Vasileiou

12
Περίπου ογδόντα χρόνια μετά, η Προϊστο- ρική Ήπειρος εξακολουθεί, δυστυχώς, σε μεγά- λο βαθμό να παραμένει terra incognita για τους ερευνητές. Το γεγονός αυτό οφείλεται τόσο στην απουσία έργων υποδομής που θα επέτρε- παν την ανάληψη μεγάλης έκτασης ανασκα- φικών δραστηριοτήτων, όσο και στην έλλει- ψη συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας. Επι- πρόσθετα, το έντονα ορεινό ανάγλυφο της πε- ριοχής, σε συνδυασμό με τις μεγάλου πάχους επιχώσεις, καθιστούν ακόμη πιο δύσκολο τον εντοπισμό λειψάνων της μακρινής εποχής της Προϊστορίας. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, η κατασκευή μεγάλων οδικών αρτηριών, όπως η Εγνατία Οδός, συνέβαλε σημαντικά στον εμπλουτισμό του καταλόγου των θέσεων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού-Πρώιμης Εποχής Σιδήρου (Πλιάκου 2007, 226). Η Ήπειρος, συχνά περιγράφεται ως μια ορεινή, δύσβατη περιοχή, φτωχή σε γεωργικά προϊόντα, και απομονωμένη λόγω των υψη- λών βουνών που την περιβάλλουν, με κατοί- κους κλειστούς και συντηρητικούς. Από την Παλαιολιθική Περίοδο έως και την Εποχή του Σιδήρου οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και δευτερευόντως με την γε- ωργία, μετακινούμενοι το χειμώνα στα πεδι- νά και το καλοκαίρι στα ορεινά με τα κοπάδια τους (Γραβάνη 2007, 235). Κατοικούν σε μικρής έκτασης ατείχιστους οικισμούς κοντά σε πηγές νερού και λιβάδια, που προσφέρονται για βο- σκή και καλλιέργεια. Οι οικισμοί αυτοί αποτε- λούνται από μικρές καλύβες αγνώστου σχήμα- τος με ξυλόπλεχτους τοίχους και λίθινη κρηπί- δα συνήθως από ποταμίσιες κροκάλες. Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ Στον τύπο των μικρών ατείχιστων οικι- σμών ανήκει και η θέση που εντοπίστηκε το 1988, κατά τις εργασίες κατασκευής του γη- πέδου ποδοσφαίρου της κοινότητας, στο χω- ριό Κρύα, στο δημοτικό διαμέρισμα Περάμα- τος του Νομού Ιωαννίνων (Ανδρέου 1988, 604. Ντούζουγλη – Ζάχος 1994, 12-14. Ζάχος 1995, 252-253. 1997, 153-166). Η θέση, που υπολο- γίζεται ότι καταλάμβανε έκταση περίπου ενός στρέμματος, εκτείνεται στις υπώρειες του όρους Μιτσικέλι, στην ελώδη περιοχή ανάμε- σα στη λίμνη Παμβώτιδα και την αποξηραμένη ΕΛEΝΗ ΒΑΣΙΛΕIΟΥ Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ: ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΚΡΥΑΣ ΣΤΟ ΛΕΚΑΝΟΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ * «Since the excavations of Carapanos at Dodona in 1878, Epirus has remained terra incognita to the archaeologist» (Hammond 1932, 131) * Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στον Έφορο Αρ- χαιοτήτων, Διευθυντή της ΙΒ’ EΠΚΑ Δρ. Κωνσταντί- νο Ζάχο για την παραχώρηση του υλικού. Ευχαριστίες οφείλονται επίσης στη συνάδελφο Δρ. Ιουλία Κατσαδή- μα για τις παρατηρήσεις της σχετικά με τη διαμόρφωση του κειμένου όπως και στον συνάδελφο Δημήτρη Καλπά- κη για την παραχώρηση των χαρτών που χρησιμοποιήθη- καν στην προφορική παρουσίαση της παρούσας ανακοί- νωσης. Θερμά ευχαριστώ τέλος στη συνάδελφο Δρ. Γεωρ- γία Πλιάκου για τις γόνιμες συζητήσεις και τις σημαντι- κότατες παρατηρήσεις της κατά τη διάρκεια συγγραφής της ανακοίνωσης.

Transcript of Vasileiou

Page 1: Vasileiou

Περίπου ογδόντα χρόνια μετά, η Προϊστο-ρική Ήπειρος εξακολουθεί, δυστυχώς, σε μεγά-λο βαθμό να παραμένει terra incognita για τους ερευνητές. Το γεγονός αυτό οφείλεται τόσο στην απουσία έργων υποδομής που θα επέτρε-παν την ανάληψη μεγάλης έκτασης ανασκα-φικών δραστηριοτήτων, όσο και στην έλλει-ψη συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας. Επι-πρόσθετα, το έντονα ορεινό ανάγλυφο της πε-ριοχής, σε συνδυασμό με τις μεγάλου πάχους επιχώσεις, καθιστούν ακόμη πιο δύσκολο τον εντοπισμό λειψάνων της μακρινής εποχής της Προϊστορίας. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, η κατασκευή μεγάλων οδικών αρτηριών, όπως η Εγνατία Οδός, συνέβαλε σημαντικά στον εμπλουτισμό του καταλόγου των θέσεων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού-Πρώιμης Εποχής Σιδήρου (Πλιάκου 2007, 226).

Η Ήπειρος, συχνά περιγράφεται ως μια ορεινή, δύσβατη περιοχή, φτωχή σε γεωργικά

προϊόντα, και απομονωμένη λόγω των υψη-λών βουνών που την περιβάλλουν, με κατοί-κους κλειστούς και συντηρητικούς. Από την Παλαιολιθική Περίοδο έως και την Εποχή του Σιδήρου οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και δευτερευόντως με την γε-ωργία, μετακινούμενοι το χειμώνα στα πεδι-νά και το καλοκαίρι στα ορεινά με τα κοπάδια τους (Γραβάνη 2007, 235). Κατοικούν σε μικρής έκτασης ατείχιστους οικισμούς κοντά σε πηγές νερού και λιβάδια, που προσφέρονται για βο-σκή και καλλιέργεια. Οι οικισμοί αυτοί αποτε-λούνται από μικρές καλύβες αγνώστου σχήμα-τος με ξυλόπλεχτους τοίχους και λίθινη κρηπί-δα συνήθως από ποταμίσιες κροκάλες.

Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ

Στον τύπο των μικρών ατείχιστων οικι-σμών ανήκει και η θέση που εντοπίστηκε το 1988, κατά τις εργασίες κατασκευής του γη-πέδου ποδοσφαίρου της κοινότητας, στο χω-ριό Κρύα, στο δημοτικό διαμέρισμα Περάμα-τος του Νομού Ιωαννίνων (Ανδρέου 1988, 604. Ντούζουγλη – Ζάχος 1994, 12-14. Ζάχος 1995, 252-253. 1997, 153-166). Η θέση, που υπολο-γίζεται ότι καταλάμβανε έκταση περίπου ενός στρέμματος, εκτείνεται στις υπώρειες του όρους Μιτσικέλι, στην ελώδη περιοχή ανάμε-σα στη λίμνη Παμβώτιδα και την αποξηραμένη

ΕΛEΝΗ ΒΑΣΙΛΕIΟΥ

Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ: ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΚΡΥΑΣ ΣΤΟ

ΛΕΚΑΝΟΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ*

«Since the excavations of Carapanos at Dodona in 1878, Epirus has remained terra incognita to the archaeologist» (Hammond 1932, 131)

* Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στον Έφορο Αρ-χαιοτήτων, Διευθυντή της ΙΒ’ EΠΚΑ Δρ. Κωνσταντί-νο Ζάχο για την παραχώρηση του υλικού. Ευχαριστίες οφείλονται επίσης στη συνάδελφο Δρ. Ιουλία Κατσαδή-μα για τις παρατηρήσεις της σχετικά με τη διαμόρφωση του κειμένου όπως και στον συνάδελφο Δημήτρη Καλπά-κη για την παραχώρηση των χαρτών που χρησιμοποιήθη-καν στην προφορική παρουσίαση της παρούσας ανακοί-νωσης. Θερμά ευχαριστώ τέλος στη συνάδελφο Δρ. Γεωρ-γία Πλιάκου για τις γόνιμες συζητήσεις και τις σημαντι-κότατες παρατηρήσεις της κατά τη διάρκεια συγγραφής της ανακοίνωσης.

Page 2: Vasileiou

ΕΛΕΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ268

σήμερα λίμνη της Λαψίστας (εικ. 1). Μετά από επιφανειακή έρευνα κατά την οποία περισυλλέ-χτηκε σημαντικός αριθμός οστράκων κρίθηκε απαραίτητη η διενέργεια ανασκαφικών εργασι-ών σωστικού χαρακτήρα. Ανοίχτηκαν συνολικά επτά τομές (Ι-VII) (εικ. 2). Στις τέσσερις (Ι, ΙΙ, IV, V) εντοπίστηκε σε μικρό βάθος 0,50-0,60μ. το παρθένο αργιλώδες έδαφος. Σε δύο τομές (ΙΙΙ και VI) ωστόσο, όπου αποκαλύφτηκαν δύο επάλληλα στρώματα κατοίκησης με υπολείμ-ματα πυρών (αδιαμόρφωτων εστιών), οι επιχώ-σεις έφταναν σε αρκετά μεγάλο βάθος (1,20-1,50μ). Οικοδομικά λείψανα υπό την μορφή λι-θοσωρών απροσδιόριστου σχήματος εντοπί-στηκαν μόνο σε δύο τομές (Ι και IV). Στα κινη-τά ευρήματα συγκαταλέγονται μεγάλες ποσό-τητες οστράκων και οστών ζώων, λίγα πήλινα σφονδύλια, εργαλεία από πυριτόλιθο και οστό, καθώς και μια χάλκινη περόνη. Η περόνη, μή-κους περίπου 23 εκ. ανήκει στο γνωστό υπομυ-κηναικό τύπο με το κυκλικής διατομής στέλε-χος και την ορθογώνια διεύρυνση στο πάνω μέ-ρος της κεφαλής (εικ. 3: Kilian-Dirlmeier 1984, 66-69, fig. 316, D2. Βοκοτοπούλου – Κουκού-λη-Χρυσανθάκη 1994, 136). Οι περόνες αυτού του τύπου χρησιμοποιούνταν συνήθως για την στερέωση του χονδρού μάλλινου επενδύτη των κτηνοτρόφων (Hammond 1976, 138).

Στο ανατολικό τμήμα του γηπέδου ήρθαν στο φως δώδεκα αποσπασματικά σωζόμενοι αποθηκευτικοί πίθοι, τοποθετημένοι κατακό-ρυφα σε στρώμα με καθαρό κοκκινωπό πηλό. Από τους πίθους αυτούς είχε διατηρηθεί μόνον το κατώτερο τμήμα, γεμάτο με καθαρό χώμα και λίγες πέτρες (Heurtley 1926-1927, 163. Δάκαρης 1952, 363, 388). Εξωτερικά η στήριξη των πίθων επιτυγχάνονταν με την χρήση μικρών λίθων.

Η ΚΕΡΑΜΙΚΗ

Η μελέτη της κεραμικής, η οποία βρίσκε-ται σε προκαταρκτικό στάδιο, στηρίχτηκε στην εμπειρική παρατήρηση του φυράματος και της επιφάνειας των αγγείων και οδήγησε στη διά-κριση της σε δύο μεγάλες ομάδες την τροχή-

λατη και την χειροποίητη. Η τροχήλατη κερα-μική αντιπροσωπεύεται από ελάχιστη ποσότη-τα οστράκων των μυκηναϊκών, γεωμετρικών και κλασικών χρόνων. Η δε χειροποίητη στην οποία ανήκει η πλειονότητα των οστράκων δι-ακρίνεται στις ακόλουθες κατηγορίες:

1. Άβαφη χονδροειδής διακοσμημένη με εμπί-εστες ή εγχάρακτες ταινίες σε συνδυασμό με επίθετα δισκάρια, ελλειψοειδούς σχή-ματος (Δάκαρης 1951, 178-179. 1952, 368-369)

2. Ημιχονδροειδής με αδρά λειασμένες γκρί-ζες, μαύρες και καστανές επιφάνειες (Δάκα- ρης 1951, 178-180. 1952, 369-373).

