Urlich Köpf

38
Urlich Köpf, “Προτεσταντισμός και λατρεία των αγίων” Στον Χάιντς Λίμπινγκ για τα εβδομηκοστά γενέθλιά του (13 Ιουλίου 1990) Ι. Ο Γίοζεφ φον Άιχενντρορφ (Joseph von Eichendorff) έγραφε το 1857 στην εισαγωγή ενός βιβλίου αφιερωμένου την αγία Εδβίγη που σχεδίαζε να εκδώσει: “Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι στην Γερμανία από τον καιρό της Μεταρρύθμισης υπάρχει μια ισχυρή προκατάληψη, μια παράλογη ―καίτοι βασισμένη στην πίστη στο Λόγο― άρνηση της λατρείας των αγίων. Για να είμαι δίκαιος, αυτό, από την ανθρώπινη πλευρά τουλάχιστον, είναι απόλυτα κατανοητό. Διότι η Μεταρρύθμιση διέρρηξε τους δεσμούς με τον Μεσαίωνα, με την Εκκλησία και τις υπερχιλιετείς παραδόσεις τις κι επομένως με τους πιο εξέχοντες ήρωες [ αγωνιστές] και τα πρότυπα της Εκκλησίας αυτής.” 1 Ο καθολικός ποιητής, με αυτήν την διατύπωση, παρουσιάζει την σχέση που είχε στο παρελθόν ο Προτεσταντισμός με την λατρεία των αγίων κατά ένα τρόπο που φαίνεται να αντικατροπτίζει και την σημερινή κατάσταση. Για τον μέσο προτεστάντη, που σχηματίζει την γνώμη του ταξιδεύοντας στις ρωμανικές χώρες αλλά και σε ωρισμένες περιοχές της Γερμανίας, η λατρεία των . Urlich Köpf, “Protestantismus und Heiligenverehrung” στο Peter Dinzelbache και Dieter R. Bauer (επ.) Heiligenverehrung in Geschichte und Gegenwart, Όστφιλντερν, 1990, σ. 320-344. 1 . “Die heilige Hedwig. Einleitung” στο Joseph Freiherr von Eichendorff, Neue Gesamtausgabe der Werke und Schriften in vier Bänden, τ. 4, Litetarurhistorische Schriften, Historische Schriften, Politische Schriften. Eπιμέλεια Gerhardt Baumann και Sigfried Grosse, Στουτγάρδη 1958, σ. 1070.

Transcript of Urlich Köpf

Page 1: Urlich Köpf

Urlich Köpf, “Προτεσταντισμός και λατρεία των αγίων”

Στον Χάιντς Λίμπινγκ για τα εβδομηκοστά γενέθλιά του

(13 Ιουλίου 1990)

Ι. Ο Γίοζεφ φον Άιχενντρορφ (Joseph von Eichendorff) έγραφε το 1857 στην εισαγωγή ενός

βιβλίου αφιερωμένου την αγία Εδβίγη που σχεδίαζε να εκδώσει: “Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι

στην Γερμανία από τον καιρό της Μεταρρύθμισης υπάρχει μια ισχυρή προκατάληψη, μια

παράλογη ―καίτοι βασισμένη στην πίστη στο Λόγο― άρνηση της λατρείας των αγίων. Για

να είμαι δίκαιος, αυτό, από την ανθρώπινη πλευρά τουλάχιστον, είναι απόλυτα κατανοητό.

Διότι η Μεταρρύθμιση διέρρηξε τους δεσμούς με τον Μεσαίωνα, με την Εκκλησία και τις

υπερχιλιετείς παραδόσεις τις κι επομένως με τους πιο εξέχοντες ήρωες [αγωνιστές] και τα

πρότυπα της Εκκλησίας αυτής.”1

Ο καθολικός ποιητής, με αυτήν την διατύπωση, παρουσιάζει την σχέση που είχε στο

παρελθόν ο Προτεσταντισμός με την λατρεία των αγίων κατά ένα τρόπο που φαίνεται να

αντικατροπτίζει και την σημερινή κατάσταση. Για τον μέσο προτεστάντη, που σχηματίζει

την γνώμη του ταξιδεύοντας στις ρωμανικές χώρες αλλά και σε ωρισμένες περιοχές της

Γερμανίας, η λατρεία των αγίων εκ μέρους των καθολικών αδελφών του ανήκει στα στοιχεία

εκείνα του Καθολικισμού που προκαλούν την μεγαλύτερη έκπληξη και πρέπει οπωσδήποτε

να αποφεύγονται. Αυτό δεν οφείλεται ούτε στο ότι οι φιγούρες των αγίων του είναι άγνωστες

ούτε στην αδυναμία να συλλάβει το νόημα της έννοιας του αγίου, του αγίου προσώπου. Έχει

να κάνει, πολύ περισσότερο, με την εντελώς διαφορετική σχέση του προτεστάντη με τους

αγίους, μια σχέση περισσότερο αποστασιοποιημένη και εσωτερικά ψυχρή.

Αντιστοίχως, για ωρισμένους καθολικούς η συμπεριφορά των προτεσταντών απέναντι στους

αγίους που αυτοί λατρεύουν είναι από τα πλέον προσβλητικά [τραυματικά] πράγματα που

μπορούν να βιώσουν. Διότι η νηφάλια, αποστασιοποιημένη ρητορική ή και η χλεύη

ωρισμένων προτεσταντών έναντι των αγίων και της λατρείας τους καθώς και η έλλειψη

σεβασμού με την οποία παρατηρούν και περιγελούν τα λείψανά τους ―η ψυχρή, αρνητική

. Urlich Köpf, “Protestantismus und Heiligenverehrung” στο Peter Dinzelbache και Dieter R. Bauer (επ.) Heiligenverehrung in Geschichte und Gegenwart, Όστφιλντερν, 1990, σ. 320-344.

1. “Die heilige Hedwig. Einleitung” στο Joseph Freiherr von Eichendorff, Neue Gesamtausgabe der Werke und Schriften in vier Bänden, τ. 4, Litetarurhistorische Schriften, Historische Schriften, Politische Schriften. Eπιμέλεια Gerhardt Baumann και Sigfried Grosse, Στουτγάρδη 1958, σ. 1070.

Page 2: Urlich Köpf

στάση που κατατάσσει τους αγίους και την λατρεία τους στην κατηγορία του περίεργου

αξιοθέατου δεν αγγίζει τον καθολικό στο επίπεδο της λογικής, εκεί που κανείς μπορεί να

ανταλλάξει επιχείρηματα αλλά σ’εκείνο του συναισθήματος. Τον αγγίζει εκεί που, από την

παιδική ηλικία, χτυπά η καρδιά του.

Φυσικά δεν δείχνουν όλοι οι προστεστάντες αδιαφορία ή χλεύη έναντι των αγίων. Ούτε

άγνοια μπορεί κανείς να τους προσάψει. Ο Γιόργκ Έρμπ (Jörg Erb) λόγου χάρη εξέδωσε

μεταξύ 1951 και 1963 ένα τετράτομο έργο δύο χιλιάδων και πλέον σελίδων με τον τίτλο Το

Νέφος των Μαρτύρων (Die Wolke des Zeugen), μια ευρεία συλλογή σύντομων,

ηθοπλαστικών βιογραφιών.2 Σημαντικώτερη, από άποψη περιεχομένου είναι η παρουσίαση

ένδεκα μορφών της εκκλησιαστικής ιστορίας που παρουσιάζει ο Βάλτερ Νιγκ (Walter Nigg)

στο βιβλίο του Μεγάλοι Άγιοι (Grosse Heilige) που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1946 κι

έκτοτε έχει γνωρίσει δέκα εκδόσεις.3 Το 1976 δημοσίευσε ένα βιβλίο για τους Αγίους στην

καθημερινότητα (Heilige im Alltag),4 το 1978 ένα για τους Αγίους χωρίς πιστοποιητικό

(Heilige ohne Heiligenschein)5 καθώς και μια σειρά άλλων για μεμονωμένες μορφές αγίων,

για προσκυνητές, μοναχούς, ασκητές, δια Χριστόν σαλούς και προφήτες, zeichneten

ebenfalls moderne Heiligenleben.6 O γερμανόφωνος προτεσταντισμός επομένως είναι καλά

εξοπλισμένος με την σχετική γραμματεία όμως η σχέση του με τους αγίους είναι εντελώς

διαφορετική από εκείνη του ρωμαϊκού Καθολικισμού ή των ανατολικών εκκλησιών.

Πώς φτάσαμε σε αυτήν την τυπική προτεσταντική στάση έναντι των αγίων και της λατρείας

τους;

Στις σελίδες που ακολουθούν θα δούμε ωρισμένα στάδια της εξέλιξης αυτής της στάσης

αρχίζοντας από την ρήξη των Μεταρρυθμιστών με την παραδοσιακή, μεσαιωνική λατρεία

των αγίων και την διαμόρφωση μια ιδιαίτερης προτεσταντικής σχέσης με αυτούς7― 2. Jörg Erb, Die Wolke der Zeugen. Lesebuch zu einem evangelischen Namenkalender, Κάσελ, 1951-1963, τ.1 1951, 5η εκδ. 1962, τ. 2, 2η εκδ.1957, τ. 3 1958, 2η εκδ. 1962, τ. 4 1963. 3. Walter Nigg, Grosse Heilige, Ζυρίχη, 1η εκδ. 1946, Ζυρίχη-Στουτγάρδη 10η έκδοση 1981, έκδοση τσέπης 1986.4. Walter Nigg, Heilige im Alltag, Όλτεν-Φράιμπουργκ, 1976.5. Walter Nigg, Heilige ohne Heiligenshcein, Όλτεν-Φράιμπουργκ, 1978, 3η εκδ. 1982.6. Πρβλ. Walter Nigg, Des Pilgers Widerhehr, Zυρίχη-Στουτγάρδη 1956, 3η εκδ. Αμβούργο 1966· Vom Geheimnis der Mönche, Zυρίχη-Στουτγάρδη, 1956· Das Buch der Büser, Όλτεν-Φράιμπουργκ, 1970· Der christiliche Narr, Ζυρίχη-Στουτγάρδη, 1956· Prophetische Denker, Zυρίχη-Στουτγάρδη 1957, 3η εκδ. 1986·Die Heiligen kommen wieder. Leitbilder christlicher Existenz (Elisabeth von Thüringen, Hedwig von Schlesien, Nikolaus von Flüe), Φράιμπουργκ 1973, 2η εκδ. 1982· Der Mann aus Assisi, Φράιμπουργκ7. Το θέμα είναι τόσο εκτεταμένο που εδώ δεν μπορώ παρά να δείξω ωρισμένους σημαντικούς άξονες και να εξηγήσω κάποιες πλευρές του με λίγα στοιχεία. Επίσης, λόγω έλλειψης χώρου δεν μπορώ να δώσω λεπτομερείς βιβλιογραφικές παραπομπές. Εκτεταμένη βιβλιογραφία δίνει ο Gerhard Ludwig Müller, Gemeinschaft und Vererhung der Heiligen. Geschichtlich-systematische Grundlegung der Hagiologie, Φράιμπουργκ-Βασιλεία-

Page 3: Urlich Köpf

αφήνοντας ωστόσο έξω από το πεδίο της έρευνας μας την μορφή της Παναγίας, της μητέρας

του Ιησού που αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση.8 Δεδομένου ότι η κατάργηση των πολιούχων

αγίων της Ζυρίχης μελετάται σε άλλο κεφάλαιο του παρόντος τόμου,9 θα παραλείψω τις

απαρχές της πολεμικής εναντίον της λατρείας των αγίων στην Ελβετία και θα στραφώ ως επί

το πλείστον στην Μεταρρύθμιση που ξεκινά από την Βιττεμβέργη· κι επειδή αυτό το κίνημα

ξεκίνησε από τον Μαρτίνο Λούθηρο, το πρώτο και το δεύτερο μέρος της παρούσας

αναδρομής είναι αφιερωμένα σ’αυτόν.10

ΙΙ. Στα γραπτά του Λουθήρου όπως και των άλλων Μεταρρυθμιστών το θέμα των αγίων και

της λατρείας δεν έχει κεντρική σημασία. Βρίσκεται πάντα στο περιθώριο της συζήτησης και

στην θεολογική γραμματεία όπως και στα επίσημα ντοκουμέντα της Μεταρρύθμισης

αντιμετωπίζεται παρεμπιπτόντως και ως δευτερεύον ζήτημα. Νομίζω πως αυτό δεν οφείλεται

μόνον σε εσωτερικά αίτια ούτε στο αντικειμενικά μικρό βάρος του. Η υστερομεσαιωνική

λατρεία των αγίων, με την οποία είχε μεγαλώσει ο Λούθηρος, είχε συμβάλει τα μέγιστα στην

διαμόρφωση της χριστιανικής ευσέβειας und ragte durchaus in wichtige Bereiche des

reformatorischen Auseinandersetzungen hinein. Έτσι το ζήτημα του δικαιώματος και της

έννοιας των λυσιποίνων Ablass που αποτελούσε ένα από το σημεία αιχμής της

μεταρρυθμιστικής κριτικής του Λουθήρου, έγινε αφορμή να εγερθούν κρίσιμα ερωτήματα

για την θεολογική θεμελίωση της λατρείας των αγίων.

