -ομαι 16: to let, to permit; to allow
επέτρεψα να /... επιτρέψω επέτρεπα επιτράπηκα επιτρεπόμουν (επιτετραμμένος)
εργάζομαι (Dep.) 29: to work --- --- --- εργάστηκα εργαζόμουν ---ερημώνω, -ομαι 28: to devastate ερήμωσα να /… ερημώσω ερήμωνα ερημώθηκα ερημωνόμουν ερημωμένος
έρχομαι (Halbdep.)
3: to come,34: μου έρχονται όλα δεξιά: everything turns out alright, μου έρχεται γάντι: it fits me
ήρθα / ήλθα να/... έρθω / έλθω --- --- ερχόμουν ---
ετοιμάζω, -ομαι
10: to prepare,15: to pack,27: -ομαι: to be ready,29: to get ready
ετοίμασα να /... ετοιμάσω ετοίμαζα ετοιμάστηκα ετοιμαζόμουν ετοιμασμένος
ευτυχώευτυχείς ...
33: to be happy/prosper
ευτύχησα να /… ευτυχήσω ευτυχούσα --- --- ευτυχισμένος
ευχαριστώ, -ιέμαιευχαριστείς ...
2: to thank ευχαρίστησα να /... ευχαριστήσω ευχαριστούσα ευχαριστήθηκα ευχαριστιόμουν ευχαριστημένος
εύχομαι (Dep.) 12: to wish --- να /... ευχηθώ (NA) --- ευχήθηκα ευχόμουν ---
εφαρμόζω, -ομαι 32: to apply; to put into practice
εφάρμοσα να /… εφαρμόσω εφάρμοζα εφαρμόστηκα εφαρμοζόμουν εφαρμοσμένος
εφευρίσκω, -ομαι 36: to invent εφεύρα /εφηύρα
να /… εφεύρω εφεύρισκα εφευρέθηκα εφευρισκόμουν εφευρημένος
εφημερεύω 13: to be on duty all night
εφημέρευσα να /... εφημερεύσω εφημέρευα --- --- ---
έχω 2: to have,4: τον έχω...: he is... to me,6: τον έχω σαν τα μάτια μου: he is the apple of my eye,8: δεν έχει πολύ κόσμο: there are not many people,10: έχε το νου σου:
--- --- είχα --- --- ---

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 14 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
be careful,12: τι έχεις; what's the matter with you?
Ζζαλίζω, -ομαι 23: to feel dizzy ζάλισα να /… ζαλίσω ζάλιζα ζαλίστηκα ζαλιζόμουν ζαλισμένος
ζεσταίνομαι (NA) 35: to be hot --- να /… ζεσταθώ (NA)
--- ζεστάθηκα ξεσταινόμουν ζεσταμένος
ζηλεύω 10: to envy; to be jealous
ζήλεψα να /... ζηλέψω ζήλευα --- --- ζηλεμένος
ζητώ, -ιέμαι / -ούμαιζητάς ...
11: to apologize,12: to ask for,18: to seek; to look for
ζήτησα να /... ζητήσω ζητούσα / ζήταγα ζητήθηκα ζητιόμουν ζητημένος
ζωγραφίζω, -ομαι 16: to paint ζωγράφισα να /... ζωγραφίσω ζωγράφιζα ζωγραφίστηκα ζωγραφιζόμουν ζωγραφισμένοςζωζεις ...
4: to live, to be alive έζησα να /... ζήσω ζούσα --- --- ---
Θθαυμάζω, -ομαι 25: to admire θαύμασα να /…θαυμάσω θαύμαζα θαυμάστηκα θαυμαζόμουν θαυμασμένοςθέλω 5: to want θέλησα να /... θελήσω ήθελα --- --- ---
θεωρώ, -ούμαιθεωρείς ...
14: to think; to consider, to look on 32: to count ,33: -ούμαι: to be regarded
θεώρησα να/... θεωρήσω θεωρούσα θεωρήθηκα θεωρούμουν θεωρημένος
θυμάμαι (Dep.) 15: to remember --- να /... θυμηθώ (NA) --- θυμήθηκα θυμόμουν ---θυμίζω 34: to remind θύμισα να /… θυμίσω θύμιζα --- --- (θυμισμένος)
θυμώνω15: to get angry; to be angry θύμωσα να /... θυμώσω θύμωνα --- --- θυμωμένος
Ιιδρώνω 20: to sweat ίδρωσα να /... ιδρώσω ίδρωνα --- --- ιδρωμένοςικανοποιώ, -ούμαιικανοποιείς ...
14: to content; to satisfy
ικανοποίησα να /... ικανοποιήσω ικανοποιούσα ικανοποιήθηκα ικανοποιούμουν / ικανοποιόμουν
ικανοποιημένος
ισχυρίζομαι (Dep.)33: to assert; to allege,35: to claim
---να /… ισχυριστώ (NA) --- ισχυρίστηκα ισχυριζόμουν ισχυρισμένος
Κκαθαρίζω, -ομαι 10: to clean, καθάρισα να /... καθαρίσω καθάριζα καθαρίστηκα καθαριζόμουν καθαρισμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 15 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
15: to peel
κάθομαι (Halbdep.)
12: to live; to stay, to sit,33: to settle,34: καθισμένος: seated
κάθισα / έκατσανα /... καθίσω / κάτσω --- --- καθόμουν καθισμένος
καλλιεργώ, -ούμαικαλλιεργείς ...
14: to cultivate καλλιέργησα να /... καλλιεργήσω καλλιεργούσα καλλιεργήθηκα καλλιεργούμουν καλλιεργημένος
καλπάζω 28: to gallop κάλπασα να /… καλπάσω κάλπαζακαλυτερεύω 32: to improve καλυτέρεψα να /… καλυτερέψω καλυτέρευα --- --- ---
καλώ, -ούμαικαλείς ...
14: to invite,17: to call,33: καλεσμένος: guest
κάλεσα να /... καλέσω καλούσα Καλέστηκα / κλήθηκα
καλούμουν καλεσμένος
καλωσορίζω, -ομαι 31: to welcome καλωσόρισα να /… καλωσορίσω καλωσόριζα καλωσορίστηκε καλωσοριζόμουν ---καμαρώνω 10: to take pride in καμάρωσα να /... καμαρώσω καμάρωνα --- --- καμαρωμένος
κάνω
1: to do,2: κάνει στάση: it stops; τι κάνεις;: how do you do? κάνω βόλτα: to go for a walk, κάνω μάθημα: to have a lesson, κάνω λάθος: to make a mistake, πόσο κάνει: how much? 1: to do,7: to make 1: to do,8: τι καιρό κάνει: what's the weather like?, τα κάνω μούσκεμα, σαλάτα: to mess,10: κάνει κρύο: it is cold 1: to do 1: to do
έκανα να /... κάνω έκανα --- --- καμωμένος
καπνίζω, -εται 13: to smoke κάπνισα να /... καπνίσω κάπνιζα καπνίστηκε καπνιζόταν καπνισμένος
καταδικάζω, -ομαι 26: to condemn; to sentence
καταδίκασα να /… καταδικάσω καταδίκαζα καταδικάστηκα καταδικαζόμουν καταδικασμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 16 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
κατακτώ, -ιέμαι κατακτάς ...(/ -ώμαι)
28: to conquerκατέκτησα / κατάκτησα να /… κατακτήσω κατακτούσα κατακτήθηκα κατακτιόμουν κατακτημένος
καταλαβαίνω6: to understand,14: to see, to realize,35: to feel
κατάλαβα να /... καταλάβω καταλάβαινα --- --- ---
καταριέμαι (Dep.) 37: to curse --- να /… καταραστώ (NA)
--- καταράστηκα καταριόμουν καταραμένος
κατασκευάζω, -ομαι
33: to construct κατασκεύασα να /… κατασκευάσω
κατασκεύαζα κατασκευάστηκα κατασκευαζόμουν κατασκευασμένος
κατασκηνώνω 29: to camp κατασκήνωσα να /… κατασκηνώσω
κατασκήνωνα --- --- κατασκηνωμένος
καταστρέφω, -ομαι28: to damage; to destroy; to spoil
κατέστρεψα / (σπάν. κατάστρεψα)
να /… καταστρέψω κατέστρεφα καταστράφηκα καταστρεφόμουν κατεστραμμένος
καταφέρνω, (καταφέρομαι)
35: to manage; to succeed
κατάφερα να /… καταφέρω κατάφερνα (καταφέρθηκα) (καταφερόμουν) ---
καταχειροκροτώ, -ούμαικαταχειροκροτείς ..