3. Αμαυρόχρωμη κεραμική τύπου Μπουμπού-στι και Βορειοδυτικής Ελλάδας (Δάκαρης 1951, 180-183. 1952, 373-380).

4. Άβαφη πορτοκαλέρυθρη κεραμική (War-dle 1977, 180-181) και

5. Χονδροειδής κεραμική με επιφάνειες ερυ-θρού χρώματοςΑναλυτικότερα:Στην πρώτη κατηγορία (εικ. 4) ανήκουν

αγγεία λεπτότοιχα (πάχος τοιχωμάτων 0,006-0,010μ.) και χονδρότοιχα (πάχος τοιχωμάτων 0,008-0,016μ.) με διακόσμηση εμπίεστων ή εγ-χάρακτων ταινιών περιμετρικά του χείλους, οι οποίες συνδυάζονται με επίθετα δισκάρια ελ-λειψοειδούς σχήματος στην περιοχή του σώμα-τος των αγγείων. Οι επιφάνειες, χρώματος συ-νήθως μελανού, ερυθρού και ερυθροκάστανου, είναι στην πλειονότητα τους αδρά λειασμέ-νες. Ο πηλός είναι τεφρός στον πυρήνα με μι-κρή περιεκτικότητα σε ασβεστολιθικά εγκλεί-σματα. Αγγεία οικιακής χρήσεως όπως πιθοει-δή και βαθιές φιάλες συνθέτουν το σχηματολό-γιο της κατηγορίας αυτής

Στην Κρύα η κεραμική αυτή εμφανίζε-ται σε μικρό σχετικά ποσοστό από τα βαθύτε-ρα έως τα ανώτερα στρώματα. Αποτελούσε πι-θανότατα προϊόν οικοτεχνίας προορισμένο να εξυπηρετεί τις καθημερινές ανάγκες των κατοί-κων του οικισμού.

Ο ακριβής χρόνος έναρξης και λήξης της παραγωγής της κεραμικής με πλαστική διακό-σμηση, ο τόπος προέλευσης και οι φορείς της

Page 3: Vasileiou

Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ 269

αποτελούν βασικά ερωτήματα που εξακολου-θούν να μένουν αναπάντητα. Ειδικότερα, έχει υποστηριχθεί ότι τα αγγεία με πλαστική διακό-σμηση αντλούν την καταγωγή τους από την Τε-λική Νεολιθική περίοδο και ότι αποτελούν την ντόπια κεραμική των πρώτων αυτοχθόνων κα-τοίκων της Ηπείρου (Tartaron 2004, 74-77). Η απουσία ωστόσο θέσεων στην Ήπειρο, με συνε-χή κατοίκηση από την Νεολιθική και την Πρώ-ιμη Εποχή του Χαλκού έως την Ύστερη Εποχή του Χαλκού καθιστά αδύνατη προς το παρόν την επιβεβαίωση ή μη της άποψης αυτής. Όσον αφορά στην χρονική διάρκεια παραγωγής της, ο Δάκαρης στηριζόμενος στην συνύπαρξη της με μελαμβαφή όστρακα στην Καστρίτσα και σε αρχαιολογικό στρώμα κάτω από την Ιερά Οι-κία στη Δωδώνη, υποστήριξε ότι η κεραμική αυτή συνέχισε να παράγεται έως και τον 4ο αι. π.Χ. (Δάκαρης 1952, 369. Hammond 1967, 410. Wardle 1977, 176, 182-187. Ζάχος 1997, 156). Άποψη που τέθηκε υπό αμφισβήτηση, δεδομέ-νου ότι ο εντοπισμός οστράκων της κατηγορί-ας αυτής σε ιστορικά στρώματα θα μπορούσε κάλλιστα να οφείλεται στην διατάραξη των αρ-χαιολογικών επιχώσεων (Βοκοτοπούλου 1969, 191. Wardle 1977, 187). Τα νεότερα όμως δεδο-μένα αποδεικνύουν ότι η μονόχρωμη χειροποί-ητη κεραμική, τουλάχιστον όσον αφορά στην περιοχή του λεκανοπεδίου, συνυπάρχει σχεδόν πάντα με τροχήλατη κεραμική κλασικών και ελληνιστικών χρόνων και συνεχίζει να παράγε-ται ως τον ύστερο 5ο αιώνα π.Χ. (Πλιάκου 2007, 211, 213).

Στη δεύτερη κατηγορία (εικ. 5) ανήκουν αγγεία με καστανομέλανο επίχρισμα, το οποίο φέρει έντονα τα ίχνη του λειαντικού εργαλεί-ου. Κηλίδες ερυθρού ή μελανού χρώματος στην εξωτερική επιφάνεια του αγγείου είναι αποτέ-λεσμα ανομοιογενούς όπτησης. Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από 0,006-0,015μ. Ο πηλός είναι τεφρός, ομοιόχρωμος, σχετικά κα-θαρός. Ανοιχτού σχήματος αγγεία με κάθετες λαβές, κάνθαροι και αρύταινες είναι τα συνη-θέστερα σχήματα της κατηγορίας.

Η κεραμική αυτή απαντάται σε αρκετά με-γάλο ποσοστό και πιθανότατα αποτελούσε

προϊόν οικοτεχνίας. Δεδομένου ότι τα σχήμα-τα των αγγείων που συνθέτουν το σχηματολό-γιο της κατηγορίας αυτής ανήκουν στη πλειο-νότητα τους στην ομάδα των αγγείων πόσεως, φαίνεται ότι συνιστούσαν μέρος της οικοσκευ-ής της μικρής κοινότητας της Κρύας.