Παραταύτα ο Λούθηρος έδωσε υποδεέστερη θέση στο θέμα, πράγμα που πρέπει να

οφείλεται σε δύο λόγους.

Αφ’ενός, η μορφή και η θεμελίωση της λατρείας των αγίων δεν ήταν κατ’ουδένα τρόπο

δογματικά εδραιωμένες.11 Δεν υπάρχουν μάλιστα κανόνες δικαίου σχετικοί με το ζήτημα

Βιέννη, 1986, σ. 347-362.8. Βλ. σημ. 11.9. Peter Jezler, “Die Desacralisierung der Zürcher Stadtheiligen Felix, Regula und Exuperantius in der Reformation” [στον τόμο που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά και το παρόν άρθρο του U. Köpf, σ. 296-319].10. Βλ. κυρίως Lennart Pinomaa, Die Heiligen bei Luther (Schriften der Luther-Agricola-Gesellschaft A.16), Eλσίνκι 1997· Peter Manns, “Luther und die Heiligen” στο Remigius Bäumer (επ.), Reformation ecclesiae. Beiträge zu kirchlichen Reformbestrebungen von der Alten Kirche biz zur Neuzeit. Festgabe für Erwin Iserloh, Πάντερμπορν-Μόναχο-Βιέννη-Ζυρίχη, 1980, σ. 535-580. Αναδημοσιεύθηκε στο Peter Manns, Vater im Glauben. Studien zur Theologie Martin Luthers (Veröffentlichungen des Instituts für Europaische Geschichte Mainz 131), Στουτγάρδη 1988, σ. 262-307. Παραπέμπω στην έκδοση των έργων του Λουθήρου Kritischen Gesamtausgabe (γνωστή ως Weimarer Ausgabe· συντομογραφείται WA) και όπου αυτό είναι δυνατόν, στην επιλογή των έργων του που έχουν επιμεληθεί ο Otto Clemen και άλλοι και είναι γνωστή ως Bonner Ausgabe (συντομογραφείται ΒοΑ).11. Μοναδική εξαίρεση είναι η Μαρία η μητέρα του Ιησού περί της οποίας υπάρχουν δογματικές Lehraussagen στις παλαιοχριστιανικές ομολογίες (Symbolum Apostolicum: Heinrich Denzinger-Adolf Schönmetzer,

Page 4: Urlich Köpf

―αν εξαιρέσει κανείς τις τυπικές διατάξεις που αφορούν την ανακύρηξη των αγίων που, για

πρώτη φορά, απασχόλησαν [απαίτησε, θέσπισε ο] τον Ιννοκέντιο 3ο το 1200 επ’ευκαιρία της

αγιοποίησης της αυτοκράτειρας Κουνιγκούντε (Kunigunde).12 Όσο σημαντική κι αν ήταν η

λατρεία των αγίων για την θρησκευτική ζωή της μεσαιωνικής χριστιανωσύνης, ποτέ,

εξαιρέσει ωρισμένων θεολογικών διατυπώσεων, δεν υπήρξε στην Δύση ούτε lehrmäßige

συζήτηση ούτε δογματική θεμελίωση αυτής της ανάγκης. Η πρώτη απόπειρα αποσαφήνισης

έγινε από τον Φίλιππο Μελάγχθονα το 1530 στην Αυγουστιαία Ομολογία.13 Όμως η

μεταρρυθμιστική πολεμική δεν είχε αντικείμενο στο επίπεδο της θεολογίας με το οποίο να

μπορέσει να αναμετρηθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στην αρχή, η μεταρρυθμιστική κριτική

κατευθύνθηκε σε μεμονωμένες πλευρές του φαινομένου και κυρίως, όπως θα δούμε, στην

παράδοση περί των αγίων.

Αφ’ετέρου διαπιστώνουμε ότι ο Μαρτίνος Λούθηρος ήταν βαθύτατα εμποτισμένος από τις

μορφές ευλαβείας της εποχής του. Από τίποτε δεν προκύπτει αυτό που η παλαιά καθολική

γραμματεία περί Λουθήρου ισχυριζόταν, ότι δηλ. ο Μεταρρυθμιστής είχε εξ αρχής διαρρήξει

την σχέση του με την εκκλησιαστική παράδοση κι ότι επομένως είχε λύσει εύκολα τους

δεσμούς με την ευλάβεια και τις θρησκευτικές ανάγκες των προγόνων του. Αντιθέτως ήταν

ένας ανενδοίαστα ευσεβής, δεμένος με την Εκκλησία άνθρωπος που έπαιρνε εξαιρετικά

σοβαρά τα θρησκευτικά του καθήκοντα ―πράγμα που δείχνει, πριν απ’όλα, η εικοσαετής

του θητεία στο τάγμα των Αυγουστίνων μοναχών. Είχε παραδώσει τον εαυτό του στα

μοναστικά ιδεώδη απολύτως συνειδητά και τον δρόμο της επιστροφής στον κόσμο τον βρήκε

αρκετά αργά.14 Την σοβαρότητα που είχε επιδείξει στην μοναστική ζωή, την τηρούσε και

στην σχέση του με τους αγίους. Στα ύστερα χρόνια του, αναπολεί κάθε τόσο την ένταση με

την οποία λάτρευε παληά τους αγίους: “Υπήρξα ο ίδιος ένας ευλαβής μοναχός και ιερέας.

Έκανα όλη μέρα λειτουργίες και προσευχόμουν στην αγία Βαρβάρα, την αγία Άννα, τον άγιο

Χριστόφορο κι άλλους αγίους, mehr denn im Kalender gezeichent, για τους οποίους ωστόσο

κανείς δεν ήξερε ποιοί ήταν” είπε σ’ένα κήρυγμα το 1535.15 “Είχα δεκατέσσερις προστάτες

Enchiridion symbolorum, definitionum, et declarationum de rebus fidei et morum, 36η εκδ. 1976). Έτσι η συμπεριφορά των Μεταρρυθμιστών έναντι της Μαρίας και της λατρείας της υπακούει σε ιδιαίτερες προϋποθέσεις που δεν επιτρέπουν να πραγματευθούμε το ζήτημα εδώ. 12. Βλ. τις παρατηρήσεις του Hans Erich Feine, Kirchliche Rechtsgeschichte. Die katholische Kirche, Κολωνία-Βιέννη, 5η εκδ. 1972, σ. 339 και 428. 13. Confessio Augustana, 21. 14. Bλ. για το ζήτημα αυτό Ulrich Köpf, “Martin Luther als Mönch”, Luther 55 (1984), σ. 66-84 και βελτιωμένη εκδοχή υπό τον τίτλο “Martin Luthers Lebensgang als Mönch” στο Gerhard Ruhbach - Kurt Schmidt-Clausen (επ.), Kloster Amelungsborn 1135-1985, Αμέλουνγκσμπορν, 1985, σ. 187-208.15. Crucigers Sommerpostille (1544)· WA 22, 174, 24-28.

Page 5: Urlich Köpf

αγίους και κάθε μέρα έκανα επίκληση σε δύο”16 ή “Συνέβαινε και σε μένα αυτό όταν ανήκα

στην παπωσύνη: έλεγα την θ. λειτουργία κάθε μέρα και, στην διάρκειά της, επικαλούμουν

τρείς προστάτες αγίους.”17

Το Sendbrief von Dolmetschen (1530) περιέχει μια μαρτυρία για την δυσκολία του να λύσει

τους δεσμούς με την λατρεία των αγίων: “Ήταν πολύ πικρό για μένα να αποχωριστώ τους

αγίους γιατί είχα χωθεί βαθειά [στην λατρεία] und ersoffen gewest bin.”18 Aυτό σημαίνει

όμως επίσης ότι ο Λούθηρος, ως προς αυτό το σημείο, είχε τηρήσει ιδιαίτερα επιφυλακτική

στάση στην κριτική του κι ότι ανέπτυσσε αργά την σκέψη του.

Στην εποχή ακόμη της πρώτης παράδοσης γιά τους Ψαλμούς (1513-1515), με την οποία

κατέκτησε την καινούργια αντίληψή του γιά την δικαιοσύνη του Θεού, ένα κεντρικό δηλαδή

στοιχείο της μεταρρυθμιστικής του Θεολογίας, παρουσίαζε με θετικό τρόπο την τρέχουσα

εικόνα για τους αγίους και την λειτουργία τους: “Jeder Würdenträger είναι εκπρόσωπος του

Χριστού, μια μυστική κεφαλή, ένας μυστικός Χριστός. Κατά τον ίδιο τρόπο κάθε άγιος είναι

προστάτης κάποιου· μέσω αυτού παρουσιάζει τις επιθυμίες του, αυτού το πρότυπο και τον

βίο στοχάζεται και μιμείται, με αυτόν βρίσκεται σε επαφή”.19

Από το 1516 κι έπειτα συναντάμε ολοένα και περισσότερο απόψεις που στρέφονται εναντίον

των αγίων και της λατρείας τους, χωρίς όμως το θέμα να γίνεται αντικείμενο ειδικών

κειμένων ή ακαδημαϊκών συζητήσεων και χωρίς επίσης να κυριαρχεί αποκλειστικά η κριτική

στάση. Στις αρχές του 1519 ο Λούθηρος αμύνθηκε έναντι αστήρικτων κατηγοριών με ένα

μικρό κείμενο που ξεκινά με το θέμα των αγίων: “Von der lieben heiligen furbit.[Περί της

μεσολάβησης των αγίων] Είπα και επιμένω, μαζί με όλη την Χριστιανωσύνη, ότι πρέπει να

τιμούμε και να επικαλούμεθα τους αγαπητούς αγίους. Διότι ποιός θέλει να widderfechten

[μπορεί να αρνηθεί] ότι ο ακόμη σήμερα ο Θεός, με το άγιο όνομά του, κάνει θαύματα μέσω

των αγαπητών αγίων corper und greber;”20 Εκείνο που θεωρεί μεμπτό είναι η μονόπλευρη

ελπίδα γιά βοήθεια από τον άγιο που γίνεται αντικείμενο της επίκλησης: “Είναι όμως

16. WA. TR 5, 95, No. 5363: “Ego habui 14 patronos, et singulis diebus binos invocavi”. 17. Παράδοση για τον Ησαϊα, κεφ. 9 (1546)· WA 40 III, 629, 34f: “Sic et mihi accidit sub Papatu: celebrabam quotidie Missas et in singulis Missis tres Patronos invocabam”. 18. WA 2, 69, 21-70,1=BoA, 1, 149, 21-25. 19. Scholion zu Psalm 83 (84), 4, WA 3, 647, 32-36: “Est enim quilibet prelatus Vicarius Christi et mysticum caput et mysticus Christus. Eodem modo et quilibet Sanctus patronus cuiusquam, per quem et per cuius intercessionem vota sua offert, vel cuius exemplum et vitam mediatur et imitatur et se in illius conversationem tradit”. 20. Luthers Unterricht auf etliche Artikel, die ihm von seinen Abgönnern aufgelegt und zugemessen werden,WA 2, 69, 17-21-BoA 1, 149, 21-25.