32: to applaud heartly καταχειροκρό-τησα
να /… καταχειροκροτήσω
καταχειροκρο-τούσα
καταχειροκρο-τήθηκα
καταχειροκροτι-όμουν
(καταχειροκροτη-μένος)
κατεβάζω6: to take down ,29: to lower,38: to write down
κατέβασα να /... κατεβάσω κατέβαζα --- --- κατεβασμένος
κατεβαίνω
18: to go down,29: to get off; to come down,33: to go downstairs
κατέβηκα να /... κατεβώ κατέβαινα --- --- κατεβασμένος
κατηγορώ, -ούμαικατηγορείς ...
20: to accuse; to blame
κατηγόρησα να /... κατηγορήσω κατηγορούσα κατηγορήθηκα κατηγορούμουν κατηγορημένος
κατοικώ, -ουμαικατοικείς ...
14: to inhabit; to live
κατοίκησα να /... κατοικήσω κατοικούσα κατοικήθηκα κατοικούμουν κατοικημένος
κατορθώνω, -ομαι 25: to manage; to achieve
κατόρθωσα να /…κατορθώσω κατόρθωνα κατορθώθηκα κατορθωνόμουν κατορθωμένος
κερδίζω, -ομαι16: to gain; to win,25: to earn,35: to gain
κέρδισα να /... κερδίσω κέρδιζα κερδήθηκα κερδιζόμουν κερδισμένος
κερνώ, -ιέμαικερνάς ...
20: to treat κέρασα να /... κεράσω κερνούσα κεράστηκα κερνιόμουν κερασμένος
κηρύττω/κηρύσσω, -ομαι
10: to preach,28: to declare
κήρυξα να /... κηρύξω κήρυσσα κηρύχθηκα / κηρύχτηκα
κηρυσσόμουν κηρυγμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 17 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
κινώ, -ούμαικινείς ... / κινάς ...
33: to move, to set going; to start κίνησα να /… κινήσω κινούσα / κίναγα κινήθηκα κινούμουν κινημένος
κιτρινίζω 8: to turn yellow/pale
κιτρίνισα να /... κιτρινίσω κιτρίνιζα --- --- κιτρινισμένος
κλαίω, -γομαικλαις ...
14: to weep; to cry έκλαψα να /... κλάψω έκλαιγα κλαύτηκα κλαιγόμουν κλαμένος
κλέβω, -ομαι 10: to steal,25: to cheat
έκλεψα να /... κλέψω έκλεβα κλέφτηκα κλεβόμουν κλεμμένος
κλείνω, -ομαι
3: to turn off,6: to close: to shut,17: to book,29: -ομαι: to barricade, κλείνομαι στον εαυτό μου: to be introspective
έκλεισα να /... κλείσω έκλεινα κλείστηκα κλεινόμουν κλεισμένος
κληρονομώ, -ούμαικληρονομείς ...
14: to inherit κληρονόμησα να /... κληρονομήσω κληρονομούσα κληρονομήθηκα κληρονομιόμουν /κληρονομούμουν
κληρονομημένος
κλίνω, -ομαι 6: to decline,10: to conjugate
έκλινα να /... κλίνω έκλινα κλίθηκα κλινόμουν κεκλιμένος
κόβω, -ομαι
10: to cut,16: to give up, κόβω τα μαλλιά μου: to have a hair cut,24: κόβω δρόμο: to cut short, κόβω την καλημέρα: to break with a person
έκοψα να /... κόψω έκοβα κόπηκα κοβόμουν κομμένος
κοιμάμαι (Dep.) 15: to sleep --- να /... κοιμηθώ (NA)
--- κοιμήθηκα κοιμόμουν κοιμισμένος
κοιμίζω 34: to put sb to bed,30: to mind
κοίμισα να /… κοιμίσω κοίμιζα --- --- κοιμισμένος
κοιτάζω, -ομαι (κοιτώκοιτάς, -ιέμαι)
3: to look (at) ,30: to mind
κοίταξα να /... κοιτάξω κοίταζα(κοιτούσα)
κοιτάχτηκα κοιταζόμουν(κοιτιόμουν)
κοιταγμένος
κοκκινίσω 26: to blush,34: to go red
κοκκίνισα να /… κοκκινίσω κοκκίνιζα --- --- κοκκινισμένος
κολλώ, -ιέμαικολλάς ...
14: to stick κόλλησα να /... κολλήσω κολλούσα / κόλλαγα
κολλήθηκα κολλιόμουν κολλημένος
κολυμπώ 14: to swim κολύμπησα να /... κολυμπήσω κολυμπούσα --- --- ---

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 18 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
κολυμπάς ...
κοντεύω 16: to be almost/near
κόντεψα να /... κοντέψω κόντευα --- --- ---
κοροϊδεύω, -ομαι 35: to be kidding κορόιδεψα να /… κοροϊδέψω κορόιδευα --- --- ---
κουβεντιάζω, -ομαι 15: to chat; to converse
κουβέντιασα να /... κουβεντιάσω κουβέντιαζα κουβεντιάστηκα (κουβεντιόμουν κουβεντιασμένος
κουνώ, -ιέμαικουνάς ...
14: to move; to shake; to stir,20: to pitch and roll,26: to wave,33: κουνήσου: stir yourself
κούνησα να /... κουνήσω κουνούσα κουνήθηκα κουνιόμουν κουνημένος
κουράζω, -ομαι 16: -ομαι: to be tired 28: to tire
κούρασα να /... κουράσω κούραζα κουράστηκα κουραζόμουν κουρασμένος
κρατώ, -ιέμαι
6: to keep,14: to hold,32: to last,33: -ιέμαι: to keep one's countenance
κράτησα να /... κρατήσω κρατούσα κρατήθηκα κρατιόμουν κρατημένος
κρεμώ, -ιέμαικρεμάς ...
14: to hang,24: to tie on,33: to hang on
κρέμασα να /... κρεμάσω κρεμούσα κρεμάστηκα κρεμιόμουν κρεμασμένος
κρίνω, -ομαι 26: to judge έκρινα να /… κρίνω έκρινα κρίθηκα κρινόμουν κριμένοςκρύβω, -ομαι 10: to hide έκρυψα να /... κρύψω έκρυβα κρύφτηκα κρυβόμουν κρυμμένος
κρυώνω 10: to catch a cold,13: to be cold
κρύωσα να /... κρυώνω κρύωνα --- --- κρυωμένος
κυβερνώ, -ιέμαικυβερνάς ...
14: to govern κυβέρνησα να /... κυβερνήσω Κυβερνούσα / κυβέρναγα
κυβερνήθηκα κυβερνιόμουν κυβερνημένος
κυλώ, -ιέμαικυλάς ...
18: to flow,24: to roll on,33: -ιέμαι: to roll about
κύλησα να /... κυλήσω κυλούσα κυλίστηκα κυλιόμουν κυλισμένος
κυνηγώ, -ιέμαικυνηγάς ...
14: to hunt κυνήγησα να /... κυνηγήσω κυνηγούσα κυνηγήθηκα κυνηγιόμουν κυνηγημένος
κυριεύω, -ομαι 27: dominate κυρίευσα / κυρίεψα να /… κυριεύσω κυρίευα κυριεύτηκα κυριευόμουν κυριευμένος
Λλαλώλαλώ ...
19: to crow λάλησα να /... λαλήσω λαλούσα --- --- ---

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 19 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
λάμπω8: to shine, 10: to glow; to glitter
έλαμψα να /... λάμψω έλαμπα --- --- ---
λασπώνω, -ομαι 29: to cover with mud
λάσπωσα να /… λασπώσω λάσπωνα λασπώθηκα λασπωνόμουν λασπωμένος
λαχανιάζω 19: to pant; to get out of breath
λαχάνιασα να /... λαχανιάσω λαχάνιαζα --- --- λαχανιασμένος
λείπω
10: to be absent,11: to miss,16: λίγο έλειψε: I came very near,14: to be away
έλειψα να /... λείψω έλειπα --- --- ---
λειτουργώ, -ούμαιλειτουργείς ...
17: to work; to function
λειτούργησα να /... λειτουργήσω λειτουργούσα λειτουργήθηκα λειτουργιόμουν λειτουργημένος
λέω, -γομαι
1: πώς σε λένε; what's your name?,2: to say,6: to tell,7: to talk,,,24: να τα πούμε;: may we sing the carols?,35: λες και: as if
είπα να /... πω έλεγα ειπώθηκα / λέχθηκα λεγόμουν ειπωμένος
λήγω 20: to expire; to run out
έληξα να /... λήξω έληγα --- --- ληγμένος
λογαριάζω, -ομαι 32: to count λογάριασα να /… λογαριάσω λογάριαζα λογαριάστηκα λογαριαζόμουν λογαριασμένος
λούζω, -ομαι
10: to wash,13: to bathe,27: -ομαι: to wash my hair
έλουσα να /... λούσω έλουζα λούστηκα λουζόμουν λουσμένος
λύνω, -ομαι10: to solve,29: -ομαι: to be untied
έλυσα να /... λύσω έλυνα λύθηκα λυνόμουν λυμένος
λυπάμαι (Dep.) 18: to be sorry --- να /... λυπηθώ (NA) --- λυπήθηκα λυπόμουν λυπημένοςλυπώ, -(-άμαι / -ούμαι)λυπείς ...