Δείγματα της έχουν εντοπιστεί στις περισ-σότερες, από τις έως τώρα γνωστές Υστεροελ-λαδικές θέσεις της Ηπείρου και στην υπόλοιπη Ελλάδα, όπως στην Πελοπόννησο (Rutter 1975, 17-32. Catling – Catling 1981, 71-82. Frizell 1986, 82-83), τη Θεσσαλία (Αδρύμη-Σισμάνη 2003, 85-110), τα Ιόνια νησιά (Αρβανίτου-Μεταλληνού 1989-1991, 213-218) ακόμη και στη Κρήτη (Hallager 1983, 111-119. Watrous 1985, 7-18. 1989, 69-79). Οι απαρχές της ανα-ζητήθηκαν στη Μινυακή κεραμική της Μεσο-ελλαδικής περιόδου (2000-1700 π.Χ.) (Δάκα-ρης 1951, 177. 1952, 280) εξ αιτίας του χρώμα-τος της εξωτερικής επιφάνειας και των κυρίαρ-χων ανοιχτών σχημάτων (Tartaron 2004, 81). Ορισμένοι υποστήριξαν ότι αποτελεί προϊόν των μεταναστεύσεων των βόρειων λαών στον Ελλαδικό χώρο και της προσέδωσαν το επίθε-το «βαρβαρική» (French 1985, 295-303. Βοκο-τοπούλου 1986, 226-227). Ο Small (Small 1997, 223-228) αντίθετα την συνδέει με τις κοινωνι-κές ανακατατάξεις και τις οικονομικές μεταβο-λές που έλαβαν χώρα κατά την Υστεροελλαδι-κή ΙΙΙΒ περίοδο. Στην ίδια περίοδο και συγκε-κριμένα στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΒ2 τοποθε-τεί την εμφάνιση της και ο Kilian (Kilian 1978, 311-32) θεωρώντας την δημιούργημα των κα-τοίκων της Βορειοδυτικής Ελλάδας. Η έλλειψη στοιχείων για τον ακριβή χρόνο εμφάνισης της δεν επιτρέπει προς το παρόν την αποδοχή ή μη, της μίας ή της άλλης θεωρίας. Γεγονός είναι ότι στις περισσότερες Ηπειρωτικές θέσεις εντοπί-ζεται μαζί με την κεραμική με πλαστική διακό-σμηση και ίσως αυτό αποτέλεσε και την αφορ-μή ώστε οι δύο αυτές κατηγορίες να αντιμετω-πιστούν ως μια από μεγάλη μερίδα μελετητών (Wardle 1977, 181. Tartaron 2004, 79-81).

Η κατηγορία της αμαυρόχρωμης κεραμι-κής έχει ήδη διακριθεί σε δύο ομάδες από την αείμνηστη Ιουλία Βοκοτοπούλου στη θεμελι-

Page 4: Vasileiou

ΕΛΕΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ270

ώδη μελέτη των ευρημάτων των δύο νεκρο-ταφείων της Βίτσας Ζαγορίου (Βοκοτοπούλου 1986, 258-272).

Στην πρώτη ομάδα (κατηγορία 3α) (μέσα 12ου-αρχές 9ου αι. π.Χ.) (εικ. 6) ανήκουν αγγεία με πορτοκαλέρυθρη ή ανοιχτοκάστανη στιλ-βωμένη εξωτερική επιφάνεια πάνω στην οποία αναπτύσσεται η καστανομέλανη θαμπή διακό-σμηση, η οποία είναι προγενέστερη της όπτη-σης του αγγείου. Ο πηλός είναι πορτοκαλέρυ-θρος, σχετικά καθαρός. Τα διακοσμητικά θέ-ματα περιλαμβάνουν ευθείες ταινίες, διαγραμ-μισμένα τρίγωνα, ζιγκ ζαγκ και διχτυωτό. Τα σχήματα είναι στη πλειονότητα τους ανοιχτά (φιάλες, κάνθαροι) με λεπτά τοιχώματα (0,003-0,009μ.).

Και στη δεύτερη ομάδα (κατηγορία 3β) (μέσα 9ου αι. π.Χ.- 8ος αι. π.Χ.) (εικ. 7) οι επι-φάνειες των αγγείων είναι πορτοκαλέρυθρες. Πάνω σε αυτές αναπτύσσεται η καστανόχρω-μη θαμπή διακόσμηση χωρίς την προσθήκη επιχρίσματος με αποτέλεσμα να απολεπίζεται πολύ εύκολα. Ο πηλός είναι πορτοκαλόχρω-μος, σχετικά καθαρός. Τα διακοσμητικά θέμα-τα είναι κυρίως ενάλληλες γωνίες και διαγραμ-μισμένα τρίγωνα. Το σχηματολόγιο εξακολου-θεί να απαρτίζεται από ανοιχτά σχήματα με λε-πτά τοιχώματα (0,005-0,008μ.) ενώ αρχίζουν να κάνουν δειλά την εμφάνιση τους και τα πρώτα κλειστά αγγεία, με αντιπροσωπευτικότερο την ραμφόστομη πρόχου.

Η αμαυρόχρωμη κεραμική απαντάται σε μικρό ποσοστό στον οικισμό της Κρύας όπως άλλωστε συμβαίνει και στις υπόλοιπες θέσεις του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων (Κουτσε-λιό, Καστρίτσα, Δουρούτη, Ροδοτόπι και Με-γάλο Γαρδίκι βλ. Πλιάκου 2007, 208). Αντί-θετα, στα δύο μεγάλα Μολοσσικά νεκροτα-φεία της Ηπείρου, στη Βίτσα Ζαγορίου και στο Λιατοβούνι Κόνιτσας η αμαυρόχρωμη κεραμι-κή αντιπροσωπεύεται από μεγάλο αριθμό αγ-γείων. Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως παρατη-ρεί η Πλιάκου (Πλιάκου 2007, 208-209), εκτός της ποσοτικής διαφοράς ως προς την παρου-σία δειγμάτων αμαυρόχρωμης κεραμικής, με-ταξύ των δύο περιοχών (δηλαδή του λεκανοπε-