Page 6: Urlich Köpf

αλήθεια και έχω πεί ότι δεν είναι χριστιανικό das man geystliche noddurfft nit mehr adder

vlyssiger, dan die leypiche bey den leben heyligen sucht.”21

Και στις Θέσεις για την συζήτηση της Λειψίας με τον Ιω. Έκ (Johannes Eck) του

Ιουνίου/Ιουλίου 1519 ―ένα κείμενο σημαντικό στην πορεία προς την ρήξη με την Ρώμη― η

στάση του Λουθήρου είναι σαφώς θετική: “Είναι βέβαιο ότι ο θησαυρός της Εκκλησίας [το

Ταμείον] φτίαχνεται από τις αξιμισθίες του Χριστού και ότι οι αξιμισθίες των αγίων μας

προσφέρουν βοήθεια.”22 Στο ζήτημα των δικαιωμάτων του πάπα σχετικά με την ανακήρυξη

των αγίων και γενικώς την αγιοποίηση [Heiligenerhebung], ο Λούθηρος είναι ιδιαίτερα

προσεκτικός: “Ας ανακηρύσσει ο καθένας όσους αγίους θέλει”. Η διατύπωση αυτή εκφράζει

μάλλον αδιαφορία παρά άμεση άρνηση.23

Το ίδιο έτος ο Μεταρρυθμιστής συνέταξε την Ομιλία περί της προετοιμασίας για τον θάνατο

(Sermon von der Bereitung zum Sterben) που αποτελεί την συμβολή του στο γραμματειακό

είδος της ars moriendi.24 Eδώ τονίζει ότι η Anschauung του Χριστού και των αγίων του, “που

πέθαναν εν τη χάριτι του Θεού και υπερνίκησαν τον θάνατο” βοηθά κι εμάς να

υπερνικήσουμε τον φόβο που θανάτου που πλησιάζει.25 Συνιστά “να επικαλούμεθα τον

προστάτη-άγγελο, την Παναγία, όλους τους Αποστόλους και τους αγαπητούς αγίους” προ

πάντων εκείνους στους οποίους einem Gott besondere Andacht verliehen habe. Eπίσης

οφείλει κάποιος, σε όλη του την ζωή, να παρακαλεί τον Θεό και τους αγίους του να του

δίνουν την ορθή πίστη.26 Τέλος, το 1520, ο Λούθηρος μπορούσε να ισχυριστεί: “Ποτέ δεν

αρνήθηκα ότι βοηθούμαστε από τις αξιμισθίες και την μεσιτεία των αγίων ―μολονότι δεν

είναι αφ’εαυτών επαρκείς”.27

21. WA 2, 69, 21-70=ΒοΑ 1, 149, 25-28 22. Disputatio et excusatio F. Martini Luther adversus criminationes D. Iohannis Eccii, These 10, WA 2, 161, 23f: “Meritum Christi esse thesaurum Ecclesiae et sanctorum meritis iuvari certum est”. Πρβλ. Resolutiones Lutherianae super propositionibus suis Lipsiae disputatis, Conclusio 10, WA 2, 427, 2f: “nos iuvari”. 23. Contra malignum Iohannis Eccii iudicium super aliquot articulis a fratribus quibusdam ei suppositis Martini Lutheri defensio, WA 2, 652, 6f: “Canoniset quisque quantum volet”. 24. WA 2 (680), 685-697=ΒοΑ 1, 161-173 25. WA 2, 689, 8-10=ΒοΑ 1, 165, 18-20. 26. WA 2, 696, 25f, 697, 5f=ΒοΑ 1, 172, σ. 31-34, 173, 7f. 27. Responsio Lutheriana ad condemnationem doctrinalem per Magistros Nostros Lovanienses et Colonienses facta, WA 6, 191, σ. 10-12: “Non autem negavi unquam, nos meritis et precibus sanctorum quantumlibet imperfectis iuvari, quod subdole mihi inurere miseri homines”.

Page 7: Urlich Köpf

Εν τω μεταξύ είχε επίσης διατυπώσει κριτική. Η αντίρρησή του, εξ αρχής, αφορά δύο

ανεξάρτητα σημεία.

Αφ’ενός, το 1516 ο Λούθηρος άρχισε näher ins Augen fassen ωρισμένες προϋποθέσεις και

μορφές αναφορικώς με την grundsätzlicher Respectierung και λατρεία των αγίων. Την

ευκαιρία για σκέψεις πάνω σε ωρισμένους αγίους προσέφεραν εορτές αγίων όπου ο

Λούθηρος έπρεπε να κάνει κήρυγμα. Μεταξύ 1514 και 1517 έκανε μια σειρά κηρυγμάτων

στα λατινικά ―που αποτελούσαν προφανώς σχεδιάσματα για μελλοντική δημοσίευση η

οποία όμως ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε.28 Μεταξύ πολλών κηρυγμάτων όπου ο Λούθηρος

φαίνεται να είναι απόλυτα σύμφωνος με τον εκάστοτε εορτάζοντα άγιο, υπάρχει ένα κείμενο

του 1516 για την γιορτή του αποστόλου Βαρθολομαίου που, βασιζόμενο σε εσωτερική

κριτική, απορρίπτει τον Βίο του αγίου.29 “Εσωτερική κριτική” σημαίνει ότι στον Βίο

ανακαλύπτει πολλές αντιφάσεις σε σχέση τόσο με την καθημερινή εμπειρία όσο και με τις

υπόλοιπες αναφορές στον άγιο καθώς και με το Ευαγγέλιο. Ο Βίος π.χ. λέει ότι ένας άγγελος

προφύλαξε τον Βαρθολομαίο από την πείνα και την κούραση· αυτό όμως σημαίνει ότι ενώ ο

Βαρθολομαίος κήρυσσε το Ευαγγέλιο, που μιλά γιά νηστεία και πείνα, ζούσε με τρόπο

αντίθετο προς αυτό.30 Για την κριτική άλλωστε ο Λούθηρος επικαλείται τον Ευσέβιο

Καισαρείας31 ο οποίος στην Εκκησιαστική ιστορία του απορρίπτει τους απόκρυφους μύθους

περί του αποστόλου που είχαν επινοήσει οι αιρετικοί.32 Αυτό αποτελεί το πρώτο παράδειγμα

της εσωτερικής κριτικής των Βίων των αγίων εκ μέρους του Μεταρρυθμιστή, ίχνη της οποίας

πιθανώς να υπήρχαν προηγουμένως και που, προϊόντος του χρόνου, θα γίνεται διαρκώς κι

εντονώτερη. Εκτός από τον Βαρθολομαίο, ο Λούθηρος φαίνεται να επιμένει επίσης στην

αγία Βαρβάρα και τον άγιο Χριστόφορο τους οποίους αναφέρει συνεχώς ως αρνητικά

παραδείγματα. Έτσι στο postille της Μικρής Σαρακοστής του 1522 αναφέρεται τόσο στην

αγία Βαρβάρα “για την οποία κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα αν είναι αγία ή όχι” όσο και

στον άγιο Χριστόφορο “wilchs on tzweyffell der grösten geticht und lugen eyne ist”.33 H

28. WA 1, 18f. 29. WA 1, 79-81 30. WA 1, 80, 19-22. 31. WA 1, 79, 20-22. 32. Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, 3, 25, 4-7. 33. Πρβλ. και το κήρυγμα για την εορτή του αγίου Βαρθολομαίου, ίσως το έτος 1517, με απροκάλυπτη κριτική, WA 4, 685, 5-9: “Cuivis Christiano sufficiat scire D. Bartholomaeum unam de duodecim tubarum Euangelii fuisse … Caeterum quae in legenda sua de centena geniculatione orationeque die noctuque aliisque nugacissimis nugis referuntur, aliis relinquo otiosis, quae historiam ipsam mihi fatiunt suspectam”.

Page 8: Urlich Köpf

κριτική αυτή φυσικά δεν έχει σχέση με το θρησκευτικό νόημα των δύο αυτών προσώπων

αλλά με τις μαρτυρίες που υπάρχουν γι’αυτούς στις πηγές.34

Ένα χρόνο αργότερα ο Λούθηρος βρήκε την ευκαιρία zu einer großangelegten

Auseinandersetzung με την ιστορική προβληματική. Ο πάπας Αδριανός 4ος, στις 31 Μαίου

1523 ανακήρυξε άγιο τον παλαιό επίσκοπο Μπένο του Μάισεν (Benno von Meißen) και ο

δούκας Γεώργιος της Σαξονίας προσπαθούσε να επιβάλει την λατρεία στο κρατίδιό του αλλά

και ευρύτερα (darüber hinaus). Για να πετύχει τον στόχο του στηρίχτηκε σε ένα λατινικό Βίο

που είχε συντάξει το 1512 ο Ιερώνυμος Έμσερ (Ηieronymus Emser) που ως επί το πλείστον

αντλούσε από απόκρυφες πηγές κι έδινε μια εντελώς αφύσικη εικόνα του αγίου. Σε αυτό ο

Λούθηρος αντέταξε ένα πολεμικό γραπτό με τον τίτλο Wider den neuen Abgott und alten

Teufel, der zu Meißen soll erhoben werden που κυκλοφόρησε στις αρχές του 1524.35 Στο

κείμενο αυτό ο Λούθηρος εξετάζει λεπτομερώς την ιστορική εικόνα του Μπένο, η οποία, για

τον ιστορικά πληροφορημένο παρατηρητή δεν συμπίπτει διόλου με αυτήν του Βίου. Ο

Μπέννο είχε πολεμήσει στο πλευρό του πάπα Γρηγορίου 7ου “ο οποίος είχε φερθεί έναντι

του αυτοκράτορα Ερρίκου 4ου ως προδότης, auch nach vernuft zu reden, und hetzet den son

widder den vater, το καθαίρεσε από τον αυτοκρατορικό θρόνο, lies yhn so jemerlich ym ban

sterben κι όλα αυτά μόνον και μόνον για να αποκτήσει αγαθά κοσμικά, pracht und gewalt

willlen.36 Φυσικά, με αυτές τις εκφράσεις ο Λούθηρος περνά στο πεδίο των αξιολογικών

κρίσεων. Για να φτάσει όμως σε τέτοιες κρίσεις ―όπως λ.χ. ότι ο Μπένο ξεχώριζε ως

“δολοφόνος, άνθρωπος που είχε χύσει αίμα, είχε προκαλέσει κάθε είδους δυστυχία στις

γερμανικές χώρες και υπάρξει εχθρός του Ευαγγελίου” eynene gesellen des Antichrists37

― έπρεπε να ανασκευάσει τον Βίο και να επικαλεστεί περισσότερο αξίοπιστες πηγές. Η

κριτική των Βίων των αγίων, για την οποία μπορούσε να ανατρέξει σε προ-

μεταρρυθμιστικές, ανθρωπιστικές αφετηρίες,38 θα αποτελέσει εφεξής μέρος της πολεμικής

του.

34. WA 10 ½, 83, 2-5. 35. WA 15 (170), 183-198. 36. WA, 15, 185, 19-23.37. WA 15, 187, 11-13. 38. Πρβλ. Klaus Schreiner, “ ‘Discrimen veri ac falsi’ Ansätze und Formen der Kritik in der Heiligen- und Reliquienverehrung des Mittelalters”, Archiv für Kulturgeschichte 48 (1966), σ. 1-53.