34: to sadden; to grieve λύπησα να /… λυπήσω λυπούσα (λυπήθηκα) (λυπόμουν) λυπημένος
Μμαγειρεύω, -ομαι 10: to cook μαγείρεψα να /... μαγειρέψω μαγείρευα μαγειρεύτηκα μαγειρευόμουν μαγειρεμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 20 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
μαζεύω, -ομαι10: to gather; to pick up; to collect,29: -ομαι: to shrink
μάζεψα να /... μαζέψω μάζευα μαζεύτηκα μαζευόμουν μαζεμένος
μαθαίνω, -ομαι1: to learn,12: to teach,26: to hear
έμαθα να /... μάθω μάθαινα μαθεύτηκα μαθαινόμουν μαθημένος
μαλώνω16: to scold,22: to quarrel,27: to argue
μάλωσα να /... μαλώσω μάλωνα --- --- μαλωμένος
μεγαλώνω
15: to grow up, to raise,26: to increase,28: to get larger
μεγάλωσα να /... μεγαλώσω μεγάλωνα --- --- μεγαλωμένος
μεθώμεθάς ...
20: to get drunk μέθυσα να /... μεθύσω μεθούσα --- --- μεθυσμένος
μελετώ, -ιέμαιμελετάς ...
14: to study μελέτησα να /... μελετήσω μελετούσα / μελέταγα
μελετήθηκα μελετιόμουν μελετημένος
μένω 2: to stay; to live,15: to be left
έμεινα να /... μείνω έμενα --- --- ---
μετακινώ, -ούμαιμετακινείς ...
33: to move μετακίνησα να /… μετακινήσω μετακινούσα μετακινήθηκα μετακινούμουν μετακινημένος
μετατρέπω, -ομαι 28: to change μετέτρεψα / (σπάν. μετάτρεψα)
να /… μετατρέψω μετέτρεπα μετατράπηκα μετατρεπόμουν ---
μεταφέρω, -ομαι 37: to transfer; to transport
μετέφερα /(σπάν. μετάφερα)
να /… μεταφέρω μετέφερα μεταφέρθηκα μεταφερόμουν μεταφερμένος
μεταχειρίζομαι (Dep.)
35: to use --- να /… μεταχειριστώ (NA)
--- μεταχειρίστηκα μεταχειριζόμουν μεταχειρισμένος
μετρώ, -ιέμαιμετράς ...
14: to count,33: to measure
μέτρησα να/... μετρήσω μετρούσα μετρήθηκα μετριόμουν μετρημένος
μικραίνω 15: to grow shorter μίκρυνα να /... μικρύνω μίκραινα --- --- ---
μιλώ, -ιέμαιμιλάς
10: to speak; to talk,27: -ιέμαι: to talk to each other
μίλησα να /... μιλήσω μιλούσα μιλήθηκα μιλιόμουν μιλημένος
μισώ, -ιέμαιμισείς ...
11: to hate μίσησα να /... μισήσω μισούσα μισήθηκα μισιόμουν μισημένος
μοιάζω 6: to look like,31: to take after
έμοιασα να /... μοιάσω έμοιασα --- --- ---
μοιράζω, -ομαι9: to divide in; to share,18: to deliver
μοίρασα να /... μοιράσω μοίραζα μοιράστηκα μοιραζόμουν μοιρασμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 21 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
μολύνω, -ομαι25: to pollute,28: to contaminate, to infect
μόλυνα να /… μολύνω μόλυνα μολύνθηκα μολυνόμουν μολυσμένος
μοσχοβολάω 24: to give forth a sweet smell
μοσχοβόλησα να /…μοσχοβολήσω μοσχοβολούσα / μοσχοβόλαγα
--- --- ---
μουδιάζω 13: to numb μούδιασα να /... μουδιάσω μούδιαζα --- --- μουδιασμένος
μπαίνω
16: to come in; to enter,28: to go,29: to get in
μπήκα να /... μπω έμπαινα --- --- μπασμένος
μπερδεύω, -ομαι 29: to tangle (up); to confuse
μπέρδεψα να /… μπερδέψω μπέρδευα μπερδεύτηκα μπερδευόμουν μπερδεμένος
μπλέκω, -ομαι
27: to mix up; to complicate; to confuse, -ομαι: to get into mess,29: -ομαι: to be involved
έμπλεξα να /… μπλέξω έμπλεκα μπλέχτηκα μπλεκόμουν μπλεγμένος
μπορώμπορείς ...
14: can; to be able,16: μπορεί: maybe, can; may
μπόρεσα να /... μπορέσω μπορούσα --- --- ---
μυρίζω, -ομαι 35: to smell μύρισα να /… μυρίσω μύριζα μυρίστηκα μυριζόμουν μυρισμένος
Ννικώ, -ιέμαινικάς ...
14: to win, to beat,28: -ιέμαι: to be defeated
νίκησα να /... νικήσω νικούσα / νίκαγα νικήθηκα νικιόμουν νικημένος
νιώθω 10: to feel ένιωσα να /... νιώσω ένιωθα --- --- ---
νοικιάζω, -ομαι 13: to rent,18: to let
νοίκιασα να /... νοικιάσω νοίκιαζα νοικιάστηκα νοικιαζόμουν νοικιασμένος
νομίζω 6: to think,12: believe
νόμισα να /... νομίσω νόμιζα --- --- ---
νοσταλγώνοσταλγείς ...
11: feel nostalgic for νοστάλγησα να /... νοσταλγήσω νοσταλγούσα --- --- ---
ντρέπομαι (Dep.) 32: to be ashamed --- --- --- ντράπηκα ντρεπόμουν ---
ντύνω, -ομαι10: to dress,27: -ομαι: to get dressed
έντυσα να /... ντύσω έντυνα ντύθηκα ντυνόμουν ντυμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 22 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
νυστάζω 23: to feel sleepy νύσταξα να /… νυστάξω νύσταζα --- --- νυσταγμένοςνυχτώνει, -εται 8: it's getting dark νύχτωσε να /... νυχτώσει νύχτωνε νυχτώθηκε νυχτωνόμουν νυχτωμένος
Ξξαγρυπνώξαγρυπνάς ...
22: to stay up; to be sleepless
ξαγρύπνησα να /… ξαγρυπνήσω ξαγρυπνούσα --- --- ξαγρυπνισμένος
ξαναβλέπω, -ομαι 25: to see again ξαναείδα να /…ξαναδώ ξανάβλεπα ξαναειδώθηκα ξαναβλεπόμουν ξαναϊδωμένοςξαναγράφω, -ομαι 11: to rewrite ξαναέγραψα να /... ξαναγράψω ξαναέγραφα ξαναγράφτηκα ξαναγραφόμουν ξαναγραμμένοςξαναδιαβάζω, -ομαι
7: to read again ξαναδιάβασα να /... ξαναδιαβάσω ξαναδιάβαζα ξαναδιαβάστηκα ξαναδιαβαζόμουν ξαναδιαβασμένος
ξαναέχω 7: to have again --- --- ξαναείχα --- --- ---
ξαναζωντανεύω 31: to revive ξαναζωντά-νεψανα /… ξαναζωντανέψω ξαναζωντάνευα --- --- ---
ξανακάνω 28: to do again ξαναέκανα να /… ξανακάνω ξαναέκανα --- --- ξανακαμωμένοςξανακούω, -γομαι 22: to hear again ξανάκουσα να /… ξανακούσω ξανάκουγα ξανακούστηκα ξανακουγόμουν ξανακουσμένοςξαναμιλώ, -ιέμαιξαναμιλάς ...
12: to speak again ξαναμίλησα να /... ξαναμιλήσω ξαναμιλούσα ξαναμιλήθηκα ξαναμιλιόμουν ξαναμιλημένος
ξαναρχίζω 23: to start again ξανάρχισα να /… ξαναρχίσω ξανάρχιζα --- --- ---ξανατρώω, -γομαι 21: to eat again ξαναέφαγα να /… ξαναφάω ξαναέτρωγα ξαναφαγώθηκα ξανατρωγόμουν ξαναφαγωμένοςξαπλώνω, -ομαι 29: to lie down ξάπλωσα να /… ξαπλώσω ξάπλωνα ξαπλώθηκα ξαπλωνόμουν ξαπλωμένοςξεκινώξεκινάς ...