δίου και των ορεινών κωμών) εντοπίζεται επί-σης διαφορά στο σχηματολόγιο και στα διακο-σμητικά μοτίβα της αμαυρόχρωμης κεραμικής. Δείγματα της, εκτός της Ηπείρου (Βοκοτοπού-λου 1986, 266-267. Ζάχος 1997, 158-160. Τζωρ-τζάτου-Φάτσιου 2006, 63-67), εντοπίζονται κυ-ρίως στη Δυτική Μακεδονία, κατά μήκος του ποταμού Αλιάκμονα, στην Κορυτσά της Νότι-ας Αλβανίας (Αndrea 1972, 187-202), στην Πε-λαγονία, στην Κεντρική Μακεδονία μέχρι το Στρυμόνα ποταμό και νότια στην Θεσσαλία (Ελασσόνα, Μαρμαριανή) (Δακορώνια 1997, 125-136). Οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν ότι κατάγεται από την αμαυρόχρωμη κεραμική της Μεσοελλαδικής περιόδου (Βοκοτοπούλου 1982, 92. 1986, 172-173, 260-265, 268. Wardle 1993, 124. Δακορώνια 1997, 134). Ως φορείς της εκλαμβάνονται τα λεγόμενα Βορειοδυτι-κά Ελληνικά φύλα (Μακεδόνες, Δωριείς), το πολυπλάνητον έθνος του Ηροδότου (Ιστορι-ών 1.56), τα οποία στον 12ο αι. π.Χ. αναγκά-στηκαν να μετακινηθούν προς το βορρά και να εγκατασταθούν στην Πίνδο (Καραμήτρου-Μεντεσίδη 1999, 127, 129). Ειδικότερα στην Ήπειρο η εξάπλωση της συνδέθηκε με την με-τανάστευση του φύλου των Μολοσσών (Δάκα-ρης 1952, 380-381. 1964, 8, 18, 44. Βοκοτοπού-λου 1986, 268, 346. Ζάχος 1997, 158). Η παρα-γωγή της, με βάση νεότερα στοιχεία από την Άσσηρο (Wardle 1980, 249, 252), τον Καστα-νά (Hochstetter 1982, 201-219. 1984, 181-188, 319-321, 388-389), το Διμήνι (Δακορώνια 1997, 134) και τα Λειβάδια Αιανής στην Κοζάνη (Κα-ραμήτρου-Μεντεσίδη 1999, 128), φαίνεται ότι αρχίζει στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ περίοδο και συνεχίζεται έως και τον 9ο αι. π.Χ Πρόσφατα η Horejs (Horejs 2007) υποστήριξε την ύπαρ-ξη οχτώ τοπικών ομάδων παραγωγής αμαυρό-χρωμης κεραμικής με παλαιότερες εκείνες της Χαλκιδικής, του κόλπου του Βόλου και της πε-ριοχής του κάτω ρου του Αξιού ποταμού καθώς και την καταγωγή της αμαυρόχρωμης κεραμι-κής των κατοίκων της Βορείου Ελλάδας από την Μεσοελλαδική αμαυρόχρωμη.

Ξεχωριστής σημασίας κατηγορία αποτελεί η άβαφη πορτοκαλέρυθρη κεραμική (εικ. 8), η

Page 5: Vasileiou

Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ 271

οποία ως προς την σύσταση του πηλού παρου-σιάζει μεγάλη ομοιότητα με την αμαυρόχρωμη. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει λεπτότοιχα (0,003-0,008μ.) και χονδρότοιχα αγγεία (0,008-0,016μ.). Οι επιφάνειες των αγγείων είναι πορ-τοκαλέρυθρες, με ομοιογενή όπτηση και πο-ρώδεις. Ο πηλός πορτοκαλέρυθρος με γκριζω-πό πυρήνα, είναι εύθρυπτος, σχετικά καθαρός. Εξαιτίας της ευαίσθητης φύσης του πηλού από τον οποίο κατασκευάζονταν, τα αγγεία αυτής της κατηγορίας εντοπίζονται συνήθως θρυμ-ματισμένα, αφαιρώντας από τον μελετητή τη δυνατότητα ένταξης τους σε συγκεκριμένο σχήμα. Τα συνηθέστερα ωστόσο σχήματα είναι φιάλες με κάθετες ή οριζόντιες λαβές και υψί-ποδες κύλικες του τύπου του κυπέλου του Νέ-στορα. Όσον αφορά ειδικότερα στις υψίποδες κύλικες πιθανότατα μιμούνται τις αντίστοιχες Μυκηναϊκές που φθάνουν στην ενδοχώρα της Ηπείρου μέσω του εμπορίου με τους κατοίκους των παραλίων (Hammond 1967, 410. Σουέρεφ 1986, 88).

Η πορτοκαλέρυθρη κεραμική απαντά στο μεγαλύτερο ποσοστό στον οικισμό της Κρύας ενώ δείγματα της έχουν εντοπιστεί στις περισ-σότερες Ηπειρωτικές θέσεις της Πρώιμης Επο-χής του Σιδήρου. Το γεγονός αυτό υποδηλώ-νει ότι πρόκειται για προϊόν των εγχώριων ερ-γαστηρίων για την κατασκευή του οποίου ίσως χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Ήπει-ρο ο κεραμικός τροχός (Wardle 1977, 181). Η ύπαρξη εγχώριων εργαστηρίων κεραμικής προ-ϋποθέτει και την ενασχόληση μιας συγκεκριμέ-νης ομάδας ανθρώπων με αυτή την δραστηριό-τητα. Επομένως, μπορεί να γίνει λόγος για ντό-πιους τεχνίτες και κατ’ επέκταση για τις απαρ-χές μιας στοιχειώδους κοινωνικής διαστρωμά-τωσης. Τα πρωιμότερα δείγματα της πορτο-καλέρυθρης κεραμικής μπορούν να χρονολο-γηθούν, βάσει τυπολογικών συγγενών από τη Βεργίνα και άλλες θέσεις της Δυτικής Μακεδο-νίας και Θεσσαλίας στον 11ο αι. π.Χ. (Wardle 1977, 181. Βοκοτοπούλου 1986, 252). Παρόμοι-ου τύπου κεραμική από την Κέρκυρα χρονολο-γείται ήδη από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (Sordinas 1969, 410-411) και υποστηρίζεται ότι

διατηρήθηκε αμετάβλητη καθόλη τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού (Παπαδέα – Γεωργιά-δου 2007, 138).