Page 9: Urlich Köpf

Το 1537 αφιέρωσε στην κριτική αυτή άλλο ένα γραπτό Το ψεύδος του αγίου Ιωάννη του

Χρυσόστομου (Die Lügend von st. Johanne Chrysostomo).39 Er entnahm die Legende des

Heiligen dem weit verbreiteten ‘Passional’ και την εξέδωσε με ειρωνικές αλλά και με ωμές,

ευθείες παρατηρήσεις προσέθεσε δε ένα Πρόλογο κι ένα Επίλογο. Τα σχόλιά του

επαναλαμβάνουν από την αρχή ως το τέλος το ίδιο μοτίβο: ολόκληρος ο Βίος είναι μια

συλλογή ψευδών. Αυτό εκφράζει άλλωστε και η ανορθογραφία της λέξης (Lügende αντι

Legende) την οποία ο Λούθηρος χρησιμοποίησε πολλαπλώς στα επόμενα χρόνια.40

Eκτός από τις αδυναμίες των βίων των αγίων, ο Λούθηρος έψεξε, σχετικά αργά όμως,

ωρισμένες εκδηλώσεις της συμπεριφοράς έναντι των αγίων. Στο ογκώδες μεταρρυθμιστικό

κείμενο του 1520 με τίτλο Προς την χριστιανική αριστοκρατία του γερμανικού έθνους περί της

βελτίωσης της χριστιανικής κατάστασης (An den christlichen Adel deutscher Nation von des

christliches Standes Besserung) το σύστημα της αγιότητας έχει δευτερεύοντα ρόλο [δεν

θίγεται η ουσία της αγιότητας]. Ο Λούθηρος ψέγει την ανακήρυξη αγίων για λόγους

κερδοσκοπίας, που συνδέεται με το προσκύνημα στους τόπους ταφής τους,41 και τις γιορτές

που συνοδεύουν τις αφιερωμένες στους αγίους ημέρες.42 Αυτά δείχνουν σαφώς ότι σέβεται

τους αγίους και ότι κατακρίνει απλώς τις καταχρήσεις που σχετίζονται με την λατρεία τους.

Παραταύτα προχώρησε και σε ένα δεύτερο επίπεδο στο οποίο θιγόταν η ουσία της

παραδοσιακής λατρείας.

Ήδη από το 1516 σε μια σειρά κηρυγμάτων που αφορούσαν τις Δέκα Εντολές, ο Λούθηρος

prangert την κατάχρηση της λατρείας των αγίων ως παραβίαση της Πρώτης Εντολής.43

Διακρίνει ανάμεσα στην επίκληση των αγίων για την απόκτηση εγκοσμίων, υλικών αγαθών

και την αληθινή, εσωτερική λατρεία.44 Όταν στρεφόμαστε στους αγίους και ζητάμε να μας

προσφέρουν ωρισμένα πράγματα ―από τον άγιο Αντώνιο λ.χ. να μας απαλλάξει από την

Antoniusfeuer ή τον άγιο Σεβαστιανό να μας προστατέψει από την πανούκλα― κάνουμε

39. WA 50 (48), 52-64. Πρβλ. André Schnyder, “Legendepolemik und Legendenkritik in der Reformation: Die Lügend von St. Johanne Chrysostomo bei Luther und Cochläus. Ein Beitrag zur Rezeption des Legendars Der Heiligen Leben”, Archiv für Reformationsgeschichte 70 (1979), σ. 122-139. . die Legende=Βίος, die Lügen=ψεύδος. Ο Λούθηρος διαπράττει ηθελημένα ανορθογραφία κι αντί Legende γράφει Lügende. 40. Βλ. π.χ. WA 53, 391, 39. 392, 4. 409,9. 410. 35 (1542). 41. WA 6, 448, 14-16=BoA 1, 403, 25-28. 42. WA 6, 445, 33-446,8=BoA 1, 401, 9-21. 43. Decem praecepta Wittenbergensi praedicata populo. Ende Juni 1516 bis Fastnacht 1517 gehalten, 1518 im Druck erschienen, WA 1 (394), 398-521 ιδιαιτέρως 411,6-426, 16. 44. WA 1, 411, 11f. 419, 2ff.

Page 10: Urlich Köpf

κατάχρηση της προσευχής.45 Επίσης ο Λούθηρος δείχνει πόσο παράλογα είναι τα λαϊκής

προέλευσης ετυμολογικά παιγνίδια που συνδέουν λ.χ. τον άγιο Βαλεντίνο με την Fallsucht ή

τον άγιο Βικέντιο με την εύρεση χαμένων πραγμάτων ενώ κατακρίνει την αναξιοπιστία των

Βίων.46 Am schwersten wiegt freilich, ότι η λατρεία αυτού του τύπου δεν δείχνει το καλό που

ο Θεός κάνει δια των αγίων για να αποδείξουν την αγιότητά του αλλά αποσκοπεί στο τί

κάνουν οι άγιοι για να χαροποιήσουν εμάς.47 Ορθή λατρεία αποδίδεται στους αγίους από

εκείνους που, μέσω των αγίων, αποβλέπουν στα έργα και την χάρη του Θεού, την

στοχάζονται κι έτσι οδηγούνται στον Θεό, έλκονται συναισθηματικά απ’ αυτόν.48 Ο

Λούθηρος επομένως δεν απορρίπτει κατ’ουδένα τρόπο την Hochschätzung και την λατρεία

των αγίων· αρνείται όμως τις ωμές μορφές μιας θρησκευτικής συγκάλυψης, aber im Grunde

höchst unfrommen Tauschhandels και συσχετίζει την λατρεία των αγίων με τον πυρήνα της

θρησκευτικής ζωής, την σχέση με τον Θεό.

Ο Λούθηρος τήρησε σταθερά αυτήν την γραμμή. Στα επόμενα χρόνια μάλιστα θα

αποσαφηνιστεί, θα ενισχυθεί και, στην δεκαετία του 1520, θα έχει και πρακτικές συνέπειες.

Η λατρεία των αγίων έχει ένα μεγάλο εγγενές πρόβλημα: διεισδύει ανάμεσα στον Θεό και

τον άνθρωπο και μάλλον εμποδίζει παρά διευκολύνει την σχέση με τον Θεό. Έτσι ο

Λούθηρος μπορεί να παραπονεθεί ότι “εμείς έχουμε σε τόσο υψηλή θέση την λατρεία των

αγίων,49 das wyr gemeyniglich an den heyligen hangen und nitt fort hindurch tzu gott

dringen”. Όμως “όποιος νοιάζεται να έχει τον Θεό στην καρδιά του, δεν νοιάζεται για τα

υπόλοιπα δημιουργήματα ακόμη κι αν είναι άγιοι στον ουρανό ή στην γη. Και αντιστρόφως

εκεί που δεν υπάρχει έγνοια για τον Θεό, da hebt sich ditz suchen und έγνοια για τους

αγίους”.50

Από το 1522 κι έπειτα εμφανίζεται στα γραπτά του Λουθήρου ολοένα και εντονώτερα η

σκέψη πως, στην παραδοσιακή ευλάβεια, οι άγιοι είχαν εξ αρχής αναλάβει την λειτουργία

του ενδιαμέσου μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ένα ρόλο δηλαδή που στην πραγματικότητα

ανήκει στον Χριστό. “Είχαν κάνει τον Χριστό έναν αυστηρό, σκληρό δικαστή· έτσι κανείς

45. WA 1, 412, 8-19. . Valentin (γερμανικά προφέρεται Φαλεντίν) και Fallsucht, Vincentius και finden.46. WA 1, 412, 2-26. 413, 6f. 47. WA 1, 420, 13-21. 48. WA 1, 419, 22-28. 49. [ Στο πρωτότυπο όχι die Heiligeverehrung αλλά der Heiligen ehre]50. Adventspostille 1522, WA 10, ½, 82, 31-83, 20-23.

Page 11: Urlich Köpf

δεν ήθελε να εμφανιστεί ενώπιόν του χωρίς ένα μέσον51 και σε αυτό οφείλεται το ότι ο άγιος

Πέτρος, ο άγιος Παύλος κ. λπ. αναγορεύτηκαν προστάτες und also yhr tzu versicht von

Christo abgewendt, auff die heyligen gestelt und gesprochen: έχω τον άγιο Πέτρο κ. λπ.

προστάτη, ο άγιος Παύλος είναι ο απόστολός μου, διατείνομαι πως θα γίνω selig. Έτσι ο

Χριστός έφυγε από τη μέση. Όπως λένε, η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούμε να πάμε χωρίς

μέσον στον Θεό, όμως το μέσον είναι ο Χριστός”.52 Όταν ο Χριστός λέει, σύμφωνα με το

ευαγγέλιο του Ιωάννου (14:6) “Εγώ ειμί η οδός, η αλήθεια και η ζωή· ουδείς έρχεται προς

τον πατέρα ειμή δι’εμού” εννοεί ότι “δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε τους αγίους αλλά μόνο

τον Χριστό δια της αξιμισθίας του οποίου και μόνον θα γίνουμε sälig και καθ’όλα άγιοι”.53

Κατ’αυτό τον τρόπο ο Λούθηρος βγάζει τους αγίους από την υψηλή θέση που κατείχαν και

τους ξαναδίδει τον ρόλο του κανονικού ανθρώπου που, σύμφωνα με την Γραφή, έπαιζαν.

Αυτό σχετίζεται και με την στροφή του από τους νεκρούς στους ζώντες αγίους οι οποίοι δεν

παίρνουν το όνομα του αγίου χάρη στις πράξεις και τις αξιμισθίες τους αλλά επειδή ο Θεός,

μέσω του Χριστού, τους καλεί να έρθουν στην κοινότητά του.54

Έτσι το 1523 ο Λούθηρος, απευθυνόμενος στους Βοημούς Αδελφούς, είναι σε θέση να

δηλώσει: “Weys ich euch auch gar nicht ketzer zu schellten, όπως κάνουν οι σοφιστές μας ότι

εσείς ούτε την μητέρα του Θεού ούτε κανέναν άλλο άγιο επικαλείστε ή λατρεύετε αλλά

μόνον τον μοναδικό μεσίτη τον Ιησού Χριστό hanget und euch benugen lasst ym hymel wie

wol auff erden eyn iglicher fur den andern zubitten schuldig ist. Διότι ―και εδώ ο Λούθηρος

εισάγει ένα καινούργιο επιχείρημα― η Γραφή δεν λέει τίποτε για μεσιτεία, λατρεία ή

επίκληση νεκρών αγίων”.55

Η σκέψη πως η λατρεία των αγίων δεν στηρίζεται στην Γραφή από εδώ και στο εξής θα

επανέρχεται συνεχώς. Την ίδια εποχή περίπου ο Λούθηρος γράφει στους μοναχούς των

Αγίων Πάντων της Βιττεμβέργης: “Η Αγία Γραφή δεν περιέχει τίποτε που να αφορά τους

νεκρούς και τους αγίους”. Κι επίσης: “Ο μοναδικός μεσίτης των ανθρώπων, ο Χριστός,

παραμερίστηκε, καταργήθηκε κι αντικαταστάθηκε απ’αυτά τα μπουλούκια μεσιτών, αυτούς

τους σωρούς μεσολαβητών”.56

51. Στο πρωτότυπο mittel που σημαίνει ‘μεσιτεία, μεσίτης’. [Η κυριολεκτική σημασία της λέξης mittel είναι ‘μέσον, αυτό μέσω του οποίου κάνουμε κάτι’.] 52. Predigt am Johannistag 1522, WA 10, III, 203, 3-11. 53. Sermon von dem unrechten Mammon 1522, WA 10, III, 281, 1f. 54. Πρβλ. λ.χ. Predigt am 20. Sonntag nach Trinitatis 1522, WA 10, III, 407, 29-408, 4: “…” 55. Vom Anbeten des Sakraments des heiligen Leichnams Christi 1523, WA 11, 451, 32-452,2.

Page 12: Urlich Köpf

Μολονότι η κριτική που άσκησε ο Λούθηρος στην λατρεία των αγίων σχετίζεται με ένα από

τα κεντρικά μοτίβα της θεολογίας του ―τον μεσολαβητικό ρόλο του μοναδικού μεσίτη

Ιησού Χριστού― το θέμα των αγίων και της λατρείας τους έμεινε στο περιθώριο της

διαμάχης του με την παλαιά πίστη. Ο λόγος είναι ότι υπήρχαν άλλα θέματα, πολύ πιο

ευαίσθητα που επίσης οδηγούσαν στο κέντρο της Μεταρρυθμιστικής σκέψης όπως ο

Mittlerolle ρόλος των Μυστηρίων, του εκκλησιαστικού θεσμού, της ιερωσύνης και του πάπα.