28: to set out, to start
ξεκίνησα να /… ξεκινήσω ξεκινούσα / ξεκίναγα
--- --- ξεκινημένος
ξεκουράζω, -ομαι 29: -ομαι: to rest ξεκούρασα να /… ξεκουράσω ξεκούραζα ξεκουράστηκα ξεκούραζα ξεκουρασμένος
ξεντύνω, -ομαι 29: to undress; to strip
ξέντυσα να /… ξεντύσω ξέντυνα ξεντύθηκα ξεντυνόμουν ξεντυμένος
ξενυχτώξενυχτάς ...
22: make a night of it
ξενύχτησα να /… ξενυχτήσω ξενυχτούσα --- --- ξενυχτισμένος
ξεπληρώνω, -ομαι 32: to pay back ξεπλήρωσα να /… ξεπληρώσω ξεπλήρωνα ξεπληρώθηκα ξεπληρωνόμουν ξεπληρωμένοςξεπροβοδίζω, -ομαι 31: to see off ξεπροβόδισα να /… ξεπροβοδίσω ξεπροβόδιζα --- --- ---ξέρω 1: to know ήξερα να /... ξέρω ήξερα --- --- ---ξεσκεπάζω, -ομαι 29: to uncover ξεσκέπασα να /… ξεσκεπάσω ξεσκέπαζα ξεσκεπάστηκα ξεσκεπαζόμουν ξεσκεπασμένοςξεσκονίζω, -ομαι 10: to dust ξεσκονίσω να /... ξεσκονίσω ξεσκονίζω ξεσκονίστηκα ξεσκονιζόμουν ξεσκονισμένος
ξεχνώ, -ιέμαιξεχνάς ...
14: to forget,33: -ιέμαι: to lose oneself in
ξέχασα να /... ξεχάσω ξεχνούσα / ξέχναγα ξεχάστηκα ξεχνιόμουν ξεχασμένος
ξημερώνει, -ετμαι 8: it is dawning ξημέρωσε να /... ξημερώσει ξημέρωνε ξημερώθηκε ξημερωνόμουν ξημερωμένοςξοδεύω, -ομαι 10: to spend ξόδεψα να /... ξοδέψω ξόδευα ξοδεύτηκα ξοδευόμουν ξοδεμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 23 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
ξυπνώξυπνάς ...
16: to wake (up) ξύπνησα να /... ξυπνήσω ξυπνούσα --- --- ---
ξυρίζω,-ομαι 27: to shave ξύρισα να /… ξυρίσω ξύριζα ξυρίστηκα ξυριζόμουν ξυρισμένος
Οοδηγώ, -ούμαιοδηγείς ...
23: to drive,30: to lead
οδήγησα να /… οδηγήσω οδηγούσα οδηγήθηκα οδηγούμουν οδηγημένος
ολοκληρώνω, -ομαι
10: to complete ολοκλήρωσα να /... ολοκληρώσω ολοκλήρωνα ολοκληρώθηκα ολοκληρωνόμουν ολοκληρωμένος
ονειρεύομαι (Dep.) 35: to dream --- να /… ονειρευτώ (NA)
--- ονειρεύτηκα ονειρευόμουν ονειρεμένος
ονομάζω, -ομαι 27: -ομαι: to be called
ονόμασα να /… ονομάσω ονόμαζα ονομάστηκα ονομαζόμουν ονομασμένος
οπλίζω, -ομαι
29: to arm; to equip, οπλίζω (τη φωτογραφική μηχανή): to cock
όπλισα να /… οπλίσω όπλιζα οπλίστηκα οπλιζόμουν οπλισμένος
οργανώνω, -ομαι 28: to organize, to arrange
οργάνωσα να /… οργανώσω οργάνωνα οργανώθηκα οργανωνόμουν οργανωμένος
ορίζω, -ομαι 23: to define όρισα να /… ορίσω όριζα ορίστηκα οριζόμουν ορισμένος
οφείλω 37: to owe --- --- όφειλα --- --- ---
Π
παγώνω28: to freeze; to turn cold πάγωσα να /… παγώσω πάγωνα --- --- παγωμένος
παθαίνω
16: to be deeply touched,23: to happen,25: to suffer, τι έπαθες;: what's the matter with you?
έπαθα να /... πάθω πάθαινα --- --- ---
παίζω, -ομαι4: to play,19: to be on(film),32: to perform
έπαιξα να /... παίξω έπαιζα παίχτηκα παιζόμουν παιγμένος
παίρνω, -ομαι 3: to take,4: to call,11: to receive; to get,
πήρα να /... πάρω έπαιρνα πάρθηκα παιρνόμουν παρμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 24 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
12: to buy, to ask,13: παίρνω ειδικότητα: to get trained, 19: παίρνω κάποιον στο μεζέ: to laugh at sb,29: παίρνω είδηση: to notice, παίρνω μια απόφαση: to decide, το παίρνω απόφαση: to accept,30: πάρε δρόμο: go away, παίρνω τον κακό δρόμο: to go wrong,34: με παίρνει ο ύπνος: to fall asleep,36: παίρνω αφορμή: to take the opportunity
παντρεύω, -ομαι4: -ομαι: to get married πάντρεψα να /... παντρέψω πάντρευα παντρέυτηκα παντρευόμουν παντρεμένος
παράγω, -ομαι 37: to produce παρήγαγα να /… παραγάγω παρήγα (σπάν. παράχθηκα) παραγόμουν παραγμένοςπαρακαλώ, -ούμαιπαρακαλείς / παρακαλάς ...
2: you are welcome,3: please,20: to request
παρακάλεσα να /... παρακαλέσω παρακαλούσα --- --- --- --- --- --- ---
παρακολουθώ, -ούμαιπαρακολουθείς ...
14: to attend; to follow,32: to watch
παρακολούθη-σανα /... παρακολουθήσω παρακολουθού-σα παρακολουθή-θηκα
παρακολουθού-μουν παρακολουθημένος
παραλείπω, -ομαι 33: to omit παρέλειψα να /… παραλείψω παρέλειπα παραλείφηκα / παραλείφτηκα
παραλειπόμουν ---
παραμένω 37: to remain; to stay
παρέμεινα /παράμεινα
να /… παραμείνω παρέμενα --- --- ---
παραπονιέμαι (Dep.)
33: to complain --- να /… παραπονεθώ --- παραπονέθηκα παραπονιόμουν παραπονεμένος
παρασκευάζω, -ομαι
33: to compound; to prepare
παρασκεύασα να /… παρασκευάσω
παρασκεύαζα παρασκευάστη-κα παρασκευαζόμουν παρασκευασμένος
παρηγορώ, -ιέμαιπαρηγορείς ...
11: to comfort,33: to get over
παρηγόρησα να /... παρηγορήσω παρηγορούσα / παρηγόραγα
παρηγορήθηκα παρηγοριόμουν παρηγορημένος
παριστάνω, ομαι / 31: to act παράστησα / να /… παραστήσω παρίστανα / παραστάθηκα παριστανόμουν (παραστημένος)

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 25 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
(παρασταίνω) παρέστησα (παράσταινα)
παρκάρω 30: to park πάρκαρα / παρκάρισα
να /… παρκάρω πάρκαρα /παρκάριζα
--- --- παρκαρισμένος
παρουσιάζω, -ομαι
10: -ομαι: to present oneself,16: to present,29: -ομαι: to appear,37: -ομαι: to look (better)
παρουσίασα να /... παρουσιάσω παρουσίαζα παρουσιάστηκα παρουσιαζόμουν παρουσιασμένος
παύω, -ομαι 10: to stop; to cease έπαψα να /... πάψω έπαυα παύτηκα / παύθηκα παυόμουν παυμένοςπαχαίνω 25: to put on weight πάχυνα να /…παχύνω πάχαινα --- --- ---πεθαίνω 15: to die πέθανα να /... πεθάνω πέθαινα --- --- πεθαμένος
πείθω, -ομαι 10: to persuade,11: to convince
έπεισα να /... πείσω έπειθα πείστηκα πειθόμουν πεισμένος
πεινώπεινάς ...
14: to be hungry πείνασα να /... πεινάσω πεινούσα / πείναγα --- --- πεινασμένος
πειράζω, -ομαι
11: δεν πειράζει: it doesn't matter,14: to disturb,16: σε πειράζει; do you mind?, to upset; to affect; to make dizzy, πειράζω κάποιον: to tease
πείραξα να /... πειράξω πείραζα πειράχτηκα πειραζόμουν πειραγμένος
περιαυτολογώπεριαυτολογείς ...