Η άβαφη ερυθρή χονδροειδής κεραμική αντιπροσωπεύεται κυρίως από αποθηκευτικά αγγεία. Οι επιφάνειες των αγγείων είναι ερυ-θρές και τα τοιχώματα έχουν αρκετά μεγάλο πάχος (0,014-0,028μ.). Ο πηλός, ερυθρού χρώ-ματος, περιέχει μεγάλη ποσότητα εγκλεισμά-των. Σε ορισμένα όστρακα λόγω της ατελούς όπτησης το χρώμα του πηλού διαφοροποιείται στην εσωτερική επιφάνεια Στην Κρύα, μεταξύ των άβαφων οστράκων της κατηγορίας αυτής ξεχωρίζει ένα όστρακο με έξεργη πλατειά ται-νία, διακοσμημένη με εγχάρακτα διαγραμμι-σμένα τρίγωνα (εικ. 9), το οποίο συγκρινόμε-νο με τυπολογικά παράλληλα από την Βαρδα-ρόφτσα (Heurtley 1939, 232, fig. 105a) και τον Καστανά (Hochstetter 1984, taf. 99. 2) χρονο-λογείται στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Τα πρώτα δεδομένα από την μελέτη της κεραμικής, και κυρίως η παρουσία δειγμάτων της αμαυρόχρωμης και πορτοκαλέρυθρης κε-ραμικής σε συνδυασμό με τον εντοπισμό της προαναφερθείσας χάλκινης περόνης υπομυκη-ναϊκού τύπου, οδηγούν στην χρονολόγηση του οικισμού της Κρύας στην περίοδο που συμβα-τικά ορίζεται ως η μετάβαση από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στην Πρώιμη Εποχή του Σι-δήρου. Ωστόσο, τα δεδομένα από την Κρύα δε δικαιολογούν τον όρο μετάβαση, καθώς δε ση-μειώνεται έντονη πολιτιστική διαφοροποίηση σε σχέση με τα όσα γνωρίζουμε για την Ύστε-ρη Εποχή του Χαλκού στην Ήπειρο. Ο αριθ-μός των οστράκων της αμαυρόχρωμης κεραμι-κής είναι πενιχρός, ενώ η μόνη ουσιαστική δι-αφορά από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού εί-ναι η εισαγωγή-εμφάνιση της πορτοκαλέρυ-θρης κεραμικής. Το πέρασμα από την μία περί-οδο στην άλλη φαίνεται ότι έγινε πολύ ομαλά και ότι υπήρξε αποτέλεσμα εσωτερικών μηχα-νισμών εξέλιξης.

Page 6: Vasileiou

ΕΛΕΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ272

Τα τελευταία χρόνια έχουν εντοπιστεί αρ-κετές θέσεις της λεγόμενης μεταβατικής περι-όδου από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου στην Ήπειρο. Ελάχι-στες όμως έχουν ερευνηθεί συστηματικά. Σε κα-μία θέση δεν έχουν εντοπιστεί έως σήμερα εκτε-ταμένα οικοδομικά λείψανα που να επιτρέπουν την συναγωγή συμπερασμάτων για το μέγεθος και τη μορφή των οικισμών της υπό εξέταση περιόδου, καθώς και για τη μεταξύ τους σχέση και ιεράρχηση (Ζάχος 1997, 163. Γραβάνη 2007, 231). Γεγονός που, όπως υποστηρίζει η πλειονό-τητα των μελετητών, οφείλεται στον νομαδικό χαρακτήρα της ζωής των Ηπειρωτών.

Η σημασία του οικισμού της Κρύας έγκει-ται κυρίως στο γεγονός ότι παρέχει στρωματο-γραφικά στοιχεία για την έναρξη της Υπομυκη-ναϊκής περιόδου στην Ήπειρο.

Ως προς την ερμηνεία των αρχαιολογικών καταλοίπων είναι δυνατόν να σημειωθούν τα ακόλουθα. Οι σωροί από λίθους ακανόνιστου σχήματος, ανήκαν πιθανότατα σε κατασκευές άγνωστης χρήσης. Οι μάζες πηλού με αποτυ-πώματα καλαμιών και άχυρων μαρτυρούν την χρήση πηλόχριστων καλυβιών. Ο εντοπισμός των αποσπασματικά σωζόμενων πιθαριών σε ένα σημείο του οικισμού, υποδηλώνει την απο-θήκευση τροφής και κατά συνέπεια την ύπαρ-ξη αποθέματος. Η προκαταρκτική μελέτη του οστεολογικού υλικού έδειξε ότι οι κάτοικοι εξέ-τρεφαν κυρίως αιγοπρόβατα και βοοειδή, γε-γονός που καθιστά δύσκολη, αν όχι αδύνατη την άσκηση μεταβατικής κτηνοτροφίας (Ζάχος 1997, 165. Tartaron – Zachos 1999, 70-71). Άλ-λωστε το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, όπου βρίσκεται και ο οικισμός της Κρύας, αποτελεί ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό οικοσύστημα, που εν-θαρρύνει την άσκηση της μεικτής παραγωγι-κής διαδικασίας. Στο τέλος της άνοιξης όταν τα νερά των ελωδών και παραλίμνιων περιοχών αποσύρονται, αποκαλύπτονται μεγάλες εκτά-σεις κατάλληλες για τη βόσκηση των ποιμνί-ων και την καλλιέργεια σιτηρών (Ντούζουγλη 1996, 16. Ζάχος 1997, 164). Επιπλέον, οι κάτοι-κοι του οικισμού ήταν εξοικειωμένοι με την πα-ραγωγή λίθινων εργαλείων και με την υφαντι-

κή όπως προκύπτει από την εύρεση πήλινων σφονδυλιών.

Εντύπωση προκαλεί η έλλειψη σιδηρών και χάλκινων εργαλείων και όπλων, η οποία ίσως οφείλεται στην προγραμματισμένη εκ μέ-ρους των κατοίκων του οικισμού εγκατάλει-ψη του. Για την ταυτότητα τους, το μόνον ίσως που μπορεί να υποστηριχθεί με ασφάλεια εί-ναι ότι συνδέονταν με ιδιαίτερους δεσμούς με τις γειτονικές περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Οι Θεσσαλοί εξάλλου θεωρού-νταν φύλο των Θεσπρωτών, του πρώτου Ελλη-νικού φύλου που κατοίκησε την Ήπειρο γύρω στο 2.000 π.Χ. (Hammond 1932, 149, 151-152, 163. 1976, 135, 141. Θεοχάρης 1968, 289-294. Ευαγγελίδης 1935, 209-210).