Όλα αυτά τα θέματα είχαν υψηλώτερη θέση όσον αφορά το δόγμα και το εκκλησιαστικό

δίκαιο από την λατρεία των αγίων, η οποία είχε να κάνει μόνον με την ευλάβεια και την

εκκλησιαστική πρακτική.

ΙΙΙ. Είδαμε ήδη ότι ο Λούθηρος δεν απορρίπτει κατ’ουδένα τρόπο την έννοια του αγίου αλλά

προσπαθεί να της ξαναδώσει την καινοδιαθητική και ιδιαίτερα την παυλιανή σημασία της.

Εκείνο που κρίνει κι αρνείται, καθώς περνούν τα χρόνια, είναι η παραδοσιακή λατρεία των

αγίων. Ήδη όμως στις πρώτες σκέψεις που διατυπώνει για το ζήτημα θέτει τα θεμέλια για μια

καινούργια σημασιοδότηση της λατρείας των αγίων. Το είδαμε ήδη στο κήρυγμα του 1516

που αφορούσε την Πρώτη Εντολή όπου ο Λούθηρος ανακαλύπτει την πραγματική αγιωσύνη

in der Hinführung zur Herrlichkeit Gottes.57 Δύο χρόνια αργότερα, στην εξήγηση για την 58η

Θέση του, δίνει μια νέα ερμηνεία της έννοιας των merita sanctorum (αξιμισθίες των αγίων).

Και οι άγιοι χρειάζονται σε όλη την διάρκεια της ζωής τους την θεία φιλευσπλαχνία. Δεν

τους περισσεύουν επομένως αξιμισθίες που θα μπορούσαν να προσφέρουν σε μας.58 Οι

αξιμισθίες τους (ή όπως θέλει να το ονομάσει κανείς) έχουν άλλη σημασία: “Οι οδύνες των

56. WA. B 3, 132, 67f.: “At de mortuis ac sanctis nihil habetur in scripturis”. -80-82: “Sic extinctus et sublatus unus mediator hominum Christus in locum suum accepit sylvas et arenas istas mediatorum et intercessorum”. 57. WA 1, 419, 22-25: “Ille scilicet colit vere sanctos dei in deo, qui opera et gratiam dei in illis intuitus et meditatus movetur et solvitur in dulcem affectum erga deum, quod tanta et talia largiri illis dignatus est”. 58. Resolutiones disputationum de indulgentiarum virtute 1518, WA 1, 607, 7. 17f. . Εδώ πρόκεται για την κριτική στην οποία υπέβαλε ο Λούθηρος το δόγμα του Ταμείου της Εκκλησίας. Σύμφωνα με αυτό, οι άγιοι, λόγω του ενάρετου κι αρεστού στον Θεό βίου τους, αποκτούσαν περισσότερα merita, περισσότερες αξιμισθίες απ’ότι χρειάζονταν· είχαν, θα έλεγα, ένα περισσευμα κεφαλαίου σωτηρίας. Αυτό το κεφάλαιο το κατέθεταν στο Ταμείον της Εκκλησίας το οποίο διαχειριζόταν ο πάπας διανέμοντας αυτές τις αξιμισθίες στους απλούς πιστούς που είχαν, θα λέγαμε, έλλειμμα. Η πρακτική των λυσιποίνων, που σκανδάλισε τον Λούθηρο και τον οδήγησε στην δημοσίευση των 95 Θέσεών του, ήταν εν μέρει προέκταση της θεωρίας του Ταμείου της Εκκλησίας.

Page 13: Urlich Köpf

μαρτύρων και των αγίων πρέπει να είναι για μας παράδειγμα και πρότυπο για το πώς πρέπει

να υπομένουμε τις δικές μας οδύνες”.59

Aus der religiösen Mittlerolle und damit auch aus der Stellung von Personen, die meschliches

Maß übersteigen und kultische Verehrung verdienen, werden die Heiligne zurückgeholt in

den Rang von Menschen, die das gnädige Wirken Gottes bezeugen. Αυτή η βασική αντίληψη

του Λούθηρου έχει επικρατήσει στον Προτεσταντισμό με αποτέλεσμα να εξακολουθούν να

υπάρχουν διαφορές σχετικά με την δυνατότητα και την σημασία της τιμής ή της λατρείας

των αγίων.

Θα παραλείψω τώρα άλλες εκφράσεις του Λούθηρου και θα έλθω στην πρώτη lehrmäßigen

διατύπωση για τους αγίους όχι μόνον στον Προτεσαντισμό αλλά σε ολόκληρη την δυτική

Χριστιανωσύνη, δηλαδή το άρθρο 21 της Αυγουστιαίας Ομολογίας του Μελάγχθονα

(1530).60 Το άρθρο αυτό συγκεφαλαιώνει σε λίγες λέξεις την προσταντική θέση στην

αυτοκρατορική Δίαιτα του Άουγκσμπουργκ: “Οι δικοί μας διδάσκουν περί της λατρείας των

αγίων ότι κανείς οφείλει (στο λατινικό κείμενο “μπορεί”) να στοχάζεται τους αγίους auf daß

wir unseren Glauben stärken so wir sehen, wie ihnen Gnad widerfahren, κι επίσης πως μέσω

της πίστης βοηθήθηκαν. Επί πλέον κανείς παίρνει παράδειγμα από τα καλά έργα τους, ο

καθένας σύμφωνα με την κλήση του”.61 Υπάρχει επομένως η θετική πλευρά: ο στοχασμός

των αγίων έχει δύο λειτουργίες· αφ’ενός μια λειτουργία γνήσια θρησκευτική ―η πίστη

ενισχύεται όταν καταλαβαίνουμε πως επιδρά η θεία χάρη στους αγίους― κι αφ’ετέρου μια

λειτουργία ηθική ―διότι γίνονται πρότυπο συμπεριφοράς. Ακολουθεί όμως η αρνητική

59. WA 1, 607, 26f: “Martyrum autem et sanctorum poene debent esse potius exemplum ferendarum poenarum”. 60. Πρβλ. επί αυτού Georg Kretschmar-René Laurentin, “Der Artikel vom Dienst der Heiligen in der Confessio Augustana” στο Harding Meyer, Heinz Schütte κ.α. (επ.), Confessio Augustana – Bekenntinis des einen Glaubens. Gemeinsame Untersuchung lutherischer und katholischer Theologen, Πάντερμπορν-Φραγκφούρτη, 1980, σ. 256-280. Peter Manns, “Die Heiligenverehrung nach CA 21” στο Erwin Iserloh (επ.), Confessio Augustana und Confutatio. Der Augsburger Reichstag 1530 und die Einheit der Kirche (Reformationsgeschichtliche Studien und Texte 118), Μύνστερ 1980, σ. 596-640. Ανατυπώθηκε στο Peter Manns, Vater im Glauben, οπ. π. (σημ. 10), σ. 217-261. =Βeruf. Η λέξη σημαίνει και ‘επάγγελμα’ κι έχει δώσει λαβή για τις περίφημες αναλύσεις του Μax Weber για τις σχέσεις προτεσταντισμού και καπιταλισμού.61. Die Bekenntnisschriften der evangelisch-lutheranischen Kirche. Hrsg. im Gedenkjahr der Augsburgischen Konfession 1930, 10η εκδ. Γκέττινγκεν 1986, 83β. Το λατινικό κείμενο έχει ως εξής: “De cultu sanctorum docent, quod memoria sanctorum proponi potest, ut imitemur fidem eorum et bona oper juxta vocationem”.

Page 14: Urlich Köpf

πλευρά, ο περιορισμός: “Κανείς όμως δεν μπορεί να αποδείξει δια της Γραφής ότι πρέπει να

επικαλούμεθα τους αγίους ή να τους ζητάμε βοήθεια. ‘Διότι υπάρχει μόνον ένας Σωτήρας και

μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ο Ιησούς Χριστός’ (Α. Τιμοθ., 2) ο οποίος είναι ο

μόνος άγιος, ο μόνος αρχιερεύς, Gnadestuhl und Fursprech fur Gott” (Ρωμ. 8)”62

Το ότι το ζήτημα βρίσκεται στο περιθώριο του ενδιαφέροντος των προτεσταντών φαίνεται

επίσης από το γεγονός ότι από τα κείμενα των Λουθηρανικών ομολογιών ―εξαιρέσει της

Απολογίας για την Αυγουστιαία Ομολογία63― μόνον τα Άρθρα της Σμαλκάλδης του

Λούθηρου (1537) το θίγουν και μάλιστα σε σχέση με το δεύτερο άρθρο που αναφέρεται στην

Θ. Ευχαριστία. Στην πορεία προς μια γενική άρνηση της λατρείας των λειψάνων, των

λυσιποίνων Ablaß, των αγγέλων και των αγίων παρεμβλήθηκαν ωρισμένες λακωνικές αλλά

ιδιαίτερα οξείες φράσεις: Anrufung des Heiligen ist auch der endchristischen Mißbräuche

einer und streitet wider den erster Hauptartikel und tilget die Erkenntnis Christi. Ist auch

nicht gepoten noch geraten, hat auch kein Exempel der Schrift, und haben’s alles tausendmal

besser an Christo, wenn jenes gleich köstlich wäre, als doch nicht ist.64

Tα όσα που έχουμε αναφέρει εδώ, τα οποία προέρχονται από κείμενα Ομολογιών που

συγκεφαλαιώνονται στο Konkordienbuch, επιβεβαιώνονται από διατυπώσεις άλλων

λουθηρανικών Ομολογιών και Καταστατικών της εποχής της Μεταρρύθμισης, χωρίς ωστόσο

να προστίθεται κάτι καινούργιο. Παραλείπω λοιπόν να αναφερθώ σε αυτές κι αρκούμαι σε

ωρισμένες σύντομες αναφορές σε κείμενα μεταρρυθμιστικών Ομολογιών που

παρεπιμπτόντως εκφράζονται εναντίον της παραδοσιακής λατρείας των αγίων.