32: to boast; to brag περιαυτολό-γησα να /… περιαυτολογήσω
περιαυτολο-γούσα --- --- ---
περιγράφω, -ομαι 35: to describe περιέγραψα να /… περιγράψω περιέγραφα περιγράφτηκα / περιγράφηκα
περιγραφόμουν περιγεγραμμένος
περιέχω, -ομαι 37: to contain --- --- περιείχα --- περιεχόμουνα ---περιμένω 3: to wait; to expect περίμενα να /... περιμένω περίμενα --- --- ---
περιορίζω, -ομαι 28: to limit; to restrict
περιόρισα να /… περιορίσω περιόριζα περιορίστηκα περιοριζόμουν περιορισμένος
περιποιούμαι (Dep.)
33: to look after; to attend, to take care
--- να /… περιποιηθώ (NA)
--- περιποιήθηκα περιποιόμουν περιποιημένος
περνώ, -ιέμαιπερνάς ...
9: περνώ την ώρα μου: to spend my time, η ώρα περνά: time passes,14: to pass, to pass
πέρασα να /... περάσω περνούσα περάστηκα περνιόμουν περασμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 26 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
through,18: to run along,20: to come along,25: to go over,30: to cross
περπατώπερπατάς ...
14: to walk περπάτησα να /... περπατήσω περπατούσα / περπάταγα
--- --- περπατημένος
πετυχαίνω 14: to succeed in; to manage to
πέτυχα να /... πετύχω πετύχαινα --- --- πετυχημένος
πετώ, -ιέμαιπετάς ...
14: to fly, to dump,20: to throw,32: to cast away,33: -ιέμαι: to whisk
πέταξα να /... πετάξω πετούσα / πέταγα πετάχτηκα πετιόμουν πετα(γ)μένος
πέφτω
8: to fall,19: to come across,23: πέφτει το λαχείο: to win the prize of the lottery, πέφτει η αξία: the value is decreased, πέφτω έξω to miscalculate, πέφτω πάνω του: to run into him,24: to fall on
έπεσα να /... πέσω έπεφτα --- --- πεσμένος
πηγαίνω (πάω)
1: to go,12: μου πάει: it suits me,30: to lead
πήγα να /... πάω πήγαινα --- --- ---
πηδώ, -ιέμαιπηδάς ...
14: to jump πήδησα / πήδηξα να /... πηδήσω / πηδήξω
πηδούσα / πήδαγα πηδήχτηκα πηδιόμουν πηδημένος
πιάνω, -ομαι 23: to start, με πιάνει το αυτοκίνητο: to become dizzy, to catch (fire), to take root), to stick (food) 25: πιασμένος: occupied; reserved,27: -ομαι: to get caught,
έπιασα να /… πιάσω έπιανα πιάστηκα πιανόμουν πιασμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 27 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
28: to grasp,32: -ομαι: to be stiff
πιέζω, -ομαι 26: to push; to press πίεσα να /… πιέσω πίεζα πιέστηκα πιεζόμουν πιεσμένοςπίνω, -ομαι 12: to drink ήπια να /... πίνω έπινα --- πινόμουν πιωμένος
πιστεύω, -ομαι 10: to believe πίστεψα να /... πιστέψω πίστευα πιστεύτηκα / πιστεύθηκα
πιστευόμουν πιστε(υ)μένος
πλέκω, -ομαι 10: to knit έπλεξα να /... πλέξω έπλεκα πλέχτηκα πλεκόμουν πλεγμένοςπλένω, -ομαι 23: to wash έπλυνα να /… πλύνω έπλενα πλύθηκα πλενόμουν πλυμένος
πλευρίζω 35: to come alongside
πλεύρισα να /… πλευρίσω πλεύριζα --- --- πλευρισμένος
πληγώνω, -ομαι 28: to hurt; to wound; to injure
πλήγωσα να /… πληγώσω πλήγωνα πληγώθηκα πληγωνόμουν πληγωμένος
πλημμυρίζω, -ομαι 22: to swarm with πλημμύρισα να /…πλημμυρίσω πλημμύριζα --- --- πλημμυρισμένος
πληροφορώ, -ούμαιπληροφορείς ...
14: to acquaint,33: to learn, to inform
πληροφόρησανα /... πληροφορήσω πληροφορούσα πληροφορήθηκα πληροφορούμουν πληροφορημένος
πληρώνω, -ομαι 10: to pay πλήρωσα να /... πληρώσω πλήρωνα πληρώθηκα πληρωνόμουν πληρωμένοςπλησιάζω 16: to come near πλησίασα να /... πλησιάσω πλησίαζα --- --- ---πνίγω, -ομαι 28: to drown έπνιξα να /… πνίξω έπνιγα πνίγηκα πνιγόμουν πνιγμένοςπολεμώ, -ιέμαιπολεμάς ...
32: to fight πολέμησα να /… πολεμήσω πολεμούσα / πολέμαγα
πολεμήθηκα πολεμιόμουν πολεμημένος
πολιορκώ, -ούμαιπολιορκείς ...
28: to besiege πολιόρκησα να /… πολιορκήσω πολιορκούσα πολιορκήθηκα (πολιορκούμουν) πολιορκημένος
πονώπονάς ...
13: to have a pain; to ache
πόνεσα να /... πονέσω πονούσα / πόναγα --- --- πονεμένος
ποτίζω, -ομαι 16: to water πότισα να /... ποτίσω πότιζα ποτίστηκα ποτιζόμουν ποτισμένοςπουλώ, -ιέμαιπουλάς ...
12: to sell πούλησα να /... πουλήσω πουλούσα / πούλαγα
πουλήθηκα πουλιόμουν πουλημένος
πρέπει
16: to have to; must,19: καθώς πρέπει: decent; proper, όπως πρέπει: properly
--- --- έπρεπε --- --- ---
προκαλώ, -ούμαιπροκαλείς ...
31: to cause; to raise προκάλεσα να /… προκαλέσω προκαλούσα προκλήθηκα προκαλούμουν προκαλεσμένος
προκατασκευάζω, -ομαι
33: to prefabricate προκατασκεύασα να /… προκατασκευάσω
προκατασκεύαζα προκατασκευά-στηκα
προκατασκευα-ζόμουν
προκατασκευάσ-μένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 28 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
πρόκειται (Dep.) 29: to be going to --- --- --- --- (επρόκειτο) ---προλαβαίνω 34: to catch up with πρόλαβα να /… προλάβω προλάβαινα --- --- ---
προοδεύω 21: to progressπροόδευσα / προόδεψα
να /… προοδεύσω / προοδέψω προόδευα --- --- προοδευμένος
προπαρασκευάζω, -ομαι
33: to prepare προπαρασκεύασα να /… προπαρασκευάσω
προπαρασκεύαζα προπαρασκευά-στηκα
προπαρασκευα-ζόμουν
προπαρασκευασ-μένος
προσβάλλω, -ομαι32: to insult; to offend,36: to attack
πρόσβαλα / προσέβαλα να /… προσβάλω προσέβαλλα προσβλήθηκα προσβαλλόμουν προσβεβλημένος
προσέχω
6: to take care10: to be careful,11: to pay attention,30: to notice
πρόσεξα να /... προσέξω πρόσεχα --- --- προσεγμένος
προσκαλώ, -ούμαιπροσκαλείς ...
33: to invite προσκάλεσα να /… προσκαλέσω προσκαλούσα προσκλήθηκα --- προσκεκλημένος
προσπαθώπροσπαθείς ...
14: to try; to make an effort
προσπάθησα να /... προσπαθήσω προσπαθούσα --- --- ---
προστατεύω, -ομαι 28: to protect προστάτεψα να /… προστατέψω προστάτευα προστατεύτηκα προστατευόμουν προστατευμένος
προσφέρω, -ομαι 12: to offer πρόσφερα να /... προσφέρωπρόσφερα / προσέφερα προσφέρθηκα προσφερόμουν προσφερμένος
προσφωνώ, -ούμαιπροσφωνείς ... 6: to address προσφώνησα να /... προσφωνήσω προσφωνούσα (προσφωνήθηκα) (προσφωνούμουν) προσφωνούμενος
προτείνω, -ομαι 25: to suggest; to propose
πρότεινα να /… προτείνω πρότεινα προτάθηκα προτεινόμουν (προτεταμένος)
προτιμώ, -ιέμαιπροτιμάς ...
14: to prefer,17: to like better ,22: to choose
προτίμησα να /... προτιμήσω προτιμούσα προτιμήθηκα προτιμιόμουν προτιμημένος
προφασίζομαι (Dep.)
35: to pretend; to make excuses
--- να /… προφασιστώ (NA)
--- προφασίστηκα προφασιζόμουν προφασισμένος
προφέρω, -ομαι 36: to pronounce πρόφερα να /… προφέρω πρόφερα προφέρθηκα προφερόμουν ---
προφταίνω 20: to be in time for,27: to catch up with
πρόφτασα να /... προφτάσω πρόφταινα --- --- ---
προχωρώπροχωράς ...