Η γεωγραφική θέση της Ηπείρου βοήθησε μέσω των ορεινών περασμάτων στην ανάπτυ-ξη πολιτισμικών επαφών με τις γειτονικές περι-οχές. Αναμφίβολα η συνέχιση της έρευνας και η τελική δημοσίευση του υλικού που βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο θα οδηγήσει σε ασφα-λέστερα συμπεράσματα σε συνδυασμό και με την μελέτη του υλικού από τις άλλες θέσεις της μεταβατικής περιόδου από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στην Εποχή του Σιδήρου, που πρό-κειται να αποτελέσουν το αντικείμενο διδακτο-ρικής διατριβής από την υπογράφουσα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Andrea, Z., 1972. La civilisation des tumuli du basin de Korçé et sa place dans les Balkans du Sud-Est, Studia Albanica IX, 187-202.

Catling, H.W. – Catling, E.A., 1981. “Barbarian” pottery from the Mycenaean settlement at the Menelaion, Sparta, BSA 76, 71-82.

French, E.B., 1985. Possible northern intrusions at Mycenae, στο J.G.P. Best & N.M.W. De Vries (επιμ.), Thracians and Mycenaeans. Proceedings of the IVth International Con-gress of Thracology, Rotterdam 1984, Lei-den, 39-51.

Frizell, B.S., 1986. Asine II. Results of the Ex-cavations east of the Acropolis 1970-1974.

Page 7: Vasileiou

Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ 273

Fasc. 3. The Late and Final Mycenaean pe-riods, Stockholm.

Hallager, B.P., 1983. A new social class in Late Bronze Age Crete: foreign traders in Kha-nia, στο O. Krzyszkowska & L. Nixon (επιμ.), Minoan Society. Proceedings of the Cambridge Colloquium 1981, Bristol, 111-119.

Hammond, N.G.L., 1931-1932. Prehistoric Epi-rus and the Dorian Invasion, BSA 32, 131-179.

Hammond, N.G.L., 1967. Epirus: The Geography, the Ancient Remains, the History and the To-pography of Epirus and Adjacent Areas, Ox-ford.

Hammond, N.G.L., 1976. Migrations and Inva-sions in Greece and Adjacent Areas, New Jersey.

Heurtley, W.A., 1926-1927. A Prehistoric site in Western Macedonia and the Dorian Inva-sion, BSA 28, 158-194.

Heurtley, W.A., 1939. Prehistoric Macedonia. An archaeological reconnaissance of Greek Macedonia (West of the Struma) in the Ne-olithic, Bronze and Early Iron Ages, Cam-bridge.

Hochstetter, A., 1982. Die mattbemalte Kera-mik in Nordgriecheland, ihre Herkunft und locale Auspragung, PZ 57, 211-226.

Hochstetter, A., 1984. Kastanas, die handge-machte Keramik, Prähistorische Archaeolo-gie in Sudeuropa 3, Berlin.

Horejs, B., 2007. The Phenomenon of Mattpaint-ed pottery in the Northern Aegean. Intro-duction, Overview and Theories. 3 Octo-ber 2007. Aegeo-Balkan Prehistory. http://www.aegeobalkanprehistory.net/article.php/id_art=8 (15 oct. 2007).

Kilian, K., 1978. Nordwestgrieschische Kera-mik aus der Argolis und ihre Entsprechun-gen in der Subapenin-facies, στο Atti del-la XX Riunione Scientifica dell’ Instituto Ita-liano di Preistoria in Basilicata 1976, Flo-rence, 311-320.

Kilian-Dirlmeier, I., 1984. Nadeln der frühhel-ladischen bis archaischen Zeit von der Pelo-ponnes, München.

Rutter, J.B., 1975. Ceramic evidence for north-ern intruders in southern Greece at the be-ginning of the Late Helladic IIC period, AJA 79, 17-32.

Small, D.B., 1997. Can we move forward? Com-ments on the current debate over Hand-made Burnished ware, JMA 10 (2), 223-228.

Sordinas, A., 1969. Investigations of the prehis-tory of Corfu during 1964-1966, Balkan Studies 10, 393-424.

Tartaron, T.F., 2004. Bronze Age Landscape and Society in Southern Epirus, Greece, BAR-IS 1290, Oxford.

Tartaron, T.F. – Zachos, K., 1999. The Mycenae-ans and Epirus, στο Ε. Froussou, (επιμ.), Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού κόσμου. Πρα-κτικά Α’ Διεπιστημονικού Συμποσίου, Λα-μία 25-29 Σεπτεμβρίου 1994, Λαμία, 57-76.

Wardle, K., 1977. Cultural Groups of the Late Bronze Age and Early Iron Age in North-West Greece, Godisnjak 15, 153-199.

Wardle, K., 1980. Excavations at Assiros, 1975-79, BSA 75, 229-265.

Wardle, K., 1993. Mycenaean trade and influ-ence in Northern Greece, στο C.W. Zern-er – P.C. Zerner – J. Winder (επιμ.), Wace and Blegen: Pottery as evidence for trade in the Aegean Bronze Age. 1939-1989, Amster-dam, 117-141.

Watrous, L.V., 1985. Late Bronze Age Kom-mos: Imported pottery as evidence for for-eign contact, στο J.W. Shaw & M.C. Shaw (επιμ.), A Great Minoan triangle in South-Central Crete: Kommos, Hagia Triadha, Phaistos, Scripta Mediterranea VI, 7-18.

Watrous, L.V., 1989. A Preliminary report on Imported “Italian” Wares from the Late Bronze Age Site of Kommos on Crete, SMEA 27, 69-79.

Αδρύμη-Σισμάνη, B., 2003. Η γκρίζα ψευδομί-νυα και η στιλβωμένη χειροποίητη κερα-μική από τον μυκηναϊκό οικισμό Διμηνίου, ΑΕΘΣΕ 1, 85-110.

Ανδρέου, H., 1988. Νομός Ιωαννίνων, ΑΔ 43, Χρονικά, 302-304.

Page 8: Vasileiou

ΕΛΕΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ274

Αρβανίτου-Μεταλληνού, Γ., 1989-1991. Οικι-σμός της εποχής του Χαλκού στους Έρμο-νες της Κέρκυρας, ΑΔ 44-46, 209-222.