Η Κατήχηση της Γενέυης του Ιω. Καλβίνου (1542), στο τρίτο μέρος που αφορά την

προσευχή, μιλά εν συντομία για τους αγίους απαγορεύοντας την επίκλησή τους με την

επιγραφική αιτιολογία ότι ο Θεός δεν τους έχει αναθέσει το καθήκον να έρχονται σε βοήθειά

μας.65

Το Novum Testamentum Graece et Latine των Nestle-Aland (Στουτγάρδη 1984) δίνει διαφορετικό κείμενο: “είς γαρ θεός, είς και μεσίτης θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Ιησούς Χριστός” (Α’ Τιμοθ. 2,5). Το ίδιο ακριβώς κείμενο δίνει και η Βίβλος της Ιερουσαλήμ.62. Όπ. π., 83b-83c. 63. (Άρθρο 21) De invocatione sanctorum-Περί της επικλήσεως των αγίων, ebd. 316-325. 64. De invocatione sanctorum- Περί της επικλήσεως των αγίων, εbd. 42465. Le cathéchisme de l’Église de Genève, 1542, παρ. 238. Wilhelm Niesel (επ.), Bekenntnisschriften und Kirchenordnungen der nach Gottes Wort reformierten Kirche, Tζόλικον-Ζυρίχη, 3η εκδ. 1986 (ανατύπωση: Ζυρίχη 1985), 26, 43-27,4. Λατινική εκδοχή του 1545 στο E.F. Karl Müller, Die Bekenntinisschriften der reformierten Kirche, Λειψία 1903 (ανατύπωση: Ζυρίχη 1987), 138, 27-31. Για την κριτική του Καλβίνου στην λατρεία των αγίων κυρίως στο συστηματικό του έργο Institutio christianae religionis βλ. Heribert

Page 15: Urlich Köpf

Η Κατήχηση της Χαϊδελβέργης που βρίσκεται στο Καταστατικό της Εκκλησίας του

Παλατινάτου του 1563 αντιμετωπίζει την λατρεία των αγίων με την ίδια λακωνικότητα αλλά

με τρόπο που αφήνει να φανεί σαφέστερα η συστηματική σχέση. Πραγματεύεται το ζήτημα

sachlich angemessen σε δύο σημεία. Πρώτον, στο μέρος που αφορά τον Θεό, τον Υιό στην

30η ερώτηση: “―Πιστεύουν επίσης στον μοναδικό Σωτήρα Seligmacher τον Ιησού και

αναζητούν ihre seligkeyt und heyl μέσω των αγίων, μέσω αυτών μόνον ή με άλλους

τρόπους;” Η απάντηση είναι φυσικά “Όχι. Sonder sie verleugnen mit der that den einigen

Seligmacher und Heiland Jesum, ob sie sich sein gleich rhümen.”66 Δεύτερον, η “Επίκληση

των αγίων κι άλλων πλασμάτων” εμφανίζεται στο σχετικό με την ερμηνεία της Πρώτης

Εντολής τμήμα ως απόρριψη του ενός και αληθινού Θεού.67

Επίσης η Ύστερη Ελβετική Ομολογία (Confessio Helvtica posterior) του 1566 (που γράφτηκε

το 1561-62) σε ένα από τα πρώτα κεφάλαια, και συγκεκριμένα το πέμπτο, που αφορά την

λατρεία του Θεού, τονίζει τον αποκλειστικό χαρακτήρα της λατρείας του Θεού τόσο έντονα

που δεν μένει καθόλου χώρος για τους αγίους και την λατρεία τους. “Ούτε προσευχόμαστε

ούτε λατρεύουμε τους επουράνιους αγίους ούτε τους αναγνωρίζουμε ως συνηγόρους ή

μεσίτες μας ενώπιον του επουράνιου Πατέρα”.68 Σε ένα άλλο σημείο όμως (την παράγραφο

24 του κεφ. 30 που πραγματεύεται τα των εορτών και των νηστειών), η Ομολογία, μετά την

αυστηρή άρνηση των εορτών των αγίων παραχωρεί στον στοχασμό των αγίων έναν ρόλο που

απηχεί την γνήσια μεταρρυθμιστική θέση: είναι χρήσιμο να συνιστούν οι κήρυκες στους

πιστούς να στοχάζονται τους αγίους οι οποίοι μπορούν να είναι πρότυπα για όλους τους

χριστιανούς.69

Οι Ομολογίες και τα Καταστατικά των Εκκλησιών σημάδεψαν για αιώνες την λατρευτική

και την εν γένει θρησκευτική ζωή του Προτεσταντισμού. Απετέλεσαν όμως επίσης τα

θεμέλια και το πλαίσιο όλης της θεολογικής εργασίας. Για το ζήτημα που εξετάζουμε εδώ,

αυτό σημαίνει ότι οι άγιοι και η λατρεία των αγίων σύμφωνα με την θεολογία της

Schützeichel, “Calvins Einspruch gegen die Heiligenverehrung”, Catholica (Münster), 35 (1981), σ. 93-116. 66. 30η ερώτηση: Niesel (όπ.π. σημ. 65), 156, 25-35. Müller (όπ. π. σημ. 65), 690, 18-28. 67. 94η ερώτηση: Niese (όπ. π. σημ. 65), 172, 45-173, 15. Müller, (όπ. π. σημ. 65), 709, 18-35. 68. Niesel (όπ. π. σημ. 65), 227, 40-44. Müller (όπ. π. σημ. 65), 175, 28-32: “Proinde sanctos coelites sive divos, nec adoramus, neque colimus, nec invocamus, neque illos coram patre in coelis pro intercessoribus aut mediatoribus nostris agnoscimus. Sufficit enim nobis Deus, et mediator Christus, neque honorem soli Deo et filio eius debitum alijs communicamus”. 69

Page 16: Urlich Köpf

παλαιοπροτεσταντικής ορθοδοξίας [και μάλιστα τόσο της λουθηρανικής όσο και της

μεταρρυθμιστικής (=καλβινιστικής)] παίζουν ρόλο παρεπίμπτοντα και δευτερεύοντα. Η

αφιερωμένη στις διαμάχες μεταξύ θεολόγων γραμματεία αντιμετωπίζει φυσικά το ζήτημα με

πάσα λεπτομέρεια όπως δείχνει λ.χ. η Καθολική Ομολογία (Confessio catholica, 1633-1637),

του Γιόχαν Γκέρχαρντ (Jiohann Gerhard) που υπήρξε ο πιο φημισμένος εκπρόσωπος της

λουθηρανικής ορθοδοξίας.70

Ο Γκέρχαρντ αναπτύσσει τα προτεσταντικά σημεία αφετηρίας για μια θετική κατανόηση των

αγίων:

1. Πρέπει να αποδεικνύεται στην εκκλησία ότι η μνήμη τους είναι καλή.

2. Η εξαίρετη ζωή και ο θάνατός τους μπορούν να είναι αντικείμενα του κηρύγματος.

3. Οι ιστορίες τους πρέπει να στηρίζονται σε βιβλικά πρότυπα.

4. οι αρετές τους (πίστη, αγάπη, υπομονή, σταθερότητα κ.λπ.) μπορούν να προτείνονται για

μίμηση.

5. Πρέπει να λατρεύονται και να επαινούνται γιατί sie Gottes Gaben treulich gebraucht και

γιατί έχουν υπηρετήσει τον Θεό και την Εκκλησία.

6. Με τις παραδειγματικές αρετές τους απεικονίζουν την μαχόμενη και θριαμβεύουσα

Εκκλησία.

Με την ίδια όμως αποφασιστικότητα χαράσσει και τα όρια που τον διαχωρίζουν από την

λατρεία των Καθολικών:

1. Οι άγιοι δεν πρέπει να είναι αντικείμενα επίκλησης με θρησκευτικό τρόπο.

2. Τα λείψανά τους δεν πρέπει να λατρεύονται

3. Επίσης δεν πρέπει να λατρεύονται οι εικόνες τους.

4. Προσκυνήματα στους τόπους όπου βρίσκονται άγιοι δεν επιτρέπονται.

5. Απαγορεύονται οι αρραβώνες Verlöbniss με τους αγίους.

IV. Θα εγκαταλείψουμε τώρα την θεολογική συζήτηση για τους αγίους και την λατρεία τους

και θα αναζητήσουμε τις πρακτικές συνέπειες του Μεταρρυθμιστικού αναπροσανατολισμού.

H εικόνα που μας προσφέρεται δεν είναι κατ’ουδένα τρόπο ενιαία. Για ένα έθιμο όπως η

λατρεία των αγίων, το οποίο είναι τόσο βαθειά ριζωμένο στην θρησκευτική ζωή και

ιδιαίτερα στην περιοχή του συναισθήματος, πρέπει να υπήρξαν εξαιρετικά σφοδρές διαμάχες

ακόμη κι αν η θεολογική του σημασία ήταν μικρή. Σε αυτό πρέπει να προσθέσουμε ότι το

70

Page 17: Urlich Köpf

ζήτημα της λατρείας των αγίων στην Μεταρρύθμιση ήταν στενά συνδεδεμένο με την

συναισθηματικά φορτισμένη διαμάχη για τις εικόνες. Ωστόσο θα αποφύγουμε να

συζητήσουμε εδώ το ζήτημα αυτό διότι θα μας οδηγούσε σε ένα νέο, ευρύ κύκλο

προβλημάτων.71 Θα περιορισθώ στο πεδίο της γραμματείας και θα προσπαθήσω να

διερευνήσω το νόημα της νέας, προτεσταντικής στάσης έναντι των αγίων για την αγιολογική

γραμματεία την οποία η καινούργια νοοτροπία αφ’ενός αντικατοπτρίζει και αφ’ετέρου

πλησιάζει.

Και γι’αυτό το ζήτημα πρέπει να γυρίσουμε και πάλι στον Λούθηρο. Στο κείμενο για την

αγιοποίηση του Μπένο του Μάισεν αντιδιαστέλλει τον αληθινό και τον ψεύτικο άγιο και

μάλιστα όχι μόνο παραθέτει τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά αλλά δίνει και παραδείγματα από

την ιστορία. “Εs gehet hie fast und gantz Bepstlich zu, gleych wie zu Costinitz ym Concilio:

εκεί καταδικάστηκαν και κάηκαν επί της πυράς ο Ιωάννης Χούς (Johannes Hus) και ο

Ιερώνυμος της Πράγας, οι αληθινοί άγιοι, παιδιά και μάρτυρες του Θεού. Αντί γι’αυτούς

όμως ανακηρύχθηκε άγιος ο Θωμάς ο Ακινάτης, der born und grundsuppe aller ketzerey,

yrthum und vertilgung του Ευαγγελίου όπως δείχνουν και τα βιβλία του”.72

Για να βρεί ωστόσο αληθινούς αγίους ο Λούθηρος δεν χρειαζόταν να ανατρέξει μόνον στο

παρελθόν. Και το παρόν παρήγαγε μάρτυρες που είχαν πεθάνει για την χριστιανική πίστη.

Την 1η Ιουλίου 1523 στις Βρυξέλλες κάηκαν, και μάλιστα ως λουθηρανοί αιρετικοί, δύο

αυγουστίνοι μοναχοί από την μονή της Αμβέρσας, ο Χέινριχ Φος (Heinrich Voes) και ο

Γιοχάνες Ες (Johannes Esch) από το Έσσεν. Tα νέα εξαπλώθηκαν γρήγορα στην Γερμανία

χάρη σε επιστολές αυτοπτών μαρτύρων κι αντίγραφα των καταθέσεων που είχαν γίνει κατά

τις ανακρίσεις και που θύμιζαν το ύφος των Πράξεων των πρωτοχριστιανικών Μαρτύρων. Ο

Λούθηρος συνέταξε την ίδια χρονιά ένα μονόφυλλο με τον τίτλο Επιστολή στους χριστιανούς

των Κάτω Χωρών (Ein Brief an die Christen im Niederland) που μέσα σε λίγους μήνες

γνώρισε άλλες οκτώ εκδόσεις.73 Με αυτά τα κείμενα ίδρυσε μιά ανεξάρτητη προτεσταντική

αγιολογία.74 Οι δύο εκτελεσμένοι αυγουστιανιανοί μοναχοί ανταποκρίνονται πλήρως στην

έννοια του αληθινού αγίου που ο Λούθηρος είχε αρχίσει να αναπτύσσει από το 1516. Γι’αυτό

και έγραψε: “Ο Θεός επαινεί und in ewikeyt gebendeyet, das wyr erlebt haben πραγματικούς

71 72 73 74

Page 18: Urlich Köpf

αγίους και αληθινούς μάρτυρες είδαμε κι ακούσαμε ενώ μέχρι τώρα είχαμε ανακηρύξει

τόσους πολλούς ψεύτικους αγίους”.75

Λίγο μετά το κείμενο αυτό, σε ένα άλλο γραπτό με τίτλο Εναντίον του νέου ειδώλου και

παλαιού διαβόλου (Wider den neuen Abgott una alten Teufel) αντιπαραθέτει τον επίσκοπο

Μπένο και τους πραγματικούς αγίους, δηλαδή τους καταδικασμένους των Βρυξελλών, τον

Γιοχάνες και τον Χάινριχ.76 Στα επόμενα χρόνια θα προστεθεί σε αυτούς μια σειρά άλλων

προτεσταντών μαρτύρων. Τον Δεκέμβριο του 1524 καταδικάστηκε κι εκτελέστηκε ο Χάινριχ

του Τζούτφεν (Heinrich από το Zutphen) ένας αυγουστίνος μοναχός που είχε σπουδάσει στην

Βιττεμβέργη και ο οποίος από το 1522 είχε αρχίσει να κηρύσσει τις ευαγγελικές ιδέες στην