12: to go ahead,14: to walk
προχώρησα να /... προχωρήσω προχωρούσα --- --- προχωρημένος
Ρράβω,-ομαι 10: to sew έραψα να /... ράψω έραβα ράφτηκα ραβόμουν ραμμένοςρίχνω, -ομαι 5: to mail a letter,
16: ρίχνω νερό: to έριξα να /... ρίξω έριχνα ρίχτηκα ριχνόμουν ριγμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 29 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
water,17: ρίχνω ματιά: to glance,29: το ρίχνω έξω: to have fun,31: to spill,32: ρίχνω κορόνα γράμματα: to toss a coin,35: to anchor
ρουφώ, -ιέμαιρουφάς ...
20: to sip; to gulp ρούφηξα να /... ρουφήξω ρουφούσα / ρούφαγα
ρουφήχτηκα ρουφιόμουν ρουφηγμένος
ρωτώ, -ιέμαιρωτάς ...
9: to ask ρώτησα να /... ρωτήσω ρωτούσα ρωτήθηκα ρωτιόμουν ρωτημένος
Σσαλπάρω 35: to sail; to leave σάλπαρα /
σαλπάρισανα /… σαλπάρω σάλπαρα /
σαλπάριζα--- --- ---
σβήνω, -ομαι 3: to turn off,10: to clean
έσβησα να /... σβήσω έσβηνα σβήστηκα σβηνόμουν σβησμένος
σέβομαι (Dep.) 35: to respect; to esteem
--- να /… σεβαστώ (NA)
--- σεβάστηκα σεβόμουν ---
σέρνω, -ομαι 37: to drag; to draw έσυρα να /… σύρω έσερνα σύρθηκα σερνόμουν συρμένος
σηκώνω, -ομαι
25: to answer,29: to stand up,29: -ομαι: to get up,35: σηκώνω άγκυρα: to weigh anchor
σήκωσα να /… σηκώσω σήκωνα σηκώθηκα σηκωνόμουν σηκωμένος
σημαίνω 3: to mean σήμανα να /... σημάνω σήμαινα --- --- (σεσημασμένος)σιδερώνω, -όμαι 16: to iron σιδέρωσα να /... σιδερώσω σιδέρωνα σιδερώθηκα σιδερονόμουν σιδερωμένος
σκαρφαλώνω 29: to climb; to clamber
σκαρφάλωσα να /… σκαρφαλώσω σκαρφάλωνα --- --- σκαρφαλωμένος
σκάω (σκάζω)σκας ...
8: σκάω από τη ζέστη: to be terribly hot,35: σκάζω από τα γέλια: to burst out laughing
έσκασα να /... σκάσω έσκαγα / (έσκαζα) --- --- σκασμένος
σκεπάζω, -ομαι 28: to cover σκέπασα να /… σκεπάσω σκέπαζα σκεπάστηκα σκεπαζόμουν σκεπασμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 30 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
σκέφτομαι (Dep.) 13: to think --- να /... σκεφτώ (NA) --- σκέφτηκα σκεφτόμουν ---σκίζω, -ομαι 27: to tear έσκισα να /… σκίσω έσκιζα σκίστηκα σκιζόμουν σκισμένοςσκλαβώνω, -ομαι 25: to enslave σκλάβωσα να /… σκλαβώσω σκλάβωνα κλαβώθηκα σκλαβωνόμουν σκλαβωμένος
σκοπεύω 16: to intend,29: to aim
σκόπευσα να /... σκοπεύσω σκόπευα --- --- ---
σκορπίζω, -ομαι 31: to spread about έριξα να /… ρίξω έριχνα ρίχτηκα ριχνόμουν ριγμένοςσκοτώνω, -ομαι 9: to kill σκότωσα να /... σκοτώσω σκότωνα σκοτώθηκα σκοτωνόμουν σκοτωμένος
σκουπίζω, -ομαι
10: to sweep,17: to wipe, to dry,29: -ομαι: to dry myself
σκούπισα να /... σκουπίσω σκούπιζα σκουπίστηκα σκουπιζόμουν σκουπισμένος
σουρουπώνει 8: it is getting dark σουρούπωσε να /... σουρουπώσει σουρούπωνε --- --- ---σπάζω, -ομαι 15: to break έσπασα να /... σπάσω έσπαζα / έσπαγα σπάστηκα σπαζόμουν σπασμένος
σπουδάζω 4: to be a student; to study
σπούδασα να /... σπουδάσω σπούδαζα --- --- ---
σπρώχνω, -ομαι 26: to push έσπρωξα να /… σπρώξω έσπρωχνα σπρώχτηκα σπρωχνόμουν σπρωγμένοςσταματώσταματάς ...
9: to stop σταμάτησα να /... σταματήσω σταματούσα --- --- σταματημένος
σταυρώνω, -ομαι 28: to crucify σταύρωσα να /… σταυρώσω σταύρωνα σταυρώθηκα σταυρωνόμουν σταυρωμένοςστεγνώνω 32: to dry στέγνωσα να /… στεγνώσω στέγνωνα --- --- στεγνωμένοςστέκομαι (Dep.) 27: to stand --- --- --- στάθηκα στεκόμουν / έστεκα ---στέλνω, -ομαι 4: to send έστειλα να /... στείλω έστελνα στάλθηκα στελνόμουν σταλμένος
στενοχωρώ, -ιέμαιστενοχωράς .../ στενοχωρείς ...
14: to distress; to grieve,20: to upset,33: -ιέμαι: to worry, to be sorry
στενοχώρησα να /... στενοχωρήσω στενοχωρούσα στενοχωρήθηκα στενοχωριόμουν στενοχωρημένος
στερώ, -ούμαιστερείς ...
14: to deprive,33: -ούμαι: to lack; to go without
στέρησα να /... στερήσω στερούσα στερήθηκα στερούμουν στερημένος
στήνω, -ομαι24: to set up,29: στήνω αυτί: to eavesdrop
έστησα να /…να στήσω έστηνα στήθηκα στηνόμουν στημένος
στηρίζω, -ομαι
10: to support,13: to prop,27: -ομαι: to lean,32: -ομαι: to count on
στήριξα να /... στηρίξω στήριζαστηρίχτηκα / στηρίχθηκα στηριζόμουν στηριγμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 31 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
στολίζω, -ομαι 24: to decorate στόλισα να /…στολίσω στόλιζα στολίστηκα στολιζόμουν στολισμένος
στρίβω, -ομαι
23: to turn, του έστριψε: to go out of one's mind, τα στρίβει: he changes the subject
έστριψα να /… στρίψω έστριβα στρίφτηκα στριβόμουν στριμμένος
στρώνω, -ομαι 15: to lay έστρωσα να /... στρώσω έστρωνα στρώθηκα στρωνόμουν στρωμένος
συγκεντρώνω, -ομαι
20: to concentrate; to gather συγκέντρωσα να /... συγκεντρώσω συγκέντρωνα συγκεντρώθηκα συγκεντρωνόμουν συγκεντρωμένος
συγκινώ, -ουμαισυγκινείς ...
14: to move; to touch,33: -ούμαι: to respond
συγκίνησα να /... συγκινήσω συγκινούσα συγκινήθηκα συγκινούμουν συγκινημένος
συγκρατώ, -ιέμαι συγκρατείς ...(/ -ούμαι)
29: to control,36: to hold συγκράτησα να /… συγκρατήσω συγκρατούσα συγκρατήθηκα
συγκρατιόμουν / (συγκρατούμουν) συγκρατημένος
συγχωρώ, -ούμαισυγχωρείς/συγχωράς...
14: to pardon, to tolerate,15: to forgive,32: to be sorry
συγχώρησα / συγχώρεσα
να /... συγχωρήσω/ συγχωρέσω
συγχωρούσα / συγχώραγα
συγχωρήθηκα / συγχωρέθηκα
συγχωρούμουν συγχωρεμένος
συζητώ, -ιέμαισυζητάς ...
14: to discuss συζήτησα να /... συζητήσω συζητούσα / συζήταγα
συζητήθηκα συζητιόμουν συζητημένος
συλλαμβάνω, -ομαι 23: to arrest συνέλαβα να /… συλλάβω συνελάμβανα(3.Sg:. συνελήφθη, 3.Pl.: συνελήφθη-σαν)
συλλαμβανόμουν (συνειλημμένος)
συμβαίνει, -ουν
22: to happen,25: to take place,26: τι σου συμβαίνει; what's the matter with you?
3.Sg.: συνέβη(/συνέβηκε)3.Pl.: συνέβησαν (/συνέβηκαν)
να /… συμβεί συνέβαινε --- --- ---
συμβιβάζω, -ομαι 35: to reconcile συμβίβασα να /… συμβιβάσω συμβίβαζα συμβιβάστηκα συμβιβαζόμουν συμβιβασμένοςσυμπαθώ, -ούμαισυμπαθείς ...