Βοκοτοπούλου, I., 1969. Νέοι κιβωτιόσχημοι τάφοι της ΥΕΙΙΙB-Γ περιόδου εξ Ηπείρου, AE, 179-207.

Βοκοτοπούλου, I., 1982. Η Ήπειρος στον 8ο και 7ο αιώνα π.Χ., Annuario della Scuola Ache-ologica di Atene e delle Missioni Italiane in Oriente, LX (N.S. XLIV), 1982. Atti del Convegno Internazionale Grecia, Italia e Si-cilia nell’ VIII e VII sec.a.C., Atene 15-20 ot-tobre 1979, 77-98.

Βοκοτοπούλου, I., 1986. Βίτσα. Τα νεκροταφεία μιας μολοσσικής κώμης, Αθήνα.

Βοκοτοπούλου, I. – Κουκούλη-Χρυσανθάκη, Χ., 1994. Πρώιμη εποχή του σιδήρου (11ος-8ος

αι. π.Χ.), στο Μακεδόνες οι Έλληνες του Βορ-ρά, Περιοδική έκθεση 11.3.1994-19.6.1994, Forum-Landesmuseum, Αννόβερο, Kestner-Museum Αννόβερο, 129-142.

Γραβάνη, K., 2007. Η αρχαιολογική έρευνα στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, Ηπειρωτι-κά Γράμματα, περίοδος Β, τεύχος 11ο, 225-268.

Δάκαρης, Σ.Ι., 1951. Ανασκαφή εις Καστρίτσαν Ιωαννίνων, ΠΑΕ, 173-183.

Δάκαρης, Σ.Ι., 1952. Ανασκαφή εις Καστρίτσαν Ιωαννίνων, ΠΑΕ, 362-386.

Δάκαρης, Σ.Ι., 1964. Οι γενεαλογικοί μύθοι των Μολοσσών, Athens.

Δακορώνια, Φ., 1997. Η πορεία των ΒΔ Ελλη-νικών φύλων από τη Μακεδονία και την Ήπειρο προς την κοιλάδα του Σπερχει-ού, στο Αφιέρωμα στον N.G.L. Hammond, Thessaloniki, 125-136.

Ευαγγελίδης, E., 1935. Hπειρωτικαί Έρευναι, Ηπειρωτικά Χρονικά 10, 192-264.

Ζάχος, Κ.Λ., 1995. Νόμος Ιωαννίνων. Γήπεδο κοινότητας Κρύας, ΑΔ 44, 252-253.

Ζάχος, Κ.Λ., 1997. Τοπογραφία Ελλοπίας. Το

λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων κατά την ύστερη Χαλκοκρατία και την πρώιμη επο-χή του σιδήρου, στο Αφιέρωμα στον N.G.L. Hammond, Θεσσαλονίκη, 153-167.

Θεοχάρης, Δ., 1968. O τύμβος του Εξαλόφου και η εισβολή των Θεσσαλών, ΑΑΑ, 289-294.

Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Γ., 1999. Boίον-Νότια Ορεστίς. Αρχαιολογική έρευνα και ιστορική τοπογραφία, Thessaloniki.

Ντούζουγλη, Α., 1996. H κοιλάδα του Αώου: Αρχαιολογικές μαρτυρίες για την ανθρώ-πινη δραστηριότητα από την προϊστορική εποχή έως την ύστερη αρχαιότητα, στο B. Nitsiakos (επιμ.), H επαρχία της Κόνιτσας στο χώρο και στο χρόνο. Εισηγήσεις στο Α’ Επιστημονικό συμπόσιο (Κόνιτσα 12, 13, 14 Μαΐου 1995), 11-61.

Ντούζουγλη, A. – Ζάχος, K., 1994. Αρχαιολογι-κές έρευνες στην Ήπειρο και τη Λευκάδα, 1989-1990, Ηπειρωτικά Χρονικά 31, 192-260.

Παπαδέα, A. – Γεωργιάδου, Γ., 2007. Προϊστο-ρικοί Οθωνοί: Οι πρόσφατες έρευνες, στο G. Arvanitou-Metallinou (επιμ.), Η Προϊ-στορική Κέρκυρα και ο ευρύτερος περίγυ-ρός της: προβλήματα-προοπτικές. Πρακτι-κά ημερίδας τιμητικής στον Αύγουστο Σορ-δίνα, Κέρκυρα 17 Δεκεμβρίου 2004, Κέρκυ-ρα, 135-140.

Πλιάκου, Γ., 2007. Το λεκανοπέδιο των Ιωαννί-νων και η ευρύτερη περιοχή της Μολοσσίας στην κεντρική Ήπειρο. Αρχαιολογικά κατά-λοιπα, οικιστική οργάνωση και οικονομία, Θεσσαλονίκη (αδ.διδ.διατριβή).

Σουέρεφ, K., 1986. Μυκηναϊκές μαρτυρίες από την Ήπειρο, Θεσσαλονίκη,

Τζωρτζάτου, Α. – Φάτσιου, Γ., 2006. Νέα στοι-χεία για τη Θεσπρωτία των Γεωμετρικών και Αρχαϊκών χρόνων, Ηπειρωτικά Χρονι-κά 40, 61-90.

Page 9: Vasileiou

Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ 275

Εικ. 2. Κάτοψη του οικισμού της Κρύας.

Εικ. 1. Χάρτης της κεντρικής Ηπείρου όπου σημειώνεται η θέση της Κρύας (σχεδίαση: Δ. Καλπάκης).

Page 10: Vasileiou

ΕΛΕΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ276

Εικ. 6. Όστρακα κατηγορίας 3α.Εικ. 5. Όστρακα κατηγορίας 2.

Εικ. 4. Όστρακα κατηγορίας 1.Εικ. 3. Χάλκινη περόνη υπομυκηναϊκού τύπου.

Page 11: Vasileiou

Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ 277

Εικ. 9. Όστρακο αποθηκευτικού αγγείου με εγχάρακτη διακόσμηση ενάλληλων διαγραμμισμένων τριγώνων.

Εικ. 8. Όστρακα κατηγορίας 4.Εικ. 7. Όστρακα κατηγορίας 3β.

Page 12: Vasileiou