πατρίδα του και στην Β. Γερμανία. Την άνοιξη του επόμενου έτους ο Λούθηρος του

αφιέρωσε ένα σχετικά εκτεταμμένο κείμενο που τιτλοφορείται Περί του αδελφού Ερρίκου

που κάηκε στο Ντίτμαρ μαζί με την ερμηνεία του 10ου ψαλμού (Von Bruder Henrico in Ditmar

verbrannt samt dem zehnten Psalmen ausgelegt).77 Σύμφωνα με τον Λούθηρο ο 10ς ψαλμός

μιλά για τους μάρτυρες του Χριστού και παρηγορεί την κοινότητα για τον θάνατο των αγίων

της. Δύο χρόνια αργότερα, ο Γκεόργκ Βίνκλερ, κήρυκας στην Stiftkirche του Χάλ,

επιστρέφοντας από μια ανάκριση, δολοφονήθηκε. Ο Λούθηρος συνέταξε μια Παρηγορία

στους χριστιανούς της Χαλ για τον θάνατο του κήρυκά τους κυρίου Γεωργίου (Tröstung an die

Christen zu Halle über Herrn Georgen ihres Predigers Tod).78 Το ίδιο έτος (1527) ο θάνατος

επί της πυράς στην Βαυαρία ενός παλαιού φοιτητή της Θεολογίας στην Βιττεμβέργη, του

Λέοναρντ Κάιζερ (Leonhard Kaiser) του έδωσε την αφορμή για την έκδοση μιας συλλογής

εγγράφων με αντίτυπα επιστολών, επισήμων κατηγοριών εναντίον του Κάιζερ και την

διαθήκη του.79 Ο ίδιος ο Λούθηρος ονόμασε την συλλογή Βίοι και Ιστορίες (Legende und

Geschichte). Eδώ η λέξη Legende δεν έχει υποτιμητική σημασία· δεν παραπέμπει στα

Lügende αλλά σε αληθινές, αξιοπίστες ιστορίες που πρέπει να διαβάζονται στην

προτεσταντική κοινότητα.80 Με τον τρόπο αυτό ο Λούθηρος επινόησε την έννοια και την

μορφή των ευαγγελικών Βίων αγίων.

Η εικόνα που έχει για τους αγίους δεν θα ήταν ωστόσο πλήρης αν την περιορίζαμε

αποκλειστικά στους νέους αγίους. Και παλαιώτεροι άγιοι πληρούσαν τα αυστηρά του 75 76 77 78 79 80

Page 19: Urlich Köpf

κριτήρια ―όχι φυσικά μορφές της παλαιάς εκκλησίας, πρωταγωνιστές ρομαντικών

αποστολικών ιστοριών ή άλλων μύθων όπως λ.χ. η αγία Βαρβάρα, ο άγιος Χριστόφορος, ο

άγιος Γεώργιος, η αγία Αικατερίνη, η αγία Ούρσουλα και πολλές άλλες81 αλλά ιστορικά

πρόσωπα που, κατά τον Λούθηρο, πληρούσαν τα κριτήρια της αληθινής αγιωσύνης. Έτσι,

στο κείμενο που έχει αφιερώσει στον Μπέννο δηλώνει: “Ich glewbe freundlich, ότι η αγία

Ελισάβετ του Μαρβούργου είναι αγία. Το ίδιο οι άγιοι Αυγουστίνος, Ιερώνυμος, Αμβρόσιος,

Βερνάρδος και Φραγκίσκος. Aber ich wil nicht draufff sterben noch mich verlassen. Η πίστη

μου πρέπει να είναι βέβαιη και να έχει στέρεο θεμέλιο στην Γραφή”.82

Παρά την καταγγελία των αντιφάσεων που υπήρχαν στην παλαιά αντίληψη περί των αγίων

και της λατρείας τους, παρά τις επιφυλάξεις για την αναξιοπιστία των πηγών, Λούθηρος

πήρε ένα τμήμα της αγιολογικής παράδοσης και το χρησιμοποίησε για μια νέα, ευαγγελική

προσέγγιση του ζητήματος των αγίων.

Το 1535 έγραφε: “Ich hette wol lengest gerne gesehen und auch noch gerne sehe, das sich

etwa ein from, gelert man hette gelegt an di bucher von der Heiligen leben und geschichten,

so man die Legende nennet, die selbe von den ungewissen, untuchtigen gereinigt, Weil viel

fabeln nd ungereimpter rewme drinnen vermisscht sind, welche doch viel hoher geacht und

gehalten sind weder die rechten guten Legenden … Και μετά την Αγία Γραφή δεν υπάρχει

πιό χρήσιμο βιβλίο για την χριστιανωσύνη από τους Βίους των αγαπητών αγίων ιδίως

εκείνων που είναι rein und rechtschaffen δεδομένου ότι εκεί βρίσκει κανείς πώς πίστεψαν τον

Θεό από την καρδιά τους und mit dem munde bekand, mit der that gepreiset και με τον πόνο

και τον θάνατό τους τον τίμησαν και und bestettigt haben. Tέτοια βιβλία παρηγορούν κι

ενισχύουν εκείνους που δεν έχουν δυνατή πίστη ενώ εκείνους που είναι δυνατοί τους κάνουν

ακόμα δυνατώτερους. Denn wo man allein die schrifft on exempel und historien der heiligen

leret, ob wol jnnvendig der geist das seine reichlich thut, so hilffts doch trefflich seer, wo

man von auswendig auch die exempel der andrern sihet odder horet”.

Στα παραδείγματα και τις ιστορίες των αγίων αντικατοπτρίζονται τα διδάγματα της Αγίας

Γραφής τα οποία, για τους αδύναμους, δεν είναι πάντα αρκετά εκφραστικά. Ενώ όμως ο

Λούθηρος ήξερα να εκτιμά την αξία των Βίων των αγίων, δεν ήταν ικανοποιημένος είναι με

την διαθέσιμη στην εποχή του αγιολογία. Για την περίφημη Legenda aurea, την συλλογή

Βίων του 13ου αιώνα που είχε την μεγαλύτερη επίδραση στον Μεσαίωνα, είπε το 1540: “Es

81 82

Page 20: Urlich Köpf

ist eine lauter kloster lob et contra articulum justificationis. Που και που υπάρχει μια καλή

ιστορία.” Έτσι συνεχώς προσπαθούσε να διορθώσει και τελικά προέτρεψε τον μαθητή του

Γκεόργκ Μαγιόρ (Georg Major), που παλαιά ήταν κήρυκας του πύργου της Βιττεμβέργης να

ετοιμάσει μια αποκαθαρμένη και διορθωμένη έκδοση των μεσαιωνικών Βίων των Πατέρων.

Η έκδοση πραγματοποιήθηκε το 1544 και ήταν η δεύτερη ευαγγελική συλλογή Βίων αγίων·

περιείχε ένα πρόλογο του Λούθηρου και ήταν χωρισμένη σε τρία τμήματα που

περιελάμβαναν μια επιλογή από ιστορίες των Πατέρων της παλαιοχριστιανικής Εκκλησίας

όπως λ.χ. τον Βίο Αντωνίου του Αθανασίου, μια αλφαβητικά ταξινομημένη συλλογή

παραδειγμάτων πράξεων των πατέρων από την abstinentia έως το verbum Dei καθώς και τον

Βίο του Συμεών του Στυλίτη. Ο υπότιτλος της συλλογής ― “να χρησιμοποιηθεί στην

υπηρεσία του Λόγου”― προδίδει τον στόχο της ενώ στον πρόλογο ο συντάκτης τονίζει οι

ιστορίες των αγίων της συλλογής αποτελούν um mehr als bloß ηθικά παραδείγματα.

Είχε προηγηθεί το 1539 ο Χέρμαν Μπόνους (Hermann Bonnus), superattendent της

Λυβέκης, με μια συλλογή από exempla που είχε αρυσθεί από τους Βίους των αποστόλων και

των παλαιοχριστιανικών μαρτύρων και μοναχών που από το 1559 κι έπειτα εκδιδόταν ως

παράρτημα των Βίων πατέρων του Μάγιορ. Ο Μπόνους ωθήθηκε στο έργο αυτό από τα

Άρθρα του Αμβούργου της 15 Μαρτίου 1535 που απαιτούσαν την χρησιμοποίηση κατά το

κήρυγμα αξιόπιστων ιστοριών αγίων ως προτύπων. Το 1544, λίγο πριν τον θάνατό του,

δημοσίευσε και ο επί χρόνια σύμβουλος των ηγεμόνων της Σαξωνίας Γκεόργκ Σπαλατίν

(Georg Spalatin) ένα βιβλίο που ακολουθούσε το πρότυπο της συλλογής του Χέρμαν

Μπόνους, για το οποίο και πάλι ο Λούθηρος συνέταξε έναν πρόλογο.

Μετά από αυτά τα βιβλία, που προέρχονταν από θεολόγους της Βιττεμβργης, ακολούθησε

μια μακρά σειρά συγγενικών έργων που διαδόθηκαν χάρη σε πολυάριθμες εκδόσεις,

μεταφράσεις και παραφράσεις. Στα γερμανικά, ο Λούντβιχ Ράμπους (Ludwig Rabus) έγραψε

μια Ιστορία εκλεκτών αγίων, ομολογητών και μαρτύρων του Θεού (Historia der heiligen

auserwälten Gotteszeugen, Bekenner und Märtyrer) (1552-1558)· στα γαλλικά ο Ζαν

Κρεσπέν (Jean Crespin) εξέδωσε το 1554 το Βιβλίο των Μαρτύρων (Le Livre des Martyrs)

που γνώρισε περισσότερες από 24 εκδόσεις σε γαλλικά, λατινικά και γερμανικά· το ίδιο έτος

ο άγγλος Τζών Φόξ (John Fox) δημοσίευσε ένα έργο στα λατινικά του οποίου η αγγλική

μετάφραση εκδόθηκε πολλές φορές. Ενώ το έργο του Ράμπους δίνει μια λεπτομερή εικόνα

από την Παλαιά Διαθήκη μέχρι τον 16ο αιώνα εκείνα των Κρεσπέν και Φόξ αρχίζουν με τον

Τζών Ουίκλιφ (John Wiclif) ως πρόδρομο της Μεταρρύθμισης.

Page 21: Urlich Köpf

Eπέζησε επίσης η ανάμνηση των μεσαιωνικών αγίων και δή στο λογοτεχνικό είδος των

ημερολογίων με βιογραφίες αγίων ή, τουλάχιστον, με σύντομα βιογραφικά σημειώματα των

αγίων κάθε ημέρας. Τα πρώτα προτεσταντικά έργα αυτού του τύπου είναι τα εξής: Πώλ

Έμπερ (Paul Eber), Calendarium Historicum, 1550· Κάσπαρ Γκόλτβουρμ (Kaspar

Goltwurm), Εκκλησιαστικό Ημερολόγιο (Kircher Calender) 1559, και Αντρέας Χονντορφ

(Andreas Hondorf), Calendarium sanctorum et historiarum 1573. Και αυτά τα έργα

εκδόθηκαν σε αναρίθμητα αντίτυπα κι αποτελούν σαφή μαρτυρία της παρουσίας της ιδέας

των αγίων στην ευαγγελική Εκκλησία Kirchentümern, μιας ιδέας ανθεκτικής στο χρόνο αν

και, από λειτουργική άποψη, εντελώς μεταμορφωμένης, ελεύθερης από το βάρος της

λατρείας. Αυτή η νηφάλια ιδέα, που ενδιαφερόταν για την ιστορική ακρίβεια, στράφηκε προς

τις μεγάλες μορφές της Χριστιανωσύνης από τις απαρχές μέχρι το πιο πρόσφατο παρελθόν,

μορφές που αποτελούσαν παραδείγματα τόσο μιας ζωής υποδειγματικής όσο και της δράσης

της θείας χάρης: από τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό ως τον Ιωάννη τον Σκώτο, και από τον

συνοδιστή Ιωάννη της Σεγκόβια (15ος αιώνας), τον ουμανιστή Γιοχάνες Ρόιχλιν (Johannes

Reuchlin) ως τους μεγάλους ιδρυτές μοναστικών ταγμάτων Βενέδικτο της Νουρσίας,

Βερνάρδο του Κλαιρβώ, Δομήνικο, Φραγκίσκο και τους προτεστάντες μάρτυρες Χέινριχ

Φος, Γιοχάνες Ες και Ουίλιαμ Τάιλερ (William Tayler).