14: to be fond of,22: to like
συμπάθησα να /... συμπαθήσω συμπαθούσα --- --- ---
συμπεραίνω, -εται 37: to conclude συμπέρανα να /… συμπεράνω συμπέραινα --- --- ---συμπληρώνω, -ομαι
1: to fill in συμπλήρωσα να /... συμπληρώσω συμπλήρωνα συμπληρώθηκα συμπληρωνόμουν συμπληρωμένος
συμφέρω3.Sg.: συμφέρει3.Pl.: συμφέρουν
37: to be in one's interest --- ---
3.Sg.: συνέφερε3.Pl.: συνέφεραν --- --- ---

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 32 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
συμφωνώ, -ούμαισυμφωνείς ...
14: to agree (to, with, on, about)
συμφώνησα να /... συμφωνήσω συμφωνούσα συμφωνήθηκα συμφωνούμουν συμφωνημένος
συναντώ, -ιέμαισυναντάς ...
11: to meet; to come upon
συνάντησα να /... συναντήσω συναντούσα συναντήθηκα συναντιόμουν ---
συνεννοούμαι (Dep.)
35: to communicate, to come to an understanding, to agree
--- να /… συνεννοηθώ (NA)
--- συνεννοήθηκα (συνεννοούμουν) συνεννοημένος
συνεργάζομαι (Dep.)
35: to collaborate --- να /… συνεργαστώ (NA)
--- συνεργάστηκα συνεργαζόμουν ---
συνεχίζω, -ομαι 3: to continue; to go on
συνέχισα να /... συνεχίσω συνέχιζα συνεχίστηκα συνεχιζόμουν συνεχισμένος
συνηθίζω, -ομαι
16: to use to,24: to be in the habit of,29: συνηθισμένος: usual
συνήθισα να /... συνηθίσω συνήθιζα συνηθίστηκα συνηθιζόμουν συνηθισμένος
συννεφιάζω 28: to become cloudy
συννέφιασα να /… συννεφιάσω συννέφιαζα --- --- συννεφιασμένος
συνοδεύω, -ομαι 6: to go with,26: to accompany
συνόδεψα να /... συνοδέψω συνόδευα συνοδεύτηκα συνοδευόμουν συνοδευμένος
συσκευάζω, -ομαι 33: to pack (up) συσκεύασα να /… συσκευάσω συσκεύαζα συσκευάστηκα συσκευαζόμουν συσκευασμένος
σφίγγω, -ομαι
10: to squeeze,13: to embrace tightly,29: to try hard
έσφιξα να /... σφίξω έσφιγγα σφίχτηκα σφιγγόμουν σφιγμένος
σφραγίζω, -ομαι 28: to seal; to stamp σφράγισα να /… σφραγίσω σφράγιζα σφραγίστηκα σφραγιζόμουν σφραγισμένοςσφυρίζω, -ομαι 32: to whistle σφύριξα να /… σφυρίξω σφύριζα σφυρίχτηκα σφυριζόμουν (σφυριγμένος)σχηματίζω, -ομαι 6: to form σχημάτισα να /... σχηματίσω σχημάτιζα σχηματίστηκα σχηματιζόμουν σχηματισμένοςσωπαίνω 26: to remain silent σώπασα να /… σωπάσω σώπαινα --- --- ---
Τταιριάζω, -ομαι 35: to suit; to go
withταίριασα / ταίριαξα
να /…ταιριάσω / ταιριάξω
ταίριαζα (ταιριάστηκα / ταιριάχτηκα)
(ταιριαζόμουν) ταιριασμένος
τακτοποιώ, -ούμαιτακτοποιείς ...
14: to arrange τακτοποίησα να /... τακτοποιήσω τακτοποιούσα τακτοποιήθηκα τακτοποιούμουν τακτοποιημένος
ταξιδεύω 10: to travel ταξίδεψα να /... ταξιδέψω ταξίδευα --- --- ταξιδεμένοςτελειώνω 9: to end,
10: to finish, to be over, τελειώνει το
τελείωσα να /... τελειώσω τελείωνα --- --- τελειωμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 33 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
ψωμί: bread is running short,14: to run out
τηλεφωνώ, -ιέμαιτηλεφωνάς ...
12: to give a ring τηλεφώνησα να /... τηλεφωνήσω τηλεφωνούσα / τηλεφώναγα
τηλεφωνήθηκα τηλεφωνιόμουν τηλεφωνημένος
τιμώ, -ιέμαιτιμάς ...
14: to be a credit to; to honour; to dignify
τίμησα να /... τιμήσω τιμούσα / τίμαγα τιμήθηκα --- τιμημένος
τιμωρώ, -ούμαιτιμωρείς ...
14: to punish ,33: to correct, -ούμαι: to be punished with a fine
τιμώρησα να /... τιμωρήσω τιμωρούσα τιμωρήθηκα τιμωρούμουν τιμωρημένος
τονίζω, -ομαι 10: to accent τόνισα να /... τονίσω τόνιζα τονίστηκα τονιζόμουν τονισμένος
τουρτουρίζω 8: to shiver with cold
τουρτούρισε να /... τουρτουρίσει τουρτούριζε --- --- ---
τραβώ, -ιέμαιτραβάς ...
14: to drag; to pull,32: to take,33: to stand aside,35: τραβώ κουπί: to pull oar
τράβηξα να /... τραβήξωτραβούσα / τράβαγα τραβήχτηκα ταβιόμουν τραβηγμένος
τραγουδώ, -ιέμαιτραγουδάς ...
14: to sing τραγούδησα να /... τραγουδήσω τραγουδούσα τραγούδαγα
τραγουδήθηκα τραγουδιόμουν τραγουδισμένος
τραντάζω, -ομαι 27: to bump; to jerk τράνταξα να /… τραντάξω τράνταζα τραντάχτηκα τρανταζόμουν τρανταγμένος
τραυματίζω, -ομαι 28: to injure; to wound
τραυμάτισα να /… τραυματίσω τραυμάτιζα τραυματίστηκα τραυματιζόμουν τραυματισμένος
τρελαίνω, -ομαι 23: -ομαι: to get crazy
τρέλανα να /… τρελάνω τρέλαινα τρελάθηκα τρελαινόμουν τρελαμένος
τρέμω 8: to tremble; to shake; to shiver
--- --- έτρεμα --- --- ---
τρέχω
9: το ρολόι μου τρέχει: my watch is fast,10: to run,19: μου τρέχουν τα σάλια: my mouth waters,22: τι τρέχει: what's the matter
έτρεξα να /... τρέξω έτρεχα --- --- ---
τριγυρίζω, -ομαι 16: to go around τριγύρισα να /... τριγυρίσω τριγύριζα (τριγυρίστηκα) (τριγυριζόμουν) τριγυρισμένοςτρομάζω 10: to scare; to τρόμαξα να /... τρομάξω τρόμαζα --- --- τρομαγμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 34 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
frighten,15: to be startled, to be frightened
τρυπώ, -ιέμαιτρυπάς ...
14: to perforate, to wear a hole,33: to prick
τρύπησα να /... τρυπήσωτρυπούσα / τρύπαγα τρυπήθηκα τρυπιόμουν τρυπημένος
τρώω, -γομαιτρως ...
9: to eat,15: τρώω ξύλο: to get a beating
έφαγα να /... φάω έτρωγα φαγώθηκα τρωγόμουν φαγωμένος
τσουγκρίζω, -ομαι 24: to crack τσούγκρισα να /…τσουγκρίσω τσούγκριζα τσουγκρίστηκα τσουγκριζόμουν τσουγκρισμένοςτυχαίνω 16: to happen έτυχα να /... τύχω τύχαινα --- --- ---
Υυπακούω 31: to obey υπάκουσα να /… υπακούσω υπάκουγα --- --- ---
υπάρχω2: υπάρχει, -ουν: there is/are,24: to exist
υπήρξα να /... υπάρξω υπήρχε --- --- ---
υπογράφω, -ομαι 16: to sign υπέγραψα να /... υπογράψω υπέγραφαυπογράφτηκα / υπογράφηκα υπογραφόμουν υπο(γε)γραμμένος
υποθέτω, υποτίθεται
19: to suppose υπέθεσα να /... υποθέσω(NA: να υποτεθεί)
υπέθετα υποτέθηκε (υποτίθετο) ---
υπόσχομαι (Dep.) 27: to promise --- --- --- υποσχέθηκα υποσχόμουν (υπεσχημένος)
υποφέρω, -ομαι19: to suffer,35: to be in pain υπέφερα να /... υποφέρω υπέφερα (υποφέρθηκε) υποφερόταν (υποφερμένος)
υποχρεώνω, -ομαι 28: to oblige; to force
υποχρέωσα να /… υποχρεώσω υποχρέωνα υποχρεώθηκα υποχρεωνόμουν υποχρεωμένος
Φ
φαίνομαι (Dep.)
22: to look like,25: φαίνεται: apparently like,30: to be visible like,35: μου φαίνεται: I think; it appears to me like
--- να /… φανώ --- φάνηκα φαινόμουν ---
φανερώνω, -ομαι 16: to indicate φανέρωσα να /... φανερώσω φανέρωνα φανερώθηκα φανερωνόμουν φανερωμένος
φέρνω, -ομαι12: to bring,13: to deliver,29: to fetch
έφερα να /... φέρω έφερνα φέρθηκα φερνόμουν φερμένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 35 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
φέρομαι (Dep.) 29: to behave --- να /… φερθώ --- φέρθηκα φερόμουν φερμένος
φεύγω 10: to leave,12: to go away
έφυγα να /... φύγω έφευγα --- --- ---
φιλώ, -ιέμαιφιλάς ...
11: to kiss φίλησα να /... φιλήσω φιλούσα φιλήθηκα φιλιόμουν φιλημένος
φοβάμαι (Dep.)31: to be afraid of,32: to scare; to frighten
--- να /… φοβηθώ --- φοβήθηκα φοβόμουν φοβισμένος
φοβίζω 34: to scare; to frighten
φόβισα να /… φοβίσω φόβιζα --- --- φοβισμένος
φορτώνω, -ομαι 29: to load, to burden
φόρτωσα να /… φορτώσω φόρτωνα φορτώθηκα φορτωνόμουν φορτωμένος
φορώ, -ιέμαιφοράς ...
14: to wear,20: to put on φόρεσα να /... φορέσω φορούσα / φόραγα φορέθηκα φοριόμουν φορεμένος
φροντίζω 11: to look after,29: to provide for
φρόντισα να /... να φροντίσω φρόντιζα --- --- φροντισμένος
φταίω
25: to be responsible,30: to be at fault,32: to blame
έφταιξα να /… φταίξω έφταιγα --- --- ---
φτάνω
10: to arrive,12: to be enough; to catch up with, to reach, φτάνει!: enough
έφτασα να /... φτάσω έφτανα --- --- φτασμένος
φτερνίζομαι (Dep.) 13: to sneeze --- να /... φτερνιστώ (NA)
--- φτερνίστηκα φτερνιζόμουν ---
φτιάχνω, -ομαι 10: to make,32: to create
έφτιαξα να /... φτιάξω έφτιαχνα φτιάχτηκα φτιαχνόμουν φτιαγμένος
φυλάγω, -ομαι 10: to guard,17: to keep
φύλαξα να /... φυλάξω φύλαγα φυλάχτηκα φυλαγόμουν φυλαγμένος
φυσώ, -ιέμαιφυσάς ...
8: to blow,14: to blow on
φύσηξα να /... φυσήξω φυσούσα φυσιόμουν φυσήχτηκα φυση(γ)μένος
φωνάζω 4: to call,10: to shout
φώναξα να /... φωνάξω φώναξα --- --- ---
φωτίζω, -ομαι 28: to lighten,31: to light
φώτισα να /… φωτίσω φώτιζα φωτίστηκα φωτιζόμουν φωτισμένος
φωτογραφίζω, -ομαι
33: to take a photo φωτογράφισα να /… φωτογραφίσω
φωτογράφιζα φωτογραφήθηκα φωτογραφιζόμουν φωτογραφημένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 36 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
Χχαζεύω 25: to loaf; to idle χάζεψα να /… χαζέψω χάζευα --- --- ---
χαιρετώ, -ιέμαιχαιρετάς ...
11: to greet, σε χαιρετώ: kind regards
χαιρέτησα να /... χαιρετήσωχαιρετούσα / χαιρέταγα χαιρετήθηκα χαιρετιόμουν χαιρετημένος
χαίρω, -ομαι
2: χαίρετε: goodbye,3: χαίρετε: hello,16: to be glad,35: to enjoy, χάρηκα που σε είδα: nice meeting you
χάρηκα να /... χαρώ (ΝΑ) έχαιρα χάρηκα χαιρόμουν ---
χαλώ χαλάς ...( / χαλνώ)
5: to change (money),14: to break down; to spoil,33: to damage
χάλασα να /... χαλάσω χαλούσα --- --- χαλασμένος
χαμογελώχαμογελάς ...
14: to smile χαμογέλασα να /... χαμογελάσω χαμογελούσα / χαμογέλαγα
--- --- ---
χάνω, -ομαι
9: to lose,16: to miss,26: χάνω την ώρα μου: to waste my time, τα χάνω: to be at a loss
έχασα να /... χάσω έχανα χάθηκα χανόμουν χαμένος
χαρίζω, -ομαι 12: to make a present
χάρισα να /... χαρίσω χάριζα χαρίστηκα χαριζόμουν χαρισμένος
χασμουριέμαι (Dep.) 33: to yawn --- να /… χασμουρηθώ --- χασμουρήθηκα χασμουριόμουν ---
χειρίζομαι (Dep.) 31: to operate --- να /… χειριστώ --- χειρίστηκα χειριζόμουν χειρισμένος
χιονίζει 8: it snows χιόνισε να /... χιονίσει χιόνιζε --- --- χιονισμένοςχορεύω, -ομαι 10: to dance χόρεψα να /... χορέψω χόρευα --- --- --- χορευόμουν ---χορηγώ, -ούμαιχορηγείς ...
20: to supply χορήγησα να /... χορηγήσω χορηγούσα χορηγήθηκα χορηγούμουν χορηγημένος
χρειάζομαι (Dep.) 22: to need,32: to be necessary
--- να /… χρειαστώ --- χρειάστηκα χρειαζόμουν (χρειασμένος)
χρησιμοποιώ, -ούμαιχρησιμοποιείς ...
6: to use χρησιμοποίησανα /... χρησιμοποι-ήσω χρησιμοποιούσα χρησιμοποιή- κα
χρησιμοποιό- μουνα χρησιμοποιημένος

«Τα νέα ελληνικά για ξένους» – Verbformen der Wort l is te GR-EN (alphabetisch sor t ier t ) Sei te 37 von 37
PräsensEnglische
Bezeichnung und Lektionsnummer
aktiverAoristos
aktiver / NAaoristischer Konjunktiv
aktiverParatatikos
nichtaktiverAoristos
nichtaktiverParatatikos
Partizip Perfekt(nichtaktiv) Notizen
χρωστώχρωστάς ...
12: to owe; to be in debt
--- --- χρωστούσα --- --- ---
χτενίζω, -ομαι 27: to comb χτένισα να /… χτενίσω χτένιζα χτενίστηκα χτενιζόμουν χτενισμένος
χτίζω, -ομαι 16: to build έχτισα να /... χτίσω έχτιζα χτίστηκα χτιζόμουν χτισμένος
χτυπώ, -ιέμαιχτυπάς ...
9: to strike,14: to ring, to knock, to hit myself, to shoot, to beat,32: to be knocked down,33: to be injured
χτύπησα να /... χτυπήσω χτυπούσα χτυπήθηκα χτυπιόμουν χτυπημένος
χύνω, -ομαι 12: to spill; to pour έχυσα να /... χύσω έχυνα χύθηκα χυνόμουν χυμένος
χωρίζω, -ομαι 14: to break up; to seperate; to divorce
χώρισα να /... χωρίσω χώριζα χωρίστηκα χωριζόμουν χωρισμένος
χωρώχωράς ...
20: to contain; to hold, to get into
χώρεσα να /... χωρέσω χωρούσα --- --- ---
Ψψάχνω, -ομαι 10: to look for,
11: to searchέψαξα να /... ψάξω έψαχνα ψάχτηκα ψαχνόμουν ψαγμένος
ψηλώνω 15: to grow tall(er) ψήλωσα να /... ψηλώσω ψήλωνα --- --- ---
ψήνω, -ομαι 20: to grill έψησα να /... ψήσω έψηνα ψήθηκα ψηνόμουν ψημένος
ψιχαλίζει 8: it drizzles ψιχάλισε να /... ψιχαλίσει ψιχάλιζε --- --- ψιχαλισμένος
ψωνίζω, -ομαι 12: to buy; to shop ψώνισα να /... ψωνίσω ψώνιζα ψωνίστηκα ψωνιζόμουν ψωνισμένος
Ω
ωφελώ, -ούμαιωφελείς ...
14: to benefit, δεν ωφελεί να: it's no use,20: to do good to sb
ωφέλησα να /... ωφελήσω ωφελούσα ωφελήθηκα ωφελούμουν ωφελημένος