Ωρισμένοι βίοι αγίων περιέχουν κριτικές παρατηρήσεις που ενίοτε καταστρέφουν τον

ηθοπλαστικό τόνο και δείχνουν να ξεφεύγουν από το πεδίο των βιβλίων κατάνυξης και να

κινούνται είτε προς τα κείμενα πολεμικής είτε προς τις συλλογές της εκκλησιαστικής

ιστορίας. Έτσι στα κείμενα αυτά μπορεί εύκολα να δεί κανείς όχι τις απαρχές μιας ιστορικο-

κριτικής παρατήρησης αλλά δογματικές κρίσεις και τα υπολείμματα μιας θρησκευτικής

πολεμικής που συνδέεται με τον lehrhaft-nüchternen χαρακτήρα της παλαιοπροτεσταντικής

ευσέβειας. Ο τρόπος με τον οποίο αναπαρίστανται μεσαιωνικές φιγούρες είναι από αυτήν την

άποψη ενδιαφέρων και χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.

Μετά την παρέλευση κάποιου χρονικού διαστήματος από τον θάνατό τους εισήλθαν στον

κύκλο των ευαγγελικών αγίων και εκείνες οι προσωπικότητες της Μεταρρύθμισης που δεν

είχαν υποστεί μαρτύρια ―προπάντων ο ίδιος ο Λούθηρος ο οποίος, λίγο μετά τον θάνατό

του, έγινε αντικείμενο έντονης λατρείας. Αυτή η λατρεία του Λουθήρου, με λέξεις και

εικόνες, με ψευδο-λείψανα και γιορτές Ιωβηλαίου αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο, που

εδώ όμως πρέπει να παραλείψω και που εξ άλλου δείχνει την βασική διαφορά ανάμεσα

Page 22: Urlich Köpf

αφ’ενός στην παλαιά ορθόδοξη ή καθολική κι αφ’ετέρου στην προτεσταντική σχέση με τους

αγίους.

Το γραμματειακό είδος της ευαγγελικής αγιολογίας άνθησε ιδιαίτερα στον Πιετισμό και όχι

σπάνια θεραπεύθηκε από τους αμύητους οι οποίοι προσδοκούσαν από αυτό την επιβεβαίωση

των ιδεωδών τους. Το 1700 ο Γκότφριντ Αρνολντ (Gottfried Arnold), γνωστός κυρίως για

την Αμερόληπτη ιστορία της εκκλησίας και των αιρέσεων (Unparteische Kirchen- und

Ketzerhistorie )δημοσίευσε τους δικούς του Βίους Πατέρων οι οποίοι πραγματεύονται όχι

μόνον τους πατέρες της αρχαίας εκκλησίας στην συνέχεια του έργου του Γκεόργκ Μάγιορ

αλλά επίσης τον Βερνάρδο του Κλαιρβώ, τον Θωμά Ακινάτη (του οποίου την λατρεία είχε

απορρίψει ο Λούθηρος), τον Τάουλερ, τον Ρούισμπροκ (Ruysbroek), τον Γκέρτ Γκρότε

(Geert Grote), τον Φλορέντιους Ράντεβινς (Florentius Radewijns), τον Άρνολντ Σενχόβεν

(Arnold Schönhoven) και τον Θωμά του Κέμπις (Thomas von Kempen). Ένα χρόνο

αργότερα εξέδωσε τους Βίους των πιστών ή περιγραφή gottseligen προσώπων που έγιναν

ιδιαίτερα γνωστά τα τελευταία διακόσια χρόνια (Leben der Gläubigen oder Beschreibung

solcher gottseligen Personen, welche in den letzten 200 Jahren sonderlich bekannt worden)

όπου παρουσιάζονται ο Γιοχάνες του Κρόιτζ (Johannes vom Kreuz), η Τερέζα του Ιησού, η

Αικατερίνη της Γένοβας, η Αγγέλα του Φολίνιο, η Φράου φον Σαντάλ (Frau von Chantal), o

Mαρτίνος Λούθηρος, ο Γιόχαν Άρντ (Johann Arndt) και άλλοι. Προφανώς λοιπόν δεν

πρόκειται πια για αγίους στους οποίους αποδίδεται θρησκευτική λατρεία αλλά για

σημαντικούς, πρότυπους χριστιανούς από τους οποίους μπορεί κανείς να μάθει κάτι.

Το 1733 ο Γκέρχαρντ Τερστίγκεν (Gerhard Tersteegen), λαϊκός κήρυκας από τις Κάτω

Χώρες εξέδωσε τον πρώτο τόμο των Εξαίρετων βιογραφιών αγίων ψυχών (Auserlesenen

Lebensbeschreibungen Heiliger Seelen) που στους τρείς τόμους που δημοσιεύτηκαν μέχρι το

1753 περιείχαν 26 βιογραφίες καθολικών του Μεσαίωνα [από την Χίλντεγαρντ του

Μπίνγκεν (Hildegard von Bingen) και τον Φραγκίσκο της Ασίζης με τους πρώτους αδελφούς

του έως τον Νικολάους από την Φλύε (Nikolaus von der Flüe)] και των νεωτέρων χρόνων [η

Τερέζα του Ιησού, ο Γιοχάνες του Κρόιτζ, ο μεξικανός ερημίτης Γκρεγκόριο Λόπεζ

(Gregorio Lopez), η καλή Αρμέλλε] ενώ απουσίαζαν παντελώς ευαγγελικές προσωπικότητες.

Στον πρόλογο του πρώτου τόμου ο Τέρστιγκεν αιτιολογεί την δουλειά του με δύο τρόπους:

συντελεί πρώτον στην εξύμνηση του Θεού που έχει κάνει τους αγίους λαμπρά Werke seiner

Schöpferkraft και δεύτερον στην οικοδόμηση της κοινότητας που μέσω του προτύπου

ευσεβών και αγίων ανθρώπων διαφωτίζεται καλύτερα απ’ότι με την απλή νουθεσία.

Page 23: Urlich Köpf

Η προτεσταντική αγιολογία, που μπορεί να ανατρέξει σε μια τόσο σημαντική παράδοση,

επεβίωσε υπό διαφορετικές συνθήκες και στον 19ο αίωνα χωρίς ωστόσο να χαθούν οι δεσμοί

με την παλαιώτερη αγιολογική γραμματεία. Έχει όμως απαλλαγεί από την τάση προς την

ομολογιακή περιχαράκωση κι όταν παίρνει πολεμικό τόνο κατευθύνεται εναντίον του

δαιμονοποιημένου Μοντέρνου. Ως επι το πλείστον χρησιμοποιεί την λιτή, ηθοπλαστική

βιογραφία που, με τον καιρό, έχει χάσει κάθε στοιχείο κριτικής und zwar nicht in die

religiöse Verehrung, aber doch in eine oftmals naive Verherrlichung der dargestellten

Personen mündet.

Aς αφήσουμε όμως τις προεκτάσεις της πιετιστικής γραμμής στον 19ο κι ας αναφέρουμε δύο

παραδείγματα από την Βυρτεμβέργη. Από το 1831 κι έπειτα ο εκδοτικός οίκος Γιόχαν

Φρίντριχ Στάινκοπφ (Johann Friedrich Steinkopf) της Στουτγάρδης εκδίδει τον Christen-

Bote, ένα κυριακάτικο φύλλο που επιμελείτο ο Γιόχαν Κρίστιαν Φρίντριχ Μπέρκ (Johann

Christian Friedrich Burk) ο οποίος ανήκε στον κύκλο των φίλων του Λούντβιχ Χόφακερ και

εν συνεχεία έγινε πάστορας της πόλης του Γκρόσμποτβαρ (Großbottwar). O Μπερκ, που το

1831 είχε δημοσιεύσει την πρώτη βιογραφία του Γιόχαν Άλμπρεχτ Μπένγκελς (Jiohann

Albrecht Bengels), έβαζε στην αρχή κάθε φύλλου της εφημερίδας του, υπό τον τίτλο

“Χριστιανικό ημερολόγιο” σύντομες βιογραφίες προσωπικοτήτων του χριστιανισμού των

οποίων τα γενέθλια βρίσκονταν κοντά στην ημερομηνία έκδοσης του φύλλου. Στην

πραγματικότητα ήταν ένα ευαγγελικό εορτολόγιο σε συνέχειες. Στην δεκαετία του 1830

δημιουργήθηκε επίσης ο εκδοτικός οίκος Κάλβερ (Calwer) o οποίος προσέφερε άφθονες

ηθοπλαστικές βιογραφίες ιδίως στην συλλογή που ονομαζόταν ‘Οικογενειακή Βιβλιοθήκη’.

Μεταξύ αυτών, εκείνες που έγιναν περισσότερο γνωστές κι είχαν την μεγαλύτερη επιρροή

ήταν οι αφιερωμένοι στους Πατέρες της Βυρτεμβέργης τέσσερις τόμοι τους οποίους είχαν

επιμεληθεί οι Βίλχελμ Κλάους (Wilhelm Claus) και Φρίντριχ Μπούκ (Friedrich Buck).

Πώς σχηματίσθηκαν αυτές οι βιογραφίες αναδεχόμενες παραδοσιακά στοιχεία, πώς

συνεχίστηκαν στον 20ο αιώνα και πως διαμόρφωσαν κι ίσως διαμορφώνουν ακόμη σε

ευρύτερους κύκλους την ευαγγελική εικόνα ενός αληθινά ευλαβούς ανθρώπου, είναι θέματα

που θα έπρεπε να μελετηθούν ξεχωριστά. Όμως η ευαγγελική ευλάβεια του 20ου αιώνα έως

σήμερα προέρχεται κι από άλλους δρόμους mit dem Gedanken an Heilige und

Heiligenverehrung in Berührung. Ενώ η ιστορικο-κριτική έρευνα από τις αρχές του 19ου

αιώνα επέφερε πλήγματα σε πολλές παληές σεβάσμιες παραδόσεις και τελικά με την βοήθεια

της ιστορίας των θρησκειών ερμήνευσε το φαινόμενο της λατρείας των αγίων ως

Page 24: Urlich Köpf

αποτέλεσμα επιδράσεων ξένων θρησκειών, σε υψηλούς εκκλησιαστικούς κύκλους όπως και

στο οικουμενικό κίνημα γίνονται ακόμη πολυάριθμες προσπάθειες, ώστε, καθ’οδόν προς την

ιδέας ενός εορτολογίου, ενός ευαγγελικού ημερολογίου αγίων ή ονομάτων με την προσθήκη

βιογραφιών ή ενός ευαγγελικού μαρτυρολογίου, να βρεθούν νέα σημεία πρόσβασης στην

ιδέα του αγίου κι συγχρόνως σύγκλισης με την ορθόδοξη και καθολική λατρεία των αγίων.

Με άλλους τρόπους επιδρά η λαοφιλής και μέσω των ιωβηλαίων διαρκώς ανανεούμενη

εικόνα του Λουθήρου. Τέλος, ακόμη και για την ευαγγελική συνείδηση γεννιούνται ως

σήμερα νέοι άγιοι ―μάρτυρες όπως ο Ντήτριχ Μπονόφερ (Dietrich Bonhoefer), Μάρτιν

Λούθερ Κίνγκ ή άλλες φυσιογνωμίες-πρότυπα όπως ο Άλμπερτ Σβάιτσερ και ο Ντάγκ

Χαμμαρσκγιόλντ (Dag Hammarskjöld)― των οποίων η λατρεία εκφράζεται με την ίδρυση

ομώνυμων εκκλησιών.